82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

177
-- ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ" Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α. Ε. ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 78 ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΙΗ ΑΙΓΑΙΟ
  • Upload

    -
  • Category

    Education

  • view

    674
  • download

    11

Transcript of 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Page 1: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

� -------------------- �--------------.-------

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ" Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α. Ε.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ 78

ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΙΗ

ΑΙΓΑΙΟ

Page 2: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani
Page 3: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΑΙΓΑΙΟ

Page 4: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani
Page 5: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΑΙΙ rights reser(Jed Copyright, 1967, by EΙίαs Venezis, Athens

Printed in Greece

Page 6: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΙΗ 'tflc; 'Αιι.:αδημίας • Αθηνιδν

ΑΙΓΑΙΟ

ΕΝΑΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΒΝΗ ΚΑΙ ΑΝΑΘΒΩΡΗΜΒΝΗ

ΒΙΒ ΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ .. ΙΩΑΝΝΟΤ Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΤ & ΣΙΑΣ Α.Ε.

Page 7: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΛΕΚΑΣ. Διηγήματα . . . .. . . . . .. . .. . .. .. . . .. . . . . .. .. .. . . ... 1928 ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328, Τό Βιβλίο τής ΑΙχμαλωσίας ....................... 1931 ΓΑΛΗΝΗ, Μυθιστόρημα................................... ............. 1939 ΑΙΓ ΑΙΟ. Διηγήματα . ...... ........................ ..................... 1941 ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ, Μυθιστόρημα.. .. .. ...... ...... ........ .. ............ .... 1943 ANEMOI. Διηγήματα. .. ... .. .. ...................... .. ............ ..... 1944 ΜΠΛΟΚ C. Θεατρικό Ιργο (Τό Ι.αιξε τό 'Εθνικό Θέατρο)................ 194ό ΩΡΑ ΠΟΛΕΜΟΥ, Διηγήματα ................... :........... ............ 194ό ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ. 'Οδοιπορικό........................ ...... 1950 ΕΞΟΔΟΣ. Χρονικό τής Κατοχής..... .. ...... .... .. .................... .. 1950 Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ • . Ιστορία ................... . . • . . . 1952 οι ΝΙΚΗΜΕΝΟΙ. Διηγήματα................ ........ ............ ........ 1954 ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΙΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. 'Ιστορία................. 1955 ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΓΗ, Ταξιδιωτικό Χρονικό .............................. 1955 ΩΚΕΑΝΟΣ, Μυθιστόρημα... . . . . . . . . .. . . . . .. . . .. .. . . . . . . . . . .. . .. .. .... .. 1956 ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ. Ταξιδιωτικό Χρονικό............................ ........ 1962 ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΤΣΟΥΔΕΡΟΣ. 'Ιστορία.................................. 1965 ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ. Διηγήματα . ......... ...... ............................ 1969 ΕΦΤΑΛΟΥ. 'Ιστορίες τοΟ ΑΙγαίου....................................... 1972 ΠΕΡΙΗΓΗΣΕΙΣ. Ταξιδιωτικό .. .. ............ ........ .. .. .. .............. 1973 ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ θΑΛΑΣΣΕΣ. Μυθιστορία τοΟ 'Ιονίου καί τοΟ ΑΙγαίου.. 1973 ΜΙΚΡΑΣΙΑ. ΧΑΙΡΕ. Διήγησις Συμβάντων.................... ............ 1974 ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ...... ...................... (1958) 1979

ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΤΟΥ ΤΟ ΝΟΥΜΕΡΟ 31328

ΙΑ GRANDE ριτιέ ........................ Editions du P.vois, Παρίσι 194ό ΙΑ GRANDE ΡΙΕΤΑ ...................................... Α.ν.Ε., Ρώμη 1947 Α GRANDE JORNADA ............................ Guim.r.es. Λισσαβών 1947 NUMMER 31328 .............................. νοη z.bern Verl.g, Μ.ίηΖ 1969

ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ TERRE έΟΙΙΕΝΝΕ ................................... G.llim.rd, Παρίσι 1946 EOLISK JORD ................................. Cleerups, Lund Σουηδίας 1948 AEOLISCHE ERDE . . . . . . . . • • . . . . . . . . . . Insel Verl.g, Wiesb.den Γερμανίας 1948 AEOLISCHE ERDE ............................... Insel Verl.g, Γερμανία 1949 AEOLIA .............................. C.mpion (Editions Poeιry), ΛονδΙνο 1950 TERRA D' ΕΟLIΑ ............................... Gher.rdo C.sini, Ρώμη 1951 EOLSKA ΙΕΜυΑ .................... C.nk.rjev. Zalozb., Γιουγκοσλαβία 1955 EOLISCHE AARDE ........................ Heidel.nd Hasselt, . Ολλανδία 1955 ΒΕΥΟΝΟ ΤΗΕ AEGEAN ................ The V.ngu.rd Press, Νέα 'Υόρκη 1957 AEOLISCHE ERDE ..... .. Deutsche Buch-Gemeinsch.ft, Βερολίνο 1958 BAC EGEERHA νΕΤ .................. Gyldend.1 Norsk Forl.g, Νορβηγία 1959 ΑΕΟLIΑΝ ΜΑΑ ............................. Werner Sδdesιοm, Φιλανδία 1960 AIOLISKA ΙΕΜΕ ........................................ Odeon, Πράγα 1966 AEOLISCHE ERDE ........................... νοη Zabern Verl.g, Μ.ίηΖ 1969 ΡΑΜΙΝΤυι ΕΟΙΙΕΙ ................................. Alb.tros, Ρουμανία 1970 VERLANGE ΝΑ ΟΙΕ HARTLAND .............. H.um, Νότιος ,

. Αφρική 1979

ΕΞΟΔΟΣ BEG ............................. Slovenski Kujizni Zavod, Γιουγκοσλαβία 1956 BEKCΤBO . . . . . . . . • • . . . . . . . . . . . . H.podh. (Μαυ ροβούνιον) , Γιουγκοσλαβία 1956

ΓΑΛΗΝΗ FRIEDE ΙΝ ΑΠΙSCΗΕR BUCHT .......... Christi.n Wegner, . Aμβoiίργo 1963 SΕRΕΝιτέ ................................. ι .. Editions N.gel, 'Ελβετία 1971

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ THEONICHOS U. MNESARETE .............. Rowohlt Verl.g, Στουτγάρδη 1948 ΟΙΕ ΒΟΤΕΝ DER vERSOHNUNG .............. Rothe νerl.g,Χαlδελβέργη 1958

Page 8: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΠΕΡΙΕΧΟ ΜΕΝΑ

ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΟΜΟΥ

ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ :Σ;ελ.

1.' ΤΟ Λtος . . . . . . .. . . . . . . . . . '. . . . . . . . . . . . . . . . . 13

2. ΟΙ Γλά,ροt . . . . . . . . . . ' • . . . . • , . . . . • . . . . . . . . . ' .. ' 41

3. Ή Βου-η . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 53

4. 'Ένσι πουλt . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ; ..... '. . . 60

5. !Δεν �χεt πλΟLΟ . . . . . . . . . , ............. ; . . . . 70 6. "Α νθρωποt στη Φτέρ'Υ) . . . . . . . . ;.. . . . . . . . . . . . 82

7. το xcxtxt του Θ'Y)σειo� . . ... . . . . . . . . . . .. . . . . . 96

8. ΤΟ θcxλιΧσσtο πνευμσι του ΑΙγσιΙΟ1! . . . . . . . . . . . .. 115

9' Ό απόγοναζ του 'Εξωμότη . . . . . . . . . . . . . . 130

ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

1: ΣσιντορΙν-η . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 141

2. Πcxρcxμίιθt του ΑΙγσιΙου . . .. . . . . . :........... 150

3. τα νερα: . . . . . . . . . . . . . ,,' .................. , 158

4. ΤΟ �σημένtο κcxρά,βt Ό • • • • • • • • • • • • • • . • • • • • • • • 166

5. Λ.ωωιβ'Υ)ττΟζ . . ο ο • ο • ο ο ο ο • • • • ο • • • ο!. ο • • • ο • • • • 171

Page 9: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

· .e,n μΙΝΡ;' � 8lvva

Page 10: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani
Page 11: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

θΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Page 12: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani
Page 13: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Το Λ Ι Ο Σ

Η ΤΑΝ ΤΡΕΙΣ ΨΑt>Αi\l':Ζ:, νέα. παιδιά: κι' έ'ν:χς; γέρος,. Κάθοντα.'ι xιXtljU �π':' ε'/α'/ πλάτα'/ο στη θερμή, otc. cXΚΡCιγιάλι τής Λέσ6ιjU, καΙ · λ:.ί.'ιτιζαν» τα παρα:­

γάδια. TIj:)ty) εί'ια.ι μια βαρετή δουλειά, που πρέπει ν� γί­νεται μόλι. τελειώσει το ψάρεμα καΙ τρα:6ηχτοϋ'ι τα ποφα­γάδια. &π' τή θάλασσα. IH'Iou στα "lΙάΥωτα δολώματα: EXouv κολλΥισει κάτι μαΚΡι;.uλα σχcιυλήκια σχ σαριχνταπι;.­διχροϋσες, μ' ενα. άδίινιxτCι κ6κκινο χρω μα:. "Αν τ' αγγίξεις, τιi δάχτυλα τσούζουν σα νάπια:σες, τσουκνίδες,. Κάνουν καί άλλη ζημιά, γιατι μπα:ταλείιιjuν το δόλωμα: μέ το να κολ­

νοΟν ιXπιi'/ω τ ου κα.Ι ,ια μή δίνουν τ6πο στο ψχρι να το φάει. Ο[ ψα.ρ=,εες, ;-:ΙΧ ίρνουν ε'/α - ε'ια τ' αγκίστρια: ά.π' τή βρεμένη Υ-ουΙ>άριχ, �ίtω; εΙνα:ι μές στα πανέρια, κα:θαρίζουν

ΤCιuς σπάγγσυς _.- τα πα.ράμΙΧλα - καί τ' άγκίστρια, καί τ 'ciραοιάζοuν ucrttpιx στc. φελλό τοϋ πα.νερ:οσ. . ΟΙ ευr.ι ψαράδες - που λά.'ιτιζιχν τα παραγάδια κάΤCιυ

απ'τ"ν πλάτανο στή Θερμή - ήταν τ' αδέρφια οΙ Φωτιά.δες. O� αλλσι δυό ήταν πατέρα:ς κα:: γιός;, αϊ6α:λιωτες; πρόσφυγες;.

--'Έ! Πως τα πήγατε σήμερα, Δημητρ6; ρώτησε δ

1 3 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 14: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

γέροι; το ενοι &π' τΟ: &δέρφιοι, σκουπιι"οντα; τι); χέρισι στιΧ βροι:κιά του γιι); νά τυλΙξει τσιγάρο.

Λυτοι; πού ρώΤ'ησοιν "ήτοιν ευχοιρισΤΥlμένοι;. - Δυο ποινέρει; μποιρμπούνιοι στιΧ δίχτυα κα: πέντε

συνΟΙΥρίδει;, είπε. ΈσεΊς;; Ό γέρος; σήκωσε τού:; ώμου:; του. - Δεν τιΧ ξέρειι; τώροι; ΊΌ, συν'ηθισμένοι. Δυο μαγειριέ�

σπ:iροι καί μιιΧ όκά χάνοι - ήτοιν δεν "ήταν! - ΤΙ νά γίνει, μποιρμποι - Άντρέοι! �A δε μου'/τάρει;

δε ζείι; σήμεροι! Σotί το λέμε: � Λσ' τον, τΥ) Νυχτερί.δα, νιi ρθεΙ με τΥ) βάρκοι σα:; μοιζί μοι.; στο Διό;! � Λσ' τον νι); ρθε!. Μά εσύ δεν άκοσς;! Δεν άκοσ.; !

-�Ox.ι, μωρε ποιιδί μου, Οχ.ι! έπίμενε με ούνοιμ'η δ γέρος, σι); νάθελε νιΧ δείξει πωι; δεν είχε κλονιστεϊ: στΥϊν ιΧπόφοισή του. Έμείς; ε!μαστε δλάκερ'η φοιμίλιοι, πιο φουκιχ­ράοει; άπ' τδν κσιθένοι. ΝιΧ γίνει τίποτοι να πιάσουν τη βάρκα; Πάει, σ6ήσαμε! �Oχι!

ΛιγοστοΙ ψαράοες Π'ηγαίνοιν κοιΙ ψάρευοιν στην «ντ:­κρινη Άνατολή, εκεί κατι); το Διός;. Ήταν τά πρώτοι χρό­νια μετά τΥιν καταστροφΥ) τ-ηι; Άνατολ-ης;. Άπο τΥ) θερμή, το ν'ησά:κ: τοστο - το Διος - είνοιι μόλις δέκα μίλια. Είνιχι ενα εΡ'ημο ξερονήσι, όξω άπ' τόν κόρφο τοσ Ά,::6ιχ­λιοσ, μι); 1) θάλοισσά: του είναι άτ[μ'ηΤ'η σε ψά:ρι. Τόν πρώτο καιρό δστερα ιiπ' τΥιν κατιχστροφή, κοινέναι; &π' την άκρο­'(ιαλιιΧ τ-ης; Δέσ60υ, άπο τούς ντόπιους καί τού:; πρόσ­φυγε.; ψαράδες, δεν κοτοσσε νι); τροι6ήξει κατιΧ το Διό;. Μα δστερα, κάμποσα παλικάρια το πήραν άπόφαση. Στ'ή Μυτιλήνη &πάνου είχε πέσει

' τόσος πολύι; κόσμοι; που

ζοσσε ιiπ' τΥι θάλασσοι, πού κι' (Χυτή, τί νιΧ κάνει, σφίΧΤ'Υ)Υ.ε,

1 4 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 15: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

σφίχτηχε, :JτέρεΨε, δεν lot.VE ψι:ipι. "Ένοιν χΟΙιΡό, ooκίμ�­σοιν μ� Oυνoιμί�η. ΜιΧ Υίρθε το κοιρά6ι του κοιι6έρνοιι γιιΧ τιΧ λοιθροιΤοι, lItoιΙPVE βόλτες; δλε; τ:ς; &:χρογισιλιέ;, lχλεισε χι· οιύτη την πόρτοι.

Λοιπόν; πηροιν κοιμπόσοι την &:πόφσιση. Μι&: 'Ιύχτοι τριΧ6ηξοιν γιιΧ τη βλογημένη θι:iλoισσσι, τ� Διός. την σιύγη γύρισοιν πίσω με τ&: ποινέριοι τοιις; φίσκοι. Ξσινσιπηγα'l. 'Όλοι κοιλιΧ. ΠηΎαν κι' «λλη φοριΧ. Κι' «λλη.

''Ομω\; Υίρθε μ:ά μέρα κιχι τά πριΧματιχ σκοιιρήνιχν. Ό Τοσρκος τους μιιρίστηκε. ΤΟ Διο\; Υίτοιν σύνορα, περιοχή οιύστηριΧ άΠΟΙΎορεμένη, κΙΧί ο[ Τουρκοι εΊχσιν πεpίπoλ� μιi ΎχΙΧζολίνιχ που Ικανε βόλτοι στά ξεpoν�.,ιoι. Τέλος;, ιχυτο που τρέμσιν οΙ Ψ:ψχδε\; t'ij, θερμή; εγινε: O� ΤοΟρκοι τo�; πιι.tσσινε μιά βιΧρκα.

Στά ΨιχροκΙΧλύ6ιιχ της θερμijς περίμεναν τη βιΧρκιχ νά Ύιιρίσει α.π· το Διός, μιιΧ μέριχ, διιό, τρεΊς. Τ!ποτιχ. "Ι-στεριχ άπό διιό βδομιΧδες It'ijpoιv μ�νιιμι:i tOU" με; &;π' τη φιιλιχχή του Άϊ6αλιοο, μ' ενα; κα�κι τούρκικο που Υίρθε άπδ κε�. τους γρι:i�ιxνε πω; του; Itijpιxv τη βάρχιχ κα: τ&: οίχτιιιχ, με κοιτιΧσχεση. Kιxt νά του; στείλουν δέκοι λίρες, μπιχγκιχνότες, γιιΧ νά: τ�υ\; ά��σoυν.

''Ενιχ διάστημσι, πολυς φόβος επεσε στά ψσιράΟιΥ.ΟΙ κΙΧλύβια; τής ί'Jερμής;. Κιχνένιχ; οεν τολμ"σσε 'ι&: ξαναπάει στ" Δι�;. ''Υ στεριχ, πάλι 1ι ιiνάγκη τους Ισφιξε, ξεθιχρρεύτηκιχν.

Πάλι o� 'Γοορκοι πιάσιχν μιά βάρκιχ τοιις. Φo6�θηY.α'l πάλι, πάλι ξεθιχρρεύτηκα.ν. Ή σκληρη ζω�, 1ι ιiνάγκη της, τύλΙΎε του; &:νθρώπου" τά: ψάριιχ κα.! το Διος μέσα. σ' �νιxν κύκλο άπο φό60, άπό υ,πίδιχ, &πο λίγη χιχρά �ι' �πό 1Η­κρυοι.

15 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 16: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Ό γερο - Ά ντρέοιι; l6λεπε τις πα.'Ιεριει; τιi Φιiριoι ΠCιU φέρναν οσ"ι πηγα.ινα'ι στο Λι6<;, ,,[ ).ΙΥοστοΙ ποu εΙχαν ιiπ oμ είνει νιi παίζουν α:κ6μιχ τη βιΧρκα κοιΙ τ ιi δίχτ υα τους μονιχ - ζυΥιΧ' λοιχταροοσε, μιχ μάτ ωνε τ ιχ χείλι« με τ α: Οό'/τια τ ου για: νιχ διώξει τ δν πειρ«σμό.

- Όχι! Ί )χι, γιέ μου, μoυρμCιύριζε. θα: σ6ήσCιuμε ... - Κοιλά, ποιτ έροι, συμφωνοοσε θέλοντιχ, και μη δ νέο,

ψαριΧς. :\Η "υτό μ' έμάς δεν είναι ζωή! Με δέκα δριΧμια xcίνoυς, τ ί θΟ: κάνουμε; ΚοιμιΟ: μέρα θα: μαuρίσει τ ο μιΧτ ι μου, θ:Χ τΟ: πα ρα. τ ήσω και θα: φύγω! Κι' ας γΙ '/ε: δ, τι θέλει'

--- ΣωστΟ: μιλά! εμπ"ινε στη μέση δ εν α, απ' τ ιχ ouc; ιiδέρφια π"υ πηγ"!ν"ν στό Δι 6ς , μ"σσώντ"ς εν" χeιμμάτι ψημένο χταπόδι. 'Εσύ, μπάρμπα - Άντ ρέοι, κάνεις σαν κλ"­ψοπ "ναΥ ιά. �Aσ' τον να: ρθεΙ μ' εμiς! Έδώ εί·/οι: τ ύχη: Μονα: - ζυγά!

Το ιiσπρCι κεφά.λι xouYt6trxν με πείσμοι, ΤΡCιμαyμένo, σα νάθελε ν:Χ φυλαχτ εΤ &:π' τ όν xivouvCι ΠCιυ ήτ "ν κοιθοιρο, σαν τη μοΙροι!

-�Oxι ! �Oχι!

Περ'ιοοσε δ Κ"ιΡός. Κάθε φορα , :σοιμε 'Ιό. yupia"uν οΙ β:iρκες π"u φεογαν τη νύχτζ,( για: τ Cι Διό ς, κ:Χμποσ« μάτι« - τΟ: πα.ιδι'-' τών ψ"ριΧδων ΠCιΙΙ. ήτ "" στ όν κίνδυνο, οΙ γυ­νοιίκες ΤCιυ" r;[ μητέρες τους, - χοίτ«ζοιν τ ο πέλοιγο με Χγωνί". ΟΙ άλλCιΙ πάλι, οΙ ψ"ριΧδες 1,O;� μένοινε φχ"ριστη­μένοι με τους χά'/ου, καΙ με τ"ιις σπάρ"υς που fotVE 1) &.σφ«λισμένη θιiλoισσoι της Δέσ60υ, ΚCιu6έ'Jτ ιοιζ"'1 με πίκ" γιιχ τους π"λικοιράδες ΤCισ Διό�.

1 6 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 17: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

_7Qx, iδεΡφέ ' Πάν νιΧ κεφάλι των πιχιδιων τους !

. μιχθες οεν έχουμε φιχμίλιε,;

φάν το κ εφάλι τcιυ� καΙ το Ποιο, ΤΙ;ΙΙζ φτΙΧίει; Έμείι;

ΤΗτιχν οΙ μόνες στιγμε; nOtJ ΧΤ\JΠvϋσιχν κιχτιχκέφΙΧλΙΧ τον πειριχσμο τoCί Λιός, tnEtoij, μέσιχ στην αΥων(ιχ των αλλωνων, �ότol πιχτοϋσιχν γεprι. το μουράγιο, Υεμάτvι ό:π' την άγρια: χιχρά που δίνει � ό:σφάλειιχ.

�rι.ν πουλοϋσιχν το ψάρι, �Avt μ�ζΙ οΙ ψιχράδες κάθοντιχν κιχ: χου6έντιΙΧζα:ν. ΟΙ ΠΙΧλικc.φάδε; διηγ6'/ταν atou; άλλου;

γιά '10 Λιό,. Πως τα πηΥοιν. ΟΙ άλλοι, ο[ φρόνιμοι, κ()υ­νοϋσιχν τα κεφάλιιχ τους χωρίζ νά: θέλουν ν' ιiλHξoυ'l γνώμη. Το βράδυ, στο ψοιράδικο καφενεδάκι της ιiκρoγιιx­λΙάς, πάλι τrι. ίδιοι. Το Λι6ς. Τ6 Λι6;. Ήτιχν ενιχ δνoμ� ποιι το άγγιζιχν με φό60, με σηκ:νηση, με θαυμιχσμ6, με

μίσος. �oX νά τους εΙχε κάμει καλο καΙ κιχκο μ�ζί, τοΙΙς ιΧνιχστάτωνε κιχΙ το βλιχστημοϋσα'l, δπως γίνεται γιά: χαθετ:

πcιυ εΙναι έξω &π' το μέσcιν oρcι στή ζωή .

'Όμως � μοίρα των &νθρώπω" δουλεύει παράξενιχ. 'Ο μπιχρμπα - Ά'/τρέα;;; πήγαινε ησυχα και θεοσε60ύμενα, νοικο­κυρεμένα. Μήτε Λ ιός, μήτε μπαρμπούνια, μήτε φασαρίες.

Έπρεπε, λοιπόν, '/ιΧ περιμένει πιl:ιζ καμιά 6:αιη κ:νηση δεν έμελλε να ταράξει Τ11 γαλήνη τού καλυ6ιοϋ τcιυ. Μα. '-Υα[­

νεται πώς δ θεος φρ6'/τισε να �Xλε: το χέρι Η)υ κα: μες

στους σπάρους καί στους χάνους; d:κόμα.

'Ένα πρωΙ γύρισε με το Υιό tvtI d:n' το ψάρεμα με κιχ­

τε6α:σμένιχ μοϋτΡΙΧ και με ιΧδεΙΟΙΥα τό: πανέρια, άπο r;ιxpcx­γάδιιχ. Τά εΙχε κρ�τήσει � θcXλιxσσα. Μπλέξιχν στον πά,το

1 7 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 18: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Τ'Υ)ι;;, μέι;; στoιι� βριχχουι,;, Y.�' εμει,/ιχ,/ πι� έχεΤ να Υισυχιχσουν . Ή ψιχμίλ,ot χρεώθ'Υ)κε γ ια ,,' ιΧγοριχσε: χιχ,νc;ύργ,ιχ ιiγκ[­

στρ,ιχ χιχΙ χιχινούΡΥΙΟ σπιΧΥγΟ. Το χρέοι,; ocυτο τουι,; Ιπ'/ιξ�. Για να. ξεπλ'Υ)ρωθΙί Ύιθελε μεγιΧλει,; χειρο'/ομΙει;;. Μον&: - ζυγά.

T� άσπρο χεψιχλι τοο γέρου ψ:φα χουν'ήθ'Υ)χε όικ6μιχ λίγες ψορέι;; με πεΤσμιχ: αρν'Υ)ΤΙΚι.Ι ''Ι στεριχ ο[ κιν'ήσεις "(ί­νΙΧ'/ε πιο μot).σ.κες κιχΙ π:ο ιΧνιΧριει,;, τα ξιχγρuπνισμένot μιΧτιιχ του συν'ήθιζιχν στΥιν ιΧπ6φχσ'Υ). Δεν τ� εΙπε notaτptX:X το νιχί. Χτύπησε μόνο αλαφρά το γ:ό του στην πλιΧτ'Υ) με τρε­μουλιιχστο χέρι, χωρΙι,; ν:i τόν 6λέπει χιχτιχπρόσωπc;.

Ό νέος ψα:ρα.; ιx1στ�νθ'Y)κε τότε το ιχ!μιχ μει;; στις ψλέ-6ει;; 't(jU πιο ζεστό, κιχ: το μc;(jτρο του π-ηρε ξιχφνιΧή σο-6ιχρότ'Υ)ΤΙΧ. Ήτιχν ενιχ πΙΧλ:κάρι 'ίσσιμε εικοσιπέντε χρονω, μ' Ε,/ιχ χέρι. Τό άλλο ήτιχν κομμέ'/ο ιΧπ' τον χιχρπ6, μό: ήτσιν σα να μΥ/ν tc;O lλε:πε. ΥΕκιχνε τίς Qc;u),Etl," tGU περί· φ'ημσι.

Αυτή 'ή [στορ:σι ΤCί) χεριοσ εγινε πι:-ιν ιΧπα δέκιχ χρόνιο:: Στόν πρωτο ��ρωπιxίY." πόλεμο ,,ί ΈΥγ λέζοι εΙχιχν πάρει

xσιμι� κιχτοστή ανθρώΠ(jυι;; κιχ: τους βάλιχν nιXvc;u σ' ενα άλλο ξεΡGν'ήσι, στό Γυμνό, δξω άπ' τον κόρφc; tc;O Ά'i6ιχ­λιοίί. "Αν μιλά; στήν Ά νατολη ιixc;uytaιx: στό Γυμνό, τόσο εΙνιχι κοντιχ. l\H το ιiντάρτικo τοΟτο σωμιχ δ ΈΥγ λέζο;; Ύ'jθελε νάχει ε·/ιχ μάτ: μπροστα στα μοοτριχ τής 'ΙΌυρχιάι;; . Διάλεξχν 't(jut;; άντρες s',ιx,1 - εν σι, άνιχμεσιχ στα πΙΧλικάι:-ιιχ τοΟ ' Aϊ6σιλ:�σ 7':�� εΙχιχν πιΧΕΙ πρ6σψυΥες σττι Λέσ60. Αυτ?

<t(jU τουι;; γυρέψσι'/, τό νά μένc;υν στό Γυμνό, ήταν μιά: απί­θιχν'Υ) περ:ψρόνψ,'Υ) πρός το θά·/σι,ο. Κιχ: μονάχα: αυτοι ήταν σε θέσ'Υ) να. τό x:X,/c;IJ'I. Ή τιχν (,ι[ ttAtutιxto: α.π? μια Ου­'ιατη ριΧτσιχ 7':OU εσ6ησΕ μ:χζί τ�υς. 'Όλη τη ζωή τουι,; t1j'J

1 8 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 19: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

περ'/οίίσιχν κά'/oντσι:� κοντρocμπάντο: πίνοντσι:, κρσι:σι κσι:ι σκ�­τών(jντ",� για το t[ntJt� αν ttJu, πείρσι:ζε� στο �ιλότιμo, αν πρ6σ6ελνει; το φίλο τουι;. Στα. φερσίμσι:τιχ του; ε!χσι:'ι g·/oι,1 άΥέρσι: περήψσι:νο κσι:ι ντροπαλό μlΧζί, κιχι πάνω στο πιοτ6 τουι; �τιχν 6ιxptot και aμίλψοι, σα: να. γινότσι:ν λειτουργ(οι . • Aμ� σΥΙκώνοντιχν να: χορέψουν, τα: νταούλια χτυπουσα'ι βαρια κσι:ι αυσΤΥΙρά, και οΙ κινήσε:ι; του xoρoCί �τσι:ν το ίδ:� σι:ύστηρει; κσι:� ελάχιστες, ποι> έπσι:νlΧλσι:μ6άνοντσι:ν στον ίδιο ρυθμό, μ' ενσι: τυπικό θΡΥΙσκευτική;; τελεΤi'jς. ''Ολσι: επρεπε να: ύπoτlXxθOCίν στό τυπικο τοίίτο, κα! Υι προσωπικ6τΥΙΤσι: του ανθρώπου να: δαμαστεί μει; στήν πσι:ράδ(ίσΥΙ, Ήταν φιχ­νερό πώς σ' αuτοuς tou� ιΧνθρώΠ(ίυς με το άψΙ> σι:ίμ:χ, Π(ίίι .fv",6ιxv με το τίΠCιτα, Τ(ίυτο τό τυπικό ttJu X(jPou Yjtat'l ξ:Χλάφρωμα καρδΙάς, Υι ::διιχ β:Χθια ά'lάγΚΥ} ntiU δΟΥ.ιμάζει κάθε ιX'/θρωπo� νιi χαθεΊ μιιi στιγμή κιχι να. σβήσει σ.χν ιXΤCιμo με� στή συνείδΥΙσΥ} του πλήθους,

Στο Γυμνό, έξόν απ' τ' άρμσι:τά τtJυς, δεν εΙχαν καμιιi'l άλλΥ} προστασίσι: απ' τή μερια. τi'jς θάλσι:σσσι:ς. 'Ένα μικρο μονάχα συμμσι:χικό κσι:ρά6ι ερχότσι:ν κιχθε δέκσι: μέρες, του;; ά:ρψε τήν τΡοφοδοσίσι: τους κι' εφευγε. οι ά:ντάρτε; μένα'l πιiλι μCινciχtJ: να κοιτ&ζουν τις στεριες τής 'Ανατολής πο:) τίς ξέραν σπιθσι:μη με σπιθαμή, κσι:ι λέγαν πικρlχμένα' τρ:χ­γοίιδια τής ξενιτιας. ''Αν δ ΚlΧιΡ6; �ταν μπουνάτσσι:, ξεχώ­ριζιχν κα.θαρα: τοuς' σκοπtJ:)ς στην όιντικρινή στεριά, I>lxvιxll τ6τε μια. '/τουφεκια: στον &γέρσι: γιιi νά. πάΡ(ίυν έκεί εΤδΥΙσΥΙ, κι' &π6 κεί &ποκρίνι:;ντιχν με τόν ::διο τρ6πο στ6 χσι:ιΡε­τισμό. τη νύχτα ιΧκουγlχν τα: τΡα.γοίιδια. ttJu�. ΠρtJπάντω'l �'/lXς Τοίίρκο; αι.ισι: τραγoυδoCίσε, l5λο; G τ6πος γέμιζε Ά νχ:

Τ(ίλή. Οί αντάρτε; του Γυμνου μα�εύoντα.ν τότε στο φρύδι

1 9 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 20: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

τοϋ VΎjOLGU κ/ΧΙ σωπαΤνα'l ciXGUYG·/tιx; tcv &νθρωπι'; :Χπ' τη·ι &λλη στερ::Ι nGU ΤPΙXYGUOODOE.

Mιcί: χειμωνιciΤΙΚΎj vuXtIX Ι6ρεχε. Το πρω: τής !δια� μέ­ροι.ς είχε ερθει το συμμαχικο καρcΗ5ι στό rυμνο κι' έφερε στους αντciρτες καπνο καΙ κρασΙ �Hπιαν. Ήπιιχν. 'Apγcί: τη vuzt" εΙχα:·1 γί'/ει 8λο: στουπί. 11ήτ ε G! OΚOnGt δεν είχα:ν φυλαχτεί. ο! Ψοσρκοι κciμα.·, απ65ιχση στο Γυμν6, με μαοϋνε" ιχπο τρείς μεριές. ο! μ:σοκοιμισμένr;ι OXGnO( το πήρα.ν ε'ίδηση δτα:'ι πιcί: ήταν πολίι αργi. Κε[νη τη VU­χτα, ίο, τ·ην α:δγΥι, xc;ιθY/καν ολοι τοΟτοι Gί &ντρες;, μεθυ­σμένG:, μουγΚΡΙζG·/'tας φρ:χτά κα: πιχλεUΟ"tα� στα σκοτει'lα πρΙν ξεψυχΙσουν.

'Όταν υστεριχ απο κiμποσε� μέρε, το συμμαχικό κα­ρά6ι πήγε πιΧλ: στό Γυμ'/6, τα πτώματά του, βρωμοϋσα'; από μιχκριά, τυλιγμένα στή λάσπη και στο α!μιχ. Movcixιx ενα αμοuσταΚG παλιχc;ιράκι δεκαπέντε xpr;vfu, που το εΙχε μα:ζί tGU έΎα, ιΧπ'του, ά;ντiΡτες, θε:6ς του, αδτο μονάχα εΙχε καταφέρει 'ιά τρυπώσει σε μια σΠ'ψιά, λα6ωμένι'; στό χέρι απο σφαίρα. ΊΌ βρήκαν άποκαμωμέ'/ο, κίτρινο κιχ! αλλGσοuσουμο σ:πο ΤΟ'1 τρόμο, νά σπ�ρciζει μες στα πτώματα:.

Λότο το παλ:καΡciκι 1?ταν δ νέος ψ:φciς, G Πέτρα;:, ι!; έπιλεγ6μενο, Νυχτερίδα. T�σ κόψιχν ,ο χέρι γ:ιχτt εΙχε σα:­πί;:ιει. Με το κομμένο χέρι κα:Ι με τΎιν [στορία tGt) εγινε ξα:­

ΚGυστc.ς; σ' ολι'; το νησί. Δεν :ι.π6μεινε ά,θρωπος nGU 'ΙΧ μην έρθει ν' cXκοuσει ά;π' το στόμ'.t tou τ� τέλος τοσ Γυμνeισ. Το παλικαρciκι εοε:χνε το κομμένο χέρι του χι· έλεγε τά κc;ιθέκαστα:, τη μΙΚΡ'ή του ίστoρίιx� 'ίδια, στερεότυπη, χωρίς πια. αr:οχρώσεις, έπειδή τΥ/'1 ε�xε μάθει αίt6ξω. Άπο τότε -ή ζωή του Υέμ:σε με τι:. αδ:ιΧκι;;πο ςα'ιoι.μtΧσημα τη, τρομε-

20 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 21: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ί'ή; σκην'ής, γέμισε ι:i�' τ6 Γ:.ιμνό, τ�ιι; αντάρτες, τΙς μ!Χοίί­

νες που Τcίυς ρ:χτήκαν. τδ αίμα, τσ παιχ'ιίδ: τοίί πολέμου

καΙ τoCΊ θανάtCίυ.

'Ένας περίφημο; σταμίtαδόΡG; έβαλε δλη τήν τέχνη του

για νά χτυπήσει στα στήθια tGCί '/έου ψαρά τό καλύτερό

του 'd χέδ:ο με μπαρούτ: και με λιβάνι. ΤΗ ταν μια φι;,βερή

συμ6cίλ:κη σύνθεση: 'Ένα �έντpo' xitou απ' τά κλαδιά

του ένα λιοντάμ Τυλιγμέ'ιι;, πoλλ:r. κάτια στο σώμα το(ί

λιονταΡΙGCί εν!Χ φ1δι. ΤΟ λιοντάρι, με τό τρομερδ σφίξιμο, το\)

έρπετoCΊ, είχε γcίν!Xτ[σει κι' εστεκε με το κεφάλι του τιναγμένο

ψηλά. ΠΕνα δεύτερο �[δ:, πιο χοντρό, πρό€ω,νε �π' τήν άλλη μεριά. Ήταν σωστό θεριό: τύλιγε δυο κ6:τια δλο το"

κορμο t/jG νέου ψαρά, fι ουρά tcίU χων6τα'l στο'l ιX�αλό

tGU, καΙ το κεφ:iλι του κοίτα;ε το yoνατισμένcι λιοντάρι μέ ανοιχτο στ6μα σα να ΤCίσ είχαν χώσει μιά: μπάλα �τό

λαρύγγι. Πλάι στά φύλλα τοίί δέντρου, στη γωνιά, έστεκΕ

μια νυχτερίδα, καΙ πλάι της; ήταν ενα μισοφέγγαρο.

Το πιο παράξενcι σ' δλη τη σύνθεση ήταν fι νυχτερίδα

Γι' αυτ6, &πο τ6τε, τCι νzcι ψαρα τον βγάλ!Χνε: ΊΙ Νυχτε­ρίδα. Στην αρχη πειράχτηκε, ίίστερα το σuνήθισε, δπως

συνήθισε κ::χ: τα φίδια κα! ti λιοντάρια πι:ιυ τον ζώναν.

Βλέπονταν κάθε μέρα_ Μια γοργόνα, άκ6μα, τoCΊ χαμογε·

λocίσε, χτυπημένη στο γερο μπράτσο του. ΟΟλα αυτά, - τά

φίδια, το γονατισμένο λιοντάρι, fι νυχτερίδα, fι γοργόν!Χ, το α!μιχ τοίί Γυμνοϋ, -- ήτιχν μιi μικρή καρδιά, ήτα'ι �."α κομ­

μάτι λάσπη, δλα μαζί, που είχε ξεραθεί χα! δεν ήτα'ι τρ6-

πος να. το μαλλάζεις.

2 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 22: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

�Γ � " πρωτο τ«ξίδ: τής Νυχτερίδας γιιΧ το Λ:6ς, το < τ:χ-ξίδι μον« - �ιιγά ", εγινε με κάθε Ιπισημι5τητοι. ΆΠ(ίβριχ­(ίΙ�, l5λη Vι �oιμίλιoι μΙΧζεύΤ'Υ)κε νωρΙς την ωροι τoCΊ φcφι:;(> στό χοιμηλο τΡοιπέζι: ΟΙ γ(ίνιοΙ, ο[ ΟΙΙΟ κόρες, δ μικροι; γιό;; χι' � Νυχτερίδα. Τρώγοινε με σκιιμμένο κεφάλι, σιωπηλci. ΣιΧν τέλειωσοιν εγινε μικρη κίνrιση, σήκωσαν τό τροιπέζ:. 'Ύ στεροι πάλι βοιι6ιΧθψι«'1.

Ή Νυχτερίδα δεν το βχστοιξε : -- Μωρέ, βοιι6:χμάριχ σ�ς επιοισε δλ(ίιιν(ίυς! φώ'/οιξε

χοι.ωμέν(ίς. Έ! ΚοιΙ τί εΙνοιι, μοιθές ; ΠΡΟΙΥμοιτικά, δεν κοιτοιλά6«ινε να 'PQ6<itcxt. 'Όμως αν δε

φ(ί6ότοιν μην πάθει δ ίδιος τίποτοι, ήξερε κοιλα τΙ θ�ταν γ:ιΧ

τη φοιμίλιοι τοιις α.ν Τ(ίΙΙς πιάναν τη βάρκοι. Ένιωθε την "ρομερη ευθυνη να κάθετιχι σά βοιριιΧ κοιδένοι πάν(ίιΙ στΥι'ι κοιρδιά τοιι. ΚΙΧΙ ιiντΙς 'ια τόν βοηθήσοιιν, άπόψε, να πιχρε: ιΧγέροι, l5λ(ίΙ Τ(ίΙΙ; σωπΙΧίνιχν σξι. νά είχοιν μπρr.στ<Χ Τ(ίυς

λείψοινο ! Πειράχτηκε. - θα πλοιγιάσω, είπε στή μητέροι Τ(ίιΙ. 2:τρωσε μου ! Σε λίγο είχοιν πλοιγιάσει κι' l5λοι οΙ (Ηλο:, στη γρcφμή.

ΣτιΧ σκοτεινά � σιωπη {γινε πιο βοιθιά. Πέροισε κοιμιιΧ ωρ«. κοιτιχ το μέρος Τ(ίΟ μποιρμποι - ΆντρέΙΧ κάτι σάλειιε.

-�E, γέρο! φωνάζει σιγοινιΧ � Νυχτερίδα γιΟ: να: �εΤ

α.ν κάθετ«ι. ToG «ποκρίθηχε μo'Ioμι�ι; στο'l Y�Ι(ί τ6ν(ί : -·Ε!

Κά.θεσοιι; -- Κάθοιιμοιι.

22 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 23: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Πάλι σώποισοιν γιΞι. να κοιμηθοο'ι. κοιτα τα μεσ�νυxτoι, iι Νυχτερίδα επρεπε να ξυΠ'/Υισει

γιά το τοιξίδι. Ό γέρος δεν εΖχε κλείσει μάτι. Σηκώθηκε καΙ πήγε προ;; το μέρος του γιου του. Μά npiv φτ�ξει κ.σντ� tou, δ νέος ψοιράς; σηκώθηκε.

-- Δέ'Ι Κo:Jψijθηκε;: ρωτιΧ με χπορίΙΧ ό μπαρμποι - Ά ν-

τ pέα�. Τον βε6οιίωσε επίμονα :

- �oιl! �oιΙ ! ΚοιμΥιθηχ!Χ! 'Όλη fι φοιμ!λιοι ήτοι'ι στο πόδι, κι' ολοι τον κoιτ�ζoιν μες

στα μάτιοι. Ή Νυχτερίδα κοιτάλιχ6ε: Tocί Εδινιχν κουρά­γιο. Κοιτέ6οισε ti μQυτΡα, lχαμε fvoι κίνημιχ το{) χεριοο σc1ν &:ποχοιφετ:σ1:ήριο, κιχ! βγήκε στη νύχτα.

Σοιλπάρισοιν. Το νυχτερινο �γέpι χτύπησε το κορμ :, το φρεσχιΧρισε ,

έχυσε opoatci με; σπ/ν κοιρδιά. Ή .Νυχτερίδα ιχιστιΧνθηκε νά εΖνοιι πιο καλci, - δ κλειστος χωρο; αντηχεΊ XC1i πολ­λιχπλασιιΧζει τ!ς; σκέψεις;. "Αρχισε νά σφυρΙζει. �Oμω;; το ιΧγέρι ήτοιν άλαφρό, οΙ σκέψεις πιΗι ξανιχγύριζιχν. Γιά μιcX στιγμΥ) το σ:ρύριγμοι γινόταν άσθμαΤΙΥ.6, κομμένο' δ Ψοιράς τότε lχανε, ξΟΙ11νικά, το σκοπο που ιί\στ6σο τοΟ ήτιχν πολύ γνώριμο;;, π::iλευε νά 1:Q'1 ξα;νιχπιιΧσε:. :\ιιτη iι προσπιiθειιχ, να ξοινιΧρθει ό σκοπος ποι) τοσκα;"ε, εχοινε νχ φεύγουν για λίγο οΙ τα;ριχγμένες σχέψειι; που ΤΡ:Υύριζοι'l ποιρέιχ με τα: Ο\fuρίγμιχτα;.

Πριχγμ:χταιΧ, δε φο66τιχν. Ήτα;ν κάτι ιfλλo πιxρ�ξε'/o ποιΊ δοχlμιχζε, ενοι ιχ!σθημ:χ που 'tc,v τιΧριχζε όλάχερο. ΚΙΧΙ

23 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 24: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

'ητοι.ν τόσο Ουνοι.τΟ ΙΧό,6, Γ.ου δεν τόν iφηνε ,ια κάθετα: 'ijO'J' χος στό δοιάκι, σα να πιχτοσσε σε φωτιά: Άπ' τόν κιχιρο τοσ Γυμνοu �ταν Υι πρώτη φορά, τώρα, που θα μποροοσε 'JcX συνιχπίχντηθεΤ με Τοορκο, με τον εχτρο των παιδικων του χρόνων, τώρσι που πήγσιινε στά χώμσιτά. του, ''Οτσιν με το τέλος ΤΙJU πολέμlJU, στα Ι 919, IJ/ ΜΙΚΡ9'σιάτες γυρίσιχν στην 'Ανατολή, Υι Νυχτερίδα δε βρήκε μήτε �να Toupxo στην πατρίδΙΧ του, ΕΙχαν φίιγει, ''Ι στερα, στην κατιχσΤΡΙJψr; τοΟ 1922, Υι Νυχτερίδα εΙχε μπαρκάρει γιCι τΥι Μυτιλήνη itptv φτάξουν σΙ Toupxot ",τό 'Αί6ΙΧλή. Γι' αυτό, τώρα που θα πατοσσε ΤCΊίιρκιy.o χωμα, ερχονταν μπροστά τσυ δλα: Τό Γυμνό, Υι από6αση, Υι σκι:Jτεινη νίιχτα itIJU τους σφάξαν, το κομμένο χέρι, οΙ στάμπες, το ξεπάτρισμα, το αίμα των χριστιανων, Υι τρομερΥι ευθίινη αντίκρυ στΥι φαμίλια του, σΟλα γ(νσντσιν παράξενΟζ �xoς, ενσι σφίιριγμσι που έκαιγε.

ΟΙ δυο l5άpκε�, - Υι μια με τ' άδέρφια τους Φωτιάδει;;, που πήγαινε τσιχτικα. στο Λι6ς, κι' Υι αλλ"/) με τΥι Νυχτε­

gίδα, - ταξίΟευα.ν κοντα - κοντά. 'Ίσσιμε είΚΙJσι μέτρσι. Ό νέο; ψα?±ι; άκουσε στήν πλαϊνη βάρκα νά. ΤPιXYIJuOeι!)vt. Πίσω tIJU, το σιυλάκι που αφηνε το τιμόνι στη θάλασσα: έτρεμε, ωσπου τα. κίιμσιτα 'J:X σκεπάσουν τά πριiσΙ'Iα μάτισι ιΧπο φώσφορο που σ60Uσαν.

-"'Ε, Νυχτερίδα.' το::ί φώναξε ιΧπ' την πλαϊνή 6ipx:x ,;, Δημητρός, πσιρατώντας το τρσιγσίιδι. Φo6ιiσσιι;

Τό σφίιριγμα σταμάtrισε, --'Εγώ, ρε Δημητρό, νό: :ΡΙJΟιiμιχι; Γιοι.τί; -ΥΕτσι, ρώt"ησιχ � -'Ά! Τότε ξσιφνικό: το θυμήθηκε. "}'οτερα άπό τόσα χρόνισι !

2 4 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 25: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Πήρε τα: μιίτια :ou &π' τή θ:iλιχσσα, να μην τη 6λέΠΞΙ, T�ριξε μες στό α:μπιίρι σα σΙΧ60ίιρα. θuμήθηκε :

'Ότιχν fytve � κιxτιxστρoφrι τής 'Ανατολή;, στ:Χ 1 !)2�. φείιγοντας � Νυχιερίδα μέ τή φαμίλια tou:; ξεμπαΡΥ.ιίr;.ανε στό Πλωμιίρι. Τά 6ιχπόρια: ξε:ρορτωναν κχθε μέρα .,τ6 νησι ,

σε Υ.ακά χιίλια:, επαναστα:τημέΥΟ στρατ� ΠΙJU δ,τ: ε!χε γλι­τώσει άπ' τήν κόλαση :ής σuμφοράς. Κι' άλλα βcxπ6ρια, με iμερικάνικες σημαΊες, σκoρπoίiσαν στ:Χ λψάνια, σα σιίπιο &μπόρεuμα, τ!ς γuναίκες κα( τχ παιδια 1:(") :ρέρ'lαν άπ' τ�ν 'λνατολή.

Στο Πλωμάρι βρέθηκαν τρείς Τοορχοι , ντ6;;,'),. Μ6λις οΙ

δικοί μας, ο! &:λαλιασμένοι, τοΙΙ; πήραν εΠίηση . εγινε χαλα­σμό:; 'ίσαμε νά τc;uς ξεπιχστρέψοuν. ΤοΙΙς βάλα·/ μπp�; μέ τά κοντάκια των vtourpExtfuV τοuς; κα� "tc;u; :ρέριχ'/ στη μεγάλrι σκάλα του μΟUΡάγιοu. Στη μίιτη τής σκά.λα;, ήταν στερεωμένη μια: σανίδα. Σκοίιντησαν τον πρώτο Toίipκo να

βγεί στην άκρη τής σανίδα;. Άπό κάτω .,� θχλασσα ήταν τέσσερα: μέτρα βάθο;;. Ό rpouxcxpIi;; δ τουρχ.ος, στερ,ανος σαριxντάρrις, δεν εΙχε βά.λει ποτέ στη ;ωή :ou τ6 ποδάρι στη θΧλασσα. ΟΙ δικ':)[ μΙΧζ τον σημαδέψαν με ":χ ντc;u:ρέκια για να τον :ρο6ερίσο:.ιν. Ό κόσμο; ποΙΙ ε:χε r:λημμuρίσει

το κατά.γιΙΧλο έμπηξε ενθc;υσια:στικες y.p:.:uyt;. Ή ταν [Υα έξΙΧλλο πλήθος, XC;UVIJGoe τ:Χ Χ έρια λυσσασμένl) κα:Ι ούρλιαζε. Παpιxκινoίiσαy τον Τοϋρκο ./χ πέσει:

« • Αι! • Αι! "Αιντε, παλιόσκυλο � "Α � ά � 5. � ιΧ � » Ό Τούρκος εΙχε σαστίσει. ΟΙ κριχυΥες τοϋ πλήθους τον

σπρωχνιχ'ι, παχυ στρωμα ϋλrι ποΙΙ έρχόταν κίιματα κίιματα. ΟΙ μπoCίκες των ντου:ρεκιων γυρισμένες απάνω tc;u. <. Α,ντε ! "Αιντε!» Πιίτrισε στή σάν:δ:Χ, ε,/ιχ βήμα. δυ6. ΙΙαΡιχr:ά:τηαε.

25 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 26: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

το ε'ια τΟ πι:..δάρι έγραψε QUO χινήσεΙζ ιiauvciptYjtt" επεσε στη θάλασσιχ ιiνάσχελo" σε μιιΧ ιΧστείαι στάση.

Το πληθΟζ &:νάσιχινε λιχχανιιχσμένο &:π' τη χαρ&: χα:! τ�ν αγωνίΙΧ. ΟΙ ouo χλλοι 'Γοϋρκι:;ι βλέπα·l. Ήρθε 1ι σειρά τους. Ί'όν ενα: τον σπρωξα:ν γ ιατι δε,ι έπεφτε, μονάχα ποφα:κιχ­

λοϋσε. Ό τελεUΤΙΧίΟζ δμωζ ήξερε κι' έπλεε. }I6λι� έπεσε στη θάλιχσσα άρχισε νχ xtuTtιi άπελπισμένα το νερο γι::!: να: :ρτάξει στη σκιiλιΧ. Τό πλήθος έτρεξε. 'Ένας; έκα:με την

άρχη Χι' έριξε μιιΧ πέτρα. 'Όλα τα: χέρ ιιΧ τότες; ciρχισα:'1 ν::!: πετρo6oλoίiν σα: να: π�.φιX6γιΧ(ναν. Ό μελλι:..θάνατο;; rtιXAtut με ιiγκρηλωμένα μάτια:. Κα:τάπινε θάλασσα:. Ή NVXTF­

ρίδα εΖχε β('εί μι::!: μεγάλη πέτρα, τη ζύγιασε και τ'ήν έριξε με δύναμη στό βρεμένο μοϋτΡι:.. που σπάρα;ε &:πο ιXr.tATtlO!ΙX. Βγήκε λίγο α:ίμα, μΔ: το ('ού:ρηξε γρήγορα � θιΗασσιχ, - να: μ.η φαίνεται λερή.

-�E, Νυχτερίδα.' cixι:..uot 'ια. τι:..ϋ φωνάζοuν :Χπ' Τ�';

πλαϊ'/η βάρχα. ΦCι6�σιxι; -'Εγώ, ρε Δημητρό ; Γιιχτί; ε!πε.

Φτάξα'ι ατό Λι6�, ρίξαν τιχ π::φαγά�ια: και τα: oixtuιx κι' &­

ραξα'ι πίσω άπο ενα μιχρο κά60 που ήταν σάν κρuψώνιχς.

- �Ix καΙ νάσαι κα:λοπ6διχρος, να: μάι; πιάσοuν! είπε δ ενας: αδεΡ:ΡΟζ �π' την άλλη βάρκα:.

Ό νέΟζ ψαράς, πλημμuρισμένος; ιΧπ' την τιχραχή, lxιxvE μεγάλη προσπάθεια γιά νά μη χάσει τό θάρρι:..ς; tou, τη·, τε­

AtutIX[ιx στιγμή, σ&: yuvιxixιx.

26 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 27: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

-'Qx, &:δερφέ! EtnE. Κι' υστεριχ ; "r στεΡΙΧ , το Διος &λι:ίφρωσε a.nO κι:ίμποσε, ncxVEptE;

Ψάρι. το μι:ίτι τής Νυχτερίδας γέμισε, πλημμύρισε. Πέντε φορές. τέτοια τύχη κι'Ισ6ησε το χρέος!

Έτeιιμι:ίζeι'/τ(.('1 'ια. cpίIyouv. Ή βι:ίρκιχ των ouo &.δερφ(ων σήκωσε πρώτη τά πιχ'ιιι:ί. Τότε � μικρή Ιστορίιχ γράφτψε πολυ γρήγοριχ : ''Ωσποu νά το καλοκcxτcxλι:ί6ει, � Νυχτερίδα

είχ ε πιιχστε! στή φάκα. Οί Τοσρκο( ξεμπρό6ΙΧλαν in' την ιiνcxτολικη μεριά τοσ κά60U κιχ! του φράξcxν tG δρ6μο:

- Ντούρ! 'Αλτ!

Ή βάρκα: των ouo ιiδερφιων εΙχε προλάβει. 'HtCX'1 !σι,ιψε όιιχκόσιιχ μέτριχ &Ηργιχ. Δεν την xuvYιr1jOcxv.

Το τούρκικο δεν ήταν περιπολικό. Ήτιχν μιά ψιχράδιχη βάρκcx, xcxt μέσα ήτιχν, μιx�ι με τους ψσφά.δες, ενιχι; μονάχιχ στριχτιώτηι; που τον εΙχιχν στεΙλει νά: ρίξει μια μcxτιά xcxti τό Λι6ι;.

Βγήκιχν δλο: στη στεριά. ΟΙ τι:;υρχι:;ι ψιχρ:Χδες; ήτιχν χρητιχο: npcSacpuye;. Ή Ν/}­

χτερίδα &νcxθάρρεψε σα:ν ιixouOE να του μιλοσν ρωμcxίιχcx. Mιi την ίδιιχ στιγμή θuμήθψε ιχδτο που εΙχε &xouotlX, πώς ο/ Κρητικοl εΙνιχι οΙ πιό φανιχτισμένοι ά π' δλο tG μιλλέτ.

I'uptoe στο στρcxτιώΤ'η, Αδτοι; φcxινότcxν πoΛU θuμωμένοι;, ιiγριoς, Φώνιχζε, βλcxσΤ'Yjμουσε xcxt xtunoUOE τον iίσuχο &γέριχ του .\ι6ι;, μονιχ?ικος; ιiρχoντιxς κιχταπώι; ήτιχν τ-ην ωριχ κείνΥ) nιXvou σ' l5λο το γuμνο Y'Yjoίo

- ΚΙΧΙ ποιοι; σιiι; φτcxίει; λέγανε στο χριοτιιχ νδ ο[ χρητικοΙ ψcxράδες. Έσε!�, &δερφι:ίτσι μοu, πιiτε να: βγάλετε τιΧ μάτιι,ι με τιΧ !δια: σιχς τά χέριιχ. Τσ' έμεΊι; δε θΔ: τιiχοuμε, βέ6cxιcx, δεμένιχ! ' Α:ντε, τώρα, ψι,ι6ιiτε τι,ι !

27 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 28: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Ή Νυχτερίδα συνέφερε Υρήγορα. Θά μποροσσε μάλ:στα. να περηφανευτεί πως fι κρίσιμη ωρα τδν βρήκε ετο:μο, με σκληρΥι καρδιά, Υι, τουλάχιστο, με καρδιά ΠΟtJ εκανε δ,τι μποροσσε Υιά να γίνει σκληρή, νά μη χτυπ!Χ. Γι' αυτο δεν τ"υ ερχονταν τ:Χ λόγια. Να τoυ� πεί παρακαλετχ πci)ς -ήταν τά. παp�γάδια που μείναν στη θάλασσ�, το χρέος, ένα άσπρ" κεφάλι, μι:Χ φαμίλια που περίμενε - δεν τ,,::' ερχότα.ν. ' Α π�·/τoυσε στ!ς έρωΤ'ήσεις του; κοφτά, ξερά, με περηφάνια.

- Είχαμε χ·ιάγκη, εΤπε μ')'/�xα, με χαμηλωμένο πρ6-σωπcί.

Κάθισχν στην ακρογιαλιά. Ήτχν ενα γαλάζιο ησ:.ιχο πρωΙ Το πέλαγο μΠΡlJστά τους Υ-ατρακυλι:;σσε γυαλιστερά κUματα. Ό στρατιώτης ε6γαλε κα: τuλιξε τσιγάρο. "f στερα E1JwcrE την καπνοσακούλα του καΙ στους κpητικoυ� ψι.φάδε<;; . Δ�στασε λίγο, -- τΥlν E1JwcrE κα: στον α:χμάλωτ" να xivt: τσιγάρlJ.

_νΕ! Κάνε κι' tcru, του λέει με πόζα, συγκαταΙ;ατι)'.ά. Ή Νυχτερίδα κοντοστάθηκε. Ό στρατιώτης τ6τε μ6λιι;;

το <tPlJaix ει πω; το gvιx χέρι του αΙχμαλώτου ε!ναι κ"μ­μέ·IIJ.

Ούλά1" σακάτης είσαι; Ή Νυχτερίδα πα!ρνει την καπνοσ�ΚlJuλα Y.�: Υ'/έφε:

καταφατικά. Ό στρατιώτης τδν κοιτάζει με υποΨία. - ΕΤναι Ο;π' τον πόλεμο; -- Ναί, Ο;π' τον πόλεμο . - Δικοί μας; - Δα,,! σαζ.

28 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 29: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

--"Α, ετσι ! βιάζετιχι να: χιχρεί δ 'ίουρκος. Π�:c,ς σά; εψτα:ιγε ; Κιχλα νιΧ πάθετε ! Γουρούνιιχ !

Ή Νυχτερίδα τοσ γυρΙζει την κιχπνοσιχκούλΙΧ, χωρΙς

'/α: την "νοίξει. -"Α ! Δε μπορετι; νιΧ στρίψειι; τσιγάρο με το gvcx χέρι;

λέει με μcxλcxκότερ'Yj φωνή . Τόλιξέ του lau! κά'ιει σ' ενιχν KP'YjttXcS.

ΊΌυ τύλιξιχν τσιγάρο. Για λίγο πάψιχν να: μιλουν, φου­μέρνΟ'/ΤΟΙζ. Το ά:γέρι �πιxιρνε τον κιχπνό, τον σκορποσσε, το'ι εκιχνε γΙΧλάζιον ΙΧΙθέριχ. Ό στρcxτιώΤ'Yjζ τότε το θuμήθ'Yjκε : Ό ιχΙχμάλωτος του μιλουσε τούρκικιχ. Που τα �μιxθε τα

τούρκικιχ ; - Είμιχι ' Ανιχτολίτηζ, του ά:ποκρίνετιχι δ χριστιιχνόζ. _" An'Yj φορα ήρθες κιχτιχδω ; Ξέρειι; το μέΡΟζ ; - ΕΙμιχι ά:πο τουτιχ τα: μέρ'Yj, ' Αϊ6ΙΧλιώτηζ. _" Α, είμιχστε κιχ! στα λ'Yjμέριcx σσιζ! συμπερΙΧίνει δ

στριχτιώτη;; σα νιΧ εμπιχινε σε κιχνένιχ νόημιχ σπc.uδαίο. 'Ένιχ δελφίνι περνοσσε ανοιχτα ά:π' το Διόζ, !σιχμε μισο

μίλι. "Ε6γιχζε, μιά, τη pιxx'Yj του δξω απ' τη θάλιχσσιχ, πάλι βc.uτοUσε στον ίδιο ρυθμό, στο 'ίδιο διάστημιχ, δλωσδιόλι::ιυ ιiδιάφoριx, ανιχπόφευχτιχ, σχεδόν τυπικά.

Ή κου6έντιχ γύρισε. Ό στρατιώτης είπε σΤΟΙΙζ κρητι­Κ�ΙΙζ ψιχράδει; να μιλάνε κι' έκεΤνοι τούρκικιχ για να κιχτιχ­λιχ6ιχίνει κι' cxUτός.

-Έ ! Πω; τα περνάτε με τον 'Έλλην"; ρώτησιχν tc,v �Ιxμάλωτo οΙ ψιχράδεζ.

- Πρόσφυγες είμιχστε, ζουμε ΜσκολΙΧ, είπε. - Κι' ομως έμεΤς Ύjμιxστε πoΛU κΙΧλά, κάτου στο νησί,

:ψιν ιΧπ' ΤΟ'Ι πόλεμο, λέει δ Κρητικός.

29 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 30: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- Κι' έμεΤ�, θιχρρεί;, δεν ήμιχστε κ�λ&: στον τόπο μχ; πριν citt' τον πόλεμο ;

ΟΙ ΚρΥΙΤΙΚΟΙ άνοιξιχν τότε τριχού6εΡΤΥΙ xou6Evtιx γιιi τΥ, στρωτη ζωη που -ητιχν χεΤ x�tou, στο νΥΙσί, πρΙν φύγοuv με την civtoιncxyYj των πλΥΙθυσμων, πριν α.π· τον πόλεμο . Ο[ έλιε, Υίτοιν ετσι, τα: δέντριχ 'ήταν ετσι, � θά:λασσοι ijtcxv ετσ�, οΙ ιΧνθρωποι -ηταν ετσι. θuμ1jθYjκαν ciχ6μα πως �νας χρι­στιοινος εΙχε χ�μει στο χωριο το τζαμί τoυ�, έπειδη 111.0, ,,1 '/τόποιοι ΊΌορχοι 'ήταν qIouxaP�OE' χοι! δεν είχα'Ι τον τρόπο νιi σπιτώσουν τον προφΥιτΥΙ τ"υς;.

Ή πρωινη δροσια εφευγε, δ ijλιος καθάριζε τα σχrιματoι . το φω;. Στην ξερη γωνια τοϋ Λι6ς, δπου εΙχοιν διπλοχοιθ:­�ει τοΟτ"ι οΙ άνθρωποι, fι χου6έντιχ, citto σκΑΥΙρη 'Κcx! πικρη που άρχισε, σιγα - σιγ� ξέχασε, επιοισε να στρώνει. Ο[ ψοι­ρ&3ε; απ' την ΚρΥιΤΥΙ 'ήτοιν περασμένοι στα χρόνιοι, ε Ιχ.οι '/

πι± χάνει τα τρία χάρτα τη� ζωης; τ"υς. ·Ητοιν μιcX ζωYj στρωτΥι, ijauxYj, χωρίς τιν�γματα, χαί μ Ίnον που τώροι, γιιi 'tcX στερν� του;, άπόμειναν σχλΥΙρες μέρες, ή καρδιά τoυ� 'Yjtoιv άχ6μα γεμά.τΥΙ, ijtcxv διαμορφωμένΥΙ ά:π' τΙς χαλές μέ­ρες, - 'tcX κ�ρτα.

- Νοιί, ναί, συμπέρανε δ ενας t"u;. 'l'οοτες; οΙ τ:μωρ:ε;, π"υ πέσαν καί σ' έσιiς καί σ' εμιiς, δε μπορεί ναναι απ� θέ­

):rιμιx θεοΟ. Ό σεϊτα)/ εΙναι στη μέσΥΙ ! - Δε μπορεί ν± γίνει τ ίποτιχ αν δεν το θέλει δ I I ?� ­

φήτης;, ούλάΥ .' ιΧντιμίλΥΙσε δογματικα δ στροιτιώΤΥΙς. - �ωστό ! Σωστό ! M� πές μ"υ, �γινε άλλΥΙ φορcX τέ­

τοιο ανακάτωμα σ' 15λον το ντουνιά ; Αύτο δε θcX πεί πιJI; :Jtij μέσΥΙ εΙνιχι δ δι�"λoς ;

Ό στρατιώΤΥΙς -ητα'ι Ε'ιας άπλοϊκός χωριάτης, :ΧγΧθός,

30 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 31: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

�κέτoι; ΆνιχτολΙτης. 'Απο κεί'lιχ τ' σ:Υιχθά: βόδιιχ πού δ,τ: κιχτΙΧλΙΧβlΧίνουν άπ' τrι ζωrι εΖνιχι μoνιxXιi πώ� δ -ηλιo� βΥΙΧίνε: κάθε πρωί, πώς λάϊΥ λουλ Άλαχ 1 xcxt πώς μιχκρια ιxr:o τούτη τrι χώριχ τοΟ νεροσ, Ικε! κ«τα το Ν τιιxρμπεκ�ρ, tlvcx:

. ενιχ κcxλύ6ι, μιιi yuv«fxcx xcxt δυο πιχιδια πού περιμένουν. - c Ό κόσμος ttvCX! EVCX τσέρκι, xιxριi σ' Ικείνον πού

eit το Υυρίσει », ιΧπιχντά μ' EVCX γνωμικο του τούρκικο') λιχου. Ό ψιχρας ιiπ' τrιν Kρ�τη, δ ζιi6ιxλo" εΙχε κι' ΙΧότο, ενιχ

π«λιοτσέρκι στο νησί του, Χιiρ6cxλο, iliot6oo το Υίιριζε μ:α απο δω, μια ιΧπο κεί, τελοσπάντων δσο του lpxltcxv 6ολικά. Ί'ώριχ ; �E, τώριχ χάθουντιχι άλλοι με τrιν oήouxicx τους κιχ: του μιλουν yιιi toipxtcx . . .

-Άδερφέ μου, λέει π ικpιi στο σtρΙXτιώτη, έσυ φιχ[vεσιχ: σα: να 'ήρθες με άλλη βιχπορια στον κόσμο, Ιδω κάτου. Σε­Υουριχ, δέ θάxει� τίποτιχ νιi θυμιΧσιχι.

Ό σtρΙXτιώτης γυρνά �πότoμιx κιχί τον κο:τάζει Κ2,Τ2,­

πρόσωπο. - Αίιτο που το ξέρεις, ο/·λάν, Ισύ ; - Χμ ! Τό βλέπω, ιΧδερ:ρέ ! τουτο; δ γκtιχούρης lXE :

μπροστά του το κομμένο χέρι του, χ ι ' ιδω πού τον lIt:IXOE; είνιχι δ τόπος τ�υ. Κι' έμεί�, χιχτιχπώς το βλΕπεις, Ύjpθ�φε �πo ενιχ νησΙ καΙ δε μπορουμε να το ξεχάσουμε. Έσυ

δμω; . . . Ό στΡιχτιώτης κάνει π:ο αρlχιΥι τη :ρωνή του. Σit vit

τη δίνει με δόσεις, ησυχιχ, ταπεινά. -� Έτσι λο ιπόν, θαρρείς ; θαρρείς έγι!) δε θ�θελιx νά

, c ·EνQι� είνQιΙ δ θε6� . » Ti πρώτα. λόγια. τη> τuπικiΊ� πp�' aEUX'ii . των }Ιοuο')uλμάνω·,.

3 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 32: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

είμcxι στ(η τόπο μοu, ουλάν, xcxt δεν έχω τίποτιχ που 'ια. θ\)­μιiμιxι, Ε ; ΓιιΧ μπ α, xcxl δεν Ιχω έγω φιχμ[λιιχ . . .

'Αλήθειιχ ! Πώς σε τ6σο μεγΗη 1jALX!cx, φι:.ψελίτης, 'iJtιxv στρcxτιώΤΎjΙ; ;

Νοιί, το εΙχε σκάσε: στον κοιιρδ του πολέμοu. �Eκιx'lε, τότε, μια ζωη σκuλίσια. ΊΌυ, xuVYJyouaιxv, κι' ISaou, πιά­νιχν τους κρεμάζΧ'1 Yli να τρομάζοuν ο[ άλλοι. Μα ήτιχν τόσο βάσιχνο να πάς στρατιώΤΎjς τότε, -- χωρΙς να σου �ί­YOUv μήτε '/α ντuθείς, μήτε να φα.ς, - που πολλοΙ εΙχ α.ν

καλύτερα 'ια ζοσνε κινδuνεύοντας να τους κρεμιΧσοuν πιχρα να πα'ι στο στρατ6 . Τώρcx που τέλειωσε G πόλεμος και κατέ6ηκα'l ο[ A:otr;;tιXxte, κι' οΙ ιΧ'/υπόταχτοι απ' τα βο\)'ιά, άνοιζcxν τιΧ otχλια τεφτέρια, του χάρισα'/ τη ζωή, μα τον στείλαν 'ι&. κάνε: τη θητεία τι:;υ. >Ηταν rι πιο μικρη 'tιμωρίcx. 'Έτσι τ' άφησε πάλι, κεί κιΧτι:;u, το κοιλύ6ι, τη γυναίκιχ κ α� τfι μωρά, τώρα πι:;υ εl,/ιχι τόσο δύσκολοι να ζήσεις . . .

Σιγα - σιγά, δ κυρίαρχος χαμήλωσε τη φωνή, χοιμήλωσε τ&. φρύδ�α.. Μες στην otίκρα του εΙχε ξεχάσει δλότελα πως μπροστά του rιταν καΙ τον άκουγε κι' ενας χριστιανός. Μο­νάχα το πω; κε: κάτου, στ" Ντιιχρμπεκήρ, εΙνοιι Ε'Ια κα­λύ6ι . . .

Μά 1) ΝuχτερίδΙλ εμενε αδιάφορος για δλα αυτα κα! α.συγκίνητος. Για. να φτάξει κεί που ήταν σήμερα είχε γίνει στη μικρη ζωή το\) τρομερή προετο ιμασία. Δε βΥcxί­vr:.'Jv ευκολα τα cxfflcxtιx του ΓuμνοU. ΊΌ κομμένο χέρι aΜυμποίίσε πάν ου στο σΤήθος, ίσια κά.του ιΧπ' τα μάτια' στο Πλωμάρι, εν:χ κεφάλι βουτοσσε ξεφρενιασμένο στη θά­λ:χ σσα κι' άνοιγΕ τα μάτι�. Αίμα ! Α!μιχ !

ΦούμερνΕ καΙ σώπαινε. �Oλoι σώπαιναν.

32 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 33: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

_ . • Ε ! Το ξέρετε πω; πρέπει να φείιγουμε ; λέε: κιΧποτε δ ενας Kρητικό�. Έχουμε καΙ ooυλειιi στα M�­

σχοψήσισ. ! Ό στρσ.τιώτης τίναξε το κεψΗι του, συνεφέρνoντσ.�. - Σωστά ! Πρέπει να φεύγι:;υμε ! - Λοιπόν, άλέστα .'

Ή Νυχτερίδα τώρα πια κατσιλα6:χίνει νά: χτυπιΧ Ουνα.τιΧ � καρδιά του. Ή μεγάλη ωρα ήρθε : c Σ6ήσαμε, γιέ μι:;υ . •

Ό στρατιώτη ζ τον κοιτάζει με προσοχΥι καΙ του γνέφει : - Πάμε ! Σηκώνεται. 'Όμω; c,[ ψαράδες τη; Κρήτης δε σαλεύουν.

Ο ενας ξύνει το κεφάλι του, σα να θέλει κάτι νόc τ:εί, τδ σ�λλoy(ζεται. Ή &τμ6σ:ραιΡα &π' τΥιν κου6έ'Ιτα είναι ακ6μα θερμΥι καί tflALXYι. Tέλo�, f- Κρητικος φάνηκε πω� το πήρε &πόφσ.ση.

-Έμ - σερί, λέε: στό στρατιώτη. Έμ - σερ' . . .

Κό6εται. Ό στρατιώτη, κάνει, &διάφoρ�ς, Ε'Ια - δυο βή­μοιτα στο'ι τόπο, να ξεμουδιάσει.

- Τί είναι ;

- ' Εμ - σερί . . . , κάνει τ:αΙρνοντας θ&:pp�ς δ τ�ύ?κoς ψαράς. ΦoυκαρΌCς είναι, σακάτης εΙναι . . . Τι λές ;

Τι ; "Α, όχι ! "Οχι Ι Λότος είναι στρατιώτης, πρέπει νόc κάμει το χρέος tou. Eί'/�ι δ κυρίαρχος. Κουνά το κε­φάλι του άρνητικά :

-Όχι ! Κσ.τσ.λα6αίνω τ: πας να πείς, σύντροφε. Μα όχι, δε Υ(νεται !

- Τίποτα δε χάνει κανε/ζ άπ' το (>-)εό, λέει παρσ.καλετά δ Κρητικός. θα δε:ς, κα)3ι πατρί/)c;ι;, iδερφέ μου. "Ασ' τον !

Ό στρατιώτη� έπιμένει άκόμ:χ.

33 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 34: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

-'Όχι ! 'Όχι. Μα: κάπου, κεί κιχ τα: το Ντιιχρμπεκ�ρ, E1VIXt μιιΧ

μικρη κιχλύ61χ . • . Ή Νυχτερίδα Ιστεκε δλ6τελιχ χlχμένος;. 'Ό,τι ytv6tlX'I

'ήτιχν ιΧπΙστευτο. - Ν Χί, vlXi, έλεγε δ Κρητικός, ένω πλ ησίlΧζε τον αΖχμιΧ­

λωτο xlXt τ�ν Ισπρωχνε να: ψύγει, κοιτιΧζοντας κιχτιΧματιχ το στρατιώτη σα: να: βυθομετροσσε το πlχιχνΙοι ΠCιυ γιν6τιχν στην XlXpOLcX ΤCιυ.

'Ο xupilXpXO� κοιτιΧζει ιΧπο Ινστιχτο, γύρω tCiIJ, μπα.ς κι' είναι κανεΙς xlXt 6λέπει. ΈΡΎJμιά ! Στέκετlχι ιXκίνΎJτoς μια: στιγμ�. 'Ακίνητος. "r στερα παίρνει 6αθια: civcialX, - ({ το ΝΤΙIΧΡμπεκ�ρ ! το NτιlXρμπεκ�ρ ! » - κιΧνει μιση στροψή, κιχι τινιίζει κιΧτου με ούνlχμΎJ το χέρι tCiIJ.

-�Aι σιχτίρ ο' μουγκρίζει θέλοντlχς να. κρύψει την ό:ου­νιχμίιχ του, έπειοή δλοι οΙ ιiνθρωπoι θέλουν να: κρύ60υν τΎ) ν ιΧQυνlχμίlχ τους.

- Φεύγιχ ! Γλ�γοριχ ! Γλήγοριχ ! λέει δ K ΡΎJΤΙΚo; στή Νυχτερίδα, σπρώχνοντάς τον OuvlXtιXo

'Ολότελα χαμένος;, ζαλισμένος, χιμα στη βάρκιχ του, σΎJ­κώνει τό μlχοέρι xlXi σιέρνει το πιχνί.

-�E ! τού ψωνιiζει ό:π' τη στερια: δ KΡΎJτικ6ςo ΚοίτlΧξε, alXxcitYj, να: μην ξιχνιχπατήσεις; το ποOcXρι σCιυ έδω ! Άλλαα

Σημαρλαντίκ ! 1 . - 'Αλλαα Σημαρλαντίκ ! φωνιΧζει με άγρια φωνη κι' δ

χριστιανος; ψαριΧς;ο Το ό:γεριΧχι ψυ σοσσε γενναία.

34 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 35: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Ή Νυχτ ερίδα, μει;; στΤι βουΤΙ τηι;; θι.tAαOσας π�υ σποίίσε στη βάρχα, α:χοuει μια: 'Jτοuφεχιά. ΜπιΧι;; χα! τοίί (Λχνουν ; Όχι, �νιxι;; γλάρος, χάπου έκατο μέτρα δεξιά του, έτρεχε

JtιX'JCU στά μικρά χuμC(τα σά νιΧ τα έγλειφε. Με τΤι ντου­

φεκιά, τινάζεται λοξά, π?λυ λίγο, κάνει νά πετι.tξει Ψrιλό. ΤΞΡΙΧ, μα. λυγ:ζει κιχι πέφτει απότομα στό κuμα, ϊ.ωρΙι;; '1 % ξιxνccσψ<.ωθεί.

'Ο στρατιώτης, στη στεριά, κατέ6ο:σε το ντουφέκι. θέ­λησε να eρετ μια δ Ι)l.αιολογίC(. Γιατί xtuJtYjot το πουλ[ ; Μα δε μπορεί να δίνει κC(νεις πάντ" απόκριση. Μήτε στον t�uτό του. ΑΙσθάνε:C(ι μι:ινάχ" να z:vC(t λιιπημέ'Ιος, γεμιXτι:i; φοίιρκα, αναστατωμένο; , αΙΙτζ, ήξερε.

Πρόσεξε για λίγο α:ραιρφένος τ6'1 τ6πο δπου επεσε το πουλ:, είδε μιά σ-:: ιγμΤΙ τη·, ασπρη φτεροuγα που Ιπλεε . Ώσπου χά.θηκε στο κUμC(.

'Ά ι πιχτίρ .Ι βλαστήμησε πΗ:.

' Η Νυχπuίδα i'ιοίχτηκε στο πέλαγο. Το xuILtx xtuJtc.Cιot στΥI μάσκα τής ψαροπούλας και το)'l

ριiντιζε, μ:!: στο κε:ρά.λι του μέσ" δλα ήταν θo),ιi. νΕχανε

μεγάλη πρc.σπάθεια '1ά τά βάλει τα πράματα στΤΙ σειρΧ. Δε γιν6τα·l. Ή XC(pιx τον έπνιγε. ΉτC(ν ενα qic.6EpQ κuμιχ

πού εσπασε μ')'/ομιά,. Πολεμοίίσε να έξηγήσει. Μα ολη του

iι ζωΥI δεν τον άφηνε να: δεχτεί μια τέτοια έξήγηση. 1'0 μόνο μέτρο που είχε ήταν δ έC(uτός του. �υλλογιζ6τC(ν λcι­:Ίον τί θα: εχανε αΙΙτος σε μιά τέτοια JtEp(otC(oYJ, αν ήταν 6 κ.υρίαρχος, Πελάγωνε, δεν ε6ρισκε άχρη. ΊΌ φέρσιμο τοίίτο, Ο,τι �γ:'1ε στο Λιός, δεν τοϋ ερχόταν μήτε γι� πlΧλιχlχριά.,

3 � Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 36: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

μήτε γιιΧ &'Ouvιxl-!-!ιx, μήτε γισ: κΙΧλοσύνΥΙ, τίΠζ;τα. "Eμε'/ � ξε­κρέμαστο με� στΟ: διχκρυσμένιχ απο χαρ&. μiΧτια tGU, ΠCΊυ το κοίταζαν με θιχυμασμο καΙ άπορία.

Το ταξίδι τοο γuρtσμGU στη Aia6G δεν έλεγε να τελε:ώ ..

σει. ΟΙ ώρες ήταν μιχκριες σ� '1& τΙς λαστιχέρνανε ξεπ[τΥΙ­δες. Σιγά - σιγά, Ιτσι που μονολογοσσε φωνιχχτά, χωρl; διιχκοπή, πιΧνου σε κείνο Πζ;υ �γι'ιε στο Διός, δ νέος ψιχράς άρχισε να το συνΥΙθίζει. Τό Ηiλεπε με λιγ6τερΥ} ΙκπλΥΙξΥΙ' ΝΥστεριχ, οΕ χιχρούμενες φω'/ές του γ:να.ν πιο &ραιέι;;. 'Ύστερα &κόμα πιο &:ρα.ιές. 'Ώ:jΠΟU, τέλo�, κόΠΥΙκιχν.

�Eμεινε συλλογισμένος άπιΧνου στα κύματιχ τοσ ΑίΥΙΧ!ΟΙ) :'tou δ ουνιχτδς ijλ ιος τα εκιχνε vi λάμπουν σ:Χν άσήμι.

"Ότιχν, ιΧργά, άριχξε στη Θερμή, έγινε χΙΧλιχσμος κυρί'ου σ' δλο τον πλΥΙθυσμο τω" ψιχροκαλυοιων. Ή βάρκιχ ,(1)'1 δυο άδερφιων, πο\) εΙχε γλιτώσει, ε!χε φέρει το κιχκο μή­νυμιχ για: τη Νυχτερίδα. Γι' ιχυτο τρ(οχν δλοι τά μάτια. τοιις σαν τδν εΙοιχν να: άριΧζει. Δεν Ύjξερε με τί λόγια. καΙ με ποια σεφα να: τους τα πεί. Κα.ι GE ψα.ρ5.δες, ΠGU τ' άκουγαν ετσι ιΧνα.κατεμένα., τον κοιτιΧζιχν γεμάτοι &:πσρία.

Πέρασε ωρα., πούλΥΙσε τά. ψάριιχ του, πήγε στο καλύ6ι τους, βγηκε όξω. Άκόμα δε μποροοσε να κχταστα.λάξει, 'Εκεί πο\) το χώνευε, έχεί τιναζόταν δλiΧκερoς. Μα: 1ι αν­τίστασΥ} αυτη ήταν, τώρα πιιΧ, σάν τγι βα.ρι� ανάσα τσσ ψαριοσ που σποφιΧζει στην κουπαστη χωρΙς δύναμΥΙ, &ραιά, για: τελευταία φορά.

Πηγε ν� περπατήσει μονάχος, πέριχ κατά την άκρσγιιχ­λιιΧ. Έκεί ήταν l'lc< καφενε�άκι, πολλα: νέιχ ζευγάρια Ερ-

36 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 37: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

χονταν :Χπ' τη Μυτιλήνη νά. χ:ιι=-οϋ'l :ή θχλασσα χ.α� τ�ν Χγάπη. Κάτω από ενα δέντρο , στη σκιά, είδε δυο νέα :t 'X t ­

δ ια που φ ιλιoCΊνταν . Το αγόρι ε!χε μελαψc πρ6σωπο ;<αι

κιχστιχ'ι± μάτ ια , το κορίτσι 'ήταν ξ:ινθο κι' ε!χε μακρ ια μc(ι ­λια που πέφτα'l στους ι7ψσυς του. Στο τΡ,χπέζ ι του; nEr:-: '

μενε ενα πιάτο με δυο μεγάλα μπαρμΠΟ:Jνια :00 .\ ιό; . • F:με­

'ιαν τ:Χ ψάρ ια, εκεί, ερημα κα� περ[μεναν, τ" λ[Υ-:' 'fIiι ; τ7-τύλιγε , απο πάνω τους ήταν ενcι. αγόρι }Ι.Ι' ε'ια Μι=-:τσ: c:'jo) αγαπιocίντιχν. Παράξενα που ήτα'ι ε)ιε.\ στό γι:ι.).-;ιι '.ο /ιtl � ') Ύ'jσυχα, τά ψάρ ια ΤCιυ τoCΊ Λ ιός . . .

Πολυ γαλήνεψε το βράδυ. Κα: -fι ,'ίVΧΤιQί,\r[ α. !στάν­θηκε 'ια ξαλαφρώνει, να ;;�νεται κι' αύτος με τή yαλ'�ν-η ΠCιυ τον έλουζε. Γύρισε, σf�ψίζοντα.ς, 'ΊΤΟ Ψα.p"�ΙM }I.XjJE­νεί3άκι της θερμή,. Κάτω :in' τον πλάτα.νο xci8?'Jt�'1 }Ι.Χτι. '/έα πα ιδ ιά, πατρ ιωτάκ ια, που δούλευαν -:;t1; τρά:ε; . Χ τυ­

ΠOCΊσα'l το μπράτσο τoCΊ γιοσ τocί Χάνου, για '13: του χα.­νουν στάμπα. "Ενας, δ μάστορης, βα-:;ΤOCίσε το ξυλαράκι μ� τις ψ ιλες β::λόνε;, τί; βoυτocίσε στο'ι }Ι.απνΟ τσΟ άσπρου άρσενικοΟ λι6ιχν ιου , ανακατεμένου με ρακί, κι' έξυνΕ, χτυ ­πώντας τό μπράτσο τοΟ αγορ ιου , του Χά'ιου , πάνω 'nο -:;χ έ · διο που είχε κάνει πρίν με μολΜ ι .

- Γεια - χιχριά, Νυχτερίδα .'

- Γειά σας ! Τ[ κάνετε , ρέ ; τους ρώτησε κιχι π).Yj ' σίασε να: δεί. Γοργόνες εΙνιχι ;

.:..... Τουτο που βλέπεις θα: γίνε ι καρδ ιά, τoCΊ άποκρίνε · ται με σο60φότψα δ στιχμπαδόρος. MQνcXxrx δεν ξέρω τί νi βάλω άπο πάν ου της : σταυρο γιά μαχαίρι . . .

- Δε βάζεις κανένα; γρύλλο, νά. τιχιριάζει ! τον πείραξε -ίι Νυχτερίδα.

37 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 38: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

K ιiθισε και παρα.κολουθΟίίσε με ένo :α�έρoν ό,τι γινότα'l .

Τ <'> βριί13\J εγερ'/ε, τά φόλλα τοσ πλιΧτανου OEtOD'ltΙX'J σα νσ.

Τ Ρί6Qντα'/ με τον άγέριχ ερωτικιί. Tιi φύκια. σ τέλ,/ιχν δυνατη

μ.υρουδιά., κα: (, '/έος Υιος; τοσ Xιivc;u, δτα.'/ � πόνος; γινότα'l

&6ιiσταγo" Ε(,ΙΧζε φωνη δυνατη κιχ! την EJt'ltYE στΎj στιγμή.

Υ ι α νά μη δείξει πως φο6ατιχι. -'Εσό, αλήθειιχ, εχε ις; τίπc;τα. έξον άπ' t:i φίδια κιχι ΠΙ

νυχτφΙοιχ : ρώτησε 6 στιxμπσιoόρo� το '/έο '�:xρά, επειδΎ; δε θυμότα.ν .

. Στο μπ�άτσo, λέζ ; .- Ν:χΙ ·-� Exω μια: γοργόνα .

. - Γιά να. QG) ! Ή ΝυΧΗρίδα τΡά6ηξε πρΞ.ζ τ6ι πάνου το μοινίκι tQij

πουκιχμισιοσ του. Ήτιχ'l εκεί ενιχ άΥΡΙΟ, &τεχνο, άνθρώπινο μούτρο, μήτε άρσενικο l..ιήτε θηλυκό, με 13')0 μολυ6ια μάτια σα να Ύιτα'ι μο'/άχα κόχες. 'Από xιXtO\J ή φ ΙΥούρα: τέλειωνε σε Qupi Ψα.ριο().

- Ρέ, τοστο εΙναι σωστό φάντασμα � λέει περιφρc,,IYj­τικ,", 6 σταμπαδόρος. ν Εμ, ολα τά πριίμιχτιχ θέλc,uν τη μα­στοριά του ; , .νυχτερίδα .Ι :\ά σοΟ χτυπήσω έyιJ) ΥΟΡΥ6'1α: χαί να Cιείι; ' �α,1 τον Στριχτιίριχ, μά το θεό !

- Τ: μαζ λές ! Τ�'/ ειρωνεύτηκε ή .νυχτερίδα Υ ιά ν:]: τον πικιίρει.

- Μιί το Ηεό ! Μ ά το �εό, σού λέω ! ύπερασπιζόταν

ό ιiλλo, την άξοσόνη του . �ά δεν π ιστεόεΙζ , σά δεν πι­στεύεις; δοκιμάζουμε !

Ή Νυχτερίδα εΙχε τόσο καλό κέφι, αΙσθιχνότιχν τη·, α νάΥχη vi ευχιχριστήσει α:κόμιχ κιχ! του το το πιχιδί.

38 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 39: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- Τί λέτε, ρέ ; κ�νει ερωΤ'Υ)ματικά: στην παρέα, γε­λώντας. θ&: το χάψουμε ;

ΟΙ ιΧλλοι τον παρακινουν. -'Άιντε, '/τέ ! ΘΕλουμε να: το οc,uμε ! Νά το δουμε !

- Καλά, λέει iι Νυχτερίδα κc,uνώντας; με χαμόγελ" το κεφάλι tc,u. Έλα !

ΥΕκαμε ν' ανε6άσε: πάλι το μανίκι που σκέπαζε το γερο χέ ρι του . �τάθ'Y)κε λίγο. Μια βιασ:ικη Ιδέα, γελαστή, τού ήρθε. ΥΟχι. Στο γερο χέρι ήταν Ttc,u ήτιχν μια γ:-:ιργόνα. � Αν χτuπc;uσε στΟ άλλο χέρι, τώριχ, στο κομμέν" ;

Χαμογέλασε. �αί, ναί, σ' αυτό ! Το εΙχε δεμέ'lο πάντιχ, σα: φασκιω­

μένc;. ΥΕλυσε τα δεσίματα, τό ξεγύμνωσε, ':Ράν'Υ)κε ενα κομ­μάτι κρέα�, ενα τίπCιΤιx, σαν πεθιχμένο πράμα' εκεί nc;u ήταν fι Μψιά, το κρέας εκανε ζαρωμιχτιει;; - ζαρωματιες σαν τα γερασμένζ,ζ πρόσωπα.

-'Έλα ! γνέ�ει στό νέο παιδί, το μάσΤΟΡΥί ' Μ α τό πιχιδ! Ε6λεπε Εκπλ'Υ)ΧΤΟ, διστάζοντας. - Αυτοσ ; λέει δειλά . Στο κcμμένr.ι χέρι ; - Νιχί. Γιατί ; - Τ ίποτα. �άλιωσε το καλέμι του . - Λοιπόν ; Γοργόνιχ θα γ('ιει ; Ή Νυχτερίδα συλ).ογ[ζετα ι. Γιατί γοργόνσ. ; ΥΕχει TtQU

εχει μια στό άλλο χέρι . - Γιά στάσου, ρέ. Γιατί γlJργόνσ. ; λέει. -'Εγω θάθελα να γίνει "(Qργόνσ. για να δεΤτε ! λέει

ό στιχμπαδ6ρο<;,. Μα θα γίνει δ,τι θες ισύ, &:δερφέ μου . LιXv τί ;

39 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 40: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

-·Ε, ./:Χ, ξέρω κι' εγώ ; iναΡωτιέτχι χι' 1ι Νυχτερίδα , πιχσκ:ζοντα; ·/α βρεΤ. �Aς γίνε: . . . - ci στο διάολο, μπελά που βάλιχμε ! κάνει χαμογελώντας. "Ας γΙνει μια μπρα -τσέρα . " 'Όχι, οχι μπρατσέρα ! . . .

-- 'Ένχ έλάl'Ι ! πετά.χτηκε ενας απ' την πα.ρέα , -"Α, όχι, Elrte πάλι 1ι Νυχτερίδα,

Κι' άξαφνα το 6ρήκε.

-- Τίποτα χχνένα. ποu).:, ρέ ! ΜΠΟΡεlς ; Νά, θχλασ­σινοl α:ροίί είμαστε , , , Άς είνα: , , . ας εΙνα ι εν ας γλά.ρος !

Κ6μπιχσε, έκαμε μικρή ΠΡGσπ�θεια, μα το εΙπε. O� άλλοι τον χοίτα.ζαν ξχ;οl; ιαcμένοι : Τά φίδια, 1ι νuχτερ ίδΧ

κι' ενχς γλά,ρο;; ' • Ωχ, cXoep'fi !

Χαμήλωσε τά: χοφοπα μΧτ:α. tou μέ ντροπή , σαν χο ·­

ρίτσ:, στΎί yfj, Το α!μα χπ' τό χτύπημ::ι με τ:;; βελ6vε� χιχτραχUΑοuσε

δις τις ψιλες ζαρω:-ια.τ:ές, πo� εκχ'ιαν !Ίιν κοψια τ"υ χερι-:;·j

,/α. μοιiζει σα μικρό γερα.σμέ·lο πρ6�ωπo . Γινότα'ι ενα ;

γλάρος, κάτι τέτο :ο, λίγες γραμμές ΧGντΡές, χω?!; γoυστCι , μ ε τ ό αιμ� που έτρεχε, με τήν καπ'lιχ τοίί ±p�εν:ΚCιίί λιοα­

'ι:οίί xxt με τό ραJl. : . 'Ar.C δω χα: πέρα, μαζ: με τά φίδια:.

με τΥ) γοργόνα., με τΥ! νuχτεΡίδα. κχι με το λιοντά.ρ:, θό: είναι κι ' ενα; άλλος ψ:,οισμΞν"ς σύντρο:ρο;. �να ποuλΙ Ή Νυχτερίδα - δεν τοσ ψα.ι'/ότα.',/ ό πό·)ο; . Ήταν εlιτuχι�μέ ­νος, δεν Ύjξερε τίττοτα . Σ:Ρtψζε ,

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 41: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΟΙ Γ ΛΑΡΟ Ι

Τ Ο Ν'ΗΣΑΚΙ που βρίσχετα; στιi βορεινά τής AIia6Qu, &νιΧμεσα Πέτρα χα: Μάλυ60, είναι γυμν� κι' ερημ-:. . Δεν εχει �νoμlX, ΚΙ' οΙ ΨαριXδε� Ttc.tJ Oc.uAttic.uv σ' έ­

κείνες τΙς θάλασσε; τ6 λένε άπλα ετσι : « '1'6 V'Yj�: . > Δέν εχει μήτε ενα δέ·ιτρc., έξ�ν απ6 θιΧμνου; . Ti':ΙX μ:λια μα­κριιχ, τ:1 βoυνιi τη, Λέσβου σ�J'lθέτl)υν μιi ημερη άρμc.νίο: ιiπ� γραμμή, ιΧπο χίνηση κα,: x�ωμα. Πλά., σ' αυτη τη σπα:­τcXλη, το γυμνο νησΙ με τη·ι α,υστηρη γρα,μμΎI "t(jtj φ α:'/ετιχι «κάμα πι? έρημο. �± να το είχε ξεχιΧσει 6 θεος δταν εχτιζε τΙς στεριες κι' εκα νε τΙς θiλ:ιι:σσες �τ1; έtιτx πρωτες μέρες tc.G κόσμου.

λΗ απ' tc.titYj τη γυμνη λουρίδα, τής γής μπορείς νά δείς, το κα,λοκα,:ρι, τ6'1 ηλιο ν'.;. πέφτει μέσο: στο ιΧτέλειωτl) πέλαγο. Τ6τε τιχ χρώμα,τα βιX�oυν τ± νερά, κι' δλl)ένα, αλ­λciζc.uν, κιΧθε στιγμή, σα νιΧ λιώνουν μεζ στ' cίλα,φpιX κύ­

μα,τα. 'Όταν τα βριΧδια, είναι πολυ κα,θαριΧ , μπορείς 'ιχ ξε­χωρίσεις τιΧ βουνα τoCΊ "Δθω νιΧ βγαίνcuν μέσ" ιΧπ' τι:; πέ­λαγο κα,ί, σιγιΧ, πιΧ),ι νιΧ σ�ήνoυν μ"ζ! με τη νύχτα, Ttl)u ερ­

χΕΤΙΧΙ. Δότη τη,ι ωρα, δ μπαρμπα: - Δημήτρη" δ μc.να,ΧΙΧ6ς

4 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 42: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Κ:ΧΤ'jικc.ς του έρημου νησιοσ, EJi κάμει τήν τελευτα�α κίνησrι που τ�ν ένώνει με τους ανθρώπου ; χα: με τή ζωή : Η' α­νάψει το φως στο φσ.ΡG. Ί'Ο φως θ' αρχίσει 'ι' ανά6ει, να:

σβήνε : , πάλι, πάλ ι , στο !διο διάσΤΥίμα, αΙΙστηρά, άναπ6-:ρευχτα, σπω; οί σκοτε:νες δυν:ί.μεις τής ζωή;, fι μοίρα του :%vθρώΠGυ, 6 θά'lα.τ�ς.

' Ο γερο - φαροφύλακας τρά6ηξε τή βάρκα στον άμμο .

τη crtYGurιxpt χ.χλά, μήν τυχον τή νύχτα. γυρίσει δ χαιρος κα: :ρουσκ ιίισο υν τα νερά. Τήν κοίταξε γιά τελευταία φορά.,

πριν πάρει τ� δρόμο γι:Χ το φάρc-. - Λοιπό'/, πάει κι' αυτο το ταξίδι . . . , λέει σ ιγά. Το Ηει μονάχο; 'totJ και σωπαίνει. Το ταξίδι αυτό, στήν

αντ ικρ ινή στεριά, γίνεται μιcI φορά το μ·ήνα. Πηγαίνει για

τις προμήθειες ',ου, για το άλεύρι, το λάδι χ::.ι: γ ια τά γεν­

νrιματσ. πc-υ τοσ χρειάζουνται. ΣτΥι'1 &.ρχΥί , σε κάθε ταξίδ ι,

εμε·ιε δλη τΎί μέι-α στο χωριό. ΜιλοΟσε με παλιούς του φ ί ­

λους, μάθαινε ν έα γ ι α τή χώρα , γ :α τ�·1 κόσμο , αν οΙ if'I­

θρωποι ήταν σε πόλεμο γιά είχα.ν εΙρήνη.

'ο Τολωνοφύλακας tC-O έδινε ,ο μ ισθό tGtJ.

- Λοιπόν, χα: τσν άλλ'.) μήνα με το καλό, μπαρμπα -Δrιμήτpη.

Ό yέρ�ς κoυν�Cισε τ6 κεφάλι tc;u κι' EuxιxptotQUcre.

- Με το καλό, άν θάχουμε ζωή, παιδί μου. Τtς άλλες ώρες, ω'jπου vi γυρίσει στο « νησί του . , τις

πεΡΥοΟσε ανε6αίνo'lt:Χς στη μ ικρή Παναγι�, στ6 βράχο με tb:. έκατο σκαλ ιά, να κάμει τrιν προσευχή tC-U. Σταύρωνε τό: χέρια τι;;υ μπροστ6ι στο παλιο εΙκόνισμα, χαμήλωνε τ6 ΧΕ-

4 2 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 43: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

φάλι και προσευχ6τα:1 γιό: τό: δυο αγόρια του ποΙΙ χάθηΚ:λ" στΥιν καταστροφΥι τής 'Aνατoλή�, για τ�ιις nλους ΙΧ',θρι(l­πους, τελευταία: για τον έα:υτ6 του.

-�Aν ζοσνε, ΠΡοστiτευέ τα, παραχαλοσσε για τα παι­�ιά του. ΦύλαΥέ τα απζ, f.j:.ιμc. κι' &.πα κακη ώρα. Φ :J ­λαγέ τα &.π' το μαχα[ρι . . .

Μουρμούρ ιζε τοΙΙς xα ιpετισμoύ�, δ,τ: χλλο ήξερε :icn6 προσευχή, καί τα γερασμένα πόδια του τρέμαν.

- Κι' έμένα, καιρός πια είναι να ξεκουρα'1Τώ . . . , Ξλε'(Ε και β�υρκώνα" τά μάτι7. του.

Κατέβαινε τα έκατό σκαλια κάθε φορά με πια αΛαφρ-η καpo ιcι. . 'stb δρόμο στεκ6τC('1 και κοίταζε τα παιδάκια ποΙΙ

παΤζα·l. Τον ξέραν δλα, και σαν ταν βλέπα'/ε βάζαν τ! ς

φωνές :

- Μπαρμπα - Δημήτρη ! ΜπαΡμr.α - Δημήτρη ! Tou; "Υόραζε φουντούκια: και τοΙΙ; τ", μοίραζε, κι' έκεί'/C(

φων6:ζαν xαρ�ύμε',α : -- Μ ·ην άργή'1Εις: .,χ ξανάρθεις, παππού), η ! λ! Υιν &1"­

γήσει� ! � Eτσι γΙ'ιόταν σε κάθε τα:ξίοι κάθε φ ορά.. λία δσο τα

Ί.�6'1ια περνΟΟ σαν, τόσο ξεσ:.ινήθιζε με τοΙΙς {i·/θρώr.ου,: .

Ή &ρημι?: δλοέ·Iα. τ 6 ν κυρ[ευε, μέρα με τΥ; μέρ:χ, τ 6 ν ά.πορ ­ρο:ροϋσε , οχ να στάλαζε με; στην ϋπαρξή τ(,υ τη φ05ε?'ή της δύναμη. Σε κάθε τα:ξίδ: λΙΥ6στευε, οσο μποροΟσε, τ6ν

καιΡ6 ποΙΙ έπρεπε ν:Χ μείνΕΙ στο χωr:-ιό γι:Χ τίς υουλειές: του. Έκοψε καΙ τα ανέ6ασμα στην εκκλησ:τσα τοΟ βρ&χου. - Συχώρεσέ με γιατι r;ιό: δε μπορώ, υ.εγε στό θεό,

σα νό: είχε κάμει άμαρτία. ΠαντοΟ μπορω να: σε rtιxr=-IΧ­καλώ για: να: βλέπεις πόσο είμαι &δύναμος.

43 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 44: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Κ ι' δταν "(όριζε στα V"fjal του, ίίστερα άπα κάθε ;:αξίδι, Ξμενε πολυ αργα τη νόχτα, κάτω απ' τα άστρα, νά προ­'JEuXHIXt .

. :Η ρωτοίίσε πιιi νέα:, τί γίνεται στδν κόσμtJ. Δεν ήξερε τ[ποτα. 'Όλος δ κόσμος στένευε, μέρα: με Τ1) μέρα, γόρω στο εΡ'ημο νησί, κι' εκλεινε με τό 6ιχθυ πέλιχγο καΙ με τσ. χρώματα:, σαν εγερνε δ ήλιος.

ΟΙ τελεu;:αίtJ: σύντροφοι πtJu άλλαζε πότε - πότε κ::ιμ:ιi

κtJu6έντu μαζί τους -ητοιν ψαράδες πού, σό: δεν τους επα:ρνε δ καιρός, άραζαν γ:α λίγο στο νησ: του. Μένιχν έκεί στ-ην

ακρογιΙΧλιά, δπου έρχ6ταν να σβήσει το κύμα, κα! λ�';ΙX'I για τά βάσανά ttJu.; και γιΟ: τη μι:; [ρα τους. Πολλες 'μψΕζ ξε'ιυχτο::;σαν εκεί. Τότε, στΙς μακρ ιες ώρες ωσπtJu να χα:­ράξει, δταν tJ[ άλλες Μυ6έντες τέλειωναν, ερχόταν καί rι επ:σημη ίΙψχ γιό: τιi δυ" παιδιά του.

- Ποιος το ξέρει . . . , τοίί λέγαν tJ! ψαράδες. �lπoρεί να ζοίίνε και νάρθουν, μπαρμπα - Δημήτρη. �Eτσι ai'J τ-:.υ; γλiρtJυς otJu πeιυ γύρισαν .

.lE: μιλeιίίσε, δε σάλευε, τ± ήμερα μάτια του μένανε στυ ­

λωμένα στό βάθος τΎις νύχτας. - :-J αo :, μπcφμπα - Δημήτρη, σσ.ν τeιυς γλάρtJυς O:JU •

• r:τσι μ:teι ρC;ίίν να yυpίσeιυν καί νάρθουν. Μην :<πελπίζεσα:. Οί ψαράδες, τότε, μ' αυτη την αφορμή, φέρ·ι!Χν την χου­

f)έντα στeιυς γ Ηρους; ttJQ γέρου. -ΆΗlθεια, τοίί λέγανε, πω. μπόρεσες να τους μερώσεις

μπαρμπα: - Δημήτρη ; Πουθε'lιΧ δεν ακούστηκε νιΧ μερώνουν οί γλάρι;. ι . . .

-- � �τσι είναι, παιδιά μου, μουρμούριζε αυτός. 'Όλα. μεpιόνCιυν έδω κάΤCιυ . Moνιxχιi δ άνθρωπος . . .

4 4 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 45: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Tc;v ρωτουσιχν νιi τoυ� πεΤ πιχλι tTjv ίστορίΙΧ με τούς γλ6;ρoυ�, μ' δλο που tTjv ςέριχν, δπω� 'tTjv ςέριχν χι' δλοι 03σοι ζουσιχν στην ά,ντιχρινη στεριιχ. Tιi εΙχε βρε'! μιχριχ, μες στουι; βράxoυ�, δυο γλιχρόπουλΙΧ αμάλλΙΙΧΎΙΧ cXκόμιχ. �H τιχν xειμώνιx� τότε, τ!Χ λυπήθYjχε xιxl τιi xoυ6ιiλ Yjσε atc' χιχλύ6ι του, πλιχι στο φάρο. Tιi χριΧΤYjσε και τ:Χ μεγάλωσε. τιχ!ζοντάς τιχ μικριi ψ:fριιχ που επιιχνε το δίχτυ του. Μια μέριχ τ"υ �ρθε � Ιδέιχ νιi του, βγάλει απο ε,lΙΧ Ονομα.

« 7Ε, λοιπόν, έσένιχ θα σε λέμε . . . »

Μες στΙς άναμνήσειι;; του, μες στην καρδιά του, κείνη ττιν -ημερη ώριχ ψιγυρίζανε τιi δυο πιχιδικα: πρόσωπα, το'ι κιxtρo που ήταν πολυ μικριi κιχι τα: ψώνιχζε.

� Λοιπόν . . . , εσένα νιi σε λέμε Βιχσιλάκη, είπε στο ενιχ πουλί. Κι' έσένα να σε λέμε Άργύρη . . . »

7Ετσι, απο τότε &ρχισε νιi ti φωνάζει με τά ι3νόμιχτιχ τ6)'1 r:ιx:otfuv του. Κι' "ί γ λιiρoι σιγά - σιγα: τά συνηθίσιχνε.

Σi μεγάλωσιχν κι' ήρθε � άvc.ιςYj, εν:χ πρωί σκέ:ρτηΚΕ πως είνιχι άμιχρτίσ. να εχει σκλΙΧβωμένιχ ti πουλιά. Άπο­φάσισε να τα λtυτερώσει. 7 Ανοιςε το μεγ:Χλο κΙΧλιχμέ'Ι:ο κλου6t κι' επισ.σε πρώτα τι; ε,/ιχ πουλί. 'ΙΌ κράτησε μες στιΧ δυό του χέριιχ, το χάιδεψε. ΑΙσθσ.νότιχν τrιν καρδιά tc.u '1« είναι πολυ ά.λσ.φρή .

• 7 Αιντε, λο ιπόν, Βασίλη ! » είπε στο πουλ:, κιχ! άνοιξε τα χέριιχ του ν:χ το ά.:ρήσει να φύγει.

Το πουλ! πέτιχξε; ε:ρυγε. 7Ε6γΙΧλε κιχ! το άλλο, το xιiιδεψε σαν το πρώΤΟ, το

ιiφησε κι' σ.υτ6. ''Ολιχ �τιxν -ημεριχ κείνη τη μέρσ., κιχ! iι '/ύχτιχ που �ρθε �τιxν -ημερη. ΜονιΧχιχ που ΙΧ1σθΙΧ'l6τιχν νά: είνσ.ι cXκόμιχ πιο ερημος.

4 5 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 46: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Τό Ιδιο βράδυ είχε ιXTtQτpιx6'YjAtE"! νωρίς, δταν άxoυσ� στό μ:χρό παράθυρι:; της, χαλύ6ας, �λαφρια: χτυπήματα. Πλ'Yjσίασε χα! κοίταξε. Δεν τό πίστευε. ΠετοΟσε Iiπ' τή χαρά του σ� να ήταν τα παιδιά τι:;υ Ttou γύριζαν.

� Α νοιξε την π6ρτα να. μποον μέσα ο! γ λάροι. 'Από τ6τε αuτό γινόταν : Τα. πουλια: φεογαν τό πρωΙ

ταξιδεύανε ω; τΙς �ντικρινες; στεpιε� τη; Άνατολης;, (,); πέρα στο Σίγρι, κα! τα. βράδια: γύριζαν. �Exαναν ΚOΠCΧδΙ μαζί με άλλους; γ λά:ρου;, και πολλες φορες; πετοσσαν πάνω �π' τό Ρ'Yjμι:;νήσι. "Αν ήταν χcφ'Yjλά, δ γέρος μπι:;ρουσε να tQu, ξεχωρ[σει �π' τα: σταχτια: σ'Yjμάδ:α TtQU είχαν κάτω άπ' τίς t'τερι:;υγες;. Σχν f6yιxtvt με τη β�ρxα: κι' αύτοΙ τρι­γύριζαν έκε! σιμά, χαμήλω'ιαν κα: τσίριζαν άπο πάνω του. 'l'Qu;; είχαν μάθει κι' ο[ Ηλο ι ψ:φάοες στα μέρ'Yj έκείνα. ΚαΙ σα:,ι tQuιo βλέπανε ψωνάζαν Υελώ'/τας :

--�E, Βα�ίλ'Yj ! . . , wE, Άργύρ'Yj ! . . .

" Ετσι περνΟΟσαν οΙ μέρες στο Ρ'Yjμι:;vήσι. 'Η μιά, � !Χ λ λ-η , αύτη TtQU πέρασε, αύτη Ttou θάρθει. Μια �otιxtιXpιxxt'Yj σε:ρα: από μέρες και νύχτες; TtQU δεν είχαν τίποτα να περι­μέ'lουν, άλλο απ' το θάνατο.

Μια βραδια του καλοκαιριου fγι νε κάτι �συνήθιστυ. Ω[ γλάροι δε γύρισαν. Μήτε την cXAλ'Yj μέρα ΨΧ'/'Yjκαν, μήτε την ιXλA'Yj νύχτα.

- Μπορεί να ταςιδέψα'l μακριά, σuλλογίσΤ'Yjκε 6 γέρος για να ξεγελάσει την άν'YjOυχία του.

Το άλλο πρωί, δπως συνήθιζε, κάθισε στο πεζ�H:Ιλι τοσ

φάρου. Κι:;ίταςε τό πέλαγο. Μια στιγμη του φάν'YjΚε πω�

4 6 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 47: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Τι θάλασσα αυλακωνόταν, κανένα μίλι μακριά, σΟι να περ­νoCίσσιν δελφίνια και πσιίζαν. Πoλλε� φoρε� Ι6λεπε στ' ιi­νοιχτα να περνοον δελφίνια. Tιi παρακολουθοσσε να γρά­φουν τΙς &:pγε� κινήσειι; τoυ� δξω &:π' το νερό, πάλι να πέ­φτουν.

--- Δελφίνια θά είναι κσιι τώρα. Μα σε λίγο είδε καθαρα πω� δεν ήτα·ι . - "ΑvθΡωπlj Ι είναι ! είπε ξαφνιασμένος. Κατέα'Υ)Υ.Ε στο άκρογιάλι κσιι περίμενε. Σε λίγο ξεχώ­

ριcε πω� ήτα·ι ενα άΥ6ρι κι' ενα χορlτσι. Κολυμτιοοσαν πλάι - πι.άι, με άργε� κινήσε ις , γεμάτες βε6σιι6τητα. ΚαΙ το μ ικρο κύμα εκλε:νε πάνω στο αυλάκι JtIjU άφηναν .

- ΤΙ νιi θέλουν ; Δε θυμ6τα'l άλλη φορα να είχαν ερθει κατιi χεΤ '(ti κο­

λύμπι άνθρωποι. Κι' υστερα, δε φα ιν6ταν έκεΤ γύρω καμια β�ρκα απ' δπου να εΙχαν πέσε:.

Σε λίγη ώρα είχαν φτάσει. τα: δυο βρεμένα κopμιιi τινάζουνται άπ' τη θάλασσα

στ' άΚΡljγιάλι. Το άγ6ρι κοιτάζει το κορίτσι μες στα μ�τια καΙ τεντώ­

νει τα χέρια τω ψηλά. -" Αχ ! λέει πα:ίpνoντα� β�θ ια άνάσα. Τί χαλα που

ήταν ! ΊΌ κο ρίτσι κάνει την 'ίδια κίνηση με τα χέρια. Πιό

&ργά : - τι και.α JtIjU ήταν ! «Υστερα τρέξαν προ, το φαροφύλακα. -'Eau 'σαι δ μπαρ μπα - Δημήτpη� ; λέει το ιiγ6ρι. 'Έστεκε με χαμηλωμένο το κεφά.λι, γεμά.τος συστολή,

4 7 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 48: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

αντικρυ στό γυμνό σώμα: τοσ κοριτσιοσ που !λα:μπε με� "τον πυρον ΥΙλιο.

-Έγω εΙμιχι, λέει με τα:ραχΥι. Mπα� κιχι σιX� �τυχε

τΙποτιχ ;

-'Ά μπιΧ ! βισ.ζετιχι να πεί τα ά:γόρι. Είπα:με xτε� νιΧ κάμουμε α:υτο το ταξίδι με τη φ1λη μου, κοιι νά που ήρθαμε.

-Άπα ποσ ; ρωτιΧ δ γέρo� με ιΧπορία:. - Μά απ' αντίκρυ, ά:π' την Πέτρα:. Ό μπαρμπα - Δημήτρη, δεν ξέρει τΙ νά πεί, μουρμου­

ρΙζει μονιΧχα: πως οε θυμιΧτα:ι νά τoCΊ εΙχαν Ιρθει άλλη φορα ξένο ι με τέτοιο τα:ξίδι.

Υ Αρχισα:ν ν' ιΧνεοαίνουν προ, τό φσ.ρο. Περπα:τουσε πρώτο" τα πα:ιδιά ακολουθουσαν. Δε θα

ήτα:ν το κα:θένα: περισσότερο άπο δεκα:οχτώ, δεκαενια χρονώ. Κι' εκείνο, βάδιζε μπρός, κα:ι τά χρόνια: βάρα:ινοιν στου, ώμου; τ()υ, σχ νιΧ τοϋ ζηΤιϊσσοιν την ευθύνη γιοιτι δεν τ' ά­ψφε πισ., νιΧ ξεκουρα:στοϋν.

Κά.θισα:ν στό πεζούλι Τιϊϋ φάρου. Μπροστά. τoυ� το ΑΙ­Υα:ίο άκύμοιντο, δ -ηλιο, έτρεμε πάνω του.

-Άπο που �ρχεστε ; ρώτησε δ γέρος. - ΣΠιϊυδιΧζουμε στην Άθήνα:, εΙπε τό κορίτσι. ΈΥω

σπουδσ.ζω χημικός κι' δ φίλο, μου στο ΠολυτεχνείΟ. -Υ Α, αλήθεια: ! . . . μουρμουρίζει δ γέρo� xωρι� νά κα:­

τα:λιχ6οιί νει. -7Εχει, πά.ει κα:μιά φορα στην Άθήνα:, πα:ππούλη ;

ρωτα τό Χ':)ρίτσι. _ΥΟχι. Ποτέ,. - θά το ήθελε; τώριχ :

48 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 49: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Ή φωνή του εί'/α ι crtyαovYι, μόλις ά:καύεται : _ΥΟχι, παιδί μου. Τώρα εΙναι ά:ργά:. - Θχ εΙσα ι πολυ μ-:ινάχος εδω, παππούλη. - ΕΙμαι παλυ μ-:ινάχος, παιδί μου. �ώπασαν. Πέpcr.σε λίγη ωρα. Ψηλα πέρασε ενα κοπάδι

γ λάροι. Ό γέρος σψ.ώνεται καΙ μπαιίνει στδ καλύ�ι να:

φέρει γλυκό. 'Απ' τδ μικρο παράθυρο μπορεί να: βλέπει τΟ:

δυδ παιδιά, Ιτσι ΠCιυ είναι ξαπλωμένα. Στα ΚCιρμιά τους χα: στα πρόσωπά ΤCιυ� τρέμCιυν &:κόμα στάλες &:π' τη θά),αισσα. Ό ηλΙCις τα Ιχει Ψ'ήσει αλύπητα, εΙναι κεί σα δυο αγάλ­ματα &:πο μπροσντζο ΠCιυ τα ξέ6'ρασε τ" πέλαγο - μια θεότητα τΥις υγείας κα: μια θεότητα τής νεότητα,. τα μαορα μ:Χλλια ΤCΊίί ΚCιΡιτσιοο πέ:PΤCιυν πάνω σΤCιυς ωμους του, και στα μεγάλα μαορα μάτια του σα.λεύει βαθυ φω;. Τδ &γόρι ανασηκώνεται κα: σκύ6ει σ' αυτCι τδ πρόσωπο π-:ιυ τδ άγιάζει τ6 βα.Αυ φως. ΊΌ κeιιτάζει σα ναρκωμένος, ϋ '1ερα άπλώνει σιγα τα χέρια τeιυ να το χαϊδέψει.

- Xρυσeιύλα . . . , μeιυρμeιυρίζει μονάχα τ' σνομά της,

κΙΧί τα Χ ε[λια του τρέμου'l από συγκίνηση. τα μεγάλαι μαορ:χ μάτια σηκώνeιυντα:. Μένουν μια

λίγη στιγμη άΧίνητα., στυλωμένα στο πρόσωπο τοΟ &γο­ρ :οο. σΥ στερα μπλέκε ι τιΧ Χ έρια της στδ κε:ρ&λι του καΙ tc,v φιλΧ θερμά.

Υ Ετσι άπλ&. κα: ημερα. εΙναιι δΑα στο ρημr.νήσ ι αύτη την Ιερη ωρα. �Eτσι ημεραι είναι και μες στην χαρδια τοΟ γέ­ρου ά.νθρώπeιυ. ΕΙνα.ι πλημμυρισμένος, τοΟτο το καλοκαι­ρ ινδ πρωινό, εΙναι βeιυρκωμένoς. Αύτη � &:πρόοπτη τρυφε­

ρότητα π:;ιυ ήρθε να ταράξει την έρημιά τeιυ, τ& &χίνητα

νερα . . .

49 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 50: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- Πχππr;ύλη, νάρθr;υμε κι' έμείς μέσGt ; του φωνάζει :ir.:έξω το κορίτσι.

-''EPXOUIlGtt έγώ, εΡχr;υμGtι ! λέει ΤGtΡGtΥμένοι;. του; εφερε γλυκό, αμύγδGtλGt, κρύο νερό. -- Δεν έχω ,ίποτ" άλλο • . . , μουρμουρίζει σιi να. θέλει

νιi τον συχωρέσουν. - Κά.θισε, κά.θισε πGtππr;ύλη, - τον πιάνει το κορίτσι

απ' το χέρι να: κGtθίσει πλάι του. Κάθισε. -'Ελάτε XGtt "υριο, τους λέει δειλά. θα. ψαρέψω yti

σά; τη vtJxtGt. - Αυριο φεύγουμε, ιXrtGtvta το κορίτσι με λύπη. KptIlGt,

τόσει; μέρες που -YjIlGtcrtE έδω νιi μην lPXQIlGtcrtE ! Είσα ι πά.'ιτα έτσι έρημος, ΠGtππούλη j

- llcivtGt, ποιιδί μου. -' Α, τώρ" κGtΤGtλGt6Gtίνω τί ήτοιν ο Ι γλά.ροι . . . , μουρ-

μουρίζει το άγόρι. - Ναί, πα ιοί μου, αυτο είναι. Ή έρημιά. - θ± πρέπει νά τους συχωρέσεις, παππούλη, λέει πάλι

το άγόρι σε λί γο. � Α ν ήξεραν δε θ i το εκαναν ποτέ. Ό γέροι; οεν καταλα6αίνει. Στέκει με &πορ ία. - Για ποιους λές, rtGttot μου ; -- Γι' αίιτους που σκοτωσαν του; γλά,Ρr;υς σου λέω,

μπαρμπ" - Δημήτρη. Είναι φ[λοι μGtζ. ΚGtΤGtλα6αίνει τα YQvGttci του να τΡέμr;υv, 'ή καρδιά. του

χτυΠά. - τους σκοτωσαν είπες; -- ' Α, δεν το ήξερες &:κ6μα ; . . . Το παιδι δαγκάνει τα χείλια tr;u, μιi είν:χι άργά. Tr;G

so Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 51: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

λέει τrιν Ιστορ[α; : πως κυν'ηγοσσα;ν, δλη iι νεολαία, υστι;ρ:ι: κα;τε6ηκα;ν στrιν &:κρογιαλιά' ο! ουο γλάροι χαμήλωσα'! Ο:π' το άλλο κοπιΧδι, δ φίλο; τους τΡά6ηξε πάνω του; για να δοκιμάσει. 'τ στερα, κάτι ψαριΧδε:; εκεί σιμχ, γνώρισαν τις στα;χτιες φτεροσγες.

Ό γέρος ακούει, ακούει, - δεν εlνα;� τίποτα, δυο γ λά­ροι ήταν.

- Δεν ήξεραν, παππο{ιλη . . . , λέει με θερμΥI φωνrι το κορίτσι, συγκιν"ημένο άπ' τrι βου6η λύπη που βλέπει στο γε­ρασμένο πρόσωπο. Δεν ήξερσιν . . .

Κι' έκείνος κουνχ μόλις, αργά, το κεφάλι του, συγκα;τα­νεύοντας :

- Ncx[, νσι[, nιxca! μου. Δε θ� ξέραν . . .

'Aρκετrι ωρσι πέρασε. - Πρέπει να φύγουμε, λΕει το άγόρι. Το κορίτσι σ'ηκώνεται. - Να: φύγουμε. Πηγαίνουν μπροστά, δ γέρο; ερχεται λίγο πίσω τους. Φτάσχν στην ιΧκρογ,σι;λιά. - Σε χαιΡετοσμε, παππούλη, λέει πρωτο το κορίτσι. Πιάνει

' το χέρι του, σκύ6ει να: το φιλήσει. Κι' αύτος τής

χαϊδεύε ι τιΧ μακρι� μαλλιά. - Να: aCi; βλογCi δ θεός, μουρμουρίζει συγκινημένος. �Eφυγσι;ν. Π:ιΡα;κολουθεΤ πoλλrι ωρα το μικρο αυλάκι

που κάνουν τα: κορμιά τους στrι θάλασσα;. 'Ώ�πoυ δλα σ6ή­νουν απ' τα: μάτια; του. Και το πέλαγο εΙναι πάντα εΡ"ημο κιχι Ο:τελείωτο.

5 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 52: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Νυχτώνει. ΥΕχει κι>:θίσει στο πεζούλι, ΟΙ ωρες TtEpVc.ov. �Oλα περνοίίν άπ' τα θολωμένα μχτια του : τα μικρά του τα χρόνια, τα πιχιο ι:Χ Ttc.lJ μεγάλωσε καΙ χά.θηκ'Χν, ΟΙ άνθρωποι που τον πικράνανε. 'Όλα περνοον κι' δλα σβήνουν. ΚαΙ τιΧ ουο παιδια που φιληθήκανε εδώ στον ίδιο τόπο, λΙγες ωρες πρΙν. Κι' [να κοπάδ ι γλάροι rtc.U πετοίίν ψηλά. Δυο γλά­ροι εχουν σταχτιες φτεΡΟίίγες. Κι' αυτοι περνοίίν καΙ χά­'/ουνται. Δεν εΙναι πια να γυρΙσει τίποτα. Έχει χαμηλώ­σει το κεφάλι, κι>:ι τα Μκρυα στάζQυν στΥιν ξερη γη. Άπδ πάνω του το φώ; τοίί φάρου άνά6ει, σ6ήνει, πάλι, πάλι, στο (διο δ ιάστημα, αυστηρα και άνι>:πόψευχτα , δπως ΟΙ σκοτει­νες; δυνάμεις τή; ζωής, � μοίρα τοΟ άνθρώπου, δ θάνατος.

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 53: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Η ΒΟ Υ Η

� Τ' ΑΝΑΤΟΛΙΚΛ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ 1) θ,Ηασσχ Βε·/ ΕΙνιχι. � ποτες -YjOUX"r). Το κ�λoκαΙρι τα μελτέμια &:ρχίζου" πολΙΙ νωρίς. Μονάχα σα βραδιάζει δ αγέρχς κ66ει)

καί τότες στο βάθος τοο πελάγου, μες στο καθαρο βραδινο φως, &:ναδύονται, ενα - ενα, τά μακρινα VYJot(j. της Δωδεκα­νησου : ή Κιος, ή Κάλυμνος. Μένοu'l δσο 1) Ζσπέρα νσ. π ροχωρήσΕΙ, και δστερα πάλι γυρίζΟUΥ να βυθιστουΥ στο Αιγατο άπ' σπου ήρθαν.

'Όμως στο άντικρινο βουνο τής Άνατολής, στη Μυχ.άλΥ) , το φως καί 1) xfV"r)OY] κα: τα χρώματα δεν είναι τόσο εφ-ή­μερα l5πως στα μακρινα: νησια τήζ Δωδεκανήσου. 'ΌΤζ.(ν δ ήλιος γείρει πίσω απ' τα βουνα τής Σάμου, περνά πολΗI ωρα ωσπ.,υ ν' άρχΙσε: να: σκοτειν ιάζει. Σ' δλο αΙΙτο το διά­στημα ή Μυκάλη είνα.ι πλημμυρισμένΥ) άπδ φως : το Τδι., αραιο κΙΧί κινούμενο φως του Ύμηττc;ο, λΙγο πιο θολό. θα

μείνει κάμποση ωρα ωσπου ν' άρχΙσουν, σιγά, v' αν�6ιxΙνoυν οΙ σκιές. Άνε6αίνουν απ' τ&: χαμηλα τοΟ βουνοο, άπ' τη θά­λασσα, άργα καΙ επίσ"Υ/μα, καΙ το σκεπάζουν δλάκερο με τη σιωπή τους.

!)3 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 54: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΠιΧ'/ω άπα ενα: Ψ::ψxδικ� χωριό, ':0 'Γηγάν:, σ' Ε'/α: λ6:ρ,

δλο πέτρα, εΙναι εν� μοναστηράκι. Ί'ουτι:;ς δ λό:ρος, φα.Υω­μένc,; απο μέσα, ΕΙναι μιi τs:ράστια σπηλιά. Σ:iν μπεί� σττ/ σπηλιά, ίσ�με ενα σημετο μπορείς; 'ιά προχωρήσεις. Ά;το κεΙ και πέρα είναι iδύνατο. Ό αγέ ρας εί 'ιαι :ivuTt6tpr.ιpcr;: κα:ι

1ϊ μeιυχλα. Κ εί μέσα, σ' έκ.ατΟ μέτρα βιiθ:,.ς, είναι σχαλισμένη στο ΡP&.Xeι ή θεόΤΎ)'α. Στά: χρόν ια που πέρασαν fι υΥρασία.

Ιψηε τoυτeι το α.-ιάγ AU"fO τιόν πριίιτω-; χριστια:νικων Ζρ6-Y'\l'! χα:ι μονάχα: τ' &χ.νάρια του μένc,υv. Πλάι ικεΤ εΙνα ι μιά:

λcακr.;ύ6α, και το νερ" Ttc,u στάζει απ' tc,lIt; θόλο υς του βρά­χου μαζεύετα ι εΚΕί σ.ιiλα - στάλα. ΠρΙν μπαρκάρου-ι , ΟΙ ψα:­

pά�ες tcO t6Ttc,u θάpΙΙeιυν '17. πιοΟν α.πο τοΟτο δω το άΥία:­

σμα. υΟ.αν πιiλι λε ίπc,υν, κα:! οΙ άνεμο ι φυσουνε ouvatc,i,

Ιρχονται c,! γυναίκες τους κα:ι τά παιδιά τους να προσευχη ­

θeιOν καΙ να π:φακα:λέσcυν rtri να φυλάξει δ θεος; οσ:;;υζ τα:ξι�εύoυν.

Σ, ενα: μικρc. κοιλύ6ι, κε: πλά ι στο μr.ιναστηpάκι, δυο - τρείι; cfvOpwTto: σ rέκeινταν πά-/ω άπα την έτoιμeιθάνατη . ΕΙναι ενα

ήμε ρ ο γεpασμένeι πρόσωπι:ι που ευίε μέρες &τέλε ιωτες, ε-,ε­

νήντα. σωστα χρόνια, να βΥαίνε ι δ ήλιr.ι� roiow ά,πό ττ; Μυ­κάλ η κ αι πάλι ν ά: βασιλεύε ι . Μι';' βδομσ.ί3α. τώρα: πε ρίμενε πιιχ να έρθει ή ανάπαυση. Σιiν κατάλα6ε ν ά βαραίνε: πλιΧ­

για:σε κι' άρχισε ν α. τά: όνοματ lζει ε-ια - ενα : τα π(l(ι�ια rtou μεγάλωσε, τα εγγ6'/ια:, τιΧ πα:ιδιά tcu�. �Oλα, ενα - ενα. ·r στερα: τα ευχήΟηκε δλα: και γύρεψε να μεταλιΧ6ει . ΚαΙ σαν εγινε κι' α:ΙΙτό, έδε σ ε τα χέρια της κι' άρχισε να. πε­ριμένει.

54 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 55: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

rύρω της π�ρ�στέxoντ�ν μερικά άπο τιχ ΙγΥόνια tYjr.. Ά r.;' τα παιδιά τη, Ενα μονάχα; ζοίίσε. �Eλε(πε σε τιχξίδι με

. το κα!'!..ι . Τοίί μήνυσα;ν. Μόλις ήρθε. - ΤΙ εχει" μάνα; ; ti'j, λέει. -�E, Υιέ μου. Ή ώρ� μου -ηρθε, μουρμοΙΙρισε 'ήσυχα:

Λέω πως θιΧ ταξιδέψω . . .

Tij, χάιδεψε το χέρι. -� Α, δεν εΙνιχι τΙποτιχ, ti'j, λέει 'Ii: tijr; διόσε: xoυ�ά;γιo .

Θά δεις πω; θχ περάσει. Κάμποση ωρα πέρασε χωρίς νά τoίi άποκριθεί. �r στερα.

εΙπε, σιχ να θυμόταν μ6λι, τώρα πι;)ς επρεπε να δώσει σ.υτή τ.Υιν απάντηση :

- Κα;λίιτερα, παιδί μου, να μην αργήσει. Κουρά­στηκα; . . .

Έξω :Χπο το μικρο παράθυρο, κiτω χα;μηλά, το πέλαγο πορεύεται. Τιποτα άλλο δέ φτάνΖΙ Ισαμε δω, κανένα� 66-

ρυ60ς , έξον άπο τη βαθιά βουή τω. 'Α τέλειωτε, μέρες κ�Ι νίιχτες, απο nIXtoixc, σ' l5λη τ.Υι ζωή της, εμαθε '1' άκοίιει αυτη τη 60υΥι . Ν' ακούει και ν � σωπαίνει, �πως μπροστα στα ε1χον:σματα. ' Εκει, με, στο πέλαγο, .Υ/ξερε πι;)ς r:άλευε δ πατέρας ΤYjς;. ΟΥ στερα, cr:i μεγάλωσε κι' εγινε ΥυναίΧOC και παντρεύ,ηκε, τίποτα δεν άλλαξε. Μονάχα; ποίι, ιiντ! τον πατέρα της, εΙχε νχ περιμένει το') άντρα της. Το πέλαΥΟ βούιζε δπως πάντο>: κι' εχε:νη, τότε, το μ6νο που ήςΕ.οε ήταν v:i σταυρώνει τα χέρια της άπ' το φ660 τοΟ 'lεΡΟίί XIXl '1rι. πρι:.ισείιχεται. ''ΩσΠcίυ μιά μέρα 6 άντρας της δέ γύρισε. 'Η ταν τριά'lτ� χρονω τ6τε. Υ Α ρχισε ν α δουλείιεΓ. 1) ίδια σχλ ηρα για να μεγαλώσει τά παιδιά της. Το χαλο­χα[ρι στο θέρος κα� στον τρύγο , το χειμώνα στ�, έλιές. Για

55 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 56: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

λίγα χρόνια fι βουη του πελάγου σα να εΖχε ξεμακρύνε, ιiπ' τη ζωή Τ'Υ/Ι;, π'ηρε ciλλ'Υ/ μoρ�ή. Δεμέν'Υ/ με τΙς &να­μνήσεις, με τιχ παιδικά Τ'Υ/Ι; χρόνια, fι βουή, πιο γαλήνια τώρα, ήταν fι μυστικη γΟ'Υ/τεία του ονείρου, τοο παραμυθιοσ πού δεν Τέλείωσε. Δεν ειχε, τώρα, να. τη φο6'Υ/θεί τή θά­λασσα ετσι ciμεσα, σωματικά. Γι' cxutό τήν εννοοΟσε βαθύ­τερα : με τον άπλο τρόπο τών ταπεινών ιiνθρώπων πού δένουνται με τα πράγματα, με το χώμα τηι; γης, με το βλο­γημένο το ξύλο που δίνει τή φωτιά, με το νερο πού ρίχνουν τά σύννεφα.

�Eτσι πέρασαν χρόνια, καί τά παιδιά της μεγάλωσαν . Γινήχανε κι' αΙΙτοΙ ναυτικοι σαν τον πατέρα τουι; καΙ σαν τοΙΙι; παππt.:ίoδει; τους, κι' ciρχισαν πάλι τιχ μακρινα ταξίδια και οί σκοτεινες νύχτει;. Στο μικρο καλύ6ι fι βουή τοΟ ΠΕ­

λάγου πηρε πάλι τΥιν παλια. καΙ γνώριμ'Υ/ &:ξία Τ'Υ/' : &:πc ιΧτμόσφαιρα ονείρου εγινε πάλι πόνος στο κορμί, χώθ'Υ/κε μει; ά:π' τους τοίχους, μέσα απ' τιχ καπνισμένα δοκάρια τοο τα6ανιοο, τιχ γέμισε δλα με τήν παρουσία t'Y/" Και ήρθαν πάλι μέρες κα! νύχτες άτελείωτες.

Πόσο μακριά, τώρα, ειναι δλα αΙΙτά ! Στο μικρο καλύ6ι δπου δ θάνατος περιμένει το γερασμένο σώμα, το αίμα ταυ, τιΧ κόκαλα δλα fισυχάζoυν μέσα σε αΙΙσΤ'Υ/ρή σιωπή. Ήσυ­χάζουν για: να. μπορέσει να λάμψει, δσο γίνεται με περισσ6-τερ'Υ/ διά.ρκεια, fι ΙερΥ) σπίθα: : fι μνήμ'Υ/' Ναρθει πίσω για τελευτα:(α: φορά, νιΧ ξαναϋπάρξt.:ίυν οσα: εγιναν, fι λύπ'Υ/ κα:! fι χαφιΧ ποΙΙ έδειρε τοοτο το σωμα:, τώριχ ποΙΙ ε!ναι, μιχζ( tO\J, νιΧ τελειώσουν �ιpιστικά.. θuμcitcxι καθα:ρ" πωι; κάποτε

�6 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 57: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ύπΥιρχε ενα π«λικαράκι. Τιι; μέρες παΙζανε. μαζί στη θά­λ«σσ« καΙ βγάζ«'ι α.χινCιίι�. "Υστερ«, στ«ν λίγο μεγ«λ ώσανε, θυμάΤ«Ι πόσCι παράξε'Jα την κeι:ταζε. ΠόσCι δ ι«:ρορετικά. 'Ύστερ« εκεΤνοι; Ιφυγε βουΤYjΧΤΥΙ; στα σφουπαράδικα και

Π�ιX οεν ξαν«φάνYjκε. Κ«! τώρ«, δστερα ιΧπο τ6�α π"λλα χρόν.α., μόλι� τώρα

θ:.ιμΙΧται αότη την π«ράξε'/η l.Lattri. ΤΥιν ΠΡCισέXει. �ίναι κεί πίσω α.π' τα. κάγκελα του παp«θυριo�ι. στο βάθος δΠCιυ πορείιονται τιΧ « συστήματα τιόν δοάτων " . 'ΕκεΤ εΙν:χ : . Hu· μάτ«: τώρα ακόμα κα: τ ' δνCιμά το\).

- Δημήτρη . . . , τό "ριθ:.ιρ:ζε : σιγά. Δημήτρη, λέε: πάλι, τ : εγινει; ;

Ή παράξενη ματια σ :γιΧ · σ:'(α σοΎ/νε, μες στό έσπερινC

φως. �6ήνε:. Κα: πιιΧ τίπο,α &λλCι οε,ι είνα: νιΧ μπεί στον

τόπο τηι;. .:Ην (ιπάρχε:. ' Αι; αστράψει οσο θέλει Υι !ερη φλόγα, � μνήμYj. �Aι; σκαλίσει, 7Εςω :inCι κεί'l'Υ) τη φευγα­λέα ματιά, τΙποτα. οεν τάραξε την καρδιά της σ' l5λη της τη ζωή. Τίποτ«. Ύποτάχτηκε στ',; μοίρα των ταπει'ιων α.νθρώπων Ttou ξέρουν πωι; τα «ίσθήματα, κ:' «ΙΙτχ μα�! με τ« ονεφα, t'EtJyCιUV κυνYjγημέ'Icι: «π του; :iινθρώπoυς ΠCιυ βασανίζουνται. Δέθηκε με τον ιΧντρα τηι; l5πως τ� ζδ με τό'ι ιiφέντη του . Για 'ιά. τον UTtYjPEtEi. 'ιιΧ ρά6ε: τα ροϋχα του, νl:ι. τον περιμένει μ'i'jνες απ' τη θ&λασσ::ι:.

'Ότ«ν είχε περάσει πολυς Κ«ΙP�ζ (,(πο τότε ΠCιυ α.υτοι;

εΙχε πεθάνει, χ«ι Υι νιότη της πια βασίλευε, μιCt μέρ«, ξα­:ρνιχά, ξεμπ«ρκάρ«νε στC λιμα.·ιάκι του; κάτι ξένο: άνθρω­ποι. 7Ερχοντ«ν με το &σπρο κ«ρά6ι τουι; από πο),υ μακριά, είχ«'ι ξανθα μαλλιά, μ:λοσσαν cXγνωστη γλώσσα και βρέ­fJηκαν εχεΤ κυνηγημένο: άπ' τη.., κακο:ιι.αφ:ά. Το ιΧπομεσή-

57 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 58: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

μερο �νε6ήx�νε στό βp�x� ν� οοΟν το �ν�γλuφο τή� σπΤι­Λιας. T�ιι; δδήγYjσε εκείνη μέσα : -ητα;ν �να; �γόρι κ:' �ν« κορίτσι ω; ε!;(.ασι χρονω. Βχστο!)σαν κιχι οΙ τρεΤς; από �να; δχοί, κιχι προχωροσσα;ν με� στη crIt'YjAtιX. Τά βήμ",τά tou� σ6ήν",ν πάνω στις δΥρε; πΗκει;, κιχι στη βΙΧθια σιωπη CΙκοuόtαν σ�άλε;; · στάλε; νά: πέ:ρτε: 'ιερό ιΧπ' το θόλο τ1); crIt'YjAtci; στι; λιxκκ()!)6�� π�ιι είχαν γίνει ε?ω κι' εκε'!. Σα φτά.ξιχν στην αV�Υλuφη θεότητιχ, 1) yuIIιxrxcx πα;ρα;μέρισε ycci νά: οο!)ν τα οuο πχ:οιά. Άπόθ;;σα;ν τα δ"ο:α κάπο!) εκε! νά: ptxvouv το &:λλόκοτα φω; tou;. Ή τα; 'Ι ήρεμία;, yιxAijII'Yj θαι­y�tou. Τα πιχιοιa. ψάχνα;ν με τα χέρια; το ανάγλuφο σι!ιl­π'Yjλά. Τότε Εκείνη εσ>tuψε κιχι πήρε νερο απ' το &γία;σμα; με το μικρό τάσι. "Εκα;με το στα;uρό τη; κα;ι ήπιε. "f στερ'" γόρισε στό ξανθο κορίτσι. κα;ι το!) είπε iπίσημα; :

- Πιστεόει; ; Τό κορίτσι δεν καιταιΛά6�ινε. 'E>tEtv'Yj έκα;με πάλι τρεΙς

φορε; το crtcxup6 τη;. Κιχι πά.λι είπε στο κορίτσι : - Πιστεόει; ; Τό κορίτσι κιχτά.λ«5ε : ΈKσcμε το σχήμα; του crtιxupou

τρεΊ; φQρέ,. Τότε μονάχα τη; !δωσε το τά.σι. Το κορίτσι το:ρερε στα χειλ:ΙΧ του σιωπηλά. "f στερα τδ έοωσε στο σύν­τροφό της. K",� μέσιχ &:π' το φω� των οα;διων τον κοίτα;ξε στα μάτια. �HIt:ε κι' α;i)τ6ς, υστεριχ σήκωσε τα. μάτιιχ του απάνω t'Yj" MιCι μcxκρια στιγμή. "Ετσι ποΙΙ κοιτάχτηκα;ν με; στα μάτιιχ. "Έτσι βΧθια . . . Κα;: τότε, μονομιιΧ" μες στη ματια ΙΧίιτη των παιδιων, ποΙΙ σίγουριχ θ' αγα;πιαοντα;ν, εκε(νη είοε δλ'Yj τη χιχμένη t'Yj," νε6τητσc, την πα;ράξενη μοuσικr, ItQU ποτέ τη; δεν άκουσε , δπως δποτάχτηκε τυφλα στή μoίρσc των ανθρώπ.ων ποίι δεν εχουν ?ικα;ιώμα;τιχ.

58 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 59: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Κείν'Υ/ τή βριχοιιΧ, δτ�ν οΙ ξένοι ψόγσινε, ιΧποτρσι6ήχτηχε νωρ!\; στο χσιλό6ι Τ'Υ/ς;, μονάχ'Υ/ κιχ! εΡ'Υ/μ'Υ/, κι' εκλσιψε πιχριχ.

Πόσο μσικριιΧ εΙνσιι τώριχ δλα σιυτά . " KCltt lSμως;, νά πl%λι που ερχοιινται δλα, τώρα που εΙναι νιi τελειώσCιIIν.

'Έξω δλοένα βραΟιάζει. T� χρώμ.ατα στή MIIκιiλ'Y/ ιiρ­χΙζοιιν νιi ά:ΡCltιώνοuν. ΟΙ σκιες; ά:νεΟ:χ.Ινοιιν, Kcx1 1ι ώρα: του τέλοιις; δλοένσι πλ'Υ/σιιΧζει.

- Δ'Υ/μήψη . . . , ψωνάζει πιΧλι σιγανά, ιiπ' τo βάθος; των χρόνων, το παλικαράκι με τους ά:χινιους των πσιιδικων κιχι­ρων. ΔημήτΡ'Υ/, τί εγινες ; . . .

Τίποτα:. Το πέλσιγο, μονάχα, στι) βάθος, που σπα. Με\;

στο βόθισμά Τ'Υ/ς;, το μόνο που δπάρχει ά:χόμClt εΙναι iι βοιιή του νερου. ΤιΙ; μόνο. Το περισσότερο βέ6:χ.ιο. "QaTtou 'Χι' Cιtδτή, iι βοιιή , σιγιi - σιγιi ξεμιχκρα:Ινει.

- Σώπσισε . . . , λέει τέλος, σιγιχ. Κι' δστερα 'ήρθε 1ι τελειιταίιχ ιiγωνΙα, -t)ρεμη χα:( α:ύτΥι

�πω, iι ζωή Τ'Υ/"

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 60: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Ε Ν Α Π ΟΥΛ Ι

Η ΤΑΝ ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ }1EPE� τoCι ψ�ινCιπωpCιυ. Τόσο καλιi τις θυμιΧμαι ! τη ΙΙυμάμιχι ακόμα:, κείνο το ήσυχCl πρωινό, να ψχχνει με τα μχτια, απ' το

κ-χτιΧστΡωμα του αραγμέvClυ βα:ποριοΟ, τους άνθρωπους Τής προκυμαίας για να μά� βρεΤ. Έρχότ-χν απ' το ψr,σί, το β-Χ­πόρι εΙχε αριΧξει πολυ πρωί, κι' Ιμείς ε!χαμε λίγη καθυ­στέρηση με τον ηλεκτρ ικο ώσπου νιi φτά.ξουμε στον Πει­ρα.ιά.

lΙχνω στο γυμνο κ,""τr.ζστρωμα ξεχωρισα κ-Χθα.ρα τη μα.ύρη φιγούρα., το γλυκό πρόσωπο, τα μιΧτια που ψΧχνα:ν. Ήτιχν τόσος καιρος που δεν την ε!χα.με δεί, 1) αδερφή μου κ ι' Εγω.

Ma; χχιδευε χωμένους στην αγκαλιιΧ της, τα τυραννι­σμένα. χέρια της τρέμαν.

- ΠαιΜκια μου . . . , παιδάκια μου, μουρμούριζε μες στους λυγμούς.

- Βιαστείτε λίγο ! φωναζαν ΟΙ &νθρωπClι tIJD βα:πΙJ­ριου. ΊΌ καρά6ι Ιχει τόση ώριχ ποιι ήρθε !

'Έσκυψε σ' �'Iα μικρό πακέτο ποΙΙ τοχε ιΧποθέσει χάμου,

60 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 61: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

το σήκωσε προσεχτικά. Ήταν �να τιτράγωνο πακέτο tU­λιγμiνο σ' εφημερΙδα./

-- Τί είναι, μητέριχ ; τη ρώτησα.. Χιχμογέλα.σε. -Υ στερα είπε με δειλ:ΙΧ, σά: vi :ρο66τιχν

μην τΎj μΙΧλώσουν. -wEvιx πουλ! ι1π' το νησί, είπε. -�Eνιx πουλί ! - Νιχ!, γιά: σένιχ τδφερα.. ΕΙνιχι κιχρδερίνι. Περίμενε �νιx χιχροίιμενο ξεφωνητό. ΊΌ περίμενε μάτιχια. Στίιλωσε τά: μάτιιχ τηζ ιΧπάνω μου, με τΎjν ίδιιχ δειλή

�κφριxσYI' -"Ελεγιχ πισς θi σ' ευχιχριστοοσε, είπε με παράπονο.

Ά γιχποΟσεζ τόσο πολίι. σά:ν ήσουν μικρός, να: πιάνεις που­Λια στα δΙχτυιχ . . .

"Α, νιχ! ! Ά γιχποΟσα. τόσο πολίι, σά:ν iιμoυν μικρός, '/ Χ πιάνω τα πουλια στά δίχτυιχ . . . Σ' ευχαριστώ πολίι, μψ τέριχ, πolι το σκέφτηκε�.

Τ δ ίδιο βράδυ, αμιχ γίιρισιχ στο σπίτι, είδα πάνω ιΧπ' τΎj μικρΎj βι6λιοθήκη, τιχχτοποιημένο, το νέο μιχς φίλο. Φρόν­τισε fι 'ίδιιχ � μητέριχ μου, �πλυνε το κλου6ί του, του ε6ιχλε κιχνΙΧ60ίιρι, εκείνΥ) βρηκε κιχ! τη θέση πolι θα επιιχνε ιΧπο δώ κι' εμπρός. Σίγουριχ ήτιχν 1ι πιο ι1κιχτάλληλη. Μά δεν είπιχ τίποτιχ. Το ενιχντ!ο, δτιχν με ρώτησε χοφοίιμενιχ : « Είδες το πουλί ; Δεν είνιχι κιχλα εκεί ; " , της ι1ποκρίθηκιχ χωρΙς διστιχγμό : « ΕΙνιχι πoλlι κΙΧλά, μητέριχ. �

Στο τριχπέζι, κείνο το πρώτο βράδυ, μιλήσιχμε για �νιx σωρο πράμιχτιχ πolι εΤχιχμε νιi πουμε. Για τ' �λλιx τιi

6 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 62: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

παιδιιΧ μας, γ ια δσc;υς λείποινε . ΈΠΕιτα, γιά δσους μιiι; εΙχιχν φύγει δριστικά, χωρ!ι; πια. νά εΙναι να. γυρίσουν.

Ή φωτογραψία tC;G πατέρα ήταν ιΧΜυμπισμένΥΙ στΥι μικρ-η βι6λιοθήκYj , λίγι; π:ο κάτω άπο κε1 ')tC;t! μπτικε το κλου6! του πουλιου.

-- Σε λίγο θά κλείσουν τρία χρόνια, 01πε � μητέ ρα: . θά πρέπει ίσω� να. φ ροντίσουμε άπο τώρα γιά την εκταψiί '

ΝΙΧί, θάΖαμε να φροντίσουμε κιχι γι' !Χυτο τCι φ �6εpo καθήκον.

- ΚεΤ κάτω μΙΧθαίναμε πω; εδώ πια γέμισα'l τά νεκρο­ταφεία, εΙπε πάλι Extiv'l'). Λένε πως τους ξεθά:60υν 1λιω­τους :Χκόμα τουι; νεκρούς, για: νά: 'J 1 ΚQ·/ομήσc.υν τόπ ο . Nιfνα: :Χλ ήθεια ;

Βλέπω τό ταραγμένο U'fΟΙ; τη;, προσπα.θω ,ια Τ11 '1 ήσυ ­

χάσω : -ΈΥω δεν εχω ακούσε: τίπc.τα τέτοιο ! Ηα,ιιχ: 'Jπει:-60-

λες του Y.cSalJ.ou. Μιά στιγμη πέριχσε. -Έχειι; καιρCι να πά; στον πιχτέρα: ac.u ; με ρώτησε

σιγά.

Κιχταλιχ6αίνω το φόβο t'l');, y:cxti ρωτά . . -�Hμι:;υν τήν περασμέ νΥ) βδομάδα, μψέρα. Μη φοl)σ.­

σ ιχ ι . Δ ε ν ανοίγουν ετσι ευχr;;λα τους ξένους τάψους. < �HfLouv τ-ην πει:-ασμέν'Υ) βδψάδα » , τη βε6αιώνω άλλη

μ ια φορά. θα ήθελα; νο. τ-ης πι:ί> πόσο συχνά πήγα κεί πάνω !Χύτο τον κιχιρό, απ' τ-ην ανάΥΚ,l,) να ήσυχά.σω άπ6 πολλες πί)φες. Ξέρω πως θα με κιχτσιλά6ει, γ ιατί ήρθε κι' έμεινε ενιχς άνθρω πος δ:πλός. Έφ ερνε ιΧπο τους άπλ()'ίκού; προγό­νους μου τ-ην εξοικείωσΥ) με το θάνατο , το βαθύ δεσμο με

62 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 63: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

τη γή δπου lπιστρέψ':)υμε, την ΙσορροπίΙΧ που τιΧρΙΧξε σ' έμιf<; ή συνείδηση του μέλλοντος. Ξέρω πως θα: κατιχλά6ει την &.νιiγκη τ-ης Τιρεμίιχς rtc;t> πηΎιxίνει� ν' &.ναζητήσεις πάνω στό χωμα των νεκρων. 'Όμως ψο6άμαι πως θ' &νησυχή­σει γιά: κάτι cfλλο : Μπα:ς κι' Ιχω τίποτα, γιΟ: νά: δποψέΡ'νω πολύ.

Γι' αυτό τη ρώτησcc ιΧδιάφορα : - Λοιπόν, τώριχ τΙ θά: τό χιΧνουμε το πουλί ; - Μά: θχ τό κρατήσουμε νά: μεγαλώσει ! εΙπε ξαφνια-

σμένη. Σε λίγο θ' άρχίσει να κελαΕεΤ. -ratEpcx, κοιτάζ':)ντιίς με ξαφνικα μ' έπιμονή : - Φ,,6άμαι πως δε σοΟ δίνει πια ευχαρίστηση νιi·

χουμε ενιχ πουλί, εΙπε. ΚαΙ πάλι σε λίγο, σιγανci, σά: να συνομιλοοσε με τ�ν

�αυτ6 της : - Φc;6άμαι πως δε μπορω πιΟ: νά: κιχταλα6αίνω τΙ γί­

νεται σ' έσένα. Μαντεύω την δουνηρη προσπάθεια που κάνει για νά:

βρε! το δρόμο, να συνα'ιτηθοΟμε πάλι, την προσπάθεια rttJt> μέλλει να: έπαναλιί60υμε δλοι τόσες ςpovE'; με τα πρόσωπα που άγαπήσαμε κι' άξαφνα τα βλέπουμε να ξεμακραίνουν, χωρ!ς νά: εί'/αι στό χέρι κανενός να σταματήσει τα· βήματα που φεύγουν. Τί να τής πω τώρα ; Τί να τής πω, τώρα, για Ινιχ πουλί ;

- ΚΙΧΙ δμως, μικρό σα: σε χciνιχμε, 151.0 μες στό ρέμα σε βρ!σκαμε με την " Αρτεμη να: πιάνετε πουλια: με δίχτυ, είπε κείνη σε τόνο συγκινημένο που μόλις διιχκριν6ταν. Δεν τό θυμάσαι ;

"Α, με την " Αρτεμη ! Με την " Αρτεμη ! "Αν δεν τη θυ-

63 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 64: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

μoίίμcι:ι ! ΤΙ &Ί'ρΙμ: που 'ήτιχν ! Οί OιJό μι:χ, συ'fεννοούμι:χστε πιο ΠCιλυ cirt' δλι:χ τ' άλλιχ άδέρφιιχ μου. TTjr,; ιiρεζιχν χι' ε­

XEtvTj; τιΧ βι6λίιχ που Ί'ράψι:χν Ί'ΙιΧ τιχξίδ:1Χ κιχι γιιΧ μιxχρι'ιι�Ι;; χίbρες;, τ� διιχΜζιχμε μΙΧζί. Σαν "ίμιχστε μιχροι &'νε6ΙΧ1νιχμε aτην πιο &:ψηλη tlXp�'tQΙX τ�ίί "πιτιοίί. 'Απο κεΙ μπορού­σιχμε ·IΧ βλέπουμε τ';) θΗιχσσιχ, ως το ΤΙΧλιάνι, κιχι πιο μιχχ.ριά, στο βά.θo�, 'ια Uψώνετr.tt στα: δυτιχιi τ·η;; Λέσ60U το 6Quνo δ ΚόΡr.tχιχς; . 'Exεlνeι τό στιχχτι βουνο μιΧ; ήτιχν πολυ 01κε1� μ�ς; στο σπίτι. 'Απ' τά. σύννε:ριχ που διιχ6ΙΧ1νιχν &:πό ::tcXvw ΤCιυ, δ π:ίt �έpιxς μlJU AιxtιxAcX6r.ttve αν δ κιχιρο ι;; 7)τιχν ΥιΧ γυρίσει στη βpoxrι 11 α'l ήτc.ιν νιΧ πιάσει βοριάι;;. " Ό Κόρακας λέει βροχή. . • Ό Κόριχκιχς; λέει ξερό κιχψό. » ΈμεΤ� "κούγαμε ιxυτιi για. τον Κόρακι:χ, δεν κc.ιτι:xλα6ι:xί­ναμε κΙΧί, μ�ς; στη φ αντασίc.ι μιχι;;, δ Κ όρακιχς; σχημιχτιζ6-τιχν σιΧν αuστηρη θεότητα που δρ ίζει τα νεριΧ κιχι τιΧ σύν­',ιε1>α κιχΙ τους; ιiνέμoυς;.

"f στερα, σιi μεγαλώσαμε λίΊ'Ο, fι t1eCitT)tιx άλλαξε μορ­φ'ή : 'Έγινε βουνο κι' εγινε το δpι� τοΟ K6σμCιυ. 'AπCι χεΙ κιχι πέριχ ήταν το ιXγνωστ� πέλΙΧΥΟ, οί άγριει;; χωρες. Το βλέπαμε μ� τη,ι "Αρτεμη &.π' την άψηλη τιχράτσιχ, κι' έγω tijr,; ΙλεΊ'ΙΧ πώ;, αμιχ μεγιχλώσω &:κόμιχ λίγο, θα. τρΙΧ6ήξω πέριχ &:πο κεΙ, πέρα άπ' τα δριιχ τοΟ Κόσμου. ΚΙΧ/. θιi σε πάρω κι' έσένιχ, "Αρτεμη, μαζί μου.

Ή 'Άρτεμη τώριχ &νιχπιχύετιχι, &:π' τιχ 1 9 1 8, σ' lνlX έλά.­χιστο τόπο γή, σ� μιιΧ γωνια τ* Λέσ6�υ. ΈκεΊ, έΚΕΙ ήτιχν �κρι6ώς που τοποθετούσιχμε μlΧζι την άκρη τοίί Κόσμου.

την Ιφτιχσε έκείνη, τόσο σύντομιχ ΚΙΧ/' δριστικιΧ, ενώ Ί'ια μένιχ δλοένσι ηλάζει χώρο κιχ/. &:πομιχκρύνετιχι.

- Τί συλλΟΊ'ίζεσlχι ; με ρώτησε fι &:δερψή μου πλά.ι.

64 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 65: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- Τίποτα:, τη.; εΙπιχ. θιχρρω πώ; πρέπε� νά πάρουμε εναι πιο μεγάλο κλοu6� γ ιά το κιχρ?ερίνι.

' Απένιχντί μα:, τά άρα:ια σπίτ:α: αφψουν &:νοιχτη τη θέιχ προς τη βορινη πλευρα τοσ Λυκιx6ηττr:ιυ. ΕΙνα:ι 1ι πιο γυμνη κιχ! 1ι πι?" τυριχννισμένη. Άπο δω πΙΧίρνα:νε πέτρα: ΟΙ κάτοι­κοι α:ίιτοσ του τόπου χιλιάδες χρόνια: πρίνο Τώρα τα ντιχ-

. μάρια είναι Ιρημιχ, μεγάλεζ πληγε, �oυ δεν κλείνουν. Μα­

ζεύουν σΤ!ζ ζεστες; μέρες �oλυ φως xcxt το τινάζουν πάλι πίσω πυκνό, ούσίιχ PEuatij χτυr;ημένη σκληρα στους; πλη­γωμένους βράχους. τα δέντρ" ε!να: πολυ ιiχαμνα καΙ δεν ταράζοuν τΎιν Ισορροπία του γυμνου χώρου. Άφήνουν την κυρισφχία: στουζ δυο τεράστιους βράχους και, ai βραδιάζει, αύτο! μένουν μόνοι - δσο πρέπει μόνοι.

Σπάνια γίνεται κα! αύτο το θάμα : �Eνα μεγάλο πουλ:, παραστρατημένο άπο τ' άντικρινά βουνά, άπο τζ;ν Ίμηττ6, &:π' την ΠεντέλΥ), έρχεται να παραπλανηθεΤ σε τοστον το μισοκιχτοικημένο λόφο. Ζυγιάζεται πάνω απ' τι;.υς δυο βρά­χους, μες στο γcxλάζιο βάθος. �A ν είναι βράδυ, φαίνεται �ιo καθαρο με, στην καθι:ψΥι ιΧτμόσ:ραψχ.

- ΤΟ βλέπετε ; λέει 1ι άδερ::ρή μου. 'Όλο ι μα; Ιχι:ιυμε τά μάτια προ, τΟ: κεΙ

- Γεράκι θι1 ε!'ιαι, λέει 1ι μητέρα.

- Να!, γεράκι θα ε[να:ι. - Πως νά ξέπεσε αρα:γες έδω ; λέει πάλι έκείνΥΙ . ΤΟ πουλι γράφει τώρα ενα μεγάλο κύκλο. Ή μYIτέρσc

κοιτάζει, κοιτάζει &:φΥΙρημένη το όνειρό του κύκλοu. « Τί παράξενΥΙ που είναι � ζωή " , συλλογίζετσιι.

65 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 66: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Πόσα. πράμιχτιχ, άpιxγε�, να: δένε: μoνoμιά� με το π·χ ­

ρελθον δ γαλάζιοι; κύκλo� ένο; ιXyptou TtOUALOO ; θυμάτcxι τα: πιχιδικά Τ'YjΙ; χρ6νιιχ, μια.ν ιXxp'Yj τής Άνατολης, τα: α:ω ­ν66ιιχ δέντριχ, τα: μεγάλιχ βοuνα τοίί τόπου της, τό: Κιμ:ντέ­νισι . 'Houxfιx e:xvιXtou βιχσίλεuε με� στο ερημο Μσο;, τα. ξερά φόλλΙΧ που πέψ::ιχν, στc; ι6ιχγμένα άπο χρόνιιχ, εΚ:Χ'ιαιι πιχχίι στρωμιχ, δγρό, οποu τα β�ματ:x σ6ηναν, κορμοl. χτυΠ7ίμένοι απ' το α:στροπελέκι εφραζαν το δρόμο, δ ήλιος δεν έφτανε στη γη. 'Ένα ορνιο που χλαπατιχγΟίίσε ψηλά, χωρ!\: να φα.ί.­νεται ήταν ή μόνη ζωντα'/η φωνη τοίί δάσους. « ΠατΕρα. φο6άμαι » , λέει το κοριτσάκι των εξι χρονω στο'l αψηλC άντρα που το δδηγΟGσε, και τιχ χείλια του τρέμουν . « Κάμε το στιχuρό aou καΙ CZxouyt » , της λέει έκείνο;. K�νει το σταυρό της κιχι ιΧκούει. Το ορνιο πιιχ ltpuyt, μονάχα μέ'/ει το μοόρμουρο τοΟ ροuμιχνιοο, σα: θάλασσιχ μα.κρ ινη Ttou πο ­ρεόεται. c: Φο6άσαι ακ6μα ; » , λέει δ ψηλός άντριχς. ΊΌ κο­ρίτσι, κιχτιχτιχριχγμένο, δε μιλα. « Πρέπει να: σuνηθίσεις " . λέει πάλι εκείνος.

Προ σ πιχθω να: μαντέψω αυτο τό . πρέπει, που τοσ ίιπο ­τάχτηκε, στο τυριχννισμένο της πρόσωπο που 6λc;έvα πια: τώρClt παΙρνει το χρωμιχ 1:i'j;; γi'jι;, δπου μέριχ με τή μέριχ πλησιάζει. Π ροσπαθω, ετσι, 'ισ. μΙΧΥτέψω την πικρή της μοίρα, να καθιχρίσει καί ή θολη εΙκόνιχ των δικων μοu πιχιδικων χρόνων. ΓιιχτΙ για. δ,τι δποφέροuμε Ύι είιτυχοομε πολυ λίγο μιλοσμε στο σπίτι μιχς. 'Ίσως αυτό να εΖνιχι το μονα.δικΟ προνόμιο των τιχπεινων ανθρώπων ιΧπ' ΙSπoυ lpxou­μιχι. Πιστεόουν στή σκοτεινη μοΙριχ, κιχ! � βε6ιχιότητιχ πως

66 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 67: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

τ[ποτιχ δε γίνετιχ( ν' αλλάξει, απ' δ,τι μέλλει νi.ι γίνει, οίνει στ!� πράξειι; κιχ! στα: γεγονότιχ που Ιρχοντιχι ενιχ χαρακτήρα 0lκεΤο, Ιτσι που νιi μ�ν ξιχφνιάζουν. Γι' αίιτο μάι; βοηθci να τουι; καταλά60υμε μονάχα δ,τι μένει στο σωμα, τιi Τχνη ποι) σχηματίζονται χωρ!.;; τ�ν έποπτείιχ μιx� : � κΙνηση τοσ ΚΟΑ- . μιοσ, � δόνηση τTί� φωνΤίς, � διατηρημένη μνήμη στο δέρμιχ κιχ! στ!ι; κ6χει; των ματιων.

- Χάθηκε . . . , μουρμουρίζει � άδερφή μου σα: νιi μιλ/% με τον �αυτό τηι;.

-- Γιά; τί λέι; ; ρωτά � μητέριχ. - Γιιi το γεράκι λέω. Το παρακολουθοοσα ωοιτου

χάθηκε. Ή ματιιi τοσ κοριτσιοσ σταμιχτά τώριχ πάνω ιiπ' το κε­

φάλι τΤίι; μητέραι;, στο κλου6! με το Υ..αρδερίνι. _w Ακουσε, μητέρα. Τι θιΧλεγει; ιiν . . . ΣτιχμιχτιΧ. Διστάζει. Mιιi στιγμή. Tιi μιχγc;uλά τηι; είνιχι

κιχτιχκόκκινιχ. - . . . "Α ν το ιΧφήνιχμε, λέει τέλοι;. - Ποιό ; τΥι ρωτά με έκπληξη. - Νά . . . TQ κο:ρδερΙνι . . . W Α, το κcφδερΙνι ! Τό τσιπεινό τηι; δωρο ! WΗξεριχ πόσο

μποροσσε να την πειράξει, γι' αίιτό δεν είχα τολμήσει v:i τi'jι; το προτεΙνω αίιτο έγώ. Τώρα βλέπω τη λύπη νιi χύνε­τιχι στιi μάτια τηι;.

- Τό δποπτευόμουνιχ πωι; δε θιi το θέλατε, λέει μόνο. -'Όχι, μητέριχ, δεν είναι αίιτό ! τη βε6αιώνει το κορί-

τσι. • Aλλιi ενα πουλ! τώρα, gvιx πουλ! . . . Δεν είναι χΡiμα ; - Καλά, καλά, λέει έχεΙνη. 'Όπω� θέλετε. Να το

aφήσουμε.

67 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 68: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- '1� δεν EIνGtt �νάγκη τώΡGt &μέσω; � του,; φωνάζω εγ(Ί> για ν� μετριάσω τη λόπη της. � Ας περ:μένουμε λίγο .

-�Aς περιμένουμε, λέει κ: ' � άδερψή μc.u. 1Ίια τώΡGt πι� � μητέΡGt δε βρ:σχει yta:t: πρέπει να το

&νGt6άλοuμε .

- Για πoιCι λόγο, λέει, &φοίί δεν tlνa:: ν;; το xpoctYj­σουμε ; θα το αφ�σoυμε 'Χίιριο το πρω:'

την άλλη μέριχ σηκώθηχ� πιο πρωι απ' δ,τ: κάθε μέριχ. Λίγο πριν φόγω πηριχ το κλ�υ6ί με το κ�p'3ερίν ι και το χρέμιχσα έξω στη μ:κρ·η cιxp!itoGt. "r σΤΕρα, φευγοντα;,

άνοιξα την πόρτιχ του . �Eτσι καλότερα, σχ.έφ-:ηκα. "Οταν ξυπνήσουν, τCι πουλ! θα βpίσχετ�ι κιόλΧ; στο Λ υκα6ητ τό .

Μ α τ � μεσημέρι, μόλις γόρισιχ στο σπί,:, τ ο πρωτο ση­μείο που πέσιχν τα μάτια μου ή,ιχ·ι το κι.πυ6Ι Κρεμόταν στδ'l τ6πο cc.u κιχ: το καρδερίνι φτεροκοποίίσε μέσα , δπως πάντα.

- Μα δεν εφυγε : ρωτω ξGtφνιασμένΟζ. Ή μητέριχ γελοσσε μ' έκεί·ιη τήν &πίθανη πα:'3ιΧ6 τητα

πι;.υ εχουν οΙ γέροι άνθρωποι. - Βλέπε ις ; Δε θέλφε ! λέει .

- Κι" �μως άφησα. τ�ίίν πόρτα; &νoιχτ� τ� Τ:�){ύί ! - Έμείς κάνGtμε κά.τι περισσότερο ! Ηει εκε(·ιη . Τ6

βγάλGtμε με τα χέρια ιια; έξω απ' το κλου5ί του να :p'.JYEt . Δεν έφυγε !

ΝΙΧί, ετσι είχε γί·/ει . ΟΙ δυδ γuνa:ίκες εΙδιχν το πρωί ivc. txtrJ τΥ}ν π6ρτιχ τοΟ κλουι?ιοίί. Μα πρόσεξαν πώς ,ο π ι;,υ λ? δεν π�γαινε στην πόρτα. �τεκότa:ν στο βάθος τής

�υλιxκης του και κοίταζε το « νέο » - το μεγάλο άνοιγμιχ, -- &νοιχτο στόμιχ προς το άτέλειωτο γαλάζιο φως τo� ΧΕ­

·,οσ. � τεχ6τα;,1 χα! το κ�ίταζε.

68 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 69: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- Δές, είπε � μητέρα στ�ν κόρη, δ άδερφός σου, φα:­νετα�, άνο ιξε το πρωΙ την πόρτα του κλου6ιου. 'Όμω� τ;;

rtc;uA! διστάζει. - Να μ�'1 το κατάλα6ε, άραγε�, iκόμα ; ciναρωτή ­

θηκε το κορίτσι. Μα γ ίνεται ; Τότε ή μητέρα έ6αλε το χέρι με� στο κΑου6ί, έπιασε το

πουλΙ Το αφησε στην &vc;LxtYj χούφτα της χα! περίμενε. Το πουλΙ στάθηκε μια στιγμή. Ό ηλιος έλαμπε φο6ερά, ιiστpα:pτε. Το πουλ! εκαμε ενα ci6έ6αιο φτερούγισμα, πή-1;ησε &π' τ� χούψτα πλάι στο πεζούλι τή; ταράτσα;, μια σπιθαμη τόπο. "Αλλο ε'ια φτερούγισμα, μια. σπιθαμη &κόμα :τάνω στο πεζούλι. �i να. τρέμαν τα φτερά. Σα να έτρεμε δλάχερι:;; . Τρ:γύριζε με ά6έ6αια πηδήματα, ά.ξιoθpήνητo� στό πεζουλ:Χκι. 'Αλλα πέρα &πο κεί, να πηδήσει καΙ να φύ­γε� - αυτο �χι : Ό ηλιος πέρα άπο κεί έλαμπε qJc;6epi.

ΟΙ δυ� γυ'ιαϊκες στέκοντα'l μπρός -σ' αυτό το άπρόοπτο, δίχως να. ξέρι:;;υν τ: να rtc;Uv.

- θα. ξέμαθε φα:νετα: νσ. πετά, είπε ή μιά. -- _Η μποροομε ·ια. το άφήσcυμε, είπε � άλλη. θα πέ-

σε: και θα το φα.ν c;[ γάτες. - Βέ6αια, δε μΠΟΡΟΟμε vi το &φήσουμε. :\.ι:;; ιπόν, το πήραν Υ..αΙ το ξα·Iά.6αλαν μες στο κλου6ί του. - Αυτό, αυτό οεν το φανταζ6μου·1 ποτέ . . . , μουρμού-

ρισε τCι κορίτσι, :iληθινα. ταραγμέ·lο . Τόσι:. λοιπον πολυ μπορεί να. συνηθίσεις ;

- Τόσι:. πcλύ, πιχιδ: μc;u, είπε ή γυναίκιχ με τό: άσπρα μαλλιά.

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 70: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΛΟΙΟ

Η ΒΑΡΚΛ η'.\.ΒΟΥΣΕ για τη Nε�πoλη , t\lCY. άκρο­Υιάλι ίσαμε τρία μ!λια μακρ ια άπ't τη Μuτιλήνr, . Μέσα ήταν gvcx ξανθο κορ:τσ:, πλ!fι .ου καθότα'Ι

�νoι: νέο αγόρι, άπο πάνω τουζ ήταν μια. ασπ;;η τέντα κα: �πo κεί πάνω Ύjτα'l κατακάθαρος δ ουρανό;. �τό βάθος τη; βάρκας, στο δοιάκι, άκουμπουσαν δυο χέρ ια μασρο:, τυραν­'/ισμένο:, γεμάτα. ρόζους : Ό μπα:;ψπα - Σταμάτη; ήταν πα­λιος θο:λο:σσινGς, το:ξίί3ευε πάντα στ6: μπο υγάζ ια της Μα6ρη ;

θάλασσας, μα τώρα είχε μονάχα μιά μικρη βάρκα για. 'ια τ-:<ξ:δε6ε : στη Ν εά:πολη τΙ νέα παιϊ)ια του -::6που.

Το αγόρ: ανακάτεψε νευρικα με τ :Χ χέρια του τη θά.­λασσα, σΖ νάθελε να της δώσει κίνηση, 'ια δώσει μ:χ κ(­

·/ηση. Μα σταμάτησε γρήγορα αύτο τον clντρισμο Π'JV πήγαινε α.νώ:ρελος .

- Πόσο είμαι χαρο6μενος . . . , '�:θίιp:σε μ6ν ο , συγκι­

νη μένο . Τότε εκείνη του ε!πε τα μυστικά της ονεφα : Ό γαλά­

�ιoς άγγελος πέταξε πάλ ι χτες τη νίιχτα στο ΑΙγαίΟ, ,ηρθε

στο', υπνο της, χτίιπησε τα ψτ&:ρά του πάνω απ' το κεφάλι

70 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 71: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

''1j,. �HτIXν δ κΙΧλόι; t'1j<; σόντροφο<;. Πιίντιχ δτιχν -ητιχν νιi γίνει στη ζωή t'1j<; κιiτι μεyιiλo, 1) κιiτι νέο, δ άγγελοι; έρχότιχν νιi τη β:'J'1jθήσει. Κα! χτες τη νόχτιχ, οτιχν τ�ν yv&t­ρισε, τον ρώΤ'1jσε :

« ΕΙναι καλο 1) κιχκό ; " Γιατ! οί άγγελο ι fxouv μια ckotιxtιip«xt'1j lxcppaa'1j στο

ΠFόσωπό τι:ιυι;, κα! οε μπορείι; νιi μαντέψειι; τη σκέψη τc;uι;. « ΥΩ, ειναι γ ιά. πολυ καλό ! » • ΚαΙ eivιx: για: μια: μέρα το καλό, για: ουό, γιά πόσει; ; . Ό yαλιiζιoς άγγελος τ* χάιοεψε τά ζανθιΧ μαλλια. καΙ

ιΧποκρίθ'1jκε : « θάναι για: δλει; τις μέρες. »

Γυρισε κα! κοίταζε το φίλο t'1jIj; καταπρόσωπο. -- Λc;ιπόν, θάναι γ ια. δλει; τίι; μέρει; ; τον ρώΤ'1jσε καΙ

+ι καρδιά 't'1j<; χτυποίίσε. Tijς το βε6αίωσε με σίγοuρ'1j ψωνή :

- �άναι για: δλες τΙι; μέρες. ΚαΙ fι βιiρκα δλοένα κuλc;Gσε προς τ α: >/ερα τijς Νεά­

πο/-'1jς, καΙ ταζιοεοαν τα: ονειΡα στα: κυμα:τα τοΟ Aίγα[cίυ. Ήταν ονεφα γιά μιιΧ άπλη καΙ α:νέφελ'1j ζωή, που μπορc;uν '�i σχε(;ιάζCί'Jν μc;νά,Χα ooc;: 'έχουν το πρc;νόμιc; να. !tιοτεuοuν στο μέλλον, στουι; &λλc;uι;, να: πιστείιουν στον εαυτό τους.

Ξα:ρνικο cpuo'1jμιx ά.νέμου φc;uσκωσε το πανί . Ή βχρκα �γεφε άπότομα, το κορίτσι 'έ6γαλε μιιΧ φωνή.

- ΥΑχ ! Έκαμε νιΧ πιαστεί για: να: μην πέσει. Ή βάρκα ήταν

φρεσκι:ιμπι:ιγιαντισμέν'1j, τα: δάχτυλά t'1jIj; χώθ'1j)(αν στ!ι; μπc;­γιές. τα: σ:ροόγγισε, τρομα:Υμένη, στιΧ κc;uπιά , κα: οΙ χόχκι­'/ες ο!Χχτυλιει; μείναν χεί πάνω άκανόνιστες. Το c.1:yQp:

7 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 72: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ε6γιχλε το μιχντίλι του κ:χ! σχούπισε ta χέριιχ τη�. την κοίτιχξε με� στct μάτιιχ. "Υστεριχ γέλιχσιχν κιχΙ οΙ δ�6.

- Γιιχτί φο6ιΧσιχι ; τη; εΙπε. Τώριχ ΠΙct εΙμαι εγ ι;'

μιχζί σου.

Πλησίαζιχν &:pyd: σε μιd:ν δ:γκαλιά. Δε φυσοσσε τώρ :χ .

Σd:ν άριχξιχν, πετάχτηκε το δ:γόρ � στη στεριd: πρωτ'J, τ*

έδωσε τα. χέρι", t'JU να. τη β 'Jηθήσει. Τότε, πρ:ν εκείνη

ά.φεθεΤ σ' εκείνα td: yepd: χέρια, άστρ:χψε, βγήκε απ' τη

ζωή τη� σΧέτη, γεμάτη γνησιότητα, τ:νάχτηχε στο γΙΧλά.ζι-.;

κενό, αδυσώ πητη σχν �ν:x μαχιχ:ρι πι:; υ πέ:pτ�ι Υ-χί �ε;;.yι :

Iltd: μιχτιά.

'Έπρεπε vct υπι:;θέτουν πως κιχνένιχς &λλος δεν Υ;Τ.αν μάρ­

τυρα;;: κιχνένας δεν εΙδ� την Ιερη μιχτια. πιχρα μονάχιχ

δ ουριχνος καί ή θάλιχσσιχ. 'Όμως εκεί στην άκρογιαλια

1Sποu ξεμπαρκάρισαν "ιτα'ι �νιxς καλαμιώνcx •. ΚαΙ, κρ�μμέ'Icx

πίσω στίς καλαμιές, τέσσερα πικρd: Ilfttcx εΙδαν. Ήτ:χν �υo κoπέλε� με πρόσωπα σκληρd: και α/5ύ'l ατα, χωρίς Ικφραση,

χω ρΙς κίνηση, που δ:ακ'�σμι:;υσ:xν μ6'lο ιXpVYJttxci Τ1Ι χαρού ­

μενη άτμοσφαίρα.

ΕΙοιχν την [ψη μ:xτι� που Ιφερ-/ε το μήνυμα τι:;υ ,χγΥέ­

λου, υστερα π:χρ:χκολο';θησιχ'l το '/έο κα: το κο;;ετσι πι:;υ

βγήκαν άπ' τη βάρκιχ Y.:xl χάθηκαν στο μικρο δάσος. Ή Ilti

κοπέλα κρατc.uσε τα. χέρια τής άλλφή;;, δε βγάζ:χν μιλιά,

μονάχα. ή στυφη εκ:ρρα.σή του" δμ?ια κα.ι στΙς δυ6, έδειχνε

τη β :Χθύτερη σ�νoμιλία τι:;υς .

Ή μεγα.λύτερη απ' τΙς δυο γύρισε το πρόσωπό της στην

ciρcxγμένη βάρκα. την κο [ταξε ώρα π?λλή. Σ ιγα-σ:γα. εναζ

72 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 73: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ό:προσδιόριστο; τόνος ιχρχισε να ;εστα(νΕ Ι την lXCftJC(�Yι της. Κα,Ι ξα,φνικΟ: εσ'f:ζε τΟ: χέρια τήζ σuνΤΡ6φισσ�ζ της ΠfJλυ OuvιxtιX.

- θ�λεις νΟ: γλ:τώσ'Juμε ; λέε: με 7.γων(:ι. Νά γλ :τιί) . σc;uμε μιΟ: γιΟ: πάντα. ;

Ή μικρΥι γόρισε &:.ΡΥΟ: καΙ τ'ήν κο:ταξε. Ήταν τ6σ? aiyoupYJ πως α,δτο οε μποροσσε νιΧ Υ(νει.

- Τί θ έλε:ς να πεις, Μα,ρία, ; Εκα.με &:'διOCφορα.. Ν α πάμε σε κα.νέ·,α. χωριό ; 'Έ, γιά μιi μέρα., για δuό, θα: γλιτιίι · σοuμε. την τρίτη θΟ: μαζ πιocσοuν !

Τά πρόσωπά tc;u;, Ηει, μπΟ:ς κα,Ι μc;ιάζοuν , δταν τα φωτίσει δ ήλΙΟζ, με τ�'I ιΗλο κ6σμ':i ; θα τίς καταλά60UV μc;·ιομιας. �Oϊ.Ι' Δε γίνετα.ι 1 Δε γίνετα,: !

Μα fι άλλη (jEV ήθελε ./ axoucrE:.

-" Αχ, έλα. σου λέω ! τη; φι\)ναζε, δλοένα ξα.ναμμένη &π' το σχέδιο που δοuλεuε στο μuαλ6 τψ;. Αδτη τη φορά. γλιτώvοuμε ! Γλιτώνοuμε μιΟ: xιxt κα,λΥι ό:π' τα ν6χια της !

τα μάτια: της άστραψα.ν απ' την ό ΡΥ+Ι , σα ypYιr'JPy] σπ 1θα. στη στάχτη. Χωρ!ς; νά ρωτήσει &λλι:; , iΡπα.ξε τ'1, μικρότερη φ1λη της κι' έτρεξε στην ιΧρα.γμέ" η βάρκα. Τρέ· χοντα.ς: δεν πρόσεξε σ' ενα βώλι:; χώμα, σχοuντ 'j') τ λησε, επεσε. Λίγο α,ίμα ά'ι:χκατε6,ηΚΕ με τό χώμα., μ7. οε ·ι Υι,:α'ι τΙπι:;τα.

- Μπάρμπα. ! φώναξε, λα,χαν:ασμέΥ'l), στ� γΕΡΟ - �τα· μάτη το βα.ρκάρη. Μας κάνεις μιά βόλτα ;

Για,τί οχι ; Ν α πληρώσι:JIJV μονάχα .

Του εδειξε ενα, χαΡΤ'Jν6μισμα, ε:κοσι δραχμές. - Καλά ! ΜΠήκα.ν χα: ξ:χνι:; :χτηκιχν στ� πέλ:χγο. Το :Χεράκι, δσ')

73 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 74: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ό Υίλιος l π�φτε, φuσοϋσε γενναία, �εuτερόπρuμα. για την 'Ανιχτολή . Πότε - πότε ψιχciλεζ :in' τιΧ κύμχτα: xtunoGaιxv τα. πρόσωπά ΤΟUζ. Ά ν&:σιχινιχν Ouvιxtci. Ή θάλα.σσα. εΙνα.ι γα.λάζιιχ, δ ουριχνός εί,ιιχ: ά:τέλειωτος. ' Ανάσαινιχν δυνατιΧ.

νΕνΙΧζ γλάρCι� βούτηξε, πciλι χύθηκε στό γαλ&:ζιο υΨΟζ. Ή νέιχ ΙΧίσθηση, - ενα πουλι που τι'ιάζεται λείιτερο' λείι­τε ρο' ενιχ σύννε1'Ο τρέχει, � θάλιχσσιχ δεν τελειώνει, - �

νέιχ ΙΧίσθηση επε1'τε ιΧνάμεσ&: τοuς σιωπηλ η κιχι κυρ!ιφχη. Τις άπομ6νωνε, καθεμια με τCιν έιχυτ6 τηζ, δπω, γίνεται με κάθε , δίινιχμη που στέκε: Ιξω ιΧπ' τη" ιΧντοχΥI των ιΧνθρώ-πων.

- Είνιχ: καλά . . . , μοuρμοίιρισε με 1'ό60 � μικρΥ) κο­πέλα. ΕΙνιχι τόσο ! . . . ΣιΧ νάμαι μονάχη . . .

Ή άλλη δεν αποκρίθηκε. 'Ολοέ'/α τΥ,'1 πλημμύριζε το « νέο . . M� ιχυτη εΙχ ε νχ σκεφτεί καΙ άλλιχ. Χ tunoGae νευ· ρ ικα τα πόδι� της, σκούπισε τό λίγο ιχίμα πotι είχε τρέξει ati γόνιχτ&: τη;. Γύρισε κιχ: είδε πίσω, για να λογιχριάσει σαν πόσο να. είχαν ξεμακρίιγει απ' τη στεριά.

- Δοσ),ε, ε!σιχστε ; ρώτησε δ γερο - βιχρκάρης . -'Όχι. llp6atuxe;, είπε ιΧδιά:ροριχ � μικρή. -" Α ! ά ! εκαμε ξαφνιασμένος δ βαρκάρης και σuμ-

μαζείιτηΚi, χωρΙ, y� το θέλει, :Χπο ντροπή. 'Απ' τ:Χ " σπί­τια :. ;

- Νιχ!, ιiπ' τα σπίτιιχ. c 'lερόδGuλες ,. , Τύσ έξΎ/Ύησε. - ' Έ, νά ποιι σά; ιiψήνoυν κα! σεργια.νατε ! θα. πεί

πω� ε!�αστε κα.λά. - Τό σκάσαμε ! είπε � μικρή. -" Α, νr.ι( ; Κιχ! για.τί ;

Του Ιδειξε τη Μιχρία: :

74 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 75: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- χτες J.ιπc;θύμησε απ' το ξίιλο. θα: tr,v α,φrι'j'Juν στό'ι τόπο καμια ώρα.

--Έ, καΙ δε φείιγετε άλλοίί ; Ν ά φίιγουν ! Πως να φίιγc;υν ; - Κα: τό χρέc;ς που εχc;υμε στο σπίτι ; Τούτη ΠF'J­

πάντω'ι είναι χωμένη ίσαμε τό κεφάλι . Δε γίνε-:αι. Δε Υί'lε­ται, παππούλη !

« Δε Υ ίνετα ι. » Tt λέει πολΗς φορές, ai να είναι ανάγκη να τό πιστέψει καλύτερα. Να μην αμφιβάλλει. Κάθε μέρα αΠΙΧFάλλαχτα, tCU λέει : Ξίιλο. Ή πατρώνοι λU'jσάζει : � Ά π6 ποίί θά πάρω έΥω τό χρέος ; » φωνάζει . Και πρέπει κιόλα; νσ. τΥ;ν τα'['ζει , Γιατ: πιά, σα να τελειωσα'ι δλα για

, .τη μεγάλη σuντρόφισσά της, τυχαίνει να περάσουν τέσσερι;; μέρες, πέντε μ�pε�, σειρά μιά βοc;μάδα, χα: κανένα� να μην τη γUFέψει. Έκε[νη λέ€ι : « �E, σήμερα μπορεί να με γυ­(-έψει κανένας . . Κάνει τ6 σταυρό της, EFXEtat τ6 βράδυ, ο ί πελάτες ερχουνται, �εύγoυν, tc;u� κc; ιτ&.ζει, τc;uς κc;ιτάζει μες σ.α μά.τια. "Ομως τ[ποτα . . .

τα: διηγότα'l Ύίσυχα, &πλά, είναι Ε'Ια παιδί, σα,ι παρα­μίιθι. Σα νά είχε ξεχάσει πως 'ή άλλη ήταν μπρc;στά. Και ήθελε να φλυαρΎισει ακόμα, να πεΡΙΥFάψει τα χάλια της φ(λη� της, για να ίξηγήσει γ ιατί οε'l άρεζε. Γύρ ισε πρό� το μέρος τη�. αΟμως αμέσως., χτυπημένη, χαμήλωσε τό κεψάλι :

' Η Μcφία την κοίταζε καταπρόσωπο με μια αυστηρή, περήφανη ματιά. ΤιΧ κόκαλά της στό μακρυ μΟίίτρο πετά­γονταν σιΧ νά τά είχαν σπρώξει έπίτηδες μες απ' τό στόμιχ. τα χείλια της, μισοξεπλυμένα απ' την μπογιά, σάλευαν σιΧ σκουλήκια μελανά. Στα βαθουλωμένα μάγουλα οΙ ρυτίδες

7 5 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 76: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

τc:ψiζονταν και πάλι �σύχαζαν. Μι:ινάχα κεΙν"l/ � περήφανη

ματιά ! Ξ εχειλΙ:Ιίίσε &π' τις βαθουλωμένες κόχες, πεταγότιχν μέσ' απ' τα κόκαλα, ουσία καθαρη κα! βάρ6σιρη.

Ή περήφcxν"l/ ματια έμεινε �τσι κάμπι:.σ"l/ ώρα στυλ ω­μέν"l/. ''Ι στερα γύρισε αργα σΤ1) βάρκα. Κάπι:.υ σταμά,τ"l/σε :

Κει με; σΤ1) βάρκα είχε πέσει ενα μεγάλο χαρτόνι τυλι­Υμένο. � Απλωσε τα χέρια τ"Ι/ς, το ξεδίπλωσε. Ήτα'ι μι7. :ρω­,:ογραφ[α, ενα πρόσωπο νέο, ενα κορίτσ:. Τα μαλλιά ΤCιυ είναι ξανίJά, μικρά κύματα, εχει δυο Υίμερα καταγάλανα μάτια, κάπι:.υ κεί πΙσω τους είναι ό θεός, το μικρο πρόσωπ') εί,αι δροσερο κα! λείο, είναι άνοιξ"l/ : Το νΖο κορΕτσι είχε ξεχάσει το πορτραΙΤΟ τι:.\). ΜελεΤΟίίσε να το χαρίσει στο φί­λο '''l/; αυτη την επίσημ"l/ μέρα που πήγαιναν να Ικετέψου'l

μαζι Τ1Ι ζωή. Μά το είχε ξεχάσει. Ή Μαρία κοιτάζει το ή μερο πρόσωπο. Σιγά, αρχΙζου',

τα: δχχτυλα να σφίγγουν το χαρτόνι, r;to πολύ, όλι:ιένα, πιο άγρια. Βγάζει νευρικα απ' Τ1)ν τσάντα '''l/;; το κραγιον γ ιά τ α χείλ ια, μια στιγμη διστάζει, uστερα σέρνει με οργη μια xcY.xtv"l/ λουρίδα στο λείο μά.γι:.υλο, άλλ "1/ μιά, πι:.λλες; :lτεχνες γραμμές. �Ωσπoυ � γαλήv"l/ τοίί προσώπου ταρά.­xt"l/XE όριστικά.

Ή μικρή συντρόφισσά Τ"l/ς είδε ό,τι �γινε, ειδε πως κα­τάντησε ό άγγελος τοίί πορτραίτου κι' ε6αλε τα χάχανα.

την ίδια στιγμη ό γερο - βαρκιΧρ"l/ι;, πι:ιιι δεν είχε προ-σέξει τίποτα ocTt' αυτά, λέει δυνατά :

-Έ ! ΙJολιοανοιχτήκαμε ! Γυρίζουμε π:σω ! Τί ;

Ή Μαρία παρατα τη φωτογραφία και πετιέται όλόρθ"l/. - Τί ; λέει συνεφέρνονται;.

7 6 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 77: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- Γυρ ίζουμε ; κόρη μου .

Νci γυρίσι;ιυν ; Τεντώνει τ6 άOU'lατο μακρι;.υλό τη�, χέρι πρ�� τΥί στερ:ci τής 'Ανατολής .

-- Tp�6cι: !σ:α ! τoCΊ λέει απειλητικά . Ό βcι:pκ�pης δεν καταλά6αινε :

- .Μα αύτο(ί είναι � 'Ανατολή ! Τρελλάθηκες ; Tocί εξηγεί βιαστικά : 'Όταν θα νυχτώσει θά: τους πετά­

ξε: κάπου κει, σ' ενα έρημικο μέρος τής 'Ανατολής, δστεριχ θci φύγει. Αι:ιτο εΙναι !

- θχ σoCί δώσουμε δ,τι εχουμε έγω καΙ τούτη, κι' lδειξε τη μικρή . 'Ό,τι lxouIlt, ξΙΧ'lάπε με βαθ ιi ίκεσίιχ .

Τότε έ6αλε κι' fι μικρη τις φωνές :

.. - Είσαι με τά καλά σου, Μαρία ; ΤΙ ε:ναι αύτα που λές ; Έκεί θά: μας σq>άξοu'l ! θci μας σq>άξοuν ! Ηεγε.

Μα δ γέρος δεν το πίστευε πως δλα αυτα Υίτα'l σο6αρά. 'ίόλις είχε τελειrJ)σει δ πόλεμος με την Άνατολή . ΟΙ Τουρ­κοι καίγcι:'1 κcιΙ ρημάζαν τ1ς τ;ολιτείες των χρ:στιανω'l. Σ�ά­ζα'l

'tCiU; χρ ιστια'/ους κoπάδιcι. - κοπάδια. Ποιος παλΙΧ60ς;

-ei ΚCiτι;.(ίσε vi βγεί κε! πέρα, στο στόμα tCiD λύκου ; YEκcι:με να μCiλάρει τη σκότα για να. πάρει τη βόλτα,

ετα'l fι Μ,:χρ[:χ χίμηξε απάνω του. Τον αρπαξε καΙ τον τ[ναζε ·ι&. τον τιθασiψει, κι' αΙΙτος πάλευε με την τυφλΥι τη,,; δύναμη. Μιci στιγμη την lσπρωξε δυνατά, fι κοπέλα γλί­στρησε κα!, πέφτοντας , έσυρε με βία τα νύχια της στο πρόσωπό του. Ό βαρκάρης εκαμε να βγάλει το δοιάκι καΙ να τη χτυπήσει , πρΙν σηκωθεί. Μα τότε fι μικρό­τερη, βΗποντας τον κίνδυνο τής συ'lτρόφισσάς της, ρί­ΧΤ'Υ]κε κι' ΙΧύτη κατιχπάνω του. Τον χτυπoCίσoι;'I κιχΙ οΙ δυό μιχζί, με λύσσιχ.

7 7 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 78: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

_ V Αχ, να: γλιτώσ�υμε ! Να. γλιτώσ�υμε ! ψώ'ιαζε ή Μαρία.

ΚαΙ δ γέρo� απόκαμε. 'fό ΙΧίμιχ ετρεχε ά.π' το πρ�σωπ� του, εμπλεκε με, στα λερα γένια. 'Έφερε τό δι:ιι"κι πιο κοντ" του, το πανι μπατάρισε μια - ουο Ψ:ιΡέι;;. Ή β�ρxα: συνέχισε το ορόμο τη.; προς ττι στερι&: της Ά νατ�/:ijι;.

UE,/x σίι'/νεφο ταξίδευε ά.ργό. Για λίγο εφραξε τον ηλιc, (,1 άκριες του λάμψανε σα ν&: ρι:;,υφοϋσαν Βλι:;, το φω� ΠcίΙΙ πήγαινε νά. ξεφύγει. Ή θάλασσα εγινε μαβιά. Ή μΙΚFη κοπέλα πλησ[ασε τη μεγαλύτερη itIJtJ καθόταν αμlλητ,l/, τή,

επιασε το χέρι. - Σ"υ πέρασε ; τ�1 ρώτησε. 'Έ'/ας νευρικόι; σπασμό� τάραξε το πρσσωπ" της άλ­

λψη, . . _- Σύχασε, είπε ξανα. ή μικρή. Μπορετ να. μΙΧι; λυπη­

θεί δ θεόι;. Το σύννεφο πέρασε. Ή 'A'/ατ�λή, ά.'/τίκρυ , γριχφότιχν

τώριχ πιο καθαρή. - Πρέπει πι&: να γυρίσουμε, είπε ή μικρή. Καμια απάντηση. - Πρέπει ·/α γυρίσι:;,υμε είπα. Kιxl πάλι, βλέποντας τή στυφη εκφραση τη� ιiλληνηι;,

κυριεύτηκε ά.π' το'/ πιχ·/ικό. - Έγω δε θέλω ! Δε θέλω ! �Iπά.ρμπιx, γλίτωσέ με !

φώναζε στό γερο - βοφκάρη. Κι' δπωι; ή ?ΙΙοφΙιχ Ιμενε άκίνητη καΙ άνέκφραστη, χι­

μιξε άπάνω της χι' άρχισε να: τή� τρΙΧ6ci τα: μΙΧλλιά, να ';1) χτυπά με λύσσιχ.

78 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 79: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- Π�λιxoή ! ΠΙΧλΙΧ6ή ! Ό μποφμπιχ - ΣτιxμάΤΎj' άρπιχξε την είικιχιρίιχ. 'Αμ6λιχρε

τή σχ6τιχ κι' δλο το τιμόνι γύρισε με δρμή. Ή μικρη εχιχσε

την Ισορροπίιχ κι' επεσε κάτω' μά: βιχστοοσε τήν �λλΎj γερ6: cXπ' τα μ!Χλλιά.

-''1σιχ, !σιχ, μπάρμπιχ ! Γύριζε ! Γύριζε ! Ή ΜιχρίΙΧ ιXκeιύει το πιχνι που μπιxτέρ�ει, βeιυoά. Μι6:

βουη γυρΙζει μέσιχ ΤΎj'. "Εκιχμε νσ. σΎjxώσει το κεφάλι ψΎjλά, οε μπ6ρεσε. 'Έγειρε πιο πολύ. Τά: οάκρυιχ τρέχουν, βρέ­χουν tc πικρό ΤΎjΙ; πρόσωπο.

Το πιχνι μπιχτέρνει βουΟά. ΆνΙκιχνΎj, εγειρε το κεφάλι δριστικιi.

' Ολοένιχ πλΎjσ(ιxζιxν πίσω, στήν ,χκρογιΙΧλι6: τη, Νεάπο­λΎj" Σ' 1.11.0 το oιάσΤΎjμιx τοί,ί γυρισμοί,ί fι ΜσφίΙΧ οε σήκωσε το κεφάλι. Ποί,ί κιχ: ΠCιί,ί ο( πλάτει; ΤΎjΙ; τινάζονταν ιΧπ' tc

ιXν�φιλΎjτό. - Σώπιχ τώρ�, Τ: κλ�1ς ; τής λέει fι μικρΎ) ΠΎjγιxίνoν­

τ�; κιιντά ΤΎjς. ΠρoσπιiθΎjσε νσ. βρε1 μι,χ oικ�ιoλoγ:� γιά: ν6: fισυχάσει

τις τύψεις ΤΎjΙ;, fttEtoYj τή χτύΠΎjσε. - Το συνΎjθίζει νά: κλιχΙει, λέει στο μπιxρμπ� - Στιχ­

μιίΤΎj. 'Ακόμιχ κιχι σά: οεν τrι χτυποί,ίν. Γι!Χτι τoύΤΎj ξέρει πότε κλιχΙει δ �νθpωπo,. 'ΈμΙΧθε, μικρή, γράμμιχτιχ . . .

• Αργότεριχ : -''Ε, σήκω : τής λέει κ!Χί τη χτυπά στον ώμο φιλικά.

Γι" δές, κοντεύουμε !

7 9 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 80: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Ή μεγάλη σΤΙκωσε το κεφάλι της. θέλησε να σκoυπ�­σει τα Μκρυιχ. �Eλυσε d:rt' το μπράτσο της ενιχ βρώμ�κcί μιχντίλι. Τότε φάνηκιχν πάνω στη σάρκιχ της τα σημάδιιχ &;πο μια λυσσιχσμένη διχγκιχμιχτια ΠCιυ τής εΖχιχν κάμει χτέ�. Σκοίιπισε τα Μκρυιχ με το λερο μιχντίλι. Κοίταξε οξω, προ; τη στ�ρια, πάλι γίιρισε τα μάτιιχ τη� στη βOCρκα . Kάπo� κεΤ στάθηκε : το χιχρτόνι, Υι φωτογριχφίΙΧ ΤCιυ κopιτσ:Cισ , 'ήτιχν έκεΙ πάντιχ. �α μιχκρινη έν&ίιμηση έρχόταν Υι [σΤCιpίιx του. "Απλωσε το χέρ:, το πήρε, το κοίταξε πολλή ωρα.. Μέσιχ απ' τΙς κόκκινες χιχριχκιες το καθαρο φω;; των μα;­τιων μποροασε πάντιχ να λάμπει.

Με το μαντίλι της, βρεμένο d:κόμιχ στα δάκρυά της, σκοίιπισε άπιχλα τη ψωτογρα.φία να φίιγGtJν οί μπογιες πCι� εΖχε σίιρει. Μα Ετσι τα πράμιχτιχ γίνιχν χειΡότεριχ, οΙ μπο­γιες ξαπλωσιχν. 'Γα πιχράτησε. Κιχ! πάλι τα: δάκρυιχ "ρχ:­σιχν να τρέχουν.

"Ήθελιχν λί'Υ!Χ μέτριχ ακόμιχ για να αράξCιυν. -.�E ! Ήρθιχμε, λέει δ γερCι - βcφκάρης. Ή ΜιχρίΙΧ γίιρισε κιx� τον κοίταξε 'ίσιιχ, κιxτιxπρ6σωπCι.

Στο μάγουλό του φα.ινότιχν κΙΧθιχρα το αίμιχ απ' τηΥ ' πά�,η τους.

Του έδωσε το λερο μαντίλι της. - �κoυπίσoυ, μπάρμπιχ, λέει σιγά. Ό γέρος την κοίτιχξε κι' ιxlιτoι; μες στα μάτια, ημερα. - Σίιχιχσε: κόρη μου, εΖπε. ΟΙ δυο κοπέλες βγήκιχν απ' τη βάρκιχ. 'Όμως το μιχν­

τίλι ξεχάστηκε στο χέρι του γέρου. ��oίιΊ'Yισε το πρό­σωπό του. "rotEPιx το ξεδίπλωσε, αργά, να: το στεγνώσει. Κεϊ πλάι 'ήταν Υι φωΤCιγριxφίιx. Το δ:πλωσε πάνω στη φω-

80 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 81: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΤΟΥριχφΙιχ κι Ί6:ι.λε χΙΧλίκιιχ σΤΙζ τέσσεΡΙζ άκρε�, γιό; να. μη,ι

το πάρει δ ανεμος.

� Α νιχψ:ι.ν τό; φώτα:. Το ζευγιχράκι - το ξιχνθο κορίτσι

κιχ! δ νέος - γύρισε. l\f πήκιχν στη βάρκα., σήκωσα:ν πιχνί.

Το ΚΟΡ!ϊ:σι θυμή θηκε τη φωτογρα:ψίΙΧ, κι' δτιχν Ικιχμε να

την πχρει επ:ιχσε τ� μα:ντίλι με τό; δάκρυιχ.

- Ά ! εκιχμε ό;ηδιιχσμένη. ΤΙ εΙνιχι ιχυτό ;

Κ ι' ετσι που το κρα:τοοσε με τό; νύχια της το πήρε

6 α:γέριχς.

- Μή ! φώναξε άγρια: δ μπιχρμπιχ - �τιxμάτηζ.

Μό; ήτιχν αργά. Γύρισε τό; μάτιιχ του προς τη σκοτεινΥI

σ τεριά. Δεν ξεχιί>ριζε τίποτιχ. Μέσα: σ' εκείνο το σκοτά.δι eι :

δ υ ο κοπέλες βά.διζ«ν σιωπηλέ�, γυρίζοντα:ς στη Μυτιλήνη.

Ό δρόμος ·η τιχν εΡYjμος. �' gvιx μ.ακρινΟ κά60 gνα: φώζ_

ά'/α:6ε, πάλι εσ6ψε.

Ή μικρ6τεΡYj λέει :

--�E ! 'Αφοσ ήτα:ν νό; γυρίσουμε . . . Άφeισ δε μπopeιoσε

πα:ρα. να. γυρίσουμε . . . Για: τί, λο ιπόν, φύγα:με ; . . .

Γιιχτί ψΟγα:ν ; Κιχμια Q:π6κρισYj. Ι1ροχώρησα:ν ακόμα: λίγο,

τυλιγμένες στη νύχτα:. τα φώτα τή� πόλYjς τώριχ rpGtvYjX:XV.

Πάλι iι μιχρ?τερYj ρώτησε την cXHYj .

- θέλεις ν' iκουμπήσεις Q:πάνω μου ;

Τή, εΥνεφε, ξερά, μες στη νύχτα :

-Όχι.

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 82: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΑΝ θ Ρ Ω ΠΟ Ι Σ Τ Η Φ Τ Ε Ρ Η

Τ Ο ΦθΙΝΟΠΩΡΟ ΕΙΧΕ ΕΡθΕΙ. Ή όρει6ιχτικη δμcί.διx εΙχε φτάσει άργιi Τ1/ νύχτιχ στο μονιχστήρι των Ίιχζιιχρχων στ-η Φτέρη. Ό κιχιρος

ήτιχν στη βροχή. Ό ιfγριo, βράχος με το χΙΧλιχσμένο πιχλιο μονιχστήρι τοσ Άγίου Λεoντί�υ, τυλιγμένος στο πούσι που το κινοσσε βίΙΧιο, ciνεμο" σφάντρ:ζε σ& φG6ερ-η θεότητρ: που ζcxνcx6Ρi7ΚΕ τ-ην ιΧτιχρρ:είρ: τη, πάνω στ" έρείπιιχ ""i7; χριστιιχ­νική, λιχτρεΙιχς.

- θσ. μ�, β�ηθήσει δ καιρο, γι" τ-ην ανά6ιχση αυριο ; "ώΤYjσε τ�ν δ5ηγδ δ &:ρχηγος τή, δμάδας. Τί λές, μπαρμπα­Θύμη ;

-Ό θε�ς το ξέρει. Τέτοια έΠGΧ1/ το βουνό μας εχει πάντα σύννεφα. Φo6�μιxι πω; θιfμιxστε στο πούσι αδριο.

- Κρίμιχ, εΙπε μιιi νέα κοπέλΙΧ. Σε 1800 ύψ6μετρο θιi εΤχιχμε σπάνιο θέαμα. Δεν εΙνιχι lτσι ;

-YQ, ναί ! Με κιχλδν κιχιρο θιi βλέπατε δλιχ τιΧ βoυνιi τοΟ Mωρι�. Το Χελμό, τ�'I Έρύμανθο, το Πανρ:χαϊχό. ΚαΙ πέρα ιΧπ' το κανάλι, τιi μεγάλα βουνιΧ ""i7' ΡούμελYj' : την Γκιώνιχ, τον Πιχρνιχσσό, τον <Ελικώνα, τιi ΒσιρΟούσιρ:.

82 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 83: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΥΕλιχμψε το μ"τι του δπω� δνoμιiτ:ζε τιΧ βoυνιi. Τ' ά­σπp� μιxλλιιi του πΥίροιν χι' ιχυτά: φ6>�.

- Τα ξέρει; δλιχ τά: μεγιΧλΙΧ βουνά: τyί� ΈλλιΧδΙΧι;, μπιχρμπιχ - θίιμη ; ρώτησε ή χοπέλΙΧ. Τάχειι; ιΧνέ6ει τιΧ βουνιΧ ;

TΎjν κοίτιχξε γΙΧλήνιιχ : - ποτες δεν !φυγιχ ιΧπ' το βουνό μιχς, είπε. 'Όλη τΎj

ζωή μου τΎjν πέΡΙΧ:7ΙΧ ιΧνεβΙΧίνοντιχς τον Κλοκό. 'Απ' την κορψη του ΚλΟΚΙJυ ti !ζησιχ τ' άλλιχ τά βουνιΧ. Τά: ξέρω σά vd: τιχ είχιχ πιχτή:7ει. Td: ξέρω με σίιννεψο, με βροχή, με το χιόν ι κιχι με τ' aστρoπελέκι. Td: ξέρω . . .

ΣτιΧθηχε λίγο ad: vd: κόμπιιχζε. - ΓιιχτΙ το βουνό μιχς είναιι δ6> μέσιχ, είπε κι' έδειξε

τιΧ στήθιιχ tIJU. Μέ το ποίισι, καιΙ με το χιόνι, κιχΙ με τ' aστρoπελέκι. Γι' ιχυτο ε[νιχι δ6> μέσιχ δλιχ τcχ βουνιΧ.

Πέριχσε λίγη ώρα. _ΥΕχεις πολυν κιχιρό ν' ιΧνεεεΊ:ς στην κορψή, μπcxρ­

μπcx · θύμη ; Τώρcx πιά: καΙ τcχ πόδιιχ σου δε θcχ βoηθ�νε. ΝΙΧί, είναι πολυς καιρός. 'Όλcx τιΧ χρόνια του πολέμου

δεν είχε ιΧ'/εεεΤ. Βέεcxιcx στην κιχτοχη δε βρ!σκοντιχ'ι �ρει-6ιΧτες νά: θέλουν ν' ιΧ'/ε60υνε στην κορφή. ΜιΧ xcxt πρΙν ιΧρ­χίσει δ πόλεμo� είχε &:ποτρΙΧ6ηχτεΤ. Είχε δώσει τη θέση του στο Υιό του. Ό Υιός του είχε Υίνει δδηγό�.

- Που elvcxt δ Υιός σου ;

Ή ερώτηση μένει μετέωρη στή λίΥη σιωπή. ''Eycx δέν­τρο ξεριζώνετιχ:. Μι&: φωνη στο διXσo�.

- Που είναι ; -Ό πόλεμο" μΙJυρμοUρισε. ην πήρε δ πόλεμος. Σκο-

τώθηκε πέρcx ιΧπ' τά βουνιΧ.

83 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 84: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Ε!ιtε : « Πέρα &π' τα βου'/rX " , σχ vχ ήθελε '1"- τ'J. προ ­στατέψει τα βουνrX. ΤΟ κακδ Υίαν πέρα άπ' αuτά, ήταν έξω.

- Λοιπόν, τιJψα rtc.U ήρθατε εσείς . . . - γ{ιρισε τα μά­τια. του στη μικρη cρει6ατικη δμάδα. Τώρα ποΙΙ ξα'ιαρχί­σατε ν' άνε6α(νετε τα βουνrX, γυρίζω κ:' έγω att βοuνό μας. 'ΑφοΟ το παιδΙ σκοτώθηκε. UΩσrtc.υ να μάθω σε κάποιον άλλο το μονοπάτι.

Σε λίγο :

-'Ώσπου να πεθάνω, είπε. Ή νύχτα είχε έρθει άργά. 'Έκανε πoλi.ι ΦιJΖΡ:Χ. Άπο­

κo ιμήθrικαν. ΊΌ πρωί, χαράματα, ξεκίνησαν άπ' το μοναστήρι. Ό

γέρovτα� δ δδrιγo� βάδιζε πρωτo� . 'fO πούσι ήταν πηχτό, δεν ξεχώριζες τίποτα σε είκοσι μέτρα. Ό δδηγδ� Ιπ(Χιζε ά.διάκοπα τα μάτια του γύρω του. 'Όμω� περπατοσσε με σιγουριά. Ό α:ρχηγδ; τής δμάδας βάδιζε λ(";'ο πίσω του. Πρόσεξε την άνήσυχη ματιά του.

- Φ06ασαι για το μονοπάτι : -Όχι, γιέ μου. E�ναι άλλο. Κι' Ιπειτα άπο λίγο : -�Eλεγα, σαν αρχισε δ πόλεμος, πωζ δε θα ςανανέ-

6αινα. Κι' έδω, στο μονοπάτι τοΟτο, πέρασε 'ή ζωή μου. Ξέρω το δέντρο που είνα.ι δω, το δέ'ιτρο ποΙΙ είναι πλάι. Κανένα δέντρο δεν είναι σαν το άλλο. τα δέντρα εΙ'lαι σαν Τ άλογα. ΚαΙ τώρα rtou τα: ς(Χ'Ια6λέπω . . .

Ό αρχηγος της δμάδ(Χζ ήτανε ενα παλικιfρι Τσαμε εΙκοσιπέντε χρονω. ΠολΙΙ μελαψό δέρμα, στητο κορμΙ Bιi­διζε στα: βουνα: πάντα με κλ(Χδωμένα τα χέρια. στο στηθΟζ του, πάντα MιτάζOντα� πέρα, ψηλιf, στο διά.στημα. ΤΟ βου-

84 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 85: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

'10 έπα ιρνε έκφραση στά. μάτια ΤCιυ δχι με τις λεπτομέρειες που του έξαφι:χνίζουν το χαρακτήρα, άλλα: με τους σΧ'Υ/μα­τ ισμένCιυς oγΚCιυ�, με τγιν κίνηση τ-ης σκιχς καΙ του φωτός που δίνει fι ιχπόστασ'Υ/. Κα! τώρα ιχκόμα, ΠCιυ το πούσι τους έκλεινε το δ ιάστημα, τ:Χ μχτια του ιχκουμπουσαν πάνω στο ποίισι, σά. νrι. γρχφονταν ά;π:Χνω ΤCιυ Cι[ ογκο ι καΙ το φώς.

- Ρένα ! φώναξε πίσω του. ΠΡQχώρησε λίγο ! 'Έλο: κοντά μας; !

Ε!πε στον δδηγό : - Είναι fι γυναίκσι μου. Παντρευτήκαμε πρΙν άπδ δυο

μijνες. TCιίις έφτασε. Ήταν ενα νέο γεΡCιδεμένCι ΚCιρίτσι με πα­

ράξενη έκφρα.ση. τα μ-ηλ", ΤCιϊί πρoσώΠCιυ της πετάγοντιχν έξω ιχπ' το κανον ικο μέτρο, τά. μ&τι", της ήτιχν στενα: κιχ! μακρ ιά, είχε το θέλγητρο μακρινών τόπων, σα: να: έρχότ",ν �π' την Άσία.

- Καλώς τγιν κόρη μου, είπε δ γερCι - δδηγος καΙ την κeι (ταξε. Β:χστας στο δρόμο ;

- ΒασΤώ, μπαρμπα - θίιμη. - Το βουνό μας είν:,ζΙ ΟUσκολο. 'Απ' ΤΟ Μαυρίκι κι' ιχ-

πχ'/ω, είναι δύσκολο. -'Έχω ιΧ'/ε6εΤ δύσκο,λα βr.υνά. _ΥΕχεις ά;νε6εΤ δύσκολιχ βουνά ; _ΥΕχω ιχνε6εΤ τον Παρνασσό, την Γκιώνα. ΥΕχω Cινε6εί

στο Μύτικ",. Ό γέροντας την κο(τα.ζε. -ΥΕφτασες Τσαμε τον ΥΕλυμπο ; ! 'Αλήθειιχ, κόρη μου ;

Τ' :ivέ6ηκες τα βουνά ; -Άλήθεια, πιχππούλ'Υ/.

85 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 86: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

_ΏΆ ν φόγει το ποόσι, σχ θάμιχστε ΦYjλιi, θcl: τcl: οεΤι,; τα βουνcl: ιiπ' το οικό μας. θχ σου τΟ: οεΙξω έγω . . .

ΣτάθYjκε λίγο : - ΚαΙ θχνιχι σeι νcl: σε δΟYjγώ έγω στcl: βουνcl: ποu οεν

πήγα. Έσένα που πήγει,; . . . - Κι' �ν το ποόσι οε φόγει ; Mπ�ι,; καΙ γΙνει καΙ το

ποόσι οε φόγει ; Παίξαν ανήσυχα τιΧ μιiτια ΤYjι,;, το πρόσωπό Τ'Υ)ζ. ΣιΧ vct

ήταν ν� �ρθει συμφορά. - Δεν πεψχζει, κ6ΡΥ) μου. Κι' α·, οε φύγει το πούσι,

lau θάχειι,; &νέ6ει στην κορφή. θ� πατήσειι,; την κορφή. Αότο σαν το ν ιώσειι,; . . .

• Αργότερα. ΕΙχαν πιιΧ πέσει στά πυκνΟ: έλατα. Μασριχ, βαριά, τεράστια Ελάτια. Ήταν σε σΦ�ι,; γύρω στιΧ 1300 μέτρα.

- Φτιiνoυμε στο Μαυρίκι, είπε δ γέρονται,;. θcl: κά­νουμε στιiσY) στο Μαυρίκι.

- Είναι μεγάλο χωριό ; - 'Όχι μεγιiλo. Είνιχι πνιγμέ'ιι, στο μασρο έλιiτι. Το

χειμώνα το σκεπάζει το χιόνι. Ψυχη ιi"θρώπoυ οε μπορεί να ζήσει κεί πχνου σε τόσο χιόνι. Γι' αότό, μόλιι,; �ρθoυν οε πρώτε,. κρόε; μέρες, ολοι που ζοσν στο Μοωρίκι ξεκινάνε κιχτε6αίνrjντας στιΧ καμπΙσια χωρ ιά.. Λέω vct είναι ιΧκόμα κόσμο,. στο Μαυρίκι.

ΤΗταν "πίστευΤΥ) 1ισυχία σιΧ μπήκιχν στο ΜαυρΙκ:. Το πούσ: 'ήταν πάντα πολυ πυκνό. ΠYjρούνιαζε τιΧ κορμιά. Μο­νά.χα ιΧπ' την καμινάοα μιά;; κιχλΜαζ Ιβγαινε καπνόι,;.

-Έκεί κάποιο,. θιΧ εΙνιχι ! είπε δ GφΧYjγΟζ τήι,; δμιi­

δαι,;. Πάμε νιΧ στεγνώσ:;υμε.

86 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 87: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Ό γέροντσι,. δδηγος κο(τσιζε πp�ς tQ μ�POζ τοΟ κσιπνοΟ. Ή κσιρδιιΧ του χτύπησε.

- • Α, νσιΙ, βΥΙ:Χίνει χσιπν6ι;. Σ' αύτο το κσιλύ6: ! Ή νέσι Υυνσιίκσι με τά: μσικρι� μι:ζτισι ξαfiν:άστηκε

ιΧπ' τον τόνο. - ΕΙ.,.χι τίποτσι ο' αύτο το κσιλύ6ι ; -'�Oχι, τίποτα;. 'ο δοηΥΟΙ; ε�πρωξε την πόl'",:α, μΠή>te πρώτο;. 'Η

γριούλσι &:π' το Μσιυρίκι καΟότχν έχεί μονάχη Ι..L7ΨΟ� στ" τζάΧι. Ζέσταινε νερό.

--"- Κσιλημέρα, Καλ1j. Ή φωΥΥι κάνει κύματα, ταξιδεύει, άν:χταράζει τιι; μέρει;,

:iτέλειωτε� μέρες που πέρσισαν, φέΡΥΕΙ ILηνόμιχτιχ απ' τΥιν άνοιξη, ό:π' το χιχλοκαΙρι .

- 'EjtJ 'σχι, θύμη ; τον κ'.) [τσιξε μ� γσιλήΥη, χωρις ξάφνιασμσι. ΕΙναι άλλοι μαζί σ:-;υ ;

ΟΙ όρει6ά.τες μ πήχσιν στο κσιλύ6ι χ:xpeιύμενoι, φωνά­ζοντσιι; μπp�ς στο κάλεσμα τής φωτιά;.

- τα: πσιιδιά: πό!νε στον Κλοκ6. του; πάω στόν Κλοκ6 . θέλουν να: ζεστσιθc.Qν λίγο.

- MEti χ:χρf.(ς !. Μετ?: χι:χράς ! εΙπε κα! σηκώθηκε. Έλάτε, παιδιX�ι:x μου. Έλάτε στη φωτιά .

τα: παιοια: πλησιιΧσαν στο τζάκι, βγάλσιΥ τα μά.λλινά ",:ους, 'άρχισαν να: τα: στεγνώνουν.

-"Ελιχ, θύμη, εΙπε -iι ΥΡιc.ύλα. Έλσι να: κάτσουμε έμείς έδώ.

Βγηχχ'! στην πόρτα, άφησαν μΟ'Jάχσι του; τα πσιιδιιΧ. 'ΙΌ πούσι έρχόταν άπα χαμηλιΧ, περνοοσε τα: μ!Χϋριχ έλιΧτιιχ, του; σχέπσιζε, ταξίδευε .

87 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 88: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- Tc, έλεγα πω; θi 'ρχόσουν α.ν ζoOσε�, ιi; Ύjτ�ν χα: για. μιi ψορά, εΙπε ή γριά: γυναίκα, �Exει; ν· ά:νε6είς ιXπCι τότε� που Υίρθε δ πόλεμο" Δεν ήξερα ιΧν βάσταξες στην πείνα.

- θά: 'ρχόμουν. Δεν ήξεp� αν βGίσταξε, την rte(vιx. � Αν σε πήραν τά: χρόν ια . . ,

Τότε μόνο έκε(νη το σκέφτηκε : -'Ο γι6� σου '{ ιατί δεν εΖναι ; Δεν άνε6α(νει πια δ γιό�

σου στο βουνό ; - ΠΙθ;.(νε, τής λέει. �κο cώθηκε, - Στον πόλεμο ; - Στον πόλεμο. JΊ{ ιo: στιγμή . -- Pώτησ€ με, λο ιπ6ν, καΙ για. τού; γιού;; μου, είπε

ή Υ ΡΙOC.

-Έγ,νε τίποτα ; -�Eγινε, Πciνε κι' οΙ δυό. --- Στόν πόλεμο ; -- Όχι. οι Γερμανο ί . Τούς σκοτωσαν οΙ ΓερμανοΙ -' Α, λο ιπόν. Πα,ι κι' αυτά: . . . Π ολυ ίtαy(.:ψ�νo πέρασε : �Eνα κύμα πούσι. - Nιf, λοιr;όν, που είσαι πάλι μονάχη. - Νά, λοιπόν, που εΙσαι πάλι μονάχοι;. 'Αργότερα : - Σά: νά: μΊ)ν πέρ!Χσε τόσος καιρός . . . Τότες που γιΩ:

πρώτη ψορα. πέρασες απCι δω . . . Πόσα χρόνια vi'/oι: ;

-- '�l ! Hcιιιι; το ξέρει ; θ�yoιι σ:χράν tα, bιXvat πε-'/ήντα.

, , , ' , ,

Στ;.(θηκε ΑΙΥΟ' Εκεινη :

88 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 89: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- Δοξασμένο τ' όνομά του. Δέ λέω πως περάσαν άσχημα τά χρόνια. Ήταν καλ6; άνθρωπo�. Μονάχα .' . .

- Μονάχα ; . . . - Γιατ: δε με πΤι ρες: τότε�, Θύμη ; λέει ή γριά γυνα(κα

και προσri:αθεΤ νά στηρίξει άπάνω του τά μάτια τη;. Τ: εγινε κι' αφηcrες καi πέρασε δ καιρός ; Κ ι' ήρθε δ άλλος . . .

Παλεύουν c:ι! σκιέ�, τα έλάτ:α, τό πούσι που δέρνει το χωρο.

-Ή τιχν το φως, ε!πε δ γέροντας. Αοτο ήταν. Πόσοι ά'/θρωπόι ·ηταν γραφτό τους να το δουν το φως :

'Ένας, δυο το πολύ, σε κάθε γενιά άπ' δσους ζουν στό βουνο τή;; Φτέρης. Κεί ψηλά, στην κορψΥι του Κλοκου, πλάι άκρ ι6ως στο υψόμετρο, 1 800 μέτρα, εΖναι χτισμένο τό ξωκληοάκι. ΟΙ άνεμοι που φυσοσν κεί πάνω εΙναι φο6εροί, καΙ τ ' αστροπελέκι, xιxi το χιό·/ι. � Αν ήταν Προφήτης Ήλία; θά το βασΤi:;Dσε. Μα το ξωκλήσι εΖναι τής ΠαναγΙάς. Μητέρα εΖναι, είναι γυναίκα, λοιπόν δε μπορεί νcX το βα­στάξει σάν ερθουν τά χιόνια, xιxi δ ά'/εμος, xιxi το άστρο­πελέκι στΥιν κορφή του Κλοκοσ. Γι' αοτό ξεκινά καί, πε­τώντας πάνου άπ' τό φαράγγι, κατε6α[νει χαμηλότερα, κε: κατα τΙς πλαγιε; ποι:, τ!ς προστατεύει απο ψηλά δ Χελμό, . Έκεϊ να ξεχειμωνιάσει. Τότε, σάν κατεοαίνει ή' Μητέρα τοϋ Χρ ιστι:ιυ, είναι σπως ενα φως. Περνά το φως μέσα απ' το ϊνουσι πάνω άπ' τά έλάτια, καΙ κατε6α:νει. Σε κάθε γενι± Ζναι; η δυο άνθρωποι, άπ' l5σους ζουν ατό βουνό τής Φτέ ­Ρ'rjς, εΙναι γραμμένο ν cX δουν το φως. Τήν εολογί" του.

- ΤΗ ταν το φιϊ>ς, είπε δ γέρονται;. ΤΗ ταν γιατ: εΙδα τότες το φιΟς. Κι' έλεγα ν± περιμένω.

�Eλεγε '1& περιμένει, ·ια κάνει β:ος καΙ νάρθει νcX τη

89 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 90: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

γυρέψει. Μ± ό κιx:ρ6� πέριχσε, βιόζ δε·, Εκα'/ε, κιχι σ'χ 'Ι

Υίρθε νιi τη γυρέψει τον εΖχε πpCιλά6ει δ άλλCις;. - Δεν Υίταν, φαίνεται, ν' ιiντιxμώσoυν οε Ορόμ-:.ι μιx�,

Καλή. Κ ι' δσο για μένα, άς μην εκανα το βι6ς. Σ' δλη τη ζωή μου Ύjταν αυτο το φως. � Ας μην Ύjpθε τίποτα. Έγω δμω� δλο περΙμενα. ΕΖναι φαΙνετιχι πολυ νιΧχεις οεί το φως με� στο πoύ�ι, κι' υστερα; y� περιμένεις. 'Όλο νά. περι­μένεις . . .

- ΕΖναι πολύ ; --- Εί'ιαι πολύ, γυνα1κα;.

Ό αρχηγΟζ τη� δμάΟΟΙζ βγηκε έξω. -''Ε, μπιχρμπα; - θύμη ! Λέω πω� πρέπει vi ξεκινήσουμε. - Να ξεκινήσουμε, γιέ μου. Ξεκίν'Yjσιχν. Βάοισιχν κάμΠCισo μες στο έλοιτοΟιΧσΟζ, ιχνε-

6αίνCιντας. ''r στεριχ τ.± δέντριχ ά:ριχιωσαν. Το πούσι πιiνταc Ύjταν ϊ.ολυ πυκνό.

- Kpίμιx�, εΙπε -ή νέα. γυνΙΧίκα μ! το παράξενο πρ6-'':H\JTtQ. Στην κορφΥ) δε Bi oCιίίμε τίποτιχ. Κρίμα.; !

- Πιiλι σCιυ το λέω, εΖπε δ γέρονΤΙΧζ. Μ ην το θλί6εσιχι. Ά:ι:οσ θ� πατήσεις; τη·ι κορφή ! Φτιiνει να πατήσει� tYj'l Υ,ορφή.

'Αργότερα : - Σέ λίγο θιΧ τελειώσει το Μσος, είπε. Σέ λίγο θα

oCισμε το τελευτιΧιο γέρικο iλιiτι. Πιiντα αύτο εχει γκύ. Πιiλι, υστερα άπο κάμποσα μέτρα : - ΣιΧ στpίψCιυμε το μoνoπιiτι. Έκεί εΙνα:. - Τί εΙν"ι κεΤ ; - Είναι το γέρικο έλάτι.

90 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 91: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- ΕΙνα,ι τίποτα, ξεχωριστο ιχότο το έλά,τι ; pώτrισε fι νέιχ γυνΙΧίκα,.

-ΈκεΤ ήμQυνιχ σlΧν το εΙδΙΧ μες στο πeιύσι, είπε �pγ� δ γέροντιχ;. ΤΗ τιχν fι Πα.νιχγια: που κιχτέ6ιχινε ά.π' τον Κλοκό ; ΕΙδιχ εκεί το φώc . . .

του; τα: ε!η , με λίγιχ λόγιιχ. τα: πα.ιδια: lπίμενιχ'ι να: μcίθoυν λεπτομέρε:εζ. Μ± δ γέροντα.ς δλοένιχ τρΙΧ6ι6τα,ν στον έαυτό του.

- Πιο u crtepιx σα; λέω, του; πιxρ:xκ�λεσε. Ά:ρηστε με τώρα..

Ξέκοψε λίγο, βάδισε μόνο,. Σε λ(γο ο Ι δρε ι5άτες τ�ν φτάσ:χν. Το ελάτι "1τιχν δέν­

τρο πα,νάρχιχιο, Ψrιλ6, με χοντρου; κλώνους « lσχυρ6ν, πΙΧλίσκιον, αεί:ρυλλQν » . Στεκότα,ν lκεί, βέ5:χιο καΙ ιχτάραχο, μέσα του περνουσε το rtQuat, α,ότο Ιδ ινε xivr;arι, μi fι

κίνrιση δεν εΙχε άλλο σκοπό πιχριχ να Επι5ε6α.:ώνει τήν άκι­νησία, τοΟ δένΤΡQυ, το δεσμό του με τη γη . Κα.Ι άπό κάτω του, Μιτάζοντα,ι;; τ�ν κορμό, κσιτάζοντα,; πέρα, &:π' τόν κορμό, πρδς το μέΡCiς που θα "1τιχν fι κορ:ρή , ξεσΚQίι:ρωΤΟζ, με atCl:u­ρωμένα: χέρια" μ6νCiς με το δέντρο κα.Ι με το σύννεφο, δ γέ­ΡQντα,ς προσευχόταν :

« Εόχα,ρ ισΤώ. Για καθετι πο!:ί "1;;θε κα,λό . Για xCl:OEtl rtQU ήρθε κακό. Ευχαρ ιστώ ΠCιυ εI�α, το φώ;. Άπο τότε; ϊε,ι ήμουνα ερrιμoι;; . Πάντα: εΙχα: vd: περψένω. Εόχα:ριστώ . »

Ή νέα: γυνα,ίκα: τ�ν Ιφτα,σε τφώτη. ΕΙοε τ α μάτια: tQU rtCiU λίγο π:χίζα'ι, εΙδε το κα.τάλευκο κεφάλι tQU, τα: μα.λ­λιά. του που τ' �νέμιζε δ άνεμο; κα,ι τα μοίισκευε το ποίισι .

- Έλάτε, έγνεψε στούς ιXHvU; να ae6cxatQUV τη,ι ώρα. tQU &.."θρώπου .

9 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 92: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

'Όλιχ τιχ πιχιδιιΧ προχώρησαν σιωπηλά. Στάθηκαν πιχρα·

πέριχ καΙ τον περίμεναν. Σε λίγο τους έ "( ταξε.

_rE, τώριχ Πάμε, εΙπε. Τώριχ r:ιiμε Τσιχ γιιΧ την κορφΤI.

Κιχνένιχς δεν τον ρώτησε πια γι" Τ1J'1 ίστορίΙΧ το!) με

τό φως. Κι' αυτος δε μιλοοσε. "()μως; 1/ �ερ�ιxτησιά το!)

εγινε πιο &:λα:ρρή. Κάποτε μόνο, δταν iι ·�Ξα. κοπέλιχ με τά:

μακριιΧ μά-τια ε!πε, � Το σuννεφο δε eci μάς ιXφήσ�: μ{I'Ε

στΥιν κορφή " , τήν κοίταξε, καΙ πάλ: τijι; ,-:ι ζιχνιχεί;;ε :

-"Όμως θιΧ εΤμαστε στήν κορψίι _

Θέλιχν λΙγο να φτάξο!)ν στο δψόμετρο δτο;ν, ά.πόtομα, τΙ

σuννεφο iXρχισε νά: χαμηλώνει. Ή Κ['nιση l ινότιχ'ι βίαια, με

Ι)!)νιχτο άνεμο ποιι δλοένα το εσπρωχvε ϊ.ιχμηλά, πιο xΓ l. ­μηλά. Σ ιΧ φτάξαν ατό υψόμετρο, το θα.σμα εΖχε γίνει : Ή χορψη τοο Κλοκοσ ήτα'ι εξω ι.tπ' το συννεφο. Άπο πάνω, το!)ς nαμπε δ ηλιος, δ ουριχνός ήταν Υ..ιχτιχγά.λιχν ος. ΚαΙ

cino κάτω ΤΟUζ, γuρω το!);, πέρα στό οι χοτημα, δσο μπc,­ροίίσε νά φτάξ�ι το μάτ�, μια θάλασσα άπο άσπριχ ΟU\ινε:ρα,

ακίνητα, g'J(x πέλαγος άπα συνν ε:ρ:ι: . �ε μcι:κp:νε; :Χnι;.στά­

σεις γράφονταν πάνω ι.tπ' τα σ:JΥ'/ε'.ρα: μ,κρές, σ τε·/ες λω­

ρΙδες ' ''j'ij . Ήταν οΙ κορφες τω) μεγ.7.l.ω. βο!)νων τής

Έλλάδας.

ΜεΙνανε θαμπωμένοι : -'Ά ! Αυτο εΖναι άπίστε!)το � Τί με'( αλε10 � Ή κοπέλα γuρισε προς το γέρrπr:aι που εοτεΥ.ε :Χφωνος,

γαλ-ήνιος, κο ιτά.ζοντας κιχτα το μέρος τοΟ Χ ελμΟίί.

_rE, μπιχρμπιχ - eUflYj ; εΖπε καΙ _:k μ:χτιο: της λάμπαν

απ' τη μιχγεία.

92 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 93: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

- �o\ί το είπα, x6pYj μ'jυ. �iv είναι να: φτάνεις σττ) ν χορψή, μήν Χπελπίζεσαι. θΧσα.ι στήν κορφή !

- Μά: γιιΧ δές ! Γιά δές ! είπε στον άντρα ΤYjς. l'ιά. δες τΙς κορ:ρές ! ΣιΧ νxνα� νησ ιά ! Σα: να.ναι Ε'ια καινούργιο �λ­λψικο πέλαγο !

- Έλα να: βp:ιϋμ� 1tOtQ: βουνα ε:ναι ! Υ Άρχισαν 'Ια. τά όν:ιματίζουν. ΠQλεμΙU'/τας να: rtpr;, acx'IΙX­

τολιστουν. Mi δε συμφωνCιύ ,ανε. 'Άλλος Ελεγε πως έ:�είνo εZνα� fι Γχιώνα, άλλος, δ Π ::ψlασσ6�, α.λλo�, το BeAc;tlxt .

Xιiνα'/ε tQ'! μπ"ύσουλα. '1'6 πέλαγ-:ι τα σύ'/νε:ρα xr-tl-

6ανε το γνι;'ρψο χαρακττιρα τών β'ju·/ών. Ή λουρίδα ή γή,

δπω; φαινότανε &οπό ψYjλά, ξεκ�ψμένη , ήτα'ι μ ια νέα όψΎ; , άγνωστη.

- 'Ελάτε να: οά; δδYjγήσω εγώ, είπε γαλήνια χαμογε ­λώντα� δ γέ ΡCιντα; δδηγός . Θυμά'Jαι Π Cιυ σου τόταξα, κόρη μου ; Να σε πάω εγώ, που δε·ι πήγα., στα: βοuνα που Πήγsς.

Υ Άρχισε να ΤCιυς λέει : - '�xεί, το μικρο οτενο ΚCι μμ±τι, είνα : δ 'Ελικώνας. Κ,,­

τιiντικpύ ΤCιυ slIIιI� δ l Ι αρνασσός. Πλάι του, αυτ6, εΙνα.ι fι

Γχιώνα. Πλά.ι τα: Βαρδούσια.

-Υ Α, να! ! Αυτό είναι τα Βαρδούσια, νά ΤΙ σκούφια τους ! είπε δ ι1ρχηγ ός τής δμάδας δείχνοντας τΙς μύτες άπ' τους δυο χαραχ.τηριστ ιχους ΟΥκους ΤCιυ βCιυνoo.

-- Και στο Μωριά, συ'/έχισε δείχνοντας δ γέρος. Αυτο

είναι το Παναχα::Χό, αΟΤΟ είναι δ Έρίιμαν!Jος , αΟΤΟ είναι δ Χελμός. Και πέρα, xαμηλιi, fι γραμμη κατα το 'ιοτιά, είναι

δ '1'αΟγετος. Έμειναν νά. ΚCι ιτάζOυ'1 με μιiτια γεμάτα φώς. Ό γέ­

ροντας �πoτρα6ήχτrικε. Μπήκε στο ρYjμαγμένο ξωκλήσι.

93 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 94: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Ή σκεπή του εΖχε πέσε: όλιΧκερη. T�σ:x χρόν::χ πόλεμο; ,

Στο Ιερό, πεσμένη ΚΙΧΤΙΧΥή" -ητιχ·ι ή ε!κ6να τή� ΠιχναιΥ!:Χ; '

'Έσκυψε, τ� σήκωσε, τ� φ(λ'ησε, τΥιν �π6θεσε στ�ν 'Ay:i Τj9cXπεζΙΧ.

- Σ' ευχαριστω πάλι που με &ξίωσε�, τότες, νά: σε δω. που μέ &ξίωσε; ·/cX σε σηκώσω στο τέλο;, τώριχ.

Κατά6αση . Πέρ"σιχν πάλι ιΧπ' τό ΜιχυρΙκι. 'ο κιχφο; δεν του; επαφνε να μείνουν. Σύντομι>: θα νύχτωνε .

- θά: πω, μιιΧ στιγμή, ΧΙΧΑψύχτα., εΖπε δ γερο - δδ'η ­γδ� κι' έδειξε τ ο κιχλύ6ι.

- ei ρθω χ ι' εγιίl · μαζί οο:.ι, εΖπε ή νέι>: γυν:Χίκαι με τά παράξενιχ μάτια.

-ΈμεΤ, οΙ άλλοι OcX περιμένουμε έδι}). 'Γρά6'ηξαν στο Χ:ΧλΜι, ή γuνιχΙκιχ κι' δ γέρoντιx�. Ίό

τζάκι άνΙΧ6ε , το ξύλο που χιχ ιγότιχ'l Εχαινε θδρυ60 . Το μόνο θ6ρυ�o. Kιxl πλι:iι! ή γριούλα: τi'jς έρημι!Χ;.

--Έσύ 'σαι : -Έγώ . - ΕΖσ:χι μoνάΧcίς ; - Ε!ναι κιx� τ� κορίτσι. νΗρθα:με '10: σε χιχφετήσουμξ . - "ΕλΙΧ, θύμ'Yj . Σψ<.ώθ'ηκε. Ti γ6ν:χτιχ τρέμ:χν. ΟΙ στιγμει; τρέμαιν. -"Ερχετι>:ι τ� κρύο, εΖπε δ γέρoνται�. Μπορεί vcX μη μέ

ς:χν:χδείζ. Δεν ξέρω ά'l θi ξ:χ'lιχνε6ω. Δεν ξέρω ι2ν θΟ: τον βγάλω το χειμώνι>: φέτος.

- Κι' έγώ, λέει ή γριΟ: γυνι>:Ικιχ. Λέω πω; το χρύο ερχετιχι. Δεν ξέρω άν θα: τδ β:χστάξω φέτος.

94 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 95: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Ήσυχίιχ. Ίό ξύλο, 'ή φω1Ιci, 'ή ώριχ πού τελειώνει. --"Ε, χΙΧλψύχτιχ, ΚΙΧλή. 'Έχε γειci, ΚΙΧλ'ή , --"Ε, XOCA'fjvoxta, θύμ'Υ]. "Εχε γειά, θ:Jμη. 'EfEpt τα χέριιχ Τ'Υ]Ι; στci μάτιιχ, άργά., κάτ: 'Ι� κρύψει.

ruptat στη νέα. - Ό θεό; μιχζ[ OGU, κόρη μGU. Ό θεοι; μιχζί σου. uy ojtEFΙX σ:Χ ,/α το θυμότ"ν τότε μόλις : --"λμΠGτει; στή μοίριχ OGU να ε!νιχι να διίι; το φως,

είπε . 'Άμποτε; το φωι; ΥιΧ σ' εύλογήσει . . . Kιxl πάλι : -' ΑμΠGτες πάντιχ νά περιμένει, . . . rύρω τα Ελάτιοι ήτοιν μσισριχ, το σύνγεφο Ετρεχε μΙ,

στούς πιχνάρχιχιου;; κλώνου;.

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 96: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Τ Ο Τ ΟΥ

Κ Α Ι Κ Ι θ Η Σ Ε Ι ΟΥ

Ε ΣKVΨE �π' το μικρο τζαμένιο παραθυρά.κι που είχε το κ:ό�κι του xιxti τ' α.νατολικά, ΥΕογαλε όξω το κε�άλι του. το σήκωσε λίγο ψηλά, Είοε ti δυο

περιστέρια νιΧ πετοϋ'lε ανάμεσα στίς κολόνες του θησείου. ΤΗ ταν χαθαρη α,νο ιξιάτιχη μέρα, ηλιος πολυς. Το άσπρο περιστέρι εκανε γλήγορες β6λτες, έπαιζε. Το μαΟρο περι­στέρι εκανε μεγάλους κόκλους, fJ κίνησή του Τίταν πιο !Χοοτηρή, πιο επίσημη.

Ό ά'/θρωπος α.π' τό κιόσκι ε!πε : - Υ ΑΡ:ΧΥες; ποιο θά'ιαι σήμερα : (-Μνα: τ� άσπρο ; Θάναι

τ� μαϋρο ; Ή φωνΎ) του ήταν σιγανΎI, f)μεΡη. Δεν είχε ενταση.

'Όμως ήταν, μες στΥI σιγιχνη αοτη φωνή, ατό δικό της

fJ:po;, μι.:Ι οό'/ηση, κάποια αΥω'/ία που είχε πcXρε: tO'1 ο:κείο χαραχτήρα των πραΥμάτω'l που έπ:χναλαμ6άνονται.

- Ποιο περιστέρι ν&ναι να. κατεβεί σ"ήΙ1εpcι: ; Είναι για καλό ; Είνιχι γιά κακό ;

Μια στιγμή. -� A� Υίτα'ι ! . . . � Ας ήταν το άσπpo� παρακάλεσε, χα:

96 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 97: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

πάλι xo(τ�ξε τό 1tοuλt που εyρ�φε τί� oπ�θωτες yρ(φμέ�

τοιι οτο γ�λάζιl) βάθο,. Άς ήταν, μπας χι' έρθει τίπoτ�

χαλό . . .

Κοίταζε τήν κίνησή του, δλoέ'I�, πιο επ[μονα. Κοίταζε

το xιxtxt. "Eν� μικρο κα.ίκ: ή τα.ν, μισοτε),ειωμΖνο, μισο6α.μ­

μένο, πράσινο, χωρίς αλμπουρα. Στημένο εκεΙ, λ (γο κάτω α;π' τί� κολόνε, τoCΊ θησε:ου. Στο πλωρίσο κορά.κι του

εστεκε "κόμα δ στ�υρός που ε:χ:χν βΧλει ΟΙ μ�στόρoι σιΧι,

το φκιc.ίνα·l. Ί'ίποτ' άλλο .

- Τώρα ! Tώp� ' Νά το ! Φιθίιρισε δ ά'lθρωπo� απ' το

κιόσκι, εxoντ�ς π�yτσι το κεφάλι [;ξω απ' το ανοιγμα. Το

περιστέ ρ ι κατε6ο:ίνει ' Ό γλιiΡOζ χα.τε6�['1ει ! ΕΙναι το

χσπρο ! Είναι , .

ΜιιΧ στιγμή .

- Π άλι εφυγε ! • Α χ ! Πάλι φε:JΥει ! Πάλι θα: είν�ι

τ' άλλο ! 'Όμως . . .

Τό μασρο περιστέρι, ψηΗ, δλο γύριζε tc.u; κύκλoυ� tc.u ,

Ό άνθρωπος το κοίτο:.ζε.

- Θαρρείς πως το ξέχασε το κα:Ικι. θ :;φρ�lς; πω; δ vc.Cί' tou εΙναι αλλοϋ. "Όμως, πι'\)ς να το μπιστευτε1� : Έκεί

που δεν -::0 περιμένεις . . .

Τ' αγέρι φύσησε, ό:νέμιζε τα γκριζωπα; μαλλιά του.

Δι�6άτες ,ψχιοί περνOCΊσα·l. υΚlα παιο! ήρθε, γύρεψε ν' α;γο­

ρά.σει τετράδιο.

- Πόσα φίιλλοιι π:χιδί μου ; Των πενή'/τα, των έξήνται

των έκατό ; Μονοχάρακο ; Διπλοχά.ρακο ;

Ρωτοίίι;ε μηχανικά, με εΙΙσυνειδησία:. Κοίταξε στο ρά.:ρι

τοΟ κιoσκιoCΊ. Πήρε το τετράδιο, το ε5ωσε, το παιδί εφυγε,

δ ιfνθρωπo� στέναξε με ανακοίι:ριση.

97 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 98: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

-"Αχ !

Πάλι l6γαλε τό κεφάλι του όξω απ' το παραθυράκ ι. Tt άσπρο περ ιστέρ ι κοιτέ6αινε, κατέ6οιινε κατιΧ τό κO':�κι . �χε­δόν τώροι το άΥγιζε.

-'Ίσα ! 'Ίσοι, ιiγόρι μου ! "Ισοι , καμάρι μω ! Φσσ ! Πάλι το περιστέρι χίιθηκε ψηλά. �Oταν, χωρ!ς;

προε ιδοπο ίηση, δπως; γίνετοιι σχεΜν με ολοι τα σκοτεινά έργοι τοΟ κόσμου, τό μοιΟρο περιστέρι, παρατώντας ιΧπότομοι ΤΟΙΙζ κίικλoυ� του, χίμηξε χαμηλά . ΚαΙ χωρίς κανέν:χ πια λοξοδρόμισμα, σα να εΙχε βάλε: σημάδι, ήρθε Τσια, κα­τά:σια, καΙ κ"θ:σε στό κοράκι του καΙχιοΟ. Πά'ιω στό σταυρΞί τοσ κοραχιοΟ.

Ό άνθρωπος; τρά6ηξε μες στο κιόσκι το κεφάλι του . Έκλεισε το τζοιμένιο ιΧνοιγμα. 'Έσιαξε τα μαλλιά του.

- Πάλι το μοιορο. Πάλι το μαορο ήταν σήμερα . . . Ή φωνη χαμήλωσε πιο πολίι . ΕΙχε λίιπη, ε!χε έγκαρ­

τέρηση. - Πάλι οεν ήταν για το άσπρο . . . Ήταν έκεί πάλι μόνος;. Τριγυρισμένος; απ' τα μικρα

1'::ι:ράθυρ(.( τ�σ κιοσκιοΟ, συντροφεμένος ιΧπ' τα δπάρχοντά Τ�.H). τα κοίταξε. 'Όλα στη σε ιρά, σε τάξη λαμπρή, τό iv:x κουτΙ πλάι στ' άλλο, πάνω στ' άλλο : το τ;:πέρι, το κίμινο, τΟι λ,;μόνια, τα παιδικά παιχνίδ ια, ουό σιδηρόδρομο ι, ενας ελέφαντας, ενα βατράχι κίτρινο, ενας καραγκιόζ'Υ)Ι;; χάρτινo�, δυο κομπολόγια από κοχίιλιιχ. Xαλκoμανίε�. ΚαΙ όξω δ ciγέ­ρα�. Κα! πέρα ιΧπ' τον αγέρα, λίγα μέτρα τόπο &τ;ο κε!, �π' το παράθυρο τοΟ νοτιι:Χ, το θησείο. Σιωπηλό, πάντα λ'Jπημένο . Άπ' τό παράθυρο τοΟ βοριι:Χ δ -ηλεκτρικός. Κα:. κατ& tb παpι:iθυρo τ' ανατολικο τοΟ κίτρινου κιοσχιοΟ, Ύjλιoς

98 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 99: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

·/ct φέγγει, rjλιο, νct βιχσιλεύει, τό κιχρά6ι του. Τδ κιχρcX6ι του ! Τό xιxtxt τοσ θΥ)σείου.

'Ότιχν, . παιδί, άρχισε νct μεγΙΧλώνει, έχεί στό Toυρxcι­λίμανCι που γεννήθΥ)κε, fι μΥ)τέρα. του τοσ εΙπε :

" 'Εσύ, φαίνεται, γ ιέ μου, δε ei γίνεις γεμιτζή.;. Δε θ± μοιάσε:; στόν πιχτέρα σου, δε θα μοιάσει, στόν άδερφό σου. Καλύτερα, γιέ μου. ΆΕσυ θ:i μείνει, στη στερι!Χ, κιχτα.δι­κ6, μι:ιυ. »

Άλήθει7., δλα το λέγανε πώς ιχΙΙτό, δε θιi γινόταν γε­μιτζή,. Δεν Ιπχιζε στο γιαλό, δεν ά'/έ6ιχινε στα xιxtxtιx, δεν πήγα.ινε με τΙς ψα.ρ66αρκες σαν τ' άλλα. τα πα.ιδια στό Τουρκολίμιχνο. 'Έπιχιζε μες στην αυλή του" τΙς πιο πολλες φορες μονάχος, έπαιζε με το χωμα. Το σκcXλιζε, φύτευε κλα­οιΟ: λέγoντα� πώς φυτεύει δέντριχ, σήκωνε γύρω τους με β6τσΙΧλΙΧ μικρου; τοίχους : τετρcXγωνα κιχνονικά, fι μια πέτρα πλάι στήν άλλΥ), κιχνένιχ άνοιγμιχ ιΧπο πουθενά, ο Ι τοΊχοι κλειστοί, τα τετΡάγωνιχ.

c Τί τέχνη να τοσ μάθουμε ; » είπιχν οΙ δικι:ι! του. Αυτος εΙπε : « Να κάνω τοίχους. Να χτίζω σπίτιιχ. �

Έγινε χτίσΤΥ)ς. 'Έγινε μcXστορης κΙΧλός. �Exτ:ζε τoίΧCιυς στο Τουρκολίμιχνο, στ-ην ΚιχστέλλΙΧ. ΠιχστΡιχη δουλειά. Τις Κυριιχχες σεργιάνιζε, έ6λεπε ΤCιίις tr;(xCιU; που είχε κάνει, ο( τοΊχοι κοιτάζιχν τη θάλιχσσιχ. Ήτιχν ευχιχριστημένος με τους τι:;ίχους, -ητιχν χιxΡCιύμενoς.

c Αίιτό, έλεγε. Αυτο είνιχι fι ζωή. ΟΙ τοΊχοι. Γερο! άσπροι τοΊχοι. Ριζωμένοι στη γη. Να κοιτάνε στη θάλιχσσιχ. Τι να τήν κάνεις τή θάλιχσσιχ ; ΑυτΥI τρώει τον ι!νθρωπο . Ό άνθρωπος εΙνιχι γιΟ: τη γη. οι τοΊχοι. �

99 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 100: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Μάθιχν "(ι!Χ ΤιJυ; τoίxoυ� ΤιJ\) πέρ:χ tΧπ' το 'L'c.UΡχ.ολίlιcι:',,, .

στο Π:χσΙΧλιμάνι, ;τι? πέρ:χ ακόμα, κcι:τα: τ?ν ΠειΡα:ά . σω.c.: τον γυρεσιχν, δσο ι εΙχιχν γιαπί, να τους κάνει του<;: tO:/.ιJ'J ; . Κ ι ' ιxuto� κιχμάρωνε.

c Το ζήτημιχ εΙναι να ιίνουντιχ ι σωστα: ιJΙ τοίχοι. Κιχ'/ένα

ράγισμα, κ:χνένιχ άνοιγμα. 'Όλο ν' ιiνε6αίνoυνε ΟΙ ΤιJ'(χr.ι:, ριζωμένο: γερά, μέ πέτρα, στουρναρόπετρα, στη γή. "Ολ"

ν' :iVEtJrtivouv. »

Ήταν εUτuχισμένΟζ. ΠιJσ κιχ: ποσ 'έριχνε χα μια μGn:::Ι στΥι θάλιχσσιχ. Άπό ψηλά , άπ· ΤΥΙ σκαλωσιά ΤιJυ, �6λεπε <Q Σιχρωνικο νά πopεόετcι:ι. Πότε εΙχε xόμcι:τα , τ1;; πιο ίtr.ιλΗς

φορές 'ήτιχν μπουνάτσα, τα: κιχ!κια ταξιδεσαν, τα βαΠGΡΙΙΧ με

τ!� μεγάλες τζιμινιέρες βγάζα'! καπνό πoΛU . (, ΤΟ βάσανο ! έλεγε . Τί θέλει δ κόσμQ; κα! βάζει �x­

σιχνα ; ΆντΙ; νά πατi γερά στη γη - να σκιχμπανε6ιίζει πάνQU σ' αίΙτο το διάολο ! Τί καλά που δεν 'έγινα γεμ:τζήζ ι Τι κιχλά που για: μένα ήταν οΙ ΤΟίχοι ! »

ΚαΙ τ� χρόνια περά.σcι:'I. WΕγινε tptci'ltΙX χρονω. Έγι\,ε τριιχντιχπέντε. ΕΙπε να παντρευτεί. ΟΙ άλλοι μαστόρo� τ�'; βιάζαν :

c wE, τί κάθεσιχ: ! Ό �ντρας θέλε: μ:α: γυναίκα, θέλε:

νιΧ ίΙιi" ε: σπιτικό ! ,. 4Ο" Ας περάσει λίγος καιρός, 'έλεγε . �A.ς περχσε: Ι.:γο

ακόμα. > 'Όλο το 'έ,ριχνε πίσω. 'Όσο γ[νεται ας ιXPYQUaE � άλ ­

λcι:γή, κιίθε ιiλλιxγή, χς; αργοσοε. TYj φο6όταν. Έτρεμε καθετ! ΠQυ θά μποροσσε να: τcι:ριiξει την &ρμονία tQQ χόχλου : Ή νόχτα , Q! τοίχοι - απ' τ� χοφάματα: !σαμε που βασ1λεuε δ 1jλ:ο;;. 11"1.: fι νόχτα. ΑίΙτ6.

1 00 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 101: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

« 'Ά� περάσει λίγo� καιρό;, ά13εΡψέ μου. .. λ� πεpιiσει ακόμα λίγο. "

« Τί νΟ: περάσε:, λές ! e i γεpάσει�. τη γυναίκα τη·ι πα(ρνε ις ocro είνα ι καιp6� ! »

, ΚαΗ ! ΚαΗ ! Π χντά είναι καιΡ6; ! 'Όλο XIXt Θα βρε­θεΊ 6 καιρός ! »

M� δ καφ�ς δε βρέθηκε . Γιατ: ήρθε άλλη δύναμη, IXUtYj που είναι δξω &11:' τά σχέδ ια, όξω απ' τους το :χους. ΚαΙ τΟ: άναποοογύρισε δλα.

Δούλευε σΤ1ι" Καστέλλα σ' Ενα ψηλό γιαπί, ά:π� κε!ν((,

χατα τ·η ουτικΎ, μερ ιά , που μοιάζc.υ'lΕ σΟ:'Ι κάστρα. Βρά­διαζε. Φυσσσσε τραμc.υ'ιτιΧνα. 1'1 ε:ρταιξε ; Δε)! χα:p�ταΡE καλα πατώντας στη σαν:δα τής σκαλωσιας ; Ήταν 1ι τρα­μουντάνα; που φυσουσε ; Ήτα'ι που γύρισε μια στ ιγμή, χωρίς λόγο, ν ά. 13 E1 κατα το πέλα.γο ανc. ιχτά, χατΟ: τΙς Φλε-60ποϋλες ; Παραπ:::τηcrε, γκρεμίστηκε &σκημα κα�αγης. Δε crκοτώθηκε, μχ εσπασε το πο3άρ: του, tczacri yti πάντα.

'Έμεινε μήνες στο στμίJμα. "Ολου; αυτους tc.�; μΎ'j'ιε; που ή ταν μlJνάχc. ς, κλειστ� ; στο καλύβι του, στο. Τουρκολί­

μανο , τά σκέφτηΚ$ πάλι CΑα, δλα , ά;τ' τη" αρχή.

« Ί'ώρ::.: π:Ο: ο: τσΤχlJ: πα'ι, :ελε:ώσα'ι . Τώρα καl κε:'ίΟ τ' ιXHc., γιΟ: Υυνα[κ::.:, τέλειωσε. 'Έτσι ή τα.ν. »

�Eτσι ήταν ; Γίνεται αuτό, Et·j l , απο μιΟ: στιγμ)ι στην αλλ'Υ), ν' IiVIXTtc.Oc.yupiσEl 1ι ζω", δλη, δλα τα σχέδ ια, δλη 1) c.ργα'/ωμένη τάξη ; Τί εφταιξε ;

''Ε1'ερνε καΙ ξανάφερ'/ε μπροστχ του Τ-(ί " κορυφα.ία

στιγμή, αuτην που επεσε. « 'Ηταν 6 αγέρας ; Ήταν 1ι θάλασσα ; �Hταν το ξύλο ; >

"Οχι, δεν ήταν το ξύλο. 'Όχι, δεν ήταν ό αγέρα, .

1 0 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 102: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Ή ταν αυπ, : Ή ωρα Τ;CιΙΙ κοίταξε, που γύρισε νά την κοιτάξει τη Οάλασσα. 'Έτσι �ταν ! Τότε ήτα', !

« Γιιf ί3έ�, yti δε; ΠCιυ ήρθε fι ώρα της ! Γιά δες "Cι.J ήρθε να με βρεΊ στη σκαλωσ,ιf, πιf'/oυ στόν τΟίχο ! Γι± δε; που εφταξε :σαμε tGv τoίχCι ! »

Κι' ετσι, με το να τη μελετιΧ και να τη μισε: και να την x!lνEt δπόλCιγη για: 15,τι επαθε, για ε,τι χάλασε, τ·ην εοαλε στη ζωή ΤCιυ βΙαια και αδυσώπητα, τώρα που ήταν άργά. 'Άκουε οξω, τη νύχτα, τη βουή της: ακουε το κύμα να σπα. at:t βράχια του μώλου, ακeιυε τους γλάρους. Τόν βρίσκχν έκεί, ακίνητο, ριζωμένο στο στρώμα του - κι' δλα, fι βουή,

CιI γ λάροι, τα κύματα, δλα γί νοντα'l Βλ Ύ} ζεστη που εσταζε στάλα - στιfλα στο αΙμα, το τιfραζε, το έρέθιζε. Τώρα που πια ήτα'ι &ργά. Για καθετ: αργιf.

" Γιά δές ! . . . Γιά δες ποΙΙ δε μ' Ο:ψήνει τώρα το νερό. Γιά δεζ ποΙΙ δλο είναι εδώ . . . »

Προσευχόταν. � Άφoσ �ταν να γ ίνει ετσι. 'Αφοσ �ταν να γίνει ετσι . . . » Πέρασε δ καιρός, εκαμε το εργο του. Ό ανθρωπος μΙ

του; τοίχους σ'ψ-.ιtlθηκε αr;' το στρώμα σακάτης. 'Α κου­μπcuσε σε ραοδί, εσερνε παράλυτο το gvo: πόδ ι του.

« Τώρα πρέπει νά. σκεφΤώ τΙ θα κσ.νω. Θά'/αι πια γιά τη ζω'ή μου δλάκερη. »

Σκέφτηκε. « 1'ώρι;: θέλω μια οοuλεια καθιστή. Δίπλα έδώ, στο

Τουρκολίμανο. » 'Όμως οχι ! Γιατί 9'ΤΟ Τουρκολίμανο ; Καλύτερα να μη

βλέπει τίποτα πια. α.πό ΤουΡΚlJλίμανο, απ' τους ΤCιίxoυς τ;ου τον ρημιfξανε. Καλύτερχ μακρ ιά. :Mc;:xptcX !

1 02 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 103: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

'Έτσι &:νέ6ηκε στην 'Αθήνα. 'Αγόρασε άπο gvιx ψιχυμα­τΙα των βαλκανΙΚών πολέμων το κιόσκι του. Ή ταν πλάι στο θησείο, κοντα στο γεφύρι. ΕΙχε τΙς 01χονομΙει,; του ά,π' τους το(χους, τα γιαπιά. Τίς Ε6γαλε, εδωσε δ,τι Ιπρεπε, πάλι του μείνανε.

« Καθιστη δoυλει� εΙναι. Καλη δουλεια είναι. 'ο τόπος εΙ'ιcιι ημερος, καλός. »

� Έκαμε μια βόλτα γύρώ, να δεί τον τόπο. 'Έφταξε Τσαμε τΙς κολόνες του θησείου, &π' την άλλη μερι± ε:ρταξε Τσαμε το'l Ταυρο του Κεραμειχου. Πολυ του σφάνταξε δ Ταυρος;. Περιεργάστηκε καΙ το μικρο πάρκο, εκεί πλάι. ΕΙχε δυο ψηλες φοινικιες -- γυμνοί κορμοί, μονάχα πάνω - πάνω λ(γα φω,λα. ΚαΙ οΙ φοι'/ ικιες πολυ του σψάνταξα'/.

" Καλα είναι γύρω μας δλα, λέω. Τίποτα δε θάχουμε νά. πεθυμήσουμε. 'AφoCι, περιπλέον, εΙναι κι' αδτο άπο κάτω μας . . . »

�Eλεγε για το .Υ,λεκτρικΟ τρΙΧΙνο. Περνουσε χαμηλά, κάτω άτ:' τα πόδια του. Αοτη � άκατάπαυστη ενέργεια, -() αδιάκοπη κίνηση, χωρΙς τέλος. 'Ανέβχινε α.π' τη θάλασσα, κατέe::cι'/ε στΎ) θάλασσα. ΜΟίρες, λύπες, χαρές, δάκρυα. Χα­

ρ:<ματιχ �) ; τα μεσάν:Jχτα. « Δε θά'ιαι ερημιά. Δε θάχουμε, λέω, τίποτα ,ια πεθυ­

μ+Ισουμε . . . » �Eτσι 6 άνθρωπός μας στέριωσε πλάι στο ναο του θη­

σείου. 'Έβαψε με μερά.κι το κιόσκι του κίτρινο, καναρ ιν ! ,

τοΜιχλε, ψηλά., κι' �να κορδόνι γαλάζιο. « Γιά δές; ! εΙπε ξιχφνιιχσμένος σαν τέλειωσε το βάψιμο .

'Έτσι δε βάφουνε καί τα xcxfxtιx ; »

ΈφοδΙασε το κιόσκι του με δλα. Λίγο άπ' δλιχ. Ήτιχν

1 03 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 104: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

:ρτωχογειτονιιΧ, να βρ:σκει κοινε!; δ,τι θΟ-ει : απο μολύβι και κ6λλοι, ίσοιμε τσιγιΧρο και μπαχαρικό, καΙ αυγιΧ, κα: I'Ξ-

, • λ ' , 2 λ' ) β , rr' " μ-:JVΙΟΙ και ΧΙΧ κομ:;(νιες και � εφαντες κα. ατραχι. . !.lpΙX-?ιιχσε δλιχ σε στεν± ριΧφιιχ, σε κιΧθε Μυτ! ά:π6ξω εγραψε με

μελά." ι μενεξελ: το τί εχει, γύ�ω στα κιόσκι �6αλε τζιΧμια, εΚ!.lμε και δυο πιχραθυριΧκιιχ, ενα άπο α:ιατολή, Ενα ιi1';o ouo'Yj. ΠιΧνω σ' ενα τζάμι ε6γαλε μια χαλΚ'ψιχ'ιία, μαθε πω; τα κcxτάσΤ'Yjμα εχει κι' αύτο το εΙδος' � i'.αλΜμ.ανίοι παρά­σταινε θηρ!α άγρια κ�l σηΊ μέση μια κ(ΧμηλοπιΧρδαλη με μακρυ λαιμό που εφτ'Χνε ίσαμε κεΙ που τέλειωνε τ(, ,ζάμ: . αΟλα ταχτικά, παστρικΧ. �i'/ τους t-:J[X�IJ; που εκανε με τα βότσΙΧλοι σττ/ γη, στα." ήτα:ι μοφ6ς, yupw στά κλιχδιά που φutεuε να γίνουν ί3έ'Ιτρα. 'Έτσι . Και στΤι μΞση τoυ� αύτΙ;ς, νσ. βλέπει τις κι:ιλcνες τού Αησ�fοu, 'ι ' cXx�uEt τα τΡα:να ν' άνε6ά;ου'l τΤι βουΎί τής θάλαο:ι'Χς. να βλέπει ταν ηλι-:; ν ' άνατέλνει, τον ηλιο '17. βασιλεUϊ;Ι.

7Ετσι πέροισε πάλι δ καφός, τα μαλλιιΧ πιά χρχισιχ'! ν' ::iσ1tpίζοuν, Ε),εγε πως πια Τ:1';οτα δεν είχε να. περιμέ'/ε : . Moνc.(xoι κά.θε τόσο , 1';OU κιx� ποσ , έρχ6ταν ιχυτ6 :

ΝιΧ, ελεγε. Νά ταξιδέΨει με τό τραίνο, ν:" πιΧει ΤσαμΖ το Τουρκολίμανο.

Άπό τότ�ς 1';ου εΙχε άν ε6εί στό (jησετο δεν είχε κιχτε6εΤ στο Τουρκολίμανο. �Hταν βέ6!.lΙΙΧ λίγο OUσΚΓ.ιλο με τα noQj· ρι του. ;ίΙct τό τραινο περνοσσε άπα κ6:τω ,ou. ' AxιxtcXnCX'J­στα. 'Ακατάπαυστα. 7Ελεγε :

« ΤΤιν Κυριιχκη που θάι;θει. TG δίχως χλλο ! Θά κλείσω τό κιόσκι κιχ! θα X!.ltE6GJ. �Aνθρωπo; εΙμ(Χι κι' εγώ. (-}i το κλείσω. »

Έρχόταν � ΚυριαΚ'ή, έβλεπε πως δεν το flItc;pouot. ΕΙχ::

1 04 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 105: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

τους oτtAcktE; τeιυ, νχ ρθeιυν νά πάΡΏυν τσΙΥ&ρα:, νά oτckPCιuv λεμό'/ια:. Δε'! ήθελε vi ΤΏυς χάσει.

« Καλά. την iAA'Yj Κυριακ.ή . " 'Ερχότα:·ι -ή ciH'Yj Κυριακ.Υι . Πάλι το ίδιο. Κα! -ή άλλη. </. Θέ μου ! Moτi, κι' ε/μαι κ.ατα:ραμένος νάμα:ι δεμένος

εδώ μέσα ; Μες σε τουτους τους τοίΧΏυς που μήτε τ eιίΧΏ , σωστοι δεν είναι ; ΥΟχι ! νοχι ! την άλλ'Yj Κυριακ.ή, σ:­γουρα ! Στ� χέρι μου δεν είναι ; �

Κα! ο[ Κυριακε; περνοϋσαν, δ κ.αιρΟ; otEP,lC;Uat. Ή με­yckA'Yj Επιθυμ!α πά'/τα:, -ή μόν'Yj, δια6ρωτική, επίμον'Yj. 'ΟλΏέ­

να. : Τό 'Γουρκολ(μα.νο. Συμπύκνωνε μέσα: t'Yj; BA'Yj τη ζωΎ) που χάθηκε, που άσωτείιτηκε στους τοίχους - ΟΙ πέτρες σε τckξη σωστή, δλα. σε σωστη τckξη, τά μπαχαρικ.& καΙ ΟΙ έλέ­:ραντε:;. )10vckXtx δξω αίιτο : 'ή κ.ίν'Υ) ση , -ή θάλασσα. Πλάι στΙς άνελέηΤΕς κολόνες τοϋ άρχαίου να�ϋ, λα:μποχοπώντα:ς, εστελνε το μ'ήνυμά τη; &π' το Τουρκ.ολίμανο.

« Πρέπει να πάω ! Πρέπει νά πάω ! »

"ΩσΠΏυ, τέλος, μια Κυριακη το τόλμησε. νEκ.λεισ� το κ.ιόσκι, κ.α.τέ6ηκε στο ΤΏυρκολίμανο. νΕλειψε δλ η τή μέρα. Γίιρισε δλο τον παραλιακό δρόμο τής Καστέλλαι;, "ΡΥά, σέρνοντας το ποδάρ ι ΤΏυ. Είδε άπδ ψηλά το πέλαΥΟ, ε/δε τους 'tOtxC;U; που ε/χε χτίσει, έκείνον τον τοίχο. Σαν ε'fτα.ξε σ' cxutCII - απ' δπου εr.:Ζσε - ενιωσε την καρδιά τeιυ νά χτυπci. Ή ταν μονάχος στον ερημικ.Ο δρόμο, είχε πολυν ήλιο. νΕ6Υαλε το σκουφο ΤΏυ.

« Κίιριε . . . � , ψιθίιρισε σά να: βρισκόταν μπροστΟ: στό πεπρωμένο.

Ό τοίχος τον κ.ο[ταζε &τάραχος , Υερός, μυστηριακός. « Μο'ιάχα ΟΙ τοΤχοι δεν αλλάζουν. Μονάχα ο Ι τοΊχοι . •

1 05 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 106: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Είδε τη θάλασσα. Με φ660 .

c K�' αυτ� . , εΙπε. « Κι' αυτ1ι . »

Γύρισε στο θησεΊΟ κατάκοπος .. 'Ωστόσο λ!γYl γα.λήνη

εΙχε ερθει. Έ, νά που κι' αυτο ΕγινΖ " εΊπε πρΙν κοιμηθεί_

Τ ότε ήρθε δ μεγάλος πόλεμος ot'iI�1 'Ελλά.δα. ΟΙ Γερμα'ιο: ήρθαν στη χώρα, � πείνα 'ηρθε. 1 942. Το κίτρινο κιόσκι άδειασε άπ' τιχ πιο πολλα δπάρχοντά. του, α.πο κ:χθετΙ που τρώγεται, απ' τιχ τσιγάρα. Σi νΧΠΕσ<. σύννεφο χκρΙδες, του ti σηκώσανε δλα. Μείνανε μ6'lο λίγο μπαχα ρικό, ΟΙ χαλκο­μι;r,νίες, κάτι κλωστές, δ έ),έ:ραντ:χς καΙ το βατρά,χι.

4: Τι θιΧ γίνουμε, θέ μου ; 'ΓΙ θιΧ γ1νουμε, At μου ; »

Σ' δλα τα μάτια βασίλευε ό τ:α:/ ικός. Βασίλευε δ τρόμος.

Ή πείνα θέριζε το λαό, πέφταν στο �ρόμσ καΙ ξεψυχοοσαν. Το βλέπαν ΟΙ ζωντανοΙ καΙ τρέχα.ν να. βροσνε τίποτα να.

φανε, τίποτα να φυλά.ξουν γ ια τη χειρότερη μέρα, τΥιν αυ­

ριανή, που θάρθει. Ό άνθΡωπr;ς με το κιόσκι σαν εΙδε ολο το πράμα να

φεύγει άπ' τιχ χέρ ια του, εΙοε στ,χ χέρια, 'tou μι" στο ί6α χαρτί, χαρτονόμισμα.

« Τί θιχ γίνε ι τώρct με το[ίτο : είΠΕ. 'Γί ,/α το κ"νω τώρα τόσο χρYjμct ; Το χρημα, λέει, χά.νετα ι. Πρέπει κάτ ι νχ το κάνω. »

Συμ60υλεύτηχ.ε τους γείτονες. qΟλοι, λέει, δσο ι εΙχο:νε χρημα κάτι το κάνανε. � Αλλο ι το )ιιΧνα;ν τρ� φές; άλλοι dHcx πράματα, άλλο ι χρυσάφι.

« Τι νιΧ κάνω έγώ ; Τί νιΧ κάνω ; J

1 06 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 107: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Σκέφτηκε ΠCιλίι, μερόνυχτα. "Qσπου ήρθε fι Ιδέα. « Αίιτο εΙναι ! Πως δε,ι το σκέφτηκα πιο νωρίς ; θιχ

μιλήσω στον κυρ - Άλέξανδρο. » Μίλησε στον κυρ - ' Αλέξανδρο, συμφωνήσανε. Ό λόγος

ήταν yti ξίιλα. Γ ιατί ξίιλα ; « θα: οείτε ! θα Cείτε ! »

Μάλιστα. Ξίιλα ! ΥΟχι για πατώματα, οχι για: παραθίι­ρια. Ξ�λα για ενα κα':'κι ! YlolX · !σα ξυλεία για να: γΙνει �νιx

« Τώ(j-Χ, στ"ν πόλεμο, πολλα κα'ί'κια θα βQυλιάξουνε. Ή ξ:.ιΑεία θ' ακρι5ή'ιει. ΕΙναι καλη δουλε ιι:Υ. αίιτο που

σκέφτηκα. » � Eτσι Ωεγε. K:χ� τίποτα οεν ηξερε, δε μάντευε, για τό

ϊ.οοθε ερχ6,αν :Χίιτό, 1ι ιδέα γ ια τα ξίιλα. 'Αγόρασε τα ξίιλα, c' άποθήκεψε κοντα στο θησείΟ.

Πέρασε λΙγCιζ καφ6ς. Ξαφνικα ήρθε Ύι σκέψη, γεμάτη αγωνία :

« τα ξίιλ:Χ ετσι ;:ου βρ ίσκουνται εXCιυνε φό60 πολύ. �Aν τα χρειαστοtΊv:;: Ο Ι Γε ρμαν οί ; � Α ν τά μυ ρισΤΟΟνε και τα

ϊ.:Χρουν ; •

Κ ι' ακ6μ:< : .�Aν γίνε ι tinrJtGI: και πάρει φωτια: 1ι iTtCιOYιxYj ; Λο,­

π6ν, πρ&πει να γίνCιυνε κάτι τις αλλο, κάτι αλλ ο ! Πρέπει

να: βρω τί να γ ίνCιυν ! " ' Εμεινε κι' αλλες νίιχτες ξάγ(jυπνος να τό σκέφτεται.

"Ωσπου, τέλος, ήρθε μέρα χαρωπη καΙ αυτο ciστραψε ξα­ψ'/ικα μΠΡCιστά: 'tou. Αίιτό που έρχότιχν άπό μακριά, ΙΧίι τό που δπαγ6ρεψε τά ξίιλα.

« Μα ν:χί ! φώ'lαξΞ . Αίιτο είναι ! Αίιτό εΙναι ! Τί παι-

107 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 108: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

aευόμουν:χ τόσες μέρ�; ; τα ξύλα πρέπει να γίνουνε κα'ίΎ.( � �Ί:x γίνουνε καί"><ι έδώ ! Μχλιστα ! Πλάι στίς κολόνες ! Μα­κp�α &πο λιμά'/Ι ! Πλάι στ!ς κολόνες ! 'Έτσι πια δε e&xoJVO: φό60 ! »

'Ένα xoι'i'x, πλά� στ6 θησείο ! M� βέ6α:ια ! 'Ένα xoι'i">� �

στ?ν ταρσ:χνα είναι σα 'ι&ναι στο στόμα τ-:;υ λιονταριc.ίι , JιJ:όλις μπεΤ τ' &ρμπουρο κι' είναι πια τελειωμένο, φράπ, ερχετα ι δ Γερμανος καΙ σου το παίρνει , 'Ενώ έδώ ! Ηου 'ι ): σκεφτεί να το κου6αλΎίσει απ' το Θησείο στο λιμάνι !

7Eτσ� &ποφα:σίστηκε τ6 Κ:J::'κ.ι τι:ιίι Ηησείου . Ό άνθρωπος με i:? κιόσκι ανέ6ασε μαστόρους απ' τ�ν ταρσανα του Του()­κολίμανου . Ό πρωτομάστορας ήταν σύ'lτροφ6ς του στα πα�­i3ικά του χρόνια ,

« ΕΙδες ; τι:ισ λέει δ πpωτoμάστo pα�. Είδες �oυ ήταν 'Ι� σΤ'ήσεις κι' έσυ σκαρί ; Μονάχα που ήταν νά το στήσεις αλάργα απ' τ6 γιαλό. Χωρ!ς νάναι ,ια το ταξιδέψε ις . . . >

«7Ετσι ήταν, άδερφέ μου. Νά που ήταν ετσ(. 'Όμω ς κ � ' ετσι που ήταν, α ς είνα ι καλά . . . »

'Ερχόταν απο βαθιά , άπ' το α:μα, απ' του, γεμιτζijδες, του; ψ;φάί3ες τής φαμαια�, iι ζεστασιά. ' 11 ταν καλοκαΙρ: .

'ΌjΟ ;:6 κα'i'χι σχηματιζόταν, ο[ μέρες γ ίνοντα'Ι πιο ημε­ρες. Είδα'l τα: γινόμενα οΙ κολόνες του Ναοσ, λίγο σάλεψα'Ι 5:π' την αταραξ ία τους, είπ:χν :

« Μ-η χειρότερα ! ΤΙ είναι αοτα πι:;υ μάζ ήρθανε : Τ: εί'lαι αLιτ� 7tOU στήνουνε στ6ν τόπο μας ; Τέτοια καμώματα δεν τα ματαείδαμε ! »

Το νέο εφταξε ίσαμε Τ�'1 Κεραμεικό, το �μαθε δ Τασρος. « ΤΙ πάρε - δώσε εχουμε εμείς με καtχια ; είπε φρουμά­

ζοντ:χς. θ± παλα6ωθήκανε, λέω, τα πλάσματα ! »

1 08 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 109: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

« ''Ε, μΥιν κάνει� ετσι. • Ασε τoυ� ανθρώπου, .. , εΙπ:χν γαλήνιες, ταπεινε� πά\ιτα, πρoσπαθώντα� να: τον μαλακώ­oouν, οΙ έπιτυμειες στήλες άπ' τον τάφο του Θεώνιχοu κα) τής Μνησαρέτης.

Και οΙ ouo φο:vικιέ;, πc.u πολυ το χάρηκαν το νέο , κού­νησαν τα φύλλα τoυ� λέγο'ιτας : « 'Η ερημο; καΙ το κα-ικι ! 'Qραία που εΙναι ! »

Το καίχ.ι δλc.ένα σχηματιζ6τα'l. ΟΙ ίοεραστικοί διαβάτες, Υι γειτονιά, δλοι στέκονταν και otcxupoxontc.U'Itcx'l :

" Χριστε και Πα'ιαγία ! Στο ΘησεΤο otYινouvo: Υ.α·:χ.ι !

Γιά δες τώρα που στήνουν ε κα·Ιχ.ι στο Θησειο ! •

Γελc.ύσανε, το περιεργάζονταν ΚιΧΙ φεύγα'ι. Ό άνθρωπος &π' το κιόσκι tc.U; κοίταζε πrσω απ' το παpαθυρ�κι του, έλεγε :

« Elδε� ; 'Όλοι το μελετου'/ε , l.5λοι το σκέ:ρτοuνται. » Κ ι' ήταν εύτυχ ισμένος και γι' αότό : γιατι άξαφνα Υι

ζωή tou ξεχυνόταν προς τα: έξω, αστραποβολουσε, μαγνήτιζε. 'EΨαξ� μες στις χαλκομανίε; και βρήκε μια που ποφά­

σταινε gvcx πλεούμε'lο. 'Όχι κα·ΙΥ.Ι, λατ:νι. Καράβι μεγάλο, τρικάταρτο με δλάνοιχτα πανιά. Λοιπόν, έβγαλε απ' τό τζ&μι τή χαλκc.μανία: nc.U παράσταινε θηρία, τΥιν καμηλο­ίοάρδαλη, έβαλε στον τόπο της το τρικάταρτο καρ&6ι --:- κ6κ­κινα: χρώματα, κίτρινα χρώματα, OuνoctιX.

« Τώρα πια: τα. εχοuμε δλοπερίγuρά μα� . . . », είπε. Έμπαι'lε το φθινόπωρο, ετος 1 942, δταν τέλειωσε το

καίΥ.Ι. Στο πλωρίσ::; κορ&κι tou οΙ μαστό ρο ι στήσανε ξύλινο σΤGtuρό .

• θ:); το μπογιαντίσουμε ; }) c;YOxt, θιΧ τ' ά.φήσουμε με το μίνιο, εΙπε δ άνθpωπo� με

1 09 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 110: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

τό κιόσκι. Ν:( μη σφιχντάζει πω; ε!νσ;ι ετο ιμο. Να φαίνετοι:

μισοτελειωμΕνο. "

'Όμωι; a:i:v το εΖδε κόκκινο απ' το μίνιο του φχνηκε

1':l)λυ σφοιντοιχτερό.

«·'Οχι. Πιο τοιπεινi. Πιο τα.πεινΧ. �Aς το περάσcυμε

ενα Xρίiψoι πράσινο. » ΊΌυ περάσοι'l τ6 πρiσινο χρίiΊμα:.

« 'Ε, πιά. Τώρα θ α περιμένουμε 'ια τελειώ�ει δ π�λε­μΟζ. ,Γιοιτ:, βέβαια, την άλλη χρονιά δ πόλεμος τελειώ·/ΕΙ. ,

Πέρασε το φθ:νόπωρο, ΥίρΘε δ χειμώνας. 'Όλα πιcΧ, γύρω

στο ΘY)�είo, το εΖχοιν συν'Yjθίσει τό κα:Ικ.ι . ΊΌ βλέπαν κι' &:.πο

χαμηλά οί έπιβάτει; τοσ τραίνcυ που ανεβοκοιτέβαινε ' περ··

νου σε, αστΡοιτι:η μπροστά του; &πίθοινη, δεμένο με τ:ς κολό­

νες κοι! με τά σπίτιοι. Στη ν αρχΎI τρί6αν τ� μάτια. τους,

τέλος και τα τροιίνα το συν'Yjθ:σοιν.

ΊΙρθοι'l ο[ βροχές. ΤουρτουρΙζοντοις μει; στο κ(τρινο

κιόσκι του, δ άνθρωποι; το έβλεπε π[�ω απ' τα τζαμένια

ποιροιθυράκιοι, θολό μες στη βροχή, το πράσινο κα·Ικ.ι. M� τCι να κοιτάζει ετσι επίμονοι τη βροχή, σΙΥα · aty:1t καΙ t,i μάτια του θoλίiΊνoιν, - ολοι Υίτοιν θολά, Υίτοιν κύμοιτοι.

« Γι" δές, είπε μια μέροι ξα:ρνιοισμένος κι' έτριψε τ :Χ

μάτιοι του. Γ ι ά δ έ ς; τι) π ο υ τώρα ταξιδεύει ! »

"Ωσπου κι' σ;ίιτο; δ χειμώνοις; πέροισε. Κα: ήρθε � cX'!οιξr"

κα� Υίρθε το καλοκαίρι . Μόνο δ πόλεμοι; που δεν τελείωνε.

« Πl)υ θα πάει οιΙΙτ6 ; έλεγε δ άνθρωπος για το κeι:tx: του.

Ό πόλεμος δε'! τελειώνει. θα τ6 φάει δ ήλιcς. θi το φάει

.;1 βροχή . Πρέπει κάτι να κάνω. »

Σκέφτηκε πολύ, τέλος είπε :

« Να κάνω οιΙΙτ6 ! Να το πουλήσω πριν σχπ:σει: Kcx(

1 1 Ο Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 111: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

στόν τόπο του να: χάνω ιiλλo, κ�ινoύpγιo. Καί, βέ6αια, στC μεταξύ θ,χ τελειώσει δ π�λεμo,. "

�EγραΨε, λο ιπόν, με �σπpη μπογι,χ στην πράσινη μάσκα "'* πλώρη, : « Πωλείται ' . Κι' άρχισε να περιμένει.

Είδα.ν οί γειτόνοι tYjν ά.γγελία, γελάσανε πολύ. �Eμαθε κα.Ι δ '1'αυρος του Κεραμεικου γ ια: τ!Χ εμπόρια, χτύπησε τ.Υlν c,up.x tc;u στα κ�πoύλια του. Τό μάθαν και c;ί κολόνες τoCι Ι::)ησε[ου και δεν κάναν τίποτα. 'Όμως ΟΙ φοινικιες κουνη­'J':X." χαΡωπi τα λίγα φύλλα πού εΙχαν στην κι;,ρψή του,.

Ήρθε τ� νέο φθινόπωρο, 1 !)43, ήρθε ό χειμώνας. Ό ;τ�λεμoς πάντ� ν,χ μην τελειιίινε ι , το κιχ'ικι πάντα εκε:, κανέ­

'ιας άγορ:χστής, δλοένα νά το τρώει 1) βροχη κιχι ό �νεμoς. Ti πουλερικ!Χ τής γειτονιiς πηδουσα'l .. άνω στΎιν κουπαστή, περιδιά6α.ιναν κα: κοτσιλοΟσαν' τα παιδι,χ παίζc.ι'1 κρυφτό στ αμπάρια του, ΚiΧμια :ρι;,ρα: τίποτα. ερωτεμένc;ι κρύοι;,νταν πίσω στις μάσκες του ΚiΧΙ :ριλιc;Uντα'l. Μια νύχτα έγινε κι' αtιτό : Πήγαν vi " σπάσουν τα πλευρά του, να πάρουν ξύλα για φωτιά. Σiν το είδε την άλλη μέρα δ άνθρωπος με -::0 κιόσκι, σ:ρίχτηΚΕ ή καρδιά του. Είπε :

« ''Ας γί'/ει, Ηέ μου, να φύγει. �Aς γ ίνει να το πάρουν . "Α ς γίνει να Ιρθει αγοραστή,. »

Τό παρακάλεσε ταπεινά, θερμά, νi τ' άκι;,ύσι;,υνε ο[ κο­λόνες τι;,υ NαoCι. Ήτα.ν τόσο θερμΎι ή ίκ�σία., τόσο ! Ξc.ι­φνικα: ε'/ιω:Jε, για πρώτη φορά, 1'660 :

« ''Αν uattpoι α:πό τόσα: παρακάλιιχ ,['/ει κι' Ιρθουν κα� τό πάρουν ; ''Αν μ' ακούσει δ Χριστός κα:� στείλει άγορα:στη κα:ι τό πάρει ; »

'1'6 ε6λεπε, ξα::ρνικά, τό ανακάλυπτε, πόσο τό κιχ'εκ ι ΕΚΕί , "ντίκρυ του, πόσο ε !χε γ[νει άνάγκη. 'Όχι μoνάχc.ι ο[ εΥν:ε;

1 1 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 112: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

του, δχι μoνιiXα το σχημα του. Ή ταν πια πολυ περισσό­τερο. Ή ταν � α!σθηση της; &:pxη� και τοΟ τέλoυ�, ήταν το παρελθον και το μέλλον, ήταν κορμοι;; ζωής. Και πέρα &:π' αύτιi, ήταν το ταξίδ:. Ή θάλασσα ξαναγύριζε μέσφ tc.u, συμ:ριλιωνόταν με το μοναχικο άνθρωπο. Κι' έκεί, στο Θη­σείο, του έλεγε πως πάντα ίιπάΡχ'ει.

« Τέλο;, ιΧς γίνε: δ,τι θες έσύ, Kύρ�ε. Ά ς "(ίπι c ,t t tlVC<.l

το θέλημά σου. >

Και πcnι 7jpGt νέα άνοιξη. 'Ο π 6λεμι;;ς, � συμ;?ορά, c.[ μέ­ρε; πιiντα rδιει;; , οι α·/θρωπι:;ι. Ό ά'/θρωπος με τ';; κιόσκι. Το κσ:Ικ.ι ItΙΧντα έκε1, ακίΨιjtο. 'Ωσ�όσo αύτη τ,,;'Ι άνο ιξη κΙΧτι άληθινά νέο έγινε. )ίιά μέρα, κοιτάζc;ντας &:π' το πα­ρά.θυρο του κιοσκιοΟ, δ &νθρωπι:;ς εί�ε EVCX περιστέρ ι νά. κά­νει βόλτες πάνω απ' το κα'('}:ι, �ε λίγο φάνηκε κι' άλλο πε­ρ ιστέρι. Το ενα ή ταν μαυρο, το άλλο ήταν άσπρο. Γράψανε πολλουι;; xUxl.ou.; πχνω άπ' το κα'ικι , δ�αν, τέλος, το ενα περιστέρι χαμήλωσε καί, χωρlς να: το περιμένει καν:;!ς, πηγε 1ζα: κάθισε στο πλωρ ίσο κοράκι, στο σταυρό.

« Γιά �ές ! Γιά δές ! είπε δ άνθρωπος κα: fj κcxρδιά του χτύπησε. Γιά δες Jtc;u ήρθαν τώρο: στο καΙχ.ι και γλιiρo: ! �

'Ακουσε τη λέξη « γλάροι » , ποιι ήρθε μoνιiχη της στο στόμα του, θέλησε vi τη διcr:-θώσει, νιi πε: περιστέρια

- l3μως οε,ι τη δ ιόρθωσε, « Γιά δες που τώρο: ήρθανε κιχι γλά.ροι ! �

'Ιό περιστέρι που κιiθ ισε ή τα:ν άσπρο. Σηκώθηκε σε λί­γο, πηρε και τ' άλλCί, φύγα'ΙΕ. Και 1) μέΡG: ήταν παλυ χα­ρούμενη για �c.v ανθρωΠ(ί, ittpcxcrc: 15λc. έλπίΟα.

1 1 2 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 113: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

c Μπορεί ν:); ξιχνάρθοιn. ;>

Περίμενε με χτοποκάρδι τήν άλλη μέριχ. υΩσπου τα πε­ρ :στέρια; πάλι φάνηκ�ν. Γράψανε τους κύκλους τους, ϋστερα κατε6ηκαν και -::ιΧ ουο σ,ό καίκι καΙ καθίσα;νε. Trιν τρίτη μέρα πάλι φάνηκαν. 'Όμως οεν κατε6ηκα'! πια και τα ου6, κατέ6ηκε μ()ναχα το μαυ ρο. Κάθισε στο στσ:υρο της πλώ-

c Αύτο εΙναι κακό ! ψιθύρισε δ ά'/θρωπος κα! σταυρο­κοπήθηκε. Κάτι θδ: �pθε� σήμερα κακό. Το μήνυσε δ ι.ι.αcί ­ρος γλάρος. »

Κι' δλη τή μέρα περίμενε με &.γων:α: να έρθε: το κακό.

Ήρθαν κα� άλλες μέρες, κα! άλλες, κι' άλλες. Τιποτα πια που ν' άλλάζε: τι; μέρες. Τ(ποτα γιά το καικι, τίποτα για τους άνθρώπους. Μονάχα; το πολ:'ι πένθος, γύρω, του κόσμου, τα Μκρυα. ΟΙ Γερμιχνο: σκοτώνανε, βcr.σανίζιχνε. Τίποτα για το τέλος τoCΊ πένθους, τίποτα για έλπίδα. ΚαΙ

για τον ανθρωπο, τό'� κλε:crμένο στο κίτρινο κι6σκι, τίποτα πιδ: βέβα:ο. 'Όλα, πίσω του, σi σε πολυ βάθος - ο[ τοίχο:, 1ι θάλασσα, τό Τουρκ()λ:μανο. Καί, μπροστά, δλα θολά, σα: σε βάθος πολύ. Μ()νάχη Ούναμη ζεστή, αΙΙτό μόνο, έκεί, μπροστά : Τό χα·ίκι.

« Γιά δ�ς πο:) πιιΞ< εμε:'1ε μονάχα ιχΙΙτό. MIjVciXΙX α;ΙΙτό πιά. ,.

Δε',l πήγαινε δ νους του πια πω; το κιχ'ικι μποροϋσε να του ψύγει. Το έ6λεπε νιi ταξιδεύει μες σ!ον 'ι)λιο, νά. ταξι­δεύει με; στΙς κολόνες. Και πάνω του τΞι περιστέρια, rA γλάροι. Πότε να χατε6αίνει το άσπρο στο χοράκι τ* πλώ­ρης, π6τε v:i χιχτε6ιχίνε: το μαυρο. Κι' αύτή 1ι κίνηση να

1 1 3 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 114: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ριιθμίζει την έλπίσα, νά ριιθμίζει την άπελr;:σί" - ν6μο τ*

ζωijς. Ν ci ριιθμίζει την τελεuτα:α, χωρlς σχijμα πιά, την τελευταία έπιθuμία.

« " Ας γίνει, ας γ:νει να κατε6ε: το άσπρο σή μερα . . . •• Q:"Ας γ('/ει, ας γ ίνε: νά: μη,ι κατεCεΤ το μασρο σή­

μερα . . . Πάλι Τ'1)'! άλλη μέρα. ΙΗλ:. l'ια τον έαuτό τοul γιά τους

ανθρώΠC:Jζ :

��Aς Υίνει, ας γ:νει νά Y.ατε�ε'ί το �σπρo σήμερ:χ . . . � 'Ας; γ:vει, ας γ ίνε ι νχ μην είναι το μαϋρο . . . �

Καί πλάι, γύρω τσu, � ερημια του κ6σμσu, Υι ερημιά τοu .

(. • Arpr.;ίi ftcrt ήταΥ να. γίνει, K:JptE. ' Aφoίi α�τ� ήτσιν να: μείνε: . . . ", έλεγε ταπεινά..

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 115: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

( ΤαξίΓ)Ι στα μϋθο ένας άποστάτη )

Φ Ι'ΣΑ Δ l'ΝΑΤυ ΜΕΛΤΕ;\Ιl . Π άντα �χε� έσω στ�ν " Αν­ορο κύμα γερό, ποu το φέρνει άνοιχτα άπ' ":0 μπο­γάζι, άνάμεσα τηνο και " Α νΟρο. 'Ο �λιoς στραφτο­

κοπα. πάνω στο κύμα καθως πολεμω να γαντζωθω στο μι­σΟΡΊ)μαγμένο πέτρινο γεφύρι ποu οένει τ�ν 'Άνορο με τον (( ένάλιον βράχον » , μΕ το βενετσιάνικο κάστρο ΤΊ)ς το κυ­ματοχαρές. Ό άγέρας πάει να σΕ πάΡΊ), να σΕ τραβ�ζΊ) προς τ� θάλασσα, ποu περνα. άπο κάτω, μόλις φτάσΊ)ς στ�ν κoρφ� �oυ γεφυριου. ΓΙ ρέπει , σερνάμενος, να βαστιέσαι γερά, μΕ χέρια και μΕ πόοια - σα να πρέΠΊ) να πρoσκυν�σΊ)ς μ' αλο το κορμί σου T� γ-η, για. να. οεχτ-η να. μ� σ' άφ�σΊ) .

Τί εΡΊ)μο ποu εΙναι, του το το καλοκαιρινο πρωινό, το κάστρο του Μαρίνου Δάνοολου ! Τ α. μπιντένια του γκρεμ ι­σμένα αλα, οί πολεμίστρες του, οί πύργοι του, οί βίγλες του , - αλα ρΊ)μαγμένα. Μοναχα. οί πράσινες ρίζες των βράχων. Δαρμένες άπ' το πέλαγο, φαγωμένες, σα. να. τις οάγκανε τό­σους αιωνες το νερό. 'Ίχνος, τίποτα, άπ' τα κανόνια. 'Ίχνος, τίποτα, άπ' το πράσινο παλάη του κάστρου της Φιορέντζας της περικαλλους. Μοναχα ένας σκοτεινός, άνεμοοαρμένοc, α-

1 1 5 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 116: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

μuρφuς ογκο, απο πέτρα και χωμα -- ενα κομμάτι απ -ri:J'i -:οιχu του πVργοu. 'Ένα χελιί)όνι μπηΚΕ μια στιγμη μες στην χuυφάλα του βράχου - φOβήθΎjκε κι lΧ\)το την έρΎjμιά, χί­μΎjξε , τράβΎjξε πάνω άπ' το πέλαγο . ' Η γη εΙναι ΧΙ1.τασπαρ­μένΎj άΠQ άγκάθι που "rQ εΨΎjσε, το κιτρίνισε Ο ηλιος, ωσπου το άγκάθι ε8ωσε στη γη το χαρακτήρα και το χρωμα του -- τη" εκαμε κίτρινΎj .

' EΡΎjμια και άγρ ιά8α. Και ή βουή του πελάγου, και ή σιω­π·ή . Τόσο πάθCJς του καιρου των Βενετσιάνων στο Α Ιγαιu, τόσο �lμα, τόσες όολοπλοκίες, τόσΎj άγων[α - δλα γινηκαν στάΧΤΎj . (( ΤΟ Δουκάτον του Α Ιγαίου άντιπαρηλθε 8ια παντος άνvμνΎjτον και άθρήνΎjΤOν » . ' TπoτάΧΤΎjκε κι αύτο στον άρ­χ.αΙο νόμο : οί βάρβlλΡOΙ σ' αύτη τη γη να. συνθΎjΚOλOγOυνε, αύπι ή γη να. τους άΠOβάλλΎj, στο , έλος, πάντα. Μ ονάχα. λίγΎj σκόνΎj στους χαμένους τάφους τους. Τίποτα α.λλο.

'Όμως καθως κάνω να γυρ ίσω πίσω και να συρθω πάλι πά­νω στο τόξο του γεφυριου, τί χαρωπα. που άκουμπα το μάτι σε δ, τι εΙναι ή μόνη α.ΙωνιόΤΎjΤα. αύτης της γης ! Κατεβαίνον­τας, περπα.τ{;>ντα.ς άπο ψΎjλα σα. να είναι να προσκυνήσουν τη θάλασσά τους, γράφονται τα. σπίτια των "Ύjσιωτων της "Αν8ρου. Έκει μέσα εΤ.ναι ή ψυχ-ή . Μ έσα σ' αύτα τα ασπρα, τα. θαλασσιά, τα ταπεινα. σπίτια περνα, άπο γενια σε γενιά, το πιο 8υνατό, το πιο γόνιμο πνευμα του έλλψισμου : το 8α.ι­μόνιο του ' Α ρχιπελάγου, το θαλάσσιο πνευμα. ' Η άέναΎj κί­νφΎj, Τι άκατάβλΨΎj ελξΎj προς τη φωνη του ταξι8ιου και της χίμαιρας. Για. να όπάρξουμε πέρα άπ' τον ορ ίζον1 α που γρά­φεται στην αΚΡΎj του πελάγου. Κ ' υστε.ρα, σαν φτάσουμε έκει, ,,' άρχίσΎj πάλι το ταξί8ι για πέρα άπο χει, ολοένα πέρα, τις πιο πολλες φορες οχι για σκοπο συγκεκριμένο, άλλα για την

1 1 6 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 117: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

χ.αθαρη &γάπη, για. τον ερωτα της γνώσης, για. τον ερωτα της θέλησης .

Μέσα σ ' αυτα. τα. ασπρα σπίτια μεγαλώνουν τα. ·ηλιοψημέ­να αγορια χ.άνοντας ονειρα πότε να. ταξι8έψουν κι αυτα. σα.ν τοuς πατεράi>ες τους. 'Όχι στις μικρές μας θάλασσες. Μα. στα. μεγάλα &νi>ρ ιώτικα καράβια πcu οργώνουν τον ώκεανό. τα. πιο γερα. παλικάρια της " Α 'Ii>pou τον πιο πολuν κα:ιρο της ζωης τους τον περνίΧνε στον ώκεανό. Σ μ ίγουν , &ραια. και ποu, με τις γυνα�κες τους &μα τυχη ή ' Ελλάi>α να. βρεθη στο i>ρό­μο των καραβιων τους. Κ' υστερα οΙ γυνα�κες &ρχίζουν πάλι να. το';ς περιμένουν έτο ιμάζοντα.ς τοuς γιους τους. Τις νυχτες, σα. βουίζει το πέλαγο, οΙ μανάi>ες κάθουνται και λένε στα. παι­i>LιX τους, για. να. τ' &ποκοιμίσουνε, Ιστορ ίες για. κουρσάρους και για. φαντάσματα, για. το πέλαγο και για. την καρτερία, για. Τ'�ν έλπίi>α και για. τη Μναμη , για. το θεριο της θάλασ­σας, για. τ·� Γοργόνα την Κυρά μας, και για. την πίστη . Τοuς λένε για. ο, τι στάθηκε ή μο �ρα τους και ή μο �ρα των i>ικων τους IλtXvιXi>wv. Και τοuς μαθαίνουνε να. ξαγρυπνοuν γυρευον­τας και περιμένοντας.

* * *

Καθως κοίταζα άπ' το γυμνο βράχο τα. σπίτια των γεμι­τζ�i>ων της 'Άνi>ρου οπου ζοuσε ή Ψυx� της, ξεχώρισα τα. χα­λάσματα και Tou i>LXou του Tou σπιτιοu : έκε� οπου γενν�θη­κε ό Κα·tρης. Και τότε, i>ένοντας τα. σπίτια και το πέλαγο και

, , θ ' \ , '" ' λ β ' 3: , του7 αν ρωπους και τη μοιρα τους, κατα α α πως ηταν το 'ίi>ιο το i)αψόνιο το θαλασσινο πο,) i)υνάστεψε κι αυτόν , όρί­ζοντας τη μo�ρα του. 'Άκουσε κι ό Κα·tρης την 'ίi)ια φωψ� πο') &κουγανε οΙ γεμιτζηi)ες TOU νησιοu του. ΟΙ i>ρόμοι τους �ταν κάπως i)ιαφορετικοΙ 'Όμως ή xtXpi)LιX χτυποuσε τοuς ti>ιους

1 1 7 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 118: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ί'.τυπους. τι αλλο, πάρεξ αυτό, το θαλάσσιο πνευμα, το 7.1.­γαιοπελαγίτικο, �ταν που του φ6Jναζε &κατάπαυστα στις μυ­στικες cI>ρες της μοναξιας και του πυρετου :

« ι 'υρευε ! Γυρευε ! r'JPΕUE πάντα ! )) Π όσοι πρόγονοι, πόση καθαρα αΙγαΙΟΠΖλαγίΤΙΚΥί παρά­

δοση ._- πνευμα παγανιστικο και πνευμα xριστιαν�κό, &γέρα, κουρσάρικος που ποτε δε σωπαίνει κι όλοένα σπρώχνει προς τ� χίμαιρα και προς τ� γν(;Jση _. τί κυτταρα και τΙ δυνάμΖις θαλασσινες �ταν αυτες που είχαν συμπυκνωθη μες σ' αυτο το Ισχνο σαρκίο για να του δώσουν αυτ� την ενταση και αυ­τ� τ�ν εξαρση. A υτ� την εφΖση προς τ�ν ταπεινωσυνη , προς τ� λυτρωτικ� &πoδox� του Θεου, δμως και προς τ�ν &δάμα­στη &νάγκη &κόμα και το Θεο να τον ψαυση , για να τον κατα­κτ-ήση μόνος του θριαμβευτικά. Τί φλόγα �ταν αυτ� που ε­καιγε σ' έκε�νo το Ισχνο σαρκίο !

Π ρωτάκουσα για το θρυλο του ΚαΙΡ'Υί στ�ν πατρ ίοα μου, στο ' Αϊβαλί, σαν -ημουν παιδί . Το ' Αϊβαλί, στα παράλια της Α Ιολίοας, �ταν μια πολιτεία γεμ�τζ'ήδων, παλικαριών και νοι­κοχυραίων που &νθουσε μες στ�ν Τουρκία (�ς λευτερη πολι­τε ία έλληνικ-ή. Τ ουρκους κατοίκους οεν ΖΙχε έξον εναν κατη και κάτι μισθοφόρους της Π όρτας, πο,') βάζανε τα ουνατά τους να φαίνωνται πως είνα� έξουσία, δμως τρέμαν να τα βά­λουνε με τους κοντραμπατζηοες και δλο κάναν πως οε βλέ­παν τίποτα. 'Έτσι ή πολιτεία μας �ταν αυτοκυβέρνητη , ο ί γε­ρόντοι οιοικουσανε τα κοινά. Ό λαος εΙχε δραμα τ�ν Έλλάδα, και στο εΙκονοστάσι, πίσω &π' τα εΙκονίσματα, φυλάγανΖ τα λαxε�α με τ�ν εΙκόνα τών βασιλικών καραβιών. τα λαxε�α τα &γοράζανε κρυφα &π' τον καβάση του Έλληνικου Π ρο­;ενείου, πληρώνοντας με το παραπάνω τ�ν &ξία τους, λέγον-

1 1 8 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 119: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

τας πως �τσι βοηθανε το Στόλο που θα. έρχόταν να. λεuτερώ­

ση τη χρ ιστιανικη Άνατoλ�. Σαν αρχισα να. μεγαλώνω �μαθα όuό παράξενες ίστορίες

που εΙχαν γίνει παραμύθι κα.ι θρύλος, περνώντας άπο τους πιο παλαιους στους νεώτερους. Ό ενας ό θρύλος ήταν για. εναν ρασοφορεμένο, παπα - ΟΙκονόμο τ' Ονομα. Ό αλλος ·�ταν πάλι για. εν αν ρασοφορεμένο , ανόρα σποuόα�ο , τον Θεό­φιλον Κ α·tρην, και για. ενα σxoλε�o σποuόα�ο του καιΡου του πριν άπο την ' ΕπανάστασΎ) του 21 , για. την Άκαόημίαν των Κuόωνιων.

Αύτος ό παπα - Otκονόμος εΙχε βρε�, λέει, μια. νύχτα τρι­κuμίας, ναuαγόν, εναν τουρκο ζαμπιτ στα καράβια του Σοuλ­τάνοu που τα. εΙχε καταναuμαχ�σει ό Μόσχοβος στον Τσε­σμέ. Ό χριστιανος �σωσε τον τουρκο, του γιάτρεψε τις πλη -

ι \ " θ Ψ , (Ι \ β ' θ " γες, τον ε ρε ε, κ uστερα τον οη ησε να φuγη. Π έρασαν χρόν ια, κι ό τουρκος έκείνης TΊjς νύχτας TΊjς

τρικuμίας �γινε Μεγάλος Βεζύρης. Ό παπα - Ο Ικονόμος ση ­κώθηκε, πΊjγε και τον βρΊjκε στην Π όλη, και του γύρεψε να. βoηθ�ση την πατρ ίόα μας που ύπόφερνε, να. TΊjς λιγοστέψη τα. βάσανα TΊjς σκλαβιας. Κι ό Μεγάλος Βεζύρης πρόσταξε κ' �γινε ενα φιρμάνι που οριζε πως κανένας τουρκος όεν εl­χε το έλεύθερο να. καTOικΊj στο ' Α "ίβαλΙ την πολιτεία θα την κuβερνουσα.ν οί χρισΤια.νοΙ γέροντες. Κι αν καμια. φορα. �­θελε να. περά.ση μέσα. άπ' τους όρόμοuς της κα.νένας τουρκος πασας �πρεπε να. βγάλη τα. πέταλα του άλόγοu TOU. ' Η πο­λιτεία. θα. πλ�ρωνε κάΤι γρόσια. στο ντοβλέτι και θα ήτα.ν λε''ι -τερη.

l\'!' ιχ1JΤΟ το φιρμάνι σηχ χέρια Tou ό καλόγερος γύρισε στην πατρίοα μας, εγινε πpΓjεσ7ό� . κυβέρν�ησε -τ;ον τόπο Κ7./.

1 1 9 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 120: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

τον αναστησε και τον εκαμε κάρφος στα μάτια ολΥ)ς της ' Α ­ν ατολης. 'Έχτισε σxoλε�α σπoυ�α�α και τ�ν Π αναγίαν των ' Ο ρφανων, που τ� στ6λισε με αμβωνα « έκ βάθρων έξ έβένου, έλ:::φαντοστου και όστράκων της Έρυθρας Θαλάσσης » . 'Έ�ινε ασυλο σ' ολους τους 'Έλλφες που, άπ' τα νησια του ΑΙγαί­ου, άπ' τ�ν Έλλά�α, καταφεύγανε στ� λεύτερη πολιτεία του. , Αρμάτωνε άνθρώπους και πήγαινε να χτυπήση το α�ικo που

κάθε φορα γιν6ταν στους χριστιανους τους εξω άπ' τ�ν πο­λιτεία του άπ' τους τυράννους τους. Και σαν πέθανε, ό πιο φοβερος έχτρ6ς του, ό ντερε - μπέης της Π εργάμου, σηκώ­θηκε και πηγε στο ' Α 'ίβαλί, πρ6σταξε να τον ξεθάψουν καί, σαν εί�ε το πτωμα του, εκλαψε στ� μνήμη του έχτρου του.

Αυτος �ταν ό εν ας θρύλος που ακουσα παι�ι στην πατρί­�α μου. Ό αλλος �ταν για τ�ν Άκα�ημία και για τον Κα·Ιρη .

AύΤ'� � θαλασσιγ� πολιτεία των γεμιτζή�ων και των ψα­ρά�ων είχε βαλθη φαίνεται με τα καλά της, πριν άπ' το 21 , να χάμη έχε�νo το κομμάτι της ΑΙολικης Γης κέντρο σπoυ�α�o πνευματιχο που να βοηθήση τον Άγώνα, το ξύπνημα του έλ­ληνισμου, το �εσμo με το παρελθ6ν του. 'Έτσι εγινε � Άκα­�ημία των Kυ�ωνιων. Φαίνεται πι(ις �ταν άπίστευτο τουτο το φως μες στο σκoτά�ι της σχλαβιας, στον καφο του μί­σους. "Ολοι οί ξένοι που ταξι�ευαν κατα την Άνατoλ� έ­κείνους τους χρ6νους, άρχες του �έκατoυ ενατου αΙώνα, στέ­καν ξαφνιασμένοι και καταγράφανε στα ό�oιπoρ ικά τους για τουτο το σxoλε�o οπου ρασοφορεμένοι σοφοι �ι�άσκανε Μα­θηματικά, Φιλοσοφίαν, Φυσικ�ν χαι ' Α στρονομίαν , �ι�άσκανε 7�ν χίνησιν της γης και τ�ν πληθυν των χ6σμων.

Σ' αύτο το μεγάλο σxoλε�o κάποτε οί Ά'ίβαλιωπς φέ­ρανε και τον νησιώτη άπο την "Aν�ρo, τον Θε6φιλο ΚαtρΥι.

1 20 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 121: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Ζουσε στο ' Αϊβαλί, τέλΥ) του οέκατου ()yOOOU αιωνα, ενας θε�oς του ΚαtΡΎ), παπας στον " Α ι - ΓιώργΎ) , Σωφpόνιeις Κα­μπανάΚΎ)ς τ' Ονομα. Ό θε�oς φώναξΕ τον ανιψιό του, παι3Ι ακόμα, καΙ τον κράΤΎ)σε κοντά του να μάθη γράμματα. Τον εβαλε υπηρέτη σ' ενα νοικοκυρόσπιτο του ' Α"ίβαλιου, στου Xατζ� Διαμαντ� , να βγάζΎ) το ψωμί του καί, κο ντα στ' ΙΧλ­λα, να μαθαίνη καΙ γράμματα. Ό Θωμα.ς Κα'έΡΎ)ς - κατα­πως λεγότανε ό μικρος πρΙν βάλΎ) το ράσο - βρέθΎ)Κε τότε με 3ασκάλους ξακουστούς, τον ΣαράφΎ) , τον ΗενιαμΙν τον Λέσβιον. ΜυαλΟ ξύπνιο, ανΎ-ισυχ-ο, θαλασσινό, αρχ-ισε να κα­τατρώγΎ) τα βιβλία, να ξαγρυπνα. σκυμμένος απάνω τους, να πρox-ωρ� πέρα απ' την έπιφάνεια των οσων του λέγανε τα βιβλία καΙ οί ανθρωποι , να θέλη να μπ� πιο βαθιά, να εΧΎ) αγωνΙα. Κάτι αρx-oντoνeιικoκυρα�oι ' Αϊβαλιωτες εr3ανε τη φωτια πο,) εκαιγε το παι3ί, βάλανε το x-ρ�μα πο,) χ-ρειαζό­ταν, το στείλανε στον μΕγάλο κόσμο, στην ' Εσπερ ία, να σπου­Μση.

'Έτσι ό μικρος νΎ)σιώης τ�ς 'Άν3ρου βρέθΎ)κε στην Π ί­ζα, στο Π αρίσι, σπου3άζοντας μαθΎ)ματικά, φιλοσοφία, φυ­κά, φυσιολογία. Έκε�, στο Π αρ ίσι, γνώρισε τον Kopα�. Σαν γύρισε, ο ί Άϊβαλιωτες ο Ι προεστοι τον βάλαν να 3ιΜζη στην , Ακα3Ύ)μία τους. ΣτΙς μέρες του αύτη ή

, Α καοημία τ�ς πο­

λιτείας των γεμιτζή3ων καΙ των ψαρά3ων εγινε αύτο που ε'ί­χανε να το λένε απο στόμα σε στόμα σ' ολΎ) την Άνατολη καΙ στη 30υλωμένΎ) Ά Ελλά3α : εγινε θρύλος. ΔιΜσκανε βέβαια φιλοσοφίαν καΙ μαθΎ) ματικα καΙ την κίνΎ)σιν τ�ς γ�ς καΙ την πλΎ)θuν των κόσμων. Δεν τοuς εφτανε. Π Ύ-ιρανε κ' εναν Γάλ­λο , Μπρουσσαρ το ονομα, να μαθαίνΎ) στοuς σπουοαστες ευ­ρωπαϊκη μουσικ-η καΙ τη γαλλιΧ"η γλωσσα. 'Ένας τουρκοc

1 2 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 122: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ε.Ιδε μια μέρα αυτον τον Μπρουσσαρ να διόάσκη στους μα.­θητές του, στο μάθημα της μουσικης, το ρυθμο και το χρόνο. Π άε ι και λέει στον άγά :

« Βαλα"ι - μπιλα"ι, φοβερα πράματα έτοιμάζουνε οί χρι­στιανοί Ι Ό δάσκαλος μαθαίνει στα παιδιά τους να χάνουν πόλεμο Ι ))

Λο! πον ό μουσικοδιδάσκαλος εφυγε χακην κακως. Δεν τους εφτανε αυτό, των Ά'ίβαλιωτων, βαλθ�κανε να

άναστ�σoυν στο Ά"ίβαλι χαι την άττικη τραγωδία. Π αίζανε την Έκάβη και τους Π έρσε.ς, με κλειστες τις πόρτες και τα παράθυρα για να μην Τύυς πάρουν μυρουδια οί τουρκοι .

Εtπαμε ολα αυτα πριν &π' το 1 82 1 . Δεν τους εφτανε κι 'Χυτό, βαλθ�κανε ν' &ναστ�σoυν και τη γλωσσα. την &ρχαία. Οί σπουδαστες της ' Ακαδημίας άποφασίσανε να μη μιλανε πια τη γλωσσα τη νέα, μόνο την παλιά, όρίσανε και τις ποι­νες για οσους δεν κρατουσανε το λόγο τους.

Ίδου το Ψ�φισμα που ύπογράψανε τότε οί σπουδαστες της Άκαδημίας των Κυδωνιων, της ' Ακαδημίας του Κα'Ι;ρη

« Θεος ήγείσθω παντος εργου και λόγου.

Ψ � φ ι σ μ α

Έπι καθηγεμόνων Θεοφίλου, Γρηγορ ίου τε και Ευστρα­τίου, των έν τCi) κατα τας Κυδωνίας ' Ελληνομουσείq> σχο­λαρχουντων, Έλαφηβολιωνος όγδόrι &πιόντος, οί l)πογεγραμ­μένοι εtπομεν.

Έπειδη την μεν παΤP�)αν &να.λα�έσθαι φων�ν, τΥιν οε χ6-δην και &γοραίαν ώς πάνΤΊJ &νοίκειον ή μΊ:ν , τοΊ:ς των Έλλ�­νων έκείνων &πογόνοις, παντι 7i;") θυμCi) άπώσα.σθαι έφιέμε-

1 22 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 123: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

θα, όεΜχθa.ι πασιν ή μΊ:ν νόμον ε ίσενεγκε'!:ν τόνi)ε , ωσθ' ήνί­χα αν συν(;'ψεν έλλl)νωτι πάντας ή μiΧς σuνi)ιαλέγεσθαι κα­:-αν7.γχάζΖΙ ν .

Ν ό μ ο ς

' ΕπιμελεΊ:σθαι εκαστον έλληνιστι οσον οίον το: συνδ,.α­λέγεσθαι . ος δ' *'1 μ'Γι έθέλγι τουτο, σελίi)α όμηρικην ένώπιον 'ημων Ιστάμενος άπαγγέλλειν άποτισάτω τίμημα. »

Κι άκολουθουσαν οΙ υπογραφές, με τα: ονόματα των σπου­δαστων άλλαγμένα ολα, ετσι ποu να: γ[νουν κι αύτα: άρχα'!:α : ό i\ 1εθόi)ιος είχε γίνει Διογένης, ό Χαραλάμπης είχε γίνει Π αυσανίΟ',ς, ό Τζάνος είχε γίνει Έπαμεινώνi)ας και ό Κω­στης κατέληξΕ Χαβρίας !

Σποui)α'!:ο στάθηκε το εργο του Κα'ΙρΥι στ-ην πατρ ίi)α μου τη χαμένη , στο Ά ·ίβαλί. 'Α π' τα: χέρια του ξΕΧινουσαν i)α­σκάλοι φωτισμένοι , ποτισμένοι με ,ο πάθος ,ης γνώσεως και τη ΧΗρεία της ' Ελλάi)ας, για: να: σκορπίσουν το φως σ' δλα -;α: μέρη το\) υποόουλου rένοuς, να: ξυπν�σoυν τις σuνειi)�­σεις για: την άνάσ,αση ΚΟ', Ι το σηκωμό. Ό Κα'Ιρης είχε ά­γαπ'ήσει τη" πατρίi)α μου �)ς i)ευτερη πατρίόα ,ou. Είχε φέ­ρει έχε'!: τη μάνα ,ου και τις άi)ερφές του. Έχε'!:, στο Άϊβα­λΙ tLπηκε στο μυστικο της Φιλιχης Έταιρείας άπ' τον ' Α ­ριστείοη Π ώπ, στα: 1 81 υ . Κι άπο κε'!:, οταν το Ά '(βαλι κα­Tαστράφηκ� , εφυγε για: να: πάη να: i)οuλέΨ'f) με τ'ην έπανάστα­ση στ-ην ξεσηχωμένη Έλλάi)α, κ' υστερα, παλευοντας με την άγων ία του και με το πάθος του για: τη γνώση, να: χτυπηθη με την Έκκλησία και νά ' βρη την αίωνιότητά ,ou.

ΟΙ ' Α 'ίβαλιωτες i)E'! τον άΠOλησμOν�σανε οταν αρχ.ισε -Γι ' Εκκλησία να τον κατατρέχη κατηγορώντας τον για άπο -

1 23 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 124: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

στά.τΊ1 ' Τον παρακολουθουσαν στον κατατρεγμό, τον συμπο­νούσανε. Είχε άφ�σει πίσω του και πιστους των Ι;)εων του, « κα·ίρ ίζοντας » . Ό Ν ικόλαος Σαλτέλλις, συγγραφευς του Κυ;)ωνιάτου, λόγιος σπου;)αίος στο 'Α·ίβαl.l, εγραφε στ-ην Εύανθίαν , τ-ην ά;)ερφ-η του Κα"tΡΊ] :

« ' Εν ΚυSωνίαις τη J 2 ' Ι ουνίου 1 8fιU Δι' " Α ν;)ρον

Κυρία Εύανθία,

''Αν τα προς ή μας αΙσθ�ματά. Σας ;)ε,) έμεΙΙ:Jυ'φαν , π'. ­

στεύσατε δτι και τα Ι!)ικά μου και τα των περι έμε προς ' Ι·μα.ς oιεΤΊ]ρ�θΊ]σαν άκέραια έπίσΊ]ζ.

" Λ ν ύπηρξαν καροίαι χϊτινες έτραυματίσθΊ]σαν οια τ-ην καταοίωξιν ,ου φιλοσόφου Διοασκάλου, αν ΙJπηρξαν '�υΊ.α;. αϊτινες έθp�νΊ]σαν το άγαπψον και πολυπαθες εθνος μας δια ,-ην μεγάλψ ταύτψ συμφοράν του, αύτc";)ν μ ία 'Jπηρζε καΙ ή ΙΟΙΚ'ή μου. Έθλιβόμψ, άλλ' έρρ ιμμένος άπο Τ',/ν μοϊ­ραν εΙς άφανη της γης γωνίαν , -:ί ή!)υνάμψ ν:Χ πράξω αλλο παρ α να ,�κωμαι και να σιγω ;

' Αλλ' ας έλπίζωμεν, κυρία Εύανθία, χαι ας r.αρηγcιΡΟ'';­μεθα. Δεν θέλει βραούνε ι ή λύτρωσις του Θεοφίλου ' τον ζη­τεί το εθνος, τον ζΊ]τεϊ: ή φιλοσοφία ' και ό αιων ουτος είναι της φιλοσοφίας και των έθνων.

Όσάκις .0') γράφπε προσφέρετέ του, παραχαλω, -:α ±κ βάθους ψυχης σεβάσματά μου και lJλων των περι έμέ. l:3ε­βαιώσατέ τον δτι εις τα μέρΊ] ταυτα, ,α όπο"i:α μαστίζει .η θεοκρατία, μυριάοες μυστικων εύχων άναπέμπονται ύπερ :χύτου είς τον "1"ψισ.ον .

1 24 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 125: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

T�ν κυρίο.ν ΆνεζάκΎjV, τ-�ν κυρίαν ΑΙσυμνίαν, προσκυ­νω πανοικεΙ Σας προσκυνω και ύΠΟσ'ημεωUμαι.

Φ ίλος Σας όια παντός Ι\ . Δ. Σαλτέλλις. »

!:3αστω στα χέρια μου μια σπάνια μικρ� εΙκόνα Tou Κα'ι­

ρη που μοu τ-�ν εόωσε ενας άπόγονός του στ�ν 'Άνόρο. Τον παριστάνει μες στο κελλι της φυλακης του. ΕΙναι ανθρωΠCις ToUTO το πλάσμα που κοιτα άπ' τ� σκoτε ιν� γωνιά του με μάτια φοβισμένου άγριμωu ; ΕΙναι ενα παράξενο τριχωτο

" \ , , Υ- ... , \ , .,. , \ Ύ αγριμι που το στριμωζανε κε ι μεσα και που ζερει πως ε ιναι να πεθάνη. Μες στ'� ματιά του χτuπιοuνται άντίθετες όυνά­μεις : ή εύλάβεια και .� πονηριά, ή καλοκαγαθία και ή άπό­φασιστικότητα, ό αγγελος και ό άποστάτης. ' 1-1 εΙκόν�. τcι')

εΙναι Tou XIΧιpou της φυλακης του στο μoναστ�ρι της Σκιά­θου : « Ε Ις ούόένα έπετρέπετο να όμιλ�ση μαζί του Τι και ά­πλως να τον tόη - σημειώνει ό ίστορικός. Ό φέρων εΙς αύ­τον τον ξηρον αρτον καλόγηρος �νo ιγε τ�ν θυραν κατα το �μισυ, εβγαζεν όλίγον τ�ν xε�ρα του και εόιόε ε Ις τον Θεό­φιλον το πινάκιον χωρις να tόη αύτόν, όιότι έφoβε�τo ΟΤΙ θα κολασθη Τι θα μολυνθη ».

Να κολάση και να μιάνη ό Θεόφιλος Κα'ιρης ! Δέστε και τουτη τ�ν αλλη οψη Tou « καταραμένου » : « Ό Άχμετ Ρα­σιμ πασας οστις κατέλαβεν έν Toυρκί� άνώτατα άξιώματα, i)ιετέλεσε i)E; και Βαλης ' Ιωαννίνων, έξεπαιi)εuθη έν 'Ά 'Ii)pC() παρα T<J'> Καtρη. 'Ή το οοτος υίος μεν χρ ιστιανης Χίας, έκ των αΙχμαλωτισθεισων κατα τ�ν καταστρoφ�ν της μεγαλο­μάρτυρος ν�σoυ, και έκαλε�τo Βασίλειος, άλλ' εΙχε πατέρα Toupxov. Μεταβας βραΜτερον εΙς Κωνσταντινουπολιν συ-

1 2 5 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 126: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

')�ντyισε έκεi τον πατέρα του και παρεκιν�θη ύπ' αύτου να ασπασθΎj τον ' J σλαμισμόν. Μωαμεθανος όε γενόμενος ανΎjλ­θε εΙς τα ϋψιστα έν Τoυρκί� ύΠOυργ�ματα. Άλλα και μωα­μεθανος έξηκολούθει τρέφων ζωηρον και αμείωτον το προς τον οιδασκαλόν του Θεόφιλον σέβας, και ένεπνέετο ύπο βα­θείας πάντοτε προς αύτον αφοσιώσεως. Διατελων BαλΎjς έν Θεσσαλονίκη έπροθuμοποιεiτο να προσφέρη πασαν ύπηρε­σίαν προς τους συχνα καταπλέοντας αύτόθι Άνόρίους ναυ­τιλλομένους. Μετα θαυμcι.σμoυ ό' έξεφράζοντο οί άπλο'ίκοι ναυτίλοι περι της αγαθότητος του τουρκου πασα οστις, ό­μι.λων περι TOU Θεοφίλου Κα'ιρη, κατελαμβάνετο απο τοιαυ­ΤΤιν συγκίνησιν ωστε τα μάτια του έγέμιζον Μκρυα και λυγ­μοι όιέκοπτον τους λόγους του. Έπι μακρον ό' έν Θεσσαλο­νίΚΊi � παράόοσις όιέσωζε την μν�μην του πασα τουτου δια το φ ,.λοόίκαιον και εύάρεστον αύτοί) » .

* * *

Είναι νύχτα, καλοκαίρι, στέκομαι σ' εναν βράχο της " Α '1-

όρου, κοιτάζω το πέλαγο, συλλογιουμαι τον Καtρη . Ξαφνι­κα απ' τον ανατολικο κά.βο φά.νηκαν, σα να ερχονταν απο πα­ραμυθι, σα να �ταν μαγεία TOU παλιο\) καιρο\) που πρόβελνε, τα φωτα ένος μεγά.λου βαποριο\). Κανένας όεν το περ ίμενε. Στην 'Ά νόρο όεν πιά.νουν τέτοια θεριά., φορτηγα του ωκε­ανο\), όεν εχουν όουλειά.. Λοιπόν, τί να �ταν ; Θα ερχόταν το μυστηριακο καρά.βι κατα το λιμά.νι ; Θα τραβο\)σε ανοιχτά ; ΕΙχε πάθει τίποτα ζημια κ' �ταν φόβος να πέση στα ρηχά. ;

"Οχι, τίποτα απ' αύτά. ! Άνόριώτικο �ταν το καράβι καΙ κατέβαινε απ' τη Ρωσσία τραβώντας για τον Άτλαντικό. Ά νοιχτα απ' την "Α νόρο περνώντας ό χατεπά.νιος ξεχώρι­σε τα ασπρα σπίτια, τους γυμνους ερημου, κά.βους, το πρά-

1 26 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 127: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

(ίινο φανάρι. Φαίνεται πως ολα γίνεται να: τα: βαστάζΊJς, :1.υ­,Ο οχι : να: περνας άνοιχτά, ή "Ανορος να: σε φωνάζΊJ κ' εσυ 'JιX μ�ν την άκους. ' Απότομα το θεόρατο καράβ� εκαμε στρο­φ� , εβαλε πλώΡΊJ για: το λιμάνι. Σφυριξε ουνατα: - γέμισε άπ' τ� βουη ό κάβος. J 1 �ραν το μ ήνυμα οΙ Ά νοριώτισσες,

οι μανάοες και οΙ γυνα�κες των ναυτικων, π�ραν στ�ν άγκlΧ­

λια: τα: μωρά τους, μπ�καν στις βάρκες, ζωσlΧν το κατάφω­το κlΧράβι. Μαζί τους κ' ή μάνα του κlΧπετάνΙOυ. 'Η εξουσία του τόπου, ό λιμενάΡXΊJς, οεν εοινε άοεια ν' άνεβουνε οΙ γυ­να�κες στο καράβι, να: κατεβ� στις βάρκες το πλ�ρωμα. ΟΙ ναυτες εΙχαν κρεμαστ� στην κoυπαστ�, τρώγοντας με τα: μάτ�α τις βάρκες, να: ξεχωρίσουν τις φ ιγουρες. Φώναζαν όνόματlΧ, φώναζαν οΙ γυνα�ΚE"ς όνόματlΧ, τα: όνόματlΧ τά 'παιρ­νε ό άγέρας κlΧι το κυμα, ή ' νυχτα επαιρνε τις φιγουρες, τις χώνευε μέσα ΤΊJς.

Κ' ot βάρκες όλοένα να: στριφογυρίζουν γυρω στο καράβι. τα: μεγάλα κυματα πότε να: τις σΊJκώνoυν ψΊJλά, να: φτάνουν τους άντρες που κρέμονταν στ�ν κoυπαστ�, πότε να: τις ΚIΧ-

β ' Υ , Κ " - , , Ψ λ ' , , τε α"ουν πισω. οι γυναικες να σψ�ωνoυνε ΊJ α στα χε-ρια τους τα: μωρά τους, να: τα: οουνε εκε� πάνω. '" Η ταν χαλα­σμος Κυρίου, και φων-η ζεστ-η του άνθρώπου καί, πάνω άπ' ολα, το πέλαγο άΟιάφορο .. ή βουή του που καλουσε τ-η θαλάσ­σια σΚΊJVη να: Tελε ιώσΊJ·

Και θα: τέλειωνε ή θαλάσσια σκΊJV� ετσι, μες στα: κυματα, με τ-ην άγων ία και με τ-ην πίκρα και με τ-ην ά.ρμυρα τ�ς έλπί­οας που οεν βρ�κε ΛUτρωσΊJ οταν , ξαφνικά, εγινε αυτό, ή ΛU­τρωσΊJ ηρθε άπρόβλεΠΤΊJ μέσ' άπ' τα: κυμlΧτα : ενα μωρο μες στ-ην άγκαλια: τ�ς μάνας του, στη βάρκα, σκιαγμένο, ε- ίοο-ΠΟLΎjμένο φα(νετα� άπ' τα χυμa:7α, αρχισε να χλαΙΎJ σπαρα-

1 2 7 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 128: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

;.τικσ.. Σώπασαν οί φωνες άπο πάνω, οί φωνες άπο κσ.,ω . οΙ αντρες, οΙ γυ'lα�κzς, ολα σώπασαν. Κ ' εμει'lε μονάχα αuτος ό θρΊjνoς του μωρου, και το πέλαγο πο,) βογκουσε. 'Ώσπου κ' ή έξουσία τί να: κάμη , λύγισε μπροστα: σε τούτη τ� φωνη την άβάσταχ,η. "Ας γΙνη ο , τι θέλει κι ας πάη ό νό­μος κατα: οιαόλου !

Π ρόστΟ'.ξε : -"Οσοι εΙναι στις βσ.ρκες 'ι' άνεβουνε στο καράβι ! Χ ίμηξαν οΙ γυνα�κες άπσ.νω, χύθηκαν άπο πάνω οΙ ναυ-

7ες του πλοίου και τις άρπάξα'l - μανσ.ί>ες και γυνα�κες και άρραβωνιαστικες και τα: βυζανιάρικα - ό καπετάνιος πρό­σταξε και στρώσαν τραπέζι πλούσιο, άκουμπήσανε τα νυ­σταγμένα μωρα: στις κουκέτες κι αρχισε στο φορτηγο γλέν­Τ'. τρικούβερτο. 'Ίσαμε τα χαράματα τα φώτα πο,) λαμποκο­που σαν φέρναν άπ' το καράβι στη στερια: το μήνυμα τΊjς χαρας.

'Ώσπου αρχισε να σώνεται ή νύχτα, χάραζε. Τότε το βαπόρι σφύριξε. Γυνα�κες κι αντρες φιληθΊjκαν, άποχαφε­τισθΊjκαν. ΟΙ βάρκες πΊjραν πσ.λι τις γυνα�κες και τα παιί>ιά, το καρσ.βι σιγα. αρχισε να. σαλπαίρνη. Γ ,.α. λίγο άκούγονταν οΙ φωνες άπο πσ.νω, τα φώτα λίγο άκόμα γυάλιζαν. 'Ώσπου σιγά, πριν να. xαθΊj ή νύχτα, κ' ενώ το αστρο τΊjς αuγΊjς ζυ­γιζόταν άνατολικά, το πέλαγο, τελει(�νoντας το αΙγαιοπε ­λαγίτικο ονεφο τΊjς καλoκαιρινΊjς νυχτιας, τα ρούφηξε ολα Δ;σα ΤΟ') - την άγάπη και τη Μναμη, το πάθος και την έλπΙΟα. Κι οΑα γινήκανε ταξίί>ι και πόνος.

* * *

Αuτο ηταν το θαλάσσιο πνευμα πού, πηγαίνοντας να. βρώ ,1.ς ρ Ιζες του Κα·tρη, εΙί>α να: σκέΠΎj πάνω στο AΙγα�o, καρά-

'1 2 8 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 129: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

βι πρά.σινο, κατάφωτο, την ''ΑνSρο. Και τότε βεβαιώθ"Υ)κα πως σ' αύτο το πνευμα Sούλεψε, αύτο τόν τυρά.νν"Υ)σε, σ' αυ­το στάθ"Υ)κε ιχζιος και πιστος ό καλόγερος που εΙχε γίνει θρύ­λος τΎjς πατρίSας μου τΎjς ΆνατoλΎjς και πού, θέλοντας να; δπακούσ"Υ) ως το τέλος στο Sαιμόνιο του Αίγαίου, γύρεψε να; '�IΧucrYJ (�ς και το σώμα του Θεου.

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 130: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

� . . ,� ��

� .... � ... ' •••• ... ο". .... ' ". v' ;.ι 0'0 � . - . . - . .

Ο ΑΠΟΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΕΞΩΜΟΤΗ

Ο ΑΓΝΩΣΊΌΣ ΤΟιΡΚΟΣ εΙχε ζητήσει να με ιοη . � Η τιχν Διευθυντ�ς ένος γαλλοφώνου περιοοικου στ�ν Π όλη , -ηθελε ώρισμένες πληροφορί.ες. Μιλήσαμε άρκετά. Ό

τουρκος <ΠjκώθΊ)κε, προχώΡΊ)σε προς το παράθυρο του Γρα­φείου μου, στάθΊ)κε κοιτάζοντας πέρα. Ή ' Ακρόπολη, ό ναος πρόβελναν στο βάθος, πλέοντας στον -ηλιο. 'Απο ψΊ)λά, άπ' το ψΊ)λΟ ΙXUTO ουτικο παράθυρο, ό βράχος, τα έρείπια εΙ­ναι Όραμα μοναΟιχό. Ό τουρκος κοίταζε, σωπαίνοντας. Κι έγω ποΙ> καταλάβαινα τ� OUναμΊ), τ� μαγεία ποΙ> μεταγγιζό­ταν στον άλλόθΡΊ)σκο , τον χτεσινο έχθρό, άπ' το έλλψικο μεγαλεi:ο, στεκόμουν πίσω του και οεν ελεγα λέξΊ).

"Ωσπου ΙXUT� � σιωΠΊ)λ� λειτουργία τέλειωσε. Ό ξένος γόρισε, κάθ�σε, γόρισα κ' έγω στ� θέσΊ) μου. Μας χώριζε πάλι έλάχιστος χ&'ψος , το γραφεi:ο - το τραπέζι. Έκεi:νος εΙπε, χωρις αλλΊ) εΙσαγωγή, χωρις να συνοέεται ΙXUTO με τί­ποτα άπ' δ,τι κουβεντιάζαμε πρίν, άπ' δ,τι μα.ς εΙχε φέρε ι σε έπαφή.

- Αγαπώ Touc; "Ελλψες. Στ�ν 01κογένειά μου πάντα άγαποόσαμε Touc; "Ελλψες. Touc; αΙσθανόμαστε.

1 30 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 131: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Δεν περίμενε άπάντηση. Συνέχισε : - Σκέπτομαι πόσο ζυμωμένοι εLμαστε, τούλάχιστον σε

ώρισμένες περιοχές, έσε�ς κ' έμε�ς. Μισώ τον θρησχ"υτικο φανατισμό, τον πολεμώ με τ�ν πέννα μου οπου έκaηλώνε­ται στ� χώρα μας.

Στάθηκε λίγο . Π άλι συνέχισε. Σα. να. �θελε να. aώση σε aόσεις αύτο που εΙχε να. π-η .

'Ο ' .;. ' , ' Γ ' 'Ο -- πατερας μου ,ιταν απ τα ιαννιτσα. παππους

μου �ταν άπ' τ�ν Kp�τη. Έγω γενν�θηκα στη Σταμπουλ. ' Η μητέρα μου μιλουσε εζοχα ελληνικά. 'Όχι μονάχα αύτό. ' Η άaυναμία της �ταν να. μιλα ελληνικά. Στη Σταμπουλ ε­παιΡνε το aoUAo μας κ' εβγαινε να. κάμη πάντα αύτ� τα. ψώ­νια. Και γυριζε στα. ελληνικα. μαγαζιά, έπίτηaες, για. να. μπο­ρ-η να. μιλα ελληνικα. με τους 'Έλληνες.

Δε ρώτησα άπο που έρχόταν αύτ� ή aιάθεση . Ό τουρκος συνoμιλητ�ς μου με κοίταζε στα. μάτια, είπε :

- Οί πρόγονοί μου άπο μητέρα �ταν χριστιανοί, �ταν " Ελληνες. ΟΙ πoΛU παλιοί μου πρόγονοι. E'�μαστε μια. άρχαία φαμίλια. ' Η μάνα μου �ταν άπο το σό'ί του Έβρενόζ. Ό Έ­βρενόζ πασας, ό μετέπειτα Γαζ-ης - ό Nικητ�ς - στάθηκε ό ιaΡυτης τ-ης φαμίλιας τ-ης μητέρας μου. Λοιπόν, αύτος ό Έβρενοζ - ό πασας, ό Γαζ-ης, ό ενaοζος, ό πρόγονός μας - ηταν χριστιανος και 'Έλληνας. Ό Έβρονοζάκης άπ' τ�ν Kp�τη.

Ό συνoμιλητ�ς μου πάλι σταμάτησε. Κ' ένώ, οσο μιλου­σε πρίν, είχε λίγο χαμηλώσει τα. μάτια, τα στ�λωσε πάλι άπάνω μου να aYΊ τ�ν άντίaΡαση, τ-ην έντυπωση. Τον κοίτα­ζα, πράγματι. τώρα κ' έγω έτασηκά. Ό πρώην έχθρος γινόταν τώρα κάτι αλλο, άκόμα πιο συγκεχυμένο.

1 3 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 132: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

-'1-1 ίστορία είναι παλιά, είπε ό τουρκος. Άπ' τον και­ρο του Β\)ζαντίο\). Π ριν άκ6μα πέσ'Υ) � Σταμπουλ. Π ριν άπ' τον Μπαρμπαρ6σσα, έπι Σο\)λταν Όρχάν. " Η ταν τ6τε στο Αίγα'ί:ο καπο\)Μν πασας ό Μεμετ - Άλής. Ό Μεμετ - Ά­λ-ης είχε πιάσει σκλάβο τον Έβρονοζάκ'Υ), τον άλ\)σσ6όεσε στο κάτεργ6 το\) κ' �μελλε έκε'ί: να σαπίσ'Υ), τραβώντας κο\)­πί, ό σκλάβος, αν όεν γιν6ταν Ο,τι �γινε. Ό ΈβρονοζάΚ'Υ)ς ηταν όεμένος κοντα σ' εναν Βενετσιάνο σκλάβο, θερίο 'ίσαμε κε'ί: πάνω. Λοιπον μια μέρα, καθως περνουσε ό Μεμετ - Ά­λ-ης πλάι στους σκλάβο\)ς, ό γίγαντας ό Βενετσιάνος τινά­ΧΤ'Υ)κε ξαφνικά, ξελάσκαρε με τ-η φoβεp� το\) όυναμ'Υ) τις άλ\)σσίόες, κ' ηταν ετοιμος να πέσ'Υ) με τον ογκο το\) πάνω στον Μεμετ - Άλ�, που δ,τι είχε προσπεράσει, να τον ρ ίξ'Υ) χάμω και να τον πνίξ'Υ). Μ6λις πρ6λαβε να τpαβ�ξ'Y) τον Βε­νετσιάνο ό Κρψικος ό ΈβρονοζάΚ'Υ)ς.

« Βρέ ! του είπε σιγανά. Άκ6μα κ' οί σκλάβοι οε χτ\)πουν �τσι, άπο πίσω, αναντρα ! Γ\)ναίκα εΙσαι ; »

ΠΎjpε κάβο κι ό Μεμετ - Άλ�ς, γυρ ισε , κατάλαβε τι ε­γινε.

Χάόεψε τον Έβρονοζάκ'Υ), πρ6σταξε και πΎjpαν το κεφά­λι του Βενετσιάνο\). ''γ στερα πρ6σταζε να ΛUσO\)ν τα σίόε­ρα άπ' ταν ΚΡ'Υ)τικα σκλάβο, του είπε :

« Άπα τώρα σε παίρνω στ-η όoυλεΨ� μο\). ΕΤ.σαι αντρας και θα σε κάμω να πας ψ'Υ)λά ».

'Όταν γυρισαν πίσω ταν παρο\)σίασε στον Τζελεμπη �o\)λτάν. Και ό Τζελεμπ-η Σο\)λτάν, αίιτα μαθαίνοντας, τον πΎjpε, τον Έβρονοζάκ'Υ), άπο καλό. Κι ό ΈβρονοζάΚ'Υ)ς τουρ­κεψε, �γινε Έβρενοζ - μπέ'Υ)ς, μπΎjκε στ-η όουλεψ'Υ) του Σο\)λ­τάνοu χ' εΥινε καπετάνιος καΙ πολέμ-ησε τους Βενετσιά-

1 3 2 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 133: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

'!ους και τούς κουρσάρους, άπόκτησε οόξα κcι.ι oνoμcι., κι εγινε Έβρενοζ πcι.σας. Κ' υστερα, με τ�ν πcι.λικcι.ριά του, ε­φτcι.σε άκόμα πιο ψηλά. 'Έγινε Γαζης - νικητής. Kcι.Ι πηρε μια γυναίκα - μονάχα μ�ά. Δεν εκαμε χcι.ρέμι σαν τούς τουρ­κους, εΤπε : « Eύχcι.ριστημένoς εΤμαι με μια γυναίκα. Θα ζή­σω με μια γυναίκα » - οπως γίνετcι.ι στούς χριστιcι.νoυς. Κι εκcι.με με τ� γυνcι.ίκcι. �Λτ� όχτω πcι.ιoιά, πέντε άγόρια και τρία κoρ ίτσιcι.. Και σαν πέθcι.νε, ή φcι.μίλια του έγκcι.ταστά­θηκε όριστικα στα Γ�cι.ννιτσά, α.λλo� σκόρπισαν στ·ην Ά νcι.­τολή . ω τσ.φοι τω'! ' E�ρενoζ �ταν χρόν�cι. πολλα στα Γιαν­νιτσά. 'Έτσι εγινε και �ρθcι. έγι�. ' Η μάνcι. μου �τcι.ν άπ' το σό',; του Έβρενόζ. »

Ό τουρκος συνομιλητής μου οεν φcι.ινόταν να νoιάζετcι.ι για τ�ν έντυπωση πού μου εκανε ή άφήγησή του. ΕΤχε βυ­θιστη στο μακρινο πcι.ρελθoν του "Eλληνcι. προγόνου του. Σα να μιλουσε πια μόνο με τον έcι.υτό του . Τί αΙσθcι.νόταν ; Ή τcι.ν περήφcι.νoς πού ό πιο μcι.κρινός του πρόγονος �τcι.ν ενα παλι­κάρι, ενcι.ς Γcι.ζης, ενcι.ς ενοοξος ; � Η τcι.ν σε στενάχωρη θέση έπειo� cι.ύτoς ό οιάσημος πρόγονος �τcι.ν ενας χριστιανος άλ­λαξόπιστος ; Αισθανόταν άπέν()'.ντ[ μου νικητής, νικημένος ;

Δεν κcι.ταλάβcι.ινcι., οεν �ξερcι.. ΤΟ πρόσωπο �ταν πoλu εύγενικό, με πoλλ� προσήνεια, άλλα άπcι.θές, σχεοον ού­Οέτερο . Μονάχα μ�α στιγμ� μου φάνηκε πως εΤοα σ' αύ­το το πρόσωπο , στα μάτιcι. του μέσα, ενα στρωμα μελcι.γχo-λΙα, λύπΊ'). 'Αλλα. αuτο μποροuσε να έρχότα.ν cΧπ' τα στρώ­ματcι. του παλιου χcι.φoυ πού εΤχε άνcι.σηκώσει. 'Ίσως να �ταν άπ' αύτό .

- Άγcι.πoυσαμε, στο σπίτι μcι.ς, πάντcι. τούς 'Έλληνες, εΤπε πάλι ό τουρκος. Kcι.Ι τούς μιμουμαστε τούλάχιστον σε

1 3 3 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 134: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

κάτι : ''Ολοι οΙ Έβρενοζ, η ολοι οσοι εχουν μέσα τους το αΤ­μα των Έβρενόζ, παντρευονται μονάχα μια γυναίκα, Κ ' έγω μονάχα μια γυναίκα παντρευτηκα. Κι άκόμα κάτι - είπε σε λίγο. Π ροσέξατε μ"ήπως με τί προφορα μιλω τα γαλλικά ; Σαν τους 'Έλλψες. Άπ' τα πολλα έλλΎ)'lικα που μιλουσαν πάντα στο σπίτι μας,

-Έσε�ς γιατί ae: μιλάτε έλλψικά ; τον ρώτησε τότε φίλη κυρία που Ο,τι εΙχε ερθει στο Γpαφε�o και παρακολου­θησε �να μέρο; άπ' τ� συνομιλία.

- Μα κι έγ{� μιλω έλλψικά, εΙπε. Και για πρώτη φορα αρχισε να μιλά, σπασμένα βέβαια,

:1:λλΎ)'lικά. Λίγο άκόμα, οσο χρειαζόταν για να όλoκληρωθΎj , να κλείση το παραμυθι του Έβρενοζ πασά, του άλλαξόπιστου, του χριστιανου προγόνου του .

* * *

� Η τα.ν τίποτα άπ' ολα αότά, οσα μου εΙπε ό ΊΌυρκος, που να συγκρουεται με τ�ν Ιστορία ; ΟΙ χρονολογίες, τα όνό­ματα, ό Σουλταν Όρχάν, ό Μεμετ - Άλ"ής , οΙ αλλοι ; Άλλα τί σημασία θα εΙχε και αν βρισκόταν κάποιο λάθος στις χρονολογίες, στα όνόματα ; Ό τουρκος εΙχε σταθΎj μπρος στο οραμα του άρχαίου έλλψικου ναου - του ναου των χτε­σινων έχθρων του - και στο αίμα του σίγουρα αίσθανόταν να εΙναι νικημένος. �H ταν άπόγονος ένος νικψΎj, Άλλα και ό νικητης ήταν νικημένος : εΙχε προaόσει το Θεό του, το εθνος του, ' Απο τότε πέρασαν αίωνες, άλλα � μν'�μη εμει­νε, και � φων� στο αlμα.

- Π όσον καιρο εrπα7ε πώς, μετ α τον πόλεμο του 'L 922,

1 34 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 135: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

μείναn: σ' εμας σκλάβος στα εργατικα τάγματα τΎ'ις , Α να-

70λΎ'ις ; με ρώτησε ό Τ ουρκος. του είπα : - Δεκατέσσερες μΎ'ινες. Με κοίταξε, και το πρόσωπό του ε�ειxνε σε πόσο ι'J'τενά­

χωΡΊ] θέσΊ] βρ ισκόταν. -- Τότε θα μά.θατε TO'Jpxtxcx , είπε - αύτο μόνο βΡΎ'ικε

,ια πΎ'ι. - Τ α. λίγα που εμαθα τα. ξέχασα. - Μα άφου είστε άπ' τ-ην Άνατολ-η γιατί οεν ξέρετε

τούρκικα ; ρώΤΊ]σε πάλι. - Στ-ην πατρί�α μου ήταν ολο "Ελλήνες, αζ ήταν ' Α ν7.­

τολή. Έκε'!: τέλειωσε � συνομιλία. Με προσκάλεσε να. πάω

στην Π όλΊ]. Ή κυρία που &κουγε τ-η συνομιλία είπε : - Όνεφε'Jομαι κάποτε να. άξιωθω να. οω τ-ην ' Α για.

Σοφιά. Ό ξένος πάλι σ�κωσε τα μάτια του, κο ίταξΕ τ-ην Έλ­

λΊ]Vίoα μ' εκείνΊ] τ-ην εκφρασΊ] τ-ην ούοέτερΊ], τ-η σιωΠΊ]λ�.

* * *

'Όταν εφυγε ό τουρκος, θέλΊ]σα να. συμβουλε"θώ τον ίστορικό. Τί ήταν άκριβές, στις χρονολογίες, σ,σ. όνόματ7. που μου άνέφερε :

Λένε � ίστορία και τα χρονικά : Ό ΓαζΎ'ι Έβρενοζ πρέπει να. είναι γόνος τΎ'ις μεγάλψ

οΙκογένειας των Βρανάοων που εμφανίζεται στ-ην ίστορία του Βυζαντίου άπο τα. μέσα του 1 1 0υ αίώνα, και θα είναι �πεφωτικΎ'ις καταγωγΎ'ις. Ό Γα�η Έβρενοζ μπέΊ]ς ιορυσε

1 35 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 136: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

τ-ην όμώνυμΎ) (')υναστεία του -ήγεμονικου θρόνου των ' Τ ωαν­ν ίνων. 1 388- 1 600. Στα '1 387 οΙ Toυρκo� εΙχαν πoλl) ουνα­μι�σει στ� Βαλκανικ-η, πηραν τ� ΘεσσαλονίΚΎ), ΚIΧΙ τ�ν έπό­μενΎ) χρονια το κάστρο των ' IωlΧννίνων γινότlΧν l)ποτελες στο Σουλτάνο. Ό ΔεσπόΤΎ)ζ του κάστρου Ίζάουλου ( Ή σlΧυ Μπουοντελμόντε ) πηγε στ� ΘεσlΧλOνίΚΎ) κlΧι προσκύνΎ)σε τον τουρκο. Τότε ό στραΤΎ)γος Γαζη Έβρενοζ πηγε στα Γ ιάν­νενα συνο(')εύοντας τον προσκυνΎ)μένο ΔεσπόΤΎ) του κάστρου, ΚIΧΙ σ'ήκωσε έκε"!: το πρωτο τούρκικο κτίσμlΧ, τον (( Τεκε­Βρενοζ )), κ' εκlΧμε εξω άπ' τα τε ίΧΎ) τον πρωτο τούρκικο συνoικ�σμό, εργα και τα (')υο προωρισμένα να έπισφραγί­σουν το προσκύνΎ)μα του Δεσπότη του κάστρου.

Τον Γαζη ' Εβρενοζ τα χρονικα τον φέρνουν να ζη, γέρον­

.α π�ά, άκόμα ώς τα 1 4 1 3 ΚIΧΙ να συνεργάζεται μαζύ με το σουλτανόπαιοο τον Μωάμεθ - άργότερα Μωάμεθ τον Α ' , που π-ηγlΧινε να κατlΧκτ-ησΎ) τ�ν ΦιλιππούπολΎ). τα παι(')ιά του πα­ρουσιά.ζονται μετα το 1 4 1 3 . Δυο άπ' αύτα μένουν στ�ν [στο­ρ ίlΧ της Ή πείρου. Στα 'ι !�34 ό ΔεσπόΤΎ)ς της Ή πείρου Ά ρια­νίΤΎ)ς Σπάτα Κομνψός, ')πoτελ�ς στο Σουλτάνο, έπIΧναστα­

τε Ι" ένIΧντίoν του. Ξεκινώντας άπ' .Ις πεΡLCιXες της Τερμενί­τσας χτυΠΎ)σε τον ' Επίτροπο του Σουλτάνου, τον Άλ-η , γιο του Έβρενόζ, τον κατατρόπωσε και τον άνάγκασε να κατα­φύγΎ) στα ΓιάννενlΧ. Τότε κίνΎ)σε να βΟΎ)θ-ηση τον γ�o του Έβρενοζ ό ΙΌυρχαν πlΧσάς, ξεκινώντας άπ' τα Τ ρ ίΚΚlΧλIΧ. 'Ή ταν κι αύτος έξισλαμισμένος XριστιlΧνός, Σαν εφτασε στα

ZlΧμΎ)λα του Δρίσκου βρηκε πlΧγωμένΎ) τ� μεγάλη λίμνΎ) , τ�ν πηρε για πλατυ κάμπο χιονισμένο κα( τ�ν πέρασε πεζοπο­;:-ώντας μ' i)Xo το λεφούσι -:01). Αύτο - το να περάσΎ) τ·η λί­

l'J"r, 7όσο ;-:),:;:/J(� : ιωρ:.ς ζΊ;tLιά. ΠΞlοπορώντας - θεωρ-ηθΎ)κε

lJ6 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 137: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ως θαυμα κι ό έξ,ισλαμισμένος πα σας το &πέ�ωσε, το θαυμα, σ' ενα, μικρο εΙκόνισμα τ'ijς Π αναγίας πο,; βρισκόταν σε χτι­στΟ εΙκονοστάσι, στο μέρος άπ' Οί,ου α.φησε τΟ στερεο ε�α­φος γ�α να περάση τ-ην παγωμένη λίμνη. Γι' αυτό , άφου τέ­λειωσε τ-ην &πoστoλ� του �ιώxνoντας τον άποστάτη ' .Α.ρια­νίτη , εχτισε - λέει ή παpά�oση - στον τόπο οπου ήταν τΟ εΙκονοστάσι ενα μoναστ�pι. ΕΙναι το μoναστ�pι τ'ijς Π ανα­γιας τ'ijς Ντουραχάνης - άφιέρωμα ευγνωμοσυνης του ΊΌυρ­χαν πασά, έξ,ισλαμισμένου χριστιανου πο,; π�γαινε να βοη­θ�ση τον Άλ-η Έβρενόζ, γιο του τουρκεμένου Γαζ'ij - Έβρε­νοζ η Βρανα η Έβρονοζάχη.

* * *

Ό τουρκος έπισκέπτης μου μου εΙχε πε� : « ΟΙ πρόγονοί μου άπο μητέρα ήταν χριστιανοί, ήταν

'Έλληνες. ΟΙ πολ'; παλιοί μου πρόγονοι . ' Η μάνα μου ερχε­ται άπ' το σό'ί του Έβρενόζ πασα, του Γαζ'ij - Έβρενόζ, πο,; -ηταν χριστιανός, ό Έβρονοζάκης άπ' τ-ην Kp�τη . . . » .

Τ Ηταν, λοιπόν, άπ' τ-ην Kp�τη αυτος ό άλλαξόπιστος ό Έβρενοζ του 1 20υ αΙώνα, ήταν &π' τ-ην 'Ήπειρο ; τι ση­μασία τώρα εχει αν ήταν άπ' τ-ην Kρ�τη η άπ' τ-ην 'Ή πειΡΟ ! Μου φαινόταν πιο άνθρώπινο να καταλάβω τί γινόταν μες σΤ'�ν καp�ια αυτου του άπογόνου, του υστερα άπο τόσες γε­νεές, πο,; εΙχ.ε ερθει να με συναντ�ση. Να καταλάβω τί -ηταν αυτο πο,; επαιζε μες στα μάτια του καθώς μου άπεκάλυπτε τΙς μακρινες ρ ίζες του, καθώς κοίταζε τ-ην ' Ακρόπολη . τα ξ,αναθυμουμαι : τ-η στάση του, τ-ην εκφρασ� του. Αίσθανό­ταν να εΙναι νικημένος ; Α Ισθσ.νόταν να εΙναι tσος με �σoν ;

Ό τουρκος άπόγονος του " 'F.:λλην;χ ΈβρενΟL άπ' τ·η μιά ,

1 3 7 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 138: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

άπ' τ-ην αλλ.,ι �νας 'Έλληνας της , Α να:τολης κυνΎjγΎjμένOς απ τ-ην άρχαία μικρασιατικ-η πατρίδα του . Έκεινος με προσκαλουσε ως ξένον στ-ην πατρίδα μου. Έγώ τον δεχό­μουν ως ξένο στ·ην πατρίδα του προγόνου του. "Α ! τί /)'J­σκολοι, τί μπερδεμένοι συνουασμοι εΙναι αύ.οι που εκανε ή μοιρα του Αίγαίου παίζοντας με τους άνθρώπους ! Π όσοι εΙναι οΙ Έβρενόζ, πόσοι εΙναι οΙ Τουρχάν, αύτοι που οεν μπόρεσαν να. υποφέρουν τον κυρίαρχο και ά.λλαξOπίσΤΎjσαν ; ΟΙ αλλοι, οΙ πολλοί, οΙ χιλιάδες, το rένος όλάκαιρο, ot πα­τέρες μας και οι μψέρες μας - τί τράβΎjξαν αύτοι μες στους αίωνες της οουλείας, και πως το ανθεξαν για. να. κρατήσουν τ·η συνέχεια της XρισTιανωσυνΎjς και του έλλψισμου !

Αύτους τους ταπεινους, τους ασημους, τους πατέρες μας των χρόνων της τουρκοκρατίας συλλογιζόμουν καθώς εβλεπα να. χάνεται ό άπρόβλεπτος έπισκέΠΤΎjς, ό ά.πόγονο, του Έ­βρενόζ, έπιστρέφοντα, στ-ην KωνσταντινOυΠOλΎj.

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 139: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

θΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 140: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 141: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Σ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Ν Η

Μ IΛOY�AI\' γιά τη χαρ" τ1jς ζωής. ΙΊ" τ? μ.ιχρΟ

παρελθόν ΤCιυς, γιά: τcι\.ι; π�ράξε'loυ; συνδυασμοΙΙς πού κάνει fι μοΙρα. πρ:ν τ:.ιλίξει τοΙΙ; &νθρώπους

με φως η με π�κρ�. Ί'ά: Ονεφα. ι3:νέ6α:να'l σε μ ιY.p� κύματα ,

γλισΤΡCιϊίσα.'I στα κορμιά ΤCι:.ις: πΗανε ΟΤΟ'! κλ�ιστ" χiiψ:.

τοίί μαpCιϊί δωμα:τίCιυ.

- Π6τε θα γίνουν δλιχ αυτά ; τον ρώΤΎjσε κάποτε αςΡα.ι­

ρsμένη. - M i( θα: yiYCιUOΙ κάΠCιτε, τής inoxp:eTjXE . Ί σως καί

:χυτή τΎI στιγμη vci γίνου'ιΤα.: . . . Το διάστημα: σιγά - σιγα εσ6η'lΕ μες στην ατμ6σψα.ιΡΟΙ

ΤCίϊί oνεΙΡCιυ: δ χρόνο; εχα.νε το ν6ημά του, γινότα'l ίjλη φιλική κ�ι Ο :Υ.ε:α., πού Y.άΠCιυ έδω εσΤΕκε πρόθυμη, χωρίς

αρχη χα.! τέλος, χωρ:ς; δι:Χστιχση. - Κα.ι στο '/ησι ποΙΙ είπες . . . , ρώτησε τ� κc;ρίτσ:. Θά

πiμε στο νησΙ j "Α , >. Ί 111 ' β ' Ιό , L>. , - , . - . στ" νησ: . . . . l' α Ε>:.ΙΧΙΙΧ . ""J'Ix παμε στCΊ νησι.

Τότε το μικρο φτωχικό του; δωμάτ ιο γ�μισε κίιμα:τα :iλα.φρά, &φρό κ�ι γαλάζιον άέρα.. ΈγινΕ καρά6: κα.: �πλεε .

1 4 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 142: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

μέσα. ήτα', eι: δυ6 τους μeινάχoι, το κορ[τσι σώπαινε καΙ 'tG. μεγάλα. έκστα.τικά του μάτια. ήταν κλειστά, για.τΙ πολυ Υίτα.ν το φως toi) ταξι3:0σ. 'ΕκεΊνος ακουμποοσε το κεφάλι ΤOtι πάνω στο στηθι:ις της, τ'ijς ηεγε για τ.χ θα.υμαστα πράμιχτα. πι:ιυ έβλεπε ,{αΙ, c�π' τoυ� χτύπους τής καρδΙάς της ποί.ι ακουε, κατ�λά6αιγε πως τ α κλειστά τη� μάτια. βλέπαν� κιχθιχρά.

Φυσ"σσε γερο μελτέμι στο A1γαίeι καΙ το κσφά6ι τeιυ; ίιπ�φεpνε πολυ πάνω στα κύματα. 'Όταν άργότεριχ Υίρθε t. νύχτα, τ� άστρα Tt(j� βγήκαν εΙδαν πιΊ>ς το κακο ά.πο ωρ:ι. σε ώρα μεγάλωνε. ΕΙδαν φανερα τον κίνουνο καΙ λυπηθήκιχν τα άστρα .

• Τ! θα μπ"ρι:ιίισαμε άραγες νιΧ κάν"υμε για. νιiι σώσουμε το καρά6 ι ; » E:r:e �να: άστρο.

" ΤΙ μπι:ιρι:ισμε να κάνουμε, έτσι ακίνητα πι:ιυ εΤμαστε έοω ψηλά ; εΙπε ενα: άλλ". Τα σύννεψα: με τον άγέρα ε[';!ΧΙ

τόσο μα.κριιΧ μας ! " <: Τι:ιυλάχιστο, τ,� ουο παιοια που ταζιδεuοuν ξέρου'l τΙ

κακο τeιυς τρ;γυρίζει ; ,. άναρωτήθηκε g·/ιx άλλο άστρο. ,, "'Αχ δεν ξέρι;;υ'Ι �ίπoτα ! εΙπε το πιο μικρο α'1τΡΟ • • Αγα.­

πιοίίνται ".αΙ δεν ξέρουν τ(ποτα, κα: οε βλέπουν τίποτα ! »

Στο μετα;υ τα σύννεφα δλοένα βγάζα'/ε άγέρα, και το καρά6ι δλοένα σκαμπανέ6ιχζε . ''Ωσπο!) fι Μεγάλη � Αρκτος ξέχασε τη σo6αp6τηtά της, ακόμα κι' αύτή, κι' έσΤΕιΛε τον Πολικο ν' ακι:ιύσει τΙ λένε τ' άλλα. άστρα. γ ιιΧ τη vuxteptvYj ΕστορΙα του Α Ιγc.([ου.

Ό Πολικος yuptae πoΛU πικpαμένo�. " Δεν Ιχοιn κα.μιιΧ έλπίδα, εΙπε. Το κα.ρά6ι είνιχ: ερ(ι)­

τεμένο κιχΙ οεν ξέρει τΙ γΙνεται γuρω του. »

1 42 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 143: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

« 'Έτσι λοιπόν j θά το «φήσουμε, λοιπόν, ετσι νιχ χΙΧθεί, χωριι; νιχ προσπαθήσουμε νιχ το σώσουμε ; » εΙπε στοργικα .� Μεγάλη � Αρκτοι; καΙ ιiκoυμπ-ησε το χέρι στο κεφάλι της, συλλογισμένη.

« ΤΙ να κάνουμε ! εΙπε δ Πολικός. τα σύννεφα tjjIί yjjIί είναι σκοτεινά κιχι βου6ά, ποτε δε συνεννοηθήκαμε μιχζΙ τουι;. »

Ή Μεγάλη � Αρκτος δεν εΙχε ερωτευτεί στη ζωή της, καμια φορά. 'Όμως δεν ήταν κιχκη σαν τους ανθρώπους που δεν ιΧγο:πήθηκιχν. Γι' ιχυτο συγκινήθηκε πολυ με το έρωτε­μένο κιχρά,6ι. Σκέφτηκε κάμποσο καί, έπειοη είχε αεί στο βίο της τοσ κόσμου τά πράματο: κιχι ήταν σοφή, βρjjκε.

« �Aλλoι; τρόποι; δε,ι είνα:ι. ei δοκιμάσω ιχυτό » , εΙπε. Ά νιχοηκώθηκε &;ργά, ιiφησε τη γΙΧλήνη tYjIί κιx� πιχράγ­

γΕιλε στιΧ έφτά ιiστρα της να β:iλουν τα. κο:λά τoυ�, 'ιιΧ πλυθοσν καί, ε'lο: - ενα, να. κιχτριχκυλήσουν ως τη θά,λιχσσα:, ν" πέσουν σαν &;στραπη κo:� πάλι να γυρ[σουν στον τόπο τους.

Τότε εγινε το θάμιχ. Λάμπο'/τας φο6ερά, Ε'ια - Ινα, τα άστρα τΎjς ΜεγάλYjς 'Άρκτου που ποτε δεν εΙχιχν σα:λέψει, χίμYjξαν κάτω προς τη θάλασσα τοίί ΑΙγαίου, φτά,ξανε !σαμε τ' ά:φρισμένα κύμιχτο: και πάλι ttvιXXtYjXΙX'! ψΥιλά.

ΕΙδιχν το θάμα τα. ιiλλα ιiσ τρα: , που πικραμένα: ξαγρυ­πνοίίσαν, και εΙπο:ν ξαφνιο:σμένα: :

« Θέ μου, τί είναι ο:υτο το πα:ράξενο που γίνετιχι ; Πως μπορεί να. )(ατρα:κυλοσν τα. ιiστρα τής Μεγάληι; � Α ρκτου ; »

Κιχ! δλα, τότε, δοκίμασαν νσr. ξεκινήσουν, λέγοντας πωι; :σως ν' ιiλλιxξε � μοίρα τους και να μποροίίν να. φεύγουν κάνονται; l5,τι τους κσιπνίσει. Μα: � μοίρα τους οε'! εΙχε

1 4 3 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 144: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ά,/.λάξει. Γι' ιχυτό ι':γο μονάχιχ μπόρεσιχν, σ:Χ. μωρά, να: βQι­

δίσουν λάμποντιχ;, κιχ! πάλι τά. tpιXQYj;Z κιχ: τ� κράτησε

ιΧκ(ν'Υ]ΤΙΧ δ ουριχν6ς.

'Όμως το θάμιχ ε�χε γίνει. Με τΥι'1 κ:νησΥ) ΠCΊυ εκιχμα'l

8λιχ τΟι άστρα, fj στέγ'Υ] τοσ κόσμου ιiVIXtIXpcXxtYjXE φωτεινχ,

σά. νά. βάδιζε δ ουριχνός;. Ε!διχν το θάμιχ τά. σκoτεινιi σύν­

νεφιχ τη; γης κα.: τιχράχΤ'Υ]κιχν :

« Τ( ε!νιχι ; ,. πηγιχν κιχ: ήρθιχν τΟι σύννεφιχ, τρέχοντα.; τcφιχγμένιχ εδω

κι' εκεΤ : ετσι άφYjσιχν κενα: ανιχμεσά του;. Μέσιχ &:π' ιχυτά.

τ:Χ κενα ε!οιχν τη φωτεινη τιχριχχη τα ψάριιχ τοσ βυθοό, την

είοε κι' ενιχ μικρο δελφίνι που λούφΙΧζε περιμένοντιχς; τον

l1λιο για: να: πΙΧίξει. ΤΙ:\: Ψάριιχ τοσ βυθοσ ήτιχν πολυ δεμένιχ

μιχζί του, λίγο ανιχσάλεψιχν κιχ! πάλι γύρισιχν αδιάφοριχ

ά,π' τ' άλλο πλευρο κι' ιΧποκοιμήθψ"α.ν. 'Όμως; το δε�φ(νι

Υίτιχν κα.λΟ δελφίνι, Υίτιχν ενιχ ανήσυχο πλάσμιχ, συνYjθισμένο

νά. πιχ!ζΈι με τον αφρό, με τον ηλιο κιχΙ με τιχ ώραίΙΧ πρά­

μιχτιχ του φωτεινοσ κόσμου, Άνέβηκε, λcίιπόν, στον αφρο

κχι ι είδε :

ΤΙ:\: άστριχ τη; ΜεγΧλ'Υ]ς .. Αρκτου γύριζαν κείν'Υ] την ωριχ κι' επιχιρνιχ'l πάλι την αδιιχτχριχκτ'Υ] θ έση του;' '1/ ταραχΊ)

στη στέγη τοσ κόσμου είχε περάσει' κι' εκεί μπpcίστά, στό

πέλα.γο, ενιχ κιχρά6ι, το ερωτεμένο κιχράβι, πάλευΕ άπελπι­σl..Lένιχ με τι:\: κύμιχτ(Χ.

« "Αχ, τ! μικρ� κιχ! τ! εΡYjμο που ε!νιχι (Χίιτο το κιχρά6 ι

μες στη θύελλα; ! ε:πε το δελφίνι. Κα: πω; πάει ! Σά. νά.

μην εχει καπετχνιο ! Πρέπε ι να το βΟ'Υ]θήσω ! » ;Όμως fj θάλασσα. ήταν πολυ φουσκωμέν'Υ], καί το δελ­

φ:νι πολυ μικρ?, Γι' αίιτο άρχισε '1ά. φωνάζει του; συντρό-

1 44 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 145: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

φ�υ� του. � Aκoυ�ιxν τη φωνή του κιχ: Υίρθιχν δλχ τα.. δελφί­νιιχ που ζοσσχν στο ΑΙγΙΧ10, πέσανε μπρος α:π' το κιxριf6ι� τα μ ισα σε μια: aeιp& κιχι τ.:!: μισα σε cΧλλη σειρά, κάνον­τ:ιις; έτσι δυο oxθε�, τα κύμιχτα που EpxovtC(IJ σπουσχν. α:πάνω τους κιχι σ6η'lιχν, κ�ι CS δρόμος για το νησι εγινε ενιχ γαλή­νιο ποτάμι σπου το xιxpci6t επλεε ήρεμιχ, ιΧΠΟΥ.οιμισμένο.

Γ ιχλήνη βα:θια είχε ό:πλωθεί xcxt μες στο μικρο δωμάτιο, δπου το αγόρι ελεγε για το τιχξίδι ενώ το κορ ίτσι εμενε σtιΙΧΤό: δεμένο ιΧπά.νω του.

-Άκοσς ; τη ρώτησε σιγανά., για: να δεί μήπως :ΧΠ1J-κοιμήθηκε.

Κι' άμέσω� επειτα: διόρθωσε : - Βλέπεις ; Συγκινημένη εσφιξε τα δά.χτυλΧ της στχ ο:ιιχτυΛΧ του.

Ό χτύπος της καρδιας της Υίρθε πιο γρήγορ-:;ς κα.: πιο δυνcxτός.

- ΙΗς μου . . . , πέ� μου . , " μ"j'Jρ ι ιούρισε, Φτάξcxνε στο νησί ;

- 1\1 i βέ6ΙΧιιχ φτάξιχνε στο νησί ! Τίποτcx πια itCXXO δεν έτυχε �τCι κα:ρά.6ι� xcxt την aογη εμπιχινε μες στο λ ιμ&νι. Ti δυο ερωτεμένα πιχιο ιά, που τΙΧξιδεσιχν πάνω τoυ� δε θ Ιχ τ ο πΙΧίρνιχνε είδηση πως φτάξιχνε. Άλλα μια πιχράξενη μου­σική, που έρχότC(ν απ' το νησί, μπηκε μες στους ά:ρμους , μες στ.:!: ξύλΙΧ, στα ξά.ρτιιχ, τρύπησε κι' Υίρθε ω; t' άποκοι­μισμέ'Ι" πιχι?ιά.. Ξύπνησα', πιχριχξενεμ.ένιχ,

« Τί εΙναι αυτό ; » ρώτησε το κορ:τσι.

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 146: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

:'ν1ό: τό <Χγόρι πού είχε ξα:ναταξιδέψει στο νφι και είχε ξανακούσει τούζ -ηχ ουι;, κατ:iλα6ε.

{( ΥΗρθαμε ! 'Ήρθαμε στό νησί ! » της είπε χαρούμενα. την πηρε κι' ά:νε6ηκlχ,! στό κατάστρωμα. Τότε είδαν το νησ ί :

:ΙΙέσα ά: π' τη σκούρ Ο( μα6ιi θάλασσα. &.να.Ουόταν απέ­ριττη � γυμν-η γη. Μήτε ενΟ( δέντρο, μήτε ενα: φύλλο, μήτε ενα:ς θάμνος δε,ι τάρα.ζε τη γαλήνη τoCΊ χώρου. Στο κέντρο τoCΊ νησιου δψωνότα'ι gvIX; μοναδικός λόψοι; καΙ, στrιν κορ­ψή του, &:π' ΤΟ'! ά:νοιχτό κρα:τήρα: Ε6γαινε αραιός πράοι­'ιος καπνός. Στrιν ciHY) ciXpyj τoCΊ λόφου, μόνος και έρημος, εστεκε gνιχς ανεμόμυλος με &.νοιχτιΧ ciσπρα: φτερά, &.κίνητα. απ' τόν κα:ιρό των ανθρώπων ποι, ζocίσα:ν στό νησι 'ίσαμε πού tou, πηρε � λά6α και γύρισιχν στrι γη κα:ι εγινα:ν γη.

«�Ax, &.να:στέναξε τό κορΙτσι. Τό νησι είναι πεθαμένο. »

« 'Όχι, της είπε, δεν είναι πεθαμένο το νησΙ Τό: νησι± στο ΑίγαΙο δεν πεθα.ίνουν. Υ Ακουσε ! . . . »

Πάλι � πα:ράξενη μουσικη Ύjρθε : δΨωνόταν ά:;;' τη γυ­μνη γη, Οια:λυ6τα.ν στον πράσινο καπνο τocί �t:αίστειου, ati α.κινητα: φτερό: του ά:νεμόμυλου.

« ΤΙ είνα.ι ; ρώτησε το κορίτσι. Σό: να είνα.ι μαγεμένο το νησί. »

c Μό: βέ6αια ! Στη Σ:χντορίνη ε'ίμσι:στε ! Εί'/α:ι μαγΕ­μένο νηοί. ,.

Υ Αρα.ξα.ν Y.α� βγηκα:ν στη στεριά. .:Ην είχε αμμουδιά, δε,ι είχε λιτρΙδια � άκρογιαλιά, οεν είχε σουπιοκόκα:λα κα! φελλούς. Ή γη δΨωνόταν κάθετη μέσα απ' το πέλαγο.

« 'Από δω κ:χι πέρα., τή; ψιθύρισε το αγόFΙ, από δω κα: πέρα: δε θi μιλc;Qμε. Είμα:στε στη χώρα. τη; μιχγείΙΧ;. >

1 4 6 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 147: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

� Αρχισ:χν ν� βαδίζουν ιχργά, κο ιτα<."οντα.; θ:φπωμένο: γύρω τους. Το χωμα θροσσε κάτω ιΧπ' τα βήματά τους. Δεν

ήταν μήτε κόκκινο, μήτε μασρο σπως είναι το χρωμα tij; γη� στήν Έλλάδα. ΤΗ τιχν κίτρινο. Μεγάλοι βράχοι σε ιΗλ6· κ�τιx σχήμιχτα στέκαν σπιχρμένοι στον ΙΡΥ)μο τόπο. Ή τ!Χν κι' ιiλλoι πιο μικρο! βράχοι, κ ι' άλλοι πιο μικρο! κιχ! Π,G φιλικοΙ � Αξιχφνιχ κάτι σάλεψε στον ιΧγέρα. ΟΙ ταξιοιωτε; σt<ίfμάΤYjσαν απότομα. τη; Ισ:ριξε το χέρι σα νάθελε νιΧ της πεΤ : « �Aκoυσε ! » Ή πιχράξενΥ) μουσική, που είχε σωπάσει, πάλι ξαν&.ρχιζε, σιγανά.

Πρόσεξαν κα! είδαν : οι ιXxCVYjto: βράχοι σάλευαν, τόσο λίγο σά.λευιχν' ιΧπ' τις

κουφά.λες; τους; Ι6γαινε μια λάμψΥ) άούναΤΥ) κα! γαλάζια, �να; φω; που γινόταν ήχo�. τα ουο παιοιιΧ οεν καταλά6!Χιναν τί λέγιχν οΙ βράχοι. Mi ιχότο το φως; που γινόταν μουσική, οε μποροσσε, ήταν fι φωνή των πριχγμάτων.

« Πόσον καιΡΟ είχαν να μας; ερθουν ά·/θρωποι ! ., έλεγε δ �νας; βράχο,.

« 1\1& γιατ� το λές; j ItIXpcxtijfJYjaE �νας; άλλo� βράχo�. Πέρσι τήν άνοιξη, άνθρωποι πάλι οεν 'ήταν τα πλάσματα που ήρθιχν ; »

« �Ω, ιίι ! έκαμε xαμoγελώντα� δ πρωτο, βράχo�. Πόσο είσαι μικρδς κα! οεν ξέρει� να βλέπει� ! Έγω οεν είο" στΥ; γη μα�, πέρσι τήν ά'lοιξYj, ιXνθρώπoυ� ! »

« Μα ήταν άνθρωποι ! Ήταν άνθρωποι ! . έπίμενε με πείσμιχ δ μικρό� βράχος.

' �Oχι, παιο( μου, είπε πάλι με γαλήνια συγκατά6αστ; δ μεγάλo� βράxo�. 1Ι10νάχα τώρα μα� ήρθαν πλάσμαΤQt που αγιχπιοσνται . . Μονάχα τ ώρα μα; ήρθαν άνθρωποι. »

1 4 7 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 148: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Τ' άκουσαν οΙ άλλοι βρ�χoι, απ' &:'ιατολή '-"'ι δUση, απο βΟFΙα. κα.! &:πο νeιτιά. Κα! 'ή μουσική τους εΥινε, τότε, γα­λάζιο σόννεφο πού υΨώθηκε κα! τόλιξε δλο το νησί :

« Μας Υίρθα.ν άνθρωποι ! Μα; ·ηρθο:ν πΗσμα.τα, πού άγα.πιοαντα,ι ! �

�Eτσι, τυλιγμένα στο γα,λάζιο σόννε:ρο των ήχων, πλημ­μυρισμένα. &:π' τη μα,γεία, τα: δυο πα,ιδια: φτάξανε στή με­'(άλ η σπηλια: του νησιοα κα,: μπή)(.αν μέσα.. Στήν αρχή περ­πατοασα,ν στα τυφλά, έπειδή Υίτα,ν πολύ σκοτάΟ:. 'Όμως σιγά - σιγα: τα: μάτια, τους συνήθισα,ν. Είδα.ν ενα. α.ρα.ιο κόκ­κινο φως να. ερχετα.ι &:π' το βάθος τής σπηλιας, κα,! πήγα.ν κα.τακεί. Σα: φτάξαν στο φως κα! είδαν, μείναν θα.μπω­μένο : : 'Αμέτρητα. χρόνια δ θόλος της σπηλια; εσταξε το νερό, το 'ι ι;;ρο επηξε, εγιναν καθαροΙ άγγιχτοι στα,λιχχτίτες. �Hτα'l μια. ()λ η διάφιχνη ' το φως περνοασε μέσα της κι' αψψε νιi φαίνονται άπ' τήν άλλη πλευρα: οΙ αλλοι σταλαχτίτες, καΙ ο[ θόλοι, κα! τό νερο πού εσταζε. 'Όλα, αύτα: γίνονταν εν",; ckn6κotc; κόσμος πού σάλευε, και το νερο γινόταν πράσινη βροχή, - δλα σιiλευαν έδω κι' άλλαζαν χρώματα..

Ξα.:Ρ,lικα μια: χλαπαταγή ακούστηκε. ''Εν", κι:;πάδι νυ­χτερίδες, πού tc.u; είχαν ταράξει την 'ήσυχία. τeιυς;, άνοιξα'ι τ:Χ φτεpιi του; κα! πέταξαν. τα: φτερά τeιυς Υίταν κόκκινα. Μα: δταν πέσαν μες στο κόμα την πράσΙ'/η βpeιχή, το χρωμα τeιυς εΥινε σα,ι του φε'(γα.ριeισ.

Το κορίτσι δε βάσταξε πια: άλλ", κάθισε καταγής, τρά­βηξε καΙ το άγόρι μαζί της. 'Εκεί, τριγυρισμένι:;ι ι!:π' τήν .φάσινη βροχή, απ' τοΙΙς στα.λαχτίτες κα! τΙς κόκκινες νυ­χτερίδες, έκεί i'(απηθηκαν. ΟΙ νυχτερίοες τι'ιάχτηκα.'ι εςω κα� Υέραν το μή'/υμα. της σπηλιας atc.u; βρά.χι:;υι;. Τότε δλ"ι

1 4 8 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 149: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ο: βράχοι σώπιχσιχ'l, �λιx σώπα:σ/Χν, 1ι 7tιχράξενη μοuσικη κα:Ι δ άνεμος, μην τόχει κα:Ι τα:ράξο:.ι'ι τη,ι !στορί/Χ τoίi βά­θοuς;. MovcXxιx δ άποκοιμισμένος; ιivεμ6μuλο� γίιρισε, μιά, τGι &σπρα: ΤΟι) φτερά, καt πάλι ξα:ν/Χορήκε τη '(α:λήνη.

Ήτ/Χ'ι πολΙΙ -ίjσ\)χα:, πολΙΙ ζεστά, στο μικρο φτωχικο C;ω­μάτιο, εκεί οπο\) άρχισε ή ίστορία τoίi τ/XζιO :oίi.

- Τέλειωσε . . . , ε:πε το ιiγ6ρι στο κορίτσι με τιΧ με­γάλα: μάτια:. 'Αγάπη μοu, τέλειωσε το ταξίδι.

Τον φίλησε θερμcX, βuθισμένη ιiκ6μ/X στ'η μιχγε:α. Κάμποση ωρα πέρα:σε χωρ1ς; νιΧ μ:λήσο:J'Ι τίποτιχ.

ΥΕπειτα έκε:νη σGι νGι θ\)μήθηκε : - Το είπες, γιά μoίi φάνηκε πι'ι>� το '/ησΙ εκείνο 'Ίτσ..ν

ή �ιxντoρίνη ; ρU;τησε. - ΜιΧ βέοιχια, ήτιχν ή �ΙX'l'topί'/η το '/ησί ! -- Δε μπορε: vcX ήτα'ι, δε μπορεί ! εΙπε ζωηρ� το κο-

ρίτσι. Έγω πήγα πέρσι τη,ι άνοιξη στ-η ΣrxVΤΟΡίνη. Μήτε ερημο νησΙ είναι, μήτε σπηλι� εχει, μήτε κ6κκινες; νuχτε­ρίδες;, μήτε μόλο:.ις στο γ\)μνο λόφο.

Τής χάιδεψε cXλαφριX τGι μαλλιά : _ΥΟχι, nιxtc;f μο\). Δε,ι πήγες; πέρσ: τη,ι άνοιξη στη

�αντoρίνη. - 1\1:ιΧ πήγα, σοΟ λέω, στη Σιχντορί'/η, πέρσι την ανο ιξη ! -'Όχι, παιδί μο\). Δεν πήγες πέρσι τη,ι άνοιξη στη

�αντoρΙνη. ποτες; δεν Πήγες ! 'Απόψε μονάχα, μσιζί μο\), ιΧπόψε πήγες.

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 150: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Π Α Ρ Α Μ Υ θ Ι ΤΟΥ Α Ι ΓΑ Ι ΟΥ

Τ Ο ΜΕΡΟΣ ΕΚΕΙΝΟ τι:;σ μεΥάλι:;υ βι:;υνι:;σ στο νησ� είνιχι ξερδ και άδεντρο. θάμνιχ μονάχιχ φυτρώνουν . • Απ' τα μεγ"λΙΧ βράχιιχ, που είνιx� σπιχρμένο; δ τό­

πο" πσλλέ, φορει; ξεκoλνOcίν κομμάτιιχ πέτρε, κιχι κιχτριχ­κυλάνε στη θάλcxσσα με μεγάλο β ΙΝΥIτό. Ή έρrιμια πιχ!ρνει τους Ύ)χου; και του, χωνευει μέσιχ τrι" κιχι πάλι δλα: γί­νουντιχι 1jouxcx. 1Ι{ονάχιχ -ή νυχτιχ, σαν ερθει, είνιχι ενα: νέο πιο βέ6α:ιο.

Έκεί, στΥιν άδεντρη πλαγιά, είναι ενα κο:;λύ6ι. Ζοσνε κεί μέσοι μια γυνο:;ίκα: κι' ενα παιδί. Ή γυναίκα δουλεύει τις μέρες κάτω στα χωράφια, κοντα στη θάλασσα. Το παιδι γενν�θηκε τυφλό. 'Όταν άκόμα ήταν πολυ μικρό, Τl5παιρνε μαζί της στη δουλειά. Το άκoυμπocίσε στη ρίζα �'/δ, δέν­τρου κα! τι:;cί ε6α:ζε μπροστά του, για να παίζει, δ,τι νάταν : πετράδια, σουπιοκ6καλα, μικρα κομμάτια φελλι:ιυς πι:;υ ε6ρι­σχε στην άκριηιαλιά. Αύτη εσκα6ε τη γη κα!, πότε - πότε,

ξέκι:;6ε να τρέξει να το δε'ί τί κάνει. ΊΌ Π7.ιδ! άκι:ιυε την περπατrισιά της κι' ε6ΙΧζε χαρούμενες φωνές, γιατί είχε μ&-6ει να; την ξεχωρίζει μες στην περπατησια δλων των άν-

1 50 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 151: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

θρώπων. Είχε μάθει νά ξεχωρίζει πoλλέ� φωνε; χαι vi άκούει ενα σωρο ήχoιι� που δεν εΙνα: γ ιά δσους βλέποιιν. �' αίιτε� τ:; μακριες άψες; που επρεπε νά περιμένει κιΧτω ιΧπ' το δέντρο, πολλές φορές, σάν χοιιραζόταν νά π:Χίζει μέ τά πετριΧδια, άκουμΠΟίισε στο δέντρο χ:' έμενε ακίνητο . 'Απο πάνω του φώναζε ενα τζιτζίκι, ενα ποιιλΙ περνοίισε βι:χστικά, χ:χμηλά άκοιιόταν -fι θάλασσα που έσπαζε. �ιγα ­σιγά άρχισ� νά γεννιέται μέσα τοιι καί, δσο μεγάλωνε στα; χρόνια, νά γίνεται πιο άνεξήγητη -fι απορία γιά το νόημιχ r.ou μποροίισε νά εχει δλη τούτη -fι ποικιλία ιΧπο φωνες κα: απο ήχοιι; που το γ εμΙζιχνε στην έρημιχ τοιι.

)[ια μέρ:χ ρώτησε τΥ) μητέρα τοιι αν fι γη είνα: πολυ με­γΗη, χαι πόσοι νά είνιχι οΙ άνθρωποι που ζουνε πάνω στη γή.

ΔΕν ήξερε μέ τ ί τρόπο να: του δώσει την εννοια τοίί χώροιι χαι του πλήθοιις;.

- θα. ξεκ:νήσοιιμε απο δω, παιΟιΧκι μοιι, του lλεγε. ei περπατοσμε μέρα. χαι νύχτα, μέρες κιχι νύχτες. θά περ­π:χτοίίμε άτέλε:ωτα, και ποτες δε θά φτάξουμε. Τόση είναι fι γη.

- Και ο: άνθρωπο : ; ρωτοίίσε το παιδί. Το Ιπαιρνε καΙ το πήγαινε στο μεγάλο κάμπο, δποιι

σειοΟνταν τα. στάχυ:χ. Το εριχνε μέσα, νά χωθεί, κι' ε11ερνε τά μικριΧ του δάχτιιλα πάνω στά atcXxucx, ε 'ια - ενα.

- Αίιτ): τά στάχιια δέν τελειώνουν, τοίί ελεγε. Σάν τη γή. Κά.θε στάχιι ε:ν:χι κι' ενα; άνθρωπος. Τόσοι είναι ο! άνθρωποι.

-lΌτερα -(Ι μYjτέρα: εφειιγε πάλι νά δ ουλέψει. Τότε το παιδ:, μον:Χχο του: πολεμοοσε νά σιιλλά6ει, με-ς στο θαμ�ω­μέ'/ο μιιΙΧλό τοιι, τ:; ιiναρ(θμητες μορφέ:; των πραγμάτων

1 5 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 152: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

άπ' τους &ν:χρίθμητους ήχους που άκουε καΙ ΠCίυ κατα­λci6αινε.

ΤΙς καλοκαιρινές νύχτες είχαν συνηθίσει ν� ξα:γρυπνcίσν λίγο εξω άπο το καλύ6ι τoυ�, fι μητέρα καΙ τδ "αιδΙ 'Γα άστρα τρέμανε απο πciνω τους, αΚcίύoνταν τα: μα:μcίύ13ια Πcίυ τρΙζανε μες στη σιωπή. ΤΟ παιδΙ τη ρωΤcίσσε a:iν πως να. είναι fι νύχτα: καΙ τα άστρα. Δεν ήξερε π ια τί να Τcίί) απο­κριθεί, δεν εΙχε μέτρο . Tcίί) έλεγε πως δλιχ γύρω ήτ:χν μ:χσρα, κ:χΙ μονχχ:χ ψηλά, στο &τέλειωτο βχθος, χιλιΧδες μciτια &νο ιχτα κο ιτάζ:χν κάτω πρo� τη γη Πcίυ fισύχαζε. Το παιδ! δε μποροσσε να καταλ"6ει. 'Γcίί) εμεναν &κlΧτα­ν6ητα τα χρώμ:χτα, τα. "στΡα καΙ fι μεγάλη θάλασσα.

- Να μπoΡcίoσα να τα δω, μητέρα, Ηεγε. τα μάτια της γεμ!ζαν, τ6τε, δάκρυα. 'Όμως δε μιλοίίσε

για να μην ΠΡcίδoθεί. 'Ώσπου τα δάκρυα ξεραίνοντα'l στα μ:χτ6κλαδά της.

Το είχε μ"θει απο μικρο να προσεύχεται. Κάθε βράδυ το παιδΙ σταύρωνε τα χέρια Τcίυ και πcφακ:χλΟίίσε για. να. τοσ δώσει το φως δ ΘΖ6;, για. τον π:χτέρ:χ του ΠCΊυ πνίγηΚΕ στη θάλασσα, για του; ανθρώΠcίυς.

Μια. μέρα τη ρώτησε : - Για. δλους τους &νθρώΠcίυς, μητέρα ; - Για. δλους, π:χιδ: IlCΊU. Γιατ! ελο : σα·ι εμiς ύποφέρ-

νουν και βασανίζουνται. -'Όλο ι ; 'Όλοι μητέρα: ; έπίμε'/ε το παιδί. Κι' εΚΖ:νη, τότε, εέν ήθελε νχ ΤCΊσ κρύψει, t"J, το τέλο ς,

tYj'J &λήθει:χ.

1 52 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 153: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

-'ΌΑι δλοι, παιιδί μ?υ, τοίί έλεγε. Γιατί είναι κι' άλλοι TtC;tJ βασανΙζc;uν • . .

'Έτσι, άπο τότε, άλλαξε � προσευχ{) του : 'Έλεγε γ::Ι: τη μητέρα του, για τον πατέρα του, γισ. το φως που δΕ'1 είχε, γιά. τοΙΙς άνθρώr.οuς ποΙΙ βασανΙζουνται.

"Ε ' τσι κυλc;Οσαν οΕ μερες στο καλΜι που ε:ναι χτισμένι;; στην ερημικη πλαγιά. τοίί μεγάλου β-:Jυνοίί που δψώνετα: στο Α:γαΤο, καί σπου θάμνα: μονάχα: φυτρώνουν.

ΤΗρθε μια χρονια καταραμένη για το νησΙ Στον καφb των βροχω·ι δεν έπεσε στά.λα: νερό. Στα χωρια κάνανε λ:­τανείες 'ι;;' βρέξει, μΙΧ μασρο σόννεφο δε σκέπlχσε τον ,,\.ι­ρανό. Κι' σταν ήρθε rι άνοιξη, rι γη οε φίιτρωσε τα σπα:ρτά., καΙ τ7. βοσκ.οτόπια: δΕ φότρωσαν χορτ&ρι. Τότε επεσε με­γά.λη συμφορά. στοΙΙς άνθρώπους κα! στα ζωντανά. που ψο­φοσσαν πολλά μαζί. τη νίιχτα σλος δ τόπος, ω� πέρα:, CtνtYJxc;ucrE απ' τα βελάσματα των πεινα:σμένων κοπαδιων. 'Όπως κλαίν τά. μικρα παιδιά. ποΙΙ '!:α πικράνα'lε, ετσι ήταν αοτο το άτέλε:ωτο παρά.πονο που γέμιζε τον κ&μπο κα! ΚΙΧ­τρακυλοσσε να σβήσει μες στο πέλαγο. "Ενας ..Βοσκός, μισ. νίιχτα, έπεσε σ' ενα βαθΙΙ πηγάδι καί πν(γηκε, γιατ! δεν το βαστοσσε ν' ιX,touEL το θρηνο. � Αρχισα:ν να τlΧξιδείιουνε τα πρόβατα με Υ.αράβ:α κατά. τη Θράκη, εκεί να τα βοσκή· σουνε. Μα. σε λ(γες μέρες τα γόριζαν δεκlχτισμένlχ, γιατ: δ τόπος εκεί δε σήκωνε άλλα. Κι' οί "'/θρωποι τοσ κου-6έρνου είχαν πιάσει στη θράΚΎ) τΙς άκρογιαλιές, xlICl του;

μποδίζανε να ξεμπcφκάρουν. Τότε πολλο: στα χωριά, σφιγμένοι απ' την α,νάγκη, σ.:ρη -

1 53 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 154: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

σ�ν τ� yij κι' «pxισ�ν να κιχτε6ιχίνουν πρo� τη Χώριχ, στή μεγάλη πολιτε:ιχ του νησιου, να βρουνε να οουλέψουν Κ(Χ: να φάνε. Ό ορ6μος -ητιχν ως τέσσερις μέρες με τΟι π60ι(Χ. Γέμ:σε κ(Χριχ6άνι(Χ άπό φιχμιλιες που ξεκινocίσ(Xν νΟι βρουν ψωμί. Τις νύχτε� κχνιχνε κονάκι(Χ μες στ�ν ΙρημιιΧ κι' άνά-6(Χνε φωτιές. Κλ(Χίγ(Χν τη μοίρ(Χ τους κ(Χι τον τόπο τους που άφήν(Χνε πίσω.

- Τί θιΧ γίνουμε ; λέγιχν οΙ γυνιχίκες κ(Χι μοιρολο­γούσιχνε.

Κ(Χι οΙ πιο γέρο: λέγ(Χν πως οε θυμουντ(Χν άλλη τέτο:ιχ οργή.

Μ' εν(Χ &:π' (Χύτ" τ:l: κ(Χρ(Χ6άνι(Χ ξεκίνησε κ(Χι � μητέριχ με το τυl'λό πιχιοί.

ΣιΧ φτάξ(Χν στή μεγάλη χώριχ, στΙΧ6λιστήκιχνε σ' ενιχ χάνι. 'Άλλοι βρηκιχν οουλειΟι στου, ορόμουζ, στό λιμάνι κιχ, στΙς φάμπρικες, άλλοι &:ργήσιχνε νιΧ βρουν. Ή γυν(Χ(κιχ με το τυ:ρλό πιχιοι lζησε τΙς πρωτες μέρεζ με τή βοήθει(Χ των άλλωνων που τη σπλιχχνιζόντ(Χνε, ωσπου επι(Χσε κι' ΙΧύτη νιΧ δουλεύει, σπάζοντιχς χαλίκι γιΟι τους δρόμους.

Είναι σκληρη δουλειά. Ξεκινocίν με τΟι χαράματ(Χ γιιΧ ν" φτάξουν στην ωρα τους, δξω άπ' τ� χώρα, στο ορόμο που φκιάνουν. ΟΙ μεγάλες πέτρες είνιχι &:ρ(Χδιασμένες στην άκρη του δρ6μου, άπ' τ-η μια: κι' ό:π' τ-ην άλλη. Στην άρχη το σ:ρυρΙ οε χ τυπιΧ κ(Χλά, οε χτυπιΧ σωστά.. Χ τυπιΧ xιxl στιΧ Μ ­

χτυλα. Ό "ίjλιoς καίει το κορμί, το κεφάλι βουίζει, το λίγο αίμα: που τρέχει &:π' τα χτυπημένα δάχτυλ(Χ πήζει γρήγορα:. �Eτσι, πουντο με ποσντο, στ(ΧλαματιιΧ - στΙΧλιχματ:ιΧ τον fopo,

1 54 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 155: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ή μακρια. γρσιμμη τό σπασμένο χαλίκι δλοένα &:ραοιάζεται, δλοένα μσικροιΙνει . 'Άνθρωποι, τιxξιoιωτε�, :iμάξιιχ περνοον, φεUγQuν. Εί'ιιχι κιχ! φ:λάνθρωπο:, πρόσωπα κΙΧλης κιχροιάς, ποι) τυχΙΧίνει ν� περνοΟν. Λένε σ&: βλέΠQU'1 τΙς γυνΙΧΤκες ποι) σποΟν χΙΧλ:κι : c Κρίμσι ποι) είναι ! ,. - σ:άζουντιχι μες στο άμ:iξ: τους και! φευγΟlJν ησυχοι. "Ολα φευγουν, κιχ! στη μoικρι� γραμμη τοΟ δρόμου οε μένει Τ:ΠCίΤΙX άλλο άπο &:ou· '/οιτει; καροιες ποι) ζυμώνουνται με την πέτρα.

Μες στο χάνι είναι λογης - λογης άνθρωπο:. Άρμένηοες, Έ6ραΤοι, χριστιοινοί, παιο ιά, γυναΊκες. Το τυφλό π.:χιδ! πr;έπεt να. μένει δλη τη μέρα μες στην αύλη κιχ! ν&: ; ,;ψψένει το βρΧδυ ωσπου vi γυρΙσει ή μητέρα του. Γιατ! δ δρόμcίς είναι μc<κρuς; κιχ! δε μπορετ ν&: τρέχει ξοπίσω της.

Μια μέριχ ήρθε στο χάνι, γι&: ν&: μείνει, μι&: κομπανία. Είχαν εναν &:ιτο σ' ενα κλc;u6ί, σ' ενα άλλο είχαν φίδια γυμνασμένσι, κιχ! είχαν μΙΧζί τους κα! μι&: γυναίκα itc;u &:π' Τ11 μέση κιχ! κάτω ήταιν τριχωτη σ&: μαϊμcίίι. � Αραξιχν για. καιλά. �EσΤYIναν μια. πρόχειΡΥΙ σκψή, σήμερα έοω αυρ ιο

. . έκετ, στη χώρα, και! π(.ψΧσταιναν. Καλες δουλε ιές. Το βράδυ δλc.ι δσοι μένιχν στο χάνι μιχζευοντιχν στην

ιχuλη ίσαιμε ν&: πλαγιάσc;uν. Λέγιχν τ:Χ βάσιχνά τους, κα! ιχυτο! ποι) είχιχν τ&: :ρΙδια κιχ! ήτιχν ΚcίσμoγυρισμένcίΙ λέ· γιχν Ιστορ:ες γι", μιχκρινc.Uς τόπc;uς κιχ! γ ι&: μεγάλες θά­λιxσσε�.

)1:α μέρα ενιχς α:π' την κομπανίιχ είπε στη μΥΙτέρα : - Δε μοο τό δίνεις το πιχιδί, μαζί μCίυ ; Καμι:Χ μέριχ

θ:i χαθ�Τ ετσι ποι) λείπεις. θχ τό μάθω να παίζει με τ&: φί-

1 S S Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 156: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

δια, θά το ν� ιάζoυμαι, θα το ταιζω καΙ θα σοσ το φέρνω το βράδυ. θέλεις ;

Δε δέχτηκε. Μά ενα βράδυ, σα: γύρισε &π' τη δουλειιΧ της, δεν το βρηκε το πιχιδι στην αιιλή. Είχε βγεΤ δξω ά.π' την πορτάρα καΙ χάθηκε . 'Έτρεχε &λαλιασμέ'Ιη μες στους δρόμ�υ" τη νύχτα, γυρεύοντάς; το. 'ΙΌ βρήκαν το πρω! και της το φέρανε. Το βρήκαν πεσμένο σε μιχ πόρτιχ οπου ε:χε α,ποκοιμηθεί.

Τότε δέχτηκε νά το δίνει, τη μέρα, στου; ανθρώπους με τά φίδια.

Τ c.G μάθιχνε να τυλίγει τα φίδ ια στο λα ιμό tc.u, να τά τυ­λ ίγει στ:Χ χέρια του. Νά χτυπά με το δάχτυλο το στόμα τους WaTtc.u να βγάλc.υν τη γλώσσα τους. ΣτΥιν άρχΎί έλεγε στη μητέρ:;.: του πως; είναι κρύο πράμα αίιτο που σέρνεται στη σάρκ:;.: του. Φc.6όταν. Μα σιγά - σιγ± επαψε να μιλά γι' αυτ6 . Ή μητέρα του του ελεγε σάν το χάιδευε πω; είν:;.:ι καλύτερα ετσι, παρα ν± χαθεί πάλι καμια φορά. !\' ι ' έκείνο έλεγε πως; ναί, είναι καλύτερα ε τσι.

'Όλη τη μέρα ιXxc.UE δίπλα tc.u το βοtJητο των ά.νθρώ­πω'ι πι:;υ ερχονταν να δουν τα φΙδια : Μεγάλες φωΛς, χι' &λλες; ψ ιλες; κα! &δύ'ιατες, πα ιδ ια Ttc.U τα φέρναν ·ια δουν κι' αυτά, μη χάσουν. ΊΌ τυφλο δε μιλουσε , δεν εκλαιγε. Είχε μάθει πιά, μηχανικά, τούτη τη·, κίνηση : N� χτυπά με το μικρό του δάχτυλο το στόμα τι:;ο φιδ ιοο Ttcu τό είχιχ'!

τυλιγμένι:; στό λαιμό του, ίσιχμε που το φ ίδ ι 'ι± βγάλει τη γ λώσσα. τ�υ. Τότε τ' αλλα παιδιά, πι;υ βλέπανε , μπηγαν τοι­ρίδες τp�μαyμένες μαζι κα! γεμάτες εκπλ ηξη. Τδ ΤUCfλό

1 56 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 157: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

στιχμιχτοσσε το π%ιχνίδ : με τ3: δάχτυλιχ, ώσπου νάρθει άλλο τσοσρμο θειχτει; κιχι να: ξιχνιχρχίσει πάλι το νοίιμερο με τή γλώσσιχ τοσ φιδιοσ. 'Έγινε μια: κίνηση ιχΙΙτή, στιχ δcXχτυλά του, που επρεπε νιχ επιχνιχλιχ6ιχίνετιχι, πάλι κιχι πάλι, αδ ιά­κοπιχ. Μπηκε στή ζωή του. Κιχι μια: νίιχτιχ, που είχε ιΧπο­κοιμηθεί στήν αγκιχλια τηι; μητέριχ� του, κιχθως τα. χέριιχ της τοσ τίιλιγιχν το λιχιμό, εκείνη ιχ/στά-νθηκε να: χτυποσν, άριχια - αριχιά, στο γυμνό τη� μπράτσο τα: μικρά του δά­χτυλιχ. Κιχτάλιχ6ε, κι' εκλιχψε πολυ πάνω απ' το κεφάλι τοϋ κοιμισμένου πιχιδιοσ.

« Γιιχτί ; είπε κιχ: μιλοσσε στο θεό. Σε τί εφτιχιξα: ; �ε τ[ εφτιχιξε ; »

�ια: fι σιωπή ήταν γίιρω της βιχθια κιχ! το σκοτάδι πυκνο πολίι.

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 158: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΤΑ Ν Ε Ρ Α

Ο 'f ΑΝ Η ΗΜΕΡΗ ΦΩΝΗ τoυ� εΙδοποί1jσε να σ1jκώ­σeιυν τα μά;τιιχ, 'ήτιχν ακόμιχ αριχιότιχτο βρΙΧδινο -:γω; στΟν · ουριχνό. Κοιτάξτε ! εΙ πε fι γυνΙΧίκιχ. ΤΗρθιχν eιΙ :Υεριχνοί !

Τότε, μέσιχ άπ' το βΙΧθυ Ηχκο, l5λ:χ τα μάτιιχ υΨωθήκιχ'/ προς τη μιχκρινη λ:τιχνείιχ ΠCιυ επλεε στο γΙΧλάζιον ΙΧΙθέριχ.

-Ή άνοιξ1j ! Είνιχι fι άνQιξ1j ! είπε ενιχ,. Κάποιο, άλλος σε λίγQ πρόσθεσε πω, τα χιόνιιχ θ' άρχι­

σ:χν ν� λιώνουν στα βoυν� τή� Άνιxτoλή� κιχ! στ' ιΧλλιχ βQυ'/α τοσ κόσμου. Πάλι σωπάσιχνε. Κιχνε!, πια δε μίλ1jσε για τα χιόνιιχ κιχ! για τCι: βQυν� τ* ΆνΙΧΤQλή, κιχ! του κ6-σμου. Ή θεωρίΙΧ των γεριχνων είχε τώριχ απορροφ1jθεΤ με; στο βρά;�υ που δλQένιχ Ιρχότιχν. Μονάχιχ υστεριχ ιΧπο ItQλl.ij ώριχ fι νέιχ γυνΙΧίκιχ ρώΤ1jσε αν είνιχι άλήθειιχ πω� βρίσκουν­τ:χι τόποι, ΙκεΤ που τιχξιδεUQυν οΙ γεριχνοί, δπου δέ γίνετιχ: ποτέ νόχτιχ.

Δεν Ύjξερε κιχνε!; να: τή; ιΧποκριθεΊ. Κιχ! fι νόχτιχ 'ήρθε ϊ.Qλλη με� στο λάκκο.

1 58 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 159: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Στη,ι Πεφα':'κη άκτή, πέριχ ιΧπ' την Καστέλλα, εκεί σ' ε'/ιχ λό:ρι:. είναι δ βΙΧθυς δ λcίκκOΙ;;, ίσιχμε τριcί'lΤΙX μέτριχ κάτω άπ' την επιφάνειιχ της γης. Κάποτε ήτιχν ντιχμάρι γιΟ: πέ­ΤΡΙΧ. Θck σταμιχτήσιχ'lε γα: το δoυλεύCιυν έπε ιδη στο βάθCιΙ;; βρηκιχ'l νερό. Μέσιχ σ' ιχυτη την ΠΙΧΡΙΧΤ'Υ/μέν'Υ/ πλ 'Υ/γη ήρθΙΧ'1 και στησιχν τ�ς κΙΧλύ6ες τους κάμποσες φαμίλιες άπ' τΎιν 'Ανιχτολή, πρόσφυγες θιχλασσι'/c.ί. ΤΟ: νερα: Ιχουνε μαζευτεϊ τώρα σ' ενα μεγάλο βlΧθουλωμιχ στη μέσ'Υ/ το!) λάκκου, Μήτε λ:γoστεύCιυν π()τέ, μήτε πλ'Υ/θΙΧίνου'l. �EΡXCιυ'lτιxι άπο το βά­θeις τη, γης κιχι μέ'Ιου'l πά'lτιχ ιΧκίν'Υ/τα.

Είχαν μια: σιωΠ'Υ/λη συ'lήθεια οί κάτοικοι το!) λάκκου : Μόλις βράδιαζε μαζεύοντα'l πάγω άπ' τα: νερά. ΟΙ γυναΙκες α:ποτελειωναν l3πως - δπω<; τι, δουλειές του" οί άντρες οΙ πιο πoλλeιι ήταν άνεργοι. Τότε, η λέγα'l Ιστορίες της 'Ανατολής, .η για: τη μοίριχ τους, γιατί οεν τ()ύς λυπότανε δ θεός. Μα: το περισσότερο μέ'Ια'l σ ιωπηλοί, σα: '10: ήτα'l άνcίγκ'Y/ ναι άφeι­μο:ωΑοσν με την άΚΙ'l'Υ/σία τω,l '1ερω'l.

r Η νέα γυν(4(ΚIΧ είχε ενα παιδί, ενα κοριτσά.κι !σαμε τριω χρονω. Ήτα'l ό πιο μικρός κάΤCιΙΚCις τeισ λά.ΚΚCιυ. Κα­'1ένας δε,l Ιμαθε ποτε ποιος ήτα'l (; πατέρας του. οι άλλε; Υυ'lαΤκε" στη·ι άρχή, σταθήκlχ'Ι πeιλύ έχτρικά, με μίσος, &'1-tfxpu στη μ'Υ/τέριχ. �Eπειτα ή πεί'lιχ κα.Ι ή δυστυχία, σιγά, τούς; πηρε τη σκληρότ'Υ/ΤΙΧ' �Eγι'lε μιdι σ :ωπηλη συγκατά-6Iχσ'Υ/.

'Όμως eι[ άντρες, Cι[ yερeιθιxλα,σσΙ'/Oί, σταθήκα'l άπο τη,ι ιΧρχη με το μέρeις τηι;; μ'Υ/τέρας ΤCισ παιδΙCισ. Έπειδη

1 59 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 160: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

cEV είχανε δουλειά , δίχτυα καΙ βάρκε;, οταν � μητέρχ

ε:ρευγε στη φάμπρικα που δοόλευε, αυτο! κρατοίίσαν τό παιδί. Για να το EuxcGplcrtijcrouνE τοσ μαζεόσ.νε κοχόλ:α :Χπ' την ιΧκρογιαλι:ί, πέτρες με στραφτερα: χρώματα. Τοσ κά.νανε μικρες φελΟίίκει; από πείίκο. TGU κάμα.νε κα: μιu μικρη μπρατσέρα που τό παιδΙ την εριχνε, παίζοντας, στα νερα τοίί Ηκκου. �Eπειτα, την τραocίίίσε με μια κλωστή . Αυτό ήταν ή μόνη &:ρορμη που λίγο σαλεόανε τα '/ερ:ί.

Μια: μέρα εγινε φασαρία μεγά.λη. "Ενα παλικαράκι !σαμε δεκαοχτω χρονω εΈχε δουλέψει κάμποσες μέρες στrιν τράτα, ενα μήνα . Μα σταν � μά.να του τοίί γόρεψε να τους δώσει κά.τι για: τrι συντήρησή τους, είδε πω; σλος δ ['δρος είχε γίνει &.γέρας. Το παλικαράκι, σπως μαθεύΤ'Υ)κε, ήταν έρω­τεμένο μ' ενα κορίτσι στό λιμάνι. Γι' αυτό πολλες '/όχτες δεν ερχόταν στό καλΜι τους νάι κοιμηθεί.

Τότε εγινε φοβερό κακό μες στο :λάκκο. Ή μητέρα τοσ παλικαριοσ όλόλυζε χα! χτυπιόταν πω;; πάε ι το παιδΙ 'Γό φώναζε με τ' ονc;μά του, τό κατσφιόταν σκληρά, πάλι το παρακαλοσσε. �Eπειτα, σε μια στ:γμrι που δεν ήξερε τί εκανε, πήρε τα: λίγα ΡΟίίχα τοσ γ ιοίί της και τάρ ιξε στη φωτιά. 'Όσο ή φωτια δυνάμωνε τόσο κείνη φώναζε. Ό αν­τρας της, ενα τυραννισμένο πρόσωπο, την παρακαλοίίσε να σωπάσει. Τρέξαν κι ' οΙ άλλες γυναίκες. 'Όλες τΎI λυπ6ντανε κα� κλαϊγαν γι' αυτό που εκαμε κι' α:ρησε τό παιδί της γυ­μνό. 'Άμα ήσόχα.σε, την επιασε κι' εκείνη ενα σιγα'ιο πα­ρά.πονο.

1 60 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 161: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

rlEνιx βρ!Χδυ, δ τχν ΟΙ κ!Χτοικοι του λάκκου μαζευΤήκαν πάνω απ' τ" νερά, ενιχ; είπε το νέο που άκουσε :

- θ� πέφτανε, λέει, κατ" τα μεσάνυχτα, πολλα άστρα απ' τ�ν ουριχνό. Μια βροχη απο άστριχ. θάτιχν ενα θάμα να τα ΟεΤ; . . .

- Τί να τ" δεί; ! . . ; , παρα,τήρησε ενα, πικρά. ... Αι; , πεσουν.

'Όλοι, τότε, συμφωνήσανε πως τί του; νοιάζει αδτου­νου, αν θ� πέσουν t' άστρα κι' αν θ� είναι Cμορφιχ. Μονάχα ή νέα γυναίκα με το παιοι είπε πως θ' ανεβεί στο στόμα τοσ λάκκου και ei ξαγρυπνήσει. Χάιδεψε το παιOcXκι της, για να μην κοιμηθεΤ, λέγοντάς του πως θα είνιχι οταν θα πέφτουν Τ άστρα. ΟΙ άλλοι τή; λέγανε πως γι' αδτου'lους δλα είναι άδιιχφόρετιχ. Μ" έκε(νη έπίμενε :

- θο: περιμένω. - Κόρη μου, τijς είπε δ γεροντότερο" έμεΤς δεν !χουμε

ν± περιμένουμε. Περίμενε μονάχη στο στόμα τοσ λάκκου, Στο βάθοι;,

μιχχρια στο πέλιχγο, ενιχς φάροι,; άνα6ε, εσβηνε. Το πιχιOcXκι είχε κουριχστεΤ κι' αποκοιμήθηκε στα χέριιχ της. 'Όταν τα άοτρ άρχισιχν ν� πέφτουν, θιχμπωμένη, το ξύπνησε να δεί. Το πιχιδι κιχτιχτρομσιγμένο άνοιξε τα μιΧτια. Κιχ: τη στιγμη π')υ έκείνη, συγκινημένη, τοσ εδειχνε μσικριά, τη νύχτσι που !6ρεχε τ� άστρσι, το πσιιοι αρχισε να κλσιίει.

"'Τ στερσι �ρθε, χωρίς νιΧ τον περιμένουν, δ νέος του, σύν· τροφο,. Τον βρήκε μια νύχτσι το μ:κρο παιο:, πάνω στ!ι;

1 6 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 162: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

στοίι5εζ το κά.ρ60υνο, στο λιμάνι. Γύριζε με τ-η ΙΙ'Yjτέρχ του, σταν ξεχώρισε το σκοτεινο ΟΥχο του.

'Άρχισε να: φωνάζει : - Μ'Yjτέρα, εναζ σκοτωμένΟζ ! "Εναζ σκοτωμένΟζ ! Σ' Ικείν'Yj τ-ην &.ριστερ-η μερι� του λιμχνιου είναι πολλ-η

ερημια. τέτοιαν ώρα. <Ωστόσο fι γυνα:κα &ναγκάστηκε να: πάει vti δεί τί εΙναι, γιατΙ το παιδί 6λόλυζε.

Δεν 'ήταν σκοτωμένος. Κοιμόταν. ΤΟ'Ι Tt'ijpcxv στο λάκκο μαζί τουζ κι' εμει'lε μα"ι του;. ΤΙς; πρωτες; μέρες; εφευγε κάθε πρωΙ καΙ γύριζε το βράδυ.

Κανέναι; δεν -ηξερε πως ζocίσε. Μια μέρα τον είδ�ν να έρ­χεται μ' ενα δίχτυ κι' ενα κλου6ί. Άπο τότε ζocίσε ετσι : 'Έπιανε πουλιά, φλώρια, στο βουνό, καί tti 'ΠoυλOcίσε στό λιμάνι. ΕΙχε πο).ιι ijμερη φωνή. νΠξερε ποια. ciπ' τα. μεγάλα φορτηγά, ποΙΙ ταξιδεύουν σε μακρινει;; θάλιχσσει;, 'ήταν έτοιμα για: μπάρκο και πήγαινε σ' αυτά. Πάντα θΟ: -ηταν έναι;; θερ­μαστήζ, κανέναι; καπετάνιοι; που δε θα. έλεγε οχι : 'Ένα πουλΙ &π' την Έλλάδα, μαζί, γιΟ: το Μπουένο, V AOρε�:, γιΟ: πά.νου, στους; τόπους; τού βορια . . .

ΜιΟ: μέρ", είπε στ-η μητέρα : _V Αφησε ν� πά.ρ� το παιδΙ μαζί μου. Το Tt'ijpE στα πουλια καΙ στΟ: καρά6ια. Λείψανε δλη τη

μέρα, καΙ τ-η νύχτα γύρισαν πoλCι &.ργιΧ. Το εφερε κρα­τώντας το ά;ποκοιμισμένο στ-ην &Υκαλιά του. Το κaτέ6χσε ijauxcx, με προφύλαξη. Γύρεψε τη μητέρα του καΙ το άπό­θεσε στΟ: χέρια ΤΤίς. T1j, μιλocίσε σιγιΧ, fι φωνή του λίγΘ ετ'ρεμε.

Δικιχιολογήθηκε : Γ ιιΧ νΟ: μη'! ξυπνήσει.

1 62 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 163: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Δεν ξuπνησε δλ η τή vuxtιx. Kιxl τήν αυγ'ή, μόλ:; ά'l.G ιζε τα μάτια του, άρχισε να ζητιΧ τον ξένο ά'/θρωπο.

- Μητέρα, lλεγε, να πάω ItciAC μα;: του στα πουλιά. ΊΙ ταν γοητεμένο, γεμάτο &π' τ� πράματιχ που τοίί είχε πεί. "Ετσι εγιναν &χώριστοι, ιxuto; κα: το πιχιδί. Τα. βράδιιχ

το ό:ποκοίμιζε με [στoρ(ε� που ήταν σάν Ονεψχ. Mcαρινε� θάλασσε�, δπου τα κuματα βΙΧδίζουν πάντα βου6ά' &κιχτα­νόητα χρώματα, άνθρωποι καΙ σχήματα. Στον αέρα πλένΕ πουλια με κόκκινα φτερά, καΙ στο βυθο γυρίζουν μεγάλιχ τέρατιχ κιχ: xιλιάδε� μικρ� ψάρια που δλΙΧ είνιχι προορι­σμένιχ : θα τραφΟίίν, θα ζήσ,"υν, κι' ΟΤΙΧ'Ι ερθει fι Ιερή στιγμη θα. προχωρήσουν προι; τα &νοιγμένιχ μεγάλα στό­μιχτα τοίί βυθΟίί, γιά να υπάρξουν xαot αoUtlX, θα. προχωρή­σουν με τα χρυσά. τουι; χρώματα, ετσι &διαμι:φτuΡητα . . .

Το παιδΙ τον άκουε κα.Ι βυθιζ6τιχν μει; στον υπνο καΙ με; στα Ο'/ειΡα. Γύρω τουι; άρχισαν να. μαζεύουνται για ν' ακοίίνε καί οΙ αλλ,"ι, οί μεγάλοι κάτοικοι τοσ λάκκου. Ή γοητε:α άπλων6ταν σ ιγα - σιγα σε δλους, τους "tUALYE σαν το Itouσc. ΤΙι; vuXtE� ξαγρυπνοίίσαν ωι; πολυ αργα πά'/ω απ' τα: νερά., κcχΙ "f10υγκράζονταν τουι; μυστικους ηχουζ τοσ cupαovoG. Σιγά, εγινε μες στΥI ζωή τους μια κ[νηση, άπο κείνες τΙς ιΧπροσδιόριστες κιν-ήσειι; τοίί βυθΟίί που δε,ι ε :δο­ποιοίίν την επι:ράνεια.

Υλρχισαν να περιμένουν κα: να όνειΡε6c.υ'/ται . - Υ Α ! Κάποτε θα ταραχτοίίνε τα νερά . . " τους είπε

δ ξένοι; μια μέρα. Κανείι; δεν τόλμησε να το παρ",δεχτετ δυ'/ατά. Mιi δλοι

άρχισα'ι ν -χ IttσtEucuv πι'ι>ς κάποτε, δταν Η ταραχτοίίνε τα νερά . . .

1 63 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 164: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

rι Ενα βράδυ πλησία�ε το ζfθινc;πωρο. Το παιδ! είχε μείνε:

μονάχο t r; u στο λάκκr;. 1Ηνω &.π' τ&. νερα π'Yjρε τη μικρ·η

μπρατσέρα του, άνCιιξε τα. παν ιά. 'Ύστερα την έριξε στο

λάκκο . Ή μπριχτσέριχ �πλεε πσλυ σιγά.

'Όταν &:ΡΥότεριχ το βΥάλιχν το παιδι απο το λά.κκCι, δλα

είχαν τελειώσε ι . Ή μπρατσέρα ε[χ ε κι' αυτη μπατάρει, tc( πανιά της ήταν στραπατσαρισμένα κιχ! υγρά. Φαίνετιχι πως

το παιδι είχε π!Χσκίσε ι νά ξανασηκώσει το καραβάκι, να το

β::iλει να πλέε ι πάλι - γλίστρησε κι' Ιπεσε στα. νερά.

Ή μητέριχ ΤCιυ ήρθε αργά.

TCισ βγάλιχν τά βρεμένα pCισχα, ΤCισ βάλιχνε iσπρCι φ6-r-EμΙX, ΤCιϋ χτενίσιχν τις ςιχνθες μποσκλες. �Eπειτα το απCι ­θ έσα'l κάτω &:π' τον ·ησυχCι Cιυρανό. Κα! το τριγυρίσα'/ε

ο λ ο ι οΙ κά.τσικCιΙ ΤCιϋ λάΚΜυ, γιά νά μήν το αφήσCιυ'l μCι­

νάχο στην τελευταία του '16χτα.

Ή μητέρα tc.u πιά �χει &.ποκάνει. Ξημεr:ώνει. ·ΙΙλοι

�ΧΓNI σωπάσε ι. � Αςαφνα, μες στην 'ήσυχία, &:ρχίζει να: ξε­

χωρίζει ενας μσαρινος θ6ρυ60ς. Άπροσδι6ριστος, δλc.ένC(

πλησιά.ζει. Κανε!ς δεν κιχταλά6αινε.

"Ωσπου, τέλος, κάποιος το υποπτε6τηκε.

-� Α ! λέει πικρά. θα: φε6Υουν. Θά είναι οΙ γερα­

'ICι ί • • • Κάμποση δψχ πέρασε. Ή σιωπη εςιxκoλoυθCισσε. }Η;

στο αραιο φως άρχισα'ι λ:γο - λίγο να: ξεχωρίζουν τα: πρi-

1 64 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 165: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

μ�τα, ΟΙ άνθρωποι, τα νερά του λ&κκου. 'Ασυναίσθητα εναζ γύρισε τά μάτια του ΠΡΟζ τά έκεί, τα σταμάτησε.

_7Ε, νά πιά ! Τά νερi ταραχτήκανε . . . , είπε σιγά, σάν τότε μόνο νά το άποκάλυπτε μέσα του.

Κανεiς δεν του αποκρίθηκε. Μονάχα � μητέρα σήκωσε το κεφάλι της γ ια μια στιγμή. 'Αλλά πάλ: έγειρε ΚΙ' άρ­χισε να κλαίει σιγανά.

� �

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 166: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Τ Ο Α Σ Η Μ Ε Ν Ι Ο Κ Α Ρ Α Β Ι

Π ΕΡΠΑΤΟΥΣΑΝ κάτω &π' τη νuχτα, σέ μιά δεντρο­στοιχία άπα άκακίες;. ΤΟ φεγγάρι Ιπεφτε στο βαθΙΙ σκeιυρo φu)),ωμα, το τίιλιγε μέσα του, καΙ το φω;

εχανε το ανάλαφρο χρωμα του, γινόταν δλη παράξενη και πυκνή. 'Όταν επειτα βρέθηκαν σ' ενα άνο ιχτο μέρeις; τοο πάρκeιυ, τριγυρισμένο άπο ψηλac δέντρα, εκεΈνος ε!πε πώς αΙσθανόταν σχ νχ Υίταν θάλασσα, σχ νά εΙχαν βρεθεΤ μες στο βυθό.

Τότε της το εδω�ε : - Πχρε αυτό. Ή ταν ε'lα μικρό, ίσαμε ε'lα Μχτυλο, ενα άσημέν:ο κα­

ρά6ι. Το φως επεσε πχνω ΤCιυ, το πηρε μαζί του.

'Όταν � γή . εγινε στερεδ σωμα, μιac . γαλάζια πέτρα: κρuφτψ:ε πeιλιι βαθiac κάτω άπ' την επιφάl,ιεια vac Υισυχάσει. 'Έλεγε νά περιμένε ι εκεΈ τη μeιίρα του κόσμου, καΙ γι' αυτο κο:τιχξε νά εχει γερο το μέρος που θ' &:ναπαυόταν. Συνεν­νοήθηκε, λοιπόν, με μιά πηΥη ΥΙά. vac μείνει πλάι τη;. Ή

1 66 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 167: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

πηγη - μια: μικρη υπόγεια φλέ6α - είπε στη γαλάζια πέτρα :

« Ν"ί. Μείνε έδώ κοντά. Ό τόπo� θα είναι πάντα δρο­σερός. »

�Eτσι μείναν έκεΤ πολλά, πάρα πολλά χρόνια. 'Όσο περνοσσε f. Υ.αιρΟς 1ι πέτρα άλλαζε μορφή , το χρώμ!Χ άλ­λαζε, καί ά.πο γαλάζιο εγινε πρά.σινο πρώτα, επειτα στιλπνο άσπρο χρώμα. 'Ύστερ!Χ πάλι πέρασε κιχ:ρό" το νερο ετΡεχε δλοένα πλάι στην πέτρα.

Τότε εγιναν τα: άστρα στον ουρανό, καί Εγ ινε . Ύj νύχτα. ΤΟ μήνυμα το φέραν ,,[ σκορπιοί που ταξί�ευαν ως τΥιν

επιφάνεια τής γής. Μια: μέρα σταμάτησαν στΎjν πηγη να: δροσιστοσν και είπαν συναμεταξύ τ"υ ς :

� τα. εϊδατε λοιπόν ; »

« �Ω να(, τα: είδαμε � , xcxt λέγαν για το νέο : για τη νύχ.τα, γι� τον ηλιο καί για τα: άστρα πο,υ βγήκαν στον ουρανό.

'Ά μα φόγανε ,, [ σκ"ρπι" ί , 1ι φλέ6α το νερο ρώτησε την πέτρα :

« Το α.κ"υσε� ; » « Το άκουσα. �

« Θα. ήθελε� μΥιπως να: τα ΟΕ:ς ; •

« 'Όχι, δε θέλω να: τα: δώ. Εlναι τόσο ησυχα έδώ. »

�Eπειτα π"λ: πέρασε καιρός, κα: πάλι οΙ σκορπιοί ήρ-flcx\l στην πηγή .

• Μπας χι' εΙδατε, 6:πάνω, τα: πλάσματα με το φώ� στο πρόσωπο ; � ριJηησε 6 ενας τον αλλ", λέγοντας για τo�� i<νθρώπους.

Ναί, δλο:ιι του; είχ"ν δ,1.

1 6 7 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 168: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

� Μπόρεσε μήπωι; κανείι; σιχι; να τοΙΙι; κοιτάξει κατα­πρόσωπο ; )}

"Ω, αύτο οχι ! Γιατ! κανένιχ πλιΧσμα τοσ κriτω κόσμc.u δε μποροσσε να το βcxστriξει : N� κοιτriξει τοΙΙι; cXνθρώπcuι; μει; στα μάτια.

Φύγανε c.1 σκορπιc.:, κα! πάλι � πηγη ρώΤ1jσε τη,ι πέτρα :

« " Ακοuσες; ; Λέγανε για πλιΧσματα ποΙΙ οε μπc.ρείΙ; νcX τ:Χ κο ιτάξεις; μει; στο πρόσωπο ! »

Ή πέτρα εμεινε xtiν1j τη νύχτα ξάγρυπ'ι'Υ), εμεινε κιχ! πολλες άλλες νύχτες. Ή Π'Υ)Υη τη ρώΤ'Υ)Οε τ( εχει κα: δεν κοιμάτιχι. 'Εκείνη τότε είπε πως πολΙΙ θα: ήθελε να: οε'ί τα πλάσμιχτιχ με τα φωτεινα μriτιιχ. Γιατι τώρα το κατιχλά-6:χινε πως στα πλriσμcxτιχ εκείνα βρίσκεται Υι μοίρα τοσ κόσμου.

« Μα c.! φιλοι μας οΙ σκορπιοι είπcxν πω; τίπc.τα τοσ κάτω κόσμου δε μπορεί να: το βαστriξει κα: νιΧ ΜιτάξΗ αύτα τα πλcXσμιχ;tιχ καταπρόσωπο. ,.

'Όμω; iι πέτρα ήτα'ι σίγΟUΡ1j γι&: τον έιχυτό της. « 'Εγω θ' αλλriξω κα: θα: το βαστάξω. )} Κα! Υι πέτρα άλλαξε στα χρόνια ποΙΙ κύλ'Υ)σιχν, εγ ινε πιο

στερεο σώμα, ΕΥινε μέταλλο, ενιχ κομμάτι ασήμι. Πάνω στην επιφιΧνεια οΙ άνθρωπο: δλοένα σκ&.ειχνε τη

γη κι' δλοένα πλ'Υ)Οίιχζαν εκε'ί ποΙΙ είχαν το καταφύγιό ΤCιυς τα μέταλλο κα! το νερό. 'Ώσποι> μια: μέρα ά:κούστηκαν τα: Ζτυπήματ:Χ τουι;.

«" Ακουσες; ; είπε το ά.σήμι χαρούμενο. Τό ιΧκc.uσες λοιπόν ; Είναι cxUtc.! κι' ερχc.u'/ται. ,.

Πιχριχκάλεσε την πηγή :

1 68 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 169: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

« Κάνε μ� δμορψο, τή; e!r:e. Κχνε μΖ \17. με δοσν κα� να μ' αγαπήσο:.ιν. )

Ή ΠΎjγη δεν π:στευε σε χ[μσι:ρε;, Υιαtl 1j ζω';) ΤΎjς rιτσιν δεμένη με η; γη κ:' εΙχε την απχθεισι δλων των πλιχσμά­των που δεν ε'l.ο:.ιν φιχντιχσίΙΧ επειδη πο)..; ε!vιχι δεμένιχ με τη γη. 'Όμω� rιταν κιχλη ΠΎjγή , στ!ς χιλιάδες τχ χρόν:σι που πgΡασ,χν συvτpoφικα με την πέτρχ παψχκολούθησε δλΥ; τΥ/ν Εστορία. τη ς , κιχ! δε θέλησε ν' άρνηθεί τ:ποτσι στο άνή­συχο τοΟτο πΗσμιχ.

« θα σε βοηθήσω, ε!πε στ� ασήμι. Μα μην Ελπίζει;. » "Εστριψε λο ιπον λίγο το δρόμο ΤΎj; κα! 1ι φλέ6ΙΧ το νερο

ε6ρεχε τώρα, κάθε μέρα, κάθε στιγμη κα! κάθε νύχτιχ, το μέτΙΧλλο , ν� το έτοψά.σει γι&: την επ[σημ η ωρα.

Κιχ! 1ι επί:Jημη ωριχ �pθε. τα χτυπήματιχ των ανθρώ­πων φτάξιχνΕ ί.'>; το κιχτιχφίιγιο τοΟ μετάλλου, το ξέθαψιχν, δ ήλιο, επεσε άπάνω του κιχ! ελιχμψε φως. Το &σήμι εκιχμε να κο ιτάξει ti πλάσμιχτιχ με τα φωΤΕινα μΧτια. Μα δεν πρό­φταξε. 2:κληρα χέρια το χοίιφτιασαν, το σ:ρίγΥανε με o:J­ναμη. Περίμενε ν� βρε! μια στιγμη α'lάσοι, μήπως δεί. ?ιΙ Χ δε γινότα'ι. Άπ' το ενα χέρι πέρασε σ' άλλο χέρι, πέρχσε σ' άλλα χέρια. Κα! δλα αυτιi τα χέρια )Ι.ιχίγαν απ' το OY.Cι­

ΤΕ ινο πάθος. c � Αχ ! έλεγε μονάχη της fι πέτρα που έγινε ασήμι.

Τί καλα πι;υ ήταν κοντα. στην πηγή ! Τ1 ησυχιχ πoLι Ύjταν ! 'Άς γ :νότιχν να ξαναγίιριζσι ! " Η τ ο :.ιλάχιστο ν&6λεπα τα. μάτια των ανθρώπων ! »

:Μα δε γινόταν να τα δεί. Γιοιτ, τ� πάθος ποu τοuς εκσιιγε ήΤΧ'1 σΚΟΤΕΙ'IΟ κιχ: βαθυ καΙ σΧέπαζε τό: μάτια τους με πο:Jσι.

1 69 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 170: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

Τό μέτΙΧλλο εγινε νόμισμοι κι' Εζ'Υ/σε πολλή ζωη ακόμ�. ''Εχοισε τή στ:λπνόΤ'Υ/τά του κι' δλοένιχ πλ'Υ/μμύριζε από πσφάπονο :

« Δε θ� τα: δω. Δε θα δω τα μάτιιχ των ιΧνθρώπων. � 'Ότιχν Ιπιτέλους -fι κιχλη μέριχ ήρθε. Το μέτΙΧλλο επεσε στα χέριιχ ένος ιΧγοριοίί που σκέφΤ'Υ/κε : «�Aς κάνω μ' ιχυτο ενιχ ιΧσ'Υ/μένιο κιχρά6ι. �

ΥΕκιχμε το ιΧσ'Υ/μένιο κιxριi6ι κιχ! το έδωσε στο κορίτσι κείν'Υ/ τη νύχτιχ, δτιχν το φεγγάρι nιχμπε, κοιι τά δέντριχ ήτιχν τόσο ψ'Υ/Α& γύρω τους σα: να: είχιχν βρεθεί μές στό βυθό.

- Ίί ElYIXt ; ρώτησε το κορίτσι. - Κοίτιχξέ το. Είνιχι άσημένιο κιχρΙΧ6άκι. Το έφερε κοντ&: στο πρόσωπό της χιχρούμενη καt1• τό

κοίτιχξε. Τότε -fι πέτριχ, που ιΧπο τόσο μιχκριά ξεκίνrισε κιχ: τόσο πολυ περ:μενε, είδε ξιχφνικα ν� την τυλίγει EYIX πιχρ5:­ξενο βΙΧθυ φως, Ε,ιιχ μιχορο φως. Κιχ! τότε εΙπε πιJJς νιχ[, τώριχ το τ:χξίδι της τελείωσε, γιιχτΙ είδε τ :): μιχτιιχ των ιΧνθρώr:ω'l.

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 171: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ΛΥΚ Α Β Η Τ Τ Ο Σ

Ο ΤΑΝ, A�EBAINONTAΣ, κο ιτ&:ζα:νε ψηλ&:, προ, την κορψη τής; Π&:ρνηθα:ς;, ήτα,ν κα,τα:κ&:θα,ρο;; δ ουρα,­ν6ς;. κα,ι ε'ια; :Χσπρο σύ'nεφο δεν ταξίδευε.

-"Α ! θα οοομε τη θάλασσα; πέρα; απ' το Σούνιο ! της; (λεγε χα;ρούμε'ια;,

- Θά δοομε τ'η λΙμνη .. 00 λΙα,ραιθώ'lα, θά φα,:νετα:ι χι' δλος; δ Ευ60'ίκ6ς; ! Δε θά φα,ίνετα,ι ;

- :\ια βέβα;ια; ! θά φα,:νεται δλο; δ Εu60:κcς; και 'iι λί­μνη τοΟ Μοφα:θώνα; !

ΟΙ μ:κροι λ6�oι, τijς; έλεγε, κο:ταγμένοι &πο τ6σο ψηΗ που θα πήγαι'ια;ν, ένώνουντα:ι με την :σια, Υη' μ6λ ις; μπορείς να ξεχωρίσεις; τους cXλα,φρους ογκους; σα,ι πα,ιxνί�ι :Χπο φως; και σκι&:. Ό Δυκα6ηττ6ς; . . .

Δεν το'ι άφησε ,/α. αποτελειώσει.

- Γιά (;νομα, τοΟ θεοΟ ! Μην πεΤς; τ ίποτα, γ:α. το Δυ­κα:6ηττό, μην πε�ς; τίποτα; ! τον παρα,κιΧλεσε κα,! τα μ&:τια: της; λ&:μπα:π :Ξέρω τ6σο πολυ . . .

Κα;ι τ6τε , ενώ cXνέ6α;ιναν προς; την ψηλη κορφη τής; ΙΙιίρνηθιχς;, την Κιχρα:μπ6λα:, εκείνη τοΟ μ:λησε για. το Δυ-

1 7 1 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 172: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

χαβηττό. ΣτΙς ρίζες του βράχου φυτρώνουν πσφάξενα δέν­τρα με χρυσο φύλλωμα. και κόκκινους κορμούς. Είναι καΙ άλλα δέντρα. με στιλπνους γαλάζιους κορμου; xιxt γαλάζια. φύλλα. Περνάς και σαλεύουν ΟΙ κορμο: κα! τα φύλλα. Ρω­τσσν συναμεταξύ τους :

« Ποιος είναι δ ξένος ; » « Είναι το κορίτσι με τα μαυρα μα.λλιά, λέει ενας μι­

κρος κορμός. Κι' άλλη φορα. -ήρθε στα. μέρη μα.ς και με φίλ ΎI'jE. »

« Είσαι σίγουρος πω; είναι φ!λος μας ; » ρωτουν τα. κ6κκινα δέντρα δύσπιστα.

« :Μα βέβαια είμαι σίγουρος ! λέε: δ μικρος κr.φμ6ς. Κοιτάξτε στο κορμί μου ! »

'fpIixouv, τότε, δλα. τα δέντρα καΙ κοιτάνε το μΙΥ.ρ6 γα.λάζιο σύντροφό τους : πάνω στον κορμό του βλέπουν τχ σημάσια. ιΧπΆ το φίλημα του κοριτσιοίί.

« �E, τότε α. περάσει ! " συμφωνοίίνε δλα τα δέντρα. Παραμερίζουν τότε ti κλωνιά, κα: το νέο κορ:τσι μπαί­

νει μες στο βασίλειο του Λυκα6ηΤΤΟίί. ::Sto'! ουρανο δ ηλιος Τ'ης 'Αθήνας λάμτ.ει φοβερά, ψυχη οεν ιΧκουεται. Ή γη έσω είναι γυμνή, κα: το νέο κορίτσ: πολυ θα fιθελε νά. -ήταν τρόπος να βρεθεΊ λίγη δΡοσιi να φυλαχτεΤ. Μάντεψε την έπιθuμ:α του ,ο μικρο γαλάζιο δέντρο, παρακάλεσε τη γη νά το αφησει λεύτερο. Και fJ γη το άκουσε και το άφησε, το δέντρο, να Cf.JYEt. �Eτρεξε με τ:Χ μικρά του βήματα ν:Χ

προφτάξει το κορίτσι καί, οταν έπιτέλους τοφταξε λαχα­ν ιασμένο, το r.α.ρακ&λεσε θερμά :

« Μην τρέχει; τόσο κι' είμαι αμαθο. Για σένα ερχουμαι. )

« Για μέ·Iα.) αλήθεια. ; » λέει τό κορ:τσι χαρούμενα.

1 7 2 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 173: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

« Μα ναί, γ ια σένα, αλήθε:α ! Τα φύλλα μου γινήκανε πλατιχ και περίμενα.ν εσένα για να σε π ροστατέψουν &π' τον ηλιο. »

Χέρι - χέρι, τότε, το κορίτσ: και το γαλάζιο δέντρο προ­χωΡΟίί'! στο βασίλειο του Λυκα6ηττου. Ία φύλλα τρέμουν &πο πάνω τους καθως μαζεύουν τον πυκνον ηλιο, τρέμουν &πο πάθος κα.ι χαρά έπειοη γιά εναν τέτοιο σκοπο Ύίρθαν στη γη. Σε λίγο φτάξανε στΥι θάλασσα τοίί λόφου.

< Πρόσεχε ! λέει το γαλάζιο δέντρο στο κορίτσι. Άπο δω και πέρα είναι θάλασσα. »

c ΕΙναι, &λήθεια, θάλασσα στο Λυκα.6ηττό ; »

� Μά βέ6αια εΙ'lαι θάλασσα ! Γιά κο ίταξε ! » Κοίταξε το κορίτσι Επίμονα, κοίταξε με εμπιστοσύνη.

Και τότε, στο βάθος τοίί χώρου, άρχισα'l νχ φαίνονται κα­θαρά και να πορεύονται τα κύματα. Ά νέ6αιναν σ:γά, περ­νοίίσαν μέσlχ απ' τΙς ρίζες των δέντρων, τις σκέπαζlχν κα! &νέ6αιναν. 'Ώσπου π ιχ δεν εμεινε γη κα: δέντρα κιχ! φύλ­λωμα, δλα γίνιχνε νερο - κόκκινο, χρυσο καΙ γlΧλάζιο νερό.

« Τί πιχράξενη θάλιχσσα. που εΙνα ι ! λέει το κορίτσ: μα­γεμένο . Τί ζε1 μέσα κεΤ ; >

« Υ Α, τίποτα δε στάθηκε ακόμα στη γη άςιο να ζήσε: τόση χιχρά. Μονάχιχ τα κλαδιά μ7.� και τά φύλλα μας μπο­ρουν νά πλένε ερημιχ και να. περιμένουν. »

Τότε το κορίτσι παρακάλεσε θερμα το μικρο φίλο τη; τοίί ΛυκΙΧ6ηΤΤΟίί :

« Πάρε με μαζί σου, δεντράκι, σ' αυτη τη θΗlχσσα. Πάρε με στη θΗασσά σα.; . . . »

« 'Αλήθεια, το θέλεις ; » είπε το δέντρο χα.ρούμε'/ο . Κι' υστερα. πρόσθεσε, λυπημέ'/α :

1 73 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 174: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

< Δε θιi τ?; θέλει� πι& σ.ν μά:θειιι; πω; ετσι θιi πρέπει να μείνεις y ιιi πάντιχ μιχζί μιx�, πάντσι' νιi yΙνει� κι' εσυ Ινιχ �έντρo με χρυσ?; φύλλωμιχ κιχΙ κλωνιά Υιχλάζιιχ . . . »

Τότε το κορίτσι, που τόσον ΚΙΧιΡο περίμε'/ε την Ιερη ωριχ, είπε :

c Πάρε με μιχζί σου, δεντράκι, στ?; 'Ιερό. 'Εγω είμιχι ετοψη . Για ο,τι λες είμιχι ετο:μη. »

. ,

Κι' ενω τά μΙΧλλιά τη� κιχ! τά χέριιχ της γίνοντιχν φύλλΙΧ κιχι κλωνιά γΙΧλάζιιχ, κιχτέσηκε σιγιχ μες στ?; νερό, ωσπου τη σκέπιχσιχν τά χρυσά κιχ! τ" κόκκιν"" κύμιχτιχ.

. . . . . . . . . . ,. . . . . . . . . . . . ,. . . . . . . .

- Λότο το τΙΧξίδι Τ�Ω Λυκιχσηττοσ δε μοσ το είχες πε'ί ποτέ, λέει άργότεριχ τό αγόρι στο κορΙτσι.

ΝΙΧί, δεν του το είχε πε'ί. Ζ?σσε πά.'/τιχ ζωηρα τά πα­ρά.ξε'/ιχ όνειρά της, κιχ! τοσ τά έλεγε μ' ε,/ΙΧ,l τρόπο σά νά μιλοσσε για τιΧ πιο Cιlκε'ίιx κιχι φιλικα πριiμιχτιχ. 'Όμως το τΙΧξίδι 'tOQ Λυκιχσηττοσ έρχότιχ'l από πoΛU βΙΧθιά, ιΧπ' τι� μυστικες πηγες τω,ι πιχιδικων χρόνω'ι, κι' Ιπρεπε νιΧρθ ε ι ή επίσημ η (','ιριχ γ ια ν α έξομολογηθεϊ.

- Κι' εγω οε,ι ξ[ρω γιιχτί το θυμήθηκιχ σήμεριχ, ΤCιϋ είπε, Δεν ξέρω , . " είπε τΡέμοντιχς, σα,ι κάτι να. προιχισθΙΧ­'1ότιχ'l.

Φτάξιχ'l στο Μπά.φι, τριχσήξιχ'l πρός το Κιχ'ιτιχλίδι κι' ε­στριψιχ'ι το μικρο μο'/οπάτι με τα κόΚΚΙ'/α: βέλη που δδη­γουσε στην κορφή.

Τότε, ιΧξιχφνα, χύθηκιχν τα σύννεφιχ πέρα απ' την Κιχ­ρcι:μπόλα, χύθηκιχ'l κιχ! τουιι; τυλίξιχ'ι μέσιχ του,. Ά γέρι φυ­σοσσε λίγο, καΙ το ΠCιύσι fσταζε σιγα - σ ιγα στα: κορμιά του.,

1 7 4 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 175: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

ένω τα: μεγάλ« θολα: lλ«τ« γύρω τoυ� σωπ«ίν«νε. Δε βλέ­π«ν πια: μήτε λίγ« βήμ«τα τόπο μπροστά του,. Γι' αυτό πιάστηκαν ιΧπ' το χέρι.

- ΜΥ) μ' &:ρή'/ε ις κα! φο6αμ«ι • . . , τ�υ ψιθύρισε. ΜΥ) μ' ιi:pήνειΙ;;.

ΨυχΥι σεν άκουόταν στό 8ιΧσος, κιΧ'l ε'ια πουλΙ τα: κοκ­κιν« βέλη ήταν ή μόνη ήμερη φω'/Υ) του βουνου. Tou Ισφιγγε το χέρι κάθε φορσ. ποΙΙ τα: βρΙσκανε, ερημα, μες στο πούσι.

- ΜΥ) φο6ασαι, τη, έλεγε. Tίπ�τ« δε μπορ&ί νά; μάς πειράξει.

Ό ιΧγέρας, οσο &νέβ«ιναν, δλοέν« γιν6τ«ν πιο &ρΟιιός. Ά νάσαιναν με δυσκολία .

'Ώσπου κάποτε νόμισαν πω� φτάξαν · στην κορφή. Σί­

γουρα θα ήταν ή κορφή, γιατ! &πο μπpo� κι' άπ' τά; πλά­

για τoυ� ή γη �ρxιζε νιΧ χαμηλώνει. Γιά; μια: στιγμΥ) έκεί­νo� προχώρησε μoνάχo� μες στο πούσι να: κ�ιτάξει καλύ­τερα, για: να: βρεί το δψόμετρο. Το πούσι τον ρούφηξε. "Ακουσε τη φωνή τη, νιΧ ερχεται, σιΧν &πό πολΙΙ βάθος, σπαραχτικά :

- Γόρισε πίσω ! Γόρισε πίσω ! 6λόλυζε. τη βρηκε να: τόν περιμένει χλωμή, με μάτια γεμάτα

τρόμο : - Φο6ήθηκα πως πιιΧ οε θιΧ γόριζε� ιΧπ' το ποόσι ! τοσ

είπε τρέμοντας. Κα! τώρα πια: δε μπορω να: σε χάσω. 'Ένα μεγάλο Ελατο ήταν κοντά τους. τα: κλαδιά του

απλωναν σα: να: τοΙΙς καλουσαν για: νιΧ τους προφυλάξουν. Παραμέρισαν με τιΧ χέρια τους το σόννεφο κα! πηγαν προς τα: έκεί. Έκε: α.γαπηθηχιχν. ΜιΔ: &ράΧ'/η μες στα: φόλλα

1 7 5 Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 176: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

τι;ίί δέντρου σιωπ'Y)λ'i; τού; κοίταζε, U1Jαίνοντα; τ"ν 1στ6 ΤΎj;, ενώ τό σύννεφο κυλοΟσε πλάι τoυ� ai θάλασσα.

« Τωρα πιά είμαι ετοψη yti το Λυκαβψτό, τοίί είπε δτιχν κατέβαιναν &:π' την Καραμπόλα. Αύριο θ' cχνεβooμε μαζι στο Λυκαβ'Υ)ττό. »

Ήρθε � άλλ'Υ) μέρα καί δεν πηγαν στο Λυκα6Υ)ττ6. Κάτι έτυχε καί δεν πηγαν. Ήρθε καί � άλλ'Υ) μέρα - Itc(A: κάτι ετυχε καί δεν πηγαν. �Eπειτα � πολιτεία τους πήρ c: μες στο ρυθμό Τ'Υ)ζ. Γίνocνε πραχτικοί άνθρωποι. Πέρασε π�­λυς καιρός. Καί δ Λυκαβ'Y)ττό�, που είναι δύναμ'Υ) ίερή, τι;υ� χτύlt'Υ)σε σκλ'Υ)ρa γιατί τόν πρι;Οώσανε. �Eτσι, δταν κάποτε δ καθένας τους γύρεψε ν' ανεβεί μοναχός του στο Λυχ.α.­βΥ)ττό είδε πως πια: Λυκαβ'Υ)ττος δεν unYjpxc:. ο! μυστικέ; ΠΥ)γΞ; του είχαν ϊ.. αθεΤ με; στό πούσι.

Digitized by 10uk1s, Nov. 2009

Page 177: 82106358 benezis-aigaio/ Published by Liana Stefani

το «ΑΙΓΑΙΟ.,

ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ

ΣΕ ΟΓΔΟΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΎΠΩ(-) Η Κ Γ ΤΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 1 986

ΣΤΟ Λ ΙΘΟΓ ΡΑΦ Ι Ι Ο

ΑΔΕΛΦΩΝ Α . ΡΟΜΠΟΛΑ Ε Π Ε