7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

33
7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σε όλο αυτό το βιβλίο το κεντρικό θέμα ήταν η ολότητα του συνόλου της ύπαρξης ως μία αδιάκοπη κίνηση χωρίς σύνορα. Φαίνεται σαφές από τη συζήτηση στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι η ελλοχεύουσα τάξη είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για την κατανόηση τέτοιας συνεχούς ολότητας στη ρέουσα κίνηση, γιατί στην ελλοχεύουσα τάξη το σύνολο της ύπαρξης βρίσκεται σε κάθε περιοχή του χώρου (και του χρόνου). Έτσι, οποιοδήποτε μέρος, στοιχείο, ή πτυχή αφαιρέσουμε στη σκέψη, αυτό ακόμα εμπεριέχει το σύνολο και συσχετίζεται επομένως με την ολότητα από την οποία έχει αφαιρεθεί. Κατά συνέπεια, η ολότητα διαπερνά όλη τη συζήτηση, από την πρώτη στιγμή. Σε αυτό το κεφάλαιο θα κάνουμε μια μη τεχνική παρουσίαση των κύριων χαρακτηριστικών της ελλοχεύουσα τάξης, πρώτα όπως εμφανίζεται στη φυσική, και ύστερα, δεδομένου ότι μπορεί να επεκταθεί στο πεδίο της συνείδησης, να υποδείξει ορισμένες γενικές γραμμές σύμφωνα με τις οποίες είναι δυνατό να κατανοηθούν ο κόσμος και η συνείδηση ως ένα ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο κίνησης. 2. ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΟΧΕΥΟΥΣΑ ΤΑΞΗ Θα είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε με μια περίληψη των κύριων σημείων που τονίσαμε νωρίτερα, αντιπαραβάλλοντας τη γενικά αποδεκτή μηχανιστική τάξη στη φυσική με την ελλοχεύουσα τάξη. Ας εξετάσουμε αρχικά τη μηχανιστική τάξη. Όπως υποδεικνύεται στα κεφάλαια 1 και 5, το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της τάξης είναι ότι ο κόσμος θεωρείται σαν να αποτελείται από διακριτές οντότητες, με την έννοια ότι υπάρχουν ανεξάρτητα σε διαφορετικές περιοχές του χώρου (και του χρόνου) και αλληλεπιδρούν μέσω δυνάμεων οι οποίες δεν επιφέρουν καμία αλλαγή στην ουσία τους. Η έννοια της μηχανής δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα ενός τέτοιου συστήματος τάξης. Κάθε μέρος διαμορφώνεται ανεξάρτητα από κάθε άλλο, και αλληλεπιδρά με τα άλλα μέρη μόνο μέσω κάποιου είδους εξωτερικής επαφής. Αντίθετα, σε έναν ζωντανό οργανισμό, για παράδειγμα, κάθε μέρος αναπτύσσεται στα πλαίσια του όλου, έτσι ώστε δεν υπάρχει ανεξάρτητα, ούτε μπορεί να ειπωθεί ότι ‘αλληλεπιδρά’ με τα υπόλοιπα μέρη, χωρίς το ίδιο να επηρεάζεται από αυτήν τη σχέση. Όπως επισημάναμε στο κεφάλαιο 1, η φυσική έχει σχεδόν δεσμευτεί στην πεποίθηση ότι η τάξη του κόσμου είναι θεμελιωδώς μηχανιστική. Η πιο κοινή μορφή αυτής της πεποίθησης είναι ότι ο κόσμος αποτελείται από ένα σύνολο χωριστών, αδιαίρετων και αμετάβλητων στοιχειωδών σωματιδίων,’ τα οποία είναι τα θεμελιώδη ‘δομικά στοιχεία’ ολόκληρου του σύμπαντος. Αρχικά, θεωρούνταν ότι ήταν τα άτομα, αλλά τα άτομα τελικά διαιρέθηκαν σε ηλεκτρόνια, πρωτόνια και νετρόνια. Αυτά τα τελευταία θεωρήθηκαν τα αμετάβλητα και αδιαίρετα συστατικά όλης της ύλης, αλλά και αυτά με τη σειρά τους βρέθηκαν να μετασχηματίζονται σε εκατοντάδες διαφορετικά ασταθή σωματίδια, και τώρα ακόμα μικρότερα

description

Απόσπασμα από το βιβλίο του David Bohm, 'Wholeness and the Implicate Order'

Transcript of 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Page 1: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σε όλο αυτό το βιβλίο το κεντρικό θέμα ήταν η ολότητα του συνόλου της ύπαρξης ως μία

αδιάκοπη κίνηση χωρίς σύνορα.

Φαίνεται σαφές από τη συζήτηση στο προηγούμενο κεφάλαιο ότι η ελλοχεύουσα τάξη

είναι ιδιαίτερα κατάλληλη για την κατανόηση τέτοιας συνεχούς ολότητας στη ρέουσα κίνηση,

γιατί στην ελλοχεύουσα τάξη το σύνολο της ύπαρξης βρίσκεται σε κάθε περιοχή του χώρου (και

του χρόνου). Έτσι, οποιοδήποτε μέρος, στοιχείο, ή πτυχή αφαιρέσουμε στη σκέψη, αυτό ακόμα

εμπεριέχει το σύνολο και συσχετίζεται επομένως με την ολότητα από την οποία έχει αφαιρεθεί.

Κατά συνέπεια, η ολότητα διαπερνά όλη τη συζήτηση, από την πρώτη στιγμή.

Σε αυτό το κεφάλαιο θα κάνουμε μια μη τεχνική παρουσίαση των κύριων

χαρακτηριστικών της ελλοχεύουσα τάξης, πρώτα όπως εμφανίζεται στη φυσική, και ύστερα,

δεδομένου ότι μπορεί να επεκταθεί στο πεδίο της συνείδησης, να υποδείξει ορισμένες γενικές

γραμμές σύμφωνα με τις οποίες είναι δυνατό να κατανοηθούν ο κόσμος και η συνείδηση ως ένα

ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο κίνησης.

2. ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ

ΕΛΛΟΧΕΥΟΥΣΑ ΤΑΞΗ

Θα είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε με μια περίληψη των κύριων σημείων που τονίσαμε νωρίτερα,

αντιπαραβάλλοντας τη γενικά αποδεκτή μηχανιστική τάξη στη φυσική με την ελλοχεύουσα

τάξη.

Ας εξετάσουμε αρχικά τη μηχανιστική τάξη. Όπως υποδεικνύεται στα κεφάλαια 1 και 5,

το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της τάξης είναι ότι ο κόσμος θεωρείται σαν να αποτελείται από

διακριτές οντότητες, με την έννοια ότι υπάρχουν ανεξάρτητα σε διαφορετικές περιοχές του

χώρου (και του χρόνου) και αλληλεπιδρούν μέσω δυνάμεων οι οποίες δεν επιφέρουν καμία

αλλαγή στην ουσία τους. Η έννοια της μηχανής δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα ενός τέτοιου

συστήματος τάξης. Κάθε μέρος διαμορφώνεται ανεξάρτητα από κάθε άλλο, και αλληλεπιδρά με

τα άλλα μέρη μόνο μέσω κάποιου είδους εξωτερικής επαφής. Αντίθετα, σε έναν ζωντανό

οργανισμό, για παράδειγμα, κάθε μέρος αναπτύσσεται στα πλαίσια του όλου, έτσι ώστε δεν

υπάρχει ανεξάρτητα, ούτε μπορεί να ειπωθεί ότι ‘αλληλεπιδρά’ με τα υπόλοιπα μέρη, χωρίς το

ίδιο να επηρεάζεται από αυτήν τη σχέση.

Όπως επισημάναμε στο κεφάλαιο 1, η φυσική έχει σχεδόν δεσμευτεί στην πεποίθηση ότι

η τάξη του κόσμου είναι θεμελιωδώς μηχανιστική. Η πιο κοινή μορφή αυτής της πεποίθησης

είναι ότι ο κόσμος αποτελείται από ένα σύνολο χωριστών, αδιαίρετων και αμετάβλητων

‘στοιχειωδών σωματιδίων,’ τα οποία είναι τα θεμελιώδη ‘δομικά στοιχεία’ ολόκληρου του

σύμπαντος. Αρχικά, θεωρούνταν ότι ήταν τα άτομα, αλλά τα άτομα τελικά διαιρέθηκαν σε

ηλεκτρόνια, πρωτόνια και νετρόνια. Αυτά τα τελευταία θεωρήθηκαν τα αμετάβλητα και

αδιαίρετα συστατικά όλης της ύλης, αλλά και αυτά με τη σειρά τους βρέθηκαν να

μετασχηματίζονται σε εκατοντάδες διαφορετικά ασταθή σωματίδια, και τώρα ακόμα μικρότερα

Page 2: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

σωματίδια που ονομάζονται ‘quarks’ και ‘partons’ έχουν υποτεθεί για να εξηγηθούν οι

προηγούμενοι μετασχηματισμοί. Παρότι αυτά τα τελευταία δεν έχουν ακόμα απομονωθεί,

υπάρχει μια ακλόνητη πίστη μεταξύ των φυσικών ότι αυτά τα σωματίδια, ή κάποια άλλα που θα

ανακαλυφτούν, θα καταστήσουν τελικά εφικτή μια πλήρη και συνεπή εξήγηση των πάντων.

Η θεωρία της σχετικότητας ήταν η πρώτη σημαντική ένδειξη στη φυσική για την ανάγκη

να επανεξεταστεί η μηχανιστική τάξη. Όπως εξηγήθηκε στο κεφάλαιο 5, η σχετικότητα θεώρησε

ότι καμία συνεπής έννοια ενός ανεξάρτητα υπάρχοντος ατόμου δεν είναι δυνατή, ούτε ότι ένα

σωματίδιο θα μπορούσε να είναι ένα αδιάστατο σημείο. Κατά συνέπεια, μια βασική υπόθεση

πίσω από τη γενικά αποδεκτή μηχανιστική θεώρηση στη φυσική, έχει αποδειχθεί ότι είναι

αβάσιμη.

Για να αντιμετωπίσει αυτήν την θεμελιώδη πρόκληση, ο Einstein πρότεινε να μην

θεωρηθεί η έννοια των σωματιδίων ως θεμελιώδης, αλλά ότι η πραγματικότητα αποτελείται

εξαρχής από πεδία, τα οποία θα υπακούουν νόμους σύμφωνα με τις απαιτήσεις της θεωρίας της

σχετικότητας. Μια βασική συνέπεια αυτής της ‘ενοποιημένης θεωρίας πεδίου’ του Einstein,

είναι ότι οι εξισώσεις πεδίου θα πρέπει να είναι μη γραμμικές. Όπως ειπώθηκε στο κεφάλαιο 5,

αυτές οι εξισώσεις θα μπορούσαν να έχουν λύσεις με τη μορφή εντοπισμένων στο χώρο

κυμάνσεων- παλμών, όπου θα μπορούσαν να διαδοθούν στο χώρο σαν σύνολο, και που θα

μπορούσαν ως εκ τούτου να παρέχουν το μοντέλο ενός ‘σωματιδίου.’ Τέτοιοι παλμοί δεν

περατώνονται απότομα αλλά απλώνονται σε αυθαίρετα μεγάλη απόσταση με μειούμενη ένταση.

Κατά συνέπεια οι δομές των πεδίων που έχουν να κάνουν με δύο κυμάνσεις θα συγχωνευτούν

και θα κινηθούν μαζί ως όλο. Επιπλέον, όταν δύο παλμοί έρχονται σε επαφή, οι αρχικές

σωματιδιακές μορφές θα αλλάξουν τόσο ριζικά ώστε δεν θα υπάρχει πλέον καμία ομοιότητα με

μια δομή που αποτελείται από δύο σωματίδια. Έτσι, με αυτήν την έννοια, η ιδέα ενός

σωματιδίου που υπάρχει χωριστά και ανεξάρτητα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια

αφαίρεση που δίνει μια καλή προσέγγιση μόνο σε ένα περιορισμένο πλαίσιο. Τελικά, ολόκληρο

το σύμπαν (με όλα τα ‘σωματίδια,’ συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αποτελούν τους

ανθρώπους, τα εργαστήριά τους, τα όργανα, παρατήρησης, κ.λπ.) πρέπει να γίνουν κατανοητά

ως ένα ενιαίο αδιαίρετο σύνολο, στο οποίο η ανάλυση σε χωριστά και ανεξάρτητα μέρη δεν έχει

καμία θέση.

Όπως είδαμε στο κεφάλαιο 5, ωστόσο, ο Einstein δεν κατάφερε να καταλήξει σε μια

συνεπή και ικανοποιητική διατύπωση της ενοποιημένης θεωρίας πεδίου. Επιπλέον (και ίσως το

πιο σημαντικό στα πλαίσια της συζήτησής μας για τη μηχανιστική άποψη στη φυσική) η έννοια

του πεδίου, που είναι η βασική αφετηρία του Einstein, διατηρεί ανέπαφα τα ουσιαστικά

χαρακτηριστικά της μηχανιστικής τάξης, γιατί οι θεμελιώδεις οντότητες, τα πεδία, γίνονται

αντιληπτά σαν να υπάρχουν το ένα ανεξάρτητα από το άλλο, σε ξεχωριστά σημεία του χώρου

και του χρόνου, και υποτίθεται ότι συνδέονται μεταξύ τους μόνο με εξωτερικές σχέσεις οι οποίες

επίσης εξετάζονται τοπικά, με την έννοια ότι μόνο εκείνα τα χαρακτηριστικά των πεδίων που

χωρίζονται από ‘απειροστές’ αποστάσεις μπορούν να αλληλεπιδράσουν.

Αν και η ενοποιημένη θεωρία πεδίου δεν ήταν επιτυχής σε αυτήν την προσπάθεια να

δοθεί μια καθολική μηχανιστική βάση για τη φυσική μέσω της έννοιας του πεδίου, ωστόσο

έδειξε σε γενικές γραμμές πώς μπορεί να υπάρξει συνέπεια με τη θεωρία της σχετικότητας

χρησιμοποιώντας την έννοια του σωματιδίου σαν μια αφαίρεση από μια αδιάσπαστη και

Page 3: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

αδιαίρετη ολότητα της ύπαρξης. Έτσι, βοήθησε να ενισχύσει την πρόκληση που τέθηκε από τη

θεωρία της σχετικότητας απέναντι στην επικρατούσα μηχανιστική τάξη.

Η κβαντική θεωρία παρουσιάζει, ωστόσο, μια σοβαρότερη πρόκληση απέναντι σε αυτήν

την μηχανιστική τάξη, που πηγαίνει αρκετά πέρα από αυτήν που τέθηκε από τη θεωρία της

σχετικότητας. Όπως είδαμε στο κεφάλαιο 5, τα κύρια χαρακτηριστικά της κβαντικής θεωρίας

που αμφισβητούν τη μηχανιστική θεώρηση είναι τα εξής:

1. Η κίνηση είναι γενικά ασυνεχής, που σημαίνει ότι η δράση αποτελείται από αδιαίρετα

κβάντα (υπονοώντας επίσης ότι ένα ηλεκτρόνιο, για παράδειγμα, μπορεί να μεταβεί από

μία κατάσταση σε μία άλλη χωρίς να περάσει από κάποια ενδιάμεση κατάσταση).

2. Οι διάφορες οντότητες, όπως τα ηλεκτρόνια, μπορούν να παρουσιάσουν διαφορετικές

ιδιότητες (π.χ., σωματιδιακές, κυματικές, ή κάτι ενδιάμεσο), ανάλογα με το

περιβαλλοντικό (πειραματικό) πλαίσιο μέσα στο οποίο υπάρχουν και παρατηρούνται.

3. Δύο οντότητες, όπως τα ηλεκτρόνια που αρχικά ενώνονται για να σχηματίσουν ένα μόριο

και ύστερα χωρίζουν, παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη μη- τοπική σχέση, η οποία μπορεί να

περιγραφεί καλύτερα ως μια μη- αιτιακή σύνδεση (για παράδειγμα το παράδοξο των

Einstein, Podolsky και Rosen).

Πρέπει φυσικά να προσθέσουμε ότι οι νόμοι της κβαντικής μηχανικής είναι στατιστικοί

και δεν καθορίζουν τα μεμονωμένα μελλοντικά γεγονότα με τρόπο μοναδικό και ακριβή. Αυτό

είναι, φυσικά, κάτι διαφορετικό από τους κλασσικούς νόμους, οι οποίοι σε γενικές γραμμές

θεωρούν αυτά τα γεγονότα καθορισμένα. Μια τέτοια πιθανοκρατία δεν είναι, ωστόσο, μια

σοβαρή πρόκληση απέναντι στη μηχανιστική τάξη, στην οποία τα θεμελιώδη συστατικά

υπάρχουν ανεξάρτητα και συνδέονται μόνο μέσω εξωτερικών αλληλεπιδράσεων. Το γεγονός ότι

(όπως σε ένα μηχάνημα pinball) τέτοια στοιχεία συνδέονται με τους κανόνες της τύχης (που

εκφράζεται μαθηματικά με τη θεωρία των πιθανοτήτων) δεν αλλάζει τη βασική εξωτερική σχέση

των στοιχείων και έτσι δεν έχει ουσιαστική επίπτωση στο ερώτημα αν η θεμελιώδης τάξη είναι

μηχανιστική ή όχι.

Τα τρία κύρια χαρακτηριστικά της κβαντικής θεωρίας που δώσαμε παραπάνω, δείχνουν

με σαφήνεια, ωστόσο, την ανεπάρκεια των μηχανιστικών εννοιών. Κατά συνέπεια, αν όλες οι

δράσεις είναι με τη μορφή διακριτών κβάντων, τότε οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ διαφορετικών

οντοτήτων (π.χ., ηλεκτρόνια) αποτελούν μια ενιαία δομή αδιαίρετων συνδέσεων, έτσι ώστε

ολόκληρο το σύμπαν πρέπει να θεωρηθεί ως ένα αδιάσπαστο όλο. Σε αυτό το σύνολο, κάθε

στοιχείο που μπορούμε να αφαιρέσουμε με τη σκέψη παρουσιάζει κάποιες βασικές ιδιότητες

(κύμα ή σωματίδιο, κ.λπ.) που εξαρτώνται από το γενικό περιβάλλον, και με τρόπο που θυμίζει

το πώς τα όργανα που αποτελούν τα ζωντανά όντα σχετίζονται, παρά το πώς τα μέρη μιας

μηχανής αλληλεπιδρούν. Επιπλέον, η μη- τοπική, μη- αιτιακή φύση των σχέσεων των

αντικειμένων που βρίσκονται μακριά το ένα από το άλλο, φανερά παραβιάζει τις προϋποθέσεις

της διακριτότητας και της ανεξαρτησίας, που είναι θεμελιώδεις σε οποιαδήποτε μηχανιστική

προσέγγιση.

Είναι διδακτικό σε αυτό το σημείο να αντιπαραβάλλουμε τα κύρια χαρακτηριστικά της

σχετικιστικής και της κβαντικής θεωρίας. Όπως είδαμε, η θεωρία της σχετικότητας απαιτεί τη

Page 4: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

συνέχεια, την αυστηρή αιτιότητα (αλλιώς αιτιοκρατία) και την τοπικότητα. Από την άλλη, η

κβαντική θεωρία απαιτεί την μη συνέχεια, την μη αιτιότητα και την μη τοπικότητα. Έτσι οι

βασικές έννοιες της σχετικότητας και της κβαντικής θεωρίας έρχονται άμεσα σε αντίθεση. Δεν

είναι επομένως παράξενο ότι αυτές οι δύο θεωρίες δεν έχουν ενοποιηθεί. Αντίθετα, απ’ ό,τι

φαίνεται μια τέτοια ενοποίηση δεν είναι πραγματικά δυνατή. Αυτό που πιθανότατα απαιτείται

τελικά, είναι μια θεμελιωδώς νέα θεωρία, από την οποία τόσο η σχετικότητα όσο η κβαντική

θεωρία θα προκύψουν ως αφαιρέσεις, προσεγγίσεις, και ειδικές περιπτώσεις.

Οι βασικές έννοιες αυτής της νέας θεωρίας δεν μπορούν προφανώς να βρεθούν

ξεκινώντας με εκείνα τα χαρακτηριστικά που φέρνουν τη σχετικότητα και την κβαντική θεωρία

σε σύγκρουση. Η καλύτερη αρχή είναι από όσα πράγματα έχουν από κοινού. Και αυτή είναι η

αδιαίρετη ολότητα. Παρότι κάποιος μπορεί να καταλήξει σε αυτήν την ολότητα από μια

διαφορετική διαδρομή, είναι σαφές ότι σε αυτήν την ολότητα όλα οδηγούν.

Το να ξεκινήσουμε από την αδιαίρετη ολότητα σημαίνει, ωστόσο, ότι πρέπει να

εγκαταλείψουμε τη μηχανιστική τάξη. Αλλά αυτή η τάξη υπήρξε, για ολόκληρους αιώνες, η

βασική σε όλο τον τρόπο σκέψης στη φυσική. Όπως παρουσιάσαμε στο κεφάλαιο 5, η

μηχανιστική τάξη εκφράζεται φυσικότερα και άμεσα μέσω των Καρτεσιανών συντεταγμένων.

Αν και η φυσική έχει αλλάξει ριζικά από πολλές απόψεις, οι Καρτεσιανές συντεταγμένες (με

μικρές αλλαγές, όπως η χρήση καμπυλόγραμμων συντεταγμένων) έχουν παραμείνει το μοναδικό

χαρακτηριστικό που δεν έχει αλλάξει. Προφανώς, αυτό δεν αλλάζει εύκολα, επειδή οι έννοιες

που έχουμε περί τάξης μάς είναι κυρίαρχες, γιατί περιλαμβάνουν όχι μόνο τη σκέψη μας αλλά

και τις αισθήσεις μας, τα συναισθήματα, τις διαισθήσεις, τη φυσική μας κίνηση, τις σχέσεις μας

με τους άλλους και με την κοινωνία συνολικά και, πράγματι, κάθε φάση της ζωής μας. Είναι

έτσι δύσκολο να ‘αποχωρήσουμε’ από τις παλιές έννοιες περί τάξης έτσι ώστε να εξετάσουμε

σοβαρά και αποτελεσματικά νέες έννοιες περί τάξης.

Για να γίνει πιο κατανοητό τι σημαίνει νέες έννοιες περί τάξης κατάλληλες για την

αδιαίρετη ολότητα, είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε με παραδείγματα που μπορούν άμεσα να

συμπεριλάβουν την αισθητηριακή αντίληψη, καθώς επίσης και με πρότυπα και αναλογίες που

εξηγούν τέτοιες έννοιες με έναν εποικοδομητικό και διδακτικό τρόπο. Στο κεφάλαιο 6

ξεκινήσαμε λέγοντας ότι ο φωτογραφικός φακός είναι ένα όργανο που μας έχει δώσει ένα πολύ

άμεσο είδος αισθητηριακής αντίληψης σχετικά με τη μηχανιστική τάξη, γιατί φέρνοντας σε

αντιστοιχία τα σημεία του αντικειμένου με τα σημεία του πάνω στη φωτογραφική πλάκα,

στρέφει έντονα την προσοχή στα ξεχωριστά στοιχεία στα οποία το αντικείμενο μπορεί να

αναλυθεί. Καθιστώντας εφικτή αυτήν τη σημείο- προς- σημείο απεικόνιση και εγγραφή των

πραγμάτων που είναι είτε πολύ μικρά για να φαίνονται με γυμνό οφθαλμό, ή πολύ μεγάλα, πολύ

γρήγορα, πολύ αργά, κ.λπ., μας κάνει να πιστέψουμε ότι τελικά όλα μπορούν να γίνουν

αντιληπτά με αυτόν τον τρόπο. Από αυτό καλλιεργείται η ιδέα ότι δεν υπάρχει τίποτα που να

μην μπορεί επίσης να γίνει αντιληπτό σαν να αποτελείται από παρόμοια τοπικά διακριτά

στοιχεία. Έτσι, η μηχανιστική προσέγγιση ενισχύθηκε πολύ από την ανάπτυξη του

φωτογραφικού φακού.

Στη συνέχεια προχωρήσαμε στη θεώρηση ενός νέου οργάνου, του ολογράμματος. Όπως

εξηγήθηκε στο κεφάλαιο 6, το ολόγραμμα φτιάχνει ένα φωτογραφικό αρχείο του σχεδίου

συμβολής των φωτεινών κυμάτων που έχουν προέλθει από το αντικείμενο που απεικονίζεται στο

Page 5: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

φωτογραφικό φιλμ. Το βασικό νέο χαρακτηριστικό αυτού του ‘αρχείου’ είναι ότι κάθε μέρος του

περιέχει τις πληροφορίες για ολόκληρο το αντικείμενο (έτσι ώστε δεν υπάρχει καμία σημείο-

προς- σημείο αντιστοιχία ανάμεσα στο αντικείμενο και στην εγγεγραμμένη εικόνα του).

Δηλαδή, η μορφή και η δομή ολόκληρου του αντικειμένου μπορούμε να πούμε ότι είναι

αποτυπωμένη σε κάθε περιοχή του φωτογραφικού αρχείου. Όταν κάποιος ρίξει φως σε

οποιαδήποτε περιοχή, τότε αυτή η μορφή και δομή ξεδιπλώνονται για να δώσουν μια

αναγνωρίσιμη εικόνα ολόκληρου του αντικειμένου.

Προτείναμε ότι μια νέα έννοια περί τάξης περιλαμβάνεται εδώ, την οποία αποκαλέσαμε

ελλοχεύουσα (από μια λατινική ρίζα που σημαίνει ‘to enfold’ ή ‘to fold inward’). Από την

άποψη της ελλοχεύουσας τάξης, κάποιος μπορεί να πει ότι όλα είναι αναδιπλωμένα μέσα σε

όλα. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την τάξη που είναι προς το παρόν κυρίαρχη στη φυσική,

σύμφωνα με την οποία τα πράγματα ξεδιπλώνονται με την έννοια ότι κάθε πράγμα βρίσκεται

μόνο στη δική του συγκεκριμένη περιοχή του χώρου (και χρόνου) και ανεξάρτητα από τις

περιοχές που ανήκουν σε άλλα πράγματα.

Η αξία του ολογράμματος σε αυτό το πλαίσιο είναι ότι μπορεί να φέρει αυτήν την νέα

έννοια της τάξης στην προσοχή μας με έναν λογικά αντιληπτό τρόπο. Αλλά φυσικά, το

ολόγραμμα είναι μόνο ένα όργανο του οποίου η λειτουργία έχει να κάνει με μια στιγμιαία

καταγραφή αυτής της τάξης. Η ίδια η τάξη που έχει καταγραφεί βρίσκεται στη σύνθετη κίνηση

των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, με τη μορφή φωτεινών κυμάτων. Τέτοια κίνηση φωτεινών

κυμάτων είναι παρούσα παντού και γενικά εμπεριέχει την πληροφορία για όλη την περιοχή στην

οποία βρίσκεται (κάτι που μπορεί κάποιος να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια ή με ένα

τηλεσκόπιο, που θα ‘ξεδιπλώσει’ αυτό το περιεχόμενο).

Όπως επισημάναμε στο κεφάλαιο 6, αυτές οι αναδιπλώσεις (enfoldment και unfoldment)

πραγματοποιούνται όχι μόνο κατά την κίνηση του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου αλλά και των

υπόλοιπων πεδίων, όπως το πεδίο ηλεκτρονίων, πρωτονίων, ηχητικών κυμάτων, κ.λπ. Υπάρχει

ήδη ένα ολόκληρο πλήθος γνωστών πεδίων, μαζί με όσα μπορεί να ανακαλυφθούν στο μέλλον.

Επιπλέον, η κίνηση προσεγγίζεται μόνο με την κλασσική έννοια των πεδίων (που γενικά

χρησιμοποιείται για την εξήγηση πώς το ολόγραμμα λειτουργεί). Στην πραγματικότητα, αυτά τα

πεδία υπακούνε τους κβαντομηχανικούς νόμους, οι οποίοι υπονοούν τις ιδιότητες της

ασυνέχειας και της μη τοπικότητας που έχουμε αναφέρει ήδη (και που θα συζητήσουμε πάλι

αργότερα σε αυτό το κεφάλαιο). Όπως θα δούμε αργότερα, ακόμη και οι κβαντικοί νόμοι

μπορούν απλά να είναι αφαιρέσεις από γενικότερους νόμους, των οποίων μόνο κάποια αόριστα

χαρακτηριστικά μπορούμε να δούμε. Έτσι η ολότητα της αναδίπλωσης της κίνησης μπορεί να

υπερβεί κατά πολύ αυτό που έχει αποκαλυφθεί στις παρατηρήσεις μας μέχρι σήμερα.

Στο κεφάλαιο 6 ονομάσαμε αυτήν την ολότητα ‘ολοκίνητο’ (holomovement). Η βασική

πρότασή μας ήταν πως αυτό που υπάρχει είναι το ολοκίνητο και πως οτιδήποτε πρέπει να

εξηγηθεί με όρους του ολοκίνητου. Παρότι το πλήρες σύνολο των νόμων που κυβερνούν αυτήν

την ολότητα είναι άγνωστο (και, ίσως, μη μαθευτό), αυτοί οι νόμοι θεωρούνται κατάλληλοι

ώστε να μπορούν από αυτούς να προκύψουν αυτόνομες ή ανεξάρτητες υπο- ολότητες κίνησης

(π.χ., πεδία, σωματίδια, κ.λπ.) που να έχουν μια επαναληψιμότητα και σταθερότητα σε ό,τι

αφορά τα βασικά τους χαρακτηριστικά τάξης και μέτρου. Τέτοιες υπο- ολότητες μπορούν έπειτα

να ερευνηθούν, κάθε μια χωριστά, χωρίς να χρειάζεται να γνωρίζουμε τους πλήρεις νόμους του

Page 6: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

ολοκίνητου. Αυτό υπονοεί, φυσικά, ότι αυτό που θα βρούμε σε αυτές τις έρευνες δεν πρέπει να

θεωρήσουμε ότι έχει απόλυτη και οριστική ισχύ, αλλά αντίθετα πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι

να ανακαλύψουμε τα όρια της ανεξαρτησίας κάθε σχετικά αυτόνομης δομής του νόμου, και από

αυτό το σημείο να συνεχίσουμε και να ψάξουμε για νέους νόμους που να έχουν εφαρμογή σε

ακόμη ευρύτερα πλαίσια αυτού του είδους.

Μέχρι τώρα έχουμε αντιπαραβάλει ελλοχεύουσες και εκπεφρασμένες τάξεις τις οποίες

έχουμε θεωρήσει χωριστές και διακριτές, αλλά όπως προτείναμε στο κεφάλαιο 6, η

εκπεφρασμένη τάξη μπορεί να θεωρηθεί ως μια ιδιαίτερη ή διακεκριμένη περίπτωση ενός

γενικότερου συνόλου ελλοχευουσών τάξεων από τις οποίες μπορεί να προκύψει. Αυτό που

ξεχωρίζει την εκπεφρασμένη τάξη είναι ένα σύνολο επαναλαμβανόμενων και σχετικά σταθερών

στοιχείων που είναι μεταξύ τους ανεξάρτητα. Αυτό το σύνολο στοιχείων (π.χ., πεδία και

σωματίδια) παρέχει στη συνέχεια την εξήγηση σε ό,τι αφορά εκείνη την περιοχή της εμπειρίας

όπου η μηχανιστική τάξη είναι ανεπαρκής. Στην επικρατούσα μηχανιστική προσέγγιση,

εντούτοις, αυτά τα στοιχεία, που υποτίθεται ότι υπάρχουν χωριστά και ανεξάρτητα, θεωρούνται

ότι αποτελούν τη βασική πραγματικότητα. Ο στόχος της επιστήμης είναι τότε να ξεκινήσει από

αυτά τα επιμέρους και να παράγει τα σύνολα μέσω της αφαίρεσης, εξηγώντας τα σαν

αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης των επιμέρους. Από την άλλη μεριά, όταν κάποιος εργάζεται

με τους όρους της ελλοχεύουσας τάξης, ξεκινάει με την αδιαίρετη ολότητα του κόσμου, και ο

σκοπός της επιστήμης είναι τότε να καταλήξει στα επιμέρους μέσω της αφαίρεσης από το

σύνολο, εξηγώντας τα ως κατά προσέγγιση χωριστά, σταθερά και επαναλαμβανόμενα, αλλά

εξωτερικά σχετιζόμενα στοιχεία που αποτελούν σχετικά αυτόνομες υπο- ολότητες, που μπορούν

να περιγραφούν με όρους της ελλοχεύουσας τάξης.

3. Η ΕΛΛΟΧΕΟΥΣΑ ΤΑΞΗ ΚΑΙ Η ΓΕΝΙΚΗ ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΥΛΗΣ

Θα προχωρήσουμε τώρα για να δώσουμε μια περισσότερο λεπτομερή περιγραφή για το πώς η

γενική δομή της ύλης μπορεί να γίνει κατανοητή από την άποψη της ελλοχεύουσας τάξης. Για

να το πετύχουμε αυτό θα εξετάσουμε άλλη μια φορά τη συσκευή που αναφέραμε στο κεφάλαιο

6, που χρησίμευσε ως μια αναλογία εξηγώντας ορισμένα ουσιαστικά χαρακτηριστικά της

ελλοχεύουσας τάξης. (Πρέπει να υπογραμμιστεί, εντούτοις, ότι είναι μόνο μια αναλογία και ότι,

όπως θα παρουσιαστεί λεπτομερέστερα αργότερα, η αντιστοιχία της με την ελλοχεύουσα τάξη

είναι περιορισμένη.)

Αυτή η συσκευή αποτελείται από δύο ομόκεντρους γυάλινους κυλίνδρους, με ένα ιξώδες

υγρό μεταξύ τους (π.χ. γλυκερίνη), έτσι ώστε ο εξωτερικός κύλινδρος να μπορεί να περιστραφεί

αργά για να υπάρχει μικρή διάχυση του υγρού. Μια σταγόνα από αδιάλυτο μελάνι τοποθετείται

στο ρευστό, και ο εξωτερικός κύλινδρος τίθεται σε περιστροφή, με αποτέλεσμα το σταγονίδιο να

παραμορφώνεται σε μια λεπτή μορφή σαν κλωστή που γίνεται τελικά αόρατη. Όταν έπειτα

περιστρέψουμε τον κύλινδρο στην αντίθετη κατεύθυνση, η μορφή επανέρχεται και γίνεται

ξαφνικά ορατή σαν μια σταγόνα ουσιαστικά ίδια με εκείνη που υπήρχε αρχικά.

Αξίζει να σκεφτούμε προσεκτικά αυτό που πραγματικά συμβαίνει στη διαδικασία που

μόλις περιγράψαμε. Καταρχάς, ας θεωρήσουμε ένα μέρος του υγρού. Τα μέρη με μεγαλύτερη

ακτίνα θα κινηθούν γρηγορότερα από εκείνα με μικρότερες ακτίνες. Ένα τέτοιο μέρος του υγρού

Page 7: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

επομένως θα παραμορφωθεί, και αυτό εξηγεί γιατί τελικά σχηματίζει η σταγόνα μια μακρόστενη

μορφή. Τώρα, η σταγόνα μελανιού αποτελείται από ένα σύνολο μορίων άνθρακα που αρχικά

αιωρούνται μέσα στο υγρό. Καθώς το μέρος του υγρού παραμορφώνεται τα σωματίδια του

μελανιού θα μεταφερθούν με αυτό. Το σύνολο των σωματιδίων έτσι απλώνει σε έναν τόσο

μεγάλο όγκο ώστε η πυκνότητά τους μειώνεται κάτω από το όριο που είναι ορατό. Όταν η

κίνηση αντιστρέφεται, τότε (όπως είναι γνωστό από τους φυσικούς νόμους που κυβερνούν τα

ιξώδη μέσα) κάθε μέρος του ρευστού ξαναβρίσκει τη διαδρομή του, έτσι ώστε τελικά το

επιμηκυμένο μέρος του υγρού ξαναποκτά την αρχική μορφή του. Καθώς γίνεται αυτό, μεταφέρει

τα σωματίδια του μελανιού μαζί του, έτσι ώστε τελικά και αυτά με τη σειρά τους

ανασυντάσσονται και γίνονται αρκετά πυκνά ώστε να γίνουν ορατά, με τη μορφή σταγόνων

μελανιού.

Όταν τα σωματίδια του μελανιού έχουν παραμορφωθεί, κάποιος μπορεί να πει ότι είναι

ελλοχεύοντα στη γλυκερίνη, με τον ίδιο τρόπο που ένα αυγό εμπεριέχεται μέσα σε ένα κέικ.

Φυσικά, η διαφορά είναι ότι η σταγόνα μπορεί να ξεδιπλωθεί με την αντιστροφή της κίνησης

του ρευστού, ενώ δεν υπάρχει κανένας τρόπος να πάρουμε πίσω το αυγό (αυτό συμβαίνει επειδή

το υλικό υποβάλλεται εδώ σε μη αντιστρεπτή διαδικασία ανάμειξης).

Η αναλογία τέτοιας διαδικασίας αναδίπλωσης με την ελλοχεύουσα τάξη σε σχέση με ένα

ολόγραμμα είναι αρκετά καλή. Για να αναπτύξουμε αυτήν την αναλογία περαιτέρω, ας

θεωρήσουμε δυο σταγόνες μελανιού τη μία κοντά στην άλλη, και για να κάνουμε την

απεικόνιση ευκολότερη θα υποθέσουμε ότι τα σωματίδια του μελανιού στη μία σταγόνα είναι

κόκκινα, ενώ εκείνα στην άλλη σταγόνα είναι μπλε. Αν περιστρέψουμε έπειτα τον εξωτερικό

κύλινδρο, το υγρό μέσα στο οποίο βρίσκονται οι δυο σταγόνες θα παραμορφωθεί, έτσι ώστε οι

δύο επιμηκυμένες μορφές, ενώ ξέχωρες και διαφορετικές, θα αναμειχθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε

να σχηματίσουν ένα σύνθετο σχέδιο μη ορατό από το μάτι (κάπως σαν το σχέδιο συμβολής που

καταγράφεται στο ολόγραμμα, το οποίο έχει, εντούτοις, αρκετά διαφορετική προέλευση). Τα

σωματίδια του μελανιού σε κάθε σταγονίδιο φυσικά θα παρασυρθούν από την κίνηση του υγρού,

αλλά με κάθε σωματίδιο στη δική του γραμμή μέσα στο υγρό. Τελικά, πάντως, σε οποιαδήποτε

περιοχή αρκετά μεγάλη για να είναι ορατή, τα κόκκινα σωματίδια από το ένα σταγονίδιο και τα

μπλε σωματίδια από το άλλο σταγονίδιο θα φανούν αναμεμειγμένα, προφανώς τυχαία. Όταν η

κίνηση του υγρού αντιστραφεί, κάθε επιμηκυμένο μέρος του ρευστού θα επανέρθει στην αρχική

του μορφή ώσπου τελικά θα ξαναφανούν οι κόκκινες και μπλε σταγόνες σε δύο διαφορετικές

περιοχές του υγρού. Αν κάποιος παρατηρούσε τι συμβαίνει με μεγαλύτερη προσοχή (π.χ., με ένα

μικροσκόπιο), θα έβλεπε τα κόκκινα και μπλε σωματίδια που θα ήταν αρχικά κοντά, να

χωρίζουν, και στη συνέχεια τα σωματίδια ενός χρώματος που θα ήταν μακριά μεταξύ τους να

ενώνονται.

Μοιάζει σαν τα απόμακρα σωματίδια ενός δεδομένου χρώματος να ‘ήξεραν’ ότι είχαν

ένα κοινό πεπρωμένο, διαφορετικό από εκείνο των σωματιδίων του άλλου χρώματος, με το

οποίο ήταν συνδεδεμένα. Φυσικά, δεν υπάρχει σε αυτήν την περίπτωση κανένα τέτοιο

‘πεπρωμένο.’ Πράγματι, όπως εξηγήσαμε, όλα αυτά συμβαίνουν μηχανικά, με τις σύνθετες

κινήσεις των στοιχείων του ρευστού μέσα στο οποίο τα σωματίδια του μελανιού αιωρούνται.

Αλλά πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι αυτή η συσκευή είναι μόνο μια αναλογία, που

χρησιμοποιείται για να εξηγήσει μια νέα έννοια τάξης. Για να εξηγήσουμε αυτήν την έννοια με

Page 8: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

σαφήνεια, πρέπει να ξεκινήσουμε εστιάζοντας την προσοχή μας στα σωματίδια του μελανιού,

αφήνοντας κατά μέρος το υγρό μέσα στο οποίο αυτά αιωρούνται, τουλάχιστον προς το παρόν.

Όταν τα σύνολα των σωματιδίων του μελανιού από κάθε σταγόνα επιμηκυνθούν σε αόρατες

γραμμές, έτσι ώστε και τα δύο χρώματα αναμιχθούν, κάποιος μπορεί να πει ότι κάθε σύνολο, με

κάποιον τρόπο, παραμένει ξεχωριστό. Αυτή η διάκριση δεν είναι γενικά εμφανής στις αισθήσεις,

αλλά έχει μια ορισμένη σχέση με τη συνολική κατάσταση από την οποία τα δύο σύνολα έχουν

προέλθει. Αυτή η κατάσταση περιλαμβάνει τους γυάλινους κυλίνδρους, το ιξώδες ρευστό και τις

κινήσεις του, καθώς και την αρχική κατανομή των σωματιδίων του μελανιού. Μπορούμε τότε να

πούμε ότι κάθε σωματίδιο του μελανιού ανήκει σε ένα ορισμένο διακριτό σύνολο και ότι είναι

συνδεδεμένο με κάθε άλλο σωματίδιο σε αυτήν την κατανομή με μια δύναμη της συνολικής

αναγκαιότητας, η οποία μπορεί να φέρει το σύνολο σε ένα κοινό αποτέλεσμα (π.χ. να

ξανασχηματίσει τη μορφή μιας σταγόνας).

Στην περίπτωση της συσκευής μας, η γενική αναγκαιότητα λειτουργεί μηχανικά με την

κίνηση του ρευστού, σύμφωνα με τους γνωστούς νόμους της υδροδυναμικής. Όπως αναφέρθηκε

προηγουμένως, ωστόσο, θα εγκαταλείψουμε αυτήν την μηχανιστική αναλογία και θα

προχωρήσουμε να εξετάσουμε το ολοκίνητο. Σε αυτό, υπάρχει επίσης μια γενική αναγκαιότητα

(που στο κεφάλαιο 6 ονομάσαμε ‘ολονομία’) αλλά οι νόμοι της πλέον δεν είναι μηχανικοί.

Αντίθετα, όπως επισημάναμε στην παράγραφο 2 αυτού του κεφαλαίου, οι νόμοι της θα είναι σε

μια πρώτη προσέγγιση εκείνοι της κβαντικής θεωρίας, ενώ ακριβέστερα θα υπερβούν ακόμη και

αυτούς, με τρόπο που είναι προς το παρόν μόνο αόριστα ευδιάκριτος. Εντούτοις, κάποιες

παρόμοιες αρχές διάκρισης θα επικρατήσουν στο ολοκίνητο όπως η αναλογία με τη συσκευή

μας με τους γυάλινους κυλίνδρους. Δηλαδή, κατανομές στοιχείων που αναμιγνύονται ή

αλληλοδιαπερνούνται στο χώρο μπορούν να διακριθούν, αλλά μόνο στα πλαίσια ορισμένων

συνολικών καταστάσεων στις οποίες τα μέλη κάθε συνόλου σχετίζονται μέσω της δύναμης μιας

γενικής αναγκαιότητας, έμφυτης σε αυτές τις καταστάσεις, η οποία μπορεί να τα συνδέει με έναν

καθορισμένο τρόπο.

Τώρα που έχουμε διαμορφώσει ένα νέο είδος διάκρισης συνόλων που είναι μαζί

αναδιπλωμένα στο χώρο, μπορούμε να βάλουμε αυτές τις διαφορές σε μια τάξη. Η απλούστερη

έννοια τάξης είναι αυτή μιας ακολουθίας ή μιας διαδοχής. Θα αρχίσουμε με μια τέτοια απλή

ιδέα και θα την αναπτύξουμε αργότερα σε πιο σύνθετες και λεπτότερες έννοιες τάξης.

Όπως είδαμε στο κεφάλαιο 5, η ουσία μιας απλής, σειριακής τάξης βρίσκεται στη

διαδοχή σχέσεων μεταξύ διακριτών στοιχείων:

A : Β :: Β : C :: C : D

Για παράδειγμα, αν το Α αντιπροσωπεύει ένα τμήμα μιας ευθείας, το Β το αμέσως επόμενο,

κοκ., η ακολουθία των τμημάτων της ευθείας προκύπτει από το παραπάνω σύνολο σχέσεων.

Ας επιστρέψουμε τώρα στην αναλογία μας του μελανιού- στο- υγρό, και ας υποθέσουμε

ότι έχουμε βάλει στο υγρό έναν μεγάλο αριθμό σταγονιδίων, το ένα κοντά στο άλλο και

τακτοποιημένα σε μια γραμμή (αυτή τη φορά δεν υποθέτουμε διαφορετικά χρώματα). Ας τα

ονομάζουμε Α, Β, C, D… Γυρίζουμε έπειτα τον εξωτερικό κύλινδρο πολλές φορές, έτσι ώστε

κάθε ένα από τα σταγονίδια να δώσει και μια κατανομή σωματιδίων μελανιού, αναδιπλωμένα σε

Page 9: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

μια αρκετά μεγάλη περιοχή του χώρου ώστε τα σωματίδια από όλες τις σταγόνες να αναμιχθούν.

Ονομάζουμε τις διαδοχικές κατανομές A' , B' , C' , D' … Είναι σαφές ότι, με κάποια έννοια, μια

ολόκληρη γραμμική τάξη αναδιπλώθηκε μέσα στο ρευστό. Αυτή η τάξη μπορεί να εκφραστεί

μέσω των σχέσεων

A' : B' :: B' : C' :: C' : D'

Αυτή η τάξη δεν είναι ορατή στις αισθήσεις. Ωστόσο, η πραγματικότητά της μπορεί να

φανεί με την αντιστροφή της κίνησης του ρευστού, έτσι ώστε τα σύνολα, A' , B' , C', D'…, θα

ξεδιπλωθούν δίνοντας την αρχική γραμμικά τακτοποιημένη σειρά σταγόνων, Α, Β, C, D…

Σε όσα είπαμε, θεωρήσαμε μια δεδομένη εκπεφρασμένη τάξη, που αποτελείται από

κατανομές σωματιδίων μελανιού τοποθετημένα σε μια γραμμή, και τη μετασχηματίσαμε σε μια

ακολουθία ελλοχευουσών τάξεων, οι οποίες είναι με κάποιο θεμελιώδη τρόπο παρόμοιες. Θα

εξετάσουμε τώρα ένα λεπτότερο είδος τάξης, που δεν προέρχεται από έναν τέτοιο

μετασχηματισμό. Ας υποθέσουμε πως βάζουμε στο υγρό ένα σταγονίδιο μελανιού, Α, και

γυρίζουμε τον εξωτερικό κύλινδρο ν φορές. Επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία με τα επόμενα

σταγονίδια, B, C, D… Οι προκύπτουσες κατανομές σωματιδίων μελανιού, Α, B, C, D…, θα

διαφέρουν τώρα με έναν νέο τρόπο, γιατί όταν αντιστρέφεται η κίνηση του ρευστού τα σύνολα

θα ενωθούν διαδοχικά για να διαμορφώσουν σταγονίδια με μια σειρά αντίστροφη από εκείνη με

την οποία τοποθετήθηκαν. Για παράδειγμα, σε ένα ορισμένο στάδιο θα σχηματιστούν τα

σωματίδια της κατανομής D. Έπειτα θα ακολουθήσουν τα σωματίδια της κατανομής C, κοκ.

Έτσι αυτά τα σύνολα διαμορφώνουν μια ορισμένη διαδοχική τάξη. Εντούτοις, αυτό δεν είναι σε

καμία περίπτωση ένας μετασχηματισμός γραμμικής τάξης στο χώρο (όπως ήταν εκείνος της

ακολουθίας A' , B', C', D'…, που εξετάσαμε νωρίτερα), γιατί γενικά μόνο μία από αυτές τις

κατανομές θα ξεδιπλωθεί σε κάποια δεδομένη χρονική στιγμή. Όταν κάποια κατανομή

ξεδιπλώνεται, οι υπόλοιπες είναι ακόμη ελλοχεύουσες. Μα λίγα λόγια, έχουμε να κάνουμε με

μια τάξη που δεν μπορεί να εξωτερικευτεί ολόκληρη την ίδια στιγμή, αλλά που είναι

πραγματική, όπως μπορεί να αποκαλυφθεί όταν διαδοχικά σταγονίδια γίνονται ορατά καθώς

αντιστρέφεται η περιστροφή του κυλίνδρου.

Ονομάζουμε αυτήν την τάξη ως εγγενώς ελλοχεύουσα, για να τη διακρίνουμε από μία

άλλη τάξη η οποία μπορεί να διπλωθεί και να ξεδιπλωθεί σε μια εκπεφρασμένη τάξη την ίδια

στιγμή. Έτσι έχουμε εδώ ένα παράδειγμα για το πώς, όπως είδαμε στην παράγραφο 2, μια

εκπεφρασμένη τάξη είναι μια ειδική περίπτωση ενός γενικότερου συνόλου ελλοχευουσών

τάξεων.

Ας συνεχίσουμε τώρα συνδυάζοντας τα δύο παραπάνω είδη τάξης. Βάζουμε αρχικά μια

σταγόνα Α σε μια ορισμένη θέση και γυρίζουμε τον κύλινδρο ν φορές. Βάζουμε έπειτα τη

σταγόνα Β σε μια λίγο διαφορετική θέση και γυρίζουμε τον κύλινδρο ν επίσης φορές (έτσι ώστε

η Α να έχει περιστραφεί 2ν φορές). Συνεχίζουμε κατά αυτόν τον τρόπο αναδιπλώνοντας έναν

μεγάλο αριθμό σταγόνων. Περιστρέφουμε έπειτα τη συσκευή αρκετά γρήγορα στην αντίστροφη

κατεύθυνση. Αν ο ρυθμός εμφάνισης σταγονιδίων είναι μεγαλύτερος από τον ελάχιστο χρόνο

ανάλυσης του ανθρώπινου ματιού, αυτό προφανώς που θα δούμε θα είναι ένα σωματίδιο που

κινείται συνεχώς μέσα στο χώρο.

Page 10: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Τέτοιες αναδιπλώσεις της ελλοχεύουσας τάξης μπορούν να παρέχουν ένα νέο μοντέλο,

για παράδειγμα, ενός ηλεκτρονίου, το οποίο είναι αρκετά διαφορετικό από αυτό που

προσφέρεται από την υπάρχουσα μηχανιστική έννοια ενός σωματιδίου που υπάρχει κάθε στιγμή

σε μια μικρή μόνο περιοχή του χώρου και που αλλάζει θέση συνεχώς με το χρόνο. Αυτό που

είναι ουσιαστικό σε αυτό το νέο μοντέλο είναι ότι το ηλεκτρόνιο μπορεί να γίνει κατανοητό

μέσω ενός γενικού συνόλου ελλοχευουσών κατανομών, που γενικά δεν είναι τοπικά

εντοπισμένες. Σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή κάποια από τις κατανομές μπορεί να ξεδιπλωθεί

και επομένως να εντοπιστεί στο χώρο, αλλά αμέσως μετά αναδιπλώνεται για να αντικατασταθεί

από την επόμενη. Η έννοια της συνέχειας της ύπαρξης προσεγγίζεται από αυτήν της πολύ

γρήγορης επανάληψης παρόμοιων μορφών, που αλλάζουν με έναν απλό και κανονικό τρόπο

(όπως ένας γρήγορα περιστρεφόμενος τροχός ενός ποδηλάτου δίνει την εντύπωση ενός στερεού

δίσκου, παρά μια σειρά περιστρεφόμενων ακτίνων). Φυσικά, πιο θεμελιωδώς, το σωματίδιο

είναι μόνο μια αφαίρεση ορατή στις αισθήσεις μας. Αυτό που πάντα υπάρχει είναι μια ολότητα

κατανομών, όλες υπάρχουσες μαζί, σε μια τακτική σειρά αναδιπλώσεων, και οι οποίες

αναμιγνύονται και αλληλοδιαπερνούνται σε όλο το χώρο.

Είναι επίσης φανερό ότι θα μπορούσαμε να έχουμε αναδιπλώσει έναν οποιοδήποτε

αριθμό τέτοιων ‘ηλεκτρονίων,’ των οποίων οι μορφές θα αναμιγνύονταν και θα διαπερνούσαν η

μία την άλλη στην ελλοχεύουσα τάξη. Εντούτοις, καθώς αυτές οι μορφές θα ξεδιπλώνονταν και

θα γίνονταν έκδηλες στις αισθήσεις μας, θα είχαν φανερωθεί σαν ένα σύνολο ‘σωματιδίων’

σαφώς ξεχωριστών. Η διευθέτηση των κατανομών θα μπορούσε να είναι τέτοια ώστε αυτές οι

σαν σωματίδια εξωτερικεύσεις να φαίνονται σαν να ‘κινούνταν’ ανεξάρτητα η μία από την άλλη

σε ευθείες γραμμές, ή αλλιώς, κατά μήκος καμπυλών αμοιβαία συνδεμένων και

αλληλεξαρτώμενων, σαν να υπήρχε κάποια δύναμη αλληλεπίδρασης μεταξύ τους. Καθώς η

κλασσική φυσική στοχεύει παραδοσιακά να εξηγεί όλα τα φαινόμενα από την άποψη της

αλληλεπίδρασης μεταξύ σωματιδίων, είναι σαφές ότι κάποιος θα μπορούσε εξίσου εύστοχα να

χρησιμοποιήσει όλη την περιοχή που καλύπτεται σωστά από τέτοιες κλασσικές έννοιες με τους

όρους του δικού μας μοντέλου των διαταγμένων ακολουθιών αναδιπλούμενων κατανομών.

Αυτό που προτείνουμε εδώ είναι ότι στην περιοχή της κβαντικής φυσικής αυτό το

πρότυπο είναι πολύ καλύτερο από την κλασσική έννοια της αλληλεπίδρασης σωματιδίων. Κατά

συνέπεια, αν και οι διαδοχικά εντοπισμένες εκδηλώσεις ενός ηλεκτρονίου, για παράδειγμα,

μπορεί να βρίσκονται πολύ κοντά η μια στην άλλη έτσι ώστε να προσεγγίζουν μια συνεχή

διαδρομή, αυτό δεν είναι πάντα απαραίτητο. Σε γενικές γραμμές, ασυνέχειες μπορούν να

επιτραπούν στις εκπεφρασμένες διαδρομές- και αυτό μπορεί να παρέχει τη βάση μιας εξήγησης

για το πώς, όπως είπαμε στην παράγραφο 2, ένα ηλεκτρόνιο μπορεί να μεταβεί από μία

κατάσταση σε μία άλλη χωρίς να περάσει από τις ενδιάμεσες καταστάσεις. Αυτό είναι δυνατό,

επειδή το ‘σωματίδιο’ είναι μόνο μια αφαίρεση από ένα πολύ μεγαλύτερου σύνολο δομής. Αυτή

η αφαίρεση είναι αυτό που φανερώνεται στις αισθήσεις μας (ή τα όργανα) αλλά προφανώς δεν

υπάρχει κανένας λόγος γιατί πρέπει η κίνηση να είναι συνεχής (ή ακόμα η ύπαρξη).

Έπειτα, αν το συνολικό πλαίσιο της διαδικασίας αλλάξει, τελείως νέοι τρόποι

εξωτερίκευσης μπορεί να προκύψουν. Κατά συνέπεια, επιστρέφοντας στην αναλογία του

μελανιού- στο- υγρό, αν η κατεύθυνση περιστροφής των κυλίνδρων αλλάξει, ή αν τοποθετηθούν

εμπόδια μέσα στο υγρό, η μορφή και η τάξη της εξωτερίκευσης θα είναι διαφορετικές. Μια

Page 11: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

τέτοια εξάρτηση- δηλαδή αυτό που παρατηρούμε να εκδηλώνεται σε σχέση με το σύνολο των

καταστάσεων- έχει έναν στενό παραλληλισμό με ένα γνώρισμα που έχουμε αναφέρει στην

παράγραφο 2, δηλαδή ότι σύμφωνα με την κβαντική θεωρία τα ηλεκτρόνια μπορούν να

παρουσιάσουν ιδιότητες παρόμοιες είτε με εκείνες των σωματιδίων ή με εκείνες των κυμάτων (ή

κάτι ενδιάμεσο) ανάλογα με τη συνολική κατάσταση στην οποία βρίσκονται και στην οποία

μπορούν να παρατηρηθούν.

Απ’ όσα έχουμε πει ως εδώ, φαίνεται ότι η ελλοχεύουσα τάξη δίνει μια γενικά

συνεπέστερη περιγραφή των κβαντικών ιδιοτήτων της ύλης από ότι η παραδοσιακή μηχανιστική

τάξη. Αυτό που προτείνουμε εδώ είναι ότι η ελλοχεύουσα τάξη θα πρέπει να θεωρηθεί ως

θεμελιώδης. Για να καταλάβουμε όμως αυτήν την πρόταση πλήρως, θα πρέπει να την

αντιπαραβάλλουμε προσεκτικά με αυτό που υπονοείται από μια μηχανιστική προσέγγιση

βασισμένη στην εκπεφρασμένη τάξη. Γιατί, ακόμη και από την άποψη αυτής της τελευταίας

προσέγγισης, μπορούμε να αναγνωρίσουμε, τουλάχιστον με κάποια έννοια, ότι η ελλοχεύουσα

και η εκπεφρασμένη τάξη μπορούν να βρεθούν σε διάφορες καταστάσεις (π.χ., όπως σε εκείνη

με τη σταγόνα του μελανιού). Ωστόσο, αυτή η περίπτωση δεν θεωρείται ότι έχει ιδιαίτερη

σημασία. Αυτό που είναι πρωταρχικό, ανεξάρτητα υπάρχον, και καθολικό, πιστεύεται ότι μπορεί

να εκφραστεί μέσω μιας εξωτερικευμένης τάξης, με όρους στοιχείων που σχετίζονται εξωτερικά

(και αυτά θεωρείται συνήθως ότι είναι σωματίδια, ή πεδία, ή κάποιος συνδυασμός των δύο).

Όποτε η ελλοχεύουσα και η εκπεφρασμένη τάξη ανακαλύπτονται να συμβαίνουν, ερμηνεύονται

από την άποψη μιας εκπεφρασμένης τάξης μέσω μιας βαθύτερης μηχανιστικής ανάλυσης (όπως,

πράγματι, συμβαίνει με τη συσκευή μελανιού-σταγονιδίων).

Η πρότασή μας να αρχίσουμε με την ελλοχεύουσα τάξη ως βασική, σημαίνει πως ό,τι

είναι πρωταρχικό, ανεξάρτητα υπάρχον, και παγκόσμιο πρέπει να εκφραστεί από την άποψη της

ελλοχεύουσας τάξης. Προτείνουμε επομένως ότι είναι η ελλοχεύουσα τάξη που είναι αυτόνομα

ενεργή ενώ, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η εκπεφρασμένη τάξη ρέει μέσα από τη

νομοτέλεια της ελλοχεύουσας τάξης σαν δευτερεύουσα, παράγωγη, και αρμόζουσα μόνο σε

ορισμένα περιορισμένα πλαίσια. Ή, για να το θέσουμε αλλιώς, οι σχέσεις που αποτελούν το

θεμελιώδη νόμο βρίσκονται μέσα στις ελλοχεύουσες δομές που αναμειγνύονται και διαπερνούν

η μία την άλλη, σε όλο το χώρο, παρά στις επιλεγμένες και κατακερματισμένες μορφές που είναι

προφανείς στις αισθήσεις (και στα όργανά μας).

Ποιο είναι τότε το νόημα ενός ανεξάρτητου και αυθύπαρκτου ‘αυτονόητου κόσμου’ στην

εκπεφρασμένη τάξη; Η απάντηση υποδεικνύεται από τη ρίζα της λέξης ‘manifest,’ η οποία

προέρχεται από το λατινικό ‘manus,’ που σημαίνει ‘χέρι.’ Δηλαδή, προφανές είναι αυτό που

μπορεί να κρατηθεί με το χέρι - κάτι στέρεο, απτό και οπτικά σταθερό. Η ελλοχεύουσα τάξη έχει

τη βάση της στο ολοκίνητο που είναι, όπως έχουμε δει, απέραντο, πλούσιο, και σε μια

κατάσταση ατελείωτης ροής αναδίπλωσης, με νόμους από τους οποίους οι περισσότεροι είναι

μόνο αόριστα γνωστοί, και που μπορούν τελικά να είναι μη αναγνωρίσιμοι στο σύνολό τους.

Κατά συνέπεια δεν μπορεί να γίνει κατανοητό ως κάτι στέρεο, απτό και σταθερό στις αισθήσεις

(ή στα όργανά μας). Εντούτοις, όπως είπαμε, ο γενικός νόμος (ολονομία) μπορεί να υποτεθεί ότι

είναι τέτοιος ώστε σε μια ορισμένη υπό- τάξη, μέσα σε ολόκληρο το σύνολο της ελλοχεύουσας

τάξης, υπάρχει μια ολότητα μορφών που έχουν ένα συγκεκριμένο είδος επανάληψης,

σταθερότητας και διαχωρισιμότητας. Προφανώς, αυτές οι μορφές μπορούν να εμφανιστούν ως

Page 12: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

στέρεα, απτά, και σταθερά στοιχεία που αποτελούν τον ‘εκδηλωμένο κόσμο.’ Η ιδιαίτερη υπό-

τάξη που υποδείξαμε παραπάνω, η οποία αποτελεί τη βάση της δυνατότητας αυτού του

φανερωμένου κόσμου, είναι τότε αυτό που εννοούμε εκπεφρασμένη τάξη.

Μπορούμε, για ευκολία, να έχουμε μια εικόνα της εκπεφρασμένης τάξης, να την

φανταζόμαστε, ή την παρουσιάζουμε στους εαυτούς μας, σαν την τάξη που είναι παρούσα στις

αισθήσεις. Το γεγονός ότι αυτή η τάξη είναι λίγο- πολύ αυτή που εμφανίζεται στις αισθήσεις

πρέπει, ωστόσο, να εξηγηθεί. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο όταν φέρουμε τη συνείδηση στο

προσκήνιο και δείξουμε ότι η ύλη γενικά και η συνείδηση ειδικότερα μπορούν να έχουν αυτήν

την εκπεφρασμένη (φανερή) τάξη ως κοινό χαρακτηριστικό. Αυτό το ζήτημα θα αναλυθεί

περισσότερο όταν θα συζητήσουμε την έννοια της συνείδησης στις παραγράφους 7 και 8.

4. Η ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΩΣ ΕΝΔΕΙΞΗ ΜΙΑΣ ΠΟΛΥΔΙΑΣΤΑΤΗΣ ΕΛΛΟΧΕΥΟΥΣΑΣ

ΤΑΞΗΣ

Ως εδώ έχουμε παρουσιάσει την ελλοχεύουσα τάξη ως μια διαδικασία αναδίπλωσης που

πραγματοποιείται στο συνηθισμένο τρισδιάστατο χώρο. Εντούτοις, όπως επισημάναμε στην

παράγραφο 2 η κβαντική θεωρία διαθέτει ένα νέο είδος μη- τοπικής σχέσης, η οποία μπορεί να

περιγραφεί ως μη- αιτιακή σύνδεση στοιχείων που είναι απόμακρα μεταξύ τους, φαινόμενο το

οποίο παρουσιάζεται στο νοητικό πείραμα των Einstein, Podolsky και Rosen. Σε ό,τι αφορά τους

σκοπούς μας, δεν είναι απαραίτητο να μπούμε σε τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με αυτήν τη μη-

τοπική σχέση. Αυτό που είναι σημαντικό εδώ είναι ότι κάποιος βρίσκει, μέσω μιας μελέτης των

επιπτώσεων της κβαντικής θεωρίας, ότι η ανάλυση ενός συστήματος σε ένα σύνολο

ανεξάρτητων αλλά αλληλεπιδρώντων σωματιδίων αναλύεται με έναν ριζικά νέο τρόπο.

Ανακαλύπτει, δηλαδή, και από την άποψη των μαθηματικών εξισώσεων και από τα

αποτελέσματα των πραγματικών πειραμάτων, ότι τα διάφορα σωματίδια πρέπει να θεωρηθούν

κυριολεκτικά ως προβολές μιας πολυδιάστατης πραγματικότητας που δεν μπορεί να εξηγηθεί με

κανένα είδος δύναμης αλληλεπίδρασης.

Μπορούμε να αποκτήσουμε μια χρήσιμη διαισθητική άποψη για το τι σημαίνει προβολή

εδώ, θεωρώντας την ακόλουθη συσκευή. Πρόκειται για μια δεξαμενή γεμάτη νερό, με

διάφανους τοίχους (Εικ. 7.1). Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν δύο τηλεοπτικές κάμερες, Α και Β,

που παρακολουθούν τη δεξαμενή (π.χ., ψάρια που κολυμπούν μέσα της) και οι οποίες

βρίσκονται κάθετα μεταξύ τους. Έστω ότι οι αντίστοιχες εικόνες από τις δύο κάμερες

προβάλλονται σε δύο οθόνες Α και Β σε ένα άλλο δωμάτιο. Αυτό που θα δούμε εκεί, είναι μια

Page 13: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

ορισμένη σχέση μεταξύ των εικόνων που εμφανίζονται στις δύο οθόνες. Για παράδειγμα, στην

οθόνη Α μπορούμε να δούμε την εικόνα ενός ψαριού, και στην οθόνη Β θα δούμε μια άλλη

τέτοια εικόνα. Σε κάποια χρονική στιγμή κάθε εικόνα θα φανεί γενικά διαφορετική από την

άλλη. Ωστόσο, οι διαφορές θα συνδέονται, με την έννοια ότι όταν στη μία οθόνη εμφανίζονται

κάποιες κινήσεις, στην άλλη οθόνη θα εμφανίζονται οι αντίστοιχες κινήσεις. Επιπλέον, το

περιεχόμενο της μίας οθόνης θα εμφανίζεται στην άλλη (π.χ., όταν ένα ψάρι που κοιτάζει την

κάμερα Α γυρίσει 90ο, η εικόνα που φαινόταν στην κάμερα Α θα εμφανιστεί στην κάμερα Β).

Κατά συνέπεια το περιεχόμενο της μίας οθόνης θα σχετίζεται και θα απεικονίζει το περιεχόμενο

της άλλης οθόνης.

Φυσικά, ξέρουμε ότι οι δύο εικόνες δεν αντιστοιχούν σε ανεξάρτητα, αν και

αλληλεπιδρώντα, αντικείμενα (δηλαδή ότι η μια εικόνα θα μπορούσε να ‘προκαλεί’ αντίστοιχες

μεταβολές στην άλλη εικόνα). Αντίθετα, αντιστοιχούν σε μία πραγματικότητα, η οποία είναι το

κοινό έδαφος και για τις δύο (και αυτό εξηγεί το συσχετισμό των δύο εικόνων χωρίς να υπάρχει

κάποια αιτιακή αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Αυτή η πραγματικότητα είναι υψηλότερης

διάστασης από ότι είναι οι χωριστές εικόνες στις οθόνες ή, για να το πούμε διαφορετικά, οι

εικόνες στις οθόνες είναι δισδιάστατες προβολές (ή όψεις) μιας τρισδιάστατης πραγματικότητας.

Με κάποια έννοια αυτή η τρισδιάστατη πραγματικότητα εμπεριέχει τις δισδιάστατες προβολές.

Ωστόσο, καθώς οι προβολές υπάρχουν μόνο ως αφαιρέσεις, η τρισδιάστατη πραγματικότητα δεν

είναι καμία από αυτές, αλλά είναι κάτι άλλο, κάτι πέρα και από τις δύο.

Αυτό που προτείνουμε εδώ είναι ότι η κβαντική ιδιότητα μιας μη- τοπικής, μη- αιτιακής

σχέσης μεταξύ απόμακρων στοιχείων μπορεί να γίνει κατανοητή μέσω μιας επέκτασης της

έννοιας που μόλις περιγράψαμε. Δηλαδή, μπορούμε να θεωρήσουμε καθένα από τα ‘σωματίδια’

που συγκροτούν ένα σύστημα ως προβολές μιας ‘ανώτερης διάστασης’ πραγματικότητας, παρά

σαν ξεχωριστά σωματίδια που υπάρχουν όλα μαζί σε έναν συνήθη τρισδιάστατο χώρο. Στο

πείραμα των Einstein, Podolsky και Rosen, λόγου χάρη, στο οποίο αναφερθήκαμε πριν, καθένα

από δύο άτομα που συνδυάζονται αρχικά για να αποτελέσουν ένα μοναδικό μόριο μπορεί να

θεωρηθεί ως τρισδιάστατη προβολή μιας εξαδιάστατης πραγματικότητας. Αυτό μπορεί να

επιδειχθεί πειραματικά αναγκάζοντας το μόριο να αποσυντεθεί και έπειτα να παρατηρήσουμε τα

δύο άτομα αφότου θα έχουν χωριστεί και θα είναι αρκετά μακριά μεταξύ τους, έτσι ώστε να μην

προλάβουν να αλληλεπιδράσουν και επομένως να μην έχουν καμία αιτιακή σύνδεση μεταξύ

τους. Αυτό που τελικά διαπιστώνεται είναι ότι η συμπεριφορά των δύο ατόμων συσχετίζεται με

τρόπο που είναι παρόμοιος με εκείνον των δύο τηλεοπτικών εικόνων των ψαριών, που

περιγράψαμε νωρίτερα. Έτσι (όπως επιδεικνύεται παρακάτω από μια προσεκτική εξέταση της

μαθηματικής μορφής των κβαντικών νόμων που εμπλέκονται εδώ), κάθε ηλεκτρόνιο ενεργεί σαν

ήταν μια προβολή μιας υψηλότερης διάστασης πραγματικότητας.

Κάτω από ορισμένες συνθήκες,8 οι δύο τρισδιάστατες προβολές που αντιστοιχούν στα

δύο άτομα μπορούν να έχουν μια σχετική ανεξαρτησία συμπεριφοράς. Όταν αυτές οι συνθήκες

ικανοποιούνται, θα έχουμε μια καλή προσέγγιση για να περιγράψουμε τα δύο άτομα σαν

ανεξάρτητα και αλληλεπιδρώντα αντικείμενα, και τα δύο στον ίδιο τρισδιάστατο χώρο.

Γενικότερα, εντούτοις, τα δύο άτομα θα παρουσιάσουν την χαρακτηριστική μη- τοπική

συμπεριφορά που υπονοεί ότι, σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, αποτελούν μόνο τρισδιάστατες

προβολές του είδους που περιγράφθηκε παραπάνω.

Page 14: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Ένα σύστημα που αποτελείται από Ν ‘σωματίδια’ είναι έτσι μια 3N διαστάσεων

πραγματικότητα, της οποίας κάθε ‘σωματίδιο’ είναι μια τρισδιάστατη προβολή. Με τους

συνηθισμένους όρους της καθημερινής εμπειρίας μας, αυτές οι προβολές θα είναι με

ικανοποιητική προσέγγιση ανεξάρτητες ώστε να τις μεταχειριστεί κάποιος με τον τρόπο που

συνήθως τις αντιμετωπίζουμε, σαν ένα σύνολο σωματιδίων που υπάρχουν χωριστά στον ίδιο

τρισδιάστατο χώρο. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες αυτή η προσέγγιση δεν θα είναι επαρκής.

Για παράδειγμα, σε χαμηλές θερμοκρασίες μια ομάδα ηλεκτρονίων παρουσιάζει τη νέα ιδιότητα

της υπεραγωγιμότητας, όπου η ηλεκτρική αντίσταση εξαφανίζεται, ώστε το ηλεκτρικό ρεύμα

μπορεί να ρεύσει επ’ αόριστο. Αυτό εξηγείται δείχνοντας ότι τα ηλεκτρόνια περνάν σε μια

διαφορετική κατάσταση, στην οποία δεν είναι πλέον ανεξάρτητα μεταξύ τους. Αντίθετα, κάθε

ηλεκτρόνιο ενεργεί ως προβολή μιας ενιαίας πολυδιάστατης πραγματικότητας και όλες αυτές οι

προβολές μοιράζονται μια μη- τοπική, μη- αιτιακή συσχέτιση, η οποία είναι τέτοια ώστε

παρακάμπτουν τα εμπόδια ‘συντονισμένα’ χωρίς διάχυση ή διασπορά, και επομένως χωρίς

αντίσταση.

Αυτό που προκύπτει από όλα αυτά είναι ότι η ελλοχεύουσα τάξη πρέπει να θεωρηθεί ως

μια διαδικασία αναδίπλωσης σε έναν υψηλότερων διαστάσεων χώρο. Μόνο κάτω από ορισμένες

συνθήκες μπορεί αυτό να απλοποιηθεί σε μια διαδικασία αναδίπλωσης σε τρεις διαστάσεις. Ως

εδώ, έχουμε χρησιμοποιήσει πράγματι αυτό το είδος της απλοποίησης, όχι μόνο με το

παράδειγμα του μελανιού στο υγρό αλλά και με το ολόγραμμα. Μια τέτοια θεώρηση, ωστόσο,

είναι μόνο μια προσέγγιση, ακόμη και για το ολόγραμμα. Πράγματι, όπως έχουμε ήδη

επισημάνει νωρίτερα σε αυτό το κεφάλαιο, το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, που είναι το υπόβαθρο

της ολογραφικής προβολής, υπακούει τους νόμους της κβαντικής θεωρίας, και όταν αυτοί

εφαρμόζονται κατάλληλα διαπιστώνεται ότι αυτό το πεδίο, επίσης, είναι πραγματικά μια

πολυδιάστατη πραγματικότητα που μπορεί μόνο υπό ορισμένους όρους να απλοποιηθεί σε μια

τρισδιάστατη πραγματικότητα.

Με κάποιον γενικευμένο τρόπο, τότε, η ελλοχεύουσα τάξη θα πρέπει να επεκταθεί σε μια

πολυδιάστατη πραγματικότητα. Κατά κανόνα αυτή η πραγματικότητα αποτελεί ένα συνεχές

σύνολο, συμπεριλαμβανομένου ολόκληρου του σύμπαντος με όλα τα ‘πεδία’ και τα ‘σωματίδια.’

Έτσι μπορούμε να πούμε ότι το ολοκίνητο αναδιπλώνεται μέσα σε μια πολυδιάστατη τάξη, η

διάσταση της οποίας είναι ουσιαστικά άπειρη. Εντούτοις, όπως είδαμε, ανεξάρτητες μεταξύ τους

υπό- ολότητες μπορούν γενικά να αφαιρεθούν, οι οποίες μπορούν να προσεγγιστούν ως

αυτόνομες. Κατά συνέπεια η αρχή της σχετικής αυτονομίας των υπό- ολοτήτων που εισαγάγαμε

νωρίτερα ως θεμελιώδη για το ολοκίνητο επεκτείνεται τώρα στην πολυδιάστατη τάξη της

πραγματικότητας.

5. ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΟΧΕΥΟΥΣΑ ΤΑΞΗ

Από την εκτίμησή μας για το πώς η γενική δομή της ύλης μπορεί να γίνει κατανοητή από την

άποψη της ελλοχεύουσας τάξης, ερχόμαστε τώρα σε ορισμένες νέες έννοιες της κοσμολογίας

σχετικές με τη συζήτησή μας.

Page 15: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Αρχικά μπορούμε να πούμε πως όταν η κβαντική θεωρία εφαρμόζεται στα πεδία (με τον

τρόπο που συζητείται στην προηγούμενη παράγραφο) προκύπτει ότι οι πιθανές καταστάσεις της

ενέργειας αυτού του πεδίου είναι διακριτές (ή κβαντωμένες). Μια τέτοια κατάσταση του πεδίου

είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια κυματική διέγερση που απλώνεται σε μια ευρεία περιοχή του

χώρου. Εντούτοις, περιέχει επίσης ένα διακριτό κβάντο ενέργειας (και ορμής) ανάλογα με τη

συχνότητα, έτσι ώστε από αυτήν την άποψη να μοιάζει με ένα σωματίδιο (π.χ., ένα φωτόνιο).

Ωστόσο, αν κάποιος εξετάσει το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο στο κενό διάστημα, για παράδειγμα,

θα διαπιστώσει από την κβαντική θεωρία ότι κάθε τέτοιος ‘κυματοσωματιδιακός’ τρόπος

διέγερσης του πεδίου έχει αυτό που ονομάζεται ενέργεια ‘μηδενικού σημείου,’ η ελάχιστη

δυνατή ενέργεια που μπορεί κάτι να έχει. Αν κάποιος πρόσθετε τις ενέργειες όλων των τρόπων

διέγερσης σε κάποια περιοχή του διαστήματος, το αποτέλεσμα θα ήταν άπειρο, επειδή ένας

άπειρος αριθμός μηκών κύματος υπάρχει σε εκείνη την περιοχή. Ωστόσο, υπάρχει ένας καλός

λόγος να υποτεθεί ότι δεν χρειάζεται να προσθέτουμε τις ενέργειες που αντιστοιχούν σε ολοένα

και μικρότερα μήκη κύματος. Μπορεί να υπάρξει ένα συγκεκριμένο πιθανό μήκος κύματος, το

μικρότερο δυνατό, έτσι ώστε ο συνολικός αριθμός των τρόπων διέγερσης, και επομένως η

ενέργεια, θα ήταν πεπερασμένος.

Πράγματι, αν κάποιος εφαρμόσει τους κανόνες της κβαντικής θεωρίας στη γενική θεωρία

της σχετικότητας, διαπιστώνει ότι το βαρυτικό πεδίο επίσης αποτελείται από τέτοιου

‘κυματοσωματιδιακού’ χαρακτήρα τρόπους διέγερσης, κάθε ένας από τους οποίους έχει και μια

ενέργεια ‘μηδενικού σημείου.’ Κατά συνέπεια το βαρυτικό πεδίο, και επομένως αυτό που

εννοούμε ως απόσταση, παύει να είναι κάτι σαφώς καθορισμένο. Καθώς συνεχίζουμε να

προσθέτουμε στο βαρυτικό πεδίο διεγέρσεις που αντιστοιχούν σε ολοένα και μικρότερα μήκη

κύματος, καταλήγουμε σε ένα συγκεκριμένο μήκος κύματος στο οποίο η μέτρηση του χώρου και

του χρόνου γίνεται απροσδιόριστη. Πέρα από αυτό το μήκος κύματος, η ίδια η έννοια του

χώρου- χρόνου όπως τον ξέρουμε θα έχανε τη σημασία της. Έτσι θα ήταν λογικό να

υποθέσουμε, τουλάχιστον προσωρινά, ότι αυτό είναι το μικρότερο μήκος κύματος που μπορεί να

συνεισφέρει στην ενέργεια ‘μηδενικού σημείου.’

Όταν αυτό το μήκος υπολογίζεται, αποδεικνύεται ότι είναι περίπου 10-33 cm. Πρόκειται

για κάτι πολύ μικρότερο από οτιδήποτε έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα στα φυσικά πειράματα

(που έχουν φτάσει σε κλίμακες της τάξης των 10-17 cm). Αν κάποιος υπολογίσει την ενέργεια

που θα βρισκόταν σε ένα κυβικό εκατοστόμετρο του χώρου, με αυτό το μικρότερο δυνατό μήκος

κύματος, προκύπτει ότι θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη συνολική ενέργεια στο γνωστό

σύμπαν.

Αυτό που συμπεραίνεται από την προηγούμενη διατύπωση είναι ότι αυτό που

αποκαλούμε κενό περιέχει ένα τεράστιο υπόβαθρο ενέργειας, και ότι η ύλη, όπως την ξέρουμε,

είναι μια μικρή, ‘κβαντωμένη’ κυματική διέγερση πάνω σε αυτό το υπόβαθρο, σαν έναν

μικροσκοπικό κυματισμό πάνω στην απέραντη θάλασσα. Στις τρέχουσες φυσικές θεωρίες,

κάποιος αποφεύγει την άμεση εκτίμηση αυτού του υποβάθρου, υπολογίζοντας μόνο τη διαφορά

μεταξύ της ενέργειας του κενού χώρου και εκείνης του χώρου με κάποια ύλη μέσα του. Αυτή η

διαφορά είναι αρκετή για τον προσδιορισμό των γενικών ιδιοτήτων της ύλης, όπως προς το

παρόν παρατηρούνται. Ωστόσο, περαιτέρω εξελίξεις στη φυσική μπορεί να καταστήσουν εφικτή

την εξέταση του προαναφερθέντος υποβάθρου με έναν αμεσότερο τρόπο. Επιπλέον, ακόμα και

Page 16: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

σήμερα, αυτή η απέραντη θάλασσα ενέργειας μπορεί να παίξει έναν ρόλο- κλειδί στην

κατανόηση του κόσμου συνολικά.

Με αυτήν την έννοια μπορεί να ειπωθεί ότι ο χώρος, που περιέχει τόση πολλή ενέργεια,

είναι πλήρης παρά κενός. Οι δύο αυτές αντιτιθέμενες έννοιες του χώρου έχουν συχνά εναλλαχτεί

η μία με την άλλη κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των φιλοσοφικών και φυσικών ιδεών. Έτσι,

στην αρχαία Ελλάδα, η σχολή του Παρμενίδη και του Ζήνωνα υποστήριξε ότι ο χώρος είναι

πλήρης (ολομέλεια). Αυτή η άποψη αμφισβητήθηκε από τον Δημόκριτο, που ήταν ίσως ο

πρώτος που συνέλαβε μια παγκόσμια αντίληψη του χώρου ως κάτι άδειο (δηλ., κενό) όπου τα

υλικά σωματίδια (π.χ., άτομα) είναι ελεύθερα να κινούνται. Η σύγχρονη επιστήμη έχει ευνοήσει

γενικά αυτήν την τελευταία ατομιστική άποψη, και όμως, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η

πρώτη άποψη είχε επίσης αντιμετωπιστεί σοβαρά, μέσω της υπόθεσης του αιθέρα που θα γέμιζε

όλον το χώρο. Η ύλη, που θεωρήθηκε σαν να αποτελούταν από ιδιαίτερες επαναλαμβανόμενες

σταθερές και διακριτές μορφές στον αιθέρα (όπως κυματισμοί ή δίνες), θα μεταφέρονταν μέσα

σε αυτόν τον πλήρη χώρο σαν αυτός ο τελευταίος να ήταν κενός.

Μια παρόμοια έννοια χρησιμοποιείται στη σύγχρονη φυσική. Σύμφωνα με την κβαντική

θεωρία, ένας κρύσταλλος στη θερμοκρασία του απόλυτου μηδενός επιτρέπει σε ηλεκτρόνια να

τον διαπεράσουν χωρίς διασπορά. Περνάνε κατευθείαν, σαν ο ενδιάμεσος χώρος να ήταν κενός.

Αν η θερμοκρασία αυξηθεί, εμφανίζονται ανομοιογένειες, οι οποίες προκαλούν τη σκέδαση των

ηλεκτρονίων. Αν κάποιος χρησιμοποιούσε αυτά τα ηλεκτρόνια για να παρατηρήσει τον

κρύσταλλο (δηλ. εστιάζοντας με το φακό ενός ηλεκτρονικού μικροσκοπίου ώστε να πάρει μια

εικόνα) ορατές θα ήταν μόνο οι ανομοιογένειες. Θα φαινόταν τότε ότι οι ανομοιογένειες

υπάρχουν ανεξάρτητα και ότι ο κύριος όγκος του κρυστάλλου θα αποτελούταν από τίποτε.

Αυτό που προτείνουμε εδώ, επομένως, είναι ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις

αισθήσεις ως κενό χώρο είναι στην πραγματικότητα ένα πλήρες (plenum), το οποίο αποτελεί το

υπέδαφος για την ύπαρξη των πάντων, συμπεριλαμβανομένων και των εαυτών μας. Τα

πράγματα που εμφανίζονται στις αισθήσεις μας είναι μορφές παράγωγες και η αληθινή έννοιά

τους μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο όταν εξετάζουμε την ολομέλεια, στην οποία παράγονται

και στηρίζονται, και μέσα στην οποία τελικά θα εξαφανιστούν.

Αυτή η ολομέλεια δεν πρέπει, εντούτοις, να γίνει κατανοητή σαν ένα απλό υλικό μέσο,

όπως ένας αιθέρας, ο οποίος θα θεωρούταν σαν να υπάρχει και να κινείται μέσα σε ένα

τρισδιάστατο χώρο. Αντίθετα, κάποιος πρέπει να ξεκινήσει με το ολοκίνητο, μέσα στο οποίο

υπάρχει η απέραντη ‘θάλασσα’ από ενέργεια που περιγράψαμε νωρίτερα. Αυτή η θάλασσα

πρέπει να γίνει κατανοητή από την άποψη μιας πολυδιάστατης ελλοχεύουσας τάξης, στα πλαίσια

που σκιαγραφούνται στην παράγραφο 4, ενώ ολόκληρος ο κόσμος της ύλης, όπως τον

παρατηρούμε, πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα σχετικά μικρό αποτέλεσμα διέγερσης. Αυτό το

μοτίβο διέγερσης θα είναι σχετικά αυτόνομο και θα σχηματίζει κατά προσέγγιση

επαναλαμβανόμενες, σταθερές και ευδιάκριτες προβολές μέσα σε μια τρισδιάστατη

ελλοχεύουσα τάξη, η οποία είναι λίγο πολύ ισοδύναμη με αυτήν του χώρου όπως συνήθως τον

βιώνουμε.

Έχοντας αυτά κατά νου, ας αναλογιστούμε την τρέχουσα αποδεκτή άποψη ότι το

σύμπαν, όπως το ξέρουμε, προήλθε από ένα μοναδικό σημείο στο χώρο και στο χρόνο από μία

‘μεγάλη έκρηξη’ (big bang) η οποία συνέβηκε κάπου δέκα δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Στην

Page 17: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

προσέγγισή μας αυτή η ‘μεγάλη έκρηξη’ πρέπει να θεωρηθεί ουσιαστικά ως μια ‘μικρή

διαταραχή.’ Μια ενδιαφέρουσα εικόνα μπορούμε να σχηματίσουμε θεωρώντας ότι στη μέση

ενός ωκεανού μυριάδες μικρών κυματισμών ενώνεται περιστασιακά με τέτοιες διαφορές φάσης

ώστε, καθώς θα περιορίζονται σε μια μικρή περιοχή του χώρου, να καταφέρνουν ξαφνικά να

παράγουν ένα πολύ μεγάλο κύμα που φαίνεται σαν να ήρθε από το πουθενά. Ίσως κάτι παρόμοιο

θα μπορούσε να συμβεί μέσα στον ωκεανό της κοσμικής ενέργειας, δημιουργώντας το σύμπαν

μας. Αυτή η διαταραχή θα μπορούσε να ‘εκραγεί’ και να χωριστεί σε μικρότερους κυματισμούς

που θα επεκτείνονταν περαιτέρω για να αποτελέσουν το ‘διαστελλόμενο σύμπαν’ μας. Αυτό

τότε θα είχε το ‘χώρο’ αναδιπλωμένο μέσα του σαν μια ειδική περίπτωση εκπεφρασμένης τάξης.

Λαμβάνοντας αυτά υπόψη φαίνεται ότι η παρούσα θεώρηση του ‘σύμπαντος’ σαν

αυθύπαρκτο και ανεξάρτητο από την κοσμική ενεργειακή θάλασσα έχει ισχύ μόνο σε κάποιο

περιορισμένο πλαίσιο (ανάλογα με το βαθμό στον οποίο η έννοια ενός σχετικά ανεξάρτητου

υποσυνόλου ισχύει). Για παράδειγμα, οι ‘μαύρες τρύπες’ μπορούν να μας οδηγήσουν σε μια

περιοχή του σύμπαντος όπου το κοσμικό υπόβαθρο ενέργειας είναι σημαντικό. Φυσικά, θα

μπορούσαν να υπάρχουν πολλά ακόμα τέτοιου είδους διαστελλόμενα σύμπαντα.

Επιπλέον, πρέπει να θυμηθούμε ότι ακόμη και αυτή η απέραντη θάλασσα κοσμικής

ενέργειας περιέχει μόνο ό,τι συμβαίνει σε μια κλίμακα μεγαλύτερη από το κρίσιμο μήκος των

10-33 cm, στο οποίο αναφερθήκαμε νωρίτερα. Αλλά αυτό το μήκος είναι μόνο ένα όριο στη

δυνατότητα εφαρμογής των συνηθισμένων εννοιών για το χώρο και το χρόνο. Το να υποθέσουμε

ότι δεν υπάρχει τίποτε κάτω από αυτό το όριο θα ήταν μάλλον αρκετά αυθαίρετο. Αντίθετα,

είναι πολύ πιθανό ότι πέρα από αυτό το όριο βρίσκεται κάποια περιοχή του χώρου, ή σύνολο

περιοχών, για τη φύση της οποίας δεν έχουμε μέχρι τώρα καμία ιδέα.

Αυτό που έχουμε δει ως εδώ είναι μια πρόοδος από την ελλοχεύουσα τάξη στην απλή

τρισδιάστατη εκπεφρασμένη τάξη, έπειτα σε μια πολυδιάστατη ελλοχεύουσα τάξη, ύστερα σε

μια επέκταση στην απέραντη ενεργειακή ‘θάλασσα’ αυτού που θεωρούμε σαν κενό. Το επόμενο

βήμα μπορεί να οδηγήσει σε μια ακόμη πλουσιότερη και πληρέστερη έννοια για την

ελλοχεύουσα τάξη, πέρα από το προαναφερθέν όριο των 10-33 cm. Ή μπορεί να μας οδηγήσει σε

μερικές θεμελιωδώς νέες έννοιες που δεν θα μπορούσαν να κατανοηθούν ακόμη και μέσα στα

πλαίσια της ελλοχεύουσας τάξης. Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι μπορούμε να υποθέσουμε

ότι η αρχή της σχετικής αυτονομίας των υπό- ολοτήτων συνεχίζει να ισχύει. Κάθε υπό- ολότητα,

συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουμε εξετάσει ως εδώ, μπορεί μέχρι ένα σημείο να

εξεταστεί χωριστά. Έτσι, χωρίς βέβαια να θεωρήσουμε ότι έχουμε καταλήξει σε κάποια απόλυτη

και τελική αλήθεια, μπορούμε τουλάχιστον να παραμερίσουμε προς το παρόν την ανάγκη να

εξετάσουμε τι μπορεί να βρίσκεται πέρα από την απέραντη ενέργεια του κενού χώρου, και να

προχωρήσουμε αναδεικνύοντας τις επιπλέον συνέπειες σχετικά με τα υποσύνολα της

ελλοχεύουσας τάξης που έχουν αποκαλυφθεί ως εδώ.

6. Η ΕΛΛΟΧΕΥΟΥΣΑ ΤΑΞΗ, Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΟΛΙΚΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΣ

Σε αυτήν την παράγραφο θα παρουσιάσουμε το νόημα της ελλοχεύουσας τάξης δείχνοντας

πρώτα πώς γίνεται έτσι δυνατή η κατανόηση τόσο της άψυχης ύλης όσο και της ζωής στη βάση

Page 18: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

ενός κοινού υποβάθρου, και στη συνέχεια θα προτείνουμε μια πιο γενική μορφή για τους νόμους

της ελλοχεύουσας τάξης.

Ας ξεκινήσουμε θεωρώντας την ανάπτυξη ενός φυτού. Αυτή ξεκινάει από το σπόρο,

αλλά ο σπόρος έχει λίγο να κάνει με την υλική υπόσταση του φυτού ή με την ενέργεια που

απαιτείται για την ανάπτυξή του. Αυτή η τελευταία προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από το

έδαφος, το νερό, το αέρα και το φως. Σύμφωνα με την ισχύουσα θεωρία, ο σπόρος περιέχει

πληροφορία αποθηκευμένη με τη μορφή DNA, το οποίο με κάποιο τρόπο ‘κατευθύνει’ το

περιβάλλον να δημιουργήσει το φυτό.

Με όρους της ελλοχεύουσα τάξης, μπορούμε να πούμε ότι και η άψυχη ύλη συμμετέχει

σε μια διαρκή διαδικασία σχηματισμού ανάλογη με εκείνη των φυτών. Έτσι, υπενθυμίζοντας το

μοντέλο του μελανιού- στο- υγρό για το ηλεκτρόνιο, βλέπουμε ότι ένα τέτοιο ‘σωματίδιο’ πρέπει

να γίνει κατανοητό ως μια επαναλαμβανόμενη σταθερή τάξη αναδίπλωσης κατά την οποία μια

ορισμένη μορφή που υποβάλλεται σε κανονικές αλλαγές φανερώνεται ξανά και ξανά, αλλά τόσο

γρήγορα ώστε να φαίνεται σαν να βρίσκεται σε συνεχή κίνηση. Μπορούμε να κάνουμε τη

σύγκριση με ένα δάσος, που αποτελείται από δέντρα που διαρκώς χάνονται και αντικαθίστανται

από καινούργια. Αν το εξετάσουμε σε μεγάλη κλίμακα χρόνου, αυτό το δάσος μπορεί να

θεωρηθεί παρόμοια ως μια συνεχώς υπάρχουσα αλλά αργά μεταβαλλόμενη οντότητα. Έτσι όταν

γίνουν κατανοητά μέσω της ελλοχεύουσας τάξης, η άψυχη ύλη και τα ζωντανά όντα φαίνονται

να είναι, από κάποια θεμελιώδη άποψη, παρόμοια με τους τρόπους ύπαρξής τους.

Όταν η άψυχη ύλη αφήνεται στην τύχη της η παραπάνω διαδικασία της αναδίπλωσης

απλά αναπαράγει μια παρόμοια μορφή άψυχης ύλης, αλλά όταν αυτή ‘ενημερωθεί’ από το

σπόρο, αρχίζει να παράγει ένα ζωντανό φυτό. Τελικά, αυτό το τελευταίο δημιουργεί έναν νέο

σπόρο, χάρη στον οποίο η διαδικασία θα συνεχιστεί μετά το θάνατο του φυτού.

Δεδομένου ότι το φυτό διαμορφώνεται, διατηρείται και διαλύεται από την ανταλλαγή

ύλης και ενέργειας από το περιβάλλον του, σε πιο σημείο μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει μια

σαφής διάκριση ανάμεσα σε αυτό που είναι ζωντανό και σε εκείνο που δεν είναι; Προφανώς, ένα

μόριο διοξειδίου του άνθρακα που περνάει μέσω ενός κυττάρου σε ένα φύλλο δεν ‘ζωντανεύει’

ξαφνικά, ούτε ένα μόριο οξυγόνου ξαφνικά ‘πεθαίνει’ όταν απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα.

Αντίθετα, η ζωή η ίδια πρέπει να θεωρηθεί ότι ανήκει, με κάποια έννοια, σε μια ολότητα, που

συμπεριλαμβάνει το φυτό και το περιβάλλον.

Μπορούμε πράγματι να πούμε ότι η ζωή βρίσκεται αναδιπλωμένη στην ολότητα και ότι,

ακόμα και όταν δεν είναι έκδηλη, είναι με κάποιον τρόπο ‘ελλοχεύουσα’ σε αυτό που

ονομάζουμε κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει ζωή. Μπορούμε να το εξηγήσουμε αυτό

θεωρώντας το σύνολο όλων των ατόμων που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στο περιβάλλον αλλά

που πρόκειται να σχηματίσουν ένα φυτό που θα φυτρώσει από έναν συγκεκριμένο σπόρο. Αυτό

το σύνολο είναι προφανώς παρόμοιο με εκείνο στην παράγραφο 3, των μορίων του μελανιού

που σχηματίζουν μια σταγόνα. Και στις δύο περιπτώσεις τα στοιχεία του συνόλου είναι

συνδεδεμένα μαζί ώστε να συμβάλουν σε ένα κοινό σκοπό (στη μία περίπτωση σε μια σταγόνα

μελανιού και στην άλλη περίπτωση σε ένα ζωντανό φυτό).

Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η ζωή μπορεί να αναχθεί σε νόμους της άψυχης ύλης (αν

και δεν αρνούμαστε ότι ορισμένα χαρακτηριστικά της ζωής μπορούν να γίνουν κατανοητά με

αυτόν τον τρόπο). Αντίθετα, προτείνουμε ότι όπως η έννοια του ολοκίνητου εμπλουτίστηκε με

Page 19: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

τη μετάβαση από μία τρισδιάστατη σε μία πολυδιάστατη ελλοχεύουσα τάξη και έπειτα στην

απέραντη ‘ενεργειακή θάλασσα’ του ‘κενού’ χώρου, παρόμοια μπορούμε τώρα να

εμπλουτίσουμε αυτήν την έννοια λέγοντας ότι στο σύνολό του το ολοκίνητο περιλαμβάνει

εξίσου την αρχή της ζωής. Η άψυχη ύλη μπορεί τότε να θεωρηθεί ως ένα σχετικά αυτόνομο υπο-

σύνολο στο οποίο, τουλάχιστον από όσο ξέρουμε τώρα, η ζωή δεν εκδηλώνεται σε σημαντικό

βαθμό. Δηλαδή, η άψυχη ύλη είναι μια δευτερεύουσα, και ιδιαίτερα προκύπτουσα αφαίρεση από

το ολοκίνητο (όπως θα ήταν επίσης η έννοια μιας ‘ζωικής δύναμης’ ανεξάρτητης της ύλης).

Πράγματι, το ολοκίνητο που είναι η ‘ελλοχεύουσα ζωή’ είναι το έδαφος τόσο για την

‘εκπεφρασμένη ζωή’ όσο και για την ‘άψυχη ύλη,’ και αυτό το έδαφος είναι το πρωταρχικό,

αυθύπαρκτο και παγκόσμιο. Κατά συνέπεια δεν τεμαχίζουμε τη ζωή και την άψυχη ύλη, ούτε

ανάγουμε την άψυχη ύλη σε αιτία της ζωής.

Ας διατυπώσουμε τώρα την προηγούμενη προσέγγιση με έναν γενικότερο τρόπο. Το

σημαντικό με το νόμο του ολοκίνητου είναι, όπως είδαμε, η δυνατότητα να αφαιρέσουμε ένα

σύνολο από σχετικά αυτόνομες υπο- ολότητες. Μπορούμε τώρα να προσθέσουμε ότι οι νόμοι

κάθε τέτοιου αφαιρεμένου υπο- συνόλου λειτουργούν κάτω από ορισμένους όρους και

περιορισμούς που αντιστοιχούν σε μια συνολική κατάσταση (ή σε ένα σύνολο παρόμοιων

καταστάσεων). Αυτή η λειτουργία θα έχει γενικά αυτά τα τρία κύρια χαρακτηριστικά:

1. Ένα σύνολο ελλοχευουσών τάξεων.

2. Μια ειδική περίπτωση του παραπάνω συνόλου, η οποία θα αποτελεί μια

εκπεφρασμένη τάξη εξωτερίκευσης.

3. Μια γενική σχέση (ή νόμος) που να εκφράζει μια δύναμη αναγκαιότητας η οποία

συνδυάζει ορισμένα σύνολα στοιχείων από την ελλοχεύουσα τάξη με τέτοιο τρόπο ώστε να

συνεισφέρουν σε ένα κοινό εκπεφρασμένο αποτέλεσμα (διαφορετικό από εκείνο που σχηματίζει

ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων στοιχείων).

Η προέλευση αυτής της δύναμης της αναγκαιότητας δεν μπορεί να γίνει κατανοητή απλά

με τους όρους της ελλοχεύουσας ή εκπεφρασμένης σχετικής τάξης. Αντίθετα, σε αυτό το

επίπεδο, μια τέτοια ανάγκη πρέπει να θεωρηθεί ως εγγενής στην όλη κατάσταση. Η κατανόηση

της προέλευσής της θα μας πήγαινε σε ένα βαθύτερο, περιεκτικότερο και ενδότερο επίπεδο

σχετικής αυτονομίας που, ωστόσο, θα έχει επίσης τις δικές της ελλοχεύουσες και εκπεφρασμένες

τάξεις και μια αντίστοιχα βαθύτερη και πιο εσωτερική δύναμη της αναγκαιότητας που θα

επέφερε τον μεταξύ τους μετασχηματισμό. Με λίγα λόγια, προτείνουμε ότι αυτή η μορφή του

νόμου ενός σχετικά αυτόνομου υπο- συνόλου, που είναι μια συνεπής γενίκευση όλων των

μορφών που έχουμε μελετήσει ως εδώ, πρέπει να θεωρηθεί ως παγκόσμια, και στη συνέχεια θα

εξερευνήσουμε τις συνέπειες μιας τέτοιας έννοιας, τουλάχιστον δοκιμαστικά και προσωρινά.

7. ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΕΛΛΟΧΕΥΟΥΣΑ ΤΑΞΗ

Σε αυτό το σημείο μπορεί να ειπωθεί ότι κάποιες γενικές γραμμές σχετικά με τις έννοιές μας για

την κοσμολογία και για τη γενική φύση της πραγματικότητας έχουν σκιαγραφηθεί (παρότι,

Page 20: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

βεβαίως, το να γεμίσουμε αυτό το ‘σχέδιο’ με πλήρη λεπτομέρεια θα απαιτούσε πολλή επιπλέον

εργασία ένα μεγάλο μέρος της οποίας χρειάζεται ακόμα να γίνει). Ας εξετάσουμε τώρα πώς η

συνείδηση μπορεί να γίνει κατανοητή σε σχέση με αυτές τις έννοιες.

Ξεκινάμε προτείνοντας ότι με κάποιο τρόπο, η συνείδηση (στην οποία θα

συμπεριλάβουμε τη σκέψη, το συναίσθημα, την επιθυμία, κλπ.) μπορεί να γίνει κατανοητή από

την άποψη της ελλοχεύουσας τάξης, μαζί με την πραγματικότητα συνολικά. Με άλλα λόγια,

θεωρούμε ότι η ελλοχεύουσα τάξη μπορεί να εφαρμοστεί τόσο στην ύλη (ζωντανή και άψυχη)

όσο και στη συνείδηση, και ότι μπορεί επομένως να καταστήσει δυνατή την κατανόηση της

σχέσης αυτών των δύο, ώστε να αποκτήσουμε μια κοινή τους βάση (με τον τρόπο που

προτείναμε στην προηγούμενη παράγραφο για τη σχέση ανάμεσα στην άψυχη ύλη και στη ζωή).

Το να αποκτήσουμε ωστόσο μια κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στην ύλη και στη

συνείδηση, έχει αποδειχθεί ως εδώ εξαιρετικά δύσκολο, και αυτή η δυσκολία έχει τη ρίζα της

στην πολύ μεγάλη διαφορά σε ό,τι αφορά τις βασικές ιδιότητές τους όπως εμφανίζονται στην

εμπειρία μας. Αυτή η διαφορά έχει εκφραστεί με ιδιαίτερα μεγάλη σαφήνεια από τον Καρτέσιο,

ο οποίος περιέγραψε την ύλη ως ‘εκτεταμένη ουσία’ (extended substance) και τη συνείδηση ως

‘νοήμονη ουσία’ (thinking substance). Προφανώς, με τον όρο ‘εκτεταμένη ουσία’ ο Καρτέσιος

εννοούσε κάτι φτιαγμένο από διακριτές μορφές που υπάρχουν στο χώρο, με μια τάξη έκτασης

και διαχωρισμού παρόμοια με εκείνη που έχουμε αποκαλέσει ελλοχεύουσα. Χρησιμοποιώντας

δε τον όρο ‘νοήμονη ουσία’ σε τέτοια έντονη αντίθεση με τον όρο ‘εκτεταμένη ουσία’ σαφώς

υπονοούσε ότι οι διάφορες ευδιάκριτες μορφές που εμφανίζονται στη σκέψη δεν έλκουν την

καταγωγή τους από μια τέτοια τάξη έκτασης και διαχωρισμού (δηλ., σε κάποιο είδος χώρου),

αλλά μάλλον σε μια διαφορετική τάξη, στην οποία η έκταση και ο διαχωρισμός δεν έχουν καμία

θεμελιώδη σημασία. Η ελλοχεύουσα τάξη έχει ακριβώς αυτήν την τελευταία ιδιότητα, έτσι ο

Καρτέσιος ίσως προσδοκούσε ότι η συνείδηση πρέπει να γίνει κατανοητή από την άποψη μιας

τάξης που βρίσκεται πιο κοντά στην έννοια της ελλοχεύουσας τάξης και όχι της εκπεφρασμένης.

Εντούτοις, αν ξεκινήσουμε όπως ο Καρτέσιος, με την έκταση και το διαχωρισμό στο

χώρο σαν έννοιες πρωταρχικές για την ύλη, τότε δεν βρίσκουμε τίποτε σε αυτές τις έννοιες να

μας εξυπηρετήσει σαν βάση για τη σχέση ανάμεσα στην ύλη και στη συνείδηση, των οποίων οι

τάξεις είναι τόσο διαφορετικές. Ο Καρτέσιος συνειδητοποίησε αυτήν τη δυσκολία και πρότεινε

να την επιλύσει με την ιδέα ότι μια τέτοια σχέση πραγματοποιείται από το Θεό, που θα

βρισκόταν έξω και πέρα από την ύλη και τη συνείδηση. Από τότε, αυτή η ιδέα έχει

εγκαταλειφθεί, αλλά γενικά δεν έχει γίνει σαφές ότι η δυνατότητα κατανόησης της σχέσης

μεταξύ της ύλης και της συνείδησης έχει χαθεί.

Σε αυτό το κεφάλαιο δείξαμε, ωστόσο, ότι η ύλη μπορεί να γίνει συνολικά κατανοητή με

την έννοια της ελλοχεύουσας τάξης ως την άμεση και πρωταρχική πραγματικότητα (ενώ η

εκπεφρασμένη τάξη μπορεί να παραχθεί σαν μια ειδική περίπτωση της ελλοχεύουσας τάξης). Η

ερώτηση που προκύπτει εδώ, τώρα, είναι αν (όπως παρόμοια θεωρήθηκε από τον Καρτέσιο) η

πραγματική ‘ουσία’ της συνείδησης μπορεί να γίνει κατανοητή με την έννοια ότι η ελλοχεύουσα

τάξη είναι όντως η πρωταρχική και άμεση πραγματικότητά της. Αν η ύλη και η συνείδηση

μπορούσαν με αυτόν τον τρόπο να κατανοηθούν από κοινού, θα άνοιγε ο δρόμος για αυτήν την

κατανόηση με βάση κάποιο κοινό έδαφος. Έτσι θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο σπόρο μιας

Page 21: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

νέας έννοιας της αδιαίρετης ολότητας, σύμφωνα με την οποία η συνείδηση δεν θα διαχωρίζεται

πλέον από την ύλη.

Ας εξετάσουμε τώρα ποια αιτιολόγηση υπάρχει για την άποψη ότι η ύλη και η συνείδηση

έχουν την ελλοχεύουσα τάξη ως κοινό επίπεδο αναφοράς. Καταρχήν, παρατηρούμε ότι η ύλη

είναι το αντικείμενο της συνείδησής μας. Εντούτοις, όπως έχουμε δει σε όλο αυτό το κεφάλαιο,

διάφορες μορφές ενέργειας όπως το φως, ο ήχος, κλπ., περιλαμβάνουν με τρόπο συνεχή

πληροφορίες για ολόκληρο το σύμπαν της ύλης σε κάθε περιοχή του χώρου. Μέσω αυτής της

διαδικασίας, τέτοια πληροφορία μπορεί να εισέλθει στα όργανα της αίσθησής μας, και να

περάσει μέσω του νευρικού συστήματος στον εγκέφαλο. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, όλη η ύλη

του σώματός μας, εμπεριέχει το σύμπαν με κάποιον τρόπο. Είναι άραγε αυτή η ελλοχεύουσα

δομή, της πληροφορίας και της ύλης, (π.χ., στον εγκέφαλο και στο νευρικό σύστημα), αυτό που

αποτελεί πρώτιστα τη συνείδηση;

Ας δούμε αρχικά το ερώτημα αν οι πληροφορίες είναι πραγματικά αποθηκευμένες στα

κύτταρα του εγκεφάλου. Κάποιο φως σε αυτήν την ερώτηση πέφτει από κάποιες εργασίες για τη

δομή του εγκεφάλου, ειδικότερα αυτή του Pribram. Ο συγκεκριμένος, έχει δώσει στοιχεία που

υποστηρίζουν την άποψή του ότι οι μνήμες καταγράφονται γενικά σε όλο τον εγκέφαλο κατά

τέτοιο τρόπο ώστε οι πληροφορίες σχετικά με ένα δεδομένο αντικείμενο ή εμπειρία δεν

αποθηκεύονται σε ένα ιδιαίτερο κύτταρο ή ένα εντοπισμένο μέρος του εγκεφάλου αλλά μάλλον

ότι βρίσκονται στο σύνολο των κυττάρων. Αυτός ο τρόπος αποθήκευσης μοιάζει στη λειτουργία

με ένα ολόγραμμα, αλλά η πραγματική δομή είναι πιο σύνθετη. Μπορούμε να προτείνουμε ότι

όταν το ‘ολογραφικό’ αρχείο στον εγκέφαλο ενεργοποιείται κατάλληλα, η αντίδραση είναι να

δημιουργηθεί ένα ενεργειακό σχέδιο νευρικής δραστηριότητας που αποτελεί μια εμπειρία

παρόμοια με αυτήν που παράγεται ολογραφικά. Αλλά είναι επίσης διαφορετική από την άποψη

ότι είναι λιγότερο λεπτομερής, δεδομένου ότι μνήμες που αφορούν πολύ διαφορετικές

τοποθεσίες και χρονικές περιόδους πρέπει να λειτουργήσουν μαζί, καθώς και ότι οι μνήμες

μπορούν να συνδεθούν με συσχετίσεις της φαντασίας και με τη λογική σκέψη για να δώσουν μια

συγκεκριμένη τάξη σε ολόκληρο το σχέδιο. Επιπλέον, αν υπάρχουν αισθητηριακά δεδομένα την

ίδια στιγμή, η γενική αντίδραση της μνήμης θα συνενωθεί με τη νευρική διέγερση που

προέρχεται από τις αισθήσεις για να δώσει μια συνολική εμπειρία στην οποία η μνήμη, η λογική,

και η αισθητηριακή δραστηριότητα συνδυάζονται σε ένα ενιαίο αδιαχώριστο σύνολο.

Φυσικά, η συνείδηση είναι κάτι περισσότερο από ό,τι έχει περιγραφεί ως εδώ.

Περιλαμβάνει επίσης την εγρήγορση, την προσοχή, την αντίληψη, πράξεις κατανόησης, και ίσως

πολλά περισσότερα. Έχουμε προτείνει στο πρώτο κεφάλαιο ότι πρέπει να προχωρήσουμε πέρα

από μια μηχανιστική άποψη της συνείδησης (σε κάποια όπως εκείνη που το ολογραφικό

πρότυπο της λειτουργίας του εγκεφάλου θα πρότεινε). Έτσι μελετώντας τη συνείδηση, μπορούμε

να φτάσουμε πιο κοντά στην ουσία της πραγματικής συνειδητής εμπειρίας από ό,τι είναι δυνατό

μόνο εξετάζοντας πρότυπα διέγερσης των αισθητηριακών νεύρων και πώς μπορούν αυτά να

καταγραφούν στη μνήμη.

Είναι δύσκολο να πούμε πολλά σχετικά με θέματα τόσο λεπτά όσο τα προηγούμενα.

Εντούτοις, αν δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό που συμβαίνει σε κάποιες εμπειρίες μας,

μπορούμε να αποκτήσουμε πολύτιμα στοιχεία. Θεωρείστε, για παράδειγμα, τι συμβαίνει όταν

ακούμε μουσική. Σε κάποια στιγμή μια συγκεκριμένη νότα παίζεται αλλά διάφορες

Page 22: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

προηγούμενες νότες ακόμα ‘αντηχούν’ στη συνείδηση. Αν προσέξουμε θα διαπιστώσουμε πως

είναι η ταυτόχρονη παρουσία και δραστηριότητα όλων αυτών των αντηχήσεων υπεύθυνη για την

άμεση αίσθηση της κίνησης, ροής και συνέχειας. Αν ακούσουμε ένα σύνολο νότες με μεγάλη

χρονική διαφορά ώστε να μην υπάρχει αυτή η αίσθηση της αντήχησης, θα καταστρέψει

συνολικά την αίσθηση μιας ολόκληρης και συνεχούς ροής που δίνει σημασία και ισχύ σε αυτό

που ακούμε.

Είναι σαφές από τα παραπάνω ότι κάποιος δεν βιώνει την πραγματικότητα αυτής της

συνολικής ροής ‘προσκολλημένος’ στο παρελθόν, με τη βοήθεια της απομνημόνευσης μιας

ακολουθίας από νότες, και συγκρίνοντας αυτό το παρελθόν με το παρόν. Αντίθετα, όπως

κάποιος μπορεί να ανακαλύψει με την επισταμένη προσοχή, οι ‘αντηχήσεις’ που κάνουν μια

τέτοια εμπειρία δυνατή δεν είναι οι μνήμες αλλά μάλλον ενεργοί μετασχηματισμοί των

προηγούμενων αισθήσεων, στις οποίες μπορούν να βρεθούν όχι μόνο μια συγκεχυμένη γενική

αίσθηση των πραγματικών ήχων με μειούμενη ένταση ανάλογα με το χρόνο που ακούστηκαν,

αλλά επίσης διάφορες αντίδρασης της συγκίνησης, σωματικές αισθήσεις, μυϊκές συσπάσεις, και

μία γκάμα από ευρύτερα νοήματα, συχνά πολύ ιδιαίτερου περιεχομένου. Κάποιος μπορεί έτσι να

αποκτήσει μια άμεση αίσθηση πώς μια σειρά ήχων αναδιπλώνεται σε πολλά επίπεδα μέσα στη

συνείδηση, και πώς σε μια δεδομένη στιγμή οι μετασχηματισμοί που ξεδιπλώνονται

αναμειγνύονται για να δώσουν μια άμεση και θεμελιώδη αίσθηση ροής.

Αυτή η δραστηριότητα στη συνείδηση αποτελεί σε γενικές γραμμές έναν εντυπωσιακό

παραλληλισμό με τη δραστηριότητα που έχουμε προτείνει για την ελλοχεύουσα τάξη. Έτσι στην

παράγραφο 3, δώσαμε το παράδειγμα ενός ηλεκτρονίου, όπου υπάρχει ένα ταυτόχρονο σύνολο

διαφορετικών μετασχηματισμών συνόλων που αλληλοδιαπερνούνται και αναμιγνύονται με

διάφορους βαθμούς ελλοχεύουσας τάξης. Σε μια τέτοια αναδίπλωση, υπάρχει μια ριζική αλλαγή,

όχι μόνο της μορφής αλλά και της δομής, σε ολόκληρο το σύνολο των κατανομών (αλλαγή την

οποία στο κεφάλαιο 6 ονομάσαμε μεταμόρφωση). Παρόλα αυτά, ένα συγκεκριμένο είδος τάξης

παραμένει αμετάβλητο, με την έννοια ότι σε όλες αυτές τις μεταβολές μια ιδιαίτερη αλλά

θεμελιώδης ομοιότητα της τάξης διατηρείται.

Στη μουσική, υπάρχει, όπως είδαμε, ένας παρόμοιος μετασχηματισμός (με νότες) στον

οποίο μια ορισμένη τάξη μπορεί επίσης να θεωρηθεί ότι διατηρείται. Η βασική διαφορά σε αυτές

τις δύο περιπτώσεις είναι ότι για το μοντέλο μας του ηλεκτρονίου μια ελλοχεύουσα τάξη γίνεται

αντιληπτή στη σκέψη ως η παρουσία πολλών διαφορετικών βαθμών μετασχηματισμών

συνόλων, ενώ για τη μουσική αυτή η τάξη γίνεται άμεσα αντιληπτή ως η παρουσία πολλών

διαφορετικών αλλά αλληλένδετων βαθμών μετασχηματισμών τόνων και ήχων. Στην τελευταία

περίπτωση, υπάρχει μια αίσθηση τόσο της έντασης όσο και της αρμονίας μεταξύ των διάφορων

σύγχρονων μετασχηματισμών, και αυτή η αίσθηση είναι πράγματι θεμελιώδης σε ό,τι αφορά την

κατανόηση της μουσικής ως ένα αδιαίρετο σύνολο ροής.

Όταν ακούμε μουσική, επομένως, μπορούμε άμεσα να αντιληφθούμε την ελλοχεύουσα

τάξη. Προφανώς αυτή η τάξη είναι ενεργή με την έννοια ότι ρέει συνεχώς και μετασχηματίζεται

σε αισθητηριακές, συγκινησιακές, και άλλες αντιδράσεις, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με τους

μετασχηματισμούς τους οποίους αποτελούν.

Μια παρόμοια έννοια μπορεί να έχει εφαρμογή στην περίπτωση της όρασης. Ας

αναλογιστούμε δηλαδή την αίσθηση της κίνησης που κάποιος προσέχει κοιτάζοντας την οθόνη

Page 23: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

ενός κινηματογράφου. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι μια σειρά εικόνων, λίγο διαφορετικές

μεταξύ τους, φαίνονται στην οθόνη. Αν οι εικόνες χωρίζονται από μεγάλα χρονικά διαστήματα,

τότε δεν έχουμε την αίσθηση της συνεχούς κίνησης, αλλά αντίθετα βλέπουμε μια σειρά εικόνων

ασύνδετων μεταξύ τους. Αν, εντούτοις, οι εικόνες βρίσκονται χρονικά αρκετά κοντά (π.χ., ένα

εκατοστό του δευτερολέπτου), τότε έχουμε μια στιγμιαία και άμεση εμπειρία μιας διαρκώς

ρέουσας πραγματικότητας, αδιαίρετης και χωρίς διακοπές.

Αυτό μπορούμε να το δείξουμε θεωρώντας μια γνωστή οπτική ψευδαίσθηση κίνησης,

που παράγεται με τη βοήθεια μιας στροβοσκοπικής συσκευής, όπως στην Εικ. 7.2. Δύο δίσκοι,

Α και Β, μέσα σε ένα κλωβό, μπορούν να εκπέμψουν το φως με τη βοήθεια μιας ηλεκτρικής

διέγερσης. Το φως αναλάμπει τόσο γρήγορα ώστε να φαίνεται συνεχές, αλλά σε κάθε λάμψη

κανονίζουμε το Β να λάμπει λίγο αργότερα από το Α. Αυτό που κάποιος πραγματικά βλέπει

είναι μια κίνηση ανάμεσα στα Α και Β, αλλά στην πραγματικότητα τίποτα δεν κινείται από το Α

στο Β. Αυτό σημαίνει ότι μια αίσθηση κίνησης δημιουργείται στον αμφιβληστροειδή του

ματιού, όταν υπάρχουν πάνω του δύο εικόνες σε γειτονικές θέσεις και όπου η μία εικόνα

παράγεται λίγο αργότερα από την άλλη. (Με παρόμοιο τρόπο μια θολή φωτογραφία ενός

επιταχυνόμενου αυτοκινήτου που περιέχει μια σειρά διαδοχικών εικόνων σε ελαφρώς

διαφορετικές θέσεις, παράγει μια αμεσότερη και ζωντανή αίσθηση κίνησης από ό,τι μια

στιγμιαία φωτογραφία που παίρνεται με μια κάμερα υψηλής ευκρίνειας).

Είναι εμφανές ότι η αίσθηση της συνεχούς κίνησης που περιγράφεται παραπάνω είναι

βασικά παρόμοια με αυτήν που προκύπτει από μια ακολουθία μουσικών νοτών. Η κύρια

διαφορά μεταξύ της μουσικής και των οπτικών εικόνων είναι ότι οι τελευταίες μπορούν να

βρίσκονται χρονικά τόσο κοντά ώστε να μην μπορούν να αναλυθούν από τη συνείδηση. Σε κάθε

πάντως περίπτωση, είναι σαφές ότι οι οπτικές εικόνες πρέπει επίσης να υποβληθούν σε ένα

ενεργό μετασχηματισμό καθώς αυτές βρίσκονται ‘αναδιπλωμένες’ στον εγκέφαλο και στο

νευρικό σύστημα (π.χ., δίνουν αφορμή για αισθητηριακές, φυσικές και άλλες ιδιαίτερες

αντιδράσεις για τις οποίες κάποιος μπορεί να έχει μόνο μια αμυδρή εντύπωση, καθώς επίσης και

σε ‘μετά- εικόνες’ που είναι από πολλές απόψεις παρόμοιες με τις αντηχήσεις στις μουσικές

νότες). Ακόμα κι αν η χρονική διαφορά δύο τέτοιων εικόνων είναι μικρή, τα παραδείγματα που

αναφέρονται παραπάνω καθιστούν σαφές ότι μια αίσθηση κίνησης δημιουργείται μέσω της

ανάμειξης και της αλληλοδιείσδυσης των σύγχρονων μετασχηματισμών που προκαλούν αυτές οι

εικόνες καθώς εισέρχονται στον εγκέφαλο και στο νευρικό σύστημα.

Όλα αυτά προτείνουν ότι σε αρκετά γενικές γραμμές (και όχι μόνο για την ειδική

περίπτωση της μουσικής), υπάρχει μια βασική ομοιότητα ανάμεσα στην τάξη της άμεσης

εμπειρίας της κίνησης και στην ελλοχεύουσα τάξη όπως αυτή εκφράζεται από τη σκέψη μας.

Page 24: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Φτάνουμε έτσι στη δυνατότητα ενός συνεπούς τρόπου κατανόησης της άμεσης εμπειρίας της

κίνησης με όρους της συνείδησης (ουσιαστικά επιλύοντας τα παράδοξα της κίνησης του

Ζήνωνα).

Για να δούμε πώς αυτό συμβαίνει, ας θεωρήσουμε πώς η κίνηση υπολογίζεται συνήθως,

με την έννοια μιας σειράς σημείων κατά μήκος μιας ευθείας γραμμής. Ας υποθέσουμε ότι σε

κάποιο χρόνο t1, ένα σωματίδιο βρίσκεται σε κάποια θέση x1, ενώ σε ένα επόμενο χρόνο t2, το

σωματίδιο βρίσκεται σε μια θέση x2. Λέμε τότε ότι αυτό το σωματίδιο κινείται και ότι η

ταχύτητά του είναι v=(x2-x1)/(t2-t1).

Φυσικά, αυτός ο τρόπος σκέψης δεν απεικονίζει σε καμία περίπτωση την άμεση αίσθηση

της κίνησης που μπορούμε να έχουμε σε μια δεδομένη στιγμή, για παράδειγμα, με μια σειρά από

μουσικές νότες που αντηχούν στη συνείδηση (ή με την οπτική αντίληψη ενός επιταχυνόμενου

αυτοκινήτου). Αντίθετα, πρόκειται για έναν αφηρημένο συμβολισμό της κίνησης, που έχει μια

σχέση με την πραγματικότητα της κίνησης, παρόμοια με εκείνη ενός κειμένου με νότες και της

πραγματικής εμπειρίας της μουσικής.

Αν, όπως γίνεται συνήθως, πάρουμε τον παραπάνω αφηρημένο συμβολισμό σαν μια

πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας της κίνησης, τότε μπλέκουμε με μία σειρά

μπερδεμένων και τελικά άλυτων προβλημάτων. Αυτά έχουν να κάνουν με τον τρόπο που

αναπαριστούμε τον χρόνο, σαν μια σειρά σημείων πάνω σε μια γραμμή που με κάποιον τρόπο

είναι όλα παρόντα, είτε στο εννοιολογικό βλέμμα μας είτε ίσως στα μάτια του Θεού. Η

πραγματική εμπειρία μας είναι, εντούτοις, ότι όταν μια δεδομένη στιγμή, για παράδειγμα t 2 ,

υπάρχει και είναι πραγματική, τότε μια προηγούμενη στιγμή, όπως η t1, αποτελεί παρελθόν.

Δηλαδή, έχει παρέλθει, είναι ανύπαρκτη, δεν μπορεί να επιστρέψει ποτέ. Έτσι όταν λέμε ότι η

ταχύτητα σε κάποιο συγκεκριμένο παρόν (στο χρόνο t2) είναι (x2-x1,)/(t2-t1), προσπαθούμε να

συνδέσουμε αυτό που υπάρχει (δηλ., τα x2 και t2) με εκείνο που δεν υπάρχει πια (δηλ., τα x1 και

t1). Μπορούμε βέβαια να το κάνουμε αυτό με τρόπο αφηρημένο και συμβολικό (όπως είναι,

πράγματι, η κοινή πρακτική στην επιστήμη και τα μαθηματικά), αλλά το επιπλέον γεγονός, που

δεν γίνεται κατανοητό με αυτόν τον αφηρημένο συμβολισμό, είναι ότι η ταχύτητα είναι κάτι που

υπάρχει στο παρόν (π.χ., καθορίζει πώς ένα σωματίδιο θα δράσει από τώρα και στο εξής, το ίδιο,

και σε σχέση με άλλα σωματίδια). Πώς λοιπόν μπορούμε να αντιληφθούμε τι συμβαίνει σε μια

θέση (x1) που έχει παρέλθει για πάντα;

Συνήθως θεωρείται ότι αυτό το πρόβλημα λύνεται με το διαφορικό υπολογισμό. Δηλαδή,

κάνουμε το χρονικό διάστημα, Δt = t2-t1 , αυθαίρετα μικρό, όσο μικρή γίνεται και η

απόσταση Δx = x2-x1. Η ταχύτητα έτσι ορίζεται ως το όριο του λόγου Δx/Δt, καθώς το Δt

πηγαίνει στο μηδέν. Λέμε τότε ότι το προηγούμενο πρόβλημα δεν εμφανίζεται, γιατί τα x2

and x1 παίρνονται την ίδια στιγμή (σε απειροστή διαφορά χρόνου). Μπορούν έτσι να υπάρχουν

μαζί και να έχουν να κάνουν με μία δράση που εξαρτάται και από τα δύο.

Μια δεύτερη σκέψη δείχνει, ωστόσο, ότι αυτή η διαδικασία είναι εξίσου αφηρημένη και

συμβολική με την αρχική, κατά την οποία θεωρήσαμε το χρονικό διάστημα ως πεπερασμένο.

Έτσι δεν έχουμε καμία άμεση εμπειρία ενός μηδενικού χρονικού διαστήματος, ούτε μπορούμε

να κατανοήσουμε τι θα μπορούσε αυτό να σημαίνει.

Ακόμη και στα πλαίσια ενός αφηρημένου συμβολισμού, αυτή η προσέγγιση δεν είναι

πλήρως συνεπής από λογική άποψη, ούτε έχει μια καθολική ισχύ από άποψη εφαρμογών.

Page 25: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Πράγματι, ισχύει μόνο στα πλαίσια της συνεχούς κίνησης και ακόμη και τότε μόνο σαν ένας

τεχνικός αλγόριθμος που είναι σωστός για αυτό το είδος κίνησης. Όπως όμως έχουμε δει,

σύμφωνα με την κβαντική θεωρία, η κίνηση δεν είναι θεμελιωδώς συνεχής. Οπότε ακόμη και

σαν αλγόριθμος, οι εφαρμογές του περιορίζονται στα πλαίσια των κλασσικών θεωριών (δηλ.,

της εκπεφρασμένης τάξης) όπου και μια καλή προσέγγιση για τον υπολογισμό της κίνησης

‘υλικών’ αντικειμένων.

Όταν σκεφτόμαστε τη κίνηση από την άποψη της ελλοχεύουσας τάξης, εντούτοις, αυτά

τα προβλήματα δεν προκύπτουν. Σε αυτήν την τάξη, η κίνηση κατανοείται από την άποψη μιας

σειράς στοιχείων που αναμειγνύονται και αλληλοδιαπερνώνται με διαφορετικούς βαθμούς

αναδίπλωσης που υπάρχουν ταυτόχρονα. Η δράση αυτής της κίνησης δεν παρουσιάζει έτσι

καμία δυσκολία, επειδή είναι αποτέλεσμα ολόκληρης της ελλοχεύουσας τάξης, και καθορίζεται

από τις σχέσεις ταυτόχρονων στοιχείων, παρά από τις σχέσεις στοιχείων που υπάρχουν με άλλα

που δεν υπάρχουν πλέον.

Βλέπουμε, έτσι, ότι από την άποψη της ελλοχεύουσας τάξης, ερχόμαστε σε μια έννοια

της κίνησης που είναι λογικά συνεπής και που αντιπροσωπεύει κατάλληλα την άμεση εμπειρία

μας για την κίνηση. Κατά συνέπεια το χάσμα ανάμεσα στην αφηρημένη λογική σκέψη και στην

πραγματιστική άμεση εμπειρία, δεν χρειάζεται πλέον να διατηρηθεί. Αντίθετα, δημιουργείται η

δυνατότητα για μια συνεχή κίνηση από την άμεση εμπειρία στη λογική σκέψη και αντίστροφα,

δίνοντας έτσι ένα τέλος στον κατακερματισμό.

Επιπλέον μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε με έναν νέο και συνεπέστερο τρόπο την

άποψη που προτείναμε σχετικά με τη γενική φύση της πραγματικότητας, ότι δηλαδή αυτό που

υπάρχει είναι η κίνηση. Πραγματικά, αυτό που μας δυσκολεύει να σκεφτούμε σε αυτήν την

κατεύθυνση είναι ότι συνήθως σκεφτόμαστε την κίνηση με τον παραδοσιακό τρόπο σαν μια

σχέση ανάμεσα σε αυτό που υπάρχει και εκείνο που πλέον δεν υπάρχει. Κάτι τέτοιο είναι,

τουλάχιστον, συγκεχυμένο. Από την άποψη της ελλοχεύουσας τάξης, εντούτοις, η κίνηση είναι

μια σχέση συγκεκριμένων φάσεων αυτού που είναι με άλλες φάσεις αυτού που επίσης είναι, σε

διαφορετικά στάδια της αναδίπλωσης. Αυτή η έννοια υπονοεί ότι η ουσία της πραγματικότητας

σαν όλο βρίσκεται στην παραπάνω σχέση ανάμεσα στις διάφορες φάσεις της αναδίπλωσης

(παρά, για παράδειγμα, σε μια σχέση ανάμεσα σε διάφορα σωματίδια και πεδία που είναι όλα

παρόντα και εκπεφρασμένα).

Φυσικά, η πραγματική κίνηση περιλαμβάνει περισσότερα από την απλή διαισθητική

αίσθηση της συνεχούς ροής, που είναι ο τρόπος με τον οποίο εμπειριώνουμε άμεσα την

ελλοχεύουσα τάξη. Η παρουσία μιας τέτοιας αίσθησης ροής υπονοεί γενικά επιπλέον ότι, την

επόμενη στιγμή, η κατάσταση θα αλλάξει- δηλ., θα είναι διαφορετική. Πώς μπορούμε να

κατανοήσουμε αυτήν την πραγματικότητα της εμπειρίας από την άποψη της ελλοχεύουσας

τάξης;

Ένα σημαντικό στοιχείο παρέχεται αν αναλογιστούμε τι συμβαίνει όταν, καθώς

σκεφτόμαστε, λέμε ότι ένα σύνολο ιδεών υπονοεί ένα εξολοκλήρου διαφορετικό σύνολο.

Φυσικά, η λέξη ‘imply’ (υπονοώ) έχει την ίδια ρίζα με τη λέξη ‘implicate’ (ελλοχεύουσα) και

έτσι περιλαμβάνει την έννοια του ‘enfoldment’ (αναδίπλωση). Πράγματι, λέγοντας ότι κάτι

‘υπονοείται’ εννοούμε γενικά κάτι περισσότερο από μία επαγωγή των κανόνων της λογικής.

Συνήθως εννοούμε ότι από πολλές διαφορετικές ιδέες και έννοιες (κάποιες από τις οποίες μας

Page 26: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

είναι έκδηλες) μια νέα έννοια προκύπτει που φέρνει όλες τις άλλες σε ένα συμπαγές και

αδιαίρετο σύνολο.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι κάθε στιγμιότυπο της συνείδησης περιέχει ένα συγκεκριμένο

εκπεφρασμένο περιεχόμενο, που αποτελεί ένα προσκήνιο, και ένα ελλοχεύον περιεχόμενο, το

οποίο αποτελεί ένα αντίστοιχο υπόβαθρο. Τώρα προτείνουμε ότι όχι μόνο η άμεση εμπειρία

γίνεται κατανοητή καλύτερα από την άποψη της ελλοχεύουσας τάξης, αλλά ότι επιπλέον η

σκέψη πρέπει να γίνει κατανοητή σε αυτό το πλαίσιο. Εδώ εννοούμε όχι απλά το περιεχόμενο

της σκέψης για το οποίο έχουμε ήδη αρχίσει να χρησιμοποιούμε την ελλοχεύουσα τάξη.

Περισσότερο, εννοούμε ότι η πραγματική δομή, λειτουργία και δραστηριότητα της σκέψης

ανήκει στην ελλοχεύουσα τάξη. Η διάκριση ανάμεσα σε αυτό που είναι ελλοχεύον και σε εκείνο

που είναι εκπεφρασμένο εκλαμβάνεται επομένως εδώ ουσιαστικά ισοδύναμη με τη διάκριση

ανάμεσα στο ελλοχεύον και στο εκπεφρασμένο στην ύλη γενικά.

Για να διευκρινίσουμε τι σημαίνει αυτό, ας θυμηθούμε σε συντομία τη βασική μορφή του

νόμου μιας υπό- ολότητας (που συζητήθηκε στις παραγράφους 3 και 6), ότι δηλ., τα

ελλοχεύοντα στοιχεία ενός χαρακτηριστικού συνόλου (π.χ., σωματίδια μελανιού ή άτομα) που

πρόκειται να αποτελέσουν το επόμενο στάδιο της αναδίπλωσης συνδέονται από μια δύναμη

γενικής αναγκαιότητας, η οποία τα φέρνει μαζί για έναν κοινό σκοπό, ο οποίος με τη σειρά του

εμφανίζεται στην επόμενη φάση της όλης διαδικασίας. Παρόμοια, προτείνουμε ότι το σύνολο

των στοιχείων στον εγκέφαλο και στο νευρικό σύστημα που πρόκειται να αποτελέσει το

επόμενο στάδιο ανάπτυξης μιας γραμμής σκέψης, είναι όμοια συνδεδεμένο μέσω της δύναμης

της γενικής αναγκαιότητας, η οποία τα φέρνει για να συμβάλλουν στην κοινή έννοια που

αναδύεται στην επόμενη στιγμή της συνείδησης.

Σε αυτήν την μελέτη, έχουμε χρησιμοποιήσει την ιδέα ότι η συνείδηση μπορεί να

περιγραφεί από την άποψη μιας σειράς χρονικών στιγμών. Η προσοχή δείχνει ότι μια δεδομένη

στιγμή δεν μπορεί να καθοριστεί ακριβώς σε σχέση με το χρόνο (π.χ., με ένα ρολόι) αλλά

μάλλον, ότι καλύπτει κάποια αόριστα καθορισμένη και κάπως μεταβλητή εκτεταμένη περίοδο.

Όπως επισημάναμε νωρίτερα, κάθε στιγμή βιώνεται άμεσα στην ελλοχεύουσα τάξη. Είδαμε

επιπλέον ότι μέσω της δύναμης της αναγκαιότητας, μια στιγμή δίνει αφορμή για την επόμενη,

έτσι ώστε κάποιο περιεχόμενο που ήταν προηγουμένως ελλοχεύον γίνεται πλέον εκπεφρασμένο

(π.χ., όπως στο παράδειγμα με τις σταγόνες μελανιού).

Η συνέχιση της παραπάνω διαδικασίας δίνει μια περιγραφή για το πώς η αλλαγή

πραγματοποιείται από μια στιγμή σε μια άλλη. Κατά κανόνα, η αλλαγή σε οποιαδήποτε χρονική

στιγμή μπορεί να είναι ένας θεμελιώδης και ριζικός μετασχηματισμός. Εντούτοις, η εμπειρία

δείχνει ότι στη σκέψη (όπως γενικά στην ύλη) υπάρχει συνήθως ένας μεγάλος βαθμός

επανάληψης και σταθερότητας που οδηγεί στη δυνατότητα ύπαρξης των σχετικά ανεξάρτητων

υπό- ολοτήτων.

Σε οποιοδήποτε τέτοιο υπό- σύνολο, υπάρχει η δυνατότητα της συνέχισης μιας

ορισμένης γραμμής σκέψης που αναδιπλώνεται με έναν αρκετά κανονικά μεταβαλλόμενο τρόπο.

Προφανώς, ο ακριβής χαρακτήρας μιας τέτοιας ακολουθίας σκέψεων, καθώς αναδιπλώνεται από

τη μια στιγμή στην άλλη, θα εξαρτηθεί γενικά από το περιεχόμενο της ελλοχεύουσας τάξης στις

προηγούμενες χρονικές στιγμές. Για παράδειγμα, μια στιγμή που περιέχει μια αίσθηση κίνησης

τείνει γενικά να ακολουθηθεί από μια αλλαγή στην επόμενη χρονική στιγμή που είναι τόσο

Page 27: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

μεγαλύτερη όσο ισχυρότερη είναι η αίσθηση της κίνησης που υπήρχε αρχικά (έτσι ώστε, όπως

στην περίπτωση της στροβοσκοπικής συσκευής που συζητήσαμε νωρίτερα, όταν αυτό δεν

συμβαίνει θεωρούμε ότι κάτι εκπληκτικό ή παράδοξο λαμβάνει χώρα).

Όπως στη συζήτησή μας γενικά για την ύλη, είναι τώρα απαραίτητο να πάμε στο

ερώτημα πώς εκδηλώνεται στη συνείδηση η ελλοχεύουσα τάξη. Όπως δείχνει η παρατήρηση και

η προσοχή (λαμβάνοντας υπόψη ότι η λέξη ‘manifest’ (εκδηλώνομαι) σημαίνει αυτό που είναι

επαναλαμβανόμενο, σταθερό και ευδιάκριτο) το εκδηλωμένο περιεχόμενο της συνείδησης είναι

βασισμένο ουσιαστικά στη μνήμη, η οποία και επιτρέπει σε τέτοιο περιεχόμενο να διατηρηθεί σε

μια αρκετά σταθερή μορφή. Φυσικά, για να είναι εφικτή μια τέτοια σταθερότητα είναι επίσης

απαραίτητο αυτό το περιεχόμενο να είναι οργανωμένο, όχι μόνο μέσω σχετικά σταθερών

συσχετισμών αλλά επίσης με τη βοήθεια των κανόνων της λογικής, και των βασικών εννοιών

μας για το χώρο, το χρόνο, την αιτιότητα, την παγκοσμιότητα, κλπ. Κατά αυτόν τον τρόπο ένα

γενικό σύστημα εννοιών και διανοητικών εικόνων μπορεί να αναπτυχθεί, το οποίο είναι μια

λίγο- πολύ πιστή αναπαράσταση του ‘εκδηλωμένου κόσμου.’

Η διαδικασία της σκέψης δεν είναι, εντούτοις, μόνο μια αντιπροσώπευση του φανερού

κόσμου. Περισσότερο, έχει μια σημαντική συμβολή στο πώς βιώνουμε αυτόν τον κόσμο, γιατί,

όπως έχουμε επισημάνει νωρίτερα, αυτή η εμπειρία είναι μια σύντηξη αισθητηριακών

πληροφοριών με κάποιο επαναλαμβανόμενο περιεχόμενο της μνήμης (το οποίο περιέχει ένα

είδος σκέψης δομημένης πάνω στην ίδια μορφή και τάξη). Σε μια τέτοια εμπειρία, θα υπάρχει

ένα ισχυρό υπόβαθρο επαναλαμβανόμενων, σταθερών, και ευδιάκριτων χαρακτηριστικών,

ενάντια στα οποία οι παροδικές και μεταβαλλόμενες πτυχές τη συνεχούς ροής της εμπειρίας θα

φανούν ως εφήμερες εντυπώσεις που τείνουν να τακτοποιηθούν και να διαταχθούν κυρίως από

την άποψη του απέραντου συνόλου του σχετικά στατικού και κατακερματισμένου περιεχομένου

καταγεγραμμένων μνημών του παρελθόντος.

Κάποιος μπορεί, στην πραγματικότητα, να προσκομίσει μια σημαντική ποσότητα

επιστημονικών αποδείξεων ότι η συνειδητή εμπειρία μας είναι μια κατασκευή βασισμένη στη

μνήμη που οργανώνεται μέσω της σκέψης, με τον τρόπο που περιγράψαμε προηγουμένως. Το να

προχωρήσουμε πάντως σε αυτό το θέμα περισσότερο, θα μας έβγαζε από παρόν μας θέμα.

Μπορεί ωστόσο να είναι χρήσιμο να αναφέρουμε εδώ ότι ο Piaget είχε καταστήσει σαφές ότι η

αντίληψη αυτού που σε εμάς είναι ο οικείος χώρος, χρόνος, αιτιότητα, κλπ., (που είναι

ουσιαστικά αυτό που αποκαλέσαμε εκπεφρασμένη τάξη) λειτουργεί μόνο σε μια μικρή έκταση

στα πρώιμα στάδια της ανθρώπινης ανάπτυξης. Αντίθετα, όπως δείχνει από προσεκτικές

παρατηρήσεις, τα παιδιά μαθαίνουν κυρίως αυτό το περιεχόμενο πρώτα στην περιοχή της

αισθητηριακής- κινητικής εμπειρίας, και ύστερα σε μεγαλύτερη ηλικία συνδέουν αυτήν την

εμπειρία με την έκφρασή της στη γλώσσα και στη λογική. Από την άλλη μεριά, φαίνεται ότι

υπάρχει μια άμεση αντίληψη της κίνησης από πολύ νωρίς. Υπενθυμίζοντας ότι η κίνηση γίνεται

πρώτιστα αντιληπτή στην ελλοχεύουσα τάξη, βλέπουμε ότι η εργασία του Piaget υποστηρίζει

την άποψη ότι η εμπειρία της ελλοχεύουσας τάξης είναι θεμελιωδώς πολύ πιο άμεση από ό,τι

εκείνη της εκπεφρασμένης τάξης, η οποία, όπως τονίσαμε προηγουμένως, απαιτεί μια σύνθετη

δομή που πρέπει να μαθευτεί.

Ένας λόγος για τον οποίο δεν παρατηρούμε γενικά την πρωτοκαθεδρία της

ελλοχεύουσας τάξης είναι ότι έχουμε συνηθίσει σε τέτοιο βαθμό την εκπεφρασμένη τάξη, και

Page 28: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

έχουμε δώσει τόσο μεγάλη έμφαση στη σκέψη και στη γλώσσα μας, ώστε τείνουμε επίμονα να

θεωρούμε ότι η αρχική εμπειρία μας είναι εκπεφρασμένη και φανερή. Ωστόσο, ένας ακόμη

λόγος, ίσως σημαντικότερος, είναι ότι η ενεργοποίηση των καταγραφών της μνήμης των οποίων

το περιεχόμενο είναι κυρίως επαναλαμβανόμενο, σταθερό, και ευδιάκριτο, στρέφει την εστίαση

της προσοχής μας έντονα σε εκείνο που είναι στατικό και κατακερματισμένο.

Αυτό τελικά οδηγεί στο σχηματισμό μιας εμπειρίας στην οποία αυτά τα στατικά και

κατακερματισμένα χαρακτηριστικά είναι συχνά τόσο έντονα ώστε τα πιο μεταβατικά και

ιδιαίτερα γνωρίσματα της συνεχούς ροής (π.χ., οι ‘μετασχηματισμοί των μουσικών νοτών)

φθίνουν σε τέτοια ανυπαρξία ώστε κάποιος μόλις που τα συνειδητοποιεί. Έτσι μια ψευδαίσθηση

μπορεί να προκύψει κατά την οποία το εκδηλωμένο στατικό και αποσπασματικό περιεχόμενο

της συνείδησης βιώνεται σαν ίδια η βάση της πραγματικότητας και από αυτήν την ψευδαίσθηση

κάποιος μπορεί να αποκτήσει μια απόδειξη της ορθότητας του τρόπου σκέψης στον οποίο αυτό

το περιεχόμενο λαμβάνεται σαν θεμελιώδες.19

8. ΥΛΗ, ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΟΥΣ ΕΔΑΦΟΣ

Στην αρχή της προηγούμενης παραγράφου προτείναμε ότι η ύλη και η συνείδηση μπορούν από

κοινού να γίνουν κατανοητές στα πλαίσια της ελλοχεύουσας τάξης. Θα δείξουμε τώρα πώς οι

έννοιες της ελλοχεύουσας τάξης που έχουμε αναπτύξει για τη συνείδηση μπορούν να

συσχετιστούν με εκείνες για την ύλη, για να καταστήσουμε δυνατή την κατανόηση του πώς

μπορούν να έχουν ένα κοινό έδαφος.

Αρχίζουμε σημειώνοντας ότι (όπως επισημάναμε στα κεφάλαια 1 και 5) οι τρέχουσες

σχετικιστικές θεωρίες στη φυσική περιγράφουν την όλη πραγματικότητα από την άποψη μιας

διαδικασίας της οποίας το ύστατο στοιχείο είναι ένα σημειακό γεγονός, δηλ., κάτι που συμβαίνει

σε μια σχετικά μικρή περιοχή του χώρου και του χρόνου. Προτείνουμε ανταυτού ότι το βασικό

στοιχείο είναι μια στιγμή που, όπως με το χρόνο στη συνείδηση, δεν μπορεί να συσχετιστεί με

ακρίβεια με τις μετρήσεις που αφορούν το χώρο και το χρόνο, αλλά μάλλον καλύπτει μια

αόριστα καθορισμένη περιοχή που εκτείνεται στο χώρο και έχει κάποια χρονική διάρκεια. Η

έκταση και η διάρκεια μιας στιγμής μπορούν να ποικίλουν από κάτι πολύ μικρό έως κάτι πολύ

μεγάλο σύμφωνα με το πλαίσιο της παρούσας συζήτησης (ακόμη και ένας ολόκληρος αιώνας

μπορεί να είναι μια ‘στιγμή’ στην ιστορία της ανθρωπότητας). Όπως με τη συνείδηση, κάθε

στιγμή έχει μια συγκεκριμένη εκπεφρασμένη τάξη, και επιπλέον εμπεριέχει όλες τις άλλες, αν

και με το δικό της τρόπο. Έτσι η σχέση κάθε στιγμής, μέσα στο σύνολο, με όλες τις άλλες

προκύπτει από το συνολικό περιεχόμενό της: ο τρόπος με τον οποίο αυτή εμπεριέχει όλες τις

υπόλοιπες μέσα της.

Με κάποια έννοια αυτή είναι η άποψη του Leibniz με τις ‘μονάδες’ (monads), οι οποίες

‘καθρεφτίζουν’ το σύνολο, κάθε μια με το δικό της τρόπο, κάποιες με μεγάλη λεπτομέρεια και

άλλες περισσότερο αόριστα. Η διαφορά είναι ότι οι μονάδες του Leibniz είχαν μια μόνιμη

ύπαρξη, ενώ τα δικά μας θεμελιώδη στοιχεία είναι μόνο στιγμές και επομένως δεν είναι μόνιμα.

Από την άλλη, η ιδέα του Whitehead για ‘πραγματικές περιστάσεις’ (actual occasions) βρίσκεται

πιο κοντά στο δικό μας τρόπο σκέψης, με την κύρια διαφορά ότι εμείς χρησιμοποιούμε την

Page 29: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

έννοια της ελλοχεύουσας τάξης για να εκφράσουμε τις ιδιότητες και τις σχέσεις των χρονικών

στιγμών, ενώ ο Whitehead το κάνει αυτό με διαφορετικό τρόπο.

Υπενθυμίζουμε τώρα ότι οι νόμοι της ελλοχεύουσας τάξης είναι τέτοιοι ώστε να υπάρχει

μια σχετικά ανεξάρτητη, επαναλαμβανόμενη, και σταθερή υπό- ολότητα η οποία αποτελεί την

εκπεφρασμένη τάξη, και η οποία, φυσικά, είναι η τάξη που συνήθως ερχόμαστε σε επαφή στην

κοινή εμπειρία (καθώς και με τα επιστημονικά μας όργανα). Αυτή η τάξη αφήνει χώρο μέσα της

για κάτι σαν τη μνήμη, με την έννοια ότι οι προηγούμενες στιγμές αφήνουν κάποιο χνάρι

(συνήθως ελλοχεύον) το οποίο συνεχίζει να υπάρχει στις επόμενες στιγμές, αν και μπορεί να

αλλάξει και να μετασχηματιστεί σχεδόν χωρίς όρια. Από αυτό το ίχνος είναι σε γενικές γραμμές

δυνατό να ξετυλίξουμε μια εικόνα των προηγούμενων στιγμών, αρκετά παρόμοια με αυτό που

συνέβη πραγματικά. Και εκμεταλλευόμενοι τέτοια ίχνη, σχεδιάζουμε όργανα όπως οι

φωτογραφικές μηχανές, ταινίες καταγραφής, καθώς και μνήμες υπολογιστών, που μπορούν να

καταχωρήσουν πραγματικές στιγμές με τέτοιον τρόπο ώστε το περιεχόμενό τους μπορεί να γίνει

άμεσα προσιτό σε μας, κάτι που δεν συμβαίνει με τα φυσικά χνάρια.

Κάποιος μπορεί πράγματι να πει ότι η μνήμη μας είναι μια ειδική περίπτωση της

διαδικασίας που περιγράφεται παραπάνω, γιατί ό,τι καταγράφεται σε αυτήν φυλάσσεται

αναδιπλωμένο μέσα στα κύτταρα του εγκεφάλου όπου και αυτά αποτελούν ύλη. Η επανάληψη

και η σταθερότητα της μνήμης μας ως μια σχετικά ανεξάρτητη υπό- ολότητα εμφανίζεται λοιπόν

ως μέρος της ίδιας διαδικασίας που διατηρεί την επανάληψη και τη σταθερότητα στην

εκπεφρασμένη τάξη της ύλης.

Συνεπάγεται έπειτα, ότι η ελλοχεύουσα και η εκπεφρασμένη τάξη της συνείδησης δεν

είναι θεμελιωδώς διαφορετικές από εκείνες της ύλης γενικά. Ουσιαστικά πρόκειται για ειδικές

περιπτώσεις της ίδιας συνολικής τάξης. Αυτό εξηγεί ένα βασικό γεγονός που έχουμε επισημάνει

νωρίτερα- ότι η εκπεφρασμένη τάξη της ύλης είναι κατ’ ουσία η αισθητηριακή εκπεφρασμένη

τάξη που παρουσιάζεται στη συνείδηση κατά την καθημερινή εμπειρία.

Όχι μόνο από αυτή την άποψη αλλά, όπως είδαμε, από πολλές άλλες επίσης απόψεις, η

συνείδηση και η ύλη είναι βασικά η ίδια τάξη (δηλ., η ελλοχεύουσα τάξη σαν όλο). Όπως

έχουμε δείξει νωρίτερα αυτή η τάξη είναι που καθιστά δυνατή τη σχέση ανάμεσα στη συνείδηση

και στην ύλη. Αλλά, πιο συγκεκριμένα, τι μπορούμε να πούμε για τη φύση αυτής της σχέσης;

Μπορούμε να ξεκινήσουμε θεωρώντας έναν μεμονωμένο άνθρωπο ως μια σχετικά

ανεξάρτητη υπό- ολότητα, με μια ικανοποιητικού βαθμού επανάληψη και σταθερότητα σε ό,τι

αφορά τις συνολικές του διεργασίες (φυσικές, χημικές, νευρολογικές, διανοητικές, κλπ) που του

επιτρέπουν να υπάρξει για κάποιο χρονικό διάστημα. Σε αυτήν την διαδικασία γνωρίζουμε ότι η

φυσική κατάσταση μπορεί να έχει επηρεάσει το περιεχόμενο της συνείδησης από πολλές

απόψεις. (Η απλούστερη περίπτωση είναι ότι μπορούμε να έχουμε συνείδηση των νευρικών

διεγέρσεων ως αισθήσεις.) Από την άλλη μεριά, ξέρουμε ότι το περιεχόμενο της συνείδησης

μπορεί να έχει επιπτώσεις στη φυσική κατάσταση (π.χ., από μια συνειδητή επιλογή μπορούν να

διεγερθούν τα νεύρα, οι μύες μπορούν να κινηθούν, οι κτύποι της καρδιάς να αλλάξουν, μαζί με

τις αλλαγές της αδενικής δραστηριότητας, της χημείας του αίματος, κ.λπ.). Αυτή η σύνδεση του

μυαλού και του σώματος έχει κοινά ονομαστεί ψυχοσωματική (από τις ελληνικές λέξεις ‘ψυχή’

και ‘σώμα’). Αυτή η λέξη ωστόσο έχει χρησιμοποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε το μυαλό και το

σώμα να θεωρούνται ως χωριστά αλλά συνδεδεμένα με κάποιο είδος αλληλεπίδρασης μέρη.

Page 30: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Κάτι τέτοιο δεν είναι συμβατό με την ελλοχεύουσα τάξη. Στην ελλοχεύουσα τάξη θεωρούμε πως

το μυαλό αναδιπλώνει την ύλη και επομένως το σώμα. Αντίστροφα, το σώμα αναδιπλώνει όχι

μόνο το μυαλό αλλά, με κάποια έννοια, και ολόκληρο το υλικό σύμπαν. (Με τον τρόπο που

εξηγήθηκε νωρίτερα σε αυτή την παράγραφο, τόσο μέσω των αισθήσεων όσο και χάρη στο

γεγονός ότι τα άτομα που αποτελούν το σώμα είναι πραγματικά δομές αναδιπλωμένες μέσα σε

όλο το διάστημα.)

Αυτό το είδος σχέσης έχει ήδη αναφερθεί στην παράγραφο 4, όπου εισαγάγαμε την

έννοια μιας πολυδιάστατης πραγματικότητας η οποία προβάλλεται σε περιεχόμενα χαμηλότερων

διαστάσεων που έχουν ως εκ τούτου όχι μόνο μια μη- τοπική και μη- αιτιακή σχέση αλλά και

ακριβώς το είδος της αμοιβαίας αναδίπλωσης που προτείναμε για το μυαλό και το σώμα. Έτσι

οδηγούμαστε να προτείνουμε περαιτέρω ότι η πληρέστερη και βαθύτερη πραγματικότητα δεν

είναι ούτε το μυαλό ούτε το σώμα αλλά μια πολυδιάστατη πραγματικότητα, η οποία αποτελεί το

κοινό τους έδαφος και η φύση της οποίας βρίσκεται πέρα και από τα δυο. Έτσι είτε το μυαλό ή

το σώμα αποτελούν ένα μόνο σχετικά ανεξάρτητο υποσύνολο και εννοείται ότι αυτή η σχετική

ανεξαρτησία προέρχεται από το πολυδιάστατο υπόβαθρο στο οποίο το μυαλό και το σώμα είναι

τελικά ένα (όπως η σχετική ανεξαρτησία της εκπεφρασμένης τάξης προέρχεται από το υπόβαθρο

της ελλοχεύουσας τάξης).

Σε αυτό το πολυδιάστατο υπόβαθρο η ελλοχεύουσα τάξη επικρατεί. Κατά συνέπεια, στα

πλαίσια αυτού του υποβάθρου, αυτό που υπάρχει είναι η ροή, η οποία αναπαρίσταται στη σκέψη

με την ταυτόχρονη παρουσία πολλών φάσεων της ελλοχεύουσας τάξης. Όπως συμβαίνει με τις

απλούστερες μορφές της ελλοχεύουσας τάξης που θεωρήσαμε νωρίτερα, η κατάσταση της

κίνησης σε κάποια χρονική στιγμή ξετυλίγεται μέσω μιας εσώτερης δύναμης της αναγκαιότητας,

έμφυτης σε αυτήν την κατάσταση, ώστε να υπάρξει μια νέα κατάσταση στην επόμενη στιγμή. Οι

προβολές του πολυδιάστατου υποβάθρου, όπως είναι το μυαλό και το σώμα, θα είναι την

επόμενη στιγμή διαφορετικές από ό,τι ήταν την αμέσως προηγούμενη, αν και αυτές οι διαφορές

θα σχετίζονται. Έτσι δεν λέμε ότι το μυαλό και το σώμα επηρεάζουν αιτιακά το ένα το άλλο,

αλλά ότι οι κινήσεις και των δυο είναι το αποτέλεσμα των συσχετιζόμενων προβολών ενός

κοινού πολυδιάστατου υποβάθρου.

Φυσικά, ακόμη και αυτό το υπέδαφος του μυαλού και του σώματος είναι περιορισμένο.

Πρέπει να συμπεριλάβουμε προφανώς την ύλη που βρίσκεται έξω από το σώμα αν θέλουμε να

δώσουμε μια πληρέστερη περιγραφή για αυτό που πραγματικά συμβαίνει, οπότε θα πρέπει

τελικά να συμπεριλάβουμε και τους υπόλοιπους ανθρώπους, φτάνοντας μέχρι την κοινωνία και

την ανθρωπότητα σαν όλο. Έτσι όμως θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί για να μην

ολισθήσουμε στη θεώρηση ότι τα διάφορα στοιχεία κάποιας συνολικής κατάστασης δεν έχουν

τίποτα περισσότερο παρά μια σχετική ανεξαρτησία. Σε έναν βαθύτερο και γενικά περισσότερο

ταιριαστό τρόπο σκέψης, καθένα από αυτά τα στοιχεία είναι μια προβολή, ένα υποσύνολο μιας

περισσοτέρων ‘διαστάσεων’ πραγματικότητας. Οπότε θα ήταν τελικά παραπλανητικό και

λανθασμένο να υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι κάθε άνθρωπος είναι μια ανεξάρτητη

πραγματικότητα που απλώς αλληλεπιδρά με τα άλλα ανθρώπινα όντα και με τη φύση. Αντίθετα,

όλα αυτά αποτελούν προβολές μιας ενιαίας ολότητας. Καθώς ένας άνθρωπος συμμετέχει στη

διαδικασία αυτής της ολότητας, προσπαθώντας να αλλάξει την πραγματικότητα που αποτελεί το

Page 31: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

περιεχόμενο της συνείδησής του, αυτή η διαδικασία αλλάζει τον ίδιο. Το να μη λάβει αυτό

υπόψη, αναπόφευκτα θα τον οδηγήσει σε μια σοβαρή και μόνιμη σύγχυση σε οτιδήποτε κάνει.

Από την άποψη του μυαλού μπορούμε επίσης να δούμε ότι είναι απαραίτητο να πάμε σε

ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο. Έτσι, όπως έχουμε δει, το ευπρόσιτο εκδηλωμένο περιεχόμενο της

συνείδησης συμπεριλαμβάνεται μέσα σε ένα πολύ ευρύτερο ελλοχεύον υπόβαθρο. Αυτό με τη

σειρά του πρέπει να συμπεριληφθεί σε ένα ακόμα ευρύτερο υπόβαθρο που μπορεί να περικλείσει

όχι μόνο τις νευροφυσιολογικές διαδικασίες σε επίπεδο που γενικά δεν είμαστε συνειδητοί, αλλά

και ένα ακόμα βαθύτερο επίπεδο (και ίσως τελικά μη μαθευτό) με άγνωστο βάθος

εσωτερικότητας που μπορεί να είναι ανάλογο με τη ‘θάλασσα’ ενέργειας που γεμίζει τον ‘άδειο’

χώρο.20

Οποιαδήποτε κι αν είναι η φύση αυτών των βαθών της συνείδησης, αποτελούν το ύστατο

επίπεδο τόσο του ελλοχεύοντος όσο και του εξωτερικευμένου περιεχομένου. Παρότι αυτό το

υπέδαφος μπορεί να μην εμφανίζεται στην κοινή αντίληψη, μπορεί σε κάθε περίπτωση να είναι

παρόν με κάποιον τρόπο. Όπως ακριβώς η απέραντη ενεργειακή ‘θάλασσα’ στο χώρο είναι

παρούσα στην αντίληψή μας ως αίσθηση της κενότητας ή της ανυπαρξίας, έτσι και το απέραντο

‘ασυνείδητο’ υπόβαθρο της εκδηλωμένης συνείδησης είναι παρόν με όλες τις εκδοχές του. Με

άλλα λόγια, μπορεί να γίνει αισθητό ως μια κενότητα, ή ανυπαρξία, μέσα στην οποία το

συνηθισμένο περιεχόμενο της συνείδησης είναι μόνο ένα μικρό εκπεφρασμένο σύνολο.

Ας εξετάσουμε με λίγα λόγια τι μπορούμε να πούμε για το χρόνο σε σχέση με αυτήν τη

συνολική τάξη της ύλης και της συνείδησης. Πρώτα απ’ όλα, είναι γνωστό ότι, όπως γίνεται

άμεσα αισθητός και βιώνεται από τη συνείδηση, ο χρόνος είναι ιδιαίτερα μεταβλητός και

σχετικός με συνθήκες (π.χ., μια συγκεκριμένη περίοδος μπορεί να γίνει αντιληπτή είτε ως μικρή

είτε ως μεγάλη από διαφορετικούς ανθρώπους, ή ακόμα και από το ίδιο πρόσωπο, ανάλογα με

την κατάσταση καθενός). Από την άλλη μεριά, φαίνεται στην κοινή εμπειρία ότι ο φυσικός

χρόνος είναι απόλυτος και δεν εξαρτάται από συνθήκες. Ωστόσο, μια από τις σημαντικότερες

συνέπειες της θεωρίας της σχετικότητας λέει ότι ο φυσικός χρόνος είναι στην πραγματικότητα

σχετικός, με την έννοια ότι μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την ταχύτητα του παρατηρητή.

(Αυτή η διαφορά είναι, εντούτοις, σημαντική μόνο καθώς πλησιάζουμε την ταχύτητα του φωτός

και είναι αμελητέα στο φάσμα της συνηθισμένης εμπειρίας.) Αυτό που είναι σημαντικό σε ό,τι

μας αφορά είναι ότι, σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας, μια σαφής διάκριση ανάμεσα στο

χώρο και στο χρόνο δεν μπορεί να υπάρξει (παρά μόνο σαν προσέγγιση, έγκυρη σε ταχύτητες

μικρές σε σχέση με εκείνη του φωτός). Έτσι, καθώς η κβαντική θεωρία υπονοεί ότι στοιχεία που

απέχουν στο χώρο είναι γενικά μη- αιτιακά και μη- τοπικά συνδεδεμένες προβολές μιας

περισσοτέρων διαστάσεων πραγματικότητας, συνεπάγεται ότι και χρονικές στιγμές που απέχουν

μεταξύ τους στο χρόνο είναι επίσης προβολές μιας τέτοιας πραγματικότητας.

Προφανώς, αυτό οδηγεί σε μια πλήρως νέα έννοια του χρόνου. Τόσο στην κοινή

εμπειρία όσο και στη φυσική, ο χρόνος έχει θεωρηθεί γενικά σαν μια πρωταρχική, ανεξάρτητη

και παγκόσμια εφαρμόσιμη τάξη, ίσως η πιο θεμελιώδης από όσες γνωρίζουμε. Τώρα,

οδηγηθήκαμε στο συμπέρασμα ότι ο χρόνος αποτελεί μια δευτερεύουσα έννοια και ότι, όπως ο

χώρος (δείτε την παράγραφο 5), πρέπει να προκύψει από ένα πολυδιάστατο υπόβαθρο, ως μια

ιδιαίτερη περίπτωση τάξης. Πράγματι, κάποιος μπορεί επιπλέον να πει ότι πολλές τέτοιες

αλληλοσυνδεόμενες χρονικές τάξεις μπορεί να προκύψουν για διαφορετικά σύνολα ακολουθιών

Page 32: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

χρονικών στιγμών, που αντιστοιχούν σε υλικά συστήματα που ταξιδεύουν με διαφορετικές

ταχύτητες. Εντούτοις, όλα αυτά εξαρτώνται από μια πολυδιάστατη πραγματικότητα που δεν

μπορεί να κατανοηθεί πλήρως από την άποψη οποιασδήποτε τάξης, ή σύνολο τέτοιων τάξεων.

Ομοίως, οδηγούμαστε να προτείνουμε ότι αυτή η πολυδιάστατη πραγματικότητα μπορεί

να προβληθεί σε πολλές τάξεις χρονικών σειρών στη συνείδηση. Όχι μόνο έχουμε κατά νου εδώ

τη σχετικότητα του ψυχολογικού χρόνου που συζητήθηκε παραπάνω, αλλά και τις ιδιαίτερες

επιπτώσεις. Έτσι, για παράδειγμα, άνθρωποι που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους μπορεί να

χωρίσουν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (όπως μετριέται από την ακολουθία στιγμών που

καταχωρούνται με ένα ρολόι) και όμως είναι σε θέση να συνεχίσουν ‘από εκεί που έμειναν’ τη

στιγμή της επανασύνδεσης, σαν να μην πέρασε καθόλου χρόνος. Αυτό που προτείνουμε εδώ

είναι ότι χρονικές στιγμές που ‘παραλείπουν’ κάποια ενδιάμεσα διαστήματα είναι εξίσου

επιτρεπτές μορφές χρόνου με εκείνες που φαίνονται συνεχείς.21

Ο θεμελιώδης νόμος, τότε, είναι εκείνος του απέραντου πολυδιάστατου υποβάθρου και

οι προβολές εκείνης της πραγματικότητας καθορίζουν τις διάφορες τάξεις στη διαδοχή του

χρόνου. Φυσικά, αυτός ο νόμος μπορεί να είναι τέτοιος που σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις η

τάξη του χρόνου να αντιστοιχεί σε έναν απλό αιτιακό νόμο. Ή, σε μια διαφορετική περιοριστική

συνθήκη, η τάξη θα ήταν σύνθετη κι ενός μεγάλου βαθμού, έτσι ώστε, όπως υποδεικνύεται στο

κεφάλαιο 5, θα προσέγγιζε αυτό που συνήθως καλείται τυχαία τάξη. Αυτές οι δύο εναλλακτικές

περιπτώσεις καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της συνηθισμένης εμπειρίας καθώς επίσης και της

κλασσικής φυσικής. Εντούτοις, στην κβαντική περίπτωση καθώς επίσης και στην περίπτωση της

συνείδησης και πιθανώς σε ό,τι αφορά την κατανόηση της βαθύτερης ουσίας της ζωής, τέτοιες

προσεγγίσεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Τότε θα πρέπει κάποιος να κινηθεί προς μια θεώρηση

του χρόνου ως προβολή της πολυδιάστατης πραγματικότητας σε μια ακολουθία στιγμών.

Μια τέτοια προβολή μπορεί να περιγραφεί ως δημιουργική, παρά μηχανιστική, γιατί με

τη δημιουργικότητα εννοείται η εισροή νέου περιεχομένου, το οποίο ξεδιπλώνεται σε μια

ακολουθία στιγμών που δεν προέρχεται πλήρως από εκείνο που υπήρξε νωρίτερα, δηλαδή πριν

από αυτήν την ακολουθία ή σύνολο τέτοιων ακολουθιών. Λέμε λοιπόν ότι η κίνηση είναι βασικά

μια τέτοια δημιουργική εισροή νέου περιεχομένου όπως προβάλλεται από το πολυδιάστατο

υπόβαθρο. Σε αντίθεση, οτιδήποτε μηχανικό είναι ένα σχετικά αυτόνομο υποσύνολο που μπορεί

να αφαιρεθεί από αυτό που είναι βασικά μια δημιουργική κίνηση του ξεδιπλώματος.

Πώς, τότε, πρέπει να εξετάσουμε την εξέλιξη της ζωής όπως αυτή διατυπώνεται γενικά

στη βιολογία; Καταρχάς, πρέπει να επισημάνουμε ότι η ίδια η λέξη ‘evolution’ (της οποίας η

κυριολεκτική σημασία είναι ‘ξετυλίγω’) είναι πολύ μηχανιστική στις συνέπειές της για να μας

βοηθήσει σε αυτό το πλαίσιο. Αντίθετα, όπως επισημάναμε νωρίτερα, πρέπει να πούμε ότι

διάφορες διαδοχικές μορφές ζωής ξετυλίγονται με τρόπο δημιουργικό. Τα επόμενα μέλη της

ακολουθίας αυτής δεν προκύπτουν απόλυτα από εκείνα που προηγήθηκαν, μέσω μιας

διαδικασίας αιτίας- αποτελέσματος (εντούτοις με κάποια προσέγγιση μια τέτοια αιτιακή αλυσίδα

μπορεί να εξηγήσει ορισμένες περιορισμένες πτυχές της ακολουθίας). Ο νόμος αυτού του

ξετυλίγματος δεν μπορεί να γίνει επαρκώς κατανοητός χωρίς τη θεώρηση της απέραντης

πολυδιάστατης πραγματικότητας της οποίας ο νόμος είναι μια προβολή (εκτός από την τραχιά

προσέγγιση στην οποία οι συνέπειες της κβαντικής θεωρίας και ό,τι βρίσκεται πέρα από αυτήν

μπορούν να αγνοηθούν).

Page 33: 7. ΤΟ ΑΝΑΔΙΠΛΩΜΕΝΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Η γενική προσέγγισή μας έφερε έτσι στο προσκήνιο ερωτήματα σχετικά με τη φύση του

κόσμου, της ύλης, της ζωής, και της συνείδησης. Όλοι αυτά θεωρήθηκαν προβολές από ένα

κοινό υπόβαθρο. Αυτό μπορούμε να το αποκαλέσουμε το υπέδαφος όλων όσων υπάρχουν, στο

βαθμό τουλάχιστον που μπορούν να γίνουν αντιληπτά και κατανοητά από εμάς, στην παρούσα

φάση ξεδιπλώματος της συνείδησής μας. Παρότι δεν έχουμε καμία συγκεκριμένη αντίληψη ή

γνώση αυτού του υποβάθρου, βρίσκεται, με κάποια έννοια, αναδιπλωμένο μέσα στη συνείδησή

μας, με τους τρόπους που έχουμε περιγράψει, καθώς επίσης και με άλλους τρόπους που

πρόκειται να ανακαλυφθούν.

Είναι αυτό το υπόβαθρο το απόλυτο τέλος όλων; Σύμφωνα με τις απόψεις που

παρουσιάσαμε για τη γενική φύση ‘της ολότητας όσων υπάρχουν’ θεωρούμε και αυτό το

υπόβαθρο ένα μόνο στάδιο, με την έννοια ότι θα μπορούσε να υπάρξει το άπειρο πέρα από αυτό.

Σε κάθε δεδομένη στιγμή σε αυτήν τη διαδικασία, κάθε σύνολο απόψεων που μπορεί να

προκύψει θα αποτελέσει στην καλύτερη περίπτωση μια πρόταση. Δεν πρέπει να ληφθεί ως μια

παραδοχή σχετικά με την τελική αλήθεια, και ακόμα λιγότερο ως συμπέρασμα για τη φύση

τέτοιας αλήθειας. Αντίθετα, αυτή η πρόταση γίνεται η ίδια ένας ενεργός παράγοντας στο σύνολο

της ύπαρξης που περιλαμβάνει εμάς τους ίδιους καθώς επίσης και τα αντικείμενα των σκέψεων

και των πειραματικών ερευνών μας. Οποιεσδήποτε επιπλέον προτάσεις σχετικά με αυτήν τη

διαδικασία, όπως αυτές που έγιναν ήδη, θα πρέπει να είναι βιώσιμες. Δηλαδή, θα απαιτήσει

κάποιος από αυτές μια συνέπεια σχετικά με το τι προκύπτει από αυτές για τη ζωή στο σύνολο.

Μέσω της δύναμης μιας ακόμα βαθύτερης αναγκαιότητας σε σχέση με αυτήν την ολότητα,

κάποια νέα κατάσταση μπορεί να προκύψει στην οποία τόσο ο κόσμος όπως τον ξέρουμε όσο

και οι ιδέες μας για τον κόσμο να υποβληθούν σε μια περαιτέρω διαδικασία αλλαγής.

Έτσι έχουμε ουσιαστικά φέρει τη συζήτηση για την κοσμολογία και τις γενικές έννοιες

σχετικά με τη φύση της ολότητας σε ένα φυσικό (αν και βέβαια προσωρινό) καταληκτικό

σημείο. Από εδώ και στο εξής μπορούμε να το ερευνήσουμε συνολικά και ίσως να

συμπληρώσουμε μερικές από τις λεπτομέρειες που παραλείψαμε σε αυτήν την περιγραμματική

παρουσίαση πριν να προχωρήσουμε σε νέες εξελίξεις του είδους που υποδείξαμε παραπάνω.