5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής...

53
5-1 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι: Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας Ελένη Κωτσιομύτη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εργαστήριο Οδοντικής και Ανωτέρας Προσθετικής, Τομέας Προσθετικής Τμήμα Οδοντιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 5. Διαδικασία Κατασκευής Ι: Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας Σύνοψη Ο σχεδιασμός της αποκατάστασης με μερική οδοντοστοιχία ακολουθεί δύο διακριτούς άξονες που αφορούν την ανταπόκριση της υπό κατασκευή μερικής οδοντοστοιχίας στις εμβιομηχανικές και βιολογικές απαιτήσεις. Ο εμβιομηχανικός άξονας της σχεδίασης αφορά την υποδοχή από τη μερική οδοντοστοιχία των δυνάμεων που εφαρμόζονται σε αυτήν, από τη μασητική λειτουργία αλλά και από τις κινήσεις των μυών του στόματος κατά τη λειτουργία του, και τη μεταβίβαση προς το υποκείμενο οστό με τρόπο που να διατηρεί την υγεία των στοματικών οργάνων. Ο βιολογικός άξονας αποσκοπεί στην όσο το δυνατόν μικρότερη επιβάρυνση του βιολογικού περιβάλλοντος και αποσκοπεί σε σχήμα διακριτικό με όσο το δυνατόν μικρότερη επέκταση, περιορισμένη κάλυψη των σκληρών και μαλακών ιστών, αποφυγή της ενόχλησης των ελεύθερων ούλων, διευκόλυνση του αυτοκαθαρισμού. Κλειδί για την επιτυχή κάλυψη των απαιτήσεων της μερικής οδοντοστοιχίας είναι η διατήρηση κατά το δυνατόν σταθερής της θέσης της και ο έλεγχος των λειτουργικών κινήσεών της. Η σχεδίαση, η διαδικασία επιλογής του τύπου και της θέσης των στοιχείων της μερικής οδοντοστοιχίας καθορίζει το σχήμα της και καθοδηγεί τα βήματα και τις διαδικασίες που χρειάζονται για την υλοποίηση του σχεδίου θεραπείας. Η σχεδίαση έχει σκοπό την κάλυψη των απαιτήσεων, εμβιομηχανικών, βιολογικών, άνεσης και αισθητικής, μέσω της ελεγχόμενης λειτουργίας και σταθεροποίησης της μερικής οδοντοστοιχίας. Η σταθεροποίηση της μερικής οδοντοστοιχίας εξειδικεύεται στις τρεις βασικές ιδιότητες, τη στήριξη, που αποτρέπει την εμβύθιση προς τους ιστούς, τη συγκράτηση, που αποτρέπει την απομάκρυνση, και την οριζόντια σταθερότητα, που ελέγχει τις πιθανές οριζόντιες μετατοπίσεις. Επιπλέον, η λειτουργία της μερικής οδοντοστοιχίας περιπλέκεται στις μικτά στηριζόμενες περιπτώσεις από τις στροφές που αναπτύσσονται λόγω της διαφορετικής ενδοτικότητας και συγκρατητικής ικανότητας των ιστών έδρασης, δηλαδή των δοντιών στήριξης και του βλεννογόνου των υπολειμματικών φατνιακών ακρολοφιών. Κατά τη διαδικασία της σχεδίασης διαμορφώνεται το σχήμα της μερικής οδοντοστοιχίας που θα περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που εξασφαλίζουν τις απαραίτητες ιδιότητες: τους εφαπτήρες που θα εξασφαλίσουν την οδοντική στήριξη, με τη συνεπικουρία των βάσεων, όταν η στήριξη είναι μικτή, τους άμεσους συγκρατητήρες που θα παρέχουν συγκράτηση, συμπληρωμένοι με την κατάλληλη αντιστήριξη, τους έμμεσους συγκρατητήρες που θα εξασφαλίσουν την αποτροπή της στροφής της μερικής οδοντοστοιχίας με ελεύθερο άκρο. Η σχεδίαση συμπληρώνεται με την επιλογή του τύπου του μειζόνα συνδετήρα και της θέσης των ελάσσονων συνδετήρων που θα συνδέσουν όλα τα υπόλοιπα τμήματα σε έναν ενιαίο μεταλλικό σκελετό, καθώς και με την αξιολόγηση της οριζόντιας σταθερότητας, της άνεσης και της αισθητικής. Η επιλογή του καταλληλότερου από τους διαθέσιμους τύπους των στοιχείων της μερικής οδοντοστοιχίας, της ευνοϊκότερης θέσης και του ακριβούς σχήματος ή διαστάσεών του ακολουθεί τις γενικές αρχές σχεδίασης. Αυτές διαμορφώνονται ανάλογα με τις συνθήκες, κυρίως ανάλογα με την εντόπιση των δοντιών

Transcript of 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής...

Page 1: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-1

5 Διαδικασία Κατασκευής Ι:

Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας

ΕΕλλέέννηη ΚΚωωττσσιιοομμύύττηη,, ΑΑννααππλληηρρώώττρριιαα ΚΚααθθηηγγήήττρριιαα

Εργαστήριο Οδοντικής και Ανωτέρας Προσθετικής, Τομέας Προσθετικής

Τμήμα Οδοντιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

5. Διαδικασία Κατασκευής Ι: Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας

Σύνοψη

Ο σχεδιασμός της αποκατάστασης με μερική οδοντοστοιχία ακολουθεί δύο διακριτούς άξονες που αφορούν

την ανταπόκριση της υπό κατασκευή μερικής οδοντοστοιχίας στις εμβιομηχανικές και βιολογικές απαιτήσεις.

Ο εμβιομηχανικός άξονας της σχεδίασης αφορά την υποδοχή από τη μερική οδοντοστοιχία των δυνάμεων

που εφαρμόζονται σε αυτήν, από τη μασητική λειτουργία αλλά και από τις κινήσεις των μυών του στόματος

κατά τη λειτουργία του, και τη μεταβίβαση προς το υποκείμενο οστό με τρόπο που να διατηρεί την υγεία των

στοματικών οργάνων. Ο βιολογικός άξονας αποσκοπεί στην όσο το δυνατόν μικρότερη επιβάρυνση του

βιολογικού περιβάλλοντος και αποσκοπεί σε σχήμα διακριτικό με όσο το δυνατόν μικρότερη επέκταση,

περιορισμένη κάλυψη των σκληρών και μαλακών ιστών, αποφυγή της ενόχλησης των ελεύθερων ούλων,

διευκόλυνση του αυτοκαθαρισμού. Κλειδί για την επιτυχή κάλυψη των απαιτήσεων της μερικής

οδοντοστοιχίας είναι η διατήρηση κατά το δυνατόν σταθερής της θέσης της και ο έλεγχος των λειτουργικών

κινήσεών της.

Η σχεδίαση, η διαδικασία επιλογής του τύπου και της θέσης των στοιχείων της μερικής οδοντοστοιχίας

καθορίζει το σχήμα της και καθοδηγεί τα βήματα και τις διαδικασίες που χρειάζονται για την υλοποίηση του

σχεδίου θεραπείας. Η σχεδίαση έχει σκοπό την κάλυψη των απαιτήσεων, εμβιομηχανικών, βιολογικών,

άνεσης και αισθητικής, μέσω της ελεγχόμενης λειτουργίας και σταθεροποίησης της μερικής οδοντοστοιχίας.

Η σταθεροποίηση της μερικής οδοντοστοιχίας εξειδικεύεται στις τρεις βασικές ιδιότητες, τη στήριξη, που

αποτρέπει την εμβύθιση προς τους ιστούς, τη συγκράτηση, που αποτρέπει την απομάκρυνση, και την

οριζόντια σταθερότητα, που ελέγχει τις πιθανές οριζόντιες μετατοπίσεις. Επιπλέον, η λειτουργία της μερικής

οδοντοστοιχίας περιπλέκεται στις μικτά στηριζόμενες περιπτώσεις από τις στροφές που αναπτύσσονται λόγω

της διαφορετικής ενδοτικότητας και συγκρατητικής ικανότητας των ιστών έδρασης, δηλαδή των δοντιών

στήριξης και του βλεννογόνου των υπολειμματικών φατνιακών ακρολοφιών.

Κατά τη διαδικασία της σχεδίασης διαμορφώνεται το σχήμα της μερικής οδοντοστοιχίας που θα

περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που εξασφαλίζουν τις απαραίτητες ιδιότητες: τους εφαπτήρες που θα

εξασφαλίσουν την οδοντική στήριξη, με τη συνεπικουρία των βάσεων, όταν η στήριξη είναι μικτή, τους

άμεσους συγκρατητήρες που θα παρέχουν συγκράτηση, συμπληρωμένοι με την κατάλληλη αντιστήριξη, τους

έμμεσους συγκρατητήρες που θα εξασφαλίσουν την αποτροπή της στροφής της μερικής οδοντοστοιχίας με

ελεύθερο άκρο. Η σχεδίαση συμπληρώνεται με την επιλογή του τύπου του μειζόνα συνδετήρα και της θέσης

των ελάσσονων συνδετήρων που θα συνδέσουν όλα τα υπόλοιπα τμήματα σε έναν ενιαίο μεταλλικό σκελετό,

καθώς και με την αξιολόγηση της οριζόντιας σταθερότητας, της άνεσης και της αισθητικής.

Η επιλογή του καταλληλότερου από τους διαθέσιμους τύπους των στοιχείων της μερικής οδοντοστοιχίας,

της ευνοϊκότερης θέσης και του ακριβούς σχήματος ή διαστάσεών του ακολουθεί τις γενικές αρχές

σχεδίασης. Αυτές διαμορφώνονται ανάλογα με τις συνθήκες, κυρίως ανάλογα με την εντόπιση των δοντιών

Page 2: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-2

στηριγμάτων σε σχέση με τις νωδές περιοχές, μέσα από τη συνεκτίμηση εμβιομηχανικών και βιολογικών

παραμέτρων. Ανατομικές, μορφολογικές και λειτουργικές ιδιαιτερότητες διαφοροποιούν και εξατομικεύουν

τη σχεδίαση και κατευθύνουν την απόφαση για την καταλληλότερη για κάθε περίπτωση επιλογή, σύμφωνα

πάντα με τις κλασικές σχεδιαστικές αρχές αλλά και τη διαθέσιμη επιστημονική τεκμηρίωση. Εναλλακτικές

σχεδιάσεις, όπως αυτές που συνδυάζουν την κινητή και ακίνητη αποκατάσταση ή τη χρήση αθέατων

συγκρατητικών στοιχείων, εξετάζονται με βάση το όφελος, δηλαδή τις εμβιομηχανικές, βιολογικές και

αισθητικές βελτιώσεις που μπορούν να εξασφαλίσουν, αλλά και το κόστος, την κατασκευαστική και/ή

οικονομική επιβάρυνση που μπορεί να συνοδεύει την επιλογή τους.

Προαπαιτούμενες γνώσεις

Σύστημα ταξινόμησης μερικών νωδοτήτων– μερικών οδοντοστοιχιών Kennedy (Κεφάλαιο 1).

Μορφολογικές και λειτουργικές επιπτώσεις της μερικής νωδότητας (Κεφάλαιο 2).

Υποκειμενικές και αντικειμενικές ανάγκες του μερικά νωδού ασθενή, εναλλακτικά σχήματα

προσθετικής αποκατάστασης (Κεφάλαιο 3).

Διάγνωση του μερικά νωδού ασθενή. Συλλογή και αξιολόγηση του διαγνωστικού υλικού, γενική

προετοιμασία (Κεφάλαιο 4).

Σχεδιασμός και διαδικασία κατασκευής στεφανών και γεφυρών.

Αρχές Σύγκλεισης και Φυσιολογίας Στοματογναθικού Συστήματος .

Γνώση της μορφολογίας της μύλης και ρίζας των δοντιών, δομή και ιδιότητες των σκληρών

οδοντικών ιστών. Αιτιοπαθογένεια, κλινικά χαρακτηριστικά και εξέλιξη της τερηδόνας.

Δομή και ιδιότητες των περιοδοντικών ιστών, αιτιοπαθογένεια και κλινικά χαρακτηριστικά των

περιοδοντικών νόσων.

5.1. Άξονες σχεδίασης

5.1.1. Κάλυψη εμβιομηχανικών απαιτήσεων

Κατά τη λειτουργία της η μερική οδοντοστοιχία δέχεται τις δυνάμεις που αναπτύσσονται στο στόμα από την

ενέργεια των μυών, κυρίως των μασητήριων, και τις μεταφέρει στους ιστούς, δηλαδή στα δόντια με τα οποία

έρχεται σε επαφή και στον βλεννογόνο της υπολειμματικής φατνιακής ακρολοφίας των νωδών περιοχών.

Τελικός αποδέκτης των δυνάμεων που μεταφέρονται από τη μερική οδοντοστοιχία στα δόντια και τον

βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό της γνάθου. Οι εμβιομηχανικές απαιτήσεις της μερικής οδοντοστοιχίας

αφορούν τον έλεγχο και τη διαχείριση των δυνάμεων και με την κάλυψή τους επιδιώκεται η σταθεροποίηση

της μερικής οδοντοστοιχίας με ταυτόχρονη διατήρηση του συστήματος μερικής οδοντοστοιχίας και

βιολογικού περιβάλλοντος στα λειτουργικά και υγιή πλαίσια (DeVan 1952, Frechette 1956).

Οι εμβιομηχανικές απαιτήσεις που πρέπει να καλύψει η μερική οδοντοστοιχία εξαρτώνται, επομένως,

από τα χαρακτηριστικά:

Tων δυνάμεων που εφαρμόζονται πάνω της.

Η μερική οδοντοστοιχία δέχεται τις μασητικές δυνάμεις από τα δόντια ανταγωνιστές, αλλά και δυνάμεις που

δημιουργούνται κατά τη λειτουργία του στόματος από τις κινήσεις της γλώσσας, των παρειών και των

χειλέων. Το μέγεθος, η εντόπιση και η διεύθυνση αυτών των δυνάμεων επηρεάζονται από πολλούς

παράγοντες, όπως ο αριθμός, η θέση, η μορφολογική ακεραιότητα και η περιοδοντική ευρωστία των

ανταγωνιστών της μερικής οδοντοστοιχίας δοντιών, οι συγκλεισιακές σχέσεις, η μορφολογία του προσώπου

και η σκελετική τάξη των γνάθων, η δυνατότητα των μυών που εμπλέκονται στη μάσηση για εφαρμογή

Page 3: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-3

φορτίων. Οι συγκλεισιακές δυνάμεις εξαρτώνται ακόμα και από τον τύπο των ανταγωνιστών δοντιών, αν

δηλαδή αυτά είναι φυσικά, τεχνητά δόντια ακίνητης αποκατάστασης ή τεχνητά δόντια κινητής

αποκατάστασης. Ειδικά η ολική οδοντοστοιχία μεταβιβάζει σημαντικά μικρότερες δυνάμεις, όταν

ανταγωνίζεται μερική οδοντοστοιχία, από ό,τι τα φυσικά δόντια ανταγωνιστές.

Της ίδιας της μερικής οδοντοστοιχίας.

Η δυναμική σχέση της μερικής οδοντοστοιχίας με τους στηρίζοντες ιστούς εξαρτάται καταρχήν από το σχήμα

της, που με τη σειρά του αντικατοπτρίζει τη μορφολογία του νωδού στόματος. Οι εμβιομηχανικές σχέσεις

ανάμεσα στη μερική οδοντοστοιχία και στα φυσικά δόντια που θα δεχτούν τις δυνάμεις που αυτή μεταφέρει

εξαρτώνται, όπως είναι φυσικό, από τη θέση και τον αριθμό των δοντιών στηριγμάτων. Η μεταβίβαση των

δυνάμεων από τη μερική οδοντοστοιχία στα δόντια στηρίγματα γίνεται ευκολότερα ανεκτή, αν αυτές

εφαρμόζονται με διεύθυνση που συμπίπτει με τον επιμήκη άξονα του δοντιού (Διακογιάννη– Μορδοχάι

1994). Πλάγιες ή οριζόντιες δυνάμεις δεν είναι επιθυμητές, γιατί ο περιοδοντικός μηχανισμός από τη δομή

του δεν μπορεί να τις αντιρροπήσει ικανοποιητικά (Carr et al. 2011). Επομένως, μια σημαντική

εμβιομηχανική απαίτηση για τη μερική οδοντοστοιχία είναι η μεταφορά των δυνάμεων κατά μήκος του

επιμήκη άξονα ή τουλάχιστον παράλληλα προς αυτόν. Η διεύθυνση των εφαρμοζόμενων από τη μερική

οδοντοστοιχία δυνάμεων επηρεάζεται, όπως είναι φυσικό, από τις συγκλεισιακές επιφάνειες των τεχνητών

δοντιών, το σχήμα, την έκταση και την εντόπισή τους σε σχέση με την υπολειμματική φατνιακή ακρολοφία.

Κυρίως, όμως, ο κίνδυνος μεταφοράς πλάγιων ή οριζόντιων φορτίσεων στα δόντια στηρίγματα σχετίζεται με

την κινητικότητα της μερικής οδοντοστοιχίας, που αναπόφευκτα αναπτύσσεται κατά τη λειτουργία της.

Η μερική οδοντοστοιχία μεταφέρει τις δυνάμεις, επίσης, μέσω του βλεννογόνου των υπολειμματικών

φατνιακών ακρολοφιών και αυτή η μεταφορά ευνοείται από την όσο το δυνατό μεγαλύτερη επέκταση της

βάσης, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι πιέσεις από κάθε ασκούμενη δύναμη, και ακόμη από την όσο το

δυνατόν πιο πιστή και σταθερή εφαρμογή. Να σημειωθεί ότι η επέκταση της βάσης πέρα από τα λειτουργικά

ανεκτά όρια (υπερέκταση) δημιουργεί, επίσης, εμβιομηχανικό μειονέκτημα, γιατί εκθέτει τη βάση στις

ανατρεπτικές δυνάμεις που εφαρμόζουν οι μύες που δρουν στα όριά της (Donahue 1988).

Γενικά, η σχετική ακινησία της μερικής οδοντοστοιχίας, όταν βρίσκεται στο στόμα και όταν αυτό

λειτουργεί για ομιλία, χαμόγελο και κυρίως μάσηση, συμβάλλει στον έλεγχο των εφαρμοζόμενων δυνάμεων.

Μια άλλη σημαντική παράμετρος είναι η ακαμψία της κατασκευής. Η μερική οδοντοστοιχία πρέπει να είναι

άκαμπτη, ώστε κάθε δύναμη που εφαρμόζεται σε κάποιο σημείο της να μην δημιουργεί εντοπισμένες,

υπερβολικές τάσεις, αλλά αυτές να διαμοιράζονται ομοιόμορφα στους ιστούς. Με άλλα λόγια, η μερική

οδοντοστοιχία μέσω της ακαμψίας της έχει τη δυνατότητα να διανέμει τις εντοπισμένες φορτίσεις που δέχεται

σε όλα τα δόντια στηρίγματα καθώς καιαν υπάρχει ελεύθερο άκρο- στον υποκείμενο βλεννογόνο. Έτσι,

κανένα από τα δόντια στηρίγματα δεν φορτίζεται υπερβολικά (Hindels 1957, Costa et al. 2009).

Του οστού της υπολειμματικής φατνιακής ακρολοφίας και της γνάθου.

Ο τελικός αποδέκτης των φορτίσεων που δέχεται και μεταβιβάζει η μερική οδοντοστοιχία είναι το οστό της

γνάθου. Όταν με την ελεγχόμενη μεταφορά των φορτίσεων αυτό δέχεται διεσπαρμένες και ευνοϊκά

κατανεμημένες φορτίσεις, δεν αναπτύσσει υπερβολικές τάσεις και αντιδρά ευνοϊκά με ελεγχόμενου βαθμού

εσωτερική παραμόρφωση. Η εμβιομηχανική ισορροπία ευνοείται από την ύπαρξη ικανού σε όγκο και

συμπαγούς εσωτερικής δομής οστού (Applegate 1960). Επίσης, εμβιομηχανικά σημαντικό είναι και το σχήμα

της υπολειμματικής φατνιακής ακρολοφίας. Υπολειμματική φατνιακή ακρολοφία με διατομή τετράγωνη ή

ωοειδή, σε αντίθεση με αυτές της τριγωνικής διατομής, επιτρέπει την κατασκευή βάσης με μεγάλη επιφάνεια,

αποτελεσματικής, όπως αναφέρθηκε, για τη μεταφορά των φορτίσεων (Ben-ur et al. 1999).

5.1.2. Κάλυψη βιολογικών απαιτήσεων

Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι εμβιομηχανικές συνθήκες λειτουργίας της μερικής οδοντοστοιχίας έχουν

αντίκτυπο στην υγεία του στόματος που τη φιλοξενεί, επηρεάζοντας τη μηχανική φόρτιση των βιολογικών

Page 4: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-4

δομών. Με τις δυνάμεις που μεταφέρει, η μερική οδοντοστοιχία θα πρέπει να μην επιβαρύνει υπερβολικά

τους ιστούς, δόντια και βλεννογόνο, για να μην προκληθεί αποδιοργάνωση και βλάβη τους, αλλά αντίθετα να

παρέχει ερεθίσματα για λειτουργική ενεργοποίησή τους. Επομένως, η εμβιομηχανική ισορροπία αποτελεί μια

σημαντική παράμετρο του βιολογικού άξονα και η κάλυψη των βιολογικών απαιτήσεων έχει ως προϋπόθεση

την κάλυψη των εμβιομηχανικών. Εκτός όμως από αυτό, η παρουσία και μόνο της μερικής οδοντοστοιχίας

στη στοματική κοιλότητα αλλάζει το στοματικό περιβάλλον, αφού προκαλεί μεταβολές στη στοματική

χλωρίδα (Chamrawy 1979, Budtz-Jørgensen 1996) και διαφοροποιεί ποιοτικά και ποσοτικά τη μικροβιακή

πλάκα (Chamrawy 1976, Budtz-Jørgensen & Isidor 1990). Έτσι, δημιουργούνται συνθήκες αυξημένου

κινδύνου για τερηδονική και περιοδοντική προσβολή των φυσικών δοντιών.

Ο τερηδονικός κίνδυνος αυξάνεται όσο αυξάνεται η επαφή των στοιχείων της μερικής οδοντοστοιχίας με

επιφάνειες των δοντιών. Η κάλυψη των σκληρών ιστών από την πρόσθεση δυσχεραίνει τον αυτοκαθαρισμό

από το σάλιο και τις κινήσεις των μυών και δημιουργεί συνθήκες για κατακράτηση οδοντικής πλάκας.

Πράγματι, έχουν παρατηρηθεί σημαντικά αυξημένα ποσοστά τερηδονισμού των ριζών στις περιοχές των

φυσικών δοντιών που βρίσκονται σε επαφή με στοιχεία της μερικής οδοντοστοιχίας (Wright et al. 1992,

Drake & Beck 1993, Yeung et al. 2000) και αυξημένος κίνδυνος για τα δόντια που γειτνιάζουν με στοιχεία της

μερικής οδοντοστοιχίας σε σχέση με τα υπόλοιπα δόντια στο ίδιο στόμα (Wagner & Kern 2000, Yeung et al.

2000).

Δυνητικά βλαπτική είναι, επίσης, η κάλυψη των μαλακών ιστών, όπως για παράδειγμα της υπερώας και

των υπολειμματικών φατνιακών ακρολοφιών, από στοιχεία της μερικής οδοντοστοιχίας. Είναι γνωστό ότι

κάτω από τη βάση της οδοντοστοιχίας δημιουργείται ένα μικρο-περιβάλλον με ιδιαίτερες συνθήκες,

διαφορετικές από αυτές της υπόλοιπης στοματικής κοιλότητας. Η αυξημένη θερμοκρασία και η μειωμένη ροή

του σάλιου προδιαθέτουν για ανάπτυξη φλεγμονής των ιστών. Τέλος, το ευαίσθητο περιβάλλον της περιοχής

των ελεύθερων ούλων και της ουλοδοντικής σχισμής επηρεάζεται από τη γειτνίαση με στοιχεία της μερικής

οδοντοστοιχίας, ιδιαίτερα όταν αυτά εμποδίζουν τον αυτοκαθαρισμό του ή υπερπιέζουν τα μαλακά μόρια

(Preston 2007).

Η ελαχιστοποίηση του βιολογικού κινδύνου που εισάγει η μερική οδοντοστοιχία αποτελεί έναν από τους

κύριους σκοπούς της προσθετικής αποκατάστασης και επιδιώκεται με τον έλεγχο των παραπάνω βλαπτικών

συνθηκών- παραγόντων (Owall et al. 2002). Έτσι, είναι θεμιτό για τη μερική οδοντοστοιχία να περιορίζεται η

κάλυψη των οδοντικών ιστών, ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος τερηδονισμού τους (McCord et al. 2002). Είναι

επίσης επιθυμητό να ελαχιστοποιείται και η κάλυψη των μαλακών μορίων, ώστε να μην δημιουργούνται

συνθήκες ανάπτυξης φλεγμονής. Τέλος, η διασταύρωση των στοιχείων της μερικής οδοντοστοιχίας με τα

ελεύθερα ούλα είναι καλό να αποφεύγεται, για να περιορίζεται ο κίνδυνος για το περιοδόντιο, και όπου αυτή

είναι απαραίτητη, να επιτρέπει τον αυτοκαθαρισμό και να μην είναι στενή και πιεστική.

Επομένως, ο βιολογικός άξονας επιβάλλει προσεκτική διαμόρφωση του σχήματος της μερικής

οδοντοστοιχίας, με στόχο μια περιορισμένης έκτασης, απλή κατασκευή που να σέβεται τους ιστούς και να

διευκολύνει την υγιεινή. Οι παραπάνω αρχές για τη διατήρηση της στοματικής υγείας αποτελούν τη βάση της

υγιεινής σχεδίασης, μιας σχεδιαστικής και κατασκευαστικής φιλοσοφίας η οποία δίνει ιδιαίτερο βάρος στον

βιολογικό άξονα της μερικής οδοντοστοιχίας (Owall και συν. 2002, Σοφού 2007). Τέλος, στις απαιτήσεις για

διατήρηση και προφύλαξη του βιολογικού υποστρώματος της μερικής οδοντοστοιχίας περιλαμβάνεται και η

απαίτηση για κατασκευή, έλεγχο και συντήρηση του αποτελέσματος, ώστε η μερική οδοντοστοιχία να μην

προσβάλλει τους στοματικούς ιστούς, δηλαδή να μην τραυματίζει και να μην υπερπιέζει (Εικόνα 5-1).

Page 5: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-5

Εικόνα 5-1. Στο δυναμικό στοματικό περιβάλλον η μερική οδοντοστοιχία δέχεται και εφαρμόζει δυνάμεις, αλλά και

αλληλεπιδρά με τους βιολογικούς ιστούς.

Οι δύο άξονες που θα καθοδηγήσουν τη διαμόρφωση του σχήματος της μερικής οδοντοστοιχίας έχουν

φύσει αντίθετους αντικειμενικούς σκοπούς. Ο εμβιομηχανικός επιδιώκει τον έλεγχο των φορτίσεων μέσω

της επαφής της μερικής οδοντοστοιχίας με όσο το δυνατό περισσότερα βιολογικά στοιχεία, δόντια και

βλεννογόνο, ώστε να διασπείρει τις δυνάμεις σε μεγάλη έκταση και πολλά υποστηρικτικά στοιχεία και να

μειώσει τις τάσεις που θα αναπτυχθούν. Ο βιολογικός επιδιώκει την όσο το δυνατό μικρότερη ενόχληση

των βιολογικών στοιχείων από την εισβολή της πρόσθεσης, μέσω της μειωμένης επαφής της με αυτά. Ο

σχεδιασμός του εξειδικευμένου σχήματος κάθε μερικής οδοντοστοιχίας αποτελεί συμβιβασμό των

παραπάνω απαιτήσεων σε μια κατά το δυνατόν ωφέλιμη τομή τους.

Πέρα από την εμβιομηχανική και βιολογική αρτιότητα, υπάρχουν και άλλες απαιτήσεις που με τη

λειτουργία της η μερική οδοντοστοιχία θα πρέπει να καλύπτει. Μία από αυτές είναι η άνεση που επιβάλλεται

να παρέχει μια πρόσθεση στον χρήστη της, δηλαδή η ενσωμάτωσή της μορφολογικά και λειτουργικά στο

περιβάλλον της. Μια ακόμη απαίτηση είναι η ανάγκη για κάλυψη των αισθητικών απαιτήσεων, η οποία

προκύπτει από την έλλειψη δοντιών, και η οποία, όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 2, συχνά είναι

καθοριστικό κίνητρο για την προσθετική θεραπεία. Η μερική οδοντοστοιχία συντελεί στην αισθητική

βελτίωση, καθώς καλύπτει με τα τεχνητά δόντια τα κενά των νωδών περιοχών. Παράλληλα, με την ακρυλική

ρητίνη της βάσης μπορεί να υποκαταστήσει και το οστό της υπολειμματικής φατνιακής ακρολοφίας που έχει

χαθεί λόγω απορρόφησης, αλλά και να υποστηρίξει τα μαλακά μόρια, χείλη και παρειές βελτιώνοντας την

εμφάνιση του προσώπου. Από την άλλη πλευρά όμως, συχνά δημιουργεί και η ίδια αισθητικό πρόβλημα,

αφού στην πλειοψηφία των περιπτώσεων μια μερική οδοντοστοιχία εκθέτει κάποια μεταλλικά τμήματα σε

θέα. Αν και κάθε ασθενής αξιολογεί διαφορετικά την αισθητική που του παρέχεται από τη μερική

οδοντοστοιχία, η αισθητική της αποκατάστασης μπορεί να βελτιωθεί με τροποποιήσεις του σχεδιασμού της,

ώστε το μέταλλο του σκελετού να μην εκτίθεται σε θέα, ή με επιλογή εναλλακτικών αθέατων στοιχείων, όπως

οι σύνδεσμοι και οι τηλεσκοπικές στεφάνες.

Φαίνεται, επομένως, ότι η μερική οδοντοστοιχία έχει τέτοιο σχήμα, ώστε τα στοιχεία της να καλύπτουν

τις παραπάνω αρχές και απαιτήσεις, εμβιομηχανικές και βιολογικές σε πρώτο επίπεδο, αισθητικές και άνεσης

σε δεύτερο.

Η διαδικασία επιλογής του τύπου και της θέσης των στοιχείων της μερικής οδοντοστοιχίας, που

καταλήγει στη διαμόρφωση του σχήματός της, ονομάζεται σχεδίαση.

Ο όρος είναι ιδιαίτερα ευρύς, καθορίζει, όχι μόνο το σχήμα της μερικής οδοντοστοιχίας, αλλά και τα

βήματα και τις διαδικασίες που χρειάζονται για την υλοποίηση του σχεδίου θεραπείας, καθοδηγεί δηλαδή τα

επόμενα στάδια της αποκατάστασης, ενώ έχει και κυριολεκτική διάσταση, αφού συχνά η μερική

οδοντοστοιχία σχεδιάζεται στο εκμαγείο ή σε φύλλο χαρτιού. Η σχεδίαση έχει σκοπό την κάλυψη των

απαιτήσεων και αντικειμενικό στόχο τη σταθεροποίηση με τον σωστό τρόπο της μερικής οδοντοστοιχίας.

Page 6: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-6

5.2. Βασικοί ορισμοί: στήριξη, συγκράτηση, οριζόντια σταθερότητα

Για την Κινητή Προσθετική η έννοια της σταθεροποίησης των μερικών αποκαταστάσεων αναλύεται σε τρεις

επιμέρους «ιδιότητες» ή «ποιότητες» που αφορούν τις ανά κατεύθυνση δυνητικές μετατοπίσεις και

λειτουργούν ως επιμέρους προϋποθέσεις επιτυχούς λειτουργίας. Οι τρεις «ιδιότητες», που είναι απαραίτητες,

για να σταθεροποιηθεί ικανοποιητικά μια κινητή μερική αποκατάσταση, είναι η στήριξη, η συγκράτηση και η

οριζόντια σταθερότητα.

5.2.1. Περιγραφή της μερικής οδοντοστοιχίας

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το σχήμα της μερικής οδοντοστοιχίας καθορίζεται από την εντόπιση και την

έκταση της νωδής περιοχής. Επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχουν σε μια γνάθο πολλαπλές νωδές

περιοχές, η εμφάνιση της μερικής οδοντοστοιχίας γίνεται ακόμη πιο ιδιαίτερη, με τις περιοχές με τεχνητά

δόντια να εναλλάσσονται με τις «κενές», που καταλαμβάνονται από τα φυσικά δόντια. Πρέπει να σημειωθεί

ότι, ακόμα και όταν η νωδότητα είναι μονόπλευρη, η μερική οδοντοστοιχία είναι πάντα αμφίπλευρη,

εκτείνεται δηλαδή και στις δύο πλευρές του οδοντικού τόξου, γιατί έτσι μόνο σταθεροποιείται

αποτελεσματικά.

Ως κινητή αποκατάσταση, η μερική οδοντοστοιχία χαρακτηρίζεται από τη βάση, η οποία καλύπτει τον

βλεννογόνο των νωδών περιοχών του στόματος. Η βάση κατασκευάζεται από θερμοπολυμεριζόμενη

ακρυλική ρητίνη, εφαρμόζει πιστά στον βλεννογόνο των νωδών περιοχών και έχει ρόδινο χρώμα. Καθώς στις

μερικά νωδές γνάθους είναι συνήθης η παρουσία δύο ή και περισσότερων νωδών περιοχών που διακόπτονται

από φυσικά δόντια, συχνά σε μερικές οδοντοστοιχίες διακρίνουμε όχι μόνο μία αλλά δύο ή ακόμα και

περισσότερες βάσεις (Εικόνα 5-2). Τα τεχνητά δόντια διατίθενται στο εμπόριο, αποτελούνται από ακρυλική

ρητίνη ή πορσελάνη και κυκλοφορούν σε διάφορα μεγέθη και χρώματα. Η θέση τους ορίζεται κατά τη

διαδικασία των καταγραφών, ώστε μέσω της επαφής με τους ανταγωνιστές να εναρμονίζονται με τις

συγκλεισιακές σχέσεις του ασθενούς ή να τις αποκαθιστούν.

Εικόνα 5-2. Μερική οδοντοστοιχία: ακρυλικές βάσεις, τεχνητά δόντια, μεταλλικός σκελετός

Στη μερική οδοντοστοιχία υπάρχει, εκτός από τις βάσεις και τα τεχνητά δόντια, και ο μεταλλικός σκελετός.

Αυτός είναι μια κατασκευή από ειδικό κράμα, που κατασκευάζεται, ώστε να εφαρμόζει πιστά στον φραγμό,

και πάνω σε αυτόν συνδέεται η βάση (Εικόνα 5-3). Ο μεταλλικός σκελετός διατηρεί τη βάση και μέσω αυτής

τα τεχνητά δόντια σε σταθερές θέσεις σε σχέση με τα ενδοστοματικά μορφολογικά στοιχεία, ενώ ταυτόχρονα

χρησιμοποιεί κάποια από αυτά για τη σταθεροποίηση της πρόσθεσης. Τα στοιχεία αυτά είναι η υπολειμματική

φατνιακή ακρολοφία από τη μια πλευρά και τα φυσικά δόντια από την άλλη. Όπως αναφέρθηκε, η μερική

οδοντοστοιχία σταθεροποιείται στη θέση της είτε μέσω των φυσικών δοντιών είτε μέσω του βλεννογόνου της

υπολειμματικής φατνιακής ακρολοφίας είτε και από τα δύο. Ο μεταλλικός σκελετός είναι απαραίτητος για τη

Page 7: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-7

σταθεροποίηση της οδοντοστοιχίας μέσω των φυσικών δοντιών, καθώς το μέταλλο μπορεί να διαμορφωθεί σε

στενή επαφή με τις επιφάνειες των δοντιών, να διαθέτει ικανοποιητική αντοχή αλλά και ελαστικότητα, και

ταυτόχρονα να διατηρεί περιορισμένες τις διαστάσεις του. Τέλος, ο μεταλλικός σκελετός εξασφαλίζει την

επέκταση της μερικής οδοντοστοιχίας στις δύο πλευρές του οδοντικού τόξου, με τρόπο που να εξασφαλίζει

την απαραίτητη ακαμψία της κατασκευής.

Εικόνα 5-3. Μεταλλικός σκελετός μερικής οδοντοστοιχίας

5.2.2. Στήριξη

Στήριξη, για κάθε κινητή προσθετική αποκατάσταση, ονομάζεται η αντίστασή της στη μετατόπιση

προς τους ιστούς, όπου εδράζεται, ή προς τα υποκείμενα ανατομικά στοιχεία (Glossary of

Prosthodontic Terms 2005).

Με άλλα λόγια, μια μερική οδοντοστοιχία που διαθέτει επαρκή στήριξη δεν υποχωρεί προς τους ιστούς

που βρίσκονται «κάτω» από αυτήν κατά τη λειτουργία, όπως για παράδειγμα όταν έρχεται σε επαφή με τους

ανταγωνιστές της. Οι ιστοί που βρίσκονται κάτω από την οδοντοστοιχία και πάνω στους οποίους στηρίζεται

αυτή, ονομάζονται στηρικτικοί ιστοί.

Στη στήριξη της πρόσθεσης συμμετέχουν κάποια επιλεγμένα φυσικά δόντια, τα δόντια στήριξης ή

δόντια στηρίγματα. Κατάλληλα διαμορφωμένες επιφάνειες των δοντιών στήριξης υποδέχονται αντίστοιχα

στοιχεία του μεταλλικού σκελετού εμποδίζοντας την υποχώρηση της οδοντοστοιχίας προς τον βλεννογόνο.

Για τις μερικές οδοντοστοιχίες με ελεύθερο άκρο, ο βλεννογόνος των υπολειμματικών φατνιακών αποφύσεων

στηρίζει επίσης τη μερική οδοντοστοιχία αντίστοιχα προς τη βάση (Costa et al. 2009). Για τον λόγο αυτό οι

μερικές οδοντοστοιχίες με ελεύθερο άκρο λέγονται και μικτά (από δόντια και βλεννογόνο) στηριζόμενες.

Οι μερικές οδοντοστοιχίες που καλύπτουν οδοντικά αφοριζόμενες νωδότητες λέγονται οδοντικά

στηριζόμενες, αφού η στήριξή τους εξασφαλίζεται αποκλειστικά από τα δόντια στήριξης (Applegate 1960).

Θεωρητικά τουλάχιστον, γιατί η πρακτική τους χρήση είναι σήμερα περιορισμένη, αναφέρονται και μερικές

οδοντοστοιχίες αμιγούς βλεννογόνιας στήριξης.

5.2.3. Συγκράτηση

Συγκράτηση κάθε κινητής αποκατάστασης, και επομένως και της μερικής οδοντοστοιχίας,

ονομάζεται η αντίσταση στη μετατόπιση μακριά από τους ιστούς έδρασης, ιδιαίτερα σε κατακόρυφη

κατεύθυνση και, επομένως, η ιδιότητα της οδοντοστοιχίας που την κρατά σε επαφή με τους ιστούς

έδρασης και/ή τα δόντια– στηρίγματα (Glossary of Prosthodontic Terms 2005).

Page 8: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-8

Η έννοια της κατακόρυφης μετατόπισης είναι, βέβαια, σχετική και αποδίδεται ως μετατόπιση σε

διεύθυνση κάθετη προς το οριζόντιο επίπεδο ή, ακριβέστερα, κάθετη στο μασητικό επίπεδο των δοντιών.

Σύμφωνα με έναν άλλο ορισμό, συγκράτηση είναι η δυνατότητα της κινητής πρόσθεσης να παραμένει σε

επαφή με τους ιστούς κατά τη λειτουργία της, με την έννοια της αποτροπής της «αποκόλλησής» της. Ο

ακριβέστερος όρος για την αποτροπή της αποκόλλησης της μερικής οδοντοστοιχίας ως σύνολο είναι άμεση

συγκράτηση σε αντιδιαστολή με τον όρο «έμμεση συγκράτηση», που θα αναφερθεί παρακάτω.

Η άμεση συγκράτηση επιτυγχάνεται με τα μέρη του μεταλλικού σκελετού που ονομάζονται

συγκρατητήρες. Οι πιο συνηθισμένοι είναι οι συγκρατητικοί βραχίονες των αγκίστρων. Αυτοί για τη

λειτουργία τους εκμεταλλεύονται το ότι οι μύλες των δοντιών έχουν συνήθως μορφή βαρελιού και όχι

κυλίνδρου ή κώνου. Δηλαδή, περίπου στη μεσότητα, κάθε δόντι εμφανίζει μια μείζονα περίμετρο, και κάτω

από αυτήν, προς τον αυχένα, έχει μικρότερη διάμετρο. Όταν η οδοντοστοιχία τοποθετείται στη θέση της, οι

συγκρατητικοί βραχίονες μπαίνουν σε αυτή την περιοχή της μύλης του δοντιού στηρίγματος που εισέχει σε

σχέση με τη μείζονα περίμετρο. Δηλαδή, καθώς τοποθετείται η οδοντοστοιχία, αυτοί τεντώνονται

(διατείνονται), περνούν από την προεξέχουσα περιοχή της μείζονος περιμέτρου, και εγκαθίστανται στην

τελική τους θέση, στην περιοχή εσοχής. Μετά από αυτό, κάθε δύναμη που τείνει να απομακρύνει τη μερική

οδοντοστοιχία θα πρέπει, για να το καταφέρει, να προκαλέσει πάλι διάταση των συγκρατητικών βραχιόνων,

ώστε να κάνουν την αντίθετη διαδρομή. Με τον τρόπο αυτό, οι συγκρατητικοί βραχίονες ανθίστανται στις

δυνάμεις απομάκρυνσης της μερικής οδοντοστοιχίας από τη θέση της. Γίνεται κατανοητό ότι, για να

λειτουργήσουν οι συγκρατητικοί βραχίονες, θα πρέπει να είναι έτσι κατασκευασμένοι, ώστε να έχουν κάποια

ελαστικότητα. Μόνο έτσι θα μπορούν να διατείνονται κάθε φορά που η μερική οδοντοστοιχία τοποθετείται

στη θέση της, ώστε να καταλάβουν τη θέση τους στην περιοχή εσοχής.

Η άκρη κάθε συγκρατητικού βραχίονα καταλήγει σε σημείο του δοντιού που εισέχει κατά συγκεκριμένη

απόσταση από την κατακόρυφη, και ονομάζεται βάθος εσοχής. Σημειώνεται ότι η συγκράτηση στις μερικής

οδοντοστοιχίας με ελεύθερο άκρο ενισχύεται και από την ανάπτυξη δυνάμεων συνοχής και συνάφειας

ανάμεσα στην κάτω επιφάνεια της βάσης και άλλων τμημάτων της μερικής οδοντοστοιχίας και στον

υποκείμενο βλεννογόνο.

5.2.4. Οριζόντια σταθερότητα

Σταθερότητα, για κάθε κινητή πρόσθεση, ονομάζεται η αντίστασή της στη μετατόπιση επί των

υποστηρικτικών ιστών, κυρίως σε οριζόντια– πλάγια κατεύθυνση κατά τη λειτουργία (Glossary of

Prosthodontic Terms 2005). Στις μερικές οδοντοστοιχίες ο όρος εξειδικεύεται ως οριζόντια

σταθερότητα, και αφορά την αποτροπή των οριζόντιων μετατοπίσεων από τις δυνάμεις που

αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του στόματος και τείνουν να μετατοπίσουν την

πρόσθεση προς τα εμπρός / πίσω ή προς τα δεξιά / αριστερά.

Για την αποτροπή των κινήσεων αυτών της μερικής οδοντοστοιχίας δεν υπάρχουν ειδικά στοιχεία του

μεταλλικού σκελετού. Οριζόντια σταθερότητα εξασφαλίζουν όλα τα τμήματα της πρόσθεσης που έχουν

κατακόρυφη θέση και προσανατολισμό αντίθετο με την πιθανή μετατόπιση. Για παράδειγμα, τα γλωσσικά

πτερύγια της βάσης ανθίστανται στην πλάγια μετατόπιση της μερικής οδοντοστοιχίας μέσω της επαφής τους

με τα γλωσσικά τοιχώματα της υπολειμματικής φατνιακής ακρολοφίας, και τα τμήματα του μεταλλικού

σκελετού που εφάπτονται με τις άπω όμορες επιφάνειες των ακραίων δοντιών σε μια οπίσθια νωδότητα

ανθίστανται στην προς τα εμπρός οριζόντια μετατόπιση της μερικής οδοντοστοιχίας.

Αναλογικά με τη συμβολή της στις λειτουργικές απαιτήσεις για σταθεροποίηση της μερικής

οδοντοστοιχίας, κάθε μύλη δοντιού στηρίγματος μπορεί να θεωρηθεί ότι χωρίζεται σε τρεις περιοχές (Εικόνα

5-4):

Page 9: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-9

μία που υποδέχεται τα στηρικτικά στοιχεία του σκελετού, βρίσκεται πάνω από τη μείζονα περίμετρο και

μπορεί να δεχτεί άκαμπτα στοιχεία του σκελετού,

μία που υποδέχεται τα συγκρατητικά στοιχεία του σκελετού (συγκρατητικούς βραχίονες), βρίσκεται

κάτω (προς τον αυχένα) από τη μείζονα περίμετρο και υποδέχεται μόνο ελαστικά στοιχεία του σκελετού,

και τη μείζονα περίμετρο του δοντιού, η οποία έχει συνήθως τη μορφή γραμμής, αλλά διαμορφώνεται

κατά τις τροποποιήσεις της μύλης των δοντιών στηριγμάτων σε μείζονα- πιο προεξέχουσα επιφάνεια,

υποδέχεται στοιχεία που εξυπηρετούν την οριζόντια σταθερότητα και καθοδηγούν και την ένθεση της

μερικής οδοντοστοιχίας (Βηχούδη & Εμμανουήλ 2007).

Εικόνα 5-4. Μείζων περίμετρος, στηρικτική και συγκρατητική περιοχή της μύλης

5.3. Κινήσεις – στροφές κατά τη λειτουργία

Μια πολύ σημαντική παράμετρος της σταθεροποίησης της μερικής οδοντοστοιχίας κατά τη λειτουργία της

αφορά τη δυνατότητα κάποιων μερικών οδοντοστοιχιών να πραγματοποιούν κινήσεις στροφής κατά τη

λειτουργία. Οι στροφές αφορούν τις μερικές οδοντοστοιχίες που είναι μικτά στηριζόμενες, δηλαδή αυτές της

κατηγορίας Kennedy Ι και ΙΙ και δημιουργούνται λόγω της ανομοιομορφίας των στηρικτικών ιστών, δοντιών

και βλεννογόνου. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια μερική οδοντοστοιχία κατηγορίας Kennedy Ι, με στήριξη

σε δόντια- στηρίγματα μπροστά και στον βλεννογόνο της υπολειμματικής φατνιακής ακρολοφίας πίσω. Όταν

στην μερική οδοντοστοιχία εφαρμοστεί μια μασητική δύναμη, τα πρόσθια δόντια θα υποχωρήσουν μέσα στο

φατνίο, πολύ λιγότερο όμως απ’ όσο θα υποχωρήσει ο βλεννογόνος κάτω από την ίδια δύναμη. Για

παράδειγμα, κάτω από μασητική δύναμη 4 Newton η υποχώρηση του βλεννογόνου μέσου πάχους (περίπου 2

mm) θα είναι γύρω στα 500 μm, ενώ το δόντι στήριγμα με μέσου εύρους περιοδοντικό σύνδεσμο (περίπου

0.25 mm) θα εμβυθιστεί στο φατνίο του κατά περίπου 20 μm μόνο (Carr et al. 2011). Η διαφορά

ενδοτικότητας ανάμεσα στα δόντια και τον βλεννογόνο έχει ως αποτέλεσμα η μερική οδοντοστοιχία να

παραμένει σχετικά ακίνητη στη θέση της στην περιοχή, όπου στηρίζεται από τα δόντια στηρίγματα, και να

υποχωρεί αντίστοιχα προς τη βάση, όπου στηρίζεται στον βλεννογόνο (Εικόνα 5-5).

Εικόνα 5-5. Η στροφή της μικτά στηριζόμενης μερικής οδοντοστοιχίας προς τους υποκείμενους ιστούς

Page 10: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-10

Είναι κατανοητό ότι μια τέτοια κίνηση στροφής της οδοντοστοιχίας είναι μικρής έκτασης, αλλά

επαναλαμβάνεται κάθε φορά που η μερική οδοντοστοιχία δέχεται μασητική δύναμη και μπορεί να είναι

δυνητικά βλαπτική. Συγκεκριμένα, επιτελώντας τη στροφή προς τους ιστούς, η μερική οδοντοστοιχία μπορεί

να εφαρμόζει στο δόντι στήριγμα πλάγιες βλαπτικές δυνάμεις από τα στοιχεία της που κινούνται πάνω στο

δόντι ή να τραυματίζει το περιοδόντιο από στοιχεία που πιέζουν τα ελεύθερα ούλα (Krol 1973, Aviv et al.

1989). Ο βλεννογόνος της υπολειμματικής φατνιακής ακρολοφίας μπορεί να παρουσιάσει περιοχές

υπερπιέσεων και πιθανόν εντοπισμένους τραυματισμούς από τη βάση, το υποκείμενο οστό φορτίζεται

υπερβολικά και διατρέχει κίνδυνο απορρόφησης, ενώ η μασητικές επιφάνειες των τεχνητών δοντιών χάνουν

την επαφή τους με τους ανταγωνιστές, καθώς η βάση υποχωρεί προς τους ιστούς (Pezzoli et al. 1986). Η

στροφή της μερική οδοντοστοιχία με ελεύθερο άκρο προς τους ιστούς κάτω από μασητική δύναμη είναι

ουσιαστικά αναπόφευκτη, αλλά η έκτασή της ποικίλλει και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως το

μήκος της νωδής περιοχής, το πάχος του βλεννογόνου κ.λπ. Πάντως, είναι ανεπιθύμητη και γίνεται πάντα

προσπάθεια να ελαχιστοποιείται είτε με κατάλληλες σχεδιαστικές επιλογές της θέσης και του τύπου των

στηρικτικών και συγκρατητικών στοιχείων είτε με ειδικά αποτυπωτικά πρωτόκολλα για βελτιωμένη

εφαρμογή της βάσης.

Με αντίστοιχο, αντίθετο μηχανισμό δημιουργείται και η στροφή της μερικής οδοντοστοιχίας μακριά από

τους ιστούς. Εδώ η κίνηση οφείλεται στη διαφορά όχι της στηρικτικής, αλλά της συγκρατητικής λειτουργίας

ανάμεσα στα δόντια και στο βλεννογόνο. Όταν η μερική οδοντοστοιχία του προηγούμενου παραδείγματος

δεχτεί δύναμη που τείνει να την απομακρύνει, τα ακραία δόντια στηρίγματα, που πάνω τους υπάρχουν οι

συγκρατητήρες, τη διατηρούν στη θέση της. Αντίθετα, ο βλεννογόνος της υπολειμματικής φατνιακής

ακρολοφίας, όπου δεν υπάρχουν συγκρατητικοί μηχανισμοί, επιτρέπει την αποκόλληση της βάσης.

Αποτέλεσμα της διαφοράς αυτής είναι η στροφή της μερικής οδοντοστοιχίας η οποία παραμένει στη θέση της

μπροστά, στα δόντια, και αποκολλάται πίσω, στον βλεννογόνο (Εικόνα 5-6).

Εικόνα 5-6. Η στροφή της μικτά στηριζόμενης μερικής οδοντοστοιχίας μακριά από τους υποκείμενους ιστούς

Η στροφή γίνεται γύρω από άξονα που διέρχεται από τους εφαπτήρες των ακραίων δοντιών στήριξης και

ο οποίος ονομάζεται άξονας του υπομοχλίου (Ben-Ur et al. 1999) (Εικόνα 5-7). Η στροφή μακριά από τους

ιστούς δημιουργεί κινδύνους αντίστοιχους με της στροφής προς τους ιστούς για τα δόντια στηρίγματα, λόγω

των φορτίσεων που δέχονται από τα στοιχεία της μερικής οδοντοστοιχίας που κινούνται πάνω τους (Krol

1973).

Η αποτροπή της στροφής της μερικής οδοντοστοιχίας μακριά από τους ιστούς ονομάζεται έμμεση

συγκράτηση και εξασφαλίζεται από στοιχεία του μεταλλικού σκελετού, τους έμμεσους συγκρατητήρες,

που τοποθετούνται σε συγκεκριμένες θέσεις σε σχέση με τον άξονα του υπομοχλίου (Avant 1966,

Davenport και συν. 2001β), αλλά και με τη βελτιστοποίηση της συγκρατητικής ικανότητας της βάσης

μέσω της συνοχής και συνάφειας.

Page 11: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-11

Εικόνα 5-7. Η στροφή της μικτά στηριζόμενης μερικής οδοντοστοιχίας γίνεται γύρω από τον άξονα του υπομοχλίου.

Τονίζεται και πάλι ότι οι στροφές αφορούν μόνο τις μερικές οδοντοστοιχίες με ελεύθερο άκρο, δηλαδή

τις κατηγορίες Kennedy Ι και ΙΙ, που επομένως είναι αυτές που έχουν ανάγκη έμμεσης συγκράτησης

(McCracken 1953). Πρέπει, όμως, να συμπληρωθεί ότι παρόμοιοι μηχανισμοί στροφών αναπτύσσονται και σε

κάποιες περιπτώσεις Kennedy IV, παρόλο που αυτές από τον ορισμό τους είναι οδοντικά αφοριζόμενες. Όταν

λείπουν αρκετά πρόσθια δόντια, και ιδιαίτερα αν η κυρτότητα του οδοντικού τόξου είναι σχετικά μεγάλη,

δημιουργούνται συνθήκες στροφής της μερικής οδοντοστοιχίας γύρω από άξονα που διέρχεται από τα δόντια

που αφορίζουν τη νωδότητα. Η στροφή αυτή αφορά τη βάση της μερικής οδοντοστοιχίας, που εντοπίζεται

στην πρόσθια νωδή περιοχή, και τείνει είτε να εμβυθίσει τη βάση προς τους ιστούς είτε να την απομακρύνει.

Αυτή η τελευταία στροφή αντιρροπείται με αντίστοιχο, αλλά ανάστροφο, μηχανισμό έμμεσης συγκράτησης,

όπως και για τις μερικές οδοντοστοιχίες κατηγορίας Kennedy Ι και ΙΙ (Avant 1966, Shifman & Ben-Ur 1996).

5.4. Τα μέρη της μερικής οδοντοστοιχίας

5.4.1. Μέρη που στηρίζουν τη μερική οδοντοστοιχία

Οι βάσεις καλύπτουν τις υπολειμματικές φατνιακές ακρολοφίες και υποδέχονται τα ακρυλικά δόντια της

μερικής οδοντοστοιχίας (Εικόνα 5-8). Προσφέρουν στήριξη μόνο στις μικτά στηριζόμενες μερικές

οδοντοστοιχίες (κατηγορίας Kennedy Ι και ΙΙ) μεταφέροντας τις μασητικές δυνάμεις στον βλεννογόνο και

μέσω αυτού στο υποκείμενο οστό. Η όσο το δυνατό πιστή εφαρμογή τους, όπως και η κάλυψη των

υπολειμματικών φατνιακών ακρολοφιών σε όσο το δυνατό μεγαλύτερη έκταση, αυξάνει τη δυνατότητα

στήριξης μέσω των βάσεων από τον βλεννογόνο και μειώνει ανάλογα τη στηρικτική επιβάρυνση που δέχονται

τα δόντια- στηρίγματα.

Εικόνα 5-8. Οι βάσεις της μερικής οδοντοστοιχίας καλύπτουν τις νωδές υπολειμματικές ακρολοφίες.

Page 12: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-12

Οι εφαπτήρες είναι τα μέσα στήριξης της μερικής οδοντοστοιχίας στα φυσικά δόντια. Είναι άκαμπτες

προεκτάσεις των μερικών οδοντοστοιχιών που αποτρέπουν τη μετατόπιση της μερικής οδοντοστοιχίας προς

τον βλεννογόνο και μεταβιβάζουν λειτουργικές δυνάμεις στα δόντια στηρίγματα (Glossary of Prosthodontic

Terms 2005) και μέσω αυτών στο υποκείμενο οστό. Ανάλογα με την εντόπισή τους, στις μασητικές κοπτικές

και γλωσσικές/υπερώιες επιφάνειες των δοντιών στήριξης, ονομάζονται μασητικοί (Εικόνα 5-9), κοπτικοί

(Εικόνα 5-10) και γλωσσικοί/υπερώιοι (Εικόνα 5-11). Οι εφαπτήρες τοποθετούνται πάντα σε κατάλληλα

διαμορφωμένες υποδοχές της μύλης των δοντιών στήριξης. Οι υποδοχές είναι απαραίτητες ώστε, αφενός οι

εφαπτήρες να μεταβιβάζουν τις μασητικές δυνάμεις παράλληλα με τους επιμήκεις άξονες των δοντιών

στηριγμάτων και αφετέρου να μην παρεμβαίνουν στη σύγκλειση (Sato et al. 2008). Έτσι, οι υποδοχές, και

επομένως και εφαπτήρες που εφαρμόζουν σε αυτές, κατασκευάζονται σε συγκεκριμένα σχήματα και

διαστάσεις, τα οποία θα περιγραφούν στο επόμενο κεφάλαιο.

Εικόνα 5-9. Οι μασητικοί εφαπτήρες εδράζονται στη μασητική επιφάνεια των δοντιών στήριξης.

Εικόνα 5-10. Οι κοπτικοί εφαπτήρες εδράζονται στην κοπτική επιφάνεια των πρόσθιων δοντιών στήριξης.

Εικόνα 5-11. Οι γλωσσικοί εφαπτήρες εδράζονται στη γλωσσική επιφάνεια των πρόσθιων δοντιών στήριξης.

Page 13: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-13

5.4.2. Μέρη που συγκρατούν τη μερική οδοντοστοιχία

Η μερική οδοντοστοιχία συγκρατείται κύρια από τους άμεσους συγκρατητήρες που μπορεί να έχουν

διάφορες μορφές (συγκρατητικοί βραχίονες αγκίστρων, σύνδεσμοι, τηλεσκοπικές στεφάνες) και επικουρικά

από τη βάση, μέσω της διαμόρφωσης του σχήματος, της εφαρμογής και της επέκτασής της. Όπως

αναφέρθηκε, οι συνηθέστεροι τύποι συγκρατητήρων είναι οι συγκρατητικοί βραχίονες που εφαρμόζουν στις

περιοχές εσοχής της μύλης των δοντιών στηριγμάτων. Κάθε συγκρατητικός βραχίονας συμπληρώνεται με ένα

δεύτερο βραχίονα, που ονομάζεται βραχίονας αντιστήριξης και βρίσκεται στην απέναντι πλευρά της μύλης

του δοντιού (Εικόνα 5-12). Συνήθως, ο συγκρατητικός βραχίονας βρίσκεται στην παρειακή/χειλική πλευρά

και ο βραχίονας αντιστήριξης στη γλωσσική/υπερώια πλευρά.

Εικόνα 5-12. Ο βραχίονας αντιστήριξης βρίσκεται απέναντι από τον συγκρατητικό βραχίονα (εδώ στη γλωσσική

επιφάνεια).

Ο βραχίονας αντιστήριξης χρησιμεύει για να «υποστηρίζει» το δόντι κατά την τοποθέτηση (ένθεση) και

αφαίρεση της μερικής οδοντοστοιχίας, δηλαδή κατά τον χρόνο που ο συγκρατητικός βραχίονας διατείνεται,

για να υπερπηδήσει την προεξέχουσα περιοχή του δοντιού κοντά στη μείζονα περίμετρό του (Davenport et al.

2001γ) (Εικόνα 5-13). Η υποστήριξη (αντιστήριξη) αυτή είναι απαραίτητη, γιατί ο συγκρατητικός βραχίονας,

καθώς διατείνεται, μεταβιβάζει οριζόντιες δυνάμεις στο δόντι, οι οποίες, παρά το μικρό χρονικό διάστημα

δράσης τους, μπορεί να είναι βλαπτικές, επειδή θα επαναλαμβάνονται κάθε φορά που η μερική οδοντοστοιχία

τοποθετείται και αφαιρείται. Επομένως, τα μέρη του μεταλλικού σκελετού που χρησιμεύουν για τη

συγκράτηση είναι, όχι μόνο οι συγκρατητικοί βραχίονες των αγκίστρων, αλλά τα ζεύγη συγκρατητικών

βραχιόνων- βραχιόνων αντιστήριξης.

Εικόνα 5-13. Η λειτουργία της αντιστήριξης

Page 14: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-14

Άγκιστρα είναι τα τμήματα της μερικής οδοντοστοιχίας που εδράζονται στα δόντια στήριξης και

αποτελούνται από τον εφαπτήρα, τον συγκρατητικό βραχίονα και τον βραχίονα αντιστήριξης. Όταν

τα τρία αυτά στοιχεία έχουν κοινή έκφυση, αυτή βρίσκεται στην όμορη πλευρά του δοντιού στήριξης

και ονομάζεται σώμα του αγκίστρου (Kabcenell 1962, Διακογιάννη– Μορδοχάι 1994) (Εικόνα

5-14).

Οι βραχίονες, συγκρατητικοί και αντιστήριξης, χωρίζονται ανάλογα με το σχήμα τους σε μασητικής

προπέλασης και ουλικής προσπέλασης. Οι πρώτοι ονομάζονται και περιβολής, γιατί περιβάλλουν τη μύλη

του δοντιού, και οι δεύτεροι και βραχίονες τύπου δοκού, γιατί έχουν σχήμα δοκού. Ένας άλλος χωρισμός

γίνεται με βάση τον τρόπο κατασκευής του βραχίονα και περιλαμβάνει τους χυτούς, που είναι

κατασκευασμένοι, όπως και το σύνολο του μεταλλικού σκελετού, με τη μέθοδο της χύτευσης, και τους

συρμάτινους, οι οποίοι είναι κατασκευασμένοι από σύρμα και διαμορφώνονται στο κατάλληλο σχήμα με

ειδικά εργαλεία.

Εικόνα 5-14. Άγκιστρο: εφαπτήρας, συγκρατητικός βραχίονας, βραχίονας αντιστήριξης, σώμα του αγκίστρου.

Η απαραίτητη ελαστικότητα (δυνατότητα ελαστικής παραμόρφωσης), που χρειάζεται να διαθέτουν οι

συγκρατητικοί βραχίονες, εξασφαλίζεται στους μεν χυτούς από τη βαθμιαία λέπτυνσή τους από την έκφυση

μέχρι το άκρο τους, (Sato et al. 2001α, Sato et al. 2001β) στους δε συρμάτινους από τη μέθοδο κατασκευής

τους, καθώς το σύρμα από τη δομή του έχει δυνατότητα ελαστικής παραμόρφωσης (Shirasu et al. 2008). Η

ελαστικότητα διαφοροποιείται, επίσης, και από το μήκος του συγκρατητικού βραχίονα: όσο μακρύτερος είναι

ο συγκρατητικός βραχίονας τόσο μεγαλύτερη δυνατότητα ελαστικής παραμόρφωσης έχει. Τυπικά, οι σχετικά

επιμήκεις, και επομένως ελαστικότεροι, βραχίονες τοποθετούνται σε δόντια με σχετικά μεγάλη κυρτότητα

μύλης και καταλήγουν σε εσοχή με μεγαλύτερο βάθος, προκειμένου να αναπτύξουν τη συγκρατητική τους

ικανότητα. Αντίθετα, οι βραχείς βραχίονες, με μικρή ελαστικότητα, μπορούν να παρακάμψουν μικρή μόνο

κυρτότητα των δοντιών στήριξης και απολήγουν σε μικρό σχετικά βάθος εσοχής. Για κάθε συγκρατητικό

βραχίονα η ελαστικότητα, το σχήμα του και το σημείο απόληξής του επηρεάζει τις μετατοπίσεις του κατά τις

κινήσεις και στροφές της μερικής οδοντοστοιχίας και τις δυνάμεις που εφαρμόζει στους οδοντικούς ιστούς,

με τους οποίους έρχεται σε επαφή (Davenport et al.. 2000α, Βηχούδη & Εμμανουήλ 2007).

Το σχήμα των βραχιόνων θα περιγραφεί όπως εμφανίζεται, όταν η μερική οδοντοστοιχία βρίσκεται στην

τελική της θέση στο εκμαγείο ή στο στόμα.

Συγκρατητικοί βραχίονες μασητικής προσπέλασης (περιβολής)

Ο βραχίονας Akers. Ξεκινά από το σώμα του αγκίστρου, δίπλα στη νωδή περιοχή, πορεύεται στην παρειακή

επιφάνεια από τη μασητική προς την αυχενική μοίρα του δοντιού, διασταυρώνεται με τη μείζονα περίμετρο

και βαθμιαία λεπτυνόμενος καταλήγει στο επιλεγμένο σημείο εσοχής, που βρίσκεται μακριά από τη νωδή

σώμα του αγκίστρου

εφαπτήρας

βραχίονας αντιστήριξης

συγκρατητικός βραχίονας

Page 15: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-15

περιοχή (Εικόνα 5-15). Απαιτεί μικρό βάθος εσοχής, γιατί λόγω του μικρού μήκους του θεωρείται σχετικά

άκαμπτος. Μπορεί να τοποθετηθεί σε όλους τους τύπους δοντιών, πρόσθια και οπίσθια.

Εικόνα 5-15. Άγκιστρα με συγκρατητικούς βραχίονες Akers

Ο συγκρατητικός βραχίονας του δακτυλιοειδούς αγκίστρου. Το δακτυλιοειδές άγκιστρο έχει σχήμα

δακτυλιδιού, που περιβάλλει σχεδόν στο σύνολό της τη μύλη, με τον συγκρατητικό βραχίονα στην προέκταση

του βραχίονα αντιστήριξης. Ξεκινά από το σώμα του αγκίστρου στην εγγύς επιφάνεια του δοντιού, πορεύεται

ως βραχίονας αντιστήριξης σε επίπεδο αντιστήριξης μέχρι την άπω επιφάνεια, όπου συνήθως υπάρχει ο

δεύτερος (δευτερεύων) μασητικός εφαπτήρας, και στη συνέχεια μεταπίπτει σε συγκρατητικό βραχίονα που

διασταυρώνεται με τη μείζονα περίμετρο, λεπτύνεται βαθμιαία και καταλήγει στην επιλεγμένη εσοχή, κοντά

στη νωδή περιοχή (Εικόνα 5-16). Συνήθως, όταν τοποθετείται σε κάτω δόντια, ο βραχίονας αντιστήριξης

πορεύεται παρειακά και στη συνέχεια ο συγκρατητικός γλωσσικά, ενώ, όταν πορεύεται σε άνω δόντια,

σχεδιάζεται με αντίθετη πορεία, και καταλήγει σε παρειακή εσοχή. Λόγω του μεγάλου μήκους του είναι

σχετικά μεγάλης ελαστικότητας και καταλήγει σε μεγάλο βάθος εσοχής. Τοποθετείται σε μεμονωμένα δόντια,

που δεν έχουν όμορα δόντια εγγύς και άπω, συνήθως σε γομφίους.

Ο βραχίονας του διπλού εφιππεύοντος αγκίστρου. Αποτελείται από δύο βραχίονες Akers, ενωμένους στην

έκφυσή τους, που πορεύονται πάνω στις παρειακές επιφάνειες δύο παρακείμενων δοντιών. Έτσι, ο ένας

καταλήγει εγγύς και ο δεύτερος άπω. Συνοδεύεται από δύο επίσης ενωμένους εφαπτήρες, στην άπω και εγγύς

επιφάνεια του ζεύγους των δοντιών στηριγμάτων. Παραλλαγή του διπλού εφιππεύοντος αγκίστρου είναι το

διπλό άγκιστρο με δύο βραχίονες Akers σε κατοπτρική θέση, που συνδέονται με τα άκρα των βραχιόνων

αντιστήριξής τους.

Ο συγκρατητικός βραχίονας από σύρμα. Ο συρμάτινος βραχίονας δεν ανήκει στους χυτούς, όπως οι

υπόλοιποι βραχίονες που περιγράφονται, αλλά είναι από το σχήμα του βραχίονας περιβολής, καθώς

περιβάλλει τη μύλη του δοντιού. Εκφύεται από την όμορη επιφάνεια του δοντιού στήριξης, όπως και ο

βραχίονας Akers, αλλά χαμηλότερα από αυτόν και πορεύεται στην παρειακή επιφάνεια, αλλά σε όλο του το

μήκος κάτω από τη μείζονα περίμετρο, για να καταλήξει σε εσοχή μακριά από τη νωδή περιοχή. Απαιτεί

μεγάλη εσοχή, επειδή είναι ιδιαίτερα ελαστικός.

Εικόνα 5-16. Δακτυλιοειδές άγκιστρο

Page 16: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-16

Συγκρατητικοί βραχίονες ουλικής προσπέλασης (τύπου δοκού)

Η πορεία τους χαρακτηρίζεται από την έκφραση «oυλικής προσπέλασης». Εκφύονται από τον μεταλλικό

σκελετό της νωδής περιοχής, πορεύονται προστομιακά πάνω από τους ουλικούς ιστούς και καταλήγουν στο

επιλεγμένο βάθος εσοχής, το οποίο τυπικά εντοπίζεται στην παρειακή επιφάνεια του δοντιού και κοντά στη

νωδή περιοχή (Εικόνα 5-17). Λεπτύνονται βαθμιαία από την έκφυσή τους από τον μεταλλικό σκελετό μέχρι

το άκρο τους. Έχουν σχετικά μεγάλο μήκος και, επομένως, συγκριτικά μεγάλη ελαστικότητα. Σε όλη την

έκτασή τους απέχουν από τους ουλικούς ιστούς, όπως και από τα ελεύθερα ούλα, με τα οποία

διασταυρώνονται. Εφάπτονται, δηλαδή, με το δόντι μόνο με το σημείο απόληξής τους, στην παρειακή

επιφάνεια. Στο σημείο της απόληξής τους, και ανάλογα με την εντόπιση της συγκρατητικής εσοχής, οι

βραχίονες με δοκό μπορούν να έχουν διαφορετικά σχήματα, όπως T, L, ή I, με βάση τα οποία εξειδικεύεται η

συγκρατητική τους λειτουργία (Frank 1986, Διακογιάννη– Μορδοχάι 1994).

Εικόνα 5-17. Συγκρατητικός βραχίονας τύπου δοκού

Ο βραχίονας του αγκίστρου RPI. Είναι συγκρατητικός βραχίονας ουλικής προσπέλασης, με τα παραπάνω

χαρακτηριστικά, αλλά υποχρεωτικά με σχήμα απόληξης I, ο οποίος καταλήγει σε εσοχή που εντοπίζεται είτε

στο μέσο της εγγύς – άπω διάστασης είτε στο προς τη νωδή περιοχή τμήμα της παρειακής επιφάνειας του

δοντιού (Εικόνα 5-18). Αποτελεί τμήμα του αγκίστρου RPI, το οποίο συνδυάζει τον συγκρατητικό αυτό

βραχίονα με εγγύς μασητικό εφαπτήρα και άπω όμορη πλάκα (Krol 1973, Boucher 1992) (Εικόνα 5-19).

Εικόνα 5-18. Σχηματική παράσταση αγκίστρου RPI Εικόνα 5-19. Άγκιστρο RPI

Βραχίονες αντιστήριξης

Οι βραχίονες αντιστήριξης πορεύονται στην αντίθετη πλευρά του δοντιού από εκείνη των συγκρατητικών

βραχιόνων, δηλαδή στη γλωσσική, όταν οι συγκρατητικοί βραχίονες τοποθετούνται, όπως είναι σύνηθες,

Page 17: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-17

στην παρειακή ή χειλική πλευρά. Έχουν το ίδιο πάχος σε όλο το μήκος τους, είναι επομένως άκαμπτοι και η

θέση τους είναι επί της μείζονος περιμέτρου, που έχει διαμορφωθεί ως επιφάνεια (Εικόνα 5-20). Όπως

προαναφέρθηκε, αντιρροπούν τις δυνάμεις που ασκεί στο δόντι ο συγκρατητικός βραχίονας κατά την ένθεση

και αφαίρεση της μερικής οδοντοστοιχίας και, παράλληλα, συνεισφέρουν και στην οριζόντια σταθερότητα

της μερικής οδοντοστοιχίας μέσω της επαφής τους με τη γλωσσική κάθετη επιφάνεια του δοντιού.

Εικόνα 5-20. Βραχίονες αντιστήριξης

Θεωρητικά τουλάχιστον, αναφέρονται και βραχίονες αντιστήριξης ουλικής προσπέλασης. Όπως οι

συγκρατητικοί βραχίονες ουλικής προσπέλασης, πορεύονται πάνω από τους συλικούς ιστούς και καταλήγουν

γλωσσικά ή υπερώια σε περιοχή της μύλης διαμορφωμένη σε επίπεδο αντιστήριξης. Η χρήση τους είναι

περιορισμένη, αν όχι μηδενική, λόγω του περίπλοκου σχήματος σε συνδυασμό με την εντόπισή τους, αλλά

και του μεγάλου μήκους, που μειώνει την ακαμψία τους.

Οι μασητικής προσπέλασης χυτοί βραχίονες αντιστήριξης αποτελούν συνήθη επιλογή για κάθε τύπο

αγκίστρου, άσχετα με τον συγκρατητικό βραχίονα που θα επιλεγεί. Σε ένα άγκιστρο είναι δυνατόν να επιλεγεί

οποιοσδήποτε συνδυασμός συγκρατητικού βραχίονα και βραχίονα αντιστήριξης. Συγκεκριμένα, το άγκιστρο

που περιλαμβάνει συρμάτινο συγκρατητικό βραχίονα και χυτό περιβολής βραχίονα αντιστήριξης ονομάζεται

συνδυασμένο άγκιστρο. Το άγκιστρο που συνδυάζει συγκρατητικό βραχίονα ουλικής προσπέλασης με

βραχίονα αντιστήριξης χυτό περιβολής ονομάζεται μικτό (Εικόνα 5-21). Το άγκιστρο RPI δεν διαθέτει

βραχίονα αντιστήριξης, αφού η αντιρρόπηση των δυνάμεων που εφαρμόζει με τη διάτασή του ο

συγκρατητικός του βραχίονας εξασφαλίζεται από τα υπόλοιπα στοιχεία του αγκίστρου, την όμορη πλάκα και

τον συνδετήρα του εγγύς εφαπτήρα (Carr et al. 2011).

Εικόνα 5-21. Μικτό άγκιστρο: συγκρατητικός βραχίονας τύπου δοκού, βραχίονας αντιστήριξης χυτός περιβολής

συγκρατητικός βραχίονας:

τύπου δοκού βραχίονας αντιστήριξης:

χυτός περιβολής

Page 18: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-18

5.4.3. Μέρη που συνδέουν τα υπόλοιπα μέρη της μερικής οδοντοστοιχίας

Μείζονες συνδετήρες ονομάζονται τα μέρη της μερικής οδοντοστοιχίας που συνδέουν τα στοιχεία της στα

δύο ημιμόρια, διασχίζουν δηλαδή τη μέση γραμμή. Λόγω της θέσης και του μεγέθους τους συμμετέχουν

αποφασιστικά στη μεταβίβαση των δυνάμεων που εφαρμόζονται στη μία πλευρά της μερικής οδοντοστοιχίας

και την ισοκατανομή τους και στα δύο ημιμόρια, και επομένως στην ισόρροπη και ελεγχόμενη ανάπτυξη

τάσεων. Η κρίσιμη ιδιότητα για τη λειτουργία τους αυτή είναι η ακαμψία, γιατί όσο πιο άκαμπτος είναι ο

συνδετήρας, τόσο καλύτερα γίνεται η διασπορά των τάσεων. Πέρα από το υλικό κατασκευής, που είναι το

κράμα του μεταλλικού σκελετού το οποίο έχει επιλεχθεί, ώστε να την εξασφαλίζει (Itoh et al. 2008), η

ακαμψία των μείζονων συνδετήρων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως το μήκος, το πάχος και η

διατομή τους (Διακογιάννη – Μορδοχάι 1994, Carr et al. 2011).

Μείζονες συνδετήρες της άνω γνάθου

Οι μείζονες συνδετήρες στην άνω γνάθο πορεύονται πάνω στον βλεννογόνο της υπερώας, σε πιστή εφαρμογή

με αυτόν. Μόνο στην περιοχή της μέσης υπερώιας ραφής, αν ο βλεννογόνος είναι παχύς και υπάρχει κίνδυνος

τραυματισμού του, μπορεί o μείζονας συνδετήρας να κατασκευαστεί, ώστε να απέχει ελαφρά από τους ιστούς

(Carr et al. 2011). Για τη μεγαλύτερη άνεση του ασθενή και ιδιαίτερα για τη διευκόλυνση των κινήσεων της

γλώσσας, οι άνω συνδετήρες έχουν ελάχιστο πάχος, η επιφάνειά τους προς τη στοματική κοιλότητα είναι

στιλπνή, άλλα όχι λεία, και το πρόσθιο χείλος τους καταλήγει πάντα στο βάθος κάποιας υπερώιας πτυχής και

όχι σε κορυφή της. Η ακαμψία τους μειώνεται με την αύξηση του μήκους και αυξάνει με την αύξηση του

εύρους τους, δηλαδή της απόστασης από το πρόσθιο μέχρι το οπίσθιο χείλος. Εκτός από την κύρια λειτουργία

τους, τη σύνδεση των δύο ημιμορίων της μερικής οδοντοστοιχίας, οι μείζονες συνδετήρες στην άνω γνάθο,

καθώς καλύπτουν κάποιο τμήμα της υπερώας, λειτουργούν ως μια επέκταση της βάσης και επιτελούν τις

λειτουργίες της. Μέσω της στενής εφαρμογής και ανάλογα με την έκτασή τους συμβάλλουν στη στήριξη της

μερικής οδοντοστοιχίας με ελεύθερα άκρα, αλλά και στη συγκράτηση μέσω των μηχανισμών της συνοχής και

συνάφειας. Ακόμη, έχουν συμβολή στην οριζόντια σταθερότητα της μερικής οδοντοστοιχίας αντιρροπώντας

τις οριζόντιες κινήσεις με τα πλάγια ή κατακόρυφα τμήματά τους (LaVere & Krol 1973, Green & Hondrum

2003).

Ο μικρότερος άνω μείζονας συνδετήρας είναι η υπερώια δοκός, που έχει εύρος κατά τη μέση γραμμή

μικρότερο από 8 περίπου χιλιοστά. Επειδή λόγω των μικρών διαστάσεών της υστερεί σε ακαμψία,

κατασκευάζεται όχι σαν ταινία, όπως οι υπόλοιποι άνω συνδετήρες, αλλά σαν δοκός, και προεξέχει στην

επιφάνεια της υπερώας. Ο μεγαλύτερος άνω συνδετήρας είναι η υπερώια πλάκα. Το οπίσθιο χείλος της

βρίσκεται ακριβώς εμπρός από την ένωση σκληρής και μαλακής υπερώας, ενώ το πρόσθιο εκτείνεται σε

απόσταση μεγαλύτερη των 6 χιλιοστών από την ελεύθερη παρυφή των υπερώιων ούλων (Εικόνα 5-22).

Εικόνα 5-22. Υπερώια πλάκα με απόσταση από τα φυσικά δόντια

Page 19: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-19

Αν αυτό δεν είναι δυνατό ή επιθυμητό, ο συνδετήρας επεκτείνεται στις υπερώιες επιφάνειες των

πρόσθιων δοντιών, μέχρι το ύψος των σημείων επαφής τους (Εικόνα 5-23). Η υπερώια ζώνη είναι ο

συνδετήρας με εύρος που ποικίλλει, μεγαλύτερο από αυτό της δοκού και μικρότερο από αυτό της πλάκας

(Εικόνα 5-24, Εικόνα 5-25). Η διπλή (πρόσθια και οπίσθια) υπερώια ζώνη αποτελείται από δύο ταινίες, με

εύρος τουλάχιστον 8 mm η καθεμία, με επιμήκεις μεταλλικές ενισχύσεις στα πλάγια, αντίστοιχα προς τις

υπολειμματικές φατνιακές ακρολοφίες. Σχηματίζει, δηλαδή, ένα τετράγωνο μεταλλικό πλαίσιο που συνδυάζει

ενισχυμένη ακαμψία και περιορισμένη κάλυψη των μαλακών ιστών. Τους μείζονες συνδετήρες της άνω

γνάθου συμπληρώνει ο πεταλοειδής υπερώιος συνδετήρας (Εικόνα 5-26), ο οποίος είναι σχετικά μακρύς και

επομένως όχι ιδιαίτερα άκαμπτος (LaVere & Krol 1973, Carr et al. 2011).

Εικόνα 5-23. Υπερώια πλάκα με επέκταση στις υπερώιες επιφάνειες των φυσικών δοντιών

Εικόνα 5-24. Υπερώια ζώνη Εικόνα 5-25. Υπερώια ζώνη, κάτω επιφάνεια

Εικόνα 5-26. Πεταλοειδής υπερώιος συνδετήρας

Page 20: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-20

Μείζονες συνδετήρες της κάτω γνάθου

Στην κάτω γνάθο οι διαθέσιμες περιοχές για τοποθέτηση του μείζονα συνδετήρα περιορίζονται από την

ιδιαίτερη ανατομία της πρόσθιας γλωσσικής περιοχής και καθορίζουν το μέγεθος και το σχήμα του. Ο

συνηθέστερος μείζονας συνδετήρας, η γλωσσική δοκός, έχει επίμηκες καμπύλο σχήμα (Εικόνα 5-27). Το

κάτω χείλος της βρίσκεται στο λειτουργικό βάθος της γλωσσικής αύλακας και το ύψος της, η απόσταση

δηλαδή ανάμεσα από το κάτω και το άνω χείλος, είναι τουλάχιστον 3 mm για την εξασφάλιση της

απαραίτητης ακαμψίας (Εικόνα 5-28). Για τον ίδιο λόγο κατασκευάζεται παχύτερη στο κάτω τμήμα της και

λεπτύνεται βαθμιαία προς τα πάνω, έχει δηλαδή διατομή σε σχήμα μισού αχλαδιού. Επειδή η φατνιακή

απόφυση της πρόσθιας γλωσσικής περιοχής έχει κλίση ως προς το μασητικό επίπεδο και για να αποφευχθεί η

πίεση από τον συνδετήρα στον βλεννογόνο κατά τις κινήσεις της μερικής οδοντοστοιχίας, η γλωσσική δοκός

δεν εφάπτεται στον βλεννογόνο της ακρολοφίας, αλλά κατασκευάζεται με κατάλληλη ανακούφιση του

εκμαγείου, ώστε να απέχει από αυτόν. Η γλωσσική δοκός μπορεί να συμπληρωθεί με μια δεύτερη, λεπτότερη

δοκό που πορεύεται πάνω στα γλωσσικά φύματα των πρόσθιων φυσικών δοντιών, ακολουθώντας τις περιοχές

επαφής τους και ονομάζεται διπλή γλωσσική δοκός (Εικόνα 5-29).

Εικόνα 5-27. Γλωσσική δοκός Εικόνα 5-28. Η γλωσσική δοκός πορεύεται ακριβώς πάνω από το λειτουργικό βάθος της γλωσσικής αύλακας.

Εικόνα 5-29. Διπλή γλωσσική δοκός

Η συνένωση των δύο δοκών με φύλλο μετάλλου δίνει έναν συμπαγή συνδετήρα με αυξημένη ακαμψία, τη

γλωσσική πλάκα (Εικόνα 5-30, Εικόνα 5-31). Η διατήρηση μόνο της δευτερεύουσας δοκού, που πορεύεται

πάνω στα γλωσσικά φύματα, με παράλληλη ενίσχυση του όγκου της, ονομάζεται ενισχυμένη δευτερεύουσα

γλωσσική δοκός (Meeuwissen et al. 1991) (Εικόνα 5-32). Οι μείζονες συνδετήρες της κάτω γνάθου

συμπληρώνονται με εναλλακτικούς τύπους συνδετήρων με άλλες θέσεις, όπως η υπογλώσσια δοκός, που

πορεύεται στο βάθος της πρόσθιας γλωσσικής αύλακας, και η προστομιακή δοκός, που τοποθετείται στο

προστόμιο (Carr et al. 2011).

Page 21: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-21

Εικόνα 5-30. Γλωσσική πλάκα, πρόσθια φυσικά δόντια Εικόνα 5-31. Γλωσσική πλάκα, πρόσθια νωδή περιοχή

Εικόνα 5-32. Ενισχυμένη δευτερεύουσα γλωσσική δοκός

Ελάσσονες συνδετήρες

Αυτοί είναι τα μικρού μεγέθους επιμήκη στοιχεία του μεταλλικού σκελετού, που συνδέουν τους εφαπτήρες ή

τα άγκιστρα με τις βάσεις ή τους μείζονες συνδετήρες (Εικόνα 5-33). Ουσιαστικά ελάσσονας συνδετήρας

βρίσκεται όπου υπάρχει εφαπτήρας. Οι ελάσσονες συνδετήρες πορεύονται, συνήθως, στην όμορη επιφάνεια

των δοντιών στηριγμάτων. Για την αποφυγή μεταφοράς βλαπτικών δυνάμεων στο δόντι η επαφή τους με αυτό

πρέπει να είναι ελεγχόμενη και περιορισμένη σε ειδικά διαμορφωμένο επίπεδο της όμορης επιφάνειας.

Ταυτόχρονα, επειδή οι ελάσσονες συνδετήρες διασταυρώνουν την ευαίσθητη περιοχή της ουλοδοντικής

ένωσης, θα πρέπει να έχουν σχήμα τέτοιο, που να επιτρέπει τη διατήρηση της υγείας των ούλων και τον

αυτοκαθαρισμό της περιοχής. Έτσι, η επαφή τους με την όμορη επιφάνεια είναι συνήθως στο 1/3 του

αυχενομασητικού ύψους της μύλης και στο μασητικό τριτημόριο (Εικόνα 5-34).

Εικόνα 5-33. Οι ελάσσονες συνδετήρες συνδέουν τους

εφαπτήρες με τη βάση ή τον μείζονα συνδετήρα.

Εικόνα 5-34. Ο ελάσσονας συνδετήρας αφίσταται από

τη θηλή των ούλων.

Page 22: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-22

Η σχεδίαση της μερικής οδοντοστοιχίας είναι η διαδικασία κατά την οποία επιλέγονται η θέση, ο τύπος

και ο αριθμός των μερών της μερικής οδοντοστοιχίας ώστε αυτή να έχει την απαιτούμενη στήριξη,

συγκράτηση και οριζόντια σταθερότητα. Η σχεδίαση πραγματοποιείται πάνω στα αρχικά εκμαγεία με

συνεκτίμηση των πληροφοριών, που έχουν συλλεχθεί από το σύνολο του διαγνωστικού υλικού.

5.5. Μελέτη στον παραλληλογράφο

Ο παραλληλογράφος είναι ένα όργανο, με το οποίο εκτιμάται η παραλληλότητα επιφανειών σε ένα εκμαγείο

ή μια πρόσθεση (Glossary of Prosthodontic Terms 2005). Χρησιμοποιείται στη διαδικασία σχεδίασης για την

εγγραφή της μείζονος περιμέτρου των δοντιών, τη μέτρηση της κλίσης των αξονικών επιφανειών τους και τη

μελέτη της ένθεσης (και αφαίρεσης) της μερικής οδοντοστοιχίας.

Η ένθεση της μερικής οδοντοστοιχίας είναι η τοποθέτησή της στη θέση της. Κατ’ αυτήν όλα τα

σημεία της κινούνται ταυτόχρονα, για να καταλάβουν την τελική τους θέση. Φορά ένθεσης

ονομάζεται η διεύθυνση της κίνησης αυτής (Glossary of Prosthodontic Terms 2005).

Αντίστοιχα ορίζεται και η αφαίρεση/ απομάκρυνση της μερικής οδοντοστοιχίας. Κατά την ένθεση, και

καθώς τα περισσότερα τμήματα του μεταλλικού σκελετού είναι άκαμπτα, θα πρέπει να μην υπάρχουν σημεία

των δοντιών που να παρεμβάλλονται σε αυτά και να εμποδίζουν τη μερική οδοντοστοιχία να τοποθετηθεί.

Αντίθετα, οι οδοντικές επιφάνειες θα πρέπει να διευκολύνουν την ένθεση της μερικής οδοντοστοιχίας

(Davenport et al. 2000β). Με την παραλληλογράφηση επιλέγεται η κατάλληλη φορά ένθεσης και

καθορίζονται οι επιφάνειες των δοντιών, που θα διευκολύνουν και με κατάλληλο τροχισμό θα καθοδηγούν τη

μερική οδοντοστοιχία (Διακογιάννη– Μορδοχάι 1994)

Ταυτόχρονα, με το τέλος της ένθεσης θα πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένες περιοχές εσοχής κάτω από

τη μείζονα περίμετρο, όπου θα εφαρμόζουν τα ελαστικά τμήματα του σκελετού. Με την παραλληλογράφηση

μετριούνται οι εισέχουσες περιοχές και καθορίζονται τα σημεία, στα οποία θα απολήγουν οι ελαστικοί

συγκρατητικοί βραχίονες. Βάθος εσοχής ονομάζεται η οριζόντια απόσταση κάποιου συγκεκριμένου σημείου

της εισέχουσας περιοχής του δοντιού από την κατακόρυφη που διέρχεται από το αντίστοιχο σημείο της

μείζονος περιμέτρου (Εικόνα 5-35). Το βάθος εσοχής στο οποίο απολήγουν οι συγκρατητικοί βραχίονες είναι

συγκεκριμένο για τον καθένα, και μετριέται με τη χρήση των μετρητών βάθους εσοχής του

παραλληλογράφου. Η εντόπιση, το ύψος δηλαδή πάνω από τον αυχένα, για κάποιο βάθος εσοχής εξαρτάται

από την απόκλιση της εισέχουσας περιοχής από την κατακόρυφη, που ονομάζεται γωνία αυχενικής κλίσης

(Schneider 1987) (Εικόνα 5-35).

Εικόνα 5-35. Βάθος εσοχής, γωνία αυχενικής κλίσης

Page 23: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-23

5.5.1. Περιγραφή του παραλληλογράφου

Ο παραλληλογράφος αποτελείται από μια βάση πάνω στην οποία υπάρχει το τραπεζίδιο εργασίας. Αυτό έχει

δυνατότητα κλίσης ως προς το οριζόντιο επίπεδο και στερέωση σε κάθε θέση. Ση βάση είναι στερεωμένος

ένας κάθετος ακίνητος στειλεός, στο άνω σημείο του οποίου έχει συνδεθεί οριζόντια δοκός με άρθρωση και

δυνατότητα περιστροφής στον χώρο 360ο. Στο ελεύθερο άκρο της τελευταίας συνδέεται ένας τηλεσκοπικός

(ευκίνητος) κατακόρυφος βραχίονας, ο οποίος μπορεί να μετακινείται σε κατακόρυφη διεύθυνση, δηλαδή να

ανεβαίνει και να κατεβαίνει. Στο κάτω άκρο του τελευταίου υπάρχει η υποδοχή, όπου μπορούν να

στερεώνονται τα εργαλεία (εξαρτήματα) του παραλληλογράφου (Εικόνα 5-36).

Tα εργαλεία του παραλληλογράφου είναι:

Ραβδίο ανάλυσης. Είναι ένα μεταλλικό παραλληλόγραμμο ραβδίο για τον αρχικό εντοπισμό της

παραλληλότητας και των εισεχουσών περιοχών.

Μετρητές βάθους εσοχής 0.25, 0.50 και 0.75 mm. Είναι μεταλλικά ραβδία, στο κάτω άκρο των οποίων

υπάρχει περιμετρική προεξοχή, η οποία αντιστοιχεί σε εύρος σε 0,25, 0,50, και 0,75 mm αντίστοιχα.

Χρησιμοποιούνται κατά τη μέτρηση των εισεχουσών, σε σχέση με τη μείζονα περίμετρο, περιοχών των

δοντιών.

Μαχαιρίδιο απόξεσης κηρού. Είναι ένα κυλινδρικό ραβδίο, που καταλήγει σε λεπίδα απόξεσης

τριγωνικής διατομής. Χρησιμοποιείται για τη διαμόρφωση των κήρινων προπλασμάτων των στεφανών,

που κατασκευάζονται για τα δόντια στηρίγματα της μερικής οδοντοστοιχίας, όπως και για την

εξουδετέρωση ανεπιθύμητων εσοχών στο τελικό εκμαγείο πριν από την κατασκευή του μεταλλικού

σκελετού. Μπορεί, επίσης, να χρησιμοποιηθεί για την εκτίμηση της παραλληλότητας όμορων επιφανειών

στα δόντια στηρίγματα.

Γραφίδα. Κυλινδρική, κατάλληλων διαστάσεων γραφίδα, η οποία κινείται σε επαφή με τα δόντια

στήριξης, για να εγγράψει τη μείζονα περίμετρό τους. (Davenport et al. 2000β) (Εικόνα 5-37).

Εικόνα 5-36. Παραλληλογράφος: βάση, τραπεζίδιο

εργασίας, κατακόρυφος βραχίονας Εικόνα 5-37 Τα εργαλεία του παραλληλογράφου: μετρητές

βάθους, 0.75, 0.50 και 0.25mm, μαχαιρίδιο απόξεσης

κηρού, ραβδίο ανάλυσης, γραφίδες

Page 24: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-24

5.5.2. Διαδικασία παραλληλογράφησης

Η παραλληλογράφηση περιλαμβάνει μια σειρά βημάτων, κατά τα οποία εξετάζεται η μορφολογία των

δοντιών που είναι υποψήφια στηρίγματα, προσδιορίζονται πάνω σε αυτά οι θέσεις στήριξης και συγκράτησης

της μερικής οδοντοστοιχίας και ελέγχεται η παραλληλότητα επιλεγμένων επιφανειών των δοντιών (Carr et al.

2011). Με το τέλος της μελέτης στον παραλληλογράφο καθορίζεται η φορά ένθεσης της μερικής

οδοντοστοιχίας και προσδιορίζονται οι απαραίτητες τροποποιήσεις της μύλης των δοντιών στηριγμάτων.

Η σειρά ενεργειών για την παραλληλογράφηση είναι η παρακάτω:

Τοποθετείται πρώτα το εκμαγείο μελέτης στο τραπεζίδιο του παραλληλογράφου και σταθεροποιείται με

τη βίδα σταθεροποίησης. Το τραπεζίδιο διατηρείται σε οριζόντια θέση. Η σχέση ανάμεσα στο επίπεδο του

τραπεζιδίου και στoν κατακόρυφο στειλεό του παραλληλογράφου αντικατοπτρίζει τη σχέση ανάμεσα στο

στόμα (τον οδοντικό φραγμό, όπου τοποθετείται η μερική οδοντοστοιχία) και στη φορά ένθεσης (τη

διεύθυνση, κατά την οποία θα κινείται για την τοποθέτησή της). Η οριζόντια θέση του τραπεζιδίου

αναπαριστά την κατακόρυφη φορά ένθεσης. Στη θέση αυτή τοποθετείται στην υποδοχή του κατακόρυφου

βραχίονα πρώτα το ραβδίο ανάλυσης για μια πρώτη εκτίμηση (Εικόνα 5-38) και στη συνέχεια η γραφίδα.

Αυτή, κινούμενη κατά μήκος της περιφέρειας του δοντιού και σε συνεχή επαφή με αυτό, εγγράφει πάνω

στη μύλη τη μείζονα περίμετρο (Εικόνα 5-39). Αυτή δεν είναι μια ευθεία γραμμή, αλλά τεθλασμένη,

επειδή, ακολουθώντας τις ανωμαλίες της μύλης, εγγράφεται σε άλλα σημεία χαμηλότερα, προς τον

αυχένα, και σε άλλα υψηλότερα, προς τη μασητική επιφάνεια. Επιθυμητό είναι η μείζων περίμετρος να

εγγράφεται περίπου στη μεσότητα της επιφάνειας που θα δεχτεί το συγκρατητικό βραχίονα, η οποία

συνήθως είναι η παρειακή, ώστε να υπάρχει το απαιτούμενο μήκος του βραχίονα. Το ίδιο ισχύει και για

την επιφάνεια αντιστήριξης, που συνήθως είναι η υπερώια/γλωσσική (Εικόνα 5-40).

Εικόνα 5-38. Αρχική μελέτη με το ραβδίο ανάλυσης

Εικόνα 5-39. Εγγραφή μείζονος περιμέτρου, παρειακή επιφάνεια

Εικόνα 5-40. Εγγραφή μείζονος περιμέτρου, γλωσσική επιφάνεια

Page 25: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-25

Ένας δεύτερος έλεγχος, που γίνεται ταυτόχρονα, αφορά τις όμορες επιφάνειες όλων των δοντιών που

γειτονεύουν με τις νωδές περιοχές. Οι επιφάνειες αυτές, που συνήθως δέχονται ελάσσονες συνδετήρες, θα

διαμορφωθούν, σε κάποια έκτασή τους, κατά την αυχενομασητική διεύθυνση σε επίπεδα, παράλληλα

μεταξύ τους και παράλληλα και με τη φορά ένθεσης. Τα όμορα οδηγά επίπεδα καθοδηγούν, όπως

υποδηλώνει το όνομά τους, την οδοντοστοιχία κατά την ένθεσή της, έτσι ώστε να αποφεύγεται η

δυσκολία στην τοποθέτηση αλλά και η ανάπτυξη ανεξέλεγκτων δυνάμεων στα δόντια (Glossary of

Prosthodontic Terms 2005), ενώ ταυτόχρονα συνεισφέρουν και στη συγκράτηση (Ahmad & Waters 1992,

Ali et al. 2002) (Εικόνα 5-41). Για τη δημιουργία των όμορων οδηγών επιπέδων χρειάζεται εκτροχισμός

των αντίστοιχων επιφανειών των δοντιών, ο οποίος πρέπει να διατηρηθεί όσο το δυνατόν περιορισμένος.

Για τον λόγο αυτό, στο στάδιο αυτό της παραλληλογράφησης ελέγχεται η παραλληλότητα των

αντίστοιχων επιφανειών των δοντιών με την κατακόρυφη. Αυτό γίνεται με το ραβδίο ανάλυσης και στη

συνέχεια με τη γραφίδα, που φέρονται σε επαφή διαδοχικά με όλες τις όμορες οδοντικές επιφάνειες, για

εκτίμηση της αποκοπής που θα χρειαστεί για τη δημιουργία παράλληλων κατακόρυφων επιφανειών.

Συνήθως, η αποκοπή αυτή είναι ελάχιστη και η σχέση είναι ευνοϊκή, όταν η μείζων περίμετρος

εγγράφεται στο άνω τριτημόριο των όμορων επιφάνειών (Εικόνα 5-42).

Εικόνα 5-41. Τα όμορα οδηγά επίπεδα καθοδηγούν τη μερική οδοντοστοιχία κατά την ένθεσή της.

Εικόνα 5-42. Εγγραφή μείζονος περιμέτρου, όμορη επιφάνεια.

Αν από τον παραπάνω έλεγχο δεν υπάρχει το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή η μείζων περίμετρος δεν

εγγράφεται στη μεσότητα της επιφάνειας του συγκρατητικού βραχίονα και στο άνω τριτημόριο της

όμορης επιφάνειας των δοντιών στηριγμάτων, τότε δοκιμάζεται να δοθεί κατάλληλη μικρή κλίση στο

τραπεζίδιο. Με την αλλαγή αυτή, καθώς αλλάζει η σχετική θέση του εκμαγείου και των δοντιών με την

κατακόρυφη, μεταβάλλονται τόσο οι παραλληλότητες όσο και η θέση της μείζονος περιμέτρου (Εικόνα

5-43, Εικόνα 5-44, Εικόνα 5-45). Το απλοποιημένο παράδειγμα της διαδικασίας αυτής είναι η

παραλληλογράφηση ενός αντικειμένου απλού σχήματος, όπως π.χ. ενός αυγού. Εάν το τραπεζίδιο είναι

οριζόντιο και το αυγό κάθετο, εγγράφεται μια συγκεκριμένη μείζων περίμετρος, ενώ, όταν δοθεί κλίση

Page 26: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-26

στο τραπεζίδιο, η μείζων περίμετρος μεταβάλλεται και γράφεται διαγώνια (Διακογιάννη– Μορδοχάι 1994,

Carr et al. 2011). Δοκιμάζονται, επομένως, διάφορες εναλλακτικές κλίσεις του τραπεζιδίου, μέχρι να

εντοπιστεί αυτή που υλοποιεί την ευνοϊκότερη φορά ένθεσης για τη μερική οδοντοστοιχία, δηλαδή εκείνη

που εξασφαλίζει την καταλληλότερη μείζονα περίμετρο, τόσο στις παρειακές και γλωσσικές επιφάνειες

όσο και στις όμορες, όλων των δοντιών που γειτονεύουν με τις νωδές περιοχές. Η κλίση του τραπεζιδίου,

και επομένως και του εκμαγείου που βρίσκεται πάνω του, αντιπροσωπεύει μια διαφοροποίηση στη φορά

ένθεσης της μερικής οδοντοστοιχίας. Για παράδειγμα, μια προς τα πίσω κλίση του τραπεζιδίου σημαίνει

ένθεση της μερικής οδοντοστοιχίας από εμπρός προς τα πίσω. Επομένως, η κλίση που θα επιλεγεί, δεν

μπορεί να είναι υπερβολικά μεγάλη. Υπερβολική κλίση του τραπεζιδίου σημαίνει πλάγια φορά ένθεσης, η

οποία θα δημιουργεί προβλήματα προσανατολισμού της μερικής οδοντοστοιχίας κατά την τοποθέτησή

της και πιθανόν ευκολία απομάκρυνσής της, καθώς η διεύθυνση της απομάκρυνσης, π.χ. από κολλώδεις

τροφές, είναι κάθετη στο μασητικό επίπεδο (Bezzon et al. 1997).

Εικόνα 5-43. Παραλληλογράφηση με οριζόντια θέση του τραπεζιδίου

Εικόνα 5-44. Με κλίση του τραπεζιδίου μεταβάλλεται η φορά ένθεσης.

Αφού από την παραπάνω διαδικασία υποδειχτεί η πλέον ευνοϊκή κλίση του τραπεζιδίου, στο επόμενο

στάδιο της παραλληλογράφησης ελέγχονται οι περιοχές των οδοντικών επιφανειών, που στη

συγκεκριμένη κλίση- φορά ένθεσης βρίσκονται κάτω από τη μείζονα περίμετρο. Στις επιφάνειες αυτές

εξετάζεται η δυνατότητα τοποθέτησης κάποιου από τους ενδεικνυόμενους τύπους συγκρατητικών

βραχιόνων για κάθε δόντι στήριγμα. Η δυνατότητα τοποθέτησης για κάθε συγκρατητικό βραχίονα

εξαρτάται από την ύπαρξη της απαραίτητης συγκρατητικής εσοχής για την απόληξή του. Η συγκρατητική

εσοχή πρέπει να έχει το απαραίτητο βάθος εσοχής (απόσταση από την κατακόρυφη). Για την εκτίμηση

του βάθους εσοχής χρησιμοποιούνται οι μετρητές βάθους εσοχής (Εικόνα 5-46). Το βάθος εσοχής

αναζητάται σε συγκεκριμένο σημείο της συγκρατητικής επιφάνειας, ανάλογα με τον τύπο του βραχίονα,

δηλαδή το σχήμα και την απόληξή του. Η κλίση του τραπεζιδίου επηρεάζει τη θέση και το μέγεθος του

βάθους εσοχής ενός σημείου. Έτσι, στο στάδιο αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μια μικρή μεταβολή της

Page 27: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-27

κλίσης, για να αυξηθεί ή να μειωθεί το βάθος εσοχής, όπου χρειάζεται (Διακογιάννη– Μορδοχάι 1994).

Στην περίπτωση αυτή, όμως, θα πρέπει να αξιολογηθεί πάλι η παραλληλότητα των όμορων επιφανειών

και η θέση της μείζονος περιμέτρου.

Εικόνα 5-45. Με κλίση του τραπεζιδίου μεταβάλλεται η θέση της μείζονος περιμέτρου

Εικόνα 5-46. Μέτρηση βάθους εσοχής

Με την παραπάνω διαδικασία η παραλληλογράφηση εντοπίζει την ευνοϊκότερη θέση του τραπεζιδίου-

φορά ένθεσης της οδοντοστοιχίας. Στην τελική αυτή θέση σημειώνεται η μείζων περίμετρος των δοντιών

στηριγμάτων καθώς και τα σημεία βάθους εσοχής των επιλεγμένων συγκρατητικών βραχιόνων. Το

τραπεζίδιο στερεώνεται στην επιλεγμένη κλίση και οι τροποποιήσεις, που χρειάζεται να

πραγματοποιηθούν με εκτροχισμό των δοντιών στηριγμάτων, σχεδιάζονται πάνω στο εκμαγείο. Στη

συνέχεια, σημειώνεται στο εκμαγείο η φορά ένθεσης, ώστε αυτό να μπορεί να προσανατολιστεί στην ίδια

κλίση, εάν αφαιρεθεί και χρειαστεί να επανατοποθετηθεί στο τραπεζίδιο. Αυτό γίνεται με τη χάραξη

τριών γραμμών ή εντομών στις κάθετες επιφάνειες της βάσης του εκμαγείου, οι οποίες καθοδηγούν την

επανεύρεση της αρχικής κλίσης (Carr et al. 2011) (Εικόνα 5-47). Εναλλακτικά, σημειώνονται σε τρεις

περιοχές του εκμαγείου τρία σημεία που βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο και σε μεγάλη απόσταση

μεταξύ τους (Εικόνα 5-48). Η επανεύρεση της κλίσης γίνεται με τον έλεγχο της ταυτόχρονης επαφής των

τριών σημείων με την άκρη του στυλίσκου, χωρίς αυτή να μετακινηθεί κάθετα (Davenport et al. 2000β).

Page 28: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-28

Εικόνα 5-47. Επανεύρεση της επιλεγμένης φοράς ένθεσης με χάραξη γραμμών στις κάθετες επιφάνειες

της βάσης του εκμαγείου

Εικόνα 5-48. Η επιλεγμένη φορά ένθεσης μπορεί να σημειωθεί με τρία σημεία στο οριζόντιο επίπεδο.

5.6. Μελέτη στον αρθρωτήρα

5.6.1. Σχεδίαση και σύγκλειση

Μια σημαντική παράμετρος του προσθετικού σχεδιασμού είναι η αξιολόγηση των δεδομένων που σχετίζονται

με τις συγκλεισιακές σχέσεις των υπαρχόντων δοντιών, ώστε να προγραμματιστούν αυτές που θα

διαμορφωθούν μετά την τοποθέτηση της μερικής οδοντοστοιχίας (Davies et al. 2001). Η μελέτη της

σύγκλεισης γίνεται με βάση τα κλινικά δεδομένα, που έχουν συλλεχθεί ως διαγνωστικό υλικό, και κυρίως με

τα αναρτημένα αρχικά εκμαγεία. Για την ολοκληρωμένη μελέτη του συγκλεισιακού σχήματος συνιστάται η

ανάρτηση να γίνεται σε ημιπροσαρμοζόμενο αρθρωτήρα με βάση κατάλληλες καταγραφές ή τουλάχιστον σε

αρθρωτήρα μέσης τιμής (Ivanhoe & Plummer 2004). Η ανάρτηση σε απλό γίγγλυμο αρθρωτήρα δεν

συνιστάται, γιατί δεν παρέχει την πλήρη εικόνα των συγκλεισιακών σχέσεων, που είναι απαραίτητη για τη

εκτίμησή τους.

Μετά την αρχική ανάλυση της σύγκλεισης και στα πλαίσια της κατάρτισης του προσθετικού σχεδίου

θεραπείας θα αποφασιστεί ο τρόπος λειτουργίας του στοματογναθικού συστήματος του ασθενή με τις νέες

προσθετικές αποκαταστάσεις. Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν θα ληφθεί απόφαση για διατήρηση του

υπάρχοντος συγκλεισιακού σχήματος ή αν θα προγραμματιστούν επεμβάσεις για αλλαγή του. Στην

πλειοψηφία των μερικά νωδών ασθενών η μέγιστη συναρμογή δεν συμπίπτει με την κεντρική θέση των

γνάθων. Πρέπει, επομένως, να αποφασιστεί αν οι νέες προσθετικές αποκαταστάσεις θα λειτουργούν στη θέση

της υπάρχουσας μέγιστης συναρμογής ή αν αυτή θα αλλάξει με την αποκατάσταση, για να συμπίπτει με την

κεντρική θέση των γνάθων.

Η αλλαγή του υπάρχοντος συγκλεισιακού σχήματος, ώστε η μέγιστη συναρμογή να συμπίπτει με την

κεντρική θέση, συνιστάται όταν:

δεν υπάρχουν φυσικά δόντια στην ανταγωνίστρια γνάθο,

δεν υπάρχουν οπίσθια φυσικά δόντια στην ανταγωνίστρια γνάθο,

τα υπάρχοντα φυσικά δόντια και στις δύο γνάθους δεν αρκούν για να προσδιορίσουν μία σταθερή

θέση μέγιστης συναρμογής,

όλα τα υπάρχοντα δόντια της μιας ή και των δύο γνάθων θα αποκατασταθούν με ακίνητες

προσθετικές αποκαταστάσεις,

υπάρχει διαγνωσμένη δυσλειτουργία του στοματογναθικού συστήματος,

στα φυσικά δόντια παρατηρούνται εκτεταμένες λειτουργικές αποτριβές.

Page 29: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-29

Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί η υπάρχουσα μέγιστη συναρμογή ως θέση

επιλογής για την κατασκευή των νέων προσθετικών αποκαταστάσεων (Henderson 1972, Ivanhoe & Plummer

2004).

Γίνεται κατανοητό ότι η απόφαση για διατήρηση της μέγιστης συναρμογής στην αρχική της θέση

λαμβάνεται στις περιπτώσεις που τα υπάρχοντα φυσικά δόντια επαρκούν, για να υποστηρίξουν το

συγκλεισιακό σχήμα, δηλαδή όταν είναι αρκετά και σε εντόπιση τέτοια, που να εξασφαλίζουν επαρκή

αριθμό συγκλεισιακών μονάδων. Αντίθετα, η απόφαση για απόδοση μέγιστης συναρμογής σε κεντρική

θέση της κάτω γνάθου θα ληφθεί, όταν δεν υπάρχουν καθόλου φυσικά δόντια ανταγωνιστές, όταν δηλαδή

η ανταγωνίστρια γνάθος έχει ή πρόκειται να αποκατασταθεί με ολική οδοντοστοιχία, όταν δεν υπάρχουν

οπίσθια δόντια ανταγωνιστές, δηλαδή όταν η ανταγωνίστρια γνάθος έχει ή πρόκειται να αποκατασταθεί

με μερική οδοντοστοιχία με ελεύθερο άκρο, όταν προγραμματίζεται ανύψωση της κατακόρυφης

διάστασης ή εκτεταμένη αναδιαμόρφωση των ανταγωνιστικών οδοντικών επιφανειών μέσω ακίνητων

αποκαταστάσεων, και τέλος, όταν παρατηρούνται σημεία επιβάρυνσης της συγκλεισιακής λειτουργίας.

5.6.2. Έλεγχος των αναρτημένων εκμαγείων

Η μελέτη των αναρτημένων εκμαγείων γίνεται παράλληλα με την παραλληλογράφηση, γιατί τα στοιχεία από

τις συγκλεισιακές σχέσεις θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην ανάλυση της μορφολογίας του νωδού

φραγμού, στον προσδιορισμό των θέσεων των στοιχείων της μερικής οδοντοστοιχίας και στον

προγραμματισμό των τροποποιήσεων. Για τον λόγο αυτό, το εκμαγείο του μερικά νωδού φραγμού δεν

παγιώνεται στον αρθρωτήρα, αλλά αναρτάται με εγκοπές επανανάρτησης, ώστε να μπορεί να αφαιρείται, για

να εξετάζεται στον παραλληλογράφο. Με τον τρόπο αυτό η μελέτη της σύγκλεισης συμπληρώνει την

παραλληλογράφηση, καθώς υποδεικνύει τους περιορισμούς και τα προβλήματα για κάθε προσθετική

σχεδίαση που μελετάται. Για παράδειγμα, η εξέταση του εκμαγείου της υπό αποκατάσταση γνάθου σε σχέση

με την ανταγωνίστρια γνάθο μπορεί να αποκαλύψει σφιχτές συγκλεισιακές επαφές στις περιοχές των

οδοντικών επιφανειών, όπου προβλέπεται η τοποθέτηση εφαπτήρων ή ελασσόνων συνδετήρων. Σε μια τέτοια

περίπτωση θα εξεταστεί η δυνατότητα επιλογής άλλης θέσης, ευνοϊκότερης από πλευράς συγκλεισιακών

περιορισμών, για την τοποθέτηση των στοιχείων του σκελετού. Διαφορετικά, θα προγραμματιστεί επαρκής

αποκοπή της οδοντικής ουσίας, ώστε τα στοιχεία της μερικής οδοντοστοιχίας να μην εμπλέκονται με τις

συγκλεισιακές σχέσεις.

Εικόνα 5-49. Οι συγκλεισιακές σχέσεις περιορίζουν συχνά τον χώρο για τα στοιχεία του μεταλλικού σκελετού.

Ένας ακόμη σημαντικός έλεγχος είναι αυτός του μασητικού επιπέδου. Όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο 2, η

απώλεια φυσικών δοντιών συνοδεύεται συχνά με υπερέκφυση και απόκλιση των ανταγωνιστών τους

Page 30: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-30

(Lindskog-Stokland et al. 2012). Ένα διαταραγμένο μασητικό επίπεδο πρέπει απαραίτητα να διορθωθεί πριν

από την κατασκευή της μερικής οδοντοστοιχίας, ώστε να επιτρέψει την απόδοση λειτουργικών και

αποτελεσματικών συγκλεισιακών σχέσεων στην αποκατάσταση (Craddock 2008). Επομένως, κατά τον

σχεδιασμό της αποκατάστασης, η διαταραχή του μασητικού επιπέδου, ακόμα και αν δεν είναι μεγαλύτερη

από μερικά χιλιοστά, θα πρέπει να εντοπιστεί, ώστε να προγραμματιστούν οι διαδικασίες που θα επιτρέψουν

τη βράχυνση του ανταγωνιστικού δοντιού. Αυτές, ανάλογα με την έκταση του προβλήματος, μπορεί να

περιλαμβάνουν απλό εκτροχισμό, τοποθέτηση στεφάνης, αποκοπή της μύλης ή και εξαγωγή του

υπερεκφυμένου δοντιού (Διακογιάννη– Μορδοχάι 1994). Στις ακραίες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθεί

περιοδοντική αύξηση, δηλαδή μετακίνηση όχι μόνο του δοντιού, αλλά και του περιοδοντικού του μηχανισμού

μαζί με το υποστηρικτικό οστό στον κενό χώρο των ελλειπόντων δοντιών (Craddock & Youngson 2004,

Cradock et al. 2007). Αυτό παρατηρείται συχνά στις περιοχές των γναθιαίων κυρτωμάτων, που με την κάθοδό

τους περιορίζουν σημαντικά τη δυνατότητα διαμόρφωσης του μασητικού επιπέδου, συχνά μάλιστα ακόμα και

τον χώρο για την κάτω μερική οδοντοστοιχία και μπορεί να απαιτήσουν ακόμα και χειρουργική επέμβαση για

τη μείωσή τους (Εικόνα 5-50).

Εικόνα 5-50. Ο έλεγχος στον αρθρωτήρα μπορεί να αποκαλύψει προβλήματα διαχείρισης του μασητικού

επιπέδου και χώρου για την προσθετική αποκατάσταση.

5.7. Σχεδίαση στήριξης

5.7.1. Γενικές αρχές

Η σχεδίαση της στήριξης αρχίζει με τον σχεδιασμό της βάσης ή των βάσεων στις νωδές περιοχές.

Η τυπική θέση των εφαπτήρων είναι στα παρακείμενα των νωδών περιοχών δόντια.

Ιδανικά τοποθετούνται τέσσερις εφαπτήρες στα τέσσερα τεταρτημόρια του τόξου με όσο το δυνατόν

αντίστοιχη εγγύς άπω θέση και όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ τους. Αυτό, φυσικά,

είναι εφικτό μόνο σε κατηγορίες Kennedy III και IV. Η αμέσως επόμενη επιθυμητή κατανομή είναι

τρεις εφαπτήρες σε τριγωνική διάταξη (κατηγορία Kennedy II) και η λιγότερο ευνοϊκή δύο εφαπτήρες

(κατηγορία Kennedy I).

Ο αριθμός των εφαπτήρων θα πρέπει να είναι όχι ο μεγαλύτερος δυνατός αλλά ο απαραίτητος με

βάση την παραπάνω αρχή.

Πάντα, αλλά ειδικά στις περιπτώσεις όπου ο αριθμός και η διασπορά των εφαπτήρων δεν είναι

ευνοϊκοί, λαμβάνεται ιδιαίτερη πρόνοια για εξασφάλιση όσο το δυνατόν αυξημένης στήριξης από τη

βάση μέσω της εφαρμογής και επέκτασής της.

Δόντια που δεν θεωρούνται ασφαλή για τοποθέτηση εφαπτήρων είναι όλοι οι κάτω τομείς και οι

πλάγιοι άνω τομείς. Τυπικά, δεν τοποθετούνται εφαπτήρες στα δόντια αυτά.

Page 31: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-31

Υλικά που έχουν κατάλληλες μηχανικές ιδιότητες για τοποθέτηση εφαπτήρων είναι η αδαμαντίνη, τα

κράματα των χυτών ακίνητων αποκαταστάσεων και το αμάλγαμα. Δεν τοποθετούνται εφαπτήρες σε

σύνθετη ρητίνη (Pospiech et al. 2012), υαλοιονομερή κονία, κεραμικά υλικά. Επίσης δεν

τοποθετούνται εφαπτήρες σε οδοντίνη.

5.7.2. Επιλογή του τύπου και της θέσης των εφαπτήρων

Στα οπίσθια δόντια στηρίγματα τυπικά τοποθετείται μασητικός εφαπτήρας, κοντά στη νωδή περιοχή. Στα

πρόσθια δόντια στήριξης η επιλογή του τύπου του εφαπτήρα γίνεται ανάμεσα στον κοπτικό εφαπτήρα,

τον γλωσσικό/υπερώιο εφαπτήρα και στον εφαπτήρα επί γλωσσικού/υπερώιου βάθρου.

Από αυτούς ο κοπτικός εφαπτήρας είναι ο απλούστερος, αλλά μειονεκτεί αισθητικά και, λόγω της

μεγάλης απόστασης από το κέντρο στροφής του δοντιού, και εμβιομηχανικά. Ο γλωσσικός/υπερώιος

εφαπτήρας χρειάζεται ογκώδες γλωσσικό φύμα για την κατασκευή υποδοχής ικανών διαστάσεων και

συγκλεισιακή ελευθερία, ώστε να μην παρεμβαίνει στη σύγκλειση. Ο εφαπτήρας επί γλωσσικού/υπερώιου

βάθρου πλεονεκτεί εμβιομηχανικά, γιατί μεταβιβάζει με ασφάλεια τις δυνάμεις παράλληλα με τον επιμήκη

άξονα του δοντιού και κοντά στον άξονα στροφής του. Επίσης, επιτελεί, εκτός της στήριξης, αντιστήριξη και

οριζόντια σταθερότητα. Το μειονέκτημά του είναι ότι λόγω των διαστάσεων και του σχήματος, σαν

σκαλοπάτι, του εφαπτήρα, η υποδοχή του δεν μπορεί να περιοριστεί στην αδαμαντίνη. Έτσι, η επιλογή αυτού

του τύπου εφαπτήρα προϋποθέτει την κάλυψη του δοντιού με στεφάνη.

Σε δόντι στήριγμα που βρίσκεται προς τα εγγύς οπίσθιας νωδής περιοχής, ο μασητικός εφαπτήρας μπορεί

να τοποθετηθεί στο εγγύς τμήμα της μασητικής επιφάνειας αντί για το άπω, που βρίσκεται ακριβώς δίπλα

στη νωδή περιοχή.

Η εγγύς θέση του μασητικού εφαπτήρα εξασφαλίζει τη μεταφορά των εφαρμοζόμενων δυνάμεων με

κατακόρυφη διεύθυνση σε αντίθεση με τον άπω εφαπτήρα, ο οποίος τείνει, με τις δυνάμεις που μεταφέρει, να

στρέψει το δόντι στήριγμα προς τα άπω (Thomson et al. 2004, Carr et al. 2011) (Εικόνα 5-51). Ο εγγύς

εφαπτήρας συνοδεύεται από ελάσσονα συνδετήρα, που πορεύεται εγγύς γλωσσικά, ο οποίος συμβάλλει και

στην οριζόντια σταθερότητα. Από την άλλη πλευρά, με την εγγύς θέση του εφαπτήρα η σχεδίαση

περιπλέκεται, κυρίως από την παρουσία του ελάσσονα συνδετήρα ανάμεσα στο δόντι στήριγμα και το

διπλανό του (DeBoer 1988) (Εικόνα 5-52).

Εικόνα 5-51. Η εγγύς μασητική θέση του εφαπτήρα (α) πλεονεκτεί εμβιομηχανικά σε σχέση με την άπω (β).

α β

Page 32: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-32

Εικόνα 5-52. Εγγύς μασητικός εφαπτήρας με ελάσσονα συνδετήρα

5.8. Σχεδίαση συγκράτησης

5.8.1. Γενικές αρχές

Για τη σχεδίαση της συγκράτησης επιλέγονται ο τύπος και η θέση των συγκρατητήρων. Στην τυπική

σχεδίαση αυτοί είναι οι συγκρατητικοί βραχίονες των αγκίστρων συμπληρωμένοι με χυτούς

περιβολής βραχίονες αντιστήριξης. Συχνά, κατά τη σχεδίαση της συγκράτησης χρησιμοποιούμε τον

όρο άγκιστρο αντί του όρου συγκρατητικός βραχίονας.

Η τυπική θέση των αγκίστρων (συγκρατητικών βραχιόνων) είναι στα παρακείμενα της νωδής

περιοχής δόντια.

Η ιδανική συγκράτηση περιλαμβάνει τέσσερις συγκρατητικούς βραχίονες, στα τέσσερα τεταρτημόρια

του οδοντικού τόξου και, αν αυτό δεν είναι δυνατό, τρεις ή δύο, πάντα με την καλύτερη δυνατή

διασπορά.

Η συγκράτηση θα πρέπει να είναι η ελάχιστη δυνατή με βάση και τον παραπάνω κανόνα.

Τα δόντια που δεν είναι κατάλληλα για τοποθέτηση εφαπτήρων (κάτω τομείς και άνω πλάγιοι), είναι

καλό να μην δέχονται χυτά άγκιστρα αλλά συνδυασμένα, των οποίων οι συρμάτινοι συγκρατητικοί

βραχίονες μεταβιβάζουν μειωμένες φορτίσεις λόγω της μεγάλης τους ελαστικότητας.

Είναι επιθυμητό η συγκράτηση να ισοκατανέμεται στα δύο ημιμόρια του τόξου, όχι μόνο ως προς τον

αριθμό των αγκίστρων αλλά και ως προς τη συγκρατητική τους δράση, ένα απλό μέτρο της οποίας

είναι η συγκρατητική εσοχή. Για παράδειγμα, ένα άγκιστρο με συγκρατητικό βραχίονα τύπου δοκού

εξισώνεται με δύο άγκιστρα τύπου Akers στην απέναντι πλευρά του τόξου.

Οι συγκρατητικοί βραχίονες τύπου Akers έχουν μικρό σχετικά μήκος, επομένως μικρή δυνατότητα

ελαστικής παραμόρφωσης. Τοποθετούνται σε επιφάνειες μικρής κυρτότητας και απολήγουν σε μικρό

βάθος εσοχής, τυπικά 0.25 mm. Τα ίδια ισχύουν και για τους συγκρατητικούς βραχίονες του διπλού

εφιππεύοντος και του διπλού αγκίστρου (Διακογιάννη– Μορδοχάι 1994).

Οι συγκρατητικοί βραχίονες τύπου δοκού έχουν μεγάλο σχετικά μήκος, επομένως μεγάλη δυνατότητα

ελαστικής παραμόρφωσης. Τοποθετούνται σε επιφάνειες μεγάλης κυρτότητας και απολήγουν σε

μεγάλο βάθος εσοχής, τυπικά 0.50 mm. Τα ίδια ισχύουν και για το συγκρατητικό βραχίονα του

δακτυλιοειδούς αγκίστρου. Ο συγκρατητικός βραχίονας του αγκίστρου RPI απολήγει σε μικρότερη

εσοχή, περίπου 0.10 mm (Διακογιάννη– Μορδοχάι 1994).

Page 33: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-33

Παρά το μικρό μήκος τους, οι συρμάτινοι συγκρατητικοί βραχίονες έχουν μεγάλη δυνατότητα

ελαστικής παραμόρφωσης, λόγω της εσωτερικής δομής του υλικού. Τοποθετούνται σε επιφάνειες

μεγάλης κυρτότητας και απολήγουν σε μεγάλο βάθος εσοχής, τυπικά 0.50 - 0.75 mm (Διακογιάννη–

Μορδοχάι 1994).

Το σχήμα κάθε συγκρατητικού βραχίονα καθορίζει το σημείο στην παρειακή/χειλική επιφάνεια του

δοντιού, όπου αυτός απολήγει και όπου πρέπει να υπάρχει το ανάλογο βάθος εσοχής. Έτσι, για τον

βραχίονα τύπου Akers το βάθος εσοχής 0.25 βρίσκεται μακριά από τη νωδή περιοχή, για τον

βραχίονα τύπου δοκού το βάθος εσοχής 0.50 βρίσκεται κοντά στη νωδή περιοχή, για τον βραχίονα

RPI στη μεσότητα της εγγύς άπω διάστασης της μύλης ή κοντά στη νωδή περιοχή, για τον βραχίονα

του δακτυλιοειδούς επίσης κοντά στη νωδή περιοχή.

Το σημείο απόληξης του συγκρατητικού βραχίονα, και επομένως το αντίστοιχο βάθος εσοχής, πρέπει

να απέχει 1-2 mm από τα ελεύθερα ούλα. Μικρότερη απόσταση θέτει σε κίνδυνο την παρυφή των

ούλων, μεγαλύτερη δημιουργεί εμβιομηχανικό μειονέκτημα. Για την επιλογή του σημείου που θα

αναζητηθεί η κατάλληλη εσοχή για τους βραχίονες περιβολής και τύπου δοκού, μπορεί να γίνει νοερά

ο χωρισμός της παρειακής επιφάνειας της μύλης σε τεταρτημόρια. Το σημείο εσοχής αναζητιέται στο

μέσο του αντίστοιχου (εγγύς ή άπω) αυχενικού τριτημορίου.

Για κάθε συγκρατητικό βραχίονα, εκτός από αυτόν του αγκίστρου RPI, σχεδιάζεται ένας χυτός

περιβολής βραχίονας αντιστήριξης στη γλωσσική/υπερώια επιφάνεια, στη μεσότητα της

αυχενοκοπτικής διάστασης της μύλης.

5.8.2. Επιλογή του τύπου και της θέσης των αγκίστρων

Τυπικά το άγκιστρο με συγκρατητικό βραχίονα Akers επιλέγεται για νωδές περιοχές οδοντικά

αφοριζόμενες και το άγκιστρο με συγκρατητικό βραχίονα δοκού (μικτό) για νωδές περιοχές με ελεύθερο

άκρο.

Η επιλογή αυτή δεν σχετίζεται με τις διαφορές στην ελαστικότητα των δύο βραχιόνων. Από τη στιγμή που

κάθε βραχίονας απολήγει στο ενδεδειγμένο βάθος εσοχής, μικρότερο για τον άκαμπτο Akers, μεγαλύτερο για

την ελαστικότερη δοκό, χρειάζονται την ίδια δύναμη, προκειμένου να διαταθούν για την ένθεση και αφαίρεση

της μερικής οδοντοστοιχίας και ανθίστανται εξίσου στην απομάκρυνσή της. Επομένως, η συγκρατητική τους

ικανότητα είναι η ίδια. Η διαφοροποίηση στους δύο βραχίονες αφορά τη συμπεριφορά τους κατά τη στροφή

της μερικής οδοντοστοιχίας προς τους ιστούς. Στην κίνηση αυτή η απόληξη του συγκρατητικού βραχίονα

τύπου Akers, η οποία βρίσκεται εμπρός από τον εφαπτήρα (υπομόχλιο), κινείται μασητικά και ανεβαίνει σε

περιοχή μικρότερης εσοχής. Έτσι, ο βραχίονας διατείνεται και μεταβιβάζει πλάγιες, πιθανόν βλαπτικές,

δυνάμεις στο δόντι στήριγμα, που τείνουν να το στρέψουν γλωσσικά (Εικόνα 5-51b). Αντίθετα, η απόληξη

του βραχίονα τύπου δοκού, που βρίσκεται πίσω από τον εφαπτήρα, θα μετακινηθεί αυχενικά σε μεγαλύτερη

εσοχή. Έτσι, θα χάσει την επαφή με το δόντι και δεν θα μεταβιβάσει δυσμενείς φορτίσεις. Επομένως, ο

βραχίονας τύπου Akers τοποθετείται άφοβα μόνο σε οδοντικά αφοριζόμενες νωδές περιοχές, όπου δεν

υπάρχουν στροφές της μερικής οδοντοστοιχίας. Ο βραχίονας τύπου δοκού προτιμάται στις νωδές περιοχές με

ελεύθερο άκρο. Αυτός ο γενικός κανόνας δεν είναι απόλυτος. Ο βραχίονας τύπου Akers μπορεί να

λειτουργήσει χωρίς βλαπτικές επιπτώσεις σε περιπτώσεις ελευθέρων άκρων, όταν οι εμβιομηχανικές

συνθήκες είναι ευνοϊκές, όπως μικρή νωδότητα, ογκώδης ακρολοφία, ισχυρό περιοδόντιο κ.λπ.

Στις περιοχές με δόντια, όπου επιδιώκεται η εξασφάλιση της αμφίπλευρης στήριξης και συγκράτησης,

όπως στις περιπτώσεις II κατά Kennedy, πρέπει να τοποθετηθεί άγκιστρο που πορεύεται ανάμεσα σε

όμορα δόντια, όπως το απλό ή διπλό εφιππεύον άγκιστρο ή το διπλό άγκιστρο.

Ακόμη και δύο γειτονικά δόντια που συνορεύουν με άπω και εγγύς νωδή περιοχή, αξιοποιούνται συχνά με

τοποθέτηση διπλού εφιππεύοντος ή διπλού αγκίστρου. Η επιλογή του κατάλληλου αγκίστρου εξαρτάται από

Page 34: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-34

τη μορφολογία της μύλης των δοντιών, από τους συγκλεισιακούς χώρους, από την εμβιομηχανική

αξιολόγηση των σημείων εφαρμογής των φορτίσεων, από τον βαθμό της οριζόντιας σταθερότητας που

επιτυγχάνεται και από τη βιολογική επιβάρυνση που αναμένεται. Πάντως, όταν τα άγκιστρα τοποθετούνται

ανάμεσα σε δύο διπλανά δόντια, πρέπει να ελέγχεται η ύπαρξη ή δυνατότητα δημιουργίας των απαραίτητων

χώρων για τη φιλοξενία των βραχιόνων, των εφαπτήρων και των ελασσόνων συνδετήρων.

Μεμονωμένοι γομφίοι μπορούν να δεχτούν άγκιστρο Akers ή δακτυλιοειδές άγκιστρο.

Η εγγύς εσοχή των 0.50 mm που χρειάζεται ο βραχίονας του δακτυλιοειδούς αγκίστρου, αναζητάται

συνήθως, λόγω της κλίσης των δοντιών, στη γλωσσική πλευρά για τους κάτω γομφίους και στην παρειακή

πλευρά για τους άνω. Η επιλογή ανάμεσα στο Akers και στο δακτυλιοειδές γίνεται από την εκτίμηση της

στηρικτικής και συγκρατητικής ανάγκης και από τη θέση, όπου εντοπίζονται οι συγκρατητικές εσοχές.

Επιπλέον, το δακτυλιοειδές άγκιστρο με τον βοηθητικό άπω μασητικό εφαπτήρα πλεονεκτεί εμβιομηχανικά

σε περιπτώσεις γομφίων, συνήθως της κάτω γνάθου, που εμφανίζουν εγγύς απόκλιση.

Το άγκιστρο RPI αποτελεί μια πολύ καλή επιλογή για νωδές περιοχές με ελεύθερο άκρο.

Συνδυάζει εμβιομηχανική αποτελεσματικότητα και έλεγχο των μεταβιβαζόμενων δυνάμεων, με σεβασμό

στον βιολογικό παράγοντα, καθώς έχει περιορισμένη επαφή με τους οδοντικούς και περιοδοντικούς ιστούς.

Έχει πολύ καλή αισθητική, αλλά δεν συμβάλλει στην οριζόντια σταθερότητα.

Ο συρμάτινος συγκρατητικός βραχίονας του συνδυασμένου αγκίστρου χαρακτηρίζεται από μεγάλη

ελαστικότητα, εξαιτίας της οποίας απομακρύνεται σχετικά εύκολα από την εσοχή, όπου τοποθετείται.

Επίσης, αναπτύσσει μόνιμη παραμόρφωση μετά από κάποιο διάστημα λειτουργίας.

Έτσι, η συνεισφορά του στη συγκράτηση της μερικής οδοντοστοιχίας είναι από την αρχή μικρή και τείνει να

μειώνεται περισσότερο με τη χρήση του. Χρησιμοποιείται, επομένως, μόνο επικουρικά σε δόντια στηρίγματα

που εκτιμάται ότι έχουν μειωμένη αντοχή στις φορτίσεις, καθώς οι δυνάμεις που θα μεταβιβάσει θα είναι

μικρότερες.

5.8.3. Έμμεση συγκράτηση

Για τη σχεδίαση της έμμεσης συγκράτησης εντοπίζεται πρώτα ο άξονας του υπομοχλίου, που διέρχεται από

τους εφαπτήρες των ακραίων δοντιών στήριξης. Για να αποτραπεί η στροφή της μερικής οδοντοστοιχίας

μακριά από τους ιστούς, τοποθετούνται σε θέση προσθιότερη από τον άξονα του υπομοχλίου εφαπτήρες, οι

οποίοι, επειδή εξασφαλίζουν την έμμεση συγκράτηση, ονομάζονται έμμεσοι συγκρατητήρες (Εικόνα 5-53).

Η ιδανική θέση για τον έμμεσο συγκρατητήρα είναι σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κάθετη απόσταση από

τον άξονα του υπομοχλίου (Avant 1966, McDowell & Fisher 1982). Αυτό συχνά δεν είναι δυνατό, ειδικά στις

αμφίπλευρες οπίσθιες νωδότητες με ελεύθερο άκρο (Kennedy I). Αν και η μεγαλύτερη απόσταση από τον

άξονα του υπομοχλίου αντιστοιχεί στους κεντρικούς τομείς, για λόγους αισθητικής, αλλά και για να

αποφευχθεί η υπερβολική επέκταση του σκελετού, συνήθης θέση για τον έμμεσο συγκρατητήρα είναι στην

εγγύς μασητική επιφάνεια του πρώτου προγόμφιου (Εικόνα 5-54). Ως εφαπτήρας, ο έμμεσος συγκρατητήρας

επιτελεί και στήριξη. Επομένως, μετά την τοποθέτηση της έμμεσης συγκράτησης θα πρέπει να επανεκτιμηθεί

η σχεδίαση της στήριξης, όπου θα συνυπολογιστεί ως στηρικτικό στοιχείο. Στις περιπτώσεις Kennedy II,

όπου η στήριξη είναι τριποδική και ο άξονας του υπομοχλίου πλάγιος, συχνά ο εφαπτήρας που βρίσκεται

ανάμεσα στους δύο ακραίους, είναι στην κατάλληλη θέση, για να λειτουργήσει ως έμμεσος συγκρατητήρας.

Page 35: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-35

Εικόνα 5-53. Ο έμμεσος συγκρατητήρας αποτρέπει τη στροφή της μερικής οδοντοστοιχίας μακριά από τους ιστούς.

Εικόνα 5-54. Η εγγύς μασητική επιφάνεια του πρώτου προγομφίου είναι τυπική θέση για τον

έμμεσο συγκρατητήρα.

5.9. Σχεδίαση σύνδεσης

5.9.1. Γενικές αρχές

Ο μείζονας συνδετήρας σχεδιάζεται, ώστε να αποτελεί τη γέφυρα που συνδέει τα στοιχεία της

μερικής οδοντοστοιχίας, που βρίσκονται στις δύο πλευρές του οδοντικού τόξου, και συνέχεται

εκατέρωθεν με τη βάση ή τις βάσεις της νωδής περιοχής και με τους ελάσσονες συνδετήρες των

ακραίων αγκίστρων. Είναι καλό να σχεδιάζεται πάνω στο εκμαγείο, ιδιαίτερα ο μείζονας συνδετήρας

της άνω γνάθου, ώστε να παρέχεται μια σαφής εικόνα τόσο των συνδέσεων που επιτελεί, όσο και της

ακριβούς επέκτασης και οριοθέτησής του.

Ο σχεδιασμός του άνω μείζονα συνδετήρα καλό είναι να αφήνει ακάλυπτη την πρόσθια περιοχή της

υπερώας, αφενός γιατί αυτή εμφανίζει κλίση και μεταβιβάζει τις δυνάμεις που δέχεται από τη μερική

οδοντοστοιχία με όχι ευνοϊκό τρόπο και αφετέρου επειδή με την περιοχή αυτή έρχεται συχνά σε

επαφή η γλώσσα για τις λειτουργίες της και ιδιαίτερα την ομιλία. Αντίθετα, η κάλυψη της οπίσθιας

περιοχής της υπερώας δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή από τη γλώσσα (Campbell 1977), ενώ

ταυτόχρονα δημιουργεί ένα σταθερό, σχετικά οριζόντιο υπόστρωμα για την υποδοχή των δυνάμεων,

ενισχύοντας έτσι τη στήριξη.

Όταν εντοπίζεται στην περιοχή των υπερωίων πτυχών, το πρόσθιο όριο του άνω μείζονα συνδετήρα

σχεδιάζεται, ώστε να απολήγει στο βάθος κάποιας υπερώιας πτυχής και όχι στην κορυφή της, για να

μην προεξέχει στην υπερώα και να γίνεται ευκολότερα ανεκτό από τη γλώσσα.

Το πρόσθιο χείλος του μείζονα συνδετήρα πρέπει να απέχει τουλάχιστον 6 mm από την παρυφή των

υπερώιων ούλων για την άνω γνάθο και τουλάχιστον 3 mm από την παρυφή των γλωσσικών ούλων

για την κάτω γνάθο. Έτσι διευκολύνεται η αιμάτωση και ο αυτοκαθαρισμός και αποφεύγεται ο

ερεθισμός των μαλακών ιστών (Carr et al. 2011). Αν αυτό δεν είναι δυνατό, το πρόσθιο χείλος

επεκτείνεται στις γλωσσικές υπερώιες επιφάνειες των δοντιών μέχρι τις περιοχές επαφής τους.

5.9.2. Εναλλακτικές σχεδιάσεις μείζονων συνδετήρων

Για τον μείζονα συνδετήρα της άνω γνάθου επιλέγεται αυτός που διαθέτει την απαιτούμενη ακαμψία,

ώστε να μεταβιβάζει ευνοϊκά τις φορτίσεις, αλλά ταυτόχρονα έχει τη μικρότερη δυνατή επέκταση, ώστε

να είναι αποδεκτός από βιολογική άποψη (Owall et al. 2002).

Page 36: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-36

Η επέκταση του άνω μείζονα συνδετήρα καθορίζεται από την εκτιμώμενη ανάγκη για ενίσχυση της ακαμψίας

και της στήριξης, ανάλογα με τις ιδιαίτερες βιολογικές συνθήκες. Γενικά, ευρύτερος μείζονας συνδετήρας

χρειάζεται όσο μειώνεται ο αριθμός των δοντιών στηριγμάτων, ελαττώνεται η περιοδοντική στους στήριξη,

μειώνεται ο όγκος της υπολειμματικής φατνιακής ακρολοφίας, αυξάνεται ο αριθμός των ανταγωνιστών

φυσικών δοντιών (Διακογιάννη– Μορδοχάι 1994). Επομένως, η υπερώια πλάκα επιλέγεται συνήθως στις

περιπτώσεις Kennedy Ι με πολλά ελλείποντα δόντια και η υπερώια ζώνη, με διαβαθμισμένο εύρος, μπορεί να

χρησιμοποιηθεί σε πολλές από τις υπόλοιπες περιπτώσεις με μικρότερης βαρύτητας βιολογικές ανάγκες. Η

διπλή υπερώια ζώνη αποτελεί επίσης καλή επιλογή για περιπτώσεις με έλλειψη αρκετών δοντιών αλλά σε

καλή διασπορά, προσφέροντας ικανοποιητική ακαμψία με μικρή κάλυψη της υπερώας (Davenport et al.

2001δ). Επιπλέον, μπορεί να τοποθετηθεί, όταν υπάρχει υπερώιο όγκωμα, πορευόμενη εμπρός και πίσω από

αυτό. Ο πεταλοειδής υπερώιος συνδετήρας μειονεκτεί, επειδή έχει μικρή ακαμψία, λόγω του σχετικά μεγάλου

μήκους, αλλά και επειδή καλύπτει την πρόσθια περιοχή της υπερώας. Επιλέγεται μόνο, όταν υπάρχει υπερώιο

όγκωμα, το οποίο πρέπει να παρακαμφθεί, καθώς και στις περιπτώσεις Kennedy IV, γιατί εκτείνεται μέχρι

την πρόσθια υπολειμματική φατνιακή ακρολοφία. Για ενίσχυση της ακαμψίας μπορεί να συμπληρωθεί με

οπίσθια υπερώια ζώνη. Η υπερώια δοκός δεν προτιμάται, αφού δεν είναι αρκετά άκαμπτη ούτε άνετη για τον

ασθενή.

Ο συνδετήρας επιλογής για την κάτω γνάθο είναι η γλωσσική δοκός.

Για την τοποθέτησή της απαραίτητο είναι να υπάρχει λειτουργικό βάθος στόματος στην πρόσθια γλωσσική

περιοχή τουλάχιστον 6 mm, από την παρυφή των ούλων μέχρι το όριο του κινητού βλεννογόνου. Από το

βάθος αυτό, 3 mm καταλαμβάνει η γλωσσική δοκός και τα υπόλοιπα 3 mm χρειάζονται ως ελάχιστη

απόσταση από την παρυφή των ούλων.

Άλλοι τύποι συνδετήρων επιλέγονται μόνο, όταν η γλωσσική δοκός δεν μπορεί να τοποθετηθεί.

Η γλωσσική πλάκα είναι ο μείζονας συνδετήρας που επιλέγεται, όταν υπάρχει πρόσθια νωδή περιοχή, για να

εξασφαλίσει τη συνέχεια του σκελετού με τη βάση της μερικής οδοντοστοιχίας Χρησιμοποιείται επίσης, όταν

το βάθος του στόματος δεν επαρκεί για τοποθέτηση γλωσσικής δοκού (Carr et al. 2011). Έχει, όμως,

βιολογικό μειονέκτημα, αφού έχει συσχετιστεί με αυξημένο τερηδονικό και περιοδοντικό κίνδυνο των

δοντιών που καλύπτει. Από τους υπόλοιπους μείζονες συνδετήρες της κάτω γνάθου η ενισχυμένη

δευτερεύουσα γλωσσική δοκός πλεονεκτεί, γιατί απέχει από τους μαλακούς ιστούς, αλλά μειονεκτεί, γιατί

καλύπτει τους οδοντικούς ιστούς και τους εκθέτει σε τερηδονικό κίνδυνο, καθώς και γιατί προέχει στην

επιφάνεια των δοντιών σε βάρος της άνεσης του ασθενή. Η διπλή γλωσσική δοκός μειονεκτεί, γιατί ευνοεί

την κατακράτηση πλάκας ανάμεσα στα δύο στοιχεία της, και προτείνεται μόνο ως εναλλακτική λύση της

γλωσσικής πλάκας, όταν τα δόντια έχουν μεσοδόντια διαστήματα, για λόγους αισθητικής. Η υπογλώσσια

δοκός, όπως και η προστομιακή δοκός, αποτελούν όχι συνήθεις επιλογές, που μπορούν να υιοθετηθούν, όταν

η ανατομία των περιοχών έδρασής τους είναι ευνοική (Carr et al. 2011).

5.9.3. Ελάσσονες συνδετήρες

Όπως και οι μείζονες συνδετήρες, οι ελάσσονες σχεδιάζονται με στόχο να εξασφαλίζουν τη σύνδεση κάθε

στοιχείου της μερικής οδοντοστοιχίας με τον υπόλοιπο σκελετό.

Τυπικά, κατά τη σχεδίαση της μερικής οδοντοστοιχίας ορίζεται η κατασκευή ενός ελάσσονα συνδετήρα

για κάθε εφαπτήρα.

Στις περιπτώσεις όπου έχει σχεδιαστεί εγγύς και άπω μασητικός εφαπτήρας για το ίδιο δόντι στήριγμα, ο

δεύτερος εφαπτήρας μπορεί να κατασκευαστεί ως συνέχεια του βραχίονα αντιστήριξης του αγκίστρου. Με

τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η ανάγκη για εγγύς ελάσσονα συνδετήρα, αλλά μειώνεται η ακαμψία που είναι

απαραίτητη για τη στηρικτική δράση του εφαπτήρα (Carr et al. 2011).

Page 37: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-37

Στη μερική οδοντοστοιχία οι ελάσσονες συνδετήρες προσφέρουν, εκτός από τη σύνδεση κάθε στοιχείου

της μερικής οδοντοστοιχίας με τον υπόλοιπο σκελετό, και οριζόντια σταθερότητα. Αντιστέκονται στις

οριζόντιες κινήσεις της μερικής οδοντοστοιχίας ανάλογα με τη θέση τους στις όμορες ή γλωσσικές επιφάνειες

των δοντιών ή ανάμεσα σε παρακείμενα δόντια. Το κύριο μειονέκτημά τους είναι ότι διασταυρώνονται με τα

ελεύθερα ούλα δημιουργώντας κίνδυνο ερεθισμού τους και για το λόγο αυτό πρέπει να κατασκευάζονται σε

επαρκή απόσταση από τα ούλα. Επιπλέον, όταν πορεύονται γλωσσικά ανάμεσα στα φυσικά δόντια,

δημιουργούν κίνδυνο τερηδονισμού, μεταφοράς μη ελεγχόμενων δυνάμεων, προέχουν στη στοματική

κοιλότητα και περιπλέκουν το σχήμα του σκελετού (DeBoer 1988). Επομένως, για τη σχεδίασή τους πρέπει

να ελέγχεται η ύπαρξη του απαραίτητου χώρου ή η δυνατότητα δημιουργίας του, ενώ καλά είναι ο αριθμός

τους να διατηρείται περιορισμένος.

5.10. Σχεδίαση οριζόντιας σταθερότητας

Όπως αναφέρθηκε, η οριζόντια σταθερότητα της μερικής οδοντοστοιχίας εξασφαλίζεται με κάποια από

τα στοιχεία, των οποίων η κύρια λειτουργία είναι άλλη και έχουν σχήμα και προσανατολισμό τέτοιο,

ώστε να εμποδίζουν τις οριζόντιες κινήσεις.

Με την ολοκλήρωση της σχεδίασης των υπόλοιπων στοιχείων της μερικής οδοντοστοιχίας ελέγχεται η

ύπαρξη ικανού αριθμού στοιχείων που εφάπτονται με κάθετες επιφάνειες των δοντιών και των μαλακών

ιστών (Carr et al. 2011). Τα στοιχεία αυτά θα ανθίστανται στη δεξιά ή αριστερή κίνηση της μερικής

οδοντοστοιχίας, όπως οι βραχίονες αντιστήριξης και τα γλωσσικά πτερύγια των βάσεων, στην προς τα εμπρός

κίνηση, όπως οι άπω ελάσσονες συνδετήρες και οι εφαπτήρες πάνω σε γλωσσικά βάθρα, ή και στην προς τα

πίσω μετατόπιση, όπως το ακραίο τμήμα των συγκρατητικών βραχιόνων και το τμήμα της βάσης αντίστοιχα

με το οπισθογόμφιο έπαρμα (Davenport et al. 2001α).

5.11. Εναλλακτικές σχεδιάσεις

5.11.1. Κάλυψη δοντιών– στηριγμάτων με στεφάνες

Τη σχεδίαση της μερικής οδοντοστοιχίας ακολουθούν τα στάδια της κατασκευής του μεταλλικού σκελετού, ο

οποίος θα ενσωματώνει τα επιλεγμένα στοιχεία στήριξης, συγκράτησης και οριζόντιας σταθερότητας. Πριν

την κατασκευή του μεταλλικού σκελετού, στα δόντια στηρίγματα πραγματοποιούνται οι τροποποιήσεις του

σχήματος της μύλης, που είναι απαραίτητες για την υποδοχή των στοιχείων του μεταλλικού σκελετού.

Κατασκευάζονται οι υποδοχές για τους εφαπτήρες, τα όμορα οδηγά επίπεδα και τα επίπεδα αντιστήριξης, και,

όπου χρειάζεται, μεταφέρεται η μείζων περίμετρος και διαμορφώνονται οι κατάλληλες εσοχές. Για τις

τροποποιήσεις αυτές υπάρχουν δύο επιλογές. Η μία είναι η χρήση των δοντιών στηριγμάτων όπως έχουν και

η πραγματοποίηση των τροποποιήσεων με τροχισμό στο στόμα του ασθενή και η άλλη η κάλυψη των δοντιών

στηριγμάτων με στεφάνες, οι οποίες θα είναι διαμορφωμένες (τροποποιημένες), έτσι ώστε να διαθέτουν τα

απαραίτητα μορφολογικά χαρακτηριστικά για την υποδοχή των στοιχείων του σκελετού (Seals & Schwartz

1985, Burns & Unger 1994).

Ένα σημαντικό πλεονέκτημα της κάλυψης των δοντιών στηριγμάτων με στεφάνες είναι η ελευθερία που

εξασφαλίζει για τη σχεδίαση, δηλαδή η ευχέρεια επιλογής των κατάλληλων στοιχείων χωρίς δέσμευση από το

σχήμα του δοντιού ή τις συγκλεισιακές του σχέσεις. Με την απόφαση για κάλυψη των δοντιών με στεφάνες η

μερική οδοντοστοιχία μπορεί να εφοδιαστεί με τα καταλληλότερα στοιχεία στις κατάλληλες θέσεις, χωρίς

ανάγκη για αναζήτηση κατάλληλων περιοχών, όπως εσοχών για τους συγκρατητικούς βραχίονες, και πιθανόν

μεταβολές λόγω των ανατομικών περιορισμών (Smith & Turner 1979). Επίσης, μπορεί να υιοθετηθεί η

καταλληλότερη φορά ένθεσης. Ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα της κάλυψης με ακίνητες αποκαταστάσεις

είναι η δυνατότητα που παρέχουν για χρήση δοντιών με εκτεταμένη έλλειψη οδοντικής ουσίας, μέσω των

Page 38: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-38

προσθετικών τεχνικών ανασύστασης μύλης. Τα μειονεκτήματα της κάλυψης των δοντιών είναι η ανάγκη

αφαίρεσης οδοντικής ουσίας που χρειάζεται για την κατασκευή στεφανών, η περισσότερο πολύπλοκη

κατασκευαστική διαδικασία και, τέλος, το αυξημένο κόστος της κατασκευής.

Η κάλυψη των δοντιών στηριγμάτων με στεφάνες ενδείκνυται στις παρακάτω περιπτώσεις:

Όταν τα δόντια στηρίγματα δεν έχουν μορφολογική ακεραιότητα, αλλά έχει χαθεί σημαντική

ποσότητα οδοντικής ουσίας λόγω τερηδόνας ή εκτεταμένων εμφράξεων, και όταν υπάρχει, ή πρέπει

να γίνει, ενδοδοντική θεραπεία (Smith & Turner 1979).

Όταν από τη μελέτη στον παραλληλογράφο και τον αρθρωτήρα διαπιστώνεται ότι υπάρχει ανάγκη για

εκτεταμένες τροποποιήσεις του σχήματος της μύλης. Αυτό συμβαίνει σε δόντια στηρίγματα που

εμφανίζουν απόκλιση, δυσμενείς συγκλεισιακές σχέσεις, μη ευνοϊκή κυρτότητα στις αξονικές

επιφάνειες και διαπιστώνεται από την εγγραφή της μείζονος περιμέτρου και την εκτίμηση των

εσοχών στον παραλληλογράφο (Smith & Turner 1979). Όπως αναφέρθηκε, η εξασφάλιση της

στηρικτικής και συγκρατητικής δυνατότητας των δοντιών στηριγμάτων μπορεί να διευκολυνθεί με

την επιλογή εναλλακτικής φοράς ένθεσης, εφόσον αυτή δεν διαφοροποιείται υπερβολικά από την

κατακόρυφη. Εάν σε αποδεκτή φορά ένθεσης δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες

τροποποιήσεις με τρόχισμα σε αδαμαντίνη μόνο, αλλά υπολογίζεται ότι οι τροχισμοί θα

αποκαλύψουν και οδοντίνη, το δόντι συστήνεται να καλύπτεται με στεφάνη. Αυτό συμβαίνει σχεδόν

πάντα, όταν προβλέπεται κατασκευή υποδοχής γλωσσικού/υπερώιου βάθρου στο αντίστοιχο φύμα

ενός πρόσθιου δοντιού στηρίγματος. Οι διαστάσεις που πρέπει να έχει η υποδοχή είναι τέτοιες, ώστε

δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν πάνω σε αδαμαντίνη μόνο, επομένως μια τέτοια υποδοχή

προϋποθέτει την κάλυψη του δοντιού με στεφάνη (Εικόνα 5-55).

Εικόνα 5-55. Τα δόντια στηρίγματα καλύπτονται με στεφάνες, όταν οι απαραίτητες τροποποιήσεις (π.χ.

γλωσσικό/υπερώιο βάθρο) επιβάλλουν σημαντική αποκοπή οδοντικής ουσίας.

Όταν από τη μελέτη της σύγκλεισης εκτιμάται ότι το συγκλεισιακό σχήμα που θα αποδοθεί με την

προσθετική αποκατάσταση θα περιλαμβάνει εκτεταμένες αλλαγές του υπάρχοντος και κυρίως

ανύψωση της κατακόρυφης διάστασης. Η στήριξη της νέας κατακόρυφης διάστασης γίνεται με

ακίνητες προσθετικές αποκαταστάσεις, οι οποίες συχνά χρειάζεται να είναι εκτεταμένες, και η κινητή

αποκατάσταση εναρμονίζεται με το συγκλεισιακό σχήμα που ορίζει η ακίνητη αποκατάσταση (Abduo

& Lyons 2012) (Εικόνα 5-56).

Όταν τα δόντια είχαν ήδη στεφάνες είτε ως στηρίγματα γεφυρών είτε μεμονωμένες. Στις περιπτώσεις

αυτές οι τυχόν παραμένουσες ακίνητες αποκαταστάσεις αφαιρούνται και αντικαθίστανται με νέες που

διαμορφώνονται σε σχήμα κατάλληλο, για να λειτουργήσουν ως στηρίγματα.

Page 39: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-39

Εικόνα 5-56. Όταν προγραμματίζεται ανύψωση και στήριξη της σύγκλεισης, τα δόντια στηρίγματα χρειάζεται να

καλυφθούν με στεφάνες.

Όταν υπάρχει ανάγκη ναρθηκοποίησης δοντιών στηριγμάτων. Στην κατασκευαστική διαδικασία της

κινητής μερικής αποκατάστασης με τον όρο ναρθηκοποίηση εννοούμε την κάλυψη διπλανών δοντιών

με στεφάνες, ενωμένες στο κοινό σημείο επαφής τους. Η ναρθηκοποίηση συνδέει με μια άκαμπτη

κατασκευή τις μύλες των δοντιών και δημιουργεί ένα ισχυρότερο σύστημα με πολλαπλή

περιοδοντική υποστήριξη (Nyman & Lang 1994). Είναι θεμιτή, όταν τα δόντια που βρίσκονται

ακριβώς δίπλα στη νωδή περιοχή αξιολογούνται ως μη ισχυρά στηρίγματα, λόγω κατάστασης, όπως

μειωμένης περιοδοντικής στήριξης, απώλειας ζωτικότητας ή έλλειψης οδοντικής ουσίας, ή και λόγω

της φύσης τους, αφού, όπως αναφέρθηκε, κάποιοι τύποι δοντιών (κάτω τομείς, πλάγιοι άνω) δεν

μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μεμονωμένα στηρίγματα (Itoh et al. 1998). Η ναρθηκοποίηση

συνιστάται, επίσης, ακόμη και σε σχετικά εύρωστα στηρίγματα, όταν επιλέγονται σύνδεσμοι αντί

συγκρατητικών βραχιόνων ως συγκρατητικά στοιχεία.

Ως κριτήριο για κάλυψη των δοντιών στηριγμάτων με στεφάνες αναφέρεται, επίσης, και η εκτιμώμενη

πιθανότητα τερηδονισμού των δοντιών. Το σκεπτικό είναι ότι, αν τα δόντια διατρέχουν κίνδυνο να

αναπτύξουν τερηδόνα, είναι προτιμότερη η προληπτική κάλυψή τους με στεφάνες, καθώς μάλιστα η μερική

οδοντοστοιχία προδιαθέτει για ανάπτυξη τερηδόνας στα δόντια, με τα οποία έρχεται σε επαφή, και τα δόντια

στηρίγματα είναι πολύτιμα, με την έννοια ότι η απώλειά τους είναι δύσκολο να διορθωθεί. Από την άλλη

πλευρά, η διατήρηση της υγείας του στόματος που έχει δεχτεί μια προσθετική αποκατάσταση, είναι

απαραίτητη προϋπόθεση για τη βελτιστοποίηση της πρόγνωσης, είτε η αποκατάσταση είναι ακίνητη είτε είναι

κινητή. Η ένταξη σε πρόγραμμα πρόληψης, ο έλεγχος της υγείας των οδοντικών ιστών, η διατήρηση καθαρής

της πρόσθεσης και κυρίως οι τακτικοί επανέλεγχοι αφορούν τόσο την ακίνητη όσο και την κινητή

αποκατάσταση και η τελευταία έχει φανεί από τις κλινικές έρευνες ότι με τις προϋποθέσεις αυτές δεν

διατρέχει αυξημένο κίνδυνο. Άλλωστε, ο αυξημένος βιολογικός κίνδυνος από την παρουσία της μερικής

οδοντοστοιχίας αφορά όχι τόσο την τερηδόνα μύλης όσο την τερηδόνα ρίζας και την περιοδοντική νόσο, από

τα οποία οι στεφάνες δεν προφυλάσσουν. Επομένως, σε συγκριτική εκτίμηση η πρόληψη ενδεχόμενης

τερηδονικής προσβολής δεν δικαιολογεί τη θυσία οδοντικής ουσίας για κατασκευή στεφάνης, παρά μόνο αν

συντρέχουν και άλλες ενδείξεις από αυτές που αναφέρθηκαν παραπάνω.

5.11.2. Συνδυασμός ακίνητης και κινητής προσθετικής αποκατάστασης

Στο πλαίσιο της ναρθηκοποίησης μπορεί να εξεταστεί και η κάλυψη με ακίνητη γέφυρα μικρών

δευτερευουσών νωδοτήτων, που συχνά συνυπάρχουν με την κύρια νωδότητα. Ο συνδυασμός ακίνητης και

κινητής αποκατάστασης, με την πρώτη να καλύπτει τα μικρά κενά και τη δεύτερη τα μεγαλύτερα και κυρίως

τα ελεύθερα άκρα, εκτός από το πλεονέκτημα της ισχυροποίησης μέσω της ναρθηκοποίησης που παρέχει,

αποτελεί συχνά πολύ επωφελή εναλλακτική σχεδιαστική λύση (Seals & Schwartz 1985). Με την κάλυψη των

δευτερευουσών νωδοτήτων με ακίνητη αποκατάσταση δίνεται η δυνατότητα απλούστευσης της περίπτωσης

και, επομένως, και της μερικής οδοντοστοιχίας που θα κατασκευαστεί. Με την ελεγχόμενη διαμόρφωση του

σχήματος των δοντιών, οι γέφυρες παρέχουν ποικίλες εναλλακτικές επιλογές για την εξασφάλιση της

στήριξης, συγκράτησης, αλλά και της έμμεσης συγκράτησης, ενώ το απλούστερο σχήμα του σκελετού

Page 40: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-40

εξασφαλίζει μείωση των πιθανών στροφών κατά τη λειτουργία, οριζόντια σταθερότητα αλλά και μικρότερη

βιολογική επιβάρυνση (Εικόνα 5-57). Τέλος, ο συνδυασμός πρόσθιας ακίνητης αποκατάστασης με οπίσθια

κινητή συχνά αποδίδει καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα, αφού η αισθητική ζώνη δεν δέχεται μεταλλικά

στοιχεία από τον σκελετό, και μπορεί να σχεδιαστεί, ώστε να περιλαμβάνει συνδέσμους ακριβείας (Εικόνα

5-58).

Εικόνα 5-57. Με συνδυασμό ακίνητης και κινητής αποκατάστασης η σχεδίαση της μερικής οδοντοστοιχίας

απλουστεύεται.

Εικόνα 5-58. Η αισθητική βελτιώνεται με ακίνητες αποκαταστάσεις στην αισθητική ζώνη.

5.11.3. Εναλλακτικοί τύποι συγκρατητήρων

Οι συγκρατητικοί βραχίονες των αγκίστρων αποτελούν τον πρώτο και συνηθέστερο τύπο συγκρατητικών

στοιχείων για τη μερική οδοντοστοιχία. Το κύριο μειονέκτημά τους, η έκθεση μετάλλου σε θέα, οδήγησε

στην αναζήτηση εναλλακτικών τύπων συγκρατητήρων με κύριο στόχο την εξασφάλιση της αισθητικής. Οι

σύνδεσμοι αποτελούν μια βελτιωμένης αισθητικής συγκρατητική και σταθεροποιητική λύση για τις μερικές

οδοντοστοιχίες (Becerra & MacEntee 1987) (Εικόνα 5-59, Εικόνα 5-60, Εικόνα 5-61).

Οι σύνδεσμοι είναι μηχανισμοί για τη συγκράτηση, σύνδεση και σταθεροποίηση μιας πρόσθεσης. Κάθε

σύνδεσμος αποτελείται από μια μεταλλική υποδοχή (αρνητικό ή matrix) που συνήθως ενσωματώνεται στη

στεφάνη του δοντιού στήριξης, και μια μεταλλική προεξοχή που εφαρμόζει στενά στην υποδοχή (θετικό ή

patrix), που συνήθως ενσωματώνεται στην προσθετική κατασκευή (Glossary of Prosthodontic Terms

2005).

Η συγκρατητική τους ικανότητα αναπτύσσεται είτε μέσω της τριβής ανάμεσα στα δύο τμήματα είτε

μέσω της ελαστικής παραμόρφωσης που υφίσταται το ένα από τα δύο. Ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής

τους διακρίνονται σε συνδέσμους ακριβείας ή ημιακριβείας. Οι πρώτοι είναι μεταλλικά προκατασκευασμένα

Page 41: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-41

στοιχεία, που ενσωματώνονται κατά τη χύτευση στα δύο χυτά μέρη. Οι δεύτεροι κυκλοφορούν ως

προκατασκευασμένα χυτεύσιμα πλαστικά ομοιώματα, που ενσωματώνονται στο κήρινο πρόπλασμα και

χυτεύονται με τον μεταλλικό σκελετό. Με βάση τη θέση τους ταξινομούνται ως εξωμυλικοί, όταν το τμήμα

που ενσωματώνεται στη στεφάνη προβάλει εκτός του μυλικού περιγράμματος, ενδομυλικοί, όταν το τμήμα

που ενσωματώνεται στη στεφάνη περικλείεται στο περίγραμμά της, και ενδορριζικοί, όταν το «οδοντικό»

τμήμα συνδέεται με ρίζα δοντιού. Τέλος, ανάλογα με τη δυνατότητα σχετικής κίνησης των τμημάτων

ονομάζονται ενδοτικοί, όταν επιτρέπουν περιορισμένη και συγκεκριμένη ανεξάρτητη κίνηση της πρόσθεσης

από αυτή των δοντιών στήριξης, και άκαμπτοι, όταν δεν επιτρέπουν ανεξάρτητη κίνηση της πρόσθεσης και

των δοντιών (Burns & Ward 1990).

Εικόνα 5-59. Ακίνητη πρόσθια αποκατάσταση και μερική οδοντοστοιχία με συνδέσμους

Η επιλογή του κατάλληλου τύπου συνδέσμου εξαρτάται από εμβιομηχανικές παραμέτρους λειτουργίας

του, σε σχέση με τις ιδιαίτερες ανατομικές και βιολογικές ανάγκες. Η ενδοτική σύνδεση έχει τη δυνατότητα

να μειώνει τις φορτίσεις που δέχεται το δόντι στήριξης, αλλά επιβαρύνει με παραπάνω φορτίσεις την

υπολειμματική φατνιακή ακρολοφία. Αντίθετα, οι άκαμπτοι σύνδεσμοι ισοκατανέμουν καλύτερα τις

μασητικές δυνάμεις (Pezzoli et al. 1986). Η κλινική απόδοση των συνδέσμων είναι εξίσου ικανοποιητική με

αυτή των συμβατικών συγκρατητήρων, αν και από τη χρήση τους αναμένονται περισσότερες τεχνικές

επιπλοκές (Owall 1995, Vermeulen et al. 1996). Ένα σημαντικό μειονέκτημα για την υιοθέτησή τους είναι το

κόστος, που είναι αυξημένο σε σχέση με την τυπική μερική οδοντοστοιχία, αφού η κλινικοεργαστηριακή

διαδικασία είναι πιο πολύπλοκη. Επιπλέον, όχι μόνο είναι απαραίτητη η κάλυψη με στεφάνη των δοντιών

στηριγμάτων αλλά και η ναρθηκοποίηση με τα διπλανά τους για καλύτερη υποδοχή των φορτίσεων

(Kratochvil et al. 1981, Altay et al. 1990, el Charkawi & el Wakad 1996).

Εικόνα 5-60. Η μερική οδοντοστοιχία με συνδέσμους δεν εκθέτει μεταλλικά στοιχεία σε θέα.

Page 42: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-42

Εικόνα 5-61. Βελτιωμένο αισθητικό αποτέλεσμα με τη χρήση συνδέσμων.

Ένας ακόμη τύπος εναλλακτικού συγκρατητήρα είναι οι τηλεσκοπικές στεφάνες.

Για την κατασκευή μιας τηλεσκοπικής στεφάνης το δόντι στήριγμα τροχίζεται και καλύπτεται με

καλύπτρα (εσωτερική στεφάνη), η οποία προσκολλάται στο στήριγμα. Πάνω στην καλύπτρα αυτή

κατασκευάζεται σε πολύ καλή εφαρμογή μια εξωτερική στεφάνη, η οποία αποτελεί τμήμα του σκελετού

της μερικής οδοντοστοιχίας.

Οι δύο στεφάνες συγκρατώνται σε επαφή λόγω της τριβής που αναπτύσσεται από την καλή εφαρμογή

τους. Είναι σημαντικό η εξωτερική επιφάνεια της καλύπτρας να είναι απαλλαγμένη από εσοχές και να

διαθέτει κατάλληλη κλίση, ώστε η αντίστοιχη εσωτερική επιφάνεια της τηλεσκοπικής στεφάνης να εφαρμόζει

στενά και να αναπτύσσεται επαρκής συγκρατητική δύναμη από την τριβή. Αυτή η απαίτηση γίνεται ακόμη

πιο δύσκολη και πολύπλοκη, όταν, όπως συμβαίνει συνήθως, οι τηλεσκοπικές στεφάνες είναι περισσότερες

από μία, για ενίσχυση της συγκρατητικής τους δράσης (Wagner & Kern 2000). Στην περίπτωση αυτή

χρειάζεται πολύ προσεκτικός παραλληλισμός των καλυπτρών και προσεκτική κατασκευή των στεφανών,

ώστε να εξασφαλίζεται η ακριβής έδραση. Όταν αυτό επιτυγχάνεται, εκτός από συγκράτηση, οι τηλεσκοπικές

στεφάνες εξασφαλίζουν και στήριξη, οριζόντια σταθερότητα και καθοδήγηση της μερικής οδοντοστοιχίας

κατά την ένθεσή της (Beschnidt et al. 2001). Με σωστή σχεδίαση του ύψους και της κλίσης των στηριγμάτων

και στη συνέχεια με προσεκτική εκτέλεση των διαδικασιών οι τηλεσκοπικές στεφάνες μεταβιβάζουν με

ευνοϊκό τρόπο τις φορτίσεις στα στηρίγματα (Igarashi et al. 1999, Gungor et al. 2002, Gungor et al. 2004,

Itoh και συν 2008) και από τις κλινικές έρευνες φαίνεται ότι η πρόγνωσή τους είναι ευνοϊκή (Piwowarczyk et

al. 2007, Wöstmann et al. 2007, Dittmann & Rammelsberg 2008, Schwindling et al. 2014) και η χρήση τους

επωφελής (Stober et al. 2015). Επομένως, οι τηλεσκοπικές στεφάνες μπορούν να συνδυάσουν σωστή

λειτουργία και πολύ καλό αισθητικό αποτέλεσμα, αλλά χρειάζονται ιδιαίτερα προσεκτικό έλεγχο τόσο των

κλινικών όσο και των εργαστηριακών διαδικασιών, ώστε να αποφευχθούν προβλήματα εφαρμογής,

συγκράτησης και επιβάρυνσης των δοντιών στηριγμάτων.

5.12. Γενικοί κανόνες

Τα διαδοχικά βήματα της σχεδίασης είναι:

1. σχεδίαση της στήριξης (βάσεις, εφαπτήρες),

2. σχεδίαση της άμεσης συγκράτησης (συγκρατητικοί βραχίονες, βραχίονες αντιστήριξης),

3. σχεδίαση της σύνδεσης (ελάσσονες συνδετήρες, μείζονες συνδετήρες),

4. σχεδίαση της έμμεσης συγκράτησης (έμμεσοι συγκρατητήρες),

5. έλεγχος και τροποποιήσεις (ενίσχυση οριζόντιας σταθερότητας, βελτίωση αισθητικής και άνεσης).

(Davenport et al. 2000γ, Preston 2007, Σοφού 2007)

Page 43: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-43

Βασικός σχεδιαστικός κανόνας είναι η διατήρηση του σχεδίου του σκελετού όσο το δυνατόν

απλούστερου.

Η σχεδίαση είναι προσανατολισμένη στους βασικούς άξονες:

πρώτα, να καλύπτει τις εμβιομηχανικές απαιτήσεις της σταθεροποίησης μέσω της ορθής μεταφοράς

δυνάμεων,

ταυτόχρονα, να εξετάζεται η κάλυψη των βιολογικών απαιτήσεων της ελάχιστης δυνατής κάλυψης

και αποφυγής των ελεύθερων ούλων (McCord et al. 2002, Owall et al. 2002),

στη συνέχεια, να ελέγχεται και να τροποποιείται ως προς την αισθητική και την άνεση (Beaumont

2002, Donovan & Cho 2003).

Αφού ολοκληρωθεί, περιγράφεται κωδικοποιημένη σε φύλλο σχεδίου θεραπείας και σχεδιάζεται πάνω

στο εκμαγείο (Davenport et al. 2000γ)

Γίνεται φανερό ότι η διαδικασία της σχεδίασης συχνά δεν καταλήγει σε ένα μοναδικό σχέδιο θεραπείας,

αλλά μπορεί να υποδείξει ποικίλους συνδυασμούς των τύπων και θέσης των στοιχείων του σκελετού της

μερικής οδοντοστοιχίας, συμπληρωμένους ή όχι με ακίνητες αποκαταστάσεις, μονήρεις ή εκτεταμένες.

Διάφορα σχεδιαστικά σχήματα μπορεί να αναδειχτούν, τα οποία να είναι επιστημονικά και κλινικά

τεκμηριωμένα και να καλύπτουν επαρκώς μεν, αλλά σε διάφορο βαθμό, τις εμβιομηχανικές και

βιολογικές ανάγκες, καθώς και τις απαιτήσεις για αισθητική και άνεση. Αυτή η ευελιξία στη σχεδιαστική

προσέγγιση αποτελεί ένα σημαντικό πλεονέκτημα της κινητής προσθετικής αποκατάστασης, γιατί

επιτρέπει στον οδοντίατρο να συνεργαστεί με τον ασθενή, ώστε από κοινού να επιλεγεί η

αποκαταστατική λύση που πλησιάζει περισσότερο τις ιδιαίτερες συνθήκες και απαντά

αποτελεσματικότερα στις εξατομικευμένες ανάγκες.

Βιβλιογραφία

Abduo J, Lyons K. Clinical considerations for increasing occlusal vertical dimension: a review. Aust Dent J

2012;57:2-10.

Ahmad I, Waters NE. Value of guide planes in partial denture retention. J Dent 1992;20:59-64.

Ali M, Waters NE, Nairn RI, West F, Sherriff M. A laboratory investigation of the role of guide planes in the

retention of cast cobalt-chromium alloy partial denture frameworks. J Dent 2001;29:291-299.

Altay OT, Tsolka P, Preiskel HW. Abutment teeth with extracoronal attachments: the effects of splinting on

tooth movement. Int J Prosthodont 1990;3:441-448.

Applegate OC. An evaluation of the support for the removable partial denture. J Prosthet Dent 1960;10:112-

123.

Avant WE. Indirect retention in partial denture design. J Prosthet Dent 1966;16:1103-1110.

Aviv I, Ben-Ur Z, Cardash HS. An analysis of rotational movement of asymmetrical distal-extension

removable partial dentures. J Prosthet Dent 1989;61:211-214.

Beaumont AJ Jr. An overview of esthetics with removable partial dentures. Quintessence Int 2002;33:747-

755.

Becerra G, MacEntee M. A classification of precision attachments. J Prosthet Dent 1987;58:322-327.

Ben-Ur Z, Shifman A, Aviv I, Gorfil C. Further aspects of design for distal extension removable partial

dentures based on the Kennedy classification. J Oral Rehabil 1999;26:165-169.

Page 44: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-44

Beschnidt SM, Chitmongkolsuk S, Prull R. Telescopic crown-retained removable partial dentures: review and

case report. Compend Contin Educ Dent 2001;22:927-8, 929-932.

Bezzon OL, Mattos MG, Ribeiro RF. Surveying removable partial dentures: the importance of guiding planes

and path of insertion for stability. J Prosthet Dent 1997;78:412-418.

Boucher LJ. The mesial rest I-bar clasp. J Prosthet Dent 1992;68:866-867.

Budtz-Jørgensen E, Isidor F. A 5-year longitudinal study of cantilevered fixed partial dentures compared with

removable partial dentures in a geriatric population. J Prosthet Dent 1990;64:42-47.

Budtz-Jörgensen E. Restoration of the partially edentulous mouth--a comparison of overdentures, removable

partial dentures, fixed partial dentures and implant treatment. J Dent 1996;24:237-244.

Burns DR, Unger JW. The construction of crowns for removable partial denture abutment teeth. Quintessence

Int. 1994;25:471-475.

Burns DR, Ward JE. Review of attachments for removable partial denture design: 1. Classification and

selection. Int J Prosthodont 1990;3:98-102.

Campbell LD. Subjective reactions to major connector designs for removable partial dentures. J Prosthet Dent

1977;37:507-516.

Carr AB, Brown DT, McCracken WL. McCracken's Removable Partial Prosthodontics. 12th ed. St. Louis:

Elsevier Mosby; 2011.

Costa MM, da Silva MA, Oliveira SA, Gomes VL, Carvalho PM, Lucas BL. Photoelastic study of the support

structures of distal-extension removable partial dentures. J Prosthodont 2009;18:589-595.

Costa MM, da Silva MA, Oliveira SA, Gomes VL, Carvalho PM, Lucas BL. Photoelastic study of the support

structures of distal-extension removable partial dentures. J Prosthodont 2009;18:589-595.

Craddock HL, Youngson CC, Manogue M, Blance A. Occlusal changes following posterior tooth loss in

adults. Part 1: a study of clinical parameters associated with the extent and type of supraeruption in

unopposed posterior teeth. J Prosthodont 2007;16:485-494.

Craddock HL, Youngson CC. A study of the incidence of overeruption and occlusal interferences in

unopposed posterior teeth. Br Dent J 2004;196:341-348.

Craddock HL. Occlusal changes following posterior tooth loss in adults. Part 3. A study of clinical parameters

associated with the presence of occlusal interferences following posterior tooth loss. J Prosthodont

2008;17:25-30.

Davenport JC, Basker RM, Heath JR, Ralph JP, Glantz PO, Hammond P. Clasp design. Br Dent J

2001;190:71-81. γ.

http://www.nature.com/bdj/journal/v190/n2/full/4800887a.html (20.03.2015)

Davenport JC, Basker RM, Heath JR, Ralph JP, Glantz PO, Hammond P. Indirect retention. Br Dent J

2001;190:128-132. β.

http://www.nature.com/bdj/journal/v190/n3/full/4800902a.html (20.03.2015)

Davenport JC, Basker RM, Heath JR, Ralph JP, Glantz PO, Hammond P. Bracing and reciprocation. Br Dent

J 2001;190:10-14. α. (20.03.2015)

http://www.nature.com/bdj/journal/v190/n1/full/4800869a.html (20.03.2015)

Davenport JC, Basker RM, Heath JR, Ralph JP, Glantz PO, Hammond P. Connectors. Br Dent J

2001;190:184-191. δ.

Page 45: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-45

http://www.nature.com/bdj/journal/v190/n4/full/4800919a.html (20.03.2015)

Davenport JC, Basker RM, Heath JR, Ralph JP, Glantz PO. A system of design. Br Dent J 2000;189:586-590.

γ.

http://www.nature.com/bdj/journal/v189/n11/full/4800838a.html (20.03.2015)

Davenport JC, Basker RM, Heath JR, Ralph JP, Glantz PO. Retention. Br Dent J 2000;189:646-657. α.

http://www.nature.com/bdj/journal/v189/n12/full/4800854a.html (20.03.2015)

Davies SJ, Gray RM, McCord JF. Good occlusal practice in removable prosthodontics. Br Dent J

2001;191:491-494, 497-502.

http://www.nature.com/bdj/journal/v191/n9/full/4801215a.html (20.03.2015)

DeBoer J. The effects on function of distal-extension removable partial dentures as determined by occlusal

rest position. J Prosthet Dent 1988;60:693-696.

DeVan MM. The nature of the partial denture foundation: Suggestions for its preservation. J Prosthet Dent

1952;2:210–218.

Dittmann B, Rammelsberg P. Survival of abutment teeth used for telescopic abutment retainers in removable

partial dentures. Int J Prosthodont 2008;21:319-321.

Donahue TJ. Factors that augment the role of direct retainers in mandibular distal-extension removable partial

dentures. J Prosthet Dent 1988;60:696-699.

Donovan TE, Cho GC. Esthetic considerations with removable partial dentures. J Calif Dent Assoc

2003;31:551-557.

Drake CW, Beck JD. The oral status of elderly removable partial denture wearers. J Oral Rehabil 1993;20:53-

60.

el Charkawi HG, el Wakad MT. Effect of splinting on load distribution of extracoronal attachment with distal

extension prosthesis in vitro. J Prosthet Dent 1996;76:315-320.

Frank RP. Direct retainers for distal-extension removable partial dentures. J Prosthet Dent 1986;56:562-567.

Frechette AR. The influence of partial denture design on distribution of force to abutment teeth. J Prosthet

Dent 6;1956:195–212.

Ghamrawy EE. Qualitative changes in dental plaque formation related to removable partial dentures. J Oral

Rehabil 1979;6:183-188.

Ghamrawy EE. Quantitative changes in dental plaque formation related to removable partial dentures. J Oral

Rehabil 1976;3:115-120.

Green LK, Hondrum SO. The effect of design modifications on the torsional and compressive rigidity of U-

shaped palatal major connectors. J Prosthet Dent 2003;89:400-407.

Güngör MA, Artunç C, Sonugelen M, Toparli M. The evaluation of the removal forces on the conus crowned

telescopic prostheses with the finite element analysis (FEA). J Oral Rehabil 2002;29:1069-1075.

Güngör MA, Artunç C, Sonugelen M. Parameters affecting retentive force of conus crowns. J Oral Rehabil

2004;31:271-277.

Henderson D. Occlusion in removable partial prosthodontics. J Prosthet Dent 1972;27:151-159.

Hindels GW. Stress analysis in distal extension partial dentures. J Prosthet Dent 1957;7:197–205.

Page 46: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-46

Igarashi Y, Ogata A, Kuroiwa A, Wang CH. Stress distribution and abutment tooth mobility of distal-

extension removable partial dentures with different retainers: an in vivo study. J Oral Rehabil

1999;26:111-116.

Itoh H, Baba K, Aridome K, Okada D, Tokuda A, Nishiyama A, Miura H, Igarashi Y. Effect of direct retainer

and major connector designs on RPD and abutment tooth movement dynamics. J Oral Rehabil

2008;35:810-815.

Itoh H, Caputo AA, Wylie R, Berg T. Effects of periodontal support and fixed splinting on load transfer by

removable partial dentures. J Prosthet Dent 1998;79:465-471.

Ivanhoe JR, Plummer KD. Removable partial denture occlusion. Dent Clin North Am 2004;48:667-683.

Kabcenell JL. Effective clasping of removable partial dentures J Prosthet Dent 1962;12: 104–110.

Kratochvil FJ, Thompson WD, Caputo AA. Photoelastic analysis of stress patterns on teeth and bone with

attachment retainers for removable partial dentures. J Prosthet Dent 1981;46:21-28.

Krol AJ. Clasp design for extension-base removable partial dentures. J Prosthet Dent 1973;29:408-415.

Krol AJ. RPI (rest, proximal plate, I bar) clasp retainer and its modifications. Dent Clin North Am

1973;17:631-649.

LaVere AM, Krol AJ. Selection of a major connector for the extension-base removable partial denture. J

Prosthet Dent 1973;30:102-105.

Lindskog-Stokland B, Hansen K, Tomasi C, Hakeberg M, Wennström JL. Changes in molar position

associated with missing opposed and/or adjacent tooth: a 12-year study in women. J Oral Rehabil

2012;39:136-143.

McCord JF, Grey NJ, Winstanley RB, Johnson A. A clinical overview of removable prostheses: 3. Principles

of design for removable partial dentures. Dent Update 2002;29:474-481.

McCracken WL. A comparison of tooth-borne and tooth-tissue-borne removable partial dentures. J Prosthet

Dent 1953;3:375–381.

McDowell GC, Fisher RL. Force transmission by indirect retainers when a unilateral dislodging force is

applied. J Prosthet Dent 1982;47:360-365.

Meeuwissen R, Keltjens HM, Battistuzzi PG. Cingulum bar as a major connector for mandibular removable

partial dentures. J Prosthet Dent 1991;66:221-223.

Nyman SR, Lang NP. Tooth mobility and the biological rationale for splinting teeth. Periodontol 2000

1994;4:15-22.

Owall B, Budtz-Jörgensen E, Davenport J, Mushimoto E, Palmqvist S, Renner R, Sofou A, Wöstmann B.

Removable partial denture design: a need to focus on hygienic principles? Int J Prosthodont

2002;15:371-378.

Owall B. Precision attachment-retained removable partial dentures: Part 2. Long-term study of ball

attachments. Int J Prosthodont 1995;8:21-28.

Pezzoli M, Rossetto M, Calderale PM. Evaluation of load transmission by distal-extension removable partial

dentures by using reflection photoelasticity. J Prosthet Dent 1986;56:329-337.

Piwowarczyk A, Köhler KC, Bender R, Büchler A, Lauer HC, Ottl P. Prognosis for abutment teeth of

removable dentures: a retrospective study. J Prosthodont 2007;16:377-382.

Page 47: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-47

Pospiech P, Nagel F, Gebhart F, Nothdurft FP, Mitov G. In vitro investigation of the performance of different

restorative materials under cast circumferential clasps for removable dental prostheses. Clin Oral

Investig. 2012;16:1659-1667.

Preston AJ. Removable prostheses revisited: challenges for primary dental care. 2. Partial dentures. Prim Dent

Care 2007;14:85-88.

Sato Y, Shimodaira O, Kitagawa N. Systematic clinical evaluation and correction procedures for support of

removable partial dentures. J Prosthodont 2008;17:228-232.

Sato Y, Tsuga K, Abe Y, Asahara S, Akagawa Y. Analysis of stiffness and stress in I-bar clasps. J Oral

Rehabil 2001;28:596-600 α.

Sato Y, Tsuga K, Abe Y, Asahara S, Akagawa Y. Finite element analysis on preferable I-bar clasp shape. J

Oral Rehabil 2001;28:413-417 β.

Schneider RL. Significance of abutment tooth angle of gingival convergence on removable partial denture

retention. J Prosthet Dent 1987;58:194-196.

Schwindling FS, Dittmann B, Rammelsberg P. Double-crown-retained removable dental prostheses: a

retrospective study of survival and complications. J Prosthet Dent 2014;112:488-493.

Seals RR Jr, Schwartz IS. Successful integration of fixed and removable prosthodontics. J Prosthet Dent

1985;53:763-766.

Seals RR Jr, Schwartz IS. Successful integration of fixed and removable prosthodontics. J Prosthet Dent

1985;53:763-766.

Shifman A, Ben-Ur Z. Prosthodontic treatment for the Applegate-Kennedy class V partially edentulous

patient. J Prosthet Dent 1996;76:212-218.

Shirasu K, Wakabayashi N, Yoneyama T, Igarashi Y. Non-linear finite element stress analysis of plastic

deformation in Co-Cr wrought-wire clasps. Dent Mater 2008;24:1518-1524.

Smith BJ, Turner CH. The use of crowns to modify abutment teeth of removable partial dentures. 1.

Introduction and partial denture design. J Dent 1979;7:52-56.

Stober T, Danner D, Bömicke W, Hassel AJ. Improvement of oral health-related quality-of-life by use of

different kinds of double-crown-retained removable partial dentures. Acta Odontol Scand 2015;20:1-6.

The Academy of Prosthodontics: The Glossary of Prosthodontic Terms. The Journal of Prosthetic Dentistry

2005;94:10-92.

Thompson WD, Kratochvil FJ, Caputo AA. Evaluation of photoelastic stress patterns produced by various

designs of bilateral distal-extension removable partial dentures. J Prosthet Dent 1977;38:261-273.

Vermeulen AH, Keltjens HM, van't Hof MA, Kayser AF. Ten-year evaluation of removable partial dentures:

survival rates based on retreatment, not wearing and replacement. J Prosthet Dent 1996;76:267-272.

Wagner B, Kern M. Clinical evaluation of removable partial dentures 10 years after insertion: success rates,

hygienic problems, and technical failures. Clin Oral Investig 2000;4:74-80.

Wöstmann B, Balkenhol M, Weber A, Ferger P, Rehmann P. Long-term analysis of telescopic crown retained

removable partial dentures: survival and need for maintenance. J Dent 2007;35:939-945.

Wright PS, Hellyer PH, Beighton D, Heath R, Lynch E. Relationship of removable partial denture use to root

caries in an older population. Int J Prosthodont 1992;5:39-46.

Page 48: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-48

Yeung AL, Lo EC, Chow TW, Clark RK. Oral health status of patients 5-6 years after placement of cobalt-

chromium removable partial dentures. J Oral Rehabil 2000;27:183-189.

Βηχούδη Ε, Εμμανουήλ Ι. Εργαστηριακός Οδηγός. Θεσσαλονίκη, 2007.

Διακογιάννη– Μορδοχάι Ε. Αζαριά Χ.: Μερικές Οδοντοστοιχίες. Θεσσαλονίκη, 1994.

Σοφού Α. Κινητές Μερικές Οδοντοστοιχίες. Θεσσαλονίκη: Φωτοτυπωτική, 2007.

Ασκήσεις αυτοαξιολόγησης

1. Αντιστοιχίστε τα στοιχεία της στήλης Α με τα στοιχεία της στήλης Β

Στήλη Α Στήλη Β

A. εμβιομηχανικές απαιτήσεις της

μερικής οδοντοστοιχίας

1. ελαχιστοποίηση του βιολογικού κινδύνου που

εισάγει η μερική οδοντοστοιχία με τον έλεγχο

των βλαπτικών συνθηκών- παραγόντων

B. βιολογικές απαιτήσεις της

μερικής οδοντοστοιχίας

2. έλεγχος και διαχείριση των δυνάμεων κατά τη

λειτουργία

2. Συμπληρώστε τα κενά:

Κατά τη λειτουργία της η μερική οδοντοστοιχία δέχεται τις δυνάμεις που αναπτύσσονται στο στόμα από την

ενέργεια των _______ (1) και τις μεταφέρει στους ιστούς, δηλαδή στα _______ (2) και στο _______ (3) των

νωδών περιοχών. Τελικός αποδέκτης των δυνάμεων που μεταφέρονται από τη μερική οδοντοστοιχία είναι το

_______ (4) της γνάθου.

3. Ποια από τα παρακάτω είναι σωστά:

A. Η κάλυψη των σκληρών ιστών από την πρόσθεση διευκολύνει τον αυτοκαθαρισμό από το σάλιο και

τις κινήσεις των μυών, αλλά δημιουργεί συνθήκες για κατακράτηση οδοντικής πλάκας.

B. Η κάλυψη των σκληρών ιστών από την πρόσθεση δυσχεραίνει τον αυτοκαθαρισμό από το σάλιο και

τις κινήσεις των μυών και δημιουργεί συνθήκες για κατακράτηση οδοντικής πλάκας.

C. Με την κάλυψη των σκληρών ιστών από την πρόσθεση δυσχεραίνεται ο αυτοκαθαρισμός από το

σάλιο και τις κινήσεις των μυών, αλλά αποφεύγεται η κατακράτηση οδοντικής πλάκας.

D. Είναι θεμιτό για τη μερική οδοντοστοιχία να επεκτείνεται η κάλυψη των σκληρών οδοντικών ιστών,

για την ελεγχόμενη μεταφορά των φορτίσεων, και να ελαχιστοποιείται η κάλυψη των μαλακών

μορίων, ώστε να μην δημιουργούνται συνθήκες ανάπτυξης φλεγμονής.

E. Είναι θεμιτό για τη μερική οδοντοστοιχία να περιορίζεται η κάλυψη των οδοντικών ιστών, ώστε να

μειώνεται ο κίνδυνος τερηδονισμού τους και να ελαχιστοποιείται και η κάλυψη των μαλακών μορίων,

ώστε να μην δημιουργούνται συνθήκες ανάπτυξης φλεγμονής.

F. Είναι θεμιτό για τη μερική οδοντοστοιχία να περιορίζεται η κάλυψη των οδοντικών ιστών, ώστε να

μειώνεται ο κίνδυνος τερηδονισμού τους και να μεγιστοποιείται η κάλυψη των μαλακών μορίων, για

την ελεγχόμενη μεταφορά των φορτίσεων.

Page 49: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-49

4. Συμπληρώστε τα κενά:

Η μερική οδοντοστοιχία πρέπει να είναι _______ (1), ώστε κάθε δύναμη που εφαρμόζεται σε κάποιο σημείο

της να μην δημιουργεί εντοπισμένες, υπερβολικές τάσεις, αλλά αυτές να διαμοιράζονται ομοιόμορφα στους

ιστούς. Έτσι, κανένα από τα δόντια στηρίγματα δεν _______ (2) υπερβολικά.

5. Ο βιολογικός άξονας επιβάλλει προσεκτική διαμόρφωση του σχήματος της μερικής οδοντοστοιχίας

με στόχο:

A. τη διασταύρωση των στοιχείων της μερικής οδοντοστοιχίας με τα ελεύθερα ούλα.

B. την κάλυψη των μαλακών μορίων από τη μερική οδοντοστοιχία.

C. μια περιορισμένης έκτασης, απλή κατασκευή.

D. μια μεγάλης έκτασης, ακίνητη κατασκευή.

6. Ποιο από τα παρακάτω είναι σωστό: Σε μια μερική νωδότητα με ελεύθερο άκρο μπορεί να

κατασκευαστεί μερική οδοντοστοιχία:

A. Μικτά στηριζόμενη και βλεννογόνιας στήριξης

B. Μικτά στηριζόμενη

C. Οδοντικά στηριζόμενη και βλεννογόνιας στήριξης

D. Οδοντικά στηριζόμενη

7. Αντιστοιχίστε τα στοιχεία της στήλης Α με τα στοιχεία της στήλης Β

Στήλη Α Στήλη Β

A. συγκράτηση 1. αντίσταση στη μετατόπιση μακριά από τους

ιστούς έδρασης

B. οριζόντια σταθερότητα 2. αποτροπή των οριζόντιων μετατοπίσεων

C. έμμεση συγκράτηση 3. αποτροπή της στροφής μακριά από τους

ιστούς

D. στήριξη 4. αντίσταση στη μετατόπιση μακριά από τους

ιστούς έδρασης

8. Συμπληρώστε τα κενά:

Η περιοχή του δοντιού στηρίγματος που υποδέχεται τα _______ (1) στοιχεία του σκελετού, βρίσκεται

_______ (2) από τη μείζονα περίμετρο και μπορεί να δεχτεί _______ (3) άκαμπτα στοιχεία του σκελετού.

9. Ποιο από τα παρακάτω είναι σωστό: Η στροφή γύρω από τον άξονα του υπομοχλίου αναπτύσσεται:

A. στις μερικές οδοντοστοιχίες κατηγορίας Kennedy Ι και ΙΙ.

B. στις μερικές οδοντοστοιχίες κατηγορίας Kennedy Ι, ΙΙ και ΙΙΙ.

C. στις μερικές οδοντοστοιχίες κατηγορίας Kennedy ΙΙΙ και σε κάποιες περιπτώσεις Kennedy IV.

D. στις μερικές οδοντοστοιχίες κατηγορίας Kennedy Ι και ΙΙ και σε κάποιες περιπτώσεις Kennedy IV.

10. Ποια από τα παρακάτω αποτελούν μέρη του αγκίστρου;

A. συγκρατητικός βραχίονας

B. βάση

Page 50: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-50

C. εφαπτήρας

D. μείζονας συνδετήρας

E. βραχίονας αντιστήριξης

F. έμμεσος συγκρατητήρας

G. σώμα του αγκίστρου

11. Ποιο από τα παρακάτω δεν συμβάλλει στην οριζόντια σταθερότητα της μερικής οδοντοστοιχίας;

A. Οι βάσεις.

B. Οι μασητικοί εφαπτήρες.

C. Οι βραχίονες αντιστήριξης.

D. Οι μείζονες συνδετήρες.

12. Στο άγκιστρο RPI ο εφαπτήρας βρίσκεται:

A. κοντά στη νωδή περιοχή, τυπικά άπω μασητικά.

B. μακριά από τη νωδή περιοχή, τυπικά εγγύς μασητικά.

C. στο κέντρο της μασητικής επιφάνειας του δοντιού στήριξης.

D. Δεν υπάρχει εφαπτήρας.

13. Ποιοι από τους παρακάτω είναι συγκρατητικοί βραχίονες μασητικής προσπέλασης;

A. Ο βραχίονας Akers.

B. Ο βραχίονας του αγκίστρου RPI.

C. Ο συγκρατητικός βραχίονας τύπου δοκού.

D. Ο συγκρατητικός βραχίονας του δακτυλιοειδούς αγκίστρου.

E. Ο βραχίονας του διπλού εφιππεύοντος αγκίστρου.

14. Συμπληρώστε τα κενά.

Το άγκιστρο που περιλαμβάνει συρμάτινο συγκρατητικό βραχίονα και χυτό περιβολής βραχίονα αντιστήριξης

ονομάζεται _______ (1) άγκιστρο. Το άγκιστρο που συνδυάζει συγκρατητικό βραχίονα ουλικής προσπέλασης

με βραχίονα αντιστήριξης χυτό περιβολής ονομάζεται _______ (2).

15. Οι μείζονες συνδετήρες:

A. διασχίζουν τη μέση γραμμή.

B. συμμετέχουν στη ισοκατανομή των δυνάμεων στα δύο ημιμόρια.

C. πορεύονται στην όμορη επιφάνεια των δοντιών στηριγμάτων.

D. κρίσιμη ιδιότητα για τη λειτουργία τους είναι η ακαμψία.

E. βρίσκονται όπου υπάρχει εφαπτήρας.

16. Ποια από τα παρακάτω είναι βάθη εσοχής που μπορούμε με μετρήσουμε με τα εργαλεία του

παραλληλογράφου:

A. 0.10 mm

B. 0.15 mm

C. 0.25 mm

D. 0.35 mm

E. 0.50 mm

Page 51: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-51

F. 0.75 mm

G. 1.00 mm

17. Η συγκρατητική εσοχή για το δακτυλιοειδές άγκιστρο (που αφορίζει από τα άπω μια οπίσθια νωδή

περιοχή) αναζητάται:

A. στην άπω υπερώια επιφάνεια για δόντια της άνω γνάθου και στην άπω παρειακή επιφάνεια για δόντια

της κάτω γνάθου.

B. στην εγγύς υπερώια επιφάνεια για δόντια της άνω γνάθου και στην άπω γλωσσική επιφάνεια για

δόντια της κάτω γνάθου.

C. στην εγγύς παρειακή επιφάνεια για δόντια της άνω γνάθου και στην εγγύς γλωσσική επιφάνεια για

δόντια της κάτω γνάθου.

D. στην άπω παρειακή επιφάνεια για δόντια της άνω γνάθου και στην άπω γλωσσική επιφάνεια για

δόντια της κάτω γνάθου.

E. στην άπω υπερώια επιφάνεια για δόντια της άνω γνάθου και στην εγγύς γλωσσική επιφάνεια για

δόντια της κάτω γνάθου.

18. Ποια από τα παρακάτω είναι σωστά;

A. Το άγκιστρο που συνδυάζει συγκρατητικό βραχίονα ουλικής προσπέλασης με βραχίονα αντιστήριξης

χυτό περιβολής, ονομάζεται συνδυασμένο.

B. Στις μερικές οδοντοστοιχίες κατηγορίας Kennedy III δεν ορίζεται άξονας του υπομοχλίου.

C. Ο έμμεσος συγκρατητήρας επιτελεί και άμεση συγκράτηση.

D. Η συγκρατητική εσοχή για τον συγκρατητικό βραχίονα Akers βρίσκεται κοντά στη νωδή περιοχή.

E. Το διπλό εφιππεύον άγκιστρο έχει δύο συγκρατητικούς βραχίονες, που πορεύονται στις παρειακές

επιφάνειες δύο παρακείμενων δοντιών.

F. Το δακτυλιοειδές άγκιστρο ενδείκνυται για πρόσθια δόντια στήριξης.

G. Ο συγκρατητικός βραχίονας από σύρμα απαιτεί μεγάλη εσοχή, επειδή είναι ιδιαίτερα ελαστικός.

H. Το άγκιστρο RPI περιλαμβάνει χυτό περιβολής βραχίονα αντιστήριξης.

I. Οι χυτοί περιβολής βραχίονες αντιστήριξης πορεύονται επί της μείζονος περιμέτρου.

19. Ποια από τα παρακάτω είναι σωστά;

A. Ο μείζονας συνδετήρας της άνω γνάθου δεν επιτρέπεται να απέχει περισσότερο από 6 mm από την

παρυφή των ούλων των πρόσθιων δοντιών.

B. Ο συνηθέστερος μείζονας συνδετήρας της κάτω γνάθου είναι η γλωσσική δοκός.

C. Η υπερώια πλάκα είναι ο μεγαλύτερος άνω συνδετήρας της άνω γνάθου.

D. Ο πεταλοειδής υπερώιος συνδετήρας έχει αυξημένη ακαμψία.

E. Οι ελάσσονες συνδετήρες συνδέουν τους εφαπτήρες ή τα άγκιστρα με τις βάσεις ή τους μείζονες

συνδετήρες.

F. Η γλωσσική πλάκα έχει διατομή σε σχήμα μισού αχλαδιού.

G. Η υπογλώσσια δοκός πορεύεται στο βάθος της πρόσθιας γλωσσικής αύλακας.

H. Η διπλή (πρόσθια και οπίσθια) υπερώια ζώνη εξασφαλίζει περιορισμένη κάλυψη των μαλακών ιστών,

αλλά έχει μειωμένη ακαμψία.

20. Συμπληρώστε τα κενά.

Για τη μελέτη του συγκλεισιακού σχήματος συνιστάται η ανάρτηση να γίνεται σε _______ (1) αρθρωτήρα, με

βάση κατάλληλες καταγραφές, ή τουλάχιστον σε αρθρωτήρα _______ _______ (2). Η ανάρτηση σε απλό

_______ (3) αρθρωτήρα δεν συνιστάται, γιατί δεν παρέχει πλήρη εικόνα των συγκλεισιακών σχέσεων.

Page 52: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-52

21. Ποια από τα παρακάτω είναι σωστά:

A. Η σχεδίαση της στήριξης αρχίζει με τον σχεδιασμό των εφαπτήρων.

B. Δεν τοποθετούνται εφαπτήρες σε εμφράξεις σύνθετης ρητίνης και υαλοιονομερούς κονίας.

C. Ο αριθμός των εφαπτήρων θα πρέπει να είναι ο μεγαλύτερος δυνατός.

D. Η εγγύς θέση του μασητικού εφαπτήρα εξασφαλίζει τη μεταφορά των εφαρμοζόμενων δυνάμεων με

κατακόρυφη διεύθυνση.

E. Η επιλογή κοπτικού εφαπτήρα προϋποθέτει την κάλυψη του δοντιού με στεφάνη.

F. Τυπικά, δεν τοποθετούνται εφαπτήρες στους τομείς.

22. Αντιστοιχίστε τα στοιχεία της στήλης Α με τα στοιχεία της στήλης Β.

Στήλη Α Στήλη Β

A. συγκρατητικός βραχίονας Akers 1. βάθος εσοχής 0.25 mm

B. συρμάτινος συγκρατητικός βραχίονας 2. βάθος εσοχής 0.50 mm

C. συγκρατητικός βραχίονας δακτυλιοειδούς 3. βάθος εσοχής 0.75 mm

23. Συμπληρώστε τα κενά.

Για τον βραχίονα τύπου Akers το βάθος εσοχής βρίσκεται _______ (1) νωδή περιοχή, για τον βραχίονα τύπου

δοκού το βάθος εσοχής βρίσκεται _______ (2) νωδή περιοχή.

24. Ποια από τα παρακάτω είναι σωστά;

A. Τυπικά το άγκιστρο με συγκρατητικό βραχίονα δοκού επιλέγεται για νωδές περιοχές οδοντικά

αφοριζόμενες.

B. Μεμονωμένοι γομφίοι μπορούν να δεχτούν συνδυασμένο, μικτό ή δακτυλιοειδές άγκιστρο.

C. Ο συρμάτινος συγκρατητικός βραχίονας αναπτύσσει μόνιμη παραμόρφωση μετά από κάποιο διάστημα.

D. Οι έμμεσοι συγκρατητήρες είναι συγκρατητικοί βραχίονες, οι οποίοι τοποθετούνται μπροστά από τον

άξονα του υπομοχλίου.

E. Το άγκιστρο RPI συνδυάζει εμβιομηχανική αποτελεσματικότητα και καλή αισθητική.

F. Ο έμμεσος συγκρατητήρας επιτελεί και στήριξη.

25. Ο άνω μείζονας συνδετήρας καλό είναι να αφήνει ακάλυπτη την πρόσθια περιοχή της υπερώας,

επειδή:

A. μεταβιβάζει τις δυνάμεις που δέχεται από τη μερική οδοντοστοιχία με όχι ευνοϊκό τρόπο.

B. δεν εξασφαλίζει την απαιτούμενη ακαμψία.

C. εμποδίζει τη γλώσσα για τις λειτουργίες της, και ιδιαίτερα την ομιλία.

D. μειονεκτεί αισθητικά.

E. παρεμβαίνει στη σύγκλειση.

26. Το πρόσθιο χείλος του μείζονα συνδετήρα πρέπει να απέχει τουλάχιστον:

A. 6 mm, τόσο από την παρυφή των υπερώιων ούλων για την άνω γνάθο όσο και από την παρυφή των

γλωσσικών ούλων για την κάτω γνάθο.

B. 3 mm, τόσο από την παρυφή των υπερώιων ούλων για την άνω γνάθο όσο και από την παρυφή των

γλωσσικών ούλων για την κάτω γνάθο.

C. 3 mm από την παρυφή των υπερώιων ούλων για την άνω γνάθο και τουλάχιστον 6 mm από την

παρυφή των γλωσσικών ούλων για την κάτω γνάθο.

Page 53: 5 Διαδικασία Κατασκευής Ι Σχεδίαση της Μερικής Οδοντοστοιχίας · βλεννογόνο είναι το υποκείμενο οστό

5-53

D. 6 mm από την παρυφή των υπερώιων ούλων για την άνω γνάθο και τουλάχιστον 3 mm από την

παρυφή των γλωσσικών ούλων για την κάτω γνάθο.

27. Συμπληρώστε τα κενά:

Οι σύνδεσμοι ταξινομούνται ως _______ (1), όταν το τμήμα που ενσωματώνεται στη στεφάνη προβάλει

εκτός του μυλικού περιγράμματος, _______ (2), όταν το τμήμα που ενσωματώνεται στη στεφάνη

περικλείεται στο περίγραμμά της, και _______ (3) όταν το «οδοντικό» τμήμα συνδέεται με ρίζα δοντιού.

Ανάλογα με τη δυνατότητα σχετικής κίνησης των τμημάτων ονομάζονται _______ (4), όταν επιτρέπουν

περιορισμένη και συγκεκριμένη ανεξάρτητη κίνηση της πρόσθεσης από αυτή των δοντιών στήριξης, και

_______ (5), όταν δεν επιτρέπουν ανεξάρτητη κίνηση της πρόσθεσης και των δοντιών.

28. Βάλτε στη σωστή σειρά τα διαδοχικά βήματα της σχεδίασης

A. Σχεδίαση της άμεσης συγκράτησης

B. Σχεδίαση της έμμεσης συγκράτησης

C. Σχεδίαση της στήριξης

D. Έλεγχος και τροποποιήσεις

E. Σχεδίαση της σύνδεσης

Απαντήσεις

Ερώτηση Απάντηση Ερώτηση Απάντηση

Ερώτηση 1: Α-2, Β-1 Ερώτηση 15: Α, Β και το D

Ερώτηση 2: (1) μυών, (2) δόντια, (3)

βλεννογόνο, (4) οστό Ερώτηση 16: C, E και το F

Ερώτηση 3:

A: Λάθος, Β: Σωστό, C:

Λάθος, D: Λάθος, Ε: Σωστό

F: Λάθος

Ερώτηση 17: To C

Ερώτηση 4: (1) Άκαμπτη (2) φορτίζεται Ερώτηση 18: Το B, E, G και το I

Ερώτηση 5: Το C Ερώτηση 19: Το B, D, E και το G

Ερώτηση 6: Το A Ερώτηση 20: (1) ημιπροσαρμοζόμενο, (2) μέσης

τιμής, (3) γίγγλυμο

Ερώτηση 7: Α-3, Β-2, C-4, D-3 Ερώτηση 21: Το Β και το D

Ερώτηση 8: (1) στηρικτικά, (2) πάνω, (3)

άκαμπτα Ερώτηση 22: Α-1, Β-3, C-2

Ερώτηση 9: To D Ερώτηση 23:

(1) μακριά από τη

Εναλλακτική απάντηση: μακριά

(2) κοντά στη Εναλλακτική απάντηση: κοντά

Ερώτηση 10: Tα A, C, E, και το G Ερώτηση 24: Το C, E και το F

Ερώτηση 11: To B Ερώτηση 25: To A και το C

Ερώτηση 12: To B Ερώτηση 26: Το D

Ερώτηση 13: Το A, D και το E Ερώτηση 27:

(1) εξωμυλικοί, (2) ενδομυλικοί, (3)

ενδορριζικο, (4) ενδοτικοί, (5) άκαμπτοι

Ερώτηση 14: (1) συνδυασμένο, (2) μικτό Ερώτηση 28: C, A, E, B και το D