ANAKOPH kata CITIBANK 2

72
http://alampasis.blogspot.com Ενώπιον του …………………. Αθηνών Α Ν Α Κ Ο Π Η Του ………………………… κατοίκου ………………….. Αττικής (οδός …………. αρ. …….) ΚΑΤΑ 1. Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία CITIBANK INTERNATIONAL plc που έχει έδρα στο Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο, Citigroup Centre, Canada Square, Canary Wharf, London Ε 14 5LB UK και είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα, οδός Όθωνος αρ. 8, Αθήνα , ως ειδικής διαδόχου της CITIBANK ΝΑ δυνάμει του άρθρου 16 παρ. 16 του Ν 2515 /1997 σε συνδυασμό με την υπ' 15795/2.12.2002 συμβολαιογραφική πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίας Φωτοπούλου - Καλαμαρά,όπως νομίμως εκπροσωπείται. 2. Της με αριθμό …………./2010 Διαταγής Πληρωμής της κας Ειρηνοδίκου Αθηνών. ……………… …… Η καθ ής με την από ….-…..-2010 αίτησή της πέτυχε την έκδοση σε βάρος μου της ανωτέρω Διαταγής 1

Transcript of ANAKOPH kata CITIBANK 2

Page 1: ANAKOPH kata CITIBANK 2

http://alampasis.blogspot.com

Ενώπιον του …………………. Αθηνών

Α Ν Α Κ Ο Π Η

Του ………………………… κατοίκου ………………….. Αττικής (οδός

…………. αρ. …….)

ΚΑΤΑ

1. Της Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία CITIBANK

INTERNATIONAL plc που έχει έδρα στο Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο,

Citigroup Centre, Canada Square, Canary Wharf, London Ε 14 5LB UK και

είναι νομίμως εγκατεστημένη στην Ελλάδα, οδός Όθωνος αρ. 8, Αθήνα ,

ως ειδικής διαδόχου της CITIBANK ΝΑ δυνάμει του άρθρου 16 παρ. 16

του Ν 2515 /1997 σε συνδυασμό με την υπ' 15795/2.12.2002

συμβολαιογραφική πράξη της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίας

Φωτοπούλου - Καλαμαρά,όπως νομίμως εκπροσωπείται.

2. Της με αριθμό …………./2010 Διαταγής Πληρωμής της

κας Ειρηνοδίκου Αθηνών.

……………………

Η καθ ής με την από ….-…..-2010 αίτησή της πέτυχε την

έκδοση σε βάρος μου της ανωτέρω Διαταγής Πληρωμής της κας

Ειρηνοδίκου Αθηνών Μαρίας ………………… με την οποία επιτάσσομαι

να καταβάλω σ αυτήν

1. Για το κεφάλαιο που έχει επιδικασθεί το ποσό των ΕΥΡΩ οχτώ

χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι πέντε και πενήντα πέντε λεπτών (8……..

€).

2. Για τη δικαστική δαπάνη που επιδίκασε το Δικαστήριο το ποσό των

ΕΥΡΩ 180

3. Για δαπάνη σύνταξης της παρούσης το ποσό των Ευρώ 50 €,

1

Page 2: ANAKOPH kata CITIBANK 2

4. Για δαπάνη επίδοσης της παρούσης το ποσό των Ευρώ 50 €, και εν

συνόλω το ποσό των ΕΥΡΩ ΟΚΤΏ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΟΚΤΑΚΟΣΙΩΝ ΠΕΝΤΕ ΚΑΙ

ΠΕΝΗΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΩΝ (8.805,55 €). Τα δέ πιο πάνω κονδύλια με

αριθμούς 2, 3 και 4 με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημέρα της

κοινοποίησης της παρούσης μέχρι την εξόφληση.

Η εν λόγω Διαταγή Πληρωμής εκδόθηκε επί τη βάσει α) της

από 18-11-2002 συμβάσεως τραπεζικής πίστωσης δυνάμει της

οποίας χορηγήθηκε η υπ αριθμ. η υπ αριθμ. 45564………………

πιστωτική κάρτα CITIBANK VISA την οποία κατόπιν απώλειας την 13-

…….-200…. αντικατέστησε η καθ ης εκδίδοντας και παδιδοντας σε

εμένα την κάρτα με αριθμό 4556………….. η οποία συνδέθηκε με τους

υπ’ αριθμ. 455……………….. , 45564………………. και 455………………….

λογαριασμούς, β) τα συνημμένα στην αίτηση αντίγραφα των από

…...07.200.. έως 2….05.20….. εκκαθαριστικών σημειωμάτων

(Μηνιαίων Λογαριασμών) των υπ' αρ. 4556………………..,

4556……………. και 45564………….. λογαριασμού που τηρήθηκε στα

πλαίσια της Σύμβασης σε Ηλεκτρονικό Κέντρο, εξηγμένα από τα νόμιμα

επίσημα εμπορικά βιβλία της αιτούσας, επικυρωμένα και βεβαιωμένα

νόμιμα κατά το περιεχόμενο τους από τον αρμόδιο υπάλληλο της

Τραπέζης και τα οποία (αποσπάσματα) αποτελούν σύμφωνα με τα

άρθρα 444, 448, 449 και 453 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., απόδειξη της οφειλής και

από τα οποία προκύπτει ότι η οφειλή ανέρχεται την 28η……..2010 στο

ποσό των ΕΥΡΩ οχτώ χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι πέντε και πενήντα

πέντε λεπτών (8.525,55€) και γ) την από …./……./2008 εξώδικη

καταγγελία της καθ ης προς εμένα, που επιδόθηκε νόμιμα σε εμένα,

όπως προκύπτει από την υπ' αρ. ……./………….2008 Έκθεση Επιδόσεως

της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Γεωργίας

Δ.Διονυσοπούλου και έτσι εγνώρισε η καθ ης σε εμένα το οριστικό

κλείσιμο του στηριζόμενου στην Σύμβαση λογαριασμού, το χρεωστικό

υπόλοιπο που προέκυψε σε βάρος μου από την κίνηση της ανωτέρω

κάρτας κατά την ημερομηνία καταγγελίας της.

2

Page 3: ANAKOPH kata CITIBANK 2

Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217,

583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι

της ανακοπής, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, είτε

ανάγονται στην έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την

έκδοση της διαταγής πληρωμής (άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ), είτε

αφορούν στην ουσιαστική αμφισβήτηση της απαίτησης με την

προβολή ανατρεπτικών ή διακωλυτικών ή αποσβεστικών ισχυρισμών,

πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι για να μπορεί ο μεν καθού η

ανακοπή να αμυνθεί κατά της ανακοπής, το δε δικαστήριο να

υπαγάγει τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά σε

συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, να τάξει τις δέουσες αποδείξεις

και να αποφανθεί επ` αυτής με δύναμη δεδικασμένου, αλλιώς οι

λόγοι αυτής απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως αόριστοι και

ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης.

Την ανωτέρω Διαταγή Πληρωμής ΑΝΑΚΟΠΤΩ με την

παρούσα μου για τους παρακάτω νόμιμους , βάσιμους και

αληθινούς λόγους :

1. Ένσταση ακυρότητας των Γενικών Όρων

Συναλλαγών (ΓΟΣ) της επίδικης συμβάσεως δυνάμει των

οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη Δ/γη Πληρωμής.

Εισαγωγή :

Για τον έλεγχο του κύρους των γενικών όρων συναλλαγής (ΓΟΣ)

στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ καταναλωτών και

προμηθευτών και κυρίως της καταχρηστικότητας αυτών, ισχύουν οι

διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 "Περί προστασίας των

καταναλωτών", που ενσωμάτωσαν την οδηγία 93/13/ΕΟΚ της 5.4.1993

του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3587-07 με

ενσωμάτωση της οδηγίας 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Κατά

το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το

άρθρο 10 παρ. 24 εδ. β` του ν. 2741/1999, "Γενικοί όροι συναλλαγών

που έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των

3

Page 4: ANAKOPH kata CITIBANK 2

δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του

καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός

χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού

ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση,

ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της

και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την

οποία εξαρτάται". Κατά δε την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου

καταχρηστικοί, κατά την ενδεικτική απαρίθμηση αυτής, είναι οι γενικοί

όροι των συναλλαγών υπό τα στοιχεία "α" έως και "λα". Κατά την

έννοια των ανωτέρω διατάξεων, που αποτελούν εξειδίκευση του

γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ, με τα αναφερόμενα σε αυτές

κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των

όρων αυτών, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του

καταναλωτή, με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή

υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού αυτής,

πάντοτε δε στα πλαίσια της επίτευξης ισορροπίας των δικαιωμάτων

και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων. Λαμβάνονται προς τούτο υπόψη

τα συμφέροντα και ενδιαφέροντα των συμβαλλομένων μερών στη

συγκεκριμένη σύμβαση και ερευνάται ποιες συνέπειες θα είχε η

διατήρηση ή η κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά. Αν η

προβλεπόμενη από τον κρινόμενο γενικό όρο ρύθμιση είναι απλώς μη

συμφέρουσα για τον καταναλωτή και η εντεύθεν επιβάρυνση του δεν

είναι ουσιώδης, τότε δεν επέρχεται διατάραξη της προκειμένης

ισορροπίας.

Ας σημειωθεί ότι μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 6

του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 με το άρθρο 10 παρ. 24 εδ. β` του ν.

2741/1999, σε συμμόρφωση με την αρχή της μείζονος προστασίας του

καταναλωτή που καθιερώνει το άρθρο 8 της ανωτέρω οδηγίας, αρκεί

να επέρχεται απλή και όχι υπέρμετρη διατάραξη ισορροπίας των

δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων από τη ρύθμιση

του γενικού όρου (βλ. ΟλΑΠ 6/2006, ΑΠ 1401/1999, ΕλλΔνη 41.56, ΑΠ

1219/2001, ΕλλΔνη 42.1603, ΕφΑΘ 6291/2000, ΝοΒ 49.644). Εξάλλου,

ενόψει του ότι ο έλεγχος του κύρους του περιεχομένου ΓΟΣ βασικά

4

Page 5: ANAKOPH kata CITIBANK 2

προσανατολίζεται προς τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, με τους

ΓΟΣ δεν απαγορεύεται η απόκλιση από οποιαδήποτε διάταξη ενδοτικού

δικαίου, αλλά μόνον από εκείνες που φέρουν "καθοδηγητικό"

χαρακτήρα ή, σε περίπτωση ατύπων συναλλακτικών μορφών, από τα

ουσιώδη για την επίτευξη του σκοπού και τη διατήρηση της φύσεως της

σύμβασης δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών που απηχούν

πράγματι δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Η καθοδηγητική

λειτουργία του ενδοτικού δικαίου διαταράσσεται όταν με το

περιεχόμενο του ΓΟΣ αλλάζουν εκείνα που έχουν διαμορφωθεί με βάση

τους κανόνες του ενδοτικού δικαίου για τη συγκεκριμένη συμβατική

μορφή. Επίσης ελέγχεται για καταχρηστικότητα ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με

τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και

υποχρεώσεων, που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης κατά τέτοιο

τρόπο, ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της. Έτσι, κατά τη

διαδικασία προς διαπίστωση της καταχρηστικότητας ΓΟΣ πρέπει

πρώτα να ερευνάται αν υπάρχει τυπική διατάραξη ως απόκλιση από τη

συνηθισμένη ρύθμιση και στη συνέχεια να ερευνάται ο βαθμός έντασης

της απόκλισης αυτής, δηλαδή αν η απόκλιση αυτή στη συγκεκριμένη

περίπτωση αφορά αξιολογικές εκτιμήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα.

Εντέλει κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ

εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα

συγκαταλέγεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του

άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, ο οποίος περιέχει "per se"

καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος,

ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει απόκλιση από

ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού

δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΑΠ 1219/2001, ό.π.). Τέλος, δεδομένου

ότι οι ΓΟΣ είναι δυνατόν ν` αποτελέσουν περιεχόμενο κάθε είδους

σύμβασης ιδιωτικού δικαίου, ρυθμισμένης ή αρύθμιστης από τον Αστικό

Κώδικα, επώνυμης ή μικτής, στο πεδίο των τραπεζικών συναλλαγών

γίνεται ευρύτατη χρήση τους για τη χορήγηση πάσης φύσεως δανείων,

ενέγγυων πιστώσεων, εγγυητικών επιστολών, για τη σύναψη

συμβάσεων ανοίγματος πιστώσεων (συνήθως με αλληλόχρεο

5

Page 6: ANAKOPH kata CITIBANK 2

λογαριασμό) και κάθε είδους καταθέσεων. Σε αυτές τις τραπεζικές

συμβάσεις οι ΓΟΣ παρουσιάζονται συνήθως είτε ως

προδιατυπωμένοι έντυποι όροι προοριζόμενοι να διέπουν όλες

τις συναλλαγές συγκεκριμένης τράπεζας με τους πελάτες της,

είτε ως πάγιο περιεχόμενο εντύπων ατομικών συμβάσεων

προσχώρησης.

Περαιτέρω, στο χώρο των τραπεζικών συναλλαγών η ανάγκη

προστασίας της συμβατικής ισορροπίας και διασφάλισης της

δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης των αντισυμβαλλομένων των τραπεζών

είναι ιδιαίτερα έκδηλη, λόγω της οικονομικής και οργανωτικής

υπεροχής ή αλλιώς της εξουσιαστικής θέσης των τραπεζών, οι

οποίες κατά κανόνα επιβάλλουν μονομερώς στους

ασθενέστερους αντισυμβαλλόμενους τους, στη βάση του "πάρε

το ή άφησε το", την κατάρτιση τυποποιημένων συμβάσεων με

προδιατυπωμένους από τις ίδιες (ή από τρίτους για λογαριασμό

τους) γενικούς όρους (31919/2007 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ). Κατά συνέπεια,

βάσιμα υποστηρίζεται η άποψη ότι οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν.

2251/1994 για τους ΓΟΣ εφαρμόζονται ευθέως ή κατ` αναλογία κατά

τον έλεγχο των τραπεζικών ΓΟΣ και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο

πελάτης συναλλάσσεται με την τράπεζα στο πλαίσιο της

επαγγελματικής ή και της εμπορικής του ιδιότητας, αρκεί να

χαρακτηρίζεται η συγκεκριμένη συναλλαγή από ανισομέρεια σε βάρος

της διαπραγματευτικής δύναμης του πελάτη της τράπεζας. Εξάλλου, η

τράπεζα υπάγεται στην έννοια του προμηθευτή, σύμφωνα με το άρθρο 1

παρ. 4 περ. β` του ν. 2251/1994, που ορίζει ότι "ο προμηθευτής είναι

κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατά την άσκηση της

επαγγελματικής του δραστηριότητας προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει

υπηρεσίες στον καταναλωτή". Τέλος δε οι παρεχόμενες από τις

τράπεζες υπηρεσίες σαφώς απευθύνονται και αφορούν στο ευρύ

καταναλωτικό κοινό, δεν προσφέρονται ούτε σχεδιάζονται για

ορισμένο αποδέκτη, αλλά έχουν κατά κανόνα μαζικό χαρακτήρα

και έντονο το στοιχείο της τυποποίησης. Ενόψει όλων των

ανωτέρω ο ν. 2251/1994 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις τραπεζικών

6

Page 7: ANAKOPH kata CITIBANK 2

συναλλαγών (βλ. ΕφΑΘ 730/2005, ΕΕμπΔ 2005.741, Γ. Καράκωστα,

Προστασία του καταναλωτή, ν. 2251/1994, σελ. 100 επόμ., Φ. Δωρή, Η

εξειδίκευση της καλής πίστης στο άρθρο 2 του ν. 2251/1994 για την

προστασία των καταναλωτών και η σημασία στο κοινό δίκαιο, ΝοΒ

2000.737 επ., Ψυχομάνη, Τραπεζικό δίκαιο, 1999, σελ. 17), και ο

έλεγχος που προαναφέρθηκε εντάσσεται στα πλαίσια της προστασίας

του καταναλωτή, ως τέτοιου νοουμένου και του πελάτη της τράπεζας.

Άκυροι όροι της υπό κρίση συμβάσεως :

Σύμφωνα με τον όρο υπ’ αριθμ. 14 Αν μέσα σε τριάντα (30)

ημέρες από τη λήψη του Μηνιαίου Λογαριασμού ή και άλλης ειδοποίησης για

την πληρωμή οφειλής σχετικής με την κάρτα ο Κάτοχος ή ο συνοφειλέτης δεν

αμφισβητήσει το σύνολο του ποσού και δεν προτείνει τις βάσιμες αντιρρήσεις

του, λογίζεται ότι αποδέχθηκε όλες τις εγγραφές που έγιναν και τα επιμέρους

κονδύλια από τη χρήση της κάρτας καθώς κα το χρεωστικό υπόλοιπο. Ο

Κάτοχος θεωρείται ότι παρέλαβε το Μηνιαίο Λογαριασμό του, αν εντός 60

ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του εκάστοτε προηγούμενου δεν

ειδοποιήσει γραπτώς με απόδειξη την Τράπεζα ότι δεν έλαβε το συγκεκριμένο

Μηνιαίο Λογαριασμό, πλην όμως θα επιτρέπεται ανταπόδειξη. Κάθε

κατάσταση Μηνιαίου Λογαριασμού θα περιέχει υπόμνηση προς τον Κάτοχο

αναφορικά με την έγκαιρη προβολή αντιρρήσεων, σύμφωνα με το παρόν

άρθρο, και τις συνέπειες τις παράλειψης τους.

Σύμφωνα με τον όρο υπ’ αριθμ. 21 Η κάθε ανάληψη μετρητών

υπόκειται σε διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα για την επεξεργασία και

εκτέλεσή τους που ανέρχονται σε 3,52 ευρώ. Εάν η ανάληψη μετρητών

πραγματοποιείται σε ΑΤΜ άλλων τραπεζών, το ποσό των εξόδων ανέρχεται σε

5,00 ευρώ ανά ανάληψη, λόγω και της διαμεσολάβησης τρίτων φορέων. Η

ανάληψη μετρητών στο εσωτερικό και το εξωτερικό είναι τοκοφόρος από τη

στιγμή που πραγματοποιείται.

Σύμφωνα με τον όρο υπ’ αριθμ. 22 Σε περίπτωση υπέρβασης του

Πιστωτικού Ορίου, το οποίο καθορίζεται από την Τράπεζα, ο Κάτοχος

υποχρεούται να εξόφλησει το υπερβάλλον ποσό μέσα στην προθεσμία που θα

του ορίσει η Τράπεζα. Σε περίπτωση υπέρβασης του ανώτατου Μηνιαίου Ορίου

7

Page 8: ANAKOPH kata CITIBANK 2

Συναλλαγών, το οποίο επίσης καθορίζεται από την Τράπεζα, ο λογαριασμός

του Κατόχου επιβαρύνεται με 5% εφάπαξ επί του ποσού της κάθε μιας

υπέρβασης.

Σύμφωνα με τον όρο υπ’ αριθμ. 23 Ο Λογαριασμός θα χρεώνεται

με συμβατικό τόκο στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε

δόσεις), o οποίος υπολογίζεται με κυμαινόμενα ετήσιο επιτόκιο ίσο σήμερα

(Ιούλιος 2002) προς 16,80% πλέον 0,6% εισφορά του Ν. 128/75. Ο σχετικός

τόκος λογίζεται από την ημερομηνία καταχώρισης της κάθε χρέωσης του

λογαριασμού, με εξαίρεση τις συναλλαγές που έγιναν μέχρι την έκδοση του

πρώτου Λογαριασμού, οπότε και ο τόκος χρεώνεται από την ημερομηνία

έκδοσης του Λογαριασμού αυτού.

Η ετήσια συνδρομή και τα λοιπά έξοδα και επιβαρύνσεις μπορεί να

αναπροσαρμόζονται από την Τράπεζα εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος

καθώς επίσης και σε περίπτωση μεταβολής του κόστους παροχής των

υπηρεσιών ή αυξομείωσης των πρόσθετων υπηρεσιών που προσφέρονται στον

κάτοχο. Σε κάθε περίπτωση αναπροσαρμογής οποιουδήποτε στοιχείου

κόστους, ο Κάτοχος θα ενημερώνεται προηγουμένως για το ύψος και για την

έναρξη εφαρμογής του με το Μηνιαίο Λογαριασμό που θα αποστέλλεται σε

αυτόν τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από την εφαρμογή του. Εάν ο

κάτοχος διαφωνεί με την αναπροσαρμογή, έχει την ευχέρεια ολοσχερούς

αποπληρωμής της οφειλής του, χωρίς ποινή και ακύρωση της κάρτας.

Σύμφωνα με τον όρο υπ’ αριθμ. 24 Κάθε καθυστέρηση πληρωμής

έχει για τον κάτοχο τις συνέπειες της υπερημερίας , χωρίς άλλη ειδοποίηση ,

οπότε ο λογαριασμός του θα χρεώνεται με τόκο υπερημερίας που υπολογίζεται

με επιτόκιο το οποίο σήμερα (Απρίλιος 2002) είναι 2,4 εκατοστιαίες μονάδες

υψηλότερο από το εκάστοτε ετήσιο συμβατικό επιτόκιο.

Σύμφωνα τέλος με τον όρο υπ’ αριθμ.30 Η Τράπεζα δικαιούται να

τροποποιήσει μονομερώς τους όρους της παρούσας σύμβασης μόνο για

σπουδαίο λόγο και μετά από προηγούμενη γνωστοποίηση του περιεχομένου

της τροποποίησης στον Κάτοχο με έγγραφη ειδοποίηση ή ανακοίνωση.

I . Ανώτατο ύψος συμβατικού τόκου – καθορισμός από το

νόμο του ανώτατου επιτοκίου των συμβάσεων τραπεζικής

πίστωσης (ΑΠ 1219/01) .

Σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ υπ` αριθ. 2286/28-1-1994 που εκδόθηκε

κατ` εξουσιοδότηση του άρθ. 1 του Ν. 1266/1982 σχετικώς με τα

8

Page 9: ANAKOPH kata CITIBANK 2

καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών

πιστωτικών δελτίων τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα

πιστωτικά ιδρύματα με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί

ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα

τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως

διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι` αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται

από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων.

Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των

εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων. Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια

παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν

παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και

ν` αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός

και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση

των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια

των εξωτραπεζικών .

Έτσι η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα

ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ

281) . Ενόψει των ανωτέρω , γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα

να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο

λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων

(καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω

αντιθέσεώς του στο άρθ. 2 παρ. 7 περ. ια` του Ν. 2251/1994 όταν δεν

καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον

καταναλωτή - πελάτη.

Το εξωτραπεζικο επιτόκιο κατά τη διάρκεια της

λειτουργίας της μεταξύ μας συμβάσεως (από 18-11-2002 έως

και την 28-05-2010 ημεροχρονολογία που προκύπτει από τον

τελευταίο μήνα που περιέχεται στο απόσπασμα των εμπορικών

βιβλίων της καθ ης ) διαμορφώθηκε ως εξής :

Από 19/11/2002 έως 05/12/2002 επιτόκιο 9,25% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 06/12/2002 έως 06/03/2003 επιτόκιο 8,75% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2),

από 07/03/2003 έως 05/06/2003 επιτόκιο 8,50% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

9

Page 10: ANAKOPH kata CITIBANK 2

από 06/06/2003 έως 05/12/2005 επιτόκιο 8,00% (ΔΣ ΕΚΤ της 5/6/2003),

από 06/12/2005 έως 07/03/2006 επιτόκιο 8,25% (ΔΣ της ΕΚΤ 5.12.2005)

, από 08/03/2006 έως 14/06/2006 επιτόκιο 8,50% (ΔΣ ΕΚΤ της 7/3/2006)

, από 15/06/2006 έως 08/08/2006 επιτόκιο 8,75%(Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 09/08/2006 έως 10/10/2006 επιτόκιο 9,00%(Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 11/10/2006 έως 12/12/2006 επιτόκιο 9,25%(Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 13/12/2006 έως 13/03/2007 επιτόκιο 9,50%(Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 14/03/2007 έως 12/06/2007 επιτόκιο 9,75%(Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 13/06/2007 έως 08/07/2008 επιτόκιο 10,00%(Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 09/07/2008 έως 07/10/2008 επιτόκιο 10,25%(Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 08/10/2008 έως 08/10/2008 επιτόκιο 9,75%(Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 09/10/2008 έως 10/11/2008 επιτόκιο 9,25%(Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 11/11/2008 έως 09/12/2008 επιτόκιο 8,75%(Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 10/12/2008 έως 10/03/2009 επιτόκιο 8,00% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 11/03/2009 έως 07/04/2009 επιτόκιο 7,50% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) ,

από 08/04/2009 έως 12/05/2009 επιτόκιο 7,25% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2)

και τέλος από 13/05/2009 έως 18/05/2010 επιτόκιο 6,75% (Ν.2842 Αρ.3

Παρ.2). Το επιτόκιο υπερημερίας ορίζεται 2 μονάδες πάνω του εκάστοτε

ισχύοντος επιτοκίου.

Στην ένδικη περίπτωση τα επιτόκια που ίσχυσαν δυνάμει των

άκυρων ΓΟΣ ήταν σύμφωνα με τη σύμβαση 16,80% πλέον 0,6%

εισφορά του Ν. 128/75 = 17,4 % για την περίοδο από 18-11-2002

(έναρξη της λειτουργίας της σύμβασης) έως 30-06-2006 και

από 30-07-06 έως 31-12-06 επιτόκιο 16,75% πλέον 0,6% εισφορά

του Ν. 128/75 = 17,35% σύμφωνα με το απόσπασμα που η τράπεζα

προσκόμισε ενώπιον του Ειρηνοδίκη που εξέδωσε τη Διαταγή Πληρωμής

, από 30-01-2007 έως 30-06-2007 επιτόκιο 16,95 + 0,6 Ν.128/75 =

17,55% , από 30-07-2007 έως 30-09-2007 επιτόκιο 17,95%

πλέον 0,6% εισφορά του Ν. 128/75 = 18,55% σύμφωνα με το απόσπασμα

που η τράπεζα προσκόμισε ενώπιον του Ειρηνοδίκη που εξέδωσε τη

Διαταγή Πληρωμής, από 30-10-2007 έως 30-09-2008 επιτόκιο

18,20% πλέον 0,6% εισφορά του Ν. 128/75 = 18,8% σύμφωνα με το

10

Page 11: ANAKOPH kata CITIBANK 2

απόσπασμα που η τράπεζα προσκόμισε ενώπιον του Ειρηνοδίκη που

εξέδωσε τη Διαταγή Πληρωμής και από 30-10-2008 έως 28-05-2010

επιτόκιο 18,70% πλέον 0,6% εισφορά του Ν. 128/75 = 19,3% σύμφωνα

με το απόσπασμα που η τράπεζα προσκόμισε ενώπιον του Ειρηνοδίκη

που εξέδωσε τη Διαταγή Πληρωμής. Το επιτόκιο υπερημερίας

ορίζεται συμβατικά 2,4 ποσοστιαίες μονάδες πάνω του βασικού.

Να σημειωθεί εδώ , ότι η περίοδος 30-06-2006 έως 28-05-2010 ,

προκύπτει από τον αμέσως προηγούμενο λογαριασμό της 30-07-2006

που είναι ο πρώτος εκκαθαριστικός λογαριασμός που περιλαμβάνεται

στο απόσπασμα που η καθ ης προσκόμισε ενώπιον του Ειρηνοδίκη που

εξέδωσε την προσβαλλόμενη (η καθ ης προσκόμισε αντίγραφα

λογαριασμών από 30-07-2006 έως 28-05-2010) . Δεδομένου δηλαδή ότι

δεν προσκομίστηκαν εκκαθαριστικοί μηνιαίοι λογαριασμοί από τους

οποίους να προκύπτει διαφορετικό επιτόκιο αυτού που συμφωνήθηκε με

τη σύμβαση , η παρούσα συντάσσεται με λογιζόμενο επιτόκιο το

συμφωνημένο με τη σύμβαση. Θα επακολουθήσει άσκηση δικογράφου

πρόσθετων λόγων, εφόσον η καθ ης αποστείλει όλους τους μηνιαίους

λογαριασμούς που εκδόθηκαν από την έναρξη της λειτουργίας της

σύμβασης μέχρι σήμερα (και από τους οποίους θα προκύπτει το ακριβές

ποσοστό του επιτοκίου που ίσχυσε από την έναρξη της λειτουργίας της

σύμβασης μέχρι την 30-06-2006) , σύμφωνα με αίτημα που υπέβαλα με

εξώδικη δήλωσή μου με πρόσκληση προς την καθ ης την οποία

απηύθυνα αμέσως μόλις ανέθεσα την υπόθεση στον πληρεξούσιο

δικηγόρο μου.

Συνεπώς δυνάμει της μη νόμιμης υπέρβασης του

επιτοκίου , από 18-11-2002 έως και 28-05-2010 (αλλά και από

28-05-2010 μέχρι σήμερα χρόνος κατά τον οποίο το υπόλοιπο

απαιτητό τοκίζεται σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης) ,

καταβλήθηκαν αχρεωστητως χρηματικά ποσά που προέκυψαν

από τις κατά τα εκάστοτε χρονικά διαστήματα επιβαλλόμενες

παράνομες υπερβάσεις , οι οποίες ενσωματώθηκαν στο δήθεν

οφειλόμενο ποσό το οποίο κατά τρόπο παράνομο

11

Page 12: ANAKOPH kata CITIBANK 2

διαμορφώθηκε σε 8.805,55 ευρω. Οι υπερβάσεις του νόμιμου

επιτοκίου που τελικά διαμόρφωσαν το αιτούμενο και δήθεν

οφειλόμενο ποσό, έγιναν ως ακολούθως:

Από 19/11/2002 έως 05/12/2002 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 8,1%

, από 06/12/2002 έως 06/03/2003 υπέρβαση βασικού επιτοκίου

8,6% , από 07/03/2003 έως 05/06/2003 υπέρβαση βασικού

επιτοκίου 8,85% , από 06/06/2003 έως 05/12/2005 υπέρβαση

βασικού επιτοκίου 9,35% , από 06/12/2005 έως 07/03/2006

υπέρβαση βασικού επιτοκίου 9,1% , από 08/03/2006 έως

14/06/2006 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 8,85% , από 15/06/2006

έως 30/06/2006 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 8,75% , από

01/07/2006 έως 30/07/2006 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 8,6% ,

από 31/07/2006 έως 08/08/2006 υπέρβαση βασικού επιτοκίου

8,6% , από 09/08/2006 έως 10/10/2006 υπέρβαση βασικού

επιτοκίου 8,35% , από 11/10/2006 έως 12/12/2006 υπέρβαση

βασικού επιτοκίου 8,1% , από 13/12/2006 έως 31/12/2006

υπέρβαση βασικού επιτοκίου 7,85% , από 01/01/2007 έως

30/01/2007 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 7,85% , από 31/01/2007

έως 13/03/2007 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 8,05% , από

14/03/2007 έως 12/06/2007 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 7,8% ,

από 13/06/2007 έως 30/06/2007 υπέρβαση βασικού επιτοκίου

7,55% , από 01/07/2007 έως 30/07/2007 υπέρβαση βασικού

επιτοκίου 7,55% , από 31/07/2007 έως 30/09/2007 υπέρβαση

βασικού επιτοκίου 8,55% , από 01/10/2007 έως 30/10/2007

υπέρβαση βασικού επιτοκίου 8,55% , από 31/10/2007 έως

08/07/2008 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 8,8% , από 09/07/2008

έως 30/09/2008 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 8,55% , από

01/10/2008 έως 07/10/2008 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 8,55% ,

από 08/10/2008 έως 08/10/2008 υπέρβαση βασικού επιτοκίου

9,05% , από 09/10/2008 έως 30/10/2008 υπέρβαση βασικού

επιτοκίου 9,55% , από 31/10/2008 έως 10/11/2008 υπέρβαση

βασικού επιτοκίου 10,05% , από 11/11/2008 έως 09/12/2008

υπέρβαση βασικού επιτοκίου 10,55% , από 10/12/2008 έως

12

Page 13: ANAKOPH kata CITIBANK 2

10/03/2009 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 11,3% , από 11/03/2009

έως 07/04/2009 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 11,8% , από

08/04/2009 έως 12/05/2009 υπέρβαση βασικού επιτοκίου 12,05% ,

από 13/05/2009 έως 28/05/2010 υπέρβαση βασικού επιτοκίου

12,55%!!!

Για όλα τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα η υπέρβαση του τόκου

υπερημερίας ήταν 0,4 της μονάδας υψηλότερη του νόμιμου.

Αναφορικά με το επιτόκιο για την ανάληψη μετρητών:

Να σημειωθεί εδώ , ότι από τη σύμβαση προκύπτει ότι ο Λογαριασμός

θα χρεώνεται με συμβατικό τόκο στις περιπτώσεις τμηματικών

εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις), o οποίος υπολογίζεται με

κυμαινόμενα ετήσιο επιτόκιο ίσο σήμερα (Ιούλιος 2002) προς 16,80%

πλέον 0,6% εισφορά του Ν. 128/75 ΔΙΧΩΣ να αναφέρεται επιτόκιο

διαφορετικό για την περίπτωση της ανάληψης μετρητών. Περαιτέρω ,

από τα αντίγραφα των λογαριασμών που η καθ ης προσκόμισε (από 30-

07-2006 έως 26-02-2010) αναφέρεται το εκάστοτε ισχύον κυμαινόμενο

επιτόκιο, το οποίο στους λογαριασμούς αυτούς ορίζεται ως «συμβατικό

επιτόκιο». Στους λογαριασμούς αυτούς , δεν αναγράφεται επιτόκιο

διαφορετικό, για την περίπτωση της ανάληψης μετρητών. Ωστόσο,

όπως προκύπτει από τους τρεις τελευταίους λογαριασμούς που η καθ ης

προσκόμισε ενώπιον του Ειρηνοδίκη που εξέδωσε την προσβαλλόμενη ,

για την περίοδο 30-03-2010 έως 28-05-2010 ίσχυσαν δυο επιτόκια: Ένα

που ορίζεται ως «συμβατικό» ύψους 18,70% πλέον 0,6 Ν. 128/75 και

ένα που ορίζεται ως «επιτόκιο για την ανάληψη μετρητών» ύψους

19,95% πλέον 0,6 Ν. 128/75 . Επομένως κατά το χρόνο που

συντάσσεται η παρούσα , δεν μπορεί παρά ως επιτόκιο για την ανάληψη

μετρητών να θεωρηθεί για την περίοδο από ενάρξεως της λειτουργίας

της σύμβασης μέχρι 26-02-2010 αυτό που αναγράφεται στη σύμβαση.

Ενώ για την περίοδο 30-03-2010 έως 28-05-2010 αυτό που αναγράφεται

στους λογαριασμούς που η καθ ης προσκόμισε ενώπιον του Ειρηνοδίκη

ήτοι 19,95% πλέον 0,6 Ν. 128/75. Θα επακολουθήσει άσκηση

δικογράφου πρόσθετων λόγων, εφόσον η καθ ης αποστείλει όλους τους

13

Page 14: ANAKOPH kata CITIBANK 2

μηνιαίους λογαριασμούς που εκδόθηκαν από την έναρξη της

λειτουργίας της σύμβασης μέχρι σήμερα (και από τους οποίους θα

προκύπτει το ακριβές ποσοστό του επιτοκίου επί αναλήψεων μετρητών

που ίσχυσε από την έναρξη της λειτουργίας της σύμβασης μέχρι την 26-

02-2010) , σύμφωνα με αίτημα που υπέβαλα με εξώδικη δήλωσή μου με

πρόσκληση προς την καθ ης την οποία απηύθυνα αμέσως μόλις

ανέθεσα την υπόθεση στον πληρεξούσιο δικηγόρο μου.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, δυνάμει της μη νόμιμης υπέρβασης

του επιτοκίου για τις αναλήψεις μετρητών, από 18-11-2002 έως

και 28-05-2010 (αλλά και από 28-05-2010 μέχρι σήμερα χρόνος

κατά τον οποίο το υπόλοιπο απαιτητό τοκίζεται σύμφωνα με

τους όρους της σύμβασης) , καταβλήθηκαν αχρεωστητως

χρηματικά ποσά που προέκυψαν από τις κατά τα εκάστοτε

χρονικά διαστήματα επιβαλλόμενες παράνομες υπερβάσεις , οι

οποίες ενσωματώθηκαν στο δήθεν οφειλόμενο ποσό το οποίο

κατά τρόπο παράνομο διαμορφώθηκε σε 8.805,55 ευρώ. Οι

υπερβάσεις του νόμιμου επιτοκίου που τελικά διαμόρφωσαν το

αιτούμενο και δήθεν οφειλόμενο ποσό, έγιναν ως ακολούθως:

Σύμφωνα με τη σύμβαση, από 19/11/2002 έως 05/12/2002

υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 8,1% ,

από 06/12/2002 έως 06/03/2003 υπέρβαση βασικού επιτοκίου για

την ανάληψη μετρητών 8,6% , από 07/03/2003 έως 05/06/2003

υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών

8,85% , από 06/06/2003 έως 05/12/2005 υπέρβαση βασικού

επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 9,35% , από 06/12/2005 έως

07/03/2006 υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη

μετρητών 9,1% , από 08/03/2006 έως 14/06/2006 υπέρβαση

βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 8,85% , από

15/06/2006 έως 30/06/2006 υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την

ανάληψη μετρητών 8,75% , από 01/07/2006 έως 30/07/2006

υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 8,6% ,

από 31/07/2006 έως 08/08/2006 υπέρβαση βασικού επιτοκίου για

την ανάληψη μετρητών 8,6% , από 09/08/2006 έως 10/10/2006

14

Page 15: ANAKOPH kata CITIBANK 2

υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών

8,35% , από 11/10/2006 έως 12/12/2006 υπέρβαση βασικού

επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 8,1% , από 13/12/2006 έως

31/12/2006 υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη

μετρητών 7,85% ,από 01/01/2007 έως 30/01/2007 υπέρβαση

βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 7,85% , από

31/01/2007 έως 13/03/2007 υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την

ανάληψη μετρητών 8,05% , από 14/03/2007 έως 12/06/2007

υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 7,8% ,

από 13/06/2007 έως 30/06/2007 υπέρβαση βασικού επιτοκίου για

την ανάληψη μετρητών 7,55% , από 01/07/2007 έως 30/07/2007

υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών

7,55% , από 31/07/2007 έως 30/09/2007 υπέρβαση βασικού

επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 8,55% , από 01/10/2007 έως

30/10/2007 υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη

μετρητών 8,55% , από 31/10/2007 έως 08/07/2008 υπέρβαση

βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 8,8% , από

09/07/2008 έως 30/09/2008 υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την

ανάληψη μετρητών 8,55% , από 01/10/2008 έως 07/10/2008

υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών

8,55% , από 08/10/2008 έως 08/10/2008 υπέρβαση βασικού

επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 9,05% , από 09/10/2008 έως

30/10/2008 υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη

μετρητών 9,55% , από 31/10/2008 έως 10/11/2008 υπέρβαση

βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 10,05% , από

11/11/2008 έως 09/12/2008 υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την

ανάληψη μετρητών 10,55% , από 10/12/2008 έως 10/03/2009

υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών

11,3% , από 11/03/2009 έως 07/04/2009 υπέρβαση βασικού

επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 11,8% , από 08/04/2009 έως

12/05/2009 υπέρβαση βασικού επιτοκίου για την ανάληψη

μετρητών 12,05% , από 13/05/2009 έως 29/03/2010 υπέρβαση

βασικού επιτοκίου για την ανάληψη μετρητών 12,55%, ενώ

15

Page 16: ANAKOPH kata CITIBANK 2

όπως από τους τρεις τελευταίους λογαριασμούς προκύπτει ότι

από 30/03/2010 έως 28/05/2010 η υπέρβαση του βασικού επιτοκίου

για την ανάληψη μετρητών ανήλθε σε 13,8%!!!

Για όλα τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα η υπέρβαση του τόκου

υπερημερίας ήταν 0,4 της μονάδας υψηλότερη του νόμιμου.

Να σημειωθεί εδώ εκ νέου, ότι αν ληφθούν υπόψη ο υπ’ αριθμ.

23 όρος της επίδικης συμβάσεως σύμφωνα με τον οποίο ο Λογαριασμός

θα χρεώνεται με συμβατικό τόκο στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων

(καταβολών σε δόσεις), o οποίος υπολογίζεται με κυμαινόμενα ετήσιο

επιτόκιο ίσο σήμερα (Ιούλιος 2002) προς 16,80% πλέον 0,6% εισφορά του

Ν. 128/75. τεκμαίρεται ότι κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της

σύμβασης το επιτόκιο ήταν κυμαινόμενο. Τούτο προκύπτει

σαφώς , α πό το απόσπασμα που τηρήθηκε στα πλαίσια της σύμβασης

εξηγμένο από τα νόμιμα εμπορικά βιβλία της τραπέζης και το οποίο

προσκομίσθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη που εξέδωσε την πληττόμενη

Διαταγή Πληρωμής (αντίγραφο το οποίο έλαβα από το φάκελο), όπου

το ποσοστό του ισχύοντος ανά περίοδο επιτοκίου

μεταβάλλονταν δυσθεώρητα και με κριτήρια αδιαφανή (για την

αναγραφόμενη στο απόσπασμα περίοδο από 30-07-2006 έως 28-

05-2010 το ετήσιο συμβατικό επιτόκιο αυξήθηκε από 17,4% που

«συμφωνήθηκε» με τη σύμβαση, στο 19,3% ενώ το επιτόκιο για

αναλήψεις μετρητών αυξήθηκε από 17,4% σε 20,55%).

Κατά τα ανωτέρω , σε εφαρμογή του άκυρου υπ’ αριθμ. 23

όρου των ΓΟΣ (καθορισμός επιτοκίου και επιτοκίου υπερημερίας και

τρόπος αναπροσαρμογής αυτού) χρεώθηκαν κατά τη διάρκεια της

λειτουργίας της σύμβασης χρηματικά ποσά που προέκυψαν κατ

υπέρβαση των νόμιμων επιτοκίων όπως αυτά έκρινε και

προσδιόρισε η 1219/2001 ΑΠ το ύψος των οποίων όμως δεν

δύναμαι να προσδιορίσω, για το λόγο ότι τα εκάστοτε ισχύοντα

επιτόκια δεν εμπεριέχονται στα αντίγραφα των αποσπασμάτων

των βιβλίων της τραπέζης δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η

16

Page 17: ANAKOPH kata CITIBANK 2

προσβαλλόμενη (η μη αναγραφή των επιτοκίων που ίσχυσαν

ανά περίοδο αφορά στο συνολικό χρόνο της λειτουργίας της

σύμβασης μέχρι την 28-05-2010 που είναι ο τελευταίος

λογαριασμός που προσκομίστηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη που

εξέδωσε την πληττόμενη). Για τον ανωτέρω λόγο, ήδη με την από

14/12/2010 (αμέσως δηλαδή μετά την κοινοποίηση της Διαταγής

Πληρωμής και την ανάθεση της υπόθεσης στον πληρεξούσιο δικηγόρο

μου), αιτήθηκα με εξώδικη διαμαρτυρία μου με δήλωση και

πρόσκληση απευθυνόμενη προς την καθ ης , αντίγραφο όλων

των λογαριασμών, ώστε να προσδιορίσω επ’ ακριβώς το αυτό

ποσό. Εφ’ όσων η καθ ης μου γνωστοποιήσει τα αιτούμενα στοιχεία, θα

προτείνω με τρόπο πιο ορισμένο τον αυτό λόγο ανακοπής, πράγμα

που μπορεί να προταθεί μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται

στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η

ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται

στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση (ΑΠ

1610/2000 ΕΕΝ 2002.325, ΑΠ 1616/2000 ΕΕΝ 2002.437, ΑΠ 1538/2000

ΑρχΝ 53.912). Σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι της μη

γνωστοποίησης των κρίσιμων αυτών στοιχείων, ο αυτός λόγος

της ανακοπής μου πρέπει να γίνει δεκτός λόγω της

αποστέρησής με υπαιτιότητα της καθ ης του δικαιώματός μου

της ανταπόδειξης.

Δευτερευόντως (βλ. και 961/2007 ΠΠΡ ΑΘ) :

Στο πλαίσιο της δραστηριότητας της, η καθ ης , κατά την κατάρτιση

μεταξύ εκείνης και εμένα σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας,

εφαρμόζει το με αριθμό 23 γενικό όρο συναλλαγών ο οποίος αναφέρει

ότι «...β) Ο σχετικός τόκος λογίζεται από την ημερομηνία καταχώρισης της

κάθε χρέωσης του λογαριασμού, με εξαίρεση τις συναλλαγές που έγιναν μέχρι

την έκδοση του πρώτου Λογαριασμού, οπότε και ο τόκος χρεώνεται από την

ημερομηνία έκδοσης του Λογαριασμού αυτού.

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση του όρου αυτού,

προκύπτει ότι εγώ ως κάτοχος πιστωτικής κάρτας, ο οποίος, αφού

17

Page 18: ANAKOPH kata CITIBANK 2

έλαβε από την καθ ης το μηνιαίο εκκαθαριστικό σημείωμα

(λογαριασμός), στο οποίο αναγράφεται μεταξύ άλλων η συνολική οφειλή

του από τη χρήση πιστωτικής κάρτας, καθώς και το ελάχιστο ποσό

καταβολής (βλ. σχετικό όρο της σύμβασης χορήγησης πιστωτικής

κάρτας), εξοφλεί ολόκληρη την οφειλή του, δεν οφείλει τόκο, ενώ αν

εξοφλήσει μόνο μέρος της οφειλής του ή την ελάχιστη

καταβολή, χρεώνεται με συμβατικό τόκο υπερημερίας από την

ημερομηνία εγγραφής της κάθε συναλλαγής στην Μηνιαία

Κατάσταση Λογαριασμού . Ο όρος αυτός αντίκειται στις

διατάξεις των άρθρων 340, 341 § 1 και 345 § 1 ΑΚ, οι οποίες

ορίζουν ότι, στην περίπτωση που ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης

παροχής δεν καταβάλει την οφειλή του στη δήλη ημέρα που

συμφωνήθηκε, οφείλει νόμιμους ή συμβατικούς τόκους

υπερημερίας. Συγκεκριμένα, όταν ο οφειλέτης χρηματικού ποσού από

τη χρήση πιστωτικής κάρτας, λαμβάνει το σχετικό εκκαθαριστικό

σημείωμα από την καθ ης, το οποίο ορίζει την οφειλή του και την

καταληκτική ημερομηνία, μέχρι την οποία αυτή πρέπει να

καταβληθεί (δήλη ημέρα, οπότε δεν απαιτείται όχληση για την

υπερημερία, βλ. 340 και 341 § 1 ΑΚ) και δεν εξοφλεί ολόκληρη την

οφειλή του, γίνεται υπερήμερος ως προς το ανεξόφλητο μέρος της

παροχής, με αποτέλεσμα να οφείλει συμβατικούς τόκους υπερημερίας. Η

διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ περί καταβολής τόκων υπερημερίας είναι

μεν ενδοτικού δικαίου, αλλά με την έννοια ότι μπορεί να συμφωνηθεί

ότι η υπερημερία του οφειλέτη ληξιπρόθεσμης χρηματικής παροχής

αρχίζει από χρόνο μεταγενέστερο από αυτόν που ορίζει η εν

λόγω διάταξη (Ολ ΑΠ 6/2006, όπ.π., ΑΠ 127/2005, ΕλλΔνη 2005, 700,

ΕφΑΘ 2205/2004, ΕλλΔνη 2004, 1704, ΕφΑΘ 8200/1998, ΕλλΔνη 2001,

1365) και όχι ότι μπορεί να συμφωνηθεί ότι οφείλονται τόκοι

υπερημερίας σε χρονικό διάστημα πριν από την υπερημερία,

γεγονός που προκύπτει από το συγκεκριμένο όρο, αφού, όπως

αυτός διατυπώνεται και ισχύει, ο υπερήμερος οφειλέτης οφείλει

τόκους από την ημερομηνία εγγραφής της κάθε συναλλαγής

στην Μηνιαία Κατάσταση Λογαριασμού και όχι από την

18

Page 19: ANAKOPH kata CITIBANK 2

παρέλευση της δήλης ημέρας, κατά την οποία έπρεπε να

καταβληθεί η οφειλή του.

Επομένως, ο όρος αυτός είναι άκυρος, αφού αντιβαίνει στις διατάξεις

των άρθρων 174, 340, 341 § 1 και 345 ΑΚ. Ο όρος αυτός επίσης είναι

καταχρηστικός με βάση τη διάταξη του άρθρου 2 § 7 περιπτώσεις ια και

λ του ν. 2251/1994, επειδή (ως προς την καταχρηστικότητα που

προκύπτει από την περίπτωση ια) δεν προσδιορίζεται το ακριβές

χρονικό σημείο αφετηρίας της οφειλής τόκων, αφού η αναφορά στην

«... από την ημερομηνία καταχώρισης της κάθε χρέωσης του

λογαριασμού » είναι αόριστη, επειδή από τη διατύπωση αυτή δεν

προκύπτει η ακριβής ημερομηνία, κατά την οποία εγγράφεται η κάθε

συναλλαγή στη μηνιαία κατάσταση λογαριασμού, επομένως δεν

ξεκαθαρίζεται με ευκρίνεια πότε ξεκινά η υποχρέωση καταβολής τόκων,

ενώ τυχόν σχετικός ισχυρισμός της εναγόμενης ότι η εγγραφή αυτή

(και η συνακόλουθη αφετηρία της υποχρέωσης καταβολής τόκων)

γίνεται από την ημερομηνία της εξόφλησης από την Τράπεζα της

οφειλής μου απέναντι στον προμηθευτή δεν προκύπτει από την

προαναφερόμενη διατύπωση του όρου.

Άλλωστε η αοριστία και η αδιαφάνεια ΓΟΣ κρίνεται από το

περιεχόμενο και τη

διατύπωση του όρου και όχι από άλλα εξωτερικά στοιχεία που

δεν προκύπτουν από τη διατύπωση. Περαιτέρω, η υποχρέωση

του καταναλωτή να καταβάλει τόκους από προγενέστερη

ημερομηνία, από την οποία εκείνος καθυστερεί την οφειλή του,

αποτελεί υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση (περίπτωση λ της

διάταξης του άρθρου 2 § 7 του ν. 2251/1994), ενώ είναι αντίθετη

και στη δικαιολογημένη προσδοκία του καταναλωτή [για τον

οποίο υιοθετείται το λεγόμενο «ενδιάμεσο πρότυπο», βλ.

Λελεντζή, Ο έλεγχος του περιεχομένου των γενικών όρων

συναλλαγών (άρθρο 2 §§ 6 και 7 Ν. 2251/1994) κατά την

πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου, ΝοΒ 2002, 274 και

ιδίως σελ. 294 επ.] ότι, όταν εκείνος καθυστερεί την εκπλήρωση

κάποιας οφειλής του, οφείλει τόκους από την καθυστέρηση αυτή

19

Page 20: ANAKOPH kata CITIBANK 2

και όχι από προγενέστερο χρονικό σημείο. Ας σημειωθεί ότι τυχόν

ισχυρισμός της καθ ης ότι

η διατύπωση του συγκεκριμένου όρου είναι συμβατή με την ΠΔ/ΤΕ

2501/2002, όπως αυτή διευκρινίστηκε με το με αριθμό πρωτοκόλλου

199/17.03.2003 έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος, θα προβληθεί

αλυσιτελώς, αφού στο διευκρινιστικό αυτό έγγραφο αναφέρεται απλώς

ότι οι οφειλές από τη χρήση πιστωτικών καρτών εξοφλούνται από τους

κατόχους τους μεταξύ άλλων και με το σύστημα των «εντόκων

μηνιαίων καταβολών» και όχι ότι είναι επιτρεπτή η αξίωση καταβολής

τόκων σε χρονικό διάστημα πριν από το ληξιπρόθεσμο του χρέους και

πριν από την υπερημερία του οφειλέτη.

Συνεπώς δυνάμει του άκυρου αυτού όρου , από 18-11-

2002 και καθ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης,

καταβλήθηκαν αχρεωστητως χρηματικά ποσά που προέκυψαν

από τις κατά τα εκάστοτε χρονικά διαστήματα παράνομες

εγγραφές. Με τον τρόπο αυτό ο οφειλόμενος συμβατικός τόκος

καθώς και ο τόκος υπερημερίας υπολογίσθηκε κατά τρόπο

εσφαλμένο και επομένως οι παράνομες αυτές χρεώσεις

ενσωματώθηκαν στο δήθεν οφειλόμενο ποσό το οποίο κατά

τρόπο παράνομο διαμορφώθηκε σε 8.805,55 ευρω.

II . ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑ Κριτηρίων μεταβολής του

επιτοκίου ( κατ’ αναλογική ερμηνεία της 961/2007 ΠΠΡ ΑΘ) :

Ο όρος υπ αριθμ. 23,συμφωνα με τον οποίο Ο Λογαριασμός θα

χρεώνεται με συμβατικό τόκο στις περιπτώσεις τμηματικών

εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις), o οποίος υπολογίζεται με

κυμαινόμενα ετήσιο επιτόκιο ίσο σήμερα (Ιούλιος 2002) προς 16,80%

πλέον 0,6% εισφορά του Ν. 128/75, ως προς τη μη αναφορά του

προσδιορισμού του με τρόπο απολύτως ορισμένο, το οποίο

επηρεάζει το ύψους του συμβατικού επιτοκίου, το οποίο έχει

συμφωνηθεί να είναι κυμαινόμενο, δεν είναι σύμφωνος με την

ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, η οποία στο κεφάλαιο Β § 2 περίπτωση ϊν

20

Page 21: ANAKOPH kata CITIBANK 2

προβλέπει ότι η ελάχιστη ενημέρωση που οφείλουν να

παρέχουν τα πιστωτικά ιδρύματα στους συναλλασσόμενους

πριν από τη σύναψη κάποιας σύμβασης και συγκεκριμένα ως

προς τις δανειακές συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο αφορά

«...το γενικό επιτόκιο αναφοράς, σαφώς προσδιοριζόμενο με

βάση τα ισχύοντα επιτόκια των χρηματαγορών, τις περιόδους

ισχύος του, καθώς και πληροφόρηση σχετικά με βασικούς

παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει

το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως π.χ.

παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας)» (βλ.

και ΠΠΑ 961/2007).

Στην ένδικη περίπτωση απουσιάζει παντελώς από

τον εν λόγω όρο κάποιο κριτήριο σύμφωνα με το οποίο

αναπροσαρμόζεται το επιτόκιο όπως για παράδειγμα το ύψος

του παρεμβατικού επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής

Τράπεζας ως επιτοκίου αναφοράς. Κατά τα λοιπά ορίζεται ότι το

επιτόκιο θα είναι κυμαινόμενο, δίχως καμία περαιτέρω πρόβλεψη . Η

απουσία των προαναφερόμενων κριτηρίων, ως προς το σκέλος που η

μεταβολή του επιτοκίου, οδηγήσει στη μη μείωση ή αύξηση του

συμβατικού επιτοκίου (που εν προκειμένω κατά τη διάρκεια της

λειτουργίας της σύμβασης μεταβλήθηκε δυσθεώρητα) , υπάγεται στις

περιπτώσεις των per se καταχρηστικών όρων της διάταξης της

παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα στις

περιπτώσεις ε’ και ια’ (δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της

σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο και

αοριστία τιμήματος αντίστοιχα), όπως επίσης παραβιάζει και

την αρχή της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της

ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε

βάρος του καταναλωτή, αφού η απουσία των εν λόγω κριτηρίων ,

με αποτέλεσμα να μην εξειδικεύεται ούτε να αποσαφηνίζεται το

περιεχόμενο του όρου «o οποίος υπολογίζεται με κυμαινόμενα ετήσιο

επιτόκιο» , ούτε αιτιολογείται για ποιο λόγο επιτρέπεται τέτοιο

δικαίωμα στην καθ ης , με αποτέλεσμα το σκέλος αυτό του όρου

21

Page 22: ANAKOPH kata CITIBANK 2

να είναι καταχρηστικό α) ως αντίθετο στο ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 και

β) στις περιπτώσεις ε’ και ια’ της παραγράφου 7 του άρθρου 2

του ν. 2251/1994, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και της

παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, αφού επέρχεται σημαντική

ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του

καταναλωτή, από το δικαίωμα που επιφυλάσσεται στην καθ ης με την

επίκληση ανύπαρκτων άλλως αδιαφανών και αόριστων κριτηρίων

να μη μειώνει το συμβατικό επιτόκιο των πιστωτικών καρτών

ή να το αυξάνει δυσθεώρητα, τούτο δε , δίχως καν να ορίζεται

με τρόπο ορισμένο και διαφανή (ως προβλέπεται με το ΠΔ/ΤΕ

2501/2002) , ώστε ο καταναλωτής να δύναται από την

παρακολούθηση αυτού να παρακολουθεί και την αυξομείωση του

επιτοκίου της σύμβασης (βλ. και ΠΠΑ 961/2007). Αυτό, όμως, έχει

ως αποτέλεσμα και τη διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών του

καταναλωτή, ο οποίος εύλογα πιστεύει ότι το επιτόκιο, με την πάροδο

του χρόνου, με κριτήρια ορισμένα , θα κυμαίνεται αυξητικά ή

πτωτικά βάσει των συνθηκών της αγοράς (βλ. ΑΠ 430/2005,

όπ.π.). Εξάλλου τούτο αποδεικνύεται και στην πράξη , αφού

παρά του γεγονότος ότι τα τελευταία 15 χρόνια οι συνθήκες της

αγοράς και το κόστος του χρήματος ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές

(βλ. χαμηλά επιτόκια ΕΚΤ και FED, σχεδόν μηδενικό επιτόκιο

στην Ιαπωνία , χαμηλά διατραπεζικά επιτόκια , υψηλοί

ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης παγκοσμίως), καθώς επίσης υπήρξε

πολύχρονη νομισματική ισορροπία με μηδενική μεταβολή του

δείκτη τιμών καταναλωτή, παρ’ όλα αυτά , η ύπαρξη των αυτών

αόριστων και αδιαφανών κριτηρίων μεταβολής του επιτοκίου ,

επέτρεψε στην καθ’ης να μου επιβάλει επιτόκια που σε πολλές

περιπτώσεις υπερέβαιναν το διπλάσιο του ανώτατου νόμιμου

(εξωτραπεζικου)… Περαιτέρω η ΜΗ πρόβλεψη διαφανών

κριτηρίων της επέτρεψε να αυξήσει δυσθεώρητα το επιτόκιο,

(για την αναγραφόμενη στο απόσπασμα περίοδο από 30-07-

2006 έως 28-05-2010 το ετήσιο συμβατικό επιτόκιο αυξήθηκε

από 17,4% που «συμφωνήθηκε» με τη σύμβαση, στο 19,3%, ενώ

22

Page 23: ANAKOPH kata CITIBANK 2

το επιτόκιο για αναλήψεις μετρητών αυξήθηκε από 17,4% σε

20,55%)!!! Η διαφορά αυτή των 1,9 εκατοστιαίων μονάδων για

το συμβατικό επιτόκιο και των 3,15 εκατοστιαίων μονάδων για

τις αναλήψεις μετρητών επιβλήθηκε με αδιαφανή κριτήρια ως

αποτέλεσμα της παντελούς απουσίας άλλως της αοριστίας των

κριτηρίων μεταβολής του επιτοκίου (βλ. «σπουδαίος λόγος» ,

για την περίπτωση που η καθ ης επικαλεστεί ότι ως κριτήριο

μεταβολής του επιτοκίου είναι ο «σπουδαίος λόγος» που

προβλέπεται στον όρο υπ’ αριθμ. 30 όρο σύμφωνα με τον οποίο η

Τράπεζα δικαιούται να τροποποιήσει μονομερώς τους όρους της παρούσας

σύμβασης μόνο για σπουδαίο λόγο και μετά από προηγούμενη

γνωστοποίηση του περιεχομένου της τροποποίησης στον Κάτοχο με έγγραφη

ειδοποίηση ή ανακοίνωση).

Περαιτέρω στην περίπτωση που η καθης επικαλεστεί ότι η

μεταβολή του επιτοκίου συνιστά «λοιπά έξοδα και επιβαρύνσεις» τα

κριτήρια μεταβολής των οποίων προβλέπονται από τον υπ αριθμ. 23

παρ 2 όρο σύμφωνα με τον οποίο η ετήσια συνδρομή και τα λοιπά

έξοδα και επιβαρύνσεις μπορεί να αναπροσαρμόζονται από την

Τράπεζα εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος καθώς επίσης και σε

περίπτωση μεταβολής του κόστους παροχής των υπηρεσιών ή

αυξομείωσης των πρόσθετων υπηρεσιών που προσφέρονται

στον κάτοχο: Η καθ ης χρησιμοποιεί στον εν λόγω όρο ως κριτήριο

παντελώς αόριστες έννοιες όπως «ο σπουδαίος λόγος» καθώς

επίσης και η «περίπτωση μεταβολής του κόστους παροχής των

υπηρεσιών ή αυξομείωσης των πρόσθετων υπηρεσιών που

προσφέρονται στον κάτοχο». Η διατύπωση των προαναφερόμενων

κριτηρίων, ως προς το σκέλος που η μεταβολή του επιτοκίου, οδηγήσει

στη μη μείωση ή αύξηση του συμβατικού επιτοκίου , υπάγεται στις

περιπτώσεις των per se καταχρηστικών όρων της διάταξης της

παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα στις

περιπτώσεις ε’ και ια’ (δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της

σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο και

αοριστία τιμήματος αντίστοιχα), όπως επίσης παραβιάζει και

23

Page 24: ANAKOPH kata CITIBANK 2

την αρχή της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της

ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε

βάρος του καταναλωτή, αφού τα εν λόγω κριτήρια είναι αόριστα,

με αποτέλεσμα να μην εξειδικεύεται ούτε να αποσαφηνίζεται το

περιεχόμενο του όρου «σπουδαίος λόγος» και «περίπτωση

μεταβολής του κόστους παροχής των υπηρεσιών ή αυξομείωσης

των πρόσθετων υπηρεσιών που προσφέρονται στον κάτοχο» ,

ούτε αιτιολογείται για ποιο λόγο αυτά τα κριτήρια επιτρέπουν

τέτοιο δικαίωμα στην καθ ης , με αποτέλεσμα το σκέλος αυτό

του όρου να είναι καταχρηστικό α) ως αντίθετο στο ΠΔ/ΤΕ

2501/2002 και β) στις περιπτώσεις ε’ και ια’ της παραγράφου 7

του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και

της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, αφού επέρχεται σημαντική

ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του

καταναλωτή, από το δικαίωμα που επιφυλάσσεται στην καθ ης με την

επίκληση αδιαφανών και αόριστων κριτηρίων να μη μειώνει το

συμβατικό επιτόκιο των πιστωτικών καρτών ή να το αυξάνει

δυσθεώρητα, τούτο δε , δίχως καν να ορίζεται με τρόπο

ορισμένο και διαφανή (ως προβλέπεται με το ΠΔ/ΤΕ 2501/2002) ,

ώστε ο καταναλωτής να δύναται από την παρακολούθηση αυτού

να παρακολουθεί και την αυξομείωση του επιτοκίου της

σύμβασης (βλ. και ΠΠΑ 961/2007). Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα

και τη διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, ο

οποίος εύλογα πιστεύει ότι το επιτόκιο, με την πάροδο του χρόνου, με

κριτήρια ορισμένα , θα κυμαίνεται αυξητικά ή πτωτικά βάσει των

συνθηκών της αγοράς (βλ. ΑΠ 430/2005, όπ.π.).

Τα επιτόκια όμως αυτά που (κατά τον λόγο 1. I

ανακοπής) καθ υπέρβαση του νόμιμου ίσχυσαν από 16-11-

2004 και εντεύθεν επέδρασαν στη σε βάρος μου διαμόρφωση

του τελικά οφειλόμενου ποσού των 8.525,55 ευρω. Όμως τα αυτά

επιτόκια επιβλήθηκαν καταχρηστικά δυνάμει των άκυρων αυτών ΓΟΣ.

Την επιβολή των ως άνω εξοντωτικών επιτοκίων σε σχέση με τα

24

Page 25: ANAKOPH kata CITIBANK 2

ανώτατα νόμιμα επιτόκια των πιστωτικών ιδρυμάτων (όπως

αυτά ίσχυσαν και ως παρατίθενται ανωτέρω ) επέβαλε η καθ ης

ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΚΑΠΟΙΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ άλλως

με κριτήρια παντελώς αόριστα (βλ 1. II. λόγο ανακοπής) και

παρά ότι η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα

αυτά όρια, απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281) (βλ. 1. I λόγο

ανακοπής και ΑΠ 1219/01).

Τούτη όμως η ΔΙΧΩΣ κριτήρια άλλως με κριτήρια αόριστα

και σε αντίθεση με το ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 παράνομη και

καταχρηστική επιβολή υπέρμετρα υψηλού επιτοκίου που

υπερβαίνει κατά πολύ το νόμιμο συμβατικό (εξωτραπεζικο

επιτόκιο) συνεπάγεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι

ακυρωτέα, καθόσον εκδόθηκε αυτή επί τη βάσει εν μέρει άκυρης

σύμβασης παροχής πίστωσης , στην οποία αναγκάστηκα να

προσχωρήσω διότι περιέχει όρους καταχρηστικούς και συνεπώς

άκυρους, που με δέσμευαν υπέρμετρα ως ΓΟΣ, και συνεπώς το

τελικώς διαμορφωμένο χρεωστικό υπόλοιπο , διαμορφώθηκε

σε αυτό το ύψος ως απόρροια καταχρηστικής μονομερούς

επιβολής εξοντωτικού και παράνομου επιτοκίου .

Συνεπώς οι λόγοι αυτοί (1. I και II) της ανακοπής μου είναι

βάσιμοι , καθόσον, εκτίθενται στην ανακοπή μου τα στοιχεία της

ιδιότητας μου ως ανακοπτόντων και ως τελικός αποδέκτης

του σκοπού της κατάρτισης της σύμβασης, επί τη βάσει της

οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, και με βάση τα

οποία δικαιούμαι προστασίας κατά το νόμο για την προστασία

των καταναλωτών, καθώς επίσης και επειδή αναφέρονται

αφενός οι συνέπειες της ύπαρξης των ενλόγω ΓΟΣ στην εξέλιξη

της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά

οφειλόμενου ποσού , αφετέρου το αμφισβητούμενο ποσό των

8.525,55 ευρω το οποίο δεν είναι εκκαθαρισμένο διότι

διαμορφώθηκε με την καταχρηστική επιβολή δυσθεώρητα

υψηλών επιτοκίων κατά τρόπο που απαγορεύεται από το νόμο

25

Page 26: ANAKOPH kata CITIBANK 2

(ΑΚ 281) καθώς και παράνομων εγγραφών στη μηνιαία

κατάσταση λογαριασμού, λόγος για τον οποίο ο οφειλόμενος

συμβατικός και υπερημερίας τόκος υπολογίστηκε κατά τρόπο

εσφαλμένο και απολύτως δυσμενή για εμένα. Περαιτέρω , δε

δύναμαι (όπως εξάλλου δε δύναται και το δικαστήριο της ουσίας) να

προβώ κατά τρόπο επακριβή στους απαιτούμενους υπολογισμούς

προς διακρίβωση του τρόπου που τα ανωτέρω καταχρηστικώς και

παρανόμως επιβαλλόμενα επιτόκια και εγγραφές επενέργησαν στο

πληττόμενο με την παρούσα συνολικό ύψος της αμφισβητούμενης

οφειλής , τούτο δε , διότι απαιτούνται, λόγω του πλήθους των

κονδυλίων και του πολύπλοκου των αριθμητικών και λογιστικών

πράξεων, ειδικές γνώσεις της επιστήμης, λόγος για τον οποίο η

συνήθης πρακτική των δικαστηρίων είναι να διατάσουν (κατ’ άρθρα

368 επ. ΚΠολΔ) τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης προς διακρίβωση

του ακριβούς ύψους της οφειλής (σύμφωνα πάντοτε με το διατακτικό

της απόφασης) .

III . Προμήθεια επί ανάληψης μετρητών (ΑΠ 1219/01):

Έχει από το Ακυρωτικό νομολογηθεί ότι όρος που αφορά σε

προμήθεια επί ανάληψης μετρητών ανερχόμενος σε ποσοστό

επί του ποσού της ανάληψης, με ελάχιστο ποσό χρέωσης

προμήθειας είναι άκυρος. Ειδικότερα με την 2286/28-1-1994 ΠΔ/ΤΕ,

που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 21 του ν. 1266/1982,

επιτρέπεται η χρηματοδότηση φυσικών προσώπων από πιστωτικά

ιδρύματα, με τη μορφή πιστωτικής κάρτας. Διά μέσου αυτής ο κάτοχός

της προβαίνει σε αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, με την εξόφληση των

υποχρεώσεών του από το λογαριασμό της πιστωτικής κάρτας. Στην

περίπτωση που η εξόφληση του αναλαμβανομένου ποσού

γίνεται με δόσεις ή προθεσμία, πρόκειται για σύμβαση

ανοίγματος πίστωσης, που έχει το χαρακτήρα δανείου (ΑΠ

1116/1996, ο.α.). Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 1 της

1969/8-8-1991 ΠΔ/ΤΕ, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ν.

1266/1982 (ΦΕΚ 131/Α/29-8-1991), "απαγορεύεται η είσπραξη

26

Page 27: ANAKOPH kata CITIBANK 2

προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από

τα πιστωτικά ιδρύματα" . Στη ρύθμιση αυτή δεν εισάγει εξαίρεση τη

ΕΝΠΘ 524/1993, με την οποία προστέθηκε στο "Παράρτημα" της πιο

πάνω ΠΔ/ΤΕ περίπτωση "Θ".

Με αυτή απλά διευκρινίζεται ότι από τα επιτρεπόμενα, με βάση

τηνανωτέρω 1969/1991 ΠΔ/ΤΕ, έξοδα, τέλη, φόροι και προμήθειες

κοινοπρακτικών δανείων (που μόνο κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η

είσπραξη), πρέπει να περιλαμβάνονται στην ανάλυση του

μηνιαίου λογαριασμού που αποστέλλουν οι πιστωτικοί φορείς

στους κατόχους πιστωτικών καρτών και όχι ότι επιτρέπεται

ελεύθερα η είσπραξη προμήθειας για κάθε ανάληψη μετρητών

όπως άκυρος προβλέπει η καθ ης στις ένδικες συμβάσεις . Με

βάση τις σκέψεις αυτές κάθε παρόμοιος όρος είναι άκυρος τόσο

λόγω αντιθέσεώς του στο άρθ. 1 της ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 κατ`

εφαρμογή προδήλως του άρθ. 178 ΑΚ όσο και λόγω αντιθέσεως

στο άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 γιατί προκαλείται στον πελάτη

σύγχυση για το τι καλύπτει ο τόκος και η προμήθεια. Με τον τρόπο αυτό

δημιουργείται αδιαφάνεια, μη συγκρισιμότητα με αντίστοιχες παροχές

άλλων τραπεζών και μη ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού.

Εξάλλου , μετά τη δημοσίευση αυτής της Αποφάσεως

(1219/01 ΑΠ) , το σύνολο των τραπεζών προέβησαν στην προς

«συμμόρφωση» τροποποίηση του αυτού όρου , με

αντικατάσταση της λέξης «προμήθεια» επί του ποσού της

ανάληψης σε «διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα» είτε επί του

ποσού της ανάληψης είτε με εφάπαξ χρέωση …

Ο όρος αυτός σύμφωνα με τον οποίο «οι αναλήψεις μετρητών

επιβαρύνονται , με διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα για την

επεξεργασία και εκτέλεσή τους που ανέρχεται σε ποσοστό 3% επί του

ποσού που αναλαμβάνεται με ελάχιστο ποσό 3 ευρω», που δεν

περιλαμβάνει σταθερά ποσά ως επιβάρυνση για την ανάληψη

χρηματικών ποσών μέσω πιστωτικών καρτών, δεν

συμμορφώνεται καταρχήν με την Απόφαση 178/19.07.2004 της

27

Page 28: ANAKOPH kata CITIBANK 2

Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων, η οποία

επιτάσσει την «όχι κατ` αναλογικό τρόπο, αλλά σε σταθερό, κατά

περίπτωση, ποσό» είσπραξη αμοιβής για την ανάληψη

μετρητών μέσω πιστωτικών καρτών (βλ. και την ΑΠ 1219/2001,

όπ.π., η οποία έκρινε καταχρηστικό τον όρο που σε περίπτωση ανάληψης

μετρητών μέσω πιστωτικών καρτών επέβαλε προμήθεια ύψους 3% επί

του ποσού της ανάληψης), ωστόσο, η ίδια Απόφαση επιτάσσει τα

ποσά αυτά της επιβάρυνσης των κατόχων πιστωτικής κάρτας

που αναλαμβάνουν μετρητά να δικαιολογούνται «από τη φύση

και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας» (§ 3 περίπτωση α της

Απόφασης).

Δευτερευόντως (έξοδα για την ανάληψη μετρητών , βλ. και

961/2007 ΠΠΡ ΑΘ) :

Σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 21 όρο , η κάθε ανάληψη μετρητών

υπόκειται σε διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα για την επεξεργασία και

εκτέλεσή τους που ανέρχονται σε 3,52 ευρώ. Εάν η ανάληψη μετρητών

πραγματοποιείται σε ΑΤΜ άλλων τραπεζών, το ποσό των εξόδων ανέρχεται σε

5,00 ευρώ ανά ανάληψη, λόγω και της διαμεσολάβησης τρίτων φορέων..

Στην προκείμενη περίπτωση, η είσπραξη των χρηματικών

ποσών που αναφέρει ο επίμαχος όρος δε δικαιολογούνται από τη φύση

και το είδος της υπηρεσίας αυτής, αφού η αιτιολογία επιβάρυνσης του

κατόχου πιστωτικής κάρτας με τα προαναφερόμενα ποσά (3,52 και 5

ευρώ αν η ανάληψη πραγματοποιείται από ΑΤΜ άλλης τράπεζας ευρω,

για κάθε ανάληψη μετρητών) ως προς το σκέλος της που αφορά τη

μερική κάλυψη των σχετικών λειτουργικών εξόδων της Τράπεζας είναι

τελείως αόριστη, αφού δεν συγκεκριμενοποιούνται και δεν

εξειδικεύονται ποια είναι αυτά τα λειτουργικά έξοδα και αν το

ύψος τους δικαιολογεί τη συγκεκριμένη χρέωση. Η διατύπωση «

διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα για την για την επεξεργασία και εκτέλεσή

τους αλλά και λόγω της διαμεσολάβησης τρίτου φορέα» είναι παντελώς

αόριστη αφού δεν εξειδικεύεται ούτε αναλύεται ποια ακριβώς είναι «τα

διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα» , σε τι ποσό ή ποσοστό επί της χρέωσης

των 3,52 ή 5 ευρω ανέρχονται ανά συναλλαγή, σε τι ακριβώς συνίσταται η

28

Page 29: ANAKOPH kata CITIBANK 2

«για την επεξεργασία και εκτέλεσή τους» (δίχως περαιτέρω εξειδίκευση

πρόκειται για όρο παντελώς γενικόλογο, αόριστο και ακατανόητο), ποια η

διαφοροποίηση των εξόδων για την «για την επεξεργασία και εκτέλεσή τους»

με τα «διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα» και σε τι ακριβώς συνίσταται η

«διαμεσολάβηση τρίτου φορέα » . Περαιτέρω δεν εξειδικεύεται ποιο είναι το

επιμέρους ποσό ή ποσοστό από τα 5 ευρω που καταβάλλεται στον τρίτο

φορέα για τη διαμεσολάβηση του , ποιο το επιμέρους ποσό ή ποσοστό από

τα 5 ευρω που καταβάλλεται για την «την επεξεργασία και εκτέλεσή τους»

και ποιο για τα υπόλοιπα «διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα». Επομένως,

με βάση όλα τα προαναφερόμενα, ο όρος αυτός δε συμβιβάζεται με

την εν λόγω Απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και

Πιστωτικών Θεμάτων, αφού δεν υπάρχει επαρκής

δικαιολογητικός λόγος για τη χρέωση αυτών των ποσών, με

αποτέλεσμα αυτή η χρέωση να αποτελεί προμήθεια (όπως

συμβαίνει στην ένδικη περίπτωση καθώς επίσης και στην

επικαλούμενη απόφαση όπου η εκεί εναγόμενη έχει

προκαθορίσει το ύψος της , με εφάπαξ χρέωση σε κάθε

συναλλαγή) - βλ. για τα χαρακτηριστικά της προμήθειας, ΕφΑθ

5253/2003, ΧρΙΔ 2004, 134), η οποία απαγορεύεται ρητά από το

κεφάλαιο ΣΤ της ΠΔ/ΤΕ 2051/2002.

Εξάλλου, με το να πραγματοποιείται επιπλέον χρέωση στους κατόχους

πιστωτικών καρτών, οι οποίοι αναλαμβάνουν μετρητά, παρόλο που με

τη χρήση της πιστωτικής κάρτας επιβάλλεται σε αυτούς τόκος,

παραβιάζεται και η γενική ρήτρα της § 6 του άρθρου 2 του ν.

2251/1994, αφού έτσι διαταράσσεται ουσιωδώς η ισορροπία

δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε βάρος του καταναλωτή,

ενώ διαψεύδονται και οι δικαιολογημένες προσδοκίες του, επειδή

εύλογα εκείνος θεωρεί ότι η μόνη επιβάρυνση που εκείνος υφίσταται

από τη χρήση της πιστωτικής κάρτας είναι η υποχρέωση καταβολής

τόκων και όχι και άλλη επιπλέον εφάπαξ χρέωση από την ανάληψη

μετρητών.

Ομοίως έκρινε ως προς το σκέλος των «λειτουργικών εξόδων»

για την ανάληψη μετρητών και η ΑΠ 652/2010 σύμφωνα με την

οποία, η είσπραξη από την τράπεζα των πιο πάνω χρηματικών ποσών

29

Page 30: ANAKOPH kata CITIBANK 2

δεν δικαιολογούνται από τη φύση και το είδος της παρεχόμενης

υπηρεσίας αυτής, όπως επιτάσσει η υπ' αρ. 178/19-7-2004 απόφαση της

Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων, δεδομένου ότι η

αιτιολογία επιβάρυνσης του κατόχου πιστωτικής κάρτας με τα ποσά

αυτά, είναι τελείως αόριστη, εφόσον η εναγομένη απλώς επικαλείται

έξοδα για την τροφοδοσία των ΑΤΜ, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη και

εξειδικευμένη αναφορά ως προς τα έξοδα αυτά, ώστε να κριθεί αν το

ύψος αυτών δικαιολογεί τη συγκεκριμένη χρέωση και επί πλέον

προβάλλεται ως λόγος χρέωσης οι τελείως αόριστες έννοιες της

διατήρησης και ανάπτυξης του δικτύου. Σε κάθε όμως περίπτωση, η

συνεχής τροφοδοσία των ΑΤΜ, αποτελεί υποχρέωση της εναγομένης

έναντι του καταναλωτικού κοινού, εφόσον αυτή τα εκμεταλλεύεται ως

μέσον συναλλαγής, ώστε να αποσυμφορούνται τα ταμεία της και τη

συνακόλουθη εξοικονόμηση δαπανών από αυτή, ο δε κάτοχος της

πιστωτικής κάρτας βαρύνεται σε κάθε περίπτωση, με την καταβολή

τόκων για κάθε συναλλαγή στην οποία τη χρησιμοποιεί. Έτσι, ο ΓΟΣ

αυτός δεν είναι σύμφωνος, ούτε με την πιο πάνω απόφαση, με

αποτέλεσμα η χρέωση αυτή να αποτελεί προμήθεια, αφού έχει

προκαθορισθεί το ύψος της, χρεώνεται εφάπαξ σε κάθε συναλλαγή του

κατόχου και είναι ανεξάρτητη από τους τόκους και τα άλλα έξοδα που

επιβάλλονται στους χρήστες πιστωτικών καρτών, ως προμήθεια δε

απαγορεύεται ρητά από την υπ' αρ. 2501/31-10-2002 ΠΔ/ΤΕ.

Συνακόλουθα, ο σχετικός αυτός όρος της συμβάσεως , ο

οποίος επιβάλει επιβάρυνση με τα προαναφερόμενα χρηματικά

ποσά επί της κάθε ανάληψης μετρητών είναι άκυρος ως

καταχρηστικός.

Συνεπώς, δυνάμει της μη νόμιμης χρέωσής μου με ποσά

3,52 και 5 ευρω για κάθε ανάληψη μετρητών μέσω των ATM για

δήθεν διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα για την διεκπεραίωση της

συναλλαγής, την ηλεκτρονική διαπραγμάτευση και επεξεργασία της αλλά και

λόγω της διαμεσολάβησης τρίτου φορέα , από 18-11-2002 και καθ όλη

τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης, καταβλήθηκαν

30

Page 31: ANAKOPH kata CITIBANK 2

αχρεωστητως χρηματικά ποσά που προέκυψαν αθροιστικά από

τις επιβαλλόμενες παράνομες χρεώσεις των 3,52 και 5 ευρω για

κάθε ανάληψη , οι οποίες ενσωματώθηκαν στο δήθεν αιτούμενο

οφειλόμενο ποσό, το οποίο κατά τρόπο παράνομο

διαμορφώθηκε σε 8.805,55 ευρω.

Εξάλλου , σε εφαρμογή του άκυρου αυτού όρου των ΓΟΣ

(έξοδα ανάληψης μετρητών υπολογιζόμενα επί της κάθε

ανάληψης ) χρεώθηκαν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της

σύμβασης χρηματικά ποσά που αφορούσαν σε έξοδα αναλήψεως

μετρητών το ύψος των οποίων όμως δεν δύναμαι να

προσδιορίσω , για το λόγο ότι τα ποσά αυτά δεν εμπεριέχονται

στα αντίγραφα των αποσπασμάτων των βιβλίων της τραπέζης

δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη. Για τον

ανωτέρω λόγο , ήδη από 14-12-2010 (αμέσως δηλαδή μετά την

κοινοποίηση της Διαταγής Πληρωμής και την ανάθεση της υπόθεσης

στον πληρεξούσιο δικηγόρο μου), αιτήθηκα με εξώδικη διαμαρτυρία

μου με δήλωση και πρόσκληση απευθυνόμενη προς την καθ

ης , αντίγραφο όλων των λογαριασμών , ώστε να προσδιορίσω

επ’ ακριβώς το αυτό ποσό. Εφ’ όσων η καθ ης μου γνωστοποιήσει τα

αιτούμενα ως άνω στοιχεία , θα προτείνω με τρόπο πιο ορισμένο τον

αυτό λόγο ανακοπής πράγμα που μπορεί να προταθεί μόνο με

πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του

δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο

συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον

ημέρες πριν από τη συζήτηση (ΑΠ 1610/2000 ΕΕΝ 2002.325, ΑΠ

1616/2000 ΕΕΝ 2002.437, ΑΠ 1538/2000 ΑρχΝ 53.912). Σε

διαφορετική ήτοι της μη γνωστοποίησης των κρίσιμων αυτών

στοιχείων , ο αυτός λόγος της ανακοπής μου πρέπει να γίνει

δεκτός λόγω της αποστέρησής με υπαιτιότητα της καθ ης του

δικαιώματός μου της ανταπόδειξης.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι παράνομες και

καταχρηστικές αυτές χρεώσεις που επιβλήθηκαν κατ εφαρμογή

31

Page 32: ANAKOPH kata CITIBANK 2

άκυρου ΓΟΣ κατά παράβαση της Απόφασης 178/19.07.2004

της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων , του

άρθ. 1 της ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 κατ` εφαρμογή προδήλως του άρθ.

178 ΑΚ όσο και λόγω αντιθέσεως στο άρθρο 2 παρ. 6 Ν.

2251/1994 , επέδρασαν στη διαμόρφωση του τελικά

οφειλόμενου ποσού.

Η ύπαρξη όμως αυτών των χρεώσεων συνεπάγεται ότι η

προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, καθόσον

εκδόθηκε αυτή επί τη βάσει εν μέρει άκυρης σύμβασης παροχής

πίστωσης , στην οποία αναγκάστηκα να προσχωρήσω διότι περιέχει

όρους καταχρηστικούς και συνεπώς άκυρους, που με δέσμευαν

υπέρμετρα ως ΓΟΣ, καθόσον προέβλεπαν ότι το εκάστοτε χρεωστικό

υπόλοιπο και άρα τα τελικώς διαμορφωμένα πληττόμενα

χρεωπιστωτικα κονδύλια διαμορφώθηκαν ως απορία ΓΟΣ περί

ποσοστιαίας προμήθειας επί αναλήψεων μετρητών που κατά την

πάγια όμως στάση της νομολογίας είναι άκυροι.

Συμφώνως με τα ανωτέρω, ο λόγος αυτός της ανακοπής μου

είναι βάσιμος , καθόσον, εκτίθενται στην ανακοπή μου τα στοιχεία

της ιδιότητας μου ως ανακοπτόντων και ως τελικός

αποδέκτης του σκοπού της κατάρτισης της σύμβασης, επί τη

βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, και με

βάση τα οποία δικαιούμαι προστασίας κατά το νόμο για την

προστασία των καταναλωτών, καθώς επίσης και επειδή

αναφέρονται αφενός οι συνέπειες της ύπαρξης του ενλόγω ΓΟΣ

στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του

τελικά οφειλόμενου ποσού , αφετέρου το αμφισβητούμενο ποσό

των 8.805,55 ευρω όπως αυτό διαμορφώθηκε με την

καταχρηστική επιβολή προμηθειών επί αναλήψεων μετρητών,

που όμως το συνολικό ύψος αυτών δεν δύναμαι κατά το χρόνο

σύνταξης της παρούσης να προσδιορίσω . Περαιτέρω , δεν

δύναμαι (όπως εξάλλου δε δύναται και το δικαστήριο της ουσίας) να

προβώ κατά τρόπο αναλυτικό στους ακριβείς υπολογισμούς προς

διακρίβωση του τρόπου που οι ανωτέρω χρεώσεις επενέργησαν στο

32

Page 33: ANAKOPH kata CITIBANK 2

πληττόμενο με την παρούσα συνολικό ύψος της αμφισβητούμενης

οφειλής , τούτο δε , διότι απαιτούνται, λόγω του πλήθους των

κονδυλίων και του πολύπλοκου των αριθμητικών και λογιστικών

πράξεων, ειδικές γνώσεις της επιστήμης, λόγος για τον οποίο η

συνήθης πρακτική των δικαστηρίων είναι να διατάσουν (κατ’ άρθρα

368 επ. ΚΠολΔ) τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προς διακρίβωση

του ακριβούς ύψους της οφειλής (σύμφωνα πάντοτε με το διατακτικό

της απόφασης) .

IV . Εφάπαξ χρέωση 5% επί του ποσού κάθε μιας υπέρβασης του

ανώτατου μηνιαίου ορίου συναλλαγών

Σύμφωνα με τον όρο υπ’ αριθμ. 22 , σε περίπτωση υπέρβασης του

Πιστωτικού Ορίου, το οποίο καθορίζεται από την Τράπεζα, ο Κάτοχος

υποχρεούται να εξοφλήσει το υπερβάλλον ποσό μέσα στην προθεσμία που θα

του ορίσει η Τράπεζα. Σε περίπτωση υπέρβασης του ανώτατου Μηνιαίου Ορίου

Συναλλαγών, το οποίο επίσης καθορίζεται από την Τράπεζα, ο λογαριασμός

του Κατόχου επιβαρύνεται με 5% εφάπαξ επί του ποσού της κάθε μιας

υπέρβασης.

Το να πραγματοποιείται επιπλέον χρέωση και μάλιστα επαχθής

ύψους 5% για το ποσό της κάθε μιας υπέρβασης στους κατόχους

πιστωτικών καρτών, οι οποίοι υπερβαίνουν το ανώτατο όριο

συναλλαγών, παρόλο που με τη χρήση της πιστωτικής κάρτας

επιβάλλεται σε αυτούς τόκος, παραβιάζεται και η γενική ρήτρα της § 6

του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, αφού έτσι διαταράσσεται ουσιωδώς η

ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών σε βάρος του

καταναλωτή, ενώ διαψεύδονται και οι δικαιολογημένες προσδοκίες του,

επειδή εύλογα εκείνος θεωρεί ότι η μόνη επιβάρυνση που εκείνος

υφίσταται από τη χρήση της πιστωτικής κάρτας είναι η υποχρέωση

καταβολής τόκων και όχι και άλλη επιπλέον εφάπαξ χρέωση από την

ανάληψη μετρητών.

33

Page 34: ANAKOPH kata CITIBANK 2

Συνακόλουθα, ο σχετικός αυτός όρος της συμβάσεως , ο

οποίος επιβάλει επιβάρυνση με τα προαναφερόμενα χρηματικά

ποσά επί της κάθε ανάληψης μετρητών είναι άκυρος ως

καταχρηστικός.

Συνεπώς, δυνάμει της μη νόμιμης χρέωσής μου με ποσά που

υπολογίστηκαν βάσει του 5% για κάθε μια υπέρβαση του

ανώτατου ορίου μηνιαίων συναλλαγών, από 16-11-2004 και καθ

όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης, καταβλήθηκαν

αχρεωστητως χρηματικά ποσά που προέκυψαν αθροιστικά από

τις επιβαλλόμενες παράνομες αυτές χρεώσεις του 5% για κάθε

μια υπέρβαση του ανώτατου ορίου μηνιαίων συναλλαγών, οι

οποίες ενσωματώθηκαν στο δήθεν αιτούμενο οφειλόμενο ποσό,

το οποίο κατά τρόπο παράνομο διαμορφώθηκε σε 3.922,59

ευρω.

Εξάλλου , σε εφαρμογή του άκυρου αυτού όρου των ΓΟΣ

(επιβάρυνση με 5% εφάπαξ επί του ποσού της κάθε μιας

υπέρβασης) χρεώθηκαν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της

σύμβασης χρηματικά ποσά το ύψος των οποίων όμως δεν

δύναμαι να προσδιορίσω , για το λόγο ότι τα ποσά αυτά δεν

εμπεριέχονται στα αντίγραφα των αποσπασμάτων των βιβλίων

της τραπέζης δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη.

Για τον ανωτέρω λόγο , ήδη από 29-11-2010 (αμέσως δηλαδή μετά την

κοινοποίηση της Διαταγής Πληρωμής), αιτήθηκα με εξώδικη

διαμαρτυρία μου με δήλωση και πρόσκληση απευθυνόμενη

προς την καθ ης , αντίγραφο όλων των λογαριασμών , ώστε να

προσδιορίσω επ’ ακριβώς το αυτό ποσό. Εφ’ όσων η καθ ης μου

γνωστοποιήσει τα αιτούμενα ως άνω στοιχεία , θα προτείνω με τρόπο

πιο ορισμένο τον αυτό λόγο ανακοπής πράγμα που μπορεί να

προταθεί μόνο με πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη

γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή,

κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο

34

Page 35: ANAKOPH kata CITIBANK 2

οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση (ΑΠ 1610/2000 ΕΕΝ

2002.325, ΑΠ 1616/2000 ΕΕΝ 2002.437, ΑΠ 1538/2000 ΑρχΝ 53.912).

Σε διαφορετική ήτοι της μη γνωστοποίησης των κρίσιμων

αυτών στοιχείων , ο αυτός λόγος της ανακοπής μου πρέπει να

γίνει δεκτός λόγω της αποστέρησής με υπαιτιότητα της καθ ης

του δικαιώματός μου της ανταπόδειξης.

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι παράνομες και

καταχρηστικές αυτές χρεώσεις που επιβλήθηκαν κατ εφαρμογή

άκυρου ΓΟΣ κατά παράβαση του άρθρου 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994

, επέδρασαν στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού.

Η ύπαρξη όμως αυτών των χρεώσεων συνεπάγεται ότι η

προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, καθόσον

εκδόθηκε αυτή επί τη βάσει εν μέρει άκυρης σύμβασης παροχής

πίστωσης , στην οποία αναγκάστηκα να προσχωρήσω διότι περιέχει

όρους καταχρηστικούς και συνεπώς άκυρους, που με δέσμευαν

υπέρμετρα ως ΓΟΣ, καθόσον προέβλεπαν ότι το εκάστοτε χρεωστικό

υπόλοιπο και άρα τα τελικώς διαμορφωμένα πληττόμενα

χρεωπιστωτικα κονδύλια διαμορφώθηκαν ως απορία ΓΟΣ περί

ποσοστιαίας προμήθειας επί αναλήψεων μετρητών που κατά την

πάγια όμως στάση της νομολογίας είναι άκυροι.

Συμφώνως με τα ανωτέρω, ο λόγος αυτός της ανακοπής μου

είναι βάσιμος , καθόσον, εκτίθενται στην ανακοπή μου τα στοιχεία

της ιδιότητας μου ως ανακοπτόντων και ως τελικός

αποδέκτης του σκοπού της κατάρτισης της σύμβασης, επί τη

βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, και με

βάση τα οποία δικαιούμαι προστασίας κατά το νόμο για την

προστασία των καταναλωτών, καθώς επίσης και επειδή

αναφέρονται αφενός οι συνέπειες της ύπαρξης του ενλόγω ΓΟΣ

στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του

τελικά οφειλόμενου ποσού , αφετέρου το αμφισβητούμενο ποσό

των 8.805,55 ευρω όπως αυτό διαμορφώθηκε με την

καταχρηστική επιβολή προμηθειών επί αναλήψεων μετρητών,

που όμως το συνολικό ύψος αυτών δεν δύναμαι κατά το χρόνο

35

Page 36: ANAKOPH kata CITIBANK 2

σύνταξης της παρούσης να προσδιορίσω . Περαιτέρω , δεν

δύναμαι (όπως εξάλλου δε δύναται και το δικαστήριο της ουσίας) να

προβώ κατά τρόπο αναλυτικό στους ακριβείς υπολογισμούς προς

διακρίβωση του τρόπου που οι ανωτέρω χρεώσεις επενέργησαν στο

πληττόμενο με την παρούσα συνολικό ύψος της αμφισβητούμενης

οφειλής , τούτο δε , διότι απαιτούνται, λόγω του πλήθους των

κονδυλίων και του πολύπλοκου των αριθμητικών και λογιστικών

πράξεων, ειδικές γνώσεις της επιστήμης, λόγος για τον οποίο η

συνήθης πρακτική των δικαστηρίων είναι να διατάσουν (κατ’ άρθρα

368 επ. ΚΠολΔ) τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προς διακρίβωση

του ακριβούς ύψους της οφειλής (σύμφωνα πάντοτε με το διατακτικό

της απόφασης) .

Από όλα τα ανωτέρω ήτοι από τους υπό στοιχεία 1. I , II , III και IV

αναφερόμενους λόγους αποδεικνύεται ότι η απαίτηση της καθ ης είναι

μη εκκαθαρισμένη, περαιτέρω είναι αόριστη, η δε Δ/γη Πληρωμής

εκδόθηκε επί τη βάσει άκυρων όρων της σύμβασης και άρα

ενόψει της υποχρέωσης της καθ ής η ανακοπή για τον επανακαθορισμό

της οφειλής μας , δέον όπως η πληττόμενη Δ/γη να ΑΚΥΡΩΘΕΙ

ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΚΥΡΟ ΜΟΝΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ,

ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΑΤΑΣΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ, για

τον ακόλουθους 2 και 3 λόγους :

2. Ένσταση του αρθ. 181 (ακυρότητα μέρους επιφέρει

την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης αν συνάγεται ότι δεν

θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος).

Κατά το αρθ. 181 ΑΚ , η ακυρότητα κάποιου όρου της σύμβασης

συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου μέρους αυτής και όχι

ολόκληρης, εκτός αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί

χωρίς το άκυρο μέρος (181 Α.Κ.).

Κατά τα ανωτέρω , η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές

μέρος είναι ισχυρή, εκτός αν συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχει-

36

Page 37: ANAKOPH kata CITIBANK 2

ρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος αλλ' απέβλεπαν σ'

αυτή ως ε νιαίο αδιάσπαστο σύνολο (Βαθρακοκοιλης αρθ. 181 σελ

773). Στην προκείμενη περίπτωση πρόκειται για αναζήτηση κατά το

χρόνο της κατάρτισης της υποθετικής βούλησης των μερών,

δηλαδή της βούλησης που θα είχαν αυτά αν γνώριζαν την

ακυρότητα του μέ ρους και όχι για ερμηνεία της βούλησης τους αφού

αυτή είναι δεδομένη ότι κατευθυνόταν στη σύναψη της όλης

δικαιοπραξίας (Βαθρακοκοιλης αρθ. 181 σελ 773) . Προϋποτίθεται

συνεπώς άγνοια των μερών, κατά το χρόνο σύναψης της

δικαιοπραξίας, της ακυρότη τας του μέρους γιατί αν τη γνώριζαν, η

γνώση τους υποδηλώνει βούληση για τη ισχύ του άκυρου μέρους και

συνεπώς η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο μέρος είναι ισχυρή, χωρίς

την επίκληση του άνω κανόνα.

Από τα στοιχεία (1 I έως III) καταδείχτηκε η ακυρότητα των εδώ

αναφερόμενων όρων της επίδικης συμβάσης. Τούτα κρίθηκαν με την

1219/2001 ΑΠ και κατέστησαν στην καθ ης γνωστά , ήδη από

τις 22 Ιουνίου 2001 (ημερομηνία δημοσίευσης της ΑΠ 1219/2001).

Όσον αφορά εμένα , την ακυρότητα των εδώ αναφερόμενων όρων

αμφότερων των συμβάσεων , αγνοούσα μέχρι και το χρόνο της

καταγγελίας τους, όποτε και απευθύνθηκα στον πληρεξούσιο

δικηγόρο μου από τον οποίο έλαβα γνώση. Το γεγονός της

ανυπαιτιας άγνοιας των εδώ ακυροτήτων είναι για τον κοινό

μέσο άνθρωπο αυτονόητο , αφού για τον απλό πολίτη είναι

αδιανόητο να παρακολουθεί στενά τη νομολογία , καθώς επίσης

ακόμη και «αν κάτι πήρε το αυτί του» περί ακύρωσης ΓΟΣ ,

αδιανόητο είναι να κατανοήσει τους αυτούς δυσνόητους

νομικούς και οικονομικούς όρους (όπως λ.χ γιατί ο υπολογισμός

του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της

διαφάνειας , τι είναι η εισφορά του ν. 128/1975 και ποιες οι

προϋποθέσεις της σύννομης μετακύλισης της στον καταναλωτή , τι

είναι τραπεζικός και τι ο εξωτραπεζικος τόκος , ποια η έκταση των

εφαρμοστέων διατάξεων του νόμου κλπ) . Συνεπώς η «γνώση» του

37

Page 38: ANAKOPH kata CITIBANK 2

πολίτη επ αυτών των δυσνόητων οικονομικών και νομικών

εννοιών , δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό, ότι επέρχεται κατά

το χρόνο που λόγω της ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης θα

απευθυνθεί σε δικηγόρο. Περαιτέρω, η έννομη τάξη μας δεν θα

ανεχόταν την υποχρέωση της -σε μηνιαία βάση- πρόσληψης από

το δανειολήπτη, δικηγόρου που θα παρακολουθεί το δελτίο

νομοθεσίας και νομολογίας και να γνωμοδοτεί (σε μηνιαία βάση)

για το σύννομο ή μη των ΓΟΣ , διότι το κόστος για το

δανειολήπτη, θα υπερέβαινε κατά πολύ το κόστος εξυπηρέτησης

του ίδιου του δανείου , πιθανά δε και της συνολικής πίστωσης…

Προκύπτει δηλαδή στην ένδικη περίπτωση , ότι κατά το χρόνο

που συνηφθη η σύμβαση (18-11-2002) , το άκυρο των εδώ

αναφερόμενων (1 I έως ΙV) όρων της, είχε κριθεί από τον ΑΠ και

άρα τις αυτές ακυρότητες η καθ ης τις γνώριζε για το λόγο ότι

το περιεχόμενο της ΑΠ 1219/01 ποσω μάλλον που σε εκείνη τη

δίκη η καθ ης ΗΤΑΝ ΔΙΑΔΙΚΟΣ!!!

Από τα διδάγματα της κοινής πείρας για τον τρόπο που οι

τράπεζες επιβάλουν τους ΓΟΣ («παρ το όπως είναι ή άφησέ

το» ) , συνάγεται σαφώς ότι η σύναψη της σύμβασης δεν θα

είχε επιχειρηθεί (ιδίως από την τράπεζα) χωρίς το άκυρο μέρος ,

γεγονός το οποίο και επικαλούμαι . Δεδομένης της φύσεως των

ΓΟΣ οι οποίοι είναι πάντοτε προδιατυπωμένοι , πόσο μάλλον αυτών που

προδιατυπωνουν οι τράπεζες , καθίσταται σαφές , ότι οι τράπεζες

αποσκοπούν στη σύναψη της σύμβασης ως ενιαίο σύνολο , μη

επιδεχόμενων επ αυτού καμίας διαπραγμάτευσης και συνεπώς

συνάγεται με βεβαιότητα ότι η καθ ης δεν θα είχε επιχειρήσει

τη σύναψη της σύμβασης χωρίς το άκυρο μέρος.

Κατά τα ανωτέρω , η δικαιοπραξία κατά το υπόλοιπο αυτοτελές

μέρος δεν είναι ισχυρή, διότι συνάγεται ότι τα μέρη δε θα επιχει-

ρούσαμε τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος αλλά –ιδίως η καθ ης

- απέβλεπε σ' αυτή ως ε νιαίο αδιάσπαστο σύνολο . Η

σκέψη αυτή διατυπώνεται πανηγυρικά στο σκεπτικό όλων των

αποφάσεων δικαστηρίων. Παραθέτω ενδεικτικά το σκεπτικό της

38

Page 39: ANAKOPH kata CITIBANK 2

31919/2007 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ σύμφωνα με το οποίο: «…στο χώρο των

τραπεζικών συναλλαγών η ανάγκη προστασίας της συμβατικής

ισορροπίας και διασφάλισης της δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης των

αντισυμβαλλομένων των τραπεζών είναι ιδιαίτερα έκδηλη, λόγω της

οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής ή αλλιώς της

εξουσιαστικής θέσης των τραπεζών, οι οποίες κατά κανόνα

επιβάλλουν μονομερώς στους ασθενέστερους

αντισυμβαλλόμενους τους, στη βάση του "πάρε το ή άφησε

το" , την κατάρτιση τυποποιημένων συμβάσεων με

προδιατυπωμένους από τις ίδιες (ή από τρίτους για

λογαριασμό τους) γενικούς όρους ».

Η διακρίβωση της κατά το χρόνο της σύναψης της

δικαιοπραξίας «υποτιθέμενης» βούλησης των μερών» (και ιδίως

της καθ ης) , συνάγεται με βεβαιότητα από τα περιστατικά όπως

αυτά καταδεικνύονται από την επί σειρά ετών συμπεριφορά

των τραπεζών ήτοι τη διαχρονική πλέον πρακτική της

μονομερούς και άνευ διαπραγμάτευσης επιβολής -

άκυρων ως επί το πλείστον- ΓΟΣ χωρίς τους οποίους οι

τράπεζες αρνούνται να συμβληθούν με τους

δανειολήπτες. Περαιτέρω, η «υποτιθέμενη» βούληση της καθ ης

συνάγεται και από το σκοπό που επιδιώκει που δεν είναι άλλος από το

εμπορικό κέρδος.

Στην προκείμενη μάλιστα περίπτωση δεν απαιτείται καν να

αναζητηθεί η κατά το χρόνο της κατάρτισης υποθετική

βούληση των μερών, δηλαδή η βούληση που θα είχαμε αν

γνωρίζαμε την ακυρότητα του μέ ρους των συμβάσεων γιατί

απλά η βούληση δεν είναι υποθετική , αλλά βεβαία. Εκτός του

ότι αυτή (βούληση) προκύπτει από τη διαχρονική πρακτική των

συνθηκών που οι τράπεζες συμβάλλονται με τους καταναλωτές (πάρ

το ή άφησέ το) , καταδεικνύεται πασίδηλα και από την ένδικη

συμπεριφορά της καθ ης για τον εξής λόγο: γιατί ενώ η καθ ης

ήδη από διετίας γνώριζε την ΑΠ 1219/01 και άρα γνώριζε ότι

39

Page 40: ANAKOPH kata CITIBANK 2

μου επιβάλει σύμβαση με ΓΟΣ που από το Ανώτατο Δικαστήριο

έχουν κριθεί άκυροι, παρ όλα αυτά μου επέβαλε τη σύμβαση ως

ενιαίο σύνολο που χωρίς τους άκυρους όρους δεν θα

επιχειρούσε τη σύναψή της , ως και τελικά έπραξε.

3 . Δεδικασμένο υπέρ του συνόλου των καταναλωτών με

διάταξη νόμου:

Σύμφωνα με αρθ. 10 παρ. 16 περ. δ του Ν 3587/2007 περί

Προστασίας καταναλωτών (Τροπ. Ν.2251/94. Αρθ.18 Μη κατάσχεση Α`

κατοικίας για δάνειο) , «Η ένωση καταναλωτών μπορεί να ζητήσει,

επιπλέον την αναγνώριση του δικαιώματος αποκατάστασης της ζημίας

που υφίστανται οι καταναλωτές από την παράνομη συμπεριφορά» .

Κατά τον παρ. 20 του ίδιου αρθ. «Συλλογικές αγωγές των περιπτώσεων

α` και β` της παραγράφου 16 δικάζονται κατά τη διαδικασία της

εκούσιας δικαιοδοσίας, στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο. Το

δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης.

Οι έννομες συνέπειες που προκύπτουν από την απόφαση αυτή

ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι. Το

δεδικασμένο απόφασης που δέχεται εν όλω ή εν μέρει αγωγή

της περίπτωσης δ` της παραγράφου 16 ισχύει και υπέρ των

ζημιωθέντων καταναλωτών, έστω και αν αυτοί δεν είχαν

συμμετάσχει στη σχετική δίκη. Εφόσον καταστεί αμετάκλητη η

δικαστική απόφαση επί συλλογικής αγωγής της περίπτωσης δ` της

παραγράφου 16, ο ζημιωθείς καταναλωτής μπορεί, με βάση την

απόφαση αυτή, να γνωστοποιήσει εγγράφως στον προμηθευτή, κατά

του οποίου εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, την απαίτηση του,

αναφέροντας τα στοιχεία που την προσδιορίζουν. Μετά την άπρακτη

παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την έγγραφη γνωστοποίηση, ο

καταναλωτής, εφόσον δεν ικανοποιηθεί, μπορεί να ζητήσει την έκδοση

διαταγής πληρωμής για την απαίτηση του από το δικαστήριο, εφόσον

αυτή είναι εκκαθαρισμένη ή μπορεί ευχερώς να εκκαθαριστεί. Η

απαίτηση αποδεικνύεται και με κάθε ιδιωτικό έγγραφο το οποίο, ως εκ

40

Page 41: ANAKOPH kata CITIBANK 2

του είδους ή της συνήθειας της συναλλαγής, χορηγείται ως απόδειξη

στους καταναλωτές.

Τα ανωτέρω πανηγυρικά διατυπώνονται και στο

σκεπτικό της ΕΑ 5253/2003 στην οποία ενάγουσα ήταν η Ένωση

καταναλωτών ΕΚΠΟΙΖΩ και εναγομένη η τραπεζική εταιρία με την

επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ της ΕΛΛΑΔΟΣ». Παραπονούμενη η

δεύτερη κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης που έκανε δεκτή την

αγωγή , προέβαλε στην ενώπιον του εφετείου δίκη τον ισχυρισμό ,

ότι καταχρηστικώς «η ενάγουσα δεν στράφηκε και εναντίον

άλλων τραπεζών που χρησιμοποιούν τους ίδιους όρους γενικών

συναλλαγών» αλλά στράφηκε μόνον κατά αυτής…. Επ αυτού του

ισχυρισμού το εφετείο απεφάνθη ότι «άλλωστε, κατά το

άρθρο 10 παρ. 12 του ν. 2251/94, η απόφαση παράγει

τα αποτελέσματά της έναντι πάντων και αν δεν ήταν

διάδικοι και επομένως όσα αυτή καθορίζει ισχύουν και

για τις άλλες τράπεζες».

Προς την ίδια ως άνω κατεύθυνση ήτοι της επέκτασης της

ισχύος των αμετάκλητων αποφάσεων στο σύνολο του

τραπεζικού συστήματος κινείται και η από 25 Ιουνίου 2008

Ζ1 – 798 Υ.Α η οποία λαμβάνοντας υπόψη τις αποφάσεις υπ’ αριθ

430/05 και 1219/01 του Αρείου Πάγου, 5253/03, και 6291/00 του

Εφετείου Αθηνών καθώς και 1119/02 και 1208/98 του

Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί

αμετάκλητες, καθώς και την απόφαση υπ΄ αριθ 961/07 του

Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στο μέρος που έχει καταστεί

αμετάκλητη , και το γεγονός ότι οι συνέπειες του

δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων έχουν

41

Page 42: ANAKOPH kata CITIBANK 2

ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη

λειτουργία της αγοράς και την προστασία των

καταναλωτών , αποφασίζει την «Την απαγόρευση αναγραφής

των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί ως

καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί

αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που

συνάπτουν τα Πιστωτικά Ιδρύματα με τους

καταναλωτές», παραθέτοντας το σύνολο των ΓΟΣ που έχουν

κριθεί ως άκυροι , παραλείποντας όμως έναν: τον ΓΟΣ

που προβλέπει επιτόκια που υπερβαίνουν το νόμιμο

όπως αυτά κρίθηκαν με την ΑΠ 1219/2001 (!!!)

(«εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους

στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη

κοινωνικοοικονομική σημασία και ν` αφορούν και τις

τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός

σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των

τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια

των εξωτραπεζικών. Έτσι η συμφωνία για επιτόκια που

υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται

από το νόμο (ΑΚ 281)»)…

Το δεδικασμένο αποτελεί αιτία δημιουργίας ή

απόσβεσης του δικαιώματος:

Περαιτέρω κατ αναλογική εφαρμογή της ως άνω αρθ. 10

παρ. 20 του Ν 3587/2007 περί Προστασίας καταναλωτών οι μη

διάδικοι καταναλωτές (ως την ένδικη περίπτωση είμαι εγώ)

εξομοιουνται με την ταυτότητα των διαδίκων του αρθ. 324

ΚΠολΔ και άρα τις προϋποθέσεις και την έκταση του

δεδικασμένου . Από την αναλογική εφαρμογή και ερμηνεία των

διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324 και 331 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει

ότι, από τελεσίδικη απόφαση παράγεται δεδικασμένο και όταν

το αντικείμενο της νέας δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων

42

Page 43: ANAKOPH kata CITIBANK 2

προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο που προηγήθηκε, έχει

όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος

που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Τούτο συμβαίνει όταν στη νέα

δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο

νομικό ζήτημα με αυτό που κρίθηκε στην προηγούμενη δίκη

(ΑΠ 395/2008).

Ομοίως συμβαίνει με τη δικαιολογητική σχέση και το

νομικό λόγο που κρίθηκε στην παρατιθεμενη 1219/01 ΑΠ

απόφαση επί ομαδικής αγωγής που άσκησε η Ένωση Καταναλωτών

σε σχέση με την παρούσα δίκη (στρεφόμενης κατά της

προσβαλλόμενης Δ/γης Πληρωμής) της οποίας η δικαιολογητική

σχέση και το νομικό ζήτημα είναι το ίδιο .

Εξάλλου κατά την ουσιαστική θεωρία η τελεσίδικη απόφαση

αποτελεί το πραγματικό στο οποίο ο νόμος συνάπτει τη

δημιουργία ή την απόσβεση του δικαιώματος (ΑΠ 125/69 ΝοΒ

17/810 , ΑΠ 477/59 ΝοΒ 8/184), δηλαδή το δεδικασμένο αποτελεί

αιτία δημιουργίας ή απόσβεσης του δικαιώματος το οποίο υπάρχει

πράγματι ή λαθεμένα αναγνωρίστηκε ως υπαρκτό. Κατά τη θεωρία

αυτή το δεδικασμένο ανήκει στο ουσιαστικό δίκαιο, γιατί συνιστά

αποκλειστική ή πρόσθετη αιτία δημιουργίας ή απόσβεσης των

δικαιωμάτων. Εξάλλου κατά τη θεωρία του αμάχητου τεκμηρίου, το

δεδικασμένο αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για το ότι η νομική

κατάσταση που αντικειμενικώς υφίσταται ταυτίζεται με εκείνη

που διαγνώστηκε με την απόφαση και δεν δημιουργεί το

δικαίωμα εκ νέου (Βλ. Κονδύλη 131, 136-137)" Την θεωρία αυτή, που

κρίνεται ορθότερη, αποδεχόταν ρητώς η προίσχύσασα ΠολΔ (273 αρ

3) (Βαθρακοκοιλης αρθ. 321 σελ 460).

Σύμφωνα με τα ανωτέρω από το δεδικασμένο των εδώ

παρατιθεμενων τελεσίδικων και αμετάκλητων αποφάσεων και

ιδίως της ΑΠ 1219/01 ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ Η ΚΑΘ ΗΣ ΗΤΑΝ ΔΙΑΔΙΚΟΣ

έχει ήδη κριθεί το ύψος του νόμιμου ποσοστού του

συμβατικού τόκου και του τόκου υπερημερίας καθώς και

43

Page 44: ANAKOPH kata CITIBANK 2

ζητήματα που αφορούν στο σύννομο ή μη των προμηθειών ,

το σύννομο του τρόπου εγγραφής των χρεώσεων και

συνακόλουθα ο υπολογισμός του χρόνο έναρξης της

τοκοφοριας , καθώς και το μη σύννομο των «εξόδων» επί

ανάληψης μετρητών , ενώ κατά το υπερβάλλον (το οποίο

σύμφωνα με την καθ ης συνιστά νόμιμη απαίτηση της) ,

συνιστά – κατά την ουσιαστική θεωρία- απόσβεση του

δικαιώματος που η καθ ης «λαθεμένα» θεώρησε ως υπαρκτό ,

ενώ -κατά τη θεωρία του αμάχητου τεκμηρίου- το

δεδικασμένο που δημιουργήθηκε με τις εδώ παρατιθεμενες

αποφάσεις αποτελεί αμάχητο τεκμήριο για το ότι η νομική

κατάσταση που αντικειμενικώς υφίσταται ταυτίζεται με εκείνη

που διαγνώστηκε με τις παρατιθεμενες αποφάσεις (μια εξ

αυτών η ΑΠ 1219/01 και άρα δεν δημιουργεί για την καθ ης το

δικαίωμα εκ νέου ).

Το δεδικασμένο ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση

έκδοσης Δ/γης Πληρωμής:

Περαιτέρω το δεδικασμένο λειτουργεί ως αρνητική

διαδικαστική προϋπόθεση γι αυτό η νέα αγωγή που ασκείται,

παρά την ύπαρξη του, απορρίπτεται ως απαράδεκτη (βλ

Κονδύλη , 118, Μπέη, 1296 επ, ΑΠ 125/69 ΝοΒ 17/810). Η

απόρριψη της δεύτερης αγωγής ως απαράδεκτης, δηλαδή χωρίς

την κατ' ουσία έρευνα αυτής προσδίδει στην απορριπτική

απόφαση όχι ουσιαστικό περιεχόμενο αλλά τυπικό, δηλαδή

πρόκειται για απόφαση που απορ ρίπτει την αγωγή για τυπικούς

λόγους. (Βαθρακοκοιλης αρθ. 321ΚΠολΔ σελ 461).

Συνεπώς κατ αναλογική ερμηνεία και εφαρμογή

αυτών, το δεδικασμένο λειτουργεί εδώ ως αρνητική

διαδικαστική προϋπόθεση για την έκδοση Δ/γης

Πληρωμής γι αυτό η τυχόν έκδοση της , παρά την

ύπαρξη του , είναι άκυρη. Άρα η προβολή στη δίκη της

44

Page 45: ANAKOPH kata CITIBANK 2

ανακοπής της ένστασης του δεδικασμένου , εφ όσον

διαπιστωθεί από το δικαστήριο ότι η Δ/γη

ενσωματώνει κονδύλια κατά παραβίαση των όρων και

της έκτασης του δεδικασμένου , τότε ακυρώνει τη

Δ/γη Πληρωμής (στο σύνολό της) , χωρίς δηλαδή την

κατ' ουσία έρευνα των κονδυλίων αυτής αφού

προσδίδει στην ακυρωτική απόφαση όχι ουσιαστικό

περιεχόμενο αλλά τυπικό, δηλαδή πρόκειται για

απόφαση που δέχεται την ανακοπή για τυπικούς

λόγους (ύπαρξη δεδικασμένου).

Συνεπώς έκδοση Δ/γης Πληρωμής δεν μπορεί να χωρήσει

για απαιτήσεις που προκύπτουν από όρους σύμβασης για την

ακυρότητα των οποίων υπάρχει δεδικασμένο και άρα ο

δικαστής στον οποίο απευθύνεται η αίτηση για έκδοση Δ/γης

Πληρωμής από σύμβαση οι όροι της οποίας έχουν με

τελεσίδικη ή αμετάκλητη απόφαση κριθεί ως άκυροι , πρέπει ,

αφού προηγουμένως ελέγξει τα θεμελιώδη στοιχεία που

διαμορφώνουν την απαίτηση ήτοι το ποσοστό του

επιβαλλόμενου επιτοκίου καθ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας

της σύμβασης, του τόκου υπερημερίας, την αναλυτική

παράθεση των κονδυλίων ώστε να διαπιστωθεί αν υπάρχουν

χρεώσεις ως προμήθεια ή έξοδα επί αναλήψεως μετρητών (όπως

αυτά δεν αναγράφονται πλην όμως ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ αναγράφονται στα

προσκομιζόμενα αποσπάσματα των βιβλίων της τράπεζας) και

εφ΄οσον διαπιστώσει ότι ενσωματώνουν απαίτηση κατά

παραβίαση των όρων και της έκτασης του δεδικασμένου ,

πρέπει είτε να εφαρμόσει την παρ. 1 του αρθ. 628 ΚΠολΔ ,

άλλως την 629 ΚΠολΔ… (βλ και Σκαλίδη, ΕΕμπΔ 26/367). Επί

εφαρμογής της 629 ΚΠολΔ ο αιτών, ως προς το μέρος που απορρίφθηκε

η αίτηση , μπορεί ενόψει της παραπομπής από την υπόψη διάταξη στο

άρθρα 628 παρ 3, ή να ασκήσει αγωγή ή να επανέλθει με νέα

45

Page 46: ANAKOPH kata CITIBANK 2

αίτηση (βελτιωμένη-νόμιμη), γιατί δεν δημιουργείται με αυτή δε-

δικασμένο, αφού δεν έχει το χαρακτήρα απόφασης.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω και με βάση την έκταση του

δεδικασμένου των εδώ παρατιθεμενων αναγνωριστικών αποφάσεων

όπως αυτό προβλέπεται από αρθ. 10 παρ. 20 του Ν 3587/2007 , αντί

να είμαι εγώ ο επιτιθέμενος και ο επιδιωκων την έκδοση Δ/γης

Πληρωμής κατά της καθ ης για χρεώσεις που προκύπτουν από άκυρους

ΓΟΣ , βρίσκομαι σήμερα αμυνόμενος ως ανακόπτων Δ/γη πληρωμής που

ενσωματώνει μέρος της απαίτησης που έλκει τη γένεση του από Γ.Ο.Σ

που -με ισχύ δεδικασμένου έναντι της καθ ης- έχουν τελεσιδίκως

κριθεί ως άκυροι!!!!

4. Ένσταση καταχρηστικής άσκησης «δικαιώματος»

(ΑΚ 281).

Σύμφωνα με τα ανωτέρω η ένσταση καταχρηστικής

άσκησης του δικαιώματος με την έκδοση Δ/γης Πληρωμής, δεν

μπορεί εν προκειμένω να προβληθεί , λόγω της ύπαρξης του

δεδικασμένου. Αναφέρομαι βεβαίως στο «δικαίωμα» κατά το

μέρος της απαίτησης που αφορά στο υπερβάλλον του νόμιμου .

Για αυτό το (πέραν του νομίμου) δικαίωμα , η ΑΚ 281 δεν θα

είχε εφαρμογή διότι η προβολή της προϋποθέτει την ύπαρξη

δικαιώματος γεγονός που στην ένδικη περίπτωση δεν υφίσταται

αφού – κατά την ουσιαστική θεωρία- έχει επέλθει η από το

δεδικασμένο απόσβεση του δικαιώματος που η καθ ης λαθεμένα

θεώρησε ως υπαρκτό ενώ κατά τη θεωρία του αμάχητου

τεκμηρίου πρόκειται για ανύπαρκτο δικαίωμα (το δεδικασμένο

δεν δημιουργεί για την καθ ης το δικαίωμα εκ νέου).

Άρα η καθ ης εξακολουθεί να έχει νόμιμη εναντίον μου

απαίτηση , η οποία όμως θα διαμορφωθεί αν από το

ενσωματωμένο στη Δ/γη πληρωμής ποσό , αφαιρεθεί όποιο

κονδύλιο προέρχεται από άκυρο ΓΟΣ.

46

Page 47: ANAKOPH kata CITIBANK 2

Όμως , η ΣΥΝΟΛΙΚΗ άσκηση του «δικαιώματος» της καθ

ης δηλαδή η άσκηση του καθ όσον αφορά τόσο το νόμιμο

όσο και το παράνομο μέρος , που επιδιώκεται με την έκδοση

Δ/γης πληρωμής ΚΑΙ ΟΧΙ α) με έκδοση Δ/γης πληρωμής χωρίς

όμως τα κονδύλια που προκύπτουν τους από ΓΟΣ που με δύναμη

δεδικασμένου έχουν κριθεί άκυροι ή β) με την άσκηση τακτικής

αγωγής , συνάγεται ότι ασκείται άκρως καταχρηστικώς (κατ

αρθ. ΑΚ 281) αφού η έκδοση Δ/γης συνιστά επαχθέστατη για

εμένα συνέπεια , διότι τα προσωπικά και οικονομικά στοιχεία

μου , θα εισαχθούν (για αυτή την οφειλή μου) στη βάση

δεδομένων Σ.Ο.Σ (Σύστημα Οικονομικής Συμπεριφοράς) που

τηρεί το Ν.Π με την επωνυμία «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ» με τις γνωστές

συνέπειες…

Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος

απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή

πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του

δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η

άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, η προφανής υπέρβαση των

ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή

κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος πρέπει να προκύπτει είτε από τη

συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, είτε από την πραγματική

κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν

ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη

γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη

ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής

αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η με την άσκηση του

δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε ή η με

αυτήν πρόκληση στον υπόχρεο επαχθών, όχι δε κατ` ανάγκη και

αφόρητων, συνεπειών, θα πρέπει, με γνώμονα την καλή πίστη και τα

χρηστά ήθη, να μην είναι ανεκτή, ώστε, μετά και από αντιστάθμισή

τους προς το συμφέρον που η άσκηση αυτή εξυπηρετεί, να κρίνεται

επιβεβλημένη, προς αποτροπή των επαχθών για τον υπόχρεο

συνεπειών, η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος.

47

Page 48: ANAKOPH kata CITIBANK 2

Εξάλλου , η ύπαρξη των άκυρων ΓΟΣ δεν επιφέρει γενική

ακυρότητα της σύμβασης, αλλά μόνον του μέρους στο οποίο

επιδρούν , πλην όμως ως ανωτέρω προεκτεθη (βλ υπό στοιχείο 2

λόγο ανακοπής) επειδή εδώ συνάγεται ότι η σύναψη της

σύμβασης δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος , η

ακυρότητα μέρους επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της

σύμβασης. Περαιτέρω κατά τον υπό στοιχείο 3 λόγο ανακοπής η

καθ ης δεσμεύεται από το δεδικασμένο ,λόγος για τον οποίο

ακυρώνεται η Δ/γη Πληρωμής (στο σύνολό της) , χωρίς δηλαδή

την κατ' ουσία έρευνα των κονδυλίων αυτής αφού προσδίδει

στην ακυρωτική απόφαση όχι ουσιαστικό περιεχόμενο αλλά

τυπικό, δηλαδή πρόκειται για απόφαση που δέχεται την

ανακοπή για τυπικούς λόγους (ύπαρξη δεδικασμένου).

Άρα δεν τίθεται καν θέμα της από εμένα

υποβολής αιτήματος πραγματογνωμοσύνης (κατ άρθρο

368 παρ. 2 ΚΠολΔ ) προς διακρίβωση του ύψους της ένδικης οφειλής

λόγω του πλήθους των κονδυλίων και του πολύπλοκου των αριθμητικών

και λογιστικών πράξεων. Και αυτό γιατί ακόμα και αν υποτεθεί ότι

παραβλέπονται οι λόγοι 2 , 3 και 4 της ανακοπής μου και αυτή

γινόταν εν μέρει δεκτή και το δικαστήριο διτασε

πραγματογνωμοσύνη κατόπιν της οποίας θα μειωνόταν η

συνολική απαίτηση της καθ ης , τούτο όχι μόνον δεν θα

συνιστούσε για εμένα ωφέλεια , αλλά αντίθετα θα συνιστούσε

επαχθέστατη συνέπεια , αφού τα στοιχεία της ταυτότητάς

μου , θα έχουν εντωμεταξύ εισαχθεί (για αυτή την οφειλή μου)

στη βάση δεδομένων Σ.Ο.Σ (Σύστημα Οικονομικής

Συμπεριφοράς) που τηρεί το Ν.Π με την επωνυμία «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ

ΑΕ» (λόγος για τον οποίο εξάλλου επιδιώκω την ακύρωση και

εξαφάνιση της πληττόμενης Δ/γης στο σύνολό της).

Εξ άλλου το δικαστήριο θα μπορούσε (είτε αυτεπάγγελτα είτε

κατόπιν αιτήματός μου) να διατάξει τη διενέργεια

48

Page 49: ANAKOPH kata CITIBANK 2

πραγματογνωμοσύνης . Αυτό όμως θα ήταν ορθό μόνο εφ’

όσων η καθ ης επιδίωκε την έκδοση Δ/γης πληρωμής

για το νόμιμο μόνο μέρος της απαίτησής της και όχι

συνολικά.

Συμπερασματικά , η επαχθής συνέπεια της εισαγωγής του

οφειλέτη στη βάση δεδομένων της Τειρεσίας ΑΕ ως συνέπεια της

άσκησης καταχρηστικώς του ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ δικαιώματος της καθ ης

από άκυρη εν μέρει σύμβαση με έκδοση Δ/γης Πληρωμής δεν

επέρχεται : α) αν η απόφαση επί της ανακοπής ακυρώσει στο

σύνολό της τη Δ/γη Πληρωμής που εκδίδεται μετά από αίτηση

που ενσωματώνει ΣΥΝΟΛΙΚΑ τόσο το νόμιμο όσο και το μη

νόμιμο της απαίτησης ή β) αν ο δανειστής επιδίωκε μεν την

έκδοση Δγης Πληρωμής από σύμβαση που -έχει από το Ακυρωτικό κριθεί

ότι- εμπεριέχει άκυρους ΓΟΣ αλλά στην αίτηση προς έκδοση Δ/γης δεν

περιλάμβανε ότι έχει κριθεί ως άκυρο , η γ) επιδιώξει δικαστικά την

είσπραξη της απαίτησης δια της άσκησης τακτικής αγωγής

περιλαμβάνοντας σε αυτή ότι κονδύλιο η καθ ης θεωρεί νομιζόμενο

δικαίωμα….. Στην περίπτωση δηλαδή της άσκησης αγωγής , με την

εκδοθείσα απόφαση θα μειωθεί η αρχική απαίτηση καθ ο μέρος αφορά

τα ποσά που προκύπτουν από άκυρους ΓΟΣ (ως δηλαδή θα συνέβαινε

και με την απόφαση επί ανακοπής χωρίς τους 2 , 3 και 4 λόγους της

παρούσης) , δίχως όμως να επέρχεται για τον οφειλέτη η

επαχθέστατη συνέπεια της εισαγωγής των στοιχείων του στο

Σ.Ο.Σ της Τειρεσίας ΑΕ .

Τέλος συμπληρωματικά με τα ανωτέρω , η προηγούμενη

γνώση του αιτούντος την έκδοση Δ/γης Πληρωμής περί της

υπάρξεως δεδικασμένου καθώς και η γνώση των όρων αυτού

και η παρά ταύτα ταυτόχρονη απευθυνση αιτήματος προς το

δικαστή για έκδοση Δ/γης Πληρωμής δίχως όμως με την

αίτηση να περιορίζει την απαίτηση σύμφωνα με τους όρους

του δεδικασμένου αλλά αντίθετα να ενσωματώνει κονδύλια που

προκύπτουν από ΓΟΣ για το άκυρο των οποίων υπάρχει

49

Page 50: ANAKOPH kata CITIBANK 2

δεδικασμένο, συνιστά την κατ αρθ. 281 ΑΚ καταχρηστική

άσκηση δικαιώματος.

5. Η πλασματική αναγνώριση χρέους (ΑΚ 873).

Σύμφωνα με τον όρο 14 , αν μέσα σε τριάντα (30) ημέρες

από τη λήψη του Μηνιαίου Λογαριασμού ή και άλλης ειδοποίησης για

την πληρωμή οφειλής σχετικής με την κάρτα ο Κάτοχος ή ο

συνοφειλέτης δεν αμφισβητήσει το σύνολο του ποσού και δεν προτείνει

τις βάσιμες αντιρρήσεις του, λογίζεται ότι αποδέχθηκε όλες τις

εγγραφές που έγιναν και τα επιμέρους κονδύλια από τη χρήση της

κάρτας καθώς κα το χρεωστικό υπόλοιπο. Ο Κάτοχος θεωρείται ότι

παρέλαβε το Μηνιαίο Λογαριασμό του, αν εντός 60 ημερών από την

ημερομηνία έκδοσης του εκάστοτε προηγούμενου δεν ειδοποιήσει

γραπτώς με απόδειξη την Τράπεζα ότι δεν έλαβε το συγκεκριμένο

Μηνιαίο Λογαριασμό, πλην όμως θα επιτρέπεται ανταπόδειξη. Κάθε

κατάσταση Μηνιαίου Λογαριασμού θα περιέχει υπόμνηση προς τον

Κάτοχο αναφορικά με την έγκαιρη προβολή αντιρρήσεων, σύμφωνα με

το παρόν άρθρο, και τις συνέπειες τις παράλειψης τους.

Ο όρος αυτός συνιστά πλασματική αφηρημένη

αναγνώριση χρέους.

Από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕμπΝ, 873 εδ. α`, 874 και

904 Α.Κ. συνάγεται ότι η σύμβαση, που ονομάζεται αφηρημένη

αναγνώριση χρέους και με την οποία γίνεται αναγνώριση χρέους, έτσι

ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους,

είναι έγκυρη αν η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως.

Ο ως άνω έγγραφος τύπος τηρείται και σε περίπτωση που γίνεται

έγγραφη συμφωνία ότι ο ένας των συμβαλλομένων θα ανακοινώσει

στον άλλον το, κατ` εκείνον, χρέος τούτου από τη βασική σχέση και, σε

περίπτωση που αυτός δεν διατυπώσει σε εκείνον σχετικές αντιρρήσεις

μέσα σε ορισμένη προθεσμία, θα λογίζεται ότι αναγνωρίζει το εν λόγω

χρέος.

50

Page 51: ANAKOPH kata CITIBANK 2

Έχει εξάλλου από το Ακυρωτικό κριθεί , ότι η συμφωνία

που προβλέπει ότι με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί

και η πλασματική αναγνώριση, που επέρχεται με την παρέλευση

της εύλογης προθεσμίας που θέτει η τράπεζα στον πιστούχο,

χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος

καταλοίπου, είναι έγκυρη, λαμβάνεται δε ως συμφωνία η οποία

προσδίδει στη σιωπή του πελάτη το νόημα αποδοχής της

πρότασης, που προέρχεται από την τράπεζα, προς κατάρτιση

σύμβασης αναγνώρισης του καταλοίπου (βλ. ΑΠ 470/2006, ΧρΙΔ

2006.638, ΑΠ 1458/2006, Δημοσ. Νόμος, Κ. Παμπούκη, Παρατηρήσεις

υπό την ΕφΠατρ 61/2004, ΕΕμπΔ 2005.91 επόμ.). Η συμφωνία αυτή δεν

συγκαταλέγεται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2

παρ. 7 του ν. 2251/1994, καθόσον δεν αποτελεί συμφωνία περί

ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στην απόλυτη κρίση

του ενός από τους συμβαλλόμενους, η οποία θα ήταν άκυρη

κατά το άρθρο 372 του ΑΚ, ούτε όμως διαταράσσει την

ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των

συμβαλλομένων μερών εις βάρος του πιστούχου, λαμβανομένου

υπόψη ότι δεν αποκλείει το δικαίωμα ανταπόδειξης, αλλά απλώς

περιορίζεται με την παρεχόμενη στον πιστούχο δυνατότητα να

αμφισβητήσει το κατάλοιπο μέσα στην ως άνω εύλογη

προθεσμία (βλ. ΑΠ 1472/2004, Δημοσ. Νόμος, Εφθεσ 117/2002, ΔΕΕ

2002.507), με ισχυρισμούς ορισμένους, που ανάγονται στα κατ`

ιδίαν κονδύλια και όχι με γενική αμφισβήτηση της ορθότητας

τήρησης των λογαριασμών ή του καταλοίπου. (ΕφΑΘ 1334/1999,

ΝοΒ 49.46, ΕφΑΘ 43/1999, ΝοΒ 47.628).

Βεβαίως η νομολογιακή αυτή θέση περί της παρελεύσεως

άπρακτης της προθεσμίας της προβολής από το δανειολήπτη

αντιρρήσεων μετά της οποίας από τη σιωπή του συνάγεται η

αποδοχή της πρότασης, που προέρχεται από την τράπεζα, προς

κατάρτιση σύμβασης αναγνώρισης του καταλοίπου , δεν

μπορεί παρά να αφορά στο πραγματικό λογιστικό

51

Page 52: ANAKOPH kata CITIBANK 2

λάθος του καταλοίπου , και όχι στη διαμόρφωση αυτού

από την επίδραση άκυρων όρων η διάγνωση της

ακυρότητας των οποίων , απαιτεί εξαντλητική

νομική και οικονομική εμβάθυνση , τούτο δε , για τους

ακόλουθους τρεις λόγους:

I . Κατ αρχήν η ερμηνεία των ΓΟΣ και ιδίως η υπαγωγή αυτών

στο νόμο , συνιστά (για κάθε νομικό) επίπονο έργο και απαιτεί υψηλού

επιπέδου επιστημονική κατάρτιση. Τούτο πανηγυρικά και μάλιστα με μια

δόση επιστημονικού ελιτισμού , αποτυπώνεται και στο διατακτικό

πολλών αποφάσεων δικαστηρίων, που καλούνται να ερμηνεύσουν τους

ΓΟΣ των τραπεζικών συμβάσεων πίστωσης. Ενδεικτικά παραθέτω μέρος

του διατακτικού της υπ’ αριθ. 31919/2007 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ σύμφωνα με το

οποίο «… πρέπει η ένδικη ανακοπή να απορριφθεί στο σύνολο της ως

αβάσιμη κατ` ουσία και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή

πληρωμής (αρθρ. 633 παρ. 1 εδ. β` του ΚΠολΔ), ενώ ένα μέρος των

δικαστικών εξόδων των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί, καθόσον,

κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου η ερμηνεία των

διατάξεων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, να

επιβληθεί δε εις βάρος των ανακοπτόντων, ως ηττηθέντων

διαδίκων, ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της καθής η

ανακοπή, κατά μερική παραδοχή του νομίμου περί τούτου αιτήματος

της (άρθρα 176 και 179 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο

διατακτικό». Γίνεται από αυτά αντιληπτό , ότι εφ’ όσον η

ερμηνεία των εδώ διατάξεων χαρακτηρίζεται από έμπειρους

νομικούς ως ιδιαίτερα δυσχερής , για τον απλό κοινό μέσο

πολίτη είναι απολύτως ακατανόητη ….

Εξάλλου την ακυρότητα των όρων των συμβάσεων που οι

πολίτες συνάπτουν με τις τράπεζες , αγνοούν τουλάχιστο μέχρι και

το χρόνο της καταγγελίας τους , όποτε και απευθύνονται σε

δικηγόρο από τον οποίο θα λάβουν γνώση της ακυρότητας. Το γεγονός

της ανυπαίτιας άγνοιας των εδώ ακυροτήτων είναι για τον

κοινό μέσο άνθρωπο αυτονόητο , αφού για τον απλό πολίτη

52

Page 53: ANAKOPH kata CITIBANK 2

είναι αδιανόητο να παρακολουθεί στενά τη νομολογία , καθώς

επίσης αδιανόητο είναι , να κατανοήσει τους αυτούς

δυσνόητους νομικούς και οικονομικούς όρους (όπως λ.χ γιατί ο

υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην

αρχή της διαφάνειας , τι είναι η εισφορά του ν. 128/1975 και ποιες οι

προϋποθέσεις της σύννομης μετακύλισης της στον καταναλωτή , τι

είναι τραπεζικός και τι ο εξωτραπεζικος τόκος , ποια η έκταση των

εφαρμοστέων διατάξεων του νόμου κλπ). Συνεπώς η «γνώση» του

πολίτη επ αυτών των δυσνόητων οικονομικών και νομικών

εννοιών , δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό ότι επέρχεται, κατά

το χρόνο που λόγω της ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης θα

απευθυνθεί σε δικηγόρο.

Περαιτέρω , η έννομη τάξη μας δεν θα μπορούσε να

ανεχθεί ότι ταυτοχρόνως με τη σύναψη της σύμβασης ο

δανειολήπτης θα έπρεπε να σύρεται (υπό την απειλή των

έννομων συνεπειών που - σε σύντομο χρόνο - παράγει ο όρος

περί πλασματικής αναγνώρισης χρέους) στην πρόσληψη

δικηγόρου , ο οποίος θα επιφορτιζόταν με το έργο της

παρακολούθησης της τυχόν ακυρότητας των όρων της

σύμβασης…

Δεν μπορεί δηλαδή να γίνει δεκτό ότι η πλασματική αναγνώριση

χρέους αφορά και στην αναγνώριση του καταλοίπου όπως αυτό

διαμορφώνεται από άκυρους ή ακυρώσιμους όρος ήτοι όπως

διαμορφώνεται από την νομική και οικονομική αλληλεπίδραση

του καταλοίπου με τους όρους της σύμβασης , τούτο δε , για τον

εξής λόγο: Προκειμένου η αμφισβήτηση του καταλοίπου να γίνει

κατά τρόπο ορισμένο , θα απαιτούνταν η πρόσληψη ενός(?)

δικηγόρου και ενός(?) οικονομολόγου … Ο πρώτος θα

επιφορτιζόταν με τη σε μηνιαία βάση παρακολούθηση του

νομολογιακού δελτίου και των σχετικών δημοσιευθέντων νόμων και

ακόλουθα , αφού εμβάθυνε στη θεωρεία και νομολογία , θα

γνωμοδοτούσε για το έγκυρο ή μη των όρων καθώς και την έκταση του

(δηλαδή θα γνωμοδοτούσε ότι λ.χ ο νόμιμος τόκος είναι 10% ενώ ο

53

Page 54: ANAKOPH kata CITIBANK 2

επιβαλλόμενος από τη σύμβαση τόκος 18% ήτοι διαφορά σε βάρος του

εντολέα του 8%). Ακόλουθα , θα προσλαμβάνονταν οικονομολόγος ο

οποίος με βάση τη γνωμοδότηση του δικηγόρου θα επιχειρούσε τη

διαμόρφωση του νόμιμου καταλοίπου του λογαριασμού. Κατόπιν τούτου

, τα σοιχεία αυτά θα έπρεπε να διαβιβασθούν στην τράπεζα (εντός της

προθεσμίας των 30 ημερών!!!!!) , ώστε με τρόπο ορισμένο , να

προέκυπτε η αμφισβήτηση!!!

Αλλά και αν ακόμη αυτό ήταν χρονικά εφικτό,

λαμβανομένου υπόψη των δεκάδων ανθρωποωρών που ο

οικονομολόγος και ιδίως ο κοινός μέσος και μη ειδικευμένος στο

αντικείμενο δικηγόρος απαιτούνταν να εργαστεί προς αυτή την

κατεύθυνση, το κόστος για τον δανειολήπτη θα υπερέβαινε όχι

απλώς τη μηνιαία δόση της τραπεζικής πίστωσης αλλά πιθανά

και το σύνολο της πίστωσης (ειδικά στις μικρές πιστώσεις )!!!!

II . Για τους λόγους αυτούς , κατά την πάγια στάση της

νομολογίας γίνεται πανηγυρικά δεκτό, ότι οι ανακόπτοντες , με την

ανακοπή τους δικαιούνται να αμφισβητήσουν τα ειδικότερα

κονδύλια που περιέχονται στα ένδικα αποσπάσματα. Παραθέτω

αυτούσιο το σκεπτικό της 31919/2007 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ σύμφωνα με την

οποία «….συνεπώς οι ανακόπτοντες δικαιούνται να

αμφισβητήσουν τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα

ένδικα αποσπάσματα, πράγμα που μπορούσε να γίνει και με

την κρινόμενη ανακοπή, με την προβολή σαφών και ορισμένων

πραγματικών ισχυρισμών, οι οποίοι, αν ανταποκρίνονταν στην

πραγματικότητα, θα οδηγούσαν σε αλλοίωση του τελικού

υπολοίπου του λογαριασμού, πράγμα που δεν έπραξαν, αρκούμενοι

σε μια γενική και αόριστη αμφισβήτηση της ορθότητας του ενλόγω

λογαριασμού».

Εξάλλου μετά την έκδοση της ΑΠ 1219/2001 , που έκρινε ότι

κάθε πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία ο πιστούχος δεν θα δικαιούνται

να αμφισβητήσει το κατάλοιπο όπως αυτό προκύπτει από τα βιβλία της

τράπεζας , είναι άκυρος σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε κατ` άρθρο

54

Page 55: ANAKOPH kata CITIBANK 2

372 του ΑΚ είτε κατ` άρθρα 2 παρ. 6 και 7 παρ. 2 περ. κζ` του ν.

2251/1994 ,λόγος για τον οποίο έκτοτε , όλες οι συμβάσεις πίστωσης

τροποποιήθηκαν και υπάρχει πλέον (άλλως πρέπει να υπάρχει) , η

συμβατική πρόβλεψη του δικαιώματος της ανταπόδειξης. Εξάλλου

τούτο ρητά προκύπτει και από τον υπ αριθμ. 14 όρο της σύμβασης

σύμφωνα με τον οποίο «…Ο Κάτοχος θεωρείται ότι παρέλαβε το

Μηνιαίο Λογαριασμό του, αν εντός 60 ημερών από την ημερομηνία

έκδοσης του εκάστοτε προηγούμενου δεν ειδοποιήσει γραπτώς με

απόδειξη την Τράπεζα ότι δεν έλαβε το συγκεκριμένο Μηνιαίο

Λογαριασμό, πλην όμως θα επιτρέπεται ανταπόδειξη. » .

III . Αναφορικά με την επιρροή της ελαττωματικότητας της

βασικής σχέσης:

Η ακυρότητα της βασικής σχέσης δεν ασκεί επιρροή στο κύρος

της αφηρημένης ενοχής. Ενστάσεις από τη βασική σχέση, ως

προαναφέρθηκε, δεν μπορούν να προβληθούν προς το σκοπό κατάλυσης

της αφηρημένης ενοχής (Βλ Ευρυγένη, ό.π. αρ 39, Λιακόπουλο, ό.π. αρ

19, Ζέπο. ό.π. 584, ΑΠ 306/66 ΝοΒ 15/19, ΕΑ 3364/80 ΝοΒ 28/1226 και

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ) . Η έλλειψη ή η ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης

δεν στερεί την αφηρημένη ενοχή από το εκπληρώσιμο και αγώγιμο της

ενοχής. Έτσι η ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης δεν

επεκτείνεται και επί της αφηρημένης ενοχής όταν είναι παράνομη (174

ΑΚ) ή αντίθετη στα χρηστά ήθη (178 ΑΚ). Ενίοτε όμως , και όπου ο

νόμος ορίζει, η ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης

επεκτείνεται και επί της αφηρημένης ενοχής, όπως στην

περίπτωση κατά την οποία δε γεννάται απαίτηση από αφηρημένη

υπόσχεση ή αναγνώριση οφειλής από παίγνιο ή στοίχημα ή όταν η

βασική σχέση είναι αισχροκερδής (179 ΑΚ) ( Βλ ΑΠ 427/65

ΝοΒ 14/292).

Προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 179

--Δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής:

55

Page 56: ANAKOPH kata CITIBANK 2

Από τα εδώ παρατιθεμενα στοιχεία και ιδίως από το

περιεχόμενο των άκυρων όρων και ιδίως της προμήθειας άλλως

εξόδων επί του ποσού της ανάληψης μετρητών καθώς και του

επιβαλλόμενου επιτοκίου που όχι απλώς υπερβαίνει αλλά σε

ορισμένες περιπτώσεις προσεγγίζει το διπλάσιο των

εξωτραπεζικών επιτοκίων (ενώ κατά την ΑΠ 1219/2001

απαγορεύεται να υπερβαίνει το δικαιοπρακτικο) προκύπτει σαφώς ότι

υπάρχει δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής η οποία υπάρχει

όταν κατά την αντίληψη, λογικού ανθρώπου, έμπειρου στις συναλλαγές,

η διαφορά της αντικειμενικής αξίας των περιουσιακών ωφελημάτων απ'

αυτή που συμφωνήθηκε υπερβαίνει το μέτρο που είναι φυσικό και

επιτρεπτό (βλ. ΑΠ 1219/01 για το μη επιτρεπτό της υπέρβασης), κατά

τη συναλλακτική καλή πίστη να κερδίζει κάποιος από οικονομική

σύμβαση με αντίστοιχη ζημία που αντισυμβαλλόμενου ΑΠ 307/93 ΝοΒ

42/982, ΑΠ 189/92 ΝοΒ 41/490, ΑΠ 882/86 ΝοΒ 35/1209, ΕΘ 454/95 Δνη

37/172, ΕΑ 6446/90 Δνη 31/1512.

--Απειρία και εκμετάλλευση αυτής προς σύναψη της

σύμβασης με στόχο το εμπορικό κέρδος.

Πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην έννοια του όρου απειρία

εντάσσεται και η έλλειψη πείρας που οφείλεται στην έλλει ψη

ειδικών γνώσεων, γιατί και η εκμετάλλευσης αυτής για την

επίτευξη της άνω δυσαναλογίας σε συγκεκριμένη δικαιοπραξία

πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται σε αντίθεση προς τα χρηστά

ήθη (Βλ. Βαθρακοκοιλης αρθ. 179 ΑΚ σελ 758).

Είμαι ασφαλιστικός σύμβουλος και εργάζομαι σε μεγάλη

ασφαλιστική εταιρία , απόφοιτος του Μαθηματικού Τμήματος

του Πανεπιστημίου Αθηνών και επομένως στερούμαι των

ειδικών γνώσεων της νομικής επιστήμης , ομοίως δε και της

επιστήμης των οικονομικών. Κατά τη σύναψη της σύμβασης αν και

η καθ ης γνώριζε την ύπαρξη και το περιεχόμενο της ΑΠ 1219/01 και

των άλλων παρατιθεμενων εδώ αποφάσεων και επομένως γνώριζε την

ακυρότητα των ΓΟΣ που μου επέβαλε , παρ όλα αυτά κατά την πάγια

56

Page 57: ANAKOPH kata CITIBANK 2

πρακτική των τραπεζών («ή υπογράφεις τη σύμβαση ως έχει ή δεν σου

δίνω δάνειο») μου επέβαλε τους άκυρους ΓΟΣ , εκμεταλλευόμενη προς

τούτο την απειρία μου περί τα νομικά και οικονομικά , με

αποτέλεσμα να συνηφθουν οι -με φανερή δυσαναλογία παροχής και

αντιπαροχής- επίδικες συμβάσεις και να υποστώ υπέρμετρη σε σχέση με

την παροχή περιουσιακή βλάβη. Την ανωτέρω έλλει ψη ειδικών

γνώσεών μου, την οποία εκμεταλλεύτηκε η καθ ης για την

επίτευξη της άνω δυσαναλογίας στη συγκεκριμένη δικαιοπραξία

η οποία βρίσκεται σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη την

εκμεταλλεύτηκε, προκειμένου να αποκομίσει δυσθεώρητα υψηλό

σε σχέση με τη παροχή εμπορικό κέρδος (αισχροκέρδεια). Το

γεγονός ότι εγώ απευθύνθηκα στην καθ ης για τη σύναψη της σύμβασης

δεν επηρεάζει , αφού είναι ανεξάρτητο από το ποιος είχε την

πρωτοβουλία κατάρτισης της σύμβασης (βλ. Βαθρακοκοίλης αρθ. 179

ΑΚ σελ 759).

Επομένως πληρούνται στην ένδικη περίπτωση οι προϋποθέσεις

εφαρμογής της ΑΚ 179 ήτοι η συνδρομή αθροιστικά των τριών

στοιχείων α) της φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και

αντιπαροχής, β) ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του άλλου

συμβαλλομένου και γ) της εκμετάλλευσης της ανάγκης κουφότητας ή

απειρίας του άλλου ΑΠ 1356/98 Δνη 40/303, ΑΠ 52/96 Δνη 37/1327, ΑΠ

1177/94 ΕΕΝ 1995/688, ΑΠ 1435/95 ΕΕΝ 1997/260, ΑΠ 307/93 Δνη

35/1295, ΝοΒ 42/982, ΑΠ 1094/93 Δνη 35/1298, ΑΠ 733/93 Δνη 36/106,

ΑΠ 582/93 Δνη 35/1100, ΑΠ 982/92 ΝοΒ 41/874, ΑΠ 1750/91 Δνη

34/592, ΑΠ 566/89 Δνη 32/96, ΑΠ 958/88 Δνη 30/1345, ΑΠ 1140/87 ΝοΒ

36/1603, ΑΠ 288/87 Δνη 29/365, ΑΠ 763/86 ΝοΒ 35/741, ΑΠ 992/86 ΝοΒ

35/1226 ΑΠ 416/75 ΝοΒ 23/1173, ΑΠ 912/75 ΝοΒ 24/254, ΑΠ 36/75 ΝοΒ

23/872, ΑΠ 432/71 ΝοΒ 19/1127, ΑΠ 559/68 ΝοΒ 17/165, ΑΠ 570/67 ΝοΒ

16/170, ΑΠ 29/68 ΝοΒ 16/395, ΑΠ 280/68 ΝοΒ 16/815, ΑΠ 710/64 ΝοΒ

13/485, ΑΠ 768/64 ΝοΒ 13/619, ΑΠ 7/67, 62/67, 235/67 ΝοΒ 15/636,

742, 990, ΑΠ 685/63).

Επειδή με βάση όλα τά παραπάνω δέον όπως η

57

Page 58: ANAKOPH kata CITIBANK 2

προσβαλλόμενη με την παρούσα Διαταγή Πληρωμής ακυρωθεί άλλως

εξαφανισθεί .

Επειδή η παρούσα Ανακοπή μου ασκείται νόμιμα και

εμπρόθεσμα .

Επειδή είναι βάσιμοι όλοι οι ισχυρισμοί της παρούσης

λόγος για τον οποίο η Δ/γη Πληρωμής είναι άκυρη στο σύνολό

της , αφού όλοι οι ισχυρισμοί και οι ενστάσεις προσβάλουν το

κύρος αυτής στο σύνολό της , ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ

ΑΙΤΟΥΜΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ

ΔΙΑΤΑΧΘΕΙ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

και με την ρητή επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου

Ζ Η Τ Ω

Να γίνει δεκτή η παρούσα υπό κρίση Ανακοπή μου καθ όλο αυτής

το αιτητικό.

Να ακυρωθεί άλλως εξαφανισθεί η με αριθμό ………./2010

Διαταγή Πληρωμής της κας Ειρηνοδίκου Αθηνών ……………………… , και

Να καταδικασθεί η καθ ής στην εν γένει δικαστική μου

δαπάνη.-

Αθήνα 15 Δεκεμβρίου

2010

Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

58

Page 59: ANAKOPH kata CITIBANK 2

59

Page 60: ANAKOPH kata CITIBANK 2

60