› Books-PDF › 9786185286606-1304756.pdf · Εκδόσεις Βακχικόν...

6

Transcript of › Books-PDF › 9786185286606-1304756.pdf · Εκδόσεις Βακχικόν...

Page 1: › Books-PDF › 9786185286606-1304756.pdf · Εκδόσεις Βακχικόν Συγγραφέας: Μαγδαληνή Θωμά Επιμέλεια ...ΕΝΑ Η σφαίρα δεν
Page 2: › Books-PDF › 9786185286606-1304756.pdf · Εκδόσεις Βακχικόν Συγγραφέας: Μαγδαληνή Θωμά Επιμέλεια ...ΕΝΑ Η σφαίρα δεν

VAKXIKON.gr MEDIA GROUPΕκδόσεις ΒακχικόνΑσκληπιού 17, 106 80 Αθήνατηλέφωνο: 210 3637867e-mail: [email protected] site: ekdoseis.vakxikon.gr

Τίτλος Βιβλίου: Μες στη νύχτα του κόσμουΣυγγραφέας: Μαγδαληνή ΘωμάΕπιμέλεια - Διορθώσεις: Μαίρη ΠίζγαΣχεδιασμός Έκδοσης & Εξωφύλλου: Εκδόσεις Βακχικόν

© 2018 Εκδόσεις Βακχικόν & Μαγδαληνή Θωμά© Φωτογραφίας Εξωφύλλου: Μαγδαληνή Θωμά

ISBN: 978-618-5286-60-6

Εκδοτική Σειρά: Βακχικόν Πεζά/Ελληνική ΛογοτεχνίαΑριθμός Σειράς: 87/27Πρώτη Έκδοση: Απρίλιος 2018

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Eλληνικού Nόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗΒιβλιοπωλείο του ΒακχικόνΑσκληπιού 17, 106 80 Αθήνατηλέφωνο: 210 3637867

Σημείωση για το εξώφυλλο: Aπό την τελετή των «κεριών της εξορίας» στο Tartu, ξημερώ-ματα 25ης Μαρτίου εις μνήμην των χιλιάδων θυμάτων του δεύτερου μαζικού εκτοπισμού (1949) σε σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και χωριά εξορίας.

Page 3: › Books-PDF › 9786185286606-1304756.pdf · Εκδόσεις Βακχικόν Συγγραφέας: Μαγδαληνή Θωμά Επιμέλεια ...ΕΝΑ Η σφαίρα δεν

ΕΝΑ

Η σφαίρα δεν την πέτυχε, καρφώθηκε στη λεύκα. Κι όπως γύρισε να κοιτάξει, «ατστάβιτ’!» φωνές κι αρβύλες στα

χορτάρια κι ύστερα τίποτα, ο ορίζοντας άδειος. Ένα φεγγάρι μοναχά σαν κομμένο κεφάλι πάνω από τα σύρματα. Η Άνου έστριψε το τιμόνι προς τα κει που σκοτείνιαζε. Όταν κατάλαβε γύρω ερημιά, στάθηκε να πάρει ανάσα. Το ποδήλατο της αδερφής της δεν φαινότανε πουθενά και τίποτε δεν ακουγόταν πλέον, εκτός από το σύρσιμο των φύλλων και τον κούκο που μονοτόνιζε. Το δάσος ανάσαινε δροσιά. Έριξε το ποδήλατο στους θάμνους, πήρε το μονοπάτι με τα πόδια. Τα δέντρα αραί-ωναν, η γη γύρω άνοιγε λίμνες. Στα νερά τους μέσα βασίλευε ο ουρανός. Κρατούσε ακόμα φως ο κόσμος.

«Ποιος είναι εκεί;» ακούστηκε που φώναξε κάποιος. Φοβήθηκε και άρχισε να τρέχει, αλλά ήταν δύσκολο τώρα, ο βάλτος τη ρουφούσε σαν σφουγγάρι. Έκανε λίγα βήματα, παραπάτησε κι έπεσε μέσα στα βρύα. Οι φωνές δυναμώσανε. Λούφαξε να κρυφτεί κει που η γη βαθούλωνε. Στο κορμί της ανέβηκε κρύο και κατάλαβε πως είχε μπει σε νερό. Ήτανε νερό μαύρο, κατραμένιο, και όπως μπήκε, φούσκωσε γύρω από τη μέση της το άσπρο ρούχο που φόραγε. Άπλωσε το χέρι να κρατηθεί από ένα πευκάκι, δίπλα. Πόσο περίμενε έτσι, δεν

Page 4: › Books-PDF › 9786185286606-1304756.pdf · Εκδόσεις Βακχικόν Συγγραφέας: Μαγδαληνή Θωμά Επιμέλεια ...ΕΝΑ Η σφαίρα δεν

ένιωθε, μόνο κοίταζε τα σύννεφα που κατεβαίνανε, ενώ τα πόδια της πετρώνανε απ’ το κρύο. Στη λίμνη πάνω κύλαγε καπνός.

Όταν δεν ακουγόταν τίποτα πια, ούτε ψίθυρος, έπιασε άλλο ένα κλαδί. Κράτησε ανάσα. Σύρθηκε στην όχθη μαλακά μ’ όση δύναμη άντεχε. Φύσηξε τότε αεράκι ζεστό, τα μάγουλά της μα-λακώσανε. Πήρε κουράγιο και έπιασε να σκέφτεται. Έπρεπε να πάει προς τη μεριά που μαύριζε το δάσος, ειδάλλως θα χανότανε στους βάλτους. Κι έπρεπε να βιαστεί, από τις τρεις το ξημέρω-μα, φώτιζε. Κει παρακάτω, ανάμεσα στα δέντρα, αναβόσβηνε κάτι. Πλησίασε να δει, σπίτι ήτανε. Τα παραθύρια του αχνίζανε ένα φως θολό. Κάποιο φορτηγό περίμενε στην αυλή του. Αλλά μόλις έκανε να χτυπήσει το τζάμι η Άνου στάθηκε. Το σπίτι μέσα ήταν ζωσμένο στρατιώτες. Ένας άντρας με πολιτικά, ανά-μεσά τους, κρατούσε ένα χαρτί και διάβαζε. Οι νοικοκύρηδες τον κοιτάζανε αγουροξυπνημένοι. Στο κρεβάτι παρακεί, έβηχε ένας γέρος.

«Α, οι διαταγές, είναι διαταγές».Η γριά τον κοιτούσε με μισό μάτι.«Σε ξέρω», έκανε, «ο γιος του Τόομας δεν είσαι συ;»Αυτός δεν απάντησε. Οι στρατιώτες άρχισαν να λένε κάτι

στη γλώσσα τους.«Γρήγορα» είπε τότε ο γιος του Τόομας σε δυο παιδάκια,

παράμερα. Στρίμωχναν ρούχα σ’ έναν μπόγο κι η μάνα τους τα κοίταζε. Κρατούσε στα χέρια της ένα βιολί.

«Εσύ, το βιολί σου. Θα το πάρεις μαζί, τι καταλαβαίνεις;»Το έβαζε στη θήκη του προσεκτικά.«Με το πάσο της, η κυρία».Αλλά αντί να κοιτάξει αυτόν η γυναίκα, γύρισε προς το

παράθυρο. Στάθηκε. Τα μάτια της για μια στιγμή αγκιστρώθη-καν στα μάτια της Άνου, απ’ έξω. Ήταν μόνο μια στιγμή.

«Έτοιμα όλα, Σάλμε;» τη φώναξε τότε από μέσα η γριά. Η Σάλμε έσκυψε πάλι στα μπαγκάζια της. Φαινόταν όμορφη, λεπτή και διάφανη σαν σταγόνα. Κι έπειτα δεν φαινόταν πια,

Page 5: › Books-PDF › 9786185286606-1304756.pdf · Εκδόσεις Βακχικόν Συγγραφέας: Μαγδαληνή Θωμά Επιμέλεια ...ΕΝΑ Η σφαίρα δεν

χάθηκε μες στους άλλους. Σύρθηκαν όλοι προς στην πόρτα, τελευταίος ο γέρος με το παλτό πάνω από το νυχτικό.

«Μα δεν τον βλέπετε; Δεν θ’ αντέξει» πάτησε φωνή η γριά. Τους έσπρωξαν έξω.

«Ψάξατε καλά;» ούρλιαξε αυτός με τα πολιτικά, δίνοντας κλωτσιά στην πόρτα της αχυραποθήκης, απέναντι. Μπουκάρι-σαν μέσα δύο με τους φακούς αναμμένους. Το φως κύλησε στα βρόμικα τζάμια, χάθηκε μετά. Οι στρατιώτες βγήκαν άπρακτοι.

«Ξεχάσαμε τον Μούκι, μαμά» είπε το ένα από τα παιδιά και άπλωσε τα χέρια του στον σκύλο που γάβγιζε δεμένος μπρος στο σπίτι του. Ένας στρατιώτης πλησίασε τότε αγρι-εμένος, πιο αγριεμένος κι από τον σκύλο. Οι νοικοκύρηδες κοιτάχτηκαν. Ο στρατιώτης σήκωσε τ’ όπλο του.

«Όχι, τον Μούκι!» είπε το παιδί και τον αγκάλιασε. Έσφι-ξε το κεφάλι του ζώου κολλητά στο δικό του. Ο στρατιώτης έβαλε το δάχτυλο στη σκανδάλη.

«Όχι» ξανάπε το παιδί, σιγότερα τώρα.«Πάμε, δεν έχουμε καιρό...» ακούστηκε μια άλλη φωνή

από πίσω.Το όπλο ξανακατέβηκε αργά.«Τσιόρτ!» είπε ο στρατιώτης.«Κρίμα είναι», του ’κανε η γριά, «δεν το λυπάσαι. Θα

πεθάνει έτσι δεμένο στην ερημιά».«Για κοίτα καλά... Το καλό που σου θέλω» της φώναξε ο

γιος του Τόομας και την έσπρωξε στην καρότσα. Ανέβηκαν όλοι και τελευταίος ανέβηκε ο γέρος. Το φορτηγό έβαλε μπρος κι απομακρύνθηκε. Οι προβολείς του άχνισαν ομίχλη.

Μονάχα όταν έπαψε ν’ ακούγεται η μηχανή, σταμάτησε το γαύγισμα κι ο σκύλος. Μασούλησε ένα παραπονεμένο γρύλι-σμα κι έβαλε τη μουσούδα στα πόδια του. Αλλά μόλις είδε την Άνου να βγαίνει από την κρυψώνα της, πετάχτηκε όρθιος.

«Τουλάχιστον, εσύ τη γλίτωσες» του είπε η Άνου και τον χάιδεψε.Ο Μούκι τής κούνησε την ουρά του.

Page 6: › Books-PDF › 9786185286606-1304756.pdf · Εκδόσεις Βακχικόν Συγγραφέας: Μαγδαληνή Θωμά Επιμέλεια ...ΕΝΑ Η σφαίρα δεν

6 ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΘΩΜΑ

ΔΥΟ

Τι απόγινε η αδερφή της, δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν την επομένη. Μα ούτε και καιρό μετά. Η Έλι έφτασε στο

σπίτι το πρωί, με τα μάτια σκοτεινιασμένα και τη ζακέτα ξη-λωμένη. Πού ήσουνα, μιλιά. Ούτε η Άνου μίλαγε. Τίποτα δεν μαρτύρησε απ’ όσα έγιναν το βράδυ. Άφησε για μάρτυρα τον σκύλο που δεν είχε λόγια, μόνο φωνή.

«Πού το ξετρύπωσες πάλι αυτό;» ρώτησε η μάνα τους καχύποπτα, όταν ο Μούκι κούνησε και σ’ αυτήν την ουρά του. Η Άνου σήκωσε τον ώμο της. Εποχές που ήτανε, δεν θέλανε λόγια.

Έτσι έγινε και πέρασαν κείνες οι μέρες που τις βρήκε χαλάζι και τις ξεπάστρεψε στην καρδιά μέσα του καλοκαιριού. Κι όταν η πρώτη συμφορά πήρε δρόμο, σημαδεύτηκε η εφημερίδα: «Στον αγαπημένο μας αδερφό, πατέρα, μάνα...» Νύχτες στο χαντάκι της φυλακής, τους κολλούσαν το πιστόλι στα μηνίγγια. Η Άνου φοβόταν για τον πατέρα της που τον είχανε πιάσει, μα δεν μίλαγε. Και ν’ ακουγόταν η φωνή της μπορεί να του ’κανε κακό. Τίποτα δεν ακουγότανε και τα ραδιόφωνα ακόμα τα είχανε επιτάξει. Καινούργια ραδιόφωνα, παλιά, πεταμένα όλα στις σκάλες του Δημαρχείου. «Ποιος καραβανάς να τα χαίρεται τώρα» λέγανε όσοι τα δώσανε από φόβο, μην τους σκοτώσου-νε. Γιατί η μάνα τους δεν το είχε δώσει, τέτοιο ενθύμιο από τον