An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

64
Τμήμα Βιολογίας Τομέας Οικολογίας και Ταξινομικής Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιων Αθηνών ΑΘΗΝΑ 2011

description

A research of mycophilic fungi and parasite of fungi in greek mushrooms

Transcript of An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Page 1: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Τμήμα ΒιολογίαςΤομέας Οικολογίας και Ταξινομικής

Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιων Αθηνών

ΑΘΗΝΑ 2011

Page 2: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή σελ.1

• Γενικά για τους Μύκητες σελ. 1 o Ταξινόμηση μυκήτων σελ. 1 o Οικολογία των μυκήτων σελ. 2

• Μυκητόφιλοι μύκητες σελ. 3 o Είδη σχέσης μυκητόφιλου μύκητα και ξενιστή σελ. 4 o Φυσιολογία σχέσης ξενιστή-μυκητόφιλου μύκητα σελ. 5 o Δευτερογενείς μεταβολίτες σελ. 7 o Εξάπλωση σελ. 7 o Λειχηνόφιλοι μύκητες σελ.8 o Μυκητόφιλοι μύκητες σε βασιδιοκάρπια (SCIF) σελ. 8 o Ιδιαίτεροι ξενιστές σελ. 9 o Ποικιλότητα σελ. 9 o Εφαρμογές στον βιοέλεγχο σελ. 10 o Αξιοποίηση δευτερογενών μεταβολιτών σελ. 12

• Υλικά και μέθοδοι σελ. 14 • Αποτελέσματα σελ. 16

o Cladobotryum dendroides σελ. 17 o Cladobotryum verticillatum σελ. 19 o Cladobotryum varium σελ. 21 o Cladobotrym sp. σελ. 23 o Cladobotrym sp. σελ. 25 o Cladobotrym sp. σελ. 27 o Cladobotrym sp. σελ. 29 o Cladobotrym sp. σελ. 31 o Sepedonium microspermum σελ. 33 o Sepedonium ampullosporum σελ. 37 o Mycogone sp. σελ. 39 o Mortierella hyalina σελ. 41 o Spinellus fusiger σελ. 43 o Syzygites megalocarpus σελ. 45 o Collybia tuberosα σελ. 47

• Συζήτηση-Συμπεράσματα σελ. 49 o Mycogone σελ. 52 o Sepedonium σελ. 53 o Cladobotryum σελ. 54 o Zygomycota σελ. 55 o Basidiomycota σελ. 55 o Ξενιστές σελ. 55 o Νέα δεδομένα σελ. 56 o Συγκεντρωτικός πίνακας σελ. 58

Page 3: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Πρόλογος

Θα ήταν ίσως πιο ταιριαστό να το χαρακτηρίσω επίλογο. Μετά από σχεδόν 8 χρόνια, με την

κατάθεση αυτών των σελίδων κλείνω το κεφάλαιο της φοιτητικής μου ζωής. Και ενώ μπορεί

να έπρεπε να είναι επιτέλους η στιγμή για να κάνω έναν απολογισμό της φοιτητικής μου

καριέρας, θα προτιμήσω απλά μέσα από αυτόν τον επίλογο να πω ευχαριστώ. Υπήρξα

τυχερός που είχα μια εκπληκτική οικογένεια, που ανέχθηκε το καπρίτσιο μου να

αντιμετωπίσω το βιολογικό με τους δικούς μου ρυθμούς. Υπήρξα τυχερός που έιχα φίλους,

που μαζί διαμορφώσαμε την εικόνα για τους ρυθμούς αυτούς. Υπήρξα τυχερός, που όταν

αυτοί οι ρυθμοί είχαν αποτύχει, βρέθηκαν δύο ανθρωποι που έγιναν για μένα κίνητρο και

στήριγμα. Ο Δημήτρης (ο Φλούδας) και η επιβλέπουσα καθηγήτρια μου κ. Ζάπη (Γκόνου).

Και τότε επίτέλους κατάλαβα. Κατάλαβα πως έπρεπε να είναι οι πανεπιστημιακοί

δάσκαλοι, πως πρέπει να είναι οι φοιτητές, τι σημαίνει αγάπη για την δουλειά μου, τι

σημαίνει ομαδικό πνεύμα, τι σημαίνει τελικά πανεπιστήμιο. Δυστυχώς είμαι από τους

λίγους προνομιούχους που γνώρισαν τέτοιους ανθρώπους, που βρέθηκα σε ένα

εργαστήριο που οι καθηγητές, οι διδακτορικοί και οι φοιτητές μπορούσαν να συνυπάρξουν,

να συνεργαστούν, να συνεννοηθούν και να παράγουν. Βρέθηκα σε ένα εργαστήριο που

συνδύασε την δουλειά και την παραγωγικότητα με το ανθρώπινο και το ευχάριστο κλίμα.

Μέσα σε αυτά τα χρόνια απέκτησα φίλους σε αυτό το εργαστήριο και πάνω από όλα ένα

χώρο, που τον θεωρώ οικείο, με ανθρώπους που εκτιμώ και σέβομαι απεριόριστα, και που

μου θύμισαν αυτό που το πανεπιστήμιο είχε κοντέψει να με κάνει να ξεχάσω. Πόσο αγαπώ

την επιστήμη, πόσο αγαπώ την Βιολογία και τον επιστημονικό τρόπο σκέψης, κα πως δεν

πρέπει να διαχωρίζεται ποτέ ο καλός δάσκαλος από τον καλό άνθρωπο. Πλέον, γνωρίζοντας

πως θέλω το πανεπιστήμιο, πως θέλω τους καθηγητές, ο στόχος μου είναι πιο ξεκάθαρος

από ποτέ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ τους γονείς μου, τον αδερφό μου, τους φίλους μου, τον

Πάνο, τη Μαίρη, την Μαρίνα, την Νάνσυ, την Μήνα, τον Σπύρο, τον Δημήτρη, τους

Θανάσηδες, την Κατερίνα, την Λιολιό, την κ. Καψανάκη και κυρίως την κ. Ζάπη. Υπήρξατε

για μένα 3 από τα πιο δημιουργικά και καθοριστικά χρόνια της ζωής μου. Εύχομαι όλοι οι

φοιτητές να βρουν τα παραδείγματα και τα κίνητρα που χρειάζονται στα πρόσωπα των

δασκάλων τους ή να τους αμφισβητήσουν και να ξεφύγουν από αυτούς μια και καλή.

Μιχάλης Βρανάκης.

Page 4: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

1

Γενικά για τους μύκητες

Οι μ ύ κ η τ ε ς αποτελούν ένα ξεχωριστό βασίλειο και είναι ευκαρυωτικοί

ετερότροφοι οργανισμοί, πολυκύτταροι ή μονοκύτταροι. Στους

πολυκύτταρους μύκητες τα κύτταρα δημιουργούν νημάτια, που ονομάζονται

υφές, οι οποίες δημιουργούν διακλαδισμένα δίκτυα το σύνολο των οποίων

ονομάζεται μυκήλιο. Ως εξαιρετικά πετυχημένοι οργανισμοί έχουν εποικίσει

κάθε είδος οικοσυστήματος, ως αποικοδομητές, συμβιώτες ή παράσιτα. Η

βιοποικιλότητα των μυκήτων είναι τεράστια, και σε συνδυασμό με τον

πολλαπλό ρόλο που παίζουν χάρη στην πληθώρα των σχέσεων που

αναπτύσσουν με άλλους οργανισμούς, κάνει την μελέτη τους εξαιρετικά

ενδιαφέρουσα και επωφελή.

Ταξινόμηση των μυκήτων

Η ταξινόμηση των μυκήτων αποτελεί πρόκληση για τους επιστήμονες και έχει

αναθεωρηθεί αρκετές φορές μέχρι σήμερα, κυρίως λόγω των μοριακών

αναλύσεων που χρησιμοποιούνται πλέον από τη μοντέρνα ταξινομική. Η

παρούσα εργασία βασίστηκε στην πιο σύγχρονη θεώρηση σύμφωνα με την

οποία το βασίλειο των μυκήτων περιλαμβάνει οκτώ φύλα, δύο από τα οποία

– Ascomycota και Basidiomycota- συνιστούν το υποβασίλειο Dikarya (Kirk et

al.. 2008).

Τα φύλα των μυκήτων έχουν ταξινομηθεί κυρίως με βάση την μορφολογία

των αναπαραγωγικών τους κατασκευών. Σήμερα η ταξινόμηση περιλαμβάνει

έξι φύλα: Microsporidia, Chytridiomycota, Blastocladiomycota,

Neocallimastigomycota, Glomeromycota, Zygomycota, Ascomycota και

Basidiomycota (Kirk et al.. 2008).

• Microsporidia: μονοκύτταροι οργανισμοί που παράγουν σπόρια και

είναι υποχρεωτικά παράσιτα ζώων. Μέχρι πρόσφατα κατατάσσονταν

στα πρώτιστα.

Page 5: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

2

• Chytridiomycota: θαλλός χωρίς διαφράγματα, δεν σχηματίζουν

πραγματικό μυκήλιο, κυτταρικό τοίχωμα από χιτίνη, παρουσία

χαρακτηριστικών κινητών σπορίων (ζωοσπόρια) κατά την αγενή

αναπαραγωγή τους.

• Glomeromycota: ενδομυκορριζικοί μύκητες που αναπτύσσονται

κυρίως στις ρίζες χερσαίων φυτών, ως βιοτροφικά παράσιτα.

• Zygomycota: μυκήλιο χωρίς διαφράγματα, δημιουργία ζυγοσπορίων

(εγγενή σπόρια) μέσα στα ζυγοσπορειάγγεια μετά από σύζευξη

γαμεταγγείων.

• Ascomycota: μυκήλιο με διαφράγματα, δημιουργία ασκοσπορίων

(εγγενή σπόρια) μετά από μείωση μέσα σε ειδικό κύτταρο που

ονομάζεται ασκός. Στους ασκομύκητες περιλαμβάνονται και οι αγενείς

μορφές των αντίστοιχων μυκήτων που ονομάζονται α ν α μ ο ρ φ έ ς,

δεν έχουν ασκούς ή ασκοσπόρια, αλλά έχουν κονίδια (αγενή σπόρια)

που αναπτύσσονται πάνω σε ειδικά κονιδιογόνα κύτταρα που

βρίσκονται επάνω σε μια διαφοροποιημένη υφή, τον κονιδιοφόρο.

• Basidiomycota: μυκήλιο με διαφράγματα, δημιουργία βασιδιοσπορίων

(εγγενή σπόρια) μετά από μείωση επάνω στα βασίδια, εξωγενώς

Σύμφωνα με το Tree of Life web project η μονοφυλετικότητα των

ζυγομυκήτων αμφισβητείται και έτσι προτείνεται το παρακάτω

εναλλακτικό φυλογενετικό δέντρο:

Φυλογενετικό δέντρο των μυκήτων (Blackwell, Meredith, Rytas Vilgalys, Timothy Y. James, and John W. Taylor. 2009. Fungi. Eumycota: mushrooms, sac fungi, yeast, molds, rusts, smuts, etc.. Version 10 April 2009. http://tolweb.org/Fungi/2377/2009.04.10 in The Tree of Life Web Project, http://tolweb.org/

Page 6: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

3

Οικολογία των μυκήτων

Οι μύκητες έχουν καταλάβει ένα μεγάλο αριθμό οικοθέσεων μεταξύ των

οποίων και αρκετές όπου επικρατούν ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες.

Κάποιες από τις οικοθέσεις που έχουν εκμεταλλευτεί οι μύκητες είναι οι ίδιοι

οι οργανισμοί, όπως τα φυτά, τα ζώα και ο άνθρωπος. Συχνά οι μύκητες

είναι δυνατόν να παρασιτήσουν και σε άλλους μύκητες. Μαζί με τα βακτήρια

είναι οι βασικοί αποικοδομητές οργανικής ύλης στα περισσότερα

οικοσυστήματα, συμμετέχοντας στους βιογεωχημικούς κύκλους των

στοιχείων, αλλά και στις τροφικές αλυσίδες, είτε ως σαπρότροφοι είτε ως

συμβιώτες. Σε αυτή την εργασία γίνεται προσπάθεια για μία πρώτη

προσέγγιση σε ταξινομικό επίπεδο των μυκήτων που αλληλεπιδρούν με

άλλους μύκητες στην Ελλάδα.

Μυκητόφιλοι μύκητες

Μ υ κ η τ ό φ ι λ ο ι (fungicolous, mycophilic fungi)) μύκητες ονομάζονται οι

μύκητες που αναπτύσσουν σταθερή τροφική σχέση με άλλους μύκητες. Η

σχέση αυτή μπορεί να ποικίλει από αμοιβαιότητα και παρασυμβίωση μέχρι

παρασιτισμό και σαπροτροφισμό (Jeffries 1995).

Το είδος της σχέσης είναι δύσκολο να εξακριβωθεί στο πεδίο. Εξαίρεση

αποτελεί η περίπτωση του παρασιτισμού, οπότε και παρατηρείται

παραμόρφωση στον ξενιστή. Ο όρος μυκητόφιλοι μύκητες προτάθηκε από

τον Hawksworth (1981) ακριβώς για να καλύψει την ευρύτητα των

αλληλεπιδράσεων, ακόμα και όταν η ακριβής σχέση είναι αδιευκρίνιστη,

λύνοντας το πρόβλημα της αδυναμίας μας να προσδιορίσουμε αν υπάρχει

ανταλλαγή θρεπτικών.

Προς το παρόν οι μυκητόφιλοι μύκητες έχουν καταταγεί σε ομάδες σύμφωνα

με την σχέση τους με τον ξενιστή, την φυσιολογία τους και την οικολογία

τους. Παρότι από το 1980 μέχρι σήμερα έχει γίνει μεγάλη πρόοδος

παγκοσμίως, όσον αφορά την ταξινόμηση αυτής της ευρύτατης ομάδας

Page 7: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

4

μυκήτων, στην Ελλάδα η ταξινόμηση αυτή δεν έχει μελετηθεί καθόλου μέχρι

τώρα.

Είδη σχέσης μυκητόφιλου μύκητα και ξενιστή

Ως παρασιτισμό ορίζουμε

την σχέση όπου ο ένας

μύκητας αποτελεί την πηγή

θρεπτικών συστατικών για

τον άλλον. Οι παρασιτικοί

μύκητες χωρίζονται

ανάλογα με το είδος του

παρασιτισμού σε

νεκροτροφικούς και

βιοτροφικούς. Τα

νεκροτροφικά παράσιτα

είναι λιγότερο ειδικά ως

προς τους ξενιστές που

επιλέγουν, ενώ τα

βιοτροφικά παράσιτα

συνάπτουν πιο

εξειδικευμένες σχέσεις με

τους ξενιστές τους (Jeffries

1995). Φυσικά υπάρχουν

πολλές ενδιάμεσες

καταστάσεις που τελικά κατατάσσουν τα μυκητοπαράσιτα σε έξι κατηγορίες

ως προς την σχέση που αναπτύσσουν με τους ξενιστές τους (Gams et al.

2004): βιοτροφικά, δυνητικά βιοτροφικά, νεκροτροφικά, δυνητικά

νεκροτροφικά, ημισαπροτροφικά και σαπροτροφικά.

Όταν από την συμβίωση ωφελούνται και οι δύο εταίροι, τότε η σχέση

ονομάζεται αμοιβαιότητα (mutualism). Στην περίπτωση που ο ξενιστής δεν

Νεκροτροφικοί

μύκητες εξ'

επαφής

Αναπτύσσονται σε στενή επαφή με τις

υφές του ξενιστή, αλλά δεν έχει

παρατηρηθεί διείσδυση.

Νεκροτροφικοί

μύκητες

εισβολείς

Οι υφές του μυκητοπαράσιτου

διεισδύουν σε αυτές του ξενιστή και

αναπτύσσονται μέσα τους, προκαλώντας

νέκρωση του και λύση των υφών

Μυζητικοί

βιοτροφικοί

μύκητες

Διεισδύουν στις υφές του ξενιστή μέσω

μικρών προβολών των υφών τους

(μυζητήρες).

Ενδοκυτταρικοί

βιοτροφικοί

μύκητες

Διεισδύουν στις υφές του ξενιστή και ο

γυμνός τους πρωτοπλάστης εισέρχεται

στο κυτταρόπλασμα .

Βιοτροφικοί

μύκητες εξ'

επαφής

Δημιουργείται μία ζώνη επαφής μεταξύ

των κυτταρικών τοιχωμάτων των υφών

των εταίρων, χωρίς διείσδυση του

παράσιτου, με δημιουργία όμως

διακυτταρικών καναλιών

Πίνακας 1.Ομαδοποίηση μυκητοπαρασίτων ανάλογα με την σχέση τους με τον ξενιστή

Page 8: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

5

βλάπτεται από τον μυκητόφιλο η σχέση αυτή αποδίδεται στα αγγλικά με τον

όρο “commensalism”, εγγύτερος του οποίου κρίθηκε στα ελληνικά ο όρος

“παρασυμβίωση”. Η σχέση που αναπτύσσεται μπορεί όμως να είναι και

καθαρά ανταγωνιστική χωρίς να συμπεριλαμβάνει την ανταλλαγή

θρεπτικών, και τότε δεν ορίζεται ως παρασιτισμός. Έχει παρατηρηθεί πως

πολλοί από τους μυκητόφιλους μύκητες αλλάζουν την σχέση τους με τους

ξενιστές στη διάρκεια της ζωής τους ή ακόμα και από ξενιστή σε ξενιστή. Ο

όρος υπερπαράσιτο έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει έναν παρασιτικό

μύκητα που παρασιτεί πάνω σε άλλον παρασιτικό.

Φυσιολογία σχέσης ξενιστή – μυκητόφιλου μύκητα

Η φυσιολογία της σχέσης ξενιστή-μυκητόφιλου επίσης ποικίλει, καθώς

αναπτύσσεται μια ποικιλία μηχανισμών από τους μύκητες για να

αλληλεπιδράσουν (ανταγωνιστούν ή να παρασιτήσουν ο ένας τον άλλον). Οι

νεκροτροφικοί μύκητες συχνά εκκρίνουν τοξίνες ή λυτικά ένζυμα (κυρίως

χιτινάση). Έχει παρατηρηθεί ακόμη παραγωγή αντιβιοτικών ουσιών τόσο

από νεκροτροφικούς μύκητες, όσο και από μυκητόφιλους μύκητες που

αναπτύσσονται πάνω σε μακρομύκητες. Στα βιοτροφικά παράσιτα η

παραγωγή τέτοιων μεταβολιτών είναι πολύ πιο σπάνια.

Ανάλογα με την σχέση των δύο εταίρων η αλληλεπίδραση μπορεί να συμβεί

είτε μέσω απλής επαφής των υφών, είτε με περιέλιξη των υφών του ενός

γύρω από τον άλλον ή ακόμα και με την ανάπτυξη μικρών προεξοχών των

υφών (hyphal pegs). Επίσης μπορεί να δημιουργηθούν αππρεσόρια ή

μυζητήρες (haustoria), και αυτές οι δομές να διαπεράσουν το μυκήλιο του

ξενιστή (κυρίως στην περίπτωση των βιοτροφικών παρασίτων).

Η ικανότητα των μυκήτων να αλληλεπιδρούν, είτε από απόσταση είτε με

επαφή κάνει ακόμα πιο δύσκολη την διάκριση μεταξύ παρασιτισμού και

ανταγωνισμού, καθώς η έκκριση ουσιών που προκαλεί λύση των κυττάρων

του ξενιστή αυξάνει την διαθεσιμότητα των θρεπτικών στο περιβάλλον,

Page 9: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

6

διευκολύνοντας την πρόσβαση σε αυτά. Έτσι μπορεί να υπάρχει ανταλλαγή

θρεπτικών αλλά όχι πρωτογενώς.

Τα μορφολογικά γεγονότα που οδηγούν στην εισβολή στον ξενιστή

καθοδηγούνται από βιοχημικές αντιδράσεις, στις οποίες συμμετέχουν και οι

ανταγωνιστικού χαρακτήρα μεταβολίτες που εκκρίνονται από τον

μυκητόφιλο μύκητα. Η ανάπτυξη των υφών ενός μυκητοπαράσιτου προς τον

ξενιστή μπορεί να οφείλεται σε έλξη από αποικοδομίσιμους μεταβολίτες στην

επιφάνεια του ξενιστή, ή μπορεί να ενισχύεται από την έκκριση αυτολυτικών

ενζύμων από τον ξενιστή.

Αφού εγκαθιδρυθεί η επαφή, τα μυκητοπαράσιτα μπορούν να συνδεθούν με

τις υφές του ξενιστή μέσω μιας αντίδρασης λεκτινών ή αγγλουτίνης-

υδρογονάνθρακα. Αυτή η αντίδραση σηματοδοτεί και την διαδικασία της

εισβολής όπως την δημιουργία απρρεσορίων ή την περιέλιξη των υφών.

Ακολουθεί η αποίκιση του ξενιστή και η εκμετάλλευση των προϊόντων του

για την ανάπτυξη του μυκηλίου του παράσιτου. Ο ακριβής μηχανισμός

ρύθμισης της ροής των θρεπτικών μέσω των μυζητήρων δεν έχει καθοριστεί,

αλλά υποθέτουμε πως μοιάζει με αυτόν που παρατηρείται στους

φυτοπαθογόνους μύκητες.

Πολλά είδη μυκητόφιλων μυκήτων προκαλούν αποσύνθεση των

βασιδιοκαρπίων που προσβάλλουν, αλλά όταν έρχονται σε επαφή με

μυκήλιο άλλων μυκήτων, τότε εισβάλουν στις υφές τους και αναπτύσσονται

βιοτροφικά. Η μελέτη τέτοιων μυκήτων έχει αποδείξει, πειραματικά σε

ταυτόχωρες καλλιέργειες, ότι αλλάζουν τις φυσιολογικές τους ιδιότητες

κατά την οντογένεση τους. Αρχικά ανταγωνίζονται με τον ξενιστή για

πόρους και προκαλούν λύση του μυκηλίου του, εισβάλλουν στις υφές του

και αναπτύσσονται εκεί παρασιτικά. Οι μυκητόφιλοι μύκητες, που έχουν

υιοθετήσει αυτήν τη στρατηγική αλληλεπίδρασης, φαίνεται να κυριαρχούν

στη φύση (π.χ. Mycogone, Gliocladium, Verticillium) (Jeffries 1995).

Page 10: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

7

Δευτερογενείς μεταβολίτες

Η ανάμειξη εξωκυτταρικών μεταβολιτών

που παράγονται από τα μυκητοπαράσιτα

κατά την διάρκεια του παρασιτισμού είναι

καλά τεκμηριωμένη (Jeffries 1995). Η

έκκριση αντιβιοτικών ή/και

αποικοδομητικών ενζύμων είναι βασικοί

μηχανισμοί του μυκητοπαρασιτισμού, και

είναι σύνηθες να οδηγούν σε κυτταρική

λύση, συχνά λόγω της β-1,3

γλουκανάσης, της χιτοβιοσιδάσης και της χιτινάσης. Τα τρία αυτά

υδρολυτικά ένζυμα εκκρίνονται σε μεγάλες ποσότητες κατά την ταυτόχωρη

(dual culture) καλλιέργεια των δύο εταίρων.

Σημαντικό ρόλο σε κάποιες τέτοιες αλληλεπιδράσεις φαίνεται να παίζουν και

οι πρωτεάσες (Chet 1997). Ακόμα έχουν αναφερθεί αντιμυκητιακοί μη

ενζυμικοί μεταβολίτες που παράγονται σε ανταγωνιστικές αλληλεπιδράσεις

μυκήτων, με ιδιαίτερη σημασία στον βιοέλεγχο. Τα εκκρινόμενα αντιβιοτικά

φαίνεται πως επιδρούν και κατά την παρεμβολή υφών (Hyphal

interference). Για παράδειγμα το Hypomyces aurantius παράγει μία μη

ειδική τοξίνη που αλλάζει ραγδαία και μη αναστρέψιμα την διαπερατότητα

της κυτταρικής μεμβράνης των κυττάρων του βασιδιομύκητα που

προσβάλλει.

Εξάπλωση των μυκητόφιλων μυκήτων

Οι μυκητόφιλοι μύκητες έχουν τεράστια εξάπλωση στην φύση, καθώς

απαντώνται όπου υπάρχουν μύκητες, γεγονός που δείχνει πως παίζουν

σημαντικό ρόλο στην ρύθμιση των οικοσυστημάτων. Χαρακτηριστικό

παράδειγμα αποτελεί η δράση των μυκητόφιλων μυκήτων στην αποτοξίνωση

υποστρωμάτων που δεν είναι προσβάσιμα από αποικοδομητές. Η επίδραση

Ομάδα μυκήτων Αριθμός καταγεγραμμένων

αντιβιοτικών Chytridiomycota, oomycota, zygomycota

14

Ascomycota 61 Basidiomycota 140 Deuteromycota 553 Penicilium Aspergillus Fusarium Trichoderma

123 115

46

13

Page 11: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

8

τους στην δυναμική των πληθυσμών είχε υποτιμηθεί καθώς υπάρχει έλλειψη

από in situ πειραματικά δεδομένα. Η τακτική και οργανωμένη μελέτη των

μυκητόφιλων μυκήτων στο πεδίο είναι πρακτικά αδύνατη, και περιορίζεται

σε τυχαίες και συμπτωματικές παρατηρήσεις. Τα περισσότερα δεδομένα που

έχουμε, λοιπόν, προέρχονται από την μελέτη των μυκητόφιλων μυκήτων στο

εργαστήριο, συχνά από την μελέτη ταυτόχωρων καλλιεργειών.

Lichenicolous fungi

Με τον όρο λειχηνόφιλοι μύκητες αναφερόμαστε σε όσους μύκητες

αναπτύσσονται αποκλειστικά πάνω σε λειχήνες. Οι λειχηνόφιλοι μύκητες

ζουν μόνο στο θαλλό ή τα ασκόματα των λειχηνοποιημένων μυκήτων.

Μάλιστα δεν είναι πάντα ξεκάθαρο αν παρασιτούν τον φωτοβιότη (φύκος ή

κυανοβακτήριο) ή τον μυκοβιότη (ασκομύκητας ή σπανιότερα

βσιδιομύκητας). Πολύ ειδικά παράσιτα, όπως το Blarneya hibernica,

σκοτώνουν τον μυκοβιότη και τον αντικαθιστούν σχηματίζοντας έναν νέο

λειχήνα (Gams et al. 2004). Όσοι από τους λειχηνόφιλους μύκητες

προκαλούν βλάβη στον ξενιστή θεωρούνται παράσιτα, ενώ όσοι δεν

φαίνεται να προκαλούν βλάβη θεωρούνται παρασυμβιώτες (commensals).

Σήμερα σύμφωνα με τους Gams et al. (2004) έχουν αναγνωριστεί

περισσότερα από 1500 είδη λειχηνόφιλων μυκήτων.

Μυκητόφιλοι μύκητες σε βασιδιοκάρπια (SCIF)

Η συγκεκριμένη μελέτη επικεντρώθηκε σε μυκητόφιλους μύκητες που

προσβάλλουν καρποσώματα μακρομυκήτων (Sporocarp Inhabiting Fungi

SCIF), γιατί είναι οι πιο εύκολα αντιληπτοί στο πεδίο. Τα υποστρώματα τους

είναι πολύ ετερογενή και καλύπτουν όλο το φάσμα των βασιδιομυκήτων που

συναντώνται. Όπως έχει ήδη αναφερθεί κάποιοι από τους συμβιώτες είναι

πολυφαγικοί, όπως το Gliocladium rosea ή το Calcarisporium arbuscula,

καθώς και είδη του γένους Trichoderma, ενώ άλλοι αναπτύσσουν υψηλή

εξειδίκευση με τους ξενιστές τους. Στα Aphyllophorales απαντώνται κυρίως

Page 12: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

9

ασκομύκητες και οι αναμορφές τους, που προσβάλλουν τα απροστάτευτα

υμένια τους. Επίσης έχει παρατηρηθεί ένας ξενιστής να συμβιώνει με

περισσότερους από έναν συμβιώτες. Στα Agaricales αναπτύσσονται συχνά

Ζυγομύκητες μυκητόφιλοι των γενών Mortierella, Mucor, Spinellus και

Syzygites. Τα δύο τελευταία γένη μάλιστα είναι αποκλειστικά παρασιτικά.

Χαρακτηριστικότερο και συχνότερα απαντούμενο γένος Ασκομύκητα είναι το

Hypomyces, το οποίο προσβάλλει τα σαρκώδη βασιδιοκάρπια, και μάλιστα

τείνει να παραμορφώνει -όχι όμως πέρα από κάθε αναγνώριση- αυτά των

Boletales, ενώ αντίθετα παραμορφώνει και καταστρέφει αυτά των γενών

Russula και Lactarius με μεγάλη συχνότητα. Αξίζει να σημειωθεί πως

τέσσερα είδη του γένος Collybia, της τάξης Agaricales, έχουν παρατηρηθεί

να προσβάλλουν ξενιστές από διάφορες τάξεις Βασιδιομυκήτων.

Ιδιαίτεροι ξενιστές μυκητόφιλων μυκήτων.

Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις προσβολής από μυκητόφιλους μύκητες

(Verticillium, Hypomyces aurantius) ακόμα και ζελατινωδών μυκήτων, που

συνήθως είναι οι ίδιοι μυκητοπαράσιτα. Συχνά ανάπτυξη μυκητόφιλων

μυκήτων έχει παρατηρηθεί και σε σποροκάρπια μυξομυκήτων, οι οποίοι

κατακαλύπτουν τα σποριάγγεια, προσδίδοντας τους λευκό χρώμα.

Ξεχωριστές περιπτώσεις αποτελούν οι μυκητόφιλοι μύκητες που

προσβάλλουν σκληρώτια βασιδιομυκήτων και ασκομυκήτων στο έδαφος

(Coniothyrium minitans, Trichoderma species), ή ακόμα και σπόρια

διαφόρων μυκήτων (Dactyella), καθώς αποτελούν μια πολύ καλή πηγή

θρεπτικών ουσιών για τον μυκητόφιλο μύκητα.

Ποικιλότητα των μυκητόφιλων μυκήτων

Αυτή η ιδιαίτερη στρατηγική των μυκητόφιλων συναντάται σε πολλές

ταξινομικές ομάδες μυκήτων, με διαφορετική όμως συχνότητα. Σήμερα

έχουν αναγνωριστεί περισσότερα απο 500 είδη μυκητόφιλων μυκήτων,

χωρίς να συνυπολογίζονται οι αποικοδομητές μυκητόφιλοι, αλλά ούτε και οι

Page 13: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

10

μη ειδικοί αποικιστές αποικοδομούμενων υποστρωμάτων μυκήτων (Gams et

al. 2004).

Στην πλειονότητά τους οι μυκητόφιλοι μύκητες ανήκουν στους Ασκομύκητες

και ιδιαίτερα στην τάξη Hypocreales. Ειδικότερα, πολύ διαδεδομένο

μυκητοπαράσιτο είναι η αναμορφή του γένους Hypocrea, το γένος

Trichoderma, στο οποίο παρατηρείται και ποικιλία δευτερογενών

μεταβολιτών, που ανταγωνίζονται εξ αποστάσεως τα κύτταρα του ξενιστή.

Στο γένος Hypomyces ανήκουν οι περισσότεροι μυκητόφιλοι μύκητες που

συμβιώνουν με μακρομύκητες. Αυτοί συνήθως δεν εμφανίζουν εξειδίκευση

ως προς τον ξενιστή, και κάποιες φορές προκαλούν την αποσύνθεση του

καρποφόρου του. Εντός του γένους έχουν παρατηρηθεί πολλές αναμορφές.

Οι μυκητόφιλοι μύκητες επίσης μπορούν να ανήκουν στους Βασιδιομύκητες,

ιδιαίτερα στην τάξη Tremellales και σπανιότατα στην Agaricales, ενώ με

μικρότερη συχνότητα ανήκουν στους Ζυγομύκητες, κυρίως στην τάξη

Mucorales. (Gams et al. 2004).

Taxon SCIF Lichenicolous Παράσιτα

υφών Υδρόβια παράσιτα

Oomycota 11 37

Chytridiomycota 3 50

zygomycota 10 63

Ascomycota και οι αναμορφές τους 370 1235 8 2

Basidiomycota 250 60 3 (Gams et al. 2004)

Μυκητόφιλοι μύκητες στον βιοέλεγχο

Μία από τις πιο δημοφιλείς εφαρμογές των μυκητόφιλων μυκήτων είναι στον

βιοέλεγχο, δηλαδή την χρήση βιολογικών μεθόδων ελέγχου των πληθυσμών

των παρασίτων -ιδιαίτερα στην γεωργία-, αντί για τα συμβατικά

παρασιτοκτόνα. Τα συμβατικά χημικά παρασιτοκτόνα έχουν επιβλαβείς

Page 14: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

11

επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου αλλά και άλλων οργανισμών καθώς

και στην ρύπανση του περιβάλλοντος.

Οι τρεις βασικοί μηχανισμοί των ανταγωνιστικών αλληλεπιδράσεων μεταξύ

των μικροοργανισμών, που εκμεταλλεύεται ο βιοέλεγχος, είναι ο

ανταγωνισμός, η έκκριση αντιβιοτικών και ο παρασιτισμός (Chet 1995). Και

οι τρεις αυτοί μηχανισμοί συναντώνται στους μυκητόφιλους μύκητες, για

αυτό και η μελέτη τους από αυτό το πρίσμα έχει ενταθεί.

Τα νεκροτροφικά παράσιτα τείνουν να είναι πιο επιθετικά και έχουν πιο ευρύ

πεδίο ξενιστών. Η ανταγωνιστική τους δραστηριότητα επιτυγχάνεται κυρίως

μέσω της παραγωγής αντιβιοτικών, τοξινών και υδρολυτικών ενζύμων, σε

ποσότητες που προκαλούν την νέκρωση του ξενιστή (Manocha 1990).

Ακριβώς επειδή είναι πιο διαδεδομένα έχουν μελετηθεί περισσότερο.

Το Sporidesmium sclerotiorum είναι υποχρεωτικό (βιοτροφικό) παράσιτο

σκληρωτίων ειδών του γένους Sclerotinia. Ως απόκριση στα χημικά που

εκκρίνονται από τα σκληρώτια του ξενιστή προκαλείται η βλάστηση του

παρασίτου το οποίο προσβάλει τα σκληρώτια, μειώνοντας τελικά την

ανάπτυξη του ξενιστή κατά περίπου 40%.

Πολλά είδη του γένους Gliocladium έχουν αναφερθεί σαν υπερπαράσιτα

πολλών μυκήτων. Το Gliocladium catenulatum έχει αναφερθεί πως

σκοτώνει μέσω απλής επαφής το S. sclerotiorum και είδη του γένους

Fusarium, ενώ το G.virens αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της δράσης

των δευτερογενών μεταβολιτών, καθώς η γκλιοβιρίνη που εκκρίνει φαίνεται

να νεκρώνει το Pythium ultimum, χωρίς όμως να παρασιτεί σε αυτό.

Παρασιτική σχέση αναπτύσσει το παραπάνω με το Rhizoctonia solani, το

οποίο δεν επηρεάζεται από την γκλιοβιρίνη.

Page 15: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

12

Μυκητόφιλοι μύκητες και αξιοποίηση δευτερογενών μεταβολιτών

Η οικοθέση που καταλαμβάνουν οι μυκητόφιλοι μύκητες προυποθέτει την

ικανότητα τους να παράγουν βιοενεργούς μεταβολίτες, δραστικούς απέναντι

στους ξενιστές τους. Φαίνεται πως πολλοί από τους δευτερογενείς

μεταβολίτες αυτούς μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε στην φαρμακευτική

είστε στην γεωργία, χάρη στην αντιμυκητιακή ή αντιβακτηριακή τους δράση.

Παραδείγματα αυτών των ουσιών είναι πεπτιδικά αντιβιοτικά, φαινόλες και

τερπένια (Gloer 2007).

Τα είδη του γένους Sepedonium παράγουν το αντιβιοτικό σεπεντονίνη, το

οποίο τους δίνει και το χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα τους, αλλά και

βιοενεργά πεπτίδια (peptaibols) που φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο

στην προσβολή του ξενιστή, και έχουν αντιμυκητιακή δράση (Neuhof et al.

2007). Από τις πιο διαδεδομένες βιοενεργές ουσίες που έχουν απομονωθεί

από το S. ampullosporum είναι οι αμπουλοσπορίνες, ενώ το S.

chrysospermum έχει μελετηθεί διεξοδικά για την παραγωγή αντικαρκινικών

παραγόντων.

Στo γένος Cladobotryum έχει επίσης παρατηρηθεί αξιοσημείωτη

βιοσυνθετική δραστηριότητα με μεγάλη ποικιλία τέτοιων μεταβολιτών, όπως

φουροπυριδίνες, ρουμπροπραμίδες, κυκλοδεψιπεπτίδια και κλαδομποτρίνες,

οι οποίοι έχουν ισχυρή δράση απέναντι σε ανθεκτικά σε αντιβιοτικά

βακτήρια, έχοντας ανοσοκατασταλτική επίδραση (Mitova et al. 2005, Feg et

al. 2002).

Είδη του γένους Mycogone συνθέτουν βιοενεργά πεπτίδια (peptaibols),

πολυπεπτίδια με 15 έως 20 μονομερή, υψηλής περιεκτικότητας σε μη τυπικά

αμινοξέα, τα οποία παρουσιάζουν ισχυρή αντιμικροβιακή δραστικότητα,

λόγο της ιδιότητας τους να αποσταθεροποιούν τις λιπιδικές μεμβράνες

(Wilhem et al. 2003). Μια από τις πιο σημαντικές βιοενεργές ουσίες με

Page 16: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Εισαγωγή

Βρανάκης Μιχάλης

13

αντιμικροβιακή δράση που έχει απομονωθεί από Mycogone είναι η

μπικαβερίνη (Limon et al. 2010).

Page 17: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας Υλικά και μέθοδοι

Βρανάκης Μιχάλης

15

Η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την συλλογή των μυκητόφιλων

μυκήτων δεν διαφέρει από μια αντίστοιχη συλλογής μακρομυκήτων.

Συλλέχθηκαν δείγματα προσβεβλημένων βασιδιοκαρπίων από τα όρη Οίτη,

Πάρνηθα και Λειβαδίτη, αλλά και από θέσεις στη Μεγαλόπολη και τον Εθνικό

Κήπο της Αθήνας. Αξίζει να παρατηρηθεί πως σε κάποιες περιπτώσεις ο

εντοπισμός στο πεδίο ξενιστών που φιλοξενούν κάποιο μυκητόφιλο είναι

εξαιρετικά δύσκολη. Επίσης ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι σε πολλούς

καρποφόρους παρατηρήθηκε ανάπτυξη μυκητόφιλων μυκήτων αρκετό

χρονικό διάστημα μετά τη συλλογή τους.

Μετά τη συλλογή τα δείγματα μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο, όπου και

επιχειρήθηκε απομόνωση των μυκητόφιλων μυκήτων από τον ξενιστή τους

σε καθαρή καλλιέργεια. Από πολλούς καρποφόρους δεν ήταν δυνατόν να

γίνει απομόνωση, καθώς στο χρόνο που μεσολαβούσε μετά τη

δειγματοληψία, αποσυνθέτονταν ή καταστρέφονταν από έντομα. Επίσης,

υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις, που στις καλλιέργειες αναπτύσσονταν

μολύνσεις από μύκητες, είτε του χώματος είτε του αέρα, ή ακόμα και από

βακτήρια. Αποτέλεσμα αυτών ήταν ο τελικός αριθμός των απομονωθέντων

στελεχών να είναι μικρότερος από τα συλλεγμένα δείγματα. Αρχικά

επιλέχθηκαν ως θρεπτικά υποστρώματα για την απομόνωσή τους σε τρυβλία

τα PDA και CMA με την προσθήκη αντιβιοτικού για την αποφυγή ανάπτυξης

βακτηρίων. Παρατηρήθηκε όμως πως τα αντιβιοτικά ήταν δυνατόν να

επηρεάζουν την ανάπτυξη των μυκήτων, ή πως δεν ήταν απαραίτητα. Στη

συνέχεια οι καλλιέργειες γίνονταν σε θρεπτικό υλικό PDA και MA, και

επωάζονταν σε θερμοκρασία 25ο C. Για να αυξηθούν οι πιθανότητες

απομόνωσης εμβολιάζονταν αρχικά 2 τρυβλία με 3-5 εμβόλια στο καθένα.

Έπειτα, ανάλογα με τον ρυθμό ανάπτυξης του είδους, μεταφερόταν το

στέλεχος σε νέα τρυβλία. Εδώ να σημειωθεί ότι αρκετές φορές δεν υπήρξε

ανάπτυξη των στελεχών, πιθανότατα λόγω ειδικών απαιτήσεων του μύκητα

(πχ. υποστρώματος) ή ακατάλληλων περιβαλλοντικών συνθηκών (όπως

θερμοκρασία). Από τις καθαρές πλέον καλλιέργειες έγιναν παρασκευάσματα

τα οποία μελετήθηκαν σε φωτονικό μικροσκόπιο. Παράλληλα με την μελέτη

Page 18: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας Υλικά και μέθοδοι

Βρανάκης Μιχάλης

15

του απομονωμένου στελέχους του μυκητόφιλου μύκητα έγινε μικροσκοπική

μελέτη του μύκητα και από τον ξενιστή, ώστε να επιβεβαιωθεί πως

πρόκειται για τον ίδιο μύκητα. Το υλικό (φυσικό από τον ξενιστή και

απομονωμένο σε καλλιέργειες) φωτογραφήθηκε τόσο μακροσκοπικά όσο και

μικροσκοπικά. Για τη διατήρηση των στελεχών χρησιμοποιήθηκαν

δοκιμαστικοί σωλήνες με θρεπτικό PDA σε κλίση, οι οποίοι φυλάσσονται σε

θερμοκρασία 5οC. Παράλληλα, τα δείγματα των ξενιστών με τον μύκητα

αποξηράθηκαν και φυλάχθηκαν ως υλικό αναφοράς. Τα στελέχη και τα

αποξηραμένα δείγματα είναι κατατεθειμένα στη Συλλογή Καλλιεργειών

Μυκήτων και το Μυκητολογικό Ερμπάριο του Πανεπιστημίου Αθηνών ATHUM,

αντίστοιχα.

Για την ταξινόμηση των μυκητόφιλων μυκήτων ήταν απαραίτητη η μελέτη

μακροσκοπικών και μικροσκοπικών χαρακτηριστικών, όπως επίσης και η

ταξινόμηση του καρποσώματος του ξενιστή. Η ταξινόμηση για τους

μυκητόφιλους μύκητες έγινε σε επίπεδο είδους (όπου αυτό ήταν δυνατόν) ή

τουλάχιστον σε επίπεδο γένους. Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στα χρωματικά

πρότυπα και την υφή της καλλιέργειας, όσον αφορά τα μακροσκοπικά της

χαρακτηριστικά, ενώ από τα μικροσκοπικά καθοριστικά γνωρίσματα

αποτελούν το σχήμα, το μέγεθος και ο τρόπος παραγωγής των σπορίων,

όπως και η μορφολογία των αναπαραγωγικών δομών και σποριογόνων

κυττάρων. Σημαντική λεπτομέρεια είναι το σημειακό τεστ με σταγόνα KOH

3% στο μυκήλιο της καλλιέργειας, αφού η αλλαγή του χρώματος

χρησιμοποιείται ως ταξινομικό κριτήριο για πολλούς μυκητόφιλους μύκητες.

Page 19: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

16 Αποτελέσματα

Αποτελέσματα

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της

Ελλάδας

Page 20: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

17 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Φύλο: Ascomycota

Κλάση: Sordariomycetes

Υποκλάση: Hypocreomycetidae

Τάξη: Hypocreales

Οικογένεια: Hypocreaceae

Cladobotryum dendroides (Bull.) W. Gams & Hooz., Persoonia 6(1): 103 (1970)

Αναμορφή του Hypomyces rosellus

Δείγματα-Καλλιέργειες:

• Σε βασιδιοκάρπιο Tricholoma sp., δάσος Abies cephalonica, όρος Πάρνηθα, Αττική, 2008, ΑΤΗUM 6849

• Σε βασιδιοκάπριο Flammulina sp., Eθνικός Kήπος, Αττική, συλ. Ζ. Γκόνου (ΖΓ6575), 2008, ATHUM 6847

• Σε βασιδιοκάρπιο Polyporus sp., όρος Λειβαδίτης, Ξάνθη, συλ. Α. Σεργιεντάνη, 2009, ΑΤΗUM 6848

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά : Στον ξενιστή μυκήλιο λευκό βαμβακώδες, ανάπτυξη με μικρή κάλυψη των ελασμάτων, του πίλου ή του στύπου. Σε καλλιέργεια PDA μυκήλιο με γρήγορη ανάπτυξη (κάλυψη τρυβλίου σε 5 μέρες), λευκό αραιό στην αρχή με εναέριες υφές, στη συνέχεια υποκίτρινο, κίτρινο και τελικά κόκκινο. Κάτω επιφάνεια υποστρώματος λευκή αρχικά, σταδιακά κίτρινη και τελικά κόκκινη. Σε καλλιέργεια MEA μυκήλιο έντονο κίτρινο από την αρχή, υφή κονιορτώδης. Κάτω επιφάνεια υποστρώματος έντονα κίτρινη από την αρχή. Αντίδραση μυκηλίου με KOH θετική (ΚΟΗ+), μωβ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Υφές διαμ. 5-7 μm, σπάνια διακλαδισμένες, με σέπτα. Κονιδιοφόροι διαμ. 3-5μm, διακλαδισμένοι. Φιαλίδια 2-4 ανά γόνατο, επιμήκη, 24-60 x 4-7 μm, στενότερα στην άρκη, με συμποδιακή ανάπτυξη. Κονίδια ελλειψοειδή, λεμονοειδή και σπανιότερα βαρελοειδή, κάποια κυρτά, 18-26(28)x(6,5)7-11 μm, κυρίως δικύτταρα, τρικύτταρα και σπανιότερα τετρακύτταρα.

Παρατηρήσεις: Το C. dendroides είναι αναμορφή του H. rosellus, και απαντάται πολύ συχνότερα από την τελειομορφή του. Η συμποδιακή ανάπτυξη των φιαλιδίων του μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην ταξινόμησή του. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται να αναπτύσσεται κυρίως σε Aphyllophorales αλλά κάποιες φορές και σε Agaricales, γεγονός που συμφωνεί με αυτή την εργασία (Ηοοg 1978) . Φαίνεται πως το C. dendroides

Page 21: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

18 Αποτελέσματα

είναι από τα συχνότερα απαντούμενα είδη του Cladotryum (Poldmaa 1999, Hoog 1978).

Cladobotryum dendroides: 1-7 ATHUM 6849 , 1&2. Αποικία σε ΜΕΑ (επάνω και κάτω επιφάνεια) 3. Αποικία σε PDA καλλιέργεια 5 ημερών, 4&5. Αποικία σε PDA ώριμη καλλιέργεια (επάνω και κάτω επιφάνεια), 6-9. Ξενιστές με προσβολή του μύκητα 6&7. Tricholoma sp., 8. Flammulina sp., 9. Polyporus sp., 10-12 ATHUM 6847, 10. υφές μετά από αντίδραση με ΚΟΗ, 11&12. σπόρια και φιαλίδια, 13-14. κονιδιοφόροι ATHUM 6849 και , 15. ATHUM 6848 συμποδιακή ανάπτυξη φιαλιδίου

Page 22: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

19 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Φύλο: Ascomycota

Κλάση: Sordariomycetes

Υποκλάση: Hypocreomycetidae

Τάξη: Hypocreales

Οικογένεια: Hypocreaceae

Cladobotryum verticillatum (Link) S. Hughes, Can. J. Bot. 36: 750 (1958)

Aναμορφή του Hypomyces armeniacus

Δείγματα-Καλλιέργειες:

• Σε βασιδιοκάρπιο Lactarius (MT454), Μεγαλόπολη, Αρκαδία, συλ. Μ. Τριανταφύλλου, 2009, ATHUM 6850

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή λευκό βαμβακώδες μυκήλιο, με ανάπτυξη στις δύο επιφάνειες του πίλου, κάλυψη των ελασμάτων. Σε καλλιέργεια PDA μυκήλιο λευκό, αραιό, με ανάπτυξη μη εναέρια, κοντά στην επιφάνεια του υποστρώματος. Κάτω επιφάνεια τρυβλίου υποκίτρινη έως οχρώδης. Αντίδραση μυκηλίου αρνητική με KOH (ΚΟΗ-).

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Υφές υαλώδεις, διαμέτρου 3-6μm. Κονιδιοφόροι διαμέτρου 5-8μm, διακλαδισμένοι. Φιαλίδια 3-6 ανά γόνατο, επιμήκη, ελαφρώς κυρτά, ελαφρώς στενότερα στην άκρη τους, 45-65 χ 4-4.5,. Κονίδια υαλώδη, οβάλ, λεμονοειδή έως βαρελοειδή, 11-20(24) χ (6)8-12 μm, λεία, λεπτότοιχα, μονοκύτταρα. Χλαμυδοσπόρια πολυκύτταρα, ατρακτοειδή με περίσφιξη στα σέπτα.

Παρατηρήσεις: H αναμορφή του στελέχους συναντάται συχνότερα στη φύση, αλλά και στην καλλιέργεια το H. armeniacus αναπτύσσεται σπάνια. Τα μονοκύτταρα κονίδιά του με το χαρακτηριστικό σχήμα, καθώς και το επίμηκες, σχεδόν κυλινδρικό σχήμα των φιαλιδίων είναι βασικά ταξινομικά γνωρίσματα για το είδος. Οι μετρήσεις και οι παρατηρήσεις μας, όπως και ο ξενιστής πάνω στον οποίο αναπτύσσεται, συμφωνούν με την βιβλιογραφία (Hoog 1978). Είναι ενδιαφέρον, ότι στις περισσότερες αναφορές από την Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη μέχρι την Ιαπωνία το C. verticillatum έχει ως ξενιστή είδη της οικογένειας Russulaceae (Tokiwa T Okuda 2001, Rogerson & Samuels 1994), απόδειξη της ευρείας εξάπλωσης του είδους αλλά και της εξειδίκευσής του ως προς τον ξενιστή.

Page 23: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

20 Αποτελέσματα

Cladobotryum verticillatum ATHUM 6850:1&2.καλλιέργεια σε PDA επάνω και κάτω επιφάνεια, 3&4. ξενιστής Lactarius sp, 5&6. κονιδιοφόροι και φιαλίδια, 6-9 κονίδια, 10. χλαμυδοσπόρια

Page 24: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

21 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Φύλο: Ascomycota

Κλάση: Sordariomycetes

Υποκλάση: Hypocreomycetidae

Τάξη: Hypocreales

Οικογένεια: Hypocreaceae

Cladobotryum varium Nees 1816,

Αναμορφή του Hypomyces aurantius

Δείγματα-Καλλιέργειες:

• Σε βασιδιοκάρπιο Panellus sp.( ΖΑ35), όρος Πάρνηθα, Άττική, 2009, ATHUM 6846

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή λευκό αραιό μυκήλιο με ανάπτυξη σε πίλο, στύπο και ελάσματα. Στην καλλιέργεια PDA μυκήλιο με μικρή ανάπτυξη, λευκό, με κονιορτώδη υφή διαφορετικής πυκνότητας , με εναέριες υφές με μικρή ανάπτυξη. Κάτω επιφάνεια έντονα κίτρινη. Αντίδραση μυκηλίου θετική με KOH (ΚΟΗ+).

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Υφές υαλώδεις διαμέτρου 5-9μm. Κονιδιοφόροι διαμ. 3-3,5 μm, με σέπτα, διακλαδισμένοι. Φιαλίδια 2-4 ανά γόνατο, κυλινδρικά με διογκωμένη βάση, 25-55 χ 3-4 μm που στενεύουν ελαφρώς στην άκρη. Κονίδια φαρδιά ελλειψοειδή έως ελλειψοειδή, 11,5-15,5 χ 6,3-9,2 μm, κυρίως δικύτταρα, ελάχιστα μονοκύτταρα, συχνά σε αλυσίδες, ευδιάκριτη η ουλή σύνδεσης με το φιαλίδιο.

Παρατηρήσεις: Το C. varium έχει πολλές μορφολογικές ομοιότητες με το C. mycophilum (αναμορφή του Η. odoratus). Kαι στα δύο είδη τα κονίδια που παράγονται σε κάθε φιαλίδιο μειώνονται σε μέγεθος σταδιακά. Βασική διαφορά των δύο αυτών ειδών φαίνεται πως είναι το μέγεθος των κονιδίων τους, καθώς τα μεγαλύτερα για το C. varium είναι τα μικρότερα για το C. mycophilum. Το C. mycophilum έχει οσμή καμφοράς και είναι κόκκινο στην κάτω επιφάνεια της καλλιέργειας, ενώ το C. varium δεν έχει οσμή και είναι κίτρινο. Παρόλα αυτά και στα δύο είδη παρατηρείται μεγάλη ποικιλία στο σχήμα και τις διαστάσεις των κονιδίων, τα οποία όμως είναι σχεδόν αποκλειστικά δικύτταρα (De Hoog 1978). Η σύνδεση των κονιδίων σε αλυσίδες, που σε αυτό το στέλεχος είναι τόσο έντονη, δεν αναφέρεται στην βιβλιογραφία. Αξίζει να σημειωθεί πως στις καλλιέργειες συνήθως αναπτύσσεται η αναμορφή του C. varium, ακόμα και αν η αρχική απομόνωση από τη φύση έχει προέλθει από την τελειομορφή του Hypomyces aurantius ( Rogerson & Samuels 1993).

Page 25: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

22 Αποτελέσματα

Cladobotryum varium: ΑΤΗUM 68461-3. Κονίδια και αλυσίδες κονιδίων, 4. Κονιδιοφόροι, φιαλίδια και κονίδια, 5. Ξενιστής Panelus sp, 6&7. καλλιέργεια PDA (επάνω και κάτω επιφάνεια)

Page 26: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

23 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Φύλο: Ascomycota

Κλάση: Sordariomycetes

Υποκλάση: Hypocreomycetidae

Τάξη: Hypocreales

Οικογένεια: Hypocreaceae

Cladobotryum sp.

Τελειομορφή άγνωστη

Δείγματα – Καλλιέργειες:

• Σε βασιδιοκάρπιο Cortinarius sp. (ΖΑ39), όρος Πάρνηθα, Αττική, 2009, ΑΤΗUM 6855

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή λευκό μυκήλιο με τοπική ανάπτυξη στον πίλο. Σε καλλιέργεια PDA μυκήλιο με κανονική ανάπτυξη, αραιό λευκό έως μπεζ, κονιορτώδες, χωρίς εναέριο μυκήλιο, ελαφρώς πυκνότερο στην περιφέρεια. Κάτω επιφάνεια μπεζ. Αντίδραση μυκηλίου αρνητική με ΚΟΗ (ΚΟΗ-).

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Υφές υαλώδεις 5-6 μm παχύτοιχες. Κονιδιοφόροι διαμέτρου 4 μm. Φιαλίδια 3-4 στην άκρη του κονιδιοφόρου, κάποια με σέπτα, κυλινδρικά, ισοπαχή με στρογγυλεμένη άκρη, 30-55 χ 4,5-5. Κονιδιοσπόρια κυλινδρικά έως ασύμμετρα ελλειψοειδή, 13-17(19,5)-5,5-7,7 μm, ορισμένα με ελαφριά κεντρική περίσφιξη και ορισμένα ελαφρώς κυρτά, δικύτταρα. Σχηματισμός αλυσίδων σπορίων ενωμένων πλευρικά, βασικά ή σειριακά. Σχηματισμός λείων παχύτοιχων χλαμυδοσπορίων.

Παρατηρήσεις: Η ύπαρξη αποκλειστικά δικύτταρων σπορίων αλλά και αλυσίδων αρχικά παραπέμπει στο στέλεχος ΑΤΗUM 6846 C. varium. Με πιο προσεκτική μελέτη παρατηρούμε πως ούτε στην καλλιέργεια, αλλά ούτε και στο μικροσκόπιο εμφανίζεται το έντονο κίτρινο χρώμα του ATHUM 6846, αλλά και πως τα σπόρια του ATHUM 6856 είναι μακρύτερα και φαρδύτερα. Σύμφωνα με την βιβλιογραφία (Hoog 1978), όμως, τα σπόρια του C. varium μπορεί να έχουν μεγάλο εύρος σε μέγεθος και χρώμα. Συνυπολογίζοντας και την διαφορά στην αντίδραση του μυκηλίου σε KOH, που σε αυτό το στέλεχος είναι αρνητική, δεν μπορούμε να αποφανθούμε για την τελική του ταξινόμηση.

Page 27: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

24 Αποτελέσματα

Clabobotryum sp. ATHUM 6855: 1&2. ξενιστής Cortinarius sp., 3&4. Καλλιέργεια PDA επάνω και κάτω επιφάνεια, 5. κονιδιοφόροι φιαλίδια και κονίδια, 6. Χλαμυδοσπόρια, 7-10. κονίδια

Page 28: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

25 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Φύλο: Ascomycota

Κλάση: Sordariomycetes

Υποκλάση: Hypocreomycetidae

Τάξη: Hypocreales

Οικογένεια: Hypocreaceae

Cladobotryum sp.

Τελειομορφή άγνωστη

Δείγματα – Καλλιέργειες:

• Σε βασιδιοκάρπιο Lactarius sp. (ZΓ6446), όρος Οίτη, Υπάτη, 2009, ATHUM 6852

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή μυκήλιο λευκό με μικρή τοπική ανάπτυξη σε πίλο και στύπο, πλήρης παραμόρφωση των ελασμάτων σε ένα δείγμα. Σε καλλιέργεια ΜΕΑ μπεζ έως κίτρινο μυκήλιο, με ματ υφή χωρίς εναέριες υφές. Κάτω όψη κίτρινη έως καφέ. Σε καλλιέργεια PDA λευκό αρχικά, σε αποχρώσεις του μπεζ κατά την κάλυψη του τρυβλίου, και κόκκινο αργότερα, με πυκνή ματ υφή και εναέριες υφές τοπικά. Κάτω επιφάνεια τρυβλίου μπορντό. Αντίδραση μυκηλίου θετική με KOH (ΚΟΗ+).

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Κονιδιοφόροι διαμέτρου 5-7 μm. Φιαλίδια 2-4 ανά γόνατο, επιμήκη κυρτά ή ίσια, 40-50 χ 4.5-5 μm. Κονίδια ελλειψοειδή, βαρελοειδή, επιμήκη, ατρακτοειδή, 13-26 χ 5-9 μm, κυρίως δικύτταρα, μονοκύτταρα και τρικύτταρα ελάχιστα τετρακύτταρα, κάποια με περίσφιξη στο σέπτο, πολλά συνδεδεμένα στις βάσεις τους, άλλα συνδεδεμένα πλευρικά, και άλλα ακανόνιστα, ορισμένες φορές σχηματίζοντας αλυσίδες, ευδιάκριτη ουλή σύνδεσης με το φιαλίδιο.

Παρατηρήσεις: Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτού του στελέχους είναι η ποικιλία των σπορίων του σε σχήμα και αριθμό σέπτων (0-3), καθώς και ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται, είτε στις βάσεις τους, είτε στο πλάι, σε διαφορετικά σημεία. Η διαφορά χρώματος, μεταξύ των καλλιεργειών ΜΕΑ (κίτρινη) και PDA (κοκκινωπή) του στελέχους, οφείλεται στην παραγωγή δευτερογενών μεταβολιτών η οποία εξαρτάται άμεσα από το θρεπτικό υλικό στο οποίο αναπτύσσονται τα στελέχη (Gams et al. 2004). Η γενικότερη μορφολογία του στελέχους οδηγεί προς το C. compactum, όμως τα μεγέθη των σπορίων διέφεραν σημαντικά (με αυτά του C. compactum να είναι μικρότερα), και δεν αναφέρονταν οι ιδιαιτερότητες της σύνδεσης των σπορίων του δεν. Το ATHUM 6852 μοιάζει επίσης πολύ με αντίστοιχο Cladobotryum sp. που περιγράφεται από τους Poldmaa (1999) και Rogerson & Samuels (1993) σαν αναμορφή του H. subicolosus, στο οποίο παρουσιάζονται όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους στελέχους, όμως έχουμε αποκλίσεις στο μέγεθος των σπορίων καθώς και στην αντίδραση

Page 29: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

26 Αποτελέσματα

KOH, δηλαδή τα σπόρια του στελέχους ATHUM είναι μεγαλύτερα και το μυκήλιο του αντιδρά θετικά σε διάλυμα ΚΟΗ.

Cladobotryum sp. ΑΤΗUM 6855: 1&2. καλλιέργεια ΜΕΑ κανονική και ανεστραμμένη όψη, 3-5. Καλλιέργεια PDA, 3. Ανώριμη, επάνω επιφάνεια, 4. Ώριμη, επάνω επιφάνεια, 5. Ώριμη, κάτω επιφάνεια, 6-8. ξενιστής Lactarius sp., 9&10. κονιδιοφόροι και φιαλίδια, 12-14. κονιδιοφόροι και φιαλίδια, 15. βλάστηση κονιδίων, 16 αλυσίδες σπορίων, 17. Σπόρια συνδεδεμένα στη βάση τους

Page 30: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

27 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Φύλο: Ascomycota

Κλάση: Sordariomycetes

Υποκλάση: Hypocreomycetidae

Τάξη: Hypocreales

Οικογένεια: Hypocreaceae

Cladobotryum sp.

Τελειομορφή άγνωστη

Δείγματα – Καλλιέργειες:

• Σε βασιδιοκάρπιο Russula sp.(ΖΓ6564), όρος Οίτη, Υπάτη, 2008, ATHUM 6853

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή μυκήλιο λευκό πυκνό βαμβακώδες, πλήρης κάλυψη του στύπου, μερική κάλυψη ελασμάτων και πίλου. Σε καλλιέργεια PDA μυκήλιο λευκό πυκνό με ανάπτυξη κοντά στο υπόστρωμα, έπειτα κίτρινο και λευκό μυκήλιο με ακανόνιστη ανάπτυξη, και τελικά κόκκινο. Κάτω επιφάνεια τρυβλίου περιφερειακά ροζ προς κόκκινη, κεντρικά οχρώδης. Αντίδραση μυκηλίου θετική με KOH (ΚΟΗ+)

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Κονιδιοφόροι με κονιδιογόνα κύτταρα σε όλο το μήκος τους οργανωμένα σε σπονδύλους. Φιαλίδια 2-4 ανά σπόνδυλο, επιμήκη, 40-90 χ 4-5,5 μm, ελαφρώς στενότερα στην άκρη από ότι στην βάση. Κονίδια ελλειψοειδή, αττρακτοειδή, κυλινδρικά, 20-31 χ 6-8 μm, δικύτταρα, τρικύτταρα και τετρακύτταρα.

Παρατηρήσεις: Τα μεγέθη και η μορφολογία των σπορίων συμφωνούν με την περιγραφή του C. multiseptatum (Hoog 1978), όμως τα φιαλίδια του στελέχους διαφέρουν, καθώς δεν μπορεί να διακριθεί με βεβαιότητα διόγκωση του ακραίου τμήματος τους, και όπου αυτή διακρίνεται φαίνεται πως είναι το αρχικό στάδιο σχηματισμού κονιδίων. Επίσης, το συγκεκριμένο στέλεχος μοιάζει με την αναμορφή του H. αustralis, όπως αποδίδεται στα σκίτσα των Rogerson & Samuels (1993), τα οποία όμως δεν συνοδεύονται από περιγραφή της αναμορφής. Σε καμία από τις ανακαλλιέργειες δεν αναπτύχθηκε η τελειομορφή του στελέχους.

Page 31: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

28 Αποτελέσματα

Cladobotryum sp. ATHUM 6853: 1-3. Καλλιέργεια PDA, 1. Ανώριμη, πάνω επιφάνεια, 2. Ώριμη, πάνω επιφάνεια, 3. ώριμη κάτω επιφάνεια, 4. Ξενιστής Russula sp., 5-10 κονιδιοφόροι, φιαλίδια και κονίδια.

Page 32: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

29 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Φύλο: Ascomycota

Κλάση: Sordariomycetes

Υποκλάση: Hypocreomycetidae

Τάξη: Hypocreales

Οικογένεια: Hypocreaceae

Cladobotryum sp.

Τελειομορφή άγνωστη

Δείγματα – Καλλιέργειες:

• Σε βασιδιοκάπιο Laccaria laccata (ΖΓ6519), όρος Οίτη , Υπάτη 2008, ATHUM 6851

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή μικρή ανάπτυξη μεταξύ πίλου και στύπου, λευκό αραιό μυκήλιο. Σε καλλιέργεια PDA χωρίς καθόλου εναέριο μυκήλιο, ανάπτυξη σε επαφή με το υπόστρωμα, πυκνή οχρώδης στην περιφέρεια, αραιή μπορντό κεντρικά, ανεστραμμένη όψη μπορντό. Σε καλλιέργεια ΜΕΑ ακανόνιστη πυκνή ανάπτυξη σε επαφή με το υπόστρωμα, χωρίς εναέριο μυκήλιο, υποκίτρινη, κάτω επιφάνεια τρυβλίου καφέ, με κίτρινο δακτύλιο στην περιφέρεια. Αντίδραση μυκηλίου θετική με KOH (ΚΟΗ+)

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Κονιδιοφόροι διαμέτρου 3-4 μm, με ανάπτυξη σε σπονδύλους. Φιαλίδια 2-5 ανά σπόνδυλο, ίσια ή ελάχιστα ελαφρώς κυρτά στη βάση,45-70 χ 3,5, στενότερα και στην άκρη, συχνά με στρογγυλεμένα. Κονίδια κυρίως δικύτταρα, λίγα τρικύτταρα, σπάνια τετρακύτταρα, επιμήκη, κυλινδρικά, ελλειψοειδή 19-29(31) χ 6,5-10, στρογγυλεμένη ουλή αποκοπής.

Παρατηρήσεις: Ο συνδυασμός των λεπτών μακριών φιαλιδίων καθώς και των επιμήκων κυλινδρικών κονιδίων είναι χαρακτηριστικό που φαίνεται εντελώς μοναδικό και χαρακτηριστικό για αυτό το στέλεχος και δεν φαίνεται να υπάρχει σε διαθέσιμη περιγραφή άλλου είδους, αλλά ούτε και σε κάποιο από τα υπόλοιπα στελέχη αυτής της μελέτης.

Page 33: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

30 Αποτελέσματα

Cladobotryum sp. ATHUM 6851: 1&2. καλλιέργεια PDA επάνω και κάτω επιφάνεια, 3&4. Καλλιέργεια ΜΕΑ επάνω και κάτω επιφάνεια, 5. ξενιστής Laccaria laccata, 6&7. κονιδιοφόροι και φιαλίδια, 8-11. κονίδια

Page 34: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

31 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Φύλο: Ascomycota

Κλάση: Sordariomycetes

Υποκλάση: Hypocreomycetidae

Τάξη: Hypocreales

Οικογένεια: Hypocreaceae

Cladobotryum sp.

Τελειομορφή άγνωστη

Δείγματα – Καλλιέργειες:

• Σε βασιδιοκάρπιο Cortinarius sp.( ΖΓ6545), όρος Οίτη, Υπάτη, 2008, ΑΤΗUM 6855

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή λευκό πυκνό κονιορτώδες μυκήλιο με τοπική ανάπτυξη στα ελάσματα. Σε καλλιέργεια PDA μυκήλιο με ακανόνιστη ασύμμετρη ανάπτυξη λευκό έως υποκίτρινο αρχικά, σε επαφή με το υπόστρωμα, έντονα κίτρινο με καφέ περιοχές τελικά. Κάτω επιφάνεια κίτρινη. Αντίδραση μυκηλίου αρνητική με KOH (ΚΟΗ-).

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Κονιδιοφόροι διαμέτρου 6-7 μm με σπονδυλωτή ανάπτυξη. Φιαλίδια 2-10 ανά σπόνδυλο, επιμήκη με διογκωμένη βάση και μακρύ λεπτό λαιμό, οξύληκτα, 25-40 χ 3-4 μm στη βάση, 0,8-1,5 μm διάμετρος στην άκρη. Κονίδια, φαρδιά ελλειψοειδή, οβάλ, ατρακτοειδή, σπάνια με περίσφιξη στη μέση, συχνά κυρτά 13-19(20) χ 5,5-6,5(7,2) μm, δικύτταρα, διαφορετική υφή του ομφαλικού πόρου.

Παρατηρήσεις: Η μορφολογία των κονιδίων και των φιαλιδίων του στελέχους παραπέμπει σε είδη όπως το C. croceum ή το C. fungicola (Sibirina fungicola) (Poldmaa 1996, Gray & Morgan-Jones 1980), όμως τα μεγέθη των κονιδίων διαφέρουν καθώς ξεπερνούν τα 5,5 μm πλάτος και συχνά τα 15 μm μήκος σε αντίθεση με τα προαναφερθέντα είδη. Τα τόσο έντονα οξύληκτα φιαλίδια, με τον επιμήκη λαιμό και την διογκωμένη βάση δεν αντιστοιχούν σε κάποια περιγραφή από όσες υπήρχαν διαθέσιμες, ενώ το αξιολογήσαμε ως ιδιαίτερο γνώρισμα. Υπ’ όψιν πρέπει να ληφθεί για την ταξινόμησή του και η αρνητική αντίδραση ΚΟΗ που συνήθως παρατηρείται στα είδη του Hypomyces που αναπτύσσονται σε aphylophorales.

Page 35: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

32 Αποτελέσματα

Cladobotryum sp. ΑΤΗUM 6855: 1-3. Κονιδιοφόροι, 4-6. Κονιδιοφόροι και φιαλίδια, 7. Κονιδιοφόρος, φιαλίδια και κονίδια, 8&9 κονίδια, 10-12. Καλλιέργεια PDA, 10. ανώριμη, επάνω επιφάνεια, 13. Ξενιστής Cortinarius sp.

Page 36: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

33 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Φύλο: Ascomycota

Κλάση: Sordariomycetes

Υποκλάση: Hypocreomycetidae

Τάξη: Hypocreales

Οικογένεια: Hypocreaceae

Sepedonium microspermum Besl, in Besl, Hagn, Jobst & Lange, Z. Mykol. 64(1): 46 (1998)

Αναμορφή του Hypomyces microspermus Rogerson & Samuels 1989

Δείγματα καλλιέργειες:

• Σε βασιδιοκάρπιο Xerocomus sp., όρος Πάρνηθα, Αττική, ΑΤΗUM 6865 • Σε βασιδιοκάρπιο Xerocomus sp., όρος Πάρνηθα, Αττική, ΑΤΗUM 6866 • Σε βασιδιοκάρπιο Xerocomus sp., όρος Οίτη, Υπάτη ΑΤΗUM 6867 • Σε βασιδιοκάρπιο Xerocomus sp., όρος Οίτη, Υπάτη ΑΤΗUM 6864 • Σε βασιδιοκάρπιο Xerocomus sp., όρος Οίτη, Υπάτη ΑΤΗUM 6863 • Σε βασιδιοκάρπιο Xerocomus sp. (ΖΓ3757), ράχες Τυμφρηστού, 2004,

ΑΤΗUM 6517 • Σε βασιδιοκάρπιο Boletus sp. (ΠΔ835), ΑΤΗUM 6868 • Σε βασιδιοκάρπιο Xerocomus sp., ATHUM 6876 • Σε βασιδιοκάρπιο Boletaceae, Δίρφη, Εύβοια, 2000, ATHUM 6877 • Σε βασιδιοκάρπιο Βoletus sp., Δίρφη, Εύβοια, 2000, ATHUM 6878 • Σε βασιδιοκάρπιο Βoletus sp. (ΠΔ643), ATHUM 6879 • Σε βασιδιοκάρπιο Xerocomus sp., ATHUM 6880 • Σε βασιδιοκάρπιο Xerocomus sp. (c900), ATHUM 6881 • Σε βασιδιοκάρπιο Xerocomus sp. (c899), ATHUM 6882 • Σε βασιδιοκάρπιο Boletus sp. (ΠΔ641), ATHUM 6883 • Σε βασιδιοκάρπιο Boletus sp. (ΠΔ835), ATHUM 6884 • Σε βασιδιοκάρπιο Boletus sp. (ΖΓ1713), ATHUM 6885

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή αρχικά λευκό πυκνό μυκήλιο με τοπική ανάπτυξη, και τελικά κίτρινο μυκήλιο με ανάπτυξη σε όλη την επιφάνεια του σποροκαρπίου. Στην καλλιέργεια PDA μυκήλιο με αργή ανάπτυξη αρχικά λευκό, κίτρινο μετά την παραγωγή αλευριοκονιδίων, συνήθως με λευκό δακτύλιο ή λευκούς τομείς, χωρίς εναέριες υφές.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Κονιδιοφόροι επιμήκεις χωρίς διακλαδώσεις. Φιαλίδια 1-3 στην άκρη του κονιδιοφόρου, επιμήκη έως κυλινδρικά, ισοπαχή 30-60 χ 3-4 μm. Kονίδια κυλινδρικά, επιμήκη, ελλειψοειδή, 11-16 χ 4.5-5.5 μm μονοκύτταρα. Αλευριοκονίδια σχηματιζόμενα επάκρια στις υφές ή σε κοντές εμβόλιμες προεξοχές, σφαιρικά, κίτρινα, διαμέτρου 8-15 μm, με έντονη διακόσμηση εξωτερικά.

Page 37: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

34 Αποτελέσματα

Παρατηρήσεις: To είδος S. microspermum παρουσιάζει πολλές μορφολογικές ομοιότητες με το S. chrysospermum και δεν θεωρούταν από την αρχή διαφορετικό είδος. Τα αλευριοκονίδια του S. microspermum είναι όμως σταθερά μικρότερα και δεν ξεπερνούν σε διάμετρο τa 15 μm. Όλα μας τα στελέχη απομονώθηκαν από Xerocomus και Boletus. Στο γένος Sepedonium ανήκουν οι αναμορφές τών μυκητόφιλων μυκήτων που αναπτύσσονται σε είδη της τάξης Boletales, κατ’ αποκλειστικότητα, αποδεικνύοντας την απόλυτη εξειδίκευση που έχουν αναπτύξει o μυκητόφιλος μύκητας με τον ξενιστή. Το S. microspermum έχει μεγαλύτερο εύρος ξενιστών και είναι η πιο διαδεδομένη αναμορφή του Hypomyces μέσα στα Boletales (Rogerson and Samuels 1989).

Page 38: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

35 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Sepedonium microspermum: 1-5. Ξενιστές Boletus sp., 1. ΜΒ12, 2.ΑΤΗUM6865, 3. ΑΤΗUM6863, 4. ΑΤΗUM6864, 5. ΑΤΗUM6865, 6-8. ΑΤΗUM6867, 6. υφές και ανώριμα αλευριοκονίδια, 7. Κονιδιοφόροι, 8. Ώριμα αλυριοκονίδια, 9-11. c768, 9. Κονίδια, 10. Κονιδιοφόροι και κονίδια, 11. Αλυριοκονίδια, 12-14. ΑΤΗUM6517, 12&13. Υφές και ανώριμα αλευριοκονίδια, 14. κονιδιοφόρος, 15-17. ΑΤΗUM6865, 15 κονιδιοφόρος και κονίδια, 16. Κονίδια και αλευριοκονίδια, 17. Αλευριοκονίδια.

Page 39: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

36 Αποτελέσματα

Sepedonium microspermum: 18-21. καλλιέργειες PDA 5,7,9 ημερών, 18. ΑΤΗUM6517, 19. ΑΤΗUM6865, 20. ΑΤΗUM6866, 21. ΑΤΗUM6867, 22. Καλλιέργεια PDA ΑΤΗUM6863 πάνω και κάτω επιφάνεια.

Page 40: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

37 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Φύλο: Ascomycota

Κλάση: Sordariomycetes

Υποκλάση: Hypocreomycetidae

Τάξη: Hypocreales

Οικογένεια: Hypocreaceae

Sepedonium ampullosporum Damon, Mycologia 44(1): 91 (1952)

Τελειομορφή άγνωστη.

Δείγματα-Καλλιέργειες:

• Σε βασιδιοκάρπιο είδους της οικογένειας Boletaceae (ΠΔ795), ΑΤΗUM 6581

• Σε βασιδιοκάρπιο Rhizopogon sp. (c1973), Ράχες Τυμφρηστού 2004, ΑΤΗUM 6869

• Σε βασιδιοκάρπιο Rhizopogon sp. (c1974), Ράχες Τυμφρηστού 2004, ΑΤΗUM 6870

• Σε βασιδιοκάρπιο Rhizopogon sp. (c1976), Ράχες Τυμφρηστού 2004, ΑΤΗUM 6871

• Σε βασιδιοκάρπιο Rhizopogon sp. (c1192), ΑΤΗUM 6511

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή κίτρινο και λευκό μυκήλιο με τοπική ανάπτυξη στον πίλο και τον στύπο, χωρίς εναέριες υφές. Σε καλλιέργεια PDA πυκνό αρχικά λευκό μυκήλιο και έπειτα από την παραγωγή αλευριοκονιδίων έντονα κίτρινο με λευκές περιοχές, ανώμαλη επιφάνεια, χωρίς εναέριες υφές. Κάτω επιφάνεια μπεζ κεντρικά, λευκή περιφερειακά. Σε καλλιέργεια πυκνό κεντρικά, αραιότερο περιφερειακά, αρχικά λευκό μυκήλιο, και έπειτα από την παραγωγή αλευριοκονιδίων κίτρινο.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Κονιδιοφόροι ίσιοι ή ελαφρώς κυρτοί, κάποιοι ακραία διακλαδισμένοι. Φιαλίδια κυλινδρικά, ελαφρώς κυρτά στην άκρη των διακλαδισμένων κονιδιοφόρων 2-3. Δύο είδη κονιδίων, αμπουλόμορφα, παραγόμενα από τα φιαλίδια, 18-20 χ 5-6 μm, και ελλειψοειδή, παραγόμενα στις άκρες αδιακλάδιστων κονιδιοφόρων, 13-23 χ 3-6 μm. Αλευριοκονίδια έντoνα κίτρινα, σφαιρικά, 14-21 μm, σχηματιζόμενα στις άκρες των υφών ή παρεμβόλιμα σε κοντούς κλάδους, παχύτοιχα, με έντονη διακόσμηση.

Παρατηρήσεις: Χαρακτηριστικό γνώρισμα του είδους είναι η παραγωγή δύο ειδών κονιδίων, από δύο διαφορετικά είδη κονιδφόρων. Τα αμπουλόμορφα κονίδια που σχηματίζονται από φιαλίδια στις άκρες διακλαδισμένων κονιδιοφόρων, και τα ελλειψοειδή κονίδια που σχηματίζονται στις άκρες αδιακλάδιστων, ίσιων κονιδιοφόρων, χωρίς φιαλίδια. Οι Morgan-Jones & Gray (1980)

Page 41: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

38 Αποτελέσματα

πρότειναν ότι το S. ampullosporum μπορεί να διακριθεί και από το μεγάλο μέγεθος των αλευριοκονιδίων του, αλλά και από την διακόσμηση τους, την οποία βρήκαν λιγότερο κανονική με φαρδύτερες προεξοχές. Όμως οι Sahr et al. (1999) παρατήρησαν το ακριβώς αντίθετο για την διακόσμηση, και επιπλέον χώρισαν το S. mycophilum από το S. microspermum. Τα μεγέθη αλευριοκονιδίων του πρώτου είναι ίδια με αυτά του S. ampullosporum. Διάκριση μεταξύ των ειδών του γένους με βάση μορφολογικά χαρακτηριστικά, πέρα από τα κονίδια, θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμη, καθώς παρατηρήθηκε ότι τα αμπουλόμορφα κονίδια δεν αναπτύσσονται πάντα στην καλλιέργεια, δυσκολεύοντας την αναγνώριση του. Το S. ampullosporum βρέθηκε πάνω σε Rhizopogon, το οποίο δεν κατατασσόταν παραδοσιακά στα Boletales - που είναι οι αποκλειστικοί ξενιστές για τα είδη του Sepedonium -, και μόνο οι σύγχρονες μοριακές αναλύσεις το κατέταξαν εκεί, λύνοντας το παράδοξο.

Sepedonium ampulosporum: 1&2. ATHUM6581 καλλιέργεια PDA επάνω και κάτω επιφάνεια, 3&6. ATHUM6581 Ξενιστής Boletaceae, 4&5. ATHUM6581 καλλιέργεια ΜΑ πάνω και κάτω

Page 42: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

39 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

επιφάνεια, 7-9. ΑΤΗUM 6870, 7. αλευριοκονίδια, 8. ελλειψοειδή κονίδια, 9. Αλευριοκονίδια και αμπουλόμορφα κονίδια, 10-12. ATHUM6581 αλευριοκονίδια και αμπουλόμορφα κονίδια.

Φύλο: Ascomycota

Κλάση: Sordariomycetes

Υποκλάση: Hypocreomycetidae

Τάξη: Hypocreales

Οικογένεια: Hypocreaceae

Mycogone sp.

Τελειομορφή άγνωστη

Δείγματα-Καλλιέργειες:

• Σε καρπόσωμα Ramaria sp. (ΖΓ6737), όρος Οίτη, Υπάτη, 2008, ΑΤΗUM 6860 • Σε καρπόσωμα Ramaria sp. (ΖΓ2253), όρος Βαρδούσια, 2000, ATHUM 6859, • Σε καρπόσωμα Ramaria sp. (Μβ35), υπάρχει μόνο σε καλλιέργεια, ATHUM 6861

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή αραιό λευκό αραχνώδες μυκήλιο με μεγάλη κάλυψη της επιφάνειας του ξενιστή. Σε καλλιέργεια PDA λευκό έως ελαφρά μπεζ μυκήλιο με κονιορτώδη υφή, χωρίς εναέριες υφές. Κάτω επιφάνεια μπεζ. Σε καλλιέργεια ΜΑ λευκό έως ελαφρά μπεζ μυκήλιο με ματ υφή, χωρίς εναέριες υφές. Κάτω επιφάνεια μπεζ.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Κονιδιοφόροι διακλαδισμένοι διαμέτρου 5-7 μm. Φιαλίδια στις άκρες των κονιδιοφόρων 3-6 ή κατά το μήκος του 1-2, κυλινδρικά, διογκωμένα στη βάση, στενότερα στην άκρη, οξύληκτα, 30-40 χ 4,5-6 μm. Κονίδια λεμονοειδή, οβάλ, ελλειψοειδή, 8,5-19 χ 4,5-7,2 μm, στενότερα στην βάση, μονοκύτταρα, με εμφανή την ουλή αποκοπής από το φιαλίδιο, δευτερογενής ανάπτυξη από βλάστηση κονιδίων. Χλαμυδοσπόρια σφαιρικά διαμ. 22-36, οβάλ, 15-23 – 28 (31) μm, παχύτοιχα, ανώμαλα τοιχώματα με κοντή πυκνή διακόσμηση, μονοκύτταρα ή δικύτταρα, ελάχιστα πολυκύτταρα, φαρδύτερο το επάνω κύτταρο, κάποιες φορές το κάτω κύτταρο υαλώδες, λείο.

Παρατηρήσεις: Για πρώτη φορά διεθνώς αναφέρεται σαν ξενιστής για είδη του Mycogone το γένος Ramaria, αντί των Agaricales που είναι βιβλιογραφικά οι συνήθεις ξενιστές (Gray & Morgan-Jones 1980). Τα χλαμυδοσπόρια αυτού του στελέχους διαφέρουν από τα τυπικά Mycogone, καθώς δεν είναι τα τυπικά δικύτταρα με ένα λείο υαλώδες λεπτότοιχο κάτω κύτταρο και ένα ανώμαλο παχύτοιχο επάνω κύτταρο, αλλά έχει όλα τα κύτταρα παχύτοιχα και ανώμαλα με έντονη διακόσμηση. Στα ΑΤΗUM 6860 και ATHUM 6859 παρατηρήθηκε ανάπτυξη σπορίων από κονιδιογόνες υφές που βλάστησαν από άλλα κονίδια (εικ. 14&15). Ο συγκεκριμένος μυκητόφιλος μύκητας είχε διαφύγει της προσοχής μας αρχικά, αλλά μετά

Page 43: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

40 Αποτελέσματα

από περίπου 48 ώρες είχε καλύψει μεγάλο μέρος της επιφάνειας του ξενιστή του, οπότε και απομονώθηκε.

Page 44: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

41 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Mycogone sp. ATHUM 6860: 1&4. Ξενιστής Ramaria sp, 2&3 καλλιέργεια ΜΑ επάνω και κάτω επιφάνεια, 5&6. Καλλιέργεια PDA επάνω και κάτω επιφάνεια, 7-10. Κονιδιοφόροι, φιαλίδια και κονίδια, 11&12, κονίδια, 13. Δικύτταρα χλαμυδοσπόρια με πάνω ανώμαλο και κάτω λείο κύτταρο, 14&15. Κονίδια που βλαστάνουν και δίνουν νέα κονίδια, 16-18. χλαμυδοσπόρια

Page 45: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

42 Αποτελέσματα

Φύλο: Zygomycota

Κλάση: Incertae sedis

Υποκλάση: Incertae sedis

Τάξη: Mortierellales

Οικογένεια: Mortierellaceae

Mortierella hyalina (Harz) W. Gams, in Gams & Domsch, Nova Hedwigia 18: 13 (1970) [1969] var. hyaline

= Mortierella hygrophila Linnem., Flora, Jena 130: 212 (1936)

Δείγματα- Καλλιέργειες:

• Σε βασιδιοκάρπιο Amanita sp. (ΖΓ6500), όρος Οίτη, Υπάτη, 2008, ΑΤΗUM 6582

• Σε βασιδιοκάρπιο Polyporus sp. (Σ11), όρος Λειβαδίτης, Ξάνθη ATHUM 6858

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή Amanita sp. λευκό αραχνώδες εναέριο μυκήλιο με ανάπτυξη στα ελάσματα και τον πίλο. Στον ξενιστή Polyporus sp., λευκό αραιό μυκήλιο με ανάπτυξη στην μεγαλύτερη επιφάνεια του ξενιστή, χωρίς εναέριες υφές. Στην καλλιέργεια PDA πυκνό λευκό βαμβακώδες μυκήλιο με ακανόνιστη ανάπτυξη, έντονη οσμή σκόρδου.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Υφές ελαφρώς παχύτοιχες διαμ. 7-10 μm. Σποριαγγειοφόρος κυλινδρικός, επιμήκης, διαμ.6-7 μm στη βάση του, 2,5-3,5 μm στην κολουμέλλα. Σποριάγγεια σφαιρικά διαμ. 20-30 μm. Σποριαγγειοσπόρια οβάλ, σφαιρικά, ελαφρώς κυρτά, διαμ. 5,5-8 μm, λεία, ελαφρώς παχύτοιχα.

Παρατηρήσεις: Και το ATHUM MB11 και το ATHUM ΜΒ31 στην καλλιέργεια PDA έχουν οσμή σκόρδου, που αναφέρεται σαν χαρακτηριστική του είδους από τους Zycha et al. (1969) όπως χαρακτηριστικοί είναι οι μακριοί σποριαγγειφόροι, και ο σχετικά μικρός αριθμός σποριαγγειοσπορίων. Δεν παρατηρήθηκαν ζυγοσποριάγγεια. Το M. Hyalina είναι διαδεδομένος μυκητόφιλος μύκητας, και μύκητας που αναπτύσσεται στο έδαφος, και αναφέρεται πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Page 46: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

43 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Mortierella hyalina ATHUM 6858: 1. Δίκτυο υφών και σποριάγγεια, 2. Σποριαγγειοφόρος και ανώριμο σποριάγγειο, 3. υφές, στυλίσκοι και ανώριμα σποριάγγεια, 4&5 ώριμα σποριάγγεια, 6. σποριαγγειοσπόρια, 7. Επάνω επιφάνεια καλλιέργειας PDA, 8. Ξενιστής Polyporus sp., 9. ξενιστής Amanita sp.

Page 47: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

44 Αποτελέσματα

Φύλο: Zygomycota

Υπόφυλο: Zygomycotina

Κλάση: Incertae sedis

Υποκλάση: Incertae sedis

Τάξη: Mucorales

Οικογένεια: Phycomycetaceae

Spinellus fusiger (Link) Tiegh., Annls Sci. Nat., Bot., sér. 6 1: 66 (1875)

Δείγματα:

• Σε βασιδιοκάρπιο Mycena,(ΖΓ3731), Ράχες Τυμφρηστού, 2004, ATHUM 6871 • Σε βασιδιοκάρπιο Mycena, Kαρά ντερέ, ATHUM 6872

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή λευκοί, βελλονοειδείς, σποριαγειοφόροι με ανεπτυγμένα σποριάγγεια στην άκρη τους, ανάπτυξη στον πίλο, ορατά με γυμνό μάτι, ανάπτυξη απευθείας από τον πίλο-υπόστρωμα.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στο φυσικό δείγμα σποριαγγειοφόροι κυλινδρικοί, καφέ διαμ. 30-90 μm, ελαφρώς στενότεροι κάτω απο το σποριάγγειο, κάποια με σέπτα σποριάγγεια σφαιρικά διαμ. 115-230 μm, λεπτότοιχα, σπόρια ατρακτοειδή, διαμ. 13-20 χ 30-45 μm, μονοκύτταρα, λεία, ελαφρώς παχύτοιχα.

Παρατηρήσεις: Το στέλεχος μελετήθηκε μόνο από το φυσικό δείγμα, καθώς δεν αναπτύχθηκε σε καλλιέργεια. Στο φυσικό δείγμα δεν υπήρχε ανάπτυξη ζυγοσπορίων, σύνηθες χαρακτηριστικό για το είδος (Zycha et al. 1969). Χαρακτηριστικά μορφολογικά γνωρίσματα για το γένος είναι τα έντονα ατρακτοειδή μονοκύτταρα σπόρια του και τα σχεδόν σφαιρικά σποριαγγεισπόρια του. Το S. fusiger φαίνεται πως είναι διαδεδομένος μυκητόφιλος μύκητας, και σε αυτή την εργασία αναφέρεται πρώτη φορά η αναγνώριση του στην Ελλάδα.

Page 48: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

45 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Spinellus fusiger: 1-5. Σποριάγγεια και σποριαγγειοσπόρια, 6. Σποριαγγειοσπόρια, 7. Ξενιστής Mycena ATHUM 6872 sp., 8. Ξενιστής Mycena sp. ATHUM 6871

Page 49: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

46 Αποτελέσματα

Φύλο: Zygomycota

Υπόφυλο: Mucoromycotina

Κλάση: Incertae sedis

Υποκλάση: Incertae sedis

Τάξη: Mucorales

Οικογένεια: Incertae sedis

Syzygites megalocarpus Ehrenb., Sylv. mycol. berol. (Berlin): 25 (1818)

Δείγματα:

• Σε βασιδιοκάρπιο Clitopilus sp.(zg3768), Ράχες Τυμφρηστού, 2004, ATHUM 6873

• Σε βασιδιοκάρπιο Inocybe sp. (zg3696), Ράχες Τυμφρηστού, 2004, ATHUM 6874

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή από αραιό έως πολύ πυκνό λευκό έως κίτρινο μυκήλιο, ανάπτυξη κυρίως στον πίλο, σποριαγγειοφόροι ορατοί με γυμνό μάτι, με ανάπτυξη κατευθείαν από τον πίλο.

Μικροσκπικά χαρακτηριστικά: Στο φυσικό δίγμα σπορειαγγειοφόροι διχοτομικά διακλαδισμένοι στην άκρη τους διαμ. 30-35 μm, σποριάγγεια στις άκρες των σποριαγγειοφόρων, σφαιρικά διαμ. 65-130 μm, σποριαγγειοσπόρια σχεδόν σφαιρικά διαμ. 15-23(28) μm, ελαφρώς παχύτοιχα, με ελαφρώς ανώμαλο τοίχωμα.

Παρατηρήσεις: Το γένος Syzygites περιλαμβάνει πλέον μόνο το είδος S. Megalocarpus, χαρακτηριστικό του οποίου είναι η διχοτομική διακλάδωση των σποριαγγειοφόρων του. Στο φυσικό δείγμα δεν φρέθηκαν ζυγοσποριάγγεια. Το S. megalocarpus είναι είδος παρασιτικό σε Basidiomycetes και κάποια Ascomycetes (web: zygomycetes.org), στην Ελλάδα αναφέρεται βρέθηκε σε Clitopilus και Inocybe και είναι η πρώτη αναφορά του.

Page 50: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

47 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Syzygites megalocarpus: 1-6.ATHUM 6873, 1. Δίκτυο υφών, σποριάγγεια και σποριαγγειοσπόρια, 2&3. Σποριαγγειοφόρος, στυλισκος, σποριάγγεια και σποριαγγειοσπόρια, 4. Σποριαγγειοσπόρια, 5&6. Ξενιστής Clitopilus sp., 7&8. Ξενιστής Inocybe sp. ATHUM6874

Page 51: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

48 Αποτελέσματα

Φύλο: Basidiomycota

Υπόφυλο: Agaricomycotina

Κλάση: Agaricomycetes

Υποκλάση: Agaricomycetidae

Τάξη: Agaricales

Οικογένεια: Tricholomataceae

Collybia tuberosa (Bull.) P. Kumm., Führ. Pilzk. (Zwickau): xxviii, 119 (1857)

Δείγματα-Kαλλιέργειες:

• Σε βασιδιοκάρπιο Russulaceae, όρος Οίτη, Υπάτη, ΑΤΗUM 6508

Μακροσκοπικά χαρακτηριστικά: Στον ξενιστή πίλος με διάμετρο μικρότερη από 2 cm, κυρτός, λευκοπός έως μπεζ, λείος ή ελαφρώς ρυτιδιασμένος, στύπος κυλινδρικός, μπεζ έως λευκός, σκληρώτια αττρακτοειδή έως ελλειψοειδή, μπεζ έως σκούρα καφέ. Στην καλλιέργεια PDA ανοιχτό μπεζ πυκνό μυκήλιο, βαμβακώδες, αναπτυσσόμενο κοντά στο υπόστρωμα, δημιουργία σκληρωτίων.

Μικροσκοπικά χαρακτηριστικά: Σε καλλιέργεια PDA σπόρια φαρδιά ελλειψοειδή, 4-5.5 χ 3-3.5 μm, με εμφανή προεξοχή στο σημείο αποκοπής από το βασίδιο. Βασίδια σχεδόν κυλινδρικά, στενότερα στην βάση τους 15-20 x 4-6 μm, απουσία κυστιδίων, διάσπαρτες κυστιδιόλες αναπτυσσόμενες από ροπαλόμορφα κύτταρα.

Παρατηρήσεις: Στο γένος Collybia ανήκουν δύο είδη που αναπτύσσονται πάνω σε βασιδιοκάρπια Russulaceae, το C. tuberosα και το C. cirrhata. To C. cirrhata όμως δεν αναπτύσσει σκληρώτια. Σκληρώτια αναπτύσσουν το C. tuberosα και το C. cookie, όμως τα αττρακτοειδή σκουρόχρωμα σκληρώτια του ΑΤΗUM 6508 το κατατάσσουν ξεκάθαρα ως C. tuberosα, επιβεβαιώνοντας τον μυκητόφιλο χαρακτήρα του και την εξειδίκευση του ως προς τα Russulaceae. Ενδιαφέρον είναι πως παρατηρήθηκε δημιουργία σκληρωτίων τόσο στην καλλιέργεια του στελέχους όσο και στο φυσικό δείγμα.

Page 52: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

49 Ταξινομική μελέτη των Μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Collybia tuberose ATHUM 6508: 1. Καλλιέργεια σε PDA, 2. Ανάπτυξη πάνω στον ξενιστή (Russulaceae), 3. Σκληρώτια από το φυσικό δείγμα, 4&5. σκληρώτια στην καλλιέργεια PDA, 6. Βασίδια, 7. Βασίδια και βασιδιοσπόρια, 8. Σπόρια, 9. Κυστιδιόλες.

Page 53: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

49 Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Συζήτηση-Συμπεράσματα

Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της

Ελλάδας

Page 54: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

50 Συμπεράσματα-Συζήτηση

Η συγκεκριμένη μελέτη αποσκοπεί στο να θέσει βάσεις για πιο

ολοκληρωμένες μελέτες της ποικιλότητας των μυκητόφιλων μυκήτων στην

Ελλάδα. Δεν έχει προηγηθεί άλλη μελέτη των μυκητόφιλων μυκήτων της

Ελλάδας και σε συνδυασμό με την έλλειψη ενδιαφέροντος για τους

μυκητόφιλους μύκητες παγκοσμίως για πάνω από μία δεκαετία, τα

βιβλιογραφικά δεδομένα που είχαμε στη διάθεσή μας υπήρξαν περιορισμένα.

Tα συμπεράσματα αυτής της μελέτης είναι σημαντικά για δύο λόγους:

πρώτον αναφέροντας νέους ξενιστές για γνωστά γένη και είδη, και

μυκητόφιλους μύκητες που δεν έχουν ταξινομηθεί, και δεύτερον

επιβεβαιώνοντας τα συμπεράσματα παλαιότερων μελετών, και κάνοντας

πρώτες αναφορές σε γνωστούς μυκητόφιλους μύκητες.

Σε αυτή την εργασία μελετήθηκαν και ταξινομήθηκαν 44 δείγματα

μυκητόφιλων μυκήτων που αναπτύσσονται σε βασιδιοκάρπια. Συχνότερα

απαντούμενα γένη είναι τα Cladobotryum (11 δείγματα) και Sepedonium (23

δείγματα), και τα δύο αναμορφές του γένους Hypomyces, που ανήκει στους

Ασκομύκητες. Απομονώθηκαν και μελετήθηκαν, ακόμα, είδη των γενών

Mortierella (2 δείγματα), Syzygites (2 δείγματα) και Spinellus (2 δείγματα),

που ανήκουν στους Ζυγομύκητες, και του γένους Mycogone (3 δείγματα), το

οποίο ανήκει στους Ασκομύκητες, καθώς και το Collybia tuberosα που είναι

Βασιδιομύκητας. Τα δείγματα που μελετήθηκαν, συλλέχθηκαν από την

μυκητολογική ομάδα του τομέα Οικολογίας και Ταξινομικής του ΕΚΠΑ, από

ένα πλήθος θέσεων, οι οποίες καλύπτουν μεγάλο εύρος της ηπειρωτικής

χώρας. Είναι προφανές ότι η ανάπτυξη των μυκητόφιλων μυκήτων ευνοείται

όπου ευνοείται και η ανάπτυξη των μικροενδιαιτημάτων τους, δηλαδή των

ξενιστών τους. Έτσι οι θέσεις από τις οποίες συλλέχθηκε το μεγαλύτερο

μέρος των δειγμάτων είναι ορεινές, δασικές, με υψηλή υγρασία. Για τον ίδιο

λόγο τα περισσότερα δείγματα έχουν συλλεχθεί φθινόπωρο ή στα τέλη του

χειμώνα.

Ο όρος μυκητόφιλος μύκητας δόθηκε για να περιγράψει την σταθερή

προτίμηση ενός μύκητα να αναπτύσσεται πάνω σε έναν άλλον. Αυτός ο

ορισμός παρέκαμψε το πρόβλημα της διευκρίνισης της εγκαθίδρυσης

ανταλλαγής θρεπτικών συστατικών ανάμεσα στους δύο εταίρους. Με αυτόν

τον ευρύ ορισμό όμως, είναι δύσκολο να γίνει η διάκριση ανάμεσα στην

Page 55: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

51 Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

σταθερή και την ευκαιριακή σχέση, εάν αυτή δεν παρουσιάζει

επαναληψιμότητα ή δεν εξακριβωθεί πειραματικά. Αποτέλεσμα αυτού του

ορισμού είναι να υπάρχει σύγχυση για το κατά πόσο ένας σαπροτροφικός

μύκητας μπορεί να θεωρηθεί μυκητόφιλος, ή για το πότε μία ανταγωνιστική

σχέση μεταξύ δύο μυκήτων μπορεί να θεωρηθεί παρασιτική και άρα να

ανήκει στις μυκητόφιλες σχέσεις. Η βιβλιογραφική έρευνα δεν μας βοήθησε

να καταλήξουμε σε άλλο συμπέρασμα, πέρα από την ανάγκη να μελετηθεί

εκτενώς η φυσιολογία των αλληλεπιδραστικών σχέσεων μεταξύ των

μυκήτων, ώστε να μπορεί να εξαχθεί ένα ασφαλές συμπέρασμα.

Ένα σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή είναι η

σπουδαιότητα της διαφορικής μελέτης του μύκητα τόσο πάνω στον ξενιστή

όσο και σε καθαρή καλλιέργεια. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: πρώτον

γιατί είναι δυνατόν παρατηρηθούν μορφολογικές διαφορές μεταξύ του

μύκητα όπως αναπτύσσεται στο φυσικό του περιβάλλον, πάνω στον ξενιστή,

και στην καλλιέργεια, και δεύτερον επειδή πρέπει να εξακριβώνεται πως

απομονώθηκε σε καλλιέργεια ο ίδιος μύκητας που αναπτύσσεται πάνω στο

βασιδιοκάρπιο, και όχι κάποια επιμόλυνση.

Ένα σημαντικό πρόβλημα που προέκυψε στη διάρκεια αυτής της εργασίας

ήταν η προσβολή από ακάρεα των καλλιεργειών και των σωλήνων, γεγονός

που είχε σαν αποτέλεσμα να καταστραφούν διάφορα δείγματα. Σαν

μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης χρησιμοποιήσαμε την κατάψυξη των

καλλιεργειών, με στόχο να νεκρωθούν τα ακάρεα. Ενώ στις περισσότερες

περιπτώσεις αυτό απέδωσε χωρίς να δημιουργηθούν άλλα προβλήματα,

κάποια στελέχη δεν αναπτύχθηκαν μετά την κατάψυξη τους. Πολλά από τα

δείγματα ανακαλλιεργήθηκαν με επιτυχία, και συμπεραίνουμε πως πρόκειται

για μια αποδοτική μέθοδο για την αντιμετώπιση εντόμων που προσβάλλουν

καλλιέργειες μυκήτων. Είναι σημαντικό πως παρά το ψυχρό σοκ που

υπέστησαν οι μύκητες παρέμειναν ζωντανοί και γόνιμοι. Πέρα όμως από τις

μολύνσεις από ακάρεα, πολλές φορές υπήρξαν και μολύνσεις από

Trichoderma, οι οποίες είναι αποτέλεσμα του ότι οι ξενιστές αναπτύσσονται

στο έδαφος και είναι πιθανόν να υπάρχει επιμόλυνση κατά τον εμβολιασμό.

Το γένος Trichoderma είναι γνωστό υπερπαράσιτο και κατά τη διάρκεια

αυτής της μελέτης υπήρξαν ενδείξεις πως μπορεί να αναπτύξει σταθερές

Page 56: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

52 Συμπεράσματα-Συζήτηση

σχέσεις με είδη του γένους Cladobotryum. Σε κάποιες από τις καλλιέργειες

στελεχών Cladobotryum, οι οποίες ήταν καθαρές, αναπτύσσονταν μετά από

μέρες, και ενώ εκείνες ήταν κλειστές με πάραφιλμ, Trichoderma στο

τρυβλίο. Το γεγονός αυτό παρατηρήθηκε κατ’εξακολούθηση.

Mycogone

To γένος Mycogone έχει αναφερθεί σαν μυκητόφιλος μύκητας που

αναπτύσσεται σε καρποσώματα Agaricales. Στην παρούσα μελέτη βρέθηκε

σε καρποσώματα Ramaria, σε 3 διαφορετικές θέσεις (ATHUM 6859, 6860,

6861), γεγονός που υποδεικνύει σταθερή και όχι ευκαιριακή, τυχαία σχέση

με τον συγκεκριμένο ξενιστή. Φαίνεται πως το είδος που αναφέρεται στην

εργασία δεν έχει περιγραφεί, προς το παρόν, στην διαθέσιμη βιβλιογραφία.

Ιδιαίτερο μακροσκοπικό χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των στελεχών

αποτελεί το λευκό χρώμα της καλλιέργειας, που παραμένει λευκό ακόμα και

σε ώριμη καλλιέργεια. Tα στελέχη Mycogone που μελετήθηκαν

παρουσιάζουν πολύ ιδιαίτερα μικροσκοπικά χαρακτηριστικά, όπως τα

παχύτοιχα δικύτταρα χλαμυδοσπόρια, η δευτερογενής εκβλάστηση των

κονιδίων τους, η μορφολογία και ο αριθμός των φιαλιδίων τους (βλ. εικ 2),

τα οποία εμφανίζονται σταθερά σε καλλιέργειες PDA. Σε αυτό το είδος

αρχικά υπήρξε δυσκολία στην εξακρίβωση ύπαρξης δικύτταρων

χλαμυδοσπορίων, γεγονός που σε συνδυασμό με την μορφολογική ομοιότητα

των κονιδίων του με αυτα του Cladobotryum, δυσκόλεψε την ταξινόμηση

του. Σε αυτό το είδος τα χλαμυδοσπόρια δεν είναι αποκλειστικά δικύτταρα,

αλλά είναι παχύτοιχα όλα τους τα κύτταρα, και κάποια είναι επιμήκη και όχι

μόνο σφαιρικά. Επιπλέον, οι διακλαδιζόμενοι κονιδιοφόροι του καταλήγουν

σε σπονδύλους με πολυάριθμα φιαλίδια (παρατηρήθηκαν έως και 10),

παρατήρηση που επίσης δεν έχει αναφερθεί στην διαθέσιμη βιβλιογραφία. Η

παραγωγή χλαμυδοσπορίων είναι εντονότερη στις καλλιέργειες όταν αυτές

ωριμάσουν. Το χαρακτηριστικό λευκό χρώμα της καλλιέργειας παραπέμπει

στο M. calospora που περιγράφηκε από τον Karsten (1983), η περιγραφή

όμως που είχαμε στα χέρια μας δεν ήταν αρκετή για να το ταυτοποιήσουμε

με τα δικά μας στελέχη.

Page 57: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

53 Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

Sepedonium

Το γένος Sepedonium αποτελεί αναμορφή του γένους Hypomyces, και

αναπτύσσει σταθερές εξειδικευμένες σχέσεις με ξενιστές που ανήκουν στα

Boletales. Είναι ένα από τα πιο ευδιάκριτα γένη μυκητόφιλων μυκήτων στο

πεδίο καθώς καλύπτει γρήγορα μεγάλο μέρος της επιφάνειας του

καρποσώματος του ξενιστή με λευκό και κίτρινο μυκήλιο. Η ανάπτυξη του

Sepedonium συνήθως παραμορφώνει τον ξενιστή πέρα από το σημείο

αναγνώρισης σε επίπεδο είδους, επιτρέποντας όμως την ταξινόμηση του στα

Boletales, καθώς δεν επηρεάζει τον υμενοφόρο και τους σωλήνες τους. Πιο

διαδεδομένο είδος φαίνεται πως είναι το S. microspermum, ενώ σε κανένα

από τα 23 δείγματα

προσβεβλημένα από

Sepedonium που

μελετήθηκαν δεν είχε

αναπτυχθεί S.

chrysospermum, συγγενικό

είδος του S. microspermum.

Το S. ampullosporum

χαρακτηρίζεται από τα

αμπουλόμορφα κονίδια του,

τα οποία όμως μπορεί να αναπτύσσονται με μικρή συχνότητα σε σχέση με τα

τα ελλειψοειδή, που αναπτύσσονται ταυτόχρονα, δυσκολεύοντας την

ταξινόμησή του. Στην Ευρώπη είναι πολύ σπάνια η ανάπτυξη της

τελειομορφής είτε στην φύση, είτε στην καλλιέργεια (Sahr et al. 1999).

Αξίζει να σημειωθεί ότι το S. ampullosporum βρέθηκε πάνω σε Rhizopogon –

δεύτερη αναφορά μετά τους Rogerson & Samuels (1989)-, γένος που

κατατάσσεται στα Boletales μόνο πρόσφατα, μετά από μοριακές αναλύσεις

που δείχνουν την συγγένεια του. Αυτό είναι ένα ακόμα γεγονός που ενισχύει

την ύπαρξη εξειδίκευσης του γένους με τα Boletales. Το μέγεθος, η

διακόσμηση και το χρώμα των αλευριοκονιδίων του, σε συνδυασμό με το

σχήμα των κονιδίων του, είναι τα χαρακτηριστικά που οδηγούν στην

ταξινόμηση των ειδών μέσα στο γένος (βλ. εικ. 10-12). Τα S. ampullosporum

και S. microspermum αποτελούν πρωτες αναφορές στην Ελλάδα. Το είδος S.

chrysospermum αναφέρθηκε από τον Politis (1940),όμως ο διαχωρισμός του

Page 58: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

54 Συμπεράσματα-Συζήτηση

S. microspermum έγινε αργότερα, με αποτέλεσμα να μην είμαστε σε θέση να

κρίνουμε για πιο από τα δύο είδη πρόκειται χωρίς να έχουμε στα χέρια μας

την περιγραφή ή το δείγμα. To Hypomyces chrysospermus, τελειομορφή του

S. chrysospermum έχει αναφερθεί από τον Κωνσταντινίδη (2009), η

αναγνώριση του όμως φαίνεται να έγινε μόνο από τα μακροσκοπικά

χαρακτηριστικά. Καθώς όπως υποστηρίζεται και από αυτή την μελέτη, αλλά

και από τη βιβιογραφία, η παραγωγή της τελειομορφής είναι ιδιαίτερα

σπάνια, θεωρούμε ότι χωρίς μικροσκοπική μελέτη δεν μπορεί να

ξεακριβωθεί το είδος, αλλά ούτε και αν πρόκειται για την αναμορφή ή την

τελειομορφή του μύκητα.

Cladobotryum

Το γένος Cladobotryum

αποτελεί την

πολυπληθέστερη σε είδη

αναμορφή του γένους

Hypomyces, και όσον

αφορά αυτήν την μελέτη

τον συχνότερα

απαντούμενο στην φύση

μυκητόφιλο μύκητα,

έχοντας ευρύ πεδίο

ξενιστών. Επικρατέστερο

είδος φαίνεται πως είναι το C. dendroides, το οποίο αναγνωρίστηκε σε τρεις

διαφορετικούς ξενιστές Tricholoma, Flammulina, Polyporus. Το γένος

Cladobotryum παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία, τόσο στην εικόνα των

καλλιεργειών, όσο και στα μικροσκοπικά του χαρακτηριστικά.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ποικιλία των σπορίων του σε σχήμα

(οβάλ, επίμηκες, ελλειψοειδές, λεμονοειδές, κυλινδρικό ή ατρακτοειδές) και

αριθμό σέπτων (0-4). Το σχήμα, το μέγεθος και ο αριθμός των σέπτων, σε

συνδυασμό με το σχήμα, το μέγεθος και των αριθμό των φιαλιδίων ανά

σπόνδυλο, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που οδηγούν στην ταξινόμηση

των ειδών μέσα στο γένος (βλ. εικ. Α-Ι και 3-6). Σε αυτή την εργασία

ταξινομήσαμε μόνο 6 από τα 11 στελέχη, ενώ για τα άλλα πέντε αυτό δεν

ήταν δυνατόν. Κάθε ένα από τα πέντε αταξινόμητα στελέχη έχει έναν

Page 59: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

55 Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

μοναδικό συνδυασμό από χαρακτηριστικά, ενώ υπάρχουν επί μέρους

ομοιότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ΑΤHUM 6852, το οποίο

συνδυάζει χαρακτηριστικά από την αναμορφή του H. subicolosus και το C.

compactum, δεν ταυτίζεται όμως με κανένα από τα δύο. Ανάλογα ταξινομικά

προβλήματα εμφανίστηκαν πολλές φορές στο πέρας αυτής της μελέτης, και

υπήρξε δύσκολο να ληφθεί η απόφαση για την ποιότητα των αποκλίσεων

στα χαρακτηριστικά, καθώς δεν είχαμε πρόσβαση σε άλλα δείγματα και

περιγραφές. Tα C. varium, C. dendroides, C. verticillatum αποτελούν

πρώτες αναφορές για την Ελλάδα. Η τελειομορφή του C. varium, Hypomyces

aurantius έχει αναφερθεί από τον Κωνσταντινίδη (2009) και τους Διαμαντής

& Cruena (1983). Δεδομένου ότι η παραγωγή της τελειομορφής είναι

ιδιαίτερα σπάνια και του ότι η αναγνώριση έγινε βάση των μακροσκοπικών

χαρακτηριστικών, δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για την σωστή

ταξινόμηση του.

Zygomycota

Τα Spinellus fusiger (ξενιστής Mycena), Syzygites megalocarpus (ξενιστές

Inocybe & Clitopilus) και Mortierella hyalina (ξενιστές Polyporus & Amanita)

αποτελούν πρώτες αναφορές για την Ελλάδα. Και οι τρεις αυτοί

Ζυγομύκητες είναι γνωστοί σαν παράσιτα καρποσωμάτων μυκήτων. Για τους

Ζυγομύκητες η αναγνώριση βασίζεται κυρίως στην μορφολογία της του

σποριαγγείου, του στυλίσκου και των σποριαγγειοσπορίων. Κατά τη

διάρκεια αυτής της μελέτης δεν παρατηρήθηκαν ζυγοφόροι,

ζυγοσποριάγγεια, και ζυγοσπόρια. Ενδιαφέρον είναι πως σε καλλιέργεια

αναπτύχθηκε μόνο το Mortierella hyalinα, ενώ τα S. fusiger και S.

megalocarpus, καθώς χρειάζονται ειδικές συνθήκες για να αναπτυχθούν στο

εργαστήριο (Gams et al. 2004).

Basidiomycota

Το Collybia tuberosa ήταν ο μοναδικός Βασιδιομύκητας που βρέθηκε να

αναπτύσσεται πάνω σε βασιδιοκάρπιο άλλου μύκητα. Ο ξενιστής ήταν

παραμορφωμένος, μάλλον σε προχωρημένο στάδιο σήψης, και ταξινομήθηκε

ως μέλος της οικογένειας Russulaceae. Το C. tuberosa έχει αναφερθεί ως

σαπροτροφικός μύκητας του εδάφους και ως μυκητόφιλος μύκητας

Page 60: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

56 Συμπεράσματα-Συζήτηση

μουμιοποιημένων βασιδιοκαρπίων, κυρίως των γενών Russula και Lactarius

(Diamandis 1985, Diamandis 1992, Athanasiou 2010, Vranakis & Gonou Zagou

2010). Στην καλλιέργεια αναπτύχθηκαν σκληρώτια, που είναι και

διαγνωστικό χαρακτηριστικό για την ταξινόμηση του, ως προς το χρώμα και

το σχήμα τους (Antonin & Noordeloos 1997).

Ξενιστές

Το γένος Sepedonium αναπτύσσεται σε Boletales (Boletus, Xerocomus,

Rhizopogon). Το γένος Cladobotryum βρέθηκε σε Clitocybula, Cortinarius,

Flammulina, Laccaria, Lactarius, Panelus, Polyporus, Russula και

Tricholoma. Το γένος Mycogone βρέθηκε σε Ramaria. Το γένος Spinellus

βρέθηκε σε Mycena, ενώ το γένος Syzygites σε Clitopilus και Inocybe. Το

Mortierella hyalina βρέθηκε σε Amanita και Polyporus και το Collybia

tuberosα σε βασιδιοκάρπιο Russulaceae.

Νέα δεδομένα

Τα είδη Syzygites megalocarpus, Spinellus fusiger, Mortierella hyalinα,

Cladobotryum varium, Cladobotryum dendroides, Cladobotryum

verticillatum, Sepedonium microspermum, Sepedonium ampullosporum

αποτελούν πρώτες αναφορές για την Ελλάδα. Πρώτη αναφορά αποτελεί

επίσης η ανάπτυξη Mycogone πάνω σε βασιδιοκάρπια Ramaria.

Το Sepedonium microspermum πλέον αποτελεί διακριτό είδος από το S.

chrysospermum, το οποίο έχει αναφερθεί στην Ελλάδα το 1940 από τον Jean

Politis. Σε αυτή την μελέτη δεν εντοπίστηκε κανένας αντιπρόσωπος του S.

chrysospermum. Εφόσον δεν είχαμε στην διάθεση μας τα δείγματα των

Politis και Κωνσταντινίδη, δεν μπορούμε να εξακριβώσουμε αν πράγματι

πρόκειται για το S. chrysospermum.

Το γένος Ramaria αναφέρεται πρώτη φορά σαν ξενιστής για το γένος

Mycogone, και το γένος Rhizopogon για δεύτερη φορά ως ξενιστής για S.

ampullosporum.

Page 61: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

57 Ταξινομική μελέτη μυκητόφιλων μυκήτων της Ελλάδας

1&2. Mycogone sp. ΑΤΗUM6859, 3-6. Cladobotryum, 3. Cladobotryum sp. ATHUM6855, 4. Cladobotryum varium, 5. Cladobotryum dendroides, 6. Cladobotryum verticillatum, 7. Mortierella hyalina, 8. Spinellus fusiger, 9. Syzygites megalocarpus, 10. Sepedonium ampullosporum, 11&12. Sepedonium microspermum.

Page 62: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

58 Συμπεράσματα-Συζήτηση

ATHUM ΓΕΝΟΣ ΕΙΔΟΣ ΦΥΛΟ ΞΕΝΙΣΤΗΣ

6845 Cladobotryum varium Ascomycota Clitocybula

6855 Cladobotryum sp Ascomycota Cortinarius

6856 Cladobotryum sp Ascomycota Cortinarius

6847 Cladobotryum dendroides Ascomycota Flammulina

6851 Cladobotryum sp Ascomycota Laccaria

6852 Cladobotryum sp Ascomycota Lactarius

6850 Cladobotryum verticillatum Ascomycota Lactarius

6846 Cladobotryum varium Ascomycota Panelus

6848 Cladobotryum dendroides Ascomycota Polyporus

6853 Cladobotryum sp Ascomycota Russula

6849 Cladobotryum dendroides Ascomycota Tricholoma

6860 Mycogone sp Ascomycota Rammaria

6861 Mycogone sp Ascomycota Rammaria

6859 Mycogone sp. Ascomycota Rammaria

6863 Sepedonium microspermum Ascomycota Xerocomus

6864 Sepedonium microspermum Ascomycota Xerocomus

6865 Sepedonium microspermum Ascomycota Xerocomus

6866 Sepedonium microspermum Ascomycota Xerocomus

6867 Sepedonium microspermum Ascomycota Xerocomus

6517 Sepedonium microspermum Ascomycota Xerocomus

6876 Sepedonium microspermum Ascomycota Xerocomus

6877 Sepedonium microspermum Ascomycota Boletaceae

6878 Sepedonium microspermum Ascomycota Boletus

6879 Sepedonium microspermum Ascomycota Boletus

6880 Sepedonium microspermum Ascomycota Xerocomus

6881 Sepedonium microspermum Ascomycota Xerocomus

6882 Sepedonium microspermum Ascomycota Xerocomus

6883 Sepedonium microspermum Ascomycota Boletus

6884 Sepedonium microspermum Ascomycota Boletus

6885 Sepedonium microspermum Ascomycota Boletus

6868 Sepedonium microspermum Ascomycota Boletus

6869 Sepedonium ampullosporum Ascomycota Rhizopogon

6870 Sepedonium ampullosporum Ascomycota Rhizopogon

6511 Sepedonium ampullosporum Ascomycota Rhizopogon

6871 Sepedonium ampullosporum Ascomycota Rhizopogon

6886 Sepedonium ampullosporum Ascomycota Boletus

6581 Sepedonium ampullosporum Ascomycota Boletaceae

6508 Collybia tuberosa Basidiomycota Russulaceae

6582 Mortirella hyalina Zygomycota Amanita

6858 Mortirella hyalina Zygomycota Polyporus

6871 Spinellus fusiger Zygomycota Mycena

6872 Spinellus fusiger Zygomycota Mycena

6873 Syzygites megalocarpus Zygomycota Clitopilus

6874 Syzygites megalocarpus Zygomycota Inocybe

1Συγκεντρωτικός πίνακας αποτελεσμάτων ταξινομημένος κατά γένος μυκητόφιλου μύκητα.

Page 63: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Antonin V. & Noordelloos M. 1997. Collybia Libri Botanici Vol. 17. A monograph of Marasmius, Collybia and related genera in Europe part 2. IHW-Verlag Berlin.

Blackwell, Meredith, Rytas Vilgalys, Timothy Y. James, and John W. Taylor. 2009. Fungi. Eumycota: mushrooms, sac fungi, yeast, molds, rusts, smuts, etc.. Version 10 April 2009. http://tolweb.org/Fungi/2377/2009.04.10 in The Tree of Life Web Project, http://tolweb.org/

Chet I., Inbar J. & Hadar Y. 1997. Fungal Antagonists and Mycoparasites in Wicklow/Soderstrom. The Mycota IV Enviromental and Microbial Relationships: 165-181. Springer-Verlag Berlin Heidelberg.

Feng Y., Blunt J.W., Cole A.L.J, Cannon J.F., Robinson W.T & Munro M.H.G., 2002. Two novel cytotoxic cyclopsipeptides from mycoparasitic Cladobotrym sp.. American Chemical Society, published on the web

Gams W., Diederich P. & Poldmaa K. 2004. Fungicolous Fungi in Mueller G., Bills G., Foster M. Biodiversity of Fungi: 343-390, Elsevier academic press, USA.

Gloer J.B. 2007. Application of fungal ecology in the search for new Bioactive natural products in The Mycota IV Kubcek & Druzhinina (Eds.). Springer-Verlag Berlin Heidelberg.

Hoog G.S. 1978. Notes on some fungicolous hyphomycetes and their relatives. Perssonia 10: 33-81.

Jeffries 1995. Mycoparasitism in Wicklow/Soderstrom. The Mycota IV Enviromental and Microbial Relationships:149-163. Springer-Verlag Berlin Heidelberg.

Karsten P.A. 1983. Symbolaei and Mycologiam Fennicam Pan XXXVII: 1-11

Kirk P.M., Cannon P.F., Minter D.W. & Stalpers J.A. 2008. Dictionary of the fungi. 10th edn. CABI Europe, UK.

Limon M.C, Rodriguez-Ortiz R., Avalos J., 2010. Bikaverin production and applications. Appl Microbiol Biotechnol 87: 21-29.

Mitova M.I., Lang G., Blunt J.W., Cummings N.J., Cole L.J.A , Robinson W.T, Munro H.G., 2005. Cladobotric Acids A-F: New cytotoxic Polyketides from a New Zeland Cladobotryum sp. Journal of rganic Chemistry 71: 492-497.

Morgan-Jones G. & Gray D.J., 1980. Notes n hyphomecetes XXXVIII Sepedonium ampullosporum and Sibirina lutera sp. nov. Mycotaxon XII(1): 241-248.

Morgan-Jones G. & Gray D.J., 1980. Notes on hyphomecetes. XXXIV. Some mycoparasitic species. Mycotaxon X(2): 375-404.

Page 64: An essential guide to parasitic fungi of fungi in greece

Neuhof Torsten, Albrecht Berg, Helmut Besl, Torsten Schwecke, Ralf Dieckmann & Hans von Dhren, 2007.Peptaibols production by Sepedonium strains parasitizing Boletales. Chemistry and Biodiversity(4): 1103-1115

Poldmaa K. 1996. A new species of Hypomyces and three of Cladobotryum from Estonia. Mycotaxon LIX: 389-405.

Poldmaa K. & Samuels G.J. 1999. Aphyllophoricolous soecues if Hypomyces with KOH-negative perithecia. Mycologia 91(1): 177-199.

Politis J. 1940. Actes de l’ Institut Botanique de l’ Univesite d’ Athenes, Pyrsos S.A. Athens

Poldmaa K., 1999. The genus Hypomyces (Hypocreales, Ascomycota) and allied fungicolous fungi in Estonia. Folia Cryptog. Estonica 34: 15-31.

Rogerson C.T. & Samuels G.J. 1993. Polyporicolous species of Hypomyces. Mycologia 85(2): 231-272.

Rogerson C.T. & Samuels G.j 1989. Boleticolous species of Hypomyces. Mycologia 81(3): 413-432.

Rogerson C.T. & Samuels G.J. 1994. Agaricolous species of Hypomyces. Mycologia 86(6): 839-866.

Sahr T., Ammer H., Besl H., Fischer M. 1999. Infrageneric classification of the boleticolous genus Sepedonium species delimitation and phylogenetic relationships. Mycologia 91(6): 935-943.

Wilhem C, Anke H., Flores Y. & Sternen O. 2004. New peptaibols from Mycogone cervina. J. Nat. Prod. (67): 466-468

Zycha H. Siepman R. & Linnenman G. 1969. Mucorales, Verlag-J Cramer, Lehre.

Διαμαντής 1983. Συνεισφορά στην μυκχλωρίδα της κεφαληνιακής ελάτης Μέρος Ι. Δασική έρευνα 2(ΙV): 131-136

Κωνσταντινίδης Γ. 2009. Γρεβενά Η πόλη των μανιταριών. Δήμος Γρεβενών.