50610346 Epitafios Ritsos
-
Upload
dimitris-zikopoulos -
Category
Documents
-
view
19 -
download
0
Transcript of 50610346 Epitafios Ritsos
Πού πέταξε τ' αγόρι μου
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μουκαρδούλα της καρδιάς μουπουλάκι της φτωχιάς αυλήςανθέ της ερημιάς μου.
Πού πέταξε τ' αγόρι μουπού πήγε, πού μ' αφήνει.Χωρίς πουλάκι το κλουβίχωρίς νερό η κρήνη.
Πώς κλείσαν τα ματάκια σουκαι δεν θωρείς που κλαίωκαι δεν σαλεύεις δεν γρικάςτα που πικρά σου λέω.
Χείλι μου μοσκομύριστο
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσατις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα.
Φρύδι μου γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο.
Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρηπρωινού ουρανού και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ.
Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζανλιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν.
(Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόναςπου πάνωθέ τους κόπαζε κ' η πίκρα μου κι ο αγώνας.
Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνιαπου οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ' τα μπαλκόνια.
Και γώ, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου τέτοιο άντρα,σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα.
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ' ευωδιαστό μου δάσο,πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;)
Οι στροφές που βρίσκονται στην παρένθεση δεν έχουν μελοποιηθεί.
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες
Μέρα Μαγιού μου μίσεψεςμέρα Μαγιού σε χάνωάνοιξη γιε που αγάπαγεςκι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζεςκαι δίχως να χορταίνειςάρμεγες με τα μάτια σουτο φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνήγλυκιά ζεστή κι αντρίκειατόσα όσα μήτε του γιαλούδεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου 'λεγες πως όλ' αυτάτα ωραία θα ν ' δικά μας�και τώρα εσβήστης κι έσβησετο φέγγος κι η φωτιά μας
Βασίλεψες αστέρι μου
Βασίλεψες αστέρι μου,βασίλεψε η πλάση.Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο,το φέγγος του έχει μάσει.
Κόσμος περνά και με σκουντά,στρατός και με πατάεικι εμέ το μάτι ουδέ γυρνάουδέ σε παρατάει.
Την άχνα απ' την ανάσα σουνιώθω στο μάγουλό μου,αχ, κι ένα φως, μεγάλο φωςστο βάθος πλέει του δρόμου.
Τα μάτια μου σκουπίζει ταμια φωτεινή παλάμη.Αχ κι η λαλιά σου, γιόκα μουστο σπλάχνο μου έχει δράμει.
Και να που ανασηκώθηκα,το πόδι στέκει ακόμα.Φως ιλαρό λεβέντη μουμ' ανέβασε απ' το χώμα.
Σημαίες τώρα σε ντύσανε,παιδί μου εσύ κοιμήσου.Κι εγώ τραβώ στ' αδέρφια σουκαι παίρνω τη φωνή σου.
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός
Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκόςκι είχες τις χάρες όλες,όλα τα χάδια του αγεριού,του κήπου όλες τις βιόλες.
Το πόδι ελαφροπάτητοσαν τρυφερούλι ελάφι,πάταγε το κατώφλι μαςκι έλαμπε σα χρυσάφι.
Νιότη απ' τη νιότη σου έπαιρνακι ακόμη αχνογελούσα,τα γερατειά δεν τρόμαζα,το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα πού θα κρατηθώ,πού θα σταθώ, πού θάμπω,που απόμεινα ξερό δεντρίσε χιονισμένο κάμπο;
[Πώς θα γυρίσω μοναχήστο ερμαδιακό καλύβι;Έπεσε η νύχτα στην αυγήκαι το στρατί μού κρύβει.
Ωχ, δεν ακούστηκε ποτέςκαι δε μπορεί να γίνεινα καίγουνται τα χείλια μουκαι νάμαι μπρος στην κρήνη.
Στο παραθύρι στέκοσουν
Στο παραθύρι στεκόσουνκι οι δυνατές σου οι πλάτες φράζαν ακέρια την μπασιάτη θάλασσα τις τράτες.
Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελοςπλημμύριζε το σπίτικι εκεί στ' αυτί σου σπίθιζεη γαζία τ' αποσπερίτη.
Κι ήταν το παραθύρι μαςη θύρα όλου το κόσμουκι έβγαζε στον παράδεισοπου τ' άστρα ανθίζαν φως μου.
Κι ως στεκόσουν και κοίταζεςτο λιόγερμα ν' ανάβεισαν τιμονιέρης φάνταζεςκι η κάμαρα καράβι.
Και μες στο χλιό και γαλανότο απόβραδο έγια λέσαμ' αρμένιζες στη σιγαλιάτου γαλαξία μέσα.
Και το καράβι βούλιαξεκι έσπασε το τιμόνικαι στου πελάγου το βυθόπλανιέμαι τώρα μόνη.
Να 'χα τ' αθάνατο νερό
Να'χα τ'αθάνατο νερόψυχή καινούργια να 'χανα σού'δινα να ξύπναγεςγια μια στιγμή μονάχα
Να δεις, να πεις, να το χαρείςακέραιο τ'όνειρό σουνα στέκεται ολοζώντανοκοντά σου, στο πλευρό σου
Βροντάνε στράτες κι αγορέςμπαλκόνια και σοκάκιακαι σου μαδάμε οι κορασιέςΛουλούδια στα μαλάκια
Με τα χεράκια σου τα δυοτα χίλιοχαϊδεμέναόλη τη γης αγκάλιαζακι όλα ήτανε για μένα
Γλυκέ μου συ δεν χάθηκες
Γιε μου ποια μοίρα στο ’γραφε, ωιμέκαι ποια μου το’ χε γράψει.Τέτοιον καημό τέτοια φωτιά, καημέστα στήθια μου ν’ ανάψει.
Γλυκέ μου εσύ δεν χάθηκες, ωιμέ, μέσα στις φλέβες μου είσαι.Γιε μου, στις φλέβες ολουνών καημέ έμπα βαθιά και ζήσε.