∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ ΙΙ”ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ-ΔΙΚΑΙΟ-ΙΙ-11.pdf · 5 Οι...

103
1 ∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ ΙΙ ∆ιοικητική δικονοµία: σύνολο κανόνων δικαίου που βοηθούν στην επίλυση διοικητικών διαφορών που πηγάζουν από τις διοικητικές πράξεις και εξετάζει την αρµοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων. Ιεράρχηση κανόνων δικαίου: κοινοτικό δίκαιο, σύνταγµα, διεθνές δίκαιο, τυπικοί νόµοι, προεδρικά διατάγµατα και υπουργικές αποφάσεις, δηλαδή ουσιαστικό δίκαιο. Τα δικονοµικά δίκαια προσφέρουν το διαδικαστικό πλαίσιο στα πλαίσια του οποίου θα επιλύονται οι διοικητικές διαφορές και δικονοµικό διοικητικό. Ο ουσιαστικός κανόνας αν δεν συνοδεύεται από δικονοµικό κανόνα δικαίου που εγγυάται τη λειτουργία και την προστασία της έννοµης ασφάλειας του πολίτη είναι άνευ ουσίας. Το δικονοµικό δίκαιο έχει µεγάλη ιστορία. Το 1215 οι Άγγλοι απόκτησαν την αρχή της νοµιµότητας λόγω της φορολογικής αυθαιρεσίας. Μετά υπήρξε σταδιακή διαµόρφωση µέχρι και σήµερα. Το 1806 ιδρύθηκε το Γαλλικό Συµβούλιο της Επικρατείας, τον οποίο θεσµό πήραµε και εµείς. Αποτελεί σήµερα το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο. Μέχρι την εποχή εκείνη δεν υπήρχε έλεγχος που ήταν οργανωµένος της λειτουργίας των διοικητικών πράξεων και πράξεων διοικητικών δικαστηρίων. Το Συµβούλιο της Επικρατείας έχει παράλληλα και την λειτουργία του διοικητικού οργάνου. 1911 -> Ίδρυση Ελληνικού Συµβουλίου της Επικρατείας Το διοικητικό δικονοµικό δίκαιο επιλύει τις διαφορές µεταξύ των πολιτών και διοικητικών οργάνων. ∆εν αρκεί η έκδοση µιας διοικητικής πράξης για την δηµιουργία µιας διοικητικής διαφοράς. Η διαφορά γεννάται όταν έχουµε δυσµενείς διοικητικές πράξεις που µας ζηµιώνουν, από την στιγµή που εµείς προσφύγουµε στα δικαστήρια. Το διοικητικό δικονοµικό δίκαιο έχει παραλληλότητα µε το διοικητικό διαδικαστικό δίκαιο. Ακόµα και η διακριτική ευχέρεια και η χρήση της από τα διοικητικά όργανα ελέγχεται από τα διοικητικά δικαστήρια. Όσον αφορά τα διαδικαστικά δικαιώµατα, αυτά είναι π.χ. το δικαίωµα της προηγούµενης ακρόασης. ∆ικαίωµα πολίτη -> υποχρέωση διοίκησης

Transcript of ∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ ΙΙ”ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ-ΔΙΚΑΙΟ-ΙΙ-11.pdf · 5 Οι...

1

∆ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ∆ΙΚΑΙΟ ΙΙ

∆ιοικητική δικονοµία: σύνολο κανόνων δικαίου που βοηθούν στην επίλυση διοικητικών διαφορών που πηγάζουν από τις διοικητικές πράξεις και εξετάζει την αρµοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων. Ιεράρχηση κανόνων δικαίου: κοινοτικό δίκαιο, σύνταγµα, διεθνές δίκαιο, τυπικοί νόµοι, προεδρικά διατάγµατα και υπουργικές αποφάσεις, δηλαδή ουσιαστικό δίκαιο. Τα δικονοµικά δίκαια προσφέρουν το διαδικαστικό πλαίσιο στα πλαίσια του οποίου θα επιλύονται οι διοικητικές διαφορές και δικονοµικό διοικητικό. Ο ουσιαστικός κανόνας αν δεν συνοδεύεται από δικονοµικό κανόνα δικαίου που εγγυάται τη λειτουργία και την προστασία της έννοµης ασφάλειας του πολίτη είναι άνευ ουσίας. Το δικονοµικό δίκαιο έχει µεγάλη ιστορία. Το 1215 οι Άγγλοι απόκτησαν την αρχή της νοµιµότητας λόγω της φορολογικής αυθαιρεσίας. Μετά υπήρξε σταδιακή διαµόρφωση µέχρι και σήµερα. Το 1806 ιδρύθηκε το Γαλλικό Συµβούλιο της Επικρατείας, τον οποίο θεσµό πήραµε και εµείς. Αποτελεί σήµερα το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο. Μέχρι την εποχή εκείνη δεν υπήρχε έλεγχος που ήταν οργανωµένος της λειτουργίας των διοικητικών πράξεων και πράξεων διοικητικών δικαστηρίων. Το Συµβούλιο της Επικρατείας έχει παράλληλα και την λειτουργία του διοικητικού οργάνου. 1911 -> Ίδρυση Ελληνικού Συµβουλίου της Επικρατείας Το διοικητικό δικονοµικό δίκαιο επιλύει τις διαφορές µεταξύ των πολιτών και διοικητικών οργάνων. ∆εν αρκεί η έκδοση µιας διοικητικής πράξης για την δηµιουργία µιας διοικητικής διαφοράς. Η διαφορά γεννάται όταν έχουµε δυσµενείς διοικητικές πράξεις που µας ζηµιώνουν, από την στιγµή που εµείς προσφύγουµε στα δικαστήρια. Το διοικητικό δικονοµικό δίκαιο έχει παραλληλότητα µε το διοικητικό διαδικαστικό δίκαιο. Ακόµα και η διακριτική ευχέρεια και η χρήση της από τα διοικητικά όργανα ελέγχεται από τα διοικητικά δικαστήρια. Όσον αφορά τα διαδικαστικά δικαιώµατα, αυτά είναι π.χ. το δικαίωµα της προηγούµενης ακρόασης. ∆ικαίωµα πολίτη -> υποχρέωση διοίκησης

2

∆ιαδικαστικοί κανόνες δεν εντάσσονται στους δικονοµικούς κανόνες, αλλά εξακολουθούν να αποτελούν αντικείµενο του ουσιαστικού δικαίου (διοικητικού). Κώδικας ∆ιοικητικής διαδικασίας: Σύνολο κανόνων που πρέπει να εφαρµόσουν από την διοίκηση για να µπορεί να λειτουργήσει. Αρχή δικονοµικής ανεξαρτησίας: Στα πλαίσια της Ε.Ε. τα κράτη µέλη της κοινότητας είναι αρµόδια να επιλέξουν τους µεθόδους εκείνους για την εφαρµογή κανόνων για την προστασία των δικαιωµάτων των πολιτών. ΕΣ∆Α -> Ευρωπαϊκή Σύµβαση ∆ικαιωµάτων Ανθρώπου Επηρεάζει τις εθνικές έννοµες τάξεις, εκτός από το κοινοτικό και το διεθνές δίκαιο που επίσης και αυτά επηρεάζουν τις εθνικές έννοµες τάξεις. Οι περισσότερες καταγγελίες για την Ελλάδα στα πλαίσια της ΕΣ∆Α γίνονται για υπέρµετρη καθυστέρηση εφαρµογής κανόνων και λήψης αποφάσεων. Άρθρο 6, παρ. 1 ΕΣ∆Α -> Κάθε πολίτης δικαιούται για την λήψη απόφασης από διοίκηση / δικαστήρια µέσα σε εύλογη προθεσµία. Αυτό καθιερώνει την αρχή της δικαϊκής λύσης διαφορών. Άρθρο 20 Συντάγµατος – δικαίωµα προηγούµενης ακρόασης Άρθρο 10 Συντάγµατος – δικαίωµα αναφέρεστε και προσφυγής ενώπιον διοικητικών οργάνων. Βασικό για την γέννηση της διοικητικής διαφοράς είναι η προσφυγή σε διοικητικό δικαστήριο. Πριν γίνει αυτό δεν µπορεί να υπάρξει έννοια της διοικητικής διαφοράς. Πριν το Συµβούλιο της Επικρατείας αρµόδια δικαστήρια ήταν τα τακτικά κοινά δικαστήρια δηλαδή αυτά που ασχολούνται µε τις αστικές και ιδιωτικές διαφορές. (πολιτικά) ∆ικαστήρια: πολιτικά, διοικητικά και ποινικά ∆ικαιοδοσία: αρµοδιότητα έκδοσης δικαστικής απόφασης και απονοµής δικαιοσύνης ∆ιοικητικές διαφορές: Α. ακυρωτικές / διαφορές ακυρώσεως Β. ουσιαστικές / διαφορές ουσίας

3

Ακυρωτική διαφορά: Ο ακυρωτικός δικαστής ακυρώνει την πράξη. Περιορισµένη εξουσία δικαστή και όχι έλεγχος πραγµατικών περιστατικών. Αµφισβήτηση απλού συµφέροντος. Ουσιαστική διαφορά: Ο δικαστικής µπορεί ακόµα και να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει την διοικητική πράξη. Πλήρης εξουσία του δικαστή και πλήρης έλεγχος πραγµατικών περιστατικών. Αµφισβήτηση ουσιώδους συµφέροντος. Όπου υπάρχει χρήµα είναι διαφορά ουσίας. Π.χ. φορολογικές διαφορές Όπου δεν υπάρχει χρήµα είναι διαφορά ακυρώσεων Π.χ. διαφορές που γεννώνται από άδειες Π.χ. ανάκληση άδειας Υπάρχουν επίσης και πειθαρχικές διαφορές (που γεννούν ουσιαστικές διαφορές) Π.χ. απόλυση στρατιώτη -> αποζηµίωση Οι ακυρωτικές διαφορές λύνονται από το Συµβούλιο της Επικράτειας. Οι ουσιαστικές διαφορές λύνονται από τα πολιτικά δικαστήρια. Από το 1958 όλες οι φορολογικές διαφορές υπάγονται στα φορολογικά δικαστήρια. Οι ακυρωτικές διαφορές παραµένουν στην αρµοδιότητα του Συµβουλίου της Επικρατείας, αλλά σταδιακά µε ειδικούς νόµους µπορούν να ακυρώνονται από το Συµβούλιο της Επικρατείας και να υπάγονται σε τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Τέτοια ειδικοί νόµοι είναι οι νόµοι: 702 του 1977 2721 του 1999 2944 του 2001 Και 3068 του 2002 Με τον τελευταίο αυτό νόµο οι διοικητικές διαφορές υπάγονται σε διοικητικά δικαστήρια. Στην περίπτωση αυτή προβλέπεται η Έφεση, αλλά αυτή δεν είναι υποχρεωτική. Στις διαφορές ουσίας το Συµβούλιο της Επικρατείας έχει αρµοδιότητα µόνο σε µια προϋπόθεση -> πειθαρχικές διαφορές. Όλες οι υπόλοιπες ανήκουν στα πολιτικά δικαστήρια. Ουσιαστικοί κανόνες δικαίου: Κανόνες που ρυθµίζουν το περιεχόµενο έννοµων σχέσεων και καθορίζουν τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις των υποκειµένων του δικαίου. Κατά την εφαρµογή τους δηµιουργούνται οι διαφορές.

4

Οι αµφισβητήσεις δηλαδή ως προς την εφαρµογή των κανόνων. Οι διαφορές αυτές προκύπτουν είτε κατά την ερµηνεία των διατάξεων είτε κατά αξιολόγηση των πραγµατικών περιστατικών που υπάγονται στον κανόνα δικαίου. Οι δικονοµικοί κανόνες ρυθµίζουν τον τρόπο επίλυσης των παραπάνω διαφορών και αφορούν κυρίως τον τρόπο επίλυσης των διαφορών ενώπιον οργάνων της δικαστικής λειτουργίας. Οι διαφορές όµως αυτές επιλύονται και από άλλα όργανα, συνήθως της εκτελεστικής λειτουργίας. Οι κανόνες αυτές που προβλέπουν αυτά λέγονται διαδικαστικοί κανόνες. Οι δικονοµικοί κανόνες προβλέπουν και καθορίζουν τα δικαιώµατα και τις υποχρεώσεις όσον συµµετέχουν στην διαδικασία επίλυσης των διαφορών. Αυτά λέγονται δικονοµικές υποχρεώσεις και δικαιώµατα. Αυτοί που συµµετέχουν καλούνται διάδικοι. Οριοθετούν την εξουσία των οργάνων της δικαστικής λειτουργίας κατά την επίλυση των διαφορών. Οι διάδικοι έχουν έννοµο συµφέρον να ζητήσουν την συνδροµή των δικαστηρίων. Οι διαφορές αυτές δηµιουργούνται από αυτές τις 2 µεγάλες κατηγορίες. Αφορούν την νοµιµότητα τα ζητήµατα ουσιαστικού χαρακτήρα, δηλαδή την επιλογή της καλύτερης διάταξης και συλλογή / υπαγωγή στους νόµους των πραγµατικών περιστατικών. Την διάγνωση και την επίλυση των ζητηµάτων αυτών αναλαµβάνει η δικαστική λειτουργία. Η επίλυση των διαφορών που µας αφορά εµάς, είναι επίλυση των διαφορών που έχουν να κάνουν µε κανόνες δηµοσίου δικαίου. ∆ιοικητική δικονοµία: διοικητικοί / δικονοµικοί κανόνες για την επίλυση των διαφορών του δηµοσίου δικαίου. Παλιά υπήρχε ενιαία δικαιοδοσία, υπήρχαν δηλαδή τα ίδια δικαστήρια για όλα τα ζητήµατα και διαφορές. Μετά ιδρύθηκαν τα δικαστήρια για την επίλυση διαφορών µόνο κράτους – πολίτη, δηλαδή τα διοικητικά. Έτσι υπήρξαν µετά τα διοικητικά και τα ιδιωτικά δικαστήρια. Παρόλο αυτό όµως σήµερα σε πολλές χώρες όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ υπάρχει πάλι ενιαία δικαιοδοσία. Η δικαιοδοσία είναι κρίσιµο και πρωταρχικό στην επίλυση διαφορών.

5

Οι δύο δικαιοδοσίες (διοικητική και ιδιωτική) δεν ταυτίζονται µεταξύ τους. Εάν κάνουν λάθος στο κλάδο δικαστηρίου οι πολίτες, χάνουν το δικαίωµα της προσφυγής για την υπόθεση τους, αφού αντί να προσφύγουν σε διοικητικά δικαστήρια, προσφεύγουν σε ιδιωτικά. Οι διοικητικές διαφορές λειτουργούν µε προθεσµίες. Υπάρχουν και άλλες προϋποθέσεις. Αν απορριφθεί η αίτηση για παροχή δικαστικής προστασίας χάνεται η προθεσµία προσφυγής σε δικαστήρια. ∆ικαιοδοσία: Είναι η εξουσία συγκεκριµένου κλάδου δικαστηρίου προς επίλυση συγκεκριµένης κατηγορίας διαφοράς. Αρµοδιότητα: Είναι η εξουσία ορισµένου τµήµατος εντός ενός κλάδου δικαστικής λειτουργίας/ δικαστηρίου να επιλύσει µια διαφορά. Αν σφάλλουµε στην δικαιοδοσία το αίτηµα θα απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Αν το ίδιο λάθος γίνει στην αρµοδιότητα δεν απορρίπτεται αλλά µεταβιβάζεται στο αρµόδιο όργανο – τµήµα. ∆ωσιδικία: Σε ποια έννοµη τάξη θα πάω να βρω δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς µου. Φύση των διαφορών προς επίλυση: Η διάκριση είναι ως παρακάτω: - διαπλαστικού χαρακτήρα διαφορές - αναγνωριστικού χαρακτήρα διαφορές - καταψηφιστικού χαρακτήρα διαφορές ∆ιαπλαστικού χαρακτήρα διαφορές: Το αίτηµα της παροχής έννοµης προστασίας έχει να κάνει µε την κατάργηση, τροποποίηση, ακύρωση ή και την µεταρρύθµιση µιας έννοµης σχέσης. Π.χ. αγωγή διαζυγίου Καταψηφιστικού χαρακτήρα διαφορές: Είναι οι διαφορές οι οποίες κατατείνουν και επιδιώκουν την καταψήφιση και την καταδίκη των αντιδίκων στην καταβολή συγκεκριµένου χρηµατικού ποσού. Ως αίτηµα δηλαδή έχουν οτιδήποτε που µετατρέπεται και ζητείται ως / σε χρήµα. Π.χ. αποκατάσταση ζηµίας διοικητικού οργάνου

6

Αναγνωριστικού χαρακτήρα διαφορές: Είναι οι διαφορές που κατατείνουν και επιδιώκουν στην αναγνώριση είτε της ύπαρξης είτε της ανυπαρξίας έννοµης σχέσης ή της αξίωσης για καταβολή ορισµένου χρηµατικού ποσού. Π.χ. αναγνώριση ότι ο γάµος ήταν άκυρος Οι κανόνες που αφορούν σχέσεις ιδιωτών ανήκουν στο ιδιωτικό δίκαιο. Οι κανόνες που αφορούν σχέσεις πολίτη – κράτους ανήκουν στο δηµόσιο δίκαιο. Υπάρχουν και οι κανόνες που ρυθµίζουν την λειτουργία της δηµόσιας διοίκησης και σχέσεις οργάνων αυτής της δηµόσιας διοίκησης µεταξύ τους. Το κράτος λειτουργία µε τρεις τρόπους:

1. Εκδίδοντας µονοµερείς πράξεις. Αυτές είναι πράξεις που δεν χρειάζονται άλλο κανένα µέρος για να δηµιουργήσουν έννοµη σχέση. ∆εν χρειάζεται συναίνεση και συνύπαρξη άλλου µέρους. ∆εν εκδίδονται µόνο από κράτος, αλλά και από ιδιώτες, όπως είναι η διαθήκη και η δωρεά. Στο ιδιωτικό δίκαιο µπορούµε να εκφύγουµε τις µονοµερείς πράξεις. Το διοικητικό δίκαιο βασίζεται σε µονοµερείς πράξεις του δηµοσίου.

2. Εκδίδοντας και υπογράφοντας συµβάσεις. Το κράτος

συνάπτει διοικητικές συµβάσεις. Το ιδιωτικό δίκαιο στηρίζεται στις συµβάσεις, αλλά στο διοικητικό δίκαιο έχουν εξαιρετική λειτουργία οι συµβάσεις.

3. Κάνοντας υλικές ενέργειες. Οι υλικές ενέργειες είναι

εξωτερίκευση οποιασδήποτε ενέργειας. Ισχύουν και στο διοικητικό και στο ιδιωτικό δίκαιο.

∆ιοικητικά δικαστήρια: ∆ιαφορές προερχόµενες από διοικητικές πράξεις, συµβάσεις ή και υλικές ενέργειες. Σε κάθε µια από τις περιπτώσεις αντιστοιχεί και µια διαφορά. Μονοµερείς πράξεις υπεύθυνες για την δηµιουργία διαφορών διαπλαστικού χαρακτήρα Υλικές ενέργειες και συµβάσεις διοικητικές υπεύθυνες για την δηµιουργία διαφορών καταψηφιστικού χαρακτήρα. Αλλά και οι µονοµερείς πράξεις µπορούν να δηµιουργήσουν διαφορές καταψηφιστικού χαρακτήρα όπως και οι υλικές ενέργειες που δηµιουργούν διαφορές διαπλαστικού χαρακτήρα.

7

Επίσης οι υλικές ενέργειες που έχουν ως αποτέλεσµα µια ζηµιά και υπάρχει δηλαδή αδίκηµα τότε δηµιουργούν διαπλαστικές διαφορές. ∆ιοικητική διαφορά: Κάθε διαφορά που δηµιουργείται από παρέµβαση σε µια έννοµη σχέση του κράτους ή άλλου νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου σε έννοµη σχέση όµως που διέπεται από το διοικητικό δίκαιο. Πρέπει να υπάρχουν 2 χαρακτηριστικά για ύπαρξη διοικητικής διαφοράς: Κριτήρια:

1. Οργανικό κριτήριο: κρατικό – δηµόσιο όργανο που ασκεί δηµόσια εξουσία και παρεµβαίνει

2. Λειτουργικό κριτήριο : παρέµβαση σε έννοµη σχέση που ρυθµίζεται από το διοικητικό δίκαιο δηλαδή να επιδιώκεται δηµόσιο συµφέρον.

Οργανικό κριτήριο: έλεγχος νοµικής φύσης έννοµης σχέσης ή φορέα αυτής σε σχέση µε τα εσωτερικά τυπικά στοιχεία του οργάνου. Π.χ. ΙΚΑ. Λειτουργικό κριτήριο: έλεγχος της ουσίας της έννοµης σχέσης και εξέταση για το από ποιες κανόνες διέπεται η έννοµη αυτή σχέση. Π.χ. τράπεζα Ελλάδας και άσκηση κυρώσεων προς τις άλλες τράπεζες. Όταν ελέγχουµε διαφορά που προκύπτει από µονοµερή πράξη της διοίκησης (που εκδίδεται από το κράτος δηλαδή και ασκείται µε αυτήν δηµόσια εξουσία) έχουµε εκτελεστή διοικητική πράξη που έχει ως αποτέλεσµα την δηµιουργία διοικητικών διαφορών. Η δηµόσια εξουσία απαιτεί την υπεροχή της δικαιοσύνης ή διοικητικού οργάνου. ∆ιοικητικές συµβάσεις επίσης µπορούν να δηµιουργούν διοικητικές διαφορές. Υλικές ενέργειες που προέρχονται από δηµόσιο πρόσωπο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δηµιουργούν διοικητικές διαφορές. Σε όλες αυτές τις λειτουργίες, η διοίκηση ελέγχεται από την νοµοθετική (κοινοβουλευτική), εκτελεστική και δικαστική λειτουργία. Όταν δηµιουργηθούν διοικητικές διαφορές µπορούν να υπάρξουν ιεραρχικές αναφορές και προσφυγές. Υπάρχει βέβαια και ο αυτό – έλεγχος της διοίκησης.

8

∆ιοικητικές διαφορές και διαδικασία επίλυσης τους: 1. ∆ικαίωµα αναφοράς 2. ∆ικαίωµα προηγούµενης ακρόασης 3. ∆ιαδικασίες σύνθετων διοικητικών ενεργειών.

∆ιαδικασίες στις οποίες συµµετέχουν περισσότερα διοικητικά όργανα.

4. Υπάρχει κανόνες για την κατεξοχήν λειτουργία συλλογικών διοικητικών οργάνων. Υπάρχει κανόνας να µην είναι µονοπρόσωπα τα όργανα.

5. Η δυνατότητα άσκησης διοικητικών προσφυγών 6. Αυτό – έλεγχος της διοίκησης και ίδρυση ανεξάρτητων

διοικητικών αρχών για έλεγχο. Έχουν συνήθως συµβουλευτικό και µεσολαβητικό χαρακτήρα.

Εκτός από τις παραπάνω διαδικασίες χρειαζόµαστε και τα δικαστήρια για την επίλυση των διοικητικών διαφορών. ∆ικαστήρια Τα πλεονεκτήµατα των δικαστηρίων στην διαδικασία επίλυσης των διοικητικών διαφορών και γενικά των διαφορών είναι τα εξής:

1. ∆ιακριτή λειτουργία, µε αποστολή την επίλυση των διαφορών. ∆εν εντάσσεται στις άλλες λειτουργίες.

2. Σε αυτήν την λειτουργία, το Σύνταγµα µας έχει δώσει εγγυήσεις λειτουργικής ανεξαρτησίας στην δικαστική λειτουργία.

Λειτουργική ανεξαρτησία: Τα όργανα της δικαστικής λειτουργίας δεν µπορούν να δεχτούν κανένα επηρεασµό από τα όργανα άλλων λειτουργιών. Π.χ. ανεξαρτησία λειτουργίας των δικαστών κατά της νοµοθετικής λειτουργίας ή εκτελεστικής λειτουργίας ( π.χ. δεν υπάγονται ιεραρχικά ενώπιον οργάνων νοµοθετικής και εκτελεστικής λειτουργίας). 3. Τα όργανα της δικαστικής λειτουργίας απολαµβάνουν

προσωπική ανεξαρτησία. Η υπηρεσιακή τους κατάσταση δεν µπορεί να θιγεί από καµιά άλλη πράξη καµιάς άλλης λειτουργίας.

Π.χ. να θιγούν από την εκτελεστική λειτουργία Είναι βασικό αγαθό η Συνταγµατική κατοχύρωση του δικαιώµατος να έχουµε δικαίωµα δικαστικής προστασίας. Αυτό πηγάζει από το άρθρο 20, παρ. 1 του Συντάγµατος. Σε σχέση µε τις διοικητικές διαφορές τίθεται το εξής ζήτηµα; Τι ελέγχει το δικαστήριο; Και ποιο είναι το αίτηµα µας;

9

Ζητάµε να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί µια εκτελεστή διοικητική πράξη. Αυτό στηρίζεται στο ότι η πράξη αυτή παραβιάζει τον νόµο. Το δικαστήριο προσπαθεί να αποκαταστήσει την νοµιµότητα της διοικητικής δίκης / δικαιοσύνης. Σκόπευε στην διάγνωση της αντικειµενικής νοµιµότητας. Η διοικητική δίκη έχει αντικειµενικό χαρακτήρα. Σήµερα κυριαρχεί και ο πρώτος σκοπός της διοικητικής δίκης, κυρίαρχο όµως είναι το έννοµο συµφέρον του πολίτη. Αυτό όµως δηµιουργεί στροφή της δίκης προς άλλα πιο υποκειµενικά στοιχεία. Η υποκειµενικοποίηση της διοικητικής διαφοράς έχει µια διεύρυνση. ∆εν µπορούµε να ζητήσουµε προστασία κατά της διοικητικής πράξης, η οποία δεν µας αφορά, δεν έχουµε δηλαδή έννοµο συµφέρον. ∆ικαίωµα δικαστικής προστασίας: Πηγάζει από το Άρθρο 20, παρ. 1 του Συντάγµατος. Υπάρχουν τρία στάδια δικαστικής προστασίας, τα οποία είναι:

1. Η προσωρινή δικαστική προστασία: Η προσωρινή εξασφάλιση του δικαιώµατος µου, για το οποίο ζητώ δικαστική προστασία. ∆εν µπορεί να απαγορευτεί µε νόµο η προσωρινή δικαστική προστασία, αλλά ακόµα και αν γίνει κάτι τέτοιο, πάλι έχω δικαίωµα προσωρινής δικαστικής προστασίας.

2. ∆ικαίωµα τελειωτικής δικαστικής απόφασης / κρίσης

περί του αιτήµατος µου. Πρέπει να έχουν δεσµευτική διάγνωση και τελειωτική διάγνωση της διαφοράς µου. ∆εν χρειάζεται να υπάρχει γνωµοδοτικού ή συµβουλευτικού χαρακτήρα απόφαση. Η απόφαση αυτή δεσµεύσει όλα τα όργανα και τις λειτουργίες. Στην περίπτωση απόφασης από διεθνή δικαστήρια, πάλι προστατεύοµαι.

3. Η αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης µου είναι αυτό

που προστατεύεται. Στις διαπλαστικές διαφορές απαιτείται η συµµόρφωση της διοίκησης, ενώ στις καταψηφιστικές διαφορές πρέπει να υπάρχουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης. Σήµερα επιτρέπεται δηλαδή η αναγκαστική εκτέλεση κατά του δηµοσίου, πράγµα που παλιά δεν γινόταν και απαγορεύονταν. Η αναγκαστική εκτέλεση κατά απόφασης διοίκησης επιτρέπεται µετά την αναθεώρηση του Συντάγµατος το 2001.

Η διάταξη αυτή του 2001 περιέχει µια επιφύλαξη υπέρ του νόµου. Οι ατοµικές, κοινωνικές κτλπ ελευθερίες υπόκεινται σε περιορισµούς µε επιφύλαξη υπέρ του νόµου. ∆ηλαδή µπορούν να τροποποιηθούν κτλπ.

10

Η επιφύλαξη υπέρ του νόµου στα συνταγµατικά δικαιώµατα έχει καθαρά ρυθµιστικό χαρακτήρα. Πρέπει δηλαδή ο νοµοθέτης να εµπλουτίσει τις συνταγµατικές ελευθερίες. Η επιφύλαξη του νόµου υπάρχει για να έρθει ο νοµοθέτης και να εµπλουτίσει το δικαίωµα, και όχι να το καταργήσει ή µε περιορισµούς να αφήσει µόνο το πυρήνα του δικαιώµατος. ∆ικαίωµα δικαστικής προστασίας: Το δικαίωµα δικαστικής προστασίας παρέχεται και από εσωτερικό και από διεθνές δίκαιο. Το άρθρο 6 της ΕΣ∆Α κατοχυρώνει το δικαίωµα της δίκαιης δίκης και το δικαίωµα προσφυγής κατά αρχής και δηµοσίου. Η διοίκηση πρέπει να ελέγχεται από τα δικαστήρια για την εφαρµογή της αρχής της νοµιµότητας. ∆ικαίωµα προστασίας:

- δικαίωµα για αυθεντική διάγνωση της διαφοράς σε τακτική διαγνωστική δίκη

- δικαίωµα για λήψη προσωρινών µέτρων ή ασφαλιστικών για προστασία

- δικαιοτελεστική λειτουργία των δικαστικών αποφάσεων, δηλαδή εκτέλεση από δηµόσιο και πολίτες των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται.

Υπάρχει εσωτερικός έλεγχος δηλαδή αυτοέλεγχος και εξωτερικός έλεγχος της διοίκησης. Υπάρχει επίσης και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος εκτός από τα παραπάνω. Ο έλεγχος έχει αυστηρές δικαστικές προϋποθέσεις. ∆ιασφαλίζει στον πολίτη µια αυθεντική επίλυση της διαφοράς του που από ένα σηµείο και µετά δεν δέχεται αµφισβήτηση η απόφαση του δικαστηρίου. Πηγές διοικητικού δικονοµικού δικαίου: Οι πηγές είναι οι ίδιες µε αυτές του ουσιαστικού διοικητικού δικονοµικού δικαίου. Είναι οι παρακάτω:

1. Ενδοκρατικές πηγές του διοικητικού δικονοµικού δικαίου: α) Σύνταγµα: οι κυριότεροι κανόνες του διοικητικού δικονοµικού δικαίου εµφανίζονται στο Συνταγµατικό κείµενο. Π.χ. άρθρο 8 – φυσικός δικαστής

11

Άρθρο 20 δικαίωµα δικαστικής προστασίας. ∆ίνει δίοδο για προσφυγή στο δικαστήριο. Ο δρόµος για προσφυγή σε δικαστήριο πρέπει να είναι ανοιχτός. Άρθρο 87, παρ. 1 οργάνωση και λειτουργία δικαστηρίων Άρθρο 87,παρ.2 και 93, παρ. 4 – δίνουν σε δικαστήρια την δυνατότητα ελέγχου της συνταγµατικότητας των νόµων. Οι δικαστές δεν εφαρµόζουν τις αντισυνταγµατικές διατάξεις. Οι αντί-συνταγµατικές διατάξεις δεν εφαρµόζονται σε καµιά περίπτωση. Άρθρο 94 και 95 – δικαιοδοσία των διοικητικών αλλά και πολιτικών δικαστηρίων. Οι διοικητικές διαφορές εκδικάζονται από το ΣτΕ και από τα τακτικά δικαστήρια. Οι ιδιωτικές διαφορές υπάγονται και δικάζονται από τα πολιτικά δικαστήρια. Οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις προσβάλλονται ενώπιον ΣτΕ. Εκεί υπάγονται και οι διοικητικές διαφορές ουσίας. ∆ικαστική προστασία, π.χ.: στην περίπτωση µετάθεσης στρατιώτη και άρνησης του. Οι αντισυνταγµατικές διατάξεις δεν καταργούνται από τους δικαστές, απλώς δεν εφαρµόζονται από τον συγκεκριµένο δικαστή που επιδικάζει την συγκεκριµένη υπόθεση. Β) Τυπικός νόµος: Το δικονοµικό δίκαιο δεν είναι ενιαίο, παρόλο που υπάρχει ο Κώδικας ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας. Υπάρχουν και άλλοι τυπικοί νόµοι που ρυθµίζουν το διοικητικό δικονοµικό δίκαιο. Υπάρχουν επίσης: - ν. 2717/1999 -> εκδίκαση διοικητικών διαφορών ουσίας - ν. 1406/1983 -> ολοκλήρωση δικαιοδοσίας τακτικών δικαστηρίων, ρυθµίζει τις διαφορές ουσίας - ν. 702/ 1977 -> αρµοδιότητα τακτικών δικαστηρίων σε διαφορές ουσίας . Γ) Κανονιστική διοικητική πράξη: Ουσιαστικοί νόµοι που εκδίδει η διοίκηση µετά από την νοµοθετική εξουσιοδότηση που περιέχει το ίδιο το Σύνταγµα (πρωτογενείς κανονιστική αρµοδιότητα) είτε µετά την εξουσιοδότηση κοινού νόµου (δευτερογενείς κανονιστική αρµοδιότητα). Ποικίλες διατάξεις διοικητικού δικονοµικού δικαίου εντοπίζονται σε τέτοιου είδους πράξεις. Το Προεδρικό διάταγµα του 19/1989 που αφορά την διαδικασία εκδικάσεως ακυρωτικών διαφορών είναι µια τέτοια περίπτωση. Π∆ 18/ 1989 -> ακυρωτικές διοικητικές διαφορές Υπόλοιποι τυπικοί νόµοι και κώδικες -> ουσιαστικές διοικητικές διαφορές. Το προεδρικό αυτό διάταγµα και ο Κώδικας διοικητικού δικονοµικού δικαίου δεν λειτουργούν παράλληλα.

12

∆) Έθιµο: Με την κρατούσα θεωρία εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εθίµου αποτελεί πηγή του δικονοµικού διοικητικού δικαίου.

2. ∆ιακρατικές του διοικητικού δικονοµικού δικαίου:

Α) Κοινοτικό δίκαιο: Είτε πρωτογενές είτε παράγωγο υπερισχύει κάθε εσωτερικής διάταξης είτε αφορά το Σύνταγµα είτε τυπικό νόµο. Οι συνθήκες, οι κανονισµοί και οι οδηγίες αποκτούν προβάδισµα έναντι εσωτερικού δικαίου. Αλλά και οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου αποτελούν πηγές του διοικητικού δικονοµικού δικαίου. Β) ∆ιεθνές δίκαιο: Γενικώς αναγνωρισµένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου (υπό τον όρο βέβαια της αµοιβαιότητας) και διεθνείς συµβάσεις από την στιγµή που θα κυρωθούν αποτελούν πηγές διοικητικού δικονοµικού δικαίου. Π.χ. ΕΣ∆Α και Σύµβαση της Ρώµης που περιέχουν σηµαντικές διατάξεις για την δικονοµία. Ο πολίτης προστατεύεται από την κρατική εξουσία. ∆ες τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣ∆Α που αναφέρονται στην χρηστή και δίκαιη δίκη και επίσης στο δικαίωµα της πραγµατικής προσφυγής. Ακόµα υπάρχει και το σύµφωνο του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώµατα. Υπάρχουν όµως και άλλοι διεθνείς νόµοι. Οργάνωση και ∆οµή των ∆ιοικητικών δικαστηρίων: Η διοικητική δικαιοσύνη ιεραρχικά απονέµεται ως εξής: - Συµβούλιο της Επικρατείας - Τακτικά διοικητικά δικαστήρια - και ελεγκτικό συνέδριο Από την µια υπάρχουν τα πολιτικά δικαστήρια και από την άλλη η διοικητική δικαιοσύνη. Στα πολιτικά δικαστήρια ιεραρχικά µε την σειρά τους έχουµε τον Άρειο Πάγο, το Εφετείο, το Πρωτοδικείο και το Ειρηνοδικείο µε µονοµελής ή τριµελής σύνθεση. Όσον αφορά την διοικητική δικαιοσύνη αυτή αποτελείται από:

- ∆ιοικητικά δικαστήρια: Τα οποία µε την σειρά τους είναι Συµβούλιο της Επικρατείας, το ∆ιοικητικό Εφετείο και το ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο µε µονοµελής ή τριµελής σύνθεση.

- Ελεγκτικό συνέδριο : Πηγάζει από το άρθρο 98 του Συντάγµατος. Επιλύει τις συνταξιοδοτικές διαφορές και

13

αναλαµβάνει δίκες για καταλογισµό δηµοσίων υπαλλήλων. Είναι το ανώτατο δηµοσιονοµικό δικαστήριο της χώρας.

Σε όλα τα παραπάνω δικαστήρια ξεκινάµε από το τελευταίο και καταλήγουµε στο πρώτο. Άρειος πάγος: αναιρετικό δικαστήριο. Συµβούλιο της Επικρατείας: αναιρετικό δικαστήριο αλλά δικάζει απευθείας κάποιες υποθέσεις ακυρωτικής διαφοράς. Αν προσφύγουµε σε λάθος δικαστήρια, απορρίπτουν την αίτηση της προσφυγής µας. Η προσφυγή γίνεται απαράδεκτη. Αν προσφύγουµε στο σωστό δικαιοδοτικό χώρο αλλά όχι στο σωστό δικαστήριο η αίτηση της προσφυγής µας µεταφέρεται και µεταβιβάζεται στο σωστό δικαστήριο. Ακόµα και σε λάθος δικαστήριο να απευθυνθώ το δικαστήριο στέλνει το φάκελο της υπόθεσης στο σωστό δικαστήριο. Σε περίπτωση προσφυγής σε αναρµόδιο δικαστήριο του ίδιου δικαιοδοτικού χώρου δικάζει την υπόθεση και βγάζει την απόφαση το δικαστήριο που θέλει ο πολίτης. Αυτό που θα αποφανθεί για την αρµοδιότητα των δικαστηρίων και την δικαιοδοσία τους είναι το Ανώτατο Ειδικό ∆ικαστήριο. Αρνησιδικία δηλαδή αδίκαστη υπόθεση δεν µπορεί να υπάρξει. Βασικό αξίωµα είναι ο ατοµοκεντρικός χαρακτήρας του δικαιοδοτικού συστήµατος. ∆ιοικητικές διαφορές: ∆ιοικητική διαφορά: Είναι η διατάραξη της νοµικής κατάστασης του ιδιώτη από πράξη ή παράλειψη είτε πρόκειται για νοµική πράξη είτε για παράλειψη είτε πρόκειται για υλική ενέργεια της διοίκησης. Πρέπει να υπάρχει επίσης δικαστική άρση της διατάραξης αυτής. Π.χ. διατάραξη της νοµικής κατάστασης µπορεί να είναι µια διοικητική πράξη που υποχρεώνει κάποιον πολίτη να κάνει κάτι ή να παραλείψει να κάνει κάτι και έτσι διαταράσσεται η νοµική κατάσταση των ιδιωτών. Οι διοικητικές διαφορές δηµιουργούνται και από διοικητικές συµβάσεις. ∆ιοικητικές διαφορές γεννώνται και στην περίπτωση της διατάραξης της νοµικής κατάστασης της διοίκησης σύµφωνα µε την νοµολογία. ∆ηλαδή όταν από πράξεις ή παραλείψεις δηµιουργηθούν µεταβολές στην νοµική κατάσταση του δηµοσίου υπάρχει διοικητική διαφορά και ο πολίτης υποχρεούται να διορθώσει τις πράξεις.

14

∆ιοικητική διαφορά: Η αυθεντική διάγνωση από το διοικητικό δικαστήριο µιας έννοµης σχέσεις διοικητικού δικαίου. Υπάρχει διάκριση ανάµεσα σε ιδιωτικές και σε διοικητικές διαφορές. Η διάκριση αυτή πηγάζει από το άρθρο 94, παρ.1 και 2 του Συντάγµατος. Τα δικαστήρια είναι αυτά που αποφασίζουν ποιες είναι ιδιωτικές και ποιες διοικητικές διαφορές. Ιδιωτική διαφορά: Εκείνη η οποία πηγάζει από έννοµες σχέσεις διεπόµενες από το ιδιωτικό δίκαιο. ∆ιοικητική διαφορά: Εκείνη όπου το εφαρµοστέο δίκαιο είναι κανόνες του διοικητικού δικαίου. Προκύπτει από την δικαστική αµφισβήτηση έννοµης σχέσης που διέπεται από τους κανόνες του διοικητικού δικαίου. Οι έννοµες αυτές σχέσεις πηγάζουν από:

- διοικητική σύµβαση (όχι οποιαδήποτε δηµόσια σύµβαση) - διοικητική πράξη (κυρίαρχη εξουσία της διοίκησης) είναι

συνήθως µονοµερείς - από τον νόµο.

Ο δικαστής είναι υποχρεωµένος να δώσει λύση σε όποιο τοµέα ανήκει η υπόθεση (ιδιωτικό και διοικητικό) και οι νοµοθέτες δεν µπορούν να αποφασίσουν για αυτό από πριν. Σε οριακές περιπτώσεις για διοικητική διαφορά υπάρχουν άλλα κριτήρια όπως η υπαγωγή σε παρεµφερή καθεστώς πειθαρχίας µε το δηµόσιο. Π.χ. υπάλληλοι δηµοσίου – απασχολούνται µε έννοµες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου – αν η πρόσληψη γίνεται κυριαρχικά από την δηµόσια διοίκηση. Ή Κήρυξη διαγωνισµού για πλήρωση κενών θέσεων – αν η πρόσληψη γίνεται από την Α.Ε. που λειτουργεί για δηµόσιο συµφέρον οι διαφορές που γεννώνται είναι ιδιωτικές. ΑΣΕΠ -> οι δηµόσιο οργανισµοί προκηρρύσουν διαγωνισµό µε προσωπικό που γίνεται µέσω ΑΣΕΠ. Λειτουργεί µε κανόνες διοικητικού δικαίου και γεννώνται ιδιωτικές διαφορές από αυτήν την διαδικασία. Αυτό µας το λέει η νοµολογία. Το ΑΣΕΠ όµως επειδή κινεί όλη την διαδικασία του διαγωνισµού. Είναι διοίκηση µε την στενή έννοια του όρου, και έκανε κατάταξη προσωπικού µε βάση το κριτήριο της διοίκησης αυτό άλλαξε την

15

νοµολογία και πλέον αυτές οι διαφορές είναι διοικητικές. ∆ιότι το κράτος πλέον επεµβαίνει κυριαρχικά σε όλη αυτήν την διαδικασία. Από την στιγµή όµως που γίνουν προσωπικό της Α.Ε. που λειτουργεί για το δηµόσιο υπάρχουν ιδιωτικές διαφορές. Μόνο µέχρι την πρόσληψη υπάρχουν διοικητικές διαφορές. Το ΑΣΕΠ παλιά έκανε µόνο έλεγχο της νοµιµότητας και δεν αποτελούσε διοίκηση ώστε να υπάρχουν διοικητικές διαφορές. Σήµερα το ΑΣΕΠ παρεµβαίνει έντονα, κυριαρχικά και οργανώνει την διαδικασία µε τους κανόνες του διοικητικού δικαίου και έτσι οι διαφορές που γεννώνται είναι διοικητικές διαφορές. Ή ΙΚΑ: Νοµικό πρόσωπο δηµοσίου δικαίου. Ως τέτοιο µπορεί να επεµβαίνει µονοµερώς και κυριαρχικά στις σχέσεις µεταξύ υπαλλήλων του άρα δηµιουργείται έννοµη σχέση δηµοσίου διοικητικού δικαίου γιατί ο υπάλληλος δεν διέπεται από ισότιµο καθεστώς απέναντι στο ΙΚΑ µε σχέση κυριαρχίας. Ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις προκύπτει οριακή περίπτωση όταν διευθυντής υποκαταστήµατος προσλαµβάνει γιατρούς – ιδιώτες µε σύµβαση ορισµένου χρόνου. Υπάρχει διχογνωµία στη νοµολογία για το αν οι διαφορές είναι διοικητικές ή ιδιωτικές. ∆ιακρίσεις διοικητικών διαφορών:

1) Ακυρωτικές διαφορές (∆ιαφορές αµφισβητούµενη διοικητικού δικαίου)

2) Ουσιαστικές διαφορές (∆ιαφορές πλήρους δικαιοδοσίας) Ο νοµοθέτης καθορίζει τα επίπεδα της δικαστικής προστασίας που υποχρεώνεται να δώσει προς τους πολίτες. Καθορίζεται όµως και το minimum της δικαστικής προστασίας. Όλες οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις υπόκεινται στο έλεγχο του Συµβουλίου της Επικρατείας. Οι διοικητικές διαφορές υπάγονται στο Συµβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά δικαστήρια. Το Συµβούλιο της Επικρατείας εκδικάζει και τις διαφορές ουσίας που υπάγονται σε αυτόν τον νόµο. Από το άρθρο 95 του Συντάγµατος συνάγεται το τεκµήριο ακυρωτικής αρµοδιότητας του Συµβουλίου της Επικρατείας. Για όλες τις εκτελεστές διοικητικές πράξεις (Αρχή της καθολικότητας) οι διατάξεις του Συντάγµατος ορίζουν ότι υπάγονται στο Συµβούλιο της Επικρατείας. Τα υπόλοιπα υπάγονται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.

16

Οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις υπάγονται σε ακυρωτικό διοικητικό έλεγχο. Αν δεν υπάρχει ειδική ρήτρα για την αρµοδιότητα υπάγονται στο Συµβούλιο της Επικρατείας µε αίτηση ακυρώσεως. Ο νοµοθέτης ήθελε όλες οι διοικητικές πράξεις από το πρώτο ως το τελευταίο βαθµό να υπόκεινται σε ακυρωτικό δικαστικό έλεγχο (Αρχή του καθολικού ελέγχου). Καµιά πράξη που µας θίγει δεν µπορεί να αποφύγει από τον δικαστικό έλεγχο. ∆εν είναι υποχρεωτική όµως η προσφυγή σε διοικητικά δικαστήρια, αλλά είναι δικαίωµα των πολιτών. Αν δεν προσφύγω σε δικαστήρια αυτό σηµαίνει ότι αποδέχοµαι την διοικητική πράξη. Καµιά διοικητική πράξη δεν εξαιρείται από δικαστικό έλεγχο. Προεδρικό διάταγµα 18/1989 - ∆εν υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως οι κυβερνητικές πράξεις σύµφωνα µε το Προεδρικό διάταγµα. Κυβερνητική πράξη: (νόµος και νοµολογία) ∆εν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο οι κυβερνητικές πράξεις. Ο κοινός νοµοθέτης δεν µπορεί να προσδιορίζει το περιεχόµενο των κυβερνητικών πράξεων αλλά αντίθετα οι δικαστές και τα δικαστήρια µπορούν να τα προσδιορίζουν. Αυτό γίνεται για να µην υπάρχουν περιορισµοί δικαστικής εξουσίας. Η διάταξη αυτή σύµφωνα µε την νοµολογία είναι αντισυνταγµατική. Τα δικαστήρια υποχώρησαν και δέχονται σήµερα τις κυβερνητικές πράξεις. Κυβερνητικές πράξεις: Τέτοιες πράξεις είναι εκείνες που ανάγονται στην διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. ∆εν είναι πράξεις της κυβέρνησης. Τέτοιες είναι οι πράξεις:

- κήρυξης πολέµου ή σύναψης συνθήκης ειρήνης και συνεργασίας

- διάλυσης βουλής - προκύρηξης εκλογών - σχέσεις µεταξύ κρατικών λειτουργών

Τα δικαστήρια θα έπρεπε να ασκούν δικαστικό έλεγχο, αλλά σύµφωνα µε την νοµολογία δεν υπάγονται αυτές οι πράξεις σε δικαστικό έλεγχο. Με πολιτικά κριτήρια καθορίζεται το περιεχόµενο αυτής της πράξης και όχι µε νοµικά κριτήρια. Ακόµα περιλαµβάνουν και την προκήρυξη εκλογών. Τα δικαστήρια για να µην εµπλέκονται σε πολιτικές διαµάχες δεν εµπλέκονται και δεν δικάζουν αυτές. Αυτό γίνεται µόνο στην Ελλάδα. Εκτός από αυτές όλες οι πράξεις της διοίκησης υπάγονται σε δικαστικό έλεγχο.

17

Ν. 702 / 1977, άρθρο 1, παρ. 1 -> Αρµοδιότητα 3µελούς Εφετείου. ∆ιορισµός και υπηρεσιακή κατάσταση διοικητικών υπαλλήλων. Έχει επίσης και ακυρωτική αρµοδιότητα. Ακυρωτικές διαφορές: Είναι εκείνες στις οποίες δίδεται η δυνατότητα µόνο δικαστικού ελέγχου της νοµιµότητας της προσβαλλόµενης διοικητικής πράξης ή παράλειψης. ∆εν είναι δυνατός ο έλεγχος της ουσίας της διαφοράς. ∆εν εξετάζεται δηλαδή η ακρίβεια ή µη των πραγµατικών περιστατικών ή η ορθότητα ή η εσφαλµένη λειτουργία των πραγµατικών περιστατικών. Ουσιαστικές διαφορές: Εκείνες στα πλαίσια των οποίων το δικαστήριο ελέγχει όχι µόνο την νοµιµότητα αλλά και την ουσία της υπόθεσης. Ελέγχει την ύπαρξη και την ακρίβεια των κρατικών πραγµατικών περιστατικών και προβαίνει σε τροποποιήσεις των πραγµατικών περιστατικών. Κρίνει υποθέσεις δηµοσίου δικαίου. Παραδείγµατα: Φορολογική διαφορά, επιβολή προστίµου για παραβίαση κανόνων διοικητικού δικαίου. Σήµα stop και όχι διακοπή κυκλοφορίας. Αµφισβήτηση πραγµατικών περιστατικών. Αν ήταν Ακυρωτική διαφορά: Προσφυγή ιδιώτη, βλέπει το δικαστήριο την αιτιολογία της πράξης και κάνει έλεγχο νοµιµότητας. ∆εν ελέγχεται η ακρίβεια των πραγµατικών περιστατικών. Στο τέλος έχουµε ακύρωση της διοικητικής πράξης. Είναι ανεπαρκείς ο έλεγχος. Αν ήταν ουσιαστική διαφορά: Ο δικαστής εκτός από τις παραπάνω πράξεις προβαίνει και στον έλεγχο των πραγµατικών περιστατικών, διατάζει αποδείξεις για να µπορέσει να λάβει απάντηση. Υπάρχει βάθος ελέγχου. Στο τέλος υπάρχει τροποποίηση ή και ακύρωση της διοικητικής πράξης. Η πραγµατική δικαστική εξουσία είναι η ουσιαστική δικαστική εξουσία. Ο δικαστής καθορίζει το περιεχόµενο του δικαιώµατος, αφού εξετάζει τα πραγµατικά περιστατικά. Αυτή είναι καθοριστική για την προστασία των δικαιωµάτων των πολιτών. Κριτήρια ∆ιακρίσεων διαφορών Ακυρωτικές -> αµφισβητούµενη δικαιοδοσία / ακύρωση Ουσιαστικές -> πλήρης δικαιοδοσία / ακύρωση και τροποποίηση.

18

Το κριτήριο πρέπει να είναι ουσιαστικό και λειτουργικό. Κάποιες υποθέσεις πρέπει εκ της φύσεως της πρέπει να είναι είτε ακυρωτική είτε ουσιαστική. Ουσιαστικές διαφορές: Κρίνεται το αµφισβητούµενο δικαίωµα δηµοσίου δικαίου. Ο δικαστικός έλεγχος διοικητικών πράξεων πάντα είναι ακυρωτικός. Επίσης υπάρχει τυπικό / δικονοµικό κριτήριο. Οι ουσιαστικές διαφορές είναι εκείνες τις οποίες ο νοµοθέτης διαγράφει την έκταση των εξουσιών του δικαστή ώστε να εξετάζει τα πραγµατικά περιστατικά, να τα τροποποιεί και να τα µεταρρυθµίζει αυτά τα πραγµατικά περιστατικά. Μπορεί το δικαστήριο να θέλει αποδείξεις για την συγκεκριµένη υπόθεση. Κάθε φορά κοιτάµε το κείµενο δηλαδή του νόµου για να δούµε αν έχουµε ακυρωτική ή ουσιαστική διαφορά. Οι ασφαλιστικές διαφορές δικάζονται κατά τον Κ.∆.∆. Είναι ουσιαστική διαφορά και δεν έχουν πολλές εξουσίες οι δικαστές. Ψάχνουµε να βρούµε αν υπάρχουν ειδικές διατάξεις για τις εξουσίες των δικαστών. Αν δεν υπάρχει τέτοια διάταξη η υπόθεση ελέγχεται ακυρωτικά από το Συµβούλιο της Επικρατείας. Π.χ. δηµοπρασία για διάνοιξη εθνικής οδού, µονοµερείς πράξεις της διοίκησης, προϋποθέσεις που πρέπει να τηρηθούν. Οι κάτοικοι δεν θέλουν την οδό σε εκείνη την περιοχή. Η διαφορά αυτή είναι διοικητική διαφορά. Ειδικότερα αφού δεν υπάρχει ειδική διάταξη για τέτοιου είδους διαφορές που να λέει ότι είναι ουσιαστική διαφορά, αυτή είναι ακυρωτική και αναλαµβάνει την υπόθεση το Συµβούλιο της Επικρατείας. Ο νοµοθέτης µπορεί να µετατρέψει µια ακυρωτική διαφορά σε διαφορά ουσίας εφόσον θέλει να προστατέψει τα δικαιώµατα των πολιτών. Υπάρχουν όµως και κάποιοι περιορισµοί. Προϋποθέσεις του παραδεκτού: Κάθε δίκη είναι µια έννοµη σχέση. Η διοικητική δίκη είναι µια τριµερείς έννοµη σχέση µεταξύ δικαστηρίου- του αιτούντος την δικαστική προστασία και αυτόν κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση δηλαδή της διοίκησης. Είναι αξίωση δηµοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου. Υπάρχει µια αξίωση δικονοµικής φύσεως όχι ουσιαστική σε αυτήν την έννοµη σχέση. Εκτός από έννοµη σχέση κάθε δίκη αποτελεί και µια διαδικασία. ∆ηλαδή αποτελείται από εναλλασσόµενες πράξεις. ∆ηλαδή αρχή – εξέλιξη και λήξη της δίκης.

19

Η διοικητική δίκη ξεκινά πάντοτε µε την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως. ∆ιαδικαστικές αρχές:

- Ισχύει η διαθετική αρχή που καθορίζει εάν ο ενδιαφερόµενες θα ζητήσει δικαστική προστασία, ποιας µορφής και σε ποιο βαθµό θα ζητήσει την δικαστική αυτή προστασία. Όλα αυτά εξαρτώνται από τον αιτούνται και όχι από το ίδιο το δικαστήριο.

- Αρχή της αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστηρίου όσον αφορά την έναρξη και την διενέργεια της δίκης.

∆εν επιτρέπεται ούτε η αρχή της αυτεπάγγελτης ενέργειας του δικαστηρίου και ούτε υπάρχει actio popularis, δηλαδή λαϊκή αγωγή. Ο καθένας που θέλει δεν µπορεί να ξεκινήσει µια διοικητική δίκη. Μετά την έναρξη της δίκης η περαιτέρω πρόοδος δεν αφήνετε στους διαδίκους αλλά κινείται και προωθείται µε αυτεπάγγελτες ενέργειες του δικαστηρίου. Το ακριβός αντίθετο γίνεται στο ιδιωτικό δίκαιο, αλλά στο διοικητικό δίκαιο ισχύουν τα παραπάνω. Οι κλήσεις διαδίκων, ο καθορισµός ηµεροµηνίας συζητήσεων, η κοινοποίηση και πολλές άλλες διαδικασίες γίνονται αυτεπάγγελτος από την διοίκηση. Προϋποθέσεις του παραδεκτού: Κάθε δίκη περνάει από δύο στάδιο. Από το στάδιο της διαδικαστικής προϋπόθεσης και το στάδιο των ορίων του παραδεκτού. Εξετάζεται η συνδροµή της αυτεπάγγελτης από το δικαστήριο. Πριν αναλάβει το διοικητικό δικαστήριο την εκδίκαση της υπόθεσης, εξετάζει τους όρους του παραδεκτού για να δει αν υπάρχει πιθανότητα να συνεχίσει η δίκη. Τέτοιες είναι η τήρηση ενδικοφανούς διαδικασίας, το εµπρόθεσµο της αίτησης ακυρώσεως το τυπικά παραδεκτό του δικογράφου, το έννοµο συµφέρον, η ενεργητική και η παθητική νοµιµοποίηση, η ικανότητα διαδίκου, η ικανότητα παράστασης, η ικανότητα προς το δικολογήν και η έλλειψη δεδικασµένου. Υπάρχουν γενικές και ειδικές προϋποθέσεις παραδεκτού. Γενικές -> αφορούν όλα τα ένδικα βοηθήµατα (π.χ. έννοµο συµφέρον) Ειδικές -> αφορούν ορισµένα από τα ένδικα βοηθήµατα (π.χ. ανακοπή).

20

Εµείς χρειαζόµαστε µόνο τις γενικές προϋποθέσεις. Επίσης υπάρχουν υποκειµενικές και αντικειµενικές προϋποθέσεις. Υποκειµενικές -> αναφέρονται στο πρόσωπο εκείνου που επιδιώκει την έννοµη προστασία (π.χ. έννοµο συµφέρον). Αντικειµενικές -> αναφέρονται στην υλική πράξη. Προϋποθέσεις του παραδεκτού: Πρέπει να συντρέχουν για να µπορεί να υπάρξει προσφυγή – αίτηση. Αν πληρούνται αυτές τότε µόνο προσφεύγουµε στα δικαστήρια και έτσι απολαµβάνουµε δικαστική προστασία.. Προϋποθέσεις του βάσιµου: Πρέπει να συντρέχουν ώστε να δικαιολογούν τους ισχυρισµούς του αιτούντος. Όροι του παραδεκτού:

1. Η ικανότητα διαδίκου ή δικανική ικανότητα: όπως υπάρχει η ικανότητα δικαίου στο αστικό δίκαιο, στο δικονοµικό δίκαιο υπάρχει η ικανότητα διαδίκου. Όπως υπάρχει η δικαιοπρακτική ικανότητα στο αστικό δίκαιο, στο δικονοµικό δίκαιο υπάρχει η δικαιοπαραστατική ικανότητα. Ικανότητα δικαίου: ικανότητα διαδίκου Κάθε φυσικό και νοµικό πρόσωπο έχει αυτήν την ικανότητα. Όσον αφορά τις ενώσεις προσώπων αυτές δεν έχουν νοµική προσωπικότητα. Για αυτές ισχύουν ειδικές διατάξεις και σε ορισµένες περιπτώσεις παραδέχονται την ικανότητα τους. Π.χ. Η κοινοπραξία δεν έχει νοµική προσωπικότητα, αλλά στις περιπτώσεις που σχετίζεται η διοικητικά διαφορά µε αντικείµενο της τότε µπορούν να γίνουν διάδικοι. Πρέπει να τους αναγνωρίζεται η ικανότητα διαδίκου από το ουσιαστικό δίκαιο (αστικό δίκαιο) για να τους αναγνωρίζεται και από το δικονοµικό δίκαιο. ∆εν έχει τέτοια ικανότητα σε όλες τις έννοµες σχέσεις. Μόνο για την περίπτωση ανάληψης δηµοσίων έργων και διοικητικής διαφοράς έχουν αυτήν την ικανότητα. ∆ιάδικος σηµαίνει ότι η δίκη µπορεί να υπάρχει και να εξελλίσεται στο όνοµα του και για λογαριασµό του.

21

2. Η ικανότητα παραστάσεως: Σηµαίνει την ικανότητα να διενεργεί κάποιος για όνοµα του, τις διαδικαστικές πράξεις που συνθέτουν την δίκη. Την ικανότητα αυτή την έχει όποιος έχει δικαιοπρακτική ικανότητα αλλιώς δεν την έχει. Σε περίπτωση που είναι κάποιος ανίκανος, υπάρχει δικαστικός συµπαραστάτης.

3. Η ικανότητα προς το δικαιολογείν: Ποιος έχει την

ικανότητα αυτοπρόσωπης παράστασης στο δικαστήριο για ενέργεια δικαστικών πράξεων. ∆ηλαδή την ικανότητα να έρθει αυτοπροσώπως στο δικαστήριο. Τέτοια πρόσωπα αποτελούν οι δικηγόροι. Την ικανότητα αυτή δεν την έχουν οι διάδικοι οι ίδιοι, αλλά την έχουν µόνον οι δικηγόροι τους του αντίστοιχου βαθµού. Οι διαδικαστικές πράξεις ασκούνται για όνοµα τους από τους δικηγόρους τους και δεν ασκούνται από αυτούς τους ίδιους. Θέλει πάντα µεσολάβηση δικηγόρου. Η αίτηση ακυρώσεως µπορεί να ασκηθεί από οποιονδήποτε δικηγόρο ή ακόµα και από µη έµπειρο. Ο δικηγόρος όµως που δεν είναι διορισµός στον Άρειο Πάγο (παρ Αρείου Πάγου) δεν µπορεί να παρασταθεί στο δικαστήριο για προστασία του πελάτη του. Για να το κάνει αυτό ο δικηγόρος θέλει να έχει αυτήν την παραπάνω ιδιότητα. Χρειάζεται και πληρεξουσιότητα από τον πελάτη του ο δικηγόρος για να τον προασπίσει. Αποδεικνύεται ότι έχει την εξουσιοδότηση του δικηγόρου από τον διάδικο. Μέχρι την έναρξη της δίκης στο ακροατήριο τεκµαίρετε ότι έχει την πληρεξουσιότητα. Αλλά αν δεν αποδείξει µετά την έναρξη της δίκης ότι έχει την πληρεξουσιότητα πρέπει να αποδειχτεί αυτή, και αν δεν την έχει απορρίπτεται το αίτηµα του πελάτη του. Η απόδειξη πληρεξουσιότητας γίνεται µε 3 τρόπους: - Παράσταση διαδίκου στο ακροατήριο και δήλωση του ότι νοµιµοποιεί τον δικηγόρο του. Η δήλωση κατοχυρώνεται στα πρακτικά. - Με συµβολαιογραφικό πληρεξούσιο έγγραφο παρέχεται πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο από τον διάδικο. - Με συνηπογραφή του δικηγόρου της αιτήσεως ακυρώσεως από τον αιτούνται (από τον διάδικο δηλαδή). Χρειάζεται δηλαδή υπογραφή δικηγόρου και πελάτη του. Αν µετά και µέχρι την έναρξη της δίκης δεν αποδεχθεί η πληρεξουσιότητα του δικηγόρου απορρίπτεται η εξέταση της υπόθεσης / αίτηση ως απαράδεκτο.

22

Αν δεν έχει προηγηθεί νοµιµοποίηση του δικηγόρου µπορεί να ζητηθεί αναβολή ή προθεσµία από το δικαστήριο από το φερόµενο κατά τεκµήριο δικηγόρο. Εξαίρεση: Αίτηση ακύρωσης – υπαλληλικές διαφορές – µπορεί να υπογράφει ο υπάλληλος την αίτηση και ο ίδιος ο αιτών – διάδικος αλλά υποχρεωτικά πρέπει να παρασταθεί στο δικαστήριο µε δικηγόρο. Οι εξαιρέσεις είναι φαινοµενικές και προσωρινές µόνο. Υπάρχουν και άλλες εξαιρέσεις.

4. Τυπική ορθότητα του δικογράφου της αιτήσεως ακυρότητας: ∆ικόγραφο: έγγραφο που απευθύνεται στα δικαστήρια και περιέχει αιτήµατα δικαστικής προστασίας και τους ισχυρισµούς των διαδίκων. Υπάρχει η αρχή της έγγραφης διεξαγωγής της διαδικασίας. Το έγγραφο διασφαλίζει την βεβαιότητα και την ασφάλεια. Συνδέεται και µε την αρχή της δηµοσιότητας. Παράλληλα µε την αρχή της έγγραφης διεξαγωγής της δίκης, µπορεί να γίνει διεξαγωγή της δίκης και προφορικά. Στην διοικητική δίκη υπάρχει και η έγγραφη και η προφορική αρχή. Τι πρέπει να συµπεριλαµβάνεται σε ένα δικόγραφο;

- Σε ποιο δικαστήριο απευθύνεται το αίτηµα; - Προσδιορίζουµε ποιου δικαστηρίου ανάλογα µε την τοπική

αρµοδιότητα. - Αναφέρουµε την µορφή και το είδος του ένδικου βοηθήµατος. - Αναφέρουµε τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του

αιτούντος. - Ικανότητα παράστασης και ικανότητα προς δικαιολογείν - Αναφέρουµε κατά ποιου στρέφεται το αίτηµα, δηλαδή

ενεργητική/ παθητική νοµιµοποίηση. - Προσδιορισµός του αντικειµένου της δίκης και της προσφυγής. - Αναφορά πραγµατικών περιστατικών που οδηγούν στην

επιδιωκόµενη αναγνώριση έννοµης συνέπειας που θέλουµε εµείς. Υπαγωγή δηλαδή των πραγµατικών περιστατικών στους νοµικούς κανόνες δικαίου. Πρέπει η µείζονα δηλαδή πρόταση να υπάγεται στην ελάσσονα πρόταση. Αν το δικόγραφο δεν έχει τα κρίσιµα πραγµατικά περιστατικά θα είναι αόριστο και ασαφές µε αποτέλεσµα να απορριφθεί η αίτηση ακυρώσεως από το δικαστήριο.

- Αιτητικό µέρος του δικογράφου. Αν ξεχάσουµε να γράψουµε στο δικόγραφο τα αιτήµατα µας ακόµα και αν έχουµε δίκαιο το δικαστήριο θα απορρίψει την αίτηση ακυρώσεως µας.

23

Παράδειγµα ∆ικογράφου: Ενώπιον του Τριµελούς ∆ιοικητικού Εφετείου Αθηνών Αίτηση ακυρώσεως Αίτηση ακυρώσεως του Αϊκούτ Καδήρ µε κατοικία την Κοµοτηνή ή εφόσον πρόκειται για νοµικό πρόσωπο µε έδρα την Κοµοτηνή κτλπ Νοµίµως εκπροσωπηµένου από τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Ρέµελη Κατά του κράτους ή ΝΠ∆∆ του ∆ΠΘ νοµίµως εκπροσωπηµένου από τον ∆ηµήτρη Ράικο Περί ακυρώσεως της υπαριθµόν 2098/1992 τάδε πράξης του Τµήµατος της Νοµικής Κοµοτηνής Έκανα αίτηση µεταγραφής, (αναφέρουµε τα πραγµατικά περιστατικά) και παρόλο αυτό ακυρώθηκε η αίτηση µου. Για τους λόγους αυτούς ζητώ να γίνει δεκτή η αίτηση ακυρώσεως µου, να απορριφθεί η πράξη της Νοµικής Κοµοτηνής και να γίνει αποδεκτό το αίτηµα της µεταγραφής.

5. ∆ικαιοδοσία και αρµοδιότητα: ∆ικαιοδοσία: εξουσία του δικαστηρίου να ασχοληθεί µε την διαφορά. Εξετάζεται αν έχουµε ιδιωτική ή διοικητική διαφορά. Πρέπει να έχουµε διοικητική διαφορά. Μετά εξετάζει το δικαστήριο αν είναι αρµόδιο να εκδικάσει την υπόθεση αυτή. ∆εν είναι διοικητικές διαφορές εκείνες στα οποία το διοικητικό όργανο έχει κινηθεί στο χώρο του διοικητικού δικαίου. Ακυρωτική αρµοδιότητα: Είναι στενότερη έννοια η αρµοδιότητα σε σχέση µε την δικαιοδοσία που είναι έννοια γένους. Είναι η αρµοδιότητα που έχουν τα ακυρωτικά διοικητικά δικαστήρια να δικάζουν κάποιες διαφορές ως ακυρωτικές µε το minimum της δικαστικής προστασίας. Κατανοµή αρµοδιότητας: Το Συµβούλιο της Επικρατείας απευθείας έχει ακυρωτική αρµοδιότητα σε όλες τις υποθέσεις εκτός από αυτές που ρητά αναφέρουν ότι δεν ανήκουν στην αρµοδιότητα του. Αυτές οι περιπτώσεις περιέχονται σε ειδικές διατάξεις του νόµου.

24

25

26

27

28

29

30

31

Η προκήρυξη, η πρόσληψη, ο διορισµός και όλα τα λοιπά αποτελούν σύνθετες διοικητικές πράξεις. Ότι αφορά το δηµοσιοϋπαλληλικό δίκαιο (υπαλληλικές διαφορές) εκδικάζονται από το Τριµελές ∆ιοικητικό Εφετείο. Εάν προσβάλλω µια πράξη που διορίζονται κάποιοι αλλά όχι εγώ, προσβάλλω αυτή την πράξη και δεν χρειάζεται να πούµε ότι εµείς δεν διοριστήκαµε διότι αυτό συνάγεται από την θετική πράξη του διορισµού της διοίκησης για τους άλλους υποψηφίους η οποία πράξη είναι παράλληλα αρνητική για εµάς. Ο δικηγόρος δεν θεωρείται ποτέ υπάλληλος ακόµα και αν διοριστεί σε θέση στο δηµόσιο. ∆ιαφορετικές φύσεις σχέσεων µε το δηµόσιο: σύµβαση δηµοσίου έργου κτλπ. Μπορεί να είναι διοικητικού ή ιδιωτικού δικαίου σύµβαση που συνδέει τον πολίτη µε το δηµόσιο. Τέτοιες διαφορές υπάγονται στο Τριµελές ∆ιοικητικό Εφετείο. ∆εν αρκεί αυτή η σχέση, αλλά αυτή η σχέση πρέπει να περιέχει και να συνάπτεται µε µια σχέση κυριαρχίας από την πλευρά του δηµοσίου. ∆ιαφορές από την εφαρµογή της εκπαιδευτικής νοµοθεσίας αποβολή, µεταγραφή, µετάθεση, ποινές κτλπ. Αφορά και τα δηµόσια και τα ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύµατα, αφού αυτή η διάταξη αφορά απλώς την εφαρµογή της εκπαιδευτικής νοµοθεσίας. Προσωπικό και λειτουργία ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων µπορούν να υπάρξουν και ποινές στους διευθυντές αυτών από ειδικά διοικητικά όργανα που τα ελέγχουν και έτσι προκύπτουν διοικητικές διαφορές. Ακυρωτικές διαφορές: Υποθέσεις του Συµβουλίου της Επικρατείας δικάζονται σε πρώτο και τελευταίο βαθµό πάντα. Υποθέσεις του Τριµελούς ∆ιοικητικού Εφετείου κατά κανόνα υπόκεινται σε Έφεση ενώπιον του Συµβουλίου της Επικράτειας ώστε να υπάρχει και δεύτερος βαθµός κρίσης. Αίτηση ακύρωσης = Συµβούλιο της Επικρατείας Αίτηση αποζηµίωσης = ∆ιοικητικό Εφετείο. Οι αποφάσεις των ∆ιοικητικών Εφετείων υπάγονται σε έφεση. Υπάρχουν και εξαιρέσεις όπως αναφέρθηκαν παραπάνω στα φυλλάδια. Οι διαφορές των µη ανωτάτων υπαλλήλων µε την διοίκηση δεν υπόκεινται σε έφεση ενώπιον ∆ιοικητικών Εφετείων.

32

Ακυρωτική αρµοδιότητα του ∆ιοικητικού πρωτοδικείου: Ν 3068/ 2002 Αυτό το δικαστήριο ασχολείται και επιλύει τις διαφορές που έχουν οι αλλοδαποί µε την διοίκηση και ρυθµίζει το καθεστώς αυτών. Όταν υπάρχει έλλειψη αρµοδιότητας η συνέπεια είναι η παραποµπή στο αρµόδιο δικαστήριο. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ελαττωµατικότητας υπάρχει απόρριψη εκ µέρους του δικαστηρίου της αίτησης. Το γεγονός ότι ένα δικαστήριο είναι ιεραρχικά ανώτερο αυτό δεν σηµαίνει ότι µπορεί να αναλαµβάνει τις υποθέσεις των κατώτερων δικαστηρίων. Το Σύνταγµα ορίζει την λειτουργία και την οργάνωση των δικαστηρίων. Υλική αρµοδιότητα: Με βάση το αντικείµενο της διαφοράς ή την αξία της διαφοράς καθορίζεται ενώπιον ποιου δικαστηρίου θα δικασθεί. Τοπική αρµοδιότητα: Κριτήρια τοπικά για να διαπιστώσουµε το αρµόδιο δικαστήριο. Καθορίζεται στις ακυρωτικές διαφορές µε βάση την έδρα της αρχής που έκδωσε ή παρέλειψε να εκδώσει την προσβαλλόµενη πράξη. Νόµος 18/ 1989 Αρµόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρχή αυτή από της οποίας οργάνου ήρθε η προσβαλλόµενη πράξη ή παράλειψη. Συντρέχουσα αρµοδιότητα: παράλληλη αρµοδιότητα. ∆ηλαδή αρµόδιο είναι και το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο πολίτης που προσβλήθηκαν τα δικαιώµατα του από την πράξη ή παράλειψη της διοίκησης. Τοπική αρµοδιότητα του Συµβουλίου της Επικρατείας: Ολόκληρη η Ελλάδα.

33

6. Φύση της προσβαλλόµενης διοικητικής πράξης: Από πληθώρα των διοικητικών πράξεων προσβάλλονται µόνο οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Άρθρο 95 του Συντάγµατος -> προσβάλλονται οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις του διοικητικών οργάνων.

Άρθρο 95

1. Στην αρµοδιότητα του Συµβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η µετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόµου. β) Η µετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόµος ορίζει. γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ' αυτό σύµφωνα µε το Σύνταγµα και τους νόµους. δ) Η επεξεργασία όλων των διαταγµάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα.

2. Κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων του στοιχείου δ' της προηγούµενης παραγράφου δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 93 παράγραφοι 2 και 3.

3. Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρµοδιότητάς του Συµβουλίου της Επικρατείας µπορεί να υπάγονται µε νόµο, ανάλογα µε τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το Συµβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθµό, όπως νόµος ορίζει.

4. Οι αρµοδιότητες του Συµβουλίου της Επικρατείας ρυθµίζονται και ασκούνται όπως νόµος ειδικότερα ορίζει.

5. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συµµορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρµόδιο όργανο, όπως νόµος ορίζει. Νόµος ορίζει τα αναγκαία µέτρα για τη διασφάλιση της συµµόρφωσης της διοίκησης.

Προεδρικό ∆ιάταγµα 18/1989, άρθρο 45 Σε αίτηση ακυρώσεως υπόκεινται οι εκτελεστικές διοικητικές πράξεις που προέρχονται από το κράτος και τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου.

Η πράξη πρέπει καταρχήν να προέρχεται από δηµόσια αρχή και διοικητικά όργανα. ∆εν υπάρχει πολύ µεγάλη διάκριση µεταξύ αυτών των εννοιών. Κοιτάµε αν αυτό που έχουµε ενώπιον µας είναι διοικητικό όργανο. Πρέπει να έχουµε διοίκηση µε την στενή έννοια του όρου.

34

Όλες οι πράξεις νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου και του δηµοσίου αποτελούν εκτελεστικές διοικητικές πράξεις.

Π.χ. ΟΤΑ -> ∆ιοικητική πράξη

ΟΤΕ -> νοµικό πρόσωπο µεν, ιδιώτης στο διοικητικό δίκαιο δε

Οι διοικητικές αρχές πρέπει οπωσδήποτε να ενεργούν κυριαρχικά. Χρησιµοποιούµε το λειτουργικό και το ουσιαστικό κριτήριο. Το αποδέχεται αυτό η νοµολογία και θεωρία.

Υπάρχουν και διφυή νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. Για ορισµένες αρµοδιότητες τους αποτελούν διοικητικά όργανα. Άρα προσβάλλονται και οι πράξεις αυτών. Η αίτηση της ακυρώσεως είναι απαράδεκτη στην περίπτωση που δεν έχουµε εκτελεστική διοικητική πράξη.

∆εν προσβάλλονται οι πράξεις του συντακτικού και του αναθεωρητικού νοµοθέτη. ∆εν προσβάλλονται οι τυπικοί νόµοι δηλαδή αποφάσεις της Βουλής. Η συνταγµατικότητα των νόµων κρίνεται από τα δικαστήρια ή ειδικές διατάξεις που κρίνουν την νοµιµότητα τους παρεµπίπτοντος. ∆εν προσβάλλονται δηλαδή ευθέως. Οι πράξεις του νοµοθετικού περιεχοµένου του άρθρου 44 του Συντάγµατος που εκδίδονται από τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας σε ειδικές περιπτώσεις δεν προσβάλλονται µε αίτηση ακυρώσεως. Τα δικαστήρια συνήθως θεωρούν απαράδεκτες τις αιτήσεις ακυρώσεως τέτοιων νοµοθετικών πράξεων.

Άρθρο 44

1. Σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσες και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας µπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συµβουλίου, να εκδίδει πράξεις νοµοθετικού περιεχοµένου. Οι πράξεις αυτές υποβάλλονται στη Βουλή για κύρωση σύµφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 72 παράγραφος 1, µέσα σε σαράντα ηµέρες από την έκδοσή τους ή µέσα σε σαράντα ηµέρες από τη σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο. Αν δεν υποβληθούν στη Βουλή µέσα στις προαναφερόµενες προθεσµίες ή αν δεν εγκριθούν από αυτή µέσα σε τρεις µήνες από την υποβολή τους, παύουν να ισχύουν στο εξής.

2. Ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας προκηρύσσει µε διάταγµα δηµοψήφισµα για κρίσιµα εθνικά θέµατα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθµού των βουλευτών, που λαµβάνεται µε πρόταση του Υπουργικού Συµβουλίου. ∆ηµοψήφισµα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας µε διάταγµα και για ψηφισµένα νοµοσχέδια που ρυθµίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτηµα, εκτός από τα

35

δηµοσιονοµικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέµπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέµπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο Κανονισµός της Βουλής και νόµος για την εφαρµογή της παραγράφου αυτής. ∆εν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δηµοψηφίσµατος για νοµοσχέδιο.

3. Ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας σε εντελώς εξαιρετικές περιστάσεις µπορεί να απευθύνει προς το Λαό διαγγέλµατα, µετά από σύµφωνη γνώµη του Προέδρου της Κυβέρνησης. Τα διαγγέλµατα προσυπογράφονται από τον Πρωθυπουργό και δηµοσιεύονται στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως.

Εκτός από την Βουλή και την νοµοθετική εξουσία, όλες οι υπόλοιπες διοικητικές πράξεις αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και προσβάλλονται µε αίτηση ακυρώσεως.

Πρόβληµα υπάρχει για τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας και τις πράξεις που εκδίδει.

Άρθρο 26 του Συντάγµατος. Ο πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας έχει εκτελεστική και νοµοθετική εξουσία.

Άρθρο 26

1. Η νοµοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας.

2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας και την Κυβέρνηση.

3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια· οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνοµα του Ελληνικού Λαού.

Όταν εκδίδει µε εκτελεστική λειτουργία ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας θεωρείται διοίκηση, ενώ στην νοµοθετική εξουσία θεωρείται Βουλή- βουλευτής στην οποία λειτουργεί δεν εκδίδει εκτελεστές διοικητικές πράξεις. ∆εν προσβάλλονται τέτοιες πράξεις στα διοικητικά δικαστήρια.

∆ιοικητικές πράξεις:

α. κατά τύπο (προέρχονται από διοικητικά όργανα) Προσβάλλονται µε αίτηση ακυρώσεως

β. κατά περιεχόµενο (δεν προέρχονται από διοικητικά όργανα, αλλά έχουν περιεχόµενο διοικητικής πράξης). ∆εν προσβάλλονται µε αίτηση ακυρώσεως. ∆εν αποτελούν εκτελεστικές διοικητικές πράξεις.

36

∆εν προσβάλλονται εκτός αν υπάρχει ρητή διάταξη νόµου που ορίζει την προσβολή αυτών των πράξεων.

∆ιοικητικές πράξεις:

α. εκτελεστές διοικητικές πράξεις (προσβάλλονται µε αίτηση ακυρώσεως)

β. αποφάσεις δικαστηρίων (δεν προσβάλλονται όλα µε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων).

Το ίδιο ισχύει για όλη την δικαστική λειτουργία και τις πράξεις που σχετίζονται άµεσα και έµµεσα µε την συνέχιση της δικαστικής λειτουργίας.

Π.χ. πράξεις δικαστικών αρχών που σχετίζονται µε την απονοµή της δικαιοσύνης ή αποφάσεις δικαστικών συµβούλων.

∆ιοικητικές πράξεις:

α. Μονοµερείς διοικητικές πράξεις

β. Πολυµερείς διοικητικές πράξεις.

∆ιοικητικές πράξεις:

α. ατοµικές διοικητικές πράξεις

β. κανονιστικές διοικητικές πράξεις

Εκ των πραγµάτων κάθε διοικητική πράξη είναι εκτελεστή.

Εκτελεστική διοικητική πράξη: Η µόνο τεχνικά διοικητική πράξη στην πραγµατικότητα. Όλες οι άλλες πράξεις της διοίκησης όπως πρόσκληση, καταγγελία, πρόστιµο, εκθέσεις δεν ανήκουν στην κατηγορία των εκτελεστών διοικητικών πράξεων. ∆εν χαρακτηρίζονται ως διοικητικές πράξεις αλλά πράξεις της διοίκησης.

Η εκτελεστή διοικητική πράξη είναι αυτή που κάνει την τελευταία νοµική µεταβολή µετά την αξιολόγηση υλικού που υπάρχει. Όλες οι υπόλοιπες πράξεις της διοίκησης υπάρχουν για να µπορέσει να υπάρξει εκτελεστή διοικητική πράξη.

∆εν µπορεί να ακυρώνετε µε τυπικό νόµο µια ατοµική διοικητική πράξη. Απαγορεύεται αυτό από την διάκριση των λειτουργιών.

37

∆εν δεχόµαστε την αναδροµική αναγνώριση της εξουσίας της διοίκησης.

Εκτελεστές / Ατοµικές διοικητικές πράξεις -> µπορεί να υπάρξει αίτηση ακυρώσεως.

Η διοικητική πράξη καθορίζει όλο το παραδεκτό της αίτησης ακυρώσεως.

Η διοικητική πράξη είναι εκείνη που περιέχει µια ρύθµιση – µεταβολή. Ότι δεν αποτελεί ρύθµιση, ότι δεν αποτελεί πλέον ρύθµιση, ότι δεν αποτελεί ακόµα ρύθµιση, ότι αποτελεί βεβαίωση ρύθµισης δεν είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. ∆εν προσβάλλονται παραδεκτός µε αίτηση ακυρώσεως.

Αυτές που δεν αποτελούν ακόµα ρύθµιση: Προπαρασκευαστικές ενέργειες.

Π.χ. πράξεις της τελωνειακής αρχής ή έκθεσης κατάσχεσης από την Σ∆ΟΕ.

Μέχρι να φτάσουµε στην τελική εκτελεστική πράξη δεν υπάρχει προστασία των πολιτών.

Κάτω από ορισµένες όµως προϋποθέσεις υπάρχουν ασφαλιστικά µέτρα προς συµφέρον και προστασία των πολιτών. Η µόνο άµυνα και προστασία του πολίτη είναι κατασταλτική. Μπορεί µετά την τελική εκτελεστική πράξη να υπάρξει αγωγή αποζηµίωσης κτλπ.

Π.χ. αστική ευθύνη δηµοσίου / προσωπική ευθύνη υπαλλήλων λόγω βαρείας αµέλειας.

Αυτές που αποτελούν βεβαιώσεις ρύθµισης: Βεβαιωτικές ή επιβεβαιωτικές πράξεις της διοίκησης. ∆εν αποτελούν διοικητικές πράξεις και δεν προσβάλλονται. Αν η διοίκηση επιµένει στην ρύθµιση που έχει γίνει χωρίς να προβαίνει σε νέα ουσιαστική πράξη αυτή η πράξη είναι επιβεβαιωτική της διοικητικής πράξης.

Η εκτελεστή διοικητική πράξη προσβάλλεται. Αλλά οι ιδιώτες µπορούν να αναγκάσουν την διοίκηση να κάνει έρευνα για µια πράξη που την απέρριψε και έτσι να εκδώσει µια νέα διοικητική πράξη. Έτσι οι πολίτες θεωρούνται ότι δηµιουργούν εκτελεστική διοικητική πράξη.

Η εκτελεστή διοικητική πράξη πρέπει να έχει εξωτερικές έννοµες συνέπειες. ∆εν προσβάλλονται οι πράξεις εκτελεστές οι οποίες δεν έχουν δεσµευτικό χαρακτήρα και δεν επιφέρουν εξωτερικές έννοµες συνέπειες.

38

Π.χ. εντολή προϊσταµένου στα όργανα του – διοικητική πράξη που εξαντλείται στα πλαίσια της διοίκησης. ∆εν έχουν εξωτερική νοµική ισχύ και δεν είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις.

Ειδικές κυριαρχικές διοικητικές εξουσίες:

Π.χ. διοικητής στρατού – εντολή προς τον οπλίτη – δεν είναι διοικητική πράξη αφού εξαντλείται στα πλαίσια της διοίκησης. Άρα δεν προσβάλλεται.

Νοµολογία:

∆εν προσβάλλονται οι διοικητικές πράξεις που εξαντλούνται στο εσωτερικό της διοίκησης εκτός αν θίγετε σε τέτοιο βαθµό η έννοµη τάξη ώστε να χρειάζεται δικαστικός έλεγχος. Σε αυτήν την περίπτωση παρά την εσωτερική εξάντληση της διοικητικής πράξης µπορεί αυτή να προσβληθεί από τους ιδιώτες. Χρειάζεται οπωσδήποτε σοβαρός λόγος.

Π.χ. αποβολή µαθητή για πάντα από το σχολείο.

Όλα τα παραπάνω σχετίζονται µε τα επίπεδα και τον βαθµό δηµοκρατικότητα σε ένα κράτος.

Η διοικητική πράξη έχει άµεση ισχύ. ∆εν πρέπει να υπάρχει δηλαδή διαµεσολάβηση άλλου διοικητικού οργάνου για να ισχύσει αυτή η διοικητική πράξη.

Αν χρειάζεται τέτοια µεσολάβηση η πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν προσβάλλεται. Τέτοιες πράξεις ανήκουν σε δύο κατηγορίες:

- γνωµοδοτική διαδικασία και - πράξεις που τελούνται υπό έγκριση άλλου διοικητικού

οργάνου.

Γνωµοδότηση:

α. υποχρεωτική

β. απλή

γ. εκούσια

δ. σύµφωνη

Απλή γνωµοδότηση: πάντοτε εκτελεστή η γνώµη του οργάνου που έχει αποφασιστική αρµοδιότητα. ∆εν είναι εκτελεστή διοικητική

39

πράξη η απόφαση γνωµοδοτικού οργάνου. Η απλή γνωµοδότηση δεν έχει δεσµευτικό χαρακτήρα. Το όργανο που αποφασίζει δεν πρέπει υποχρεωτικά να δεσµευτεί από την προηγούµενη γνωµοδότηση . Εν αµφιβολία η γνωµοδότηση είναι απλή. Είναι δηµοκρατική διαδικασία και έχει τεχνικές διευκολύνσεις. Προσβάλλεται µόνο η πράξη του οργάνου που αποφασίζει στην διαδικασία της απλής γνωµοδότησης.

Σύµφωνη γνωµοδότηση: ∆εσµεύει το όργανο που έχει αποφασιστική αρµοδιότητα. Είναι υποχρεωτική η προηγούµενη γνωµοδότηση του γνωµοδοτικού οργάνου αλλιώς δεν µπορεί να ληφθεί απόφαση από το αρµόδιο για την απόφαση διοικητικό όργανο.

Π.χ. αγορά όπλων – γνωµοδότηση υποχρεωτικά από ειδικό στρατιωτικό συµβούλιο αλλιώς δεν εκδίδεται απόφαση.

Θετική σύµφωνη γνώµη: δεν τίθεται ζήτηµα

Αρνητική σύµφωνη γνώµη: έχει πάντοτε εκτελεστική διοικητική πράξη και προσβάλλεται παραδεκτά µε αίτηση ακυρώσεως. Καταρτίζεται άµεση δεσµευτικότητα για τον αποδέκτη πολίτη. Το ίδιο ισχύει και για τις αρνητικές προτάσεις.

Γνωµοδότηση (Αποφασίζει το αρµόδιο όργανο)

#

Πρόταση (προτείνει το αρµόδιο όργανο)

Τυγχάνει την ίδια µεταχείριση η αρνητική πρόταση µε την αρνητική σύµφωνη γνωµοδότηση διότι έχει άµεση νοµική ενέργεια και δεσµευτικότητα. Για αυτό προσβάλλεται µε αίτηση ακυρώσεως.

Υπό έγκριση διοικητικές πράξεις: Οι εγκρινόµενες διοικητικές πράξεις δεν προσβάλλονται. ∆εν έχουν άµεση νοµική ισχύ. Πρέπει να έχουν εγκριθεί για να αποκτήσουν χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης.

Υλικές διοικητικές πράξεις: Επιφέρουν µεταβολή στο νοµικό κόσµο. Επιφέρουν µεταβολές και υλοποιούν τις διοικητικές πράξεις.

Π.χ. σύλληψη αλλοδαπού µετά από εντολή µε σκοπό την έκδοση του. Ή βία αστυνοµίας.

40

∆εν είναι νοµικές αλλά υλικές πράξεις της διοίκησης. Αυτές οι υλικές διοικητικές πράξεις δεν είναι εκτελεστές και δεν προσβάλλονται µε αίτηση ακυρώσεως.

Υπάρχουν διοικητικές πράξεις και διοικητικές παραλήψεις. Εκτός από τις διοικητικές πράξεις προσβάλλονται µε αίτηση ακυρώσεως και οι παραλήψεις της διοίκησης.

Παρεµβόλλεµενη παράλειψη ή άρνηση:

Π.χ. έκδοση πράξης διορισµού, σιωπηλή άρνηση της διοίκησης.

Παράλειψη οφειλόµενης νόµιµης ενέργειας:

Προϋποθέσεις:

- Υποχρέωση της διοίκησης βάση νόµου να προβεί µέσα σε µια ορισµένη προθεσµία σε µια ορισµένη πράξη. Χρειάζεται δέσµια αρµοδιότητα διοικητικού οργάνου για έκδοση διοικητικών πράξεων. Όταν υπήρχε διακριτική ευχέρεια δεν προσβάλλεται η παράλειψη.

Αναφερόµαστε σε δέσµια αρµοδιότητα έκδοσης οφειλόµενης νόµιµης ενέργειας ή διοικητικής πράξης. Χρειάζεται απλά παράλειψη.

Η παράλειψη υλικών ενεργειών δεν προσβάλλεται.

- Αίτηµα διοικουµένου και υποχρέωση αυτεπάγγελτης ενέργειας της διοίκησης.

- Χρειάζεται να παρέλθει άπρακτη η προθεσµία και εφόσον δεν ορίζεται τέτοια προθεσµία πρέπει να περάσουν 3 µήνες

Υπάρχει τεκµαιρόµενη άρνηση όταν κινηθεί ο διοικούµενος, και έχει περάσει η προθεσµία και παρόλο αυτό η διοίκηση δεν έχει αλλάξει γνώµες ή έχει απαντήσει τον πολίτη. Μετά την λήξη της προθεσµίας αυτής και άρνηση της διοίκησης χάνω αυτό το δικαίωµα της προσβολής αυτής της παράλειψης αφού η σιωπή της διοίκησης µετά την προθεσµία των 3 µηνών ισούνται µε αρνητική απάντηση.

Η αίτηση γίνεται στην αρµόδια αρχή. Αν γίνει σε αναρµόδια αρχή, υπάρχει µεταβίβαση στην αρµόδια αρχή.

Μετά την µεταβίβαση στην αρµόδια αρχή από τότε αρχίζει η 3µηνη προθεσµία.

41

Αν ο διοικούµενος θέλει να προσβάλλει την πράξη της αρµόδιας αρχής επειδή θεωρεί ότι αυτή είναι αναρµόδια τότε πρέπει να περιµένει την λήξη της 3ηµηνής προθεσµίας.

Σε περίπτωση µεταβίβασης εγγράφου σε αρµόδια αρχή ο πολίτης ενηµερώνεται µε την κοινοποίηση της διοικητικής πράξης σε αυτόν.

∆εν προσβάλλονται οι πράξεις της διοίκησης που δεν περιέχουν ρύθµιση. Οι βεβαιώσεις ή οι τίτλοι κτλπ δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα. Αλλά η άρνηση της παραχώρησης τέτοιων εγγραφών και βεβαιώσεων αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη και µπορεί να προσβληθεί µε αίτηση ακυρώσεως.

Αυτό ρυθµίζεται από το δικαίωµα και την αρχή της πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα. Η προθεσµία της παράδοσης είναι 10 µέρες. Αν δεν προβλέπεται ειδική προθεσµία και εδώ στην περίπτωση του αιτήµατος µας ισχύει η 3µήνη προθεσµία.

Η σιωπή της διοίκησης εκφράζεται σε άρνηση της διοίκησης. Τεκµήριο νοµιµότητας: αν περάσει η προθεσµία τότε δεν µπορούµε να προσβάλλουµε την διοικητική πράξη.

Η ρητή άρνηση της διοίκησης ισούται µε την εκτελεστή διοικητική πράξη.

Η σιωπηρή άρνηση και αυτό αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.

Η προφορική πράξη (π.χ. άρνηση) προσβάλλεται και αυτή. Είναι εξαιρετική η περίπτωση. Όµως γίνεται για προστασία των πολιτών. Κατά κανόνα οι διοικητικές πράξεις είναι έγγραφες. Γίνεται αυτό σε πράξεις συνήθως των αστυνοµικών αρχών.

Όσον αφορά τις διοικητικές συµβάσεις:

- Εκτελεστές ατοµικές διοικητικές πράξεις στα πλαίσια διοικητικών συµβάσεων δηµιουργούν ακυρωτικές διαφορές που υπάγονται στην αρµοδιότητα του Συµβουλίου της Επικρατείας. Λέγονται και αλλιώς ως αποσπαστές διοικητικές πράξεις.

- Από την στιγµή της σύναψης της διοικητικές σύµβασης αν γεννηθούν διαφορές αυτές υπάγονται ως διαφορές ουσίας στο Τριµελές Εφετείο.

Εκτελεστές δηλαδή διοικητικές πράξεις έχουµε και στα δύο στάδια, απλώς αλλάζουν οι αρµοδιότητες των δικαστηρίων.

Όσον αφορά τις σύνθετες διοικητικές πράξεις:

42

Απλή διοικητική πράξη: ∆εν είναι δεµένες µεταξύ τους αυτές, αποτελούν απλές διοικητικές πράξεις. Προσβάλλονται και ακυρώνονται µια προς µια.

Σύνθετη διοικητική πράξη: ∆ιαδοχικές διοικητικές πράξεις που είναι δεµένες µεταξύ τους ώστε το κύρος της µιας να αποτελεί προϋπόθεση για την έκδοση της άλλης.

Π.χ. ΑΣΕΠ – κήρυξη διαγωνισµού – κατάσταση επιτυχόντων – διεξαγωγή διαγωνισµού – ανακοίνωση αποτελεσµάτων- αποστολή καταλόγου – διορισµός από το αρµόδιο φορέα. Αποτελεί µια σύνθετη διοικητική πράξη…

Είναι µια σύνθετη διαδικασία µε ενότητα.

Ουσιαστικές συνέπειες σύνθετων διοικητικών πράξεων: Η κάθε µια προϋποθέτει την εγκυρότητα της άλλης στην οποία στηρίζεται. Η ακυρότητα της µιας επιφέρει και την ακυρότητα της άλλης. Αποτελεί παραίτηση από το τεκµήριο της νοµιµότητας.

∆ικονοµικές συνέπειες των σύνθετων διοικητικών πράξεων: Παραδεκτός προσβάλλεται η τελική διοικητική πράξη. Αν δεν υπάρχει τελική πράξη προσβάλλεται η προηγούµενη διοικητική πράξη. Εκτελεστή και µόνη προσβλητέα πράξη είναι η τελευταία. Με αυτήν την ευκαιρία όµως ελέγχονται και οι προηγούµενες διοικητικές πράξεις για το κύρος τους.

7. Έννοµο συµφέρον:

Έννοµο συµφέρον: η ανάγκη για παροχή δικαστικής προστασία. Είναι σηµαντικό διότι περιορίζει τον αριθµό των προσώπων που µπορούν να ζητήσουν αίτηµα δικαστικής προστασίας µε ακύρωση διοικητικών πράξεων.

∆ιοικητικά δικαστήρια: όχι µόνο η αποκατάσταση της νοµιµότητας. ∆εν υπάρχει λαϊκή αγωγή. ∆εν µπορεί ο κάθε πολίτης να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως.

Σκοπός της διοικητικής δίκης:

Άρθρο 20

1. Καθένας έχει δικαίωµα στην παροχή έννοµης προστασίας από τα δικαστήρια και µπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώµατα ή συµφέροντά του, όπως νόµος ορίζει.

43

2. Το δικαίωµα της προηγούµενης ακρόασης του ενδιαφεροµένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή µέτρο που λαµβάνεται σε βάρος των δικαιωµάτων ή συµφερόντων του.

Υπάρχει ατοµοκεντρικό σύστηµα δικαστικής προστασίας. ∆εύτερος σκοπός είναι η προστασία της νοµιµότητας. Η νοµιµότητα εξετάζεται αντικειµενικά. Υπερέχουν το δηµόσιο συµφέρον και η νοµιµότητα.

Το συµφέρον πρέπει να είναι έννοµο, άξιο δικαστικής προστασίας και να είναι ειδικό, άµεση και ενεστώς.

Έννοµο: προστασία και αναγνώριση από το δίκαιο. Να µην είναι κάτι παράνοµο αυτό που θέλω να κάνω και το οποίο αντιστοιχεί µε το συµφέρον µου.

Άξιο δικαστικής προστασίας: Ανάγκη για παροχή δικαστικής προστασίας. ∆εν υπάρχει τέτοια ανάγκη όταν υπάρχει αναγνώριση και αποδοχή της διοικητικής πράξης. Σε αυτήν την περίπτωση η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έννοµο συµφέρον και δεν µπορεί να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως. ∆εν υπάρχει ανάγκη δικαστικής προστασίας χωρίς έννοµο συµφέρον.

Εφόσον από πριν υπήρχε συµφέρον αλλά µετά χάθηκε αυτό η αίτηση δεν απορρίπτεται. Απλώς καταργείτε η διοικητική δίκη. Όταν δεν υπάρχει λυσιτέλεια στην επιδίωξη του σκοπού / συµφέροντος δεν είναι αυτό το συµφέρον άξιο προστασία και δεν ασκείται αίτηση ακυρώσεως.

Χαρακτηριστικά εννόµου συµφέροντος:

Προσωπικός: προσωπικός δεσµός του αποδέκτη της προσβαλλόµενης πράξης µε την διοικητική πράξη. Το συµφέρον δεν χρειάζεται να είναι περιουσιακό, αλλά µπορεί να είναι και ηθικό συµφέρον. Πρέπει ο πολίτης να θίγετε άµεσα από την διοικητική πράξη. Στις ατοµικές διοικητικές πράξεις υπάρχει πάντα. Ζήτηµα τίθεται σε κανονιστικές και τριενεργείες διοικητικές πράξεις.

Άµεσο: όχι έµµεση. Να συνδέεται άµεσα µε τον αποδέκτη της διοικητικής πράξης. Άµεσο συµφέρον έχουν όλοι όσοι σχετίζονται µε µια διοικητική πράξη που τους θίγει. Αυτοί που επιβαρύνονται από την διοικητική πράξη έχουν άµεση έννοµο συµφέρον.

Ο δήµος ή η κοινότητα µπορούν να ασχολούνται µε θέµατα που αφορούν τους δηµότες.

44

Ενεστώς έννοµο συµφέρον: πρέπει να υπάρχει και να ενεργεί. ∆εν µιλάµε για έννοµο συµφέρον στην περίπτωση µελλοντικών διοικητικών πράξεων.

Π.χ. δεν υπάρχει κληρονόµηση και διαδοχή όσον αφορά τις διοικητικές πράξεις.

Το έννοµο συµφέρον πρέπει να υπάρχει σε 3 διαδοχικά χρονικά σηµεία:

1. Πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο της έκδοσης της διοικητικής πράξης που προσβάλλεται.

2. Πρέπει να υπάρχει κατά την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. 3. Πρέπει να υπάρχει κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο

ακροατήριο. Υπάρχει και προθεσµία 3 χρόνων ώστε κάποιος να µπορεί να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως λόγω εννόµου συµφέροντος. ∆εν µπορούν να επικαλούν έννοµο συµφέρον. Εφόσον όµως σε τέτοιες περιπτώσεις προσβληθεί διοικητική πράξη πρέπει να επικαλείται και να υπάρχει ιδιαίτερο έννοµο συµφέρον.

Αν εκλείψουν τα παραπάνω η αίτηση ακυρώσεως είναι απαράδεκτη και απορριπτέα.

Τα νοµικά πρόσωπα έχουν και αυτά έννοµο συµφέρον. Εφόσον ισχύουν οι παραπάνω προϋποθέσεις και χαρακτηριστικά.

Όσον αφορά τις ενώσεις προσώπων αυτά έχουν έννοµο συµφέρον. Αυτό γίνεται γιατί εκφράζουν και πρέπει να εκφράζουν το σύνολο των ατόµων που είναι µέλη τους. Αν θίγεται ο σκοπός της ένωσης προσώπων που καταγράφεται στο καταστατικό του, µόνο σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει έννοµο συµφέρον της ένωσης. Αλλιώς σε ενώσεις προσώπων δεν έχουν έννοµο συµφέρον.

Εξετάζεται δηλαδή ο σκοπός του καταστατικού. Εφόσον δηλαδή το καταστατικό ορίζει ότι προστατεύονται τα συµφέροντα του νοµικού προσώπου της ένωσης, αυτή ως νοµικό πρόσωπο έχει έννοµο συµφέρον και µπορεί να ασκήσει την αίτηση ακυρώσεως. Σε περίπτωση προστασίας συµφερόντων µελών δεν ασκεί αίτηση ακυρώσεως.

Το έννοµο συµφέρον διευρύνεται απεριορίστων όσον αφορά τα θέµατα της προστασίας του περιβάλλοντος.

Συνήθως όσον αφορά την προστασία περιβάλλοντος ένας κάτοικος της περιοχής Αθηνών δεν µπορεί να ενδιαφέρεται για την προστασία περιβάλλοντος στην Κοµοτηνή.

45

Νοµολογία:

∆ικηγορικοί Σύλλογοι: Ενδιαφέρονται για γενικότερα εθνικά ζητήµατα. Το λέει και ο Κώδικας ∆ικηγόρων. Έχουν δικαίωµα να προσβάλλουν διοικητικές πράξεις που δεν τους αφορούν άµεσα.

8. Παράλληλη προσφυγή:

Η έλλειψη παράλληλης προσφυγής σηµαίνει την απουσία οποιουδήποτε ενδίκου βοηθήµατος η οποία παρέχει ισοδύναµη προστασία µε αυτήν της αίτησης ακυρώσεως. Χορηγεί ισοδύναµη τουλάχιστον προστασία µε την αίτηση ακυρώσεως.

Αίτηση ακυρώσεως -> γενικό ένδικο βοήθηµα

Παράλληλη προσφυγή -> ειδικό ένδικο βοήθηµα που σου δίνει την δυνατότητα παραπάνω προστασίας.

Εφόσον παρέχεται δικαίωµα ουσιαστικής προσφυγής και προστασίας επικουρικά υπάρχει και δικαίωµα παράλληλης προσφυγής.

Π.χ. υπαλληλικός υποβιβασµός -> χωρεί παράλληλη προσφυγή που ονοµάζεται και υπαλληλική προσφυγή.

Ασκείται ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας.

Σε αυτήν την περίπτωση δεν µπορεί να ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως. Θα ασκήσουµε δηλαδή η αίτηση ακυρώσεως ή παράλληλη προσφυγή.

Για αυτό η παράλληλη προσφυγή θεωρείται και εξετάζεται ως αρνητικός όρος του παραδεκτού.

Αίτηση ακυρώσεως -> επικουρικός χαρακτήρας αφού δεν υπάρχει παράλληλη προσφυγή δεν ασκούµε αίτηση ακυρώσεως

Η αγωγή αποζηµίωσης ενάγει πάντα διαφορά ουσίας.

10) Προθεσµία αιτήσεως ακυρώσεως: Η προθεσµία για άσκηση αίτησης ακύρωσης είναι 60 µέρες που παρεκτείνεται για 30 µέρες για εκείνους που διαµένουν σε αλλοδαπή. Υπάρχουν όµως και ειδικές διατάξεις που προβλέπουν διαφορετικές προθεσµίες. Π.χ. διοικητική απαλλοτρίωση – 30 µέρες Ανέγερση κτισµάτων στα δάση και κατεδάφιση – 5 µέρες Η παραπάνω όµως προθεσµία είναι αντισυνταγµατική.

46

Η προθεσµία αυτή ξεκινάει στα εξής σηµεία: - δηµοσίευση - κοινοποίηση - και γνώση Όταν η πράξη είναι δηµοσιευτέα η προθεσµία ξεκινά από την δηµοσίευση (εποµένη δηµοσίευσης). Πρέπει να υπάρχει απαίτηση δηµοσίευσης από τον νόµο. Αν η πράξη δεν ήταν δηµοσιευτέα, αλλά η διοίκηση την δηµοσίευσε η προθεσµία αρχίζει µε την κοινοποίηση και γνώση. Κανονιστικές διοικητικές πράξεις -> προσβάλλονται ενώπιον Συµβουλίου της Επικρατείας και η προθεσµία ξεκινά µε την εποµένη της δηµοσίευσης. Ατοµικές διοικητικές πράξεις -> προσβάλλονται µετά την κοινοποίηση στο ιδιώτη, ενώ η προθεσµία για τρίτους ξεκινάει την εποµένη της δηµοσίευσης. Γενικές διοικητικές πράξεις -> Η προθεσµία της προσβολής για αυτές τις πράξεις ξεκινάει από την δηµοσίευση τους. Έχουν καταρχήν παρόµοιο καθεστώς µε τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις. Εξαίρεση: Στην περίπτωση που υπάρχουν εντοπισµένοι διοικούµενοι που υπάγονται στην διοικητική αυτή πράξη η προθεσµία ξεκινάει από την κοινοποίηση / γνώση. Π.χ. πολεοδοµικό στοιχείο πόλης/ ρυµοτοµική απαλλοτρίωση και εντοπισµένη αναδάσωση. Εντοπισµένη γενική διοικητική πράξη: χωρικά εντοπισµένη. Η ικανοποίηση ή η γνώση κινούν την προθεσµία. Πάλι από την εποµένη αυτών αρχίζει αυτή η προθεσµία. Κοινοποίηση # Επίδοση Κοινοποίηση: γνωστοποίηση της πράξης σε εκείνον που απευθύνεται. Π.χ. συστηµένη επιστολή της διοικητικής πράξης. Γνώση: γνωστοποίηση της ύπαρξης και του περιεχοµένου της διοικητικής πράξης. Η γνώση δεν διευκρινίζεται από τον νόµο. Έχει πολλούς τρόπους γνωστοποίησης. Π.χ. γνώση του διοικουµένου µετά την επαφή του µε την διοίκηση. Από την στιγµή που φαίνεται η πλήρης γνώση αρχίζει να τρέχει η προθεσµία. Για αυτό καλύτερα να φαινόµαστε σαν να µην ξέραµε

47

την διοικητική πράξη. Προβάλλεται ένσταση εκπροθέσµου διοικητικής πράξης από την διοίκηση. Νοµολογία: Τεκµήριο γνώσεως: Εάν ο αιτών την ακύρωση είχε εύλογο ενδιαφέρον για αυτήν και παρήλθε ορισµένο χρονικό διάστηµα. Π.χ. αίτηµα για µεταγραφή – τέλος και υπέρβαση της προθεσµίας κατά πολύ – δεν προκύπτει από αυτό γνώση του αιτούντος. Όµως η νοµολογία υποστηρίζει το ότι από την στιγµή που πέρασε µεγάλη προθεσµία το είχες στην γνώση σου και δεν µπορείς να ξανά ασκήσεις προσφυγή. ∆εν πρέπει να περάσει αυτή η προθεσµία. Οι πολίτες πρέπει να είναι συνεπείς πολίτες και πρέπει να παρακολουθούν τις υποθέσεις τους. Οι πολίτες πρέπει να είναι επιµελείς. Γνώση: Γεγονός που αφετηριάζει µε την προθεσµία. Πρέπει αυτή να είναι πλήρης. Πρέπει όχι µόνο να έχεις ακούσει µια φήµη αλλά να έχεις ψάξει και να έχεις λάβει πλήρως γνώση και του περιεχοµένου της πράξης. Γνώση # φήµη Η φήµη δεν αρκεί για να ξεκινήσει η προθεσµία. Στην αλληλογραφία µας µε την διοίκηση δεν πρέπει να δείχνουµε την πλήρη γνώση µας για να µπορέσουµε αν έχουµε χάσει την προθεσµία να µπορέσουµε να ασκήσουµε την προσφυγή. Στον υπολογισµό των προθεσµιών λαµβάνονται υπόψη διατάξεις του Αστικού κώδικα, 240 επ. και µετά. Αρχές: Αρχή του συνεχούς υπολογισµού: Όταν ο νόµος απαιτεί ρητά µια προθεσµία, είναι µέσα και οι αργίες. Αν η τελευταία µέρα της προθεσµίας είναι αργία, επεκτείνεται µέχρι την κανονική εργάσιµη µέρα η προθεσµία αυτή. Όλες οι ενδιάµεσες όµως µετρούνται. Οι ίδιοι κανόνες εφαρµόζονται για όλες τις δικονοµίες αναλογικά. Αναστολή και διακοπή των προθεσµιών: Αναστολή της προθεσµίας: Η αναστολή σηµαίνει ότι η προθεσµία αναστέλλεται και µετά συνεχίζει να τρέχει. Ο ενδιάµεσος χρόνος της αναστολής δεν υπολογίζεται. Η προθεσµία µετά από αυτό συνεχίζει να τρέχει. Στην διακοπή της προθεσµίας ο ενδιάµεσος χρόνος δεν υπολογίζεται και η προθεσµία ξεκινάει από την αρχή. ∆ιακόπτεται η προθεσµία.

48

Αναστέλλεται η προθεσµία για τους παρακάτω λόγους: - Ανωτέρα βία: Κανένας δεν είναι υποχρεωµένος να κάνει κάτι το οποίο είναι αδύνατον για αυτόν. Η ανωτέρα βία είναι απρόβλεπτο γεγονός που δεν µπορούσε να αποτραπεί ακόµα και µε µέτρα άκρας επιµέλειας. Υπάρχει υποκειµενική και αντικειµενική ανωτέρα βία. Η υποκειµενική ανωτέρα βία ευνοεί περισσότερο τους διοικουµένους. Νοµολογία: Ο δικηγόρος πηγαίνει να καταθέσει την αίτηση ακυρώσεως την τελευταία µέρα αλλά ξαφνικά παθένει έµφραγµα στην περίπτωση της διοικητικής δικονοµίας. Σε αυτήν την περίπτωση ο αιτών την προστασία µετά την αναστολή έχει δυνατότητα να βρει άλλο δικηγόρο. Συνέπειες: η ανωτέρα βία για όσο διαρκεί αναστέλλει την προθεσµία άσκησης αιτήσεως ακύρωσης. Από την στιγµή (εποµένη) που παύει η ανωτέρα βία ο αιτών πρέπει να προβεί στην άσκηση αίτησης ακύρωσης.. - ∆ιάστηµα δικαστικών διακοπών: Μεταξύ 1ης Ιουλίου και 15ης Σεπτεµβρίου. Υπάρχει αναστολή δικονοµικών προθεσµιών µέσα σε αυτό το διάστηµα. Υπάρχει διάκριση όµως. Μόνο και µόνο για δηµόσιο ή ΝΠ∆∆ δεν τρέχει η προθεσµία και αναστέλλεται για αυτόν τον λόγο. Το δηµόσιο έχει δυσκινησία. Για τους ιδιώτες µόνο για τον µήνα Αύγουστο υπάρχει αναστολή για λόγους διακοπών των δικαστών. Ε∆Α∆ -> Τα παραπάνω παραβιάζουν την αρχή της δικονοµικής ισότητας. Η διαφορά και η διάκριση ανάµεσα στο δηµόσιο και στο ιδιωτικό δίκαιο παραβιάζουν την ισότητα. Το ίδιο πλέον διάστηµα ισχύει νοµολογιακά και στο ιδιωτικό δίκαιο για τους ιδιώτες. Στην περίπτωση παράλειψης της διοίκησης, εφόσον υπάρχει ρητή προθεσµία ενέργειας, η προθεσµία της ακύρωσης ξεκινάει µετά από αυτό. Αυτό λέγεται τεκµαιρόµενη άρνηση της διοίκησης. Αν δεν προβλέπεται προθεσµία για απάντηση της διοίκησης µετράµε ένα τρίµηνο στο οποίο η διοίκηση πρέπει να ενεργήσει και αν δεν ενεργήσει η προθεσµία της ακύρωσης αρχίζει µετά από αυτό. ∆ηλαδή 3 µήνες + 60 µέρες. ∆ηλαδή στο τέλος του τριµήνου υπάρχει τεκµαιρόµενη άρνηση της διοίκησης την οποία προσβάλλουµε µετά. Εκτός από την τεκµαιρόµενη αρνητική απάντηση συµπροσβάλλεται και η τυχόν ρητή αρνητική απάντηση της διοίκησης. Ειδικοί κανόνες ισχύουν για την προθεσµία άσκησης αίτησης ακυρώσεως στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόµος την ενδικοφανή διαδικασία (άσκησης ενδικοφανής διαδικασίας).

49

∆ιακοπή της προθεσµίας: Πιο πρόσφορο σε σχέση µε την αναστολή. Η προθεσµία διακόπτεται σε περίπτωση που ασκηθούν διοικητικές προσφυγές εκτός από την ενδικοφανή προσφυγή. Τυπικές + Άτυπες διοικητικές προσφυγές Άτυπες διοικητικές προσφυγές:

- Αίτηση θεραπείας - Αναφορές - Ιεραρχική προσφυγή.

Υποβάλλονται από πολίτες µε βάση το άρθρο 10 του Συντάγµατος. Αίτηση θεραπείας: υποβάλλεται στον ίδιο διοικητικό όργανο που την έχει εκδώσει. Ιεραρχική προσφυγή: προσφυγή σε ιεραρχικά ανώτερο διοικητικό όργανο. Συνέπεια της διακοπής αυτής είναι η διακοπή της προθεσµίας και η έναρξη ξανά από την αρχή. Στην 59η µέρα και να είµαστε, διακόπτεται η προθεσµία και ξεκινάµε πάλι από την 1η µέρα. Κερδίζουµε µεγάλο χρόνο. Η άσκηση της άτυπης ή ειδικής προσφυγής διακόπτει την προθεσµία της άσκησης ακυρωτικής προσφυγής για το διάστηµα που ορίζει ο νόµος για να αποφανθεί το διοικητικό όργανο ή αν δεν ορίζεται κάτι τέτοιο το διάστηµα αυτό είναι 1 µήνας. Ειδική προσφυγή: προβλέπεται από ειδική διάταξη νόµου η οποία ορίζει προθεσµία µέσα στην οποία θα πρέπει να ασκηθεί καθώς και το αρµόδιο όργανο. Το όργανο αυτό εξετάζει µόνο την νοµιµότητα της υπόθεσης και διαφοράς. Ενδικοφανής προσφυγή: Ενώ σε ενδικοφανή προσφυγή µαζί µε την νοµιµότητα εξετάζεται και η ουσία της υπόθεσης και διαφοράς. Ειδική διοικητική προσφυγή: προσφυγή νοµιµότητας. ∆εν εξετάζεται η σκοπιµότητα. Υπάρχει περιορισµένη εξουσία. Ασφαλιστικά όργανα, π.χ. ΙΚΑ Προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή. Επανεξέταση της υπόθεσης από µια ειδική επιτροπή όλων των πραγµατικών περιστατικών. Η ενδικοφανής προσφυγή δεν διακόπτει την προθεσµία. Αιτιολογία: Στην ενδικοφανή διαδικασία οι εξουσίες του οργάνου είναι παρεµφερείς µε αυτές ενός δικαστηρίου ουσίας.

50

Έχει ειδική µεταχείριση όσον αφορά την προσβολή του. Στην σύνθετη διοικητική πράξη προσβάλλεται µόνο η τελική διοικητική πράξη. Με αυτήν την ευκαιρία ελέγχεται και η νοµιµότητα και των προηγουµένων πράξεων. ∆ηλαδή πρέπει να ερευνηθεί και το κύρος των προηγούµενων πράξεων. Η κάθε προηγούµενη πράξη χρειάζεται για να υπάρχει η επόµενη πράξη. Η πράξη αυτή από τους τρίτους προσβάλλεται την εποµένη της δηµοσίευσης. Για τον ίδιο τον διοικούµενο προσβάλλεται έπειτα από την γνωστοποίηση / κοινοποίηση του. Άλλοι τρίτοι µπορούν πάντα να έχουν έννοµο συµφέρον να προσβάλλουν µια ατοµική διοικητική πράξη. Η προθεσµία λήγει µετά από 60 ηµέρες. Ηµεροµηνία δηµοσίευσης στο ΦΕΚ: Αριθµός που παίρνει η διοικητική πράξη µας όταν κατοχυρώνεται σε ένα ειδικό βιβλίο. Με αυτήν παίρνουν έναν αύξοντα αριθµό όλα τα έγγραφα που φτάνουν στο ΦΕΚ. Στην περίπτωση που δεν έχουµε δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό το βιβλίο, σύµφωνα µε την νοµολογία η προθεσµία αρχίζει από την στιγµή της δηµοσίευσης της διοικητικής πράξης στο ΦΕΚ. Το παραπάνω εξετάζεται αυταπαγγέλτως από τα δικαστήρια και δεν χρειάζεται αίτηση του διοικουµένου. 11) Τήρηση της προβλεπόµενης στο νόµο ενδικοφανούς προσφυγής: Π∆ 18/ 1989 – Πριν από την αίτηση ακυρώσεως πρέπει να εξαντληθούν οι ενδικοφανής διαδικασίες. Αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού. Η διαδικασία αυτή λειτουργεί ως φίλτρο των διοικητικών πράξεων και των αιτήσεων ακυρώσεως αυτών. Εάν δηλαδή µια πράξη µπορεί να λυθεί στο εσωτερικό της διοίκησης δεν έχει ανάγκη να καταλήξει ενώπιον δικαστηρίου. ∆ιαφορές συναντάµε στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης. Οι ενδικοφανής προσφυγές όµως σήµερα δεν λειτουργούν σωστά στην Ελλάδα και δεν ασκούν καλό φιλτράρισµα. Π.χ. ενδικοφανείς διαδικασίες που προβλέπονται σε δηµόσια έργα. Όταν ο νόµος προβλέπει περισσότερες ενδικοφανής προσφυγές, ο διοικούµενος πρέπει να τις εξαντλήσει όλες. Η αίτηση ακυρώσεως ασκείται µόνο κατά της πράξης που εκδίδεται επί της ενδικοφανούς προσφυγής. Εάν το όργανο που

51

δικάζει ή επιλαµβάνεται το ενδικοφανές µέσων αδρανεί ή σιωπά τότε προσβάλλεται η τεκµαιρόµενη άρνηση του. Τεκµαίρετε από την λήξη της προθεσµίας που τάσσεται από τον νόµο είτε εάν δεν υπάρχει τέτοια προθεσµία µετά την παρέλευση τριµήνου. ∆ηλαδή: Εάν δεν εκδίδει απόφαση το όργανο του ενδικοφανούς µέσου:

- βλέπουµε αν ο νόµος ρητά ορίζει προθεσµία ή - αν δεν ορίζεται προθεσµία περιµένουµε την παρέλευση

τριµήνου. Η ενδικοφανής διαδικασία πρέπει να προβλέπεται από τον νόµο ρητά. Αν δεν προβλέπεται δεν έχουµε δυνατότητα ενδικοφανούς προσφυγής. Εκτός από αυτό πρέπει να προβλέπεται ειδικό όργανο και µια ειδική και συγκεκριµένη προθεσµία. Νοµολογία: Η διοίκηση είναι υποχρεωµένη να γνωστοποιήσει στους διοικουµένους είτε µε διοικητική πράξη είτε µε συνοδευτικό έγγραφο τα εξής: - ότι προβλέπεται ενδικοφανής διαδικασία - γνωστοποίηση της προθεσµίας για άσκηση αυτής και το αρµόδιο όργανο. - επισήµανση των συνεπειών των παραλείψεων. Εάν δεν τηρούνται τα παραπάνω τότε παραδεκτά ο πολίτης στρέφεται κατά της διοικητικής πράξης αυτής έστω και αν δεν έχει ασκήσει την ενδικοφανή προσφυγή ή την έχει ασκήσει εσφαλµένα αυτήν. Π.χ. αν ασκείται η ενδικοφανής προσφυγή ενώπιον ενός µη αρµόδιου οργάνου. ∆ικαίωµα πολίτη = υποχρέωση της διοίκησης για ενηµέρωση του πολίτη περί ενδικοφανών διαδικασιών. Οι προϋποθέσεις του παραδεκτού εξετάζονται αυταπαγγέλτως και απόρριψη της αίτησης. Εξαίρεση : αρµοδιότητα δικαστηρίου : όχι απόρριψη αλλά µεταφορά στο αρµόδιο δικαστήριο. Όροι βάσιµου Άρθρο 95 του Συντάγµατος. Επιτρέπει την ακύρωση διοικητικών πράξεων για λόγους:

- υπέρβασης εξουσίας και - παραβίασης νόµου.

Π∆ 18/1989: Λόγοι ακύρωσης διοικητικών πράξεων:

52

- αναρµοδιότητα του διοικητικού οργάνου - η παράβαση ουσιώδης τύπου της διαδικασίας - η παράβαση κατ’ ουσίαν διάταξης του νόµου - κατάχρηση εξουσίας

Λόγοι που ανάγονται στην εξωτερική / τυπική νοµιµότητα: α) αναρµοδιότητα και β) παραβίαση ουσιώδης τύπου Λόγοι που ανάγονται στην εσωτερική/ ουσιαστική νοµιµότητα: α) παράβαση ουσιαστικής διάταξης νόµου και β) κατάχρηση εξουσίας. Το δικαστήριο εξετάζει πρώτα τους λόγους που αναφέρονται στην εξωτερική τυπική νοµιµότητα και µετά τους λόγους που αναφέρονται στην εσωτερική και ουσιαστική νοµιµότητα. ∆εν είναι αυτό επιταγή του νόµου. Η παραπάνω σειρά είναι αποτέλεσµα της µακροχρόνιας πρακτικής. Υπάρχουν και εξαιρέσεις όµως (εσωτερική πρώτα και µετά εξωτερική νοµιµότητα). Εάν συντρέχει ακόµα και ένας λόγος µόνο η διοικητική πράξη αυτή που προσβάλλεται ακυρώνεται από το δικαστήριο. Π.χ. όχι προηγούµενη ακρόαση πολίτη – παραβίαση ουσιώδους τύπου – αποτέλεσµα η ακύρωση της διοικητικής πράξης. Παραβίαση διαδικαστικών κανόνων και παραβίαση κανόνων που αναφέρονται στο περιεχόµενο που πρέπει να έχει η διοικητική πράξη. Έχουν ως αποτέλεσµα την ακύρωση της διοικητικής πράξης. Αναρµοδιότητα: Αρµοδιότητα: εξουσία οργάνων της διοίκησης από τον νόµο για να εκδώσουν διοικητική πράξη. Η έλλειψη αυτής συνεπάγεται το ακυρώσιµο την διοικητικής πράξης. Συνήθως εννοούµε την έλλειψη της υλικής αρµοδιότητας. Π.χ. πολεοδοµία κατεδαφιστέα ένα κτήριο # κτηµατική υπηρεσία ∆ηµοσίου: κατεδάφιση ακινήτων σε παραλίες και αιγιαλούς. Τα ίδια αποτέλεσµα επιφέρει και η έλλειψη της τοπικής αρµοδιότητας. Το ίδιο συµβαίνει και µε την χρονική αναρµοδιότητα. Υπάρχουν δηλαδή ορισµένες χρονικές προθεσµίες µέσα στις οποίες το διοικητικό όργανο πρέπει να ενεργήσει. Αν ενεργήσει µετά την λήξη της προθεσµίας το όργανο αυτό έχει χρονική αναρµοδιότητα. Οι διοικητικές προθεσµίες καταρχήν είναι ενδεικτικές και όχι ανατρεπτικές. Μπορεί όµως από τον νόµο να συνάγεται και το αντίθετο.

53

Π.χ. ζήτηµα Ελληνικής ιθαγένειας. Έλλειψη κλαδικής αρµοδιότητας (Κλαδική αναρµοδιότητα): Όταν το διοικητικό όργανο έχει εκδώσει διοικητική πράξη σε αντικείµενο που υπάγεται στο κλάδο άλλης διοικητικής υπηρεσίας. Π.χ. η αστυνοµία εκδίδει πράξη καταλογισµού τέλους (φορολογική εξουσία) την οποία θα µπορούσε να ασκήσει µόνο ο δήµος. Νοµολογία => Η συνέπεια είναι το ανυπόστατο (ανύπαρκτο) της διοικητικής πράξης. ∆ηλαδή η πράξη του κλαδικά αναρµόδιου οργάνου δεν έχει ισχύ αφού δεν υπάρχει καν. Υπέρβαση καθηκόντων διοικητικού οργάνου: Είναι υπέρβαση εξουσίας. Βαριά περίπτωση παρανοµίας του διοικητικού οργάνου. Επεσήρει την ανυπαρξία και το ανυπόστατο αυτής της διοικητικής πράξης. Όταν ένα διοικητικό όργανο ασκήσει καθήκοντα που ανήκουν σε άλλη διοικητική εξουσία. Π.χ. υπέρβαση και παραβίαση της διάκρισης των λειτουργιών Ε∆Α∆ : Θέµα απορρήτων: δεν µπορεί να υπάρξει σε δίκες. Η διοίκηση δεν µπορεί να κρύβεται πίσω από αυτό. Υπάρχει διευθέτηση µεταξύ απορρήτου και δικαιώµατος δικαστικής προστασίας. ∆εν υπερισχύει το ένα ή το άλλο. Υπάρχει εξισορρόπηση όµως και βρίσκεται πάντα συµβιβαστική λύση. Συνέπεια: ανυπόστατο της διοικητικής πράξης. Μπορεί να χαρακτηριστεί και αλλιώς ως έλλειψη εξουσίας ή καθηκόντων, Παρόλο αυτό αν η πράξη αυτή έχει τύχει εφαρµογής προσβάλλεται µε αίτηση ακυρώσεως αλλά το αποτέλεσµα αυτής είναι καθαρό αναγνωριστικό του ανυπόστατου της διοικητικής πράξης αυτής και όχι η ακύρωση αυτής. Κρίσιµος είναι ο χρόνος της έκδοσης µιας διοικητικής πράξης για να δούµε αν υπήρχε αρµοδιότητα ή όχι. Πρέπει οπωσδήποτε να έχει δηλαδή χρονολογία. Εξαίρεση: φορολογικό δίκαιο – για λόγους συνταγµατικότητας της φορολογικής ενοχής. Κρίσιµος είναι ο χρόνος που ρυθµίζει την φορολογική ενοχή. Το φορολογικό δίκαιο είναι ειδικό διοικητικό δίκαιο. Υπάρχουν άκυρες, ακυρώσιµες και ανυπόστατες διοικητικές πράξεις. Η υπέρβαση καθηκόντων και κλαδική αρµοδιότητα αποτελούν ανυπόστατες διοικητικές πράξεις.

54

Κακή συγκρότηση οργάνου όταν έχει αποφασιστική αρµοδιότητα: Έχει αναρµοδιότητα πάλι το διοικητικό αυτό όργανο για έκδοση της διοικητικής πράξης. Αναρµοδιότητα υπάρχει και σε µια διοικητική πράξη στην έκδοση της οποίας συµµετέχει και ένα διοικητικό όργανο που είναι αναρµόδιο. Αναρµοδιότητα υπάρχει και στην περίπτωση της συναπόφασης. Π.χ. ΜΜΕ/ Υπουργός Εσωτερικών και Υπουργός Τύπου και ΜΜΕ συναπόφαση για τα προεκλογικά spots στα ΜΜΕ Ακόµα και σε τέτοιες διαδικασίες µπορεί να υπάρχει θέµα αναρµοδιότητας. Αναρµοδιότητα έχουµε και στην περίπτωση της ιεραρχικής αποκατάστασης. Όταν δηλαδή η πράξη εκδίδεται από ιεραρχικώς προϊστάµενο όργανο αντί για το διοικητικό όργανο που είναι αρµόδιο από τον νόµο. Απαγορεύεται η ιεραρχική αποκατάσταση. Αρνητική αρµοδιότητα: ∆εν αποτελούν περιπτώσεις αναρµοδιότητας. Υπάρχει στην περίπτωση που κάποιο όργανο έχει αρµοδιότητα από τον νόµο, αλλά εσφαλµένος θεωρεί ότι δεν έχει αρµοδιότητα και δίνει αρνητική απάντηση. ∆εν υπάρχει αναρµοδιότητα σε αυτήν την περίπτωση. Η έλλειψη αρµοδιότητα (η αναρµοδιότητα) ελέγχεται από το δικαστήριο αυταπαγγέλτως. Το δικαστήριο µπορεί να ανασύρει αυτήν την πληµµέλεια. Παραβίαση ουσιώδους τύπου => προβολή σχετικού λόγου ακύρωσης και µετά ακολουθεί έλεγχος. Στην αναρµοδιότητα εµπίπτει και η νόσφρηση της εξουσίας. ∆ηλαδή η ιδιοποίηση. Υπάρχει όταν εκδίδεται διοικητική πράξη από ένα διοικητικό όργανο που είτε δεν έχει πράξη εκλογής ή διορισµού του είτε τα έχει αλλά είναι ανυπόστατη η εκλογή ή ο διορισµός του. Αποτέλεσµα: θεωρείται ανυπόστατη ή ανύπαρκτη στην περίπτωση που δεν υπάρχει διορισµός ή εκλογή. Στην περίπτωση που υπάρχει πληµµέλεια στον διορισµό ή στην εκλογή του η διοικητική πράξη που εκδίδει αυτό. Πάσχει και είναι απλώς πληµµελείς. ∆εν είναι όµως ανυπόστατη ή ανύπαρκτη. Απλώς µπορούν λόγω αυτής της ελαττωµατικότητας να ακυρωθούν ύστερα από αίτηση ενδιαφεροµένων.

55

Εφόσον δεν υπάρχει ρητά νόµος για την διαφορά µας µε την διοίκηση, αυτή υπάγεται κατευθείαν στο Συµβούλιο της Επικρατείας. Το έννοµο συµφέρον είναι ηθικό και οικονοµικό. Όσον αφορά το περιβάλλον όλοι µπορούν να δείχνουν ενδιαφέρον και να προσβάλλουν διοικητικές πράξεις που σχετίζονται µε αυτήν. Αυτό πηγάζει από το άρθρο 24 του Συντάγµατος. Λαϊκή αγωγή: Οποιοσδήποτε κάτοικος σχετικά µε ζητήµατα περιβάλλοντος έχει δικαίωµα να προσφύγει κατά της διοίκησης. Νοµολογία: Μόνο Κοµοτηναίοι µπορούν να προσβάλλουν διοικητικές πράξεις που σχετίζονται µε το περιβάλλον της Κοµοτηνής. Όχι οι Αθηναίοι. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Στην περίπτωση που έχουµε συναπόφαση διοικητικών οργάνων αν ελλείπει το ένα διοικητικό όργανο το άλλο δεν µπορεί να αποφασίσει. Η µετέπειτα έγκριση δεν θεραπεύει την διοικητική πράξη. Ανυπόστατες διοικητικές πράξεις:

- νόσφρηση εξουσίας από ιδιώτη µη αρµόδιο - δηµοσιευτέες πράξεις που τελικά δεν δηµοσιεύονται - υπέρβαση καθηκόντων - κλαδική αναρµοδιότητα

Ακυρωτικές διοικητικές πράξεις: Όλες οι υπόλοιπες Νοµολογία: Αν έχουν εφαρµοστεί στην πράξη οι ανυπόστατες διοικητικές πράξεις µπορούν να προσβληθούν. Σε άλλες περιπτώσεις δεν προσβάλλονται. Επί δηµοσίευσης αν δεν δηµοσιευτεί είναι ανυπόστατη. Επί κοινοποίησης στην περίπτωση που δεν κοινοποιηθεί η πράξη δεν προσβάλλεται αυτή και η διοικητική πράξη είναι έγκυρη. Η κοινοποίηση δεν αποτελεί δοµικό στοιχείο της διοικητικές πράξης και ούτε στοιχείο κύρους. ∆εν αρχίζει η 60-ήµερη προθεσµία εφόσον δεν υπάρχει κοινοποίηση. Από την στιγµή που δεν λάβουν γνώµη της διοικητικής πράξης δεν ξεκινά η προθεσµία. ∆ηλαδή αν η διοικητική πράξη εκδίδεται στις 25.7.2008 και εγώ την λαµβάνω γνώση καθυστερηµένα στις 16.5.2010 τότε µετά τις 17.5.2010 αρχίζει να τρέχει η 60-ήµερα προθεσµία. Οι δικηγόροι εφόσον έχει κοινοποιηθεί στους πελάτες τους η πράξη και αυτοί δεν έχουν ασκήσει αίτηση θεραπείας ή άλλο ένδικο βοήθηµα είναι τυχεροί διότι έχουν χρόνο να συλλέξουν στοιχεία.

56

Παραβίαση ουσιώδης τύπου διαδικασίας: Σηµαίνει την παράβαση οποιασδήποτε διάταξης νόµου που καθορίζει την διαδικασία έκδοσης της διοικητικής πράξης δηλαδή την µέθοδο της λήψης της διοικητικής απόφασης. Κάθε παράβαση διαδικαστικού κανόνα αποτελεί και αυτή παράβαση της διαδικασίας που προβλέπει η νοµοθεσία για την έκδοση της διοικητικής πράξης. Την ακυρότητα της διοικητικής πράξης επιφέρει η παράβαση των κανόνων που ρυθµίζουν την µέθοδο της λήψης της διοικητικής απόφασης. Η παράβαση επιφέρει την ακύρωση της διοικητικής πράξης. Ν 3021/ 2002 – µε κοινή απόφαση υπουργών τύπου και ΜΜΕ και µετά από γνώµη του ΕΣΡ και Επιτροπής των βουλευτών καθορίζεται ο χρόνος των προεκλογικών spots. Π∆ 18/1989 – µόνο η παράβαση ουσιώδης τύπου επισύρει την ακυρότητα. Ο νοµοθέτης δεν θέλησε τα διαδικαστικά σφάλµατα της διοίκησης να είναι σηµαντικά για την ακύρωση της διοικητικής πράξης.. Οι διοικητικές πράξεις που παραβιάζουν µόνο τον ουσιώδη τύπο ακυρώνονται. Ο νοµοθέτης έδωσε την δυνατότητα στα δικαστήρια (νοµολογία) ώστε αυτοί να καθορίζουν ποιες πράξεις παραβιάζουν ουσιώδης τύπο και ποιες όχι. Υπάρχουν αφηρηµένοι και γενικοί κανόνες:

1. Εάν είναι απαραίτητος για την άµυνα και την υπεράσπιση του διοικουµένου. Π.χ. προηγούµενη ακρόαση του διοικουµένου. Είναι ουσιώδης τύπος και η µη τήρηση της επιφέρει την ακυρότητα της διοικητικής πράξης.

2. Εάν ο τύπος είναι σηµαντικός για την ορθολογική λειτουργία

της δηµόσιας διοίκησης. Π.χ. γνωµοδοτικές διαδικασίες. Έχουν ως στόχο την καλύτερη οργάνωση και αποδοτικότητα της διοίκησης. Συνδέουν το αποφασίζον όργανο µε το γνωµοδοτικό όργανο.

3. Το κατά πόσο συνδέονται µε το δικαίωµα και την δυνατότητα

της δικαστικής προστασίας. Εάν δηλαδή ο διαδικαστικός αυτός κανόνας έχει µεγάλη σηµασία για την δυνατότητα δικαστικής προστασίας. Π.χ. αιτιολογία της διοικητικής πράξης. Χωρίς αιτιολογία διοικητικής πράξης δεν µπορεί να γίνει έλεγχος αυτής της διοικητικής πράξης.

57

Επουσιώδης τύποι – παράβαση αυτών: Είναι οι τύποι που δεν έχουν τόσο µεγάλη σηµασία για την λειτουργία της διοίκησης. Π.χ. πρωτοκόλληση πράξεων µετά την αίτηση µας. ∆εν είναι ουσιώδης τύπος αυτός. Εφόσον δεν προηγηθεί πρωτοκόλληση η διοικητική πράξη αυτή δεν θεωρείται άκυρη και συνεχίζει και ισχύει κανονικά. Αν όµως συνδέεται µε το δικαίωµα άµυνας και δικαστικής προστασίας του διοικουµένου θεωρείται ουσιώδης τύπος της διοικητικής πράξης. Κατάλογος συνηθισµένων ουσιωδών τύπων:

- Η παράβαση των κανόνων που αφορούν την νόµιµη σύνθεση και λειτουργία των συλλογικών οργάνων που έχουν αποφασιστική αρµοδιότητα

- Η παράβαση των κανόνων που αφορούν την συγκρότηση διοικητικών οργάνων. Αυτό όµως συνήθως εξετάζεται µέσω ένστασης.

- Η παράβαση των διαδικαστικών κανόνων που αφορούν την σύνθεση, συγκρότηση και λειτουργία των συλλογικών διοικητικών οργάνων που έχουν γνωµοδοτική αρµοδιότητα.

- Η µη λήψη υπόψη της προβλεπόµενης από τον νόµο γνώµης ή έγκρισης. ∆ηλαδή η παράβαση των κανόνων που καθορίζουν την γνωµοδοτική λειτουργία και διαδικασία.

- Η µη επεξεργασία των προεδρικών κανονιστικών διαταγµάτων από το Συµβούλιο της Επικρατείας.

- Η αιτιολογία της διοικητικής πράξης. Η αιτιολογία της πράξης είναι η παρουσίαση νοµικών και πραγµατικών λόγων λόγω των οποίων εκδόθηκε αυτή η διοικητική πράξη.

- Κάθε περίπτωση έλλειψης αιτιολογίας ή παράβασης της αιτιολογίας (πληµµέλειες κτλπ). Μπορεί να υπάρχει αιτιολογία, αλλά να είναι ελλιπείς, να µην είναι σαφής, οριστική και πλήρης. Απαγορεύονται γενικές και αόριστες εκφράσεις στην αιτιολογία. Η αντιφατική αιτιολογία δεν είναι νόµιµη αιτιολογία. Περισσότερα στοιχεία από τα οποία ζητούνται δεν µπορούµε να δώσουµε. Απαγορεύεται στην αιτιολογία επίσης από πριν να λέµε κάτι και µετά να το αρνούµαι.

Νοµολογία: Εάν η αιτιολογία απαιτείται από τον νόµο ή από την φύση της διοικητικής πράξης: Θα πρέπει να διακρίνουµε αν η αιτιολογία επιβάλλεται ρητά από τον νόµο ή όχι. Η µη τήρηση σε ρητή επιβολή από τον νόµο αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου. ∆εν µπορεί η αιτιολογία να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου παρά µόνο να συµπληρωθεί. Ο διοικητικός φάκελος έχει εκθέσει πορίσµατα κτλπ µέσα. Έστω και συνοπτικά στην πράξη αυτή πρέπει να περιλαµβάνεται και η αιτιολογία. ∆εν

58

ελέγχεται αυταπαγγέλτως από την διοίκηση αλλά χρειάζεται αίτηση από διοικούµενο.

- Αν προβληθεί µόνο αυταπαγγέλτως από την διοίκηση και υπάρχει σοβαρός λόγος ακύρωσης Π.χ. αν η διοίκηση πει ότι δεν τηρήθηκε προηγούµενος ουσιώδης τύπος. Π.χ. κλίση σε απολογία. Υπάρχουν περιπτώσεις που µπορεί να καλυφθεί – θεραπευτεί ο τύπος αυτός ύστερα. Η δυνατότητα άσκησης διοικητικής προσφυγής δεν καλύπτει το προηγούµενο ουσιώδη τύπο που παραβιάστηκε. Απαιτείται προηγούµενη ακρόαση και όχι επόµενη ακρόαση, δηλαδή ακρόαση µετά την έκδοση µιας διοικητικής πράξης. Η αιτιολογία του διοικητικού οργάνου πρέπει να περιλαµβάνει και το περιεχόµενο της προηγούµενης ακρόασης του διοικουµένου. Εσφαλµένη αιτιολογία : υπάρχει η αιτιολογία, δεν υπάρχει παραβίαση ουσιώδους τύπου. Παράβαση ουσιαστικής διάταξης νόµου: Περιλαµβάνει οποιαδήποτε παράβαση της νοµοθεσίας µε εξαίρεση αυτές που ήδη έχουµε αναφέρει. Είναι η παράβαση της διοίκηση κατά την διαµόρφωση του περιεχοµένου της διοικητικής πράξης οποιουδήποτε κανόνα δικαίου ανεξάρτητα από την ιεράρχηση του. Μπορεί να αφορά παράβαση του κοινοτικού δικαίου, διεθνών συµβάσεων, συντάγµατος, παραδεδεγµένων και συµβατικών κανόνων, τυπικών νόµων και κανονιστικών πράξεων της διοίκησης. Εξετάζουµε τα παρακάτω: 1. Ερµηνεία (ορθή / εσφαλµένη ) του νόµου. Εξετάζουµε την

ερµηνεία που έχει δώσει η διοίκηση στους νόµους. 2. Ερµηνεία (ορθή/ εσφαλµένη) των πραγµατικών

περιστατικών. 3. Υπάρχει (ορθή/ εσφαλµένη) εφαρµογή αυτής της ερµηνείας

από την διοίκηση στην πράξη. Μπορεί να υπάρξει εσφαλµένη ερµηνεία του νόµου, ορθή ερµηνεία νόµων και εσφαλµένη ερµηνεία πραγµατικών περιστατικών ή ορθή ή εσφαλµένη εφαρµογή της ερµηνείας. Ειδική περίπτωση : παράβαση δεδικασµένου.

59

∆εδικασµένο: αµάχητο τεκµήριο που παράγεται λόγω αµετάκλητης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης. Είναι εκείνο που παράγεται µε απόφαση δικαστηρίου. Η διοίκηση είναι υποχρεωµένη να ακολουθεί το δεδικασµένο από τα δικαστήρια. Το δεδικασµένο που απορρέει από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων και ιδιωτικές διαφορές δεσµεύει και την διοίκηση. Παράβαση δεδικασµένου αποτελεί παράβαση ουσιώδης διάταξης νόµου. Τυπικό δεδικασµένο (Τελεσίδικη και αµετάκλητη δικαστική απόφαση) παράγει ουσιαστικό δεδικασµένο. ∆εδικασµένο: συγκεκριµένη περίπτωση παράβασης νόµου. Η διοίκηση εφόσον δεν συµµορφώνεται µε το δεδικασµένο τότε παραβιάζει ουσιώδης διάταξη νόµου διότι η συµµόρφωση µε το δεδικασµένο προβλέπεται από το Σύνταγµα. ∆εδικασµένο: η διοίκηση πρέπει να συµµορφώνεται και µε τις αθωωτικές αλλά και µε τις καταδικαστικές αποφάσεις. Όταν δεν απαιτείται ρητά από νόµο η αιτιολογία, αλλά από την φύση της τότε αν ελλείπει πάλι αποτελεί παράβαση νόµου. Οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις ελέγχονται για παράβαση ουσιαστικής διάταξης νόµου εκτός αν υπάρχει έλλειψη νοµοθετικής εξουσίας ή υπέρβασης αυτής και στην περίπτωση που η κανονιστική διοικητική πράξη είναι αντίθετη στο Σύνταγµα ή σε άλλους κανόνες δικαίου. Οι κανονιστικές διοικητικές πράξεις εκτός από κάποιες εξαιρέσεις δεν θέλουν – απαιτούν αιτιολογία. Άρα δεν µπορούν να ακυρωθούν – προσβληθούν λόγω έλλειψης της ακυρότητας. Το ίδιο συµβαίνει και µε την έλλειψη της προηγούµενης ακρόασης. Η ατοµική διοικητική πράξη ελέγχεται σε κάθε περίπτωση που αντιβαίνει τους νόµους. Ειδική περίπτωση ατοµικής διοικητικής πράξης που βασίζεται σε άλλη διοικητική πράξη που είναι άκυρη ή έχει ακυρωθεί || Και αυτή η ατοµική διοικητική πράξη είναι ακυρωτέα παρόλο που η άλλη διοικητική πράξη δεν αποτελεί νόµο ή εκτελεστή διοικητική πράξη λόγω του ότι έχει ακυρωθεί. Ακυρωτέες είναι δηλαδή και οι δύο διοικητικές πράξεις.

60

Πλάνη περί τα πράγµατα = παράβαση ουσιαστικής διάταξης νόµου. Συντρέχει όταν η διοίκηση έχει εσφαλµένη αντίληψη για τις πραγµατικές περιστάσεις. Η πλάνη αυτή προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου κατά το χρόνο έκδοσης της διοικητικής πράξης. Ευθεία πλάνη : δεν υφίσταται πραγµατικά περιστατικά, αλλά η διοίκηση νοµίζει και ενεργεί σαν να υπήρχαν αυτά τα πραγµατικά περιστατικά. Πλάγια πλάνη (ανάστροφη πλάνη) : υφίστανται πραγµατικά περιστατικά που δεν αναγνωρίζονται από την διοίκηση. Ακυρωτικός δικαστής : δεν ελέγχει τα πραγµατικά περιστατικά, αλλά ελέγχει την πλάνη περί τα πραγµατικά περιστατικά. Πράξεις διακριτικής ευχέρειας : συνιστούν παράβαση ουσιώδης διάταξης νόµου. ∆ιακριτική ευχέρεια: α) κακή χρήση της και β) υπέρβαση των άκρων ορίων της Κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας: Η διοίκηση δεν ασκεί την διακριτική ευχέρεια που τις χορηγείται ή θεωρεί εσφαλµένα ότι διαθέτει δέσµια αρµοδιότητα ενώ στην πραγµατικότητα έχει διακριτική ευχέρεια. Υπέρβαση της διακριτικής ευχέρειας: Όταν ασκείται η διακριτική ευχέρεια και υπερβαίνει όµως τα όρια που επιβάλλονται από λογική ή αρχές του δικαίου όπως η αρχή της ισότητας. Είναι οριακός ο έλεγχος της διακριτικής ευχέρειας από το δικαστήριο.

Άρθρο 93

1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται µε ειδικούς νόµους.

2. Οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δηµόσιες, εκτός αν το δικαστήριο κρίνει µε απόφασή του ότι η δηµοσιότητα πρόκειται να είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή ότι συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής των διαδίκων.

3. Κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εµπεριστατωµένα αιτιολογηµένη και απαγγέλλεται σε δηµόσια συνεδρίαση. Νόµος ορίζει τις έννοµες συνέπειες που επέρχονται και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης του προηγούµενου εδαφίου. Η γνώµη της µειοψηφίας δηµοσιεύεται υποχρεωτικά. Νόµος ορίζει τα σχετικά µε την καταχώριση στα πρακτικά ενδεχόµενης

61

µειοψηφίας, καθώς και τους όρους και τις προϋποθέσεις της δηµοσιότητάς της.

4. Τα δικαστήρια υποχρεούνται να µην εφαρµόζουν νόµο που το περιεχόµενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγµα.

Αυτεπάγγελτο έλεγχο έχουµε στις παρακάτω περιπτώσεις: - αντισυνταγµατικότητα - παραβίαση κανόνων κοινοτικού δικαίου. - Νοµοθετικές πράξεις που έπαψαν να ισχύουν αλλά παρόλο

αυτό εφαρµόζονται παρανόµως Πράξεις δέσµιας αρµοδιότητας: δεν υπάρχει ευχέρεια. Είναι ξεκάθαρες. Κατάχρηση εξουσίας: Κατάχρηση εξουσίας: αποτελεί λόγω ακύρωσης. Συντρέχει στην περίπτωση που η διοικητική πράξη έχει τα στοιχεία της νοµιµότητας. Εκδίδεται όµως για σκοπό διαφορετικό καταδήλως σε σχέση µε αυτό που έχει χορηγηθεί η σχετική αρµοδιότητα. Εξυπηρέτηση τοπικού συµφέροντος Εξυπηρέτηση συµφέροντος πολιτικών Κοµµάτων Εξυπηρέτηση ιδιωτικών συµφερόντων # Εξυπηρέτηση δηµοσίου συµφέροντος Κατάχρηση εξουσίας : 1) Ατοµική διοικητική πράξη διακριτικής ευχέρειας και πρέπει να προβάλλεται ο λόγος κατάχρησης εξουσίας από τον ενδιαφερόµενο και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Άσκηση ενδίκου βοηθήµατος της αίτησης ακυρώσεως Η αίτηση ακυρώσεως ασκείται µε δικόγραφο που καταθέτεται σε οποιαδήποτε δηµόσια αρχή. Ο διοικητικός νοµοθέτης διευκολύνει την άσκηση αίτησης ακύρωσης από τους πολίτες. Εάν κατατεθεί σε δηµόσια αρχή το δικόγραφο αποστέλλεται και µεταβιβάζεται στο δικαστήριο που απευθύνεται. Η αίτηση µπορεί να υπογραφεί από τον αιτούνται ή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο. Στην περίπτωση που υπογράφεται από τον αιτούνται θα πρέπει να παραστεί δικηγόρος στο ακροατήριο κατά την διάρκεια της συζήτησης. Στην περίπτωση υπογραφής από

Κατάχρηση εξουσίας

62

πληρεξούσιο δικηγόρο ισχύουν όσα είπαµε για την πληρεξουσιότητα δικηγόρου. Άσκηση αίτησης ακυρώσεως µε οποιονδήποτε άλλον τρόπο αποκλείεται. Π.χ. ταχυδροµική – συστηµένη επιστολή του δικογράφου στο δικαστήριο. – απαράδεκτο δικόγραφο. Αν η αίτηση ακυρώσεως ασκείται και από δηµόσια αρχή, το δικόγραφο µπορεί να κατατεθεί σε οποιαδήποτε άλλη δηµόσια αρχή εκτός από την ασκούσα (την ίδια που κάνει δηλαδή και την αίτηση). Αυτό γίνεται για να µην υπάρχουν πονηριές κατά την άσκηση της αίτησης. Περιεχόµενο δικογράφου:

- στοιχεία διαδίκων (φυσικό / νοµικό πρόσωπο) - υπογραφή διαδίκων - τουλάχιστον ένας λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται και

είναι παραδεκτός. Εάν δεν περιλαµβάνεται ο λόγος ακυρώσεως δεν µπορεί έπειτα να συµπληρωθεί το δικόγραφο.

∆ιάδικοι: Είναι εκτός από τον αιτούνται της αίτησης ακυρώσεως (Φυσικό / νοµικό πρόσωπο) είναι και ο υπουργός που εξέδωσε την προσβαλλόµενη διοικητική πράξη ή κάποια αρχή που υπόκειται σε αυτόν τον Υπουργό. ∆ιάδικος όµως πάντα αντί του υπουργού είναι πάντα το νοµικό πρόσωπο που εκπροσωπεί αυτός και από τον οποίο προήλθε η προσβαλλόµενη πράξη ή παράλειψη. Σε µια διοικητική δίκη πάντα υπάρχουν αντίθετα συµφέροντα. Συµφέροντα αυτών που θέλουν την διατήρηση ή την ακύρωση ορισµένων διοικητικών πράξεων. Οι διοικητικές πράξεις δηλαδή µπορεί να είναι και τριτενεργής, να προσβάλλονται και από τρίτους δηλαδή. Π.χ. από γείτονες ή κάποιους συλλόγους. Οµοδικία – υποκειµενική σώρευση αιτήσεων ακυρώσεως: Μπορεί να είναι είτε ενεργητική είτε παθητική. Ενεργητική οµοδικία: Υπάρχει όταν περισσότερα µε έναν κοινό εισαγωγικό δικόγραφο διώκουν την ακύρωση µιας διοικητικής πράξης ή παράλειψης. Παθητική οµοδικία: ∆εν συναντάτε σε περίπτωση ακυρωτικής δίκης. Έχουµε όταν η αίτηση ακυρώσεως από κοινού στρέφεται κατά περισσοτέρων. Ενεργητική οµοδικία – Προϋποθέσεις:

63

Περισσότεροι µε κοινό δικόγραφο µπορούν να κινηθούν αν προβάλλουν τους ίδιους λόγους ακυρώσεως (ίδια ιστορική και νοµική αιτία – βάση δηλαδή). Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ενεργητικής οµοδικίας η υπόθεση κρατείται όσον αφορά τον πρώτο αναγραφόµενο ενώ για τους υπόλοιπους αναβάλλεται η υπόθεση για άλλη συζήτηση µέχρι την οποία πρέπει αυτό να κατατεθεί νέο δικόγραφο χωριστό. ∆ηλαδή οι δικηγόροι πρέπει να βάλουν τον πελάτη τους στην πρώτη σειρά, διότι µόνον για αυτόν θα συνεχιστεί και θα κρατηθεί η υπόθεση. Η παθητική οµοδικία λέγεται και αντικειµενική σώρευση αιτήσεων. Συνάφεια: Προσβολή µε κοινό εισαγωγικό δικόγραφο περισσότερων διοικητικών πράξεων ή παραλείψεων. Προϋποθέσεις συνάφειας: Είτε µια πράξη δηλαδή στηρίζεται στην άλλη είτε όλες οι πράξεις να στηρίζονται στην ίδια νοµική ή ιστορική αιτία- βάση. Συνήθως έχουµε και οµοδικία και συνάφεια ταυτόχρονα. Τα συνολικά έξοδα της δίκης µοιράζονται. Μετά την κατάθεση της αίτησης ακυρώσεως ισχύει η αρχή της αυτεπάγγελτης ενέργεια του δικαστηρίου η οποία συνιστά στο εξής µεταξύ των άλλων : αντίγραφο της αίτησης ακυρώσεως µε πράξη του προέδρου του δικαστηρίου κοινοποιείται µε επιµέλεια του δικαστηρίου στους διαδίκους οι οποίοι καλούνται για παράσταση στο δικαστήριο τουλάχιστον 20 ηµέρες πριν από την συζήτηση στο ακροατήριο. Η κοινοποίηση γίνεται είτε µέσω αστυνοµικών οργάνων είτε µέσω δικαστικών επιµελητών. Αν δεν γίνεται πριν από 20 ηµέρες αναβάλλεται για άλλη µέρα αυτή η διαδικασία. Ορίζεται ένας δικαστής ως εισηγητής της υπόθεσης που µεριµνά για την προετοιµασία. ∆ιορίζεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Οι αρµόδιες αρχές είναι ύστερα υποχρεωµένες να φτιάξουν τον διοικητικό φάκελο που θα περιέχει την πράξη ή παράλειψη που προσβάλλεται και επιπλέον µια έκθεση που απαντά στους λόγους της αιτήσεως ακυρώσεως. Από την στιγµή που το αντίγραφο θα πάει στο Υπουργείο ∆ηµόσιας τάξης πρέπει αυτοί να βάλουν µέσα στο φάκελο όλα τα στοιχεία που έχουν και σχετίζονται µε την συγκεκριµένη υπόθεση. Η διοίκηση όµως µπορεί να καθυστερήσει ή να µην αποστείλει τον φάκελο. Σε τέτοιες περιπτώσεις το δικαστήριο µπορεί να ξεκινήσει

64

την δίκη για πειθαρχική ευθύνη των υπαλλήλων που έχουν την ευθύνη για αυτήν την καθυστέρηση ή παράλειψη. Νοµολογία: Αν ο φάκελος ζητηθεί για 2η φορά από την διοίκηση – αρµόδια αρχή και πάλι αυτό δεν ενεργήσει ή καθυστερήσει τότε τεκµαίρετε ότι οµολογεί τους ισχυρισµούς του αιτούντος. Αν η διοίκηση δυστροπήσει και δεν στείλει αυτά τα στοιχεία (Φάκελο) στο δικαστήριο, µπορεί να θεωρήσει αυτό ότι ο αιτών της ακύρωσης έχει δίκαιο στους ισχυρισµούς και στις επιδιώξεις του. Υπάρχει και περίπτωση να οµολογήσει την παρανοµία της η διοίκηση. Τότε γίνεται ένα από τα παρακάτω:

- κατάργηση της δίκης - ανάκληση της διοικητικής πράξης

Συνήθως όµως δεν υπάρχει οµολογία της διοίκησης. Η διοικητικός δικαστής δεν δεσµεύεται από την οµολογία ούτε της διοικητικής αρχής ούτε του αιτούντος. Η διοικητική δίκη ενδιαφέρεται για το δηµόσιο συµφέρον πάντα. Ανακριτική αρχή: ο διοικητικός δικαστής αναζητά όχι την τυπική αλλά την ουσιαστική αλήθεια και δεν δεσµεύεται από ισχυρισµούς και οµολογίες των διαδίκων (αιτούντος και διοικητικής αρχής). Ο εισηγητής δικαστής προετοιµάζει την δίκη µε βάση τα στοιχεία του φακέλου και κατατεθεί την εισήγηση στο δικαστήριο 3 µέρες πριν από την έναρξη της δίκης. Περιεχόµενα της εισήγησης:

- Ανάπτυξη της υπόθεσης - Γνώµη του εισηγητή για το παραδεκτό και το βάσιµο των

λόγων ακύρωσης που περιέχονται στο δικόγραφο. Αφού ο εισηγητής µελετήσει όλο το φάκελο καταλήγει σε κάποιο συµπέρασµα. Στη συνέχεια γίνεται η συζήτηση στο ακροατήριο, αλλά από πριν µε βάση τα παραπάνω οι διάδικοι θα γνωρίζουν προς τα πού θα κινηθεί η δίκη και πως θα καταλήξει. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι στην συνέχεια παρίστανται και αναπτύσσουν τα δικά τους επιχειρήµατα. Υποµνήµατα: προβάλλονται τουλάχιστον 6 µέρες πριν από την συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο. Αναπτύσσουν και διευκρινίζουν τους λόγους που έχουν προβάλλει µε το δικόγραφο την αίτηση ακυρώσεως.

65

Με το υπόµνηµα όµως ποτέ δεν µπορούν να προβάλλουν και λόγους ακύρωσης οι διάδικοι. Υποµνήµατα: συµπληρώνουν την αίτηση ακυρώσεως όσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως αλλά και όσον αφορά τα επιχειρήµατα των διαδίκων. Ισχυρισµοί / Λόγοι ακυρώσεως : Επίκληση των στοιχείων του πραγµατικού του κανόνα δικαίου. Αναιρεί ο λόγος αυτός τον κρίσιµο κανόνα δικαίου. Επιχείρηµα: ότι µέσω επιχειρηµάτων λογικής ή νοµικών επιχειρηµάτων προσπαθεί να θεµελιώσει τον ισχυρισµό του. Νοµικά επιχειρήµατα – θεµελιώνουν νοµικές απόψεις. Αίτηση ακυρώσεως – περιέχει λόγους ακυρώσεως. Υποµνήµατα : λόγοι ακυρώσεως + Ανάπτυξη επιχειρηµάτων Ο δικαστής είναι υποχρεωµένος να απαντήσει στους λόγους – ισχυρισµούς των διαδίκων, αλλά όχι και στα επιχειρήµατα τους. Ο διοικούµενος µε τα υποµνήµατα δεν µπορεί να ανακαλεί τα επιχειρήµατα του ή να προβάλλει για πρώτη φορά λόγους και ισχυρισµούς µε τα υποµνήµατα. Ο για πρώτη φορά προβαλλόµενος λόγος δεν µπορεί να περιέχεται στο υπόµνηµα. Υποµνήµατα µπορούν να υποβάλλονται και µετά την έναρξη της δίκης (όχι µόνο δηλαδή 6 ηµέρες πριν από αυτή). ∆ηλαδή αντικρούουµε τα επιχειρήµατα των άλλων αντιδίκων που ακουστήκαν κατά την διάρκεια της συζήτησης µε νέα υποµνήµατα. Αλλά ισχύει µόνο στην περίπτωση αντίκρουσης επιχειρηµάτων. Με το υπόµνηµα κατά εξαίρεση µπορεί ο διάδικος να υπενθυµίζει στο δικαστήριο λόγους ακυρώσεως που εξετάζονται αυτεπάγγελτος από το δικαστήριο. Π.χ. αναρµοδιότητα Νοµολογία: Λόγοι που εξετάζονται αυτεπάγγελτος µπορούν να προβληθούν και µε υπόµνηµα. Όσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως που ξέχασε να προβάλλει ο διοικούµενος µπορεί να τα προβάλλει αυτά µε το δικόγραφο πρόσθετων λόγων ακυρώσεως. Έτσι µπορούν ακόµα να προβληθούν και νέοι λόγοι ακύρωσης εκτός από τους αρχικούς λόγους.

66

Το νέο αυτό δικόγραφο κατατίθεται στη γραµµατεία του δικαστηρίου και κοινοποιείται στους διαδίκους 16 µέρες πριν από την συζήτηση της υπόθεσης. ∆εν έχουµε κατάθεση σε δηµόσια αρχή. Εάν δεν κατατεθεί στο δικόγραφο πρόσθετων λόγων ακύρωσης πριν 15 ηµερών τότε αυτό απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Επειδή δεν τηρήθηκε η ανατρεπτική προθεσµία που ορίζει ο νόµος. Μπορεί όµως ο διοικούµενος να το καταθέσει πριν από 15 µέρες στην γραµµατεία αλλά η κοινοποίηση να γίνει εντός των 15 ηµερών. Ο διοικούµενος µε τα δικά του έξοδα παίρνει το δικόγραφο και µε το δικαστικό επιµελητή το κοινοποιεί στους άλλους διαδίκους. Εάν ο διάδικος παραδώσει το δικόγραφο στον δικαστικό επιµελητή αλλά αυτός το κοινοποιήσει εντός των 15 ηµερών δεν είναι αυτός λόγους ακύρωσης. Μπορεί να θεραπευτεί αυτό το ελάττωµα. Εφόσον δεν φέρνουν αντιρρήσεις οι υπόλοιποι διάδικοι σε αυτό. Συνήθως όµως οι υπόλοιποι διάδικοι προβάλλουν αντιρρήσεις και δεν θεραπεύεται αυτό το ελάττωµα. Κοινοποίηση: όχι γενικό δηµόσιο συµφέρον αλλά προσωπικό συµφέρον των διαδίκων. Το σωστότερο είναι και η κατάθεση αλλά και η κοινοποίηση να γίνουν πριν από 15 ηµέρες. Παρέµβαση Παρέµβαση σε εκκρεµή ακυρωτική δίκη µπορεί να ασκήσει τρίτους ο οποίος έχει έννοµο συµφέρον για την διατήρηση της ισχύος της διοικητικής πράξης. Άρα καταρχήν πρέπει να έχουµε µια εκκρεµή ακυρωτική δίκη. Παρέµβαση στην ακυρωτική διοικητική δίκη επιτρέπεται µόνο για την διατήρηση της ισχύος της πράξης και όχι για συµφέρον του ασκούντος της αιτήσεως ακυρώσεως της διοικητικής πράξεως. Άρα το δικαστήριο συνήθως λαµβάνει αποφάσεις υπέρ της διοίκησης. Θιγόµενοι - αίτηση ακυρώσεως (παρέµβαση εναντίον τους δεν γίνεται εκτός από την περίπτωση να βρουν οµοδίκους και να προβάλλουν κοινούς λόγους ακύρωσης). ∆ιοίκηση – διατήρηση της ισχύς της διοικητικής πράξης (µπορεί να ασκηθεί παρέµβαση από τρίτους που θέλουν την διατήρηση την ισχύ της διοικητικής πράξης)

67

Η παρέµβαση ασκείται µε δικόγραφο το οποίο κατατίθεται στην γραµµατεία του δικαστηρίου και κοινοποιείται επί ποινή απαράδεκτου από τον παρεµβαίνοντα στους διαδίκους της ακυρωτικής διοικητικής δίκης 6 τουλάχιστον ηµέρες πριν από την συζήτηση. Εάν το δικόγραφο της παρέµβασης κατατεθεί όχι πριν από 6 µέρες. Τότε απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Αντίθετα αν κατατεθεί 6 µέρες πριν αλλά δεν κοινοποιείται και 6 ηµέρες πριν από την συζήτηση. Τότε θεραπεύεται το δικόγραφο εάν οι αντίδικοι παρουσιάζονται στο δικόγραφο και δεν προβάλλουν αντιρρήσεις. Πολιτική δίκη # ∆ιοικητική δίκη ∆ιάδικος : ακύρωση της διοικητικής πράξης από Φυσικό ή νοµική πρόσωπο. Αντίδικος: νοµικό πρόσωπο του κράτους ή ΝΠ∆∆ Και προσπάθεια για την διατήρηση Ισχύος της διοικητικής πράξης. Οι άλλοι τρίτοι εφόσον επιθυµούν την διατήρηση της ισχύος της διοικητικής πράξης το µόνο δικαίωµα που έχουν είναι η άσκηση παρέµβασης. Για άσκηση παρέµβασης χρειάζεται έννοµο συµφέρον που πρέπει να υπάρχει σε 3 διαφορετικά σηµεία:

1. Κατά τον χρόνο της έκδοσης της διοικητικής πράξης. 2. Κατά τον χρόνο της άσκησης της παρέµβασης από τρίτους

αυτούς. 3. Κατά τον χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο.

Εάν εκλείψει το έννοµο συµφέρον σε οποιοδήποτε από αυτά τα χρονικά σηµεία θα απορριφθεί η αίτηση παρεµβάσεως λόγω έλλειψης εννόµου συµφέροντος λόγω απαράδεκτου. Προεδρικό ∆ιάταγµα 18/1989 – Εξαίρεση: Μπορεί να ασκηθεί και προφορική παρέµβαση. Στην περίπτωση που ασκείται όµως µόνο από Υπουργό υπέρ ή κατά της ισχύς µιας διοικητικής πράξης κατά ενός νοµικού προσώπου που υπόκεινται στην εποπτεία του ευθύνεται για την πράξη του ΝΠ∆∆ που υπάγεται σε αυτόν. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ασκείται µόνο και µόνο γραπτή παρέµβαση. ∆ιοικητική εποπτεία: εκτελεστή διοικητική πράξη είναι αυτή που εγκρίνει (εγκριτική) και όχι αυτή που εγκρίνεται (εγκρινόµενη) και προσβάλλεται µε αίτηση ακυρώσεως η εγκριτική διοικητική πράξη.

68

Συµµόρφωση της διοίκησης µε τις αποφάσεις δικαστηρίων Βίαιη διακοπή δίκης -> Έχουµε στην περίπτωση θανάτου του αιτούντος εφόσον είναι φυσικό πρόσωπο είτε στην περίπτωση λύσης εφόσον είναι νοµικό πρόσωπο. Προσωποπαγείς δίκη -> Είναι συνέπεια να λήξει η διοικητική δίκη µε τον θάνατο του φυσικού προσώπου (Βίαιη διακοπή δίκης). ∆εν µπορεί να συνεχιστεί η διοικητική δίκη από τους κληρονόµους του θανούντος. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις -> Μπορεί η δίκη να συνεχιστεί από εκείνον που έχει έννοµο συµφέρον για την συνέχιση αυτής. Γίνεται µε δήλωση εκείνων που έχουν δικαίωµα να το συνεχίσουν ενώπιον του δικαστηρίου και µε την κατάθεση των απαραίτητων εγγράφων – δικαιολογητικών (καθολική διαδοχή). Η διοικητική δίκη εξελίσσεται οµαλά και φτάνει στο τέλος της µε έκδοση της απόφασης που λύνει την διαφορά. Είναι δυνατόν όµως να µην εξελιχθεί οµαλά η διοικητική δίκη. Έχουµε κατάργηση της δίκης. Κατάργηση της δίκης: 1. Παραίτηση του αιτούντος την αίτηση ακυρώσεως: - ∆ήλωση αιτούντος ή πληρεξούσιου δικηγόρου του η οποία γίνεται στο ακροατήριο και καταχωρείται στα πρακτικά του δικαστηρίου. Καταργείται η δίκη και δεν έχει συνέχεια. - Έγγραφη δήλωση περί παραιτήσεων που κατατίθεται στην γραµµατέα του δικαστηρίου. - Συµβολαιογραφικό έγγραφο περί παραίτησης από την διοικητική δίκη που κατατίθεται ενώπιον του δικαστηρίου. Εφόσον η δήλωση είναι σαφής και δεν τελείται υπό αίρεση σε αυτήν την περίπτωση καταργείται η δίκη. 2. Σε κάθε άλλη περίπτωση που η προσβαλλόµενη διοικητική πράξη ακυρώθηκε ή ανακλήθηκε ή έπαυσε η ισχύς της για οποιαδήποτε άλλο λόγο. Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει δυνατότητα συνέχισης της δίκης εάν προβλέπεται ειδικό έννοµο συµφέρον από κάποιους. Αλλιώς καταργείται η δίκη. Η διοίκηση απαντά στους ισχυρισµούς και όχι στα νοµικά ή πραγµατικά επιχειρήµατα των διαδίκων. Συνέπειες της δικαστικής απόφασης: Το Σύνταγµα ορίζει στο άρθρο 95 ότι η διοίκηση έχει υποχρέωση συµµόρφωσης µε τις αποφάσεις των δικαστηρίων.

69

Επίσης υπάρχει και το άρθρο 20 του Συντάγµατος και αναφέρεται στην παροχή έννοµης δικαστικής προστασίας. Επίσης υπάρχει και περίπτωση λήψης προστατευτικών µέτρων. Υπάρχει και δικαιοτελεστική λειτουργία επίσης της διοίκησης. Η αξίωση δικαστικής έννοµης προστασίας κατοχυρώνεται και διασφαλίζεται από τα παραπάνω. Η πολιτεία πρέπει να εκτελεί µια δικαστική απόφαση ακόµα και αν πρόκειται για εις βάρος του απόφαση. Προβλέπεται σήµερα και αναγκαστική και άµεση εκτέλεση εναντίον της διοίκησης. Η συµµόρφωση δεν επιτυγχάνεται µόνο στο χώρο του διοικητικού δικαίου αλλά επισύρει και ποινικές κυρώσεις. Υπάρχουν και έννοµες τάξεις που δεν υπάρχει ευθύνη νοµικού προσώπου, αλλά του φυσικού προσώπου που υπηρετεί το νοµικό πρόσωπο. Αυτό συµβαίνει κυρίως στις Αγγλοσαξονικές χώρες. Στην Ελλάδα έχει ευθύνη και το νοµικό πρόσωπο. ∆εδικασµένο: Σκοπιµότητα -> Εξυπηρετεί την ασφάλεια δικαίου δηλαδή την αποφυγή διαιώνισης δικαστικών αποφάσεων. Ισχύει αντί αληθείας. Είναι αµάχητο τεκµήριο. Έχει κριθεί κάτι και δεν µπορεί να ανατραπεί αυτό. Το δεδικασµένο ισχύει και δεν ανατρέπεται. Σκοπός τον δεδικασµένου και της διοίκησης είναι η διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης. Η κοινωνική ειρήνη επιτυγχάνεται όσο η απόφαση βρίσκεται πιο κοντά στην ουσία και νοµιµότητα. ∆εδικασµένο παράγουν και οι ακυρωτικές αλλά και οι απορριπτικές αποφάσεις των τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων. Συµβούλιο Επικρατείας και ∆ιοικητικά δικαστήρια – τελεσίδικες αποφάσεις. Προϋποθέσεις παραγωγής δεδικασµένου:

1. Ταυτότητα διαδίκων 2. Ταυτότητα ιστορικής και νοµικής αιτίας.

Εάν συντρέχουν τα παραπάνω παράγεται δεδικασµένο που δεσµεύει όχι µόνο τους διαδίκους που πήραν µέρος στη συγκεκριµένη δίκη αλλά ισχύει και σε κάθε άλλη περίπτωση που το κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτηµα τίθεται µεταξύ των ίδιων προσώπων σε µια διαφορετική υπόθεση – δίκη.

70

Το δεδικασµένο ισχύει µεταξύ διαδίκων . Το δεδικασµένο παράγεται από το διατακτικό της απόφασης αλλά και από το αιτιολογικό της κατά το µέρος που αυτό είναι απαραίτητο για την θεµελίωση του διατακτικού. Το δεδικασµένο µιας διοικητικής δίκης δεσµεύει και όλα τα άλλα δικαστήρια (αλλά µόνο για διοικητικής φύσεως ζητήµατα). Τα ανώτατα δικαστήρια δεν µπορούν να αµφισβητήσουν το δεδικασµένο κατώτερων δικαστηρίων. Εξαίρεση: Κώδικας Πολιτικής ∆ικονοµίας: όταν ορίζει ότι πρέπει να ψάξουµε την ουσιαστική αλήθεια τότε δεν εφαρµόζεται το δεδικασµένο της διοικητικής δίκης. ∆ιαθετική αρχή: αυτός που έχει δικαίωµα µπορεί να το διαθέτει ελεύθερα κιόλας. Οι αποφάσεις οι καταδικαστικές που αφορούν την ενοχή του δράστη δεσµεύουν/ παράγουν δεδικασµένο. Εκτός από δεδικασµένο οι ακυρωτικές αποφάσεις των δικαστηρίων παράγουν και την διαπλαστική ενέργεια. ∆ιαπλαστική ενέργεια: Με την ακύρωση της διοικητικής πράξης από το δικαστήριο η απόφαση του δικαστηρίου ισχύει erga omnes δηλαδή εναντίον όλων. Έχει απόλυτο χαρακτήρα. Η διοίκηση έχει επίσης υποχρέωση να λάβει όλα τα πραγµατικά και νοµικά µέσα για να επαναφέρει την κατάσταση σε εκείνη που θα υπήρχε εάν δεν είχε µεσολαβήσει η ακυρωθείσα ως παράνοµη διοικητική πράξη. (# κατάργηση της δίκης) Οι ακυρωτικές διαφορές πηγαίνουν µόνο στο Συµβούλιο της Επικρατείας και πουθενά αλλού. Εκτός από τις ειδικά και περιοριστικά οριζόµενες διαφορές του νόµου 702/1977 υπάγονται σε άλλα δικαστήρια όπως το ∆ιοικητικό εφετείο. Νόµος 3068/2002 – Οι αλλοδαποί υπάγονται στο ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο.

71

Π∆ 18/1989 – Αναλογικά έχει ισχύ και εφαρµογή και για αλλοδαπούς στα ∆ιοικητικά Πρωτοδικεία. Κάθε δικαστική απόφαση που εκδίδεται είναι οριστική. Οι αποφάσεις της ακυρωτικής διαδικασίας είναι ανέκλιτες δηλαδή δεν προσβάλλονται µε έφεση και εκδίδονται από το Συµβούλιο της Επικρατείας. Τις περισσότερες κανονικές δικαστικές αποφάσεις µπορούµε να τις προσβάλλουµε. ∆ικαστικές αποφάσεις είναι οριστικές και ανέκλιτες. Επιλύουν την διαφορά. Έχουµε προθεσµία µέσα στην οποία µπορούµε να την προσβάλλουµε. Αν δεν προσβληθούν ονοµάζονται τελεσίδικες αποφάσεις, ενώ αν προσβληθούν λέγονται ανέκλιτες αποφάσεις. Στο Συµβούλιο της Επικρατείας δεν ισχύουν τα παραπάνω. Όταν οι αποφάσεις εκδοθούν από εκεί δεν υπάρχει άλλος βαθµός κρίσης και δεν µπορούµε να ασκήσουµε έφεση και να προσβάλλουµε τις αποφάσεις. Ε∆Α∆, κτλπ -> ∆εν υπάγονται στην εθνική δικονοµική διαδικασία κρίσης. ∆εν µπορούµε να ασκήσουµε εφέσεις µας εκεί µετά την απόφαση του Συµβουλίου της Επικρατείας. Αυτό ισχύει µόνο για την περίπτωση του Συµβουλίου της Επικρατείας. Συµβούλιο της Επικρατείας – κρίνει πάντα σε τελευταίο βαθµό. ∆ιοικητικό εφετείο – µπορεί να ασκηθεί έφεση εναντίον των αποφάσεων του διοικητικού εφετείου. Άρθρο 1 του νόµου 702/1977:

- διαφορές που αφορούν πρόσληψη, εφέδρους αξιωµατικούς, τους µαθητές, την τακτοποίηση αυθαιρέτων, επιλογή µελών ∆ΕΠ µέχρι το βαθµό του Λέκτορα.

Οι παραπάνω διαφορές µόνο δεν υπόκεινται σε Έφεση. Όλες οι υπόλοιπες διαφορές και αποφάσεις προσβάλλονται µε έφεση. Κανονικά δηλαδή οι αποφάσεις διοικητικού εφετείου προσβάλλονται µε έφεση. Καµία διαφορά δηλαδή δεν υπόκεινται σε έφεση (2ος βαθµός κρίσης) εκτός αν περιοριστικά και ειδικά ορίζονται εξαιρέσεις από τους νόµους. Υπόκεινται σε έφεση: (Άρθρο 5 Α του νόµου 702/1977)

- ο διορισµός/ πρόσληψη/ µονιµοποίηση σε θέση προϊσταµένου. - ∆ιορισµός και µονιµοποίηση στρατιωτικών υπαλλήλων

72

- Εισαγωγή και οριστική αποµάκρυνση µαθητών των παραγωγικών σχολών.

- Εκλογή και υπηρεσιακή κατάσταση των λεκτόρων. - Αναγνώριση τίτλων σπουδών αλλοδαπής.

Εφόσον δηλαδή ειδικά και οριστικά δεν ορίζονται εξαιρέσεις µε νόµους οι αποφάσεις – διαφορές δεν υπόκεινται σε έφεση. Νόµος 3068/2002 – αλλοδαποί / διοικητικό πρωτοδικείο – έφεση ασκείται κατευθείαν στο Συµβούλιο της Επικρατείας και δεν πάει πριν από αυτό ενώπιον του ∆ιοικητικού εφετείου. Οι πρωτόδικες αποφάσεις εκτελούνται άµεση. Έχουν εκτελεστότητα από µόνες τους. ∆εν περιµένουµε άλλες αποφάσεις για την οριστικοποίηση της διαφοράς. Καµία απόφαση του δικαστηρίου δεν είναι υπό την αίρεση του εφετείου. Απόφαση Ακυρωτικού δικαστηρίου: αποδέχεται το βάρος ή µη των λόγων της προσφυγής. ∆εν µεταρρυθµίζει. Όλες οι διοικητικές διαφορές είναι ακυρωτικές διαφορές και υπάγονται στο Συµβούλιο της Επικρατείας. Απλώς στην λύση πρακτικών ψάχνουµε αν υπάρχουν εξαιρέσεις που θεωρούνται διαφορές ουσίας και υπάγονται ενώπιον άλλων δικαστηρίων. Αίτηση ακυρώσεως : α) ακυρωτική απόφαση (δηλαδή αποδοχή του αιτήµατος ακυρώσεως του πολίτη) και β) Απόρριψη αιτήµατος. Ποτέ όµως δεν τροποποιεί το δικαστήριο τις διοικητικές πράξεις που προβάλλει ο διοικούµενος. Αναγνωρίζεται δηλαδή η ακυρότητα και η νοµιµότητα της διοικητικής πράξης. Σύνθετες διοικητικές πράξεις: - ακυρώνεται η τελική διοικητική πράξη αλλά µαζί συµπαρασύρει και όλες τις υπόλοιπες ελαττωµατικές πράξεις και σταµατάµε στην διοικητική πράξη που είναι νόµιµη και δεν έχει ελαττώµατα. Η απόφαση ακυρωτική δικαστηρίου αναγνωρίζει την ακυρότητα ή µη της διοικητικής πράξης. Παράλειψη νόµιµης οφειλόµενης ενέργειας – αναγνωρίζεται το παράνοµο της παράλειψης και δεν ζητάµε ως δικαστήριο την πράξη – ενέργεια της διοίκησης. ∆ιαφορές ουσίας = όχι µόνο έλεγχος νοµιµότητας αλλά και σκοπιµότητας. + Τροποποίηση της προσβαλλόµενης διοικητικής πράξης.

73

Η απόφαση που εκδίδεται ισχύει από την δηµοσίευση της. ∆ιοικητικός ακυρωτικός δικαστής = ισχύει µετά την δηµοσίευση. Ανατρέχει η απόφαση και έχει ισχύ ex tunc. Αναγνωρίζεται η ακυρότητα δηλαδή από τον χρόνο που η παράνοµη αυτή διοικητική πράξη είχε επιφέρει µεταβολές στο εξωτερικό κόσµο. Με το διατακτικό της απόφασης η διοίκηση καταρχήν (εξαίρεση: Σύνταγµα) δεν ενεργεί. Π.χ. πειθαρχική διαφορά = ακυρωτική διαφορά, υπάγεται στο ∆ιοικητικό Εφετείο Υπάρχουν και πράξεις που έπονται ως συνέχεια και συνέπεια της αρχικής εκδιδόµενης διοικητικής πράξης. Πριν την απόφαση µπορούν να ληφθούν και προσωρινά µέτρα µετά από αίτηση του αιτούντος την αίτηση ακυρώσεως. Το διατακτικό της απόφασης αναφέρεται µόνο στην ακυρωτική απόφαση. Οι παρεπόµενες πράξεις απλώς ακολουθούν την ακυρωθείσα διοικητική πράξη. Πρόστιµο σε σύµβαση – Αρµοδιότητα Συµβουλίου της Επικρατείας. Αρνητική διοικητική πράξη : Η απόφαση του δικαστηρίου αναγνωρίζεται το νόµιµο της προσφυγής. Η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση να διορθώσει την διοικητική πράξη. Μπορεί να χαρακτηρισθεί η παύση ή η κατάργηση της διοικητικής πράξης. ∆εν µπορεί να γίνει τροποποίηση της διοικητικής πράξης. Άρθρο 94/95 Συντάγµατος – Συνέπειες της συµµόρφωσης διοίκησης στις ακυρωτικές αποφάσεις.

Άρθρο 94

1. Στο Συµβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόµος ορίζει, µε την επιφύλαξη των αρµοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόµος ορίζει.

3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειµένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρµογή της αυτής νοµοθεσίας µπορεί να ανατεθεί µε νόµο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια.

4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια µπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρµοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόµος ορίζει. Στις αρµοδιότητες αυτές

74

περιλαµβάνεται και η λήψη µέτρων για τη συµµόρφωση της διοίκησης µε τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του ∆ηµοσίου, των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου, όπως νόµος ορίζει.

Άρθρο 95

1. Στην αρµοδιότητα του Συµβουλίου της Επικρατείας ανήκουν ιδίως: α) Η µετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών για υπέρβαση εξουσίας ή για παράβαση νόµου. β) Η µετά από αίτηση αναίρεση τελεσίδικων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, όπως νόµος ορίζει. γ) Η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας που υποβάλλονται σ' αυτό σύµφωνα µε το Σύνταγµα και τους νόµους. δ) Η επεξεργασία όλων των διαταγµάτων που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα.

2. Κατά την άσκηση των αρµοδιοτήτων του στοιχείου δ' της προηγούµενης παραγράφου δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις του άρθρου 93 παράγραφοι 2 και 3.

3. Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρµοδιότητάς του Συµβουλίου της Επικρατείας µπορεί να υπάγονται µε νόµο, ανάλογα µε τη φύση ή τη σπουδαιότητά τους, στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Το Συµβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθµό, όπως νόµος ορίζει.

4. Οι αρµοδιότητες του Συµβουλίου της Επικρατείας ρυθµίζονται και ασκούνται όπως νόµος ειδικότερα ορίζει.

5. Η διοίκηση έχει υποχρέωση να συµµορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρµόδιο όργανο, όπως νόµος ορίζει. Νόµος ορίζει τα αναγκαία µέτρα για τη διασφάλιση της συµµόρφωσης της διοίκησης.

Η διοίκηση είναι υποχρεωµένη να συµµορφώνεται µε τις δικαστικές αποφάσεις. Αν η διοίκηση δεν συµµορφωθεί υπάρχει υποχρέωση αποζηµίωσης. Σύνταγµα: προβλέπει στην µη συµµορφωµένη διοίκηση αστικές, πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις. Συµµόρφωση της διοίκησης <-> ∆ιατακτικό της απόφασης. Συµµόρφωση της διοίκησης: Υποχρεώνει την διοίκηση στο να εκδώσει θετική πράξη συµµόρφωσης άµεσα. ∆εν µπορούν αυτοτελώς να προσβληθούν πράξεις που έχουν χαρακτήρα της συµµόρφωσης της διοίκησης µε την εκδιδόµενη δικαστική απόφαση. Οι πράξεις της συµµόρφωσης της διοίκησης δεν είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις. Συµµόρφωση της διοίκησης:

1. Έκδοση πράξεων ώστε να συµφωνεί η δράση της διοίκησης µε το διατακτικό της απόφασης του δικαστηρίου.

75

2. Αποχή διοίκησης από µεταγενέστερες πράξεις που έχουν ως αποτέλεσµα την κατάργηση της δίκης.

Χρόνος εκδίκασης # Χρόνος δηµιουργίας διοικητικής διαφοράς. Υπάρχει πάντα καθυστέρηση στην απονοµή της δικαιοσύνης. Υπάρχει επίσης περίπτωση να αλλάξει η διοικητική νοµοθεσία. Αρχή νοµιµότητας = Οι πράξεις που εκδίδει η διοίκηση πρέπει να είναι νόµιµες σύµφωνα δηλαδή µε τους νόµους που ισχύουν. Όταν µια πράξη ακυρώνεται ισχύει και εφαρµόζεται το τότε νοµικό πλαίσιο. Ο δικαστής εφαρµόζει τους νόµους που υπήρχαν όταν προσβλήθηκε η συγκεκριµένη πράξη. Η αλλαγή δηλαδή νοµικού πλαισίου δεν επηρεάζει την διοικητική υπόθεση αυτή. Άσκηση αίτησης ακύρωσης – Με εκείνο το νοµικό πλαίσιο εξετάζεται η διαφορά. Σταµατάει ο χρόνος (νοµοθεσία) στην άσκηση ακυρωτικής αίτησης. Εξαίρεση: Όταν το νέο νοµοθετικό πλαίσιο έχει αναδροµική ισχύ. Η Πράξη σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ισχύει παρά την αλλαγή της νοµοθεσίας. Άρθρο 50 Π∆ 18/1989 + Σύνταγµα: Πλήρης συµµόρφωση της διοίκησης. Αναβιώνει το καθεστώς και όλα τα έννοµα αποτελέσµατα που θα υπήρχαν στην άσκηση αίτησης ακύρωσης. ∆ηλαδή δεν µας επηρεάζει η αλλαγή της νοµοθεσίας και εκµεταλλευόµαστε όλα τα έννοµα αποτελέσµατα αυτής της πράξης. Π.χ. απόλυση από ∆ήµο – 2007 αλλάζει η νοµοθεσία, δικάζεται το 2009 η υπόθεση, εφαρµόζονται νοµοθεσίες του 2001 στην οποία ασκήθηκε αίτηση ακύρωσης και τον µισθό το παίρνουµε πίσω αναλογικά µε βάση την τότε πάλι νοµοθεσία και όχι την τωρινή. Λόγοι ακύρωσης διοικητικών πράξεων:

- αναρµοδιότητα - τύπους (ακρόαση, αιτιολογία και συλλογικά όργανα) - παραβίαση νόµου - υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας

Μετά την δικαστική απόφαση η διοίκηση θα πρέπει να θεραπεύσει την διαπιστωθείσα περίπτωση – ελάττωµα παρανοµίας της διοικητικής πράξης. Μετά από αυτήν την θεραπεία ελαττωµάτων έχουµε πλέον νέα διοικητική πράξη και ο διοικούµενος πρέπει να προσβάλλει µε αίτηση ακυρώσεως αυτήν την νέα διοικητική πράξη που είναι και εκτελεστή.

76

Η στήριξη σε ανύπαρκτη διάταξη νόµου από την διοίκηση είναι λόγος ακύρωσης από δικαστήριο αυτής της διοικητικής πράξης. Ακόµα και η παράβαση νόµου από την διοίκηση µπορεί να θεραπευτεί από αυτήν και εκδίδεται µια νέα πράξη µετά την οποία µπορεί ο διοικούµενος να την προσβάλλει πάλι. Έχουµε δηλαδή πάλι νέα εκτελεστή διοικητική πράξη. Εξαίρεση: Συνεχής ελλιπής αιτιολογία από την διοίκηση της πράξης = Το δικαστήριο µπορεί να κρίνει ότι δεν µπορεί να θεραπευτεί πλέον το ελάττωµα της αιτιολογίας της διοικητικής πράξης και δεν µπορεί η διοίκηση να εκδώσει νέα διοικητική πράξη στο ίδιο θέµα µε διαφορετική αιτιολογία. Άρθρο 6 ΕΣ∆Α / Άρθρο 20 του Συντάγµατος – Η δικαστική απόφαση πρέπει να είναι πλήρης. Πράξη εκτέλεσης µετά την απόφαση του δικαστηρίου = δεν µπορεί να προσβληθεί εκ νέου από τους διοικουµένους. Παράλειψη νόµιµης οφειλόµενης ενέργειας = Η διοίκηση µπορεί να εκδώσει την ίδια πράξη µε διαφορετική αιτιολογία. Ή Νοµολογία: Η διοίκηση µετά την απόφαση του δικαστηρίου έχει δέσµια αρµοδιότητα να εκδώσει την διοικητική πράξη. Αλλιώς παραβιάζεται το άρθρο 20 και 94 του Συντάγµατος. Άµεσα η διοίκηση πρέπει να συµµορφωθεί. Η δικαστική απόφαση που θα εκδοθεί (∆εδικασµένο): 1. Κρίνει µια διαφορά – µια έννοµη σχέση. 2. Κρίνεται η διαφορά δύο συγκεκριµένων διαδίκων δηλαδή διοίκησης και συγκεκριµένου διοικουµένου. 3. Η απόφαση αυτή δεν µπορεί να ξανακριθεί από τα δικαστήρια εκ νέου. 4. Η απόφαση παράγει δεδικασµένο για τους διαδίκους. Για δεδικασµένο χρειαζόµαστε ταυτότητα συγκεκριµένου διαδίκου, ταυτότητα αντικειµένων – διαφορών δηλαδή συγκεκριµένη διαφορά, εφαρµογή συγκεκριµένων νοµικών διατάξεων. Το δεδικασµένο όµως δεσµεύει και τους τρίτους ως αποτέλεσµα και όχι για τις δικές του διαφορές µε την διοίκηση. Π.χ. ακύρωση µε δικαστική απόφαση απέλασης αλλοδαπού από την διοίκηση, παράγει δεδικασµένο µεταξύ αλλοδαπού και διοίκησης, ενώ αν ο νοµάρχης δώσει άδεια εργασίας σε αυτόν τον αλλοδαπό παράγει δεδικασµένο ως αποτέλεσµα του αρχικού δεδικασµένου και για τρίτους.

77

Οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν δεσµεύουν και δεν παράγουν δεδικασµένο για τα διοικητικά δικαστήρια. Παραβίαση δεδικασµένου από την διοίκηση = Όταν αυτή παραβιάζει την δικαστική απόφαση. ∆ικαστικές αποφάσεις : Α. Οριστική απόφαση (∆εσµεύουν και επιλύουν την διαφορά) Β. Μη οριστική απόφαση (Παραπεµπτική ή προδικαστική απόφαση) Παραπεµπτική απόφαση: Η διαφορά παραπέµπετε από το αναρµόδιο δικαστήριο στο αρµόδιο δικαστήριο. Γίνεται πριν από τον έλεγχο της διαφοράς. Εκδικάζεται η διαφορά και το διατακτικό της είναι η παραποµπή στο αρµόδιο δικαστήριο. Χωρίς καµιά άλλη ενέργεια του διαδίκου γίνονται όλα αυτά. Μεταβιβάζεται από το αναρµόδιο δικαστήριο οίκοθεν ο διοικητικός φάκελος. Οι µη οριστικές δικαστικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασµένο. Προδικαστική απόφαση: Η µη οριστική απόφαση που δεν επιλύει την διαφορά στην οποία καταλήγει ο δικαστής όταν του λείπουν βασικά και ουσιώδη στοιχεία του φακέλου. Έχει την δυνατότητα τότε ο δικαστής να µην εκδώσει απόφαση εκδίδοντας την προδικαστική απόφαση. Με αυτήν την απόφαση ζητά από τους διαδίκους την προσκόµιση των συγκεκριµένων στοιχείων που λείπουν. ∆ικαστικές αποφάσεις: Α. οριστικές Β. τελεσίδικες Γ. ανέκλιτες ∆. αµετάκλητες Τελεσίδικες – ανέκλιτες αποφάσεις: Έχει παρέλθει η προθεσµία ή ο άλλος βαθµός κρίσης. ∆εν µπορεί να ασκηθεί έφεση. Αµετάκλητες αποφάσεις: Έχει περάσει και ο τρίτος βαθµός κρίσης (αναίρεση). Η οριστική απόφαση ισχύει και τελείται. Υπάρχει και δυνατότητα έφεσης όσον αφορά τις συνέπειες. Ενέχει όµως υποχρέωση συµµόρφωσης. Το δεδικασµένο πρέπει να περάσει και από το ∆ιοικητικό Εφετείο ώστε να έχει ισχύ και για τους τρίτους. Απαιτεί δηλαδή και για 2ο βαθµό κρίσης.

78

Συµµόρφωση διοίκησης: Α. Θετική συµµόρφωση: Πράξη διοίκησης µε αναδροµική ισχύ. Νέα πράξη διοίκησης που θεραπεύει και αντικαθιστά την προηγούµενη. Ανατρέχει στον χρόνο αυτή η πράξη. Β. Αποθετική συµµόρφωση: παράλειψη από το να εκδίδουµε πράξεις διαφορετικού περιεχοµένου από αυτήν που λέει η απόφαση. Άρθρο 95 του Συντάγµατος: η διοίκηση έχει υποχρέωση να συµµορφώνεται στις δικαστικές αποφάσεις. Αλλιώς γεννάται ευθύνη. Άρθρο 94 του Συντάγµατος : µπορούν να ληφθούν µέτρα και για την προστασία των αποφάσεων αυτών από την διοίκηση. ∆ικαστική απόφαση = Συνταγµατική επιταγή υποχρέωσης συµµόρφωσης Τριµελές Συµβούλιο: Αποτελούνται από τρεις δικαστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ∆ιοικητικής ∆ικαιοσύνης δηλαδή Συµβόλαιο της Επικρατείας και Αρείου Πάγου. Αποτελούνται από ανώτατους δικαστές. Αν η διοίκηση δεν συµµορφώνεται ο πολίτης καταθέτει αίτηση για να συµµορφωθεί η διοίκηση µε το διατακτικό της απόφασης εκδίδοντας µια νόµιµη πράξη. Η Επιτροπή αυτή καλεί την διοίκηση για να πει τις απόψεις της. Σε περίπτωση αυτή η απόφαση είναι οιονεί δικαστική απόφαση. ∆εν είναι δικαστική απόφαση, απλώς ένα συµπέρασµα που λέει ότι παρανόµως η διοίκηση δεν συµµορφώθηκε. Απλώς έχουµε διαπίστωση της µη συµµόρφωσης αλλά η Επιτροπή αυτή δεν υποχρεώνει την διοίκηση στο να κινηθεί και να εκδώσει νόµιµη πράξη. Απλώς τάσσει προθεσµία για συµµόρφωση της διοίκησης. Αν πάλι δεν συµµορφωθεί η διοίκηση οφείλει υποχρεωτικά να δώσει αποζηµίωση στον διοικούµενο. Αποζηµίωση διοικούµενου # Εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που εννοεί τον διοικούµενο. Η αποζηµίωση βαρύνει τον προϋπολογισµό του ΝΠ∆∆ ή το ίδιο το δηµόσιο. Στους λόγους ακύρωσης πρώτα εξετάζονται οι αυταπαγγέλτως ελεγχόµενοι λόγοι ακύρωσης και µετά οι άλλοι. Αίτηση ακυρώσεως και διατακτική απόφαση : ∆εν αποτελεί πλήρες ένδικο βοήθηµα. ∆εν υπάρχει δυνατότητα µεταρρύθµισης και τροποποίησης.

79

Αναστολή και προσωρινή δικαστική προστασία: Άρθρο 20 του Συντάγµατος – ∆ικαστική προστασία:

- προσωρινή δικαστική προστασία - διάγνωση - εκτέλεση

Προσωρινή δικαστική προστασία: να πάρουµε µέτρα ώστε να µην ζηµιωθεί ο διοικούµενος µέχρι την λήψη της τελικής απόφασης. Άρθρο 52 Π∆ 18/1989 – Σε όλα τα κράτη του κόσµου η προσωρινή δικαστική προστασία έχει να κάνει µόνο µε την διακοπή των αποτελεσµάτων της εκτέλεσης. ∆εν έχουµε επίλυση της διαφοράς αυτής από τον δικαστή. Αναστολή = προσωρινή διακοπή εκτέλεσης διοικητικής πράξης. Η προσωρινή δικαστική απόφαση δεν δεσµεύει την οριστική δικαστική απόφαση. Στοιχεία Αναστολής:

1. Για να µπούµε στην διαδικασία της αναστολής πρέπει να καταθέτει δικόγραφο. ∆ηλαδή ακυρωτικό δικόγραφο.

2. Αίτηση αναστολής. Χωριστό δικόγραφο δηλαδή για αναστολή. Απαιτούµε την αναστολή της διαδικασίας.

3. Πρέπει να αναφέρουµε λόγους (όχι λόγους ακύρωσης και παρανοµίας) αλλά λόγους για τους οποίους πρέπει να σταµατήσει η εκτέλεση της διοικητικής πράξης. Θα πρέπει να υπάρχει:

- βλάβη διοικουµένου που είναι ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιµη

- δεν πρέπει να υπάρχουν λόγοι δηµοσίου συµφέροντος που επιβάλλουν την αναστολή. Της διοικητικής πράξης που προσβάλλεται. Πρέπει να υπάρχει προσωπικό συµφέρον δηλαδή ή επιτακτικοί λόγοι δηµοσίου συµφέροντος.

- Βασιµότητα ενδίκου βοηθήµατος : Ακόµα και αν δεν υπάρχει βασιµότητα όµως αρκεί και η χορήγηση της αναστολής λόγω της βλάβης.

- Να µην πρόκειται για αρνητική διοικητική πράξη. Π.χ. άρνηση έκδοσης διαβατηρίου – δεν µπορούµε να ζητήσουµε αναβολή. Αλλιώς θα γινόταν έκδοση θετικών διοικητικών πράξεων από το δικαστήριο και κάτι τέτοιο βεβαίως δεν επιτρέπεται.

4. Αναστολή της εκτέλεσης της διοικητικής πράξης µε δικαστική απόφαση και το δικαίωµα του δικαστηρίου να προβεί σε κάθε άλλο πρόσφορο µέτρο. Υπάρχει δυνατότητα και ανάκλησης της

80

προσωρινής αναστολής αν εκτιµά ότι οι όροι και οι συνθήκες έχουν αλλάξει.

Αναστολή διοικητικών πράξεων: Μπορεί να ζητήσεις προσωρινή προστασία αλλά και αυτή

µπορεί να αργήσει. Για αυτό το λόγω υπάρχει και η αίτηση της προσωρινής διαταγής της χορήγησης της προσωρινής αναστολής.

Π.χ. αποκλεισµός από τις πανελλαδικές – αίτηση για προσωρινή διαταγή της χορήγησης προσωρινής αναστολής και γίνεται άµεσα – συµµετέχουµε στις πανελλαδικές άµεσα. Αλλιώς θα περάσουν µήνες µέχρι να χορηγηθεί η προσωρινή αναστολή.

∆ηλαδή µε λίγα λόγια χορήγηση προσωρινής αναστολής από

το δικαστήριο µέχρις ώσπου να βγάλει το δικαστήρια µια οριστική απόφαση για την αναστολή της διοικητικής πράξης.

Τριτανακοπή Είναι ένδικο βοήθηµα. Ο τρίτος µε αυτό το βοήθηµα δεν είχε

συµµετοχή σε δίκη που διεξήχθει µεταξύ άλλων βλάπτεται από την τυχόν εκδοθείσα δικαστική ακυρωτική απόφαση της οποίας επιδιώκει την εξαφάνιση.

Η διοικητική δίκη δεν είναι όπως η ιδιωτική διαφορά. Ο τρίτος αυτός δεν στρέφεται κατά του άλλου διοικουµένου αλλά κατά της διοίκησης. Είναι γαλλικής καταγωγής ένδικο βοήθηµα η τριτανακοπή.

Απαντάται οµοίως και σε ιδιωτικές διαφορές ο θεσµός αυτός. Ένδικα βοηθήµατα: αίτηση ακυρώσεως, αναβολή, τριτανακοπή

και έφεση.

Προϋποθέσεις της τριτανακοπής: 1. Ιδιότητα του τρίτου: Ο τρίτος είναι αυτός που δεν άσκησε

παρέµβαση ή δεν κρίθηκε από τον εισηγητή της υπόθεσης να έχει συµµετοχή στην δίκη. ∆εν είναι τρίτος εκείνος που συνδέεται µε έναν από τους διοικουµένους – διαδίκους ώστε κατά µια περίπτωση να ταυτίζεται µε έναν από τους διαδίκους. Παρέµβαση <-> Τριτανακοπή. Είναι αυτά σαν τα συγκινούντα δοχεία. Εκείνος που έχει συµφέρον για άσκηση παρέµβασης µπορεί να έχει δικαίωµα / συµφέρον και για άσκηση τριτανακοπής. Αν όµως ασκήσουµε παρέµβαση δεν µπορούµε να ασκήσουµε τριτανακοπή ή το αντίθετο. Με την τρινακοπή ενεργοποιείται το δικαίωµα για την προηγούµενη ακρόαση και προστασία του διοικουµένου. Προϋπόθεση είναι να µην έχει ασκήσει παρέµβαση κάποιος. Επίσης αν δεν έχει κλιθεί ο τρίτος από τον εισηγητή της δίκης

81

– υπόθεσης τότε έχει δικαίωµα για άσκηση τριτανακοπής, αλλιώς δεν µπορεί να την ασκήσει.

2. Έννοµο συµφέρον: κάποιος πρέπει να βλάπτεται από την εκδοθείσα διοικητική πράξη ή την ακυρωτική απόφαση ώστε να θεωρηθεί ότι έχει έννοµο συµφέρον και να ασκήσει τριτανακοπή. Έννοµο συµφέρον παρέµβασης Έννοµο συµφέρον τριτανακοπής. Πρέπει να υπάρχει το έννοµο συµφέρον σε τρία χρονικά σηµεία:

- κατά τον χρόνο της εκδόσεως ή δηµοσίευσης της δικαστικής απόφασης.

- Κατά τον χρόνο της άσκησης της τριτανακοπής. - Κατά τον χρόνο της συζητήσεως της τριτανακοπής στο

δικαστήριο. - Εάν λείπει το έννοµο συµφέρον σε οποιοδήποτε από τα

παραπάνω χρονικά σηµεία, η τριτανακοπή απορρίπτεται ως απαραδέκτως.

3. Προθεσµία: Η προθεσµία για άσκηση τριτανακοπής είναι 60 ηµέρες και αρχίζει να τρέχει από τότε που κοινοποιήθηκε στον τρίτο ή δικαστική απόφαση ή το έλαβε πλήρης γνώση ο τρίτος.

Αποτελέσµατα τριτανακοπής: Όσο είπαµε για την προδικασία και την κύρια διαδικασία στην αίτηση ακυρώσεως ισχύουν και εδώ στην τριτανακοπή. ∆ηλαδή προσδιορισµός δικασίµου, δηµοσίευση υπόθεσης, εισήγηση στο δικαστήριο, προηγούµενη ακρόαση κτλπ. Εάν γίνει δεκτή η τριτανακοπή εξαφανίζεται η δικαστική απόφαση και µάλιστα αναδροµικά ex tunc. Αυτό σηµαίνει ότι εξαφανίζονται και οι προηγούµενες πράξεις δηλαδή είναι σαν να γίνεται η διοικητική δίκη από την αρχή. ∆ηλαδή στην νέα αυτή δίκη συµµετέχει και ο τρίτος που ασκεί την τριτανακοπή αλλά µαζί και οι αρχικοί διάδικοι. Η προηγούµενη δικαστική απόφαση δεν έχει καµιά ισχύ. Εάν δεν γίνει δεκτή η τριτανακοπή, δεν γίνεται δεκτή απλά και δεν έχουµε έννοµα αποτελέσµατα. Ένδικο βοήθηµα: κατά της διοικητικής πράξης. Ένδικο µέσω: κατά της δικαστικής απόφασης

∆ιάδικοι τριτανακοπής: Είναι ο τριτανακόπτων ( ο τρίτος δηλαδή που ασκεί την τριτανακοπή) αφετέρου δε και αυτοδικαίως όλοι όσοι ήταν διάδικοι στην αρχική δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η τριτανακοπτόµενη απόφαση. Αυτοδικαίως : δεν χρειάζεται να ασκήσουν παρέµβαση στην δίκη και µπορούν να συµµετέχουν στην δίκη.

82

Το έννοµο συµφέρον στην τριτανακοπή µπορεί να είναι είτε υλικό (π.χ. περιουσιακό) είτε ηθικό έννοµο συµφέρον. ∆ιαφορές ουσίας Ουσιαστικές διοικητικές διαφορές. Κοιτάζω αν υπάρχει ειδική διάταξη νόµου που επιτρέπεται στο δικαστήριο την δυνατότητα να εξετάζει όχι µόνο την νοµιµότητα, αλλά να εξετάσει επίσης και τα πραγµατικά περιστατικά και την σκοπιµότητα µιας διοικητικής πράξης και να εκδώσει διαπλαστική απόφαση. Αυτά τα δικαστήρια τότε έχουν πλήρης δικαιοδοσία. ∆ηλαδή ακύρωση και τροποποίηση της διοικητικής πράξης. Π.χ. φορολογικές ή ασφαλιστικές διαφορές. Κριτήριο: τυπικό / δικονοµικό κριτήριο. ∆ηλαδή ειδική διάταξη νόµου περί εξουσιών του δικαστή. Π.χ. λαθρεµπόριο – πράξη επιβολής πολλαπλών τελών, σε περίπτωση ακυρωτικής διαφοράς ακυρώνεται σε περίπτωση διαφοράς ουσίας έχει περισσότερα δικαιώµατα – τροποποίηση εδώ ισχύουν όλα τα αποδεικτικά µέσα που κανονικά δεν ισχύουν σε ακυρωτικές διαφορές. Όταν ο δικαστής κρίνει την διαφορά ουσίας δεν µπορεί ξανά να υπάρξει η ίδια η δίκη. Το κριτήριο δεν είναι ουσιαστικό ή λειτουργικό. Σηµαντικότερες ρήτρες – ειδικές διατάξεις νόµου:

1. Φορολογικές διαφορές : Γεννιούνταν µεταξύ διοίκησης και πολίτη και αφορούν την φορολογία, τα τέλη και τα πρόστιµα / δασµούς που επιβάλλονται στους πολίτες. Υπάγονται σε τακτικά δικαστήρια.

2. Νόµος 1406/ 1983 3. Καθορισµός των ορίων εδαφικής περιφέρειας των δήµων και

κοινοτήτων 4. Στρατιωτικές ναυτικές και αεροπορικές επιτάξεις. 5. Μεταλλεία και λατοµεία 6. Σήµατα 7. ΟΓΑ και ασφαλισµένοι 8. Κύρος δηµοτικών και κοινοτικών εκλογών καθώς και των

αρχαιρεσιών 9. Αστική ευθύνη του δηµοσίου ή ΝΠ∆∆ 10. αποδοχές προσωπικού δηµοσίου (sos) 11. διοικητικές συµβάσεις. 12. είσπραξη δηµοσίων εσόδων 13. Άρθρο 7 του νόµου 702/1977 που περιλαµβάνει τα παρακάτω: - διαφορές για ασφαλίσεις

83

- διαφορές σχετικά µε την προστασία αναπήρων και θυµάτων πολέµου, σεισµοπαθών κτλπ. - διαφορές περί λαϊκής στέγης, εργατικής κατοικίας κτλπ - διαφορές περί αποκαταστάσεως γεωργών και κτηνοτρόφων - διαφορές για υγειονοµική περίθαλψη των υπαλλήλων δηµοσίου. Η διοίκηση είναι υποχρεωµένη να προσλαµβάνει και ένα µέρος ευπαθών ανθρώπων. Αυτό µας επιτάσσουν ειδικοί νόµοι και είναι η υλοποίηση του κοινωνικού κράτους δικαίου. Αυτό ισχύει και για ιδιωτικές επιχειρήσεις και αυτές είναι δηλαδή υποχρεωµένες να τους προσλάβουν. Η επιβολή ποινών χρηµατικών και προστίµων στους πολίτες δηµιουργεί διοικητικές διαφορές ουσίας. Άρθρο 5 του νόµου 1406/1983 – οι διαφορές που προκύπτουν από την έκδοση διοικητικών πράξεων κτλπ. Οργάνωση διοικητικών δικαστηρίων και αρµοδιότητες τους: Τακτική διοικητικά δικαστήρια: Συµβούλιο της Επικρατείας, ∆ιοικητικό Εφετείο και ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο ή µονοµελές ή τριµελές. Υλική και καθ’ ύλη αρµοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων. 1ος βαθµός – διοικητικά πρωτοδικεία 2ος βαθµός – διοικητικά εφετεία Αναιρετικός βαθµός – Συµβούλιο της Επικρατείας Υλική αρµοδιότητα: Κατανοµή µε βάση το αντικείµενο, την φύση και την αξία της διαφοράς Τριµελές ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο: το τεκµήριο αρµοδιότητας αν δεν ορίζεται διαφορετικά ανήκει στο τριµελές διοικητικό πρωτοδικείο που ονοµάζεται και Τρ∆Πρ και κατά εξαίρεση όµως ο νόµος ορίζει ότι κάποια υπάγονται σε πρωτοδικεία µονοµελές και εφετεία. Μονοµελές Πρωτοδικείο: Καλείται αλλιώς και Μ∆Πρ. Έχει αρµοδιότητα στην εκδίκαση διοικητικών διαφορών το αντικείµενο των οποίων δεν υπερβαίνει τα 20.000 ευρώ. Είναι ευκίνητο αυτό το δικαστήριο αφού έχει µόνο ένα µέλος. Τα τριµελή διοικητικά πρωτοδικεία είναι δυσκίνητα, αλλά προσφέρει η σύνθεση τους δικαιότερο δικαστική κρίση. Επιδέχονται έφεση οι αποφάσεις της. ∆ιοικητικό Εφετείο: Αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθµό. Αρµοδιότητα σε διαφορές που ανακύπτουν από διοικητικές

84

συµβάσεις κάθε είδους, από υπαλληλικές προσφυγές και σε διαφορές περί του ανταγωνισµού. ∆εν υπόκεινται σε έφεση οι αποφάσεις του. Σύνταγµα Συµβούλιο της Επικρατείας = Αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθµό. Οι αποφάσεις της δεν προσβάλλονται µε έφεση. Άρθρο 103 του Συντάγµατος λέει ότι οι υπαλληλικές προσφυγές κατά αποφάσεων υπηρεσιακών συµβούλων µε τις οποίες επιβάλλεται ο υποβιβασµός ή η οριστική παύση του υπαλλήλου κατά τα λοιπά το Συµβούλιο της Επικρατείας δικάζει και λειτουργεί ως αναιρετικό δικαστήριο. Αναιρετικός βαθµός δικαιοδοσίας – Εξετάζονται µόνο τα τυχόν νοµικά σφάλµατα.

Άρθρο 103

1. Οι δηµόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό οφείλουν πίστη στο Σύνταγµα και αφοσίωση στην Πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισµού τους ορίζονται από το νόµο.

2. Κανένας δεν µπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νοµοθετηµένη. Εξαιρέσεις µπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόµο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες µε προσωπικό που προσλαµβάνεται για ορισµένη χρονική περίοδο µε σχέση ιδιωτικού δικαίου.

3. Οργανικές θέσεις ειδικού επιστηµονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού µπορούν να πληρούνται µε προσωπικό που προσλαµβάνεται µε σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόµος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαµβάνεται.

4. Οι δηµόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι µόνιµοι εφόσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται µισθολογικά σύµφωνα µε τους όρους του νόµου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται µε δικαστική απόφαση, δεν µπορούν να µετατεθούν χωρίς γνωµοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συµβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από µόνιµους δηµόσιους υπαλλήλους. Κατά των αποφάσεων των συµβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συµβούλιο της Επικρατείας, όπως νόµος ορίζει.

5. Με νόµο µπορεί να εξαιρούνται από τη µονιµότητα ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, οι διοριζόµενοι απευθείας µε βαθµό πρεσβευτικό, οι υπάλληλοι της Προεδρίας της ∆ηµοκρατίας και των γραφείων του Πρωθυπουργού, των Υπουργών και Υφυπουργών.

6. Οι διατάξεις των προηγούµενων παραγράφων έχουν εφαρµογή και στους υπαλλήλους της Βουλής, οι οποίοι κατά τα λοιπά διέπονται εξ ολοκλήρου από τον κανονισµό της, καθώς και στους υπαλλήλους των οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης και των λοιπών νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου.

85

7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο ∆ηµόσιο και στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε µε διαγωνισµό είτε µε επιλογή σύµφωνα µε προκαθορισµένα και αντικειµενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόµος ορίζει. Νόµος µπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται µε αυξηµένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείµενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγµατικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής.

8. Νόµος ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο ∆ηµόσιο και τον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεποµένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόµος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που µπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούµενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόµο µονιµοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η µετατροπή των συµβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουµένους µε σύµβαση έργου.

9. Νόµος ορίζει τα σχετικά µε τη συγκρότηση και τις αρµοδιότητες του "Συνηγόρου του Πολίτη" που λειτουργεί ως ανεξάρτητη αρχή.

Τοπική αρµοδιότητα: Καθορίζει µε βάση την εδαφική περιοχή και την δικαστική περιφέρεια σε ποιο από τα δικαστήρια όµοιου βαθµού θα υπόκεινται η διαφορά. Σε αυτήν την περιφέρεια πρέπει δηλαδή να εδρεύει και η αρχή από την πράξη ή την παράλειψη της οποίας γεννιέται η διοικητική διαφορά ουσίας. Π.χ. ΟΤΑ Κοµοτηνής περί συµβάσεων διοικητικών – Αρµόδιο το ∆ιοικητικό Εφετείο Κοµοτηνής. Όλες οι διαφορές του ν. 702/1977 υπάγονται στην αρµοδιότητα υλική του τριµελούς διοικητικού πρωτοδικείου. Εξαίρεση: ειδικά σε διαφορές από συµβάσεις δηµοσίων έργων είναι αρµόδια κατά τόπων το ∆ιοικητικό Εφετείο στην περιφέρεια του οποίου εκτελείται το δηµόσιο έργο. (# ∆εν ισχύει για όλες τις διοικητικές συµβάσεις αυτό, αλλά µόνοι για συµβάσεις δηµοσίων έργων.). Κώδικας ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας : Σε διαφορές από την διοικητική εκτέλεση ο κανόνας είναι ότι τοπικά αρµόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου γεννιέται η αναγκαστική εκτέλεση. Π.χ. Α οφειλέτης δηµοσίου µε χρέη 100.000 ευρώ – αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του – είναι διοικητική εκτέλεση – είναι αρµόδιο εδώ το µονοµελής διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η δικαστική αναγκαστική εκτέλεση. Αυτά γίνονται για την διευκόλυνση της άµυνας του διοικουµένου.

86

Συνέπειες της έλλειψης αρµοδιότητας: Η έλλειψη αρµοδιότητας αν και είναι προϋπόθεση παραδεκτού δεν συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου βοηθήµατος ως απαραδέκτου αλλά την µεταβίβαση της υπόθεσης στο αρµόδιο δικαστήριο. Ισχύει για περιπτώσεις έλλειψης αρµοδιότητας µόνο και όχι για έλλειψη δικαιοδοσίας. Εκεί απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Η απόφαση περί παραποµπής µπορεί να προσβληθεί µε έφεση από τον ενδιαφερόµενο και είναι δεσµευτική για τον κατώτερο ή ισόβαθµο δικαστήριο η απόφαση που θα βγει και όχι για το ανώτερο δικαστήριο. Εισαγωγικά ένδικα βοηθήµατα: Γενικά ένδικα βοηθήµατα είναι η προσφυγή ουσίας και η αγωγή. Ο Κώδικας ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας καθιερώνει και ειδικά ένδικα βοηθήµατα όπως:

- ανακοπή για την επίλυση των διαφορών που αναφύονται κατά την διοικητική εκτέλεση.

- Ενστάσεις που µε αυτές επιλύονται οι διαφορές εκλογές διαφορές ή και για ανάδειξη αιρετών οργάνων των δήµων και των κοινοτήτων ή για ΟΤΑ 2ου βαθµού. Χρησιµοποιούνται σε περίπτωση ύπαρξης αµφισβητήσεων για εκλογική διαδικασία. Το ίδιο ισχύει και για εκλογές πρυτανειών κτλπ. Άρα εκλογές διαφορές µε ευρεία έννοια του όρου.

Εκδικάζονται από το Τριµελές ∆ιοικητικό Πρωτοδικείο για ενστάσεις ∆ήµων ή Κοινοτήτων (πρώτος και τελευταίος βαθµός). Νοµαρχιακές εκλογές -> Εκδικάζονται σε ∆ιοικητικό Τριµελές Εφετείο σε πρώτο και τελευταίο βαθµό. Προσφυγή ουσίας: Είναι το διαπλαστικό ένδικο βοήθηµα µε το οποίο ζητείται η ακύρωση ή η τροποποίηση µιας εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης στα πλαίσια διοικητικών διαφορών ουσίας. Η νοµολογία έχει διευρύνει το δικονοµικό περιεχόµενο της προσφυγής και θεωρεί ότι µε προσφυγή ουσίας κάποιος µπορεί ακόµα να πετύχει και την καταψήφιση χρηµατικής αποζηµιώσεως. ∆ηλαδή δεν θέλουµε απλώς την τροποποίηση ή ακύρωση της διοικητικής πράξης ή παράλειψης αλλά και ζητάµε παράλληλα µε αγωγή αποζηµίωση από την διοίκηση η οποία θα περιλαµβάνει και τους νόµιµους τόκους. Αγωγή: Το ένδικο βοήθηµα µε το οποίο επιδιώκεται από τον διοικούµενο η ικανοποίηση χρηµατικών αξιώσεων από έννοµες σχέσεις δηµοσίου δικαίου. Αντικείµενο προσβολής: Είναι οι ρητές αρνητικές πράξεις της διοίκησης οι οποίες γεννούν τις διαφορές που αναφέρθηκαν

87

παραπάνω σε νόµους. Τα ίδια ισχύουν και για παραλήψεις της διοίκησης. Όταν η διοίκηση είναι υποχρεωµένη να εκδώσει διοικητική πράξη και δεν εκδίδεται και έχουµε διαφορά που γεννά διοικητική διαφορά ουσίας, έχουµε διοικητική παράλειψη που προσβάλλεται. Αποτελούν επίσης διοικητικές παραλήψεις καθώς επίσης και οι τεκµαιρόµενες απορρίψεις των αιτηµάτων. Εάν η διαφορά προβλέπει και ενδικοφανής προσφυγή αυτή πρέπει να εξαντληθεί – ασκηθεί πριν ασκήσουµε την προσφυγή ουσίας. Προσφυγή ουσίας # ∆ιοικητικές προσφυγές. Η προσφυγή και εδώ ασκείται κατά της απόφασης που εκδίδεται µετά την ενδικοφανή προσφυγή. Εάν περάσουν 30 ηµέρες µετά την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και δεν απαντήσει η διοίκηση έχουµε τεκµαιρόµενη άρνηση και προσβάλλουµε αυτήν την αρνητική διοικητική πράξη στο δικαστήριο. Όταν ο διοικούµενος δεν γνωρίζει όλες τις πληροφορίες περί της ενδικοφανούς προσφυγής, επειδή η παράλειψη άσκησης της έχει δυσµενείς συνέπειες, η διοίκηση είναι υποχρεωµένη να πει στο διοικούµενο την προθεσµία, το αρµόδιο όργανο και πληροφορίες σχετικά µε την άσκηση ή όχι ενδικοφανούς προσφυγής. Κυρίως / συνήθως το περιεχόµενο των ενδικοφανών προσφυγών αλλάζει από περίπτωση σε περίπτωση. Εάν ο διοικούµενος ασκήσει προσφυγή επί παραλήψεως ή τεκµαιρόµενης αρνητικής πράξης ενώπιον δικαστηρίου τότε στην τελική απόφαση οι προηγούµενες θεωρούνται συµπροσβαλλόµενες διοικητικές πράξεις. Αλλά έχει δικαίωµα ο διοικούµενος να τα προσβάλλει χωριστά αυτά µε προσφυγή. ∆ιακοπή – αναστολή προθεσµιών: Όσον αφορά την αναστολή ισχύουν τα ίδια που ισχύουν και στην αίτηση ακυρώσεως. Προθεσµία προσφυγής: Η προθεσµία είναι 60 ηµερών, η οποία αρχίζει ως εξής: εάν πρόκειται για ατοµική διοικητική πράξη που είναι δηµοσιευτέα ισχύουν τα ίδια µε την αίτηση ακυρώσεως ενώ αν έχουµε κανονιστική διοικητική πράξη γεννά µόνο ακυρωτικές διαφορές και όχι διαφορές ουσίας και υπόκεινται ενώπιον Συµβουλίου Επικρατείας. Η προθεσµία αυτή αρχίζει για ατοµικές διοικητικές πράξεις που είναι δηµοσιευτέες κατά τον νόµο από τότε που δηµοσιεύτηκε (εποµένη της δηµοσίευσης όσον αφορά τους τρίτους ενώ για τον ίδιο τον διοικούµενο από τότε που του κοινοποιήθηκε ή το έλαβε γνώση (πλήρης) της διοικητικής πράξης.

88

Υπάρχουν και τεκµήρια που συνάγονται από το εύλογο ενδιαφέρον του διοικουµένου για την διοικητική πράξη. Τεκµήριο γνώσεως δηλαδή. Αν περάσει µεγάλο χρονικό διάστηµα, αλλά ωστόσο αυτό έχεις το εύλογο ενδιαφέρον ακόµα και τότε µπορείς να την προσβάλλει την διοικητική πράξη άσχετα από την κοινοποίηση ή την γνώση. Το ίδιο ισχύει και αντίθετα και η διοίκηση µπορεί να πει ότι όφειλες να την ξέρεις. ∆ηλαδή 30 µέρες + 60 ηµέρες. Αγωγή Προσφυγή ουσίας # Αγωγή Προσφυγή ουσίας: διαπλαστικό ένδικο βοήθηµα. Επιδιώκεται τροποποίηση µιας διοικητικής πράξης. Αγωγή: Επιδιώκεται η ικανοποίηση χρηµατικών αξιώσεων από έννοµες σχέσεις του δηµοσίου δικαίου. Ενώ ο κώδικας διοικητικής δικονοµίας περιορίζει µόνο την αγωγή σε χρηµατικές αξιώσεις, η νοµολογία έχει διευρύνει δικονοµικά την αγωγή µε την οποία µπορούν να επιδιωχθούν και άλλα δικαιώµατα διοικητικά. Μπορεί δηλαδή να έχει και άλλο βεληνεκές η αγωγή εκτός από την ικανοποίηση χρηµατικών αξιώσεων. Ο κάθε διοικούµενος υπάρχει περίπτωση να έχει παράλληλα και τα δύο παραπάνω ένδικα βοηθήµατα. Εάν τα ζητάει και τα δύο πρόκειται για προσφυγή αγωγής. Η αγωγή διακρίνεται στα εξής είδη: Αναγνωριστική αγωγή: Με αυτήν επιδιώκεται η αναγνώριση της χρηµατικής αξιώσεως από έννοµες σχέσεις δηµοσίου δικαίου. ∆ηµιουργεί δεδικασµένο αλλά δεν παράγει εκτελεστό τίτλο και δεν υπάρχει αναγκαστική εκτέλεση. Καταψηφιστική αγωγή: Εκτός από την αξίωση αυτή, περιέχει και αίτηµα για την καταψήφιση του χρηµατικού ποσού ή την καταδίκη σε εκτελεστική παροχής. Περιέχει δηλαδή και αναγνωριστική και καταψηφιστική αξίωση. Εφόσον γίνει τελεσίδικη µπορεί να υπάρξει αναγκαστική εκτέλεση. ∆ηµιουργεί τίτλο εκτέλεσης. Είναι ο διοικούµενος υποχρεωµένος να καταβάλλει και το δικαστικό ένσηµο. Στην αναγνωριστική αγωγή δεν υπάρχει αυτή η υποχρέωση. Αυτά ισχύουν και στην πολιτική δικονοµία.

89

Αν κερδίσεις την καταψηφιστική αγωγή σου επιστρέφεται πίσω αυτό το δικαστικό ένσηµο. Για αυτό τον λόγο ο διοικούµενος που κάνει καταψηφιστική αγωγή πρέπει να είναι σίγουρος για το αποτέλεσµα (ευµενές) της αγωγής αυτής. Η απόφαση αυτή που εκδίδεται λέγεται καταψηφιστική απόφαση. Στις αναγνωριστικές αγωγές έχουµε αναγνωστικές αποφάσεις. Η διοίκηση συνήθως ζητάει καταψηφιστική απόφαση δικαστηρίου για να πληρώσει χρήµατα στο πολίτη. Αγωγή αποζηµιώσεως: Επιδιώκεται η αποζηµίωση που ορίζεται από διατάξεις του διοικητικού δικαίου. Π.χ. Αστική Ευθύνη δηµοσίου / 105 – 106 ΕισΝΑΚ. Είναι το 95% των περιπτώσεων. Ευθεία αγωγή: Επιδιώκεται η ικανοποίηση χρηµατικών αξιώσεων από έννοµες σχέσεις δηµοσίου δικαίου που οι οποίες αξιώσεις βρίσκουν απευθείας έρεισµα στο νόµο χωρίς να υπάρχει η ανάγκη έκδοσης διοικητικής πράξης για την θεµελίωση του δικαιώµατος. Π.χ. χρονικό επίδοµα που έχει νοµοθετικό έρεισµα που υπάρχει στην περίπτωση των δηµοσίων υπαλλήλων που υπηρετούν το δηµόσιο. ∆εν δίνεται αυτό το ποσό απευθείας αλλά πρέπει να προηγηθεί µια ευθεία αγωγή πρώτα και µετά ο Υπουργός που είναι αρµόδιος θα εκδώσει διοικητική πράξη για το χρονικό επίδοµα. Στο ίδιο παράδειγµα αν έχουνε παράλειψη του Υπουργού µετά την ευθεία αγωγή µπορούµε να ασκήσουµε αγωγή αποζηµίωσης. ∆ηλαδή: Υπάρχει αξίωση δηµοσίου δικαίου αλλά για την ενεργοποίηση αυτής χρειάζεται άσκηση ευθείας αγωγής πρώτα. Η ευθεία αγωγή παραγράφεται πολύ πιο γρήγορα σε σχέση µε οποιαδήποτε άλλη αξίωση αποζηµίωσης. Αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισµού: Επιδιώκεται µε βάση το Άρθρο 904 και επόµενα του Αστικού Κώδικα η διεκδίκηση του παράνοµου πλουτισµού από εκείνον που πλούτισε παρανόµως ή µε επιζήµια κάποιου άλλου. Είναι ευρύτατη αγωγή, λειτουργεί επικουρικά και καλύπτει τα κενά των προηγούµενων αγωγών. Αφορά κάθε αδικαιολόγητη και παράνοµη µετακίνηση του πλουτισµού. Από τον Αστικό Κώδικα έχει µεταφερθεί και στο διοικητικό δίκαιο.

90

Υπάρχει και δυνατότητα όµως σε εξαιρετικές περιπτώσεις να πάνε κανονική αγωγή και αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισµού µαζί σε ένα δικόγραφο. Συνήθως οι πολύ έµπειροι δικηγόροι το κάνουν αυτό βάζοντας την κύρια αγωγή και την αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισµού µαζί µέσα σε ένα δικόγραφο. Πλαγιαστική αγωγή: Έχει πολύ µικρή πρακτικά αξία. Εγείρεται από τους δανειστές του δανειστή εφόσον ο τελευταίος αδρανεί στην άσκηση αγωγής κατά του οφειλέτη. ∆εν αφορά αυστηρά πρωσοπαπαγής ενοχές. Είναι η διάσπαση της αρχής της σχετικότητας. ∆ηµόσιο: Οφειλέτης / ∆ιοικούµενος : ∆ανειστής. Σκοπός: να δοθούν τα χρήµατα από οφειλέτη σε δανειστή ώστε ο δανειστής του δανειστή να µπορεί να το πάρει από αυτόν. Συνήθως οι χρηµατικές αξιώσεις δεν είναι πρωσοποπαγείς ενοχές. Παρεµπίπτουσα αγωγή: Επιδιώκεται από τον ενάγοντα τα παρεπόµενα της κυρίας δίκης (λόγω χάρη π.χ. τόκοι) καθώς επίσης και οτιδήποτε συντέλεσε στην αύξηση της αξίωσης µέχρι την έκδοση της απόφασης. Συµπληρώνει την κύρια αγωγή και δεν χρειάζεται άσκηση νέας αγωγής για τις νέες αξιώσεις που θα δηµιουργηθούν. Σχέση προσφυγής – αγωγής: Και τα δύο ένδικα βοηθήµατα είναι αυτοτελή και ανεξάρτητα. Αυτό σηµαίνει ότι κατά την εξέταση και η νοµιµότητας της διοικητικής πράξης / παράλειψης παρεµπιπτόντως από την οποία απορρέει χρηµατική αξίωση. Ασκούνται οι αγωγές µε την κατάθεση του δικογράφου στην Γραµµατεία ∆ικαστηρίου. Κατά εξαίρεση οι φορολογικές διαφορές µπορούν να πάνε και σε φορολογική αρχή. Αντικείµενο αγωγής όµως δεν µπορούν να αποτελέσουν οι φορολογικές διαφορές. Μπορούν να αποτελέσουν αντικείµενο προσφυγής όµως. Το ένδικο βοήθηµα της αγωγής είναι ανεξάρτητο ένδικο βοήθηµα. Με την αγωγή αποζηµίωσης καλύπτεται το σύνολο της διοικητικής πράξης / δράσης. Η αγωγή αποζηµίωσης δεν αφήνει χωρίς δικαστικό έλεγχο την διοίκηση. Για λόγους προστασίας διεθνών σχέσεων αίτηση ακυρώσεως δεν ασκείται επί κυβερνητικών πράξεων. Η αγωγή όµως στρέφεται και µπορεί να στρέφεται και κατά των κυβερνητικών πράξεων.

91

Ενεργητική νοµιµοποίηση στην προσφυγή ουσίας: Σε άσκηση προσφυγής ουσίας νοµιµοποιείται εκείνος που έχει προσωπικό, άµεσο και ενεστώς έννοµο συµφέρον. Σε άσκηση προσφυγής ουσίας νοµιµοποιείται εκείνος επίσης στον οποίο πρόσωπο ρητά ο νόµος του παρέχει αυτό το δικαίωµα. Επίσης νοµιµοποιείται και ο Υπουργός Οικονοµικών ή ο αρµόδιος οικονοµικός επιθεωρητής όταν ασκούµε προσφυγή ουσίας ενώπιον τακτικών δικαστηρίων κατά πράξεων των φορολογικών αρχών, δηλαδή στις φορολογικές διαφορές. Παθητική νοµιµοποίηση στην προσφυγή ουσίας: Στην ουσιαστική διοικητική δίκη νοµιµοποιείται παθητικό το Ελληνικό ∆ηµόσιο ή το ΝΠ∆∆ το όργανο του οποίου εξέδωσε την προσβαλλόµενη διοικητική πράξη ή παράλειψη. Στην δίκη το ∆ηµόσιο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονοµικών και ειδικά στις περιπτώσεις των φορολογικών διαφορών από την φορολογική αρχή που εξέδωσε την πράξη/ παράλειψη που προσβάλλεται. Π.χ. ΑΕΙ – εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονοµικών ∆ήµος / Νοµαρχία – εκπροσωπείται από τον Νοµάρχη. Ενεργητική νοµιµοποίηση στις αγωγές: Επί αγωγής νοµιµοποιείται ενεργητικά ο φορέας/ δικαιούχος της αξίωσης ή ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος αυτού του αρχικού φορέα. Ο ασφαλιστής από την στιγµή που καταβάλλει το ασφάλισµα υπεισέρχεται στα δικαιώµατα του ασφαλιζόµενου. Μπορεί να εγείρει αυτός αγωγή αποζηµίωσης δηλαδή µετά. Παθητική νοµιµοποίηση στις αγωγές: Νοµιµοποιείται πάλι ή το Ελληνικό ∆ηµόσιο ή το ΝΠ∆∆ από την πράξη / παράλειψη του οργάνου γεννήθηκε η αξίωση αυτή. ∆ικόγραφο πρόσθετων λόγων: Οι διάδικοι έχουν και την δυνατότητα πάντοτε να συµπληρώσουν ή να προβάλλουν νέους λόγους στην υπόθεση µε το δικόγραφο πρόσθετων λόγων. Το δικόγραφο πρόσθετων λόγων ασκείται µε δικόγραφο που καταθέτεται στην γραµµατεία του δικαστηρίου στην οποία εκκρεµεί το κύριο ένδικο βοήθηµα και κοινοποιείται από τον ασκούντα (µε ποινή απαραδέκτου εφόσον δεν κοινοποιηθεί) αντίγραφο του δικογράφου σε όλους τους διαδίκους 15 ηµέρες πριν από την δίκη.

92

Συνέπειες άσκησης της αγωγής: Η αγωγή από την στιγµή που θα ασκηθεί µε κατάθεση στην γραµµατεία του δικαστηρίου διακόπτει την παραγραφή της αξίωσης. Καταρχήν ισχύει µια 5 – ετής παραγραφή στις αξιώσεις και µετά παραγράφονται. Υπάρχει διακοπή όµως µε αγωγή αυτής της παραγραφής. Από την στιγµή της αγωγής έχουµε άλλα 20 χρόνια παραγραφής. Η επίδοση (όχι κατάθεση) της αγωγής σε Ελληνικό ∆ηµόσιο ή ΝΠ∆∆ έχει σαν συνέπεια την τοκοφορία ή την τοκογωνία. Η επίδοση γίνεται (του δικογράφου της αγωγής) στον εκπρόσωπο του ΝΠ∆∆ ή ∆ηµοσίου δηλαδή π.χ. Υπουργό Οικονοµικών. Υπάρχει ως συνέπεια και η εκκρεµοδικία. Η υπόθεση γίνεται εκκρεµής µέχρι να εκδοθεί µια τελεσίδικη απόφαση. Μπορεί όµως να ασκηθεί έφεση αναψηλάφισης. Αν δεν διακοπεί η εκκρεµοδικία αυτό έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της άσκησης της 2ης αγωγής από τους ίδιους διαδίκους, για τον ίδιο λόγο και για την ίδια υπόθεση. Ισχύει ο κανόνας άπαξ ασκήσεως ενδίκων βοηθηµάτων. Ο ενάγων έχει το δικαίωµα να βασιστεί σε περισσότερους λόγους όσον αφορά την αξίωση του. Αυτό λέγεται συρροή. Κοινό εισαγωγικό δικόγραφο: Λέγεται οµοδικία αυτό το φαινόµενο. Η οµοδικία διακρίνεται στις εξής κατηγορίες:

- ενεργητική οµοδικία - παθητική οµοδικία. - Απλή/ δυνητική οµοδικία - Αναγκαστική οµοδικία.

Περισσότεροι µπορούν να ασκήσουν κοινή προσφυγή ουσίας ή αγωγή. Ενεργητική οµοδικία: Όταν περισσότερα πρόσωπα εµφανίζονται ως προσφεύγοντες ή ενάγοντες. Μπορεί ο καθένας να πάει ή χωριστά ή όλοι µαζί. Γίνεται µε κοινό εισαγωγικό δικόγραφο. Έχουµε οικονοµία δίκης και χρηµάτων. Προϋπόθεση => οι περισσότεροι προσφεύγοντες να προβάλλουν τους ίδιους λόγους (ιστορικούς / νοµικούς) ακύρωσης ή τροποποίησης της διοικητικής πράξης ή παράλειψης. Επί αγωγής οι οµοδικούντες θα πρέπει είτε να στηρίζουν τις αξιώσεις της σε ένα κοινό δικαίωµα ή σε όµοια κατά ουσιώδη στοιχεία σε νοµική – ιστορική πραγµατική βάση/ αιτία. Αν δεν τηρηθούν αυτές οι προϋποθέσεις απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη. Μέγιστο επιτρεπόµενο όριο των οµοδίκων είναι 100 πολίτες που έχουν έννοµο συµφέρον.

93

Αρκεί να στηρίζονται σε ουσιαστικά ίδια αίτια και βάσεις για να ασκήσουν την αγωγή ή προσφυγή αυτή. Εάν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις οµοδικίας η υπόθεση συνεχίζει για τον πρώτο προσφεύγοντα που είναι στη λίστα. Για τους άλλους ακυρώνεται και την ασκούν εκ νέου. Παθητική οµοδικία: Όταν η αγωγή / προσφυγή στρέφεται από πολλούς διοικουµένους κατά περισσότερων φορέων της δηµόσιας διοίκησης. Απλή / ∆υνητική οµοδικία: Εναπόκεινται στους διαδίκους αν θα ακολουθήσουν ή όχι. Απαιτείται νοµικό ή πραγµατικό δεσµό µεταξύ των οµοδίκων. Είναι απλός δικονοµικός δεσµός. ∆εν επηρεάζει τις έννοµες σχέσεις (ουσιαστικές) των διαδίκων/ οµοδίκων. Οι διαδικαστικές πράξεις του ενός ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν τον άλλον οµόδικο. Έχουµε εδώ περισσότερες έννοµες σχέσεις διοικητικής δίκης µέσα σε ένα δικόγραφο. Αναγκαστική οµοδικία: Άρθρο 116 του Κώδικα ∆ιοικητικής ∆ικονοµίας. Περισσότεροι οµοδικούν όταν συντρέχουν τα παρακάτω:

- διαφορά που επιδέχεται ενιαία ρύθµιση - η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους

οµοδίκους. - Αν συγκεκριµένο ένδικο βοήθηµα µπορεί να ασκηθεί από

κοινού από τους οµοδίκους τότε έχουµε αναγκαία οµοδικία. Το λέει ρητά ο νόµος. Π.χ. η ανακοπή.

- Αν λόγω συνθηκών της συγκεκριµένης διαφοράς δεν µπορούν να υπάρξουν αντίθετες δικαστικές αποφάσεις.

Ο θεσµός της οµοδικίας εξυπηρετεί στο ότι να µην έρθουν άλλοι µετά να παρέµβουν στην δίκη και δικονοµικά παρέχει ασφάλεια στους οµοδίκους. Αναγκαστική οµοδικία # Απλή/ ∆υνητική οµοδικία. Η διαδικασία και η απόφαση που εκδίδεται στην αναγκαστική οµοδικία σε δεσµεύει υποχρεωτικά ακόµα και αν δεν συµµετέχεις στην δίκη. Είναι ουσιαστικός δικονοµικός δεσµός. Οι πράξεις/ αποφάσεις του ενός οµοδίκου είναι δεσµευτικές και για τους άλλους. Συντρέχει η αναγκαστική οµοδικία στις περιπτώσεις που ρητά ορίζει ο νόµος.

94

Ανακοίνωση της δίκης: Στην απλή οµοδικία µπορεί κάποιος διάδικος να προβεί σε ανακοίνωση της δίκης σε τρίτον για να συµµετέχει και αυτός στην δίκη. Η ανακοίνωση της δίκης δεν υποχρεώνει απλά τον τρίτο προς συµµετοχή στην δίκη αλλά απλά δηµιουργεί σε αυτόν ένα βάρος. Είναι αντίστοιχη δηλαδή µε την παρέµβαση στην ακυρωτική δίκη. Αν ο τρίτος δεν συµµετάσχει στην δίκη δεν µπορεί να κάνει στην συνέχεια τριτανακοπή. Υποχρέωση # βάρος Η ανακοίνωση εδώ γίνεται από τον ενάγοντα/ οµόδικο ενώ στην ακυρωτική δίκη γίνεται από τον ίδιο το δικαστήριο (από τον εισηγητή). Προσεπίκληση: Είναι η κλήση για συµµετοχή στην δίκη του αναγκαστικού οµοδίκου. Εάν γίνει προσεπίκληση και δεν εµφανιστεί ο δικαιούχος στην δίκη, η απόφαση που θα βγει θα το δεσµεύει και δεν µπορεί να την αµφισβητήσει. Συµµετοχή τρίτου στη δίκη (ουσιαστική): Η συµµετοχή τρίτου σε εκκρεµή διοικητική δίκη γίνεται µε τον θεσµό της παρέµβασης. Η παρέµβαση διακρίνεται σε: - πρόσθετη παρέµβαση: ασκείται από τρίτον που έχει έννοµο συµφέρον να αποβεί η δίκη υπέρ κάποιου από τους διαδίκους. # στην ακυρωτική δίκη µε την παρέµβαση επιτρέπεται µόνο υπέρ του κύρους της διοικητικής πράξης άσκηση της παρέµβασης και παρεµβαίνει κάποιος για να υποστηρίξει την διοίκηση. Ο πρόσθετος παρεµβαίνον υποστηρίζει απλά τις θέσεις του διαδίκου υπέρ του οποίου παρεµβαίνει στην ουσιαστική δίκη. ∆εν µπορεί όµως ποτέ να προβάλλει τα δικά του επιχειρήµατα.

- κύρια παρέµβαση: απαντάται µόνο και εντοπίζεται σε ουσιαστική διοικητική διαφορά και ποτέ σε ακυρωτική διαφορά. Είναι εκείνη στην οποία ο παρεµβαίνον αντιποιείται το αντικείµενο της δίκης. Με λίγα λόγια αντιποιείται / διεκδικεί το αντικείµενο της δίκης ως δικό του. ∆εν υποστηρίζει δηλαδή ο τρίτος τα επιχειρήµατα ενός διαδίκου αλλά απλά έχει κύρια συµµετοχή στην δίκη ως κανονικό διάδικο και διεκδικεί αντί για τον κανονικό διάδικο αυτός το επίδικο αντικείµενο.

Άσκηση παρέµβασης: Η παρέµβαση ασκείται µε δικόγραφο που κατατίθεται στην γραµµατεία του δικαστηρίου και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους 6 ηµέρες πριν από την συζήτηση τουλάχιστον.

95

Η άσκηση της κυρίας παρέµβασης ειδικά έχει όλα τα αποτελέσµατα και συνέπειες της αγωγής. Ο κύριος παρεµβαίνον γίνεται διάδικος και µπορεί να εκδοθεί εκτελεστός τίτλος υπέρ του. Για ακυρωτικές διαφορές κοιτάµε το Π∆ 18/1989. Για ουσιαστικές διαφορές κοιτάµε το ν. 2717/1999 ∆ιαδικασία – Ένδικα µέσα σε διαφορές ουσίας Συζήτηση υπόθεσης: Γίνεται µε εκφώνηση από το πινάκιο στο οποίο αναγράφονται οι υποθέσεις. Μετά είτε θα συζητηθεί η υπόθεση είτε θα αναβληθεί η συζήτηση για κάποιο σπουδαίο λόγο. Π.χ. αποδεικτικά µέσα. Στην ουσιαστική δίκη ισχύει το συγκεντρωτικό σύστηµα. Και η αρχή της άνευ επικουρίας δικάζεσθαι. Συγκεντρωτικό σύστηµα: Όλα τα αποδεικτικά µέσα πρέπει να προσκοµίζονται µέχρι την προηγούµενη ηµέρα πριν την συζήτηση στο δικαστήριο για να µπορέσει το δικαστήριο να σχηµατίσει γνώµη. Εντός τριών ηµερών πριν από την δίκη οι διάδικοι µπορούν να καταθέσουν και υπόµνηµα για ανάπτυξη των ισχυρισµών τους αλλά δεν µπορούν να παραβάλλουν νέα επιχειρήµατα και νέους λόγους προσφυγής παραδεκτά οι οποίες θεµελιώνουν δικαίωµα αποζηµίωσης. Προβολή επιχειρηµάτων και νέων λόγων γίνεται µε το αρχικό δικόγραφο κα µε το δικόγραφο των προσθέτων λόγων. Σε καµία περίπτωση µε υποµνήµατα. Αν οι διάδικοι είχαν την δυνατότητα προβολής νέων αξιώσεων και επιχειρηµάτων θα άλλαζε το αντικείµενο της δίκης και δεν θα µπορούσε ο αντίδικος να αµυνθεί κατά των νέων επιχειρηµάτων αυτών. Θα είχαµε παραβίαση της αρχής της προηγούµενης ακρόασης. Το δικαστήριο δεν µπορεί να λάβει υπόψη τα στοιχεία τα οποία πριν από το δικαστήριο δεν έχουν τεθεί υπόψη και στην γνώση των διαδίκων. Αποδεικτική διαδικασία: Εκτιµάται όλο το αποδεικτικό υλικό που παραδίνεται στο δικαστήριο από τους διαδίκους. Μπορεί αυταπαγγέλτως και το δικαστήριο αναζητώντας την αλήθεια να διατάξει νέα αποδεικτικά στοιχεία. Π.χ. διαταγή στην υπηρεσία για προβολή αποδεικτικών στοιχείων, η οποία δεν έχει και σχέση µε την υπόθεση.

96

# Πολιτικά δικαστήρια: Οι διάδικοι έχουν την δυνατότητα να συλλέγουν στοιχεία. Το δικαστήριο αυταπαγγέλτως δεν κάνει τίποτα. Το δικαστήριο µπορεί να αναζητεί τα αποδεικτικά στοιχεία επ άπειρων δηλαδή µέχρι να λυθούν οι αµφιβολίες του δικαστηρίου για την δίκη / υπόθεση. Η αλήθεια δεν είναι αντικειµενική. Αυτή που αναζητείται είναι η δικονοµική αλήθεια και εδώ. Υπάρχει το αντικειµενικό βάρος απόδειξης. Αντικειµενικό βάρος απόδειξης: Κάθε διάδικος πρέπει να επικαλεστεί εκείνα τα πραγµατικά περιστατικά τα οποία τα ωφελούν και αν δεν τα επικαλεστεί και ο δικαστής έχει αµφιβολία όσον αφορά τα πραγµατικά περιστατικά τότε µπορεί να εκδώσει απόφαση σε βάρος του διαδίκου που φέρει το βάρος της αντικειµενικής απόδειξης. Στα λατινικά λέγεται non liquet αυτό. Ο αιτών πρέπει να αποδείξει τους ισχυρισµούς του. Ο δικαστής αν έχει αµφιβολία για την υπόθεση και συνήθως το βάρος της αµφιβολίας του δικαστή το έχει ο διάδικος που κατέθεσε το δικόγραφο και ξεκίνησε η δίκη. Πρέπει να εκδοθεί µε κάθε κόστος δικαστική απόφαση ώστε να µην έχουµε αρνησιδικία. Τα ίδια ισχύουν και στην πολιτική δίκη. # ∆εν πρέπει να το µπερδεύουµε µε το υποκειµενικό βάρος απόδειξης. Αποδεικτικά µέσα και η ισχύς αυτών: Τα αποδεικτικά αυτά µέσα µπορούν να συνδυαστούν µεταξύ τους. Τα αποδεικτικά µέσα είναι τα παρακάτω:

- έγγραφα είτε δηµόσια είτε ιδιωτικά. - Μάρτυρες - Αυτοψία: Επιτόπια εξέταση του κινητού ή ακίνητου πράγµατος

από το δικαστήριο. Χρειάζεται δικαστική απόφαση για αυτοψία για να δοθεί η δυνατότητα στους διαδίκους κατά την διάρκεια της αυτοψίας για να εκφράζουν την άποψη τους και τους λόγους παραδεκτού κτλπ. Χρησιµοποιείται ελάχιστα λόγω κίνησης στα δικαστήρια.

- Πραγµατογνωµοσύνη : Η διενέργεια από κάποιον µε ειδικές γνώσεις επί συγκεκριµένου αντικειµένου έκθεσης. Είναι η γνώµη του ειδικού επιστήµονα δηλαδή σε κάποιο θέµα. Υπάρχουν κατάλογοι πραγµατογνωµόνων. Όλοι οι επιστήµονες γράφονται σε ένα κατάλογο και από εκεί το δικαστήριο επιλέγει 2 επιστήµονες τους πραγµατογνώµονες δηλαδή για σύνταξη αυτής της έκθεσης. Ορισµό πραγµατογνωµόνων µπορεί να το διατάξουν και οι διάδικοι. Μπορεί να διοριστεί και τεχνικός σύµβουλος εκ µέρους διαδίκων που εξετάζει και επιτηρεί τους πραγµατογνώµονες.

97

- Αποδεικτικά τεκµήρια. Υπάρχει αρχή της ελεύθερης επιλογής και εκτίµησης των αποδεικτικών µέσων. Γίνεται σύµφωνα µε την συνείδηση του δικαστή. Ο δικαστής µε αιτιολογηµένη απόφαση έχει το δικαίωµα να παρεκκλίνει από την έκθεση της πραγµατογνωµοσύνης κτλπ. ∆ηλαδή ο δικαστής µπορεί να µην πείθετε από τα αποδεικτικά µέσα. Υπάρχουν χίλια κριτήρια για την άρνηση του δικαστή. Π.χ. υπαλληλική σχέση µεταξύ διαδίκου και µάρτυρα ή πραγµατογνώµονα. Εξαίρεση: ∆ηµόσια έγγραφα – έχουν πλήρη αποδεικτική δύναµη και δεσµεύουν τον δικαστή για τα γεγονότα που βεβαιώνει ο συντάκτης του δηµοσίου εγγράφου που έγιναν ενώπιον του ή από τον ίδιο. Π.χ. αστυνοµικός που συλλαµβάνει ο ίδιος κάποιον πολίτη. # Μάρτυρες που υποστηρίζουν κάτι άλλο - ψευδοµάρτυρες. Επιδέχονται τα δηµόσια έγγραφα προσβολή µόνο για την πλαστότητα. Απόφαση που εκδίδεται: Ακολουθεί η διάσκεψη δικαστών που είναι µυστική και µε βάση αυτήν εκδίδεται µια δικαστική απόφαση. Ισχύει η αρχή της πλειοψηφίας. Η ασθενέστερη γνώµη εντάσσεται στην πλειοψηφία. Η απόφαση δηµοσιεύεται και καταχωρείται σε ένα ειδικό βιβλίο. Οριστική απόφαση: απόφαση µε την οποία το δικαστήριο αποφασίζει και λύνει την διαφορά οριστικά. (Οριστικά / Εν µέρει). ∆εν έχει περαιτέρω εξουσία να αποφασίζει κάτι άλλο το δικαστήριο. Εν µέρει οριστική απόφαση: αποφασίζει για κάποια πράγµατα ο δικαστής ενώ για τα υπόλοιπα αναβάλλει την κρίση του. Μπορεί να υπάρξει και παραίτηση από το δικόγραφο. Υπάρχει ολική και µερική παραίτηση κατά το αντίστοιχο µέρος τότε καταργείται η δίκη. Η παραίτηση γίνεται είτε µε δήλωση διαδίκου ή πληρεξούσιου δικηγόρου του που έχει ειδική πληρεξουσιότητα για την παραίτηση η οποία γίνεται στο ακροατήριο του δικαστηρίου και κατοχυρώνεται στα πρακτικά. Πρακτικά: δηµόσια έγγραφα: δεν αµφισβητείται η ισχύς τους ως αποδεικτικών µέσων.

98

∆εύτερος τρόπος παραίτησης είναι µε έγγραφο το οποίο κατατίθεται στην γραµµατεία του δικαστηρίου µέχρι την έναρξη της δίκης. Παραίτηση / κατάργηση της δίκης είναι και ο θάνατος του διαδίκου όταν το αντικείµενο της δίκης είναι πρωσοποπαγές. Ισχύει η αρχή του µεταβιβαστού των χρηµατικών αξιώσεων εκτός αν είναι πρωσοποπαγείς αξιώσεις. Σπάνια λοιπόν καταργείται η ουσιαστική δίκη λόγω θανάτου προσώπου. ∆ηλαδή συνήθως η αξίωση αποζηµίωσης κληρονοµείται. Οι αποφάσεις αυτές παράγουν δεδικασµένο. Ισχύουν όλα όσα είπαµε για το δεδικασµένο στην ακυρωτική δίκη. Οι αποφάσεις στις ακυρωτικές διαφορές ισχύουν erga omnes (έναντι όλων) και παράγουν δεδικασµένο. Άρθρο 199 Κ∆∆ => Οι αποφάσεις στις καταψηφιστικές αγωγές έχουν και παράγουν εκτελεστό τίτλο ως συνέπεια να µπορεί να γίνεται αναγκαστική εκτέλεση κατά της διοίκησης εφόσον είναι ανέκλιτες (δεν υπόκεινται σε έφεση) ή τελεσιδικούν. Οι αποφάσεις αυτές δεσµεύουν και όλα τα υπόλοιπα δικαστήρια. Ένδικα µέσα Η απόφαση που εκδίδεται συνήθως υπόκεινται σε ένδικα µέσα. Τα ένδικα µέσα ασκούνται µε δικόγραφο. Το δικόγραφο κατατίθεται στην γραµµατεία του πρωτόδικου δικαστηρίου. Είδη ενδίκων µέσων:

1. ανακοπή ερηµοδικίας 2. Έφεση 3. Αναθεώρηση 4. Αναίρεση 5. Τριτανακοπή. 6. Αίτηση διορθώσεως απόφασης 7. Αίτηση ερµηνείας απόφασης.

Ο Κ∆∆ δεν µνηµονεύει το ένδικο µέσω της αναίρεσης. Η αναίρεση εξετάζεται από το Συµβούλιο της Επικρατείας και ρυθµίζεται από το Π∆ 18/1989. Τριτανακοπή: Ισχύουν όλα όσα είπαµε σε προηγούµενα µαθήµατα. Ανακοπή ερηµοδικίας: Ενεργοποιεί το δικαίωµα της ακρόασης του ερηµοδικίσαντος. Ασκείται από εκείνον που δεν παραστάθηκε στην δίκη είτε διότι δεν

99

κλίθηκε καθόλου είτε από εκείνον που κλίθηκε αλλά αυτό έγινε ακύρως και µη νοµίµως. Ο Κ∆∆ ορίζει τον τρόπο µε τον οποίο γίνεται η κλίση/ επίδοση. Π.χ. επίδοση για παράσταση µετά από τις 19:00 το απόγευµα. Τα ίδια ισχύουν και για αυτούς που κλιτεύτηκαν νοµίµως αλλά δεν µπόρεσαν να παρουσιαστούν στο δικαστήριο λόγω ανωτέρας βίας. Το δικαστήριο όµως µπορεί να προχωρήσει στην δίκη δηλαδή ακόµα και αν ο διάδικος απουσιάζει. Αλλά αν ληφθεί απόφαση ευµενής για το διάδικο που απουσιάζει δεν µπορεί να ασκήσει ανακοπή ερηµοδικίας. Προθεσµία: 60 ηµέρες από την στιγµή που θα του επιδοθεί η απόφαση ή θα λάβει πλήρης γνώση αυτής. Σε καµία περίπτωση δεν ασκείται ανακοπή ερηµοδικίας µετά από 3 χρόνια από την δικαστική απόφαση. Εµποδίζει αυτό την καταχρηστική άσκηση της ανακοπής της ερηµοδικίας. Γίνεται για λόγους ασφάλειας του δικαίου. Αυτή η καταχρηστική προθεσµία ισχύει για όλα τα ένδικα µέσα που αναφέραµε παραπάνω. Εάν γίνεται δεκτή η ανακοπή ερηµοδικίας τότε εξαφανίζεται η απόφαση και δικάζεται όλη η δίκη από την αρχή και ξανά ενεργοποιείται το δικαίωµα της προηγούµενης ακροάσεως. Η ανακοπή ερηµοδικίας δικάζεται πάντα από το δικαστήριο που εκδίδει την προσβαλλόµενη απόφαση. Έφεση: ∆ίνεται η δυνατότητα επανεξέτασης της υπόθεσης από την αρχή ή προβολής κάθε νοµικού και πραγµατικού σφάλµατος της προσβαλλόµενης απόφασης. Ξαναγίνεται η δίκη στον βαθµό που επιτρέπεται και στο µέρος (ολικό / εν µέρει ) που θέλει αυτός που ασκεί την έφεση. Π.χ. κακή σύνθεση / κακή εκτίµηση αποδείξεων. Όλα αυτά µπορούν να αποτελέσουν περιστατικά / σφάλµατα. Έχει τα εξής αποτελέσµατα η έφεση:

1. Μεταβιβαστικό αποτέλεσµα: η υπόθεση µεταβιβάζεται στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο µέσα στα όρια της έφεσης. Η έφεση δηλαδή δεν δικάζεται από το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση. Υπάγεται η αίτηση έφεσης σε δευτεροβάθµιο δικαστήριο.

2. Ανασταλτικό αποτέλεσµα: Η άσκηση έφεσης ειδικά στις διαφορές ουσίας δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσµα εκτός όταν πρόκειται για αποφάσεις που εκδίδονται επί αγωγών. Η απόφαση τελεσιδικεί δηλαδή εκεί που επιτρέπεται και δεν εφαρµόζεται η προηγούµενη δικαστική απόφαση µέχρι να

100

εκδοθεί νέα δικαστική απόφαση από τον δευτεροβάθµιο δικαστήριο. Συνήθως όµως το Ελληνικό ∆ηµόσιο εκτελεί την αρχική δικαστική απόφαση και δεν περιµένει το αποτέλεσµα της έφεσης.

3. Επικοινοτικό αποτέλεσµα: Έχει µικρή πρακτικά αξία. Στο µέτρο που έχουµε διαφορά ενώπιον δικαστηρίου (έφεση) ο άλλος διάδικος (αντίδικος) µπορεί να ασκήσει αντέφεση.

Το δευτεροβάθµιο δικαστήριο δεν µπορεί να χειροτερέψει την θέση αυτουνού που ασκεί την έφεση. Εξαίρεση: συµβαίνει αν έχει ασκηθεί αντέφεση από τον άλλο διάδικο. Προθεσµία έφεσης: 60 ηµέρες από κοινοποίηση ή γνώση. Και εδώ ισχύει η καταχρηστική προθεσµία των τριών ετών. ∆ικαίωµα άσκηση έφεσης έχει ο διάδικος που βλάπτεται από την πρωτόδικη απόφαση και έχει έννοµο συµφέρον. Συνήθως είναι ο διάδικος που έχει ηττηθεί. Σε περίπτωση που βλάπτεται από το αιτιολογικό της πρωτόδικης απόφασης µπορεί ακόµα και αυτός που κέρδισε την δίκη να ασκήσει έφεση. Μπορούν οι δύο διάδικοι να ασκήσουν εφέσεις. Γίνεται στα πλαίσια µίας και ίδιας δίκης. Υπάρχει σε περίπτωση µερικής ικανοποίησης. Συνήθως υπάρχει έφεση και από τις 2 πλευρές. Αποτελέσµατα: Εάν η έφεση κριθεί βάσιµη και παραδεκτή εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση και δικάζεται εκ νέου η υπόθεση από το 2ο βάθµιο δικαστήριο. Ανέκλιτες αποφάσεις: δεν υπόκεινται σε έφεση οι αποφάσεις που η αξία της διαφορές δεν υπερβαίνει τα 5000 ευρώ. Άρα σε τέτοιες περιπτώσεις η πρωτόδικη απόφαση είναι και τελεσίδικη. Τελεσίδικη απόφαση: η απόφαση που εκδίδεται επί της έφεσης. Αναίρεση: ∆εν ρυθµίζεται από Κ∆∆, αλλά από Π∆ 18/1989. Έκτακτο ένδικο µέσο. Εξετάζονται οι νοµικές πληµµέλειες της δικαστικής απόφασης. Το αναιρετικό δικαστήριο δεν εξετάζει την ουσία της υπόθεσης και για αυτό δεν υπάρχει τρίτος βαθµός δικαιοδοσίας. Αναίρεση υπάρχει κατά των τελεσίδικων ή ανέκλιτων αποφάσεων τακτικών διοικητικών δικαστηρίων Επίσης κατά των αποφάσεων που εκδίδονται σε πρώτο και τελευταίο βαθµό. Επίσης κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί αιτήσεων αναθεώρησης ή τριτανακοπής. Προθεσµία: κοινοποίηση της απόφασης ή καταχρηστική προθεσµία 3 ετών από την δηµοσίευση της απόφασης.

101

Λόγοι αναίρεσης: 1. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή του νόµου 2. Υπέρβαση καθηκόντων 3. Υλική αναρµοδιότητα του δικαστηρίου. Η τοπική

αναρµοδιότητα δεν συνιστά λόγω αναίρεσης. 4. Παράβαση ουσιώδης τύπου διαδικασίας. 5. Ύπαρξη αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων µεταξύ τους

(αντιφατικά δεδικασµένα) Προσωρινά µέτρα Αναστολή εκτέλεσης αρνητικών διοικητικών πράξεων δεν µπορεί να υπάρξει στην προσωρινή αναστολή της πράξης. Αυτό θα ισοδυναµούσε µε την υποκατάσταση της διοίκησης από το δικαστήριο. Μπορεί όµως το δικαστήριο σε αυτήν την περίπτωση να προβεί σε κάθε άλλο κατάλληλο µέτρο. Π.χ. συµµετοχή σε εξετάσεις ενός φοιτητή και µη χορήγηση πτυχίου από την διοίκηση.. Μπορεί όµως να καταθέσει και προσωρινή διαταγή αναστολής και να διατάξει ότι θεωρεί αναγκαίο. Προσωρινή µέτρα στην ουσιαστική διαφορά: Είναι πρακτικότερα µέσα για πολίτες. Στην αρχή ασκούµε προσφυγή ουσίας που είναι κύριο ένδικο βοήθηµα και µετά τα προσωρινά µέτρα. Υπάρχει τελολογικός σύνδεσµος κύριου και παρεπόµενου ενδίκου βοηθήµατος. Η προθεσµία και η άσκηση προσφυγής ενδίκων µέσων δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσµα. Εξαίρεση: προθεσµία και άσκηση προσφυγής έχουν ανασταλτικό αποτέλεσµα µόνο στις περιπτώσεις φορολογικών διαφορών µε χρηµατικά αντικείµενα. ∆ηλαδή µόνο εδώ χωρούν προσωρινά µέτρα. # ∆ιαφορές φορολογικές χωρίς χρηµατικό αντικείµενο: όταν λόγω µη πληρωµής φόρου η διοίκηση κλείνει ένα εργοστάσιο. Ο νοµοθέτης όµως χωρεί αίτηση αναστολής που δίνεται στην γραµµατεία του δικαστηρίου. Η κοινοποίηση του δικογράφου γίνεται στο αρµόδιο τµήµα της διοίκησης µε την οποία έχουµε την διαφορά (κράτος ή ΝΠ∆∆) Μπορεί να υπάρξει και προσωρινή διαταγή αναστολής µέχρι την έκδοση απόφασης επί της αίτησης αναστολής.

102

Η προσωρινή διαταγή εκδίδεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Η αναστολή µπορεί να γίνεται είτε ολικά είτε µερικά. Οι ίδιοι οι πολίτες µπορούν να ζητήσουν ολική ή µερική αναστολή. Το δικαστήριο δεν µπορεί να µου επιδικάσει κάτι περισσότερο από αυτό που απαιτώ. ∆εν υπάρχει προσωρινή αναστολή επί αρνητικών διοικητικών πράξεων. Μπορεί όµως να γίνει προσωρινή ρύθµιση κατάστασης από το δικαστήριο µέχρι την προσφυγή και την απόφαση που θα ληφθεί. Είναι κάθε κατάλληλο µέτρο κατά κρίση του δικαστηρίου (διακριτική ευχέρεια και δεν δεσµεύεται από τις θελήσεις του διαδίκου ο δικαστής). Π.χ. κύριο ένδικο βοήθηµα – αγωγή αποζηµίωσης. Προσωρινή µέτρα ρύθµισης της κατάστασης – να µην εξακολουθούν να µε βλάπτουν οι πράξεις. Γνήσια αρνητική πράξη -> Προσωρινή ρύθµιση της κατάστασης (και όχι προσωρινή αναστολή εκτέλεσης). Μη γνήσια αρνητική πράξη -> Εάν από αµέλεια της διοίκησης έχει εκµεταλλευτεί ο πολίτης και έχει δηµιουργηθεί µια κατάσταση και έρχεται η διοίκηση και ακυρώνει αυτήν την κατάσταση. Νοµολογία: σε αυτές τις περιπτώσεις µέχρι και το 1996 επιτρέπονταν αναστολή εκτέλεσης. Η προσωρινή ρύθµιση της κατάστασης δεν έχει όρια και εξαρτάται από φαντασία, αντίληψη και θέληση του δικαστηρίου. Προσωρινή επιδίκαση απαίτησης: Μπορεί επί ασκήσεως αγωγής να ζητηθεί προσωρινά από τον διοικούµενο η προσωρινή επιδίκαση ορισµένου ποσού στην καταψηφιστική αγωγή υπό κάποιες προϋποθέσεις. Σύστηµα πιθανολόγησης: Στα προσωρινά µέτρα ισχύει η πιθανολόγηση τόσο ως µέτρο αποδείξεως όσο και ως αποδεικτικό σύστηµα. Ο δικαστής εκτιµά ελεύθερα από τα αποδεικτικά µέσα και δεν δεσµεύεται από αυτές. Ως κριτήριο απόδειξης αρκεί να σχηµατιστεί µια πιθανολογική κρίση από τον δικαστή κατά την διαµόρφωση της δικανικής πεποίθησης. # ∆ιαφορά ουσίας κύριο ένδικο βοήθηµα : όχι πιθανότητα αλλά σιγουριά για τα αποδεικτικά µέσα και αποδείξεις για την λήψη της απόφασης από δικαστή. Προϋποθέσεις προσωρινών µέτρων:

103

1. Εάν πιθανολογείται ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιµη βλάβη. (θετική)

2. Αν είναι προδήλως βάσιµη το κύριο ένδικο βοήθηµα. (θετική) 3. Εάν η πράξη έχει εκτελεστεί τότε δεν χορηγείται αναστολή

εκτέλεσης ή κάποιο άλλο προσωρινό µέτρο. (Αρνητική) 4. ∆εν χορηγείται αναστολή εκτέλεσης αν από την στάθµιση που

γίνεται από τον δικαστή προκύπτει ότι η βλάβη του δηµοσίου συµφέροντος θα είναι µεγαλύτερη από την ωφέλεια που θα έχει ο διοικούµενος που αιτεί το προσωρινό µέτρο. (Αρνητική)