ANORE SUARES ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ …

7
ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ. ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ |γρ ΑΦΕΙ Α: ΡΗΓΑ ΠΑΛΑΜΗΔΗ 4, ΤΗΛ 30-297 |[| ΙΔΡΥΤΗΣ: Κ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔ ΑΚΗΣ ||| ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ANTON ΝIΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ [|| Σ ΑΒΒΑΤΟ 30 ΔΕΚΕΗΒΡ ΙΟΥ 1939 [ ANORE SUARES Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΝΤΟΙΤΟΠΕΦΣΚΙ Ο ΠΟΙΗΤΗ* ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ ί Amw*£c.tn»e . Ut4 ¡ι’.Ότ.π rrA *ER- ■¡Jjciiyt ffif» tlv Βνάϊν γι4 Um Ρωμαινό Un ¡iMu>Hy, γραΐ^βνΐ) in ’· βδΐίιίας o~A ΟληνιαΛ ist tiv- -4w>. Ό x. Έλμαυτ χέν 2 χά£ν ί χ « Ί ·μ 4τα·?ρ<ίβ*ι στέ ?W1 iaMixÄ τ6 ν Κι&ίφη. Τώρα μβαιφ?άζϊΐ τόν Ρω μανό τόν >«/.<*94 ηού, μέ τήν s&meptw «ύτή, Srjjio- '»ιίΰουμδ οτή -τχλίΐ* χοΟ στμΜρινοΛ φύλλου .μας Sv* *Γ,ό«Μ!,3μα *πό χδ χοντώκιό χου τών Χρι στουγέννων) . Κάθε φιλέλληνας, πού έρχεται σ’ αυτή τή χώρα, γιά νά βρει δσο μπορεί περισσότερα ζωντανά ίχνη τού αρ χαίου πολιτισμού, θά βάζει μπροστά σέ κάθε νέαν εμφάνιση τέχνης πού συ ναντάει, τή διπλή ερώτηση: πως καθρε φτίζεται έδώ μιά άχτίνα του ήλιου πού ζστή νονιμώτερη έποχή δημιούργησε ' τήν άξέχαστην εικόνα τού κλασσικού ί,άνθρώπου; καί'πώς καίει ώς σήμερα αύτή ή σπίθα — όχι μόνο σάν αλαρ- -Ύΐνή θυιαηση, άλλά σάν σωματική γει τονία; Πράγματι τό περίβλημα περιο ρίζεται σέ μιά καλύτερη κατανόηση ¡αύτης τής μυστηριώδους εποχής, πού ¡τή λέμε Βυζαντινή. Γιατί αύτή είναι ή :βαση κάθε ιδιομορφίας καί του σημε ρινού Ελληνισμού, διακρίνοντας αύτύ ώς τη ρίζα από τή δυτική παράδοση. :Καί από τήν άλλη μεριά τό Βυζάντιο ¡είναι τό τελευταίο άνθισμα του άρ- ναίου δέντρου, πού Ανεξάρτητα άπ> ό- ίλες τις ξένες έπιρροές, κρατάει κάτι Αμετάβλητα κλασσικό. Σέ τέτοια πνευματικήν άτμόσφαιρα μου προξένηάε τή βαθύτερη χαρά ή όποκάλυψη — άν επιτρέπεται η λέξη- ¡τοΰ μεγάλου Βυζαντινού ποιητή, του ίΡωμανοΰ. Δέν ήταν άποκάλυψη σάν που Κολόμβου. Γιατί άφοΰ έδώ καί έ- ξηντα περίπου χρόνια ό καρδινάλιος Πίτρα, έργαλε τόν άγιο τής πρώτης ’Οκτωβρίου άπό τόν πολυαιώνιο ύπνο του στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες, τυπώνοντας μιάν εκλεκτή σειρά τώ» 0μνων του, καί άΦοϋ έδώ καί σαράντα περίπου χρόνια ό καθηγητής Κρούμ- παχερ άψιέρωσε τήν έξοχη καταπλη- χτική πολυμάθειά του καί θερμή του άγάπη γιά τό Βυζάντιο στή διαφώτιση όλων των σχετικών ζητημάτων — άπύ τότε τό έργο καί τήν προσωπικότητα του ποιητή τά συζητούσαν καί τά συ ζητάνε οί έπιστήμονες σέ δλες τις χώρες. Λείπει δμως, δπως καταλαβαίνω, ή ζωντανή απόλαυση τού ώραίου, πού μας δίνει ή ποίηση του έξω άπό τήν ιστορικήν έρευνα (άν καί φωτισιιένη iänt’ αύτη). Γιά τούτο βάλθηκα νά δώ· ρω στούς γερρανομαθεΐς μου φίλους στήν Εύρώπη οοκίμια άπό πιστές γερ μανικές μεταφράσεις του Ρωμανού, πού τούς συγκινοϋσαν πολύ. Καί γιά τούτο θά ήθελα καί στούς "Ελληνες φί- λουςμου να πώ λίγεςλέξεις, έξηγώντας πώς βλέπω τήν άξία αύτης της άδικα ξεχασμένης τέχνης. : Φαίνεται σάν ένα άπό τά χαρακτηρι στικά θαύματά του Ελληνισμού ή πα ρουσία τού ποιητή μας. Ό Ρωμανός tftav Εβραϊκής καταγωγής, γεννήθη κε στό κέντρο τού άνατολικού πνεύμα τος, στή Συρία, έγινε Ιερέας καί ίσως μοναχός, ήρθε στην Κωνσταντινούπολη % έποχή τοΰ Αύτοκράτορος Άνα- οτασίου (491— 518 .μ. Χ ρ .), δταν οί φα νατικές φιλονικίες γιά τά θεολογικά δόγματα άπορροφουσαν σχεδόν δλες ϊίς πνευματικές δυνάμεις τών λογίων,. ένώ ή ποίηση πάγωνε σέ νεκρούς μύ- 6ους καί νεκρά μέτρα. Καί αύτός ό Εένος, ό Σημίτης, 6 όλότελα άπροπα- ράσκευος έφημέριος, γέννησε στό σκο τάδι τής στενής έκκλησίας του, ύπό (ία- μορφή, μιά φωτεινήν,'Ελληνικήν ¿μορφιά, έγινε ό πατέρα^ νέου τρόπου ώθαοά ποιητικού ρυθμου, βγαλμένου hjö τά βάθη. τά παρθενικά τής ζωντα ής Ρωμέΐκης λαλιάς καί φωτισμένου, ιάπως άπό τίς ύπόγειες φλόγες; τού ΤοΟ ΕΛΜΟΥΤ ΦΟΝ TEN Σ Τ Α Ι Ν Ε Ν άθάνατου . δαίμονα τής Ελληνικής τραγωδίας. Είχε, βέβαια, προδρόμους καί πα ραδείγματα, πού έδω δέν έχουμε τό χώρο νά άναφέρουμε στις λεπτομέρει ες. Ή Συριακή ποίηση τον έπηρέαζε βαθιά καί τό άκμάζον τότε σέ δλους Λ« ί' .Ο _ « ? - . ...ώ .. ... _ « Γ. τούς άμβωνες ίεροκήρυγμα τού έδινε ιδέες καί ύποθέσεις, άλλά τό άποφα- σιστικό τό έδωσε μόνος του, δηλαδή τό άπό μυστικό χάρισμα Ιμπνευσμένο δη μιούργημα τού ώράίου λόγου. Κοντακιον λέγεται τό ποιητικό εί δος, πού χρωστάει ή λογοτεχνία στό Ρωμανό. Είναι κάτι σάν Ιεροκήρυγμα- ψαλμένο μέ ίδιους σκοπούς, πού δυστυχώς χάθηκαν γιά πάντα, μέσα στή λειτουργία, άλλα μέ προσωπική έλευθερία τοΰ ποιητή. Τό κοντάκιον έ χει μιά στροφήν εισαγωγής μέ Ανε ξάρτητο οοθμό καί έπειτα μιά μακρυά σειρά στροφές, οϊκοδομημένες (πού καλούνται οίκοι), δλες κατά ένα σχήμα, νέο γιά κάθε κοντάκιο, πού ά- ραδιάζονται σάν μαργαριτάρια τού ιερού κομβολογιού οέ μιαν άκ’ρ,οστι- γίδα καί τελειώνουν .πάντα σέ ένα στί χο, πού μέ τήν άδιάκοπην έπαναληψή του αναγκάζει τόν άτέλειωτο εύλαβι- κόν ένθουσιασμό νά ύποβληθεΐ στό νόμο του πλαστικού καί τοΰ τελείου. Τό πρώτο κοντάκιο τοΰ Ρωμανού (πού παραθέτουμε σέ άλλη στήλη με ρικές στροφές), άφιερώνεται στή γέν νηση τοΰ Χρίστου..Χίλια περίπου ακό λουθα, πού μόλις τό εικοστό μέοο§ τους συντηρείται στά χειρόγραφα του ‘Αγιου ’Όρους, τής Πάτμου καί άλλα,, εγκωμίαζαν τή ζωή, τά πάθη καί τόν θάνατο τού Σωτηρα, τίς πράξεις τών άποστόλων καί ολων των ώς τότε *5- Ϊ ίων τής χριστιανικής κοινωνίας καί πεικόνιζαν τή μοίρα τών πιστών καί άπιστων ώς τό τέλος του κόσμου, στή Δεύτερη Παρουσία. Τι νέο προσφέρει ό Ρωμανός με αυ τά τά κοντάκια στήν Ελληνική λογο τεχνία ; Πρώτ’ άπ’ δλα τη γλώσσα. Μπορεί νά πεί κανείς χωρίς υπερβο λή, πώς αύτός ό άνατολίτης είναι ό πρώτος καλλιτέχνης δημοτικιστής της (ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 2) Άπό τήν πρώτη στιγμή, ξέρει ποΟ βρί σκεται ή δύναμή του. Κι’ ¿ν δέν τό δεί χνει άκόμη στα έργα τον, προαισθάνεται τό είδος της ιδιοφυίας, πού αργότερα θα φανερώσει μέσα σ’ αύτά. Είμαι πρωτότυπος, λέει περίπου, κατά τοϋτο: δτι μέσα μου είναι ή άνάλυση, όχι ή σύνθεση. Πάω πρός τά μέσα' κι’ έρευνων- τας τά άτομα, πληροφορούμαι γιά δλα. Λ Ένοιωθε πάντοτε Αντιπάθεια γιά τίς έπι- υτήμες, τΙς θεωρούσε ματαιες. 'Η μόρφωσή του ώστόσο, ύπή φιλολογική. Άπό μικρός έμαθε τά γαλλ’κά καί τά γερμανικά. ΟΙ μικροί Ντοστογιέφ- Μετάφρ. ΓΙΑΤΒέΗ ΧΑΤΖΙΝΗ δέν ξέρει νά μιλήιπι: τραυλίζει. Ό Ντο* στογίέφσκι είναι άνθρωπος μακριάς καλ λιέργειας, τόσο άπό ράτσα, δσο κι’ άπό διαπαιδαγώγηση. Ποτέ δέν έμεινε σέ χέρ σο. Τό παιδί αύτο τών μικροευγενών δέντη- κεν άνατροφή εύγενή. Τό δίδαξα» άπο τό λίκνα Ό πατέρας Ντοστογιέφσκι δέν εί ναι μόνο ένας άνθρωπος αόστηρός, άπυρ* ροφημένος Αποκλειστικά Από θρησκευτικές Ιδέες. ΚΓ αύτός έπίσης, διαβάζει. ‘Υπηρέ τησε στό στρατό. Πολέμησε ένσντίον τοΰ Ναπολέονχα. Βλέπει πέρα Απ' τή συνοικία , ·_ _ Λ . του, πέρα Απ’ τήν πόλη, άκόμη πέρα κΓ μόρφωσή του ώστόσο, υπήρξε καθαρά ^ ^ ρωσϋίσ. πυικΆ ΆιιΑ ιιικοΑγ Ειιαθε τα ναλλ'Κά — · σκι είχο» ένα Γάλλο παιδαγωγό, πού λε- γόταν Σουκάρ. Στό φτωχό σπίτι του πα τέρα του, ό Ντοστογιέφσκι Απόκτησε τή συνήθεια τής άνάγνωσης. Καί τήν είχε δ πως πρέπει νά τήν έχει κανείς· ώς τό πά θος. Ή σκληρότερη στέρησή του στό κά τεργο εϊταν πού δέ μπορούσε νά διαβάσει. Σπουδαστής ή έξόριστος, στή φυλακή, στη Σιβηρία, από σοφίτα σέ σοφίτα, σέρνει πάντοτε βιβλία μαζί του: τή Βίβλο, τόν Σαίξπηρ, τόν Σίλλ-ερ, τό Ρακίνα, τόν Πτά- ντε, τόν Πούσκιν. "Οταν δέν ζητάει χρή ματα άπό τους φίλους του, τούς Ικετεύει νά τού στείλουν βιβλία. Είναι θρεμμένος μέ έργα γαλλικά. Τού άντικατάστησαν τ’ Αρχαία. Τά έλληνικά του καί τά λατινικά του είναι τά γαλλικά. Καταβροχθίζει δλα μέ τήν ίδια όρεξη, τό Βολταΐρο και τόν Μπαλζάκ, τόν Εόγένιο Σύη καί τό Ρακίνα. Άπο πολύ νέος, έχει διαβάσει άπειρα πράγματα. Όσο γιά τούε Ρώσσους, τίποτε δεν Αγνοεί. Σ ' όλη του εή ζωή είναι περίεργος γιά τούς Αντιπάλους του, άπληστος γιά καθετί πού δημοσιεύ ουν. ’Επικαλείται άδιάκοπα τά ρομάντσα τού Τουργκένιεφ, τοΟ Γοντζάρωφ καί τοΟ Τολστόϊ. Παρακολουθεί δλους τούς συγ γραφείς, κάθε τάξης, άκόμη και τούς κρι τικούς. Σ τ ά μάτια του, μόνον ό Πούσκιν κι’ ό Γκόγκολ έχουν ίδιοφυΐα. Τήν άρνείται στόν Τολστόϊ. Άλλωστε, τό παράδειγμα τοϋ Γκόγκολ, πού πέθανε τρελλός, τόν πα ρακολουθεί. θεωρούν συνήθως τόν Ντοστογιέφσκι σάν έναν Ακαλλιέργητο βάρβαρο, πού δλα τά όφείλει στόν έαυτό του. Δέν ύπάρχει με* γαλείτέρο ψέμα. Καλή Ιδέα γιά τους δα σκάλους καί τούς λοχίες τών γραμμάτων. Κολακεύουν έτσι τήν ίδια τους τή βαρβα ρότητα. Βρίσκουν βάρβαρη κάθε πρωτότυ πη ψυχή, γιά νά προκαλέσουν τήν προσοχή στή δική τους πρωτοτυπία. Ό βάρβαρος Πρέπει νά ζητήσουμε τό Ντοστογιέφσκι έκει πού βρίσκεται: στό κέντρο τής πλειά δας πού Αποτελεί τή δόξα τοδ ρωσσικοΟ πνεύματος. Είναι δυό χρόνια νεώτερος άπό τόν τουργκένιεφ κι’ έφτά μεγαλείτερος Απ’ τόν Τολστόϊ. Βρίσκεται λοιπόν Ανάμεσα γκένιεφ ιτόϊ. Βι κι’ έφτά μεγαλείτερος Απ’ στό Τολστόϊ καί τόν Γκόγκολ. Γεννήθηκαν δλοι στή μυστικόπαθη βασιλεία του ’Αλε ξάνδρου καί μεγάλωσαν μέσα στά σκότη καί τή σιωπή του Νικολάου. ΟΙ πατέρες τους, ολων, είναι άνθρωποι τού 1812, πού Απελευθέρωσαν τήν πατρίδα τους καί έ«έ βαλα» τήν κοσμική Ρωσσία στήν Εύρώπη. ‘Η Ρωσσία δέν θά ξαναβρεΐ Ασφαλώς τέ τοιους πατέρες καί τέτοιους γιούς. Εΐταν εύγενεις, στήν πνευματική έννοια τής λέ ξης. Νά είσαι γόνιμος, νά τό άπαντον τής εύγένειας. Μέ λίγα λόγια, είναι άπό καλή ράτσα. Ακούραστοι στή δουλειά, πιστεύουν σέ δ,τι κάνουν. Δίνονται μέ δλη τους τ*ν ψυχή. "Εχουν τήν αύταπάιη πώς είναι Α ναγκαίοι στήν έποχή τους, στόν τόπο τους, σέ δλους τούς Ανθρώπους: στόν έαυτό τους. "Αλλωστε, έκτος Απ’ τόν- Τουργκένιεφ. είναι Απότομοι, τραχειοί, σκληροί μεταξύ τυυς. ‘Ο Ντοστογιέφσκι δέ μπορεί νά συν δεθεί στερεά μέ κανένα. Ή καλωσύνη πού έδειξαν γι’ αύτόν, στήν Αρχή, δ Μπελινσκι, ό Τουργκένιεφ χαί μερικοί άλλοι, δέν τούς χρησιμεύει σέ τίποτε, μήτε στΟν ίδιον. "Ο πως συμβαίνει τόσο συχνά. Αγαπούσαν ένα Ντοστογιέφσκι καθ’ Ομοίωσή τους μέσα στό «Φτωχόκοσμο». Κι' ό Αληθινός Ντοστο- γιέφσκι τούς έξοργίζευ Είναι δυσάρεστη* μένος μαζί τους πού δέν έκαμαν γΓ αύτόν Αρκετά, ύστερα Απ’ δσα έκαμαν γιά ιόν άλλον. ‘Η καρδιά του μπροστά στήν Αγάπη είναι μαζί ταπεινή καί δεσποτική: Είναι βαθύτατα άπληστος. Τσακώνεται μέ δ λους τούς Ανθρώπους τών γραμμάτων πο§ πλησιάζει. Κανόνας^ Δέν ύπάρχει καλλιτέ χνης μέ ίδιοφυΐα πού νά βρίσκεται σέ ειρη νικές σχέσεις μέ τούς Ανθρώπους των γραμμάτων, ούτε νά τό θέλει. Ό Ντοστο^ γιέφσκι δέ φπορεΐ νά κρατήσει ένα φίλο. ’Απαιτεί πάρα πολλά Απ’ τή φιλία, χωρίς Αμφιβολία. Μελαγχολική διάθεση! Ν’ Αγαπάει κα νείς παραάολύ ¿κείνους πού Αγαπάει. Φο βούμαι πώς ή παθητική αύτή καρδιά ήθελε νά ζουν μόνρ γι αυτήν: γιατί είταν Ικανή νά ζήσει μόνο γιά κείνους πού προτιμούσε. Σέβεται κι’ άγαπά τήν τέχνη του. Στό κορύφωμα τής θλίψης, παραδοαένος μόνος στόν έαυτό του, φτάνει μόνο νά' ύπο- φέρει άπ’ τόν έαυτό του, τραβάει μακριά. Ετσι είναι, ή τόν φαντάσθηκα; Στήν Αγά πη τής τέχνης έπίσης Φτάνει στά άκρα: ή άρρώστεια πού συνθλίβει τήν ψυχή. Ή άρ νηση νά κάμει κάτι γιά τό κοινό, πού νά μην είναι σύμφωνο μέ τήν ίδιοφυΐα του. Σ τά μάτια τού καλλιτέχνη, τό κοινό είναι ένα Αναγκαίο κακό: Πρεπει νά τό νικήσει, χαί τίποτε περισσότερο. Λατρεύει τήν κατάσταση τής δημιοθρ- «λ . .--Δ.«.. ,. . «λ» Γ . - ■ —* γίας. Αλλά τό γράψιμο τόν'σκότώνέϊ. Γιατί βρίσκεται στά δίχτυα τής Ανάγκης. "Ας διαμαρτύρεται πώς δέ θά γράψει κατά πα ραγγελία, ζξΐ άπ’ τήν πέννα του. Είναι σκλάβος τών ύποχρεώσεων πού Ιχει Ανα- λΑβευ Σ ’ αύτό όφείλεται τό δτι είναι ό πε ρισσότερο άνισος άπό τούς μεγάλους συγ γραφείς : δίνει ένα Αριστούργημα ύστερα άπό ένα ρομάντσο συγκεχυμένο. Καί τό Α ριστούργημα! Ακολουθείται Από ένα μέτριο βιβλίο(·): (ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 3) <*) Ένα ηρό-Όμηρικό Ayyeio ‘-«οό βρίφριι στήν Άβήνα αέ Μυκηναϊκά βασιλικό τ*φο τόν Ίούλια στίς ΔνασκΔφές ιής 'Ανερϊχα^ι.κης 'Αρχανολογικής,- Σχολής., «Έ·(»κΛγμ» m l ΤιμωρΙ*», & m l 1867. Ό «Αιώνως αόζαγας» β- irztça ist' •Un *’ΗΧ£θισ». 1868 ml 1870. Tomo* imb ιό «ϋαίκπης» 1868 «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ» ΑΘΗΝΑ, ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β* ΤΙΜΗ ΦΥΛΛΟΥ ΔΡΑΧ. 4. - ΑΡΙΘ. ΦΥΛΛΟΥ 164

Transcript of ANORE SUARES ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ …

Ε Β Δ Ο Μ Α Δ Ι Α Ι Α Φ Ι Λ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Η . Κ Α Λ Λ Ι Τ Ε Χ Ν Ι Κ Η . Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Η Ε Φ Η Μ Ε Ρ Ι Δ Α|γ ρ ΑΦΕΙ Α: ΡΗΓΑ ΠΑΛΑΜΗΔΗ 4, ΤΗΛ 30-297 |[| ΙΔΡΥΤΗΣ: Κ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔ ΑΚΗΣ ||| Δ ΙΕΥΘΥΝΤΗΣ: ANTON ΝIΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ [|| Σ ΑΒΒΑΤΟ 30 ΔΕΚΕΗΒΡ ΙΟΥ 1939 [

ANORE SUARES

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΝΤΟΙΤΟΠΕΦΣΚΙΟ Π Ο Ι Η Τ Η *

ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣί Amw*£c.tn»e . Ut4 ¡ι’.Ότ.π rrA *ER-

■¡Jjciiyt ffif» tlv Βνάϊν γι4 Um Ρωμαινό Un ¡iMu>Hy, γραΐ^βνΐ) in ’· βδΐίιίας o~A ΟληνιαΛ ist tiv- -4w>. Ό x. Έλμαυτ χέν 2χά£ν ίχ «Ί ·μ4τα·?ρ<ίβ*ι στέ ?W1iaMixÄ τ6ν Κι&ίφη. Τώρα μβαιφ?άζϊΐ τόν Ρω­μανό τόν >«/.<*94 ηού, μέ τήν s&meptw «ύτή, Srjjio- '»ιίΰουμδ οτή -τχλίΐ* χοΟ στμΜρινοΛ φύλλου

.μας Sv* *Γ,ό«Μ!,3μα *πό χδ χοντώκιό χου τών Χρι­στουγέννων) .

Κ ά θ ε φ ιλ έ λ λ η ν α ς , π ο ύ έ ρ χ ε τ α ι σ ’ α υ τ ή τ ή χ ώ ρ α , γ ι ά ν ά β ρ ε ι δ σ ο μ π ο ρ ε ί π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ α ζ ω ν τ α ν ά ίχ ν η τ ο ύ α ρ ­χ α ίο υ π ο λ ιτ ισ μ ο ύ , θ ά β ά ζ ε ι μ π ρ ο σ τ ά σ έ κ ά θ ε ν έ α ν ε μ φ ά ν ισ η τ έ χ ν η ς π ο ύ σ υ ­ν α ν τ ά ε ι, τ ή δ ιπ λ ή ε ρ ώ τ η σ η : π ω ς κ α θ ρ ε ­φ τ ίζ ε τ α ι έ δ ώ μ ιά ά χ τ ίν α τ ο υ ή λ ι ο υ π ο ύ

ζσ τ ή ν ο ν ιμ ώ τ ε ρ η έ π ο χ ή δ η μ ιο ύ ρ γ η σ ε ' τ ή ν ά ξ έ χ α σ τ η ν ε ικ ό ν α τ ο ύ κ λ α σ σ ικ ο ύ ί,ά ν θ ρ ώ π ο υ ; κ α ί 'π ώ ς κ α ίε ι ώ ς σ ή μ ε ρ α α ύ τ ή ή σ π ίθ α — ό χ ι μ ό ν ο σ ά ν α λ α ρ -

-Ύ ΐν ή θ υια ησ η, ά λ λ ά σ ά ν σ ω μ α τ ικ ή γ ε ι ­τ ο ν ία ; Π ρ ά γ μ α τ ι τ ό π ε ρ ίβ λ η μ α π ε ρ ιο ­

ρ ί ζ ε τ α ι σ έ μ ι ά κ α λ ύ τ ε ρ η κ α τ α ν ό η σ η ¡α ύ τη ς τ ή ς μ υ σ τ η ρ ιώ δ ο υ ς ε π ο χ ή ς , π ο ύ ¡τή λ έ μ ε Β υ ζ α ν τ ιν ή . Γ ι α τ ί α ύ τ ή ε ίν α ι ή :β α σ η κ ά θ ε ιδ ιο μ ο ρ φ ία ς κ α ί τ ο υ σ η μ ε ­ρ ιν ο ύ Ε λ λ η ν ι σ μ ο ύ , δ ια κ ρ ίν ο ν τ α ς α ύ τ ύ ώ ς τ η ρ ίζ α α π ό τ ή δ υ τ ικ ή π α ρ ά δ ο σ η .

:Κ α ί α π ό τ ή ν ά λ λ η μ ε ρ ιά τ ό Β υ ζ ά ν τ ιο ¡ε ίν α ι τ ό τ ε λ ε υ τ α ίο ά ν θ ισ μ α τ ο υ ά ρ - ν α ίο υ δ έ ν τ ρ ο υ , π ο ύ Α ν ε ξ ά ρ τ η τ α ά π > ό -

ίλε ς τ ις ξ έ ν ε ς έ π ιρ ρ ο έ ς , κ ρ α τ ά ε ι κ ά τ ι Α μ ε τ ά β λ η τ α κ λ α σ σ ικ ό .

Σ έ τ έ τ ο ια π ν ε υ μ α τ ικ ή ν ά τ μ ό σ φ α ιρ α μ ο υ π ρ ο ξ έ ν η ά ε τ ή β α θ ύ τ ε ρ η χ α ρ ά ή ό π ο κ ά λ υ ψ η — ά ν ε π ιτ ρ έ π ε τ α ι η λ έ ξ η - ¡τοΰ μ ε γ ά λ ο υ Β υ ζ α ν τ ιν ο ύ π ο ιη τ ή , τ ο υ ίΡ ω μ α ν ο ΰ . Δ έ ν ή τ α ν ά π ο κ ά λ υ ψ η σ ά ν π ο υ Κ ο λ ό μ β ο υ . Γ ι α τ ί ά φ ο ΰ έ δ ώ κ α ί έ - ξ η ν τ α π ε ρ ίπ ο υ χ ρ ό ν ια ό κ α ρ δ ιν ά λ ιο ς Π ίτ ρ α , έ ρ γ α λ ε τ ό ν ά γ ι ο τ ή ς π ρ ώ τ η ς ’Ο κ τ ω β ρ ίο υ ά π ό τ ό ν π ο λ υ α ιώ ν ιο ύ π ν ο το υ σ τ ις μ ο ν α σ τ η ρ ια κ έ ς β ιβ λ ιο θ ή κ ε ς , τ υ π ώ ν ο ν τ α ς μ ιά ν ε κ λ ε κ τ ή σ ε ιρ ά τώ » 0 μ νω ν τ ο υ , κ α ί ά Φ ο ϋ έ δ ώ κ α ί σ α ρ ά ν τ α π ε ρ ίπ ο υ χ ρ ό ν ια ό κ α θ η γ η τ ή ς Κ ρ ο ύ μ - π α χ ε ρ ά ψ ιέ ρ ω σ ε τ ή ν έ ξ ο χ η κ α τ α π λ η - χ τ ικ ή π ο λ υ μ ά θ ε ιά τ ο υ κ α ί θ ε ρ μ ή τ ο υ ά γ ά π η γ ι ά τ ό Β υ ζ ά ν τ ι ο σ τ ή δ ια φ ώ τ ισ η ό λ ω ν τ ω ν σ χ ε τ ικ ώ ν ζ η τ η μ ά τ ω ν — ά π ύ τό τε τ ό έ ρ γ ο κ α ί τ ή ν π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ α το υ π ο ιη τ ή τ ά σ υ ζ η τ ο ύ σ α ν κ α ί τ ά σ υ ­ζη τά ν ε ο ί έ π ισ τ ή μ ο ν ε ς σ έ δ λ ε ς τ ις χώ ρ ε ς .

Λ ε ίπ ε ι δ μ ω ς , δ π ω ς κ α τ α λ α β α ίν ω , ή ζω ν τ α ν ή α π ό λ α υ σ η τ ο ύ ώ ρ α ίο υ , π ο ύ μας δ ίν ε ι ή π ο ίη σ η τ ο υ έ ξ ω ά π ό τ ή ν ισ τ ο ρ ικ ή ν έ ρ ε υ ν α ( ά ν κ α ί φ ω τ ισ ιιέ ν η iänt’ α ύ τ η ) . Γ ι ά τ ο ύ τ ο β ά λ θ η κ α ν ά δ ώ · ρω σ τ ο ύ ς γ ε ρ ρ α ν ο μ α θ ε ΐς μ ο υ φ ίλ ο υ ς στήν Ε ύ ρ ώ π η ο ο κ ίμ ια ά π ό π ισ τ έ ς γ ε ρ ­μ α ν ικ έ ς μ ε τ α φ ρ ά σ ε ις τ ο υ Ρ ω μ α ν ο ύ , πού τ ο ύ ς σ υ γ κ ιν ο ϋ σ α ν π ο λ ύ . Κ α ί γ ι ά το ύ το θ ά ή θ ε λ α κ α ί σ τ ο ύ ς " Ε λ λ η ν ε ς φ ί- λ ο υ ς μ ο υ ν α π ώ λ ίγ ε ς λ έ ξ ε ι ς , έ ξ η γ ώ ν τ α ς πώς β λ έ π ω τ ή ν ά ξ ί α α ύ τ η ς τ η ς ά δ ικ α ξ ε χ α σ μ έ ν η ς τ έ χ ν η ς .: Φ α ίν ε τ α ι σ ά ν έ ν α ά π ό τ ά χ α ρ α κ τ η ρ ι ­σ τικ ά θ α ύ μ α τ ά τ ο υ Ε λ λ η ν ι σ μ ο ύ ή π α ­ρ ο υ σ ία τ ο ύ π ο ιη τ ή μ α ς . Ό Ρ ω μ α ν ό ς tftav Ε β ρ α ϊ κ ή ς κ α τ α γ ω γ ή ς , γ ε ν ν ή θ η ­κε σ τ ό κ έ ν τ ρ ο τ ο ύ ά ν α τ ο λ ικ ο ύ π ν ε ύ μ α ­τος, σ τ ή Σ υ ρ ία , έ γ ι ν ε Ιε ρ έ α ς κ α ί ίσ ω ς μ ο να χό ς , ή ρ θ ε σ τ η ν Κ ω ν σ τ α ν τ ιν ο ύ π ο λ η % έ π ο χ ή τ ο ΰ Α ύ τ ο κ ρ ά τ ο ρ ο ς Ά ν α - οτα σ ίου (4 9 1 — 518 .μ . Χ ρ . ) , δ τ α ν ο ί φ α ­να τικές φ ιλ ο ν ικ ίε ς γ ι ά τ ά θ ε ο λ ο γ ικ ά δ ό γ μ α τ α ά π ο ρ ρ ο φ ο υ σ α ν σ χ ε δ ό ν δ λ ε ς ϊίς π ν ε υ μ α τ ικ έ ς δ υ ν ά μ ε ις τ ώ ν λ ο γ ίω ν , . ένώ ή π ο ίη σ η π ά γ ω ν ε σ έ ν ε κ ρ ο ύ ς μ ύ - 6ους κ α ί ν ε κ ρ ά μ έ τ ρ α . Κ α ί α ύ τ ό ς ό Εένος, ό Σ η μ ί τ η ς , 6 ό λ ό τ ε λ α ά π ρ ο π α - ράσκευος έ φ η μ έ ρ ιο ς , γ έ ν ν η σ ε σ τ ό σ κ ο ­τάδι τ ή ς σ τ ε ν ή ς έ κ κ λ η σ ία ς τ ο υ , ύ π ό (ία- μ ο ρ φ ή , μ ιά φ ω τ ε ιν ή ν , 'Ε λ λ η ν ικ ή ν ¿μ ο ρ φ ιά , έ γ ιν ε ό π α τ έ ρ α ^ ν έ ο υ τ ρ ό π ο υ ώ θ α ο ά π ο ιη τ ικ ο ύ ρ υ θ μ ο υ , β γ α λ μ έ ν ο υ h jö τ ά β ά θ η . τ ά π α ρ θ ε ν ικ ά τ ή ς ζ ω ν τ α ­ή ς Ρ ω μ έ ΐκ η ς λ α λ ι ά ς κ α ί φ ω τισ μ έ ν ο υ , ιά π ω ς ά π ό τ ίς ύ π ό γ ε ιε ς φ λ ό γ ε ς ; το ύ

ΤοΟ ΕΛΜΟΥΤ ΦΟΝ TEN Σ Τ Α Ι Ν Ε Ν

ά θ ά ν α τ ο υ . δ α ίμ ο ν α τ ή ς Ε λ λ η ν ι κ ή ς τ ρ α γ ω δ ία ς .

Ε ί χ ε , β έ β α ια , π ρ ο δ ρ ό μ ο υ ς κ α ί π α ­ρ α δ ε ίγ μ α τ α , π ο ύ έ δ ω δ έ ν έ χ ο υ μ ε τ όχ ώ ρ ο ν ά ά ν α φ έ ρ ο υ μ ε σ τ ις λ ε π τ ο μ έ ρ ε ι ­ες . Ή Σ υ ρ ια κ ή π ο ίη σ η τ ο ν έ π η ρ έ α ζ ε β α θ ιά κ α ί τ ό ά κ μ ά ζ ο ν τ ό τ ε σ έ δ λ ο υ ς Λ« ί' .Ο _ « ? - . ...ώ .. ... _ « Γ.τ ο ύ ς ά μ β ω ν ε ς ίε ρ ο κ ή ρ υ γ μ α τ ο ύ έ δ ιν ε ιδ έ ε ς κ α ί ύ π ο θ έ σ ε ις , ά λ λ ά τ ό ά π ο φ α - σ ισ τ ικ ό τ ό έ δ ω σ ε μ ό ν ο ς τ ο υ , δ η λ α δ ή τ ό ά π ό μ υ σ τ ικ ό χ ά ρ ισ μ α Ιμ π ν ε υ σ μ έ ν ο δ η ­μ ι ο ύ ρ γ η μ α τ ο ύ ώ ρ ά ίο υ λ ό γ ο υ .

Κ ο ν τ α κ ιο ν λ έ γ ε τ α ι τ ό π ο ιη τ ικ ό ε ί ­δ ο ς , π ο ύ χ ρ ω σ τ ά ε ι ή λ ο γ ο τ ε χ ν ί α σ τ ό Ρ ω μ α ν ό . Ε ί ν α ι κ ά τ ι σ ά ν Ιε ρ ο κ ή ρ υ γ μ α - ψ α λ μ έ ν ο μ έ ίδ ιο υ ς σ κ ο π ο ύ ς , π ο ύ δ υ σ τ υ χ ώ ς χ ά θ η κ α ν γ ι ά π ά ν τ α , μ έ σ α σ τ ή λ ε ι τ ο υ ρ γ ί α , ά λ λ α μ έ π ρ ο σ ω π ικ ή έ λ ε υ θ ε ρ ία τ ο ΰ π ο ιη τ ή . Τ ό κ ο ν τ ά κ ιο ν έ ­χ ε ι μ ιά σ τρ ο φ ή ν ε ι σ α γ ω γ ή ς μ έ Α ν ε ­ξ ά ρ τ η τ ο ο ο θ μ ό κ α ί έ π ε ιτ α μ ιά μ α κ ρ υ ά σ ε ιρ ά σ τρ ο φ έ ς , ο ϊκ ο δ ο μ η μ έ ν ε ς (π ο ύ κ α λ ο ύ ν τ α ι ο ί κ ο ι ) , δ λ ε ς κ α τ ά έ ν α σ χ ή μ α , ν έ ο γ ι ά κ ά θ ε κ ο ν τ ά κ ιο , π ο ύ ά - ρ α δ ιά ζ ο ν τ α ι σ ά ν μ α ρ γ α ρ ιτ ά ρ ια το ύ ιε ρ ο ύ κ ο μ β ο λ ο γ ιο ύ ο έ μ ια ν ά κ ’ρ ,ο σ τι- γ ί δ α κ α ί τ ε λ ε ιώ ν ο υ ν .π ά ν τ α σ έ έ ν α σ τ ί ­χ ο , π ο ύ μ έ τ ή ν ά δ ιά κ ο π η ν έ π α ν α λ η ψ ή τ ο υ α ν α γ κ ά ζ ε ι τ ό ν ά τ έ λ ε ιω τ ο ε ύ λ α β ι - κ ό ν έ ν θ ο υ σ ια σ μ ό ν ά ύ π ο β λ η θ ε ΐ σ τ ό ν ό μ ο τ ο υ π λ α σ τ ικ ο ύ κ α ί τ ο ΰ τ ε λ ε ίο υ .

Τ ό π ρ ώ τ ο κ ο ν τ ά κ ιο τ ο ΰ Ρ ω μ α ν ο ύ (π ο ύ π α ρ α θ έ τ ο υ μ ε σ έ ά λ λ η σ τ ή λ η μ ε ­ρ ικ έ ς σ τ ρ ο φ έ ς ), ά φ ιε ρ ώ ν ε τ α ι σ τ ή γ έ ν ­ν η σ η τ ο ΰ Χ ρ ίσ τ ο υ . .Χ ί λ ι α π ε ρ ίπ ο υ α κ ό ­λ ο υ θ α , π ο ύ μ ό λ ις τ ό ε ικ ο σ τ ό μ έ ο ο § τ ο υ ς σ υ ν τ η ρ ε ίτ α ι σ τ ά χ ε ιρ ό γ ρ α φ α το υ ‘Α γ ι ο υ ’Ό ρ ο υ ς , τ ή ς Π ά τ μ ο υ κ α ί ά λ λ α ,, ε γ κ ω μ ί α ζ α ν τ ή ζ ω ή , τ ά π ά θ η κ α ί τ ό ν θ ά ν α τ ο τ ο ύ Σ ω τ η ρ α , τ ί ς π ρ ά ξ ε ις τ ώ ν ά π ο σ τ ό λ ω ν κ α ί ο λ ω ν τ ω ν ώ ς τ ό τ ε *5-Ϊ ίω ν τ ή ς χ ρ ισ τ ια ν ικ ή ς κ ο ιν ω ν ία ς κ α ί

π ε ικ ό ν ιζ α ν τ ή μ ο ίρ α τ ώ ν π ισ τ ώ ν κ α ί ά π ισ τ ω ν ώ ς τ ό τ έ λ ο ς τ ο υ κ ό σ μ ο υ , σ τ ή Δ ε ύ τ ε ρ η Π α ρ ο υ σ ία .

Τ ι ν έ ο π ρ ο σ φ έ ρ ε ι ό Ρ ω μ α ν ό ς μ ε α υ ­τ ά τ ά κ ο ν τ ά κ ια σ τ ή ν Ε λ λ η ν ι κ ή λ ο γ ο ­τ ε χ ν ία ; Π ρ ώ τ ’ ά π ’ δ λ α τ η γ λ ώ σ σ α . Μ π ο ρ ε ί ν ά π ε ί κ α ν ε ίς χ ω ρ ί ς υ π ε ρ β ο ­λ ή , π ώ ς α ύ τ ό ς ό ά ν α τ ο λ ίτ η ς ε ίν α ι ό π ρ ώ τ ο ς κ α λ λ ιτ έ χ ν η ς δ η μ ο τ ικ ισ τ ή ς τ η ς

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 2)

Άπό τήν πρώτη στιγμή, ξέρει ποΟ βρί­σκεται ή δύναμή του. Κι’ ¿ν δέν τό δεί­χνει άκόμη στα έργα τον, προαισθάνεται τό είδος της ιδιοφυίας, πού αργότερα θα φανερώσει μέσα σ’ αύτά.

Είμαι πρωτότυπος, λέει περίπου, κατά τοϋτο: δτι μέσα μου είναι ή άνάλυση, όχι ή σύνθεση. Πάω πρός τά μέσα' κι’ έρευνων- τας τά άτομα, πληροφορούμαι γιά δλα.

ΛΈνοιωθε πάντοτε Αντιπάθεια γιά τίς έπι-

υτήμες, τΙς θεωρούσε ματαιες.'Η μόρφωσή του ώστόσο, ύπή

φιλολογική. Άπό μικρός έμαθε τά γαλλ’κά καί τά γερμανικά. ΟΙ μικροί Ντοστογιέφ-

Μετάφρ. ΓΙΑΤΒέΗ ΧΑΤΖΙΝΗ

δέν ξέρει νά μιλήιπι: τραυλίζει. Ό Ντο* στογίέφσκι είναι άνθρωπος μακριάς καλ­λιέργειας, τόσο άπό ράτσα, δσο κι’ άπό διαπαιδαγώγηση. Ποτέ δέν έμεινε σέ χέρ­σο. Τό παιδί αύτο τών μικροευγενών δέντη- κεν άνατροφή εύγενή. Τό δίδαξα» άπο τό λίκνα Ό πατέρας Ντοστογιέφσκι δέν εί­ναι μόνο ένας άνθρωπος αόστηρός, άπυρ* ροφημένος Αποκλειστικά Από θρησκευτικές Ιδέες. ΚΓ αύτός έπίσης, διαβάζει. ‘Υπηρέ­τησε στό στρατό. Πολέμησε ένσντίον τοΰ Ναπολέονχα. Βλέπει πέρα Απ' τή συνοικία

, ·_ _ Λ . του, πέρα Απ’ τήν πόλη, άκόμη πέρα κΓ μόρφωσή του ώστόσο, υπήρξε καθαρά ^ ^ ρωσϋίσ. πυικΆ ΆιιΑ ιιικοΑγ Ειιαθε τα ναλλ'Κά — ·

σκι είχο» ένα Γάλλο παιδαγωγό, πού λε- γόταν Σουκάρ. Στό φτωχό σπίτι του πα­τέρα του, ό Ντοστογιέφσκι Απόκτησε τή συνήθεια τής άνάγνωσης. Καί τήν είχε δ­πως πρέπει νά τήν έχει κανείς· ώς τό πά­θος. Ή σκληρότερη στέρησή του στό κά­τεργο εϊταν πού δέ μπορούσε νά διαβάσει. Σπουδαστής ή έξόριστος, στή φυλακή, στη Σιβηρία, από σοφίτα σέ σοφίτα, σέρνει πάντοτε βιβλία μαζί του: τή Βίβλο, τόν Σαίξπηρ, τόν Σίλλ-ερ, τό Ρακίνα, τόν Πτά- ντε, τόν Πούσκιν. "Οταν δέν ζητάει χρή­ματα άπό τους φίλους του, τούς Ικετεύει νά τού στείλουν βιβλία.

Είναι θρεμμένος μέ έργα γαλλικά. Τού άντικατάστησαν τ’ Αρχαία. Τά έλληνικά του καί τά λατινικά του είναι τά γαλλικά. Καταβροχθίζει δλα μέ τήν ίδια όρεξη, τό Βολταΐρο και τόν Μπαλζάκ, τόν Εόγένιο Σύη καί τό Ρακίνα. Άπο πολύ νέος, έχει διαβάσει άπειρα πράγματα. Όσο γιά τούε Ρώσσους, τίποτε δεν Αγνοεί. Σ ' όλη του εή ζωή είναι περίεργος γιά τούς Αντιπάλους του, άπληστος γιά καθετί πού δημοσιεύ­ουν. ’Επικαλείται άδιάκοπα τά ρομάντσα τού Τουργκένιεφ, τοΟ Γοντζάρωφ καί τοΟ Τολστόϊ. Παρακολουθεί δλους τούς συγ­γραφείς, κάθε τάξης, άκόμη και τούς κρι­τικούς. Στά μάτια του, μόνον ό Πούσκιν κι’ ό Γκόγκολ έχουν ίδιοφυΐα. Τήν άρνείται στόν Τολστόϊ. Άλλωστε, τό παράδειγμα τοϋ Γκόγκολ, πού πέθανε τρελλός, τόν πα­ρακολουθεί.

θεωρούν συνήθως τόν Ντοστογιέφσκι σάν έναν Ακαλλιέργητο βάρβαρο, πού δλα τά όφείλει στόν έαυτό του. Δέν ύπάρχει με* γαλείτέρο ψέμα. Καλή Ιδέα γιά τους δα­σκάλους καί τούς λοχίες τών γραμμάτων. Κολακεύουν έτσι τήν ίδια τους τή βαρβα­ρότητα. Βρίσκουν βάρβαρη κάθε πρωτότυ­πη ψυχή, γιά νά προκαλέσουν τήν προσοχή στή δική τους πρωτοτυπία. Ό βάρβαρος

Πρέπει νά ζητήσουμε τό Ντοστογιέφσκι έκει πού βρίσκεται: στό κέντρο τής πλειά­δας πού Αποτελεί τή δόξα τοδ ρωσσικοΟπνεύματος. Είναι δυό χρόνια νεώτερος άπό τόν τουργκένιεφ κι’ έφτά μεγαλείτερος Απ’ τόν Τολστόϊ. Βρίσκεται λοιπόν Ανάμεσα

γκένιεφ ιτόϊ. Βι

κι’ έφτά μεγαλείτερος Απ’

στό Τολστόϊ καί τόν Γκόγκολ. Γεννήθηκαν δλοι στή μυστικόπαθη βασιλεία του ’Αλε­ξάνδρου καί μεγάλωσαν μέσα στά σκότη καί τή σιωπή του Νικολάου. ΟΙ πατέρες τους, ολων, είναι άνθρωποι τού 1812, πού Απελευθέρωσαν τήν πατρίδα τους καί έ«έ­βαλα» τήν κοσμική Ρωσσία στήν Εύρώπη. ‘Η Ρωσσία δέν θά ξαναβρεΐ Ασφαλώς τέ­τοιους πατέρες καί τέτοιους γιούς. Εΐταν εύγενεις, στήν πνευματική έννοια τής λέ­ξης. Νά είσαι γόνιμος, νά τό άπαντον τής εύγένειας. Μέ λίγα λόγια, είναι άπό καλή ράτσα. Ακούραστοι στή δουλειά, πιστεύουν σέ δ,τι κάνουν. Δίνονται μέ δλη τους τ*ν ψυχή. "Εχουν τήν αύταπάιη πώς είναι Α­ναγκαίοι στήν έποχή τους, στόν τόπο τους, σέ δλους τούς Ανθρώπους: στόν έαυτό τους.

"Αλλωστε, έκτος Απ’ τόν- Τουργκένιεφ. είναι Απότομοι, τραχειοί, σκληροί μεταξύ τυυς. ‘Ο Ντοστογιέφσκι δέ μπορεί νά συν­δεθεί στερεά μέ κανένα. Ή καλωσύνη πού έδειξαν γι’ αύτόν, στήν Αρχή, δ Μπελινσκι, ό Τουργκένιεφ χαί μερικοί άλλοι, δέν τούς χρησιμεύει σέ τίποτε, μήτε στΟν ίδιον. "Ο­πως συμβαίνει τόσο συχνά. Αγαπούσαν ένα Ντοστογιέφσκι καθ’ Ομοίωσή τους μέσα στό «Φτωχόκοσμο». Κι' ό Αληθινός Ντοστο- γιέφσκι τούς έξοργίζευ Είναι δυσάρεστη* μένος μαζί τους πού δέν έκαμαν γΓ αύτόν Αρκετά, ύστερα Απ’ δσα έκαμαν γιά ιόν άλλον. ‘Η καρδιά του μπροστά στήν Αγάπη είναι μαζί ταπεινή καί δεσποτική: Είναι βαθύτατα άπληστος. Τσακώνεται μέ δ­λους τούς Ανθρώπους τών γραμμάτων πο§ πλησιάζει. Κανόνας^ Δέν ύπάρχει καλλιτέ­χνης μέ ίδιοφυΐα πού νά βρίσκεται σέ ειρη­νικές σχέσεις μέ τούς Ανθρώπους των γραμμάτων, ούτε νά τό θέλει. Ό Ντοστο^ γιέφσκι δέ φπορεΐ νά κρατήσει ένα φίλο. ’Απαιτεί πάρα πολλά Απ’ τή φιλία, χωρίς Αμφιβολία.

Μελαγχολική διάθεση! Ν ’ Αγαπάει κα­νείς παραάολύ ¿κείνους πού Αγαπάει. Φο­βούμαι πώς ή παθητική αύτή καρδιά ήθελε νά ζουν μόνρ γι αυτήν: γιατί είταν Ικανή νά ζήσει μόνο γιά κείνους πού προτιμούσε.

Σέβεται κι’ άγαπά τήν τέχνη του.Στό κορύφωμα τής θλίψης, παραδοαένος

μόνος στόν έαυτό του, φτάνει μόνο νά' ύπο- φέρει άπ’ τόν έαυτό του, τραβάει μακριά.Ετσι είναι, ή τόν φαντάσθηκα; Στήν Αγά­

πη τής τέχνης έπίσης Φτάνει στά άκρα: ή άρρώστεια πού συνθλίβει τήν ψυχή. Ή άρ­νηση νά κάμει κάτι γιά τό κοινό, πού νά μην είναι σύμφωνο μέ τήν ίδιοφυΐα του. Στά μάτια τού καλλιτέχνη, τό κοινό είναι ένα Αναγκαίο κακό: Πρεπει νά τό νικήσει, χαί τίποτε περισσότερο.

Λατρεύει τήν κατάσταση τής δημιοθρ-« λ . .--Δ.«.. ,. . « λ » Γ . - ■ —*γίας. Αλλά τό γράψιμο τόν'σκότώνέϊ. Γιατί

βρίσκεται στά δίχτυα τής Ανάγκης. "Ας διαμαρτύρεται πώς δέ θά γράψει κατά πα­ραγγελία, ζξΐ άπ’ τήν πέννα του. Είναι σκλάβος τών ύποχρεώσεων πού Ιχει Ανα- λΑβευ Σ ’ αύτό όφείλεται τό δτι είναι ό πε­ρισσότερο άνισος άπό τούς μεγάλους συγ­γραφείς : δίνει ένα Αριστούργημα ύστερα άπό ένα ρομάντσο συγκεχυμένο. Καί τό Α­ριστούργημα! Ακολουθείται Από ένα μέτριο β ιβ λ ίο (·): „

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 3)

<*)Ένα ηρό-Όμηρικό Ayyeio ‘-«οό βρίφριι στήν Άβήνα αέ Μυκηναϊκά βασιλικό τ*φο τόν

Ίούλια στίς ΔνασκΔφές ιής 'Ανερϊχα̂ ι.κης 'Αρχανολογικής,- Σχολής.,

«Έ·(»κΛγμ» m l ΤιμωρΙ*», & ml 1867. Ό «Αιών ως αόζαγας» β-

irztça ist' •Un *’ΗΧ£θισ». 1868 ml 1870.

Tomo* imb ιό «ϋαίκπης» 1868

«Ν Ε Ο Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Α ΓΡΑΜ Μ ΑΤΑ » ΑΘ ΗΝΑ, Π Ε Ρ ΙΟ Δ Ο Σ Β* Τ ΙΜ Η ΦΥΛΛΟΥ Δ Ρ Α Χ . 4. - Α Ρ ΙΘ . ΦΥΛΛΟΥ 164

ΗεοεΜΜΚΛΓΚΜΛΚΓΑ

Ο Π Ο Ή Τ Η Σ Ρ Ω Μ Α Ν Ο Σ Ο Μ Ε Λ Ω Δ Ο Σ ΚΟΝΤΑΚΙΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑΝ

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ UΡ ω μ ιο σ ύ ν η ς . Ε ί ν α ι ό π ρ ώ τ ο ς π ο ύ τ ο λ μ ά ε ι ν ά σ π ά σ ε ι τ η ν τ υ ­ρ α ν ν ικ ή έ π ιβ ο λ ή τ η ς ά ο γ α ισ ς ,

σ χ ο λ α σ τ ικ ά σ υ ν τ η ρ η μ έ ν η ς σ ύ ν ­τ α ξ η ς κ α ί μ ε τ ρ ο π ο ιη σ η ς ; Δ ε ν π ρ ο ε κ υ ψ ε , β έ β α ια , α π α υ ­τ ό ν λ ο γ ο τ ε χ ν ι κ ό ζ ή τ η μ α , μ ια κ α ί δ η μ ιο υ ρ γ ο ύ σ ε μ α κ ρ υ α ά π ο τ ά κ έ ν τ ρ α xcov λ ο γ ιώ ν » o t ó t h c ζ ω ν τ α ν ό τ ό τ ε π ε ρ ιβ ά λ λ ο ν τ η ς έ κ κ λ η σ ία ς , ά λ λ ά α υ τ ή ή ε υ τ υ ­χ ισ μ έ ν η σ ύ μ π τ ω σ η δ έ ν ¿ λ α τ τ ώ ν ε ι τ ή ν ά ξ ί α τ ο υ έ ρ γ ο υ τ ο υ . Ο ι μ ο ρ φ έ ς σ τ ίς λ έ ξ ε ις κο:·. σ τ ις κ λ ίσ ε ις ε ίν α ι ο ί π α ρ α δ ο μ έ ν ε ς ,Ϊ ια τ ί ε ίχ α ν α κ ό μ α λ α ϊ κ ή ζ ω ή .

I σ ύ ν τ α ξ η ό μ ω ς τ ο υ Ρ ω μ α ­ν ο ύ , ή ε σ ω τ ε ρ ικ ή κ ίν η σ η , ο τ ρ ό π ο ς τ ή ς ά μ ε σ η ς έ κ φ ρ α σ η ς , ε ίν α ι σ τ ο ιχ ε ία α π ο λ ύ τ ω ς ν έ α κ α ί π ιο κ ο ν τ ά σ τ ή σ η μ ε ρ ιν ή α ­ν α λ υ τ ικ ή γ λ ώ σ σ α π α ρ ά σ τ ή σ υ ν θ ε τ ικ ή π λ ά σ η τ ή ς ά ρ χ α ια ς . " Ε τ σ ι κ ά θ ε σ ύ γ χ ρ ο ν ο ς Ε λ λ η ­ν α ς μ π ο ρ ε ί ν ά τ ά κ α τ α λ α β α ί ­ν ε ι μ έ έ λ ά χ ισ τ ε ς ε ιδ ικ έ ς γ ν ώ ­σ ε ις . . . ,

Ά λ λ ά τ ό π ιό σ π ο υ δ α ίο ε ίν α ι ό κ α ιν ο ύ ρ γ ιο ς π ο ιη τ ικ ό ς ρ υ θ ­μ ό ς τ ο ΰ Ρ ω μ α ν ο ύ , ¿ ά ν π ρ ώ τ ο ς δ η μ ιο υ ρ γ ό ς , έ γ κ α τ α λ ε ίπ ε ι ρ ι ­ζ ι κ ά τ ό κ ο κ κ α λ ια σ μ ε ν ο κ ιό λ α ς ά π ό π έ ν τ ε α ιώ ν ε ς σ ύ σ τ η μ α τ η ς μ έ τ ρ η σ η ς τ ώ ν π(χ> π ο λ λ ο υ μ α ­κ ρ ώ ν κ α ί β ρ α χ έ ω ν σ υ λ λ α β ώ ν κ ο Α π ιά ν ε ι σ τ ό χ έ ρ ι τ ο υ τ ο υ ς ζ ω ν τ α ν ο ύ ς τ ό ν ο υ ς , δ π ω ς τ ο ν ί ­ζ ο ν τ α ν τ ό τ ε κ α ι τ ο ν ίζ ο ν τ α ι σ ή μ ε ρ α , κ α ί τ ο ύ ς σ υ ν θ έ τ ε ι σ έ ν έ ο υ ς ρ υ θ α ικ ο υ ς σ τ ί ­χ ο υ ς ά π ό ά ψ ά ν τ α σ τ ο π λ ο ύ τ ο . Δ έ ν ύ π ά ρ χ ε ι κ ά τ ι ά ν ά λ ο γ ο γ ι ά ' τ ή ρ υ θ μ ικ ή π ο λ υ μ ο ρ φ ία τ ο ύ κ ο ν τ α κ ίο υ σ έ κ α μ μ ιά Ε υ ­ρ ω π α ϊκ ή τ έ χ ν η . Φ α ίν ε τ α ι σ ά ν μ ε θ υ σ μ έ ν ο ς ό π ο ιη τ ή ς ά π ο τ ό χ ο ρ ό τ ή ς γ λ ώ σ σ α ς , π ο υ δ ίν ε τ α ι σ ’ α ύ τ ό γ ι ά μ ι ά π ρ ώ τ η Φ ο ρ ά , χ ω ρ ίς κ α ν έ ν α σ υ γ κ ρ ό τ η μ α . Φ α ίν ε τ α ι σ ά ν ά μ ή χ ο ρ τ α ίν ε ι ά π ό τ ά έ κ σ τ α τ ικ ά σ χ ή μ α τ α κ α ι π η δ ή μ α τ α , π ο ύ τά _ κ υ β ε ρ ν ά ε ι δ μ ω ς μ έ π ρ ω τ ο φ α ν ή μ α σ τ ο ρ ιά . Κ α ι σ ή μ ε ρ α ά κ ό μ α θ ά μ π ο ρ ο υ σ ε , θ α ρ ω , ν ά έ μ π ν ε ό σ ε ι α υ τ ό ς τ ή ρ υ θ μ ικ ή δ η μ ιο υ ρ γ ία τ η ς γ λ ώ σ σ α ς τ ο υ .

" Ο σ ο ε ίν α ι κ α ιν ο ύ ρ γ ιο ς ό ρ υ θ μ ό ς , τ ό σ ο π ρ ω τ ό τ υ π ο ε ίν α ι κ α ί τ ό π ε ρ ιε χ ό μ ε ν ο α ύ τ η ς τ η ς

'τ έ χ ν η ς , δ η λ α δ ή τ ό π ο ιη τ ικ ο .π ν ε ύ μ α , π ο ύ μ’ α ύ τ ό μ ε τ α ιιο ο -

“ φ ώ ν ε ι ό Ρ ω μ α ν ό ς τ ό π α ρ α δ ο - μ έ ν ο χ ρ ισ τ ια ν ικ ό δ ό γ μ α . Κ ε - μ ε ΐς , ό π ω ς κ α θ έ ν α ς π ο υ θ α η θ ε - λ ε ι δ ίκ α ια νά _ έ κ τ ιμ ή σ ε ι ε ν α δ η μ ιο υ ρ γ ό τ ο ύ π α ρ ε λ θ ό ν τ ο ς , π ρ έ π ε ι ο ώ σ τ η ρ ά ν ά χ ω ρ ίσ ο υ ­μ ε τ ή ν δ λ η , π ο ύ τ ή ν κ λ η ρ ο ν ό ­μ η σ ε ¿ κ ε ίν ο ς κ α ί π ο ύ κ α θ ό λ ο υ δ έ ν μ π ο ρ ε ί ν ά τ ή ν έ κ λ έ ξ ε ι , ά π ό τ ή ν π ρ ο σ ω π ικ ή τ ο υ σ υ μ β ο λ ή , τ ή μ ε τ α ρ ρ υ θ μ ισ τ ικ ή τ ο υ δ ύ ν α ­μ η . Σ έ τ ο ύ τ ο τ ό σ η μ ε ίο ή Ισ τ ο ­ρ ικ ή έ π ισ τ ή μ η έ χ ε ι τ ή ν ■ ε υ κ α ι­ρ ία κ α ί τ ό κ α θ ή κ ο ν ν ά δ ε ίξ ε ι τ ά κ ο λ ά τ η ς έ ν σ τ ικ τ α .

t t ó π ά ρ ο υ μ ε έ ν α ά λ λ ο π α ρ ά ­δ ε ιγ μ α , τ ό μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο ϊσ ω ς τ ή ς Ε ύ ρ ω π α ϊκ ή ς Ισ τ ο ρ ία ς . Ο Δ ά ν τ η ς δ ίν ε ι σ τ ό π ο ίη μ ά ^ τ ο υ μ ιά ν ε ικ ό ν α τ ο Ο κ α θ ο λ ικ ο ύ κ ό ­σ μ ο υ π ο ύ π ε ρ ιέ χ ε ι τ ό σ ύ α π α ν . Α π λ ο ϊ κ ή δ μ ω ς κ α ί σ τ ε ν ή ε ίν α ι ή έ ξ ή γ η σ η έ κ ε ίν ω ν , π ο ύ , π α ίρ ­ν ο ν τ α ς τ ή ν δ λ η γ ι ά ο ύ σ ία · Ι γ * κ ω μ ιά ζ ο υ ν ή κ α τ η γ ο ρ ο υ ν τ ό Φ λ ω ρ ε ν τ ιν ό σ ά ζ ω γ ρ ά φ ο τ ο υ δ ο γ μ α τ ικ ο ύ σ υ σ τ ή μ α τ ο ς τ ω ν μ έ σ ω ν α ιώ ν ω ν . Τ ο ύ τ ο τ ό σ ύ ­σ τ η μ α δ έ ν τ ό ά λ λ ά ζ ε ι , γ ι α τ ί δ έ ν ε ίν α ι φ ιλ ό σ ο φ ο ς μ ε τ α ρ ­ρ υ θ μ ισ τ ή ς , μ ά κ ά ν ε ι κ ά τ ι π ο λ υ l i t ó έ ξ α ιρ ε τ ιχ ό , φ υ σ ά ε ι δ η λ α δ ή μ έ σ α τ ο υ τ ή ν ά τ μ ό σ φ α ιρ α ν έ α ς ¿ π σ χ ή ς , π ο υ β γ α ί ν ε ι α π ό τ η ν κ α ρ δ ιά τ ο υ , κ α ί δ ε ίχ ν ε ι , π ω ς θ ρ ια μ β ε ύ ε ι έ ν α ν έ ο ά ν θ ρ ώ π ιν ο « έ γ ώ » , γ υ ρ ίζ ο ν τ α ς ά π ό τ η ν κ ό λ α σ η ω ς τ ό ν ο ύ ρ α ν ό κ α ί μ ε ­τ α μ ο ρ φ ώ ν ο ν τ α ς δ λ α τ ά τ ο π ε ια μ έ τ ό μ α γ ικ ό φ ω ς τ ή ς δ η μ ιο υ ρ ­γ ι κ ή ς τ ο υ μ α τ ιά ς .

Κ ά τ ι ά ν ά λ ο γ ο Ισ χ ύ ε ι κ α ι γ ι α π ·> " σ ν ό . Δ έ φ α ν ε ο ώ ν ο υ ν

π ο λ ύ π ο ιη τ ικ ό ο ύ τε ίσ τ ο ο 'κ ό α ίσ θ η μ α ο ί έ τ η κ ρ ιτ έ ς τ ο υ , π ο υ τ ό ν κ α τ η γ ο ρ ο ύ ν γ ι ά τ ό ν .λ ε γ ό - μ ε ν ο ν ά ν α τ ο λ ικ ό τ ο υ δ ο γ μ α τ ι ­σ μ ό . ’Ό χ ι μ ό ν ο τ ά δ ό γ μ α τ α , ά λ λ ά κ α ι ή δ ο γ μ α τ ικ ή έ ξ έ - γ ε ρ σ η . ή σ υ γ κ έ ν τ ρ ω σ η π α ν τ ό ' έ ν δ ια φ έ ρ ο ν το ς σ τ ή θ ε ο λ ο γ ικ ή φ ιλ ο ν ικ ία — α ύ τ ή ή τ α ν ή π ν ε υ : μ α τ ικ ή ύ λ η τ ή ς έ π ο χ η ς , κ α ι κ α ν έ ν α ς π ο ιη τ ή ς δ έ ν ε ίχ ε τ η ν ά π ο σ τ ο λ ή ν ά τ ή ν ά λ λ ά ζ ε ι . Α λ ­λ ά ό Ρ ω μ α ν ό ς , σ υ μ μ ε τ έ χ ο ν τ α ς σ ’ α ύ τ ή , τ ή ν έ κ α ν ε ά ν θ ρ ω π ιν η , δ χ ι, β έ β α ια , μ έ τ ό ν τ ρ ό π ο το υ Δ ά ν τ η , έ κ ε ΐν ο τ ό έ γ ώ τ ή ς V . · ν α γ έ ν ν η σ η ς , π ο ύ δ έ ν τ ο υ ήτα*/ γ ρ α φ τ ό ν ά έ ν σ α ρ κ ω θ ε ι σ έ ε λ ­λ η ν ικ ό τ ο π ίο .

Ό Κ ω ν σ τ α ν τ ιν ο υ π ο λ ίτ η ς Ψ ά λ­τ η ς β ρ ίσ κ ε ι ά λ λ ο υ ς ή χ ο υ ς σ τό ν π λ ο ύ σ ιο λ ά ρ υ γ γ ά τ ο υ , π ο υ α έ · ο α <5* α ύ τ ό ν ά κ ίψ χ χ κ ά τ ι ά π ό τ ή δ ρ α μ α τ ικ ή έ ν τ α σ η Α τ τ ι κ ή ς σ κ η ν ή ς . Σ τ ο ύ ς δ ια ­λ ό γ ο υ ς , π ο ύ π ο ύ ς π ρ ω τ ο έ φ τ ια - ξ ε σ τ ό ε ίδ ο ς α ύ τ ό ό Ρ ω μ α ν ό ς - δ λ α τ ά κ ο ν τ ά κ ια ε ίν α ι γ ε μ ά ­

τ α ά π ό δ ια λ ό γ ο υ ς κ* ή π ο ίη σ ή τ ο υ ς ά π ο κ ο ρ υ ψ ω ν ε τ α ι σ* α υ ­τ ο ύ ς — ο ί χ ρ ισ τ ια ν ικ έ ς Ιο έ ες φ α ίν ο ν τ α ι ν ά φ ο ρ ά ν τ ρ α γ ικ έ ς π ρ ο σ ω π ίδ ε ς κ α ι νά ^ π α ίζ ο υ ν

•¿να δ α ιμ ό ν ιο π α ιχ ν ίδ ι , δ π ο υ μ ά ς σ υ γ κ ιν ε ΐ ή μ ο ίρ α τ ο ύ ά ν - θ ρ ω π ο υ , ή α ίώ ν ια π ά λ η ζ ω η ς κ α ί θ α ν ά τ ο υ , φ ω τό ς κ α ι σ κ ό ­τ ο υ ς , κ α τ α σ τ ρ ο φ ή ς κ α ί ά ν α νέ - ω σ η ς , π ο ύ δ υ ν α τ ώ τ ε ρ α δ έ ι π ρ α γ μ α τ ο π ο ιή θ η κ ε π ο υ θ ε ν ά ά λ λ ο υ , ά π ό τ ο θ έ α τ ρ ο τ ο υ Δ ιο ν ύ σ ο υ .

Π ρ έ π ε ι δ μ ω ς ν ά ά ν α γ ν ω ρ ι - σ ε ι κ α ν ε ίς , π ώ ς ό δ ο γ μ α τ ικ ό ς π ό λ ε μ ο ς σ έ κ ε ίν η τ ή ν έ π ο χ ή τ ο ΰ Β υ ζ α ν τ ίο υ ο έ ν η τ α ν ε κ α ­θ ό λ ο υ κ ε ν ό ς κ α ί ά γ ο ν ο ς . " Α ν μ ά ς ε ίν α ι δ υ ν α τ ό ν ά λ υ τ ρ ω ­θ ο ύ μ ε ά π ό μ ο ν τ έ ρ ν ε ς π ρ ο λ ή ­ψ εις κ α ί ν ά ο ξ ύ ν ο υ μ ε τ ό μ ά ν . μ α ς γ ι ά κ ά θ ε μ ο ρ φ ή π ν ε υ μ α τ ι ­κ ο ύ κ α τ ο ρ θ ώ μ α τ ο ς , θ ά β ρ ο ύ μ ε π ά λ ι τ ό ίχ ν ο ς τ ο ύ γ ν ή σ ιο υ Ε λ ­λ η ν ισ μ ο ύ σ τ ή ν τ ό τ ε δ ια μ ό ρ φ ω σ η τ ή ς ' Ό ΐ σ τ ι α ν - - 5 ': Ιδ έ α ς . Γ ιά κ ε ίν ο υ ς τ ο ύ ς κ λ η ρ ο ν ό μ ο υ ς τ ή ς τ ό σ ο π λ ο ύ σ ια ς φ ιλ ο σ ο φ ικ ή ς ε ­ξ έ λ ιξ η ς , ή ο ύ σ ία τ ή ς ζ ω ή ς , ή ά ξ ί α τ ο ύ ά ν θ ρ ώ π ο υ σ υ γ κ ε ν ­τ ρ ώ θ η κ ε σ τ ή ν κ α λ ή ν ά ν τ ίλ η ψ η τ ώ ν θ ε ϊκ ώ ν σ υ μ β ό λ ω ν . Κ α ί τ ό κ έ ν τ ρ ο ν τ ώ ν σ υ μ β ό λ ω ν ή τ α ν ή π ν ε υ μ α τ ικ ή μ ο ο ^ ή τ ο ΰ Χ ρ ι ­σ τ ο ύ . ‘Ό π ο ι ο ς έ β λ ε π ε μ έ κ α · θ α ο ή μ α τ ιά τ ή ν ά λ ή θ ε ια π ο ύ ζ ο ΰ σ ε σ τ ό Χ ρ ισ τ ό , ε ίχ ε μ ιά ν έ π ικ ύ ρ ώ σ η τ ή ς δ ικ ιά ς τ ο υ ζ ω ­ή ς , έ ν ώ ό τ υ φ λ ό ς ή ό κ ο ν τό θ ω - ο ο ς τ ο ΰ ο υ ρ ά ν ιο υ δ ρ ά ­μ α τ ο ς ή τ α ν ά ν ά ξ ιο ς τ ο υ φ ω τό ς κ α ί π ρ ο ο ρ ισ μ έ ν ο ς γ ι ά τ ό γ κ ρ έ ­μ ισ μ α σ τ ό α ίώ ν ιο σ κ ο τ ά δ ι.

Κ α ί τ ό Χ ρ ισ τ ό τ ό ν έ β λ ε π α ν σ τ ή ν ά π ό λ υ τ η α λ ή θ ε ια τ ο υ , σ ά μ υ σ τ ή ρ ιο π ο ύ δ ικ α ιο λ ο γ ε ί 'τ ώ ν ά ν θ ρ ώ π ιν η ν δ π α ρ ξ η . Ν ά γ ι α τ ί έ π ρ ε π ε ν ά ε ίν α ι θ ε ό ς ^ κ α ί ά ν ­θ ρ ω π ο ς σ υ ν ά μ α κ α ί σ ύ γ χ ρ ο ν α . Τ ό μ ε γ α λ ε ίτ ε ρ ο μ υ σ τ ή ρ ιο ή ­τ α ν τ ό π ώ ς έ ν ώ ν ο ν τ α ι α ό τ έ ς ο ί δ υ ό ο υ σ ίε ς , α ύ τ έ ς ο ΐ δ υ ό Φύ­σ ε ις , σ έ έ ν α ά τ ο μ ο . Γ ι ά τ ή ν κ α - λ ύ τ ε ρ η ν ά ν τ ίλ η ψ η τ ο ύ τ ο υ τ ο υ μ υ σ τ η ρ ίο υ .ξ έ σ π α σ ε δ ο γ μ α τ ι ­κ ό ς π ό λ ε μ ο ς , π ο ύ β ά σ τ α ξ ε α ίώ ν ε ς . Κ α ί τ ό τ ε ή σ ο φ ή * Ε λ -

' λ η ν ικ ή π α ρ ά δ ο σ η σ υ γ ν ά ζ ω ν - ν ά νεψ ε κι* ά ν ά μ ε σ α σ τ ό θ ε ω ­ρ η τ ικ ό κ α ί ξ ε ρ ό ν α ύ τ ό φ α ν α ­τ ισ μ ό . Τ ό α ίσ θ η μ α τ ο ύ μ έ τ ρ ο υ κ α ί τ ή ς Ισ ο ρ ρ ο π ία ς ¿ ν ίκ η σ ε κ α ί σ έ τ ο ύ τ ο τ ο π ε δ ίο τ η ς μ ά ­χ η ς . Τ ά π ιό Ο λ ισ τ ικ ά μ υ α λ ά — γ ι ά τ ο ύ ς Ν ε σ τ ο ρ ια ν ο ύ ς μ ι λ ώ — ν ό μ ιζ α ν τ ό ν ά ν θ ρ ω π ο σ τ ό Χ ρ ι ­σ τ ό κ ά π ω ς ά ν ε ξ ά ρ τ η τ ο ά π ό :ό θ ε ό κ α ί κ ά π ω ς β γ α λ μ έ ν ο ν έ ξ ω ά π ό τ ό μ ε γ ά λ ο μ υ σ τ ή ρ ιο . Δ έ ν έ π έ τ ρ ε π α ν ν ά κ α λ ε ίτ α ι ή μ η ­τ έ ρ α τ ο υ « Θ ε ο τ ό κ ο ς » , γ ι α τ ί ό θ ε ό ς δ έ ν ύ π ο τ ά ζ ε τ α ι σ τ ό δ ρ ό ­μ ο τ ή ς φ ύ σ η ς . Σ τ ή ν ά λ λ η μ ε ­ρ ιά τ ά π ιό μ υ σ τ ικ ισ τ ικ ά μ υ α ­λ ά — ο ί λ ε γ ό μ ε ν ο ι Μ ο ν ο φ υ σ ΐ- τ α ι — ν ό μ ιζ α ν τ ό ν ά ν θ ρ ω π ο σ τ ό Χ ρ ισ τ ό κ α τ α β ρ ο χ θ ισ μ έ ν ο ν ά π ό

τ ό θ ε ό , κ α ί π ώ ς μ ιά φ ύση μ ό ­ν ο , ή θ ε ϊκ ή δ η λ α δ ή , σ η μ α ίν ε ι κ ά τ ι σ τ ό μ υ σ τ ή ρ ιο , π κ α λ ή ά ν - Α Ι γ Ρ Ο Σ Ί Ι λ ι Α

ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ

Τ Ο Υ Τ Α Π Ε Ι Ν Ο Υ Ρ Ω Μ Α Ν Ο Υ ( Ο ) Υ Μ Ν Ο Σ

τ ίλ η ψ η β ρ έ θ η κ ε σ τ ή μ έ σ η . Κ α ί ή ’Ο ρ θ ό δ ο ξ ο ς 'Ε κ κ λ η σ ί α α π ό - δ ε ιξ ε , π ώ ς ή τ α ν ά ξ ι α κ λ η ρ ο ­ν ό μ ο ς τ ή ς 'Ε λ λ η ν ι κ ή ς σ ο φ ία ς, έ ν ω κ α τ έ β α λ λ ε δ λ ο υ ς τ ο ύ ς π ν ε υ μ α τ ικ ο ύ ς τ η ς κ ό π ο υ ς γ ι ά ν ά σ υ ν τ η ρ ε ί τ ή ν κ α θ α ρ ή ν είκό ^ ν α τ ο ΰ Χ ρ ίσ τ ο υ σ ά ν ιδ α ν ικ ο ύ π α ρ α δ ε ίγ μ α τ ο ς , π ο ύ σ υ μ μ ε τ έ ­χ ε ι κ α ί τ ή ς ζ ω ή ς κ α ί τ ο υ θ α ­ν ά τ ο υ κ α ί τ ο υ α ιώ ν ιο υ κ α ί το υ π ε ρ α σ τ ικ ο ύ σ έ έ ν α τ ό σ ο ά δ ια - π έ ρ α σ τ ο δ σ ο κ α ί ζ ω ο γ ό ν ο μ υ ­σ τ ή ρ ιο . „

Ό Ρ ω μ α ν ό ς , μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά τ ό π ο ύ μ ε , ά ν τ ιπ ρ ο σ ω π ε υ ε ι σ ύ - τ ή τ ή ν Ισ τ ο ρ ικ ή σ τ ιγ μ ή σ τ ή ν π ο ίη σ η . " Ο χ ι γ ι α τ ί η τ σ γ ε π ι ­σ τ ό ς ο ρ θ ό δ ο ξ ο ς σ τ ή ν Ιδ ιω τ ικ ή τ ο υ ζ ω ή κ α ι σ τ ίς δ ο γ μ α τ ικ έ ς έ κ φ ρ ά σ ε ις π ο ύ β ρ ίσ κ ο ν τ α ι μ έ ­σ α σ τ ά κ ο ν τ ά κ ια , ά λ λ ά γ ι α τ ί ό π υ ρ ή ν α ς τ ή ς τ έ χ ν η ς τ ο υ , τ ό κ έ ν τ ρ ο ν τ ή ς δ ρ α μ α τ ικ ή ς τη ς τ ά σ η ς π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι τ ό ίδ ιο μ υ ­σ τ ή ρ ιο σ ε π ρ ω τ ό γ ο ν α π ο ιη τ ι ­κ ή ν δ λ η . Ο ί χ ρ ισ τ ια ν ικ έ ς Ιδ έ ε ς ε ίν α ι, δ π ω ς ε ίπ α μ ε , σ ά ν π ρ ό σ ω - π ιδ ο φ ό ρ ο ι ή θ ο π ο ιο ί σ τ ή σ κ η ν ή τ ο ύ Ρ ω μ α ν ο ύ . " Ε χ ο υ ν τ ή ν θ ε ϊ ­κ ή φ ύ σ η κ α ί τ ή ν ά ν θ ρ ώ π ιν η ._ ά · γ ω ρ ισ τ α έ ν ο μ ε ν ε ς . Π ο τ έ δ έ ν μ ά ς ά φ ίν ο υ ν ν ά χ α θ ο ύ μ ε ο ϋ τ ε σ τ η ν ά β υ σ σ ο τ ο ΰ μ υ σ τ ικ ισ μ ο υ · ο ύ τ ε σ έ κ ά π ο ιο έ π ιπ ό λ α ιο α ι ­σ θ η μ α τ ικ ό π α ιχ ν ίδ ι . Κ ά τ ι π ο λ ύ σ υ γ κ ιν η τ ικ ό π ρ α γ μ α τ ο π ο ιε ίτ α ι έ δ ώ , π ο ύ δ έ ν τ ό ξ έ ρ ο υ μ ε ά π ό κ α μ μ ιά ν ά λ λ η π ο ίη σ η σ’ α ύ τ ή τ ή μ ο ρ φ ή . Ο ί χ ρ ισ τ ια ν ικ έ ς ιδ έ ­ε ς κ α τ ε β α ίν ο υ ν ά π ό τ ό ύ π ε ρ π ε - ρ α ν κ α ί μ ι λ ά ν μ έ μ ά ς μ έ ο ι ­κ ε ιό τ η τ α , χ ω ρ ίς ν ά χ ά σ ο υ ν τ ό ν ο ύ ρ ά ν ιο τ ο υ ς χ α ρ α κ τ ή ρ α . Κ υ τ · τ ά ζ ο ν τ α ς α ύ τ έ ς , ε ίμ α σ τ ε σ ά ν ο ί ά γ γ ε λ ο ι , ά λ λ ά μ έ ν ο υ μ ε σ τή γ ή . Δ έ ν ε ίν α ι π ο λ ύ 'Ε λ λ η ν ι κ ό α ύ τ ό

Ή Π α ρ θ έ ν ο ς σ ή μ ε ρ ο ν τ ό ν ύ π ε ρ ο ύ σ ιο ν τ ίκ τ ε ι , κ α ί ή γ ή τ ό σ π ή λ α ιο ν τ ώ ά π ρ ο σ ίτ ω π ρ ο σ ά γ ε ι*

ά γ γ ε λ ο ι μ ε τ ά π ο μ έ ν ω ν δ ο ξ ο λ ο γ ο ΰ σ ι , μ ά γ ο ι δ έ μ ε τ ά ά σ τ έ ρ ο ς ό δ ο ιπ ο ρ ο υ σ ι*

δ ι ’ ή μ ά ς γ ά ρ έ γ ε ν ν ή θ η π α ιδ ίο ν ν έ ο ν ό π ρ ό α ίώ ν ω ν θ ε ό ς .

Τ ή ν Έ δ έ μ Β η θ λ ε έ μ ή ν ο ιξ ε , δ ε ύ τε ΐδ ω μ ε ν ·_τ ή ν τ ρ υ φ ή ν έ ν κ ρ υ φ ή η Ο ρ α μ ε ν , δ ε ύ τε λ ά β ω μ ε ν τ ά τ ο ΰ π α ρ α δ ε ίσ ο υ έ ν τ ό ς σ π η λ α ίο υ *

έ κ ε ΐ έφ ά νη ρ ίζ α ά π ό τ ισ τ ο ς β λ α σ τ ά ν ο υ σ α ά ψ εσ ιν , έ κ ε ΐ ε ύ ρ έ θ η φ ρ έ α ρ ά ν ό ρ υ κ τ ο ν , ο δ π ο ιε ΐν Δ α β ίδ π ρ ίν ίπ ε θ ύ μ η σ ε ν ’

έ κ ε ί π α ρ θ έ ν ο ς τ ε κ ο ΰ σ α β ρέφ οςτ ή ν δ ίψ α ν έ π α υ σ ε γ ε ύ θ ύ ς τ ή ν τ ο ΰ Ά δ ά μ κ α ι τ ο υ Δ α β ίδ

δ ιά τ ο ύ τ ο π ρ ό ς τ ο ύ τ ο έ π ε ιχ θ ώ μ ε ν , π ο ύ έ τ έ χ θ η π α ιδ ίο ν ν έ ο ν , ό π ρ ό α ίώ ν ω ν θ ε ό ς .

Ό π α τ ή ρ τ ή ς μ η τ ρ ό ς γ ν ώ μ η υ Ιό ς έγέ νετο *ό σ ω τ ή ρ τ ώ ν β ρ ε φ ώ ν β ρ έφ ο ς έ ν ψ ά τν η έκειτο * δ ν κ α τ α ν ο ο ύ σ α φ η σ ίν ή τεκ ο ΰ σ α *

« Ε ί π έ μ ο ι , τ έ κ ν ο ν , π ώ ς έ ν ε σ π ά ρ η ς μ ο ι ή π ώ ς έν ε φ ύ η ς μ ο ι ; ό ρ ώ ere σ π λ ά γ χ ν ο ν κ α ί κ α τ α π λ ή τ τ ο μ α ι , δ τ ι γ α λ ο υ χ ώ κ α ί ο ύ ν ε ν ύ μ φ ε υ μ α ι'

κ α ί σ έ μ έ ν β λ έ π ω μ ε τ ά σ π α ρ γ ά ν ω ν ,τ ή ν π α ρ θ ε ν ία ν δ έ ά κ μ ή ν έ σ φ ρ α γ ισ μ έ ν η ν θεω ρώ *

ο ύ γ ά ρ τ ο ύ τ η ν ψ ϋ λ ά ξ α ς Ιγ ε ν ν ή θ η ς ε ύ δ ο κ ή σ α ς π α ιδ ίο ν ν έ ο ν , ό π ρ ό α ίώ ν ω ν θ ε ό ς .

’ Υ ψ η λ έ β α σ ιλ ε ύ , τ ί σ ο ί κ α ί τ ο ΐς π τ ω χ ε ύ σ α σ ι; π ο ίη τ ά ο ύ ρ α ν ο ΰ τ ί π ρ ό ς γ η ίν ο υ ς ή λ υ θ α ς ; σ π η λ α ίο υ ή ρ ά σ θ η ς ή ψ ά τν η έ τ έ ρ φ θ η ς ;

Ιδ ο ύ ο ό κ έ σ τ ι τ ό π ο ς τ ή δ ο ύ λ η σ ο υ έ ν τ ώ κ α λ ύ μ μ α τ ι* ο ύ λ έ γ ω τ ό π ο ν , ά λ λ ’ ο ύ δ έ σ π ή λ α ιο ν , δ τ ι κ α ί α ύ τ ό τ ο ύ τ ο ά λ λ ό τ ρ ιο ν *

κ α ί τ ή μ έ ν Σ ά ρ ρ α τ ε κ ο ύ σ η β ρ έφ ο ςέ δ ό θ η κ λ ή ρ ο ς γ ή ς π ο λ ύ ς , έ μ υ ί δ έ ο ύ δ έ φ ω λεός*

έ χ ρ η σ ά μ η ν τ ό ά ν τ ρ ο ν , δ κ α τ ω κ ή σ α ς β ο υ λ ή σ ε ι - π α ιδ ίο ν ν έ ο ν , ό π ρ ό α ιώ ν ω ν θ ε ό ς » .

ΝΘΟ&νιΗΝΙΚΔ ΓΡΑΜΜΑΤΑ

AKDRÊ SU -RES

Η ΤΕ Μ Π Η Τ Ο Υ Ν Τ Ο Σ Τ Ο Γ ΙΕ Φ Σ Κ Ι

Τ ό κ ο ν τ ά κ ιο γ ι ά τ ά Χ ρ ισ τ ο ύ ­γ ε ν ν α θ ά δ ε ίξ ε ι κ α λ ύ τ ε ρ α ΰ ,τ ι θ έ λ ο υ μ ε ν ά έ κ φ ρ ά σ ο υ μ ε . *0 Χ ρ ισ τ ό ς έ κ ε ΐ μ έ σ α φ α ίν ε τ α ι σ τ ή ν ά κ α ή τ ή ς μ υ σ τ ικ ή ς το υ δ ιπ λ ή ς α π ο κ ά λ υ ψ η ς . Γ ε ν ν ιέ τ α ι, γ ί ν ε τ α ι ά ν θ ρ ω π ο ς τ ή ς π ρ ώ τ η ς σ τ ιγ μ ή ς , τ ή ς κ α τ ’ έ ξ ο χ ή ν π ε ­ρ α σ τ ικ ή ς ή λ ικ ία ς , κ α ί μ έ ν ε ι " Υ - ψ ισ το ς θ ε ο ς , π ο ύ π ο τ έ δέν ε ίχ ε ο ϋ τ ε ά ρ χ ή , ο ϋ τ ε ή λ ι κ ί α : Π α ι ­δ ίο ν ν έ ο ν ό π ρ ό α ίώ ν ω ν θ ε ό ς . Κ α ί ή μ η τ έ ρ α τ ο υ έ ν ώ ν ε ι τ ή ν π λ ή ρ η ά ν θ ρ ώ π ιν η , τ ή ν π λ ή ρ η θ η λ υ κ ή φ ύ σ η , π ο ύ γ ε ν ν ά ε ι κ α ι ύ π ο φ έ ρ ε ι, μ έ τ ή θ ε ϊκ ή φ ύση, π ο ύ σ τ ή γ υ ν α ίκ α ά π ο κ α λ ύ π τ ε - τ α ι σ ά ν σ ω μ α τ ικ ή π ν ε υ μ α τ ικ ό - τ η ς , σ ά ν π α ρ θ ε ν ιά .

Κ α ί τ ό π ιό π α ρ ά ξ ε ν ο κ α ί π ιό π ο ιη τ ικ ό : ή . Μ α ρ ία μ ιλ ά ε ι μ έ τ ό Χ ρ ισ τ ό , σ ά ν ν ά ή τ α ν ε σ τ ή ν κ ο ρ υ φ ή τ ο υ ο δ ρ α ν ο δ , κ α ί μ ε ­τ α χ ε ιρ ίζ ε τ α ι τ ί ς π ιο ά φ η ο η μ έ - ν ε ς έ ν ν ο ιε ς . Κ α ί δ μ ω ς μ ιλ ά ε ι μ έ τ ό π α ι δ ά κ ι τ η ς κ α ί σ υ γ κ ι - ν ε ίτ α ι ά π ό κ α θ η μ ε ρ ιν έ ς κ α ί Φ υ σ ικ έ ς α ίσ θ ή σ ε ις . Β ρ ι ζ ό μ α ­σ τ ε σ έ μ ι ά ν ά τ μ ό σ φ α ιρ α ν ο η τ ι - κ ή ς μ έ θ η ς κ α ί ά θ ε λ α ά ν α ρ ω - τ ιό μ α σ τ ε : μ ή π ω ς μ π ο ρ ο ύ μ ε κ α ί

μ ε ΐς μ ι ά φ ο ρ ά ν ά δ ο ύ μ ε ξ α φ ν ι­κ ά σ τ ή ν π α λ ά μ η μ α ς έ ν α κ α θ ρ έ φ τ ισ μ α ά χ ρ ο ν ω ν σ κ η ν ώ ν ,

π ο ύ τ ίς π α ίζ ο υ ν , ά ς π ο ύ μ ε , σ τ ό Σ ε ί ρ ι ο ; θ ά μ έ ν α μ ε ά ν θ ρ ω π ο ι

ά κ ό μ α κ Γ έ π ε ιτ α ά π ’ α ύ τ ό . " I - σ ω ς , μ ά λ ι σ τ α , κ α λ ύ τ ε ρ α ά π ό π ρ ίν , ν ά χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ σ α μ ε τ ά χ έ ρ ια μ α ς γ ι ά τ ό ν γ ή ϊν ο μ ό ·

* 6ο~ ^Τ ά Χ ρ ισ τ ο ύ γ ε ν ν α , π ο ύ τ α

γ ιο ρ τ ά σ α μ ε α ύ τ έ ς τ ί ς μ έ ρ ε ς κ α ί φ έ το ς , δ ίν ο υ ν κ α λ ή ν ά φ ο ο - μ ή ν ά ά ν ο ίξ ο υ μ ε τ ή σ κ έ ψ η μ α ς

σ ’ έ ν α ν π ο ιη τ ή , σ ά ν τ ό Ρ ω μ α ­ν ό . Α Ισ θ α ν ό μ α σ τ ε * ίσ ω ς · β α θ ύ ­τ ε ρ α ά π ό π ρ ίν τ η δ ιπ λ ή υ α ς

Τ ά τ ο ια Ο τ α ρ η τ ά έ ν ά π ο ρ ρ ή τ ο λ έ γ ο υ σ ακ α ί τ ό ν τ ώ ν ά φ α ν ώ ν γ ν ώ σ τ η ν κ α θ ικ ε τ ε ύ ο υ σ α ά κ ο ύ ε ι τ ώ ν μ ά γ ω ν τ ό β ρ έφ ο ς ζ η τ ο ύ ν τ ω ν

ε ύ θ ύ ς δ έ τ ο ύ τ ο ις · « Τ ί ν ε ς ύ π ά ρ χ ε τ ε ;» ή κ ό ρ η έ β ό η σ ε ν ο ί δ έ π ρ ό ς τ ο ύ τ η ν « Σ ύ γ ά ρ τ ίς π έ φ υ κ α ς ,

δ τ ι τ ό ν τ ο ιο ΰ τ ο ν ά π ε κ ύ η σ α ς ; τ ίς ό π α τ ή ρ σ ο υ ; τ ίς ή τ ε κ ο ΰ σ α ;

δ τ ι ά π ά τ ο ρ ο ς υ ιο ύ έ γ έ ν ο υ μ ή Τ η ρ κ α ί τρ ο φ ό ς ,

ο δ τ ό ά σ τ ρ ο ν ίδ ό ν τ ε ς σ υ ν ή κ α μ ε ν δ τ ι ώ φ θη π α ιδ ίο ν ν έ ο ν . δ π ρ ό α ίώ ν ω ν θ ε ό ς » .

- · · ·

(0 1 στροφές πού παραλείπουμε, γ ι ά ν ά δημοσιέψουμε ι ό τέλος, π εριλαβα ίνουν όλάκληρο τό δ ιά λο γ ο τή ς Π α ν α γία ς χ α ί τω ν Μ ά γ ω ν ).

Ν έ α ν ύ ν κ α ί φ α ιδ ρ ά β λ έ π ο υ σ α ή ά μ ώ μ η τ ο ςμ ά γ ο υ ς δ ώ ρ α χ ε ρ σ ί φ έ ρ ο ν τ α ς κ α ί π ρ ο σ π ίπ τ ο ν τ α ς , ά σ τ έ ρ α δ η λ ο ΰ ν τ α , π ο ιμ έ ν α ς ύ μ ν ο υ ν τ α ς ,

τ ό ν π ά ν ττο ν τ ο λ τ ω ν κ τ ίσ τ η ν κ α ί κ ύ ρ ιο ν ικ έ τ ε υ ε λ έ γ ο υ σ α ' « Τ ρ ι ά δ α δ ώ ρ ω ν τ έ κ ν ο ν δ ε ξ ά μ ε ν ο ς τ ρ ε ις α ϊτ ή ο ε ις δ ό ς τ ή γ ε ν ν η σ ά σ η σε*

ύ π έ ρ ά έ ρ ω ν π α ρ α κ α λ ώ σ εκ ο τ ύ π έ ρ τ ώ ν κ α ρ π ώ ν τ ή ς γ ή ς κ α ί τ ώ ν ο ίκ ο ύ ν τ ω ν έ ν σ ύ τ ί

δ ι α λ λ ά γ η θ ι π ά σ ι δ Γ έ μ ο ΰ , δ τ ι έ τ έ χ θ η ς π α ιδ ίο ν ν έ ο ν , ό π ρ ό α ίώ ν ω ν θ ε ό ς .

Ο ύ χ ά π λ ώ ς γ ά ρ ε ί μ ί μ ή τ η ρ σ ο υ σ ώ τ ε ρ εύ σ π λα χ νε*ο ύ κ ε ίκ ή γ α λ ο υ χ ώ τ ό ν χ ο ρ η γ ό ν τ ο ΰ γ ά λ α κ τ ο ς * ά λ λ ά ύ π έ ρ π ά ν τ ω ν έ γ ώ δ υ σ ω π ώ σ ε '

έ π ο ίη σ ά ς μ ε δ λ ο υ τ ο υ γ έ ν ο υ ς μ ο υ κ α ί σ τ ό μ α κ α ί κ α ύ χ η μ α ¿ μ έ γ ά ρ έ χ ε ι ή ο ικ ο υ μ έ ν η σ ο υ σ κ έ π η ν κ ρ α τ α τ ά ν , τ ε ίχ ο ς κ α ί σ τ ή ρ ι γ μ α ’

έ μ έ ό ρ ώ σ ιν ο ί έ κ β λ η θ έ ν τ ε ςτ ο ΰ π α ρ α δ ε ίσ ο υ τ ή ς τ ρ υ φ ή ς , δ τ ι έ π ισ τ ρ έ φ ω α ύ τ ο ύ ς

λ α β ε ΐν α ίσ θ η σ ιν π ά ν τ ω ν δ Γ έ μ ο ΰ τ ή ς τ ε τ ε κ ο ύ σ η ς π α ιδ ίο ν ν έ ο ν , ό π ρ ό α ίώ ν ω ν θ ε ό ς » .

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ 1)Φαίνεται πώς χαφουριέτοι ό ί­

διος άπό άνία, σέ μερικά έργα του. 'Έχουν μάκρος, άναζήτηση, λεπτολογία, άνυπόφορες. Μυρίζουν τρέλλα. Ή άνάλυοη μάς κάνει νιϊ σκεφτοΰμε τό παραλήρημα, τό φο· Ι ο της συνείδησης, και ή έσωτε· ρ.κή λεπτομέρεια τή μανία tou « - «είρως μικρού. Ή άστυναρτησία τοΰ Μτοστογιέψσκι είναι οίκτρη, όταν δέ βρίοκει την τάξη της. Καγχάζει, μορφάζει. Τί βιασμένο χαμόγελο I Τότε' 6 Ντοστογιέφσκι προχωρεί μ’ ένα τρομερά άμγό Ιάδισμα.- Είναι σκοτεινός, συγκε-

μένος .πληκτικός σάν Ινα υπό­γειο. Τ’ άποτυχημένα έργα το··, θάλεγε κανείς πώς είναι άποσπά- Οματα, σημειώσεις άτακτες ένός Ιργου πού δέν ευτύχησε νά πετύ- νει τήν ένότητα. "Οσο πιό περίερ­γη είναι ή άνάλυση, τόσο ή ένότη­τα είναι άναγκαία. Είναι αναγ­καία άπ” δλες τίς λεπτομέρειες κΓ άπ' δλα τά έσωτερίκά στοι/ειΐ cóv άπό ένα χημικό σώμσ: Χρειά­ζεται ή σπίθα πού θά συναθροίσει και θά συνενώσει δλσ τά άτομα: πρέπει τό κρύσταλλο νά £ρεί τη ψΰρμα του.

ΔΌ Ντοστογιέφσκι έχει μιά θαυ­

μαστή άταξία, δταν δέν κατορθώ­νει νά Βρεί τήν τάξη του.. Άλλά ή τάξη του είναι ένα θαύ­μα δταν τήν πετυχαίνει.

Τίποτε δεν προδίδει τή συμμε­τρία, ούτε αύτό πού ονομάζουν σύνθεση, μέ μιά λέξη χονδροειδ»;, πού είκονίζει τό χοντροκαμωμένο ίργο. Μέσα στήν τάξη του Ντοστο- γιέφσκι δλα είναι όργανα καί σ\* υεις όργάνων,_ "Ολα γ ίνονται áir¿ ιά εσωτερική άναγκαιότητα. *Κ-

ή ζωή τών γεγονότων είναι ή ίπεικόνιση πάνω στούς τοίχους έ- ιός σπηλαίου, ή άπεικόνιση καί ή «σκιά» τής έσωτερικής ζωής. στη φωλιά μιας άόρατης έστίας. Ε ισι, τ’ άριστουργήματα τού Ντο-

:ογιέψσκι είναι βυθισμένα στ' δ- Μιρο: καί μόνο αύτά έχουν τό »αρακτήρα τού όνείρου, όπως τ* ίριστουργήματα τοΟ Σα'ξπηρ και κάποτε τοΰ “Ιψεν.

Ή τάξη ένός Ιρ·/ου σ<χν τό Εγκλημα καί τιμωρία» είναι

φωτοφανής. Κάποτε θά κάμω την ίνάλυσή του. Περιορίζομαι νά. πώ ότι τό θαυμαστό αύτό δράμα γίνε­ι« ι όλόκληρο, πράξη πάνω σέ φάξη, μέσα στή' συνείδηση τοΰ Ρασκόλνικωφ. ΟΙ ουό χοντροί τό­μοι δέν περιέχουν παρά τή διαδοχή τών αισθημάτων, τών όραμα«· ομών και τών σκέψεων πού δημι- ιοργεί ή φαντασία τοΰ ήρωα και τού ή συνείδησή του ξετυλίγει. Μν περικλείουν παρά έναν πολύ Μκρδν άριθμό ώρών. Κάθε στιγμή ϊμως άπ' αύτές τις ώρες είναι εξ Ολοκλήρου έξαντλημένη άπό τή ποχαστική της ούσία καί τ»> ίράση της. άπό τήν ήχώ και τήν λτήχησή της. “Ενα τέτοιο 2ρνο. !το» μιά φορά πραγματοποιηθεί, ισιάζει μέ τό θαΰμα πού πολύυ ισιρό έποθησε τό πνεύμα: ή τέχνη •'ναι τέλος τό δνειρο τής ζωής, ιού ή ίδια είναι ένα όνειρο.

ΑΌ Ντοστογιέφσκι είναι πλούσιος

ιέ άλησμόνητα λόγια, πού βγαί- βον άπό άβυσσσυς. Λόγια χωρίς τιδεικτικότητα καί χωρίς ού- λωττία. Ά λλά όπως ένας μικρός όλπος Βαθιόϋ νεροΰ, άνάμεσα σέ υό βράχους, καθρεφτίζουν μέσα ιτά διαυγή βάθη τής θάλασσας, 6ν άτέλειωτο ούρανό τοΟ βρα- ίιοΰ μέ τά σύγνεφά του και τά «ρώτα του άστρα.

Σ ’ έναν δυστυχισμένο, σαπισμέ-

σ υ μ π λ ο κ ή μ έ τ ή φ ρ ίκ η τ ή ς π ε · σ κ ό μ α σ τ ε έ ν ω μ έ ν ο ι μ έ . ρ α σ τ ικ ή ς μ έ ρ α ς κ α ί μ έ ά γ ά λ α - τ ό Β υ ζ α ν τ ιν ό _ μ υ σ τ ή ρ ιο , π ο υ σ τ ε ς γ α ο έ ς . π ο υ μ α ς τ Ις χ σ ρ ί - κ ά θ ε ή χ ο ς τ ή ς λ ε ιτ ο υ ρ γ ία ς , ζ ε ι ή π α ρ ά δ ο σ η τ ο ΰ χ ρ ι σ τ ισ ν ι - κ ά θ ε ά ν α μ μ έ ν ο κ ε ρ ί κ α ί^ κ ά θ ε κ ο Ο π ο λ ιτ ισ μ ο ύ . Κ α ί δ σ ο ζ ο ΰ · Ι ε ρ α τ ικ ή χ ε ιρ ο ν ο μ ία μ α ς τό μ ε σ τ ή ν ’ Ε λ λ ά δ α , δ σ ο χ α ιο ό - π α ρ ο υ σ ιά ζ ο υ ν έ τ σ ι π ο ύ ε ίν α ι μ α σ τ έ κ α ι ζ ο ΰ μ ε σ ’ σ ώ ΐή ν κ α ί σ ά ν ά ά γ γ ί ζ ο υ μ ε μ έ τ ό ζ ω ν τ α ν ό μ έ τ ή Φ ύ σ η κ α ί τ ή ν ίδ έ α ( ύ π ά ρ - μ α ς σ ω μ α τ ό π ν ε ύ μ α κ α ί μ ε τΛν γ ο υ ν ά ν θ ρ ω π ο ι π ο ύ Ισ χ ύ ε ι γ ι ’ ζ ω ν τ α ν ό μ α ς ν ο υ τ ο ν ά ν θ ρ ω π ο .

ιον άπό φθίση, πού πρόκειται νά ιθάνει πρίν φτάσει τά είκοσι χρό- α, τόν πρίγκηπα Μίσκιν, λέει ά· 'ΐίγοντας τήν πόρτα : «Περάστε¡ι'ώτος καί συγχωρεϊστε μας τήν ίτυχία μας». — «Γιατί κατσστρέ- ατε έτσι τόν έαυτό σας; φωνά- ε· ή κόρη γεμάτη συμπάθεια στόν ■θώο πρίγκηπα. Γιατί είστε χωρίς

αύτό ιρηφάνεια;» Και κείνος άναίσθη- χ γιά δλες τίς ματαιότητες και ισ τόν ίδιο του τό χαμό, άπσν· ίιι: «Τί σημασία έχει ή Λρρ<·>· τεια μου κι’ 6 πόνος μου, άν τορώ νά είμαι εύτυχής;».Ό Ρασκόλνικωφ. δολοφόνος, ιήν άγία πόρνη: «ΚΓ έσύ έπίσης, -τάθπκες πάνω άπ’ τόν κανόνα

Κατέστρεψες μιά ζωή, τή δική σου. Κ’ είναι τό ίδιο».— ΚΓ άκόμη: «Θέλησα νά τολμήσω' σκότωσα. Καί σκότωσα τόν έαυτό μου». "Η, αυτά τά λόγια πού μοιάζουν ιιέ προσευχή: «Ό Χριστός είναι μαζί μέ τά ζώα πρίν πάει μέ τούς άν- Ορώπους».— « Ά ν ό κριτής είταν δίκαιος, ό έγκληματίας μπορεί νά μήν είταν ένοχος».

Ό Ντοστογιέφσκι έχει ιή συνεί­δηση τής Πετρούπολης.

Είναι ή ψυχή τών πολικών αύ· τών χειμώνων, όπου ή μέρα είναι μιά αγωνία τής νύχτας. ΚΓ αυτών τών καλοκαιριών πού ή νύχτα εί­ναι άκόμη μέρα. ένα δειλινό στο­χαστικό, όνειροπόλο κι* άξιολώ* τμευτο σάν τό βλέμμα μιας άπε- ρίσκεπτης έρωμένης.

Έ ζησα μαζί του μέσα στή φλο- γιρή καί κατσουφιασμένη πολι­τεία, όπου οΐ μέθυσοι κ’ οί μυστι­κοπαθείς δίνουν τά χέρια, όπου οϊ σκοτεινοί ύποκριτές φιλοΰν στά χείλη τήν άνυπότακτη Αγνότητα· δπου ή χειρότερη διαφθορά παχαί νει μέ την κόπρο της τήν τρυφερή άθωότητα' όπου ή λαγνεία είναι ένα σταφύλι μέ κουκούτσια τύψε ων, καί όπου οΐ παρθένες έχουν μιά μυρωδιά πού προκαλεΐ την Α­μαρτία.

**‘Ένας Ιδιαίτερος κόσμος.Μέσα στό έργο τοΰ Ντοστογιέφ-

σκι ύπάρχει μιά κοινωΥία όλόκλη- ρη, μιά κοινωνία θρησκευτική. Γιά τόν άνθρωπο, ή θρησκεία, όποια- δήποτε, είναι ένας θεσμός. Ό Ντο- στογιέφσκι δέ σπάει τό δέμα.· σφίγγει τόν κόμπο τής πολιτείας; ‘ Ολα μπαίνουν μέσα, άπ’ τόν πιό τοπεινό τεχνίτη, ώς τόν πιό πεοή- φανό κυρίαρχο τών άνθρώπων. Δέν ύπάοχουν σ' αύτόν τάξεις καί τίτλοι, είναι ή Ιεραρχία τής ζων­τανής άρετής καί τών χαρακτή­ρων. "Εχει τούς κλέφτες του κοί τούς δολοφόνους του, πού μοιάζουν με κοττακτητές, τούς δειλούς του. τούς φαύλους του καί τούς γελω­τοποιούς του, δπως έχει τούς πρίγ·. κηπές του, τίς παρθένες του, τίς ήρωϊκές του άγιες καί τούς. άγι­ους του. Είναι πλούσιος άπό έύγέ νεια κΓ άπό όχλο. Πόσο αισθάνο­μαι βαθιά μου αύτή τή μεγάλο- φυ:α! Πόσο ή άντίληψη αύτή τής άζίας μέ συγκινεΐ 1

Είναι δ κόσμος τής θαθειάς συ­νείδησης. Τά πάθη φαίνονται μα­νιώδη, νιατί άντέχουν νά είναι γυ­μνά. Σπα&μωδικά, γιατί σιγά-σι-

.γά άπσ-Ί-ιι.νώνονται άπό κάθε « πού τά ντύνει. Ό Ντοστογιέφσκι ξέρει πώς ή άπλότητα δέ βρίσκε­ται μέσα στ’ Αντικείμενα, άλλά μόνο μέσα στό μάτι πού τά έμει ­να. Ή πιό άπλή ζωή είναι καθ’ ε- αυτήν Ινα περίπλοκο θαύμα, Ή άπλότητα δέν είναι παρά 6 ύπνος της φαινομενικότητας.

Έ νας κόσμος, δπου τά αισθή­ματα φτάνουν ώς τόν τελευταίο βοτθμό τής όξύτητας καί τής φλο- γερότητας, μοιάζει σάν τήν κόλα γτϊι τής όδύνης καί τόν παράδεισο τών τρελλών. "Οπου δλα είναι έν­τονα. όλα είναι ύπερβολικά. Ό συνηθισμένος κανόνας καταργεΐ- ται. Ή κοινή τάξη είναι ή μέση τάξή. Καί ή μεσότητα είναι η πε­ριοχή τής μετριότητας. ,

ΑΌ κόσμος τής βαθειάς συνειδή-

σεως παίρνει σχήμα όνείρου, άκόμη καί τρέλλας, δταν συμβαίνει, μέ τόν Ντοστογιέφσκι, τά ξωντσνα όντα νά καιροφυλακτοΰν τήν ήχώ τοΰ ίδιου τοΰ δικοϋ τους τρσγει- διοΟ, γιά νά τοΰ δώσουν μιά ήχω άκόμη πιό άπόμακρη. ‘Όταν άνσ- λύουν οί ίδιοι τά ίδια τους τά πά­θη, καί’ τέλος Αποκτούν συνείδηση τής συνείδησής τους.

Στόν Σταντάλ, πού ή θαυμαστή αύτή άνάλυση είναι διανοητική, άκόμη κΓ όταν ό ήρωσς άφου- γκράζεται τόν έαυτό του. βλέπει κανείς πάντοτε, πίσω άπ’ αύτόν, τόν πιό έξυπνον άνθρώπο. πού στέ κεται κεί και άκούει.'"Ολα είν«· Γ.ιαύγειά' δλα είναι τάξη δλα εί­ναι πνεύμα. Στόν Ντοστογιέφσκι, τά πάθη τά ίδια παραφέρονται καί άύτοκαταβροχθίζονται, παρα­κολουθώντας καταπόδι τόν έαυτό τους. κοιτάζοντας τόν έαυτό τους καί πάσχοντας άπ' αυτόν. Άπ ' αύ- τή τή στιγμή, δλα παίρνουν τό χα­ρακτήρα όνείρου ή τρέλλας. Αλλα

ό κόσμος αύτός τής τρέλλας είναι ή σφαίρα μιάς υπέρτατης πραγ­ματικότητας. Ή τρέλλα είναι τό όνειρο ένός ιιόνον. Ή λογική εί­ναι, χωρίς αμφιβολία, ή τρελ-λα όλων. Έδώ Αναγνωρίζεται τό με- ναλεΐο τοΰ Ντοστογιέφσκι : Βρί­σκεται μέσα στό όνειρο τής συνει- δήσεως, δπως κι' ό Σαίξπηρ, κΓ ό Σαίξπηρ μόνος μέ μόνο τον Ρέμ- πραντ. Τέτοιες είναι οί κορυφές τής συνειδήσεως καί τής άνάλυση·.·, ό­μοιες με τά πιό ψηλά βουνά τής γός, γιατί όρίζουν σάν έκεΐνα τήν όχθη τών πιό μεγάλων βυθών. Κορυφές πού δέν κρύβουν δυο τρεις άλλες κορυφές, μέσα στίς όποιες είναι κΓ ό Ντοστογιέφσκι.

Καμμιά δύναμη πλησιέστερη οτή ζωή. ΟΙ μεγάλοι όνειροπόλσι είναι οί μεγάλοι ζωντανοί. "Οπου φαίνονται πώς Απομακρύνονται πε­ρισσότερο άπ’ τή ζωή, τήν προσεγ­γίζουν άκόμη περισσότερό άπ’ ιούς άλλους.

Ό λα είναι έσωτερίκά. Δέν εί­ναι άκόμη ή σκέψη πού δημιουρ­γεί τόν κόσμο, μέ την Αναπαρά­σταση. Είναι ή συγκίνηση πού διε­γείρει κάθε ζωή. γιά νά τή νοιώ­θει ή καρδιά. Ο κόσμος, άκόμη περισσότερο, δέν είναι ή εικόνα έ­νός πνεύματος. Τό σύαπαν είναι ή δημιουργία τής διαισθήσεως.

Ή " ή συγκίνηση ε!νο.ιή μόγη κι’ Αληθινή γνώση. Καθώς γεννιέται μέ τον έαυτό της. πλάθει τα πράγματα. ΚΓ όλα είναι όνειρο της καθώς όνειρεύεται. Ή καρδιά είναι τό μέσον κι’ είναι ό τόπος.

Νά ή νέα τέχνη. Νά Τουλάχι­στον ή τ·?— πού θέλω, ή τέχνη πού γυρεύω και πού ή προσπάθεια μας προπαρασκευάζει, άν δ θεός θέλει. Ή έσωτερική τέχνη πού έκ- δηλώνει όλες τίς λαμπρότητες τής φύσης καί τής δράσης, Απορρο­φώντας τες όλες: άπό τά μέσα ποος τά όξω..Κι’ δ.τι άκόμα είναι άπέ- ζω Ανήκει στά μέσα.

Τέτοια είναι ή τέχνη, πού οί προφήτες της μού στάθηκαν τόσο Αγαπητοί στό παρελθόν, καί που πάντοτε ύπήρξαν_ τόσο σπάνιοι. Ά λλά έπειδή ύπηρξαν άληθινά, εξακολουθούν νά υπάρχουν.

θά έλεγα άκόμη, γιά νά κατα- νοηθώ άπό έκείνους πού Ανήκονν στή νέα έποχή, καί γιά νά αεί·«.* άκατανόητος άπό τούς άλλους. "Ο,τι άνήκε ώς τώρα στή μουσι­κή, χωρίς νά τό θέλουμε, τό περ­νούμε, μέ τά μέσα τής σκέψης καί τής γλώσσας, στήν ποίηση, θά νο­μίσουν δτι πρόκειται γιά δνομα- τοποιΐες, γιά σήμαντρα και κουδού­νια στίς λέξεις, γιά παρηχήσεις κι’ άλλες άνοστιές. "Ολες οί δε- ξιοτεχνίες πρέπει νά σβύνονται άιτ’ τήν τέχνη, δταν μπαίνουν μέσα ο ’ αύτήν. Σκέπτομαι μιάν άλλη μου­σική, πού ή ύλική της Αρμονία δέν είναι παρά τό περίβλημα. Νά βυ­θίζεις όλες τίς Ιδέες μέσα στήν ά* \άπη, νά δίνεις τή συγκίνηση, όχι πιά τήν καθαρή Ιδέα, νά ή μου­σική πού έννοώ. Σέ μιά τέτοια τέ­χνη, θέλουμε όλα νά είναι συγκί­νηση, καί νά μήν ύπάρχει Απόδει­ξη. "Οσο λοιπόν ή συγκίνηση είναι βασίλισσα, τόσο περισσότερο ή τέ­χνη. πού είναι βασιλιάς της, πρέ­πει νά γίνεται κυρίαρχη.

Ό οιιθ'ίός τής Αγάπης τά όδη- γεΐ όλα. Ή εύφυΐα είναι τό άρο­τρο, όχι τό σπειβί ή ό θερισμός. Τό ψωμί πού θρέφει δέν είναι ούτι ή εύγλώττία, ούτε ή διάφανη Ιδέα. Δέν είναι πιά ούτε ή Αναζήτηση, ούτε ή ζωγραφιά τών πραγμάτων πού μάς παρασύρει. Άλλά ή έπί- κλπση τής ιιο^Λής καί όλης τής χάρης πού κρύβουν, τής μαγείας πού είναι κλεισμένη μέσα τους, γιά νά μάς κάμει νά πιστέψουμε στή ζωή. *Η τέχνη πρέπει νά μάς ξμπνέει τή γοητεία της ζωής.

Δέν πιστεύει κανείς στή ζωή πα­ρά μέσα άπ’ δ.τι άγαπά, καί μέοα στ’ όνειρο έκείνου πού Αγαπά.

Μετάφρ. : ΠΑΝ ΝΗ ΧΑΤΖίΝΗ

ΓΑπόσπασμα άπ’ τό βιβλίο «Τρείς άνθρωποι» : Πασκάλ —"ίΐΛίεν — Ντοστογιέφσκι).

ΤΑΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΤΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΔ ια β ά ζ ω σ ε κ ά π ο ιο β ιβ λ ίο , π ο υ ε ίν α ι μ ε τ ά φ ρ α σ η α π ό ξ έ ν η

γ λ ώ σ ο α : « Ε ν α τ έ τ ιο β ρ ά δ ι ε ίτ α ν ε π ο υ η Έ λ σ α ξ ε γ έ λ α σ ε •»ον ά ν τ ρ α -τ η ς ν α β γ ο ύ ν ε π ε ρ ίπ α τ ο ώ ς τ η β ρ ύ σ η τ ο υ Ζ ω ο λ ο γ ικ ο ύ Κ ή π ο υ , ν α τ η λ ε φ ω ν ή σ ο υ ν α π ό . κ ε ι σ τ ο σ π ίτ ι π ω ς δ έ ν έ ο ­χ ο ν τ α ι, κ α ι ν α π α ρ α γ γ ε ί λ ο υ ν έ ν α μ ικ ρ ό σ ο υ π έ κ .τ .λ . »

Ν ο μ ίζ ω π ω ς α υ τ ή η χ ρ ή σ η τ ο υ ρ ή μ α τ ο ς « έ ρ χ ο μ α ι » , π ο υ τ η σ υ ν η θ ίζ ο υ ν π ρ ο π ά ν τ ω ν ο σ ο ι μ ε τ α φ ρ ά ζ ο υ ν , δ έ ν ε ίν α ι ε λ ­λ η ν ικ ή . Τ ο ρ ή μ α α υ τ ό τ ο μ ε τ α χ ε ιρ ιζ ό μ α σ τ ε γ ι α να δ η λ ώ σ ο υ μ ε τ η ν κ ίν η σ η α π ό έ ν α μ έ ρ ο ς π ρ ο ς έ ν α α λ λ ο μ έ ρ ο ς ό π ο υ β ιρ σ κ ό - μ α σ τ ε ε μ ε ίς π ο υ μ ιλ ο ύ μ ε , ή ό π ο υ β ρ ίσ κ ε τ α ι τ ο π ρ ό σ ω π ο σ τ ο ο π ο ίο μ ιλ ο ύ μ ε , ή π ο λ λ έ ς φ ο ρ ές σ ’ έ ν α μ έ ρ ο ς ό π ο υ γ ίν ο ν τ α ι τ α ό σ α λ ε μ ε . Ε π ίσ η ς ξ ε ν ικ ή ε ίν α ι ε δ ώ ή χ ρ ή σ η τ ο υ ε ν ε σ τ ώ τ α με μ ε λ λ ο ν τ ικ ή σ η μ α σ ία .

Η ’ Ε λ σ α λ ο ιπ ό ν κ α ι ο ά ν τ ρ α ς -τ η ς α π ό τ η β ρ ύ σ η το υ Ζ ω ο ­λ ο γ ι κ ο ύ Κ ή π ο υ θ α τ η λ ε φ ώ ν η σ α ν σ τ ο σ π ίτ ι -τ ο υ ς : « Δ έ 6 α έ ρ - θ ο υ μ ε α π ό ψ ε (δ η λ α δ η π ω ς δ έ θ α π ά ν ε ε κ ε ί ο π ο υ β ρ ίσ κ ε τ α ι τ ο π ρ ό σ ω π ο σ τ ο ο π ο ίο μ ιλ ο ύ σ α ν ) Ό μ ω ς ε κ ε ίν ο ς π ο υ τ ο διη* Υ 'έ τ α ι αυίό σε τ ρ ίτ ο υ ς , θ α π ε ί π ω ς « τ η λ ε φ ώ ν η σ α ν α π ο κ& · σ το σ π ίτ ι π ω ς δ έ θ α π ά ν ε σ τ ο σ π ίτ ι ε κ ε ίν ο τ ο β ρ ά δ ι» .

Έ τ σ ι κ α ι η φ ρ ά σ η : « Ό τ α ν ό μ ω ς κ α θ ό μ ο υ ν α σ τ ο τ ρ α ίν ο κ α ι γ ύ ρ ι ζ α σ τ η Σ τ ο κ χ ό λ μ η γ ι α ν ά ’ ρ θ ω π ά λ ι α τι* κ ε ι σ τ ο σ π ίτ ι - μ ο υ » ε ίν α ι, θ α ρ ώ , σ ω σ τ ή μ ό ν ο α ν α υ τ ό ς π ο υ τ η γ ρ ά φ ε ι β ρ ίσ κ ε ­τ α ι . τ η σ τ ιγ μ ή π ο υ τ η γ ρ ά φ ε ι , σ ’ < -υτό τ ο ίδ ιο σ π ίτ ι γ ι α τ ο ο ­π ο ίο κ ά ν ε ι λ ό γ ο . Α λ λ ι ώ ς θ α έ π ρ ε π ε ν α π ε ι « ... κ α ι γ ύ ο ι ζ α σ τ η Σ τ ο κ χ ό λ μ η γ ι ά ν α π ά ω π ά λ ι α π ό κ ε ι σ τ ο σ π ί τ ι -μ ς υ » .

Ν ο μ ίζ ω π ω ς η χ ρ ή σ η τ ο υ έ ρ χ ο μ α ι ε κ ε ι π ο υ η γ λ ώ σ - σ α -μ α ς γ υ ρ ε ύ ε ι τ ο π η γ α ί ν ω , ε ίν α ι κ ά τ ι π ο υ σ κ ο τ ε ιν ιά ζ ε ι, τ ο ν ό η μ α κ α ι ν ο θ ε ύ ε ι τ η ν ε ο ε λ λ η ν ικ ή γ λ ώ σ σ α , κ α ι π ω ς π ρ έ π ε ι ν α τ η ν Α π ο φ ε ύ γ ο υ μ ε .

Κ Α Ρ Θ Λ 1 0 Σ

Ε Ν % ΓΡΑΜΜ

ΜΙΑ Ε ΠΑ**0ρ60ΣΗΑγαπητά «Νεοελ. Γ ράμματα»,

Στη μελέτη που μου έκανε η «ο.ήτρια φίλη-μουΚα Λιλή Ιακω- βίδπ Πατρικίου την τιμή να γράψει για μένα, και που δημοσιεύ­τηκε ; δώ και λίγες ημέρες, υπάρχει κάποιο λάθος που ποέπει νά διορί ί θεί. θέλω να πώ για ένα εξάστιγο με τον τίτλο «Πρ:σ- πέρνσ!» (σελ. 18) που η φίλη άοιήτριο: το αποδίδει σε μένα. ενώ δικό-μου έργο είναι μόνο η ελληνική, μορφή-του. Τους στίχους αυτούς τους έγω μεταφράσει οπο τα γεομανικά. όπως τους βρήκα στο εργο του Σ 6πτενγαι:·υερ, ο οποίος πάλι τους έγει ,πάο:ι. όπως λέει στο βιβλίο-του. από το περσικό ποίημα Anwari feoheili. Το ποί- η·μα αυτό είναι άγνωστο σε μένος και γΐισντό στα «Τραγούδια του νησιού μου», όπ:υ είγα βάλει και τους στίγους αυτούς, είγα γρά ­ψει κάτω σπο τόν τίτλο αυτές τις δυό άγνωστές-μου περσικές λέ- ξες, όπως τις είχα απαντήσει στο βιβλίο του Γερμανού' φιλόσοφου. Έ ν α τύπονοαφικό μάλιστα λάθος έγει κάνει τή δεύτερη άπ’ αυ­τές Schaili άντί Soheili. Μάταια είγα εκείνον τον καιρό ζητήσει να πληαοφορηθώ τίποτα για το περσικό αυτό ποίημα.

θ α σας γρωστώ μεγάλη χάρη άν θελήσετε να δημοσιέψετε τούτο το γιράμμα μου.

Με τιμή ΚΑΡΘΑ10Σ

Αθήνα. 20-12-39.

ΕΝΑ ΓΡΆΜΜΑπαρακάτω γρόφμα(Πήραμε *it6 ιόν ποιητή κ. ΓΙαπολίοντα Λαπαβιώπη

τό Βημοοιίύουμ,ι):Φίλα «Νεοελληνικά Γράμματα»,

Διαβάζω σ' ένα τελευταίο Φύλλο σας, ένα πικρότατο — καί δι­καιότατο — γράμμα τού κ. Στ. Γιαννακοπούλου, σχετικό μέ μιά ορθή παρατήρηση, που έκαμε σέ κάποιο διήγημα του κ. Κ '-••ηαγη-ιτ- ,, ,. Φριλίγγος,— καί μέ τήν Απάντηση του διηγηματογράφου αύτοΟ, χο· λωμένου γιά τήν παρατήρηση

Μήπως, δμως, ό κ. Γιαννοτκόπουλος έχει τήν άφέλεια νά πιστεύει, ότι έκεΐνο πού διακρίνει κάποιους «μοντέρνους» διηγηματογράφους μας, είναι τό ήθος καί ή εύπρέπεια;... "Ετσι θά έπρεπε νά ήταν, βέ­βαια! Άλλά, μεταξύ τοΟ «είναι», καί τοΰ «πρέπει», ύπάρχει μιά τρο­μαχτική Απόσταση!... -

Ειδικά, μάλιστα, στήν περίπτωση τοΟ παραπάνω δίηγηαατογρά- φου.. ή Απρέπεια, καί τό κόρδωμα είνα; ό κανόνας- Δέν πά­ει πολύς καιρός πού, παίρνοντας Αφορμή Από κάποιο Ανώ­νυμο γράμμα, πού είχε λάβει (γράμμα κάπως άτοπο, ίσως, άλλά καί μέ πολλές-πολλές Αλήθειες, κατά βάθος), ό κύριος αύτός σήκωσε, στό περιοδικό» Νέα Εστία», όλόκληρη δονκιχωτική έκστρατεία, έ· ναντίον τοΰ φτωχού του άνωνυμογράφου, — έκστρατεία» πού δέ δι­καιολογούσε τίποτε, καί πού δέν άπρσκοποΟσε παρά σέ μιά κοινο^αιη αόνοδιαφημιστική ύποκίνηση θορύβου... Δέν είναι, φυσικά, έδώ ή 9?¿4, γιά νά έπιχειρήσουμε νά κρίνουμε, άν, καί κατά πόσο, ό κύριος αύ­τός, θά είχε τό δικαίωμα νά δίέκδικεϊ, πραγματικά, τόν τίτλο τού λογογράφου: Αύτό είναι άλλο κεφάλαιο, πού κάποτε μπορεί νά μ ι«· νέλθουμε, άλλά πού δέ μπορεί ν’ άποτελέσει Αντικείμενο μιάς, «όσο σύντομης έπιστολής. 'Εκείνο πού προέχει, έδώ, είναι άν έχει τό δι-. καίωμα νά διεκδικεϊ τόν τίτλο τοΰ σεμνού καί καλοαναθρεμμένου Αν­θρώπου! Κι’ άπ’ αύτό τόντίτλο άπέχει πολύ... ·

Τό γράμμα μου αύτό, κινημένο άπό τήν πιό ειλικρινή καί ζωηρή Αγανάκτηση, έχει σκοπό νά κάμει γνωστό, ότι, άν ή Απρέπεια ώρι- σμένων Ατόμων, πού, μήν Ιχοντας, ϊσως, ^λλον τρόπο, έπιχε.ρο&Λ έ­τσι, ν’ Αποκτήσουν φήμη. Αποκαρδιώνει, καί δίκαια, τούς νέους, —δίν παύει, ή Απρέπεια αύτή, ν’ Αποκαρδιώνει καί τούς παλαιότερους-- Ινας άπ’ τούς όποίους ύπογράφεται.

Μ* Αγάπη,' ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΙΙΣ

26.ΧΙ1.39.

Ν β 0 6 ? « Π « Τ λ

A A N I Ο Υ i X A S a ê Y

Κ Ο Ν Τ Ρ Α Π Ο Υ Ν Τ ΟΜ ε τ ά φ ρ α σ η α η τ Α γ γ Χ ι κ ά Σ τ ο τ ύ ρ ο υ Σ τ ά γ κ « υ

(ΣΥΜ Η χείΑ . α π ο γο π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο » χ ε ή λ α ί δ η “ Ε ν τ α ρ ν τ , n q u π ερ ί.

Ό Γουέμπλη τούς άφησε. Ή κοιτούσαν τά μάτια της πέρα - λαίδη ” Ενταρντ τόν παιοακολου- δώθ*, τ®ν έπισσε arc το, χέρι. ■ θοΰσε καθώς προχωρούσε πέρα. « “Ελα μαζί μου», είπε, «να σε σά νά όργωνε, άνάμεσα στό συστήσω οτύ στρατηγδ Κύηλ. II πλήθος. «Σάν ατμομηχανή», εί- διαοκεδαστικός γεροντακος, άν πε. «ΤΙ δραστηριότης I ’Α λλά καί χωρίς νά τά θελει, κάποτε»,

εύθικτος; Καί 6 καη- 'Ο "Ιλλ ιτζ μάργωσε — 6 -έν-

τους, ήταν τόσο θελητά προσ­βλητικός, tioO τού “ Ρλλιτζ τούρ- χούνταν νά τούς κλώτσαε.

τοσομένος 6 Γουέιμπλη. δέν έχει θουσιασμός του σταμάτησε πα­πιά καθόλου χιούμορ, θέλει νά γωμένος στό λαρύγγι του.> El-τού φερνόμαστε σά νά είναι τό δε πώς δέν άκουσε λέξη απ ο,τι κολοσσιαίο άγαλμά του αύτός έλεγε,^ δέν^ π ^ άηκαι μείς τό θαμβωμένο, τό άπο· Τήν άκολούθησε ωστόσο tu στραβωμένο έθνος πού τό άνε- δ "« καί μνησίκακη σιωπή, γείρρραμε ! » (T à .« f i? νατρακυ- Ό στρατηγός Κ&ηλ μιλούσελούσαν σά βρυχηθμός ,^ ν τ α - μ-’ ένα άλλο κύριο στρατιωτικού ριού). «Μετά θάνατον, καταλα- έπίσης έξωτερικοο. Ή φωνη του βαίνετε τ'ι θέλω νά πώ. Σ ά με- ήταν άρειμάνια καί άσθιιοτική. γ ά λ ο ς ‘ιστορικός τύπος. Ποτέ μου <·Φίλε μου», τού είπα, (έλεγε δ- δέν άναθυμούμαι, δταν τόν βλέ- τα - τόν πλησίαζαν), «Φιλε μου, παν δτι είνσα πράγματι ό Μέγας μη βάζεις σ’ αύτό τό άλογο τό- •Αλέξανδρος. Κάνω πάντα . τό (**. θ ά τανε έγκλημα, είπα. θά λάθος νά νομίζω δ η είναι ά- τανε σωστή τρέλ.λα. Μή βάζεις, πλούστατα ό Γσυέμπλη». . μή βάζεις. Κι εύτοχως που μ

Ό “ Ιλλιτζ γέλασε. Τού άρεσε άκουσε».

σιασμένομ ξ ε τ ρ 'ε λ λ α μ έ · V ο ι άπ’ τή δεξίωση

Έ ν- ’Η λσίδ1 “Ενταρντ τους πα·

στή. Καί πολιτικά σωστή. «“Οχι πώς οί ’Ελεύθεροί

δέν είναιτου

καλό πράγμα», συνέ-ο ι«Τά κομμάτια τού Μπάχ τά

χισε ή λαίδη “Ενταρντ. Ή συ μ- 5 ιά λ ΐξ α γ ιά σ5ς, στρατηγέ μου» παθεια του Ιλλιτζ άρχισε να εΐηε f, χαί€η μέ ντροπαλό ύφος‘w «·κλι« β »’* είπε h λαίδη με ντροπαΛΟ υφοςσβυνει, οσο άπότομα είχε ξεφυ- πού ϋύ|Α)ζε Λ χαρΛ ωμένη ταρα- τρωσει. *ΤΙ λετε σεις , κ. Μπα- κοοασιάς, δταν ξομολογεί-μ π ατζ;» τ{η ρωτικές άδυναμίες της.

Ό “ Ιλλιτζ στροιβσμουττσύνια- · « h á . . ά σάς πώ. ή καλωσυνησε κλεφτάτα. «Ν ά σάς πώ.. . » , σατ». Τά χασε è στρατηγός, στ* άρχισε νά λέγει. άλήθεια. Δέν ήξαιοε τί νά κά-

«Άλήθειος καλά πού τό θυμή- νει μέ τδ μουσικό δώρο τής λαί­δη κα», είπε ή λαίδή “Ενταρντ, δης.διακόπτοντας τό συνομιλητή της «Δίσταζα», ξακολούθησε ήτ?. στιγμή πού πήγαινε νά δια- λαίδη “Ενταρντ ιχέ τήν ίδια χα- τυπώσει Iva θαυμάσιο, σαρκα- ρακτηριστική οικειότητα, «νά •στικό σγόλιο γ ιά τούς Έλεύθε- προτιμήσω τού Χέχτελ τ ό τ ρ a · ρους τού Γουέμπλη, «πρέπει ν ά γ ο ύ δ ι τ ο ύ ν ε ρ ο ύ , ft τή προσέχετε πολύ δταν κατέβαινε- Σουίτα τού Μπάχ μέ τόν Ποντζι- τε τις σκάλες μας. ΓλυστροΟνε λεόνι; Σάς θυμήθηκα, δμως, καί_ _ ή _ _ tm X Μφ ο β ε ρ ά !»

Ό “ Ιλλιτζ κοκκίνισε. ¿Καθό-προτίμησα τό Μπάχ».

Τό γοογό μάτι τής πρόσεξελσυ», μουρμούρισε καί κοκκίνι- τ® σημάδια τής ταραχής στο σε άκόμη περισσότερο - έμοιοο- κατακοκκινο πρόσωπό του στρα-ζε σά πατζάρι στις ρίζες των τηγου , ,καρστόχοωμων μαλλιών του τό *!"* «τλωσύνη σας», είπε.—σαπρόσωπό του — μόλις κατάλαβε νι̂ διαμαρτυρόταν δ στρατηγός, τήν άνοησία πού είπε. Ή συμπά- κατοΛαβαινω πολυ«ε ιά του ξάτμισε άκόμη πιό Ρουσική. Τετο«£ άξιωση δεν^τήνπολύ.

«Ν ά ξ δπως καί νά ναι, γλυ στροΰν πάντα», έπίμενε εύγενι

Ιχω. Έ αίρω δμως τί αού άρέ- σει. ξαίρω ri μού άρέσει», ‘Η Φράση φαινόταν νά τού δίνει πεποίθηση. Ξερόβηξε καί ξα-

κά ή λαίδη “Ενταρντ, μέ Iva έμ- ’ « ’Εκείνο είς τδ δποίοψατικδ^ γαργαρισμα στή φωνή νπιστεύω...».της. «Τ Ι κάνατε μέ τόν “Ενταρντ

ν έ χ ι « «Μ ’ ένδιαφέρει τόσο πο- t6v ¿— . Μπάμπατζ. Βοηθά τόν “Ενταρντ

Ο Ιλλιτζ χαμογέλασε. «Μ ά Ιργο του καί είναι είδήμων νά σάς πώ, άν άληθινά θέλετε οτΐς βατραχόσαυρες. Κύριε νά ξαίρετε», εΤπε, «κάνουμε Iva Μπάμπατζ. ό στροτηγδς Κόηλ πείραμα μέ βατραχο-σαΟρες· KOri δ συνταγμ^βθντίέ Πίλτσαρ». κόψαμε τά άκρα ένός καί πρσσ- Τούς Ιοριξε τδ τελευταίο της ποθούμε νά κάνουμε νά άναγεν- χαμόγελο κι Ιφυγε. νηθοΟν». "Οταν^τού διδόταν εύ- gMÓ¡ τήν πάρ£4. . μ· ¿„οσβό-

λωσε I » άναφώνησε ό στρατη- ?J Í 1 ° I Ó 0£̂ I W · ,E‘ γός, κ α ί δ ιυνταγματάργης

γάκ^’ή ^ Γ ^ ^ Λρέσει λι- „^ρατήρησ* δτι αύτή ή γυναίκα

«Βαπραχοσαύρες; ’Εκείνα τάείναι ένος άγιος τρόμος.

«Άγιώτσπος», είπε, δπως τόCH δυδβ-Πσί8> ?' αισθανόταν Ô “ Ι λ λ ι τ ζ . ------------»Z&L πωζ ΤΟυς στρατιωτικοί τόν έκυτταξαν μιάβ*/αζετε τά μέλη;» · 1Τ* 1#1 κη) ni rh Rx iUUtt συν.μ Ύ στιγμή, καί μέ τό βλέμμα συν-

Æ to λαμ*κοροττόpio»t έζήγησε ¿ννοήθηκοτν οτι tó σγόΧιο, dit’ τά κόφτουμε μέ τδ μαχαίρι». Τό στόμα ένός άνθρώπου τόσο«τά κοφτούμε μέ τδ μαχαίρι». Τό στόμα ένός άνθρώπου «Καί ξαναφυτρώνουν;» καταφάνερα Ιξω άπδ τό έπίπε-«^ανοιφυτρώνουν». δό τους, άποτελούσε θράσος,«θεέ μου», είπε ή λαίδη “Εν- Οί καλοί Καθολικοί μπορεί νά

ταρντ. «Δέν τό ξαιρα αύτό τό χουν μεταξύ τους τ’ άστεϊα τους πράγμα. Τί γοητεία ν’ άκούει γιά τούς άγιους καί γιά τίς συ- κοτνείς τέτοιες Ισορίες.. Πείτε νήθειες των παπάδων. Τά ίδιαμου κι άλλες λεπτομέρειες τού διιως άστεϊα λεγόμενο άπό Iva

«Λούση, παιδί μου!»«θέϊε μου, Τζω ν!». Ή Λσύση

Τανταμάουντ γύρισε καί χαμο­γέλασε τού θετού θειού της. Μέτριο άνάστημα,, λιγνή, σάν τή μητέρα της, μέ κοντά μαύρα μαλλ-ά, λαδωμένα γ ιά νά φαί­νονται μαυρήτερσ, καί χτενι­σμένα πνσω. ’ίϊχρή, χωρίς κσκ- κινάδι στά μάγουλα. Τά λεπτά χείλη της μόνο βαμμένα καί λυγο γαλαζάδι γύρω στά μάτια της. Φορούσε ταγιέρ μαύρο πού τόνιζε, μέ τήν άντίθεση. τή λευ­κότητα τών μπράτσων και τών έιμων της. Εΐχσν περάσει δυό χρόνια τόρα πού πέθάνε δ Χέν- ρη Τανταμάουντ, δεύτερος ξά- δελφος καί σύζυγός της. Πεν­θούσε, δμως, άκόμη στό ντύσιμο. Τής πήγαιναν τόσο πολύ'τά μαύ­ρα. «Πώς τά πάτεί» πρόσθεσε. βλέποντας, καθώς τού μιλούσε, δτι είγε άρχίσει νά φαίνεται πο­λύ γέρος.

«Φθίνω», είπε ό Τζων Μπίν- τλεηκ. “Επιασε τό μπράτσο της έλεύθερα, σφίγγοντάς το πάνω άπό τήν άγκώνα ιιέ τό φλεβιά- ρικο χέρι του. «Πες πώς πεινάς νά πάμε νά φάμε. Είμαι ψόφιος τής πείνας, λιμασμένος».

«Μ ά έγώ δέν είμαι».«Δέν έχει νά κάνει», είπε ό

γερο Μπιντλεηκ. «Ή άνάγκη μου είναι μεγαλύτερη άπ* τή δική σου, δπως είπε πολύ' σωστά ό σέρ Φίλιπ Σίντνεη».

«Μ ά δέν θέλω νά φάγω». Α ν ­τιστεκότανε πάντα δτον ήθελες νά τήν κυριαρχήσεις. “Ηθελε νά όθηγεί, δχι νά άκολουθάει. Αλ­λά καί 6 μπάρμπα Τζών δέν ή­ταν παίξε γέλασε.

«θ ά φάγω έγώ γιά σένα», τής είπε. «θά φάγω γιά δυό». Καί γελώντας χαρούμενα τήν ώθοΰ- σε πρός τήν τραπεζαρία.

Ή Λούση έπαυσε ν* άντιστέ- κεται. Ποοχώοησαν σπρώχνοντας τό πλήθος. Κιτρινοπρασινιάρικο καί πιτσιλισμένο ένα λουλούδι στή κουμπότρυπά τού Τζών Μπίν. τλεηκ. θύμΓιζε χασμουρητό φει· διού. Τό μονόκλ λαμπύριζε στό μάτι του.

«Πο-.ός είναι κείνος ό γέοτς μέ τή Λούση;». ρώτησε ή Πόλ- λη Λόγκαν, καθώς περνοΰσοεν.

« Ό γέοο Μπίντλεηκ».«Μπέντλεηκ ; Κείνος ποό...

πού ζωγράφισε τΙς εικόνες;» Ή Πόλλη μιλούσε διατακτικά, μέ δφος άνθρώπου πού έχει συνεί­δηση τών κενών στή μόρφωσή του καί Φυλάγεται μή γίνει γε­λοίος. «Κείνο τό Μπιντλεηκ έν- νοεις;»

Ή φίλη της έγνεψε καταφατι­κά. Ή Πόλλη άνακσοφίστηκε.

«Περίεργο, ποτέ μου», ξακο­λούθησε. ψηλαφώντας τά φρύ­δια της κ< άνοίγοντας φαοδιά— πλοττε'ά τά μάτια. «Δηλαδή νό­μιζα δτι είναι γέοος, δχι δμως καί τόσο. Είναι, λές, έκατό χρο- νώ;»

«θ ά ναι, πιστεύω, τόσο». Ή Μόρα έπίσης, μετρούσε λιγώτε- ρους άπό είκοσι Μαΐους.

«Πρέπει νά σοΰ πώ δμως», πα­ραδέχτηκε χαριτωμένα ή Πόλλη «δτι δέν τού φαίνεται. Είναι ά ­κόμη άοκετά γ ρυσούλης, ή άσί- κης ή ζαχαρένιος, ή δ τ ι άλλο λεγανε τούς νέους στήν έποχή του».

τών «Λουσμένων» τού Μπίντλεηκ κρεμότανε πάνω άπό τό τζάκι στήν τραπεζαρία, στό μέγαρο Τανταμάουντ. Μιά εύθυμη και χαρούμενη είκόνα, άνάλοιφμη, μέ χρώμα κβθάριο κοά στιλπνό. Όχτω παχουλές, μαργαριταρέ­νιες κυρές. συμπλεγμένες σόιν άρμάθιά στό νερό, στίς δχθες ένός ρυακιού. Τά σώματα καί τά μέλη τους σέ κίνηση λιγερώτατη άγκαλιάζονται σ’ ενα είδος γιρ- λάνδας (συμπληρωμένης πάνου- θε άπό τό φύλλωμα ένός δέν­δρου). Πέρα άπό σύτό τό συν- τεφένιο σάρκινο στεφάνι (άκόμη καί τά πρόσωπά τους ήτανε δ- λοζώντανη, γελαοτή σάρκα, χω­ρίς ίχνος πνευματικότητας νά τόι περισπάει άπό τήν άπόλαυση τών σάρκινων σχημάτων καί τών σχέσεων τους) τό μάτι ταξίδευε πρός Ιν α ώχρό, λαμπερό τοπίο άπό άπαλές πλαγιές καί σύν-

I

NeOGVífNHÍd ΓΡΛΜΜΔΤΛ

T U Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο Δ Ι Η Γ Η Μ Α

Ί ί ·. .. Τό πιάτο στό χέρι, μασου- λώντας σάντουιτς άπό μαύρο χα. βιάρι.. 6 γέρο Μπίντλεήκ στεκό τιχνε μέ τή Λούση μ πρός στό έργο του σά νά τό βλεπε πρώτη φορά. Τό στοχαζότανε. Τόν κα­τείχε μιά συγκίνηση άνάκατης περηψάνειας καί λύπης.

«Είναι καλό», είπε, «πολύ κα­λό. Ίδές πώς πλέκεται ή σύν­θεση. Τέλεια Ισορροπία, καί δ­μως ούτε σκιά έπανάληψη καί τεχνητή έξοικονόμηση». Τίς άλ­λες σκέψεις καί τά άλλα αισθή­ματα πού ξύπνησε ή είκόνα στό νού του, τίς άποσιωπούσε. Δέν ήταν εύκολο νά τίς έκφράσει, τόσο πολλές καί ανάκατες πη· δούσαν έντός του. Ποό παντός πολύ μελαγχολικές. "Απλωσε τό χέρι του »ι άγγιξε τόν πίνακα — μαόνι, γνήσιο ξύλο. «Κύττα τό σώμα δεξιά, μέ τά χέρια πάνω» Συνέχισε τίς τεχνκές πο.ρατηρή- σεις, σά νά προσπαθούσε νά μή. διώξει τίς άπρόσκλητες σκέψεις. «Ίδές πώς άνττσταθμίζει τό άλ­λο, τό σκυφτό, άριστερά. Σάν μικρός μοχλός σηκώνοντας βα­ρύ φορτίο». ‘Η κυρά μέ τά χέ· pta ψηλά ήτανε ή Τζέννη Σμίθ, τό όμορφότερό του μενιέλλο. ’Ενσάρκωση τής άμορφιάς, τής βλακείας καί τής χυδαιότητας, ©εά, δταν τήν είχες γυμνή, κρατούσε τό στόμα κ λε «π ά ή άφινε νά τής τδ κλείουν μέ φι­λιά. ’Αλλά, θεέ μου, δταν τό ά ­νοιγε, δταν ντυνόταν, δταν Ιβα- ζε τδ φρ·.·κτό κοτπέλλο της! θυ­μότανε πού τήν πήρε μιά φορά στό Παρίσι μαζί του. ’Αναγκά­στηκε νά τή στείλει πίρω μετά μιάν έβδομάδα. « “Επρεπε νά έ­χεις φίμωτρο, Τζέννη», τής είπε, καί ή Τζέννη έκλαιγε. «Κάναμε λάθ:ς νά σέ φέρουμε στό Παρί­σι», ξακολούθησε. «Π :λλής ή­λιος στό Παρίσι, πολύ τεχνητό φώς. Τήν άλλη φορά θά πάμε στό Σπίτμπέργκεν. Τό χειμώνα. Ή νύχτα βοοστά Ιξη μήνες έκεΐ» Αύτό τήν Ικανέ νά κλαίει άκόμη πιό φωναχτά. ‘Η καημένη είχε

θησαυρούς αίσθησιασμοΰ καί ό- μορφιάς. Ύστερώτερα άρχισε νά πίνει καί χάλασε, τό ριξε στή, ζητιογιά καί στήν έλεημσσύνη. Στό τέλος ή σκιά που άπόμεινε πέθανε. 'Αλλά ή άληθινή Τζέννη έμεινε δώ στόν πίνακα, μέ τά χέρια ψηλά καί τά στηθάκια της άνασηκωμένα. “Ο,τι έμεινε άπό τό Τζών Μπιντλεηκ, τό Μπίντλεη κ πριν είκοσιπέντε χρόνια, ήτοτν έ- κεΐ. στόν πίνακα έπίσης. Υπήρ­χε άκόμη ένας άλλος Μπίντλεηκ νά μελετά καί νά στοχάζεται, τό φάντασμά του. Σέ λίγο κι αύτός θά έξαφανιζότανε. Καί όπωσδήποτε ήταν αύτός ό άλη- θινός ό Μπίντλεηκ περισσότερο άπ1 δσσ ή πρησμένη καί μαρα­μένη γυναίκα πού πέθανε ήτανε ή άληθινή Τζέννη. ‘Η άληθινή ή Τζέννη ζοΰσε μαζί μέ τίς μαρ­γαριταρένιες κολυμβήτριες. Καί ό άληθινός ό Μπίντλεηκ, ό δη- ΐίίουργός, ύτεήρχε έμμεσα στά δημιουργήματα του μέσα.

«Καλό είναι, καλό», ξανάειπε_, δταν τέλειωσε τήν άνάλυση τού Ιργου του, μέ φωνή θρηνητική. Τό πρόσωπό του ήτανε θλιμμέ­νο. «Μά τό κάτω — κάτω», πρόα- θεσε., ύστερα άπό μιά στιγμιαία διακοπή καί μέ άπότομη έκρηξη προσποιητού γέλιου, «δ,Τι κάνω, είναι καλό, καί μέ τδ παραπά­νω μάλιστα». Είχε στό νού του τούς βλάκες κριτικούς πού έβλε­παν παρακμή στά τελευταία του έργα. "Ηταν ή αύτσρέσκειά του σάν πρόκληση πρός τό παρελ­θόν του, πρός τό χρόνο καί στά γερατειά, πρός τόν πραγματικό Τζών Μπίντλεηκ πού είχε ζω­γραφίσει τήν πραγματική Τζέν­νη καί τή φίλησε σιωπηλά.

«Βέβαια καί εΐναι ώραΐο», εΐ πε ή Λούση, άπορώντας πώς ξέ πεσε δ γέρος τόσο τόν τελευ ταϊο καιρό. Ή τελευταία του έκ θέση — άξιοθρηνητη. Ό ϊδιος, έ πί τέλους, έ,με·νε τόσο νέος, σχε­τικά, βέβαια. Μολονότι, άλήθειο σκεπτότανε, καθώς τον κύτταγε είχε γεράσει άπότομα τούς τε λευταίους μήνες.

«Βέβαια», έπανάλαβε. «Αύτ6 είναι τό σωστό πνεύμα».

« ”Αν καί πρέπει νά όμολογή σω», πρόσθεσε ή Λούση γιά ν' άλλάξει τό θέμα, «βρίσκω πάν τότε τίς «Αουόμενές» σου σάι προσβολή».

«Προσβολή;»«Μιλώ ώς γυναίκα, έννοεΐς

Μάς βρίσκεις, άλήθεια, τόσο πο λύ άνόητες, δσο μάς ζωγρα­φίζεις;»

«Μάλιστα, τόσο άνόητες μά βρίσκεις;», ρώτησε μιά άλλι φωνή. «Τόσο άνόητες;» “Ητανε μιά έντονη, έμφοπική φωνή, I τσι, φυσητή', έκρηκτική, σά νί έξορμοΟσε άπό καμμιά στενή ό πή, κάτω άπό αισθηματική πύ εση.

Σ Α Ν Α Τ Ο Ρ Ι ΟΤ Ο Υ κ Γ. Λ Α Μ Π Ρ Ι Ν Ο Υ

ψεμιζαν μός καθώςήταν άκόμη δυνατό καί τό παγω- ρία. Ό κάθε άνθρωπος έχε. ... μένο ξεροδόρι ποό φυσούσε, έκανε κόσμο του. Πώς; Μάλιστα. Καθέ-

ΑΠ.,νί~ ' ' " - - - ι Λ'”-'— ' --Ι ------- 1 -I - <;-· - Ι,Λ — I—* ι-~·» ρ,,̂ ιΠ έΖ ϊηΤ κγ,! Α ν„Λι„ · , , , , 1°,υ· σάν Ίλ . κεντητή ^οδιά «Χάχας τόσες όμορψιές καί πώς νά μήν Ιρ-

Φανο γαλάζιο Σιγή._—Ξέρετε όμως είπε σέ λίγο αύτή,

Εγώ, προσωπικά, δέ συμπαθώ καί τόσο όλους αυτούς

- . . . . , . ,,ν ,, ».< >1,1« ΙΛν V V IIV ι ς,τα, ή ζωηρή κίνηση, οί άνθρωποι δ- Κανείς σας. Όρίστε; ’Ακριβώς. Τή λοι τούτοι μέ τήν ξαναμμένη θωριά γνωρίζετε κι’ δμως εϊσαστε τόσο καί τόν κοσμικόν άέρα, μ’ Ικαναννά Μ«κρυά άπ’ αυτήν. Ή Ελένη είναι ξεγαστώ. "Ενα σωρό ζευγάρια μά- ξεχωριστός τύπος, έντελώς ξεχωρι-^ Α _ . « » , /π.<_ _ ητλ<* νη, λ ___ __ί______τια στυλώθηκαν άιτόνω μου καθώς στό ·̂ ,καί· αληθινά, λίγο περίεργος,

η_'.. s Via να ΤrriV ΤΤΓΛ ¿xrewAινΛσ *Δ)1λV ΐ ν ΐ ΐ ΐ υ υ ΐ Ν · » ι * - ι ·— φ - — · » , 1 β - > *1 γ I * ν

μπήκα. Πάντα ό ερχομός ένός και- Ύκα νύ: »»Λν πω έκκεντρικός.. Αλλάνούργιου ξσονίζει ιαέσα σ’ αύτήν τή νομίζω, κύριοι, ότι έκανα· πινάκλ, -/ είπε κι έδειξε τά χαρτιά τηςμικρή κοινωνία τών άρρωστημένων, , . „ ,.........γίνεται στόχος γιά συζητήσεις, εί- ,** κυρία ¿θριάμβευε στό χαρτί ναι στό κέντρο τού ένδιαφέροντος κα,ι1_.σ1'1 Ίραση της. τίς πρώτες μέρες, ώς που σιγά - » άσπρη μπλούζα του γιατρ'οΰ σιγά κατασταλάζει, γίνεται συνηθι- γυρο του τραπεζιού,σμένος τύπος μέσα στό μεγάλο καί 'ή1ν αργοπορε,τε. κύριοι. Ή ώ- πολύβουο πλήθος καί λησμονιέται. Ρβτιερασε. ·Σίμωσα στή φιλική παρέα πού γ ν ώ - ουνθημα κ’ ή,

σα άπό χτές βράδυ γιά πρώτη φο-ρισαρά. Μού έκαναν θέση κοντά τους.

—Πινάκλ

παρέα σηκώθηκε.Προτείνω νά ξεπροβοδίσουμε τόν

κ. Παυλίδη, είπε ή κυρία.-N a l, καί κρατήσαμε μιά θέση . Αληθινά, μέ συνόδεψαν ώς τό ». „s.. δω"άτιό μου και με καληνύχτισαν.για σαςΉ κυρία πού έκανε τήν εύγενική Ευεινα μόνος. Ζύγωσα στό πα-I j ι \ ν u i u ι i i y v C I u v e ι ι > c v ν ς ν ι ι ι ι , * - / · · - - · - · — -*> "

προσφορά, νέλασε δείχνοντας τά Ρ Ρ°. κι άκουμπησα τό κούτελό/ c / « < · » * |)ΛΙ) ΙΤΛΙ I Λ Α il Γ » < »λ ,,κάτασπρα οοντια ιης. Τά μάγουλά ί'00 πού φλογιζόταν στό τζάμι. · ε

της καί' τά χέλια της ή σαν όλοκόκ- 5 Υυχτσ είλε σκεπόσει τά πάντακινα άπό δυνατές πινελιές ροόζ. άτι0 " σ^ υ_α το δόσος έστελνε τή

—θά συ'τροψέψετε τή δεσποινίδα ?υιί του· Πρώτες μέρες στό Σανα- Λιλή καί νώ τόν κ. Πετρόπουλο. Ι °^ '° .κ“'.?0 κεφάλι μου ήταν βαρύ ΤζόκεΟ τά διπλά... 0110 τή ζαλη. -απλωσα. Απόψε χό*

Τό παιγνίδι ζωήρεψε δταν προχώ- Ρευαν δαιμονισμένο χορό στά μυα-ι KJ ιιυ,ί y νιυι ¡ u i u v ω* < < - f · /ι ι · . - .ρήσε. “A U o i κύριοι κάί-δεσποιν&ες ™ κ^ “ ζ Λ ^ 1 Π Γ ΛΐόΤ10_υλο.ς’

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ

. έργου σας, παρακαλώ». άπιστο, τούς προσβάλλουν. Ό« ι » « ρ ο * ,λαίδη. Πήρε νά τής έξηγεί μέ

θέρμη καί 'ένθουσιοισμό διπλό, Ρίκί> παρατήρηση καί ό συνταγ- μιά άπό τό θέμα του καί μιά μστάρχης θεώρησε άρκετό νάπού μιλούσε στή λαίδη. Είχε ΐ- σημειώσει μόνο τή σιωπηρή ά· σ ά - ίσ α φθάσει στό κύριο, στό δ ο κ ιμ α σ ία του. Ό τρόπος, ώ-

οωση τού μ-ετσφυτευμένου μπου- ΤΠ01! Υ |σ τίζ ιπποδρομίάς, σά νά μπσυκιβύ ούρ'άς σε πόδι — όπό- ταν μόνοι, γυρνώντας τή ράχη

«"Εχει πάρει περί τίς δεκα­πέντε γυναίκες», είπε ή Μόρα.

Κείνη τή στιγμή άκριβώς ό Χοΰγκο Μπρόκλε βοήκε τό θάρ ρος νά παρουσιαστεί. «Δέ μέ θυυαστε. Ισως. Είχαμε γνωρι­στεί μικοοί. όταν μάς πηγαίνανε πεοίπατσ οί νταντάδες». Τί ή- λίθια πού άογισε. Τόν περέχυσε φλόγα ντροπής.

Τό τρίτο κι ώραιότερο ταμπλώ

· I ̂ 1_, 4 . Γ ̂ \ ̂ ̂ $ V V «ν V I. , ^ Κ. ,, V V V ^ \ ^ , . **κυκλωσαί'τό τραπέζι μας. Ή παρέα τα: φωτα, ^ χαρτιά, ή δεσποινίς μας μεγάλωσε. Μιλούσαν γιά ποό- Λι~ } Κ®1 π Λή Ελένη...σωπα ξένα κι’ άγνωστα άκόμη σέ „ αδελφή ήρθε άθόρυβα κι’ ε­μένα, μά κάθε φορά ή κυρία, κάτι σβυσε τό^φως. Σκοτάδι. Ο Οπνος.μέ σάν άρχηγός στό μικρόν κύκλο, έ- σ^ Αιγο κοντά του νά ξεκου-πενέβαινε εύνενικά γιά νά μή μ’ ά- Ρ®?81 Υιώ ^‘ά ,νυχτα ιό σακατεμένο φίσει όλότελα ξένον άπ’ τίς ουζη- και τυοαγνισμένο κορμί.τήσεις. * * * · · · · · ............. .............

’Αλλάξτε θέμα. κ. Πετρόπου- Εχασα τήν κυρία νιά πολλές μέ-λε, δέν εΐναι γενικού ένδιαφέροντος, Ρες' *^σι ί-α^Υι,1α ' κι άπόμεινα δί- Ιλεγε φωναχτά κι’ έστρωνε χάμω χ? ς ®?ηγό. Η δεσποινίς Λιλή ήρθε τούς τέσσερις ρηγάδες της.Νά πείτε ^ασ·°^ υρ5̂ ΐ'ως ^ κυΜα δ:νε"

—Είναι σ,-βαρά;κάτι πιό ένδιαφερον...

Ό κ. Πετρόπουλος κουνούσε τά κεφάλι καταφατικά, χαμογελώντας, κι’ έστρωνε μέ τή σειρά του τά τρι­άρια του. ._

Ή δεσποινίς Λιλή μου έγνεψε φι- Επιτέλους, φάνηκε κάποτε. Τήν ικά πώς κάτι καλό έτοιμάζει. Κι’ ε1δα 0x6 } ' ,α Μεσημέρι, μετά

"Α, δχι, συνηθισμένα πράματα, μην άνησυχεΐτε. Αύριο — μεθαύριο, θά κατέδει.

λικά πώς κάτι καλό έτοιμάζει. m , . , n—r -> t-----δταν ήρθε ή σειρά της, άπλωσε τά xà W W 6· ΗΡθε κοντά μου πρόσ- χαρτιά της άπάνου στό τραπέζι φω· ΧαΡη. διαχυτική, νάζοντας ; πινάκλ I Χοροπηδούσε ......... ,w|w,ll|wn« -Μ έ χάσατε λί/ες μέρες καί σάςστήν καρέκλα της άπό τή χαρά της.Λίγος βήχας τήν Ικανέ νά στό πλάί καί νά σκύψει τό κε της άπάνου στό μικρό μετι ”

ι ι

ινοστρογγυλό κουτάκι της πού έβγαλε „ ήνσ0Γί άπο τήν τσέπη. ' * * « « ·

Εκάι'ατε πυρετό ;—Mai, άνέβασα γραμμές κι* έμει­

να κρεββατωμένη. Τώρα πέρασαν.. Καθήσαμε μόνο. σέ δυό πολυ-

τους κυρίους προσκυνητές τής όμορφιας μας.

Τήν κυτταξα άπορωντας.—θά σάς έξηγήσω άμέσως, πρό­

σθεσε. "Ολοι αυτοί οί κύριοι που ερ- χουνται νά θαυμάσουν τίς καλλονές καί τά μνημεία μας, μένουν γιά μας καταβάθσς όλότελα ξένοι. Μάς ά- γνοοΰν καί τούς άγνοοΰμε. "Αν ή ά- νάμνηση ένός δοξασμένου παρελθόν­τος τούς κάνει νά μένουν έκστατι- Κοί μπρύς σέ κάποια έρειπωμένα μνημεία, όμως τους ξεφεύγει ό παλ-ι ι Α / · > ι η Α · · . . ο ^ < « 2 « _ . Λ ___μός τής σύγχρονης ζωής πού σφύ­ζει όλόγυρα σ’ αύτά τά έρείπια.Μας είναι καί τούς είμαστε ξένοι...

—Δέ λέω πώς έχετε κατ’ άρχήν άδικο, είπα. ’Αλλά τί θά θέλατε νά κάμουν; Νά θαυμάσουν τίς άθλιό- τητές μας;

—"Α, όχι, όχι, διαμαρτυρήθηκε ζωηρά. Δέ >έω α ’πό.. ’Αλλά τί τ ά : θέλετε, όταν έρχεοαι σ’ ένα Λαό καίτού λές πώς ή' ζωή του είναι ώραία κ’ είναι ευτυχής, επειδή στέκει άνά-(,ιέσα του κάποια παλιά κολώνα όρθια, χωρίε υά βλέπεις τήν τρα­γωδία του, είναι κοροϊδία κι’ άσέ- βέια... '

πειο"αΤήν κύττπξα. Μιλούσε μέ κ* είχε σμίξει τά φρύδια. Τόση κρί-ση σ’ αύτό τό ώραΐο μικρό κεψαλά- κι: θυμήθηκα τά λόγια τής κυοίας γιά τόν ίνδιαφέροντα τόπο.. , Είχα τή διάθεση νά κεντήσω λίγο τά πράγματα.

—Κι’ δμως, είναι ώραία ή χώρα μας, είπα καί περίμει«._ —Ποιός λ4ει δχ,. Ικανέ ή Ελένη, ξέρετε, όμως, τί λέω; Σκεφτείτπ πώς έκεΐ κάτω τώρα, στό βάθος, α­κριβώς Λπέναντί μας, άπάνου στήν 'Ακρόπολη, θάναι άσφαλώς κάποιο τσούρμο μέ ξένους πού θά ΘεωροΟν καθήκον τουο νά θαυμάζουν τά πάν­τα. θά τά βρίσκουν όλα ρόδινο σ’ αύτόν τόν τόπο. Καί ποιός ξέρει άν δέ μάς μακαρίζουν τώρα ποΟχουμε τέτοιο ώοαϊο βουνό, σάν τό δικό μας αύτό έδώ, πού θά. τό κατοικούν τό­σο ευτυχισμένοι άνθρωποι, σάν Κ· μάς..

ξέσπασε σ’ 8να γέλιο πλατύ,‘Η πόρτα έκλεισε, Ιπιτέλους. Ή σύννεφο - ή πρωινή θερμή άνάοα ^ Ρί ^ Τ « · Κ̂ Χ ζκ α ^ •ογή έξακολουθουσε Λπελπιοτ,νΑ m r rn^TnA,,,,^ Λ.„; _ λ . .______ _**, η συςη .ηοη μ αυτήν την κοπέΑ̂

Ή νύχτα nipaog μέσα οέ «αγ ι̂βύς εψ,αΛ,,ες και ταραγμένα δνεψα»... (ΣκΙτοο- του κ. Καρανασόπουλαι.).

Ή κυρία μοιράζοντας χαρειός “ Α ύ τ^ ο ί διακοπές είναι κάπως ®ΡΜ 01ξ<:?1ςί̂ θοδοβ άπελ™ ^ κ*· 7Ολοτρόγυρα ζ'ώνο^ τήν πα" χ“ ’ ^ χε ¿νδιαφέρον... γκρίνιαζε μέ τόν κ. Πετρόπουλ^ κΓ « η . ζ «1 μ«ς έδω. Μη σας ” ευΡα· νε^ α · - «ώρια δλαχα και την παραστέκουν, —-^ς καθήσουμε λίγο, πρότεινα.L rw « J 1 «iivm i» «II. .* íu , t κάνουν ¿ντυαωση. · · . · , ; · · . ........... φρουροί άκυιμητοι μέ το γιαταγάνι ,Μ ' r · ι~

ίΤΓΛ vpru A 'ViuvtpAí- ν* Α ΓΤ*τ» V «« *'ΛΦΙ“ W * 8,1 Ε· ’ ’ S Ä «»ν ,θ ,,μ .™ της ^ « I , Ι » « * · ™ δά- « ό & δ 'Η ^ ώ ς V f μο0 Λ »

* 'Η * π ρ . T S S S “ 4 ^ - » ν4 μ .? « « “ · * 2 Ö ” ‘ Α ^ ^ * » · « Μ » -δνομα της δεσποινίδας Ελένης. Μι; μ . áráJoo άπλωνόταν ó KaraváXavnr λ ,, δόθηκε εύκαιρια να γνωριστούμε,λουσαν ζωηρά και μ ένδιαφέρον γταυτήν.

—Είναι άπό προχτές στά κρεββά- ιϊυός κό-τι, πληροφόρησε ένας πλαϊ

ριος.—"Εκανε πυρετό; ρώτησε ή δε­

σποινίς Λιλή. παίρνοντας χαρτί.—Ναι, κάνει 38ο.

■—Ή Ελένη έβγαλε αίματηρά, τόν ένδιαφέροντα τόπο...δήλωσε έπίσημα ί| κυρία σέ τόνο πού δέ χωρούσε άντίρρηση.

—ÇQ. τήν καϋμενούλα μου ! ξε-

λ ο η ί,τ ς ς ,-χ ώ μ ί,,ς „ ί ς ™ „“Γ νΧ ~ Λ » » · " Α ^λυθρονες που έπλεκαν και χα μογε- Κάποιος π α λιό ; διευθυντής έδώ άξετίμητη ή πολιτεία τούτη βλανο Μιλούσαμε έγκάρδια, σά νάμαστε

?_.να δεχωρι°ω πού άγάπησε πολύ τούς άνθρώπους πούλα πανέμορφη καί δοξασμένη,έπασγε πιότεοο ν ι ά Τ Ο υ Γ ν ί Λ υ ι ν τ Α ι / τ τ τ η η ' π τ ά ν ί Μ ιι/ ί τ π ι . X . σείς, ρώτησα, αό*

φώνησε πάλι δεσποινίς Λιλή καί χρόνια στά Σανατόρ.α χωρίς νά λους τούς περιπάτους πρός όλα τά ψίσε, τόν έαυτό του να φτερουγίσεΓ Κα1 μ ,ίλεςτΛτ1ς τΤί ·̂ 'τα ΧεΡ,β· . . . βλέπει γιατρειά. Τώρα κάνει πνευ- σημεία, πας ώς τήν καρδιά τού δά- απαλά κ.’ ανάλαφρα μέσα σέ τού- * ^ Κ°ϊ· αυτίΙν> τ ^ ' « · ινω^ α·

Οι άλλοι κύριοι σώπασαν. Ο κ. μονοθώρακα, Ισως γίνει κάτι. Ό - σουο κι’ άνσκολήπτ«,^ τΙα λ.,λλλ,4λ ™ λα Λ - Λ ώ ύ . . ~ Ν ο ' ΐ ι ζ ω πως έχετε άρκετά χ

Η ΒΑΘΕΙΑ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ Η ΕΚΔΟΣΗ

ίί

κύριοιΠετρόπουλοο άπλωσε άμίλητος τά λόκληρή ζυιή, ξέρετε, δεκάρια του. "Εκοψα έγώ τή σιωπή, στεΐα...

—Μά ποια είναι ή δεσποινίς Έ - Κούνησε τό κεφάλ λένη; — - *·’- - ν- - -

Νο'ΐίζω πώς έχετε άρκετά χρό-

™ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΤΗ Σ ΕΠΟΧΗΣ,ντ\*. ν της ,ί>υ7ει 2να<ί οιΥ«λός στενανι.ός. χή, μά υστέρα σέ βγάζει μέσα σέ νά πετάξει ε

Α, δέν τήν ξέρετερώτησαν Καί ή άλλη κυρία; μιά σχεδόν όλόϊσια καί μακρότατη μέ τόν Ηλιοπολλές φωνές μα̂ ,ί. ΚριυαςΙ — Η κυρία Λυ&άκη; Ά , αύτή έχει άλλέα. Σάν είσαι, γνήσιο παιδί του άνασάνει τις

ε: στά όψη νά παιγνιδίσει νά κατέβει χαμηλά

ιατι Ή κυρία

κριμας;α άνέλαβε τις έξηγήσεις

της έγινε μονομιάς σο- Ίμμένη.

—Άρκετά χρόνια δέν είναι τίπο­τα... ΤΩ, είναι όλόκληρη ζι*ή αύτή, “ Παυλίδη... Άπό Σανοτόριο σέ

ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΦΛΩΡΟΥ

- π κυρία Λυοακη; λ , αοτη εχει ώΛλέα. ¿άν είσαι γνήσιο παιδί τού άνασάνει τις μυρουδιές τής νοτισμέ- π Τ 'υ '· ’ · Λ π ο , -¿«νατοριο σεδυό χρόνια δω πέρα. Είναι άμφοτε- δάσους, έχει; ζήσει ένα κομμάτι τής νης γής κ. άς χαθεί, άς σβόσει ZcYvm6Pi° v ■ χωρίς νά φαίνεται

ησεις. ρόπλευρη Ο άντρας της γυρίζει σ ζωής σου' μέσα σ’ αύτό καί τδχεις Ξαφνικά, είδα κεϊ κοντά μου τήν Ι Απουθε7’,α κάποι° τέο "«-.ιτοηρ- όλη τη ΒοΛκανική για δουλειεσ του. κλείσει στήν νη-οδιά non ωΛή*.«- --Αν ·ρ·»ί,— κ,,αa-w,, λ_α ..1 10 κεφάλι της χαμήλωσε βαου-

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΤΑ! ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Σ ’ όλα τά κεντρικά βιβλιοπωλεία δρχ. 60.

■ —Iren.,-

ξέρετε... μούς. στ’ άπάτητα καί να φτάσεις ώς τήν —ΤΩ, καί σεις 4δώ χω κ®τόσταση... Αλλά πέστεΣούρωσε τά φρύδια καί καμάρω- Αίσθανόμουνα άδιαθεσία καί ζή- ψηλή βουνοκορφή, ν’ άπλώσεις ό- Πλησίασα. Χαιρετηθήκαμε θεομά LJ?0: , · ,σ α.υτύ τό Σανατόριο,

σε γιά την έντυπωση πού θάκανε ή τησα τήν άδεια ν’ άποσυρθώ. Έπέ- λάνοιχτα τά χέρια σου καί νά χαι- Είχε κιόλας σηκωθεί άπί τό κάθισμά ει̂ ' ΛΡεμωτερη τώρα ή ζωή χτυπητή φράση της. _ μενε νά μέ συνοδέψει ώς τό δωμάτιό ρετήσεις τόν ήλιο. “Οταν θά θυμη- της. σσς: Σο<ς βλέπω τόσο εόθυμη, τόσο

—Δέν άνησυχώ καθόλου. Απλώς μου. ΆρνήθηΚα. Πήρα μαζί μου τις θεΐς τούς κανονισμούς πού μέσα τους —Μά είχα δίκηο ν’ άψαιρεθώ,είπα Υίλαστή ,έρωτησα... _ τελευταίες σι-μβουλές της. είναι δεμένη σά σέ μάγγανο ή ζωή είναι ύπέροχο τό Οέαυα

Ό πλάίνότ κύριος άπορησε: _ —Νά φυλάγεστε. Αύτή ή διαφορά σου δώ πάνου, βαδίζεις σιγά - σιγά, -Ν αί, πραγματικά/ είναι μοναδι-— Ακατανόητο! Τι γύρευε μ αυ- τού κλίματος ώς που νά συνηθίσετε στό ίσιωμα καί προσεχτικά. Στήν κό. “Ερχεστε ίσως γιά πρώτη φο-

τό τό κρυο στό καραούλι; μπορεί νά σάς βλάψει. . . καρδιά σου, θά σ’ άπομείνει μονάχα ρά έδώ;-Τ ίς κάνει συχνά αυτές τίς τςέλ- ...................................................... ή λαχτάρα. Λ -Ναί, γιά πρώτη.

λες, είπε ή δεσποινίς Λιλή καί πηρε Ενας διαολόκαιρος μέ κράτησε Ή άλλέα μ* έβγαλε σ’ ένα πλατύ -Τότε δικαιολονείοθε άπολύτως..δυο μέρες ctó κρεββάτι. "Εβρεχε ά- ξάγναντο. Καθώς προχώρησα, ή Συνόδευε τά λόγια της πάντα μέ

*Ώ, βλέπω πώς καί σείς έπάθα- τε δ,τι παθαίνουν οί ξένοι πού έπι- σκέπτουνται τή χόρα μας/καί μι­λούσαμε προτήτερα. . . Είδατε καί σεΐς τήν Ακρόπολη, χάχάχά... Μό είναι καί λαός πιό μέσα, κοπιάστε

(Σ Υ Ν Ε Χ Ε ΙΑ ΣΤΗ ΣΕ Λ ΙΔ Α 19)

6 Κ6Ο6ΛΛΗΙ®0ΓΓΓ0ΜΜ«ΤΛ

Ο Τ Ρ ΙΠ Ρ Ο Σ Ω Π Ο Σ Μ ΑΓΟΣ 1NÁI ΧΡΟΝΟΙ ΘΕΑΤΡΟΣ ο φ ή ν ύ χ τ α — κ α ί Φ ιλ ά ν θ ρ ω π η , δ ίδ α ξ έ μ ο υδ σ ο ; ο ί μ α ία ν δ ρ ο ι -κ α ι ο ί ρ ό μ β ο ι σ ο υ κ α ί τ ά π α ρ α λ λ η λ ό γ ρ α μ μ αδ ιδ ά σ κ ο υ ν . Δ ί δ α ξ ε τ ί σ η μ α ίν ε ι έ κ ε ΐν η ή ά π ό κ λ ισ ησ τ ό Τ ρ α π έ ζ ιο ν π ο ύ ό ρ θ ώ ν ε τ α ι κ α τ έ ν α ν τ ι μ ο υ .Κ α ί τ ή ν κ α μ π ύ λ η τ ο υ Β ο ρ ε ίο υ Σ τ ε φ ά ν ο υ μ έ τ ό ν δ ίπ λ α χ α ρ τ α ε τ ό . Π ώ ς α ν α σ τ ρ έ φ ο ν τ α ι, ν ύ χ τ α , ο ί ά σ τ έ ρ ε ς σ ο υ , π ώ ς π ά ν ε μ α ζ ί μ έ τ ις ώ ρ ε ς κ α ι μ έ τ ί ς έ π ο χ έ ς .Τ ό ν ί λ ι γ γ ο τ ώ ν σ τ ρ ο β ίλ ω ν σ ο υ , π ό σ ο π ε ρ ίτ ε χ ν α τ ό ν ά π ο κ ρ ό β ε ις μ ε τ ή ν ε π ίφ α σ η τ η ς γ α λ ή ν η ς .« Γ α λ ή ν ι α ν ύ χ τ α » σ έ ο ν ο μ ά ζ ο υ ν , ¿ σ έ ν α , τ ο υ ο ίσ τ ρ ο υ τ ή ν π α ρ α ψ υ λ α κ ή . Κ α ί π ρ ά γ μ α τ ι , σ τ ό ν ά ν θ ρ ω π ο , π ο ύ έ ν ό σ ω ζ ε ί, τ ό ν τ ρ έ φ ε ι ή ά π α τ η λ ό τ η τ α τ ώ ν δ σ ω ν φ α ιν ο μ έ ν ω ν π ο ύ π ρ ο σ φ έ ρ ο ν τ ά ι ν ά τ ά ό ρ μ η ν έ ψ ε ι ο π ω ς τ ο ΰ β ο λ ε ί , π α ρ έ χ ε ις , ν ύ χ τ α , μ ε τ α ς υ τ ώ ν ά λ λ ω ν σ ω τ η ρ ίω ν τ ό π λ έ ο ν σ ω τ ή ρ ιο , τ ή ν έ π ίφ α σ η τ ή ς γ α λ ή ν η ς σ ο υ .« Γ α λ ή ν ι α ν ύ χ τ α » σ έ ο ν ο μ ά ζ ο υ ν , έ σ έ ν α ; 'τ ο υ · ο ίσ τ ρ ο υ

ν ά μ ά θ ω , π ο υ θ* ά ν ε ύ ρ ω τ ή ν σ π η λ ιά , μ ά γ ο ς ά ν ή σ υ χ ο ς , τ ρ ιπ ρ ό σ ω π ο ς , π ο ύ κ α τ ’ ο ίκ ο ν ο μ ία ν σ υ γ κ ε ν τ ρ ώ ν ω , ε λ λ ε ίψ ε ι ά λ λ ω ν , μ ό ν ο ς , τ ρ ιπ λ ή τ ώ ν κ ό σ μ ω ν τ ή ν ά γ ω ν ία κ α ί τ ί ς τ ρ ιπ λ έ ς π ρ ο σ φ ο ρ έ ς τ ώ ν σ υ μ β ό λ ω ν , μ ο ν '^ ς κ α θ ώ ς ά π ό μ ε ιν α ν ά σ ’ έ ρ ε υ ν ώ , μ ό ν ο ς ν ά δ έ χ ο μ α ι τ ή ν π ρ ο σ τ α γ ή σ ο υ , σ έ σ φ α ίρ α π ο ύ τ ή ς ν ε κ ρ ώ θ η ή έ ύ φ ο ρ ίσ , τ ω ρ α π ο ύ ψ ύ χ ο ν τ α ι έ ν α έ ν α τ ά έ π ισ τ ρ ώ μ α τ α , κ α ι ή ά π α θ λ ίω σ η ε ίν α ι έ π ικ ε ιμ έ ν η .

Τ Α ΚΑΠΗΛΕΙΑ

Κ ό ν τ η ν ε ή μ έ ρ α σ τ ή ρ ο ή τ ο υ χ ρ ό ν ο υ ' κ α ί ά π ε λ π ισ τ ικ ά μ η κ ύ ν θ η ή ν ύ χ τ α " κ α ί ό χ ιο ν ιά ς ε ίν α ι τ ρ α χ ύ ς κ α ί π α γ ε ρ ό ς ' ή π ρ ο σ μ ο ν ή τ έ λ ο ς δ έ ν Ι χ ε Γ ό λ ισ θ η ρ ό ς ό δ ρ ό μ ο ς .Ή ρ θ ε κ α ιρ ό ς ή ά π ο γ ρ α ψ ή τ ο υ Κ α ίσ α ρ ο ς Α ύ γ ο ύ σ τ ο α ν ά ξ α ν α γ ί ν ε Γ ο ί κ ά τ ο ικ ο ι ν ά δ ιο ρ ισ θ ο υ ν κ α τ α λ ε π τ ώ ς ,Δ ι ά τ ό σ η μ ε τ α κ ίν η σ η ά τ υ χ η , β έ β α ια , ε ίν α ι ή σ τ ιγ μ ή . Τ α λ α ι π ω ρ ί α τ ο υ ό δ ο ιπ ό ρ ο υ , δ τ α ν ίδ ίω ς ν υ χ τ ο σ τ ρ α τ ε ΐ .Κ ό β ε ι τ ό σ κ ό τ ο ς τ ή ς ν υ χ τ ό ς έ δ ώ κ ’ έ κ ε ΐ σ τ ίς δ η μ ο σ ιέ ς τ ό τ ζ α μ ω τ ό τ ο Ο κ α π η λ ε ίο υ , θ α μ π ό ά π ό λ ά μ π α τ ο υ λ α δ ιο ύ .Τ ό λ ά δ ι π ο υ κ α τ ά ν τ η σ ε τ ο υ κ α λ ο ύ σ α μ α ρ ε ίτ η , ά ν κ ρ ίν ω ά π ό ή χ ο υ ς τ ώ ν α ύ λ ώ ν , π ο ύ π α ίζ ο υ ν ο ί έ τ α ΐρ ε ς χ ρ υ σ έ ς δ ο υ λ ε ιέ ς ά ν ο ϊξ α ν ε μ έ τ ο ύ τ η τ ή ν ά π ο γ ρ α φ ή ν .Ο ί σ τ ρ α τ ο κ ό π ο ι , ή κ ο ύ ρ α σ η τ ο ύ ς Ι χ ε ι ά φ α ν ισ μ έ ν ρ υ ς , τ ά χ ιό ν ια , ή γ λ ύ σ τ ρ α , ή π α γ ω ν ιά . Τ ο ύ ς π α ρ α σ έ ρ ν ε ι ό δ ρ ό μ ο ς , ν ά β ρ ο υ ν λ ι γ ά κ ι ζ ε σ τ α σ ιά , φ ω τ ιά , κ ρ α σ ί, λ ί γ η ά γ κ α λ ι ά .

Κ α ί τ ό σ ο ά δ ια φ ο ρ ή σ α ν ε σ τ ό τ ί δ ιδ ά σ κ ε ι ή ν ύ χ τ α , σ τ ό ν ψ ίθ υ ρ ο π ο ύ ή χ ο υ ρ μ α δ ιά δ ίδ ε ι κ ά τ ω ά π ό τ ’ ά σ τ ρ α , ο τ ό β έ λ α σ μ α μ α κ ρ υ ά τ ’ ά ρ ν ιο ΰ κ α ί σ τ ή ν κ ρ α υ γ ή τ ώ ν π ε τ ε ιν ώ ν , π ο ύ , δ τ α ν ά π ά ν τ η σ α ν β ο σ κ ο ύ ς σ ’ έ κ τ ά σ ε ις θ ε ο λ ο γ ικ έ ς μ έ τ ά ό ρ γ α ν α ν ά ψ ά χ ν ο υ ν ε θ ε ό ν ά β ρ ο Ο ν Ι π ί τ η ς γ η ς ν ε ο γ έ ν ν η τ ο , χ ο υ χ ο υ λ ισ τ ό , σ τ ’ ά χ υ ρ α σ τ α ύ λ ο υ ά γ ρ ο τ ικ ο μ , κ ρ α ιπ ά λ η κ α θ ώ ς ε ίχ α ν ε κ α κ ο ί θ ν η τ ο ί σ τ ό σ ώ μ α κ α ί κ ά π ν ια τ ο Ο κ α τ α γ ω γ ίο υ , π ή γ α ν ν ά τ ο ύ ς β α ρ έ σ ο υ ν σ έ ά ν τ ίθ ε σ η ώ ς β ρ ε θ ή κ α ν ε σ τ ίς β λ έ ψ ε ις τ ο υ ς κ α θ έ ν α ς

Τ ί Ι κ α μ ε α ύ τ ό ς ό Κ α ίσ α ρ α ς , μ έ τ ίς μ ε τ α κ ιν ή σ ε ις ." Ω θ η σ ε τ ο ύ τ ο υ ς τ ο ύ ς θ ν η τ ο ύ ς σ έ τ ό σ ο ά τ ο π ε ς π ρ ά ξ ε ις .Κ α ί τ ώ ρ α , φ τ α ίσ τ ε ς ε ίτ ε ά θ ώ ο ι, θ ά κ ο λ α σ τ ο ΰ ν ε π ά ν τ ω ς θ ά κ ο λ α σ τ ε ί ή ά δ υ ν α μ ία ε ίς τ ά κ α μ ώ μ α τ ά το υ ς , α ύ τ ή ή κ α τ ά ρ α τ ο ΰ θ ε ο Ο , ή ά β ο υ λ ία τ ο υ ά ν θ ρ ώ π ο υ .

Τ . Κ . Π Α Π Α Τ Σ Ω Ν Η Σ

Η ΝΗΣΟΣ Τ Ω Ν ΧΑΜΕΝΩΝ ΚΑΡΑΒΙΩΝ

Η έ ρ ω κ ά π ο ιο ά κ ρ ω τ ή ρ ιο σ έ μ ο κ ρ υ σ μ έ ν ο υ ς π ό ν τ ο υ ς π ο ύ λ α ίλ α π ε ς τ ό τ υ ρ α ν ν ο Ο ν κ α ί φ ο β ε ρ ο ί τυ φ ώ νε ς , κ α ί β λ έ π ε ις σ τ ό ά ν ε μ ό δ α ρ τ ο ά μ μ ο γ ι ά λ ι τ ο υ Ι ν α π λ ή θ ο ς π α λ ι ά ν α υ ά γ ι α κ α ρ α β ιώ ν π ο ύ τ ά ν ε ρ ά ξ ε β ρ ά ζ ο υ ν .

Κ ’ ε ίν α ι, π ο ιό ς ξ έ ρ ε ι , ά π ό κ α ιρ ο ύ ς π ο ύ μ έ ν ο υ ν ξ ε χ α σ μ έ ν α

σ τ ή γ υ μ ν ω μ έ ν η ν Ι χ τ α σ η τ ώ ν ά μ μ ω ν , κ* ε ίν α ι κ ά π ο ια π ο ΰ χ ο υ ν ά κ ό μ α τ ώ ν σ κ ο ιν ιώ ν κ ό μ π ο υ ς σ τ ο ύ ς κ ρ ίκ ο υ ς κ Γ ά λ λ α μ έ τ ή ν π υ ξ ίδ α ά ν ά σ τ ρ ο φ α σ τ ή γ έ φ υ ρ α σ π α σ μ έ ν η .

θ έ μ ο υ I τ ί θ λ ίψ η ό λ ό γ υ ρ α τ ί ς ν ύ χ τ ε ς π ο ύ ή σ ε λ ή ν η σ υ γ χ ύ ζ ε ι ί σ τ ί α κ α ί σ κ α ρ ιά σ κ ε λ ε τ ω μ έ ν α π ο δ χ ο υ ν χ ω θ ε ί σ τ ή ν ά μ μ ο τ ά μ ισ ά , κ ι ’ ά π ό μ α κ ρ α φ α ν τ ά ζ ο υ ι δ έ σ μ η ά π ό π έ ν θ ιμ α δ ν ε ιρ α π α ρ ω χ η μ έ ν ο υ θ έ ρ ο υ ς

Π έ ρ α φ ιλ έ ρ η μ ο ι ο ύ ρ α ν ο ί κ α ί β υ θ ισ μ έ ν ο ι τ ό π ο ι σ β ύ ν ο υ ν μ έ γ κ ρ ί ζ α χ ρ ώ μ α τ α τ ά σ ύ ν ο ρ α τ ο ΰ ά π ε ίρ ο υ . ικι’ δ π ω ς Θ ρ η νο Ο νε ο ί λ α ί λ α π ε ς σ τ ά σ υ ν τ ρ ιμ μ έ ν α σ κ ά φ η π ε λ ώ ρ ιο μ ο ιά ζ ε ι φ έ ρ ε τρ ο τ ’ ά π ό κ ο σ μ ο ά μ μ ο γ ι ά λ ι .

Ε έ ρ ω κ ά π ο ιο ά κ ρ ω τ ή ρ ιο σ έ μ α κ β υ σ μ έ ν ο υ ς π ό ν τ ο υ ς κ ρ έ π ια ζ ω σ μ έ ν ο , κι* ά φ α ν τ ε ς π ν ιγ μ έ ν ω ν π α ρ ο υ σ ίε ς , κ α ί μ ό ν ο ο ί φ α ρ ο φ ύ λ α κ ε ς θ λ ίψ η γ ι ο μ ά τ ο ι μ έ ν ο υ ν , π ο ύ , κ α θ ώ ς λ έ ς , ά π ” τ ή ν π ο λ λ ή τ ή λ ύ π η τ ο υ ς π ε θ α ίν ο υ ν

Μ Η Τ Σ Ο Σ Λ Υ Π Ζ Ο Σ

(Ά π ό ιή συλλογή «Τά ΐοπεία τοΟ ήμίψωτος» πού κυκλοφορεί τήν Πρωτοχρονιά). -----

Χάρη σ τ ά καθιερωμένα ή στή­λη οοότή δέ θ’ άσχοληθεϊ σήμε­ρα μέ τήν παράσταση τοΟ έργου τοΟ Ο'νήλ πού έδωσε τελευταία τό Βασιλικό θέατρο. Μιά ωχίτό Ιργο Ιχει κατεβεΐ, τό καθήκον αυτό ή στήλη θά τό έκπληρώσει στή δεύτερη σειρά τών παρα­στάσεων του,

‘Ο περασμένος χρόνος ήταν πολυθόρυβος καί φορτωμένος ά ­πό κίνηση. Πολλά θεμιττα Απα­σχόλησαν τήν κοινή γνώμη μέ τΙς πολύστηλες καμπάνιες των έφημερίδων. Τά κυριώτερα: ‘Ο έορτασμός τής Μαρίκας Κοτο­πούλη (30 χρόνια θιασαρχικής ζωής), ή μετάβαση τοΟ BormXt· κοΟ θέατοου στήν ’Αγγλία καί τήν Αίγυπτο, ή ΐδουση τοΟ πρώ- του "Αοματος θέσπιδος καί ό έργομός τοΟ άγνλικοΟ θιάσου Ό λ ν τ ΒΙκ στήν ’Αθήνα.

Στίς παραστάσεις τοΰ Αγγλι­κού θεάτρου είδαμε πολλά καί διδαντήκαμε άπ* αύτές πολλά. Ό πολιτ-ομός κι* ή παράδοση έ­χουνε ά ξ ί « πού μόνο μέ τή σύγ­κριση μπορούμε νά τη νοιώθου­με. Ό έορτασμός τής Μαρίκας Κοτοπούλη ήταν μιά αύθόρμητη νάϊ δίκαιη έκδήλωση πού πήρε έκταση θριαμβευτική, άν καί τή οκίοττε ή πανηνυοική παράστα­ση τής « ’Ηλέκτρας» πού δέν ή- τανε καθόλου άντάξια τής Μα­ρίκας. Τό "Α ρμα τοΟ θέσπιδος δέν πρόλαβε, στό λίγον καιρό τοΟ καλοκοαριοΟ πού τοΟ έμεινε άπό τότε πού έγκαινιάστηκε, νά πραγματοποιήσει δλο του τό πρόγραμμα.

Δέν ζέσουμε άν στήν ούσία τά

ΧΩΡΙΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΣ

Άπό μιά κριτική τοΟ κ. Γοθμπ- στερ Έβανς μεταφράζουμε πιστά τό παρακάτω άπόσπα-ηισ:

Οί Νεγκάς είναι γυμνοί, άλλά σέ πολλά πράγματα είναι πολύ πιό λο­γικοί άπ* οίύτούς πού φορούν περισ­σότερα ρούχα—καί είναι ύποχρεω- μένοι νά κουβαλούν μάζί τους προ­σωπίδες. Οί Νεγκάς ζούν σέ μιά λο· φώδν πολιτεία τού “Ασοαμ, πού εί­ναι βορειοανατολικά άπό τή Βεγ­γάλη.

Γιά τήν μεταθανάτια ζωή έ­χουν τίς δικές τους ίδέες. Ό Δρ Χάίμεντροφ ρώτησε έναν σοφό γέ­ρο: «"Οταν πεθαίνει κανείς τί πι­στεύετε δτι τού συμβαίνει;»

—«01 νεκροί πηγαίνουν σέ μιά μα- κρυνή γή. δπου τούς καρτερεί στήν είσοδό της 6 Μόγιοτσουνγκ γιά νά όδ-'-ήσει έκείνους ποί έζηοαν μιά καλή καί δίκαιη ζωή σ’ ένα δμορφο μέρος καί τούς Αλλους—τούς κλέ­φτες, τούς κακούργους—σ' ένα κα- κότοπο. 01 τελευταίο· τόν φοβούν­ται πολύ καί στό έξης προσπαθούν νά είναι καλοί.. . »

Σ ’ ένα Αλλο δρεινό χωοιό ό Δρ. X. ρώτησε τί θά γινόταν Αν δυό Αν­τρες μάλωναν καί 6 ένας σκότωνε τόν Αλλον.

—«Κύριε!» ήταν ή Α-άντηση. «εί­δα πολλούς θερισμούς νά γεμίζουν τΙς Αποθήκες μου. Αύτά τά ψοινικό· δέντρα δεν ύπηρχαν δταν εΐμουν νέ- ος—άλλά ποτέ τά μάτια μου δέν έ­χουν δεϊ μιά τέ·α>·α τρέλλα. Α ν ξέ­ρω τί θά συνέβαινε γιατί όί πατέ­ρες μας δέν ·ι5ς είχαν μιλήσει ποτέ γιά τέτοια τρότΊΐατα».

—« ’Αλλά δέν μπορεί νά συμβεϊ νά. βάλει κάποιος φωτιά οτό σπίτι τού γείτονά του; Τί τόν κάνετε αύτόν:»

•—«Τί θά κάνουμε Αν Ιχει τήν κακή τύχη ή φωτιά νά ξεγλυστρή- σει άπό τά χέρια του; Μά τό μόνο πού μπορούμε νά κάνουμε είναι νά βοηθήσουμε στό χτίσιμο ένός και­νούργιου σπιτιού*.

ΟΙ. Αλλοι κούνησαν έπιδοκιμαστι- κά τό κεφάλι τους. Ναί, δλοι θά βο­ηθούσαν. Αύτ ’ μόνο θά Ικανόν. Δέν τούς πέρασε ούτε στιγμή ή ίδέα δτι θά μπορούσε κανείς νά είχε βάλει άπό σκοπού τή φώτιά. Ναί, θά βοη­θούσαν μόνο στό χτίσιμο ένός και­νούργιου σπιτιού Γ·

ΤοΟ κ. ΣΛ Κ Ρ . ΚΑΡΑΝΤΙΝΟΥ

πράμματα άλλάξανε καθόλου «Τιμόνι στόν έρωτα» πού έπιασε κι’ άν στό βάθος ή καλλιτεχνική στά γερά χάρη στό Λογοθετίδη, μας Ικφραίση έπαψε νά βασίζε- τή Μιράντα κο:1 τό παίξιμο τών ται στόν πλούτο καί τό έξωτερι- ήθοποιων τής Μαρίκας, μιά κα­κό ξίππασμα, δπως πλατύτερα λογραμμένη φάροα τοΟ κ. Σ α · διαπιστώσαμε πέρυσι. “O n διαι* κελλοιρίδη κι’ Ινα έργο τοΰ κ. σθανόμοκτΕε, ώστοσο, τήν άνάγκη Τσουμπρή. πρός μιά Ανάλογη και πνεύμα- Ξεχωριστά άπ* αύτό, τά θέ* τικώτερη στροφή, είναι άναμφι- ατρά μας ήταν άρκετά πλού- σβήτητο καί παρήγορο γιά τά σια σέ íp y a τοΟ ξένου, πα- καλλιτεχνικά μας πράμματα. Ό λιοΰ καί σύγχρονου δρσ,μοττολό* “Ελληνας είναι στό βάθος γερός γιου,Αντιπροσωπευτικά καί άξιο- καί ντόμπρος, Ιτσι πού, δσο κι’ πρόσεχτα. Σαίξπηρ, Μολιέοος, άν ξιπικχστεί άπό έξωτερικά καί Σέρινταν, “ Ιψεν, Μυσσέ. όύά- ζενόφεοτα καμώματα, στό τέλος ΐλντ, Πρίσλεϋ, Μώμ, Σατπτυΐ, ’Ο­δέ μπορεί παρά ν' Αναζητήσει τόν μπέ κ. ά. Ά πό τήν άποψη τής έαυτό του καί θά τόν βοεί. Φτά- σκηνικής έρμηνείας, είμαστε ύ- νει νά μάς άφήσουνε οί άλλοι πσγρεωμένοι νά ξεχωρίσουμε Αμείλικτοι περισπασμοί τών και- πρώτα-πρώτα τίς παραστάσεις ρων μας. “Ας είμαστε δμως αί· τού Ντόν Ζουάν, άπό τό θέατρο πιόδοξοι. τής Μαρίκας καί τών δυό ερ-

Φέτοις ή έλληνική παραγωγή V «v Μολιέρου, «Ζώρζ Νταντέν» δέν έδωσε στό θέατρο έξαιρετι- καί Μυσσέ. «Τά καπρίτσια τής κά ποάιιματα. Αύτό δέν ξαίρου- Μ ««ά ν ν α ς » άπό τό θέατρο Κατ, με άν όΦείλεται σέ άληθινή φτώ- Άνδρεάδη. π :ύ δόθηκαν μέ σκη- y ta θ στό δτι τό έν&ιαφέοο δλων £ ’θ?.'σία ToC Γ,σννούλη Σαοαντί- τών βεστοικών 6ονο^νιουών είχε ® Ν· Χοττζηκ^ρι«κος-Γκ(κας περισπασθεϊ άπό διάφοοα άλλα τό πνεύμα του tcod τόν πο-πράμιιατα. ’Εκτός τών ταξιδιών λ*τ ι ^ ό του στά σκηνικά τής τοΰ «πσ . θεάτοου στό έξωτερι- Τ'Ρ>ώττΙζ κι' 6 Βσκαλόπουλος, ξέ· κό. ή Μσοίκα μαζί μέ τον έσρτα- ^ μας άπό τό Παρίσι, τή χάση σιιό της είνε ν' Αντιμετωπίσει καί Του καί τό ταλέντο του στή δεύ< τήν Απ-ΛΝ/ώοησ« τοΰ σκηνοθέτη ΤεΡη· Άκόμα πιοέπει νά σημειώ· της κ. Γιονν. Σαοαντίδη, ύστερα αοοιιε τό ξελεφτέοωμα άπό τόν άπό τόν πρόσλνι.υο στό θέατοό κοπαθλιπτική παράδοσή του τών της σάν σκηνοθέτη τού κ. Κούν. τελευταίων καιρών, τού Βοχτ'λΛ· 'Η κ. Άνδοεάδη δέν ενε' δείξει κο° θέατρου, πού γίνηκε μέ τίς ώσ τώοα tcniu-u'à συκπάθτια στά τελευταίες σκηνοθεσίες του κ. έλληνικά la y a κι’ Ιτσι δέν ή- Νουζενίδη, Τό θέοπρο ιός Μσρί τον αύτό πού πεοπι-έναιιτ νά βο- κοτς̂ Κοτοπούλη δέν μπόρεσε νά ηθόσει στό παοουσίασμά τους. άκόιια τό Spóuo του μέ τό Ό Άονυβόπουλητ Ιπαψε συνεργασία τ°0 κ Κ-ύν^πού δέκαιρό νά ΙνδιοΦέοεταΓόΤά δλα να ναοάζει μιά

_ , , . . _ κατεύθυνση στήν καλλιτεχνικήκαί ύπητοα Από μιά άποααρδιω- του 8ιΛοοβΠ,. 'τ·κά άποτυνημένη ά- - Εγινσν κί· ίφέτβς ^ « σ τ άξ.ωστων μέ τόν «Μισάνθοωπο» C£lc 5οάμάτος άπό τότού Μολέοαι. μένει θεληματικά Βασιλικό θέατοο κι' άπ· τόν κ. καί έπί,μονα στό πεοιθώριό της Καοζή στό Στάδιο, πού δέν άλ· καλλιτεγν^κός uaç ζωής. Τό «Με. λάζουν καθόλου τήν γνωστή ράκι τού ’Άρχοντα» του κ. Κ « · *«τγνώ στες μας άποψη_ * « . «. ί "ïôc στήλης αυτής,ττφόρη Km ό «Αίθουσα Ατναμο- Αύτ6ς u l 8ια<^ , κές γραμμέςνης» τού κ, Λιδωρίκη ήταν τά είνοπ Λ άττολογισμός τής γρονάς δυό καλλίτερα έλληνικά έργα στό' θέατοό μας. Μέ πολλή κί· τής χρονιάς, πού παρουσιάστη- νηοη, μέ δράση, πού μπορούν νά καν μέ κάποιες άξιώσεις κι’ ύ- σέ * * v c w νά έλπίζεις.

κωμωδία τού κ. Καγιά ΣΩ Κ Ρ. ΚΑΡΑΝΤΙΝΟΣ

weoeswwiKa naMMàia.t í Ε ΙΔ Α Σ Τ Η Ν Ε Λ Β Ε ΤΙΑ

Κ'Ο Ζί.χ Τιμπώ, ί Διίσημβς Γάλλος 6ιο- λ ι®τής, δ τδβο γνωοτδς χι'»ιό Ά^ι^βίκό ν ι̂νό, Ικαν« τδν τ* · ¡ιΐρ<ζ μιά βριαμβΐοτιχή πβ· pioSeia οιψι *EX6etta. *0 μβγίλος «ίίτΔς καλλιτέχνης, « λ ^ ιω6*ι ν ί ώ γω νίζίϊκ άκοδραοτα Ιξω Ani t* «Wopa ΐής παγίδας του, γιά tij Ταλλιχή μν«ιική, δη{Ιββίίψί ^ μ!ά Τ»^λική Ιφημβρίόι τις ταξιό«!>τΜ(ές Κ » ί ν τ · Λ ΐ ώ 5 * ι ; )

Ταξιδεύω πολύ σέ καιρό εί^Λνης Δέν περνάει μήνας, πού νά μήν κά- νω κανένα W » i στήν Εύρώπη η άλλου, μέ τή θερμήν έπιθυμία vd!, w γνωριστεί καλλίτερα έκεί-

κόσμος Αμελούσε λιγάκι πριν άπό πενήντα χρόνια καί πού τώρα τό θεωρεί σάν μιά άπό τίς μεγάλες του πνευματικές πηγές: «τή μουσικήν όψη της Γαλλίας»

Λίγες άποσκευές καί πολλά έπι- χειρήμιτα, νά τί παίρνω μαζί μουβαπόρ^ν ω 0X0 τ,:,ΟΓΓνο ή 0X0

Δέν είναι πολύς καιρός πού ή Ά - μερική, οί Σκανδιυοβ κές χώρες ό νότια/Αφρική κι’ Αλλα μέρη πώσ- καλουσαυ τούς Γάλους καλλιτέ- χνες «μέ τό σταγονόμετρο». Κι’ Ε­τσ ι αστοί ξεμπαρκάρανε σέ μακρο- νές πολιτείες, όπλ σμένοι μέ τά μά·

■Υ™ έί ε,υ® πού νόμιζαν κατάλληλα .γιά νά πείσουν κάθε μέρα σάλες γε- ¡μστες, μά ύποταγμένες άπό πριν ¡στή γελοία προκατάληψη: «Δέν ύ· πάρχει μουσική οτή Γαλλία...» Λ «Καί τί μουσική Ιχει ή Γαλλία*». Λοιπόν Ανάμεσα στήν άοχή καί στό τέλος ένός ρεσιτάλ, ό Γάλλος πια­νίστας ή ό Γάλλος βιολινίστας, όδη- νημένος άπό τή υεγαλοφυία τού Ντεμπυσσυ, του Ραβέλ, τού Φράνκ, του Λαλό, fνοιώθε σέ μιά στιγμή μπροστά του έκείνη τήν όμαδ,κή

,καί μυστηριώδη δόνηση πού ίσοδυ- ν«μ«ι μέ μιάν Αποκάλυψη. “Ολα

βλέμματα ήταν σάν νά λέγανε: «Γιά δές, μιά Φυγή τόσο βαθειά, τόσο πολύμορφη...» ή «Νά μιά δψη τής Γαλλίας πού δέν τή φανταζόμαστε».

Ά ν έπιμένω σ’ αύτές τίς δυσκο­λίες, πού .συνάντησαν τόσοι συμπα­τριώτες μου καλλι-εννες, πρίν άπό λίγο μόλ·ς καιρό, γιά νά έπιβάλουν τούς μουσικούς πού τιμάνε τή Γαλ­λία — καί πού τώρα υίοθέτησε δλος ό κόσμος — είναι γιά ν’ άναμετρή- σω καί νά έξηγήσω καλλίτερα τό άκόλουθο φαινόμενο: έμεΐς οί Γάλ­λοι καλλιτέχνες στόν καιρό τής εί- ρήνης κάναμε Ιναν φλογερό πόλεμο ' ’ ιαμβεύσει ή γαλλική ση-

μαία σ’ δλα τά συμφωνικά στρατό-κατοό £ * Τ ΐ ΰ’Τι τόν

-^Ας ' ^ ” 1̂ ^ τό θερίσουμε ? π®λεμο. Μά δέν πάει νά

εύκολο utoo^ ι 6 θέΡισΡβ ΘΑναι

ι ι« Ρ μ « ς μετάψεραν τήμουσική tooc στό έπίπεδοφτ δ ? ο ύ ο -' A ^ t l aL ξ^ωίητώνΑντί νά δοκιμάσουν νά '-ητέψουν

σαν καί λιγώτερην έ ν έ ρ γ ^ - ^

στά βιολοντσέλα, στά φλάουτα Ά ο » J * Υσλλικό πνεύμα, ^juvó

κάθε_ σχόλιο, - δέν Ιχει άνδν. ί!3\ Λ^υχως όπό τέτο,σ ηραμα—στά

Γ Λ ! ί Α Κη «σμέν“ μέρτΙ Γί1ζ·,,,Γ1 , ^ 0 θέλησα κι’ έγώ νά κάνω μιά τέτοια μάχη δλο θέρμη κι’ έν θουσιασμό, παντού δπου ύπάοχει I-Π σ * -^ - μ1ά χΚβρδιά ™ ύ δέν Ιχει κερδηθει άκόμα άπό τήν ύπόθεση της έλευθερίας. Δυό αίτιες μΊοπρω? gtv σ αύτό. Μίλησα γ,άΊήν π^ώ-HL·, δτι Α μητέραμ° υ· Τ'° υ ,δέν τή γνώρισα, άψού ε? & ^ μ^ Α Xp5voi^ δταν ^ θ α ν ε ,τοΓν ς- νΐατΡ° 0 ΤΟ° Λιμόζ,

ΡΛ δερνΐ,υ· πολωνικής κατα-i υΐ'άί ,Χει ^όνος μού φαί- νεται να έττβκταθω πόνω σ* αότλ τΛ

Κ«Τ°Ϊ& , ™ T h ¿καί κάτι άκόμα. Έχω δυό γιούςνόί ^ είναι ύπολοχα-

άλλ°τ λοχίας. Κάνουν τό καθήκον to-jc. θ ά κάνω κι' ίνώ τό δικό μου. Αλλωστε, |χω κιόλας & L * ά^°θ.νυρ!ζω άπό τήν Έλ^ •α Ι α ' ?|ωοα «ολλά ρεσιτάλ.« 2? ^ ,Τ οδοχ1 πού ΜβΟγινε σ’ «λες τίς πόλεις, δέν Ιχο νά πώ mρά_^τό: δη δλη αύτή ή έκδήλωση του ένθουσιασμοΰ ήταν μιά τρανή άπόδειξη εύγνωμοσύνης καί άγάτηκ γιά τή Γαλλία. Αύτές ο! φωνές πού άνέβαιναν άπό ι·ς γεμάτες σάλες των συναυλιών δέν Απευθύνονταν τόσο στό βιολιστή, δσο στόν Γάλλο Δέν θά προσθέσω τίποτα, σ* αύτά πού είναι γνωστά, σχετικά μ| τόν έλβετικό στρατό, πού είναι πολύ καλά όργανωμένος καί πλούσιος σέ μυδραλλιοβόλα, σέ'μηχανήματα άν- τιτάνκς, σέ δπλα κ.τ.λ. Αναρίθμη­τα Αρθρα καί μελέτες δημοσιεύτη­καν σέ στρατιωτικές έπιθεω-ήσεις καί έφημερίδες μέ θέμα αύτό τό στρατό, πού είναι μέ μιά λέξη κα-

ploy. ΕΓ3E« wèv SX

. «ιίερα ^Ο tw ή πρώτη

ο τοΟ Όθ’-λλου κ*

K S f Í S P S W S Msg

ΤΟΥ ΖΑΚ ΤΙΜΠβ

τουΛηχτικΟς. Δέν μού ¿πιτρέπεται άποκαλυψκο μερικές λεπτομέρειες

πού είδα μέ τα μάτια μου καί με­ρικά «μέσα» ποο μού τά έμπιστεύ- τηκαν καί μου τά περιγρ^ονε μέ τήν πιό μεγάλη άκρίβεϊα. θέλω δ­μως νά ξεχωρίσω κάη πού παρα­τήρησα κι’ άπό τό όποιο μπορεί νά βγάλει κανείς Ινα χαρακτηριστικό συμπέρασμα. Μετά τό ρεσιτάλ μου στή Βασιλεία, πού δόθηκε πρίν άπό λίγες μέρες, Ινας Ελβετός φίλος μου μου πρότεινε Ιναν περίπατο μέ αυτοκίνητο, λέγοντάς μου: «θά σ£ς κάνω Ινα μικρό γύρο στό μάκρος των συνόρων, θά δείτε περίερνα πράγματα, άλλά θά τά κρατήσετε γιά οάς». Αύτά τά «πράγματα» τά είδα,Μά μέ τήν άδεια τού φίλου μου δέν θά τά κρατήσω γιά μένα, γιατί άποτελοΰν μιάν Απάντηση καταθλί- πτική στήν προπαγάνδα πού γίνε­ται στήν Ελβετία.

"Ολο τό μάκρος τής λίμνης τής Κωνσχαντίας καί τής γραυυής πού χωρίζει τά Ράιχ άπό τήν 'Ελβετική Ομοσπονδία, συσπασμένα σάν μυώ­

νες, προορισμένα ν' άντικρόσουν μιάν όποιαδήποτε έπίθεση, γύρο άπό πολλά στρατηγικά σηιιεία, ύ- ψώνοντσι έντυπωσιακά Ιργα Αμυ- νας. Α π ’ αύτή τή μεριά ή 'Ελβετία φράχτηκε κυριολεκτικά έναντίον μιας παραβίασης τού έδάφους της.

Άπό τή γαλλική μεριά δμως tt βλέπομε ; Σύνορα φυτεμένα μέ μπεγκόνίες. Νά κάτι τό άσυνήθι- στοί Δέν πιστεύω νά στρώθηκε τό στενό πού διαχωρίζει τόν γαλλικό Ίούρα άπ' τόν έλβετικό μέ μιάν ώ· ραία φράντζα άπό μπεγκόνίες, μόνο καί μόνο γιά νά πειστώ έγώ προ­σωπικά!...

ΚΓ δμως μ' αύτά τά άρμονικά μηχανήυατα μέ τούς ζωηρούς τό­νους καί τίς βάλσαμες εύωδιές, οί 'Ελβετοί δείχνουν πόσο πιστεύουν στά ψέματα πού προσπαθούν νά διαδώσουν τό μύθο μιδς «άπειλής» άπό μέρους τής Γαλλίας. Άπό τή μιά μεριά στόματα κανονιών. Άπό τήν Αλλη κάλυκες λουλουδιών — Αν μπορούμε νά διακινδυνέψουμε μιά τόσο τολμηρήν εικόνα. Άλλά δέν θέλω νά τελειώσω τή μικρή αύτή σκιαγραφία τής έλβετικής ούδετε- ρότητας, πού θά δνομάσω «ψυχολο­γική ούδετερότητα», χωρίς ν' άνα- φέρω Ινα λόγο πού διαδίδεται ά- κούραστα μέ τά πιό φίνα μέσα. Στό τέλος ένός ρεσιτάλ, στό μεγάλο θέα­τρο τής Γενεύης, τό τελευταίο τής περιοδείας μου στήν Ελβετία, με­ρικοί φίλοι μου μέ κάλεσαν Ινα βράδυ νά φάω μαζί τους. 'Εκείνο πού σπιθοβόλησε τό περισσότερο σ* δλο τό διάστημα τής φιλικής αύτής συγκέντρωσης, δέν ήταν τό φρέσκο, τόσο ζαλιστικό καί τόσο αίσιόδοξο κρασί τού Neufchätei, δσο ή έλεύ- θερη έκφραση τής έγκαρδιότητας πού έδινε κΓ έπαιρνε μπροστά στό «κομμ-άτι τής Γαλλίας» πού άυτι- προσώπευα.

Μέσα στούς τέσσερις τοίχους, θά- πρεπε νά δείτε καί ν’ άκούσετε τούς κατοίκους τής Γενεύης, δταν μιλού-

ά τή θαυματουργή άνόρθωση της Γαλλίας, παρ' δλο πού τούς

Γτεί ό σεβασμός τής ούδετε- ρότη-άς τους σέ μιάν έπιφυλακτικό- · τητα πολύ .φυσική. «Ή Γαλλία κατέ­χει, μού επε Ινας άπ’ αύτούς, μιάν Αφθαστη τέχνη, γιά νά κάνει θαύ- ιιστα Είναι πάντα οτό δψος όποιου-

γεγονότος καί μάλιστα τε­λευταία μάς έδωσε μιά τρανή Από­δειξη γΓ αύτό».

Ό σο γιά μένα, στό πεδίο τής δράσης πού μού έχει δοθεί θά πη­γαίνω δσο συχνά χρειάζεται νά «τραγουδάω» τήν ψυχή τής Γαλλίας στόν θαυμαστό αύτό μικρά τόπο, πού μάς άγαπάει καί μάς καταλα­βαίνει.

Μετάψο.: ΚΛ. Α ΡΑΠ ΙΔΟΥ

ΘΑ Α ΑΣΣI ΝΗ_φΑ Ν ΤΑΣIΑ

ξο τφ νίζο ντα ς τ ο υ π ό ν τ ο υ τ ή γ α λ ή ν η . ’

τ · « ϊ 5 5 ·

<ίνυη6τα χ τα στοιν«ια· ύ έ μ έ β ο λ ε ι ή μ ο ν ό τ ο ν η γ α λ ή ν η Χ Τ ό ν π ό ν ο θ ά μ ο υ μ ά θ ε/ ή τ ρ ικ υ μ ία π ιό π λ ο ύ σ ιο τ ό τ ρ α γ ο ύ δ ι μ ο υ ν ά γ ί ν ε ι .

θ ·1ά ί ^ , Τ ^ - υ θ ό ,7 Γ ,σ ά κ ια κ ο ρ α λ έ ν ια Α ί ^ ^ ’ν ’ ? τ ό Μ ο υ σ ικ ό ν ά χ ό μ ο υ .^ υ λ !3.’ Τ ^ ' . ν λ α υ κ ή , π α ρ α μ υ θ έ ν ια ν ά υ π ο δ ε χ τ ε ί τ ’ ό ν ε φ ο κ ά ^ α β ό μου!*

Δέν εΐξερε πώς δλοι ξεκινούνε κ,νΐ _Α ? ΧΜίσιρική φρεγάτα£?] ^ λε,ίκά πού φτερουνοΰνε ¿ψήμερο είναι δώρο άπό τά ν!άί5 8

Τώρα κι* αύτός, σέ κάποιο βραχονήσι «Ρήμο κι άγριο, θάχει ναυάγή??^ ’

ΑΓΡΥΠΝΕΣ Ν ΥΧΤΕΣ

κ α ι των ματιών μου έστέρεψεν ή βρύση.

Μ δση λαχτάρα χαίρουνται τό φώσΓ ^ τϋχΐ2 ίένο1’ .θέΛ ω τό σκοτάδι·ΠστΙ μονάχα στ άπαλό του χάδι Τή μάσκα άφίνει ό πόνος μου ό κρυφός.

Κι οί στεναγμοί πού πνίγω μές’ τό στήθοο 1 % $ ? ^ Ανθρώπου αύτί δέν τούς γρο ικά

νύχτας μελαγχολικά,ΥΡ0ικα» στήν κάμαρά μου ξαπολυουνται πλήθος.

% θ έ λ ε ι ν * λυγίσει· χλλ θέ μου, κι* Ιχε μείνει.

Μόνο» ή Αδεια τούτη .ίλίνη!Τά βλέφαρά μου δπνος δέ λέεΓνά κλείσει.

ΣΟ Φ ΙΑ Μ Α Υ Ρ Ο Ε ΙΔ Η Π ΑΠ ΑΔΑ Κ Η

ΑΝΟΙΞΗ .Τ ’ άλογα <^ήν αύλή, θά κόψουν τά σκοινιά! 5· « ν Λ » κοψουν τά σκοινιά!Σηκώνουν τίς ουρές τους θωρώντας τήν αύνό Ανάβουν, χλιμιντρίζουν καί σκάβουνε τή γη Γ

Ελα νά φυγουμε, Αίαργαρίτα!

τά ^ ε ύ γ ε ν .κ ά β ο υ ν ά ,

Α π έ ξ ω τ ρ α γ ο υ δ ο ύ ν ε ο ι δ ρ ό μ ο ι δ λ η ς τ η ς Γ ή ς . Ν ά ΐ ^ τ ά χ ρ υ σ ά κ λ ε ιδ ιά τ ο υ μ ο υ χ ά ρ ισ ε ό θ ε ό ς .

ν α π α μ ε ν ά υ α ς ν τ ύ σ ε ι μ έ χ ιό ν ι κ α ί μ ^ φ ώ ς !Ε λ α ν ά φ υ γ ο υ μ ε , Μ α ρ γ α ρ ί τ α !

Π ώ ς ! Δ έ ν ά κ ο ΰ ς ; Γ υ ρ ίζ ε ις σ τ ή ν κ ρ ύ π τ η σ ο υ ξ α ν ά ί Σ τ ό ν Κ υ ρ 10 γ ο ν α τ ίζ ε ις ! Ό φ ύ λ α κ α ς ξ υ τ ν δ !

α λ ό γ α μ ε θ υ σ μ έ ν α π η δ ή σ α ν σ τ ά γ κ ρ ε μ ν ά !. Ε λ α ν α φ ύ γ ο υ μ ε , Μ α ρ γ α ρ ί τ α !

Ν Ι Κ Η Φ Ο Ρ Ο Σ Β Ρ Ε Τ Τ Α Κ Ο Σ

ΑΠ’ Τ Η Ν «ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ” ΜΟΥ

υ έ ^ α κ ί & Χ̂ η μ<Α ,χ ά ρ ,'1κ? Ι ° _ γ ά ρ γ α ρ ο ν ε ρ ό σ ο υ ,» α 1 - - Ρ .? τ δ ψ ω μ ΰ τ ό θ ε ιο τ ο σ τ α ρ έ ν ιο ,3 α ι Κ χ τ η ς μ ο ν α ζ 1“ ^ κ ι ’ σ ύ τ ό τ ό ίε ρ ό σ ο υχ α μ ό γ ε λ ο π α ν τ α ν α σ σ α , γ λ υ κ ε ι ά μ ε γ α λ ο μ ά τ α ,

δ ιά β α ιν α κ α ί~ σ τ ά έ ρ η μ ο κ κ λ ή σ α τ ο ν ο μ α τ η ς Γ Τ α ν α γ ιά ς έ π η ρ ε ς ,

σ τ ά τ ρ ίσ τ ρ α τ α π ο ύ Π α λ λ ά δ α ά γ ν ή π ο ύσ τ ή χ ά ρ η σ ο υ θέ ν ά σ κ ιρ τ ώ , θ ά β ά ζ ω κ υ π α ρ ίσ σ α

κ ι ό ρ θ ό σ τ υ λ ε ς θ ά χ τ ί ζ ω σ ο υ Ι κ κ λ η σ ιέ ς μ έ σ ’ τ ο ύ ς έ λ ιω ν ε ς ,

" Ω , π ό τντα έ ξ ο χ ή μ ο υ χ ά ρ η κ α τ ά λ ο ύ λ ο υ δ α τ ό φώς. τ ο θ ρ ο ύ μ π ι σ ο υ κ α ί τ ό ά π α λ ό , κ ρ η σ α ρ ισ τ ό σ ο υ ά γ έ ρ ς τ ή θ ά λ α σ σ α π ’ ά γ ν ά ν τ ε υ α σ έ μ ιά κ ο ρ φ ή σ ο υ ό ρ θ ό ς ,

τ ό ά σ π ρ ο ξ ω κ κ λ ή σ ι σ τ ή ν κ ο ρ φ ή τ η ς κ ο κ κ ιν ο π λ α γ ια ς σ ο υ .

Φ Ο Ι Β Ο Σ Δ Ε Λ Ψ Η Σ

fffiOeMHNIfvà ΓΜΜΜΛΙΑV —

Μ. Γ. Λ Ε Ρ Μ Ο Ν Τ Ο Φ _ —

Ο Η ΡΩ ΑΣ Τ Η Σ ΕΠΟΧΗΣ Μ ΑΣ

θά μάς κάνουν.•Εκείνη τή στιγμή πκησιασα και

χαιρέτησα τήν πριγκηποπούλα. Κοκκίνισε λίγο καί βιαστικά είπε:

—Δέν είναι άλήθεια, κύριε Πε- τοόριν, πώ; τό γκρίζο πανωφόρι «ιηγαϊνει πολύ περισσότερο στόν κ.

■ Γκρ ο υ σ νίτσ κ υ ; Δέν είμαι σύμφωνος μαζί σα;—

τής είπα—βρίσκω πώς μ αύτή tn βτολή είναι ακόμη «ίο νεος.

Ό Γκρουσνίτσκυ δέν μπόρεσε να άνεχθεί αύτό τό χτύπημα. Είχε, βλέπετε, τήν αξίωση να φαίνεται Ηλικιωμένο;. Νομίζει πω; στο πρό­σωπό του οί όρμέ; καί τα πάθη α­ναπληρώνουν μέ τα βαθειά του; α­χνάρια τή σφραγίδα πού αφινβυν τα χρόνια. Μου ερριξε ένα λυσσα­λέο βλέμμα, χτύπησε τό πάτωμα μέ τό πόδι του κΓ έφυγε.

Πρέπει νά ομολογήσετε—ειπαστή μικρή πριγκήπισσα—πώς_ ένώ ■πάντοτε ήτανε γελοίος, έσείς, τε­λευταία άκόμη. τον βρίσκατε ενδι­αφέροντα... μέ τά γκρίζο του πα­νωφόρι; ,

Κατέβασε τά μάτια τη; και δεν είπε τίποτα.

Ό Γκρουσνίτσκυ όλόκληρβ το βράδυ κυνηγούσε τήν πριγκηπβ- •πούλα, ή χόρευε μαζί τη; vis-à-vis. τήν καταβρόχθιζε μέ τά ματια του, Αναστέναζε καί τήν παρασκότωε μέ παρακλήσεις καί παράπονα. Ε­κείνη ύστερα- άπ© τήν τρίτη καν­τρίλια τον έμισοΰσε πιά. _ ,

Αύτ© δέν τό πβοίμενα από σέ­να; είπε πλησιάζοντας με καί παίρνοντας με άπό τό χέρι.

— Γιατί;— 'Εσύ πρόκειται να jc©?«<J»et·;

μαζί τη; τή μαζούρκα;—ρώτησε με θριαμβευτική φωνή·—£αίρεις; Ρβ& -τό ομολόγησε· , .

Καί τι μέ τούτο; Μήπως είναικανένα μυστικό;

—•Εννοείται... έπρεπε νατό πε­ριμένω άπό ένα κοριτσόπβυλο, άπό μιά κοκέτα. Ένοια σου όμως, θά τήν εκδικηθώ! „

Μπορεί; νά τσακωθεί; μέ τοπανωφόρι σου. ή μέ τί; έπωμίδε; σου. μά γιατί νά ταχει; μέ κείνην; Τί φταίει άν δέν της άρέσεις πια;..

—’Αφού είναι έτσι, γιατί λοιπόν μβΰ έδινε έλπίδε;;

Καί γιατί έσύ νά έλπιζεις; Ναέπιθυμεί κανείς κάτι καί νά το έπι- διώκει, τό καταλαβαίνω. Μά ποιό; eivai έκείνβ; πού έλπίζει;

—Κέρδισε; το στοίχημα, μα Οχι όλως διόλου— είπε γελώντας μέ κα­κία.

"Αρχισε ή μαζούρκα. Ό Γκρουσ- νίτσκυ δέν προσκαλούσε παρα μο- νο τήν πριγκηποπούλα, κΓ βί άλ­λοι καβαλιέροι κάθε στιγμή όλο καί χόρευαν μαζί της. Φ «; φανερό, είχαν συνωμοτήσει εναντίον μου. Τόσο τό καλλίτερο: εκείνη θέλει νά μιλήσει μαζί μου, τήν έμαοδι- ζβυν — Αποτέλεσμα: θα διπλασια­στεί ή έπιθυμία της.

Δυό φορέ: τή; έσφιξα το χερι— τή δεύτερη φορά τράβηξε χωριςνα π«ϊ λέξη. ... ,.

— Απόψε θά κοιμηθώ άσκημα— μου είπε όταν έτελείωσεν ή μα­ζούρκα.

—Φταίει ό Γκρουσνίτσκυ. Ά ! όχι! είπε, καί τό πρόσω­

πό τη; έγινε τόσο σκεφτικό, τόσο μελαγχβλικό, πού έδωσα λόγο στον έαυτό μου τό δίχως άλλο έκείνβ το βράδυ νά τή; φιλήσω τό χέρι.

Ό κόσμο; άρχισε νά διαλύεται. Βοηθώντας τήν πριγκηποπούλα νά Ανεβεί βτό άμάξι, γρήγορα γρηγβ- ρα, έσφιξα στα χείλια μου τό μικρό της χεράκι. "Ητανε σκοτεινά καί κανείς δέ μπόρεσε νά τό'δεί.

Γύρισα στήν αίθουσα πολύ ευχα­ριστημένος μέ τόν έαύτό μ©υ._

Στό μεγάλο τραπέζι δειπνούσαν όί νέοι καί μαζί του: ό Γκρουσνί- τσκυ. "Οταν μπήκα ολβι σωπάσαν. Φώς φανερό, πώς μιλούσαν γιά μέ­να. Eîvat πολλοί πού άπό τόν πε­ρασμένο τό χορό όλο καί φουσκώ­νουν έναντίον μου, καί μάλιστα ο δραγοΰνβς λοχαγός. Τώρα πιά φαί­νεται πώς όρισμένα όργανώγεται έναντίον μου εχθρική συμμορία μέ

τόν Γκρουσνίτσκυ έπί κεφαλής. "Ε­χει τόσο περήφανο καί γενναίο ύ· φος. . . ,

Χαίρόυμαι πολύ. ’Αγαπώ του; έχθρβύς, άν καί όχι χριστιανικά.

Μέ διασκεδάζουν, μου ταράζουνε τό αίμα. Νάσαι πάντα έπιφυλακή. νά.κυνηγάς τό κάθε βλέμμα, τή σημασία τής κάθε λέξης, νά μαν­τεύεις τις ξένες διαθέσεις, νά γκρε. μιζεις τί; συνωμοσίες, νά προσποι­είσαι τόν- άπατημένβ καί ξαφνικά,. μ· ένα πήδημα, νά άναποδογυρι- σεις όλο τό πελώριο καί πολύμοχθο οικοδόμημα τής πονηριάς καί τής κακής πρόθεσης,— νά τί όνβμάζωέ*Υ « ί*»ή· . , , .Στ© διάστημά του δείπνου ο Γκρουσνίτσκυ σιγομιλοΰσε καί έκα­νε τό μάτι στό δραγβύνβ λοχαγό.

14 τού Ίβύνη

Σήμερα τό πρωί ή Βέρα έφυγε μέ τον άντρα τη; γιά τό Κισλο- βόντσκ. Συνάντησα τό άμάξι τους όταν πήγαινα στήν πριγκήπισσα Λιγκοφσκαγια. Μου ¿κούνησε τό κεφάλι της. Στό βλέμμα της ή Βέ­ρα είχε κάποιο παράπονο. Ποιός Φταίει λοιπόν; Γιατί δέν έννοεί νά μου δώσει τήν εύκαιρία νά συ­ναντηθούμε μόνοι βί δυό μας; Ή άγάπη είναι σάν τή φωτιά—δίχως τροφή σβύνει. "Ισως ή ζήλεια νά κατορθώσει έκείνβ πού δέν κατόρ­θωσαν τά παρακάλια μου.

Κάθισα στής πριγαηπβπούλας μιάν ολόκληρη ώρα. 'Η Μαϊρη δέν παρουσιάστηκε. Είναι άρρωστη. Τό βράδυ δέ βγήκε στή λεωφόρο. Ή συμμορία πού. ξανασχηματίστηκε, αρματωμένη μέ τό φασαμαίν, πρα­γματικά, πήρε ένα ύφο; άπειλητι- κό. Είμαι εύχαριστημένβς πού ή πριγκηποπούλα είναι άρρωστη · μπορούσαν νά τής κάμουν καμμιά παλιανθρωπιά. Ή χτενισιά τού Γκρουσνίτσκυ είναι άνω κάτω, καί τέ ύφος του άπελπισμένβ.-Φαίνεται στ’ αλήθεια πικραμένος. ’Ιδιαίτερα έχει πειραχτεί τό φιλότιμο του. Καί όμως ύπάρχουν άνθρωποι πού καί ή άπόγνωσή του;, κι’ αύτή ά- κόμα, είναι διασκεδαστική! · ·.

Γυρίζοντας . σπίτι ένοιωσα πώς κάτι μού λείπει. Δέν τήν είδα; Εί­ναι άρρωστη; Μά τί λοιπόν; μπάς καί είμαι στ’ αλήθεια έρωτευμέ- νος;... Τί άνοησίες!

15 τού Ίβύνη

Στις έντεκα τό πρωί, τήν ώρα πού ή πρ ιγκηπέσσα Λιγκοφσκαγια, κατά τή συνήθειά της,, ίδρωκοπά μέσα στό λουτρό Γερμόλωφ· περ­νούσα μηρό; άπό τό σπίτι της. Ή πριγκηποπούλα καθόταν* συλλογι­σμένη στό παράθυρο.·Άμα μέ είδε πετάχτηκε.

Μπήκα στόν προθάλαμο, δέν ή­τανε κανείς καί δίχως.νά μέ αναγ­γείλουν μέ όλο τό θάρρος πού δί­νουνε τα έδώ έθιμα, τράβηξα γραμ­μή στ© σαλόνι.

Μιά σκοτεινή χλωμάδα σκέπαζε τό πρόσωπο της πριγκηποπούλας. "Εστεκε κοντά στό πιάνο, άκβυμ. πηβμένη μέ τό ένα χέρι στή ράχη τή; πολυθρόνας. Τό χέρι αύτό έ­τρεμε ελαφρά! Σιγά-σιγά τήν β· πλησίασα καί τής είπα.

—Είστε θυμωμένη μαζί μου;.,. "Υψωσε έπάν» μου ένα βαθυ

βλέμμα, γεμάτο νωχέλεια καί κού­νησε τό κεφάλι της. Κάτι θέλανε νά πούνε τά χείλη της καί δεν μπορούσαν. Τά μάτια της γεμίσανε δάκρυα. "Εκατσε στήν πολυθρόνα καί σκέπασε τό πρόσωπό της μέ τά χέρια.

—Τί είναι αύτά;— είπα παίρνον­τας τό χέρι της

—Έσείς δέν έχετε κανένα σεβα­σμό πρός ¿μέ!... Ά χ άφήστε με!..

"Εκαμα μερικά βήματα... ’Εκεί- νη όρθωσε τό κορμί της, έτσι δπως καθόταν. Στράψανε τά μάτια της.

Στάθηκα καί πιάνοντας τό χε­ρούλι τής πόρτας είπα:

— Συγγνώμην μικρή μου πριγκή- πτσσα! Φέρθηκα σάν τρεάλός... αύτό δέ θά συμβεί άλλη φορά. ©α

πάρω τά μέτρα μου... Ποιά άνάγ- κη νά ξερετε το τί γινόταν ως τώ­ρα μέσα στήν ψυχή μου; Αύτό δέ θά τό μάθετε πότε, καί τοσβ τό καλλίτερο γιά σά;. Χαίρετε!..

Φεύγοντας μού φάνηκε πως την άκουσα νά κλαίει.

Μέχρι πού βράδυασε περιπλανιό­μουν πεζός στα περίχωρα τού Μα- σβύκ, κουράστηκα τρομερά. κΓ ό­ταν γύρισα στό σπίτι έπεσα στο κρεβέατι όλοτελα εξαντλημένος.

τΗρθε καί μέ βρή<ε έ Βέρνερ. —’Αλήθεια—ρώτησε — πώς παν­

τρεύεσαι τήν πριγκηποπούλα Λιγ- κόφσκαγια;

— Πώς είπατε;—"Ολη ή πολιτεία τό λέει. Τό

σπουδαίο αύτό νέο^ άπασχολεί ό- Χ$υς μ «« άρρώίΤΦυ;. Κχι ξβ·ρετε; αύτβί οί άρρωστοι είναι πε­ρίεργος κόσμος: ξέρουν τά πάντα!

«Αύτά είναι δουλειές τού Γκρουσ­νίτσκυ»— είπα μέ τό νοΰ μου.

—Γιά νά σάς άποδείξω, γιατρέ, πώς βί φήμες αυτές είναι ψεύτικε; 1 σάς αναγγέλλω υπό έχεμύθειαν πώς αύριο κιόλας φεύγω για το Κισλοβόντσκ...

—Και ή πριγκηποπούλα; φεύγεικΓαύτή; · · . , . . .

— Ό χ ι. Έκεινη θά μείνε» έδω πέρα άκόμη μι* βδομάδα.»

— Γιατρέ, γιατρέ, κύτταξε με: "Εχω τάχατες τό ύφος γαμπρού, ή τίποτες παρόμοιο;

—Δέν λέω αύτό... £έρετε όμως, ύπάρχουν μερικές περιπτώσεις·-- πρόσθεσε γελώντας πονηρά—που έ­νας καθώς «ρέπει άνθρωπος _είναι

να χαΐύπάρχουν μαμάδες, πού άν όχι τί­ποτες άλλο, τούλάχιστον δέν προ­λαμβάνουν αύτες τίς περιπτώσεις... Λοιπόν έγώ σά φίλος σάς συμβου­λεύω νάστε πιό προσεχτικός. ’Εδώ στή λουτρόπολη ό άέρας είναι τρο­μερά επικίνδυνο;: καί πόσους δέν έχω δει, ώραιότατους νέους, που ήσαν άξιοι καλλίτερη; τύχης· νά φεύγουν κατ’ εύθείαν άπό δώ στε- φανωμέτοι... Τό πιστεύετε.» Καί μένα άκόμη ήθελαν νά μέ παντρέ­ψουν! ’Ακριβώς μιά έπαρχιώτισσα κυρίσ πού ή κορη της ήτανε παρα πολύ χλωμή. Είχα τήν άτυχία νά τής πώ πώ; τό χρώμα τού προσώ­που της θά επανελθεί άμα παντρευ­τεί. Τέλος έκείνη μέ δάκρυα ευ­γνωμοσύνης μού πρότεινε τό χέρι τής κόρης της καί όλη τήν περιου­σία της — πενήντα κολίγους, μβΰ φαίνεται. Τής είπα όμως πώς δέν μπορώ. ■

·© Βέρνερ έφυγε μέ τήν άπόλυ- τη υεβαιότητα πώς μέ έχει προα­σπίσει χάρη στήν προειδοποίησή του,

Άπό τά λόγια του είδα πως γιά μένα καί γιά τήν πριγκηποπούλα έχουνε πιά διαδώσει στήν πολιτεία διάφορες δυσάρεστες φήμες. Αύτό δέν 6ά. τού τό χαρίσω έτσι τού Γκρουσνίτσκυ!

18 τού Ίβύνη

Είναι κιόλας τρεις μέρες πού βρίσκομαι στό Κισλοβόντσκ.

Κάθε μέρα βλέπω τή Βέρα. στήν πηγή καί στόν περίπατο. Τό πρωί άμα ξυπνήσω κάθομαι στο παράθυ­ρο καί στήνω τό φασαμαίν μου πρός τό μπαλκόνι της. Είναι καιρός πού έχει ντυθεί καί περιμένει τό σύνθημ*. 'Ανταμώνουμε δήθεν κα­τά τύχη στόν κήπο πού κατηφορίζει άπό τά σπίτια μας πρός τήν πηγή ̂Ό ζωογόνος άγερας τού βουνου τής ξανάφερε τό χρώμα τού προ­σώπου καί τίς δυνάμεις της. Δέν έχουν άδικο πού τό «Ναρζάν» τό λένε'θαυματουργό νερό! ©ί έδώ κάτοικοι ύπβστηρίζβυν πώς έ άγέ- ρ »; τού Κισλοβόντσκ διαθετεί τούς άνΙρωπβυς γιά τόν έρωτα, πώς έδώ ξεδιαλύνουν όλα τ* ειδύλλια, πού άρχισαν κάποτε; στούς πρόπβδες τού Μασούκ. ΚΓ άλήθεια έδώ τά πάντα αποπνέουν κάποιαν απομό­νωση. Έδώ όλα είναι μυστηριώδη —καί οί πυκνές σκιές στις δένδρο*

MeTCtppc σ ι άπ ό τ ά Ραισσικά τ ο ΰ κ. Λ. Κ.στοιχίες κάτω άπό τίς φλαμουριές δέ λέει τίποτα, καί τίς περισσότε- πού γέρνουν πάνω άπό τό χείμαρ- ρες φορέο μιλάνε: Α γλώσσα, τά οο—τον ανήσυχο καί άφρισμένο— μάτια καί ύστερ’ άπ’ αύτά ή καρ­πού πέφτοντας άπό πλάκα σέ πλά- διά, άν εννοείται υπάρχει, να ανοίγει δρόμο καί περνά άνά- Τι θα γίνει- άν οι σημειώσεις αύ- μεσα στα πρασινισμένα βουνά—και τες πέσουνε καμμια μερα «ο μάτι βί χαράδρες πβύναι γεμάτες, σκβ- γυναίκας; «Συκοφαντία!*—θά φω. τάδι και σιωπή καί διακλαδώνβν- έκεινη μέ αγανάχτηση.ται πρό; όλες τίς πλευρές καί ή ’Από τόν καιρό που βί ποιητές δροσερότητα τού άγέρα πού μοσχβ- ΥΡ«Φ©υν και οί γυναικε« τους δια-βολάει βαρύς άπό τ ή ν έξάτμ,ση .V* αύτώ, 6‘ v f* ¿ s>τού ψηλού νότιου χόρτου ή τής » - βαθύτατης ευ γνω μ ο σ ύ νη ;) τόσες>*κίας. καί ό άκατάπαυστος ήδο νι- ^ " ί « * « « 5 ε ίν *« Λ » "κ ά ^να νουρισ τικό : θόρυβος του <ά· Υ ελβ ι·. « 3 τε π ρ α γμα τικα , μέ τ η ν κα νανουριστίΛβ, ^ ^ ν * ψυχική το υ : άφελεια πιστέψανε τόν ο ,ν ε τα κρυσταλλεν α ρ ^ κ ι α . ^ έ ξεχνώ ντας πώς αύτοίΑ ντα μ ώ νο ντα ς το ενα μέ το ά/άΛ. ^ ^ ^ ^ ^

στό τε λ β ; της κοιλάδάς, ^ ' - μ ν ή 35ι y A χρή μ α τα τό Ν έρω να κ α ίγα π η μ εν* κ α ι παίζοντας, θαρεις. ^ ηΛ^ & ο χ ν * γ ιά ήμίθεο. κυ νη γη τό χ ύ νο ντα ι μεσα_στέ>Ποντ. ΕΙν£ &Tcnc νά ^ ιλ ώ γ Γ αύτές κουκί. Σ τ ο μέρος αύτό ή χαρ Ρ ^ τέ)3 κακία, έγώ πού έχτός άπ* α ρχίζει να γ ίν ε τ α ι φαρδύτερη κ * . ^ ^ « ν άγ ? πηβ*μετα τρεπετα ι σέ ενα ατόν\ ^ έγώ ηβύ π« ν τ α ήμουνλ ω μ α . Έ κ ε ι άπλω νουν ο κορδελ- ̂ ,“ά θυσ.άσω γ Γ αύτές τ ή νλ ε ; του σκονισμένου ^ ά μ ^ . Κάθε ^ ^ τή φιλο6βξία μου, τήφβρα που κυττάζω πρός, τό δρόμο, ξωί|Αμβν7 . Μ ά δέν είνα ι άπό μιά Ολο και^ μου φ αίνεται π ^ ε ρ χ ε «ω |ξαψη λύπης καί πικραμένου φιλοπ τό άμαξι και πως * «* ιό παραθυ- πού ν ά βγάλω άπόρακι του κυττα ζει τό τρ ια ντα φ υλ- τβϋ. ^ μ5ινικώ ¿κ5ίνφ πέπλβ,λενιβ τη; προσωπάκι πού μονάχα τό έξασκημέν© βλέμμαρασει πολλές άμαξες άπό τό δρφο ^ ^ δυαπεσάσει "Ολα όσα

^ ν,· « * * . « νάπ© τό φρούριο, έχει γεμίσει κό- συμπέρασμα πού δίνουν, σμο. Στήν ταβέρνα πού είναι χτι- Ψυχρές τοΰ νού παρατηρήσεις σμένη «άνω στο « ♦ “» £ · * * * « · τή ^ . « ς ένθύμησε; π.αρέ?.ματα πιο έκει άπό_ τό σπίτι μου· ο ι ^ « ί κ ε ς θάπρεπε νά εδχβν- λαμπυρίζουνε τή νύχτα τά φώτα χχι τ· δλ«» οί άντρεςάπό τις λεύκες «φ να ι τόσο καλά, όσο έγώ. γιατί τίς άγα-νες σε διπλή γραμμή._ Ο κρότος _ tuxxc φορές περισσότερο άπό και ό ήχο;, τωγ πβτηριων άκβύεται t iv χ9αρό κ«ίω5_^Υά Τη , «βύ ένοιωσα τί; μικροαδυναμίε;Που&ενα δεν πίνουνε τόσο «κα- 5χετίνικο» _κρασί καί μεταλλ.κό νε- ό Βέρνερ, τώρα τε-ρό, δπω; ¿δω. λευταια συγκρίνει τί; γυναίκες μέΓιά νά μπερδεύουνε τούς δυό αύ- τό μαγεμένο δασάκι, πού άναφέρει

(τούς σκοπούς, ό Τάσος στήν “Απελευθερωμένη πολλοί μνηστήρες... Δέν είμ' έγώ Ιερουσαλήμ»: «Μόλι; πατήσεις τό

(άπ’ αύτούς. πόδι σου—λέει—θά πέσουν κατ’ « -

σμο καθημερινά στην ταβέρνα μαζι η9ρηφΑνα*. ή καλήμέ τη συμμ^κα του κα, ούτε σχε- Α «Τ?Α γνώμη, ή κ©-

7>ί Λ , ’ ν S iνά τσακωθεί με τρεις γέρους π© χωρίς νά κυττάζει πίσωθέλανε να μπούνε στολβυτρο πρωτ Λίγο λίγβ τά τέρατα σβύνουνάπ «ύτόν. Σίγουρα βί ατυχίες α- ^ · 4̂ Μ " Κ ρ « τ * β « υ γαλήνιο ναβουνε μεσα-τβυ τό πολεμικό αύ- $ J A&h ηβϋ μέο« έκεϊτό μένος. άνθίζει ή πράσινη μυρτιά. Άλλοι.

22 τού Ίούνη >*βνβν &νμ του town ^ oeu τρομάξει και γυρίσειςΤέλος έφτασαν. "Ημουνα στό πα- ν* κυττάξε.ς πίσω σου!»

ράθυρο, όταν άκουσα τον κρότο της άμαξας. Ή καρδιά μου χτύπησε δυ-

■% τ ί εινα» λοιπόν αύτό;

24 τού Ίούνη Ή άποψινή βραδυά ήτανε πλβύ-

Μ ^ ω Γ ε ί Κ Λ - ε ^ ; . Γ ε Κ ^ ^ ^ « κ ^ σ τ ^ ϊ ^ Κμα. τόσο ανόητα φτιαγμένος,- που « g γ ό^οίαμός H o v S ^ μπορεί κανείς κι αυτό να τό περί- όνομάζετα.

2 îl s ?:

w m â m m

W Ê m m m¿ 5 & «'s sκής πβύεμαθε στό σκολειό. Νά π. χ. εινα! * ? » * * · Πη/ « tè Χαλ,ινίΜένας συνηθισμένος τρόπος: ρι τό άλογο της πριγκηποπούλα;

«Ό άνθρωπος αύτός μέ άγαπά, ¿δήγησα πρός τό μέρος δπαιάλλά έγώ είμαι παντρεμένη, κατά νερό δέν ξεπερνοΰσε τά γόνα·συνέπεια δέν πρέπει να τόν aya- -AoYÎeocue νά προχωρούμε σ» πώ». Νά τώρα κΓ ένας γυναικείος * * · Α Ρ Χ »** « να προχο^βυμβτρόπος λογικής: γά, λβξα και άντίθετα πρός τό ρεδ

«Δέν πρέπει νά τόν άγαπώ, για- μα. Είναι γνωστό πώς όταν περνά τί είμαι παντρεμένη. Αύτός όμως ¿.μπτ„ Α „«ταμάχια δέν πρέπει vJ μ b S * 5 . * « » - -ττάζεις τό νερό γιατί μπορεί ,σιωπητικά, γιατί έδώ πιά ή λογική ζαλιστείς άμέσως. Εεχασα νά προ

Ε Φ Ι Α Λ Τ Ε ΣΤ Ο ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟ Υ ΜΙΧΟΥ ΚΑΡΗ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΗ Ν ΑΛΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ

οΣΕΛΙΔΕΣ ΤΑΞΙΔΙΟΥ

ΠΕΡίΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ'(ΣΥΝ Ε Χ Ε ΙΑ ΑΠΟ > 0 ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ) έ ν α ί ΰ σ τ ^ · * , · -Α », „ . , , γ„ ., βνας οστερ. άπ τόν άλλον. Πρόβε- καλά μέ τη χλωμάδα τού ποοσώ

Γυρίζοντας άργότερα τα ύηβλβτ» 5* κάποιον με μακριά μουστάκια που >«α μοναστήρια δέ μπόρεσα νά μι- ««ρούσε καί μαύρα τσουράπια Είναι ό κύριο« Χατίησάβα« eà λησω με άλλους, ηγουμένους, γιατί ¡»ς το γονα. Ενα; άλλος νεαρός φτης άπό τή M ^paoU έυκ«4«τη- έλειπαν στη λεγομενη Δισενιαυοιβ ειχε αφημένα τα γενεια του. τρί- μένος άπό τόν καιρό τη« καταστοΙΙΣυναξη, στίς Καρυές Αλλά ό λι- Χ Η Çtveéj. Έδω βλέπει; άνθρώ- φή: σέ κάποια πόλή μακεδονική^γόλπ-γβ; Μακαριβς τη; μονής Κβυ- «»«5 λογιών τω λόγια, κοσμάκη δί- Μιλάει μ· έκφοάσεκ ^ συνη»τλουμουσιου μου άφησε άλμσμόνη- έθιμοτυπιες. "Αλλοι έρχουν- ζβυν βί ^«φοββ^ένόι άι*αέ2νε>τηέντύπωση. Κοντά σέ τέτ.βυς άν- *?· συντροφιά, βί περισσότεροί σχε. κάθε τόσο ΐ ^ ^ * β έ ^ τ ά ^ υ Γ ^ ί θρωπβυ,, με ακλόνητη και άνεπι- τιζβυνται έδω πέρα κι έτσι γυρ- παρατηρώ' χ α '^ λ ό γ « ) δείχτη πίστη, με ζηλο πραγματικά ν* »ν άπβ μοναστήρι σέ μοναστήρι. Παπαδανιήλ 'Ιερβ. αισθάνεται κ«νείς τόν έαυτβ \ ® «κ * περνούν^ ξενιαστες ημέρες. Χωριζόμαστε^^ λίγο, άνακατω- τβυ να γαληνεύει, να γεμυ,ει τα. άφβυ έχουν άνεξοδα ύπνο καί φαΐ. νόμαστε μέ τού; άλλου« ft w a a i πεινοφροσίΛ-η. "Εχω τήν Ιδέα πώς Αφου λοιπόν έφυγαν νωρ-ιερα μ Α μας περνάει σάν άπχοατήοη- οι παλιοί άγιοι δεν ¿«ενεργούσαν *τό μενα, τραβώ κι έγώ τό δρόμο τη. Καί όμως αύτ©« ό άνθβωποί διαφορετικά στην ψυχη τών πιστών. μβν*χος μου. "Ισια. μού είπαν, ό- αύτό« à θρήσκο- ¿παννελιιάτίαΓβ*

Αφού είμαστε άκόμα στό φιλό­ξενο τούτο μοναστήρι· ά; ρίξουμε μ Α ματιά καί στή βιβλιοθήκη του.Ψ*. & ̂ft___j

τιμά καί λαταγιραμμένα τάζουν παραμέσα. Τό κατάλευκβ πρόσωπο ψάχνει γιά νά μού βγάλει κώδικες τού 10ου «ίώνα, χειρόγραφα σέ περγαμηνές τετραβάγγελα μέ δια-

μβναχός μου. "Ισια. μού είπαν, ο* αύτός à θρήσκο; έπα'γγελμάτία« 8άî f a f î σταυρό- μάς χρειαστεί πολλές, φορές παρα-

δρομι πού θά βρεις θα κάμεις κά- κάτβυ. ©ά γυρίσουμε μαζί του τό% 'χ ' * 'Τ ' · ' !“ βίι "Αγιον "Ορος, θά ¡δούμε άν-

η . , · , .......................—· “ ό καλοκαιρινό πρωι 8ivat κα- τάμα θάλασσες καί δάση 8à uâ-Βιβλιοθηκάριος ειν’ ένας πολύ ήλι- τακαθαρο. Άπβ δώ κ. άπό κεΤ ά- πει μυστικά του, θ’ άκοώε7 δικάκιωμενος μοναχ©;. ενα γεροντάκι nàovouvrat άμπέλια, μικροπεριβό- μα:που μόλις στέκεται στά πόδια του. λια, ζηλευτές άγροικίες. Ό λ ’ αύτά' 'Η ύπβλο.πη πορεία θά γίνε. με C·^ 5. μ *λι«·τ* κ*λα. Δέν χωριζουνται απο τό δρόμο μέ χαμη- τό Στάμβ. ©ά πεζοπορήσουμε ό»τον αλλαςουν ομως, σε πβΑν άλλη ^ τοίχους ή φράχτες. Άλλά τά λόκληρες ώρες κάνοντας ¿Αν.α υπηρεσία να τον βάλουν; "Επειτα ίολ* ε'ναι χοντρά, τέμπλες καί το- στο δρόμο θαυυάίοντα« τή œûan τόσα χρονιά έ'μαθε τά βιβλία κα- ψ η μ έ ν α ίδιοτροπ«: έχουν δη- Καί στό τέλοςθά μείΐω μοναχός

.u p? ·τάν κ.*®«ν*ν. ©ριζοντι« θέση, καρφωμένα τό μου. -θά περάσω λόγγους δίχω« 0υν-Η βιβλιοθήκη απβτελείται άπό ενα μ® το άλλο, σέ τρεις ή τέσσε- τροφΑ

δυό αίθουσες. Στήν^ξωτερ.κή 6ρί· Ρ®> παράλληλες σειρές, καί τά κά- "Ετσι δέ νίυεται—απαράλλαχτα σκουνται τα διπλά έντυπα, τα πρό- ®ετ* στηρίγματα μπαίνουν σέ ά- —ικαί στή ζωή·Χειρα καί όχι άξίας. Μπορούνε νά Ρ *1* διαστήματα. Ό φράχτης έτσι Αδιαβάζουν άπ" αύτά οί μοναχοί, τά » ψ έχοντας μεγάλα' παλούκια γιά Άπό το μπαλκόκ-ι τού ίενώνα us παίρνουν στα κελλΑ. τους καί τά 6afn μέ πυκνόπλεχτα κλαδιά με- τά ξύλινα καθίσματα βλέπει κανεί« έπιστρεφουν. Τά σπανια. τά -πολύ. ^αξυ τους, παρουσιάζεται πολύ «ιό πρό; τήν εύρύχωρη αυλή Δυό κα·

λτγο αδιαπέραστος άπό τούς δικούς λόγεροι κρατώντα: κάτι τεοάστιε« Μπβρεις_ εύκολα νά πηδήσεις χουλιάρες άνακατώνουν άδΑκοπα

τα ςυλα ή να τρυπώσεις αναμεσά μέσα σέ μιά καζανάρα πού τή νλύ- τους σε πολλά σημεία. Μά οί κα- φβυν μεγάλες χρυσοκόκκινε« φλό-

• - . · · -4 — ·«·— -> ^ λ°ν«Ρβι δενέχουν αναγκμ νά προ- γες, ανάμεσα σε δυο άλλα καίά-κοσμήσεις. Μου τα παρουσιάζει έ- φνλαξουν με αυστηρά μέτρα τήν via μικρότερων διαστάσεων Άπβ- ν*. f v*. ,Ρ’ΧΓω μερικά βλέμματα ποριουσια του;, ©ί ίδιοι δέν κλέ- κάτου άπό τήν πυροστιά πού είναι και τα βανει πάλι στή θέση του;. τό αρπαγμένο προέρχεται άπ’ κι αύτή άνάλβγη μέ τό άννειό- Ί Τα βρίσκει το περισσότερο στά τυ- τβ, Αιαβολο, πιστεύουν. "Οσο γιά χει σχηματιστεί παχύ στρώιια άπό φλα. θυμαται που είναι τό καθένα. κεσμικβυς, τά φρούτα τού Ά - κάρβουνα άναμμόνα. Βΐάδβυνρ τάΤό φως έκει μεσα δυσκολεύει. ν·*1*., ^ρβυς είναι άνεξάντλητα. κόλυβά, μάς πληροφορούν ιδά μάς

—Και τα φιόρα, πού τβχεις έκεί- Κ,ρκλου πρεπει να ξερουνε κι αύ- μοιράσουν άργότερα άπ" αύτά πβίν νο μέ τα φιορα: τ»»^ πως ό,τι παίρνουν τ© παίρνουν άπ' τό φαΐ. ’

Η έρώτηση είναι τού συνοδού χπ ’ ΓΓ>ν ΠαναγΑ: Εκείνη είναι . Στούς διαδρόμους, στήν αύλήμου, ενος νέου Λευκαδίτη· πού έ- χάρισε στούς δούλου; της έναν παραέξω κυκλοφορούν άνάκατα uo- TW8 κάποτε νά περάσω άπ’ το χω-, παρομοιβ πλούτο, ι·αχ«ί καί λαϊκοί. Πού καί πού ίε-ριβ του και γνωρισθήκαμε σήμερα _ ©«©ιβς και νάναι ό κύριο; αύ- χωρίζει κανένας σερδάςη«, κανέ- εδω. ©έλει κι αύτός τό κατά δύ- Τ4>̂ των άγαθών, ,τό βλέμμα σου να; χωροφύλακα; Λίγα μέτρα άπό ναμη νά μ* εύχαριστήσει. χαίρεται και χορταίνει γυρίζβντα; μας άπλώνεται ή θάλασσα κατανά-

Ό παπβύλης, όλος άγαθότη.τα *5® τα τσαμπιά στά σύκα κι άπό λανη, μέ τή ©όσο στο βάθο- σάν καί προθυμία, χωρίς Γχνο; γερβντι- τ,5 φασουλιές στά λαχαίηκά. Μ Α έξαίσια ζωγραφιά. Δίπλα στή ®ω- κης παραξενιάς, ξετρυπώνει χωρίς «ροιναδα χωρίς τέλος, μιά εύφο- τεινή έπιφάνεια τήν άλαφ-ροκυαά. αργβποριαενα άντίγ,ραφ© τών ψαλ- Ρ4* παραδεισιακή σέ ΐίαρτεοεί σέ τιστπ όμοια μέ κάστρο παραμυθιού όλα μ* θ* “μά'31® ?!χ®ν®ν?«ιΡησΠ' ^ ,6® ^ν“0*σμα_ τού δρόμου. Ιίροχω· ' υψώνεται τό μοναστήρι κι βί άν-

ση τούείχε βρει έναν δεινό καλλιγράφοπού φρόντισε νά στολίσει τό έργο ®® κελαρύζουν. "Εχεκ ξεχάσει κά- να κι άπ’ όλα τά μέρη τη; Μακε- έπιπλεο» μέ άπίθανα λβυλούδαα θε στενοχώρια σου, σφυρίζεις σάν δβνίας.· μερικοί άπό πιο μακριά καί πουλιά, Αύτά ήταν· τά φτόρα αμέριμνο παιδί, τί άλλο τάχα είναι γιά τ’ όνομαστό πανηγύρι ’τού Έπτανήσιου. ■ ή ευτυχία; Σέ μιά στιγμή παίρνει'τό μάτι

Πριν αποχαιρετιστούμε 6 βιβλίο- . μου τόν Άνανιάδη.θηκαριος θυμάται να με ρωτήσει: , —Καλό στον! τού φωνάζω Πού

— Έσείς πού είστε μορφωμένος» Κινησί) εξαιρετική έπικρατει στό ήσουν έσύ, χάθηκες άπό προχτέςθά ξέρετε. Διδάσκεται σήμερα στά ώογαστήρι τών Ίβήρων, πού είναι —Μ " είχανε κλείσει στήν άσέυ- γυμνάσια ό Πίνδαρος; πολυ_ πιό μεγάλο κι έπιβλητικό ά- νομία, πέρασα ένα μερόνυχτο στό

—Ούτε στό Πανεπιστήμιο, τβδ ά- _ τ© π^ώτβ, άπό τά πλουσιώτερα κρατητήριβ, Μέ πήρανε γι’ άλλον,παντώ. Teï_™ V ,eu, "©ρους- . , βλέπεις, έγινε λάθος. Έχουνε πε-

—Κρ^αΓ ___t -χω πια συνηθίσει κάπως τβμβ- ρασμενον στά χαραΑ κάποιον πού- Kouva με λύπη το άσπρο του- κβ- 'Ρ*ί. τί, οικοδομές, του; άνθρώ- παντρεύτηκε δυο φορές καί δέν τόν Ψ*λ*· τι̂ των, *Αλλά è'rtbotaw dbfcp«.’Eyw6èv s îw

—Καί ft Ζωσιμαία, λειτουργεί ύπαρχει και πολυκβσμΑ, δέΓ“π«»ιητΒ*ό τή« προκοπής, μόνο wàv άκόμα ή Ζωσιμαία; ®Μαι_ απομονωμένος. Σ ’ ¿πίμετρο, άδεια βαστώ άπάνου μου "Ετυχε

Έδώ ft άπάντησή μου είναι κα- ™ ’9ανε f* συμπτώσεις. Ό πορ- νάχουμε τό ίδιο όνομα μ* αύτόν »ΐσυχαστική. αβαρής, μαθαίνοντας άπό πού είμαι, γιά φαντάσου, καί τσάκωσαν ¿μένα

Γιά δύο ποάματα ρώτησε?· νερο- μβυ Ifoü φέρνεται φιλό- "Οσο νά τηλεγραφήσουν στήν πα»παπουλη, άλλά δέν άνοιξες άδικα W « v*· Δεν άργω να μάθω τήν αί- τρίδα μου καί νάρθει ft άΛάντηαη» τό στόμα σου. Διάλεξες, καλότυχε, Tt?· ° γεροντάς του. έ πνευματι- κάθβμόυν μέσα. Δέν κακοπέρασα 8- στοχους υψηλούς. του προϊστάμενος· αύτός πού μως δόξα σοι ό ©εός

Α » « Φαίνετα* άπ’ τή σκάλα καί · Τ * περίεργα· μάτια τ « · έλαμπαν—εκινω, πάλι μόνος μου. γιά τή τβΐ eX*w βάλει φέτος αρχον- δλο χαρά καθώς διηγόταν τη δυσά-

μβνή των Ίβήρων. KsuA ώρα κα» εκαμε άντιπροσωπος τη; μο- ρέστη *ύτή περιπέτεια. Δέ φαινό-τηςχρος είναι· δέν πρόκειται νά νΓί5 καώπ®σ* χρονιά σ’ ενα μετόχι τον καθόλου θυμωμένος μέ τίς συ- κβυραστβύμε. Τό βάρε; πού κοββ*^ ^ «^ η ρ ιβ υ . στού; Κωστακιούς, νέπειες ¿κείνης τής συνωνυμί«;.. λω υόλις μού γίνεται αίσθητόι » τί,Χ Αρτα. ©ά νόμιζε κανείς πως μιά τέτια τΐ-

Τ ι απόνιναν όυώς. πού σκοοπί» τ^Ρ^νγουμενο; Φιλάρετος, έτσι μωρία ήταν βίοήμαντή μπροστά σέ ·.· -ι Λ ΐ ι - . . v . i . ¿..¿Ι!™, μου τόν συσταίνει. ¿«λιλτι πού άξιζε '

όμως μού διαφώτισαν τό μυστήριο autourοϋ τού άι'θρώπου πού· ξέχα- σε ft_ δέ θέλησε ό Στάμος, παρά την ύπόσχ£σή. του, νά μού τό εμπι­στευτεί. Εκείνος τό ήξερε άπβ τήν αρχή, τά είχαν πει.

Παραπέρα απο τό μοναστήρι, στό ξάγναντο, άριστερά, είναι στημένο το κιόσκι, τετράγωνο παράπηγμα μέ ΰ&χ’ΐδέν ι* πάτωμα, ται ©ί καλόγεροι·' προπάντων το δειλινό πού εχει πέσει ό ήλιος, καί αγί'αντευοντα; τή θάλασσα ρεμβά­ζουν. Είναι άνοιχτό άπ· όλε; τί; μεριε; καί καθώς είσαι ξαπλωμένος στα παγκακια έρχεται άπό μακρια ό μπάτης γιά νά σοΰ χαϊδέψει τό πρόσωπο σάν κάτι ζωντανό, © ί έ. γνιε? τής βιοπάλης, ft ταπεινή χα- μβζωη με τά δικά της σβήνουν ά· νάμεσα άπ’ τά δυό άπέραντα γα­λάζια πού δέν τά χωρίζει στό βά­θος παρά μιά γραμμή σάν άχνός.

Πιό πάνβυ, άκολουθώντας ένα γραφικό μονοπάτι πού τό τριγυρί­ζουν άγριοσυκιές. γκβυτσουπιές, άλ­λες φούντες θαλερές, σταματάς έ­χοντας άπ’ τ’ άριστερά χέρι σου τ’ άμπέλια’ στή μέση τους είναι χτισμένο ένα σπιτάκι, φαίνεται πα­λιό. Έκεϊ μένει ό άμπελικός, ό καλόγερος πού τοΰ έχουν άναθέσει τή φύλαξη τών κληματόφυτων έ- κείνων χωραφιών. Ό ταν τό μονα­στήρι έχει εύρύχωρες περιοχές, ό­πως συμβαίνει στά περισσότερα, καί δέν άρκεί ένα;, βάνουν πολ- λους (έφ τά μού άνάφεραν γιά τβδ £ηιρο.τοτάμβυ) άμπελικούς. Άλλα κι αύτβί δέν κάνουν ©1 ίδιοι τή δουλια, χρειάζουνται βοηθούς, έρ- γάτες κοσμικούς, παληκαρόπουλα άπό τά γειτονικά νησιά, πού τούς έπιβλέπουν. Γιά τέτιες'έργασίες τό μεροκάματο —άνέξοδβ όμως —δέν ξεπερνάει τίς τριάντα δραχμές.

Στήν πύλη τής μονής έχουν το», χοκολλήσει ένα χαρτί πού απαγο­ρεύει τό κόψιμο σταφυλιών άπό τούς έπισκεπτες. Μά στή θέση άμ·

ΤοΟ κ. Γ. ΚΟΤΖΙΟΥΛΑτελικών δέ βάνουν αυστηρούς κα­λογέρους, «I δραγάτε; τους είναι κι αύτβί βολικά παιδιά, έτσι- πού δε σ’ αφήνουν νά. κοιτά; μέ παρά­πονο τίς χρυσαφένιες ή μαυρογά- λανες ρώγες,

—Γιά φρούτα μή σέ τιάζει άπό δω και πέρα, μ· εγκαρδίωσε άπό τό πρώτο μοναστήρι ό Μάριος. Έγώ εχω ξαναπεράσε-ι καί Α ξερω. Στό πρωτ© κελλί πού θ’ άπα.ντήβεις δέν εχεις. παρά νά πεί; αύτά Α λόγια; «Εύλβνεϊτε, γέροντα!— δέν περισ­σεύει εύλβνία καΐ’ένα τβαμπάα’ι;». Τσαμπακι θά ζητηβεις εσύ κι ¿κεί­νος θά σοΰ φέρει άμεσος ένα καλά­θι γεμάτο. "Ετσι γίνουνται αύτά, θέλουν τερτίπια. Βακάχι θά γυρέ- ψεις μόνο, γιά νά συνέρβεις τάχα απο τό δρόμο, κι ©ί καλόγεροι θά σου, στ.ρώσβυν ολόκληρο τραπέζι. Έτσι είναι, χρειάζεται διπλωμα­τία. "Αμα Α βρίσκεις πάλι άφύλα- χτα. βάλε όσο χωράει στήν κοιλιά σου, ποιό; θά σου μιλήσει;

Είχε μελετήσει καλά τό ρόλο του ό σύντροφός μου. Κολάκευε τούς. Αγιορείτες λεπτά, χωρίς νά φαίνεται. "Αφηνε τόν άλλον νά λέει, νά λέει, νουθεσίες, ιστορίες, θρησκευτικά πάντως. Τον σταμα­τούσε άξαφνα σέ κάποια φράση κα» τόν. ρωτούσε μέ μΑ επίφαση θαυ­μασμού καί φιλομάθειας:

—Το λεν αύτό καί τά πατερικά. γέροντα;

—Βεβαίως, βεβαίως, παιδί, μου, άποκρινόταν ό καλόγερος, εύχβρι. στημένος πού έ άκροατής του τόν παρακολουθούσε μέ τόση προσοχή καί πού έδινε στά συγγράμματα τών πατέρων Α ν οικεία τους όνο- μασία· τήν καλογερική.

Ή ταν άξι«γ*..νητος καί πολύ χρήσιμο; άνθρωπος ό Μάριος.. "Ε ­πρεπε νά κάνουμε ορισμένα τό ύ- πολοιπ© ταξίδι συντροφιά, δέ μπο­ρούσε νά βρεθεί καλύτερος σύνοδο·- πόρος; ι

(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟ)

σαν οί άλλοι: Χτες τ* άπόγεμαπλακώσανε στήν τράπεζα, έκει πού

* . »·;·-·.· , —wwi « μ 'Λς'ς*· σέ άλλη πβυπερι-Λαμπει άπ_ό υγεία, πρόσχαρη φυ- μενε.—Καί τώρα θά μείνεις έδώ; τόν

ρωτώ.„ —Μότο Ά μεσημέρι· θά καθίσω. Επειτ’ άπό το φαΐ Α φύγω γιά

το» ΚαραΛάλβυ. Έγώ δέν ήρθα έ. δω γιά πανηγύρια καί διασκεδά-

uni» τραπεςα. εκειπου . . . - . . .τρώγαμε ίσαμε δέκα καινούργιοι έ βιογνωμια. Μας όδηγεί άπβ σκά-

διαδρόμους, πατώματα καί

ειδοποιήσω τήν πριγκηποπούλα & * &Μαϊρη. Ημασταν πια στή μέση, νιακό κρεββάτι, μαζί μέ άλλου« στο ταχύτερο σημείο, όταν δαφνι- δυό.'Δέ γίνεται καλύτερα, έχουν

τη φωνή. Έσκυψα βιαστικά κΓ άν- η , Μ * ύ·* τ* ,ώ“ ^ * ®Χώ βάρος στη συνείδηση μου. El-

à gSÊM SMν ο η τ ή ς . -Ενοιωθες· νά βγάζε. τ Λ & ί £ £ « £ & * % £ Ζ ί '

— Τί μέ κάνετε; ©εε μου!... ôtΑ α α λ λ Α ^ ι ^ ω; έκεί μόνη ήάνάγκη νά(ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΡΧΟΜΕΝΟΙ Τό σβυσμένο του βλέμμα ταιριά’ζεί ψ υ ^ τ ο Γ Τ ’' « ώ θ ^ ι ^ λ ό γ ^ του

ΟΔΥΣΣΕΑ Ε Λ Υ Τ Η

Π Ρ Ο Σ Α Ν Α

Τ Ο Λ Ι Σ Μ Ο Ι

ΠΡΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ — ΠΡΟΣΑΜΑΤΟΛΓΣΜΟΙ — Ο ί ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ - ΣΠΟΡΑ-

Δ Ε Σ ~ Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Κ υ κ λ ο φ ό ρ η σ ε σ ’ ό λ α τ ά β β λ ι ο τ τ ο λ ε ί α δ ρ χ . 5 0

Α Θ Η Ν Α . 1940

™ Ν Α Σ Α Ι Σ Ο λΟ Ξ Ο Σ Α Π Ο Λ Ο Γ Ι Σ Μ Ο Σ Κ Ι Ν Η Μ Α Τ Ο Γ Ρ Α Φ Ο Σ

ΣΤΙΣ ΚΡΙΣΙΜΟΤΕΡΕΣ ΣΤΙΓΜ ΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ " Η Γ Υ Ν Α Ι Κ Α Τ Ο Υ Ψ Ω Μ Α ,,ΤοΟ κ. Γ. Μ. Μ ΥΛΩΝΟΠΑΝΝΗ Το° *· ΑΛΕΞΗ ΣΟΛΩΜΟΥ

ΤοΟ Μσροέλ Πανιόλ Ιχουμε δϊί δία ~ ίδ’αίτερα ή κωμωδία ήθών—·"Εχει. καθιερωθεί π ά , κάθε λίστα γιά τή σημερινή γενιά "τών y όντας καμζιάν έμπκΠοσύνη στό στήν Ελλάδα τίς πρώτες κίνημα- όχι στήν ποιότητα ιού διαλόγου Kat

-τοιες μέρες πού ό καινούργι· δημιουργών., έκείνων δηλαδή άμεσο μέλ^Κν, Δέν γεννιέται τογραψικές απόπειρες — δηλαδή, στις κωμικές έ"πνεύσεις τών ήθο-<- voóvoc Ytimá τΙς πόρτες μας, πού δέν έχουνε δώσει άκόμα τό καμ,μιά άμφΤδολία πώς ή λογο- τρεις Απελπιστικές ταινίες, τό «Μά- πο«ον.__ Αύτό τό βλέπουμε στίς ται-

- ά Υά uác φέρει τίς έλπίδες έογο τής ζωής των καί πού ή τεγνική αύτή παραγωγή., ή τόσο Ρ«>». *1 f ̂ ή > κ α ί τ ο ν νιες των δυό «κλασσικών» του κινη-

ς άγωνίες του, οταν μαλ.στα σφυρηλατηθηκαν κιολας ( W ί· είδε το φκύς στό διάστημα t w μ / ΚΓ ό «±εζάρ» κ·’ ό «Κνόκ» ά- ήθοποιοί χρησιμεύουν- μονάχα γιάγμΒαίνει νά έρχεται οέ πε-Ρ<· νσν πολεμο, που πάνω της ή πέν- ,1939 και μάλιστά^μετα τή μοι- νήκουνε στηχ Ιδια σειρά. Τίς έπιτυ- νά δώσουν δέματα στό ρακό. Στήνάσεις τόσο δραματικές, οσον να τούτη είχε στηρίξει ολες τις ραίαν ήμερομήίτ®·^οΟ Σεπτεμ- ^ ες τής σκηνής νόμισε πώς θά τίς ίδια μοίρα είναι καί τά ζώα καί τ’: φετεινές, έκεΐνοι πού καρακο- ¿λπίδες της καί τήν τυγόν δόνα- βρίου, εϊναι καρίϊοζ μοτκροχρό- έπαυαλάβει στήν όθόνη—π -»σνσ νά άψυχα άντικείιχενα. (θυμόμαστε τό ΗίθοΟνε κάπως πιό στενά τή ι.·ή τη ς .‘Από τρεϊς μήνες τώρα. ή νιας έργ-ασίας; τουλάχιστον στό τό κατάοερε — λ κόσμος γελάει ρόλο τοΰ γουρουνιού καί της σκάλας-ίνοτεγνική ζωή τοΰ τοπου1 κΓ τραγ’-κή μοίρα τής νέας γενιάς περισσότεοο καί,κυριώτερο μέ- πάντα μέ τούς Μαρσεγέζους, έπει- στήν «Εύθυμη χήρα» τοΰ Λούμπας).

. ,r«uv άναλά&ει τό έπιμοχθο δ- τών δημιουργών μας τονίστηκε ρος της. Μά ή παραπάνω πιθα- Τα ή θεατρική έπ-τογία του Ραιμυ ’Απ' τήν άλλη μεριά ό διάλογος • κ καί άγάρΓστο έργο νά κ,ατα- κιόλας έπανειλημμένα καί ζω- νοφσνής έξήγηση γιά τήν πσρου- «*> ,πένΓΓε συτά ϊο' « ρ ι τ » « ι περα άπ τό.σημείο που-

τήν κίνη-- γραφίστηκε μέ τά πιό ζοφέρά σίασή της ε ^ ό σ ο Λ δ υ ι S 5 t ^ Τ ΐ ί χ Γ ^ ε , τότεςΓ, τοΰ βιβλίου, να έπιμειρουνε χρώματα, τοσον ωστε νά περιτ- και τόσο σπαροτχτική, ώστε αί- τελε(α κα( πσύλα Κινηματο- ραίτητος. (Χαρακτηρ,ϊτ,κή είναι ήά συνοπτικήν έξέταση τής φι* -χ/ύει σήμερα vóc 4ποτνο:λθίρθ«>με &ν&νομ<χι Την α^ογκη να τήν γοαφ,κή χοο έττιγείρηση, Αότ τόν σκηνή στους «Μοντέρχους καιρούς*,

-I. Ssr» ΑΐΑνλτ>. ,Ο* ΩΛ fi-Άλ -γΛτ, a. _λ _.ν„ > ν. .. ---------- λ ...λ _ .λ * - * ι;0υ ITCtpOOOtá·ίδιοχτότη του οονομίες τών

μουσική 6-

1 0 ' Ν606ΜΗΝ1ΚΛΠ»ΜΜλΤλ . "------ :

αοελθόν πού θά γίνουνε κιόλας στόν ευγενικό στίβο τών πνευ- Φακούς, ένός άθεράπευτα ρω- χεται δυστυχώς σήμερα περισσό«- πόκρουση ό Τσάπλιν μάς δίνει δλη Γ % γ ή ^ ς κατ^υθυνσε ς γιά ^ Γ έ π ι δ ι ώ ξ ε ω Ϊ ? είχε πάντα μα^κοΟ , όλες αύτές τίς προσ- Î T S E p î

• ί μέλλον. Καθώς κάθομαι μπρο. κεντήσει τή δραστηριότητά_μας πάθειες σαν τή μοναδική καί ή- τζαυ(νο ΤΓΟι τή Σόνια Χένιε. τήν στηοίζεται —χ *··<Λ— -·■"τά στό γραφείο μου, γεμάτο γι4 Τήν πραγματοποίηση των I- ρω(κή μέσ τήν άπεγνωσμένη της Ίμπέρ,ο Άρτζεντίνα κ. τ. τ. Δέν τί ό δ,άλο πό πλήθος καινούργια, νωπάά- εοτνικων έκεινων που.εχοντας γ ιά 7_ σταυάτησε, δμως, έκανε κι” άλλες γεί. Τό Λ·•ΐμα, βιβλία, πού ή ματια μου κορωνίδα τους τόν άνθρωπο, μάς επιμονή, αντίδραση ου πνεύμα- Ταιν(εςι Ασχολήθηκε συστηματικά μέ ρισμένο

..» τί, nTnn»-ii τοΰ ·λ.._ ,,Λ ,ι’ Λ\ιηιι/τΑ TOC ·ένάνΤιΐΥ irrlr Γο/ηβοέο RnviV- .α.. νινί τΑυ ΑνΑττη- .„fiinv

πάνω -πό διάλογο, για* ογος μο'.'ίιχα τό δικαιολο-

θέατρο μαζεύει σ' έναν ό- τόττο καί γίΓΓ ένα περιορι-

άγάπη- σμένο χρονικό διάσεηυα μερικά ποό- ;· ας να σωπα καί τά βάζει νά μιλούν. Ά λ -

δίπλα λο τίποτα δέν τούς έπιτρέπει νά κά-S αύτό άρθΐο, μ- όλο τόν μέ τή ζεστή φωιά, Τ α α ' ' ¿ Τ * ? ' ^οσω-κότητες τοΰ Γαλλικού νουν Ένώ δ κυματογράφος, δένΐ Ϊ Λ Α » ™ « f t a a u ό Sxlc προσ- £ ? L n;n* , L · ·Λ άνώνας αύ' Λσουν άπό τά πρόσωπο τής γης. κινηματογράφου, . προσωπικότητα γνωρίζει . ο -α_ κα περιορ,σι-,,ς■φέιλόμενο σεβασμό στίς προσ- τής ΚΟ;0κ &ς μας. *0 άγώνας αύ- «ο πμουωπο εης γης. κινη^ττογροάθειες αύτές, πού φανερώνουνε T^C- σήμερα πού τό πνεύμα σφα- tivoci ο καλλίτερος τρόπος που /ν\0λαταόι όχθο, έπιμονή καί πίστη στίς I- ζ ά ζ π σέ μιάν ύστατη μάχη μέ άπόμεινε στά πολιτισμένα κρά- μακιρυά

«χ/νπιΑrm + cr- Τ»>Γ íhtAñr llore VOt KCC· *r¿ nvAfflMCr ^HVÍYMÍlf ΤαΓι τν» S · » . . «-Δ. K....... __

μέ δικό του χαιρακτήοα. Δείχνει τή ζωή— τη ζωή μ* δλες Μολαταύτα, ό Πανιόλ στεκει της τίς μορφές κΓ άπ δλες της τίς

' * ’ τό νάνοι κορυφή. Καί γωνιές. Καί ό διάλοχος παίζει στή

-ενικό πολιτισμό τής άνθρωπό- άπεγνωσμένος, άλλά καί πιό <™.ρραί;η, νά οιαοηλωσουνε w εβδομάδα τή <Γυναίκα του ψω- θρωπος ” Λλι Αποτελεί μικοο ποσο-πτας άναθυμοΰμαι. άθελά uou. ¿,ραϊος. εύγενικώτεοος καί με- τόν Αποτροπιασμό τους γιά τόν μδ» — πού θεωρήθηκε τό άριστουο- <η·ό τών δοο-ν ύπάρχουν στή γη και

εν άλλες χρονιές,_ οταν σθηση πιος ζούφιε σέ μιαν_ίστο &ρώπων καί νά διατρανώσουνε σάν κωμωδία ήθών - -ά πού δέν χ τή «Γυναίκα τού ψωμά» ό Πα-ιανόμουνα μέ τό δυσκπλο αύτό ρ,κη κααπη του πολιτισμού της ^ ^ 8μως Τή'υ κινηματογραφική υιόλ §(υε. o S διάλογο μεγάλο βά-αγο, καί δίχως να μπορώ να τό άνθρωπότητας, καλούμενοι νά η ισ τΡ ίςλ η, τέχνη νά λάμπει. Ό Παν,όλ. ψαίνε- . (Τό σκάνδαλο εΤναι, βέβαια,μποδίσω, αίσθανομαι ολες μου προσφέρουμε, ό καθένας δτι θικες και πνευματικές άξιες, που ται νΑ θυυδται καλά τό θέατρο. λόγος νά κάνει φλύαρο δλο τό χω-Ις σκέψεις νά θολώνουνται καί μπορεί, γιά μιάν άνοικοδόμηση δίχως αύτές 6 πολιτισμός θά ή- "Οταν ένας σκηνοθέτης μάς πα- ριρ, άλλά ή φλυαρία ένδιαφέρει τόνά στρέφονται γύρω άπό μιά καί άπό τήν τέφρα έστω τών έρειπί- Τανε κούφια λέξη. ΚΓ είναι, ρουσιάζει οιήν όθόνη κεΐνο πού θά θεατή - άκροατή ίσαμε ένα βαθμό οναδική λέξη. πού Βρίσκεται ων πού σκεπάζουνε μέρσ μέ τήν , . . lllWn . ' , μπορούσαυε νά δοΰμε άν μπαίναμε μονάχα). "Επειτα, στήριζε τήν δλη

-ήμερα στά χείλη, στό νοΰ καί ημέρα τόν άμαρτωλό μας κόσμο, ρ Ί pcml πΠΥυρη νυ ιχ, ατΡ στούνπο τήν ώρα πού γυριζόταν άψήγηση της ταινίας στίς «υποκριτι- ήν καρδιά δλων τών Ανθρώπων μονάχα αύτή ή. συναίσθηση ^ ά Αλλεπάλληλα άνακοινωθέν- η ταινία, θά πεϊ πώς ό σκηνοθέτης κές» ικανότητες τοΰ Ραιμύ. Γιά νά ñc ύφηλίου,τή λέξη π ό λ ε μ ο ς rtvai άοκετή γιά νά μάς φλογί- τα τών διαφόρων μετώπων, πού αύτός δέν έχει χωνέψει τήν τέχνί] σκεφτοΰμε, τί θ’ άξιζε _ή X®*

^ £ μχεΓ ^ τ α πΚ Γ τ ο τυ6ς ^ ^ ^ ^ ί - c S ¡■'ον άλληλένδετα μεταξύ τους τουλάνιστον τό σθένος καί νά j j * , , · « » .„α. : _ι _α' .α »α « -rí-j\mr j.\\_·,λ,.?.™ ,.ε ,α,, ¿τιι-nivin mu

αύτα κι- ή ται- κάπως

- αταντά πιά κοινοτοπία νά'που- Ξεκινώντας άπό τήν π ιό μού- καλούνε καί τήν πιό στυγνήν μός. δ τόνος, ή μελωδία. Καί στό Έ ξ ω δμως άπ’ τά διχ· ο ” 5 δτι ή άνθηση τής τέχνης σ' ^ άπα:σιοδοξία, πού μας ποτί- Λπονοήτευσπ. Είναι ένα κήρυγ- Βέ™ ?0· νηματογραοικά έλτττώματα- ^ τ ^ προύπ τει μιαν_ μα. ζουν Λ γ ^ * 8| Ρ « αίσιοδοξίας, ζωοφόρο καί Γξα°ρτώνταΓάπ; τόπως θά ¿οιρ^Ον κ " ά Τ ^ κ α θ α ρ ά ηθογραφική με-

^ δένχ^ * τ ά στ4 ν ^ ' κ 5 δροσερό, π ού έρχε^ ,σ τή νκρ ,συ καί;ιε ς μ α ς . _ Α μ έ σ ω ς μ ε τ ά τ ή ν 6- ν η ς 0 ^ ς , τ έ τ ο ι α ς π ο υ τ ή ν ε ΐ - μ ω τερ τ ι κ α μ π ή τ ο υ π ο λ ι τ ι σ μ ο ύ Λ 0 ' ^ ,,ηνανή κ α ί υόνο. 0 ; χ ω ριΚ οί. δχι υ ο ν ά ν α σ υ μ β ατικ ο ί,• " »η ξ η τ ο υ κ α ι ν ο ύ ρ γ ι ο υ π ο λ .ε μ ο υ , ϊαμε π ο θ ή σ ε ι . *0 Α π ο λ ο γ ι σ μ ό ς , τής Α ν θ ρ ω π ό τ η τ α ς . Κ α ί γ ι * α ύ τ ό μ’ α ύ τή ν ό σκ ηνοθέτης θ ά δώ σει και κ α κ ά δ α σ κ α λ εμ έ ν ο ι — δέν

. ~ · ύ ο ί π ρ ο β λ έ ψ ε ις γ ι ά τ ή ν ε κ - ά λ λ ω σ τ ε , τ ή ς φ ε τ ε ιν η ς π ν ε υ μ α τ ι - . ο - „ (. . . .Α ν ο ν τ _ _ - ¿ ν τ α τή ν προοπάική κ α ί τό ρυθμό , υ* α ύ - ξ έ ρ ο ν ε τ ί ν ά κάνουν κ α ί π ού ν ά κυτ-■’ πστι κ α ί τ ά έ π α κ ό λ ο υ θ α τ ο υ ε ί · κη ς π α ρ α γ ω γ ή ς , π ο ύ μ έ τ ό ν έ ρ · , Ρ . . τή θ ά σχ εδ ιά σε ι κ α ί θ ά π α ίξει, ιι τ ά ξο υ ν , δ τ α ν δ έν λ έ γ α ν ε ν ά λ ό γ ια- - ι τ ό σ ο ν Α ν τ ιφ α τ ικ έ ς , δ σ ο κ α ί ,.0 „ ^ Τ ο 0 κο .ινο ό ρ γ ι ο υ χ ρ ό ν ο υ έ η Ρ & Ρ ή σ υ ν ε ίδ η σ η ό ,τ ι δ η π ο τ ε κ ι α ,·ιτ^ δη λα δ ή , θ ά φ τιάξει τ ό κ α λλ ι- Τους. Χ α ρ α κ τη ρ ισ τ ’κΟ κάθε ε ικ ό νας • ο ο μ α κ τ ι κ έ ς , κ ά θ ε σ κ ε π τ ό μ ε ν ο ς π ιχ ε Ό ο Ο μ ε κατά σ υ ν θ ή κ η ν σ ή μ ε - ά ν π ρ ό κ ε ι τ α ι ν ά σ υ μ β ε ΐ σ τ ό ν κ ό - τ έ γ ν τ " α . Ή τέγνη το ϋ κ ιν η υ α τ ο γ ρ ϊ - ε τ̂ α ν τ8 « γ κ ρ ο υ π ά ρ ιο μ α » τω ν π ρ ο -- θρωπος έι-κώσε πιό έπιτακτι- οα ξ1ναι „ερ-σσότερον άπό αίσι- σμο, ’άφοΟ άλλωστε, καμμιά δό· φοο είναι περίπλοκη - σώπων - μάλιστα ·ό κ ακόγκρου-.

^ ^ Γ μ π ^ Α ^ ^ Π ο α ^ μ ^ κ Γ σ ε ό - ϊ σ μ α εϊν0Λ Ι ^ Τ ά λ λ ά ξ ε . δμως, τάντα ό έξαιρετι-• —ίτ ,ίν-η ί ο τ ιτήαατα πού Απαι ΡΦ^-ίου, 1Κ}υ την πορεία της Ιστορίας, άς έπω- τό νοειάζεται πολύ ν.ι τή ιιελετήσει κ8ς τύπος τοΟ ψωμά καί μερικοί άλ-σμένα ερωτήματα, που απαι ^ μ ζ ^ |γει ένταθει. πολυ φυσι- 1 . 1, , „ , κανένας καί βαθειά νά τή νοιώσει χ0. πετυχημένοι - - ό μαρκήσιος. ό-Ό σο ν μιάν άμεση απόκριση. Η Κ)̂ περισσότερον Από άλλοτε, φεληθοΰμε άπό τή ζωογόνο πνοή ^ νά ειπωθεί ή ταινία κουφ8ζ περιβολάρης, ό παπάς. Εΐ-•οίση τοΰ εόρωπαϊκου πολίτη πέρα άπό τούς περισπασμούς της τέχνης κι’ άς δοΰμε στό πα- πού θά οτιάδει. καλλιτέχνημα. τανε κ’ οί άπειρες χαριτωυένες σκη-—-οΰ, που σο&οΟσεν Από Αρκετά τών πραγμάτων καί τίς Αγωνίες ράδεινμά της τό καθρέφτισμα ή κωυωδια ήθών είναι πεοίψημο νές — ή σκηνή πού δ ψωμάς πλαγιά-νό ν ια , ξεσποοσεν έπί τέλους σ’ Το0 πολέμου, οί λογοτέχνες ; Λν Λ-Λνοεώσεων καί πεδίο νιά τό σκηνοθέτη τοΟ κινη- ζε, μέσα στή σκάφη, ή οκηνή που 6^ η της τήν ένταση. ΟΙ σκοτεινές Κβ1 ποιητές μσς. Από τούς πιό 5 ! ' μας ύποχρεώσεων καί χονρώφου _ ,.ο0 δίνη Απειρες, παπάς καβαλικευει τό ι ^σκαλο γιάε··νάμεις τοΰ όλέθρου καί τής δΡκιμοο; ώς τούς πιό νέους, κα- καθηκόντων, θ ά είναι ένας φόρος “ύκβφίες >ιώ υά άναπτύδε. τό θέ- ν’ άναψέρουμε μολόχα δυό. Γ. αυ-► -ταστροφής, σέρνοντας πίσω φέτος, τίς ποοθήκες τιμής, άλλά καί μιά έπιβαλλό- μα κινηματογραφικά, δηλαδή, μέ τό^είπαι^ πώς μας Ιθελξ η _Τ" υςΑΤ̂ νΛ1 Ρ^ μωση Τών ΡιΡλ «>™λείων μέ τά έργα μενη στάση Απέναντι σ’ δσους τίς είκόνες. Διάλογο μπορεί καί ^ κακ̂ ω^ ρ6ολικά - πώς πρό-ι σμό, ήρθε ή στιγμή Υ * ιούς. Ή κίνηση του βιβλίου €· άγωνίζονται νά περισώσουν δ,τι δώλ,ου νά μή χρησιμοποιήσει -ούτε κε^ | ά £να ά,,οΓούργηυα κω-ντ τή μεγάλη τομς μάχη μέ τό ξσκολουθεΐ^ζωηρότατη καί μά- . . . _ . . . μιά λέξη. θά υιλάει μέ τίς είκόνες. „ωδ{ας ήθών. Μέσα ατά τελευταίατ- εΰμα, τό παντοδάτΕμοκοά ζω* χ ισχβ μέ μιότν Αξιοσημείωτη καλλίτερο έχει Απομείνει ̂σύνθεση τής κάθε είκόνας καί γρόνια τίποτα δέν είίαμε τό .πσρ-ον όνο, πού δίχως τήν καθοδήγη- πρόοδο, άν, κρατώντας τίς Ανα- άνθρωπο. στή σειρά πού θά υπουνε οί είκόνες όμοιο.α ^ £ £ Γ · Κ ΗτΛΩΝΟΓΙΑΝΗΗΣ , ^ , Λ Α Ε Ε Η Ϊ Σ Ο Λ Ω Μ Ο Σ

α δυσώπητος νόμος της ζούγκλας νιές. Εκείνο μάλιστα πού προ- θά Ικανέ τούς Ανθρώπους νά πι- κ^χεί (διαίτερην έντύπωση, ίίναι α οδρομήσουνε πολλούς αιώνες, η πληθώρα τών λογοτεχνικών βι- Π άλλες έποχές καταραμένες βχ[ων, πού ή έκδοσή τους Αναγ- κΓ Αλησμόνητες. Ή έλπίοα γ ιά γέλλεται κοέθημερινά. "Ωστε, σέ σιά καλλίτεοην αύριο ^ολοένα μιά τόσο τσραγμένην Από τά 8ι· καί περισσότερο λιγοστεύει, ένώ εθνή γεγονότα, πού δέν Αφήνουν τό κστσθλιπτικδ παρόν δέν Αφή- Αδιάφορο κανέναν άνθρωπο, δ νει *κανένα περιθώριο μήτε γ ιά που γης, Ατμόσφαιρα, οί λογο πνευματική δράση, μήτε γιά άν- -^γνες μσς δέν έπαψαν νά έμ ΰηση τής τέχνης, ή γ 'ά Απερί* πνέονται καί νά δημιουργόΟν: σπαστή κάν σκέψη. 'Ακούω κιόλας τήν Αντίρρηση

Μέσα σέ τέτοιες συνθήκες, I- πού θά μοΰ διατυπωθεί, δτι, δη νσς άπολογισμός τής λογοτεχνι- λαδή. δέν πρόκειται γ ιά σημερι κ^ς παραγωγής του χρόνου πού νή ικφαγωγή, παρά γ ιά παλαιό- -•ί οτσε. δσο πλούσιος κΓ άν εΐ·' τερη, πού οί δημιουργοί της βιά- ιχι, δέ απορεί παρά νά προκαλεϊ ζονται ϊσα-ϊσα νά τήν παραδώ- λιβερές σκέψεις. Ιδ ια ίτερα μά- σουνε στή δημοσιότητα, μήν I-

ΤΑΤ ΙΑΝΑΣ ΣΤΑΥΡΟΥ

“ Ε Κ Ε Ι Ν Ο Ι Π Ο Υ Ε Μ Ε Ι Ν Α Ν , ,Δ Ι Η Γ Η Μ Α Τ Α

„ΟΙ Π Ρ Ω ΤΕΣ Ρ ΙΖΕΣ”Μ Υ Θ Ι Σ Τ Ο Ρ Η Μ Α

Τ Α ΚΑΛΛΙΤΕΡ* ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΔΩΡΑΠ Ο Υ Λ Ι Ο Υ Ν ΓΑ · Σ ’ Ο Λ Α Τ Α Κ Ε Ν Τ Ρ Κ Α 8 Ι Β Λ Ι Ο Π Ο Λ Ε Ι Α

NeoeWH«a ÍT&MtftóTAI f

Π Ν Ε Υ Μ Α Τ Ι Κ Η Κ Α Ι Κ Α Λ Λ Ι Τ Ε Χ Ν Ι Κ Η |^|^U £ LJ το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ^ ~ ----------- Σ Α Ν Α Τ Ο Ρ Ι Ο

.ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ- ΓΡΑΜΜΑΤΑ,Ο Ρ Ο Ι Σ Υ Ν Δ Ρ Ο Μ Ω Ν

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ι190

» looR Î S î Â 2 ? 4pex· -

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ Γιά £να χρόνο Λίρα I

•Υικύβννος Διευθυντής ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΝI ΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Σ αμάρα 6.

Διευθυντής Tuitoypapdou ΔΗΜΟιΣφ. ΑΠΟΣΤΟΑΙΔΗΣ ΜΟς Άρίαεωνος — Πιερίας

ΓΛ τ6 αεριεχόμενο τόν 9ιαφημ|, ta «Ν. T j δέν &ουν καμμιάϊχουν κιήιμιάαεων

εΟΟύνη.

Χειρόγραφα δημοσιευμένα Α δχι, δεν áturtpítovtau

Κάδβ έμβασμα ηρός τό its- ριβόικό ν* άιτευθύνεται στόν

Αντώνιβν Χιχβλότσυλβν.κ.

ν6̂ - « Λ παραδρομήδρχ. 2.500.

—Μιά διάλεξη

Τήν Αρνόμενη Παρασκευή, 6 Ίανουαρίου, _ · ί · Μιλλιέφ β* δώσει στό Γαλλικό Ίν- σητοΟεο Ανωτίρων Στουβών (όδός Σίνα 31) μιΟ διάλιζή για ,ών 'Αλαιν — «τιορ. νϊ · ,Ρ κ· Μώλ**» ΟΛ έγκαινιΟσει μ<α σει­ρά ΐςαιρετικόΟ ίνβιαφέροντσς διαλίξεων, κο£> διοργανώνει τό Γαλλικό Ίνστιτουο όμΛητίί. ζίν00ς’ 600 κα1 *** δικούς μας

—Μάρκος ΤσιριμώκοςΤό «ερααμίνσ Σάββατο, ό φιλολογικός

«όαμσς του τόπου ¡μας πληροφορήβτμιε με βλίψη τόν ξαφνικό θάνατο τοΟ ποιη η ΙΛόο- *συ Τσωιμώκου πού έκλεισε ιά μάτια του σε ήλικία 67 χρόνων.. Γεννημένος στή Λα­μία, τό 1 »72, ύ ποιητής Μάρκος Τσιριμώ- κος. γόνος της γνωστής πολιτευόμενης οι­κογένειας, έγκαταστόβηκεν Οπό -α ιιικοά του χρόνια σιήν ’Αθήνα, όπου καί τΔέιω- ^,τις γιηινασιοκίς του σπουδές. Έπειτα ■μπήκε στή Σχολή Δοκίμων καί έγινε 0£ιω- μαιικος του ΝαυτικοΟ, δπου θπβρέτησε μέ­χρι τ* 1914. ·Αηδ -ιό 1914 ώς τό 1924 διετέλεσε διοικητικός όπάλληλος, νομάρχης Κέρκυρας, γενικός - · — - -Λ lsτα, άπό τό 1924 ποσύρθημεν Οπό ευΟυντής τής πρόεδρος τοΟ Συμβοι

.’Από πολύ νέος, δ βιβλιοθηκών. Τσιριμώκος, παράλ-

γερμάν»ΜουξενΙδ

— Βοκηλικό θέατροΣτό Β. θέοιτρο έπαναλήφΟηκαν όΐ πα­

ραστάσεις τ9ς κωμωδίας τοΟ Μπεναβέγτε «Δημιουργηθέντα συμφέροντα».

"Επειτα άαό τό έργο αύτό, τή κπβ ι · ¿βδομάδα, τό Τ. θέα ρο θ’ dvS . ι

ιράμα τού Χάουιημαν κΔωρο "Αγ- tn , κοηά.σκηνοθεσία τοΟ · Τά»)

—θέατρο Μαρίκας Κοτοπούλη*Η κωμωδία τοΟ κ. Π. Κανιά «Τιμ τ

στόν Έρωτα» άπό τό περασμένο Σάβ£< «κτίζεται «rió Oéarpo «Ρίξ». 'Αντίθετα, ή * AypióoOTua» -ιοΟ " 1 μεν, πού πρωτανεέ στηκε στό θέατρο αύτό, παίζεται, *πό ιήν Ιδια πομαπάνω μέρα στό θέατρο «'Αλίκη >

Ό θίασος Κοτοπούλη θα παίζει c «Ρέξ» μει* τήν κωμωδία τοΟ κ. Π. μ γιδ, τό «ΤιτΛνικ βδλς» τοΟ Ρουμάνου σι γραοέα Μουοαισέσκου κατά μετάφραση ι κ. Μ. Κοιννελόκη.

Στό θέατρο « ’Αλίκης» έπειτα άπό ι «Άγριόπαπια» τοΟ "Ιρέν, ό θίασος θ’ νεβάσει τό «Ρομάντσο 1940» τοΟ νέ συγγροφέα κ

τ3 ^ ,μ4 1,i|vJtwr jVMt5 του'δράση, άσχο- ληθηκε καί μί ι* γράμμοπα. Έπηρξεν έ- vaç toó τους Ιδρυτές τοΟ κοινωνικού καί άιπαιδ-ιυτΜίοΟ συλλόγου « Εθνική Γλώσσα»

"■"· Λ*·’χ--------- - ικοΟΟμΙΑΟυ» (1«Ι0| Επίσης άρχισεν άπό πολιι νεος νά συνεργάςιται σ όί α τα ιμ·

—Τά βραβεία τής βλίου.

έκθεσης βι*

Τό περασμένο Σ »αγγείλει, ί.· χαιολογιχης

άβ ιο, δπως είχαμε ά· σι . αϊθο.σα της Άρ-

. . . ρεί«ί. τά έγκαίνκχ τής . Φ6 εινης 9ης έκθεσης τού έλληνικοΟ βι­βλίου, μέ τήν παρουσία πολλών επισήμων, διανοουμένων καί έκλεκτοΟ κόσμου. Στά έγκσίνια αύτά μίλησεν δ πρόεδρος τής «Ε­ταιρείας Φιλόιέχνων» κ. Λ. Μιχαλόαουλος, καί ύστερα άπονεμήθηκαν τά διάφορα βρα-?εΐα γιά τήν καλήν ¿ΐφάνιση τών βιβλίων, ά βραβεία αύτά είναι:

Βιβλία καλοτνπωμένα: Α”. βραβείο: «Ό θάνοπος τοΟ Μεδίνου» Π. Πρεβελάκη ιοί I. Κεφάλληνοδ, δρχ. 4.000. Β’. βμαβςΤο:

, ,

ριοδικά τής έποχής. μέ διάφορα uponótu. πα ποιήμα ά του καί μεταφράσεις, πού τά δημοσίευε μέ διάφορα, ψευδώνυμα, δπως Στέφ Ραμας κ. ά. Βιβλία έξέδωσε 1) «Τα πολιά και τά καινοδφγια» (1904), «Λοδοί οτΛίτοκόποι» (1909), «"Αν είχαμε τήν παιδεία έλευβ:ρη» (1912), «’Ιστορία τοΟ εκπαιδευτικού ’Ομίλου» (1927), «Δεκατρία συννάια» (1914), «..Εκ βαθέων» (1927), « Ωρες -εσύ δειλινού» (1930). «Σοννέτα»

Ä«Κύριλλος Λούκαρις», ποιήματα Τίαπ̂ έον- τι Λαπαθιώτη, ποιιχιατα Αίμου ΛΟρόλιου, έκδοσης «ΠυρσοΟ», δρχ. 2.000. Βίδικό βραβείο: «Σύμμικτα Στρέιτ». έκδοση «Πυρ- «0», δρχ. 1.000. Γ’ βραβείο : «Δοκίμια Συκουτρη», έκδοση «ΚοΒνταλίας», δία.

11.000. Γ βροιβεΐο: «’Αγγελική Πάλλη», &κ· δοοη Βαρβέωσς θίοδωροπούλου — Λειβα- δά. δρχ. 1.000. Δ’ βραβείο: «Περί Δημο­τικισμού καί κριτικής» Κ. θ. Δημαρβ, &- δοση I. Δ. Κολλάρου καί Σίας, δραχ.

Εύφημη μνεία γιά τά βιβλία: Περιοδικά •Νέα Έατώ», έκδοση. Δ. |. Κολλάρου, « Απαιτο» Φιλύρα, έκδοση Γκόβόστη. «Mu- κήναι» Φ, Μιχαλόπουλου, Εκδοση Περιηγη­τικής Λέσχης, «’Ολυμπία» Φ. MwÄärau- λου, έκδοση Περιηγητικής Λέσχης. «Μιά γυναίκα χωρίς έρωτα» Ν. Χρηρτίδη. «Νέ- «ρχσο> τοΟ κ. Καρυδάκη .. .“ 'βλία εικονογραφημένα : «Σπουδή» δ. 3Μ0 w Kónoo. Α· βραβείο δραχ

Ak« Ä

kto: «ΓΤαραμύθια» τής Δ. Πασνολίβου, έκ­δοση «Πυρσού», δρχ. 500.Α' Περιο-

i t Ä T Ä «δρχ. 5.000. Β βραβείο: 1 ββλιοδείημ^ο

« Ϊ Ρ ί ? τού δειλινού» (1930), «Σοννέτα» i l i l i l · .«άεκάστιχα καί βιλανέλλες» ΐ 19'33>·- *έ! ° ποιήματα, μεταφράσεις άπό έργα των Λκόν ντέ Λίλ, ΣέλλεΟ, Γκαϊτε, Χάίνε καί τελευ α ία μόλις έναν δγκώδη τό-

« λ « τά ποιήματα τής

Ή ποίησή τοΟ Τσιριμώκου, χαρακτηρί­ζεται άπό τήν προσήλωσή της στή μορφή, σέ σημείο μαλιστα πού νά πρόσδίνεται σιά ποιήιιι« ά του μιά «άιτοια άκομψία. ‘Ωστό­σο, ό ποιητής μεταχειρίστηκε πολλές ποικι­λίες μέτρων. φέρνοντας στόν ίλληνικό στί­χο είδη άνε«μετάλλευ:α, διτως τό δαντικό ΤΡΙΗΧΟ, τό δεκάσ ιχο, τήν προβηγκιανή μπιΛλάντα, τή βιλανέλλα, κλπ., που τά κσΛλιίργησε μέ άρκετήν έπιτυχία. Τό πε. pi^xoitvo τών ποιημάτων του είναι λυρικό, Βαθειά υποκειμενικό, δποιι έπικρατεΐ ένας ¡® ^ ι » μ ό ς σκεπτικισ,ικός^ κΓ άπαισιόδοξος. Αλλά έκ«νο πόύ κυρίως χαρακτηρίζει τήν

πνευματική δράση του Τσιριμώκου. είναι ot άγώνες του γιά ιόν Δημοτικισμό. Π ρ αν ματικά, άπό πολύ νέος, ό ποιητής ένοιω­σε τήν άνάγκη ν’ άγωνιστεΐ μ1 δλες του τίς δυνάμεις γιά τήν Επικράτηση τ«ς δη. μοτικής γλωσσάς καί στάθηκεν ένας άπό τούς πρωταγωνιστές τοΟ όλου άγδνα, συν-

όνομά του μέ μιάν όλόκληρην Φποχή Ιδεολόγων, πού πάσχιζαν vtà ένκχ τόσο μεγάλο Ιδανικό. Γιά «λ α αύτά, ή σημερινή γενιά, ξέρον-ας νά τιμδ έπάξια 4 «ύ η υ ς που προ^ήθηκαν καί θυσίασαν ^ « 'Μ Υ ώ τήν πρόοδο το8 λαοΟ κα».

«όσα, καί τό δικό του παράδειγμα γιά ση­μαία στοϋς άγώνες ττ)ς.

Ο κ. Γιώργος θεοτοκάς παρακαλει νά σημειώσουμε δτι άπό παραδρομή ζέχασε στο άρθρο του τοΟ περασμένου φύλλου μας νιά τό μυθιστόρημα «Γαλήνη» του κ. Ή- iv? 5ν«ΑΠ’ ν’ άναφίρει πως Οπάρχει κΓ άλλο ένα μυθιστόρημα μέ θέμά το προσ- φυγικό δραμα : «ΟΙ πρώτες ρ(ζε<> κ, Τατιανας Σταύρου.

—'Έκθεση Ελληνικού Βιβλίου στήν Ά λ ε ξ^ δ ^ ε ια

;Η «Εταιρεία ΦιλΑ'γων» μάς πλη,ροφο- ρεε δτι, ΟόνεχίζονΜΛίν προσπάθ.ιάΤης γιά τό ίλληνικό βιβλίό, άποφάοισε νά διοργανώσει διάφορες έκθ&σεμ- καί έξω ά· *ό ί [ν Λθή«*· Ή έναρξη, ιών έκθέσεων αύιάν θά γίνε» οπήν ’Αλεξάνδρεια, μέ τήν πρόθυμη βοήθεια έπίλεκτων μελών toe ελληνικής παροικίας καί τών σχετικών Σω- μοντείων. Ή « ’Εταιρεία Φιλοτέχνων» ποtoa· κολιι ¡Ωους τούς "Ελληνες έκδοτες καί συγγράφεις νά ιή συντρέξουνε στή νέα της αίπή προσπάθεια, δινοντοις τά βιβλία τους γιά νά πουληθούν» στήν έκθεσή Ή συγκέντρωση ιών βιβλίων θά γίνε. στό Μουσείο Μιπενάκη άπό τίς 3 μέχρι 12 Ία- νουαρίου 1940. 01 όκδότες παρακαλοΟνται νδιπαρεΛώσο-» άπό ίξ άντίτυπα ιών παι­δικών έργων, που έχουν έκβώσει. προσθέ- τοντας περισσότερα, έφόσον πρόκειται γιά βφλία πού ένδιβφέρο.-,νε είδικά τήν ΑΙ- γυπτο. Από τά άλλα βιβλία τους ίλονο- mxvwá. καλλιτεχνικά, τουριστικά) lapjl .’ÍSfS” °ι ««Ροδώόόυνε κατ’ έκλογήν μονάχα έκλεκτών συγγοαφέ-ιν έργα β έ. ξαιρεηκά έπιμελημένες έκδόσεις. όπωσδή-

«X» παλιότερα τών δέκα νρο- T®JWA4wr πρέπει νά πβραδίδονται

° * μβζΐ μέ τά βιβλία ««ι στήν ζ?Λί'ίν” βι *1 ««νβνιπή έκπ ωση

20 % . Τά. ßißiUs Oà etc 8ά·l5? a?01? ι*·« «Εταιρείας Φν λαιεχνιορ», που ΘΛ χ άέφαλίσει καί άπό

,**· 1ivn} βά ν*«1τις πρώτες μέρες »ou Φεβρουαρίσυ, πρέπει Ρ,ΛλΙων ν* έχει ιελειώσει μέχρι τήν 12 Ιανουάριου, γιατί μετά *fiv 5ÉV ^

•Νέα: βφλίο:ΠΟΙΗΣΗ s

*'E¥“ ηρωΙί· ^ ·ΘΕΑΤΡΟ:

κ Λ λ < ^ ' °Χ·ΜΑΝΩΛΗ ΣΚΟΥΛΟΥΔΗ : «Λάμπρος καί

Μαρία», τραγωδία, οχ. 8ο, σελ. 116, δρχ.

ΔΙΑΦΟΡΑ >

-κ0?1·J?· " «T O P ΙΟΥ : «Ό πυρπολη-î ï i «Ρ5̂ ΡΪ5ο’ · VVfl“,,tCt’ °*· 8ο’ σελ·

ρωτότιι» „ _πού τβ ‘-ΠβρίΟιδϋύα

«Ν Ε Α ΕΣΤΙΑ», δεκαπενθήμερο φίλολο- γικό περιοδικό, διευθυντής ΙΈνρμς Χάρης. Αβήνα. Εικοκλοφόρι̂ σχ χ6 vio «eOïoc τό

>ψ«?το̂ νι«ννβάτικο, ιιολυοέλιδο και u* ξαιρβ ιικά έηιμελημένην έμφά»ιση, άφίερω- μένο στή Χαρακτική, μέ πλήθος ε̂ίκόνες Ι̂

vd vd , nvaI.

S Ä S U I S ¿ΆϋΉ Ä d , S Ä nM a r * μή “δς Ä :

Μ ικρή διακοπή, α ^ Της στιίΡ 'ζα ν τό

S S » ?ιέλειωνε έκειδά ή ζωή μου. Λ Λιλή κ,’ « ix A ^ ' 5 λσΧοτ'ουλου,

T O * . r f e Tlva?Γρχεται πάντα. Ο ί μικροέρωτες πού ^ α ν α τ ό ^ ' θά α’ πως τΛ

» . ^ 5 , Η £ Ι : Η 5 - « γ :

Ä J f g f ^ Ά ν * ¡Γζωγραφιστή τήν έρωτική νοστα λγία , νω στόν ά λλο ’ μ σς πά' Κυττουσε κατά μα ϊα , έπίμονα, οά νά — Έ σ ύ εδώ·ζητούσε να βρεί κάτι. "Υστερα τ ’ &- — Κ α ί σ ύ · '

K Ä S Ä Ä « Ä 3 S S . Δέχ τσ χτικα έ&ώ, είπε π ά - σαμε: δώδεκα σωστά Μ ιά ζ ω ή ^ Γλ υ Πότε ο Λ ξ σ κ λ Α β ς καί πότε στό είπαμε τήν Ιστορία uac ’A ^ / W καραούλι. Κάθομαι καί βλέπω τά περιπέτειες - μ Ανω νες·™ KtJ T e η°± Kai φβό- -Π ο δ ν α , τά παιδικά χρόνιανουν. Ε ίνα ι ή μ ο ν ^ ικ ή μου χαρά Τ ά θυμηθήκαμε συγκινκιένο. δω πάνου. Χαρα άνακατεμένη μέ Πόσες περιπετειες» Τ ά E w tS io a N * ’ ιπ ο κ ρ η λυπη. Μου φερνει ήδονή αύ- στό νοΰ μας. γ ε λ ω ^ α ς Τή ή κατάσ:αση, μιά ήδονή άρρω - κρύζοντας. Υ ς και δα*στη, τό ξέρω. Ά λ λ ά μήπως δέν εί- — Κ α ί τώ ρ α ·¡K S λ άρρωστημένη β α θειά , κ α - Τώ ρ α τό Σανατόριο. Σ τε ο ά ν ι τάβαθα, ως τό α ίμα κι ώς τήν ψυ- ατούς πόθους μαςχ η ; Τ ι γυρευω ; Τίπ ο τα o u yκε κριμέ- -Ε ί μ α ι μονάχος, μου είπε όλο- νο. Αφινω τον έαυτό μου στήν π λά - μονάχος. Δ έ σηκώνουμαι κ ^ θ ό λ ο Γνη πως κάτι περιμένω. Ω , κάποτε Δέν εχω κ.-νέναν. Νάρχεσαι νά u i-·

κάτι’ χυώ- λδμ* · θ α ξεκουράζομαι λ?γο τούΓ ριμο, άγαπημένο... Ο ταν φευγουν, λάχιστον.... 1 . . . i . , .τά παρακολουθώ ώς που χάνουνται

πέρα στίς στροφές. Κα ί παντα μοΰ φαίνεται πώς ξεκόβεται κάτι άπό τόν έαυτό μου και τό παίρνουν μα­ζ ί τους_μακρυά, μακρυά...

, τό ύποσχέθηκσ. Τ ί δέ δίνει κάνεις γ ιά παιδιάτικους φίλους.

Ω , ή ζωή έχει τους πόνους της. Κ Γ αμα σ Ιν α κρεββάτι. Νοσοκομείου πας νά τούς γιά νιις , κϋττα νά μή

σχέδιβ έκτός keuiévoù καί μέ ι̂άοσρί; Εκ­λεκτές συνεργασίες. 'Από τά περιεχόμενά του στ ι̂ωνουμ* ποιήμαιβ τών κ. κ. Μ. Μαλάκάση, Αέμ. Στ. Δάφνη, Γερ. Σπάταλά. V ΤσουκιΑοι, Γ. Σταυρόπσυλου, Νάσου ΔπτζώρτΓη, ζ Καρέλλη, Map. Χρύσσα, Ολμ^ι Περάνθη, Ίσιδ. ΚάμαρινέαΓκβί Κλ. Στ. Μιμίκσυ, ένα είδύλλ» τού Θεό­κριτου, μετρηιραοηιένο άπό τών κ. Σπ. Πα-

βΛ ' μμέν? ' μ ’ ?να σέ κυριέψει ή νοσ τα λγία γ ιά τά πα- έλαφρο τρέμουλο οτή φωνή της. Μ ’ λ ιά καί σέ σύρεΓ α α ζί τ η Γ γ ια τ ί ά - έσυρε και μένα άθολητα κοντά στούς νοίγει πληγές, πλήγέο βαθειέε πού ρεμβασμούς της. Κάποτε συνήλθε, δέν κλείνουν ποτές ζ 'τινάχτηκε. Η

— ------------------------------------------------------------ Ά π ό μέρες τώ ρα μάς Ιχ ε ι άνα-έξ άλλόυ, είναι πλαδαρός καί σέ πολλά στατω(3ει κάποιο Αναπάντεχο περι- σημεΐα λαθεμένος, Μή βιάζεστε, λοιπόν, νά στατικό: ένας σκοτωμός! Τέλειωσε δημσσιέιμετε άκόμα, προτού_ καταπιαστείτε Τή ζωή του κάποιος μονάχος του.

μελέτη,

νογιωτόποιΑον, Χρισιουγεινιάτικο τόυ κ. Α. Σ . Μπολάνου, διηγήματα' καί πεζογραφήματα ώ̂ν κ. Δημ. ti. βουτυρά ¿■Τ Δάφνη, Γαλ. Καζαντζάκη, Παύλου Φλώρου, Γ. Κο ζιούλα καί Υ . Βαρέλλα__

■ S W i |ä £.“ä asi*:

ä ä ä t IΑ λ λ η λ ο γ ρ α φ ί α

Β Α Σ ΙΛ Η Ν ΠΑΠΑΚΩΣΤΑίί. Ή μελέ-» “L?®? * 'Η τέχνη λυτρώνει;» είναι πβλύ ά-

«o t « καταλήγει. Δυστυχώς/«μως, δέν et-

” || Jju I j τβοκετά, ώστε ν ’ »fe *

έντελώς,' μέ τή σχετική στίς άληβινές ποιητικές όπαιτή

ΒΑΓΓΕΛΗΝ- Β Α ΣΙΛΕ ΙΟ Υ .— Γιά' τά τό- όό θερμά καί είλικρινή λόγια πού άπευθΰ- νετε στήν τεροοτιάθειά μας, σάς εύχαρισιοΟ- με συγκινηιμένοι. 'Ο σο γιά ποιήμση* σας, καθώς θά: καταλοβαίνετε κι’ ό ίδκνς,6iv £υomve καθόλου ά4ίώα«ις. ETwi «οιή· ματο: όντΔλως irowtóX«!«, μέ κακή οηχουρ- γίη καί δίχως έμπνευσή. |ίΰά κάποια πνοή! ηυο διακρινπται. χάνεται κι’ αύτή άνάμεσα ? ° υς/ (<Τ ύ<; ^ Χ 01̂ · ’Ελπίζουμε σιό μέλ-

i S Ä S T O ^ το.ϋ ^ πιστόλι.« ^ ρ ΐΑ Ν .................. . . ' ^ ^ Ta p o Q P }, συζητήσειςνό^σας^«Λωτό» προτιμούμε

mó συγτιι\ημίνα, °Μΐί άπό1 -τέ?*2τόΐα, άί χυμενή σ* όλων τά πρόσωπα. ' Ό

ÍSSSSSioí̂ SLíS εΨ Φ̂ρουνίσε, yià λίγα«άντα Ϊ Τ β ^ θ έ σ ή Μ “ ! « tS S S S i 1' * VQ * * τ ά Κ ί^ α λ ισγιβ θέλετε νά μάς στείλετε. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΣΤ Ο ΕΡΧΟΜ ΕΝΟ

ήρωΐκά. Νίκησε αύτός κατά Ινα ν τρόπο τό χτικ ιό : δέν άφισε νά τσΰ σαρακοφάει εκείνο τό κορμί. Ή εί­δηση πέταξε σάν Αστραπή κΓ ¿πεσβ σά λιθάρι σέ στεκούμενα νερά.

— Μ ά είναι άληθινό- Ν α ί , τό είπε πρίν ό γιατρός.— Μ ά που, πώς;— '’Απάνω στό Β ·λ ιά ν ι, τίναξε τά

Ά λ λ ο ι βρε-..w \ . ÍAApVAÍÍJ,v ó ^ ' ^ t E ^ A ' ~ «*v®W*P»· 0r) K Í πώς τό περίμενσν, ά λλο ι τό

^

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ A. ΚΟΥΚΟΥΛΑ

«E Ν Α ΤΓ Ρ Ω Τ »

Γ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΕΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΛ

τάνια καί χάρη. Μά κΓ οΜ ι

ρ^όάοή ^ s :ρωδυωό μας. ιΟ έζ&λβός o^uttrappâ-Ki Ά·3* ^ Ζ * * ' ίέρουμεάν^ΐύ!β ε «ν á r t τό πρωτότυπο Α άπό τά Γαλ. λ « ά . Γιά τήν ώρα δμως δέν μάς χρειάίε·

5 î a ^ ? V 5 = ï SΥΡ1ΝΤΑΝ ΠΟΛΙΤΗ.— 'Από τ * διάβα-

τοΟ ποιήματός σας βγάζουμε τό n u · σ»*« πώς είσαοτε πολύ νέα άχόμη κ<^ rtc αδόκιμη στή στιχουργία. ’Uoróao,

4 ώ ποιητυιίι ώοθηση τών

Jt___ . · i « ! * <μαα»ααικά, γιά νά

td S iù iv*, δΐάώς ξαίνεται, to ó «χολ άνθο^γ(έξ, u i «Ια καί «ρ ίνα ·, χαΐ ποφό^όια, δέν κατορθώνουνε νά ξίφύγουν

Από τό μύηριο πό κοινό, Ό σάχος σας,

Εκοκλοφόρησε τό τεΟχος τοΟ Γενάρη τοΟ γνο>* στοΰ περιοδικού

K p U J f i l T pμέ mwepvoooíoc τΰν it.

) , Ζ ’ηράη) Hu- (Δ ιήγημα), Γ.

:), Κ λέωνος. (t i « a s p o ) . Σοφίας

τέχνες), διάφορη

SC«), Χούλη Αλάπη (ποίημα), Mr (ά ρ θ ρ ο ). Χρήατου Λεβάντα (¿Ara

(χρονικά ( μ κ l e y a s p t a o , n i á a(ΚΡ*τοΑ βιβλίου), T p ä » . m p Χοάμη (ηάϋές

έκαταθιές- Αναγνωστών;

> Πωλεϊ^μι T á rcp to rep «\ g l βιβλιοπωλεία

_JV

Μ Η ΤΣΟ Σ ΛΥΓΙΖΟΣ θ 9-

T A ΤΟΠΕΙΑ Τ Ο Υ Η Μ ΙΦ Ω ΤΟ Σ „ , η, . τ»Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Ε Ι Τ Η Ν Π Ρ Ω Τ ο χ ρ ο Ν Ι Α

ΎΡκS H ï i

&· ΠΛΛΛΜΗΔΗ 4

ΤΗ Λ Ε ·. 30-297

V a a a o t p i a ,,

ΑΘΗΝΑ Περίοδος Ε

ΤΙΜΗ ΑΡΛΧ 4

Α Ρ ίθ . ΦΥΛΛΟΥ 161

Τ Ω Ρ Α ■ ■ *

01 μόνες Αξιόπιστες μαρτυρίες γιά τήν τραγματικότητα τής μάχης,, Οστερ' Απ' τήν -ιλευταία έκατόμβη. είναι κείνες πού μας

υγγραφείς πού πέρασαν οί ίδιοι uâo' d « ’ τήν κόλαση. Είχαν τα δικαίωμα νά·>θαν Από συγγραφείς πού πέρα «¿σ' άπ’ τήν κόλαση. Είχαν τα 6 μιλήσουν, ενα δικαίωμα πού τώχαν''πλτ| ,ιει Ακριβά καί πού εΐταν Αποκλειστικά

X »

'ό τους: .Ντσρζελές, Μπάρμπας, Ζολινό... 01 συγγραφείς αυτοί Αξίζάυν-.·.νά τούς Ακού­ουμε.κάπως- καλύτερα παρά τούς καλοζωι­στές, πού έκαναν τόσο μεγάλο ντόρο μέ τή■,όξα τών άλλων. ‘Ο ήρωϊσμός δέν εΐναι θέμα τού μπορεί ό πρώτος τυχόντας να τό μετα­χειριστεί. ■

Παραπολύ φοβάμαι πώς.θά ξαναδοΰμε ν' Ανθίζει ή φριχτή φιλολογία τών «πολεμικών ‘Ανταποκριτών»-. .Οι πολίτες αύτοί πού ζοΰν ,αζί μέ-'άούς στρατιώτες καί πού γράφουν. .·— — ., * . — ..

έτοι-νά ύποστοΰμε κι' άλλη μιά φόρά,

ιοσον ώραία πρΛματα, έχουν, πιστεύω, .'αρχίσει μιά όλόκληρη Ανθολογία. "Ας.αστοΟμε νά ύποστοΰμε ... ......, Γ.... , , .αΰτό το αίσχος. ’Αλλα, τούλάχιστο, μερικές Φωνές άς ξεσηκωθούν, γιά νά λογαριαστούν ατή μελλοντική κρίση, μπροστά σ' αύτές τίς ταπεινότητες.

"Οποιος, στόν. πόλεμο, άντί τουφέκι κρα- τάει πέννα πρέπει νά φυλαχτεί πολύ. Πολύ λίγους ρόλους ζάίρω τόσο σιχαμερούς, δσο τοΰ Ανθρώπου πού είναι καλά προστατευμέ- νος κι’ άψίνει τόν άλλον ·νά πεθάνει γι6 αύ-, τόν. Ό πολεμιστής δέν βγάνει λόγους Πο-, λεμάε'^ Δίνει στή χώρα του κάτι καλύτερο άπ'. τό%άλιο του και τή μελάνη του: δίνει τό ■ αίμα τοΌ καί τή ζωή του.

Ό πόλεμος είναι μιά ύπόθεση μέ πολύ λί· νες κουβέντες. “Οταν παίζουν δλα γιά δλα,^ ή χρήση τών λέξεων περιορίζεται στή δια­βίβαση τών διαταγών. "Ας φοβόμαστε μήν

έξευτελίσουμε μέ μιά εδκολη κατάχρηση τούςτ##-··, γιά τά έθνη. αύτή ή στιγμή τής Αλή- δρουςπού σκεπάζουν πραγματικότητες ψη.-, •'ΐχ^άς.λ$*; κι' άξιες όλ,οκαιάωμάτων. Έ λ ι ν β ΐ " Ή ά λ ή θ ε ι α του συγγραφέα σήμερα ρ ί'ρς, δ ι κ β ι ο σ Δ ν η, ά ν θ ρ ώ π ι ν η είναι νά διατηρήσει τήν Αξιοπρέπεια του

. π ρ π έ π ε ι α, είναι σήμερα λέξεις πνεύματος, ή καλύτερα, νά τήν σώσει. “Οτανόποιες δέν έπιτρέπεται νά ΑγυρτεΛ·. ι κόσμος έβλεπε νά σχηματίζεται ή ματω-

Τό παρόν τούς έδωσε ξαφνικά αύτή τή μένη συννεφιά, δλοι οί Αρχηγοί τών κρατώνμεταχειρίζονταν τήν ίδια λέξη προκειμένου νά' μιλήσουν γιά τήν μάστιγα, πού έρχόταν. Κατακλυσμός, έλεγαν. Μιά φριχτή πλημμύρα πού τό πάν κινδύνευε νά καταποντιστεΐ. Ό κατακλυσμός πέφτει πάνω μας. Μάταια άλ- λάζουμε τίς λέξεις γιά νά πάρουμε θάρρος. "Οταν άκόμα είταν μέρα, είδαμε τί έπεφτε πάνω μας, διακρίναμε καθαρά τό τρομερό του σχήμα. Τώρα έγινε σκοτάδι. Δέν φτάνει ν' άρνηθοΰμε τήν ύπαρξή ίου. είτε ν’ άμφι- σβητήσουμε τό πάχος γιά νά καταφέρουμε νά διαλυθεί. Βρισκόμαστε σι ου; κόλπουςτής ιύχτας. Σέ πείσμα δλων μας τ νν προυπα· θειων, γιά νά πειστούμε πω; τά μάτια ·ιας έξακολουθοϋν νά βλέπουν, διατρέχουμε τόν θανάσιμο κίνδυνο τών τυφλών, πού δέν έ­χουν φιλικά χέρια νά τούς όδηγοΰν.

Τό ξέσιιασμα το3 πολέμου παρασέρνει στό στρόβιλό του δλες τίς ψυχές, άν δχι δλά τά σώματα' κανένας δέν ξεφεύγει άπ’ τό φοβερό κλονισμό πού προκαλεϊ. Ή χρήση τών πολε­μικών Αερίων δέν είνε παρά μιά εικόνα,έντο- πισμένη καί Ολική, τή< άόρατης αύτής άσφυ- ξίας πού Απειλεί δλη.τήν Ανθρώπινη σκέψη. Ό πόλεμος δέν είναι μονάχα οφαγή καί κα­ταστροφή.Δημιουργεί άκόμα κι’ άλλα έρείπια πάρε- χτός έκείνα πού γίνονται άπ τούς βομβαρδ^ σμούς. Ή βασιλεία του σκοτεινιάζει τό πνεύ­μα, καθώς ό ούρανός. Ή Δύναμη γίνεται θεός!...

σκληρή καί παρθένα λάμψη, πού μιά αγο­ραία μεταχείρισή τούς σκοτείνιασε. ’Ανεπαί­σθητα άποσύρθηκαν Απ’ τήν κυκλοφορία, κι' έπαψαν ν’ Ανήκουν στό φιλολογικό όπλοστά- σιο. Νά τες τώρα πού λάμπουν καθώς φω­τιές. Σημεία στόν ούρανό, υνά όπ·.ία Απαν­τάει ή θυοια μας

'Εκείνος πού σήμερα δέν έχει τουφέκι στό χέρι, άς Αποταμιεύσει στή συνείδησή του τή δόςα έκείνου πού Αγνοεί. Ό στρατιώτης έκ- πληρώνει καί δίχως σύτόν τό τρομακτικό του καθήκον. Δέν του χρειάζονται οί φωνές του. Δέν τοΰ ζητάει παρά νά σωπαίνει, ένφ αύτός πεθαίνει γιά νά τόν σώσει.

Άλλά, θεέ μου I κάμε ώστε νά μή μας χύσουν, σάν τονωτικό τοΰ «ήθικόΰ» μας τό παχύ μαΰρο κρασί τοΰ μίσους... Ό κόσμος είναι μάρτυρας,' τήν ώρ' αύτή, πώς τά έκα- τομμύρια τών νεαρών. Γάλλων πού έφυγαν γιά τά σύνορα, δέν έχουν στήν καρδιά τους παρά ένα είδος Ανδρικού σΐχτου, άδερψικοΰ καί θλιμμένου, γιά κείνους πού πρόκειται ν’ Αντιμετωπίσουν.

Λ

"■ 01 Ισπανοί, δταν θέλουν νά μιλήσουν γιά τήν τελευταία πράξη μιας μάχης, γιά τό κυ- ριώτερο σημείο της, έχουν έναν δρο συγκι-

:νητικό. «Είναι — λένε— ή στιγμή τής Αλή­θειας», δπου ό άνθρωπος δείχνει τή γενναιό­τητά του, είτε τή δειλία του. Ό πόλεμος εί

Τ Ο Υ * Ν Ρ Ι Γ ’< Υ Π * Μ * * ΙΠροσοχή ή διανόηση!... Ά ς μήν έπιτρέ-

ψουμε ,α" εκείνους πού πολεμάμε νά μάς νι­κήσουν, άκόμα καί συντρίβοντάς τους. θάχαν θριαμβεύσει πάνω μας, άκόμ.; κ<’ άν ιούς είχαμε νικήσει στή μάχη, άν μάς έκαναν δ- μοιους μέ τόν έαυτό τους... θά χάναμε τό παν, άν, νικητές, άφήναμε στόν πόλεμο, Α­νάμεσα στούς σκοτωμένους καί ιούς έξαάα- νισμένους, καί τήν ψυχή μας τήν ίδια.

Ό συγγραφέας, ό έρευνητής, ό πολυμορ*' φώμένος, ό καλλιτέχνής, δλοι τέλος,, άν δέν φωνάχτηκαν στή γραμμή τής φωτιάς, τί πρέπει νά κάνουν; Νά ζουν. Πρέπει νά συνε­τίσουν τή δουλειά τους' πρέπει νά συνεχί- σουν τήν πορεία τους. Ό Λοτί, άντί τοΟ ανόητου πολεμικοΰ του βιβλίου, ό Μπαρρές, Αντί τών γελοίων του σαλπισμάτων άπ' τίς οτήλες μιας έφημερίδας, θα είχαν ύπηρετή- σει καλύτερα τή Γαλλία, γράφοντας, ό πρώ­τος, άλλους «Ψαράδες τής Ισλανδίας» κΓ ύ δεύτερος άλλους «Ξερριζωμένους». Καλό εί­ταν ένας ΓουσταΟος Λανσόν, πού ό γιός του σκοτώθηκε στό μέτωπο, νά συνεχίσει τή με­γάλη κριτική του'έκδοση κι’ άκόμα πιό καλό εϊταν ένας Πιέρ-Μωρίς Μασσόν νά μεταφέρει μέχρι τή γραμμή τής φωτιάς τό χειρόγρα­φο τής μεγάλης του μελέτης γιά τή «θρη­σκεία τοΰ Ζάν-Ζάκ», καί νά καταφέρει νά την τελειώσει λίγες βδομάδες πρίν σκοτωθεί έπι- κεφαλής τής όμάδας του.

Ό Ντυαμέλ είπε, έξαιτίας Ακριβώς αύτοΰ τοϋ πνευματικού καθήκοντος: «“Ο,τι είν’ Αν­θρώπινο, είναι δικό μας!». Τό σύνθημα τώ­ρα πρέπει νά εΐναι: «Έξακολουθείστε».

HENRI GÜLLEMIN

Α Σ Π Ο Υ Μ Ε Π Ω Σ . . .' Ά ς ποϋμε πώς Από τότε πού τέλειωσε ό προηγούμενος πόλεμος, γιά είκοσι .χρόνια δηλαδή, δλες οί χώρες διάθεταν σέ είρηνικά έργα τό χρήμα καί τίς προσπάθειες πού διά- θεσαν γιά τά έργα τής καταστροφής.ΙΙΛ βΜ/λΑ

Άς ποΰμε πώς άντί νά κάνουμε κανόνια, κάναμε σπίτια, άντί όβίδες, λουτρά, κι' Αντί •αά στρατώνες, σχολεία καί Ιατρεία.

Ά ς ποΰμε πώς Αντί νά ψράζουνται τά διά­φορα κράτή, μέ γ ρ α μ μ έ ς Μαζινό καί

. Α λ α ν τΐξ μεγά- λΗΒϋλεις μέ μιά

ζώνηΜ|& πράσινο καί μ έ ^ ^ ε δ α Α- Ολητισμοΰ-

Ά^πουμε όντί νά έφαρμόζα- μβ’ τή θεωρία τής Αφθονίας μόνο

στά μέσα π - 'χώνουν, νά τήν έ· φάρμόζαμε στήν παραγωγή Αντι­κειμένων Ικανών νά κάνουν τή'ζωή

• πιό άνετη, πιό ώ- ραία, πιό εύγενι-

» κ̂ ··’Δέν είναι Ανάγ-

κή%νά σάς πώ" ποιό θάταν τό ρι­ζικό μάς, άν αύ-

. ιές οί ύποθέ- σεις ε ί τ α ν

άλλο πράμα Από όποθέσεις. "Οχι μόνο δέν θά γινόταν πόλεμος, Αλλά ο6τ* καί κρίση θά περνούσαμε’ οί λαοί, άντί ν’ άλληλοσκοτώ- νονται, θά χαιρετούσαν τή χαραυγή τοΰ αιώ­να αύτοΰ της έπιστή+ιης πού πρέπει νά δια­δεχτεί τόν αίώνα του σιδήρου.. ‘Αλλοίμονο!... ή Εύρώπη δέν φάνηκε στό

Εψος τής μεγαλόπρεπης μοίρας πού τής προσφερόταν... Άλλά αύτό ρήπως .σημαίνει πώς πρέπει ν’ άρνηθοΰμε το Ιδανικά .¡μας;

’Αντίθετα,' Εχω τή γνώμη, πώς πάνω στήν πά­λη., δέν πρέπει ώνάχα νά τό διατηρήσουμε, άή^ά καί νά το διακηρύξουμε πιό μεγαλό­φωνα,

01 στρατιώτες, πού στό μέτωπό μας, προ- στατεόόυν, μ’ ένα μεγαλειώδες θάρρος, τό έθνικό 'έδαφος, σιχαίνονται τήν Ιδέα τών πα- τροΛαράδοτων μισών δέν θέλουν νά κατα­χτήσουν . δ,τι νάναι, νά καταπιέσουν δποιον νάνάι,

Τ Ο Υ Α Λ Μ Π Ε Ρ Μ Π Α Γ Ι Ε

Αύτό πού θέλουν, είναι νά πετύχουν έκεϊνο πού οί μεγαλύτεροι τους προσπάθησαν μά­ταια νά πετύχουν: νά έξοοτρακίσουν τελεί­ως τόν πόλεμο άπ’ τή ζωή τών άνθρώπων καί νά κάμουν γιά πάντα δυνατή τήν είρήνη. θέλουν νά λυθοΰν μέ τό Δίκαιο κι’ δχι μέτή Δύναμη τά προβλήματα πού παρουσιά­ζονται μέσα στή ζωή τών άνθρώπων. θέλουν ή Εύρωπαϊκή 'Ομοσπονδία ν’ άνοίξει τό δρό- ,.ο στήν ‘Ομοσπονδία “Ολων Τών "Ανθρώ­

πων. θέλουν,τέλοςς μιά είρήνη γιά πάντα έξασφαλι- σμένη, έγγυημένη, κ’ οί Αγώνες τών τάξεων νά σβη* σιοΰν μαζί μέ τούς άγωνες τών κρατών καί οί "Ανθρωποι,, Αδερ­φωμένοι στήν ’Α­φθονία, νάχουν τό θάρρος νά ζοΰν εύτυχισμένοι.

Μή μοΰ πείτε Λ «Πώς νά σκεφτοΟ- με κάτι τέτοιο ό­ταν τά κανόνια βροντούν, δταν τά άεροπλάνα γκρε­μίζονται, δταν.τά καράβια βυθίζον­ται» Ακριβώς έ· πειδή έκεΐ βρίσκε­ται ό πόλεμος, πρέπει νάχουμε τά μάτια μας στυ- λωιιένα στά έπα- κόλουθα καί νά δείξουμε στόν κό­σμο πώς κάνουμε τόν πολεμο γιά νά τόν σκοτώσουμε.» ALBERT ΒΑΥΕΤ

‘Ενα οκίτοϋ Μ «ό Διηικί» Μέτωπο ι Άντκαροπορικές «ιιρορολβρχίίς