Antiypertasika Market
-
Author
cruelsunagain -
Category
Documents
-
view
401 -
download
6
Embed Size (px)
Transcript of Antiypertasika Market

1
Η ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ ΤΩΝ ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ:
ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ
ΓΕΩΡΓΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ
ΠΑΤΡΑ 2005
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ

2

3

4
…στους γονείς μου…

5

6
…στον Γιώργο και στον Βασίλη…

7

8
Πρόλογος
Η εργασία που ακολουθεί εκπονήθηκε στα πλαίσια του μεταπτυχιακού
προγράμματος σπουδών, στην κατεύθυνση “Φαρμακευτικό Μάρκετινγκ”, του
τμήματος Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Πατρών κατά το ακαδημαϊκό έτος
σπουδών 2004-2005.
Στην μελέτη αυτή γίνεται μια προσπάθεια να παρουσιαστεί μια όσο το δυνατόν
πιστότερη απεικόνιση της αγοράς των αντιυπερτασικών φαρμάκων, ενώ ταυτόχρονα
γίνεται διερεύνηση των παραγόντων εκείνων που επηρεάζουν τους γιατρούς να
συνταγογραφήσουν ένα αντιυπερτασικό φάρμακο έναντι κάποιου άλλου.
Αντικειμενικός σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να γίνει δυνατή η αξιολόγηση
ορισμένων παραμέτρων, τόσο σε επιστημονικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο
μάρκετινγκ που επηρεάζουν τους γιατρούς να συνταγογραφήσουν προς μια
κατεύθυνση, αλλά και να φανεί πως οι διάφορες κατηγορίες αντιυπερτασικών
φαρμάκων είναι τοποθετημένες στην σκέψη των γιατρών.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τον επιβλέποντα καθηγητή κ.
Παύλο Κορδοπάτη, τόσο για την αμέριστη συμπαράσταση που προσέφερε καθ’ όλη
την διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών, όσο και για τις υποδείξεις και την
καθοδήγησή του, κατά την διάρκεια εκπόνησης της μεταπτυχιακής μου διατριβής.
Επίσης ευχαριστώ θερμά τον επίκουρο καθηγητή κ. Γεώργιο Πάϊρα για την βοήθειά
του, τόσο κατά τις μεταπτυχιακές μου σπουδές, όσο και για τις ουσιαστικές
παρατηρήσεις του για την ορθότερη ολοκλήρωση της μεταπτυχιακής μου διατριβής,
και την Λέκτωρα του τμήματος Διοίκησης επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Πατρών,
κ. Δέσποινα Καραγιάννη, για την έμπρακτη βοήθεια που προσέφερε κατά την
διάρκεια των σπουδών μου αλλά και για τις ουσιαστικές και καίριες υποδείξεις της
στην ερευνητική αυτή προσπάθεια.
Τις ευχαριστίες μου εκφράζω επίσης και στον κ. Εμμανουήλ Μιτάκη για την
ουσιαστική βοήθεια που προσέφερε στην υλοποίηση αυτής εργασίας.
Θερμά ευχαριστώ το τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Πατρών, που μου
έδωσε την δυνατότητα να υλοποιήσω την παρούσα εργασία.

9
Τέλος θέλω να εκφράσω την απέραντη ευγνωμοσύνη μου προς την μητέρα, τον
πατέρα και τον αδερφό μου, για όλα όσα μου έχουν προσφέρει μέχρι σήμερα. Χωρίς
αυτούς καμία προσπάθεια μου δεν θα είχε τελεσφορήσει.

10
Περιεχόμενα
Γενικό μέρος
Εισαγωγή 03
Το σύγχρονο προφίλ της φαρμακευτικής βιομηχανίας 13
Συνολική θεώρηση της κατάστασης υγείας στην Ελλάδα 18
Γενική εικόνα της ελληνικής φαρμακευτικής αγοράς 28
Θεραπευτική αντιμετώπιση της υπέρτασης 47
Ποιοτική εικόνα της αγοράς των αντιυπερτασικών φαρμάκων 57
Η εικόνα της αγοράς των αντιυπερτασικών φαρμάκων σε αριθμούς 66
Θεωρητικό μέρος
Παράγοντες που επηρεάζουν την συνταγογράφηση των γιατρών 83
Η επίδραση της επιστημονικής ενημέρωσης 83
Η επίδραση της δημοσιότητας και των έντυπων ενημερωτικών μέσων 85
Συνταγογράφηση και προώθηση/διαφήμιση των φαρμάκων 86
Η συνήθεια ως παράγοντας της συνταγογράφησης 87
Χαρακτηριστικά του φαρμάκου που έχουν επίδραση στην συνταγογράφηση 87
Η επίδραση της συμμόρφωσης του ασθενούς 88
Η επίδραση των φαρμακοοικονομικών μελετών και το κόστος 90

11
Ερευνητικό μέρος
Σκοπός της παρούσας μελέτης 99
Ερωτηματολόγιο 100
Αποτελέσματα – Αναλύσεις 105
Συμπεράσματα - Συζήτηση – Προτάσεις – Περιορισμοί 131
Περίληψη 135
Summary 137

12
ΓΓΕΕΝΝΙΙΚΚΟΟ ΜΜΕΕΡΡΟΟΣΣ

13

14
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το μάρκετινγκ είναι η διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης της σύλληψης,
τιμολόγησης, προώθησης και διανομής ιδεών και υπηρεσιών με σκοπό να
δημιουργήσει ανταλλαγές στα πλαίσια των οποίων ικανοποιούνται τόσο οι ανάγκες
των πελατών όσο και οι στόχοι της επιχείρησης [1]. Το μάρκετινγκ μετά τα διάφορα
στάδια εξέλιξης που πέρασε μέχρι σήμερα έχει να αντιμετωπίσει, αλλά και να
χρησιμοποιήσει, την εξαιρετικά γρήγορη αναπτυσσόμενη τεχνολογία της μαζικής
παραγωγής, τα ολοένα και αποτελεσματικότερα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τα
πολύ γρήγορα μέσα μεταφοράς. Καθήκον του τμήματος επικοινωνίας του μάρκετινγκ
είναι να ενημερώσει το κοινό για την ύπαρξη του προϊόντος και τα χαρακτηριστικά
του με σκοπό να αυξήσει τις πωλήσεις.
Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία (νόμος 1361/1983, όπως τροποποιήθηκε από
τον νόμο 1965/1991 (ΦΕΚ 146Α /26.09.1991)), φαρμακευτικό προϊόν είναι το προϊόν
της μαζικής και τυποποιημένης παρασκευής φαρμακευτικού είδους, το οποίο φέρεται
στην κυκλοφορία χαρακτηριζόμενο ως “σκεύασμα” όταν η παρασκευή και η ονομασία
του είναι “επίσημη” και “φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα”, όταν το φάρμακο
παρασκευαζόμενο εκ των προτέρων τίθεται στην κυκλοφορία σε ειδική συσκευασία
και υπό ειδική ονομασία (σήμα), που όμως δεν είναι παραπλανητική και έχει
αναγνωρισθεί από τους αρμόδιους φορείς ότι ανήκει στον παρασκευαστή, ο οποίος
και μόνο έχει το δικαίωμα να τη χρησιμοποιεί. Φάρμακο […] είναι ουσία ή
συνδυασμός ουσιών ή σύνθεση που φέρεται και έχει ιδιότητες θεραπευτικές ή
προληπτικές για ασθένειες ανθρώπων ή ζώων, όπως επίσης ουσία ή συνδυασμός
ουσιών ή σύνθεση που μπορεί να χορηγηθεί σε άνθρωπο ή ζώο για να συμβάλλει σε
ιατρική διάγνωση ή να βελτιώσει ή να τροποποιήσει ή να υποκαταστήσει οργανική
λειτουργία στον άνθρωπο ή τα ζώα. Ουσία […] είναι κάθε ύλη ανεξαιρέτως
προελεύσεως που μπορεί να είναι “ανθρώπινη” (όπως ορμόνες, ένζυμα, το
ανθρώπινο αίμα και τα παράγωγα του), “ζωική” (όπως μικροοργανισμοί, ολόκληρα
ζώα, τμήματα οργάνων, ζωικές εκκρίσεις, τοξίνες, ουσίες λαμβανόμενες δι’
εκχυλίσεως, παράγωγα του αίματος κλπ.), “φυτική” (όπως μικροοργανισμοί, φυτά,
τμήματα φυτών, φυτικές εκκρίσεις, ουσίες λαμβανόμενες δι’ εκχυλίσεως), και “χημική”
(όπως στοιχεί, χημικές ύλες της φύσης, προϊόντα μετασχηματισμού και αντιδράσεων
συνθέσεις κλπ.) [2].

15
Οδηγίες αναφορικά με το τι συνιστά φάρμακο καθώς και με το νομοθετικό πλαίσιο
μέσα από στο οποίο γίνεται η διάθεση και χορήγηση του, έχουν εκδοθεί και από την
ευρωπαϊκή ένωση, σύμφωνα με την οποία “κάθε ουσία ή συνδυασμός ουσιών που
χαρακτηρίζεται ως έχουσα θεραπευτικές ή προληπτικές ιδιότητες έναντι ασθενειών
ανθρώπων” ή “κάθε ουσία ή συνδυασμός ουσιών δυνάμενη να χρησιμοποιηθεί ή να
χορηγηθεί σε άνθρωπο, με σκοπό είτε να αποκατασταθούν, να διορθωθούν ή να
τροποποιηθούν φυσιολογικές λειτουργίες με την άσκηση φαρμακολογικής,
ανοσολογικής ή μεταβολικής δράσης, είτε να γίνει ιατρική διάγνωση” είναι φάρμακο
[3].
Στον τομέα της φαρμακευτικής βιομηχανίας ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος υπήρξε
σημείο καμπής, αφού το τέλος του σημαδεύτηκε από μια έκρηξη της οικονομίας που
συνοδεύτηκε με μια ασυνήθιστη έρευνα για την παραγωγή νέων φαρμάκων, που
οδήγησε την συγκεκριμένη βιομηχανία σε μια άνευ προηγουμένου περίοδο ευφορίας.
Από την ανάπτυξη της πενικιλίνης, του πρώτου αντιβιοτικού, το 1945 η βιομηχανία
αυτή γνώρισε δεκαετίες αδιάκοπης ανάπτυξης δίνοντας πολλά νέα φάρμακα που
άλλαξαν την συνολική άποψη της ανθρωπότητας αναφορικά με την θνησιμότητα [4].
Εξαιτίας μάλιστα της μεγάλης γενικής επιτυχίας αυτού του κλάδου, όλο και
περισσότερες εταιρείες προσπάθησαν να κερδίσουν πρόσβαση στην παραγωγή και
διάθεση φαρμάκων. Ο ανταγωνισμός αυξήθηκε αναλογικά. Δεν ήταν δυνατόν πλέον
να βασίζονται οι πωλήσεις αποκλειστικά και μόνο στην ανάπτυξη προϊόντων. Αυτές
και άλλες εξελίξεις ανάγκασαν την φαρμακευτική βιομηχανία να αποκτήσει τέτοιο
επίπεδο τεχνολογίας μάρκετινγκ ώστε να ανταποκρίνεται στις δυνατότητες έρευνας
και ανάπτυξης.
Οι πιο σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε άλλες βιομηχανίες και στην φαρμακευτική
είναι ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνεται η απόφαση αγοράς, και ο ασυνήθιστος
χαρακτήρας των προϊόντων της. Την ίδια στιγμή που βοηθούν σώζοντας ζωές και
μειώνουν την ανθρώπινη δυστυχία την ίδια στιγμή κάνουν κακό αν γίνει λάθος χρήση
τους. Σχεδόν το σύνολο των προϊόντων της ακόμα και αν χρησιμοποιηθούν με τον
πλέον ενδεδειγμένο τρόπο μπορούν να προκαλέσουν κάποιες ανεπιθύμητες
ενέργειες, ενώ πολλά είναι επικίνδυνα. Επιπροσθέτως των παραπάνω, κάθε
συζήτηση γύρω από θέματα που άπτονται της υγείας είναι αυστηρά προσωπική με
πολλά στοιχεία συναισθηματικής εμπλοκής. Συνέπεια όλων αυτών είναι το
φαρμακευτικό μάρκετινγκ να είναι το πιο αυστηρά καθοριζόμενο από όλα τα άλλα [5].
Τα φαρμακευτικά προϊόντα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες στα συνταγογραφούμενα
και στα μη συνταγογραφούμενα, δηλαδή σε αυτά που μπορεί να προμηθευτεί ο

16
ασθενής χωρίς ιατρική συνταγή. Στα μη συνταγογραφούμενα ο τρόπος αγοράς τους
προσομοιάζει στα αγαθά καταναλωτικού τύπου. Όμως τα φάρμακα ως σύνολο και
ειδικότερα αυτά που χορηγούνται μόνο κατόπιν ιατρικής συνταγής έχουν
χαρακτηριστικά βιομηχανικών προϊόντων, ανήκουν δηλαδή στα προϊόντα εκείνα που
χαρακτηρίζονται από προσέγγιση μη καταναλωτικού τύπου, εν αντιθέσει για
παράδειγμα με τα τρόφιμα ή τα απορρυπαντικά [6]. Αυτό κυρίως οφείλεται στον
αριθμό των ατόμων που εμπλέκονται με την αγορά τους. Τα χαρακτηριστικά του
αγοραστή, πελάτη, χρήστη δεν συμπίπτουν. Έτσι για ένα συνταγογραφούμενο
φάρμακο μπορούν να αναγνωριστούν ότι εμπλέκονται οι παρακάτω ομάδες. Ο
συνταγογράφος-ιατρός, ένα άτομο που μπορεί να επηρεάσει (νοσοκομείο,
νοσοκόμος, καθηγητής, κυβέρνηση), ο καταναλωτής-ασθενής, ο χρηματοδότης
(μερικώς/ολικώς ο ασθενής, μερικώς/ολικώς ο ασφαλιστικός οργανισμός, το
νοσοκομείο, διάφοροι οργανισμοί, κ.α) [7], τα κανάλια διακίνησης (φαρμακεία,
φαρμακαποθήκες), ενώ δεν πρέπει να παραληφθεί και ο ρόλος της μητέρας που
παρεμβάλλεται ανάμεσα στον πελάτη των φαρμακευτικών εταιρειών (συνταγογράφο)
και στον χρήστη (παιδί) όσον αφορά τα παιδιατρικά φάρμακα. Για να γίνει πιο εύκολα
αντιληπτός ο αριθμός των παραγόντων που έχουν άμεση ή έμμεση ανάμειξη με την
τελική χορήγηση ενός φαρμάκου σε έναν ασθενή παρατίθεται το διάγραμμα 1, το
οποίο παρουσιάζεται ένα παράδειγμα ασθενούς που λαμβάνει αντιυπερασική αγωγή.
Ένα επιπλέον λόγος που τα φάρμακα ανήκουν στα βιομηχανικά προϊόντα είναι ο
μεγάλος όγκος επενδύσεων που γίνεται στον τομέα R&D. Για το λόγο αυτό άλλωστε
και τα περισσότερα φάρμακα προστατεύονται από πατέντες. Η ίδια η διαδικασία της
έρευνας και τεχνολογίας στον τομέα αυτό είναι μακρόχρονη. Από την στιγμή που θα
ανακαλυφθεί μια νέα χημική ουσία ως την στιγμή που θα κυκλοφορήσει ως φάρμακο
περνάνε δέκα με δεκαπέντε χρόνια. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό της
φαρμακοβιομηχανίας ότι οι επενδυτικές στρατηγικές των μεγαλύτερων εταιρειών
έχουν ως χαρακτηριστικό τα πολύ μεγάλα ποσά που δίνονται στην R&D και τα
υψηλά ποσά που ξοδεύονται για βασική έρευνα. Ενδεικτικά το κόστος για την
παρασκευή ενός φαρμάκου κυμαινόταν ανάμεσα σε 125 (Ιαπωνία) και 230
εκατομμύρια δολάρια (ΗΠΑ) το 1994. Σήμερα το κόστος έχει αυξηθεί και άλλο, ενώ
αναμένεται να ακολουθήσει την ίδια πορεία και στο μέλλον. Αίτια αυτού είναι τα
νομοθετικά μέτρα που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις και αφορούν την έγκριση νέων
φαρμάκων, η πολυπλοκότητα και ο σκοπός της έρευνας, ειδικά αυτής που αφορά το
DNA και την βιοτεχνολογία εν γένει, και η μετάβαση της έρευνας από την
αντιμετώπιση οξέων ασθενειών στην θεραπεία χρόνιων παθήσεων [7, 4]. Από την
άλλη όμως τα φάρμακα έχουν και χαρακτηριστικά καταναλωτικού τύπου αφού
απευθύνονται σε μεγάλο αριθμό καταναλωτών-χρηστών.

17
ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΟ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΌ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ ΦΙΛΟΙ
ΓΙΑΤΡΟΣ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
ΣΥΓΚΑΤΑΘΕΣΗ
ΑΣΘΕΝΗΣ
ΓΝΩΣΗ ΓΝΩΣΗ
ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
ΣΥΝΤΑΓΗ / ΦΑΡΜΑΚΟ
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ
ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
ΕΡΩΤΗΜΑΤΟ-
ΛΟΓΙΟ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΚΛΙΝΙΚΟ
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ
ΕΛΕΓΧΟΣ
ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ
ΣΤΑ ΣΩΜΑΤΙΚΑ
ΥΓΡΑ
ΑΥΤΟΕΞΕΤΑΣΗ
ΜΕΤΡΗΣΗ
ΠΙΕΣΗΣ /ΛΗΨΗ
ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Σχήμα 1: Παράγοντες που εμπλέκονται με την επικοινωνία γιατρού ασθενή και επηρεάζουν την απόφαση λήψης ενός φαρμάκου (K.I. Kjellgren, Johan Ahlner, Roger Saljo, “Taking Antihypertensive medication- controlling or co-operating with patients?”, International Journal of Cardiology, 1995, 47, 257-268)

18
Η εντύπωση που κυριαρχεί για το ρόλο του φαρμάκου στο μεγαλύτερο ποσοστό της
κοινής γνώμης είναι ότι υπάρχει για να δίνει λύση στα διάφορα προβλήματα υγείας.
Και με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η ανάγκη για ύπαρξη
φαρμάκων ανταποκρίνεται στις βασικές φυσιολογικές ανάγκες που αποτελούν και
την βάση της πυραμίδας του Maslow, οι οποίες αν δεν ικανοποιηθούν όλα τα
υπόλοιπα φαντάζουν ελάσσονος σημασίας. Ο Maslow υποστηρίζει ότι αν
ικανοποιηθούν αυτές μετά ο άνθρωπος με σειρά προτεραιότητας φροντίζει να
καλύψει την ασφάλεια του, την ανάγκη για αγάπη και την ανάγκη να ανήκει κάπου,
την ανάγκη για εκτίμηση και τέλος την ύψιστη ανάγκη για αυτοπραγμάτωση. Το
φάρμακο όμως με την σύγχρονη διάσταση του τείνει να καλύψει και άλλες ανάγκες.
Τα νέα προϊόντα σχεδιάζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να βοηθούν τον άνθρωπο να
βελτιώσει το επίπεδο ζωής του. Πολλά από αυτά χαρακτηρίζονται ως lifestyle
φάρμακα αφού αναφέρονται στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, του άγχους, της
απώλειας μνήμης, της απώλειας μαλλιών, κ.α.. Στην πράξη όμως αυτό που κάνουν
είναι βελτιώνουν την ποιότητα ζωής των υγιών ανθρώπων, επιτρέποντας τους να
φτάσουν στην ικανοποίηση ανώτερων αναγκών πιο γρήγορα.
Το φάρμακο λοιπόν ως προϊόν φέρει τα παραπάνω χαρακτηριστικά που επηρεάζουν
την λειτουργία της βιομηχανίας παραγωγής του. Οι παράγοντες που είναι ζωτικής
σημασίας για την ανάπτυξη της φαρμακοβιομηχανίας και παίζουν κρίσιμο ρόλο στον
ανταγωνισμό είναι η διανομή των φαρμακευτικών προϊόντων, η προώθηση τους, οι
επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη νέων φαρμάκων και η ύπαρξη νομοθετικού
πλαισίου. Ειδικότερα το τελευταίο είναι εκείνο που ρυθμίζει την εισαγωγή νέων
φαρμάκων στην αγορά, την τιμή των φαρμάκων, την διακίνηση και το εμπόριο τους
καθώς και τις πατέντες και τα εμπορικά τους σήματα. Οι εξωτερικές πιέσεις που
δέχεται η φαρμακοβιομηχανία από τις κυβερνήσεις και τρίτους που εμπλέκονται με
την πληρωμή των φαρμάκων, την οδηγούν ώστε να κατευθύνει τις προσπάθειες της
για ανάπτυξη νέων προϊόντων με κριτικό πνεύμα και να στοχεύει σε τέτοια
προγράμματα R&D που να έχουν την μεγαλύτερη πιθανότητα να πετύχουν. Αυτή η
στρατηγική βοηθάει να διασφαλιστεί μια συνεχής ροή νέων προϊόντων που θα
αντισταθμίσουν την ζημιά που υφίσταται κάθε εταιρεία καθώς τα ώριμα προϊόντα της
χάνουν την πατέντα τους. Το αυξημένο κόστος ανάπτυξης νέων προϊόντων και η
αύξηση του ανταγωνισμού οδηγούν την φαρμακοβιομηχανία προς την παγκόσμια
αγορά, απορρίπτοντας την προοπτική ανάπτυξης στα στενά όρια ενός κράτους ή
μιας περιοχής. Στην κατεύθυνση αυτή συνηγορεί και η ανάγκη για μεγάλο όγκο
πωλήσεων σε μικρό χρονικό διάστημα, ώστε να ισοσταθμιστούν τα μεγάλα ποσά
που επενδύονται στην έρευνα και ανάπτυξη των προϊόντων. Μάλιστα οι

19
οικονομολόγοι λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των επενδύσεων στην R&D θεωρούν τις
καταχωρήσεις νέων χημικών ουσιών που γίνονται κάθε χρόνο από την
φαρμακοβιομηχανία ως τις πιο καινοτόμες ανακαλύψεις [8]. Οι φαρμακευτικές
εταιρείες αγωνίζονται να αναπτύξουν φάρμακα παγκόσμιας εμβέλειας γιατί αυτές οι
“αγελάδες ρευστού” (cash cows) δεν αποτελούν μόνο πηγές κέρδους για την εταιρεία
αλλά ταυτόχρονα αποτελούν πηγές για την χρηματοδότηση νέων προγραμμάτων
έρευνας και ανάπτυξης [4].
Πίνακας 1: Διαφορές και ομοιότητες φαρμακευτικών, καταναλωτικών και βιομηχανικών προίόντων [7]
Καταναλωτικά προϊόντα Βιομηχανικά προϊόντα Φαρμακευτικά προϊόντα
Καταναλωτές Μεγάλος αριθμός καταναλωτών Σχετικά απλή απόφαση αγοράς Πληρώνει ο καταναλωτής
Μικρός αριθμός καταναλωτών Σύνθετη οργάνωση αγοράς μέσα στην εταιρεία Πληρώνει ο αγοραστής
Μεγάλος αριθμός καταναλωτών Σύνθετη διαδικασία. Ο συνταγογράφος και ο χρήστης δεν ανήκουν στην ίδια οικονομική ομάδα Ο καταναλωτής πληρώνει ένα μέρος του κόστους του φαρμάκου
Προϊόντα Συνήθως μικρές συνδιαλλαγές σε σχετικά χαμηλό μοναδιαίο κόστος Η αγορά δεν είναι τόσο σημαντική
Συνήθως μεγάλη μοναδιαία αξία Η αγορά είναι πολύ σημαντική για τον αγοραστή
Μικρές συνδιαλλαγές για σχετικά μεγάλο μοναδιαίο κόστος Τα προϊόντα χαρακτηρίζονται από δείκτη μεγάλου ρίσκου Επηρεάζουν την υγεία
Νομοθεσία Σχετικά μικρής σημασίας Οι πατέντες δεν παίζουν τόσο σημαντικό ρόλο
Σχετικά μικρής σημασίας Οι πατέντες μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο
Πολύ σημαντική Σημαντικός ο ρόλος των πατέντων Οι κυβερνητικές ρυθμίσεις αγγίζουν όλα τα επίπεδα του μάρκετινγκ
Έρευνα και ανάπτυξη
Η R&D δεν είναι τόσο σημαντική όσο στις άλλες κατηγορίες
Η R&D μπορεί να είναι σημαντική όμως το 70% των επιτυχημένων βιομηχανικών αγαθών προκύπτουν από προτάσεις των καταναλωτών
Η R&D είναι σύνθετη. Υπάρχει προσέγγιση τύπου “δοκιμασίας και λάθους”, και κενό στις βιολογικές γνώσεις Η ανάπτυξη είναι δύσκολη γιατί τα νέα προϊόντα πρέπει να δοκιμαστούν σε ανθρώπους

20
Η ικανότητα μιας φαρμακευτικής εταιρείας να μπορεί να αναπτύσσει καινούργιες
ουσίες παγκόσμιας εμβέλειας καθορίζεται από την τεχνολογία που διαθέτει, την
διαφοροποίηση των προϊόντων της, το μέγεθος του ανταγωνισμού, την πηγή της
τεχνολογίας, αν και κατά πόσο μπορεί να αναπτύσσει δική της τεχνολογία, και την
εθνικότητα της εταιρείας. Εκτός αυτού όμως και η ταχύτητα εισαγωγής του νέου
φαρμάκου στην παγκόσμια αγορά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του και
εκεί υπεισέρχεται ο ρόλος του μάρκετινγκ.
Το μάρκετινγκ του φαρμάκου μπορεί να θεωρείται από πολλούς ότι δίδει
προστιθέμενη αξία στο φάρμακο με το να φροντίζει να διατίθενται τα φάρμακα σε
βολικές δοσολογικές μορφές, να είναι εύγευστα και να έχουν τις κατάλληλες
συσκευασίες. Όμως το μάρκετινγκ προσδίδει και άλλες πιο προφανείς αξίες στα
φαρμακευτικά προϊόντα, όμως οι αξίες αυτές είναι λιγότερο προφανείς και γενικά
λιγότερο κατανοητές. Ο βασικότερος ρόλος του φαρμακευτικού μάρκετινγκ είναι η
μεταφορά της τεχνολογίας. Ένα φάρμακο έχει αξία μόνο όταν είναι διαθέσιμο στον
τόπο και στην χρονική στιγμή που χρειάζεται. Η ουσία της R&D είναι συσσωρεύσει
και να επεξεργαστεί τις πληροφορίες για το πώς οι χημικές ουσίες συμπεριφέρονται
στον οργανισμό και πως τον επηρεάζουν. Η ουσία του φαρμακευτικού μάρκετινγκ
είναι να μεταφέρει-επικοινωνήσει την πληροφορία αυτή στους προμηθευτές και στους
καταναλωτές. Αν δεν ενημερωθούν οι γιατροί για τις θεραπευτικές δυνατότητες των
νέων φαρμάκων στην πράξη δεν υπάρχει καινοτομία και εξέλιξη στην αντιμετώπιση
των ασθενειών [5]. Το μάρκετινγκ ειδικότερα στον τομέα της ανάπτυξης νέων
προϊόντων παίζει κρίσιμο ρόλο. Μεταφέρει προς τους ερευνητές τις ανάγκες των
ασθενών, οπότε τα φάρμακα “κατασκευάζονται” με ιδιότητες, που στο μέτρο του
δυνατού καλύπτουν τις ανάγκες αυτές. Πληροφορεί τους γιατρούς για την ύπαρξη,
διαθεσιμότητα, τα χαρακτηριστικά και την θεραπευτική αξία των φαρμάκων.
Προτρέπει τους ασθενείς στην ορθή χρήση των φαρμακευτικών προϊόντων. Σκοπός
του μάρκετινγκ είναι να μας μεταφέρει μέσα από μια γενική κατάσταση όπου οι
ανάγκες των ασθενών δεν έχουν γίνει ακόμα κατανοητές σε ένα επίπεδο που τα
προβλήματά τους βρίσκουν απάντηση μέσα από νέες θεραπείες. Και στο σημείο
αυτό ο κύκλος συνεισφοράς του μάρκετινγκ ξαναρχίζει καθώς μεταφέρει προς τους
ερευνητές όλα τα μειονεκτήματα που πιθανώς ενέχει η χρήση των νέων φαρμάκων.
Το περιβάλλον και ο ρόλος του φαρμακευτικού μάρκετινγκ είναι αρκετά πολύπλοκοι
και για να γίνει αυτό πιο εμφανές παρατίθενται δύο διαγράμματα, 1 &2, στα οποία

21
φαίνονται τα διάφορα περιβάλλοντα στα οποία εφαρμόζεται από τα οποία
επηρεάζεται και καθορίζεται.
Πίνακας 2: Περιβάλλοντα του Φαρμακευτικού Μάρκετινγκ
Η κατάσταση της υγείας του ανθρώπου
Προϊόν Τιμή
Ανάγκες και
περιορισμοί του
συστήματος
Κοινωνικό
Ανάγκες
Γνώση
Τεχνικό
Ασθενής/καταναλωτής
Ανταγωνιστικό περιβάλλον
(της
φαρμακοβιομηχανίας)
Ζήτηση
-Απαιτήσεις
Κοινωνικοοικονομικοί
παράγοντες
Πιστεύω
Εσω
τερικό περιβάλλον
Οικονομικό
Τόπος Προώθηση
Ηθικό/Π
ολιτισμικό
Πολιτικό Νομικό/Ρυθμιστικό

22
Παγκόσμια κοινότητα
Έθνος
Κράτος
Κοινότητα
Οικογένεια
Κοινωνιολογικές
επιστήμες
Άνθρωπος
Όργανα
Μόρια
Άτομα
Υποατομικά στοιχεία
Πυρηνικά σωματίδια
Βιοφυσικές επιστήμες
Σχήμα 2: Η διττή φύση του ανθρώπου στην φύση (Nathan B.Talbot, “Concerning the need for Behavioral and Social Science in Medicine”, Views of Medical Education and Medical Care, ed. J. H. Knowles [Cambridge: Harvard University Press, 1968, p.20)

23
Βιβλιογραφία
1. American Marketing Association, “Marketing News”, 1985, March, p.1
2. Nόμος 1361/1983, όπως τροποποιήθηκε από τον νόμο 1965/1991 (ΦΕΚ
146Α /26.09.1991)
3. Οδηγία 2004/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου προς
τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/ΕΚ
4. Poh-Lin Yeoh, “Speed to global markets: an empirical prediction of new
product success in the ethical pharmaceutical industry”, European Journal of
Marketing, Vol. 28, No.11, 1994, 29-49
5. Mickey C. Smith, E. M. Kolassa, Greg Perkins, Bruce Siecker,
“Pharmaceutical Marketing: Principles, Enviroment, and Practice”,
Pharmaceutical Product Press
6. Charles Pahud de Mortanges, Jan-Willem Rietbroek, Cort MacLean Johns,
“Marketing Pharmaceuticals in Japan: background and the experience of US
firms”, European Journal of Marketing, Vol. 31, No. 8, 1997, 561-582
7. Corstjens M., “Marketing Strategy in the Pharmaceutical Industry”, 1991,
Chapman and Hall, London
8. Sapienza A., “Assessing the R&D capability of the Japanese pharmaceutical
industry”, R&D Management, Vol. 23, No. 1, 1993, 3-16
9. Nathan B.Talbot, “Concerning the need for Behavioral and Social Science in
Medicine”, Views of Medical Education and Medical Care, ed. J. H. Knowles
[Cambridge: Harvard University Press, 1968, p.20
10. K.I. Kjellgren, Johan Ahlner, Roger Saljo, “Taking Antihypertensive
medication- controlling or co-operating with patients?”, International Journal of
Cardiology, 1995, 47, 257-268

24
ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ
Το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα η φαρμακευτική βιομηχανία χαρακτηριζόταν
από μεγάλη ανεξαρτησία, προσήλωση των εταιρειών στην επιστήμη και στους
τρόπους που αυτή αναπτύσσεται, πολιτισμικά και ηθικά πρότυπα, που συχνά
έμοιαζαν να προκύπτουν ως φυσική συνέχεια και συνέπεια της ιατρικής επιστήμης.
Τα χαρακτηριστικά αυτά φαίνεται ότι σταδιακά διαφοροποιούνται. Μια διαρκής
διαδικασία συγχωνεύσεων που υπογραμμίζεται ;από είκοσι μεγάλες συγχωνεύσεις
ή εξαγορές την τελευταία δεκαπενταετία έχουν δημιουργήσει μια μεγάλη ομοιογένεια
στον χώρο των φαρμακευτικών εταιρειών. Σήμερα υπάρχουν λιγότερες μεγάλες
φαρμακευτικές εταιρείες και ακόμα λιγότερες διαφορές ανάμεσα στις εναπομείνασες
εταιρείες από ότι υπήρχαν πριν από είκοσι χρόνια[1]. Η φαρμακευτική βιομηχανία
βρίσκεται κάτω από μεγάλη πίεση να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους ανάπτυξης
της. Αύξηση των καθαρών πωλήσεων κατά 20% ανά έτος είναι ένας τυπικός στόχος
των μεγάλων εταιρειών ενώ ανάπτυξη με μονοψήφιο αριθμό δεν θεωρείται
αποδεκτή από τις χρηματιστηριακές αγορές. [2]
Όπως προσδιορίστηκε για πρώτη φορά τα 1995 η παραγωγικότητα των
φαρμακευτικών εταιρειών δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους. Το 1993, είχε
προσδιοριστεί βάσει των τότε στοιχείων ότι οι δέκα μεγαλύτερες εταιρείες δεν είχαν
επαρκείς καινούργιες ουσίες για να αυξήσουν τα ετήσια κέρδη τους κατά 10%. Ο
μέσος όρος παραγωγής νέων ουσιών, λόγω έλλειψης καινοτομίας ανά εταιρεία, για
τις δέκα μεγαλύτερες, είχε προβλεφθεί ότι άγγιζε τις 1,3 νέες χημικές ουσίες (NCE’s)
ανά έτος το 1999 και το 2000 [3,4]. Μια πρόσφατη έρευνα από τους Bain &
Company έδειξε τελικά ότι το 2000 οι NCEs ήταν 1,8 ανά εταιρεία [5]. Σύμφωνα με
μια πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε από το Center of Medicine Research, η
μείωση της παραγωγικότητας συνεχίζεται[6]. Οι νέες ουσίες που εισέρχονται στις
φάσεις κλινικού ελέγχου Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία έξι χρόνια.
Επιπλέον η έρευνα αυτή έδειξε μια μείωση στον αριθμό των ουσιών που
υποβάλλονται προς έγκριση στην ΕΜΕΑ και στο FDA κατά 35% την ίδια χρονική
περίοδο. Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι την ίδια χρονική
περίοδο ο αριθμός των βιοτεχνολογικά παραγομένων ουσιών που υποβλήθηκαν
προς έγκριση, ήταν αυξημένος κατά 20-25% [7].

25
Οι λόγοι στους οποίους οφείλεται αυτή η κατάσταση από το 1995, οπότε και
πρωτοεπισημάνθηκε και μετά, μπορούν να αναζητηθούν στις αρχές που διέπουν
την λειτουργία της φαρμακοβιομηχανίας την παρούσα περίοδο. Καταρχήν πρέπει
να δοθεί το απαραίτητο βάρος στο γεγονός ότι η καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια
στο να διατηρηθεί και να ενδυναμωθεί η ικανότητα της κάθε φαρμακευτικής εταιρείες
να έχει παγκόσμια εμβέλεια. Αυτό μεταφράζεται στην επικέντρωση των
προσπαθειών στην παραγωγή ουσιών blockbusters, δηλαδή ουσιών που στην
εμπορική τους ωριμότητα αποφέρουν κέρδη της τάξης ή πλέον του ενός
δισεκατομμυρίου δολαρίων. Κατ’ επέκταση ο προϋπολογισμός τους εστιάζεται στην
έρευνα και ανάπτυξη τέτοιων φαρμάκων ενώ παράλληλα αποδεσμεύεται από τομείς
όπου δεν διαφαίνεται η πιθανότητα να προκύψουν blockbusters. Άρα η προσήνεια
με την ιατρική, την φαρμακευτική και τις άλλες βιολογικές επιστήμες και η θέληση να
προσφέρουν με ακρίβεια στην καλή επιστήμη, αντικαταστάθηκε από ένα δόγμα
μάρκετινγκ το οποίο προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά του φαρμάκου και κατά
συνέπεια την πορεία που θα ακολουθήσει το τμήμα έρευνας και ανάπτυξης. Από το
γεγονός αυτό διαφαίνεται ότι οι διευθυντές μάρκετινγκ μάλλον ασκούν μεγαλύτερη
επιρροή από τους αντίστοιχους των τμημάτων R&D. Αυτό ενισχύεται ακόμη
περισσότερο από το ότι υπάρχει πολύ έντονος ανταγωνισμός και η προσπάθεια
υπερκερασμού της αρνητικής επίδρασης των ανταγωνιστικών ουσιών στην αγορά
του φαρμάκου γίνεται ξεκάθαρα μέσω του μάρκετινγκ. Τέλος πρέπει να τονιστεί
πως ξεκάθαρα όλο το ενδιαφέρον των φαρμακευτικών εταιρειών εστιάζεται στην
γρήγορη παγκόσμια ανάπτυξη και κυριαρχία στην παγκόσμια αγορά μέσω του
αποτελεσματικού μάρκετινγκ [1].
Η κατάσταση αυτή ήταν σαφώς διαφορετική πριν δύο ή τρεις δεκαετίες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαφοράς νοοτροπίας αποτελεί το γεγονός
ότι ερωτηθείς ο Yves Dunant πρόεδρος και CEO της Sandoz από το 1976 ως το
1982, να ονομάσει τον κύριο στόχο της εταιρείας του είπε ότι πρωτίστως ήταν η
έρευνα για καινοτόμα φάρμακα που βοηθούν τους ασθενείς και εμπλουτίζουν την
ιατρική. Ειδικότερα ανέφερε ότι ‘’Αν κάνουμε αυτή την δουλειά καλά, τότε τελικά θα
βγάλουμε πιο πολλά χρήματα και θα αναπτυχθούμε.’’ Την ίδια εποχή η Sandoz
παρήγαγε τα πρώτα αντιμυκητησιακά φάρμακα και οι ερευνητές που τα
ανακάλυψαν είχαν αμφιβολίες αν και κατά πόσο θα μπορούσε να διαχειριστεί με
ικανοποιητικό τρόπο η εταιρεία το μάρκετινγκ τους, ακόμη και αν τελικά από
τεχνολογικής απόψεως ήταν επιτυχημένα. Τότε ο επιτυχημένος CEO απάντησε στις
αμφιβολίες αυτές πολύ απλά. ‘’Αν πρόκειται για ένα καλό φάρμακο θα βρούμε ένα
τρόπο να το πουλήσουμε.‘’ Σήμερα πριν από μια προσπάθεια έρευνας και

26
ανάπτυξης ενός φαρμάκου προσδιορίζεται το προφίλ του και οι ιδιότητες του μέσα
από την οπτική του τμήματος μάρκετινγκ. Ταυτόχρονα το τμήμα μάρκετινγκ
προσδιορίζει τις ανάγκες του βάσει των σχετικών θέσεων της εταιρείας στις
διάφορες αγορές του κόσμου. Καθορίζει τις περιοχές στις οποίες μια εταιρεία θα
δώσει το μεγαλύτερο βάρος της, τις αγορές στις οποίες θέλει να είναι δυνατή, ακόμη
και αριθμό των επιστημονικών συνεργατών που θα χρειαστούν. Ο αριθμός των
αντιπροσώπων είναι ακόμη σε αύξηση. Η παραγωγικότητα όμως του δυναμικού
πωλήσεων, όπως μετριέται από τον αριθμό των δολαρίων που επιτυγχάνονται για
κάθε δολάριο που ξοδεύεται για τις πωλήσεις, έχει λιμνάσει από το τις αρχές της
δεκαετίας του 1990 [8]. Αφού το τμήμα μάρκετινγκ συνυπολογίσει όλες τις
παραπάνω παραμέτρους, ζητείται από το τμήμα έρευνας και ανάπτυξης να βρει και
να αναπτύξει μια ουσία που να ανταποκρίνεται στα συγκεκριμένα πρότυπα. Αν και η
τακτική αυτή αποτελεί μια λογική ακολουθία γεγονότων σε τροποποιήσεις ήδη
υπαρχόντων φαρμακευτικών μορίων, σίγουρα δεν αποτελεί την καλύτερη μέθοδο
για την προαγωγή της ανάπτυξης νέων φαρμάκων [1].
Η προσήλωση στις προγραμματισμένες πωλήσεις παρά στην επιστημονική
καινοτομία και στην θεραπευτική αξία των φαρμάκων, και κυρίως η εμμονή με τα
blockbusters, έχουν μετριάσει την παραγωγική δεινότητα και την νεωτεριστική
δύναμη των περισσοτέρων φαρμακευτικών εταιρειών. Όπως προβλέφθηκέ το 1998
οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες όλο και περισσότερο επιλέγουν να
μετατρέπονται σε μηχανές μάρκετινγκ και ανάπτυξης παρά σε κέντρα παραγωγής
καινοτόμων προϊόντων [9,10].
Όμως δεν πρέπει να μην ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η φαρμακοβιομηχανία για να
φανεί συνεπής στα οικονομικά μεγέθη του ανταγωνισμού, και να διατηρήσει την
γραμμή παραγωγής καινοτόμων προϊόντων, επενδύει περισσότερα κεφάλαια στον
τομέα έρευνας και ανάπτυξης από πολλούς άλλους κλάδους. Παραδείγματος χάριν
οι βρετανικές φαρμακευτικές εταιρείες επένδυσαν το 15% των κερδών τους από τις
πωλήσεις στην έρευνα και ανάπτυξη, ποσό αυξημένο κατά 10% σε σχέση με την
προηγούμενη χρονιά [11]. Παρόλα αυτά αν και οι επενδύσεις έχουν διπλασιαστεί
στην έρευνα και ανάπτυξη τα τελευταία επτά χρόνια τα συνολικά κέρδη της
φαρμακοβιομηχανίας αναμένεται να αυξηθούν μόνο κατά 7% ανά έτος μέχρι το
2007 [12]. Στην ανάπτυξη της έρευνας στον χώρο του φαρμάκου συνηγορούν με
την στάση τους και οι κυβερνήσεις, που βλέπουν με κάλο μάτι μια μείωση των
δαπανών σε σχέση με την κατανάλωση φαρμάκων, με σκοπό να συγκρατηθούν οι
δαπάνες στο χώρο της υγείας σε χαμηλότερα ποσά. Και είναι μάλλον δύσκολο με

27
τις υπάρχουσες συνθήκες οι εταιρείες να μπορούν να διατηρήσουν το επιθυμητό
επίπεδο πωλήσεων απλά και μόνο αυξάνοντας τις πωλήσεις ανά προϊόν. Οπότε
αναγκαστικά το βάρος μετατοπίζεται στο να μπορέσουν να κάνουν μια πιο
επιτυχημένη αξιοποίηση των πόρων τους προς την κατεύθυνση της παραγωγής
νέων αποτελεσματικότερων φαρμάκων και στην μείωση του χρόνου εισαγωγής τους
στην αγορά. Η μείωση μάλιστα του χρόνου που απαιτείται ώστε ένα φάρμακο να
φτάσει στην αγορά θεωρήθηκε σημαντικός παράγοντας επιτυχίας στην ανάπτυξη
νέων προϊόντων [13,14]. Ο Corstjens (1991) υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη νέων
προϊόντων έχει γίνει κυρίαρχη μορφή ανταγωνισμού ανάμεσα στις μεγάλες
φαρμακευτικές εταιρείες. Τόσο το μάρκετινγκ όσο και η έρευνα και ανάπτυξη
κατέχουν στη διαδικασία αυτή ρόλους κλειδιά, και ξεχωριστά, και σε όρους
συνέργιας [15]. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η έρευνα και το μάρκετινγκ αποτελούν
τους δύο πυλώνες πάνω στους οποίους η φαρμακοβιομηχανία στηρίζει το μέλλον
της, και θεωρητικά θα μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν συνεργιστικά για την
ανάπτυξη της. Όπως όμως έχει καταστεί φανερό σήμερα η αλληλεπίδραση αυτών
των δύο λειτουργιών είναι συχνά προβληματική ή και συγκρουσιακή. Συχνά ο
τομέας της έρευνας και ανάπτυξης δεν λαμβάνεται υπόψη στην διαδικασία της
στρατηγικής ανάπτυξης και αυτό αποτελεί πηγή εκνευρισμού ανάμεσα στα δύο
τμήματα. Ο φυσικός διαχωρισμός ανάμεσα στα δύο τμήματα που αναπόφευκτα,
υπάρχει δημιουργεί επιπλέον εμπόδια στην επικοινωνία τους [2].

28
Βιβλιογραφία
[1]. Jurgen Drews ‘’Stategic trends in the drug industry’’. DDT Vol. 8, No. 9 May
2003, 411-420
[2]. Mohammed Rafiq, Tim Saxon, ‘’R & D and marketing integration in NPD in
the pharmaceutical industry’’, European Journal of Innovation Managment
Vol. 3, No. 4, 2000, 222-231
[3]. Drews J., and Ryser, S.T. ‘’An innovation deficit in the pharmaceutical
industry’’, Drug Inf. J. 30, 1996, 97-108
[4]. Drews J., ‘’The impact of cost containment on pharmaceutical research and
development’’, Tenth Centre of Medicines Research (CMR) Lecture, 1995
[5]. Duelli J., and van-der-Locht A., Trends in Biotechnology, 2001, Bain and
Company
[6]. CMR International, R & D Cycle Times Data Base, 2002, (http://www.cmr.org)
[7]. Tufts Center for the Study of Drug Development, New Biopharmaceuticals in
the USA, 1995-1999
[8]. Arlington S.T. et al “Pharma 2010”,The Threshold of Innovation 2002 IBM
Bussiness Consulting Publication
[9]. Drews J., In Quest of Tomorrow’s Medicine, (2nd Edition), 2003, Springer,
New York
[10]. Drews J., ‘’Drug discovery: a historical perspective”, Science 287, 2000,
1960-1964
[11]. Osborne J., “Pharmaceutical R & D spending expands at record pace”,
Research and Development, , Vol. 7, No. 10 September 1999, 14-16
[12]. Arlihgton S.,”Pharma 2000”, Pharmaceutical Executive, Vol. 20, No. 1, 2000,
74-84
[13]. Urban G. L., and Hauser J.R., Design and Marketing of New Products, (2nd
Edition), 2000, Prentice-Hall, Englewood Cliffs, NJ.
[14]. Griffin A., and Hauser J.R., ‚“Integrating R &D and marketing: a review
analysis of the literature”, Journal of Product Innovation Management, Vol.
13, No.3, 1996, 191-215
[15]. Corstjens M., Marketing Strategy in the Pharmaceutical Industry, 1991,
Chapman & Hall, London

29
ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ο πληθυσμός αυξήθηκε από 8,8 εκατομμύρια το 1970 σε 10,4 εκατομμύρια το
1995. Στο διάστημα αυτό υπήρξε σημαντική αλλαγή στην δομή του πληθυσμού: ο
αριθμός των ατόμων που είναι άνω των 65 αυξήθηκε από 11% σε 15%, ενώ το
ποσοστό του πληθυσμού κάτω των δεκαπέντε μειώθηκε από 25% σε 17%. Η
γεννητικότητα είναι χαμηλή μόλις 1,4% το 1994, ως αποτέλεσμα αυτού ο ρυθμός
αύξησης του πληθυσμού είναι μόλις 0,31% και η φυσική αύξηση είναι μόλις 0,06%.
Μέχρι το 2015 αναμένεται το ποσοστό των ατόμων άνω των 65 να φτάσει το 18%
και άνω των 85 στο 2% του πληθυσμού. Ειδικότερα για τις γυναίκες εκείνες που
ξεπερνούν τα 50 έτη έχουν αριθμητικά ξεπεράσει εντυπωσιακά τους άνδρες. Το
1995 το 60% του πληθυσμού που ήταν 85+ ήταν γυναίκες. Τα στοιχεία αυτά
αποδεικνύουν ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα με ένα πληθυσμό που γηράσκει, και
βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία με την αύξηση της εμφάνισης καρδιαγγειακών
νοσημάτων που ταλαιπωρούν τον πληθυσμό [1].
Το μοντέλο του σύγχρονου τρόπου ζωής όπως οι διατροφικές συνήθειες, η
(έλλειψη) φυσικής δραστηριότητας, το κάπνισμα και η υψηλή κατανάλωση αλκοόλ
παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην πρόωρη θνησιμότητα κυρίως από ασθένειες του
καρδιαγγειακού και καρκίνο. Αυτές οι ασθένειες από μόνες τους είναι υπεύθυνες για
το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων σε ηλικίες κάτω των 65 ετών στην Ελλάδα. Οι πιο
καθοριστικοί παράγοντες που σχετίζονται με τις καρδιαγγειακές ασθένειες είναι η
υψηλή πίεση, η υψηλή χοληστερόλη και το αυξημένο βάρος. Οι διατροφικές
συνήθειες παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση των παραπάνω παραγόντων
και είναι βαθιά ριζωμένες στις συνήθειες και τις παραδόσεις ενός λαού. Παρόλα
αυτά τις τελευταίες δεκαετίες έχουν παρατηρηθεί αλλαγές καθώς οι αγορές άνοιξαν,
οι μεταφορές γίνονται πιο εύκολα, και νέες αποτελεσματικές τεχνικές στην
συντήρηση του φαγητού έχουν αναπτυχθεί. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, οι
διαφορετικές διατροφικές συνήθειες της βόρειας και νότιας Ευρώπης να τείνουν να
εξισωθούν. Στην Ελλάδα γενικά ακόμα και σήμερα ακολουθείται το πρότυπο της
μεσογειακής δίαιτας που χαρακτηρίζεται από υψηλή πρόσληψη δημητριακών
λαχανικών και φρούτων και μια ιδιαίτερα υψηλή κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών
οξέων. Αντίθετα όμως με το μέσο όρο των νότιων χωρών της Ευρώπης η

30
κατανάλωση ζάχαρης ανά κεφαλή έχει αυξηθεί σημαντικά κατά την διάρκεια της
δεκαετίας του 1990. Η συνολική πρόσληψη λιπών επίσης αυξήθηκε την τελευταία
δεκαετία, όμως η πλειοψηφία τους ανήκε στα μονο-ακόρεστα λιπαρά οξέα, που
κυρίως προερχόταν από το ελαιόλαδο. Η κατανάλωση αλκοόλ στην Ελλάδα το
1992, όπου μετρήθηκε ως καθαρή πρόσληψη αλκοόλ, ήταν 9,2 λίτρα/άτομο,
ποσοστό που προσεγγίζει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ το 1980 ήταν 10,2
λίτρα/άτομο, δίνοντας μια μείωση της τάξης του 10% [2]. Σύμφωνα δε με μια έρευνα
του υπουργείου Υγείας το 1992 ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι το 54% της
συνολικής κατανάλωσης αλκοόλ προέρχεται από την κατανάλωση κρασιού, ενώ η
μπύρα κατέχει ποσοστό μόλις 16% και τα άλλα ποτά συνολικά 30%. Όσον αφορά
το κάπνισμα, η κατανάλωση τσιγάρων ανά άτομο έχει πέσει ελαφρά από το 1985,αν
και υπολογίστηκε το 1993 ότι αναλογούν περίπου 3300 τσιγάρα ανά άτομο άνω των
15 ετών, με την αναλογία αυτή να είναι από τις υψηλότερες στην ευρωπαϊκή ένωση
[3]. Ειδικότερα στις γυναίκες το ποσοστό καπνιστριών βρίσκεται στο 28% λίγο πιο
πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με το υπουργείο υγείας οι καπνιστές
αντιμετωπίζουν 50% πιο αυξημένη θνησιμότητα από τους μη καπνιστές στην ίδια
πληθυσμιακή ομάδα.
Το 1980 η Ελλάδα είχε μια πολύ καλή θέση αναφορικά με το προσδόκιμο
επιβίωσης και τους άλλους δείκτες υγείας. Το 1993 όμως η Ελλάδα κατρακύλησε,
από μια από τις καλύτερες θέσεις, κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσον αφορά την
θνησιμότητα που οφείλεται στις καρδιαγγειακές ασθένειες και τις ισχαιμικές
καρδιοπάθειες, ειδικά για τις ηλικιακές ομάδες ως 64 ετών. Η θνησιμότητα που
αποδίδεται σε ασθένειες που αφορούν τα εγκεφαλικά αγγεία σε αυτήν την ηλικιακή
ομάδα ήταν η τρίτη υψηλότερη ανάμεσα στις χώρες αναφοράς. Το προσδόκιμο
επιβίωσης των γυναικών είναι τα 79,8 έτη (1992) και σχεδόν πέντε χρόνια
περισσότερο από ότι είναι των ανδρών (74,9 έτη) και αυτό το χάσμα αυξάνει κατά
50% το χρόνο από το 1980. Τα αίτια θανάτου ποικίλουν ανάμεσα στις αστικές και
αγροτικές περιοχές, αν και οι διαφορές μειώνονται. Ειδικότερα οι θάνατοι από
ισχαιμικές ασθένειες του μυοκαρδίου και κακοήθη νεοπλάσματα είναι πιο συχνοί
στον αστικό πληθυσμό από ότι είναι στον αγροτικό (έκτος από καρκίνο του
στομάχου). Έχει παρατηρηθεί ποικιλότητα τόσο στην συνολική όσο και στην
θνησιμότητα από ειδικά αίτια ανάμεσα στις διάφορες περιοχές.
Το προσδοκώμενο επιβίωσης για τους άνδρες τόσο κατά την γέννηση όσο και στα
65 έτη ήταν ένα από τα υψηλότερα της Ευρώπης ανάμεσα σε 18 χώρες αναφοράς
[4] το 1993. Βέβαια και τα δύο έχουν αυξηθεί με μικρότερα ποσοστά από το 1970

31
από ότι ο μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ελληνίδες φαίνεται
να έχουν καλύτερα ποσοστά στην αποφυγή προώρων θανάτων κατά την δεκαετία
του 80, το 1993 όμως παρουσίασαν αύξηση στους θανάτους πριν τα 65. Τα
επίπεδα της μητρικής θνησιμότητας ήταν από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, καθώς
και τα επίπεδα θανάτων από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και του στήθους.
Αλλά και η συνολική θνησιμότητα από καρκίνο στους άνδρες 0-64 ετών ήταν
χαμηλότερη από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο το 1993. Οι θάνατοι από καρκίνο των
πνευμόνων αυξήθηκαν και για τα δύο φύλα αν και τα επίπεδα θανάτων στις
γυναίκες ήταν από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη ενώ των ανδρών πάνω από τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η θνησιμότητα από όλες τις καρδιαγγειακές ασθένειες, ισχαιμικές ασθένειες του
μυοκαρδίου και ασθένειες των εγκεφαλικών αγγείων στον ελληνικό πληθυσμό από
0-64 ετών δεν έδειξε μια ουσιαστική μείωση από το 1980, ειδικά στους άνδρες. Ως
αποτέλεσμα το επίπεδο θανάτων από αγγειακά νοσήματα αυξήθηκε και για τα δύο
φύλα και έφτασε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο . Ειδικά για τις καρδιαγγειακές παθήσεις
το επίπεδο θανάτων ήταν ξεκάθαρα πάνω από το μέσο όρο.
Ο καρκίνος είναι η πιο συχνή αιτίά θανάτου για ηλικίες κάτω των 65 ετών και
ακολουθούν οι καρδιαγγειακές παθήσεις. Όμως στο σύνολο των ηλικιακών ομάδων
η κατάσταση ανατρέπεται και τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι το πρώτο αίτιο
θανάτου. Ας αναφερθεί ότι τα αίτια που προκαλούν το 80% των θανάτων στην
Ελλάδα είναι τα δυστυχήματα και τραυματισμοί, ο καρκίνος και τα καρδιαγγειακά
νοσήματα. Πιο ειδικά στις ηλικίες 15-34 οι άνδρες έχουν το δεύτερο μεγαλύτερο
ποσοστό θανάτων που οφείλονται σε καρδιαγγειακά νοσήματα στην Ευρωπαϊκή
Ένωση και το τέταρτο μεγαλύτερο για τον καρκίνο. Στις ηλικίες 35-64 η θνησιμότητα
είναι η μικρότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τις γυναίκες και η δεύτερη
χαμηλότερη για τους άνδρες. Η θνησιμότητα από καρδιαγγειακές παθήσεις είναι στο
μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες.
Στις ηλικίες από 65 και άνω το καθορισμένο ποσοστό θανάτων για τις γυναίκες είναι
αξιοπρόσεκτα υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αν και η συνολική τάση του επιπέδου θνησιμότητας από καρδιαγγειακές ασθένειες
στην πληθυσμιακή ομάδα 0-64 ετών ήταν πτωτική από το 1970 στην δυτική
Ευρώπη, το ποσοστό των ελλήνων ανδρών που πέθανε από καρδιαγγειακές
ασθένειες έχει αυξηθεί σταθερά, και από τη χαμηλότερη θέση ανάμεσα στις χώρες
αναφοράς το 1970-1975 έφτασε στο μέσο όρο στα μέσα της δεκαετίας του 1980,

32
οπότε και άρχισε να πέφτει μαζί με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το ίδιο ισχύει και για
το ποσοστό των ισχαιμικών καρδιακών ασθενειών. Η ανδρική θνησιμότητα από
εμφράγματα είναι η τρίτη υψηλότερη ανάμεσα στις χώρες αναφοράς. Παρόμοιες
τάσεις αν και όχι τόσο εμφανείς παρατηρούνται και στο γυναικείο πληθυσμό.
Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι η θνησιμότητα από καρδιαγγειακές παθήσεις
διαφέρει ανάμεσα στις αγροτικές και αστικές περιοχές. Οι ισχαιμικές ασθένειες του
μυοκαρδίου είναι ιδιαίτερα λιγότερο συχνές αιτίες θανάτου στις αγροτικές από ότι
στις αστικές περιοχές, ενώ είναι ιδιαίτερα συχνές στην Ήπειρο [5]. Μια άλλη μελέτη
που έγινε στις αγροτικές περιοχές της Κρήτης [6] έδειξε πολύ χαμηλότερα ποσοστά
θανάτων από ισχαιμικές ασθένειες του μυοκαρδίου συγκριτικά με την Ελλάδα ως
σύνολο, και κάπως χαμηλότερα ποσοστά για τις καρδιαγγειακές ασθένειες. Μπορεί
να φανεί από τις παρατηρήσεις αυτές ότι υπάρχει μια μικρή χειροτέρευση στους
δείκτες υγείας του συνόλου του πληθυσμού που σχετίζεται με τον εκμοντερνισμό και
τις επιπτώσεις της καθημερινότητας. Επειδή μετά την ηλικία ο δεύτερος πιο ισχυρός
συσχετιστικός παράγοντας για την θνησιμότητα είναι το φύλο ειδικότερα για τις
γυναίκες ισχύει ότι ζουν γενικότερα περισσότερο από τους άνδρες και έχουν
χαμηλότερα επίπεδα θνησιμότητας για όλες τις αιτίες θανάτου στην ευρωπαϊκή
ένωση. Από την άλλη όμως οι γυναίκες εμφανίζουν υψηλότερα επίπεδα
νοσηρότητας και χρήσης των υπηρεσιών υγείας από τους άνδρες. Τα επίπεδα
θανάτου για τις γυναίκες κάτω των 65 ετών για καρδιαγγειακές ασθένειες γενικά και
για ισχαιμίες του μυοκαρδίου και για ασθένειες των αγγείων του εγκεφάλου
ειδικότερα είναι γύρω στον μέσο όρο της ευρωπαϊκή ένωση. Ωστόσο οι μειώσεις
που παρατηρήθηκαν στα ποσοστά θνησιμότητας που οφείλονται στις αιτίες (τέλη
του 1980 ως τέλη του 1990) αυτές είναι μικρότερες από αυτές που απαντώνται στις
άλλες χώρες αναφοράς.
Συνολικά οι δείκτες υγείας όπως δίδονται από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας
παρατίθενται στον πίνακα (3), [7], που ακολουθεί

33
Πίνακας 3: Δείκτες υγείας της Ελλάδας, σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας
Δείκτης Έτος Τιμή
Πληθυσμός 2003 10976000
% του πληθυσμού από 0-14 ετών 2001 14,63
% του πληθυσμού άνω των 65 ετών 2001 17.86
Γεννήσεις ανά 1000 άτομα πληθυσμού 2001 9,76
Θάνατοι ανά 1000 άτομα πληθυσμού 2001 9,7
Συνολικός ρυθμός; αύξησης του πληθυσμού 2001 1,3
Προσδοκώμενο όριο ζωής, σε χρόνια 2001 78,98
Προσδοκώμενο όριο ζωής, σε χρόνια (άνδρες) 2001 76,34
Προσδοκώμενο όριο ζωής, σε χρόνια (γυναίκες) 2002 81,66
Καθορισμένη αναλογία θανάτων, όλων των αιτιών,
ανά 100000 2001 639,71
Καθορισμένη αναλογία θανάτων, ασθένειες του
κυκλοφορικού, όλες οι ηλικίες ανά 100000 2001 302,77
Καθορισμένη αναλογία θανάτων, κακοήθη
νεοπλάσματα, όλες οι ηλικίες ανά 100000 2001 162,12
Καθορισμένη αναλογία θανάτων, εξωτερικές αιτίες
και δηλητηριάσεις, όλες οι ηλικίες ανά 100000 2001 36,8
Θάνατοι βρεφών ανά 1000 γεννήσεις 2001 5,05
Κρούσματα φυματίωσης ανά 100000 2002 5,36
Κρεβάτια νοσοκομείων ανά 100000 2000 487,8
Ιατροί ανά 100000 2001 453,28
Εισαγωγή σε νοσοκομείο ανά 100 ασθενείς 1998 15,41
Συνολικές δαπάνες για την υγεία % ποσοστό του
εθνικού ακαθάριστου προϊόντος 2002 9,5
Από τον παραπάνω πίνακα γίνεται φανερό ότι οι θάνατοι που οφείλονται σε
ασθένειες του κυκλοφορικού συστήματος αναλογούν στο 47% των συνολικών
θανάτων, ενώ η αναλογία των θανάτων από κακοήθη νεοπλάσματα με τους
θανάτους που προκαλούνται από ασθένειες του κυκλοφορικού είναι 1 προς 1,87.
Ο τρόπος με τον οποίο κατανέμονται οι διάφορες ασθένειες στον ελληνικό πληθυσμό
φαίνεται από το διάγραμμα (1) [8], που περιέχει τον νοσολογικό χάρτη της Ελλάδος
όπως αυτός σχηματίστηκε από την κατανομή των ασθενειών στον πληθυσμό κατά το
1997.

34
Ενδοκρινικά και μεταβολικά νοσήματα, διαταραχές της θρέψεως
και ανοσολογικές διαταραχές
2%Νοσήματα του αίματος και των αιμοποιητικών
οργάνων2%
Ψυχικές διαταραχές2%Νοσήματα του νευρικού
συστήματος και των αισθητηρίων οργάνων
7%
Νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος
14%
Νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος
8%
Νοσήματα του πεπτικού συστήματος
11%
Συμπτώματα,σημεία και ασαφώς καθορισμένες
καταστάσεις7%
Ορισμένες καταστάσεις που προέρχονται από την περιγεννητική περίοδο
1%
Κακώσεις και δηλητηριάσεις
9%
Νοσήματα του ουροποιογεννητικού
συστήματος9%
Επιπλοκές της κυήσεως, του τοκετού και της λοχείας
8%
Νοσήματα του δέρματος και του υποδόριου ιστού
2%
Συγγενείς ανωμαλίες1%
Νοσήματα του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
4%
Λοιμώδεις και παρασιτικά νοσήματα
3%
Νεοπλάσματα 9%
Διάγραμμα 1: Επί τοις εκατό κατανομή των διαφόρων ασθενειών που εμφανίζονται στην
Ελλάδα, σύμφωνα με το Υπουργείο Υγείας
Ειδικότερα η κατανομή των ασθενών με νοσήματα του καρδιαγγειακού ανά νόμο της
Ελλάδας το 1997 παρατίθεται στον πίνακα (4)
Πίνακας 4: Κατανομή ασθενών με νοσήματα του Καρδιαγγειακού ανά νομό, σύμφωνα με το Υπουργείο Υγείας
Γεωγραφικό Διαμέρισμα και νομός Νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος
ΣΥΝΟΛΟ ΕΛΛΑΔΟΣ 222.052 Περιφέρεια Πρωτευούσης 66.058 Λοιπή Στερεά Ελλάδα και Εύβοια 21.908 Αιτωλίας και Ακαρνανίας 5.808 Αττικής (υπόλοιπο) 6.122 Βοιωτίας 2.550 Ευβοίας 3.615 Ευρυτανίας 348 Φθιώτιδος 3.421 Φωκίδος 44

35
Πίνακας 4 (συνέχεια)
Πελοπόννησος 20.702 Αργολίδος 2.135 Αρκαδίας 2.041 Αχαίας 5.542 Ηλείας 2.932 Κορινθίας 2.014 Λακωνίας 1.954 Μεσσηνίας 4.084 Ιόνιοι Νήσοι 3.602 Ζακύνθου 778 Κερκύρας 1.524 Κεφαλληνίας 808 Λευκάδος 492 Ηπειρος 7.102 Αρτης 1.612 Θεσπρωτίας 1.157 Ιωαννίνων 2.967 Πρεβέζης 1.366 Θεσσαλία 14.750 Καρδίτσης 3.124 Λαρίσης 4.079 Μαγνησίας 5.180 Τρικάλων 2.367 Μακεδονία 54.446 Γρεβενών 746 Δράμας 2.118 Ημαθίας 3.392 Θεσσαλονίκης 23.363 Καβάλας 3.160 Καστοριάς 1.208 Κιλκίς 2.652 Κοζάνης 3.679 Πέλλης 3.138 Πιερίας 2.885 Σερρών 4.951 Φλωρίνης 1.200 Χαλκιδικής 1.938 Αγιον Ορος 16

36
Πίνακας 4 (συνέχεια)
Θράκη 7.937 Εβρου 3.198 Ξάνθης 2.571 Ροδόπης 2.168 Νήσοι Αιγαίου 8.509 Δωδεκανήσου 3.196 Κυκλάδων 1.063 Λέσβου 2.126 Σάμου 976 Χίου 1.148 Κρήτη 12.124 Ηρακλείου 5.873 Λασιθίου 1.973 Ρεθύμνης 1.256 Χανίων 3.022 Εξωτερικού 901 Δε δήλωσαν 4.013 Περιλαμβάνονται και θανόντες.
Η υπέρταση στην Ελλάδα είναι εξ ίσου συχνή όσο και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες
και αφορά το 25% του ενήλικου πληθυσμού. Τα ποσοστά αναγνώρισης, θεραπείας
ρύθμισης της υπέρτασης στην Ελλάδα είναι αντίστοιχα με αυτά που παρατηρούνται
και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Μελέτης της
Υπέρτασης, πολλοί αγνοούν ότι έχουν αυξημένοι πίεση ενώ το ποσοστό των
ατόμων που επιτυγχάνουν καλή ρύθμιση της πίεσης δεν ξεπερνά το 20-25%. (9)

37
Υπό θεραπεία ρυθμισμένοι
22%
Υπό θεραπεία αρρύθμιστοι
30% Αδιάγνωστοι
37%
Διαγνωσμένοι χωρίς θεραπεία
11%
Υπό θεραπεία ρυθμισμένοι Υπό θεραπεία αρρύθμιστοι
Αδιάγνωστοι Διαγνωσμένοι χωρίς θεραπεία
Διάγραμμα 2: Ποσοστά αναγνώρισης θεραπείας και ρύθμισης της υπέρτασης σε μελέτες στην Ελλάδα (9)

38
Βιβλιογραφία
[1]. “Highlights on Health in Greece”, European Communities and WHO,
December 1998
[2]. Produktschap voor Gedistilleerde Dranken, “World drink trends 1994“,
Schiedam, NTC Publications, 1994
[3]. BASP, “Tobacco and Health in the European Union. An overview“, Brussels,
European Bureau for Action on Smoking Prevention, 1994
[4]. Apostolou I., et al, “Seasonal variation of neonatal and infant deaths by cause
in Greece”, Scandinavian Journal of Social Medicine, 1994, 22 (1), 74-80
[5]. Ministry of Health, Welfare and Social Insurance, ”The health of the Greek
population”, 1992, Athens
[6]. Lionis C.D., et al, “Mortality rates in a cardiovascular ‘low-risk’ population in
rural Crete”, Family practice, 1993, 10, 300-304
[7]. World Health Organization
[8]. Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
[9]. Ελληνική Εταιρεία Μελέτης της Υπέρτασης, “Πρακτικές κατευθυντήριες
οδηγίες για την υπέρταση”, 2005

39
ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Το σύστημα υγείας στην Ελλάδα χρηματοδοτείται από τον κεντρικό κυβερνητικό
προϋπολογισμό (γενική φορολογία), τις ασφαλιστικές συνεισφορές των εργαζομένων
και των εργοδοτών τους στα ασφαλιστικά ταμεία, και τις ιδιωτικές ασφαλιστικές
εταιρείες. Η συνολική δαπάνη για την υγεία στην Ελλάδα είναι λίγο μεγαλύτερη από
τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Το 2000, οι συνολικές δαπάνες για την υγεία
αντιστοιχούσαν στο 9,1% του ΑΕΠ, με τις δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες να
αντιστοιχούν στο 5,2% και 3,9% αντιστοίχως. Βέβαια στον υπολογισμό αυτό πρέπει
να ληφθεί υπόψη και η υπόγεια οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα, η οποία
αντιστοιχεί στο 36,7% του ΑΕΠ. Κατά συνέπεια η συνολική δαπάνη για την υγεία ως
ποσοστό του ΑΕΠ είναι κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Πίνακας 5: Δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες υγείας στην Ελλάδα
1990 1996 1997 1998 1999 2000
τιμές σε εκατομμύρια €
Συνολικές
δαπάνες
υγείας
2,947 7,321 8,266 8,726 10,051 10,946
Δημόσιες
δαπάνες
υγείας
1,848 4,297 4,768 4,959 5,811 6,276
Ιδιωτικές
δαπάνες
υγείας
1,099 3,024 3,498 3,768 4,240 4,670
ως % ποσοστό του ΑΕΠ
Συνολικές
δαπάνες
υγείας
4,8 4,9 4,9 4,7 5,2 5,2
Δημόσιες
δαπάνες
υγείας
2,9 3,4 3,6 3,6 3,8 3,9
Ιδιωτικές
δαπάνες
υγείας
7,6 8,3 8,5 8,3 9,0 9,1

40
Από το συνολικό κόστος των δαπανών υγείας, οι δαπάνες για φάρμακα αντιστοιχούν
στο 15,6% σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ (1998).
Τις τελευταίες δεκαετίες παρουσιάζεται μια γενική αυξητική τάση στην κατανάλωση
και δαπάνη φαρμάκων στην Ελλάδα. Αυτή κυρίως οφείλεται στους παρακάτω
παράγοντες :
Τη δημογραφική διάρθρωση του πληθυσμού της χώρας και κυρίως τη
γήρανση του πληθυσμού.
Το βαθμό κάλυψης του πληθυσμού και των κοινωνικών ομάδων από τη
φαρμακευτική περίθαλψη [το 1980 οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ ήταν 3,9
εκατομμύρια (40% του πληθυσμού), ενώ το 1990 ανήλθαν σε 5,1%
εκατομμύρια (55% του πληθυσμού)]. Επίσης το 1980 οι δικαιούχοι
φαρμακευτικής περίθαλψης αντιστοιχούσαν στο 60% του πληθυσμού ενώ το
1990 στο 100%.
Την αύξηση του Α.Ε.Π., του διαθέσιμου εισοδήματος και του βιοτικού
επιπέδου γενικότερα. Σήμερα πλέον τα φάρμακα δεν χορηγούνται
αποκλειστικά για την αντιμετώπιση ασθενειών αλλά σε πολλές περιπτώσεις
και για την βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς.
Τη συχνότητα εμφάνισης ασθενειών στους κατοίκους των μεγαλουπόλεων
και στην εμφάνιση ασθενειών. Ειδικότερα ο καρκίνος, οι καρδιαγγειακές
παθήσεις, παθήσεις του κεντρικού νευρικού συστήματος και η κατάθλιψη,
γνωρίζουν σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα.
Τις τιμές.
Την υψηλή τεχνολογία της υγείας και την εξέλιξη της Ιατρικής και
Φαρμακευτικής επιστήμης, που σε συνεργασία με πληθώρα επιστημονικών
ερευνητικών πεδίων έχουν προσφέρει νέες προοπτικές στην αντιμετώπιση
διαφόρων ασθενειών.
Ταυτόχρονα την περίοδο 1994-2001 η παραγωγή φαρμάκων έχει μια μέση ετήσια
αύξηση της τάξης του 1,5%. Πιο συγκεκριμένα, το 2001 η αξία της παραγωγής
αντιστοιχούσε σε 368 εκατομμύρια €, αυξημένη κατά 9,1% σε σχέση με το 2000,
που ήταν στα 337 εκατομμύρια €.
Το 2000 ο φαρμακοβιομηχανία απασχολούσε 4,756 υπαλλήλους σε 69
εγκαταστάσεις συγκριτικά με 6,454 άτομα το 1993 σε 96 εγκαταστάσεις. Όπως
φαίνεται υπάρχει μια σαφής μείωση. Παρά ταύτα το 2000 η συνολική απασχόληση
στη φαρμακοβιομηχανία αντιστοιχούσε στο 29,8 % επί του συνόλου της

41
απασχόλησης της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα. Η μείωση αυτή οφείλεται στη
μείωση των εγκαταστάσεων, αλλά επίσης και στη βελτίωση και εκσυγχρονισμό της
διαδικασίας παραγωγής την χρήση βελτιωμένου εξοπλισμού και εξειδικευμένου
προσωπικού.
Όσον αφορά την κατανομή του συνολικού κεφαλαίου που επενδύεται στη
φαρμακοβιομηχανία, σύμφωνα με στοιχεία του 2002, το 79% χρησιμοποιείται για
την αντικατάσταση του υπάρχοντος εξοπλισμού ή για την επέκταση της
παραγωγικής ικανότητας σε προϊόντα που ήδη παρασκευάζονται. Το 21% από την
άλλη μεριά επενδύεται στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Το κύριο βάρος βέβαια
πέφτει στην επέκταση της παραγωγικής ικανότητας και μόλις το 4% στην βελτίωση
των μεθόδων παραγωγής ή στην εισαγωγή νέων.
Οι παράγοντες οι οποίοι κατά κύριο λόγο επηρεάζουν την επενδυτική πολιτική στο
χώρο της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας παρουσιάζονται στον πίνακα που
ακολουθεί όπως έχουν προσδιοριστεί από τον ΙΟΒΕ. Ο βαθμός σημαντικότητας με
την οποία αξιολογείται κάθε παράγοντας κυμαίνεται από 0 ως +100 αν έχει θετική
επίδραση και από –100 ως 0, όταν έχει αρνητική επίδραση στην επενδυτική
δραστηριότητα.

42
Πίνακας 6: Παράγοντες που επηρεάζουν τις επενδύσεις
1997 1998 1999 2000 2001 2002
Ζήτηση 55,5 62 71,5 41,5 49,5 87,5
Κέρδη 6 6,5 27,5 41,5 32,5 37,5
Κόστος και
διαθεσιμότητα
κεφαλαίου
18,5 6 27,5 17 33 25
Τεχνολογική
ανάπτυξη 37 50 55 41 49,5 62,5
Κίνητρα
επενδύσεων 31 24,5 33 0 24 12,5
Φορολόγηση
κερδών -6,5 -6 -11 -41 0 -12,5
Οικονομική
πολιτική 0 31 5,5 8,5 17 37,5
Άλλοι 6 12 0 16 16 25

43
Για να φανεί ακόμα περισσότερο η αξία της φαρμακοβιομηχανίας στην Ελλάδα
αρκεί να αναφερθεί ότι, στον κλάδο της φαρμακοβιομηχανίας το 2000 αντιστοιχούσε
το 26,6% της μεικτής αξίας παραγωγής και το 22,3% της προστιθέμενης αξίας που
παράχθηκε από το σύνολο της χημικής βιομηχανίας. Η εξέλιξη των δεικτών κόστους
της φαρμακοβιομηχανίας κατά το διάστημα 1993-2000 παρουσιάζεται στον
παρακάτω πίνακα.
Τον Οκτώβριο του 2002 κυκλοφορούσαν στην Ελληνική αγορά 8.979 φαρμακευτικά
σκευάσματα. Από αυτά τα 7.739 είχαν την έγκριση του ΕΟΦ, 789 μέσω της
διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης και 451 μέσω της κεντρικής διαδικασίας
απόκτησης έγκρισης κυκλοφορίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Την ίδια χρονιά
εισήχθησαν στην αγορά 334 νέα προϊόντα από τα οποία 105 ήταν generics. Οι
μονάδες παραγωγής οι οποίες ήταν εγκεκριμένες από τον ΕΟΦ για την παραγωγή
φαρμάκων ήταν 60, ενώ ο αριθμός των φαρμακείων το 2000, ήταν 8.634 και ο
αριθμός των φαρμακαποθηκών ανερχόταν στις 119.
Την ευθύνη για την τιμολόγηση των φαρμάκων έχει το υπουργείο ανάπτυξης, το
οποίο θεσπίζει τις τιμές με την συγκατάθεση του υπουργείου υγείας. Υπάρχει μια
εννιαμελής επιτροπή τιμολόγησης η οποία λειτουργεί υπό την διεύθυνση της γενικής
γραμματείας εμπορίου. Μια προϋπόθεση για να δοθεί τιμή είναι η κυκλοφορία του
φαρμάκου τουλάχιστον σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Αφού η τιμή οριστεί για ένα
συγκεκριμένο προϊόν, ακολουθεί μια περίοδος τριών ετών στην οποία
παρακολουθείται η τιμή του φαρμάκου στην Ευρώπη. Σε περίπτωση που
καταγραφεί μια μικρότερη τιμή, η τιμή του προϊόντος αυτόματα μειώνεται και
αναπροσαρμόζεται στα επίπεδα της χαμηλότερης τιμής. Αντίθετα βέβαια αν η
μικρότερη τιμή αυξηθεί στην Ευρώπη, δεν παρατηρείται αντίστοιχη αύξηση στην
Ελλάδα. Αναφορικά με την τιμολόγηση των φαρμάκων που παράγονται στην
Ελλάδα, η αρμόδια αρχή τιμολόγησης δεν δέχεται το κόστος παραγωγής εκτός και
αν οδηγεί σε μια χαμηλότερη τιμή από ένα όριο που έχει θεσπιστεί από την
επιτροπή τιμολόγησης.
Σύμφωνα με το τελευταία στοιχεία του 2002 αρκετοί υπολογίζουν ότι από την
συνολική κατά 26% σε σχέση με το 2001 των εσόδων των εταιρειών από πωλήσεις
προς τα φαρμακεία και τις φαρμακαποθήκες, το 4-6% οφείλεται στις ‘’παράλληλες
εξαγωγές’’. Οι ‘’παράλληλες εξαγωγές’’ χρωστούν την ύπαρξη τους στο γεγονός ότι
πολλές τιμές φαρμάκων στην χώρα μας είναι οι χαμηλότερες στην Ευρώπη, με

44
αποτέλεσμα μεγάλες ποσότητες να εξάγονται σε άλλες χώρες όπου πωλούνται
ακριβότερα, αποδίδοντας σημαντικά κέρδη στους μεταπράτες.
Πιο συγκεκριμένα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΟΒΕ, οι παράλληλες εξαγωγές
στην Ελλάδα αντιστοιχούν σε 396,2 εκατομμύρια € για το 2001 ή στο 17,9% της
συνολικής αγοράς φαρμάκου. Η δραστηριότητα αυξήθηκε κατακόρυφα από το 1998
και μετά χάρη στο σύστημα τιμολόγησης που προαναφέρθηκε. Ως το 1997 οι τιμές
καθοριζόταν σύμφωνα με τις τρεις χαμηλότερες ευρωπαϊκές τιμές. Από το 1998 και
μετά οι τιμές στην Ελλάδα μειώθηκαν περαιτέρω εξαιτίας του συστήματος
τιμολόγησης ευνοώντας τις παράλληλες εξαγωγές και οδηγώντας συχνά σε
ελλείψεις σημαντικών και απαραίτητων φαρμάκων
Πίνακας 7: Διαχωρισμός των πωλήσεων των φαρμάκων (σε εκατομμύρια €)
Παράλληλες
εξαγωγές
Αγορά
φαρμακείων
Αγορά
δημόσιων
νοσοκομείων
Παράλληλες
εξαγωγές ως %
ποσοστό της
συνολικής αγοράς
φαρμάκων
1996 49,9 1.391 227 3,6
1997 98,6 1.462 318 6,9
1998 149,7 1.291 322 11,6
1999 189,9 1.565 367 12,1
2000 320,2 1.846 423 16,4
2001 396,2 2.216 523 17,9
Άμεση επίπτωση της νέας τιμολογιακής πολιτικής ήταν και η μείωση της εγχώριας
παραγωγής φαρμάκων. Από το 1995 και μετά το μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς
φαρμάκων καταλαμβάνουν τα εισαγόμενα φάρμακα τα οποία παρουσίασαν πολύ
γρήγορους ρυθμούς αύξησης από 18,3% της αγοράς το 1987 σε 45% το 1995, 57%
το 2000, 61% το 2001, ενώ για το 2002 αναμένεται να αυξήθηκε ακόμη παραπάνω.

45
Ειδικά για το 2001 το μερίδιο αγοράς των εγχώρια παραγομένων φαρμάκων ήταν
24% ενώ των εγχώρια συσκευασμένων 13%.[6]
18,328,7
45,353,6 56,8 61
75,165
43,5 31,1 27,424
5,5 5,811,2 14,9 14,6 13
0%
10%
20%
30%
40%
50%
60%
70%
80%
90%
100%
1987 1990 1995 1999 2000 2001
Συσκευαζόμενα στηνΕλλάδαΠαραγώμενα στηνΕλλάδαΕισαγώμενα
Διάγραμμα 3:Ρυθμός κάλυψης της φαρμακευτικής αγοράς από εισαγόμενα φάρμακα
Ακόμη ένα αποτέλεσμα αυτού του συστήματος τιμολόγησης είναι και ότι φθηνά,
καθιερωμένα και αποδοτικά οικονομικά φάρμακα να αποσύρονται από την αγορά
καθώς η κυκλοφορία τους προκαλεί περισσότερο ζημιά παρά κέρδος στις εταιρείες.
Τόσο το γεγονός αυτό όσο και το ότι ανακαλύπτονται ολοένα και νέα
φαρμακομόρια, καινούργια σκευάσματα εισάγονται στην Ελληνική αγορά. Στον
παρακάτω πίνακα παρουσιάζεται ο βαθμός αντικατάστασης παλαιών φαρμάκων
από νέα, υψηλότερης τεχνολογίας, και συνήθως πιο ακριβά.
Πίνακας 8: Ρυθμός αντικατάστασης παλαιών φαρμάκων με νέα.
Έτη
Ρυθμός
ανάπτυξης
αγοράς
Δείκτης τιμών
φαρμάκων
Δείκτης όγκου
φαρμάκων
Βαθμός
υποκατάστασης
1994 18,11 9,05 0,70 8,30
1995 14,30 0,50 5,80 8,00

46
Πίνακας 8 (συνέχεια)
1996 13,70 0,00 -3,20 16,9
1997 4,70 -4,28 -1,90 10,8
1998 -11,30 -20,06 2,50 6,20
1999 21,20 -0,91 8,50 13,5
2000 18,30 0,00 3,40 15,0
Επίσης στην Ελλάδα λόγω της έλλειψης ουσιαστικού ανταγωνισμού των τιμών
ανάμεσα στα πρότυπα και στα generics φάρμακα, οι τιμές των generics φαρμάκου
ρυθμίζονται στο 80% της λιανικής τιμής του αντίστοιχου πρότυπου φάρμακου, το
τμήμα των generics αντιπροσωπεύει μόλις το 10,6% του συνόλου της
φαρμακευτικής αγοράς, σύμφωνα με στοιχεία του 2002.
Πίνακας 9: Εξέλιξη των πωλήσεων των πρότυπων φαρμάκων έναντι των generics σε τιμές αγοράς φαρμακείου σε εκατομμύρια €
1996 1997 1998 1999 2000 2001 2002
Πρότυπα 845 892 811 985 1.173 1.414 1.781
Generics 118 120 101 114 131 148 190
Άλλο χαρακτηριστικό της πορείας της Ελληνικής αγοράς φαρμάκου αποτελεί το
γεγονός ότι ενώ οι συνολικές δαπάνες για την υγεία παρουσιάζουν αυξητική τάση η
συμμετοχή του δημοσίου τομέα μειώνεται. Έτσι ενώ το 1989 οι δημόσιες υγείας
αποτελούσαν το 63% των συνολικών δαπανών υγείας το 2000 το αντίστοιχο
ποσοστό έφτασε το 57%.

47
Πίνακας 10 : Διαχρονική κατανομή της συνολικής δαπάνης για φάρμακα (σε δις €)
1995 1996 1997 1998 1999 2000
Δημόσια
Νοσοκομεία 0,230 0,277 0,318 0,322 0,369 0,423
Δαπάνη
Ασφαλιστικών
Ταμείων
0,875 0,974 1,076 0,927 1,099 1,136
Συμμετοχή
Ασφαλισμένων 0,192 0,214 0,236 0,204 0,241 0,250
Ιδιωτική Δαπάνη
(συμπεριλαμβάνετ
αι η συμμετοχή την
ασφαλισμένων)
0,345 0,413 0,376 0,361 0,462 0,709
Παράλληλες
Εξαγωγές - 0,049 0,098 0,149 0,189 0,302
Σύνολο Πωλήσεων
(νοσοκομεία &
φαρμακαποθήκες)
1,451 1,715 1,869 1,761 2,121 2,572
Συνολική
Φαρμακευτική
Δαπάνη
1,220 1,388 1,452 1,288 1,562 1,846
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι το 100% της λιανικής τιμής του φαρμάκου
κατανέμεται ως εξής: 63% στον κατασκευαστή, 5,5% στην φαρμακαποθήκη, 23,5%
στον φαρμακοποιό, και 8% στον ΦΠΑ. Οι τιμές που πωλούνται στα νοσοκομεία τα
φάρμακα είναι οι τιμές αγοράς φαρμακείου μειωμένες κατά 13%.
Στην Ελλάδα από την 1 Απριλίου του 1998 είναι σε ισχύ η θετική λίστα
συνταγογραφούμενων φαρμακευτικών προϊόντων. Αυτή η λίστα έχει καθολική ισχύ
για όλους τους κρατικούς ασφαλιστικούς οργανισμούς. Τα κριτήρια για να ενταχθεί
ένα σκεύασμα στην λίστα αυτή συνοψίζονται στα εξής: την αποδεδειγμένη
θεραπευτική ικανότητα, την μέγιστη ασφαλή δόση και την ανοχή και ασφάλεια του
φαρμάκου, το μέσο κόστος ημερήσιας θεραπείας, τον τρόπο αποζημίωσης του
φαρμάκου από ασφαλιστικούς οργανισμούς σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και
οποιοδήποτε άλλο κριτήριο θεωρήσει σκόπιμο η αρμόδια επιτροπή. Πρέπει να

48
τονιστεί ότι κανένα φάρμακο το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται στην λίστα δεν
αποζημιώνεται από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, εκτός αν υπάρχουν ειδικοί
λόγοι. Τα βασικά κριτήρια για να συμπεριληφθεί ένα φαρμακευτικό προϊόν στην
λίστα είναι το θεραπευτικό αποτέλεσμα που επιφέρει, το οποίο αξιολογείται βάσει
τεσσάρων κριτηρίων: την σοβαρότητα της ασθένειας, το λόγο
αποτελεσματικότητας/ασφάλειας, την πιθανότητα να χρησιμοποιηθούν άλλες
θεραπείες με ή χωρίς την χρήση φαρμάκων, τον πληθυσμό στον οποίο απευθύνεται
το συγκεκριμένο φάρμακο.
Τα ασφαλιστικά ταμεία αποζημιώνουν το μεγαλύτερο μέρος της αξίας των
φαρμάκων, έτσι ο ασφαλισμένος πληρώνει ανάλογα με την ασθένεια και κάποια
κοινωνικά κριτήρια, το 0%, 10%, ή το 25% της αξίας της συνταγής. Επιπλέον τα
δημόσια νοσοκομεία χορηγούν στους απόρους τα φάρμακα δωρεάν. Ακόμη
υπάρχουν ορισμένα φάρμακα τα οποία χαρακτηρίζονται ως νοσοκομειακά και
χορηγούνται αποκλειστικά από τα δημόσια νοσοκομεία ενώ οι ασφαλιστικοί
οργανισμοί επιβαρύνονται αποκλειστικά με την αποζημίωσή τους.
Ενδεικτική για την εξέλιξη της φαρμακευτικής είναι η ανέλιξη των πωλήσεων προς
τα φαρμακεία που έλαβε χώρα στο διάστημα από το 1998 ως το 2002. Έτσι ενώ η
συνολική αγορά των φαρμακείων το 1998 αντιστοιχούσε σε 884 εκατομμύρια €, το
1999 ανήλθε στα 1.009 εκατομμύρια €, το 2000 στα 1.192, το 2001 στα 1.419 και το
2002 έφτασε στα 1.797 εκατομμύρια €. Για να καταστεί δυνατή η κατά το δυνατόν
ολοκληρωμένη αποτύπωση των δραστηριοτήτων των εταιρειών στο χώρο του
φαρμάκου παρατίθενται οι τρεις πίνακες που ακολουθούν και οι οποίοι
κατατάσσουν τις εταιρείες βάση του κύκλου εργασιών τους. Η δυναμικότητα της
φαρμακευτικής αγοράς δεν επιτρέπει βέβαια την εικόνα αυτή να παραμείνει σταθερή
για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των εταιρειών έχει ως
αποτέλεσμα η κατάταξή τους διαρκώς να αλλάζει αλλά και οι διαρκείς συγχωνεύσεις
που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια τροποποιούν σημαντικά το τοπίο της
φαρμακευτικής αγοράς.

49
Πίνακας 11: Μερίδια 15 πρώτων σε κύκλο φαρμακευτικών επιχειρήσεων για το 2000, όπως
αυτά έχουν υπολογιστεί από το σύνολο των πωλήσεων φαρμακευτικών προϊόντων για
ανθρώπινη χρήση κάθε επιχείρησης, στο σύνολο των πωλήσεων στην εγχώρια αγορά
Εταιρεία Μερίδιο Αγοράς (%)
Novartis 7,4
Vianex 6,4
Janssen-Cilag 5,9
Glaxowellcome 5,7
Bristol Myers Squibb 5,3
Roche 5,2
Astra Zeneca 4,5
Boehringer 3,1
Φαρμασερβ-Lilly 3,2
Smithkline Beecham 3,1
Sanofi Synthelabo 3,0
Aventis 3,0
Schering-Plough 2,8
Abbott 2,0
Γερολυμάτος 1,0
Χρησιμοποιώντας τα παραπάνω στοιχεία υπολογίστηκε ο βαθμός συγκέντρωσης
της αγοράς ο οποίος εκτιμάται με την κατασκευή του δείκτη συγκέντρωσης CR4
(Concentration Rate 4). Ο δείκτης CR4 λαμβάνει υπόψη του τα μερίδια αγοράς των
τεσσάρων μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου. Σύμφωνα με τον παραπάνω
πίνακα προκύπτει ότι ο δείκτης συγκέντρωσης για τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις το
2000 ήταν 25,6%. Άρα ο βαθμός συγκέντρωσης της αγοράς είναι μικρός. Από την
άλλη μεριά όμως έντονος ανταγωνισμός παρατηρείται σε επίπεδο θεραπευτικής
κατηγορίας με τις τρεις πρώτες εταιρείες να συγκεντρώνουν μερίδιο 30% και άνω.

50
Πίνακας 12: Μερίδια αγοράς 15 πρώτων εταιρειών σε πωλήσεις μέσω φαρμακείων στην
Ελλάδα το 2000
Εταιρεία Μερίδιο Αγοράς (%)
Novartis 7,07
Vianex 6,95
Glaxowellcome 5,93
Astra Zeneca 4,89
Bristol Myers Squibb 4,65
Aventis 4,04
Boehringer 3,62
Janssen-Cilag 3,55
Roche 3,52
Φαρμασερβ-Lilly 3,40
Smithkline Beecham 3,25
Sanofi Synthelabo 3,25
Parke Davis 2,98
Elpen 2,74
Pfizer 2,70
Για το 2002 η εικόνα διαμορφώνεται ως ακολούθως, για τις πωλήσεις των
επιχειρήσεων προς τα φαρμακεία και τις φαρμακαποθήκες (χωρίς να
συμπεριλαμβάνονται πωλήσεις προς τα φαρμακεία νοσοκομείων).

51
Πίνακας 13: Πωλήσεις των επιχειρήσεων προς τα φαρμακεία και τις φαρμακαποθήκες
Επιχείρηση Πωλήσεις
(εκατομμύρια €)
Μεταβολή (% σε
σχέση με το 2001)
Μερίδιο Αγοράς
(%)
GlaxoSmithKline 166,91 25,4 8,5
Novartis 150,76 36,6 7,7
Vianex 132,61 26,4 6,7
Pfizer 131,28 40,1 6,7
Astra Zeneca 106,28 35,0 5,4
Aventis 88,11 32,2 4,5
Bristol 82,09 24,9 4,2
Φαρμασερβ-Lilly 77,48 35,4 3,9
Sanofi Synthelabo 73,35 37,4 3,7
Boehringer 72,88 23,0 3,7
Roche 65,28 22,6 3,3
Janssen Cilag 65,15 23,9 3,3
Pharmacia 47,75 33,8 2,4
Elpen 45,04 8,0 2,3
Abbott 43,17 13,9 2,2
Servier 30,97 14,9 1,6

52
Πίνακας 13 (συνέχεια)
Bayer 30,62 15,0 1,6
Galenica 29,71 36,7 1,5
Wyeth 29,19 -10,9 1,5
Schering Plough 27,71 22,7 1,4
Άλλες 238 εταιρείες 474,40 22,4 24,1
Σύνολο Αγοράς 1970,68 26,1 100,0
Συνολικά οι πωλήσεις των φαρμακευτικών εταιρειών προς τα δημόσια νοσοκομεία
και τις φαρμακαποθήκες από το 1987 ως το 2000 τόσο σε χρηματικές όσο και σε
ποσοτικούς όρους ήταν αυξημένες με μέση ετήσια μεταβολή 20% και 5%
αντίστοιχα.
Πίνακας 14: Πωλήσεις εταιρειών προς φαρμακαποθήκες και δημόσια νοσοκομεία
Η εξέλιξη της εγχώριας κατανάλωσης φαρμάκων δίνεται στον πίνακα 12, και
αναφέρεται στη συνολική φαρμακευτική δαπάνη. Δεν συμπεριλαμβάνει στα στοιχεία
αυτά οι παράλληλες εξαγωγές, αφού αυτά τα φάρμακα δεν καταναλώθηκαν στην
Ελλάδα, ούτε τη δαπάνη των φαρμάκων που καταναλώθηκαν στα δημόσια
νοσοκομεία (τα φάρμακα των νοσοκομείων θεωρούνται ενδιάμεσο προϊόν της
1987 2000
Φαρμακαποθήκες 0,552 1,007
Δημόσια νοσοκομεία 0,087 0,141
Συνολική αξία σε δις € ως
άθροισμα νοσοκομειακής λιανικής
τιμής
0,255 2,572

53
νοσοκομειακής περίθαλψης και ως εκ τούτου η σχετική δαπάνη εντάσσεται στην
νοσοκομειακή).
Πίνακας 15: Συνολική φαρμακευτική δαπάνη σε εκατομμύρια €
Έτη Συνολική Φαρμακευτική Δαπάνη (εκατομμύρια €)
1987 220,748
1990 425,223
1992 690,708
1995 220,698
1996 1388,114
1997 1452,223
1998 1291,768
1999 1561,261
2000 1846,221

54
Η ανάλυση πωλήσεων φαρμακευτικών προϊόντων, σε δισεκατομμύρια €, για το
2000 παρουσιάζεται ακολούθως στον πίνακα 16.
Πίνακας 16: Πωλήσεις φαρμακευτικών προϊόντων το 2000 ( σε δισεκατομμύρια €)
Συνολικές πωλήσεις (προς Δημόσια Νοσοκομεία και
Φαρμακαποθήκες) 2,578
Παράλληλες Εξαγωγές 0,299
Δαπάνη Δημόσιων Νοσοκομείων 0,428
Συνολική Φαρμακευτική Δαπάνη 1,850
Πρέπει να επισημανθεί ότι η διαρκής αύξηση της φαρμακευτικής που δαπάνης,
όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οφείλεται κατά ένα μέρος και στα νεότερα και
ακριβότερα φάρμακα τα οποία εισήχθησαν στην αγορά.
Από τα διαθέσιμα στοιχεία πωλήσεων των φαρμακευτικών προϊόντων προκύπτει
ότι:
• Τα φάρμακα του καρδιαγγειακού συστήματος είναι πρώτα σε πωλήσεις, με
ποσοστό 18,88% το 1993 και 20,40% το 2000. Και έπονται:
• Τα φάρμακα κατά των συστηματικών λοιμώξεων με πωλήσεις της τάξης του
18,51% το 1993 και 14,46% το 2000, που φαίνεται ότι έχουν πτωτικές τάσεις
• Τα φάρμακα για τις παθήσεις του πεπτικού συστήματος και του
μεταβολισμού
• Τα φάρμακα για τις παθήσεις του νευρικού συστήματος. Παρόλα αυτά αυτή
η συγκεκριμένη κατηγορία φάρμακων αναμένεται να εμφανίσει πολύ
σημαντική άνοδο, καθώς οι παθήσεις του νευρικού συστήματος και ιδιαίτερα
η κατάθλιψη και η νόσος Αλτσχάιμερ γνωρίζουν σημαντική αύξηση στον
ανεπτυγμένο κόσμο αλλά και στην Ελλάδα.[ ]
Σύμφωνα με τα στοιχεία της IMS, 16 κατηγορίες συνταγογραφουμένων φαρμάκων
αντιστοιχούν στο 50% της συνολικής φαρμακευτικής αγοράς. Το 1998 το αντίστοιχο
ποσοστό των φαρμάκων αυτών ήταν μόνο στο 43%. Τα αντιελκωτικά έρχονται
πρώτα με πωλήσεις που αντιστοιχούν στο 6,2% του συνόλου της αγοράς. το

55
μερίδιο αγοράς των αντιχοληστεριναιμικών και αντιλιπιδαιμικών φαρμάκων σχεδόν
διπλασιάστηκε από το 1998 ως το 2002, από 3,1% σε 6%. Την ίδια περίοδο μια
αξιοσημείωτη αύξηση παρατηρήθηκε στους απλούς ανταγωνιστές της
αγγειοτενσίνης ΙΙ, στα αντιψυχωτικά, στους αντιθρομβοτικούς παράγοντες και στα
φάρμακα για την θεραπεία του Αλτσχαϊμέρ. Από τα στοιχεία αυτά γίνεται φανερή η
αξία της αγοράς των αντιυπερτασικών φαρμάκων καθώς αυτά καταλαμβάνουν 4
από τις 16 θέσεις. Αναλυτικότερα η μεταβολή του μεριδίου αγοράς αυτών
κατηγοριών φαρμάκων παρουσιάζεται στον πίνακα 17.
Πίνακας 17: Μερίδιο αγοράς των 16 μεγαλυτέρων σε πωλήσεις, κατηγοριών
συνταγραφούμενων φαρμάκων
1998 1999 2000 2001 2002
Κατηγορία ιδιοσκευασμάτων Μερίδιο αγοράς (%)
Αντιελκωτικά 5,8 6,2 6,3 6,2 6,2
Αντιχοληστεριναιμικά και
αντιλιπιδαιμικά 3,1 3,9 5,4 5,9 6,0
Ανταγωνιστές ασβεστίου
(απλοί) 5,5 5,3 4,9 4,5 4,2
Ανταγωνιστές της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ (απλοί) 0,6 0,8 2,2 3,5 4,0
Αντιρευματικά (μη στεροειδή) 4,0 3,6 3,7 3,6 3,6
Αντιψυχωτικά 1,9 2,2 2,6 3,0 3,3
Ανταγωνιστές ACE (απλοί) 5,1 4,8 4,1 3,6 3,1
Καλσιτονίνες 2,3 2,6 3,0 3,1 3,1
Αναστολείς ACE (συνδυασμ) 3,1 3,4 3,3 3,2 3,0
Κεφαλοσπορίνες και
συνδυασμοί 4,8 4,2 3,7 3,2 2,8
Μακρολίδια και αντίστοιχες
ουσίες 3,5 3,5 3,0 2,7 2,6
Αντιδιαβητικά από του
στόματος 1,2 1,2 1,3 1,5 2,0

56
Πίνακας 17 (συνέχεια)
Αντιθρομβωτικά 0,4 0,4 0,7 1,1 1,8
Κορτικοειδή 1,8 1,8 1,9 1,8 1,7
Φάρμακα για θεραπεία
Αλτσχαϊμέρ 0,2 0,4 0,8 1,2 1,7
Β2 διεγέρτες και κορτικοειδή 0,0 0,0 0,6 0,9 1,5

57
Βιβλιογραφία
1. Σ.Φ.Ε.Ε., “The pharmaceutical market in Greece: Facts and Figures”, Αθήνα,
2003
2. Ι.Ο.Β.Ε., “Η αγορά φαρμάκου στην Ελλάδα”, Νοέμβριος 2001
3. Ι.Ο.Β.Ε., “Η φαρμακευτική δαπάνη στην Ελλάδα”
4. “Στα ύψη οι πωλήσεις των εταιρειών φαρμάκων”, “Το Βήμα”, 02.02.2003,
Β12/ Επιχειρήσεις
5. J. Kyriopoulos, K. Souliotis, “Health expenditure in Greece”, 2002, Εκδόσεις
Παπαζήσης
6. Ι.Ο.Β.Ε., “Έρευνα επενδύσεων στην βιομηχανία”,1997-2001
7. www.sfee.gr

58
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΤΑΣΗΣ
Η πίεση του αίματος είναι ένα μέτρο της πίεσης, την οποία ασκεί το αίμα που
κυκλοφορεί στο τοίχωμα των μεγάλων αρτηριών. Η αρτηριακή πίεση (ΒΡ) είναι
ανάλογη προς το γινόμενο που ορίζεται από τον Κ.Λ.Ο.Α. (CO) και την αντίσταση
που βρίσκει το αίμα κατά την διέλευση του προ των τριχοειδών αγγείων στην
περιφέρεια (PVR).
BP = CO * PVR
Το κύμα αυτό της πίεσης εύκολα γίνεται αισθητό ως σφυγμός, η υψηλή-συστολική
πίεση παράγεται όταν η καρδιά συσπάται, και η χαμηλή-διαστολική πίεση
παράγεται όταν η καρδιά πληρούται με αίμα. Η αύξηση της πίεσης είναι τις
περισσότερες φορές σχεδόν χωρίς συμπτώματα. Όμως η αυξημένη πίεση
καταστρέφει τις αρτηρίες που προμηθεύουν με αίμα την καρδιά, τον εγκέφαλο, τα
νεφρά, και σε όλή την έκταση του οργανισμού είναι υπεύθυνη για μια σειρά δομικών
αλλαγών. Οι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την πίεση του αίματος
παρουσιάζονται στο σχήμα 3 που ακολουθεί.
Σχήμα 3: Παράγοντες που επιδρούν στην πίεση του αίματος
Νεφρική
λειτουργία
Όγκος
αίματος
Τόνος
αγγείων
Μυϊκή απόκριση
Νεφρική
λειτουργία
Φλεβική επιστροφή Συσπαστικότητα
μυοκαρδίου
Νευρικός
έλεγχος
Παράγοντες
ΚΝΣ
Απελευθέρωση
ρενίνης
Όγκος παλμού Ρυθμός
μυοκαρδίου
Νευρικός
έλεγχος
Εγγενής
ανταπόκριση
των αγγείων
Σχηματισμός
αγγειοτενσίνης
ΙΙ
Καρδιακή παροχή
Περιφερική αντίσταση
Αρτηριακή πίεση

59
Ιστορικά μεγαλύτερη έμφαση έχει δοθεί στην διαστολική παρά στην συστολική
πίεση, ως παράγοντα πρόγνωσης για ασθένειες των εγκεφαλικών αγγείων και της
στεφανιαίας νόσου, και έτσι αποτελούσε κριτήριο στις περισσότερες έρευνες ως τις
αρχές της δεκαετίας του 90 [1]. Πάντως τα στοιχεία των μέχρι σήμερα ερευνών
αποδεικνύουν ότι και η συστολική και η διαστολική πίεση έχουν μια διαρκή
ξεχωριστή και καθορισμένη σχέση με τον κίνδυνο εμφράγματος και προβλημάτων
της στεφανιαίας. Στο ευρωπαϊκό περιβάλλον η σχέση μεταξύ συστολικής πίεσης και
του κινδύνου εμφάνισης εμφράγματος είναι πιο έντονη από ότι αντίστοιχα για την
εμφάνιση καρδιαγγειακών ασθενειών. Πάντως ο ενδογενής κίνδυνος, που
υπολογίζεται από το εύρος των θανάτων λόγω της αυξημένης πίεσης, είναι
μεγαλύτερος για ασθένειες της στεφανιαίας από ότι για εμφράγματα, και αντανακλά
την μεγαλύτερη συχνότητα που απαντώνται οι ασθένειες του μυοκαρδίου στην
Ευρώπη. Στον ηλικιωμένο πληθυσμό όμως ο κίνδυνος για έμφραγμα είναι
μεγαλύτερος [2]. Η άμεση σχέση ανάμεσα στην αυξημένη συστολική και διαστολική
πίεση και τον κίνδυνο καρδιαγγειακών ασθενειών επιβεβαιώνεται από το γεγονός
ότι η συστολική πίεση αυξάνει σε όλο τον ενήλικο πληθυσμό της Ευρώπης, ενώ η
διαστολική πίεση φτάνει σε κορυφή στην ηλικία των 60 ετών για τους άνδρες και
των 70 για τις γυναίκες [3]. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι καλύτερος παράγοντας
πρόβλεψης είναι το εύρος της διαφορά διαστολικής-συστολικής πίεσης. Υπάρχουν
μελέτες [4-7] που αναφέρουν ότι για ένα ορισμένο επίπεδο συστολικής πίεσης η
διαστολική είχε μια αντίστροφη συσχέτιση με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Πάντως
έχει δειχθεί ότι και η διαστολική και η συστολική πίεση είναι ανεξάρτητα η μία από
την άλλη προγνωστικοί παράγοντες του εμφράγματος και της στεφανιαίας
θνησιμότητας.
Η διαρκής σχέση ανάμεσα στην πίεση του αίματος και τον κίνδυνο από
καρδιαγγειακά νοσήματα κάνει οποιαδήποτε κατάταξη και αριθμητικό προσδιορισμό
της υπέρτασης αυθαίρετο. Επίσης υπάρχουν ερευνητές που [8] δείχνουν ότι
οποιαδήποτε αριθμητική προσέγγιση πρέπει να είναι ευέλικτη. Η κατάταξη που
έδωσε το 1999 η WHO/ISH και παρουσιάζεται στον πίνακα 1, έγινε με την
επιφύλαξη ότι τα πραγματικά όρια που δείχνουν υπέρταση πρέπει να είναι ευέλικτα,
υψηλότερα ή χαμηλότερα βασισμένα στο συνολικό προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου
του κάθε ασθενούς.

60
Πίνακας 18 : Ορισμοί και κατηγοριοποίηση των επιπέδων αρτηριακής πίεσης
Κατηγορία Συστολική Διαστολική
Βέλτιστη <120 <80
Κανονική 120-129 80-84
Υψηλή φυσιολογική 130-139 85-89
Επίπεδο 1 υπέρτασης
(ήπιο) 140-159 90-99
Επίπεδο 2 υπέρτασης
(μέτριο) 160-179 100-109
Επίπεδο 3 υπέρτασης
(σοβαρό) >=180 >=110
Μεμονωμένη συστολική
υπέρταση > 140 <90
Η διάγνωση βασίζεται σε επανειλημμένες μετρήσεις της πίεσης του αίματος, το
ιατρικό ιστορικό, την φυσική εξέταση και εργαστηριακά ευρήματα. Τα όργανα τα
οποία τις περισσότερες φορές επηρεάζονται από την υπέρταση είναι η καρδιά, τα
αιμοφόρα αγγεία, τα νεφρά, και ο εγκέφαλος. Υπάρχουν περιπτώσεις που η
αυξημένη αρτηριακή πίεση εμφανίζεται ως δευτεροπαθής μορφή, ως ένα σύμπτωμα
μιας άλλης ασθένειας. Στις περιπτώσεις αυτές, που αντιστοιχούν στο 5–10% των
συνολικών περιστατικών, εμφανίζεται απότομη αύξηση της πίεσης με μειωμένη
ανταπόκριση στην θεραπεία. Τέτοιες καταστάσεις είναι η υπέρταση που εμφανίζεται
σε περιπτώσεις παρεγχυματικής νεφροπάθειας, λόγω βλάβης των νεφρικών
αγγείων, φαιοχρωμοκυτόματος, πρωτογενούς αλδοστερονισμού, συνδρόμου
Cushing, στένωσης της αορτής, λήψεως φαρμάκων που εμφανίζουν υπερτασική
δράση.
Οι γιατροί ξεκινούν την αντιυπερτασική θεραπεία βασιζόμενοι σε δύο κριτήρια, τον
συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο που προέρχεται από την υπέρταση και άλλους
παράγοντες που μπορεί να συνυπάρχουν (ηλικία, κάπνισμα δυσλιπιδαιμία,
οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγεικών παθήσεων, παχυσαρκία, διαβήτη αύξηση
κρεατινίνης ορού, υπερτροφία αριστερής κοιλίας, αύξηση του τοιχώματος των

61
αρτηριακών αγγείων, μικροαλβουμινουρία, ισχαιμία μυοκαρδιοπάθειες, ασθένειες
των νεφρών ρετινοπάθεια, κ.α.) και το επίπεδο της συστολικής και διαστολικής
πίεσης. Η θεραπεία της υπέρτασης πλέον μπορεί να αρχίζει και σε ασθενείς με
συστολική πίεση 130-139 mmHg και διαστολική πίεση 85-89 mmHg, όταν
συνυπάρχουν και άλλοι παράγοντες κινδύνου. Ο πρώτος στόχος της θεραπείας της
υπέρτασης είναι να μειωθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό ο μακροπρόθεσμος κίνδυνος
καρδιαγγειακής θνησιμότητας και νοσηρότητας. Βέβαια αυτό απαιτεί και αναστροφή
όλων των παραγόντων κινδύνου που μπορεί να συνυπάρχουν όπως δυσλιπιδαιμία,
κάπνισμα, παχυσαρκία, διαβήτη και μείωση της πρόσληψης αλκοόλ και αλατιού. Τα
επίπεδα της πίεσης του αίματος που θεωρούνται ικανοποιητικά όταν επιτευχθούν
είναι κάτω από 140/90 mmHg και στους διαβητικούς κάτω από 130/80mmHg.
Ανάλογα με το στάδιο της υπέρτασης και την συνύπαρξη και άλλων παραγόντων
κινδύνου τα υπερτασικά άτομα διαχωρίζονται σε συνήθους, μικρού, μέσου ή
μεγάλου καρδιαγγειακού κινδύνου. Είναι εμφανές ότι άτομα του ίδιου σταδίου
υπέρτασης μπορεί να διατρέχουν πολύ διαφορετικό κίνδυνο (μικρό, μέσο ή μεγάλο).
Ο προσδιορισμός του συνολικού κινδύνου με βάση τον πίνακα που ακολουθεί είναι
απαραίτητος σε κάθε άρρωστο, προκειμένου να αποφασιστεί η έναρξη θεραπείας
[3].
Πίνακας 19: Προσδιορισμός του συνολικού καρδιαγγειακού κινδύνου ανάλογα με το στάδιο
της υπέρτασης και την συνύπαρξη άλλων παραγόντων κινδύνου (9)
Οριακή
αρτηριακή πίεση Υπέρταση στάδιο
1 Υπέρταση στάδιο
2 Υπέρταση στάδιο 3
ΑΛΛΟΙ
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ
ΚΙΝΔΥΝΟΥ
ΣΑΠ 130-139 ή
ΔΑΠ 85-89
ΣΑΠ 140-159 ή
ΔΑΠ 90-99
ΣΑΠ 160-179 ή
ΔΑΠ 100-109
ΣΑΠ>=180 ή
ΔΑΠ >=110
Χωρίς άλλους
παράγοντες
κινδύνου
ΣΥΝΗΘΗΣ ΜΙΚΡΟΣ ΜΕΣΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ
1-2 παράγοντες
κινδύνου ΜΙΚΡΟΣ ΜΕΣΟΣ ΜΕΣΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ
>= 3 ή ΒΟΣ,
διαβήτης,
νεφρική βλάβη,
καρδιαγγειακή
νόσος.
ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ

62
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της υπέρτασης αποτελεί το ότι είναι μια ασθένεια
που η αντιμετώπιση της είναι μακροπρόθεσμη και μακροχρόνια. Η διάρκεια της
θεραπείας για έναν μεσήλικα ασθενή υπολογίζεται γύρω στα 20-30 χρόνια [9,10].
Ένα άλλο είναι και το γεγονός ότι ο ασθενής που επισκέπτεται τον γιατρό δεν
γνωρίζει ότι έχει υπέρταση, συχνά πηγαίνει για να αντιμετωπίσει κάποιον
πονοκέφαλο ή ζαλάδα και για αυτό το λόγο στην υπέρταση η πτώση της αρτηριακής
πίεσης per c δεν θεωρείται θεραπευτικό αποτέλεσμα. Δεν κάνει τους ασθενείς να
αισθάνονται καλύτερα, αφού έτσι και αλλιώς είναι ασυμπτωματική. Στην
πραγματικότητα μπορεί να τους κάνει να αισθανθούν και χειρότερα. Ο σκοπός της
επιδίωξης της πτώσης της αρτηριακής πίεσης είναι η μείωση του κινδύνου
εμφράγματος του μυοκαρδίου, ανακοπής, καρδιακής ανεπάρκειας, και νεφρικής
ανεπάρκειας [11].
Ανάλογα με τα επίπεδα της πίεσης και την παρουσία ή απουσία επιπλοκών η
θεραπευτική αγωγή μπορεί να αρχίσει με μια χαμηλή δόση ενός αντιυπερτασικού ή
με ένα συνδυασμό δύο αντιυπερτασικών φαρμάκων σε χαμηλές δόσεις. Υπάρχουν
μελέτες όπως η ALLHAT η οποίές δείχνουν ότι η μονοθεραπεία μπορεί να
αποδειχτεί αρκετά αποτελεσματική από μόνη της και να διατηρηθεί σε αυτή το 60%
των ασθενών με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Η μελέτη HOT σε ασθενείς με
υπέρταση επιπέδου 2 και 3 έδειξε την μονοθεραπεία επαρκή μόνο στο 25-40% των
ασθενών. Την ίδια στιγμή μελέτες όπως η VA και η PROGRESS μελετούν την
αποτελεσματικότητα της έναρξης αντιμετώπισης της υπέρτασης με χρήση
περισσοτέρων του ενός αντιυπερτασικού [12,13,14].
Η τακτική η οποία συνήθως ακολουθείται είναι η έναρξη της θεραπείας με μια
χαμηλή δόση ενός αντιυπερτασικού και αν τα επιθυμητά επίπεδα πίεσης δεν
επιτευχθούν, το επόμενο βήμα είναι να χορηγηθεί μια χαμηλή δόση ενός άλλου
παράγοντα, ή να αυξηθεί η δόση του ήδη χορηγούμενου φαρμάκου, με κίνδυνο
βέβαια να παρουσιαστούν και οι παρενέργειες του φαρμάκου αυτού, ή να
προχωρήσει ο γιατρός στην χορήγηση ενός συνδυασμού φαρμάκων. Αν ήδη
χορηγούνται δύο φάρμακα σε χαμηλές δόσεις και το αποτέλεσμα δεν είναι
ικανοποιητικό μπορεί ο γιατρός να επιλέξει ανάμεσα στον ίδιο συνδυασμό
φαρμάκων με αύξηση των δόσεων και στην πρόσθεση ενός τρίτου αντιυπερτασικού
παράγοντα με χαμηλό δοσολογικό σχήμα. Το πλεονέκτημα της τακτικής να αρχίζει η
αντιμετώπιση της υπέρτασης με μια χαμηλή δόση ενός μόνο αντιυπερτασικού, και
αν η αρχική αυτή ουσία δεν γίνει καλά ανεκτή να προχωρά ο γιατρός στην
συνταγογράφηση ενός άλλου φαρμάκου, αποτελεί το ότι μπορεί εύκολα να βρεθεί το

63
φάρμακο στο οποίο ο κάθε ασθενής ανταποκρίνεται καλύτερα τόσο από άποψη
αποτελεσματικότητας όσο και ανεκτικότητας. Από την άλλη η χρήση ενός σχήματος
με συγχορήγηση δύο φαρμάκων σε χαμηλή δόση πλεονεκτεί διότι (1) με τη χρήση
δύο φαρμάκων με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης είναι πολύ πιο πιθανό ότι η
πίεση του αίματος και οι επιπλοκές της θα αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα, (2)
χρησιμοποιώντας συνδυασμούς τα φάρμακα μπορεί να χορηγηθούν σε χαμηλές
δόσεις και είναι έτσι πιο πιθανό να μην εμφανιστούν παρενέργειες, (3) υπάρχουν
σήμερα στην αγορά ιδιοσκευάσματα που περιέχουν σταθερούς συνδυασμούς
αντιυπερτασικών παραγόντων σε χαμηλές δόσεις, καθιστώντας έτσι την
συμμόρφωση των ασθενών με την θεραπεία πιο αποτελεσματική.
Οι συνδυασμοί που έχουν βρεθεί ότι είναι πιο αποτελεσματικοί και καλά ανεκτοί είναι
Διουρητικό και ένας β- αποκλειστής
Διουρητικό και ένας αναστολέας ACE ή ανταγωνιστής του υποδοχέα της
αγγειοτενσίνης
Ανταγωνιστης ασβεστίου (διυδροπυριδίνη) και ένας β-αποκλειστής
Ανταγωνιστής ασβεστίου και αναστολέας ACE ή ανταγωνιστής του υποδοχέα
της αγγειοτενσίνης
Ανταγωνιστής ασβεστίου και διουρητικό
α-αποκλειστής και β-αποκλειστής
άλλοι συνδυασμοί (π.χ. φάρμακα που δρουν στο ΚΝΣ,
συμπεριλαμβανομένων α2-ανταγωνιστών των αδρενουποδοχέων και
διαμορφωτές υποδοχέων ιμιδαζολίνης Ι2 ή ανάμεσα σε αναστολείς ACE και
ανταγωνιστές του υποδοχέα της αγγειοτενσίνης) μπορούν να
χρησιμοποιηθούν αν κριθεί αναγκαίο, και σε πολλές περιπτώσεις κρίνεται
απαραίτητη η συγχορήγηση τριών ή τεσσάρων φαρμάκων.
Σε γενικές γραμμές οι παράγοντες οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν την επιλογή
των φαρμάκων είναι
1. η προηγούμενη καλή ή κακή εμπειρία του ασθενούς με μια συγκεκριμένη ουσία
ή ομάδα αντιυπερτασικών ουσιών
2. το κόστος των φαρμάκων, είτε για τον μεμονωμένο ασθενή ή για τον
ασφαλιστικό φορέα του ασθενούς, αν και φυσικά οι περιορισμοί του

64
οποιοδήποτε κόστους δεν πρέπει να κυριαρχούν την αποτελεσματικότητας και
του πόσο καλά ο ασθενής ανέχεται μια συγκεκριμένη θεραπεία
3. το προφίλ του κινδύνου για καρδιαγγειακά επεισόδια που αντιμετωπίζει ο κάθε
ασθενής
4. την ύπαρξη οργάνων που έχουν υποστεί βλάβες ή την εμφάνιση/ή και ύπαρξη
ιστορικού καρδιαγγειακών παθήσεων, παθήσεων των νεφρών και διαβήτη
5. την παρουσία άλλων δυσλειτουργιών που μπορούν είτε να περιορίζουν ή να
ευνοούν την χρήση μιας συγκεκριμένης ομάδας αντιυπερτασικών φαρμάκων
6. την πιθανότητα αλληλεπιδράσεων μεταξύ των φαρμάκων που μπορεί να
χορηγούνται στον ασθενή για την αντιμετώπιση άλλων ασθενειών
Το κάθε θεραπευτικό σχήμα για την αντιμετώπιση της υπέρτασης είναι αποκλειστικά
προσαρμοσμένο στις ανάγκες και ιδιαιτερότητες του κάθε ασθενή, αφού ο γιατρός
λαμβάνει όλους τους προαναφερθέντες παράγοντες υπόψη πριν προβεί στην
συνταγογράφηση των φαρμάκων.
Στα υπερτασικά άτομα στα οποία συνυπάρχουν και άλλες παθήσεις, η επιλογή
συγκεκριμένης κατηγορίας αντιυπερτασικών φαρμάκων καθορίζεται από την
πάθηση αυτή. Πιο συγκεκριμένα στην καρδιακή ανεπάρκεια συστήνεται η χρήση
ΑΜΕΑ, β-αποκλειστών, και ανταγωνιστών υποδοχέων αγγειοτενσίνης, καθώς οι
κατηγορίες αυτές βελτιώνουν την πρόγνωση των ασθενών. Στους μετεμφραγματίες
προτιμάται η χρήση ΑΜΕΑ και β-αποκλειστών, ενώ οι ανταγωνιστές υποδοχέων της
αγγειοτενσίνης χορηγούνται μόνο όταν οι ΑΜΕΑ δεν είναι καλά ανεκτοί. Στην
στηθάγχη φάρμακα εκλογής είναι οι β-αποκλειστές ενώ εναλλακτικά μπορεί να
χορηγηθούν και ανταγωνιστές ασβεστίου μακράς δράσης. Στον σακχαρώδη διαβήτη
οι Ελληνική Εταιρεία Μελέτης της Υπέρτασης προτείνει ότι μπορούν να
συνταγογραφηθούν όλες οι κατηγορίες διότι μόνο θεωρητικά έχει αποδειχθεί η
υπεροχή συγκεκριμένων κατηγοριών. Σε περιπτώσεις που υπάρχει νεφρική βλάβη,
είτε σε διαβητική νεφροπάθεια είτε σε μη διαβητική νεφροπάθεια οι ΑΜΕΑ και οι
ανταγωνιστές των υποδοχέων αγγειοτενσίνης καθυστερούν την επιδείνωση της
νεφρικής βλάβης. Κατά την χορήγηση των φαρμάκων αυτών είναι αναμενόμενο να
αυξηθεί η κρεατινίνη του ορού (μέχρι 30% της βασικής τιμής) αλλά αυτό δεν
αποτελεί λόγο διακοπής της θεραπείας. Όταν η κρεατινίνη του ορού είναι >2,5-3
mg/dl τα θειαζιδικά διουρητικά δεν δρουν και αντί για αυτά χορηγούνται διουρητικά
της αγκύλης. [16]

65
Οι οδηγίες της JNC VII αναφορικά με την πρόληψη, διερεύνηση, αξιολόγηση, και
θεραπεία της υπέρτασης δίνει την ακόλουθη κατάταξη των φαρμάκων σχετικά με
συνυπάρχουσες της υπέρτασης παθήσεις υψηλού κινδύνου.
Πίνακας 20: Βάση κατευθυντηρίων οδηγιών για απόλυτες ενδείξεις για ξεχωριστές
κατηγορίες φαρμάκων (JNC 7) [οι απόλυτες ενδείξεις για αντιυπερτασικά φάρμακα βασίζονται
σε οφέλη που έχουν παρατηρηθεί σε μελέτες έκβασης ή υπάρχουσες κατευθυντήριες οδηγίες.
Η απόλυτη ένδειξη διαχειρίζεται παράλληλα με την αρτηριακή πίεση] (17)
Συνιστώμενα φάρμακα
Παθήσεις υψηλού
κινδύνου με απόλυτες
ενδείξεις
Διουρη-
τικό BB ΑΜΕΑ ARB CCB
Αντα-
γωνιστής
αλδοστε-
ρόνης
Καρδιακή ανεπάρκεια
Έμφραγμα
οπισθίου/τοιχώματος του
μυοκαρδίου
Υψηλός κίνδυνος
στεφανιαίας νόσου
Διαβήτης
Χρόνια νεφρική νόσος
Πρόληψη
επαναλαμβανομένου/εγκε-
φαλικού επεισοδίου

66
Βιβλιογραφία
1. Collins R., Peto R., MacMahon S., Herbert P., Fieback N. H., Eberlein K. A.,
“Blood pressure, stroke, and coronary heart disease. Part 2. Short term
reductions in blood pressure: overview of randomized drug trials in their
epidemiological context”, Lancet 1990, 335, 827-839
2. Kjeidsen S.E., Julius S., Hender T., Hansson L., “Stroke is more common
than myocardial infraction in hypertension: analysis based on 11 major
randomised intervention trials”, Blood press 2001, 10, 190-192
3. Primatesta P., Brookes M., Poulter N. R., “Improved hypertension
management and control. Results from Healthy Survey for England 1998”,
Hypertension 2001, 38, 827-832
4. Millar J.A., Lever A.F., Burke A., “Pulse pressure as a risk factor for
cardiovascular events the MRC mild hypertension trial”, Journal of
Hypertension 1999, 17, 1065-1072
5. Fraklin S., Khan S.A., Wong D. A., Larson M. G., Levy D., “Is pulse pressure
useful in predicting risk for coronary heart disease? The Framingham heart
study”, Circulation 1999, 100, 354-360
6. Fraklin S., Larson M. G., Khan S.A., Wong D. A., Leip E. P., Kannel W.B.,
Levy D., “Does the relation of blood pressure to coronary heart disease risk
change with ageing? The Framingham heart study”, Circulation 2001, 103,
1245-1249
7. Benetos A., Zureik M., Morcet J., Thomas F., Bean K., Safar M., “A
decrease in diastolic blood pressure combined with an increase in systolic
blood pressure is associated with a higher cardiovascular mortality in men”,
J Am Coll Cardiol, 2000, 35, 673-680
8. Evans J. G., Rose G., “Hypertension”, Br Med Bull, 1971, 27, 37-42
9. Simpson F. O., “Guidelines for antihypertensive therapy: problems with a
strategy based on absolute cardiovascular risk”, Journal of Hypertension,
1996, 14, 683-689

67
10. Zanchetti A., Mancia G., “Benefits and cost-effectiveness of antihypertensive
therary. The actual versusthe intervention trial approach”, Journal of
Hypertension, 1996, 14, 809-811
11. Grahame-Smith D. G., Aronson J. K., “Κλινική Φαρμακολογία
Φαρμακοθεραπεία”, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, Εκδόσεις Τυπωθύτω Μάρτιος
2001
12. Veterans Administration Cooperative Study Group on Antihypertensive
Agents. Effects of treatment on morbidity in hypertension. Results in patients
with diastolic blood pressure averaging 115 through 129 mmHg. JAMA,
1967, 202, 1028-1034
13. Veterans Administration Cooperative Study Group on Antihypertensive
Agents. Effects of treatment on morbidity in hypertension II. Results in
patients with diastolic blood pressure averaging 90 through 114 mmHg.
JAMA, 1970, 213, 1143-1152
14. PROGRESS Collaborative study group. Randomized trial of perindopril
based blood pressure lowering regimen among 6108 individuals with
previous stroke or transient ischaemic attack. Lancet 2001, 358, 1033-1041
15. 2003 European Society of Hypertension – European Society of Cardiology
guidelines for the management of arterial hypertension. Guidelines
Committee, Journal of Hypertension, 2003, 21, 1011-1053
16. Ελληνική Εταιρεία Μελέτης της Υπέρτασης. Πρακτικές κατευθυντήριες
οδηγίες για την υπέρταση. 2005
17. The seventh report of the Joint National Committee on Prevention,
Detection, Evaluation, and Treatment of High Blood Pressure. The JNC 7
Report. Journal of American Journal Association, 2003, Vol. 289, No. 19,
2560-2572

68
ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
Ο θεμελιώδης σκοπός της αντιυπερτασικής αγωγής είναι η σταθεροποίηση της
αρτηριακής πίεσης σε χαμηλά φυσιολογικά επίπεδα. Στην επίτευξη αυτού του
σκοπού καθοριστικός είναι ο ρόλος των αντιυπερτασικών φαρμάκων. Η αγορά των
αντιυπερτασικών φαρμάκων είναι μια από τις μεγαλύτερες που υπάρχουν, με μια
μεγάλη ποικιλία ιδιοσκευασμάτων ανά κατηγορία. Για την παρουσίαση μιας
ολοκληρωμένης ποιοτικής εικόνας της αγοράς πεπτιδικών φαρμάκων παρατίθεται ο
πίνακας που ακολουθεί και ο οποίος περιλαμβάνει τα ιδιοσκευάσματα τα οποία
κυκλοφόρησαν στην ελληνική αγορά κατά την πενταετία 1999–2003.
Πίνακας 21: Αντιυπερτασικά ιδιοσκευάσματα που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα από 1999-
2003
Κατηγορία
αντιυπερτασικού
Εμπορικό όνομα
ιδιοσκευάσματος Δραστική ουσία Εταιρεία
NORVASC Αμλοδιπίνη
φαινυλοσουλφονική PFIZER
TILDIEM Διλτιαζέμη
υδροχλωρική SANOFI-SYNTHELABO
PLENDIL Φελοδιπίνη ASTRAZENECA
ADALAT Νιφεδιπίνη
SYSCOR Νισολδιπίνη
BAYPRESS Νιτρενδιπίνη
BAYER
DIPEN Διλτιαζέμη
υδροχλωρική
MACOREL Νιφεδιπίνη
ELPEN
ISOPTIN Βεραπαμίλη
υδροχλωρική
CORACTEN Νιφεδιπίνη
VIANEX
LACIPIL Λασιπιδίνη GSKPHARMA
ZANIDIP Λερκανιδιπίνη GALENICA
CARDIL Διλτιαζέμη
υδροχλωρική
VASEXTEN Βαρνιδιπίνη
GEROLYMATOS
GLOPIR Νιφεδιπίνη GAP
MOTENS Λασιπιδίνη BOHERINGER
INGELHEIM
ELVESIL Διλτιαζέμη
υδροχλωρική BIOMEDICA CHEMICA
Απλοί ανταγωνιστές
ασβεστίου
LOMIR Ισραδιπίνη NOVARTIS

69
Πίνακας 21 (συνέχεια)
NIFECARD Νιτρενδιπίνη
ERGOCLAVIN Διλτιαζέμη
υδροχλωρική
BROS
SENSIT Φενλιδίνη
υδροχλωρική ORGANON
RUBITEN Διλτιαζέμη
υδροχλωρική
LISBA Νιτρενδιπίνη
BROVICARPINE Βεραπαμίλη
υδροχλωρική
RAFARM
VISCARD Νιφεδιπίνη
TEPANIL Νιτρενδιπίνη NORMA
POTIONAL Νιτρενδιπίνη
SAUBASIN Διλτιαζέμη
υδροχλωρική
KLEVA
SPIDOX Νιτρενδιπίνη FINIXFARM
LACITENS Λασιδιπίνη ALLEN
PRESSODIPIN Νιτρενδιπίνη
NORMODIN Αμλοδιπίνη
besylate
ANTIBLUT Νιφεδιπίνη
GENEPHARM
CRIVION Νιτρενδιπίνη
NEFELID Νιφεδιπίνη
ALFENER Διλτιαζέμη
υδροχλωρική
VILCO
DILTELAN Διλτιαζέμη
υδροχλωρική
LANOCARDIC Νιτρενδιπίνη
FARAN
NIFEDICOR Νιφεδιπίνη NIKOLAKOPOULOS
MAVITALON Διλτιαζέμη
υδροχλωρική HELP
MANYPER Μανιδιπίνη CHIESI PHARMACEUT
LEONITREN Νιτρενδιπίνη MEDINOVA
NELCONIL Νιτρενδιπίνη PHARMATEN
AROSELIN Νιτρενδιπίνη BIOSTAM
LOSTADRYL Νιτρενδιπίνη
TERNEL Διλτιαζέμη
υδροχλωρική
CHRISPA
FLECOR N Νιφεδιπίνη BIOSPRAY
Απλοί ανταγωνιστές
ασβεστίου
UFOCARD Νιτρενδιπίνη PROEL

70
Πίνακας 21 (συνέχεια)
DILZANOL Διλτιαζέμη
υδροχλωρική
ELANVER Βεραπαμίλη
υδροχλωρική
ORIX Νιφεδιπίνη
REMEDINA
NATASADOL Διλτιαζέμη
υδροχλωρική COSMOPHARM-
ZULEXEN Νιτρενδιπίνη DEMO
Απλοί ανταγωνιστές
ασβεστίου
ISOPTIN Βεραπαμίλη
υδροχλωρική FARMALEX
RENITEC Εναλαπρίλη
PRINIVIL Λισινοπρίλη
AFENIL Τραντολαπρίλη
VITOBEL Εναλαπρίλη
VIANEX
ACCUPRON Κιναπρίλη PFIZER
TRIATEC Ραμιπρίλη
ODRIK Τραντολαπρίλη AVENTIS
COVERSYL Περιλδοπρίλη SERVIER
MONOPRIL Φοσινοπρίλη
CAPOTEN Καπτοπρίλη
BRISTOL MYERS
SQUIBB
Z-BEC Λισινοπρίλη GAP
ZESTRIL Λισινοπρίλη CANA
VASCASE Σιλαζαπρίλη ROCHE PHARMA
ADICANIL Λισινοπρίλη PHARMATEN
TANATRIL Ιμιδαπρίλη
AGIOTEN Εναλαπρίλη GEROLYMATOS
CIBACEN Μπεναζεπρίλη NOVARTIS
STIBENYL Ραμιπρίλη PHARMANEL
NAFORDYL Λισινοπρίλη KLEVA
PRESSURIL Λισινοπρίλη FINIXFARM
ULTICADEX Εναλαπρίλη
LESURE Λισινοπρίλη RAFARM
VEROXIL Λισινοπρίλη
KAPARLON S Εναλαπρίλη ANFARM
PENERAL Λισινοπρίλη MEDICUS
ANALEPT Εναλαπρίλη
HYPOTENSOR Καπτοπρίλη
LANDOLAXIN Λισινοπρίλη
FARAN
Αναστολείς ACE απλοί
ICORAN Λισινοπρίλη BIOMEDICA CHEMICA

71
Πίνακας 21 (συνέχεια)
SUPOTRON Εναλαπρίλη REMEDINA
MEGAPRESS Εναλαπρίλη
PRESS 12 Λισινοπρίλη GENEPHARM
LISINOSPES Λισινοπρίλη
VIRFEN Εναλαπρίλη SPECIFAR S.A.
LEOVINEZAL Εναλαπρίλη MEDINOVA
GNOSTOVAL Λισινοπρίλη
GNOSTOGARDIN Εναλαπρίλη BROS
ANTIPREX Εναλαπρίλη
PERTACILON Καπτοπρίλη ELPEN
TEROLINAL Λισινοπρίλη
STADELANT Εναλαπρίλη CHRISPA
VERCOL Λισινοπρίλη VIOFAR
AXELVIN Λισινοπρίλη PROEL
OFNIFENIL Εναλαπρίλη S.J.A PHARM
NORMOLOSE Καπτοπρίλη ADELCO
THRIUSEDON Λισινοπρίλη BIOSPRAY
OCTORAX Εναλαπρίλη DEMO
RABLAS Εναλαπρίλη MEDICROM
TIVIRLON Λισινοπρίλη
KONTIC Εναλαπρίλη COUP
NEO IPERTAS Καπτοπρίλη NORMA
AFENIL ραντολαπρίλη FARMALEX
ODUPRIL Καπτοπρίλη FARMALEX
ERXETILAN Εναλαπρίλη
ZOFEPRIL Ζοφενοπρίλη MENARINI
SANCAP Καπτοπρίλη NOVARTIS SANDOZ
Αναστολείς ACE απλοί
ENALAPRIL Εναλαπρίλη PHARMA ELLAS
ACCURETIC Κουϊναπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη PFIZER
CO RENITEC Εναλαπρίλη &
Υδροχλωροθειαζίδη
PRINZIDE Λισινοπρίλη &
Υδροχλωροθειαζίδη
SAVOSAN Εναλαπρίλη &
Υδροχλωροθειαζίδη
Αναστολείς ACE
συνδυασμένοι
TARKA Βεραπαμίλη
υδροχλωρική &
Τραντολαπρίλη
VIANEX

72
Πίνακας 21 (συνέχεια)
TRIATEC PLUS Ραμιπρίλη &
Υδροχλωροθειαζίδη
TRIACOR Φελοδιπίνη &
Ραμιπρίλη
AVENTIS
SUPERACE Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη
FOZIDE Φοσινοπρίλη &
Υδροχλωροθειαζίδη
MONOPLUS Φοσινοπρίλη &
Υδροχλωροθειαζίδη
BRISTOL MYERS
SQUIBB
CIBADREX Βεναζεπρίλη &
Υδροχλωροθειαζίδη NOVARTIS
VASCASE PLUS Σιλαζαπρίλη &
Υδροχλωροθειαζίδη ROCHE PHARMA
PENTATEC Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη
PENOPRIL Καπτοπρίλη &
Υδροχλωροθειαζίδη
ELPEN
URESAN Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη MENARINI
ZESTORETIC Λισινοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη CANA
DOSTUREL Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη BROS
RETURN Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη
SIBERIAN Εναλαπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη
RAFARM
CAPTOPRESS Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη GENEPHARM
ANASTOLE Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη REMEDINA
PRETERAX Περινδοπρίλη &
ινδαπαμίδη SERVIER
IPERTON Εναλαπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη KLEVA
EMPIROL Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη NORMA
Αναστολείς ACE
συνδυασμένοι
BUMEFTYL Εναλαπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη FARAN

73
Πίνακας 21 (συνέχεια)
CAPTOPRESS H Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη SPECIFAR S.A.
SEDAPRESSIN Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη BIOSPRAY
ZIDEPRIL Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη MINERVA
PIESITAL Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη DEMO
NOLARMIN Εναλαπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη COUP
KIFAROL Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη FARMANIC
NORMOLOSE H Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη ADELCO
ZIDEPRIL Καπτοπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη
R&N
PHARMACEUTICAL
TARKA Βεραπαμίλη
υδροχλωρική &
Τραντολαπρίλη
FARMALEX
Αναστολείς ACE
συνδυασμένοι
PROTAL
COMPLEX
Εναλαπρίλη &
υδροχλωροθειαζίδη FARMEDIA
LASIX Φουρεσεμίδη
FRUMIL Αμιλορίδη
υδροχλωρική &
Φουρεσεμίδη
AVENTIS
FLUDEX Ινδαπαμίδη SERVIER
MODURETIC Αμιλορίδη
υδροχλωρική &
Υδροχλωροθειαζίδη
VIANEX
HYGROTON Χλωροθαλιδόνη
ESIDREX Υδροχλωροθειαζίδη NOVARTIS
ALDACTONE Σπειρολακτόνη PFIZER
TIADEN Αμιλορίδη
υδροχλωρική &
Υδροχλωροθειαζίδη
GAP
Διουρητικά
HYDROFLUX Φουρεσεμίδη UNI PHARMA

74
Πίνακας 21 (συνέχεια)
HYDROCHLOROT
HIAZID Υδροχλωροθειαζίδη UNI PHARMA
IVIDOL
Αμιλορίδη
υδροχλωρική &
Υδροχλωροθειαζίδη
RAFARM
LASIX Φουρεσεμίδη
FRUSEMIDE Φουρεσεμίδη IFET
TRANZIPEN Ινδαπαμίδη DEMO
BURINEX Βουμετανίδη LEO
MAGNITON R Ινδαπαμίδη COUP
Διουρητικά
DIXAMID Ινδαπαμίδη NORMA
DIOVAN Βαλσαρτάνη NOVARTIS
COZAAR Λοσαρτάνη VIANEX
ATACAND Καντεσαρτάνη ASTRAZENECA
MICARDIS Τελμισαρτάνη BOEHRINGER
APROVEL Ιμπερσαρτάνη SANOFI SYNTHELABO
KARVEA Ιμπερσαρτάνη BRISTOL MYERS
SQUIBB
PRITOR Τελμισαρτάνη GSK PHARMA
Ανταγωνιστές της
Αγγειοτενσίνης-ΙΙ
απλοί
TEVETEN Επροσαρτάνη
mesylate SOLVAY PHARMA
TENORMIN Ατενολόλη
INDERAL Προπρανολόλη CANA
LOPRESOR Μετοπρολόλη
VISKEN Πινδολόλη
TRASICOR Οξπρενολόλη
υδροχλωρική
NOVARTIS
SELECTOL Σελιπρολόλη
υδροχλωρική AVENTIS
LOBIVON Νεμπιβολόλη
υδροχλωρική` MENARINI
DILATREND Καρβεδιλόλη ROCHE PHARMA
KERLONE Βηταξολόλη LAVIPHARM
NEOCARDON Ατενολόλη GAP
PACTENS Βισοπρολόλη
φουμαρική GALENICA
Αναστολείς β-
υποδοχέων απλοί
SOTALOL Σοταλόλη IFET

75
Πίνακας 21 (συνέχεια)
BLOCOTENOL Ατενολόλη
BISOPROLOL/BIO
CHEM
Βισοπρολόλη
φουμαρική
NOVARTIS SANDOZ
FEALIN Ατενολόλη BROS
SOTALEX Σοταλόλη
υδροχλωρική
BRISTOL MYERS
SQUIBB
MESONEX Ατενολόλη ADELCO
AZECTOL Ατενολόλη HELP
SYNAROME Ατενολόλη FARAN
UMODER Ατενολόλη RAFARM
BREVIBLOC Εσμολόλη
υδροχλωρική BAXTER
ADENAMIN Ατενολόλη VILCO
ATENOLOL Ατενολόλη PETSIAVAS
PRESENTIL Ατενολόλη COUP
PERTAXOL Βηταξολόλη KLEVA
HEMON Ατενολόλη
TREPARASEN Πινδολόλη
NORMA
Αναστολείς β-
υποδοχέων απλοί
SILDER Ατενολόλη VIOFAR
HYZAAR
Λοσαρτάνη &
θειαζίδη
υδροχλωρική
VIANEX
CO DIOVAN Βαλσαρτάνη &
υδροχλωροθειαζίδη
CO DALZAD Βαλσαρτάνη &
υδροχλωροθειαζίδη
NOVARTIS
ATACAND PLUS Καντεσαρτάνη &
υδροχλωροθειαζίδη ASTRAZENECA
COAPROVEL Ιρμπεζαρτάνη &
υδροχλωροθειαζίδη SANOFI SYNTHELABO
KARVEZIDE Ιρμπεζαρτάνη &
υδροχλωροθειαζίδη
BRISTOL MYERS
SQUIBB
MICARDIS PLUS Τελμισαρτάνη &
υδροχλωροθειαζίδη BOEHRINGER
Αναστολείς της
Αγγειοτενσίνης-ΙΙ
συνδυασμένοι
PRITOR PLUS Τελμισαρτάνη &
υδροχλωροθειαζίδη GSK PHARMA

76
Πίνακας 21 (συνέχεια)
FISIOTENS Μονοξιδίνη
CYNT Μονοξιδίνη SOLVAY PHARMA
CYNT Μονοξιδίνη PHARMASERVE
CATAPRESSAN Κλονιδίνη BOEHRINGER
ALDOMET Μεθυλντόπα VIANEX
MAGURAN Δοξαζοσίνη PHARMACYPRIA
LONITEN Μινοξιδίλη
MINIPRESS Πραζοσίνη
PFIZER
LONITEN Μινοξιδίλη IFET
PROGLYNEM Διαζοξίνη SCHERING PLOUGH
Αντιυπερτασικά με
κεντρική δράση
NEPRESOL Διυδραλαζίνη
μεθανοσουλφονική NOVARTIS
TENORETIC Ατενολόλη &
Χλωροθαλιδόνη CANA
TRASITENSIN
Οξπρενολόλη
υδροχλωρική &
Χλωροθαλιδόνη
NOVARTIS
VISKALDIX Πινδολόλη &
κλοπαμίδη
TYPOFEN Ατενολόλη &
Χλωροθαλιδόνη KLEVA
Αναστολείς β-
υποδοχέων
συνδυασμένοι
OBOSAN Ατενολόλη &
Χλωροθαλιδόνη RAFARM
Ανταγωνιστές
ασβεστίου
συνδυασμένοι
LOGIMAX Φελοδιπίνη &
Μετοπρολόλη ASTRAZENECA
HYGROTON
RESERPIN
Χλωροθαλιδόνη &
Ρεσερπίνη NOVARTIS Αλκαλοειδή της
ραουβόλφια
συνδυασμένα NEOURIZINE Ρεσερπίνη &
Χλωροθειαζίδη ADELCO
Α-αντιυπερτασικά και
διουρητικά HYDROMET
Μεθυλντόπα &
υδροχλωροθειαζίδη VIANEX

77
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ
Το ύψος των πωλήσεων σε Ευρώ (€), που πραγματοποίησαν τα αντιυπερτασικά
φάρμακα, στην Ελλάδα κατά την πενταετία 1999-2003 παρουσίασε μια σταθερή
ανοδική πορεία, με τον όγκο των πωλήσεων από 177.669.153 € το 1999, να αγγίζει
τα 363 εκατομμύρια € το 2003. Αναλυτικότερα οι πωλήσεις ανά κατηγορία των
αντιυπερτασικών φαρμάκων παρουσιάζονται στον πίνακα που ακολουθεί.
Πίνακας 22 : Πωλήσεις σε € των αντιυπερτασικών φαρμάκων από το 1999 έως 2003
Πωλήσεις των
αντιυπερτασικών
φαρμάκων ανά
κατηγορία σε €
1999 2000 2001 2002 2003
Ανταγωνιστές των
υποδοχέων της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
απλοί
8.506.566 27.780.230 49.212.416 71.938.924 88.008.737
Ανταγωνιστές
ασβεστίου απλοί 52.970.700 57.845.392 64.187.152. 75.592.178 84.446.481
Ανταγωνιστές του
μετατρεπτικού
ενζύμου της
Αγγειοτενσίνης (ACE)
απλοί
48.426.502 49.217.973 50.596.406 55.798.445 60.070.822
Ανταγωνιστές του
μετατρεπτικού
ενζύμου της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
(ACE) συνδυασμένοι
34.523.896 39.266.097 45.101.732. 53.561.219 58.758.251
β-Αδρενεργίκοι
αποκλειστές απλοί 12.746.870 13.989.915 17.054.321 22.010.375 26.845.485
Ανταγωνιστές των
υποδοχέων της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
συνδυασμένοι
307.221 567.974 1.358.965 4.687.102 14.962.852
Διουρητικά 8.733.169 9.031.189 9.606.668 11.033.506 12.496.317

78
Πίνακας 22 (συνέχεια)
Πωλήσεις των
αντιυπερτασικών
φαρμάκων ανά
κατηγορία σε €
1999 2000 2001 2002 2003
Αντιυπερτασικά (α-
Αδρενεργίκοι
αποκλειστές και
αγγειοδιασταλτικά)
απλά
5.085.265 5.942.901 6.913.732 7.953.715 8.433.315
Ανταγωνιστές
ασβεστίου
συνδυασμένοι
3.928.760 4.846.196 5.626.704 5.983.571 5.880.062
β-Αδρενεργικοί
αποκλειστές
συνδυασμένοι
2.097.086 2.123.838 2.285.492 2.555.478 2.725.677
α-αντιυπερτασικά &
διουρητικά 282.203 238.839 204.022 188.230 167.768
Αλκαλοειδή
ραουβόλφια &
αντιυπερτασικός
παράγοντας &
διουρητικό
60.915 51.673 40.613 8.924 943
Σύνολο αγοράς 177.669.153 209.902.190 252.188.223 311.311.667 362.796.410
Η πορεία των πωλήσεων σε €, που σημείωσε η κάθε κατηγορία αντιυπερτασικών
φαρμάκων στο χρονικό αυτό διάστημα σχηματικά παρουσιάζεται στο παρακάτω
διάγραμμα, όπου και φαίνεται η μεγάλη άνοδος που σημειώνουν οι Ανταγωνιστές
των Υποδοχέων της Αγγειοτενσίνης ΙΙ (ARBs), καθώς και οι Ανταγωνιστές
Ασβεστίου (CCB), ενώ οι Αναστολείς του Μετατρεπτικού Ενζύμου της
Αγγειοτενσίνης (AMEA), παρουσιάζουν σταθερά ανοδική πορεία.

79
0
10.000.000
20.000.000
30.000.000
40.000.000
50.000.000
60.000.000
70.000.000
80.000.000
90.000.000
100.000.000
1999 2000 2001 2002 2003
έτος
πωλήσεις
σε
€ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ ΙΙΑΠΛ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ΑΠΛ
ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ACE ΑΠΛ
ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ACE ΣΥΝΔ
Β-ΑΔΡΕΝΕΡΓΙΚΟΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΕΣ ΑΠΛ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ ΙΙΣΥΝΔ
ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ
ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ ΑΠΛΑ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ΣΥΝΔ
Β-ΑΔΡΕΝΕΡΓΙΚΟΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΕΣΣΥΝΔ
Α-ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ + ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ
ΑΛΚΑΛ ΡΑΟΥΒ + ΑΝΤΙΥΠΕΤ.+ ΔΙΟΥΡ
Διάγραμμα 4: Πορεία των πωλήσεων των αντιυπερτασικών φαρμάκων σε € από 1999-2003
Ειδικότερα για το 2003, το μερίδιο αγοράς που κατέχει η κάθε κατηγορία
αντιυπερτασικών φαρμάκων παρουσιάζεται στο διάγραμμα 5.
25%
23%17%
7%4% 3% 5%
16%
ΑΝΤΑΓΩΝ.ΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ ΑΠΛΟΙ ΑΝΤΑΓΩΝ. ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ΑΠΛ
ΑΜΕΑ ΑΠΛΟΙ
ΑΜΕΑ ΣΥΝΔΥΑΣ
Β-ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΕΣ ΑΠΛΟΙ
ΑΝΤΑΓΩΝ.ΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ ΣΥΝΔ. ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ
ΑΛΛΟΙ
Διάγραμμα 5: Μερίδιο που καταλάμβανε η κάθε κατηγορία των αντιυπερτασικών φαρμάκων
το 2003

80
Οι ανταγωνιστές του υποδοχέα της αγγειοτενσίνης κατέχουν το 25% περίπου της
αγοράς των αντιυπερτασικών φαρμάκων, ενώ οι ανταγωνιστές ασβεστίου το 23%.
Οι Αναστολείς του Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτενσίνης ΙΙ, είτε απλοί είτε σε
συνδυασμό με διουρητικό, καλύπτουν το 33% περίπου της αγοράς. Οι πωλήσεις
των υπολοίπων κατηγοριών αντιυπερτασικών ουσιών καλύπτουν το 19% της
αγοράς.
Αντίστοιχα οι πωλήσεις όλων των κατηγοριών των αντιυπερτασικών φαρμάκων σε
μονάδες-εμβαλλάγια (units) παρουσιάζονται στον πίνακα και στο διάγραμμα που
ακολουθούν.
Πίνακας 23: Πωλήσεις σε μονάδες των αντιυπερτασικών φαρμάκων από το 1999 έως 2003
Πωλήσεις των
αντιυπερτασικών
φαρμάκων ανά
κατηγορία σε
μονάδες (units)
1999 2000 2001 2002 2003
Ανταγωνιστές των
υποδοχέων της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
απλοί
1.241.300 2.628.432 4.183.829 5.769.553 6.872.587
Ανταγωνιστές
ασβεστίου απλοί 9.632.182 9.766.434 10.451.600 11.980.244 12.890.761
Ανταγωνιστές του
μετατρεπτικού
ενζύμου της
Αγγειοτενσίνης
(ACE) απλοί
7.874.373 7.833.817 7.917.864 8.556.952 8.727.839
Ανταγωνιστές του
μετατρεπτικού
ενζύμου της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
(ACE)
συνδυασμένοι
5.097.489 5.707.922 6.470.650 7.545.906 7.999.277
β-Αδρενεργίκοι
αποκλειστές
απλοί 3.961.630 4.164.399 4.594.277 5.476.152 6.144.040

81
Πίνακας 23 (συνέχεια)
Ανταγωνιστές των
υποδοχέων της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
συνδυασμένοι
45.705 80.796 168.009 420.411 1.273.992
Διουρητικά 5.283.286 5.464.259 5.877.410 6.644.047 7.131.117 Αντιυπερτασικά
(α-αδρενεργικοί
αποκλειστές και
αγγειοδιασταλτικά
) απλά
697.039 752.314 840.284 930.573 939.736
Ανταγωνιστές
ασβεστίου
συνδυασμένοι 305.310 378.903 439.930 467.832 459.739
β-Αδρενεργικοί
αποκλειστές
συνδυασμένοι 577.623 582.390 621.054 686.467 719.169
α-αντιυπερτασικά
& διουρητικά 36.482 30.941 24.321 5.344 565
Αλκαλοειδή
ραουβόλφια &
αντιυπερτασικός
παράγοντας &
διουρητικό
372.789 315.893 270.662 246.598 219.636
Σύνολο αγοράς 35.125.208 37.706.500 41.859.890 48.730.079 53.378.458

82
0
2.000.000
4.000.000
6.000.000
8.000.000
10.000.000
12.000.000
14.000.000
1999 2000 2001 2002 2003
έτος
πωλήσεις
σε μονάδες
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ΑΠΛ
ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ACE ΑΠΛ
ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ACE ΣΥΝΔ
ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ ΙΙ ΑΠΛ
Β-ΑΔΡΕΝΕΡΓΙΚΟΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΕΣ ΑΠΛ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ ΙΙ ΣΥΝΔ
ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΑ ΑΠΛ
Β-ΑΔΡΕΝΕΡΓΙΚΟΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΕΣ ΣΥΝΔ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ ΣΥΝΔ
ΑΛΚΑΛ ΡΑΟΥΒ + ΑΝΤΙΥΠ.+ ΔΙΟΥΡΗΤ
Α-ΑΝΤΙΥΠΕΡΤ + ΔΙΟΥΡΗΤ
Διάγραμμα 6: Πορεία των πωλήσεων των αντιυπερτασικών φαρμάκων σε μονάδες από
1999-2003
Αν συγκριθούν τα στοιχεία που παρατίθενται στους πίνακες που προηγήθηκαν
γίνεται φανερό ότι τον μεγαλύτερο όγκο πωλήσεων (σε μονάδες) παρουσιάζουν οι
Ανταγωνιστές Ασβεστίου, που όμως έρχονται δεύτεροι σε πωλήσεις σε €, ενώ οι
Ανταγωνιστές του Υποδοχέα της Αγγειοτενσίνης ΙΙ (απλοί) παρότι έρχονται μόλις
πέμπτοι όσον αφορά τις πωλήσεις σε μονάδες (πραγματοποιούν περίπου το 50%
των πωλήσεων των ανταγωνιστών ασβεστίου), είναι πρώτοι όσον αφορά τις
πωλήσεις σε € με τους ανταγωνιστές ασβεστίου να έπονται.
Υπολογίζοντας το πηλίκο του συνόλου πωλήσεων σε €, για κάθε μία από τις δύο
κατηγορίες φαρμάκων, προς το σύνολο των πωλήσεων τους σε μονάδες προκύπτει
ότι
για τους ανταγωνιστές των υποδοχέων της Αγγειοτενσίνης ΙΙ
88.008.737 / 6.872.587 = 12,806
για τους ανταγωνιστές ασβεστίου 84.446.481 / 12.890.761 = 6,551
Από τα παραπάνω αποτελέσματα προκύπτει ότι η μέση τιμή ενός σκευάσματος που
περιέχει ανταγωνιστές των υποδοχέων της Αγγειοτενσίνης ΙΙ είναι σχεδόν διπλάσια
από την αντίστοιχη ενός σκευάσματος που έχει ως δραστικό συστατικό έναν

83
ανταγωνιστή ασβεστίου. Βέβαια κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο καθώς οι
ανταγωνιστές ασβεστίου είναι φάρμακα που κυκλοφορούν εδώ και πολλά χρόνια
ενώ οι Ανταγωνιστές του Υποδοχέα της Αγγειοτενσίνης ΙΙ η πιο σύγχρονη κατηγορία
φαρμάκων για την αντιμετώπιση της υπέρτασης.
Τα αντιυπερτασικά φάρμακα που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα το 2003 ανέρχονται
σε 241 διαφορετικά ιδιοσκευάσματα. Είναι αναμενόμενο μια αναπτυσσόμενη αγορά
όπως αυτή των αντιυπερτασικών, να προσελκύει το ενδιαφέρον των
φαρμακευτικών εταιρειών και οι εταιρείες να επενδύουν σε αυτήν τόσο με την
παρασκευή νέων φαρμάκων όσο και επενδύοντας στην παραγωγή generics.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο κατανέμονται οι πωλήσεις ανάμεσα
στα πρότυπα και generics προϊόντα. Στους πίνακες που ακολουθούν, παρατίθενται
πως κατανέμονται οι πωλήσεις ανάμεσα στα πρότυπα και στα generics φάρμακα,
ανά κατηγορία αντιυπερτασικών.
Πίνακας 24: Κατανομή πωλήσεων των αντιυπερτασικών φαρμάκων ανάμεσα σε πρότυπα
και generics σε €
Πωλήσεις των
αντιυπερτασικών
φαρμάκων ανά
κατηγορία σε €
1999 2000 2001 2002 2003
Ανταγωνιστές των
υποδοχέων της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
απλοί
8.506.566 26.780.230 49.212.416 71.938.924 88.008.737
Πρότυπα 8.506.566 26.780.230 49.212.416 71.938.924 88.008.737 generics
Ανταγωνιστές
ασβεστίου απλοί 52.970.700 57.845.392 64.187.152 75.592.178 84.446.481
Πρότυπα 48.361.617 53.327.277 59.305.290 69.969.808 78.500.194 generics 4.609.083 4.518.115 4.881.862 5.622.370 5.946.287 Ανταγωνιστές του
μετατρεπτικού
ενζύμου της
Αγγειοτενσίνης
(ACE) απλοί
48.426.502 49.217.973 50.596.406 55.798.445 60.070.822
Πρότυπα 43.434.524 44.103.084 45.360.844 50.069.066 54.144.856 generics 4.991.978 5.114.889 5.235.562 5.729.379 5.925.966

84
Πίνακας 24 (συνέχεια)
Ανταγωνιστές του
μετατρεπτικού
ενζύμου της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
(ACE)
συνδυασμένοι
34.523.896 39.266.097 45.101.732 53.561.219 58.758.251
Πρότυπα 30.038.832 34.834.371 40.307.803 48.212.500 53.080.625 generics 4.485.064 4.431.726 4.793.929 5.348.719 5.677.626 β-Αδρενεργίκοι
αποκλειστές
απλοί 12.746.870 13.989.915 17.054.321 22.010.375 26.845.485
Πρότυπα 11.970.690 13.197.745 16.262.299 21.094.292 25.863.443 generics 776.180 792.170 792.022 916.083 982.042 Ανταγωνιστές των
υποδοχέων της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
συνδυασμένοι
307.221 567.974 1.358.965 4.687.102 14.962.552
Πρότυπα 307.221 567.974 1.358.965 4.687.102 14.962.552 generics
Διουρητικά 8.733.169 9.031.189 9.606.668 11.033.506 12.496.317 Πρότυπα 8.547.402 8.853.579 9.428.222 10.840.208 12.328.635 generics 185.767 177.610 178.446 193.298 167.682 Αντιυπερτασικά
(α-αδρενεργικοί
αποκλειστές και
αγγειοδιασταλτικά)
απλά
5.085.265 5.942.901 6.913.732 7.953.715 8.433.315
Πρότυπα 5.085.265 5.942.901 6.913.621 7.947.235 8.396.567 generics 0 0 111 6.480 36.748 Ανταγωνιστές
ασβεστίου
συνδυασμένοι 3.928.760 4.846.169 5.626.704 5.983.571 5.880.062
Πρότυπα 3.928.760 4.846.169 5.626.704 5.983.571 5.880.062 generics

85
Πίνακας 24 (συνέχεια)
β-Αδρενεργικοί
αποκλειστές
συνδυασμένοι 2.097.086 2.123.838 2.285.492 2.555.478 2.725.677
Πρότυπα 2.061.473 2.084.895 2.245.620 2.504.634 2.669.739 generics 35.613 38.943 39.872 50.844 55.938 Αλκαλοειδή
ραουβόλφια &
αντιυπερτασικός
παράγοντας &
διουρητικό
282.203 238.839 204.022 188.230 167.768
Πρότυπα 277.337 235.452 201.993 185.754 166.268 generics 4.866 3.387 2.029 2.476 1.500 α-αντιυπερτασικά
& διουρητικά 60.915 51.673 40.613 8.924 943
Πρότυπα 60.867 51.673 40.600 8.924 943 generics 48 0 13 0 0
Πίνακας 25: Κατανομή πωλήσεων των αντιυπερτασικών φαρμάκων ανάμεσα σε πρότυπα
και generics σε μονάδες
Πωλήσεις των
αντιυπερτασικών
φαρμάκων ανά
κατηγορία σε
μανάδες
1999 2000 2001 2002 2003
Ανταγωνιστές των
υποδοχέων της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
απλοί 1.241.300 2.628.432 4.183.829 5.769.553 6.872.587Πρότυπα 1.241.300 2.628.432 4.183.829 5.769.553 6.872.587generics
Ανταγωνιστές
ασβεστίου απλοί 9.632.182 9.632.182 9.632.182 9.632.182 9.632.182Πρότυπα 8.296.562 8.482.587 9.141.240 10.578.239 11.464.089generics 1.335.620 1.283.847 1.310.360 1.402.005 1.426.672

86
Πίνακας 25 (συνέχεια)
Ανταγωνιστές του
μετατρεπτικού
ενζύμου της
Αγγειοτενσίνης
(ACE) απλοί 7.874.373 7.833.817 7.917.864 8.556.952 8.727.839Πρότυπα 6.774.305 6.749.208 6.855.518 7.435.261 7.641.562generics 1.100.068 1.084.609 1.062.346 1.121.691 1.086.277Ανταγωνιστές του
μετατρεπτικού
ενζύμου της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
(ACE)
συνδυασμένοι 5.097.489 5.707.922 6.470.650 7.545.906 7.999.277Πρότυπα 4.342.725 4.955.515 5.642.906 6.666.920 7.121.291generics 754.764 752.407 827.744 878.986 877.986β-Αδρενεργίκοι
αποκλειστές
απλοί 3.961.630 4.164.399 4.594.277 5.476.152 6.144.040Πρότυπα 3.635.700 3.832.712 4.262.852 5.091.490 5.731.180generics 325.930 331.687 331.425 384.662 412.860Ανταγωνιστές των
υποδοχέων της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
συνδυασμένοι 45.705 80.796 168.009 420.411 1.273.992Πρότυπα 45.705 80.796 168.009 420.411 1.273.992generics
Διουρητικά 5.283.286 5.464.259 5.877.410 6.644.047 7.131.117Πρότυπα 5.143.076 5.343.320 5.761.293 6.515.612 7.016.405generics 140.210 120.939 116.117 128.435 114.712Αντιυπερτασικά
(α-αδρενεργικοί
αποκλειστές και
αγγειοδιασταλτικά)
απλά 697.039 752.314 840.284 930.573 939.736Πρότυπα 697.039 752.314 840.258 929.042 931.130generics 0 0 26 1.531 8.606

87
Πίνακας 25 (συνέχεια)
Ανταγωνιστές
ασβεστίου
συνδυασμένοι 305.310 378.903 439.930 467.832 459.739Πρότυπα 305.310 378.903 439.930 467.832 459.739generics
β-Αδρενεργικοί
αποκλειστές
συνδυασμένοι 577.623 582.390 621.054 686.467 719.169Πρότυπα 568.699 572.877 611.085 673.757 706.271generics 8.924 9.513 9.969 12.710 12.898Αλκαλοειδή
ραουβόλφια &
αντιυπερτασικός
παράγοντας &
διουρητικό 372.789 315.893 270.662 246.598 219.636Πρότυπα 370.009 313.958 269.503 245.183 218.779generics 2.780 1.935 1.159 1.415 857α-αντιυπερτασικά
& διουρητικά 36.482 30.941 24.321 5.344 565Πρότυπα 36.446 30.941 24.311 5.344 565generics 36 0 10 0 0
Από τα στοιχεία προκύπτει ο πίνακας 26 που παρουσιάζει τα ποσοστά που
κατέχουν τα generics αντιυπερτασικά τόσο σε μονάδες όσο και σε € το 1999 και το
2003.

88
Πίνακας 26: Ποσοστά που κατέχουν τα generics αντιυπερτασικά τόσο σε μονάδες όσο και σε
€ το 1999 και το 2003
Κατηγορίες
αντιυπερτασικών
φαρμάκων
Ποσοστό που
κατέχουν τα
generics
φάρμακα σε €
(1999)
Ποσοστό που
κατέχουν τα
generics
φάρμακα σε €
(2003)
Ποσοστό %
που κατέχουν
τα generics
φάρμακα σε
μονάδες
(1999)
Ποσοστό %
που κατέχουν
τα generics
φάρμακα σε
μονάδες
(2003)
Ανταγωνιστές των
υποδοχέων της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
απλοί
- - - -
Ανταγωνιστές
ασβεστίου απλοί 8,70 7,04 13,87 11,07
Ανταγωνιστές του
μετατρεπτικού
ενζύμου της
Αγγειοτενσίνης (ACE)
απλοί
10,31 9,86 13,97 12,45
Ανταγωνιστές του
μετατρεπτικού
ενζύμου της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
(ACE) συνδυασμένοι
12,99 9,66 14,81 10,98
β-Αδρενεργίκοι
αποκλειστές απλοί 6,48 3,66 8,23 6,72
Ανταγωνιστές των
υποδοχέων της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ
συνδυασμένοι
- - - -
Διουρητικά 2,13 1,34 2,65 1,61 Αντιυπερτασικά (α-
αδρενεργικοί
αποκλειστές και
αγγειοδιασταλτικά)
απλά
0 0,44 0 0,92
Ανταγωνιστές
ασβεστίου
συνδυασμένοι
- - - -

89
Πίνακας 26 (συνέχεια)
β-Αδρενεργικοί
αποκλειστές
συνδυασμένοι 1,70 2,05 1,54 1,79
Αλκαλοειδή
ραουβόλφια &
αντιυπερτασικός
παράγοντας &
διουρητικό
1,72 0,89 0,75 0,39
α-Αντιυπερτασικά &
διουρητικά 0,002 0 0,10 0
Τα σημαντικότερα μερίδια αγοράς για το 2003, κατέχουν τα generics που ανήκουν
στους Ανταγωνιστές του Μετατρεπτικού Ενζύμου της Αγγειοτενσίνης τόσο στα
ιδιοσκευάσματα οπού αποτελούν τη μόνη αντιυπερτασική ουσία 12,45% όσο και
στα ιδιοσκευάσματα όπου βρίσκονται σε συνδυασμό με κάποια διουρητική ουσία
10,98%. Στους Ανταγωνιστές Ασβεστίου τα generics κατέχουν ποσοστό 11,07%
ενώ στους β-αδρενεργικούς αποκλειστές 8,51%. Οι ανταγωνιστές των υποδοχέων
της Αγγειοτενσίνης ΙΙ δεν έχουν generics φάρμακα γιατί είναι μια νέα κατηγορία
αντιυπερτασικών ουσιών και τα μόρια αυτά προστατεύονται νομικά από πατέντες
που καθιστούν την παραγωγή generics φαρμάκων οικονομικά ασύμφορη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν προκύψει από έρευνα αγοράς στις ΗΠΑ, τα
πρότυπα φάρμακα μπορούν να χάσουν από το 35% της αγοράς τους μέσα σε ένα
χρόνο και μέχρι και 50% σε διάστημα δύο ετών από τα αντίστοιχα generics με την
λήξη της πατέντας τους [2]. Αντίστοιχο φαινόμενο δεν παρατηρείται στην ελληνική
αγορά. Αντίθετα από τον πίνακα 26 φαίνεται ότι συνολικά, και ανά κατηγορία
αντιυπερτασικών φαρμάκων, τα generics φάρμακα κατέχουν μικρότερο μερίδιο
αγοράς το 2003 σε σχέση με αυτό που κατείχαν το 1999. Μάλιστα αυτό
παρατηρείται τόσο στο μερίδιο αγοράς τους σε € όσο και σε μονάδες. Κατά
συνέπεια το φαινόμενο δεν μπορεί να αποδοθεί σε αυξομειώσεις των τιμών. Κύριο
λόγο στη διαμόρφωση αυτής της πραγματικότητας παίζει το σύστημα πληρωμής
των φαρμάκων που κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα επιβαρύνει τα ασφαλιστικά
ταμεία, και όχι άμεσα ίδιους τους ασθενείς, οι οποίοι επιζητούν το ‘’ποιοτικό’’ και όχι
το ‘’φθηνό’’ φάρμακο. Επιπλέον οι εταιρείες που παράγουν τα πρότυπα φάρμακα
φροντίζουν να θωρακίσουν την θέση τους στην αγορά έναντι των generics. Κάθε

90
εταιρεία που παράγει ένα φάρμακο γνωρίζει ότι κάποια στιγμή η πατέντα του θα
λήξει και ότι θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει το φαινόμενο του άμεσου ανταγωνισμού
για ένα φάρμακο με την ίδια δραστική ουσία το οποίο θα είναι και φθηνότερο. Για
αυτό το λόγω κάθε εταιρεία προσπαθεί για κάθε πρότυπο φάρμακο που παράγει να
κτίσει γύρω από αυτό ένα ισχυρό εμπορικό όνομα / brand name [3]. Όσο πιο
πετυχημένη είναι μια τέτοια προσπάθεια τόσο πιο πολύ ταυτίζεται το εν λόγω
φάρμακο στο μυαλό του γιατρού, φαρμακοποιού ή του ασθενή με την αντιμετώπιση
της συγκεκριμένης ασθένειας και τόσο πιο δύσκολο προβαίνουν στην χορήγηση
ενός generic προϊόντος. Είναι επίσης συχνό φαινόμενο ο ασθενής μετά από
πολύχρονη χρήση ενός συγκεκριμένου ιδιοσκευάσματος, με την βοήθεια του οποίου
αντιμετώπισε επιτυχημένα την ασθένεια του, δύσκολα να πείθεται να στραφεί στην
χρήση ενός νέου ακόμα και αν βεβαιωθεί από τον θεράποντα ιατρό ότι πρόκειται για
ακριβώς την ίδια δραστική ουσία. Ακόμη λίγο πριν και αμέσως μετά την λήξη της
πατέντας οι εταιρείες ακολουθούν επιθετική πολιτική προώθησης των προϊόντων
τους επικεντρώνοντας τις προσπάθειες τους στην διαφοροποίηση των φαρμάκων
τους από τα generic [4,3].

91
Βιβλιογραφία
[1]. Οικονομικά στοιχεία IMS
[2]. USITC, Global Competitiveness of US Advanced Technology Manufacturing
Industries : Pharmaceuticals, United Stages International Trade Commission,
1991, Washigton, DC
[3]. Agrawal Madhu, Thakkar Nimish, ‘’Surviving patent expiration: strategies for
marketing pharmaceutical products’’, Journal of Product & Brand
Management, Vol. 6, No. 5, 1997, 305-314
[4]. Taylor S.D., Sullivan D.L., Birdwell S.W., ‘’Comparative analysis of
prescription drug advertisments before and after patent expiration’’, Journal of
Pharmaceutical Marketing and Management,1995, Vol. 9, No.4, 3-18

92
ΘΘΕΕΩΩΡΡΗΗΤΤΙΙΚΚΟΟ ΜΜΕΕΡΡΟΟΣΣ

93

94
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΩΝ
ΓΙΑΤΡΩΝ
Ο τρόπος με τον οποίο συνταγογραφεί ο κάθε γιατρός είναι μοναδικός. Και σίγουρα
υπάρχουν πολλές παράμετροι που εμπλέκονται στην λήψη της τελικής απόφασης
συνταγογράφησης. Πάντως ακόμη υπάρχει πολλή συζήτηση γύρω από το τι συνιστά
καλής ποιότητας συνταγογράφηση [1]. Θεωρείται ότι η ποιότητα της
συνταγογράφησης είναι μια άθροιση της αποτελεσματικότητας, της ασφάλειας, της
καταλληλότητας και του κόστους (με την ευρεία έννοια και όχι απλώς το μεμονωμένο
κόστος) των σκευασμάτων [2]. Ως παράδειγμα και για να γίνει αντιληπτό τι
αντιπροσωπεύει η έννοια κόστος, φέρονται οι γενικοί γιατροί που στην Αγγλία
έγραψαν πάνω από 459 εκατομμύρια συνταγές, κατά την περίοδο 1993-94, οι οποίες
συνολικά κόστιζαν πάνω από 3.690εκατομμύρια £.[3] Η αρμόδια επιτροπή στην
έκθεσή της “μια συνταγή για βελτίωση” (a prescription for improvement) [4], κατέληξε
ότι 425 εκατομμύρια £ θα μπορούσαν να είχαν εξοικονομηθεί ελαττώνοντας τα
περιττά έξοδα. Μάλιστα ένας από τους παράγοντες που έχει παίξει σημαντικό ρόλο
στην αύξηση των δαπανών υγείας δια μέσου της συνταγογράφησης σε διεθνές
επίπεδο είναι και ο αυξημένος αριθμός φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων που
κυκλοφορούν και τα οποία οφείλει να γνωρίζει ο γιατρός [5].
Η επίδραση της επιστημονικής ενημέρωσης
Η συνταγογράφηση είναι ένα σύνθετο φαινόμενο. Θεωρείται δεδομένο ότι οι
ικανότητες που πρέπει να έχει ο γιατρός ώστε να είναι σε θέση να χορηγήσει την
κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή αποκτούνται κατά τη διάρκεια των σπουδών του, και
διατηρούνται κατά την εξάσκηση του ιατρικού επαγγέλματος με την συνεχή
εκπαίδευση που θεωρητικά τουλάχιστον πρέπει να λαμβάνει. Ταυτόχρονα έχει στην
διάθεση του και τα επιστημονικά πρότυπα συνταγογράφησης που βασίζονται
τουλάχιστον κατά ένα μέρος τους, στην δημοσίευση, την ερμηνεία και την εφαρμογή
των αποτελεσμάτων επιστημονικών κλινικών μελετών, και στις συστάσεις που
εκδίδονται από ειδικούς ιατρικούς οργανισμούς. Η ανάγκη των γιατρών να
παραμένουν ενημερωμένοι για τις τελευταίες εξελίξεις στον χώρο της φαρμακευτικής

95
αγωγής, της ιατρικής πράξης, και της χρήσης των σύγχρονων διαγνωστικών μέσων
είναι μεγάλης σημασίας. Πάντως υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι οι προσπάθειες που
γίνονται στον τομέα αυτό είναι επιτυχείς. Διάφορες αναφορές εγείρουν ερωτήματα,
που στη βάση τους αμφισβητούν την αξία των προγραμμάτων, που εκπονούν οι
φορείς που εμπλέκονται με την δημόσια υγεία ή και την υπέρταση, πιο συγκεκριμένα,
με σκοπό να ενημερώσουν τους γιατρούς αναφορικά με τα πιο πρόσφατα κάθε φορά
δεδομένα για την καλύτερη θεραπευτική αντιμετώπισή των ασθενειών. Αν και σε
θεωρητικό επίπεδο υπάρχει εγκαθιδρυμένη η άποψη ότι επηρεάζουν την ιατρική
πράξη και την συνταγογράφηση των φαρμάκων.
Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τις οδηγίες που εκδόθηκαν το 1993 και οι οποίες
προέτρεπαν τους γιατρούς στην χορήγηση ενός θειαζιδικού διουρητικού ή ενός β-
αποκλειστή για την πρωτογενή αντιμετώπιση της υπέρτασης σε ασθενείς χωρίς
άλλες επιπλοκές[6-9]. Παρά τις οδηγίες αυτές στις ΗΠΑ τα θειαζιδικά διουρητικά και
οι β-αποκλειστές κατείχαν μόλις το 40% της συνταγογραφίας για υπέρταση το 1995,
ενώ το 1987 κατείχαν το 70% [10]. Παρατηρείται λοιπόν μια ασυμφωνία ανάμεσα στις
οδηγίες και στον τρόπο συνταγογράφησης των γιατρών, και λογικά προκύπτει το
ερώτημα ποιοι είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν τον γιατρό να ακολουθεί μια
συνταγογραφική γραμμή.
Σε μια προσπάθεια να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα οι Siegel et al,
εκπαίδευσαν πέντε φαρμακοποιούς κατάλληλα σε ακαδημαϊκό επίπεδο ώστε να
μπορούν να ενημερώσουν τους γιατρούς σχετικά με την θεραπευτική αντιμετώπιση
της υπέρτασης που ήταν σύμφωνη με τις οδηγίες της JNC. Διότι στις ΗΠΑ παρά τις
οδηγίες των JNC-5 και JNC-6 που όριζαν τα θειαζιδικά διουρητικά και τους β-
αποκλειστές ως φάρμακα πρώτης εκλογής για την θεραπεία της υπέρτασης –
απουσία επιπλοκών, οι ανταγωνιστές ασβεστίου και οι αναστολείς του μετατρεπτικού
ενζύμου αποτελούσαν τα πιο συνήθη χορηγούμενα φάρμακα, τόσο από τα
φαρμακεία όσο και από κρατικά ιδρύματα [11, 12]. Η παρέμβαση αυτή είχε ως
αποτέλεσμα μια αύξηση στην χρήση των θειαζιδικών διουρητικών, των β-
αποκλειστών και σε μια μείωση της συνταγογράφησης των ανταγωνιστών ασβεστίου.
Μάλιστα υπήρχε μια σχεδόν ομοιόμορφη μεταβολή όπου το ποσοστό που έχαναν ως
επί το πλείστον οι ανταγωνιστές ασβεστίου κέρδιζαν τα θειαζιδικά διουρητικά και οι β-
αποκλειστές. Πιο συγκεκριμένα στην περίπτωση της συνταγογράφησης αγωγής για
υπέρταση χωρίς συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια η μεταβολή αντιστοιχούσε σε μια
αύξηση κατά 11% (*p<0,001) της χορήγησης β-αποκλειστή ή θειαζιδικού διουρητικού
και μια αντίστοιχη μείωση κατά 11% της χρήσης ανταγωνιστών ασβεστίου [13].

96
Μια μελέτη που διεξήχθη στην Αυστραλία αναφορικά με την συμπεριφορά, τις
αντιλήψεις των γιατρών και τον τρόπο συνταγογράφησης τους, μέσα στο ισχύον
νομικό πλαίσιο, από τους Liaw et al, έφτασε στο συμπέρασμα ότι οι κυριότεροι
παράμετροι οι οποίοι καθορίζουν την συνταγογράφηση είναι τα νεότερα στοιχεία που
προκύπτουν από τις κλινικές μελέτες, τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, και η
δημοφιλής αντίληψη ότι κάθε απόφαση που αφορά έναν ασθενή βασίζεται
αποκλειστικά στην ιδιοσυγκρασία του εκάστοτε ασθενή. Η παραπάνω μελέτη
προτείνει ότι οι ενημερωτικές εκστρατείες που κάνει το κράτος προκειμένου να
περιοριστεί η συνταγογράφηση και κατ΄ επέκταση οι δαπάνες για φάρμακα πρέπει να
κτίζονται πάνω στη βάση αυτής της ασθενο-κεντρικής θεώρησης του λειτουργήματος
του γιατρού, ώστε να προωθούνται η κατάλληλη συνταγογράφηση και η ορθή χρήση
των φαρμάκων και να μην χρησιμοποιούνται γραφειοκρατικές διαδικασίες που απλά
περιορίζουν την συνταγογράφηση. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα που βασίζονται σε
επιστημονικά δεδομένα και κλινικές ενδείξεις μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικά
από πλευράς κόστους παρά τα περιοριστικά μέτρα έναντι της συνταγογραφίας [14].
Αυτό αποτελεί ένδειξη ότι η ενημέρωση των γιατρών μπορεί να επηρεάσει την
συνταγογράφηση τους και μάλιστα προς την επιθυμητή κατεύθυνση χωρίς να
επηρεάσει την ποιότητα της, όταν αυτή βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα.
Η επίδραση της δημοσιότητας και των έντυπων ενημερωτικών μέσων
Γενικά όμως έχει παρατηρηθεί μέχρι σήμερα ότι οι γιατροί είναι πολύ προσεκτικοί στο
να αλλάξουν τις συνταγογραφικές τους συνήθειες [15]. Όπως έδειξε μια μελέτη
υπάρχουν έστω και μικρές θετικές συσχετίσεις ανάμεσα στη δημοσιότητα που
λαμβάνει ένα γεγονός, τις προειδοποιήσεις που δημοσιεύονται, στις εκπαιδεύσεις
κάθε είδους που λαμβάνει ο γιατρός, και στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο
συνταγογραφεί [16]. Μάλιστα η συγκεκριμένη μελέτη καταλήγει ότι οι
συνταγογραφικές συνήθειες των γιατρών είναι δυνατόν να παρουσιάσουν βελτίωση
ως ανταπόκριση σε μηνύματα που λαμβάνουν σε πολλαπλά επίπεδα και με ποικίλες
μεθόδους, ακόμη και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Βέβαια και η δημοσίευση
αποτελεσμάτων κλινικών μελετών σχετίζονται όπως φαίνεται με τις αλλαγές στην
συμπεριφορά των γιατρών [17]. Υπάρχουν μελέτες οι οποίες δείχνουν ότι το έντυπο
εκπαιδευτικό υλικό ασκεί πάνω στην συμπεριφορά των επαγγελματιών της υγείας
μικρή ή αμελητέα επίδραση [18]. Σε μια μελέτη που έγινε από τους Astrom
et al, βρέθηκε ότι οι παράγοντες που είχαν την μεγαλύτερη επίδραση στην
συνταγογραφία ήταν ‘’οι συστάσεις από έναν ειδικό’’, ‘’η συζήτηση ζητημάτων

97
συνταγογράφησης με συναδέλφους’’, ‘’άρθρα που έχουν δημοσιευτεί’’, και ‘’η
προηγούμενη εμπειρία με την συνταγογράφηση του φαρμάκου’’. Επίσης σε
μικρότερο βαθμό φάνηκε ότι επηρεάζουν τους γιατρούς ‘’οι επισκέψεις των ιατρικών
επισκεπτών’’, ‘’οι διαφημίσεις σε επιστημονικά περιοδικά’’, και ‘’οι πληροφορίες μέσω
internet’’ [19].
Συνταγογράφηση και προώθηση / διαφήμιση των φαρμάκων
Υπάρχουν ενδείξεις ότι από όλες τις οδούς που ενημερώνεται ο γιατρός και
επηρεάζουν την ιατρική του πράξη αυτός που φαίνεται να έχει την μεγαλύτερη
επίδραση είναι οι τακτικές προώθησης που χρησιμοποιούν οι φαρμακευτικές
εταιρείες, είτε με την μορφή άμεσης ενημέρωσης μέσω ιατρικών επισκεπτών είτε
μέσω διαφημίσεων. [13] Η παραπληροφόρηση είναι πιθανό να πηγάζει από
ανακριβείς διαφημίσεις φαρμάκων ή τις ανακοινώσεις-δηλώσεις που χρησιμοποιούν
οι φαρμακευτικές εταιρείες για την προώθηση των ιδιοσκευασμάτων τους και τις
έντονες και εντατικές προσπάθειες προώθησης στις οποίες προβαίνουν [20, 21].
Υπάρχουν ενδείξεις, όπως ήδη είδαμε και από την έρευνα των Siegel et al, ότι η
επιστημονική ενημέρωση είναι επιτυχής στην βελτίωση των συνταγογραφικών
πρακτικών και στην συμμόρφωση με τις κατευθυντήριες οδηγίες [22-26]. Από τα
στοιχεία αυτά προκύπτει ότι οι τεχνικές προώθησης παίζουν σημαντικό ρόλο στην
τελική διαμόρφωση της συνταγογράφησης του εκάστοτε γιατρού. Ειδικότερα για τις
διαφημίσεις πρέπει να επισημανθεί ότι πρωταρχικός στόχος τους είναι να πείσουν
τους γιατρούς να συνταγογραφήσουν το φάρμακό τους [27]. Υπάρχουν μάλιστα
ενδείξεις ότι οι γιατροί επηρεάζονται από τις διαφημίσεις των φαρμάκων [28-30]. H
φαρμακευτική βιομηχανία θεωρεί τις διαφημίσεις ως έναν επιπλέον τρόπο για να
ενημερώσει τους γιατρούς για τα προϊόντα της και τις επιμέρους ιδιότητες τους [31,
32]. Οι περισσότερες διαφημίσεις εμφανίσουν διάφορα στοιχεία ως προς την
αποτελεσματικότητα του φαρμάκου και τα προτερήματά του. Στις ΗΠΑ οι
φαρμακευτικές εταιρείες είναι υποχρεωμένες να υποβάλλουν τις διαφημίσεις που θα
καταχωρήσουν για έλεγχο στο FDA. Για να γίνει αντιληπτός ο όγκος των
διαφημίσεων που κατακλύζουν την αγορά, το 2002 υποβλήθηκαν συνολικά 34.000
διαφημίσεις. Ο όγκος των υποβληθέντων στοιχείων από μόνος του καθιστά δύσκολο
τον επισταμένο έλεγχο τους και την αξιολόγηση του αν και κατά πόσο αυτά που
ισχυρίζονται οι εταιρείες ισχύουν [33]. Για την Ελλάδα δεν έχουμε αντίστοιχα στοιχεία.
Είναι πάντως γεγονός ότι ο τύπος και τα περιοδικά που απευθύνονται σε γιατρούς,
και φαρμακοποιούς έχουν πολλές καταχωρήσεις για φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα,

98
πολλές από τις οποίες φέρουν βιβλιογραφικές αναφορές. Οι διαφημίσεις των
φαρμάκων διαφοροποιούνται από των υπολοίπων προϊόντων καθώς πολύ συχνά οι
αιτιάσεις τους για τις ιδιότητες των προϊόντων τους συνοδεύονται από βιβλιογραφική
τεκμηρίωση. Ωστόσο στην βιβλιογραφία αυτή δεν έχει πάντα δυνατότητα πρόσβασης
και άρα διαμόρφωσης ιδίας άποψης ο γιατρός. Για το ζήτημα αυτό ο παγκόσμιος
οργανισμός υγείας (WHO) έχει δηλώσει ότι ‘’τα επιστημονικά στοιχεία στον δημόσιο
τομέα πρέπει να είναι προσβάσιμα στους συνταγογράφους και σε κάθε άλλο άτομο
που έχει δικαίωμα να τα λάβει, εάν αναζητηθούν, όπως αρμόζει στις αξιώσεις τους.’’
[34] Σε μια έρευνα που έγινε από τους Cooper και Schriger (2005) στα τεύχη 10
περιοδικών που κυκλοφόρησαν κατά το έτος 1999, αναβρέθηκαν 438 διαφορετικές
διαφημίσεις. Από αυτές οι 129 δεν είχαν καθόλου επιστημονικά στοιχεία ενώ οι 312
είχαν 1072 βιβλιογραφικές αναφορές [27].
Η συνήθεια ως παράγοντας της συνταγογράφησης
Σε μερικές φαρμακευτικές κατηγορίες υπάρχουν πολλές εναλλακτικές επιλογές με
μικρές ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους, όπου κάθε φάρμακο έχει το ίδιο περίπου
εύρος αποτελεσμάτων. Όταν η απόφαση για συνταγογράφηση έχει παρθεί, δεν θα
γίνει ακριβώς προσαρμογή του θεραπευτικού σχήματος των φαρμάκων στον
συγκεκριμένο ασθενή. Ορισμένοι ερευνητές προτείνουν ότι ο γιατρός θα επιλέξει
ανάμεσα σε ένα με τέσσερα φάρμακα που είναι συνήθως στις πρώτες επιλογές του,
με μικρή πιθανότητα να συνταγοραφήσει εναλλακτικά άλλα 2 με 3 φάρμακα, και με τα
υπόλοιπα φάρμακα να κατέχουν σχεδόν αμελητέα αναλογία στο σύνολο των
συνταγών που θα χορηγήσει [35, 36].
Χαρακτηριστικά του φαρμάκου που έχουν επίδραση στην συνταγογράφηση
Αυτό λοιπόν που θα επηρεάσει τον γιατρό να συνταγογραφήσει προς μια
κατεύθυνση αποτελεί αντικείμενο μελετών που συχνά έκτος των κοινά αποδεκτών
ενδείξεων έρχονται και σε αντίθεση. Στο σημείο που συμφωνεί το σύνολο των
μελετών είναι ότι ακόμη δεν είναι γνωστοί οι παράγοντες που οδηγούν στην λήψη
συγκεκριμένων αποφάσεων, ούτε ο βαθμός σημαντικότητας του κάθε παράγοντα.
Εκτός όμως από τους παραπάνω παράγοντες υπάρχουν και άλλοι που θα
επηρεάσουν την συνταγογράφηση ενός γιατρού. Αυτοί έχουν να κάνουν κυρίως με
την φύση της ασθένειας που καλούνται να θεραπεύσουν, τα χαρακτηριστικά και τις

99
ιδιότητες των φαρμακευτικών ιδιοσκευασμάτων που υπάρχουν, όλους εκείνους τους
παράγοντες που σχετίζονται με την συμμόρφωση των ασθενών, και την δυνατότητα
χορήγησης σταθερού ή ελεύθερου συνδυασμού φαρμακευτικών ουσιών.
Είναι γενικά παραδεκτό ότι αν συνταγογραφηθούν υψηλές ισοδύναμες δοσολογίες
ιδιοσκευασμάτων ειδικά σε ασθενείς που λαμβάνουν μακροχρόνιες αγωγές ή σε
ηλικιωμένους αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης παρενεργειών την ίδια στιγμή που μια
θεραπεία με μικρότερο δασολογικό σχήμα είναι δυνατόν να έχει την ίδια θεραπευτική
δράση [37]. Βέβαια συχνά χρειάζονται μεγαλύτερες δόσεις για να ελεγχθούν σε
πρώτη φάση τα συμπτώματα μιας ασθένειας ωστόσο είναι σύνηθες οι δόσεις κατόπιν
να μειώνονται στις μικρότερες δυνατές και να διατηρούνται στα επίπεδα αυτά ως το
τέλος της θεραπείας. Τα ιδιοσκευάσματα που φέρουν περισσότερες από μια
δραστικές ουσίες σε σταθερούς δοσολογικούς συνδυασμούς επιτρέπουν το γιατρό με
την χορήγηση μιας μόνο δόσης μιας φαρμακομορφής να επιτύχει το βέλτιστο
θεραπευτικό αποτέλεσμα, ενώ παράλληλα ο ασθενής μπορεί να συμμορφωθεί
καλύτερα με την ορθή λήψη των φαρμάκων του. Άλλες φορές όμως η χορήγηση ενός
σταθερού συνδυασμού καθίσταται προβληματική καθώς η δόση του κάθε φαρμάκου
πρέπει να οριστεί ξεχωριστά [2].
Η επίδραση της συμμόρφωσης του ασθενούς
Σε ότι αφορά την συμμόρφωση των ασθενών και ειδικότερα αυτών με υπέρταση είναι
γνωστό ότι πολλοί άνθρωποι στους οποίους έχει διαγνωστεί υπέρταση δεν
λαμβάνουν τα φάρμακά τους τα οποία θα τους βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της
ασθένειας τους [38]. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει διάφορες μελέτες που προσπαθούν
να υπολογίσουν το ποσοστό των ασθενών που δεν συμμορφώνονται με τις οδηγίες
των γιατρών και δεν λαμβάνουν την αγωγή τους κανονικά. Ανάλογα και με τους
ορισμούς και με τις κλίμακες που έχουν χρησιμοποιηθεί τα αποτελέσματα ποικίλουν,
παρόλα αυτά οι ενδείξεις που υπάρχουν δείχνουν πως ένα ποσοστό της τάξης του
50% των ασθενών δεν συμμορφώνονται με τις οδηγίες των γιατρών [39, 40]. Εκτός
αυτού βέβαια είναι συχνό φαινόμενο οι ασθενείς που αντιμετωπίζουν χρόνιες
παθήσεις να λαμβάνουν ενεργές αποφάσεις για τα φάρμακά τους, από το να είναι
απλά παθητικοί δέκτες της ιατρικής βοήθειας [41-43]. Μάλιστα για τη λήψη της
τελικής απόφασής τους οι ασθενείς τείνουν να συμβουλεύονται ιατρικές και μη
ιατρικές πηγές [44,45].

100
Οι αντιλήψεις των ασθενών γύρω από τα φάρμακα και ιδιαίτερα γύρω από τα
αντιυπερτασικά κατέχουν έναν σημαίνοντα λόγο στην τελική κρίση τους, για το κατά
πόσο θα ακολουθήσουν πιστά την αγωγή που έχει συστήσει ο γιατρός ή όχι [46]. Η
προοπτική ότι ο ασθενής θα ακολουθήσει εφόρου ζωής την θεραπεία δεν ακούγεται
ευοίωνη και οι ασθενείς συχνά αναφέρουν την επιθυμία τους να διακόψουν την
αγωγή ή να βρουν εναλλακτικές μεθόδους αντιμετώπισης της υπέρτασης πέρα από
τα φάρμακα [38]. Από την άλλη όμως οι συμβουλές των γιατρών, η εμπιστοσύνη που
έχει ο ασθενής στην γνώμη τους και η επίτευξη ενός καλού αποτελέσματος χωρίς την
εμφάνιση παρενεργειών φαίνεται ότι παίζουν θετικό ρόλο στην σωστή λήψη των
αντιυπερτασικών. Όπως έδειξε και μια μελέτη πάνω στα ρευματολογικά φάρμακα
αυτό που στην πράξη κάνουν οι ασθενείς είναι να ζυγίζουν τα πλεονεκτήματα και τα
μειονεκτήματα από την λήψη των φαρμάκων τους [47]. Επίσης υπάρχουν στοιχεία
που δείχνουν ότι η συμμόρφωση των ασθενών συνδέεται, με την πίστη που έχουν
στον γιατρό τους [42] ή γιατί νιώθουν καλύτερα σωματικά [48] ή γιατί απλά τους
κάνουν να νιώθουν καλύτερα γενικότερα τα φάρμακα τα οποία λαμβάνουν. Πάντως η
τελευταία άποψη έρχεται σε αντίθεση με τη μέχρι τώρα θεμελιωμένη ιατρική αντίληψη
ότι η αύξηση της πίεσης του αίματος είναι συχνά χωρίς συμπτώματα. Μια άλλη
μελέτη δείχνει ότι η συμμόρφωση έχει να κάνει με την πίστη στο γιατρό, τον φόβο για
τις επιπλοκές της υπέρτασης και μια θέληση του ασθενούς να ελέγξει τα επίπεδα της
πίεσης του. Η μη συμμόρφωση σχετίζεται με παρεξηγήσεις της κατάστασης, γενική
απόρριψη των φαρμάκων ή την επιθυμία να μειώσει τις ανεπιθύμητες ενέργειες [43].
Έτσι ο γιατρός ανάμεσα στα υπόλοιπα πρέπει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη του
χαρακτηριστικά της αγωγής που χορηγεί τα οποία έχουν να κάνουν με την
συμμόρφωση του ασθενούς. Το εύκολο δοσολογικό σχήμα, η τιμή, ο αριθμός
δισκίων ανά εμβαλλάγιο, επηρεάζουν τον ασθενή ως προς την λήψη των φαρμάκων.
Η εικόνα που έχει ο ασθενής για την ασθένεια του μπορεί να αντικατοπτρίζεται στον
αριθμό των εμβαλλαγίων των φαρμάκων που θα αγοράσει ή στην τιμή του
φαρμάκου. Όσο περισσότερα ‘’κουτιά’’ συνταγογραφήσει ο γιατρός τόσο πιο
άρρωστος είναι, ή όσο πιο πολύ κοστίζει η συνταγή τόσο πιο διστακτικός γίνεται για
να αγοράσει τα φάρμακά του. Ακόμη και η εύκολη μετάβαση από μια θεραπευτική
κατηγορία σε άλλη όταν χρειαστεί να αλλάξει η αγωγή, μπορεί να επηρεάσει θετικά ή
αρνητικά την αντίληψη που έχει ο ασθενής ως προς το όφελος που αποκομίζει από
την θεραπευτική αγωγή. Όσο μεγαλύτερη αναστάτωση του προκληθεί από την
αλλαγή αυτή και όσο περισσότερες ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανιστούν τόσο πιο
πολύ αυξάνονται οι πιθανότητες να μην συμμορφωθεί με την αγωγή.

101
Η επίδραση των φαρμακο-οικονομικών μελετών και το κόστος
Στην σημερινή εποχή οι ασφαλιστικοί οργανισμοί και οι κυβερνήσεις
συναισθανόμενοι τον ολοένα και μεγαλύτερο όγκο δαπανών που χρειάζονται για να
καλύψουν τις υποχρεώσεις τους ψάχνουν να βρουν τρόπους για να περιορίσουν το
κόστος. Οι περιορισμοί στις δαπάνες επικεντρώνονται στις τιμές των φαρμάκων από
την στιγμή που οι πολίτες είναι πολύ ευαισθητοποιημένοι πάνω στο θέμα των
παροχών υπηρεσιών υγείας και έτσι μια μείωση στην τιμή του φαρμάκου μοιάζει να
είναι ένας ευκολότερα επιτεύξιμος στόχος. Μερικές χώρες μεταξύ των οποίων, και η
Ελλάδα χρησιμοποιούν θετικές ή αρνητικές λίστες φαρμάκων για να πετύχουν την
μείωση των δαπανών τους, που λόγω και της γήρανσης του πληθυσμού, συχνά είναι
υπέρογκες [49]. Οι φαρμακοοικονομικές μελέτες είναι μελέτες συγκριτικές μελέτες οι
οποίες μετρούν την προστιθέμενη αξία μιας θεραπείας σε σχέση με τα σύγχρονα ή
συνήθη θεραπευτικά σχήματα. Συγκρίνουν το κόστος και τις συνέπειες από τη χρήση
των φαρμακευτικών προϊόντων και των αντίστοιχων εναλλακτικών [50-54], όταν
υπάρχουν περιορισμένοι πόροι και μια ποικιλία συναγωνιστικών θεραπειών [55]. Τα
αποτελέσματα των φαρμακοοικονομικών μελετών μπορούν να είναι ένας σημαντικός
παράγοντας στην διαδικασία λήψης αποφάσεων σε ένα περιβάλλον
ευαισθητοποιημένο πάνω στις δαπάνες, ειδικότερα από την στιγμή που η
αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια των πιο πρόσφατα παραγόμενων φαρμάκων
δεν διαφέρουν σημαντικά. Βέβαια στις μελέτες αυτές δεν λαμβάνεται υπόψη του αν
και κατά πόσο εύχρηστη και εύκολη στην εφαρμογή της βρίσκει ένας ασθενής μια
τέτοια θεραπεία ή ένα τέτοιο φάρμακο. Το κόστος των φαρμάκων ορίζεται ως το
κόστος μιας μοναδας προϊόντος, το ημερήσιο κόστος θεραπείας πάνω σε
καθορισμένη ημερήσια δόση (DDD) του φαρμάκου από την παγκόσμια οργάνωση
υγείας ή ως κόστος θεραπείας που λαμβάνει υπόψη του την διάρκεια θεραπείας [56].
Τα συγκριτικά κόστη που βασίζονται σε τέτοιους ορισμούς είναι βολικά αλλά πιθανώς
ανεπαρκή αφού δεν λαμβάνουν υπόψη τους τον παράγοντα ποιότητα ζωής, ο
οποίος έχει όλο και μεγαλύτερη σημασία για τον ασθενή ή άλλες μεταβλητές, όπως
την πιθανότητα να γυρίσει νωρίτερα στον χώρο εργασίας του. Πρόσφατα σε μερικές
χώρες το ενδιαφέρον για τα αποτελέσματα των φαρμακοοικονομικών μελετών
οδηγίες όπωςτο 1991 και1995 ο Καναδάς, το 1991 και 1994 η Μεγάλη Βρετανία και
το 1995 ο FDA όρισε ένα σύνολο κανόνων για τον τρόπο διεξαγωγής τέτοιων
μελετών.
Σε μια μελέτη που έλαβε χώρα στην Ελλάδα από τους Kangis και van der Geer
(1996) έγινε προσπάθεια αξιολόγησης της επίδρασης τέτοιων μελετών και του

102
κόστους της συνταγής στην επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος από
τους γιατρούς, ταυτόχρονα βέβαια με παράγοντες όπως η αποτελεσματικότητα και η
ασφάλεια των φαρμάκων. Η έρευνα έδειξε ότι οι κυριότεροι παράγοντες που
λαμβάνει υπόψη του ο γιατρός είναι η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια και η
ευκολία λήψης της αγωγής, ενώ το κόστος της συνταγής έπαιξε τον λιγότερο
σημαντικό ρολό. Όμως τα αποτελέσματα των φαρμακοοικονομικών μελετών έπαιξαν
και αυτά το δικό τους ρόλο και μάλιστα όταν υπήρχε συμφωνία ανάμεσα σε κάποια
φαρμακοοικονομικά κριτήρια (όχι στο κόστος, αλλά στην γρήγορη επανένταξη του
ασθενούς στην εργασία και την κοινωνική ζωή) και την ασφάλεια του φαρμάκου τότε
υπήρχε σαφής περαιτέρω μετατόπιση της αποδοχής των γιατρών προς την πλευρά
του πιο αποτελεσματικού και ασφαλέστερου φαρμάκου[56]. Επιπροσθέτως πρέπει
να αναφερθεί ότι δεν συμφωνούν όλοι οι γιατροί με την ιδέα ότι το κόστος είναι μια
παράμετρος που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν όταν συνταγογραφούν. Αυτή η
αποστροφή τροφοδοτείται και από την πεποίθηση ότι μια μείωση στο κόστος θα έχει
μια μάλλον αρνητική επίδραση στην ποιότητα της θεραπείας που παρέχουν στον
ασθενή [57]. Περίπου το 25% των γενικών γιατρών έχουν την άποψη ότι το κόστος
δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν συνταγογραγραφούν [58,59]. Για τους
γιατρούς με συγκεκριμένη ειδικότητα αναφέρεται ότι ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό
που αγγίζει το 50% [60]. Αυτή η κατάσταση βέβαια είναι δυνατόν να αναστραφεί
σταδιακά καθώς τα δεδομένα διαρκώς μεταβάλλονται, το κόστος αυξάνει και η
ανάγκη για μείωση των δαπανών τόσο του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων,
όσο και των μεμονωμένων ασθενών καθίσταται ολοένα και πιο επιτακτική.
Οι Denig και Haaijer-Ruskamp, που συνόψισαν τα αποτελέσματα οκτώ μελετών
πάνω στα κριτήρια που παίζουν ρόλο στην τελική επιλογή του ιδιοσκευάσματος που
θα συνταγογραφήσουν οι γιατροί, βρήκαν ότι η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου
και το μικρό ποσοστό ανεπιθύμητων ενεργειών είναι οι κυριότεροι παράγοντες [61],
ενώ έπονται η ευκολία χορήγησης και η συμμόρφωση του ασθενούς. Άλλωστε η
αποτελεσματικότητα, η ασφάλεια και η ευκολία λήψης του φαρμάκου από τον ασθενή
είναι οι κυριότερες παράμετροι που χρησιμοποιούνται για την προώθηση των
φαρμακευτικών προϊόντων [56] και αυτό αποτελεί ένδειξη ότι αυτές αποτελούν
προτεραιότητα για τους γιατρούς.

103
Βιβλιογραφία
1. Holden J., Wilson R., ”The quality of prescribing in general practice”,
International Journal of Health Care Quality Assurance, , 1996, 9/5, 17-23
2. Gilleghan J.D., “Prescribing in General Practice” Occasional Paper No 51,
Royal Collage of General Practitioners, HMSO, London, 1991
3. Prescription Pricing Authority, “Annual Report 1993-4”, Prescription Pricing
Authority, Newcastle upon Tyne, 1994
4. Audit Commission, “A prescription for improvement, towards more rational
prescribing in General Practice”, HMSO, London, 1994
5. Australian statistics on medicines 1998. Canberra: Commonwealth
Department of Health and Aged Care, 1998
6. Ogilvie RI, Burgess ED, Cusson JR, Feldman RD, Leiter LA, Myers MG.
Report of the Canadian hypertension society consensus conference: the
pharmacologic treatment of essential hypertension. CMAJ 1993, 149, 575-
584
7. Joint National Committee on Detection, Evaluation, and Treatment of High
Blood Pressure. The fifth report of the Joint National Committee on Detection,
Evaluation, and Treatment of High Blood Pressure. Arch Intern Med 1993,
153, 154-83
8. Jackson R, Barham P, Bills J, et al Management of raised blood pressure in
New Zealand: a discussion document. BMJ 1993, 307, 107-110
9. Sever P, Beevers G, Bulpitt C, et al. Management guidelines in essential
hypertension: report of the second working party of the British Hypertension
Society. BMJ 1993, 306, 983-987
10. Kaplan NM, Gifford RW. Choice of initial therapy for Hypertension. JAMA
1996, 1996, 275, 1577-1580
11. Siegel D., Lopez J., “Trends in antihypertensive drug use in the United States:
do the JNC V recommendations affect prescribing.” JAMA, 1997, 278, 1745-8
12. Siegel D., Lopez J., Meier J., “Pharmacological treatment of hypertension in
the department of Veterans Affairs during 1995 and 1996.” American Journal
of Hypertension 1998, 11, 1271-8

104
13. Siegel D., Lopez J., Meier J., Goldstein M. K., Lee S., Brazill B. J., Matalka M.
S., “Academic detailing to improve antihypertensive prescribing patterns.”
American Journal of Hypertension, 2003, 16, 508-11
14. Liaw S.T., Pearce Christopher M., McGrath B.P., Piggford L., Jones K.,
“Doctors’ perceptions and attitudes to prescribing within the authority
prescribing system.”, MJA, March 3, 2003, 178, 203-206
15. Oxman AD, Thomson MA, Davis DA, Haynes RB. No magic bullets: a
systematic review of 102 trials of interventions to improve professional
practice. CMAJ 1995, 153, 1423-1431
16. Maclure M, Dormuth C, Naumann T, McCormack J, Rango R, Whiteside C,
Wright JM. Influences of educational interventions and adverse news about
calcium-channel blockers on first-line prescribing of antihypertensive drugs to
elderly people in British Columbia. The Lancet, 1998, 352, 943-948
17. Lamas GA, Pfeffer MA, Hamm P, Wertheimer J, Rouleau JL, Braunwald E.
Do results of randomised clinical trials of cardiovascular drugs influence
medical practice? The SAVE investigators. N Engl J Med 1992, 327, 241-247
18. Freemantle N, Harvey EL, Wolf F, Grimshaw JM, Grilli R, Bero LA. Printed
educational materials to improve the behaviour of health care professionals
and patient outcomes (Cochrane Review). In :The Cochrane Library, issue 3,
Oxford: Update Software, 1998.
19. Astrom K, Duggan C, Bates I. Influences on prescribing: the perceptions of
general practitioners in two primary care trusts. The International Journal of
Pharmacy Practice, September 2002, 10, R 10
20. Wilkes M.S., Doblin B.H., Shapiro M.F., “Pharmaceutical advertising in
leading medical journals :experts’ assessments.” Ann Intern Med, 1992, 116,
912—9
21. Ziegler M.G., Lew P., Singer B.C., “The accuracy of drug information from
pharmaceutical sales representatives.” JAMA, 1995, 273, 1296-8
22. Davis D.A., Thomson M.A., Oxman A.D., Haynes R.B., “Changing physician
performance: a systematic review of the effect of continuing medical
education strategies.” JAMA, 1995, 274, 700-705
23. Avorn J., Soumerai S.B., “Improving drug-therapy decisions through
educational outreach.” New England Journal of Medicine, 1983, 308, 1457-63

105
24. Soumerai S.B, McLaughlin T.J., Avorn J., “Improving drug prescribing in
primary care: a critical analysis of the experimental literature.” Milbank Q.,
1989, 67, 268-317
25. Barreuther A, “Academic detailing to influence prescribing.” J Manag Care
Pharm, 1997, 3, 631-8
26. Stalby Lundborg C., Hensjo L-O, Gustafsson LL, “Academic drug detailing.”
From project to practice in a Swedish urban area. European Journal of
Clinical Pharmacology, 1997, 52, 167-172
27. Cooper R.J., Schriger D. L. ”The availability of references and the
sponsorship of original research cited in pharmaceutical advertisements”.
Canadian Medical Association Journal, Feb. 15 2005, 172 (4), 487-491
28. Wolfe S. “Drug advertisements that go straight to the hippocampus.” Lancet
1996, 348:632
29. Walton H. “Ad recognition and prescribing by physicians.” Journal of
Advertising Research, 1980, 20, 39-48
30. Avorn J., Chen M., Hartley R. “Scientific versus commercial sources of
influence on the prescribing behavior of physicians.” American Journal of
Medicine, 1982, 73, 4-8
31. Beary J F III. “Pharmaceutical marketing has real and proven value.
Characteristics of materials distributed by drug companies: four points of
view.” Journal of Gen Internal Medicine, 1996, 11: 635-6
32. Levy R., “The role and value of pharmaceutical marketing.” Arch Fam Med
1994, 3: 327-32
33. Kessler D.A., “Addressing the problem of misleading advertising.”, Ann Intern
Med 1992; 116: 950-1
34. World Health Organization, “Ethical criteria for medicinal drug promotion”.
Geneva, 1998
35. Horne R., Eckersley A.P.R., Gilleghan J.D., Reilly P.M., “How to produce a
practice formulary”, Lancet, 325, 1985, 1030-2
36. Orme M., “Profile of non-steroidal anti-inflammatory drugs”, Prescribers’
Journal, 1990, 30, 95-100
37. Herxheimer A., “How much drug in the tablet?”, Lancet, 337, 1991, 346-8

106
38. Benson J., Britten N.. ”Patients’ decisions about whether or not to take
antihypertensive drugs: qualitative study”. BMJ, 2002, 325, 873-877
39. Luscher TF, Vetter H, Siegenthaler W, Vetter W. “Compliance in
hypertension: facts and concepts. Journal Hypertension Supplement, 1985, 3,
S 3-9
40. Royal Pharmaceutical Society of Great Britain Working Party. “Partnership in
medicine taking: a consultative document. London: Royal Pharmaceutical
Society of Great Britain and Mercke Sharpe and Dohme, 1996
41. Conrad P. ”The meaning of medications: another look at compliance. Society
Science Medicine. 1985; 20; 29-37
42. Britten N. “Patients’ ideas about medicines: a qualitative study in a general
practice population”. Br J Gen Pract 1994, 44, 465-8
43. Svensson S, Kjellgren KI, Ahlner J, Saljo R. “Reasons for adherence with
antihypertensive medication”. International Journal of Cardiology, 2000, 76,
157-63
44. Donovan JL, Blake DR, Fleming WG. The patient is not a blank sheet: lay
beliefs and their relevance to patient education”. British Journal of
Rheumatology, 1989, 28: 58-61
45. Verbeek-Heida PM. How patients look at drug therapy: consequences for
therapy negotiations in medical consultations”. Fam Pract 1993, 10, 326-9
46. Morgan M, Watkins CJ. “Managing hypertension: belief and responses to
medication among cultural groups.” Sociol Health Illness, 1988, 10, 561-78
47. Donovan JL, Blake DR. “Patient non-compliance: deviance or reasoned
decision making?” Soc Sci Med 1992, 34, 507-13
48. Kjellgren KI Svensson S, , Ahlner J, Saljo R. “antihypertensive medication in
clinical encounters. International Journal of Cardiology, 1998, 64, 161-9
49. European Commission, “The rules governing medicinal products in the
European Union.” Vol. 1, Office for Official Publications of the Europeas
Communities, Brussels 1995
50. Feeny D., Guyatt G., and Tugwell P., “Health care technology : Effectiveness,
Efficiency and Public Policy.” The Institute of Research on Public Policy,
Montreal, 1986
51. Drummond M.F., Stoddart G.L., and Torrance G.W., “Methods for the
economic evaluation of health care programmes.” Oxford University Press,
Toronto, 1987
52. Elsenberg J. M., “Clinical economics, a guide to the economic analysis of
clinical practices”, JAMA, Vol. 262, No. 20, November 1989, 2879-86

107
53. Detsky A. S., Naglie I. G., “A clinician’s guide to cost effectiveness analysis”,
Annals of internal medicine, Vol. 113, No. 2, 1990, 147-54
54. Freud D. A., Dittus R. S., “Principles of pharmaco-economic analysis of drug
therapy”, Vol. 1, No.1, 1992, 20-29
55. Evens D., Freud D. A., Dittus R., Robertson J., Henry D., “The use of
economic analysis as a basis for inclusion of pharmaceutical products on the
pharmaceutical benefits scheme”, Centre for clinical epidemiology and
biostatistics, Faculty of Medicine, University of Newcastle, New South Wales,
1994
56. Kangis P., van Geer L., “Pharmaco-economic information and its effect on
prescriptions”, Journal of management in medicine, Vol. 10, No.5, 1996, 66-
74
57. Shulkin D., “The rising cost of pharmaceuticals: a physician’s perspective”,
American journal of hospital pharmacy, Vol. 39, 1993, 1391-7
58. Ryan M., “Scottish general practitioners’ attitudes and knowledge in respect
of prescribing cost”, British medical journal, Vol. 300, 1990, 1316-18
59. Savafi K. T., Hayward R. A., “Choosing between apples and apples:
physicians’ choices of prescription drugs that have similar effects and
efficaciens”, Journal of general internal medicine, Vol. 7, 1992, 32-7
60. Johnstone R. E., Jozefezyk K. G., “Cost of anesthetic drug: experiences with
cost education trial”, Anesthesia analgesia, Vol. 78, 1994, 766-71
61. Denig P., Haaijer –Ruskamp F., “Do physicians take cost into account when
making prescribing decisions?”, Pharmacoeconomics, Vol. 8, No. 4, 1996,
282-90

108
ΠΠΕΕΙΙΡΡΑΑΜΜΑΑΤΤΙΙΚΚΟΟ ΜΜΕΕΡΡΟΟΣΣ

109

110
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
Στην παρούσα μελέτη γίνεται μια προσπάθεια να αποδοθεί μια συνολική εικόνα της
αγοράς των αντιυπερτασικών φαρμάκων καθώς και οι τάσεις μέσα στην αγορά αυτή,
για το λόγο αυτό παρατίθενται στοιχεία που αφορούν τις πωλήσεις των
αντιυπερασικών φαρμάκων. Επιπροσθέτως όμως αυτών έγινε και μια απόπειρα να
αποδοθεί η άποψη των γιατρών για τα αντιυπερτασικά φάρμακα και να εξεταστεί αν
και κατά πόσο η συνταγογράφηση τους επηρεάζεται από μια σειρά παραγόντων που
είτε άπτονται άμεσα των επιστημονικών δεδομένων είτε είναι παράγοντες που
αφορούν το μάρκετινγκ των φαρμάκων. Δηλαδή η μελέτη εστιάστηκε:
Στα οικονομικά στοιχεία των πωλήσεων των αντιυπερασικών φαρμάκων,
τόσο σε € όσο και σε μονάδες
Στην άποψη των γιατρών πάνω στα αντιυπερτασικά φάρμακα και στο πως
κατανέμουν την συνταγογράφησή τους
Στα επιστημονικά στοιχεία που επηρεάζουν την συνταγογράφηση
Στα στοιχεία προώθησης και μάρκετινγκ που επηρεάζουν την
συνταγογράφηση
Το αποτέλεσμα της μελέτης μπορεί να δείξει την τάση αύξησης ή μείωση που
εμφανίζουν οι διάφορες κατηγορίες αντιυπερτασικών φαρμάκων και πως αλλάζουν οι
συσχετισμοί μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών και την συνολική τάση της αγοράς
των αντιυπερασικών. Επιπλέον θα δειχθεί ποιες είναι οι απόψεις των γιατρών για τα
αντιυπερτασικά, και πως αυτό συσχετίζεται με τα στοιχεία πωλήσεων, καθώς και
πως οι γιατροί αξιολογούν μια σειρά από παραμέτρους που η μέχρι σήμερα
βιβλιογραφία αναφέρει ότι παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της
συνταγογράφησης τους.

111
ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
Με βάση τα επιστημονικά δεδομένα που έχουν δημοσιευτεί αναφορικά με την ορθή
αντιμετώπιση της υπέρτασης και την χορήγηση αντιυπερτασικής αγωγής και τους
λοιπούς παράγοντες που επηρεάζουν την συνταγογράφηση των γιατρών, όπως
αναφέρονται παραπάνω, συντάχθηκε το ερωτηματολόγιο που ακολουθεί και το
οποίο αποτέλεσε το μέσο για να μπορέσουμε να απεικονίσουμε την άποψη των
γιατρών.
Βέβαια ήταν πολύ δύσκολο να συμπεριληφθεί όλο το πλήθος των παραγόντων και
να σχολιαστούν αυτοί από τους γιατρούς. Σε μια πρώτη διερευνητική προσπάθεια
που έγινε μοιράστηκε σε 6 γιατρούς ένα μεγαλύτερο ερωτηματολόγιο που σε έκταση
έφτανε τις 7 σελίδες και είχε αυξημένο τον αριθμό ερωτήσεων κατά τρεις, ενώ οι
παράγοντες που ζητήθηκαν να σχολιαστούν στις ερωτήσεις 4 και 5 ήταν
περισσότεροι. Οι γιατροί δυσανασχέτησαν με τον όγκο, δύο (2) αρνήθηκαν να το
συμπληρώσουν λόγο όγκου, ενώ οι υπόλοιποι βρήκαν ότι ο τόσο μεγάλος όγκος
πληροφοριών που έπρεπε να σχολιάσουν ήταν αφενός “εξαιρετικά μεγάλος” και
αφετέρου τους μπέρδευε με αποτέλεσμα πολλές από τις ερωτήσεις να μην τις
σχολιάσουν ή να τις σχολιάσουν χωρίς να κατανοήσουν πλήρως το νόημα τους.
Αποτέλεσμα αυτής της διερεύνησης ήταν να καταλήξουμε στο υπάρχον
ερωτηματολόγιο, όπου συμπεριλήφθησαν οι πιο σημαντικές αλλά και όσο πιο
πολλές παράμετροι κατέστη δυνατόν.

112
ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
1. Γενικές ερωτήσεις
Σε περίπτωση που απαιτείται η χορήγηση
συνδυαστικής αγωγής, τι συνδυασμό
προτιμάτε;
Σταθερό συνδυασμό
Ελεύθερο συνδυασμό
Εξαρτάται _______________
Ποια αντιυπερτασική κατηγορία θεωρείτε πιο
ασφαλή;
Ποια αντιυπερτασική κατηγορία θεωρείτε ότι
έχει τις περισσότερες παρενέργειες;
2. Ποια αντιυπερτασική κατηγορία αποτελεί θεραπεία εκλογής, όταν υπάρχουν οι παρακάτω
συνοδές νόσοι;
Σταθεροί συνδυασμοί
Διουρητικά
Κεντρικώς δρώντα
β-Αναστολείς
ΑΜΕΑ
Ανταγωνιστές
της
αγγειοτενσίνης
ιι
Ανταγωνιστές
ασβεστίου
β-Αναστολείς
+
διουρητικό
ΑΜΕΑ
+ διουρητικό
β-ανασ
τολείς
+
ανταγ.
Ασβ
εστίο
υ
Ανταγωνιστές
της
αγγειοτενσίνης
ιι +
διουρητικό
Διαβήτη
Στεφανιαία
νόσο
Συμφορητική
καρδιακή
ανεπάρκεια
Νεφρική
ανεπάρκεια
Ηπατική
ανεπάρκεια
Στηθάγχη
Ιστορικό
εμφράγματος

113
3. Από τις 100 συνταγές αντιυπερτασικών που χορηγείτε, είτε ως μονοθεραπεία είτε ως συνδυασμό,
πόσες επί τοις εκατό (%) αφορούν κάθε μια από τις κατηγορίες που αναφέρονται;
Διουρητικά
Κεντρικώς δρώντα
Β-αναστολείς
ΑΜΕΑ
Ανταγωνιστές της αγγειοτενσίνης ΙΙ
Ανταγωνιστές ασβεστίου
Σταθεροί συνδυασμοί β-αναστολέα + διουρητικού
Σταθεροί συνδυασμοί ΑΜΕΑ + διουρητικού
Σταθεροί συνδυασμοί β-αναστολέα +
ανταγωνιστή ασβεστίου
Σταθεροί συνδυασμοί ανταγωνιστών της
αγγειοτενσίνης ΙΙ+ διουρητικού
Δυνητικά οποιοδήποτε άλλο συνδυασμό
4. Αξιολογήστε τα κριτήρια επιλογής μεταξύ των αντιυπερτασικών σκευασμάτων σε μια κλίμακα 1
έως 5 (1= καθόλου σημαντικό και 5= πάρα πολύ σημαντικό)
Καθόλου
σημαντικό (1)
----------------------------------------
--------
Πάρα πολύ
σημαντικό (5)
Αποτελεσματική προστασία από
τις συνέπειες της υπέρτασης
Σταθερό αντιυπερτασικό
αποτέλεσμα
Καρδιοεκλεκτικότητα
Προστασία από αθηρωματική
πλάκα
Δυνατότητα κάλυψης
περισσότερων από μία
ενδείξεων (π.χ.

114
ερώτηση 4 (συνέχεια)
Καθόλου
σημαντικό (1)
----------------------------------------
--------
Πάρα πολύ
σημαντικό (5)
Εύκολο δοσολογικό σχήμα
Βιβλιογραφική τεκμηρίωση
Κάλυψη ακόμη και τις πρώτες
πρωινές ώρες
Γρήγορη δράση του φαρμάκου
Τιμή
Εύκολη διακοπή και αλλαγή σε
άλλη κατηγορία αντιυπερτασικού
φαρμάκου
Αριθμός δισκίων ανά εμβαλλάγιο

115
5. Αξιολογήστε τα χαρακτηριστικά των φαρμακευτικών εταιρειών σε μια κλίμακα 1 έως 5 (1= καθόλου
σημαντικό και 5= πάρα πολύ σημαντικό) ανάλογα τον αντίκτυπο που έχουν ως προς την
συνταγογράφηση των σκευασμάτων τους
Καθόλου
σημαντικό (1) -----------------------------------------------
---------
Πάρα πολύ
σημαντικό (5)
Η εξειδίκευση της εταιρείας
στο χώρο της
αντιυπερτασικής αγωγής
Πρωτοτυπία των
σκευασμάτων και η
ερευνητική τους εμπειρία
Το επίπεδο εκπαίδευσης-
ενημέρωσης των ιατρικών
επισκεπτών
Ο βαθμός συμμετοχής της
σε συνέδρια
Η οργάνωση εκπαιδευτικών
συναντήσεων
Το επίπεδο τεκμηρίωσης
των κλινικών μελετών των
φαρμάκων της
Καταχωρήσεις σε
εξειδικευμένα επιστημονικά
περιοδικά
Η συχνότητα της
επισκεψιμότητας των
ιατρικών επισκεπτών

116
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ
Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε δόθηκαν 60 ερωτηματολόγια. Από αυτά
επεστράφησαν συμπληρωμένα 39, δηλαδή το ποσοστό απόκρισης ήταν περίπου
65%. Οι γιατροί που κλήθηκαν να απαντήσουν ήταν παθολόγοι και καρδιολόγοι, οι
οποίοι είχαν τουλάχιστον τρία χρόνια εμπειρία στην αντιμετώπιση της υπέρτασης.
Έγινε προσπάθεια ώστε το δείγμα των γιατρών που κλήθηκαν να απαντήσουν να
ανήκει σε όλο το φάσμα άσκησης της ιατρικής πράξης, έτσι οι γιατροί που
ρωτήθηκαν ήταν ιδιώτες, νοσοκομειακοί, γιατροί του ΙΚΑ και άλλων μεγάλων
ασφαλιστικών οργανισμών. Από το σύνολο των ερωτηματολογίων το 38,5%
απαντήθηκε από καρδιολόγους ενώ το 61,5% από παθολόγους.
Τα αποτελέσματα που λήφθηκαν από την έρευνα ανά ερώτηση παρατίθενται
αναλυτικά στους πίνακες και τα διαγράμματα που ακολουθούν.
Στην ερώτηση αναφορικά με το αν επιλέγουν ελεύθερο ή σταθερό συνδυασμό
αντιυπερτασικών ουσιών ώστε να πετύχουν το βέλτιστο αποτέλεσμα στην ρύθμιση
της πίεσης, το 62,50% των παθολόγων δήλωσε ότι χρησιμοποιεί σταθερό
συνδυασμό ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των καρδιολόγων ανέρχεται μόλις στο 20%.
Οι καρδιολόγοι δείχνουν να έχουν μεγαλύτερη τάση στο να χρησιμοποιούν
ελεύθερους συνδυασμούς, στρέφονται όμως και προς τους σταθερούς όταν το
απαιτεί η περίσταση.
Πίνακας 17: Αποτελέσματα 1ης ερώτησης
ΣΤΑΘΕΡΟΣ
ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ
ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ ΕΞΑΡΤΑΤΑΙ
ΠΑΘΟΛΟΓΟΙ 62,50% 12,50% 25%
ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟΙ 20% 40% 40%
ΣΥΝΟΛΟ ΓΙΑΤΡΩΝ 46,15% 23,07% 30,77%
Στην συνέχεια κλήθηκαν να χαρακτηρίσουν ποια κατηγορία αντιυπερτασικών
φαρμάκων θεωρούν πιο ασφαλή να χορηγήσουν δηλαδή ποια θα έχει τις λιγότερες
δυνατές παρενέργειες στους ασθενείς τους, και ποια εμφανίζει τις περισσότερες

117
παρενέργειες σύμφωνα με την εμπειρία τους. Στις απαντήσεις τους οι γιατροί
εμφανίστηκαν διχασμένοι, και παρότι ήταν ελεύθεροι να απαντήσουν αυτοί
περιορίστηκαν σε τρεις μόνο κατηγορίες αντιυπερτασικών. Ειδικά στα φάρμακα που
χαρακτήρισαν πιο ασφαλή, οι ΑΜΕΑ και οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο ποσοστό της προτίμησής τους. Το
στοιχείο το οποίο προκαλεί την μεγαλύτερη εντύπωση είναι το γεγονός ότι οι
ανταγωνιστές ασβεστίου εμφανίζουν αντίστοιχα ποσοστά και ως ασφαλέστερο
φάρμακο και ως φάρμακο με σημαντικό εύρος ανεπιθύμητων ενεργειών, ειδικά σε ότι
αφορά τους παθολόγους.
Πίνακας 28: Αποτελέσματα 1ης ερώτησης
ΑΣΦΑΛΕΣΤΕΡΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ
ΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ ΙΙ ΑΜΕΑ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ
ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟΙ 50% 37,5% 12,5%
ΠΑΘΟΛΟΓΟΙ 54,5% 27,27% 18,18%
Πίνακας 29: Αποτελέσματα 1ης ερώτησης
ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Β-ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΣ
ΔΡΩΝΤΑ ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ ΑΜΕΑ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ
ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟΙ 25% 25% 25% 12,5% 12,5%
ΠΑΘΟΛΟΓΟΙ 50% 10% 10% 30%

118
Στην δεύτερη ερώτηση έγινε προσπάθεια να καταγραφεί η άποψη των γιατρών
σχετικά με την θεραπεία που χορηγούν όταν υπάρχουν και άλλες νόσοι πέραν της
υπέρτασης οι οποίες χρήζουν θεραπείας και παίζουν επιβαρυντικό ρόλο στην
θεραπευτική αντιμετώπιση της υπέρτασης ενώ επαυξάνουν και εν γένει την
νοσηρότητα του ασθενούς. Ο κάθε γιατρός ήταν ελεύθερος να δώσει πέρα από μια
απάντηση όμως η τελική ποσόστωση που έλαβε η κάθε κατηγορία στους πίνακες
που ακολουθούν έχει αναχθεί στο % του συνόλου των στηλών που συμπληρώθηκαν
από τους γιατρούς για κάθε συνυπάρχουσα νόσο. Ο λόγος που έγινε αυτό είναι γιατί
η κάθε προτίμηση ήταν ανεξάρτητη της άλλης και εξέφραζε το πλήθος των επιλογών-
προτιμήσεων του γιατρού μέσα από της οποίες θα επέλεγε την τελική θεραπεία
χωρίς κάποια κατηγορία να θεωρείται πιο σημαντική ή καταλληλότερη. Στους τρεις
πίνακες που ακολουθούν αμέσως μετά παρατίθενται αναλυτικά οι απαντήσεις
καρδιολόγων, παθολόγων και του συνόλου των γιατρών που απάντησαν.

119
Πίνακας 30: Πως κατανέμουν την συνταγογράφηση τους οι καρδιολόγοι όταν συνυπάρχουν
και άλλες νόσοι (οι απαντήσεις είναι σε ποσοστά %)
AR
B’s
+
DIU
R
12,5
18,1
8
CC
B+D
I
UR
12,5
9,09
AC
EA
+
DIU
R
25
18,1
8
12,5
9,09
BB
+DIU
R
CC
B
10
37,5
40
12,5
9,09
AR
B’s
ΙΙ
40
9,1
12,5
AC
EA
40
27,2
7
12,5
12,5
36,3
7
BB
37,5
9,09
12,5
20
62,5
36,3
6
CN
S
DR
UG
S
10
12,5
DIU
R
18,1
8
25
40
ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΟ
Ι
ΔΙΑΒΗΤΗ
Σ
ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ
ΝΟΣΟ
Σ
ΣΥΜΦΟΡΗΤΙΚΗ
ΚΑΡΔΙΑΚΗ
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΝΕΦΡΙΚΗ
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΗΠΑΤΙΚΗ
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΣΤΗΘΑΓΧ
Η
ΙΣΤΟ
ΡΙΚΟ
ΕΜΦΡΆΓΜ
ΑΤΟ
Σ

120
Πίνακας 31: Πως κατανέμουν την συνταγογράφηση τους οι παθολόγοι όταν συνυπάρχουν
και άλλες νόσοι (οι απαντήσεις είναι σε ποσοστά %)
AR
B’s
+DI
UR
7,69
7,14
CC
B+D
IU
R
8,34
10
AC
EA
+DIU
R
8,33
38,4
6
7,14
BB
+DIU
R
8,33
10
7,14
CC
B
7,14
25
28,5
7
30
14,2
9
AR
B’s
ΙΙ
42,8
6
21,4
3
12,5
AC
EA
42,8
6
8,34
23,0
8
28,5
7
37,5
14,2
9
BB
7,14
33,3
3
25
50
50
CN
S
DR
UG
S
8,33
14,2
9
12,5
DIU
R
30,7
7
7,14
12,5
ΠΑΘΟΛΟΓΟ
Ι
ΔΙΑΒΗΤΗ
Σ
ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ
ΝΟΣΟ
Σ
ΣΥΜΦΟΡΗΤΙΚΗ
ΚΑΡΔΙΑΚΗ
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΝΕΦΡΙΚΗ
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΗΠΑΤΙΚΗ
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΣΤΗΘΑΓΧ
Η
ΙΣΤΟ
ΡΙΚΟ
ΕΜΦΡΆΓΜ
ΑΤΟ
Σ

121
Πίνακας 32: Πως κατανέμουν την συνταγογράφηση τους οι γιατροί συνολικά όταν
συνυπάρχουν και άλλες νόσοι (οι απαντήσεις είναι σε ποσοστά %)
AR
B’s
+DI
UR
5
12,5
4,35
CC
B+D
IU
R 10
6,67
4,34
AC
EA
+DIU
R 15
29,1
6
6,66
8,69
BB
+DIU
R
5
6,67
4,35
CC
B
8,32
15
31,8
2
18,1
8
6,67
4,35
AR
B’s
ΙΙ
41,6
7
4,17
18,1
8
9,10
AC
EA
41,6
7
5 25
22,7
3
27,2
7
6,66
26,0
9
BB
4,17
35
4,17
4,54
9,09
66,6
7
47,8
3
CN
S
DR
UG
S
4,17
10
9,09
9,09
DIU
R
25
13,6
4
27,2
7
ΣΥΝΟΛΟ
ΓΙΑΤΡ
ΩΝ
ΔΙΑΒΗΤΗ
Σ
ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ
ΝΟΣΟ
Σ
ΣΥΜΦΟΡΗΤΙΚΗ
ΚΑΡΔΙΑΚΗ
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΝΕΦΡΙΚΗ
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΗΠΑΤΙΚΗ
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ
ΣΤΗΘΑΓΧ
Η
ΙΣΤΟ
ΡΙΚΟ
ΕΜΦΡΆΓΜ
ΑΤΟ
Σ

122
Στην συνέχεια ζητήθηκε από τους γιατρούς να κατανείμουν τα ποσοστά στα οποία
μοιράζουν την συνταγογράφηση τους ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες
αντιυπερτασικών φαρμάκων. Οι καρδιολόγοι έδειξαν μεγαλύτερη προτίμηση στους
ΑΜΕΑ είτε ως μεμονωμένο αντιυπερτασικό παράγοντα είτε σε σταθερό συνδυασμό
με διουρητικό, ενώ ακολουθούν οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της Αγγειοτενσίνης
ΙΙ. Αναλυτικότερα το ποσοστό που καταλαμβάνει η κάθε αντιυπερτασική κατηγορία
στην συνταγογράφησή τους παρατίθεται στο διάγραμμα που ακολουθεί.
7,8
11,13
15,8013,93
9,33
1
24,33
3,4
11,33
1,93
0
5
10
15
20
25
30
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
% ΠΟΣΟ
ΣΤΟ
ΠΟΥ ΚΑ
ΤΕΧΟ
ΥΝ ΤΑ ΑΝ
ΤΙΥΠ
ΕΡΤΑ
ΣΙΚ
ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ
ΚΕΝΤΡΙΚΩΣΔΡΩΝΤΑ
Β-ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ
ΑΜΕΑ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ ΙΙ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ
Β-ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ+ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΟ
ΑΜΕΑ+ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΟ
Β-ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ+ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣΑΣΒΕΣΤΙΟΥ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ ΙΙ+ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΟ
Διάγραμμα 7: Ποσοστό που καταλαμβάνει κάθε αντιυπερτασική κατηγορία στην
συνταγογράφηση των καρδιολόγων
Στην ίδια ερώτηση οι παθολόγοι φαίνεται να διαφοροποιούνται από τους
καρδιολόγους. Και πάλι οι ΑΜΕΑ και οι Ανταγωνιστές του υποδοχέα της
Αγγειοτενσίνης ΙΙ είτε ως μεμονωμένοι αντιυπερτασικοί παράγοντες είτε σε σταθερό
συνδυασμό με διουρητικό κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος της συνταγογραφίας τους,
όμως οι ανταγωνιστές ασβεστίου κατέχουν σημαντικό ποσοστό 16,50%, 75%
περίπου μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό των καρδιολόγων.

123
4,63
2,13
6,88
17,88
15,2516,5
4,38
17,13
2,63
12
0,63
0
2
4
6
8
10
12
14
16
18
20
ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΝΤΙΥΠΕΡΤΑΣΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ
% ΠΟΣΟ
ΣΤΟ
ΑΝΤΙΥΠ
ΕΡΤ
ΑΣΙΚΩΝ
ΦΑΡ
ΜΑΚ
Ω
ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΑ
ΚΕΝΤΡΙΚΩΣΔΡΩΝΤΑ
Β-ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ
ΑΜΕΑ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ ΙΙΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΑΣΒΕΣΤΙΟΥ
Β-ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ+ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΟ
ΑΜΕΑ+ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΟ
Β-ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ+ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣΑΣΒΕΣΤΙΟΥΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣΑΓΓΕΙΟΤΕΝΣΙΝΗΣ ΙΙ+ΔΙΟΥΡΗΤΙΚΟΔΥΝΗΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ
Διάγραμμα 8: Ποσοστό που καταλαμβάνει κάθε αντιυπερτασική κατηγορία στην
συνταγογραφία των παθολόγων
Ακολούθως οι γιατροί κλήθηκαν να αξιολογήσουν σε μια κλίμακα από ένα ως το
πέντε- το 1 αντιστοιχεί στον χαρακτηρισμό “καθόλου σημαντικό” ενώ το 5 στον “πάρα
πολύ σημαντικό”- τα κριτήρια βάση των όποιων θα επιλέξουν ανάμεσα στα διάφορα
αντιυπερτασικά ιδιοσκευάσματα. Το κάθε ένα από αυτά τα κριτήρια ζητήθηκε από
τους γιατρούς να το αξιολογήσουν για την σημαντικότητα του ξεχωριστά από τα
υπόλοιπα. Για το λόγο αυτό δεν υπάρχει ιεράρχηση των κριτηρίων ούτε πριν ούτε και
μετά την αξιολόγηση. Οι αξιολογήσεις των γιατρών παρατίθενται στους πίνακες που
έπονται, τόσο των καρδιολόγων και παθολόγων ξεχωριστά όσο και του συνόλου των
γιατρών.

124
Πίνακας 33: Αξιολογήσεις των παραγόντων που επηρεάζουν την συνταγογράφηση των
παθολόγων. Οι απαντήσεις είναι σε ποσοστά %
Καθόλου σημαντικό
Λίγο σημαντικό Σημαντικό Πολύ
σημαντικό Παρά πολύ σημαντικό
Αποτελεσματική προστασία από τις συνέπειες της υπέρτασης
100,00
Σταθερό αντιυπερτασικό αποτέλεσμα 100,00
Καρδιοεκλεκτικότητα 25,00 37,50 25,00 12,50
Προστασία από αθηρωματική πλάκα 37,50 25,00 37,50
Δυνατότητα κάλυψης περισσότερων από μία ενδείξεων
25,00 50,00 25,00
Εύκολο δοσολογικό σχήμα 12,50 87,50
Βιβλιογραφική τεκμηρίωση 12,50 12,50 75,00
Κάλυψη ακόμη και τις πρώτες πρωινές ώρες 12,50 87,50
Γρήγορη δράση του φαρμάκου 12,50 12,50 50,00 25,00
Τιμή 12,50 25,00 50,00 12,50
Εύκολη διακοπή και αλλαγή σε άλλη κατηγορία αντιυπερτασικού φαρμάκου
14,29 57,14 14,29 14,29
Αριθμός δισκίων ανά εμβαλλάγιο 12,50 37,50 37,50 12,50

125
Πίνακας 34: Αξιολογήσεις των παραγόντων που επηρεάζουν την συνταγογράφηση των
καρδιολόγων. Οι απαντήσεις είναι σε ποσοστά %
Καθόλου σημαντικό
Λίγο σημαντικό Σημαντικό Πολύ
σημαντικό Παρά πολύ σημαντικό
Αποτελεσματική προστασία από τις συνέπειες της υπέρτασης
12,50 87,50
Σταθερό αντιυπερτασικό αποτέλεσμα 87,50 12,50
Καρδιοεκλεκτικότητα 20,00 20,00 60,00
Προστασία από αθηρωματική πλάκα 20,00 40,00 40,00
Δυνατότητα κάλυψης περισσότερων από μία ενδείξεων
20,00 80,00
Εύκολο δοσολογικό σχήμα 20,00 20,00 60,00
Βιβλιογραφική τεκμηρίωση 100,00
Κάλυψη ακόμη και τις πρώτες πρωινές ώρες 20,00 40,00 40,00
Γρήγορη δράση του φαρμάκου 80,00 20,00
Τιμή 60,00 20,00 20,00
Εύκολη διακοπή και αλλαγή σε άλλη κατηγορία αντιυπερτασικού φαρμάκου
20,00 40,00 20,00 20,00
Αριθμός δισκίων ανά εμβαλλάγιο 20,00 20,00 20,00 20,00 20,00

126
Πίνακας 35: Αξιολογήσεις των παραγόντων που επηρεάζουν την συνταγογράφηση του
συνόλου των γιατρών. Οι απαντήσεις είναι σε ποσοστά %
Αυτό το οποίο γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω δεδομένα είναι ότι η τιμή παίζει
μεν ρόλο στην επιλογή του σκευάσματος παρόλα αυτά ο γιατρός δεν θα επιλέξει να
συνταγογραφήσει ένα σκεύασμα βάση της τιμής του, έναντι κάποιου άλλου που
θεωρεί ότι για οποιοδήποτε λόγο πλεονεκτεί. Η πλειοψηφία των γιατρών
χαρακτηρίζει την παράμετρο που αφορά τον αριθμό δισκίων που περιέχονται σε
κάθε εμβαλλάγιο ανιυπερτασικού φαρμάκου, παράγοντα αυτό σημαντικό ή πολύ
σημαντικό, αν και υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό που μάλλον δεν θεωρεί τον
παράγοντα αυτό σημαντικό. Όσον αφορά την ιδιότητα ενός σκευάσματος να μπορεί
εύκολα να διακοπεί όταν χρειαστεί να γίνει αλλαγή στην αντιυπερτασική αγωγή, η
πλειοψηφία χαρακτηρίζει τον ρόλο της σημαντικό και πολύ σημαντικό, όμως οι
Καθόλου σημαντικό
Λίγο σημαντικό Σημαντικό Πολύ
σημαντικό Παρά πολύ σημαντικό
Αποτελεσματική προστασία από τις συνέπειες της υπέρτασης
7,69 92,31
Σταθερό αντιυπερτασικό αποτέλεσμα 30,77 62,23
Καρδιοεκλεκτικότητα 30,77 23,08 30,77
Προστασία από αθηρωματική πλάκα 30,77 30,77 38,46
Δυνατότητα κάλυψης περισσότερων από μία ενδείξεων
23,08 30,77 46,15
Εύκολο δοσολογικό σχήμα 7,69 15,38 76,92
Βιβλιογραφική τεκμηρίωση 8,33 8,33 83,34
Κάλυψη ακόμη και τις πρώτες πρωινές ώρες 7,69 23,08 69,23
Γρήγορη δράση του φαρμάκου 7,69 7,69 30,77 38,46 15,38
Τιμή 30,77 15,38 38,46 15,38
Εύκολη διακοπή και αλλαγή σε άλλη κατηγορία αντιυπερτασικού φαρμάκου
8,33 25,00 41,67 16,67 8,33
Αριθμός δισκίων ανά εμβαλλάγιο 15,38 7,69 30,77 30,77 15,38

127
επιλογές καθόλου σημαντικό και πάρα πολύ σημαντικό έχουν το ίδιο ποσοστό
απαντήσεων. Η γρήγορη δράση του φαρμάκου είναι σημαντική παράμετρος, όμως
ένα ποσοστό γιατρών θα μπορούσε να επιλέξει μια αντιυπερτασική που αγωγή που
μεσοπρόθεσμα θα έδινε το επιθυμητό επίπεδο αρτηριακής πίεσης, αν πληρούσε τα
κριτήρια του γιατρού σε σχέση με μια αγωγή που άμεσα θα ρύθμιζε τα επίπεδα της
αρτηριακής πίεσης, αλλά υστερούσε σε κάποια άλλα σημεία. Τα υπόλοιπα κριτήρια
χαρακτηρίστηκαν από σημαντικά ως πάρα πολύ σημαντικά από το σύνολο των
γιατρών, όπου και γίνεται αντιληπτό ότι όλοι οι γιατροί τα λαμβάνουν υπόψη τους
κατά την χορήγηση μιας αντιυπερτασικής αγωγής.
Τέλος οι γιατροί αξιολόγησαν μια σειρά από παραμέτρους που παίζουν ρόλο στην
συνταγογραφία τους και δεν έχουν σχέση με την φαρμακολογική ή οικονομική ή
κοινωνική διάσταση των αντιυπερτασικών φαρμάκων, αλλά με τον τρόπο με τον
οποίο χειρίζονται οι φαρμακευτικές εταιρείες το μάρκετινγκ των προϊόντων τους, αλλά
και του ίδιου του ονόματος τους. Οι απαντήσεις των γιατρών παρουσιάζονται στους
πίνακες που ακολουθούν.

128
Πίνακας 36: Αξιολογήσεις των παραγόντων μάρκετινγκ που επηρεάζουν την
συνταγογράφηση των παθολόγων. Οι απαντήσεις είναι σε ποσοστά %
Καθόλου σημαντικό
Λίγο σημαντικό Σημαντικό Πολύ
σημαντικό Παρά πολύ σημαντικό
Η εξειδίκευση της εταιρείας στο
χώρο της αντιυπερτασικής
αγωγής 12,50 25,00 25,00 37,50
Πρωτοτυπία των
σκευασμάτων και η ερευνητική
τους εμπειρία 12,50 25,00 25,00 37,50
Το επίπεδο εκπαίδευσης
/ενημέρωσης των ιατρικών
επισκεπτών 12,50 37,50 12,50 37,50
Ο βαθμός συμμετοχής τους σε
συνέδρια 12,50 37,50 50,00
Η οργάνωση εκπαιδευτικών
συναντήσεων 12,50 25,00 37,50 25,00
Το επίπεδο τεκμηρίωσης των
κλινικών μελετών των
φαρμάκων της 37,50 62,50
Καταχωρήσεις σε
εξειδικευμένα επιστημονικά
περιοδικά 25,00 12,50 37,50 25,00
Η συχνότητα της
επισκεψιμότητας των ιατρικών
επισκεπτών 50,00 12,50 12,50 25,00

129
Πίνακας 37: Αξιολογήσεις των παραγόντων μάρκετινγκ που επηρεάζουν την
συνταγογράφηση των καρδιολόγων. Οι απαντήσεις είναι σε ποσοστά %
Καθόλου σημαντικό
Λίγο σημαντικό Σημαντικό Πολύ
σημαντικό Παρά πολύ σημαντικό
Η εξειδίκευση της εταιρείας στο
χώρο της αντιυπερτασικής
αγωγής 20,00 20,00 20,00 40,00
Πρωτοτυπία των
σκευασμάτων και η ερευνητική
τους εμπειρία 40,00 20,00 40,00
Το επίπεδο εκπαίδευσης
/ενημέρωσης των ιατρικών
επισκεπτών 20,00 40,00 40,00
Ο βαθμός συμμετοχής τους σε
συνέδρια 20,00 40,00 20,00 20,00
Η οργάνωση εκπαιδευτικών
συναντήσεων 20,00 20,00 20,00 40,00
Το επίπεδο τεκμηρίωσης των
κλινικών μελετών των
φαρμάκων της 20,00 80,00
Καταχωρήσεις σε
εξειδικευμένα επιστημονικά
περιοδικά 20,00 20,00 60,00
Η συχνότητα της
επισκεψιμότητας των ιατρικών
επισκεπτών 60,00 40,00

130
Πίνακας 38: Αξιολογήσεις των παραγόντων μάρκετινγκ που επηρεάζουν την
συνταγογράφηση του συνόλου των γιατρών. Οι απαντήσεις είναι σε ποσοστά %
Καθόλου σημαντικό
Λίγο σημαντικό Σημαντικό Πολύ
σημαντικό Παρά πολύ σημαντικό
Η εξειδίκευση της εταιρείας στο
χώρο της αντιυπερτασικής
αγωγής 7,69 23,08 23,08 7,69 38,46
Πρωτοτυπία των
σκευασμάτων και η ερευνητική
τους εμπειρία 7,69 30,77 23,08 38,46
Το επίπεδο εκπαίδευσης
/ενημέρωσης των ιατρικών
επισκεπτών 15,38 38,46 23,08 23,08
Ο βαθμός συμμετοχής τους σε
συνέδρια 15,38 38,46 38,46 7,69
Η οργάνωση εκπαιδευτικών
συναντήσεων 15,38 23,08 30,77 30,77
Το επίπεδο τεκμηρίωσης των
κλινικών μελετών των
φαρμάκων της 30,77 69,23
Καταχωρήσεις σε
εξειδικευμένα επιστημονικά
περιοδικά 15,38 15,38 30,77 38,46
Η συχνότητα της
επισκεψιμότητας των ιατρικών
επισκεπτών 53,85 7,69 23,08 15,38

131
Όπως φαίνεται από τα αποτελέσματα οι περισσότεροι από τους παραπάνω
παράγοντες χαρακτηρίζονται από την συντριπτική πλειοψηφία των γιατρών από
σημαντικοί ως πάρα πολύ σημαντικοί. Όμως η αναλογία αυτή ανατρέπεται όσον
αφορά το επίπεδο εκπαίδευσης των ιατρικών επισκεπτών, και τον βαθμό
συμμετοχής των εταιρειών στα συνέδρια, δηλαδή στο πόσο αισθητή κάνουν την
παρουσία τους σε τέτοιες ενημερωτικές συναντήσεις που οργανώνονται για γιατρούς
και άλλους επαγγελματίες του χώρου της υγείας. Λιγότερο σημαντικό ρόλο φαίνεται
να παίζει και η συχνότητα επισκεψιμότητας των ιατρικών επισκεπτών. Ειδικότερα την
τελευταία παράμετρο μόλις το 38,46% των γιατρών την χαρακτηρίζει ως πολύ
σημαντική ή πάρα πολύ σημαντική ενώ το 53,85% την θεωρεί μάλλον ως ένα
παράγοντα μικρής σημασίας, που μάλλον δεν θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην
επιλογή του σκευάσματος που θα συνταγογραφήσουν. Βέβαια εξαιρετικά μεγάλη
σημασία φαίνεται πως δείχνουν οι γιατροί στο κατά πόσο τεκμηριωμένες είναι οι
κλινικές μελέτες που διεξάγουν οι φαρμακευτικές εταιρείες, ώστε να πιστοποιήσουν
την αποτελεσματικότητα, ασφάλεια και αξιοπιστία των ιδιοσκευασμάτων τους.
Η ανάλυση των απαντήσεων των δύο τελευταίων ερωτήσεων 4 και 5 του
ερωτηματολογίου έγινε με το πρόγραμμα SPSS v13. Για την ερώτηση 4, η ανάλυση
των αποτελεσμάτων έδωσε την παρακάτω εικόνα
Πίνακας 39: Ο μέσος όρος της βαθμολογίας (και η σταθερή απόκλιση) που συγκέντρωσε η
κάθε μία από τις παραμέτρους της ερώτησης 4
Mean Std. Deviation
Αποτελεσματική προστασία από τις συνέπειες της
υπέρτασης 4,92 0,270
Βιβλιογραφική τεκμηρίωση 4,75 0,607
Εύκολο δοσολογικό σχήμα 4,69 0,614
Σταθερό αντιυπερτασικό αποτέλεσμα 4,69 0,468
Κάλυψη ακόμη και τις πρώτες πρωινές ώρες 4,62 0,633
Δυνατότητα κάλυψης περισσότερων από μία ενδείξεων
(π.χ. υπέρταση+στηθάγχη, υπέρταση+καρδιακή
ανεπάρκεια)
4,23 0,810

132
Πίνακας 39 (συνέχεια)
Προστασία από αθηρωματική πλάκα 4,08 0,839
Καρδιοεκλεκτικότητα 3,69 1,080
Γρήγορη δράση του φαρμάκου 3,46 1,097
Αριθμός δισκίων ανά εμβαλλάγιο 3,23 1,266
Εύκολη διακοπή και αλλαγή σε άλλη κατηγορία
αντιυπερτασικού φαρμάκου 2,92 1,052
Τιμή 2,38 1,091
Ενώ για την ερώτηση 5 η εικόνα διαμορφώθηκε ως εξής
Πίνακας 40: Ο μέσος όρος της βαθμολογίας (και η σταθερή απόκλιση) που συγκέντρωσε η
κάθε μία από τις παραμέτρους της ερώτησης 5
Mean Std. Deviation
Το επίπεδο τεκμηρίωσης των κλινικών μελετών των
φαρμάκων της 4,62 0,493
Πρωτοτυπία των σκευασμάτων και η ερευνητική τους
εμπειρία 3,92 1,010
Καταχωρήσεις σε εξειδικευμένα επιστημονικά περιοδικά 3,85 1,040
Η οργάνωση εκπαιδευτικών συναντήσεων 3,69 1,004
Το επίπεδο εκπαίδευσης-ενημέρωσης των ιατρικών
επισκεπτών 3,54 1,022
Η εξειδίκευση της εταιρείας στο χώρο της αντιυπερτασικής
αγωγής 3,46 1,411
Ο βαθμός συμμετοχής της σε συνέδρια 3,31 0,731
Η συχνότητα της επισκεψιμότητας των ιατρικών επισκεπτών 3,00 1,192

133
Στη συνέχεια παρατίθενται τα δεδομένα των απαντήσεων των γιατρών ανάλογα με
την ειδικότητά τους, όπως αναλύθηκαν με Independent T-test.
Πίνακας 41: Ανάλυση των απαντήσεων των γιατρών ανάλογα με την ειδικότητά τους, όπως
προέκυψε με independent T-test
Ειδικότητα
Καρδιολόγοι Παθολόγοι
Αποτελεσματική προστασία από τις συνέπειες της υπέρτασης
4.80
0.414
5.00
0.000 Mean
Std. Deviation
Σταθερό αντιυπερτασικό αποτέλεσμα 4,20
0,414
5,00
0.000 Mean
Std. Deviation
Καρδιοεκλεκτικότητα 4,40
0,828
3,25
0,989 Mean
Std. Deviation
Προστασία από αθηρωματική πλάκα 4,20
0,775
4,00
0,885 Mean
Std. Deviation
Δυνατότητα κάλυψης περισσότερων από μία ενδείξεων (π.χ. υπέρταση+στηθάγχη, υπέρταση+καρδιακή ανεπάρκεια)
4,60
0,722
4,00
0,828
Mean
Std. Deviation
Εύκολο δοσολογικό σχήμα 4,40
0,828
4,88
0,338 Mean
Std. Deviation
Βιβλιογραφική τεκμηρίωση 5,00
0,000
4,57
0,746 Mean
Std. Deviation
Κάλυψη ακόμη και τις πρώτες πρωινές ώρες 4,22
0,775
4,88
0,338 Mean
Std. Deviation
Γρήγορη δράση του φαρμάκου 3,20
0,414
3,63
1,345 Mean
Std. Deviation
Τιμή 2,00
1,309
2,63
0,875 Mean
Std. Deviation
Εύκολη διακοπή και αλλαγή σε άλλη κατηγορία αντιυπερτασικού φαρμάκου
2,40
1,056
3,29
0,902 Mean
Std. Deviation

134
Πίνακας 41 (συνέχεια)
Αριθμός δισκίων ανά εμβαλλάγιο 3,00
1,464
3,38
1,135 Mean
Std. Deviation
Η εξειδίκευση της εταιρείας στο χώρο της αντιυπερτασικής αγωγής
3,80
1,207
3,25
1,511 Mean
Std. Deviation
Πρωτοτυπία των σκευασμάτων και η ερευνητική τους εμπειρία
4,00
0,926
3,88
1,076 Mean
Std. Deviation
Το επίπεδο εκπαίδευσης-ενημέρωσης των ιατρικών επισκεπτών
3,20
0,775
3,75
1,113 Mean
Std. Deviation
Ο βαθμός συμμετοχής της σε συνέδρια 3,20
0,775
3,38
0,711 Mean
Std. Deviation
Η οργάνωση εκπαιδευτικών συναντήσεων 3,60
1,056
3,75
0,989 Mean
Std. Deviation
Το επίπεδο τεκμηρίωσης των κλινικών μελετών των φαρμάκων της
4,60
0,507
4,63
0,495 Mean
Std. Deviation
Καταχωρήσεις σε εξειδικευμένα επιστημονικά περιοδικά
4,20
0,775
3,63
1,135 Mean
Std. Deviation
Η συχνότητα της επισκεψιμότητας των ιατρικών επισκεπτών
2,80
1,014
3,13
1,296 Mean
Std. Deviation
Πίνακας 42: Υπολογισμός sig και sig 2-tailed για κάθε μία από τις παραμέτρους των
ερωτήσεων 4 και 5
Sig. Sig. (2-tailed)
Αποτελεσματική προστασία από τις συνέπειες της υπέρτασης
0,000
0,022
0,082
Σταθερό αντιυπερτασικό αποτέλεσμα 0,000
0,000
0,000
Καρδιοεκλεκτικότητα 0,561
0,001
0,000

135
Πίνακας 42 (συνέχεια)
Προστασία από αθηρωματική πλάκα 0,439
0,476
0,463
Δυνατότητα κάλυψης περισσότερων από μία ενδείξεων (π.χ. υπέρταση+στηθάγχη, υπέρταση+καρδιακή ανεπάρκεια)
0,406
0,022
0,029
Εύκολο δοσολογικό σχήμα 0,000
0,475
0,475
Βιβλιογραφική τεκμηρίωση 0,000
0,034
0,016
Κάλυψη ακόμη και της πρώτες πρωινές ώρες 0,000
0,001
0,005
Γρήγορη δράση του φαρμάκου 0,001
0,244
0,160
Τιμή 0,003
0,082
0,116
Εύκολη διακοπή και αλλαγή σε άλλη κατηγορία αντιυπερτασικού φαρμάκου
0,321
0,011
0,014
Αριθμός δισκίων ανά εμβαλλάγιο 0,184
0,375
0,406
Η εξειδίκευση της εταιρείας στο χώρο της αντιυπερτασικής αγωγής
0,206
0,241
0,218
Πρωτοτυπία των σκευασμάτων και η ερευνητική της εμπειρία
0,524
0,712
0,703
Το επίπεδο εκπαίδευσης-ενημέρωσης των ιατρικών επισκεπτών
0,015
0,103
0,077
Ο βαθμός συμμετοχής της σε συνέδρια 0,897
0,474
0,485
Η οργάνωση εκπαιδευτικών συναντήσεων 0,704
0,656
0,662
Το επίπεδο τεκμηρίωσης των κλινικών μελετών των φαρμάκων της
0,769
0,880
0,881

136
Πίνακας 42 (συνέχεια)
Καταχωρήσεις σε εξειδικευμένα επιστημονικά περιοδικά 0,054
0,093
0,068
Η συχνότητα της επισκεψιμότητας των ιατρικών επισκεπτών 0,182
0,415
0,389
Στη συνέχεια ζητήσαμε από το πρόγραμμα να περιορίσει τις υπάρχουσες
παραμέτρους σε τρεις για την ερώτηση 4 και τρεις για την 5, οπότε και προέκυψαν οι
παρακάτω αναλύσεις παραγόντων (factor analysis).
Πίνακας 43: Factor analysis για τις παραμέτρους της ερώτησης 4
Factor Analysis για φαρμακολογικούς και φαρμακοοικονομικούς παράγοντες που
επηρεάζουν την συνταγογράφηση
Factor
Factor
Loadings Eigen Value Var. Expl.
Α. αποτελεσματική θεραπεία από την
υπέρταση και συνοδές νόσους
Σταθερό αντιυπερτασικό αποτέλεσμα 0,858
Δυνατότητα κάλυψης περισσότερων από
μία ενδείξεων
(π.χ. υπέρταση+στηθάγχη,
υπέρταση+καρδιακή ανεπάρκεια) -0,784
Κάλυψη ακόμη και της πρώτες πρωινές
ώρες 0,778 3,953 32,943
Καρδιοεκλεκτικότητα -0,631
Αποτελεσματική προστασία από της
συνέπειες της υπέρτασης 0,591
β.συμμόρφωση ασθενούς
Εύκολο δοσολογικό σχήμα 0,904
Αριθμός δισκίων ανά εμβαλάγιο 0,862 2,969 24,738
Τιμή 0,819
Εύκολη διακοπή και αλλαγή σε άλλη
κατηγορία αντιυπερτασικού φαρμάκου 0,52

137
Πίνακας 43 (συνέχεια) γ. δευτερεύουσες ιδιότητες του
αντιυπερτασικού
Βιβλιογραφική τεκμηρίωση 0,9
Προστασία από αθηρωματική πλάκα 0,843 1,699 14,158
Γρήγορη δράση του φαρμάκου 0,52
Total Variance Explained: 71,839%
Πίνακας 44: Factor analysis για τις παραμέτρους της ερώτησης 5
Factor Analysis για παράγοντες προώθησης και μάρκετινγκ που επηρεάζουν την
συνταγογράφηση
Factor
Factor
Loadings Eigen Value Var. Expl.
α. επιστημονική ενημέρωση
Καταχωρήσεις σε εξειδικευμένα
επιστημονικά περιοδικά 0,845 Το επίπεδο τεκμηρίωσης των κλινικών
μελετών των φαρμάκων της 0,755 2,352 29,397 Η συχνότητα της επισκεψιμότητας των
ιατρικών επισκεπτών 0,738 Το επίπεδο εκπαίδευσης-ενημέρωσης των
ιατρικών επισκεπτών 0,551 β. επιστημονικό προφίλ της εταιρείας
Πρωτοτυπία των σκευασμάτων και η
ερευνητική τους εμπειρία 0,890
Η εξειδίκευση της εταιρείας στο χώρο της
αντιυπερτασικής αγωγής 0,757 1,873 23,411
γ. δημόσιες σχέσεις και δημοσιότητα
Ο βαθμός συμμετοχής της σε συνέδρια 0,889
Η οργάνωση εκπαιδευτικών συναντήσεων 0,618 1,615 20,188
Total Variance Explained: 72,996%
Ακολούθως προχωρήσαμε σε άθροιση των επιμέρους ερωτήσεων που αποτελούν
τις νέες παραμέτρους με δύο τρόπους. Τη μια φορά αθροίζοντας απλά τα factor
loadings της κάθε μίας, και μια δεύτερη φορά χρησιμοποιώντας την άθροιση των

138
επιμέρους factor loadings σύμφωνα με τους συντελεστές που χρησιμοποιεί το SPSS
13, οπότε προέκυψαν BART factor scores.
Στην πρώτη περίπτωση όταν συσχετίσαμε τους παράγοντες με Pearson Correlation
οι στατιστικώς σημαντικοί συσχετισμοί που προέκυψαν με επίπεδο σημαντικότητας <
ή = 0,01 είναι οι ακόλουθοι:
1. την αποτελεσματική θεραπεία από την υπέρταση και συνοδές νόσους με τις
δευτερεύουσες ιδιότητες του αντιυπερτασικού
2. τις δευτερεύουσες ιδιότητες του αντιυπερτασικού με την επιστημονική
ενημέρωση
3. τις δευτερεύουσες ιδιότητες του αντιυπερτασικού με τις δημόσιες σχέσεις και
δημοσιότητα
4. την επιστημονική ενημέρωση με τις δημόσιες σχέσεις και την δημοσιότητα
Ενώ αναφορικά με το αν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στον τρόπο που αξιολογούν
τις παραμέτρους αυτές οι παθολόγοι και οι καρδιολόγοι και κάνοντας Independent
Samples t-Test προέκυψαν τα παρακάτω αποτελέσματα
Πίνακας 45: Αποτελέσματα του independent samples T-test για παθολόγους και
καρδιολόγους αναφορικά με τις νέες παραμέτρους που προέκυψαν με απλή άθροιση
Ειδικότητα
Καρδιολόγοι Παθολόγοι
Α αποτελεσματική θεραπεία από την υπέρταση και συνοδές νόσους
22,200
0,414
22,1250
1,569
Mean
Std. Deviation
Β.συμμόρφωση ασθενούς 11,800
3,668
14,714
1,874
Mean
Std. Deviation
Γ. δευτερεύουσες ιδιότητες του
αντιυπερτασικού 16,800
1,207
16,142
2,920
Mean
Std. Deviation
α. επιστημονική ενημέρωση 14,800
2,007
15,125
3,287
Mean
Std. Deviation

139
Πίνακας 45 (συνέχεια)
β. επιστημονικό προφίλ της εταιρείας 11,400
1,404
10,875
2,309
Mean
Std. Deviation
γ. δημόσιες σχέσεις και δημοσιότητα 7,400
1,242
7,000
1,021
Mean
Std. Deviation
Πίνακας 46: Υπολογισμός sig και sig 2-tailed για κάθε μία από τις παραμέτρους που
προέκυψαν με απλή άθροιση
Sig. Sig. (2-tailed)
Α αποτελεσματική θεραπεία από την υπέρταση και συνοδές νόσους 0,002
0,858
0,826
Β. συμμόρφωση ασθενούς 0,005 0,004
0,11
Γ. δευτερεύουσες ιδιότητες του αντιυπερτασικού 0,002 0,418
0,326
α. επιστημονική ενημέρωση 0,088 0,733
0,704
β. επιστημονικό προφίλ της εταιρείας 0,002 0,434
0,383
γ. δημόσιες σχέσεις και δημοσιότητα 0,069 0,281
0,306
Η μόνη παράμετρος που φαίνεται να έχει στατιστικώς σημαντική διαφορά στον τρόπο
αξιολόγησης ανάμεσα στους καρδιολόγους και στους παθολόγους αφορά στην
συμμόρφωση των ασθενών.
Στην δεύτερη περίπτωση και συσχετίζοντας τις παραμέτρους όπως αυτές
αθροίστηκαν με Bart factor score, ο μόνος στατιστικώς σημαντικός συσχετισμός που
προέκυψε αφορούσε τις δευτερεύουσες ιδιότητες του αντιυπερτασικού και την
επιστημονική ενημέρωση. Ενώ αντίστοιχα για τις διαφορές που παρατηρούνται
ανάμεσα σε καρδιολόγους και παθολόγους δίνονται στους παρακάτω πίνακες.

140
Πίνακας 47: Αποτελέσματα του independent samples T-test για παθολόγους και
καρδιολόγους αναφορικά με τις νέες παραμέτρους που προέκυψαν με αυτόματη άθροιση
(bart factor score)
Ειδικότητα
Καρδιολόγοι Παθολόγοι
Α αποτελεσματική θεραπεία από την υπέρταση και συνοδές νόσους
-0,732
1,102
0,523
0,099
Mean
Std. Deviation
Β.συμμόρφωση ασθενούς -0,525
1,342
0,375
0,365
Mean
Std. Deviation
Γ. δευτερεύουσες ιδιότητες του
αντιυπερτασικού 0,294
0,523
-0,210
1,202
Mean
Std. Deviation
α. επιστημονική ενημέρωση 0,030
0,815
-0,018
1,116
Mean
Std. Deviation
β. επιστημονικό προφίλ της εταιρείας 0,069
0,650
-0,043
1,178
Mean
Std. Deviation
γ. δημόσιες σχέσεις και δημοσιότητα -0,285
0,892
0,178
1,039
Mean
Std. Deviation
Πίνακας 48: Υπολογισμός sig και sig 2-tailed για κάθε μία από τις παραμέτρους που
προέκυψαν με αυτόματη άθροιση (bart factor score)
Sig. Sig. (2-tailed)
Α αποτελεσματική θεραπεία από την υπέρταση και συνοδές νόσους 0,001
0,000
0,001
Β. συμμόρφωση ασθενούς 0,000 0,006
0,022

141
Πίνακας 48 (συνέχεια)
Γ. δευτερεύουσες ιδιότητες του αντιυπερτασικού
0,004
0,138
0,098
α. επιστημονική ενημέρωση 0,056 0,884
0,876
β. επιστημονικό προφίλ της εταιρείας 0,000 0,735
0,701
γ. δημόσιες σχέσεις και δημοσιότητα 0,917 0,162
0,149
Στην περίπτωση αυτή οι παράγοντες στους οποίους παρατηρείται στατιστικώς
σημαντική διαφορά ανάμεσα στην αξιολόγηση παθολόγων και καρδιολόγων είναι α.)
η αποτελεσματική θεραπεία από την υπέρταση και συνοδές νόσους και β.) η
συμμόρφωση του ασθενούς.

142
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ- ΣΥΖΗΤΗΣΗ –ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ –ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ
Όπως ξεκάθαρα φάνηκε από τα οικονομικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν
παραπάνω η αγορά των αντιυπερτασικών φαρμάκων είναι μια αγορά με θετικούς
δείκτες ανάπτυξης και η πορεία της τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει ξεκάθαρα
ανοδική. Σε αυτό το γεγονός συνηγορεί θετικά το ότι η υπέρταση είναι μια χρόνια
ευρέως διαδεδομένη νόσος, που χρήζει συμπτωματικής θεραπείας, και η οποία
προσβάλει όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού καθώς ο σύγχρονος τρόπος
ζωής συμβάλλει στην εξάπλωσή της. Όμως και με τους σημερινούς ακόμη δείκτες, η
αγορά της υπέρτασης μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω καθώς μεγάλο μέρος του
πληθυσμού που νοσεί είτε το αγνοεί είτε δεν λαμβάνει κάποια θεραπευτική αγωγή.
Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε ρωτήθηκαν οι δύο ειδικότητες των γιατρών που
κατά κύριο λόγω εμπλέκονται στην θεραπευτική αντιμετώπιση της υπέρτασης. Στις
απαντήσεις που λήφθηκαν από τις δύο ομάδες (καρδιολόγους και παθολόγους)
παρατηρήθηκαν κάποιες διαφορές. Έτσι αρχικά παρατηρήσαμε ότι οι παθολόγοι
τείνουν να προτιμούν τα ιδιοσκευάσματα με σταθερούς συνδυασμούς
αντιυπερτασικών ουσιών, ενώ οι καρδιολόγοι δείχνουν να προτιμούν να
χρησιμοποιούν δύο ή περισσότερα αντιυπερτασικά ιδιοσκευάσματα ώστε να
πετύχουν ρύθμιση της πίεσης στα επιθυμητά επίπεδα. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από
το γεγονός ότι οι καρδιολόγοι πολλές φορές μαζί με την υπέρταση καλούνται να
θεραπεύσουν και άλλες συνυπάρχουσες καταστάσεις όπως στηθάγχη, υπερτροφία
του μυοκαρδίου, κ.α. Στις περιπτώσεις αυτές μια αντιυπερτασική ουσία ή ο
συνδυασμός της με διουρητικό (ο συνηθέστερος σταθερός συνδυασμός που
κυκλοφορεί), δεν επαρκεί, έτσι ο γιατρός πρέπει να καταφύγει στη χρήση και άλλων
φαρμάκων.
Όταν οι γιατροί κλήθηκαν να απαντήσουν το ποσοστό που καταλαμβάνει κάθε
αντιυπερτασική κατηγορία στην συνταγογραφία τους τότε παρατηρήθηκε οι
παθολόγοι να κατανέμουν το 63,27% στους ελεύθερους συνδυασμούς ενώ οι
καρδιολόγοι το 59,92%. Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι το αποτέλεσμα
αυτό δεν έρχεται σε αντίθεση με το αρχικό συμπέρασμα, καθώς δυνητικά όταν οι
γιατροί χρειαστεί να χορηγήσουν συνδυασμό οι παθολόγοι προτιμούν τους
σταθερούς. Η ερώτηση αυτή απαντά ως επί το πλείστον στο ποιο αντιυπερτασικό
σκεύασμα χρησιμοποιούν για να αρχίσουν την αντιυπερτασική αγωγή και αποτελεί
για αυτούς φάρμακο εκλογής.

143
Το ενδιαφέρον που παρατήθηκε ακολούθως ήταν τα υψηλά ποσά προτίμησης που
συγκέντρωσαν οι ανταγωνιστές των υποδοχέων της Αγγειοτενσίνης ΙΙ και οι ΑΜΕΑ
ως ασφαλέστερη κατηγορία αντιυπερτασικών ουσιών και από τις δύο ομάδες των
γιατρών. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι οι ARBs αν και δεν σημειώνουν τις πωλήσεις
σε αριθμό εμβαλλαγίων που σημειώνουν οι ανταγωνιστές ασβεστίου παρόλα αυτά
στο μυαλό των γιατρών είναι καταξιωμένα ως τα φάρμακα με το ασφαλέστερο
προφίλ. Αυτό μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι στο μέλλον η κατάσταση των
πωλήσεων μπορεί να αντιστραφεί.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και συνηγορεί με τα αποτελέσματα της παραπάνω
ερώτησης ο υψηλός βαθμός προτίμησης που συγκεντρώνουν οι ΑΜΕΑ είτε ως
μονοθεραπεία είτε σε σταθερό συνδυασμό τόσο σε παθολόγους όσο και σε
καρδιολόγους. Εκείνο βέβαια που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι ΑΜΕΑ σε σταθερό
συνδυασμό με διουρητικό είναι το φάρμακο που συγκεντρώνει την υψηλότερη
προτίμηση από τους καρδιολόγους. Μάλιστα ενώ οι καρδιολόγοι δείχνουν να το
προτιμούν με ποσοστό 24,33% αντίστοιχα οι παθολόγοι το προτιμούν με ποσοστό
17,13%. Αυτό δείχνει ότι αν οι καρδιολόγοι χρειαστεί να χορηγήσουν έναν σταθερό
συνδυασμό θα προτιμήσουν τον συγκεκριμένο. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι
σήμερα υπάρχουν πολλές μελέτες οι οποίες καταξιώνουν τους ΑΜΕΑ ως φάρμακα
εκλογής για την καρδιακή ανεπάρκεια, υποστροφή υπερτροφίας αριστερής κοιλίας
κ.α., ενώ έχουν ικανοποιητικό προφίλ ασφαλείας.
Όσον αφορά τις ερωτήσεις 4 και 5, ο μέρος όρος των αξιολογήσεων των γιατρών για
το σύνολο των παραγόντων ήταν πάνω από τον από το μέσο της αριθμητικής
κλίμακας που χρησιμοποιήθηκε, εκτός από έναν, την τιμή, που βρισκόταν οριακά
κάτω. Αυτό συνηγορεί με τα αποτελέσματα της έρευνας των Kangis και van der Geer
που έγινε στην Ελλάδα το 1996 και έδειξε ότι η τιμή δεν αποτελούσε κριτήριο για την
επιλογή ενός θεραπευτικού σχήματος έναντι κάποιου άλλου. Στο Independent
Sample t-Test που χρησιμοποιήθηκε για να διαπιστώσουμε διαφορές ανάμεσα στην
αξιολόγηση παθολόγων-καρδιολόγων για κάθε ένα παράγοντα φάνηκε ότι
στατιστικώς σημαντική διαφορά παρατηρήθηκε 1.) στην καρδιοεκλεκτικότητα, 2.)
στην κάλυψη τις πρώτες πρωινές ώρες, οριακά 3.) στην εύκολη διακοπή και αλλαγή
σε άλλη κατηγορία φαρμάκου ενώ φαίνεται να υπάρχει διαφορά, αν και στατιστικά μη
σημαντική, και στην αξιολόγηση του παράγοντα που αφορά το επίπεδο της
εκπαίδευσης των ιατρικών επισκεπτών. Είναι λογικό να έχει μεγάλη σημασία για τους
καρδιολόγους η καρδιοεκλεκτικότητα του σκευάσματος. Ταυτόχρονα φαίνεται να μην
τους επηρεάζει τόσο το επίπεδο εκπαίδευσης των ιατρικών επισκεπτών όσο τους
παθολόγους. Αυτό μπορεί να αιτιολογηθεί λόγω του ότι οι παθολόγοι δεν καλούνται
να θεραπεύσουν μόνο την υπέρταση ή καρδιαγγειακά προβλήματα, αλλά και ένα

144
ευρύ πεδίο άλλων ασθενειών. Κατ’ επέκταση η προσωπική τους ενημέρωσή τους
όσον αφορά την υπέρταση να γίνεται και μέσο της ιατρικής ενημέρωσης σε βαθμό
μεγαλύτερο από τους καρδιολόγους.
Όταν περιορίσαμε τις παραμέτρους σε τρεις για την κάθε ερώτηση παρατηρήθηκε ότι
στον παράγοντα ‘’αποτελεσματική θεραπεία από την υπέρταση και συνοδές
νόσους’’, η ‘’δυνατότητα κάλυψης περισσοτέρων από μια ενδείξεων’’ και η
‘’καρδιοεκλεκτικότητα’’ έδειξαν αρνητική συσχέτιση. Αυτό δείχνει ότι οι γιατροί δεν θα
προτιμήσουν ένα φάρμακο που εκτός από αντιυπερτασικό αποτέλεσμα θα έχει
οπωσδήποτε και άλλες ενδείξεις, αλλά τους ενδιαφέρει κυρίως το αντιυπερτασικό
αποτέλεσμα ενώ είναι πρόθυμοι να χρησιμοποιούν και άλλα φάρμακα προκειμένου
να καλύψουν τον ασθενή τους.
Όσον αφορά τον συσχετισμό των παραγόντων με Pearson Correlation, οι
παράγοντες που φαίνεται να συσχετίζονται μεταξύ τους όπως και αν αθροίσαμε τα
επιμέρους factor loadings, είναι οι δευτερεύουσες ιδιότητες με την επιστημονική
ενημέρωση. Αυτό είναι λογικό καθώς ο αποτελεσματικότερος τρόπος για να
μπορέσει ένας γιατρός να μάθει αλλά και να συγκρατήσει επιμέρους πληροφορίες για
ένα φάρμακο έκτός από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του είναι η προσωπική
επιστημονική ενημέρωση που του γίνεται μέσω των ιατρικών επισκεπτών. Μάλιστα
όσο πιο συχνά επαναλαμβάνεται και όσο πιο τεκμηριωμένη είναι η πληροφορία αυτή
τόσο περισσότερες πιθανότητες είναι να γίνει αποδεκτή από το γιατρό. Λογικό είναι
να προκύπτουν συσχετισμοί ανάμεσα στους παράγοντες ‘’επιστημονική ενημέρωση’’
και ‘’δημόσιες σχέσεις, δημοσιότητα’’ καθώς αλληλεπιδρούν και
αλληλοσυμπληρώνονται ως παράγοντες του μάρκετινγκ που σκοπό έχουν την
πώληση των φαρμάκων, όπως και ανάμεσα στην ‘’αποτελεσματική θεραπεία από
την υπέρταση και συνοδές νόσους’’ και τις ‘’δευτερεύουσες ιδιότητες του
αντιυπερτασικού’’.
Όταν προχωρήσαμε σε Independent Samples t-Test, αναφορικά με τις ειδικότητες
παρατηρήσαμε ότι στατιστικώς εμφανής διαφορά παρατηρήθηκε στους παράγοντες
‘’αποτελεσματική θεραπεία από την υπέρταση και συνοδές καταστάσεις’’, και
‘’συμμόρφωση του ασθενούς’’. Και στις δύο περιπτώσεις φάνηκε ότι οι παθολόγοι
είναι περισσότερο προβληματισμένοι και ενδιαφέρονται περισσότερο για τους
παράγοντες αυτούς από τους καρδιολόγους, μάλλον διότι οι τελευταίοι τείνουν να
θεωρούνται πιο ειδικοί πάνω στα θέματα υπέρτασης τα τελευταία χρόνια στην
Ελλάδα. Οι παθολόγοι θέλουν πιο άμεσο αποτέλεσμα και καλύτερη συμμόρφωση
του ασθενούς διότι πολλές φορές ένας ασθενής τους εκτός από υπέρταση εμφανίσει
και άλλες ασθένειες τις οποίες πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουν εξίσου

145
αποτελεσματικά. Στους υπόλοιπους παράγοντες δεν φαίνεται να παρατηρούνται
άλλες διαφορές ανάμεσα στις ομάδες των γιατρών.
Η έρευνα αυτή, έγινε σε μικρό αριθμό γιατρών και είχε καθαρά ποιοτικό χαρακτήρα.
Αποτελεί μια πρώτη ένδειξη του πως είναι τοποθετημένα τα αντιυπερτασικά φάρμακα
στο μυαλό των γιατρών, και στο πως επηρεάζονται οι γιατροί από έναν αριθμό
παραγόντων ώστε τελικά να καταλήξουν να συνταγογραφήσουν ένα σκεύασμα έναντι
ενός άλλου. Υπάρχει ένα ευρύ πεδίο έρευνας στον τομέα αυτό ώστε να μπορέσουμε
να καταλήξουμε σε ποσοτικά συμπεράσματα, αλλά υπάρχει ακόμη και ένας πολύ
μεγάλος αριθμός παραγόντων που μένει να αξιολογηθεί ποιοτικά και ποσοτικά.

146
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η υπέρταση είναι μία από τις πιο διαδεδομένες νόσους του σύγχρονου κόσμου.
Υπολογίζεται ότι το 25% του ενήλικου πληθυσμού πάσχει από υπέρταση, ενώ μόλις
το 11% των νοσούντων λαμβάνει κανονικά αντιυπερτασική αγωγή και έχει ρυθμίσει
την αρτηριακή του πίεση στα επιθυμητά επίπεδα. Η εμφάνιση υπέρτασης είναι
πολυπαραγοντικό φαινόμενο, και πολλές φορές η υπέρταση είναι σύμπτωμα άλλων
υπαρχόντων νοσημάτων. Ωστόσο η αντιμετώπιση της πρέπει να είναι άμεση και
αποτελεσματική, καθώς η αυξημένη πίεση του αίματος ενέχει άμεσα τον κίνδυνο
εμφάνισης καρδιαγγειακού επεισοδίου με δυσάρεστες πολλές φορές συνέπειες.
Σύμφωνα λοιπόν με αυτά τα δεδομένα είναι λογικό η αγορά των ανιυπερτασικών
φαρμάκων να εμφανίζει μεγάλη ανάπτυξη και κατά συνέπεια ισχυρό ανταγωνισμό.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από 1999 έως το 2003, η αγορά διπλασίασε τις πωλήσεις
της σε €, ενώ υπάρχουν πολλές διαφορετικές κατηγορίες αντιυπερτασικών
σκευασμάτων, που καθεμία έχει πολλά διαφορετικά πρότυπα και πολλά generic.
φάρμακα και συνολικά ανταγωνίζονται σε αυτήν πάνω από 200 αντιυπερτασικά
ιδιοσκευάσματα. Επίσης η αγορά αυτή εμφανίζει μεγάλη δυναμικότητα αφού ο
ρυθμός ανανέωσής της με νέα σκευάσματα είναι μεγάλος.
Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε την άποψη
των γιατρών για τις κατηγορίες των αντιυπερτασικών σκευασμάτων και να
διερευνήσουμε τους λόγους που τους ωθούν να συνταγογραφήσουν ένα
αντιυπερτασικό σκεύασμα έναντι ενός άλλου. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι
δύο ειδικότητες των γιατρών που κατά κύριο λόγο εμπλέκονται στην αντιμετώπιση
της υπέρτασης, είναι οι καρδιολόγοι και οι παθολόγοι προσπαθήσαμε να
διερευνήσουμε αν υπάρχουν διαφορές στην συνταγογράφηση των ειδικοτήτων
αυτών και αν υπάρχει διαφοροποίηση στους παράγοντες που τους ωθούν να
συνταγογραφήσουν ένα σκεύασμα έναντι ενός άλλου. Από τα αποτελέσματα φάνηκε
ξεκάθαρα η προτίμηση των γιατρών στους ΑΜΕΑ και στους Ανταγωνιστές των
Υποδοχέων της Αγγειοτενσίνης ΙΙ, καθώς και η σαφής προτίμηση των καρδιολόγων
στους ελεύθερους συνδυασμούς και των παθολόγων στους σταθερούς. Επίσης
φάνηκε ότι η τιμή του φαρμάκου και κατ’ επέκταση το κόστος της συνταγής δεν

147
αποτελεί ακόμη στην Ελλάδα σημαντικό κριτήριο που θα επηρεάσει την
συνταγογράφηση των φαρμάκων, εν αντιθέσει με την τεκμηρίωση των κλινικών
μελετών που σε συνδυασμό με την ιατρική ενημέρωση φαίνεται να παίζουν
σημαντικό ρόλο. Αναφορικά με την διαφοροποίηση ανάμεσα σε καρδιολόγους και
παθολόγους φάνηκε ότι τελευταίοι είναι πιο ευαισθητοποιημένοι πάνω στους
παράγοντες που αφορούν την συμμόρφωση του ασθενούς και την
αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Ωστόσο η έρευνα αυτή είχε μάλλον ποιοτικό
χαρακτήρα και υπάρχει ακόμα ευρύ πεδίο μελέτης πάνω στους παράγοντες που
επηρεάζουν την συνταγογράφηση ώστε να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε
ποσοτικά συμπεράσματα, ενώ υπάρχει ακόμη και ένας πολύ μεγάλος αριθμός
παραγόντων που μένει να αξιολογηθεί ποιοτικά και ποσοτικά.

148
SUMMARY
Hypertension is one of the most common diseases of the modern world. It is
estimated that 25% of the adult population suffers from hypertension, and only 11%
of them receives proper antihypertensive therapy and has achieved desirable levels
of blood pressure. The development of hypertension is often due to many different
factors, sometimes being one of the symptoms of another disease. In any case,
hypertension must be effectively treated/controlled, as it bears the risk of occurrence
of cardiovascular incidents, with unpleasant consequences.
As a result of these facts, the antihypertensive drugs market shows a considerable
growth rate, and it in just 4 years (1999-2003) has doubled its sales. On the other
hand, the various categories of antihypertensive agents –each one having many
prototypes and generics- compete strongly for bigger market shares. Today more
than 200 antihypertensive drugs constitute the ethical antihypertensive market.
Furthermore, the renewal rate of this market is quite high.
In this research we tried to trace doctors’ opinion of the different classes of
antihypertensive drugs, and to investigate the reasons that make them prescribe one
drug instead of another. Considering that the main specialties that are involved in the
confrontation of hypertension are cardiologists and pathologists, we tried to explore if
there are differences in the way the two specialties prescribe and to reveal possible
differences among the reasons which affect them to choose one drug over another.
The results clearly showed the preference of doctors to ACE Inhibitors and ARBs,
and that cardiologists prefer to prescribe spare antihypertensive drugs in contrast to
pathologists who prefer to prescribe antihypertensive drugs with fixed combinations
of different antihypertensive agents. It was also shown, that the price of the drug, and
furthermore the cost of the prescription is not a very important criterion for doctors to
modify their prescriptional habits. As opposed to this, the results of the clinical trials
of the drugs, as well as the incidence of the calls that medical representatives pay to
the doctors, play an important role in the final choice of the doctor. Pathologists
seemed to be more considerate than cardiologists about factors that had to do with
patient compliance and effectiveness of the therapy. This research had only
qualitative characteristics. There are many factors still to be explored in the field of

149
elements that urge doctors to choose a certain drug over all others, and many
parameters still to be found to quantitatively explain the prescriptional habits of
doctors.