43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

263

Transcript of 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Page 1: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr
Page 2: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Eric John Hobsbawm

Η Εποχή των Επαναστάσεων 1789-1848

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

ΜΑΡΙΕΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΥ

δ' ανατύπωση

ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ

ΑΘΗΝΑ 2002

Page 3: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Τίτλος του πρωτοτύπου: The Age of Revolution 1789-1848

A Meritor Book

New American Library

ΗΠΑ και Καναδάς 1962

Το κείμενο της μετάφρασης στη β' έκδοση θεωρήθηκε από την Αγλαΐα Κάσδαγλη

© Copyright για την ελληνική γλώσσα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992

Page 4: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΤΑ ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ανάμεσα στο 1789, όταν ακόμα βασίλευε ο Λουδοβίκος ΙΣΤ', και το 1848, όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς δημοσίευσαν το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, υπήρξαν για την Ευρώπη η εποχή μιας διττής επανάστασης, η οποία προκάλεσε τον μεγαλύτερο κοινωνικό μετασχηματισμό που υπέστη ο κόσμος μετά τους αρχαίους χρόνους.

Το βιβλίο αυτό αναλύει και ερμηνεύει τις εκπληκτικές αλλαγές που προκάλεσαν η πολιτική Γαλλική Επανάσταση και η αγγλική Βιομηχανική Επανάσταση: τα «παλαιά καθεστώτα» καταρρέουν μπροστά στη δύναμη των νέων καπιταλιστικών χωρών. Νέοι δρόμοι ανοίγονται στην επιστήμη, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, την τέχνη. Νέες μέθοδοι εφαρμόζονται στον πόλεμο και στη διπλωματία, στη βιομηχανία, το εμπόριο και τη διακυβέρνηση των κρατών. Νέες λέξεις δημιουργούνται για να εκφράσουν τις νέες ιδέες. Η ιστορία της διττής επανάστασης, ωστόσο, δεν είναι απλώς η ιστορία του θριάμβου της νέας αστικής κοινωνίας· είναι και η ιστορία της εμφάνισης των δυνάμεων που, μέσα σ' έναν αιώνα από το 1848, έμελλε να μετατρέψουν την επέκταση σε συρρίκνωση.

Ο EPIK ΧΟΜΠΣΜΠΩΜ γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1917 και σπούδασε στη Βιέννη, το Βερολίνο, το Λονδίνο και το Κέμπριτζ. Είναι μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας και επίτιμο μέλος του King's College του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Δίδασκε στο Birkbeck College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου έως τη συνταξιοδότησή του. Εκτός από την Εποχή των επαναστάσεων, 1789-1848, κυκλοφορούν στις εκδόσεις του ΜΙΕΤ και τα έργα του Η εποχή τον κεφαλαίου, 1848-1875 και Η εποχή των αυτοκρατοριών, 1875-1914.

Page 5: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στο βιβλίο αυτό επιχειρείται η επισκόπηση του μετασχηματισμού που υπέστη ο κόσμος ανάμεσα στο 1789 και το 1848, στο βαθμό που αυτός οφειλόταν στη «διττή επανάσταση» —δηλαδή τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και τη σύγχρονή της (βρετανική) Βιομηχανική Επανάσταση. Δεν πρόκειται, συνεπώς, για καθαρά ευρωπαϊκή ιστορία, αλλ' ούτε για παγκόσμια. Προσπάθησα να αναφερθώ, συχνά επιτροχάδην, στις χώρες που αισθάνθηκαν τις συνέπειες της διττής επανάστασης, ενώ παρέλειψα εκείνες στις οποίες ήταν αμελητέος ο αντίκτυπός της. Ο αναγνώστης, συνεπώς, θα βρει εδώ κάτι για την Αίγυπτο, αλλ' όχι για την Ιαπωνία, περισσότερες μνείες για την Ιρλανδία παρά για τη Βουλγαρία, περισσότερες για τη Λατινική Αμερική παρά για την Αφρική. Τούτο δεν σημαίνει ασφαλώς ότι η ιστορία των χωρών και των λαών που δεν περιλαμβάνει ο τόμος αυτός είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα ή λιγότερο σημαντική από των άλλων. Αν η οπτική γωνία του βιβλίου είναι κυρίως ευρωπαϊκή, ή, πιο συγκεκριμένα, γαλλοβρετανική, είναι διότι, κατά την περίοδο αύτη, ο μετασχηματισμός που υπέστη ο κόσμος —ή τουλάχιστον μεγάλο μέρος του— είχε ευρωπαϊκή, ή μάλλον γαλλοβρετανική αφετηρία. Εντούτοις, ορισμένα θέματα που ίσως θα άξιζαν λεπτομερέστερη ανάλυση παραλείφθηκαν επίσης, όχι μόνο για λόγους χώρου αλλά και διότι εξετάζονται διεξοδικά σε άλλους τόμους της σειράς αυτής (όπως η ιστορία των ΗΠΑ).

Στόχος του βιβλίου δεν είναι η λεπτομερής αφήγηση αλλά η ερμηνεία και αυτό που οι Γάλλοι ονομάζουν haute vulgarisation. Ο ιδανικός του αναγνώστης είναι ένα θεωρητικό κατασκεύασμα, ο ευφυής δηλαδή και πεπαιδευμένος πολίτης που δεν είναι απλώς περίεργος για το παρελθόν αλλά επιθυμεί να καταλάβει πώς και γιατί ο κόσμος πήρε τη σημερινή του μορφή και προς τα που κατευθύνεται. Έτσι, θα 'ταν υπερβολικά σχολαστικό και αναίτιο να φορτώσουμε το κείμενο με όλα εκείνα τα στοιχεία που θα έπρεπε να έχει αν απευθυνόταν σε πιο ειδικό κοινό. Οι σημειώσεις μου, επομένως, αναφέρονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις πηγές των παραθεμάτων και των αριθμητικών στοιχείων ή, κάποτε, στην τεκμηρίωση ορισμένων αμφισβητούμενων ή απροσδόκητων απόψεων.

Θα έπρεπε ωστόσο κάτι να λεχθεί για το υλικό στο οποίο βασίζεται ένα βιβλίο με τόσο ευρύ θέμα. Όλοι οι ιστορικοί είναι πιο ειδικευμένοι (ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, περισσότερο αδαείς) σε ορισμένα θέματα απ' ό,τι σε άλλα. Έξω από το αρκετά στενό τους πεδίο, είναι υποχρεωμένοι να βασιστούν στο έργο άλλων ιστορικών. Η βιβλιογραφία για την περίοδο 1789-1848 είναι τόσο μεγάλη ώστε ξεπερνά τις δυνατότητες γνώσης οποιουδήποτε ατόμου, ακόμη κι εκείνου που μπορεί να διαβάζει όλες τις γλώσσες στις οποίες είναι γραμμένη. (Στην πραγματικότητα, φυσικά, όλοι οι ιστορικοί περιορίζονται σε τρεις τέσσερις γλώσσες το πολύ.) Μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι, συνεπώς, από δεύτερο ή και τρίτο χέρι, και αναπόφευκτα περιέχει σφάλματα, καθώς και τις αναπότρεπτες συντομεύσεις για τις οποίες ο ειδικός θα λυπηθεί όσο και ο συγγραφέας του τόμου αυτού. Η βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος ίσως να χρησιμεύσει ως οδηγός για περαιτέρω μελέτη.

Μολονότι δεν μπορεί κανείς να χωρίσει τον ιστορικό ιστό σε επιμέρους κλωστές χωρίς να τον καταστρέψει, πρακτικοί λόγοι υπαγορεύουν μια κάποια υποδιαίρεση του θέματος: Προσπάθησα χονδρικά να χωρίσω το βιβλίο σε δύο μέρη. Το πρώτο πραγματεύεται τις κύριες εξελίξεις της περιόδου σε γενικές γραμμές, ενώ το δεύτερο περιγράφει τον τύπο της κοινωνίας που προέκυψε από τη διττή επανάσταση. Υπάρχουν ωστόσο εσκεμμένες επικαλύψεις, και η διαίρεση υπακούει σε πρακτικά μάλλον παρά σε θεωρητικά κριτήρια.

Οφείλω ευχαριστίες σε διάφορους ανθρώπους με τους οποίους συζήτησα κάποια επιμέρους θέματα του βιβλίου, καθώς και σε όσους διάβασαν ορισμένα κεφάλαια στο χειρόγραφο ή το δακτυλόγραφο. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ευθύνονται ασφαλώς για τα δικά μου σφάλματα. Ευχαριστώ ιδίως τους J. D. Bernal, Douglas Dakin, Ernst Fischer, Francis Haskell, H. G. Koenigsberger και R. F. Leslie. Το κεφάλαιο

Page 6: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΙΔ' οφείλει πολλές από τις ιδέες του στον Ernst Fischer. Η P. Ralph βοήθησε σημαντικά ως γραμματέας και ερευνητική βοηθός, ενώ η Ε. Mason συνέταξε το ευρετήριο.

Λονδίνο, Δεκέμβριος 1961

EE..JJ..HH..

Page 7: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι λέξεις είναι μάρτυρες που συχνά μιλούν πιο καθαρά από τα ντοκουμέντα· ας εξετάσουμε μερικές που ουσιαστικά πλάστηκαν ή απέκτησαν τη σύγχρονη έννοιά τους στην περίοδο των εξήντα χρόνων την οποία πραγματεύεται το βιβλίο αυτό. Πρόκειται για λέξεις όπως «βιομηχανία», «βιομήχανος», «εργοστάσιο», «μεσαία τάξη», «εργατική τάξη», «καπιταλισμός» και «σοσιαλισμός», «αριστοκρατία», «σιδηρόδρομος», «φιλελεύθερος» και «συντηρητικός» ως πολιτικοί όροι, «εθνικότητα», «επιστήμονας» και «μηχανικός», «προλεταριάτο» και (οικονομική) «κρίση», «ωφελιμιστικός», «στατιστική», «κοινωνιολογία» και άλλα ονόματα σύγχρονων επιστημών, «δημοσιογραφία» και «ιδεολογία»: όλες τους αποτελούν επινοήσεις ή προσαρμογές αυτής της περιόδου.i

Είναι προφανές ότι ένας τόσο ριζικός μετασχηματισμός δεν μπορεί να γίνει κατανοητός χωρίς ιστορική αναδρομή πολύ προ του 1789, ακόμη και πριν από τις δεκαετίες που προηγήθηκαν, οι

Το ίδιο ισχύει για την «απεργία» και την «απαθλίωση».

Αν μπορούσε κανείς να φανταστεί τον σύγχρονο κόσμο δίχως αυτές τις λέξεις (δίχως δηλαδή τα πράγματα και τις έννοιες που εκφράζονται μ' αυτές), θα διαπίστωνε το μέγεθος και το βάθος της επανάστασης που ξέσπασε ανάμεσα στο 1789 και το 1848, επανάστασης που προκάλεσε τον μεγαλύτερο μετασχηματισμό στην ιστορία της ανθρωπότητας από την μακρινή εποχή που ο άνθρωπος εφεύρε τη γεωργία και τη μεταλλουργία, τη γραφή, την πόλη και το κράτος. Η επανάσταση αυτή μεταμόρφωσε και εξακολουθεί να μεταμορφώνει ολόκληρο τον κόσμο. Μελετώντας την, ωστόσο, πρέπει να κάνουμε προσεκτική διάκριση ανάμεσα στα μακροπρόθεσμα αποτελέσματά της, που δεν περιορίζονται σε συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, πολιτική οργάνωση ή καταμερισμό της εξουσίας και των πόρων σε παγκόσμιο επίπεδο, και στην πρώτη αποφασιστική της φάση, που ήταν στενά συνδεδεμένη με μια συγκεκριμένη κοινωνική και διεθνή κατάσταση. Η μεγάλη επανάσταση του 1789-1848 ήταν ο θρίαμβος όχι απλώς της «βιομηχανίας», αλλά της καπιταλιστικής βιομηχανίας· όχι της ελευθερίας και της ισότητας γενικά, αλλά της αστικής φιλελεύθερης κοινωνίας· όχι της «σύγχρονης οικονομίας» ή του «σύγχρονου κράτους», αλλά της οικονομίας και των κρατών σε μια συγκεκριμένη περιοχή του κόσμου (μέρος της Ευρώπης και τμήματα της Βόρειας Αμερικής), με επίκεντρο τα γειτονικά και ανταγωνιζόμενα κράτη της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας. Ο μετασχηματισμός του 1789-1848 είναι ουσιαστικά η διπλή επαναστατική έκρηξη που σημειώθηκε στις δύο αυτές χώρες, και από εκεί απλώθηκε σ' ολόκληρο τον κόσμο.

Θα ήταν όμως ορθότερο να θεωρήσουμε τη διττή αυτή επανάσταση —περισσότερο πολιτική στη Γαλλία και βιομηχανική στην Αγγλία— όχι τόσο ως γεγονός που ανήκει στην ιστορία των δύο χωρών οι οποίες αποτέλεσαν τους κύριους φορείς της και τα κύρια σύμβολά της, αλλά σαν διπλό κρατήρα ενός μεγαλύτερου ηφαιστείου στην ευρύτερη περιοχή. Το ότι οι ταυτόχρονες εκρήξεις του σημειώθηκαν στη Γαλλία και στην Αγγλία και εμφανίζουν κάπως διαφορετικό χαρακτήρα δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε αδιάφορο. Αλλά από την άποψη λ.χ. του ιστορικού του 3000 μ.Χ., όπως και από την άποψη του Κινέζου ή του Αφρικανού παρατηρητή, έχει περισσότερη σημασία να επισημανθεί ότι οι εκρήξεις αυτές σημειώθηκαν κάπου στη βορειοδυτική Ευρώπη και στις υπερπόντιες προεκτάσεις της, και ότι την εποχή εκείνη δεν θα μπορούσε για κανένα λόγο να συμβούν σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου. Εξίσου σημαντικό είναι να σημειωθεί ότι, εκείνη την εποχή, τέτοιες εκρήξεις είναι σχεδόν αδιανόητες με οποιαδήποτε άλλη μορφή παρά μόνον ως θρίαμβος ενός αστικοφιλελεύθερου καπιταλισμού.

i Οι περισσότερες από τις λέξεις αυτές είτε είναι διεθνείς είτε μεταφράστηκαν κατά γράμμα στις διάφορες γλώσσες. Έτσι ο «σοσιαλισμός» ή η «δημοσιογραφία» είναι λέξεις σχεδόν διεθνείς, ενώ ο «σιδηρόδρομος» παράγεται από τις λέξεις «σιδηρούς δρόμος» παντού εκτός από τη χώρα της καταγωγής του (στα αγγλικά railway).

Page 8: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

οποίες απεικονίζουν σαφώς (τουλάχιστον εκ των υστέρων) την κρίση των παλαιών καθεστώτων (anciens régimes) του βορειοδυτικού κόσμου, που θα τα σάρωνε η διττή επανάσταση. Η Αμερικανική Επανάσταση του 1776, ασχέτως αν τη δούμε ως έκρηξη ίσης σπουδαιότητας με τις αγγλογαλλικές ή ως τον σημαντικότερο άμεσο πρόδρομο και υποκινητή τους, καθώς και οι συνταγματικές κρίσεις και οι οικονομικές ανακατατάξεις και αναταραχές των ετών 1760-1789, όποια σημασία και αν τους αποδώσει κανείς, ερμηνεύουν μονάχα την αφορμή και, το πολύ πολύ, την επιλογή της συγκεκριμένης χρονικής στιγμής για τη μεγάλη επαναστατική αλλαγή, και όχι τα θεμελιώδη αίτιά της. Το πόσο πίσω θα πρέπει να ανατρέξει ο ιστορικός —στην αγγλική επανάσταση των μέσων του 17ου αιώνα, στη Μεταρρύθμιση και στην απαρχή των ευρωπαϊκών κατακτήσεων και της αποικιοκρατίας στις αρχές του 16ου αιώνα, ή ακόμη πιο πίσω— δεν μας ενδιαφέρει στο σημείο αυτό, γιατί μια τέτοια ανάλυση σε βάθος θα υπερέβαινε κατά πολύ τα χρονολογικά όρια του βιβλίου.

Εδώ αρκεί απλώς να παρατηρήσουμε ότι οι κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις, τα πολιτικά και πνευματικά εργαλεία αυτού του μετασχηματισμού ήταν ήδη έτοιμα, τουλάχιστον σε ένα τμήμα της Ευρώπης αρκετά μεγάλο για να ξεσηκώσει το υπόλοιπο. Το πρόβλημά μας δεν είναι να περιγράψουμε την εμφάνιση μιας παγκόσμιας αγοράς, μιας αρκετά δραστήριας τάξης ιδιωτών επιχειρηματιών, ή ακόμη (στην Αγγλία) ενός κράτους προσκολλημένου στην άποψη ότι το μέγιστο δυνατό ιδιωτικό κέρδος αποτελεί το θεμέλιο της κυβερνητικής πολιτικής. Ούτε σκοπεύουμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της τεχνολογίας, της επιστημονικής γνώσης ή της ιδεολογίας μιας ατομιστικής, «κοσμικής», ορθολογικής πίστης στην πρόοδο. Ήδη στη δεκαετία του 1780 μπορούμε να θεωρήσουμε ως δεδομένα όλα αυτά τα στοιχεία, μολονότι δεν ήταν ακόμη αρκετά ισχυρά ή διαδεδομένα. Αντίθετα, δεν θα πρέπει με κανένα τρόπο να παραβλέψουμε τον νεωτεριστικό χαρακτήρα της διττής επανάστασης εξαιτίας των εξωτερικών χαρακτηριστικών που μας φαίνονται οικεία. Γιατί, πράγματι, είναι γεγονός αναντίρρητο ότι τα ρούχα, οι τρόποι και οι εκφράσεις του Ροβεσπιέρου και του Saint-Just δεν θα ήταν εκτός τόπου σ' ένα σαλόνι του «παλαιού καθεστώτος», και ότι ο Jeremy Bentham, του οποίου οι αναμορφωτικές ιδέες εξέφραζαν την αστική Βρετανία της δεκαετίας του 1830, ήταν αυτός που είχε προτείνει τις ίδιες ιδέες στη Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας· και είναι επίσης αλήθεια ότι οι πιο ακραίες δηλώσεις για την αστική πολιτική οικονομία προέρχονταν από μέλη της βρετανικής Βουλής των Λόρδων του 18ου αιώνα.

Το ζήτημα είναι, συνεπώς, να ερμηνεύσουμε όχι την ύπαρξη αυτών των στοιχείων μιας νέας οικονομίας και κοινωνίας αλλά το θρίαμβό τους· να παρακολουθήσουμε όχι την πρόοδο της βαθμιαίας διάβρωσης και υπονόμευσης που προκάλεσαν στο σύστημα, στη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων, αλλά την οριστική κατάκτηση του οχυρού. Το ζήτημα επίσης είναι να παρακολουθήσουμε τις βαθιές αλλαγές που προκάλεσε ο αιφνίδιος αυτός θρίαμβος στις χώρες που επηρεάστηκαν αμεσότερα από αυτόν, καθώς και στον υπόλοιπο κόσμο που ήταν έτοιμος να δεχτεί όλον τον εκρηκτικό αντίκτυπο των νέων δυνάμεων, των «αστών κατακτητών» (les bourgeois conquérants), για να παραθέσουμε τον τίτλο ενός πρόσφατου εγχειριδίου παγκόσμιας ιστορίας της περιόδου αυτής.

Αναπόφευκτα, εφόσον η διττή επανάσταση σημειώθηκε σε ένα τμήμα της Ευρώπης, και οι εμφανέστερες και αμεσότερες συνέπειές της έγιναν εκεί περισσότερο αισθητές, η ιστορία που πραγματεύεται το βιβλίο αυτό είναι κατά κύριο λόγο τοπική. Επίσης αναπόφευκτα, η παγκόσμια επανάσταση, εφόσον ξεχύθηκε από τον διπλό κρατήρα της Αγγλίας και της Γαλλίας, πήρε αρχικά τη μορφή ευρωπαϊκής επέκτασης και κατάκτησης του υπόλοιπου κόσμου. Πράγματι, η πιο εντυπωσιακή της συνέπεια για την παγκόσμια ιστορία ήταν ότι κυριάρχησαν στη γη μερικά δυτικά καθεστώτα (και ιδίως το βρετανικό), γεγονός που δεν έχει παράλληλο στην ιστορία. Μπροστά στους εμπόρους, τις ατμομηχανές, τα πλοία και τα κανόνια της Δύσης —και μπροστά στις ιδέες της— οι πανάρχαιοι πολιτισμοί και οι αυτοκρατορίες του κόσμου υποχώρησαν και κατέρρευσαν. Η Ινδία μεταβλήθηκε σε επαρχία με Βρετανούς διοικητές, τα ισλαμικά κράτη κλονίστηκαν από την κρίση, η Αφρική έγινε πρόσφορο έδαφος για άμεση κατάκτηση. Ακόμη και η μεγάλη Κινεζική Αυτοκρατορία

Page 9: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αναγκάστηκε το 1839-42 να ανοίξει τα σύνορά της στη δυτική εκμετάλλευση. Το 1848 τίποτε πια δεν στεκόταν εμπόδιο στην κατάκτηση οποιουδήποτε εδάφους αν οι δυτικές κυβερνήσεις ή οι επιχειρηματίες θεωρούσαν συμφέρον τους να το καταλάβουν, όπως ακριβώς τίποτε, εκτός από το χρόνο, δεν στεκόταν εμπόδιο στην πρόοδο του δυτικού καπιταλιστικού εγχειρήματος.

Η ιστορία της διττής επανάστασης, ωστόσο, δεν είναι απλά και μόνο η ιστορία του θριάμβου της νέας αστικής κοινωνίας. Είναι επίσης η ιστορία της εμφάνισης των δυνάμεων που μέσα σ' έναν αιώνα από το 1848 επρόκειτο να μετατρέψουν την επέκταση σε συρρίκνωση. Κι αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι, ήδη το 1848, αύτη η εκπληκτική μελλοντική αναστροφή είχε, ως ένα βαθμό, αρχίσει να διαφαίνεται. Πρέπει όμως να παραδεχτούμε ότι ελάχιστα μπορούσε κανείς να διακρίνει την παγκόσμια αντίδραση που κυριαρχεί στα μέσα του 20ού αιώνα κατά της Δύσης. Μόνο στον ισλαμικό κόσμο μπορούμε να επισημάνουμε τα πρώτα στάδια της διαδικασίας με την οποία όσοι κατακτήθηκαν από τη Δύση υιοθέτησαν τις ιδέες και την τεχνική της για να ανακτήσουν την υπεροχή τους απέναντί της: στις απαρχές της εσωτερικής μεταρρύθμισης για τον εξευρωπαϊσμό της Τουρκικής Αυτοκρατορίας στη δεκαετία του 1830, και κυρίως στη σημαντική αλλά παραγνωρισμένη σταδιοδρομία του Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου. Αλλά και μέσα στην Ευρώπη οι δυνάμεις και οι ιδέες που απέβλεπαν στην ανατροπή της θριαμβεύτριας νέας κοινωνίας είχαν ήδη αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους. Το «φάσμα του κομουνισμού» στοίχειωνε ήδη την Ευρώπη το 1848. Την ίδια χρονιά το εξόρκισαν. Έκτοτε, και για μακρό διάστημα, παρέμεινε ανίσχυρο όπως όλα τα φαντάσματα, ιδίως στον δυτικό κόσμο, που είχε υποστεί τον αμεσότερο μετασχηματισμό από τη διττή επανάσταση. Εξετάζοντας όμως τον κόσμο της δεκαετίας του 1960, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε την ιστορική δύναμη της επαναστατικής σοσιαλιστικής και κομουνιστικής ιδεολογίας την οποία γέννησε η αντίδραση στη διττή επανάσταση και η οποία ως το 1848 είχε βρει την πρώτη κλασική της διατύπωση. Η ιστορική περίοδος που αρχίζει με την οικοδόμηση του πρώτου εργοστασιακού συγκροτήματος του σύγχρονου κόσμου στο Lancashire και με τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 τελειώνει με την κατασκευή του πρώτου σιδηροδρομικού δικτύου και με την έκδοση του Κομουνιστικού Μανιφέστου.

Page 10: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΜΕΡΟΣ Α' ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Page 11: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1780

Le dix-huitième siècle doit être mis au Panthéon. SAINT-JUST1

I

Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς σχετικά με τον κόσμο στη δεκαετία του 1780 είναι ότι ήταν πολύ μικρότερος και συγχρόνως πολύ μεγαλύτερος από τον δικό μας. Ήταν μικρότερος από γεωγραφική άποψη, διότι ακόμη και οι πιο μορφωμένοι και ενήμεροι άνθρωποι της εποχής εκείνης —ας πούμε κάποιος σαν τον επιστήμονα και περιηγητή Alexander von Humboldt (1769-1859)— γνώριζαν μόνο ορισμένα τμήματα του κατοικημένου κόσμου. (Για τις κοινωνίες που ήταν λιγότερο προηγμένες επιστημονικά και λιγότερο επεκτατικές από της Δυτικής Ευρώπης, ο «γνωστός κόσμος» ήταν πολύ μικρότερος και περιοριζόταν στα μικρά εκείνα τμήματα της γης όπου ο αγράμματος Σικελός αγρότης ή ο γεωργός στις λοφώδεις περιοχές της Βιρμανίας περνούσαν τη ζωή τους· γι' αυτούς ο υπόλοιπος κόσμος ήταν και θα παρέμενε άγνωστος για πάντα.) Μεγάλο μέρος της επιφάνειας των ωκεανών, αν και ασφαλώς όχι ολόκληρη, είχε ήδη εξερευνηθεί και χαρτογραφηθεί χάρη στις καταπληκτικές ικανότητες θαλασσοπόρων του 18ου αιώνα σαν τον James Cook, μολονότι οι γνώσεις των ανθρώπων σχετικά με τον θαλάσσιο βυθό θα παρέμεναν αμελητέες ως τα μέσα του 20ού αιώνα. Τα βασικά περιγράμματα των ηπείρων και των περισσότερων νησιών ήταν γνωστά, όχι όμως με απόλυτη ακρίβεια, αν κρίνουμε με τα σύγχρονα μέτρα. Το μέγεθος και το ύψος των ευρωπαϊκών οροσειρών ήταν γνωστά με αρκετή ακρίβεια, ενώ των βουνών της Λατινικής Αμερικής πολύ λίγο, της Ασίας σχεδόν καθόλου, και της Αφρικής (με εξαίρεση τον Άτλαντα), ήταν στην ουσία εντελώς άγνωστα. Με εξαίρεση τους ποταμούς της Κίνας και των Ινδιών, ο ρους των μεγάλων ποταμών του κόσμου αποτελούσε μυστήριο για όλους, εκτός από λίγους κυνηγούς, εμπόρους ή coureurs-de-bois, που πράγματι γνώριζαν, ή είχαν τη δυνατότητα να γνωρίζουν, τα ποτάμια της περιοχής τους. Εκτός από ορισμένες περιοχές —σε μερικές ηπείρους δεν ξεπερνούσαν τα λίγα μίλια από την ακτή προς την ενδοχώρα— ο χάρτης του κόσμου αποτελούνταν από λευκά διαστήματα, με σημειωμένες μόνο τις διαδρομές εμπόρων ή εξερευνητών. Κι αν δεν υπήρχαν τα πρόχειρα, από δεύτερο και τρίτο χέρι στοιχεία, που συγκέντρωναν περιηγητές ή υπάλληλοι σε απομακρυσμένα σημεία, τα λευκά αυτά διαστήματα θα ήταν ακόμη μεγαλύτερα.

Όχι μόνο ο «γνωστός κόσμος», αλλά και ο πραγματικός κόσμος ήταν μικρότερος, τουλάχιστον από άποψη πληθυσμού. Εφόσον στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν απογραφές, όλες οι δημογραφικές εκτιμήσεις είναι απλώς εικασίες· είναι ωστόσο προφανές ότι ο πληθυσμός της γης τότε ήταν πολύ μικρότερος από τον σημερινό, ίσως δεν ξεπερνούσε κατά πολύ το ένα τρίτο. Αν οι εικασίες που προβάλλονται συχνότερα δεν απέχουν υπερβολικά από την πραγματικότητα, τότε η Ασία και η Αφρική περιλάμβαναν κάπως μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού από ό,τι σήμερα, η Ευρώπη, με περίπου 187 εκατομμύρια κατοίκους το 1800 (έναντι 600 εκατομμυρίων σήμερα), ένα κάπως μικρότερο, ενώ η Αμερική προφανώς πολύ μικρότερο. Σε γενικές γραμμές, το 1800, δύο στα τρία άτομα θα ήταν από την Ασία, ένα στα πέντε από την Ευρώπη, ένα στα δέκα από την Αφρική, ένα στα τριάντα τρία από την Αμερική και την Ωκεανία. Είναι φανερό ότι αυτός ο πολύ μικρότερος πληθυσμός ήταν πολύ αραιότερα διασκορπισμένος στην υδρόγειο, εκτός ίσως από ορισμένες μικρές περιοχές εντατικής καλλιέργειας ή υψηλής αστικής συγκέντρωσης, όπως σε τμήματα της Κίνας, των Ινδιών και της δυτικής ή κεντρικής Ευρώπης, όπου μπορεί να υπήρχε πυκνότητα πληθυσμού ανάλογη με της σύγχρονης εποχής. Ο πληθυσμός ήταν μεν μικρότερος αλλά και η έκταση των κατοικημένων περιοχών ήταν και αυτή πιο περιορισμένη. Οι κλιματικές συνθήκες (ίσως κάπως ψυχρότερες ή πιο υγρές από τις σημερινές, μολονότι όχι πια τόσο ψυχρές ή υγρές όσο

Page 12: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

στη χειρότερη περίοδο της «μικρής εποχής των παγετώνων» των ετών 1300-1700 περίπου) περιόριζαν την εγκατάσταση πληθυσμών στην αρκτική ζώνη. Επιδημίες όπως η ελονοσία δεν επέτρεπαν ακόμη την επέκταση σε πολλές περιοχές, όπως τη νότια Ιταλία, όπου τα παράκτια πεδινά, που ήταν για καιρό σχεδόν ακατοίκητα, εποικίστηκαν βαθμιαία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Πρωτόγονες μορφές της οικονομίας, κυρίως το κυνήγι και (στην Ευρώπη) η εποχική μεταφορά των ζώων από τα πεδινά στα ορεινά, πρακτική που άφηνε μεγάλο μέρος της γης ανεκμετάλλευτο, απέκλειαν την εξάπλωση μεγάλων οικισμών σε ολόκληρες περιφέρειες —όπως τα πεδινά της Απουλίας: οι γκραβούρες των περιηγητών των αρχών του 19ου αιώνα, που απεικονίζουν την εξοχή της Ρώμης, ένα χώρο ελώδη και άδειο με μερικά ερείπια, λίγα ζωντανά και κανένα γραφικό ληστή, αποτελούν γνώριμες εικόνες τέτοιων τοπίων. Και, φυσικά, μεγάλες εκτάσεις της γης που έκτοτε καλλιεργήθηκαν, ήταν και στην Ευρώπη ακόμη χερσότοποι, έλη, άγρια βοσκοτόπια ή δάση.

Η ανθρωπότητα ήταν μικρότερη και από μια τρίτη άποψη: οι Ευρωπαίοι ήταν κατά κανόνα αισθητά κοντύτεροι και ελαφρότεροι από σήμερα. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα από την πληθώρα των στατιστικών στοιχείων σχετικά με τη φυσική διάπλαση των στρατολογημένων αντρών στις οποίες βασίζεται η γενίκευση αυτή, αρκεί να πούμε ότι σ' ένα καντόνι των ακτών της Λιγουρίας 72% των νεοσυλλέκτων στα 1792-99 είχαν ύψος μικρότερο από 1,50 μέτρο.2

Ωστόσο, αν και ο κόσμος ήταν από πολλές απόψεις μικρότερος, οι δυσχέρειες ή η αβεβαιότητα στην επικοινωνία τον έκαναν στην πράξη πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι είναι σήμερα. Δεν θέλω να υπερτονίσω τις δυσκολίες αυτές. Τα τέλη του 18ου αιώνα, με τα μέτρα του Μεσαίωνα ή του 16ου αιώνα, ήταν εποχή άφθονων και γρήγορων μέσων επικοινωνίας και, ακόμη και πριν από την επανάσταση των σιδηροδρόμων, είναι εκπληκτικές οι βελτιώσεις που έγιναν στους δρόμους, στα ιππήλατα οχήματα και στις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Ανάμεσα στη δεκαετία του 1760 και στο τέλος του αιώνα η διάρκεια του ταξιδιού από το Λονδίνο στη Γλασκόβη μειώθηκε από τις δέκα ή δώδεκα ημέρες στις εξήντα δύο ώρες. Το σύστημα των ταχυδρομικών αμαξών, που δημιουργήθηκε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και διαδόθηκε ευρύτατα ανάμεσα στο τέλος των ναπολεόντειων πολέμων και στην εμφάνιση του σιδηροδρόμου, πρόσφερε όχι μόνο σχετικά γρήγορη επικοινωνία —το ταχυδρομείο από το Παρίσι στο Στρασβούργο έφτανε σε τριάντα έξι ώρες το 1833— αλλά και τακτικά δρομολόγια. Ελάχιστη όμως μέριμνα είχε ληφθεί για τις χερσαίες μεταφορές επιβατών, ενώ για τα εμπορεύματα τα μεταφορικά μέσα ήταν και αργά αλλά και απαγορευτικά πολυδάπανα. Οι έμποροι και όσοι εκτελούσαν κυβερνητική υπηρεσία δεν ήταν καθόλου αποκομμένοι μεταξύ τους· υπολογίζεται ότι είκοσι εκατομμύρια επιστολές πέρασαν από τα βρετανικά ταχυδρομεία στην αρχή των πολέμων με τον Βοναπάρτη (στα τέλη της περιόδου μας ο αριθμός είχε δεκαπλασιαστεί). Για τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της γης πάντως τα γράμματα ήταν άχρηστα, γιατί λίγοι ήξεραν να διαβάσουν· όσο για τα ταξίδια —με εξαίρεση ίσως τις μετακινήσεις προς και από τις αγορές— ήταν κάτι εντελώς ασυνήθιστο. Αν οι ίδιοι ή τα εμπορεύματά τους διακινούνταν διά ξηράς, αυτό γινόταν ως επί το πλείστον πεζή ή με τα αργά κάρα που ακόμη και στις αρχές του 19ου αιώνα μετέφεραν τα 5/6 των γαλλικών εμπορευμάτων με ταχύτητα μικρότερη από 20 μίλια την ημέρα. Αγγελιαφόροι μετέφεραν μηνύματα σε μεγάλες αποστάσεις· αμαξάδες οδηγούσαν ταχυδρομικές άμαξες με δώδεκα

Αυτό δεν σήμαινε ότι οι άντρες στο τέλος του 18ου αιώνα ήταν πιο λεπτεπίλεπτοι από εμάς. Οι λιπόσαρκοι, κοντοί κι αγύμναστοι στρατιώτες της Γαλλικής Επανάστασης είχαν τέτοια φυσική αντοχή, που σήμερα τη συναγωνίζονται μόνο οι μικροκάμωτοι αντάρτες στα βουνά των αποικιών. Μια συνεχής πορεία για μια εβδομάδα με πλήρη εξάρτυση και με ρυθμό 30 μίλια την ημέρα ήταν κάτι το συνηθισμένο. Εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι η φυσική διάπλαση των ανθρώπων ήταν τότε πολύ αδύναμη με τα δικά μας μέτρα, κι αυτό αποδεικνύεται από την εξαιρετική αξία που πρόσδιναν οι βασιλείς και οι στρατηγοί στους «υψηλούς άνδρες», οι οποίοι και αποτελούν τις επίλεκτες ομάδες φρουρών, θωρακοφόρων ιππέων και τα παρόμοια.

Page 13: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

περίπου επιβάτες η καθεμιά, τραντάζοντάς τους ολόκληρους ή, εφόσον ήταν εφοδιασμένες με τη νέα δερμάτινη ανάρτηση, προκαλώντας τους φοβερή ναυτία. Οι ευγενείς έτρεχαν με τις ιδιωτικές τους άμαξες. Αλλά για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, στις χερσαίες μεταφορές επικρατούσε η ταχύτητα του καροτσέρη που βάδιζε πλάι στο άλογο ή το μουλάρι του.

Με αυτές τις συνθήκες οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν συνεπώς όχι μόνο ευκολότερες και φτηνότερες αλλά και συχνά ταχύτερες (αν εξαιρέσει κανείς το ενδεχόμενο αέρα ή κακού καιρού). Ο Goethe, ταξιδεύοντας στην Ιταλία, χρειάστηκε τέσσερις ημέρες για να φτάσει από τη Νεάπολη στη Σικελία και τρεις για να επιστρέψει. Δεν τολμά να σκεφτεί κανείς πόσο χρόνο θα χρειαζόταν για το ίδιο ταξίδι διά ξηράς, με κάπως άνετο τρόπο. Το να έχει κανείς πρόσβαση σ' ένα λιμάνι σήμαινε πρόσβαση προς τον κόσμο. Στην πράξη, το Λονδίνο ήταν πιο κοντά στο Plymouth ή το Leith από ό,τι στα χωριά του Breckland, στο Norfolk. Ευκολότερα έφτανες στη Σεβίλλη από τη Veracruz παρά από τη Valladolid, ευκολότερα έφτανες στο Αμβούργο από τη Bahia παρά από τα μεσόγεια της Πομερανίας. Το κύριο μειονέκτημα των θαλάσσιων μεταφορών ήταν η περιοδικότητά τους. Ακόμη και το 1820 το ταχυδρομείο από το Λονδίνο για το Αμβούργο και την Ολλανδία μεταφερόταν μόνο δύο φορές την εβδομάδα, για τη Σουηδία και την Πορτογαλία μία φορά, ενώ για τη Βόρεια Αμερική μία φορά το μήνα. Δεν υπάρχει ωστόσο αμφιβολία ότι η Βοστόνη και η Νέα Υόρκη ήταν σε στενότερη επαφή με το Παρίσι από ό,τι, π.χ., η περιοχή Μαραμούρες των Καρπαθίων με τη Βουδαπέστη. Και όπως ήταν ευκολότερο να μεταφερθούν μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και μεγάλος αριθμός επιβατών σε τεράστιες αποστάσεις —ήταν λ.χ. ευκολότερο για 44.000 άτομα να σαλπάρουν για την Αμερική από βορειο-ιρλανδικά λιμάνια σε πέντε χρόνια (1769-74) απ' ό,τι να μεταφερθούν 5.000 στο Dundee σε διάστημα τριών γενεών— ευκολότερο ήταν επίσης να συνδεθούν μακρινές πρωτεύουσες μεταξύ τους απ' ό,τι η πόλη με την ύπαιθρο. Η είδηση για την πτώση της Βαστίλλης έφτασε στη Μαδρίτη σε δεκατρείς ημέρες· αλλά στην Péronne, 133 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα, «τα νέα από το Παρίσι» έφτασαν την εικοστή όγδοη μέρα.

Ο κόσμος του 1789 ήταν συνεπώς για τους περισσότερους κατοίκους του ανυπολόγιστα μεγάλος. Οι πιο πολλοί, αν δεν τους έβρισκε κάποια φριχτή τύχη, όπως η στρατολογία, ζούσαν και πέθαιναν στην επαρχία, και συχνά ακόμη και στην ενορία όπου είχαν γεννηθεί: ακόμη και το 1861, περισσότεροι από εννέα στους δέκα κατοίκους, στους εβδομήντα από τους ενενήντα νομούς της Γαλλίας, ζούσαν στο νομό που γεννήθηκαν. Ο υπόλοιπος κόσμος ήταν υπόθεση των κυβερνητικών υπαλλήλων και ανήκε στη σφαίρα της φημολογίας. Δεν υπήρχαν εφημερίδες, αν εξαιρέσει κανείς ελάχιστες για τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις (5.000 φύλλα ήταν η συνήθης κυκλοφορία μιας γαλλικής εφημερίδας το 1814), και άλλωστε πολύ λίγοι ήξεραν έτσι κι αλλιώς να διαβάσουν. Στους περισσότερους τα νέα έφταναν από τους ταξιδιώτες και από το μετακινούμενο τμήμα του πληθυσμού: από εμπόρους και γυρολόγους, περιοδεύοντες μεροκαματιάρηδες, πλανόδιους τεχνίτες και εποχικούς εργάτες, από τον μεγάλο και μεικτό πληθυσμό των περιπλανώμενων, που κινούνταν ελεύθερα και περιλάμβανε από μοναχούς ή προσκυνητές έως λαθρέμπορους, ληστές και πανηγυριώτες· και, φυσικά, από τους στρατιώτες, που είτε έκαναν επιθέσεις στον πληθυσμό σε καιρό πολέμου είτε τον φρουρούσαν σε καιρό ειρήνης. Ασφαλώς τα νέα έφταναν και από τα επίσημα κανάλια —από την Πολιτεία ή την Εκκλησία. Αλλά και η πλειονότητα των τοπικών υπαλλήλων τέτοιων κρατικών ή οικουμενικών οργανώσεων ήταν ντόπιοι ή άτομα που είχαν εγκατασταθεί στον τόπο για ισόβια υπηρεσία. Έξω από τις αποικίες, ο τύπος του υπαλλήλου που διόριζε η κεντρική κυβέρνηση και έστελνε σε διάφορες επαρχιακές θέσεις μόλις άρχιζε να κάνει την εμφάνισή του. Από όλους τους κατώτερους κρατικούς υπαλλήλους, ίσως μόνο ο αξιωματικός του στρατού μπορούσε να περιμένει ότι η ζωή του δεν θα είχε περιορισμένους ορίζοντες, με μόνη του παρηγοριά την ποικιλία του κρασιού, τις γυναίκες και τα άλογα του τόπου του.

Page 14: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

II

Ο κόσμος του 1789 ήταν κατεξοχήν αγροτικός, και όποιος δεν έχει αφομοιώσει το θεμελιώδες αυτό γεγονός δεν μπορεί να τον κατανοήσει. Σε χώρες όπως η Ρωσία, η Σκανδιναβία ή τα Βαλκάνια, όπου η πόλη ποτέ δεν είχε υπερβολική άνθηση, ο πληθυσμός ήταν αγροτικός κατά 90 με 97%. Ακόμη και σε περιοχές με ισχυρή αν και φθίνουσα αστική παράδοση, το αγροτικό ή γεωργικό ποσοστό ήταν εξαιρετικά υψηλό: 85% στη Λομβαρδία, 72-80% στη Βενετία, πάνω από 90% στην Καλαβρία και τη Λουκανία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που διαθέτουμε.3

Οι επαρχιακές αυτές πόλεις, αν και μικρές, ήταν ωστόσο «αστικές». Οι κάτοικοί τους περιφρονούσαν τη γύρω τους ύπαιθρο με την περιφρόνηση του εύστροφου και μορφωμένου για τον δυνατό, τον αργόστροφο, τον αδαή και τον ανόητο. (Με τα μέτρα όμως του αληθινού «ανθρώπου του κόσμου», οι νυσταλέοι δήμοι δεν είχαν λόγο να κομπορρημονούν: οι γερμανικές λαϊκές κωμωδίες κορόιδευαν την «Krähwinkel» —τη μικρή πόλη— τόσο σκληρά όσο και τους κατεξοχήν αγροίκους κατοίκους της υπαίθρου.) Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο, ή μάλλον ανάμεσα στις ενασχολήσεις της πόλης και στις ενασχολήσεις της υπαίθρου ήταν ευδιάκριτη. Σε πολλές χώρες το φράγμα των δασμών, ή κάποτε ακόμη και η παλιά γραμμή του τείχους, χώριζε τους δύο κόσμους. Σε ακραίες περιπτώσεις, όπως στην Πρωσία, η κυβέρνηση, πασχίζοντας να κρατά υπό πλήρη έλεγχο τους φορολογούμενους πολίτες της, εξασφάλιζε τον ολοκληρωτικό διαχωρισμό αστικών και αγροτικών δραστηριοτήτων. Ακόμη και εκεί όπου δεν υπήρχε τόσο άκαμπτη διοικητική διαίρεση, οι άνθρωποι των πόλεων διακρίνονταν από τους αγρότες συχνά και λόγω εμφάνισης. Σε μια εκτενή περιοχή της ανατολικής Ευρώπης υπήρχαν γερμανικές, εβραϊκές ή

Έξω, μάλιστα, από λίγες ακμάζουσες βιομηχανικές ή εμπορικές περιοχές, θα δυσκολευόμαστε πολύ να βρούμε ένα αρκετά μεγάλο ευρωπαϊκό κράτος όπου τουλάχιστον τέσσερις στους πέντε κατοίκους να μην είναι άνθρωποι της υπαίθρου. Ακόμη και στην ίδια την Αγγλία, ο αστικός πληθυσμός ξεπέρασε τον αγροτικό για πρώτη φορά μόλις το 1851.

Η λέξη «αστικός» είναι ασφαλώς αμφίσημη. Καλύπτει τις δύο ευρωπαϊκές πόλεις που το 1789 θα μπορούσαν να θεωρηθούν πραγματικά μεγάλες με τα δικά μας μέτρα, το Λονδίνο, με ένα εκατομμύριο, και το Παρίσι, με 500.000 περίπου, και καμιά εικοσαριά άλλες με πληθυσμό μεγαλύτερο από 100.000: δύο στη Γαλλία, δύο στη Γερμανία, κάπου τέσσερις στην Ισπανία, ίσως πέντε στην Ιταλία (η Μεσόγειος ήταν από παράδοση η εστία των πόλεων), δύο στη Ρωσία και από μία στην Πορτογαλία, Πολωνία, Ολλανδία, Αυστρία, Ιρλανδία, Σκοτία και Ευρωπαϊκή Τουρκία. Η λέξη «αστικός» καλύπτει επίσης την πληθώρα των μικρών επαρχιακών πόλεων στις οποίες ζούσε η πλειονότητα των «κατοίκων των άστεων»· πόλεις όπου κανείς μπορούσε σε μερικά λεπτά να περπατήσει από τον καθεδρικό ναό, με γύρω του τα δημόσια κτίρια και τα σπίτια των προυχόντων, ως τα χωράφια. Από το 19% των Αυστριακών που ζούσαν σε πόλεις, ακόμη και στα τέλη της περιόδου μας (1834), πολύ πάνω από τα 3/4 ζούσαν σε πόλεις με πληθυσμό μικρότερο από 20.000 κατοίκους, οι μισοί σε πόλεις μεταξύ δύο και πέντε χιλιάδων κατοίκων. Αυτές ήταν οι πόλεις που περιδιάβαιναν οι Γάλλοι μεροκαματιάρηδες κάνοντας το «γύρο της Γαλλίας», οι πόλεις που τη φυσιογνωμία τους του 16ου αιώνα, διατηρημένη σαν απολίθωμα μέσα στο χρόνο από την τελμάτωση των επόμενων αιώνων, απεικόνιζαν οι Γερμανοί ρομαντικοί ποιητές στο φόντο των γαλήνιων τοπίων τους· πόλεις, που πάνω τους δέσποζαν οι όγκοι των ισπανικών καθεδρικών ναών· πόλεις, που στους λασπόδρομούς τους οι Ασιδαίοι Εβραίοι λάτρευαν τους θαυματουργούς ραβίνους τους και οι πιο ορθόδοξοι συζητούσαν τις λεπτές διακρίσεις του θείου νόμου· πόλεις, όπου έφτανε ο γενικός επιθεωρητής του Γκόγκολ για να τρομοκρατήσει τους πλούσιους και ο Τσίτσικοφ για να εξετάσει το θέμα της αγοράς νεκρών ψυχών. Αλλά αυτές ήταν και οι πόλεις από τις οποίες ξεκινούσαν οι φλογεροί και φιλόδοξοι νέοι για να κηρύξουν επαναστάσεις ή να μαζέψουν το πρώτο τους εκατομμύριο, ή και τα δύο. Ο Ροβεσπιέρος από το Arras, ο Gracchus Babeuf από το Saint-Quentin, ο Ναπολέων από το Αιάκειο.

Page 15: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ιταλικές νησίδες στη μέση μιας σλαβικής, μαγιάρικης ή ρουμανικής λίμνης. Ακόμη και οι άνθρωποι των πόλεων που ανήκαν στην ίδια θρησκεία και στην ίδια εθνότητα με τους γύρω αγρότες είχαν διαφορετική εμφάνιση: φορούσαν διαφορετικά ρούχα, και τις πιο πολλές φορές μάλιστα (αν εξαιρέσουμε τον καταπονημένο εργατικό και βιομηχανικό πληθυσμό) ήταν ψηλότεροι, αν και ίσως πιο αδύνατοι.i

III

Πιθανόν να διέθεταν —και ασφαλώς ήταν καύχημά τους— μεγαλύτερη ευστροφία και ήταν πιο εγγράμματοι. Ωστόσο, στην καθημερινή ζωή τους ήταν σχεδόν τόσο αδαείς για το τι συνέβαινε έξω από τον άμεσο κόσμο τους, σχεδόν τόσο αποκομμένοι, όσο και οι χωρικοί.

Η επαρχιακή πόλη ανήκε ακόμη κατά βάση στην οικονομία και την κοινωνία της υπαίθρου. Ζούσε απομυζώντας την αγροτιά που την περιστοίχιζε και (με σχετικά λιγοστές εξαιρέσεις) δεν ασχολούνταν παρά με τις δικές της μικροδουλειές. Οι επαγγελματικές και οι μεσαίες τάξεις της ήταν οι έμποροι σιταριού και οι ζωέμποροι, όσοι καταγίνονταν με τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων, οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι που διαχειρίζονταν τις περιουσίες των ευγενών ή ασχολούνταν με τις ατέρμονες δικαστικές υποθέσεις, στοιχείο χαρακτηριστικό των κοινοτήτων που ζούνε από τη γη, οι έμποροι-επιχειρηματίες που ανέθεταν εργασίες και είχαν δοσοληψίες με τους κλώστες και τους υφαντουργούς της υπαίθρου, οι πιο ευυπόληπτοι εκπρόσωποι της κυβέρνησης, του άρχοντα ή της Εκκλησίας. Οι τεχνίτες και οι καταστηματάρχες της προμήθευαν αγαθά στους αγρότες της περιοχής ή στους ανθρώπους της πόλης που ζούσαν από την αγροτιά. Η επαρχιακή πόλη είχε παρακμάσει οικτρά από την εποχή της μεγάλης άνθησής της στα υστερομεσαιωνικά χρόνια. Σπάνια ήταν «ελεύθερη πόλη» ή «πόλη-κράτος»· σπάνια μόνο αποτελούσε πια βιοτεχνικό κέντρο για μια ευρύτερη αγορά ή σταθμό στη διακίνηση του διεθνούς εμπορίου. Καθώς παράκμαζε, με όλο και μεγαλύτερο πείσμα έμενε προσκολλημένη σ' αυτό το τοπικό μονοπώλιο της αγοράς της, την οποία υπεράσπιζε ενάντια σε όλους τους επερχόμενους: μεγάλο μέρος του επαρχιωτισμού που κορόιδευαν οι νεαροί ριζοσπάστες και οι πρωτευουσιάνοι προερχόταν από αυτή την οικονομική αυτοάμυνα. Στη νότια Ευρώπη, οι εύποροι εισοδηματίες, και κάποτε και οι ευπατρίδες, ζούσαν στην πόλη από τα ενοίκια των κτημάτων τους. Στη Γερμανία, η γραφειοκρατία των αναρίθμητων μικρών πριγκιπάτων, που τα ίδια ήταν στην ουσία σαν μεγάλα κτήματα, εφάρμοζε τις επιθυμίες του τοπικού Serenissimus συγκεντρώνοντας τα εισοδήματα από μια υπάκουη και σιωπηλή αγροτική τάξη. Η επαρχιακή πόλη του τέλους του 18ου αιώνα μπορεί να ήταν μια ευημερούσα και αναπτυσσόμενη κοινότητα, όπως μαρτυρεί η αρχιτεκτονική ορισμένων πόλεων στη δυτική Ευρώπη, όπου κυριαρχούν τα πέτρινα κτίρια, χτισμένα σε απλοποιημένο κλασικό ή ροκοκό ρυθμό. Η ευημερία όμως αυτή προερχόταν από την ύπαιθρο.

Το αγροτικό συνεπώς πρόβλημα ήταν το πιο βασικό για τον κόσμο του 1789, και είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί η πρώτη σημαντική σχολή των οικονομολόγων της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι Γάλλοι Φυσιοκράτες, θεωρούσαν αυτονόητο ότι η γη και οι πρόσοδοι της γης αποτελούσαν τη μόνη πηγή καθαρού εισοδήματος. Ο πυρήνας του αγροτικού προβλήματος ήταν η σχέση ανάμεσα σε όσους καλλιεργούσαν τη γη και στους ιδιοκτήτες της, ανάμεσα στους παραγωγούς του πλούτου της και σε όσους συσσώρευαν τον πλούτο αυτόν.

Από την άποψη των σχέσεων αγροτικής ιδιοκτησίας, η Ευρώπη —ή μάλλον το οικονομικό συγκρότημα που είχε κέντρο τη δυτική Ευρώπη— μπορεί να χωριστεί σε τρία μεγάλα

i Στα 1823-24 οι κάτοικοι των Βρυξελλών ήταν κατά μέσο όρο 3 εκατοστά ψηλότεροι από τους κατοίκους των γύρω αγροτικών κοινοτήτων, ενώ οι πολίτες της Louvain 2 εκατοστά. Υπάρχουν αρκετές στρατιωτικές στατιστικές για το θέμα αυτό, αλλά όλες είναι από τον 19ο αιώνα. [Quêtelet, παρατίθεται από Manouvrier, «Sur la taille des Parisiens», Bulletin de la Société Anthropologique de Paris, 1888, σ. 171.]

Page 16: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

τμήματα. Στα δυτικά της Ευρώπης βρίσκονταν οι υπερπόντιες αποικίες. Με την καταφανή εξαίρεση του βορείου τμήματος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και κάποιων λιγότερο σημαντικών τμημάτων, όπου υπήρχε ανεξάρτητη αγροκαλλιέργεια, ο τυπικός καλλιεργητής στις αποικίες αυτές ήταν ο Ινδιάνος, που εξαναγκαζόταν να δουλεύει ως αγρεργάτης, ή, στην ουσία, δουλοπάροικος, ή ο Νέγρος, που δούλευε ως σκλάβος· σπανιότερα έβλεπε κανείς αγρότες ενοικιαστές, επίμορτους, ή κάτι παρόμοιο. (Στις αποικίες των Ανατολικών Ινδιών, όπου η προσωπική επίβλεψη από τους Ευρωπαίους γαιοκτήμονες ήταν σπανιότερη, η χαρακτηριστική μορφή εξαναγκασμού που ασκούσαν οι διαχειριστές της γης ήταν η αναγκαστική παράδοση μέρους της συγκομιδής, π.χ. μπαχαρικά ή καφέ στα ολλανδικά νησιά.) Με άλλα λόγια, ο τυπικός καλλιεργητής ήταν ανελεύθερος ή σε πολιτικό περιορισμό. Ο τυπικός γαιοκτήμονας ήταν ο ιδιοκτήτης του μεγάλου κτήματος φεουδαλικού, θα λέγαμε, τύπου (hacienda, finca, estancia) ή φυτείας την οποία καλλιεργούσαν δούλοι. Η χαρακτηριστική οικονομία του σχεδόν φεουδαλικού αγροκτήματος ήταν πρωτόγονη και αυτάρκης, ή, πάντως, προσανατολισμένη σε καθαρά περιφερειακές ανάγκες: η ισπανική Αμερική εξήγε μεταλλεύματα τα οποία εξόρυσσαν Ινδιάνοι (στην ουσία δουλοπάροικοι), αλλά δεν εξήγε πολλά γεωργικά προϊόντα. Η χαρακτηριστική οικονομία της ζώνης των φυτειών που τις καλλιεργούσαν σκλάβοι, ζώνης που το κέντρο της ήταν τα νησιά της Καραϊβικής, κατά μήκος των βόρειων ακτών των ΗΠΑ, ήταν η παραγωγή λίγων ζωτικής σημασίας εξαγωγικών προϊόντων, ζάχαρης, καπνού και καφέ σε μικρότερο βαθμό, χρωστικών ουσιών, και, μετά τη βιομηχανική επανάσταση, βαμβακιού κατά κύριο λόγο. Η οικονομία αυτή αποτελούσε, συνεπώς, αναπόσπαστο μέρος της ευρωπαϊκής και, μέσω του δουλεμπορίου, της αφρικανικής οικονομίας. Κατά βάση, η ιστορία της ζώνης αυτής στην περίοδο που μας απασχολεί μπορεί να γραφεί με επίκεντρο το σχήμα: «παρακμή της ζάχαρης— ακμή του βαμβακιού».

Στα ανατολικά της δυτικής Ευρώπης, και πιο συγκεκριμένα στα ανατολικά της ζώνης κατά μήκος του ποταμού Έλβα, στα δυτικά σύνορα της σημερινής Τσεχοσλοβακίας και ύστερα νότια, ως την Τεργέστη, διαχωρίζοντας την ανατολική από τη δυτική Αυστρία, ήταν η περιοχή της αγροτικής δουλοπαροικίας. Η Ιταλία στα νότια της Τοσκάνης και της Ουμβρίας, καθώς και η νότια Ισπανία ανήκαν στην περιοχή αυτή από κοινωνική άποψη, Όχι όμως και η Σκανδιναβία (με τη μερική εξαίρεση της Δανίας και της νότιας Σουηδίας). Η εκτεταμένη αυτή ζώνη περιλάμβανε τμήματα με αγρότες που στην πράξη ήταν ελεύθεροι: Γερμανούς αποίκους σκορπισμένους σ' ολόκληρη την έκτασή της από τη Σλοβενία ως τον ποταμό Βόλγα, ουσιαστικά ανεξάρτητες φυλετικές ομάδες στους άγριους βράχους της ιλλυρικής ενδοχώρας, σχεδόν το ίδιο άγριους αγρότες-πολεμιστές όπως οι Πανδούροι και οι Κοζάκοι (στο χώρο που μέχρι πρόσφατα ήταν το στρατιωτικό σύνορο ανάμεσα σε χριστιανούς και Τούρκους ή Τατάρους), ελεύθερους πρωτοπόρους αποίκους που δεν τους έλεγχε ο γαιοκτήμονας και το κράτος, ή αυτούς που ζούσαν στα τεράστια δάση, όπου η μεγάλης κλίμακας καλλιέργεια ήταν πράγμα αδύνατο. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, ο τυπικός καλλιεργητής δεν ήταν ελεύθερος, αντίθετα μάλιστα κινδύνευε να κατακλυστεί από την πλημμύρα της δουλοπαροικίας που βρισκόταν σε σχεδόν αδιάκοπη άνοδο από το τέλος του 15ου ή τις αρχές του 16ου αιώνα. Το ρεύμα αυτό ήταν λιγότερο εμφανές στα Βαλκάνια, που στο παρελθόν, ή ακόμη και τότε, ήταν υπό άμεση τουρκική διοίκηση. Μολονότι το αρχικό αγροτικό σύστημα του τουρκικού προφεουδαλισμού (που προέβλεπε διανομή της γης σε άνισες μονάδες που η καθεμιά συντηρούσε έναν Τούρκο πολεμιστή χωρίς κληρονομικά δικαιώματα) είχε από καιρό εκφυλιστεί σ' ένα σύστημα κληρονομικών αγροκτημάτων υπό μωαμεθανούς άρχοντες, οι άρχοντες αυτοί σπάνια ασχολούνταν με τη γεωργία. Απομυζούσαν, απλώς, ό,τι μπορούσαν από την αγροτιά. Αυτός είναι ο λόγος που τα Βαλκάνια, νοτίως του Δούναβη και του Σάβου, βγήκαν από την τουρκική κυριαρχία τον 19ο και τον 20ο αιώνα ως κατεξοχήν χώρες μικροαγροτών, εξαιρετικά φτωχές είναι αλήθεια, και όχι ως χώρες με μεγάλη συγκέντρωση γης. Ο Βαλκάνιος αγρότης ήταν νομικώς ανελεύθερος ως χριστιανός και de facto ανελεύθερος ως αγρότης, τουλάχιστον για όσον καιρό υπέκειτο στον έλεγχο του γαιοκτήμονα.

Page 17: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Στην υπόλοιπη περιοχή, εντούτοις, ο μέσος αγρότης ήταν δουλοπάροικος και αφιέρωνε μεγάλο μέρος της εβδομάδας σε αναγκαστική εργασία στη γη του γαιοκτήμονα, ή αντίστοιχο χρόνο σε άλλες υποχρεώσεις. Η έλλειψη ελευθερίας του μπορούσε να είναι τόσο μεγάλη ώστε να μη διακρίνεται σχεδόν από την πραγματική δουλεία, όπως συνέβαινε στη Ρωσία και σε ορισμένα τμήματα της Πολωνίας, όπου ο καλλιεργητής ήταν δυνατό να πουληθεί χωριστά από τη γη: μια αγγελία στην Gazette de Moscou το 1801 έγραφε: «Πωλούνται τρεις αμαξάδες, καλά εκπαιδευμένοι και πολύ εμφανίσιμοι, επίσης δύο κορίτσια 18 και 15 ετών με καλή εμφάνιση και ειδικευμένα σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες. Από το ίδιο σπίτι πωλούνται δύο κομμωτές: ο ένας, 21 ετών, ξέρει ανάγνωση και γραφή, παίζει μουσικό όργανο και εκτελεί χρέη αμαξηλάτη, ενώ ο άλλος είναι κατάλληλος για κομμωτής γυναικών και αντρών· πωλούνται επίσης πιάνα και εκκλησιαστικά όργανα». (Μεγάλο ποσοστό δούλων εργάζονταν ως υπηρέτες, σχεδόν το 5% όλων των δούλων στη Ρωσία το 1851.4

Ο χαρακτηριστικός άρχοντας στις περιοχές όπου επικρατούσε η δουλοπαροικία ήταν, συνεπώς, ο ευγενής γαιοκτήμονας και καλλιεργητής ή εκμεταλλευτής μεγάλων αγροκτημάτων. Η έκταση των αγροκτημάτων αυτών ξεπερνά κάθε φαντασία: η Μεγάλη Αικατερίνη έδωσε σαράντα ως πενήντα χιλιάδες δουλοπάροικους σε κατά καιρούς ευνοουμένους της· οι Radziwill της Πολωνίας είχαν αγροκτήματα όσο η μισή Ιρλανδία· ο Potocki ήταν ιδιοκτήτης δώδεκα εκατομμυρίων στρεμμάτων στην Ουκρανία· οι Ούγγροι Esterhazy (οι πάτρωνες του Haydn) είχαν μια εποχή περί τα είκοσι οκτώ εκατομμύρια στρέμματα. Αγροκτήματα με έκταση μερικές εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα ήταν κάτι το συνηθισμένο.

) Στην ενδοχώρα της Βαλτικής —την κύρια οδό εμπορικής επικοινωνίας με τη δυτική Ευρώπη— η γεωργία από δουλοπάροικους εξασφάλιζε κυρίως την παραγωγή εξαγωγικών προϊόντων για τις χώρες της Δύσης που έκαναν εισαγωγές: σιτάρι, λινάρι, καννάβι και προϊόντα δασοκομίας που χρησιμοποιούνταν κυρίως στη ναυπηγική. Σε άλλες περιφέρειες η γεωργία βασιζόταν περισσότερο στην τοπική αγορά, που περιλάμβανε μία τουλάχιστον προσιτή περιοχή με αρκετά προηγμένη βιομηχανία και αστική ανάπτυξη, όπως η Σαξονία και η Βοημία και η μεγάλη πρωτεύουσα, η Βιέννη. Μεγάλο μέρος της, ωστόσο, παρέμενε καθυστερημένο. Το άνοιγμα της οδού της Μαύρης Θάλασσας και ο όλο και μεγαλύτερος εξαστισμός της δυτικής Ευρώπης, και κυρίως της Αγγλίας, είχε μόλις αρχίσει να επιφέρει τόνωση των εξαγωγών σιτηρών από τη ρωσική ζώνη της μαύρης γης, που επρόκειτο να παραμείνουν το βασικό προϊόν του ρωσικού εξωτερικού εμπορίου ως την εποχή της εκβιομηχάνισης της ΕΣΣΔ. Η υπό δουλοπαροικία ανατολική περιοχή μπορεί, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί κι αυτή ως «εξαρτώμενη οικονομία» της δυτικής Ευρώπης για την οποία παρήγε τρόφιμα και πρώτες ύλες, οικονομία ανάλογη με των υπερπόντιων αποικιών.

Οι περιοχές της Ιταλίας και της Ισπανίας όπου επικρατούσε η δουλοπαροικία εμφάνιζαν παρόμοια οικονομικά χαρακτηριστικά, μολονότι οι νομικές λεπτομέρειες του καθεστώτος των αγροτών ήταν κάπως διαφορετικές. Σε γενικές γραμμές ήταν περιοχές με μεγάλα αγροκτήματα ευγενών. Δεν είναι απίθανο μερικά από αυτά, στη Σικελία και την Ανδαλουσία, να ήταν οι κατευθείαν απόγονοι των ρωμαϊκών λατιφουντίων, των οποίων οι σκλάβοι και οι coloni μεταμορφώθηκαν στους χαρακτηριστικούς ακτήμονες μεροκαματιάρηδες των περιοχών αυτών. Το εισόδημα των δουκών και βαρόνων ιδιοκτητών τους εξασφαλιζόταν από την κτηνοτροφία, τη σιτοπαραγωγή (η Σικελία είναι παμπάλαιος σιτοβολώνας) και την απομύζηση της απαθλιωμένης αγροτιάς.

i

i Ογδόντα αγροκτήματα πάνω από 100.000 στρέμματα περίπου (10.000 εκτάρια) δημεύθηκαν στην Τσεχοσλοβακία μετά το 1918· μεταξύ αυτών 2.000.000 στρέμματα από τους Schönborn και άλλα τόσα από τους Schwarzenberg, 1.600.000 στρέμματα από τους Liechtenstein, 680.000 στρέμματα από τους Kinsky. [Th. Haebich, Deutsche Latifundien, 1947, σ. 27 κ.ε.]

Μολονότι οι εκτάσεις αυτές ήταν συχνά παραμελημένες, πρωτόγονες και ανεπικερδείς, εξασφάλιζαν ηγεμονικά εισοδήματα. Όπως παρατήρησε ένας Γάλλος επισκέπτης σχετικά με τα παραμελημένα αγροκτήματα του Medina Sidonia, οι Ισπανοί

Page 18: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ευγενείς μπορούσαν «να βασιλεύουν σαν το λιοντάρι των δασών, που ο βρυχηθμός του τρομάζει και απομακρύνει οτιδήποτε μπορεί να το πλησιάσει»,5 αλλά δεν τους έλειπαν τα μετρητά, ακόμη και με τα πλούσια μέτρα του Βρετανού μιλόρδου.

Υπό τους μεγιστάνες υπήρχε μια τάξη ευγενών της υπαίθρου, ποικίλου μεγέθους και οικονομικών πόρων, που εκμεταλλευόταν την αγροτιά. Σε μερικές χώρες η τάξη αυτή ήταν υπερβολικά μεγάλη, και συνεπώς φτωχή και δυσαρεστημένη, διακρινόμενη από την τάξη των μη ευγενών κυρίως λόγω των πολιτικών και κοινωνικών προνομίων της αλλά και από την απροθυμία της να καταπιαστεί με ανάρμοστες για ευπατρίδες ενασχολήσεις, όπως η εργασία. Στην Ουγγαρία και την Πολωνία αντιστοιχούσε στο 1/10 περίπου του συνολικού πληθυσμού, στην Ισπανία, στα τέλη του 18ου αιώνα, σε μισό εκατομμύριο περίπου —ή, το 1827, στο 10% του συνόλου των Ευρωπαίων ευγενών·6

IV

σε άλλες χώρες ήταν πολύ μικρότερη.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη η αγροτική δομή δεν διέφερε και πολύ από κοινωνική άποψη. Δηλαδή, για τον αγρότη ή τον αγρεργάτη, όποιος είχε κτήματα ήταν «ευγενής» και μέλος της άρχουσας τάξης. Αντιστρόφως, η ιδιότητα του ευγενούς (που παρείχε κοινωνικά και πολιτικά προνόμια, ενώ τυπικά αποτελούσε ακόμη τον μόνο δρόμο προς τα υψηλότερα κρατικά αξιώματα) ήταν αδιανόητη χωρίς έγγεια ιδιοκτησία. Στις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης η φεουδαλική τάξη των πραγμάτων, την οποία προϋπέθετε αυτός ο τρόπος του σκέπτεσθαι, ήταν ακόμη πολύ ζωντανή πολιτικά, μολονότι από οικονομική άποψη έφθινε ολοένα. Μάλιστα, αυτή η οικονομική της παρακμή, που έκανε τα εισοδήματα των ευγενών να υπολείπονται όλο και πιο πολύ από την αύξηση των τιμών και των εξόδων, ανάγκαζε και την αριστοκρατία να εκμεταλλεύεται με όλο και μεγαλύτερη ένταση το μόνο αναφαίρετο περιουσιακό της στοιχείο, τα προνόμια της ευγενούς καταγωγής και της κοινωνικής της τάξης. Σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη ο ευγενής παραγκώνιζε τους κοινωνικά κατώτερους αντιπάλους του και τους απομάκρυνε από τα επικερδή αξιώματα του στέμματος: από τη Σουηδία, όπου το ποσοστό των αξιωματούχων κοινών θνητών έπεσε από 66% το 1719 (42% το 1700) στο 23% το 1780,7

Από οικονομική ωστόσο άποψη, η δυτική κοινωνία ήταν πολύ διαφορετική. Στα τέλη του Μεσαίωνα, ο μέσος αγρότης είχε χάσει πολλά από τα στοιχεία που συνέθεταν το καθεστώς του ως δουλοπάροικου, μολονότι συχνά διατηρούσε ακόμη πάμπολλα πικρά σημάδια νομικής εξάρτησης. Το μέσο αγρόκτημα είχε πάψει από καιρό να αποτελεί μονάδα οικονομικής επιχείρησης και είχε γίνει ένα σύστημα για την είσπραξη ενοικίων και άλλων προσόδων σε χρήμα. Καλλιεργητής του εδάφους ήταν συνηθέστατα ο λίγο πολύ ελεύθερος αγρότης με μεγαλύτερη ή μικρότερη ιδιοκτησία. Αν ήταν ενοικιαστής της γης, πλήρωνε ενοίκιο (ή, σε ορισμένες περιοχές, ένα μέρος της συγκομιδής) στον γαιοκτήμονα. Αν ήταν απόλυτος κύριος της γης του, είχε ίσως ακόμη διάφορες υποχρεώσεις προς τον τοπικό γαιοκτήμονα, υποχρεώσεις που μπορούσε ή δεν μπορούσε να τις μεταφράσει σε χρήμα (όπως η υποχρέωση να στέλνει το σιτάρι του στο μύλο του άρχοντα), καθώς και φόρους στον πρίγκιπα, τη δεκάτη στην Εκκλησία, και κάποιας μορφής υποχρεωτική εργασία. Όλα αυτά τον διέκριναν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, που ήταν σχετικά απαλλαγμένα από τέτοιου είδους υποχρεώσεις. Αλλά αν οι πολιτικές αυτές δεσμεύσεις εξαφανίζονταν, τότε μεγάλο μέρος της Ευρώπης θα διαμόρφωνε σύστημα μικροϊδιοκτητικής γεωργίας ελεύθερων

ως τη Γαλλία, όπου αυτή η «φεουδαλική αντίδραση» επέσπευσε τη Γαλλική Επανάσταση (βλ. Κεφάλαιο Γ'). Αλλά και εκεί όπου η σχέση έγγειας ιδιοκτησίας και άρχουσας τάξης ήταν από ορισμένες απόψεις σαφώς χαλαρή —όπως στη Γαλλία, όπου ήταν σχετικά εύκολο να μπει κανείς στην τάξη των ευγενών γαιοκτημόνων, ή ακόμη περισσότερο στη Βρετανία, όπου ο τίτλος γαιοκτησίας και ευγενείας αποτελούσε την ανταμοιβή για κάθε είδους πλούτο, με την προϋπόθεση να είναι αρκετά μεγάλος— ακόμη και εκεί η σχέση διατηρούνταν, και μάλιστα τελευταία είχε γίνει κάπως στενότερη.

Page 19: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αγροτών: θα απέβαινε, δηλαδή, μια περιοχή όπου μια μειονότητα πλούσιων αγροτών θα καλλιεργούσαν τη γη για λόγους εμπορικούς, πουλώντας ένα μόνιμο πλεόνασμα της παραγωγής στην αγορά της πόλης, και μια πλειονότητα μικρών και μεσαίων καλλιεργητών που θα ζούσαν με κάποια αυτάρκεια από τα κτήματά τους, εκτός κι αν τα κτήματα αυτά ήταν τόσο μικρά ώστε να τους υποχρεώνουν να βρίσκουν μερική απασχόληση στη γεωργία ή τη βιομηχανία ως έμμισθοι εργάτες.

Μόνο λίγες περιοχές είχαν προαγάγει ακόμη περισσότερο την αγροτική ανάπτυξη προς μια καθαρά καπιταλιστική γεωργία. Πρώτη μεταξύ αυτών ήταν η Αγγλία. Εκεί η έγγεια ιδιοκτησία ήταν εξαιρετικά συγκεντρωμένη, αλλά ο τυπικός καλλιεργητής ήταν ένας μέσου μεγέθους ενοικιαστής-γεωργός προσανατολισμένος στο εμπόριο, ο οποίος μίσθωνε τα εργατικά χέρια που του χρειάζονταν. Ένα σημαντικό υπόστρωμα μικροϊδιοκτητών αγροτών συσκότιζε ακόμη την εικόνα αυτή. Όταν όμως αυτό εξαλείφθηκε (χονδρικά μεταξύ του 1760 και του 1830), ό,τι προέκυψε δεν ήταν ένα σύστημα γεωργίας ελεύθερων αγροτών αλλά μια τάξη γεωργικών επιχειρηματιών, οι μεσαίοι ή μικροί κτηματίες, και ένα μεγάλο αγροτικό προλεταριάτο. Μερικές ευρωπαϊκές περιοχές όπου οι εμπορικές επενδύσεις διοχετεύονταν κατά παράδοση στη γεωργία, όπως σε τμήματα της βόρειας Ιταλίας και στην Ολλανδία, ή όπου υπήρχαν εμπορεύσιμες μονοκαλλιέργειες, παρουσίασαν επίσης ισχυρές καπιταλιστικές τάσεις, αλλά οι περιοχές αυτές ήταν εξαίρεση. Εξαίρεση επίσης αποτελούσε η Ιρλανδία, ένα άμοιρο νησί που συνδύαζε τα μειονεκτήματα των καθυστερημένων περιοχών της Ευρώπης με τα μειονεκτήματα της γειτνίασής του με την πιο προηγμένη οικονομία. Μια φούχτα μεγαλοϊδιοκτήτες, παρόμοιοι με της Ανδαλουσίας ή της Σικελίας, εκμεταλλεύονταν από απόσταση μια τεράστια μάζα ενοικιαστών, επιβάλλοντας υπέρογκα χρηματικά ποσά ως ενοίκιο.

Από τεχνολογική άποψη, η ευρωπαϊκή γεωργία, με εξαίρεση ορισμένες ανεπτυγμένες περιοχές, ήταν ακόμη και παραδοσιακή και εκπληκτικά αναποτελεσματική. Τα προϊόντα της παρέμεναν ακόμη τα παραδοσιακά: σίκαλη, σιτάρι, κριθάρι, βρόμη, και στην ανατολική Ευρώπη φαγόπυρο, η βασική τροφή του λαού· βόδια, πρόβατα, αίγες και τα γαλακτοκομικά τους προϊόντα, χοίροι και πουλερικά, κάποιες ποσότητες οπωροκηπευτικών, κρασί, και κάποιες βιομηχανικές πρώτες ύλες, όπως μαλλί, λινάρι, καννάβι για σχοινιά, κριθάρι για την μπίρα κ.ά. Η Ευρώπη εξακολουθούσε να τρέφεται με τα είδη που παρήγε η ίδια. Τα προϊόντα άλλων κλιμάτων σπάνιζαν και προσέγγιζαν τα όρια της πολυτέλειας, με εξαίρεση ίσως τη ζάχαρη, το πιο σημαντικό προϊόν που εισαγόταν από τις τροπικές χώρες, η γλυκύτητα του οποίου προκάλεσε την πιο μεγάλη ανθρώπινη πικρία από κάθε άλλο. Στην Αγγλία (ομολογουμένως την πιο προηγμένη χώρα) η μέση κατά κεφαλήν ετήσια κατανάλωση στα 1790 ήταν περίπου 7 κιλά. Αλλά, ακόμη και στην Αγγλία, η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση τσαγιού τη χρονιά της Γαλλικής Επανάστασης ήταν μόλις 2 ουγγιές το μήνα.

Τα νέα προϊόντα τα εισαγόμενα από την Αμερική ή από μέρη της τροπικής ζώνης είχαν σημειώσει κάποια ανάπτυξη. Στη νότια Ευρώπη και τα Βαλκάνια η καλλιέργεια του αραβοσίτου ήταν ήδη αρκετά διαδεδομένη —είχε συμβάλει στο να παραμείνουν προσκολλημένοι στη γη τους αρκετοί διακινούμενοι αγρότες στα Βαλκάνια— και στη βόρεια Ιταλία το ρύζι είχε κάνει κάποια πρόοδο. Καπνά καλλιεργούνταν σε διάφορες ηγεμονίες, κατά κανόνα ως κρατικό μονοπώλιο για εισοδηματικούς λόγους, μολονότι η χρήση του με τα σημερινά μέτρα ήταν αμελητέα: ο μέσος Άγγλος στα 1790 κάπνιζε, ρουφούσε ή μασούσε περίπου μία και ένα τρίτο ουγγιά το μήνα. Η καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα ήταν διαδεδομένη σε τμήματα της νότιας Ευρώπης. Το κυριότερο από τα νέα προϊόντα, η πατάτα, μόλις άρχιζε να διαδίδεται, εκτός ίσως από την Ιρλανδία, όπου η δυνατότητα που πρόσφερε να τρέφει περισσότερα άτομα ανά στρέμμα σε επίπεδο απλής συντήρησης από οποιοδήποτε άλλο προϊόν την είχε ήδη κάνει το βασικό είδος καλλιέργειας. Έξω από την Αγγλία και τις Κάτω Χώρες, η συστηματική καλλιέργεια βολβών και ζωοτροφών (πλην σανού) ήταν ακόμη η

Page 20: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εξαίρεση, ενώ μόνο με τους ναπολεόντειους πολέμους άρχισε η μαζική παραγωγή ζαχαροτεύτλων.

Ο 18ος αιώνας δεν ήταν φυσικά αιώνας γεωργικής στασιμότητας· αντίθετα, μια μακρά εποχή δημογραφικής επέκτασης, αυξανόμενου εξαστισμού, εμπορίου και βιομηχανίας, ευνοούσε αλλά και απαιτούσε γεωργική βελτίωση. Στο δεύτερο μισό του αιώνα άρχισε η εκπληκτική και έκτοτε αδιάλειπτη πληθυσμιακή αύξηση που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο κόσμο: ανάμεσα στο 1755 και το 1784, π.χ., ο αγροτικός πληθυσμός της Βραβάντης (Βέλγιο) αυξήθηκε κατά 44%.8

V

Αυτό όμως που εντυπωσίαζε τους πολυάριθμους υπέρμαχους της γεωργικής βελτίωσης, οι οποίοι πολλαπλασίασαν τις εταιρείες τους, τις κυβερνητικές εκθέσεις και τα προπαγανδιστικά έντυπα από την Ισπανία ως τη Ρωσία, ήταν μάλλον το μέγεθος των εμποδίων που αντιμετώπιζε η αγροτική ανάπτυξη παρά η πρόοδος της.

Ο κόσμος της γεωργίας ήταν νωθρός, εκτός ίσως από τον καπιταλιστικό του τομέα. Ο κόσμος του εμπορίου, της βιομηχανίας και των σχετικών τεχνολογικών και πνευματικών δραστηριοτήτων ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση, ζωηρότητα και τάση για ανάπτυξη, ενώ οι τάξεις που αντλούσαν οφέλη από τον κόσμο αυτόν ήταν δραστήριες, αποφασιστικές και αισιόδοξες. Τον σύγχρονο παρατηρητή θα εντυπωσίαζε αμέσως η ευρύτατη ανάπτυξη του εμπορίου, στενά συνδεδεμένη με την αποικιοκρατική εκμετάλλευση. Ένα σύστημα θαλάσσιου εμπορίου που γρήγορα αναπτυσσόταν σε όγκο και αποδοτικότητα περικύκλωνε τη γη και απέφερε τα κέρδη του στις εμπορικές κοινότητες της βορειοατλαντικής Ευρώπης. Χρησιμοποιούσαν την αποικιοκρατική δύναμη για να ληστεύουν τους κατοίκους των Ανατολικών Ινδιώνi

Ο επιχειρηματίας ή ο ιδιοκτήτης φυτειών γύριζε από τις αποικίες με πλούτη που ξεπερνούσαν τα όνειρα της επαρχιώτικης φιλαργυρίας. Ο έμπορος και ο μεγαλέμπορος ναυλωτής πλοίων που τα υπέροχα λιμάνια τους —Bordeaux, Bristol, Liverpool— χτίστηκαν ή ξαναχτίστηκαν μέσα στον αιώνα, φαίνονταν οι πραγματικοί οικονομικοί νικητές της εποχής: συγκρίνονταν μόνο με τους μεγάλους αξιωματούχους και τους κεφαλαιούχους που αντλούσαν τον πλούτο τους από την επικερδή κρατική υπηρεσία, γιατί ήταν ακόμη η εποχή που ο όρος «επικερδές αξίωμα υπό το στέμμα» είχε κυριολεκτική σημασία. Πλάι τους, η μεσαία τάξη των δικηγόρων, των διαχειριστών κτημάτων, των τοπικών ποτοποιών, των εμπορευομένων που συσσώρευαν από τον γεωργικό κόσμο κάποιο μικρότερο πλούτο, ζούσαν περιορισμένη και ήσυχη ζωή. Και

και να τους αποσπούν τα βασικά προϊόντα που θα εξάγονταν από εκεί προς την Ευρώπη και την Αφρική. Εκεί, τα προϊόντα αυτά και άλλα ευρωπαϊκά είδη χρησιμοποιούνταν για την αγορά δούλων για τα ταχύτατα αναπτυσσόμενα συστήματα φυτειών της Αμερικής. Οι αμερικανικές φυτείες, με τη σειρά τους, έκαναν εξαγωγές ζάχαρης, βαμβακιού κ.ά. σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες και με όλο και χαμηλότερο κόστος στα λιμάνια του Ατλαντικού και της Βόρειας θάλασσας, απ' όπου διοχετεύονταν ξανά προς τα ανατολικά, μαζί με τα παραδοσιακά βιομηχανικά και γεωργικά προϊόντα του ευρωπαϊκού εμπορίου Ανατολής-Δύσης: κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, αλάτι, κρασί κ.ά. Από τη Βαλτική ερχόταν το σιτάρι, η ξυλεία, το λινάρι. Από την ανατολική Ευρώπη ερχόταν το σιτάρι, η ξυλεία, το λινάρι και τα λινά (επικερδής εξαγωγή προς τις τροπικές χώρες), το καννάβι και ο σίδηρος της δεύτερης αυτής ζώνης αποικιών. Και ανάμεσα στις σχετικά ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης —που περιλάμβαναν, από οικονομική άποψη, τις όλο και πιο δραστήριες κοινότητες των λευκών αποίκων στις βόρειες βρετανικές αποικίες της Αμερικής (μετά το 1783, τις βόρειες ΗΠΑ)— ο ιστός του εμπορίου πύκνωνε συνεχώς.

i Μέχρις ένα βαθμό και της Άπω Ανατολής, απ' οπου έφερναν τσάι, μεταξωτά, πορσελάνες κ.α., προϊόντα για τα οποία υπήρχε αυξανόμενη ζήτηση στην Ευρώπη. Αλλά η πολιτική ανεξαρτησία της Κίνας και της Ιαπωνίας περιόριζε κάπως τον πειρατικό χαρακτήρα των συναλλαγών αυτών.

Page 21: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ο βιομήχανος ακόμη δεν έμοιαζε πολύ πιο ευκατάστατος από φτωχό συγγενή. Γιατί, μολονότι τα μεταλλεία και οι βιομηχανίες αναπτύσσονταν γρήγορα και παντού στην Ευρώπη, παρέμεναν βασικά υπό τον έλεγχο των εμπόρων (και στην ανατολική Ευρώπη συχνά και των φεουδαλικών γαιοκτημόνων).

Αυτό συνέβαινε διότι η κύρια μορφή της αναπτυσσόμενης βιομηχανικής παραγωγής ήταν το λεγόμενο σύστημα οικιακής βιοτεχνίας (ανάθεσης εργασίας κατά κομμάτι). Ο έμπορος αγόραζε και κατόπιν πουλούσε σε μια ευρύτερη αγορά τα προϊόντα των βιοτεχνών ή των αγροτών που συμπλήρωναν το εισόδημά τους με μη γεωργικές εργασίες. Και μόνο η ανάπτυξη ενός τέτοιου εμπορίου δημιουργούσε αναπόφευκτα υποτυπώδεις συνθήκες για έναν πρώιμο βιομηχανικό καπιταλισμό. Ο χειροτέχνης που πουλούσε τα είδη του δεν μπορούσε να εξελιχτεί παρά σε εργάτη αμειβόμενο κατά κομμάτι (ιδίως όταν ο έμπορος του προμήθευε την πρώτη ύλη και ίσως του νοίκιαζε τον παραγωγικό εξοπλισμό). Ο αγρότης που συγχρόνως ύφαινε στον αργαλειό ήταν δυνατόν να γίνει υφαντής που επίσης διέθετε ένα μικρό κομμάτι γης. Η εξειδίκευση στις μεθόδους εργασίας και στις δραστηριότητες μπορούσε να διασπάσει την παλιά τέχνη ή να δημιουργήσει ένα πλέγμα ημιειδικευμένων εργατών ανάμεσα στους αγρότες. Οι παλιοί αρχιτεχνίτες, ή κάποιες συγκεκριμένες μορφές βιοτεχνίας, ή κάποια ομάδα τοπικών μεσαζόντων μπορούσε να εξελιχτούν σε υπεργολάβους ή εργοδότες. Αλλά αυτός που κυρίως έλεγχε τις αποκεντρωμένες αυτές μορφές παραγωγής, αυτός που συνέδεε την εργασία των απομακρυσμένων χωριών ή των φτωχομαχαλάδων με την παγκόσμια αγορά, ήταν κάποιος μεγαλέμπορος. Και οι «βιομήχανοι» που είχαν αρχίσει ή άρχιζαν να εμφανίζονται μέσα από τους κόλπους των ίδιων των παραγωγών ήταν μικροεπιχειρηματίες σε σύγκριση με τον έμπορο, ακόμη και όταν δεν είχαν άμεση εξάρτηση από αυτόν. Υπήρχαν λίγες εξαιρέσεις, ιδίως στη βιομηχανική Αγγλία. Σιδηρουργοί ή άνθρωποι όπως ο μεγάλος κεραμέας Josiah Wedgwood ήταν διάσημοι και έχαιραν σεβασμού, και περίεργοι απ' όλη την Ευρώπη επισκέπτονταν τα εργαστήριά τους. Αλλά ο μέσος βιομήχανος (η λέξη δεν είχε ακόμη επινοηθεί) ήταν ακόμη ένας απλός υπαξιωματικός στο καράβι της βιομηχανίας, και όχι ο κυβερνήτης του.

Ανεξάρτητα από το γόητρο που ασκούσαν, οι εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες σημείωναν λαμπρή άνθηση. Το πιο επιτυχημένο ευρωπαϊκό κράτος του 18ου αιώνα, η Βρετανία, όφειλε καθαρά τη δύναμή της στην οικονομική της πρόοδο. Ως το 1780, όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που διατείνονταν ότι ασκούσαν κάποια ορθολογική πολιτική υπέθαλπαν συνεπώς την οικονομική και ιδίως τη βιομηχανική ανάπτυξη, με αποτελέσματα όμως που ποίκιλλαν πολύ από χώρα σε χώρα. Οι επιστήμες, που ο ακαδημαϊσμός του 19ου αιώνα δεν τις είχε ακόμη χωρίσει σε έναν ανώτερο «καθαρό» και έναν κατώτερο «εφαρμοσμένο» κλάδο, ήταν αφιερωμένες στην επίλυση προβλημάτων της παραγωγής: η πιο εντυπωσιακή πρόοδος της δεκαετίας του 1780 ήταν της χημείας, η οποία από παράδοση ήταν στενότερα συνδεδεμένη με την πρακτική των εργαστηρίων και τις ανάγκες της βιομηχανίας. Η μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια του Diderot και του d'Alembert δεν ήταν απλά και μόνο απάνθισμα της προοδευτικής κοινωνικής και πολιτικής σκέψης, αλλά και της τεχνολογικής και επιστημονικής προόδου. Γιατί πράγματι ο «Διαφωτισμός», η πίστη στην πρόοδο της ανθρώπινης γνώσης, τον ορθολογισμό, τον πλούτο, τον πολιτισμό και το δαμασμό της φύσης, με την οποία ήταν βαθιά εμποτισμένος ο 18ος αιώνας, αντλούσε τη δύναμή του κυρίως από την εμφανή ανάπτυξη της παραγωγής, του εμπορίου και του οικονομικού και επιστημονικού ορθολογισμού, που πιστευόταν ότι ήταν αναπόφευκτα συνδεδεμένος και με τα δύο. Και οι μεγαλύτεροι υπέρμαχοι του «Διαφωτισμού» ήταν οι πιο προοδευτικές οικονομικά τάξεις, αυτές που συνδέονταν άμεσα με τις απτές προόδους της εποχής: οι εμπορικοί κύκλοι και οι οικονομικά «φωτισμένοι» γαιοκτήμονες, οι τραπεζίτες, οι διοικητικοί υπάλληλοι με επιστημονικό νου στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα, η μορφωμένη μεσαία τάξη, οι βιομήχανοι και οι επιχειρηματίες. Αυτοί ήταν οι άνδρες που χαιρέτισαν τον Βενιαμίν Φραγκλίνο, τυπογράφο και δημοσιογράφο, εφευρέτη, μεσάζοντα, πολιτικό και δαιμόνιο

Page 22: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

επιχειρηματία, ως το σύμβολο του δραστήριου, αυτοδημιούργητου, γεμάτου ορθολογισμό πολίτη του μέλλοντος. Αυτοί ήταν οι άνδρες που στην Αγγλία, όπου οι ανερχόμενες ομάδες δεν είχαν ανάγκη από υπερατλαντικούς ήρωες επαναστάτες, συγκροτούσαν τις επαρχιακές εταιρείες από τις οποίες ξεπήδησε η επιστημονική βιομηχανική και πολιτική πρόοδος. Η Σεληνιακή Εταιρεία (Lunar Society) του Birmingham περιλάμβανε στα μέλη της τον κεραμέα Josiah Wedgwood, τον εφευρέτη της σύγχρονης ατμομηχανής James Watt και τον συνεργάτη του Matthew Boulton, τον χημικό Priestley, τον αριστοκράτη βιολόγο και πρωτεργάτη των εξελικτικών θεωριών Έρασμο Δαρβίνο (παππού του διασημότερου Κάρολου Δαρβίνου), τον μεγάλο τυπογράφο Baskerville. Οι άνδρες αυτοί συνέρρεαν στις στοές των Ελευθεροτεκτόνων, όπου δεν υπολογίζονταν οι ταξικές διακρίσεις και όπου η ιδεολογία του Διαφωτισμού διαδιδόταν με ανυστερόβουλο ζήλο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δύο μεγάλα κέντρα της ιδεολογίας του Διαφωτισμού ήταν επίσης τα κέντρα της δυτικής επανάστασης, η Γαλλία και η Αγγλία, μολονότι στην πραγματικότητα οι ιδέες του χρησιμοποιήθηκαν διεθνώς κυρίως στη γαλλική τους διατύπωση (ακόμη και όταν δεν επρόκειτο παρά για αγγλικούς όρους που εκγαλλίστηκαν). Ένας «κοσμικός», ορθολογικός και προοδευτικός ατομισμός κυριαρχούσε στη «φωτισμένη» σκέψη. Η απελευθέρωση του ατόμου από τα δεσμά που το αλυσόδεναν ήταν ο κύριος στόχος της: απελευθέρωση από την αδαή παραδοσιαρχία του Μεσαίωνα, που ακόμη έριχνε τη σκιά της πάνω στον κόσμο, από τη δεισιδαιμονία των Εκκλησιών (διακρινόμενη από τη «φυσική» ή «ορθολογική» θρησκεία), από το παράλογο που χώριζε τους ανθρώπους και τους ενέτασσε σε μια ιεραρχία με ανώτερους και κατώτερους βαθμούς, ανάλογα με την καταγωγή τους ή κάποια άλλα άσχετα κριτήρια. Ελευθερία, ισότητα και (στη συνέχεια) αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων ήταν τα συνθήματά της, που με τον καιρό έγιναν τα συνθήματα της Γαλλικής Επανάστασης. Η κυριαρχία της ατομικής ελευθερίας δεν μπορούσε παρά να έχει ευεργετικές συνέπειες. Μπορεί κανείς να αναζητήσει τα πιο εκπληκτικά της αποτελέσματα στην ανεμπόδιστη άσκηση των ιδιαίτερων ικανοτήτων του ατόμου μέσα σ' έναν κόσμο λογικής —μπορεί μάλιστα ήδη να διακρίνει κανείς ότι προέρχονται από εκεί. Η ένθερμη πίστη του χαρακτηριστικού «φωτισμένου» στοχαστή στην πρόοδο αντανακλούσε τα ορατά επιτεύγματα σε γνώση και τεχνική, σε πλούτο, ευημερία και πολιτισμό, που μπορούσε να τα δει γύρω του και τα απέδιδε, κάπως δικαιολογημένα, στην πρόοδο των ιδεών του. Στις αρχές του αιώνα του έκαιγαν ακόμη τις μάγισσες με μεγάλη συχνότητα· στο τέλος του, οι φωτισμένες κυβερνήσεις, όπως η αυστριακή, είχαν ήδη καταργήσει όχι μόνο τα βασανιστήρια αλλά και τη δουλεία. Και τι δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς μετά την εξάλειψη και των υπόλοιπων εμποδίων της προόδου, όπως τα κατεστημένα συμφέροντα της φεουδαρχίας και της Εκκλησίας!

Δεν είναι απολύτως ακριβές να ονομάσουμε το Διαφωτισμό ιδεολογία της αστικής τάξης, μολονότι πολλοί διαφωτιστές —και από πολιτική άποψη οι πιο αποτελεσματικοί— θεώρησαν ως δεδομένο ότι η ελεύθερη κοινωνία θα ήταν μια καπιταλιστική κοινωνία.9

Είναι σωστότερο να ονομάσουμε τον «Διαφωτισμό» επαναστατική ιδεολογία, παρά την πολιτική επιφυλακτικότητα και μετριοπάθεια πολλών υπερμάχων της στην ηπειρωτική Ευρώπη, που οι πιο πολλοί — ως τη δεκαετία του 1780— πίστεψαν στη φωτισμένη απόλυτη μοναρχία. Γιατί η διαφώτιση προϋπέθετε την κατάργηση της επικρατούσας κοινωνικής και πολιτικής τάξης στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Θα ήταν παράλογο να περιμένει κανείς από τα παλαιά καθεστώτα να αυτοκαταργηθούν οικειοθελώς. Αντίθετα, όπως είδαμε, σε

Στη θεωρία, ο στόχος της ήταν η απελευθέρωση όλων των ανθρώπων. Κάθε προοδευτική, ορθολογική και ανθρωπιστική ιδεολογία εμπεριέχεται σιωπηρά στο Διαφωτισμό, και μάλιστα προέκυψε από αυτόν. Στην πράξη, ωστόσο, οι ηγέτες της χειραφέτησης που ζητούσε ο Διαφωτισμός ήταν κυρίως τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας, οι ανερχόμενοι ορθολογιστές που διακρίνονταν για τις ικανότητες και την αξία τους, και όχι για την ευγενή καταγωγή τους. Και η κοινωνική τάξη που προέκυψε από τις δραστηριότητές τους ήταν «αστική» και καπιταλιστική.

Page 23: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ορισμένες περιπτώσεις αυτοενισχύονταν για να αντισταθούν στην πρόοδο των νέων κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων. Και τα προπύργιά τους (εκτός από τη Βρετανία, τις Ηνωμένες Επαρχίες και κάποια άλλα μέρη, όπου είχαν ήδη ηττηθεί) ήταν οι ίδιες οι μοναρχίες, στις οποίες οι μετριοπαθείς διαφωτιστές εναπέθεταν την εμπιστοσύνη τους.

VI

Με εξαίρεση τη Βρετανία, που είχε κάνει την επανάστασή της τον 17ο αιώνα, και κάποια ήσσονος σπουδαιότητας κράτη, απόλυτοι μονάρχες βασίλευαν σε όλα τα σημαντικά κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης. Οι χώρες που δεν είχαν απόλυτη μοναρχία έπεσαν σε αναρχία και αφομοιώθηκαν από τους γείτονές τους, όπως η Πολωνία. Κληρονομικοί «ελέω Θεού» μονάρχες ηγούνταν μιας ιεραρχίας ευγενών γαιοκτημόνων, που υποστηριζόταν από την παραδοσιακή οργάνωση και την ορθοδοξία των εκκλησιών και περιστοιχιζόταν από ένα όλο και μεγαλύτερο συνονθύλευμα θεσμών που είχαν υπέρ τους μόνο το μακρό παρελθόν τους. Είναι αλήθεια ότι οι ανάγκες για κρατική συνοχή και αποτελεσματικότητα σε μια εποχή οξέος διεθνούς ανταγωνισμού είχε από καιρό υποχρεώσει τους μονάρχες να χαλιναγωγήσουν τις αναρχικές τάσεις των ευγενών τους και άλλα κατεστημένα συμφέροντα και να επανδρώσουν την κρατική μηχανή με όσο γινόταν περισσότερους μη αριστοκράτες δημόσιους υπαλλήλους. Εξάλλου, στο τελευταίο μέρος του 18ου αιώνα οι ανάγκες αυτές και η καταφανής διεθνής επιτυχία της καπιταλιστικής βρετανικής ισχύος οδήγησαν τους πιο πολλούς από τους μονάρχες αυτούς (ή μάλλον τους συμβούλους τους) να επιχειρήσουν προγράμματα οικονομικού, κοινωνικού, διοικητικού και πνευματικού εκσυγχρονισμού. Τον καιρό εκείνο οι ηγεμόνες υιοθετούσαν το σύνθημα του «διαφωτισμού», όπως στις μέρες μας οι κυβερνήσεις, για παρεμφερείς λόγους, υιοθετούν το σύνθημα του «προγραμματισμού». Και, όπως συμβαίνει στην εποχή μας, ορισμένοι από όσους υιοθετούσαν το σύνθημα στη θεωρία, πολύ λίγα πράγματα έκαναν στην πράξη. Τους πιο πολλούς άλλωστε τους ενδιέφεραν λιγότερο τα αόριστα ιδανικά που κρύβονταν πίσω από τη «φωτισμένη» (ή την «προγραμματισμένη») κοινωνία και περισσότερο το πρακτικό πλεονέκτημα που είχε η εφαρμογή των πιο σύγχρονων μεθόδων πολλαπλασιασμού των εσόδων τους, του πλούτου και της δύναμής τους.

Αντιστρόφως, οι μεσαίες και μορφωμένες τάξεις, καθώς και αυτές που ενδιαφέρονταν για την πρόοδο, πρόσβλεπαν συχνά στην ισχυρή κεντρική μηχανή μιας «φωτισμένης» μοναρχίας για να υλοποιήσουν τις ελπίδες τους. Ο ηγεμόνας χρειαζόταν μια μεσαία τάξη και τις ιδέες της για να εκσυγχρονίσει το κράτος του· μια ανίσχυρη μεσαία τάξη χρειαζόταν έναν ηγεμόνα για να κάμψει την αντίσταση που τα κατεστημένα συμφέροντα της αριστοκρατίας και του κλήρου πρόβαλλαν στην πρόοδο.

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η απόλυτη μοναρχία, όσο κι αν ήταν εκσυγχρονισμένη και νεωτεριστική, δεν μπόρεσε —αλλά ούτε και φάνηκε ιδιαίτερα πρόθυμη— να αποδεσμευτεί από την ιεραρχία των ευγενών γαιοκτημόνων, στην οποία άλλωστε ανήκε, της οποίας τις αξίες συμβόλιζε και ενστερνιζόταν και στην υποστήριξη της οποίας βασιζόταν κατά μέγα μέρος. Η απόλυτη μοναρχία, όσο κι αν θεωρητικά ήταν ελεύθερη να κάνει ό,τι ήθελε, στην πράξη ανήκε στον κόσμο που ο Διαφωτισμός είχε βαφτίσει féodalité (φεουδαλισμό), όρος που αργότερα διαδόθηκε ευρύτατα από τη Γαλλική Επανάσταση. Μια τέτοια μοναρχία ήταν έτοιμη να χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα για να ενισχύσει το κύρος της και τα φορολογικά της έσοδα στο εσωτερικό, καθώς και την ισχύ της έξω από τα σύνορα, κι αυτό μπορούσε πιθανότατα να την οδηγήσει στο να υποθάλπει τις δυνάμεις της ανερχόμενης κοινωνίας. Ήταν πρόθυμη να ενισχύσει την πολιτική της δύναμη υποκινώντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των μεγάλων γαιοκτημόνων, των τάξεων ή των επαρχιών. Οι ορίζοντές της, ωστόσο, ήταν οι ορίζοντες της ιστορίας της, του ρόλου και της τάξης της. Ποτέ σχεδόν δεν θέλησε, ούτε και κατόρθωσε, να επιτύχει τον ριζικό κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό που απαιτούσε η ανάπτυξη της οικονομίας και ζητούσαν οι ανερχόμενες

Page 24: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

κοινωνικές ομάδες.

Εμφανές παράδειγμα αποτελεί το εξής: Λίγοι μόνο στοχαστές, ακόμη και ανάμεσα στους συμβούλους των ηγεμόνων, αμφισβητούσαν σοβαρά την ανάγκη να καταργηθούν η δουλοπαροικία και τα δεσμά της φεουδαλικής εξάρτησης των αγροτών. Η μεταρρύθμιση αυτή αναγνωριζόταν ως ένα από τα κύρια σημεία οποιουδήποτε «φωτισμένου» προγράμματος, και δεν υπήρξε σχεδόν κανένας ηγεμόνας, από τη Μαδρίτη ως την Πετρούπολη και από τη Νεάπολη ως τη Στοκχόλμη, που να μην αποδεχτεί ένα τέτοιο πρόγραμμα, κάποια στιγμή στο τέταρτο του αιώνα που προηγήθηκε της Γαλλικής Επανάστασης. Ωστόσο, τα μόνα αποδεσμευτικά υπέρ των αγροτών μέτρα που εφαρμόστηκαν από τους κυβερνώντες πριν από το 1789 ήταν σε μικρά, όχι αντιπροσωπευτικά κράτη, όπως η Δανία και η Σαβοΐα, καθώς και στα προσωπικά κτήματα κάποιων άλλων ηγεμόνων. Μια τέτοια σημαντική κίνηση αποδέσμευσης των αγροτών επιχειρήθηκε από τον Ιωσήφ Β' της Αυστρίας το 1781, αλλά απέτυχε γιατί προσέκρουσε στην πολιτική αντίσταση των εδραιωμένων συμφερόντων και στην αγροτική εξέγερση που ξεπέρασαν κατά πολύ το αναμενόμενο, με αποτέλεσμα να μην ολοκληρωθεί η προσπάθεια. Αυτό που πράγματι εξάλειψε τις αγροτικές φεουδαλικές σχέσεις σε ολόκληρη τη δυτική και κεντρική Ευρώπη ήταν η Γαλλική Επανάσταση, είτε άμεσα με τη δράση της, είτε με την αντίδραση που προκάλεσε και το παράδειγμά της, καθώς και η επανάσταση του 1848.

Υπήρχε, συνεπώς, μια λανθάνουσα σύγκρουση —που σύντομα θα γινόταν ανοιχτή— μεταξύ των δυνάμεων της παλιάς και της νέας «αστικής» κοινωνίας, σύγκρουση που δεν μπορούσε να διευθετηθεί στο πλαίσιο των υφιστάμενων πολιτικών καθεστώτων, εκτός φυσικά αυτών που ήδη εξέφραζαν το θρίαμβο του αστισμού, όπως συνέβαινε στη Βρετανία. Ό,τι έκανε περισσότερο ευπρόσβλητα τα καθεστώτα αυτά ήταν ότι υπόκεινταν σε πιέσεις από τρεις πλευρές: από τις νέες δυνάμεις, από την αδιάλλακτη, όλο και σκληρότερη αντίσταση των παλιότερων εδραιωμένων συμφερόντων, και από ξένους ανταγωνιστές.

Το πιο τρωτό σημείο τους ήταν εκεί όπου συνέπιπτε η αντίδραση του παλιού και του καινούριου: στα αυτονομιστικά κινήματα των πιο απομακρυσμένων επαρχιών ή αποικιών ή εκείνων με τον χαλαρότερο έλεγχο. Έτσι, στη μοναρχία των Αψβούργων, οι μεταρρυθμίσεις του Ιωσήφ Β' στη δεκαετία του 1780 προκάλεσαν αναταραχή στις αυστριακές Κάτω Χώρες (το σημερινό Βέλγιο) και ένα επαναστατικό κίνημα που το 1789 συνέπραξε φυσικά με το κίνημα των Γάλλων. Συνηθέστατα, οι κοινότητες των λευκών αποίκων στις υπερπόντιες αποικίες ευρωπαϊκών κρατών αγανακτούσαν με την πολιτική της κεντρικής τους κυβέρνησης, η οποία υπέτασσε όλα τα συμφέροντα της αποικίας στα συμφέροντα της μητρόπολης. Σε όλα τα τμήματα της Αμερικής, τα ισπανικά, τα γαλλικά και τα βρετανικά, καθώς επίσης και στην Ιρλανδία, τα κινήματα αυτά των αποίκων ζητούσαν αυτονομία —χωρίς ο σκοπός τους να είναι πάντοτε να φέρουν στην εξουσία καθεστώτα που εκπροσωπούσαν δυνάμεις πιο προοδευτικές οικονομικά απ' ό,τι η μητρόπολη. Αρκετές βρετανικές αποικίες είτε κέρδισαν την αυτονομία τους ειρηνικά για κάποιο χρονικό διάστημα, όπως η Ιρλανδία, ή την κέρδισαν με επανάσταση, όπως οι ΗΠΑ. Η οικονομική πρόοδος, η ανάπτυξη των αποικιών και οι εντάσεις που προκάλεσαν οι επιχειρούμενες από τη «φωτισμένη δεσποτεία» μεταρρυθμίσεις πολλαπλασίασαν τις αφορμές για τέτοιες συγκρούσεις στις δεκαετίες του 1770 και του 1780.

Η αντίδραση των επαρχιών ή των αποικιών δεν ήταν από μόνη της μοιραία. Οι παλιές μοναρχίες μπορούσαν να επιβιώσουν μετά την απώλεια μιας ή δύο επαρχιών, και το κύριο θύμα του αυτονομισμού των αποικιών, η Βρετανία, δεν υπέφερε από τις αδυναμίες των παλαιών καθεστώτων, και συνεπώς παρέμεινε σταθερή και δυναμική παρά την Αμερικανική Επανάσταση. Σε λιγοστές μόνο περιοχές υπήρχαν αποκλειστικά εσωτερικές συνθήκες για σημαντική μεταβίβαση της εξουσίας· η κατάσταση γινόταν εκρηκτική από τον διεθνή ανταγωνισμό.

Page 25: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Ο διεθνής ανταγωνισμός, δηλαδή ο πόλεμος, δοκίμαζε τις δυνατότητες του κράτους περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο. Όταν δεν κατόρθωναν να περάσουν επιτυχώς τη δοκιμασία αυτή, τα κράτη κλονίζονταν, ράγιζαν ή κατέρρεαν. Ένας τέτοιος σημαντικός ανταγωνισμός κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή διεθνή σκηνή για το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα και αποτέλεσε τον πυρήνα των γενικών πολέμων των ετών 1689-1713, 1740-48, 1756-63, 1776-83 και, καλύπτοντας ένα μέρος της περιόδου που μας ενδιαφέρει, 1792-1815. Πρόκειται για τη σύγκρουση Βρετανίας και Γαλλίας που ήταν επίσης, κατά μία έννοια, και η σύγκρουση ανάμεσα στα παλαιά και τα νέα καθεστώτα. Διότι η Γαλλία, μολονότι προκαλούσε την εχθρότητα της Βρετανίας με τη γρήγορη ανάπτυξη του εμπορίου της και της αποικιοκρατικής της αυτοκρατορίας, ήταν επίσης η πιο ισχυρή, η πιο εξέχουσα και σημαίνουσα, με μια λέξη η κλασική αριστοκρατική απόλυτη μοναρχία. Η ανωτερότητα της νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων απέναντι στην παλιά πουθενά δεν φάνηκε πιο καθαρά απ' ό,τι στη σύγκρουση των δύο αυτών δυνάμεων. Γιατί οι Βρετανοί όχι μόνο νίκησαν σε όλους αυτούς τους πολέμους πλην ενός — ο βαθμός της οριστικής επιβολής τους ποίκιλλε κατά περίπτωση— αλλά άντεξαν και την προσπάθεια οργάνωσης, χρηματοδότησης και διεξαγωγής τους με σχετική ευκολία. Το γαλλικό βασίλειο, από την άλλη μεριά, μολονότι πολύ μεγαλύτερο, πολυανθρωπότερο και δυνάμει πλουσιότερο σε παραγωγικές πηγές από τη Βρετανία, βρήκε την προσπάθεια υπερβολικά μεγάλη. Μετά την ήττα του στον Επταετή Πόλεμο (1756-63), η εξέγερση των αμερικανικών αποικιών τού έδωσε την ευκαιρία να ανακτήσει το κύρος του έναντι της αντιπάλου του Βρετανίας. Η Γαλλία εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία αυτή. Πράγματι, στη διεθνή σύρραξη που ακολούθησε, η Βρετανία ηττήθηκε οικτρά, χάνοντας το πιο σημαντικό μέρος της αμερικανικής της αυτοκρατορίας· και νικήτρια ήταν συνεπώς η Γαλλία, η σύμμαχος των νέων ΗΠΑ. Αλλά το κόστος ήταν υπερβολικό, και οι δυσχέρειες της γαλλικής κυβέρνησης την οδήγησαν αναπόφευκτα στην περίοδο εκείνη της εσωτερικής πολιτικής κρίσης από την οποία, έξι χρόνια αργότερα, ξεπήδησε η Επανάσταση.

VII

Για να ολοκληρωθεί αυτή η εισαγωγική ανασκόπηση του κόσμου την παραμονή της διττής επανάστασης, δεν μένει παρά να ρίξουμε ένα βλέμμα στις σχέσεις της Ευρώπης (ή, ακριβέστερα, της βορειοδυτικής Ευρώπης) και του υπόλοιπου κόσμου. Η πλήρης πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία της Ευρώπης πάνω στον κόσμο (της Ευρώπης και των υπερπόντιων προεκτάσεών της, των κοινοτήτων των λευκών αποίκων) ήταν το προϊόν της εποχής της διττής επανάστασης. Στα τέλη του 18ου αιώνα μερικές μεγάλες μη ευρωπαϊκές δυνάμεις και πολιτισμοί αντιμετώπιζαν ακόμη τον λευκό έμπορο, τον ναυτικό και τον στρατιώτη με ίσους φαινομενικά όρους. Η μεγάλη Κινεζική Αυτοκρατορία, στην ακμή της δύναμής της υπό τη δυναστεία των Μαντσού (Τσινγκ), δεν φοβόταν κανέναν. Αντίθετα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το ρεύμα της πολιτικής επιρροής κινούνταν από την Ανατολή προς τη Δύση, και οι Ευρωπαίοι φιλόσοφοι λάβαιναν υπόψη τα μαθήματα που τους έδινε ο πολύ διαφορετικός αλλά καταφανώς μεγάλος πολιτισμός, ενώ οι καλλιτέχνες και οι τεχνίτες ενέτασσαν τα συχνά παρεξηγημένα μοτίβα της Άπω Ανατολής στα έργα τους και προσάρμοζαν τα νέα υλικά (κινέζικη πορσελάνη) στις ευρωπαϊκές χρήσεις. Οι ισλαμικές χώρες, μολονότι (όπως η Τουρκία) κλονίζονταν κατά περιόδους από τις στρατιωτικές δυνάμεις των γειτονικών ευρωπαϊκών κρατών (της Αυστρίας και, κυρίως, της Ρωσίας), δεν ήταν ακόμη ούτε κατά διάνοιαν τα σαπιοκάραβα που επρόκειτο να γίνουν τον 19ο αιώνα. Η Αφρική παρέμενε ουσιαστικά άτρωτη από την ευρωπαϊκή στρατιωτική διείσδυση. Εκτός από μερικές περιοχές γύρω από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, οι λευκοί περιορίζονταν σε παράκτιους εμπορικούς σταθμούς.

Ωστόσο, η γρήγορη, όλο και πιο εντυπωσιακή ανάπτυξη του ευρωπαϊκού εμπορίου και του καπιταλιστικού επιχειρηματικού πνεύματος υπονόμευε ήδη το κοινωνικό τους καθεστώς: στην Αφρική με την άνευ προηγουμένου ένταση του φριχτού δουλεμπορίου, στην περιοχή

Page 26: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

του Ινδικού Ωκεανού με τη διείσδυση των αντίπαλων αποικιοκρατικών δυνάμεων, στην Εγγύς και τη Μέση Ανατολή με το εμπόριο και τη στρατιωτική σύρραξη. Ήδη, η άμεση ευρωπαϊκή κατάκτηση άρχισε να επεκτείνεται πολύ πέρα από την περιοχή που από καιρό είχαν καταλάβει οι Ισπανοί και οι Πορτογάλοι πρωτοπόροι αποικιστές τον 16ο αιώνα και οι λευκοί Βορειοαμερικανοί άποικοι τον 17ο. Η αποφασιστική προώθηση έγινε από τους Βρετανούς, που είχαν ήδη αποκτήσει άμεσο εδαφικό έλεγχο σε τμήμα της Ινδίας (συγκεκριμένα τη Βεγγάλη), ανατρέποντας ουσιαστικά την αυτοκρατορία των Μογγόλων, γεγονός που επρόκειτο να τους οδηγήσει, τα χρόνια που μας απασχολούν, να γίνουν κυβερνήτες και διοικητές όλης της Ινδίας. Ήδη η σχετική αδυναμία των μη ευρωπαϊκών πολιτισμών μπροστά στην τεχνολογική και στρατιωτική ανωτερότητα της Δύσης ήταν αναμενόμενη. Αυτό που ονομάστηκε «η εποχή του Vasco da Gama», οι τέσσερις αιώνες παγκόσμιας ιστορίας, όταν μια φούχτα ευρωπαϊκών κρατών και η ευρωπαϊκή δύναμη του καπιταλισμού κυριάρχησαν πλήρως, αν και, όπως είναι σήμερα φανερό, προσωρινά σ' ολάκερο τον κόσμο, επρόκειτο τώρα να φτάσει στην κορύφωσή του. Η διττή επανάσταση θα έκανε την ευρωπαϊκή επέκταση ακάθεκτη, μολονότι θα πρόσφερε επίσης στον μη ευρωπαϊκό κόσμο τις συνθήκες και τον εξοπλισμό για την εν καιρώ αντεπίθεσή του.

Page 27: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Έργα σαν κι αυτά, ανεξάρτητα από τις λειτουργίες, τα αίτια και τις συνέπειές τους, έχουν απεριόριστη αξία και προσπορίζουν μεγάλη τιμή στις ικανότητες αυτού του δαιμόνιου και χρήσιμου ανθρώπου που θα καταξιώνεται, όπου πηγαίνει, γιατί θα αναγκάζει τους ανθρώπους να σκέφτονται. [...] Ελευθερώσου από αυτή την οκνηρή, νυσταλέα και ηλίθια αδιαφορία, από αυτή τη νωθρή ολιγωρία που κρατά δέσμιους τους ανθρώπους στην ίδια ακριβώς τροχιά που ακολουθούσαν οι πρόγονοί τους, δίχως διερεύνηση, δίχως σκέψη και δίχως φιλοδοξία, και να 'σαι σίγουρος ότι πράττεις σωστά. Τι σειρά σκέψεων, τι πνεύμα αγωνιστικότητας, τι όγκος και δύναμη προσπάθειας έχουν ξεπηδήσει σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής από τα έργα ανδρών όπως ο Brindley, ο Watt, ο Priestley, ο Harrison, ο Arkwright. [...] Σε ποια πτυχή της κοινωνικής ζωής θα βρεθεί άνθρωπος που να μην εμψυχώνεται στις αναζητήσεις του βλέποντας την ατμομηχανή του Watt;

ARTHUR YOUNG, Tours in England and Wales1

Απ' αυτό τον ρυπαρό οχετό πηγάζει το μεγαλύτερο ρεύμα ανθρώπινης φιλοπονίας για να γονιμοποιήσει τον κόσμο ολάκερο. Απ' αυτό τον βρωμερό υπόνομο κυλά καθαρό χρυσάφι. Εδώ η ανθρωπότητα φτάνει στην πιο ολοκληρωμένη και στην πιο κτηνώδη της ανάπτυξη, εδώ ο πολιτισμός κάνει τα θαύματά του και ο πολιτισμένος άνθρωπος μεταμορφώνεται σχεδόν σε άγριο.

Α. DE TOCQUEVILLE για το Manchester το 18352

Ας αρχίσουμε με τη Βιομηχανική Επανάσταση, δηλαδή με τη Βρετανία. Εκ πρώτης όψεως η αφετηρία είναι ανεξιχνίαστη, διότι ο αντίκτυπος αυτής της επανάστασης δεν έγινε αισθητός με τρόπο εμφανή και αλάθητο —τουλάχιστον έξω από την Αγγλία— παρά αρκετά αργά στην περίοδο που μας απασχολεί: σίγουρα όχι πριν από το 1830, και πιθανόν όχι πριν από το 1840, ή εκεί γύρω. Μόνο στη δεκαετία του 1830 άρχισαν η λογοτεχνία και οι τέχνες να ασχολούνται φανερά και έντονα με αυτή την ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας, αυτόν τον κόσμο όπου όλοι οι κοινωνικοί δεσμοί συντρίφτηκαν εκτός από τους σκληρούς χρυσούς και χάρτινους δεσμούς του χρήματος (η φράση είναι του Carlyle). Η Ανθρώπινη Κωμωδία του Balzac, το εξαίσιο λογοτεχνικό μνημείο αυτής της ανάπτυξης, ανήκει στη δεκαετία του 1830. Μόνο γύρω στο 1840 αρχίζει να κυλά το μεγάλο ρεύμα της επίσημης και της ανεπίσημης φιλολογίας για τις κοινωνικές επιπτώσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης: οι σημαντικές κυβερνητικές εκθέσεις και οι στατιστικές έρευνες στην Αγγλία, το Tableau de l'état physique et moral des ouvriers του Villermé, το Condition of the Working Class in England του Engels, η δουλειά του Ducpetiaux στο Βέλγιο και το έργο μιας πληθώρας ανήσυχων ή αποτροπιασμένων παρατηρητών από τη Γερμανία ως την Ισπανία και τις ΗΠΑ. Μόνο στη δεκαετία του 1840 το προλεταριάτο, αυτό το παιδί της Βιομηχανικής Επανάστασης, και ο κομουνισμός που συνδεόταν τώρα με τα κοινωνικά της κινήματα — το φάσμα του Κομουνιστικού Μανιφέστου— εξαπλώθηκαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ακόμα και το όνομα της Βιομηχανικής Επανάστασης αντικατοπτρίζει τον σχετικά όψιμο αντίκτυπό της στην Ευρώπη. Η έννοια υπήρχε στη Βρετανία πριν από τη λέξη. Μόνο στη δεκαετία του 1820 Άγγλοι και Γάλλοι σοσιαλιστές —μια ομάδα που εμφανιζόταν για πρώτη φορά— επινόησαν τον όρο, προφανώς σε αναλογία με την πολιτική επανάσταση στη Γαλλία.3

Παρ' όλα αυτά, είναι προτιμότερο να εξετάσουμε πρώτη τη Βιομηχανική Επανάσταση για δύο λόγους: αφενός γιατί πράγματι «ξέσπασε» —για να χρησιμοποιήσουμε έναν αμφισβητούμενο όρο— πριν καταληφθεί η Βαστίλλη, και αφετέρου γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορούμε να καταλάβουμε τους απρόσωπους αναβρασμούς της ιστορίας, που γέννησαν τους πιο περιφανείς άνδρες και τα πιο σημαντικά γεγονότα της περιόδου μας· δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον ανώμαλο, πολυσύνθετο χαρακτήρα του ρυθμού της.

Page 28: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Τι σημαίνει η φράση «η Βιομηχανική Επανάσταση ξέσπασε»; Σημαίνει ότι κάποια στιγμή στη δεκαετία του 1780, και για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, λύθηκαν τα δεσμά της παραγωγικής δύναμης των ανθρώπινων κοινωνιών, που στο εξής μπόρεσαν να επιτύχουν τον συνεχή, ταχύ, και ως σήμερα απεριόριστο πολλαπλασιασμό ανθρώπων, αγαθών και υπηρεσιών. Αυτό είναι σήμερα γνωστό στους οικονομολόγους ως «απογείωση για μια αυτοδύναμη ανάπτυξη». Καμία προηγούμενη κοινωνία δεν είχε κατορθώσει να ξεπεράσει τους περιορισμούς που επέβαλλαν στην παραγωγή η προβιομηχανική κοινωνική διάρθρωση, η ατελής επιστήμη και τεχνολογία και, επομένως, οι περιοδικοί κλονισμοί, ο λιμός και ο θάνατος. Η «απογείωση» δεν ήταν φυσικά ένα από τα φαινόμενα που, όπως οι σεισμοί και οι μεγάλοι μετεωρίτες, καταλαμβάνουν εξαπίνης τον μη τεχνολογικό κόσμο. Η προϊστορία της στην Ευρώπη μπορεί να αναχθεί πολύ παλιά, ανάλογα με τις προτιμήσεις του ιστορικού και τη συγκεκριμένη γκάμα των ενδιαφερόντων του, στο 1000 μ.Χ. περίπου, αν όχι και παλιότερα. Οι πρωιμότερες απόπειρες για μεγάλα άλματα —στον 13ο αιώνα, στον 16ο, στις τελευταίες δεκαετίες του 17ου— αδέξιες όπως οι πειραματισμοί που κάνουν τα μικρά παπάκια, εξωραΐστηκαν και ονομάστηκαν κι αυτές «βιομηχανική επανάσταση». Από τα μέσα του 18ου αιώνα η «φόρα» που έπαιρνε η οικονομία για να απογειωθεί ήταν τόσο ευδιάκριτη που παλαιότεροι ιστορικοί είχαν την τάση να χρονολογούν τη Βιομηχανική Επανάσταση στο 1760. Αλλά η προσεκτική έρευνα οδήγησε τους πιο πολλούς ειδικούς να επιλέξουν τη δεκαετία του 1780 και όχι του 1760 ως την πιο αποφασιστική, διότι τότε ήταν, απ' όσο μπορούμε να ξέρουμε, που όλοι οι σχετικοί στατιστικοί δείκτες άρχισαν να ανεβαίνουν απότομα, σχεδόν κατακόρυφα, και να σημειώνουν την «απογείωση». Η οικονομία, θα έλεγε κανείς, βρισκόταν εν πτήσει.

Το να ονομάσουμε αυτή τη διαδικασία «Βιομηχανική Επανάσταση» είναι και λογικό και σύμφωνο με μια εδραιωμένη παράδοση, μολονότι έναν καιρό έγινε μόδα ανάμεσα στους συντηρητικούς ιστορικούς —ίσως λόγω μιας κάποιας συστολής μπροστά σε εμπρηστικές έννοιες—να αρνούνται την ύπαρξή της και να χρησιμοποιούν αντ' αυτής κοινότοπους όρους όπως «επιταχυνόμενη εξέλιξη». Αν ο απότομος ποιοτικός και ριζικός μετασχηματισμός που πραγματοποιήθηκε γύρω στη δεκαετία του 1780 δεν ήταν επανάσταση, τότε η λέξη δεν έχει καμιά λογική έννοια. Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν πράγματι ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος. Το να ρωτήσει κανείς πότε «ολοκληρώθηκε» είναι ανόητο, διότι η ουσία της ήταν ότι έκτοτε η επαναστατική αλλαγή έγινε κανόνας. Άλλωστε συνεχίζεται ακόμη. Το πολύ πολύ που μπορούμε να ρωτήσουμε είναι πότε οι οικονομικοί μετασχηματισμοί προχώρησαν τόσο ώστε να επιβάλουν μια ουσιαστικά βιομηχανική οικονομία, ικανή να παράγει, σε γενικές γραμμές, οτιδήποτε ήθελε στο πλαίσιο των υφιστάμενων τεχνικών μεθόδων, δηλαδή μια «ώριμη βιομηχανική οικονομία», για να χρησιμοποιήσουμε τον τεχνικό όρο. Στη Βρετανία, και συνεπώς στον κόσμο, αυτή η περίοδος της πρώτης εκβιομηχάνισης πιθανόν συμπίπτει σχεδόν ακριβώς με την περίοδο με την οποία ασχολείται το βιβλίο αυτό, διότι, αν άρχισε με την «απογείωση» στη δεκαετία του 1780, είναι εύλογο να πούμε ότι περατώθηκε με την κατασκευή των σιδηροδρόμων και τη δημιουργία τεράστιας βαριάς βιομηχανίας στη Βρετανία, στη δεκαετία του 1840. Αλλά η Επανάσταση αυτή καθαυτή, η περίοδος της «απογείωσης», μπορεί να τοποθετηθεί, με όση ακρίβεια επιτρέπουν τέτοιου είδους θέματα, σε κάποια στιγμή μέσα στα είκοσι χρόνια από το 1780 ως το 1800: είναι δηλαδή σύγχρονη, αλλά κάπως προγενέστερη της Γαλλικής Επανάστασης.

Σύμφωνα με όλους τους υπολογισμούς, αυτό ήταν πιθανόν το πιο σημαντικό γεγονός στην παγκόσμια ιστορία, τουλάχιστον από την εποχή που επινοήθηκαν η γεωργία και οι πόλεις. Το εγκαινίασε η Βρετανία, και είναι φανερό ότι αυτό δεν ήταν συμπτωματικό. Στον αγώνα δρόμου για την πρωτοπορία της Βιομηχανικής Επανάστασης στον 18ο αιώνα, μόνο ένας από τους δρομείς ξεκίνησε πράγματι. Υπήρχε άφθονη βιομηχανική και εμπορική ανάπτυξη, που την υπέθαλπαν οι ευφυείς και κάθε άλλο παρά αφελείς οικονομικά υπουργοί και δημόσιοι υπάλληλοι κάθε φωτισμένης μοναρχίας στην Ευρώπη, από την Πορτογαλία ως τη Ρωσία, που

Page 29: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

όλοι τους ενδιαφέρονταν για την «οικονομική ανάπτυξη» τουλάχιστον όσο και οι σημερινοί επιτελείς των κυβερνήσεων. Ορισμένα μικρά κράτη και περιοχές προχώρησαν πράγματι αρκετά εντυπωσιακά στην εκβιομηχάνιση, όπως π.χ. η Σαξονία και το επισκοπάτο της Λιέγης, μολονότι τα βιομηχανικά τους συγκροτήματα παραήταν μικρά και τοπικά περιορισμένα για να ασκήσουν την παγκόσμια επιρροή που άσκησαν τα βρετανικά. Φαίνεται όμως καθαρά ότι, ακόμη και πριν από την επανάσταση, η Βρετανία προπορευόταν σημαντικά της κατεξοχήν ανταγωνίστριάς της Γαλλίας στην κατά κεφαλήν παραγωγή και στο εμπόριο, παρόλο που ακόμη μπορούσε να παραβληθεί με αυτήν ως προς το σύνολο της παραγωγής και των εμπορικών συναλλαγών.

Όπου και να οφειλόταν η πρόοδος της Βρετανίας, ασφαλώς πάντως δεν οφειλόταν σε επιστημονική και τεχνολογική υπεροχή. Στις φυσικές επιστήμες οι Γάλλοι ήταν σχεδόν σίγουρα πιο προχωρημένοι από τους Βρετανούς, πλεονέκτημα που το πρόβαλε σε μεγάλο βαθμό η Γαλλική Επανάσταση, τουλάχιστον στα μαθηματικά και τη φυσική, διότι ενθάρρυνε την επιστήμη στη Γαλλία, ενώ οι αντιδραστικοί την υπέβλεπαν στην Αγγλία. Ακόμη και στις κοινωνικές επιστήμες οι Βρετανοί απείχαν πολύ ακόμη από εκείνο το στάδιο υπεροχής που έκανε —και διατήρησε σε μεγάλο βαθμό— την οικονομική επιστήμη κατεξοχήν αγγλοσαξονική υπόθεση· αλλά εδώ η Βιομηχανική Επανάσταση ήταν που έδωσε στην οικονομική επιστήμη την αδιαφιλονίκητη πρωτοκαθεδρία. Ο οικονομολόγος της δεκαετίας του 1870 θα διάβαζε Adam Smith αλλά και —ίσως επωφελέστερα— τους Γάλλους Φυσιοκράτες και ελεγκτές των δημόσιων εσόδων Quesnay, Turgot, Dupont de Nemours, Lavoisier, και ίσως έναν δύο Ιταλούς. Οι Γάλλοι είχαν να παρουσιάσουν πιο πρωτότυπες εφευρέσεις, όπως τον αργαλειό Jacquard (1804) — ένα μηχάνημα πιο σύνθετο απ' όσα επινόησαν οι Βρετανοί— και καλύτερα πλοία. Οι Γερμανοί είχαν ιδρύματα τεχνικής εκπαίδευσης, όπως την πρωσική Bergakademie, που δεν είχε το όμοιό της στη Βρετανία, και η Γαλλική Επανάσταση δημιούργησε αυτό το μοναδικό και εντυπωσιακό ίδρυμα, την École Polytechnique. Η αγγλική παιδεία ήταν κακόγουστη φάρσα, μολονότι οι ανεπάρκειές της αντισταθμίζονταν κάπως με τα σκυθρωπά σχολεία στα χωριά, και τα αυστηρά, πολυτάραχα δημοκρατικά πανεπιστήμια της καλβινιστικής Σκοτίας, που έστελναν στο νότο πάμπολλους ευφυείς, επιμελείς, φιλόδοξους και γεμάτους ορθολογισμό νέους άνδρες: τον James Watt, τον Thomas Telford, τον Loudon McAdam, τον James Mill. Η Οξφόρδη και το Cambridge, τα μόνα αγγλικά πανεπιστήμια, ήταν πνευματικά ανύπαρκτα, όπως ανύπαρκτα ήταν και τα νυσταλέα ιδιωτικά σχολεία και τα λύκεια, με εξαίρεση τις Ακαδημίες που ίδρυσαν οι Dissenters (οι αποσχισθέντες από την αγγλικανική Εκκλησία), που είχαν αποκλειστεί από το (αγγλικανικό) εκπαιδευτικό σύστημα. Ακόμη και οι αριστοκρατικές οικογένειες που ήθελαν να μορφωθεί ο γιος τους έπρεπε να βασίζονται σε δασκάλους κατ' οίκον ή στα πανεπιστήμια της Σκοτίας. Δεν υπήρχε κανένα απολύτως σύστημα στοιχειώδους εκπαίδευσης πριν από τον κουάκερο Lancaster (και μετά απ' αυτόν τους αγγλικανούς ανταγωνιστές του), που καθιέρωσε ένα είδος εθελοντικής μαζικής παραγωγής στοιχειώδους παιδείας στις αρχές του 19ου αιώνα, δίνοντας έτσι την αφορμή για τις ατέρμονες δογματικές διαμάχες που ταλάνισαν την αγγλική παιδεία. Οι κοινωνικές φοβίες απομάκρυναν τους φτωχούς από τη μόρφωση.

Ευτυχώς, από πνευματική καλλιέργεια λίγα πράγματα ήταν απαραίτητα για να συντελεστεί η Βιομηχανική Επανάσταση.i

i «Από τη μια μεριά είναι ευχάριστο να διαπιστώνει κανείς ότι οι Άγγλοι αντλούν μεγάλο θησαυρό για την πολιτική τους ζωή από τη μελέτη των αρχαίων συγγραφέων, όσο κι αν γίνεται αυτό με σχολαστικό τρόπο· οι αγορητες στο κοινοβούλιο, μάλιστα, παρέθεταν συχνά τους αρχαίους συγγραφείς στους λόγους τους, πρακτική που είχε απήχηση και γινόταν ευνοϊκά δεκτή από τη Συνέλευσή τους. Από την άλλη, δεν μπορεί παρά να μας εκπλήττει το γεγονός ότι, σε μια χώρα όπου κυριαρχούν οι βιομηχανικές τάσεις, και συνεπώς είναι εμφανής η ανάγκη εξοικείωσης του λαού με τις επιστήμες και τις τέχνες που προάγουν τις ενασχολήσεις αυτές, η απουσία των θεμάτων αυτών στα εκπαιδευτικά προγράμματα της νεολαίας σχεδόν περνά απαρατήρητη. Είναι το ίδιο εκπληκτικό ότι, παρ' όλα αυτά, άνθρωποι που δεν έχουν εκπαιδευτεί είδικά για το επάγγελμά τους έχουν επιτύχει τόσα πολλά». W. Wachsmuth, Europäische Sittengeschichte 5, 2 (Λιψία 1839), σ. 736.

Οι τεχνικές της εφευρέσεις ήταν υπερβολικά απλοϊκές, και με

Page 30: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

κανέναν τρόπο δεν ξεπερνούσαν τις δυνατότητες του ευφυούς τεχνίτη που πειραματιζόταν στο εργαστήρι του, ή τις κατασκευαστικές ικανότητες του μαραγκού, του μηχανικού του υφαντουργείου και του κλειδαρά: η ιπτάμενη σαΐτα στην υφαντουργία, διάφοροι τύποι κλωστικών μηχανών. Ακόμη και η πιο πολύπλοκη επιστημονική μηχανή, η περιστρεφόμενη μηχανή του James Watt (1784), δεν απαιτούσε περισσότερες γνώσεις φυσικής από αυτές που υπήρχαν ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα —η θεωρία της ατμομηχανής αυτή καθαυτή αναπτύχθηκε εκ των υστέρων από τον Γάλλο Carnot στη δεκαετία του 1820— και μπορούσε να βασιστεί στην πρακτική χρήση ατμομηχανών που είχαν περάσει από αρκετές διαδοχικές φάσεις εξέλιξης, κυρίως στα ορυχεία. Εφόσον υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες, οι τεχνικές καινοτομίες της Βιομηχανικής Επανάστασης αναπτύχθηκαν αυτοφυώς, εκτός ίσως από τον τομέα της χημικής βιομηχανίας. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι οι πρώτοι βιομήχανοι δεν ενδιαφέρονταν συχνά για την επιστήμη και δεν επιδίωκαν τα πρακτικά της οφέλη.4

Ο επιχειρηματίας βρισκόταν αναμφίβολα στο δρόμο της απόκτησης περισσότερου χρήματος, μια και το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα ήταν για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης μια περίοδος ευημερίας και ανεμπόδιστης οικονομικής ανάπτυξης· έτσι εξάλλου εξηγείται η ξένοιαστη αισιοδοξία του Δρα Παγγλώσσου του Βολταίρου. Μπορεί κανείς άνετα να ισχυριστεί ότι αργά ή γρήγορα η ανάπτυξη αυτή, με τη βοήθεια ενός ήπιου πληθωρισμού, θα ωθούσε κάποια χώρα να περάσει το κατώφλι που χωρίζει την προβιομηχανική από τη

Αλλά οι κατάλληλες συνθήκες υπήρχαν εμφανώς στη Βρετανία, όπου είχε περάσει περισσότερο από ένας αιώνας από τότε που για πρώτη φορά ένας βασιλιάς είχε επίσημα δικαστεί και εκτελεστεί από το λαό του, και από τότε που το ιδιωτικό κέρδος και η οικονομική ανάπτυξη είχαν θεωρηθεί ως ύψιστοι στόχοι της κυβερνητικής πολιτικής. Στην ουσία είχε ήδη εξευρεθεί η απαράμιλλη επαναστατική βρετανική λύση στο αγροτικό πρόβλημα. Ήδη μια φούχτα γαιοκτήμονες, προσανατολισμένοι προς το εμπόριο, μονοπωλούσαν σχεδόν τη γη την οποία καλλιεργούσαν ενοικιαστές κτηματίες, προσλαμβάνοντας για το σκοπό αυτό ακτήμονες ή μικροκληρούχους. Υπήρχαν ακόμα αρκετά απομεινάρια της παλιάς συλλογικής οικονομίας του χωριού, τα οποία εξάλειψαν τελικά οι νόμοι περί περιφράξεων (Enclosure Acts) στα 1760-1830, καθώς και οι ιδιωτικές συναλλαγές· ωστόσο, δεν μπορούμε πια να μιλάμε για βρετανική «αγροτιά» με τον τρόπο που μιλάμε για γαλλική, γερμανική ή ρωσική. Η καλλιέργεια της γης γινόταν ήδη κατά κύριο λόγο για την αγορά· η βιομηχανία είχε από καιρό εξαπλωθεί σε μια ύπαιθρο που δεν ήταν πια φεουδαλική. Η γεωργία ήταν ήδη έτοιμη να επιτελέσει τις τρεις λειτουργίες που ήταν βασικές σε εποχή εκβιομηχάνισης: να αυξήσει την παραγωγή και την παραγωγικότητα ώστε να εξασφαλιστεί η συντήρηση του μη γεωργικού πληθυσμού, που αυξανόταν ταχύτατα, να εξασφαλίσει ένα μεγάλο και αυξανόμενο πλήθος ατόμων που θα μπορούσαν να επανδρώσουν τις πόλεις και τις βιομηχανίες, και να προσφέρει ένα μηχανισμό συσσώρευσης κεφαλαίου που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στους πιο σύγχρονους τομείς της οικονομίας. (Λιγότερο σημαντικές για τη Βρετανία ήταν πιθανόν οι δύο άλλες λειτουργίες: η δημιουργία αρκετά μεγάλης αγοράς στον γεωργικό πληθυσμό —που συνήθως αποτελούσε τη μεγάλη μάζα του λαού— και η δημιουργία εξαγωγικού πλεονάσματος, που συμβάλλει στην εξασφάλιση εισαγωγών κεφαλαίου.) Ήδη είχε αρχίσει να δημιουργείται ένας σημαντικός όγκος κοινωνικού πάγιου κεφαλαίου —ο πολυδάπανος γενικός εξοπλισμός που ήταν απαραίτητος για την ομαλή ανάπτυξη ολόκληρης της οικονομίας— και κυρίως στη ναυτιλία, στις λιμενικές εγκαταστάσεις και στη βελτίωση των χερσαίων και των πλωτών συγκοινωνιών. Η πολιτική ήταν ήδη προσανατολισμένη στην κερδοσκοπία. Οι συγκεκριμένες αξιώσεις του επιχειρηματία κάποτε έβρισκαν αντίσταση από άλλα κατεστημένα συμφέροντα και, όπως θα δούμε, οι αγρότες επρόκειτο να υψώσουν ένα τελευταίο εμπόδιο για να αναχαιτίσουν την πρόοδο των βιομηχάνων ανάμεσα στο 1795 και το 1846. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, ήταν αποδεκτό ότι το χρήμα όχι μόνο μιλούσε αλλά και κυβερνούσε. Αυτό που χρειαζόταν ο βιομήχανος για να γίνει δεκτός στην ηγετική τάξη της κοινωνίας ήταν μονάχα το χρήμα.

Page 31: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

βιομηχανική οικονομία. Αλλά το πρόβλημα δεν είναι τόσο απλό. Στην πραγματικότητα, η βιομηχανική ανάπτυξη του 18ου αιώνα δεν οδήγησε ούτε αμέσως ούτε σχετικά γρήγορα σε βιομηχανική επανάσταση, δηλαδή στη δημιουργία ενός μηχανικά εξοπλισμένου εργοστασιακού συστήματος που να παράγει τόσο μεγάλες ποσότητες και με κόστος που να μειώνεται τόσο γρήγορα ώστε να μην εξαρτάται πλέον από την υπάρχουσα ζήτηση, αλλά να δημιουργεί τη δική του αγορά.i

Οι πρωτοπόρες βιομηχανικές επαναστάσεις συντελέστηκαν άλλωστε σε μια ειδική ιστορική συγκυρία, στο πλαίσιο της οποίας η οικονομική ανάπτυξη γεννιέται από το πλέγμα των αποφάσεων αναρίθμητων ιδιωτικών επιχειρηματιών και επενδυτών, που ο καθένας τους ακολουθεί την πρώτη εντολή της εποχής, να αγοράζει δηλαδή στη φτηνότερη αγορά και να πουλά στην ακριβότερη. Πώς θα ανακάλυπταν ότι το μέγιστο κέρδος θα προερχόταν από την οργάνωση βιομηχανικής επανάστασης και όχι από πιο οικείες (και στο παρελθόν πιο επικερδείς) επιχειρηματικές δραστηριότητες; Πώς θα μάθαιναν κάτι που κανένας δεν μπορούσε τότε να γνωρίζει, ότι δηλαδή η βιομηχανική επανάσταση θα προκαλούσε μια πρωτοφανή επιτάχυνση στην ανάπτυξη των αγορών τους; Δεδομένου ότι τα κύρια κοινωνικά θεμέλια μιας βιομηχανικής κοινωνίας είχαν ήδη τεθεί, όπως σχεδόν σίγουρα είχαν τεθεί στην Αγγλία του τέλους του 18ου αιώνα, οι επιχειρηματίες χρειάζονταν δύο πράγματα: πρώτον, μια βιομηχανία που αντάμειβε ήδη πλουσιοπάροχα τον βιομήχανο, ο οποίος μπορούσε να αυξήσει την παραγωγή του γρήγορα, στην ανάγκη με σχετικά φτηνές και απλές καινοτομίες, και δεύτερον, μια παγκόσμια αγορά την οποία θα μονοπωλούσε κατά μέγα μέρος ένα μόνο παραγωγικό έθνος.

Οι οικοδομικές επιχειρήσεις π.χ., ή οι πολυάριθμες βιομηχανίες μικρής κλίμακας που παρήγαν μεταλλικά είδη οικιακής χρήσης —καρφιά, κατσαρόλες, μαχαίρια, ψαλίδια κλπ.— στα Midlands και στο Yorkshire της Βρετανίας, σημείωσαν στην περίοδο αυτή μεγάλη ανάπτυξη, αλλά πάντα στο πλαίσιο της υπάρχουσας αγοράς. Το 1850, ενώ η παραγωγή τους ήταν πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι το 1750, ο τρόπος παραγωγής ήταν ουσιαστικά ο παλιός. Αυτό που χρειαζόταν δεν ήταν μια ανάπτυξη οποιασδήποτε μορφής αλλά ο ειδικός τύπος ανάπτυξης ο οποίος γέννησε το Manchester και όχι το Birmingham.

ii

Τα παραπάνω ισχύουν από μια άποψη για όλες τις χώρες στην περίοδο που μας απασχολεί. Σε όλες τους π.χ. το προβάδισμα στην οικονομική ανάπτυξη το είχαν οι κατασκευαστές ειδών μαζικής κατανάλωσης —κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων

5

i Η σύγχρονη αυτοκινητοβιομηχανία αποτελεί ενα καλό παράδειγμα. Δεν ήταν η ζήτηση αυτοκινήτου που υπήρχε στη δεκαετία του 1890 αυτό που δημιούργησε τη βιομηχανία των σημερινών διαστάσεων: ήταν η ικανότητα παραγωγής φτηνών αυτοκινήτων που δημιούργησε τη σύγχρονη μαζική ζήτηση για τα προϊόντα αυτά.

ii «Η αγοραστική δύναμη, ο πληθυσμός, το κατά κεφαλήν εισόδημα, τα μεταφορικά έξοδα και οι περιορισμοί στο εμπόριο αυξήθηκαν με αργό μόνο ρυθμό. Αλλά η αγορά αναπτυσσόταν, και το ζωτικό ερώτημα ήταν πότε ο παραγωγός κάποιων ειδών μαζικής κατανάλωσης θα κατακτούσε αρκετά μεγάλο μέρος της αγοράς αυτής που θα επέτρεπε τη γρήγορη και συνεχή αύξηση της παραγωγής των ειδών αυτών.» [Κ. Berrill, «International Trade and the Rate of Economic Growth», Economic History Review, XII, 1960, σ. 358.]

— διότι ήδη υπήρχε η μεγάλη αγορά για τα είδη αυτά, και οι επιχειρηματίες μπορούσαν σαφώς να διακρίνουν τις δυνατότητες για την ανάπτυξή της. Από μια άλλη άποψη, ωστόσο, ισχύουν μονάχα για τη Βρετανία. Διότι οι πρωτοπόροι βιομήχανοι αντιμετώπιζαν και τα πιο δύσκολα προβλήματα. Από τη στιγμή που η Βρετανία ξεκίνησε την εκβιομηχάνισή της μπορούσαν και οι άλλες χώρες να αποκομίσουν τα οφέλη της ταχείας οικονομικής ανάπτυξης που υποκίνησε η πρωτοπόρος βιομηχανική επανάσταση. Επιπλέον, η επιτυχία της Βρετανίας απέδειξε τι μπορούσε να κατορθωθεί με την επανάσταση αυτή· θα μπορούσε κανείς να μιμηθεί τη βρετανική τεχνική και να εισαγάγει τις βρετανικές ειδικές γνώσεις και το κεφάλαιο. Η σαξονική κλωστοϋφαντουργία, μια και η ίδια αδυνατούσε να καινοτομήσει, αντέγραψε τις αγγλικές επινοήσεις, κάποτε υπό την εποπτεία Άγγλων μηχανικών. Άγγλοι που τους άρεσε η

Page 32: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ηπειρωτική Ευρώπη, όπως οι Cockerill, εγκαταστάθηκαν στο Βέλγιο και σε διάφορα μέρη της Γερμανίας. Ανάμεσα στο 1789 και το 1848 η Ευρώπη και η Αμερική κατακλύστηκαν από Βρετανούς εμπειρογνώμονες, ατμομηχανές, μηχανήματα επεξεργασίας βαμβακιού και επενδύσεις.

Η Βρετανία δεν είχε τέτοια πλεονεκτήματα. Διέθετε όμως μια οικονομία αρκετά ισχυρή και μια πολιτεία αρκετά επιθετική ώστε να μπορεί να κατακτά τις αγορές των ανταγωνιστών της. Πράγματι, οι πόλεμοι των ετών 1793-1815, η τελευταία και αποφασιστική φάση της αγγλογαλλικής μονομαχίας ενός αιώνα, στην ουσία εξάλειψαν όλους τους ανταγωνιστές από τον μη ευρωπαϊκό κόσμο, εκτός ίσως από τις νεαρές ΗΠΑ. Η Βρετανία άλλωστε διέθετε μια βιομηχανία που προσφερόταν θαυμάσια για πρωτοπόρο βιομηχανική επανάσταση με καπιταλιστικούς όρους, καθώς και μια ευνοϊκή γι' αυτό οικονομική συγκυρία: τη βαμβακοβιομηχανία και την αποικιοκρατική εξάπλωση.

II

Όπως όλες οι βαμβακοβιομηχανίες, έτσι και η βρετανική αναπτύχθηκε αρχικά ως παραπροϊόν του υπερπόντιου εμπορίου, που εξασφάλιζε τις πρώτες ύλες (ή μάλλον μία από τις πρώτες ύλες, εφόσον το αρχικό προϊόν ήταν ένα μείγμα βαμβακερού και λινού, το fustian) καθώς και τα ινδικά βαμβακερά ή κάλικα που επικράτησαν στις αγορές, τις οποίες οι Ευρωπαίοι βιομήχανοι θα επιχειρούσαν να κατακτήσουν με τις δικές τους απομιμήσεις. Στην αρχή δεν είχαν μεγάλη επιτυχία, μολονότι μπορούσαν καλύτερα να αναπαράγουν με ανταγωνιστικούς όρους τα φτηνά και χοντροφτιαγμένα είδη απ' ό,τι τα φίνα και καλοδουλεμένα. Ευτυχώς, ωστόσο, τα παλαιά και ισχυρά κατεστημένα συμφέροντα του εμπορίου μάλλινων ειδών επέβαλλαν κατά καιρούς την απαγόρευση εισαγωγής ινδικών κάλικων (που τα καθαρά εμπορικά συμφέροντα της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών επεδίωκαν να εξάγονται από την Ινδία στις μεγαλύτερες δυνατές ποσότητες), και έτσι δινόταν μια ευκαιρία στα υποκατάστατα προϊόντα της εγχώριας βαμβακοβιομηχανίας. Τα βαμβακερά και τα μείγματα ήταν φτηνότερα από το μαλλί, με αποτέλεσμα να κατακτήσουν μια περιορισμένη αλλά χρήσιμη εσωτερική αγορά. Οι σημαντικότερες όμως ευκαιρίες για ταχεία ανάπτυξη επρόκειτο να δοθούν στο εξωτερικό.

Το αποικιακό εμπόριο είχε δημιουργήσει τη βαμβακοβιομηχανία και εξακολουθούσε να τη συντηρεί. Τον 18ο αιώνα αυτή αναπτύχθηκε στην ενδοχώρα των σημαντικότερων λιμανιών του αποικιακού εμπορίου, όπως το Bristol, η Γλασκόβη και κυρίως το Liverpool, το μεγάλο κέντρο του δουλεμπορίου. Κάθε φάση του απάνθρωπου αλλά γρήγορα αναπτυσσομένου αυτού εμπορίου τόνωνε και τη βαμβακοβιομηχανία. Στην ουσία, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου με την οποία ασχολείται το βιβλίο αυτό, δουλεία και βαμβάκι συμπορεύονταν. Οι Αφρικανοί σκλάβοι αγοράζονταν, τουλάχιστον εν μέρει, με ινδικά βαμβακερά είδη. Όταν όμως τον ανεφοδιασμό στα είδη αυτά τον διέκοπτε πόλεμος ή εξέγερση στην Ινδία, ή με αφορμή την Ινδία, τότε το Lancashire μπορούσε να παρέμβει και να αναλάβει τον εφοδιασμό. Οι φυτείες των Δυτικών Ινδιών, όπου μεταφέρονταν οι δούλοι, προμήθευαν το μεγαλύτερο μέρος του ανεπεξέργαστου βαμβακιού για τη βρετανική βιομηχανία, και σε αντάλλαγμα οι καλλιεργητές των φυτειών αγόραζαν τα βαμβακερά καρό υφάσματα του Manchester σε σημαντικές ποσότητες. Ως λίγο πριν από την «απογείωση», το μεγαλύτερο μέρος της εξαγωγής βαμβακερών του Lancashire το απορροφούσαν οι αφρικανικές και αμερικανικές αγορές.6

Η βαμβακοβιομηχανία λοιπόν πήρε ώθηση χάρη στο αποικιακό εμπόριο με το οποίο ήταν

To Lancashire έμελλε αργότερα να εξοφλήσει το χρέος του προς τη δουλεία με το να τη συντηρήσει, διότι μετά το 1790 οι καλλιεργούμενες από δούλους φυτείες των νοτίων Ηνωμένων Πολιτειών επεκτάθηκαν και διατηρήθηκαν χάρη στις ακόρεστες και διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις των εργοστασίων επεξεργασίας βαμβακιού του Lancashire, στα οποία προμήθευαν το μεγαλύτερο μέρος του ανεπεξέργαστου βαμβακιού.

Page 33: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

συνδεδεμένη, ένα εμπόριο που υποσχόταν όχι μόνο μεγάλη αλλά γρήγορη και προπάντων αστάθμητη ανάπτυξη, πράγμα που ενθάρρυνε τους επιχειρηματίες να υιοθετήσουν τις απαραίτητες για την αντιμετώπισή της επαναστατικές τεχνικές. Ανάμεσα στο 1750 και το 1769 οι βρετανικές εξαγωγές βαμβακιού υπερδεκαπλασιάστηκαν. Σε καταστάσεις σαν κι αυτή, τα κέρδη εκείνου που πρώτος θα έριχνε στην αγορά τα περισσότερα βαμβακερά ήταν αστρονομικά και άξιζαν με το παραπάνω τα ρίσκα που συνεπάγονταν τα τεχνολογικά άλματα. Η εξωτερική όμως αγορά, και ιδίως οι φτωχές και καθυστερημένες «υπανάπτυκτες περιοχές» στο πλαίσιο της αγοράς αυτής, όχι μόνο διευρυνόταν από καιρό σε καιρό με ταχύτατους ρυθμούς, αλλά αναπτυσσόταν διαρκώς και χωρίς εμφανές όριο. Αναμφίβολα, κάθε επιμέρους τμήμα της, αν εξεταστεί μεμονωμένα και με κριτήρια βιομηχανικά, ήταν περιορισμένο, και ο ανταγωνισμός των διαφόρων «προηγμένων οικονομιών» το περιόριζε ακόμη περισσότερο. Αλλά, όπως είδαμε, αν μια από τις προηγμένες οικονομίες κατόρθωνε για αρκετό διάστημα να μονοπωλήσει ολόκληρη, ή σχεδόν ολόκληρη, την αγορά αυτή, τότε οι προοπτικές της ήταν πράγματι απεριόριστες. Αυτό ακριβώς πέτυχε η βρετανική βαμβακοβιομηχανία με την επιθετική υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης. Από άποψη πωλήσεων, η Βιομηχανική Επανάσταση μπορεί να οριστεί, με εξαίρεση τους λίγους πρώτους χρόνους της δεκαετίας του 1780, ως ο θρίαμβος της εξαγωγικής αγοράς έναντι της εγχώριας: ως το 1814 η Βρετανία πουλούσε στο εξωτερικό περί τις τέσσερις γιάρδες βαμβακερού υφάσματος για κάθε τρεις που χρησιμοποιούσε στο εσωτερικό, ενώ το 1850 πουλούσε δεκατρείς έναντι οκτώ.7

Αυτό συνέβαινε επειδή στις περιοχές αυτές η βρετανική βιομηχανία είχε αποκτήσει μονοπώλιο με τον πόλεμο, με τις επαναστάσεις άλλων λαών και με τη δική της αυτοκρατορική εξουσία. Δύο περιοχές αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή. Η Λατινική Αμερική έφτασε να εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από τις βρετανικές εισαγωγές κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων, και, μετά την αποδέσμευσή της από την Ισπανία και την Πορτογαλία (βλ.

Και στο πλαίσιο αυτής της αναπτυσσόμενης εξαγωγικής αγοράς θριάμβευσαν με τη σειρά τους οι ημιαποικιακές και αποικιακές αγορές, που αποτελούσαν για καιρό τις κύριες διεξόδους διάθεσης των βρετανικών αγαθών στο εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων, όταν οι ευρωπαϊκές αγορές ήταν κατά μέγα μέρος αποκομμένες λόγω του πολέμου και των αποκλεισμών, αυτό ήταν αρκετά φυσικό. Ακόμη όμως και μετά τους πολέμους, οι αγορές αυτές συνέχισαν να αναπτύσσονται. Το 1820 η Ευρώπη, που ήταν για άλλη μια φορά ανοιχτή στις ελεύθερες βρετανικές εισαγωγές, απορρόφησε 128 εκατομμύρια γιάρδες βρετανικών βαμβακερών· η Αμερική, εκτός των ΗΠΑ, η Αφρική και η Ασία 80 εκατομμύρια· αλλά ως το 1840 η Ευρώπη απορροφούσε 200 εκατομμύρια γιάρδες, ενώ οι «υπανάπτυκτες περιοχές» 529 εκατομμύρια.

>>, >>) απέκτησε σχεδόν πλήρη οικονομική εξάρτηση από τη Βρετανία, αποκομμένη καθώς ήταν από κάθε πολιτική παρέμβαση των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της. Το 1820 η αποστερημένη πόρων ήπειρος απορροφούσε ήδη περισσότερο από το 25% των βρετανικών βαμβακερών που απορροφούσε η Ευρώπη· το 1840 απορροφούσε σχεδόν το 50%. Οι Ανατολικές Ινδίες υπήρξαν, όπως είδαμε, ο παραδοσιακός εξαγωγέας βαμβακερών με την προώθηση της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Αλλά, καθώς επικρατούσαν στην Βρετανία τα βιομηχανικά συμφέροντα, τα εμπορικά συμφέροντα των Ανατολικών Ινδιών (καθώς και της Ινδίας) συμπιέζονταν έτσι ώστε η Ινδία αποβιομηχανίστηκε συστηματικά και έγινε στη συνέχεια αγορά για τα βαμβακερά του Lancashire: το 1820 η Ινδία απορρόφησε μόνο 11 εκατομμύρια γιάρδες, ενώ ήδη το 1840, 145 εκατομμύρια. Το γεγονός αυτό δεν ήταν απλά και μόνο μια ικανοποιητική διεύρυνση των αγορών του Lancashire, ήταν και σημαντικό ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία, διότι ανέκαθεν οι εισαγωγές της Ευρώπης από την Ανατολή ήταν μεγαλύτερες από τις εξαγωγές της. Ο λόγος ήταν ότι η Ανατολή λίγα πράγματα ζητούσε από τη Δύση σε αντάλλαγμα των καρυκευμάτων, των μεταξωτών, των κάλικων, των κοσμημάτων κτλ. που της έστελνε. Τα βαμβακερά της Βιομηχανικής Επανάστασης για πρώτη φορά ανέτρεψαν αυτή τη σχέση, που ως τότε είχε κρατηθεί σε ισορροπία με ένα συνδυασμό ληστείας και εξαγωγών χρυσού. Μόνο οι συντηρητικοί και αυτάρκεις Κινέζοι αρνούνταν

Page 34: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ακόμη να αγοράσουν ό,τι είχε να προσφέρει η Δύση ή οι ελεγχόμενες από αυτήν οικονομίες, ωσότου, ανάμεσα στο 1815 και το 1842, οι δυτικοί έμποροι, με τη βοήθεια των δυτικών κανονιοφόρων, ανακάλυψαν ένα ιδεώδες προϊόν που μπορούσε να εξαχθεί μαζικά από την Ινδία προς την Ανατολή: το όπιο.

Το βαμβάκι, συνεπώς, άνοιγε προοπτικές τόσο αστρονομικές ώστε να ωθήσει τους ιδιώτες επιχειρηματίες να συμμετάσχουν στην περιπέτεια της Βιομηχανικής Επανάστασης, ενώ υποσχόταν μια τόσο γρήγορη ανάπτυξη ώστε η συμμετοχή τους να γίνεται απαραίτητη. Ευτυχώς, πρόσφερε επίσης και τις άλλες συνθήκες που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη αυτή. Οι νέες εφευρέσεις που έφεραν επανάσταση στην επεξεργασία του βαμβακιού —οι διάφορες κλωστικές μηχανές και, λίγο αργότερα, ο μηχανικός αργαλειός στην υφαντική— ήταν αρκετά απλές και φτηνές, και αντιστάθμιζαν αμέσως το κόστος τους με την εξασφάλιση μεγαλύτερης απόδοσης. Η εγκατάστασή τους μπορούσε να γίνει και τμηματικά, εφόσον υπήρχε ανάγκη, από άτομα που ξεκινούσαν με λίγα δανεικά χρήματα, μια και αυτοί που έλεγχαν τον συσσωρευμένο πλούτο του 18ου αιώνα δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να επενδύσουν μεγάλα ποσά στη βιομηχανία. Η ανάπτυξη της βιομηχανίας μπορούσε να χρηματοδοτείται εύκολα από τα τρέχοντα κέρδη, διότι οι τεράστιες κατακτήσεις της στις αγορές, σε συνδυασμό με έναν σταθερό πληθωρισμό τιμών, πρόσφεραν αφάνταστου ύψους ποσοστά κέρδους. «Δεν ήταν το πέντε τοις εκατό ή το δέκα τοις εκατό», θα έλεγε αργότερα, και θα είχε δίκιο, ένας Άγγλος πολιτικός, «αλλά εκατοντάδες τοις εκατό και χιλιάδες τοις εκατό που δημιούργησαν τα πλούτη του Lancashire». Το 1789 ένας πρώην βοηθός υφασματέμπορου όπως ο Robert Owen μπορούσε να ξεκινήσει με 100 δανεικές στερλίνες στο Manchester· ως το 1809 είχε αγοράσει το μερίδιο των συνεταίρων του στο εργοστάσιο επεξεργασίας βαμβακιού στο New Lanark Mills για 84.000 στερλίνες τοις μετρητοίς. Και αυτό ήταν μια σχετικά συνηθισμένη ιστορία επαγγελματικής επιτυχίας, θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι γύρω στο 1800 λιγότερο από 15% των βρετανικών οικογενειών είχαν ετήσιο εισόδημα μεγαλύτερο από 50 στερλίνες, και μόνο το 1/4 των οικογενειών αυτών κέρδιζε πάνω από 200 στερλίνες το χρόνο.8

Η βαμβακοβιομηχανία όμως είχε και άλλα πλεονεκτήματα. Όλη η πρώτη ύλη της προερχόταν από το εξωτερικό, και η βαμβακοπαραγωγή μπορούσε να αναπτύσσεται περισσότερο με τις αποτελεσματικές διαδικασίες που προσφέρονταν στους λευκούς στις αποικίες —δουλεία και νέες εκτάσεις για βαμβακοκαλλιέργεια— παρά με τις αργές διαδικασίες της ευρωπαϊκής γεωργίας. Ο ανεφοδιασμός άλλωστε της βιομηχανίας με πρώτη ύλη δεν παρεμποδιζόταν από τα κατεστημένα συμφέροντα των Ευρωπαίων γεωργών.

i

i Οι προμήθειες μαλλιού από το εξωτερικό, π.χ., παρέμειναν αμελητέες σ' όλη τη διάρκεια της περιόδου που μας απασχολεί, και έγιναν σημαντικός παράγων στη δεκαετία του 1870.

Από τη δεκαετία του 1790 και εξής η βρετανική βαμβακοβιομηχανία προμηθευόταν την πρώτη ύλη της από τις νέες νότιες πολιτείες των ΗΠΑ και, ως το 1860, η τύχη του βρετανικού βαμβακερού παρέμεινε συνδεδεμένη με αυτή την πηγή ανεφοδιασμού. Επιπλέον, στα κρίσιμα στάδια της επεξεργασίας του βαμβακιού (ιδίως στην κλώση) υπήρχε έλλειψη φτηνών και αποδοτικών εργατικών χεριών, κι αυτό προώθησε την αυτοματοποίηση. Η βιομηχανία του λινού, που αρχικά είχε μάλλον καλύτερες προοπτικές αποικιακής ανάπτυξης από το βαμβάκι, υπέστη τελικά ζημιά λόγω της ευκολίας με την οποία η φτηνή, μη αυτοματοποιημένη παραγωγή μπορούσε να αναπτυχθεί στις φτωχές αγροτικές περιοχές (κυρίως στην κεντρική Ευρώπη αλλά και στην Ιρλανδία), όπου και κατά κύριο λόγο άνθησε. Διότι ο προφανής τρόπος βιομηχανικής ανάπτυξης τον 18ο αιώνα, στη Σαξονία και τη Νορμανδία, όπως και στην Αγγλία, δεν ήταν η οικοδόμηση εργοστασίων αλλά η επέκταση του λεγόμενου «οικοτεχνικού» συστήματος, σύμφωνα με το οποίο οι εργάτες —ανεξάρτητοι άλλοτε τεχνίτες, ή γεωργοί με ελεύθερο χρόνο κατά τη διάρκεια της νεκρής εποχής— επεξεργάζονταν στο σπίτι τους, με δικά τους ή νοικιασμένα εργαλεία, την πρώτη ύλη που έπαιρναν από εμπόρους και την παρέδιδαν επεξεργασμένη πάλι στους εμπόρους αυτούς, οι οποίοι και εξελίσσονταν σε

Page 35: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εργοδότες.i

III

Πράγματι, τόσο στη Βρετανία όσο και στον υπόλοιπο οικονομικά προοδευτικό κόσμο, τέτοιου είδους ήταν η ανάπτυξη κατά την πρώτη περίοδο της εκβιομηχάνισης. Ακόμη και στη βαμβακοβιομηχανία, διεργασίες όπως η υφαντική αναπτύχθηκαν με τη δραστηριοποίηση πλήθους υφαντών που ύφαιναν στο σπίτι σε χειροκίνητους αργαλειούς και που απορροφούσαν έτσι τα προϊόντα των μηχανοποιημένων κλωστηρίων, μια και ο πρωτόγονος αργαλειός ήταν πιο αποδοτικός από την ανέμη. Παντού η υφαντική αυτοματοποιήθηκε μια γενιά μετά τον αυτοματισμό της κλώσης, και παντού, άλλωστε, οι υφαντές του χειροκίνητου αργαλειού είχαν αργό θάνατο, επαναστατώντας μερικές φορές για τη φριχτή τους μοίρα, όταν η βιομηχανία δεν τους είχε πια ανάγκη.

Η παραδοσιακή άποψη που συνδέει την ιστορία της βρετανικής βιομηχανικής επανάστασης κατά κύριο λόγο με το βαμβάκι είναι συνεπώς ορθή. Η βαμβακοβιομηχανία ήταν η πρώτη που αναπτύχθηκε με επαναστατικό τρόπο, και είναι δύσκολο να βρούμε άλλη βιομηχανία που θα μπορούσε να ωθήσει σε επανάσταση ένα πλήθος μικροεπιχειρηματίες. Ακόμη και στη δεκαετία του 1830 η βαμβακοβιομηχανία ήταν η μόνη στη Βρετανία όπου κυριαρχούσε το εργοστάσιο ή «mill» (το όνομα προέρχεται από τον πιο γνωστό προβιομηχανικό οίκο που χρησιμοποιούσε βαριά μηχανήματα)· αρχικά (1780-1815) κατά κύριο λόγο στην κλώση, την ξάση και σε μερικές δευτερεύουσες εργασίες, ενώ μετά το 1815 όλο και περισσότερο στην ύφανση. Τα «εργοστάσια» με τα οποία ασχολούνταν οι νέοι νόμοι περί εργοστασίων ήταν, ως τη δεκαετία του 1860, αποκλειστικά κλωστοϋφαντουργικά και κατά κύριο λόγο εργοστάσια επεξεργασίας βαμβακιού. Η εργοστασιακή παραγωγή σε άλλους κλάδους της κλωστοϋφαντουργίας αναπτύχθηκε με αργό ρυθμό πριν από τη δεκαετία του 1840, ενώ ήταν αμελητέα σε άλλους βιομηχανικούς κλάδους. Ακόμη και η ατμομηχανή, που ήδη το 1815 ήταν σε χρήση σε πολυάριθμες άλλες βιομηχανίες, δεν χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλη έκταση παρά στα μεταλλεία, όπου και για πρώτη φορά εγκαινιάστηκε. Το 1830 οι όροι «βιομηχανία» και «εργοστάσιο», με έννοια που κάπως να πλησιάζει τη σημερινή, σήμαιναν ακόμη, σχεδόν αποκλειστικά, τις περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου όπου υπήρχε βαμβακοβιομηχανία.

Δεν υποτιμούμε τις δυνάμεις που συνέβαλαν στη βιομηχανική καινοτομία για άλλα καταναλωτικά αγαθά, και συγκεκριμένα για άλλα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, ii τρόφιμα και ποτά, κεραμικά και άλλα είδη νοικοκυριού, καινοτομία που πήρε μεγάλη ώθηση από τη γρήγορη ανάπτυξη των πόλεων. Αφενός όμως οι βιομηχανίες άλλων ειδών απασχολούσαν πολύ λιγότερα άτομα —ούτε μία δεν πλησίαζε το ενάμισι εκατομμύριο ατόμων που απασχολούνταν άμεσα στη βαμβακοβιομηχανία ή ήταν εξαρτημένα από αυτήν το 18339 — και αφετέρου η δυνατότητά τους να προκαλέσουν μετασχηματισμό ήταν πολύ μικρότερη: η ζυθοποιία, που από πολλές απόψεις ήταν τεχνικά και επιστημονικά πολύ πιο προηγμένος και αυτοματοποιημένος κλάδος, ο οποίος μάλιστα υιοθέτησε επαναστατικές μεθόδους πολύ πριν από το βαμβάκι, ελάχιστα επηρέαζε την οικονομία γύρω του. Το γεγονός αποδεικνύεται από τη μεγάλη ζυθοποιία του Δουβλίνου Guinness, που άφησε τη λοιπή οικονομία του Δουβλίνου και της Ιρλανδίας (όχι όμως και τις τοπικές προτιμήσεις) σχεδόν όπως τη βρήκε πριν από τη λειτουργία των εγκαταστάσεών της.10

i Το «οικοτεχνικό σύστημα», που αποτελεί ενδιάμεσο στάδιο βιομηχανικής ανάπτυξης ανάμεσα στην οικιακή παραγωγή ή τη χειροτεχνία και στη σύγχρονη βιομηχανία, μπορεί να προσλάβει αναρίθμητες μορφές, κάποιες από τις οποίες πλησιάζουν αρκετά στο εργοστασιακό σύστημα. Όταν ένας συγγραφέας του 18ου αιώνα μιλά για «βιομηχανίες», σχεδόν πάντοτε, και σε όλες τις δυτικές χώρες, αυτό εννοεί.

ii Σε όλες τις χώρες που διέθεταν κάποιου είδους εμπορεύσιμα βιομηχανικά προϊόντα, τα κλωστοϋφαντουργικά φαίνεται ότι επικρατούσαν: στη Σιλεσία (1800) κάλυπταν το 74% της αξίας όλων των βιομηχανικών ειδών. [Hoffmann, ό.π., σ. 73.]

Και μόνο η ζήτηση που σχετιζόταν με το βαμβάκι —για μεγαλύτερη οικοδομική και άλλη δραστηριότητα στις νέες βιομηχανικές περιοχές, για μηχανήματα, για χημικές βελτιώσεις, για βιομηχανικό φωτισμό, για ναυτιλία και για πολλές

Page 36: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

άλλες δραστηριότητες— ευθύνεται για ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ανάπτυξης της Βρετανίας ως τη δεκαετία του 1830. Η ανάπτυξη άλλωστε της βαμβακοβιομηχανίας ήταν τόσο σημαντική, και τόσο μεγάλη η βαρύτητά της στο εξωτερικό εμπόριο της Βρετανίας, που την έκανε να επηρεάζει την κίνηση ολόκληρης της οικονομίας. Η ποσότητα του εισαγόμενου στη Βρετανία ανεπεξέργαστου βαμβακιού αυξήθηκε από 11 εκατομμύρια λίβρες το 1785 σε 588 εκατομμύρια το 1850· η παραγωγή βαμβακερών υφασμάτων αυξήθηκε από 40 εκατομμύρια γιάρδες σε 2.025 εκατομμύρια.11 Τα βαμβακερά αποτελούσαν το 40 με 50% της ετήσιας δηλωμένης αξίας όλων των βρετανικών εξαγωγών ανάμεσα στο 1816 και το 1848. Αν η βαμβακοβιομηχανία ανθούσε, ανθούσε και η οικονομία, αν κατέρρεε, κατέρρεε και η οικονομία. Οι διακυμάνσεις των τιμών της καθόριζαν και την ισορροπία των εθνικών εμπορικών συναλλαγών. Μόνο η γεωργία είχε μια ανάλογη δύναμη, που όμως παράκμαζε εμφανώς.

Παρ' όλα αυτά, μολονότι η ανάπτυξη της βαμβακοβιομηχανίας και η κυριαρχούμενη από το βαμβάκι βιομηχανική οικονομία «ξεπερνά καθετί που θα μπορούσε να συλλάβει προηγουμένως ακόμη και η πιο ρομαντική φαντασία»,12 η πρόοδός της κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν, και στη δεκαετία του 1830 καθώς και στις αρχές της δεκαετίας του 1840 εμφάνισε μεγάλα προβλήματα ανάπτυξης, εκτός φυσικά από την επαναστατική αναταραχή που δεν έχει το όμοιό της σε καμία άλλη περίοδο της πρόσφατης βρετανικής ιστορίας. Αυτό το πρώτο γενικό «παραπάτημα» της βιομηχανικής καπιταλιστικής οικονομίας απεικονίζεται στη σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης, ίσως ακόμη και στην πτώση του βρετανικού εθνικού εισοδήματος της περιόδου αυτής.13

Οι σοβαρότερες συνέπειες της κρίσης ήταν κοινωνικές: η μετάβαση στη νέα οικονομία προκάλεσε αθλιότητα και δυσαρέσκεια, την πρώτη ύλη της κοινωνικής επανάστασης. Και η κοινωνική επανάσταση, με μορφή αυθόρμητων εξεγέρσεων των φτωχών στις πόλεις και στις βιομηχανίες, ξέσπασε πράγματι και προκάλεσε τις επαναστάσεις του 1848 στην ηπειρωτική Ευρώπη και το μεγάλο κίνημα των Χαρτιστών στη Βρετανία. Αλλά η δυσαρέσκεια δεν περιορίστηκε στους φτωχούς εργαζομένους, θύματα της Βιομηχανικής Επανάστασης και των επιπτώσεών της ήταν επίσης οι μικροί και δυσπροσάρμοστοι επιχειρηματίες, οι μικροαστοί, καθώς και ορισμένοι ειδικοί τομείς της οικονομίας. Οι απλοϊκοί εργάτες αντέδρασαν στο νέο σύστημα καταστρέφοντας τα μηχανήματα που θεωρούσαν υπεύθυνα για τα προβλήματά τους· αλλά ένας εκπληκτικά μεγάλος αριθμός τοπικών επιχειρηματιών και αγροκτηματιών ήταν πολύ ευνοϊκά διατεθειμένοι απέναντι στις λουδιστικές

Αλλά αυτή η πρώτη γενική καπιταλιστική κρίση δεν ήταν καθαρά βρετανικό φαινόμενο.

i αυτές ενέργειες των εργατών τους, διότι και αυτοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους θύματα μιας διαβολικής μειονότητας εγωιστών νεωτεριστών. Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, που κρατούσε τα εισοδήματά της σε επίπεδο απλής επιβίωσης επιτρέποντας έτσι στους πλουσίους να συσσωρεύουν τα κέρδη με τα οποία χρηματοδοτούσαν την εκβιομηχάνιση (και τις δικές τους μεγάλες ανέσεις), προκαλούσε την εχθρότητα των προλεταρίων. Εντούτοις, η μετατόπιση του εθνικού εισοδήματος από τους φτωχούς στους πλουσίους, από την κατανάλωση στην επένδυση, προκαλούσε επίσης, από μια άλλη άποψη, την εχθρότητα των μικροεπιχειρηματιών. Οι ντόπιοι και ξένοι μεγάλοι κεφαλαιούχοι, που αποτελούσαν μια συμπαγή κοινότητα και εισέπρατταν όσα όλοι οι άλλοι πλήρωναν σε φόρους (πρβλ. το κεφάλαιο για τον Πόλεμο) —γύρω στο 8% του συνολικού εθνικού εισοδήματος14

i λουδιστικές: Λουδιτες (Luddites), τα μέλη ομάδων Άγγλων εργατών που εξεγέρθηκαν (1811-1816) με αίτημα την καταστροφή των νέων μηχανημάτων (Σ.τ.Μ.).

— ήταν ίσως ακόμα πιο αντιδημοτικοί στους κύκλους των μικροεπιχειρηματιών και των αγροκτηματιών παρά στην εργατική τάξη, διότι οι πρώτοι γνώριζαν αρκετά πράγματα σχετικά με το χρήμα και τις πιστώσεις για να αγανακτούν με τη μειονεκτική τους θέση. Οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές για τους πλουσίους, που μπορούσαν να αποκτήσουν όλες τις αναγκαίες πιστώσεις και είχαν τη

Page 37: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

δυνατότητα να επιβάλουν στην οικονομία αυστηρά αντιπληθωριστικά μέτρα και νομισματική «ορθοδοξία» μετά τους ναπολεόντειους πολέμους: αυτοί που υπέφεραν ήταν οι «μικρομεσαίοι», που, σε όλες τις χώρες και σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα, απαιτούσαν εύκολη πρόσβαση στις πιστώσεις και οικονομική «ανορθοδοξία».i Η εργατική τάξη και οι δυσαρεστημένοι μικροαστοί, που κινδύνευαν να πέσουν στην άβυσσο της φτώχειας, είχαν συνεπώς τους ίδιους λόγους δυσαρέσκειας. Οι λόγοι αυτοί με τη σειρά τους τους ένωναν στα μαζικά κινήματα του «Ριζοσπαστισμού», της «Δημοκρατίας» ή του «Ρεπουμπλικανισμού», των οποίων οι πιο σθεναροί εκπρόσωποι ανάμεσα στο 1815 και το 1848 ήταν οι Βρετανοί ριζοσπάστες, οι Γάλλοι ρεπουμπλικάνοι και οι Αμερικανοί Τζακσονικοί δημοκράτες.

Από την άποψη των κεφαλαιοκρατών, ωστόσο, τα κοινωνικά αυτά προβλήματα είχαν κάποια επίπτωση στην πρόοδο της οικονομίας μόνο εφόσον, από μια φριχτή κακοτυχία, επρόκειτο να ανατρέψουν την κοινωνική τάξη. Από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι υπήρχαν ορισμένα ενδογενή μειονεκτήματα της οικονομικής διεργασίας που απειλούσαν τη θεμελιώδη της κινητήρια δύναμη, δηλαδή το κέρδος. Διότι αν ο συντελεστής απόδοσης του κεφαλαίου μηδενιζόταν, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας στο πλαίσιο της οποίας οι άνθρωποι συμμετείχαν στην παραγωγή με μόνο σκοπό το κέρδος θα έπρεπε να επιβραδυνθεί και να φτάσει στο στάσιμο εκείνο στάδιο που οι οικονομολόγοι πρόβλεπαν και φοβούνταν.15

Τα τρία πιο προφανή μειονεκτήματα ήταν ο εμπορικός κύκλος της οικονομικής άνθησης και της οικονομικής κρίσης, η πτωτική τάση του συντελεστή κέρδους και (πράγμα που οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα) η έλλειψη επικερδών επενδυτικών ευκαιριών. Το πρώτο από τα μειονεκτήματα αυτά δεν θεωρούνταν σοβαρό παρά μόνο από τους επικριτές του ίδιου του καπιταλισμού, που πρώτοι το διερεύνησαν και το χαρακτήρισαν συστατικό στοιχείο της καπιταλιστικής οικονομικής διεργασίας και σύμπτωμα των ενδογενών της αντιφάσεων.

ii Ήταν γνωστότατες οι περιοδικές κρίσεις της οικονομίας που οδηγούσαν σε ανεργία, κάμψη της παραγωγής, χρεοκοπίες κτλ. Τον 18ο αιώνα αντικατόπτριζαν κατά κανόνα κάποια αγροτική καταστροφή (μειωμένη σοδειά κ.ά.), και στην ηπειρωτική Ευρώπη θεωρείται ότι οι αγροτικές ταραχές παρέμειναν η κύρια αιτία των πιο μεγάλων οικονομικών υφέσεων ως το τέλος της περιόδου που εξετάζουμε. Οικείες ήταν επίσης, τουλάχιστον στη Βρετανία από το 1793, και οι περιοδικές κρίσεις στη βιοτεχνία και στον χρηματιστηριακό τομέα της οικονομίας. Μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, το περιοδικό δράμα άνθησης και κατάρρευσης —στα 1825-26, 1836-37, 1839-42, 1846-48— κυριαρχούσε σαφώς στην οικονομική ζωή κάθε έθνους που περνούσε περίοδο ειρήνης. Ως τη δεκαετία του 1830, την κρίσιμη αυτή δεκαετία στην ιστορική περίοδο που μας απασχολεί, αναγνώριζε κανείς γενικά κι αόριστα ότι υπήρχαν περιοδικά φαινόμενα κατά τακτά διαστήματα, τουλάχιστον στον τομέα του εμπορίου και των χρηματοδοτήσεων.16

Δεν συνέβη το ίδιο με τη μείωση του περιθωρίου κέρδους που φάνηκε τόσο καθαρά στη βαμβακοβιομηχανία. Αρχικά η βιομηχανία αυτή απολάμβανε τεράστια πλεονεκτήματα. Η χρήση μηχανών αύξησε ιδιαίτερα την παραγωγικότητα (δηλαδή μείωσε το κόστος ανά

Εντούτοις, τα φαινόμενα αυτά οι επιχειρηματίες τα θεωρούσαν ακόμη ως συνέπειες συγκεκριμένων σφαλμάτων —π.χ. υπερβολική επένδυση σε αμερικανικές μετοχές— ή ως συνέπεια παρακώλυσης της ομαλής λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας από εξωτερικούς παράγοντες. Κανένας δεν πίστευε ότι αντικατόπτριζαν θεμελιώδεις δυσκολίες του ίδιου του συστήματος.

i Από τον μεταναπολεόντειο Ριζοσπαστισμό στη Βρετανία ως τους Λαϊκιστές στις ΗΠΑ, όλα τα κινήματα διαμαρτυρίας με συμμετοχή των μικροκτηματιών και των μικροεπιχειρηματιών χαρακτηρίζονται από την απαίτηση για οικονομική ανορθοδοξία: η ψύχωση με το μετρητό χρήμα ήταν κοινό χαρακτηριστικό όλων.

ii Ο Ελβετός Simonde de Sismondi και ο συντηρητικός Malthus με την επαρχιώτικη νοοτροπία ήταν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν αυτό το επιχείρημα, ακόμη και πριν από το 1825. Οι νέοι σοσιαλιστές έκαναν τη θεωρία τους για την κρίση ακρογωνιαίο λίθο της κριτικής τους κατά του καπιταλισμού.

Page 38: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

μονάδα παραγωγής) της εργασίας, η οποία άλλωστε πληρωνόταν εξευτελιστικά, μια και οι εργαζόμενοι ήταν κατά μέγα μέρος γυναίκες και παιδιά. i Από τους 12.000 εργάτες στις βαμβακοβιομηχανίες της Γλασκόβης το 1833, μόνο 2.000 κέρδιζαν κατά μέσο όρο πάνω από 11 σελίνια την εβδομάδα. Σε 131 εργοστάσια κατεργασίας βαμβακιού στο Manchester, το μέσο βδομαδιάτικο ήταν λιγότερο από 12 σελίνια, και μόνο σε 21 εργοστάσια ήταν υψηλότερο.17 Η οικοδόμηση εργοστασίων κόστιζε σχετικά φτηνά: το 1846 ένα πλήρες εργοστάσιο με 410 κλωστικές μηχανές μπορούσε να ξεκινήσει με 11.000 στερλίνες περίπου, συμπεριλαμβανομένου του κόστους του οικοπέδου και του κτιρίου.18 Αλλά πάνω απ' όλα, η μεγαλύτερη δαπάνη, το κόστος δηλαδή της πρώτης ύλης, είχε μειωθεί δραστικότατα με την ταχεία επέκταση της βαμβακοκαλλιέργειας στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ μετά την εφεύρεση, το 1793, της εκκοκκιστικής μηχανής από τον Eli Whitney. Αν προσθέσουμε ότι οι επιχειρηματίες είχαν και το πλεονέκτημα του πληθωρισμού του κέρδους (δηλαδή της γενικής τάσης να είναι οι τιμές υψηλότερες όταν πουλούσαν το προϊόν τους παρά όταν το παρήγαν), θα καταλάβουμε γιατί οι βιομήχανοι αισθάνονταν τόσο αισιόδοξοι.

Μετά το 1815, τα πλεονεκτήματα αυτά άρχισαν να αντισταθμίζονται όλο και περισσότερο από τη μείωση του περιθωρίου κέρδους. Πρώτα πρώτα, η βιομηχανική επανάσταση και ο ανταγωνισμός προκάλεσαν μια συνεχή και σημαντικότατη πτώση της τιμής του τελικού προϊόντος αλλά όχι και πτώση ορισμένων εξόδων παραγωγής.19 Ύστερα, μετά το 1815, η γενική ατμόσφαιρα των τιμών ήταν αντιπληθωριστική και όχι πληθωριστική, δηλαδή τα κέρδη όχι μόνο δεν παρουσίαζαν σημαντική άνοδο αλλά μάλλον υστερούσαν κιόλας. Έτσι, ενώ το 1784 η τιμή πώλησης μιας λίβρας νήματος ήταν 10 σελίνια-11 πένες, και το κόστος της πρώτης ύλης του 2 σελίνια (περιθώριο 8 σελίνια-11 πένες), το 1812 η τιμή του ήταν 2 σελίνια-6 πένες και το κόστος της πρώτης ύλης 1 σελίνι-6 πένες (περιθώριο 1 σελίνι), ενώ το 1832 η τιμή ήταν 111/4 πένες και το κόστος της πρώτης ύλης 7 1/2 πένες, και συνεπώς το περιθώριο για άλλα έξοδα και κέρδη μόνο 4 πένες.20 Ασφαλώς η κατάσταση —που ήταν γενική σε όλη τη βρετανική, όπως εξάλλου και σε κάθε προηγμένη, βιομηχανία— δεν ήταν τόσο τραγική. «Τα κέρδη είναι ακόμη αρκετά», έγραφε ο Baines, ο πρόμαχος και ιστορικός της βαμβακοβιομηχανίας, το 1835, «για να επιτρέπουν μεγάλη συσσώρευση κεφαλαίου στη βιομηχανία».21

Τα ημερομίσθια μπορούσαν να μειωθούν με άμεση περικοπή τους, με την υποκατάσταση των πιο υψηλόμισθων ειδικευμένων εργατών με φτηνότερους χειριστές μηχανημάτων, και με τον ανταγωνισμό της μηχανής. Αυτό το τελευταίο μείωσε το μέσο βδομαδιάτικο του υφαντή σε χειροκίνητο αργαλειό στο Bolton από 33 σελίνια το 1795, και 14 σελίνια το 1815, σε 5 σελίνια-6 πένες (ή, ακριβέστερα, καθαρό εισόδημα 4 σελινιών και 11/2 πένας) το 1829-34.

Καθώς οι συνολικές πωλήσεις ανέβαιναν στα ύψη, αυξάνονταν και τα συνολικά κέρδη, έστω και με μειωμένο ρυθμό. Αυτό που χρειαζόταν ήταν συνεχιζόμενη και ιδιαίτερα μεγάλη εξάπλωση. Παρ' όλ' αυτά, φαινόταν ότι η μείωση των περιθωρίων κέρδους έπρεπε να σταματήσει, ή τουλάχιστον να αναχαιτιστεί, και αυτό μπορούσε να γίνει μόνο με τον περιορισμό των δαπανών. Και από όλες τις δαπάνες, αυτές που μπορούσαν ευκολότερα να συμπιεστούν ήταν τα ημερομίσθια, το ετήσιο ύψος των οποίων ο McCulloch υπολόγισε ότι ήταν το τριπλάσιο των πρώτων υλών.

22

i Ο Ε. Baines το 1835 υπολόγισε το μέσο βδομαδιάτικο των εργατών υφαντικής και κλωστικής σε 10 σελίνια —με δύο εβδομάδες άδεια χωρίς αποδοχές— ενώ των εργατών στους χειροκίνητους αργαλειούς σε 7 σελίνια.

Πράγματι, οι αποδοχές των εργαζομένων μειώνονταν σταθερά στη μεταναπολεόντεια περίοδο. Υπήρχε ωστόσο ένα —εκ των πραγμάτων— όριο στις περικοπές αυτές προκειμένου να μη λιμοκτονήσουν οι εργάτες, πράγμα που τελικά το έπαθαν οι 500.000 υφαντές χειροκίνητων αργαλειών. Μόνο αν το κόστος ζωής μειωνόταν, μπορούσαν και οι αποδοχές να πέσουν κάτω από το όριο αυτό. Οι βαμβακοβιομήχανοι συμμερίζονταν την άποψη ότι το κόστος ζωής κρατιόταν τεχνητά υψηλό από το μονοπώλιο των γαιοκτητικών συμφερόντων. Η κατάσταση επιδεινωνόταν από τους υψηλούς προστατευτικούς δασμούς που το κοινοβούλιο

Page 39: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

γαιοκτημόνων είχε επιβάλει στη βρετανική γεωργία μετά τους πολέμους, μέσω των «Νόμων περί σιτηρών». Επιπλέον, αυτοί οι νόμοι είχαν το πρόσθετο μειονέκτημα ότι απειλούσαν την ουσιαστική ανάπτυξη των βρετανικών εξαγωγών. Διότι, αν ο υπόλοιπος, ακόμα μη βιομηχανικός, κόσμος εμποδιζόταν να πουλήσει τα γεωργικά του προϊόντα, πώς θα μπορούσε να πληρώσει για τα βιομηχανικά αγαθά που μόνο η Βρετανία μπορούσε —και έπρεπε— να παρέχει; Ο επιχειρηματικός κόσμος του Manchester έγινε συνεπώς το κέντρο μιας μαχητικής, όλο και πιο απεγνωσμένης αντίδρασης ενάντια στους γαιοκτήμονες γενικά και τους Νόμους περί σιτηρών ειδικότερα, καθώς και ο άξονας του Συνδέσμου κατά των Νόμων περί σιτηρών το 1838-46. Αλλά οι νόμοι αυτοί δεν καταργήθηκαν παρά το 1846, ενώ η κατάργησή τους δεν οδήγησε αμέσως σε πτώση του κόστους ζωής. Είναι μάλιστα αμφίβολο αν (πριν από την εποχή των σιδηροδρόμων και των ατμοπλοίων) θα μπορούσαν ακόμη και οι δωρεάν εισαγωγές τροφίμων να το μειώσουν κατά πολύ.

Η βιομηχανία πιεζόταν έτσι παρά πολύ να προχωρήσει σε αυτοματισμό (δηλαδή να μειώσει τις δαπάνες με οικονομία στα εργατικά χέρια), σε ορθολογική οργάνωση και σε επέκταση της παραγωγής και των πωλήσεών της, έτσι ώστε να αντισταθμίσει τη μείωση των περιθωρίων με τα πολλά μικρά κέρδη ανά μονάδα. Η επιτυχία της είχε διακυμάνσεις. Όπως είδαμε, η αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών ήταν γιγαντιαία- το ίδιο ίσχυσε, μετά το 1815, για τον αυτοματισμό των μέχρι τότε χειρωνακτικών ή μερικώς μηχανοποιημένων ενασχολήσεων, και ιδίως της υφαντικής. Ο αυτοματισμός αυτός πήρε κυρίως τη μορφή γενίκευσης των μηχανημάτων που ήδη υπήρχαν, ή άλλων ελαφρά βελτιωμένων μηχανών, και όχι τη μορφή περαιτέρω τεχνολογικής επανάστασης. Μολονότι η πίεση για τεχνικές καινοτομίες αυξήθηκε σημαντικά —υπήρχαν στα 1800-20 τριάντα εννιά νέες πατέντες στην κλωστοϋφαντουργία, πενήντα μία στη δεκαετία του 1820, ογδόντα έξι στη δεκαετία του 1830 και εκατόν πενήντα έξι στη δεκαετία του 184023

IV

— η βρετανική βαμβακοβιομηχανία παρουσίαζε ήδη στη δεκαετία του 1830 τεχνολογική στασιμότητα. Από την άλλη μεριά, μολονότι η παραγωγή ανά εργάτη αυξήθηκε στη μεταναπολεόντεια περίοδο, δεν αυξήθηκε σε ιδιαίτερο —επαναστατικό, όπως θα λέγαμε— βαθμό. Η πραγματικά σημαντική επιτάχυνση της παραγωγής θα συνέβαινε στο δεύτερο μισό του αιώνα.

Υπήρχε και ανάλογη πίεση στα επιτόκια του κεφαλαίου, που οι σύγχρονοι θεωρητικοί έτειναν να την ταυτίζουν με το κέρδος. Αλλά η εξέταση του σημείου αυτού μας οδηγεί στην επόμενη φάση της βιομηχανικής ανάπτυξης —στη δημιουργία μιας βασικής βιομηχανίας κεφαλαιουχικών αγαθών.

Είναι προφανές ότι καμία βιομηχανική οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί πέρα από ένα ορισμένο σημείο πριν αποκτήσει επαρκή ικανότητα παραγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών. Αυτός είναι ο λόγος που, ακόμη και σήμερα, ο πιο αξιόπιστος δείκτης του βιομηχανικού δυναμικού κάθε χώρας είναι η ποσότητα της παραγωγής της σε σίδηρο και χάλυβα. Αλλά είναι επίσης προφανές ότι, υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς, η εξαιρετικά μεγάλη επένδυση σε κεφάλαιο που απαιτείται για μια τέτοια ανάπτυξη δεν πρόκειται να αναληφθεί το ίδιο εύκολα όπως αναλαμβάνεται για την εκβιομηχάνιση του βαμβακιού ή άλλων καταναλωτικών αγαθών. Για τα αγαθά αυτά υπάρχει ήδη μια μεγάλη αγορά, τουλάχιστον δυνάμει: και οι πιο πρωτόγονοι άνθρωποι φορούν πουκάμισα ή χρησιμοποιούν οικιακά σκεύη και τρόφιμα. Το πρόβλημα είναι απλά και μόνο πώς θα τεθεί μια αρκετά μεγάλη αγορά, αρκετά γρήγορα, στα όρια δικαιοδοσίας, θα λέγαμε, των επιχειρηματιών. Δεν υπάρχει όμως τέτοια αγορά, π.χ., για βαριά σιδηρά είδη όπως οι σιδηροδοκοί. Η αγορά αυτή δημιουργείται μόνο στην πορεία μιας βιομηχανικής επανάστασης (και πάλι όχι πάντοτε), και όσοι δεσμεύουν τα χρήματά τους στις πολύ μεγάλες επενδύσεις που απαιτούν ακόμη και τα περιορισμένης έκτασης εργοστάσια επεξεργασίας σιδήρου (σε σύγκριση με τα σχετικά μεγάλα κλωστοϋφαντουργεία), πριν ακόμη

Page 40: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

διαφανεί στον ορίζοντα μια τέτοια αγορά, είναι πιθανότατα κερδοσκόποι, τυχοδιώκτες και ονειροπαρμένοι μάλλον παρά συνετοί επιχειρηματίες. Πράγματι, στη Γαλλία, μια ομάδα τέτοιοι τυχοδιώκτες της τεχνολογίας, οι Σαινσιμονιστές (πρβλ. >>, >>), έδρασαν ως κύριοι προπαγανδιστές του είδους εκείνου της εκβιομηχάνισης που απαιτούσε μεγάλες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις.

Τα μειονεκτήματα αυτά ίσχυαν ιδιαίτερα για τη μεταλλουργία, κυρίως του σιδήρου. Η παραγωγική της ικανότητα αυξήθηκε στη δεκαετία του 1780 χάρη σε μερικές απλές καινοτομίες, όπως η κάμινος αναδεύσεως και η ελασματοποίηση. Ωστόσο η ζήτηση για μη στρατιωτικούς σκοπούς παρέμενε σχετικά περιορισμένη, ενώ η ζήτηση για το στρατό, μολονότι ικανοποιητικά μεγάλη λόγω μιας σειράς πολέμων μεταξύ του 1756 και του 1815, σημείωσε απότομη κάμψη μετά το Βατερλό. Σίγουρα, δεν ήταν αρκετά μεγάλη για να κάνει τη Βρετανία μείζονα σιδηροπαραγωγό χώρα. Το 1790 ξεπέρασε τη Γαλλία στην παραγωγή μόνο κατά 40% περίπου· και το 1800 ακόμη, η παραγωγή της ήταν αρκετά μικρότερη από το μισό του συνόλου της ηπειρωτικής Ευρώπης και ανερχόταν στο πολύ μικρό, σύμφωνα με μεταγενέστερα κριτήρια, ύψος των 250.000 τόνων. Το ποσοστό άλλωστε συμμετοχής της Βρετανίας στην παγκόσμια παραγωγή σιδήρου επρόκειτο να μειωθεί ακόμη περισσότερο στις επόμενες δεκαετίες.

Ευτυχώς, τα μειονεκτήματα αυτά ίσχυαν λιγότερο για τα ορυχεία, που ήταν κυρίως ορυχεία άνθρακα. Ο άνθρακας είχε το πλεονέκτημα ότι δεν ήταν απλά και μόνο η σημαντικότερη πηγή βιομηχανικής ενέργειας στον 19ο αιώνα αλλά και μια σημαντικότερη μορφή οικιακού καυσίμου, χάρη κυρίως στη σχετική έλλειψη δασών στη Βρετανία. Η ανάπτυξη των πόλεων, και ιδίως του Λονδίνου, έδωσε ώθηση στη γρήγορη ανάπτυξη των ανθρακωρυχείων από τα τέλη ήδη του 16ου αιώνα. Στις αρχές του 18ου αιώνα η εξόρυξη του άνθρακα αποτελούσε ουσιαστικά μια πρωτόγονη σύγχρονη βιομηχανία που χρησιμοποιούσε τις πιο πρώιμες ατμομηχανές (που είχαν επινοηθεί για παρόμοια χρήση στην εξόρυξη μη σιδηρούχων μετάλλων, κυρίως στην Κορνουάλη). Ως εκ τούτου, τα ανθρακωρυχεία δεν χρειάστηκαν και δεν γνώρισαν σημαντική τεχνολογική επανάσταση στην περίοδο που μας απασχολεί. Οι καινοτομίες τους ήταν βελτιώσεις μάλλον παρά μετασχηματισμός των μεθόδων παραγωγής. Η ικανότητα παραγωγής τους όμως ήταν ήδη πολύ μεγάλη και, με τα παγκόσμια κριτήρια, αστρονομική. Το 1800 η Βρετανία παρήγαγε γύρω στα 10 εκατομμύρια τόνους άνθρακα, ή περί το 90% της παγκόσμιας παραγωγής. Η δεύτερη στη σειρά ανθρακοπαραγωγός χώρα, η Γαλλία, παρήγαγε λιγότερο από ένα εκατομμύριο τόνους.

Η τεράστια αυτή βιομηχανία, μολονότι ίσως δεν αναπτυσσόταν αρκετά γρήγορα ώστε να προκαλέσει μια πραγματικά μαζική εκβιομηχάνιση σημερινού τύπου, ήταν ωστόσο αρκετά μεγάλη για να δώσει κίνητρο στη βασική εφεύρεση που έμελλε να μετασχηματίσει τις βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών, το σιδηρόδρομο. Διότι τα ορυχεία δεν χρειάζονταν απλώς ατμομηχανές μεγάλης ισχύος σε μεγάλες ποσότητες, αλλά και αποτελεσματικά μέσα μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων άνθρακα από το μέτωπο εξόρυξης στο φρέαρ, και ιδίως από την είσοδο της στοάς στο σημείο φόρτωσης. Οι σιδηροτροχιές για τη μεταφορά των βαγονέτων ήταν μια προφανής λύση: δελεαστικό ήταν να σύρονται τα βαγονέτα αυτά με τη βοήθεια στάσιμων μηχανών· αν πάλι τα έσυραν κινούμενες μηχανές, η λύση δεν φαινόταν και τόσο ανεφάρμοστη. Τέλος, τα έξοδα χερσαίας μεταφοράς τέτοιων ποσοτήτων ήταν τόσο μεγάλα που ήταν πιθανό οι ιδιοκτήτες ανθρακωρυχείων στα μεσόγεια να θεωρήσουν πως αυτά τα βραχυπρόθεσμα μέσα μεταφοράς θα μπορούσαν επωφελώς να χρησιμοποιηθούν και για μακροπρόθεσμες μεταφορές. Η γραμμή από την ανθρακοφόρα περιοχή του Durham προς την ακτή (Stockton-Darlington, 1825) ήταν η πρώτη των σύγχρονων σιδηροδρόμων. Από τεχνολογική άποψη, ο σιδηρόδρομος είναι παιδί του ορυχείου, και ιδίως του ανθρακωρυχείου της βόρειας Αγγλίας. Ο George Stephenson ξεκίνησε ως μηχανοδηγός του Tyneside και, για χρόνια, όλοι σχεδόν οι οδηγοί ατμομηχανών προέρχονταν από την

Page 41: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ανθρακοφόρα περιοχή απ' όπου καταγόταν αυτός.

Καμιά καινοτομία της Βιομηχανικής Επανάστασης δεν εξήψε τόσο τη φαντασία όσο ο σιδηρόδρομος, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι αυτός είναι το μόνο δημιούργημα της εκβιομηχάνισης του 19ου αιώνα που ενσωματώθηκε πλήρως στις εκφράσεις της λαϊκής και της έντεχνης ποίησης. Ακόμη δεν είχε καλά καλά αποδειχτεί η τεχνική του σκοπιμότητα και ωφέλεια στην Αγγλία (γύρω στα 1825-30), και είχαν ήδη γίνει σχέδια κατασκευής του στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου, μολονότι η εκτέλεσή τους κατά κανόνα καθυστέρησε. Οι πρώτες μικρές γραμμές εγκαινιάστηκαν στις ΗΠΑ το 1827, στη Γαλλία το 1828 και το 1835, στη Γερμανία και το Βέλγιο το 1835, και ακόμη και στη Ρωσία το 1837, Ο λόγος ήταν αναμφίβολα ότι καμιά άλλη εφεύρεση δεν αποκάλυπτε τόσο έντονα στον μέσο άνθρωπο τη δύναμη και την ταχύτητα της νέας εποχής, αποκάλυψη που ήταν περισσότερο εντυπωσιακή λόγιο της καταπληκτικής τεχνικής ωριμότητας ακόμη και των πρώιμων σιδηροδρόμων. (Ταχύτητες ως 60 μίλια την ώρα, για παράδειγμα, ήταν εντελώς εφικτές στη δεκαετία του 1830 και δεν βελτιώθηκαν ουσιαστικά με τις μεταγενέστερες ατμομηχανές.) Ο σιδηρόδρομος, που πάνω στις φιδωτές του ράγες έτρεχαν σαν τον άνεμο τεράστια βαγόνια αφήνοντας σύννεφα καπνού και διέσχιζαν χώρες και ηπείρους, ο σιδηρόδρομος, που οι επιχωματώσεις και εκχωματώσεις του, οι γέφυρες και οι σταθμοί του αποτελούσαν δημόσια έργα που μπροστά τους οι Πυραμίδες και τα ρωμαϊκά υδραγωγεία, ακόμη και το Μεγάλο Σινικό Τείχος, ωχριούσαν και φάνταζαν δείγματα επαρχιωτισμού, ο σιδηρόδρομος, λοιπόν, ήταν το ίδιο το σύμβολο του θριάμβου του ανθρώπου μέσω της τεχνολογίας.

Στην πραγματικότητα, από οικονομική άποψη, τα τεράστια έξοδα που συνεπαγόταν ο σιδηρόδρομος ήταν και το κύριο πλεονέκτημά του. Μακροπρόθεσμα, η δυνατότητά του να συνδέει χώρες που ως τότε ήταν αποκομμένες από την παγκόσμια αγορά λόγω του υψηλού κόστους των μεταφορών, η τεράστια αύξηση που προκάλεσε στην ταχύτητα και τον όγκο των χερσαίων επικοινωνιών για ανθρώπους και εμπορεύματα έμελλε να αποκτήσουν μεγάλη σημασία. Πριν από το 1848, αυτά ήταν λιγότερο σημαντικά από οικονομική άποψη: εκτός Βρετανίας, επειδή οι σιδηρόδρομοι ήταν λίγοι, στη Βρετανία επειδή, για γεωγραφικούς λόγους, τα προβλήματα μεταφοράς ήταν λιγότερο δυσεπίλυτα από ό,τι στις μεγάλες ηπειρωτικές χώρες με περιορισμένη πρόσβαση στη θάλασσα.i Αλλά από την άποψη του μελετητή της οικονομικής ανάπτυξης, η τεράστια «όρεξη» των σιδηροδρόμων για σίδηρο και χάλυβα, για άνθρακα, για βαριά μηχανήματα, για εργατικά χέρια, για επενδύσεις κεφαλαίων ήταν πιο σημαντική στο στάδιο αυτό, διότι πρόσφερε αυτήν ακριβώς τη μεγάλη ζήτηση που ήταν απαραίτητη προκειμένου να μετασχηματιστούν οι βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών τόσο ριζικά όσο είχε μετασχηματιστεί η βαμβακοβιομηχανία. Στις δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής του σιδηροδρόμου (1830-50) η παραγωγή σιδήρου στη Βρετανία αυξήθηκε από 680.000 σε 2.250.000 τόνους —με άλλα λόγια, τριπλασιάστηκε. Η παραγωγή άνθρακα ανάμεσα στο 1830 και το 1850 υπερτριπλασιάστηκε επίσης από 15 σε 49 εκατομμύρια τόνους. Η τεράστια αυτή αύξηση οφειλόταν κυρίως στο σιδηρόδρομο, γιατί για κάθε μίλι σιδηροδρομικής γραμμής χρειάζονταν 300 τόνοι σιδήρου μόνο για τη σιδηροτροχιά.24

Ο λόγος γι' αυτή την ξαφνική, τεράστια και εντελώς απαραίτητη ανάπτυξη έγκειται στο φαινομενικά παράλογο πάθος με το οποίο επιχειρηματίες και επενδυτές «ρίχτηκαν» στην κατασκευή σιδηροδρόμων. Το 1830 υπήρχαν μερικές δωδεκάδες μίλια σιδηροδρομικών γραμμών σε όλο τον κόσμο —κυρίως η γραμμή από το Liverpool στο Manchester. Ως το 1840 υπήρχαν 4.500 μίλια και ως το 1850 πάνω από 23.500 μίλια. Οι πιο πολλές γραμμές

Τις επόμενες δεκαετίες ακολούθησαν φυσιολογικά και οι βιομηχανικές πρόοδοι που έκαναν για πρώτη φορά δυνατή τη μαζική παραγωγή χάλυβα.

i Κανένα σημείο στη Βρετανία δεν απέχει περισσότερο από 70 μίλια από τη θάλασσα, και όλες οι σπουδαίες βιομηχανικές περιοχές του 19ου αιώνα, με μία εξαίρεση, είτε είναι λιμάνια είτε απέχουν λίγο από τη θάλασσα.

Page 42: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

σχεδιάστηκαν σε περιόδους κερδοσκοπικού παραληρήματος, γνωστού ως «μανία των σιδηροδρόμων», όπως του 1835-37, και ιδίως του 1844-47· οι πιο πολλές κατασκευάστηκαν κατά μέγα μέρος με βρετανικά κεφάλαια, βρετανικό σίδηρο, βρετανικά μηχανήματα και τεχνολογία.i Αυτές οι επενδυτικές εξάρσεις φαίνονται παράλογες διότι, στην πραγματικότητα, λίγοι σιδηρόδρομοι ήταν πιο αποδοτικοί για τους επενδυτές από άλλες μορφές επιχειρήσεων· οι πιο πολλοί απέφεραν περιορισμένα κέρδη και πολλοί κανένα κέρδος: το 1855 ο μέσος τόκος για κεφάλαιο επενδυμένο στους βρετανικούς σιδηροδρόμους ήταν μόνο 3,7%. Χωρίς αμφιβολία, μερικοί κερδοσκόποι και επιχειρηματίες κέρδιζαν εξαιρετικά πολλά από τους σιδηροδρόμους, αλλά όχι και ο κοινός επενδυτής. Παρ' όλα αυτά, ως το 1840 είχαν επενδυθεί στους σιδηροδρόμους 28 εκατομμύρια στερλίνες και ως το 1850, 240 εκατομμύρια στερλίνες.25

Ποιος είναι ο λόγος; Το βασικό χαρακτηριστικό της Βρετανίας, κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων γενεών της Βιομηχανικής Επανάστασης, ήταν ότι οι εύπορες και οι πλούσιες τάξεις συσσώρευαν εισόδημα τόσο γρήγορα και σε τόσο μεγάλες ποσότητες ώστε να έχουν πια εξαντλήσει τις δυνατότητες δαπάνης και επένδυσης. (Το ετήσιο πλεόνασμα που μπορούσε να επενδυθεί στη δεκαετία του 1840 υπολογίζεται σε 60 περίπου εκατομμύρια στερλίνες.

26) Αναμφίβολα, οι φεουδαλικές και αριστοκρατικές κοινωνίες θα κατόρθωναν να σπαταλήσουν μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών σε αχαλίνωτες διασκεδάσεις, πολυτελή κτίρια και άλλες αντιοικονομικές δραστηριότητες.ii Ακόμη και στη Βρετανία, ο 6ος Δούκας του Devonshire, του οποίου το σύνηθες εισόδημα ήταν ηγεμονικό, κατόρθωσε να αφήσει στον κληρονόμο του 1.000.000 στερλίνες χρέη στα μέσα του 19ου αιώνα (χρέη που αυτός εξόφλησε αφού δανείστηκε άλλες 1.500.000 στερλίνες και επιδόθηκε στην αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του).27 Αλλά το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων τάξεων, που αποτελούσαν το κύριο επενδυτικό κοινό, μάλλον αποταμίευαν ακόμη παρά δαπανούσαν, μολονότι το 1840 ήδη υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι αισθάνονταν αρκετά εύπορες για να ξοδεύουν αλλά και να επενδύουν. Οι γυναίκες τους άρχισαν να γίνονται «κυρίες», καθοδηγούμενες από τα εγχειρίδια της «ετικέτας» που πολλαπλασιάζονται αυτή την περίοδο, τα παρεκκλήσια τους άρχισαν να ανοικοδομούνται σε πλούσια και ακριβά στυλ, και οι ίδιοι άρχισαν ακόμη και να προβάλλουν τη συλλογική τους δόξα χτίζοντας τα απαίσια εκείνα δημαρχεία και άλλα τερατουργήματα σε απομίμηση γοτθικού ή αναγεννησιακού ρυθμού, τερατουργήματα που το ακριβές και τεράστιο κόστος τους κατέγραφαν με περηφάνια οι τοπικοί ιστορικοί.iii

Μια σύγχρονη σοσιαλιστική κοινωνία, ή μια κοινωνία προνοίας, θα χρησιμοποιούσε αναμφίβολα κάποιες από τις τεράστιες αυτές συσσωρεύσεις για κοινωνικούς σκοπούς. Στην περίοδο που μας απασχολεί, αυτό ήταν τελείως απίθανο. Έτσι, σχεδόν απαλλαγμένες από φόρους, οι μεσαίες τάξεις εξακολούθησαν να συσσωρεύουν πλούτο σε βάρος του πεινασμένου λαού, του οποίου η πείνα ήταν το αντάλλαγμα για τα πλούτη αυτά. Και καθώς δεν ήταν αγρότες που θα αρκούνταν να αποθησαυρίζουν τα πλούτη τους σε μάλλινες κάλτσες ή να τα κάνουν χρυσά βραχιόλια, έπρεπε να βρουν επικερδείς επενδύσεις για να τα διοχετεύσουν. Αλλά που; Οι υπάρχουσες βιομηχανίες, για παράδειγμα, είχαν γίνει υπερβολικά φτηνές και απορροφούσαν μικρό μόνο μέρος του διαθέσιμου πλεονάσματος για επενδύσεις· ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι διπλασιαζόταν το μέγεθος της

i Το 1848 το 1/3 του κεφαλαίου στους γαλλικούς σιδηροδρόμους ήταν βρετανικό. [Rondo Ε. Cameron, France and the Economic Development of Europe 1800-1914, 1961, σ. 77.]

ii Ασφαλώς τέτοιες δαπάνες τονώνουν επίσης την οικονομία, αλλά με πολύ πενιχρά αποτελέσματα και καθόλου προς την κατεύθυνση της βιομηχανικής ανάπτυξης.

iii Μερικές πόλεις με παραδόσεις του 18ου αιώνα δεν σταμάτησαν ποτέ να οικοδομούν δημόσια κτίρια, αλλά οι κλασικές νέες βιομηχανικές μητροπόλεις, όπως το Bolton στο Lancashire, δεν έχτισαν σχεδόν κανένα αξιόλογο και μη χρηστικό κτίριο πριν από το 1847-48. [J. Clegg, A chronological history of Bolton, 1876.]

Page 43: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

βαμβακοβιομηχανίας, το κόστος της σε κεφάλαιο δεν θα απορροφούσε ολόκληρο το πλεόνασμα αυτό. Αυτό που χρειαζόταν ήταν ένα σφουγγάρι αρκετά μεγάλο για να το απορροφήσει ολόκληρο.i

Οι επενδύσεις στο εξωτερικό πρόσφεραν μια προφανή δυνατότητα. Ο υπόλοιπος κόσμος —κυρίως οι παλιές κυβερνήσεις, που προσπαθούσαν να αναρρώσουν από τους ναπολεόντειους πολέμους, και οι νέες, που πρόβαιναν σε σύναψη δανείων με τη συνήθη τους ορμή και αμεριμνησία για σκοπούς απροσδιόριστους— ήταν υπερβολικά πρόθυμος για απεριόριστα δάνεια. Ο Άγγλος επενδυτής δάνειζε αφειδώς. Αλλά, δυστυχώς, τα νοτιοαμερικανικά δάνεια που φαίνονταν να υπόσχονται πολλά στη δεκαετία του 1820, τα βορειοαμερικανικά που ήταν ενθαρρυντικά στη δεκαετία του 1830, εξελίσσονταν υπερβολικά συχνά σε άχρηστα κομμάτια χαρτί: από τα 25 δάνεια ξένων κυβερνήσεων μεταξύ του 1818 και του 1831, 16 (που αφορούσαν το μισό σχεδόν των 42 εκατομμυρίων στερλινών σε τιμές έκδοσης) δεν απέδιδαν τόκους το 1831. Θεωρητικά, τα δάνεια αυτά θα έπρεπε να αποφέρουν στον επενδυτή 7 ή 9%· στην πραγματικότητα, το 1831 του απέφεραν κατά μέσο όρο 3,1%. Ποιος δεν θα αποθαρρυνόταν με εμπειρίες όπως αυτές των ελληνικών δανείων του 1824 και 1825 με 5%, που άρχισαν να αποφέρουν κάποιο τόκο μόλις στη δεκαετία του 1870;28 Συνεπώς, το κεφάλαιο που κατέκλυζε το εξωτερικό στη διάρκεια των εξάρσεων της κερδοσκοπίας το 1825 και στα 1835-37 ήταν φυσικό να αναζητήσει μια προφανώς λιγότερο απογοητευτική διέξοδο.

Ο John Francis, εξετάζοντας το 1851 την επενδυτική μανία, περιέγραψε τον πλούσιο ο οποίος «είδε τη συσσώρευση του πλούτου, που σε έναν βιομηχανικό λαό πάντοτε ξεπερνά τις συνήθεις μορφές επένδυσης, να χρησιμοποιείται θεμιτά και δίκαια. [...] Είδε τα χρήματα που στη νεότητά του σπαταλήθηκαν σε πολεμικά δάνεια, και στην ωριμότητά του ξοδεύτηκαν ανώφελα στα ορυχεία της Νότιας Αμερικής, να αξιοποιούνται στην κατασκευή δρόμων, στην απασχόληση εργατικών χεριών και στην ανάπτυξη επιχειρήσεων. Η απορρόφηση κεφαλαίου [από τους σιδηροδρόμους], μολονότι άκαρπη, ήταν τουλάχιστον μια απορρόφηση στη χώρα που το παρήγαγε. Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε με τα ξένα ορυχεία και τα ξένα δάνεια, τα χρήματα αυτά δεν μπορούσαν να εξαντληθούν ή να χάσουν εντελώς την άξια τους».29

V

Κατά πόσο το κεφάλαιο αυτό θα μπορούσε να έχει βρει άλλες μορφές επένδυσης στο εσωτερικό της χώρας —στην οικοδόμηση π.χ.— είναι ένα ακαδημαϊκό ερώτημα με αμφίβολη ακόμη απάντηση. Στην πραγματικότητα, βρήκε τους σιδηροδρόμους, που δεν θα μπορούσαν με κανέναν τρόπο να κατασκευαστούν τόσο γρήγορα και σε τόσο μεγάλη κλίμακα, χωρίς το χείμαρρο κεφαλαίου που επενδύθηκε σ' αυτούς, ιδίως στα μέσα της δεκαετίας του 1840. Ήταν μια ευτυχής συγκυρία, διότι οι σιδηρόδρομοι έλυσαν σχεδόν όλα τα προβλήματα της οικονομικής ανάπτυξης μονομιάς.

Η περιγραφή των διαδικασιών που έδωσαν ώθηση στην εκβιομηχάνιση αποτελεί μέρος μόνο του έργου του ιστορικού. Μέρος του έργου του αποτελεί επίσης να παρακολουθήσει την κινητοποίηση και την ανακατανομή των οικονομικών πόρων, την προσαρμογή της οικονομίας και της κοινωνίας, στοιχεία απαραίτητα προκειμένου να διατηρηθεί η νέα, επαναστατική πορεία.

Ο πρώτος και ίσως ο ζωτικότερος παράγων που έπρεπε να κινητοποιηθεί και να ανακατανεμηθεί ήταν η εργασία, διότι βιομηχανική οικονομία σημαίνει απότομη πτώση του γεωργικού (δηλαδή αγροτικού) πληθυσμού και απότομη αναλογική αύξηση του μη γεωργικού

i Το συνολικό κεφάλαιο —πάγιο και κεφάλαιο κινήσεως— της βαμβακοβιομηχανίας υπολογίζεται από τον McCulloch σε 34 εκατομμύρια στερλίνες το 1833 και 47 εκατομμύρια το 1845.

Page 44: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

(δηλαδή του πληθυσμού που όλο και περισσότερο συγκεντρώνεται στα αστικά κέντρα) και σχεδόν πάντα σημαίνει (όπως στην περίοδο που μας απασχολεί) μια ταχύτατη γενική πληθυσμιακή αύξηση. Επομένως, συνεπάγεται καταρχήν μια απότομη αύξηση στην προσφορά ειδών διατροφής, κυρίως από την εγχώρια γεωργία —δηλαδή μια «γεωργική επανάσταση».i

Η ταχεία ανάπτυξη πόλεων και μη αγροτικών οικισμών στη Βρετανία είχε φυσικά από καιρό τονώσει τη γεωργία, που είναι ευτυχώς τόσο αναποτελεσματική στην προβιομηχανική της μορφή ώστε πολύ περιορισμένες βελτιώσεις —κάποια μικρή προσοχή στην κτηνοτροφία, στην εναλλαγή των καλλιεργειών, στη λίπανση και τη διάρθρωση των αγροκτημάτων, ή η εισαγωγή νέων καλλιεργειών— μπορούν να επιφέρουν δυσανάλογα σημαντικά αποτελέσματα. Μια τέτοια αλλαγή στη γεωργία είχε ήδη προηγηθεί της βιομηχανικής επανάστασης και μπόρεσε να ανταποκριθεί στα πρώτα στάδια της ταχείας πληθυσμιακής αύξησης· έτσι φυσικά συνεχίστηκε η ανοδική πορεία, μολονότι η βρετανική γεωργία υπέφερε πολύ κατά τη διάρκεια της περιόδου κάμψης των τιμών που ακολούθησε τις αφύσικα υψηλές τιμές της περιόδου των ναπολεόντειων πολέμων. Ως προς την τεχνολογία και την επένδυση κεφαλαίου, οι αλλαγές που σημειώθηκαν ήταν πιθανόν αρκετά περιορισμένες ως τη δεκαετία του 1840, όταν η γεωπονία θα μπορούσε να πει κανείς ότι ενηλικιώθηκε. Η τεράστια αύξηση στην παραγωγή, που επέτρεψε στη βρετανική γεωργία να προμηθεύει στη δεκαετία του 1830 το 98% των σιτηρών για πληθυσμό 2 ή 3 φορές μεγαλύτερο από τον πληθυσμό των μέσων του 18ου αιώνα,30

Όλα αυτά επιτεύχθηκαν με κοινωνικό μάλλον παρά με τεχνολογικό μετασχηματισμό: με την εξαφάνιση της μεσαιωνικής «κοινοτικής» καλλιέργειας με τους ανοιχτούς αγρούς της και τα κοινά της βοσκοτόπια (το «κίνημα των περιφράξεων»), την εξαφάνιση της γεωργίας των μικροκαλλιεργητών με χαρακτηριστικό την αυτάρκεια, και με την κατάργηση των παλιών αντιεμπορικών τρόπων αντιμετώπισης της γης. Χάρη στις προκαταρκτικές εξελικτικές διεργασίες του 16ου-18ου αιώνα, αυτή η μοναδικά ριζοσπαστική λύση του αγροτικού προβλήματος που έκανε τη Βρετανία χώρα των λίγων μεγάλων γαιοκτημόνων, ενός περιορισμένου αριθμού ενοικιαστών γης με επιχειρηματική συνείδηση και μεγάλου αριθμού αγρεργατών επιτεύχθηκε με ελάχιστα προβλήματα, μολονότι περιοδικά της αντιστέκονταν όχι μόνο οι δύστυχοι φτωχοί αγρότες αλλά και η παραδοσιακή αριστοκρατία της γης. Το «Σύστημα Speenhamland» για την ανακούφιση των φτωχών, σύστημα που υιοθετήθηκε αυθόρμητα από τοπικούς παράγοντες —ευγενείς με δικαστικές αρμοδιότητες— σε αρκετές περιφέρειες, τόσο το 1795 όσο και μετά από το δύσκολο αυτό έτος, έχει θεωρηθεί η τελευταία συστηματική απόπειρα προστασίας της παλιάς αγροτικής κοινωνίας ενάντια στη διάβρωση του χρήματος.

επιτεύχθηκε με τη γενική υιοθέτηση μεθόδων οι οποίες δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές του 18ου αιώνα, με την ορθολογική οργάνωση της παραγωγής και με την επέκταση των καλλιεργημένων εκτάσεων.

ii

i Πριν από την εποχή του σιδηροδρόμου και του ατμοπλοίου —δηλαδή πριν από το τέλος της περιόδου που μας απασχολεί— η δυνατότητα εισαγωγής μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων από το εξωτερικό ήταν περιορισμένη, μολονότι, ήδη από τη δεκαετία του 1780, οι εισαγωγές ειδών διατροφής στη Βρετανία υπερέβαιναν τις εξαγωγές.

ii Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, θα εξασφαλιζόταν στους φτωχούς κάποιο υποφερτό εισόδημα με ενδεχόμενες επιχορηγήσεις από τους δημοτικούς φόρους, εφόσον χρειαζόταν· το σύστημα υποδήλωνε καλές διαθέσεις, αλλά οδήγησε τελικά σε ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωση.

Οι Νόμοι περί σιτηρών, με τους οποίους επιχειρήθηκε η προστασία της γεωργίας από τη μετά το 1815 κρίση, σε πείσμα κάθε οικονομικής ορθοδοξίας, ήταν εν μέρει ένα μανιφέστο ενάντια στην τάση να αντιμετωπίζεται η γεωργία ως μια βιομηχανία όπως όλες οι άλλες, να κρίνεται δηλαδή με βάση τα κριτήρια του κέρδους και μόνο μ' αυτά. Αλλά αυτά όλα δεν ήταν παρά καταδικασμένες ενέργειες οπισθοχώρησης στην τελική εισαγωγή του καπιταλισμού στην ύπαιθρο· τελικά ηττήθηκαν από το κύμα της ριζοσπαστικής προόδου της μεσαίας τάξης μετά το 1830, τον νέο Νόμο περί πτωχών του 1834 και την

Page 45: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

κατάργηση των Νόμων περί σιτηρών το 1846.

Ως προς την οικονομική παραγωγικότητα, ο κοινωνικός αυτός μετασχηματισμός ήταν μια τεράστια επιτυχία. Ως προς την ταλαιπωρία των ανθρώπων όμως ήταν μια τραγωδία που επιδεινώθηκε με τη γεωργική ύφεση μετά το 1815, η οποία οδήγησε τους φτωχούς αγρότες σε ηττοπάθεια και ανέχεια. Μετά το 1800, ακόμη και ο Arthur Young, ο ενθουσιώδης αυτός οπαδός των περιφράξεων και της γεωργικής προόδου, κλονίστηκε από τις κοινωνικές τους επιπτώσεις.31 Όσον αφορά όμως την εκβιομηχάνιση, οι συνέπειες αυτές ήταν επιθυμητές, γιατί μια βιομηχανική οικονομία χρειάζεται εργατική δύναμη που ασφαλώς θα προέλθει από τον έως τότε μη βιομηχανικό τομέα. Ο αγροτικός πληθυσμός στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, με τη μορφή μετανάστευσης (κυρίως της ιρλανδικής), ήταν οι πιο εμφανείς πηγές εργατικού δυναμικού, τις οποίες συμπλήρωναν οι διάφοροι μικροπαραγωγοί και οι φτωχοί εργαζόμενοι.i Οι άνθρωποι έπρεπε ή να προσελκυστούν στα νέα επαγγέλματα ή, το πιθανότερο, να εξαναγκαστούν να εγκαταλείψουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, εάν δεν ήταν πρόθυμοι να το κάνουν οικειοθελώς.32 Η αποτελεσματικότερη ώθηση ήταν η οικονομική και κοινωνική ανέχεια, ενώ το επιπλέον θέλγητρο ήταν τα υψηλότερα ημερομίσθια και η μεγαλύτερη ελευθερία της πόλης. Για ποικίλους λόγους, οι δυνάμεις που θα απομάκρυναν τους ανθρώπους από το ιστορικό κοινωνικό αραξοβόλι τους ήταν ακόμη σχετικά ανίσχυρες στην περίοδο που μας απασχολεί, σε σύγκριση με το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Χρειάστηκε μια πραγματικά συγκλονιστική καταστροφή, όπως ο λιμός της Ιρλανδίας, για να προκαλέσει το κύμα αυτό της τεράστιας μετανάστευσης (1.500.000 από συνολικό πληθυσμό 8.500.000 στα 1835-50), που έγινε συνηθισμένο φαινόμενο μετά το 1850. Παρ' όλα αυτά, οι λόγοι αυτοί ήταν ισχυρότεροι στη Βρετανία από οπουδήποτε αλλού. Αν τα πράγματα δεν ήταν έτσι, η βρετανική βιομηχανική ανάπτυξη θα καθυστερούσε όσο και η γαλλική, λόγω της σταθερότητας και της σχετικής άνεσης της αγροτιάς και της μικροαστικής τάξης που στερούσαν τη βιομηχανία από την απαραίτητη εισροή εργατικού δυναμικού.ii

Άλλο ήταν να αποκτήσει κανείς αρκετούς εργάτες κι άλλο να βρει αρκετούς με τα σωστά προσόντα και τις κατάλληλες ειδικότητες. Η εμπειρία μας στον 20ό αιώνα έχει δείξει ότι το πρόβλημα αυτό είναι εξίσου σοβαρό, και η επίλυσή του δυσχερέστερη. Καταρχήν όλοι οι εργαζόμενοι έπρεπε να μάθουν να δουλεύουν με τρόπο που εξυπηρετούσε τη βιομηχανία, δηλαδή με κανονικό και συνεχή ρυθμό καθημερινής εργασίας, πράγμα τελείως διαφορετικό από τις εποχικές εναλλαγές στη δουλειά του αγρότη ή την απασχόληση των ανεξάρτητων τεχνιτών. Έπρεπε επίσης να μάθουν να ανταποκρίνονται σε χρηματικά κίνητρα. Οι Βρετανοί εργοδότες τότε, όπως οι σημερινοί της Νότιας Αφρικής, παραπονούνταν συνεχώς για την «τεμπελιά» των εργαζομένων ή για την τάση τους να δουλεύουν μόνο όσο χρειαζόταν για να εξασφαλίζουν το παραδοσιακό βδομαδιάτικο που τους αρκούσε για να ζήσουν. Η λύση βρέθηκε με ένα σκληρότατο σύστημα «ποινών» για τους εργάτες (πρόστιμα, έναν κώδικα «Αφέντη και Υπηρέτη» που κινητοποιούσε το νόμο υπέρ του εργοδότη κτλ.), αλλά προπάντων με την πρακτική, όπου η εφαρμογή της ήταν εφικτή, να πληρώνονται τόσο λίγο ώστε να χρειάζεται να εργάζονται κανονικά όλη την εβδομάδα για να μπορούν να κερδίζουν ένα ελάχιστο εισόδημα (πρβλ.

>>). Στα εργοστάσια, όπου το πρόβλημα ήταν επιτακτικότερο, θεωρούνταν συχνά πιο βολικό να προσλαμβάνονται γυναίκες και παιδιά, που ήταν

i Κατά μια άλλη άποψη, η εργατική δύναμη προέρχεται όχι από τέτοιες μετατοπίσεις αλλά από την αύξηση του συνολικού πληθυσμού, που, όπως γνωρίζουμε, ήταν ταχύτατη, μια τέτοια ερμηνεία όμως παραβλέπει ένα βασικότατο σημείο. Σε μια βιομηχανική οικονομία δεν πρέπει να αυξάνονται σημαντικά μόνο οι αριθμοί αλλά και η αναλογία της μη γεωργικής εργατικής δύναμης. Αυτό σημαίνει ότι γυναίκες και άντρες, που ύπο άλλες συνθήκες θα έμεναν στο χωριό τους και θα ζούσαν όπως οι πρόγονοί τους, θα πρέπει να μετακινηθούν σε κάποιο στάδιο της ζωής τους, γιατί οι πόλεις μεγαλώνουν γρηγορότερα από τον δικό τους φυσικό ρυθμό αύξησης, που έτσι κι αλλιώς ήταν συνήθως χαμηλότερος απ' ό,τι στα χωριά. Αυτό συμβαίνει τόσο όταν ο αγροτικός πληθυσμός ελαττώνεται όσο και όταν διατηρείται σταθερός ή αυξάνεται.

ii Εναλλακτικά, όπως συνέβη με τις ΗΠΑ, η Βρετανία θα αναγκαζόταν να βασιστεί κι αυτή στη μετανάστευση. Και πραγματικά, βασίστηκε εν μέρει στους Ιρλανδούς μετανάστες.

Page 46: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ευπειθέστεροι αλλά και πιο χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι. Από το σύνολο των εργατών στις αγγλικές κλωστοϋφαντουργίες στα 1834-47 το 1/4 περίπου ήταν άντρες, περισσότερο από το 50% γυναίκες και κορίτσια, και το υπόλοιπο αγόρια κάτω των 18 χρόνων.33

Καμία δυσκολία δεν υπήρχε επίσης σχετικά με την τεχνική των εμπορικών συναλλαγών και των χρηματοπιστωτικών μέσων, τόσο ιδιωτικών όσο και δημόσιων. Οι τράπεζες και τα τραπεζογραμμάτια, οι συναλλαγματικές, οι ομολογίες και οι μετοχές, οι διατυπώσεις και οι λεπτομέρειες του εξωτερικού εμπορίου και του χονδρεμπορίου, καθώς και η μελέτη της

Ένας άλλος συνήθης τρόπος που εξασφάλιζε την πειθαρχία της εργατικής δύναμης, τρόπος που απεικόνιζε τη μικρής κλίμακας και κατακερματισμένη διαδικασία εκβιομηχάνισης σ' αυτή την πρώιμη φάση, ήταν η «υπεργολαβία», η πρακτική να ορίζονται ειδικευμένοι εργάτες ως οι κατ' ουσίαν εργοδότες των ανειδίκευτων βοηθών τους. Στη βαμβακοβιομηχανία, π.χ., περί τα 2/3 των αγοριών και το 1/3 των κοριτσιών ήταν «στην άμεση υπηρεσία των χειριστών», και συνεπώς σε πιο στενή επιτήρηση, ενώ έξω από το χώρο των εργοστασίων το σύστημα αυτό ήταν ακόμη πιο διαδεδομένο. Ο υπεργοδότης είχε φυσικά άμεσο οικονομικό συμφέρον να επιβλέπει τους βοηθούς του ώστε να μην αδρανούν.

Η πρόσληψη ή η εκπαίδευση όλων των ειδικευμένων ή τεχνικά καταρτισμένων εργατών που χρειάζονταν ήταν δυσκολότερη, διότι πολύ λίγες από τις προβιομηχανικές ειδικότητες μπορούσαν να προσφέρουν τίποτα στη σύγχρονη βιομηχανία, μολονότι, φυσικά, πολλά επαγγέλματα, όπως των οικοδόμων, παρέμειναν ουσιαστικά αμετάβλητα. Ευτυχώς, η αργή ημιεκβιομηχάνιση της Βρετανίας κατά τη διάρκεια των αιώνων πριν από το 1789 είχε δημιουργήσει αρκετά μεγάλο απόθεμα κατάλληλων ειδικοτήτων, τόσο στην τεχνική της υφαντουργίας όσο και στην επεξεργασία μετάλλων. Έτσι, στην ηπειρωτική Ευρώπη, ο κλειδαράς, ένας από τους λίγους τεχνίτες που ασχολούνταν με εργασία ακριβείας στην επεξεργασία μετάλλων, έγινε ο πρόδρομος του κατασκευαστή μηχανών, στον οποίο μάλιστα συχνά δάνειζε και το όνομά του, ενώ στη Βρετανία αυτόν το ρόλο ανέλαβαν ο κατασκευαστής μύλων και ο «μηχανουργός» ή «μηχανικός» (ήδη συνηθισμένη ειδικότητα στα ορυχεία). Δεν είναι τυχαίο ότι η αγγλική λέξη «μηχανικός» (engineer) περιγράφει τόσο τον ειδικευμένο εργάτη επεξεργασίας μετάλλων όσο και τον σχεδιαστή, διότι η μεγάλη μάζα των τεχνικών υψηλής στάθμης προερχόταν από αυτούς τους ειδικευμένους στα μηχανολογικά ανθρώπους που είχαν συνηθίσει να έχουν υπευθυνότητα. Η βρετανική εκβιομηχάνιση στηρίχτηκε πράγματι σ' αυτήν τη μη προγραμματισμένη προσφορά ειδικοτήτων, γεγονός που δεν μπορούσε να συμβεί στην ηπειρωτική Ευρώπη. Αυτό εξηγεί τη σκανδαλώδη παραμέληση της γενικής και τεχνικής παιδείας στη χώρα αυτή, της οποίας το τίμημα θα πληρωνόταν αργότερα.

Σε σχέση με αυτά τα προβλήματα στην προσφορά εργατικής δύναμης, τα προβλήματα προσφοράς κεφαλαίου ήταν ασήμαντα. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, στη Βρετανία δεν υπήρχε έλλειψη κεφαλαίου για άμεσες επενδύσεις. Η σημαντικότερη δυσκολία ήταν ότι αυτοί που έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου τον 18ο αιώνα —γαιοκτήμονες, έμποροι και μεγαλέμποροι, κεφαλαιούχοι κ.ά.— δεν ήταν πρόθυμοι να το επενδύσουν στις νέες βιομηχανίες, οι οποίες, συνεπώς, ξεκινούσαν συχνά με μικρές αποταμιεύσεις ή δάνεια και αναπτύσσονταν έπειτα με την επανεπένδυση του κέρδους. Η τοπική έλλειψη κεφαλαίου έκανε τους πρώτους βιομηχάνους —ειδικά τους αυτοδημιούργητους— σκληρότερους, πιο προσεχτικούς με το χρήμα και πιο πλεονέκτες, ενώ αντίστοιχα οι εργάτες τους υφίσταντο μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Το γεγονός αυτό όμως αντανακλούσε την ατελή ροή του εθνικού επενδυτικού πλεονάσματος και όχι την ανεπάρκειά του. Από την άλλη μεριά, οι πλούσιοι του 18ου αιώνα ήταν πρόθυμοι να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε ορισμένες επιχειρήσεις που ευνοούσαν την εκβιομηχάνιση και, κυρίως, στις μεταφορές (διώρυγες, λιμενικές εγκαταστάσεις, δρόμους και, αργότερα, σιδηροδρόμους) και στα ορυχεία, από τα οποία οι γαιοκτήμονες αντλούσαν δικαιώματα ακόμη και όταν δεν τα εκμεταλλεύονταν οι ίδιοι.

Page 47: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αγοράς ήταν πράγματα πολύ οικεία, και άφθονοι οι άνθρωποι που μπορούσαν να τα χειριστούν ή να μάθουν εύκολα να τα χειρίζονται. Επιπλέον, ήδη στα τέλη του 18ου αιώνα, η κυβερνητική πολιτική ήταν σταθερά προσανατολισμένη υπέρ της κυριαρχίας των επιχειρήσεων εν γένει. Παλαιότερες πράξεις που ευνοούσαν το αντίθετο (όπως αυτές του κοινωνικού κώδικα της περιόδου των Τυδόρ) είχαν από καιρό περιπέσει σε αχρησία και καταργήθηκαν τελικά —εκτός από όσες αφορούσαν τη γεωργία— στα 1813-35. Θεωρητικά, οι νόμοι και οι οικονομικοί ή εμπορικοί θεσμοί της Βρετανίας ήταν αδέξιοι και στόχευαν στο να παρακωλύουν μάλλον παρά να διευκολύνουν την οικονομική ανάπτυξη. Για παράδειγμα, απαιτούσαν ειδικές πράξεις του Κοινοβουλίου σχεδόν κάθε φορά που κάποιοι εξέφραζαν την επιθυμία να συστήσουν μετοχική εταιρεία. Η Γαλλική Επανάσταση πρόσφερε στους Γάλλους — και μέσω της επίδρασής τους στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη— ορθολογικό και πολύ πιο αποτελεσματικό μηχανισμό για τέτοιους σκοπούς. Στην πράξη όμως οι Βρετανοί τα κατάφεραν πολύ καλά, και μάλιστα πολύ καλύτερα από τους ανταγωνιστές τους.

Με αυτόν τον μάλλον τυχαίο, απρογραμμάτιστο και εμπειρικό τρόπο δημιουργήθηκε η πρώτη σημαντική βιομηχανική οικονομία. Με σύγχρονα κριτήρια ήταν μικρή και απαρχαιωμένη, και αυτός ο απαρχαιωμένος χαρακτήρας της σημαδεύει ακόμη και σήμερα τη Βρετανία. Με τα κριτήρια του 1848 ήταν τεράστια, αν και μάλλον τερατώδης, γιατί οι νέες πόλεις της ήταν ασχημότερες, το προλεταριάτο της σε αθλιότερη κατάσταση απ' ό,τι αλλού,i και η πνιγμένη στην ομίχλη και τους καπνούς ατμόσφαιρα με τα ωχρά πλήθη των ανθρώπων να πηγαινοέρχονται βιαστικά τάραζαν τον ξένο επισκέπτη. Αλλά η οικονομία αυτή δάμαζε την ισχύ ενός εκατομμυρίου ίππων στις ατμομηχανές της, παρήγε δυο εκατομμύρια γιάρδες βαμβακερού υφάσματος το χρόνο σε πάνω από 17 εκατομμύρια μηχανικά αδράχτια, εξόρυσσε περί τα 50 εκατομμύρια τόνους κάρβουνο, εισήγε και εξήγε εμπορεύματα αξίας 170 εκατομμυρίων στερλινών κάθε χρόνο. Το εμπόριο της Βρετανίας ήταν διπλάσιο από του πιο ισχυρού ανταγωνιστή της, της Γαλλίας, ενώ το 1780 μόλις το είχε ξεπεράσει. Η κατανάλωση βαμβακιού ήταν διπλάσια από την αμερικανική και τετραπλάσια από τη γαλλική. Παρήγε περισσότερο από το μισό του συνολικού χυτοσιδήρου στον οικονομικά ανεπτυγμένο κόσμο, και χρησιμοποιούσε διπλάσια ποσότητα ανά κάτοικο από τη δεύτερη στη σειρά πιο βιομηχανοποιημένη χώρα (το Βέλγιο), τριπλάσια απ' ό,τι οι ΗΠΑ και περισσότερο από τετραπλάσια απ' ό,τι η Γαλλία. Βρετανικές επενδύσεις συνολικού κεφαλαίου ύψους 200-300 εκατομμυρίων στερλινών —ένα τέταρτο στις ΗΠΑ και σχεδόν ένα πέμπτο στη Λατινική Αμερική— απέφεραν μερίσματα και εμβάσματα από όλα τα μέρη του κόσμου.34

Τόσο η Βρετανία όσο και ο υπόλοιπος κόσμος γνώριζαν άλλωστε ότι η Βιομηχανική Επανάσταση —που ξεκίνησε από τα νησιά αυτά από εμπόρους και επιχειρηματίες, και μέσω αυτών, οι οποίοι μοναδικό νόμο είχαν να αγοράζουν στη φτηνότερη αγορά και να πουλούν χωρίς περιορισμούς στην ακριβότερη— άρχιζε να μετασχηματίζει τον κόσμο. Τίποτε δεν στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο της. Οι θεοί και οι βασιλιάδες του παρελθόντος ήταν ανίσχυροι μπροστά στους επιχειρηματίες και τις ατμομηχανές του παρόντος.

Η Βρετανία ήταν πράγματι το «εργαστήρι του κόσμου».

i «Σε γενικές γραμμές, η κατάσταση της εργατικής τάξης φαίνεται αισθητά χειρότερη στην Αγγλία απ' ό,τι στη Γαλλία στα 1830-48», καταλήγει σύγχρονος ιστορικός. [Η. Sée, Histoire économique de la France, τόμ. II, σ. 189 σημ.]

Page 48: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ' Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Ο Άγγλος που δεν είναι γεμάτος σεβασμό και θαυμασμό για τον θείο τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται σήμερα μία από τις πιο ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ που γνώρισε ποτέ ο κόσμος δεν μπορεί παρά να μένει εντελώς ασυγκίνητος σε κάθε έννοια αρετής και ελευθερίας· όλοι ανεξαιρέτως οι πατριώτες μου που είχαν την καλή τύχη να είναι μάρτυρες των γεγονότων των τριών τελευταίων ημερών στη μεγάλη αυτή πόλη δεν μπορεί παρά να βεβαιώσουν ότι όσα λέω δεν είναι υπερβολικά.

Η εφημερίδα Morning Post (21 Ιουλίου 1789), αναγγέλλοντας την πτώση της Βαστίλλης

Σύντομα τα φωτισμένα έθνη θα δικάσουν όλους αυτούς που ως τώρα τα κυβερνούσαν. Οι βασιλιάδες θα καταφύγουν στην έρημο, συντροφιά με τα άγρια θηρία που τους μοιάζουν και η Φύση θα ανακτήσει τα δικαιώματά της.

SAINT-JUST, Sur la Constitution de la France, Discours prononcé à la Convention 24 Avril 1793

I

Av η οικονομία του κόσμου, τον 19ο αιώνα, δημιουργήθηκε κατά κύριο λόγο με την επίδραση της βρετανικής Βιομηχανικής Επανάστασης, η πολιτική και η ιδεολογία του διαμορφώθηκαν κυρίως με την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης. Η Βρετανία πρόσφερε το πρότυπο για τους σιδηροδρόμους και τα εργοστάσια, την εκρηκτική ύλη στον τομέα της οικονομίας, που τίναξε στον αέρα τις παραδοσιακές οικονομικές και κοινωνικές δομές του μη ευρωπαϊκού κόσμου· αλλά η Γαλλία δημιούργησε τις επαναστάσεις του και του έδωσε τις ιδέες του, σε σημείο που παραλλαγές της τρίχρωμης σημαίας της έγιναν το έμβλημα σχεδόν όλων των νέων εθνών, ενώ η ευρωπαϊκή (αλλά και η παγκόσμια) πολιτική μεταξύ του 1789 και του 1917 ήταν σε μεγάλο βαθμό αγώνας υπέρ ή κατά των αρχών του 1789, ή των πιο εμπρηστικών ακόμη του 1793. Η Γαλλία έδωσε το λεξιλόγιο και τα βασικά θέματα της φιλελεύθερης και ριζοσπαστικής-δημοκρατικής πολιτικής στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Η Γαλλία έδωσε το πρώτο σημαντικό παράδειγμα, την έννοια και το λεξιλόγιο του εθνικισμού. Η Γαλλία πρόσφερε τους νομικούς κώδικες, το πρότυπο της επιστημονικής και της τεχνικής οργάνωσης, το μετρικό σύστημα στις περισσότερες χώρες. Η ιδεολογία του σύγχρονου κόσμου διαπέρασε για πρώτη φορά, μέσω της γαλλικής επίδρασης, τους αρχαίους πολιτισμούς που ως τότε είχαν αντισταθεί στις ευρωπαϊκές ιδέες. Αυτό ήταν το έργο της Γαλλικής Επανάστασης. i

Τα τέλη του 18ου αιώνα ήταν, όπως είδαμε, εποχή κρίσης για τα παλαιά καθεστώτα της Ευρώπης και τα οικονομικά τους συστήματα, ενώ οι τελευταίες δεκαετίες του αιώνα ήταν γεμάτες πολιτικές αναταραχές, που κάποτε έφταναν ως την εξέγερση, γεμάτες αυτονομιστικά κινήματα των αποικιών, που κάποτε έφταναν ως την αποσκίρτηση: όχι μόνο στις ΗΠΑ (1776-83), αλλά και στην Ιρλανδία (1782-84), στο Βέλγιο και στη Λιέγη (1789-90), στην Ολλανδία (1783-87), στη Γενεύη και, όπως έχει υποστηριχθεί, ακόμη και στην Αγγλία (1779). Τόσο εντυπωσιακή είναι αυτή η πληθώρα των πολιτικών αναταραχών, που κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί μίλησαν για «εποχή δημοκρατικών επαναστάσεων», από τις οποίες μία απλώς ήταν η γαλλική, μολονότι η πιο οραματική και η πιο σπουδαία.1

i Σ' αυτή τη διαφορά μεταξύ της βρετανικής και της γαλλικής επιρροής δεν πρέπει να δοθούν υπερβολικές διαστάσεις. Κανένα από τα κέντρα της διττής επανάστασης δεν περιόρισε την επιρροή του σε έναν ειδικό τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας· ήταν μάλλον συμπληρωματικά παρά ανταγωνιστικά. Αλλά και όταν επήλθε καθαρή σύγκλιση μεταξύ τους —όπως στο σοσιαλισμό, που σχεδόν ταυτόχρονα επινοήθηκε και ονομάστηκε έτσι και στις δύο χώρες— η σύγκλιση προήλθε από κάπως διαφορετικές κατευθύνσεις.

Page 49: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Εφόσον η κρίση των παλαιών καθεστώτων δεν αποτελούσε αποκλειστικά γαλλικό φαινόμενο, οι παρατηρήσεις αυτές έχουν κάποια βαρύτητα. Με το ίδιο σκεπτικό μπορεί να υποστηριχθεί ότι η Ρωσική Επανάσταση του 1917 (που καταλαμβάνει ανάλογη θέση στον αιώνα μας) ήταν απλώς το πιο δραματικό από ένα σύνολο κινημάτων όπως αυτά που —λίγα χρόνια πριν από το 1917— προκάλεσαν τη διάλυση των γηραιών αυτοκρατοριών της Τουρκίας και της Κίνας. Ωστόσο, ίσως έτσι να οδηγηθούμε σε παρανοήσεις. Η Γαλλική Επανάσταση μπορεί να μην ήταν ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά ήταν πολύ πιο ουσιαστική από κάθε άλλη σύγχρονή της, και οι συνέπειές της, επομένως, πήγαιναν πολύ βαθύτερα. Καταρχήν, πραγματοποιήθηκε στην ισχυρότερη και μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα της Ευρώπης (με εξαίρεση τη Ρωσία). Το 1789 ένας Ευρωπαίος περίπου στους πέντε ήταν Γάλλος. Κατά δεύτερο λόγο, ήταν η μόνη από όλες τις προηγούμενες ή τις μετέπειτα επαναστάσεις που είχε χαρακτήρα μαζικής κοινωνικής επανάστασης, και ήταν απείρως πιο ριζοσπαστική από κάθε άλλη ανάλογη αναταραχή. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Αμερικανοί επαναστάτες και οι Βρετανοί «Ιακωβίνοι», που μετανάστευσαν στη Γαλλία λόγω των πολιτικών τους συμπαθειών, θεωρήθηκαν μετριοπαθείς στη Γαλλία. Ο Tom Paine ήταν εξτρεμιστής στη Βρετανία και στην Αμερική, αλλά στο Παρίσι ήταν ένας από τους μετριοπαθέστερους Γιρονδίνους. Το αποτέλεσμα των αμερικανικών επαναστάσεων ήταν, σε γενικές γραμμές, ότι οι διάφορες χώρες εξακολουθούσαν να είναι όπως πρώτα, με μόνη διαφορά την έλλειψη του πολιτικού ελέγχου των Βρετανών, των Ισπανών και των Πορτογάλων. Το αποτέλεσμα της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ότι η εποχή του Balzac αντικατέστησε την εποχή της Κυρίας Du Barry.

Κατά τρίτο λόγο, η γαλλική ήταν η μόνη από τις σύγχρονές της επαναστάσεις που είχε οικουμενικό χαρακτήρα. Οι στρατιές της ξεκίνησαν να ξεσηκώσουν τον κόσμο· οι ιδέες της το κατόρθωσαν πράγματι. Η Αμερικανική Επανάσταση παρέμεινε ένα πολύ σημαντικό γεγονός στην αμερικανική ιστορία, αλλά (με εξαίρεση τις χώρες που αναμείχθηκαν άμεσα και επηρεάστηκαν από αυτήν) λίγα ίχνη άφησε σε άλλες χώρες. Η Γαλλική Επανάσταση αποτελεί ορόσημο για όλες τις χώρες. Η δική της απήχηση και όχι της Αμερικανικής Επανάστασης προκάλεσε τις εξεγέρσεις που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής μετά το 1808. Η άμεση επίδρασή της εξαπλώθηκε ως τη Βεγγάλη, όπου ο Ραμ Μοχάν Ρόυ εμπνεύστηκε από αυτήν για να θεμελιώσει το πρώτο ινδουιστικό μεταρρυθμιστικό κίνημα, πρόδρομο του σύγχρονου ινδικού εθνικισμού. (Όταν επισκέφθηκε την Αγγλία το 1830, επέμεινε να ταξιδέψει με γαλλικό πλοίο για να διακηρύξει τον ενθουσιασμό που του προκαλούσαν οι αρχές της Γαλλικής Επανάστασης.) Ήταν, όπως σωστά υποστηρίχτηκε, «το πρώτο μεγάλο κίνημα ιδεών της χριστιανικής Δύσης που είχε κάποια πραγματική απήχηση στον ισλαμικό κόσμο»,2 και μάλιστα σχεδόν αμέσως. Ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα, η τουρκική λέξη «vatan», που ως τότε σήμαινε απλώς τον τόπο γέννησης ή διαμονής ενός ατόμου, είχε αρχίσει να πλησιάζει τον όρο «patrie»· με την επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης ο όρος «ελευθερία», που πριν από το 1800 ήταν κατεξοχήν νομικός και σήμαινε το αντίθετο της «σκλαβιάς», άρχισε να αποκτά νέο πολιτικό περιεχόμενο. Η έμμεση επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης είναι οικουμενική, γιατί έδωσε το πρότυπο για όλα τα επόμενα επαναστατικά κινήματα,i

Η Γαλλική Επανάσταση παραμένει λοιπόν η επανάσταση της εποχής της και όχι απλώς μία, η πιο εξέχουσα, από τις άλλες. Τα αίτιά της πρέπει συνεπώς να αναζητηθούν όχι μόνο στις γενικές συνθήκες της Ευρώπης αλλά στη συγκεκριμένη κατάσταση της Γαλλίας. Η ιδιομορφία της ερμηνεύεται ίσως καλύτερα με αναφορά στη διεθνή κατάσταση. Κατά τη διάρκεια

ενώ τα διδάγματά της (με την εκάστοτε ερμηνεία που τους δόθηκε) ενσωματώθηκαν στον σύγχρονο σοσιαλισμό και τον κομουνισμό.

i Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμάται η επίδραση της Αμερικανικής Επανάστασης. Αναμφίβολα συνέβαλε στο να υποκινηθούν οι Γάλλοι και, υπό στενότερη έννοια, πρόσφερε συνταγματικά πρότυπα —που συναγωνίζονταν και κάποτε εναλλάσσονταν με τα πρότυπα των Γάλλων— για διάφορα λατινοαμερικανικά κράτη, ενώ από καιρό σε καιρό αποτελούσε την έμπνευση για δημοκρατικά-ριζοσπαστικά κινήματα.

Page 50: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ολόκληρου του 18ου αιώνα, η Γαλλία υπήρξε ο σημαντικότερος διεθνώς οικονομικός ανταγωνιστής της Βρετανίας. Το εξωτερικό της εμπόριο, που τετραπλασιάστηκε μεταξύ του 1720 και του 1780, προκαλούσε ανησυχίες· το αποικιοκρατικό της σύστημα ήταν σε ορισμένες περιοχές (όπως στις Δυτικές Ινδίες) πιο δυναμικό από το βρετανικό. Ωστόσο η Γαλλία δεν ήταν μια δύναμη όπως η Βρετανία, της οποίας η εξωτερική πολιτική είχε ήδη καθοριστεί σε σημαντικό βαθμό από τα συμφέροντα της καπιταλιστικής επέκτασης. Ήταν η ισχυρότερη και, από πολλές πλευρές, η πιο χαρακτηριστική από τις παλιές αριστοκρατικές απόλυτες μοναρχίες της Ευρώπης. Με άλλα λόγια, η σύγκρουση ανάμεσα στο επίσημο πλαίσιο και στα κεκτημένα συμφέροντα του παλιού καθεστώτος αφενός και στις ανερχόμενες νέες κοινωνικές δυνάμεις αφετέρου ήταν οξύτερη στη Γαλλία απ' ό,τι σε άλλες χώρες.

Οι νέες δυνάμεις γνώριζαν με αρκετή ακρίβεια τι επιθυμούσαν. Ο φυσιοκράτης οικονομολόγος Turgot υποστήριζε την αποδοτική εκμετάλλευση της γης, τις ελεύθερες επιχειρήσεις και το ελεύθερο εμπόριο, την τυποποιημένη, αποτελεσματική διοίκηση μιας και μόνης ομοιογενούς εθνικής επικράτειας και την κατάργηση όλων των περιορισμών και των κοινωνικών ανισοτήτων που παρακώλυαν την ανάπτυξη των εθνικών πόρων, καθώς και την ορθολογική και δίκαιη διοίκηση και φορολογία. Ωστόσο, η απόπειρά του να εφαρμόσει ένα τέτοιο πρόγραμμα ως πρωθυπουργός του Λουδοβίκου ΙΣΤ ' στα 1774-76 απέτυχε οικτρά, και η αποτυχία αυτή είναι χαρακτηριστική. Μεταρρυθμίσεις αυτού του τύπου, σε μικρές δόσεις, δεν ήταν ασυμβίβαστες με τις απόλυτες μοναρχίες, ούτε και ανεπιθύμητες. Αντίθετα, την εποχή αυτή οι λεγόμενοι «φωτισμένοι δεσπότες» τις ενθάρρυναν σημαντικά, εφόσον τέτοιες μεταρρυθμίσεις τους έδιναν μεγαλύτερη δύναμη. Αλλά, στις περισσότερες χώρες της «φωτισμένης δεσποτείας», μεταρρυθμίσεις τέτοιου είδους ήταν ή ανεφάρμοστες, και επομένως απλώς θεωρητικές φιοριτούρες, ή ανίσχυρες να μεταβάλουν τον γενικό χαρακτήρα της πολιτικής και της κοινωνικής δομής· ή, σε άλλες περιπτώσεις, σημείωναν αποτυχία λόγω της αντίστασης των τοπικών αριστοκρατιών και άλλων κατεστημένων συμφερόντων και άφηναν τη χώρα να ξανακυλήσει σε μια κάπως πιο ευπρεπισμένη μορφή της προηγούμενης κατάστασής της. Στη Γαλλία, η αποτυχία ήρθε γρηγορότερα από ό,τι αλλού, γιατί η αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων ήταν αποτελεσματικότερη. Τα αποτελέσματα όμως της αποτυχίας αυτής ήταν πιο καταστροφικά για τη μοναρχία, και οι δυνάμεις της αστικής αλλαγής ήταν υπερβολικά ισχυρές για να περιπέσουν σε αδράνεια. Μετέθεσαν απλώς τις ελπίδες τους από τη φωτισμένη μοναρχία στο λαό ή στο «έθνος».

Η γενίκευση αυτή, ωστόσο, δεν μας βοηθά ιδιαίτερα να καταλάβουμε γιατί η επανάσταση ξέσπασε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, ή γιατί ακολούθησε αυτή την καταπληκτική πορεία. Για να βρούμε απάντηση σ' αυτά τα ερωτήματα, θα έπρεπε να εξετάσουμε τη λεγόμενη «φεουδαλική αντίδραση», που άναψε το φιτίλι για να εκραγεί η μπαρουταποθήκη της Γαλλίας.

Οι 400.000 περίπου άνθρωποι που, μεταξύ των 23 εκατομμυρίων Γάλλων, αποτελούσαν την αριστοκρατία, την αδιαμφισβήτητη «πρώτη κοινωνική τάξη» του έθνους, μολονότι δεν ήταν τόσο απόλυτα προστατευμένοι από την παρείσδυση χαμηλότερων τάξεων, όπως στην Πρωσία και αλλού, ήταν αρκετά ασφαλείς. Είχαν σημαντικά προνόμια στα οποία περιλαμβάνονταν η απαλλαγή από αρκετούς φόρους (αν και όχι απ' όσους ήταν απαλλαγμένος ο καλύτερα οργανωμένος κλήρος) και το δικαίωμα να εισπράττουν φεουδαλικά τέλη. Από πολιτική άποψη, η θέση τους ήταν λιγότερο λαμπρή. Η απόλυτη μοναρχία, ενώ ήταν ακραιφνώς αριστοκρατική, ακόμη και φεουδαλική ως προς το κοινωνικό της ήθος, είχε αφαιρέσει από τους ευγενείς την πολιτική ανεξαρτησία και ευθύνη και είχε περιορίσει όσο περισσότερο μπορούσε τους παλιούς αντιπροσωπευτικούς τους θεσμούς —συνελεύσεις και δικαστικά συμβούλια. Το γεγονός εξακολουθούσε να προκαλεί πικρία στις τάξεις της υψηλής

Page 51: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αριστοκρατίας και στη νεόκοπη noblesse de robe, i

Ήταν συνεπώς φυσικό να χρησιμοποιήσουν οι ευγενείς το μόνο βασικό πλεονέκτημά τους: τα αναγνωρισμένα προνόμια της τάξης τους. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, στη Γαλλία, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, σφετερίζονταν σταθερά τις κρατικές θέσεις που η απόλυτη μοναρχία είχε προτιμήσει να καλύψει με τεχνικά ικανούς και πολιτικά ακίνδυνους αστούς. Ήδη στη δεκαετία του 1780 χρειαζόταν ολόκληρο οικόσημο ακόμη και για την αγορά στρατιωτικού βαθμού, όλοι οι επίσκοποι ήταν ευγενείς, και οι θέσεις των βασιλικών επιτρόπων

που δημιούργησαν οι βασιλείς για διάφορους λόγους, κυρίως στους τομείς της οικονομίας και της διοίκησης, μια κυβερνητική μεσαία τάξη με τίτλους ευγενείας, που εκδήλωνε όσο εντονότερα μπορούσε τη διπλή δυσαρέσκεια των αριστοκρατών και των αστών μέσω των δικαστηρίων και των συνελεύσεων που κατόρθωσαν να επιβιώσουν. Από οικονομική άποψη, τα προβλήματα των ευγενών δεν ήταν με κανένα τρόπο αμελητέα. Πολεμιστές μάλλον παρά εργαζόμενοι από καταγωγή και από παράδοση — στους ευγενείς απαγορευόταν ακόμη και τυπικά να εμπορεύονται ή να ασκούν επάγγελμα— βασίζονταν στο εισόδημα των κτημάτων τους, ή, αν ανήκαν στην προνομιούχο μειονότητα των ευγενών της Αυλής, σε πλούσιους γάμους, βασιλικές επιχορηγήσεις, δώρα και αργομισθίες. Αλλά οι δαπάνες που συνεπαγόταν η κοινωνική θέση των ευγενών ήταν μεγάλες και συνεχώς αυξάνονταν· τα εισοδήματά τους —μια και σπάνια διαχειρίζονταν μεθοδικά τον πλούτο τους— σημείωναν πτώση. Ο πληθωρισμός μείωνε την αξία των πάγιων εσόδων, όπως τα ενοίκια.

ii

Η θέση αυτής της πολυάριθμης τάξης, που αποτελούσε ίσως το 80% των Γάλλων, ήταν κάθε άλλο παρά λαμπρή. Κατά κανόνα ήταν βέβαια ελεύθεροι, και συχνά και ιδιοκτήτες γης. Αν μιλήσουμε με ποσοστά, τα κτήματα των ευγενών κάλυπταν μόνο το 1/5 της γης, τα εκκλησιαστικά το 6%, με αποκλίσεις ανάλογα με τις περιφέρειες.

—θεσμός που αποτελούσε το θεμέλιο της βασιλικής διοίκησης— είχαν εν πολλοίς καταληφθεί επίσης από ευγενείς. Κατά συνέπεια, οι ευγενείς όχι μόνον εξερέθιζαν τη μεσαία τάξη, την οποία ανταγωνίζονταν με επιτυχία για την πλήρωση των κρατικών θέσεων, αλλά υπονόμευαν και το ίδιο το κράτος, εκδηλώνοντας την αυξανόμενη τάση τους να αναλάβουν αυτοί την περιφερειακή και κεντρική διοίκηση. Εξάλλου οι ευγενείς —και ιδίως των επαρχιών που δεν είχαν πολλές άλλες πηγές εσόδων— προσπαθούσαν να αντισταθμίσουν τη μείωση του εισοδήματός τους εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τα σημαντικότατα φεουδαλικά τους δικαιώματα προκειμένου να αποσπάσουν χρήματα (ή, σπανιότερα, υπηρεσίες) από την αγροτική τάξη. Γεννήθηκε έτσι ένα ολόκληρο επάγγελμα, των «φεουδιστών», που αναβίωνε τα απαρχαιωμένα δικαιώματα αυτού του είδους ή μεγιστοποιούσε το κέρδος που απέφεραν όσα είχαν διατηρηθεί. Ο πιο ονομαστός από αυτούς, ο Gracchus Babeuf, επρόκειτο να ηγηθεί της πρώτης κομουνιστικής εξέγερσης της σύγχρονης ιστορίας το 1796. Συνεπώς οι ευγενείς εξερέθιζαν όχι μόνο τη μεσαία τάξη αλλά και την αγροτική.

3 Έτσι, στην επισκοπική περιφέρεια του Montpellier, οι αγρότες είχαν ήδη στην ιδιοκτησία τους 38-40% της γης, οι αστοί 18-19%, οι ευγενείς 15-16%, ο κλήρος 3-4%, ενώ το 1/5 ήταν κοινοτική γη.4

i Η ανώτερη διοικητική ιεραρχία (Σ.τ.Μ.).

ii Intendants: τα πιο αποτελεσματικά όργανα της Γαλλικής μοναρχίας· καταργήθηκαν το 1789 (Σ.τ.Μ.).

Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η μεγάλη πλειονότητα των αγροτών ήταν ακτήμονες ή με ανεπαρκή γαιοκτησία —μια έλλειψη που επιδεινωνόταν από την επικρατούσα τεχνολογική καθυστέρηση· και τη γενική έλλειψη γης ενέτεινε η πληθυσμιακή αύξηση. Τα φεουδαλικά τέλη, η δεκάτη και οι φόροι απορροφούσαν μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό του αγροτικού εισοδήματος, ενώ ο πληθωρισμός μείωνε την αξία του υπολοίπου. Μόνο μια μειονότητα αγροτών, που διέθεταν προς πώληση ένα σταθερό πλεόνασμα παραγωγής, επωφελούνταν από τις αυξήσεις των τιμών· οι υπόλοιποι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, υπέφεραν από τις αυξήσεις αυτές, ιδίως σε εποχές κακής εσοδείας, όταν επιβάλλονταν

Page 52: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

υπέρογκες τιμές σιτοδείας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, στα είκοσι χρόνια που προηγήθηκαν της Επανάστασης, η κατάσταση των γεωργών είχε για τους λόγους αυτούς επιδεινωθεί.

Τα οικονομικά προβλήματα της μοναρχίας ώθησαν τα πράγματα σε αποφασιστική φάση. Η διοικητική και φορολογική δομή του βασιλείου ήταν σε μεγάλο βαθμό απαρχαιωμένη και, όπως είδαμε, η απόπειρα κάποιου εκσυγχρονισμού με τις μεταρρυθμίσεις του 1774-76 απέτυχε μπροστά στην αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων με επικεφαλής τα δικαστικά συμβούλια (parlements). Έπειτα η Γαλλία αναμείχθηκε στον Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας. Η νίκη κατά της Αγγλίας είχε ως τίμημα την τελική χρεοκοπία και, με αυτό το σκεπτικό, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η Αμερικανική Επανάσταση ήταν η άμεση αιτία της Γαλλικής. Χρησιμοποιήθηκαν ποικίλες μέθοδοι με όλο και μικρότερη επιτυχία, αλλά μόνο μια ριζική μεταρρύθμιση που θα κινητοποιούσε το πραγματικό και σημαντικό φορολογητέο δυναμικό της χώρας μπορούσε να αντιμετωπίσει μια κατάσταση τέτοια που οι δαπάνες ξεπερνούσαν τα έσοδα κατά 20% τουλάχιστον, και πραγματικές οικονομίες ήταν αδύνατο να γίνουν. Μολονότι η υπερβολική σπατάλη των Βερσαλλιών κατηγορήθηκε συχνά ως υπεύθυνη για την κρίση, οι δαπάνες της Αυλής ανέρχονταν μόνο στο 6% των συνολικών εξόδων το 1788. Οι πόλεμοι, το ναυτικό και η διπλωματία ευθύνονταν για το 25%, ενώ η εξυπηρέτηση του υφιστάμενου χρέους για το 50%. Ο πόλεμος και το χρέος —ο Αμερικανικός Πόλεμος και το χρέος που αυτός δημιούργησε— γονάτισαν κυριολεκτικά τη μοναρχία.

Η αριστοκρατία και τα δικαστικά συμβούλια εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία που πρόσφερε η κυβερνητική κρίση. Αρνούνταν να πληρώσουν και αξίωναν επέκταση των προνομίων τους. Το πρώτο ρήγμα στο μέτωπο του απολυταρχισμού ήταν μια επίλεκτη, αλλά παρ' όλα αυτά επαναστατική «συνέλευση ευγενών», που συγκλήθηκε το 1787 για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της κυβέρνησης. Το δεύτερο και αποφασιστικό ρήγμα ήταν η απεγνωσμένη απόφαση σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης των Τάξεων —της παλιάς φεουδαλικής συνέλευσης του βασιλείου, που από το 1614 είχε ξεχαστεί. Η Επανάσταση λοιπόν άρχισε ως απόπειρα της αριστοκρατίας να ανακαταλάβει το κράτος. Η απόπειρα αυτή οδηγήθηκε σε αποτυχία για δύο λόγους: υποτίμησε τις ανεξάρτητες προθέσεις της «Τρίτης Τάξης» —της πλασματικής αυτής ενότητας που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε όλους όσοι δεν ανήκαν ούτε στους ευγενείς ούτε στον κλήρο, αλλά στην οποία ουσιαστικά κυριαρχούσε η μεσαία τάξη— και παρέβλεψε τη βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση στην οποία έθεσε τις πολιτικές της αξιώσεις.

Η Γαλλική Επανάσταση δεν έγινε από ένα διαμορφωμένο κόμμα ή κίνημα με τη σύγχρονη έννοια, ούτε οι ηγέτες της είχαν την πρόθεση να εφαρμόσουν ένα συστηματικό πρόγραμμα. Ούτε καν ανέδειξε «ηγέτες» του τύπου που οι επαναστάσεις του 20ού αιώνα μας έχουν συνηθίσει, ωσότου εμφανίστηκε, μετεπαναστατικά, η μορφή του Ναπολέοντα. Η εκπληκτική εντούτοις σύγκλιση γενικών ιδεών στους κόλπους μιας κοινωνικής ομάδας με αρκετή συνοχή, έδωσε στο επαναστατικό κίνημα πραγματική ενότητα. Η ομάδα ήταν η αστική τάξη· οι ιδέες της ήταν οι ιδέες του κλασικού φιλελευθερισμού όπως διατυπώθηκαν από τους «φιλοσόφους» και τους «οικονομολόγους» και όπως διαδόθηκαν από τον τεκτονισμό και διάφορες άτυπες οργανώσεις. Ως το βαθμό αυτό οι «φιλόσοφοι» μπορούν δίκαια να θεωρηθούν υπεύθυνοι για την Επανάσταση. Θα ξεσπούσε και χωρίς αυτούς, αλλά η επιρροή τους πιθανόν να ευθύνεται για τη διαφορά μεταξύ της απλής κατάρρευσης ενός παλιού καθεστώτος και της αποτελεσματικής και γρήγορης αντικατάστασής του από ένα νέο.

Η ιδεολογία του 1789, στην πιο γενική της μορφή, ήταν η μασονική ιδεολογία που εκφράζεται με τόσο αθώα μεγαλοπρέπεια στον Μαγεμένο Αυλό του Mozart (1791), ένα από τα πρωιμότερα μεγάλα προπαγανδιστικά έργα τέχνης μιας εποχής της οποίας τα αξιολογότερα καλλιτεχνικά επιτεύγματα ανήκαν τόσο συχνά στη σφαίρα της προπαγάνδας. Πιο συγκεκριμένα, οι αξιώσεις της αστικής τάξης του 1789 διατυπώνονται στην περίφημη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, του ίδιου έτους. Το κείμενο αυτό

Page 53: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αποτελεί μανιφέστο κατά της ιεραρχικής κοινωνίας των προνομίων των ευγενών, αλλά όχι και μανιφέστο υπέρ της δημοκρατικής κοινωνίας ή υπέρ της κοινωνικοπολιτικής ισότητας. «Οι άνθρωποι γεννιούνται και ζουν ελεύθεροι και ίσοι απέναντι στους νόμους», ορίζει το πρώτο της άρθρο. Το κείμενο ωστόσο προβλέπει την ύπαρξη κοινωνικών διακρίσεων, αν και «μόνο για λόγους κοινής ωφελείας». Η ιδιοκτησία είναι φυσικό δικαίωμα, ιερό, αναφαίρετο και απαραβίαστο. Οι άνθρωποι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και η σταδιοδρομία εξίσου ανοιχτή για τον καθένα, ανάλογα με την ικανότητά του. Αλλά αν ο αγώνας άρχιζε χωρίς ισοζυγισμό, θεωρούνταν εξίσου δεδομένο ότι οι δρομείς δεν θα τερμάτιζαν όλοι μαζί. Η διακήρυξη όριζε (σε αντίθεση με την αριστοκρατική ιεραρχία και τον απολυταρχισμό) ότι «όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να συνεργάζονται στη σύνταξη των νομών», αλλά «είτε προσωπικά, είτε μέσω των αντιπροσώπων τους». Και η αντιπροσωπευτική συνέλευση που η διακήρυξη οραματιζόταν ως το βασικό όργανο διακυβέρνησης δεν ήταν απαραίτητα δημοκρατικά εκλεγμένη, ούτε το καθεστώς που υπονοούσε ήταν ένα καθεστώς που καταργούσε τη βασιλεία. Μια συνταγματική μοναρχία, βασισμένη σε μια ολιγαρχία που διαθέτει περιουσία και εκφράζεται μέσω αντιπροσωπευτικής συνέλευσης, ήταν για τους περισσότερους φιλελεύθερους αστούς ένα σχήμα πιο οικείο από την αβασίλευτη δημοκρατία που θα φαινόταν ίσως η πιο λογική έκφραση των θεωρητικών προσδοκιών τους —μολονότι υπήρξαν και μερικοί που δεν δίστασαν να την υποστηρίξουν. Αλλά, σε γενικές γραμμές, ο κλασικός φιλελεύθερος αστός του 1780 (και ο φιλελεύθερος του 1789-1848) δεν ήταν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας αλλά θιασώτης του συνταγματικού πολιτεύματος, ενός κοσμικού κράτους με αστικές ελευθερίες και εγγυήσεις για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, με διακυβέρνηση που θα την εξασφάλιζαν οι φορολογούμενοι και όσοι είχαν κάποια περιουσία.

Επισήμως, παρ' όλα αυτά, ένα τέτοιο καθεστώς θα εξέφραζε όχι απλώς τα ταξικά συμφέροντα αλλά τη γενική επιθυμία του «λαού», ο οποίος αποτελούσε με τη σειρά του (συνταύτιση με ιδιαίτερη σημασία) το «γαλλικό έθνος». Ο βασιλιάς δεν ήταν πια «Λουδοβίκος, ελέω Θεού βασιλεύς της Γαλλίας και της Ναβάρρας», αλλά «Λουδοβίκος, ελέω Θεού και συνταγματικώ δικαίω του κράτους βασιλεύς των Γάλλων». «Η πηγή κάθε εξουσίας», όριζε η Διακήρυξη, «ανήκει κατ' ουσίαν στο έθνος». Και το έθνος, όπως το έθεσε ο αβάς Sieyès, δεν αναγνώριζε άλλο συμφέρον επί της γης υπεράνω του δικού του και δεν δεχόταν άλλο νόμο ή αρχή εκτός από τη δική του —ούτε της ανθρωπότητας εν γένει ούτε άλλων εθνών. Αναμφίβολα, το γαλλικό έθνος και οι μεταγενέστεροι μιμητές του δεν συνέλαβαν αρχικά ότι ήταν δυνατό τα συμφέροντά τους να συγκρουστούν με τα συμφέροντα άλλων λαών, αλλά αντίθετα θεωρούσαν ότι θεμελίωναν ή συμμετείχαν σε ένα κίνημα για τη γενική απελευθέρωση των λαών από την τυραννία. Αλλά, στην πραγματικότητα, ο εθνικός ανταγωνισμός (λ.χ. ο ανταγωνισμός των Γάλλων με τους Βρετανούς επιχειρηματίες), καθώς και η εθνική υποταγή (λ.χ. των κατακτημένων ή απελευθερωμένων εθνών στα συμφέροντα της grande nation, ήταν στοιχεία που υπέβοσκαν στον εθνικισμό, στον οποίο οι αστοί του 1789 έδωσαν την πρώτη του επίσημη έκφραση. Ο «λαός» ως έννοια ταυτόσημη με το «έθνος» ήταν επαναστατική σύλληψη, πιο επαναστατική από το αστικοφιλελεύθερο πρόγραμμα που φιλοδοξούσε να εκφράσει· ήταν όμως και διφορούμενη.

Εφόσον οι αγρότες και οι φτωχοί εργαζόμενοι ήταν αγράμματοι, χωρίς πολιτική ωριμότητα ή φιλοδοξίες, και το εκλογικό σύστημα έμμεσο, εκλέχτηκαν να αντιπροσωπεύσουν την Τρίτη Τάξη 610 άτομα, στην πλειοψηφία τους αστοί. Οι περισσότεροι ήταν δικηγόροι, που έπαιζαν σημαντικό οικονομικό ρόλο στην επαρχιακή Γαλλία. Καμιά εκατοστή ήταν κεφαλαιούχοι και επιχειρηματίες. Η μεσαία τάξη είχε παλέψει σκληρά και με επιτυχία για να κερδίσει μια αντιπροσώπευση τόσο ευρεία όσο των ευγενών και του κλήρου μαζί, πράγμα που αποτελούσε περιορισμένη φιλοδοξία για μια ομάδα που επίσημα κάλυπτε το 95% του λαού. Τώρα πάλευαν με την ίδια αποφασιστικότητα για το δικαίωμα να αξιοποιήσουν την ενδεχόμενη πλειοψηφία τους, μεταβάλλοντας τη Γενική Συνέλευση σε συνέλευση μεμονωμένων αντιπροσώπων που ψήφιζαν ως άτομα, αντί του παραδοσιακού φεουδαρχικού

Page 54: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

σώματος που αποφάσιζε και ψήφιζε κατά κοινωνικές ομάδες, οπότε οι ευγενείς και ο κλήρος μπορούσαν πάντοτε να πλειοψηφήσουν έναντι της Τρίτης Τάξης. Με αφορμή το θέμα αυτό, έγινε και η πρώτη πραγματικά επαναστατική κίνηση. Έξι εβδομάδες περίπου μετά την έναρξη των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης, οι λαϊκοί αντιπρόσωποι, θέλοντας να προκαταλάβουν τυχόν ενέργειες του βασιλιά, των ευγενών και του κλήρου, ενώθηκαν με όσους ήταν πρόθυμοι να δεχτούν τους όρους τους και αυτοανακηρύχτηκαν «Εθνοσυνέλευση» με συντακτική δικαιοδοσία. Μια απόπειρα αντεπανάστασης τους οδήγησε στη διατύπωση των διεκδικήσεών τους, κατά μίμηση στην ουσία της Αγγλικής Βουλής των Κοινοτήτων. Η εποχή του απολυταρχισμού έφτασε στο τέλος της όταν ο Mirabeau, ένας ευφυής και ανυπόληπτος πρώην ευγενής, είπε στο βασιλιά: «Μεγαλειότατε, είστε ξένο σώμα σε τούτη τη συνέλευση, δεν έχετε το δικαίωμα να λάβετε το λόγο».5

Η αντεπανάσταση μετέβαλε την ενδεχόμενη μαζική εξέγερση σε πραγματικότητα. Αναμφισβήτητα, ήταν πολύ φυσικό για το παλιό καθεστώς να αντισταθεί, εν ανάγκη και ενόπλως, μολονότι δεν μπορούσε πια να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στο στρατό. (Μόνο φαντασιόπληκτοι ονειροπόλοι μπορεί να ισχυριστούν ότι ο Λουδοβίκος ΙΣΤ' θα ομολογούσε ότι ηττήθηκε και θα γινόταν αμέσως συνταγματικός μονάρχης, ακόμη και αν ήταν λιγότερο ασήμαντος και λιγότερο βλαξ απ' ό,τι ήταν, ακόμη κι αν η γυναίκα του ήταν λιγότερο ελαφρόμυαλη και ανεύθυνη, ακόμη κι αν ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει λιγότερο ολέθριες συμβουλές.) Στην πραγματικότητα, η αντεπανάσταση κινητοποίησε τις παρισινές μάζες, που ήταν ήδη πεινασμένες, καχύποπτες και μαχητικές. Το πιο συγκλονιστικό αποτέλεσμα της κινητοποίησής τους ήταν η άλωση της Βαστίλλης, μιας κρατικής φυλακής που συμβόλιζε τη βασιλική εξουσία, όπου οι επαναστάτες περίμεναν να βρουν όπλα. Σε περιόδους επαναστάσεων τίποτε δεν είναι ισχυρότερο από την πτώση των συμβόλων. Η πτώση της Βαστίλλης στις 14 Ιουλίου, που δίκαια τιμάται από τους Γάλλους ως εθνική γιορτή, σήμανε επίσημα και την πτώση του δεσποτισμού και χαιρετίστηκε απ' όλο τον κόσμο ως η αρχή της

Η Τρίτη Τάξη κατόρθωσε να επικρατήσει, παρά τη συντονισμένη αντίσταση του βασιλιά και των προνομιούχων τάξεων, γιατί εκπροσωπούσε τις απόψεις όχι απλώς μιας μορφωμένης και μαχητικής μειοψηφίας αλλά και πολύ πιο ισχυρών δυνάμεων: των φτωχών εργαζομένων των πόλεων, και ιδίως του Παρισιού, και, σε λίγο, της επαναστατημένης αγροτιάς. Αυτό που μετέτρεψε ένα περιορισμένο κίνημα για μεταρρύθμιση σε επανάσταση ήταν το γεγονός ότι η σύγκληση της Γενικής Συνέλευσης συνέπεσε χρονικά με μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση. Τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1780 είχαν αποτελέσει, για πολλούς λόγους, περίοδο μεγάλων δυσχερειών για όλους σχεδόν τους κλάδους της γαλλικής οικονομίας. Μια κακή σοδειά το 1788 (και το 1789) και ένας δυσκολότατος χειμώνας όξυναν την κρίση. Οι κακές σοδειές έπληξαν τους αγρότες, γιατί, ενώ επέτρεπαν στους μεγαλοπαραγωγούς να πουλούν τα σιτηρά σε υπέρογκες τιμές σιτοδείας, η πλειονότητα των μικροκληρούχων αγροτών ήταν υποχρεωμένη να καταναλώσει το σιταρόσπορό της ή να αγοράσει τρόφιμα σε εξωφρενικές τιμές, ιδίως κατά τους μήνες αμέσως πριν από τη νέα σοδειά (δηλαδή Μάιο-Ιούλιο). Έπληξαν άλλωστε και τους φτωχούς των πόλεων, μια και το κόστος ζωής —το ψωμί ήταν το βασικό είδος διατροφής— συχνά υπερδιπλασιάστηκε. Τους έπληξαν ακόμη περισσότερο μια και η οικονομική εξασθένηση της υπαίθρου περιόριζε την αγορά για τα βιομηχανικά είδη και προκαλούσε συνεπώς βιομηχανική ύφεση. Οι φτωχοί λοιπόν της υπαίθρου ήταν σε απελπιστική κατάσταση, και η ανησυχία τους εκδηλωνόταν με εξεγέρσεις και ληστρικές πράξεις· οι φτωχοί των πόλεων ήταν διπλά απελπισμένοι, καθώς δεν υπήρχε πια δουλειά, και μάλιστα τη στιγμή που το κόστος ζωής ανέβαινε στα ύψη. Με κανονικές συνθήκες δεν θα ξεσπούσαν παρά εξεγέρσεις στα τυφλά. Αλλά το 1788 και το 1789 η σοβαρή αναστάτωση στο βασίλειο και η προπαγανδιστική-προεκλογική εκστρατεία έδωσαν στην απόγνωση του λαού πολιτικές προοπτικές. Πρωτοπαρουσιάστηκε η τρομαχτική και επαναστατική ιδέα της απελευθέρωσης από τους ευγενείς και την καταπίεση. Πίσω από τους αντιπροσώπους της Τρίτης Τάξης στεκόταν ένας λαός που είχε εξεγερθεί.

Page 55: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

απελευθέρωσης. Ακόμη και ο αυτοπειθαρχημένος φιλόσοφος Immanuel Kant από το Königsberg, που οι συνήθειές του ήταν τόσο τακτικές ώστε λέγεται ότι οι συμπολίτες του ρύθμιζαν τα ρολόγια τους σύμφωνα με τις κινήσεις του, ανέβαλε τον απογευματινό του περίπατο όταν έμαθε τα νέα, πείθοντας έτσι τους συμπολίτες του ότι πράγματι είχε συμβεί ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι η πτώση της Βαστίλλης έγινε αφορμή να εξαπλωθεί η επανάσταση στις επαρχιακές πόλεις και την ύπαιθρο.

Οι αγροτικές επαναστάσεις είναι κινήματα τεράστια, άμορφα, ανώνυμα αλλά και ακαταμάχητα. Αυτό που μετέβαλε μια επιδημία αγροτικών αναταραχών σε οριστική και αμετάκλητη αναστάτωση ήταν ένας συνδυασμός εξεγέρσεων στις επαρχιακές πόλεις και ενός κύματος μαζικού πανικού που διαδόθηκε συγκαλυμμένα αλλά γρήγορα σ' ολόκληρη τη χώρα: αυτό που ονομάζεται «Μεγάλος Φόβος» («Grande Peur»), στο τέλος Ιουλίου με αρχές Αυγούστου 1789. Μέσα σε τρεις εβδομάδες από τις 14 Ιουλίου, η κοινωνική δομή του γαλλικού αγροτικού φεουδαλισμού και ο κρατικός μηχανισμός της βασιλικής Γαλλίας είχαν κατακερματισθεί. Ό,τι απέμενε από την κρατική εξουσία ήταν μερικά διάσπαρτα συντάγματα του στρατού με αμφίβολη αφοσίωση στο θρόνο, μια Εθνοσυνέλευση χωρίς δύναμη επιβολής και ένα πλήθος δημοτικών ή επαρχιακών μεσοαστικών διοικήσεων που σύντομα έμελλε να συγκροτήσουν την αστική ένοπλη «Εθνοφυλακή» με βάση το παρισινό πρότυπο. Η μεσαία τάξη και η αριστοκρατία δέχτηκαν αμέσως την αναπόφευκτη εξέλιξη: όλα τα φεουδαλικά προνομία καταργήθηκαν επίσημα, μολονότι, όταν σταθεροποιήθηκε η πολιτική κατάσταση, ορίστηκε για την εξαγορά τους πολύ υψηλή τιμή. Ο φεουδαλισμός δεν καταργήθηκε οριστικά παρά το 1793. Ως το τέλος Αύγουστου, η Επανάσταση είχε ήδη αποκτήσει το επίσημο μανιφέστο της, τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Αντίθετα, ο βασιλιάς αντιστεκόταν με τη συνήθη κουταμάρα του, ενώ τμήματα της επαναστατημένης μεσαίας τάξης, φοβούμενα τις κοινωνικές συνέπειες του μαζικού ξεσηκωμού, άρχισαν να σκέπτονται ότι είχε φτάσει η ώρα για κάποιο συντηρητισμό.

Με λίγα λόγια, η βασική μορφή της γαλλικής και κάθε μεταγενέστερης αστικοεπαναστατικής πολιτικής ήταν ήδη ευκρινής. Αυτός ο δραματικός διαλεκτικός χορός έμελλε να διαποτίσει τις μελλοντικές γενιές. Θα δούμε πολλές φορές αναμορφωτές από τη μεσαία τάξη να κινητοποιούν τις μάζες ενάντια στην αδιάλλακτη αντίσταση ή την αντεπανάσταση. Θα δούμε τις μάζες να προχωρούν πέρα από τους στόχους των μετριοπαθών, προς τις δικές τους κοινωνικές επαναστάσεις, και τους μετριοπαθείς με τη σειρά τους να διασπώνται στα δύο: σε μια συντηρητική ομάδα, η οποία συμπράττει ανοιχτά πια με τους αντιδραστικούς, και σε μια αριστερή ομάδα αποφασισμένη να επιδιώξει τους μετριοπαθείς στόχους που δεν είχαν ακόμη επιτευχθεί με τη βοήθεια των μαζών, έστω και αν υπήρχε κίνδυνος να χάσει τον έλεγχό τους. Και ούτω καθεξής, με επαναλήψεις και παραλλαγές στο σχήμα: αντίσταση—μαζική κινητοποίηση—μετατόπιση προς τ' αριστερά— διάσπαση των μετριοπαθών και μετατόπιση προς τα δεξιά, ωσότου η πλειοψηφία της μεσαίας τάξης να περάσει στο συντηρητικό πια στρατόπεδο ή να ηττηθεί από την κοινωνική επανάσταση. Στις πιο πολλές αστικές επαναστάσεις που ακολούθησαν, οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι είτε αποτραβήχτηκαν είτε πέρασαν στο συντηρητικό στρατόπεδο, σε πολύ πρώιμο στάδιο. Τον 19ο αιώνα, μάλιστα, διαπιστώνουμε όλο και πιο συχνά (ιδιαίτερα στη Γερμανία) ότι έφτασαν να μη θέλουν να αρχίσουν καν την επανάσταση, επειδή φοβούνταν τις ανυπολόγιστες συνέπειές της και προτίμησαν το συμβιβασμό με το βασιλιά και την αριστοκρατία. Η ιδιομορφία της Γαλλικής Επανάστασης είναι ότι ένα τμήμα της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης ήταν πρόθυμο να παραμείνει «επαναστατικό» ως τα όρια της αντιαστικής επανάστασης, και μάλιστα πέρα απ' αυτά: το τμήμα αυτό ήταν οι Ιακωβίνοι, που το όνομά τους έφτασε να ταυτίζεται παντού με τη «ριζοσπαστική επανάσταση».

Γιατί αυτό; Εν μέρει, φυσικά, γιατί η γαλλική μπουρζουαζία δεν είχε ακόμη, όπως οι

Page 56: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

μεταγενέστεροι φιλελεύθεροι, τη φρικτή ανάμνηση της Γαλλικής Επανάστασης να τη φοβίζει. Μετά το 1794 ήταν πια σαφές για τους μετριοπαθείς ότι το καθεστώς των Ιακωβίνων είχε οδηγήσει την Επανάσταση σε τέτοιο σημείο που δεν ικανοποιούσε πια τις ανέσεις και τις προοπτικές των αστών, όπως ακριβώς ήταν σαφές για τους επαναστάτες ότι, αν επρόκειτο ποτέ να ανατείλει ξανά «ο ήλιος του 1793», θα φώτιζε πια μια μη αστική κοινωνία. Άλλωστε, οι Ιακωβίνοι είχαν περιθώρια να είναι ριζοσπαστικοί, γιατί στην εποχή τους δεν υπήρχε κοινωνική τάξη που να μπορεί να προβάλει μια διαφορετική από τη δική τους εναλλακτική κοινωνική λύση με κάποια συνοχή. Η τάξη αυτή εμφανίστηκε μόνο κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης με το «προλεταριάτο» ή, ακριβέστερα, με τις ιδεολογίες και τα κινήματα που βασίστηκαν σ' αυτό. Στη Γαλλική Επανάσταση, η εργατική τάξη —ονομασία που κι αυτή δεν κυριολεκτεί όταν σημαίνει το πλήθος των μεροκαματιάρηδων, που στην πλειονότητά τους δεν ήταν βιομηχανικοί εργάτες— δεν έπαιζε ακόμη σημαντικό ανεξάρτητο ρόλο. Πεινούσαν, ξεσηκώνονταν, ίσως ονειρεύονταν, αλλά στην ουσία ακολουθούσαν ηγέτες που δεν ήταν προλετάριοι. Η αγροτική τάξη ποτέ δεν προσφέρει εναλλακτική πολιτική λύση σε κανένα· μπορεί μονάχα να προσφέρει, κατά τη συγκυρία, μια σχεδόν ακατανίκητη δύναμη ή έναν σχεδόν αμετακίνητο στόχο. Η μόνη εναλλακτική λύση στον αστικό ριζοσπαστισμό (με την εξαίρεση μικρών ομάδων από ιδεολόγους ή αγωνιστές που ήταν ανίσχυροι χωρίς τη λαϊκή υποστήριξη) ήταν οι άκρως δημοκρατικοί ή «Ξεβράκωτοι» ή Σανκιλότ (Sans-culottes), ένα άμορφο κίνημα, κυρίως των φτωχών εργατών των πόλεων, μικροτεχνιτών, καταστηματαρχών, βιοτεχνών, μικροεπιχειρηματιών και τα παρόμοια. Οι «Ξεβράκωτοι», οργανωμένοι κυρίως στις συνοικίες της πόλης του Παρισιού και τις τοπικές πολιτικές λέσχες, αποτελούσαν την κύρια δύναμη κρούσης της επανάστασης —τους διαδηλωτές, τους στασιαστές, τους πρωτεργάτες στο στήσιμο οδοφραγμάτων. Μέσω δημοσιογράφων όπως ο Marat και ο Hébert, μέσω τοπικών εκπροσώπων, διαμόρφωσαν μια πολιτική πίσω από την οποία κρυβόταν ένα ασαφές και αντιφατικό κοινωνικό ιδεώδες που συνδύαζε το σεβασμό για τη (μικρή) ιδιοκτησία με την εχθρότητα για τους πλούσιους· δουλειά εγγυημένη από την κυβέρνηση, ημερομίσθια και κοινωνική ασφάλιση για τους φτωχούς· μια ακραία δημοκρατία, αυστηρά εντοπισμένη και άμεση, βασισμένη στις αρχές της πολιτικοκοινωνικής εξίσωσης και της ελευθερίας της σκέψης. Στην πραγματικότητα οι Ξεβράκωτοι ήταν κλάδος του παγκόσμιου και σημαντικότατου πολιτικού ρεύματος που ζητούσε να εκφράσει τα συμφέροντα της μεγάλης μάζας των «αδύναμων», ανάμεσα στους πόλους των «αστών» και των «προλετάριων», συχνά πλησιάζοντας ίσως πολύ περισσότερο τους δεύτερους, μια και κατά κανόνα ήταν κι αυτοί φτωχοί. Το βλέπουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες (Τζεφερσονισμός και Τζακσονική δημοκρατία, ή λαϊκισμός), στη Βρετανία («ριζοσπαστισμός»), στη Γαλλία (πρόδρομο κίνημα των μετέπειτα «ρεπουμπλικάνων» και ριζοσπαστών-σοσιαλιστών), στην Ιταλία (Ματσινικοί, Γαριβαλδινοί), και αλλού. Κατά κανόνα, τελικά καταστάλαζε, σε μετεπαναστατικούς καιρούς, και αποτελούσε την αριστερά του φιλελευθερισμού της μεσαίας τάξης, που ήταν απρόθυμη να αποκηρύξει την παλιά αρχή ότι δεν υπάρχουν εχθροί αριστεροί, και πρόθυμη, σε εποχές κρίσης, να ξεσηκωθεί εναντίον του «τείχους του χρήματος», ή των «βασιλοφρόνων του χρήματος», ή του «σταυρού από χρυσάφι που σταυρώνει την ανθρωπότητα». Αλλά ο Σανκιλοτισμός δεν πρόσφερε ούτε κι αυτός πραγματική εναλλακτική λύση. Το ιδανικό του, ένα χρυσό παρελθόν χωρικών και μικροτεχνιτών, ή ένα χρυσό μέλλον μικροκαλλιεργητών και βιοτεχνών που θα ζούσαν ανενόχλητοι από τους τραπεζίτες και τους εκατομμυριούχους, ήταν ανέφικτο. Η ιστορία ακολουθούσε την πορεία της και ήταν καθαρά εναντίον τους. Ό,τι μπορούσαν να κάνουν —και το κατόρθωσαν στα 1793-94— ήταν να στήσουν εμπόδια στο δρόμο της, πράγμα που παρακώλυσε την οικονομική ανάπτυξη της Γαλλίας από τότε ως σήμερα σχεδόν. Στην πραγματικότητα ο Σανκιλοτισμός ήταν φαινόμενο τόσο ανίσχυρο ώστε ξεχάστηκε και τ' όνομά του ακόμη, ή τον θυμάται κανείς μόνο ως συνώνυμο του Ιακωβινισμού, από τον οποίο άντλησε την ηγεσία του κατά το Έτος II.

Page 57: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

II

Στην περίοδο 1789-1791, οι νικητές μετριοπαθείς αστοί, μέσω της Συντακτικής πλέον Συνέλευσης, άρχισαν να υλοποιούν τη γιγαντιαία προσπάθεια ορθολογικής οργάνωσης και αναμόρφωσης της Γαλλίας, που αποτελούσε άλλωστε το στόχο της. Τα περισσότερα θεσμικά επιτεύγματα της Επανάστασης χρονολογούνται απ' αυτήν την περίοδο, καθώς και τα πιο εντυπωσιακά της αποτελέσματα σε παγκόσμια κλίμακα, όπως το δεκαδικό μετρικό σύστημα και η πρώτη χειραφέτηση των Εβραίων. Από οικονομική άποψη, οι προοπτικές της Συντακτικής Συνέλευσης ήταν καθαρά φιλελεύθερες: πολιτική γραμμή της για την αγροτική τάξη ήταν η περίφραξη των κοινοτικών γαιών και η ενθάρρυνση των επιχειρηματιών της υπαίθρου· για την εργατική τάξη, η απαγόρευση των συνδικαλιστικών ενώσεων· για, τους βιοτέχνες, η κατάργηση των συντεχνιών και των σωματείων. Η ουσιαστική ικανοποίηση που πρόσφερε στο λαό ήταν περιορισμένη, με εξαίρεση —από το 1790— το μέτρο για τη μεταβίβαση στην πολιτεία των εκκλησιαστικών γαιών και για την εκποίησή τους (καθώς και την εκποίηση της γης που ανήκε στους φυγάδες αριστοκράτες), που είχε το τριπλό πλεονέκτημα να αποδυναμώνει την κληρικοκρατία, να ενισχύει τον επαρχιώτη και αγρότη επιχειρηματία και να ανταμείβει με τρόπο απτό πολλούς αγρότες για την επαναστατική τους δραστηριότητα. Το Σύνταγμα του 1791 απέφευγε την υπερβολική δημοκρατία, καθιερώνοντας ένα σύστημα συνταγματικής μοναρχίας βασισμένο σε μάλλον ευρύ, είναι αλήθεια, δικαίωμα ψήφου για τους έχοντες περιουσία «ενεργούς πολίτες». Η ελπίδα ήταν ότι οι «παθητικοί» πολίτες θα συμπεριφέρονταν παθητικά, κατά το όνομά τους.

Στην πραγματικότητα αυτό δεν έγινε. Από τη μια μεριά η μοναρχία, μολονότι τώρα τη στήριζε μια ισχυρή, άλλοτε επαναστατική αστική φατρία, δεν μπορούσε να αποδεχτεί το νέο καθεστώς. Η Αυλή ονειρευόταν και μηχανορραφούσε, ετοιμάζοντας σταυροφορία των βασιλικών εξαδέλφων για να εκδιωχθεί ο όχλος των κοινών θνητών που κυβερνούσε και να αποκατασταθεί ο ελέω Θεού, καθολικότατος βασιλεύς της Γαλλίας στη δικαιωματική του θέση. Το Αστικό Σύνταγμα του Κλήρου (1790), μια απόπειρα να καταργηθεί όχι η ίδια η Εκκλησία αλλά η απολυταρχική υποταγή της στη Ρώμη, οδήγησε την πλειοψηφία του κλήρου και των πιστών στην αντιπολίτευση, και συνέβαλε στην απεγνωσμένη, και καταστροφική όπως αποδείχτηκε, προσπάθεια του βασιλιά να εγκαταλείψει τη χώρα. Τον συνέλαβαν ξανά στη Varennes (Ιούνιος 1791) και στο εξής ο ρεπουμπλικανισμός πήρε διαστάσεις μαζικής δύναμης, διότι οι παραδοσιακοί βασιλείς που εγκαταλείπουν το λαό τους χάνουν το δικαίωμα να απαιτούν την αφοσίωσή του. Από την άλλη μεριά, η ανεξέλεγκτη ελεύθερη οικονομία των μετριοπαθών επέτεινε τις διακυμάνσεις στο επίπεδο των τιμών των τροφίμων, και συνεπώς όξυνε τη μαχητικότητα των φτωχών των πόλεων, ιδίως στο Παρίσι. Η τιμή του ψωμιού ρύθμιζε την πολιτική θερμοκρασία του Παρισιού με την ακρίβεια θερμομέτρου, και οι παρισινές μάζες ήταν η αποφασιστική επαναστατική δύναμη. Δεν είναι τυχαίο ότι η νέα γαλλική τρίχρωμη σημαία συνδύαζε το παλιό βασιλικό λευκό χρώμα με τα κόκκινα και γαλανά χρώματα του Παρισιού.

Η έκρηξη του πολέμου ώθησε τα πράγματα σε αποφασιστικές εξελίξεις, οδήγησε, δηλαδή, στη δεύτερη επανάσταση του 1792, στη Δημοκρατία των Ιακωβίνων του Έτους II και, τελικά, στον Ναπολέοντα. Με άλλα λόγια, μετέτρεψε την ιστορία της Γαλλικής Επανάστασης σε ιστορία της Ευρώπης.

Δύο δυνάμεις ώθησαν τη Γαλλία σε γενικό πόλεμο: η άκρα δεξιά και η μετριοπαθής αριστερά. Για τον βασιλιά, τη γαλλική αριστοκρατία και τους αριστοκράτες και κληρικούς φυγάδες, που πλήθαιναν ολοένα και ήταν συγκεντρωμένοι σε διάφορες δυτικογερμανικές πόλεις, ήταν φανερό ότι μόνο η ξένη επέμβαση μπορούσε να επαναφέρει το παλιό καθεστώς.i

i Περίπου 300.000 Γάλλοι εκπατρίστηκαν μεταξύ του 1789 και του 1795. [C. Bloch, «L'émigration française au XIX siècle», Études d'Histoire Moderne et Contemporaine, I, 1947, σ. 137· ο D. Greer, The Incidence of the Emigration during the French Revolution,

Μια τέτοια

Page 58: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

επέμβαση δεν μπορούσε να οργανωθεί πολύ εύκολα λόγω των περίπλοκων διεθνών συνθηκών και της σχετικής πολιτικής ηρεμίας στις άλλες χώρες. Ωστόσο, ήταν όλο και πιο φανερό στους απανταχού ευγενείς και τους ελέω Θεού ηγεμόνες ότι η αποκατάσταση της εξουσίας του Λουδοβίκου ΙΣΤ' δεν ήταν μόνο μια πράξη ταξικής αλληλεγγύης αλλά και μια σπουδαία διασφάλιση ενάντια στην εξάπλωση των φριχτών ιδεών που διέσπειρε η Γαλλία. Κατά συνέπεια, οι δυνάμεις για την ανάκτηση της Γαλλίας συσπειρώνονταν στο εξωτερικό.

Συγχρόνως, οι ίδιοι οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι, και ιδίως η ομάδα των πολιτικών που συσπειρωνόταν γύρω από τους εκπροσώπους της εμπορικής περιφέρειας της Gironde, αποτελούσαν μια φιλοπόλεμη δύναμη. Αυτό συνέβαινε εν μέρει διότι κάθε γνήσια επανάσταση τείνει να είναι οικουμενική. Για τους Γάλλους, όπως και για τους πολυάριθμους συμπαθούντες του εξωτερικού, η απελευθέρωση της Γαλλίας ήταν απλώς και μόνο η πρώτη «δόση» του παγκόσμιου θριάμβου της ελευθερίας —μια στάση που εύκολα οδήγησε στην πεποίθηση ότι ήταν χρέος της πατρίδας της επανάστασης να απελευθερώσει όλους τους λαούς που στέναζαν κάτω από την καταπίεση και την τυραννία. Υπήρχε ένα γνήσια μεγαλόπνευστο και γενναιόφρον πάθος στους επαναστάτες, μετριοπαθείς και αδιάλλακτους, να διαδώσουν την ελευθερία, μια γνήσια ανικανότητα να διαχωρίσουν την υπόθεση του γαλλικού έθνους από τη μοίρα ολάκερης της σκλαβωμένης ανθρωπότητας. Τόσο το γαλλικό όσο και όλα τα άλλα επαναστατικά κινήματα έμελλε να αποδεχτούν αυτή την άποψη ή να την προσαρμόσουν αναλόγως, τουλάχιστον ως το 1848. Όλα τα σχέδια για την απελευθέρωση της Ευρώπης ως το 1848 βασίζονταν σ' έναν κοινό ξεσηκωμό των λαών υπό την ηγεσία των Γάλλων, για να ανατρέψουν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις της αντίδρασης· και μετά το 1830, άλλα κινήματα εθνικοαπελευθερωτικά, όπως το ιταλικό ή το πολωνικό, είχαν επίσης την τάση να θεωρούν το δικό τους έθνος ένα είδος Μεσσία, που η απελευθέρωσή του θα έφερνε την ελευθερία των άλλων λαών.

Από την άλλη μεριά, από λιγότερο ιδεαλιστική άποψη, ο πόλεμος θα συνέβαλλε και στην επίλυση πολυάριθμων εσωτερικών προβλημάτων. Ήταν δελεαστικό και ευκολότατο να αποδίδονται οι δυσκολίες του νέου καθεστώτος στις μηχανορραφίες των εμιγκρέδων και των ξένων τυράννων, και έτσι να στρέφεται εναντίον τους η λαϊκή δυσαρέσκεια. Πιο συγκεκριμένα, οι επιχειρηματίες ισχυρίζονταν ότι οι αβέβαιες οικονομικές προοπτικές, η υποτίμηση του νομίσματος, και άλλα προβλήματα, θα μπορούσαν να επιλυθούν μόνο αν εξουδετερωνόταν η απειλή της επέμβασης. Αυτοί οι ίδιοι και οι φορείς της ιδεολογίας τους ίσως να σκέφτονταν, ρίχνοντας μια ματιά στο ιστορικό της Βρετανίας, ότι η οικονομική υπεροχή ήταν γέννημα της συστηματικής επιθετικότητας. (Ο 18ος αιώνας ήταν εποχή που οι επιτυχημένοι επιχειρηματίες κάθε άλλο παρά αφοσιωμένοι στην υπόθεση της ειρήνης ήταν.) Εξάλλου, με την έκρηξή του ο πόλεμος μπορούσε να αποφέρει κέρδη. Για όλους αυτούς τους λόγους, η πλειοψηφία της νέας Νομοθετικής Συνέλευσης, με εξαίρεση μια μικρή δεξιά και μια μικρή αριστερά πτέρυγα υπό τον Ροβεσπιέρο, προπαγάνδιζαν τον πόλεμο. Για τους λόγους αυτούς επίσης, όταν ήρθε ο πόλεμος, οι κατακτήσεις της επανάστασης άρχισαν να συνδυάζουν την απελευθέρωση, την εκμετάλλευση και τον πολιτικό αντιπερισπασμό.

Ο πόλεμος κηρύχτηκε τον Απρίλιο του 1792. Η ήττα, που ο λαός (αρκετά εύλογα) απέδωσε σε βασιλική δολιοφθορά και σε προδοσία, έφερε τη στροφή προς τον ριζοσπαστισμό. Τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο ανατράπηκε η μοναρχία, εγκαθιδρύθηκε η μία και αδιαίρετη Δημοκρατία, κηρύχτηκε νέα εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας με την καθιέρωση του Έτους Ι του επαναστατικού ημερολογίου, όλα αυτά με την ένοπλη δράση των «ξεβράκωτων» μαζών του Παρισιού. Η σιδηρά και ηρωική εποχή της Γαλλικής Επανάστασης άρχισε με τις σφαγές των πολιτικών κρατουμένων, τις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση — την πιο αξιοσημείωτη ίσως συνέλευση στην ιστορία του κοινοβουλευτισμού— και το κάλεσμα για

1951, ωστόσο, προτείνει έναν πολύ μικρότερο αριθμό.]

Page 59: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ολοκληρωτική αντίσταση ενάντια στους εισβολείς. Ο βασιλιάς φυλακίστηκε, η ξένη εισβολή αναχαιτίστηκε με μια χωρίς εξάρσεις μονομαχία του πυροβολικού στο Valmy.

Οι επαναστατικοί πόλεμοι επιβάλλουν τη δική τους λογική. Το κόμμα που δέσποζε στη νέα Συνέλευση ήταν οι Γιρονδίνοι, πολεμοχαρείς στο εξωτερικό και μετριοπαθείς στο εσωτερικό, ένα σώμα κοινοβουλευτικών ρητόρων με γοητεία και ευφυία, που εκπροσωπούσε τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους επαρχιώτες αστούς και πολλούς διανοουμένους περιωπής. Η πολιτική τους ήταν εντελώς ανέφικτη. Γιατί μόνο τα κράτη που ξεκινούν περιορισμένης κλίμακας εκστρατείες με μόνιμες τακτικές δυνάμεις έχουν ελπίδες να κατορθώσουν να κρατήσουν τον πόλεμο και τις εσωτερικές τους υποθέσεις σε διαφορετικά στεγανά, όπως ακριβώς έκαναν τότε στη Βρετανία οι κυρίες και οι κύριοι στα μυθιστορήματα της Jane Austen. Η Επανάσταση, ούτε εξαπέλυσε περιορισμένης κλίμακας πολεμική εκστρατεία ούτε διέθετε μόνιμες δυνάμεις: ο πόλεμός της ταλαντευόταν ανάμεσα στην ύψιστη νίκη της παγκόσμιας επανάστασης και τη μέγιστη ήττα που σήμαινε ολοκληρωτική αντεπανάσταση, ενώ ο στρατός της —ό,τι απέμενε από τον παλιό γαλλικό στρατό—ήταν αναποτελεσματικός και αναξιόπιστος. Ο επιφανής στρατηγός της Επανάστασης Dumouriez έμελλε σύντομα να λιποτακτήσει προς τον εχθρό. Μόνο καινοτόμες και επαναστατικές μέθοδοι ήταν δυνατό να νικήσουν σ' έναν τέτοιο πόλεμο, έστω και αν νίκη σήμαινε απλά και μόνο την ήττα της ξένης επέμβασης. Τέτοιες μέθοδοι επινοήθηκαν πράγματι. Κατά τη διάρκεια της κρίσης της, η νεαρή Γαλλική Δημοκρατία ανακάλυψε ή επινόησε τον ολοκληρωτικό πόλεμο: την πλήρη κινητοποίηση των πόρων του έθνους με τη στρατολόγηση, την επιβολή δελτίων τροφίμων και μια αυστηρά ελεγχόμενη πολεμική οικονομία, καθώς και την ουσιαστική κατάργηση, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, της διάκρισης μεταξύ στρατιωτών και πολιτών. Το πόσο φρικιαστικές ήταν οι επιπτώσεις της ανακάλυψης αυτής έγινε σαφές μόνο στη δική μας ιστορική εποχή. Εφόσον ο επαναστατικός πόλεμος του 1792-94 παρέμεινε ένα μεμονωμένο επεισόδιο, οι περισσότεροι παρατηρητές του 19ου αιώνα δεν μπορούσαν να βγάλουν παρά ένα συμπέρασμα μόνο (ωσότου, κατά την ύστερη βικτωριανή εποχή, να ξεχαστεί κι αυτό ακόμη) ότι οι πόλεμοι οδηγούν σε επαναστάσεις, και οι επαναστάσεις κερδίζουν πολέμους που διαφορετικά δεν είναι δυνατό να κερδηθούν. Μόνο σήμερα μπορούμε να δούμε ότι η Δημοκρατία των Ιακωβίνων και η «Τρομοκρατία» του 1793-94 εξηγούνται μόνο με όρους που θα ταίριαζαν σε έναν σύγχρονο ολοκληρωτικό πόλεμο.

Οι Ξεβράκωτοι επιδοκίμασαν την επαναστατική πολεμική κυβέρνηση, όχι μόνο διότι, δικαιολογημένα, υποστήριζαν ότι έτσι θα νικούσαν την αντεπανάσταση και την ξένη επέμβαση, αλλά και επειδή οι μέθοδοί της κινητοποιούσαν το λαό και έφερναν πιο κοντά το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης. (Παρέβλεπαν το γεγονός ότι κανένας πραγματικός σύγχρονος πόλεμος δεν συμβιβάζεται με την αποκεντρωμένη βολονταριστική και άμεση δημοκρατία που οι ίδιοι ευαγγελίζονταν.) Οι Γιρονδίνοι, από την άλλη μεριά, έτρεμαν τις πολιτικές συνέπειες του συνδυασμού της μαζικής επανάστασης και του πολέμου που οι ίδιοι είχαν εξαπολύσει. Ούτε είχαν τα εφόδια να συναγωνιστούν την αριστερά. Δεν ήθελαν να δικάσουν ή να εκτελέσουν το βασιλιά, αλλά έπρεπε να αναμετρηθούν με τους ανταγωνιστές τους «Ορεινούς» (Ιακωβίνους) γι' αυτό το σύμβολο επαναστατικού ζήλου· το κύρος το απέκτησαν οι Ορεινοί και όχι αυτοί. Από την άλλη μεριά, ήθελαν πράγματι να επεκτείνουν τον πόλεμο ώστε να πάρει διαστάσεις γενικής ιδεολογικής σταυροφορίας απελευθέρωσης και άμεσης πρόκλησης για τον μεγάλο οικονομικό ανταγωνιστή, τη Βρετανία. Το στόχο αυτό τον πέτυχαν. Ως τον Μάρτιο του 1793 η Γαλλία ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση με το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και είχε αρχίσει τις ξένες προσαρτήσεις (τις οποίες νομιμοποιούσε το καινούριο δόγμα του δικαιώματος της Γαλλίας για τα «φυσικά της σύνορα»). Αλλά η επέκταση του πολέμου, και πολύ περισσότερο το γεγονός ότι δεν είχε καλή εξέλιξη, δυνάμωνε απλώς την αριστερά, μια που μόνο αυτή μπορούσε να τον κερδίσει. Υποχωρώντας νικημένοι οι Γιρονδίνοι οδηγήθηκαν τελικά σε κακά υπολογισμένες επιθέσεις κατά της αριστεράς, που σύντομα μεταβλήθηκαν σε οργανωμένη εξέγερση της επαρχίας κατά του

Page 60: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Παρισιού. Ένα αιφνίδιο χτύπημα των Ξεβράκωτων την κατέπνιξε στις 2 Ιουνίου 1793. Η ώρα της Δημοκρατίας των Ιακωβίνων είχε σημάνει.

III

Όταν κάποιος μορφωμένος άνθρωπος σκέφτεται τη Γαλλική Επανάσταση, του έρχονται κυρίως στο νου τα γεγονότα του 1789, και ιδίως η Δημοκρατία των Ιακωβίνων του Έτους II. Ο αυστηρά τυπικός Ροβεσπιέρος, ο τεράστιος και λάγνος Danton, η παγερή επαναστατική κομψότητα του Saint-Just, ο άξεστος Marat, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, το επαναστατικό δικαστήριο και η λαιμητόμος είναι οι εικόνες που έχουμε πιο καθαρά στο μυαλό μας. Ακόμη και τα ονόματα των μετριοπαθών επαναστατών που εμφανίστηκαν ανάμεσα στον Mirabeau και τον Lafayette το 1789 και στους Ιακωβίνους ηγέτες το 1793 έχουν σβηστεί από τη μνήμη όλων, εκτός των ιστορικών. Τους Γιρονδίνους τους θυμάται κανείς μόνο ως ομάδα, και ίσως για τις πολιτικά ασήμαντες αλλά ρομαντικές γυναίκες που συνδέονταν μαζί τους —τη Madame Roland ή τη Charlotte Corday. Ποιος, εκτός από τους ειδικούς, γνωρίζει ακόμη και τα ονόματα του Brissot, του Vergniaud, του Guadet και των υπολοίπων; Οι συντηρητικοί δημιούργησαν μια εικόνα της Τρομοκρατίας, της δικτατορίας και της αχαλίνωτης υστερικής αιμοβορίας που άντεξε στο χρόνο, μολονότι, με τα κριτήρια του 20ού αιώνα, και μάλιστα με τα κριτήρια των ενεργειών των συντηρητικών για να καταπνίξουν την κοινωνική επανάσταση (παράδειγμα οι σφαγές μετά την Παρισινή Κομούνα του 1871), οι μαζικές θανατώσεις της περιόδου της Τρομοκρατίας ήταν σχετικά περιορισμένης κλίμακας: 17.000 επίσημες εκτελέσεις σε διάστημα 14 μηνών.6

Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά για τον ανυποχώρητο Γάλλο μεσοαστό, που υποστήριζε την Τρομοκρατία, δεν ήταν ούτε παθολογικό ούτε αποκαλυπτικό, αλλά πρώτα και κύρια η μόνη αποτελεσματική μέθοδος προστασίας της χώρας. Αυτό το κατόρθωσε πράγματι η Δημοκρατία των Ιακωβίνων, και τα επιτεύγματά της ήταν υπεράνθρωπα. Τον Ιούνιο του 1793, 60 από τους 80 νομούς της Γαλλίας είχαν εξεγερθεί κατά του Παρισιού· τα στρατεύματα των Γερμανών πριγκίπων εισέβαλαν στη Γαλλία από το βορρά και την ανατολή· οι Βρετανοί εξαπέλυσαν επίθεση από το νότο και τη δύση: η χώρα ήταν ανίσχυρη και χρεοκοπημένη. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα, ολόκληρη η Γαλλία ήταν υπό σταθερό έλεγχο, οι εισβολείς είχαν εκδιωχθεί, ο γαλλικός στρατός είχε καταλάβει με τη σειρά του το Βέλγιο και ετοιμαζόταν να μπει στην εικοσαετία ενός σχεδόν αδιάκοπου και αβίαστου στρατιωτικού θριάμβου. Και όμως, ως τον Μάρτιο του 1794, ένας στρατός τριπλάσιος σε μέγεθος από τον παλιό κατάφερε να συντηρείται στο μισό κόστος του Μαρτίου 1793, και η αξία του γαλλικού νομίσματος (ή μάλλον των χάρτινων assignats που το είχαν σε μεγάλο βαθμό αντικαταστήσει) έμενε σχεδόν σταθερή, σε έντονη αντίθεση τόσο με το παρελθόν όσο και με το μέλλον. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ο Ιακωβίνος Jeanbon St André, μέλος της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας, ο οποίος, μολονότι ακραιφνής ρεπουμπλικάνος, έγινε αργότερα ένας από τους ικανότερους νομάρχες του Ναπολέοντα, έβλεπε με περιφρόνηση την αυτοκρατορική Γαλλία, έτσι καθώς κλυδωνιζόταν μετά τις ήττες του 1812-13. Η Δημοκρατία του Έτους II είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία και με λιγότερους πόρους χειρότερες κρίσεις.

Οι επαναστάτες, ιδίως στη Γαλλία, την είδαν ως την πρώτη δημοκρατία του λαού, ως πηγή έμπνευσης όλων των μεταγενέστερων εξεγέρσεων. Για όλους ήταν μια εποχή που δεν μπορεί να μετρηθεί με κοινά ανθρώπινα κριτήρια.

i

Για τέτοιους ανθρώπους, όπως και για την πλειοψηφία της Εθνοσυνέλευσης, που στην ουσία

i «Ξέρετε ποια κυβέρνηση (νίκησε); [...] Μια κυβέρνηση της Συνέλευσης. Μια κυβέρνηση φλογερών Ιακωβίνων με κόκκινους σκούφους, που φορούσαν ρούχα από αδρό μάλλινο ύφασμα, ξύλινα παπούτσια, και ζούσαν μονάχα με σκέτο ψωμί και κακή μπίρα, και πέφταν να κοιμηθούν σε στρώματα απλωμένα στο πάτωμα της αίθουσας όπου συνεδρίαζαν· κι αυτό, όταν ήταν πολύ κουρασμένοι για να μείνουν ξύπνιοι και να συζητήσουν περισσότερο. Τέτοιοι άνθρωποι έσωσαν τη Γαλλία. Ήμουν ένας από αυτούς, κύριοι. Και εδώ, όπως και στα διαμερίσματα του Αυτοκράτορα όπου πρόκειται να μπω σε λίγο, καυχιέμαι γι' αυτό.» J. Savant, Les Préfets de Napoléon (1958), σσ. 111-112.

Page 61: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

κράτησε τον έλεγχο σ' όλη αυτή την ηρωική περίοδο, η επιλογή ήταν απλή: ή η Τρομοκρατία με όλα τα μειονεκτήματά της, από την άποψη της μεσαίας τάξης, ή η καταστροφή της Επανάστασης, η διάλυση του εθνικού κράτους και πιθανόν —δεν υπήρχε άλλωστε το παράδειγμα της Πολωνίας;— η εξαφάνιση της χώρας. Πιθανότατα, αν η Γαλλία δεν περνούσε τρομακτική κρίση, πολλοί απ' αυτούς θα προτιμούσαν ένα λιγότερο σιδερένιο καθεστώς και ασφαλώς μια λιγότερο αυστηρά ελεγχόμενη οικονομία: η πτώση του Ροβεσπιέρου οδήγησε σε μια επιδημία ανεξέλεγκτης οικονομίας και φαύλων κομπιναδόρων, που συνακόλουθα κορυφώθηκε με τον καλπάζοντα πληθωρισμό και την εθνική χρεοκοπία του 1797. Αλλά κι από την πιο στενή άποψη, οι προοπτικές της γαλλικής μεσαίας τάξης εξαρτώνταν άμεσα από τις προοπτικές ενός ενιαίου, ισχυρού και συγκεντρωτικού εθνικού κράτους. Μπορούσε, άλλωστε, η Επανάσταση, που στην ουσία είχε πλάσει τους όρους «έθνος» και «πατριωτισμός» με τη σύγχρονη έννοιά τους, να εγκαταλείψει την grande nation;

Το πρώτο μέλημα του καθεστώτος των Ιακωβίνων ήταν να κινητοποιήσουν μαζική υποστήριξη ενάντια στους διαφωνούντες Γιρονδίνους και τους επαρχιώτες προύχοντες, καθώς και να διατηρήσουν την ήδη κινητοποιημένη υποστήριξη των Παριζιάνων Ξεβράκωτων, που μερικά από τα αιτήματά τους για επαναστατικό πόλεμο —γενική στρατολογία (levée en masse), τρομοκρατία ενάντια στους «προδότες» και γενικός έλεγχος των τιμών (το «maximum»)— συνέπιπταν άλλωστε με τη νοοτροπία των Ιακωβίνων, μολονότι τα άλλα τους αιτήματα τελικά αποδείχτηκαν οχληρά. Εξαγγέλθηκε ένα κάπως ριζοσπαστικότερο νέο σύνταγμα, που ως τότε το καθυστερούσαν οι Γιρονδίνοι. Σύμφωνα με το επιβλητικό αλλά υπερβολικά θεωρητικό αυτό έγγραφο, ο λαός αποκτούσε γενικό δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα της εξέγερσης, το δικαίωμα στην εργασία ή στα μέσα συντήρησής του και —το σπουδαιότερο— το σύνταγμα αυτό περιλάμβανε επίσημη δήλωση ότι η ευτυχία όλων ήταν ο στόχος της κυβέρνησης και ότι τα δικαιώματα του λαού δεν θα υπήρχαν απλώς, αλλά θα ασκούνταν και έμπρακτα. Ήταν το πρώτο γνήσια δημοκρατικό σύνταγμα που θεσπιζόταν από ένα σύγχρονο κράτος. Πιο συγκεκριμένα, οι Ιακωβίνοι κατάργησαν χωρίς αποζημίωση όλα τα φεουδαλικά δικαιώματα που είχαν απομείνει, βελτίωσαν τις ευκαιρίες των μικροαγοραστών να αγοράσουν τη δημευμένη γη των εμιγκρέδων και —λίγους μήνες αργότερα— κατάργησαν τη δουλεία στις γαλλικές αποικίες για να ενθαρρύνουν τους νέγρους του San Domingo να πολεμήσουν για τη Δημοκρατία ενάντια στους Άγγλους. Τα μέτρα αυτά είχαν σημαντικότατα αποτελέσματα. Στην Αμερική συνέβαλαν στη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου επαναστατικού ηγέτη περιωπής, του Toussaint-Louverture.i

Το κέντρο βάρους της νέας κυβέρνησης, που αντιπροσώπευε τη συμμαχία Ιακωβίνων και Ξεβράκωτων, μετατοπίστηκε συνεπώς με οξυδέρκεια προς τα αριστερά. Η μετατόπιση αυτή απεικονίστηκε στην ανασύσταση της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας, που γρήγορα έγινε το πραγματικό πολεμικό συμβούλιο της Γαλλίας. Έχασε τον Danton, έναν ισχυρό, άσωτο,

Στη Γαλλία θεμελίωσαν αυτό το απόρθητο προπύργιο των μικρομεσαίων αγροτών-ιδιοκτητών, μικροτεχνιτών και καταστηματαρχών, οικονομικά οπισθοδρομικών αλλά αφοσιωμένων με πάθος στην Επανάσταση και τη Δημοκρατία, που κυριάρχησε από τότε στη ζωή της χώρας. Ο καπιταλιστικός μετασχηματισμός της γεωργίας και των μικρών επιχειρήσεων, βασικός όρος για την ταχεία οικονομική ανάπτυξη, επιβραδύνθηκε σε ρυθμό «σημειωτόν», και μαζί του ο ρυθμός του εξαστισμού, η επέκταση της εσωτερικής αγοράς, ο πολλαπλασιασμός της εργατικής τάξης και, κατά συνέπεια, η περαιτέρω πρόοδος της προλεταριακής επανάστασης. Τόσο οι μεγάλες επιχειρήσεις όσο και το εργατικό κίνημα ήταν καταδικασμένα να παραμείνουν φαινόμενα μειοψηφίας στη Γαλλία, νησίδες σε μια θάλασσα μικρομπακάληδων, αγροτών-μικροϊδιοκτητών και καφετζήδων (πρβλ. Κεφάλαιο Θ').

i Η αποτυχία της Γαλλίας του Ναπολέοντα να ανακαταλάβει την Αϊτή ήταν ένας από τους κύριους λόγους για την εκποίηση ολόκληρης της υπόλοιπης Αμερικανικής Αυτοκρατορίας, που πουλήθηκε κατά την «αγορά της Λουιζιάνας» (1803) στις ΗΠΑ. Έτσι, μια ακόμη συνέπεια της εξάπλωσης του Ιακωβινισμού στην Αμερική ήταν να γίνουν οι ΗΠΑ μεγάλη δύναμη στο επίπεδο ολόκληρης της ηπείρου.

Page 62: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

διεφθαρμένο μάλλον αλλά εξαιρετικά ταλαντούχο επαναστάτη, πιο μετριοπαθή από ό,τι φαινόταν (είχε διατελέσει υπουργός στην τελευταία βασιλική κυβέρνηση), και κέρδισε τον Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο, που έγινε το πιο σημαίνον μέλος της. Λίγοι ιστορικοί έμειναν αμερόληπτοι απέναντι σ' αυτόν τον κομψευόμενο, ασθενικό, φανατικό δικηγόρο με την κάπως υπερβολική αίσθηση ότι ο ίδιος είχε το μονοπώλιο της αρετής· κι αυτό επειδή ενσαρκώνει ακόμη το τρομερό και ένδοξο Έτος II, που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Δεν ήταν ευχάριστος άνθρωπος· ακόμη και όσοι πιστεύουν πως είχε δίκιο, σήμερα φαίνεται να προτιμούν την αστραφτερή μαθηματική ακαμψία της γνώμης του αρχιτέκτονα των «σπαρτιατικών παραδείσων», του νεαρού Saint-Just. Δεν ήταν μεγάλος άνδρας, και συχνά τις αντιλήψεις του τις χαρακτήριζε στενότητα. Αλλά είναι το μόνο άτομο που αναδείχτηκε από την Επανάσταση (εκτός από τον Ναπολέοντα) για το οποίο αναπτύχθηκε ένα είδος λατρείας. Κι αυτό γιατί για τον ίδιο, όπως και για την ιστορία, η Δημοκρατία των Ιακωβίνων δεν ήταν ένα εργαλείο που θα κέρδιζε πολέμους, αλλά ένα ιδεώδες: η τρομερή και ένδοξη βασιλεία της δικαιοσύνης και της αρετής, όπου όλοι οι καλοί πολίτες ήταν ίσοι στα μάτια του έθνους και ο λαός συνέτριβε τους προδότες. Ο Jean-Jacques Rousseau (πρβλ. >>) και η κρυστάλλινη πίστη στην ορθοφροσύνη τού έδιναν τη δύναμή του. Δεν είχε επισήμως δικτατορικές εξουσίες ή αξίωμα, εφόσον ήταν απλό μέλος της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας, που με τη σειρά της ήταν μια υποεπιτροπή —η ισχυρότερη αν και ουδέποτε πανίσχυρη— της Συνέλευσης. Η δύναμή του ήταν η δύναμη του λαού, των μαζών του Παρισιού· η τρομοκρατία του, δική τους τρομοκρατία. Όταν τον εγκατέλειψαν, έπεσε κι αυτός.

Η τραγωδία του Ροβεσπιέρου και της Δημοκρατίας των Ιακωβίνων ήταν ότι οι ίδιοι συχνά υποχρεώνονταν να αποξενώσουν τους υποστηρικτές τους. Το πολίτευμα ήταν μία συμμαχία της μεσαίας τάξης με τις εργαζόμενες μάζες, αλλά για τους Ιακωβίνους της μεσαίας τάξης οι παραχωρήσεις στους Ξεβράκωτους ήταν ανεκτές μόνο εφόσον κρατούσαν τις μάζες αφοσιωμένες στο καθεστώς, χωρίς να τρομοκρατούνται οι ιδιοκτήτες· και στους κόλπους της συμμαχίας, οι Ιακωβίνοι της μεσαίας τάξης είχαν την αποφασιστική δύναμη. Άλλωστε, οι ίδιες οι ανάγκες του πολέμου υποχρέωναν κάθε κυβέρνηση να απαιτεί συγκεντρωτισμό και πειθαρχία εις βάρος της ελεύθερης, τοπικής, άμεσης δημοκρατίας των λεσχών και των συνοικιών, της έκτακτης εθελοντικής πολιτοφυλακής, των ελεύθερων εκλογών και των επιχειρηματολογιών τους, στις οποίες ευδοκιμούσαν οι Ξεβράκωτοι. Η διεργασία που κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου του 1936-39 ενίσχυσε τους κομουνιστές εις βάρος των αναρχικών, δυνάμωνε και τους Ιακωβίνους του τύπου του Saint-Just εις βάρος των Ξεβράκωτων του Hébert. Ως το 1794 η κυβέρνηση και οι πολιτικές διεργασίες είχαν αποκτήσει μονολιθικό χαρακτήρα και χειραγωγούνταν από άμεσους πράκτορες της Επιτροπής ή της Συνέλευσης —μέσω αντιπροσώπων en missioni

Οι μάζες, συνεπώς, αποτραβήχτηκαν με δυσαρέσκεια ή, απορημένες και χολωμένες, πέρασαν στην παθητικότητα, ιδίως μετά τη δίκη και την εκτέλεση των οπαδών του Hébert, των πιο απροκάλυπτων εκπροσώπων των Ξεβράκωτων. Στο μεταξύ, οι μετριοπαθείς οπαδοί πανικοβλήθηκαν από την επίθεση στη δεξιά αντιπολίτευση, επικεφαλής της οποίας ήταν τώρα ο Danton. Η φατρία αυτή είχε προσφέρει καταφύγιο σε πολυάριθμους κομπιναδόρους, κερδοσκόπους, μαυραγορίτες και άλλα διεφθαρμένα στοιχεία, που όμως συσσώρευαν κεφάλαια. Κι αυτό έγινε πολύ πιο εύκολα, μια και ο ίδιος ο Danton συνδύαζε τα αμοραλιστικά

— και από μια μεγάλη ομάδα Ιακωβίνων αξιωματικών και αξιωματούχων σε σύνδεση με τοπικές κομματικές οργανώσεις. Τέλος, οι οικονομικές ανάγκες του πολέμου αποξένωσαν το λαό. Στις πόλεις, ο έλεγχος των τιμών και το δελτίο στα τρόφιμα ωφελούσαν τις μάζες, αλλά τις ζημίωνε το αντίστοιχο πάγωμα των ημερομισθίων. Στην ύπαιθρο, η συστηματική επίταξη τροφίμων (που πρώτοι οι Ξεβράκωτοι της πόλης είχαν υποστηρίξει) αποξένωσαν την αγροτιά.

i εν αποστολή (Σ. τ. Μ.).

Page 63: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

στοιχεία του καλοζωιστή, του ελεύθερου έρωτα και της σπατάλης, που εμφανίζονται στα αρχικά στάδια κάθε κοινωνικής επανάστασης, ώσπου να τα υπερνικήσει ο σκληρός πουριτανισμός που τελικά πάντοτε κυριαρχεί. Τους Danton της ιστορίας τους νικούν πάντοτε οι Ροβεσπιέροι (ή όσοι προσπαθούν να μιμηθούν τους Ροβεσπιέρους), διότι η αυστηρή και στενόμυαλη αφοσίωση μπορεί να πετύχει εκεί που δεν το μπορεί ο μποεμισμός. Ωστόσο, αν ο Ροβεσπιέρος κέρδισε κάποια υποστήριξη επειδή εξάλειψε τη διαφθορά —που άλλωστε εξυπηρετούσε την υπόθεση του πολέμου— οι επιπλέον περιορισμοί στην ελευθερία και στον πλουτισμό θορυβούσαν περισσότερο τον επιχειρηματία. Τέλος, σε πολύ μικρό μονάχα τμήμα της κοινής γνώμης άρεσαν οι κάπως αλλοπρόσαλλες ιδεολογικές παραπλανήσεις της περιόδου —οι συστηματικές εκστρατείες αποχριστιανισμού (που οφείλονταν στο ζήλο των Ξεβράκωτων) και η νέα πολιτική θρησκεία του Ανωτάτου Όντος που θέσπισε ο Ροβεσπιέρος, και που οι τελετές της αποσκοπούσαν στο να εξουδετερώσουν τους άθεους και να θέσουν σε εφαρμογή τις ηθικές επιταγές του θείου Jean-Jacques (Ρουσώ). Και ο σταθερός συριγμός της λαιμητόμου θύμιζε σε όλους τους πολιτικούς ότι κανείς τους δεν ήταν πραγματικά ασφαλής.

Ως τον Απρίλιο του 1794, αριστεροί και δεξιοί είχαν οδηγηθεί στη λαιμητόμο, και οι Ροβεσπιερικοί ήταν συνεπώς πολιτικά απομονωμένοι. Μόνο η κρίση του πολέμου τους διατηρούσε στην εξουσία. Όταν, στο τέλος Ιουνίου 1794, τα νέα στρατεύματα της Δημοκρατίας απέδειξαν τη σταθερότητά τους νικώντας αποφασιστικά τους Αυστριακούς στο Fleurus και κυριεύοντας το Βέλγιο, το τέλος ήταν κοντά. Στις 9 του Θερμιδόρ, σύμφωνα με το επαναστατικό ημερολόγιο (27 Ιουλίου 1794), η Συνέλευση ανέτρεψε τον Ροβεσπιέρο. Την επομένη, αυτός, ο Saint-Just και ο Couthon εκτελέστηκαν, ενώ λίγες μέρες αργότερα εκτελέστηκαν και 87 μέλη της επαναστατικής Παρισινής Κομούνας.

IV

Ο Θερμιδόρ ήταν το τέλος της ηρωικής και αξιομνημόνευτης φάσης της Επανάστασης: της φάσης των ρακένδυτων Ξεβράκωτων και των «άψογων» πολιτών με τους κόκκινους σκούφους, που θεωρούσαν τους εαυτούς τους Βρούτους και Κάτωνες, της φάσης των μεγαλόστομων, κλασικών και μεγάλων, αλλά και μοιραίων ρήσεων: «Lyon n'est plus»,i ή: «Δέκα χιλιάδες στρατιώτες δεν έχουν παπούτσια, θα πάρετε τα παπούτσια όλων των αριστοκρατών του Στρασβούργου και θα τα παραδώσετε, έτοιμα για μεταφορά, στο αρχηγείο αύριο το πρωί από τις 10».7

i «Η Λυόν δεν υπάρχει πια» (Σ.τ.Μ.).

Δεν ήταν εύκολη φάση για κανέναν, γιατί οι πιο πολλοί ήταν πεινασμένοι και πολλοί φοβισμένοι. Ήταν όμως φαινόμενο τόσο τρομακτικό και αμετάκλητο όπως η πρώτη πυρηνική έκρηξη, και άλλαξε οριστικά ολόκληρη την ιστορία. Η ενέργεια που γέννησε ήταν αρκετή για να σκορπίσει σαν άχυρα τους στρατούς των παλαιών καθεστώτων της Ευρώπης.

Το πρόβλημα που αντιμετώπισε η γαλλική μεσαία τάξη στο τελευταίο μέρος της περιόδου που χαρακτηρίζεται ως επαναστατική (1794-99) ήταν πώς θα επιτύχει πολιτική σταθερότητα και οικονομική πρόοδο, με βάση το αρχικό φιλελεύθερο πρόγραμμα του 1789-91. Ποτέ δεν επέλυσε το πρόβλημα αυτό ικανοποιητικά από τότε ως και σήμερα, μολονότι από το 1870 και εξής θα ανακάλυπτε στην κοινοβουλευτική δημοκρατία μια φόρμουλα που μπορούσε να εφαρμοστεί στις περισσότερες περιστάσεις. Οι γρήγορες εναλλαγές στο πολίτευμα —Διευθυντήριο (1795-99), Υπατεία (1799-1804), Αυτοκρατορία (1804-14), Παλινόρθωση των Βουρβόνων (1815-30), Συνταγματική Μοναρχία (1830-48), Δημοκρατία (1848-51) και Αυτοκρατορία (1852-70)— ήταν όλες τους προσπάθειες να διατηρήσουν μιαν αστική κοινωνία, αποφεύγοντας συγχρόνως τον διπλό κίνδυνο της δημοκρατίας των Ιακωβίνων και του παλαιού καθεστώτος.

Page 64: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Η μεγάλη αδυναμία των Θερμιδοριανών ήταν ότι δεν απολάμβαναν πολιτική υποστήριξη αλλά το πολύ πολύ ανοχή, έτσι που συνθλίβονταν ανάμεσα σε μια ανανεωμένη αντίδραση της αριστοκρατίας και στους φτωχούς Ιακωβίνους-Ξεβράκωτους του Παρισιού, οι οποίοι γρήγορα μετάνιωσαν για την πτώση του Ροβεσπιέρου. Το 1795 επινόησαν ένα περίτεχνο σύνταγμα ελέγχων και ισορροπιών για να προστατευτούν και από τα δύο αυτά κακά. Συγχρόνως, περιοδικές μεταστροφές προς τα δεξιά και τα αριστερά τους κρατούσαν σε μια επισφαλή ισορροπία, έπρεπε όμως να στηρίζονται όλο και περισσότερο στο στρατό για να αντιμετωπίζουν την αντιπολίτευση. Ήταν μια κατάσταση που κατά περίεργο τρόπο έμοιαζε με την Τέταρτη Δημοκρατία, και παρόμοια ήταν και η κατάληξή της: η κυριαρχία ενός στρατηγού. Αλλά το Διευθυντήριο βασιζόταν στο στρατό για πολύ σημαντικότερα προβλήματα από την κατάπνιξη περιοδικών πραξικοπημάτων και σκευωριών (διάφορα το 1795, συνωμοσία του Babeuf το 1796, Φρουκτιδόρ το 1797, Φλορεάλ το 1798, Πραιριάλ το 1799i

Ο επαναστατικός στρατός ήταν το τρομερότερο παιδί της Δημοκρατίας των Ιακωβίνων. Από μια levée en masse

). Η αδράνεια ήταν η μόνη ασφαλής εγγύηση για την παραμονή στην εξουσία ενός ανίσχυρου και αντιδημοτικού καθεστώτος, ενώ αυτό που χρειαζόταν η μεσαία τάξη ήταν πρωτοβουλία και ανάπτυξη. Ο στρατός επέλυσε το φαινομενικά δυσεπίλυτο αυτό πρόβλημα. Νίκησε, ανέλαβε ο ίδιος τη συντήρησή του και, ακόμη πιο πολύ, τα λάφυρα και οι κατακτήσεις του ήταν αρκετά ώστε να αναλάβουν τη συντήρηση της κυβέρνησης. Δεν ήταν περίεργο που ο εξυπνότερος και ικανότερος στρατιωτικός ηγέτης, ο Ναπολέων Βοναπάρτης, αποφάσισε κάποτε ότι ο στρατός μπορούσε να κάνει και χωρίς το ανίσχυρο πολιτικό καθεστώς.

ii

i Ονόματα μηνών στο επαναστατικό ημερολόγιο.

ii Μαζική εξέγερση (Σ.τ.Μ.).

επαναστατημένων πολιτών έγινε γρήγορα μια δύναμη επαγγελματιών πολεμιστών, γιατί δεν μεσολάβησε επιστράτευση από το 1793 ως το 1798, και όσοι δεν είχαν διάθεση ή κλίση για στρατιωτική ζωή εγκατέλειψαν το στράτευμα μαζικά. Ο στρατός λοιπόν διατήρησε τα χαρακτηριστικά της Επανάστασης και απέκτησε τα γνωρίσματα του κατεστημένου συμφέροντος: το τυπικό βοναπαρτικό μείγμα. Η Επανάσταση του έδωσε αυτή την άνευ προηγουμένου στρατιωτική υπεροχή, την οποία η εκπληκτική στρατηγία του Ναπολέοντα επρόκειτο να εκμεταλλευτεί. Παρέμεινε πάντοτε σε κατάσταση αυτοσχέδιας επιστράτευσης, όπου οι ελάχιστα εκπαιδευμένοι νεοσύλλεκτοι έπαιρναν την απαραίτητη εκπαίδευση και το ηθικό από τις «παλιές καραβάνες»· οργανωμένη πειθαρχία σχεδόν δεν υπήρχε στους στρατώνες, οι στρατιώτες είχαν ανθρώπινη μεταχείριση και ο απόλυτος κανόνας της προαγωγής κατ' αξίαν —που σήμαινε διάκριση στη μάχη— δημιούργησε μια απλή ιεραρχία θάρρους. Αυτό, και η συναίσθηση του αλαζονικού επαναστατικού χρέους, αποδέσμευσαν τον γαλλικό στρατό από τα στοιχεία στα οποία βασίζονταν οι πιο ορθόδοξες δυνάμεις. Ποτέ δεν απέκτησε οργανωμένο σύστημα ανεφοδιασμού, γιατί ζούσε έξω από τη χώρα. Ποτέ δεν τον στήριξε μια βιομηχανία όπλων κάπως ανάλογη με τις ανάγκες του· κέρδιζε τις μάχες τόσο γρήγορα, που χρειαζόταν λίγα μόνο όπλα: το 1806 η μεγάλη μηχανή του πρωσικού στρατού διαλύθηκε μπροστά σ' έναν στρατό που ένα ολόκληρο σώμα του έριξε μόνο 1.400 κανονιές. Οι στρατηγοί, μπορούσαν να βασίζονται στο απεριόριστο επιθετικό θάρρος και σε αρκετή επί τόπου πρωτοβουλία. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο στρατός είχε επίσης τις αδυναμίες που απέρρεαν από την καταγωγή του. Εκτός από τον Ναπολέοντα και ελάχιστους άλλους, οι στρατηγοί και οι επιτελείς του ήταν ασήμαντοι, διότι οι στρατηγοί της επανάστασης ή οι στρατάρχες του Ναπολέοντα ήταν συνηθέστατα ο τύπος του σκληρού επιλοχία ή του λοχαγού που είχε προαχθεί για γενναιότητα και ηγετική ικανότητα μάλλον παρά για το μυαλό του: ο ηρωικός αλλά πολύ κουτός στρατάρχης Ney είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Ναπολέων κέρδιζε τις μάχες, οι στρατάρχες του, μονάχοι τους, συνήθως τις έχαναν. Το ατελές σύστημα ανεφοδιασμού του επαρκούσε στις πλούσιες χώρες όπου είχε αναπτυχθεί κι όπου η λεία ήταν εύκολη: Βέλγιο, Βόρεια Ιταλία, Γερμανία. Στις έρημες

Page 65: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εκτάσεις της Πολωνίας και της Ρωσίας κατέρρευσε, όπως θα δούμε. Η παντελής έλλειψη υγειονομικών υπηρεσιών πολλαπλασίαζε τις απώλειες: μεταξύ του 1800 και του 1815 ο Ναπολέων έχασε 40% των δυνάμεών του (μολονότι περί το 1/3 από λιποταξίες), αλλά το 90-98% των απωλειών αυτών ήταν άνδρες που δεν σκοτώθηκαν στη μάχη αλλά πέθαναν από τις πληγές, τις αρρώστιες, την εξάντληση και το κρύο. Εν ολίγοις, ήταν ένας στρατός που κατέκτησε ολόκληρη την Ευρώπη γρήγορα κι απότομα, όχι μόνο γιατί μπορούσε αλλά και γιατί έπρεπε να το κάνει.

Από την άλλη μεριά, ο στρατός ήταν μια σταδιοδρομία όπως όλες οι άλλες που άνοιγε η αστική επανάσταση, για τα άτομα που είχαν την κλίση· όσοι είχαν επιτυχία στο στρατό αποκτούσαν κατεστημένο συμφέρον για σταθερότητα στο εσωτερικό, όπως και κάθε άλλος αστός. Αυτό το στοιχείο έκανε το στρατό, παρά τον εγγενή του Ιακωβινισμό, να γίνει στυλοβάτης της μεταθερμιδοριανής κυβέρνησης, και τον ηγέτη του Ναπολέοντα το κατάλληλο πρόσωπο που θα ολοκλήρωνε την αστική επανάσταση και θα εγκαινίαζε το αστικό καθεστώς. Ο ίδιος ο Ναπολέων Βοναπάρτης, αν και ευγενικής καταγωγής με τα κριτήρια της βάρβαρης γενέτειράς του, της Κορσικής, ήταν κι αυτός τυπικός καριερίστας του είδους. Γεννημένος το 1769, αναδείχτηκε σιγά σιγά στο πυροβολικό, έναν από τους λίγους κλάδους του βασιλικού στρατού όπου οι τεχνικές γνώσεις ήταν απαραίτητες, και ήταν φιλόδοξος, ανικανοποίητος κι επαναστατικός. Στην Επανάσταση, και ιδίως στη δικτατορία των Ιακωβίνων, την οποία υποστήριζε ένθερμα, αναγνωρίστηκε από έναν τοπικό κομισάριο σε ένα κρίσιμο μέτωπο —έναν συμπατριώτη του Κορσικανό, που δεν θα μπορούσε άλλωστε να βλάψει τις προοπτικές του— ως στρατιώτης με εξαιρετικά χαρίσματα και πολλά υποσχόμενος. Το Έτος II έγινε στρατηγός. Επέζησε μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου, και το χάρισμά του να καλλιεργεί χρήσιμες επαφές στο Παρίσι τον βοήθησε να προχωρήσει μετά τη δύσκολη αυτή στιγμή. Εκμεταλλεύτηκε τις ευκαιρίες που του δόθηκαν κατά την ιταλική εκστρατεία του 1796, που τον ανέδειξε ως τον αδιαφιλονίκητο πρώτο τη τάξει στρατιώτη της δημοκρατίας, με δράση σχεδόν ανεξάρτητη από τις πολιτικές αρχές. Η εξουσία εν μέρει του δόθηκε, εν μέρει την άρπαξε ο ίδιος όταν οι ξένες εισβολές του 1799 αποκάλυψαν την αδυναμία του Διευθυντηρίου και το πόσο ήταν απαραίτητη η δική του παρουσία. Έγινε Πρώτος Ύπατος, έπειτα ισόβιος Ύπατος, έπειτα Αυτοκράτορας. Και με την άφιξή του, ως εκ θαύματος, τα άλυτα προβλήματα του Διευθυντηρίου άρχισαν να επιδέχονται λύσεις. Μέσα σε λίγα χρόνια η Γαλλία απέκτησε Αστικό Κώδικα, κονκορδάτο με την Εκκλησία, ακόμη και Εθνική Τράπεζα, το πιο χαρακτηριστικό σύμβολο της αστικής σταθερότητας. Και ο κόσμος απέκτησε τον πρώτο κοσμικό μύθο του.

Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αναγνώστες, ή όσοι ζουν σε χώρες παλαιών αρχών, θα ξέρουν τον ναπολεόντειο μύθο έτσι όπως διατηρήθηκε σ' ολόκληρο τον αιώνα, όταν κανένα αστικό υπουργικό συμβούλιο δεν ήταν πλήρες αν δεν είχε στην αίθουσά του την προτομή του Ναπολέοντα, και οι ευφυολόγοι φυλλαδιογράφοι μπορεί να ισχυρίζονταν, ακόμη και στ' αστεία, ότι δεν ήταν άνθρωπος αλλά Θεός-Ήλιος. Η εξαιρετική δύναμη του μύθου αυτού δεν μπορεί επαρκώς να εξηγηθεί ούτε από τις ναπολεόντειες νίκες ούτε από τη ναπολεόντεια προπαγάνδα, ούτε ακόμη από την αναμφισβήτητη ιδιοφυία του ίδιου του Ναπολέοντα. Ως άτομο ήταν αναμφίβολα εξαιρετικά πολυταλαντούχος, πολυμήχανος, με εξυπνάδα και φαντασία, μολονότι η δύναμή του τον έκανε μάλλον μοχθηρό. Ως στρατηγός ήταν απαράμιλλος· ως ηγέτης ήταν εξαιρετικά ικανός προγραμματιστής, αρχηγός και εκτελεστικό όργανο, και με αρκετή αντίληψη όλων των θεμάτων για να καταλαβαίνει και να ελέγχει τι έκαναν οι υφιστάμενοί του. Ως άτομο φαίνεται ότι ακτινοβολούσε μια αίσθηση μεγαλείου. Αλλά οι περισσότεροι που μαρτυρούν για όλα αυτά —όπως ο Goethe— τον είδαν στο αποκορύφωμα της φήμης του, όταν ο μύθος τον αγκάλιαζε ήδη. Ήταν χωρίς αμφιβολία ένας πολύ μεγάλος άνδρας και —με εξαίρεση ίσως τον Λένιν— η εικόνα του είναι αυτή που οι περισσότεροι άνθρωποι με κάποια μόρφωση θα αναγνώριζαν, ακόμη και σήμερα, με μεγάλη ευκολία στην πινακοθήκη της ιστορίας, τουλάχιστον για τα τρία χαρακτηριστικά του σημάδια:

Page 66: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

το μικρό του μπόι, τα μαλλιά που πέφτουν στο μέτωπο, και το χέρι μέσα στο μισάνοιχτο γιλέκο. Είναι ίσως άσκοπο να τον συγκρίνουμε με τους υποψήφιους για μεγαλείο του 20ού αιώνα.

Διότι ο ναπολεόντειος μύθος βασίζεται περισσότερο στα μοναδικά τότε γεγονότα της σταδιοδρομίας του Ναπολέοντα παρά στα χαρίσματα του ανδρός. Οι μεγάλοι που συγκλόνισαν τον κόσμο είχαν αρχίσει ως βασιλείς, όπως ο Αλέξανδρος, ή πατρίκιοι, όπως ο Ιούλιος Καίσαρας, ενώ ο Ναπολέων ήταν ο «μικρός δεκανέας» που έφτασε να εξουσιάζει μια ήπειρο από καθαρά προσωπικό ταλέντο. (Αυτό δεν ήταν απόλυτα αληθινό, αλλά η άνοδός του ήταν αρκετά απότομη και μεγάλη ώστε να είναι λογική η περιγραφή αυτή.) Κάθε νέος διανοούμενος που καταβρόχθιζε τα βιβλία, όπως είχε κάνει ο νεαρός Βοναπάρτης, που έγραφε κακά ποιήματα και μυθιστορήματα και λάτρευε τον Rousseau, μπορούσε στο εξής να βλέπει όριό του τον ουρανό, και το μονόγραμμά του μέσα σε δάφνινο στεφάνι. Κάθε επιχειρηματίας είχε στο εξής ένα όνομα για τη φιλοδοξία του: να γίνει —και τα κλισέ αυτά υπάρχουν— ένας «Ναπολέων του χρήματος» ή της βιομηχανίας. Όλοι οι κοινοί θνητοί ενθουσιάζονταν στην μοναδική τότε θέα ενός κοινού θνητού που ξεπέρασε σε φήμη και μεγαλείο και τους γαλαζοαίματους ακόμη. Ο Ναπολέων έδωσε στη φιλοδοξία ένα όνομα, τη στιγμή που η διττή επανάσταση είχε ανοίξει τον κόσμο στους φιλόδοξους. Ήταν όμως και κάτι περισσότερο. Ήταν ο πολιτισμένος άνθρωπος του 18ου αιώνα: ορθολογιστής, ανήσυχο πνεύμα, φωτισμένος, αλλά με αρκετά στοιχεία μαθητή του Rousseau ώστε να είναι και ο ρομαντικός του 19ου αιώνα. Ήταν ο άνθρωπος της Επανάστασης, και μαζί αυτός που έφερε τη σταθερότητα. Με λίγα λόγια, ήταν η μορφή με την οποία μπορούσε να ταυτιστεί στα όνειρά του κάθε άνθρωπος που είχε ξεφύγει από την παράδοση.

Για τους Γάλλους ήταν επίσης κάτι πολύ πιο απλό: ο πιο επιτυχημένος ηγέτης στη μακρά ιστορία τους. Θριάμβευσε στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό εγκαθίδρυσε ή αποκατέστησε τους γαλλικούς θεσμούς στη μορφή που υπάρχουν ως σήμερα. Είναι γεγονός ότι τις πιο πολλές —ίσως και όλες— τις ιδέες του τις είχε προαναγγείλει η Επανάσταση και το Διευθυντήριο· η προσωπική του συμβολή ήταν να τις κάνει αρκετά πιο συντηρητικές, ιεραρχικές και αυταρχικές. Αλλά αν οι προκάτοχοί του τις πρωτοσκέφτηκαν, ήταν αυτός που τις υλοποίησε. Τα μεγάλα φωτεινά μνημεία του γαλλικού δικαίου, οι Κώδικες που έγιναν πρότυπα για ολόκληρο τον μη αγγλοσαξονικό αστικό κόσμο, ήταν έργο του Ναπολέοντα. Η υπαλληλική ιεραρχία από τους νομάρχες και κάτω, η ιεραρχία των δικαστηρίων, των πανεπιστημίων και των σχολείων ήταν δικό του έργο. Οι μεγάλες «σταδιοδρομίες» της γαλλικής δημόσιας ζωής —στρατός, δημόσια υπηρεσία, εκπαίδευση, δίκαιο— διατηρούν ακόμη τη ναπολεόντεια μορφή τους. Έφερε σταθερότητα και ευημερία σε όλους εκτός από τους 250.000 Γάλλους που δεν επέστρεψαν από τους πολέμους του. Αλλά ακόμη και στους συγγενείς των νεκρών έφερε δόξα. Αναμφίβολα οι Βρετανοί θεώρησαν ότι πολεμούσαν για την ελευθερία, ενάντια στην τυραννία, αλλά το 1815 οι περισσότεροι Άγγλοι ήταν ίσως φτωχότεροι και σε χειρότερη κατάσταση απ' ό,τι το 1800, ενώ οι περισσότεροι Γάλλοι ήταν σχεδόν σίγουρα πιο ευκατάστατοι· κανείς άλλωστε, εκτός από τους αμελητέους ακόμη μεροκαματιάρηδες, δεν έχασε τα σημαντικά οικονομικά οφέλη της Επανάστασης. Δεν υπάρχει μυστήριο σχετικά με τη διατήρηση του Βοναπαρτισμού ως ιδεολογίας των μη πολιτικοποιημένων Γάλλων, ιδίως των πλουσιότερων αγροτών, μετά την πτώση του Ναπολέοντα. Χρειάστηκε ένας δεύτερος και μικρότερος Ναπολέων για να τη διαλύσει ανάμεσα στο 1851 και το 1870.

Είχε καταστρέψει ένα μόνο: την επανάσταση των Ιακωβίνων, το όραμα της ισότητας, της ελευθερίας και της αδελφοσύνης και το όνειρο των λαών που ξεσηκώνονταν στο όνομά τους για να αποτινάξουν την τυραννία. Αυτός ο μύθος ήταν ισχυρότερος από τον δικό του γιατί, μετά την πτώση του Ναπολέοντα, αυτός ο μύθος, και όχι η ανάμνηση του Βοναπάρτη, ενέπνευσε τις επαναστάσεις του 19ου αιώνα, ακόμη και στην ίδια τη Γαλλία.

Page 67: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ' ΠΟΛΕΜΟΣ

Σε καιρούς ανανέωσης, ό,τι δεν είναι νέο είναι και ολέθριο. Η στρατιωτική τέχνη της μοναρχίας δεν μας ταιριάζει πια, γιατί είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι και έχουμε διαφορετικούς εχθρούς. Η δύναμη και οι κατακτήσεις των λαών, το μεγαλείο της πολιτικής τους και της πολεμικής τους τέχνης ανέκαθεν στηρίζονταν σε μία μόνο αρχή, σε έναν μόνο ισχυρό θεσμό. [...] Το έθνος μας έχει ήδη δικό του εθνικό χαρακτήρα. Το στρατιωτικό του σύστημα πρέπει να είναι διαφορετικό από των εχθρών του. Εντάξει, λοιπόν: αν το γαλλικό έθνος είναι φοβερό λόγω της ζέσης και της ικανότητάς μας, και αν οι εχθροί μας είναι αδέξιοι, ψυχροί και αργοί, τότε το στρατιωτικό μας σύστημα πρέπει να είναι παράτολμο.

SAINT-JUST, Rapport présenté à la Convention Nationale au nom du Comité de Salut Public, 19 du premier mois de l'an II

(10 Οκτωβρίου 1793)

Δεν είναι αλήθεια ότι ο πόλεμος είναι θεϊκό πρόσταγμα· δεν είναι αλήθεια ότι η γη διψά για αίμα. Ο ίδιος ο Θεός καταριέται τον πόλεμο, και το ίδιο κάνουν και οι άνθρωποι που τον εξαπολύουν και τον συνεχίζουν με κρυφή φρίκη.

ALFRED DE VIGNY, Servitude et grandeur militaires

I

Από το 1792 ως το 1815 ο πόλεμος στην Ευρώπη ήταν σχεδόν αδιάκοπος και συνδυαζόταν ή συνέπιπτε με κάποιο πόλεμο στο εξωτερικό: στις Δυτικές Ινδίες, την Ανατολική Μεσόγειο και την Ινδία στα 1790 και στις αρχές της δεκαετίας του 1800, σποραδικές ναυτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό μετά το 1800, στις ΗΠΑ το 1812-14. Οι συνέπειες μιας νίκης ή μιας ήττας στους πολέμους αυτούς ήταν σημαντικές, γιατί άλλαζαν το χάρτη του κόσμου. Πρέπει συνεπώς να τους εξετάσουμε πρώτους, θα πρέπει όμως να εξετάσουμε επίσης κι ένα λιγότερο απτό πρόβλημα. Ποιες ήταν οι συνέπειες της ίδιας της πολεμικής διεργασίας, της στρατιωτικής κινητοποίησης και των επιχειρήσεων, ποια πολιτικά και οικονομικά μέτρα αυτές συνεπάγονταν.

Στη διάρκεια αυτής της εικοσαετίας συγκρούστηκαν μεταξύ τους δύο πολύ διαφορετικές κατηγορίες εμπολέμων: κράτη και συστήματα. Η Γαλλία ως κράτος, με τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες της, αντιμετώπιζε (ή ήταν σε συμμαχία με) άλλα κράτη του ίδιου τύπου. Από την άλλη μεριά, η Γαλλία ως Επανάσταση έκανε έκκληση στους λαούς της γης να ανατρέψουν την τυραννία και να ασπασθούν την ελευθερία, και οι δυνάμεις της συντήρησης και της αντίδρασης την αντιστρατεύονταν. Αναμφίβολα, μετά τα πρώτα κοσμογονικά χρόνια του επαναστατικού πολέμου, μειώθηκε η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο τύπων διαμάχης. Προς το τέλος της ναπολεόντειας ηγεμονίας, το στοιχείο της αυτοκρατορικής κατάκτησης και εκμετάλλευσης είχε επικρατήσει έναντι του στοιχείου της απελευθέρωσης, όποτε τα γαλλικά στρατεύματα νικούσαν, καταλάμβαναν ή προσαρτούσαν κάποια χώρα· έτσι οι εχθροπραξίες σε παγκόσμια κλίμακα συνδυάζονταν πολύ λιγότερο με εμφύλιο πόλεμο, είτε σε διεθνή κλίμακα είτε στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Αντιστρόφως, οι αντεπαναστατικές δυνάμεις αποδέχονταν τον αμετάκλητο χαρακτήρα πολλών από τα επιτεύγματα της Επανάστασης στη Γαλλία και, συνεπώς, ήταν πρόθυμες να διαπραγματευθούν (με ορισμένες επιφυλάξεις) όρους ειρήνης, όπως συμβαίνει ανάμεσα σε δυνάμεις με ομαλή λειτουργία και όχι ανάμεσα σε δυνάμεις του φωτός και του σκότους. Μέσα σε λίγες εβδομάδες μετά την πρώτη ήττα του Ναπολέοντα ήταν ακόμη και πρόθυμες να δεχτούν ξανά τη Γαλλία ως ισότιμο παίκτη στο παραδοσιακό παιχνίδι των συμμαχιών, των αντισυμμαχιών, της μπλόφας, της απειλής και του πολέμου, όπου η διπλωματία ρύθμιζε τις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Ωστόσο, διατηρήθηκε η διττή φύση των πολέμων, ως σύγκρουση δηλαδή μεταξύ κρατών και μεταξύ

Page 68: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

κοινωνικών συστημάτων.

Από κοινωνική άποψη, οι εμπόλεμοι ήταν πολύ άνισα χωρισμένοι. Εκτός από την ίδια τη Γαλλία, υπήρχε ένα μόνο σημαντικό κράτος στο οποίο η επαναστατική του προέλευση και η προσήλωσή του στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δημιουργούσε κάποια ιδεολογική συμπάθεια για τη Γαλλία: οι ΗΠΑ. Πράγματι, οι ΗΠΑ έκλιναν προς τη γαλλική πλευρά και, σε μία τουλάχιστον περίπτωση (1812-14), αναμείχθηκαν σε πόλεμο, αν όχι ως σύμμαχοι της Γαλλίας, τουλάχιστον στρεφόμενοι εναντίον κοινού εχθρού, των Βρετανών. Εντούτοις οι ΗΠΑ παρέμειναν ουδέτερες ως επί το πλείστον, και η διένεξή τους με τους Βρετανούς δεν χρειάζεται ιδεολογική εξήγηση. Στις άλλες συγκρούσεις οι ιδεολογικοί σύμμαχοι της Γαλλίας ήταν κόμματα και ιδεολογικά ρεύματα μάλλον παρά κράτη στο σύνολό τους.

Με την ευρεία έννοια, όλα σχεδόν τα μορφωμένα, ταλαντούχα και φωτισμένα άτομα ήταν ευνοϊκά διατεθειμένα προς την Επανάσταση, τουλάχιστον ως τη δικτατορία των Ιακωβίνων, και συχνά για πολύ περισσότερο. (Μόνο αφού ο Ναπολέων είχε ανακηρυχθεί αυτοκράτορας ο Μπετόβεν ανακάλεσε την αφιέρωση της Ηρωικής στον Βοναπάρτη.) Ο αριθμός των ταλαντούχων και ιδιοφυών ατόμων που υποστήριζαν αρχικά την Επανάσταση μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον αριθμό των συμπαθούντων την Ισπανική Δημοκρατία της δεκαετίας του 1930, καθεστώς που έχαιρε παγκόσμιας σχεδόν επιδοκιμασίας. Στη Βρετανία, στα άτομα αυτά περιλαμβάνονταν οι ποιητές Wordsworth, Blake, Coleridge, Robert Burns, Southey, επιστήμονες όπως ο χημικός Joseph Pristley και αρκετά μέλη της εξέχουσας Σεληνιακής Εταιρείας του Birmingham, i τεχνικοί και βιομήχανοι όπως ο σιδηροβιομήχανος Wilkinson, ο μηχανικός Thomas Telford και Ουίγοι ή διιστάμενοι διανοούμενοι γενικά. Στη Γερμανία ήταν οι φιλόσοφοι Kant, Herder, Fichte, Schelling και Hegel, οι ποιητές Schiller, Hölderlin, Wieland, ο ηλικιωμένος Klopstock και ο συνθέτης Beethoven, στην Ελβετία ο παιδαγωγός Pestalozzi, ο ψυχολόγος Lavater και ο ζωγράφος Fuessli (Fuseli), στην Ιταλία όλα σχεδόν τα άτομα με αντικληρικές απόψεις. Εντούτοις, αν και η υποστήριξη αυτή από ανθρώπους του πνεύματος προσέδιδε γόητρο στην Επανάσταση, και η Γαλλία τιμούσε τους διαπρεπείς ξένους συμπαθούντες και όσους πίστευε ότι υποστήριζαν τις αρχές της Επανάστασης ανακηρύσσοντάς τους —τιμής ένεκεν— Γάλλους πολίτες, ii

Σοβαρό πολιτικό φιλοϊακωβινικό ή φιλογαλλικό αίσθημα υπήρχε κυρίως σε ορισμένες περιοχές κοντά στη Γαλλία, όπου οι κοινωνικές συνθήκες ήταν ανάλογες ή υπήρχαν μόνιμες πολιτιστικές επαφές (Κάτω Χώρες, Ρηνανία, Ελβετία και Σαβοΐα), στην Ιταλία και, για κάπως διαφορετικούς λόγους, στην Ιρλανδία και την Πολωνία. Στη Βρετανία ο «Ιακωβινισμός» θα ήταν αναμφίβολα φαινόμενο μεγαλύτερης πολιτικής σημασίας ακόμη και μετά την Τρομοκρατία, αν δεν ερχόταν σε σύγκρουση με την παραδοσιακή αντιγαλλική προκατάληψη του λαϊκού αγγλικού εθνικισμού, τον οποίο συνέθεταν ισομερώς η περιφρόνηση του καλοταϊσμένου τυπικού Εγγλέζου για τους πεινασμένους κατοίκους της ηπειρωτικής Ευρώπης (όλοι οι Γάλλοι στα λαϊκά σκίτσα της εποχής είναι λεπτοί σαν σπιρτόξυλα) και η εχθρότητα προς τη χώρα που άλλωστε ήταν ο «κληρονομικός εχθρός» της Αγγλίας, και συνάμα ο κληρονομικός σύμμαχος της Σκοτίας.

ούτε ένας Μπετόβεν ούτε ένας Robert Burns δεν είχαν από μόνοι τους ιδιαίτερη πολιτική ή στρατιωτική επιρροή.

iii

i Ο γιος του James Watt πήγε πράγματι στη Γαλλία, προς μεγάλη αγωνία του πατέρα του.

ii Π.χ. τους Priestley, Bentham, Wilberforce, Clarkson (ο υποκινητής του αγώνα κατά της δουλείας), James Mackintosh, David Williams, από τη Βρετανία· τους Klopstock, Schiller, Campe και Anacharsis Cloots από τη Γερμανία, Pestalozzi από την Ελβετία, Kosziusko από την Πολωνία, Gorani από την Ιταλία, Cornelius de Pauw από τις Κάτω Χώρες, Washington, Hamilton, Madison, Tom Paine και Joel Barlow από τις ΗΠΑ. Δεν ήταν όλοι αυτοί συμπαθούντες προς την Επανάσταση.

iii Αυτό συνδέεται ίσως με το γεγονός ότι ο σκοτσέζικος Ιακωβινισμός ήταν πολύ ισχυρότερη λαϊκή δύναμη.

Ο βρετανικός Ιακωβινισμός ήταν μοναδικός, στο βαθμό

Page 69: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

που θεωρείται κυρίως ως φαινόμενο της τάξης των βιοτεχνών και των εργατών, τουλάχιστον αφού κόπασε ο πρώτος γενικός ενθουσιασμός. Οι Corresponding Societies (Αντεπιστέλλουσες Εταιρείες) μπορούν δικαίως να θεωρηθούν ως οι πρώτες ανεξάρτητες πολιτικές οργανώσεις της εργατικής τάξης. Ο Ιακωβινισμός βρήκε μια μοναδικής ισχύος φωνή στα Δικαιώματα του Ανθρώπου του Tom Paine (που πούλησε ένα εκατομμύριο περίπου αντίτυπα) και κάποια πολιτική υποστήριξη από τους Ουίγους, οι οποίοι δεν φοβούνταν την καταδίωξη λόγω του πλούτου και της κοινωνικής τους θέσης και ήταν πρόθυμοι να υπερασπιστούν τις παραδόσεις της βρετανικής αστικής ελευθερίας και τη σκοπιμότητα των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων με τη Γαλλία. Εντούτοις, η πραγματική αδυναμία του βρετανικού Ιακωβινισμού καταδεικνύεται από το γεγονός ότι ο ίδιος στόλος που στασίασε στο Spithead, σε ένα κρίσιμο στάδιο του πολέμου (1797), κραύγαζε ζητώντας να του επιτραπεί να σαλπάρει κατά των Γάλλων μόλις ικανοποιήθηκαν τα οικονομικά του αιτήματα.

Στην Ιβηρική Χερσόνησο, στα εδάφη των Αψβούργων, στην κεντρική και ανατολική Γερμανία, τη Σκανδιναβία, τα Βαλκάνια και τη Ρωσία, ο φιλοϊακωβινισμός ήταν αμελητέα δύναμη. Προσέλκυσε μερικούς φλογερούς νέους, κάποιους φωτισμένους διανοουμένους και λίγους άλλους που, όπως ο Ignatius Martinovics στην Ουγγαρία ή ο Ρήγας στην Ελλάδα, κατέχουν την τιμητική θέση του προδρόμου στην ιστορία του αγώνα για την εθνική ή κοινωνική απελευθέρωση της πατρίδας τους. Αλλά η απουσία μαζικής υποστήριξης των απόψεών τους εκ μέρους της μεσαίας και της ανώτερης τάξης, χωρίς να λογαριάσουμε την απομόνωσή τους από τη μισαλλόδοξη, αναλφάβητη αγροτιά, έκανε εύκολη την κατάπνιξη του Ιακωβινισμού ακόμη και όταν, στην Αυστρία, τόλμησε να οργανώσει συνωμοσία. Έπρεπε να περάσει μια γενιά πριν η ισχυρή και μαχητική ισπανική φιλελεύθερη παράδοση ξεπροβάλει από τις λίγες και περιορισμένες φοιτητικές συνωμοσίες ή από τους αποστόλους του Ιακωβινισμού των ετών 1792-95.

Η αλήθεια είναι ότι, κατά το πλείστον στο εξωτερικό, ο Ιακωβινισμός έκανε την άμεση ιδεολογική του έκκληση στις μορφωμένες και τις μεσαίες τάξεις και ότι η πολιτική του δύναμη, συνεπώς, εξαρτιόταν από την ετοιμότητα και την προθυμία τους να τη χρησιμοποιήσουν. Έτσι, στην Πολωνία, η Γαλλική Επανάσταση έκανε βαθιά εντύπωση. Η Γαλλία ήταν από παλιά η κύρια ξένη δύναμη στην οποία η Πολωνία ευελπιστούσε να βρει υποστήριξη ενάντια στην απληστία των Πρώσων, των Ρώσων και των Αυστριακών μαζί, που ήδη είχαν προσαρτήσει τεράστιες εκτάσεις της χώρας και επρόκειτο σύντομα να τη μοιράσουν μεταξύ τους ολόκληρη. Η Γαλλία τους έδινε επίσης ένα πρότυπο της ριζικής εσωτερικής αναμόρφωσης που, όπως συμφωνούσαν όλοι οι σκεπτόμενοι Πολωνοί, μόνο αυτή μπορούσε να βοηθήσει τη χώρα τους να αντισταθεί στους «χασάπηδες». Συνεπώς, δεν είναι καθόλου περίεργο που το μεταρρυθμιστικό σύνταγμα του 1791 επηρεάστηκε συνειδητά και βαθιά από τη Γαλλική Επανάσταση· ήταν το πρώτο από τα σύγχρονα συντάγματα στο οποίο ήταν εμφανής η επιρροή αυτή.i

i Καθώς η Πολωνία ήταν κατ' ουσίαν δημοκρατία της αριστοκρατίας και της ανώτερης τάξης, το σύνταγμα ήταν «Ιακωβινικό» μόνο επιφανειακά: η εξουσία των ευγενών μάλλον ενισχύθηκε παρά καταργήθηκε.

Αλλά στην Πολωνία οι αναμορφωτές ευγενείς είχαν απόλυτη ελευθερία δράσης· στην Ουγγαρία, όπου η ενδημική σύγκρουση μεταξύ της Βιέννης και των τοπικών αυτονομιστών πρόσφερε ανάλογο κίνητρο στους ευγενείς της υπαίθρου ώστε να ενδιαφερθούν για τις θεωρίες αντίστασης (η επαρχία του Gömör ζητούσε την κατάργηση της λογοκρισίας ως αντίθετης στο Κοινωνικό Συμβόλαιο του Rousseau), δεν είχαν ελευθερία δράσης. Κατά συνέπεια, ο Ιακωβινισμός ήταν και πολύ πιο ανίσχυρος και πιο αναποτελεσματικός. Στην Ιρλανδία, πάλι, η εθνική και η αγροτική δυσαρέσκεια έδωσαν στον Ιακωβινισμό πολιτική δύναμη που υπερέβαινε κατά πολύ την πραγματική υποστήριξη της ελευθερόφρονης, μασονικής ιδεολογίας των ηγετών των «Ενωμένων Ιρλανδών». Στην κατεξοχήν καθολική αυτή χώρα γίνονταν θρησκευτικές λειτουργίες υπέρ της νίκης των άθεων Γάλλων, και οι Ιρλανδοί ήταν πρόθυμοι να χαιρετίσουν την εισβολή των γαλλικών δυνάμεων

Page 70: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

στη χώρα τους όχι γιατί συμμερίζονταν τις απόψεις του Ροβεσπιέρου αλλά γιατί μισούσαν τους Άγγλους και αναζητούσαν συμμάχους για να τους πολεμήσουν. Στην Ισπανία, από την άλλη μεριά, όπου επικρατούσε τόσο ο Καθολικισμός όσο και η φτώχεια, ο Ιακωβινισμός δεν απέκτησε στηρίγματα για τον αντίθετο λόγο: κανένας ξένος δεν καταπίεζε τους Ισπανούς, και οι μόνοι που υπήρχαν πιθανότητες να το κάνουν ήταν οι Γάλλοι.

Ούτε η Πολωνία ούτε η Ιρλανδία ήταν κλασικό παράδειγμα φιλοϊακωβινισμού, γιατί αυτό καθαυτό το πρόγραμμα της Επανάστασης είχε εκεί μικρή απήχηση· μεγάλη είχε σε χώρες με κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα παρόμοια με της Γαλλίας. Οι χώρες αυτές εντάσσονται σε δύο κατηγορίες: κράτη όπου ο γηγενής Ιακωβινισμός είχε αρκετή πιθανότητα να ζητήσει και να λάβει πολιτική δύναμη, και κράτη που μόνο η γαλλική κατάκτηση μπορούσε να προωθήσει. Οι Κάτω Χώρες, τμήματα της Ελβετίας και ίσως ένα ή δυο ιταλικά κρατίδια ανήκουν στην πρώτη ομάδα, το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Γερμανίας και της Ιταλίας στη δεύτερη. Το Βέλγιο (οι αυστριακές Κάτω Χώρες) είχε ήδη εξεγερθεί το 1789: συχνά ξεχνά κανείς ότι ο Camille Desmoulins ονόμαζε το περιοδικό του Les Révolutions de France et de Brabant. Το φιλολογικό στοιχείο των επαναστατών (οι δημοκρατικοί Vonckistes) ήταν αναμφίβολα πιο αδύναμο από των συντηρητικών Statistes, αλλά αρκετά ισχυρό για να δημιουργήσει γνήσια επαναστατικά στηρίγματα για την κατάκτηση της χώρας τους από τους Γάλλους, εξέλιξη που οι ίδιοι ευνοούσαν. Στις Ηνωμένες Επαρχίες οι «πατριώτες», επιδιώκοντας τη σύναψη συμμαχίας με τη Γαλλία, είχαν αρκετή δύναμη για να συζητούν το ενδεχόμενο επαναστατικής εξέγερσης, μολονότι αμφέβαλλαν κατά πόσο η κίνηση αυτή θα πετύχαινε χωρίς εξωτερική βοήθεια. Εκπροσωπούσαν τα κατώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης, και άλλες ομάδες που συσπειρώνονταν ενάντια στις κυρίαρχες ολιγαρχίες των μεγαλεμπόρων ευγενών. Στην Ελβετία το αριστερό στοιχείο σε ορισμένα καντόνια προτεσταντών ήταν ανέκαθεν ισχυρό, και η γοητεία που ασκούσε η Γαλλία έντονη. Κι εδώ, όπως και στο Βέλγιο, η γαλλική κατάκτηση συμπλήρωνε μάλλον παρά δημιουργούσε τις τοπικές επαναστατικές δυνάμεις.

Δεν συνέβαινε το ίδιο στη δυτική Γερμανία και την Ιταλία. Η γαλλική εισβολή ήταν ευπρόσδεκτη στους Γερμανούς Ιακωβίνους, ιδίως στο Mainz και στις νοτιοδυτικές περιοχές, αλλά κανείς δεν ισχυριζόταν ότι τα τοπικά επαναστατικά στοιχεία είχαν καμιά ρεαλιστική πιθανότητα να προκαλέσουν από μόνα τους προβλήματα στις κυβερνήσεις τους.i

Σε γενικές συνεπώς γραμμές, η στρατιωτική αξία του ξένου φιλοϊακωβινισμού ήταν κατά κύριο λόγο η βοήθεια που πρόσφερε στη γαλλική κατάκτηση, καθώς και μια πηγή πολιτικά έμπιστων διοικητών στις κατακτημένες περιοχές. Πράγματι, οι περιοχές που διέθεταν ισχυρό Ιακωβινισμό μετατρέπονταν συχνά σε δημοκρατίες-δορυφόρους και έπειτα, εφόσον αυτό εξυπηρετούσε, τις προσαρτούσε η Γαλλία. Το Βέλγιο προσαρτήθηκε το 1795· οι Κάτω Χώρες έγιναν Βαταβική Δημοκρατία την ίδια χρονιά και, αργότερα, βασίλειο της οικογένειας Βοναπάρτη. Προσαρτήθηκε η αριστερή όχθη του Ρήνου και, με την ηγεσία του Ναπολέοντα, η

Στην Ιταλία, η επικράτηση του Διαφωτισμού και της μασονίας έκανε την Επανάσταση εξαιρετικά δημοφιλή στους μορφωμένους, αλλά ο τοπικός Ιακωβινισμός ήταν πιθανόν ισχυρός μόνο στο Βασίλειο της Νεάπολης, όπου είχε κυριεύσει σχεδόν όλους τους «φωτισμένους» (δηλαδή αντικληρικούς) αστούς και μέρος της ανώτερης τάξης· ήταν άλλωστε καλά οργανωμένος στις μυστικές στοές και εταιρείες που ανθούσαν τόσο πολύ στο κλίμα της νότιας Ιταλίας. Αλλά ακόμη κι εκεί έπασχε από την πλήρη αδυναμία επικοινωνίας με τις κοινωνικοεπαγγελματικές μάζες. Εύκολα ανακηρύχτηκε η ναπολιτάνικη δημοκρατία όταν διαδόθηκε το νέο της γαλλικής προέλασης, αλλά το ίδιο εύκολα ανατράπηκε από μια κοινωνική επανάσταση της δεξιάς κάτω από τη σημαία του Πάπα και του Βασιλιά· κι αυτό γιατί οι χωρικοί και οι Ναπολιτάνοι lazzaroni όριζαν, και δίκαια ίσως, τον Ιακωβίνο ως «άνθρωπο με άμαξα».

i Οι Γάλλοι δεν κατόρθωσαν ούτε καν να ιδρύσουν μια δημοκρατία-δορυφόρο στη Ρηνανία.

Page 71: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

πρακτική των κρατών-δορυφόρων (όπως το Μέγα Δουκάτο του Berg —η σημερινή περιοχή του Ruhr— και το Βασίλειο της Βεστφαλίας) και της άμεσης προσάρτησης επεκτάθηκε και πέρα από τη νοτιοδυτική Γερμανία. Η Ελβετία έγινε Ελβετική Δημοκρατία το 1798 και τελικά προσαρτήθηκε. Στην Ιταλία ιδρύθηκαν μια σειρά από δημοκρατίες— η Εντεύθεν των Άλπεων (1797), η Λιγουρική (1797), η Ρωμαϊκή (1798), η Παρθενόπειος (1798), που τελικά κατέληξαν να γίνουν εν μέρει γαλλικό έδαφος, αλλά κατά κύριο λόγο κράτη-δορυφόροι (το Βασίλειο της Ιταλίας, το Βασίλειο της Νεάπολης).

Ο ξένος Ιακωβινισμός είχε κάποια στρατιωτική σημασία, και οι αλλοδαποί Ιακωβίνοι μέσα στη Γαλλία έπαιζαν ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση της στρατηγικής της Δημοκρατίας, όπως κυρίως η ομάδα Saliceti, που άλλωστε ευθύνεται αρκετά για την άνοδο του Ιταλού Ναπολέοντα Βοναπάρτη στον γαλλικό στρατό, καθώς και για τις μετέπειτα επιτυχίες του στην Ιταλία. Λίγοι όμως θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι η επιρροή της ομάδας αυτής, ή των Ιακωβίνων γενικότερα, είχε αποφασιστική σημασία. Ένα μόνο ξένο κίνημα υπέρ των Γάλλων θα μπορούσε να είναι αποφασιστικής σημασίας, αν φυσικά είχε αξιοποιηθεί αποτελεσματικά: το ιρλανδικό. Ο συνδυασμός της ιρλανδικής επανάστασης με τη γαλλική εισβολή, ιδίως στα 1797-98, όταν η Βρετανία ήταν προσωρινά η μόνη εμπόλεμη δύναμη κατά της Γαλλίας, θα μπορούσε πιθανότατα να αναγκάσει τη Βρετανία να συνάψει ειρήνη. Αλλά τα τεχνικά προβλήματα μιας εισβολής που προϋπέθετε τόσο πλατύ θαλάσσιο πέρασμα ήταν δυσεπίλυτα, οι γαλλικές προσπάθειες πολύ διστακτικές και κακοσχεδιασμένες, και η ιρλανδική εξέγερση του 1798, παρά την τεράστια λαϊκή υποστήριξη, τόσο άσχημα οργανωμένη που η καταστολή της ήταν εύκολη. Είναι μάταιο συνεπώς να κάνουμε εικασίες σχετικά με τις θεωρητικές δυνατότητες των γαλλοϊρλανδικών επιχειρήσεων.

Αν όμως οι Γάλλοι είχαν την υποστήριξη των επαναστατικών δυνάμεων στο εξωτερικό, το ίδιο συνέβαινε και με τους πολέμιούς τους. Γιατί δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς το κοινωνικοεπαναστατικό στοιχείο των αυθόρμητων κινημάτων λαϊκής αντίστασης ενάντια στη γαλλική κατάκτηση, παρόλο που οι αγρότες που πρωτοστάτησαν το εξέφραζαν μέσα από μαχητικό συντηρητισμό προσκείμενο στην Εκκλησία και τον Βασιλιά. Είναι ενδεικτικό ότι η στρατιωτική τακτική που στον αιώνα μας ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με τους επαναστατικούς πολέμους, η τακτική του αντάρτη ή του παρτιζάνου, ήταν στα 1792-1815 σχεδόν αποκλειστικά χαρακτηριστικό της αντιγαλλικής παράταξης. Στην ίδια τη Γαλλία, η Βανδέα και οι Chouans της Βρετάνης έκαναν «βασιλικό» ανταρτοπόλεμο από το 1793 ως το 1802, με ενδιάμεσα διαλείμματα. Στο εξωτερικό, οι «ληστές» της νότιας Ιταλίας στα 1798-99 ήταν ίσως οι σκαπανείς του αντιγαλλικού λαϊκού ανταρτοπολέμου. Οι Τυρολέζοι, με επικεφαλής τον πανδοχέα Andreas Hofer το 1809, αλλά προπάντων οι Ισπανοί από το 1808 και, μέχρις ενός σημείου, οι Ρώσοι στα 1812-13, εφάρμοζαν την τακτική αυτή με σημαντική επιτυχία. Παραδόξως, η στρατιωτική σημασία της επαναστατικής αυτής τακτικής ήταν πιθανότατα μεγαλύτερη για τους πολέμιους των Γάλλων απ' ό,τι ήταν για τους Γάλλους η στρατιωτική σημασία του ξένου Ιακωβινισμού. Καμιά περιοχή πέρα από τα γαλλικά σύνορα δεν διατήρησε φιλοϊακωβινική κυβέρνηση ούτε στιγμή μετά την ήττα ή την υποχώρηση των γαλλικών στρατευμάτων· αλλά το Τυρόλο, η Ισπανία και μέχρις ενός βαθμού η νότια Ιταλία δημιούργησαν για τους Γάλλους, μετά την ήττα του επίσημου στρατού τους και των ηγεμόνων τους, πολύ σοβαρότερο στρατιωτικό πρόβλημα από πριν. Ο λόγος είναι προφανής: επρόκειτο για αγροτικά κινήματα. Εκεί όπου ο αντιγαλλικός εθνικισμός δεν στηριζόταν στην τοπική αγροτική τάξη, η στρατιωτική του σημασία ήταν αμελητέα. Ο αναδρομικός πατριωτισμός δημιούργησε έναν γερμανικό «απελευθερωτικό πόλεμο» στα 1813-14, αλλά μπορεί κανείς ακίνδυνα να ισχυριστεί πως, στο βαθμό που υποτίθεται ότι βασιζόταν στη λαϊκή αντίσταση κατά των Γάλλων, δεν ήταν παρά μύθος.1 Στην Ισπανία ήταν ο λαός που αναχαίτισε τους Γάλλους όταν ο στρατός απέτυχε να το κάνει· στη Γερμανία ήταν ο κανονικός στρατός που τους νίκησε με εντελώς ορθόδοξο τρόπο.

Page 72: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Από κοινωνική άποψη, λοιπόν, δεν είναι τόσο μεγάλη παραποίηση της αλήθειας αν πούμε ότι ο πόλεμος ήταν πόλεμος της Γαλλίας και των γειτονικών της περιοχών ενάντια στους υπόλοιπους. Αν μιλήσουμε με βάση τις παλιού τύπου σχέσεις των δυνάμεων, το σχήμα ήταν πιο πολύπλοκο. Η βασική σύγκρουση εδώ ήταν ανάμεσα στη Γαλλία και τη Βρετανία, που είχε κυριαρχήσει στις ευρωπαϊκές διεθνείς σχέσεις σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα. Από πλευράς Βρετανών, ο πόλεμος ήταν σχεδόν αποκλειστικά οικονομικός. Ήθελαν να βγάλουν από τη μέση τον κύριο ανταγωνιστή τους στο δρόμο για την απόκτηση ολοκληρωτικής υπεροχής στις εμπορικές συναλλαγές στις ευρωπαϊκές αγορές, καθώς και πλήρους ελέγχου των αγορών στις αποικίες και το εξωτερικό, ενέργεια που με τη σειρά της θα σήμαινε έλεγχο των διεθνών υδάτων. Στην πραγματικότητα, με τους πολέμους πέτυχαν κάτι που πλησίαζε κατά πολύ το στόχο τους. Στην Ευρώπη, ο στόχος αυτός δεν προϋπέθετε εδαφικές φιλοδοξίες, εκτός βέβαια από τον έλεγχο ορισμένων σημείων μεγάλης ναυτικής σπουδαιότητας και τη βεβαιότητα ότι τα σημεία αυτά δεν θα έπεφταν στα χέρια κρατών με αρκετή ισχύ ώστε να είναι επικίνδυνα. Ως προς τα υπόλοιπα, η Βρετανία ήταν ευχαριστημένη με κάθε διακανονισμό των πραγμάτων της ηπειρωτικής Ευρώπης που εξασφάλιζε ότι τα άλλα κράτη θα κρατούσαν υπό έλεγχο όλους τους δυνάμει ανταγωνιστές της. Στο εξωτερικό, ο στόχος προϋπέθετε την ολοσχερή καταστροφή των αποικιακών αυτοκρατοριών άλλων λαών και την προσάρτηση από τη Βρετανία σημαντικού αριθμού εδαφών.

Αυτή η πολιτική ήταν από μόνη της αρκετή για να εξασφαλίσει στους Γάλλους κάποιους ενδεχόμενους συμμάχους, γιατί όλες οι ναυτικές εμπορικές και αποικιοκρατικές χώρες την έβλεπαν με υποψία ή εχθρότητα. Στην πραγματικότητα, η συνήθης στάση τους ήταν στάση ουδετερότητας, γιατί τα πλεονεκτήματα του να εμπορεύεται κανείς ελεύθερα σε καιρό πολέμου είναι σημαντικά· η τάση όμως των Βρετανών να αντιμετωπίζουν την ουδέτερη ναυτιλία (αρκετά ρεαλιστικά) ως δύναμη που βοηθούσε τους Γάλλους μάλλον παρά τους ίδιους οδήγησε κατά καιρούς τις δυνάμεις αυτές σε συγκρούσεις, μέχρις ότου η πολιτική του αποκλεισμού που άσκησε η Γαλλία μετά το 1806 τους ώθησε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι περισσότερες ναυτικές δυνάμεις ήταν ανίσχυρες ή, λόγω της θέσης τους στην Ευρώπη, υπερβολικά αποκομμένες για να προκαλέσουν ιδιαίτερα προβλήματα στους Βρετανούς· ωστόσο, ο αγγλοαμερικανικός πόλεμος του 1812-14 ήταν το αποτέλεσμα μιας τέτοιας σύγκρουσης.

Η γαλλική εχθρότητα για τη Βρετανία ήταν κάπως πιο πολύπλοκη, αλλά το στοιχείο εκείνο που, όπως το βρετανικό, απαιτούσε ολοκληρωτική νίκη ενισχύθηκε πολύ από την Επανάσταση, που ανέδειξε στην εξουσία μια γαλλική αστική τάξη με φιλοδοξίες το ίδιο απεριόριστες όπως οι βρετανικές. Η νίκη ενάντια στους Βρετανούς απαιτούσε το λιγότερο την καταστροφή του βρετανικού εμπορίου από το οποίο, όπως ορθά πιστευόταν, εξαρτιόταν η Βρετανία, καθώς και μια εγγύηση ενάντια στη μελλοντική βρετανική ανάκαμψη, εγγύηση που θα πρόσφερε η οριστική καταστροφή της Αγγλίας. (Οι Γάλλοι, που αντλούσαν σε μεγάλο βαθμό τις μνήμες τους από την κλασική εποχή, έκαναν παραλληλισμό της γαλλοβρετανικής διένεξης με τη διένεξη μεταξύ Ρώμης-Καρχηδόνας.) Με κάπως πιο φιλόδοξη διάθεση, η γαλλική αστική τάξη έλπιζε να αντισταθμίσει τη φανερή οικονομική υπεροχή των Βρετανών μόνο με τους δικούς της πολιτικούς και στρατιωτικούς πόρους: με τη δημιουργία π.χ. μιας τεράστιας εξαρτημένης αγοράς από την οποία θα αποκλείονταν οι ανταγωνιστές της. Και οι δύο αυτοί παράγοντες προσέδωσαν στην αγγλογαλλική σύγκρουση απαράμιλλη επιμονή και πείσμα. Καμιά πλευρά δεν ήταν πρόθυμη —πράγμα σπάνιο τότε, αλλά συνηθισμένο σήμερα— να συμβιβαστεί με άλλη λύση παρά μόνο με την ολοκληρωτική νίκη. Το ένα και μοναδικό διάλειμμα ειρήνης (1802-3) διακόπηκε εξαιτίας της απροθυμίας των δύο μερών να το διατηρήσουν. Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερα αξιοπερίεργο, αν ληφθεί υπόψη ότι, από καθαρά στρατιωτική άποψη, η κατάσταση είχε φτάσει σε αδιέξοδο: ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1790 ήταν σαφές ότι ούτε οι Βρετανοί μπορούσαν στην ουσία να φτάσουν στην ηπειρωτική Ευρώπη, ούτε οι Γάλλοι να ξεφύγουν από αυτήν.

Page 73: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Οι άλλες αντιγαλλικές δυνάμεις είχαν εμπλακεί σ' έναν λιγότερο εξαντλητικό αγώνα. Όλες έλπιζαν να ανατρέψουν τη Γαλλική Επανάσταση, αλλ' όχι σε βάρος των δικών τους πολιτικών φιλοδοξιών. Η ελπίδα αυτή έπαψε σαφώς πια να είναι εφικτή μετά τα 1792-95. Η Αυστρία, που οι οικογενειακοί δεσμοί της με τους Βουρβόνους ενισχύθηκαν από την άμεση γαλλική απειλή για τις κτήσεις και τις ζώνες επιρροής της στην Ιταλία, καθώς και για τη δεσπόζουσα θέση που είχε στη Γερμανία, ήταν η πιο συνεπής αντιγαλλική δύναμη και συμμετείχε σε όλες τις σημαντικές συμμαχίες κατά της Γαλλίας. Η Ρωσία ήταν κατά διαστήματα αντιγαλλική και μετείχε στον πόλεμο μόνο στα 1795-1800, στα 1805-7 και το 1812. Η Πρωσία ταλαντευόταν ανάμεσα στις συμπάθειές της για το στρατόπεδο των αντεπαναστατών, στην καχυποψία της έναντι της Αυστρίας και στις δικές της φιλοδοξίες στην Πολωνία και τη Γερμανία, που τις ευνοούσε η γαλλική πρωτοβουλία. Λάβαινε συνεπώς μέρος στον πόλεμο μόνο ευκαιριακά και με ημιανεξάρτητο τρόπο: στα 1792-95, 1806-7 (οπότε και συντρίφτηκε) και το 1813. Η πολιτική των άλλων κρατών που κατά καιρούς συμμετείχαν σε αντιγαλλικούς συνασπισμούς εμφανίζει ανάλογες διακυμάνσεις. Ήταν μεν κατά της Επανάστασης αλλά, εφόσον η πολιτική είναι πολιτική, είχαν κι άλλα πράγματα στο νου τους. Άλλωστε τα συμφέροντά τους δεν τους επέβαλλαν μόνιμη αδιάλλακτη εχθρότητα έναντι της Γαλλίας, και μάλιστα μιας θριαμβεύουσας Γαλλίας που καθόριζε την περιοδική ανακατανομή των ευρωπαϊκών εδαφών.

Αυτές οι μόνιμες διπλωματικές φιλοδοξίες και τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών κρατών τροφοδοτούσαν επίσης τους Γάλλους με αρκετούς δυνητικούς συμμάχους: γιατί σε κάθε μόνιμο σύστημα, όπου τα κράτη ανταγωνίζονται το ένα το άλλο και επικρατεί ένταση στις μεταξύ τους σχέσεις, η εχθρότητα του Α συνεπάγεται τη συμπάθεια του αντι-Α. Οι πιο σίγουροι ήταν αυτοί οι ήσσονες Γερμανοί πρίγκιπες που ανέκαθεν είχαν συμφέρον —συνήθως συμμαχώντας με τη Γαλλία— να αποδυναμώσουν τον Αυτοκράτορα (δηλαδή την Αυστρία) στις ηγεμονίες, ή που υπέφεραν από την αύξηση της πρωσικής δύναμης. Τα νοτιοδυτικά γερμανικά κρατίδια —Βάδη, Βυρτεμβέργη, Βαυαρία, που αποτέλεσαν τον πυρήνα της ναπολεόντειας Συνομοσπονδίας του Ρήνου (1806)— και ο παλιός ανταγωνιστής και θύμα της Πρωσίας, η Σαξονία, ήταν από τα πιο σημαντικά κράτη στην κατηγορία αυτή. Η Σαξονία μάλιστα ήταν ο τελευταίος και πιο πιστός σύμμαχος του Ναπολέοντα, γεγονός που εξηγείται εν μέρει από τα οικονομικά της συμφέροντα, μια και ως ιδιαίτερα ανεπτυγμένο βιομηχανικό κέντρο αντλούσε οφέλη από τον ηπειρωτικό αποκλεισμό του Ναπολέοντα.

Ωστόσο, ακόμη κι αν λογαριάσουμε τη διάσπαση της αντιγαλλικής πλευράς και το δυναμικό των συμμάχων από τους οποίους μπορούσαν να αντλήσουν βοήθεια οι Γάλλοι, θεωρητικά οι αντιγαλλικές συμμαχίες ήταν μονίμως πολύ ισχυρότερες από τις φιλογαλλικές, τουλάχιστον στην αρχή. Παρ' όλα αυτά, η στρατιωτική ιστορία των πολέμων είναι η ιστορία ενός σχεδόν ασταμάτητου και εκπληκτικού γαλλικού θριάμβου. Αφού νικήθηκε ο αρχικός συνδυασμός ξένης επίθεσης και εσωτερικής αντεπανάστασης (1793-94), και πριν έρθει το τέλος, οι γαλλικές στρατιές μόνο για μια σύντομη περίοδο βρέθηκαν σε άμυνα: το 1799, όταν ο δεύτερος συνασπισμός κινητοποίησε τον τρομερό ρωσικό στρατό με στρατηγό τον Σουβόροφ για τις πρώτες επιχειρήσεις του στη δυτική Ευρώπη. Γενικά, οι εκστρατείες και οι μάχες ανάμεσα στο 1794 και το 1812 είναι μια σειρά σχεδόν αδιάκοπων γαλλικών θριάμβων. Ο λόγος έγκειται στην Επανάσταση. Η πολιτική της ακτινοβολία στο εξωτερικό δεν ήταν, όπως είδαμε, αποφασιστικής σημασίας. Το περισσότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι απέτρεψε τον πληθυσμό των αντιδραστικών κρατών από το να αντισταθούν στους Γάλλους που τους έφεραν την ελευθερία τους· στην πραγματικότητα, ωστόσο, η στρατιωτική και η τακτική των κλασικού τύπου κρατών του 18ου αιώνα ούτε ανέμενε αλλά ούτε και επικροτούσε τη συμμετοχή πολιτών στον πόλεμο: ο Μέγας Φρειδερίκος είχε κατηγορηματικά πει στους πιστούς του Βερολινέζους, που προσφέρθηκαν να αντισταθούν στους Ρώσους, ότι ο πόλεμος ανήκει στους επαγγελματίες και καλά θα κάνουν να τον αφήσουν σ' αυτούς. Η λαϊκή συμμετοχή όμως επέφερε αλλαγές στην πολεμική τέχνη των Γάλλων και τους έδωσε ανυπολόγιστη υπεροχή απέναντι στις στρατιές του παλιού καθεστώτος. Από τεχνική άποψη, ο

Page 74: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

παλιός στρατός ήταν καλύτερα εκπαιδευμένος και πιο πειθαρχημένος και, όπου οι ιδιότητες αυτές ήταν αποφασιστικές, όπως π.χ. στις ναυμαχίες, οι Γάλλοι ήταν αισθητά κατώτεροι. Ήταν καλοί κουρσάροι και καταδρομείς, αλλά δεν μπορούσαν να αναπληρώσουν την έλλειψη επαρκώς εκπαιδευμένων ναυτών και, προπάντων, ικανών αξιωματικών, που είχαν αποδεκατιστεί από την Επανάσταση, μια και προέρχονταν κατά μέγα μέρος από τη φιλοβασιλική ανώτερη τάξη της Νορμανδίας και της Βρετάνης, που δεν μπορούσε να «ξαναδημιουργηθεί» γρήγορα. Σε έξι μείζονες και οκτώ ήσσονες ναυτικές συγκρούσεις Βρετανών και Γάλλων, οι απώλειες των Γάλλων σε έμψυχο υλικό ήταν περίπου δεκαπλάσιες από των Βρετανών.2 Αλλά εκεί όπου μετρούσε ο αυτοσχεδιασμός στην οργάνωση, η κινητικότητα, η ευελιξία και, προπάντων, το καθαρό θάρρος και το ακμαίο ηθικό, οι Γάλλοι ήταν ασυναγώνιστοι. Τα πλεονεκτήματα αυτά δεν εξαρτιόνταν από τη στρατιωτική ιδιοφυία κανενός, γιατί οι στρατιωτικές επιδόσεις των Γάλλων πριν αναλάβει ο Ναπολέων ήταν αρκετά εντυπωσιακές, ενώ η συνήθης ποιότητα των Γάλλων στρατηγών δεν ήταν τίποτε το εξαιρετικό. Είναι όμως πιθανότατο να έχουν εν μέρει σχέση με το νέο αίμα που μπήκε στο στρατό, τόσο στη Γαλλία όσο και στο εξωτερικό, πράγμα που αποτελεί μια από τις κύριες συνέπειες κάθε επανάστασης. Το 1806, από τους 142 στρατηγούς του πανίσχυρου πρωσικού στρατού 79 ήταν πάνω από 60 ετών, όπως και το ένα τέταρτο όλων των διοικητών συντάγματος.3

II

Αλλά το 1806 ο Ναπολέων (που έγινε στρατηγός στα είκοσι τέσσερα), ο Murat (που είχε διοικήσει ταξιαρχία στα είκοσι έξι), ο Ney (που ήταν διοικητής ταξιαρχίας στα είκοσι επτά) και ο Davout ήταν όλοι ηλικίας 26-37 ετών.

Η σχετική μονοτονία των γαλλικών επιτυχιών κάνει περιττή τη λεπτομερή εξιστόρηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Στα 1793-94 οι Γάλλοι διέσωσαν την επανάσταση. Στα 1794-95 κατέλαβαν τις Κάτω Χώρες, τη Ρηνανία, τμήματα της Ισπανίας, την Ελβετία και τη Σαβοΐα (και τη Λιγουρία). Το 1796 η ονομαστή ιταλική εκστρατεία του Ναπολέοντα τους χάρισε ολόκληρη την Ιταλία και διέσπασε την πρώτη συμμαχία εναντίον της Γαλλίας. Το εκστρατευτικό σώμα του Ναπολέοντα στη Μάλτα, την Αίγυπτο και τη Συρία (1797-99) αποκόπηκε από τη βάση του από τη ναυτική δύναμη των Βρετανών και, στην απουσία του, η δεύτερη συμμαχία έδιωξε τους Γάλλους από την Ιταλία και τους απώθησε στη Γερμανία. Η ήττα των συμμαχικών δυνάμεων στην Ελβετία (μάχη της Ζυρίχης, 1799) έσωσε τη Γαλλία από την εισβολή, και λίγο μετά την επιστροφή και την ανάληψη της εξουσίας από τον Ναπολέοντα οι Γάλλοι άρχισαν πάλι την επίθεση. Ως το 1801 είχαν ήδη επιβάλει ειρήνη στους υπόλοιπους ηπειρωτικούς συμμάχους, ενώ το 1802 την επέβαλαν ακόμη και στους Βρετανούς. Έκτοτε, η γαλλική υπεροχή στις περιοχές που είχαν κατακτηθεί ή τεθεί υπό έλεγχο στα 1794-98 παρέμεινε αναμφισβήτητη. Η νέα απόπειρα διεξαγωγής πολέμου εναντίον τους, στα 1805-7, είχε ως μόνο αποτέλεσμα να οδηγήσει τη γαλλική επιρροή ως τα σύνορα της Ρωσίας. Η Αυστρία ηττήθηκε το 1805 στη μάχη του Austerlitz, στη Μοραβία, και αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη. Η Πρωσία, που μπήκε στον πόλεμο μόνη της και καθυστερημένα, συντρίφτηκε στις μάχες της Ιένας και του Auerstaedt το 1806, και διαμελίστηκε. Η Ρωσία, αν και ηττήθηκε στο Austerlitz, ακρωτηριάστηκε στο Eylau (1807) και ηττήθηκε ξανά στο Friedland (1807), παρέμεινε άθικτη ως στρατιωτική δύναμη. Η συνθήκη του Tilsit (1807) τη σεβάστηκε δικαιολογημένα, μολονότι με αυτήν εδραιώθηκε η γαλλική ηγεμονία στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη, με εξαίρεση τη Σκανδιναβία και τα τουρκικά Βαλκάνια. Η προσπάθεια των Αυστριακών το 1809 να απελευθερωθούν κατεστάλη στις μάχες του Aspern-Essling και του Wagram. Ωστόσο, η εξέγερση των Ισπανών το 1808 κατά της επιβολής του Ιωσήφ, του αδελφού του Ναπολέοντα, στον ισπανικό θρόνο, άνοιξε ένα πεδίο επιχειρήσεων για τους Βρετανούς, και έτσι διατηρήθηκε συνεχής στρατιωτική δραστηριότητα στη Χερσόνησο, που δεν επηρεάστηκε από τις κατά καιρούς ήττες και υποχωρήσεις των Βρετανών (π.χ. στα 1809-10).

Στη θάλασσα, εντούτοις, οι Γάλλοι είχαν ως τότε ηττηθεί ολοσχερώς. Μετά τη ναυμαχία του

Page 75: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Trafalgar (1805), χάθηκε κάθε πιθανότητα όχι μόνο εισβολής στη Βρετανία αλλά και διατήρησης επαφών στο εξωτερικό. Δεν φαινόταν να υπάρχει άλλος τρόπος να ηττηθεί η Βρετανία παρά μόνο η οικονομική πίεση, την οποία ο Ναπολέων επιχείρησε να ασκήσει αποτελεσματικά με τον Ηπειρωτικό Αποκλεισμό (1806). Οι δυσκολίες επιβολής του αποκλεισμού αυτού με τρόπο αποτελεσματικό υπονόμευσαν τη σταθερότητα του διακανονισμού του Tilsit και οδήγησαν σε ρήξη με τη Ρωσία, πράγμα που αποτέλεσε την κρίσιμη καμπή στην πορεία του Ναπολέοντα. Εισέβαλε στη Ρωσία και κατέλαβε τη Μόσχα. Αν ο Τσάρος έκανε ειρήνη, όπως είχαν κάνει οι περισσότεροι εχθροί του Ναπολέοντα σε παρόμοιες συνθήκες, το παιχνίδι θα κερδιζόταν. Αλλά ο Τσάρος δεν έκανε ειρήνη, και ο Ναπολέων αντιμετώπιζε το δίλημμα είτε να συνεχίσει έναν ατελείωτο πόλεμο χωρίς σαφή προοπτική νίκης ή να υποχωρήσει. Και οι δύο λύσεις ήταν το ίδιο ολέθριες. Η τεχνική του γαλλικού στρατού, όπως είδαμε, ήταν να εκτελεί ταχύρυθμες επιχειρήσεις σε αρκετά πλούσιες και πυκνοκατοικημένες περιοχές ώστε να εξασφαλίζεται η συντήρησή του. Αλλά αυτό που είχε επιτυχία στη Λομβαρδία ή τη Ρηνανία —όπου αναπτύχθηκαν για πρώτη φορά οι μέθοδοι αυτές— και ήταν ακόμη εφικτό στην κεντρική Ευρώπη, απέτυχε ολοσχερώς στις αχανείς, ακατοίκητες και φτωχές εκτάσεις της Πολωνίας και της Ρωσίας. Ο Ναπολέων δεν ηττήθηκε τόσο από τον ρωσικό χειμώνα όσο από την αδυναμία του να εξασφαλίσει επαρκή εφοδιασμό για τη Μεγάλη Στρατιά του. Η υποχώρηση από τη Μόσχα κατέστρεψε το στρατό. Από τους 610.000 άνδρες που κάποια στιγμή είχαν περάσει τα ρωσικά σύνορα, μόνο 100.000 περίπου επέστρεψαν.

Κάτω από τις συνθήκες αυτές, στην τελική συμμαχία κατά της Γαλλίας προσχώρησαν όχι μόνο οι παλιοί εχθροί της και τα θύματά της αλλά και όλοι όσοι ποθούσαν να βρεθούν από την πλευρά του νικητή —και ποιος θα 'ταν ο νικητής είχε ήδη σαφώς διαφανεί. Μόνο ο βασιλιάς της Σαξονίας εγκατέλειψε τη Γαλλία όταν πια ήταν πολύ αργά. Ο νέος, και σε μεγάλο βαθμό άπειρος, γαλλικός στρατός ηττήθηκε στη Λιψία (1813), και οι σύμμαχοι προχώρησαν αμείλικτοι και μπήκαν στη Γαλλία, παρά τους εκπληκτικούς στρατιωτικούς ελιγμούς του Ναπολέοντα, ενώ οι Βρετανοί εισέβαλαν στη Γαλλία από τη μεριά της Ιβηρικής Χερσονήσου. Το Παρίσι κατελήφθη και ο αυτοκράτορας παραιτήθηκε στις 6 Απριλίου 1814. Επιχείρησε να ανακτήσει την εξουσία το 1815, αλλά η μάχη του Βατερλό (Ιούνιος 1815) του κατέφερε το οριστικό πλήγμα.

III

Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του πολέμου, τα πολιτικά σύνορα της Ευρώπης χαράχτηκαν ξανά και ξανά αρκετές φορές. Εδώ είναι σκόπιμο να εξετάσουμε μόνο τις αλλαγές εκείνες που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ήταν αρκετά σταθερές ώστε να επιζήσουν της ήττας του Ναπολέοντα.

Η πιο σημαντική αλλαγή ήταν η γενική ορθολογική αναδιάταξη του ευρωπαϊκού πολιτικού χάρτη, ιδίως στη Γερμανία και την Ιταλία. Από άποψη πολιτικής γεωγραφίας, η Γαλλική Επανάσταση έθεσε τέλος στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα. Το χαρακτηριστικό σύγχρονο κράτος, που ήταν σε εξέλιξη για αρκετούς αιώνες, είναι μια περιοχή εδαφικά συνεκτική και ενιαία, με αυστηρά καθορισμένα σύνορα. Κυβερνιέται από ενιαία κυρίαρχη αρχή και σύμφωνα με ενιαίο θεμελιώδες σύστημα διοίκησης και δικαίου. (Από τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης θεωρήθηκε ως δεδομένο ότι το κράτος θα πρέπει να αντιπροσωπεύει ένα ενιαίο «έθνος» ή γλωσσική ενότητα, αλλά στο στάδιο αυτό δεν ίσχυε ακόμη κάτι τέτοιο.) Το χαρακτηριστικό ευρωπαϊκό φεουδαλικό κράτος, μολονότι μερικές φορές έμοιαζε με το παραπάνω, όπως π.χ. στη μεσαιωνική Αγγλία, διαρθρωνόταν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό γύρω από τη μεγάλη ιδιοκτησία. Όπως ακριβώς ο όρος «τα κτήματα του Δούκα του Bedford» δεν υποδήλωνε ούτε ότι όλα θα έπρεπε να είναι συγκεντρωμένα σε ενιαίο σύνολο, ούτε ότι ο ιδιοκτήτης τους θα έπρεπε όλα να τα διαχειρίζεται άμεσα ή με τους ίδιους όρους, αλλά ούτε ότι αποκλείονταν οι

Page 76: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

υπομισθώσεις, έτσι και το φεουδαλικό κράτος της δυτικής Ευρώπης δεν απέκλειε ένα πολυσύνθετο σύνολο που σήμερα θα έμοιαζε εντελώς απαράδεκτο. Ήδη το 1789 οι πολύπλοκες αυτές οντότητες θεωρούνταν προβληματικές. Υπήρχαν συχνά ξένοι θύλακοι στο έδαφος κάποιου κράτους, όπως η παπική πόλη Avignon στη Γαλλία. Υπήρχαν εδάφη στο εσωτερικό ενός κράτους που είχαν, για ιστορικούς λόγους, εξάρτηση από άλλον άρχοντα σε άλλο κράτος και, συνεπώς, με σημερινή ορολογία, βρίσκονταν σε διπλή επικυριαρχία. i Ανάμεσα στις διάφορες επαρχίες του ίδιου κράτους υπήρχαν «σύνορα» με τη μορφή τελωνειακών φραγμών. Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία περιλάμβανε τις ιδιωτικές ηγεμονίες του Αυτοκράτορα, που είχαν συσσωρευτεί με τους αιώνες, ενώ ποτέ δεν είχαν τυποποιηθεί ή ενοποιηθεί —ο επικεφαλής του οίκου των Αψβούργων δεν είχε ως το 1804 ούτε καν έναν τίτλο που να καθόριζε την κυριαρχία του σε όλα τα εδάφη του μαζίii

Η Επανάσταση και οι μετέπειτα πόλεμοι εξάλειψαν πολλά από αυτά τα κατάλοιπα, εν μέρει λόγω επαναστατικού ζήλου για εδαφική ενοποίηση και τυποποίηση, εν μέρει εκθέτοντας επανειλημμένα και για εξαιρετικά μακρά περίοδο τα μικρά και αδύναμα κρατίδια στην απληστία των μεγαλύτερων γειτόνων τους. Τα κατάλοιπα αυτά μιας πρώιμης εποχής, όπως η εποχή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς και οι περισσότερες πόλεις-κράτη και πόλεις-αυτοκρατορίες, εξαφανίστηκαν. Η Αυτοκρατορία χάθηκε το 1806, οι παλιές δημοκρατίες της Γένοβας και της Βενετίας χάθηκαν το 1797 και, ως το τέλος του πολέμου, οι γερμανικές ελεύθερες πόλεις είχαν μειωθεί σε τέσσερις. Το άλλο χαρακτηριστικό μεσαιωνικό κατάλοιπο, το ανεξάρτητο εκκλησιαστικό κράτος, εξαφανίστηκε με τον ίδιο τρόπο: οι επισκοπικές ηγεμονίες, Κολωνία, Mainz, Τρεβήροι, Salzburg κ.ά., χάθηκαν όλες, και μόνο τα παπικά κράτη της κεντρικής Ιταλίας επέζησαν ως το 1870. Η προσάρτηση, οι συνθήκες ειρήνης και τα συνέδρια στα οποία οι Γάλλοι επιχειρούσαν συστηματικά να αναδιαρθρώσουν τον γερμανικό πολιτικό χάρτη (στα 1797-98 και το 1803) μείωσαν τα 234 εδάφη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας —χωρίς να υπολογίσουμε τους ελεύθερους αυτοκρατορικούς ιππότες και τα παρόμοια— σε σαράντα· στην Ιταλία, όπου συνεχείς άγριοι πόλεμοι είχαν ήδη απλοποιήσει την πολιτική δομή —μικροσκοπικά κρατίδια υπήρχαν μόνο στις παρυφές της βόρειας και της κεντρικής Ιταλίας— οι αλλαγές ήταν λιγότερο δραστικές. Εφόσον οι περισσότερες από τις μεταβολές αυτές ευνοούσαν κάποια ακραιφνώς μοναρχικά κράτη, η ήττα του Ναπολέοντα απλώς τις διαιώνισε. Η Αυστρία δεν επρόκειτο να επιχειρήσει την ανασύσταση της Ενετικής Δημοκρατίας, επειδή είχε αρχικά αποκτήσει τα εδάφη της με τη δράση του γαλλικού επαναστατικού στρατού. Πολύ περισσότερο δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί να εγκαταλείψει το Salzburg (που το απέκτησε το 1803) απλώς από σεβασμό για την Καθολική Εκκλησία.

— και την αυτοκρατορική εξουσία σε ποικίλα εδάφη, από μεγάλες δυνάμεις όπως το βασίλειο της Πρωσίας (που ενοποιήθηκε πλήρως μόνο το 1807) και ηγεμονίες κάθε μεγέθους, έως ανεξάρτητες δημοκρατίες τύπου «πόλης-κράτους», καθώς και «ελεύθερους αυτοκρατορικούς ιππότες» των οποίων τα κτήματα, που συχνά δεν ξεπερνούσαν τα λίγα εκτάρια, δεν είχαν επικυρίαρχο. Καθεμιά από τις οντότητες αυτές, αν ήταν μεγάλη, εμφάνιζε την ίδια έλλειψη εδαφικής ενότητας και τυποποίησης, ανάλογα με τις ιδιοτροπίες μιας μακράς ιστορίας τμηματικής απόκτησης και τις διαιρέσεις ή τις ανασυνδέσεις της οικογενειακής κληρονομιάς. Οι πολύπλοκοι οικονομικοί, διοικητικοί, ιδεολογικοί παράγοντες, καθώς και τα κριτήρια ισχύος που τείνουν να επιβάλουν το ελάχιστο μέγεθος σε έκταση και πληθυσμό μιας σύγχρονης κυβερνητικής μονάδας και μας κάνουν σήμερα κάπως ανήσυχους στη σκέψη, λόγου χάρη, της συμμετοχής του Liechtenstein στον ΟΗΕ, δεν ίσχυαν τότε καθόλου. Κατά συνέπεια, ιδίως στη Γερμανία και την Ιταλία, αφθονούσαν τα μικροσκοπικά κρατίδια.

i Στην Ευρώπη, η μόνη επιβίωση αυτού του τύπου είναι η δημοκρατία της Ανδόρρας, που βρίσκεται υπό τη διττή επικυριαρχία του Ισπανού Επισκόπου του Urgel και του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας.

ii Ήταν απλώς όλα μαζί: Δούκας της Αυστρίας, Βασιλεύς της Ουγγαρίας, Βασιλεύς της Βοημίας, Κόμης του Τυρόλου κτλ.

Page 77: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Εκτός Ευρώπης, φυσικά, οι εδαφικές μεταβολές που προκάλεσαν οι πόλεμοι ήταν συνέπεια της προσάρτησης από τη Βρετανία πάμπολλων αποικιών που ανήκαν σε άλλους, καθώς και των απελευθερωτικών κινημάτων των αποικιών, τα οποία είτε ενέπνευσε ή επέτρεψε η Γαλλική Επανάσταση (όπως στο San Domingo) είτε επιβλήθηκαν με τον προσωρινό χωρισμό των αποικιών από τη μητρόπολη (όπως στην ισπανική και πορτογαλική Αμερική). Η βρετανική κυριαρχία στη θάλασσα εξασφάλιζε το αμετάκλητο των μεταβολών αυτών, που είχαν γίνει είτε εις βάρος των Γάλλων είτε —συχνότερα— εις βάρος των αντιπάλων τους.

Εξίσου σημαντικές ήταν οι θεσμικές μεταβολές που επέφερε, άμεσα ή έμμεσα, η γαλλική κατάκτηση. Στο αποκορύφωμα της δύναμής τους (1810), οι Γάλλοι κυβερνούσαν άμεσα, ως τμήμα της Γαλλίας, όλη τη Γερμανία στ' αριστερά του Ρήνου, το Βέλγιο, τις Κάτω Χώρες, τη βόρεια Γερμανία στ' ανατολικά του Lübeck, τη Σαβοΐα, το Πεδεμόντιο, τη Λιγουρία και την Ιταλία δυτικά των Απεννίνων ως τα σύνορα της Νεάπολης, καθώς και τις ιλλυρικές επαρχίες από την Καρινθία ως τη Δαλματία. Γαλλικά οικογενειακά βασίλεια και δουκάτα ή κράτη-δορυφόροι κάλυπταν την Ισπανία, την υπόλοιπη Ρηνανία-Βεστφαλία και μεγάλο μέρος της Πολωνίας. Σε όλα αυτά τα εδάφη (εκτός ίσως από το Μέγα Δουκάτο της Βαρσοβίας) οι θεσμοί της Γαλλικής Επανάστασης και της ναπολεόντειας Αυτοκρατορίας εφαρμόζονταν αυτόματα ή αποτελούσαν τα προφανή πρότυπα για την τοπική διοίκηση: ο φεουδαλισμός καταργήθηκε επισήμως, εφαρμόστηκαν οι γαλλικοί νομικοί κώδικες κτλ. Ο χαρακτήρας των μεταβολών αυτών αποδείχτηκε πολύ οριστικότερος από τις μετατοπίσεις των συνόρων. Έτσι, ο Αστικός Κώδικας του Ναπολέοντα παρέμεινε ή έγινε για άλλη μια φορά το θεμέλιο του τοπικού δικαίου στο Βέλγιο, στη Ρηνανία (ακόμη και όταν αυτή επεστράφη στην Πρωσία) και στην Ιταλία. Ο φεουδαλισμός, από τη στιγμή που καταργήθηκε επίσημα, πουθενά δεν καθιερώθηκε ξανά.

Εφόσον ήταν φανερό στους ευφυείς πολέμιους της Γαλλίας ότι είχαν ηττηθεί από την υπεροχή ενός νέου πολιτικού συστήματος ή, πάντως, από τη δική τους αδυναμία να υιοθετήσουν αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις, οι πόλεμοι προκάλεσαν μεταβολές όχι μόνο μέσω της γαλλικής κατάκτησης αλλά και μέσω της αντίδρασης σ' αυτήν· κάποτε μάλιστα — όπως στην Ισπανία— και με τα δύο. Οι συνεργάτες του Ναπολέοντα, οι afrancesados, από τη μια πλευρά, και οι φιλελεύθεροι ηγέτες του αντιγαλλικού Συμβουλίου του Cadiz από την άλλη, οραματίζονταν ουσιαστικά την ίδια Ισπανία, εκσυγχρονισμένη με πρότυπο τις μεταρρυθμίσεις της Γαλλικής Επανάστασης, και όσα δεν μπόρεσαν να επιτύχουν οι μεν τα επιχείρησαν οι δε. Μια πολύ σαφέστερη περίπτωση μεταρρύθμισης από αντίδραση —γιατί οι Ισπανοί φιλελεύθεροι ήταν πρώτα μεταρρυθμιστές και έπειτα, από ιστορική συγκυρία θα λέγαμε, πολέμιοι των Γάλλων— ήταν η Πρωσία. Εκεί εδραιώθηκε μια μορφή αγροτικής απελευθέρωσης, οργανώθηκε ένας στρατός με στοιχεία της levée en masse, i

Αλλά οι μεταβολές στα σύνορα, τους νόμους και τους κυβερνητικούς θεσμούς δεν ήταν τίποτε σε σύγκριση με μια τρίτη συνέπεια των επαναστατικών πολέμων: τον βαθύ μετασχηματισμό

πραγματοποιήθηκαν νομικές, οικονομικές και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, κι όλα αυτά από τον αντίκτυπο της κατάρρευσης του στρατού και του κράτους του Φρειδερίκου στην Ιένα και το Auerstaedt, και με σκοπό την αποκατάσταση και την αντιστροφή της ήττας αυτής.

Στην πραγματικότητα μπορούμε να πούμε, χωρίς μεγάλη υπερβολή, ότι κανένα σημαντικό ευρωπαϊκό κράτος δυτικά της Ρωσίας και της Τουρκίας και νότια της Σκανδιναβίας δεν βγήκε μετά τις δύο αυτές δεκαετίες πολέμου με εντελώς άθικτους τους εσωτερικούς θεσμούς του, ανεπηρέαστο από την εξάπλωση ή τη μίμηση της Γαλλικής Επανάστασης. Ακόμη και το άκρως αντιδραστικό βασίλειο της Νεάπολης δεν καθιέρωσε ξανά το φεουδαλισμό από την εποχή που τον κατάργησαν οι Γάλλοι.

i Γενικής στρατολογίας.

Page 78: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

της πολιτικής ατμόσφαιρας. Όταν ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, οι κυβερνήσεις της Ευρώπης την αντιμετώπισαν με σχετική ψυχραιμία: αυτό καθαυτό το απλό γεγονός ότι οι θεσμοί άλλαζαν ξαφνικά, ξεσπούσαν επαναστάσεις, εκθρονίζονταν δυναστείες, ή δολοφονούνταν και εκτελούνταν βασιλείς, δεν ξάφνιαζε τους ηγεμόνες του 18ου αιώνα, που ήταν συνηθισμένοι σε κάτι τέτοια και έβλεπαν τις αλλαγές αυτές σε άλλες χώρες κυρίως από την άποψη της επίδρασης που είχαν στην ισορροπία των δυνάμεων και στη δική τους θέση. «Οι επαναστάτες που διώχνω από τη Γενεύη», έγραφε ο Vergennes, ο διάσημος Γάλλος υπουργός εξωτερικών του παλαιού καθεστώτος, «είναι πράκτορες της Αγγλίας, ενώ οι επαναστάτες στην Αμερική παρέχουν προοπτικές μακράς φιλίας. Η πολιτική μου απέναντί τους καθορίζεται όχι από τα πολιτικά τους συστήματα, αλλά από τη στάση τους απέναντι στη Γαλλία. Αυτό είναι και η πολιτική μου δικαίωση».4 Αλλά ως το 1815 είχε επικρατήσει μια τελείως διαφορετική στάση απέναντι στην επανάσταση, και η στάση αυτή κυριαρχούσε στην πολιτική των δυνάμεων.

Ήταν πια γνωστό ότι η επανάσταση σε μια χώρα μπορούσε να εξελιχτεί σε ευρωπαϊκό φαινόμενο, ότι τα δόγματά της μπορούσαν να εξαπλωθούν πέρα από τα σύνορα και, το χειρότερο, οι στρατιές της μπορούσαν να τινάξουν στον αέρα τα πολιτικά συστήματα μιας ολόκληρης ηπείρου. Ήταν πια γνωστό ότι η κοινωνική επανάσταση μπορούσε να γίνει, ότι τα έθνη υπήρχαν ανεξάρτητα από τα κράτη, ότι οι λαοί υπήρχαν ανεξάρτητα από τους ηγεμόνες τους, ακόμη κι ότι οι φτωχοί υπήρχαν ανεξάρτητα από τις άρχουσες τάξεις. «Η Γαλλική Επανάσταση», είχε παρατηρήσει ο de Bonald το 1796, «είναι ένα μοναδικό γεγονός στην Ιστορία».5 Η φράση είναι παραπλανητική: ήταν ένα οικουμενικό γεγονός. Καμιά χώρα δεν έμεινε ανεπηρέαστη απ' αυτό. Οι Γάλλοι στρατιώτες που εκστράτευαν από την Ανδαλουσία ως τη Μόσχα, από τη Βαλτική ως τη Συρία—σε έκταση μεγαλύτερη από κάθε άλλο σώμα κατακτητών από την εποχή των Μογγόλων, και οπωσδήποτε μεγαλύτερη από οποιαδήποτε προηγούμενη στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη εκτός των Σκανδιναβών του Μεσαίωνα— έκαναν αισθητή την οικουμενικότητα της επανάστασής τους πολύ πιο αποτελεσματικά απ' οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να τη μεταδώσει. Και τα δόγματα και οι θεσμοί που έφερναν μαζί τους, ακόμη και με την ηγεσία του Ναπολέοντα, από την Ισπανία ως την Ιλλυρία, ήταν οικουμενικά δόγματα, όπως γνώριζαν οι κυβερνήσεις και όπως σύντομα θα μάθαιναν και οι λαοί. Ένας Έλληνας «κλέφτης» και πατριώτης εξέφρασε πλήρως τα αισθήματά τους ως εξής:

Η Γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμην μου (έγραφε ο Κολοκοτρώνης) να ανοίξη τα μάτια του κόσμου. Πρωτύτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζαν ως θεούς της γης, και ό,τι και αν έκαμναν το έλεγαν καλά καμωμένο. Δια αυτό και είναι δυσκολώτερο να διοικήσης τώρα λαόν.6

IV

Είδαμε την επίδραση του εικοσαετούς πολέμου στην πολιτική διάρθρωση της Ευρώπης. Αλλά ποιες ήταν οι συνέπειες του ίδιου του πολέμου, των στρατιωτικών κινητοποιήσεων και των επιχειρήσεων, των πολιτικών και των οικονομικών μέτρων που προέκυψαν;

Παραδόξως οι συνέπειες αυτές ήταν μεγαλύτερες εκεί που είχαν μικρότερη σχέση με την αιματοχυσία, εκτός βέβαια από την ίδια τη Γαλλία, που ασφαλώς είχε μεγαλύτερες απώλειες και έχασε περισσότερο πληθυσμό από κάθε άλλη χώρα. Οι άνθρωποι της επαναστατικής και της ναπολεόντειας εποχής είχαν την τύχη να ζήσουν ανάμεσα σε δυο περιόδους βάρβαρων πολέμων —του 17ου και του 20ού αιώνα— που μπορούσαν να ερημώνουν εντελώς τις χώρες με πραγματικά εντυπωσιακό τρόπο. Καμιά περιοχή αναμειγμένη στους πολέμους του 1792-1815, ούτε καν στην Ιβηρική Χερσόνησο όπου οι στρατιωτικές επιχειρήσεις ήταν πιο παρατεταμένες από οπουδήποτε αλλού και όπου η λαϊκή αντίσταση και τα αντίποινα τις έκαναν πιο άγριες, δεν ισοπεδώθηκε όπως ισοπεδώθηκαν τμήματα της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης στον Τριακονταετή και στον Βόρειο πόλεμο του 17ου αιώνα, όπως η

Page 79: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Σουηδία και η Πολωνία στις αρχές του 18ου, ή μεγάλα τμήματα του κόσμου στις συρράξεις και τους εμφύλιους πολέμους του 20ού αιώνα. Η μακρά περίοδος οικονομικής ανάκαμψης που προηγήθηκε του 1789 σήμαινε ότι ο λιμός και τα επακόλουθά του, η πανώλη και ο λοιμός, δεν επιδείνωσαν υπερβολικά τα αποτελέσματα του ολέθρου και της λεηλασίας, και πάντως αυτό ίσχυε ως το 1811 και λίγο μετά. (Η κύρια έξαρση του λιμού ήταν μετά τους πολέμους, στα 1816-17.) Οι στρατιωτικές εκστρατείες ήταν σύντομες και αιφνίδιες και τα όπλα —σχετικά ελαφρύ και ευκίνητο πυροβολικό— όχι πολύ καταστρεπτικά με τα σύγχρονα μέτρα. Οι πολιορκίες δεν ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Η φωτιά ήταν ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα κτίσματα και τα μέσα παραγωγής, και τα μικρά σπίτια ή τα αγροκτήματα εύκολα ξαναχτίζονταν. Η μόνη υλική καταστροφή που είναι πραγματικά δύσκολο να αποκατασταθεί γρήγορα σε μια προβιομηχανική οικονομία είναι η ζημιά στην ξυλεία και στους οπωρώνες ή τους ελαιώνες, που παίρνουν χρόνια να αναπτυχθούν αλλά δεν φαίνεται να έγιναν πολλές καταστροφές στον τομέα αυτό.

Κατά συνέπεια, οι ανθρώπινες απώλειες του εικοσαετούς πολέμου δεν φαίνεται να ήταν εξαιρετικά μεγάλες με σημερινά μέτρα, μολονότι πράγματι καμία κυβέρνηση δεν επιχείρησε να τις υπολογίσει, και όλες οι σημερινές εκτιμήσεις, εκτός ίσως από τις εκτιμήσεις των Γάλλων και κάποιες άλλες ειδικές περιπτώσεις, είναι ασαφείς, σε σημείο που να θεωρούνται εικασίες. Ένα εκατομμύριο νεκροί σ' ολόκληρη την περίοδο7 ισοδυναμούν περίπου με τις απώλειες ενός μόνο από τους κύριους εμπολέμους στα 4 1/2 χρόνια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ή με τους 600.000 περίπου νεκρούς του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου των ετών 1861-65. Ακόμη και δύο εκατομμύρια νεκροί δεν θα ήταν ιδιαίτερα τρομακτικός αριθμός για έναν εικοσαετή και πλέον γενικό πόλεμο, όταν σκεφτεί κανείς την εξαιρετικά υψηλή θνησιμότητα που προκαλούσαν οι λιμοί και οι επιδημίες την εποχή εκείνη: πληροφορούμαστε ότι το 1865 ακόμα μια επιδημία χολέρας στην Ισπανία είχε 236.744 θύματα.8

Για τους περισσότερους κατοίκους της Ευρώπης, εκτός από τους πολεμιστές, ο πόλεμος, αν σήμαινε κάτι, δεν ήταν τίποτε περισσότερο παρά μια περιστασιακή διακοπή της κανονικής πορείας της ζωής. Οι οικογένειες των γαιοκτημόνων που περιγράφει η Jane Austen εξακολουθούσαν τις δουλειές τους σαν να μην υπήρχε πόλεμος. Οι Μεκλεμβούργιοι του Fritz Reuter αναπολούσαν την εποχή της ξένης κατοχής ως μικρό επεισόδιο κι όχι ως δράμα· ο γερο-Κούγκελγκεν θυμόταν τα παιδικά του χρόνια στη Σαξονία (ένα από τα «πεδία μάχης της Ευρώπης», του οποίου η γεωγραφική και πολιτική θέση προσέλκυε τις στρατιές και τις μάχες όσο μόνο το Βέλγιο και η Λομβαρδία) και έφερνε απλώς στο μυαλό του κάποιες εβδομάδες που ο στρατός προήλαυνε ή στρατοπέδευε στη Δρέσδη. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο αριθμός των ενόπλων ήταν πολύ μεγαλύτερος απ' ό,τι συνηθιζόταν σε προηγούμενους πολέμους, μολονότι δεν ήταν εξαιρετικά υψηλός με τα σημερινά μέτρα. Ακόμη και η στρατολογία δεν συνεπαγόταν επιστράτευση παρά μόνο για κάποιο ποσοστό των ανδρών: ο νομός της Χρυσής Ακτής στη Γαλλία, κατά τη διάρκεια της αρχής του Ναπολέοντα, δεν πρόσφερε παρά 11.000 άνδρες από τις 350.000 του πληθυσμού του, δηλαδή 3,15%, και μεταξύ 1800-1815 μόνο 7% του συνολικού γαλλικού πληθυσμού κλήθηκαν στα όπλα, έναντι του 21% που κλήθηκαν στο πολύ μικρότερο διάστημα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου.

Στην πραγματικότητα, σε καμία χώρα δεν παρατηρείται την εποχή αυτή αναχαίτιση της πληθυσμιακής αύξησης, εκτός ίσως από τη Γαλλία.

9 Εντούτοις, σε απόλυτους αριθμούς, ήταν παρά πολλοί. Η levée en massei

i Γενική στρατολογία.

του 1793-94 στρατολόγησε περίπου 630.000 άνδρες (από τους 770.000 που θεωρητικά μπορούσαν να επιστρατευτούν). Η δύναμη του Ναπολέοντα το 1805, σε καιρό ειρήνης, ήταν περίπου 400.000, και στην αρχή της εκστρατείας κατά της Ρωσίας, το 1812, η Μεγάλη Στρατιά (la Grande Armée) περιλάμβανε 700.000 άνδρες (από τους οποίους 300.000 άλλων

Page 80: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εθνικοτήτων), χωρίς να υπολογίσουμε τα γαλλικά στρατεύματα στην υπόλοιπη Ευρώπη, και ιδίως στην Ισπανία. Οι μόνιμες επιστρατεύσεις των αντιπάλων της Γαλλίας ήταν πολύ πιο περιορισμένες, για το λόγο κυρίως ότι (εκτός από τη Βρετανία) δεν βρίσκονταν συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση και ακόμη επειδή τα οικονομικά προβλήματα και οι οργανωτικές δυσχέρειες δυσκόλευαν συχνά τη γενική επιστράτευση, π.χ. για τους Αυστριακούς που το 1813 δικαιούνταν, σύμφωνα με τη συνθήκη ειρήνης του 1809, να διαθέτουν 150.000 άνδρες, αλλά είχαν μόνο 60.000 έτοιμους για εκστρατεία. Οι Βρετανοί, από την άλλη μεριά, κρατούσαν σε κινητοποίηση έναν εκπληκτικά μεγάλο αριθμό ανδρών. Στο ζενίθ τους (1813-14), κι ενώ είχαν εγκριθεί στον προϋπολογισμό αρκετά χρήματα για 300.000 άνδρες στον τακτικό στρατό και 140.000 ναύτες και πεζοναύτες, πιθανό να επιβαρύνθηκαν αναλογικά περισσότερο απ' ό,τι οι Γάλλοι στο μεγαλύτερο μέρος του πολέμου. i 10

Οι απώλειες ήταν σημαντικές, μολονότι όχι υπερβολικές με τα φρικτά μέτρα του δικού μας αιώνα. Περιέργως, λίγες μόνο από αυτές οφείλονταν πράγματι στον εχθρό. Μόνο ένα 6 ή 7% των Βρετανών ναυτών που έχασαν τη ζωή τους ανάμεσα στο 1793 και το 1815 υπέκυψαν από χτυπήματα των Γάλλων· το 80% έχασε τη ζωή του από ασθένειες ή ατυχήματα. Ο θάνατος στο πεδίο της μάχης ήταν μικρό μόνο ρίσκο· μόνο 2% των απωλειών στο Austerlitz και (ίσως 8 ή 9% των απωλειών του Βατερλό ήταν άνδρες που έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Ο πραγματικά τρομακτικός κίνδυνος του πολέμου ήταν η ολιγωρία, η βρώμα, η κακή οργάνωση, οι ανεπαρκείς ιατρικές υπηρεσίες και η άγνοια στα θέματα υγιεινής που μάστιζαν τους πληγωμένους, τους αιχμαλώτους και, σε πρόσφορες κλιματικές συνθήκες (όπως στις τροπικές περιοχές), όλο σχεδόν τον κόσμο.

Οι ίδιες οι στρατιωτικές επιχειρήσεις σκότωναν ανθρώπους, άμεσα και έμμεσα, και κατέστρεφαν τον παραγωγικό εξοπλισμό αλλά, όπως ήδη είπαμε, δεν το έκαναν σε βαθμό που να ανακόπτεται η συνήθης πορεία της ζωής και της ανάπτυξης μιας χώρας. Οι οικονομικές απαιτήσεις του πολέμου και ο οικονομικός πόλεμος είχαν πολύ σημαντικότερες συνέπειες.

Με τα μέτρα του 18ου αιώνα, οι επαναστάσεις και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι ήταν άνευ προηγουμένου δαπανηροί, και μάλιστα το κόστος τους σε χρήμα εντυπωσίαζε τους συγχρόνους ίσως περισσότερο από το κόστος τους σε ανθρώπινες ζωές. Ασφαλώς, η μείωση που σημείωσε η οικονομική επιβάρυνση του πολέμου στη μετά το Βατερλό γενιά ήταν πολύ πιο εντυπωσιακή από τη μείωση σε ανθρώπινο κόστος: υπολογίζεται ότι, ενώ οι πόλεμοι μεταξύ 1821 και 1850 στοίχιζαν κάθε χρόνο λιγότερο από το 10% του αντίστοιχου ποσού για την περίοδο 1790-1820, ο ετήσιος μέσος όρος των νεκρών του πολέμου παρέμενε μόλις μικρότερος από το 25% της προηγούμενης περιόδου.11

Εξοικείωσαν καταρχάς τον κόσμο με τα μη μετατρέψιμα χαρτονομίσματα.

Πώς θα πληρωνόταν το κόστος αυτό; Η παραδοσιακή μέθοδος ήταν ένας συνδυασμός νομισματικού πληθωρισμού (η έκδοση νέων νομισμάτων για να πληρωθούν οι λογαριασμοί της κυβέρνησης), δανείων και ελάχιστης ειδικής φορολογίας, μια και οι φόροι προκαλούσαν λαϊκή δυσαρέσκεια και (όπου έπρεπε να επιβληθούν από τα κοινοβούλια ή τη μεγάλη γαιοκτησία) πολιτικά προβλήματα. Αλλά οι εξαιρετικές οικονομικές απαιτήσεις και οι συνθήκες των πόλεων κατάργησαν ή μετασχημάτισαν τα παραδοσιακά αυτά μέσα.

ii

i Οι αριθμοί αυτοί βασίζονται στα χρήματα που ενέκρινε το Κοινοβούλιο. Οι άνδρες που στρατολογήθηκαν ήταν ασφαλώς λιγότεροι.

ii Στην πραγματικότητα, κάθε είδους χαρτονόμισμα, ανταλλάξιμο ή μη ανταλλάξιμο με χρυσό, ήταν σχετικά ασύνηθες πριν από το τέλος του 18ου αιώνα.

Στην ηπειρωτική Ευρώπη, η ευκολία με την οποία μπορούσαν να τυπωθούν κομμάτια χαρτί για να πληρωθούν οι κυβερνητικές υποχρεώσεις αποδείχτηκε ακαταμάχητη. Τα γαλλικά assignats (1789) ήταν

Page 81: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

στην αρχή απλώς γαλλικά κρατικά ομόλογα (bons de trésor) με 5% τόκο, που προορίζονταν να αξιοποιήσουν εκ των προτέρων το προϊόν από την πώληση των εκκλησιαστικών γαιών. Μέσα σε λίγους μήνες είχαν μετατραπεί σε νόμισμα· σε κάθε οικονομική κρίση τυπώνονταν σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες και η υποτίμησή τους ήταν κάθετη, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους του κοινού. Ως την έναρξη του πολέμου είχαν ήδη υποτιμηθεί κατά 40% περίπου, ως τον Ιούνιο του 1793 κατά τα 2/3. Η κυβέρνηση των Ιακωβίνων τα διατήρησε κάπως σταθερά, αλλά το όργιο της έλλειψης οικονομικού ελέγχου μετά τον Θερμιδόρ προκάλεσε την προοδευτική τους πτώση στο 1/300 περίπου της ονομαστικής τους αξίας, ωσότου η χρεοκοπία του κράτους το 1797 έθεσε τέλος σ' ένα νομισματικό επεισόδιο που δημιούργησε στους Γάλλους προκαταλήψεις απέναντι σε κάθε είδους τραπεζογραμμάτια για παρά πολλά χρόνια. Τα χαρτονομίσματα άλλων χωρών είχαν λιγότερο καταστρεπτική εξέλιξη, μολονότι ως το 1810 το ρωσικό είχε πέσει στο 20% της ονομαστικής του αξίας και το αυστριακό (που υποτιμήθηκε δύο φορές, το 1810 και το 1815) στο 10%. Οι Βρετανοί απέφυγαν αυτή τη συγκεκριμένη μορφή χρηματοδότησης του πολέμου και ήταν αρκετά εξοικειωμένοι με τα τραπεζογραμμάτια για να μην τους φοβίζουν· ωστόσο, η Τράπεζα της Αγγλίας δεν μπορούσε να αντισταθεί στη διπλή πίεση της τεράστιας κυβερνητικής ζήτησης νομισμάτων (που στέλνονταν κυρίως στο εξωτερικό με τη μορφή δανείων και επιδοτήσεων), της ιδιωτικής διαχείρισης των αποθεμάτων της σε χρυσό και των ειδικών προβλημάτων που προκαλούσε ο λιμός κάποιας χρονιάς. Το 1797 οι πληρωμές ιδιωτών πελατών σε χρυσό ανεστάλησαν, και το μη μετατρέψιμο τραπεζογραμμάτιο έγινε εκ των πραγμάτων το πραγματικό νόμισμα: ένα αποτέλεσμα ήταν το χαρτονόμισμα της μιας λίρας. Η χάρτινη λίρα ποτέ δεν υποτιμήθηκε όσο τα άλλα ευρωπαϊκά νομίσματα —η χαμηλότερη τιμή της ήταν 71% της ονομαστικής της αξίας, και το 1817 επανήλθε στο 98%— αλλά άντεξε πολύ περισσότερο απ' ό,τι είχε προβλεφθεί. Οι πληρωμές σε μετρητά αποκαταστάθηκαν πλήρως μόνο το 1821.

Η άλλη εναλλακτική λύση αντί της φορολογίας ήταν τα δάνεια, αλλά η ιλιγγιώδης αύξηση του δημόσιου χρέους που προκλήθηκε από τις εξαιρετικά μεγάλες και παρατεταμένες δαπάνες του πολέμου τρόμαζε ακόμη και τα πιο πλούσια και οικονομικά προηγμένα κράτη. Μετά από πέντε χρόνια χρηματοδότησης του πολέμου, κατά βάση με δάνεια, η βρετανική κυβέρνηση υποχρεώθηκε να λάβει το πρωτοφανές και εντυπωσιακό μέτρο να χρηματοδοτεί τον πόλεμο με την επιβολή άμεσης φορολογίας, εισάγοντας για το σκοπό αυτό ένα φόρο εισοδήματος (1799-1816). Ο ταχύτατα αυξανόμενος πλούτος της χώρας επέτρεψε την πλήρη εφαρμογή του μέτρου, και στο εξής τα έξοδα του πολέμου αντιμετωπίζονταν ουσιαστικά από το τρέχον εισόδημα. Αν είχε εξαρχής επιβληθεί επαρκής φορολογία, το εθνικό χρέος δεν θα αυξανόταν από τα 228 εκατομμύρια στερλίνες το 1793 στα 876 εκατ. το 1816, και η ετήσια επιβάρυνση από τα 10 εκατ. στερλίνες το 1792 στα 30 εκατ. το 1815, ποσό που ήταν μεγαλύτερο από τις συνολικές κυβερνητικές δαπάνες κατά το τελευταίο προπολεμικό έτος. Οι κοινωνικές συνέπειες ενός τέτοιου χρέους ήταν πολύ μεγάλες, διότι ουσιαστικά λειτουργούσε σαν χοάνη απ' όπου περνούσαν τα όλο και μεγαλύτερα ποσά φόρων που πλήρωνε ο γενικός πληθυσμός για να φτάσουν κατά κανόνα στις τσέπες της ολιγάριθμης τάξης όσων διέθεταν κεφάλαια, εναντίον των οποίων οι εκπρόσωποι των φτωχών, των μικροεπιχειρηματιών και των μικροκτηματιών, όπως ο William Cobbett, εξαπέλυαν τους δημοσιογραφικούς τους μύδρους. Στο εξωτερικό συνάπτονταν κυρίως δάνεια (τουλάχιστον στην πλευρά όσων μάχονταν τους Γάλλους) από τη βρετανική κυβέρνηση, που από καιρό ακολουθούσε μια πολιτική επιδότησης των στρατιωτικών συμμάχων: μεταξύ του 1794 και του 1804 συγκέντρωσε 80 εκατομμύρια λίρες για το σκοπό αυτό. Οι κυριότεροι άμεσοι δικαιούχοι ήταν οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οίκοι —βρετανικοί ή ξένοι, οι οποίοι όμως ασκούσαν τις δραστηριότητές τους όλο και συχνότερα μέσω του Λονδίνου, που έγινε το βασικό κέντρο των διεθνών χρηματοπιστωτικών κύκλων— όπως οι Baring και ο οίκος των Ρότσιλδ (Rothschild), που λειτουργούσαν ως ενδιάμεσοι στις συναλλαγές αυτές (ο Meyer Amschel Rothschild, ο ιδρυτής του, έστειλε το γιο του Nathan από τη Φραγκφούρτη στο Λονδίνο το 1798). Η μεγάλη εποχή των διεθνών αυτών

Page 82: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

χρηματιστών ήρθε μετά τους πολέμους, όταν χρηματοδοτούσαν τα σημαντικότερα δάνεια που προορίζονταν να βοηθήσουν τα παλιά καθεστώτα να αναρρώσουν και τα νέα να σταθεροποιηθούν. Αλλά τα θεμέλια της εποχής που οι Baring και οι Rothschild δέσποζαν στην παγκόσμια οικονομική κατάσταση, όπως κανείς δεν το είχε κατορθώσει από την εποχή των μεγάλων γερμανικών τραπεζών του 16ου αιώνα, τέθηκαν κατά τη διάρκεια των πολέμων.

Ωστόσο, οι λεπτομέρειες της χρηματοπιστωτικής κατάστασης τον καιρό των πολέμων είναι λιγότερο σημαντικές από τη γενική οικονομική απήχηση που προκάλεσε η μεγάλη εκτροπή των πόρων. Όπως συμβαίνει με κάθε μείζονα πόλεμο, τα κεφάλαια προορίζονταν πια για στρατιωτική χρήση. Είναι καθαρό σφάλμα να πιστεύεται ότι η πολεμική προσπάθεια άντλησε πόρους αποκλειστικά από την πολιτική οικονομία ή έγινε σε βάρος της. Οι ένοπλες δυνάμεις μπορεί ως ένα βαθμό να κινητοποιήσουν μόνο όσους θα ήταν σε άλλη περίπτωση άνεργοι ή και χωρίς δυνατότητες να βρουν εργασία στο πλαίσιο της οικονομίας.i Ο πόλεμος, μολονότι βραχυπρόθεσμα εκτρέπει ανθρώπους και υλικά από τη μη στρατιωτική αγορά, μπορεί μακροπρόθεσμα να δώσει ώθηση σε εξελίξεις που οι συνήθεις προοπτικές κέρδους σε καιρό ειρήνης θα είχαν παραμελήσει. Αυτή ήταν η παροιμιώδης περίπτωση της βιομηχανίας σιδήρου και χάλυβα που, όπως είδαμε (Κεφάλαιο Β'), δεν είχε ανάλογη δυνατότητα γρήγορης ανάπτυξης με την κλωστοϋφαντουργία, και συνεπώς στηριζόταν ανέκαθεν στην κυβέρνηση και τον πόλεμο. «Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα», έγραφε ο Dionysius Lardner το 1831, «η χύτευση του σιδήρου ταυτιζόταν σχεδόν με την κατασκευή κανονιών».12

Η προφανής συνέπεια ενός τέτοιου ανταγωνισμού είναι ο πληθωρισμός, και ξέρουμε ότι πράγματι η πολεμική περίοδος έδωσε απότομη ανοδική ώθηση στο αργά αυξανόμενο επίπεδο τιμών του 18ου αιώνα, σε όλες τις χώρες, μολονότι αυτό εν μέρει οφειλόταν σε νομισματικές υποτιμήσεις. Το γεγονός αυτό καθαυτό προϋποθέτει ή απεικονίζει κάποια ανακατανομή στο εισόδημα, ανακατανομή με οικονομικές συνέπειες, π.χ. από τους μισθωτούς στους επιχειρηματίες (μια και οι μισθοί αυξάνονται συνήθως με βραδύτερο ρυθμό απ' ό,τι οι τιμές), από τις βιομηχανίες προς τη γεωργία, που ανέκαθεν επωφελούνταν από τις υψηλές τιμές της πολεμικής περιόδου. Αντίθετα, το τέλος της πολεμικής περιόδου, όταν αποδεσμεύτηκαν και διοχετεύτηκαν στην αγορά τεράστιοι πόροι —και ανθρώπινοι φυσικά— τους οποίους ως τότε χρησιμοποιούσε ο πόλεμος, προκάλεσε, ως συνήθως, εντονότερα προβλήματα αναπροσαρμογής. Για να δώσουμε ένα προφανές παράδειγμα: ανάμεσα στο 1814 και το 1818 η δύναμη του βρετανικού στρατού περιορίστηκε κατά 150.000 περίπου άνδρες, δηλαδή περισσότερο από τον τότε πληθυσμό του Manchester, και το επίπεδο τιμών του σταριού έπεσε από τα 108,5 σελίνια το quarter

Μπορούμε συνεπώς να θεωρήσουμε μέρος της εκτροπής των πόρων από τις ειρηνικές στις πολεμικές χρήσεις ως ένα είδος μακροπρόθεσμης επένδυσης για τις βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών και για την τεχνολογική ανάπτυξη. Ανάμεσα στις τεχνολογικές καινοτομίες που δημιουργήθηκαν έτσι από τους επαναστατικούς και τους ναπολεόντειους πολέμους ήταν η βιομηχανία ζαχαροτεύτλων στην ηπειρωτική Ευρώπη (ως υποκατάστατο της εισαγόμενης από τις Δυτικές Ινδίες ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο) και η βιομηχανία κονσερβών (που ξεκίνησε από την ανάγκη του βρετανικού ναυτικού να βρει τρόφιμα τα οποία να μπορούν να διατηρηθούν για απεριόριστο χρόνο στα πλοία). Ωστόσο, λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, πρέπει να δεχτούμε ότι ένας μεγάλης έκτασης πόλεμος σημαίνει πράγματι σημαντική εκτροπή πόρων, και μπορεί ακόμη, υπό συνθήκες αμοιβαίου αποκλεισμού, να σημαίνει ότι ο πολεμικός και ο ειρηνικός τομέας της οικονομίας συναγωνίζονται άμεσα για τους ίδιους ισχνούς πόρους.

ii

i Αυτή ήταν η βάση της ισχυρής παράδοσης της μετανάστευσης για μισθοφορική στρατιωτική υπηρεσία σε πυκνοκατοικημένες ορεινές περιοχές, όπως η Ελβετία.

ii Αγγλική μονάδα μέτρησης σιταριού (Σ.τ.Μ.).

το 1813 στα 64,2 σελίνια το 1815. Πράγματι, ξέρουμε ότι η περίοδος της μεταπολεμικής προσαρμογής υπήρξε περίοδος

Page 83: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ασυνήθιστων οικονομικών δυσχερειών σ' όλη την Ευρώπη, και η κατάσταση επιδεινώθηκε από τις ολέθριες εσοδείες του 1816-17.

Οφείλουμε, ωστόσο, να θέσουμε ένα γενικότερο ερώτημα. Σε ποιο βαθμό η εκτροπή των πόρων που οφειλόταν στον πόλεμο εμπόδισε ή επιβράδυνε την οικονομική ανάπτυξη των διαφόρων χωρών; Ασφαλώς το ερώτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη Γαλλία και τη Βρετανία, τις δυο σημαντικότερες οικονομικές δυνάμεις, οι οποίες και έφεραν τη μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση. Η γαλλική επιβάρυνση δεν οφειλόταν τόσο στον πόλεμο στα τελευταία του στάδια, γιατί ο ίδιος πλήρωνε σχεδόν τα έξοδά του εις βάρος των ξένων, των οποίων τα εδάφη λαφυραγωγούσαν και επέτασσαν οι κατακτητικοί στρατοί, ενώ επέβαλλαν εισφορές σε άνδρες, υλικό και χρήμα. Τα μισά περίπου από τα ιταλικά φορολογικά έσοδα πήγαιναν στους Γάλλους στην περίοδο 1805-12.13 Μολονότι πιθανόν ο στόχος δεν επιτυγχανόταν, ο πόλεμος γινόταν πολύ φτηνότερη υπόθεση —και σε χρήμα και σε πραγματικές τιμές— απ' ό,τι θα ήταν σε διαφορετική περίπτωση. Η αληθινή διαταραχή στη γαλλική οικονομία οφειλόταν στη δεκαετία της επανάστασης, τον εμφύλιο πόλεμο και το χάος, που προκάλεσαν π.χ. μείωση του κύκλου εργασιών των βιομηχανιών στον Κάτω Σηκουάνα (Rouen) από 41 σε 15 εκατομμύρια μεταξύ του 1790 και του 1795 και μείωση του αριθμού των εργατών τους από 246.000 σε 86.000. Σε τούτο πρέπει να προστεθεί η ζημιά του εξωτερικού εμπορίου λόγω του βρετανικού ελέγχου των θαλασσών. Η βρετανική επιβάρυνση οφειλόταν στο κόστος όχι μόνο του πολέμου της ίδιας της χώρας αλλά, μέσω των παραδοσιακών επιδοτήσεων προς τους συμμάχους, και μέρους των πολεμικών δαπανών άλλων χωρών. Από χρηματική άποψη ο πόλεμος επιβάρυνε τους Βρετανούς πολύ περισσότερο από κάθε άλλον: τους στοίχισε τρεις ως τέσσερις φορές περισσότερο απ' ό,τι στοίχισε στους Γάλλους.

Η απάντηση στο γενικό ερώτημα είναι ευκολότερη προκειμένου για τη Γαλλία απ' ό,τι για τη Βρετανία, διότι είναι σχεδόν αναμφισβήτητο ότι η γαλλική οικονομία παρέμεινε σχετικά στάσιμη και ότι η γαλλική βιομηχανία και το εμπόριο θα είχαν ασφαλώς αναπτυχθεί περισσότερο και γρηγορότερα αν έλειπαν η Επανάσταση και οι πόλεμοι. Μολονότι η οικονομία της χώρας προόδευσε σημαντικότατα την εποχή του Ναπολέοντα, η πρόοδος αυτή δεν μπορούσε να αντισταθμίσει την ύφεση και την έλλειψη ώθησης στη δεκαετία του 1790. Για τους Βρετανούς η απάντηση είναι λιγότερο προφανής, γιατί η ανάπτυξή τους ήταν εκπληκτική· το μόνο ερώτημα είναι κατά πόσο, αν δεν υπήρχε ο πόλεμος, θα αναπτύσσονταν ακόμη ταχύτερα. Η γενικά αποδεκτή απάντηση σήμερα είναι ότι πράγματι αυτό θα γινόταν.14

Ασφαλώς τέτοιου είδους διαπιστώσεις θεωρούν ως δεδομένο το αναπόδεικτο. Ακόμη και οι ίδιοι οι καθαρά οικονομικοί πόλεμοι των Βρετανών τον 17ο και τον 18ο αιώνα θα προήγαν την ανάπτυξη και θα έδιναν κάποια τόνωση στην οικονομία μόνο με νίκη: με το να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές τους και να κατακτήσουν νέες αγορές. Το «κόστος» σε αποδιοργάνωση, εκτροπή πόρων κτλ. αντισταθμιζόταν με το «κέρδος» τους, που απεικονιζόταν στην κατάσταση των εμπόλεμων ανταγωνιστών μετά τον πόλεμο. Με τα μέτρα αυτά, οι πόλεμοι του 1793-1815 «έβγαλαν σαφώς τα έξοδά τους». Με τίμημα μια μικρή μόνο επιβράδυνση του ρυθμού της οικονομικής ανάπτυξης, ο οποίος ωστόσο παρέμενε ταχύτατος, η Βρετανία εξόντωσε αποφασιστικά τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή της και έγινε το «εργαστήρι του κόσμου» για δυο γενεές. Από άποψη βιομηχανικού ή εμπορικού δείκτη, η Βρετανία προηγούνταν κατά πολύ περισσότερο όλων των άλλων κρατών (με πιθανή εξαίρεση τις ΗΠΑ) απ' ό,τι το 1789. Αν πιστέψουμε ότι ο προσωρινός αποκλεισμός των αντιπάλων της και η ουσιαστική μονοπώληση των θαλασσών και των αποικιακών αγορών ήταν βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω εκβιομηχάνιση της Βρετανίας, τότε η τιμή που πλήρωσε γι'

Για τις άλλες χώρες το ερώτημα είναι γενικά μικρότερης σημασίας, γιατί η οικονομική ανάπτυξη ήταν αργή ή αμφιρρεπής, όπως σε μεγάλο μέρος της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, και ο ποσοτικός αντίκτυπος του πολέμου ήταν σχετικά μικρός.

Page 84: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αυτό ήταν μικρή. Αν ισχυριστεί κανείς ότι, ήδη το 1789, η Βρετανία είχε ξεπεράσει τόσο τους άλλους ώστε δεν χρειαζόταν ένας μακρύς πόλεμος για να εξασφαλιστεί η οικονομική της υπεροχή, μπορούμε πάλι να πούμε ότι δεν ήταν υπερβολικό το τίμημα που πλήρωσε για να υπερασπίσει αυτήν ακριβώς την πρωτοπορία της έναντι της απειλής των Γάλλων να ανακτήσουν με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα το έδαφος που είχαν χάσει στον οικονομικό ανταγωνισμό.

Page 85: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε' ΕΙΡΗΝΗ

Η συνεννόηση που ενώνει τις Δυνάμεις είναι η μόνη τους ασφάλεια ενάντια στις επαναστατικές σπίθες που λίγο πολύ ανάβουν ακόμη σε κάθε ευρωπαϊκό κράτος· και [...] η σωφροσύνη επιβάλλει να περιορίσουν τις μικροέριδες που αναφύονται στους συνήθεις καιρούς και να ενωθούν για να υποστηρίξουν τις κατεστημένες αρχές της κοινωνικής τάξης.

CASTLEREAGH1

Ο αυτοκράτωρ της Ρωσίας είναι ο μόνος ηγεμόνας που μπορεί άνετα να επιδοθεί στο εξής στα πιο μεγάλα εγχειρήματα. Είναι επικεφαλής του μόνου πραγματικά διαθέσιμου στρατού που υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη.

GENTZ, 24 Μαρτίου 18182

Μετά από είκοσι και πλέον χρόνια αδιάκοπου σχεδόν πολέμου και επανάστασης, τα νικηφόρα παλαιά καθεστώτα αντιμετώπιζαν προβλήματα σύναψης και διατήρησης της ειρήνης, προβλήματα ιδιαίτερα δυσχερή και επικίνδυνα. Τα συντρίμμια που προκάλεσαν οι δυο δεκαετίες έπρεπε να εκκαθαριστούν, και να ανακατανεμηθούν τα εδάφη που κυριεύτηκαν. Κυρίως, ήταν φανερό για κάθε νοήμονα πολιτικό άνδρα ότι στο εξής ήταν ανεπίτρεπτος ένας ευρωπαϊκός πόλεμος μεγάλης κλίμακας, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε, σχεδόν με βεβαιότητα, μια νέα επανάσταση και, κατά συνέπεια, την καταστροφή των παλαιών καθεστώτων. «Στο σημερινό στάδιο της κοινωνικής ασθένειας στην Ευρώπη», έλεγε ο βασιλιάς Λεοπόλδος των Βέλγων (ο σοφός, αν και κάπως πληκτικός θείος της βασίλισσας Βικτωρίας) επ' ευκαιρία μιας μετέπειτα κρίσης, «θα ήταν ανήκουστο να εξαπολυθεί [...] ένας γενικός πόλεμος. Ένας τέτοιος πόλεμος [...] θα προκαλούσε ασφαλώς σύγκρουση αρχών [και], απ' όσο ξέρω την Ευρώπη, πιστεύω ότι η σύγκρουση αυτή θα άλλαζε τη μορφή της και θα ανέτρεπε ολόκληρη τη δομή της».3 Οι βασιλείς και οι πολιτικοί δεν ήταν ούτε πιο σοφοί ούτε πιο ειρηνόφιλοι από πριν. Αναμφίβολα όμως ήταν πιο φοβισμένοι.

Είχαν επίσης ιδιαίτερη επιτυχία. Στην περίοδο μεταξύ της ήττας του Ναπολέοντα και του Κριμαϊκού Πολέμου του 1854-56 δεν μεσολάβησε πράγματι ούτε γενικός ευρωπαϊκός πόλεμος ούτε σύρραξη στην οποία μια Μεγάλη Δύναμη να αντιμετωπίσει μια άλλη στο πεδίο της μάχης. Και εκτός από τον Κριμαϊκό, μεταξύ του 1815 και του 1914 δεν μεσολάβησε πόλεμος στον οποίο να αναμειχθούν περισσότερες από δύο Μεγάλες Δυνάμεις. Ο πολίτης του 20ού αιώνα οφείλει να εκτιμήσει το μέγεθος αυτού του επιτεύγματος, που φαίνεται εντυπωσιακότερο καθώς η διεθνής σκηνή ήταν κάθε άλλο παρά ήρεμη και οι αφορμές για σύγκρουση άφθονες. Τα επαναστατικά κινήματα (που θα εξετάσουμε στο Κεφάλαιο ΣΤ') ανέτρεψαν την πολύ δύσκολα κερδισμένη διεθνή σταθερότητα πολλές φορές: στη δεκαετία του 1820 κυρίως στη νότια Ευρώπη, τα Βαλκάνια και τη Λατινική Αμερική, μετά το 1830 στη δυτική Ευρώπη (κυρίως στο Βέλγιο), και ξανά τις παραμονές της Επανάστασης του 1848. Η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που την απειλούσε τόσο η εσωτερική διάλυση όσο και οι φιλοδοξίες των Μεγάλων Δυνάμεων που ανταγωνίζονταν η μια την άλλην (κυρίως της Βρετανίας, της Ρωσίας και, σε μικρότερο βαθμό, της Γαλλίας) έκανε το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα» μια μόνιμη αιτία κρίσης: στη δεκαετία του 1820 ανέκυψε ξανά με αφορμή την Ελλάδα, στα 1830 εξαιτίας της Αιγύπτου και, μολονότι καταλάγιασε μετά από μια ιδιαίτερα οξεία σύγκρουση στα 1839-41, διατήρησε τη δυνάμει εκρηκτικότητά του. Η Βρετανία και η Ρωσία είχαν κάκιστες σχέσεις λόγω της Εγγύς Ανατολής και της ουδέτερης μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών ζώνης στην Ασία. Η Γαλλία κάθε άλλο παρά είχε αποδεχτεί τη θέση της, τόσο μετριότερη από αυτήν που κατείχε πριν από το 1815. Ωστόσο, παρά τους σκοπέλους και τις περιδινήσεις, τα σκάφη της διπλωματίας έπλεαν σε ταραγμένα νερά χωρίς να συγκρουστούν.

Page 86: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Η γενιά μας, που γνώρισε πολύ πιο θεαματική αποτυχία στη βασική αποστολή της διεθνούς διπλωματίας, να αποσοβεί δηλαδή τους γενικούς πολέμους, φαίνεται να αντιμετωπίζει τους πολιτικούς και τις μεθόδους τού 1815-48 με ένα σεβασμό που δεν αισθάνονταν πάντοτε οι άμεσοι διάδοχοί τους. Ο Ταλλεϋράνδος, ο υπεύθυνος για τη γαλλική εξωτερική πολιτική από το 1814 ως το 1835, παραμένει το πρότυπο του Γάλλου διπλωμάτη ως σήμερα. Ο Castlereagh, ο George Canning και ο Λόρδος Palmerston, που διετέλεσαν υπουργοί Εξωτερικών της Βρετανίας στα 1812-22 και 1822-27 αντίστοιχα, καθώς και όλες οι μη συντηρητικές κυβερνήσεις από το 1830 ως το 1852,i

Ο χάρτης της Ευρώπης άλλαξε χωρίς να ληφθούν υπόψη ούτε οι βλέψεις των λαών ούτε τα δικαιώματα των πολυάριθμων ηγεμόνων που εκδιώχθηκαν κάποια στιγμή από τους Γάλλους, αλλά με μόνη σοβαρή μέριμνα την ισορροπία των πέντε Μεγάλων Δυνάμεων που αναδείχτηκαν από τους πολέμους: της Ρωσίας, της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας. Στην πραγματικότητα, μόνο οι πρώτες τρεις μετρούσαν. Η Βρετανία δεν είχε εδαφικές φιλοδοξίες στην ηπειρωτική Ευρώπη, μολονότι προτιμούσε να ελέγχει, ή να «προστατεύει», κάποια σημεία με μεγάλη ναυτιλιακή ή εμπορική σπουδαιότητα. Διατήρησε τη Μάλτα, τα Ιόνια Νησιά και την Ελιγολάνδη, παρακολουθούσε με προσοχή τα πράγματα της Σικελίας και ωφελήθηκε εμφανώς από το πέρασμα της Νορβηγίας από τα χέρια της Δανίας στη Σουηδία, γεγονός που απέτρεπε τον κίνδυνο να ελέγχεται η είσοδος στη Βαλτική από ένα και μόνο κράτος· ωφελήθηκε από την ένωση Ολλανδίας και Βελγίου (των πρώην αυστριακών Κάτω Χωρών), ένωση που έθεσε τις εκβολές του Ρήνου και του Scheldt στα χέρια ενός κράτους ακίνδυνου, αλλά αρκετά ισχυρού —ιδίως με τη συνδρομή των φρουρίων στο νότο— ώστε να αντιστέκεται στην πασίγνωστη επιθυμία των Γάλλων να αποκτήσουν το Βέλγιο. Και οι δυο αυτές διευθετήσεις δεν άρεσαν καθόλου στους Βέλγους και τους Νορβηγούς, και η δεύτερη άλλωστε διήρκεσε μόνο ως την επανάσταση του 1830. Μετά από κάποιες

έχουν αποκτήσει — εσφαλμένα και αναδρομικά— ανάστημα γιγάντων της διπλωματίας. Ο πρίγκιψ Metternich, καγκελάριος της Αυστρίας από την ήττα του Ναπολέοντα ως τη δική του ανατροπή το 1848, δεν θεωρείται στις μέρες μας ως άκαμπτος εχθρός κάθε αλλαγής, όπως παλιότερα, αλλά μάλλον ως συνετός φύλακας της σταθερότητας. Εντούτοις, ακόμη και ο πιο καλοπροαίρετος παρατηρητής δεν θα μπορούσε να εντοπίσει στη Ρωσία του Αλεξάνδρου Α' (1801-25) και του Νικολάου Α' (1825-55), καθώς και στη συγκριτικά ήσσονος σημασίας Πρωσία της περιόδου που μας απασχολεί, υπουργούς Εξωτερικών που μπορεί να θεωρηθούν ως πρότυπα.

Κατά κάποιον τρόπο, οι πολιτικοί αυτοί αξίζουν τον έπαινο. Ο διακανονισμός των πραγμάτων στην Ευρώπη μετά τους ναπολεόντειους πολέμους δεν ήταν δικαιότερος ούτε ηθικότερος από οποιονδήποτε άλλο, αλλά, αν λάβουμε υπόψη τους εντελώς αντιφιλελεύθερους και αντεθνικούς (δηλαδή αντεπαναστατικούς) σκοπούς των δημιουργών του, ήταν ρεαλιστικός και συνετός. Δεν έγινε καμία απόπειρα εκμετάλλευσης της ολοκληρωτικής νίκης κατά των Γάλλων, που δεν έπρεπε να εξωθηθούν σε νέο γύρο Ιακωβινισμού. Τα σύνορα της ηττημένης χώρας ήταν ελαφρώς καλύτερα από ό,τι το 1789, η χρηματική αποζημίωση δεν ήταν παράλογη, η κατοχή από τα ξένα στρατεύματα σύντομη, και ως το 1818 η Γαλλία είχε γίνει ξανά δεκτή ως πλήρες μέλος στην «Ευρωπαϊκή Συμφωνία». (Αν ο Ναπολέων δεν είχε ανεπιτυχώς επιστρέψει το 1815, οι όροι αυτοί θα ήταν ακόμη πιο μετριοπαθείς.) Η παλινόρθωση των Βουρβόνων ήταν γεγονός, αλλά είχε πια γίνει αντιληπτό ότι έπρεπε να κάνουν παραχωρήσεις στο επικίνδυνο πνεύμα των υπηκόων τους. Οι σημαντικότερες αλλαγές που έφερε η Επανάσταση έγιναν δεκτές, και παραχωρήθηκε η εμπρηστική αυτή επινόηση που λέγεται σύνταγμα —με άκρως μετριοπαθή μορφή φυσικά— ως Καταστατικός Χάρτης που, δήθεν, «παραχώρησε ελεύθερα» μετά την επιστροφή του ο απόλυτος μονάρχης Λουδοβίκος ΙΗ'.

i Δηλαδή όλη την περίοδο εκτός από λίγους μήνες στα 1834-35 και 1841-46.

Page 87: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

γαλλοβρετανικές προστριβές, αντικαταστάθηκε από ένα μικρό, μόνιμα ουδέτερο βασίλειο με ηγεμόνα πρίγκιπα της εκλογής των Βρετανών. Εκτός Ευρώπης, οι βρετανικές εδαφικές φιλοδοξίες ήταν ασφαλώς πολύ μεγαλύτερες. Ωστόσο, λόγω του ολοκληρωτικού ελέγχου όλων των θαλασσών από το βρετανικό ναυτικό, ήταν εν πολλοίς αδιάφορο αν μια περιοχή ήταν πράγματι υπό τη βρετανική σημαία ή όχι. Εξαίρεση αποτελούσε η βορειοδυτική Ινδία, όπου τη βρετανική και τη ρωσική αυτοκρατορία χώριζαν μόνο ανίσχυρες ή χαοτικές ηγεμονίες και περιοχές. Αλλά ο ανταγωνισμός Βρετανίας και Ρωσίας ελάχιστα αφορούσε τα εδάφη που έπρεπε να ανακατανεμηθούν στα 1814-15. Στην Ευρώπη, τα βρετανικά συμφέροντα απλώς απαιτούσαν να μην υπάρχει καμιά δύναμη υπερβολικά ισχυρή.

Η Ρωσία, η αποφασιστική στρατιωτική δύναμη στην ξηρά, ικανοποίησε τις περιορισμένες εδαφικές της φιλοδοξίες με την απόκτηση της Φινλανδίας (εις βάρος της Σουηδίας), της Βεσσαραβίας (εις βάρος της Τουρκίας) και του μεγαλύτερου μέρους της Πολωνίας, στην οποία δόθηκε κάποια αυτονομία με την επιτήρηση της τοπικής φατρίας που ανέκαθεν ευνοούσε τη ρωσική συμμαχία. (Μετά την εξέγερση του 1830-31, η αυτονομία αυτή καταργήθηκε.) Το υπόλοιπο μέρος της Πολωνίας μοιράστηκε στην Πρωσία και την Αυστρία, με εξαίρεση την πόλη-δημοκρατία της Κρακοβίας, που όμως κι αυτή δεν επέζησε της εξέγερσης του 1846. Κατά τα άλλα, η Ρωσία ήταν ευχαριστημένη να ασκεί κάποια απόμακρη αλλά κάθε άλλο παρά ανίσχυρη εξουσία σε όλες τις απολυταρχικές ηγεμονίες ανατολικά της Γαλλίας, και το κύριο μέλημά της ήταν να αποτρέπει την επανάσταση. Ο τσάρος Αλέξανδρος ηγήθηκε της Ιεράς Συμμαχίας για το σκοπό αυτό· η Αυστρία και η Πρωσία προσχώρησαν, αλλά η Βρετανία αρνήθηκε. Από βρετανική άποψη, αυτή η κατ' ουσίαν ρωσική ηγεμονία στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης δεν ήταν καθόλου η ιδανική λύση, αλλά απεικόνιζε τη στρατιωτική πραγματικότητα. Ο μόνος τρόπος, για να αποφευχθεί θα ήταν η παραχώρηση στη Γαλλία μεγαλύτερης δύναμης απ' όση ήταν διατεθειμένοι να της επιτρέψουν οι πρώην εχθροί της, ή ένας πόλεμος, που συνεπαγόταν όμως αβάσταχτο κόστος. Η θέση της Γαλλίας ως Μεγάλης Δύναμης αναγνωρίστηκε σαφώς, αλλά κανείς δεν ήταν ακόμη πρόθυμος να προχωρήσει περισσότερο.

Η Αυστρία και η Πρωσία ήταν Μεγάλες Δυνάμεις μόνο κατ' όνομα· ή, τουλάχιστον, έτσι πιστευόταν, σωστά μεν λόγω της γνωστής αδυναμίας της Αυστρίας σε περιόδους διεθνούς κρίσης, και εσφαλμένα λόγω της κατάρρευσης της Πρωσίας το 1806. Το κύριο έργο τους ήταν να λειτουργούν ως σταθεροποιητικά στοιχεία της Ευρώπης. Η Αυστρία ανέκτησε τις ιταλικές επαρχίες της, καθώς και τα άλλοτε ενετικά εδάφη στην Ιταλία και τη Δαλματία, και το δικαίωμα προστασίας στις ήσσονες ηγεμονίες της βόρειας και κεντρικής Ιταλίας, όπου κυβερνούσαν κατά κύριο λόγο συγγενείς των Αψβούργων (εκτός από το Πεδεμόντιο-Σαρδηνία, που απορρόφησε την παλιά Δημοκρατία της Γένοβας, ώστε να είναι αποτελεσματικότερη η παρεμβολή του μεταξύ Αυστρίας και Γαλλίας). Αν χρειαζόταν να διατηρηθεί κάποια «τάξη» στην Ιταλία, ο χωροφύλακας ήταν η Αυστρία. Εφόσον το μόνο της μέλημα ήταν η σταθερότητα —οτιδήποτε άλλο κινδύνευε να συντελέσει στην αποσύνθεσή της— μπορούσε κανείς να στηρίζεται σ' αυτήν σαν ένα είδος μόνιμης ασφαλιστικής δικλείδας σε κάθε απόπειρα αποσταθεροποίησης της Ευρώπης. Η Πρωσία, εκμεταλλευόμενη την επιθυμία των Βρετανών να αποκτήσουν αρκετά μεγάλη δύναμη στη Δυτική Γερμανία, μια περιοχή που οι ηγεμονίες της είχαν από καιρό δείξει την τάση να συντάσσονται με τη Γαλλία ή να δέχονται γαλλική κυριαρχία, απέκτησε τη Ρηνανία, τις τεράστιες οικονομικές δυνατότητες της οποίας δεν έλαβαν υπόψη οι αριστοκράτες διπλωμάτες. Η Πρωσία εκμεταλλεύτηκε επίσης τη διαμάχη Βρετανίας-Ρωσίας για το θέμα της υπερβολικής, κατά τους Βρετανούς, ρωσικής επέκτασης στην Πολωνία. Το τελικό αποτέλεσμα των πολύπλοκων διαπραγματεύσεων, διανθισμένων με απειλές πολέμου, ήταν ότι η Πρωσία παραχώρησε στη Ρωσία μέρος των πολωνικών της εδαφών, αλλά αντ' αυτών καρπώθηκε το ήμισυ της πλούσιας και βιομηχανικής Σαξονίας. Από εδαφική και οικονομική άποψη, η Πρωσία κέρδισε περισσότερα από κάθε άλλη δύναμη με το διακανονισμό του 1815, και στην πραγματικότητα

Page 88: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

έγινε για πρώτη φορά μια ευρωπαϊκή μεγάλη δύναμη από άποψη πραγματικών πόρων, μολονότι οι πολιτικοί αντιλήφθηκαν σαφώς τη διάσταση αυτή μόνο στη δεκαετία του 1860. Η Αυστρία, η Πρωσία και η ομάδα των μικρότερων γερμανικών κρατών, που η κυρία διεθνής αποστολή τους ήταν να παρέχουν καλούς γόνους στους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης, επαγρυπνούσαν και παρακολουθούσαν προσεχτικά η μια την άλλη στους κόλπους της γερμανικής Συνομοσπονδίας, αν και κανείς δεν αμφισβητούσε τα πρωτεία της Αυστρίας. Η κύρια διεθνής αποστολή της Συνομοσπονδίας ήταν να κρατά τα ελάσσονα κράτη εκτός γαλλικής τροχιάς, η οποία φαίνεται ότι εκ παραδόσεως τα προσέλκυε: παρά τις εθνικιστικές δηλώσεις τους, δεν τους είχε φανεί καθόλου δυσάρεστο να είναι δορυφόροι του Ναπολέοντα.

Οι δημόσιοι άνδρες του 1815 είχαν αρκετή σύνεση για να γνωρίζουν ότι κανένας διακανονισμός, όσο προσεκτικά μελετημένος κι αν ήταν, δεν θα άντεχε μακροπρόθεσμα τον ανταγωνισμό των κρατών και τις μεταβαλλόμενες περιστάσεις. Κατά συνέπεια, επιδόθηκαν στην εκπόνηση ενός μηχανισμού για τη διατήρηση της ειρήνης —ρυθμίζοντας δηλαδή όλα τα προβλήματα καθώς ανέκυπταν— μέσω τακτικών συνεδρίων. Εξυπακούεται φυσικά ότι τις ζωτικές αποφάσεις στα συνέδρια αυτά θα έπαιρναν οι «Μεγάλες Δυνάμεις» (ο ίδιος ο όρος είναι επινόημα της περιόδου αυτής). Η «Ευρωπαϊκή Συμφωνία» —άλλος ένας όρος που πρωτοχρησιμοποιήθηκε τότε— δεν αντιστοιχούσε στα σημερινά Ηνωμένα Έθνη, αλλά μάλλον στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Τα τακτικά συνέδρια, ωστόσο, συνήλθαν μόνο για λίγα χρόνια —από το 1818, όταν η Γαλλία έγινε ξανά δεκτή επισήμως στη Συμφωνία, ως το 1822.

Το σύστημα των συνεδρίων κατέρρευσε, διότι δεν μπόρεσε να επιζήσει τα χρόνια αμέσως μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, όταν ο λιμός του 1816-17 και η οικονομική ύφεση διατηρούσαν ένα ζωντανό αλλά αδικαιολόγητο φόβο κοινωνικής επανάστασης παντού, συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας. Μετά την αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας γύρω στα 1820, κάθε διαταραχή του διακανονισμού του 1815 απλώς αποκάλυπτε τις αποκλίσεις ανάμεσα στα συμφέροντα των δυνάμεων. Μόνο η Αυστρία, αντιμέτωπη με έναν πρώτο γύρο αναστάτωσης και επανάστασης στα 1820-22, έμεινε προσκολλημένη στην αρχή ότι όλα αυτά τα κινήματα πρέπει αμέσως και αυτομάτως να καταπνίγονται για το καλό της κοινωνικής τάξης (και της αυστριακής εδαφικής ακεραιότητας). Για την υπόθεση της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, οι τρεις μοναρχίες της Ιεράς Συμμαχίας και η Γαλλία ήταν σύμφωνες, μολονότι η τελευταία, ασκώντας καθήκοντα χωροφύλακα σε διεθνές επίπεδο, και με ιδιαίτερη προτίμηση στην Ισπανία (1823), ενδιαφερόταν λιγότερο για την ευρωπαϊκή σταθερότητα και πιο πολύ για τη διεύρυνση του πεδίου των διπλωματικών και στρατιωτικών της δραστηριοτήτων, ιδίως στην Ισπανία, το Βέλγιο και την Ιταλία, όπου και υπήρχαν οι περισσότερες από τις ξένες επενδύσεις της.4 Η Βρετανία έμεινε αμέτοχη. Αυτό έγινε κυρίως επειδή —ιδίως αφότου ο ευέλικτος Canning αντικατέστησε τον αυστηρά αντιδραστικό Castlereagh (1822)— ήταν πεπεισμένη ότι οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις στην απολυταρχική Ευρώπη ήταν αργά ή γρήγορα αναπόφευκτες, επειδή οι Βρετανοί πολιτικοί δεν συμπαθούσαν καθόλου τον απολυταρχισμό, αλλά και επειδή η εφαρμογή της αρχής της αστυνόμευσης θα οδηγούσε ασφαλώς τις ανταγωνιζόμενες δυνάμεις (ιδίως τη Γαλλία) στο χώρο της Λατινικής Αμερικής, που ήταν, όπως είδαμε, βρετανική οικονομική αποικία, και μάλιστα ζωτικής σημασίας. Γι' αυτό και οι Βρετανοί υποστήριζαν την ανεξαρτησία των κρατών της Λατινικής Αμερικής, όπως επίσης έκαναν και οι ΗΠΑ στη Διακήρυξη του Monroe το 1823, ένα μανιφέστο χωρίς πρακτική αξία —αν κάτι προστάτευε την ανεξαρτησία της Λατινικής Αμερικής ήταν το βρετανικό ναυτικό— αλλά με σημαντικό προφητικό ενδιαφέρον. Ως προς την Ελλάδα, οι δυνάμεις ήταν ακόμη περισσότερο διχασμένες. Η Ρωσία, παρά την αντιπάθειά της για τις επαναστάσεις, δεν μπορούσε να μην επωφεληθεί από το κίνημα ενός ορθόδοξου λαού που αποδυνάμωνε τους Τούρκους και έπρεπε να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη ρωσική βοήθεια. (Επιπλέον, είχε δικαίωμα από

Page 89: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

προηγούμενη συνθήκη να παρεμβαίνει στην Τουρκία για την προστασία των ορθόδοξων χριστιανών.) Ο φόβος για μονομερή ρωσική επέμβαση, η φιλελληνική πίεση, τα οικονομικά συμφέροντα και η γενική πεποίθηση ότι η διάλυση της Τουρκίας δεν μπορούσε να αποτραπεί, αλλά μπορούσε το πολύ πολύ να οργανωθεί, οδήγησε τελικά τους Βρετανούς από την εχθρότητα στην ουδετερότητα και, τέλος, σε μια ανεπίσημη επέμβαση υπέρ των Ελλήνων. Η Ελλάδα κέρδισε έτσι την ανεξαρτησία της (1829), με τη βοήθεια τόσο της Ρωσίας όσο και της Βρετανίας. Η διεθνής ζημία ελαχιστοποιήθηκε με τη δημιουργία ελληνικού βασιλείου, με ηγεμόνα έναν από τους πολλούς μικρούς Γερμανούς πρίγκιπες, ενός βασιλείου που δεν θα ήταν απλώς ρωσικός δορυφόρος. Αλλά η μονιμότητα του διακανονισμού του 1815, το σύστημα των συνεδρίων και η αρχή της κατάπνιξης κάθε επανάστασης είχαν πια καταρρεύσει.

Οι επαναστάσεις του 1830 έφεραν την οριστική τους εξαφάνιση, γιατί δεν αφορούσαν πια μόνο κράτη αλλά και μια Μεγάλη Δύναμη, τη Γαλλία. Στην πραγματικότητα, απάλλαξαν όλη την Ευρώπη δυτικά του Ρήνου από την αστυνόμευση της Ιεράς Συμμαχίας. Στο μεταξύ, το Ανατολικό Ζήτημα —το πρόβλημα του τι θα γίνει με την αναπόφευκτη διάλυση της Τουρκίας— έκανε τα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο πεδίο μάχης των δυνάμεων, κυρίως της Ρωσίας και της Βρετανίας. Το Ανατολικό Ζήτημα διατάρασσε την ισορροπία των δυνάμεων, γιατί όλα συντελούσαν στην ενδυνάμωση των Ρώσων, των οποίων κύριος διπλωματικός στόχος ήταν, τότε όπως και αργότερα, να αποκτήσουν τον έλεγχο των Στενών ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Μικρά Ασία, που θα έδιναν στη Ρωσία πρόσβαση στη Μεσόγειο. Το θέμα αυτό δεν είχε απλώς διπλωματική και στρατιωτική σημασία αλλά, με την ανάπτυξη της εξαγωγής ουκρανικών σιτηρών, και μεγάλη οικονομική σπουδαιότητα. Η Βρετανία ενδιαφερόταν όπως συνήθως για τις προσβάσεις στην Ινδία και ανησυχούσε σοβαρά για την προέλαση στο νότο της μόνης μεγάλης δύναμης που θα μπορούσε εύλογα να την απειλήσει. Η προφανής λύση ήταν να αντιπαρατάξει πάση θυσία την Τουρκία στη ρωσική επέκταση. (Τούτο είχε το πρόσθετο πλεονέκτημα να ευνοεί και το βρετανικό εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο, που αναπτύχθηκε ικανοποιητικότατα την ίδια εποχή.) Δυστυχώς, η πολιτική αυτή ήταν εντελώς ανεφάρμοστη. Η Τουρκική Αυτοκρατορία δεν ήταν με κανέναν τρόπο ένα άβουλο κουφάρι, τουλάχιστον από στρατιωτική άποψη, αλλά ήταν ικανή να επιβραδύνει με τη δράση της εσωτερικές εξεγέρσεις (τις οποίες μπορούσε ακόμη να καταπνίγει σχετικά εύκολα). Ωστόσο δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους Ρώσους, ιδίως μέσα στο δυσμενές διεθνές κλίμα. Ούτε ήταν ακόμη σε θέση να εκσυγχρονιστεί, αλλ' ούτε και έδειχνε μεγάλη προθυμία να το κάνει, μολονότι κάποια αρχή εκσυγχρονισμού είχε γίνει επί Μαχμούτ Β' (1809-1839) στη δεκαετία του 1830. Συνεπώς, μόνο η άμεση διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη της Βρετανίας (δηλαδή η απειλή πολέμου) μπορούσε να αποτρέψει τη σταθερή αύξηση της ρωσικής επιρροής και την κατάρρευση της Τουρκίας κάτω από το βάρος των ποικίλων προβλημάτων της. Έτσι το Ανατολικό Ζήτημα έγινε το πιο εκρηκτικό πρόβλημα στις διεθνείς υποθέσεις μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, και το μόνο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενικό πόλεμο, πράγμα που έγινε το 1854-56. Εντούτοις, οι ίδιες οι συνθήκες που ενίσχυαν διεθνώς τη θέση της Ρωσίας έναντι της Βρετανίας έκαναν επίσης τη Ρωσία να ρέπει προς το συμβιβασμό. Μπορούσε να επιτύχει τους διπλωματικούς της στόχους με δύο τρόπους: είτε με ήττα και διαμελισμό της Τουρκίας και ενδεχόμενη ρωσική κατοχή της Κωνσταντινούπολης και των Δαρδανελίων, είτε με άσκηση ουσιαστικής προστασίας σε μια ανίσχυρη και υποτακτική Τουρκία. Αλλά και η μία και η άλλη λύση θα ήταν πάντοτε ανοιχτές. Με άλλα λόγια, η Κωνσταντινούπολη δεν άξιζε ποτέ για τον Τσάρο έναν σημαντικό πόλεμο. Έτσι, στα 1820 η ελληνική επανάσταση εξυπηρετούσε την πολιτική του διαμελισμού και της κατοχής. Η Ρωσία δεν κατόρθωσε να επωφεληθεί όσο είχε ελπίσει, αλλά ήταν και απρόθυμη να πιέσει τα πράγματα υπερβολικά. Αντίθετα, διαπραγματεύθηκε μια εξαιρετικά ευνοϊκή συνθήκη στο Χουνκιάρ Ισκελεσί (1833) με την Τουρκία που, καθώς πιεζόταν σκληρά, είχε πια πλήρη επίγνωση της ανάγκης της για έναν ισχυρό προστάτη. Η Βρετανία εξοργίστηκε: η δεκαετία του 1830 είδε τη γένεση μιας μαζικής

Page 90: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ρωσοφοβίας, που διαμόρφωσε μια εικόνα της Ρωσίας ως πατροπαράδοτου εχθρού της Βρετανίας.i

Είναι λοιπόν σαφές από την εξέλιξη των διπλωματικών διενέξεων στην περίοδο αυτή ότι το εύφλεκτο υλικό στις διεθνείς σχέσεις απλώς δεν ήταν αρκετά εκρηκτικό για να πυροδοτήσει ένα μείζονα πόλεμο. Από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι Αυστριακοί και οι Πρώσοι παραήταν ανίσχυροι για να παίξουν σπουδαίο ρόλο. Οι Βρετανοί ήταν ικανοποιημένοι. Το 1815 είχαν ήδη κερδίσει την πιο ολοκληρωτική νίκη από κάθε άλλη δύναμη σ' ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία, και πρόβαλαν μετά από εικοσαετή πόλεμο κατά της Γαλλίας ως η μόνη βιομηχανική οικονομία, η μόνη ναυτική δύναμη —το βρετανικό ναυτικό το 1840 είχε περίπου τόσα πλοία όσα το ναυτικό όλων των άλλων Δυνάμεων— και ουσιαστικά η μόνη αποικιοκρατική δύναμη στον κόσμο. Τίποτε δεν φαινόταν να στέκει εμπόδιο στο μόνο κύριο επεκτατικό ενδιαφέρον της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, στην ανάπτυξη δηλαδή του βρετανικού εμπορίου και των επενδύσεων. Η Ρωσία, αν και όχι τόσο ικανοποιημένη, είχε περιορισμένες μόνο εδαφικές φιλοδοξίες, και τίποτε που να μπορεί μακροχρόνια —ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν— να σταθεί εμπόδιο στην πρόοδό της. Τουλάχιστον τίποτε που να δικαιολογεί έναν κοινωνικά επικίνδυνο γενικό πόλεμο. Μόνο η Γαλλία ήταν «δυσαρεστημένη» Δύναμη και είχε τη δυνατότητα να διασπά τη σταθερή διεθνή τάξη. Αλλά αυτό η Γαλλία μπορούσε να το κάνει μόνο με έναν όρο: να κινητοποιήσει για άλλη μια φορά τις επαναστατικές δυνάμεις του Ιακωβινισμού στο εσωτερικό της και τις δυνάμεις του φιλελευθερισμού και του εθνικισμού στο εξωτερικό. Διότι από την άποψη του ορθόδοξου ανταγωνισμού μεταξύ των Μεγάλων

Αντιμέτωποι με τη βρετανική πίεση, οι Ρώσοι με τη σειρά τους υποχώρησαν, και στη δεκαετία του 1840 επανήλθαν σε προτάσεις για διαμελισμό της Τουρκίας.

Ο ρωσοβρετανικός ανταγωνισμός στην Ανατολή ήταν συνεπώς λιγότερο επικίνδυνος στην πράξη απ' ό,τι υποδήλωναν οι δημόσιοι διαξιφισμοί (ιδίως στη Βρετανία). Άλλωστε, ο πολύ μεγαλύτερος φόβος των Άγγλων για αναζωογόνηση της Γαλλίας περιέστελλε έτσι κι αλλιώς τη σημασία του. Στην πραγματικότητα, η έκφραση «το μεγάλο παιχνίδι», που αργότερα χρησιμοποιήθηκε για την περιπετειώδη δράση των τυχοδιωκτών και των μυστικών πρακτόρων και των δυο Δυνάμεων που δρούσαν στην ανατολική ουδέτερη ζώνη ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες, εκφράζει τον ανταγωνισμό αυτό αρκετά εύστοχα. Αυτό που έκανε την κατάσταση πραγματικά επικίνδυνη ήταν η απρόβλεπτη εξέλιξη των απελευθερωτικών κινημάτων μέσα στην Τουρκία και η επέμβαση των άλλων Δυνάμεων. Από τις Δυνάμεις αυτές, η Αυστρία είχε ένα παθητικό αλλά μεγάλο ενδιαφέρον για το θέμα, εφόσον η ίδια ήταν μια ετοιμόρροπη πολυεθνική αυτοκρατορία την οποία απειλούσαν τα κινήματα των ίδιων αυτών λαών που υπονόμευαν και την τουρκική σταθερότητα —των Βαλκανίων Σλάβων, και ιδίως των Σέρβων. Η απειλή τους ωστόσο δεν ήταν άμεση, μολονότι αργότερα θα αποτελούσε την αφορμή του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Η Γαλλία προκαλούσε περισσότερες οχλήσεις, έχοντας στην Ανατολική Μεσόγειο ένα μακρύ παρελθόν διπλωματικής και οικονομικής επιρροής που κατά περιόδους επιχειρούσε να ανακτήσει και να επεκτείνει. Συγκεκριμένα, από την εποχή της εκστρατείας του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, η γαλλική επιρροή ήταν ισχυρή στη χώρα αυτή, της οποίας ο Πασάς, ο Μωχάμετ Άλη, ένας ουσιαστικά ανεξάρτητος ηγέτης, μπορούσε λίγο πολύ να προκαλεί τη διάσπαση ή να διατηρεί τη συνοχή της Τουρκικής Αυτοκρατορίας κατά βούληση. Πράγματι, οι κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος στη δεκαετία του 1830 (1831-33 και 1839-41) ήταν κατ' ουσίαν κρίσεις στις σχέσεις του Μοχάμετ Άλι με τον εικονικό του άρχοντα και, στη δεύτερη περίοδο, τα πράγματα περιπλέχτηκαν περισσότερο λόγω της υποστήριξης που πρόσφερε η Γαλλία στην Αίγυπτο. Εντούτοις, αν η Ρωσία ήταν απρόθυμη να αναμειχθεί σε πόλεμο για την Κωνσταντινούπολη, η Γαλλία ούτε μπορούσε ούτε ήθελε να το κάνει. Μεσολάβησαν διπλωματικές κρίσεις. Αλλά τελικά, με εξαίρεση τον Κριμαϊκό, δεν έγινε πόλεμος με αφορμή την Τουρκία στη διάρκεια του 19ου αιώνα.

i Στην πραγματικότητα, οι αγγλορωσικές σχέσεις, βασισμένες στην οικονομική αλληλοσυμπλήρωση, ήταν ανέκαθεν φιλικές, και άρχισαν να επιδεινώνονται σοβαρά μόνο μετά τους ναπολεόντειους πολέμους.

Page 91: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Δυνάμεων είχε καίρια αποδυναμωθεί. Ποτέ ξανά δεν θα ήταν σε θέση, όπως τον καιρό του Λουδοβίκου ΙΔ' ή της Επανάστασης, να πολεμήσει με ίσους όρους ενάντια σε συνασπισμό δυο ή περισσοτέρων Μεγάλων Δυνάμεων, βασισμένη μόνο στον δικό της πληθυσμό και τους δικούς της πόρους. Το 1780, σε κάθε Άγγλο αντιστοιχούσαν 2,5 Γάλλοι, αλλά το 1830 λιγότεροι από 3 Γάλλοι στους 2 Άγγλους. Το 1780 οι Γάλλοι ήταν όσοι σχεδόν οι Ρώσοι, αλλά το 1830 οι Ρώσοι ήταν μιάμιση φορά περισσότεροι από τους Γάλλους. Και ο ρυθμός της γαλλικής οικονομικής ανάπτυξης υπολειπόταν καίρια του βρετανικού, του αμερικανικού και, πολύ σύντομα, του γερμανικού.

Ο Ιακωβινισμός ωστόσο παραήταν μεγάλο τίμημα για οποιαδήποτε γαλλική κυβέρνηση που θα ήθελε να ικανοποιήσει τις διεθνείς της φιλοδοξίες. Το 1830, και ξανά το 1848, όταν η Γαλλία ανέτρεψε το καθεστώς της και ο απολυταρχισμός σε άλλες χώρες κλονίστηκε ή και κατέρρευσε εντελώς, οι Δυνάμεις έτρεμαν από το φόβο τους. Θα μπορούσαν να είχαν γλιτώσει από όλην αυτή την ανησυχία. Το 1830-31 οι Γάλλοι μετριοπαθείς ήταν απρόθυμοι να κουνήσουν ακόμη και το μικρό τους δαχτυλάκι για τους επαναστατημένους Πολωνούς, οι οποίοι είχαν τη συμπάθεια ολόκληρης της γαλλικής κοινής γνώμης (καθώς και της φιλελεύθερης ευρωπαϊκής). «Και η Πολωνία;» έγραφε ο γηραιός αλλά ενθουσιώδης Lafayette στον Palmerston το 1830. «Τι θα κάνετε, τι θα κάνουμε γι' αυτήν;»5

Εκτός πεδίου ευρωπαϊκών ισορροπιών, φυσικά, τίποτε δεν εμπόδιζε τον επεκτατισμό και τη φιλοπόλεμη διάθεση. Στην πραγματικότητα, οι εδαφικές κτήσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων, αν και τεράστιες, ήταν στην ουσία περιορισμένες. Οι Βρετανοί ήταν ευχαριστημένοι με την απόκτηση περιοχών ζωτικής σημασίας για τον ναυτικό έλεγχο του κόσμου και για τα παγκόσμια εμπορικά τους συμφέροντα, περιοχών όπως το νότιο άκρο της Αφρικής (που το πήραν από τους Ολλανδούς κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων), η Κεϋλάνη, η Σιγκαπούρη (που ιδρύθηκε την περίοδο αυτή) και το Hong Kong. Οι απαιτήσεις της εκστρατείας κατά του δουλεμπορίου —που ικανοποιούσε τόσο την ανθρωπιστική κοινή γνώμη στην Αγγλία όσο και τα στρατηγικά συμφέροντα του βρετανικού ναυτικού, που τη χρησιμοποιούσε για να ενισχύσει το παγκόσμιο μονοπώλιό του— τους οδήγησε στη διατήρηση ερεισμάτων κατά μήκος των αφρικανικών ακτών. Αλλά, σε γενικές γραμμές, με μία μόνο σημαντική εξαίρεση, η άποψη τους ήταν ότι ένας κόσμος ανοιχτός στο βρετανικό εμπόριο και με την προστασία του βρετανικού ναυτικού απέναντι σε κάθε λογής ανεπιθύμητη εισβολή μπορούσε να αξιοποιηθεί φτηνότερα χωρίς τις διοικητικές δαπάνες που συνεπάγεται η κατάληψη. Η εξαίρεση ήταν η Ινδία και ό,τι αφορούσε τον έλεγχό της. Έπρεπε να κρατήσουν την Ινδία πάση θυσία, όπως άλλωστε συμφωνούσαν και οι πιο φανατικοί αντιαποικιοκράτες θιασώτες των ελεύθερων συναλλαγών. Η αγορά της αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη σπουδαιότητα (βλ.

Η απάντηση ήταν: τίποτε. Η Γαλλία θα μπορούσε άνετα να ενισχύσει τους δικούς της πόρους με τους πόρους της ευρωπαϊκής επανάστασης, όπως άλλωστε όλοι οι φιλοεπαναστάτες είχαν ελπίσει. Αλλά οι επιπτώσεις αυτού του άλματος σ' έναν επαναστατικό πόλεμο φόβιζαν τις μετριοπαθείς φιλελεύθερες γαλλικές κυβερνήσεις όσο και τον Metternich. Καμία γαλλική κυβέρνηση ανάμεσα στο 1815 και το 1848 δεν θα διακινδύνευε τη γενική ειρήνη για τα δικά της συμφέροντα.

>>) και, όπως υποστηριζόταν, η Ινδία ασφαλώς θα υπέφερε αν την άφηναν από τα χέρια τους. Ήταν το κλειδί για την Άπω Ανατολή, το εμπόριο ναρκωτικών και άλλες τέτοιες προσοδοφόρες δραστηριότητες που επιθυμούσαν να αναλάβουν οι Ευρωπαίοι επιχειρηματίες. Με τον τρόπο αυτό άνοιξαν οι πύλες της Κίνας στον Πόλεμο του Οπίου το 1839-42. Κατά συνέπεια, ανάμεσα στο 1814 και το 1849 αυξήθηκε το μέγεθος της βρετανικής ινδικής αυτοκρατορίας κατά τα 2/3, ως αποτέλεσμα μιας σειράς πολέμων κατά των Μαχραττών, των Νεπαλέζων, των Βιρμανών, των Ρατζπούτ, των Αφγανών, των Σινδών και των Σιχ, και το δίχτυ της βρετανικής επιρροής έσφιξε στενότερα τη Μέση Ανατολή, που έλεγχε την απευθείας οδό για την Ινδία. Την οδό αυτή εξυπηρετούσαν τα ατμόπλοια της γραμμής Ρ and Ο, με χερσαίο πέρασμα τον Ισθμό του Σουέζ.

Page 92: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Μολονότι η φήμη των Ρώσων ως υπέρμαχων του επεκτατισμού ήταν πολύ μεγαλύτερη (τουλάχιστον ανάμεσα στους Βρετανούς), οι πραγματικές τους κατακτήσεις ήταν πιο περιορισμένες. Ο τσάρος στην περίοδο αυτή κατόρθωσε απλώς να αποκτήσει κάποιες μεγάλες έρημες εκτάσεις των Κιργισιανών στεπών, ανατολικά των Ουραλίων, και κάποιες σκληρά διαφιλονικούμενες ορεινές περιοχές στον Καύκασο. Οι ΗΠΑ από την άλλη μεριά απέκτησαν ουσιαστικά ολόκληρη τη δυτική περιοχή τους, στα νότια των συνόρων του Oregon, με εξέγερση και πόλεμο εναντίον των δύσμοιρων Μεξικανών. Οι Γάλλοι υποχρεώθηκαν να περιορίσουν τις επεκτατικές τους φιλοδοξίες στην Αλγερία, στην οποία και εισέβαλαν το 1830 με κάποιο πρόσχημα που επινόησαν, και την οποία προσπαθούσαν να κατακτήσουν τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια. Ως το 1847 είχαν σπάσει την αντίστασή της.

Μια διάταξη του διεθνούς ειρηνευτικού διακανονισμού πρέπει, ωστόσο, να μνημονευτεί χωριστά: η κατάργηση του διεθνούς δουλεμπορίου. Οι λόγοι ήταν και ανθρωπιστικοί και οικονομικοί: η δουλεία, ήταν αποτροπιαστική και άκρως ασύμφορη. Άλλωστε, σύμφωνα με την άποψη των Βρετανών, που ήταν και οι κορυφαίοι διεθνείς υπέρμαχοι αυτού του θαυμάσιου κινήματος, η οικονομία του 1815-48 δεν στηριζόταν πια, όπως συνέβαινε τον 18ο αιώνα, στις πωλήσεις ανθρώπων και ζάχαρης, αλλά στις πωλήσεις βαμβακερών ειδών. Στην πράξη, η κατάργηση της δουλείας ήρθε με πιο αργό ρυθμό (εκτός, φυσικά, από τις περιοχές όπου η Γαλλική Επανάσταση την είχε ήδη εξαλείψει). Οι Βρετανοί την κατάργησαν στις αποικίες τους —κυρίως στις Δυτικές Ινδίες— το 1834, μολονότι γρήγορα επιχείρησαν να την υποκαταστήσουν, εκεί όπου επιβίωνε με τις φυτείες η μεγάλης κλίμακας γεωργία, με την εισαγωγή συμβασιούχων εργατών από την Ασία. Οι Γάλλοι δεν κατάργησαν ξανά τη δουλεία επισήμως παρά με την επανάσταση του 1848. Το 1848 η δουλεία υπήρχε ακόμη στον κόσμο σε πολύ μεγάλη έκταση, και συνεπώς υπήρχε και (παράνομο) δουλεμπόριο.

Page 93: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ' ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ

Η ελευθερία, αυτό το αηδόνι με φωνή γίγαντα, ξυπνά ακόμη κι αυτούς που κοιμούνται βαθύτατο ύπνο, [...] Πώς είναι δυνατό σήμερα να συλλογιέται κανείς άλλο από το να πολεμά για την ελευθέρια ή εναντίον της; Όσοι δεν μπορούν ν' αγαπούν την ανθρωπότητα μπορούν ακόμη να 'ναι μεγάλοι ως τύραννοι. Αλλά πώς μπορεί κανείς να μένει αδιάφορος;

LUDWIG BOERNE, 14 Φεβρουαρίου 18311

Οι κυβερνήσεις, έχοντας χάσει την ισορροπία τους, πανικοβάλλονται, πτοούνται και πέφτουν σε σύγχυση από τις φωνές της μεσαίας τάξης, η οποία, τοποθετημένη ανάμεσα στους βασιλείς και στους υπηκόους τους, σπάζει το σκήπτρο των μοναρχών και σφετερίζεται τη φωνή του λαού.

Ο METTERNICH στον Τσάρο, 18202

Ι

Σπάνια η ανικανότητα των κυβερνήσεων να σταματήσουν τον ρου της ιστορίας έχει αποδειχτεί πιο περίτρανα απ' ό,τι στη γενιά μετά το 1815. Ο υπέρτατος στόχος όλων των δυνάμεων, που είχαν μόλις αναλώσει πάνω από είκοσι χρόνια πολεμώντας τη Γαλλική Επανάσταση, ήταν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο μιας δεύτερης επανάστασης, ή την ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή που θα προξενούσε ένας γενικός επαναστατικός ξεσηκωμός στα πρότυπα του γαλλικού· αυτός ήταν ο στόχος ακόμη και των Βρετανών, οι οποίοι δεν συμπαθούσαν τον αντιδραστικό απολυταρχισμό που επιβλήθηκε ξανά σ' ολόκληρη την Ευρώπη και γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν ήταν δυνατή ούτε θεμιτή η αποφυγή των μεταρρυθμίσεων, αλλά έτρεμαν την εξάπλωση ενός νέου γαλλικού Ιακωβινισμού περισσότερο από κάθε άλλο ενδεχόμενο στον διεθνή χώρο. Παρ' όλα αυτά, ποτέ στην ευρωπαϊκή ιστορία, και πολύ σπάνια σε άλλες περιοχές, ο επαναστατισμός δεν ήταν τόσο ενδημικός, τόσο γενικός, τόσο έτοιμος να μεταδοθεί, και αυθόρμητα και με εσκεμμένη προπαγάνδα.

Τρία κυρία επαναστατικά κύματα εμφανίστηκαν στον δυτικό κόσμο ανάμεσα στο 1815 και το 1848. (Η Ασία και η Αφρική παρέμεναν ακόμη απρόσβλητες: οι πρώτες σημαντικές επαναστάσεις της Ασίας, η «Ινδική Στάση» και η «Εξέγερση των Ταϊπίνγκ» [στην Κίνα], ξέσπασαν μόνο στη δεκαετία του 1850.) Το πρώτο κύμα εμφανίστηκε στα 1820-24. Στην Ευρώπη, περιορίστηκε κυρίως στη Μεσόγειο, με επίκεντρα την Ισπανία (1820), τη Νεάπολη (1820) και την Ελλάδα (1821). Εκτός από την ελληνική, όλες οι άλλες επαναστάσεις καταπνίγηκαν. Η Ισπανική Επανάσταση αναβίωσε το απελευθερωτικό κίνημα στη Λατινική Αμερική, που είχε υποστεί ήττα μετά από μια πρώτη προσπάθεια που είχε προκαλέσει η κατάκτηση της Ισπανίας από τον Ναπολέοντα το 1808 και είχε περιοριστεί σε κάποιους απομονωμένους πρόσφυγες και λίγες συμμορίες. Οι τρεις μεγάλοι απελευθερωτές της ισπανικής Νότιας Αμερικής, ο Simón Bolivar, ο San Martín και ο Bernardo O'Higgins, εγκαθίδρυσαν αντιστοίχως την ανεξαρτησία στη «Μεγάλη Κολομβία» (που περιλάμβανε τις σημερινές δημοκρατίες της Κολομβίας, της Βενεζουέλας και του Ισημερινού), στην Αργεντινή —εκτός από τις ηπειρωτικές περιοχές της σημερινής Παραγουάης και Βολιβίας και τις pampas πέρα από τον ποταμό Plata, όπου οι καουμπόηδες της Banda Oriental (σημερινής Ουρουγουάης) πολεμούσαν τους Αργεντινούς και τους Βραζιλιάνους— και στη Χιλή. Ο San Martín, βοηθούμενος από τον χιλιανό στόλο με επικεφαλής τον Βρετανό ριζοσπάστη ευγενή Cochranei

i Πρόκειται για τον λόρδο Κόχραν, γνωστόν από το ρόλο που έπαιξε αργότερα στην Ελληνική Επανάσταση (Σ.τ.Μ.).

—το πρότυπο για τον ήρωα του έργου Captain Homblower του C.S. Forester—

Page 94: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

απελευθέρωσε το Περού, που διοικούνταν από αντιβασιλέα και αποτελούσε το τελευταίο έρεισμα της ισπανικής εξουσίας. Ως το 1822, η ισπανική Νότια Αμερική ήταν ελεύθερη, και ο San Martín, ένας μετριοπαθής και οξυδερκής άνθρωπος σπάνιας αυταπάρνησης, την άφησε στον Bolivar και τον ρεπουμπλικανισμό, ενώ ο ίδιος αποσύρθηκε στην Ευρώπη όπου και έζησε την υπόλοιπη ζωή του στην Boulogne-sur-Mer, τόπο που συνήθως αποτελούσε το καταφύγιο για χρεοκοπημένους Άγγλους, με μια σύνταξη από τον O'Higgins. Στο μεταξύ ο Iturbide, ο Ισπανός στρατηγός που είχε σταλεί εναντίον των αγροτών-ανταρτών στο Μεξικό, προσχώρησε σ' αυτούς επηρεασμένος από την Ισπανική Επανάσταση, και το 1821 εγκαθίδρυσε μόνιμα τη μεξικανική ανεξαρτησία. Το 1822 η Βραζιλία αποσπάστηκε αθόρυβα από την Πορτογαλία, με ηγεμόνα τον αντιβασιλέα που άφησε πίσω της η πορτογαλική βασιλική οικογένεια επιστρέφοντας στην Ευρώπη από τη ναπολεόντεια εξορία. Οι ΗΠΑ αναγνώρισαν σχεδόν αμέσως την πιο σημαντική από τις νέες πολιτείες, λίγο μετά την αναγνώρισαν και οι Βρετανοί, φροντίζοντας να συνάψουν εμπορικές συμφωνίες μαζί της, και οι Γάλλοι το έκαναν κατ' ουσίαν πριν λήξει η δεκαετία του 1820.

Το δεύτερο επαναστατικό κύμα εμφανίστηκε στα 1829-34 και επηρέασε όλη την Ευρώπη στα δυτικά της Ρωσίας, καθώς και τη βορειοαμερικανική ήπειρο, γιατί η μεγάλη αναμορφωτική εποχή του προέδρου Andrew Jackson (1829-37), μολονότι όχι άμεσα συνδεδεμένη με τις ευρωπαϊκές αναταραχές, πρέπει να θεωρηθεί μέρος του κύματος αυτού. Στην Ευρώπη, η ανατροπή των Βουρβόνων στη Γαλλία ενθάρρυνε ποικίλα άλλα κινήματα. Το Βέλγιο (1830) κέρδισε την ανεξαρτησία του από την Ολλανδία· το πολωνικό κίνημα (1830-31) κατεπνίγη μόνο μετά από σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις· διάφορα τμήματα της Ιταλίας και της Γερμανίας ήταν σε αναστάτωση· ο φιλελευθερισμός κυριάρχησε στην Ελβετία —πολύ λιγότερο ειρηνική χώρα τότε απ' ό,τι τώρα— ενώ άρχισε στην Ισπανία και την Πορτογαλία μια περίοδος εμφύλιου πολέμου ανάμεσα σε φιλελεύθερους και κληρικόφρονες. Ακόμη και η Βρετανία επηρεάστηκε, εν μέρει εξαιτίας της απειλούμενης έκρηξης του τοπικού της ηφαιστείου, της Ιρλανδίας, πράγμα που εξασφάλισε την Καθολική Χειραφέτηση (1829) και τη νέα έναρξη της μεταρρυθμιστικής αναστάτωσης. Ο Μεταρρυθμιστικός Νόμος του 1832 αντιστοιχεί στην Ιουλιανή Επανάσταση του 1830 στη Γαλλία, και μάλιστα πήρε ισχυρή ώθηση από τα νέα που έφτασαν από το Παρίσι. Αυτή η περίοδος είναι ίσως η μόνη στη σύγχρονη ιστορία που τα πολιτικά γεγονότα στη Βρετανία ήταν παράλληλα με της ηπειρωτικής Ευρώπης, σε σημείο που δεν ήταν απίθανο να ξεσπάσει κάποιας μορφής επανάσταση το 1831-32, αν έλειπαν οι ανασχέσεις τόσο του κόμματος των Ουίγων όσο και των Τόρηδων. Είναι η μόνη περίοδος στον 19ο αιώνα που η ανάλυση των βρετανικών πολιτικών διεργασιών, υπό τέτοια οπτική γωνία, δεν είναι εντελώς τεχνητή.

Το δεύτερο επαναστατικό κύμα του 1830 ήταν, συνεπώς, πολύ σοβαρότερη υπόθεση από του 1820. Στην ουσία σημαίνει την οριστική ήττα της αριστοκρατίας από τις αστικές δυνάμεις στη δυτική Ευρώπη. Η άρχουσα τάξη των επόμενων πενήντα χρόνων θα είναι η «μεγαλοαστική» τάξη των τραπεζιτών, των μεγαλοβιομήχανων και, κάποτε, των ανώτατων δημόσιων υπαλλήλων, που έγιναν αποδεκτοί από μια αριστοκρατία η οποία τραβήχτηκε στο περιθώριο, ή συμφώνησε να προωθήσει κατά κύριο λόγο την αστική πολιτική, μια τάξη που δεν την απειλούσε ακόμη η καθολική ψηφοφορία, αν και την ενοχλούσαν οι αναταραχές των μικρότερων ή δυσαρεστημένων επιχειρηματιών, οι μικροαστοί και τα πρώιμα εργατικά κινήματα. Το πολιτικό της σύστημα, στη Βρετανία, τη Γαλλία και το Βέλγιο, ήταν κατά βάση το ίδιο: φιλελεύθεροι θεσμοί που διασφαλίζονταν έναντι της δημοκρατίας με την επιβολή περιουσιακών ή μορφωτικών κριτηρίων στους εκλογείς —υπήρχαν, αρχικά, μόνο 168.000 ψηφοφόροι στη Γαλλία— υπό συνταγματικό μονάρχη· στην πραγματικότητα, κάτι που έμοιαζε πολύ με τους θεσμούς της πρώτης και ιδιαίτερα μετριοπαθούς αστικής φάσης της Γαλλικής Επανάστασης, το σύνταγμα δηλαδή του 1791.i

i Μόνο που, στην πράξη, το δικαίωμα ψήφου ήταν πολύ πιο περιορισμένο απ' ό,τι το 1791.

Ωστόσο, στις ΗΠΑ, η δημοκρατία του

Page 95: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Jackson σημείωνε ένα βήμα παραπέρα: την ήττα των μη δημοκρατικών ολιγαρχικών που διέθεταν ιδιοκτησία, των οποίων ο ρόλος ήταν αντίστοιχος με αυτόν που τότε θριάμβευε στη δυτική Ευρώπη. Το βήμα έγινε με την απεριόριστη πολιτική δημοκρατία που κατέλαβε αιφνίδια την εξουσία με τις ψήφους των κατοίκων των παραμεθόριων περιοχών, των μικροκαλλιεργητών, των φτωχών στις πόλεις. Ήταν μια εντυπωσιακή καινοτομία, και όσοι υπέρμαχοι του μετριοπαθούς φιλελευθερισμού ήταν αρκετά ρεαλιστές για να διαβλέπουν ότι η επέκταση του δικαιώματος της ψήφου θα ήταν ίσως αργά ή γρήγορα αναπόφευκτη, την εξέταζαν με ανησυχία από πολύ κοντά· κυρίως ο Alexis de Tocqueville, του οποίου το έργο Δημοκρατία στην Αμερική (1835) κατέληγε σε απαισιόδοξα συμπεράσματα. Αλλά, όπως θα δούμε, το 1830 σημαδεύει μια ακόμη ριζοσπαστικότερη καινοτομία στην πολιτική: την εμφάνιση της εργατικής τάξης ως μιας ανεξάρτητης και συνειδητοποιημένης δύναμης στην πολιτική ζωή, στη Βρετανία και τη Γαλλία, καθώς και το ξέσπασμα των εθνικιστικών κινημάτων σε παρά πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Πίσω από τις σημαντικές αυτές πολιτικές αλλαγές κρύβονταν σημαντικές μεταβολές στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Όποια πλευρά της κοινωνικής ζωής κι αν εξετάσουμε, το 1830 αποτελεί σταθμό· από όλες τις χρονολογίες μεταξύ του 1789 και του 1848 αυτή είναι η καταφανέστερα αξιομνημόνευτη. Στην ιστορία της εκβιομηχάνισης και του εξαστισμού στην ηπειρωτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, στην ιστορία των μεταναστευτικών ρευμάτων, κοινωνικών και γεωγραφικών, στην ιστορία των τεχνών και των ιδεολογικών ρευμάτων, το 1830 κατέχει την πρώτη θέση. Στη Βρετανία, και τη δυτική Ευρώπη γενικά, αποτελεί την αρχή δεκαετιών κρίσης στην ανάπτυξη της νέας κοινωνίας, που ολοκληρώθηκαν με την ήττα των επαναστάσεων του 1848, και μετά, το 1851, με το γιγαντιαίο οικονομικό άλμα.

Το τρίτο και μεγαλύτερο επαναστατικό κύμα, του 1848, ήταν προϊόν αυτής της κρίσης. Η επανάσταση ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα και (προσωρινά) επιβλήθηκε στη Γαλλία, σε ολόκληρη την Ιταλία, στα γερμανικά κρατίδια, στο μεγαλύτερο μέρος της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και στην Ελβετία (1847). Σε λιγότερο οξεία μορφή, η αναστάτωση άγγιξε την Ισπανία, τη Δανία και τη Ρουμανία, και σποραδικά την Ιρλανδία, την Ελλάδα και τη Βρετανία. Ποτέ δεν συνέβη τίποτε που να μοιάζει περισσότερο με παγκόσμια επανάσταση, το όνειρο των επαναστατών της περιόδου εκείνης, από την αυθόρμητη και γενική αυτή πυρκαγιά με την οποία τελειώνει και η εποχή που εξετάζουμε στον τόμο αυτό. Ό,τι ήταν το 1789 η εξέγερση ενός μόνο έθνους, τώρα έμοιαζε να είναι «η άνοιξη των λαών» μιας ολάκερης ηπείρου.

II

Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε με τις επαναστάσεις στο τέλος του 18ου αιώνα, οι επαναστάσεις της μεταναπολεόντειας περιόδου ήταν εσκεμμένες ή ακόμη και προγραμματισμένες. Γιατί το καταπληκτικότερο κληροδότημα της ίδιας της Γαλλικής Επανάστασης ήταν τα πρότυπα και τα οργανωμένα σχήματα πολιτικής αναταραχής που αυτή καθιέρωσε για τη γενική χρήση των απανταχού επαναστατών. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επαναστάσεις του 1815-48 ήταν απλώς έργο λίγων δυσαρεστημένων ταραχοποιών, όπως επέμεναν να λένε στους ανώτερούς τους οι πληροφοριοδότες και οι αστυνομικοί της περιόδου —άνθρωποι που είχαν μεγάλη πέραση τότε. Ξέσπασαν γιατί τα πολιτικά συστήματα που είχαν επιβληθεί ξανά στην Ευρώπη ήταν εντελώς ανεπαρκή και, σε μια περίοδο γρήγορων κοινωνικών αλλαγών, όλο και περισσότερο ακατάλληλα για τις πολιτικές συνθήκες της ηπειρωτικής Ευρώπης, και γιατί οι οικονομικές και κοινοτικές δυσαρέσκειες ήταν τόσο οξείες ώστε να προκαλούν σχεδόν αναπόφευκτα συνεχή επαναστατικά ξεσπάσματα. Αλλά τα πολιτικά πρότυπα που δημιούργησε η Επανάσταση του 1789 χρησίμευαν στο να αποκτήσει η δυσαρέσκεια συγκεκριμένο αντικείμενο, η αναταραχή να γίνει επανάσταση και, πάνω απ' όλα, να συνενωθεί η Ευρώπη ολόκληρη σ' ένα ανατρεπτικό κίνημα, ή ίσως θα 'ταν καλύτερα να πούμε ανατρεπτικό ρεύμα.

Υπήρχαν αρκετά τέτοια πρότυπα, αν και όλα ξεπηδούσαν από την εμπειρία της Γαλλίας

Page 96: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

μεταξύ του 1789 και του 1797. Αντιστοιχούσαν στις τρεις κύριες ροπές της μετά το 1815 αντιπολίτευσης: τη μετριοπαθή φιλελεύθερη (ή, με κοινωνικούς όρους, τη θέση των ανώτερων αστικών τάξεων και της φιλελεύθερης αριστοκρατίας), τη ριζοσπαστική-δημοκρατική (ή, με κοινωνικούς όρους, τη θέση της κατώτερης αστικής τάξης, μέρους των νέων βιομηχάνων, των διανοουμένων και των δυσαρεστημένων της ανώτερης τάξης) και τη σοσιαλιστική (ή, με κοινωνικούς όρους, τη θέση των φτωχών εργαζόμενων ή των νέων βιομηχανικών εργατικών τάξεων). Ετυμολογικά, άλλωστε, όλοι αυτοί οι όροι εκφράζουν το διεθνισμό της περιόδου: ο όρος «φιλελεύθερος» (liberal) έχει γαλλοϊσπανική προέλευση, ο όρος «ριζοσπαστικός» (radical) βρετανική, ο όρος «σοσιαλιστικός» αγγλογαλλική. Ο όρος «συντηρητικός» (conservative) έχει εν μέρει επίσης γαλλική προέλευση· άλλη μια απόδειξη της εξαιρετικά στενής σχέσης των πολιτικών διεργασιών στη Βρετανία και την άλλη Ευρώπη την εποχή του Μεταρρυθμιστικού Νομοσχεδίου (Reform Bill). Πηγή έμπνευσης της πρώτης τάσης (του φιλελευθερισμού) ήταν η Επανάσταση του 1789-91· το πολιτικό ιδεώδες της θύμιζε τη βρετανική συνταγματική μοναρχία με κοινοβουλευτικό σύστημα βασισμένο στην ιδιοκτησία, και επομένως ολιγαρχικό, το οποίο είχε εισαχθεί με το Σύνταγμα του 1791 και, όπως είδαμε, έγινε ο καθιερωμένος τύπος συντάγματος στη Γαλλία, τη Βρετανία και το Βέλγιο μετά το 1830-32. Πηγή έμπνευσης της δεύτερης τάσης (του ριζοσπαστισμού) θα λέγαμε πως ήταν η Επανάσταση του 1792-93, ενώ το πολιτικό ιδεώδες της, μια αβασίλευτη δημοκρατία με κλίση προς ένα «κράτος προνοίας» και κάποια εχθρότητα για τους πλούσιους, αντιστοιχεί στο ιδανικό σύνταγμα των Ιακωβίνων του 1793. Αλλά καθώς οι κοινωνικές ομάδες που υποστήριζαν τη ριζοσπαστική δημοκρατία ήταν ένα συγκεχυμένο και ανομοιογενές σύνολο, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια και το πρότυπό του ως προς τη Γαλλική Επανάσταση. Το συνέθεταν στοιχεία από αυτό που το 1792-93 θα μπορούσε να λέγεται Γιρονδινισμός, Ιακωβινισμός, ακόμη και Σανκιλοτισμός, αν και ίσως το εξέφραζε καλύτερα ο Ιακωβινισμός του Συντάγματος του 1793. Πηγή έμπνευσης της τρίτης τάσης (του σοσιαλισμού) ήταν η Επανάσταση του Έτους II και οι εξεγέρσεις μετά τον Θερμιδόρ, προπάντων η Συνωμοσία των Ίσων του Babeuf, αυτή η σημαντική εξέγερση των αδιάλλακτων Ιακωβίνων και των πρώιμων κομουνιστών που σημαδεύει τη γέννηση της σύγχρονης κομουνιστικής παράδοσης στην πολιτική. Ήταν γέννημα του Σανκιλοτισμού και της αριστερής πτέρυγας του Ροβεσπιερισμού, μολονότι αντλούσε από τον πρώτο λίγα μόνο στοιχεία, εκτός από το έντονο μίσος για τις μεσαίες τάξεις και τους πλουσίους. Από πολιτική άποψη, το επαναστατικό πρότυπο του Babeuf ήταν η παράδοση του Ροβεσπιέρου και του Saint-Just.

Από την άποψη των απολυταρχικών κυβερνήσεων, όλα αυτά τα κινήματα ήταν εξίσου ανατρεπτικά για τη σταθερότητα και την ευρυθμία των πραγμάτων, μολονότι ορισμένα φάνηκαν να αποσκοπούν πιο συνειδητά από άλλα στη διάδοση του χάους, ενώ μερικά φαίνονταν πιο επικίνδυνα γιατί είχαν περισσότερες πιθανότητες να διεγείρουν τις αμαθείς και εξαθλιωμένες μάζες. (Η μυστική αστυνομία του Metternich απέδιδε δυσανάλογη, όπως μας φαίνεται, σημασία στην κυκλοφορία του έργου του Lamennais Paroles d'un Croyant [1834], γιατί, μιλώντας την Καθολική γλώσσα των απολιτικών, ήταν δυνατό να προσελκύσει όσους δεν επηρεάζονταν από την καθαρά αθεϊστική προπαγάνδα.3

III

) Στην πραγματικότητα, ωστόσο, τα κινήματα της αντιπολίτευσης τα συνέδεε κυρίως η κοινή τους απέχθεια για τα καθεστώτα του 1815 και το παραδοσιακό κοινό μέτωπο όλων όσοι αντιστρατεύονταν, για ποικίλους λόγους, την απόλυτη μοναρχία, την Εκκλησία και την αριστοκρατία. Η ιστορία της περιόδου 1815-48 είναι η ιστορία της διάσπασης αυτού του κοινού μετώπου.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου της Παλινόρθωσης (1815-30) το στρώμα της αντίδρασης κάλυπτε εξίσου όλους τους διαφωνούντες, και στο σκοτάδι του δύσκολα διακρίνονταν οι διαφορές μεταξύ Βοναπαρτιστών και ρεπουμπλικάνων, μετριοπαθών και ριζοσπαστών. Δεν υπήρχαν ακόμη ενσυνείδητοι επαναστάτες ή σοσιαλιστές της εργατικής τάξης, τουλάχιστον

Page 97: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

στο πεδίο της πολιτικής, εκτός από τη Βρετανία, όπου εμφανίστηκε μια ανεξάρτητη προλεταριακή τάση στην πολιτική και την ιδεολογία υπό την αιγίδα του «συνεταιρισμού» του Owen, γύρω στο 1830. Το μεγαλύτερο μέρος των δυσαρεστημένων μαζών εκτός Βρετανίας δεν ήταν ακόμη πολιτικά συνειδητοποιημένο, ή ήταν φαινομενικά υπέρ της νομιμότητας και του κλήρου, προβάλλοντας σιωπηρή διαμαρτυρία ενάντια στη νέα κοινωνία που φαινόταν να φέρνει μόνο τη συμφορά και το χάος. Επομένως, με λίγες μόνο εξαιρέσεις, η πολιτική αντιπολίτευση στην ηπειρωτική Ευρώπη περιοριζόταν σε μικρές ομάδες των πλούσιων ή των μορφωμένων, που εξακολουθούσαν να ταυτίζονται, εφόσον, ακόμη και στο τόσο ισχυρό έρεισμα της αριστεράς, την École Polytechnique, μόνο ένα τρίτο των σπουδαστών —ομάδα αισθητά ανατρεπτική— προερχόταν από τη μικροαστική τάξη (κυρίως χαμηλόβαθμοι στρατιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι), και μόνο 0,3% από τις «λαϊκές τάξεις». Όσοι από τους φτωχούς ήταν ενσυνείδητα αριστεροί αποδέχονταν τα κλασικά συνθήματα της αστικής επανάστασης, μολονότι στη ριζοσπαστική-δημοκρατική μάλλον παρά στη μετριοπαθή τους έκφραση, αλλά ακόμη με αμυδρή μόνο απόχρωση κοινωνικής πρόκλησης. Το κλασικό πρόγραμμα γύρω από το οποίο συσπειρώθηκαν επανειλημμένα οι Βρετανοί εργάτες ήταν ένα σύστημα απλής κοινοβουλευτικής μεταρρύθμισης, όπως αυτή που εξέφραζαν τα «Έξι Σημεία»i

Οι αδελφότητες αυτές, καθεμιά με υπερβολικά τονισμένο τελετουργικό και αυστηρή ιεραρχία, που πήγαζαν από μασονικά πρότυπα ή τα μιμούνταν, ξεπήδησαν γύρω στο τέλος της ναπολεόντειας περιόδου. Η πιο γνωστή λόγω της διεθνικότητάς της ήταν η αδελφότητα

του Χάρτη του Λαού. Στην ουσία το πρόγραμμα αυτό δεν διέφερε από τον «Ιακωβινισμό» της γενιάς του Paine, και ήταν εντελώς συμβιβάσιμο (εκτός από τη σχέση του με την όλο και πιο συνειδητοποιημένη εργατική τάξη) με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό των αστών μεταρρυθμιστών οπαδών του Bentham, όπως τον πρόβαλλε ο James Mill, ας πούμε. Η μόνη διαφορά στην περίοδο της Παλινόρθωσης ήταν ότι οι ριζοσπάστες εργαζόμενοι προτιμούσαν ήδη να κηρύσσονται οι ιδέες τους από ανθρώπους που τους μιλούσαν με τη δική τους γλώσσα —φλύαρους ρήτορες όπως ο Hunt (1773-1835), ή ευφυείς και ενεργητικούς στυλίστες όπως ο William Cobbett (1762-1835) και, φυσικά, ο Tom Paine (1737-1809)— παρά από τους ίδιους τους αστούς μεταρρυθμιστές.

Στην περίοδο αυτή, συνεπώς, ούτε κοινωνικές αλλ' ούτε και εθνικές διακρίσεις υπήρχαν ακόμη στην ευρωπαϊκή αντιπολίτευση που να τη διαιρούν σε διαφορετικά στρατόπεδα χωρίς καμιά αλληλοκατανόηση μεταξύ τους. Αν εξαιρέσουμε τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, όπου είχε ήδη δημιουργηθεί μια κανονική μορφή μαζικής πολιτικής (μολονότι στη Βρετανία την ανέκοπτε η αντιιακωβινική υστερία ως τις αρχές της δεκαετίας του 1820), οι πολιτικές προοπτικές των αντιπολιτευομένων έμοιαζαν παρά πολύ σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, και οι μέθοδοι επίτευξης της επανάστασης —το ενωμένο μέτωπο του απολυταρχισμού απέκλειε ουσιαστικά την ειρηνική μεταρρύθμιση στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης— ήταν εντελώς ίδιες. Οι επαναστάτες θεωρούσαν τον εαυτό τους, και δικαίως ως ένα σημείο, ως μικρές ελίτ των χειραφετημένων και προοδευτικών που δρούσαν στους κόλπους και προς όφελος μιας τεράστιας και αδρανούς μάζας αδαών και παραπλανημένων, οι οποίοι αναμφίβολα θα καλοδέχονταν την απελευθέρωση όταν θα ερχόταν, αλλά κανείς δεν περίμενε να συμμετάσχουν ιδιαίτερα στην προετοιμασία της. Όλοι τους (τουλάχιστον στα δυτικά των Βαλκανίων) θεωρούσαν ότι πολεμούν εναντίον ενός κοινού εχθρού, της συνένωσης των απολυταρχικών ηγεμόνων υπό την αρχηγία του Τσάρου. Όλοι τους συνεπώς νοούσαν την επανάσταση ως ενιαία και αδιάσπαστη: ένα ενιαίο ευρωπαϊκό φαινόμενο μάλλον παρά ένα άθροισμα εθνικών και τοπικών απελευθερωτικών κινημάτων. Όλοι τους έτειναν στην υιοθέτηση του ίδιου τύπου επαναστατικής οργάνωσης, ή ακόμη και της ίδιας ακριβώς οργάνωσης: της μυστικής επαναστατικής αδελφότητας.

i 1) Δικαίωμα ψήφου στους άντρες, 2) εκλογές με ψηφοδέλτιο, 3) ίσες εκλογικές περιφέρειες, 4) αμοιβή στα μέλη του κοινοβουλίου, 5) ετήσια κοινοβούλια, 6) κατάργηση των προϋποθέσεων ιδιοκτησίας για τους υποψηφίους.

Page 98: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

των Καλών Εξαδέλφων ή Καρμπονάρων. Φαίνεται ότι κατάγονταν από μασονικές ή συναφείς στοές στην ανατολική Γαλλία, οι οποίες, μέσω αντιβοναπαρτιστών Γάλλων αξιωματικών στην Ιταλία, πήραν σάρκα και οστά στη νότια Ιταλία μετά το 1806 και, μαζί με άλλες ανάλογες ομάδες, εξαπλώθηκαν στον Βορρά αλλά και στον μεσογειακό χώρο μετά το 1815. Οι ίδιες ή τα παράγωγα και παράλληλά τους απαντούν και στη Ρωσία ακόμη —όπου αποτελούσαν τους Δεκεμβριστές, που πραγματοποίησαν και την πρώτη επανάσταση της σύγχρονης ρωσικής ιστορίας το 1825— αλλά ιδίως στην Ελλάδα. Η εποχή των Καρμπονάρων άγγιξε το απόγειό της στα 1820-21, ενώ οι περισσότερες αδελφότητες ουσιαστικά είχαν καταστραφεί ως το 1823. Ωστόσο ο Καρμποναρισμός (με τη γενική του έννοια) παρέμεινε η κύρια μορφή επαναστατικής οργάνωσης, και η διάθεσή του να συμβάλει στην ελληνική απελευθέρωση (φιλελληνισμός) τον βοήθησε να διατηρήσει τη συνοχή του. Μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1830, οι πολιτικοί πρόσφυγες από την Πολωνία και την Ιταλία τον διέδωσαν ακόμη πιο μακριά.

Από ιδεολογική άποψη, οι Καρμπονάροι και οι ανάλογες ομάδες ήταν στοιχεία ανομοιογενή, που τους ένωνε μόνο η κοινή αποστροφή για την αντίδραση. Για προφανείς λόγους, οι ριζοσπάστες, και ανάμεσά τους οι αριστεροί Ιακωβίνοι και οι οπαδοί του Babeuf, επειδή ακριβώς ήταν οι πιο αποφασιστικοί επαναστάτες, επηρέαζαν όλο και περισσότερο τις αδελφότητες. Ο Filippo Buonarroti, ο παλιός συμπολεμιστής του Babeuf, ήταν ο ικανότερος και ο πιο ακούραστος συνωμότης, αν και οι πεποιθήσεις του ήταν πολύ πιο αριστερές από των περισσότεροι «αδελφών» και «εξαδέλφων».

Είναι ακόμη συζητήσιμο κατά πόσο η δράση τους συντονίστηκε ποτέ επαρκώς με σκοπό να προκαλέσει παγκόσμια επανάσταση, μολονότι έγιναν πράγματι επίμονες προσπάθειες να συνδεθούν όλες οι μυστικές αδελφότητες, τουλάχιστον στα υψηλότερα και πιο μυημένα επίπεδά τους, με στόχο διεθνείς συνωμοσίες μεγάλης κλίμακας. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, είναι γεγονός ότι στα 1820-21 ξέσπασε μια σειρά εξεγέρσεων καρμποναρικού τύπου. Απέτυχαν οικτρά στη Γαλλία, όπου έλειπαν εντελώς οι πολιτικές συνθήκες για επανάσταση και όπου οι συνωμότες δεν είχαν πρόσβαση στο δυσαρεστημένο στράτευμα —τον μόνο αποτελεσματικό μοχλό για επανάσταση σε συνθήκες ακόμη ανώριμες. Ο γαλλικός στρατός, τότε αλλά και σ' όλο τον 19ο αιώνα, ήταν μέρος της δημόσιας υπηρεσίας, δηλαδή εκτελούσε τις διαταγές της εκάστοτε νόμιμης κυβέρνησης. Είχαν ολοκληρωτική αλλά πρόσκαιρη επιτυχία σε μερικά ιταλικά κρατίδια, αλλά κυρίως στην Ισπανία, όπου η «γνήσια» επανάσταση ανακάλυψε την αποτελεσματικότερή της φόρμουλα, το στρατιωτικό pronunciamento (διάγγελμα). Φιλελεύθεροι συνταγματάρχες, οργανωμένοι στις δικές τους μυστικές αδελφότητες των αξιωματικών, έδιναν εντολή στα συντάγματά τους να τους ακολουθήσουν στην επανάσταση, κι αυτά το έκαναν. (Οι Δεκεμβριστές συνωμότες στη Ρωσία προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο με τα συντάγματα φρουράς το 1825, αλλά απέτυχαν από φόβο μήπως το παρακάνουν.) Οι αδελφότητες των αξιωματικών —συχνά φιλελεύθερων τάσεων, εφόσον οι νέοι στρατοί πρόσφεραν σταδιοδρομία στους νέους μη αριστοκρατικής καταγωγής— και το pronunciamento έγιναν στο εξής συνήθη φαινόμενα στην πολιτική σκηνή της Ιβηρικής Χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής και αποτέλεσαν ένα από τα πιο σταθερά και αμφισβητήσιμα πολιτικά αποκτήματα της περιόδου των Καρμπονάρων. Αξίζει να αναφερθεί παρεμπιπτόντως ότι τελετουργικές και αυστηρά ιεραρχημένες μυστικές εταιρείες, όπως των Ελευθεροτεκτόνων, προσέλκυαν εντονότατα τους στρατιωτικούς για ευνόητους λόγους. Η γαλλική εισβολή, με την υποστήριξη της ευρωπαϊκής αντίδρασης, ανέτρεψε το 1823 το νέο ισπανικό φιλελεύθερο καθεστώς.

Μόνο μία από τις επαναστάσεις του 1820-22 κατόρθωσε να επιβληθεί, και αυτό αποδίδεται εν μέρει στην επιτυχία της να πάρει μορφή γνήσιας λαϊκής επανάστασης και εν μέρει στην

Page 99: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ευνοϊκή διπλωματική κατάσταση: ο ελληνικός ξεσηκωμός του 1821.i

Από διεθνή άποψη, οι επαναστάσεις χώρισαν την Ευρώπη σε δυο σημαντικές περιφέρειες. Στα δυτικά του Ρήνου έσπασαν οριστικά τα στηρίγματα των ενωμένων αντιδραστικών δυνάμεων. Ο μετριοπαθής φιλελευθερισμός θριάμβευσε στη Γαλλία, τη Βρετανία και το Βέλγιο. Ο φιλελευθερισμός (ενός ριζοσπαστικότερου τύπου) δεν θριάμβευσε ολότελα στην Ελβετία και την Ιβηρική Χερσόνησο, όπου φιλελεύθερα και αντιφιλελεύθερα Καθολικά κινήματα με λαϊκή βάση συγκρούονταν μεταξύ τους· ωστόσο η Ιερά Συμμαχία δεν μπορούσε πια να επέμβει στις περιοχές αυτές, όπως επενέβαινε ακόμη παντού, στα ανατολικά του Ρήνου. Στον πορτογαλικό και ισπανικό εμφύλιο πόλεμο της δεκαετίας του 1830, οι απολυταρχικές και οι μετριοπαθείς φιλελεύθερες δυνάμεις υποστήριζαν η καθεμιά την παράταξη που την εξέφραζε, μολονότι οι φιλελεύθερες παρείχαν μια κάπως ενεργητικότερη συνδρομή. Συμμετείχαν επίσης και μερικοί ξένοι ριζοσπάστες εθελοντές και συμπαθούντες, πράγμα που προάγγελλε αμυδρά τον φιλοϊσπανισμό της δεκαετίας του 1930.

Η Ελλάδα, συνεπώς, έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού, και ο φιλελληνισμός, που συνεπέφερε οργανωμένη υποστήριξη για τους Έλληνες και συμμετοχή πολυάριθμων εθελοντών στον ελληνικό αγώνα, έπαιξε στη συσπείρωση της ευρωπαϊκής αριστεράς στη δεκαετία του 1820 ρόλο ανάλογο με αυτόν που θα έπαιζε στο τέλος της δεκαετίας του 1930 η υποστήριξη στην Ισπανική Δημοκρατία.

Οι επαναστάσεις του 1830 άλλαξαν εντελώς την κατάσταση. Όπως είδαμε, οι επαναστάσεις αυτές ήταν οι πρώτοι καρποί μιας γενικότερης περιόδου οξείας και ευρύτατης οικονομικής και κοινωνικής αναταραχής, καθώς και ταχύρυθμης κοινωνικής αλλαγής. Το γεγονός αυτό είχε δύο συνέπειες. Πρώτα πρώτα, οι μαζικές πολιτικές διεργασίες και η μαζική επανάσταση στα χνάρια του 1789 έγιναν για άλλη μια φορά εφικτές, και συνεπώς ήταν λιγότερο απαραίτητη η αποκλειστική εξάρτηση από τις μυστικές αδελφότητες. Στο Παρίσι, οι Βουρβόνοι ανατράπηκαν από έναν χαρακτηριστικό συνδυασμό αφενός της κρίσης στα πολιτικά πράγματα της μοναρχίας στην περίοδο της Παλινόρθωσης και αφετέρου της λαϊκής αναταραχής που προκαλούσε η οικονομική ύφεση. Επιδεικνύοντας κάθε άλλο παρά μαζική αδράνεια, το Παρίσι του Ιουλίου 1830 ύψωνε όλο και περισσότερα οδοφράγματα, σε περισσότερα σημεία από κάθε άλλη εποχή στο παρελθόν και στο μέλλον. (Πράγματι, το 1830 το οδόφραγμα έγινε το σύμβολο της λαϊκής εξέγερσης. Μολονότι η επαναστατική του ιστορία στο Παρίσι ανέρχεται τουλάχιστον στο 1588, το οδόφραγμα δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στα 1789-94.) Η δεύτερη συνέπεια ήταν ότι, με την πρόοδο του καπιταλισμού, ο «λαός» και οι «φτωχοί εργαζόμενοι» —δηλαδή αυτοί που έχτιζαν οδοφράγματα— άρχισαν όλο και περισσότερο να ταυτίζονται με το νέο βιομηχανικό προλεταριάτο ως «εργατική τάξη». Εμφανίστηκε λοιπόν ένα προλεταριακό-σοσιαλιστικό επαναστατικό κίνημα.

Οι επαναστάσεις του 1830 επέφεραν επίσης δύο ακόμη αλλαγές στην αριστερή πολιτική. Χώρισαν τους μετριοπαθείς από τους ριζοσπάστες και δημιούργησαν νέα διεθνή κατάσταση. Με τον τρόπο αυτό συνέβαλαν στο να χωριστεί το κίνημα όχι μόνο σε διαφορετικά κοινωνικά, αλλά και σε διαφορετικά εθνικά τμήματα.

ii

i Για την Ελλάδα, βλ. επίσης Κεφάλαιο Ζ'.

ii Για την Ισπανία είχαν ενδιαφερθεί ορισμένοι Άγγλοι μέσω των φιλελεύθερων Ισπανών προσφύγων με τους οποίους ήρθαν σ' επαφή στη δεκαετία του 1820. Ο βρετανικός αντικαθολικισμος έπαιξε επίσης κάποιο ρόλο στο να πάρει η εκπληκτική αυτή μόδα για την Ισπανία —που την απαθανάτισε ο George Borrow στο Bible in Spain και ο Murray στο περίφημο Handbook of Spain— αντικαρλική κατεύθυνση (κατά του Don Carlos).

Στην ουσία του όμως ο πολιτικός προσανατολισμός έμεινε να αποφασιστεί από την τοπική ισορροπία των δυνάμεων στις ίδιες τις χώρες. Αυτό σημαίνει ότι παρέμεινε εκκρεμής, ταλαντευόμενος ανάμεσα σε σύντομες περιόδους νίκης των φιλελεύθερων δυνάμεων (1833-37, 1840-43) και ανάκαμψης των συντηρητικών.

Page 100: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Ανατολικά του Ρήνου η κατάσταση έμενε φαινομενικά όπως ήταν πριν από το 1830, γιατί όλες οι επαναστάσεις καταπνίγηκαν: η γερμανική και η ιταλική εξέγερση από τους Αυστριακούς, ή με τη βοήθειά τους, ενώ η πολωνική εξέγερση, που ήταν και η περισσότερο σοβαρή, από τους Ρώσους. Επιπλέον, στην περιοχή αυτή το εθνικό πρόβλημα εξακολουθούσε να προέχει όλων των άλλων. Όλοι οι λαοί ζούσαν σε κράτη που ήταν —με εθνικά κριτήρια— ή υπερβολικά μικρά ή υπερβολικά μεγάλα: ως μέλη διασπασμένων εθνών, χωρισμένων σε μικρές ηγεμονίες (Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία), ως μέλη πολυεθνικών αυτοκρατοριών (των Αψβούργων, της ρωσικής και της τουρκικής), ή και με τις δύο ιδιότητες. Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με τους Ολλανδούς και τους Σκανδιναβούς, οι οποίοι, αν και ανήκαν σε γενικές γραμμές στη μη απολυταρχική ζώνη, ζούσαν μια σχετικά ήρεμη ζωή, έξω από το χώρο των δραματικών γεγονότων της Ευρώπης.

Πολλά στοιχεία ήταν κοινά στους επαναστάτες και των δύο περιοχών, όπως μαρτυρεί και το γεγονός ότι οι επαναστάσεις του 1848 ξέσπασαν και στις δύο περιφέρειες, αν και όχι σ' όλα τα τμήματά τους. Εντούτοις, μέσα σε κάθε περιοχή σημειώθηκαν σημαντικές διαφορές στην επαναστατική ζέση. Στη Δύση, η Βρετανία και το Βέλγιο έπαψαν να ακολουθούν τον γενικό επαναστατικό ρυθμό, ενώ η Ισπανία, η Πορτογαλία και, σε μικρότερο βαθμό, η Ελβετία είχαν τώρα εμπλακεί στην ενδημική τους εμφύλια διαμάχη, της οποίας οι κρίσεις δεν συνέπιπταν πια με κρίσεις σε άλλα μέρη, παρά μόνο τυχαία (όπως συνέβη με τον ελβετικό εμφύλιο πόλεμο του 1847). Στην υπόλοιπη Ευρώπη σημειώθηκε έντονη διαφοροποίηση ανάμεσα στα εν ενεργεία «επαναστατικά» έθνη και στα ανενεργά ή μη ενθουσιώδη. Έτσι, οι μυστικές υπηρεσίες των Αψβούργων αντιμετώπιζαν συνεχώς προβλήματα με τους Πολωνούς, τους Ιταλούς και τους (μη Αυστριακούς) Γερμανούς, καθώς και με τους αιώνια απείθαρχους Ούγγρους, ενώ δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος από τις χώρες των Άλπεων ή τις υπόλοιπες σλαβικές. Οι Ρώσοι είχαν ακόμη μόνο τους Πολωνούς να τους ανησυχούν, ενώ οι Τούρκοι μπορούσαν ακόμη να βασίζονται στην ηρεμία των περισσότερων Σλάβων των Βαλκανίων.

Οι διαφορές αυτές αντανακλούσαν τις παραλλαγές στο ρυθμό εξέλιξης και στις κοινωνικές συνθήκες από χώρα σε χώρα, παραλλαγές που γίνονταν όλο και εμφανέστερες στις δεκαετίες του 1830 και 1840 και έπαιζαν όλο και σημαντικότερο ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Έτσι, η προηγμένη εκβιομηχάνιση της Βρετανίας άλλαξε το ρυθμό της βρετανικής πολιτικής: ενώ το μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης πέρασε την οξύτερη περίοδο κοινωνικών κρίσεων στα 1846-48, η Βρετανία πέρασε αντίστοιχη περίοδο, καθαρά βιομηχανικής όμως ύφεσης, στα 1841-42 (βλ. επίσης Κεφάλαιο Θ'). Αντιστρόφως, ενώ στη δεκαετία του 1820 κάποιες ομάδες νέων ιδεαλιστών θα μπορούσαν εύλογα να ελπίσουν ότι μια στρατιωτική επαναστατική απόπειρα θα εξασφάλιζε τη νίκη της ελευθερίας στη Ρωσία, όπως στην Ισπανία ή τη Γαλλία, μετά το 1830 δεν μπορούσε κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στη Ρωσία ήταν πολύ λιγότερο ώριμες για επανάσταση απ' ό,τι στην Ισπανία.

Παρ' όλα αυτά, τα προβλήματα που ωθούσαν σε επανάσταση ήταν ανάλογα σε Ανατολή και Δύση, αλλ' όχι πανομοιότυπα: οδηγούσαν σε αυξημένη ένταση ανάμεσα σε μετριοπαθείς και ριζοσπάστες. Στη Δύση, οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι αποσύρθηκαν από το κοινό αντιπολιτευτικό μέτωπο της Παλινόρθωσης (ή έπαψαν να είναι συμπαθούντες) και προσχώρησαν στους κύκλους της κυβέρνησης, ή της υποψήφιας κυβέρνησης. Άλλωστε, έχοντας αποκτήσει δύναμη χάρη στις προσπάθειες των ριζοσπαστών —γιατί ποιοι άλλοι πολέμησαν στα οδοφράγματα;— τους πρόδωσαν αμέσως. Δεν επρόκειτο να γίνει καμιά δοσοληψία με αντικείμενο ένα τόσο επικίνδυνο είδος όπως η δημοκρατία ή η αβασίλευτη δημοκρατία. «Δεν υπάρχει πια μόνιμος λόγος», έλεγε ο Guizot, φιλελεύθερος αντιπολιτευόμενος επί Παλινόρθωσης και πρωθυπουργός επί Ιουλιανής Μοναρχίας, «ούτε ευλογοφανές πρόσχημα για τους αφορισμούς και τα πάθη που από καιρό έχουν τεθεί κάτω από τη σημαία της δημοκρατίας. Ό,τι παλιά ήταν δημοκρατία, σήμερα θα ήταν αναρχία· το

Page 101: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

δημοκρατικό πνεύμα σήμερα και στο μέλλον δεν θα είναι παρά το επαναστατικό πνεύμα».4

Επιπλέον, μετά από σύντομο διάλειμμα ανοχής και ζήλου, οι φιλελεύθεροι έδειξαν την τάση να μετριάσουν τον ενθουσιασμό τους για περισσότερες μεταρρυθμίσεις και να καταστείλουν τη ριζοσπαστική αριστερά, κυρίως τους επαναστάτες της εργατικής τάξης. Στη Βρετανία η «Γενική Ένωση» των οπαδών του Owen στα 1834-35 και οι Χαρτιστές αντιμετώπιζαν τώρα την εχθρότητα τόσο εκείνων που είχαν αντιταχθεί στον Μεταρρυθμιστικό Νόμο όσο και πολλών που τον είχαν υποστηρίξει. Ο διοικητής των ενόπλων δυνάμεων που μαχόταν τους Χαρτιστές το 1839 συμμεριζόταν πολλά από τα αιτήματά τους ως αστός ριζοσπάστης, αλλά παρ' όλα αυτά τους πολέμησε. Στη Γαλλία, η καταστολή του ρεπουμπλικανικού ξεσηκωμού το 1834 σημείωσε σταθμό· τον ίδιο χρόνο, η τρομοκράτηση έξι έντιμων ουεσλιανών

i

Οι ριζοσπάστες ήταν εξίσου απογοητευμένοι που η Γαλλία δεν έπαιζε πια το ρόλο του παγκόσμιου ελευθερωτή, ρόλο που της είχε αναθέσει η Μεγάλη Επανάσταση και η επαναστατική θεωρία. Αυτή η απογοήτευση μάλιστα, σε συνδυασμό με τον αυξανόμενο εθνικισμό της δεκαετίας του 1830 (βλ. Κεφάλαιο Ζ') και τη συνειδητοποίηση των διαφορών στις επαναστατικές προοπτικές κάθε χώρας, κλόνισε τον ενιαίο διεθνισμό στον οποίο είχαν προσβλέψει οι επαναστάτες κατά τη διάρκεια της Παλινόρθωσης. Οι στρατηγικές προοπτικές παρέμειναν οι ίδιες. Μια νεοϊακωβινική Γαλλία, και ίσως (όπως πίστευε ο Μαρξ) μια Βρετανία με ριζικό παρεμβατισμό, ήταν ακόμη σχεδόν απαραίτητες για την ευρωπαϊκή απελευθέρωση, εκτός από την απίθανη προοπτική μιας ρωσικής επανάστασης.

εργατών που είχαν επιχειρήσει να σχηματίσουν ένωση γεωργικών εργατών («Μάρτυρες του Tolpuddle») σημείωνε την αρχή της επίθεσης κατά του κινήματος της εργατικής τάξης στη Βρετανία. Οι ριζοσπάστες, οι ρεπουμπλικανοί και τα νέα προλεταριακά κινήματα εγκατέλειψαν συνεπώς τη συμμαχία τους με τους φιλελεύθερους· τους μετριοπαθείς, όταν ήταν ακόμη στην αντιπολίτευση, τους καταδίωκε το φάντασμα της «δημοκρατικής και κοινωνικής αβασίλευτης δημοκρατίας», που τώρα έγινε το σύνθημα της αριστεράς.

Στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν επικράτησε καμία επανάσταση. Η διάσπαση μετριοπαθών και ριζοσπαστών και η εμφάνιση της νέας κοινωνικοεπαναστατικής τάσης προέκυψαν από την ανάλυση των αιτίων της ήττας και των προοπτικών της νίκης. Οι μετριοπαθείς —οι γαιοκτήμονες που έκλιναν προς τους Ουίγους και οι λιγοστοί αστοί με τέτοιες τάσεις— εναπέθεσαν τις ελπίδες τους στο μεταρρυθμιστικό έργο ευεπηρέαστων κυβερνήσεων, καθώς και στη διπλωματική υποστήριξη εκ μέρους των νέων φιλελεύθερων δυνάμεων. Οι ευεπηρέαστες κυβερνήσεις σπάνιζαν. Η Σαβοΐα στην Ιταλία εξακολουθούσε να αποκλίνει προς το φιλελευθερισμό και σταδιακά προσέλκυε όλο και περισσότερη υποστήριξη από τους μετριοπαθείς, που πρόσβλεπαν στη συνδρομή της σε ενδεχόμενη ενοποίηση της χώρας. Μια ομάδα φιλελεύθερων καθολικών, που ενθαρρύνονταν από το περίεργο και βραχύβιο φαινόμενο ενός «φιλελεύθερου παπισμού» επί του νέου Πάπα Πίου Θ' (1846), μάταια ονειρεύονταν να κινητοποιήσουν τις δυνάμεις της Εκκλησίας για τον ίδιο σκοπό. Στη Γερμανία, όλα τα σημαντικά κράτη διέκειντο εχθρικά προς το φιλελευθερισμό. Αυτό δεν εμπόδισε κάποιους μετριοπαθείς —λιγότερους απ' όσους ήθελε η πρωσική ιστορική προπαγάνδα— να προσβλέπουν στην Πρωσία, που είχε τουλάχιστον στο ενεργητικό της μια Γερμανική Τελωνειακή Ένωση (1834), και όλους να ονειρεύονται, αντί για οδοφράγματα, ηγεμόνες που θα προσαρμόζονταν κατάλληλα. Στην Πολωνία, όπου η προοπτική για μετριοπαθείς μεταρρυθμίσεις με την υποστήριξη του Τσάρου δεν έδινε πια θάρρος στη φατρία των μεγιστάνων που ανέκαθεν είχε στηρίξει εκεί τις ελπίδες της (τους Czartoryski), οι μετριοπαθείς μπορούσαν τουλάχιστον να ελπίζουν στην απίθανη μάλλον δυτική διπλωματική μεσολάβηση. Καμία από τις προοπτικές αυτές δεν ήταν ρεαλιστική όπως είχαν τα πράγματα ανάμεσα στο 1830 και το 1848.

5

i Wesleyans: οπαδοί του Wesley, εμπνευστή του μεθοδιστικού εκκλησιαστικού κινήματος (Σ.τ.Μ.).

Ωστόσο, κέρδισε έδαφος η

Page 102: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εθνικιστική αντίδραση στον γαλλοκεντρικό διεθνισμό της περιόδου των Καρμπονάρων, μια στάση που ταίριαζε απόλυτα με τη νέα μορφή του ρομαντισμού (βλ. Κεφάλαιο ΙΔ') που επικράτησε στην αριστερά μετά το 1830: δεν υπάρχει οξύτερη αντίθεση από αυτήν ανάμεσα στον συγκρατημένο μουσικοδιδάσκαλο και ρασιοναλιστή του 18ου αιώνα Buonarroti και στον γεμάτο σύγχυση, άτονα μελοδραματικό Giuseppe Mazzini (1805-1872), που έγινε ο απόστολος αυτής της αντικαρμποναρικής αντίδρασης, εξυφαίνοντας διάφορες εθνικές συνωμοσίες (Νέα Ιταλία, Νέα Γερμανία, Νέα Πολωνία κ.ά.), που συνενώνονταν στη Νέα Ευρώπη. Από μια άποψη, αυτή η αποκέντρωση του επαναστατικού κινήματος ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, γιατί το 1848 τα έθνη πράγματι ξεσηκώθηκαν χωριστά, αυθόρμητα και ταυτόχρονα. Από μια άλλη άποψη όμως, όχι: η ώθηση για την ταυτόχρονη επαναστατική τους έκρηξη προερχόταν ακόμη από τη Γαλλία, και η απροθυμία των Γάλλων να παίξουν το ρόλο του ελευθερωτή τα αποδυνάμωνε.

Ρομαντικοί ή όχι, οι ριζοσπάστες διαφωνούσαν με την εμπιστοσύνη των μετριοπαθών στους ηγεμόνες και στις δυνάμεις, τόσο για πρακτικούς όσο και για ιδεολογικούς λόγους. Οι λαοί πρέπει να είναι έτοιμοι να κερδίσουν μόνοι τους τη λευτεριά τους, γιατί κανείς άλλος δεν θα το κάνει για χάρη τους, άποψη που υιοθετούσαν την ίδια εποχή και τα προλεταριακά σοσιαλιστικά κινήματα. Η ελευθερία πρέπει να κερδηθεί με άμεση δράση. Εν πολλοίς, η άποψη αυτή βρισκόταν ακόμη στο πλαίσιο της καρμποναρικής συλλογιστικής, τουλάχιστον όσο οι μάζες παρέμεναν παθητικά στοιχεία. Δεν ήταν κατά συνέπεια πολύ αποτελεσματική, μολονότι υπήρχε μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε γελοίες προσπάθειες, όπως η απόπειρα του Mazzini να εισβάλει στη Σαβοΐα, και στις σοβαρές και διαρκείς προσπάθειες των Πολωνών δημοκρατών να διατηρήσουν ή να αναβιώσουν τον ανταρτοπόλεμο στη χώρα τους μετά την ήττα του 1831. Αλλά η ίδια η αποφασιστικότητα των ριζοσπαστών να πάρουν την εξουσία χωρίς ή και ενάντια στις κατεστημένες δυνάμεις έφερε ακόμη μια διάσπαση στις γραμμές τους. Ήταν ή δεν ήταν πρόθυμοι να το κάνουν με τίμημα την κοινωνική επανάσταση;

IV

Το θέμα ήταν φλέγον παντού εκτός από τις ΗΠΑ, όπου κανείς δεν μπορούσε πια να πάρει ή να μην πάρει την απόφαση να κινητοποιήσει το λαό στην πολιτική, διότι η δημοκρατία του Jackson το είχε ήδη κάνει.i

Η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των φτωχών —ιδίως στις πόλεις της δυτικής Ευρώπης— ήταν εμφανής παντού. Ακόμη και στην αυτοκρατορική Βιέννη απεικονιζόταν στο λαϊκό θέατρο των προαστίων, τον αξιόπιστο αυτό καθρέφτη της μικροαστικής και πληβείας νοοτροπίας. Στη ναπολεόντεια περίοδο, το ρεπερτόριό του συνδύαζε την κεφάτη διάθεση με μια αφελή αφοσίωση στους Αψβούργους. Ο μεγαλύτερος δραματουργός του στη δεκαετία του 1820, ο Ferdinand Raimund, γέμιζε τη σκηνή με παραμύθια, θλίψη και νοσταλγία για τη χαμένη αθωότητα της απλής, παραδοσιακής, μη καπιταλιστικής κοινωνίας. Αλλά από το 1835

Αλλά, παρά την εμφάνιση ενός Κόμματος των Εργατών (Working-men's Party) στις ΗΠΑ το 1828-29, η κοινωνική επανάσταση ευρωπαϊκού τύπου δεν ήταν σοβαρό θέμα στην πελώρια και ταχύτατα αναπτυσσόμενη αυτή χώρα, μολονότι οι δυσαρέσκειες σε μερίδες του πληθυσμού ήταν σοβαρές. Ούτε ήταν φλέγον στη Λατινική Αμερική, όπου κανείς αναμειγμένος στην πολιτική, εκτός ίσως στο Μεξικό, δεν διανοούνταν να κινητοποιήσει για κανέναν απολύτως σκοπό τους Ινδιάνους (δηλαδή τους αγρότες ή τους αγροτικούς εργάτες), τους νέγρους σκλάβους, ή ακόμη και τους μιγάδες (δηλαδή τους μικροκαλλιεργητές, τους βιοτέχνες και τους φτωχούς των πόλεων). Αλλά στη δυτική Ευρώπη, όπου η κοινωνική επανάσταση των φτωχών στις πόλεις ήταν πραγματικό ενδεχόμενο, και στη μεγάλη ευρωπαϊκή ζώνη της αγροτικής επανάστασης, εκεί, το αν θα απευθυνθεί κανείς ή όχι στις μάζες ήταν πρόβλημα επιτακτικό και αναπόφευκτο.

i Εκτός, φυσικά, από τους σκλάβους του Νότου.

Page 103: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

κυριάρχησε εκεί το αστέρι του Johann Nestroy, που έκανε κατά κύριο λόγο κοινωνική και πολιτική σάτιρα· ήταν ένα πνεύμα πικρό και διαλεκτικό, ένας χαλαστής που, χαρακτηριστικά, το 1848 έγινε ενθουσιώδης επαναστάτης. Ακόμη και Γερμανοί μετανάστες που μπαρκάριζαν από τη Χάβρη πρόβαλλαν ως δικαιολογία για τη μετανάστευσή τους στις ΗΠΑ, που στη δεκαετία του 1830 άρχισε να γίνεται η χώρα των ονείρων των φτωχών Ευρωπαίων, ότι «εκεί δεν υπήρχε βασιλιάς».6

Η δυσαρέσκεια στις πόλεις ήταν γενικό φαινόμενο στη Δύση. Στις χώρες της διττής επανάστασης, τη Βρετανία και τη Γαλλία, το προλεταριακό και σοσιαλιστικό κίνημα ήταν πια εμφανές (βλ. επίσης Κεφάλαιο ΙΑ'). Στη Βρετανία εμφανίστηκε γύρω στο 1830, στην πιο ώριμη μορφή του ως μαζικό κίνημα των φτωχών εργαζομένων, που θεωρούσε τους Ουίγους και τους φιλελεύθερους ως τους πιθανούς προδότες του, και τους καπιταλιστές ως βέβαιους εχθρούς του. Το τεράστιο κίνημα για το «Χάρτη του Λαού», που έφτασε στο αποκορύφωμά του στα 1839-42 αλλά διατήρησε μεγάλη επιρροή ως και μετά το 1848, ήταν το εκπληκτικότερο του επίτευγμα. Ο βρετανικός σοσιαλισμός —ή «συνεταιρισμός»— ήταν πολύ πιο ανίσχυρος. Ξεκίνησε εντυπωσιακά στα 1829-34 συσπειρώνοντας το μεγαλύτερο ίσως μέρος των μαχητικών στελεχών της εργατικής τάξης γύρω από τα δόγματά του (που είχαν διαδοθεί κυρίως μεταξύ των τεχνιτών και των ειδικευμένων εργατών ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 1820), και έκανε φιλόδοξες προσπάθειες να συγκροτήσει εθνικές «γενικές ενώσεις» της εργατικής τάξης που, με την επίδραση των οπαδών του Owen, αποπειράθηκαν ακόμη και να εισαγάγουν μια γενική συνεταιριστική οικονομία παρακάμπτοντας την καπιταλιστική. Η απογοήτευση μετά τον Μεταρρυθμιστικό Νόμο του 1832 ώθησε το εργατικό κίνημα να αναζητήσει την ηγεσία του σ' αυτούς τους Οουενίτες, τους συνεταιριστές, τους πρώτους επαναστάτες συνδικαλιστές κ.ά., αλλά η αποτυχία τους να αναπτύξουν αποτελεσματική πολιτική στρατηγική και ηγεσία, καθώς και οι συστηματικές επιθέσεις των εργοδοτών και της κυβέρνησης, κατέστρεψαν το κίνημα στα 1834-36. Η αποτυχία αυτή μετέτρεψε τους σοσιαλιστές σε προπαγανδιστικές και μορφωτικές ομάδες που βρίσκονταν κάπως έξω από το κύριο ρεύμα της εργατικής κινητοποίησης, ή σε πρωτοπόρους της πιο μετριοπαθούς συνεργασίας των καταναλωτών με τη μορφή του συνεταιριστικού καταστήματος που ξεκίνησε στο Rochdale (Lancashire) από το 1844. Σ' αυτό οφείλεται και το παράδοξο ότι στην ακμή του το επαναστατικό μαζικό κίνημα των Βρετανών φτωχών εργαζομένων, ο Χαρτισμός, ήταν ιδεολογικά κάπως λιγότερο προωθημένος, αν και πολιτικά ωριμότερος, απ' ό,τι το κίνημα του 1829-34. Το γεγονός αυτό όμως δεν τον έσωσε από την ήττα που υπέστη λόγω της πολιτικής ανικανότητας των ηγετών του, λόγω των τοπικών και εσωτερικών διαφορών και της αδυναμίας για συντονισμένη εθνική δράση άλλη από τη σύνταξη τεράστιων αναφορών.

Στη Γαλλία δεν υπήρχε ανάλογο μαζικό κίνημα των βιομηχανικών εργατών: τα μαχητικά στελέχη του γαλλικού «εργατικού κινήματος» στα 1830-48 ήταν κατά κύριο λόγο παλαιού τύπου τεχνίτες και μεροκαματιάρηδες, κυρίως στα ειδικευμένα επαγγέλματα, καθώς και στα κέντρα παραδοσιακής οικογενειακής ή «κατά κομμάτι» παραγωγής, όπως η μεταξοποιία της Lyon (οι αρχιεπαναστάτες της Lyon, οι Κανούτοι, δεν ήταν καν ημερομίσθιοι εργάτες αλλά κατά κάποιον τρόπο μικροαφεντικά). Άλλωστε, για τις ποικίλες εκφάνσεις του νέου «ουτοπικού» σοσιαλισμού —τους οπαδούς του Saint-Simon, του Fourier, του Cabet και άλλων— η πολιτική αναταραχή ήταν αδιάφορη, μολονότι οι διάφορες παράνομες μικροσυνάξεις τους και οι ομάδες τους (ιδίως των οπαδών του Fourier) επρόκειτο να δράσουν ως πυρήνες εργατικής ηγεσίας και ως κινητήριες δυνάμεις για μαζική δράση στην αρχή της επανάστασης του 1848. Από την άλλη μεριά, η Γαλλία διέθετε την ισχυρή και ιδιαίτερα αναπτυγμένη πολιτικά παράδοση των αριστερών Ιακωβινιστών και των οπαδών του Babeuf, σημαντικό μέρος των οποίων έγιναν κομουνιστές μετά το 1830. Ο πιο εξέχων ηγέτης τους ήταν ο Auguste Blanqui (1805-1881), μαθητής του Buonarroti.

Page 104: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Από άποψη κοινωνικής ανάλυσης και θεωρίας, η θεωρία του Blanqui λίγα είχε να προσφέρει στο σοσιαλισμό εκτός από την επιβεβαίωση της αναγκαιότητάς του και από την αποφασιστικής σημασίας παρατήρηση ότι το προλεταριάτο των εργατών που υφίσταντο εκμετάλλευση θα αποτελούσε τον αρχιτέκτονα του σοσιαλισμού, ενώ η μεσαία τάξη (όχι πια η ανώτερη) τον κύριο εχθρό του. Από άποψη πολιτικής στρατηγικής και οργάνωσης, προσάρμοσε το παραδοσιακό όργανο του επαναστατισμού, τη μυστική συνωμοτική αδελφότητα, σε προλεταριακές συνθήκες —και με την ευκαιρία της αφαίρεσε αρκετά από τα τελετουργικά της στοιχεία και τα φανταχτερά στολίδια της εποχής της Παλινόρθωσης. Έστρεψε επίσης υπέρ της υπόθεσης των εργατών την παραδοσιακή μέθοδο της Ιακωβινικής επανάστασης, που ήταν ο ξεσηκωμός και η συγκεντρωτική λαϊκή δικτατορία. Από τους Μπλανκιστές (οι οποίοι με τη σειρά τους άντλησαν το στοιχείο αυτό από τον Saint-Just, τον Babeuf και τον Buonarroti), το σύγχρονο σοσιαλιστικό κίνημα απέκτησε την πεποίθηση ότι σκοπός του πρέπει να είναι η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας, την οποία θα ακολουθούσε η «δικτατορία του προλεταριάτου»· ο όρος είναι επινόηση των Μπλανκιστών. Η αδυναμία των Μπλανκιστών αντανακλούσε εν μέρει την αδυναμία της γαλλικής εργατικής τάξης. Λόγω της απουσίας ενός εκτεταμένου μαζικού κινήματος έμειναν κι αυτοί, όπως και οι Καρμποναριστές που προηγήθηκαν, μια ελίτ που προγραμμάτιζε τους ξεσηκωμούς της κάπως στο κενό, και γι' αυτό δοκίμαζε συχνές αποτυχίες, όπως η απόπειρα του 1839.

Η επανάσταση της εργατικής τάξης ή των πόλεων και ο σοσιαλισμός αποτελούσαν συνεπώς τους αληθινούς κίνδυνους στη δυτική Ευρώπη, αν και στην πραγματικότητα η κυβέρνηση και οι εργοδότριες τάξεις στις πιο εκβιομηχανισμένες χώρες, όπως η Βρετανία και το Βέλγιο, τους αντιμετώπιζαν με αρκετή —και δικαιολογημένη— αταραξία: δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η βρετανική κυβέρνηση ανησυχούσε σοβαρά για την απειλή που αποτελούσαν για τη δημόσια τάξη οι πολυπληθείς αλλά διχασμένοι, κακά οργανωμένοι και με ανεκδιήγητη ηγεσία Χαρτιστές.7 Από την άλλη μεριά, ο αγροτικός πληθυσμός ελάχιστα ενθάρρυνε τους επαναστάτες ή φόβιζε τους άρχοντες. Στη Βρετανία, η κυβέρνηση πανικοβλήθηκε για λίγο όταν ξέσπασε και διαδόθηκε τάχιστα ένα κύμα στάσεων και σαμποτάζ απέναντι στα μηχανήματα, στους κόλπους των λιμοκτονούντων αγροτικών εργατών της νότιας και ανατολικής Αγγλίας, στο τέλος του 1830. Η επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης του Ιουλίου 1830 ήταν εμφανής σ' αυτή την αυθόρμητη, πλατιά, «ύστατη εξέγερση των εργατών»,8

Το ζήτημα της κοινωνικής επανάστασης δίχασε συνεπώς τους ριζοσπάστες της μεσαίας τάξης, δηλαδή τις ομάδες των δυσαρεστημένων επιχειρηματιών, των διανοουμένων και άλλων που αντιπολιτεύονταν ακόμη τις μετριοπαθείς φιλελεύθερες κυβερνήσεις του 1830. Στη Βρετανία δίχασε τους «αστούς ριζοσπάστες»: σ' αυτούς που ήταν πρόθυμοι να υποστηρίξουν ή να συμπράξουν με το Χαρτισμό (όπως στο Birmingham ή στην Ένωση για Πλήρη Δικαιώματα Ψήφου του Κουάκερου Joseph Sturge) και σ' αυτούς που επέμεναν, όπως τα μέλη του Συνδέσμου κατά των Νόμων περί σιτηρών στο Manchester, να μάχονται τόσο την αριστοκρατία όσο και το Χαρτισμό. Οι αδιάλλακτοι επικράτησαν, βασιζόμενοι στη

που όμως γρήγορα καταλάγιασε και τιμωρήθηκε με πολύ μεγαλύτερη αγριότητα απ' ό,τι οι χαρτιστικές αναταραχές, πράγμα που ίσως ήταν αναμενόμενο λόγω της πολύ πιο τεταμένης πολιτικής κατάστασης την περίοδο του Μεταρρυθμιστικού Νόμου. Εντούτοις, ο αγροτικός αναβρασμός γρήγορα πέρασε σε λιγότερο επικίνδυνες από πολιτική άποψη φάσεις. Στις υπόλοιπες οικονομικά προηγμένες περιοχές, με εξαίρεση σε κάποιο βαθμό τη δυτική Γερμανία, δεν αναμενόταν ούτε προβλεπόταν σοβαρός αγροτικός επαναστατισμός, και οι αποκλειστικά προς το άστυ στραμμένες αντιλήψεις των περισσότερων επαναστατών δεν προσέλκυαν σχεδόν καθόλου την αγροτιά. Σ' ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη (αφήνοντας κατά μέρος την Ιβηρική Χερσόνησο) μόνο η Ιρλανδία είχε μεγάλο και ενδημικό αγροτικό κίνημα, οργανωμένο σε μυστικές και τρομοκρατικές εταιρείες όπως οι Ribbonmen και οι Whiteboys. Αλλά από κοινωνική και πολιτική άποψη, η Ιρλανδία ανήκε σε διαφορετικό κόσμο από τη γειτονική Βρετανία.

Page 105: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

μεγαλύτερη ομοιογένεια της ταξικής τους συνείδησης, στα χρήματά τους που ξόδευαν σε τεράστιες ποσότητες και στην αποτελεσματικότητα της προπαγανδιστικής και διαφημιστικής οργάνωσης που συνέπηξαν. Στη Γαλλία, η ανίσχυρη θέση της επίσημης αντιπολίτευσης απέναντι στον Λουδοβίκο Φίλιππο και η πρωτοβουλία των επαναστατικών παρισινών μαζών μετέστρεψαν το αποτέλεσμα εντελώς. «Έτσι γίναμε ξανά ρεπουμπλικάνοι», έγραφε ο ριζοσπάστης ποιητής Béranger μετά τη Φεβρουαριανή επανάσταση του 1848. «Ίσως έγινε λίγο νωρίτερα απ' ό,τι έπρεπε και λίγο ταχύτερα [...] Θα προτιμούσα μια πιο επιφυλακτική διαδικασία, αλλά δεν διαλέξαμε εμείς την ώρα, ούτε παρατάξαμε τις δυνάμεις, ούτε καθορίσαμε την πορεία της προέλασης».9

V

Η ρήξη των φιλελευθέρων αστών με την άκρα αριστερά επρόκειτο να επέλθει μόνο μετά την επανάσταση.

Για τη δυσαρεστημένη μικροαστική τάξη των ελεύθερων τεχνιτών, καταστηματαρχών, κτηματιών κ.ά., που (μαζί με τη μάζα των ειδικευμένων εργατών) αποτελούσαν ίσως το κύριο σώμα του ριζοσπαστισμού στη δυτική Ευρώπη, το πρόβλημα ήταν λιγότερο περίπλοκο. Ως ανίσχυροι, υποστήριζαν τους φτωχούς ενάντια στους πλούσιους, ως μικροϊδιοκτήτες υποστήριζαν τους πλούσιους ενάντια στους φτωχούς. Αλλά ο διχασμός τους αυτός τους οδήγησε μάλλον σε δισταγμούς και αμφιβολίες παρά σε σημαντική αλλαγή στις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Όταν χρειαζόταν, ήταν έστω και χλιαρά Ιακωβίνοι, ρεπουμπλικάνοι και δημοκράτες. Ένα διστακτικό συστατικό όλων των λαϊκών μετώπων, που ήταν ωστόσο αναλλοίωτο, σταθερό, ωσότου να έρθουν πράγματι στην εξουσία οι πιθανοί απαλλοτριωτές.

Στην υπόλοιπη επαναστατημένη Ευρώπη, όπου οι δυσαρεστημένοι μικρογαιοκτήμονες της υπαίθρου και οι διανοούμενοι αποτελούσαν τον πυρήνα του ριζοσπαστισμού, το πρόβλημα ήταν πολύ σοβαρότερο. Γιατί οι μάζες ήταν η αγροτική τάξη, μια αγροτική τάξη που συχνά ανήκε σε διαφορετικό έθνος από τους γαιοκτήμονες και τους αστούς —σλαβονική και ρουμάνικη στην Ουγγαρία, ουκρανική στην ανατολική Πολωνία, σλαβονική σε τμήματα της Αυστρίας. Οι φτωχότεροι και λιγότερο αποδοτικοί γαιοκτήμονες, που καθόλου δεν τους συνέφερε να χάσουν τη θέση που τους εξασφάλιζε το εισόδημά τους, ήταν συχνά οι πιο φλογεροί εθνικιστές. Πρέπει να παραδεχτούμε ότι, ενόσω το μεγαλύτερο μέρος της αγροτιάς παρέμενε βυθισμένο στην άγνοια και την πολιτική παθητικότητα, το πρόβλημα της δικής της συμμετοχής στην επανάσταση ήταν λιγότερο άμεσο απ' ό,τι θα μπορούσε να είναι, αλλ' όχι και λιγότερο φλέγον. Κατά τη δεκαετία του 1840, ούτε καν η παθητικότητα αυτή δεν μπορούσε πια να θεωρείται δεδομένη. Ο ξεσηκωμός των δουλοπαροίκων στη Γαλικία το 1846 ήταν η μεγαλύτερη αγροτική εξέγερση από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης το 1789.

Όσο κι αν ήταν όμως φλέγον το θέμα, ήταν και, ως ένα σημείο, ρητορικό. Από οικονομική άποψη, ο εκσυγχρονισμός καθυστερημένων περιοχών, όπως αυτές της ανατολικής Ευρώπης, απαιτούσε αγροτική μεταρρύθμιση ή, το λιγότερο, την κατάργηση της δουλείας που διατηρούνταν ακόμη στην αυστριακή, τη ρωσική και την τουρκική αυτοκρατορία. Από πολιτική άποψη, όταν η αγροτιά έφτανε το κατώφλι της ενεργοποίησης, τίποτε δεν ήταν πιο βέβαιο από την αναγκαιότητα της ικανοποίησης των αιτημάτων της, τουλάχιστον στις χώρες όπου οι επαναστάτες πολεμούσαν ενάντια στην ξένη κυριαρχία. Γιατί αν δεν έπαιρναν αυτοί τους αγρότες με το μέρος τους, θα το έκαναν οι αντιδραστικοί· οι νόμιμοι βασιλείς, οι αυτοκράτορες και οι εκκλησιαστικοί ηγέτες είχαν άλλωστε το πλεονέκτημα να εμπνέουν εμπιστοσύνη στους προσκολλημένους στην παράδοση αγρότες περισσότερο από ό,τι οι άρχοντες, και να θεωρούνται καταρχήν δικαιότεροι. Και οι μονάρχες ήταν εντελώς πρόθυμοι να αντιπαρατάξουν, αν χρειαζόταν, τους αγρότες στην ανώτερη τάξη: οι Βουρβόνοι της Νεάπολης το έκαναν χωρίς δισταγμό ενάντια στους Ναπολιτάνους Ιακωβίνους το 1799. «Ζήτω ο Ραντέτσκι», φώναζαν οι Λομβαρδοί αγρότες το 1848, επευφημώντας τον Αυστριακό στρατηγό που συνέτριψε την εθνικιστική εξέγερση, «θάνατος στους άρχοντες».10 Το

Page 106: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι ριζοσπάστες στις υπανάπτυκτες χώρες δεν ήταν αν θα έπρεπε να επιδιώξουν συμμαχία με την αγροτιά, αλλά κατά πόσο θα το κατόρθωναν.

Οι ριζοσπάστες στις χώρες αυτές χωρίζονταν συνεπώς σε δύο ομάδες: τους δημοκράτες και τους άκρους αριστερούς. Οι πρώτοι (τους οποίους στην Πολωνία αντιπροσώπευε η Πολωνική Δημοκρατική Εταιρεία, στην Ουγγαρία οι οπαδοί του Kossuth, στην Ιταλία οι οπαδοί του Mazzini) αναγνώριζαν την ανάγκη να προσελκύσουν τους αγρότες στην υπόθεση της επανάστασης, ακόμη και με την κατάργηση της δουλοπαροικίας και την παραχώρηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας στους μικροκαλλιεργητές, αλλά προσέβλεπαν σε κάποιας μορφής ειρηνική συνύπαρξη ανάμεσα σε μια τάξη ευγενών που εκούσια θα παραιτούνταν από τα φεουδαλικά της δικαιώματα —όχι χωρίς αποζημίωση— και σε μια εθνική αγροτική τάξη. Εντούτοις, στις περιοχές όπου ο άνεμος της αγροτικής εξέγερσης δεν είχε ακόμη γίνει θυελλώδης, ή όπου ο κίνδυνος να την εκμεταλλευτούν οι ηγεμόνες δεν ήταν μεγάλος (όπως σε πολλά σημεία της Ιταλίας), στην πράξη οι δημοκράτες δεν φρόντιζαν να αποκτήσουν συγκεκριμένο αγροτικό ή και οποιοδήποτε κοινωνικό πρόγραμμα, προτιμώντας να κηρύσσουν τις γενικότητες της πολιτικής δημοκρατίας και της εθνικής απελευθέρωσης.

Η άκρα αριστερά είχε φανερά θεωρήσει τον επαναστατικό αγώνα ως αγώνα των μαζών ενάντια τόσο στην ξένη κυριαρχία όσο και στους ντόπιους εκμεταλλευτές. Πρόδρομος των εθνικοκοινωνικών επαναστατών του αιώνα μας, αμφισβητούσε την ικανότητα της τάξης των ευγενών και της ανίσχυρης μεσαίας τάξης, που συχνά είχαν κατεστημένα συμφέροντα στην αυτοκρατορική εξουσία, να οδηγήσουν το έθνος στην ανεξαρτησία και τον εκσυγχρονισμό. Το πρόγραμμα των αριστερών ήταν συνεπώς έντονα επηρεασμένο από τον αναφαινόμενο σοσιαλισμό της Δύσης, μολονότι, αντίθετα με τους περισσότερους προμαρξιστές «ουτοπικούς» σοσιαλιστές, έκαναν πολιτική επανάσταση και συγχρόνως κοινωνική κριτική. Η βραχύβια Δημοκρατία της Κρακοβίας του 1846 κατάργησε λοιπόν όλες τις επιβαρύνσεις των αγροτών και υποσχόταν στους φτωχούς των πόλεων «εθνικά εργαστήρια». Οι πιο προωθημένοι από τους Καρμπονάρους της νότιας Ιταλίας υιοθέτησαν το πρόγραμμα των οπαδών των Babeuf-Blanqui. Εκτός ίσως από την Πολωνία, το ιδεολογικό αυτό ρεύμα ήταν σχετικά ανίσχυρο, και η επίδραση του μειώθηκε ακόμη περισσότερο με την αποτυχία κάποιων προσπαθειών, οργανωμένων κυρίως από μαθητές, σπουδαστές, ξεπεσμένους διανοούμενους πληβείους ή της ανώτερης τάξης, ή και μερικούς ιδεαλιστές, να κινητοποιήσουν την αγροτιά που τόσο επίμονα επιδίωκαν να προσελκύσουν.i

i Σε μερικές περιοχές ωστόσο, όπου υπήρχε μικρή αγροτική ιδιοκτησία, ενοικιαστές της γης ή και επίμορτη καλλιέργεια, όπως η Ρομανία ή τμήματα της νοτιοδυτικής Γερμανίας, ο ριζοσπαστισμός τύπου Mazzini πέτυχε να εξασφαλίσει αρκετή μαζική υποστήριξη από το 1848 και έπειτα.

Συνεπώς, οι ριζοσπάστες της υπανάπτυκτης Ευρώπης ποτέ δεν επέλυσαν ουσιαστικά το πρόβλημά τους, εν μέρει λόγω της απροθυμίας των υποστηρικτών τους να κάνουν επαρκείς ή έγκαιρες παραχωρήσεις στους αγρότες και εν μέρει λόγω της πολιτικής ανωριμότητας των αγροτών. Στην Ιταλία, οι επαναστάσεις του 1848 έγιναν κατ' ουσίαν ερήμην του αδρανούς αγροτικού πληθυσμού· στην Πολωνία (όπου ο ξεσηκωμός του 1846 είχε γρήγορα εξελιχτεί σε αγροτική εξέγερση ενάντια στην πολωνική γαιοκτητική τάξη που ενθάρρυνε η αυστριακή κυβέρνηση), δεν έγινε καμία επανάσταση το 1848, παρά μόνο στην πρωσική Ποσνανία. Ακόμη και στο πιο προηγμένο επαναστατικό έθνος, την Ουγγαρία, η κατευθυνόμενη από την ανώτερη τάξη αγροτική μεταρρύθμιση απέκλειε το ενδεχόμενο πλήρους κινητοποίησης των αγροτών για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Και στο μεγαλύτερο μέρος της ανατολικής Ευρώπης, οι Σλάβοι αγρότες, με στολές στρατιωτών της αυτοκρατορίας, ήταν αυτοί που ουσιαστικά κατέπνιγαν τις επαναστάσεις των Γερμανών και των Μαγυάρων.

Page 107: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

VI

Παρ' όλα αυτά, τα επαναστατικά κινήματα των ετών 1830-48, αν και τα χώριζαν διαφορές τοπικές, εθνικές και ταξικές, διατηρούσαν πολλά κοινά στοιχεία. Αφενός, όπως είδαμε, παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό οργανώσεις μιας μειονότητας αστών και διανοούμενων συνωμοτών, συχνά εξόριστων, ή περιορίστηκαν στον σχετικά μικρό κόσμο των εγγραμμάτων. (Όταν, φυσικά, ξεσπούσαν οι επαναστάσεις, ο λαός έδειχνε την αξία του. Από τους τριακόσιους πενήντα νεκρούς στην επανάσταση του Μιλάνου το 1848, περί τους δώδεκα μόνο ήταν σπουδαστές, υπάλληλοι ή καταγόμενοι από οικογένειες γαιοκτημόνων. Εβδομήντα τέσσερις ήταν γυναικόπαιδα και οι υπόλοιποι τεχνίτες ή εργάτες.11

Ο πρώτος παράγων εξηγείται εύκολα. Εκτός από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία και, ίσως, την Ελβετία, την Ολλανδία και τη Σκανδιναβία, δεν υπήρχε σχεδόν μακρά παράδοση μαζικών αναταραχών ή και οργάνωσης που να αποτελεί μέρος της ομαλής (και όχι της άμεσα προεπαναστατικής ή μετεπαναστατικής) κοινωνικής ζωής· ούτε άλλωστε υπήρχαν οι συνθήκες για κάτι τέτοιο εκτός Βρετανίας και ΗΠΑ. Το να έχει μια εφημερίδα εβδομαδιαία κυκλοφορία πάνω από 60.000 φύλλα και πολύ μεγαλύτερο αριθμό αναγνωστών, όπως η φιλοχαρτιστική Northern Star τον Απρίλη του 1839,

) Αφετέρου, διατήρησαν ένα κοινό σχήμα πολιτικής διαδικασίας, στρατηγικής, τακτικής κτλ., που προερχόταν από την εμπειρία και την κληρονομιά της Επανάστασης του 1789, καθώς και ένα έντονο αίσθημα διεθνούς ενότητας.

12 ήταν πράγμα εντελώς αδιανόητο αλλού. Κυκλοφορία 5.000 φύλλων φαίνεται ότι ήταν συνηθέστερη για εφημερίδες, αν και οι ημιεπίσημες ή —από τη δεκαετία του 1830— οι ψυχαγωγικές μπορούσε ίσως να ξεπεράσουν τις 20.000 σε μια χώρα όπως η Γαλλία.13 Ακόμη και σε συνταγματικές χώρες, όπως το Βέλγιο και η Γαλλία, η νόμιμη κινητοποίηση της άκρας αριστεράς επιτρεπόταν μόνο κατά περιόδους, και οι οργανώσεις της ήταν συχνά παράνομες. Κατά συνέπεια, ενώ υπήρχε μια επίφαση δημοκρατικής πολιτικής στους κόλπους των περιορισμένων τάξεων που αποτελούσαν το pays légal, i

Οι παράνομες οργανώσεις είναι φυσικά μικρότερες από τις νόμιμες, και η κοινωνική τους σύνθεση κάθε άλλο παρά αντιπροσωπευτική. Ομολογουμένως, η εξέλιξη των γενικών καρμποναρικών μυστικών εταιρειών σε προλεταριακές-επαναστατικές, όπως η οργάνωση των Μπλανκιστών, προκάλεσε μια σχετική μείωση των αστών μελών τους και αύξηση του αριθμού των μελών από την εργατική τάξη, δηλαδή των τεχνιτών και των ειδικευμένων εργατών. Η σύνθεση των οργανώσεων των Μπλανκιστών στα τέλη της δεκαετίας του 1830 και στη δεκαετία του 1840 φαίνεται να προερχόταν κατά κύριο λόγο από τις κατώτερες τάξεις.

επίφαση που είχε κάποιες επιπτώσεις στους μη προνομιούχους, οι βασικοί μηχανισμοί μαζικής πολιτικής —παλλαϊκές εκστρατείες για την άσκηση πίεσης στις κυβερνήσεις, μαζικές οργανώσεις, αναφορές, πλανόδιοι ρήτορες που να μιλούν στο λαό κ.ά.— μόνο σπάνια μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Έξω από τη Βρετανία κανείς δεν θα σκεφτόταν σοβαρά να επιδιώξει καθολική ψηφοφορία για το κοινοβούλιο με μαζική εκστρατεία συλλογής υπογραφών και με διαδηλώσεις, ή να καταργήσει έναν αντιλαϊκό νόμο με μαζική προπαγάνδα ή εκστρατεία, όπως προσπάθησαν αντιστοίχως να κάνουν ο Χαρτισμός και ο Σύνδεσμος κατά των Νόμων περί σιτηρών. Οι σημαντικές συνταγματικές μεταβολές, και πολύ περισσότερο οι κοινωνικές, σήμαιναν ρήξη με τη νομιμότητα.

14

i Pays légal: νόμιμος πληθυσμός (οι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους πολίτες, επί χωρών όπου δεν ίσχυε η καθολική ψηφοφορία, οι οποίοι εψήφιζαν με βασικό κριτήριο την καταβολή σχετικού φόρου), σε αντίθεση με τον πραγματικό πληθυσμό (pays réel), το σύνολο των κατοίκων μιας χώρας (Σ.τ.Μ.).

Το ίδιο ίσχυε και για τον γερμανικό Σύνδεσμο των Εκτός Νόμου (που αργότερα έγινε ο Σύνδεσμος των Δικαίων και ο Κομουνιστικός Σύνδεσμος του Μαρξ και του Engels), που τη ραχοκοκαλιά του αποτελούσαν Γερμανοί εκπατρισμένοι εργάτες. Την πλειοψηφία των συνωμοτών απάρτιζαν, όπως και πριν, άτομα των ελευθέριων επαγγελμάτων ή της κατώτερης

Page 108: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αριστοκρατίας, σπουδαστές και μαθητές, δημοσιογράφοι κ.ά. Οι νεαροί αξιωματικοί ήταν ίσως ολιγαριθμότεροι (με εξαίρεση τις ιβηρικές χώρες) απ' ό,τι την εποχή της ακμής του Καρμποναρισμού.

Άλλωστε, ως ένα σημείο, ολόκληρη η ευρωπαϊκή και η αμερικανική αριστερά συνέχιζε να πολεμά τους ίδιους εχθρούς, να έχει κοινές φιλοδοξίες και κοινό πρόγραμμα. «Αποκηρύσσουμε, αρνιόμαστε και καταδικάζουμε όλες τις κληρονομικές ανισότητες και διακρίσεις "κάστας"», έγραφαν οι οπαδοί της Αδελφότητας των Δημοκρατών (Fraternal Democrats —με μέλη «υπηκόους της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Σκανδιναβίας, της Πολωνίας, της Ιταλίας, της Ελβετίας, της Ουγγαρίας και άλλων χωρών»— στη διακήρυξη των αρχών τους, «κατά συνέπεια θεωρούμε τους βασιλείς, τις αριστοκρατίες και τις τάξεις που μονοπωλούν προνόμια εξαιτίας της ιδιοκτησίας τους ως σφετεριστές. Το πολιτικό μας πιστεύω είναι κυβερνήσεις εκλεγμένες από ολόκληρο το λαό και υπόλογες σ' αυτόν».15

Θα οργανωνόταν εθνοφρουρά από ένοπλους πολίτες, θα διενεργούνταν δημοκρατικές εκλογές για συντακτική συνέλευση, η προσωρινή κυβέρνηση θα αποκτούσε οριστικό

Ποιος ριζοσπάστης ή επαναστάτης θα διαφωνούσε; Αν ήταν αστός, θα υποστήριζε ένα κράτος όπου η ιδιοκτησία, ενώ δεν θα απολάμβανε ιδιαίτερα πολιτικά προνόμια (όπως στα Συντάγματα του 1830-32, όπου το δικαίωμα ψήφου ήταν εξαρτημένο από τίτλους ιδιοκτησίας), θα είχε όμως οικονομικά περιθώρια κινήσεως· αν ήταν σοσιαλιστής ή κομουνιστής, θα ήθελε κράτος με κοινωνικοποιημένη ιδιοκτησία. Αναμφίβολα, τα πράγματα θα έφταναν σ' ένα σημείο —στη Βρετανία είχαν ήδη φτάσει την εποχή του Χαρτισμού— όπου οι πρώην σύμμαχοι κατά του βασιλιά, της αριστοκρατίας και των προνομίων θα στρέφονταν ο ένας κατά του άλλου, και η βασική σύγκρουση θα ήταν ανάμεσα σε αστούς και εργάτες. Αλλά πριν από το 1848 η στιγμή αυτή δεν είχε φτάσει πουθενά αλλού. Μόνο η μεγαλοαστική τάξη (grande bourgeoisie) λίγων χωρών είχε ήδη ενταχθεί επισήμως στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Ακόμη και οι πιο συνειδητοποιημένοι προλετάριοι κομουνιστές εξακολουθούσαν να θεωρούν τους εαυτούς τους και να ενεργούν ως άκρα αριστερά του γενικού ριζοσπαστικού και δημοκρατικού κινήματος, και έβλεπαν την επίτευξη της «αστικής» δημοκρατίας ως το εντελώς απαραίτητο πρώτο στάδιο για την περαιτέρω πρόοδο του σοσιαλισμού. Το Κομουνιστικό Μανιφέστο του Μαρξ και του Ένγκελς ήταν διακήρυξη για τον μελλοντικό πόλεμο ενάντια στην αστική τάξη αλλά —τουλάχιστον για τη Γερμανία— ήταν διακήρυξη και για τη σημερινή συμμαχία. Η πιο προωθημένη γερμανική μεσαία τάξη, οι βιομήχανοι της Ρηνανίας, ζήτησαν από τον Μαρξ να γίνει ο εκδότης του ριζοσπαστικού τους οργάνου, της Neue Rheinische Zeitung, το 1848· αυτός δέχτηκε, και την εξέδωσε, όχι απλώς ως κομουνιστικό όργανο αλλά ενεργώντας ο ίδιος ως εκπρόσωπος και ηγέτης του γερμανικού ριζοσπαστισμού.

Η ευρωπαϊκή αριστερά, εκτός από κοινές αντιλήψεις είχε και κοινή εικόνα του πώς θα ήταν η επανάσταση, εικόνα που προερχόταν από το 1789 με κάποιες πινελιές από το 1830. Θα μεσολαβούσε κρίση στις πολιτικές υποθέσεις του κράτους, που θα οδηγούσε σε επανάσταση. (Η καρμποναρική ιδέα πραξικοπήματος ή εξέγερσης μιας ελίτ, που θα οργανωνόταν ανεξάρτητα από το γενικό πολιτικό ή οικονομικό κλίμα, έχανε όλο και περισσότερο έδαφος, εκτός από τις χώρες της Ιβηρικής, ιδίως μετά την αξιοθρήνητη αποτυχία που σημείωσαν οι διάφορες απόπειρες αυτού του τύπου στην Ιταλία —π.χ. στα 1833-34, 1841-45— και τα πραξικοπήματα όπως αυτό που επιχείρησε ο ανιψιός του Ναπολέοντα Λουδοβίκος Ναπολέων το 1836.) Στην πρωτεύουσα θα στήνονταν οδοφράγματα· οι επαναστάτες θα έφταναν στο παλάτι, στο κοινοβούλιο, ή (όπως πίστευαν οι εξτρεμιστές που έφερναν στη μνήμη τους το 1792) στο δημαρχείο, θα ύψωναν τη σημαία τους και θα ανακήρυτταν τη δημοκρατία και μια προσωρινή κυβέρνηση. Η χώρα τότε θα δεχόταν το νέο πολίτευμα. Η αποφασιστική σημασία που είχαν οι πρωτεύουσες αναγνωριζόταν από όλους, μολονότι μόνο μετά το 1848 οι κυβερνήσεις άρχισαν να τις αναδιαρρυθμίζουν ώστε να διευκολύνουν τις επιχειρήσεις του στρατού κατά των επαναστατών.

Page 109: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

χαρακτήρα, και θα άρχιζε να ισχύει το νέο σύνταγμα. Το νέο καθεστώς θα πρόσφερε έπειτα αδελφική βοήθεια στις άλλες επαναστάσεις που, ασφαλώς, θα είχαν ξεσπάσει επίσης. Το τι θα συνέβαινε στη συνέχεια ανήκε στη μετεπαναστατική εποχή, για την οποία τα γεγονότα, της Γαλλίας στα 1792-99 έδιναν επίσης αρκετά συγκεκριμένα πρότυπα του τι έπρεπε να γίνει και τι ν' αποφευχθεί. Οι ριζοσπαστικότεροι από τους επαναστάτες θα ενδιαφέρονταν ασφαλώς για την προστασία της επανάστασης από τον κίνδυνο ανατροπής της από ξένους ή ντόπιους αντεπαναστάτες. Γενικά, μπορεί επίσης να λεχθεί ότι όσο αριστερότερος ήταν ο πολιτικός τόσο πιθανότερο ήταν να ευνοεί την (ιακωβινική) αρχή του συγκεντρωτισμού και ένα ισχυρό εκτελεστικό έναντι των (γιρονδινικών) αρχών του ομοσπονδισμού, της αποκέντρωσης ή του χωρισμού των εξουσιών.

Αυτές οι κοινές αντιλήψεις ενισχύονταν περισσότερο από την ισχυρή παράδοση του διεθνισμού, που επιβίωνε ακόμη κι ανάμεσα στους αυτονομιστές εθνικιστές οι οποίοι αρνούνταν να δεχτούν την αυτόματη ηγεσία οποιασδήποτε χώρας —δηλαδή της Γαλλίας, ή μάλλον του Παρισιού. Ο σκοπός όλων των εθνών ήταν ο ίδιος, ακόμη και χωρίς να υπολογιστεί το προφανές γεγονός ότι η απελευθέρωση των περισσότερων ευρωπαϊκών εθνών φαινόταν να προϋποθέτει την ήττα του Τσαρισμού. Οι εθνικές προκαταλήψεις (που, όπως υποστήριξε η Αδελφότητα των Δημοκρατών, «έγιναν πάντοτε αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους καταπιεστές του λαού») θα εξαφανίζονταν σ' έναν κόσμο αδελφοσύνης. Οι προσπάθειες για την οργάνωση διεθνών επαναστατικών σωμάτων δεν σταμάτησαν ποτέ, από τη Νέα Ευρώπη του Mazzini —που δημιουργήθηκε ως αντίποδας των παλιών καρμποναρομασονικών διεθνών— ως τη Δημοκρατική Εταιρεία για την Ενοποίηση Όλων των Χωρών το 1847. Στους κόλπους των εθνικιστικών κινημάτων, ο διεθνισμός αυτός φαινόταν να χάνει σε σπουδαιότητα, καθώς οι χώρες αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους και οι σχέσεις των λαών αποδεικνύονταν λιγότερο αδελφικές απ' ό,τι αναμενόταν. Στους κόλπους όμως των σοσιαλεπαναστατών, που όλο και περισσότερο αποδέχονταν την προλεταριακή κατεύθυνση, ο διεθνισμός ενισχύθηκε. Η Διεθνής, ως οργάνωση και ως τραγούδι, επρόκειτο να αποτελέσει αναπόσπαστο στοιχείο των σοσιαλιστικών κινημάτων προς τα τέλη του αιώνα.

Ένας συμπτωματικός παράγων που ενίσχυσε το διεθνισμό των ετών 1830-48 ήταν η εξορία. Τα περισσότερα μαχητικά πολιτικά στελέχη της ευρωπαϊκής αριστεράς εκπατρίζονταν για κάποιο διάστημα, πολλοί για δεκαετίες ολόκληρες, και συγκεντρώνονταν στις σχετικά λίγες ζώνες που πρόσφεραν καταφύγιο ή άσυλο: στη Γαλλία, την Ελβετία, σε μικρότερο βαθμό στη Βρετανία και το Βέλγιο. (Η Αμερική ήταν πολύ μακριά για να προσελκύσει την προσωρινή πολιτική μετανάστευση, αν και κάποιοι φυγάδες έφτασαν ως εκεί.) Το μεγαλύτερο κύμα τέτοιων εξορίστων ήταν η μεγάλη μετανάστευση των 5-6 χιλιάδων Πολωνών16

Στα κέντρα όπου κατέφευγαν, οι πολιτικοί πρόσφυγες οργανώνονταν, επιχειρηματολογούσαν, λογομαχούσαν, επισκέπτονταν ο ένας τον άλλο και αλληλοκατηγορούνταν, ενώ σχεδίαζαν την απελευθέρωση της χώρας τους ή, παρεμπιπτόντως, άλλων χωρών. Οι Πολωνοί, και σε μικρότερο βαθμό οι Ιταλοί (ο Γαριβάλδης στην εξορία αγωνίστηκε για την ελευθερία πολλών λατινοαμερικανικών χωρών), έγιναν στην

που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους με την ήττα του 1831, η επόμενη ήταν η ιταλική, και έπειτα η γερμανική (που και τις δύο τις ενίσχυσαν οι σημαντικές μη πολιτικές κοινότητες των μεταναστών ή των εγκατεστημένων σε άλλες χώρες ομοεθνών τους). Ήδη στη δεκαετία του 1840 μια μικρή παροικία Ρώσων διανοουμένων με οικονομική ευχέρεια είχαν επίσης αφομοιώσει τις δυτικές επαναστατικές ιδέες στη διάρκεια εκπαιδευτικών ταξιδιών στο εξωτερικό, ή επιζητούσαν μια ατμόσφαιρα πιο ευχάριστη από αυτήν που δημιουργούσε ο συνδυασμός μπουντρουμιών και στρατιωτικών επιδείξεων του Νικολάου Α'. Σπουδαστές και πλούσιοι κάτοικοι από μικρές ή καθυστερημένες χώρες εγκαθίστανται επίσης στις δύο πόλεις που αποτελούσαν τους πολιτιστικούς ήλιους της ανατολικής Ευρώπης, της Λατινικής Αμερικής και της Ανατολής: το Παρίσι και, πολύ αργότερα, τη Βιέννη.

Page 110: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ουσία ένα διεθνές σώμα επαναστατών αγωνιστών. Καμία εξέγερση ή απελευθερωτικός πόλεμος, οπουδήποτε στην Ευρώπη ανάμεσα στο 1831 και το 1871, δεν ήταν πλήρης χωρίς κάποιους Πολωνούς στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες ή αγωνιστές· ούτε κι αυτός (όπως έχει υποστηριχτεί) ο μοναδικός ένοπλος ξεσηκωμός στη Βρετανία κατά τη διάρκεια της περιόδου του Χαρτισμού το 1839. Ωστόσο δεν ήταν οι μόνοι. Ένα τυπικό παράδειγμα εκπατρισμένου ελευθερωτή των λαών, ο Harro Harring από τη Δανία (όπως ο ίδιος ισχυριζόταν), πολέμησε διαδοχικά για την Ελλάδα (το 1821), την Πολωνία (το 1830-31), ως μέλος των οργανώσεων του Mazzini, της Νέας Γερμανίας, της Νέας Ιταλίας και της κάπως σκιώδους Νέας Σκανδιναβίας, πέρα απ' τους ωκεανούς στον αγώνα για τις σχεδιαζόμενες Ηνωμένες Πολιτείες της Λατινικής Αμερικής, καθώς και στη Νέα Υόρκη, πριν επιστρέψει για την Επανάσταση του 1848. Στο μεταξύ δημοσίευσε έργα με τίτλους όπως Οι λαοί, Σταγόνες αίμα, Λόγια ενός ανθρώπου και Ποίηση ενός Σκανδιναβού.i

Τους εκπατρισμένους τους ένωνε κοινή μοίρα και κοινό ιδεώδες. Οι περισσότεροι αντιμετώπιζαν τα ίδια προβλήματα φτώχειας και αστυνομικής επιτήρησης, παράνομης αλληλογραφίας, κατασκοπείας, καθώς και τις κατηγορίες των πανταχού παρόντων προβοκατόρων. Όπως ο φασισμός στη δεκαετία του 1930, έτσι κι ο απολυταρχισμός στις δεκαετίες του 1830 και 1840 συνένωνε τους κοινούς εχθρούς του. Έπειτα, όπως μετά έναν αιώνα ο κομουνισμός, που φιλοδοξούσε να ερμηνεύσει και να δώσει λύσεις για την κοινωνική κρίση στον κόσμο, προσέλκυε τα μαχητικά στελέχη και όσους παρακινούνταν από απλή διανοητική περιέργεια στην πρωτεύουσά του, το Παρίσι, προσθέτοντας έτσι ένα σοβαρό θέλγητρο στις ανάλαφρες γοητείες της πόλης. («Αν δεν υπήρχαν οι Γαλλίδες, η ζωή δεν θ' άξιζε τίποτε. Mais tant qu'il y a des grisettes, va!»

ii)17

i Είχε την ατυχία να προκαλέσει την εχθρότητα του Μαρξ, που διέθεσε μέρος του εκπληκτικού ταλέντου του για σατιρικό υβρεολόγιο προκειμένου να τον απαθανατίσει για τις μέλλουσες γενιές στο έργο του Die grossen Männer des Exils (Marx-Engels, Werke, Βερολίνο I960, τ. 8, σσ. 292-298).

ii Όσο όμως υπάρχουν οι ελαφρές Γαλλιδούλες, μη σε νοιάζει! (Σ.τ.Μ.).

Στα κέντρα αυτά οι πολιτικοί πρόσφυγες συγκροτούσαν την προσωρινή αλλά και τόσο συχνά μόνιμη κοινότητα των εξορίστων, ενώ συγχρόνως σχεδίαζαν την απελευθέρωση της ανθρωπότητας. Δεν συμπαθούσαν ούτε αποδέχονταν πάντα ο ένας τον άλλον, αλλά γνωρίζονταν μεταξύ τους και ήξεραν ότι η μοίρα τους ήταν κοινή. Μαζί προετοιμάστηκαν και περίμεναν την ευρωπαϊκή επανάσταση που ξέσπασε —και απέτυχε—το 1848.

Page 111: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ' ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ

Κάθε λαός έχει την ειδική αποστολή του, που θα συμβάλει στην εκπλήρωση της γενικής αποστολής της ανθρωπότητας. Αυτή η αποστολή συνιστά την εθνικότητά του. Η εθνικότητα είναι ιερή.

Πράξη της Αδελφότητας της Νέας Ευρώπης, 1834

Θα έρθει η μέρα [...] που η μεγαλειώδης Γερμανία θα σταθεί στο χάλκινο βάθρο της ελευθέριας και της δικαιοσύνης, κρατώντας στο 'να χέρι το δαυλό της διαφώτισης, που θα ρίξει την αχτίδα του πολιτισμού στις πιο απόμακρες γωνιές της γης, και στο άλλο το ζυγό του κριτή. Οι άνθρωποι θα την εκλιπαρούν να λύσει τις διαφορές τους· αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι που σήμερα μας δείχνουν ότι η ισχύς έχει δίκιο και μας κλοτσούν με την μπότα της χλευαστικής καταφρόνιας.

Από λόγο του Siebenpfeiffer στο φεστιβάλ του Hambach, 1832

Ι

Μετά το 1830, όπως είδαμε, το γενικό κίνημα υπέρ της επανάστασης διχάστηκε. Από το διχασμό αυτόν προέκυψε ένα φαινόμενο που αξίζει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής: τα ενσυνείδητα εθνικιστικά κινήματα.

Τα κινήματα που συμβολίζουν με τον πειστικότερο τρόπο την εξέλιξη αυτή είναι όσα ίδρυσε ή ενέπνευσε ο Giuseppe Mazzini μετά την επανάσταση του 1830: Νέα Ιταλία, Νέα Πολωνία, Νέα Ελβετία, Νέα Γερμανία και Νέα Γαλλία (1831-36), καθώς και η ανάλογη Νέα Ιρλανδία της δεκαετίας του 1840, ο πρόδρομος της μόνης επαναστατικής οργάνωσης που είχε μακροβιότητα και επιτυχία, με βάση το πρότυπο των συνωμοτικών αδελφοτήτων των αρχών του 19ου αιώνα, τους Fenians ή Ιρλανδική Δημοκρατική Αδελφότητα, πιο γνωστή από το εκτελεστικό της όργανο, τον Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό (I.R.A.). Αυτά καθαυτά τα κινήματα δεν είχαν μεγάλη σημασία· η παρουσία και μόνο του Mazzini θα αρκούσε να εξασφαλίσει την πλήρη αναποτελεσματικότητά τους. Από συμβολική άποψη όμως έχουν εξαιρετική σημασία, όπως άλλωστε αποδεικνύει η υιοθέτηση ονομάτων όπως Νέοι Τσέχοι ή Νεότουρκοι από μεταγενέστερα εθνικιστικά κινήματα. Σημαδεύουν τη διάσπαση του ευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος σε εθνικά τμήματα. Αναμφισβήτητα, τα τμήματα αυτά είχαν το ίδιο πολιτικό πρόγραμμα και την ίδια στρατηγική και τακτική, ακόμη και, εν πολλοίς, την ίδια σημαία —σχεδόν πάντοτε κάποια τρίχρωμη. Τα μέλη κάθε τμήματος δεν έβλεπαν αντιφάσεις ανάμεσα στα δικά τους αιτήματα και σ' αυτά των άλλων εθνών, οραματίζονταν μάλιστα μια αδελφότητα όλων των εθνών και την ταυτόχρονη απελευθέρωσή τους. Από την άλλη μεριά, κάθε έθνος προσπαθούσε τώρα να δικαιώσει το πρωταρχικό μέλημά του για τους δικούς του, αναλαμβάνοντας το ρόλο του Μεσσία για όλους. Μέσω της Ιταλίας (σύμφωνα με τον Mazzini), μέσω της Πολωνίας (σύμφωνα με τον Mickiewicz), οι λαοί που υπέφεραν θα οδηγούνταν στην ελευθερία· μια στάση εύκολα προσαρμόσιμη σε συντηρητικές ή και ιμπεριαλιστικές πολιτικές, καθώς μαρτυρούν τόσο οι Ρώσοι σλαβόφιλοι, που υπεράσπιζαν την ιδέα της Αγίας Ρωσίας, την Τρίτη Ρώμη, όσο και οι Γερμανοί, που επρόκειτο αργότερα να κηρύξουν στον κόσμο με επιμονή πως θα τον γιάτρευε το γερμανικό πνεύμα. Ομολογουμένως, αυτή η αμφιλογία του εθνικισμού αναγόταν στη Γαλλική Επανάσταση. Αλλά την εποχή εκείνη υπήρχε μόνο ένα μεγάλο και επαναστατικό έθνος, και είχε λογική τότε (όπως εξάλλου και γινόταν) να θεωρείται το αρχηγείο όλων των επαναστάσεων και ο απαραίτητος πρώτος υποκινητής της διαδικασίας για την απελευθέρωση του κόσμου. Το να προσβλέπει κανείς στο Παρίσι είχε λογική· το να προσβλέπει σε μια ασαφή «Ιταλία», «Πολωνία» ή «Γερμανία» (που εκπροσωπούνταν στην πράξη από μια φούχτα συνωμότες και πολιτικούς πρόσφυγες) είχε λογική μόνο για τους Ιταλούς, τους Πολωνούς και τους

Page 112: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Γερμανούς.

Αν ο νέος εθνικισμός είχε περιοριστεί μόνο στα μέλη των εθνικοεπαναστατικών αδελφοτήτων δεν θα άξιζε περισσότερη προσοχή. Εντούτοις αντανακλούσε επίσης πολύ ισχυρότερες δυνάμεις, που έκαναν την εμφάνισή τους και απέκτησαν πολιτική συνείδηση στη δεκαετία του 1830 ως αποτέλεσμα της διττής επανάστασης. Οι πιο ισχυρές, σε πρώτη φάση, ήταν η δυσαρέσκεια των μικρότερων γαιοκτημόνων και των μελών της κατώτερης αριστοκρατίας, καθώς και η εμφάνιση μιας εθνικής μεσαίας τάξης, ή ακόμη και κατώτερης μεσαίας τάξης, σε πολλές χώρες· και τις δύο δυνάμεις εκπροσωπούσαν σε μεγάλο βαθμό επαγγελματίες διανοούμενοι.

Ο επαναστατικός ρόλος της κατώτερης αριστοκρατίας φαίνεται ίσως καλύτερα στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Εκεί, κατά κανόνα, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες είχαν από καιρό αποφασίσει ότι ήταν και εφικτό και επιθυμητό να συμβιβαστούν με τον απολυταρχισμό και την ξένη κυριαρχία. Οι Ούγγροι μεγαλοκτηματίες ήταν κατά κανόνα καθολικοί και από καιρό αναγνωρίζονταν ως στυλοβάτες της βιεννέζικης Αυλής· πολύ λίγοι θα συμμετείχαν στην επανάσταση του 1848. Η ανάμνηση της παλιάς Rzeczpospolita έκανε εθνικιστές ακόμη και τους Πολωνούς μεγαλοκτηματίες, αλλά το πιο ισχυρό από τα δήθεν εθνικά τους κόμματα, ο κύκλος των Czartoryski, του οποίου τα μέλη δρούσαν τώρα ως απόδημοι «πολυτελείας» από το ξενοδοχείο Lambert στο Παρίσι, ανέκαθεν υποστήριζε τη συμμαχία με τη Ρωσία και εξακολουθούσε να προτιμά τη διπλωματία από την εξέγερση. Από οικονομική άποψη ήταν αρκετά ευκατάστατοι για να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες τους, αρκεί να μην έκαναν κολοσσιαίες σπατάλες, και μπορούσαν ακόμη και να επενδύουν αρκετά για τη βελτίωση των κτημάτων τους, ώστε να επωφελούνται από την οικονομική ανάπτυξη της εποχής, αν το ήθελαν. Ο Κόμης Széchenyi, ένας από τους λίγους μετριοπαθείς φιλελεύθερους αυτής της τάξης και υπέρμαχος της οικονομικής βελτίωσης, έδωσε το εισόδημα ενός έτους για τη νέα Ουγγρική Ακαδημία Επιστημών — περί τις 60.000 φλορίνια. Δεν έχουμε ενδείξεις ότι το βιοτικό του επίπεδο σημείωσε πτώση από αυτήν την ανιδιοτελή γενναιοδωρία. Από την άλλη μεριά, οι πολυπληθείς ευγενείς που μόνο η καταγωγή τους τους διέκρινε από τους άλλους κατεστραμμένους κτηματίες —ένας στους οκτώ Ούγγρους διεκδικούσε τίτλο ευγενείας— δεν είχαν ούτε τα χρήματα για να κάνουν αποδοτικά τα κτήματά τους ούτε τη διάθεση να ανταγωνιστούν τους Γερμανούς και τους Εβραίους για τον αστικό πλούτο. Αν δεν μπορούσαν να ζήσουν αξιοπρεπώς από τις προσόδους τους, και αν η παρακμασμένη εποχή τους δεν τους έδινε την ευκαιρία να γίνουν στρατιώτες, τότε, αν δεν ήταν υπερβολικά αδαείς, μπορούσαν να επιλέξουν σταδιοδρομία στα νομικά, τη διοίκηση, ή στον τομέα της διανόησης, αλλά ποτέ να επιδοθούν σε αστικές ενασχολήσεις. Οι ευγενείς αυτοί αποτελούσαν από καιρό το προπύργιο της αντιπολίτευσης στον απολυταρχισμό, στους ξένους και στην κυριαρχία των μεγιστάνων στις χώρες τους, προφυλαγμένοι (όπως στην Ουγγαρία) πίσω από το διπλό αντέρεισμα του Καλβινισμού και την οργάνωση της επαρχιακής διοίκησης. Ήταν φυσικό, λοιπόν, η αντίδρασή τους, η δυσαρέσκεια και η επιθυμία τους να δημιουργηθούν περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης για τους ντόπιους ευγενείς να συγκερασθούν τώρα με τον εθνικισμό.

Οι εθνικές επαγγελματικές τάξεις που εμφανίστηκαν στην περίοδο αυτή ήταν, παραδόξως, στοιχείο μάλλον λιγότερο εθνικιστικό. Ομολογουμένως, στη διαιρεμένη Γερμανία και την Ιταλία ήταν σαφή τα πλεονεκτήματα που θα είχε μια μεγάλη και ενιαία εθνική αγορά. Ο δημιουργός του Deutschland über Alles απεύθυνε χαιρετισμό προς:

«Χοιρομέρι και ψαλίδια, μπότες και καλτσοδέτες, μαλλί και σαπούνι και νήμα και μπίρα»,1

γιατί αυτά είχαν επιτύχει εκείνο που το πνεύμα της εθνότητας δεν είχε κατορθώσει: μια γνήσια αίσθηση εθνικής ενότητας μέσω της τελωνειακής ένωσης. Ωστόσο, δεν υπάρχουν

Page 113: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

πολλές ενδείξεις ότι, π.χ., οι έμποροι της Γένοβας (που αργότερα θα παρείχαν μεγάλη οικονομική ενίσχυση στον Γαριβάλδη) προτιμούσαν τις δυνατότητες μιας εθνικής ιταλικής αγοράς από τη μεγαλύτερη ευμάρεια που τους παρείχαν οι εμπορικές τους δραστηριότητες σ' ολόκληρη τη Μεσόγειο. Και στις μεγάλες πολυεθνείς αυτοκρατορίες, οι βιομηχανικοί ή εμπορικοί πυρήνες που αναπτύχθηκαν σε συγκεκριμένες επαρχίες μπορεί να παραπονούνταν για μεροληπτική μεταχείριση αλλά, κατά βάθος, προτιμούσαν σαφώς τις μεγάλες αγορές που τους ανοίγονταν τώρα από τις μικρές που θα δημιουργούσε η εθνική ανεξαρτησία στο μέλλον. Οι Πολωνοί βιομήχανοι, με ολόκληρη τη Ρωσία στα πόδια τους, ελάχιστα συμμετείχαν ως τότε στο θέμα του πολωνικού εθνικισμού. Όταν ο Palacky ισχυριζόταν εξ ονόματος των Τσέχων ότι «αν η Αυστρία δεν υπήρχε, θα έπρεπε να την εφεύρουμε», δεν γύρευε απλώς την υποστήριξη της μοναρχίας εναντίον των Γερμανών, αλλά εξέφραζε συγχρόνως την υγιή οικονομική λογική του πιο προηγμένου οικονομικά τμήματος μιας μεγάλης και κατά τα άλλα καθυστερημένης αυτοκρατορίας. Τα επιχειρηματικά συμφέροντα υπερίσχυαν καμιά φορά του εθνικισμού, όπως στο Βέλγιο, όπου μια ισχυρή και πρωτοπόρος βιομηχανική κοινότητα θεωρούσε, κάπως αδικαιολόγητα, ότι ήταν σε μειονεκτική θέση κάτω από την κυριαρχία της ισχυρής ολλανδικής εμπορικής κοινότητας, στην οποία είχε προσδεθεί το 1815. Αλλά αυτή ήταν εξαιρετική περίπτωση.

Οι μεγάλοι υπέρμαχοι του αστικού εθνικισμού σ' αυτό το στάδιο ήταν τα κατώτερα και μέσα επαγγελματικά στρώματα, οι διοικητικοί υπάλληλοι και οι διανοούμενοι, με άλλα λόγια οι μορφωμένες τάξεις. (Τα στρώματα αυτά δεν διαχωρίζονταν, φυσικά, από τις επιχειρηματικές τάξεις, ιδίως σε καθυστερημένες χώρες όπου οι διαχειριστές των κτημάτων, οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι κ.ά. περιλαμβάνονταν στους σπουδαιότερους συσσωρευτές αγροτικού πλούτου.) Για να ακριβολογήσουμε, η πρωτοπορία του αστικού εθνικισμού έδινε τη μάχη της και στο επίπεδο της μόρφωσης, έτσι ώστε μεγάλος αριθμός «νέων ανθρώπων» να αποκτήσει πρόσβαση σε τομείς τους οποίους ως τότε καταλάμβανε μια μικρή ελίτ. Η πρόοδος των σχολείων και των πανεπιστημίων αντιστοιχεί στην πρόοδο του εθνικισμού, καθώς τα σχολεία, και ιδίως τα πανεπιστήμια, έγιναν οι πιο συνειδητοί θιασώτες του: η διαμάχη της Γερμανίας και της Δανίας για το Schleswig-Holstein το 1848, και ξανά το 1864, είχε προαγγελθεί με τη διένεξη των πανεπιστημίων του Κιέλου και της Κοπεγχάγης για το ίδιο θέμα στα μέσα της δεκαετίας του 1840.

Η πρόοδος ήταν εντυπωσιακή, αν και ο συνολικός αριθμός των «πεπαιδευμένων» παρέμενε μικρός. Ο αριθμός των μαθητών στα γαλλικά δημόσια λύκεια (lycées) διπλασιάστηκε ανάμεσα στο 1809 και το 1842, αυξήθηκε με ιδιαίτερη ταχύτητα επί Ιουλιανής μοναρχίας, αλλά, παρ' όλα αυτά, το 1842 παρέμενε μικρότερος από 19.000 (το σύνολο των παιδιών στη μέση εκπαίδευση2 τότε ήταν περί τις 70.000). Η Ρωσία, γύρω στο 1850, είχε περί τους 20.000 μαθητές στη μέση εκπαίδευση, σε συνολικό πληθυσμό εξήντα οκτώ εκατομμυρίων.3 Ο αριθμός των φοιτητών στα πανεπιστήμια ήταν φυσικά ακόμη μικρότερος, μολονότι σημείωνε συνεχή άνοδο. Είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε ότι οι φοιτητές της Πρωσίας, που τόσο είχαν εξαφθεί από την ιδέα της απελευθέρωσης μετά το 1806, ήταν το 1805 λίγο περισσότεροι από 1.500 όλοι κι όλοι· ότι η École Polytechnique, αυτή η πληγή για τους Βουρβόνους μετά το 1815, εκπαίδευσε συνολικά 1.581 νέους σ' ολόκληρη την περίοδο 1815-30, δηλαδή εκατό περίπου το χρόνο. Η επαναστατική πρωτοπορία των φοιτητών στην περίοδο του 1848 μας κάνει να ξεχνούμε ότι σ' ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο και στα βρετανικά νησιά, που δεν γνώρισαν την επανάσταση, ίσως δεν υπήρχαν συνολικά πάνω από 40.000 σπουδαστές πανεπιστημίων.4 Ο αριθμός ωστόσο μεγάλωσε. Στη Ρωσία αυξήθηκε από 1.700 το 1825 σε 4.600 το 1848. Αλλά κι αν ακόμα οι φοιτητές δεν πλήθαιναν, ο μετασχηματισμός της κοινωνίας και τα πανεπιστήμια (βλ. Κεφάλαιο ΙΕ') τους προίκιζαν με μια νέα αυτοσυνειδησία ως κοινωνική ομάδα. Κανείς δεν θυμάται ότι το 1789 υπήρχαν περί τους 6.000 φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, κι αυτό γιατί δεν έπαιξαν ανεξάρτητο ρόλο στην Επανάσταση.5 Αλλά το 1830 κανείς πια δεν θα μπορούσε να παραβλέψει έναν τέτοιο

Page 114: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αριθμό νεαρών ακαδημαϊκών πολιτών.

Οι μικρές ελίτ μπορούν να λειτουργήσουν χρησιμοποιώντας ξένες γλώσσες· μόλις όμως οι μορφωμένοι πληθύνουν αρκετά, η εθνική γλώσσα επιβάλλεται (όπως μαρτυρεί ο αγώνας για γλωσσική αναγνώριση στα ινδικά κράτη από τη δεκαετία του 1940). Συνεπώς, η στιγμή που γράφονται για πρώτη φορά στην εθνική γλώσσα τα εγχειρίδια ή οι εφημερίδες, ή που πρωτοχρησιμοποιείται η γλώσσα για κάποιον επίσημο σκοπό, αποτελεί αποφασιστικό βήμα στη διαδικασία της εθνικής εξέλιξης. Στη δεκαετία του 1830 το βήμα αυτό έγινε σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Έτσι, τα πρώτα σημαντικά τσέχικα έργα για αστρονομία, χημεία, ανθρωπολογία, ορυκτολογία και βοτανική γράφτηκαν ή ολοκληρώθηκαν στη δεκαετία αυτή· στη Ρουμανία γράφτηκαν τότε τα πρώτα σχολικά εγχειρίδια στα οποία τα ρουμάνικα αντικαθιστούσαν τα ελληνικά που χρησιμοποιούνταν προηγουμένως. Η Ουγγρική Δίαιτα υιοθέτησε ως επίσημη γλώσσα το 1840 τα ουγγρικά αντί των λατινικών, μολονότι το Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης, ελεγχόμενο από τη Βιέννη, σταμάτησε τις διαλέξεις στα λατινικά μόλις το 1844. (Εντούτοις, ο αγώνας για τη χρήση της ουγγρικής ως επίσημης γλώσσας διεξαγόταν, κατά εποχές, από το 1790.) Στο Ζάγκρεμπ, ο Γκάι εξέδιδε την Κροατική Εφημερίδα (τη μεταγενέστερη Ιλλυρική Εθνική Εφημερίδα) από το 1835 στην πρώτη φιλολογική μορφή μιας γλώσσας που ως τότε δεν ήταν παρά ένα σύνθεμα διαλέκτων. Σε χώρες που από καιρό διέθεταν επίσημη εθνική γλώσσα, η αλλαγή δεν μπορεί εύκολα να εκτιμηθεί, αν και είναι ενδιαφέρον ότι μετά το 1830 το ποσοστό γερμανικών βιβλίων που εκδίδονταν στη Γερμανία (έναντι των λατινικών και γαλλικών) ξεπερνούσε σταθερά για πρώτη φορά το 90%. Τα γαλλικά βιβλία μετά το 1820 έπεσαν κάτω από το 4%. i 6 Πιο γενικά, η ανάπτυξη της εκδοτικής δραστηριότητας μας δίνει κάποιο μέτρο σύγκρισης. Έτσι, στη Γερμανία, ο αριθμός των βιβλίων παρέμεινε εν πολλοίς ο ίδιος το 1821 όπως το 1800 —περί τους 4.000 τίτλους το χρόνο— αλλά ως το 1841 είχε ανέλθει στους 12.000 τίτλους.7

Ασφαλώς, η μεγάλη μάζα των Ευρωπαίων και των μη Ευρωπαίων παρέμενε απαίδευτη. Πράγματι, με εξαίρεση τους Γερμανούς, τους Ολλανδούς, τους Σκανδιναβούς, τους Ελβετούς και τους πολίτες των ΗΠΑ, κανένας λαός το 1840 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εγγράμματος. Αρκετοί μπορεί να θεωρηθούν ως εντελώς απαίδευτοι, όπως οι Νοτιοσλάβοι, που είχαν πάνω από 99,5% αναλφαβητισμό το 1827 (ακόμη και πολύ αργότερα, μόνο 1% των Δαλματών νεοσυλλέκτων του αυστριακού στρατού ήξερε γραφή και ανάγνωση), ή οι Ρώσοι, που είχαν 98% (1840), και παρά πολλοί λαοί ως σχεδόν αναλφάβητοι όπως οι Ισπανοί, οι Πορτογάλοι (που φαίνεται να είχαν μόνο 8.000 παιδιά συνολικά στο σχολείο μετά τον πόλεμο της Χερσονήσου) και, εκτός των Λομβαρδών και των Πιεμοντέζων, οι Ιταλοί. Ακόμη και χώρες όπως η Βρετανία, η Γαλλία και το Βέλγιο είχαν 40-50% αναλφαβητισμό στη δεκαετία του 1840.8

Το να ταυτίζει κανείς τον εθνικισμό με τη στοιχειωδώς εγγράμματη τάξη δεν σημαίνει ότι υποστηρίζει πως οι Ρώσοι, ας πούμε, δεν ένιωθαν «Ρώσοι» όταν έρχονταν αντιμέτωποι με οποιονδήποτε ή οτιδήποτε ξένο. Εντούτοις, για τις μάζες εν γένει κριτήριο του εθνικισμού ήταν ακόμη η θρησκεία: Ισπανός σήμαινε καθολικός, Ρώσος σήμαινε ορθόδοξος. Ωστόσο, αν και οι ευκαιρίες για τέτοιες αντιπαραθέσεις πλήθαιναν όλο και περισσότερο, ήταν ακόμη σπάνιες, και κάποιοι τύποι εθνικού αισθήματος, όπως το ιταλικό, ήταν ακόμη εντελώς ξένοι στη μεγάλη μάζα του λαού, που δεν μιλούσε καν την εθνική λόγια γλώσσα αλλά τοπικές

Ο αναλφαβητισμός δεν εμποδίζει την πολιτική συνειδητοποίηση, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο εθνικισμός του σύγχρονου τύπου ήταν ισχυρή μαζική δύναμη, εκτός από την περίπτωση των χωρών που είχαν ήδη υποστεί το μετασχηματισμό από τη διττή επανάσταση: δηλαδή τη Γαλλία, τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και —επειδή είχε οικονομική και πολιτική εξάρτηση από τη Βρετανία— την Ιρλανδία.

i Στις αρχές του 18ου αιώνα, μόνο περί το 60% όλων των βιβλίων που εκδίδονταν στη Γερμανία ήταν στη γερμανική γλώσσα· έκτοτε το ποσοστό σημείωνε σταθερή άνοδο.

Page 115: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

διαλέκτους ακατάληπτες σχεδόν στους άλλους. Ακόμη και στη Γερμανία, η πατριωτική μυθολογία σε μεγάλο βαθμό υπερβάλλει όταν υπερτονίζει το εθνικό αίσθημα κατά του Ναπολέοντα. Η Γαλλία ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στη δυτική Γερμανία, ιδίως στους στρατιώτες, τους οποίους προσλάμβανε ελεύθερα.9

Στην πραγματικότητα, μπορούμε να μιλήσουμε για ένα μόνο δυτικό εθνικό κίνημα, οργανωμένο με κάποια συνοχή πριν από το 1848, που βασιζόταν πραγματικά στις μάζες, αλλά κι αυτό είχε το τεράστιο πλεονέκτημα να ταυτίζεται με τον ισχυρότερο φορέα της παράδοσης, την Εκκλησία. Πρόκειται για το Ιρλανδικό Κίνημα (Repeal) με την ηγεσία του Daniel O'Connell (1785-1847), δικηγόρου-δημαγωγού με μεγάλη ευγλωττία, αγροτικής καταγωγής, του πρώτου —και του μόνου ως το 1848— από τους χαρισματικούς λαϊκούς αυτούς ηγέτες που αφυπνίζουν την πολιτική συνείδηση στις καθυστερημένες μέχρι τότε μάζες. (Οι μόνες ανάλογες μορφές πριν από το 1848 ήταν ο Feargus O'Connor (1794-1855), Ιρλανδός κι αυτός, που αντιπροσώπευε το Χαρτισμό στη Βρετανία, και ίσως ο Lajos Kossuth (1802-1894), που είχε κερδίσει λίγο από το γόητρό του στις μάζες πριν από την επανάσταση του 1848, αν και στη δεκαετία του 1840 απέκτησε φήμη ως υπερασπιστής της αριστοκρατίας· αργότερα αγιοποιήθηκε σχεδόν από τους εθνικιστές ιστορικούς, και είναι συνεπώς δύσκολο να δούμε καθαρά την αρχή της σταδιοδρομίας του.) Η Καθολική Ένωση του O'Connell, που κέρδισε την

Οι πληθυσμοί που ήταν αφοσιωμένοι στον Πάπα ή τον Αυτοκράτορα μπορεί να εξέφραζαν δυσαρέσκεια για τους εχθρούς τους, που τύχαινε να είναι οι Γάλλοι, αλλά αυτό δεν υποδήλωνε αφυπνισμένη εθνική συνείδηση, πόσο μάλλον επιθυμία για εθνικό κράτος. Άλλωστε, το γεγονός ότι τον εθνικισμό τον εκπροσωπούσε η μεσαία τάξη και η αριστοκρατία ήταν αρκετό για να εγείρει την καχυποψία του φτωχού. Οι Πολωνοί ριζοσπάστες-δημοκρατικοί επαναστάτες προσπάθησαν επίμονα —όπως και οι πιο προοδευτικοί από τους Καρμπονάρους της νότιας Ιταλίας, καθώς και άλλοι συνωμότες— να κινητοποιήσουν τους αγρότες προσφέροντάς τους ακόμη και γεωργική μεταρρύθμιση. Η αποτυχία τους ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Οι αγρότες της Γαλικίας το 1846 εναντιώθηκαν στους Πολωνούς επαναστάτες, μολονότι αυτοί διακήρυξαν την κατάργηση της δουλοπαροικίας, προτιμώντας να σκοτώνουν ευγενείς και να εμπιστεύονται τους αξιωματούχους του Αυτοκράτορα.

Το ξερίζωμα των λαών, που αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο φαινόμενο του 19ου αιώνα, επρόκειτο να σπάσει αυτή τη βαθιά, προαιώνια και τοπικού χαρακτήρα παραδοσιαρχία. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, και ως τη δεκαετία του 1820, σχεδόν κανείς δεν μετανάστευε ακόμη, εκτός μόνο αν τον εξανάγκαζε ο στρατός ή η πείνα. Εξαίρεση αποτελούσαν ακόμη οι παραδοσιακά μετακινούμενες ομάδες, όπως οι αγρότες της κεντρικής Γαλλίας, που εκτελούσαν εποχικές οικοδομικές εργασίες στο Βορρά, ή οι μετακινούμενοι Γερμανοί τεχνίτες. Ξερίζωμα σήμαινε ακόμη, τότε, όχι την ήπια μορφή της νοσταλγίας που επρόκειτο να γίνει η χαρακτηριστική ψυχολογική ασθένεια του 19ου αιώνα (όπως εκφράζεται σε αναρίθμητα δακρύβρεχτα λαϊκά τραγούδια), αλλά το οξύ, θανατηφόρο άλγος πατρίδας (mal de pays) ή το άλγος ψυχής (mal de coeur) που διαγνώστηκε κλινικά για πρώτη φορά από γιατρούς στους γέρους Ελβετούς μισθοφόρους σε ξένες χώρες, όπως και ανάμεσα στους Βρετόνους που είχαν στρατολογηθεί στους επαναστατικούς πολέμους. Η έλξη των μακρινών δασών του Βορρά ήταν τόσο έντονη που μπορούσε να οδηγήσει μια υπηρέτρια από την Εσθονία να εγκαταλείψει τους εξαίρετους εργοδότες της, τους Kügelgen στη Σαξονία, όπου ήταν ελεύθερη, και να γυρίσει στην πατρίδα της και στη δουλοπαροικία. Η μετανάστευση, που τον πιο πρόσφορο δείκτη της αποτελεί η μετανάστευση προς τις ΗΠΑ, αυξήθηκε σημαντικά από τη δεκαετία του 1820, αν και δεν προσέλαβε ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις πριν από τη δεκαετία του 1840, όταν 1.750.000 άτομα διέσχισαν τον βόρειο Ατλαντικό (αριθμός σχεδόν τριπλάσιος της δεκαετίας του 1830). Ωστόσο, το μόνο σημαντικό μεταναστευτικό έθνος, εκτός από το βρετανικό, ήταν ακόμη το γερμανικό, που από παλιά συνήθιζε να στέλνει τα παιδιά του στην ανατολική Ευρώπη και την Αμερική ως αγρότες-αποίκους, σ' ολόκληρη την Ευρώπη ως τεχνίτες, και οπουδήποτε ως μισθοφόρους.

Page 116: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

υποστήριξη των μαζών και την όχι εντελώς δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του κλήρου ότι θα επιτύχει ο αγώνας της για τη χειραφέτηση των καθολικών (1829), δεν είχε καθόλου δεσμούς με τους αριστοκράτες, που άλλωστε ήταν διαμαρτυρόμενοι και Αγγλο-Ιρλανδοί. Ήταν ένα κίνημα των αγροτών και κάποιων στοιχείων της ιθαγενούς ιρλανδικής κατώτερης αστικής τάξης, των λίγων που μπορούσαν να υπάρξουν στο εξαθλιωμένο από τη φτώχεια νησί. Ο «Ελευθερωτής» ωθήθηκε στην ηγεσία από διαδοχικά κύματα του μαζικού αγροτικού κινήματος, τη βασική κινητήρια δύναμη των ιρλανδικών πολιτικών πραγμάτων στη διάρκεια όλου του συγκλονιστικού αυτού αιώνα. Ήταν κίνημα οργανωμένο σε μυστικές τρομοκρατικές εταιρείες, που συνέβαλαν στο να σπάσει το στενό τοπικιστικό πνεύμα στην ιρλανδική ζωή. Ωστόσο, ο στόχος δεν ήταν ούτε επανάσταση ούτε εθνική ανεξαρτησία αλλά μια μετριοπαθής αστική ιρλανδική αυτονομία μετά από συμφωνία ή διαπραγμάτευση με τους Βρετανούς Ουίγους. Ο O'Connell δεν ήταν εθνικιστής, κι ακόμη περισσότερο δεν ήταν αγρότης επαναστάτης, αλλά ένας μετριοπαθής αστός αυτονομιστής. Η βασική επίκριση, μάλιστα, που δικαιολογημένα του έγινε από μεταγενέστερους Ιρλανδούς εθνικιστές (όπως οι πιο ριζοσπάστες Ινδοί εθνικιστές επέκριναν τον Γκάντι για το ρόλο που έπαιξε στην ιστορία της χώρας του) ήταν ότι θα μπορούσε να ξεσηκώσει όλη την Ιρλανδία εναντίον των Βρετανών και ότι εσκεμμένα αρνήθηκε να το κάνει. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι το κίνημα του οποίου ηγήθηκε είχε τη γνήσια υποστήριξη της μεγάλης μάζας του ιρλανδικού έθνους.

II

Έξω από το χώρο του σύγχρονου αστικού κόσμου υπήρχαν, ωστόσο, κινήματα λαϊκής εξέγερσης ενάντια στην ξένη κυριαρχία (που νοούνταν συνήθως ως κυριαρχία άλλης θρησκείας μάλλον παρά διαφορετικής εθνικότητας), τα οποία συχνά φάνηκαν να αποτελούν προδρόμους των μεταγενέστερων εθνικών κινημάτων. Τέτοιο χαρακτήρα είχαν οι εξεγέρσεις κατά της Τουρκικής Αυτοκρατορίας, κατά των Ρώσων στον Καύκασο, καθώς και ο αγώνας κατά της επεκτατικής βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία και τις παρυφές της. Δεν είναι ορθό να αποδίδουμε στις κινήσεις αυτές έντονα στοιχεία σύγχρονου εθνικισμού, μολονότι σε καθυστερημένες περιοχές, που κατοικούνταν από ένοπλους και φιλέριδες αγρότες και ποιμένες οργανωμένους σε φυλετικές ομάδες και εμπνεόμενους από αρχηγούς της φάρας, ηρωικούς ληστές και προφήτες, η αντίσταση στον ξένο (ή, καλύτερα, στον άπιστο) κυρίαρχο μπορούσε να λάβει τη μορφή αληθινών λαϊκών πολέμων, αντίθετα προς τα ελιτίστικα εθνικιστικά κινήματα σε χώρες λιγότερο επικές. Στην πραγματικότητα, εντούτοις, η αντίσταση των Μαχραττών (μιας φεουδαλικής-στρατιωτικής ινδουιστικής ομάδας) και των Σιχ (μιας μαχητικής θρησκευτικής ομάδας) ενάντια στους Βρετανούς στα 1803-18 και 1845-49 αντίστοιχα, λίγη σχέση έχουν με τον μεταγενέστερο ινδικό εθνικισμό, ενώ δεν γέννησαν εθνικισμό δικό τους.i

i Το κίνημα των Σιχ έχει εν πολλοίς παραμείνει sui generis ως σήμερα. Η παράδοση της μαχητικής αντίστασης των Ινδουιστών στην περιοχή των Μαχραττών την έκανε πρώιμο κέντρο του ινδικού εθνικισμού και γέννησε μερικούς από τους πρώτους — και αυστηρά προσηλωμένους στις παραδόσεις— ηγέτες του, ιδίως τον B.G. Tilak· η προσπάθεια όμως αυτή ήταν κυρίως τοπικού χαρακτήρα, και βέβαια δεν αποτελούσε κυρίαρχο στοιχείο στο κίνημα. Ίσως να υπάρχει και σήμερα κάτι σαν τον εθνικισμό των Μαχραττών, αλλά η κοινωνική του βάση είναι η αντίδραση της μεγάλης εργατικής και της στερημένης μικροαστικής τάξης των Μαχραττών ενάντια στους κατοίκους του Γκουζεράτ, που δέσποζαν οικονομικά και μέχρι πρόσφατα και γλωσσικά.

Τα καυκασιανά φύλα, πρωτόγονα, ηρωικά και καταπονημένα από μακροχρόνιες βεντέτες, βρήκαν στην πουριτανική ισλαμική αίρεση του Μουριδισμού ένα προσωρινό στοιχείο ενότητας ενάντια στους Ρώσους εισβολείς, και στο πρόσωπο του Σαμήλ (1797-1871) έναν ηγέτη μεγάλου αναστήματος- ως σήμερα όμως ακόμη δεν υπάρχει καυκασιανό έθνος αλλά απλώς και μόνο σωρεία μικρών ορεινών λαών σε μικρές σοβιετικές δημοκρατίες. (Οι Γεωργιανοί και οι Αρμένιοι, που συνέπηξαν έθνη με τη σύγχρονη έννοια, δεν είχαν εμπλακεί στο κίνημα του Σαμήλ.) Οι Βεδουίνοι, που τους σάρωσαν τα πουριτανικά θρησκευτικά δόγματα όπως των Βαχαβιτών στην Αραβία και των Σενουσιτών στη σημερινή Λιβύη, αγωνίζονταν για την απλή πίστη στον Αλλάχ και την απλή ζωή του ποιμένα και του επιδρομέα ενάντια στη διαφθορά των φόρων, των πασάδων και των πόλεων. Αυτό όμως που

Page 117: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

σήμερα γνωρίζουμε ως αραβικό εθνικισμό —ένα προϊόν του 20ού αιώνα— έχει προέλθει από τις πόλεις και όχι από τους νομαδικούς καταυλισμούς.

Ακόμη και οι εξεγέρσεις κατά των Τούρκων στα Βαλκάνια, ιδίως από τους ορεσίβιους του Νότου και της Δύσης, που σπάνια μπορούσε κανείς να τους υποτάξει, δεν πρέπει να ερμηνευτούν αβασάνιστα ως κινήματα σύγχρονου εθνικισμού, μολονότι σε αρκετές περιπτώσεις οι βάρδοι και τα παλικάρια τους —που συχνά ήταν τα ίδια πρόσωπα, όπως συνέβαινε με τους ποιητές-πολεμιστές-επισκόπους του Μαυροβουνίου— θύμιζαν τις δόξες εθνικών σχεδόν ηρώων, όπως του Αλβανού Σκεντέρμπεη, καθώς και τραγωδίες όπως της ήττας των Σέρβων στο Κοσσυφοπέδιο στις μακρινές μάχες εναντίον των Τούρκων. Τίποτε δεν ήταν φυσικότερο από την εξέγερση, εκεί όπου ήταν απαραίτητο ή επιθυμητό, ενάντια στην τοπική διοίκηση, ή σε μια φθίνουσα Τουρκική Αυτοκρατορία. Εντούτοις, μόνο μια κοινή οικονομική καθυστέρηση ένωνε τους λαούς που σήμερα ονομάζονται Γιουγκοσλάβοι, ακόμη και όσους βρίσκονταν στην Τουρκική Αυτοκρατορία, ενώ η ιδέα της Γιουγκοσλαβίας ήταν προϊόν των διανοουμένων στην Αυστροουγγαρία μάλλον παρά όσων πολεμούσαν πράγματι για την ελευθερία.i

Οι περισσότεροι Έλληνες έμοιαζαν πολύ με τις άλλες ξεχασμένες πολεμικές αγροτικές τάξεις και φυλετικές ομάδες της Βαλκανικής χερσονήσου. Μια μερίδα τους όμως αποτελούσε διεθνή εμπορική και διοικητική τάξη, εγκατεστημένη σε παροικίες ή κοινότητες σ' ολόκληρη την Τουρκική Αυτοκρατορία, και πέρα από αυτή. Η γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην οποία ανήκαν οι περισσότεροι βαλκανικοί λαοί, ήταν η ελληνική, και Έλληνες επάνδρωσαν τα υψηλότερα κλιμάκιά της υπό τον Έλληνα Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Έλληνες

Οι αδάμαστοι ορθόδοξοι Μαυροβούνιοι πολεμούσαν τους Τούρκους, αλλά με την ίδια ζέση πολεμούσαν και τους άπιστους καθολικούς Αλβανούς και τους άπιστους, αλλά καθαρόαιμους Σλάβους, μουσουλμάνους της Βοσνίας. Οι Βόσνιοι εξεγέρθηκαν κατά των Τούρκων, αν και πολλοί ήταν ομόθρησκοί τους, με τον ίδιο ενθουσιασμό που έδειχναν οι ορθόδοξοι Σέρβοι της δασώδους πεδιάδας του Δούναβη και με περισσότερη ορμή από τους ορθόδοξους «Παλαιοσέρβους» της αλβανικής μεθορίου. Ο πρώτος βαλκανικός λαός που ξεσηκώθηκε τον 19ο αιώνα ήταν οι Σέρβοι, με ηγέτη τον ηρωικό ζωέμπορο και ληστή Καραγιώργη (1760-1817), αλλά η αρχική φάση του ξεσηκωμού τους (1804-1807) δεν προβλήθηκε ως αγώνας κατά της τουρκικής κυριαρχίας αλλά, αντίθετα, υπέρ του Σουλτάνου και κατά των καταχρήσεων των τοπικών ηγεμόνων. Δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις στην πρώιμη ιστορία των ορεινών εξεγέρσεων στα δυτικά Βαλκάνια που να υποδηλώνουν ότι οι Σέρβοι, οι Αλβανοί, οι Έλληνες και άλλοι δεν θα ήταν ικανοποιημένοι στις αρχές του 19ου αιώνα με μια μη εθνική αυτόνομη ηγεμονία σαν αυτή που ένας ισχυρός ηγεμόνας, ο Αλή Πασάς, «το λιοντάρι των Ιωαννίνων» (1741-1822), είχε για έναν καιρό εγκαθιδρύσει στην Ήπειρο.

Σε μια και μόνη περίπτωση ο ατέρμων πόλεμος των ποιμενικών φυλών και των ληστών-ηρώων ενάντια σε οποιαδήποτε αληθινή κυβέρνηση συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης: στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (1821-30). Ήταν συνεπώς φυσικό η Ελλάδα να γίνει θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελευθέρων. Γιατί μόνο στην Ελλάδα ένας ολάκερος λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς· και, αντίστροφα, η υποστήριξη της ευρωπαϊκής αριστεράς με ηγέτη τον Λόρδο Βύρωνα, που πέθανε στην Ελλάδα, συνέβαλε σημαντικά στην πραγμάτωση της ελληνικής ανεξαρτησίας.

i Είναι ενδεικτικό ότι το σημερινό γιουγκοσλαβικό καθεστώς διέσπασε το έθνος που συνηθίζαμε να καλούμε σερβικό σε πολύ πιο ρεαλιστικές υποεθνικές δημοκρατίες και μονάδες, όπως η Σερβία, η Βοσνία, το Μαυροβούνιο, η Μακεδονία και το Κοσσυφοπέδιο. Με βάση τα γλωσσικά κριτήρια του εθνικισμού του 19ου αιώνα, οι περισσότερες ανήκαν σε έναν ενιαίο «σερβικό» λαό, εκτός από τους «Μακεδόνες», που πλησιάζουν περισσότερο στους Βουλγάρους, και την αλβανική μειονότητα στο Κοσμέτ. Αλλά στην πραγματικότητα, ποτέ δεν ανέπτυξαν ενιαίο σερβικό εθνικισμό.

Page 118: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

δημόσιοι υπάλληλοι, ως υποτελείς πρίγκιπες, διοικούσαν τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες (τη σημερινή Ρουμανία). Με αυτή την έννοια, οι μορφωμένες και εμπορικές τάξεις των Βαλκανίων, της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας και της Ανατολής, οποιαδήποτε κι αν ήταν η εθνική καταγωγή τους, είχαν εξελληνιστεί ακριβώς εξαιτίας της φύσης των δραστηριοτήτων τους. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, αυτός ο εξελληνισμός προχώρησε πιο ορμητικά απ' ό,τι προηγουμένως, εν πολλοίς λόγω της σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης που επεξέτεινε επίσης την εμβέλεια αλλά και αύξησε τις επαφές της ελληνικής διασποράς. Το νέο και ανθηρό σιτεμπόριο της Μαύρης Θάλασσας έφερε τους Έλληνες στα ιταλικά, γαλλικά και βρετανικά επιχειρηματικά κέντρα και ενίσχυσε τους δεσμούς τους με τη Ρωσία. Η ανάπτυξη του βαλκανικού εμπορίου έφερε τους Έλληνες ή τους εξελληνισμένους εμπόρους στην Κεντρική Ευρώπη. Οι πρώτες εφημερίδες στην ελληνική γλώσσα τυπώθηκαν στη Βιέννη (1784-1812). Η περιοδική μετανάστευση και επανεγκατάσταση αγροτών-ανταρτών ενδυνάμωσε περισσότερο τις κοινότητες της διασποράς. Και ακριβώς στους κόλπους αυτής της κοσμοπολίτικης διασποράς ρίζωσαν οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης: ο φιλελευθερισμός, ο εθνικισμός και οι μέθοδοι πολιτικής οργάνωσης από τις μασονικές μυστικές εταιρείες. Ο Ρήγας (1760-98), ο ηγέτης ενός πρώιμου, άδηλου και ίσως παμβαλκανικού επαναστατικού κινήματος, μιλούσε γαλλικά και προσάρμοσε τη Μασσαλιώτιδα στα ελληνικά δεδομένα. Η Φιλική Εταιρεία, η μυστική πατριωτική εταιρεία που ήταν κυρίως υπεύθυνη για την επανάσταση του 1821, ιδρύθηκε στο νέο μεγάλο ρωσικό λιμάνι της Οδησσού το 1814.

Ο εθνικισμός τους ήταν μέχρις ενός σημείου ανάλογος με τα ελιτίστικα κινήματα της Δύσης. Έτσι μόνο εξηγείται το σχέδιο εξέγερσης για την ελληνική ανεξαρτησία στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό την αρχηγία Ελλήνων προυχόντων· γιατί οι μόνοι που θα μπορούσαν να ονομαστούν Έλληνες στην εξαθλιωμένη αυτή περιοχή των δουλοπαροίκων ήταν οι άρχοντες, οι επίσκοποι, οι έμποροι και οι διανοούμενοι. Φυσικά ο ξεσηκωμός αυτός απέτυχε οικτρά (1821). Ευτυχώς όμως η Εταιρεία είχε φροντίσει να προσηλυτίσει και τους ντόπιους «κλέφτες», τους εκτός νόμου και τους αρχηγούς στις φάρες των ελληνικών βουνών (ιδίως στην Πελοπόννησο), και με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία —τουλάχιστον μετά το 1818— απ' ό,τι οι Νοτιοϊταλοί ευγενείς Καρμπονάροι, που είχαν επιχειρήσει έναν παρόμοιο προσηλυτισμό των δικών τους ληστών (banditti). Είναι αμφίβολο κατά πόσο ο σύγχρονος εθνικισμός σήμαινε πολλά πράγματα γι' αυτούς τους «κλέφτες», αν και πολλοί από αυτούς διέθεταν τους γραμματικούς τους —ο σεβασμός και το ενδιαφέρον για τα βιβλία και τη μάθηση ήταν κατάλοιπο του αρχαίου ελληνισμού— που συνέτασσαν μανιφέστα στην ιακωβινική ορολογία. Αν κάτι αντιπροσώπευαν και υποστήριζαν ήταν το πανάρχαιο ήθος μιας χερσονήσου, όπου ο ρόλος του άντρα ήταν να γίνει ήρωας και όπου ο εκτός νόμου που έπαιρνε τα βουνά για να αντισταθεί σε κάθε κυβέρνηση και για να επανορθώσει στις αδικίες που γίνονταν εις βάρος του λαού ήταν το πολιτικό ιδεώδες. Στον ξεσηκωμό ανδρών όπως ο Κολοκοτρώνης, ληστής και ζωέμπορος, οι εθνικιστές δυτικού τύπου πρόσφεραν την ηγεσία και τους τοποθετούσαν σε πανελλαδική μάλλον παρά καθαρά τοπική κλίμακα. Με τη σειρά τους, αποκόμιζαν από τις επαναστάσεις ένα μοναδικό στοιχείο, που ενέπνεε δέος: τον μαζικό ξεσηκωμό ενός ένοπλου λαού.

Ο νέος ελληνικός εθνικισμός ήταν αρκετός για να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της χώρας, μολονότι ο συνδυασμός αστικής ηγεσίας, κλέφτικης αποδιοργάνωσης και επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων γέννησε μια από εκείνες τις μικροκαρικατούρες του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους που επρόκειτο να γίνει τόσο γνώριμο σε περιοχές όπως η Λατινική Αμερική. Αλλά είχε και το παράδοξο αποτέλεσμα να περιορίσει τον Ελληνισμό στην Ελλάδα, και έτσι να δημιουργήσει ή να εντείνει τον λανθάνοντα εθνικισμό των άλλων βαλκανικών λαών. Όσο το να είναι κανείς Έλληνας δεν αποτελούσε παρά ένα σχεδόν απαραίτητο επαγγελματικό προσόν του εγγράμματου ορθόδοξου χριστιανού των Βαλκανίων, ο εξελληνισμός είχε σημειώσει προόδους. Από τη στιγμή που σήμαινε πολιτική υποστήριξη της Ελλάδας, άρχισε να υποχωρεί ακόμη και ανάμεσα στις αφομοιωμένες βαλκανικές

Page 119: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εγγράμματες τάξεις. Μ' αυτήν την έννοια, η ελληνική ανεξαρτησία ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη του εθνικισμού των άλλων βαλκανικών εθνών.

Έξω από την Ευρώπη είναι δύσκολο να μιλάμε για εθνικισμό. Οι πολυάριθμες λατινοαμερικανικές δημοκρατίες που αντικατέστησαν τη διαλυμένη ισπανική και πορτογαλική αυτοκρατορία (για να ακριβολογούμε, η Βραζιλία έγινε και παρέμεινε ανεξάρτητη μοναρχία από το 1816 ως το 1889), με σύνορα που συχνά δεν αντιπροσώπευαν παρά την κατανομή των ιδιοκτησιών των ευγενών οι οποίοι είχαν υποστηρίξει στην τύχη τη μια ή την άλλη τοπική εξέγερση, άρχισαν να αποκτούν κατεστημένα πολιτικά συμφέροντα και εδαφικές φιλοδοξίες. Το αρχικό παναμερικανικό ιδεώδες του Simon Bolivar (1783-1830) της Βενεζουέλας και του San Martín (1778-1850) της Αργεντινής ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί, αν και παρέμεινε ως ισχυρό επαναστατικό ρεύμα σ' όλες τις περιοχές που ένωνε η ισπανική γλώσσα, έτσι όπως παρέμεινε και ίσως παραμένει ακόμη σήμερα ο παμβαλκανισμός, ο κληρονόμος της ορθόδοξης ενότητας κατά του Ισλάμ. Η τεράστια έκταση και η ποικιλία της ηπείρου, η ύπαρξη ανεξάρτητων επαναστατικών εστιών στο Μεξικό (που δέσποζε στην Κεντρική Αμερική), τη Βενεζουέλα και το Buenos Aires, καθώς και το ειδικό πρόβλημα του κέντρου της ισπανικής αποικιοκρατίας στο Περού, που είχε ελευθερωθεί με εξωτερική βοήθεια, επέβαλλαν αυτόματο κατακερματισμό. Αλλά οι λατινοαμερικανικές επαναστάσεις ήταν έργο μικρών ομάδων πατρικίων, στρατιωτών και εξευρωπαϊσμένων που είχαν δεχτεί την επίδραση της Γαλλίας, αφήνοντας τη μάζα του φτωχού λευκού καθολικού πληθυσμού παθητική και τους Ινδιάνους αδιάφορους ή εχθρικούς. Μόνο στο Μεξικό αποκτήθηκε η ανεξαρτησία με την πρωτοβουλία λαϊκού αγροτικού, δηλαδή ινδιάνικου, κινήματος υπό τη σημαία της Παρθένου της Γουαδελούπης, και συνεπώς το Μεξικό έχει έκτοτε ακολουθήσει μια διαφορετική και πολιτικά πιο προηγμένη πορεία απ' ό,τι οι υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Εντούτοις, ακόμη και ως προς το μικρό στρώμα των πολιτικά αποφασιστικών Λατινοαμερικανών, θα ήταν αναχρονιστικό στην περίοδο που μας απασχολεί να μιλάμε για κάτι περισσότερο από μια εμβρυώδη «εθνική συνείδηση» της Κολομβίας, της Βενεζουέλας, του Ισημερινού κτλ.

Κάποιος όμως πρωτοεθνικισμός υπήρχε πράγματι σε διάφορες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά παραδόξως ακολούθησε την κατεύθυνση του συντηρητισμού μάλλον παρά της εθνικής εξέγερσης. Οι Σλάβοι καταπιέζονταν παντού, εκτός από τη Ρωσία και μερικά άγρια βαλκανικά προπύργια, αλλά κατά την άμεση αντίληψή τους οι καταπιεστές ήταν, όπως είδαμε, όχι οι απόλυτοι μονάρχες αλλά οι Γερμανοί ή οι Μαγυάροι γαιοκτήμονες και οι αστοί εκμεταλλευτές. Άλλωστε, ο εθνικισμός αυτών των στοιχείων δεν άφηνε περιθώρια για την εθνική υπόσταση των Σλάβων: ακόμη κι ένα τόσο ριζοσπαστικό πρόγραμμα όπως αυτό των Γερμανικών Ενωμένων Πολιτειών που πρότειναν οι ρεπουμπλικάνοι και οι δημοκράτες της Βάδης (στη νοτιοδυτική Γερμανία) πρόβλεπε μια ιλλυρική (δηλαδή κροατική και σλοβενική) δημοκρατία με πρωτεύουσα την ιταλική Τεργέστη, μια μοραβική με πρωτεύουσα το Όλομουτς, μια βοημική με πρωτεύουσα την Πράγα.10 Συνεπώς, η άμεση ελπίδα των σλάβων εθνικιστών ήταν οι αυτοκράτορες της Αυστρίας και της Ρωσίας. Ποικίλες μορφές σλαβικής αλληλεγγύης εξέφραζαν τον ρωσικό προσανατολισμό και προσέλκυαν σλάβους επαναστάτες —ακόμη και τους Πολωνούς που ήταν εναντίον των Ρώσων— ιδίως σε καιρούς ήττας και απογοήτευσης, όπως μετά την αποτυχία της εξέγερσης του 1846. Ο «Ιλλυρισμός» στην Κροατία και ένας μετριοπαθής τσέχικος εθνικισμός εξέφραζαν την αυστριακή τάση· και οι δύο υποστηρίχτηκαν εσκεμμένα από τους Αψβούργους, δύο κύριοι υπουργοί των οποίων —ο Kolowrat και ο αρχηγός της αστυνομίας Sedlnitzky— ήταν οι ίδιοι Τσέχοι. Στη δεκαετία του 1830, οι κροατικές πολιτιστικές φιλοδοξίες ήταν υπό προστασία, ενώ το 1840 ο Kolowrat πρότεινε αυτό που αργότερα θα αποδεικνυόταν τόσο χρήσιμο στην επανάσταση του 1848: το διορισμό, δηλαδή, ενός Κροάτη στρατιωτικού ban ως αρχηγού της Κροατίας, με αρμοδιότητες ελέγχου των στρατιωτικών συνόρων με την Ουγγαρία, ως αντίβαρο στους απείθαρχους Μαγυάρους.11 Το να είναι κανείς επαναστάτης το 1848 έφτασε συνεπώς να ταυτίζεται σχεδόν

Page 120: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

με την αντίδραση στις εθνικές φιλοδοξίες των Σλάβων και η σιωπηρή διαμάχη ανάμεσα στα «προοδευτικά» και τα «αντιδραστικά» έθνη συνέβαλε πολύ στην αποτυχία των επαναστάσεων του 1848.

Κανένα στοιχείο εθνικισμού δεν υπήρχε σε άλλες περιοχές, διότι έλειπαν οι απαραίτητες κοινωνικές συνθήκες. Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις που αργότερα θα γεννούσαν τον εθνικισμό ήταν σ' αυτό το στάδιο αντίθετες στη συμμαχία της παράδοσης, της θρησκείας και της μαζικής φτώχειας, συμμαχία που πρόβαλε και την ισχυρότερη αντίσταση στη διείσδυση των δυτικών κατακτητών και εκμεταλλευτών. Τα στοιχεία της ντόπιας αστικής τάξης που αναπτύχθηκε στις ασιατικές χώρες πολεμούσαν τη συμμαχία αυτή υπό τη σκέπη των ξένων εκμεταλλευτών, ενώ εν πολλοίς δρούσαν ως πράκτορες, μεσάζοντες και προστατευόμενοί τους: παράδειγμα γι' αυτό αποτελεί η κοινότητα των Πάρσων της Βομβάης. Ακόμη κι αν ο μορφωμένος και «φωτισμένος» Ασιάτης δεν ήταν εμπορικός πράκτορας ή κατώτερος υπάλληλος κάποιου ξένου κυρίαρχου ή εταιρείας (κατάσταση ανάλογη με της ελληνικής διασποράς στην Τουρκία), το πρώτο πολιτικό του καθήκον ήταν να εξευρωπαΐσει τη χώρα του, δηλαδή να εισαγάγει τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του επιστημονικού και τεχνικού εκσυγχρονισμού στο λαό του, ενάντια στην ενωμένη αντίσταση των παραδοσιακών κυβερνήσεων και των παραδοσιακών υπηκόων τους (κατάσταση ανάλογη με αυτή των ευγενών Ιακωβίνων της νότιας Ιταλίας). Ήταν συνεπώς διπλά αποκομμένος από το λαό του. Η εθνικιστική μυθολογία έχει συχνά συγκαλύψει τη διάσταση αυτή, εν μέρει αποκρύπτοντας τους δεσμούς μεταξύ της αποικιοκρατίας και των πρώιμων γηγενών αστικών τάξεων, εν μέρει αποδίδοντας στην πρώιμη αντίσταση κατά των ξένων τα στοιχεία ενός μεταγενέστερου εθνικιστικού κινήματος. Αλλά στην Ασία, στις ισλαμικές χώρες, κι ακόμη περισσότερο στην Αφρική, η σύνδεση ανάμεσα στους «εξευρωπαϊσμένους» και τον εθνικισμό και ανάμεσα σ' αυτά τα δύο στοιχεία και τις μάζες δεν έγινε παρά τον 20ό αιώνα.

Ο εθνικισμός στην Ανατολή ήταν συνεπώς το τελικό προϊόν της δυτικής επίδρασης και της δυτικής κατάκτησης. Η σχέση αυτή είναι ίσως εμφανέστερη στη μόνη καθαρά ανατολική χώρα όπου τέθηκαν τα θεμέλια αυτού που επρόκειτο να αποτελέσει το πρώτο σύγχρονο αποικιακό εθνικιστικό κίνημα:i την Αίγυπτο. Η κατάκτηση του Ναπολέοντα εισήγαγε τις δυτικές ιδέες, μεθόδους και τεχνικές, των οποίων την αξία σύντομα αναγνώρισε ένας ικανός και φιλόδοξος ντόπιος στρατιώτης, ο Μωχάμετ Άλη. Έχοντας καταλάβει την εξουσία και αποκτήσει σχεδόν πλήρη ανεξαρτησία από την Τουρκία κατά τη συγκεχυμένη περίοδο που ακολούθησε την αποχώρηση των Γάλλων, και με γαλλική υποστήριξη, ο Μωχάμετ Άλη βάλθηκε να εγκαθιδρύσει έναν αποδοτικό και εξευρωπαϊσμένο δεσποτισμό με ξένη (κυρίως γαλλική) τεχνική βοήθεια. Οι Ευρωπαίοι αριστεροί των δεκαετιών του 1820 και 1830 επικρότησαν τις προσπάθειες του φωτισμένου αυτού δεσπότη και έθεσαν στη διάθεσή του τις υπηρεσίες τους, όταν η αντίδραση στις χώρες τους έμοιαζε υπερβολικά αποκαρδιωτική. Η ιδιόμορφη ομάδα των Σαινσιμονιστών, αιωρούμενη εξίσου ανάμεσα στην προάσπιση του σοσιαλισμού και της βιομηχανικής ανάπτυξης από τραπεζίτες και μηχανικούς, του έδωσε προσωρινά τη συλλογική της βοήθεια και εκπόνησε τα σχέδια για την οικονομική του ανάπτυξη (βλ. >>). Έβαλαν έτσι και τα θεμέλια για τη Διώρυγα του Σουέζ (τα έθεσε ο Σαινσιμονιστής de Lesseps) και για τη μοιραία εξάρτηση των Αιγυπτίων ηγετών από τεράστια δάνεια, που τα διαπραγματεύονταν αντίπαλες ομάδες Ευρωπαίων απατεώνων, δάνεια που μετέτρεψαν την Αίγυπτο σε κέντρο ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και, αργότερα, αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης. Αλλά ο Μωχάμετ Άλη δεν ήταν περισσότερο εθνικιστής από οποιονδήποτε άλλο δεσπότη της Ανατολής. Ήταν ο εξευρωπαϊσμός του, και όχι οι φιλοδοξίες του ή οι φιλοδοξίες του λαού του, που έθεσε τα θεμέλια για τον εθνικισμό που ακολούθησε αργότερα. Αν η Αίγυπτος απέκτησε το πρώτο εθνικιστικό κίνημα στον ισλαμικό

i Εκτός από τα ιρλανδικό.

Page 121: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

κόσμο, και το Μαρόκο ένα από τα τελευταία, ήταν γιατί ο Μωχάμετ Άλη (για απόλυτα ευεξήγητους γεωπολιτικούς λόγους) ακολουθούσε τα χνάρια του εξευρωπαϊσμού, ενώ η απομονωμένη, αυτοαποκλεισμένη αυτοκρατορία των σερίφ της μουσουλμανικής Δύσης δεν τα ακολουθούσε, ούτε έκανε καμία τέτοια προσπάθεια. Ο εθνικισμός, όπως και τόσα άλλα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κόσμου, είναι γέννημα της διττής επανάστασης.

Page 122: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΜΕΡΟΣ Β' ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Page 123: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η' Η ΓΗ

Είμαι ο κύριός σας και κύριός μου είναι ο Τσάρος. Ο Τσάρος έχει δικαίωμα να μου δίνει διαταγές και πρέπει να υπακούω, αλλ' όχι να τις δίνει σε σας. Στα κτήματά μου εγώ είμαι ο Τσάρος, είμαι ο θεός σας επί της γης και πρέπει να είμαι υπόλογος για σας ενώπιον του Θεού στα ουράνια. [...] Πρώτα πρέπει να ξυστρίσουμε το άλογο δέκα φορές με τη σιδερένια ξύστρα κι έπειτα να το βουρτσίσουμε με τη μαλακιά βούρτσα. Θα πρέπει κι εγώ να σας ξυστρίσω πολύ άγρια, και ποιος ξέρει αν ποτέ θα φτάσω στο βούρτσισμα. Ο Θεός καθαρίζει τον αέρα με κεραυνούς κι αστραπές, και στο χωριό μου θα καθαρίσω τον αέρα με κεραυνούς και φωτιά όποτε το κρίνω απαραίτητο.

Ρώσος γαιοκτήμονας στους δουλοπαροίκους του1

Το να διαθέτει ένας αγρότης μια δυο αγελάδες, ένα γουρούνι και μερικές χήνες ασφαλώς τον ανεβάζει, κατά τη δική του αντίληψη, σε θέση υψηλότερη από τους αδελφούς του της ίδιας κοινωνικής βαθμίδας. [...] Σεργιανίζοντας πίσω απ' τις αγελάδες του, αποκτά τη συνήθεια της νωθρότητας. [...] Η καθημερινή δουλειά γίνεται απεχθής· η αποστροφή αυξάνεται με την ανοχή· και τελικά η πώληση ενός κακοθρεμμένου μοσχαριού ή χοίρου προσφέρει τα μέσα ώστε στην οκνηρία να προστεθεί και το πιοτό. Συχνά ακολουθεί η πώληση της αγελάδας, και ο άθλιος και απογοητευμένος ιδιοκτήτης της, απρόθυμος να ξαναρχίσει την καθημερινή, τακτική δουλειά από την οποία αντλούσε τα προς το ζην [...] παίρνει από το μερίδιο του φτωχού το βοήθημα το οποίο καθόλου δεν δικαιούται.

Επισκόπηση του Γεωργικού Επιμελητηρίου για το Somerset, 17982

Ι

Η ζωή και ο θάνατος των περισσότερων ανθρώπων στα χρόνια 1789-1848 συνδέθηκε με το τι συνέβη στη γη. Κατά συνέπεια, ο αντίκτυπος της διττής επανάστασης στην έγγεια ιδιοκτησία, στη μορφή της γαιοκτησίας και στη γεωργία ήταν το πιο καταστροφικό φαινόμενο της περιόδου που μας απασχολεί. Διότι ούτε η πολιτική ούτε η οικονομική επανάσταση μπορούσαν να αγνοήσουν τη γη, την οποία η πρώτη σχολή των οικονομολόγων, οι Φυσιοκράτες, θεωρούσαν τη μόνη πηγή πλούτου, και της οποίας ο επαναστατικός μετασχηματισμός ήταν, κατά γενική συναίνεση, η απαραίτητη προϋπόθεση και η συνέπεια της αστικής κοινωνίας, αν όχι και κάθε γρήγορης οικονομικής ανάπτυξης. Το παχύ στρώμα πολικού πάγου από τα παγκόσμια αγροτικά συστήματα και τις αγροτικές κοινωνικές σχέσεις κάλυπτε το γόνιμο έδαφος της οικονομικής ανάπτυξης. Έπρεπε πάση θυσία να λιώσει, ώστε οι δυνάμεις της ιδιωτικής πρωτοβουλίας που κυνηγούσαν το κέρδος να μπορέσουν να οργώσουν το έδαφος. Αυτό προϋπέθετε τριών ειδών αλλαγές. Αφενός η γη έπρεπε να γίνει αγαθό που θα ανήκε σε ιδιοκτήτες και θα μπορούσε ελεύθερα να αποτελεί προϊόν αγοραπωλησίας. Αφετέρου έπρεπε να περάσει στην κυριότητα μιας τάξης ανθρώπων πρόθυμων να αναπτύξουν τους παραγωγικούς της πόρους για την αγορά, με κίνητρο τη λογική, δηλαδή το φωτισμένο συμφέρον και το κέρδος τους. Η τρίτη αλλαγή αφορούσε τη μεγάλη μάζα του αγροτικού πληθυσμού, που έπρεπε κάπως να μετατραπεί, τουλάχιστον εν μέρει, σε ελεύθερα μετακινούμενους μεροκαματιάρηδες για τον αναπτυσσόμενο μη γεωργικό τομέα της οικονομίας. Μερικοί από τους πιο συνετούς ή ριζοσπάστες οικονομολόγους είχαν επίσης επίγνωση της ανάγκης για μια τέταρτη αλλαγή, δύσκολη, αν όχι αδύνατη, στην πραγμάτωσή της. Διότι σε μια οικονομία που προϋπέθετε την πλήρη κινητικότητα όλων των συντελεστών παραγωγής, η γη, ένα «φυσικό μονοπώλιο», δεν ταίριαζε απολύτως. Εφόσον η έκταση της γης ήταν περιορισμένη και τα διάφορα τμήματά της διέφεραν ως προς τη γονιμότητα και την ευκολία πρόσβασης, όσοι κατείχαν τα πιο γόνιμα μέρη της είχαν αναπόφευκτα το ιδιαίτερο πλεονέκτημα να εισπράττουν ενοίκιο για το υπόλοιπο. Το πώς ήταν δυνατό να αρθεί η επιβάρυνση αυτή ή να μετριαστεί —π.χ. με κατάλληλη φορολογία, με νόμους κατά της συγκέντρωσης της έγγειας ιδιοκτησίας, ή ακόμη με εθνικοποίηση—

Page 124: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αποτέλεσε θέμα οξύτατων συζητήσεων, ιδίως στη βιομηχανική Αγγλία. (Τα επιχειρήματα αυτά αφορούσαν επίσης και άλλα «φυσικά μονοπώλια», όπως τους σιδηροδρόμους, που η εθνικοποίησή τους γι' αυτό το λόγο ποτέ δεν θεωρήθηκε ασυμβίβαστη με το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας, και μάλιστα εφαρμόστηκε ευρέως.i) Αυτά όμως ήταν προβλήματα μιας αστικής κοινωνίας. Ό,τι προείχε ήταν να εγκαθιδρυθεί η κοινωνία αυτή.

Δύο σημαντικά εμπόδια έφραζαν το δρόμο για το έργο αυτό: οι προκαπιταλιστές γαιοκτήμονες και η παραδοσιακή αγροτιά. Και τα δυο απαιτούσαν συνδυασμό πολιτικής και οικονομικής δράσης. Από την άλλη μεριά, το έργο θα μπορούσε να επιτελεστεί με ποικίλους τρόπους. Οι πιο ριζοσπαστικοί ήταν ο βρετανικός και ο αμερικανικός, γιατί και οι δύο εξαφάνιζαν τους αγρότες, ενώ ο ένας εξαφάνιζε και τον γαιοκτήμονα. Από την κλασική βρετανική λύση προέκυψε μια χώρα όπου 4.000 ίσως ιδιοκτήτες κατείχαν τα 4/7 περίπου της γης,3 την οποία καλλιεργούσαν —βάσει των στοιχείων του 1851— 250.000 γεωργοί (τα 3/4 της έκτασης τα κάλυπταν κτήματα από 200 ως 2.000 στρέμματα), οι οποίοι είχαν στη δούλεψή τους περί τους 1.250.000 εργάτες και υπηρέτες. Θύλακοι μικροκτηματιών υπήρχαν βέβαια, αλλά, αν εξαιρέσουμε τις ορεινές περιοχές της Σκοτίας και κάποια τμήματα της Ουαλλίας, μόνο ο τυπολάτρης μελετητής μπορεί να μιλήσει για βρετανική αγροτιά με την ευρωπαϊκή έννοια. Η κλασική αμερικανική λύση ήταν ο κτηματίας-ιδιοκτήτης που προσανατολιζόταν στην εμπορευματική παραγωγή και αντιστάθμιζε την έλλειψη εργατικής δύναμης με εντατικό εκμηχανισμό. Οι θεριστικές μηχανές του Obed Hussey (1833) και του Cyrus McCormick (1834) ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα για τους κτηματίες που ενδιαφέρονταν αποκλειστικά για το εμπόριο ή για τους επιχειρηματίες που έκαναν επενδύσεις σε γη και επεξέτειναν τον αμερικανικό τρόπο ζωής δυτικά από τις πολιτείες της Νέας Αγγλίας, αρπάζοντας τη γη ή, αργότερα, αγοράζοντάς την από την κυβέρνηση σε τιμές εικονικές. Η κλασική πρωσική λύση ήταν η λιγότερο επαναστατική από κοινοτική άποψη. Συνίστατο στη μετατροπή των φεουδαρχών γαιοκτημόνων σε καπιταλιστές κτηματίες, και των δουλοπαροίκων σε μισθωτούς εργάτες. Οι Πρώσοι αριστοκράτες (Junkers) διατηρούσαν τον έλεγχο των μάλλον μέτριων κτημάτων τους, που τα καλλιεργούσαν από παλιά για την εξαγωγική αγορά με δουλοπαροίκους, μόνο που τώρα το έκαναν με αγρότες «απελευθερωμένους» από τη δουλεία —και από τη γη. Το παράδειγμα της Πομερανίας, όπου προς τα τέλη του αιώνα το 61% της γης το κάλυπταν περί τα 2.000 μεγάλα κτήματα, το 39% 60.000 μικρότερα, ενώ ο υπόλοιπος πληθυσμός ήταν ακτήμων, είναι αναμφισβήτητα ακραίο,4 αλλά είναι γεγονός ότι η τάξη των αγρεργατών παραήταν ασήμαντη, κι έτσι η λέξη «εργάτης» ούτε καν εμφανίζεται στην Εγκυκλοπαίδεια Εγχώριας και Αγροτικής Οικονομίας του Krüniz (1773). Αντίθετα, το 1849 ο αριθμός των ακτημόνων ή ουσιαστικά ημερομίσθιων αγρεργατών στην Πρωσία υπολογίζεται σε 2 περίπου εκατομμύρια.5

Η βορειοαμερικανική λύση στηριζόταν στο μοναδικό γεγονός μιας σχεδόν απεριόριστης προσφοράς σε διαθέσιμη γη, καθώς και στην απουσία καταλοίπων φεουδαλικών σχέσεων ή παραδοσιακού αγροτικού κολεκτιβισμού. Το μόνο ουσιαστικό, αλλά όχι σοβαρό, εμπόδιο στην εξάπλωση της καθαρά εξατομικευμένης γεωργίας ήταν οι ερυθρόδερμες φυλές των οποίων η γη —με την εγγύηση συνήθως συνθηκών με τη βρετανική, γαλλική και αμερικανική κυβέρνηση— τους ανήκε συλλογικά, συχνά ως κυνηγότοπος. Η πλήρης διάσταση ανάμεσα σε μια αντίληψη της κοινωνίας σύμφωνα με την οποία η ατομική, εντελώς απαλλοτριώσιμη,

Η μόνη εναλλακτική λύση του αγροτικού προβλήματος με καπιταλιστική έννοια ήταν η δανική, σύμφωνα με την οποία δημιουργούνταν κι εδώ ένα μεγάλο σώμα μικρομεσαίων κτηματιών προσανατολισμένων στην εμπορευματική καλλιέργεια. Εντούτοις, οφειλόταν κυρίως στις μεταρρυθμίσεις της περιόδου της φωτισμένης δεσποτείας της δεκαετίας του 1780, και συνεπώς ξεφεύγει κάπως από τα χρονικά όρια αυτού του τόμου.

i Ακόμα και στην Αγγλία προτάθηκε σοβαρά στη δεκαετία του 1840.

Page 125: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ιδιοκτησία θεωρείται όχι μόνο η μόνη ορθολογική αλλά και η μόνη φυσική λύση, και σε μια άλλη που πρεσβεύει το αντίθετο, είναι ίσως πιο καταφανής στην αντιπαράθεση Αμερικανών και Ινδιάνων. «Ανάμεσα στις πιο επιζήμιες και μοιραίες αιτίες (που εμπόδισαν τους Ινδιάνους να μάθουν τα καλά του πολιτισμού)», ισχυριζόταν ο αρμοστής για τις Ινδιάνικες Υποθέσεις,6

Όλα αυτά υπό τον όρο ότι οι αγρότες, από τις τάξεις των οποίων θα προέρχονταν αναμφισβήτητα πολλοί από τους αγοραστές, θα μετατρέπονταν σε μια τάξη ικανή να διαθέτει ελεύθερα τους πόρους της, ένα βήμα που θα πετύχαινε αυτόματα και τον τρίτο στόχο, τη δημιουργία δηλαδή μιας μεγάλης, «ελεύθερης» εργατικής δύναμης που θα την απάρτιζαν όσοι δεν μπόρεσαν να γίνουν αστοί. Ήταν συνεπώς απαραίτητη και η απελευθέρωση του αγρότη από μη οικονομικές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις (μορφές παροικίας, δοσίματα στους γαιοκτήμονες, αναγκαστική εργασία, δουλεία, κ.ά.). Αυτό θα είχε ένα επιπρόσθετο και σημαντικότατο πλεονέκτημα· διότι ο ελεύθερος ημερομίσθιος εργάτης με κίνητρα για υψηλότερη αμοιβή, ή ο ελεύθερος μικροκτηματίας, θα αποδεικνύονταν, κατά τη γενική άποψη, πολύ πιο αποδοτικοί από τον εργαζόμενο εξαναγκαστικά, είτε επρόκειτο για

«ήταν η συλλογική ιδιοκτησία μιας υπερβολικά μεγάλης έκτασης γης και τα δικαιώματά τους σε μεγάλες χρηματικές προσόδους· η πρώτη τους έδινε μεγάλα περιθώρια για να αφήνονται στις άστατες συνήθειες και στον πλάνητα βίο και τους εμπόδιζε να αποκτήσουν γνώση της ατομικότητας της ιδιοκτησίας και του πλεονεκτήματος της μόνιμης κατοικίας· η άλλη υπέθαλπε την οκνηρία και την έλλειψη λιτότητας και τους έδινε τα μέσα να ικανοποιούν τις διεφθαρμένες προτιμήσεις και τις ορέξεις τους». Το να τους αφαιρέσει κανείς τη γη τους με δόλο, κλοπή ή οποιοδήποτε άλλο είδος πίεσης ήταν συνεπώς ηθικό όσο και επωφελές.

Οι νομάδες και πρωτόγονοι Ινδιάνοι δεν ήταν οι μόνοι που δεν καταλάβαιναν τον αστικό ατομικιστικό ορθολογισμό ως προς τη γη, αλλ' ούτε και τον επιθυμούσαν. Στην πραγματικότητα, αν εξαιρέσουμε τις μειονότητες των φωτισμένων, των άπληστων και «εύρωστων και συνετών» αγροτών, η μεγάλη μάζα του πληθυσμού στην ύπαιθρο, από τον μεγαλύτερο φεουδάρχη ως τον φτωχότερο βοσκό, αποστρεφόταν τον ορθολογισμό αυτό. Μόνο μια πολιτική-θεσμική επανάσταση που θα στρεφόταν τόσο ενάντια στους γαιοκτήμονες όσο και ενάντια στους παραδοσιακούς αγρότες θα μπορούσε να δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε η ορθολογική μειοψηφία να γίνει ορθολογική πλειοψηφία. Η ιστορία των αγροτικών σχέσεων στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ευρώπης και των αποικιών της στην περίοδό μας είναι η ιστορία αυτής της επανάστασης, μολονότι οι συνέπειές της δεν έγιναν πλήρως αισθητές παρά στο δεύτερο μισό του αιώνα.

Όπως είδαμε, ο πρώτος στόχος της ήταν να κάνει τη γη εμπορεύσιμο αγαθό. Έπρεπε συνεπώς να αρθούν οι περιορισμοί στη μεταβίβαση και οι άλλες απαγορεύσεις ως προς την πώληση ή τον κατακερματισμό των αγροκτημάτων των ευγενών, ενώ ο γαιοκτήμονας να υπόκειται στη σωτήρια ποινή της χρεοκοπίας για οικονομική ανικανότητα, πράγμα που θα επέτρεπε στους πιο εύρωστους οικονομικά αγοραστές να αναλάβουν στη θέση του. Προπάντων στις καθολικές και μωαμεθανικές χώρες (στις προτεσταντικές είχε από καιρό γίνει), έπρεπε ο μεγάλος όγκος των εκκλησιαστικών γαιών να βγει από το γοτθικό βασίλειο της ανοικονομικής πρόληψης και να διατεθεί στην αγορά και την ορθολογική εκμετάλλευση. Θα επακολουθούσε η μεταβίβασή τους στην πολιτεία και η πώλησή τους. Οι εξίσου τεράστιες εκτάσεις συλλογικής ιδιοκτησίας — συνεπώς και κακής αξιοποίησης— που ανήκαν σε κοινότητες χωριών και πόλεων, κοινοί αγροί, κοινά βοσκοτόπια, δασώδεις εκτάσεις κ.ά. έπρεπε να γίνουν προσιτές στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Θα επακολουθούσε ο χωρισμός τους σε επιμέρους κλήρους και η περίφραξή τους. Ήταν αναμφίβολο ότι οι νέοι αγοραστές θα ήταν δραστήριοι, εύρωστοι και συνετοί, και έτσι θα πραγματωνόταν και ο δεύτερος στόχος της αγροτικής επανάστασης.

Page 126: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

δουλοπάροικο, peoni ή δούλο. Έπρεπε να πληρωθεί μία ακόμη προϋπόθεση: Ο τεράστιος αριθμός όσων φυτοζωούσαν από τη γη με την οποία ήταν δεμένοι κατά τη διάρκεια όλης της ιστορίας της ανθρωπότητας και οι οποίοι, αν η γη αξιοποιούνταν παραγωγικά, θα αποτελούσαν απλώς πληθυσμιακό πλεόνασμα,ii έπρεπε να εκριζωθούν από τον συγκεκριμένο χώρο τους και να μπορούν να κινούνται ελεύθερα. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να μεταπηδήσουν στις πόλεις και στα εργοστάσια, όπου υπήρχε όλο και μεγαλύτερη ανάγκη των χεριών τους. Με άλλα λόγια, οι αγρότες μαζί με τις δουλικές τους υποχρεώσεις έπρεπε να χάσουν και τη γη τους.

Στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, αυτό σήμαινε ότι το πλέγμα των παραδοσιακών νομικών και πολιτικών σχέσεων, που είναι κοινώς γνωστό ως «φεουδαλισμός», έπρεπε να καταργηθεί, εκεί φυσικά όπου εξακολουθούσε να υπάρχει. Σε γενικές γραμμές, στην περίοδο 1789-1848 η κατάργηση αυτή πραγματοποιήθηκε —κυρίως με την άμεση επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης— από το Γιβραλτάρ ως την Ανατολική Πρωσία κι από τη Βαλτική ως τη Σικελία. Οι αντίστοιχες αλλαγές στην κεντρική Ευρώπη έγιναν μόνο το 1848, ενώ στη Ρωσία και τη Ρουμανία στη δεκαετία του 1860. Εκτός Ευρώπης, κάτι ανάλογο συνέβη στην Αμερική, με σημαντικές εξαιρέσεις τη Βραζιλία, την Κούβα και τις νότιες ΗΠΑ, όπου η δουλεία διατηρήθηκε ως τα 1862-68. Σε μερικές αποικίες υπό την άμεση διοίκηση ευρωπαϊκών κρατών, και ιδίως σε τμήματα της Ινδίας και της Αλγερίας, πραγματοποιήθηκαν επίσης ανάλογες επαναστατικές νομικές καινοτομίες. Το ίδιο έγινε στην Τουρκία και, για σύντομο χρονικό διάστημα, στην Αίγυπτο.7

i Δουλοπάροικος στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. (Σ.τ.Μ.)

ii Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1830, υπολογίστηκε ότι το πλεόνασμα εργατικής δύναμης ήταν 1 προς 6 του συνολικού πληθυσμού στην αστική και βιομηχανική Αγγλία, 1 προς 20 στη Γαλλία και τη Γερμανία, 1 προς 25 στην Αυστρία και την Ιταλία, 1 προς 30 στην Ισπανία και 1 προς 100 στη Ρωσία. [L. V. Α. de Villeneuve Bargemont, Économie politique chrétienne, 1834, τόμ. II, σ. 3 κ.ε.]

Εκτός από τη Βρετανία και λίγες ακόμη χώρες, όπου ο φεουδαλισμός υπ' αυτήν την έννοια είτε είχε ήδη καταργηθεί είτε ποτέ δεν είχε πραγματικά επικρατήσει (ενώ υπήρξαν οι παραδοσιακές αγροτικές κολεκτίβες), οι μέθοδοι για την πραγμάτωση της επανάστασης αυτής ήταν παρόμοιες. Στη Βρετανία δεν ήταν απαραίτητη αλλ' ούτε πολιτικά εφικτή η νομοθεσία για την απαλλοτρίωση της μεγάλης ιδιοκτησίας, διότι οι μεγάλοι γαιοκτήμονες ή οι καλλιεργητές είχαν ήδη προσαρμοστεί σε μια αστική κοινωνία. Η αντίστασή τους στον τελειωτικό θρίαμβο των αστικών σχέσεων στην ύπαιθρο —μεταξύ του 1795 και του 1846— υπήρξε δριμύτατη. Εντούτοις, αν και περιλάμβανε, με ασαφή μορφή, ένα είδος διαμαρτυρίας των παραδοσιακών ενάντια στην καταστρεπτική επέλαση της αρχής του καθαρά ατομικιστικού κέρδους, η αιτία των εμφανέστερων δυσαρεσκειών τους ήταν πολύ απλούστερη: ήταν η επιθυμία να διατηρηθούν οι υψηλές τιμές και τα υψηλά ενοίκια της εποχής της Επανάστασης και των ναπολεόντειων πολέμων σε μια περίοδο μεταπολεμικής ύφεσης. Η αντίδρασή τους ήταν μάλλον αντίδραση αγροτικής ομάδας πίεσης παρά αντίδραση φεουδαλικού τύπου. Ο νόμος στράφηκε κυρίως ενάντια στα κατάλοιπα των αγροτών, τους μικροκληρούχους και τους αγρεργάτες. Από το 1760, περί τα 24 εκατομμύρια στρέμματα κοινών αγρών και κοινών γαιών χωρίστηκαν σε 5.000 περίπου περίφρακτους χώρους σύμφωνα με τους ειδικούς και τους γενικούς Νόμους περί περιφράξεων και μετατράπηκαν σε ιδιωτικά κτήματα, ενώ η διαδικασία συμπληρώθηκε με πολυάριθμες, λιγότερο επίσημες ρυθμίσεις. Ο Νόμος περί πτωχών του 1834 στόχευε στο να κάνει τόσο αφόρητη τη ζωή των φτωχών της υπαίθρου ώστε να τους αναγκάσει να πάνε οπουδήποτε υπήρχαν δουλειές διαθέσιμες. Πράγματι, το φαινόμενο αυτό άρχισε να παρατηρείται σύντομα. Στη δεκαετία του 1840 πολλές κομητείες είχαν ήδη φτάσει στα πρόθυρα μιας απόλυτης απώλειας πληθυσμού, και από το 1850 η εγκατάλειψη της γης γενικεύτηκε.

Page 127: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Οι μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1780 έφεραν την κατάργηση του φεουδαλισμού στη Δανία, αν και αυτοί που ευεργετήθηκαν εκεί δεν ήταν τόσο οι γαιοκτήμονες όσο οι αγρότες ενοικιαστές και ιδιοκτήτες που, μετά την κατάργηση του «συστήματος των λωρίδων» (open fieldsi), ενθαρρύνθηκαν να ενοποιήσουν τα διασκορπισμένα τμήματα των κτημάτων τους, μια διαδικασία ανάλογη με την «περίφραξη», η οποία εν πολλοίς είχε ολοκληρωθεί ως το 1800. Τα κτήματα άρχισαν να κατακερματίζονται και να πουλιούνται στους πρώην ενοικιαστές τους, μολονότι η μεταναπολεόντεια ύφεση, που δυσκόλεψε περισσότερο τους μικροϊδιοκτήτες παρά τους ενοικιαστές, επιβράδυνε τη διεργασία αυτή στα χρόνια 1816-30 περίπου. Το 1865 η Δανία ήταν πλέον μια χώρα κυρίως ανεξάρτητων ιδιοκτητών. Στη Σουηδία, παρόμοιες αλλά λιγότερο δραστικές μεταρρυθμίσεις είχαν ανάλογα αποτελέσματα, ώστε ως το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είχε ουσιαστικά εξαφανιστεί η παραδοσιακή κοινή καλλιέργεια και το σύστημα των λωρίδων. Οι πάλαι ποτέ φεουδαλικές περιοχές αφομοιώθηκαν με το υπόλοιπο της χώρας, όπου οι ελεύθεροι αγρότες επικρατούσαν ανέκαθεν, όπως συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό και στη Νορβηγία (μετά το 1815 τμήμα της Σουηδίας και παλιότερα της Δανίας). Σε ορισμένες περιοχές έγινε αισθητή μια τάση υποδιαίρεσης των μεγαλύτερων εκμεταλλεύσεων, που αντισταθμίστηκε με τη ροπή για την ενοποίηση των κτημάτων. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί ταχύτατα η παραγωγικότητα της γεωργίας —στη Δανία ο αριθμός των βοοειδών διπλασιάστηκε κατά το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα8

II

— αλλά, με την ταχεία πληθυσμιακή αύξηση, ήταν όλο και μεγαλύτερος ο αριθμός των φτωχών της υπαίθρου που δεν έβρισκε απασχόληση. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, οι οικονομικές δυσχέρειες οδήγησαν στην πιο μαζική από τις μεταναστευτικές κινήσεις ολόκληρου του αιώνα από την άγονη Νορβηγία, λίγο αργότερα από τη Σουηδία, και σε μικρότερο βαθμό από τη Δανία, κυρίως προς την αμερικανική Δύση.

Στη Γαλλία, όπως είδαμε, η κατάργηση του φεουδαλισμού ήταν έργο της Επανάστασης. Η πίεση των αγροτών και ο Ιακωβινισμός ώθησαν την αγροτική μεταρρύθμιση πέρα από το σημείο που θα επιθυμούσαν οι υπέρμαχοι της καπιταλιστικής ανάπτυξης (βλ. >>, >>). Η Γαλλία, συνεπώς, δεν έγινε ούτε χώρα γαιοκτημόνων και αγρεργατών ούτε χώρα κτηματιών προσανατολισμένων στην εμπορευματική παραγωγή, αλλά χώρα ποικίλων τύπων αγροτών ιδιοκτητών, που αποτέλεσαν τους στυλοβάτες όλων των μεταγενέστερων πολιτικών καθεστώτων τα οποία, δεν τους απειλούσαν με στέρηση της γης τους. Το ότι ο αριθμός των αγροτών ιδιοκτητών αυξήθηκε περισσότερο από 50% —από 4 σε 6,5 εκατομμύρια— είναι παλιά, ευλογοφανής, αλλ' όχι εύκολα επαληθεύσιμη εικασία. Αυτό που ξέρουμε με βεβαιότητα είναι ότι ο αριθμός τους δεν μειώθηκε, και σε ορισμένες περιοχές αυξήθηκε περισσότερο από ό,τι σε άλλες· αλλά χρειάζεται περισσότερη μελέτη για να διαπιστωθεί αν το διαμέρισμα του Μοζέλα, όπου αυξήθηκε κατά 40% μεταξύ 1789 και 1801, είναι πιο τυπικό παράδειγμα από το διαμέρισμα του Eure στη Νορμανδία, όπου παρέμεινε αμετάβλητος.9 Οι συνθήκες στην ύπαιθρο ήταν σε γενικές γραμμές καλές. Ακόμη και στα 1847-48 δεν υπήρχαν πραγματικές οικονομικές δυσχέρειες, εκτός από την κρίση που περνούσε ένα τμήμα των ημερομίσθιων εργατών.10

Στο μεγαλύτερο μέρος της λατινικής Ευρώπης, τις Κάτω Χώρες, την Ελβετία και τη δυτική Γερμανία, η κατάργηση του φεουδαλισμού ήταν έργο του γαλλικού κατακτητικού στρατού, που ήταν αποφασισμένος «να κηρύξει αμέσως στο όνομα του γαλλικού έθνους [...] την κατάργηση της δεκάτης, της φεουδαρχίας και των φεουδαλικών δικαιωμάτων»,

H ροή εργατικών χεριών από το χωριό προς την πόλη ήταν συνεπώς μικρή, γεγονός που συνέβαλε στην καθυστέρηση της γαλλικής βιομηχανικής ανάπτυξης.

11

i open-field system = μεσαιωνικό σύστημα καλλιέργειας, σύμφωνα με το οποίο η γη μοιραζόταν στους αγρότες κατά λουρίδες, διασκορπισμένες στην περιοχή του χωριού. (Σ.τ.Μ.)

ή έργο των ντόπιων φιλελευθέρων που συνεργάστηκαν μαζί του ή εμπνέονταν από αυτόν. Ως το 1799

Page 128: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

είχε λοιπόν επιβληθεί η νομική επανάσταση στις χώρες που συνόρευαν με την ανατολική Γαλλία, στη βόρεια και την κεντρική Ιταλία, ολοκληρώνοντας συχνά μια εξέλιξη που είχε προχωρήσει αρκετά. Η επιστροφή των Βουρβόνων μετά την αποτυχημένη επανάσταση της Νεάπολης το 1798-99 την ανέβαλε ως το 1808 στη νότια Ιταλία· η βρετανική κατοχή δεν την άφησε να επικρατήσει στη Σικελία, μολονότι ο φεουδαλισμός καταργήθηκε επίσημα στο νησί αυτό μεταξύ του 1812 και του 1843. Στην Ισπανία, η φιλελεύθερη, αντιγαλλική Συνέλευση (Cortes) του Κάδιξ κατάργησε το 1811 τον φεουδαλισμό και το 1813 κάποιες δεσμεύσεις στη μεταβίβαση της γης, μολονότι, ως συνήθως, εκτός των περιοχών που είχαν υποστεί βαθύ μετασχηματισμό λόγω της μακρόχρονης ενσωμάτωσής τους στη Γαλλία, η επιστροφή των παλαιών καθεστώτων καθυστέρησε την πρακτική εφαρμογή των αρχών αυτών. Οι γαλλικές μεταρρυθμίσεις, συνεπώς, άρχισαν ή συνέχισαν μάλλον παρά ολοκλήρωσαν τη νομική επανάσταση σε περιοχές όπως η βορειοδυτική Γερμανία ανατολικά του Ρήνου και οι «Ιλλυρικές Επαρχίες» (Ίστρια, Δαλματία, Ραγούσα, κι αργότερα η Σλοβενία και μέρος της Κροατίας), που δεν πέρασαν σε γαλλική κυριαρχία παρά μόνο μετά το 1805.

Η Γαλλική Επανάσταση δεν ήταν, ωστόσο, η μόνη δύναμη που απέβλεπε σε μια ολοκληρωτική επανάσταση στις αγροτικές σχέσεις. Το καθαρά οικονομικό επιχείρημα υπέρ της ορθολογικής αξιοποίησης της γης είχε έντονα εντυπωσιάσει τους φωτισμένους δεσπότες της προεπαναστατικής περιόδου και είχε οδηγήσει στην εφαρμογή παρόμοιων λύσεων. Στην αυτοκρατορία των Αψβούργων, ο Ιωσήφ ο Β' είχε πράγματι καταργήσει τη δουλεία και είχε μεταβιβάσει στην πολιτεία πολλές εκκλησιαστικές γαίες κατά τη δεκαετία του 1780. Για ανάλογες αιτίες, και λόγω των συνεχών εξεγέρσεών τους, οι δουλοπάροικοι της ρωσικής Λιβονίας είχαν επανακτήσει επίσημα το καθεστώς των αγροτών ιδιοκτητών, του οποίου απέλαυαν αρκετά νωρίτερα υπό σουηδική διακυβέρνηση. Αυτό δεν τους βοήθησε καθόλου, διότι η απληστία των παντοδύναμων γαιοκτημόνων γρήγορα μετέτρεψε την απελευθέρωση των αγροτών σε απλό μέσο για την απογύμνωσή τους. Μετά τους ναπολεόντειους πολέμους σαρώθηκαν και οι λίγες νομικές εγγυήσεις υπέρ των αγροτών, ενώ μεταξύ του 1819 και του 1850 έχασαν τουλάχιστον το ένα πέμπτο της γης τους, και τα κτήματα των ευγενών αυξήθηκαν κατά 60-180%.12

Οι τρεις αυτοί παράγοντες —η επίδραση της Γαλλικής Επανάστασης, το ορθολογικό οικονομικό επιχείρημα των δημόσιων υπαλλήλων και η απληστία της αριστοκρατίας— ήταν καθοριστικοί για την απελευθέρωση των αγροτών στην Πρωσία ανάμεσα στο 1807 και το 1816. Η επίδραση της Επανάστασης ήταν σαφώς αποφασιστική, γιατί οι στρατοί της είχαν μόλις συντρίψει την Πρωσία και είχαν με δραματικό τρόπο αποδείξει την αδυναμία των παλαιών καθεστώτων που δεν υιοθετούσαν τις σύγχρονες μεθόδους στα χνάρια των Γάλλων. Όπως στη Λιβονία, η απελευθέρωση συνδυάστηκε με την κατάργηση της περιορισμένης νομικής προστασίας της οποίας απέλαυαν προηγουμένως οι αγρότες. Σε αντάλλαγμα της κατάργησης της αναγκαστικής εργασίας και των φεουδαλικών τελών καθώς και των νέων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του, ο αγρότης ήταν υποχρεωμένος, μεταξύ άλλων, να δώσει στον πρώην κύριό του το ένα τρίτο ή το μισό του παλιού κτήματος ή ένα αντίστοιχο και σημαντικότατο χρηματικό ποσό. Η μακρά και πολύπλοκη νομική διεργασία της μετάβασης στο νέο σύστημα κάθε άλλο παρά είχε ολοκληρωθεί το 1848, αλλά ήταν ήδη φανερό ότι, ενώ τα νέα δικαιώματα ιδιοκτησίας είχαν ωφελήσει πολύ τους κτηματίες αλλά και κάποιους ευημερούντες αγρότες, η μεγάλη μάζα των αγροτών ήταν σαφώς σε χειρότερη κατάσταση και ο αριθμός των ακτημόνων εργατών αυξανόταν ταχύτατα.

Τώρα τα καλλιεργούσε μια τάξη ακτημόνων εργατών.

i

i Στη δημιουργία μεγάλων αγροκτημάτων και στην αύξηση των ακτημόνων εργατών συνέβαλε η έλλειψη τοπικής βιομηχανικής ανάπτυξης, καθώς και η παραγωγή ενός ή δυο κύριων εξαγωγικών προϊόντων (κυρίως σιτηρών) που ευνοεί ένα τέτοιου είδους σύστημα. (Στη Ρωσία, την εποχή αυτή, το 90% των πωλήσεων σε σιτηρά προερχόταν από μεγάλα αγροκτήματα, ενώ μόνο το 10% από αγροτικούς κλήρους.) Από την άλλη μεριά, όπου η τοπική βιομηχανική ανάπτυξη δημιούργησε μια διευρυνόμενη και ποικίλη αγορά για τρόφιμα στην κοντινή πόλη, το πλεονέκτημα το είχε ο αγρότης ή ο μικροκαλλιεργητής. Έτσι, ενώ στην Πρωσία η αγροτική απελευθέρωση οδήγησε στην απογύμνωση του δουλοπάροικου, στη Βοημία ο αγρότης πέρασε μετά το 1848 στην

Page 129: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Από οικονομική άποψη, το αποτέλεσμα ήταν μακροπρόθεσμα ευεργετικό, μολονότι οι βραχυπρόθεσμες ζημιές ήταν σοβαρές, όπως συμβαίνει συχνά προκειμένου για μεγάλες αγροτικές αλλαγές. Στα 1830-31 η Πρωσία είχε μόλις επιστρέψει στα επίπεδα των αρχών του αιώνα όσον αφορά τον αριθμό βοοειδών και προβάτων, ενώ οι γαιοκτήμονες είχαν τώρα μεγαλύτερο μερίδιο και οι αγρότες μικρότερο. Από την άλλη μεριά, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξήθηκαν περισσότερο από το 1/3 και η παραγωγικότητα κατά 50% στη διάρκεια του πρώτου μισού του αιώνα.13

Τα ουσιαστικά νομικά μέτρα για την εξασφάλιση των αστικών συστημάτων εγγείου ιδιοκτησίας πάρθηκαν λοιπόν, όπως είδαμε, μεταξύ του 1789 και του 1812 κυρίως. Οι συνέπειές τους, εκτός από τη Γαλλία και μερικές γειτονικές περιοχές, έγιναν αισθητές με πολύ βραδύτερο ρυθμό, κυρίως λόγω της ισχυρής κοινωνικής και οικονομικής αντίδρασης μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Γενικά, κάθε περαιτέρω πρόοδος του φιλελευθερισμού ωθούσε τις νομικές επαναστάσεις ένα ακόμη βήμα μπροστά από τη θεωρία στην πράξη, κάθε ανάκαμψη των παλαιών καθεστώτων τις καθυστερούσε, κυρίως στις καθολικές χώρες, όπου η απαλλοτρίωση και η πώληση των εκκλησιαστικών γαιών αποτελούσε από τις πιο επιτακτικές αξιώσεις των φιλελευθέρων. Έτσι, στην Ισπανία, ο πρόσκαιρος θρίαμβος της φιλελεύθερης επανάστασης το 1820 είχε ως αποτέλεσμα ένα νέο νόμο «αποδέσμευσης» (desvinculación), που επέτρεπε στους ευγενείς να πουλούν ελεύθερα τις γαίες τους· η επαναφορά του απολυταρχισμού τον ακύρωσε το 1823· η νέα νίκη του φιλελευθερισμού τον επανέφερε το 1836 κ.ο.κ. Ο πραγματικός όγκος των μεταβιβάσεων σε γη στην περίοδό μας, όσο μπορούμε να τον υπολογίσουμε, ήταν συνεπώς περιορισμένος ακόμη, εκτός από την περιοχή όπου ένα δραστήριο σώμα αστών αγοραστών και κερδοσκόπων εκμεταλλεύτηκε σωστά τις ευκαιρίες του: στο πεδινό τμήμα της Bologna (βόρεια Ιταλία), οι γαίες των ευγενών έπεσαν από 78% της συνολικής αξίας το 1789 στο 66% το 1804 και στο 51% το 1835.

Το αγροτικό πληθυσμιακό πλεόνασμα αυξήθηκε ταχύτατα και, εφόσον οι συνθήκες στην ύπαιθρο ήταν σαφώς κακές —ο λιμός του 1846-48 ήταν ίσως χειρότερος στη Γερμανία από οπουδήποτε αλλού εκτός από την Ιρλανδία και το Βέλγιο— οι αγρότες είχαν κάθε λόγο να μεταναστεύουν. Πράγματι, πριν από τον ιρλανδικό λιμό, το μεγαλύτερο από όλα τα μεταναστευτικά ρεύματα ήταν το γερμανικό.

14 Από την άλλη μεριά, στη Σικελία, το 90% του συνόλου των γαιών εξακολουθούσε να παραμένει σε χέρια ευγενών μέχρι πολύ αργότερα.15 i

Μία μόνο εξαίρεση υπήρχε: τα εκκλησιαστικά κτήματα. Αυτές οι τεράστιες και σχεδόν πάντοτε αναξιοποίητες και σε κακή κατάσταση εκτάσεις —έχει υποστηριχτεί ότι τα 2/3 της γης στο Βασίλειο της Νεάπολης γύρω στο 1760 ανήκαν στην Εκκλησία

16— είχαν λίγους μόνο υπερασπιστές και υπερβολικά πολλούς άρπαγες που τις τριγύριζαν. Ακόμη και κατά την απολυταρχική αντίδραση στην καθολική Αυστρία, μετά την κατάρρευση της φωτισμένης δεσποτείας του Ιωσήφ Β', κανείς δεν πρότεινε να επιστραφούν τα απαλλοτριωμένα και διαλυμένα μοναστηριακά κτήματα. Έτσι, σε μια μόνο κοινότητα στη Ρομανία (Ιταλία), οι εκκλησιαστικές γαίες έπεσαν από το 42,5% της περιοχής το 1783 στο 11,5% το 1812, αλλά οι χαμένες γαίες πέρασαν στα χέρια όχι μόνο αστών ιδιοκτητών (που αυξήθηκαν από 24 σε 47%) αλλά και ευγενών (που αυξήθηκαν από 34 σε 41%).17

ανεξαρτησία. [Για τη Ρωσία, Lyashchenko, ό.π., σ. 360· για συγκρίσεις ανάμεσα στην Πρωσία και τη Βοημία, W. Stark, «Niedergang und Ende d. Landwirtsch. Grossbetriebs in d. Boehm. Ländern», Jh. f. Nat. Oek., 146, 1937, σ. 434. κ.ε.]

i Υποστηρίχτηκε εύλογα ότι αυτή η ισχυρή μπουρζουαζία της υπαίθρου που «είναι στην ουσία η κοινωνική τάξη η οποία κατευθύνει και ρυθμίζει την πορεία προς την ενοποίηση της Ιταλίας», λόγω ακριβώς του αγροτικού της προσανατολισμού, έτεινε προς το δογματικό ελεύθερο εμπόριο, που κέρδισε μεν την συμπάθεια της Βρετανίας για την ενοποίηση της Ιταλίας αλλά καθυστέρησε την ιταλική εκβιομηχάνιση. [Πρβλ. G. Mori, «La storia dell'industria italiana contemporanea», Annali dell'Istituto Giangiacomo Feltrinelli, II, 1959, σσ. 278-279· του ίδιου συγγραφέα «Osservazioni sul libero-scambismo dei moderati nel Bisorgimento», Rivista Storica del Socialisme, III, 9, 1960.]

Συνεπώς, δεν είναι παράξενο που ακόμη και στην καθολική Ισπανία οι κατά περιόδους φιλελεύθερες κυβερνήσεις κατόρθωσαν, ως το 1845, να εκποιήσουν περισσότερα από τα μισά εκκλησιαστικά κτήματα, κυρίως στις επαρχίες

Page 130: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

όπου η εκκλησιαστική περιουσία εμφάνιζε μεγαλύτερη συγκέντρωση, ή όπου η οικονομική ανάπτυξη είχε σημειώσει μεγαλύτερες προόδους (σε δεκαπέντε επαρχίες είχαν πουληθεί πάνω από τα 3/4 όλων των εκκλησιαστικών κτημάτων).18

III

Δυστυχώς για τη φιλελεύθερη οικονομική θεωρία, αυτή η μεγάλης κλίμακας ανακατανομή της γης δεν δημιούργησε την τάξη των δραστήριων και προοδευτικών γαιοκτημόνων ή καλλιεργητών που αναμενόταν με βεβαιότητα να δημιουργήσει. Γιατί θα έπρεπε ακόμη κι ένας αστός αγοραστής —δικηγόρος, έμπορος ή κερδοσκόπος— σε οικονομικά υπανάπτυκτες και απρόσιτες περιοχές να επιβαρυνθεί με την επένδυση και τον κόπο να μετατρέψει την έγγεια ιδιοκτησία σε μια υγιή επιχείρηση αντί απλώς να πάρει τη θέση, από την οποία είχε ως τότε αποκλειστεί, του προηγούμενου γαιοκτήμονα ευγενούς ή κληρικού, και να ασκεί τώρα τις εξουσίες του με περισσότερη μέριμνα για το ρευστό χρήμα και λιγότερη για την παράδοση και τα έθιμα; Σε τεράστιες λοιπόν περιοχές της νότιας Ευρώπης μια νέα και σκληρότερη σειρά «βαρόνων» ήρθαν να ενισχύσουν τους παλιούς. Τα μεγάλα λατιφούντια ή μειώθηκαν ελάχιστα, όπως στη νότια Ιταλία, ή παρέμειναν άθικτα, όπως στη Σικελία, ή αυξήθηκαν, όπως στην Ισπανία. Σε τέτοια καθεστώτα η νομική επανάσταση ενίσχυσε συνεπώς τη φεουδαρχία με ένα νεο πλέγμα φεουδαλικών σχέσεων κι αυτό συνέβαινε πολύ περισσότερο καθώς ο μικροαγοραστής, και ιδίως ο αγρότης, δεν ωφελήθηκε καθόλου από τις πωλήσεις γαιών. Εντούτοις, στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ευρώπης, η παμπάλαια κοινωνική δομή παρέμεινε αρκετά ισχυρή ώστε ούτε καν να υπάρχει σκέψη για μαζική μετανάστευση. Οι άνθρωποι ζούσαν όπου και οι πρόγονοί τους και, αν χρειαζόταν, λιμοκτονούσαν στον ίδιο χώρο. Η μαζική έξοδος από τη νότια Ιταλία π.χ. δεν θα άρχιζε παρά πενήντα χρόνια αργότερα.

Αλλά ακόμη κι όταν οι αγρότες απέκτησαν πράγματι τη γη ή κατοχύρωσαν την ιδιοκτησία τους —όπως στη Γαλλία, σε τμήματα της Γερμανίας ή τη Σκανδιναβία— δεν μετατάχθηκαν αυτόματα, όπως ελπιζόταν, στη δραστήρια τάξη των μικροκαλλιεργητών. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο, ότι ενώ οι αγρότες ήθελαν γη, σπάνια ήθελαν μια αστική αγροτική οικονομία.

Το παλιό παραδοσιακό σύστημα, όσο κι αν ήταν αναποτελεσματικό, πρόσφερε όμως μεγάλη κοινωνική σιγουριά και, σε αθλιότατο επίπεδο, κάποια οικονομική ασφάλεια, χωρίς να υπολογίσουμε ότι το καθαγίαζαν τα έθιμα και η παράδοση. Οι κατά καιρούς λιμοί και η επαχθής εργασία, που έκανε τους άντρες γέρους στα σαράντα και τις γυναίκες στα τριάντα τους, ήταν θεόσταλτα· μόνο σε εποχές ασυνήθων δυσχερειών ή επανάστασης θεωρήθηκαν πράξεις για τις οποίες ευθύνονταν οι άνθρωποι. Η νομική επανάσταση, από την άποψη του αγρότη, δεν πρόσφερε παρά κάποια νομικά δικαιώματα, ενώ πήρε πολλά ανταλλάγματα. Έτσι, στην Πρωσία, η απελευθέρωση έδωσε στον αγρότη τα 2/3 ή το 1/2 της γης που ήδη καλλιεργούσε και του εξασφάλισε ελευθερία από την αναγκαστική εργασία και άλλες υποχρεώσεις· του πήρε ωστόσο το δικαίωμα να διεκδικεί τη συνδρομή του άρχοντα σε καιρούς κακής σοδειάς ή επιδημίας στα ζώα, το δικαίωμά του να συλλέγει ή να αγοράζει φτηνά καυσόξυλα από το δάσος του άρχοντα, το δικαίωμά του να έχει τη συνδρομή του άρχοντα όταν ήθελε να επισκευάσει ή να ξαναχτίσει το σπίτι του, το δικαίωμά του, σε καιρούς μεγάλης ένδειας, να ζητεί τη βοήθεια του άρχοντα για την καταβολή των φόρων, και το δικαίωμα να βοσκεί τα ζώα του στο δάσος του άρχοντα. Για τον φτωχό αγρότη το αντίτιμο αυτό ήταν σαφώς μεγάλο. Οι εκκλησιαστικές γαίες μπορεί να ήταν αναποδοτικές, αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός ευνοούσε τους αγρότες, γιατί στη γη αυτή το εθιμικό δικαίωμα γινόταν συχνά κεκτημένο. Η διαίρεση και η περίφραξη των κοινών αγρών, των βοσκότοπων και των δασών αφαιρούσαν απλώς από τον φτωχό αγρότη ή τον μικροκληρούχο πόρους και χώρους στους οποίους θεωρούσε ότι είχε κάποιο δικαίωμα (ως μέλος της κοινότητας). Η ελεύθερη αγορά της γης σήμαινε ότι ίσως θα έπρεπε να πουλήσει τη γη του· η δημιουργία μιας

Page 131: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αγροτικής τάξης επιχειρηματιών σήμαινε ότι οι πιο σκληρόκαρδοι και οι πιο επιτήδειοι θα τον εκμεταλλεύονταν κι αυτοί, μόνοι τους ή μαζί με τους παλιούς άρχοντες. Σε γενικές γραμμές, η καθιέρωση του φιλελευθερισμού στη γη ήταν ένα είδος σιωπηλού βομβαρδισμού της κοινωνικής δομής στην οποία ήταν ανέκαθεν ενταγμένος, ενώ δεν άφηνε τίποτα στη θέση της παρά μόνο τους πλούσιους: μια απομόνωση που την έλεγαν ελευθερία.

Τίποτε δεν ήταν πιο φυσικό από το ότι ο φτωχός αγρότης ή ολόκληρος ο αγροτικός πληθυσμός θα αντιστεκόταν με όλες τις δυνάμεις του, και τίποτε δεν ήταν πιο φυσικό από το ότι θα αντιστεκόταν στο όνομα του πανάρχαιου ιδεώδους μιας σταθερής και δίκαιης κοινωνίας, δηλαδή στο όνομα της Εκκλησίας και του νόμιμου Βασιλιά. Αν εξαιρέσουμε την αγροτική επανάσταση της Γαλλίας (που ακόμη κι αυτή το 1789 δεν ήταν σε γενικές γραμμές ούτε αντικληρική ούτε αντιμοναρχική), όλα σχεδόν τα σημαντικά αγροτικά κινήματα της εποχής, όσα δεν στρέφονταν εναντίον του ξένου βασιλιά ή της ξένης Εκκλησίας, έγιναν φαινομενικά στο όνομα της Εκκλησίας και της μοναρχίας. Οι αγρότες της νότιας Ιταλίας ενώθηκαν με το αστικό υποπρολεταριάτο σε κοινωνική αντεπανάσταση ενάντια στους Ναπολιτάνους Ιακωβίνους και τους Γάλλους το 1799, στο όνομα της Ιερής Πίστης και των Βουρβόνων. Αυτά ήταν και τα συνθήματα των ληστανταρτών της Καλαβρίας και της Απουλίας ενάντια στη γαλλική κατοχή, όπως και αργότερα ενάντια στην ενοποίηση της Ιταλίας. Ιερείς και ηρωοποιημένοι λήσταρχοι ήταν οι ηγέτες του ανταρτοπολέμου των Ισπανών αγροτών κατά του Ναπολέοντα. Η Εκκλησία, ο Βασιλιάς και μια ακραία προσκόλληση στην παράδοση, τόσο ακραία ώστε να θεωρείται ασυνήθης ακόμη και για τις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν αυτά που ενέπνεαν τους καρλιστές αντάρτες της χώρας των Βάσκων, της Ναβάρρας, της Καστίλλης, της Λεώνης και της Αραγώνας στον αμείλικτο αγώνα τους κατά των Ισπανών φιλελευθέρων στις δεκαετίες του 1830 και του 1840. Η Παρθένος της Γουαδελούπης οδηγούσε τους Μεξικανούς αγρότες το 1810. Το Τυρόλο, το 1809, με την ηγεσία του κάπελα Andreas Hofer, πολέμησε τους Βαυαρούς και τους Γάλλους για την Εκκλησία και τον Αυτοκράτορα. Οι Ρώσοι, στα 1812-13, πολεμούσαν για τον Τσάρο και την ιερή Ορθοδοξία. Οι Πολωνοί επαναστάτες στη Γαλικία γνώριζαν ότι ο μόνος τρόπος να ξεσηκώσουν τους Ουκρανούς αγρότες ήταν μέσω των ορθόδοξων ή των ουνιτών ιερέων· απέτυχαν διότι οι αγρότες προτιμούσαν τον αυτοκράτορα από τους αριστοκράτες. Εκτός από τη Γαλλία, όπου ο ρεπουμπλικανισμός ή ο Βοναπαρτισμός είχε επηρεάσει μεγάλο τμήμα του αγροτικού κόσμου μεταξύ του 1791 και του 1815, και όπου η Εκκλησία είχε εξασθενήσει σε πολλές περιοχές ακόμη και πριν από την Επανάσταση, λίγες μόνο εστίες υπήρχαν —ίσως εμφανέστερα αυτές όπου η Εκκλησία ήταν ξένος και από καιρό απεχθής ηγέτης, όπως στην παπική Ρομανία και την Αιμιλία— του κινήματος που σήμερα θα ονομάζαμε αγροτική αναταραχή αριστερής απόκλισης. Ακόμη και στη Γαλλία, η Βρετάνη και η Βανδέα παρέμειναν προπύργια του λαϊκού Βουρβονισμού. Το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι αγρότες δεν ξεσηκώθηκαν μαζί με τους Ιακωβίνους ή τους φιλελευθέρους, δηλαδή με τους δικηγόρους, τους καταστηματάρχες, τους διαχειριστές των κτημάτων, τους υπαλλήλους και τους γαιοκτήμονες, καταδίκασε σε αποτυχία τις επαναστάσεις του 1848 στις χώρες όπου η Γαλλική Επανάσταση δεν τους είχε δώσει τη γη —ενώ, σε όσες την είχε δώσει, ο συντηρητικός φόβος τους μήπως τη χάσουν, ή η εν γένει μακαριότητά τους, τους κράτησε εξίσου αδρανείς.

Φυσικά οι αγρότες δεν ξεσηκώθηκαν για τον ίδιο το βασιλιά, που ούτε καν εγνώριζαν, αλλά για το ιδεώδες του δίκαιου βασιλιά που, φτάνει να τις ήξερε, θα τιμωρούσε τις παρανομίες των υποτακτικών του και των γαιοκτημόνων· ωστόσο, οι αγρότες συχνά ξεσηκώνονταν για την πραγματική Εκκλησία, διότι ο ιερέας του χωριού ανήκε στον κόσμο τους, οι άγιοι ήταν ασφαλώς δικοί τους και κανενός άλλου, και ακόμη η υπό διάλυσιν εκκλησιαστική τάξη ήταν μερικές φορές πιο ανεκτός αφέντης από τους άπληστους λαϊκούς. Όπου οι αγρότες διέθεταν γη και ήταν ελεύθεροι, όπως στο Τυρόλο, τη Ναβάρρα, ή (χωρίς βασιλιά) στα καθολικά καντόνια της Ελβετίας του Γουλιέλμου Τέλλου, η προσκόλλησή τους στην παράδοση ήταν η υπεράσπιση της σχετικής ελευθερίας τους από την εισβολή του φιλελευθερισμού. Όπου δεν

Page 132: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

είχαν γη, ήταν πιο επαναστατικοί. Κάθε έκκληση για αντίσταση στην κατάκτηση από τους ξένους ή τους αστούς, είτε την απηύθυνε ο ιερέας, ο βασιλιάς ή κάποιος άλλος, θα επέφερε πιθανότατα όχι μόνο δήωση των σπιτιών των ευγενών και των δικηγόρων της πόλης αλλά και τελετουργικές πορείες με τύμπανα και λάβαρα με τις εικόνες αγίων για την κατάληψη και το χωρισμό της γης, τη δολοφονία των γαιοκτημόνων και το βιασμό των γυναικών τους, το κάψιμο των νομικών εγγράφων. Ασφαλώς ο αγρότης ήταν φτωχός και ακτήμων παρά τη θέληση του Χριστού και του βασιλιά! Αυτό το ισχυρό θεμέλιο της κοινωνικής επαναστατικής αναταραχής ήταν που έκανε τα αγροτικά κινήματα στις περιοχές με τα μεγάλα κτήματα και τη δουλοπαροικία ή στις περιοχές με υπερβολικά μικρή και κατακερματισμένη ιδιοκτησία τόσο αναξιόπιστους συμμάχους της αντίδρασης. Για να στραφούν από τον τυπικά νομιμόφρονα στον τυπικά «αριστερό» επαναστατισμό αρκούσε αφενός η συνειδητοποίηση ότι ο Βασιλιάς και η Εκκλησία είχαν προσχωρήσει στο στρατόπεδο των ντόπιων πλουσίων και αφετέρου ένα επαναστατικό κίνημα ανθρώπων σαν τους ίδιους, που θα μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Ο λαϊκός ριζοσπαστισμός του Γαριβάλδη ήταν ίσως το πρώτο τέτοιο κίνημα, και οι Ναπολιτάνοι ληστές τον επευφήμησαν με ενθουσιασμό ενώ συνέχιζαν να επευφημούν την Αγία Εκκλησία και τους Βουρβόνους. Ο Μαρξισμός και ο Μπακουνισμός θα αποδεικνύονταν ακόμη πιο αποτελεσματικοί. Η μεταστροφή όμως της αγροτικής επανάστασης από την πολιτική δεξιά στην αριστερά, σχεδόν δεν είχε αρχίσει πριν από το 1848, διότι ο τεράστιος αντίκτυπος της αστικής οικονομίας ως προς τη γη, που θα μετέβαλλε σε επιδημία την ενδημική αγροτική επαναστατικότητα, άρχισε ουσιαστικά να γίνεται αισθητός μόνο στο δεύτερο μισό του αιώνα, και ιδίως κατά τη διάρκεια και μετά τη μεγάλη αγροτική οικονομική ύφεση της δεκαετίας του 1880.

IV

Για μεγάλα τμήματα της Ευρώπης, όπως είδαμε, η νομική επανάσταση ήρθε σαν κάτι επιβεβλημένο έξωθεν και άνωθεν, ένα είδος τεχνητού σεισμού μάλλον παρά σαν κατολίσθηση της γης μετά από χρόνια χαλάρωση. Το γεγονός αυτό ήταν ακόμη εμφανέστερο σε περιοχές όπου η επανάσταση επιβλήθηκε σε μια εντελώς μη αστική οικονομία που την είχε κατακτήσει μια αστική, όπως στην Αφρική και την Ασία.

Έτσι, στην Αλγερία, οι Γάλλοι κατακτητές είχαν να αντιμετωπίσουν μια χαρακτηριστικά μεσαιωνική κοινωνία με ένα πλήρως καθιερωμένο και σχετικά ανθηρό σύστημα θρησκευτικών σχολείων —έχει υποστηριχτεί ότι οι Γάλλοι στρατιώτες ήταν λιγότερο εγγράμματοι από το λαό που κατέκτησαν19 — τα οποία χρηματοδοτούνταν από πολυάριθμα θρησκευτικά ιδρύματα. Τα σχολεία κλείστηκαν, επειδή θεωρήθηκαν φυτώρια προλήψεων· οι εκκλησιαστικές γαίεςi

Η Αλγερία ως το 1848 είχε μόλις κατακτηθεί. Ήδη τεράστιες περιοχές της Ινδίας ήταν υπό άμεση βρετανική διοίκηση για περισσότερα από 30 χρόνια. Εφόσον κανείς από τους

αγοράστηκαν από Ευρωπαίους που δεν καταλάβαιναν ούτε τη σκοπιμότητά τους ούτε το ότι δεν ήταν νομίμως απαλλοτριώσιμες· και οι δάσκαλοι, συνήθως μέλη των ισχυρών θρησκευτικών αδελφοτήτων, κατέφευγαν στις μη κατακτημένες περιοχές, για να ενισχύσουν τις δυνάμεις της επανάστασης του Αμπτν-ελ-Καντέρ. Η γη άρχισε να μετατρέπεται συστηματικά σε απλή απαλλοτριώσιμη ιδιωτική ιδιοκτησία, αν και οι συνέπειες θα γίνονταν πλήρως αντιληπτές πολύ αργότερα. Πώς ήταν πράγματι δυνατό για έναν Ευρωπαίο φιλελεύθερο να καταλάβει το σύνθετο πλέγμα των ιδιωτικών και συλλογικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που εμπόδιζαν τη γη, σε μια περιοχή όπως η Καβυλία, να περιπέσει στην αναρχία που δημιούργησαν τα ιδιόκτητα μικροσκοπικά κτήματα και ο κατακερματισμός της μιας συκιάς σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες;

i Οι γαίες αυτές αντιστοιχούσαν στις γαίες που δόθηκαν στην Εκκλησία για αγαθοεργούς και τελετουργικούς σκοπούς στις μεσαιωνικές χριστιανικές χώρες.

Page 133: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Ευρωπαίους αποίκους δεν ήθελε να αποκτήσει ινδική γη, δεν προέκυψε πρόβλημα απλής απαλλοτρίωσης. Ο αντίκτυπος του φιλελευθερισμού στην ινδική αγροτική ζωή ήταν αρχικά συνέπεια της αναζήτησης εκ μέρους των Βρετανών μιας βολικής και αποδοτικής μεθόδου φορολόγησης της γης. Την καταστροφή προκάλεσε ο συνδυασμός απληστίας και νομικού ατομισμού. Η έγγεια ιδιοκτησία της προβρετανικής Ινδίας ήταν τόσο σύνθετη όσο και σε κάθε παραδοσιακή και μεταβαλλόμενη κοινωνία που κατά περιόδους δοκιμάζει ξένη κατάκτηση· στηριζόταν ωστόσο, σε γενικές γραμμές, σε δύο σταθερά στοιχεία: η γη ανήκε —de jure ή de facto— σε αυτόνομες ομάδες (φυλές, πατριές, κοινότητες, αδελφότητες κτλ.) και η κυβέρνηση εισέπραττε ένα μέρος των προϊόντων της. Μολονότι ορισμένες γαίες ήταν κατά κάποιο τρόπο απαλλοτριώσιμες, και ορισμένες αγροτικές σχέσεις είχαν το χαρακτήρα ενοικίασης, ενώ κάποιες πληρωμές έμοιαζαν με ενοίκια, δεν υπήρχαν ωστόσο ούτε γαιοκτήμονες, ούτε ενοικιαστές, ούτε ατομική ιδιοκτησία, ούτε ενοίκιο με την αγγλική έννοια. Ήταν μια κατάσταση εντελώς δυσάρεστη και ακατανόητη στους Βρετανούς διοικητές, οι οποίοι και βάλθηκαν να επινοήσουν το αγροτικό σύστημα με το οποίο ήταν εξοικειωμένοι. Στη Βεγγάλη, την πρώτη μεγάλη περιοχή υπό άμεση βρετανική κυριαρχία, τον έγγειο φόρο των Μογγόλων τον εισέπραττε ένα είδος φοροεκμισθωτών ή πρακτόρων, οι ζεμιντάρ. Αυτούς τους εξέλαβαν ως το αντίστοιχο των Βρετανών γαιοκτημόνων που πλήρωναν φόρο βάσει του συνόλου των κτημάτων τους (όπως στον σύγχρονο αγγλικό έγγειο φόρο), κι επομένως ήταν η τάξη μέσω της οποίας έπρεπε να οργανωθεί η είσπραξη του φόρου και που το συμφέρον της για τη γη όφειλε να βελτιώσει το σύστημα, ενώ η πολιτική της υποστήριξη σ' ένα ξένο καθεστώς να του δώσει σταθερότητα. Ο Λόρδος Teignmouth θα έγραφε στο υπόμνημα της 18ης Ιουνίου 1789 που έδινε το διάγραμμα της «Μόνιμης Ρύθμισης» για την έγγεια πρόσοδο της Βεγγάλης: «θεωρώ τους ζεμιντάρ ως ιδιοκτήτες της γης κληρονομικά) δικαιώματι [...]. Από το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα απορρέει το προνόμιο να διαθέτουν τη γη με πώληση ή υποθήκη [...]».20 Παραλλαγές αυτού του λεγόμενου συστήματος ζεμιντάρι εφαρμόζονταν στο 19% περίπου του εδάφους της βρετανικής Ινδίας.

Η απληστία μάλλον παρά η ευκολία υπαγόρευσε το δεύτερο σύστημα έγγειας προσόδου, το ραϊγιοτβάρι, που τελικά κάλυψε περισσότερο από τη μισή έκταση της βρετανικής Ινδίας. Στην περίπτωση αυτή οι Βρετανοί, βλέποντας τους εαυτούς τους ως διαδόχους ενός ανατολίτικου δεσποτισμού που κατά την όχι εντελώς αφελή άποψή τους ήταν ο υπέρτατος κύριος ολόκληρης της γης, επιχείρησαν τον ηράκλειο άθλο να υπολογίζουν το φόρο για κάθε αγρότη χωριστά, θεωρώντας τον μικροϊδιοκτήτη ή, μάλλον, ενοικιαστή. Η αρχή πίσω από το σύστημα αυτό, εκφρασμένη με τη συνήθη σαφήνεια του ικανού υπαλλήλου, ήταν ο αγροτικός φιλελευθερισμός στην πιο γνήσια μορφή του. Απαιτούσε, σύμφωνα με τα λόγια του Goldsmid και του Wingate, «περιορισμό της κοινής ευθύνης σε μερικές μόνο περιπτώσεις, όπου υπήρχε κοινή ιδιοκτησία των αγρών ή όπου οι αγροί είχαν μοιραστεί σε συγκληρονόμους, αναγνώριση της έγγειας ιδιοκτησίας, πλήρη ελευθερία διαχείρισης ως προς το ενοίκιο από τους υπενοικιαστές, και δικαίωμα πώλησης από τους ιδιοκτήτες, ευκολίες για την πώληση ή τη μεταβίβαση της γης, με την κατανομή του καταβλητέου φόρου».21 Η κοινότητα του χωριού παρακαμπτόταν εντελώς, παρά τις έντονες αντιρρήσεις του Εφοριακού Συμβουλίου του Μαντράς (1808-18), που δικαίως θεωρούσε το συλλογικό φορολογικό σύστημα με βάση τις κοινότητες πολύ πιο ρεαλιστικό, ενώ συγχρόνως (πολύ χαρακτηριστικά) υποστήριζε το σύστημα αυτό ως την καλύτερη εγγύηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο δογματισμός και η απληστία επικράτησαν, και δόθηκε στους Ινδούς αγρότες το «δώρο της ατομικής ιδιοκτησίας».

Τα μειονεκτήματα ήταν τόσο εμφανή, που στα τμήματα της βόρειας Ινδίας τα οποία κατακτήθηκαν ή κυριεύτηκαν αργότερα (και κάλυπταν το 30% περίπου του εδάφους της βρετανικής Ινδίας) εφαρμόστηκε ένα παραλλαγμένο κάπως σύστημα ζεμιντάρι, με κάποιες όμως προσπάθειες να αναγνωριστούν οι υπάρχουσες κοινότητες, κυρίως στο Πουντζάμπ.

Page 134: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Το φιλελεύθερο δόγμα σε συνδυασμό με την ανυστερόβουλη απληστία ενέτεινε ακόμη περισσότερο την καταπίεση των αγροτών με μεγάλη αύξηση της φορολογίας. (Η έγγεια πρόσοδος της Βομβάης υπερδιπλασιάστηκε μέσα στα 4 χρόνια από την κατάκτηση της επαρχίας στα 1817-18.) Το δόγμα του Malthus και του Ricardo για το ενοίκιο έγινε η βάση της ινδικής θεωρίας για τη φορολογία μέσω της επιρροής του ωφελιμιστή ηγέτη James Mill. Το δόγμα αυτό θεωρούσε το εισόδημα από την έγγεια ιδιοκτησία ως καθαρό πλεόνασμα που δεν είχε σχέση με την αξία. Προέκυπτε απλά και μόνο διότι κάποιες γαίες ήταν γονιμότερες από άλλες, και το εισέπρατταν οι γαιοκτήμονες, με συνέπειες όλο και περισσότερο επιζήμιες για ολόκληρη την οικονομία. Συνεπώς, η δήμευσή του δεν επηρέαζε τον πλούτο της χώρας παρά μόνο ίσως στο βαθμό που εμπόδιζε την ανάπτυξη μιας αριστοκρατίας της γης, ικανής να κρατά «αιχμάλωτους» κάποιους ισχυρούς επιχειρηματίες. Σε μια χώρα όπως η Βρετανία, η πολιτική ισχύς του αγροτικού συμφέροντος θα έκανε μια τόσο ριζοσπαστική λύση —που σήμαινε την ουσιαστική εθνικοποίηση της γης— εντελώς αδύνατη· αλλά στην Ινδία η δεσποτική δύναμη ενός υποτιθέμενου κατακτητή μπορούσε να την επιβάλει. Ομολογουμένως στο σημείο αυτό διασταυρώνονταν δύο φιλελεύθερα επιχειρήματα. Οι ουιγικών τάσεων διοικητές του 18ου αιώνα και τα παλιότερα επιχειρηματικά συμφέροντα υποστήριζαν τη λογική άποψη ότι οι αδαείς μικροϊδιοκτήτες, που μόλις και μετά βίας επιβίωναν, δεν θα συσσώρευαν ποτέ αγροτικό κεφάλαιο για να βελτιωθεί έτσι η οικονομία. Υποστήριζαν συνεπώς τις «Μόνιμες Ρυθμίσεις» τύπου Βεγγάλης, που ευνοούσαν τη δημιουργία τάξης γαιοκτημόνων και τον καθορισμό πάγιων φορολογικών συντελεστών (με φθίνον ποσοστό), και συνεπώς ενθάρρυναν την αποταμίευση και τη βελτίωση της οικονομίας. Οι ωφελιμιστές διοικητές, υπό τον τρομερό Mill, προτιμούσαν την εθνικοποίηση της γης και ένα πλήθος μικρών ενοικιαστών από τον κίνδυνο μιας ακόμη αριστοκρατίας γαιοκτημόνων. Αν η Ινδία έμοιαζε έστω και στο ελάχιστο με τη Βρετανία, το επιχείρημα των Ουίγων θα ήταν ασφαλώς πολύ πιο πειστικό, και μετά την ινδική εξέγερση του 1857 πράγματι έγινε πιο πειστικό για πολιτικούς λόγους. Όπως όμως ήταν τα πράγματα, και οι δύο απόψεις ήταν εξίσου εξωπραγματικές για την ινδική γεωργία. Εξάλλου, με την ανάπτυξη της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Αγγλία, τα συμφέροντα της παλιάς Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών (που, μεταξύ άλλων, ήθελε να διαθέτει μια σχετικά ανθούσα αποικία για να την απομυζά) υποτάσσονταν όλο και περισσότερο στα γενικά συμφέροντα της βρετανικής βιομηχανίας (που ήθελε προπάντων να έχει την Ινδία ως αγορά, ως πηγή εισοδήματος, αλλ' όχι ως ανταγωνιστή). Κατά συνέπεια, προτιμήθηκε η ωφελιμιστική πολιτική που εξασφάλιζε αυστηρό βρετανικό έλεγχο και σημαντικά υψηλότερο εισόδημα από τους φόρους. Το παραδοσιακό προβρετανικό όριο φορολογίας ήταν το 1/3 του εισοδήματος· η βρετανική βάση για τον υπολογισμό του φόρου ήταν 1/2. Μόνο αφού ο δογματικός ωφελιμισμός είχε οδηγήσει σε φτώχεια και στην εξέγερση του 1857, η φορολογία μειώθηκε σε ποσοστά λιγότερο ληστρικά.

Η εφαρμογή του οικονομικού φιλελευθερισμού στη γη της Ινδίας δεν δημιούργησε ούτε σώμα φωτισμένων γαιοκτημόνων ούτε σθεναρή αγροτική τάξη κτηματιών. Εισήγαγε απλώς ένα νέο στοιχείο αβεβαιότητας, ένα νέο πλέγμα παρασίτων και εκμεταλλευτών του χωριού (όπως οι νέοι υπάλληλοι της βρετανικής διοίκησης),22 και προκάλεσε σημαντική μεταστροφή και συγκέντρωση της ιδιοκτησίας, καθώς και αύξηση του αγροτικού χρέους και της φτώχειας. Στην περιοχή Κάνπουρ (Ούταρ Πραντές), περισσότερο από το 84% των κτημάτων ανήκαν σε κληρονομικούς γαιοκτήμονες την εποχή που ανέλαβε η Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Ως το 1840, το 40% όλων των κτημάτων είχε αγοραστεί από τους ιδιοκτήτες τους, ως το 1872, το 62,2%. Κι ακόμη, από τα 3.000 και πλέον κτήματα ή χωριά —χονδρικά τα 3/5 του συνόλου— που είχαν φύγει από τα χέρια των αρχικών ιδιοκτητών σε τρεις επαρχίες της βορειοδυτικής περιοχής (Ούταρ Πραντές) ως το 1846-47, πάνω από 750 είχαν μεταβιβαστεί σε δανειστές.23

Πολλά θετικά μπορεί να λεχθούν για τον φωτισμένο και οργανωμένο δεσποτισμό των ωφελιμιστών γραφειοκρατών που οικοδόμησαν τη βρετανική εξουσία στην περίοδο αυτή.

Page 135: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Έφεραν ειρήνη, μεγάλη ανάπτυξη των δημόσιων υπηρεσιών, διοικητική αποτελεσματικότητα, έγκυρους νόμους και αδιάφθορη διακυβέρνηση στα υψηλότερα επίπεδα. Αλλά από οικονομική άποψη απέτυχαν με τον πιο παταγώδη τρόπο. Η Ινδία, απ' όλες τις περιοχές που διοικούνταν από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις ευρωπαϊκού τύπου, συμπεριλαμβανομένης ακόμη και της τσαρικής Ρωσίας, συνέχισε να μαστίζεται από τους μεγαλύτερους και πιο θανατηφόρους λιμούς· ίσως μάλιστα, αν και λείπουν τα στατιστικά στοιχεία για την πρώτη περίοδο, οι λιμοί γίνονταν όλο και πιο καταστροφικοί καθώς προχωρούσε ο αιώνας.

Η μόνη άλλη μεγάλη αποικία (ή πρώην αποικία) όπου έγιναν επίσης απόπειρες εφαρμογής του φιλελεύθερου δικαίου περί έγγειου ιδιοκτησίας ήταν η Λατινική Αμερική. Εκεί ο παλιός φεουδαλικός αποικισμός των Ισπανών δεν είχε ποτέ μεροληπτήσει εναντίον των βασικών συλλογικών και κοινοτικών γαιοκτησιών των Ινδιάνων, υπό την προϋπόθεση πως οι λευκοί άποικοι έπαιρναν όση γη ήθελαν. Εντούτοις, οι ανεξάρτητες κυβερνήσεις προχώρησαν σε φιλελευθεροποίηση, στο πνεύμα των δογμάτων της Γαλλικής Επανάστασης και του Μπενθαμισμού που τους ενέπνεαν. Έτσι, ο Bolivar θέσπισε την ιδιωτικοποίηση της κοινοτικής γης στο Περού (1824), και οι περισσότερες νέες δημοκρατίες κατάργησαν τους περιορισμούς στη μεταβίβαση, κατά το παράδειγμα των Ισπανών φιλελευθέρων. Η απελευθέρωση των γαιών της αριστοκρατίας ίσως να οδήγησε σε κάποια ανακατάταξη και κατάτμηση των κτημάτων, μολονότι η τεράστια hacienda (estancia, finca, fundo) παρέμεινε η κύρια μονάδα έγγειας ιδιοκτησίας στις περισσότερες δημοκρατίες. Η επίθεση κατά της κοινοτικής ιδιοκτησίας δεν ήταν αποτελεσματική. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν αρκετά σφοδρή παρά μετά το 1850. Η φιλελευθεροποίηση της πολιτικής οικονομίας της Λατινικής Αμερικής παρέμεινε το ίδιο τεχνητή όπως και η φιλελευθεροποίηση του πολιτικού της συστήματος. Στην ουσία, παρά τα κοινοβούλια, τις εκλογές, τους νόμους περί γης κτλ. τα πράγματα στη Λατινική Αμερική παρέμεναν όπως και πριν.

V

Η επανάσταση στον τομέα της έγγειας ιδιοκτησίας αποτελούσε την πολιτική πλευρά της διάσπασης της παραδοσιακής αγροτικής κοινωνίας· η εισβολή της νέας αγροτικής οικονομίας και της παγκόσμιας αγοράς αποτέλεσε την οικονομική της πλευρά. Στην περίοδο 1787-1848 αυτός ο οικονομικός μετασχηματισμός ήταν ακόμη ατελής, όπως φαίνεται από τον πολύ περιορισμένο ρυθμό της μετανάστευσης. Οι σιδηρόδρομοι και τα ατμόπλοια δεν είχαν ακόμη αρχίσει να δημιουργούν μια ενιαία παγκόσμια γεωργική αγορά, κι αυτό ως τη μεγάλη ύφεση της γεωργίας προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Η τοπική γεωργία ήταν συνεπώς κατά μέγα μέρος προφυλαγμένη από τον διεθνή, ή ακόμη και από τον διαπεριφερειακό, ανταγωνισμό. Ο βιομηχανικός ανταγωνισμός δεν είχε ακόμη επηρεάσει σημαντικά τις πολυάριθμες χειροτεχνίες του χωριού και τις οικιακές βιοτεχνίες· ίσως έστρεψε κάποιες από αυτές στην αυξημένη παραγωγή για ευρύτερες αγορές. Οι νέες γεωργικές μέθοδοι —εκτός από τις περιοχές με επιτυχημένη καπιταλιστική γεωργία— άρχισαν να διεισδύουν στο χωριό με πολύ βραδύ ρυθμό, μολονότι οι νέες βιομηχανικές καλλιέργειες, ιδίως του ζαχαρότευτλου, που γενικεύτηκε λόγω της δυσμενούς διάκρισης εις βάρος της (βρετανικής) ζάχαρης από ζαχαροκάλαμο στη ναπολεόντεια εποχή, καθώς και νέες καλλιέργειες όπως του καλαμποκιού και της πατάτας, σημείωσαν εντυπωσιακή πρόοδο. Χρειάστηκε μια εξαιρετική οικονομική συγκυρία, όπως η άμεση γειτνίαση με μια άκρως βιομηχανική οικονομία και η αναχαίτιση της ομαλής ανάπτυξης, για να προκληθεί σε μια αγροτική κοινωνία πραγματικά συγκλονιστική μεταβολή με καθαρά οικονομικά μέσα.

Αυτή η συγκυρία υπήρξε, και η συγκλονιστική αυτή μεταβολή επήλθε πράγματι στην Ιρλανδία και, σε μικρότερο βαθμό, στην Ινδία. Αυτό που συνέβη μέσα σε λίγες δεκαετίες στην Ινδία ήταν η ουσιαστική καταστροφή μιας ανθούσας ως τότε οικιακής και αγροτικής βιομηχανίας,

Page 136: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

που ερχόταν να συμπληρώσει τα αγροτικά εισοδήματα· με άλλα λόγια, αυτό που συνέβη ήταν η αποβιομηχάνιση της Ινδίας. Στο διάστημα 1815-32 η αξία των ινδικών βαμβακερών που εξάγονταν από τη χώρα μειώθηκε από 1,3 εκατομμύρια στερλίνες σε λιγότερο από 100.000 στερλίνες, ενώ οι εισαγωγές βρετανικών βαμβακερών αυξήθηκαν δεκαέξι φορές. Ήδη το 1840 ένας παρατηρητής προειδοποιούσε για τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε η μετατροπή της Ινδίας σε «αγρόκτημα της Αγγλίας· πρόκειται για μεταποιητική χώρα, που οι διαφόρων ειδών μεταποιητικές της μονάδες υπήρχαν ανέκαθεν και ποτέ κανένα έθνος δεν μπορούσε να τις ανταγωνιστεί, όταν βέβαια ο ανταγωνισμός ήταν δίκαιος [...]. Να την καταντήσει κανείς τώρα χώρα αγροτική, θα ήταν άδικο για την ίδια την Ινδία».24 Η περιγραφή ήταν παραπλανητική, γιατί η μαγιά της μεταποιητικής βιοτεχνίας αποτελούσε στην Ινδία, όπως και σε άλλες χώρες, αναπόσπαστο τμήμα της αγροτικής οικονομίας σε πολλές περιοχές. Κατά συνέπεια, λοιπόν, η αποβιομηχάνιση έκανε το ίδιο το χωριό να εξαρτάται περισσότερο από την αβέβαιη τύχη της εκάστοτε σοδειάς.

Η κατάσταση στην Ιρλανδία ήταν πιο δραματική. Εδώ ένας πληθυσμός από μικρούς, οικονομικά καθυστερημένους, άκρως ανασφαλείς ενοικιαστές γης, που μετά βίας εξασφάλιζε τα προς το ζην από την καλλιέργειά της, πλήρωνε τεράστια ενοίκια σε ένα μικρό σώμα ξένων γαιοκτημόνων που δεν την καλλιεργούσαν οι ίδιοι και κατά κανόνα έμεναν μακριά από τα κτήματά τους. Εκτός από το βορειοανατολικό της τμήμα (Ulster), η χώρα είχε από καιρό αποβιομηχανιστεί με τη μερκαντιλιστική πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης —της οποίας ήταν αποικία— και, πιο πρόσφατα, με τον ανταγωνισμό της βρετανικής βιομηχανίας. Μία και μόνη τεχνική καινοτομία —η αντικατάσταση των παλαιών καλλιεργειών με την πατάτα— επέτρεψε να αυξηθεί σημαντικά ο πληθυσμός, διότι ένα στρέμμα γης φυτεμένο με πατάτα μπορεί να θρέψει περισσότερους ανθρώπους παρά ένα στρέμμα με χόρτο ή ό,τι άλλο. Η ζήτηση των γαιοκτημόνων για τον μέγιστο αριθμό ενοικιαστών και, αργότερα, για εργατική δύναμη που θα καλλιεργούσε τα νέα κτήματα τα οποία τροφοδοτούσαν την αναπτυσσόμενη βρετανική αγορά, ευνόησε τον πολλαπλασιασμό των μικρών κλήρων: ως το 1841, στο Connacht, το 64% των μεγάλων κτημάτων είχαν έκταση μικρότερη από 20 στρέμματα, χωρίς να υπολογίσουμε τον άγνωστο αριθμό των μικροσκοπικών κλήρων με έκταση κάτω από 4 στρέμματα. Έτσι, κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και τα πρώτα χρόνια του 19ου, ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά και ζούσε με κάπου μισό ως ένα κιλό πατάτες την ημέρα ανά άτομο και —τουλάχιστον ως τη δεκαετία του 1820— με λίγο γάλα και, κάπου κάπου, λίγη ρέγγα. Ο πληθυσμός αυτός ζούσε σε φτώχεια που όμοιά της δεν υπήρχε στη δυτική Ευρώπη.25

Εφόσον δεν υπήρχε εναλλακτική απασχόληση —η εκβιομηχάνιση είχε αποκλειστεί— μπορούσε κανείς να προβλέψει με μαθηματική ακρίβεια το τέλος αυτής της κατάστασης. Μόλις ο πληθυσμός θα αυξανόταν τόσο ώστε να απορροφήσει και το τελευταίο κομματάκι βαλτότοπου όπου θα μπορούσε ίσως να φυτρώσει πατάτα, θα ερχόταν η καταστροφή. Λίγο μετά το τέλος των γαλλικών πολέμων άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της. Η έλλειψη τροφίμων και οι επιδημίες άρχισαν ξανά να αποδεκατίζουν ένα λαό του οποίου τη δυσφορία μπορεί κανείς ευκολότατα να καταλάβει. Οι κακές σοδειές και οι αρρώστιες στα σπαρτά ήταν απλώς και μόνο η χαριστική βολή για έναν πληθυσμό ήδη καταδικασμένο. Κανείς δεν γνωρίζει και κανείς ποτέ δεν θα μάθει ακριβώς το ανθρώπινο κόστος του μεγάλου ιρλανδικού λιμού του 1847, που ήταν και η μέγιστη ανθρώπινη καταστροφή στην ευρωπαϊκή ιστορία της περιόδου που μας απασχολεί. Σύμφωνα με κατά προσέγγιση υπολογισμούς, περί το ένα εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν από την πείνα ή τις συνέπειές της και άλλο ένα εκατομμύριο εγκατέλειψαν το ταλαιπωρημένο νησί ανάμεσα στα 1846 και 1851. Το 1820 η Ιρλανδία είχε κάτι λιγότερο από 7 εκατομμύρια κατοίκους. Το 1846 είχε περίπου 8,5 εκατομμύρια, και έκτοτε μειώνεται συνεχώς με τη μετανάστευση. Heu dira fames! έγραφε ένας ιερέας, επιστρέφοντας στο ύφος των χρονικογράφων του Μεσαίωνα, Heu saeva hujus memorabilis anni pestilential

26 εκείνους τους μήνες που κανένα παιδί δεν βαφτιζόταν πια στις

Page 137: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ενορίες του Galway και του Mayo, κι αυτό γιατί κανένα παιδί δεν είχε γεννηθεί.

Το να είναι κανείς αγρότης στην Ινδία και την Ιρλανδία της περιόδου 1789-1848 ήταν η χειρότερη δυνατή μοίρα, αλλά ούτε και κανένας που είχε περιθώρια εκλογής δεν θα ήθελε να είναι αγρεργάτης στην Αγγλία. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η κατάσταση αυτής της δυστυχισμένης τάξης επιδεινώθηκε σημαντικά μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1790, εν μέρει λόγω της επενέργειας των οικονομικών δυνάμεων και εν μέρει λόγω του συστήματος Speenhamland (1795), που ήταν μια καλοπροαίρετη αλλά εσφαλμένη απόπειρα να δοθεί στον εργάτη εγγύηση ενός κατώτατου ημερομισθίου με την επιδότηση των μισθών από τους κοινωνικούς ενοριακούς φόρους (poor rates). Η κύρια συνέπειά του ήταν να ενθαρρύνει τους γαιοκτήμονες να μειώσουν τα ημερομίσθια και να σπάσει το ηθικό των εργατών. Οι ασθενείς και ανοργάνωτες προσπάθειές τους για εξέγερση φαίνονται από την αύξηση των λαθροκυνηγών στη δεκαετία του 1820, τους εμπρησμούς και τις καταστροφές ξένης ιδιοκτησίας στις δεκαετίες του 1830 και 1840 αλλά, προπάντων, φαίνονται από τον απεγνωσμένο, ανίσχυρο «τελευταίο ξεσηκωμό των εργατών», μια επιδημία εξεγέρσεων που εξαπλώθηκε αυθόρμητα από το Kent σε πολυάριθμες κομητείες στα τέλη του 1830 και κατεπνίγη με αγριότητα. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός θέλησε να επιλύσει το πρόβλημα του εργάτη με τον συνήθη σκληρό κι αλύπητο τρόπο, υποχρεώνοντάς τον δηλαδή να βρει δουλειά με χαμηλό ημερομίσθιο ή να μεταναστεύσει. Ο Νέος Νόμος περί πτωχών του 1834, ασυνήθιστης πώρωσης και σκληρότητας, του παρείχε επίδομα, απορίας μόνο αν πήγαινε στα νέα πτωχοκομεία (όπου έπρεπε να αποχωριστεί γυναίκα και παιδί για να αποφύγει την αισθηματική και αντιμαλθουσιανή συνήθεια της αλόγιστης τεκνοποιίας) χωρίς πια την εγγύηση του ελάχιστου εισοδήματος που του εξασφάλιζε προηγουμένως η ενορία του. Το κόστος των κοινωνικών παροχών μειώθηκε δραστικά (μολονότι τουλάχιστον ένα εκατομμύριο Βρετανοί παρέμειναν ενδεείς ως το τέλος της περιόδου), και οι εργάτες άρχισαν σιγά σιγά να μετακινούνται. Εφόσον η γεωργία σημείωνε ύφεση, η κατάστασή τους εξακολουθούσε να είναι άθλια. Δεν σημείωσε άλλωστε ουσιαστική βελτίωση παρά μόνο στη δεκαετία του 1850.

Η κατάσταση των εργατών της γης ήταν πράγματι κακή παντού, αν και ίσως στις καθυστερημένες και απόμακρες περιοχές όχι χειρότερη απ' ό,τι συνήθως. Η ατυχής ανακάλυψη της πατάτας οδήγησε στην εύκολη πτώση του βιοτικού τους επιπέδου σε μεγάλα τμήματα της βόρειας Ευρώπης, ενώ δεν επήλθε ουσιαστική βελτίωση στην κατάστασή τους, π.χ. στην Πρωσία, παρά μόνο μετά το 1850 με 1860. Η κατάσταση του αγρότη που είχε αυτάρκεια ήταν ίσως καλύτερη, αν και σε περιόδους λιμού ο μικροϊδιοκτήτης καλλιεργητής ζούσε σε απελπιστικές συνθήκες. Η αγροτική Γαλλία επηρεάστηκε ίσως λιγότερο από κάθε άλλη χώρα από τη γενική γεωργική ύφεση μετά το κύμα ευημερίας των ναπολεόντειων πολέμων. Πράγματι, ο Γάλλος αγρότης που θα συνέκρινε στα 1840 την κατάστασή του και την κατάσταση του Άγγλου αγρεργάτη με τις συνθήκες που επικρατούσαν το 1788 δεν θα είχε καμία αμφιβολία για το ποιος ήταν ο πιο τυχερός.i

i «Έχοντας ζήσει πολύ ανάμεσα στους αγρότες και την εργατική τάξη, τόσο στη χώρα μου όσο και στο εξωτερικό, πρέπει να ομολογήσω πως πιο πολιτισμένους, παστρικούς, εργατικούς, λιτούς, εγκρατείς και πιο καλοντυμένους ανθρώπους από τους Γάλλους αγρότες, για άτομα αυτού του επιπέδου [...], ποτέ δεν γνώρισα. Από την άποψη αυτή, είναι έντονη η αντίθεση με μεγάλο μέρος των Σκοτσέζων αγρεργατών, που είναι υπερβολικά βρώμικοι και κακομοίρηδες, με πολλούς Άγγλους που είναι δουλοπρεπείς, με σπασμένο ηθικό και ζωή εξαιρετικά στενάχωρη και φτωχή, με τους φτωχούς Ιρλανδούς που είναι ρακένδυτοι, σε πρωτόγονη κατάσταση [...]». Η. Colman, The Agricultural and Rural Economy of France, Belgium, Holland and Switzerland (1848), σσ. 25-26.

Στο μεταξύ, πέρα από τον Ατλαντικό, οι Αμερικανοί γεωργοί παρατηρούσαν την αγροτική τάξη του Παλαιού Κόσμου και ευχαριστούσαν την καλή τους τύχη που τους βοήθησε να μην ανήκουν σ' αυτήν.

Page 138: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ' ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

Αυτοί είναι πράγματι λαμπροί καιροί για τους μηχανικούς.

JAMES ΝASMYTH, εφευρέτης της ατμόσφυρας1

Devant de tels témoins, o secte progressive, Vantez-nous le pouvoir de la locomotive,

Vantez-nous le vapeur et les chemins de fer.

i

A. POMMIER2

I

Μόνο η βρετανική οικονομία ήταν πραγματικά εκβιομηχανισμένη ως το 1848, και κατά συνέπεια κυριαρχούσε στον κόσμο. Ίσως ως τη δεκαετία του 1840 οι ΗΠΑ κι ένα μεγάλο μέρος της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης να είχαν περάσει, ή να στέκονταν στο κατώφλι της βιομηχανικής επανάστασης. Ήταν ήδη σχεδόν βέβαιο ότι οι ΗΠΑ θα αποτελούσαν αργότερα —σε είκοσι χρόνια, πίστευε ο Richard Cobden στα μέσα της δεκαετίας του 18303

Αυτή η βραδύτητα με την οποία επέρχονταν οι αλλαγές στον μη βρετανικό κόσμο εσήμαινε ότι οι οικονομικές του εξελίξεις εξακολουθούσαν, ως το τέλος της περιόδου μας, να εξαρτώνται, όπως παλιά, από τις καλές ή κακές σοδειές και όχι από το νέο σύστημα της εναλλαγής βιομηχανικών εξάρσεων και κάμψεων. Η κρίση του 1857 ήταν πιθανόν η πρώτη που είχε παγκόσμιο χαρακτήρα και συγχρόνως είχε αίτια άλλα εκτός από την αγροτική καταστροφή. Το γεγονός αυτό, άλλωστε, είχε σημαντικότατες πολιτικές συνέπειες. Ο ρυθμός αλλαγής στις βιομηχανικές και μη βιομηχανικές περιοχές σημείωνε απόκλιση ανάμεσα στο 1780 και το 1848.

— σοβαρό ανταγωνιστή των Βρετανών, και ως τη δεκαετία του 1840 κάποιοι Γερμανοί, αν και κανείς άλλος ίσως, ήδη επισήμαιναν την ταχεία βιομηχανική πρόοδο των συμπατριωτών τους. Αλλά οι προοπτικές δεν συνιστούν επιτεύγματα, και ως το 1850 οι ουσιαστικές βιομηχανικές αλλαγές που είχε υποστεί ο μη αγγλόφωνος κόσμος ήταν ακόμη αρκετά μικρές. Ως το 1850 υπήρχαν π.χ. λίγο περισσότερα από 100 μίλια σιδηροδρομικών γραμμών σ' ολόκληρη την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Σκανδιναβία, την Ελβετία κι ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο, και (με εξαίρεση τις ΗΠΑ) λιγότερες ακόμη σε όλες μαζί τις άλλες ηπείρους. Αν εξαιρέσουμε τη Βρετανία και λίγα ακόμη μέρη, ο οικονομικός και κοινωνικός κόσμος της δεκαετίας του 1840 δεν φαινόταν να διαφέρει και τόσο πολύ από τον κόσμο του 1788. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της γης, τότε όπως και παλιότερα, ήταν αγρότες. Το 1830 άλλωστε εξακολουθούσε να υπάρχει μία μόνο δυτική πόλη με πληθυσμό άνω του ενός εκατομμυρίου (Λονδίνο), μία με περισσότερους από 500.000 κατοίκους (Παρίσι) και —εκτός Βρετανίας— μόνο δεκαεννέα ευρωπαϊκές πόλεις με πληθυσμό άνω των 100.000.

ii

Η οικονομική κρίση που άναψε φωτιές σε τόσο μεγάλο μέρος της Ευρώπης στα 1846-48 δεν

i Μπροστά σε τέτοιους μάρτυρες, ω φατρία των προοδευτικών, / Εξυμνήστε την εξουσία της ατμομηχανής, / Εξυμνήστε τον ατμό και τους σιδηροδρόμους. (Σ.τ.Μ.)

ii Ο παγκόσμιος θρίαμβος του βιομηχανικού τομέα έτεινε για μια ακόμη φορά να προκαλέσει σύγκλιση του ρυθμού αυτού, αν και με διαφορετικό τρόπο.

Page 139: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ήταν παρά μια παλαιού τύπου ύφεση αγροτικού χαρακτήρα. Ήταν κατά μία έννοια η τελευταία, και ίσως η χειρότερη οικονομική κατάρρευση του οικονομικού παλαιοκαθεστωτισμού. Αυτό δεν ίσχυε τόσο για τη Βρετανία, όπου η χειρότερη κρίση της περιόδου του πρώιμου βιομηχανισμού εμφανίστηκε μεταξύ του 1839 και του 1842 για καθαρά «σύγχρονους» λόγους, και μάλιστα συνέπεσε με σχετικά χαμηλές τιμές στα σιτηρά. Η στιγμή της αυθόρμητης κοινωνικής έκρηξης στη Βρετανία έφτασε με την απρογραμμάτιστη γενική απεργία των Χαρτιστών, το καλοκαίρι του 1842 (τις λεγόμενες «plug riots»). Ώσπου να φτάσει αυτή στην ηπειρωτική Ευρώπη, το 1848, η Βρετανία περνούσε την πρώτη κυκλική ύφεση της μακράς εποχής της βικτωριανής ανάπτυξης, όπως επίσης και το Βέλγιο, που ήταν η άλλη σχετικά εκβιομηχανισμένη οικονομία στην Ευρώπη. Όπως πρόβλεψε ο Μαρξ, μια ευρωπαϊκή επανάσταση χωρίς αντίστοιχο βρετανικό κίνημα ήταν καταδικασμένη. Αυτό που δεν πρόβλεψε ήταν ότι, λόγω της ανισότητας της βρετανικής ανάπτυξης σε σχέση με την ευρωπαϊκή, ήταν αναπόφευκτο να εξεγερθεί μόνο η ηπειρωτική Ευρώπη.

Αυτό που μετράει ωστόσο για την περίοδο 1789-1848 δεν είναι ότι, σύμφωνα με μεταγενέστερα κριτήρια, οι οικονομικές μεταβολές ήταν μικρές, αλλά το γεγονός ότι πράγματι σημειώνονταν θεμελιώδεις αλλαγές. Η πρώτη ήταν δημογραφική. Ο παγκόσμιος πληθυσμός —και ιδίως ο πληθυσμός που περιλαμβανόταν στη σφαίρα επιρροής της διττής επανάστασης— έμπαινε στην περίοδο της άνευ προηγουμένου «έκρηξης», που σε διάστημα εκατόν πενήντα χρόνων τον πολλαπλασίασε. Μια και πολύ λίγες χώρες πριν από τον 19ο αιώνα διέθεταν κάτι ανάλογο με τις σημερινές απογραφές, κι αυτές ήταν κατά κανόνα κάθε άλλο παρά έγκυρες,i

Εκτός Ευρώπης έχουμε λιγότερα στοιχεία, μολονότι φαίνεται πως ο πληθυσμός της Κίνας αυξήθηκε με ταχύ ρυθμό κατά τη διάρκεια του 18ου και των πρώτων ετών του 19ου αιώνα, ωσότου η ευρωπαϊκή επέμβαση και η παραδοσιακή κυκλική κίνηση της κινέζικης πολιτικής ιστορίας προκάλεσαν την κατάρρευση της ανθούσας διοίκησης της δυναστείας Μαντσού, που βρισκόταν στην ακμή της στην περίοδο αυτή.

δεν ξέρουμε με ακρίβεια πόσο γρήγορη ήταν η πληθυσμιακή αύξηση στην περίοδο αυτή· ήταν ασφαλώς απαράμιλλη, και ιδιαίτερα μεγάλη (εκτός ίσως από τις αραιοκατοικημένες χώρες, όπως η Ρωσία, όπου ο πληθυσμός γέμιζε τις άδειες και ως τότε αναξιοποίητες εκτάσεις) στις πιο προηγμένες οικονομικά περιοχές. Ο πληθυσμός των ΗΠΑ (διογκωμένος από τη μετανάστευση και ενθαρρυμένος από τις τεράστιες εκτάσεις και τους απεριόριστους πόρους μιας ολόκληρης ηπείρου) σχεδόν εξαπλασιάστηκε από το 1790 ως το 1850 και έφτασε από τα 4 στα 23 εκατομμύρια. Ο πληθυσμός του Ηνωμένου Βασιλείου διπλασιάστηκε σχεδόν από το 1800 ως το 1850, περίπου τριπλασιάστηκε από το 1750 ως το 1850. Ο πληθυσμός της Πρωσίας (σύνορα του 1846) σχεδόν διπλασιάστηκε από το 1800 ως το 1846, όπως και της Ευρωπαϊκής Ρωσίας (χωρίς τη Φιλανδία). Ο πληθυσμός της Νορβηγίας, της Δανίας, της Σουηδίας, της Ολλανδίας και μεγάλων τμημάτων της Ιταλίας σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ του 1750 και του 1850, αλλά αυξήθηκε με λιγότερο εκπληκτικό ρυθμό στη διάρκεια της περιόδου που μας απασχολεί· ο πληθυσμός της Ισπανίας και της Πορτογαλίας αυξήθηκε κατά το ένα τρίτο.

ii Στη Λατινική Αμερική ο πληθυσμός πιθανόν αυξήθηκε με ρυθμό ανάλογο με τον ισπανικό.4

i Η πρώτη βρετανική απογραφή έγινε το 1801· η πρώτη κάπως έγκυρη, το 1831.

ii Ο συνήθης δυναστικός κύκλος στην Κίνα διαρκούσε περίπου 300 χρόνια· οι Μαντσού ήρθαν στην εξουσία στα μέσα του 17ου αιώνα.

Δεν υπάρχουν ενδείξεις για πληθυσμιακή έκρηξη σε άλλα τμήματα της Ασίας. Ο πληθυσμός της Αφρικής παρέμεινε μάλλον στάσιμος. Ορισμένες άδειες εκτάσεις της γης, αποικισμένες από λευκούς, παρουσίασαν εκπληκτικό ρυθμό αύξησης, όπως π.χ. η Αυστραλία, που το 1790 δεν είχε σχεδόν λευκούς κατοίκους αλλά ως το 1851 ο αριθμός τους έφτασε τις 500.000.

Page 140: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Η εκπληκτική αυτή πληθυσμιακή αύξηση ασφαλώς τόνωσε εξαιρετικά την οικονομία, μολονότι πρέπει να θεωρηθεί μάλλον ως συνέπεια παρά ως εξωγενές αίτιο της οικονομικής επανάστασης· χωρίς αυτήν, μια τόσο ταχεία δημογραφική αύξηση δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί περισσότερο από λίγα χρόνια (πράγματι στην Ιρλανδία, όπου δεν την επικουρούσε η συνεχής οικονομική επανάσταση, δεν διατηρήθηκε για πολύ). Δημιούργησε περισσότερη εργατική δύναμη, κυρίως περισσότερη νεαρή εργατική δύναμη, και περισσότερους καταναλωτές. Ο κόσμος της περιόδου μας ήταν ένας κόσμος πολύ νεότερος από κάθε προηγούμενο, γεμάτος παιδιά, νεαρά ζευγάρια ή άτομα στο άνθος της ηλικίας τους.

Η δεύτερη σημαντικότατη αλλαγή αφορούσε τις επικοινωνίες. Ομολογουμένως ο σιδηρόδρομος ήταν ακόμη στα πρώτα του βήματα το 1848, μολονότι είχε ήδη μεγάλη πρακτική σημασία στη Βρετανία, τις ΗΠΑ, το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία· αλλά και πριν από την εμφάνισή του, η βελτίωση των επικοινωνιών ήταν, σε σύγκριση με το παρελθόν, εκπληκτική. Η Αυστριακή Αυτοκρατορία (χωρίς την Ουγγαρία), λόγου χάρη, απέκτησε από το 1830 ως το 1847 περισσότερα από 30.000 μίλια δρόμων, υπερδιπλασιάζοντας έτσι το οδικό της δίκτυο.5 Το Βέλγιο διπλασίασε σχεδόν το οδικό του δίκτυο μεταξύ του 1830 και του 1850· ακόμη και η Ισπανία, χάρη κυρίως στη γαλλική κατοχή, σχεδόν διπλασίασε το δικό της, που ήταν βέβαια μικρό. Οι ΗΠΑ, πάντοτε υπέρμετρες —συγκριτικά με άλλες χώρες— στα εγχειρήματά τους, υπεροκταπλασίασαν το οδικό δίκτυό τους, από 21.000 μίλια το 1800 σε 170.000 το 1850.6 Η Βρετανία, εξάλλου, απέκτησε ολόκληρο σύστημα καναλιών, η Γαλλία κατασκεύασε παρόμοιο δίκτυο 2.000 μιλίων (1800-47), και οι ΗΠΑ άνοιξαν τις σημαντικότατες υδάτινες οδούς του Erie, του Chesapeake και του Ohio. Η συνολική χωρητικότητα του στόλου του δυτικού κόσμου υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ του 1800 και των αρχών της δεκαετίας του 1840, και ήδη τα ατμόπλοια συνέδεαν τη Βρετανία με τη Γαλλία (1822) και όργωναν πάνω κάτω τον Δούναβη. (Το 1840 η συνολική χωρητικότητα των ατμοπλοίων ήταν περίπου 370.000 τόνοι έναντι 9.000.000 των ιστιοφόρων, μολονότι στην πραγματικότητα αυτό ίσως αντιπροσώπευε ήδη περίπου το 1/6 της ικανότητας μεταφοράς.) Και εδώ οι Αμερικανοί τους ξεπέρασαν όλους, συναγωνιζόμενοι ακόμη και τους Βρετανούς για την κατοχή του μεγαλύτερου εμπορικού στόλου. i

Δεν πρέπει να υποτιμούμε τη ραγδαία βελτίωση που σημειώθηκε έτσι στον τομέα της ταχύτητας και της μεταφορικής ικανότητας. Αναμφίβολα η άμαξα που μετέφερε τον Τσάρο Πασών των Ρωσιών από την Πετρούπολη στο Βερολίνο σε τέσσερις ημέρες (1834) δεν ήταν στη διάθεση των κοινών θνητών, αλλά ήταν στη διάθεσή τους η νέα ταχυδρομική άμαξα (που αντέγραψαν από τους Γάλλους και τους Άγγλους), η οποία, μετά το 1824, έφτανε από το Βερολίνο στο Μαγδεμβούργο σε 15 ώρες αντι σε 2,5 ημέρες. Ο σιδηρόδρομος και η λαμπρή εφεύρεση του Rowland Hill το 1839, το τυποποιημένο τέλος για ταχυδρομικό υλικό (που συμπληρώθηκε με την εφεύρεση του αυτοκόλλητου γραμματοσήμου το 1841), πολλαπλασίασαν τα ταχυδρομικά δρομολόγια· αλλά ακόμη και πριν από τις εφευρέσεις αυτές, και σε χώρες λιγότερο προηγμένες από τη Βρετανία, είχαν αυξηθεί ταχύτατα: μεταξύ του 1830 και του 1840 ο αριθμός των επιστολών που στέλνονταν στη Γαλλία έφτασε από 64 σε 94 εκατομμύρια. Τα ιστιοφόρα δεν ήταν απλώς ταχύτερα και πιο ασφαλή, αλλά και κατά κανόνα μεγαλύτερα.7

Αναμφίβολα, από τεχνική άποψη, οι βελτιώσεις αυτές δεν ήταν τόσο μεγαλόπνοες όπως ο σιδηρόδρομος, μολονότι οι μαγευτικές γέφυρες που σχημάτιζαν όμορφες καμπύλες πάνω από τα ποτάμια, οι μεγάλες τεχνητές υδάτινες οδοί και οι αποβάθρες, τα υπέροχα ιστιοφόρα που γλιστρούσαν με ανοιγμένα πανιά σαν κύκνοι και οι νέες κομψές ταχυδρομικές άμαξες ήταν και παραμένουν μερικά από τα πιο καλαίσθητα προϊόντα του βιομηχανικού σχεδιασμού. Και ως μέσα όμως για τη διευκόλυνση των μετακινήσεων και των μεταφορών, για τη σύνδεση

i Σχεδόν πέτυχαν το στόχο τους το 1860, πριν τα σιδερένια πλοία δώσουν πάλι την υπεροχή στους Βρετανούς.

Page 141: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

πόλης και υπαίθρου, φτωχών και πλούσιων περιοχών, ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικά. Η πληθυσμιακή αύξηση τους χρωστά πολλά, γιατί αυτό που την αναχαίτιζε στις προβιομηχανικές εποχές δεν ήταν τόσο η υψηλή φυσική θνησιμότητα των ανθρώπων όσο οι περιοδικές καταστροφές που προκαλούσαν οι αυστηρά τοπικού χαρακτήρα λιμοί και η έλλειψη τροφίμων. Αν ο λιμός έγινε λιγότερο απειλητικός στον δυτικό κόσμο κατά την περίοδο αυτή (εκτός από τις χρονιές που οι σοδειές ήταν σχεδόν σε παγκόσμια κλίμακα κάκιστες, όπως το 1816-17 και το 1846-48) ήταν πρωτίστως λόγω αυτής της ανάπτυξης των μεταφορών, καθώς, φυσικά, και λόγω της γενικής βελτίωσης στην αποδοτικότητα της κυβέρνησης και της διοίκησης (βλ. Κεφάλαιο 1ο).

Η τρίτη σημαντική αλλαγή επισημαίνεται φυσικά στον μεγάλο όγκο του εμπορίου και της μετανάστευσης. Ασφαλώς όχι παντού. Δεν έχουμε π.χ. ενδείξεις ότι οι αγρότες της Καλαβρίας ή της Απουλίας ήταν από τότε πρόθυμοι να μεταναστεύσουν, ούτε ότι τα εμπορεύματα που κάθε χρόνο μεταφέρονταν στην εμποροπανήγυρη του Νίζνι Νόβγκοροντ σημείωσαν καμιά τεράστια αύξηση.8 Αλλά, βλέποντας συνολικά τον κόσμο της διττής επανάστασης, η κίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων είχε ήδη αποκτήσει ταχύτητα κι ορμή χιονοστιβάδας. Ανάμεσα στο 1816 και το 1850, περί τα 5.000.000 Ευρωπαίοι εγκατέλειψαν τις χώρες τους (περίπου τα 4/5 για την Αμερική), και στο εσωτερικό των χωρών τα ρεύματα εσωτερικής μετανάστευσης ήταν πολύ μεγαλύτερα. Μεταξύ του 1780 και του 1840 οι διεθνείς εμπορικές συναλλαγές του δυτικού κόσμου υπερτριπλασιάστηκαν· μεταξύ του 1780 και του 1850 υπερτετραπλασιάστηκαν. Με μεταγενέστερα μέτρα, αυτή η κίνηση ήταν αναμφισβήτητα πολύ περιορισμένη,i

II

αλλά με προγενέστερα —άλλωστε με βάση αυτά τα μέτρα έκριναν οι άνθρωποι την εποχή τους— ξεπερνούσαν και την πιο αχαλίνωτη φαντασία.

Αυτό που είχε περισσότερη σημασία, μετά το 1830 περίπου —το σταθμό που δεν μπορεί να παραβλέψει ο ιστορικός της εποχής μας, όποιο κι αν είναι το ιδιαίτερο πεδίο των ενδιαφερόντων του— είναι πως ο ρυθμός της οικονομικής και της κοινωνικής αλλαγής αυξήθηκε εμφανώς και σημαντικά. Εκτός Βρετανίας, η περίοδος της Γαλλικής Επανάστασης και των πολέμων της προκάλεσε μικρή σχετικά άμεση πρόοδο, με εξαίρεση τις ΗΠΑ, που πραγματοποίησαν άλματα μετά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας τους, διπλασιάζοντας τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις τους ως το 1810, επταπλασιάζοντας τη ναυτιλία τους και, γενικά, επιδεικνύοντας τις μελλοντικές τους δυνατότητες. (όχι μόνο η εκκοκκιστική μηχανή βάμβακος αλλά και το ατμόπλοιο, οι πρώτες προσπάθειες για «αλυσιδωτή» παραγωγή —ο αλευρόμυλος σε ταινιόδρομο του Oliver Evans— αποτελούν αμερικανικά επιτεύγματα της εποχής.) Τα θεμέλια μεγάλου μέρους των μετέπειτα βιομηχανικών κλάδων, ιδίως της βαριάς βιομηχανίας, είχαν τεθεί στη ναπολεόντεια Ευρώπη αλλά δεν επιβίωσαν μετά το τέλος των πολέμων που έφεραν την κρίση παντού. Σε γενικές γραμμές, η περίοδος 1815-30 ήταν εποχή ανάσχεσης ή, έστω, αργής αποκατάστασης. Τα κράτη τακτοποιούσαν τα δημοσιονομικά τους συνήθως με αυστηρά αντιπληθωριστικά μέτρα (οι Ρώσοι ήταν οι τελευταίοι που το έκαναν το 1841). Οι βιομηχανίες παράπαιαν κάτω από τα χτυπήματα της κρίσης και του ξένου ανταγωνισμού· η αμερικανική βαμβακοβιομηχανία δέχτηκε πολύ άσχημο πλήγμα. Ο εξαστισμός ήταν βραδύρυθμος: ως το 1828 ο γαλλικός αγροτικός πληθυσμός αυξανόταν το ίδιο γρήγορα όπως και ο αστικός. Η γεωργία έφθινε, ιδίως στη Γερμανία. Δεν θα υπήρχε κανένας που, παρατηρώντας την οικονομική ανάπτυξη της εποχής αυτής, ακόμη και εκτός της εκπληκτικά αναπτυσσόμενης βρετανικής οικονομίας, θα γέμιζε με απαισιοδοξία, αλλά λίγοι θα αποφαίνονταν ότι κι άλλες χώρες εκτός της Βρετανίας και ίσως των ΗΠΑ ήταν στο κατώφλι της βιομηχανικής επανάστασης. Για να πάρουμε ένα ενδεικτικό παράδειγμα της νέας

i Μεταξύ του 1850 και του 1888 μετανάστευσαν 22.000.000 Ευρωπαίοι, και το 1889 το συνολικό διεθνές εμπόριο ανερχόταν σε 3.400 εκατομμύρια στερλίνες περίπου, έναντι 600 εκατομμυρίων στερλινών το 1840.

Page 142: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

βιομηχανίας: εκτός Βρετανίας, ΗΠΑ και Γαλλίας, ο αριθμός ατμομηχανών και ατμοδύναμης στον υπόλοιπο κόσμο κατά τη δεκαετία του 1820 δεν άξιζε ούτε καν την προσοχή του στατιστικού.

Μετά το 1830 (ή περίπου) η κατάσταση άλλαξε απότομα και δραστικά, τόσο που γύρω στο 1840 τα χαρακτηριστικά κοινωνικά προβλήματα της βιομηχανικής εποχής —το νέο προλεταριάτο, η φρίκη της ανεξέλεγκτης και ιλιγγιώδους αστυφιλίας— αποτελούσαν κοινότοπα θέματα συζήτησης στη δυτική Ευρώπη και ήταν ο εφιάλτης των πολιτικών και των στελεχών της διοίκησης. Ο αριθμός των ατμομηχανών στο Βέλγιο διπλασιάστηκε και η ιπποδύναμή τους σχεδόν τριπλασιάστηκε μεταξύ του 1830 και του 1838: από 354 (με 11.000 ίππους) σε 712 (με 30.000). Ως το 1850 η μικρή αλλά ήδη άκρως εκβιομηχανισμένη χώρα είχε περίπου 2.300 μηχανές δυνάμεως 66.000 ίππων9 και παραγωγή περίπου 6 εκατομμύρια τόνους άνθρακα (σχεδόν τριπλάσια από την παραγωγή του 1830). Το 1830 δεν υπήρχαν μετοχικές εταιρείες στον τομέα των ορυχείων στο Βέλγιο· ως το 1841 σχεδόν το ήμισυ της ανθρακοπαραγωγής προερχόταν από τέτοιες εταιρείες.

Θα ήταν μονότονη η παράθεση ανάλογων στοιχείων για τη Γαλλία, τα γερμανικά κρατίδια, την Αυστρία ή άλλες χώρες και περιοχές, όπου σ' αυτά τα 20 χρόνια τέθηκαν τα θεμέλια της σύγχρονης βιομηχανίας: η εταιρεία Krupp της Γερμανίας π.χ. εγκατέστησε την πρώτη ατμομηχανή της το 1835, τα πρώτα φρέατα της μεγάλης ανθρακοφόρου περιοχής του Ruhr κατασκευάστηκαν το 1837 και η πρώτη κάμινος με οπτάνθρακα λειτούργησε στο μεγάλο τσέχικο κέντρο σιδήρου του Vitkovice το 1836, ενώ το πρώτο εργοστάσιο ελάσεως μέταλλου του Falck στη Λομβαρδία το 1839-40. Και θα ήταν περισσότερο μονότονη δεδομένου ότι —με εξαίρεση το Βέλγιο και ίσως τη Γαλλία— η περίοδος της πραγματικά μεγάλης εκβιομηχάνισης δεν έφτασε παρά μετά το 1848. Στα χρόνια 1830-48 σημειώνεται η γέννηση βιομηχανικών περιοχών, διάσημων βιομηχανικών κέντρων και εταιρειών, των οποίων οι επωνυμίες είναι πασίγνωστες ως τις μέρες μας, αλλά όχι και η εφηβεία τους, πόσο μάλλον η ωριμότητά τους. Εξετάζοντας τη δεκαετία του 1830 ξέρουμε τι σήμαινε η εξημμένη ατμόσφαιρα του τεχνικού πειράματος, του ανικανοποίητου και καινοτόμου επιχειρηματικού πνεύματος. Σήμαινε το άνοιγμα της κεντροδυτικής Αμερικής· αλλά η πρώτη θεριστική μηχανή του Cyrus McCormick (1834) και τα πρώτα 78 «μπούσελ» σταριού που στάλθηκαν από το Σικάγο στα ανατολικά το 1838 βρίσκουν τη θέση τους στην ιστορία μόνο λόγω των εξελίξεων στις οποίες οδήγησαν μετά το 1850. Το 1846 έπρεπε κανείς να συγχαρεί για την τόλμη του το εργοστάσιο που διακινδύνεψε να κατασκευάσει 100 θεριστικές μηχανές: «[...] ήταν πραγματικά δύσκολο να βρει κανείς εταίρους με αρκετό θράσος, θάρρος και σθένος για να αναλάβουν το παρακινδυνευμένο εγχείρημα της κατασκευής θεριστικών μηχανών, και το ίδιο δύσκολο να επιβληθεί στους γεωργούς και να τους πείσει να ρισκάρουν και να θερίσουν με τις μηχανές αυτές ή να δουν ευνοϊκά την καινοτομία αυτή».10 Σήμαινε ακόμα τη συστηματική κατασκευή σιδηροδρόμων και βαριάς βιομηχανίας στην Ευρώπη και, συνεπώς, επανάσταση στην τεχνική των επενδύσεων· αλλά αν οι αδελφοί Pereire δεν είχαν γίνει οι μεγάλοι τυχοδιώκτες του βιομηχανικού χρήματος μετά το 1851, θα δίναμε λίγη μόνο προσοχή στο σχέδιο «για μια υπηρεσία δανειοδότησης και δανειοληψίας, όπου η βιομηχανία θα δανείζεται απ' όλους τους κεφαλαιούχους με τους πιο ευνοϊκούς όρους μέσω των πλουσιότερων τραπεζιτών ως εγγυητών», σχέδιο που μάταια υπέβαλαν στη νέα Γαλλική Κυβέρνηση το 1830.11

Όπως στη Βρετανία, τα καταναλωτικά αγαθά —κατά κανόνα τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, αλλά κάποτε και τα είδη διατροφής— πρωτοστατούσαν σ' αυτές τις «εκρήξεις» εκβιομηχάνισης· αλλά τα κεφαλαιουχικά αγαθά —σίδηρος, χάλυβας, άνθρακας κτλ.— είχαν ήδη αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι στην περίοδο της πρώτης βρετανικής βιομηχανικής επανάστασης: το 1846, το 17% της βιομηχανικής απασχόλησης του Βελγίου ήταν σε βιομηχανίες κεφαλαιουχικών αγαθών, έναντι 8% και 9% στη Βρετανία. Ως το 1850, τα 3/4 όλης της βιομηχανικής ατμοδύναμης του Βελγίου διαθέτονταν στα ορυχεία και στη

Page 143: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

μεταλλουργία.12 Όπως στη Βρετανία, η μέση νέα βιομηχανική μονάδα —εργοστάσιο, σιδηρουργείο ή ορυχείο— ήταν μάλλον μικρή και περιβαλλόταν από πλήθος κόσμου που πρόσφερε φτηνή και τεχνικά καθυστερημένη εργατική δύναμη, που αναλάμβανε εργασίες και υπεργολαβίες κατ' οίκον και που αυξανόταν ανάλογα με τις απαιτήσεις των εργοστασίων και της αγοράς, δύναμη που τελικά θα καταστρεφόταν ακριβώς εξαιτίας της μεγαλύτερης ανάπτυξης και των δύο. Στο Βέλγιο (1846), ο μέσος αριθμός εργατών σ' ένα εργοστάσιο μάλλινων, λινών και βαμβακερών ειδών ήταν, αντίστοιχα, 30, 35 και 43· στη Σουηδία (1838) ο μέσος αριθμός για κάθε «εργοστάσιο» κλωστοϋφαντουργίας ήταν μόνο 6-7.13 Από την άλλη μεριά, υπάρχουν ενδείξεις αρκετά πυκνότερης συγκέντρωσης απ' ό,τι στη Βρετανία, όπως άλλωστε θα ανέμενε κανείς, στις περιοχές όπου η βιομηχανία αναπτύχθηκε αργότερα, κάποτε σαν θύλακος μέσα σε αγροτικό περιβάλλον, αξιοποιώντας την πείρα των πρωτοπόρων με βάση μια τεχνολογία πολύ πιο ανεπτυγμένη και, συχνά, με μεγαλύτερη υποστήριξη εκ μέρους των κυβερνήσεων. Στη Βοημία (1841) 3/4 από όλους τους κλώστες βαμβακερών νημάτων εργάζονταν σε εργοστάσια που απασχολούσαν περισσότερους από 100 εργάτες το καθένα, και σχεδόν οι μισοί σε δεκαπέντε εργοστάσια με περισσότερους από 200 εργάτες. (Από την άλλη μεριά, και ως τη δεκαετία του 1850, χρησιμοποιούνταν ο χειροκίνητος αργαλειός.)14 Αυτό ίσχυε, φυσικά, περισσότερο στη βαριά βιομηχανία που ερχόταν τώρα στο προσκήνιο: το μέσο βελγικό χυτήριο (1838) είχε 80 εργάτες, το μέσο βελγικό ανθρακωρυχείο (1846) περί τους 150,15 χωρίς να υπολογίσουμε τους βιομηχανικούς κολοσσούς όπως οι Cockerill του Seraing, που απασχολούσαν 2.000 εργάτες.

Το βιομηχανικό τοπίο ήταν συνεπώς σαν μια σειρά από λίμνες σπαρμένες με νησιά. Αν παρομοιάσουμε τη χώρα με λίμνη, τα νησιά αντιπροσωπεύουν τις βιομηχανικές πόλεις, τα αγροτικά συγκροτήματα (όπως τα δίκτυα με τα «βιομηχανικά» χωριά, τόσο σύνηθες φαινόμενο στα βουνά της κεντρικής Γερμανίας και της Βοημίας) ή τις βιομηχανικές περιοχές: πόλεις με πολλή κλωστοϋφαντουργία όπως η Μυλούζη, η Λίλλη ή η Rouen στη Γαλλία, η Elberfeld-Barmen (πατρίδα της οικογένειας του Friedrich Engels, των μεγιστάνων του βάμβακος) ή το Krefeld στην Πρωσία, το νότιο Βέλγιο, ή η Σαξονία. Αν παρομοιάσουμε με λίμνη τη μεγάλη μάζα των ανεξάρτητων χειροτεχνών, τους αγρότες που παράγουν το χειμώνα προϊόντα για πώληση και τους εργαζόμενους στην οικοτεχνία, δηλαδή εκείνους που αναλάμβαναν εργασία με το κομμάτι, νησιά θα είναι τα εργοστάσια, τα ορυχεία και τα χυτήρια κάθε μεγέθους. Το νερό εξακολουθούσε να καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του τοπίου ή —για να προσαρμόσουμε την παρομοίωση αυτή πιο πολύ στην πραγματικότητα— οι καλαμιές της περιορισμένης ή εξαρτημένης παραγωγής που περιέβαλλαν τα βιομηχανικά και εμπορικά κέντρα ήταν ακόμη πυκνότατες. Οι οικοτεχνίες και άλλες μορφές δραστηριότητας που είχαν δημιουργηθεί νωρίτερα ως εξαρτήματα του φεουδαλισμού εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Οι πιο πολλές —π.χ. η βιομηχανία λινών υφασμάτων της Σιλεσίας— ήταν σε ταχεία και τραγική παρακμή.16

Η ευρωπαϊκή —και μέχρις ενός βαθμού και η αμερικανική— εκβιομηχάνιση διέφερε εντούτοις από τη βρετανική από μια σημαντική άποψη. Οι προϋποθέσεις για την αυτογενή ανάπτυξή της μέσω των ιδιωτικών επιχειρήσεων ήταν πολύ λιγότερο ευνοϊκές. Όπως είδαμε, στη Βρετανία δεν υπήρχε, μετά από 200 περίπου χρόνια αργής προετοιμασίας, καμία πραγματική έλλειψη συντελεστών παραγωγής, ούτε θεσμικό εμπόδιο που να αναστέλλει πραγματικά την πλήρη καπιταλιστική ανάπτυξη. Σε άλλες χώρες δεν ήταν έτσι τα πράγματα.

Οι μεγάλες πόλεις δεν είχαν σχεδόν καθόλου εκβιομηχανιστεί, παρόλο που διατηρούσαν τεράστιο αριθμό εργατών και τεχνιτών που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της κατανάλωσης, των μεταφορών και των γενικών υπηρεσιών. Από τις πόλεις όλου του κόσμου με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων, εκτός από τη Lyon, μόνο οι βρετανικές και οι αμερικανικές περιλάμβαναν καθαρά βιομηχανικά κέντρα: το Μιλάνο π.χ. είχε το 1841 μόνο δύο μικρές ατμομηχανές. Στην πραγματικότητα, το χαρακτηριστικό βιομηχανικό κέντρο —στη Βρετανία όπως και στην ηπειρωτική Ευρώπη— ήταν μια μικρή ή μετρίου μεγέθους επαρχιακή πόλη ή ένα σύμπλεγμα χωριών.

Page 144: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Στη Γερμανία, π.χ., υπήρχε σαφής έλλειψη κεφαλαίου· το αποδεικνύει το ίδιο το σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο των γερμανικών μεσαίων τάξεων (όσο κι αν το εξωράιζε η γοητευτική αυστηρότητα της εσωτερικής διακόσμησης Biedermeier που το εξέφραζε). Συχνά μας διαφεύγει ότι, με τα γερμανικά μέτρα της εποχής, ο Goethe, του οποίου το σπίτι στη Βαϊμάρη αντιστοιχεί σε λίγο υψηλότερο επίπεδο ανέσεων —αλλ' όχι πολύ υψηλότερο— από των μικρών Βρετανών τραπεζιτών της ομάδας του Clapham, ήταν πραγματικά πολύ πλούσιος. Κατά τη δεκαετία του 1820, οι κυρίες της Αυλής, αλλά και οι πριγκίπισσες στο Βερολίνο, φορούσαν όλο το χρόνο φορέματα από περκάλι· αν είχαν μεταξωτό φόρεμα, το φύλαγαν για ειδικές περιπτώσεις.17 Το παραδοσιακό συντεχνιακό σύστημα αφεντικού, εργάτη και μαθητευόμενου στεκόταν ακόμη εμπόδιο στο δρόμο των επιχειρήσεων, της κινητικότητας των ειδικευμένων εργατών αλλά και κάθε οικονομικής αλλαγής: η υποχρέωση του τεχνίτη να ανήκει σε συντεχνία καταργήθηκε στην Πρωσία το 1811, αν και δεν καταργήθηκαν και οι συντεχνίες, των οποίων τα μέλη ενισχύθηκαν μάλιστα πολιτικά από την κοινοτική νομοθεσία της εποχής. Οι συντεχνίες έμειναν σχεδόν ανέπαφες ως τη δεκαετία του 1830 και του 1840. Σε άλλες χώρες χρειάστηκε να φτάσει η δεκαετία του 1850 για να καθιερωθεί πλήρως η Gewerbefreiheit.

Ένα πλήθος μικρών κρατών, με τους ελέγχους και τα κατεστημένα συμφέροντά τους, εξακολουθούσαν να αναχαιτίζουν την ορθολογική ανάπτυξη. Η δημιουργία και μόνο μιας γενικής τελωνειακής ένωσης (εκτός της Αυστρίας), όπως αυτή που κατόρθωσε να επιτύχει η Πρωσία για δικό της συμφέρον και με την πίεση της στρατηγικής της θέσης ανάμεσα στο 1818 και το 1834, συνιστούσε θρίαμβο. Κάθε κυβέρνηση, μερκαντιλιστική ή πατερναλιστική, έριχνε βροχηδόν πάνω στον ταπεινό της υπήκοο τους κανονισμούς και τους διοικητικούς της ελέγχους προς όφελος της κοινωνικής σταθερότητας, αλλά προς μεγάλη αγανάκτηση του επιχειρηματία. Το πρωσικό κράτος έλεγχε την ποιότητα και την τιμή των βιοτεχνιών, τις δραστηριότητες της οικοτεχνίας λινών υφασμάτων στη Σιλεσία και τις επιχειρήσεις των ιδιοκτητών ορυχείων στη δεξιά όχθη του Ρήνου. Η κυβερνητική άδεια ήταν απαραίτητη για να μπορέσει κανείς να ανοίξει ορυχείο, και μπορούσε να ανασταλεί ακόμη και αφού η επιχείρηση είχε ήδη αρχίσει να λειτουργεί.

Ασφαλώς με αυτές τις συνθήκες (που μπορεί να παραλληλιστούν με τις επικρατούσες σε πολλά άλλα κράτη), η βιομηχανική ανάπτυξη λειτουργούσε κατ' ανάγκην αρκετά διαφορετικά απ' ό,τι στη Βρετανία. Έτσι, σ' ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη, η κυβέρνηση έπαιζε πολύ μεγαλύτερο ρόλο, όχι μόνο γιατί το είχε ήδη συνηθίσει αλλά και γιατί έπρεπε να το κάνει. Ο Γουλιέλμος Α', βασιλιάς των Ηνωμένων Κάτω Χωρών, ίδρυσε το 1822 τη Société Générale pour favoriser l'Industrie Nationale des Pays Bas, στην οποία χορηγήθηκαν κρατικές γαίες. Το 40% περίπου των μετοχών της ήταν επ' ονόματι του βασιλέως και το 5% ανήκε με εγγύηση σε όλους τους άλλους δικαιούχους. Το πρωσικό κράτος εξακολουθούσε να εκμεταλλεύεται μεγάλο μέρος των ορυχείων της χώρας. Όλα ανεξαιρέτως τα νέα σιδηροδρομικά δίκτυα, αν δεν τα κατασκεύαζε, πάντως τα σχεδίαζε οπωσδήποτε η ίδια η κυβέρνηση, που τους πρόσφερε και ευνοϊκούς όρους και εγγύηση των επενδύσεων. Πράγματι, ως σήμερα η Βρετανία είναι η μόνη χώρα της οποίας το σιδηροδρομικό σύστημα κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από ριψοκίνδυνες και κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και δεν υποστηρίχτηκε με πριμοδοτήσεις και εγγυήσεις προς τους επενδυτές και τους επιχειρηματίες. Το πρώτο και καλύτερα σχεδιασμένο δίκτυο ήταν το βελγικό, που σχεδιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1830 για να αποσυνδέσει τη χώρα, που πρόσφατα είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της, από το (κατά κύριο λόγο πλωτό) συγκοινωνιακό σύστημα, το οποίο είχε ως πρότυπο το ολλανδικό. Οι πολιτικές δυσχέρειες και η απροθυμία των συντηρητικών μεγαλοαστών να ανταλλάξουν τις ασφαλείς με τις κερδοσκοπικές επενδύσεις ανέβαλαν τη συστηματική κατασκευή του γαλλικού δικτύου, για το οποίο είχε αποφασίσει η Βουλή το 1833 τα αυστριακά σχέδια για το δίκτυο που το κράτος είχε αποφασίσει να κατασκευάσει το 1842 καθυστέρησαν λόγω ελλείψεως επαρκών πόρων, και το ίδιο συνέβη και με τους πρωσικούς σιδηροδρόμους.

Page 145: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Για παρόμοιους λόγους οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είχαν πολύ μεγαλύτερη εξάρτηση απ' ό,τι οι βρετανικές από μια επαρκώς εκσυγχρονισμένη νομοθεσία στον επιχειρηματικό, εμπορικό και τραπεζικό τομέα, καθώς και από έναν σύγχρονο χρηματοδοτικό μηχανισμό. Η Γαλλική Επανάσταση τα παρέσχε και τα δύο: οι νομικοί κώδικες του Ναπολέοντα, με την έμφαση που έδιναν στη νομικά εγγυημένη ελευθερία συνάψεως συμβάσεων, την αναγνώριση των συναλλαγματικών και άλλων εμπορικών γραμματίων και τις ρυθμίσεις που θέσπιζαν για τις μετοχικές εταιρείες (όπως η ανώνυμη εταιρεία και η ετερόρρυθμη, που επικράτησαν σε όλη την Ευρώπη εκτός από τη Βρετανία και τη Σκανδιναβία) αποτέλεσαν το γενικό πρότυπο σ' όλο τον κόσμο γι' αυτόν ακριβώς το λόγο. Επιπλέον, τα συστήματα για τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας που επινόησε το γόνιμο μυαλό των αδελφών Pereire, αυτών των νεαρών ριζοσπαστών Σαινσιμονιστών, επιδοκιμάστηκαν θερμά στο εξωτερικό. Ο μεγαλύτερός τους θρίαμβος θα ερχόταν με την παγκόσμια ακμή της δεκαετίας του 1850, αλλά ήδη στα 1830, η βελγική Société Générale άρχισε να εκτελεί επενδυτικές τραπεζικές εργασίες του τύπου που είχαν οραματιστεί οι αδελφοί Pereire, και οι τραπεζίτες στην Ολλανδία (μολονότι ακόμη δεν τους άκουγαν οι περισσότεροι επιχειρηματίες) ενστερνίστηκαν τις ιδέες των Σαινσιμονιστών. Στην ουσία, οι ιδέες αυτές αποσκοπούσαν στην κινητοποίηση διαφόρων εγχώριων κεφαλαιουχικών πόρων που δεν θα είχαν πάει αυθορμήτως στη βιομηχανική ανάπτυξη, μια και οι κάτοχοί τους δεν θα ήξεραν, έστω κι αν το ήθελαν, που να τους επενδύσουν, μέσω τραπεζών και ιδρυμάτων. Μετά το 1850 εμφανίστηκε το χαρακτηριστικό ευρωπαϊκό (κυρίως γερμανικό) φαινόμενο της μεγάλης τράπεζας που δρα ως επενδυτής και τραπεζίτης και συνεπώς κυριαρχεί στη βιομηχανία και διευκολύνει μια πρώτη συγκέντρωσή της.

III

Η οικονομική ανάπτυξη της περιόδου αυτής ωστόσο εμπεριέχει κάτι το εντελώς παράδοξο: το γαλλικό φαινόμενο. Κανονικά, καμία χώρα δεν θα έπρεπε να σημειώσει ταχύτερη πρόοδο από τη Γαλλία. Όπως είδαμε, διέθετε θεσμούς ιδεώδεις για καπιταλιστική ανάπτυξη. Η ευφυία και η επινοητικότητα των επιχειρηματιών της δεν είχαν το όμοιό τους στην Ευρώπη. Οι Γάλλοι εφεύραν ή ανέπτυξαν για πρώτη φορά το πολυκατάστημα, τη διαφήμιση και, οδηγούμενοι από την υπεροχή της γαλλικής επιστήμης, κάθε είδους τεχνικές καινοτομίες και επιτεύγματα — τη φωτογραφία (με τον Nicéphore Niepce και τον Daguerre), το αεριούχο νερό με τη μέθοδο Leblanc, το λευκαντικό του Berthollet, την επιμετάλλωση, τη γαλβάνιση. Οι Γάλλοι χρηματιστές ήταν οι πιο πολυμήχανοι του κόσμου. Η χώρα διέθετε μεγάλα αποθέματα κεφαλαίου, που τα εξήγε με τη συνδρομή της τεχνικής της εμπειρογνωμοσύνης σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη —και μάλιστα, μετά το 1850, με φορείς όπως η Γενική Εταιρεία Λεωφορείων του Λονδίνου, και στη Βρετανία. Ως το 1847, περί τα 2.250 εκατομμύρια φράγκα είχαν διοχετευθεί στο εξωτερικό18

Στην πραγματικότητα όμως, η οικονομική ανάπτυξη της Γαλλίας ήταν στη βάση της σαφώς πιο βραδύρυθμη από των άλλων χωρών. Ο πληθυσμός της σημείωνε σταθερή αύξηση, αλλ' όχι αλματώδη. Οι πόλεις της (με εξαίρεση το Παρίσι) επεκτείνονταν, αλλά σε μικρό μόνο βαθμό· στις αρχές, μάλιστα, της δεκαετίας του 1830, κάποιες πόλεις συρρικνώθηκαν. Η βιομηχανική της ισχύς στα τέλη της δεκαετίας του 1840 ήταν αναμφίβολα μεγαλύτερη από την ισχύ όλων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών —διέθετε ιπποδύναμη όση και οι υπόλοιπες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης— αλλά είχε χάσει έδαφος έναντι της Βρετανίας και ετοιμαζόταν να το

—στο ποσό προπορευόταν μόνο η Βρετανία, αλλά η διαφορά με τον τρίτο στη σειρά ήταν αστρονομική. Το Παρίσι ήταν διεθνές χρηματιστηριακό κέντρο, με μικρή διαφορά από το Λονδίνο· σε περιόδους μάλιστα κρίσης, όπως το 1847, ήταν και ισχυρότερο. Στη δεκαετία του 1840, οι Γάλλοι ίδρυσαν τις εταιρείες φωταερίου της Ευρώπης —στη Φλωρεντία, τη Βενετία, την Πάδοβα, τη Βερόνα— και ανέλαβαν να ιδρύσουν ανάλογες στην Ισπανία, την Αλγερία, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Οι γαλλικές επιχειρήσεις θα χρηματοδοτούσαν τους σιδηροδρόμους ολόκληρης της ευρωπαϊκής ηπείρου (εκτός από τους γερμανικούς και τους σκανδιναβικούς).

Page 146: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

χάσει και σε σχέση με τη Γερμανία. Πράγματι, παρά τα πλεονεκτήματά της και το καλό της ξεκίνημα, η Γαλλία ποτέ δεν έγινε μείζων βιομηχανική δύναμη ανάλογη με τη Βρετανία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ.

Η εξήγηση για το παράδοξο αυτό φαινόμενο είναι, όπως είδαμε (βλ. >>) η ίδια η Γαλλική Επανάσταση, που πήρε με το χέρι του Ροβεσπιέρου πολλά απ' όσα είχε προσφέρει με το χέρι της Συντακτικής Συνέλευσης. Το καπιταλιστικό μέρος της γαλλικής οικονομίας ήταν ένα εποικοδόμημα που χτίστηκε πάνω στα αμετακίνητα θεμέλια της αγροτικής και της μικροαστικής τάξης. Οι ακτήμονες ελεύθεροι εργάτες περνούσαν μόλις, με το σταγονόμετρο, στις πόλεις· τα τυποποιημένα φτηνά εμπορεύματα, που πλούτισαν τους προοδευτικούς βιομηχάνους αλλού, εδώ δεν είχαν αρκετά μεγάλη ή αναπτυσσόμενη αγορά. Η εξοικονόμηση κεφαλαίου ήταν μεγάλη, αλλά γιατί να επενδυθεί το κεφάλαιο αυτό στην εγχώρια βιομηχανία;19

Μόνο ένα μεγάλο εμπόδιο στεκόταν στο δρόμο των ΗΠΑ για να μετατραπούν σε παγκόσμια οικονομική δύναμη: η διαμάχη ανάμεσα σ' έναν βιομηχανικό και αγροτικό Βορρά και σ' έναν ημιαποικιακό Νότο. Διότι ενώ ο Βορράς επωφελούνταν από το κεφάλαιο, την εργατική

Ο συνετός Γάλλος επιχειρηματίας έφτιαχνε είδη πολυτελείας και όχι προϊόντα μαζικής κατανάλωσης· ο συνετός χρηματιστής προωθούσε την ξένη κι όχι την εγχώρια βιομηχανία. Η ιδιωτική πρωτοβουλία συνδυάζεται με την οικονομική ανάπτυξη μόνο όταν η δεύτερη εξασφαλίζει στην πρώτη μεγαλύτερα κέρδη απ' ό,τι άλλες μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας. Στη Γαλλία αυτό δεν ίσχυε, αν και μέσω της Γαλλίας τροφοδοτούνταν η οικονομική ανάπτυξη άλλων χωρών.

Στους αντίποδες της Γαλλίας βρίσκονταν οι ΗΠΑ. Η χώρα έπασχε από έλλειψη κεφαλαίου, αλλά ήταν έτοιμη να το εισαγάγει σε μεγάλες ποσότητες, και η Βρετανία ήταν έτοιμη να το εξαγάγει. Έπασχε από μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού, αλλά τα Βρετανικά Νησιά και η Γερμανία εξήγαν κατά εκατομμύρια το πληθυσμιακό τους πλεόνασμα μετά τη μεγάλη πείνα των μέσων της δεκαετίας του 1840. Έλειπαν οι ειδικευμένοι τεχνίτες, αλλά κι αυτοί —οι εργάτες βαμβακιού του Lancashire, οι Ουαλλοί ανθρακωρύχοι και σιδηρουργοί— μπορούσαν να εισαχθούν από τον ήδη εκβιομηχανισμένο κόσμο. Είχε πια πλήρως αναπτυχθεί η χαρακτηριστική ικανότητα των Αμερικανών να επινοούν μηχανήματα που εξοικονομούν και, προπάντων, απλουστεύουν την εργασία. Το μόνο που έλειπε στις ΗΠΑ ήταν οικισμοί και μεταφορικά μέσα για να διανοίξουν τις αχανείς περιοχές τους και να αναπτύξουν τους απεριόριστους πόρους τους. Η διαδικασία και μόνο της εσωτερικής ανάπτυξης ήταν αρκετή για να κρατήσει την οικονομία τους σε συνεχή και σχεδόν απεριόριστη άνθηση, μολονότι οι Αμερικανοί άποικοι, οι κυβερνήσεις, οι ιεραπόστολοι και οι έμποροι ήδη επεκτείνονταν προς τον Ειρηνικό ή επεξέτειναν το εμπόριό τους —με την υποστήριξη του πιο δυναμικού και δεύτερου σε μέγεθος εμπορικού στόλου στον κόσμο— πέρα από τους ωκεανούς, από τη Ζανζιβάρη στη Χαβάη. Ήδη ο Ειρηνικός και η Καραϊβική ήταν επίλεκτα πεδία της αμερικανικής αυτοκρατορίας.

Κάθε θεσμός της νέας δημοκρατίας ενθάρρυνε τη συσσώρευση, την επινοητικότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ένας τεράστιος νέος πληθυσμός, εγκατεστημένος στις παράλιες πόλεις και τις πρόσφατα κατοικημένες μεσόγειες πολιτείες, ζητούσε τα ίδια τυποποιημένα προσωπικά, οικιακά και αγροτικά είδη και εξοπλισμό, και πρόσφερε μια ιδεώδη ομοιογενή αγορά. Οι ανταμοιβές για την εφευρετικότητα και το επιχειρηματικό πνεύμα ήταν άφθονες, και οι εφευρέτες του ατμόπλοιου (1807-13), της απλής πρόκας (1807), της συσκευής που κατασκεύαζε βίδες (1809), της τεχνητής οδοντοστοιχίας (1822), του μονωτικού σύρματος (1827-31), του περιστρόφου (1835), της ιδέας για τη γραφομηχανή και τη ραπτομηχανή (1843-46), της περιστροφικής εκτυπωτικής μηχανής (1846) και πλήθους εξαρτημάτων για γεωργικά μηχανήματα τις διεκδικούσαν. Την εποχή εκείνη καμία επιμέρους οικονομία δεν είχε αναπτυχθεί πιο γρήγορα από την αμερικανική, αν και το πραγματικά τεράστιο άλμα της θα γινόταν μετά το 1860.

Page 147: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

δύναμη και τις ικανότητες της Ευρώπης —και κυρίως της Βρετανίας— ως ανεξάρτητη οικονομία, ο Νότος (που εισήγε λίγους από τους πόρους αυτούς) ήταν παράδειγμα οικονομίας εξαρτημένης από τη Βρετανία. Η επιτυχία του να προμηθεύει τα ακμαία εργοστάσια του Lancashire με όλο σχεδόν το βαμβάκι τους διαιώνιζε ακριβώς την εξάρτηση αυτή, που μπορεί να παραβληθεί μόνο με την εξάρτηση που επρόκειτο να αποκτήσει η Αυστραλία από το μαλλί και η Αργεντινή από το κρέας. Ο Νότος ήταν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου που του επέτρεπε να πουλά στη Βρετανία και, σ' αντάλλαγμα, να αγοράζει φτηνά τα βρετανικά αγαθά· ο Βορράς, σχεδόν εξαρχής (1816), προστάτευε με εμμονή την εγχώρια βιομηχανία έναντι της ξένης —δηλαδή της βρετανικής— που τότε θα πουλούσε φτηνότερα από την ίδια. Ο Βορράς και ο Νότος συναγωνίζονταν για τα εδάφη της Δύσης —ο μεν για φυτείες σκλάβων και καθυστερημένους, αυτάρκεις ορεσίβιους αποίκους, ο δε για θεριστικές μηχανές και αχανή σφαγεία. Ως την εποχή του διηπειρωτικού σιδηροδρόμου, ο Νότος, που έλεγχε το δέλτα του Μισσισσιππή μέσω του οποίου η Κεντροδυτική Αμερική έβρισκε την κύρια διέξοδό της, κρατούσε μερικά ισχυρά οικονομικά πλεονεκτήματα. Το μέλλον της αμερικανικής οικονομίας δεν αποφασίστηκε παρά μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1861-65 —που ήταν στην ουσία η ενοποίηση της Αμερικής από και υπό τον καπιταλισμό του Βορρά.

Ο άλλος επίδοξος γίγας της παγκόσμιας οικονομίας, η Ρωσία, ήταν ακόμη οικονομικώς αμελητέα, αν και οξυδερκείς παρατηρητές πρόβλεπαν ήδη ότι το τεράστιο μέγεθός της, ο πληθυσμός και οι πόροι της θα έδειχναν αργά ή γρήγορα τι αξίζουν. Τα ορυχεία και οι βιομηχανίες που δημιουργήθηκαν από τους τσάρους του 18ου αιώνα, με γαιοκτήμονες ή φεουδαλικούς εμπόρους ως εργοδότες και δουλοπάροικους ως εργάτες, σιγά σιγά παράκμαζαν. Οι νέες βιομηχανίες —οικοτεχνικές και μικρής κλίμακας κλωστοϋφαντουργίες— άρχισαν να αναπτύσσονται σημαντικά μόνο στη δεκαετία του 1860. Ακόμη και οι εξαγωγές σιταριού στη Δύση, από την εύφορη ζώνη της μαύρης γης στην Ουκρανία, γνώρισαν μέτρια ανάπτυξη. Η ρωσική Πολωνία ήταν αρκετά πιο προηγμένη, αλλά, όπως και στην υπόλοιπη ανατολική Ευρώπη, από τη Σκανδιναβία στο Βορρά ως τα Βαλκάνια στο Νότο, η εποχή του μείζονος οικονομικού μετασχηματισμού δεν είχε φτάσει ακόμη. Το ίδιο ίσχυε στη νότια Ιταλία και την Ισπανία, εκτός από μικρά κομμάτια της Καταλωνίας και της χώρας των Βάσκων. Ακόμη και στη βόρεια Ιταλία, όπου οι οικονομικές αλλαγές ήταν πολύ μεγαλύτερες, εξακολουθούσαν να είναι πολύ πιο εμφανείς στη γεωργία (που για την περιοχή αυτή πάντα αποτελούσε σημαντική διέξοδο για επενδύσεις κεφαλαίων και για επιχειρήσεις), στο εμπόριο και τη ναυτιλία, παρά στις βιομηχανίες. Την ανάπτυξή τους σε ολόκληρη τη νότια Ευρώπη την εμπόδιζε η οξεία έλλειψη της μόνης τότε σημαντικής πηγής βιομηχανικής ενέργειας, του άνθρακα.

Έτσι, ένα τμήμα του κόσμου όρμησε μπροστά, προς τη βιομηχανική ανάπτυξη και το άλλο έμεινε πίσω. Τα δύο όμως αυτά φαινόμενα δεν είναι άσχετα μεταξύ τους. Η οικονομική αδράνεια, η νωθρότητα, ακόμη και η ύφεση, ήταν τα επακόλουθα της οικονομικής προόδου. Γιατί πώς μπορούσαν οι σχετικά καθυστερημένες οικονομίες να αντισταθούν στη δύναμη —ή, σε μερικές περιπτώσεις, στην έλξη— των νέων κέντρων του πλούτου, της βιομηχανίας και του εμπορίου; Η Αγγλία και ορισμένες άλλες περιοχές της Ευρώπης μπορούσαν σαφώς να πουλούν φτηνότερα και να υποσκελίζουν τους ανταγωνιστές τους. Το να είναι το εργαστήρι του κόσμου τους ταίριαζε πολύ. Τίποτε δεν φαινόταν πιο «φυσικό» από το ότι οι λιγότερο προηγμένες χώρες θα έπρεπε να παράγουν τρόφιμα, και ίσως ορυκτά, και να ανταλλάσσουν αυτά τα μη ανταγωνιστικά προϊόντα με βρετανικά (ή άλλα δυτικοευρωπαϊκά) προϊόντα μεταποίησης. «Ο άνθρακάς σας», έλεγε ο Richard Cobden στους Ιταλούς, «είναι ο ήλιος».20 Στις περιοχές όπου η τοπική δύναμη ήταν στα χέρια των μεγάλων γαιοκτημόνων ή, ακόμη, των προοδευτικών γεωργών και των ιδιοκτητών αγροκτημάτων, η ανταλλαγή συνέφερε και τα δύο μέρη. Οι Κουβανοί ιδιοκτήτες φυτειών ήταν πολύ ικανοποιημένοι να πλουτίζουν με τη ζάχαρη και να εισάγουν τα ξένα προϊόντα που επέτρεπαν στους ξένους να αγοράζουν ζάχαρη. Όπου οι τοπικοί μικροβιομήχανοι είχαν κάποιο λόγο, ή όπου οι κυβερνήσεις εκτιμούσαν τα

Page 148: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

πλεονεκτήματα της ισόρροπης οικονομικής ανάπτυξης ή, απλώς, τα μειονεκτήματα της εξάρτησης, εκεί τα πράγματα ήταν λιγότερο ευχάριστα. Ο Friedrich List, ο Γερμανός οικονομολόγος — φορώντας ως συνήθως το συμπαθές ένδυμα της φιλοσοφικής αφαίρεσης— απέρριπτε μια παγκόσμια οικονομία που κατ' ουσίαν έκανε τη Βρετανία την κύρια ή τη μόνη βιομηχανική δύναμη, και απαιτούσε προστατευτισμό· ακριβώς το ίδιο, όπως είδαμε, έκαναν και οι Αμερικανοί, χωρίς όμως τα φιλοσοφικά προσχήματα.

Όλα αυτά προϋπέθεταν ότι μια οικονομία ήταν πολιτικά ανεξάρτητη και αρκετά ισχυρή για να αποδεχτεί ή να απορρίψει το ρόλο για τον οποίο την προόριζε η πρωτοπόρος εκβιομηχάνιση ενός μικρού τμήματος του κόσμου. Εκεί όπου δεν ήταν ανεξάρτητη, όπως στις αποικίες, δεν είχε περιθώρια επιλογής. Η Ινδία, όπως είδαμε, είχε μπει στη διαδικασία αποβιομηχάνισης, και η Αίγυπτος αποτελούσε ακόμη ζωντανότερο παράδειγμα. Γιατί εκεί ο τοπικός ηγεμόνας, ο Μωχάμετ Άλη, είχε πράγματι βαλθεί με τρόπο συστηματικό να εκσυγχρονίσει την οικονομία της χώρας του, μετατρέποντάς την, μεταξύ άλλων, σε βιομηχανική. Όχι μόνο ενθάρρυνε τη βαμβακοκαλλιέργεια για την παγκόσμια αγορά (από το 1821), αλλά ήδη το 1838 είχε επενδύσει το σημαντικότατο ποσό των 12 εκατομμυρίων στερλινών στη βιομηχανία, που απασχολούσε περί τους 30-40.000 εργάτες. Τι θα είχε συμβεί αν η Αίγυπτος αφηνόταν στην τύχη της, δεν ξέρουμε. Αυτό που συνέβη πάντως ήταν ότι η Αγγλοτουρκική Σύμβαση του 1838 επέβαλε στη χώρα τους ξένους εμπόρους, υπονομεύοντας έτσι το μονοπώλιο εξωτερικού εμπορίου το οποίο εκμεταλλευόταν ο Μωχάμετ Άλη. Η ήττα της Αιγύπτου από τις δυτικές δυνάμεις το 1839-41 τον υποχρέωσε να μειώσει το στρατό του, και του στέρησε επομένως τα περισσότερα από τα κίνητρα που τον είχαν οδηγήσει στην υποστήριξη της εκβιομηχάνισης.21 Δεν ήταν η πρώτη ούτε η τελευταία φορά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα που οι κανονιοφόροι της Δύσης «άνοιγαν» μια χώρα στο εμπόριο, δηλαδή στον υπέρτερο ανταγωνισμό του βιομηχανικού τμήματος του κόσμου. Βλέποντας την Αίγυπτο την εποχή του βρετανικού προτεκτοράτου στο τέλος του αιώνα, ποιος θα αναγνώριζε τη χώρα που πενήντα χρόνια πριν —προς αγανάκτηση του Richard Cobdeni

Από όλες τις οικονομικές συνέπειες της εποχής της διττής επανάστασης, αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ των «προηγμένων» και των «υπανάπτυκτων» χωρών αποδείχτηκε ο πιο βαθύς και ο πιο σταθερός. Σε γενικές γραμμές, το 1848 ήταν πια σαφές ποιες χώρες θα ανήκαν στην πρώτη ομάδα, δηλαδή η δυτική Ευρώπη (εκτός της Ιβηρικής), η Γερμανία, η βόρεια Ιταλία και τμήματα της κεντρικής Ευρώπης, η Σκανδιναβία, οι ΗΠΑ και, ίσως, οι αποικίες όπου εγκαταστάθηκαν αγγλόφωνοι άποικοι. Ήταν όμως εξίσου σαφές ότι ο υπόλοιπος κόσμος, εκτός από μικρά τμήματα, έμενε πίσω ή μετατρεπόταν —κάτω από την έμμεση πίεση των δυτικών εισαγωγών και εξαγωγών ή από τη στρατιωτική πίεση των κανονιοφόρων της Δύσης και των στρατιωτικών αποστολών— σε οικονομίες εξαρτημένες από τη Δύση. Το χάσμα ανάμεσα στους «καθυστερημένους» και τους «προηγμένους» θα έμενε αμετακίνητο, αδιαπέραστο, και μάλιστα θα πλάταινε συνεχώς μεταξύ της μειοψηφίας και της πλειοψηφίας των κατοίκων του κόσμου, ωσότου οι Ρώσοι να αναπτύξουν στη δεκαετία του 1930 τα μέσα για να το γεφυρώσουν. Τίποτε δεν ήταν πιο καθοριστικό για την ιστορία του εικοστού αιώνα από το χάσμα αυτό.

— ήταν το μόνο μη λευκό κράτος που επιδίωξε τον σύγχρονο τρόπο εξόδου του από την οικονομική καθυστέρηση;

i «Όλη αυτή η σπατάλη γίνεται με το καλύτερο ακατέργαστο βαμβάκι, που έπρεπε να πουληθεί σε μας. [...] Αλλά αυτή δεν είναι όλη η ζημιά, γιατι τα χέρια που στρέφονται στις βιομηχανίες είναι αυτά που αποσπώνται βίαια από την καλλιέργεια της γης.» Morley, Life of Cobden, Κεφάλαιο Γ'.

Page 149: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι' ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΚΑΝΟΥΣ

Μια μέρα περπατούσα με έναν απ' αυτούς τους μεσήλικες κυρίους της αστικής τάξης προς το Manchester. Του μίλησα για τις άθλιες ανθυγιεινές τρώγλες και επέστησα την προσοχή του στις επαίσχυντες συνθήκες αυτής της συνοικίας, όπου έμεναν οι εργάτες του εργοστασίου. Δήλωσα πως ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει πιο κακοχτισμένη πόλη. Με άκουσε υπομονετικά, και στη γωνιά του δρόμου, όπου αποχωριστήκαμε, παρατήρησε: «Παρ' όλα αυτά, άφθονο χρήμα εδώ. Καλημέρα σας, κύριε!».

F. ENGELS, Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία1

Επικρατεί συνήθεια στους νέους κεφαλαιούχους να δημοσιεύουν στις εφημερίδες το εδεσματολόγιο των δείπνων και τα ονόματα των συνδαιτυμόνων.

Μ. CAPEFIGUE2

Ι

Οι θεσμοί που ανατρέπονται ή θεμελιώνονται με μια επανάσταση είναι ευδιάκριτοι αλλά δεν αποτελούν μέτρο για τις συνέπειές της. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα της Επανάστασης στη Γαλλία ήταν ότι έθεσε τέλος στην αριστοκρατική κοινωνία. Όχι στην «αριστοκρατία» με την έννοια της ιεραρχίας ως προς την κοινωνική θέση, που διακρίνεται με τίτλους ή άλλα εμφανή τεκμήρια και συχνά διαμορφώνεται κατά το πρότυπο τέτοιων ιεραρχιών, την ευγένεια «αίματος». Οι κοινωνίες οι χτισμένες με βάση τον ατομικό καριερισμό επικροτούν παρόμοια εμφανή και καθιερωμένα σημάδια επιτυχίας. Ο Ναπολέων μάλιστα επίσημα ξαναδημιούργησε μια αριστοκρατία από τέτοια στοιχεία, η οποία και συνενώθηκε μετά το 1815 με τους παλιούς αριστοκράτες που είχαν επιβιώσει. Άλλωστε, το τέλος της αριστοκρατικής κοινωνίας δεν σήμαινε και το τέλος της αριστοκρατικής επιρροής. Οι ανερχόμενες τάξεις, εύλογα, τείνουν να βλέπουν τα σύμβολα του πλούτου και της δύναμής τους σύμφωνα με τα κριτήρια της άνεσης, της πολυτέλειας ή του μεγαλείου που είχαν καθιερώσει τα προηγούμενα ανώτερα στρώματα. Οι σύζυγοι των νεόπλουτων υφασματεμπόρων του Cheshire γίνονταν «κυρίες» ακολουθώντας τις οδηγίες των πολυάριθμων βιβλίων εθιμοτυπίας και καλής συμπεριφοράς, τα οποία πολλαπλασιάστηκαν για το σκοπό αυτό από τη δεκαετία του 1840, για τον ίδιο λόγο που οι κερδοσκόποι της εποχής του Ναπολέοντα εκτιμούσαν ιδιαιτέρως τον τίτλο του βαρόνου, ή που τα αστικά σαλόνια ήταν «γεμάτα βελούδο, χρυσό, καθρέφτες, κάποιες κακές απομιμήσεις από πολυθρόνες Λουδοβίκου ΙΕ' και άλλα έπιπλα. [...] Αγγλικό στυλ για τους υπηρέτες και τα άλογα, αλλά δίχως το αριστοκρατικό πνεύμα». Τι θα μπορούσε να είναι πιο αλαζονικό από τον κομπασμό κάποιου τραπεζίτη που ξεπήδησε ποιος ξέρει από που, και ο οποίος δήλωνε ότι: «Όταν εμφανίζομαι στο θεωρείο μου, στο θέατρο, όλα τα φασαμέν στρέφονται σε μένα, και δέχομαι σχεδόν βασιλικό χειροκρότημα»;3

Μια κουλτούρα, άλλωστε, όπως η γαλλική, που είχε τόσο βαθιά επηρεαστεί στη διαμόρφωσή της από την Αυλή και την αριστοκρατία, δεν μπορούσε να χάσει αυτά της τα σημάδια. Έτσι, το μεγάλο ενδιαφέρον της γαλλικής πρόζας για τις λεπτές ψυχολογικές αναλύσεις προσωπικών σχέσεων (που ανάγεται στους αριστοκράτες συγγραφείς του 17ου αιώνα), ή το τυποποιημένο σχήμα του 18ου αιώνα ως προς την αντιμετώπιση του έρωτα και τη διαφήμιση των εραστών, αντρών και γυναικών, έγινε αναπόσπαστο μέρος του «παρισινού» αστικού πολιτισμού. Στο παρελθόν οι βασιλιάδες είχαν επίσημες ερωμένες· τώρα τις είχαν και οι επιτυχημένοι χρηματομεσίτες. Πόρνες πολυτελείας παρείχαν τις ακριβοπληρωμένες υπηρεσίες τους για να διαφημίσουν την επιτυχία των τραπεζιτών που μπορούσαν να τις πληρώσουν, καθώς και των δανδήδων που σκορπούσαν την περιουσία τους για χάρη τους. Από πολλές πλευρές η

Page 150: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Επανάσταση διατήρησε τα αριστοκρατικά χαρακτηριστικά της γαλλικής κουλτούρας σε μια άκρως αμιγή μορφή, για τον ίδιο λόγο που η Ρωσική Επανάσταση διατήρησε τον κλασικό χορό και τη χαρακτηριστική στάση του 19ου αιώνα απέναντι στην «καλή λογοτεχνία» με εκπληκτική πιστότητα. Τους κατακυρίευε, τους αφομοίωνε, ως ποθητή κληρονομιά από το παρελθόν, και συνεπώς τους προστάτευε από τη φυσική διάβρωση που θα έφερνε η εξέλιξη.

Το παλαιό καθεστώς ωστόσο είχε πια πεθάνει, έστω και αν οι ψαράδες της Βρέστης, το 1832, θεωρούσαν ότι η χολέρα ήταν η τιμωρία που τους έστειλε ο Θεός για την εκθρόνιση του νόμιμου βασιλιά. Ο ρεπουμπλικανισμός ανάμεσα στους αγρότες άργησε να εξαπλωθεί πέρα από τον ιακωνιβικό Νότο και μερικές περιοχές που από καιρό είχαν αποχριστιανιστεί. Αλλά στις πρώτες εκλογές με πραγματικά καθολική ψηφοφορία, τον Μάιο του 1848, η προσκόλληση στην παλαιά «νόμιμη» τάξη είχε ήδη περιοριστεί στη Δύση και στα φτωχότερα κεντρικά διαμερίσματα. Η πολιτική γεωγραφία της σύγχρονης αγροτικής Γαλλίας ήταν ήδη αισθητά αναγνωρίσιμη. Πιο ψηλά στην κοινωνική κλίμακα, η Παλινόρθωση των Βουρβόνων δεν επανέφερε το παλαιό καθεστώς, ή μάλλον όταν ο Κάρολος Ι' επιχείρησε να το κάνει εκδιώχτηκε κακήν κακώς. Η κοινωνία της Παλινόρθωσης ήταν εκείνη των καπιταλιστών και καριεριστών του Balzac και του Ζυλιέν Σορέλ του Stendhal μάλλον παρά η κοινωνία των εμιγκρέδων δουκών που παλιννόστησαν. Μια ολόκληρη γεωλογική εποχή τη χωρίζει από τη «γλυκύτητα της ζωής» της δεκαετίας του 1780 την οποία αναπολούσε ο Ταλλεϋράνδος. Ο Ραστινιάκ του Balzac είναι πολύ πιο κοντά στον Bel-Ami του Maupassant, την τυπική μορφή της δεκαετίας του 1880, ή ακόμη και στον Σάμυ Γκλικ, την τυπική μορφή του Χόλυγουντ στη δεκαετία του 1940, απ' ό,τι στον Φιγκαρό, τη μη αριστοκρατική επιτυχία της δεκαετίας του 1780.

Με μια λέξη, η κοινωνία της μετεπαναστατικής Γαλλίας ήταν αστική στη δομή και στις αξίες της. Ήταν η κοινωνία του νεόπλουτου, δηλαδή του αυτοδημιούργητου, μολονότι αυτό δεν ήταν εντελώς φανερό παρά μόνο όταν κυβερνούσαν τη χώρα οι νεόπλουτοι, δηλαδή όταν ήταν ρεπουμπλικανική ή βοναπαρτική. Μπορεί σε μας να μη φαίνεται εξαιρετικά επαναστατικό ότι οι μισοί Γάλλοι ευπατρίδες το 1840 ανήκαν σε οικογένειες της παλαιάς αριστοκρατίας, αλλά, για τον Γάλλο αστό της εποχής, το γεγονός ότι οι μισοί ήταν «κοινοί θνητοί» το 1789 ήταν πολύ πιο εντυπωσιακό, ιδίως όταν έβλεπαν τις κλειστές κοινωνικές ιεραρχίες της υπόλοιπης ηπειρωτικής Ευρώπης. Η φράση «όταν οι καλοί Αμερικανοί πεθαίνουν πηγαίνουν στο Παρίσι» εκφράζει τι είχε γίνει το Παρίσι τον 19ο αιώνα, μολονότι δεν μεταβλήθηκε εντελώς σε παράδεισο των νεόπλουτων παρά μόνο κατά τη Δεύτερη Αυτοκρατορία. Το Λονδίνο, ή ακόμη περισσότερο η Βιέννη, η Πετρούπολη και το Βερολίνο, ήταν πρωτεύουσες όπου ακόμη δεν μπορούσε κανείς να αγοράσει τα πάντα με το χρήμα, τουλάχιστον κατά την πρώτη γενεά. Στο Παρίσι το χρήμα αγόραζε σχεδόν τα πάντα που άξιζε να αγοραστούν.

Αυτή η κυριαρχία της νέας κοινωνίας δεν ήταν αποκλειστικό χαρακτηριστικό της Γαλλίας, αλλά, αν εξαιρέσουμε τις δημοκρατικές ΗΠΑ, ήταν από κάποιες επιφανειακές πλευρές και πιο φανερή και πιο επίσημη στη Γαλλία, μολονότι στην πραγματικότητα δεν ήταν πιο έντονη απ' ό,τι στη Βρετανία ή τις Κάτω Χώρες. Στη Βρετανία, μεγάλοι αρχιμάγειροι ήταν ακόμη όσοι δούλευαν για τους ευγενείς, όπως ο Carême για τον Δούκα του Wellington (παλιότερα ήταν στην υπηρεσία του Ταλλεϋράνδου), ή για τις κλειστές λέσχες, όπως ο Alexis Soyer του Reform Club. Στη Γαλλία είχε ήδη καθιερωθεί το ακριβό εστιατόριο, που το είχαν ξεκινήσει οι μάγειροι της αριστοκρατίας, οι οποίοι έχασαν τη δουλειά τους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Το εξώφυλλο του οδηγού της κλασικής γαλλικής κουζίνας υποδηλώνει μια αλλαγή στον κόσμο: «Υπό Α. Beauvilliers, ancien officier de MONSIEUR, Comte de Provence... et actuellement Restaurateur, rue de Richelieu no. 26, la Grande Taverne de Londres».4 Ο gourmand (καλοφαγάς) —είδος που επινοήθηκε στην περίοδο της Παλινόρθωσης και διαδόθηκε με το Almanach des Gourmands του Brillât-Savarin από το 1817— πήγαινε ήδη στο

Page 151: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Café Anglais ή στο Café de Paris για να δειπνήσει χωρίς οικοδέσποινες. Στη Βρετανία, ο Τύπος ήταν ακόμη μέσο διδαχών, ύβρεων και πολιτικής πίεσης. Ήταν στη Γαλλία που ο Emile Girardin (1836) ίδρυσε τη σύγχρονη εφημερίδα La Presse, πολιτική αλλά φτηνή, που αποσκοπούσε να συσσωρεύσει κέρδος από τις διαφημίσεις και προσέλκυε τους αναγνώστες της δημοσιεύοντας κουτσομπολιά, νουβέλες σε συνέχειες και ποικίλα εντυπωσιακά άρθρα.i (Τη γαλλική πρωτοπορία σ' αυτούς τους αμφισβητούμενους τομείς θυμίζουν ακόμη οι ίδιες οι λέξεις «journalism» και «publicity» στα αγγλικά, «Reklame» και «Annonce» στα γερμανικά.) ii Η μόδα, το πολυκατάστημα, η βιτρίνα του καταστήματος που ύμνησε ο Balzac,iii

Οι νέοι άνθρωποι από τις επαρχίες αποτελούσαν ένα ισχυρό σώμα, που ισχυροποιούνταν όλο και πιο πολύ καθώς οι ίδιοι αποκτούσαν συνείδηση του εαυτού τους ως τάξης μάλλον παρά ως «μέσης κατηγορίας» που γεφύρωνε το χάσμα ανάμεσα στα ανώτερα και τα κατώτερα στρώματα. (Ο ίδιος ο όρος «μεσαία τάξη» εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στο 1812.) Το 1834 ο John Stuart Mill μπορούσε ήδη να παρατηρήσει ότι οι κοινωνικοί σχολιαστές «περιστρέφονταν γύρω από τον αιώνιο άξονα των γαιοκτημόνων, των κεφαλαιούχων και των

ήταν γαλλικές επινοήσεις, προϊόντα της δεκαετίας του 1820. Η Επανάσταση έμπασε το θέατρο, την προφανή αυτή καριέρα για τους ταλαντούχους, στην «καλή κοινωνία», σε μια εποχή που η κοινωνική θέση των θεατρίνων στην αριστοκρατική Βρετανία παρέμενε ανάλογη με των πυγμάχων και των τζόκεϊ: στο προάστιο Maisons-Lafïtte (που πήρε το όνομά του από τον τραπεζίτη που το έφερε στη μόδα), ο Lablache, ο Talma κι άλλοι άνθρωποι του θεάτρου εγκαταστάθηκαν πλάι στο υπέροχο σπίτι του Prince de la Moskowa.

Οι συνέπειες της Βιομηχανικής Επανάστασης στη δομή της αστικής κοινωνίας ήταν φαινομενικά λιγότερο σημαντικές αλλά στην ουσία πολύ ριζικότερες. Κι αυτό, γιατί δημιούργησε νέες αστικές ομάδες, που συνυπήρχαν με το κοινωνικό κατεστημένο και που παραήταν μεγάλες για να απορροφηθούν από αυτό —εκτός από μια μικρή αφομοίωση στην κορυφή της πυραμίδας— και είχαν υπερβολική αυτοπεποίθηση και δυναμισμό, ώστε να επιζητούν την απορρόφησή τους μόνο αν επέβαλλαν δικούς τους όρους. Το 1820, αυτές οι μεγάλες στρατιές των επιχειρηματιών δεν φαίνονταν ακόμη από το Westminster, όπου οι ευγενείς και οι συγγενείς τους εξακολουθούσαν να κυριαρχούν στο Κοινοβούλιο, που δεν είχε υποστεί καμία μεταρρύθμιση. Ούτε φαίνονταν από το Hyde Park, όπου καθόλου σεμνότυφες κυρίες, όπως η Harriete Wilson (που ακόμη και η άρνησή της να καμωθεί ότι είχε αποπλανηθεί έδειχνε την έλλειψη σεμνοτυφίας της) οδηγούσαν τις άμαξές τους περικυκλωμένες από εντυπωσιακούς θαυμαστές από τις ένοπλες δυνάμεις, το διπλωματικό σώμα και την υψηλή αριστοκρατία, χωρίς να εξαιρείται και ο ίδιος ο «Σιδηρούς» και καθόλου αστός Δούκας του Wellington. Οι έμποροι, οι τραπεζίτες, ακόμη και οι βιομήχανοι του 18ου αιώνα ήταν σχετικά λιγοστοί, κι έτσι μπόρεσαν να αφομοιωθούν από το κατεστημένο· η πρώτη γενιά μάλιστα των εκατομμυριούχων του βαμβακιού, με επικεφαλής τον Sir Robert Peel τον πρεσβύτερο, του οποίου ο γιος εκπαιδευόταν για την πρωθυπουργία, ήταν σε μεγάλο ποσοστό Τόρηδες, αν και κάπως μετριοπαθείς. Εντούτοις, το σιδερένιο υνί της εκβιομηχάνισης πολλαπλασίαζε τις σοδειές των στυγνών επιχειρηματιών κάτω από τον συννεφιασμένο ουρανό του Βορρά. Το Manchester δεν συμβιβαζόταν πια με το Λονδίνο. Με το σύνθημα «ό,τι σκέφτεται σήμερα το Manchester θα το σκέφτεται αύριο το Λονδίνο», ετοιμαζόταν να επιβάλει όρους στην πρωτεύουσα.

i Το 1835, το Journal des Débats (κυκλοφορία περίπου 10.000 φύλλα) εισέπραττε περί τα 20.000 φράγκα το χρόνο από τις διαφημίσεις. Το 1838, η τέταρτη σελίδα της εφημερίδας La Presse νοικιαζόταν για 150.000 φράγκα το χρόνο και το 1845 για 300.000. [H. Sée, Histoire économique de la France, II, σ. 216.]

ii Στην ελληνική γλώσσα έχει περάσει μόνο η λέξη ρεκλάμα. (Σ.τ.Μ.)

iii Le grand poème de l'étalage chante ses strophes de couleur depuis la Madeleine jusqu'à Porte Saint-Denis. (Το μεγάλο ποίημα, η βιτρίνα, τραγουδάει τις χρωματιστές στροφές του από τη Madeleine ως την Porte Saint-Denis.)

Page 152: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εργαζομένων, ωσότου άρχισαν να σκέφτονται τη διάκριση της κοινωνίας στις τρεις αυτές τάξεις σαν να ήταν μια από τις εντολές του Θεού».5 Επιπλέον, δεν ήταν απλώς μια τάξη αλλά ένας ταξικός στρατός μάχης, οργανωμένος με τη σύμπραξη αρχικά των «φτωχών εργαζόμενων» (οι οποίοι κατά τη γνώμη τους θα έπρεπε να τους ακολουθήσουν)i κατά της αριστοκρατικής κοινωνίας, και αργότερα κατά του προλεταριάτου και των γαιοκτημόνων, ιδίως στο σώμα με την έντονη ταξική συνείδηση: τον Σύνδεσμο κατά των Νόμων περί σιτηρών (Anti-Corn-Law League). Ήταν άνθρωποι αυτοδημιούργητοι, ή, τουλάχιστον, άνθρωποι μάλλον χαμηλής προέλευσης, που λίγα όφειλαν στην καταγωγή, την οικογένεια ή την ανώτερη εκπαίδευσή τους. (Όπως ο κύριος Μπάουντερμπυ στους Δύσκολους Καιρούς του Dickens, ήταν πρόθυμοι να το διακηρύξουν.) Ήταν πλούσιοι και πλούταιναν περισσότερο χρόνο με το χρόνο. Τους χαρακτήριζε προπάντων η σκληρή και δυναμική αυτοπεποίθηση εκείνων που η ίδια η καριέρα τους αποδεικνύει πως η θεία Πρόνοια, η επιστήμη και η ιστορία συνέπραξαν για να τους προσφέρουν τη γη «επί πίνακι».

Η «πολιτική οικονομία», μεταφρασμένη σε λίγες απλές και δογματικές προτάσεις αυτοδημιούργητων δημοσιογράφων-εκδοτών που υμνούσαν τις αρετές του καπιταλισμού —οι Edward Baines του Leeds Mercury (1774-1848), John Edward Taylor του Manenester Guardian (1791-1844), Archibald Prentice των Manchester Times (1792-1857), Samuel Smiles (1812-1904)— τους έδινε διανοητική σιγουριά. Οι προτεστάντες αντικομφορμιστές του σκληρού τύπου των Ανεξάρτητων, των Ουνιτάριων, των Βαπτιστών και των Κουάκερων —κι όχι του συναισθηματικού μεθοδιστικού τύπου— τους έδιναν πνευματική σιγουριά και περιφρόνηση για τους άχρηστους αριστοκράτες. Δεν ήταν ο φόβος ούτε η οργή αλλά ούτε και ο οίκτος που παρακινούσε τον εργοδότη να δηλώσει στους εργαζομένους του:

«Ο Θεός της Φύσης θέσπισε έναν ορθό και δίκαιο νόμο που ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα να τον διαταράξει· όταν επιχειρήσει να το κάνει, είναι πάντοτε βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα αντιμετωπίσει ανάλογη τιμωρία. [...] Έτσι, όταν οι αφέντες συμπράττουν με θράσος, ώστε με ενωμένες δυνάμεις να καταπιέζουν πιο αποτελεσματικά τους δούλους τους, με την πράξη αυτή προσβάλλουν το μεγαλείο του Κυρίου και επιφέρουν την κατάρα του Θεού επάνω τους· από την άλλη μεριά, όταν οι υπηρέτες συμπράττουν για να αποσπάσουν από τους εργοδότες τους το μερίδιο του κέρδους που δικαιωματικά ανήκει στον αφέντη, παραβιάζουν εξίσου τους νόμους της δικαιοσύνης».6

Οι λίγοι αγνωστικιστές διανοούμενοι του 18ου αιώνα και οι αυτοδημιούργητοι λόγιοι και συγγραφείς που τους υποστήριζαν δεν πρέπει να συσκοτίζουν τα πράγματα ώστε να μη βλέπουμε ότι οι πιο πολλοί από αυτούς ήταν τόσο απασχολημένοι προσπαθώντας να πλουτίσουν που δεν είχαν καιρό να ασχοληθούν με τίποτε άλλο που δεν είχε σχέση με το κυνήγι του χρήματος. Είχαν εκτίμηση στους διανοουμένους τους, ακόμη και όταν, όπως ο Richard Cobden (1804-1865), δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένοι επιχειρηματίες, εφόσον αυτοί απέφευγαν τις μη πρακτικές και υπερβολικά περίπλοκες ιδέες, γιατί ήταν πρακτικοί άνθρωποι που η δική τους έλλειψη παιδείας τους έκανε να αμφιβάλλουν για καθετί που ξεπερνούσε τον εμπειρισμό. Ο Charles Babbage, ο επιστήμων (1792-1871), μάταια εισηγήθηκε τις επιστημονικές του μεθόδους. Ο Sir Henry Cole, ο πρωτεργάτης του βιομηχανικού σχεδιασμού, της τεχνικής εκπαίδευσης και της ορθολογικής οργάνωσης των μεταφορών, τους έδωσε (με την ανεκτίμητη συνδρομή του Γερμανού Βασιλικού Συζύγου) το πιο λαμπρό μνημείο των

Υπήρχε μια τάξη πραγμάτων στο σύμπαν, αλλά δεν ήταν πια η παλιά τάξη. Υπήρχε ένας μόνο θεός, που τ' όνομά του ήταν ατμός, και μιλούσε με τη φωνή του Malthus, του McCulloch και όλων όσοι χρησιμοποιούσαν μηχανήματα.

i «Τις απόψεις της τάξης εκείνης των ανθρώπων που βρίσκονται κάτω από το μεσαίο στρώμα τις διαμορφώνει η ευφυής και χρηστή τάξη που έρχεται αμεσότερα σε επαφή μαζί τους, και αυτή κατευθύνει και τον τρόπο της σκέψης τους.» James Mill, An Essay on Government, 1823.

Page 153: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

προσπαθειών τους, τη Μεγάλη Έκθεση του 1851. Παρ' όλ' αυτά, τον υποχρέωσαν να μείνει έξω από τη δημόσια ζωή, ως πολυπράγμονα που ανακατευόταν με τις υποθέσεις άλλων και ευνοούσε τη γραφειοκρατία την οποία αυτοί απεχθάνονταν, όπως και κάθε είδους κυβερνητική παρέμβαση, όταν δεν συνέβαλλε άμεσα στα κέρδη τους. Ο George Stephenson, ο αυτοδημιούργητος μηχανικός των ανθρακωρυχείων, κυριαρχούσε στους νέους σιδηροδρόμους επιβάλλοντάς τους το μέτρο του παλιού αραμπά —ποτέ δεν είχε σκεφτεί τίποτε άλλο— περισσότερο από τον επινοητικό και τολμηρό μηχανικό Isambard Kingdom Brunei, ο οποίος δεν μνημονεύεται αλλιώς στο πάνθεον των μηχανικών που ανύψωσε ο Samuel Smiles παρά με τον αφορισμό: «Υπολογίζοντας τα πρακτικά και τα αποδοτικά αποτελέσματα, οι άνθρωποι σαν τον Stephenson ήταν αναμφισβήτητα ο πιο σίγουρος δρόμος για να ακολουθήσει κανείς».7 Οι ριζοσπάστες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δημιουργήσουν ένα δίκτυο από «Μηχανολογικά Ινστιτούτα» —απαλλαγμένα από τα πολιτικώς ολέθρια σφάλματα που οι τεχνικοί επέμεναν, παρά φύσιν, να διδάσκονται στους χώρους αυτούς— για την εκπαίδευση των τεχνιτών στους νέους βιομηχανικούς κλάδους που βασίζονταν στα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα. Ως το 1848 τα πιο πολλά έφθιναν προοδευτικά, γιατί έλειπε η γενική αναγνώριση ότι η τεχνολογική αυτή εκπαίδευση μπορούσε να διδάξει στους Άγγλους (όπως είχε συμβεί με τους Γερμανούς ή τους Γάλλους) οτιδήποτε χρήσιμο. Υπήρχαν βιομήχανοι με ενδιαφέρον για πειραματισμούς, με εξυπνάδα ή και με κουλτούρα που συνέρρεαν στις συναντήσεις της νέας Βρετανικής Ένωσης για την Προαγωγή της Επιστήμης, αλλά θα ήταν σφάλμα να υποθέσουμε πως αποτελούσαν τον κανόνα στην τάξη τους.

Στα χρόνια ανάμεσα στη ναυμαχία του Trafalgar και τη Μεγάλη Έκθεση ανδρώθηκε μια ολόκληρη γενιά τέτοιων ανθρώπων. Οι πρόδρομοί τους, μεγαλωμένοι στο κοινωνικό πλαίσιο των καλλιεργημένων και ορθολογιστών εμπόρων της επαρχίας και των αντικομφορμιστών κληρικών, καθώς και στο διανοητικό πλαίσιο του αιώνα των Ουίγων, ήταν ίσως λιγότερο άξεστοι: ο Josiah Wedgwood, ο κεραμοποιός (1730-1795), ήταν μέλος της Βασιλικής Εταιρείας, μέλος της Εταιρείας των Αρχαιοσυλλεκτών και μέλος της Σεληνιακής Εταιρείας (Lunar Society) με τον Matthew Boulton, τον συνεταίρο του James Watt και τον χημικό και επαναστάτη Priestley. (Ο γιος του Thomas πειραματιζόταν με τη φωτογραφία, δημοσίευε επιστημονικές μελέτες και επιδοτούσε τον ποιητή Coleridge.) Ο βιομήχανος του 18ου αιώνα έχτιζε φυσικά τα εργοστάσιά του σύμφωνα με τα σχέδια των βιβλίων των οικοδομών της περιόδου των Γεωργίων. Οι διάδοχοί τους, αν όχι πιο καλλιεργημένοι, ήταν τουλάχιστον πιο άσωτοι διότι, ως τη δεκαετία του 1840, είχαν ήδη αποκτήσει αρκετά χρήματα για να τα ξοδεύουν ελεύθερα σε ψευδοαρχοντικές κατοικίες, ψευδογοτθικά και ψευδοαναγεννησιακά δημαρχεία, καθώς και για να ξαναχτίζουν τα ταπεινά και χρηστικά ή κλασικά παρεκκλήσια τους στον κατακόρυφο γοτθικό ρυθμό. Αλλά μεταξύ της εποχής των Γεωργίων και της Βικτωρίας μεσολάβησε η «άχαρη», όπως σωστά ονομάστηκε, εποχή της αστικής τάξης, που τα χαρακτηριστικά της τα απαθανάτισε ο Dickens στους Δύσκολους Καιρούς.

Ένας θρησκόληπτος προτεσταντισμός, αυστηρός, φαρισαϊκός, αντιπνευματικός, κατακυριευμένος από την πουριτανική ηθική μέχρι του σημείου που η υποκρισία ήταν το αυτονόητο ομόζυγό του, κυριαρχούσε στη μελαγχολική αυτή εποχή. «Η αρετή», όπως έλεγε ο G. Μ. Young, «προχωρούσε σ' ένα ευρύ, ακατανίκητο μέτωπο», και συνέτριβε τους μη ενάρετους, τους αδύναμους, τους αμαρτωλούς (δηλαδή όσους ούτε αποκτούσαν χρήμα ούτε έλεγχαν τα συναισθηματικά ή οικονομικά τους τολμήματα), βουτώντας τους στη λάσπη, όπου απροσχημάτιστα ανήκαν, άξιοι —στην καλύτερη περίπτωση— μονάχα για την ευσπλαχνία των καλυτέρων τους. Υπήρχε κάποιο κεφαλαιοκρατικό οικονομικό νόημα σ' όλα αυτά. Οι μικροεπιχειρηματίες έπρεπε να διοχετεύουν στην επιχείρηση μεγάλο μέρος του κέρδους τους, αν ήθελαν να εξελιχτούν σε μεγαλοεπιχειρηματίες. Οι μάζες των νέων προλετάριων έπρεπε να ενταχθούν στον βιομηχανικό ρυθμό εργασίας με δρακόντεια εργατική πειθαρχία, ή να αφεθούν να σαπίσουν, σε περίπτωση που δεν αποδέχονταν τη λύση αυτή. Ακόμη και σήμερα, η καρδιά σου ραγίζει όταν αντικρίζεις το τοπίο που έχτισε η γενιά αυτή:8

Page 154: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

«Στο Κόκταουν δεν έβλεπες τίποτε που να μην είναι αυστηρά λειτουργικό. Αν τα μέλη ενός θρησκευτικού δόγματος έχτιζαν ένα παρεκκλήσι —όπως είχαν κάνει τα μέλη δεκαοκτώ θρησκευτικών δογμάτων— το έκαναν σαν σεμνή αποθήκη από κόκκινο τούβλο, κάποτε και με μια καμπάνα σ' ένα κλουβί στην κορυφή του (αλλά κι αυτό μόνο σε λίγες περιπτώσεις κτιρίων με πολλά ποικίλματα). [...] Όλες οι δημόσιες επιγραφές στην πόλη ήταν πανομοιότυπες, με αυστηρά στοιχεία ασπρόμαυρα. Η φυλακή θα μπορούσε να είναι το νοσοκομείο, το νοσοκομείο θα μπορούσε να είναι η φυλακή, το δημαρχείο θα μπορούσε να είναι ένα από τα δύο, ή και τα δύο, ή οτιδήποτε άλλο χαρακτηριστικά άκομψης κατασκευής. [...] Στυγνή πραγματικότητα παντού στην υλική διάσταση της πόλης· στυγνή πραγματικότητα παντού στη μη υλική διάστασή της. [...] Όλα πραγματικότητα ανάμεσα στο μαιευτήριο και το νεκροταφείο, και ό,τι δεν μπορούσε να εκφραστεί με αριθμούς, ή να αποδειχτεί ότι αγοράζεται στη φτηνότερη αγορά και πουλιέται στην ακριβότερη, ήταν ανύπαρκτο και ποτέ δεν έπρεπε να υπάρξει στους αιώνες των αιώνων, Αμήν». i

Αυτή η πένθιμη προσκόλληση στο χρηστικό και λειτουργικό, την οποία συμμερίζονταν οι ευαγγελικοί και οι πουριτανοί με τους αγνωστικιστές «ριζοσπάστες» του 18ου αιώνα, που τη λεξιθετούσαν με τρόπο λογικό, γέννησε τη δική της λειτουργική ομορφιά, με τις σιδηροδρομικές γραμμές, τις γέφυρες και τις αποθήκες, και τη ρομαντική της φρίκη με τις καπνισμένες, ατέλειωτες γκρίζες ή κοκκινωπές σειρές των μικρών σπιτιών, που πάνω τους δέσποζαν τα φρούρια των εργοστασίων. Απ' έξω ζούσε η νέα αστική τάξη (αν είχε συγκεντρώσει αρκετό χρήμα ώστε να μετακινηθεί), μοιράζοντας προστάγματα και παρέχοντας ηθική εκπαίδευση και βοήθεια σε ιεραποστολικές αποστολές για τους μαύρους ειδωλολάτρες στο εξωτερικό. Οι άντρες της προσωποποιούσαν το χρήμα που καταξίωνε το δικαίωμά τους να εξουσιάζουν τον κόσμο· οι γυναίκες της, που λόγω του πλούτου του συζύγου τους στερούνταν ακόμη και την ικανοποίηση να ασχολούνται με το νοικοκυριό, ενσάρκωναν την αρετή της τάξης τους: ανόητες («να 'σαι καλή γλυκιά κοπέλα, κι άσε στους άλλους την εξυπνάδα»), αμόρφωτες, χωρίς πρακτικό πνεύμα, θεωρητικά ασεξουαλικές, χωρίς περιουσία, και υπό προστασία. Αποτελούσαν τη μόνη πολυτέλεια που επέτρεπε στον εαυτό της η εποχή της λιτότητας και της αυτάρκειας.

Η βρετανική μπουρζουαζία των βιομηχάνων ήταν το πιο ακραίο παράδειγμα της τάξης της, αλλά σ' ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο υπήρχαν μικρότερες ομάδες του ίδιου τύπου: καθολικοί στις κλωστοϋφαντουργικές περιοχές του γαλλικού Βορρά ή της Καταλωνίας, Καλβινιστές στην Αλσατία, Λουθηρανοί στη Ρηνανία, Εβραίοι σ' ολόκληρη την κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Σπάνια ήταν τόσο απόλυτοι όπως στη Βρετανία, γιατί σπάνια ήταν τόσο αποκομμένοι από τις πάγιες παραδόσεις του αστικού βίου και του πατερναλισμού. Ο Léon Faucher, παρά τον δογματικό φιλελευθερισμό του, δυσαρεστούνταν πολύ με το θέαμα που παρουσίαζε το Manchester στη δεκαετία του 1840· ποιος άλλωστε Ευρωπαίος παρατηρητής δεν δυσαρεστούνταν;9 Αλλά συμμεριζόταν με τους Άγγλους την πεποίθηση που προερχόταν από τον σταθερό πλουτισμό (μεταξύ του 1830 και του 1856 οι προίκες της οικογένειας Dansette στη Λίλλη αυξήθηκαν από 15.000 σε 50.000 φράγκα10

i Πβ. Léon Faucher, Manchester in 1844 (1844), σσ. 24-25: «Η πόλη υλοποιεί τρόπον τινά την ουτοπία του Bentham. Όλα υπολογίζονται με βάση το κριτήριο της χριστιανικότητας· κι αν ποτέ το ΩΡΑΙΟ, το ΜΕΓΑΛΟ και το ΕΥΊΈΝΕΣ ριζώσουν στο Manchester, θα αναπτυχθούν σύμφωνα με αυτό το κριτήριο».

), την απόλυτη πίστη στον οικονομικό φιλελευθερισμό και την απόρριψη των μη οικονομικών δραστηριοτήτων. Οι δυναστείες των κλωστοϋφαντουργών της Λίλλης διατήρησαν την πλήρη τους περιφρόνηση για τη στρατιωτική καριέρα ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Dollfus της Μυλούζης απέτρεψαν τον νεαρό Engels να εισαχθεί στο περίφημο Πολυτεχνείο, γιατί φοβούνταν ότι θα τον οδηγούσε στη στρατιωτική και όχι στην επιχειρηματική καριέρα. Η αριστοκρατία και τα γενεαλογικά της δέντρα δεν τους έβαζαν άλλωστε και σε μεγάλο πειρασμό: όπως οι στρατάρχες του Ναπολέοντα, ήταν αυτοί οι ίδιοι γενάρχες.

Page 155: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

II

Το σημαντικότατο επίτευγμα των δύο επαναστάσεων ήταν, συνεπώς, ότι άνοιξαν προοπτικές επαγγελματικής σταδιοδρομίας στους ταλαντούχους, ή τουλάχιστο σε όσους διέθεταν ενεργητικότητα, διορατικότητα, κέφι για σκληρή δουλειά και απληστία. Δεν ανοίχτηκαν όλα τα επαγγέλματα, και όχι στις ανώτερες βαθμίδες της κλίμακας, εκτός ίσως από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, πόσο εκπληκτικές ήταν οι ευκαιρίες, πόσο μακρινό από τον 19ο αιώνα έμοιαζε το στατικό ιεραρχικό ιδεώδες του παρελθόντος! Η στάση του von Schele, Kabinettsrat του βασιλείου του Αννοβέρου, που απέρριψε την αίτηση ενός νέου φτωχού δικηγόρου για μία κυβερνητική θέση με την αιτιολογία ότι ο πατέρας του ήταν βιβλιοδέτης και ότι ο νέος όφειλε να ακολουθήσει το ίδιο επάγγελμα, τώρα φαινόταν φαύλη αλλά και γελοία.11

Χωρίς αμφιβολία, ο λόγος ήταν ότι ο δρόμος αυτός απαιτούσε πολύ μικρότερη επανάσταση στις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Η μάθηση, έστω και με τη μορφή της εκκλησιαστικής μόρφωσης, κατείχε την κοινωνικά καταξιωμένη θέση της στην παραδοσιακή κοινωνία —μια θέση μάλιστα πιο εξέχουσα απ' ό,τι στην πλήρως αστική κοινωνία. Το να υπάρχει στην οικογένεια ένας κληρικός, ιερέας ή ραβίνος ήταν ίσως η μεγαλύτερη τιμή στην οποία μπορούσαν να προσβλέπουν οι φτωχοί, και άξιζε με το παραπάνω τεράστιες θυσίες. Αυτή η κοινωνική καταξίωση μπορούσε εύκολα να μεταβιβαστεί από τη στιγμή που προσφέρονταν τέτοιες σταδιοδρομίες στον «κοσμικό» διανοούμενο, τον υπάλληλο ή τον δάσκαλο ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στον δικηγόρο ή τον γιατρό. Επιπλέον, η μάθηση δεν

Κι όμως, το μόνο που είχε κάνει ήταν να επαναλάβει την πατροπαράδοτη σοφία της σταθερής προκαπιταλιστικής κοινωνίας· το 1750, ο γιος του βιβλιοδέτη, κατά πάσα πιθανότητα, θα ακολουθούσε το επάγγελμα του πατέρα του. Τώρα πια δεν ήταν υποχρεωμένος να το κάνει. Τέσσερις δρόμοι ανοίγονταν μπροστά του: ο επιχειρηματικός κλάδος, η εκπαίδευση (που με τη σειρά της οδηγούσε στους τρεις στόχους της κυβερνητικής υπηρεσίας, της πολιτικής και των ελευθέριων επαγγελμάτων), οι τέχνες και ο στρατός. Ο τελευταίος, που ήταν πολύ σημαντικός στη Γαλλία κατά την επαναστατική και ναπολεόντεια περίοδο, έπαψε να έχει μεγάλη σημασία στη διάρκεια της μακράς περιόδου ειρήνης που ακολούθησε, και ίσως για το λόγο αυτό έπαψε να είναι πολύ ελκυστικός. Ο τρίτος ήταν καινούριος μόνο στο βαθμό που η ανταμοιβή για μια εξαιρετική ικανότητα να ψυχαγωγεί κανείς ή να συγκινεί το κοινό ήταν πολύ μεγαλύτερη τώρα απ' ό,τι παλιότερα, όπως μαρτυρεί η βελτίωση της κοινωνικής θέσης των ηθοποιών, που επρόκειτο αργότερα να δημιουργήσει στην εδουαρδιανή Βρετανία φαινόμενα όπως του ηθοποιού με ιπποτικό τίτλο και του ευγενούς που παντρεύεται χορεύτρια. Ακόμη και στη μεταναπολεόντεια περίοδο, είχαν ήδη παρουσιαστεί τα χαρακτηριστικά φαινόμενα των ινδαλμάτων του τραγουδιού (π.χ. η Jenny Lind, το «Αηδόνι της Σουηδίας») ή του χορού (η Fanny Elssler) και το φαινόμενο του θεοποιημένου μουσικού (ο Paganini και ο Franz Liszt).

Ο επιχειρηματικός κλάδος και η εκπαίδευση δεν ήταν δρόμοι ανοιχτοί σε όλους· ούτε ακόμη σε όλους τους χειραφετημένους και απελευθερωμένους από τα έθιμα και την παράδοση, που πίστευαν ότι «άνθρωποι σαν εμάς» θα είχαν πρόσβαση στα πεδία αυτά, που γνώριζαν πώς να κινηθούν σε μια ατομοκρατική κοινωνία ή αποδέχονταν τη σκοπιμότητα που είχε η «καλυτέρευση του εαυτού τους». Όσοι είχαν την πρόθεση να ακολουθήσουν το δρόμο αυτό έπρεπε να πληρώσουν κάποια «διόδια»: χωρίς κάποιους αρχικούς πόρους, έστω κι ελάχιστους, ήταν δύσκολο να πάρει κανείς το δρόμο της επιτυχίας. Αυτά τα «διόδια» ήταν αναμφισβήτητα μεγαλύτερα για όσους έμπαιναν στο δρόμο της εκπαίδευσης παρά στο δρόμο των επιχειρήσεων, διότι, ακόμη και στις χώρες που είχαν αποκτήσει δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, η στοιχειώδης παιδεία ήταν εν γένει ιδιαίτερα παραμελημένη· όπου υπήρχε, περιοριζόταν για λόγους πολιτικούς σε ελάχιστες στοιχειώδεις γνώσεις γραφής, ανάγνωσης, αριθμητικής και ηθικής. Ωστόσο, πράγμα παράδοξο εκ πρώτης όψεως, ο δρόμος της εκπαίδευσης ήταν ελκυστικότερος από το δρόμο των επιχειρήσεων.

Page 156: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ήταν αντικοινωνική, όπως τόσο σαφώς έμοιαζαν να είναι οι επιχειρήσεις. Ο μορφωμένος δεν εκμεταλλευόταν κατ' ανάγκην τον όμοιό του ούτε τον συνέθλιβε, όπως θα το έκανε ο θρασύς κι εγωιστής έμπορος ή εργοδότης. Συχνά μάλιστα, ιδίως ο δάσκαλος, συνέβαλλε σαφώς στο να ξεφύγουν οι συνάνθρωποί του από την άγνοια και το σκότος, που θεωρούνταν υπεύθυνα για την αθλιότητά τους. Ήταν ευκολότερο να καλλιεργηθεί σε μεγάλη κλίμακα ενδιαφέρον για την παιδεία παρά για την ατομική επιχειρηματική επιτυχία, κι ευκολότερα αποκτούσε κανείς μια σχολική μόρφωση απ' ό,τι μάθαινε τις παράξενες τέχνες του πλουτισμού. Κοινότητες που απαρτίζονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από μικροκαλλιεργητές, μικρεμπόρους και προλετάριους, όπως η Ουαλλία, μπορούσαν να αναπτύξουν συγχρόνως μια ζωηρή επιθυμία που να κατευθύνει τα παιδιά τους στη διδασκαλία ή τον ιερατικό κλάδο και μια πικρή κοινωνική εχθρότητα για τον πλούτο και τις ίδιες τις επιχειρήσεις.

Η εκπαίδευση εντούτοις αντιπροσώπευε, κατά κάποιο τρόπο, τον ατομικό συναγωνισμό, τη «σταδιοδρομία για τους ικανούς» και το θρίαμβο της προσωπικής αξίας έναντι της καταγωγής και των διασυνδέσεων, σχεδόν τόσο αποτελεσματικά όσο και ο επιχειρηματικός κλάδος· κι αυτό γινόταν με την επινόηση των εξετάσεων και της άμιλλας. Η Γαλλική Επανάσταση πρόσφερε, ως συνήθως, τη λογικότερη έκφρασή τους, τις παράλληλες ιεραρχίες εξετάσεων που ακόμη επιλέγουν προοδευτικά από το εθνικό σώμα των υποτρόφων την ελίτ της διανόησης που διοικεί και διδάσκει τον γαλλικό λαό. Οι υποτροφίες και οι εξετάσεις αποτελούν επίσης το ιδεώδες της πιο ενσυνείδητης αστικής σχολής των Βρετανών στοχαστών, των Μπενθαμιστών ριζοσπαστών, που αργότερα —αλλ' όχι πριν από τα τέλη της περιόδου μας— τις επέβαλαν με άκρως αμιγή μορφή στην ανώτερη βρετανική δημοσιοϋπαλληλία τόσο στο εσωτερικό όσο και στη διοίκηση των Ινδιών, παρά τη σκληρή αντίσταση της αριστοκρατίας. Η αξιοκρατική επιλογή, όπως καθορίζεται με τις εξετάσεις ή άλλα εκπαιδευτικά τεστ, αποτέλεσε το γενικά αποδεκτό ιδεώδες όλων, εκτός από τις πιο απαρχαιωμένες δημοσιοϋπαλληλίες της Ευρώπης (όπως η παπική ή το βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών), ή από τις πιο δημοκρατικές, που έτειναν —όπως στις ΗΠΑ— να προτιμούν ως κριτήριο ικανότητας για δημόσιες θέσεις την εκλογή αντί για τις εξετάσεις. Διότι, όπως και άλλα είδη ατομικού συναγωνισμού, οι εξετάσεις ήταν ένα σύστημα φιλελεύθερο αλλά όχι δημοκρατικό ή εξισωτικό.

Έτσι, το κύριο κοινωνικό αποτέλεσμα της ανοιχτής στους ταλαντούχους εκπαίδευσης ήταν παράδοξο. Δεν οδήγησε στην «ανοιχτή κοινωνία» του ελεύθερου επιχειρηματικού ανταγωνισμού αλλά στην «κλειστή κοινωνία» της γραφειοκρατίας· αλλά και οι δύο, στις ποικίλες μορφές τους, ήταν χαρακτηριστικοί θεσμοί της αστικοφιλελεύθερης εποχής. Το ήθος των ανώτερων δημόσιων υπηρεσιών του 19ου αιώνα ήταν κατά βάση το ίδιο με του Διαφωτισμού του 18ου: μασονικό και «ιωσηφινικό» στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, ναπολεόντειο στη Γαλλία, φιλελεύθερο και αντικληρικό στις άλλες λατινικές χώρες, μπενθαμικό στη Βρετανία. Ομολογουμένως, ο συναγωνισμός είχε μεταβληθεί σε αυτόματη προαγωγή από τη στιγμή που το άτομο με τα προσόντα είχε κερδίσει τη θέση του στην υπηρεσία, μολονότι το πόσο γρήγορα γινόταν και ως ποιο σημείο έφτανε η προαγωγή εξαρτιόταν ακόμη (θεωρητικά) από τα προσόντα του ατόμου, εκτός κι αν ο συντεχνιακός ισονομισμός επέβαλλε προαγωγή κατ' αρχαιότητα. Εκ πρώτης όψεως, συνεπώς, η γραφειοκρατία δεν έμοιαζε καθόλου με το ιδεώδες της φιλελεύθερης κοινωνίας. Ωστόσο, τους δημόσιους λειτουργούς συνένωνε αφενός η συνείδηση ότι είχαν επιλεγεί αξιοκρατικά και, αφετέρου, η επικρατούσα ατμόσφαιρα ακεραιότητας, αποτελεσματικότητας και παιδείας, καθώς και η μη αριστοκρατική καταγωγή. Ακόμη και η αυστηρή εμμονή στην αυτόματη προαγωγή (που έφτασε σε παράλογα επίπεδα στο βρετανικό ναυτικό, αυτόν τον κατεξοχήν αστικό οργανισμό) είχε τουλάχιστον το πλεονέκτημα να καταργεί την τυπικά αριστοκρατική ή μοναρχική συνήθεια της ευνοιοκρατίας. Στις κοινωνίες συνεπώς όπου καθυστερούσε η οικονομική ανάπτυξη, ο δημόσιος τομέας αποτελούσε εναλλακτικό στόχο

Page 157: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

για τις ανερχόμενες μεσαίες τάξεις.i Δεν είναι τυχαίο ότι στο Κοινοβούλιο της Φραγκφούρτης, το 1848, 68% των βουλευτών ήταν δημόσιοι υπάλληλοι ή άλλα διοικητικά στελέχη (έναντι 12% μόνο των εκπροσώπων από τα ελευθέρια επαγγέλματα και 2,5% των επιχειρηματιών).12

Αποτελούσε επομένως ευτύχημα για όποιον σκόπευε να σταδιοδρομήσει στον δημόσιο τομέα το γεγονός ότι η μεταναπολεόντεια περίοδος σχεδόν παντού χαρακτηρίστηκε από σημαντική διόγκωση του κυβερνητικού μηχανισμού και της κυβερνητικής δραστηριότητας, μολονότι δεν υπήρχαν τόσες δυνατότητες ώστε να απορροφηθούν όλοι οι εγγράμματοι πολίτες που πλήθαιναν ολοένα. Στην περίοδο 1830-50, οι δημόσιες δαπάνες κατά κεφαλήν αυξήθηκαν κατά 25% στην Ισπανία, 40% στη Γαλλία, 44% στη Ρωσία, 50% στο Βέλγιο, 70% στην Αυστρία, 75% στις ΗΠΑ και περισσότερο από 90% στις Κάτω Χώρες (μόνο στη Βρετανία, τις βρετανικές αποικίες, τη Σκανδιναβία και σε λίγες καθυστερημένες χώρες οι κυβερνητικές δαπάνες κατά κεφαλήν του πληθυσμού παραμένουν σταθερές ή μειώνονται την περίοδο αυτή της ακμής του οικονομικού φιλελευθερισμού).

13

i Όλοι οι υπάλληλοι (fonctionnaires) στα μυθιστορήματα του Balzac φαίνεται να προέρχονται ή να συνδέονται με οικογένειες μικροεπιχειρηματιών.

Το γεγονός δεν οφειλόταν μόνο στις ένοπλες δυνάμεις, αυτόν τον προφανή καταναλωτή των φόρων, που παρέμειναν πολυάριθμες και μετά τους ναπολεόντειους πολέμους παρά την έλλειψη σημαντικών διεθνών συρράξεων: μεταξύ των σημαντικότερων κρατών, μόνο η Βρετανία και η Γαλλία το 1851 είχαν στρατό πολύ μικρότερο από αυτόν της ακμής του Ναπολέοντα το 1810, ενώ πολλά —π.χ. η Ρωσία, διάφορα γερμανικά και ιταλικά κράτη και η Ισπανία— είχαν ακόμα μεγαλύτερο. Οφειλόταν επίσης στην ανάπτυξη των παλιών και στην ανάληψη νέων καθηκόντων από τα κράτη. Διότι αποτελεί στοιχειώδες σφάλμα (που δεν το έκαναν οι Μπενθαμιστές ριζοσπάστες, αυτοί οι πρωταγωνιστές του καπιταλισμού) να πιστεύει κανείς ότι ο φιλελευθερισμός ήταν ενάντιος στη γραφειοκρατία. Ήταν απλώς ενάντιος στην αναποτελεσματική γραφειοκρατία, στον κρατικό παρεμβατισμό σε θέματα που θα έπρεπε να αφεθούν στην ιδιωτική πρωτοβουλία, καθώς και στην υπερβολική φορολογία. Το χονδροειδές φιλελεύθερο σύνθημα για ένα κράτος υπεύθυνο μόνο για τα υποτυπώδη καθήκοντα του νυχτοφύλακα συγκαλύπτει κάπως το γεγονός ότι το κράτος, απογυμνωμένο από τα αναποτελεσματικά και παρεμβατικά του καθήκοντα, ήταν πολύ ισχυρότερο και πολύ πιο φιλόδοξο από προηγουμένως. Για παράδειγμα, το 1848 ήταν πια ένα κράτος που είχε αποκτήσει σύγχρονες, συχνά εθνικές, αστυνομικές δυνάμεις: στη Γαλλία από το 1798, στην Ιρλανδία από το 1823, στην Αγγλία από το 1829 και στην Ισπανία (η Guardia Civil) από το 1844. Εκτός από τη Βρετανία, ήταν συνήθως ένα κράτος που διέθετε εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα· εκτός από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, ήταν ένα κράτος που είχε ήδη ή επρόκειτο σύντομα να αποκτήσει δημόσια σιδηροδρομική υπηρεσία· παντού ήταν ένα κράτος που διέθετε όλο και μεγαλύτερη ταχυδρομική υπηρεσία για να εξυπηρετεί τις αυξανόμενες ανάγκες της επαγγελματικής και της ιδιωτικής επικοινωνίας. Η πληθυσμιακή αύξηση το υποχρέωνε να διαθέτει ευρύτερο δικαστικό σύστημα, η αύξηση των πόλεων και των αστικών κοινωνικών προβλημάτων ένα ευρύτερο σύστημα δημοτικής διοίκησης. Τα κυβερνητικά καθήκοντα, παλιά ή νέα, τα αναλάμβανε βαθμιαία μια ενιαία εθνική δημόσια υπηρεσία επανδρωμένη με υπαλλήλους καριέρας, ενώ τα ανώτερα στελέχη μεταθέτονταν και προάγονταν ελεύθερα από την κεντρική εξουσία κάθε κράτους. Εντούτοις, μολονότι μια αποδοτική υπηρεσία αυτού του τύπου μπορούσε να επιφέρει μείωση του αριθμού των υπαλλήλων και του κόστους των υπηρεσιών της διοίκησης, εξαλείφοντας τη διαφθορά και τη μερική απασχόληση, δημιουργούσε ωστόσο έναν πολύ μεγαλύτερο κυβερνητικό μηχανισμό. Οι στοιχειωδέστερες λειτουργίες του φιλελεύθερου κράτους, όπως ο αποτελεσματικός υπολογισμός και η είσπραξη των φόρων από ένα σώμα έμμισθων υπαλλήλων ή η διατήρηση μιας τακτικής, εθνικά οργανωμένης χωροφυλακής, θα ξεπερνούσαν και τα πιο τρελά όνειρα των περισσοτέρων προεπαναστατικών απολυταρχιών. Το ίδιο και το επίπεδο της φορολογίας, που τώρα ήταν μερικές φορές ένας κλιμακωτός φόρος

Page 158: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εισοδήματοςi τον οποίο ανεχόταν ο υπήκοος του φιλελεύθερου κράτους: το 1840 οι κυβερνητικές δαπάνες στη φιλελεύθερη Βρετανία ήταν τετραπλάσιες από της απολυταρχικής Ρωσίας.

Λίγες από τις νέες αυτές γραφειοκρατικές θέσεις ισοδυναμούσαν πραγματικά με τη φημολογούμενη επωμίδα του αξιωματικού που κουβαλούσε στο γυλιό του ο στρατιώτης των ναπολεόντειων χρόνων ως πρώτη δόση για τη στραταρχική ράβδο που θα αποκτούσε ίσως αργότερα. Από τους 130.000 περίπου δημόσιους υπαλλήλους της Γαλλίας το 183914

Τα ελευθέρια επαγγέλματα δεν μπορούσαν να τ' αγγίξουν, γιατί το να γίνει κανείς γιατρός, δικηγόρος, καθηγητής (που στην ηπειρωτική Ευρώπη σήμαινε τόσο γυμνασιακός όσο και πανεπιστημιακός δάσκαλος) ή «άλλος μορφωμένος με ποικίλες ενασχολήσεις»

η πλειονότητα ήταν ταχυδρομικοί υπάλληλοι, δάσκαλοι, χαμηλόβαθμοι φοροεισπράκτορες και υπάλληλοι του νομικού κλάδου και άλλοι της ίδιας κατηγορίας· ακόμη και οι 450 υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών και οι 350 του Υπουργείου των Εξωτερικών απαρτίζονταν κυρίως από γραφείς, ένα είδος ανθρώπων που, όπως δείχνει σαφέστατα η λογοτεχνία από τον Dickens ως τον Γκόγκολ, δύσκολα θα το ζήλευε κανείς, εκτός ίσως για το προνόμιο που διέθεταν να ανήκουν στη δημοσιοϋπαλληλία και για την ασφάλεια που τους επέτρεπε να λιμοκτονούν με τον ίδιο ρυθμό σ' ολόκληρη τη ζωή τους. Λίγοι ήταν οι υπάλληλοι που αποτελούσαν πράγματι το κοινωνικό ισοδύναμο μιας καλής μεσοαστικής καριέρας —από οικονομική άποψη, κανείς έντιμος υπάλληλος δεν μπορούσε ποτέ να ελπίσει σε τίποτε περισσότερο από μια αξιοπρεπώς άνετη ζωή. Ακόμη και σήμερα, η «διοικητική τάξη» ολόκληρου του βρετανικού δημόσιου τομέα, τάξη που επινοήθηκε από τους μεταρρυθμιστές των μέσων του 19ου αιώνα ως αντίστοιχο των μεσαίων τάξεων στη γραφειοκρατική ιεραρχία, απαρτίζεται από όχι περισσότερα από 3.500 άτομα συνολικά.

Όσο όμως κι αν ήταν μέτρια η κατάσταση του μικροϋπαλλήλου, του «χαρτογιακά», απείχε παρασάγγες από του φτωχού εργάτη. Ο πρώτος δεν έκανε χειρωνακτική εργασία, ενώ τα καθαρά χέρια και το άσπρο κολάρο τον τοποθετούσαν, έστω συμβολικά, στο στρατόπεδο των πλουσίων. Συνήθως κουβαλούσε τη μαγεία της κρατικής εξουσίας. Μπροστά του άντρες και γυναίκες έπρεπε να κάνουν ουρά για να παραλάβουν τα πιστοποιητικά τους· με ένα νεύμα του τους καλούσε να προχωρήσουν ή να σταματήσουν, και εκείνος τους έλεγε τι δεν μπορούσαν να κάνουν. Στις πιο καθυστερημένες χώρες (αλλά και στις δημοκρατικές ΗΠΑ), μέσω αυτού μπορούσαν να βρουν δουλειά τα ξαδέλφια και τ' ανίψια. Σε πολλές όχι τόσο καθυστερημένες χώρες έπρεπε να δωροδοκηθεί. Για αναρίθμητες οικογένειες γεωργών ή εργατών με ελάχιστες προοπτικές κοινωνικής ανόδου, ο μικρογραφειοκρατικός, ο εκπαιδευτικός και ο ιερατικός κλάδος ήταν, τουλάχιστον θεωρητικά, προσιτοί· ήταν τα Ιμαλάια όπου τα παιδιά τους μπορούσαν θεωρητικά να αναρριχηθούν.

15 απαιτούσε πολύχρονη εκπαίδευση ή εξαιρετικό ταλέντο και ευκαιρίες. Η Βρετανία το 1851 διέθετε περί τους 16.000 δικηγόρους (χωρίς να υπολογιστούν οι δικαστές) και 1.700 μόνο φοιτητές της νομικής, ii

i Στη Βρετανία ο φόρος αυτός επιβλήθηκε προσωρινά κατά τη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων και μόνιμα πια από το 1842· καμία άλλη σημαντική χώρα δεν ακολούθησε το παράδειγμα αυτό πριν από το 1848.

ii Στην ηπειρωτική Ευρώπη ο αριθμός —και η αναλογία— των δικηγόρων ήταν συχνά μεγαλύτερος.

περί τους 17.000 γιατρούς και χειρουργούς και 3.500 φοιτητές της ιατρικής και βοηθούς, λιγότερους από 3.000 αρχιτέκτονες, περί τους 1.300 «εκδότες και συγγραφείς» —ο γαλλικός όρος «δημοσιογράφος» (journaliste) δεν είχε ακόμη γίνει επίσημα παραδεκτός. Η νομική και η ιατρική ήταν δύο από τα κατεξοχήν παραδοσιακά επαγγέλματα. Το τρίτο, ο κλήρος, πρόσφερε λιγότερες προοπτικές από ό,τι μπορούσε να αναμένει κανείς, ίσως διότι (εκτός από τους ιεροκήρυκες των προτεσταντικών δογμάτων) επεκτεινόταν με βραδύτερο ρυθμό απ' ό,τι ο πληθυσμός. Χάρη μάλιστα στον αντικληρικό ζήλο των κυβερνήσεων —ο

Page 159: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Ιωσηφ Β' έκλεισε 359 αβαεία και μοναστήρια, ενώ οι Ισπανοί κατά τις περιόδους φιλελευθερισμού τους έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τα κλείσουν όλα— ορισμένοι τομείς του επαγγέλματος περιορίζονταν αντί να αναπτύσσονται.

Μια μόνο προοπτική ανοιγόταν: η διδασκαλία στα δημοτικά σχολεία από κληρικούς και μη. Ο αριθμός των δασκάλων, που προέρχονταν κατά κανόνα από αγροτικές οικογένειες και οικογένειες τεχνιτών, δεν ήταν καθόλου αμελητέος στα δυτικά κράτη: στη Βρετανία το 1851 περί τα 76.000 άτομα, άντρες και γυναίκες, δήλωναν δημοδιδάσκαλοι ή δάσκαλοι εν γένει, χωρίς να υπολογίσουμε τις 20.000 περίπου οικοδιδασκάλισσες —πασίγνωστο τελευταίο καταφύγιο των άπορων μορφωμένων κοριτσιών που δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να κερδίσουν τη ζωή τους με λιγότερο αξιοπρεπείς τρόπους. Επιπλέον, το επάγγελμα του δασκάλου δεν ήταν μόνο διαδεδομένο αλλά επεκτεινόταν συνεχώς. Η αμοιβή ήταν χαμηλή, αλλά, εκτός της Βρετανίας και των ΗΠΑ, των πιο αδιάφορων για τα πνευματικά χωρών, ο δημοδιδάσκαλος ήταν δικαίως δημοφιλής. Γιατί αν κάποιος αντιπροσώπευε το ιδεώδες μιας εποχής, όταν για πρώτη φορά ο απλός λαός αντιλήφθηκε ότι η άγνοια μπορεί να καταπολεμηθεί, αυτός ο κάποιος ήταν ασφαλώς ο άντρας ή η γυναίκα που η ζωή του και η κλίση του είναι να δώσει στα παιδιά τις ευκαιρίες που δεν είχαν ποτέ οι γενείς τους, να τους ανοίξει τον κόσμο, να τους μυήσει στην αλήθεια και την ηθική.

Ο επιχειρηματικός κλάδος, φυσικά, ήταν η πιο προφανής σταδιοδρομία που ανοιγόταν στους ταλαντούχους και, σε μια ταχύρυθμα αναπτυσσόμενη οικονομία, οι ευκαιρίες ήταν ασφαλώς μεγάλες. Η μικρής κλίμακας φύση πολλών επιχειρήσεων, η υπεργολαβία που επικρατούσε, καθώς και οι περιορισμένης εμβέλειας αγοραπωλησίες έκαναν τις ευκαιρίες αυτές σχετικά εύκολα εκμεταλλεύσιμες. Ωστόσο, ούτε οι υλικές ούτε οι κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες ήταν ευνοϊκές για τους φτωχούς. Πρώτα πρώτα —γεγονός που συχνά παρέβλεπαν οι επιτυχημένοι— η εξέλιξη της βιομηχανικής οικονομίας εξαρτιόταν από την αύξηση του αριθμού των ημερομίσθιων εργατών μάλλον παρά των εργοδοτών ή των αυτοαπασχολουμένων. Διότι σε καθέναν που ανερχόταν στις τάξεις των επιχειρηματιών αντιστοιχούσε αναγκαστικά ένας μεγαλύτερος αριθμός ατόμων που κατέρχονταν. Κατά δεύτερο λόγο, η οικονομική ανεξαρτησία απαιτούσε τεχνικά προσόντα, έναν συγκεκριμένο τρόπο του σκέπτεσθαι, ή οικονομικούς πόρους (έστω και λιγοστούς), στοιχεία που δεν τα διέθεταν οι περισσότεροι, άντρες και γυναίκες. Όσοι ήταν αρκετά τυχεροί να τα διαθέτουν —μέλη θρησκευτικών μειονοτήτων π.χ. και δογμάτων, των οποίων η ικανότητα για τέτοιες δραστηριότητες είναι πολύ γνωστή στον κοινωνιολόγο— μπορούσαν να επιτύχουν: η πλειονότητα των δουλοπάροικων του Ιβάνοβο —του «ρωσικού Manchester»— που έγιναν κλωστοϋφαντουργοί, ανήκαν στο δόγμα των «Παλαιών Πιστών».16

III

Αλλά θα ήταν εντελώς παράλογο να περιμένει κανείς από όσους δεν διέθεταν τα πλεονεκτήματα αυτά —όπως η πλειοψηφία των Ρώσων αγροτών— να κάνουν το ίδιο, ή, στο στάδιο αυτό, ακόμη και να σκεφτούν να τους συναγωνιστούν.

Καμία άλλη μερίδα του πληθυσμού δεν χαιρέτισε το άνοιγμα της επαγγελματικής σταδιοδρομίας σε κάθε λογής ταλέντο πιο θερμά από τις μειονότητες εκείνες που ως τότε είχαν αποκλειστεί από κάθε είδους αξίωμα, όχι μόνο επειδή δεν ήταν ευγενούς καταγωγής αλλά και επειδή υφίσταντο επισήμως και συλλογικά δυσμενείς διακρίσεις. Τον ενθουσιασμό με τον οποίο οι Γάλλοι Διαμαρτυρόμενοι ρίχτηκαν στον δημόσιο βίο κατά την Επανάσταση και μετά, ξεπέρασε μόνο η ηφαιστειώδης έκρηξη του ταλέντου των Εβραίων της Δύσης. Πριν από την χειραφέτηση που προετοίμασε ο ορθολογισμός του 18ου αιώνα και έφερε η Γαλλική Επανάσταση δύο μόνο δρόμοι περιωπής ανοίγονταν στον Εβραίο: το εμπόριο, ή τα οικονομικά εν γένει, και η ερμηνεία του Ιερού Νόμου. Και τα δυο τον περιόριζαν στο δικό του γκέτο, τη στενή κι απομονωμένη του κοινότητα, από την οποία μόνο μια χούφτα «Εβραίοι της

Page 160: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Αυλής», ή άλλοι πολύ πλούσιοι, είχαν αναδυθεί διστακτικά, προσέχοντας —ακόμη και στη Βρετανία και την Ολλανδία— να μην προχωρήσουν πολύ ώστε να μπουν στα επικίνδυνα και ανεπιθύμητα φώτα της διασημότητας, Η «ανάδυση» αυτή δεν ήταν απευκταία μόνο για τους άξεστους και μέθυσους απίστους που, κατά κανόνα, κάθε άλλο παρά επικροτούσαν την εβραϊκή χειραφέτηση. Αιώνες κοινωνικής καταπίεσης είχαν προκαλέσει τον εκούσιο πια περιορισμό του γκέτο, το οποίο απέρριπτε κάθε κίνηση απομάκρυνσης από τις αυστηρές ορθόδοξες αρχές του θεωρώντας την ως απιστία και προδοσία. Οι πρωτεργάτες της εβραϊκής απελευθέρωσης του 18ου αιώνα στη Γερμανία και την Αυστρία, και κυρίως ο Moses Mendelssohn (1729-1786), στηλιτεύτηκαν ως λιποτάκτες και άθεοι.

Το μεγάλο πλήθος των Εβραίων που κατοικούσαν στα ταχύτατα αναπτυσσόμενα γκέτο στο ανατολικό τμήμα του παλαιού βασιλείου της Πολωνίας και της Λιθουανίας, συνέχιζαν να ζουν την αυτάρκη και καχύποπτη ζωή τους ανάμεσα στην εχθρική αγροτιά, χωρισμένοι μόνο ως προς την πίστη τους σε μορφωμένους, διανοουμενίζοντες ραβίνους της λιθουανικής ορθοδοξίας και σε εκστατικούς και θεόφτωχους Ασιδαίους. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους σαράντα έξι επαναστάτες της Γαλικίας που συνέλαβαν οι αυστριακές αρχές το 1834, μόνο ένας ήταν Εβραίος.17

Η διττή επανάσταση είχε δώσει στους Εβραίους τη μεγαλύτερη ισότητα που είχαν ποτέ γνωρίσει στα χρόνια της χριστιανοσύνης. Όσοι εκμεταλλεύτηκαν τις ευκαιρίες τους, το μόνο που επιθυμούσαν ήταν να «αφομοιωθούν» στη νέα κοινωνία, ενώ οι συμπάθειές τους ήταν, για προφανείς λόγους, κατά συντριπτική πλειοψηφία φιλελεύθερες. Ωστόσο η θέση των Εβραίων ήταν αβέβαιη και αμήχανη, μολονότι οι δημαγωγοί πολιτικοί δεν είχαν ακόμη εκμεταλλευτεί σοβαρά τον ενδημικό αντισημιτισμό των καταπιεσμένων μαζών, που ήδη

Αλλά στις μικρότερες κοινότητες της Δύσης οι Εβραίοι άρπαζαν με τα δύο χέρια τις ευκαιρίες που τους δίνονταν, ακόμη κι αν το τίμημα ήταν ένα εικονικό βάπτισμα, όπως εξακολουθούσε να συμβαίνει συχνά στις ημιχειραφετημένες χώρες, τουλάχιστον όσον αφορά τις επίσημες θέσεις. Για τον επιχειρηματία δεν χρειαζόταν ούτε καν αυτό. Η οικογένεια Rothschild, οι βασιλιάδες των Εβραίων διεθνώς, δεν ήταν μόνο πλούσιοι. Πλούσιοι θα μπορούσαν να είναι και παλιότερα, μολονότι οι πολιτικές και στρατιωτικές αλλαγές της περιόδου πρόσφεραν άνευ προηγουμένου ευκαιρίες για τους χρηματιστικούς κύκλους διεθνώς. Τώρα μπορούσαν επίσης να εμφανίζονται ως πλούσιοι, να κατέχουν μια κοινωνική θέση ανάλογη λίγο πολύ με τον πλούτο τους, και μάλιστα να προσβλέπουν στους τίτλους ευγενείας που άρχισαν να απονέμουν οι Ευρωπαίοι πρίγκιπες το 1816. (Έγιναν κληρονομικοί βαρόνοι των Αψβούργων το 1823.)

Ακόμη πιο εντυπωσιακή από τον πλούτο ήταν η επίδοση του ταλέντου των Εβραίων στις μη θρησκευτικές τέχνες, τις επιστήμες και τα επαγγέλματα. Με τα μέτρα του 20ού αιώνα το ταλέντο αυτό ήταν ακόμη περιορισμένο, μολονότι ως το 1848 το μεγαλύτερο εβραϊκό μυαλό του 19ου αιώνα και ο πιο επιτυχημένος Εβραίος πολιτικός είχαν και οι δύο φτάσει στην ωριμότητα: ο Καρλ Μαρξ (1818-1883) και ο Benjamin Disraeli (1804-1881). Πολύ μεγάλοι Εβραίοι επιστήμονες δεν υπήρχαν, ενώ λίγοι μαθηματικοί διακρίθηκαν αρκετά αλλά όχι εξαιρετικά. Ο Meyerbeer (1791-1864) και ο Mendelssohn-Bartholdy (1809-1847) δεν είναι από τους κορυφαίους συνθέτες της εποχής τους, μολονότι μεταξύ των ποιητών ο Heinrich Heine (1797-1856) κατέχει αρκετά εξέχουσα θέση. Δεν υπήρχαν ακόμη σημαντικοί Εβραίοι ζωγράφοι, ούτε μεγάλοι σολίστες ή διευθυντές ορχήστρας, και είχε εμφανιστεί μόνο μια σημαντικότατη θεατρική προσωπικότητα, η ηθοποιός Rachel (1821-1858). Αλλά οι ιδιοφυίες δεν είναι το κριτήριο της χειραφέτησης ενός λαού, η οποία μετριέται μάλλον από τον μεγάλο αριθμό λιγότερο διαπρεπών Εβραίων που ξαφνικά άρχισαν να συμμετέχουν στη δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα και τη δημόσια ζωή, ιδίως στη Γαλλία και προπάντων στα γερμανικά κράτη, τα οποία πρόσφεραν τη γλώσσα και την ιδεολογία που σταδιακά γεφύρωσε το χάσμα ανάμεσα στο μεσαιωνισμό και τον 19ο αιώνα για τους Εβραίους μετανάστες από την ενδοχώρα.

Page 161: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

συχνότατα ταύτιζαν αβασάνιστα τον Εβραίο με τον «αστό». i

Ο λόγος ήταν εν μέρει ότι ο σκληρός και άκαμπτος θώρακας της εθιμικής πρακτικής δεν τους άφηνε να κατανοήσουν ποιος ήταν ο ρόλος τους στη νέα αυτή κοινωνία —όπως οι νέοι Αλγερινοί καλών οικογενειών που ήρθαν στο Παρίσι για να αποκτήσουν ευρωπαϊκή παιδεία στη δεκαετία του 1840 και συγκλονίστηκαν όταν ανακάλυψαν ότι είχαν προσκληθεί στη βασιλική πρωτεύουσα κάθε άλλο παρά για τις κοινωνικές δοσοληψίες με τον βασιλιά και τους ευγενείς, που θεωρούσαν ότι ήταν προνόμιό τους. Άλλωστε, η νέα κοινωνία δεν διευκόλυνε την προσαρμογή. Όσοι δέχονταν τις προφανείς χάρες του αστικού πολιτισμού και της αστικής συμπεριφοράς μπορούσαν να χαίρονται ελεύθερα τα οφέλη της· όσοι το αρνούνταν, ή ήταν ανίκανοι να το κάνουν, απλώς δεν υπολογίζονταν. Η επιμονή στο κριτήριο της ιδιοκτησίας προκειμένου για τα εκλογικά δικαιώματα, που χαρακτήριζε τις μετριοπαθείς φιλελεύθερες κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1830, έκρυβε κάτι περισσότερο από απλή πολιτική προκατάληψη: όποιος δεν είχε επιδείξει ικανότητα να αποκτήσει περιουσία, δεν ήταν ολοκληρωμένος άνθρωπος και δεν μπορούσε επομένως να είναι και πολίτης με πλήρη δικαιώματα. Οι ακραίες θέσεις αυτής της νοοτροπίας παρατηρήθηκαν εκεί όπου η ευρωπαϊκή μεσαία τάξη ήρθε σ' επαφή με τους άπιστους και «άθεους» και προσπάθησε να τους προσηλυτίσει με διανοητικά απλοϊκούς ιεραποστόλους στις αλήθειες του χριστιανισμού, του εμπορίου και της δυτικής ενδυμασίας (ανάμεσα στα τρία αυτά δεν γινόταν και μεγάλη διάκριση), ή να τους επιβάλει τις αλήθειες της φιλελεύθερης νομοθεσίας. Αν τα δέχονταν, τότε ο φιλελευθερισμός (τουλάχιστον όσον αφορά την επαναστατική Γαλλία) ήταν πρόθυμος να τους αναγνωρίσει το πλήρες καθεστώς του πολίτη με όλα τα δικαιώματα, ή (όσον αφορά τη Βρετανία) να τους δώσει την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα γίνουν σχεδόν ίσοι με τους Άγγλους. Η στάση αυτή απεικονίζεται πλήρως στη senatus-consulte του Ναπολέοντα Γ' η οποία, λίγα χρόνια μετά το τέλος της εποχής μας αλλά πάντοτε μέσα στο πνεύμα της, έδωσε την ευκαιρία στους Αλγερινούς να αποκτήσουν δικαιώματα και καθήκοντα πολίτη: Il peut, sur sa demande, être admis à jouir des droits de citoyen français; dans ce cas il est régi par les lois civiles et politiques de la France.

Στη Γαλλία και τη Δυτική Γερμανία (αλλ' όχι ακόμα σε άλλες χώρες), μερικοί νέοι Εβραίοι οραματίζονταν μια ακόμη τελειότερη κοινωνία: υπήρχε έντονο εβραϊκό στοιχείο στον γαλλικό Σαινσιμονισμό (Olinde Rodrigues, αδελφοί Pereire, Léon Halévy, d'Eichthal) και, σε μικρότερο βαθμό, στον γερμανικό κομουνισμό (Moses Hess, ο ποιητής Heine, και φυσικά ο Μαρξ, που ωστόσο έδειχνε πλήρη αδιαφορία για την εβραϊκή καταγωγή του και τις διασυνδέσεις της).

Η κατάστασή τους έκανε τους Εβραίους εξαιρετικά πρόθυμους να αφομοιωθούν στην αστική κοινωνία. Αποτελούσαν μειονότητα. Ήταν ήδη στη συντριπτική τους πλειοψηφία εξαστισμένοι, σε σημείο που είχαν αποκτήσει μεγάλη ανοσία στις αρρώστιες του εξαστισμού. Στις πόλεις είχε ήδη επισημανθεί από τους στατιστικολόγους η μικρότερη θνησιμότητα και νοσηρότητά τους. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν εγγράμματοι και δεν ασχολούνταν με τη γεωργία. Μεγάλο ποσοστό είχε ήδη εμπλακεί στο εμπόριο ή στα ελευθέρια επαγγέλματα. Η ίδια η θέση τους τους υποχρέωνε συνεχώς να εξετάζουν νέες καταστάσεις και νέες ιδέες, αν μη τι άλλο για να διαγνώσουν την απειλή που έκρυβαν. Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη μάζα των λαών δυσκολεύτηκε πολύ περισσότερο να προσαρμοστεί στη νέα κοινωνία.

ii 18

i Ο Γερμανός ληστής Schinderhannes (Johannes Bückler, 1777-1803), έγινε πολύ δημοφιλής λόγω της εβραϊκής καταγωγής των θυμάτων του. Στην Πράγα, η αναταραχή της δεκαετίας του 1840 είχε και αντιεβραϊκή χροιά (Βιέννη, Verwaltungsarchiv, Polizeihofstelle, 1816-1845.)

Το μόνο που έπρεπε να αποποιηθούν ήταν το Ισλάμ· αν δεν ήθελαν να το κάνουν —και λίγοι το έκαναν— παρέμεναν Γάλλοι υπήκοοι και όχι Γάλλοι πολίτες.

ii Μπορεί, ύστερα από αίτησή του, να του επιτραπεί να απολαμβάνει τα δικαιώματα του Γάλλου πολίτη· σ' αυτή την περίπτωση υπόκειται στο αστικό δίκαιο και στις πολιτικές αποφάσεις της Γαλλίας.

Page 162: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Η ομαδική περιφρόνηση των «πολιτισμένων για τους «βαρβάρους» (στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι φτωχοί εργαζόμενοι της ίδιας τους της χώρας)19 στηριζόταν σ' αυτό το αίσθημα της επιδεικνυόμενης ανωτερότητας. Ο αστικός κόσμος ήταν ανοιχτός σε όλους. Όσοι, επομένως, δεν κατόρθωναν να τον προσπελάσουν, επέδειχναν έλλειψη προσωπικής ευφυίας, ηθικού σθένους ή ενέργειας, που αυτόματα τους καταδίκαζαν, ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια ιστορική ή φυλετική κληρονομιά που τους έθετε μόνιμα σε μειονεκτική θέση, αφού διαφορετικά θα είχαν ήδη εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες τους. Η περίοδος που κορυφώθηκε στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα ήταν συνεπώς μια περίοδος απαράμιλλης σκληρότητας, όχι μόνο γιατί η φτώχεια που περιέβαλλε τον καθωσπρεπισμό της μεσαίας τάξης ήταν τόσο συγκλονιστική που οι πλούσιοι είχαν μάθει να μην τη βλέπουν, αφήνοντας τη φρίκη της να επιδρά πλήρως μόνο στους ξένους επισκέπτες (όπως συμβαίνει σήμερα με τις τρώγλες της Ινδίας), αλλά και γιατί ο κόσμος μιλούσε για τους φτωχούς, όπως και για τους ξένους βαρβάρους, σαν να μην ήταν ανθρώπινα όντα. Αν η μοίρα τους ήταν να γίνουν βιομηχανικοί εργάτες, ήταν απλώς μια μάζα που έπρεπε να πειθαρχηθεί και να μπει στο κατάλληλο καλούπι με σκληρό καταναγκασμό. Και τη δρακόντεια πειθαρχία του εργοστασίου τη συμπλήρωνε η πολιτεία. (Είναι χαρακτηριστικό ότι η σύγχρονη αστική κοινή γνώμη δεν έβλεπε την αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και τους εσκεμμένα μεροληπτικούς εργατικούς κώδικες που, όπως ο βρετανικός κώδικας του 1823 περί Αφέντη και Υπηρέτη, τιμωρούσε τους εργάτες σε φυλάκιση για καταγγελία των συμβάσεων, ενώ τους εργοδότες καθόλου, ή μόνο με μικρά πρόστιμα.20) Έπρεπε μονίμως σχεδόν να λιμοκτονούν, γιατί διαφορετικά δεν θα δούλευαν, μια και τα «ανθρώπινα» κίνητρα δεν τους άγγιζαν. «Είναι προς το συμφέρον του ίδιου του εργάτη» έλεγαν στον Villermé οι εργοδότες στα τέλη της δεκαετίας του 1830 «να πιέζεται συνεχώς από την ανάγκη, γιατί τότε μόνο δεν θα δώσει στα παιδιά του το κακό παράδειγμα και η φτώχεια του θα αποτελέσει εγγύηση καλής συμπεριφοράς».21

Η κατάσταση αυτή λίγο απείχε από την επίσημη αναγνώριση της ανισότητας η οποία, όπως υποστήριζε ο Henri Baudrillart στην εναρκτήρια διάλεξή του στο Collège de France το 1853, αποτελούσε τον έναν από τους τρεις στυλοβάτες της ανθρώπινης κοινωνίας, μαζί με την ιδιοκτησία και την κληρονομιά.

Υπήρχαν, ωστόσο, υπερβολικά πολλοί φτωχοί για να δούνε άσπρη μέρα, και έπρεπε να ελπίζει κανείς ότι η εφαρμογή του Μαλθουσιανού Νόμου θα έκανε αρκετούς να λιμοκτονήσουν ώστε να απομείνει ένας βιώσιμος ανώτατος αριθμός· εκτός φυσικά αν, παρ' ελπίδα, οι ίδιοι οι φτωχοί είχαν τη λογική να εφαρμόσουν πληθυσμιακούς ελέγχους αποφεύγοντας την υπερβολική τεκνοποίηση.

22 Έτσι, η ιεραρχική κοινωνία οικοδομήθηκε πάνω στα θεμέλια της επίσημης ισότητας. Είχε απλώς χάσει το στοιχείο που την έκανε ανεκτή στο παρελθόν: τη γενική κοινωνική πεποίθηση ότι οι άνθρωποι είχαν υποχρεώσεις και δικαιώματα, ότι η αρετή δεν ήταν απλώς το ισοδύναμο του χρήματος και ότι η κατώτερη τάξη, αν και ταπεινή, είχε δικαίωμα να ζήσει στην κατάσταση που της έταξε ο Θεός.

Page 163: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ ' ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ

Ο κάθε βιομήχανος ζει στο εργοστάσιό του όπως οι ιδιοκτήτες φυτειών στις αποικίες ανάμεσα στους δούλους τους, ένας εναντίον εκατό, και οι ανατρεπτικές κινήσεις της Lyon είναι ένα είδος επανάστασης του San Domingo. [...] Οι βάρβαροι που απειλούν την κοινωνία δεν βρίσκονται στον Καύκασο ούτε στις ταταρικές στέπες· βρίσκονται στα προάστια των βιομηχανικών μας πόλεων. [...] Η μεσαία τάξη πρέπει να αντιληφθεί σαφώς την κατάσταση· πρέπει να ξέρει ποια είναι η θέση της.

SAINT-MARC GIRARDIN στο Journal des Débats, 8 Δεκεμβρίου 1831

Pour gouverner il faut avoir Manteaux ou rubans en sautoir (bis). Nous en tissons pour vous, grands de la terre, Et nous, pauvres canuts, sans drap on nous enterre.

C'est nous les canuts Nous sommes tout nus (bis).

Mais quand notre règne arrive Quand votre règne finira. Alors nous tisserons le linceul du vieux monde Car on entend déjà la revolte qui gronde.

C'est nous les canuts Nous n 'irons plus tout nus.i

I

Τραγούδι των μεταξουργών της Lyon

Τρεις δυνατότητες ανοίγονταν, επομένως, στους φτωχούς εκείνους που βρίσκονταν στο δρόμο της αστικής κοινωνίας και δεν προστατεύονταν πια με αποτελεσματικό τρόπο στις δυσπρόσιτες ακόμη περιοχές της παραδοσιακής κοινωνίας. Μπορούσαν να πασχίσουν να γίνουν αστοί, μπορούσαν να αφεθούν στην καταπίεση, ή μπορούσαν να ξεσηκωθούν.

Ο πρώτος δρόμος, όπως είδαμε, δεν ήταν μονάχα τεχνικά δύσκολος για όσους δεν διέθεταν ούτε τα ελάχιστα προσόντα όσον αφορά την περιουσία ή την παιδεία· ήταν και ιδιαίτερα απεχθής. Η καθιέρωση ενός συστήματος κοινωνικής συμπεριφοράς με καθαρά ωφελιμιστικό και ατομιστικό χαρακτήρα, η θεωρητικά καταξιωμένη αναρχία, η ζούγκλα της αστικής κοινωνίας με το σύνθημα «Καθένας για τον εαυτό του κι ο διάβολος ας πάρει τον τελευταίο», φάνταζε στους ανθρώπους που είχαν μεγαλώσει σε παραδοσιακές κοινωνίες ως προστυχιά. «Στον καιρό μας», έλεγε ένας από τους απελπισμένους κλωστοϋφαντουργούς της Σιλεσίας που ξεσηκώθηκαν μάταια στα 1844,1

i Για να κυβερνάς, πρέπει να φοράς / πανωφόρια και κορδέλες γύρω στο λαιμό. / Εμείς τα υφαίνουμε για σας, αρχόντοι, / κι εμάς τους φουκαράδες τους μεταξουργούς μας θάβουν δίχως ούτε ένα σεντόνι. / Είμαστε οι μεταξουργοί / και γυρίζουμε γυμνοί (δις). //Μα σαν έρθει κι η δική μας βασιλεία, /η δική σας βασιλεία θα 'χει τελειώσει. / Τότε κι εμείς θα υφάνουμε το σάβανο του κόσμου του παλιού / —την ακούς την επανάσταση που βρυχάται από μακριά; / Κι εμείς οι μεταξουργοί / πια δε θα 'μαστε γυμνοί.

«οι άνθρωποι έχουν επινοήσει εξαίρετες μεθόδους για να αποδυναμώνουν και να υπονομεύουν το βιοπορισμό του διπλανού τους. Αλλά δυστυχώς κανείς πια δεν λογαριάζει την Έβδομη Εντολή: "Ου κλέψεις". Ούτε άλλωστε υπολογίζουν τα σχετικά σχόλια του Λουθήρου που λέει: "Θα αγαπούμε και θα φοβόμαστε τον Κύριο, έτσι ώστε δεν θα παίρνουμε την περιουσία ή τα χρήματα του διπλανού μας, ούτε θα την αποκτούμε με απατηλά μέσα και μεθόδους, αλλά αντίθετα θα πρέπει να τον βοηθούμε να τα

Page 164: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

διαφυλάξει και να αυξήσει το βιοπορισμό και την περιουσία του"». Ο άνθρωπος αυτός μιλούσε εξ ονόματος όλων όσοι βρέθηκαν στην άβυσσο, παρασυρμένοι από τις δυνάμεις του κακού. Δεν ζητούσαν πολλά. («Παλιά, οι πλούσιοι μεταχειρίζονταν τους φτωχούς με ευσπλαχνία και οι φτωχοί ζούσαν απλά, γιατί τον καιρό εκείνο οι κατώτερες τάξεις χρειάζονταν πολύ λιγότερα χρήματα απ' ό,τι σήμερα για την εξωτερική τους εμφάνιση, για τα ρούχα δηλαδή και τα άλλα έξοδα».) Αλλά επρόκειτο τώρα, καθώς φαινόταν, να στερηθούν και αυτήν ακόμη την ταπεινή θέση τους στην κοινωνική τάξη των πραγμάτων.

Επόμενο ήταν, συνεπώς, να αντιστέκονται ακόμη και στις λογικότερες προτάσεις της αστικής κοινωνίας, εφόσον αυτές συνδυάζονταν με την απανθρωπιά και τη σκληρότητα. Οι γαιοκτήμονες εισήγαγαν το σύστημα Speenhamlandi και οι εργαζόμενοι έμειναν προσηλωμένοι σ' αυτό, παρά τα πειστικά οικονομικά επιχειρήματα που το καταδίκαζαν. Η χριστιανική ευσπλαχνία ήταν κάτι παραπάνω από άχρηστη ως τρόπος ανακούφισης της φτώχειας, κι αυτό φαίνεται στα παπικά κράτη που την εφάρμοζαν κατά κόρον. Την υποστήριζαν ωστόσο όχι μόνο οι προσηλωμένοι στην παράδοση πλούσιοι, που τη θεωρούσαν ως μέσο προστασίας από τον κίνδυνο των ίσων δικαιωμάτων (τα οποία εισηγούνταν «οι οραματιστές εκείνοι που ισχυρίζονταν ότι η φύση δημιούργησε τους ανθρώπους με ίσα δικαιώματα και ότι οι κοινωνικές διακρίσεις έπρεπε να βασίζονται καθαρά και μόνο σε λόγους δημόσιας ωφέλειας»2), αλλά και οι φτωχοί, που ήταν βαθιά πεπεισμένοι ότι είχαν δικαίωμα στα ψίχουλα που θα τους έριχναν οι πλούσιοι. Στη Βρετανία, ολόκληρο χάσμα χώριζε τους αστούς υπέρμαχους των Φιλικών Εταιρειών, που τις θεωρούσαν αποκλειστικά μια μορφή ατομικής αυτοβοήθειας, από τους φτωχούς, που τις αντιμετώπιζαν επίσης —και συχνά κατά κύριο λόγο— ως συλλόγους που διοργάνωναν συμπόσια, τελετές και εορταστικές εκδηλώσεις, εις βάρος της αξιοπιστίας τους ως ασφαλιστικών φορέων.

Η αντίσταση αυτή ενισχυόταν κάποτε και από την εναντίωση του ίδιου του αστού στους τομείς εκείνους του ατομικού ελεύθερου ανταγωνισμού που δεν τον συνέφεραν ουσιαστικά. Κανείς δεν ήταν περισσότερο αφοσιωμένος στην ατομοκρατία από τον εύρωστο Αμερικανό αγρότη ή βιοτέχνη, κανένα σύνταγμα δεν εναντιωνόταν περισσότερο από το αμερικανικό —ή τουλάχιστον έτσι πίστευαν οι νομικοί τους ως τον δικό μας αιώνα— σε κάθε μορφής αναστολές της ελευθερίας, όπως η ομοσπονδιακή νομοθεσία σχετικά με την εργασία ανήλικων παιδιών αλλά και κανείς άλλος δεν ήταν τόσο αυστηρά προσηλωμένος, όπως είδαμε ήδη, στην «τεχνητή» προστασία των επιχειρήσεων. Ένα από τα κύρια οφέλη που μπορούσε να περιμένει κανείς από τον ιδιωτικό τομέα και τον ελεύθερο ανταγωνισμό ήταν τα νέα μηχανήματα. Ωστόσο, οι λουδιστές εργάτες ξεσηκώθηκαν για να τα καταστρέψουν, και μαζί τους συμφωνούσαν και οι μικρότεροι επιχειρηματίες και οι κτηματίες της περιοχής, που θεωρούσαν τους νεωτεριστές ως καταστροφείς του βιοπορισμού του ανθρώπου. Οι κτηματίες, μάλιστα, εγκατέλειπαν καμιά φορά απροστάτευτα τα μηχανήματά τους ώστε οι στασιαστές να μπορέσουν να τα καταστρέψουν, και η κυβέρνηση χρειάστηκε να στείλει το 1830 μια εγκύκλιο συνταγμένη σε αυστηρό ύφος για να τονίσει ότι «οι μηχανές δικαιούνται την προστασία του νόμου όσο και κάθε άλλη μορφή περιουσιακού στοιχείου».3

Υπήρχαν ασφαλώς εργάτες που κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να ενσωματωθούν στη μεσαία τάξη, ή τουλάχιστον να ακολουθήσουν τις αρχές της λιτότητας, της αυτοβοήθειας και της αυτοβελτίωσης. Η ηθική και διδακτική φιλολογία του αστικού ριζοσπαστισμού, των κινήσεων κατά του αλκοόλ και των προτεσταντικών αγώνων είναι γεμάτη από ανθρώπους που Όμηρός

Την πεποίθηση του φτωχού ενίσχυε αυτός ακριβώς ο δισταγμός και η αμφιβολία με την οποία, έξω από τα προπύργια του αστικοφιλελευθερισμού, ο νέος επιχειρηματίας άρχιζε να επιδίδεται στο ιστορικό έργο της καταστροφής της κοινωνικής και ηθικής τάξης.

i Σύστημα συμπληρωματικής επιχορήγησης των γεωργικών εισοδημάτων, χρηματοδοτούμενο από τους ενοριακούς φόρους. Βλ. παραπάνω σσ. 77 και 237. (Σ.τ.Μ.)

Page 165: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

τους ήταν ο Samuel Smiles. Όλα αυτά ασκούσαν έλξη και ίσως ενθάρρυναν κιόλας τους φιλόδοξους νέους. Το Σεμινάριο Εγκράτειας του Royton, που άρχισε το 1843 (περιοριζόταν σε νεαρά αγόρια —κυρίως εργάτες της βαμβακοβιομηχανίας— που είχαν δώσει λόγο αποχής από το πιοτό, αρνούνταν τη χαρτοπαιξία και διέθεταν ηθικό χαρακτήρα), είχε δώσει μέσα σε είκοσι χρόνια πέντε αρχικλωστοϋφαντουργούς, έναν κληρικό, δύο διευθυντές βαμβακοβιομηχανίας στη Ρωσία, «ενώ πολλοί άλλοι απέκτησαν σημαντικές θέσεις ως προϊστάμενοι, επόπτες, αρχιμηχανικοί, δάσκαλοι, ή είχαν γίνει ευυπόληπτοι καταστηματάρχες».4

Από την άλλη μεριά, ήταν σαφώς πολύ περισσότεροι εκείνοι οι οποίοι βυθίζονταν στην ηττοπάθεια, έτσι καθώς βρίσκονταν αντιμέτωποι με μια κοινωνική καταστροφή που δεν καταλάβαιναν, έτσι καθώς έπεφταν στην ένδεια και στην εκμετάλλευση και στριμώχνονταν σε τρώγλες σκοτεινές και άθλιες, ή στα όλο και μεγαλύτερα συμπλέγματα βιομηχανικών χωριών. Αποστερημένοι από τους παραδοσιακούς θεσμούς και τους κώδικες συμπεριφοράς, πώς ήταν δυνατό πολλοί από αυτούς να μη βυθιστούν στην άβυσσο της επινόησης τεχνασμάτων πρόσφορων μόνο για τη στοιχειώδη επιβίωση, όταν οι οικογένειες ενεχυρίαζαν τις κουβέρτες τους κάθε βδομάδα ως τη μέρα της μισθοδοσίας τους,

Τέτοια φαινόμενα ήταν σαφώς λιγότερο συνήθη έξω από τον αγγλοσαξονικό κόσμο, όπου ο δρόμος της φυγής από την εργατική τάξη (εκτός ίσως με τη μετανάστευση) ήταν πολύ στενότερος —ούτε και στη Βρετανία ήταν εξαιρετικά πλατύς— και η ηθική και πνευματική επίδραση της ριζοσπαστικής μεσαίας τάξης πάνω στον ειδικευμένο εργάτη ήταν πιο περιορισμένη.

i κι όταν το αλκοόλ ήταν «ο ταχύτερος τρόπος για να φύγει κανείς από το Manchester» (ή τη Λίλλη ή το Borinage); Ο μαζικός αλκοολισμός, σταθερός σχεδόν σύντροφος της ορμητικής και ανεξέλεγκτης εκβιομηχάνισης και του εξαστισμού, συνέβαλλε στην εξάπλωση «μιας επιδημίας σκληρού ποτού»5 σ' ολόκληρη την Ευρώπη. Ίσως να υπερέβαλλαν οι πολυάριθμοι σύγχρονοι όταν οίκτιραν τη διάδοση της μέθης, όπως και της πορνείας και άλλων μορφών σεξουαλικής ασυδοσίας. Ωστόσο, το ξαφνικό ξέσπασμα οργανωμένων αναταραχών με στόχο την εγκράτεια, τόσο στη μεσαία όσο και στην εργατική τάξη, στην Αγγλία, την Ιρλανδία και τη Γερμανία, γύρω στο 1840, δείχνει ότι η ανησυχία για τη διαφθορά δεν ήταν ούτε ακαδημαϊκή ούτε περιορισμένη σε μία μόνο τάξη. Η άμεση επιτυχία της ήταν βραχύβια, αλλά για το υπόλοιπο του αιώνα η απέχθεια για το σκληρό πιοτό παρέμεινε κοινό σημείο τόσο των φωτισμένων εργοδοτών όσο και των εργατικών κινημάτων.ii

Αλλά, φυσικά, οι σύγχρονοι, που ελεεινολογούσαν την ηθική κατάπτωση των νέων φτωχών τους οποίους γέννησε ο εξαστισμός και η εκβιομηχάνιση, δεν υπερέβαλλαν καθόλου. Όλα συντελούσαν στη μεγιστοποίηση της διαφθοράς αυτής. Οι πόλεις και οι βιομηχανικές περιοχές επεκτείνονταν πολύ γρήγορα, χωρίς σχέδια ή έλεγχο, και οι στοιχειωδέστερες των υπηρεσιών στην πόλη, η καθαριότητα των οδών, η ύδρευση, η αποχέτευση, για να μην αναφέρουμε την οικοδόμηση των σπιτιών της εργατικής τάξης,

6 δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τον ξέφρενο ρυθμό της επέκτασης αυτής. Η εμφανέστερη συνέπεια αυτής της αστικής υποβάθμισης ήταν η επανεμφάνιση επιδημιών μεταδοτικών (κυρίως μέσω του νερού) ασθενειών, και ιδίως της χολέρας, που εξαπλώθηκε για άλλη μια φορά στην Ευρώπη μετά το 1831 και σάρωσε την ευρωπαϊκή ήπειρο από τη Μασσαλία ως την Πετρούπολη το 1832, και ξανά αργότερα. Για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα: ο τύφος στη Γλασκόβη «δεν παρουσίασε καμία μεγάλη επιδημική έξαρση ως το 1818 ώστε να επισύρει την προσοχή των συγχρόνων».7

i Το 1855, το 60% όλων των ενεχύρων στα χέρια των ενεχυροδανειστών του Liverpool είχαν αξία κάτω από 5 σελίνια, ενώ το 27% 2 σελίνια και 6 πένες, ή και μικρότερη.

ii Αυτό δεν ισχύει για την μπίρα, το κρασί ή άλλα ποτά που αποτελούσαν μέρος της καθημερινής διατροφής των ανθρώπων. Σε μεγάλο βαθμό περιοριζόταν στους Αγγλοσάξονες προτεστάντες «σεκταριστές».

Από τότε όμως παρουσίασε έξαρση. Στη δεκαετία του 1830 η πόλη γνώρισε

Page 166: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

δύο μεγάλες επιδημίες (τύφου και χολέρας), στη δεκαετία του 1840 τρεις (τύφου, χολέρας και υπόστροφου πυρετού), στις αρχές της δεκαετίας του 1850 δύο, ωσότου η βελτίωση των αστικών κέντρων κατάφερε να αποκαταστήσει όσα η ολιγωρία των προηγούμενων γενεών είχε αφήσει χωρίς φροντίδα. Οι φοβερές συνέπειες της ολιγωρίας αυτής ήταν πολύ μεγαλύτερες, διότι οι μεσαίες και άρχουσες τάξεις δεν την συναισθάνονταν. Η αστική ανάπτυξη την εποχή αυτή ήταν μια γιγαντιαία διεργασία ταξικού διαχωρισμού, που έσπρωξε τους φτωχούς εργαζομένους σε αχανή τέλματα αθλιότητας έξω από τα κέντρα της διοίκησης και των επιχειρήσεων και από τις πρόσφατα ειδικά διαμορφωμένες οικιστικές περιοχές της αστικής τάξης. Τότε αναπτύχθηκε η κοινή, θα λέγαμε, ευρωπαϊκή διάκριση ανάμεσα στον «καλό» δυτικό και τον «φτωχό» ανατολικό τομέα των μεγάλων πόλεων.i

Το πιοτό δεν ήταν το μόνο σημάδι της κατάπτωσης αυτής. Η παιδοκτονία, η πορνεία, οι αυτοκτονίες και οι διανοητικές διαταραχές, όλα αυτά συσχετίστηκαν με την κοινωνική αυτή και οικονομική κοσμογονία, κυρίως χάρη στο πρωτοπόρο έργο των εκπροσώπων της επιστήμης που σήμερα θα αποκαλούσαμε κοινωνική ιατρική.

Και στις νέες αυτές εργατικές συνοικίες, τα μόνα «κοινωφελή ιδρύματα» που προβλέπονταν ήταν η ταβέρνα —ίσως και η εκκλησία· όλα τα άλλα αφήνονταν στην ίδια την πρωτοβουλία των κατοίκων. Μόνο μετά το 1848, όταν οι νέες επιδημίες που ξεπήδησαν από τις τρώγλες άρχισαν να σκοτώνουν και τους πλούσιους, ενώ η απειλή της κοινωνικής επανάστασης από τις απεγνωσμένες μάζες που μεγάλωσαν στα χαμόσπιτα φόβισαν τους ισχυρούς, μόνο τότε άρχισε κάποια ανοικοδόμηση και κάποιες προσπάθειες για βελτίωση.

ii

Όλες αυτές οι μορφές διατάραξης της κοινωνικής συμπεριφοράς είχαν μεταξύ τους ένα κοινό σημείο, όπως άλλωστε και με την «αυτοβοήθεια». Ήταν προσπάθειες των ανθρώπων να ξεφύγουν από τη μοίρα του φτωχού, ή έστω να αποδεχτούν ή να λησμονήσουν τη φτώχεια και την ταπείνωση. Αυτός που πίστευε στη Δευτέρα Παρουσία, ο μέθυσος, ο μικροκακοποιός, ο τρελός, ο αλήτης ή ο φιλόδοξος μικροεπιχειρηματίας, όλοι απέστρεφαν το βλέμμα από την κοινή τους μοίρα και (με εξαίρεση τον τελευταίο) ήταν απαθείς απέναντι στις δυνατότητες συλλογικής δράσης. Στην ιστορία της περιόδου μας, η τεράστια αυτή απάθεια παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο απ' ό,τι συχνά πιστεύεται. Δεν είναι τυχαίο ότι οι λιγότερο ειδικευμένοι, οι λιγότερο μορφωμένοι, οι λιγότερο οργανωμένοι, και συνεπώς οι λιγότερο ελπιδοφόροι από τους φτωχούς, τότε αλλά και αργότερα, ήταν και οι πιο απαθείς: στις εκλογές του 1848, στην πρωσική πόλη Halle, ψήφισε το 81% των ανεξάρτητων τεχνιτών και το 71% των κτιστών, των

Με την κοσμογονία αυτή συσχετίστηκε επίσης η αύξηση της εγκληματικότητας και της αναίτιας συχνά βίας, που ήταν ένα είδος τυφλής προσωπικής αντίδρασης στις δυνάμεις που απειλούσαν να αφομοιώσουν τους αδρανείς. Η διάδοση των αποκαλυπτικών, μυστικιστικών και άλλων δογμάτων την εποχή εκείνη (πρβλ. Κεφάλαιο IB') υποδηλώνει μια ανάλογη αδυναμία να αντιμετωπιστούν οι σεισμοί της κοινωνίας που κατέστρεφαν τις ζωές των ανθρώπων. Οι επιδημίες της χολέρας, π.χ., προκάλεσαν αναζωπύρωση του θρησκευτικού αισθήματος στην καθολική Μασσαλία καθώς και στην προτεσταντική Ουαλλία.

i «Οι συνθήκες που υποχρεώνουν τους εργάτες να εγκαταλείψουν το κέντρο του Παρισιού έχουν γενικά, όπως τονίζεται, πολύ δυσάρεστες συνέπειες στη συμπεριφορά και την ηθική τους. Τον παλιό καιρό έμεναν στους υψηλούς ορόφους κτιρίων όπου κατοικούσαν επιχειρηματίες και άλλα μέλη των σχετικά ευκατάστατων τάξεων. Ανάμεσα στους ενοίκους κάθε κτιρίου γεννιόταν κάποιο είδος αλληλεγγύης. Οι γείτονες βοηθούσαν ο ένας τον άλλο σε μικροανάγκες. Όταν οι εργάτες αρρώσταιναν ή έχαναν τη δουλειά τους μπορούσαν να βρουν αρκετή βοήθεια από τους ενοίκους του ίδιου σπιτιού, ενώ, από την άλλη μεριά, κάποιο αίσθημα ανθρώπινου σεβασμού μετασχημάτιζε τις συνήθειες της εργατικής τάξης σε τρόπο ζωής.» Η άποψη αυτή ανήκει στο Εμπορικό Επιμελητήριο και την Αστυνομική Διεύθυνση από την έκθεση της οποίας προέρχεται το παραπάνω απόσπασμα. Ωστόσο προβάλλεται καθαρά το καινοφανές του ταξικού διαχωρισμού. [Chevalier, ό.π., σσ. 233-234.]

ii Ο μακρύς κατάλογος των γιατρών στους οποίους χρωστούμε τόσο πολλές από τις γνώσεις μας για την εποχή —και τόσο μεγάλο μέρος της βελτίωσης που επακολούθησε— έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη γενική μακαριότητα και σκληρότητα της αστικής κοινής γνώμης. Ο Villermé και οι συνεργάτες των Annales d'Hygiène Publique που αυτός ίδρυσε το 1829, οι Kay, Thackrah, Simon, Gaskell και Farr στη Βρετανία, καθώς και αρκετοί στη Γερμανία, θα έπρεπε σήμερα να μνημονεύονται συχνότερα και ευρύτερα.

Page 167: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

μαραγκών και άλλων εξειδικευμένων εργατών του οικοδομικού τομέα· αλλά μόνο το 46% των εργατών εργοστασίων και σιδηροδρόμων, των ανειδίκευτων εργατών, των υπηρετών κτλ.8

II

Η εναλλακτική λύση στη φυγή ή την ήττα ήταν η εξέγερση. Και η κατάσταση των φτωχών εργατών, ιδίως του βιομηχανικού προλεταριάτου που έγινε ο πυρήνας τους, ήταν τέτοια ώστε η εξέγερση δεν ήταν απλά και μόνο δυνατή αλλά σχεδόν υποχρεωτική. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα τίποτε δεν ήταν πιο αναπόφευκτο από την εμφάνιση εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων και μιας μαζικής κοινωνικής επαναστατικής αναταραχής. Η επανάσταση του 1848 ήταν η άμεση συνέπειά της.

Κανένας λογικός παρατηρητής —και το 1840 υπήρχαν πια πολλοί τέτοιοι παρατηρητές— δεν αρνιόταν ότι η κατάσταση των εργατών, μεταξύ του 1815 και του 1848, ήταν οικτρή. Γενικά, άλλωστε, θεωρούνταν δεδομένο ότι η κατάσταση χειροτέρευε. Στη Βρετανία, η μαλθουσιανή θεωρία περί πληθυσμού, σύμφωνα με την οποία η πληθυσμιακή αύξηση αναπόφευκτα θα ξεπερνούσε την αύξηση των μέσων διαβίωσης, βασιζόταν στην παραπάνω υπόθεση, και ενισχυόταν με τα επιχειρήματα των ρικαρδιστών (οπαδών του Ricardo) οικονομολόγων. Όσοι έβλεπαν πιο αισιόδοξα τις προοπτικές της εργατικής τάξης ήταν λιγότεροι και λιγότερο ταλαντούχοι από τους απαισιόδοξους. Στη Γερμανία, κατά τη δεκαετία του 1830, η αυξανόμενη απαθλίωση του λαού αποτέλεσε ειδικό θέμα δεκατεσσάρων τουλάχιστον διαφορετικών δημοσιευμάτων, ενώ προκηρύχτηκε διαγωνισμός συγγραφής δοκιμίου με θέμα: πόσο δικαιολογημένα ήταν «τα παράπονα για την αυξανόμενη απαθλίωση και την έλλειψη τροφίμων». Στον συγγραφέα του καλύτερου θα απονεμόταν ακαδημαϊκό βραβείο. (Δέκα από τους δεκαέξι διαγωνιζόμενους υποστήριζαν ότι τα παράπονα ήταν δικαιολογημένα, και μόνο δύο ότι δεν ήταν.)9

Αναμφίβολα, η φτώχεια ήταν χειρότερη στην ύπαιθρο, και ιδίως ανάμεσα στους ακτήμονες μεροκαματιάρηδες, στους αγροτικούς οικοτέχνες και, φυσικά, τους αγρότες με ελάχιστη γη, ή όσους ζούσαν σε άγονες εκτάσεις. Μια κακή σοδειά, όπως του 1789, του 1795, του 1817, του 1832, του 1847 προκαλούσε ακόμη πραγματικό λιμό, ακόμα και χωρίς τη μεσολάβηση πρόσθετων καταστροφών όπως ήταν, για παράδειγμα, ο ανταγωνισμός των βρετανικών βαμβακερών ειδών που κατέστρεψε τα θεμέλια της σιλεσιανής λινοβιομηχανίας. Μετά την κατεστραμμένη σοδειά του 1813 στη Λομβαρδία, πολλοί κρατήθηκαν στη ζωή τρώγοντας κοπριά, σανό, ψωμί φτιαγμένο από φύλλα φασολιάς και βατόμουρα.

Και μόνο η επικράτηση των απόψεων αυτών είναι απόδειξη της γενικής και προφανώς απελπιστικής αθλιότητας των φτωχών.

10 Μια κακή χρονιά, όπως το 1817, μπορούσε ακόμη και στην ήρεμη Ελβετία να προξενήσει αύξηση των θανάτων έναντι των γεννήσεων.11 Η πείνα στην Ευρώπη του 1846-48 ωχριά μπροστά στη καταστροφή που προξένησε ο ιρλανδικός λιμός (βλ. >>), αλλά ήταν κι αυτή αρκετά αισθητή. Στην ανατολική και τη δυτική Πρωσία (1847), το 1/3 του πληθυσμού είχε σταματήσει να τρώει ψωμί και βασιζόταν μόνο στις πατάτες.12 Στα αυστηρά, ευυπόληπτα, απαθλιωμένα βιομηχανικά χωριά των μεσογερμανικών βουνών, όπου άντρες και γυναίκες κάθονταν σε κούτσουρα και ξύλινους πάγκους, σπάνια είχαν κουρτίνες και ασπρόρουχα, και έπιναν από πήλινες ή τενεκεδένιες κούπες, γιατί τους έλειπε το γυαλί, ο πληθυσμός είχε μερικές φορές τόσο πολύ συνηθίσει να τρέφεται με πατάτες και αραιό καφέ ώστε, κατά τις εποχές του λιμού, τα άτομα που έρχονταν για να προσφέρουν βοήθεια έπρεπε να τα μάθουν να τρώει τα μπιζέλια και το χυλό που του πρόσφεραν.13

Αλλά, στην πραγματικότητα, η αθλιότητα —η αυξανόμενη αθλιότητα όπως πίστευαν πολλοί— που τραβούσε περισσότερο την προσοχή, χωρίς να υπολογίσουμε τις ολοκληρωτικές καταστροφές όπως η ιρλανδική, ήταν η αθλιότητα στις πόλεις και τις βιομηχανικές περιοχές,

Ο τύφος μάστιζε την ύπαιθρο της Φλάνδρας και της Σιλεσίας, όπου ο υφαντουργός του χωριού έδινε καταδικασμένη μάχη ενάντια στη σύγχρονη βιομηχανία.

Page 168: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

όπου οι φτωχοί λιμοκτονούσαν λιγότερο παθητικά και λιγότερο απαρατήρητα. Κατά πόσο μειώνονταν τα πραγματικά τους εισοδήματα είναι ακόμη συζητήσιμο, μολονότι, όπως διαπιστώσαμε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γενική κατάσταση των φτωχών στις πόλεις επιδεινωνόταν συνεχώς. Οι διαφορές μεταξύ περιοχών, μεταξύ των διαφόρων τύπων εργατών και μεταξύ των διαφόρων οικονομικών περιόδων, καθώς και η έλλειψη στατιστικών στοιχείων, δυσκολεύει την έγκυρη απάντηση στα ερωτήματα αυτά, αν και πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο σημαντικής γενικής βελτίωσης πριν από το 1848 (ή ίσως, στη Βρετανία, πριν από το 1844), και το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών ασφαλώς πλάταινε και γινόταν πιο ορατό. Η εποχή που η Βαρόνη Rothschild φορούσε κοσμήματα αξίας ενάμισι εκατομμυρίου φράγκων στο χορό μεταμφιεσμένων του Δούκα της Ορλεάνης (1842) ήταν η ίδια εποχή κατά την οποία ο John Bright περιέγραφε τις γυναίκες του Rochdale ως εξής: «δυο χιλιάδες γυναίκες και κορίτσια περπατούσαν στους δρόμους ψάλλοντας ύμνους —ήταν ένα μοναδικό κι εκπληκτικό θέαμα — σχεδόν μεγαλειώδες —πεινούν τρομακτικά— το καρβέλι καταβροχθίζεται με απερίγραπτη λαιμαργία, και αν ακόμη το ψωμί είναι σχεδόν όλο καλυμμένο με λάσπη, καταβροχθίζεται με την ίδια βουλιμία».14

Είναι πράγματι πιθανό ότι σε μεγάλες περιοχές της Ευρώπης, υπήρχε κάποια γενική επιδείνωση, όχι μόνο (όπως είδαμε) διότι οι αστικοί θεσμοί και οι κοινωνικές υπηρεσίες δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με την ορμητική και απροσχεδίαστη επέκταση, και διότι τα ημερομίσθια σε χρήμα (και συχνά τα πραγματικά) εμφάνιζαν πτωτικές τάσεις μετά το 1815, αλλά και διότι η παραγωγή και η μεταφορά τροφίμων καθυστερούσαν επίσης σε πολλές μεγάλες πόλεις ως την εποχή του σιδηροδρόμου.15 Σε τέτοιες καθυστερήσεις οι σύγχρονοι Μαλθουσιανοί βάσιζαν την απαισιοδοξία τους. Αλλά ανεξάρτητα από την καθυστέρηση αυτή, και μόνο η αλλαγή από την παραδοσιακή δίαιτα του προβιομηχανικού ανθρώπου στην άγνοια και την ένδεια της ελεύθερης αγοράς του εξαστισμένου και βιομηχανικού ήταν πιθανό να οδηγήσει σε χειρότερη διατροφή, όπως ακριβώς οι συνθήκες ζωής και εργασίας στην πόλη μπορούσαν να οδηγήσουν σε χειρότερη υγεία. Σ' αυτό ακριβώς οφειλόταν η εκπληκτική διαφορά ως προς την υγεία και τη σωματική ευρωστία μεταξύ του βιομηχανικού και του αγροτικού πληθυσμού (και φυσικά μεταξύ της ανώτερης, της μεσαίας και της εργατικής τάξης), στην οποία προσήλωναν την προσοχή τους οι Γάλλοι και οι Άγγλοι στατιστικοί. Η μέση προσδοκώμενη ζωή κατά τη γέννηση στη δεκαετία του 1840 ήταν διπλάσια για τους εργαζόμενους του αγροτικού Wiltshire και του Rutland (κάθε άλλο παρά χαϊδεμένη τάξη) απ' ό,τι για τους εργαζόμενους στο Manchester ή στο Liverpool. Αλλά —για να δώσουμε ένα μόνο παράδειγμα— «ωσότου να καθιερωθεί η ατμοδύναμη, προς το τέλος του περασμένου αιώνα, η ασθένεια των τροχιστών ήταν σχεδόν άγνωστη στους εργαζόμενους στη μαχαιροποιία του Sheffield». To 1842 όμως, το 50% των τροχιστών από 30 ως 40 ετών, το 79% από 40 ως 50 και το 100% όλων των τροχιστών άνω των 50 ετών είχαν προσβεβλημένους πνεύμονες.16

Η αλλαγή άλλωστε στην οικονομία μετέστρεφε και μετατόπιζε ευρέα στρώματα εργαζομένων, κάποτε προς όφελός τους αλλά συχνότερα προς ζημία τους. Μεγάλες μάζες του πληθυσμού δεν είχαν ακόμη απορροφηθεί από τις νέες βιομηχανίες ή τις πόλεις και παρέμεναν ως μόνιμο υπόστρωμα των απαθλιωμένων και αδυνάτων, ενώ ακόμη μεγαλύτερες μάζες ωθούνταν κατά περιόδους στην ανεργία λόγω των κρίσεων των οποίων ο πρόσκαιρος και παλίνδρομος χαρακτήρας δεν είχε ακόμη εκτιμηθεί. Μια τέτοια κρίση πέταξε κυριολεκτικά στο δρόμο τα 2/3 των εργατών στην κλωστοϋφαντουργία του Bolton (1842) ή του Roubaix (1847).17 Το 20% του Nottingham, το 1/3 του Paisley, μπορούσε να φτάσει στον έσχατο βαθμό ένδειας.18

Εκτός από τις γενικές αυτές θύελλες υπήρχαν και συγκεκριμένες καταστροφές που ξεσπούσαν πάνω σε ειδικές κατηγορίες φτωχών εργαζομένων. Η αρχική φάση της βιομηχανικής

Ξανά και ξανά βλέπουμε κινήματα, όπως των Χαρτιστών στη Βρετανία, να καταρρέουν κάτω από την πολιτική τους αδυναμία. Ξανά και ξανά θα τα αναζωογονούσε η καθαρή πείνα —αυτό το αφόρητο βάρος που απειλούσε εκατομμύρια φτωχούς εργαζομένους.

Page 169: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

επανάστασης δεν ώθησε, όπως είδαμε, όλους τους εργάτες σε μηχανοποιημένα εργοστάσια. Αντίθετα, πολλαπλασίασε τον αριθμό των προβιομηχανικών χειροτεχνών, των ειδικευμένων εργατών ορισμένου τύπου και της στρατιάς των οικοτεχνών της πόλης και της υπαίθρου γύρω από τους λίγους μηχανοποιημένους και μεγάλης κλίμακας τομείς παραγωγής. Συχνά η κατάσταση των ανθρώπων αυτών βελτιωνόταν, ιδίως στα χρόνια της έλλειψης εργατικών χεριών, κατά τη διάρκεια των πολέμων. Στις δεκαετίες του 1820 και του 1830 η αδυσώπητη και απρόσωπη ανάπτυξη της μηχανής και της αγοράς άρχισε να τους παραμερίζει. Στην καλύτερη περίπτωση, το γεγονός αυτό μεταμόρφωνε τους ανεξάρτητους σε εξαρτημένους, τα πρόσωπα σε απλά «χέρια». Στη χειρότερη, που ήταν και συχνότερη, δημιουργούσε τα πλήθη αυτά των ξεπεσμένων, των απαθλιωμένων και των πεινασμένων —υφαντουργοί και πλέκτες των χειροκίνητων αργαλειών και τελάρων κ.ά.— των οποίων η κατάσταση αποτροπίαζε ακόμη και τον πιο ασυγκίνητο οικονομολόγο. Τα άτομα αυτά δεν ήταν ανειδίκευτος και αδαής συρφετός. Κοινότητες όπως των υφαντουργών του Norwich και του Dunfermline, που διαλύθηκαν και σκόρπισαν στη δεκαετία του 1830, οι επιπλοποιοί του Λονδίνου, των οποίων τα «τιμολόγια», καθιερωμένα από παλιά, έγιναν απλώς κομμάτια χαρτί όταν οι ίδιοι βούλιαξαν στο τέλμα της φάμπρικας, οι ειδικευμένοι τεχνίτες της ηπειρωτικής Ευρώπης που έγιναν πλανόδιοι προλετάριοι, οι βιοτέχνες που έχασαν την ανεξαρτησία τους: όλοι αυτοί ήταν κάποτε οι πιο εξειδικευμένοι, οι πιο μορφωμένοι, οι πιο υπεύθυνοι, η αφρόκρεμα της εργατικής τάξης.i Δεν ήξεραν τι τους συνέβαινε. Ήταν φυσικό να επιζητήσουν να το μάθουν, κι ακόμη φυσικότερο να διαμαρτυρηθούν.ii

i Από 195 ενήλικες κλωστοϋφαντουργούς του Gloucestershire το 1840, μόνο 15 δεν ήξεραν γραφή κι ανάγνωση· από τους στασιαστές όμως που συνελήφθησαν στις βιομηχανικές περιοχές του Lancashire, του Cheshire και του Staffordshire το 1842 μόνο 13% ήξεραν καλά να γράφουν και να διαβάζουν, ενώ 32% μόνο μέτρια. [R. K. Webb στο English Historical Review, LXV, 1950, σ. 333 κ.ε.]

ii «Περί το 1/3 του εργαζόμενου πληθυσμού μας [...] αποτελείται από υφαντουργούς και εργάτες των οποίων το μέσο εισόδημα δεν αρκεί για τη συντήρηση των οικογενειών τους χωρίς ενοριακή βοήθεια. Αυτή η μερίδα της κοινότητας, στην πλειονότητά τους ευυπόληπτοι και καθωσπρέπει άνθρωποι, υποφέρει περισσότερο από τη μείωση των ημερομισθίων και τις δυσχέρειες των καιρών. Σ' αυτήν κυρίως την τάξη των φτωχών συνανθρώπων μου θέλω να συστήσω το σύστημα του συνεργατισμού.» (F. Baker, First Lecture on Co-operation, Bolton 1830.)

Από υλική άποψη, το νέο προλεταριάτο των εργοστασίων ήταν ίσως κάπως πιο ευκατάστατο. Από την άλλη μεριά όμως ήταν ανελεύθερο κάτω από τον αυστηρό έλεγχο και την ακόμη αυστηρότερη πειθαρχία που επέβαλλαν το αφεντικό ή οι επόπτες του —εναντίον τους οι εργάτες δεν είχαν στην ουσία κανένα νομικό μέσο για να προσφύγουν, ενώ μόλις άρχιζε να τους παρέχεται η στοιχειώδης κρατική προστασία. Ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν το ωράριο ή τις βάρδιες του εργοδότη, να δέχονται τις κυρώσεις του και τα πρόστιμα με τα οποία επέβαλλε τους κανόνες του ή αύξανε τα κέρδη του. Σε απομονωμένες περιοχές ή βιομηχανίες οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να αγοράζουν από το κατάστημα του αφεντικού, εισπράττοντας συχνά τα ημερομίσθιά τους σε είδος (πράγμα που επέτρεπε στον αδίστακτο εργοδότη να αυξάνει περισσότερο τα κέρδη του), ή να μένουν στα σπίτια που αυτός τους παρείχε. Αναμφίβολα, το χωριατόπαιδο δεν θα θεωρούσε τη ζωή αυτή πιο εξαρτημένη ή πιο άθλια από των γονιών του· και στις βιομηχανίες της ηπειρωτικής Ευρώπης με την έντονη πατερναλιστική παράδοση, ο δεσποτισμός του εργοδότη αντισταθμιζόταν τουλάχιστον εν μέρει από την ασφάλεια, την παιδεία και την πρόνοια που κάποτε πρόσφερε στους εργαζόμενους. Αλλά για τον ελεύθερο άνθρωπο, το εργοστάσιο, όπου έμπαινε απλώς ως «εργατική δύναμη», ήταν κάτι μόλις προτιμότερο από τη σκλαβιά, και όλοι, εκτός από τους πιο πεινασμένους, προσπαθούσαν να το αποφύγουν ακόμη κι αν δεν το απέφευγαν, προσπαθούσαν από μέσα να αντισταθούν στη δρακόντεια πειθαρχία με πολύ μεγαλύτερο πείσμα απ' ό,τι οι γυναίκες και τα παιδιά, που τα προτιμούσαν γι' αυτό οι εργοστασιάρχες. Και, φυσικά, στη δεκαετία του 1830 και μέρος της δεκαετίας του 1840, ακόμη και η υλική κατάσταση του εργοστασιακού προλεταριάτου άρχισε να παρουσιάζει επιδείνωση.

Page 170: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Όποια κι αν ήταν η πραγματική κατάσταση των φτωχών εργατών, δεν μπορεί να υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία ότι κάθε κάπως σκεπτόμενο άτομο στις τάξεις τους —που δεν δεχόταν δηλαδή τις συμφορές των φτωχών ως μέρος της μοίρας και της αιώνιας τάξης των πραγμάτων— θεωρούσε ότι ο πλούσιος εκμεταλλευόταν και απαθλίωνε τον εργάτη, ενώ οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Και ο φτωχός υπέφερε επειδή ακριβώς ο πλούσιος ωφελούνταν. Ο κοινωνικός μηχανισμός της αστικής κοινωνίας ήταν βαθύτατα σκληρός, άδικος και απάνθρωπος. «Δεν μπορεί να υπάρξει πλούτος χωρίς εργασία», έγραφε το Lancashire Co-operator. «Ο εργάτης είναι πηγή όλου του πλούτου. Ποιος παρήγαγε όλα τα τρόφιμα; Ο μισοπεινασμένος και απαθλιωμένος εργάτης. Ποιος έχτισε τα σπίτια, τις αποθήκες, τα παλάτια που ανήκουν στους πλουσίους, οι οποίοι ποτέ δεν εργάζονται και δεν παράγουν τίποτε; Ο εργάτης. Ποιος γνέθει το νήμα και φτιάχνει όλα τα υφάσματα; Ο κλωστοϋφαντουργός». Ωστόσο, «ο εργάτης παραμένει φτωχός και στερημένος, ενώ όσοι δεν δουλεύουν είναι πλούσιοι και διαθέτουν υπεραφθονία αγαθών μέχρι κορεσμού».19 Και ο απελπισμένος αγρεργάτης (που το παράπονό του απηχούν ακόμη και σήμερα οι νέγρικοι θρησκευτικοί ύμνοι) μιλούσε για την κατάσταση αυτή με λιγότερη σαφήνεια, αλλ' ίσως με μεγαλύτερη εμβρίθεια:

«Αν τη ζωή σου μπόραγες με χρήμα ν' αποκταίνεις,

Τότε θα ζούσε ο πλούσιος, θα πέθαινεν ο πένης».20

III

Το εργατικό κίνημα έδινε μια απάντηση στην κραυγή διαμαρτυρίας του φτωχού. Δεν πρέπει να το συγχέουμε με την απλή συλλογική αντίσταση κατά της αφόρητης κακοπάθειας, αντίσταση που εμφανίζεται σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας, ούτε ακόμη με τις απεργίες ή τις άλλες μορφές αγωνιστικότητας που από τότε έφτασαν να χαρακτηρίζουν την εργατική τάξη. Έχουν κι αυτές μια ιστορία που ανάγεται σε εποχές πριν από τη βιομηχανική επανάσταση. Το νέο στοιχείο στο εργατικό κίνημα των αρχών του 19ου αιώνα ήταν η ταξική συνείδηση και η ταξική φιλοδοξία. Δεν ήταν πια αντιμέτωποι ο «φτωχός» και ο «πλούσιος». Αντιμέτωπες ήταν δύο συγκεκριμένες τάξεις, η εργατική (οι εργάτες ή το προλεταριάτο) και η τάξη των εργοδοτών ή των καπιταλιστών. Η Γαλλική Επανάσταση έδωσε αυτοπεποίθηση στη νέα αυτή τάξη (την εργατική), η βιομηχανική επανάσταση της επέβαλε την ανάγκη για συνεχή κινητοποίηση. Δεν μπορούσε κανείς να εξασφαλίσει κάποιο αξιοπρεπές εισόδημα απλώς και μόνο με την περιστασιακή διαμαρτυρία που συνέτεινε στη αποκατάσταση της σταθερής αλλά προσωρινά διασαλευμένης ισορροπίας της κοινωνίας. Απαιτούνταν η αιώνια επαγρύπνηση, η οργάνωση και η δραστηριότητα του «κινήματος» —το συνδικάτο, η αλληλοβοηθητική ή συνεταιριστική εταιρεία, το ίδρυμα της εργατικής τάξης, η εφημερίδα ή η κινητοποίηση. Αλλά η ίδια η πρωτοτυπία και η ταχύτητα της κοινωνικής αλλαγής που τους συνεπήρε, ενθάρρυνε τους εργάτες να οραματίζονται μια εντελώς αλλαγμένη κοινωνία, βασισμένη στις δικές τους εμπειρίες και ιδέες και όχι των καταπιεστών τους. Η κοινωνία αυτή θα ήταν συνεταιριστική και όχι ανταγωνιστική, κολεκτιβιστική και όχι ατομοκρατική. Θα ήταν «σοσιαλιστική»· και θα αντιπροσώπευε όχι το αιώνιο όνειρο της ελεύθερης κοινωνίας, που οι φτωχοί πάντα το έχουν κάπου στο νου τους αλλά το θυμούνται μόνο στις σπάνιες περιπτώσεις γενικής κοινωνικής επανάστασης, αλλά μια μόνιμη και εφικτή εναλλακτική λύση στο σύστημα της εποχής τους.

Ταξική συνείδηση με αυτήν την έννοια στην εργατική τάξη δεν υπήρχε ακόμη το 1789, ούτε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Έξω από τη Βρετανία και τη Γαλλία δεν υπήρχε επίσης, ή ήταν απειροελάχιστη ακόμη και το 1848. Αλλά στις δύο χώρες που ενσαρκώνουν τη διττή επανάσταση γεννήθηκε πράγματι ανάμεσα στο 1815 και το 1848, και πιο συγκεκριμένα γύρω στο 1830. Ο ίδιος ο όρος «εργατική τάξη» (διαφορετικός από τον λιγότερο συγκεκριμένο «οι εργατικές τάξεις») εμφανίζεται στα γραπτά των Άγγλων μετά το Βατερλό, ίσως και νωρίτερα ακόμη, ενώ στα κείμενα της γαλλικής εργατικής τάξης η αντίστοιχη φράση

Page 171: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αρχίζει να χρησιμοποιείται συχνά μετά το 1830.21 Στη Βρετανία, οι απόπειρες συνένωσης όλων των εργατών σε «γενικές συνδικαλιστικές ενώσεις», με σκοπό να σπάσει η τομεακή και τοπική απομόνωση των επιμέρους ομάδων εργατών και να φτάσουμε στην εθνική, ίσως και την παγκόσμια αλληλεγγύη της εργατικής τάξης, άρχισαν το 1818 και συνεχίστηκαν με πυρετώδη ένταση μεταξύ του 1829 και του 1834. Το ταίρι της «γενικής ένωσης» ήταν η γενική απεργία· και αυτή επίσης διαμορφώθηκε ως έννοια και ως συστηματική τακτική της εργατικής τάξης στην ίδια περίοδο, και συγκεκριμένα στο βιβλίο του William Benbow Grand National Holiday, and Congress of the Productive Classes (1832), και συζητήθηκε σοβαρά ως πολιτική μέθοδος από τους Χαρτιστές. Στο μεταξύ, τόσο στην Αγγλία όσο και στη Γαλλία, είχε γεννηθεί η έννοια αλλά και η λέξη «σοσιαλισμός» κατά τη δεκαετία του 1820. Αμέσως υιοθετήθηκε από τους εργάτες, σε μικρή κλίμακα στη Γαλλία (όπως π.χ. από τα μέλη των παρισινών σωματείων το 1832), και σε πολύ ευρύτερη στη Βρετανία, όπου σύντομα ο Robert Owen θα ηγούνταν ενός τεράστιου μαζικού κινήματος, για το οποίο ήταν ιδιαίτερα ακατάλληλος. Με λίγα λόγια, στις αρχές της δεκαετίας του 1830 υπήρχαν ήδη και η συνείδηση της προλεταριακής τάξης και οι κοινωνικές φιλοδοξίες. Ήταν σχεδόν σίγουρα πιο αδύναμες και πολύ λιγότερο αποτελεσματικές από την αστική συνείδηση που οι εργοδότες τους αποκτούσαν ή επιδείκνυαν την ίδια περίπου εποχή. Παρ' όλα αυτά, όμως, υπήρχαν.

Η προλεταριακή συνείδηση συνδυαζόταν δυναμικά και ενισχυόταν με την ιακωβινική θα λέγαμε συνείδηση —το σύνολο αυτό των φιλοδοξιών, των εμπειριών, των μεθόδων και των ηθικών στάσεων με τις οποίες η Γαλλική Επανάσταση (και πριν από αυτήν η Αμερικανική) είχε εμποτίσει τον σκεπτόμενο και γεμάτο αυτοπεποίθηση φτωχό πολίτη. Όπως ακριβώς η πρακτική έκφραση της κατάστασης της νέας εργατικής τάξης ήταν «το εργατικό κίνημα», και η ιδεολογία της «η συνεταιριστική πολιτεία», έτσι για τον απλό λαό, προλετάριους ή μη, τους οποίους η Γαλλική Επανάσταση έσπρωξε στο προσκήνιο της ιστορίας ως δρώντες μάλλον παρά ως πάσχοντες απλώς, ήταν το δημοκρατικό κίνημα. «Πολίτες με φτωχή εξωτερική εμφάνιση, που παλιότερα δεν θα τολμούσαν να εμφανιστούν σε χώρους προορισμένους για πιο κομψές παρουσίες, πήγαιναν περιπάτους μαζί με τους πλουσίους, κρατώντας το ίδιο ψηλά το κεφάλι τους.»22

Η προλεταριακή και η ιακωβινική συνείδηση συμπλήρωναν η μια την άλλη. Η πείρα της εργατικής τάξης έδινε στους φτωχούς εργαζομένους τους σημαντικότερους θεσμούς για την καθημερινή τους αυτοάμυνα, το συνδικάτο και την εταιρεία αλληλοβοήθειας, καθώς και τα σημαντικότερα όπλα του συλλογικού αυτού αγώνα, την αλληλεγγύη και την απεργία (που με τη σειρά της προϋπέθετε οργάνωση και πειθαρχία).

Ήθελαν σεβασμό, αναγνώριση και ισότητα. Ήξεραν πως μπορούσαν να τα επιτύχουν, γιατί το είχαν κατορθώσει το 1793-94. Δεν ήταν εργάτες όλοι αυτοί οι πολίτες, αλλά όλοι οι συνειδητοποιημένοι εργάτες ανήκαν σ' αυτή την κατηγορία.

i

i Η απεργία είναι μια τόσο αυθόρμητη και λογική συνέπεια της ύπαρξης της εργατικής τάξης που οι περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν τις δικές τους λέξεις για να την εκφράσουν (π.χ. grève, huelga, sciopero, zabastovka), ενώ οι λέξεις για άλλους θεσμούς είναι συχνά δάνειες.

Εντούτοις, ακόμη και όπου τα στοιχεία αυτά δεν ήταν τόσο ανίσχυρα, ασταθή και εντοπισμένα, όπως συνέβαινε ακόμη στην ηπειρωτική Ευρώπη, η εμβέλειά τους ήταν αυστηρά περιορισμένη. Η προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ένα καθαρά συνδικαλιστικό ή αλληλοβοηθητικό πρότυπο, όχι μόνο για να επιτευχθούν υψηλότερα ημερομίσθια για οργανωμένους κλάδους αλλά και για να καταπολεμηθεί ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα και να εγκαθιδρυθεί ένα άλλο, έγινε στην Αγγλία μεταξύ του 1829 και του 1834, και πάλι, εν μέρει, υπό τους Χαρτιστές. Η προσπάθεια απέτυχε, και η αποτυχία αυτή κατέστρεψε ένα εξαιρετικά ώριμο και πρώιμο προλεταριακό σοσιαλιστικό κίνημα για μισό αιώνα. Οι απόπειρες μετασχηματισμού των συνδικαλιστικών οργανώσεων σε εθνικές συνεταιριστικές ενώσεις παραγωγών (όπως στην Ένωση των Οικοδόμων με το «Κοινοβούλιο των Οικοδόμων» και το «Σωματείο των Οικοδόμων» —1831-43) απέτυχαν, όπως απέτυχε και η απόπειρα να δημιουργηθούν με άλλους τρόπους αφενός

Page 172: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εθνική συνεταιριστική παραγωγή και αφετέρου «κρατικά γραφεία ευρέσεως εργασίας». Οι μεγάλες «γενικές ενώσεις», που περιλάμβαναν τους πάντες, κάθε άλλο παρά αποδείχτηκαν ισχυρότερες από τις τοπικές εταιρείες τομέων. Αντίθετα, αποδείχτηκαν δυσκίνητες και αδύναμες, μολονότι αυτό οφειλόταν όχι τόσο στα εγγενή μειονεκτήματα κάθε γενικής ένωσης όσο μάλλον στην έλλειψη πειθαρχίας, οργάνωσης και πεπειραμένης ηγεσίας. Η γενική απεργία αποδείχτηκε ανεφάρμοστη την εποχή του Χαρτισμού, εκτός από το 1842, όταν εκδηλώθηκε και διαδόθηκε αυθόρμητα κάποια εξέγερση των πεινασμένων.

Αντίθετα, οι μέθοδοι πολιτικής αναταραχής που ανήκαν γενικά στον Ιακωβινισμό και το ριζοσπαστισμό, αλλ' όχι ειδικά στην εργατική τάξη, απέδειξαν και την αποτελεσματικότητά τους και την ευελιξία τους: πολιτικές εκστρατείες μέσω εφημερίδων και φυλλαδίων, δημόσιες συνελεύσεις και διαδηλώσεις, και, όπου χρειαζόταν, στάσεις και εξεγέρσεις. Είναι αλήθεια ότι, όταν οι εκστρατείες στόχευαν πολύ ψηλά ή παραφόβιζαν τις άρχουσες τάξεις, σημείωναν κι αυτές αποτυχία. Στην υστερική δεκαετία του 1810, η τάση ήταν να καλούνται οι ένοπλες δυνάμεις για να διαλύσουν τις σοβαρές διαδηλώσεις (όπως στο Spa Fields, στο Λονδίνο, το 1816, ή στο «Peterloo», στο Manchester, το 1819, όπου σκοτώθηκαν δέκα διαδηλωτές και τραυματίστηκαν αρκετές εκατοντάδες). Το 1838-48 οι αναφορές με τις χιλιάδες υπογραφές δεν έφεραν τελικά την καθιέρωση του Χάρτη του Λαού. Παρ' όλα αυτά, η πολιτική εκστρατεία σε κάποια στενότερη κλίμακα ήταν πράγματι αποτελεσματική. Χωρίς αυτήν δεν θα είχε υπάρξει Καθολική Χειραφέτηση το 1829, ούτε Μεταρρυθμιστικός Νόμος το 1832, και ασφαλώς ούτε καν ο στοιχειώδης νομοθετικός έλεγχος των συνθηκών στα εργοστάσια και του ωραρίου εργασίας. Έτσι, πολλές φορές βρίσκουμε μια χαλαρά οργανωμένη εργατική τάξη να αντισταθμίζει την αδυναμία της με τις ταραχοποιούς μεθόδους του πολιτικού ριζοσπαστισμού. Οι «ταραχές των εργοστασίων» της δεκαετίας του 1830 στη βόρεια Αγγλία αντιστάθμιζαν την αδυναμία των τοπικών συνδικάτων, όπως ακριβώς η μαζική εκστρατεία διαμαρτυρίας κατά της εξορίας των «Μαρτύρων του Tolpuddle» (βλ. >>) προσπάθησε να περισώσει κάτι από τις καταρρέουσες «γενικές ενώσεις» μετά το 1834.

Η ιακωβινική παράδοση, εντούτοις, αντλούσε κι αυτή δύναμη και μια άνευ προηγουμένου συνέχεια και μαζικότητα από τη συνεκτική αλληλεγγύη και αφοσίωση που τόσο πολύ χαρακτήριζαν το νέο προλεταριάτο. Η συνοχή τους δεν οφειλόταν μόνο στο γεγονός ότι ήταν φτωχοί με κοινή μοίρα, αλλά και στο γεγονός ότι η συνεργασία και η αλληλεξάρτηση στους τόπους της δουλειάς τους, καθώς και το ότι εργάζονταν μαζί σε μεγάλους αριθμούς, συνιστούσαν την ίδια τη ζωή τους. Η αρραγής αλληλεγγύη ήταν το μοναδικό τους όπλο, γιατί μόνο έτσι μπορούσαν να επιδείξουν το μόνο αλλά αποφασιστικό τους πλεονέκτημα, ότι ως σύνολο ήταν απολύτως απαραίτητοι στο σύστημα. «Το να μην είσαι απεργοσπάστης» (ή κάτι παρόμοιο) ήταν —και έχει παραμείνει— η πρώτη εντολή στον ηθικό τους κώδικα· αυτός που έσπαγε την αλληλεγγύη (τον οποίο χαρακτήριζαν με το ηθικά φορτισμένο επίθετο «black» = μαύρος, όπως στο «blackleg» = απεργοσπάστης) ήταν ο Ιούδας της κοινότητάς τους. Από τη στιγμή που απέκτησαν έστω και μια σπίθα πολιτικής συνείδησης, οι διαδηλώσεις τους δεν ήταν πια απλώς ευκαιριακά ξεσπάσματα ενός αγανακτισμένου «όχλου» που εύκολα ξαναγυρνούσε στην απάθεια· ήταν οι ταραχές ενός στρατού. Έτσι, σε μια πόλη όπως το Sheffield, από τη στιγμή που η ταξική πάλη της αστικής και της εργατικής τάξης έγινε το κύριο θέμα της τοπικής πολιτικής (στις αρχές της δεκαετίας του 1840), έκανε την εμφάνισή του ένας ισχυρός και σταθερός προλεταριακός συνασπισμός. Ως το τέλος του 1847 υπήρχαν οκτώ Χαρτιστές στο δημοτικό συμβούλιο, και η εθνική κατάρρευση του Χαρτισμού το 1848 ελάχιστα επηρέασε το κύρος του σε μια πόλη όπου 10-12.000 άτομα χαιρέτισαν με επευφημίες την Παρισινή Επανάσταση της χρονιάς αυτής: ως το 1849 οι Χαρτιστές είχαν σχεδόν τις μισές έδρες του δημοτικού συμβουλίου.23

Κάτω από την εργατική τάξη και την ιακωβινική παράδοση υπήρχε το υπόστρωμα μιας ακόμη πιο παλιάς παράδοσης, που ενδυνάμωνε και τις δύο: το υπόστρωμα της εξέγερσης ή της

Page 173: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

σποραδικής δημόσιας διαμαρτυρίας από τους απελπισμένους. Η άμεση δράση ή η εξέγερση, η καταστροφή των μηχανών, των καταστημάτων ή των σπιτιών των πλουσίων, είχαν μακρά ιστορία. Κατά κανόνα εξέφραζαν καθαρή πείνα, ή τα αισθήματα ανθρώπων στα τελευταία όρια των δυνάμεών τους, όπως το κύμα της καταστροφής μηχανημάτων που κατά περιόδους κατέκλυζε τις παρακμάζουσες και μη αυτοματοποιημένες βιομηχανίες τις οποίες απειλούσε η μηχανή (βρετανική κλωστοϋφαντουργία το 1810-11 και ξανά το 1826, κλωστοϋφαντουργία της ηπειρωτικής Ευρώπης στα μέσα των δεκαετιών 1830 και 1840). Μερικές φορές, όπως στην Αγγλία, ήταν μια αναγνωρισμένη μορφή συλλογικής πίεσης από οργανωμένους εργάτες και δεν υποδήλωνε εχθρότητα προς τα μηχανήματα, όπως συνέβη με τους ανθρακωρύχους, ορισμένους ειδικευμένους εργάτες κλωστοϋφαντουργίας ή τους κατασκευαστές μαχαιριών, που συνδύαζαν πολιτική μετριοπάθεια με συστηματική τρομοκρατία κατά των μη συνδικαλισμένων συναδέλφων τους. Ή, πάλι, εξέφραζαν τη δυσαρέσκεια των ανέργων ή των πεινασμένων. Σε εποχές ώριμες για επανάσταση, αυτή η άμεση δράση από άτομα πολιτικώς ανώριμα θα μπορούσε να μετατραπεί σε αποφασιστική δύναμη, ιδίως αν συνέβαινε σε μεγάλες πόλεις ή άλλα πολιτικώς ευαίσθητα σημεία. Τόσο το 1830 όσο και το 1848, οι κινήσεις αυτές έδωσαν τρομακτική βαρύτητα σε ήσσονες κατά τα άλλα εκδηλώσεις δυσαρέσκειας, μετατρέποντας τη διαμαρτυρία σε επανάσταση.

IV

Το εργατικό κίνημα αυτής της περιόδου δεν ήταν, λοιπόν, ούτε ως προς τη σύνθεση ούτε ως προς την ιδεολογία και το πρόγραμμά του καθαρά «προλεταριακό», κίνημα δηλαδή βιομηχανικών και εργοστασιακών εργατών, ή έστω κίνημα που περιοριζόταν σε ημερομίσθιους· ήταν μάλλον ένα κοινό μέτωπο όλων των δυνάμεων και των τάσεων που αντιπροσώπευαν τους φτωχούς εργαζομένους (κυρίως των πόλεων). Το κοινό αυτό μέτωπο υπήρχε από καιρό, αλλά ακόμη και την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης οι ηγέτες και οι εμπνευστές του προέρχονταν από τις φιλελεύθερες και τις ριζοσπαστικές μεσαίες τάξεις. Όπως είδαμε, ήταν ο Ιακωβινισμός και όχι ο Σανκιλοτισμός (και πολύ λιγότερο οι βλέψεις των ανώριμων προλετάριων) που έδωσε την ενότητα στην παρισινή λαϊκή παράδοση. Η καινοτομία που σημειώθηκε μετά το 1815 ήταν ότι το κοινό μέτωπο στρεφόταν όλο και περισσότερο εναντίον της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης, όπως και εναντίον των βασιλέων και των αριστοκρατών, και όφειλε την ενότητά του στο πρόγραμμα και την ιδεολογία του προλεταριάτου, μολονότι μόλις είχε αρχίσει να εμφανίζεται η βιομηχανική και εργοστασιακή εργατική τάξη, που στην πλειονότητά της ήταν πολιτικά πολύ πιο ανώριμη από άλλες ομάδες φτωχών εργαζομένων. Τόσο οι φτωχοί όσο και οι πλούσιοι είχαν την τάση να κατατάσσουν πολιτικά όλη την «αστική μάζα που ήταν κάτω από τα μεσαία στρώματα της κοινωνίας»24 στο «προλεταριάτο» ή στην «εργατική τάξη». Αυτοί που τους απασχολούσε το «όλο και ζωηρότερο και καθολικό αίσθημα πως υπάρχει εσωτερική δυσαρμονία στην κατάσταση και ότι αυτό δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ»25

Η ηγεσία του νέου κινήματος αντανακλούσε κάτι το παρεμφερές. Οι πιο δραστήριοι, μαχητικοί και πολιτικά συνειδητοποιημένοι από τους φτωχούς εργαζομένους δεν ήταν οι νέοι εργοστασιακοί προλετάριοι αλλά οι εξειδικευμένοι τεχνίτες, οι ανεξάρτητοι χειροτέχνες, οι μικροοικοτέχνες και άλλοι, που ζούσαν και εργάζονταν ουσιαστικά όπως και πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση, αλλά τώρα με πολύ μεγαλύτερη πίεση. Οι πρωιμότερες συνδικαλιστικές ενώσεις ήταν σχεδόν πάντοτε των τυπογράφων, των πιλοποιών, των ραφτών κ.ά. Ο πυρήνας της ηγεσίας του Χαρτισμού σε μια πόλη όπως το Leeds —και αυτό ήταν χαρακτηριστικό— απαρτιζόταν από έναν ξυλουργό που έγινε υφαντουργός σε χειροκίνητο αργαλειό, ένα δύο εξειδικευμένους τυπογράφους, έναν βιβλιοπώλη, έναν τεχνίτη στο λανάρισμα του μαλλιού. Οι άνθρωποι που ενστερνίζονταν τα συνεταιριστικά δόγματα του Owen ήταν στην πλειονότητά τους τέτοιοι «τεχνίτες», «μηχανικοί» και χειρώνακτες. Οι

είχαν την τάση να στρέφονται προς το σοσιαλισμό ως τη μόνη σεβαστή και λογικά έγκυρη κριτική στάση και εναλλακτική λύση.

Page 174: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

πρώτοι Γερμανοί κομουνιστές της εργατικής τάξης ήταν πλανόδιοι εξειδικευμένοι τεχνίτες —ράφτες, ξυλουργοί, τυπογράφοι. Ακόμη και αυτοί που ξεσηκώθηκαν ενάντια στην μπουρζουαζία στο Παρίσι του 1848 ήταν κάτοικοι της παλιάς συνοικίας τεχνιτών του Saint-Antoine και όχι (όπως στην Κομούνα του 1871) της προλεταριακής Belleville. Στο βαθμό που η πρόοδος της βιομηχανίας κατέστρεψε τα ίδια αυτά οχυρά της εργατικής συνείδησης, υπονόμευσε μοιραία και την ισχύ των πρώιμων αυτών εργατικών κινημάτων. Μεταξύ του 1820 και του 1850, π.χ., το βρετανικό κίνημα δημιούργησε ένα πυκνό δίκτυο ιδρυμάτων για την αυτοεκπαίδευση και πολιτική παιδεία της εργατικής τάξης, τα «μηχανολογικά ινστιτούτα», τα επιστημονικά ιδρύματα των Οουενιτών και άλλα. Ως το 1850 είχαν ιδρυθεί (χωρίς να υπολογιστούν όσα ήταν εμφανώς πολιτικά) 700 στη Βρετανία —151 μόνο στην κομητεία του Yorkshire— με τετρακόσιες αίθουσες ανάγνωσης εφημερίδων.26

Τα πιο εξελιγμένα παραδείγματα τέτοιων εργατικών εστιών στην περίοδο αυτή ήταν πιθανώς ακόμη οι παλιές οικοτεχνίες. Για παράδειγμα, η κοινότητα των εργατών της μεταξοβιομηχανίας της Lyon, οι ανυπόταχτοι canuts, που ξεσηκώθηκαν το 1831 και πάλι το 1834, οι οποίοι, κατά τα λόγια του Michelet, «επειδή ο κόσμος αυτός δεν τους έκανε, έφτιαξαν έναν καινούριο στο υγρό σκοτάδι των σοκακιών τους, έναν ηθικό παράδεισο με γλυκά όνειρα κι οράματα».

Ήδη όμως είχαν αρχίσει να παρακμάζουν, και μέσα σε μερικές δεκαετίες τα περισσότερα νεκρώθηκαν εντελώς ή περιέπεσαν σε αδράνεια.

Μια μόνο εξαίρεση υπήρχε. Στη Βρετανία, οι νέοι προλετάριοι είχαν ήδη αρχίσει να οργανώνονται, αλλά και να παράγουν τους ηγέτες τους: τον John Doherty, τον Ιρλανδό οουενίτη κλωστοϋφαντουργό, τους ανθρακωρύχους Tommy Hepburn και Martin Jude. Δεν ήταν μόνο οι ειδικευμένοι τεχνίτες και οι δυσπραγούντες οικοτέχνες που σχημάτιζαν τις δυνάμεις κρούσης του Χαρτισμού· οι εργάτες των εργοστασίων ήταν οι πολεμιστές και κάποτε οι ηγέτες του. Αλλά, εκτός Βρετανίας, οι εργάτες και οι ανθρακωρύχοι εξακολουθούσαν να έχουν παθητική κατά κανόνα και όχι ενεργητική στάση. Μόνο στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα θα άρχιζαν να συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση της μοίρας τους.

Το εργατικό κίνημα ήταν οργάνωση αυτοάμυνας, διαμαρτυρίας, επανάστασης. Αλλά για τους φτωχούς εργαζομένους ήταν κάτι περισσότερο από όργανο πάλης: ήταν επίσης και τρόπος ζωής. Η φιλελεύθερη αστική τάξη δεν τους πρόσφερε τίποτε: η ιστορία τους τράβηξε μακριά από την παραδοσιακή ζωή την οποία οι συντηρητικοί προσφέρονταν μάταια να διατηρήσουν ή να αποκαταστήσουν, ενώ δεν είχε και μεγάλη σχέση με τη ζωή που όλο και περισσότερο τους προσέλκυε. Αλλά το κίνημα —ή μάλλον ο τρόπος ζωής που οι ίδιοι σφυρηλατούσαν για τον εαυτό τους (ζωή συλλογική, μαχητική, ιδεαλιστική και απομονωμένη) προϋπέθετε το κίνημα, γιατί ο αγώνας ήταν η πεμπτουσία της. Με τη σειρά του το κίνημα της έδινε συνοχή και λόγο ύπαρξης. Ο μύθος των φιλελευθέρων ήθελε τις συνδικαλιστικές ενώσεις να απαρτίζονται από ακαμάτες εργάτες τους οποίους υποκινούσαν ασυνείδητοι ταραχοποιοί, αλλά στην πραγματικότητα οι αδρανείς ήταν και οι λιγότερο οργανωμένοι, ενώ οι πιο σταθεροί υποστηρικτές των συνδικάτων ήταν και οι πιο ευφυείς και ικανοί εργάτες.

27 Ήταν κοινότητες όπως των Σκοτσέζων λινοϋφαντουργών με τον ρεπουμπλικανικό και ιακωβινικό τους πουριτανισμό, τις αιρέσεις τύπου Swedenborg, τη Βιβλιοθήκη Καταστηματαρχών, το Ταμιευτήριο, το Μηχανολογικό Ινστιτούτο, τη Βιβλιοθήκη και την Επιστημονική τους Λέσχη, τη Ζωγραφική Ακαδημία τους, τις ιεραποστολικές τους συνεδριάσεις, τους Συνδέσμους υπέρ της Εγκράτειας και τα νηπιαγωγεία, την Εταιρεία Ανθοπωλών και το φιλολογικό τους περιοδικό (το Gasometer του Dunfermline)i

i Πβ. Τ. L. Peacock, Nightmare Abbey (1818): «Είσαι φιλόσοφος», είπε η κυρία, «και εραστής της ελευθερίας. Είσαι ο δημιουργός μιας πραγματείας με τίτλο "Φιλοσοφικό Φωταέριο, ή ένα Σχέδιο για τον Γενικό Διαφωτισμό του Ανθρώπινου Νου"».

—και φυσικά τον Χαρτισμό τους. Η ταξική συνείδηση, η μαχητικότητα, το μίσος και η περιφρόνηση για τον καταπιεστή, όλα αυτά ανήκαν στη ζωή τους όπως και οι αργαλειοί πάνω στους οποίους

Page 175: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

δούλευαν. Δεν όφειλαν τίποτε στους πλουσίους εκτός από τα ημερομίσθιά τους. Ό,τι είχαν στη ζωή ήταν η δική τους συλλογική δημιουργία.

Αλλά αυτή η σιωπηρή διαδικασία αυτοοργάνωσης δεν περιοριζόταν σε εργάτες αυτού του παλιότερου τύπου. Απεικονίζεται στην «ένωση» που συχνά βασιζόταν στην τοπική κοινότητα των πρώιμων Μεθοδιστών, στα ορυχεία του Northumberland και του Durham. Απεικονίζεται στην πυκνή συγκέντρωση των αλληλοβοηθητικών εταιρειών των εργατών στις νέες βιομηχανικές περιοχές, ειδικά στο Lancashire.i

V

Προπαντός απεικονίζεται στις χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά που συνέρρεαν με δαυλούς στα βαλτοτόπια για χαρτιστικές διαδηλώσεις από τις μικρότερες βιομηχανικές πόλεις του Lancashire, στην ταχύτητα με την οποία τα νέα συνεταιριστικά καταστήματα Rochdale εξαπλώθηκαν προς το τέλος της δεκαετίας του 1840.

Καθώς ανασκοπούμε ωστόσο την περίοδο αυτή, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μεγάλη και προφανής διαφορά ανάμεσα στη δύναμη των φτωχών εργαζομένων που φοβούνταν οι πλούσιοι, στο «φάσμα του κομουνισμού» που τους καταδίωκε, και στην πραγματική οργανωμένη τους δύναμη — πολύ περισσότερο στη δύναμη του νέου βιομηχανικού προλεταριάτου. Η δημόσια έκφραση της διαμαρτυρίας τους ήταν κυριολεκτικά «κίνημα» μάλλον παρά οργάνωση. Αυτό που έδινε συνοχή ακόμη και στη μαζικότερη και πιο πλατιά πολιτική τους έκφραση —τον Χαρτισμό (1838-48)— δεν ήταν παρά μια φούχτα παραδοσιακά και ριζοσπαστικά συνθήματα, μερικοί ισχυροί αγορητές και δημοσιογράφοι που έγιναν η φωνή των φτωχών, όπως ο Feargus O'Connor (1794-1855), λίγες εφημερίδες όπως η Northern Star. Ήταν η κοινή μοίρα τους κατά των πλουσίων και ισχυρών, όπως την προβάλλουν τα παλιά μαχητικά στελέχη:

«Είχαμε ένα σκύλο που τον έλεγαν Ρόντνυ. Της γιαγιάς μου δεν της άρεσε το όνομα, γιατί είχε μια παράξενη άποψη ότι ο Ναύαρχος Rodney, έχοντας χριστεί Λόρδος, ήταν εχθρικός προς το λαό. Η γριά επίσης φρόντισε να μού εξηγήσει ότι ο Cobbett και ο Cobden ήταν δύο διαφορετικά πρόσωπα —ότι ο Cobbett ήταν ο ήρωας, ενώ ο Cobden ήταν απλώς ένας απολογητής της αστικής τάξης. Ένας από τους πίνακες που θυμάμαι πιο πολύ —κοντά σε κεντήματα και σχέδια, όχι σε μεγάλη απόσταση από ένα αγαλματίδιο του George Washington— ήταν ένα πορτρέτο του John Frost. ii Στο πάνω μέρος του πίνακα έγραφε ότι το έργο ανήκε σε μια σειρά που λεγόταν Πινακοθήκη των Φίλων του Λαού. Πάνω από το κεφάλι ήταν ένα δάφνινο στεφάνι, κι από κάτω εικονιζόταν ο κύριος Frost που προσέφευγε στη δικαιοσύνη εξ ονόματος ρακένδυτων και ταλαίπωρων φουκαράδων. [...] Ο πιο συχνός επισκέπτης μας ήταν ένας ανάπηρος τσαγκάρης [...] (που) εμφανιζόταν κάθε Κυριακή πρωί τακτικά, σαν ρολόι, με ένα φύλλο της Northern Star υγρό ακόμη από το τυπογραφείο, για να ακούσει κάποιον από το σπίτι μας να του διαβάζει δυνατά το "γράμμα του Feargus". Έπρεπε πρώτα να στεγνώσουμε την εφημερίδα μπροστά στη φωτιά κι ύστερα να την κόψουμε προσεκτικά ώστε να μην καταστραφεί ούτε μία αράδα από το σχεδόν ιερό δημιούργημα. Έπειτα ο Larry, καπνίζοντας ήρεμα μια κοντή πίπα, την οποία πότε πότε έχωνε στη σχάρα του τζακιού, βολευόταν, έτοιμος να ακούσει με την έκσταση ενός πιστού στην εκκλησία το μήνυμα του Μεγάλου Feargus».28

Η ηγεσία ήταν περιορισμένη και ο συντονισμός χαλαρός. Η πιο φιλόδοξη προσπάθεια για να μετατραπεί το κίνημα σε οργάνωση, τη «γενική ένωση» του 1834-35, απέτυχε οικτρά και

i Το 1821 το Lancashire διέθετε την κατά πολύ μεγαλύτερη αναλογία μελών αλληλοβοηθητικών σωματείων έναντι του συνολικού πληθυσμού της χώρας (17%)· το 1845, οι μισές σχεδόν στοές της μυστικής Εταιρείας Αλληλεγγύης των Oddfellows ήταν στο Lancashire και το Yorkshire. [P. Gosden, The Friendly Societies in England 1815-75, 1961, σσ. 23, 31.]

ii Ηγέτης της αποτυχημένης χαρτιστικής επανάστασης στο Newport το 1839.

Page 176: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

γρήγορα. Αυτό που απέμεινε —στη Βρετανία όπως και στην ηπειρωτική Ευρώπη— ήταν η αυθόρμητη αλληλεγγύη της τοπικής εργατικής κοινότητας, οι άνθρωποι που, όπως οι εργάτες της μεταξοβιομηχανίας της Lyon, πέθαιναν το ίδιο σκληρά όπως είχαν ζήσει. Αυτά που έδιναν συνοχή στο κίνημα ήταν η πείνα, η αθλιότητα, το μίσος και η ελπίδα. Αυτό που συντέλεσε στην ήττα του, στη χαρτιστική Βρετανία όπως και στην επαναστατημένη Ευρώπη του 1848, ήταν ότι οι φτωχοί ήταν αρκετά πεινασμένοι, πολυάριθμοι και απεγνωσμένοι για να ξεσηκωθούν, αλλά τους έλειπε η οργάνωση και η ωριμότητα που θα έκανε την εξέγερσή τους κάτι περισσότερο από μια πρόσκαιρη απειλή για την κοινωνική τάξη. Ως το 1848 το κίνημα των φτωχών εργαζομένων δεν είχε ακόμη αναπτύξει κάτι αντίστοιχο με τον Ιακωβινισμό της επαναστατικής μεσαίας τάξης του 1789-94.

Page 177: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IB' ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ

Δώσε μου ένα λαό που τα μεγάλα πάθη και η απληστία του κατασιγάζονται από την πίστη, την ελπίδα, την ευσπλαχνία· ένα λαό που βλέπει αυτή τη γη σαν προσκύνημα και την άλλη ζωή σαν την αληθινή του πατρίδα· ένα λαό που διδάχτηκε να θαυμάζει και να σέβεται, με πνεύμα χριστιανικού ηρωισμού, την ίδια του τη φτώχεια και τα βάσανα· ένα λαό που αγαπά και λατρεύει στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού τον πρωτότοκο όλων των καταπιεσμένων, και στο σταυρό του το μέσο για την οικουμενική σωτηρία. Δώσε μου, λέω, ένα λαό φτιαγμένο σε τέτοιο καλούπι, και ο σοσιαλισμός όχι μόνο θα ηττηθεί εύκολα αλλά θα είναι και αδιανόητος...

Civiltà Cattolica1

«Αλλά όταν ο Ναπολέων άρχισε την προέλασή του, [οι αιρετικοί Μολοκανοί χωρικοί] πίστεψαν ότι αυτός ήταν το λιοντάρι της κοιλάδας Ιωσαφάτ, που, όπως λένε οι παλιοί τους ύμνοι, έμελλε να ανατρέψει τον ψεύτικο Τσάρο και να αποκαταστήσει στο θρόνο τον πραγματικό Λευκό Τσάρο. Έτσι οι Μολοκανοί της επαρχίας Τάμποφ εξέλεξαν μια αντιπροσωπεία που θα πήγαινε να τον συναντήσει και να τον χαιρετήσει, ντυμένη στα λευκά».

ΗAXTHAUSEN, Studien über... Russland2

I

Τι πιστεύουν οι άνθρωποι για τον κόσμο είναι η μία όψη του νομίσματος· η άλλη είναι ο τρόπος με τον οποίο τον συλλαμβάνουν. Για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας και στο πιο μεγάλο μέρος του κόσμου (με μόνη ίσως εξαίρεση την Κίνα) ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν τον κόσμο όλοι, εκτός από ελάχιστους μορφωμένους και απελευθερωμένους ανθρώπους, ήταν μέσα από την παραδοσιακή θρησκεία. Υπάρχουν άλλωστε χώρες όπου η λέξη «χριστιανός» είναι απλό συνώνυμο του «αγρότη» ή και του «ανθρώπου». Σε κάποια φάση πριν από το 1848 η αντίληψη αυτή υποχώρησε σε μερικά τμήματα της Ευρώπης, αλλά όχι και στις περιοχές που δεν επηρεάστηκαν από τις δύο επαναστάσεις. Η θρησκεία, που άλλοτε ήταν κάτι σαν τον ουρανό, απ' όπου κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει και όπου βρίσκονταν όσα δεν υπήρχαν στη γη, έγινε κάτι σαν μάζα από σύννεφα, ένα μεγάλο αλλά πεπερασμένο και μεταβαλλόμενο χαρακτηριστικό του ανθρώπινου στερεώματος. Από όλες τις ιδεολογικές αλλαγές αυτή είναι η βαθύτερη, μολονότι οι πρακτικές της συνέπειες ήταν πιο ασαφείς και ακαθόριστες απ' ό,τι πίστευαν τότε. Οπωσδήποτε, δεν είχε προηγούμενο.

Αυτό που ασφαλώς δεν είχε προηγούμενο ήταν η «εκκοσμίκευση» των μαζών. Από καιρό οι χειραφετημένοι ευγενείς είχαν αρχίσει να δείχνουν θρησκευτική αδιαφορία, που τη συνδύαζαν όμως με τυπική άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων (για να δώσουν το παράδειγμα στις κατώτερες τάξεις).3 Οι κυρίες τους, ωστόσο, όπως όλες οι ομόφυλές τους, παρέμειναν πολύ περισσότερο θρησκευόμενες. Οι εκλεπτυσμένοι και οι μορφωμένοι ίσως να πίστευαν σε ένα ανώτατο ον, αλλά θεωρούσαν ότι το μόνο λειτούργημα που ασκούσε ήταν να υπάρχει εκεί κάπου και, πάντως, να μην επεμβαίνει στις ανθρώπινες δραστηριότητες ούτε να απαιτεί κάποια ιδιαίτερη λατρεία πέρα από την αναγνώριση της ύπαρξής του. Περιφρονούσαν ωστόσο την παραδοσιακή θρησκεία και συχνά την εχθρεύονταν, έτσι που οι απόψεις τους δεν θα σημείωναν ουσιαστική αλλαγή αν ήταν πρόθυμοι να δηλώσουν άθεοι. Ο μέγας μαθηματικός Laplace φέρεται να έχει πει στον Ναπολέοντα, όταν τον ρώτησε αν ο Θεός είχε θέση στην ουράνια μηχανική του: «Μεγαλειότατε, δεν έχω ανάγκη από μια τέτοια υπόθεση». Ο ανοιχτός αθεϊσμός ήταν ακόμη σχετικά σπάνιος, αλλά, στους φωτισμένους λογίους, τους συγγραφείς και τους ευγενείς που διαμόρφωναν τη διανοητική μόδα του τέλους του 18ου αιώνα ο ανοιχτός χριστιανισμός ήταν ακόμη σπανιότερος. Αν υπήρχε κάποια ανθούσα θρησκεία στην ελίτ του όψιμου 18ου αιώνα, αυτή ήταν η ορθολογική, φωτισμένη

Page 178: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

και αντικληρική μασονία.

Αυτός ο διαδεδομένος αποχριστιανισμός των ανδρών που ανήκαν στις εκλεπτυσμένες και μορφωμένες τάξεις αναγόταν στο τέλος του 17ου ή στις αρχές του 18ου αιώνα, και τα αποτελέσματά του για το πλατύ κοινό ήταν εντυπωσιακά και ευεργετικά: απλώς και μόνο το γεγονός ότι οι δίκες για μαύρη μαγεία, που μάστιζαν τη δυτική και την κεντρική Ευρώπη για αιώνες, άρχισαν κι αυτές να ξεχνιούνται, όπως και οι δίκες για αιρέσεις και auto-da-fé, αρκεί για να τον καταξιώσει. Εντούτοις, στα πρώτα χρόνια του 18ου αιώνα δεν άγγιξε σχεδόν καθόλου τα κατώτερα αλλ' ούτε και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Η αγροτιά παρέμεινε εντελώς αποκομμένη από κάθε ιδεολογική γλώσσα που δεν απηχούσε τα λόγια της Παρθένου Μαρίας, των αγίων και του Αγίου Πνεύματος, χωρίς να λογαριάσουμε τους αρχαιότερους θεούς και τα πνεύματα που κρύβονταν ακόμη κάτω από μια μόλις εκχριστιανισμένη επίφαση. Παρατηρούνταν κάποια τάση για άθρησκη ιδεολογία στην τάξη των τεχνιτών που παλιά είχαν ασπαστεί διάφορες αιρέσεις. Οι τσαγκάρηδες, η ομάδα αυτή των «διανοουμένων» της εργατικής τάξης που είχε γεννήσει μυστικιστές όπως ο Jakob Böhme, φαίνεται πως άρχιζαν να αμφιβάλλουν για την ύπαρξη του Θεού. Στη Βιέννη, πάντως, ήταν οι μόνοι τεχνίτες που συμπαθούσαν τους Ιακωβίνους, γιατί λεγόταν ότι αυτοί δεν πίστευαν στον Θεό. Ωστόσο, αυτά όλα δεν ήταν παρά μικρές, ασήμαντες εξαιρέσεις. Η μεγάλη μάζα των ανειδίκευτων εργατών και των φτωχών των πόλεων (με εξαίρεση ίσως ελάχιστες βορειοευρωπαϊκές πόλεις, όπως το Παρίσι και το Λονδίνο) εξακολουθούσε να είναι θεοσεβής και προληπτική.

Ακόμη και στα μεσαία στρώματα όμως η απροκάλυπτη εχθρότητα για τη θρησκεία δεν ήταν πολύ διαδεδομένη, μολονότι η ιδεολογία του ορθολογικού, προοδευτικού, αντιπαραδοσιακού Διαφωτισμού ταίριαζε εκπληκτικά με το όλο σχήμα της ανερχόμενης μεσαίας τάξης. Σχετιζόταν στενότερα με την αριστοκρατία, αλλά και με την ανηθικότητα που προσιδίαζε στην κοινωνία των ευγενών. Πράγματι, οι πρώτοι αληθινά «ελεύθεροι στοχαστές», οι Λιβερτίνοι των μέσων του 17ου αιώνα, ανταποκρίνονταν απολύτως στο όνομά τους. Ο Δον Ζουάν του Μολιέρου περιγράφει όχι μόνο το συνδυασμό του αθεϊσμού και της σεξουαλικής ελευθερίας τους αλλά και τη φρίκη των καθωσπρέπει αστών απέναντί τους. Υπήρχαν αρκετοί λόγοι που εξηγούσαν το παράδοξο φαινόμενο (ιδιαίτερα εμφανές στον 17ο αιώνα): οι πιο τολμηροί δηλαδή στοχαστές, οι οποίοι ήταν και πρόδρομοι της μεταγενέστερης αστικής ιδεολογίας, όπως ο Bacon και ο Hobbes, να σχετίζονται ως άτομα με την παλιά και διεφθαρμένη κοινωνία. Οι στρατιές της ανερχόμενης μεσαίας τάξης χρειάζονταν την πειθαρχία και την οργάνωση μιας ισχυρής και μονολιθικής ηθικής για να κερδίζουν τις μάχες τους. Θεωρητικά, ο αγνωστικισμός ή η αθεΐα συμβιβάζονται απολύτως με την ανάγκη αυτή, ενώ ο χριστιανισμός ασφαλώς δεν της είναι απαραίτητος. Οι «φιλόσοφοι» του 18ου αιώνα ποτέ δεν έπαυαν να τονίζουν ότι η «φυσική» ηθική (της οποίας έβρισκαν παραδείγματα στους πρωτόγονους) και τα υψηλά προσωπικά κριτήρια του ελεύθερου στοχαστή ήταν προτιμότερα από το χριστιανισμό. Αλλά στην πράξη, τα δοκιμασμένα πλεονεκτήματα της παλαιού τύπου θρησκείας και τα φοβερά ρίσκα που εγκυμονούσε η εγκατάλειψη μιας υπερφυσικής ηθικής ήταν τεράστια, όχι μόνο για τους φτωχούς εργαζομένους, που θεωρούνταν γενικά ως υπερβολικά αδαείς και ανόητοι για να μπορούν να ζήσουν χωρίς κάποια κοινωνικά χρήσιμη πρόληψη, μα και για την ίδια τη μεσαία τάξη.

Στις μετεπαναστατικές γενιές της Γαλλίας αφθονούν οι απόπειρες δημιουργίας μιας αστικής, μη χριστιανικής ηθικής, ανάλογης με τη χριστιανική· με τη ρουσσωική «λατρεία του ανώτατου όντος» (Ροβεσπιέρος, 1794), με ποικίλες ψευδοθρησκείες που κατασκευάστηκαν πάνω σε ορθολογικά και μη χριστιανικά θεμέλια αλλά διατηρούσαν ακόμη όλο το τελετουργικό της λατρείας (οι Σαινσιμονιστές και η «θρησκεία της ανθρωπότητας» του Comte). Τελικά, η προσπάθεια να διατηρηθούν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της παλιάς θρησκευτικής λατρείας εγκαταλείφθηκε, αλλά συνεχίστηκε η απόπειρα καθιέρωσης μιας επίσημης κοσμικής ηθικής (με βάση ποικίλες ηθικές έννοιες όπως της αλληλεγγύης —«solidarité») και, κυρίως, η

Page 179: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

προσπάθεια καθιέρωσης των δασκάλων, του κοσμικού αυτού αντίποδα του ιερατείου. Ο Γάλλος instituteur, φτωχός, ανιδιοτελής, που διαπότιζε τους μαθητές του σε κάθε χωριό με τη ρωμαϊκή ηθική της Επανάστασης και της Δημοκρατίας, αυτός ο επίσημος ανταγωνιστής του παπά του χωριού, δεν θριάμβευσε παρά κατά την Τρίτη Δημοκρατία, όταν επίσης επιλύθηκαν τα πολιτικά προβλήματα της εδραίωσης της αστικής σταθερότητας, με βάση την κοινωνική επανάσταση, τουλάχιστον για εβδομήντα χρόνια. Ωστόσο, ο δάσκαλος αυτός προβλέπεται ήδη στο νόμο του Condorcet το 1792, που όριζε ότι «όσοι είναι υπεύθυνοι για τη διδασκαλία στις πρώτες τάξεις του σχολείου θα ονομάζονται instituteurs», απηχώντας τον Κικέρωνα και τον Σαλλούστιο που μιλούσαν για «ίδρυση της πολιτείας» (instituere civitatem) και «εγκαθίδρυση της ηθικής των πολιτειών» (instituere civitatum mores).4

Η πιο καταφανής απόδειξη της αποφασιστικής νίκης της κοσμικής έναντι της θρησκευτικής ιδεολογίας αποτελεί επίσης και το σημαντικότερο αποτέλεσμά της. Με την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση απέκτησαν κοσμικό χαρακτήρα οι σημαντικότερες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Στην ολλανδική και την αγγλική επανάσταση του 16ου και 17ου αιώνα τα μείζονα θέματα συζητιούνταν και επιλύονταν με την παραδοσιακή γλώσσα του χριστιανισμού, ορθόδοξου, σχισματικού ή αιρετικού. Για πρώτη φορά στην ευρωπαϊκή ιστορία, ο χριστιανισμός δεν έχει θέση στην ιδεολογία της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης. Η γλώσσα, ο συμβολισμός, η εξωτερική εμφάνιση το 1789 είναι καθαρώς μη χριστιανικά, αν εξαιρέσουμε κάποιες λαϊκές αναχρονιστικές προσπάθειες να δημιουργηθούν λατρείες αγίων και μαρτύρων με πρότυπα τους παλιούς, από τους νεκρούς ήρωες των Ξεβράκωτων. Τα πρότυπα ήταν ρωμαϊκά. Συγχρόνως, αυτός ο κοσμικός χαρακτήρας της επανάστασης καταδεικνύει την εκπληκτική πολιτική ηγεμονία της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης, που επέβαλε τις δικές της ιδεολογικές φόρμες σε ένα πολύ πλατύτερο κίνημα των μαζών. Αν η πνευματική ηγεσία της Γαλλικής Επανάστασης είχε προέλθει, έστω και στο ελάχιστο, από τις μάζες που ουσιαστικά τη δημιούργησαν, θα έπρεπε και η ιδεολογία της να είχε εμφανίσει περισσότερα παραδοσιακά στοιχεία.

Έτσι, η αστική τάξη παρέμεινε διχασμένη στην ιδεολογία της: μια μειονότητα ελεύθερων στοχαστών και μια πλειονότητα θεοσεβών, προτεσταντών, Εβραίων και καθολικών. Ωστόσο, το νέο ιστορικό γεγονός ήταν ότι από τις δύο αυτές ομάδες οι ελεύθεροι στοχαστές ήταν απείρως πιο δυναμικοί και αποτελεσματικοί. Μολονότι —καθαρά ποσοτικά—η θρησκεία παρέμενε πανίσχυρη και, όπως θα δούμε, ενδυναμώθηκε περισσότερο, δεν ήταν πια (για να χρησιμοποιήσουμε το βιολογικό ανάλογο) επικρατούσα αλλά υπολειπόμενη, και εξακολουθεί να είναι μέχρι σήμερα στον κόσμο που μετασχηματίστηκε από τη διττή επανάσταση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πλειονότητα των πολιτών στις νεαρές ΗΠΑ ήταν πιστοί, κυρίως προτεστάντες, αλλά το Σύνταγμα της Δημοκρατίας, παρά τις προσπάθειες να αλλάξει, είναι και έχει παραμείνει σύνταγμα αγνωστικισμού. Δεν υπάρχει επίσης καμία αμφιβολία ότι στις μεσαίες τάξεις της Βρετανίας επικρατούσαν κατά πολύ οι θεοσεβείς προτεστάντες έναντι της μειονότητας των αγνωστικιστών ριζοσπαστών. Αλλά ο Bentham επέδρασε πολύ περισσότερο στη διαμόρφωση των θεσμών της εποχής του απ' ό,τι ο Wilberforce.

i

Ο αστικός θρίαμβος λοιπόν διαπότισε τη Γαλλική Επανάσταση με την αγνωστικιστική, κοσμική ηθική ιδεολογία του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα και, εφόσον η γλώσσα της επανάστασης αυτής έγινε η κοινή γλώσσα όλων των επόμενων κοινωνικών επαναστατικών κινημάτων, μετέδωσε τον κοσμικό της χαρακτήρα και στα κινήματα αυτά. Με λίγες ασήμαντες εξαιρέσεις, ιδίως μεταξύ διανοουμένων όπως οι Σαινσιμονιστές, και μεταξύ λίγων χριστιανών-κομουνιστών σεκταριστών όπως ο ράφτης Weitling (1808-1871), η ιδεολογία των νέων εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων του 19ου αιώνα είχε εξαρχής κοσμικό χαρακτήρα. Ο

i Στην πραγματικότητα, μόνο κάποια λαϊκά τραγούδια της εποχής απηχούν καμιά φορά καθολική φρασεολογία, όπως το Ça ira.

Page 180: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Thomas Paine, που οι ιδέες του εξέφραζαν τις ριζοσπαστικές, δημοκρατικές φιλοδοξίες των μικροτεχνιτών και των φτωχών εργατών, είναι εξίσου διάσημος ως συγγραφέας του πρώτου βιβλίου που αποδείκνυε σε λαϊκή γλώσσα ότι η Βίβλος δεν είναι ο λόγος του Θεού (The Age of Reason —Ο αιώνας της λογικής, 1794), όπως και για το έργο του Τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (1791). Οι μηχανοτεχνίτες της δεκαετίας του 1820 ακολουθούσαν τον Robert Owen όχι μόνο για την ανάλυση του καπιταλισμού που έκανε αλλά και για την αθεΐα του. Για πολύν καιρό μετά την κατάρρευση του Οουενισμού οι επιστημονικές λέσχες διέδιδαν σε όλα τα αστικά κέντρα την ορθολογική προπαγάνδα. Υπήρξαν και υπάρχουν θρησκευόμενοι σοσιαλιστές, και πάμπολλοι άνθρωποι που είναι θρησκευόμενοι αλλά και σοσιαλιστές, η κυρίαρχη όμως ιδεολογία των σύγχρονων εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων, εφόσον βέβαια προβάλλουν κάποια ιδεολογία, βασίζεται στον ορθολογισμό του 18ου αιώνα.

Το γεγονός αυτό είναι εντυπωσιακό, εφόσον είδαμε ότι οι μάζες παρέμειναν κατά κύριο λόγο θρησκευόμενες, και εφόσον η φυσική επαναστατική γλώσσα των μαζών που ανατράφηκαν στην παραδοσιακή χριστιανική κοινωνία είναι γλώσσα εξέγερσης (κοινωνικές αιρέσεις, χιλιαστικές κ.ά.), μια και η Βίβλος είναι ιδιαίτερα εμπρηστικό κείμενο. Εντούτοις, ο δεσπόζων κοσμικός χαρακτήρας των νέων εργατικών και σοσιαλιστικών κινημάτων βασιζόταν στο εξίσου καινοφανές και θεμελιώδες γεγονός της δεσπόζουσας θρησκευτικής αδιαφορίας του νέου προλεταριάτου. Με τα σύγχρονα μέτρα, οι εργατικές τάξεις και οι μάζες των πόλεων που αναπτύχθηκαν στην περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης επηρεάστηκαν αναμφίβολα πολύ έντονα από τη θρησκεία. Αλλά με τα μέτρα του πρώτου μισού του 19ου αιώνα η αποστασιοποίηση, η άγνοια και η αδιαφορία τους για την οργανωμένη θρησκεία ήταν άνευ προηγουμένου. Σ' αυτό συμφωνούν οι παρατηρητές όλων των πολιτικών τάσεων. Η βρετανική θρησκευτική απογραφή του 1851 το κατέδειξε, προς φρίκην των συγχρόνων. Κατά μέγα μέρος, για την αποστασιοποίηση των μαζών ευθυνόταν η πλήρης αποτυχία των παραδοσιακών Εκκλησιών να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα των μεγάλων πόλεων και των νέων βιομηχανικών συνοικισμών, καθώς και τα προβλήματα των κοινωνικών τάξεων —του προλεταριάτου— που ήταν ξένα προς τις συνήθειες και τις εμπειρίες τους. Το 1851 υπήρχαν θέσεις στην εκκλησία μόνο για το 34% των κατοίκων του Sheffield, μόνο για το 31,2% των κατοίκων του Liverpool και του Manchester, και μόνο για το 29% των κατοίκων του Birmingham. Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε κανείς ως ιερέας σε κάποιο αγροτικό χωριό δεν αποτελούσαν οδηγό για τη θεραπεία των ψυχών σε μια βιομηχανική πόλη και στις φτωχογειτονιές της.

Οι επίσημες Εκκλησίες, επομένως, αγνόησαν τις νέες αυτές κοινότητες και τάξεις, με αποτέλεσμα να τις αφήσουν στα χέρια της κοσμικής πίστης (ιδίως στις καθολικές και λουθηρανικές χώρες) των νέων εργατικών κινημάτων που επρόκειτο τελικά —προς τα τέλη του 19ου αιώνα— να τις κυριεύσουν εντελώς. (Όπου αυτό δεν είχε γίνει ως το 1848, τα κίνητρα για να τις επαναφέρουν στη θεοσέβεια δεν ήταν ισχυρά.) Τα προτεσταντικά δόγματα είχαν μεγαλύτερη απήχηση, τουλάχιστον σε χώρες όπως η Βρετανία, όπου ο σεκταρισμός αυτού του τύπου ήταν καθιερωμένο θρησκευτικο-πολιτικό φαινόμενο. Υπάρχουν εντούτοις πολλές ενδείξεις ότι και τα μη καθιερωμένα δόγματα είχαν μεγαλύτερη απήχηση εκεί όπου το κοινωνικό περιβάλλον πλησίαζε περισσότερο στο σχήμα της παραδοσιακής κωμόπολης ή της κοινότητας του χωριού, όπως ανάμεσα στους αγροτικούς εργάτες, τους ανθρακωρύχους και τους ψαράδες. Στις βιομηχανικές εργατικές τάξεις όμως οι σεκταριστές αποτελούσαν πάντοτε τη μειοψηφία. Η οργανωμένη θρησκεία επηρέασε αναμφίβολα πολύ λιγότερο την εργατική τάξη ως σύνολο απ' ό,τι οποιοδήποτε άλλο συγκροτημένο σώμα των φτωχών στην παγκόσμια ιστορία.

Η γενική τάση της περιόδου 1789-1848 ήταν επομένως η έντονη στροφή προς τα εγκόσμια. Οι επιστήμες ήταν σε ανοικτή σύγκρουση με τις Γραφές, έτσι καθώς άρχισαν να στρέφονται προς τις θεωρίες περί εξελίξεως των ειδών (πρβλ. Κεφάλαιο ΙΕ'). Η ιστορική επιστήμη, που

Page 181: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη Βίβλο —ιδίως από τη δεκαετία του 1830 με τους καθηγητές της Τυβίγγης— διέλυσε το μόνο κείμενο που ενέπνευσε, αν όχι έγραψε, ο Κύριος σε μια συλλογή ιστορικών εγγράφων διαφόρων περιόδων, που παρουσίαζαν όλες τις αδυναμίες της ανθρώπινης τεκμηρίωσης. Το Novum Testamentum του Lachmann (1842-1852) απέρριψε την άποψη ότι τα Ευαγγέλια ήταν προσωπικές μαρτυρίες και αμφισβήτησε ότι ο Ιησούς Χριστός είχε την πρόθεση να ιδρύσει μια νέα θρησκεία. Το αμφιλεγόμενο έργο του David Strauss Η ζωή του Ιησού (1835) εξάλειψε το υπερφυσικό στοιχείο από τη βιογραφία του Χριστού. Το 1848 η πεπαιδευμένη Ευρώπη ήταν πια σχεδόν ώριμη για το σοκ που προκάλεσε ο Κάρολος Δαρβίνος. Η ροπή αυτή ενισχύθηκε από την άμεση επίθεση που εξαπέλυσαν πολυάριθμα πολιτικά καθεστώτα κατά της περιουσίας και των προνομίων των Εκκλησιών και του κλήρου, καθώς και από την όλο και μεγαλύτερη τάση των κυβερνήσεων ή άλλων κοσμικών φορέων να αναλάβουν αυτοί τα καθήκοντα που ως τότε εκτελούσαν κατά το πλείστον εκκλησιαστικοί φορείς, καθήκοντα κυρίως —στις ρωμαιοκαθολικές χώρες— στον τομέα της εκπαίδευσης και της κοινωνικής πρόνοιας. Στην περίοδο 1789-1848, παντού, από τη Νεάπολη ως τη Νικαράγουα, τα μοναστήρια διαλύθηκαν και η περιουσία τους πουλήθηκε. Εκτός Ευρώπης, φυσικά, οι λευκοί κατακτητές εξαπέλυαν άμεσες επιθέσεις κατά της θρησκείας των υπηκόων ή των θυμάτων τους είτε —όπως οι Βρετανοί διοικητές στις Ινδίες, που εξάλειψαν εντελώς το έθιμο να καίνε τις χήρες (σάτι) και την οργάνωση των Θαγκ με τις τελετουργικές δολοφονίες κατά τη δεκαετία του 1830— ως ένθερμοι υπέρμαχοι του Διαφωτισμού κατά των προλήψεων, είτε απλώς και μόνο γιατί αγνοούσαν τον αντίκτυπο που θα είχαν τα μέτρα αυτά στα θύματά τους.

II

Με καθαρά αριθμητικούς όρους είναι προφανές ότι όλες οι θρησκείες, εκτός κι αν περνούσαν περίοδο συρρίκνωσης, θα ακολουθούσαν κι αυτές την πληθυσμιακή αύξηση. Ωστόσο, δύο τύποι θρησκειών σημείωσαν ιδιαίτερη τάση για διάδοση στην περίοδό μας: ο ισλαμισμός και ο σχισματικός προτεσταντισμός. Η διάδοση αυτή είναι εντυπωσιακότερη αν συγκριθεί με τη σημαντική αποτυχία άλλων χριστιανικών δογμάτων —καθολικών και προτεσταντικών— να αναπτυχθούν, παρά τη μεγάλη αύξηση της ιεραποστολικής τους δραστηριότητας εκτός Ευρώπης, την οποία στήριζε όλο και περισσότερο η στρατιωτική, πολιτική και οικονομική δύναμη της ευρωπαϊκής διείσδυσης. Στην πραγματικότητα, κατά τις επαναστατικές και ναπολεόντειες δεκαετίες άρχισε συστηματική ιεραποστολική δραστηριότητα, κυρίους από Αγγλοσάξονες. Την Ιεραποστολική Εταιρεία των Βαπτιστών (1792), την διαφόρων δογμάτων Ιεραποστολική Εταιρεία του Λονδίνου (1795), την Ευαγγελική Ιεραποστολική Εταιρεία (1799), τη Βιβλική Εταιρεία Βρετανών και Αλλοδαπών (1804) ακολούθησαν το Αμερικανικό Συμβούλιο Επιτρόπων για τις Ξένες Ιεραποστολές (1810), οι Αμερικανοί Βαπτιστές (1814), οι Ουεσλιανοί (1813-18), η Αμερικανική Βιβλική Εταιρεία (1816), η Εκκλησία της Σκοτίας (1824), οι Ηνωμένοι Πρεσβυτεριανοί (1835), οι Αμερικανοί Μεθοδιστές Αγγλικανοί (1819) κ.ά. Οι προτεστάντες της ηπειρωτικής Ευρώπης, παρά τις κάποιες πρώτες προσπάθειες από την Ολλανδική Ιεραποστολική Εταιρεία (1797) και τους Ιεραποστόλους της Βασιλείας (1815), αναπτύχθηκαν κάπως αργότερα: οι εταιρείες του Βερολίνου και του Ρήνου στη δεκαετία του 1820, οι εταιρείες της Σουηδίας, της Λιψίας και της Βρέμης στη δεκαετία του 1830, η Νορβηγική το 1842. Ο ρωμαιοκαθολικισμός, που η ιεραποστολική του δράση ήταν παραμελημένη και παρουσίαζε στασιμότητα, αναβίωσε ακόμη πιο αργά. Οι λόγοι γι' αυτήν την υπερπροσφορά Βίβλων αλλά και για την αύξηση των εμπορικών δοσοληψιών με ειδωλολάτρες αφορούν τη θρησκευτική, κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ευρώπης και της Αμερικής. Εδώ αρκεί απλώς να σημειώσουμε ότι τα αποτελέσματά τους ήταν ακόμη αμελητέα το 1848, εκτός από ορισμένα νησιά του Ειρηνικού, όπως η Χαβάη. Είχαν κερδηθεί κάποιες βάσεις στη Sierra Leone (όπου οι αναταραχές κατά της δουλείας προσέλκυσαν την προσοχή στη δεκαετία του 1790), καθώς και στη Λιβερία, που στη δεκαετία του 1820 έγινε κράτος απελευθερωμένων Αμερικανών σκλάβων. Στις παρυφές των ευρωπαϊκών οικισμών,

Page 182: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

στη Νότια Αφρική, οι ξένοι ιεραπόστολοι (όχι όμως η επίσημη τοπική Εκκλησία της Αγγλίας ή η Ολλανδική Εκκλησία) είχαν αρχίσει να προσηλυτίζουν τους Αφρικανούς. Ωστόσο, όταν ο David Livingstone, ο περίφημος ιεραπόστολος και εξερευνητής, ξεκίνησε για την Αφρική το 1840, οι γηγενείς της ηπείρου αυτής ήταν σχεδόν ανέγγιχτοι από το χριστιανισμό στην όποια μορφή του.

Αντίθετα, το Ισλάμ συνέχιζε τη σιωπηρή, προοδευτική και αναπότρεπτη επέκτασή του χωρίς τη στήριξη της οργανωμένης ιεραποστολικής προσπάθειας για αναγκαστικό προσηλυτισμό που χαρακτηρίζει τη θρησκεία αυτή. Επεκτάθηκε τόσο στα ανατολικά, στην Ινδονησία και τη βορειοδυτική Κίνα, όσο και στα δυτικά, από το Σουδάν προς τη Σενεγάλη και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, από τις ακτές του Ινδικού Ωκεανού προς το εσωτερικό. Όταν οι παραδοσιακές κοινωνίες αλλάζουν κάτι τόσο θεμελιώδες όπως η θρησκεία τους, είναι σαφές ότι θα αντιμετωπίσουν σοβαρότατα και καινοφανή προβλήματα. Οι μωαμεθανοί έμποροι, που σχεδόν μονοπωλούσαν το εμπόριο της ενδότερης Αφρικής με τον έξω κόσμο, συνέβαλαν στην εξοικείωση νέων λαών με το Ισλάμ. Το δουλεμπόριο, που διέλυσε την κοινοτική ζωή, έκανε ελκυστικό τον Ισλαμισμό, ο οποίος αποτελεί ισχυρό μέσο ανασυγκρότησης των κοινωνικών δομών.5 Συγχρόνως, η μωαμεθανική θρησκεία ασκούσε έλξη στις ημιφεουδαλικές και στρατιωτικές κοινωνίες του Σουδάν, ενώ η αίσθηση ανεξαρτησίας, η μαχητικότητα και η ανωτερότητά της την έκαναν χρήσιμο αντίβαρο της δουλείας. Οι μωαμεθανοί Νέγροι ήταν κακοί δούλοι: οι Χάουσα (και άλλοι Σουδανοί) που είχαν μεταφερθεί στη Bahia (Βραζιλία) ξεσηκώθηκαν εννέα φορές ανάμεσα στο 1807 και στον μεγάλο ξεσηκωμό του 1825, ωσότου να τους σκοτώσουν ή να τους στείλουν πίσω στην Αφρική. Οι δουλέμποροι έμαθαν να αποφεύγουν τις εισαγωγές από τις περιοχές που είχαν αρχίσει μόλις πρόσφατα να προσφέρονται για τέτοιου είδους εμπόριο.6

Ενώ η αντίσταση του Ισλάμ της Αφρικής στους λευκούς ήταν σαφώς πολύ μικρή (συνήθως εντελώς ανύπαρκτη ακόμη), στη νοτιοανατολική Ασία ήταν από παράδοση ισχυρότατη. Εκεί το Ισλάμ —με πρωτοπόρους ξανά τους εμπόρους— είχε από καιρό σημειώσει πρόοδο έναντι των άλλων θρησκειών και του παρακμάζοντος Ινδουισμού στα νησιά των μπαχαρικών, περισσότερο ως μέσο αποτελεσματικότερης αντίστασης στους Πορτογάλους και τους Ολλανδούς, ως «μια μορφή προεθνικισμού» αλλά και ως λαϊκό αντίβαρο στους εξινδουισμένους ηγεμόνες.7

Μέσα στους κόλπους του Ισλάμ, τα κινήματα μεταρρύθμισης και αφύπνισης, που στην περίοδο αυτή του έδωσαν μεγάλη διεισδυτική δύναμη, αντανακλούν επίσης τον αντίκτυπο της ευρωπαϊκής επέκτασης και της κρίσης των παλιών μωαμεθανικών κοινωνιών (ιδίως της Τουρκικής και της Περσικής Αυτοκρατορίας) και ίσως της εντεινόμενης κρίσης της Κινεζικής Αυτοκρατορίας. Οι πουριτανοί Βαχαβίτες εμφανίστηκαν στην Αραβία στα μέσα του 18ου αιώνα. Ως το 1814 είχαν κατακτήσει την Αραβία και ετοιμάζονταν να κατακτήσουν και τη Συρία, αλλά αναχαιτίστηκαν από τις ενωμένες δυνάμεις του δυτικοποιημένου Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου, και της Δύσης, μολονότι τα κηρύγματά τους εξαπλώθηκαν, στα ανατολικά, στην

Καθώς οι ηγεμόνες αυτοί εξελίσσονταν όλο και περισσότερο σε όργανα ή πράκτορες των Ολλανδών, το Ισλάμ ρίζωνε βαθύτερα στη συνείδηση του πληθυσμού. Οι Ολλανδοί, με τη σειρά τους, έμαθαν ότι οι Ινδονήσιοι ηγεμόνες μπορούσαν, συμμαχώντας με τους θρησκευτικούς δασκάλους, να εξαπολύσουν γενικό λαϊκό ξεσηκωμό, όπως έγινε με τον Πόλεμο της Ιάβας του πρίγκιπα της Τζοκτζακάρτας (1825-30). Εφάρμοζαν επομένως όλο και συχνότερα πολιτική στενής συνεργασίας με τους τοπικούς άρχοντες, δηλαδή έμμεσης κυριαρχίας. Στο μεταξύ, η ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας σφυρηλάτησε στενότερους δεσμούς ανάμεσα στον μουσουλμανικό κόσμο της νοτιοανατολικής Ασίας και στη Μέκκα, συνέβαλε στην αύξηση του αριθμού των προσκυνητών και ενίσχυσε την ορθοδοξία του ινδονησιακού Ισλάμ. Βοήθησε μάλιστα ώστε αυτό το τελευταίο να είναι πιο επιρρεπές στη μαχητική και αφυπνιστική επίδραση του αραβικού Βαχαβισμού.

Page 183: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Περσία, το Αφγανιστάν και την Ινδία. Εμπνευσμένος από τον Βαχαβισμό, ο Αλγερινός Σίντι Μωχαμέτ μπεν Άλη ελ Σενούσσι ανέπτυξε ένα παρόμοιο κίνημα, που από τη δεκαετία του 1840 εξαπλώθηκε από την Τρίπολη στην έρημο της Σαχάρας. Στην Αλγερία με τον Αμπντ-ελ-Καντέρ και στον Καύκασο με τον Σαμήλ αναπτύχθηκαν πολιτικοθρησκευτικές κινήσεις αντίστασης στους Γάλλους και τους Ρώσους αντιστοίχως (βλ. Κεφάλαιο Ζ'), που προετοίμαζαν ένα είδος πανισλαμισμού, ο οποίος δεν πρέσβευε απλώς την επιστροφή στην αρχική αγνότητα του Προφήτη, αλλά επιδίωκε επίσης την αφομοίωση των δυτικών καινοτομιών. Στην Περσία, στη δεκαετία του 1840, εκδηλώθηκε ένα ακόμη εμφανέστερα εθνικιστικό και επαναστατικό κίνημα, το κίνημα Baβ του Αλή Μωχαμέτ. Έτεινε, μεταξύ άλλων, στην επιστροφή σε ορισμένες παλιές πρακτικές του περσικού ζωροαστρισμού, και ζητούσε να καταργηθεί η καλύπτρα για τις γυναίκες.

Τόσο μεγάλη ήταν η ζέση και η εξάπλωση του Ισλάμ που, αν μιλήσουμε για θρησκευτική ιστορία, μπορούμε ίσως να χαρακτηρίσουμε την περίοδο 1789-1848 ως εποχή παγκόσμιας ισλαμικής αφύπνισης. Σε καμιά άλλη μη χριστιανική θρησκεία δεν αναπτύχθηκαν αντίστοιχα μαζικά κινήματα, μολονότι, προς το τέλος της περιόδου, εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια της μεγάλης κινεζικής εξέγερσης των Ταϊπίνγκ, που διέθετε πολλά από τα χαρακτηριστικά του μαζικού κινήματος. Στη βρετανική Ινδία ιδρύθηκαν κάποια μικρά θρησκευτικά κινήματα από εξευρωπαϊσμένους, και ιδίως το Μπράμο Σάματζ του Ραμ Μοχάν Ρόυ (1772-1833). Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι ηττημένες ινδιάνικες φυλές άρχισαν να αναπτύσσουν κοινωνικά-θρησκευτικά προφητικά κινήματα αντίστασης στους λευκούς, όπως αυτό που ενέπνευσε τον πόλεμο του μεγαλύτερου γνωστού συνασπισμού των Πεδινών Ινδιάνων υπό τον Tecumseh κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα, και η θρησκεία του Handsome Lake (1799), που αποσκοπούσε στη διατήρηση του τρόπου ζωής των Iroquois, τον οποίο απειλούσε με διάσπαση η αμερικανική κοινωνία των λευκών. Είναι προς τιμήν του Thomas Jefferson, του προικισμένου αυτού άνδρα με το σπάνιο φωτεινό μυαλό, ότι επέτρεψε επισήμως στον προφήτη αυτόν, που ενστερνίστηκε κάποια χριστιανικά στοιχεία, ιδίως των Κουάκερων, να διδάσκει ανενόχλητος. Εντούτοις, η άμεση επαφή μεταξύ ενός προηγμένου καπιταλιστικού πολιτισμού και λαών ανιμιστικών παραήταν ακόμη σπάνια για να δώσει το έναυσμα σε πολλά προφητικά και χιλιαστικά κινήματα σαν αυτά που έχουν γίνει τόσο χαρακτηριστικά στον 20ό αιώνα.

Ο επεκτατισμός του προτεσταντικού σεκταρισμού διαφέρει από τον ισλαμικό στο ότι περιοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στις χώρες με ανεπτυγμένο καπιταλιστικό πολιτισμό. Η εμβέλειά του δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια, διότι ορισμένα από τα κινήματά του (π.χ. το γερμανικό λουθηρανικό κίνημα ή το αγγλικό ευαγγελικό) παρέμειναν στο πλαίσιο των αντίστοιχων επίσημων θρησκειών. Το μέγεθός του, ωστόσο, δεν αμφισβητείται. Το 1851, οι μισοί σχεδόν προτεστάντες στην Αγγλία και την Ουαλλία παρακολουθούσαν θρησκευτικές τελετές άλλες από της επίσημης Εκκλησίας τους. Ο εκπληκτικός αυτός θρίαμβος των διαφόρων δογμάτων ήταν, σε γενικές γραμμές, το αποτέλεσμα των θρησκευτικών εξελίξεων από το 1790, ή, πιο συγκεκριμένα, από τα τελευταία χρόνια των ναπολεόντειων πολέμων. Έτσι, το 1790, οι Μεθοδιστές του Wesley είχαν μόνο 59.000 μέλη στο Ηνωμένο Βασίλειο· το 1850 αυτοί και τα διάφορα παρακλάδια τους είχαν δεκαπλασιάσει περίπου τον αριθμό των μελών τους.8 Στις Ηνωμένες Πολιτείες παρατηρήθηκε ανάλογη μαζική μεταστροφή και πολλαπλασιάστηκε ο αριθμός των Βαπτιστών, των Μεθοδιστών και, σε μικρότερο βαθμό, των Πρεσβυτεριανών εις βάρος των δογμάτων που επικρατούσαν παλιότερα· ως το 1850, σχεδόν τα 3/4 όλων των Εκκλησιών στις ΗΠΑ ανήκαν στα τρία αυτά δόγματα.9

Τα αίτια των γεωγραφικών και κοινωνικών περιορισμών του προτεσταντικού σεκταρισμού

Η διάσπαση των επίσημων Εκκλησιών, το σχίσμα αλλά και η επικράτηση δογμάτων χαρακτηρίζουν επίσης τη θρησκευτική ιστορία της περιόδου αυτής στη Σκοτία (η «Μεγάλη Διάσπαση» του 1843), στην Ολλανδία, στη Νορβηγία και σε άλλες χώρες.

Page 184: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

είναι προφανή. Οι ρωμαιοκαθολικές χώρες δεν πρόσφεραν μέλλον στα δόγματα, αλλ' ούτε και είχαν παράδοση σ' αυτά. Εκεί η ρήξη με την επίσημη Εκκλησία ή την επικρατούσα θρησκεία ήταν πιθανότερο να λάβει τη μορφή μαζικού αποχριστιανισμού (ιδίως στους άντρες) παρά τη μορφή σχίσματος. i

Η θρησκευτική αφύπνιση ήταν ο κύριος μοχλός για τη διάδοση των σεκταριστικών τάσεων. Έτσι η έντονα συναισθηματική, ανορθολογική θεωρία περί προσωπικής σωτηρίας του John Wesley (1703-1791) και των Μεθοδιστών του έδωσε ώθηση στην αναγέννηση και την επέκταση του προτεσταντικού σχίσματος, τουλάχιστον στη Βρετανία. Για το λόγο αυτό, τα νέα δόγματα και ρεύματα ήταν αρχικώς απολιτικά, ή ακόμη και ιδιαίτερα συντηρητικά (όπως οι οπαδοί του Wesley), διότι αποστρέφονταν τον κακό έξω κόσμο και ενδιαφέρονταν για την προσωπική σωτηρία ή τη ζωή της αυτοδύναμης ομάδας, πράγμα που συχνά σήμαινε ότι απέρριπταν το ενδεχόμενο οιασδήποτε συλλογικής μεταβολής των εγκοσμίων. Διοχέτευαν γενικά την «πολιτική» τους ενεργητικότητα σε ηθικές και θρησκευτικές εκστρατείες, όπως αυτές που πολλαπλασίασαν τις ξένες ιεραποστολές, σε εκδηλώσεις κατά της δουλείας και

(Αντίθετα, ο προτεσταντικός αντικληρισμός των αγγλοσαξονικών χωρών συχνά αντιστοιχούσε πλήρως στον αθεϊστικό αντικληρισμό των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης.) Η αναζωπύρωση της θρησκείας ήταν πιθανό να πάρει τη μορφή νέας συγκινησιακής λατρείας κάποιου θαυματουργού αγίου ή προσκυνήματος στο παραδεδεγμένο πλαίσιο της ρωμαιοκαθολικής θρησκείας. Ένας δυο από τους αγίους αυτούς έχουν γίνει γνωστοί, όπως ο Curé d'Ars (1786-1859) στη Γαλλία. Η Ορθοδοξία της ανατολικής Ευρώπης προσφερόταν καλύτερα για το σεκταρισμό και, στη Ρωσία, η όλο και μεγαλύτερη διάσπαση της καθυστερημένης κοινωνίας είχε προκαλέσει ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα την εμφάνιση πολυάριθμων δογμάτων. Αρκετά από αυτά, ιδίως οι αυτοευνουχιζόμενοι Σκόπτσοι, οι Ντουχομπόρτσοι της Ουκρανίας και οι Μολοκανοί, ήταν δημιουργήματα του τέλους του 18ου αιώνα και της ναπολεόντειας περιόδου, ενώ οι «Παλαιοί Πιστοί» εμφανίστηκαν τον 17ο αιώνα. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι τάξεις στις οποίες ο σεκταρισμός αυτού του τύπου είχε τη μεγαλύτερη απήχηση —μικροβιοτέχνες, έμποροι, γεωργοί και άλλοι πρόδρομοι της αστικής τάξης, ή ενσυνείδητοι επαναστάτες του αγροτικού κόσμου— δεν ήταν ακόμη αρκετά πολυμελείς ώστε να δημιουργήσουν σεκταριστικό κίνημα τεραστίων διαστάσεων.

Στις προτεσταντικές χώρες η κατάσταση ήταν διαφορετική. Εδώ ο αντίκτυπος της εμπορικής και ατομοκρατικής κοινωνίας ήταν ισχυρότατος (τουλάχιστον στη Βρετανία και τις ΗΠΑ), ενώ ήδη η σεκταριστική παράδοση ήταν κατεστημένη. Η κοινωνική της υπεροψία και η εμμονή της στην απευθείας επικοινωνία ανθρώπου και Θεού, καθώς και η ηθική της αυστηρότητα, την έκανε ελκυστική, ένα είδος σχολείου για τους ανερχόμενους νέους επιχειρηματίες. Η αποστεωμένη και αδιάλλακτη θεολογία της για την κόλαση και την αυστηρή προσωπική σωτηρία την έκανε ελκυστική για όσους ζούσαν σκληρή ζωή σε τραχύ περιβάλλον: για τους ακρίτες και τους ναυτικούς, τους μικροκαλλιεργητές, τους ανθρακωρύχους και τους βιοτέχνες που υφίσταντο κάθε λογής εκμετάλλευση. Το δόγμα μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε δημοκρατική συνέλευση των πιστών χωρίς κοινωνική ή θρησκευτική ιεραρχία. Με τον τρόπο αυτό έλκυε τους κοινούς θνητούς. Η απέχθειά του να διαμορφώσει τελετουργική και καταρτισμένη θεωρία ωθούσε στον ερασιτεχνικό προφητισμό και τα κηρύγματα. Η σταθερή παράδοση του Χιλιασμού προσφερόταν για μια πρωτόγονη έκφραση κοινωνικής εξέγερσης. Τέλος, η σχέση του με τη συναισθηματικά πανίσχυρη προσωπική «μεταστροφή» άνοιγε το δρόμο για μαζική θρησκευτική «αφύπνιση» τρομακτικής έντασης, όπου γυναίκες και άντρες έβρισκαν την επιθυμητή ανακούφιση από τις πιέσεις μιας κοινωνίας που δεν πρόσφερε ανάλογες διεξόδους για το μαζικό συναίσθημα και κατέστρεφε αυτές που υπήρχαν παλαιότερα.

i Ο αριθμός των ομάδων που αποσχίστηκαν και ξέφυγαν προς τον προτεσταντισμό —γεγονός που ήταν ακόμη σπανιότατο— παρέμεινε και παραμένει έκτοτε απειροελάχιστος.

Page 185: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

υπέρ της εγκράτειας. Οι πολιτικά δραστήριοι και ριζοσπάστες σεκταριστές στην περίοδο της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης ανήκαν μάλλον στις παλαιότερες, αυστηρότερες και πιο ήρεμες σχισματικές και πουριτανικές κοινότητες, που είχαν επιβιώσει από τον 17ο αιώνα και που αδρανούσαν ή έτειναν προς ένα διανοουμενίστικο δυϊσμό υπό την επιρροή του ορθολογισμού του 18ου αιώνα: Πρεσβυτεριανοί, Κονγκρεγκασιοναλιστές, Ουνιτάριοι, Κουάκεροι. Ο νέος μεθοδιστικός τύπος σεκταρισμού ήταν αντιεπαναστατικός, τόσο ώστε η ανοσία που εμφάνιζε η Βρετανία στις επαναστάσεις κάθε είδους κατά την περίοδό μας αποδόθηκε, εσφαλμένα, στην όλο και μεγαλύτερη επιρροή των ομάδων αυτών.

Ο κοινωνικός χαρακτήρας των νέων δογμάτων, εντούτοις, αντιστρατευόταν τη θεολογική τους απομάκρυνση από τον κόσμο. Διαδόθηκαν περισσότερο στις τάξεις των ανθρώπων που βρίσκονταν ανάμεσα στους πλούσιους και ισχυρούς από τη μια, και στις μάζες της παραδοσιακής κοινωνίας από την άλλη, σε όσους δηλαδή ετοιμάζονταν να ανέλθουν στη μεσαία τάξη, όσους επρόκειτο να αποτελέσουν το νέο προλεταριάτο και στις ενδιάμεσες συγκεχυμένες ομάδες των μικρών και ανεξάρτητων. Ο βασικός πολιτικός προσανατολισμός όλων αυτών τους οδηγούσε προς έναν ιακωβινικό ή τζεφερσονικό ριζοσπαστισμό, ή, τουλάχιστον, προς τον μετριοπαθή αστικό φιλελευθερισμό. Οι «Διιστάμενοι» λοιπόν στη Βρετανία, οι επικρατούσες προτεσταντικές εκκλησίες στις ΗΠΑ έτειναν να πάρουν τη θέση τους ως πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς, μολονότι ο συντηρητισμός του ιδρυτή των Βρετανών Μεθοδιστών ξεπεράστηκε μόνο στα πενήντα χρόνια αποσχίσεων και εσωτερικής κρίσης που τελείωσαν το 1848.

Η αρχική απόρριψη της τάξης του κόσμου συνεχίστηκε μόνο από τους πολύ φτωχούς και αδύνατους. Αλλά οι συμφορές της μεταναπολεόντειας εποχής φάνηκε να προαναγγέλλουν (παράλληλα με την Αποκάλυψη) μια συχνά πρωτόγονη επαναστατική απόρριψη που έπαιρνε τη μορφή της πρόβλεψης των Χιλιαστών για το τέλος του κόσμου. Οι οπαδοί του Irving στη Βρετανία το προανάγγειλαν για το 1835 και το 1838· ο William Miller, ο ιδρυτής των Αντβεντιστών (Χιλιαστών) της Εβδόμης Ημέρας, στις ΗΠΑ, το πρόβλεπε για το 1843 και 1844, όταν και οι οπαδοί του ήταν, απ' ό,τι λεγόταν, 50.000, και οι κήρυκες που προπαγάνδιζαν το δόγμα του έφταναν τις 3.000. Στις περιοχές όπου η μικρή ανεξάρτητη καλλιέργεια και το μικρεμπόριο ήταν υπό την άμεση επίδραση μιας δυναμικής και ανεπτυγμένης καπιταλιστικής οικονομίας, όπως στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης, ο χιλιαστικός αναβρασμός ήταν ιδιαίτερα ισχυρός. Το εντυπωσιακότερο προϊόν του ήταν το δόγμα των Μορμόνων, που το ίδρυσε ο προφήτης Joseph Smith, ο οποίος δέχτηκε την αποκάλυψή του κοντά στην Παλμύρα, στη Νέα Υόρκη, στη δεκαετία του 1820, και οδήγησε το λαό του σε μια έξοδο προς κάποια μακρινή Σιών, που τον έφερε τελικά στις ερήμους της Γιούτας.

Σ' αυτές επίσης τις ομάδες η συλλογική υστερία της μαζικής αφύπνισης είχε τη μεγαλύτερη απήχηση, είτε διότι ανακούφιζε τις δυσκολίες και τη μονοτονία της ζωής τους («Όταν δεν προσφέρεται άλλη διασκέδαση, η θρησκευτική αφύπνιση παίρνει καμιά φορά τη θέση της» παρατηρούσε μια κυρία για τις κοπέλες στα εργοστάσια του Essex)10 είτε διότι η θρησκευτική ένωση δημιουργούσε προσωρινή κοινότητα άνισων και ανόμοιων ατόμων. Στη σύγχρονη μορφή της, η θρησκευτική αφύπνιση ήταν προϊόν της αμερικανικής μεθορίου. Η «Μεγάλη Αφύπνιση» άρχισε γύρω στο 1800 στα Απαλάχια με τεράστιες συγκεντρώσεις —η συνάντηση στο Kane Ridge, στο Kentucky (1801), μάζεψε δέκα ως είκοσι χιλιάδες άτομα με σαράντα ιεροκήρυκες— και με συνεχή οργιαστική υστερία που δύσκολα τη συλλαμβάνει κανείς: άντρες και γυναίκες «σπαρταρούσαν», χόρευαν μέχρις εξαντλήσεως, έπεφταν σε έκσταση κατά χιλιάδες, μιλούσαν «ετέραις γλώσσαις» ή γάβγιζαν σαν σκυλιά. Η απομακρυσμένη περιοχή και το τραχύ φυσικό ή κοινωνικό περιβάλλον, ή ο συνδυασμός και των δύο, ευνοούσαν τη θρησκευτική αυτή αναζωπύρωση, την οποία οι πλανόδιοι ιεροκήρυκες εισήγαγαν στην Ευρώπη προκαλώντας έτσι μια προλεταριακή-δημοκρατική απόσχιση από τους Μεθοδιστές του Wesley (τους λεγόμενους Πρωτομεθοδιστές) μετά το 1808, που

Page 186: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εξαπλώθηκε ιδίως στις τάξεις των Βρετανών ανθρακωρύχων και των γεωργών του Βορρά, στις τάξεις των ψαράδων της Βόρειας θάλασσας, των αγρεργατών και των εξαθλιωμένων οικοτεχνών που δούλευαν με πενιχρότατη αμοιβή για τις βιομηχανίες των Midlands. Τέτοια ξεσπάσματα θρησκευτικής υστερίας σημειώθηκαν κατά καιρούς σε ολόκληρη την περίοδο που μας απασχολεί—στη νότια Ουαλλία εμφανίστηκαν στα 1807-9, 1828-30, 1839-42, 1849 και 185911

III

και ευθύνονται για τις σημαντικότερες αυξήσεις της αριθμητικής δύναμης των διαφόρων δογμάτων. Δεν μπορούν να αποδοθούν σε μία και μόνη αιτία. Ορισμένα συνέπεσαν με περιόδους οξείας έντασης και αναταραχής (όπως έγινε με όλες —πλην μιας— τις περιόδους ταχύτατης επέκτασης των Μεθοδιστών κατά την περίοδό μας), αλλά κάποτε συνέπιπταν και με την ταχεία ανάκαμψη μετά από ύφεση, και κάποτε προκαλούνταν από κοινωνικές συμφορές, όπως οι επιδημίες χολέρας, που γέννησαν ανάλογα θρησκευτικά φαινόμενα σε άλλες χριστιανικές χώρες.

Επομένως, από καθαρά θρησκευτική άποψη, πρέπει να δούμε την εποχή που μας απασχολεί ως μια περίοδο κατά την οποία η εντεινόμενη προσπάθεια «εκκοσμίκευσης» και (στην Ευρώπη) η θρησκευτική αδιαφορία είχαν να παλέψουν με εκδηλώσεις θρησκευτικής αναζωπύρωσης στην πιο αδιάλλακτη, ανορθολογική και παρορμητική μορφή τους. Στο ένα άκρο είναι ο Tom Paine και στο άλλο ο William Miller, ο χιλιαστής. Ο καθαρά αθεϊστικός μηχανικός υλισμός του Γερμανού φιλοσόφου Feuerbach (1804-1872), στη δεκαετία του 1830, συγκρουόταν με τους νέους του Κινήματος της Οξφόρδης που αντιμάχονταν τη νοησιαρχία και υποστήριζαν την ιστορική ακρίβεια των βίων αγίων των αρχών του Μεσαίωνα.

Η επιστροφή στη μαχητική, σχολαστική και παλαιού τύπου θρησκεία είχε τρεις όψεις. Για τις μάζες ήταν, σε γενικές γραμμές, η μέθοδος για να αντεπεξέρχονται στη θλιβερή και απάνθρωπη καταπιεστική κοινωνία του αστικού φιλελευθερισμού: κατά τα λόγια του Μαρξ (που δεν ήταν άλλωστε ο μόνος που χρησιμοποίησε τέτοια φρασεολογία) ήταν η «καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, όπως είναι το πνεύμα σε συνθήκες μη πνευματικές [...] το όπιο του λαού».12

Για τη μοναρχία και την αριστοκρατία, καθώς και για όλους όσοι ήταν στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, ήταν παράγοντας κοινωνικής σταθερότητας. Είχαν μάθει από τη Γαλλική Επανάσταση ότι η Εκκλησία ήταν ο ισχυρότερος στυλοβάτης του θρόνου. Λαοί θεοσεβείς και αναλφάβητοι όπως οι Νοτιοϊταλοί, οι Ισπανοί, οι Τυρολέζοι και οι Ρώσοι άρπαξαν τα όπλα για να υπερασπιστούν την Εκκλησία και τον ηγεμόνα τους όταν τους απειλούσαν ξένοι, άπιστοι και επαναστάτες, με τις ευλογίες και, κάποτε, υπό την ηγεσία των ιερέων. Λαοί θεοσεβείς και αναλφάβητοι θα έμεναν ευχαριστημένοι στη φτώχεια που τους

Η θρησκεία άλλωστε προσπάθησε να δημιουργήσει κοινωνικούς και, κάποτε, εκπαιδευτικούς και πολιτικούς θεσμούς σ' ένα περιβάλλον που δεν διέθετε κανένα θεσμό. Στους πολιτικά καθυστερημένους λαούς έδωσε την πρώτη έκφραση στις δυσαρέσκειες και τις φιλοδοξίες τους. Με τη σχολαστικότητά της, τη συναισθηματική της φόρτιση και τις προλήψεις της διαμαρτυρόταν τόσο κατά της κοινωνίας ολόκληρης, όπου επικρατούσε ο ορθολογικός υπολογισμός, όσο και κατά των ανώτερων τάξεων που στρέβλωναν τη θρησκεία κατά το δοκούν.

Για τις μεσαίες τάξεις που αναδύονταν από τις μάζες, η θρησκεία μπορούσε να είναι ισχυρό ηθικό έρεισμα, η δικαίωση της κοινωνικής τους υπόστασης ενάντια στην περιφρόνηση και το μίσος της παραδοσιακής κοινωνίας, καθώς και μέσο για την ανάπτυξή τους. Αν ήταν σεκταριστές, τους ελευθέρωνε από τα δεσμά της κοινωνίας αυτής. Έδινε στα κέρδη τους μεγαλύτερη ηθική διάσταση από το απλό ορθολογικό κίνητρο του προσωπικού συμφέροντος. Νομιμοποιούσε τη σκληρότητά τους προς τους καταπιεσμένους, και, σε συνδυασμό με το εμπόριο, εκπολίτιζε τους ειδωλολάτρες εθνικούς και τόνωνε την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Page 187: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

έταξε ο Θεός, υπακούοντας σε ηγέτες που τους έδωσε η Θεία Πρόνοια. Και θα ζούσαν απλά, ηθικά και φρόνιμα, απρόσβλητοι από την ανατρεπτική επιρροή του ορθού λόγου. Για τις συντηρητικές κυβερνήσεις μετά το 1815 —και ποιες κυβερνήσεις δεν ήταν συντηρητικές στην ηπειρωτική Ευρώπη;— η ενθάρρυνση του θρησκευτικού αισθήματος και η υποστήριξη των Εκκλησιών ήταν τόσο αναπόσπαστα στοιχεία πολιτικής όσο και η οργάνωση αστυνομίας και λογοκρισίας· διότι ο ιερέας, ο αστυνόμος και ο λογοκριτής ήταν πια οι τρεις κύριοι στυλοβάτες της αντίδρασης ενάντια σε κάθε επαναστατική αναταραχή.

Για τις περισσότερες κατεστημένες κυβερνήσεις ήταν αρκετό ότι ο Ιακωβινισμός απειλούσε τους Θρόνους και οι Εκκλησίες τους υποστήριζαν. Εντούτοις, για μια ομάδα ρομαντικών διανοουμένων και ιδεολόγων, η συμμαχία Θρόνου και Άμβωνα είχε βαθύτερη σημασία: συνέβαλλε στην προστασία της παλιάς, οργανικής και ζωντανής κοινωνίας από τη διάβρωση που προκαλούσε ο ορθός λόγος και ο φιλελευθερισμός, και το άτομο έβρισκε σ' αυτήν καλύτερη έκφραση της τραγικής του θέσης από αυτήν που πρόσφεραν οι ορθολογιστές. Στη Γαλλία και στην Αγγλία αυτές οι ερμηνείες της συμμαχίας Θρόνου και Άμβωνα δεν είχαν μεγάλη πολιτική σημασία, όπως άλλωστε δεν είχε και η ρομαντική αναζήτηση μιας τραγικής και προσωπικής θρησκείας. (Ο σημαντικότερος απ' όσους μελέτησαν το βάθος της ανθρώπινης καρδιάς, ο Δανός Søren Kierkegaard, 1813-1855, προερχόταν από μικρή χώρα και ήταν περιορισμένη η απήχηση που είχε στους συγχρόνους του· όλη του τη φήμη την απέκτησε μετά θάνατον.) Εντούτοις, στα γερμανικά κράτη και στη Ρωσία, τα προπύργια αυτά της αντίδρασης, οι ρομαντικοί-αντιδραστικοί διανοούμενοι έπαιζαν κάποιο ρόλο στα πολιτικά πράγματα ως δημόσιοι υπάλληλοι, συντάκτες μανιφέστων και προγραμμάτων και, σε περιπτώσεις που οι ίδιοι οι μονάρχες έτειναν προς τη διανοητική ανισορροπία (όπως ο Αλέξανδρος Α' της Ρωσίας και ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ' της Πρωσίας), ως ιδιωτικοί σύμβουλοι. Σε γενικές πάντως γραμμές, άτομα όπως ο Friedrich Gentz και ο Adam Müller ήταν ήσσονες προσωπικότητες, και ο θρησκευτικός τους μεσαιωνισμός (τον οποίο δεν εμπιστευόταν ούτε ο ίδιος ο Metternich) ήταν απλώς μια μικρή φιοριτούρα παραδοσιαρχίας για να προετοιμάσει την έλευση των αστυνόμων και των λογοκριτών στους οποίους στηρίζονταν οι βασιλείς. Η ισχύς της Ιεράς Συμμαχίας της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας, που επρόκειτο να διατηρήσει την τάξη στην Ευρώπη μετά το 1815, βασιζόταν όχι στον σταυροφορικό μυστικισμό της επωνυμίας της αλλά στην απλή απόφαση να χρησιμοποιηθούν ρωσικά, πρωσικά ή αυστριακά όπλα για την κατάπνιξη οποιουδήποτε ανατρεπτικού κινήματος. Εξάλλου, οι γνήσια συντηρητικές κυβερνήσεις είχαν την τάση να μην εμπιστεύονται τους διανοουμένους και τους ιδεολόγους, ακόμη κι αν ήταν αντιδραστικοί, διότι αν γινόταν δεκτή η αρχή του σκέπτεσθαι και όχι του πειθαρχείν, τότε το τέλος θα ήταν επί θύραις. Όπως έγραφε το 1819 ο Friedrich Gentz (ο γραμματέας του Metternich) στον Adam Müller:

«Εξακολουθώ να υποστηρίζω την πρόταση: "Προκειμένου να μη γίνει κατάχρηση του Τύπου, απολύτως τίποτε δεν θα τυπωθεί τα επόμενα [...] χρόνια. Τελεία και παύλα". Αν εφαρμοστεί η αρχή αυτή ως δεσμευτικός κανόνας, με λίγες και σπάνιες εξαιρέσεις που θα εγκρίνει ένα σαφέστατα ανώτερο Δικαστήριο, θα πρέπει σε σύντομο χρονικό διάστημα να βρούμε το δρόμο της επιστροφής μας στο Θεό και την Αλήθεια».13

Παρ' όλα αυτά, μολονότι οι αντιφιλελεύθεροι ιδεολόγοι είχαν μικρή πολιτική βαρύτητα, η φυγή τους από τη φρίκη του φιλελευθερισμού προς ένα θεοσεβές και οργανικό παρελθόν είχε μεγάλο θρησκευτικό ενδιαφέρον, γιατί προκάλεσε σημαντική αναζωπύρωση του ρωμαιοκαθολικισμού ανάμεσα στους ευαίσθητους νέους των ανώτερων τάξεων. Μήπως κι ο προτεσταντισμός δεν ήταν ο άμεσος πρόδρομος του ατομικισμού, του ορθολογισμού και του φιλελευθερισμού; Αν μια αληθινά θεοσεβής κοινωνία μπορούσε από μόνη της να γιατρέψει την ασθένεια του 19ου αιώνα, δεν θα ήταν άραγε αυτή η αληθινά χριστιανική κοινωνία του

Page 188: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

καθολικού Μεσαίωνα; i Ως συνήθως, ο Gentz πρόβαλλε τον καθολικισμό με σαφήνεια που δεν ταίριαζε στο θέμα:

«Ο Προτεσταντισμός είναι η πρώτη, η αληθινή, η μόνη πηγή όλων των φριχτών κακών που κάτω τους στενάζουμε σήμερα. Αν είχε απλώς αρκεστεί στον ορθολογισμό, ίσως να μπορούσαμε και να αναγκαζόμαστε να τον ανεχτούμε, μια και στην ανθρώπινη φύση είναι ριζωμένη η τάση της επιχειρηματολογίας. Ωστόσο, από τη στιγμή που οι κυβερνήσεις συμφώνησαν να δεχτούν τον προτεσταντισμό ως επιτρεπόμενη μορφή θρησκείας, ως έκφραση του χριστιανισμού, ως δικαίωμα του ανθρώπου, από τη στιγμή που του έδωσαν θέση στο κράτος πλάι στη μόνη αληθινή Εκκλησία, ή ακόμη και πάνω στα ερείπιά της, η θρησκευτική, η ηθική και η πολιτική τάξη του κόσμου διαλύθηκαν αυτοστιγμεί. [...] Ολόκληρη η Γαλλική Επανάσταση και η ακόμη χειρότερη επανάσταση που πρόκειται να ξεσπάσει στη Γερμανία ξεπήδησαν από αυτήν την ίδια πηγή».14

Ακόμη όμως και στους κόλπους της οργανωμένης θρησκείας —τουλάχιστον της ρωμαιοκαθολικής, της προτεσταντικής και της εβραϊκής— το υπονομευτικό έργο του φιλελευθερισμού είχε αρχίσει. Στη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το κύριο πεδίο δράσης του ήταν η Γαλλία και η σπουδαιότερη μορφή του ήταν ο Hugues-Felicité-Robert de Lamennais (1782-1854), που πέρασε από τον ρομαντικό συντηρητισμό σε ένα είδος επαναστατικής εξιδανίκευσης του λαού, που τον έφερε κοντά στο σοσιαλισμό. Το έργο του Lamennais Paroles d'un Croyant (1834) προκάλεσε σάλο στις κυβερνήσεις, που δεν περίμεναν να δεχτούν επίθεση με ένα τόσο σίγουρο όπλο για την υπεράσπιση του κατεστημένου όπως ο καθολικισμός. Η Ρώμη γρήγορα καταδίκασε τον Lamennais. Ωστόσο, ο φιλελεύθερος καθολικισμός επιβίωσε στη Γαλλία, μια χώρα πάντοτε επιρρεπή σε θρησκευτικές τάσεις που παράλλασσαν ελαφρώς από τις τάσεις της Ρώμης. Και στην Ιταλία, το ισχυρό επαναστατικό ρεύμα της δεκαετίας του 1830 και του 1840 παρέσυρε στη δίνη του ορισμένους καθολικούς

Έτσι, ομάδες εκστατικών νεαρών ρίχτηκαν από τη φρίκη της διανόησης στη θερμή αγκαλιά της Ρώμης με φλογερό ενθουσιασμό, αποδεχόμενοι την αγαμία, τον αυτοβασανισμό του ασκητισμού, τα πατερικά κείμενα, ή απλώς και μόνο το θερμό και αισθητικά ικανοποιητικό τελετουργικό της Εκκλησίας. Όπως θα περίμενε κανείς, οι νέοι αυτοί προέρχονταν ως επί το πλείστον από προτεσταντικές χώρες: οι Γερμανοί ρομαντικοί ήταν κατά κανόνα Πρώσοι. Το «Κίνημα της Οξφόρδης» της δεκαετίας του 1830 είναι το πιο γνώριμο φαινόμενο αυτού του τύπου για τους Αγγλοσάξονες, μολονότι είναι τυπικά βρετανικό στο βαθμό που μόνο ορισμένοι από τους νεαρούς φανατικούς, οι οποίοι εξέφραζαν έτσι το πνεύμα του πιο σκοταδιστικού και αντιδραστικού πανεπιστημίου, προσχώρησαν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία και, ιδίως, ο προικισμένος J. Η. Newman (1801-1890). Οι υπόλοιποι βρήκαν συμβιβαστική λύση και εντάχθηκαν ως «τυπολάτρες» στην Αγγλικανική Εκκλησία, την οποία θεωρούσαν αληθινή Καθολική Εκκλησία, και επιχείρησαν, προς φρίκην των μελών της με αντίθετες και φιλελεύθερες τάσεις, να τη στολίσουν με άμφια και λιβάνια κι άλλες καθολικές συνήθειες. Οι νέοι προσήλυτοι αποτελούσαν γρίφο για τις εκ παραδόσεως καθολικές ευγενείς οικογένειες, που έβλεπαν τη θρησκεία τους ως οικογενειακό έμβλημα, και για τη μάζα των Ιρλανδών μεταναστών που πύκνωναν όλο και περισσότερο τις τάξεις του βρετανικού καθολικισμού. Αλλ' ούτε και οι επιφυλακτικοί και ρεαλιστές αξιωματούχοι του Βατικανού εκτιμούσαν πλήρως τον ευγενή ζήλο των νεοφώτιστων. Επειδή όμως κατάγονταν από εξαίρετες οικογένειες, και ίσως η μεταστροφή των ανώτερων τάξεων να ήταν προάγγελος της μεταστροφής των κατώτερων, τους υποδέχτηκαν ως ελπιδοφόρο σημάδι της κατακτητικής δύναμης της Εκκλησίας.

i Στη Ρωσία, όπου ανθούσε ακόμη η πραγματικά χριστιανική κοινωνία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η αντίστοιχη τάση δεν ήταν τόσο η επιστροφή στην αγνή θεοσέβεια του παρελθόντος αλλά η καταφυγή στα απύθμενα βάθη του μυστικισμού που πρόσφερε η ορθοδοξία του παρόντος.

Page 189: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

διανοητές όπως ο Rosmini και ο Gioberti (1801-1852), ο υπέρμαχος της φιλελεύθερης Ιταλίας, της ενωμένης υπό τον Πάπα. Εντούτοις, ο κύριος κορμός της Εκκλησίας ήταν μαχητικά και εντονότατα αντιφιλελεύθερος.

Οι μειοψηφίες και οι αιρέσεις των προτεσταντών ήταν φυσικά πολύ πιο κοντά στο φιλελευθερισμό, τουλάχιστον στην πολιτική: Γάλλος ουγενότος σήμαινε τουλάχιστον μετριοπαθής φιλελεύθερος. (Ο πρωθυπουργός του Λουδοβίκου Φιλίππου, ο Guizot, ήταν ένας απ' αυτούς.) Οι προτεσταντικές επίσημες Εκκλησίες, όπως η Αγγλικανή και η Λουθηρανική, ήταν πιο συντηρητικές πολιτικά, αλλά η θεολογία τους ήταν λιγότερο ανθεκτική στη διάβρωση που έφερναν η βιβλική επιστημοσύνη και η ορθολογική έρευνα. Οι Εβραίοι ήταν ασφαλώς πλήρως εκτεθειμένοι στη δύναμη του φιλελεύθερου ρεύματος. Άλλωστε σ' αυτό όφειλαν την πολιτική και την κοινωνική τους χειραφέτηση. Η πολιτιστική αφομοίωση ήταν ο στόχος όλων των χειραφετημένων Εβραίων. Οι πιο ακραίοι από τους ευρωπαΐζοντες εγκατέλειψαν την παλιά τους θρησκεία για τη χριστιανική σύμβαση ή τον αγνωστικισμό, όπως ο πατέρας του Μαρξ και ο ποιητής Heinrich Heine (που ανακάλυψε ωστόσο ότι οι Εβραίοι δεν παύουν να είναι Εβραίοι, τουλάχιστον για τον έξω κόσμο, όταν σταματήσουν να πηγαίνουν στη συναγωγή). Οι λιγότερο ακραίοι ανέπτυξαν ένα φιλελεύθερο είδος Ιουδαϊσμού. Μόνο στις μικρές πόλεις συνεχίστηκε σχεδόν αναλλοίωτη η ζωή του γκέτο, όπου κυριαρχούσε η Τορά και το Ταλμούδ.

Page 190: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ' ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ: ΘΥΡΑΘΕΝ

[Ο κ. Bentham] φτιάχνει στον τόρνο, έτσι για άσκηση, ξύλινα εργαλεία, και φαντάζεται ότι το ίδιο μπορεί να κάνει με τους ανθρώπους. Δεν αγαπά ιδιαίτερα την ποίηση και αδυνατεί να βγάλει ηθικό δίδαγμα από τον Shakespeare. Το σπίτι του θερμαίνεται και φωτίζεται με ατμό. Ανήκει σ' αυτούς που προτιμούν το τεχνητό από το φυσικό στα περισσότερα πράγματα, και θεωρεί παντοδύναμο τον ανθρώπινο νου. Περιφρονεί ιδιαίτερα την ύπαιθρο, τα πράσινα λιβάδια και τα δέντρα και ανάγει τα πάντα στην ωφελιμότητα.

W. HAZLITT, The Spirit of the Age (1825)

Οι κομουνιστές απαξιούν να κρύψουν τις απόψεις και τους στόχους τους. Δηλώνουν ανοιχτά ότι μόνο με τη βίαιη ανατροπή της παρούσας κατάστασης μπορούν να επιτύχουν το σκοπό τους. Αφήστε τις άρχουσες τάξεις να τρέμουν το ενδεχόμενο κομουνιστικής επανάστασης. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτε παρά μόνο τα δεσμά τους. Έχουν όμως έναν κόσμο να κερδίσουν. Εργαζόμενοι όλων των χωρών, ενωθείτε!

ΜΑΡΞ και Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ Μανιφέστο του Κομουνιστικού Κόμματος (1848)

Ι

Εξετάζοντας τον κόσμο του 1789-1848 θα πρέπει να δώσουμε την πρώτη θέση από ποσοτική άποψη στη θρησκευτική ιδεολογία, από ποιοτική στη θύραθεν. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλοι οι σημαντικοί διανοητές της περιόδου μας μιλούσαν τη θύραθεν γλώσσα, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Πολλά από τα θέματα της διανόησής τους (καθώς και όσα οι κοινοί άνθρωποι θεωρούσαν δεδομένα χωρίς συνειδητή σκέψη) θα συζητηθούν στα ειδικότερα κεφάλαια για την επιστήμη και τις τέχνες· ορισμένα έχουν ήδη συζητηθεί. Εδώ θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας σ' αυτό που άλλωστε ήταν και το μείζον θέμα που προέκυψε από τη διττή επανάσταση: το χαρακτήρα της κοινωνίας και τον τρόπο που εξελισσόταν ή που έπρεπε να ακολουθήσει. Για το ουσιώδες αυτό πρόβλημα, δύο ήταν οι βασικές απόψεις: η άποψη που αποδεχόταν την πορεία του κόσμου και η άποψη που δεν την αποδεχόταν· με άλλα λόγια, αυτοί που πίστευαν στην πρόοδο και οι υπόλοιποι. Διότι, κατά μια έννοια, μία μόνο σημαντική κοσμοθεωρία υπήρχε, και αρκετές άλλες απόψεις που, ανεξάρτητα από την αξία τους, ήταν κατά κύριο λόγο αρνητικές κριτικές της κοσμοθεωρίας αυτής, του θριαμβευτικού, ορθολογικού, ανθρωπιστικού «Διαφωτισμού» του 18ου αιώνα. Οι υπέρμαχοι του πίστευαν ακράδαντα (και ορθώς) ότι η ιστορία της ανθρωπότητας ακολουθεί πορεία ανοδική μάλλον παρά καθοδική ή με διακυμάνσεις στο ίδιο επίπεδο. Παρατηρούσαν ότι η επιστημονική γνώση του ανθρώπου και ο τεχνικός του έλεγχος πάνω στη φύση αυξάνονταν καθημερινά. Πίστευαν πως η κοινωνία και το άτομο μπορούσαν να τελειωθούν με την εφαρμογή και μόνο του ορθού λόγου, και ότι ο προορισμός τους ήταν πράγματι να τελειωθούν μέσα από την ιστορική τους εξέλιξη. Στα σημεία αυτά συμφωνούσαν οι αστοί φιλελεύθεροι με τους επαναστάτες προλετάριους σοσιαλιστές.

Ως το 1789, η πιο ισχυρή και πιο προηγμένη μορφή αυτής της ιδεολογίας της προόδου ήταν ο κλασικός αστικός φιλελευθερισμός. Το βασικό του μάλιστα σύστημα είχε υποστεί τέτοια επεξεργασία ήδη κατά τον 17ο και 18ο αιώνα που σχεδόν δεν έχει θέση στον τόμο αυτό. Ήταν μια στενή, διαυγής και αιχμηρή φιλοσοφία, που βρήκε τους θερμότερους υποστηρικτές της, όπως θα ανέμενε κανείς, στη Βρετανία και τη Γαλλία.

Ήταν εντονότατα ορθολογική και κοσμική, δηλαδή πεπεισμένη για την ικανότητα του ανθρώπου να κατανοεί τα πάντα και να λύνει όλα τα προβλήματα με τη λογική, ενώ η τάση

Page 191: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

για άλογη συμπεριφορά και θεσμοί όπως η παραδοσιαρχία και όλες οι θρησκείες, πλην της ορθολογικής, θεωρούνταν ότι οδηγούν μάλλον σε σκοταδισμό παρά σε διαφωτισμό. Από φιλοσοφική άποψη έτεινε προς τον υλισμό ή τον εμπειρισμό, ιδεολογία ενδεδειγμένη αφού αντλούσε τη δύναμη και τις μεθόδους της από την επιστήμη, και συγκεκριμένα από τα μαθηματικά και τη φυσική της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα. Τις γενικές της θέσεις για τον κόσμο και τον άνθρωπο τις χαρακτήριζε ένας διάχυτος ατομισμός, που είχε μεγαλύτερη σχέση με την ενδοσκόπηση των αστών ή την παρατήρηση της συμπεριφοράς τους παρά με τις a priori αρχές τις οποίες πρόβαλλε ως βάση της. Εκφραζόταν με μια ψυχολογία (μολονότι η λέξη δεν υπήρχε το 1789) που απηχούσε τη μηχανική λειτουργία του 17ου αιώνα, τη λεγόμενη «συνειρμική σχολή».

Με λίγα λόγια, σύμφωνα με τον κλασικό φιλελευθερισμό, η ανθρωπότητα απαρτίζεται από αυτόνομα άτομα με ορισμένα εγγενή πάθη και παρορμήσεις, που το καθένα επιζητεί πάνω απ' όλα να μεγιστοποιήσει την ικανοποίησή του και να ελαχιστοποιήσει τη δυσαρέσκειά του. Ως προς αυτό, είναι ίσο με τα άλλα άτομα και, «φυσικώ τω λόγω», δεν αναγνωρίζει περιορισμούς ή δικαιώματα έξωθεν παρέμβασης στις ορμές του.i

Στην πραγματικότητα, ο καθαρός ωφελιμισμός, που τελικά ανάγει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις αποκλειστικά και μόνο στο παραπάνω σχήμα, περιοριζόταν σε φιλοσόφους που στερούνταν εντελώς λεπτότητας, όπως ο πολύς Thomas Hobbes τον 17ο αιώνα, ή σε ιδιαίτερα τολμηρούς υπέρμαχους της μεσαίας τάξης, όπως η σχολή των Βρετανών στοχαστών και δημοσιολόγων που συνδέεται με τα ονόματα του Jeremy Bentham (1748-1832), του James Mill (1773-1836), και προπάντων οι οικονομολόγοι της κλασικής πολιτικής οικονομίας. Κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, μια ιδεολογία που με τόσο ολοκληρωτικό τρόπο θεωρούσε τα πάντα —εκτός από τον ορθολογικό υπολογισμό του προσωπικού συμφέροντος— «ύψιστες ανοησίες» («nonsense on stilts», για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Bentham), ερχόταν σε σύγκρουση με κάποια ισχυρά ένστικτα της αστικής συμπεριφοράς που σκόπευε να προαγάγει.

Με άλλα λόγια, κάθε άνθρωπος κατέχει «φυσικώ τω λόγω» το δικαίωμα της ζωής, της ελευθερίας και της αναζήτησης της ευτυχίας, κατά τη διατύπωση της Αμερικανικής Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας, μολονότι οι πιο λογικοί φιλελεύθεροι στοχαστές προτίμησαν να μην αναγάγουν τις αρχές αυτές σε «φυσικά δικαιώματα». Κατά την επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος, κάθε άτομο σ' αυτή την αναρχία των ίσων ανταγωνιστών βρήκε ότι ήταν επωφελές ή αναπόφευκτο να συνάψει ορισμένες σχέσεις με άλλα άτομα, και το σύμπλεγμα αυτό των επωφελών ρυθμίσεων —που συχνά ονομάζεται «σύμβαση», κατά την καθαρά εμπορική ορολογία— συνιστά την κοινωνία και τις κοινωνικές ή πολιτικές ομάδες. Ασφαλώς οι ρυθμίσεις αυτές και οι διασυνδέσεις συνεπάγονται κάποιον περιορισμό της εκ φύσεως απεριόριστης ελευθερίας του ατόμου να κάνει ό,τι θέλει, και ένα από τα καθήκοντα της πολιτικής είναι να μειώνει τις παρεμβάσεις αυτές στο ελάχιστο δυνατό. Εκτός ίσως από τις ομάδες που δεν επιδέχονται σμίκρυνση, όπως οι γονείς και τα παιδιά τους, ο «άνθρωπος» του κλασικού φιλελευθερισμού (που το φιλολογικό του σύμβολο ήταν ο Ροβινσώνας Κρούσος) είναι κοινωνικό ζώο μόνο στο βαθμό που συνυπάρχει σε μεγάλες ομάδες. Οι κοινωνικοί στόχοι είναι συνεπώς το άθροισμα των ατομικών στόχων. Η ευτυχία (όρος που προβληματίζει εξίσου όσους προσπαθούν να την ορίσουν και όσους την αναζητούν) ήταν ο απώτατος στόχος κάθε ατόμου· η μέγιστη ευτυχία του μέγιστου αριθμού ήταν επομένως ο στόχος της κοινωνίας.

ii

i Ο μέγας και πολύς Thomas Hobbes υποστήριζε μάλιστα σθεναρότατα την πλήρη ισότητα —στην πράξη— όλων των ατόμων σε όλα, εκτός της «επιστήμης».

Έτσι, μπορούσε να αποδειχτεί ότι το ορθολογικό προσωπικό συμφέρον

ii Δεν πρέπει να υποθέσει κανείς ότι το «προσωπικό συμφέρον» ταυτιζόταν απαραιτήτως με τον αντικοινωνικό εγωισμό. Οι ανθρωπιστές ωφελιμιστές που ενδιαφέρονταν για το κοινωνικό σύνολο υποστήριζαν ότι η ικανοποίηση την οποία προσπαθούσε να μεγιστοποιήσει το άτομο περιλάμβανε, ή μπορούσε με τη σωστή παιδεία να περιλάβει, την «αγαθοεργία», δηλαδή τη σφοδρή

Page 192: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

πιθανότατα να δικαιολογούσε πολύ μεγαλύτερη παρέμβαση στη «φυσική ελευθερία» του ατόμου να κάνει ό,τι θέλει και να κρατά ό,τι κερδίζει απ' όση θα ήταν στοιχειωδώς ανεκτή. (Ο Thomas Hobbes, του οποίου τα έργα οι Βρετανοί ωφελιμιστές με ευλάβεια συγκέντρωσαν και δημοσίευσαν, είχε δείξει ότι το συμφέρον απέκλειε τους a priori περιορισμούς της κρατικής εξουσίας, και οι ίδιοι οι Μπενθαμιστές υποστήριζαν τη γραφειοκρατική κρατική διοίκηση, όποτε θεωρούσαν ότι εξασφάλιζε τη μέγιστη ευτυχία για τον μέγιστο αριθμό ατόμων το ίδιο εύκολα με το laissez-faire.) Κατά συνέπεια, όσοι επιδίωκαν να διασφαλίσουν την ατομική ιδιοκτησία, το επιχειρηματικό πνεύμα και την ατομική ελευθερία, συχνά προτιμούσαν να τους δώσουν τη μεταφυσική χροιά «φυσικών δικαιωμάτων» παρά την ευπρόσβλητη έννοια της «ωφελιμότητας». Άλλωστε, μια φιλοσοφία που εξάλειφε τελείως την ηθικότητα και το καθήκον, ανάγοντάς τα στον ορθολογικό υπολογισμό, μπορούσε ευκολότατα να αποδυναμώσει στα μάτια των αδαών φτωχών την έννοια της αιώνιας τάξης των πραγμάτων στην οποία βασιζόταν η κοινωνική σταθερότητα.

Γι' αυτούς και παρόμοιους λόγους, επομένως, ο ωφελιμισμός ποτέ δεν μονοπώλησε την αστική φιλελεύθερη ιδεολογία. Πρόσφερε το αιχμηρότερο ριζοσπαστικό εργαλείο για να αποκοπούν από τον κορμό της κοινωνίας οι παραδοσιακοί θεσμοί που αδυνατούσαν να δώσουν απάντηση στα θριαμβευτικά ερωτήματα όπως: Είναι ορθολογικό; Είναι ωφέλιμο; Συμβάλλει άραγε στη μέγιστη ευτυχία του μέγιστου αριθμού; Δεν ήταν όμως αρκετά ισχυρός ούτε για να εμπνεύσει την επανάσταση ούτε για να την αποσοβήσει. Ο φιλοσοφικά διστακτικός John Locke και όχι ο επιβλητικός Thomas Hobbes ήταν ο αγαπημένος στοχαστής του λαϊκού φιλελευθερισμού, γιατί αυτός τουλάχιστον θεωρούσε την ατομική ιδιοκτησία απαραβίαστη, το βασικότερο από τα «φυσικά δικαιώματα». Οι Γάλλοι επαναστάτες, πάλι, προτίμησαν να προβάλουν το αίτημά τους για ιδιωτική πρωτοβουλία (tout citoyen est libre d'employer ses bras, son industrie, et ses capitaux comme il juge bon et utile à lui - même. [...] Il peut fabriquer ce qui lui plaît et comme il lui plaît)1 με τη μορφή γενικού φυσικού δικαιώματος για ελευθερία. (L'exercice des droits naturels de chaque homme n'a de bornes que celles qui assurent aux autres membres de la société la jouissance des mêmes droits.)2

Η κοινωνική πρόταση της πολιτικής οικονομίας του Adam Smith ήταν και σύμμετρη και ενθαρρυντική. Ήταν αλήθεια ότι ουσιαστικά την ανθρωπότητα την αποτελούσαν άτομα κυρίαρχα, με ορισμένη ψυχολογική συγκρότηση, που επιδίωκαν το προσωπικό τους συμφέρον συναγωνιζόμενα το ένα το άλλο. Μπορούσε όμως να αποδειχτεί ότι οι

Στην πολιτική του σκέψη, λοιπόν, ο κλασικός φιλελευθερισμός παρεξέκλινε από την τολμηρή και σθεναρή πορεία που τον είχε μετατρέψει σε μια τόσο ισχυρή επαναστατική δύναμη. Εντούτοις, στην οικονομική του σκέψη είχε λιγότερες αναστολές, εν μέρει διότι η πίστη της μεσαίας τάξης στο θρίαμβο του καπιταλισμού ήταν πολύ μεγαλύτερη από την πίστη στην πολιτική υπεροχή της μπουρζουαζίας έναντι του απολυταρχισμού ή του αδαούς όχλου, εν μέρει διότι οι κλασικές θεωρίες για τη φύση και τη φυσική θέση του ανθρώπου αναμφίβολα ταίριαζαν πολύ περισσότερο στην ειδική κατάσταση της αγοράς απ' ό,τι στην κατάσταση της ανθρωπότητας εν γένει. Επομένως, η κλασική πολιτική οικονομία αποτελεί, με τον Thomas Hobbes, το εντυπωσιακότερο διανοητικό μνημείο της φιλελεύθερης ιδεολογίας. Η περίοδος της ακμής της είναι λίγο πριν από τα χρόνια που καλύπτει ο τόμος αυτός. Αρχίζει με την έκδοση του έργου του Adam Smith (1723-1790) Wealth of Nations, το 1776· κορυφώνεται το 1817 με την έκδοση του έργου του David Ricardo (1792-1823) Principles of Political Economy, και αρχίζει να παρακμάζει ή να μετασχηματίζεται το 1830. Η εκλαϊκευμένη μορφή της, ωστόσο, συνέχισε να προσελκύει οπαδούς ανάμεσα στους επιχειρηματίες της περιόδου που μας απασχολεί.

επιθυμία να βοηθά κανείς τους συνανθρώπους του. Το θέμα ήταν ότι δεν επρόκειτο για ηθικό καθήκον ή για πτυχή της κοινωνικής υπόστασης αλλά για κάτι που συνέβαλλε στην ευτυχία του ατόμου. «Το συμφέρον», υποστήριζε ο d'Holbach στο Système de la Nature, Ι, σ.268, «δεν είναι παρά αυτό που ο καθένας μας θεωρεί απαραίτητο για την ευτυχία του».

Page 193: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

δραστηριότητες αυτές, αν μείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο ανεξέλεγκτες, προκαλούν όχι μόνο μια «φυσική» κοινωνική τάξη (που διακρίνεται από τις τεχνητές τάξεις τις οποίες επιβάλλουν τα κατεστημένα συμφέροντα της αριστοκρατίας, ο σκοταδισμός, η παράδοση ή η αδαής παρέμβαση) αλλά και την ταχύτερη δυνατή αύξηση του «πλούτου των εθνών», την άνεση δηλαδή και την ευημερία, και συνεπώς την ευτυχία όλων των ανθρώπων. Η βάση αυτής της φυσικής τάξης ήταν ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας. Μπορούσε να αποδειχτεί επιστημονικά ότι η ύπαρξη μιας τάξης κεφαλαιοκρατών, που κατείχε τα μέσα παραγωγής, τους ωφελούσε όλους, ακόμη και την τάξη των εργατών που δούλευαν για λογαριασμό της, όπως θα μπορούσε να αποδειχτεί επιστημονικά και ότι τα συμφέροντα της Βρετανίας και της Τζαμάικας εξυπηρετούνταν περίφημα με τη μια χώρα να παράγει βιομηχανικά προϊόντα και την άλλη ακατέργαστη ζάχαρη. Διότι ο πλούτος των εθνών αυξανόταν χάρη στις δραστηριότητες των επιχειρηματιών που διέθεταν ιδιοκτησία και χάρη στη συσσώρευση κεφαλαίου. Μπορούσε να αποδειχτεί ότι οποιαδήποτε άλλη μέθοδος θα επιβράδυνε το ρυθμό της αύξησής του ή θα τον σταματούσε εντελώς. Η οικονομικά άνιση κοινωνία, εξάλλου, που αναπόφευκτα προέκυπτε από τις ανθρώπινες δραστηριότητες, δεν ήταν ασυμβίβαστη με τη φυσική ισότητα όλων των ανθρώπων ή με τη δικαιοσύνη. Διότι, εκτός από την εξασφάλιση μιας καλύτερης ζωής ακόμη και στον φτωχότερο άνθρωπο, βασιζόταν στην πιο δίκαιη απ' όλες τις σχέσεις, στην ανταλλαγή δηλαδή ισοδύναμων αγαθών στην αγορά. Όπως τόνισε σύγχρονος μελετητής: «Κανείς δεν εξαρτιόταν από τη φιλανθρωπία των άλλων· για οτιδήποτε έπαιρνε κανείς από οποιονδήποτε, έπρεπε να δώσει σε αντάλλαγμα κάτι αντίστοιχο και ισοδύναμο. Το παιχνίδι άλλωστε των φυσικών δυνάμεων θα ήταν καταστρεπτικό για όποια κατάσταση δεν βασιζόταν σε συνεισφορά στο κοινό καλό».3

Η ισχύς αυτής της υπεραισιόδοξης άποψης έγκειτο όχι μόνο στην αδιαφιλονίκητη —όπως πιστευόταν— ικανότητά της να αποδεικνύει τα οικονομικά της θεωρήματα με παραγωγικό συλλογισμό αλλά και στην προφανή πρόοδο του καπιταλισμού και του πολιτισμού τον 18ο αιώνα. Αντίστροφα, άρχισε να κλονίζεται όχι μόνο επειδή ο Ricardo ανακάλυψε αντιφάσεις στο σύστημα, τις οποίες είχε παραβλέψει ο Smith, αλλά επειδή τα οικονομικά και κοινωνικά αποτελέσματα του καπιταλισμού αποδείχτηκαν λιγότερο ικανοποιητικά απ' ό,τι είχε προβλεφθεί. Η πολιτική οικονομία στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα έγινε η «θλιβερή» μάλλον παρά η αίσια επιστήμη. Ασφαλώς θα μπορούσε ακόμη να υποστηριχτεί ότι η αθλιότητα των φτωχών, που (όπως ισχυριζόταν ο Malthus στο περίφημο Essay on Population, 1798) ήταν καταδικασμένοι να φυτοζωούν ή να λιμοκτονούν, ή που (όπως ισχυριζόταν ο Ricardo) υπέφεραν από την καθιέρωση των μηχανών,

Η πρόοδος, επομένως, ήταν το ίδιο «φυσική» όσο και ο καπιταλισμός. Με την άρση των τεχνητών εμποδίων που είχε κληροδοτήσει το παρελθόν, ήταν αναπόφευκτη, και ήταν προφανές ότι η πρόοδος της παραγωγής ήταν παράλληλη με αυτή των τεχνών, της επιστήμης και του πολιτισμού εν γένει. Δεν θα πρέπει να υποθέσει κανείς ότι όσοι είχαν αυτές τις απόψεις απλώς συνηγορούσαν υπέρ των κατεστημένων συμφερόντων των επιχειρηματιών. Ήταν άνθρωποι που πίστευαν, και αρκετά δικαιολογημένα για τις ιστορικές συνθήκες, ότι ο δρόμος για την πρόοδο της ανθρωπότητας περνούσε μέσα από τον καπιταλισμό.

i

Η πολιτική οικονομία του David Ricardo, αυτό το αριστούργημα του αυστηρού παραγωγικού

εξακολουθούσε να αποτελεί τη μέγιστη ευτυχία του μέγιστου αριθμού, ο οποίος απλώς ήταν πολύ μικρότερος απ' ό,τι ίσως είχε ελπίσει κανείς. Όλα αυτά, καθώς και οι σημαντικές δυσκολίες που αντιμετώπισε η καπιταλιστική ανάπτυξη στην περίοδο από το 1810 περίπου ως τη δεκαετία του 1840, μείωσαν την αισιοδοξία και έδωσαν έναυσμα για κριτική, ιδίως στο θέμα της κατανομής έναντι της παραγωγής, που είχε κατά κύριο λόγο απασχολήσει τη γενιά του Smith.

i Η άποψη της εργατικής τάξης ότι η χρησιμοποίηση μηχανημάτων συχνά είναι επιζήμια για τα συμφέροντά της δεν βασίζεται σε προκατάληψη ή σφάλμα αλλά είναι σύμφωνη με τις ορθές αρχές της πολιτικής οικονομίας». Principles, σ. 383.

Page 194: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

συλλογισμού, συνέβαλε ώστε να υπεισέλθουν σημαντικά στοιχεία ασυμφωνίας στη φυσική αρμονία την οποία υποστήριζαν οι προηγούμενοί του οικονομολόγοι. Τόνιζε μάλιστα, πολύ περισσότερο απ' όσο ο Smith, ορισμένους παράγοντες, που ίσως να σταματούσαν τη μηχανή της οικονομικής προόδου μειώνοντας την παροχή του βασικού της καυσίμου, όπως π.χ. η τάση για μείωση του συντελεστή κέρδους. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι ο Ricardo πρόσφερε τη βασική γενική θεωρία περί αξίας, που ευκολότατα θα μπορούσε να μεταβληθεί σε ισχυρό επιχείρημα κατά του καπιταλισμού. Παρ' όλα αυτά, η τεχνική του υπεροχή ως στοχαστή και η θερμότατη συνηγορία του στους πρακτικούς στόχους τους οποίους υποστήριζαν οι περισσότεροι Βρετανοί επιχειρηματίες —ελεύθερο εμπόριο και εχθρότητα για τους γαιοκτήμονες— συνέβαλαν στην περαιτέρω εδραίωση της θέσης της κλασικής πολιτικής οικονομίας στη φιλελεύθερη ιδεολογία. Στην πράξη, οι δυνάμεις κρούσεως της βρετανικής αστικής μεταρρύθμισης στη μεταναπολεόντεια περίοδο είχαν για όπλα τόσο τον ωφελιμισμό του Bentham όσο και την οικονομία του Ricardo. Τα εντυπωσιακά εξάλλου επιτεύγματα του Smith και του Ricardo, με την υποστήριξη των επιτευγμάτων της βρετανικής βιομηχανίας και του βρετανικού εμπορίου, έκαναν την πολιτική οικονομία μια εν πολλοίς βρετανική επιστήμη, υποβιβάζοντας τους Γάλλους οικονομολόγους (που τον 18ο αιώνα ήταν τουλάχιστον στην ίδια σειρά με τους Βρετανούς) στον υποδεέστερο ρόλο των προκατόχων ή των επικούρων, και τους μη κλασικούς οικονομολόγους σε διασκορπισμένες επικριτικές φωνές. Η πολιτική οικονομία έγινε άλλωστε πρωτεύον σύμβολο της φιλελεύθερης προόδου. Η Βραζιλία θέσπισε πανεπιστημιακή έδρα για το γνωστικό αυτό αντικείμενο το 1808 —πολύ πριν από τη Γαλλία— την οποία κατέλαβαν ο εκλαϊκευτής του Adam Smith διαπρεπής Γάλλος οικονομολόγος J.B. Say και ο ωφελιμιστής αναρχικός William Godwin. Η Αργεντινή μόλις είχε γίνει ανεξάρτητη, όταν το 1823 άρχισε να διδάσκεται στο νέο πανεπιστήμιο του Buenos Aires η πολιτική οικονομία, με βάση τις μεταφράσεις του Ricardo και του James Mill που είχαν ήδη κυκλοφορήσει. Η Κούβα, ωστόσο, είχε προηγηθεί, θεσπίζοντας έδρα πολιτικής οικονομίας το 1818. Το γεγονός ότι η οικονομική συμπεριφορά των Λατινοαμερικανών ηγετών προκαλούσε φρίκη στους Ευρωπαίους κεφαλαιοκράτες και οικονομολόγους δεν επηρέαζε την προσκόλλησή τους στην οικονομική ορθοδοξία.

Στην πολιτική, όπως είδαμε, η φιλελεύθερη ιδεολογία δεν εμφάνιζε ούτε την ίδια συνοχή ούτε την ίδια συνέπεια. Θεωρητικά παρέμεινε διχασμένη ανάμεσα στον ωφελιμισμό και σε κάποιες προσαρμογές των πατροπαράδοτων δογμάτων του φυσικού νόμου και των φυσικών δικαιωμάτων, οι οποίες και είχαν τους περισσότερους θιασώτες. Στο πρακτικό της πρόγραμμα παρέμεινε επίσης διχασμένη ανάμεσα στην πίστη της για τη λαϊκή διακυβέρνηση, την κυβέρνηση δηλαδή πλειοψηφίας —που ήταν λογική και αντανακλούσε επίσης το γεγονός ότι αυτό που προκαλούσε τις επαναστάσεις και ασκούσε την ουσιαστική πολιτική πίεση πίσω από τις μεταρρυθμίσεις δεν ήταν η επιχειρηματολογία της αστικής τάξης αλλά η κινητοποίηση των μαζώνi — και στη δημοφιλέστερη πίστη στο σύστημα διακυβέρνησης από μια ελίτ με ιδιοκτησία — ανάμεσα δηλαδή στο «ριζοσπαστισμό» και τον «ουιγισμό», για να χρησιμοποιήσουμε τους βρετανικούς όρους. Διότι, αν η κυβέρνηση ήταν πραγματικά λαϊκή, και αν η πλειοψηφία πραγματικά κυβερνούσε (δηλαδή αν τα συμφέροντα της μειοψηφίας θυσιάζονταν, όπως ήταν λογικά αναπόφευκτο), θα μπορούσε άραγε η πλειοψηφία αυτή —«οι πολυμελέστερες και φτωχότερες τάξεις»4

Πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, η κύρια αιτία ανησυχίας στο θέμα αυτό ήταν η άγνοια και οι προκαταλήψεις των φτωχών εργαζομένων, που συχνότατα ήταν υπό την επιρροή της

— να εγγυθεί την ελευθερία και την εφαρμογή των επιταγών του ορθού λόγου, που συνέπιπταν, προφανώς, με το πρόγραμμα των αστών φιλελευθέρων;

i Ο Condorcet (1743-1794), του οποίου η σκέψη είναι, στην ουσία, ένα συμπίλημα από φωτισμένες αστικές αρχές, μεταστράφηκε με την πτώση της Βαστίλλης από οπαδός της περιορισμένης ψηφοφορίας σε θιασώτη της δημοκρατίας, που όμως θα πρόσφερε ισχυρές εγγυήσεις υπέρ του ατόμου και των μειονοτήτων.

Page 195: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εκκλησίας και του βασιλιά. Η ίδια η Επανάσταση γέννησε τον πρόσθετο κίνδυνο ενός αριστερού, αντικαπιταλιστικού προγράμματος, όπως αυτό που ενυπήρχε σιωπηρά (και κατά ορισμένους ρητά) σε ορισμένες όψεις της ιακωβινικής δικτατορίας. Κάποιοι μετριοπαθείς Ουίγοι στο εξωτερικό είχαν επισημάνει νωρίς τον κίνδυνο αυτό: ο Edmund Burke, του οποίου η οικονομική ιδεολογία συμφωνούσε απολύτως με τον Adam Smith,5 οπισθοχώρησε στην πολιτική του, ασπαζόμενος τη σαφώς ανορθολογική πίστη στην αξία της παράδοσης, της συνέχειας και της αργής οργανικής ανάπτυξης, που έκτοτε αποτέλεσαν το θεωρητικό έρεισμα του συντηρητισμού. Οι πρακτικού πνεύματος φιλελεύθεροι της ηπειρωτικής Ευρώπης δείλιαζαν να αποδεχτούν τη δημοκρατία ως πολίτευμα. Και προτιμούσαν τη συνταγματική μοναρχία με περιορισμούς στα εκλογικά δικαιώματα βάσει κριτηρίων ιδιοκτησίας ή, στην ανάγκη, οποιαδήποτε απολυταρχία παλαιού τύπου που εγγυόταν τα συμφέροντά τους. Μετά το 1793-94 μόνο μια άκρως δυσαρεστημένη μπουρζουαζία ή μια μπουρζουαζία με τεράστια αυτοπεποίθηση, όπως η βρετανική, ήταν πρόθυμη να ακολουθήσει τον James Mill και να εμπιστευθεί τον εαυτό της, πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να διατηρήσει μόνιμα την υποστήριξη της τάξης των φτωχών εργαζομένων ακόμη και σε σύστημα αβασίλευτης δημοκρατίας.

Οι κοινωνικές δυσαρέσκειες, τα επαναστατικά κινήματα και οι σοσιαλιστικές ιδεολογίες της μεταναπολεόντειας περιόδου ενέτειναν το δίλημμα αυτό, και η Επανάσταση του 1830 το όξυνε ακόμη περισσότερο. Ο φιλελευθερισμός και η δημοκρατία εμφανίστηκαν ως αντίπαλοι κι όχι ως σύμμαχοι, ενώ το τριπλό σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης», έμοιαζε μάλλον αντιφατικό. Φυσικά, το γεγονός αυτό ήταν προφανέστερο στην κοιτίδα της επανάστασης, τη Γαλλία. Ο Alexis de Tocqueville (1805-1859), που αφιέρωσε το εξαιρετικά κοφτερό μυαλό του στην ανάλυση των εγγενών τάσεων της Αμερικανικής Δημοκρατίας (1835) και αργότερα της Γαλλικής Επανάστασης, έχει την καλύτερη φήμη από όλους τους μετριοπαθείς φιλελεύθερους κριτικούς της δημοκρατίας στην περίοδο αυτή, ή μάλλον αποδείχτηκε ιδιαίτερα συμπαθής στους μετριοπαθείς φιλελευθέρους του Δυτικού Κόσμου μετά το 1945. Ίσως να 'ναι φυσική η εξέλιξη αυτή αν σκεφτούμε το απόφθεγμά του: «Από τον 18ο αιώνα πηγάζουν, σαν από κοινή πηγή, δυο ποταμοί. Ο ένας οδηγεί τους ανθρώπους στους ελεύθερους θεσμούς, ο άλλος στην απολυταρχία».6

II

Στη Βρετανία, επίσης, η μεγάλη εμπιστοσύνη του James Mill σε μια δημοκρατία υπό την ηγεσία της αστικής τάξης έρχεται σε φανερή αντίθεση με την αγωνία του γιου του John Stuart Mill (1806-1873) να διασφαλιστούν τα δικαιώματα της μειοψηφίας έναντι της πλειοψηφίας. Το έργο On Liberty (1859) του γενναιόφρονος αλλά ανήσυχου αυτού στοχαστή διέπεται από την αγωνία αυτή.

Ενώ η φιλελεύθερη ιδεολογία έχασε έτσι την αρχική της αυτοπεποίθηση —ορισμένοι φιλελεύθεροι άρχισαν να αμφισβητούν ακόμη και τον αναπόφευκτο χαρακτήρα και τη σκοπιμότητα της προόδου— μια νέα ιδεολογία, ο σοσιαλισμός, ανέλαβε να αναμορφώσει τις παλιές αλήθειες του 18ου αιώνα. Ο ορθός λόγος, η επιστήμη και η πρόοδος ήταν τα σταθερά του θεμέλια. Αυτό που διέκρινε τους σοσιαλιστές της περιόδου μας από τους οπαδούς της ιδανικής κοινωνίας με κοινή ιδιοκτησία, οι οποίοι κατά περιόδους εμφανίζονται στην ιστορική σκηνή, ήταν η ανεπιφύλακτη αποδοχή της βιομηχανικής επανάστασης, που άλλωστε δημιούργησε τις συνθήκες για τη γέννηση του σύγχρονου σοσιαλισμού. Ο Κόμης Claude de Saint-Simon (1760-1825), που θεωρείται κατά παράδοση ο πρωτοπόρος «ουτοπικός σοσιαλιστής», μολονότι η σκέψη του είναι στην πραγματικότητα αρκετά επαμφοτερίζουσα, ήταν, κατά πρώτο και κύριο λόγο, ο απόστολος του «βιομηχανισμού» και των «βιομηχάνων» (δύο λέξεις που επινόησαν οι Σαινσιμονιστές). Οι μαθητές του έγιναν σοσιαλιστές, τολμηροί τεχνολόγοι και κεφαλαιούχοι ή βιομήχανοι, ή και τα δύο μαζί, το ένα μετά το άλλο. Ο Σαινσιμονισμός καταλαμβάνει λοιπόν ιδιότυπη θέση στην ιστορία τόσο της καπιταλιστικής όσο και της αντικαπιταλιστικής ανάπτυξης. Στη Βρετανία, ο Robert Owen (1771-1858) ήταν ο

Page 196: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ίδιος εξαιρετικά επιτυχημένος πρωτεργάτης της βαμβακοβιομηχανίας, και η πεποίθησή του ότι μια καλύτερη κοινωνία ήταν δυνατή προερχόταν όχι απλώς από την ακράδαντη πίστη του ότι ο άνθρωπος μπορούσε να τελειωθεί μέσω της κοινωνίας, αλλά και από την εμφανή δυνατότητα δημιουργίας μιας κοινωνίας της αφθονίας μέσω της Βιομηχανικής Επανάστασης. Ο Φρειδερίκος Ένγκελς, αν και απρόθυμα, ασχολούνταν κι αυτός με τη βαμβακοβιομηχανια. Κανείς από τους νέους σοσιαλιστές δεν ήθελε να γυρίσει πίσω το ρολόι της κοινωνικής εξέλιξης, αν και το θέλησαν πολλοί από τους οπαδούς τους. Ακόμη και ο Charles Fourier (1772-1837), ο λιγότερο αισιόδοξος για τον εκβιομηχανισμό από τους πρωτεργάτες του σοσιαλισμού, διατεινόταν ότι η λύση βρισκόταν ακόμη πιο πέρα από τον εκβιομηχανισμό και όχι πίσω του.

Τα ίδια τα επιχειρήματα του κλασικού φιλελευθερισμού, εξάλλου, θα μπορούσαν εύκολα να στραφούν —και στράφηκαν πράγματι— κατά της καπιταλιστικής κοινωνίας, στης οποίας τη δημιουργία είχαν κι αυτά συμβάλει. Η ευτυχία ήταν όντως, όπως έλεγε ο Saint-Just, «μια νέα ιδέα στην Ευρώπη»,7 αλλά τίποτε δεν ήταν ευκολότερο από το να παρατηρήσει κανείς ότι η μέγιστη ευτυχία του μέγιστου αριθμού, που σαφώς δεν επιτυγχανόταν, ήταν αυτή των φτωχών εργατών. Ούτε ήταν δύσκολο, όπως έκαναν ο William Godwin, ο Robert Owen, ο Thomas Hodgskin και άλλοι θαυμαστές του Bentham, να ξεχωρίσει κανείς την επιδίωξη της ευτυχίας από την εγωιστική ατομοκρατία. «Ο πρωταρχικός και απαραίτητος στόχος κάθε ύπαρξης είναι η ευτυχία», έγραφε ο Owen,8

Αν ο καπιταλισμός είχε πράγματι επιτύχει όσα περίμενε κανείς κατά την αισιόδοξη εποχή της πολιτικής οικονομίας, οι επικρίσεις αυτού του είδους δεν θα έβρισκαν απήχηση. Αντίθετα με αυτό που συχνά πιστεύεται, είναι σπάνιες οι «επαναστατικές βελτιώσεις του βιοτικού επιπέδου» των φτωχών. Αλλά στην πρώτη διαμορφωτική περίοδο του σοσιαλισμού, δηλαδή στο διάστημα μεταξύ της έκδοσης του New View of Society (1813-14)

«αλλά η ευτυχία δεν επιτυγχάνεται σε ατομικό επίπεδο· είναι άχρηστο να προσμένουμε μεμονωμένη ευτυχία· όλοι πρέπει να μετέχουμε σ' αυτή, γιατί διαφορετικά οι λίγοι ποτέ δεν θα την αποκτήσουν».

Πιο συγκεκριμένα, η κλασική πολιτική οικονομία, στη μορφή που της έδωσε ο Ricardo, μπορούσε να στραφεί κατά του καπιταλισμού, γεγονός που οδήγησε τους αστούς οικονομολόγους μετά το 1830 να βλέπουν τον Ricardo με πανικό, ή και να τον θεωρούν, μαζί με τον Αμερικανό Carey (1793-1879), πηγή έμπνευσης για τα ταραχοποιά και ανατρεπτικά στοιχεία της κοινωνίας. Αν, όπως ισχυριζόταν η πολιτική οικονομία, η εργασία ήταν η πηγή κάθε αξίας, τότε γιατί η πλειονότητα των παραγωγών της ζούσε σε έσχατη σχεδόν ένδεια; Διότι, όπως κατέδειξε ο Ricardo —μολονότι δεν ένιωθε άνετα να συνάγει τα συμπεράσματα της θεωρίας του— ο καπιταλιστής ιδιοποιείται με τη μορφή του κέρδους το πλεόνασμα που παράγει ο εργάτης πάνω από όσα λαμβάνει ως αμοιβή για την εργασία του. (Το γεγονός ότι οι γαιοκτήμονες ιδιοποιούνται μέρος του πλεονάσματος αυτού δεν έχει άμεση σχέση με το θέμα.) Στην πραγματικότητα, ο καπιταλιστής εκμεταλλευόταν τον εργαζόμενο. Η μόνη λύση για την κοινωνία ήταν να επιβιώσει χωρίς καπιταλιστές, κι έτσι να εξαλείψει την εκμετάλλευση. Γρήγορα εμφανίστηκε στη Βρετανία μια ομάδα «οικονομολόγων Εργασίας», οπαδών του Ricardo, οι οποίοι ανέλυσαν το θέμα και πρόβαλαν το ηθικό αυτό δίδαγμα.

9 του Robert Owen και του Κομουνιστικού Μανιφέστου (1848), η ύφεση, η πτώση των ημερομισθίων, η μεγάλη τεχνολογική ανεργία και οι αμφιβολίες για τις μελλοντικές προοπτικές της οικονομίας παραήταν ενοχλητικές.i

i Η ίδια η λέξη «σοσιαλισμός» είναι επινόηση της δεκαετίας του 1820.

Οι επικριτές θα έθεταν συνεπώς στο στόχαστρο όχι μόνο τον άδικο χαρακτήρα της οικονομίας, αλλά και τις αδυναμίες της λειτουργίας της, τις «εσωτερικές της αντιφάσεις». Έτσι, τα επικριτικά βλέμματα διέκριναν τις εγγενείς κυκλικές διακυμάνσεις ή «κρίσεις» του καπιταλισμού (Sismondi, Wade, Engels) που παρέβλεπαν οι υποστηρικτές του, και του οποίου μάλιστα τη δυνατότητα ύπαρξης αρνιόταν ένας «νόμος» που συνδέεται με το

Page 197: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

όνομα του J.B. Say (1767-1832). Δεν μπορούσαν να μην παρατηρήσουν ότι η όλο και πιο άνιση κατανομή των εθνικών εισοδημάτων στην περίοδο αυτή («που οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι») δεν ήταν τυχαία, αλλά προϊόν της λειτουργίας του συστήματος. Με λίγα λόγια, μπορούσαν να δείξουν όχι μόνο ότι ο καπιταλισμός ήταν άδικος, αλλά ότι φαινόταν να λειτουργεί άσχημα και, στο βαθμό που λειτουργούσε, να παράγει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που είχαν προβλέψει οι υπέρμαχοί του.

Ως τότε, οι νέοι σοσιαλιστές απλώς υποστήριζαν την υπόθεσή τους αναπτύσσοντας τα επιχειρήματα του κλασικού γαλλοβρετανικού φιλελευθερισμού πέρα από το σημείο που ήταν διατεθειμένοι να φτάσουν οι αστοί φιλελεύθεροι. Η νέα κοινωνία που πρόβαλλαν, άλλωστε, δεν απομακρυνόταν απαραιτήτως από τον παραδοσιακό χώρο του κλασικού ανθρωπιστικού και φιλελεύθερου ιδεώδους. Ο απώτερος στόχος των φιλελευθέρων και των σοσιαλιστών ήταν ένας κόσμος όπου όλοι ήταν ευτυχείς, κάθε άτομο αντιλαμβανόταν πλήρως και ελεύθερα τις δυνατότητές του, όπου βασίλευε η ελευθερία, και όπου η συνώνυμη με την καταπίεση κυβέρνηση είχε εξαφανιστεί. Αυτό που διακρίνει τα διάφορα μέλη της ιδεολογικής οικογένειας που κατάγεται από τον Ανθρωπισμό και το Διαφωτισμό —φιλελεύθερο, σοσιαλιστή, κομουνιστή ή αναρχικό— δεν είναι η ήπια αναρχία που αποτελεί την ουτοπία όλων αλλά οι μέθοδοι για την επίτευξή της. Στο σημείο αυτό, ωστόσο, ο σοσιαλισμός απομακρύνθηκε από την κλασική φιλελεύθερη παράδοση.

Κατά πρώτο λόγο, απομακρύνθηκε τελείως από τη φιλελεύθερη υπόθεση ότι η κοινωνία αποτελεί απλή συνάθροιση ή συνδυασμό των ατόμων που την αποτελούν και ότι η κινητήρια δύναμή της είναι το προσωπικό τους συμφέρον και ο ανταγωνισμός. Με αυτή τους την απομάκρυνση οι σοσιαλιστές επέστρεψαν στην παλιότερη από όλες τις ιδεολογικές παραδόσεις, στην πίστη, δηλαδή, ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του «κοινοβιακό» ον. Οι άνθρωποι ζουν μαζί και βοηθούν ο ένας τον άλλο. Η κοινωνία δεν είναι ο αναγκαίος αλλά ατυχής περιορισμός του απεριόριστου φυσικού δικαιώματος του ανθρώπου να κάνει ό,τι θέλει· είναι το πλαίσιο της ζωής του, της ευτυχίας του και της ατομικότητάς του. Η ιδέα του Smith ότι η ανταλλαγή ισοδύναμων αγαθών στην αγορά εξασφαλίζει, τρόπον τινά, την κοινωνική δικαιοσύνη τους φαινόταν είτε ακατανόητη είτε ανήθικη. Η πλειοψηφία των κοινών θνητών πρέσβευε την άποψη αυτή ακόμη και όταν δεν μπορούσε να την εκφράσει. Πολλοί επικριτές του καπιταλισμού αντιδρούσαν κατά του φανερού «απανθρωπισμού» της αστικής κοινωνίας (ο τεχνικός όρος «αλλοτρίωση» που χρησιμοποιούσαν οι Εγελιανοί και ο Μαρξ στα πρώτα του κείμενα αντανακλά την πατροπαράδοτη αντίληψη της κοινωνίας ως «εστίας» του ανθρώπου και όχι απλώς ως χώρου άσκησης των ανεξάρτητων δραστηριοτήτων του ατόμου) κατηγορώντας ολόκληρη την πορεία του πολιτισμού, τον ορθολογισμό, την επιστήμη και την τεχνολογία. Οι νέοι σοσιαλιστές —αντίθετα με τους επαναστάτες του παλιότερου τύπου, όπως ο ποιητής William Blake και ο Jean-Jacques Rousseau— είχαν την πρόνοια να μην το κάνουν. Εντούτοις συμμερίζονταν όχι μόνο το παραδοσιακό ιδεώδες της κοινωνίας ως εστίας του ανθρώπου αλλά και την πατροπαράδοτη αντίληψη ότι, πριν από τη δημιουργία της ταξικής κοινωνίας και της περιουσίας, οι άνθρωποι ζούσαν κατά κάποιο τρόπο αρμονικά· ο Rousseau εξέφρασε την αντίληψη αυτή εξιδανικεύοντας τον πρωτόγονο άνθρωπο, και οι λιγότεροι εκλεπτυσμένοι ριζοσπάστες φυλλαδιογράφοι προβάλλοντας το μύθο των ανθρώπων που παλιά ήταν ελεύθεροι κι αδελφωμένοι ωσότου τους κατέκτησαν ξένοι λαοί — οι Νορμανδοί τους Σάξονες, οι Τεύτονες τους Γαλάτες. «Ο ιδιοφυής ανθρώπινος νους», έλεγε ο Fourier, «πρέπει να ανακαλύψει ξανά τα μονοπάτια που οδηγούν σ' εκείνη την πρωτόγονη ευτυχία και να την προσαρμόσει στις συνθήκες της σύγχρονης βιομηχανίας».10

Κατά δεύτερο λόγο, ο σοσιαλισμός υιοθέτησε μια πρόταση που, αν δεν ήταν εντελώς έξω από το φάσμα της κλασικής φιλελεύθερης παράδοσης, δεν είχε πάντως τονιστεί αρκετά μέσα σ'

Ο πρωτόγονος κομουνισμός πέρασε πάνω από τους αιώνες και τους ωκεανούς για να δώσει το πρότυπο του κομουνισμού του μέλλοντος.

Page 198: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αυτή· πρόκειται για την εξελικτική και ιστορική διαδικασία. Για τους κλασικούς φιλελευθέρους, αλλά και για τους παλαιότερους από τους σύγχρονους σοσιαλιστές, οι προτάσεις τους ήταν φυσικές και ορθολογικές, σε αντίθεση με την τεχνητή και ανορθολογική κοινωνία την οποία είχαν ως τότε επιβάλει στον κόσμο η άγνοια και η τυραννία. Τώρα που η πρόοδος του Διαφωτισμού είχε δείξει στους ανθρώπους τι ήταν ορθολογικό, το μόνο που έμενε να γίνει ήταν να αρθούν τα εμπόδια που παρακώλυαν το δρόμο της κοινής λογικής. Πράγματι, οι «ουτοπικοί» σοσιαλιστές (οι Σαινσιμονιστές, ο Owen, ο Fourier κ.ά.) ήταν τόσο ακράδαντα πεπεισμένοι ότι αρκούσε να αποκαλυφθεί η αλήθεια για να γίνει αμέσως δεκτή από όλους τους μορφωμένους και λογικούς ανθρώπους, ώστε αρχικά περιόρισαν τις προσπάθειές τους για την υλοποίηση του σοσιαλισμού σε μια προπαγάνδα που απευθυνόταν καταρχάς στις ισχυρές τάξεις —οι εργάτες, αν και αναμφίβολα θα ωφελούνταν, αποτελούσαν δυστυχώς μια αδαή και καθυστερημένη ομάδα— και στην κατασκευή κάποιων, θα 'λεγε κανείς, δοκιμαστικών «εγκαταστάσεων» του σοσιαλισμού: κομουνιστικές παροικίες και συνεταιριστικές επιχειρήσεις, ως επί το πλείστον στις ανοιχτές εκτάσεις της Αμερικής, όπου δεν υπήρχε παράδοση ιστορικής καθυστέρησης για να φράξει το δρόμο της προόδου. Η Νέα Αρμονία του Owen ήταν στην Ινδιάνα, οι ΗΠΑ διέθεταν περί τις 34 «Φουριεριστικές Φάλαγγες», εισαγόμενες ή εγχώριες, και πολυάριθμες παροικίες με εμπνευστή τον χριστιανό κομουνιστή Cabet και άλλους. Οι Σαινσιμονιστές, λιγότερο επιρρεπείς στα κοινοβιακά πειράματα, ποτέ δεν σταμάτησαν να αναζητούν τον φωτισμένο δεσπότη που θα εφάρμοζε τις προτάσεις τους, και για κάποιο διάστημα πίστεψαν ότι τον βρήκαν στο μάλλον ακατάλληλο πρόσωπο του Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου.

Υπήρχε κάποιο στοιχείο ιστορικής εξέλιξης στην κλασική αυτή ορθολογική θεωρία υπέρ της καλής κοινωνίας, διότι η ιδεολογία της προόδου προϋποθέτει την ιδεολογία της εξέλιξης, ενδεχομένως της αναπόφευκτης εξέλιξης μέσα από τα διάφορα στάδια της ιστορίας. Αλλά ο σοσιαλισμός απέκτησε το φοβερότερο διανοητικό του όπλο, για την αντιμετώπιση του οποίου χτίζονται ακόμη οχυρά, μόνο όταν ο Κάρολος Μαρξ (1818-1883) μετατόπισε το κέντρο βάρους του σοσιαλισμού από την ορθολογικότητα ή τη σκοπιμότητά του στο ιστορικά αναπόφευκτο του χαρακτήρα του. Ο Μαρξ άντλησε τη συλλογιστική του συνδυάζοντας γαλλοβρετανικές και γερμανικές ιδεολογικές παραδόσεις (αγγλική πολιτική οικονομία, γαλλικό σοσιαλισμό και γερμανική φιλοσοφία). Κατά τον Μαρξ, η ανθρώπινη κοινωνία διέσπασε αναπόφευκτα τον πρωτόγονο κομουνισμό σε τάξεις· εξελίχτηκε αναπόφευκτα μέσα από μια διαδοχή ταξικών κοινωνιών, που καθεμιά τους ήταν στην εποχή της «προοδευτική» παρά τις αδικίες της, καθεμιά περιείχε τις «εσωτερικές αντιφάσεις» που κάποια στιγμή την έκαναν εμπόδιο στο δρόμο της προόδου, καθεμιά γεννούσε τις δυνάμεις που θα συνέβαλλαν στην ανατροπή της. Ο καπιταλισμός ήταν η τελευταία από τις φάσεις αυτές και ο Μαρξ, κάθε άλλο από το να τον πολεμά απλώς, χρησιμοποίησε όλη την τρομακτική του ευφράδεια για να διαλαλήσει τα ιστορικά του επιτεύγματα. Αλλά μπορούσε να αποδεχτεί με την πολιτική οικονομία ότι ο καπιταλισμός περιείχε εσωτερικές αντιφάσεις που αναπόφευκτα κάποια στιγμή τον έκαναν εμπόδιο στο δρόμο της προόδου και που θα τον βύθιζαν σε κρίση που ποτέ πια δεν θα μπορούσε να ξεπεράσει. Άλλωστε ο καπιταλισμός (όπως μπορούσε επίσης να αποδείξει η πολιτική οικονομία) αναπόφευκτα γεννά τους ίδιους τους υπονομευτές του, το προλεταριάτο, του οποίου τα μέλη και η δυσαρέσκεια οπωσδήποτε θα αυξηθούν, ενώ η συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης σε όλο και λιγότερα χέρια κάνουν τον καπιταλισμό πιο τρωτό και εύκολα ανατρέψιμο. Επομένως, η προλεταριακή επανάσταση πρέπει αναπόφευκτα να τον ανατρέψει. Μπορούσε επίσης να αποδειχτεί ότι το κοινωνικό σύστημα που ανταποκρινόταν στα συμφέροντα της εργατικής τάξης ήταν ο σοσιαλισμός ή ο κομουνισμός. Καθώς ο καπιταλισμός επικράτησε όχι απλώς διότι ήταν λογικότερος από τον φεουδαλισμό αλλά λόγω της κοινωνικής δύναμης της αστικής τάξης, έτσι θα επικρατούσε και ο σοσιαλισμός λόγω της αναπόφευκτης νίκης των εργατών. Ήταν ανόητο να υποθέτει κανείς ότι ο σοσιαλισμός αποτελούσε αιώνιο ιδεώδες που θα το είχαν αντιληφθεί οι άνθρωποι, αν ήταν αρκετά έξυπνοι, ήδη από την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ'. Ήταν το παιδί του καπιταλισμού, θα ήταν

Page 199: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αδύνατο να έχει διαμορφωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό πριν από το μετασχηματισμό της κοινωνίας που δημιούργησε τις ευνοϊκές γι' αυτόν συνθήκες. Από τη στιγμή όμως που οι συνθήκες δημιουργήθηκαν, η νίκη ήταν βέβαιη, γιατί «πάντοτε η ανθρωπότητα θέτει εκείνους μόνο τους στόχους που μπορεί να επιτύχει».11

III

Σε σύγκριση με αυτές τις σχετικά συνεπείς ιδεολογίες της προόδου, οι θεωρίες της αντίστασης στην πρόοδο είναι ζήτημα αν αξίζουν να ονομάζονται συστήματα σκέψης. Επρόκειτο μάλλον για απόψεις χωρίς κοινή νοητική μέθοδο, βασισμένες στην οξυδέρκειά τους σχετικά με τις αδυναμίες της αστικής κοινωνίας και στην ακράδαντη πεποίθηση ότι η ζωή είχε περισσότερα να προσφέρει από αυτά που υποσχόταν ο φιλελευθερισμός. Επομένως, δεν χρειάζεται να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στις θεωρίες αυτές.

Ο άξονας της κριτικής τους ήταν ότι ο φιλελευθερισμός κατέστρεφε την κοινωνική τάξη ή την κοινότητα που ως τότε ο άνθρωπος θεωρούσε βασικό στοιχείο της ζωής του και την αντικαθιστούσε με την ανυπόφορη αναρχία του ανταγωνισμού όλων εναντίον όλων («ο καθένας για τον εαυτό του και τον τελευταίο ας τον πάρει ο διάβολος») και την απανθρωπιά της αγοράς. Στο σημείο αυτό, τόσο οι συντηρητικοί όσο και οι ριζοσπάστες πολέμιοι της προόδου, καθώς και οι εκπρόσωποι πλουσίων και φτωχών, φαίνονταν να συμφωνούν ακόμη και με τους σοσιαλιστές, μια σύγκλιση απόψεων που ήταν χαρακτηριστική στους ρομαντικούς (βλ. Κεφάλαιο ΙΔ') και γέννησε περίεργα φαινόμενα όπως η «Δημοκρατία των Τόρηδων» ή ο «Φεουδαλικός Σοσιαλισμός». Οι συντηρητικοί έτειναν να ταυτίζουν την ιδανική κοινωνική τάξη πραγμάτων —ή την όσο το δυνατόν καλύτερη, μια και οι κοινωνικές φιλοδοξίες των ευκατάστατων είναι πάντοτε μετριοπαθέστερες από τις βλέψεις των φτωχών— με οποιοδήποτε καθεστώς απειλούσε η διττή επανάσταση, ή με κάποιο συγκεκριμένο σύστημα του παρελθόντος, π.χ. τον μεσαιωνικό φεουδαλισμό. Φυσικά, τόνιζαν επίσης το στοιχείο της «τάξης», γιατί αυτή η τάξη προστάτευε τα ανώτερα στρώματα της κοινωνικής ιεραρχίας από τα κατώτερα. Οι επαναστάτες, όπως είδαμε, αναπολούσαν κάποια χρυσή εποχή στο παρελθόν, όταν τα πράγματα ήταν καλά για τον λαό· κι αυτό γιατί καμία κοινωνία του παρόντος δεν είναι ποτέ ικανοποιητική για τους φτωχούς. Τόνιζαν επίσης την αλληλοβοήθεια και το αίσθημα κοινότητας και όχι τόσο το στοιχείο της «τάξης».

Παρ' όλα αυτά, όλοι συμφωνούσαν ότι, από πολλές απόψεις, το παλιό καθεστώς ήταν καλύτερο από το νέο. Στο σύστημα αυτό ο Θεός καθόριζε ότι υπήρχαν υψηλά και χαμηλά ιστάμενοι καθώς και την κοινωνική τους τάξη —πράγμα που ευχαριστούσε τους συντηρητικούς— αλλά επέβαλλε επίσης κάποια καθήκοντα στους υψηλά ισταμένους, όσο κι αν ήταν συνήθως ελαφρά και έμεναν ανεκπλήρωτα. Οι άνθρωποι ήταν άνισοι μεν αλλά δεν ήταν εμπορεύματα που αποτιμώνται με την αξία τους στην αγορά. Προπάντων ζούσαν όλοι μαζί, έχοντας στενούς δεσμούς κοινωνικών και προσωπικών σχέσεων, καθοδηγούμενοι από τις σαφείς επιταγές του εθίμου, των κοινωνικών θεσμών και του καθήκοντος. Αναμφίβολα, ο Gentz, ο γραμματέας του Metternich, και ο Βρετανός ριζοσπάστης δημαγωγός και δημοσιογράφος William Cobbett (1762-1835) είχαν τελείως διαφορετικό μεσαιωνικό πρότυπο στο νου τους, αλλά και οι δύο καταφέρονταν εναντίον της Μεταρρύθμισης που, όπως διατείνονταν, είχε εισαγάγει τις αρχές της αστικής κοινωνίας. Ακόμη και ο Φρειδερίκος Ένγκελς, ο πιο ακλόνητος πιστός της προόδου, ζωγράφισε με ιδιαίτερα ειδυλλιακά χρώματα την κοινωνία του 18ου αιώνα την οποία είχε ανατρέψει η Βιομηχανική Επανάσταση.

Επειδή δεν διέθεταν συνεπή εξελικτική θεωρία, οι πολέμιοι της προόδου δεν μπορούσαν να αποφασίσουν «τι είχε πάει στραβά». Το ευνοούμενο εξιλαστήριο θύμα τους ήταν η λογική, ή, πιο συγκεκριμένα, ο ορθολογισμός του 18ου αιώνα, που προσπαθούσε ανοήτως και ασεβώς να αναμειχθεί σε θέματα υπερβολικά πολύπλοκα για την ανθρώπινη κατανόηση και οργάνωση: οι κοινωνίες δεν μπορούσαν να προγραμματιστούν όπως οι μηχανές, «θα ήταν

Page 200: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

προτιμότερο να ξεχάσουμε μια για πάντα» έγραφε ο Burke «τους Εγκυκλοπαιδιστές κι ολόκληρο το σώμα των οικονομολόγων, και να επιστρέψουμε στους παλιούς κανόνες και τις αρχές που ως τώρα έκαναν τους ηγέτες μας μεγάλους και τα έθνη ευτυχισμένα».12

IV

Το ένστικτο, η παράδοση, η θρησκευτική πίστη, «η ανθρώπινη φύση», η «αληθινή» αντί της «εσφαλμένης» λογικής, όλα αυτά αντιπαρατάσσονταν, ανάλογα με τη διανοητική τάση του στοχαστή, στον συστηματικό ορθολογισμό. Αλλά, πάνω απ' όλα, ο κατακτητής ήταν η ιστορία.

Μολονότι οι συντηρητικοί στοχαστές δεν είχαν την αίσθηση της ιστορικής προόδου, είχαν ωστόσο οξύτατη αίσθηση της διαφοράς ανάμεσα στις κοινωνίες που σχηματίζονται και σταθεροποιούνται φυσικά και βαθμιαία από την ιστορία και σ' αυτές που εγκαθιδρύονται ξαφνικά, με «τεχνάσματα». Αν δεν μπορούσαν να εξηγήσουν πώς ράβονταν τα ιστορικά ρούχα, και μάλιστα αρνούνταν ότι ράβονταν, μπορούσαν θαυμάσια να εξηγήσουν πώς η μακρά χρήση τα είχε κάνει άνετα. Η πιο σοβαρή διανοητική προσπάθεια της αντιπροοδευτικής ιδεολογίας ήταν η ιστορική ανάλυση και η αποκατάσταση του παρελθόντος, η διερεύνηση της συνέχειας έναντι της επανάστασης. Οι πιο σημαντικοί υποστηρικτές της ήταν επομένως όχι οι εκκεντρικοί Γάλλοι εμιγκρέδες, όπως ο de Bonald (1753-1840) και ο Joseph de Maistre (1753-1821), που προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν ένα νεκρό παρελθόν συχνά με ορθολογικά επιχειρήματα που άγγιζαν σχεδόν τα όρια της τρέλας, μολονότι ο σκοπός τους ήταν να αποδείξουν τις αξίες του ανορθολογισμού, αλλά άνθρωποι όπως ο Edmund Burke στην Αγγλία και η γερμανική «ιστορική σχολή» των νομικών, που νομιμοποιούσαν το ακόμη υφιστάμενο παλαιό καθεστώς μέσω των ιστορικών του συνεχειών.

Μένει να εξετάσουμε μια ομάδα από ιδεολογίες που αιωρούνται παράδοξα ανάμεσα στις προοδευτικές και τις αντιπροοδευτικές, ή, με κοινωνικούς όρους, ανάμεσα στις βιομηχανικές αστικές και τις προλεταριακές από τη μια πλευρά, και τις αριστοκρατικές, εμπορικές τάξεις και τις φεουδαλικές μάζες από την άλλη. Οι σημαντικότεροι εκφραστές τους ήταν οι ριζοσπάστες «μικρομεσαίοι» της δυτικής Ευρώπης και των ΗΠΑ και οι ανεπιτήδευτες μεσαίες τάξεις της κεντρικής και νότιας Ευρώπης, που ήταν άνετα μεν αλλ' όχι εντελώς ικανοποιητικά «βολεμένοι» στο πλαίσιο της αριστοκρατικής και μοναρχικής κοινωνίας. Και οι δυο ομάδες πίστευαν κατά κάποιον τρόπο στην πρόοδο. Καμιά τους όμως δεν ήταν διατεθειμένη να την ακολουθήσει στη λογική της φιλελεύθερη η σοσιαλιστική κατάληξη. Οι πρώτοι, διότι κάτι τέτοιο θα καταδίκαζε τους μικροβιοτέχνες, τους καταστηματάρχες, τους γεωργούς και τους επιχειρηματίες να μετασχηματιστούν είτε σε καπιταλίστες είτε σε εργάτες. Οι δεύτεροι, διότι παραήταν ανίσχυροι και, μετά την εμπειρία της ιακωβινικής δικτατορίας, παραήταν φοβισμένοι για να αντιταχθούν στην εξουσία των ηγεμόνων τους, στην υπηρεσία των οποίων προσλαμβάνονταν άλλωστε συχνά ως αξιωματούχοι. Οι απόψεις των δύο αυτών ομάδων, επομένως, συνδυάζουν φιλελεύθερα (και στην πρώτη περίπτωση σιωπηρώς σοσιαλιστικά) με αντιφιλελεύθερα, προοδευτικά με αντιπροοδευτικά στοιχεία. Εξάλλου, αυτή η πολυπλοκότητα και η αντιφατικότητα τους επέτρεπαν να εμβαθύνουν στη φύση της κοινωνίας περισσότερο από τους προοδευτικούς ή τους αντιπροοδευτικούς, και τους οδηγούσαν στη διαλεκτική.

Ο πιο σημαντικός στοχαστής (ή, καλύτερα, άνθρωπος με ιδιοφυία και ενόραση) αυτής της πρώτης ομάδας μικροαστών ριζοσπαστών ήταν ο Jean-Jacques Rousseau, που είχε ήδη πεθάνει το 1789. Αιωρούμενος ανάμεσα στον καθαρό ατομικισμό και την πεποίθηση ότι ο άνθρωπος βρίσκει τον εαυτό του μόνο μέσα στην κοινότητα, ανάμεσα στο ιδεώδες του κράτους που βασίζεται στον ορθό λόγο και στην αμφισβήτηση του ορθού λόγου σε σχέση με το «συναίσθημα», ανάμεσα στην αναγνώριση ότι η πρόοδος είναι αναπόφευκτη και στη βεβαιότητα ότι καταστρέφει την αρμονία του «φυσικού» πρωτόγονου ανθρώπου, ο Rousseau

Page 201: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εξέφρασε το προσωπικό του δίλημμα και το δίλημμα των τάξεων που δεν μπορούσαν να δεχτούν ούτε τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις των εργοστασιαρχών ούτε τις σοσιαλιστικές απόψεις των προλετάριων. Οι απόψεις αυτού του δυσάρεστου, νευρωτικού αλλά, αλίμονο, μεγάλου άνδρα δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν λεπτομερώς, διότι δεν υπήρξε συγκεκριμένη ρουσσωική σχολή σκέψης ούτε ρουσσωική σχολή πολιτικής, εκτός από τον Ροβεσπιέρο και τους Ιακωβίνους του Έτους II. Η επιρροή του ήταν πλατιά και ισχυρή, ιδίως στη Γερμανία και στους ρομαντικούς· δεν ήταν όμως επιρροή συστήματος αλλά στάσης και πάθους. Η επιρροή του στους πληβείους και μικροαστούς ριζοσπάστες ήταν επίσης τεράστια, ίσως όμως μόνο ανάμεσα στους θολά και συγκεχυμένα σκεπτόμενους, όπως ο Mazzini και οι εθνικιστές αυτού του τύπου, να ήταν αποφασιστική. Γενικά, συνδυαζόταν με πολύ πιο ορθόδοξες εκφάνσεις του ορθολογισμού του 18ου αιώνα, όπως οι απόψεις του Thomas Jefferson (1743-1826) και του Thomas Paine (1737-1809).

Η πρόσφατη ακαδημαϊκή τάση είναι να τον παρεξηγούν εντελώς. Γελοιοποιούν την παράδοση που τον βάζει στην ίδια μοίρα με τον Βολταίρο και τους Εγκυκλοπαιδιστές ως πρωτεργάτη του Διαφωτισμού και της Επανάστασης, κι αυτό γιατί άσκησε κριτική και στα δύο. Όσοι όμως επηρεάστηκαν από αυτόν τον θεωρούν μέρος του Διαφωτισμού, και όσοι επανατύπωναν τα έργα του σε μικρά επαναστατικά τυπογραφεία στις αρχές του 19ου αιώνα τα τύπωναν αυθόρμητα μαζί με έργα του Βολταίρου, του d'Holbach και άλλων τέτοιων. Κάποιοι φιλελεύθεροι κριτικοί προσφάτως του επιτέθηκαν θεωρώντας τον πρόγονο του «ολοκληρωτισμού» της αριστεράς. Αλλά στην πραγματικότητα ο Rousseau δεν άσκησε καμία επιρροή στην κύρια παράδοση του σύγχρονου κομουνισμού και του Μαρξισμού.i

Η δεύτερη ομάδα, που ίσως θα έπρεπε να ονομαστεί ομάδα της γερμανικής φιλοσοφίας, ήταν πολύ πιο σύνθετη. Άλλωστε, μια και τα μέλη της δεν διέθεταν τη δύναμη να ανατρέψουν τις κοινωνίες τους ούτε τους οικονομικούς πόρους για να κάνουν μια βιομηχανική επανάσταση, εστίασαν το ενδιαφέρον τους στην κατασκευή περίτεχνων γενικών συστημάτων σκέψης. Οι κλασικοί φιλελεύθεροι στη Γερμανία ήταν λίγοι, με πιο σημαντικό τον Wilhelm von Humboldt (1767-1835), αδελφό του μεγάλου επιστήμονα. Στους Γερμανούς διανοουμένους της μεσαίας και της ανώτερης τάξης, η πιο κοινή στάση ήταν ίσως η πίστη στο αναπόφευκτο της προόδου και στα καλά της επιστημονικής και οικονομικής ανάπτυξης, σε συνδυασμό με την πίστη στις αξίες της φωτισμένης «πατριαρχικής» ή γραφειοκρατικής διοίκησης. Ήταν μια στάση που ταίριαζε περίφημα στην τάξη αυτή, που αριθμούσε τόσο πολλούς δημόσιους υπαλλήλους και καθηγητές δημόσιων σχολών. Ο μέγας Goethe, που ήταν ο ίδιος υπουργός και μέλος του ανακτοβουλίου ενός μικρού κρατιδίου, την εκφράζει περίφημα.

Χαρακτηριστικοί οπαδοί του ήταν, σε όλη την περίοδο που μας απασχολεί αλλά και μέχρι σήμερα, μικροαστοί ριζοσπάστες του ιακωβινικού τύπου ή του τύπου του Jefferson και του Mazzini: άτομα που πίστευαν στη δημοκρατία, τον εθνικισμό, σ' ένα κράτος ανεξάρτητων μικρομεσαίων με ίση κατανομή της περιουσίας και με κάποια κοινωνική πρόνοια. Στην περίοδό μας πιστευόταν ότι ο Rousseau υποστήριζε πάνω απ' όλα την ισότητα, την ελευθερία έναντι της τυραννίας και της εκμετάλλευσης («ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος αλλά παντού τον αλυσοδένουν»), τη δημοκρατία έναντι της ολιγαρχίας, τον απλό «άνθρωπο της φύσης» που δεν έχει φθαρεί από την επιτήδευση των πλουσίων και των μορφωμένων, το «συναίσθημα» έναντι του ψυχρού υπολογισμού.

13

i Στη σχεδόν σαραντάχρονη αλληλογραφία τους, ο Μαρξ και ο Ένγκελς μνημόνευσαν τον Rousseau τρεις μόνο φορές, περιστασιακά και μάλλον αρνητικά. Ωστόσο, εκτίμησαν παρεμπιπτόντως τη διαλεκτική του μέθοδο που προανάγγελλε την εγελιανή σκέψη.

Τα αιτήματα της μεσαίας τάξης —συχνά διατυπωμένα φιλοσοφικά ως το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των τάσεων της ιστορίας— τα ικανοποιούσε το φωτισμένο κράτος, και αντιπροσώπευαν με τον καλύτερο τρόπο τον γερμανικό μετριοπαθή φιλελευθερισμό. Το γεγονός ότι τα γερμανικά κρατίδια στην καλύτερη περίπτωση αναλάμβαναν πάντα ενεργό και αποτελεσματική πρωτοβουλία στην

Page 202: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

οργάνωση της οικονομικής και της εκπαιδευτικής προόδου, καθώς και το γεγονός ότι το απόλυτο laissez-fairei

Εντούτοις, μολονότι η στάση των Γερμανών αστών στοχαστών έχει πάμπολλες αντιστοιχίες (λαμβάνοντας υπόψη όμως τις ιδιομορφίες της ιστορικής τους θέσης) με των αστών στις άλλες χώρες, δεν είναι βέβαιο ότι μπορούμε με τον τρόπο αυτό να εξηγήσουμε την εντονότατη ψυχρότητα ως προς τον κλασικό φιλελευθερισμό στη γνήσια μορφή του, που διαπερνά σε μεγάλο βαθμό τη γερμανική σκέψη. Οι φιλελεύθεροι κοινοί τόποι —φιλοσοφικός υλισμός ή εμπειρισμός, ο Νεύτων, η καρτεσιανή ανάλυση κτλ.— έφερναν σε μεγάλη αμηχανία τους πιο πολλούς Γερμανούς στοχαστές· ο μυστικισμός, ο συμβολισμός και οι πλατιές γενικεύσεις για οργανικά σύνολα ασκούσαν εμφανή έλξη επάνω τους. Ενδεχομένως, η εθνικιστική αντίδραση στη γαλλική κουλτούρα που επικρατούσε στις αρχές του 18ου αιώνα συνέβαλε στην ενίσχυση αυτού του «Τευτονισμού» στη γερμανική σκέψη. Πιθανότερο όμως είναι ότι γι' αυτό ευθύνεται το όλο πνευματικό κλίμα της πρόσφατης περιόδου, όταν η Γερμανία επικρατούσε οικονομικά, πνευματικά και, μέχρις ενός σημείου, πολιτικά. Διότι η παρακμή της περιόδου ανάμεσα στη Μεταρρύθμιση και το τέλος του 18ου αιώνα είχε διατηρήσει τον αρχαϊσμό της γερμανικής πνευματικής παράδοσης, όπως διατήρησε αναλλοίωτη από τον 16ο αιώνα την όψη των μικρών γερμανικών πόλεων. Εν πάση περιπτώσει, η βασική ατμόσφαιρα της γερμανικής σκέψης —στη φιλοσοφία, την επιστήμη και τις τέχνες— διέφερε σημαντικά από την επικρατούσα παράδοση του 18ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη.

δεν ευνοούσε ιδιαίτερα τους Γερμανούς επιχειρηματίες, δεν μείωναν την απήχηση της στάσης αυτής.

ii

Η πιο μνημειώδης έκφρασή της ήταν η γερμανική κλασική φιλοσοφία, που δημιουργήθηκε ανάμεσα στο 1760 και το 1830, παράλληλα με την κλασική γερμανική λογοτεχνία και σε στενή σχέση μαζί της. (Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ο ποιητής Goethe ήταν διακεκριμένος επιστήμων και φυσικός, και ο ποιητής Schiller δεν ήταν μόνο καθηγητής της ιστορίας

Όταν η κλασική άποψη του 18ου αιώνα πλησίαζε τα όριά της, η γερμανική σκέψη ωφελήθηκε αρκετά, και έτσι εξηγείται και η αυξανόμενη επιρροή της τον 19ο αιώνα.

iii

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η γερμανική κλασική φιλοσοφία ήταν ένα καθαρά αστικό φαινόμενο. Όλες οι εξέχουσες μορφές της (Kant, Hegel, Fichte, Schelling) επιδοκίμασαν ζωηρά τη Γαλλική Επανάσταση και της έμειναν πιστοί για αρκετό διάστημα —ο Hegel υποστήριζε θερμότατα τον Ναπολέοντα ακόμη και την εποχή της μάχης της Ιένας (1806). Ο Διαφωτισμός ήταν το πλαίσιο της καντιανής σκέψης —εντελώς χαρακτηριστικής του 18ου αιώνα— αλλά και η αφετηρία της εγελιανής. Και των δύο η φιλοσοφία ήταν βαθιά εμποτισμένη με την ιδέα της προόδου: το πρώτο μεγάλο επίτευγμα του Kant ήταν να προτείνει μια υπόθεση για την προέλευση και την ανάπτυξη του ηλιακού συστήματος, ενώ ολόκληρη η φιλοσοφία του Hegel είναι φιλοσοφία της εξέλιξης (ή, με κοινωνικούς όρους, της ιστορικότητας) και της αναγκαίας προόδου. Έτσι, ενώ ο Hegel από την αρχή αντιπαθούσε την άκρα αριστερά πτέρυγα της

αλλά και διακεκριμένος συγγραφέας φιλοσοφικών δοκιμίων.) Οι δύο μεγάλοι φωστήρες της ήταν ο Kant (1724-1804) και ο Hegel (1770-1831). Μετά το 1830 άρχισε και για τη γερμανική φιλοσοφία η διεργασία της αποσύνθεσης που διαπιστώσαμε ήδη την εποχή αυτή στην κλασική πολιτική οικονομία (το πνευματικό άνθος του ορθολογισμού του 18ου αιώνα). Τα προϊόντα της ήταν οι «Νεοεγελιανοί» και, αργότερα, ο Μαρξισμός.

i Αρχή της ελεύθερης διακίνησης του εμπορίου, χωρίς κρατικές παρεμβάσεις (Σ.τ.Μ.).

ii Δεν ισχύει το ίδιο για την Αυστρία, που η ιστορία της ήταν πολύ διαφορετική. Το κύριο χαρακτηριστικό της αυστριακής σκέψης ήταν ότι δεν είχε σχεδόν τίποτε να επιδείξει, μολονότι στις τέχνες (ιδίως τη μουσική, την αρχιτεκτονική και το θέατρο) και σε ορισμένους κλάδους των εφηρμοσμένων επιστημών η Αυστριακή Αυτοκρατορία διακρίθηκε σημαντικά.

iii Τα ιστορικά του δράματα —εκτός από την τριλογία Wallenstein— περιέχουν τόσο πολλές ανακρίβειες «ποιητική αδεία» που κανείς δεν θα το φανταζόταν.

Page 203: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Γαλλικής Επανάστασης και αργότερα εξελίχτηκε σε άκρως συντηρητικό, ποτέ, ούτε για μια στιγμή, δεν αμφισβήτησε την ιστορική αναγκαιότητα της επανάστασης αυτής ως θεμέλιου της αστικής κοινωνίας. Εξάλλου, αντίθετα με τους περισσότερους μεταγενέστερους ακαδημαϊκούς φιλοσόφους, ο Kant, ο Fichte, και ιδίως ο Hegel, σπούδασαν κάποια οικονομικά (τους Φυσιοκράτες ο Fichte, τους Βρετανούς οικονομολόγους ο Kant και ο Hegel)· έχουμε, άλλωστε, λόγους να πιστεύουμε ότι ο Kant και ο Hegel στη νεανική τους ηλικία θεωρούσαν ότι έχουν πειστεί από τον Adam Smith.14

Αυτή η αστική τάση της γερμανικής φιλοσοφίας είναι από μια άποψη πιο εμφανής στον Kant, που παρέμεινε σ' όλη του τη ζωή άνθρωπος της φιλελεύθερης αριστεράς —ανάμεσα στα τελευταία γραπτά του (1795) περιλαμβάνεται η υψηλόφρων έκκληση για οικουμενική ειρήνη μέσω μιας παγκόσμιας ομοσπονδίας δημοκρατιών που θα αποκήρυσσαν τον πόλεμο— αλλά, από μια άλλη άποψη, περισσότερο ασαφής απ' ό,τι στον Hegel. Διότι για την καντιανή σκέψη, την περιορισμένη στο γυμνό και ταπεινό δωμάτιο στη μακρινή πόλη Königsberg της Πρωσίας, το κοινωνικό περιεχόμενο, που είναι τόσο απτό και συγκεκριμένο στη βρετανική και τη γαλλική σκέψη, φτάνει σε μια αυστηρή αν και εμπνευσμένη αφαίρεση —ιδίως την ηθική αφαίρεση «της βούλησης».

i Η σκέψη του Hegel είναι αρκετά αφηρημένη, όπως άλλωστε γνωρίζει ο κάθε αναγνώστης του. Ωστόσο, τουλάχιστον στην αρχή, είναι πολύ σαφέστερο ότι οι αφαιρέσεις του είναι απόπειρες συνδιαλλαγής με την κοινωνία —την αστική κοινωνία. Πράγματι, στην ανάλυση που κάνει για την εργασία ως τον θεμελιώδη παράγοντα για την ανθρωπότητα («Ο άνθρωπος κατασκευάζει εργαλεία γιατί είναι λογικό ον, κι αυτό είναι η πρώτη έκφραση της βούλησής του», όπως έλεγε στις διαλέξεις του το 1805-1806),15

Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η κλασική, και ιδίως η εγελιανή, φιλοσοφία παραδόξως εμφανίζεται να βαδίζει παράλληλα με τη γεμάτη διλήμματα άποψη του Rousseau περί κόσμου. Αντίθετα όμως μ' αυτόν, οι φιλόσοφοι έκαναν τεράστιες προσπάθειες να συμπεριλάβουν τις αντιφάσεις τους σε ενιαία, συνολικά και διανοητικώς συνεπή συστήματα. (Παρεμπιπτόντως, ο Rousseau άσκησε τεράστια συναισθηματική επιρροή στον Kant, που λέγεται ότι έσπασε δυο μόνο φορές τη σταθερή του συνήθεια να κάνει τον τακτικό απογευματινό του περίπατο —μία για την πτώση της Βαστίλλης κι άλλη μία, για κάμποσες

ο Hegel χρησιμοποιεί με αφηρημένο τρόπο τα ίδια εργαλεία με τους κλασικούς φιλελεύθερους οικονομολόγους και, παρεμπιπτόντως, προσφέρει ένα από τα θεμέλια για τον Μαρξ.

Παρ' όλα αυτά, από την αρχή ήδη η γερμανική φιλοσοφία διέφερε από τον κλασικό φιλελευθερισμό σε σημαντικά σημεία, στον Hegel περισσότερο απ' ό,τι στον Kant. Πρώτα πρώτα, ήταν εσκεμμένα ιδεαλιστική και απέρριπτε τον υλισμό ή τον εμπειρισμό της κλασικής παράδοσης. Ύστερα, ενώ η βασική μονάδα στη φιλοσοφία του Kant είναι το άτομο —ακόμη και με τη μορφή της ατομικής συνείδησης— η αφετηρία του Hegel είναι το σύνολο (δηλαδή η κοινότητα), το οποίο ομολογουμένως βλέπει να διασπάται σε άτομα με την επίδραση της ιστορικής ανάπτυξης. Πράγματι, η περίφημη εγελιανή διαλεκτική, η θεωρία της προόδου (σε οποιονδήποτε τομέα) μέσω της ακατάπαυστης άρσης των αντιφάσεων, πιθανότατα να είχε ως αρχικό της έναυσμα τη βαθιά επίγνωση του Hegel για την αντίφαση ατόμου και συνόλου. Εξάλλου, από την αρχή ήδη η θέση τους, στο περιθώριο του χώρου της ολόψυχης αστικοφιλελεύθερης προόδου, και ίσως η ανικανότητά τους να συμμετάσχουν πλήρως σ' αυτήν, έδιναν στους Γερμανούς στοχαστές πολύ μεγαλύτερη επίγνωση των ορίων και των αντιφάσεών της. Αναμφίβολα η πρόοδος ήταν αναπόφευκτη, αλλά δεν συνεπαγόταν άραγε και τεράστιες απώλειες μαζί με τα τεράστια κέρδη; Δεν θα 'πρεπε με τη σειρά της να αντικατασταθεί από κάτι άλλο;

i Έτσι ο Lukacs απέδειξε ότι το πολύ συγκεκριμένο παράδοξο του Smith για το «κρυμμένο χέρι», που γεννά κοινωνικώς ευεργετικά αποτελέσματα μέσα από τον εγωιστικό ανταγωνισμό των ατόμων, στον Kant γίνεται η καθαρή αφαίρεση μιας «ακοινωνικής κοινωνικότητας». Der junge Hegel, σ. 409.

Page 204: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

μέρες, για να διαβάσει τον Αιμίλιο.) Στην πράξη, οι απογοητευμένοι επαναστάτες φιλόσοφοι αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της «συνδιαλλαγής» με την πραγματικότητα, που στην περίπτωση του Hegel πήρε τη μορφή της εξιδανίκευσης του πρωσικού κράτους μετά από πολύχρονο δισταγμό — αμφέβαλλε για την Πρωσία ακόμη και μετά την πτώση του Ναπολέοντα και, όπως ο Goethe, δεν ενδιαφερόταν για τους απελευθερωτικούς πολέμους. Στη θεωρία, ο μεταβατικός χαρακτήρας της ιστορικά καταδικασμένης κοινωνίας ενυπήρχε ριζωμένος στη φιλοσοφία τους. Δεν υπήρχε απόλυτη αλήθεια. Υπήρχε το ίδιο το ιστορικό γίγνεσθαι που εξελισσόταν μέσω της διαλεκτικής της αντίφασης και γινόταν αντιληπτό με τη διαλεκτική μέθοδο. Τουλάχιστον έτσι κατέληγαν οι «Νεοεγελιανοί» της δεκαετίας του 1830, που ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν τη λογική της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας πέρα από το σημείο που ήθελε να σταματήσει ο ίδιος ο μέγας δάσκαλός τους (γιατί, κάπως παράλογα, έσπευδε να τελειώσει την ιστορία με τη γνώση της Απόλυτης Ιδέας), όπως και μετά το 1830 ήταν πρόθυμοι να ξαναμπούν στο δρόμο της επανάστασης που οι παλαιότεροι είτε είχαν εγκαταλείψει είτε (όπως ο Goethe) δεν είχαν πάρει ποτέ. Αλλά το πρόβλημα της επανάστασης στα 1830-48 δεν ήταν πια η απλή κατάκτηση της αστικοφιλελεύθερης εξουσίας. Και ο πνευματικός επαναστάτης που αναδύθηκε από τη διάλυση της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας δεν ήταν Γιρονδίνος ή ριζοσπάστης φιλόσοφος αλλά ο Καρλ Μαρξ.

Έτσι, την περίοδο της διττής επανάστασης τη χαρακτήρισαν τόσο ο θρίαμβος και η πιο περίτεχνη διατύπωση των αστικοφιλελεύθερων και μικροαστικών-ριζοσπαστικών ιδεολογιών όσο και η διάλυσή τους με την επίδραση των κρατών και των κοινωνιών που αυτές οι ίδιες δημιούργησαν, ή τουλάχιστον επικρότησαν. Το έτος 1830, που σημειώνει την αναβίωση του μεγαλύτερου δυτικοευρωπαϊκού επαναστατικού κινήματος μετά την ηρεμία της περιόδου του Βατερλό, σημειώνει επίσης την αρχή της κρίσης τους. Έμελλε να επιβιώσουν, αλλά κάπως υποβαθμισμένα: κανένας κλασικός φιλελεύθερος οικονομολόγος της μεταγενέστερης περιόδου δεν είχε το ανάστημα του Smith ή του Ricardo (ασφαλώς όχι ο J. S. Mill που έγινε ο αντιπροσωπευτικός Βρετανός φιλελεύθερος οικονομολόγος-φιλόσοφος από τη δεκαετία του 1840), κανένας Γερμανός φιλόσοφος δεν θα αποκτούσε την εμβέλεια και το κύρος του Kant και του Hegel, και οι Γιρονδίνοι και οι Ιακωβίνοι της Γαλλίας το 1830, το 1848, αλλά και αργότερα, ωχριούν σε σύγκριση με τους προγόνους τους του 1789-1794. Αλλά και οι διάφοροι σαν τον Mazzini των μέσων του 19ου αιώνα δεν μπορούν να συγκριθούν με τους Jean-Jacques Rousseau του 18ου. Η μεγάλη όμως παράδοση —η επικρατούσα τάση της πνευματικής ανάπτυξης από τον καιρό της Αναγέννησης— δεν εξέλιπε αλλά μετασχηματίστηκε στο αντίθετό της. Ο Μαρξ, από άποψη αναστήματος και προσέγγισης, ήταν ο κληρονόμος των κλασικών οικονομολόγων και φιλοσόφων. Αλλά η κοινωνία της οποίας ευελπιστούσε να γίνει προφήτης και αρχιτέκτονας ήταν πολύ διαφορετική από τη δική τους.

Page 205: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ' ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ

Το γούστο ακολουθεί πάντοτε μια μόδα: υπάρχει μια μόδα για να μεταφέρει κανείς το ταχυδρομείο — μια μόδα για να παίζει Άμλετ — μια μόδα για φιλοσοφικές διαλέξεις — μια μόδα για το καταπληκτικό — μια μόδα για το απλό — μια μόδα για το λαμπρό — μια μόδα για το ζοφερό — μια μόδα για το τρυφερό — μια μόδα για το αγριωπό — μια μόδα για τους ληστές — μια μόδα για τα φαντάσματα — μια μόδα για τον διάβολο — μια μόδα για τις Γαλλίδες χορεύτριες και τους Ιταλούς τραγουδιστές και τις γερμανικές φαβορίτες και τις τραγωδίες — μια μόδα να χαίρεται κανείς την εξοχή τον Νοέμβριο και να περνάει στο Λονδίνο τον χειμώνα και όλο τον καύσωνα — μια μόδα για να κατασκευάζει παπούτσια — μια μόδα για τις γραφικές περιηγήσεις — μια μόδα για την ίδια τη μόδα ή για τα δοκίμια περί μόδας.

Κυρία Pimmoney στο έργο του T. L. PEACOCK, Melincourt (1816)

Σε σχέση με τον πλούτο της χώρας, πόσο λιγοστά είναι στη Μεγάλη Βρετανία τα κάπως αξιοσημείωτα κτίρια· [...] πόσο λιγοστό κεφάλαιο απορροφούν τα μουσεία, οι πίνακες, τα κοσμήματα, τα αξιοθέατα, τα παλάτια, τα θέατρα ή άλλα μη αναπαραγωγικά αντικείμενα! Αυτό που αποτελεί το βασικό θεμέλιο του μεγαλείου της χώρας θεωρείται συχνά από τους ξένους ταξιδιώτες και από ορισμένους δικούς μας συγγραφείς ως απόδειξη της κατωτερότητάς μας.

S. LAING, Notes of a Traveller on the Social and Political State of France,

Prussia, Switzerland, Italy, and other parts of Europe, 18421

I

Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει όποιον επιχειρεί να ανασκοπήσει την ανάπτυξη των τεχνών στην περίοδο της διττής επανάστασης είναι η εξαιρετική τους άνθηση. Μια περίοδος πενήντα ετών που περιλαμβάνει τον Beethoven και τον Schubert ή τον Goethe στην ωριμότητα και τα γεράματά του, τον νεαρό Dickens, τον Ντοστογιέφσκι, τον Verdi, τον Wagner, τα τελευταία χρόνια του Mozart και ολόκληρο σχεδόν τον Goya, τον Πούσκιν και τον Balzac, χωρίς να υπολογίσουμε την πληθώρα εκείνων που θα 'ταν γίγαντες με άλλα μέτρα σύγκρισης, ξεπερνάει κάθε άλλη ίσης διάρκειας περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας. Στον μεγαλύτερο βαθμό της η εξαιρετική αυτή επιτυχία οφείλεται στην αναβίωση και την ανάπτυξη των τεχνών που είχαν απήχηση σ' ένα εγγράμματο κοινό, σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. i

Αντί να κουράσουμε τον αναγνώστη με έναν μακρύ κατάλογο ονομάτων, θα 'ταν ίσως προτιμότερο να τονίσουμε το βάθος και το εύρος της πολιτιστικής αυτής αναβίωσης, προβάλλοντας κάποια αντιπροσωπευτικά δείγματα κατά περιόδους. Έτσι, στην περίοδο 1798-1801, ο πολίτης που είχε όρεξη για κάτι πρωτότυπο στην τέχνη μπορούσε να απολαύσει τις Λυρικές Μπαλάντες του Wordsworth και του Coleridge στα αγγλικά, αρκετά έργα του Goethe, του Schiller, του Jean Paul και του Novalis στα γερμανικά, ακούγοντας τη Δημιουργία και τις Εποχές του Haydn, την Πρώτη Συμφωνία και τα πρώτα κουαρτέτα εγχόρδων του Beethoven. Στα χρόνια αυτά, ο J.-L. David ολοκλήρωσε το Πορτρέτο της κυρίας Ρεκαμιέ και ο Goya το Πορτρέτο της οικογένειας του βασιλιά Καρόλου Δ'. Στα 1824-26 δημοσιεύτηκαν αρκετά νέα μυθιστορήματα του Walter Scott στα αγγλικά, τα ποιήματα του Leopardi και οι Promessi Sposi του Manzoni στα ιταλικά, τα ποιήματα του Victor Hugo και του Alfred de Vigny στα γαλλικά, καθώς και τα πρώτα μέρη του Ευγένιου Ονέγκιν του Πούσκιν στα ρωσικά και οι πρώτες

i Τα έργα μη ευρωπαϊκών πολιτισμών δεν θα εξεταστούν στο σημείο αυτό, εκτός αν επηρεάστηκαν από τη διττή επανάσταση, πράγμα όμως που δεν συνέβαινε σχεδόν καθόλου την εποχή εκείνη.

Page 206: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εκδόσεις των σκανδιναβικών θρύλων. Η Ενάτη Συμφωνία του Beethoven, ο Θάνατος και το Κορίτσι του Schubert, το πρώτο έργο του Chopin, ο Όμπερον του Weber ανάγονται στα χρόνια αυτά, όπως και η Σφαγή της Χίου του Delacroix και το Κάρο με το σανό του Constable.

Δέκα χρόνια αργότερα (1834-36) η λογοτεχνία πλουτίστηκε με τον Επιθεωρητή του Γκόγκολ και την Ντάμα Πίκα του Πούσκιν· στη Γαλλία, με τον Μπαρμπα-Γκοριό του Balzac και τα έργα των Musset, Hugo, Théophile Gautier, Vigny, Lamartine και Alexandre Dumas (του πατέρα)· στη Γερμανία, με τα έργα του Büchner, του Grabbe και του Heine· στην Αυστρία, με τον Grillparzer και τον Nestroy· στη Δανία, με τον Hans Andersen· στην Πολωνία, με τον Pan Tadeusz του Mickiewicz· στη Φινλανδία, με τη θεμελιώδη έκδοση του εθνικού έπους Kalevala· στη Βρετανία, με την ποίηση του Browning και του Wordsworth. Στη μουσική, γράφτηκαν οι όπερες του Bellini και του Donizetti στην Ιταλία, τα έργα του Chopin στην Πολωνία, του Γκλίνκα στη Ρωσία. Ο Constable ζωγράφιζε στην Αγγλία, ο Caspar David Friedrich στη Γερμανία. Γύρω στην τριετία αυτή δημοσιεύτηκαν τα Pickwick Papers του Dickens, η Γαλλική Επανάσταση του Carlyle, το β' μέρος του Φάουστ του Goethe, ποιήματα των Platen, Eichendorff και Mörike στη Γερμανία, σημαντικά έργα της φλαμανδικής και της ουγγρικής λογοτεχνίας και νέα έργα των κυριότερων Γάλλων, Πολωνών και Ρώσων συγγραφέων στη μουσική, είναι τα χρόνια των Davidsbündlertänze του Schumann και του Requiem του Berlioz.

Από τα τυχαία αυτά δείγματα, δυο πράγματα είναι φανερά. Το πρώτο είναι η εξαιρετικά μεγάλη διάδοση των καλλιτεχνικών επιτευγμάτων μεταξύ των εθνών. Το φαινόμενο αυτό ήταν καινοφανές. Στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα η ρωσική λογοτεχνία και η μουσική έκαναν την εμφάνισή τους ως παγκόσμια δύναμη, όπως άλλωστε, σε πολύ πιο περιορισμένη κλίμακα, η αμερικανική λογοτεχνία με τον Fenimore Cooper (1787-1851), τον Edgar Allan Poe (1809-49) και τον Herman Melville (1819-91). To ίδιο και η πολωνική και η ουγγρική λογοτεχνία και μουσική και, τουλάχιστον με τη μορφή λαϊκών τραγουδιών, παραμυθιών και επών, η λογοτεχνία του Βορρά και των Βαλκανίων. Εξάλλου, σε πολλές από τις καινούριες αυτές λογοτεχνίες, η επιτυχία ήταν άμεση και αξεπέραστη: ο Πούσκιν (1799-1837) π.χ. παραμένει ο κλασικός Ρώσος ποιητής, ο Mickiewicz (1798-1855) ο μεγαλύτερος Πολωνός ποιητής, και ο Petöfi (1823-49) ο εθνικός ποιητής της Ουγγαρίας.

Το δεύτερο εμφανές γεγονός είναι η εξαιρετική ανάπτυξη ορισμένων τεχνών και καλλιτεχνικών ειδών. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της λογοτεχνίας και, ειδικότερα, του μυθιστορήματος. Καμία ίσως πεντηκονταετία δεν εμφανίζει μεγαλύτερη συγκέντρωση αθάνατων μυθιστοριογράφων: Stendhal και Balzac στη Γαλλία, Jane Austen, Dickens, Thackeray και οι αδελφές Brontë στην Αγγλία, Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκι (με τα πρώιμα έργα του) και Τουργκένιεφ στη Ρωσία. (Το πρώτο έργο του Τολστόι εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1850.) Η μουσική είναι ίσως ακόμη πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το σύνηθες ρεπερτόριο των συναυλιών βασίζεται ακόμη σε μεγάλο βαθμό στους συνθέτες της περιόδου εκείνης —τον Mozart και τον Haydn, μολονότι αυτοί στην ουσία ανήκουν σε προγενέστερη περίοδο, τον Beethoven και τον Schubert, τον Mendelssohn, τον Schumann, τον Chopin και τον Liszt. Η «κλασική» εποχή της συμφωνικής μουσικής ήταν κυρίως έργο των Γερμανών και των Αυστριακών, αλλά ένα είδος, η όπερα, άνθησε ευρύτερα και με μεγαλύτερη επιτυχία από οποιοδήποτε άλλο: με τον Rossini, τον Donizetti, τον Bellini και τον νεαρό Verdi στην Ιταλία, με τον Weber και τον νεαρό Wagner (χωρίς να λογαριάσουμε τις δύο τελευταίες όπερες του Mozart) στη Γερμανία, τον Γκλίνκα στη Ρωσία και αρκετούς ήσσονες συνθέτες στη Γαλλία. Από την άλλη μεριά, η επιτυχία των εικαστικών τεχνών ήταν λιγότερο λαμπρή, με εξαίρεση τη ζωγραφική. Ομολογουμένως η Ισπανία γέννησε στο πρόσωπο του Goya y Lucientes (1746-1828) έναν από τους μεγάλους της καλλιτέχνες που εμφάνιζε κατά καιρούς και έναν από τους λίγους κορυφαίους ζωγράφους όλων των εποχών. Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η βρετανική ζωγραφική (με τον J. Μ. W. Turner, 1775-1851 και τον Constable, 1776-1837) έφτασε σε μια ακμή επιτυχίας και πρωτοτυπίας κάπως μεγαλύτερη από την ακμή του 18ου

Page 207: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αιώνα, και ασφαλώς άσκησε διεθνώς μεγαλύτερη επιρροή από ποτέ άλλοτε. Μπορεί επίσης να υποστηριχτεί ότι η τότε επιτυχία της γαλλικής ζωγραφικής (με τον J.-L. David, 1748-1825, τον T. Géricault, 1791-1824, τον J.-D. Ingres, 1780-1867, τον Ε. Delacroix, 1790-1863, τον Honoré Daumier, 1808-79 και τον νεαρό Gustave Courbet, 1819-77) ήταν εφάμιλλη άλλων περιόδων επιτυχίας της ιστορίας της. Από την άλλη μεριά, η ιταλική ζωγραφική έφτασε στο τέλος της μακροχρόνιας δόξας της, ενώ η γερμανική ούτε κατά διάνοιαν δεν πλησίασε τους μοναδικούς θριάμβους της γερμανικής λογοτεχνίας και μουσικής ή του δικού της 16ου αιώνα. Η γλυπτική σε όλες τις χώρες διακρίθηκε αισθητά λιγότερο απ' ό,τι τον 18ο αιώνα, και το ίδιο ισχύει για την αρχιτεκτονική, παρά τα κάποια σημαντικά αρχιτεκτονικά έργα στη Γερμανία και τη Ρωσία. Μάλιστα, τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα της περιόδου ήταν αναμφιβόλως έργο των μηχανικών.

Είναι ακόμη πολύ ασαφές ποιοι είναι οι καθοριστικοί παράγοντες για την άνθηση ή το μαρασμό των τεχνών σε οποιαδήποτε εποχή. Εντούτοις, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανάμεσα στο 1789 και το 1848 η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί προπάντων στον αντίκτυπο της διττής επανάστασης. Αν θέλαμε να συνοψίσουμε σε μια μόνο παραπλανητική φράση τις σχέσεις καλλιτέχνη-κοινωνίας την εποχή αυτή, θα λέγαμε ότι η Γαλλική Επανάσταση ενέπνευσε τον καλλιτέχνη με το παράδειγμά της, η Βιομηχανική Επανάσταση με τη φρίκη της και η αστική κοινωνία, που προήλθε και από τις δύο, μετασχημάτισε την ίδια του την ύπαρξη και τους τρόπους της δημιουργίας του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι καλλιτέχνες της περιόδου αυτής εμπνέονται από τα δημόσια πράγματα και είχαν ανάμειξη σ' αυτά. Ο Mozart έγραψε μια προπαγανδιστική όπερα για τους μασόνους (τον Μαγικό Αυλό, το 1790), που είχαν στενή σχέση με την πολιτική, ο Beethoven αφιέρωσε την Ηρωική του στον Ναπολέοντα ως τον κληρονόμο της Γαλλικής Επανάστασης, ο Goethe εργάστηκε ο ίδιος ως πολιτικός και δημόσιος υπάλληλος, ο Dickens έγραψε μυθιστορήματα για να χτυπήσει τις κοινωνικές αδικίες, ο Ντοστογιέφσκι καταδικάστηκε σε θάνατο το 1849 για επαναστατική δράση, ο Wagner και ο Goya εξορίστηκαν, ο Πούσκιν τιμωρήθηκε για τις σχέσεις του με τους Δεκεμβριστές, και ολόκληρη η Ανθρώπινη Κωμωδία του Balzac είναι μνημείο κοινωνικής συνειδητοποίησης. Ποτέ δεν θα 'ταν περισσότερο αναληθές να περιγράψει κανείς τους καλλιτέχνες ως «μη στρατευμένους». Αυτοί που πράγματι δεν ήταν στρατευμένοι, οι λεπτολόγοι διακοσμητές των παλατιών και των μπουντουάρ ροκοκό ή όσοι προμήθευαν έργα για τις συλλογές των Άγγλων μυλόρδων, ήταν ακριβώς αυτοί που η τέχνη τους μαράζωσε με το πέρασμα του χρόνου: πόσοι από μας θυμόμαστε ότι ο Fragonard έζησε δεκαεπτά χρόνια μετά την Επανάσταση; Ακόμη και η φαινομενικά λιγότερο «πολιτική» τέχνη, η μουσική, είχε ισχυρότατους πολιτικούς δεσμούς. Αυτή ήταν ίσως η μόνη περίοδος στην ιστορία που οι όπερες θεωρούνταν ή και γράφονταν ως πολιτικά μανιφέστα και πυροδοτούσαν επαναστάσεις. i

Η σχέση ανάμεσα στα δημόσια πράγματα και τις τέχνες ήταν ιδιαίτερα στενή στις χώρες όπου αναπτύσσονταν η εθνική συνείδηση και τα απελευθερωτικά ή ενωτικά κινήματα (πρβλ. Κεφάλαιο Ζ'). Ασφαλέστατα δεν είναι τυχαίο ότι η αναβίωση ή η γέννηση της εθνικής φιλολογικής παιδείας στη Γερμανία, τη Ρωσία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τις σκανδιναβικές χώρες και αλλού συνέπεσε —συχνά μάλιστα ήταν και η πρώτη εκδήλωσή της— με την επιβεβαίωση της πολιτιστικής υπεροχής της λαϊκής γλώσσας και του γηγενούς πληθυσμού έναντι μιας κοσμοπολίτικης, αριστοκρατικής κουλτούρας που συχνά χρησιμοποιούσε ξένη γλώσσα. Ήταν φυσικό ο εθνικισμός αυτός να βρει την προφανέστερη πολιτιστική του έκφραση στη λογοτεχνία και τη μουσική, τις δύο «δημόσιες» τέχνες που, επιπλέον,

i Εκτός από τον Μαγικό Αυλό μπορούμε να μνημονεύσουμε τις πρώτες όπερες του Verdi, που χειροκροτήθηκαν ως εκφράσεις του ιταλικού εθνικισμού, το έργο La Muette de Portici του Auber, που πυροδότησε τη βελγική επανάσταση του 1830, το Μια ζωή για τον Τσάρο του Γκλίνκα, και διάφορες «εθνικές όπερες», όπως η ουγγρική Hunyady László (1844), που εξακολουθούν να κατέχουν τη θέση τους στο τοπικό ρεπερτόριο λόγω της σχέσης τους με τον πρώιμο εθνικισμό.

Page 208: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

μπορούσαν να βασιστούν στην ισχυρή δημιουργική κληρονομιά του λαού —τη γλώσσα και το δημοτικό τραγούδι. Εξηγείται επίσης το γεγονός ότι οι τέχνες που ανέκαθεν βασίζονταν σε παραγγελίες από τις καθεστηκυίες άρχουσες τάξεις, τις Αυλές και τις κυβερνήσεις, όπως η αρχιτεκτονική και η γλυπτική, και σε μικρότερο βαθμό η ζωγραφική, αντανακλούσαν λιγότερο την εθνική αυτή αναβίωση.i

II

Η ιταλική όπερα άνθησε περισσότερο παρά ποτέ ως λαϊκή μάλλον παρά ως αυλική τέχνη· η ιταλική ζωγραφική και η αρχιτεκτονική έσβησαν. Δεν πρέπει φυσικά να ξεχνούμε ότι οι νέες αυτές εθνικές κουλτούρες περιορίζονταν στη μειοψηφία των εγγράμματων και των μεσαίων ή των ανώτερων τάξεων. Εκτός ίσως από την ιταλική όπερα και τις μορφές της γραφικής τέχνης που κυκλοφορούσαν σε πολλά αντίτυπα, καθώς και λίγα μικρότερα ποιήματα ή τραγούδια, κανένα από τα μείζονα καλλιτεχνήματα της εποχής αυτής δεν έφτανε στους αγράμματους ή τους φτωχούς. Οι πιο πολλοί κάτοικοι της Ευρώπης δεν γνώριζαν καν την ύπαρξή τους, ωσότου τα μαζικά εθνικά ή πολιτικά κινήματα έκαναν τα έργα αυτά συλλογικά σύμβολα. Ασφαλώς η λογοτεχνία είχε την ευρύτερη κυκλοφορία, μολονότι κατά κύριο λόγο στις νέες αστικές τάξεις, που εξασφάλιζαν ιδιαίτερα δεκτικό αγοραστικό κοινό (και ιδίως τις μη εργαζόμενες γυναίκες τους) για μυθιστορήματα και μακρά αφηγηματικά ποιήματα. Οι επιτυχημένοι συγγραφείς σπανίως γνώρισαν μεγαλύτερη ευμάρεια: ο Byron εισέπραξε 2.600 στερλίνες για τα πρώτα τρία άσματα του Childe Harold. Το θέατρο, αν και πολύ πιο «κλειστό» κοινωνικά, έφτασε επίσης να έχει πολυπληθέστατο κοινό. Η συμφωνική μουσική είχε μικρότερη επιτυχία, με εξαίρεση αστικές χώρες όπως η Αγγλία και η Γαλλία, ή διψασμένες για κουλτούρα χώρες όπως η Αμερική, όπου ήταν πια καθιερωμένα τα μεγάλα δημόσια κοντσέρτα. (Γι' αυτό το λόγο, πολλοί Ευρωπαίοι συνθέτες και εκτελεστές προσέβλεπαν σταθερά στην προσοδοφόρα, αν και όχι ιδιαίτερα εκλεκτική, αγγλική αγορά.) Στις άλλες χώρες, οι μουσικοί ήταν συχνά στην υπηρεσία της Αυλής, και επικρατούσε το σύστημα του «κλειστού» κοντσέρτου που συντηρούσαν οι λίγοι τοπικοί πατρίκιοι, καθώς και η ιδιωτική και ερασιτεχνική συναυλία. Η ζωγραφική προοριζόταν φυσικά για τον ιδιώτη αγοραστή, και τα έργα εξαφανίζονταν μετά την αρχική δημόσια έκθεση, για να πουληθούν στο κοινό ή στους εμπόρους. Ωστόσο είχαν ήδη καθιερωθεί αρκετά οι δημόσιες αυτές εκθέσεις. Τα μουσεία και οι πινακοθήκες που ιδρύθηκαν ή άνοιξαν για το κοινό την εποχή αυτή (π.χ. το Λούβρο και η Βρετανική Εθνική Πινακοθήκη ιδρύθηκαν το 1826) πρόβαλλαν την τέχνη του παρελθόντος και όχι του παρόντος. Από την άλλη μεριά, η χαρακτική και η λιθογραφία ήταν πανταχού παρούσες, γιατί ήταν φτηνές, και άρχισαν να διεισδύουν στις εφημερίδες. Η αρχιτεκτονική εξακολούθησε, φυσικά, να βασίζεται σε ιδιωτικές ή δημόσιες παραγγελίες (εκτός από κάποια περιορισμένη κερδοσκοπική δραστηριότητα με την οικοδόμηση ιδιωτικών κατοικιών).

Αλλά ακόμη και οι τέχνες μιας μικρής μειονότητας στην κοινωνία μπορεί να απηχούν τις δονήσεις που δοκιμάζει ολόκληρη η ανθρωπότητα. Η λογοτεχνία και οι τέχνες της περιόδου που μας απασχολεί κατάφεραν ακριβώς αυτό, και το αποτέλεσμα ήταν ο «ρομαντισμός». Ως τεχνοτροπία, ως σχολή, ως εποχή στην τέχνη είναι εξαιρετικά δύσκολο να οριστεί ή να περιγραφεί με ακρίβεια. Το ίδιο ισχύει και για τον «κλασικισμό», τον οποίο ισχυριζόταν ότι ανέτρεπε ο «ρομαντισμός»· Οι ίδιοι οι ρομαντικοί δεν μπορούν να μας βοηθήσουν, διότι οι περιγραφές των επιδιώξεών τους, μολονότι σαφείς και κατηγορηματικές, ήταν συχνά κενές ορθολογικού περιεχομένου. Για τον Victor Hugo, ο ρομαντισμός «πάσχισε να κάνει αυτό που κάνει η φύση, να συγκερασθεί με τα δημιουργήματα της φύσης, χωρίς ωστόσο να τα

i Η απουσία ενός αρκετά μεγάλου εγγράμματου και πολιτικά συνειδητοποιημένου πληθυσμού στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης περιόριζε την αξιοποίηση φθηνών τεχνών αναπαραγωγής που είχαν πρόσφατα εφευρεθεί, όπως η λιθογραφία. Τα εκπληκτικά όμως έργα των μεγάλων και επαναστατικών καλλιτεχνών σε αυτήν αλλά και σε άλλες συναφείς τέχνες —π.χ. Οι φρικαλεότητες του πολέμου και τα Caprichos του Goya, οι οραματικές εικονογραφήσεις του William Blake, οι λιθογραφίες και οι γελοιογραφίες του Daumier— δείχνουν την ισχυρή απήχηση που είχαν οι προπαγανδιστικές αυτές τέχνες.

Page 209: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αναμειγνύει εντελώς: σκιά και φως, το γκροτέσκο και το μεγαλειώδες —με άλλα λόγια το σώμα και η ψυχή, το ζωώδες με το πνευματικό».2 Για τον Charles Nodier, «το τελευταίο αυτό καταφύγιο της ανθρώπινης καρδιάς, που βαρέθηκε πια τα κοινά αισθήματα, είναι αυτό που ονομάζεται ρομαντικό είδος: παράξενη ποίηση, εντελώς κατάλληλη για την ηθική κατάσταση της κοινωνίας, για τις ανάγκες των κορεσμένων γενεών που ζητούν πάση θυσία να δοκιμάσουν τη ζωηρή αίσθηση...».3 Ο Novalis πίστευε ότι ρομαντισμός σήμαινε να δώσεις «υψηλότερο νόημα στο συνηθισμένο, μια όψη άπειρου στο πεπερασμένο».4 Ο Hegel υποστήριζε ότι «το νόημα της ρομαντικής τέχνης έγκειται στο γεγονός ότι το καλλιτεχνικό αντικείμενο είναι ελεύθερο, συγκεκριμένο και η ίδια η ουσία της πνευματικής ιδέας —στοιχεία που αποκαλύπτονται στα μάτια της ψυχής».5

Παρ' όλα αυτά, μολονότι ο ρομαντισμός με τη συγκεχυμένη προέλευση και κατάληξη και τα ασαφή του κριτήρια δυσκολεύει αφάνταστα όποιον προσπαθεί να τον τοποθετήσει χρονικά και να τον προσδιορίσει ποιοτικά, κανείς δεν αμφισβητεί σοβαρά ούτε την ύπαρξή του αλλά ούτε και την ικανότητά μας να τον αναγνωρίζουμε. Με τη στενή έννοια, εμφανίστηκε ως ενσυνείδητη και μαχητική τάση στην τέχνη της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας γύρω στο 1800 (στα τέλη της δεκαετίας της Γαλλικής Επανάστασης) και στην τέχνη πολύ μεγαλύτερων περιοχών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής μετά το Βατερλό. Πριν από τις επαναστάσεις είχε ήδη εμφανιστεί (κυρίως πάλι στη Γαλλία και τη Γερμανία) ο «προρομαντισμός» —όπως ονομάστηκε— του Jean-Jacques Rousseau και οι «θυελλώδεις» νεαροί Γερμανοί ποιητές. Η μεγαλύτερη απήχηση που γνώρισε στην Ευρώπη ήταν πιθανόν κατά την επαναστατική περίοδο 1830-48. Με την ευρύτερη έννοια, ο ρομαντισμός κυριαρχεί σε πολλές από τις τέχνες της Ευρώπης από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και έπειτα. Με αυτήν την έννοια τα «ρομαντικά» στοιχεία σ' ένα συνθέτη όπως ο Beethoven, ένα ζωγράφο όπως ο Goya, έναν ποιητή όπως ο Goethe, ένα συγγραφέα όπως ο Balzac, αποτελούν βασική συνιστώσα του μεγαλείου τους, καθώς δεν τα συναντά κανείς στον Haydn ή τον Mozart λ.χ., στον Fragonard ή τον Reynolds, τον Mathias Claudius ή τον Choderlos de Laclos (που όλοι τους ήταν ακόμη εν ζωή στην περίοδο που μας απασχολεί). Ωστόσο, κανείς από τους καλλιτέχνες αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστικά «ρομαντικός» και κανείς δεν θα αυτοχαρακτηριζόταν έτσι.

Λίγο όμως μας διαφωτίζουν οι ορισμοί αυτοί, όπως άλλωστε είναι αναμενόμενο, μια και οι ρομαντικοί προτιμούσαν το χαμηλωμένο φως που τρεμοσβήνει από το άπλετο και δυνατό.

i

Εντούτοις, μολονότι δεν είναι καθόλου σαφές το τι αντιπροσώπευε ο ρομαντισμός, είναι εντελώς προφανές σε τι ήταν αντίθετος: ήταν αντίθετος στη «μέση οδό». Όποιο κι αν ήταν το περιεχόμενό του, ήταν ένα ρεύμα ακραίο. Οι με τη στενότερη έννοια ρομαντικοί καλλιτέχνες ή στοχαστές είναι τοποθετημένοι ή στην άκρα αριστερά, όπως ο ποιητής Shelley, ή στην ακροδεξιά, όπως ο Σατωβριάνδος και ο Novalis. Τους βρίσκουμε να μεταπηδούν από την αριστερά στη δεξιά, όπως ο Wordsworth, ο Coleridge και πολυάριθμοι απογοητευμένοι οπαδοί της Γαλλικής Επανάστασης, να μεταπηδούν από το μοναρχισμό στην άκρα αριστερά, όπως ο Hugo, αλλά δεν τους συναντούμε σχεδόν ποτέ στους μετριοπαθείς ή τους φιλελεύθερους Ουίγους του ορθολογικού κέντρου, που ήταν πράγματι το ισχυρό έρεισμα του «κλασικισμού». «Δεν συμπαθώ καθόλου τους Ουίγους», έλεγε στα τελευταία του χρόνια ο συντηρητικός πια Wordsworth, «αλλά έχω πολλά στοιχεία από το Χαρτισμό μέσα μου».

Με ακόμη ευρύτερη έννοια, η προσιδιάζουσα στο ρομαντισμό προσέγγιση της τέχνης και των καλλιτεχνών έγινε η κλασική στάση της αστικής κοινωνίας του 19ου αιώνα και διατηρεί ακόμη πολλή από την επιρροή της.

6

i Εφόσον ο «ρομαντισμός» ήταν συχνά το σύνθημα και το μανιφέστο μικρών ομάδων καλλιτεχνών, κινδυνεύουμε να του δώσουμε ένα νόημα περιορισμένο αν κρατήσουμε τον όρο μόνο για τις μικρές αυτές ομάδες ή αν αποκλείσουμε εντελώς όσους διαφωνούσαν με αυτές.

Θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε το ρομαντισμό ως αντιαστική θεωρία, διότι το επαναστατικό και κατακτητικό στοιχείο στις νέες τάξεις, έτοιμες να προκαλέσουν θύελλες, γοήτευε και τους

Page 210: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ρομαντικούς. Ο Ναπολέων έγινε ήρωάς τους, όπως ο Σατανάς, ο Shakespeare, ο Περιπλανώμενος Ιουδαίος και άλλοι τέτοιοι που ξεπερνούσαν τα συνήθη όρια της ζωής. Τους καταδίωκε το δαιμονικό στοιχείο στην καπιταλιστική συσσώρευση, το απεριόριστο και αδιάκοπο κυνήγι του περισσότερου, πέρα από τους υπολογισμούς που υπαγόρευαν ο ορθολογισμός ή η σκοπιμότητα, η ανάγκη ή οι ακραίες μορφές πολυτέλειας. Ορισμένοι από τους πιο χαρακτηριστικούς ήρωές τους, ο Φάουστ και ο Δον Ζουάν, μετέχουν σ' αυτή την ακόρεστη απληστία, όπως και οι επιχειρηματίες-τυχοδιώκτες των μυθιστορημάτων του Balzac. Ωστόσο, το ρομαντικό στοιχείο παρέμεινε ήσσονος σημασίας ακόμη και κατά τη φάση της αστικής επανάστασης. Ο Rousseau πρόσφερε κάποια από τα παρελκόμενα της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά κυριάρχησε μόνο στην περίοδο του Ροβεσπιέρου, όταν η Επανάσταση ξεπέρασε τα όρια του αστικού φιλελευθερισμού. Αλλά και τότε η βασική της εμφάνιση ήταν ρωμαϊκή, ορθολογική και νεοκλασική. Ζωγράφος της ήταν ο David και το Ανώτατο Ον της ήταν ο Λόγος.

Επομένως, ο ρομαντισμός δεν κατατάσσεται εύκολα στα αντιαστικά κινήματα. Κατά την περίοδο μάλιστα του προρομαντισμού, στις δεκαετίες που προηγήθηκαν της Γαλλικής Επανάστασης, πολλά από τα χαρακτηριστικά του συνθήματα είχαν χρησιμοποιηθεί για την εξύμνηση της αστικής τάξης, της οποίας το αληθινό και απλό, για να μην πούμε δακρύβρεχτο αίσθημα αντιπαραβαλλόταν στην υπεροψία της διεφθαρμένης κοινωνίας, ενώ πιστευόταν ότι η αυθόρμητη εμπιστοσύνη των αστών για τη φύση θα εξουδετέρωνε τα τεχνάσματα της Αυλής και του κληρικαλισμού. Εντούτοις, από τη στιγμή που η αστική κοινωνία θριάμβευσε πράγματι στη Γαλλική και τη Βιομηχανική Επανάσταση, ο ρομαντισμός έγινε αδιαφιλονίκητα ο ενστικτώδης εχθρός της, και δικαίως θεωρείται πολέμιός της.

Αναμφίβολα, μεγάλο μέρος της εμπαθούς, συγκεχυμένης αλλά βαθιάς αποστροφής για την αστική κοινωνία οφειλόταν στο κατεστημένο συμφέρον των δύο ομάδων που συνιστούσαν τις δυνάμεις κρούσης του: τους κοινωνικά παραγκωνισμένους νεαρούς και τους επαγγελματίες καλλιτέχνες. Ποτέ καμία περίοδος δεν ευνόησε περισσότερο τους νεαρούς καλλιτέχνες, ζωντανούς ή ετοιμοθάνατους, απ' ό,τι η ρομαντική: οι Λυρικές Μπαλάντες (1798) ήταν έργο εικοσάχρονων νεαρών· ο Byron έγινε διάσημος εν μια νυκτί σε ηλικία 24 ετών, μια ηλικία που ο Shelley ήταν ήδη διάσημος και ο Keats κόντευε να πεθάνει. Η ποιητική σταδιοδρομία του Hugo άρχισε όταν ήταν 20 ετών, του Musset στα 23. Ο Schubert έγραψε τον Erlkönig σε ηλικία 18 ετών και πέθανε στα 31, ο Delacroix ζωγράφισε τη Σφαγή της Χίου στα 25, ο Petöfi δημοσίευσε τα Ποιήματά του στα 21. Ήταν πολύ σπάνιο για τους ρομαντικούς να μην έχουν αποκτήσει τη φήμη τους ή να μην έχουν δημιουργήσει το αριστούργημά τους ως τα 30 τους χρόνια. Το φυσικό τους περιβάλλον ήταν η νεότητα —και ιδίως οι νέοι διανοούμενοι ή σπουδαστές· σ' αυτήν την περίοδο, το Quartier Latin του Παρισιού έγινε, για πρώτη φορά μετά τον Μεσαίωνα, όχι μόνο η περιοχή όπου ήταν η Σορβόννη, αλλά και πολιτιστική (και πολιτική) έννοια. Ήταν κραυγαλέα η αντίθεση ανάμεσα σ' έναν κόσμο που θεωρητικά ήταν ανοιχτός στους ταλαντούχους και σ' έναν κόσμο που στην πράξη, με μια κατάφωρη αδικία, μονοπωλούνταν από στυγνούς γραφειοκράτες και άξεστους κοιλαράδες. Τους περικύκλωναν οι σκιές της φυλακής —γάμος, αξιοπρεπής καριέρα, αφομοίωσή τους στο πνεύμα αυτό της έλλειψης καλλιέργειας και της βαρβαρότητας. Νυχτοπούλια με τη μορφή των πατεράδων τους προφήτευαν (συχνότατα με μεγάλη ακρίβεια) την αναπόφευκτη καταδίκη τους, όπως ο ληξίαρχος Χέρμπραντ στο έργο Goldener Topf του Ε.Τ.Α. Hoffmman προβλέπει («με πανούργο και μυστηριώδες χαμόγελο στα χείλη») το φριχτό μέλλον του αυλικού συμβούλου για τον μαθητευόμενο ποιητή Άνσελμο. Ο Byron ήταν αρκετά ενσυνείδητος για να προβλέψει ότι μόνο ένας πρόωρος θάνατος θα τον έσωζε από τα «αξιοπρεπή» γηρατειά, και ο A.W. Schlegel τον δικαίωσε. Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτε το οικουμενικό σ' αυτόν τον ξεσηκωμό των νέων κατά των πατεράδων τους. Ήταν μονάχα η αντανάκλαση της κοινωνίας που δημιούργησε η διττή επανάσταση. Ωστόσο, η ιδιάζουσα ιστορική μορφή της αλλοτρίωσης αυτής ασφαλώς χρωμάτισε μεγάλο μέρος του ρομαντισμού.

Page 211: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Το ίδιο έκανε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό και η αλλοτρίωση του καλλιτέχνη, που αντιδρούσε μετατρέποντας τον εαυτό του σε «μεγαλοφυία», μια από τις χαρακτηριστικότερες επινοήσεις της ρομαντικής εποχής. Όταν το κοινωνικό λειτούργημα του καλλιτέχνη είναι σαφές, η σχέση του με το κοινό άμεση, και στο ερώτημα τι θα πει και πώς θα το πει δίνεται απάντηση από την παράδοση, την ηθική, τη λογική ή κάποια άλλη παραδεδεγμένη αξία, τότε ο καλλιτέχνης μπορεί να είναι μεγαλοφυία αλλά σπάνια υιοθετεί ανάλογη συμπεριφορά. Οι λίγοι που άνοιξαν το δρόμο για το πρότυπο του 19ου αιώνα —ο Michelangelo, ο Caravaggio ή ο Salvator Rosa— είναι η εξαίρεση μέσα στις στρατιές εκείνων που διέθεταν επίπεδο επαγγελματία τεχνίτη ή αρτίστα, όπως ο Bach, ο Händel, ο Haydn και ο Mozart, ή ο Fragonard και ο Gainsborough της προεπαναστατικής εποχής. Εκεί όπου επικρατούσε κάτι σαν την παλιά κοινωνική κατάσταση και μετά τη διττή επανάσταση, εκεί ο καλλιτέχνης εξακολουθούσε να δημιουργεί χωρίς να παρουσιάζεται ως μεγαλοφυία, έστω και αν είχε κάμποση ματαιοδοξία. Οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί συνέχιζαν να παράγουν βάσει συγκεκριμένης παραγγελίας κτίσματα προφανούς χρησιμότητας που επέβαλλαν σαφείς φόρμες. Είναι ενδεικτικό ότι η μεγάλη πλειονότητα των πιο χαρακτηριστικών, και σχεδόν όλα τα περίφημα κτίρια της περιόδου 1790-1848 είναι νεοκλασικά, όπως η Madeleine, το Βρετανικό Μουσείο, ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ισαάκ στο Λένινγκραντ, το Λονδίνο του Nash, το Βερολίνο του Schinkel, ή λειτουργικά, όπως οι υπέροχες γέφυρες, τα κανάλια, οι σιδηροδρομικές κατασκευές, τα εργοστάσια και τα θερμοκήπια της εποχής της τεχνικής ομορφιάς.

Ωστόσο, ανεξάρτητα από την τεχνοτροπία τους, οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί της εποχής εκείνης συμπεριφέρονταν ως επαγγελματίες και όχι ως μεγαλοφυίες. Επίσης, σε γνήσια λαϊκές μορφές τέχνης όπως η όπερα στην Ιταλία η (σε κοινωνικά υψηλότερο επίπεδο) το μυθιστόρημα στην Αγγλία, οι συνθέτες και οι συγγραφείς συνέχιζαν να δουλεύουν σαν αρτίστες για την ψυχαγωγία του κοινού και θεωρούσαν την εμπορικότητα ως φυσικό όρο της τέχνης τους και όχι ως συνωμοσία κατά της καλλιτεχνικής τους έμπνευσης. Ο Rossini δεν θα περίμενε ποτέ να γράψει μια μη εμπορική όπερα, ή ο νεαρός Dickens ένα μυθιστόρημα που δεν θα τραβούσε το κοινό, όπως και σήμερα ο λιμπρετίστας ενός σύγχρονου μιούζικαλ δεν περιμένει να παρουσιαστεί στο κοινό το κείμενό του όπως είχε αρχικά γραφεί. (Αυτό μας βοηθά ίσως να καταλάβουμε γιατί η ιταλική όπερα ήταν την εποχή εκείνη αρκετά αντιρομαντική, παρά τη φυσική της χονδροειδή συμπάθεια για το αίμα, τις θύελλες και τις «έντονες» καταστάσεις.)

Το πραγματικό πρόβλημα ήταν το πρόβλημα του καλλιτέχνη που είναι αποκομμένος από κάποιο αναγνωρίσιμο λειτούργημα, κάποιον πάτρωνα ή κάποιο κοινό, κι αφήνεται να ρίχνει την ψυχή του σαν εμπόρευμα σε μια τυφλή αγορά για να πουληθεί ή να μείνει απούλητη· ή αφήνεται να δουλέψει σ' ένα σύστημα πατρωνίας που εν γένει θα ήταν οικονομικά αδικαιολόγητο, ακόμη κι αν η Γαλλική Επανάσταση δεν είχε καταδείξει πόσο εξευτελιστικό ήταν για τον άνθρωπο. Ο καλλιτέχνης ήταν επομένως μοναχός του, κραυγάζοντας μέσα στη νύχτα, μην ξέροντας ούτε καν αν θα ακούσει την ηχώ του. Ήταν φυσικό να προσπαθήσει να μετατρέψει τον εαυτό του σε μεγαλοφυία, που δημιουργεί μονάχα με βάση όσα βρίσκονται μέσα του, ανεξάρτητα από τον κόσμο και περιφρονώντας το κοινό, που το μόνο του δικαίωμα ήταν να τον αποδεχτεί με τους δικούς του όρους ή να μην τον δεχτεί καθόλου. Στην καλύτερη περίπτωση, περίμενε να τον καταλάβουν, όπως ο Stendhal, οι λίγοι εκλεκτοί ή κάποιες γενιές που έμελλε να έρθουν στη χειρότερη περίπτωση, θα δημιουργούσε θεατρικά έργα που ποτέ δεν θα ανεβάζονταν στο θέατρο, όπως ο Grabbe —ακόμα και το β' μέρος του Φάουστ του Goethe— ή συνθέσεις για γιγάντιες ορχήστρες που δεν υπήρχαν, όπως ο Berlioz· διαφορετικά, θα έχανε τα λογικά του, όπως ο Hölderlin, ο Grabbe, ο de Nerval και αρκετοί άλλοι. Στην πραγματικότητα, η παρεξηγημένη μεγαλοφυία έβρισκε καμιά φορά μεγάλη ανταπόκριση από τους πρίγκιπες που ήταν συνηθισμένοι στις ιδιοτροπίες της ερωμένης τους και πίστευαν στην αξία των εξόδων που έκαναν το όνομά τους να ακούγεται, ή από τη νεόπλουτη αστική τάξη που επιθυμούσε διαρκώς να διατηρεί κάποια επαφή με τα

Page 212: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

υψηλότερα πράγματα της ζωής. Ο Liszt (1811-1886) ποτέ δεν πείνασε στην παροιμιώδη ρομαντική σοφίτα του. Λίγοι κατάφεραν να υλοποιήσουν τις μεγαλομανείς φαντασιώσεις τους όπως επρόκειτο να το πετύχει ο Wagner. Ωστόσο, στην περίοδο των επαναστάσεων 1789-1848, οι πρίγκιπες εκδήλωναν συχνότατα μεγάλη καχυποψία για τις τέχνες που δεν είχαν σχέση με την όπερα,i

Φυσικά αποτελέσματα της παρεξηγημένης νεολαίας και της παρεξηγημένης «μεγαλοφυίας» ήταν η αποστροφή των ρομαντικών για την ακαλλιέργητη βαρβαρότητα, η μόδα να εξοργίζουν και να σοκάρουν τους αστούς, η σύνδεσή τους με demi-monde και bohème («γυναίκες αμφίβολης ηθικής» και μποέμ —οι όροι απέκτησαν τη σημερινή τους σημασία κατά τη ρομαντική περίοδο), ή η τάση για την τρέλα και για όσα συνήθως απαγόρευαν οι αξιοπρεπείς θεσμοί. Αλλά τούτο ήταν μικρό μόνο μέρος του ρομαντισμού. Η εγκυκλοπαίδεια του σεξουαλικού εξτρεμισμού του Mario Praz δεν εκφράζει τη «Ρομαντική Αγωνία»,

και η αστική τάξη μάλλον συσσώρευε πλούτο παρά τον δαπανούσε. Οι μεγαλοφυίες ήταν επομένως κατά κανόνα όχι μόνο παρεξηγημένες αλλά και φτωχές. Και οι πιο πολλές ήταν επαναστατημένες.

7 όπως και η συζήτηση για κρανία και φαντάσματα στον ελισαβετιανό συμβολισμό δεν είναι κριτική του Άμλετ. Πίσω από τη δυσφορία που αισθάνονταν οι οπαδοί του ρομαντισμού ως ομάδα νεαρών ανθρώπων (αντρών, αλλά κάποτε και γυναικών —είναι η πρώτη περίοδος που εμφανίζονται κάπως μαζικά στην ηπειρωτική Ευρώπη γυναίκες καλλιτέχνιδεςii

Ποτέ η λεπτομερής κοινωνική ανάλυση δεν ήταν το φόρτε των ρομαντικών. Αντίθετα, έδειχναν δυσπιστία απέναντι στη σίγουρη, μηχανιστική, υλιστική συλλογιστική του 18ου αιώνα (την οποία συμβόλιζε ο Νεύτων, το φόβητρο τόσο του William Blake όσο και του Goethe) που τη θεωρούσαν, δικαίως, από τα κύρια εργαλεία με τα οποία είχε χτιστεί η αστική κοινωνία. Συνεπώς, δεν περιμένουμε απ' αυτούς μια αναλυτική κριτική της αστικής κοινωνίας, μολονότι εμφανίστηκε πράγματι κάτι τέτοιο σ' ένα ευρέως «ρομαντικό» πλαίσιο, υπό τον μυστικιστικό μανδύα της «φυσικής φιλοσοφίας» (δηλαδή της Φυσικής) και πετώντας στα σύννεφα της μεταφυσικής, που άλλωστε συνέβαλε μεταξύ άλλων στη φιλοσοφία του Hegel (βλ.

) και καλλιτεχνών, κρυβόταν μια γενικότερη δυσαρέσκεια για τον τύπο της κοινωνίας που αναδυόταν μέσα από τη διττή επανάσταση.

>>). Αναπτύχθηκε επίσης κάτι τέτοιο, με εκλάμψεις φαντασιώσεων που άγγιζαν συνεχώς τον εκκεντρισμό ή ακόμη και την τρέλα, στους κύκλους των πρώιμων ουτοπικών σοσιαλιστών στη Γαλλία. Οι πρώτοι Σαινσιμονιστές (όχι όμως και ο αρχηγός τους), και ιδίως ο Fourier, δεν μπορεί να θεωρηθούν τίποτε άλλο παρά ρομαντικοί. Τα πιο σταθερά αποτελέσματα των ρομαντικών αυτών κριτικών ήταν η έννοια της ανθρώπινης «αλλοτρίωσης», που επρόκειτο να παίξει βασικό ρόλο στο έργο του Μαρξ, και η αναγγελία της τέλειας κοινωνίας του μέλλοντος. Εντούτοις, η αποτελεσματικότερη και σθεναρότερη κριτική της αστικής κοινωνίας επρόκειτο να έρθει όχι από αυτούς που την απέρριπταν (και μαζί της τις παραδόσεις της κλασικής επιστήμης και του ορθολογισμού του 17ου αιώνα) εξ ολοκλήρου και a priori, αλλά από αυτούς που ωθούσαν τις παραδόσεις της κλασικής της σκέψης στη λογική της αντι-αστική κατάληξη. Ο σοσιαλισμός του Robert Owen δεν περιείχε καθόλου το στοιχείο του ρομαντισμού· οι συνιστώσες του ανήκαν καθ' ολοκληρία στον ορθολογισμό του 18ου αιώνα και στην αστικότερη των επιστημών, την πολιτική οικονομία. Ακόμη και ο Saint-Simon είναι κατ' ακρίβεια προέκταση του Διαφωτισμού. Είναι

i Ο απερίγραπτος Φερδινάνδος της Ισπανίας, που συνέχιζε να πατρονάρει τον επαναστάτη Goya παρά την καλλιτεχνική και πολιτική πρόκληση, ήταν εξαίρεση στον κανόνα.

ii Στη Γαλλία, η Κυρία de Staël, η Γεωργία Σάνδη, οι ζωγράφοι Vigée-Lebrun και Angelica Kaufmann· στη Γερμανία, η Bettina von Arnim, η Annette von Droste-Hülshoff. Οι γυναίκες μυθιστοριογράφοι ήταν από καιρό καθιερωμένες στην αστική Αγγλία, όπου η μορφή αυτής της τέχνης αναγνωριζόταν ως «αξιοπρεπές» επάγγελμα για τα καλοαναθρεμμένα κορίτσια. Η Fanny Burney, η Κυρία Radcliffe, η Jane Austen, η Κυρία Gaskell, οι αδελφές Brontë, όλες ανήκουν καθ' ολοκληρία ή εν μέρει στην εποχή αυτή, όπως άλλωστε και η ποιήτρια Elizabeth Barrett-Browning.

Page 213: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

χαρακτηριστικό ότι ο νεαρός Μαρξ, μεγαλωμένος στη γερμανική (δηλαδή, κατά κύριο λόγο ρομαντική) παράδοση, έγινε μαρξιστής μόνο όταν ήρθε σε στενή επαφή με τη γαλλική σοσιαλιστική κριτική και την εντελώς μη ρομαντική θεωρία της αγγλικής πολιτικής οικονομίας. Αυτή ακριβώς η πολιτική οικονομία αποτέλεσε και τον πυρήνα της ώριμης σκέψης του.

III

Δεν είναι ποτέ συνετό να παραβλέπουμε το συναίσθημα, με το οποίο η λογική δεν έχει καμία σχέση. Ως στοχαστές με τους όρους των οικονομολόγων και των φυσικών, οι ποιητές είχαν υποσκελιστεί· ωστόσο έβλεπαν όχι μόνο βαθύτερα αλλά κάποτε και καθαρότερα. Λίγοι είδαν τον κοινωνικό σεισμό που προκάλεσε η μηχανή και το εργοστάσιο νωρίτερα από τον William Blake στη δεκαετία του 1790 —ο οποίος μάλιστα είχε βασιστεί μονάχα σε λιγοστά εργοστάσια και κάποιες βιομηχανικές καμίνους του Λονδίνου. Με λίγες εξαιρέσεις, η καλύτερη επεξεργασία του προβλήματος του εξαστισμού και της αστυφιλίας προέρχεται από τους συγγραφείς με δημιουργική φαντασία, των οποίων οι συχνά και φαινομενικά μη ρεαλιστικές παρατηρήσεις έχουν αποδειχτεί έγκυρος δείκτης της αστικής εξέλιξης του Παρισιού.8 Ο Carlyle είναι πιο συγκεχυμένος αλλά πιο ουσιαστικός οδηγός για την Αγγλία του 1840 από τον επιμελή στατιστικό και συλλέκτη στοιχείων J. R. McCulloch· και αν ο J. S. Mill είναι καλύτερος από τους άλλους ωφελιμιστές από αυτή την άποψη, είναι γιατί μια προσωπική κρίση τον έκανε αυτόν και μόνο απ' όλους τους άλλους να συνειδητοποιήσει την αξία της γερμανικής και της ρομαντικής κριτικής της κοινωνίας: της κριτικής του Goethe και του Coleridge. Η ρομαντική κριτική του κόσμου, αν και συγκεχυμένη, δεν ήταν επομένως αμελητέα.

Ο πόθος που τη στοίχειωνε ήταν ο πόθος για τη χαμένη ένωση του ανθρώπου με τη φύση. Ο αστικός κόσμος ήταν ένας βαθιά και εσκεμμένα ακοινωνικός χώρος. «Κομμάτιασε άσπλαχνα τους ποικίλους φεουδαλικούς δεσμούς που έδεναν τον άνθρωπο με τους "φυσικούς ανωτέρους" του, και δεν άφησε άλλο δεσμό του ανθρώπου με τον άνθρωπο από το γυμνό συμφέρον, από τις απάνθρωπες συναλλαγές σε χρήμα. Έπνιξε τις πιο υπερκόσμιες εκστάσεις θρησκευτικού ζήλου, ευγενούς ενθουσιασμού, ακαλλιέργητου συναισθηματισμού, στα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού. Μετέτρεψε την προσωπική ποιότητα σε ανταλλάξιμη αξία, και στη θέση των πολυάριθμων αναφαίρετων ελευθεριών έβαλε μια μοναδική εξωφρενική ελευθερία—το Ελεύθερο Εμπόριο.»

Τα παραπάνω προέρχονται από το Κομουνιστικό Μανιφέστο, αλλά εκφράζουν επίσης και ολόκληρο το ρομαντισμό. Ένας τέτοιος κόσμος μπορεί ίσως να δώσει στους ανθρώπους πλούτο και άνεση, μολονότι στην πραγματικότητα ήταν φανερό ότι σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων προκαλούσε πείνα και αθλιότητα· άφηνε όμως τις ψυχές τους γυμνές και μοναχικές. Τους άφηνε ανέστιους και χαμένους στο σύμπαν ως «αλλοτριωμένα» όντα. Τους άφηνε αποκομμένους, μέσα από κάποιο επαναστατικό χάσμα της παγκόσμιας ιστορίας, ακόμη κι από την προφανέστερη απάντηση στην αλλοτρίωση, την απόφαση ποτέ να μην εγκαταλείψουν τις ρίζες τους. Οι ποιητές του γερμανικού ρομαντισμού πίστευαν πως ήξεραν καλύτερα από κάθε άλλον ότι η σωτηρία έγκειται μόνο στην απλή, ταπεινή ζωή των εργαζομένων, που συνεχιζόταν στις ειδυλλιακές προβιομηχανικές κωμοπόλεις με τις οποίες ήταν κατάστικτα τα ονειρεμένα τοπία, τα οποία εκείνοι περιέγραφαν με τον πιο ακαταμάχητο τρόπο. Ωστόσο, οι νέοι έπρεπε να φύγουν για να κυνηγήσουν το εξ ορισμού άπιαστο όνειρο, το «γαλάζιο λουλούδι», ή απλώς να περιπλανώνται για πάντα, με νοσταλγία για την πατρίδα, τραγουδώντας στίχους του Eichendorff ή τραγούδια του Schubert. Το τραγούδι του περιπλανώμενου είναι ο δικός τους μουσικός σκοπός και η νοσταλγία είναι η συντροφιά τους. Ο Novalis μάλιστα όρισε μ' αυτόν τον τρόπο τη φιλοσοφία.9

Τρεις πηγές κατασίγαζαν αυτή τη δίψα για τη χαμένη αρμονία του ανθρώπου στον κόσμο: ο Μεσαίωνας, ο πρωτόγονος άνθρωπος (ή, πράγμα που καταλήγει στο ίδιο, ο εξωτισμός και τα

Page 214: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

«λαϊκά στοιχεία») και η Γαλλική Επανάσταση.

Η πρώτη προσείλκυε κυρίως το ρομαντισμό της αντίδρασης. Η σταθερή τάξη της κοινωνίας του φεουδαλισμού, η αργή οργανική εξέλιξη των αιώνων, χρωματισμένη με τα εραλδικά εμβλήματα, καλυμμένη με το θολό μυστήριο των παραμυθένιων δασών υπό τη σκέπη του αδιαφιλονίκητου χριστιανικού ουρανού, ήταν ο προφανής χαμένος παράδεισος για τους συντηρητικούς πολέμιους της αστικής κοινωνίας, των οποίων την τάση για ευλάβεια, αφοσίωση και για ένα ελάχιστο επίπεδο μόρφωσης των κατώτερων τάξεων είχε εντείνει η Γαλλική Επανάσταση. Με κάποιες τοπικές παραλλαγές, αυτό ήταν το ιδεώδες που ο Burke πρόσφερε στους ορθολογιστές κατακτητές της Βαστίλλης στο έργο του Reflections on the French Revolution (1790). Βρήκε ωστόσο την κλασική του έκφραση στη Γερμανία, τη χώρα που την εποχή εκείνη απέκτησε κατά κάποιο τρόπο το μονοπώλιο του μεσαιωνικού ονείρου, ίσως διότι η γλυκύτητα που φαινόταν να βασιλεύει στη σκιά των κάστρων του Ρήνου και του Μέλανα Δρυμού προσφερόταν περισσότερο για εξιδανίκευση απ' ό,τι η βρωμιά και η σκληρότητα των πιο γνήσια μεσαιωνικών χωρών.i

Εκτός από την επικράτηση αυτού του συντηρητικού μεσαιωνισμού, που οι αντιδραστικές κυβερνήσεις μετά το 1815 προσπάθησαν να μετατρέψουν σε ετοιμόρροπες δικαιολογίες υπέρ του απολυταρχισμού (βλ.

Πάντως, ο μεσαιωνισμός ήταν ισχυρότατη συνιστώσα του γερμανικού ρομαντισμού και έστελνε τις αχτίδες του από τη Γερμανία προς τα έξω, είτε με τη μορφή της ρομαντικής όπερας και του μπαλέτου (Freischütz του Weber και Giselle), των Παραμυθιών των Grimm και των ιστορικών θεωριών, είτε με τη μορφή των εμπνευσμένων από τους Γερμανούς συγγραφέων, όπως ο Coleridge και ο Carlyle. Ωστόσο, στη γενικότερη μορφή του, ως γοτθική δηλαδή αναγέννηση, ο μεσαιωνισμός ήταν το έμβλημα των συντηρητικών, και ιδίως των θρησκευόμενων πολεμίων του αστισμού. Ο Σατωβριάνδος εξύμνησε το γοτθικό στοιχείο στο έργο του Génie du Christianisme (1802) ενάντια στην Επανάσταση· οι υποστηρικτές της Αγγλικανικής Εκκλησίας το ευνοούσαν ενάντια στους ορθολογιστές και στην ομάδα των μη κονφορμιστών, των οποίων τα κτίρια παρέμεναν κλασικά· ο αρχιτέκτων Pugin και τα μέλη του άκρως αντιδραστικού και φιλοκαθολικού «Κινήματος της Οξφόρδης» της δεκαετίας του 1830 ήταν γοτθιστές ως το κόκαλο. Στο μεταξύ, από την αχλύ της μακρινής Σκοτίας —που από καιρό προσφερόταν για το σκηνικό αρχαϊκών ονείρων όπως τα πλαστά ποιήματα του Ossian— ο συντηρητικός Walter Scott πρόσφερε στην Ευρώπη ακόμη μια σειρά μεσαιωνικών εικόνων στα ιστορικά του μυθιστορήματα. Όλοι παρέβλεπαν ωστόσο το γεγονός ότι τα καλύτερα μυθιστορήματά του πραγματεύονταν σχετικά πρόσφατες περιόδους της ιστορίας.

>>), ο αριστερός μεσαιωνισμός είναι άνευ σημασίας. Στην Αγγλία υπήρχε κυρίως σ' ένα ρεύμα του λαϊκού ριζοσπαστικού κινήματος που θεωρούσε την περίοδο πριν από τη Μεταρρύθμιση ως τη χρυσή εποχή του εργάτη, και τη Μεταρρύθμιση ως το πρώτο βήμα προς τον καπιταλισμό. Στη Γαλλία, ήταν πολύ σημαντικότερο, γιατί εκεί η έμφαση δεν ήταν στη φεουδαλική ιεραρχία και τον καθολικισμό αλλά στον αιώνιο, ταλαιπωρούμενο, ανήσυχο, δημιουργικό λαό: το γαλλικό έθνος, που πάντοτε προβάλλει την ταυτότητα και την αποστολή του. Ο Jules Michelet, ο ποιητής ως ιστορικός, ήταν ο μεγαλύτερος από τους επαναστάτες-δημοκράτες μεσαιωνιστές· η Παναγία των Παρισίων του Victor Hugo ήταν το γνωστότερο προϊόν αυτής της τάσης.

Στενά συνδεδεμένο με το μεσαιωνισμό, ιδίως μέσω της ενασχόλησής του με παραδόσεις μυστικιστικής θρησκευτικότητας, ήταν το ενδιαφέρον για ακόμη αρχαιότερα και βαθύτερα μυστήρια και πηγές άλογης σοφίας στην Ανατολή: τα ρομαντικά αλλά και συντηρητικά βασίλεια του Κουμπλάι Χαν ή των Βραχμάνων. Ομολογουμένως, ο Sir William Jones, που

i «Ο Hermann, Ο Dorothée! Gemütlichkeit!» έγραφε ο Gautier, που λάτρευε τη Γερμανία, όπως όλοι οι Γάλλοι ρομαντικοί. «Ne semble-t-il pas que l'on entend du loin le cor du postillon?» («Ω Χέρμαν, ω Δωροθέα! Τι γλυκύτητα! Δεν είναι σαν να ακούει κανείς από μακριά τη σάλπιγγα του αμαξά;») [P. Jourda, L'exotisme dans la littérature française depuis Chateaubriand, 1939, σ. 79.]

Page 215: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ανακάλυψε τα σανσκριτικά, ήταν ένας ειλικρινής ριζοσπάστης ουιγικών τάσεων που επικρότησε την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, όπως ταίριαζε σ' έναν φωτισμένο gentleman· αλλά η μάζα των ερασιτεχνών της Ανατολής και των συγγραφέων ψευδοπερσικών ποιημάτων, από τον ενθουσιασμό των οποίων γεννήθηκε μεγάλο μέρος της γοητείας που ασκεί η Ανατολή στον σύγχρονο κόσμο, ανήκε στο αντιιακωβινικό ρεύμα. Ήταν χαρακτηριστικό ότι ο πνευματικός τους στόχος ήταν η βραχμανική Ινδία και όχι η άθρησκη και ορθολογική Κινεζική Αυτοκρατορία, που είχε κεντρίσει την εξωτική φαντασία του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα.

IV

Το όνειρο της χαμένης αρμονίας του πρωτόγονου ανθρώπου ήταν μια μακρύτερη και πιο πολύπλοκη ιστορία. Υπήρξε κυρίως επαναστατικό όνειρο, είτε με τη μορφή του χρυσού αιώνα του κομουνισμού, της ισότητας «όταν ο Αδάμ έσκαβε και η Εύα έγνεθε»i

«Ο λαός» μπορούσε να είναι επαναστατική έννοια, ιδίως για τους καταπιεσμένους που ετοιμάζονταν να ανακαλύψουν ή να επιβεβαιώσουν την εθνική τους ταυτότητα, και μάλιστα για όσους δεν διέθεταν γηγενή αστική τάξη ή αριστοκρατία. Για όλους αυτούς, το πρώτο λεξικό, η πρώτη γραμματική ή συλλογή δημοτικών τραγουδιών ήταν γεγονός μείζονος πολιτικής σημασίας, μια πρώτη διακήρυξη της ανεξαρτησίας τους. Από την άλλη πλευρά, για όσους εντυπωσιάζονταν περισσότερο από τις απλές αρετές του λαού, την ήρεμη ικανοποίηση, την άγνοια και την ευλάβεια, τη βαθιά σοφία της πίστης του στον πάπα, το βασιλιά ή τον τσάρο, η λατρεία του πρωτόγονου προσφερόταν περισσότερο για συντηρητική ερμηνεία. Αντιπροσώπευε την ενότητα της αθωότητας, του μύθου και της αρχαίας

, την εποχή όπου ο ελεύθερος Αγγλοσάξονας δεν είχε ακόμη σκλαβωθεί με τη Νορμανδική Κατάκτηση, είτε με τον ευγενή άγριο να ξεσκεπάζει τις ανεπάρκειες της διεφθαρμένης κοινωνίας. Κατά συνέπεια, ο ρομαντικός πρωτογονισμός προσφερόταν πολύ περισσότερο για αριστερό ξεσηκωμό, εκτός από τις περιπτώσεις που χρησίμευε απλώς ως διαφυγή από την αστική κοινωνία (όπως στον εξωτισμό του Gautier ή του Mérimée, που ανακάλυψε τον ευγενή άγριο ως τουριστικό αξιοθέατο στην Ισπανία τη δεκαετία του 1830), ή όπου η ιστορική συνέχεια είχε κάνει τον πρωτόγονο άνθρωπο χαρακτηριστικό δείγμα του συντηρητισμού. Αυτό ίσχυε ιδίως στην περίπτωση του «λαϊκού στοιχείου». Οι ρομαντικοί κάθε απόχρωσης δέχονταν ότι ο «λαός», δηλαδή συνήθως οι προβιομηχανικοί αγρότες ή τεχνίτες, αντιπροσώπευαν τις άφθαρτες αξίες και ότι η γλώσσα τους, τα τραγούδια, οι ιστορίες και τα έθιμά τους ήταν ο χώρος που διαφύλασσε την ανθρώπινη ψυχή. Η επιστροφή σ' αυτή την απλότητα και την αρετή ήταν ο στόχος του Wordsworth στις Λυρικές Μπαλάντες, ενώ η φιλοδοξία πολλών Τευτόνων ποιητών και συνθετών ήταν να μπουν στις συλλογές δημοτικών τραγουδιών και λαϊκών παραμυθιών —κάτι που το κατάφεραν αρκετοί καλλιτέχνες. Η ευρύτατη κίνηση για τη συλλογή των δημοτικών τραγουδιών, τη δημοσίευση αρχαίων επών, τη λεξικογράφηση της ζωντανής γλώσσας, ήταν στενά συνδεδεμένη με το ρομαντισμό, ενώ η ίδια η λέξη folklore (λαογραφία) (1846) ήταν επινόηση της εποχής. Μερικά από τα μνημεία της ήταν τα έργα Minstrelsy of the Scottish Border (1803) του Scott, Des Knaben Wunderhorn (1806) των Arnim και Brentano, τα Παραμύθια (1812) των Grimm, οι Ιρλανδικές Μελωδίες (1807-34) του Moore, η Ιστορία της Βοημικής Γλώσσας (1818) του Dobrovsky, το Σερβικό Λεξικό (1818) και το Σερβικό Δημοτικό Τραγούδι (1823-33) του Vuk Karajic, η Frithjofssaga (1825) του Tegnér στα σουηδικά, η έκδοση της Kalevala (1835) του Lönnrot στη Φινλανδία, η Γερμανική Μυθολογία (1835) των Grimm, τα Νορβηγικά Λαϊκά Παραμύθια (1842-71) των Asbjørnson και Moe.

i «Όταν ο Αδάμ έσκαβε και η Εύα έγνεθε, ποιος ήταν αφέντης τότε;» Σύνθημα από την εποχή της αγροτικής επανάστασης του 1381 στην Αγγλία. (Σ.τ.Μ.)

Page 216: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

παράδοσης, που η αστική κοινωνία τα κατέστρεφε μέρα τη μέρα.i

Ο Μεσαίωνας, ο λαός και ο ευγενής άγριος ήταν ιδανικά σταθερά αγκιστρωμένα στο παρελθόν. Μόνο η επανάσταση, «η άνοιξη των λαών», στρεφόταν αποκλειστικά στο μέλλον· ωστόσο, ακόμη και ο μεγαλύτερος ουτοπιστής έβρισκε παρήγορο να επικαλείται κάτι προηγούμενο για ν' αντιμετωπίσει το πρωτοφανές. Τούτο όμως δεν ήταν εύκολα εφικτό πριν η δεύτερη γενιά του ρομαντισμού γεννήσει μια σειρά νέους για τους οποίους η Γαλλική Επανάσταση και ο Ναπολέων ήταν ιστορικά γεγονότα και όχι ένα επώδυνο κεφάλαιο αυτοβιογραφίας· το 1789 χαιρετίστηκε από όλους σχεδόν τους καλλιτέχνες και τους διανοουμένους της Ευρώπης, αλλά, μολονότι ορισμένοι κατάφεραν να διατηρήσουν τον ενθουσιασμό τους μέσα από τον πόλεμο, την τρομοκρατία, την αστική διαφθορά και την αυτοκρατορία, το όνειρό τους δεν ήταν εύκολο ούτε μπορούσε να μεταδοθεί. Ακόμη και στη Βρετανία, όπου η πρώτη γενιά του ρομαντισμού με τους Blake, Wordsworth, Coleridge, Southey, Campbell και Hazlitt ήταν εξ ολοκλήρου φιλοϊακωβινική, οι απογοητευμένοι και οι νεοσυντηρητικοί είχαν πια επικρατήσει το 1805. Στη Γαλλία και τη Γερμανία μάλιστα, η λέξη «ρομαντικός» είχε κυριολεκτικά μετατραπεί σε αντιεπαναστατικό σύνθημα από τους συντηρητικούς πολέμιους της αστικής τάξης του τέλους της δεκαετίας του 1790 (που συχνά ήταν απογοητευμένοι πρώην αριστεροί), πράγμα που εξηγεί το γεγονός ότι αρκετοί στοχαστές και καλλιτέχνες των χωρών αυτών, που με τα σύγχρονα μέτρα θα θεωρούνταν προφανώς ρομαντικοί, από παράδοση δεν εντάσσονται στην κατηγορία αυτή. Ωστόσο, κατά τα τελευταία χρόνια των ναπολεόντειων πολέμων άρχισαν να εμφανίζονται νέες γενιές, για τις οποίες μόνο η μεγάλη απελευθερωτική φλόγα της Επανάστασης ήταν ορατή με το

Ο καπιταλιστής και ο ορθολογιστής ήταν οι εχθροί, και για να τους πολεμήσουν ο βασιλιάς, ο γαιοκτήμονας και ο αγρότης έπρεπε να διατηρήσουν την καθαγιασμένη τους ενότητα.

Ο Πρωτόγονος υπήρχε σε κάθε χωριό, αλλά υπήρχε ως πιο επαναστατική ακόμη έννοια στον υποτιθέμενο χρυσό κομουνιστικό αιώνα του παρελθόντος και ως ελεύθερος ευγενής άγριος στο εξωτερικό· ιδίως ως Ερυθρόδερμος. Από τον Rousseau, που την υποστήριξε ως ιδεώδες του ελεύθερου κοινωνικού ανθρώπου, μέχρι τους σοσιαλιστές, η πρωτόγονη κοινωνία ήταν ένα είδος προτύπου για την ουτοπία. Η τριπλή διαίρεση της ιστορίας που πρότεινε ο Μαρξ —πρωτόγονος κομουνισμός, ταξική κοινωνία, κομουνισμός σε υψηλότερο επίπεδο— απηχεί αλλά και μετασχηματίζει την παράδοση αυτή. Το ιδεώδες του πρωτογονισμού δεν προσιδίαζε μόνο στους ρομαντικούς. Μερικοί μάλιστα από τους πιο θερμούς θιασώτες του ανήκαν στην παράδοση του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Η ρομαντική αναζήτηση έφερε τους εξερευνητές στις μεγάλες ερήμους της Αραβίας και της βόρειας Αφρικής, ανάμεσα στους πολεμιστές και τις οδαλίσκες του Delacroix και του Fromentin. Με τον Byron τους έφερε στον κόσμο της Μεσογείου, και με τον Λέρμοντοφ στον Καύκασο, όπου ο «φυσικός» άνθρωπος με τη μορφή του Κοζάκου πολεμούσε τον «φυσικό» άνθρωπο με τη μορφή των μελών των διαφόρων φυλετικών ομάδων, σε βάραθρα και καταρράχτες. Οι εξερευνητές δεν οδηγήθηκαν στην αθώα κοινωνική και σεξουαλική ουτοπία της Ταϊτής, ήρθαν όμως στην Αμερική, όπου ο πρωτόγονος άνθρωπος πολεμούσε κι ήταν καταδικασμένος —μια κατάσταση που τον έφερνε πιο κοντά στο κλίμα των ρομαντικών. Τα ινδιάνικα ποιήματα του Αυστροουγγαρέζου Lenau είναι κραυγή διαμαρτυρίας για την εκτόπιση των Ερυθροδέρμων· αν ο Μοϊκανός δεν ήταν ο τελευταίος της φυλής του, θα είχε άραγε γίνει τόσο ισχυρό σύνολο στην ευρωπαϊκή κουλτούρα; Φυσικά, ο ευγενής άγριος έπαιξε πολύ σημαντικότερο ρόλο στον αμερικανικό ρομαντισμό απ' ό,τι στον ευρωπαϊκό —ο Μόμπυ Ντικ (1851) του Melville είναι το μεγαλύτερο μνημείο του— αλλά ο Fenimore Cooper συνέλαβε, στη σειρά των μυθιστορημάτων του Leatherstocking, τον παλιό κόσμο όπως ποτέ δεν τα κατάφεραν οι Natchez του συντηρητικού Σατωβριάνδου.

i Το πώς θα ερμηνεύσουμε τη δημοτικότητα που γνώρισαν την εποχή εκείνη οι χοροί που βασίζονται σε λαίκούς σκοπούς, όπως το βαλς, η μαζούρκα και η σκοτσέζα, είναι θέμα γούστου. Ασφαλώς πάντως ήταν ρομαντική μόδα.

Page 217: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

πέρασμα του χρόνου, ενώ είχαν εξαφανιστεί οι στάχτες των υπερβολών και της διαφθοράς της. Μετά την εξορία του Ναπολέοντα όμως, ακόμη και η ασυγκίνητη αυτή προσωπικότητα μπορούσε να γίνει σχεδόν μυθικός φοίνικας και ελευθερωτής. Και καθώς η Ευρώπη προχωρούσε χρόνο με το χρόνο πιο βαθιά στην άμορφη αντίδραση, τη λογοκρισία και τη μετριότητα και έμπαινε βαθύτερα στο μολυσμένο τέλμα της φτώχειας, της δυστυχίας και της καταπίεσης, η εικόνα της απελευθερωτικής επανάστασης έγινε ακόμη πιο φωτεινή.

Η δεύτερη λοιπόν γενιά των Βρετανών ρομαντικών —του Byron (1788-1824), του απολιτικού αλλά συνοδοιπόρου Keats (1795-1821) και, προπάντων, του Shelley (1792-1822)— ήταν η πρώτη που συνδύαζε το ρομαντισμό με ενεργητική επαναστατικότητα: οι απογοητεύσεις της Γαλλικής Επανάστασης, που δεν τις είχαν ξεχάσει οι πιο πολλοί από τους παλαιότερούς τους, ωχριούσαν μπροστά στην ορατή φρίκη του καπιταλιστικού μετασχηματισμού στη χώρα τους. Στην ηπειρωτική Ευρώπη, η σύνδεση ανάμεσα στη ρομαντική τέχνη και την επανάσταση προετοιμάστηκε μεν στη δεκαετία του 1820 αλλά ολοκληρώθηκε μόνο μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1830. Το ίδιο ισχύει επίσης γι' αυτό που μπορεί να ονομαστεί ρομαντική θεώρηση της επανάστασης και ρομαντικό στυλ του επαναστάτη, με γνωστότερη έκφρασή τους τον πίνακα του Delacroix Ελευθερία στα οδοφράγματα (1831). Εδώ, σκυθρωποί νεαροί με γενειάδες και ημίψηλα, εργάτες μόνο με τα πουκάμισά τους, εκπρόσωποι του λαού με μπούκλες που ανέμιζαν κάτω από καπέλα που μοιάζουν με σομπρέρο, και γύρω τους γαλλικές σημαίες και φρυγικά σκουφιά αναπλάθουν την Επανάσταση του 1793 —όχι τη μετριοπαθή του 1789 αλλά τη δόξα του Έτους II— υψώνοντας οδοφράγματα σε κάθε πόλη της ηπειρωτικής Ευρώπης.

Ομολογουμένως, ο ρομαντικός επαναστάτης δεν ήταν εντελώς νέο είδος. Άμεσοι πρόγονοι και προκάτοχοί του ήταν τα μέλη της μασονικής, επαναστατικής μυστικής εταιρείας ιταλικού τύπου—οι Καρμπονάροι ή οι Φιλέλληνες, που εμπνέονταν απευθείας από τους επιζώντες παλιούς Ιακωβίνους ή οπαδούς του Babeuf όπως ο Buonarroti. Αυτός είναι ο χαρακτηριστικός τύπος επαναστατικού αγώνα κατά την περίοδο της Παλινόρθωσης: όλοι τολμηροί νεαροί με στολές της φρουράς ή των Ουσάρων, που εγκατέλειπαν όπερες, εσπερίδες, αποστολές με δούκισσες ή επίσημες συνεδριάσεις των στοών για να κάνουν στρατιωτικό πραξικόπημα ή να τεθούν επικεφαλής ενός αγωνιζόμενου έθνους, δηλαδή το πρότυπο του Byron. Εντούτοις, η επαναστατική αυτή μόδα όχι μόνο εμπνεόταν αμεσότερα από τρόπους σκέψης του 18ου αιώνα, όχι μόνο ήταν πιο κλειστή στους πολλούς από αυτή που τη διαδέχτηκε, αλλά της έλειπε επίσης ένα βασικό στοιχείο της ρομαντικής επαναστατικής θεώρησης των ετών 1830-40: τα οδοφράγματα, οι μάζες, το νέο και απελπισμένο προλεταριάτο· το στοιχείο αυτό που πρόσθεσε στις ρομαντικές προσλαμβάνουσες παραστάσεις η λιθογραφία του Daumier Η σφαγή στην οδό Transnonain (1834) με τον δολοφονημένο απρόσωπο εργάτη.

Η πιο εντυπωσιακή συνέπεια αυτής της σύνδεσης του ρομαντισμού με το όραμα μιας νέας και ευγενέστερης Γαλλικής Επανάστασης ήταν η συντριπτική νίκη της στρατευμένης τέχνης μεταξύ του 1830 και του 1848. Σπανίως εμφανίζεται εποχή που και οι λιγότερο «ιδεολόγοι» καλλιτέχνες να είναι παντού τόσο μαχητικοί, έτσι που συχνά να θεωρούν πρωταρχικό τους καθήκον να υπηρετήσουν την πολιτική. «Ο ρομαντισμός» βροντοφώναζε ο Hugo στην εισαγωγή του Ερνάνη, αυτό το μανιφέστο της επανάστασης (1830), «είναι ο φιλελευθερισμός στη λογοτεχνία».10 «Οι συγγραφείς», έγραφε ο ποιητής Alfred de Musset (1810-57) του οποίου το φυσικό ταλέντο —όπως και του συνθέτη Chopin (1810-49) ή του συνεχώς ενδοσκοπούμενου Αυστροουγγαρέζου ποιητή Lenau (1802-50)— ήταν η προσωπική μάλλον παρά η δημόσια φωνή, «προτιμούσαν να μιλούν στους προλόγους τους για το μέλλον, την κοινωνική πρόοδο, την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό».11 Αρκετοί καλλιτέχνες έγιναν πολιτικές προσωπικότητες, και όχι μόνο σε χώρες που αγωνίζονταν για την ελευθερία τους, εκεί όπου όλοι οι καλλιτέχνες προσπαθούσαν να είναι προφήτες ή εθνικά σύμβολα: ο Chopin, ο Liszt, ακόμη και ο Verdi σε νεαρή ηλικία, από τους μουσικούς· ο Mickiewicz (που θεωρούσε

Page 218: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

τον εαυτό του Μεσσία), ο Petöfi και ο Manzoni, από τους ποιητές της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Ιταλίας αντιστοίχως. Ο ζωγράφος Daumier δούλευε κυρίως ως πολιτικός γελοιογράφος. Ο ποιητής Unland, οι αδελφοί Grimm ήταν φιλελεύθεροι πολιτικοί, το εκρηκτικό παιδί θαύμα Georg Büchner (1810-37) ενεργός επαναστάτης, ο Heinrich Heine (1797-1856), στενός προσωπικός φίλος του Μαρξ, επαμφοτερίζουσα αλλά ισχυρή φωνή της άκρας αριστεράς.i Η λογοτεχνία ταυτίζεται με τη δημοσιογραφία, ιδίως στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Σε άλλες εποχές, ένας Lamennais ή ένας Jules Michelet στη Γαλλία, ένας Carlyle ή ένας Ruskin στη Βρετανία θα ήταν ίσως ποιητές ή μυθιστοριογράφοι, με κάποιες απόψεις για τα δημόσια πράγματα· την εποχή όμως αυτή, ήταν πολιτικοί αρθρογράφοι, προφήτες, φιλόσοφοι ή ιστορικοί με ποιητική πνοή. Με τον ίδιο τρόπο, η λάβα των ποιητικών παραστάσεων συνοδεύει τη διανοητική έκρηξη του Μαρξ κατά τη νεαρή του ηλικία σε βαθμό ασυνήθιστο για άλλους φιλόσοφους ή οικονομολόγους. Ακόμη κι ο ήπιος Tennyson και οι φίλοι του στο Cambridge υποστήριζαν τη διεθνή ταξιαρχία που στάλθηκε να βοηθήσει τους φιλελεύθερους κατά των κληρικοφρόνων στην Ισπανία.

Οι χαρακτηριστικές αισθητικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν και επικράτησαν την περίοδο αυτή επικύρωσαν την ενότητα τέχνης και κοινωνικής στράτευσης. Οι Σαινσιμονιστές της Γαλλίας από τη μια, και οι ταλαντούχοι Ρώσοι επαναστάτες διανοούμενοι της δεκαετίας του '40 από την άλλη, συνέβαλαν στην εξέλιξη των απόψεων που αργότερα τυποποιήθηκαν στα μαρξιστικά κινήματα ως «σοσιαλιστικός ρεαλισμός»,12

V

ένα ευγενές αλλά όχι και άκρως επιτυχημένο ιδεώδες που απέρρεε τόσο από την αυστηρή αρετή του Ιακωβινισμού όσο κι από τη ρομαντική πίστη στη δύναμη του πνεύματος που ώθησε τον Shelley να ονομάσει τους ποιητές «μη αναγνωρισμένους νομοθέτες του κόσμου». «Η τέχνη για την τέχνη», μολονότι είχε ήδη διατυπωθεί ως δόγμα, κυρίως από συντηρητικούς ή ντιλετάντες, δεν μπορούσε ακόμη να συναγωνιστεί το δόγμα «η τέχνη για την ανθρωπότητα», ή «για τα έθνη» ή «για το προλεταριάτο». Μόνο όταν οι επαναστάσεις του 1848 κατέστρεψαν τις ρομαντικές ελπίδες για τη μεγάλη αναγέννηση του ανθρώπου, μόνο τότε ο αυτόνομος αισθητισμός αναγνωρίστηκε ευρέως. Η εξέλιξη καλλιτεχνών του '48, όπως ο Baudelaire και ο Flaubert, μαρτυρεί την πολιτική αλλά και αισθητική αυτή αλλαγή, με καλύτερη λογοτεχνική έκφρασή της το έργο του Flaubert Αισθηματική Αγωγή. Μόνο σε χώρες όπως η Ρωσία, όπου δεν υπήρξε η απογοήτευση του 1848 (μόνο και μόνο γιατί δεν είχε υπάρξει 1848), οι τέχνες συνέχισαν να είναι κοινωνικά στρατευμένες όπως και πριν.

Ο ρομαντισμός είναι η πιο χαρακτηριστική μόδα, στην τέχνη όπως και στη ζωή, της περιόδου της διττής επανάστασης, αλλά με κανέναν τρόπο δεν είναι και η μόνη. Εφόσον μάλιστα δεν κυριάρχησε στην παιδεία της αριστοκρατίας ούτε των μεσαίων τάξεων και, ακόμη λιγότερο, στην παιδεία των φτωχών εργαζομένων, η πραγματική του ποσοτική σημασία ήταν την εποχή εκείνη πολύ περιορισμένη. Οι τέχνες που εξαρτιόνταν από την πατρωνία ή τη μαζική υποστήριξη των πλούσιων τάξεων είχαν μεγαλύτερη ανοχή για τον ρομαντισμό, εκεί όπου τα ιδεολογικά του χαρακτηριστικά ήταν λιγότερο εμφανή, όπως λ.χ. στη μουσική. Οι τέχνες που εξαρτιόνταν από την υποστήριξη των φτωχών δεν ενδιέφεραν ιδιαιτέρως τον ρομαντικό καλλιτέχνη, μολονότι η ψυχαγωγία του φτωχού —ιστορίες φρίκης κι άλλες φτηνοφυλλάδες που πουλιόνταν στους δρόμους, τσίρκα, θεάματα στα πανηγύρια, περιοδεύοντες θίασοι κλπ.— αποτελούσαν πηγή μεγάλης έμπνευσης για τους ρομαντικούς, ενώ οι λαϊκοί θεατρίνοι, με τη σειρά τους, ενίσχυαν το δικό τους συγκινησιακό ρεπερτόριο —σκηνές μεταμόρφωσης,

i Πρέπει να σημειωθεί ότι ήταν από τις σπάνιες περιόδους που οι ποιητές όχι μόνο συμπαθούσαν την άκρα αριστερά αλλά έγραφαν και ποιήματα που ήταν και καλά και πολιτικώς χρήσιμα. Η διακεκριμένη ομάδα των Γερμανών σοσιαλιστών ποιητών της δεκαετίας του 1840 —Herwegh, Weerth, Freiligrath και, φυσικά, Heine— αξίζει να μνημονευθεί, μολονότι το σημαντικότερο ίσως ποίημα αυτού του είδους είναι η Μάσκα της Αναρχίας (1820) του Shelley, μια εύστοχη απάντηση στη σφαγή του Peterloo.

Page 219: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

νεράιδες, τελευταία λόγια των δολοφόνων, των ληστών κτλ.— με τα κατάλληλα υλικά από το ρομαντικό οπλοστάσιο.

Το βασικό στυλ της αριστοκρατικής ζωής και τέχνης παρέμενε ριζωμένο στον 18ο αιώνα, μολονότι είχε σημαντικά εκλαϊκευθεί μέσω νεόπλουτων που ενίοτε τους απονέμονταν τίτλοι ευγενείας, όπως συνέβη ιδίως με το ναπολεόντειο στυλ Empire, που ήταν ιδιαίτερα άσχημο και εξεζητημένο, και το βρετανικό στυλ Regency. Ενδεικτική θα ήταν η σύγκριση των στολών του 18ου αιώνα και της μεταναπολεόντειας εποχής, μια και αυτή η μορφή τέχνης εκφράζει πιο άμεσα τις τάσεις των αξιωματικών και των ευγενών που ήταν υπεύθυνοι για το σχέδιό τους. Η θριαμβευτική κυριαρχία της Βρετανίας έκανε τον Άγγλο ευγενή πρότυπο της διεθνούς αριστοκρατικής κουλτούρας, ή μάλλον της έλλειψης κουλτούρας· διότι τα ενδιαφέροντα που θα έπρεπε να έχει ένας «δανδής» —ξυρισμένος, απαθής και απαστράπτων— περιορίζονταν στα άλογα, στα σκυλιά, τις άμαξες, τους πυγμαχικούς αγώνες, το κυνήγι, τις ευγενείς ανώδυνες διασκεδάσεις και την εμφάνισή του. Αυτός ο ηρωικός εξτρεμισμός εντυπωσίαζε ακόμη και τους ρομαντικούς, που αρέσκονταν και οι ίδιοι στο δανδισμό, αλλά προφανώς εντυπωσίαζε περισσότερο τις νεαρές κυρίες χαμηλότερων τάξεων και τις έκανε να ονειρεύονται (κατά τα λόγια του Gautier):

«Ο Σερ Έντουαρντ ανταποκρινόταν υπέροχα στον Άγγλο των ονείρων της. Ο Άγγλος ο φρεσκοξυρισμένος, ο ροδαλός, ο αστραφτερός, ο περιποιημένος και γυαλισμένος, που αντικρίζει τις πρώτες ακτίνες του πρωινού ήλιου φορώντας μια ήδη τέλεια άσπρη γραβάτα, ο Άγγλος με το αδιάβροχο ή την καμπαρντίνα. Δεν ήταν άραγε το επιστέγασμα του πολιτισμού;... Θα αποκτήσω αγγλικά ασημικά και πορσελάνες Γουέτζγουντ, σκέφτηκε. Θα έχω χαλιά σ' όλο το σπίτι και υπηρέτες με πουδραρισμένα μαλλιά και θα παίρνω τον αέρα μου δίπλα στον σύζυγό μου που θα οδηγεί το τέθριππο μέσα στο Χάιντ Παρκ... Ήμερα πιτσιλωτά ελάφια θα παίζουν στο γρασίδι του σπιτιού μου στην εξοχή, και ίσως μερικά ξανθά και ροδαλά παιδιά. Τα παιδιά ταιριάζουν τόσο καλά στο μπροστινό κάθισμα μιας τετράτροχης άμαξας, δίπλα σ' ένα σπάνιελ εκλεκτής ράτσας Βασιλέως Καρόλου...».13

Ούτε και η κουλτούρα της αστικής και μικροαστικής τάξης ήταν ρομαντική. Τα βασικά της χαρακτηριστικά ήταν η νηφαλιότητα και η μετριοφροσύνη. Μόνο στις τάξεις των μεγαλοτραπεζιτών και κερδοσκόπων ή στους κύκλους της πρώτης γενιάς των εκατομμυριούχων της βιομηχανίας, οι οποίοι ποτέ δεν χρειάστηκε ή δεν χρειαζόταν πια να διοχετεύσουν μεγάλο μέρος των κερδών τους στην επιχείρηση, μόνο λοιπόν στους κύκλους αυτούς άρχισε να εμφανίζεται το γεμάτο χλιδή στυλ ψευδομπαρόκ του τέλους του 19ου αιώνα. Κι αυτό συνέβη μόνο στις λίγες εκείνες χώρες όπου οι παλιές μοναρχίες και η αριστοκρατία δεν δέσποζαν απόλυτα στην «καλή κοινωνία». Οι Rothschild, καθαυτό μονάρχες, ήδη έκαναν επίδειξη σαν πρίγκιπες.

Ήταν ένα όραμα υπέροχο ίσως αλλά όχι και ρομαντικό, όπως άλλωστε δεν ήταν ρομαντική και η εικόνα των βασιλιάδων στην όπερα ή στο χορό, με τα κοσμήματα και τη γαλαζοαίματη ευγένεια και ομορφιά.

14 Οι κοινοί αστοί δεν το έκαναν. Ο πουριτανισμός, η ευαγγελική ή καθολική ευλάβεια, ενθάρρυναν τη μετριοπάθεια, το πνεύμα οικονομίας, κάποιον άνετο σπαρτιατισμό και μια άνευ προηγουμένου ηθική αυτοϊκανοποίηση στη Βρετανία, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και τη Γαλλία των Ουγενότων το ίδιο έκανε και η ηθική παράδοση του Διαφωτισμού και της μασονίας του 18ου αιώνα για τους πιο χειραφετημένους και τους μη θρησκευόμενους. Αν εξαιρέσει κανείς την επιδίωξη κέρδους και ορθολογισμού, η αστική ζωή ήταν μια ζωή ελεγχόμενου συναισθήματος και εσκεμμένου περιορισμού. Το πολύ μεγάλο τμήμα των αστών που, στην ηπειρωτική Ευρώπη, δεν ασχολούνταν καθόλου με επιχειρήσεις, αλλά υπηρετούσαν το κράτος ως υπάλληλοι, δάσκαλοι, καθηγητές ή, κάποτε, ιερείς, δεν είχαν ούτε καν τον ευρύτερο στόχο της συσσώρευσης κεφαλαίου. Το ίδιο ίσχυε για τον απλό επαρχιώτη αστό, που ήξερε ότι ο πλούτος της κωμόπολης, το όριο άλλωστε της επιτυχίας του, δεν ήταν ιδιαίτερα

Page 220: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

εντυπωσιακός με τα μέτρα του αληθινού πλούτου και της ισχύος της εποχής εκείνης. Στην ουσία, η αστική ζωή ήταν «μη ρομαντική», και το πρότυπό της ήταν ακόμη εν πολλοίς το πρότυπο του 18ου αιώνα.

Αυτό είναι εμφανέστατο στο αστικό σπίτι, που άλλωστε ήταν το κέντρο της αστικής κουλτούρας. Το στυλ του αστικού σπιτιού ή του δρόμου της μεταναπολεόντειας εποχής απορρέει άμεσα και συχνά συνεχίζει τον κλασικισμό ή το ροκοκό του 18ου αιώνα. Τα κτίρια της ύστερης γεωργιανής τεχνοτροπίας i

Τα κορίτσια της αστικής τάξης μπορεί να έπαιζαν ρομαντική μουσική, όπως Chopin ή Schumann (1810-56). Το στυλ Biedermeier ίσως να ενθάρρυνε ένα είδος ρομαντικού λυρισμού, όπως του Eichendorff (1788-1857) ή του Eduard Mörike (1804-75), όπου το «κοσμικό» πάθος μεταστοιχειωνόταν σε νοσταλγία ή παθητική επιθυμία. Ο δραστήριος επιχειρηματίας θα μπορούσε ακόμη, ενώ ήταν σε ταξίδι για δουλειές, να απολαύσει τη φύση σ' ένα ορεινό μονοπάτι θεωρώντας την «την πιο ρομαντική θέα που αντίκρισε ποτέ του». Θα μπορούσε να ξεκουραστεί στο σπίτι του σκιτσάροντας το «Κάστρο του Udolpho» ή ακόμη, όπως ο John Cragg από το Liverpool, «ως φιλότεχνος» αλλά και ως χύτης σιδήρου, «να εισαγάγει τον χυτοσίδηρο στη γοτθική αρχιτεκτονική».

συνεχίστηκαν στη Βρετανία ως τη δεκαετία του 1840, και σε άλλες χώρες η αρχιτεκτονική «επανάσταση» (που ξεκίνησε κατά κύριο λόγο από την καλλιτεχνικά ολέθρια ανακάλυψη της «Αναγέννησης») ήρθε ακόμη πιο αργά. Το κυρίαρχο στυλ εσωτερικής διακόσμησης και οικιακής ζωής που καλείται Biedermeier από την πιο τέλεια έκφρασή του, τη γερμανική, ήταν ένα είδος κλασικισμού που το ζέσταιναν το συναίσθημα και τα παρθενικά όνειρα (Innerlichkeit, Gemütlichkeit) και είχε κάτι από το ρομαντισμό —ή μάλλον τον προρομαντισμό του τέλους του 18ου αιώνα— αλλά κι αυτό περιορισμένο στις διαστάσεις του λιτού αστού που έπαιζε κουαρτέτα τα απογεύματα της Κυριακής στο σαλόνι του. Το Biedermeier γέννησε ένα από τα πιο όμορφα στυλ επίπλωσης που επινοήθηκαν ποτέ, με τις λευκές κουρτίνες σε τοίχους ματ, τα γυμνά πατώματα, τις μονοκόμματες αλλά ως επί το πλείστον κομψές καρέκλες και τα γραφεία, τα πιάνα, τις βιτρίνες και τα γεμάτα λουλούδια ανθοδοχεία· παρ' όλα αυτά, ήταν ουσιαστικά ένα υστεροκλασικό στυλ που εκφράζεται πληρέστερα στο σπίτι του Goethe στη Βαϊμάρη. Αυτό το στυλ, ή κάτι παρόμοιο, ήταν το σκηνικό για τις ηρωίδες των μυθιστορημάτων της Jane Austen (1775-1817), για την ευαγγελική αυστηρότητα και τις χαρές της ομάδας του Clapham, για την υψηλόφρονα μπουρζουαζία της Βοστόνης ή τους Γάλλους επαρχιώτες που διάβαζαν το Journal des Débats.

Ο ρομαντισμός μπήκε ίσως στην αστική κουλτούρα κατά κύριο λόγο με το όλο και συχνότερο ονειροπόλημα των κοριτσιών των αστικών οικογενειών. Από τις κύριες κοινωνικές τους αποστολές ήταν να επιδεικνύουν την ικανότητα του «κουβαλητή» της οικογένειας να τους προσφέρει πληκτική άνεση, ενώ η ιδανική τους μοίρα ήταν να γίνουν κανακεμένες σκλάβες. Πάντως, τα κορίτσια των αστικών οικογενειών, αλλά και των μη αστικών, όπως οι οδαλίσκες και οι νύμφες που οι αντιρομαντικοί ζωγράφοι όπως ο Ingres (1780-1867) έβγαλαν από το ρομαντικό και εισήγαγαν στο αστικό πλαίσιο, συνέκλιναν όλο και πιο πολύ σ' αυτόν τον εύθραυστο τύπο με το ωοειδές πρόσωπο και τα μαλλιά με τις καλοχτενισμένες μπούκλες, σ' αυτόν τον τύπο του τρυφερού άνθους με το σάλι και το σκούφο, που είναι τόσο χαρακτηριστικός της μόδας του 1840. Πόρρω απείχε από τη συσπειρωμένη λέαινα, τη Δούκισσα της Άλμπα του Goya, ή τα χειραφετημένα κορίτσια του ελληνικού νεοκλασικού τύπου, τα ντυμένα στη λευκή μουσελίνα, που η Γαλλική Επανάσταση είχε σκορπίσει στα σαλόνια, ή τις ατάραχες κυρίες και εταίρες της Αντιβασιλείας, όπως η Λαίδη Lieven ή η Harriete Wilson, που δεν ήταν ούτε ρομαντικές ούτε αστές.

15

i Γεωργιανή (Georgian) εποχή, κατά τη βασιλεία τεσσάρων βασιλέων της Βρετανίας με το όνομα Γεώργιος (1714-1830). (Σ.τ.Μ.)

Σε γενικές πάντως γραμμές, η αστική κουλτούρα δεν ήταν ρομαντική. Και μόνο η χαρά της τεχνικής προόδου απέκλειε τον ορθόδοξο ρομαντισμό, τουλάχιστον στα κέντρα βιομηχανικής ανάπτυξης. Ένας άνθρωπος

Page 221: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

όπως ο James Nasmyth, ο εφευρέτης της ατμόσφυρας (1808-90), κάθε άλλο παρά βάρβαρος ήταν, έστω και γιατί ήταν γιος Ιακωβίνου ζωγράφου («του πατέρα της τοπιογραφίας στη Σκοτία»), μεγαλωμένος ανάμεσα σε καλλιτέχνες και διανοουμένους, λάτρης του γραφικού και του αρχαίου, εφοδιασμένος με όλη την πλατιά και βαθιά παιδεία κάθε καλού Σκοτσέζου. Ωστόσο, τι πιο φυσικό για το γιο του ζωγράφου από το να γίνει μηχανικός; Τι πιο φυσικό από το να εντυπωσιαστεί από τα εργοστάσια σιδηρουργίας του Devon σ' ένα οδοιπορικό ταξίδι που έκανε νεαρός με τον πατέρα του; Γι' αυτόν, όπως και για τους ευπρεπείς πολίτες του Εδιμβούργου του 18ου αιώνα ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσε, τα πράγματα ήταν μεγαλειώδη αλλ' όχι παράλογα. Η Rouen διέθετε απλώς έναν «εξαίσιο καθεδρικό ναό και την εκκλησία του St Ouen, εκπάγλου κάλλους, καθώς και τα κομψά γοτθικά αρχιτεκτονικά ερείπια που ήταν σκορπισμένα παντού στην ενδιαφέρουσα και γραφική αυτή πόλη». Το γραφικό στοιχείο ήταν υπέροχο, ωστόσο δεν μπορούσε να μην επισημάνει, κατά τις συναρπαστικές του διακοπές, ότι ήταν προϊόν ολιγωρίας. Η ομορφιά ήταν υπέροχη αλλά, σίγουρα, το λάθος της σύγχρονης αρχιτεκτονικής ήταν ότι «η χρησιμότητα του κτίσματος... θεωρούνταν δευτερεύων παράγων». «Καθόλου δεν ήθελα να φύγω από την Πίζα», έγραφε, αλλά «αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο στον καθεδρικό ναό ήταν οι δύο μπρούντζινες λάμπες που κρέμονταν στο βάθος του κεντρικού κλίτους και έδωσαν στον Γαλιλαίο την ιδέα για την εφεύρεση του εκκρεμούς».16 Τέτοιοι άνθρωποι δεν ήταν ούτε βάρβαροι ούτε ακαλλιέργητοι, αλλά ο κόσμος τους πλησίαζε πολύ περισσότερο τον κόσμο του Βολταίρου ή του Josiah Wedgwood απ' ό,τι του John Ruskin. Ο μέγας κατασκευαστής εργαλείων Henry Maudslay αισθανόταν αναμφιβόλως πολύ πιο άνετα στο Βερολίνο με τους φίλους του, τον Humboldt, τον βασιλιά των φιλελεύθερων επιστημόνων, και τον Schinkel, τον νεοκλασικό αρχιτέκτονα, απ' ό,τι θα αισθανόταν με τον μέγα αλλά νεφελώδη Hegel.

Πάντως στα κέντρα της προϊούσας αστικής κοινωνίας, η επιστήμη ήταν πρώτη και οι τέχνες στο σύνολό τους έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Ο μορφωμένος Βρετανός ή Αμερικανός κατασκευαστής ή μηχανικός μπορεί να τις εκτιμούσε και να τις καταλάβαινε, ιδίως σε στιγμές οικογενειακής ανάπαυσης και διακοπών, αλλά οι πραγματικές πολιτιστικές του προσπάθειες θα κατευθύνονταν προς τη διάδοση και παραγωγή των γνώσεων —του εαυτού του, στο πλαίσιο φορέων όπως η Βρετανική Ένωση για την Προαγωγή της Επιστήμης, ή του λαού, μέσω της Εταιρείας για τη Διάδοση Ωφελίμων Γνώσεων και άλλων συναφών οργανώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τυπικό προϊόν του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα, η Εγκυκλοπαίδεια, ανθούσε όσο ποτέ άλλοτε και διατηρούσε ακόμη (όπως στο περίφημο Γερμανικό Λεξικό της Καθομιλουμένης του Meyer, προϊόν της δεκαετίας του 1830) μεγάλο μέρος του μαχητικού πολιτικού της φιλελευθερισμού. Ο Byron κέρδισε πολλά χρήματα από τα ποιήματά του, αλλά ο έκδοτης Constable το 1812 πλήρωσε στον Dugald Stewart 1.000 λίρες για την εισαγωγή με θέμα «Η πρόοδος της Φιλοσοφίας», που θα προλόγιζε το συμπλήρωμα της Encyclopaedia Britannica.17 Ακόμη και όταν η μπουρζουαζία ήταν ρομαντική, τα όνειρά της ήταν τεχνολογικά. Οι νεαροί που εμπνέονταν από τον Saint-Simon έγιναν οι σχεδιαστές της διώρυγας του Σουέζ, των τεράστιων σιδηροδρομικών δικτύων που συνέδεαν όλα τα μέρη της γης, των φαουστικών κεφαλαίων, πέρα από το φάσμα συμφερόντων των ήρεμων και ορθολογιστών Rothschild, που ήξεραν ότι μπορεί κανείς να κερδίσει παρά πολλά χρήματα με ελάχιστη κερδοσκοπία και με συντηρητικά μέσα.18

VI

Η επιστήμη και η τεχνολογία ήταν οι μούσες της αστικής τάξης και ύμνησαν το θρίαμβό της, το σιδηρόδρομο, στη μεγάλη (και δυστυχώς κατεστραμμένη πια σήμερα) νεοκλασική στοά του σταθμού του Euston.

Στο μεταξύ, έξω από την ακτίνα των εγγραμμάτων, η κουλτούρα των κοινών ανθρώπων συνεχιζόταν. Στις μη αστικές και μη βιομηχανικές περιοχές του κόσμου άλλαξε ελάχιστα. Τα τραγούδια κι οι γιορτές της δεκαετίας του 1840, οι ενδυμασίες, τα σχέδια και τα χρώματα των

Page 222: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

λαϊκών διακοσμητικών τεχνών, η μορφή των εθίμων, παρέμειναν σε γενικές γραμμές όπως ήταν το 1789. Η βιομηχανία και η αναπτυσσόμενη πόλη άρχισαν να καταστρέφουν την κουλτούρα αυτή. Κανείς δεν μπορούσε να ζήσει σε μια πόλη γεμάτη εργοστάσια με τον τρόπο που ζούσε στο χωριό του. Έτσι, το όλο πολιτισμικό πλέγμα κατέρρευσε αναγκαστικά, μαζί με την κατάρρευση του κοινωνικού πλαισίου που το συνείχε και το μορφοποιούσε. Το τραγούδι του οργώματος δεν μπορεί να τραγουδηθεί όταν οι άνθρωποι δεν οργώνουν· αν τραγουδηθεί, παύει να είναι δημώδες και γίνεται κάτι άλλο. Η νοσταλγία του μετανάστη διατήρησε τα παλιά έθιμα και τα τραγούδια στην ξενιτιά της πόλης, ίσως ενέτεινε μάλιστα και τη γοητεία τους, γιατί μ' αυτά απαλυνόταν ο πόνος του ξεριζωμού. Αλλά έξω από τις πόλεις και τα εργοστάσια, η διττή επανάσταση είχε μετασχηματίσει —ή, πιο σωστά, είχε καταστρέψει— μόνο μέρος της παλιάς ζωής της υπαίθρου, ιδίως σε τμήματα της Ιρλανδίας και της Βρετανίας, τόσο ώστε ο παλιός τρόπος ζωής να είναι πια αδύνατος.

Πράγματι, ακόμη και στη βιομηχανία ο κοινωνικός μετασχηματισμός δεν είχε προχωρήσει αρκετά πριν από τη δεκαετία του 1840 για να καταστρέψει ολοσχερώς την παλιά κουλτούρα, καθώς μάλιστα στη δυτική Ευρώπη η βιοτεχνία είχε πίσω της ανάπτυξη αιώνων που της επέτρεπε να διαμορφώσει ένα κάποιο ημιβιομηχανικό είδος κουλτούρας. Στην ύπαιθρο, οι ανθρακωρύχοι κι οι υφαντουργοί εξέφραζαν τις ελπίδες και τις διαμαρτυρίες τους στα παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια, και η βιομηχανική επανάσταση αύξησε απλώς τον αριθμό τους και όξυνε τις εμπειρίες τους. Το εργοστάσιο δεν χρειαζόταν τραγούδια της δουλειάς, αλλά τα χρειάζονταν οι ποικίλες δραστηριότητες που συνδέονταν με την οικονομική ανάπτυξη και, φυσικά, τα τραγούδια αυτά αναπτύχθηκαν με τον παλιό τρόπο. Το ναυτικό τραγούδι της δουλειάς, που τραγουδούσαν οι ναύτες στα μεγάλα πλοία, ανήκει σ' αυτόν τον χρυσό αιώνα του «βιομηχανικού» δημοτικού τραγουδιού, στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, όπως και οι μπαλάντες όσων εργάζονταν στα φαλαινοθηρικά της Γροιλανδίας, η Μπαλάντα του Αφέντη του Ανθρακωρυχείου και της Γυναίκας του Ανθρακωρύχου, καθώς και ο Θρήνος του υφαντουργού.19 Στις προβιομηχανικές πόλεις, οι κοινότητες των τεχνιτών και των οικοτεχνών ανέπτυξαν ένα έντεχνο και ισχυρό είδος κουλτούρας, όπου ο προτεσταντικός σεκταρισμός συνδυαζόταν ή ανταγωνιζόταν με τον ιακωβινικό ριζοσπαστισμό ως κίνητρο για αυτομόρφωση, ο Bunyan και ο Καλβίνος με τον Tom Paine και τον Robert Owen. Βιβλιοθήκες, εκκλησίες των μη κονφορμιστών και ιδρύματα, κήποι και κλουβιά όπου οι λάτρεις της κηπουρικής και οι ζωόφιλοι καλλιεργούσαν νέα είδη λουλουδιών και εξέτρεφαν νέες ράτσες περιστεριών και σκυλιών, αφθονούσαν σ' αυτές τις αυτάρκεις και πρωτοπόρες κοινότητες των ειδικευμένων. Το Norwich στην Αγγλία, διάσημο για το αθεϊστικό και δημοκρατικό του πνεύμα, εξακολουθεί ακόμη να είναι διάσημο και για τα καναρίνια του.i

Ωστόσο δεν υπήρχε τίποτε σπουδαίο να αντικαταστήσει την παλιότερη κουλτούρα. Στη Βρετανία π.χ. μόνο στις δεκαετίες του 1870 και 1880 καθιερώθηκε πλήρως η νέα μορφή μιας εξ ολοκλήρου βιομηχανικής ζωής. Συνεπώς, η περίοδος από την κρίση των παλιών,

Αλλά η προσαρμογή των παλιότερων δημοτικών τραγουδιών στη βιομηχανική ζωή δεν άντεξε (εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής) τον αντίκτυπο της εποχής του σιδηροδρόμου και του σιδήρου, και οι κοινότητες των παλιών ειδικευμένων τεχνιτών, όπως το Dunfermline των παλαιών λινουργών, δεν μπόρεσαν να επιβιώσουν μέσα από την ανάπτυξη του εργοστασίου και της μηχανής. Μετά το 1840 ρήμαξαν.

i «Υπάρχουν ακόμη πάμπολλα παλιά σπίτια», έγραφε ο Francis Horner το 1879, «βαθιά ριζωμένα στην πόλη, με τον κήπο τους, που συνήθως ανήκαν σε ανθοπώλες. Εδώ π,χ. βλέπει κανείς το ίδιο το παράθυρο —εξαιρετικά μακρύ και φωτεινό— που πίσω του ο υφαντής δούλευε στον χειροκίνητο αργαλειό του και συγχρόνως μπορούσε να παρακολουθεί με την ίδια προσοχή τα λουλούδια του όπως και τη δουλειά του —δουλειά κι ευχαρίστηση συνδυάζονταν τέλεια. [ ...] Αλλά το εργοστάσιο εκτόπισε το χειροκίνητο εργαλείο του και τα πλινθοκτίσματα εξαφάνισαν τον κήπο του». [Παρατίθεται σε G. Taylor, «Nineteenth-Century Florists and their Flowers», The Listener, 23.6.1949. Οι υφαντουργοί του Paisley ήταν ιδιαίτερα ενθουσιώδεις και επιμελείς «ανθοκόμοι» και θεωρούσαν ότι μόνο οκτώ λουλούδια προσφέρονταν για εμπορικά ανταγωνιστική καλλιέργεια. Οι δαντελοποιοί του Nottingham καλλιεργούσαν τριαντάφυλλα που —σε αντίθεση με τη δενδρομολόχα— δεν είχαν γίνει ακόμη λουλούδια των εργατών.]

Page 223: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

παραδοσιακών τρόπων ζωής ως τότε ήταν από πολλές απόψεις το ζοφερότερο μέρος μιας εξαιρετικά ζοφερής εποχής για τους φτωχούς εργαζόμενους. Άλλωστε, ούτε οι μεγάλες πόλεις δεν ανέπτυξαν την περίοδο αυτή κάποια μορφή λαϊκής κουλτούρας —αναπόφευκτα εμπορικής μάλλον παρά αυτοδημιούργητης όπως στις μικρότερες κοινότητες.

Είναι αλήθεια ότι η μεγάλη πόλη, ιδίως η μεγάλη πρωτεύουσα, διέθετε ήδη σημαντικούς φορείς για την ικανοποίηση των πολιτιστικών αναγκών των φτωχών, του «λαουτζίκου», και μάλιστα συχνά —κι αυτό είναι χαρακτηριστικό— και της αριστοκρατίας. Ωστόσο, αυτοί οι φορείς ήταν κυρίως δημιουργήματα του 18ου αιώνα, του οποίου η συμβολή στην εξέλιξη των λαϊκών τεχνών συχνά παραβλέπεται. Το λαϊκό συνοικιακό θέατρο στη Βιέννη, το θέατρο διαλέκτου στις ιταλικές πόλεις, η λαϊκή (σε αντίθεση με την αυλική) όπερα, η commedia dell'arte και ο περιοδεύων θίασος παντομίμας, οι αγώνες πυγμαχίας και οι ιπποδρομίες ή η εκδημοκρατισμένη έκδοση της ισπανικής ταυρομαχίας i ήταν προϊόντα του 18ου αιώνα· οι εικονογραφημένες φυλλάδες και το βιβλιαράκι με τις λαϊκές μπαλάντες και διηγήσεις ανήκουν σε ακόμη παλιότερη περίοδο. Οι αληθινά νέες μορφές διασκέδασης στις μεγάλες πόλεις ήταν υποπροϊόντα της ταβέρνας ή του καπηλειού, που εξελίχτηκε σε σημαντική πηγή ανακούφισης για τους φτωχούς εργαζόμενους μέσα στην κοινοτική τους αποδιοργάνωση και ήταν ο τελευταίος αστικός προμαχώνας των εθίμων και των παραδοσιακών τελετών που διατηρούσαν και ενέτειναν οι εργατικές συντεχνίες, τα συνδικάτα και οι διάφοροι «σύλλογοι αλληλοβοήθειας». Το «μιούζικ χολ» και το χορευτικό κέντρο ήταν κι αυτά υποπροϊόντα της ταβέρνας, αλλά ως το 1848 δεν είχαν ακόμη διαδοθεί ευρέως, ούτε καν στη Βρετανία, μολονότι είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ήδη στη δεκαετία του 1830.20

Το λαϊκό γούστο καθόριζε επίσης το σχήμα και τη διακόσμηση των σχετικά λίγων βιομηχανικών ειδών που η βιομηχανία παρήγε κυρίως για την αγορά των φτωχών: οι αναμνηστικές κανάτες του θριάμβου του Μεταρρυθμιστικού Νομοσχεδίου, η μεγάλη σιδερένια γέφυρα στον ποταμό Wear, ή τα μεγαλόπρεπα τρικάταρτα ιστιοφόρα που έπλεαν στον Ατλαντικό· οι λαϊκές γκραβούρες που απαθανάτιζαν το επαναστατικό αίσθημα, τον πατριωτισμό ή διαβόητα εγκλήματα, και τα λιγοστά είδη επίπλωσης και ρουχισμού που ο φτωχός της πόλης είχε τη δυνατότητα να αγοράσει. Σε γενικές όμως γραμμές, η πόλη, και ιδίως η νέα βιομηχανική πόλη, παρέμενε πένθιμη και θλιβερή: οι λίγες ομορφιές της —ανοιχτοί χώροι, γιορτές κ.ά.— περιορίστηκαν βαθμιαία από την αρρώστια της οικοδόμησης που εξαπλωνόταν, από τους καπνούς που δηλητηρίαζαν τη φυσική ζωή και από την υποχρέωση αδιάκοπης εργασίας, την οποία συχνά επέτεινε η αυστηρή πειθαρχία της Κυριακής αργίας που επέβαλλαν οι μεσαίες τάξεις. Μόνο το νέο φως του γκαζιού και κάποιες βιτρίνες στους κεντρικούς δρόμους εδώ κι εκεί προανάγγελλαν τα ζωηρά χρώματα της νύχτας στη σύγχρονη πόλη. Αλλά η δημιουργία της σύγχρονης μεγαλούπολης και του σύγχρονου αστικού τρόπου ζωής έπρεπε να περιμένει το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στο πρώτο μισό επικράτησε η καταστροφή, παρόλο που έγιναν και κάποιες επιτυχείς απόπειρες αναχαίτισής της.

Οι άλλες νέες μορφές διασκέδασης στις μεγάλες πόλεις γεννήθηκαν από τις εμποροπανηγύρεις, όπου σύχναζαν πάντοτε περιοδεύοντες καλλιτέχνες. Στη μεγάλη πόλη καθιερώθηκαν μόνιμα, και ήδη στη δεκαετία του 1840 τα διάφορα θεάματα, τα θέατρα, οι γυρολόγοι, οι πορτοφολάδες και οι πλανόδιοι μανάβηδες σε ορισμένα βουλεβάρτα πρόσφεραν στοιχεία έμπνευσης στους ρομαντικούς διανοουμένους του Παρισιού και ψυχαγωγία στο λαουτζίκο.

i Η αρχική της εκδοχή ήταν ιπποτική, με τον ταυρομάχο έφιππο· η καινοτομία της θανάτωσης του ταύρου από ταυρομάχο πεζό αποδίδεται, κατά την παράδοση, σε κάποιο μαραγκό του 18ου αιώνα από τη Ronda.

Page 224: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IE' ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Ας μη λησμονούμε ποτέ ότι οι επιστήμες και η φιλοσοφία πολέμησαν την τυραννία πολύ πριν από μας. Οι συνεχείς τους προσπάθειες έκαναν την επανάσταση πραγματικότητα. Ως ελεύθεροι και ευγνώμονες άνθρωποι πρέπει να τις δεχτούμε στους κόλπους μας και να τις υπηρετούμε στοργικά για πάντα. Γιατί οι επιστήμες κι η φιλοσοφία θα διατηρήσουν την ελευθερία που εμείς κατακτήσαμε.

Ένα μέλος της Συνέλευσης1

Ι

«Τα επιστημονικά θέματα», παρατηρούσε ο Goethe, «είναι πολύ συχνά θέματα σταδιοδρομίας. Μία και μόνη ανακάλυψη μπορεί να κάνει κάποιον διάσημο και να θέσει τα θεμέλια της επιτυχίας του ως πολίτη. [...] Κάθε νεοπαρατηρούμενο φαινόμενο είναι μια ανακάλυψη, κάθε ανακάλυψη είναι περιουσιακό στοιχείο. Βάλε χέρι στην περιουσία κάποιου και τα πάθη του ξυπνούν αμέσως».

Συνομιλίες με τον ECKERMANN, 21 Δεκεμβρίου 1823

Ο παραλληλισμός τέχνης και επιστήμης είναι πάντοτε επικίνδυνος, γιατί οι σχέσεις τους με την κοινωνία στην οποία ανθούν είναι αρκετά διαφορετικές. Ωστόσο οι επιστήμες καθρεφτίζουν κι αυτές με τον τρόπο τους τη διττή επανάσταση, εν μέρει γιατί η επανάσταση είχε συγκεκριμένες απαιτήσεις από αυτές, εν μέρει γιατί τους άνοιξε καινούριες δυνατότητες και τις έφερε αντιμέτωπες με νέα προβλήματα, εν μέρει γιατί η ίδια η ύπαρξη της επανάστασης προωθούσε νέους τρόπους σκέψης. Δεν υπαινίσσομαι πως η εξέλιξη των επιστημών ανάμεσα στο 1789 και το 1848 μπορεί να αναλυθεί αποκλειστικά και μόνο σε συνάρτηση με τα κινήματα στη γύρω τους κοινωνία. Οι περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν την εσωτερική λογική τους, που καθορίζει μέρος τουλάχιστον της εξέλιξής τους. Ο πλανήτης Ποσειδών ανακαλύφθηκε το 1846, όχι γιατί κάτι έξω από την αστρονομία ενθάρρυνε την ανακάλυψή του, αλλά επειδή οι πίνακες του Bouvard το 1821 έδειξαν ότι η τροχιά του πλανήτη Ουρανού, που ανακαλύφθηκε το 1781, παρουσίαζε απροσδόκητες παρεκκλίσεις από τους υπολογισμούς· επειδή, ως τα τέλη της δεκαετίας του 1830, οι παρεκκλίσεις αυτές είχαν μεγαλώσει και αποδόθηκαν χωρίς μεγάλη βεβαιότητα σε διαταραχές που προκαλούσε κάποιο άγνωστο ουράνιο σώμα, και επειδή διάφοροι αστρονόμοι βάλθηκαν να υπολογίσουν τη θέση αυτού του σώματος. Παρ' όλα αυτά, ακόμη και όσοι με πάθος πιστεύουν στην πλήρη αγνότητα της καθαρής επιστήμης γνωρίζουν ότι η επιστημονική σκέψη μπορεί τουλάχιστον να επηρεαστεί από πράγματα έξω από το συγκεκριμένο γνωστικό της πεδίο, αν μη τι άλλο διότι οι επιστήμονες, ακόμη και εκείνοι οι μαθηματικοί που αδιαφορούν εντελώς για τα εγκόσμια, ζουν σ' έναν ευρύτερο κόσμο. Η πρόοδος της επιστήμης δεν είναι μια απλή γραμμική πορεία όπου το κάθε στάδιο βρίσκει τη λύση στα ρητά ή άρρητα προβλήματα που είχαν τεθεί προηγουμένως και, με τη σειρά του, θέτει νέα. Η επιστήμη προχωρεί επίσης και με την ανακάλυψη νέων προβλημάτων, νέων τρόπων αντιμετώπισης των παλιών, νέων τροπών επίλυσής τους, εντελώς νέων πεδίων έρευνας ή νέων θεωρητικών και πρακτικών εργαλείων έρευνας. Κι εδώ υπάρχει τεράστιο περιθώριο επίδρασης ή μορφοποίησης της σκέψης από εξωτερικούς παράγοντες. Αν πράγματι οι περισσότερες επιστήμες στην περίοδο αυτή είχαν αναπτυχθεί με απλό γραμμικό τρόπο, όπως συνέβη με την αστρονομία που παρέμεινε ουσιαστικά στο νευτωνικό της πλαίσιο, τότε το στοιχείο αυτό δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Αλλά, όπως θα δούμε, η περίοδος αυτή ήταν εποχή ριζικά νέων αφετηριών σε ορισμένα πεδία σκέψης (όπως στα μαθηματικά), εποχή αφύπνισης επιστημών που ως τότε ήταν σε νάρκη (όπως η χημεία), εποχή γέννησης νέων επιστημών (όπως η γεωλογία) και εποχή εμφύσησης των επαναστατικών νέων ιδεών σε ήδη υπάρχουσες επιστήμες (όπως στις κοινωνικές και τις

Page 225: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

βιολογικές).

Όπως ήρθαν τα πράγματα, από όλες τις έξωθεν δυνάμεις που διαμόρφωσαν την επιστημονική ανάπτυξη, οι άμεσες αξιώσεις που πρόβαλαν στους επιστήμονες κυβέρνηση και βιομηχανία ήταν από τις λιγότερο σημαντικές. Η Γαλλική Επανάσταση τους κινητοποίησε θέτοντας τον γεωμέτρη και μηχανικό Lazare Carnot επικεφαλής της ιακωβινικής πολεμικής προσπάθειας, τον μαθηματικό και φυσικό Monge (υπουργό Ναυτιλίας το 1792-93) και μια ομάδα μαθηματικών και χημικών επικεφαλής της πολεμικής παραγωγής, όπως νωρίτερα είχε επιφορτίσει τον χημικό και οικονομολόγο Lavoisier με την προετοιμασία του προϋπολογισμού του εθνικού εισοδήματος. Ήταν ίσως η πρώτη φορά στη σύγχρονη ή όποια άλλη ιστορία που ένας τέτοιος επιστήμονας έμπαινε στην κυβέρνηση, αλλά το γεγονός είχε μεγαλύτερη σημασία για την κυβέρνηση απ' ό,τι για την επιστήμη. Στη Βρετανία, οι μεγάλες βιομηχανίες της εποχής ήταν η κλωστοϋφαντουργία, ο άνθρακας, ο σίδηρος, οι σιδηρόδρομοι και η ναυτιλία. Την επανάσταση στις βιομηχανίες αυτές έφεραν οι ικανότητες εμπειρικών —υπερβολικά εμπειρικών— ανθρώπων. Ο ήρωας της επανάστασης στους βρετανικούς σιδηροδρόμους ήταν ο George Stephenson, αγράμματος επιστημονικά αλλά ικανός να μυρίζεται τι θα κινούσε μια μηχανή, έξοχος τεχνίτης μάλλον παρά ειδικός της τεχνολογίας. Οι απόπειρες επιστημόνων όπως ο Babbage να φανούν χρήσιμοι στους σιδηροδρόμους, ή οι προσπάθειες επιστημόνων μηχανικών όπως ο Brunei να δώσουν σ' αυτούς ορθολογική μάλλον παρά εμπειρική διάσταση, απέτυχαν όλες οικτρά.

Από την άλλη μεριά, η επιστήμη ευεργετήθηκε τρομακτικά από την εντυπωσιακή ενθάρρυνση της επιστημονικής και τεχνικής εκπαίδευσης και από την κάπως λιγότερο εντυπωσιακή υποστήριξη για την έρευνα που εκδηλώθηκε την εποχή εκείνη. Εδώ η επίδραση της διττής επανάστασης είναι σαφέστατη. Η Γαλλική Επανάσταση μετασχημάτισε την επιστημονική και την τεχνική παιδεία της Γαλλίας κυρίως με την ίδρυση της École Polytechnique (1795) —που προοριζόταν για σχολείο τεχνικών κάθε λογής— και με την πρώτη μορφή της École Normale Supérieure (1794), που συστήθηκε και καθιερώθηκε πια ως μέρος μιας γενικότερης μεταρρύθμισης της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τον Ναπολέοντα. Η Γαλλική Επανάσταση συνέβαλε επίσης στην αναζωογόνηση της ξεπεσμένης Βασιλικής Ακαδημίας (1795) και συνέστησε, στο Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας (1794), το πρώτο αληθινό ερευνητικό κέντρο εκτός φυσικών επιστημών. Η παγκόσμια πρωτοπορία της γαλλικής επιστήμης στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου οφείλεται, σχεδόν σίγουρα, στα μείζονα αυτά ιδρύματα, ιδίως στο Πολυτεχνείο, το πολυτάραχο αυτό κέντρο Ιακωβινισμού και φιλελευθερισμού σ' ολόκληρη τη μεταναπολεόντεια περίοδο, που έβγαλε απαράμιλλο πλήθος μεγάλων μαθηματικών και θεωρητικών φυσικών. Το Πολυτεχνείο βρήκε μιμητές στην Πράγα, τη Βιέννη και τη Στοκχόλμη, την Πετρούπολη και την Κοπεγχάγη, σε πάμπολλα μέρη της Γερμανίας και του Βελγίου, στη Ζυρίχη και τη Μασσαχουσέτη, αλλ' όχι στην Αγγλία. Το σοκ της Γαλλικής Επανάστασης ξύπνησε και την Πρωσία από τον εκπαιδευτικό της λήθαργο, και το νέο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (1806-10), που ιδρύθηκε ως μέρος της πρωσικής αναγέννησης, έγινε το πρότυπο για τα περισσότερα γερμανικά πανεπιστήμια, που με τη σειρά τους θα αποτελούσαν υπόδειγμα για τα πανεπιστημιακά ιδρύματα σ' ολόκληρο τον κόσμο. Για άλλη μια φορά, η Βρετανία δεν γνώρισε τέτοια μεταρρύθμιση. Εκεί η πολιτική επανάσταση ούτε νίκησε ούτε είχε κατακτήσεις. Ωστόσο, ο τεράστιος πλούτος της χώρας, χάρη στον οποίο μπόρεσαν να δημιουργηθούν ιδιωτικά εργαστήρια όπως του Henry Cavendish και του James Joule, καθώς και η γενική πίεση από έξυπνους αστούς υπέρ της επιστημονικής και τεχνικής εκπαίδευσης, πέτυχε ανάλογα αποτελέσματα. Ο κόμης Rumford, ο «περιπατητικός» φωτισμένος τυχοδιώκτης, ίδρυσε το Βασιλικό Ίδρυμα το 1799. Η φήμη του ιδρύματος στον πολύ κόσμο βασιζόταν κυρίως στις περίφημες δημόσιες διαλέξεις του, αλλά η πραγματική του σημασία έγκειτο στις μοναδικές ευκαιρίες για πειραματική επιστήμη που πρόσφερε στον Humphrey Davy και τον Michael Faraday ήταν, στην ουσία, ένα πρώιμο δείγμα ερευνητικού εργαστηρίου. Διάφοροι φορείς για την προαγωγή της επιστήμης, όπως η

Page 226: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Σεληνιακή Εταιρεία του Birmingham και η Φιλολογική και Φιλοσοφική Εταιρεία του Manchester, κινητοποίησαν την υποστήριξη βιομηχάνων στις επαρχίες: ο John Dalton, ο ιδρυτής της ατομικής θεωρίας, προήλθε από τη δεύτερη εταιρεία. Οι Μπενθαμιστές ριζοσπάστες στο Λονδίνο ίδρυσαν (ή μάλλον ανέλαβαν και μετέτρεψαν) το Μηχανολογικό Ινστιτούτο του Λονδίνου —το σημερινό Κολέγιο Birkbeck— ως σχολή για τεχνικούς, το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου ως εναλλακτική λύση στην υπνηλία της Οξφόρδης και του Cambridge, και τη Βρετανική Ένωση για την Προαγωγή της Επιστήμης (1831) ως εναλλακτική λύση στην αριστοκρατική νάρκη της παρακμασμένης Βασιλικής Εταιρείας. Τα ιδρύματα αυτά δεν αποσκοπούσαν στην καθαρή επιδίωξη γνώσεων για τις ίδιες τις γνώσεις· ίσως γι' αυτό άργησαν να ιδρυθούν ειδικά ερευνητικά κέντρα. Ακόμη και στη Γερμανία, το πρώτο πανεπιστημιακό ερευνητικό εργαστήριο για τη χημεία (του Liebig στο Giessen) ιδρύθηκε μόλις το 1825 (εξυπακούεται ότι ήταν γαλλικής έμπνευσης). Υπήρχαν ιδρύματα για τεχνικούς, όπως στη Γαλλία και τη Βρετανία, για δασκάλους, όπως στη Γαλλία και τη Γερμανία, ή ιδρύματα που εμφυσούσαν στους νέους το απαραίτητο πνεύμα για να υπηρετήσουν την πατρίδα τους.

Η εποχή της επανάστασης αύξησε επομένως τον αριθμό των επιστημόνων και των λογίων, καθώς και την επιστημονική παραγωγή. Επιπλέον, κι αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία, το γεωγραφικό σύμπαν της επιστήμης έγινε τότε ευρύτερο με δύο τρόπους: αφενός το ίδιο το εμπόριο και η εξερεύνηση πρόσφεραν στην επιστημονική μελέτη νέα μήκη και πλάτη του κόσμου και έδωσαν έναυσμα για ανάλυση των νέων αυτών περιοχών. Ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά μυαλά της περιόδου, ο Alexander von Humboldt (1769-1859), συνέβαλε στην επιστημονική ανάπτυξη μ' αυτόν τον τρόπο, δηλαδή ως ακούραστος ταξιδιώτης, παρατηρητής και θεωρητικός στους τομείς της γεωγραφίας, εθνογραφίας και φυσικής ιστορίας, μολονότι το έργο του Κόσμος (1845-59), η μεγαλεπήβολη αυτή σύνθεση κάθε τομέα γνώσης, δεν μπορεί να περιοριστεί σε κανένα συγκεκριμένο κλάδο του επιστητού. Αφετέρου, το σύμπαν της επιστήμης διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει χώρες και λαούς που ως τότε ελάχιστα είχαν συμβάλει στον τομέα αυτό. Ο κατάλογος των μεγάλων επιστημόνων του 1750 λ.χ. περιέχει λίγους μη Γάλλους, Βρετανούς, Γερμανούς, Ιταλούς ή Ελβετούς. Αλλά ακόμα κι ένας πολύ σύντομος κατάλογος των σημαντικότερων μαθηματικών του πρώτου μισού του 19ου αιώνα περιλαμβάνει τον Henrik Abel από τη Νορβηγία, τον Janos Bolyai από την Ουγγαρία και τον Νικολάι Λομπατσέφσκι από την ακόμη πιο απομακρυσμένη πόλη Καζάν. Κι εδώ φαίνεται ότι η επιστήμη αντανακλά την άνοδο εθνικών πολιτισμών εκτός δυτικής Ευρώπης, εντυπωσιακότατη εξέλιξη της εποχής των επαναστάσεων. Αυτό το εθνικό στοιχείο στην ανάπτυξη των επιστημών απεικονίστηκε με τη σειρά του στην παρακμή του κοσμοπολίτικου πνεύματος που χαρακτήριζε τόσο έντονα τις μικρές επιστημονικές κοινότητες του 17ου και του 18ου αιώνα. Η εποχή της περιοδεύουσας διεθνούς διασημότητας που κινούνταν, όπως ο Euler, από τη Βασιλεία στην Πετρούπολη, από εκεί στο Βερολίνο και ξανά στην αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης πέρασε μαζί με τα παλαιά καθεστώτα. Στο εξής ο επιστήμων παρέμενε στα όρια της περιοχής όπου μιλιόταν η γλώσσα του και πραγματοποιούσε βραχύτερες μόνο επισκέψεις, ενώ επικοινωνούσε με τους συνάδελφους του μέσω των επιστημονικών περιοδικών που αποτελούν χαρακτηριστικό προϊόν της περιόδου αυτής: τα Proceedings of the Royal Society (1831), τα Comptes Rendus de l'Académie des Sciences (1837), τα Proceedings of the American Philosophical Society (1838), ή τα νέα ειδικευμένα περιοδικά όπως το Journal für Reine und Angewandte Mathematik του Grelle ή τα Annales de Chimie et de Physique (1797).

II

Για να μπορέσουμε να κρίνουμε τι είδους αντίκτυπο είχε η διττή επανάσταση στις επιστήμες, θα πρέπει να κάνουμε μια συνοπτική ανασκόπηση της εξέλιξής τους. Σε γενικές γραμμές, δεν επήλθε επανάσταση στις κλασικές φυσικές επιστήμες. Αυτό σημαίνει, δηλαδή, ότι ουσιαστικά παρέμειναν στα όρια που είχε θεσπίσει ο Νεύτων, είτε συνεχίζοντας τις ερευνητικές κατευθύνσεις του 18ου αιώνα είτε επεκτείνοντας προηγούμενες αποσπασματικές

Page 227: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ανακαλύψεις και συντονίζοντάς τες σε ευρύτερα θεωρητικά συστήματα. Ο πιο σημαντικός από τους νέους τομείς που άρχισαν να αναπτύσσονται με τον τρόπο αυτό (κι αυτός που είχε τις αμεσότερες τεχνολογικές συνέπειες) ήταν ο ηλεκτρισμός, ή μάλλον ο ηλεκτρομαγνητισμός. Πέντε κύριες χρονολογίες —τέσσερις μέσα στην περίοδο που μας απασχολεί— είναι χαρακτηριστικές της αποφασιστικής του προόδου: 1786, όταν ο Galvani ανακάλυψε το ηλεκτρικό ρεύμα· 1799, όταν ο Volta κατασκεύασε την μπαταρία του· 1800, όταν ανακαλύφθηκε η ηλεκτρόλυση· 1820, όταν ο Oersted βρήκε κατά τύχη τη σχέση ηλεκτρισμού και μαγνητισμού· και 1831, όταν ο Faraday απέδειξε τις σχέσεις ανάμεσα σε όλες αυτές τις δυνάμεις και κατόπιν αυτού βρέθηκε να ανοίγει το δρόμο σε μια προσέγγιση της φυσικής (ως «πεδία» και όχι ως μηχανική έλξη και άπωση) που προοιωνιζόταν τη σύγχρονη εποχή. Η πιο σημαντική από τις νέες θεωρητικές συνθέσεις ήταν η ανακάλυψη των νόμων της θερμοδυναμικής, των σχέσεων δηλαδή μεταξύ θερμότητας και ενέργειας.

Η επανάσταση που έκανε την αστρονομία και τη φυσική σύγχρονες επιστήμες είχε πραγματοποιηθεί τον 17ο αιώνα· η επανάσταση που δημιούργησε τη χημεία ήταν σε πλήρη εξέλιξη στην αρχή της περιόδου. Απ' όλες τις επιστήμες, η χημεία ήταν η πιο στενά και άμεσα συνδεδεμένη με τη βιομηχανική πρακτική, ιδίως με τη λεύκανση και τη βαφή στην κλωστοϋφαντουργία. Οι δημιουργοί της, εξάλλου, δεν ήταν μόνο πρακτικοί άνθρωποι που συνδέονταν με άλλους πρακτικούς ανθρώπους (όπως ο Dalton της Φιλολογικής και Φιλοσοφικής Εταιρείας του Manehester και ο Priestley της Σεληνιακής Εταιρίας του Birmingham) αλλά κάποτε και πολιτικοί επαναστάτες, μολονότι μετριοπαθείς. Δύο ήταν θύματα της Γαλλικής Επανάστασης: ο Priestley στα χέρια του όχλου των Τόρηδων επειδή ήταν οπαδός της, και ο μέγας Lavoisier στην γκιλοτίνα γιατί δεν ήταν αρκετά ένθερμος οπαδός, ή μάλλον γιατί ήταν μεγαλοεπιχειρηματίας.

Η χημεία, όπως και η φυσική, ήταν κατεξοχήν γαλλική επιστήμη. Ο ουσιαστικός ιδρυτής της, ο Lavoisier (1743-94), δημοσίευσε το βασικό του έργο Traité élémentaire de Chimie τη χρονιά ακριβώς της Επανάστασης, και η έμπνευση για τις προόδους της χημείας, και ιδίως η οργάνωση της χημικής έρευνας σε άλλες χώρες —ακόμη και σε όσες επρόκειτο να γίνουν μείζονα κέντρα χημικής έρευνας αργότερα, όπως η Γερμανία— ήταν κατά κύριο λόγο γαλλική. Οι σημαντικότερες πρόοδοι πριν από το 1789 συνίσταντο σε κάποια στοιχειώδη ταξινόμηση των διαφόρων εμπειρικών πειραμάτων, με την αποσαφήνιση ορισμένων βασικών χημικών διαδικασιών, όπως η καύση, και ορισμένων βασικών στοιχείων, όπως το οξυγόνο. Εμφανίστηκε επίσης η ακριβής ποσοτική μέτρηση, καθώς και ένα πρόγραμμα περαιτέρω έρευνας στο θέμα. Η κεντρική έννοια ατομικής θεωρίας (που προέρχεται από τον Dalton, 1803-10) επέτρεψε την εφεύρεση του χημικού τύπου, και έτσι μπόρεσε να ξεκινήσει η μελέτη της χημικής δομής. Ακολούθησε πληθώρα νέων πειραμάτων. Τον 19ο αιώνα η χημεία ήταν από τις σθεναρές επιστήμες, και επομένως προσέλκυε— όπως κάθε δυναμικό θέμα— πλήθος ικανών θεραπόντων. Εντούτοις, η ατμόσφαιρα και οι μέθοδοι της χημείας παρέμειναν εν πολλοίς αυτές του 18ου αιώνα.

Η χημεία, ωστόσο, είχε μια επαναστατική συνέπεια —την ανακάλυψη ότι η ζωή μπορεί να αναλυθεί βάσει των ανόργανων επιστημών. Ο Lavoisier ανακάλυψε ότι η αναπνοή είναι ένα είδος καύσης οξυγόνου. Ο Wöhler ανακάλυψε (1828) ότι μια ένωση που ως τότε απαντούσε μόνο στους ζωντανούς οργανισμούς —η ουρία— μπορούσε να παραχθεί τεχνητά στο εργαστήριο· έτσι άνοιξε ο πελώριος νέος κλάδος της οργανικής χημείας. Εντούτοις, μολονότι το μεγάλο εμπόδιο στο δρόμο της προόδου, η πεποίθηση, δηλαδή, ότι η ζώσα ύλη υπακούει, κατά βάση, σε διαφορετικούς φυσικούς νόμους απ' ό,τι η μη ζώσα, είχε σοβαρά περιοριστεί, ούτε η μηχανική ούτε η χημεία επέτρεπαν ακόμη στο βιολόγο να προχωρήσει πολύ μακριά. Η πιο βασική του πρόοδος στην περίοδο αυτή, η ανακάλυψη των Schieiden και Schwann ότι όλοι οι ζώντες οργανισμοί αποτελούνται από πλήθος κυττάρων (1838-39), δημιούργησε για τη βιολογία κάτι αντίστοιχο με την ατομική θεωρία· η ώριμη όμως φάση της βιοφυσικής και

Page 228: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

της βιοχημείας ήταν ακόμη πολύ μακριά.

Στα μαθηματικά πραγματοποιήθηκε μια βαθύτερη ακόμη επανάσταση απ' ό,τι στη χημεία, αλλά λόγω της φύσης του θέματος ήταν λιγότερο εμφανής. Αντίθετα με τη φυσική, που παρέμεινε στα πλαίσια του 17ου αιώνα, και τη χημεία, που αναπτύχθηκε σε ευρύ μέτωπο μέσα από το χάσμα που ανοίχτηκε τον 18ο αιώνα, τα μαθηματικά στην περίοδο αυτή μπήκαν σε εντελώς νέο κόσμο, πολύ πέρα από αυτόν των Ελλήνων, που δέσποζε ακόμη στην αριθμητική και την επιπεδομετρία, και πέρα από τον κόσμο του 17ου αιώνα που κυριαρχούσε στην ανάλυση. Λίγοι μη μαθηματικοί θα εκτιμήσουν τη σοβαρότητα της καινοτομίας που έφερε στην επιστήμη η θεωρία των συναρτήσεων μιγαδικών μεταβλητών (Gauss, Cauchy, Abel, Jakobi), η θεωρία των συνόλων (Cauchy, Galois) ή των ανυσμάτων (Hamilton). Αλλά ακόμη και ο κοινός θνητός μπορεί να συλλάβει τη σημασία της επανάστασης με την οποία ο Ρώσος Λομπατσέφσκι (1826-29) και ο Ούγγρος Bolyai (1831) ανέτρεψαν αυτή την πιο σταθερή από τις διανοητικές βεβαιότητες, την ευκλείδεια γεωμετρία. Η όλη μεγαλειώδης και αδιάσειστη δομή της ευκλείδειας λογικής βασίζεται σε ορισμένες υποθέσεις, μία των οποίων, το αξίωμα ότι οι παράλληλες γραμμές δεν τέμνονται ποτέ, δεν είναι ούτε αυτονόητη ούτε αποδείξιμη. Ίσως σήμερα να φαίνεται στοιχειώδες το να κατασκευάσουμε μια εξίσου λογική γεωμετρία βάσει κάποιας άλλης υπόθεσης, λ.χ. (Λομπατσέφσκι, Bolyai) ότι από το σημείο Ρ περνούν άπειρες ευθείες παράλληλες με την L· ή (Riemann) ότι καμία παράλληλος της ευθείας L δεν περνάει από το σημείο Ρ —πολύ περισσότερο καθώς μπορούμε να κατασκευάσουμε πραγματικές επιφάνειες όπου να ισχύουν οι κανόνες αυτοί. (Έτσι η γη, εφόσον είναι σφαίρα, συμφωνεί με τις υποθέσεις του Riemann μάλλον παρά του Ευκλείδη.) Αλλά το να γίνουν οι υποθέσεις αυτές στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν μια πράξη διανοητικής τόλμης ανάλογη με εκείνη που έθεσε τον ήλιο αντί της γης στο κέντρο του πλανητικού συστήματος.

III

Η μαθηματική επανάσταση πέρασε απαρατήρητη, με εξαίρεση λίγους ειδικούς σε τέτοια θέματα, διαβόητα για την απόστασή τους από την καθημερινή ζωή. Η επανάσταση στις κοινωνικές επιστήμες, από την άλλη μεριά, δεν θα μπορούσε να μη γίνει αισθητή στο κοινό, διότι το επηρέαζε φανερά και, σε γενικές γραμμές, κατά την πεποίθηση του κόσμου, αρνητικά. Οι ερασιτέχνες επιστήμονες και λόγιοι στα μυθιστορήματα του Thomas Love Peacock περιβάλλονται με συμπάθεια ή διακωμωδούνται με τρυφερότητα, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με τους οικονομολόγους και προπαγανδιστές της Steam Intellect Society.

Για την ακρίβεια, τελικά πραγματοποιήθηκαν δύο επαναστάσεις που η πορεία τους θα συνέκλινε και θα οδηγούσε στο Μαρξισμό ως την πιο εμπεριστατωμένη σύνθεση των κοινωνικών επιστημών. Η πρώτη, που συνέχιζε τη λαμπρή πρωτοπορία των ορθολογιστών του 17ου και 18ου αιώνα, θέσπισε για τους ανθρώπινους πληθυσμούς νόμους ανάλογους με τους φυσικούς. Ο πιο πρώιμός της θρίαμβος ήταν η κατασκευή μιας συστηματικής παραγωγικής θεωρίας της πολιτικής οικονομίας που ήταν ήδη πολύ προωθημένη το 1789. Η δεύτερη, που στην ουσία ανήκει στην περίοδό μας και συνδέεται στενά με το ρομαντισμό, ήταν η ανακάλυψη της ιστορικής εξέλιξης (βλ. και παραπάνω >> και >>).

Η τολμηρή καινοτομία των κλασικών ορθολογιστών ήταν ότι κατέδειξαν πως στην ανθρώπινη συνείδηση και την ελεύθερη βούληση εφαρμόζονταν κάποιοι νόμοι που έμοιαζαν λογικά αναγκαστικοί. Τέτοιου είδους ήταν οι «νόμοι της πολιτικής οικονομίας». Η πεποίθηση ότι ίσχυαν είτε το θέλαμε είτε όχι, όπως κι οι νόμοι της βαρύτητας (με τους οποίους συχνά παραβάλλονταν), έδωσε στους καπιταλιστές των αρχών του 19ου αιώνα μια αμείλικτη σιγουριά και έτεινε να διαποτίσει τους ρομαντικούς αντιπάλους τους με έναν εξίσου άγριο αντιορθολογισμό. Καταρχήν, οι οικονομολόγοι είχαν ασφαλώς δίκιο, μολονότι τόνιζαν υπερβολικά την απόλυτη γενικότητα των αξιωμάτων στα οποία βάσιζαν τα συμπεράσματά

Page 229: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

τους, τη δυνατότητα «άλλων παραγόντων» να παραμένουν «σταθεροί», καθώς και, μερικές φορές, τις δικές τους διανοητικές ικανότητες. Αν ο πληθυσμός μιας πόλης διπλασιαστεί και ο αριθμός των κατοικιών δεν αυξηθεί, τότε, εφόσον οι άλλοι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, τα ενοίκια πρέπει να ανεβούν, είτε το θέλουμε είτε όχι. Οι προτάσεις αυτού του είδους αποτελούσαν τη δύναμη των συστημάτων παραγωγικού λογισμού που κατασκεύαζε η πολιτική οικονομία, κυρίως στη Βρετανία αλλά και, σε μικρότερο βαθμό, στα παλιά κέντρα των επιστημών του 18ου αιώνα, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελβετία. Όπως είδαμε, το σύστημα αυτό θριάμβευσε κατά κύριο λόγο στην περίοδο 1776-1830 (βλ. >>). Παράλληλα έγινε και η πρώτη συστηματική παρουσίαση μιας θεωρίας της δημογραφίας, που φιλοδοξούσε να αποδείξει τη μηχανική και σχεδόν αναπόφευκτη σχέση ανάμεσα στα μαθηματικώς περιγράψιμα ποσοστά πληθυσμιακής αύξησης και τα μέσα επιβίωσης. Το έργο του T. R. Malthus, Essay on Population (1798), δεν ήταν ούτε τόσο πρωτότυπο ούτε τόσο εξαιρετικό όσο ισχυρίζονταν οι υποστηρικτές του μέσα στον ενθουσιασμό τους που είχαν ανακαλύψει πως κάποιος είχε αποδείξει ότι οι φτωχοί αναπόφευκτα παραμένουν πάντα φτωχοί, καθώς και το λόγο γιατί η γενναιοδωρία και η αγαθοεργία τους κάνουν αναπόφευκτα φτωχότερους. Η σημασία του έγκειται όχι στις αρετές του ως πνευματικού έργου, που ήταν μέτριες, αλλά στα όσα υποστήριζε για την επιστημονική επεξεργασία μιας τόσο ιδιαίτερης και τόσο παράξενης ομάδας αποφάσεων όπως οι σεξουαλικές, εξεταζόμενες ως κοινωνικό φαινόμενο.

Η εφαρμογή μαθηματικών μεθόδων στην κοινωνία σημείωσε και άλλη μεγάλη πρόοδο την περίοδο αυτή. Στον τομέα αυτό πρωτοπόροι ήταν οι γαλλόφωνοι επιστήμονες, επικουρούμενοι αναμφίβολα από την εξαίρετη μαθηματική ατμόσφαιρα της γαλλικής παιδείας. Έτσι ο Adolphe Quételet από το Βέλγιο, στο μνημειώδες έργο του Sur l'Homme (1835) απέδειξε ότι η στατιστική κατανομή των ανθρώπινων χαρακτηριστικών υπακούει σε γνωστούς μαθηματικούς νόμους. Συμπέρανε λοιπόν, με βεβαιότητα που θεωρήθηκε αργότερα υπερβολική, ότι είναι δυνατόν οι κοινωνικές επιστήμες να εξομοιωθούν με τις φυσικές. Η δυνατότητα να πραγματοποιούνται στατιστικές γενικεύσεις σχετικά με τους ανθρώπινους πληθυσμούς, στις οποίες θα στηρίζονται κάποιες σίγουρες και σταθερές προβλέψεις, είχε από πολύ νωρίτερα προβληθεί από τους οπαδούς της θεωρίας των πιθανοτήτων (την αφετηρία του Quételet για τις κοινωνικές επιστήμες), καθώς και από όσους ήταν υποχρεωμένοι, για πρακτικούς λόγους, να βασίζονται σ' αυτήν, όπως π.χ. οι ασφαλιστικές εταιρείες. Αλλά ο Quételet και η ακμάζουσα σύγχρονη ομάδα των στατιστικολόγων, ανθρωπομετρών και κοινωνικών ερευνητών εφάρμοσε τις μεθόδους αυτές σε πολύ ευρύτερα πεδία και δημιούργησε αυτό που παραμένει ακόμη το σημαντικότερο μαθηματικό εργαλείο για τη διερεύνηση των κοινωνικών φαινομένων.

Αυτές οι εξελίξεις στις κοινωνικές επιστήμες ήταν επαναστατικές με τον τρόπο που ήταν και η χημεία: συνέχιζαν δηλαδή στην πράξη τις προόδους που θεωρητικά είχαν επιτελεσθεί ήδη. Αλλά οι κοινωνικές επιστήμες είχαν στο ενεργητικό τους και ένα άλλο, εντελώς νεο και πρωτότυπο επίτευγμα, που με τη σειρά του πυροδότησε τις βιολογικές επιστήμες, ακόμη και τις φυσικές, όπως η γεωλογία. Το επίτευγμα αυτό ήταν η ανακάλυψη της ιστορίας ως διαδικασίας λογικής εξέλιξης και όχι απλώς και μόνον ως χρονολογικής διαδοχής συμβάντων. Η σχέση της καινοτομίας αυτής με τη διττή επανάσταση είναι τόσο καταφανής που σχεδόν δεν χρειάζεται επιχειρηματολογία. Έτσι, από την κριτική του καπιταλισμού ξεπήδησε αυτό που ονομάστηκε Κοινωνιολογία (λέξη που επινόησε ο Α. Comte γύρω στο 1830). Ο ίδιος ο Comte, που θεωρείται συνήθως ως ο ιδρυτής της, άρχισε τη σταδιοδρομία του ως ιδιαίτερος γραμματέας του πρωτεργάτη ουτοπικού σοσιαλιστή Κόμη Saint-Simon,i

i Μολονότι, όπως είδαμε, οι ίδεες του Saint-Simon δεν κατατάσσονται εύκολα σε κατηγορία, φαίνεται υπερβολικά σχολαστικό να εγκαταλείψουμε την καθιερωμένη πρακτική και να πάψουμε να τον θεωρούμε ουτοπικό σοσιαλιστή,

και ο περιφημότερος σύγχρονός του θεωρητικός, ο Μαρξ, έβλεπε τη θεωρία του πρωτίστως ως εργαλείο για να

Page 230: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αλλάξει ο κόσμος.

Η δημιουργία της ιστορίας ως ακαδημαϊκού γνωστικού αντικειμένου είναι ίσως η λιγότερο σημαντική όψη αυτής της ιστορικοποίησης των κοινωνικών επιστημών. Είναι αλήθεια ότι κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα κυρίευσε την Ευρώπη μια επιδημία ιστοριογραφίας. Σπάνια τόσοι άνθρωποι βάλθηκαν να κατανοήσουν τον κόσμο τους γράφοντας πολύτομες εξιστορήσεις του παρελθόντος, κάποτε μάλιστα για πρώτη φορά: ο Καραμζίν στη Ρωσία (1818-24), ο Geijer στη Σουηδία (1832-36), ο Palacky στη Βοημία (1836-67), είναι οι πατέρες της ιστοριογραφίας της πατρίδας τους. Στη Γαλλία, η επιθυμία κατανόησης του παρόντος μέσω του παρελθόντος ήταν ιδιαίτερα σφοδρή και, εκεί, η ίδια η Επανάσταση έγινε γρήγορα αντικείμενο εντατικής και ενθουσιώδους μελέτης από τον Θιέρσιο (1823, 1843), τον Mignet (1824), τον Buonarroti (1828), τον Λαμαρτίνο (1847) και τον μέγα Jules Michelet (1847-53). Ήταν μια ηρωική περίοδος ιστοριογραφίας, αλλά μικρό μέρος από το έργο του Guizot, του Augustin Thierry και του Michelet στη Γαλλία, του Δανού Niebuhr και του Ελβετού Sismondi, των Hallam, Lingard και Carlyle στη Βρετανία, καθώς και των αναρίθμητων Γερμανών καθηγητών, έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας —κι αυτό μόνο ως ιστορική μαρτυρία, ως λογοτέχνημα ή, κάποτε, ως τεκμήριο μεγαλοφυίας.

Τα πιο σημαντικά αποτελέσματα αυτής της ιστορικής αφύπνισης ήταν στον τομέα της τεκμηρίωσης και της ιστορικής τεχνικής. Η συλλογή των καταλοίπων του παρελθόντος, γραπτών ή άγραφων, πήρε διαστάσεις παγκόσμιου πάθους. Ίσως εν μέρει να ήταν μια προσπάθεια προστασίας του από τις ορμητικές επιθέσεις του παρόντος, μολονότι ο εθνικισμός ήταν πιθανόν το σημαντικότερο έναυσμα. Στα έθνη που δεν είχαν μέχρι τότε αφυπνιστεί, ο ιστορικός, ο λεξικογράφος και ο συλλέκτης των δημοτικών τραγουδιών ήταν συχνά οι θεμελιωτές της εθνικής συνείδησης. Έτσι οι Γάλλοι δημιούργησαν την École des Chartes (1821), οι Άγγλοι το Public Record Office (1838), οι Γερμανοί άρχισαν να εκδίδουν τα Monumenta Germaniae Historiae (1826), ενώ η θεωρία ότι η ιστορία πρέπει να βασίζεται σε επιμελή μελέτη και αξιολόγηση των πρωτογενών πηγών αναπτύχθηκε από τον παραγωγικότατο Leopold von Ranke (1795-1886). Στο μεταξύ, όπως είδαμε (πρβλ. Κεφάλαιο ΙΔ'), οι γλωσσολόγοι και οι λαογράφοι ετοίμαζαν τα κεφαλαιώδη λεξικά των γλωσσών τους και τις συλλογές των προφορικών παραδόσεων των λαών τους.

Η εισαγωγή της ιστορίας στις κοινωνικές επιστήμες είχε αμεσότερο αντίκτυπο στο Δίκαιο, όπου ο Friedrich Karl von Savigny ίδρυσε την ιστορική σχολή της νομολογίας (1815)· στη μελέτη της θεολογίας, όπου η εφαρμογή ιστορικών κριτηρίων —ιδίως στο έργο του D.F. Strauss Leben Jesu (1835)— έκανε τους κηρύττοντες το αλάνθαστο της Αγίας Γραφής να φρίξουν. Κυρίως όμως η νέα εξέλιξη επηρέασε την εντελώς νέα επιστήμη της φιλολογίας, που επίσης αναπτύχθηκε πρωτίστως στη Γερμανία, το κατεξοχήν ακμάζον κέντρο διάδοσης της ιστορικής προσέγγισης. Δεν είναι τυχαίο που ο Καρλ Μαρξ ήταν Γερμανός. Το φαινομενικό έναυσμα για την ανάπτυξη της φιλολογίας ήταν η κατάκτηση μη ευρωπαϊκών κοινωνιών από την Ευρώπη. Οι πρωτοπόρες έρευνες του Sir William Jones στα σανσκριτικά (1786) ήταν το αποτέλεσμα της βρετανικής κατάκτησης της Βεγγάλης· η ανάγνωση των ιερογλυφικών από τον Champollion (το κύριο έργο του με το θέμα αυτό δημοσιεύτηκε το 1824) ήταν το αποτέλεσμα της εκστρατείας του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο· η επεξήγηση της σφηνοειδούς γραφής από τον Rawlinson (1835) αντανακλούσε την πανταχού παρουσία των Βρετανών αποικιοκρατών. Αλλά, στην ουσία, η φιλολογία δεν περιοριζόταν στην ανακάλυψη, περιγραφή και κατάταξη. Κυρίως στα χέρια μεγάλων Γερμανών λογίων όπως ο Franz Bopp (1791-1867) και οι αδελφοί Grimm έγινε η δεύτερη κατεξοχήν κοινωνική επιστήμη· δηλαδή, η δεύτερη που ανακάλυψε γενικούς νόμους οι οποίοι εφαρμόζονται σ' έναν φαινομενικά τόσο παράξενο τομέα της ανθρώπινης επικοινωνίας (η πρώτη ήταν η πολιτική οικονομία. Αντίθετα όμως με τους νόμους της πολιτικής οικονομίας, οι νόμοι της φιλολογίας ήταν κατά βάση

Page 231: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ιστορικοί, ή μάλλον εξελικτικοί.i

IV

Η βάση τους ήταν η ανακάλυψη ότι ένα ευρύ σύνολο γλωσσών, οι ινδοευρωπαϊκές, σχετίζονταν μεταξύ τους, σε συνδυασμό με το προφανές γεγονός ότι κάθε υπαρκτή γραπτή ευρωπαϊκή γλώσσα είχε σαφώς υποστεί μετασχηματισμούς με την πάροδο των αιώνων και, κατά τα φαινόμενα, μετασχηματιζόταν ακόμη. Το πρόβλημα δεν ήταν απλά και μόνο να αποδειχτούν και να κωδικοποιηθούν οι σχέσεις αυτές με τη μέθοδο της επιστημονικής παραβολής, μια δουλειά που τότε ήταν ευρύτατα διαδεδομένη (π.χ. στη συγκριτική ανατομία από τον Cuvier). Το πρόβλημα ήταν επίσης, και πρωτίστως, να διασαφηνιστεί η ιστορική τους εξέλιξη από τον κοινό τους πρόγονο.

Η φιλολογία ήταν η πρώτη επιστήμη που θεώρησε καθαυτό πυρήνα της την εξελικτική διεργασία. Ήταν φυσικά και τυχερή, διότι η Βίβλος δεν μιλά ιδιαίτερα για την ιστορία των γλωσσών, ενώ, όπως είχαν πολλούς λόγους να γνωρίζουν καλά οι βιολόγοι και οι γεωλόγοι, παραείναι αναλυτική όσον αφορά τη δημιουργία και την πρώιμη ιστορία της γης. Επομένως, ο φιλόλογος είχε λιγότερες πιθανότητες να παρασυρθεί από τα νερά του κατακλυσμού του Νώε ή να σκοντάψει στα εμπόδια της Γένεσης απ' ό,τι ο δυστυχής συνάδελφός του βιολόγος. Αν μη τι άλλο, η βιβλική ρήση «και ην πάσα η γη χείλος εν, και φωνή μία πάσι» ήταν με το μέρος του. Αλλά η φιλολογία ήταν επίσης καλότυχη, γιατί απ' όλες τις κοινωνικές επιστήμες ήταν η μόνη που δεν είχε να κάνει άμεσα με τα ανθρώπινα όντα, τα οποία πάντοτε αρνούνται ότι οι πράξεις τους καθορίζονται απ' οτιδήποτε άλλο εκτός από την ελεύθερη βούλησή τους. Η φιλολογία είχε να κάνει με το λόγο, και επομένως ήταν ελεύθερη να αντιμετωπίσει το έως σήμερα θεμελιώδες πρόβλημα των ιστορικών επιστημών: πώς δηλαδή να συναγάγει την ύπαρξη της τεράστιας και πολλές φορές φαινομενικά ανακόλουθης ποικιλίας των ατόμων που ζουν στην κοινωνία από την επενέργεια σταθερών γενικών νόμων.

Στην πραγματικότητα, οι πρώτοι φιλόλογοι δεν προχώρησαν παρά πολύ στην ερμηνεία της γλωσσολογικής αλλαγής, μολονότι ο ίδιος ο Bopp είχε ήδη εισηγηθεί μια θεωρία για την προέλευση των γραμματικών κλίσεων. Για τις ινδοευρωπαϊκές όμως γλώσσες, κατάφεραν να καταρτίσουν ένα είδος γενεαλογικού πίνακα. Έκαναν ορισμένες επαγωγικές γενικεύσεις όσον αφορά τους σχετικούς ρυθμούς αλλαγής διαφόρων γλωσσολογικών στοιχείων και κάποιες ευρύτατες ιστορικές γενικεύσεις όπως ο «Νόμος του Grimm» (που κατέδειξε ότι όλες οι τευτονικές γλώσσες έχουν υποστεί ορισμένες μετατροπές συμφώνων και ότι, αρκετούς αιώνες αργότερα, μια ομάδα τευτονικών διαλέκτων υπέστη κι αυτή ανάλογη μετατροπή). Εντούτοις, σε όλες αυτές τις πρωτοπόρες αναζητήσεις, ποτέ δεν αμφισβητήθηκε ότι η εξέλιξη της γλώσσας δεν ήταν απλώς και μόνο θέμα χρονολογικής ακολουθίας ή καταγραφής των παραλλαγών, αλλά έπρεπε να ερμηνευτεί βάσει γενικών γλωσσολογικών νόμων, ανάλογων με τους επιστημονικούς.

Οι βιολόγοι και οι γεωλόγοι ήταν λιγότερο τυχεροί. Και γι' αυτούς η ιστορία ήταν το μείζον πρόβλημα, μολονότι η μελέτη της γης ήταν στενά συνδεδεμένη με τη χημεία (μέσω της μετάλλευσης) και η μελέτη της ζωής στενά συνδεδεμένη με τη φυσιολογία (μέσω της ιατρικής) αλλά και με τη χημεία (μέσω της σημαντικότατης ανακάλυψης ότι τα χημικά στοιχεία στους ζωντανούς οργανισμούς ήταν ίδια με τα στοιχεία της ανόργανης φύσης). Για τον γεωλόγο όμως τα εμφανέστερα προβλήματα είχαν σχέση με την ιστορία, πώς να ερμηνευθεί π.χ. η αναλογία ξηράς και νερού, τα βουνά, και προπάντων τα άκρως εμφανή γεωλογικά στρώματα.

i Παραδόξως, η προσπάθεια να εφαρμοστεί η μέθοδος των μαθηματικών και της φυσικής στη γλωσσολογία ως μέρος γενικότερης «θεωρίας για την επικοινωνία» έγινε μόνο τον 20ο αιώνα.

Page 232: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Αν το ιστορικό πρόβλημα της γεωλογίας ήταν πώς να εξηγήσει την εξέλιξη της γης, το πρόβλημα της βιολογίας ήταν διττό: πώς να εξηγήσει την ανάπτυξη του ζωντανού οργανισμού από το αυγό, το σπέρμα ή το σπόριο, και πώς να εξηγήσει την εξέλιξη των ειδών. Και τα δύο συνδέονταν με την εμφανή μαρτυρία των απολιθωμάτων, ειδική ποικιλία των οποίων βρισκόταν σε κάθε βραχώδες στρώμα αλλ' όχι και σε άλλα. Ο Άγγλος μηχανικός αποχετεύσεων William Smith ανακάλυψε στη δεκαετία του 1790 ότι η ιστορική διαδοχή των στρωμάτων μπορούσε να χρονολογηθεί άνετα βάσει των χαρακτηριστικών τους απολιθωμάτων, έτσι ώστε και οι δύο επιστήμες να ερμηνεύονται μέσο των ρεαλιστικών επιτευγμάτων της Βιομηχανικής Επανάστασης.

Το πρόβλημα ήταν τόσο εμφανές που είχαν ήδη γίνει απόπειρες να αναπτυχθούν θεωρίες για την εξέλιξη, ιδίως για τον κόσμο των ζώων, από τον εκλεπτυσμένο αλλά κάποτε άτσαλο κι απρόσεχτο ζωολόγο Κόμη de Buffon (Les Époques de la Nature, 1778). Στη δεκαετία της Γαλλικής Επανάστασης, οι θεωρίες αυτές κέρδισαν γρήγορα έδαφος. Ο στοχαστικός James Hutton από το Εδιμβούργο (Θεωρία της Γης, 1795) και ο εκκεντρικός Έρασμος Δαρβίνος, που έλαμπε στη Σεληνιακή Εταιρεία του Birmingham και έγραψε μέρος του επιστημονικού του έργου σε στίχους (Zoonomia, 1794) εισηγήθηκαν σχετικά πλήρεις εξελικτικές θεωρίες της γης και των φυτικών και ζωικών ειδών. Ο Laplace (1796) μάλιστα πρόβαλε και εξελικτική θεωρία του ηλιακού συστήματος με βάση τον φιλόσοφο Kant, ενώ ο Pierre Cabanis, την ίδια περίπου εποχή, θεώρησε τις ίδιες τις νοητικές δυνατότητες του ανθρώπου ως προϊόν της εξελικτικής του ιστορίας. Το 1809, ο Γάλλος Lamarck εισηγήθηκε την πρώτη συστηματική σύγχρονη θεωρία της εξέλιξης με βάση την κληρονομικότητα των επίκτητων χαρακτηριστικών.

Καμία από τις θεωρίες αυτές δεν θριάμβευσε. Γρήγορα μάλιστα προσέκρουσαν στη σφοδρή αντίσταση όσων ήταν «τόσο αποφασιστικά προσκολλημένοι στην υπόθεση της Αποκάλυψης»,2

Την ίδια δεκαετία, ο Schmerling, που έκανε έρευνες στο Βέλγιο, και ο Boucher de Perthes, που

όπως το συντηρητικό Quarterly Review. Τι θα γινόταν με τον κατακλυσμό του Νώε; Τι θα γινόταν με την επιμέρους δημιουργία των ειδών, για να μην αναφέρουμε τον άνθρωπο; Τι προπαντός θα γινόταν με την κοινωνική σταθερότητα; Και δεν ήταν μόνο οι απλοϊκοί ιερείς και οι λιγότερο απλοϊκοί πολιτικοί που είχαν αναστατωθεί με τις σκέψεις αυτές. Ακόμη και ο μέγας Cuvier, ιδρυτής της συστηματικής μελέτης των απολιθωμάτων (Recherches sur les ossements fossiles, 1812) απέρριπτε την εξέλιξη εν ονόματι της Θείας Πρόνοιας. Ήταν προτιμότερο να φαντάζεται κανείς σειρά καταστροφών στην ιστορία της γεωλογίας και ύστερα σειρά νέων θεϊκών δημιουργημάτων —δεν ήταν δυνατό να αρνηθεί κανείς τη διαφορά των γεωλογικών και βιολογικών αλλαγών— παρά να παρεμβαίνει στις αμετακίνητες ιδέες των Γραφών και του Αριστοτέλη. Ο δυστυχής Dr Lawrence, που απάντησε στον Lamarck εισηγούμενος μια θεωρία παρόμοια με του Δαρβίνου σχετικά με την εξέλιξη βάσει φυσικής επιλογής, υποχρεώθηκε από την κατακραυγή των συντηρητικών να αποσύρει από την κυκλοφορία το έργο του Natural History of Man (1819). Είχε την απερισκεψία όχι μόνο να συζητήσει την εξέλιξη του ανθρώπου, αλλά και να τονίσει τις συνέπειες των ιδεών του στη σύγχρονη κοινωνία. Η αποκήρυξη που έκανε του έσωσε τη δουλειά του και του εξασφάλισε τη μελλοντική του σταδιοδρομία αλλά και μόνιμες τύψεις συνειδήσεως, που τις απάλυνε εγκωμιάζοντας τους θαρραλέους ριζοσπάστες τυπογράφους που κατά καιρούς ανατύπωναν παράνομα το εμπρηστικό του έργο.

Μόνο στη δεκαετία του 1830 —όταν δηλαδή η πολιτική πήρε ακόμη μια στροφή προς τα αριστερά— εμφανίστηκαν ώριμες εξελικτικές θεωρίες στη γεωλογία με την έκδοση του περίφημου έργου του Lyell Principles of Geology (1830-33)· με το έργο αυτό σταμάτησε και η αντίσταση όσων υποστήριζαν, μαζί με τη Βίβλο, ότι όλα τα ορυκτά είχαν προέλθει από τις υδάτινες ουσίες που κάποτε κάλυπταν τη γη (πρβλ. Γένεση 1, 7-9), καθώς και των «καταστροφιστών», οι οποίοι ακολουθούσαν την απεγνωσμένη επιχειρηματολογία του Cuvier.

Page 233: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ευτυχώς προτιμούσε το χόμπι της αρχαιολογίας από τη θέση του ως διευθυντή τελωνείου στο Abbeville, πρόβλεψαν μια ακόμη πιο ανησυχητική εξέλιξη: την ανακάλυψη των απολιθωμάτων του είδους αυτού του προϊστορικού ανθρώπου του οποίου η δυνατότητα ύπαρξης είχε εντελώς αποκλειστεί. i

Η βιολογική εξέλιξη, ωστόσο, σημείωνε ακόμη καθυστέρηση. Το εκρηκτικό αυτό θέμα αντιμετωπίστηκε για άλλη μια φορά με σοβαρότητα μόνο πολύ μετά την ήττα των επαναστάσεων του 1848. Ακόμη και τότε όμως ο Κάρολος Δαρβίνος το χειρίστηκε με μεγάλη επιφυλακτικότητα και ασάφεια, για να μην πούμε με ανειλικρίνεια. Ακόμη και η παράλληλη έρευνα της εξέλιξης μέσω της εμβρυολογίας είχε προσωρινά σβήσει. Και στον τομέα αυτό οι πρώτοι Γερμανοί φυσικοί φιλόσοφοι, όπως ο Johann Meckel από τη Halle (1781-1833), είχαν υποθέσει ότι κατά την ανάπτυξή του το έμβρυο ενός οργανισμού περνούσε όλα τα στάδια της εξέλιξης του είδους του. Αλλά αυτός ο «βιογενετικός νόμος», αν και αρχικά υποστηρίχτηκε από επιστήμονες όπως ο Rathke, που ανακάλυψε ότι τα έμβρυα των πτηνών περνούν ένα στάδιο κατά το οποίο έχουν σχισμές στα βράγχια (1829), απορρίφθηκε από τον πολύ von Baer του Königsberg και της Πετρούπολης —η πειραματική φυσιολογία φαίνεται ότι έλκυε ιδιαίτερα τους ερευνητές των σλαβονικών περιοχών και της Βαλτικής

Αλλά ο επιστημονικός συντηρητισμός μπορούσε ακόμη να απορρίπτει την τρομακτική αυτή προοπτική, με τη δικαιολογία των ανεπαρκών αποδείξεων, ως την ανακάλυψη του ανθρώπου του Νεάντερταλ το 1856.

Έπρεπε πια να γίνει δεκτό (α) ότι τα αίτια που επενεργούσαν σήμερα είχαν, με την πάροδο του χρόνου, μετασχηματίσει τη Γη κι από το αρχικό της στάδιο την είχαν φτάσει στην παρούσα της κατάσταση, (β) ότι η διαδικασία αυτή είχε χρειαστεί πολύ περισσότερο χρόνο απ' ό,τι υπολογιζόταν βάσει των Γραφών και (γ) ότι η διαδοχή των γεωλογικών στρωμάτων αποκάλυπτε μια σειρά εξελισσόμενων μορφών ζώων και, επομένως, υποδήλωνε τη βιολογική εξέλιξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι δέχονταν πιο πρόθυμα τη θεωρία αυτή, και μάλιστα έδειχναν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το πρόβλημα της εξέλιξης, ήταν τα γεμάτα αυτοπεποίθηση και ριζοσπαστισμό μέλη της βρετανικής αστικής τάξης που δεν είχαν σχέση με την επιστήμη (πάντοτε με την εξαίρεση του διαβόητου Dr Andrew Ure, που είναι γνωστός κυρίως για τους ύμνους του στο εργοστασιακό σύστημα). Οι επιστήμονες άργησαν να δεχτούν την επιστήμη, κι αυτό εξηγείται κάπως αν σκεφτούμε ότι η γεωλογία ήταν η μόνη επιστήμη της περιόδου αυτής που ήταν αρκετά καθωσπρέπει (ίσως γιατί ασκούνταν στο ύπαιθρο και κατά προτίμηση στη διάρκεια πολυδάπανων «γεωλογικών περιοδειών») για να διδάσκεται σοβαρά στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Cambridge.

ii

i Το έργο του Antiquités celtiques et antédiluviennes δημοσιεύτηκε μόνο το 1846. Στην πραγματικότητα είχαν ανακαλυφθεί κατά καιρούς αρκετά ανθρώπινα απολιθώματα, που έμεναν είτε αταύτιστα είτε απλώς λησμονημένα στις γωνιές κάποιων επαρχιακών μουσείων.

ii Ο Rathke δίδασκε στο Dorpat (Tartu) στην Εσθονία, ο Pander στη Ρίγα· ο μεγάλος Τσέχος φυσιολόγος Purkinje άνοιξε το πρώτο εργαστήριο για έρευνες της φυσιολογίας στο Breslau το 1830.

— και η θεωρία αυτή αναβίωσε μόνο με την εμφάνιση του Δαρβινισμού.

Στο μεταξύ οι εξελικτικές θεωρίες είχαν σημειώσει εντυπωσιακή πρόοδο στη μελέτη της κοινωνίας. Ωστόσο δεν πρέπει να υπερτονίζουμε την πρόοδο αυτή. Η περίοδος της διττής επανάστασης ανήκει στην προϊστορία όλων των κοινωνικών επιστημών πλην της πολιτικής οικονομίας, της γλωσσολογίας και ίσως της στατιστικής. Ακόμη και το πιο καταπληκτικό και μεθοδικό της επίτευγμα, η θεωρία της κοινωνικής εξέλιξης του Μαρξ και του Ένγκελς, εκείνη την εποχή ήταν μόλις κάτι περισσότερο από μια ευφυέστατη εικασία που παρουσιαζόταν απλώς σαν ένα υπέροχο σχεδίασμα πρότασης ή χρησιμοποιούνταν ως βάση για την ιστορική αφήγηση. Η σταθερή κατασκευή επιστημονικών βάσεων για τη μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας θα γινόταν μόνο στο δεύτερο μισό του αιώνα.

Page 234: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Το ίδιο ισχύει για την κοινωνική ανθρωπολογία ή την εθνογραφία, την προϊστορία, την κοινωνιολογία και την ψυχολογία. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι το βάπτισμα των επιστημών αυτών έγινε στην εποχή που μας απασχολεί, ή ότι τότε ήταν που για πρώτη φορά διεκδικήθηκε η αντιμετώπιση των κλάδων αυτών ως αυτόνομων επιστημών, η καθεμιά με τις δικές της ιδιομορφίες —ο John Stuart Mill το 1843 ήταν ίσως ο πρώτος που διεκδίκησε το καθεστώς αυτό για την ψυχολογία. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι ιδρύθηκαν στη Γαλλία και την Αγγλία ειδικές Εθνολογικές Εταιρείες (1839, 1843) για τη μελέτη των «φυλών του ανθρώπου» και ότι πολλαπλασιάστηκαν οι κοινωνικές έρευνες με στατιστικά μέσα, καθώς και οι στατιστικές εταιρείες ανάμεσα στο 1830 και το 1848. Ωστόσο οι «γενικές οδηγίες προς τους ταξιδιώτες» της Γαλλικής Εθνολογικής Εταιρείας, που τους προέτρεπαν «να ανακαλύψουν τις μνήμες που έχει διατηρήσει κάθε λαός για την καταγωγή του, [...] τις επαναστάσεις που έγιναν στη γλώσσα του ή τη συμπεριφορά του (moeurs), στην τέχνη, την επιστήμη και τον πλούτο του, στην εξουσία ή την κυβέρνησή του, είτε από εσωτερικά αίτια είτε με ξένη εισβολή»,3 είναι μόλις κάτι παραπάνω από ένα πρόγραμμα, αν και βαθιά ιστορικό. Πράγματι, αυτό που έχει σημασία για τις κοινωνικές επιστήμες στην περίοδο αυτή είναι λιγότερο τα αποτελέσματά τους (μολονότι συσσωρεύτηκε σημαντικό περιγραφικό υλικό) και περισσότερο η σταθερή κλίση τους προς τον υλισμό, που εκφράζεται αφενός στην απόφασή τους να ερμηνεύσουν τις κοινωνικές διαφορές με γνώμονα το περιβάλλον και αφετέρου στην εξίσου σταθερή τους προσήλωση στην εξέλιξη· άλλωστε ο Chavannes το 1787, στις απαρχές της επιστήμης, δεν όρισε την εθνολογία ως «ιστορία της πορείας των λαών προς τον πολιτισμό»;4

Συγχρόνως, ένα μείγμα εθνικισμού, ριζοσπαστισμού, ιστορίας και επιστημονικής παρατήρησης έφερε στην επιφάνεια το εξίσου επικίνδυνο θέμα των μόνιμων εθνικών ή φυλετικών χαρακτηριστικών στην κοινωνία. Στη δεκαετία του 1820, οι αδελφοί Thierry, πρωτοπόροι Γάλλοι ιστορικοί και επαναστάτες, επιδόθηκαν στη μελέτη της Νορμανδικής Κατάκτησης και των Γαλατών, που ακόμη απεικονίζεται στην παροιμιώδη πρώτη φράση των γαλλικών σχολικών αναγνωστικών («Nos ancêtres les Gaulois» — «οι πρόγονοί μας οι Γαλάτες») και στα μπλε πακέτα των τσιγάρων Gauloise. Ως γνήσιοι ριζοσπάστες υποστήριζαν ότι ο γαλλικός λαός προέρχεται από τους Γαλάτες, και οι αριστοκράτες από τους Τεύτονες που τους κατέκτησαν, επιχείρημα που αργότερα χρησιμοποιήθηκε για συντηρητικούς σκοπούς από φυλετιστές της ανώτερης τάξης όπως ο Κόμης Gobineau. Η πίστη στην επιβίωση ειδικού φυλετικού στρώματος —ιδέα που υιοθέτησε με ευεξήγητο ζήλο ο Ουαλλός φυσιογνώστης W. Edwards για τους Κέλτες— ταίριαζε θαυμάσια στην εποχή αυτή που οι άνθρωποι προσπαθούσαν να ανακαλύψουν τη ρομαντική και μυστηριώδη μοναδικότητα του

Θα πρέπει ωστόσο να αναφέρουμε με λίγα λόγια ένα ύποπτο υποπροϊόν της πρώιμης αυτής ανάπτυξης των κοινωνικών επιστημών: τις φυλετικές θεωρίες. Η ύπαρξη διαφόρων φυλών (ή μάλλον χρωμάτων) στους ανθρώπους είχε συζητηθεί πολύ τον 18ο αιώνα, όταν το πρόβλημα της ενιαίας ή της πολλαπλής δημιουργίας απασχολούσε επίσης τα στοχαστικά μυαλά. Η γραμμή που χώριζε τους οπαδούς της μονογέννησης και τους οπαδούς της πολυγέννησης δεν ήταν απλή. Η πρώτη ομάδα συνένωνε όσους πίστευαν στην εξέλιξη και την ισότητα των ανθρώπων με αυτούς που διαπίστωναν με ανακούφιση ότι, τουλάχιστον στο σημείο αυτό, η επιστήμη δεν ερχόταν με σύγκρουση με τις Γραφές: τους προδαρβινιστές Prichard και Lawrence με τον Cuvier. Η δεύτερη ομάδα, ομολογουμένως, περιλάμβανε όχι μόνο γνήσιους επιστήμονες αλλά και φυλετιστές από τον αμερικανικό Νότο των σκλάβων. Αυτές οι συζητήσεις περί φυλών προκάλεσαν την απότομη ανάπτυξη της ανθρωπομετρίας, που βασιζόταν κυρίως στη συλλογή, ταξινόμηση και μέτρηση των κρανίων, πρακτική που την προωθούσε επίσης το παράξενο χόμπι της κρανιολογίας, η οποία επιχειρούσε να ερμηνεύσει το χαρακτήρα του ατόμου από τη μορφή του κρανίου του. Στη Βρετανία και τη Γαλλία ιδρύθηκαν κρανιολογικές εταιρείες (1823, 1832), μολονότι το θέμα αυτό γρήγορα αποκλείστηκε για άλλη μια φορά από το επιστημονικό πεδίο.

Page 235: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

έθνους τους, να διεκδικήσουν ρόλους Μεσσία, αν ήταν επαναστάτες, ή να αποδώσουν τον πλούτο και την ισχύ τους σε «εγγενή ανωτερότητα». (Δεν έδειχναν τάση να αποδώσουν τη φτώχεια και την καταπίεση σε εγγενή κατωτερότητα.) Εντούτοις, θα πρέπει να πούμε ότι οι χειρότερες καταχρήσεις των φυλετικών θεωριών έγιναν μετά το τέλος της περιόδου αυτής.

V

Πώς θα πρέπει να ερμηνεύσουμε αυτές τις επιστημονικές εξελίξεις; Πώς, ειδικότερα, θα πρέπει να τις συνδέσουμε με τις άλλες ιστορικές αλλαγές της διττής επανάστασης; Ότι υπάρχουν δεσμοί, προφανέστατοι μάλιστα, είναι σίγουρο. Τα θεωρητικά προβλήματα της ατμομηχανής οδήγησαν τον ιδιοφυή Sadi Carnot το 1824 στην πιο βασική φυσική σύλληψη του 19ου αιώνα, τους δύο νόμους της θερμοδυναμικής (Reflexions sur la puissance motrice du feu),i

Με τον ίδιο τρόπο, οι επιστημονικές επιπτώσεις της Γαλλικής Επανάστασης είναι εμφανείς στην ανοιχτή ή συγκαλυμμένη εχθρότητα προς την επιστήμη, με την οποία οι πολιτικά συντηρητικοί ή μετριοπαθείς αντιμετώπιζαν αυτό που θεωρούσαν ως φυσική συνέπεια της υπονομευτικής προσπάθειας του υλισμού και του ορθολογισμού του 18ου αιώνα. Η ήττα του Ναπολέοντα έφερε ένα κύμα σκοταδισμού. «Τα μαθηματικά ήταν οι αλυσίδες της ανθρώπινης σκέψης», διατεινόταν ο αλλοπρόσαλλος Λαμαρτίνος, «ανασαίνω και σπάζουν». Έκτοτε συνεχίζεται η πάλη ανάμεσα σε μια μαχητική φιλοεπιστημονική και αντικληρική αριστερά που, στις σπάνιες στιγμές της νίκης της, εγκαθίδρυσε τους περισσότερους θεσμούς οι οποίοι επιτρέπουν στους Γάλλους επιστήμονες να εξακολουθούν τη δουλειά τους και σε μια αντιεπιστημονική δεξιά που έκανε τα πάντα για να τους αποδυναμώσει.

μολονότι δεν ήταν η μόνη προσέγγιση του προβλήματος. Είναι αναμφισβήτητο ότι η μεγάλη πρόοδος της γεωλογίας και της παλαιοντολογίας όφειλε πάμπολλα στο ζήλο με τον οποίο οι μηχανικοί και οι οικοδόμοι διαμέλιζαν τη γη, καθώς και στη μεγάλη σημασία της μετάλλευσης. Δεν ήταν τυχαίο ότι η Βρετανία έγινε η κατεξοχήν γεωλογική χώρα και ίδρυσε εθνική Γεωλογική Επιθεώρηση το 1836. Η Υπηρεσία ορυκτών πόρων πρόσφερε στους χημικούς αναρίθμητες ανόργανες ενώσεις για ανάλυση· η μετάλλευση, η κεραμική, η μεταλλουργία, η κλωστοϋφαντουργία, οι νέες βιομηχανίες φωταερίου και χημικών, καθώς και η γεωργία ενθάρρυναν τις εργασίες τους. Και ο ενθουσιασμός του Βρετανού αστού ριζοσπάστη και του αριστοκράτη Ουίγου, όχι απλώς για τις εφαρμοσμένες επιστήμες αλλά και για τολμηρά άλματα στον τομέα των γνώσεων που η ίδια η κατεστημένη επιστήμη απέφευγε, είναι επαρκής απόδειξη ότι η επιστημονική πρόοδος της περιόδου αυτής δεν μπορεί να διαχωριστεί από τα εναύσματα της Βιομηχανικής Επανάστασης.

5

i Η ανακάλυψη ωστόσο του πρώτου νόμου δημοσιεύτηκε πολύ αργότερα.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι επιστήμονες στη Γαλλία ή αλλού ήταν την περίοδο αυτή ιδιαίτερα επαναστατικοί. Μερικοί ήταν πράγματι, όπως ο νεαρός Évariste Galois, που ρίχτηκε στα οδοφράγματα το 1830, κυνηγήθηκε ως επαναστάτης και σκοτώθηκε σε μονομαχία που προκάλεσαν κάποια κομματόσκυλα σε ηλικία 21 ετών το 1832. Γενεές μαθηματικών τράφηκαν με τις εμβριθείς ιδέες που κατέγραψε πυρετωδώς όταν ήξερε ότι είχε φτάσει η τελευταία νύχτα του. Μερικοί ήταν ανοιχτά αντιδραστικοί, όπως ο οπαδός της μοναρχικής νομιμότητας, ο Cauchy, μολονότι για προφανείς λόγους η παράδοση της École Polytechnique, της οποίας ήταν το κόσμημα, ήταν μαχητικά αντιμοναρχική. Πιθανόν οι πιο πολλοί επιστήμονες θα θεωρούσαν ότι ανήκουν στην αριστερά του κέντρου κατά τη μεταναπολεόντεια περίοδο, και μερικοί, ιδίως σε νέα έθνη ή απολιτικές ως τότε κοινότητες, αναγκάστηκαν να καταλάβουν θέσεις πολιτικής ηγεσίας, ιδίως οι ιστορικοί, γλωσσολόγοι και άλλοι με φανερές διασυνδέσεις με τα εθνικά κινήματα. Ο Palacky έγινε ο κύριος εκπρόσωπος των Τσέχων το 1848, οι επτά καθηγητές του Göttingen που υπέγραψαν μια επιστολή

Page 236: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

διαμαρτυρίας το 1837 θεωρήθηκαν εθνικές προσωπικότητες,i

Παρ' όλα αυτά, εκτός των πιο προφανών κοινωνικών επιστημών, δεν θα ήταν σωστό να δίνουμε υπερβολική βαρύτητα σ' αυτές τις έξωθεν επιδράσεις. Ο κόσμος της διανόησης είναι μέχρις ενός βαθμού αυτόνομος· οι κινήσεις του είναι, θα λέγαμε, στο ίδιο ιστορικό μήκος κύματος με τα εκτός, αλλά δεν είναι απλές απηχήσεις τους. Έτσι, π.χ., οι περί καταστροφών θεωρίες της γεωλογίας οφείλονταν επίσης εν μέρει και στην προτεσταντική, και ιδίως στην

και το Κοινοβούλιο της Φραγκφούρτης στη γερμανική επανάσταση του 1848 ήταν διαβόητο ως συνέλευση καθηγητών και άλλων δημοσίων υπαλλήλων. Από την άλλη μεριά, σε σύγκριση με τους καλλιτέχνες και τους φιλοσόφους, οι επιστήμονες, ιδίως των φυσικών επιστημών, έδειχναν πολύ χαμηλό βαθμό πολιτικής συνειδητοποίησης, εκτός κι αν το απαιτούσε ρητά το αντικείμενό τους. Στις μη καθολικές χώρες π.χ. έδειχναν την ικανότητα να συνδυάζουν την επιστήμη με μια ήρεμη θρησκευτική ορθοδοξία, πράγμα που εκπλήττει τον μελετητή της μεταδαρβινικής εποχής.

Οι άμεσες αυτές συνέπειες συμβάλλουν στην ερμηνεία κάποιων στοιχείων των επιστημονικών εξελίξεων ανάμεσα στο 1789 και το 1848, αλλά δεν δίνουν πλήρη εικόνα. Είναι σαφές ότι μεγαλύτερη σημασία είχαν τα έμμεσα αποτελέσματα των σύγχρονων γεγονότων. Κανένας δεν θα μπορούσε να μην παρατηρήσει ότι την εποχή εκείνη ο κόσμος είχε αλλάξει πιο ριζικά από κάθε άλλη φορά. Αυτή η αναστάτωση, αυτές οι ριζικές μεταλλαγές επηρέαζαν κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο δίνοντάς του πνευματικά ερεθίσματα, καθώς έστεκε μπροστά τους ενεός και συγκλονισμένος. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που έγιναν αποδεκτές οι μορφές σκέψης οι οποίες γεννήθηκαν από τις γρήγορες κοινωνικές αλλαγές, ούτε οι ριζικές επαναστάσεις και η συστηματική αντικατάσταση των εθιμικών ή παραδοσιακών θεσμών από ριζοσπαστικές ορθολογικές καινοτομίες. Είναι άραγε δυνατό να συνδέσουμε αυτή την ορατή και απτή επανάσταση με την προθυμία που έδειχναν οι απόκοσμοι μαθηματικοί να ξεπεράσουν τους μέχρι τότε φραγμούς της σκέψης; Δεν μπορούμε να το βεβαιώσουμε, μολονότι γνωρίζουμε ότι την υιοθέτηση νέων επαναστατικών γραμμών σκέψης την εμποδίζει συνήθως όχι η εγγενής δυσκολία τους αλλά η σύγκρουσή τους με τις άρρητες υποθέσεις περί του τι είναι ή δεν είναι «φυσικό». Οι ίδιοι οι όροι «άρρητος» αριθμός (για αριθμούς όπως ν2) και «φανταστικός» αριθμός (για αριθμούς όπως ν-1) φανερώνουν την υφή της δυσκολίας. Από τη στιγμή που θα αποφασίσουμε ότι δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο «ρητοί» ή «πραγματικοί» από οποιονδήποτε άλλο, τότε όλα είναι απλούστατα. Αλλά μπορεί να χρειαστεί μια ολόκληρη εποχή ριζικών αλλαγών για να πειστούν οι στοχαστές να πάρουν τέτοιες αποφάσεις. Πράγματι, οι φανταστικές ή οι μιγαδικές μεταβολές στα μαθηματικά, που με τόση απορία και επιφυλακτικότητα αντιμετωπίζονταν τον 18ο αιώνα, αναγνωρίστηκαν πλήρως μόνο μετά την Επανάσταση.

Αν εξαιρέσουμε τα μαθηματικά, ήταν φυσικά αναμενόμενο ότι τα πρότυπα από το μετασχηματισμό της κοινωνίας θα παρέσυραν τους επιστήμονες σε κλάδους στους οποίους μπορούσαν να εφαρμοστούν οι αντιστοιχίες αυτές· θα τους παρέσυραν π.χ. να εισαγάγουν δυναμικές εξελικτικές έννοιες στις ως τότε στατικές. Η καινοτομία αυτή μπορούσε είτε να εισαχθεί απευθείας είτε μέσω μιας άλλης επιστήμης. Έτσι, η έννοια της Βιομηχανικής Επανάστασης, που είναι θεμελιώδης για την ιστορία και για μεγάλο μέρος της σύγχρονης οικονομίας, στην ουσία καθιερώθηκε στη δεκαετία του 1820 ως έννοια αντίστοιχη με τη Γαλλική Επανάσταση. Ο Κάρολος Δαρβίνος συνήγαγε το μηχανισμό της «φυσικής επιλογής» κατ' αναλογίαν του μοντέλου του καπιταλιστικού ανταγωνισμού που πήρε από τον Malthus (ο «αγώνας για επιβίωση»). Η μόδα για θεωρίες περί γεωλογικών καταστροφών στην περίοδο 1790-1830 ίσως οφείλεται κι αυτή εν μέρει στην εξοικείωση της γενιάς εκείνης με τους βίαιους αναβρασμούς της κοινωνίας.

i Σ' αυτούς συγκαταλέγονται και οι αδελφοί Grimm.

Page 237: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

καλβινιστική επιμονή στην αυθαίρετη παντοδυναμία του Κυρίου. Οι θεωρίες αυτές αποτελούσαν εν πολλοίς μονοπώλιο των προτεσταντών, σε αντίθεση με τους καθολικούς ή τους αγνωστικιστές. Αν οι εξελίξεις στην επιστήμη εμφανίζουν παραλληλισμό με άλλες, αυτό δεν οφείλεται στο ότι η καθεμιά τους μπορεί έτσι απλά να συνδεθεί άμεσα με αντίστοιχη οικονομική ή πολιτική εξέλιξη.

Ωστόσο δεν είναι εύκολο να αρνηθεί κανείς τις υπάρχουσες σχέσεις. Τα κύρια ρεύματα γενικών ιδεών στην περίοδο αυτή έχουν την αντιστοιχία τους σε ειδικούς επιστημονικούς κλάδους, κι αυτό μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ένα παραλληλισμό μεταξύ επιστήμης και τέχνης ή μεταξύ των δύο αυτών αφενός και των πολιτικών-κοινωνικών απόψεων αφετέρου. Έτσι, ο «κλασικισμός» και ο «ρομαντισμός» υπήρχαν και στις επιστήμες και, όπως είδαμε, αντιστοιχούσαν σε συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης της ανθρώπινης κοινωνίας. Η απόλυτη σύνδεση του κλασικισμού (ή, από νοητική άποψη, του ορθολογικού, μηχανιστικού νευτωνικού κόσμου του Διαφωτισμού) με τον αστικό φιλελευθερισμό, και η σύνδεση του ρομαντισμού (ή της λεγόμενης «Φυσικής Φιλοσοφίας») με τους αντιπάλους του, είναι προφανώς υπεραπλούστευση και καταρρέει εντελώς μετά το 1830. Ωστόσο, ανταποκρίνεται κάπως στην αλήθεια. Ωσότου η άνοδος θεωριών όπως ο σύγχρονος σοσιαλισμός συνδέσει στενότατα την επαναστατική σκέψη με το ορθολογικό παρελθόν (πρβλ. Κεφάλαιο ΙΓ'), επιστήμες όπως η φυσική, η χημεία και η αστρονομία συμβάδιζαν με τον αγγλογαλλικό αστικό φιλελευθερισμό. Για παράδειγμα, οι πληβείοι επαναστάτες του Έτους II εμπνέονταν από τον Rousseau μάλλον παρά από τον Βολταίρο, και υποψιάζονταν τον Lavoisier (τον οποίο και εκτέλεσαν) και τον Laplace, όχι απλώς λόγω των διασυνδέσεών τους με τον παλαιό καθεστώς αλλά και για λόγους αντίστοιχους με αυτούς που ώθησαν τον ποιητή William Blake να επικρίνει δριμύτατα τον Νεύτωνα.i

«Η δράση ή η ζωή του Θεού συνίσταται εσωτερικά στην αιώνια εκδήλωση, στην αιώνια θεώρησή του εν ενώσει και εν δυασμώ, εξωτερικά στην αιώνια διαίρεσή του αλλά και στο αδιαίρετό του. [...] Η διττότης είναι η πρώτη δύναμη που εμφανίζεται στον κόσμο. [...] Ο νόμος της αιτιότητας είναι νόμος της διττότητας. Η αιτιότητα είναι πράξη γένεσης. Το φύλο είναι ριζωμένο στην πρώτη κίνηση του κόσμου. [...] Σε καθετί, επομένως, υπάρχουν δυο

Αντίστροφα, «η φυσική ιστορία» ενέπνεε συμπάθεια γιατί αντιπροσώπευε το δρόμο προς τον αυθορμητισμό της αληθινής και μη κατεστραμμένης φύσης. Η ιακωβινική δικτατορία, που διέλυσε τη Γαλλική Ακαδημία, ίδρυσε, ούτε λίγο ούτε πολύ, δώδεκα ερευνητικές έδρες στο Jardin des Plantes. Αντιστοίχως, ήταν στη Γερμανία, τη χώρα όπου ο κλασικός φιλελευθερισμός ήταν αδύναμος (πρβλ. Κεφάλαιο ΙΓ'), που η αντίπαλη στον κλασικισμό επιστημονική ιδεολογία της «Φυσικής Φιλοσοφίας» άνθησε περισσότερο.

Είναι εύκολο να υποτιμήσει κανείς τη «Φυσική Φιλοσοφία», γιατί έρχεται σε τόσο μεγάλη σύγκρουση με αυτό που δικαίως καταλήξαμε να θεωρούμε επιστήμη. Βασιζόταν στην εικασία και την ενόραση. Αναζητούσε εκφράσεις για το πνεύμα ή τη ζωή, για τη μυστηριώδη οργανική ενότητα όλων των πραγμάτων μεταξύ τους και για ένα σωρό άλλα που δεν μπορούσαν να μετρηθούν επακριβώς ούτε να οριστούν με καρτεσιανή σαφήνεια. Ερχόταν μάλιστα σαφέστατα σε σύγκρουση με τον μηχανικό υλισμό, με τον Νεύτωνα, κάποτε και με την ίδια τη λογική. Ο πολύς Goethe σπαταλούσε σημαντικό μέρος του ολύμπιου χρόνου του προσπαθώντας να αναιρέσει την οπτική του Νεύτωνα, μόνο και μόνο γιατί δεν αισθανόταν καλά με μια θεωρία που αδυνατούσε να εξηγήσει τα χρώματα μέσω της αλληλεπίδρασης των αρχών του φωτός και του σκότους. Μια τέτοια παρέκκλιση θα προξενούσε δυσάρεστη έκπληξη στην École Polytechnique, όπου ήταν ακατανόητη η σταθερή προτίμηση των Γερμανών για τον σκοτεινό Kepler, μ' όλο του το μυστικισμό έναντι της διαυγούς τελειότητας των Principia. Τι θα μπορούσε άραγε να συμπεράνει κανείς από τα λόγια του Lorenz Oken:

i Αυτή η υποψία για τη νευτωνική επιστήμη δεν επεκτεινόταν στις εφαρμογές, οι οποίες είχαν προφανή οικονομική και στρατιωτική αξία.

Page 238: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

διαδικασίες, μία που εξατομικεύει και ζωογονεί και μια που καθολικεύει και καταστρέφει».6

Τι συμπέρασμα πράγματι να βγάλει κανείς; Η απροκάλυπτη αδυναμία του Bertrand Russell να κατανοήσει τον Hegel, που δούλευε με τέτοιους όρους, είναι ένα καλό παράδειγμα της απάντησης του ορθολογιστή του 18ου αιώνα στη ρητορική αυτή ερώτηση. Από την άλλη μεριά, το χρέος που ο Μαρξ και ο Ένγκελς αναγνωρίζουν ειλικρινά στη φυσική φιλοσοφία

i

Αν δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε ως καθαρά επιστημονικό κίνητρο, πόσο μάλλον δεν μπορεί να παραβλεφθεί από τον ιστορικό των ιδεών, για τον οποίο ακόμη και οι παράλογες ή εσφαλμένες ιδέες αποτελούν γεγονότα και ιστορικές δυνάμεις. Δεν μπορούμε να διαγράψουμε ένα κίνημα που παρέσυρε ολοσχερώς ή επηρέασε άτομα μέγιστου πνευματικού βεληνεκούς όπως ο Goethe, ο Hegel και ο Μαρξ κατά τη νεαρή του ηλικία. Μπορούμε απλώς να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τη βαθιά δυσαρέσκεια που προκαλούσε η «κλασική» αγγλογαλλική άποψη περί κόσμου του 18ου αιώνα, της οποίας τα τεράστια επιτεύγματα στην επιστήμη και την κοινωνία ήταν αναμφισβήτητα, αλλά που η στενότητα και τα όριά της ήταν όλο και πιο εμφανή στην περίοδο των δύο επαναστάσεων. Το να έχει κανείς επίγνωση των ορίων αυτών και να αναζητεί, συχνά με τη διαίσθηση μάλλον παρά με την ανάλυση, τον τρόπο με τον οποίο να κατασκευάσει μια πιο ικανοποιητική εικόνα του κόσμου δεν σήμαινε ότι την κατασκεύαζε κιόλας. Ούτε άλλωστε τα οράματα ενός εξελικτικού, γεμάτου αλληλεξάρτηση και διαλεκτικού σύμπαντος που εξέφραζαν οι φυσικοί φιλόσοφοι ήταν αποδείξεις ή, έστω, επαρκείς ερμηνείες. Ωστόσο απεικόνιζαν πραγματικά προβλήματα —ακόμη και στις φυσικές επιστήμες— και προετοίμαζαν τις αλλαγές και τις προεκτάσεις του κόσμου των επιστημών που γέννησαν το σύγχρονο επιστημονικό μας σύμπαν. Με τον τρόπο τους άλλωστε απεικόνιζαν τον αντίκτυπο της διττής επανάστασης, που δεν άφησε αναλλοίωτη καμία πτυχή της ανθρώπινης ζωής.

μας προειδοποιεί ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς πολυλογία. Το θέμα ήταν ότι έπιανε τόπο. Γέννησε όχι μόνο επιστημονικό έργο —ο Lorenz Oken ίδρυσε τη φιλελεύθερη γερμανική Deutsche Naturforscherversammlung και ενέπνευσε την British Association for the Advancement of Science— αλλά και καρποφόρα αποτελέσματα. Η θεωρία του κυττάρου στη βιολογία, σημαντικό μέρος της μορφολογίας, της εμβρυολογίας, της φιλολογίας, καθώς και του ιστορικού και εξελικτικού στοιχείου σε όλες τις επιστήμες, ήταν πρωτίστως «ρομαντικής» έμπνευσης. Ομολογουμένως, ακόμη και στον επίλεκτο τομέα του, τη βιολογία, ο «ρομαντισμός» χρειαζόταν τελικά το συμπλήρωμα του ψυχρού κλασικισμού του Claude Bernard (1813-1878), του ιδρυτή της σύγχρονης φυσιολογίας. Από την άλλη μεριά, ακόμη και στις φυσικομηχανικές επιστήμες, που παρέμεναν το προπύργιο του «κλασικισμού», οι εικασίες των φυσικών φιλοσόφων για μυστηριώδη φαινόμενα όπως ο ηλεκτρισμός και ο μαγνητισμός συνέβαλαν στην πρόοδο. Στην Κοπεγχάγη ο Hans Christian Oersted, μαθητής του σκοτεινού Schelling, ερεύνησε και διαπίστωσε τη σχέση μεταξύ των δύο όταν απέδειξε τη μαγνητική επίδραση των ηλεκτρικών ρευμάτων το 1820. Οι δύο μέθοδοι προσέγγισης της επιστήμης στην πράξη συμπλέκονταν. Ποτέ δεν συγχωνεύτηκαν, ούτε καν στον Μαρξ, που περισσότερο από κάθε άλλον είχε επίγνωση της μεικτής προέλευσης της σκέψης του. Σε γενικές γραμμές, η «ρομαντική» προσέγγιση αποτελούσε κίνητρο για νέες ιδέες και αφετηρίες και έπειτα έβγαινε πάλι από τη σφαίρα των επιστημών. Ωστόσο, δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε στην περίοδο που μας απασχολεί.

i Τα έργα του Engels Anti-Dühring και Feuerbach περιέχουν υπεράσπιση (με κάποιες επιφυλάξεις) της φιλοσοφίας αυτής, καθώς και του Kepler έναντι του Νεύτωνα.

Page 239: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ' ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΠΡΟΣ ΤΟ 1848

Η εξάρτηση από την κρατική φιλανθρωπία και το προλεταριάτο είναι τα διαπυημένα έλκη που εμφανίστηκαν στον οργανισμό των σύγχρονων κρατών. Μπορούν άραγε να ιαθούν; Οι κομουνιστές γιατροί προτείνουν την ολοσχερή καταστροφή και τον αφανισμό του υπάρχοντος οργανισμού. [...] Ένα είναι βέβαιο: αν οι άνθρωποι αυτοί αποκτήσουν τη δύναμη, δεν θα γίνει πολιτική αλλά κοινωνική επανάσταση, πόλεμος ενάντια σε κάθε μορφή ιδιοκτησίας, πλήρης αναρχία, θα προκύψουν άραγε νέα εθνικά κράτη, και με βάση ποια ηθικά και κοινοτικά θεμέλια; Ποιος θα σηκώσει το πέπλο του μέλλοντος; Kai τι ρόλο θα παίξει η Ρωσία; «Κάθομαι στην ακτή και περιμένω τον ούριο άνεμο», λέει μια παλιά ρωσική παροιμία.

HAXTHAUSEN, Studien über... Russland (1847)1

Ήταν μια εποχή υπερθετικών. Οι πολυάριθμοι νέοι τόμοι στατιστικών στοιχείων, όπου η εποχή αυτή των μετρήσεων και των υπολογισμών προσπαθούσε να καταγράψει όλες τις όψεις του γνωστού κόσμου,

Αρχίσαμε με ανασκόπηση του κόσμου το 1789. Ας τελειώσουμε ρίχνοντας μια ματιά στον κόσμο αυτό πενήντα χρόνια αργότερα, στο τέλος της πιο επαναστατικής πεντηκονταετίας που είχε καταγράψει η ιστορία ως τότε.

i

Η επιστήμη ποτέ δεν είχε γνωρίσει μεγαλύτερο θρίαμβο· ποτέ δεν ήταν οι γνώσεις πιο διαδεδομένες. Πάνω από τέσσερις χιλιάδες εφημερίδες ενημέρωναν τους πολίτες του κόσμου, και ήταν πενταψήφιος ο αριθμός των βιβλίων που εκδίδονταν ετησίως μόνο στη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Οι ανακαλύψεις έφταναν κάθε χρόνο σε όλο και πιο εκπληκτικά ύψη. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που ο λαμπτήρας Argand (1782-84) είχε επιφέρει επανάσταση στον τομέα του τεχνητού φωτισμού —ήταν η πρώτη σημαντική πρόοδος μετά τη λάμπα πετρελαίου και το κερί— και τα γιγαντιαία εργαστήρια, γνωστά ως εγκαταστάσεις φωταερίου, που κινούσαν τα προϊόντα τους μέσω αμέτρητων υπόγειων σωλήνων, άρχισαν να φωτίζουν τα εργοστάσια

δικαίως θα κατέληγαν στο ότι σχεδόν κάθε μετρήσιμη ποσότητα ήταν μεγαλύτερη (ή μικρότερη) από ποτέ άλλοτε. Η γνωστή χαρτογραφημένη και προσιτή έκταση του κόσμου ήταν μεγαλύτερη από ποτέ άλλοτε, οι επικοινωνίες της απίστευτα ταχύτερες. Ο πληθυσμός του κόσμου ήταν μεγαλύτερος από ποτέ άλλοτε· σε αρκετές περιπτώσεις ήταν μεγαλύτερος από κάθε προσδοκία και πέρα από κάθε προηγούμενη πιθανολόγηση. Οι πόλεις τεραστίου μεγέθους πολλαπλασιάζονταν γρηγορότερα παρά ποτέ. Η βιομηχανική παραγωγή έφτασε σε αστρονομικά ύψη: στη δεκαετία του 1840, περί τα 640 εκατομμύρια τόνοι άνθρακα είχαν εξορυχθεί από το εσωτερικό της γης. Την τρομακτική αυτή αύξηση την ξεπερνούσε μόνο το ακόμη εκπληκτικότερο ύψος του διεθνούς εμπορίου, που είχε τετραπλασιαστεί από το 1780 για να φτάσει σε αξία τα 800 εκατομμύρια στερλίνες, και σε πολύ μεγαλύτερο ύψος αν εκφραζόταν στα λιγότερο σταθερά νομίσματα.

ii

i Ανάμεσα στο 1800 και το 1848 δημοσιεύτηκαν περί τα πενήντα σημαντικά βιβλία αυτού του τύπου, χωρίς να υπολογίσουμε τις κυβερνητικές στατιστικές (απογραφές, επίσημες έρευνες κτλ.) ή τα πολυάριθμα νέα ειδικά ή οικονομικά περιοδικά που έβριθαν στατιστικών πινάκων.

ii Οι Boulton και Watt καθιέρωσαν το φωταέριο το 1798, ενώ τα εργοστάσια βαμβακιού των Philips και Lee στο Manchester χρησιμοποιούσαν μονίμως από το 1805 χίλιους καυστήρες αερίου.

και αμέσως έπειτα τις ευρωπαϊκές πόλεις: το Λονδίνο από το 1807, το Δουβλίνο από το 1818, το Παρίσι από το 1819, ακόμη και το μακρινό Σίδνεϋ το 1841. Ήδη ήταν γνωστό το βολταϊκό τόξο. Ο Άγγλος καθηγητής Wheatstone σχεδίαζε ήδη να συνδέσει την Αγγλία και τη Γαλλία με υποθαλάσσιο ηλεκτρικό τηλέγραφο. Σαράντα οχτώ εκατομμύρια ταξιδιώτες χρησιμοποίησαν ήδη σ' ένα χρόνο (1845) τους σιδηροδρόμους του Ηνωμένου Βασιλείου. Γυναίκες και άντρες μπορούσαν ήδη να

Page 240: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

διακινηθούν σε τρεις χιλιάδες μίλια (1846) —πριν από το 1850 σε πάνω από έξι χιλιάδες— σιδηροδρομικές γραμμές στη Μεγάλη Βρετανία, και στις ΗΠΑ σε εννέα χιλιάδες. Τακτικά ατμοπλοϊκά δρομολόγια συνέδεαν ήδη την Ευρώπη με την Αμερική, την Ευρώπη με τις Ινδίες.

Αναμφιβόλως οι θρίαμβοι αυτοί είχαν τη σκοτεινή τους πλευρά, που δεν ήταν και τόσο εύκολο να περιληφθεί στους στατιστικούς πίνακες. Πώς να βρει κανείς ποσοτική έκφραση για το γεγονός, που λίγοι θα μπορούσαν σήμερα να το αρνηθούν, ότι η Βιομηχανική Επανάσταση δημιούργησε τον ασχημότερο κόσμο στον οποίο έζησε ποτέ ο άνθρωπος, όπως ήδη μαρτυρούσαν τα σκοτεινά και βρωμερά, γεμάτα ομίχλη σοκάκια στις φτωχογειτονιές του Manchester; Ή ίσως τον δυστυχέστερο κόσμο, με το ξερίζωμα των ανθρώπων σε πρωτοφανείς αριθμούς και τη στέρηση της ασφάλειας και της σιγουριάς τους; Παρ' όλα αυτά, μπορούμε να συγχωρέσουμε τους πρωτεργάτες της προόδου στη δεκαετία του 1840 για την πίστη και την εμπιστοσύνη τους στο γεγονός ότι «το εμπόριο μπορεί να προχωρήσει ελεύθερα, οδηγώντας τον πολιτισμό με τόνα χέρι και την ειρήνη με το άλλο, για να κάνει την ανθρωπότητα ευτυχέστερη, σοφότερη, καλύτερη». «Κύριε», έλεγε ο Λόρδος Palmerston συνεχίζοντας την αισιόδοξη αναφορά του κατά το μελανότατο έτος 1842, «αυτό είναι το θέλημα της Θείας Πρόνοιας».2

Όταν επιχειρήσουμε εντούτοις να αναλύσουμε την κοινωνική και πολιτική δομή του κόσμου στη δεκαετία του 1840, θα πρέπει να αφήσουμε τον κόσμο των υπερθετικών και να μιλήσουμε για πιο περιορισμένα μεγέθη. Η πλειονότητα του παγκόσμιου πληθυσμού εξακολουθούσε να είναι αγρότες όπως και πριν, μολονότι υπήρχαν λίγες περιοχές —ιδίως η Βρετανία— όπου η γεωργία απασχολούσε πια μια μικρή μειοψηφία και ο αστικός πληθυσμός πλησίαζε ήδη να ξεπεράσει τον αγροτικό, όπως έγινε για πρώτη φορά στην απογραφή του 1851. Υπήρχαν αναλογικά λιγότεροι δούλοι, γιατί το διεθνές δουλεμπόριο είχε επισήμως καταργηθεί το 1815 και η δουλεία στις βρετανικές αποικίες το 1834, ενώ στις ισπανικές και γαλλικές αποικίες που απελευθερώθηκαν, καταργήθηκε κατά και μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Εντούτοις, ενώ οι Δυτικές Ινδίες ήταν πια, με κάποιες μη βρετανικές εξαιρέσεις, περιοχή ελεύθερης από νομική άποψη γεωργίας, η δουλεία εξακολουθούσε να αναπτύσσεται αριθμητικά στα άλλα δύο μεγάλα προπύργιά της, τη Βραζιλία και τις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ. Η ίδια η πρόοδος της βιομηχανίας και του εμπορίου της έδινε ώθηση, με την άρση όλων των περιορισμών σε εμπορεύματα και πρόσωπα. Άλλωστε η επίσημη απαγόρευση έκανε το δουλεμπόριο πιο προσοδοφόρο. Η τιμή ενός σκλάβου για αγροτικές εργασίες στον αμερικανικό Νότο ήταν κατά προσέγγιση 300 δολάρια το 1795, αλλά μεταξύ 1.200 και 1.800 δολαρίων το 1860.

Κάνεις δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι επικρατούσε φτώχεια του αισχίστου είδους. Πολλοί μάλιστα υποστήριζαν ότι η φτώχεια εξαπλωνόταν και ρίζωνε βαθύτερα. Ωστόσο, με τα αιώνια κριτήρια που μετρούσαν τους θριάμβους της βιομηχανίας και της επιστήμης, και ο πιο απαισιόδοξος παρατηρητής αδυνατούσε να υποστηρίξει ότι, από υλική άποψη, τα πράγματα ήταν χειρότερα απ' ό,τι στο παρελθόν, ή χειρότερα από τις συνθήκες που επικρατούσαν ακόμη και τότε στις μη εκβιομηχανισμένες χώρες. Ήταν αρκετά δριμεία η κατηγορία ότι η υλική κατάσταση των φτωχών εργαζομένων συχνά δεν ήταν καλύτερη, και κάποτε ήταν χειρότερη από κάθε άλλη περίοδο που μπορούσε κανείς να φέρει στη μνήμη του. Οι υποστηρικτές της προόδου επιχειρούσαν να την καταρρίψουν με το επιχείρημα ότι δεν έφταιγαν τα συστήματα της νέας αστικής κοινωνίας αλλά τα εμπόδια που ο παλιός φεουδαλισμός, η μοναρχία και η αριστοκρατία εξακολουθούσαν να παρεμβάλλουν στο δρόμο για το καθεστώς πλήρους ελευθερίας στην οικονομία. Οι νεοσοσιαλιστές, αντίθετα, υποστήριζαν ότι έφταιγαν αυτά ακριβώς τα συστήματα. Ωστόσο, και οι δυο πλευρές συμφωνούσαν ότι επρόκειτο για αναπόφευκτα προβλήματα της ανάπτυξης. Οι μεν υποστήριζαν ότι ήταν δυνατόν να ξεπεραστούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού, οι δε ότι κάτι τέτοιο ήταν απίθανο, αλλά όλοι δικαίως πίστευαν ότι η ανθρώπινη ζωή αντιμετώπιζε προοπτική υλικής βελτίωσης, αντίστοιχη με την πρόοδο που είχε σημειώσει ο άνθρωπος στον έλεγχο των δυνάμεων της φύσης.

3 Ο αριθμός των σκλάβων στις ΗΠΑ από 700.000 το 1790 ανήλθε σε

Page 241: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

2.500.000 το 1840 και σε 3.200.000 το 1850. Τους έφερναν ακόμη από την Αφρική, αλλά όλο και περισσότεροι ανατρέφονταν στις μεθοριακές πολιτείες των ΗΠΑ, για να πουληθούν στη συνέχεια στις βαμβακοφυτείες. Επιπλέον, είχε ήδη αρχίσει η ανάπτυξη συστημάτων «ημιδουλείας», όπως οι εξαγωγές «συμβασιούχων εργατών» από την Ινδία προς τα νησιά της ζάχαρης στον Ινδικό Ωκεανό και τις Δυτικές Ινδίες.

Η δουλοπαροικία ή νομική δέσμευση των αγροτών είχε καταργηθεί σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, μολονότι η κατάργηση αυτή δεν είχε επηρεάσει ιδιαίτερα την κατάσταση των φτωχών αγροτών σε περιοχές όπως η Σικελία και η Ανδαλουσία, όπου γινόταν παραδοσιακή καλλιέργεια σε λατιφούντια. Εντούτοις, η δουλοπαροικία εξακολουθούσε να υπάρχει στα κύρια ευρωπαϊκά της προπύργια, αν και, μετά την αρχική της ανάπτυξη, οι αριθμοί στη Ρωσία παρέμεναν σταθεροί ανάμεσα στα 10 και 11 εκατομμύρια άντρες μετά το 1811· σημειώθηκε δηλαδή σχετική πτώση.i Παρ' όλα αυτά, η γεωργία των δουλοπαροίκων (αντίθετα με τη γεωργία των δούλων) εμφάνιζε καθαρή πτώση, καθώς τα οικονομικά της μειονεκτήματα προβάλλονταν όλο και περισσότερο, και —ιδίως από τη δεκαετία του 1840— η επαναστατικότητα της αγροτιάς μεγάλωνε ολοένα. Η μεγαλύτερη εξέγερση των δουλοπαροίκων ήταν ίσως της αυστριακής Γαλικίας το 1846, το προοίμιο στη γενική απελευθέρωση με την επανάσταση του 1848. Αλλά ακόμη και στη Ρωσία σημειώθηκαν 148 αγροτικοί ξεσηκωμοί στα 1826-34, 216 στα 1835-44, 348 στα 1844-54, με αποκορύφωμα τους 474 ξεσηκωμούς των ετών που προηγήθηκαν της απελευθέρωσης του 1861.4

Οι «μεσαίες τάξεις» είχαν φυσικά αυξηθεί γρήγορα, αλλά παρ' όλα αυτά εξακολουθούσαν να μην είναι ιδιαίτερα πολυμελείς. Το 1801 υπήρχαν στη Βρετανία περί τις 100.000 φορολογούμενοι με ετήσιο εισόδημα πάνω από 150 στερλίνες· στο τέλος της περιόδου ίσως να έφταναν τις 340.000,

Στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, η θέση του γαιοκτήμονα αριστοκράτη άλλαξε επίσης λιγότερο απ' ό,τι θα υπέθετε κανείς, εκτός από τις χώρες όπου σημειώθηκαν άμεσες αγροτικές επαναστάσεις, όπως η Γαλλία. Αναμφίβολα υπήρχαν τώρα χώρες —η Γαλλία και οι ΗΠΑ π.χ.— όπου οι γαιοκτήμονες δεν ήταν πια οι πλουσιότεροι πάντων (εκτός από την περίπτωση που αγόραζαν και γη ως έμβλημα της εισόδου τους στην ανώτατη τάξη, όπως έκαναν οι Rothschild). Ωστόσο, ακόμη και στη Βρετανία στη δεκαετία του 1840, η μεγαλύτερη συσσώρευση πλούτου εξακολουθούσε ασφαλώς να είναι στα χέρια της αριστοκρατίας, και στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ οι ιδιοκτήτες των βαμβακοφυτειών έφτιαξαν για τον εαυτό τους μια καρικατούρα αριστοκρατικής κοινωνίας επαρχιακού τύπου εμπνευσμένη από τον Walter Scott: «ιπποτικό πνεύμα», «ειδύλλια» και άλλες έννοιες, που μικρή σχέση είχαν τόσο με τους νέγρους σκλάβους, εις βάρος των οποίων ευδοκιμούσαν, όσο και με τους κοκκινοτράχηλους πουριτανούς αγρότες που έτρωγαν το καλαμπόκι τους και το παχύ τους χοιρομέρι. Ασφαλώς αυτή η σταθερότητα της αριστοκρατίας έκρυβε μια αλλαγή: τα εισοδήματα των ευγενών είχαν όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση από τη βιομηχανία, τις μετοχές, τις εξελίξεις στον τομέα της ακίνητης περιουσίας από τον κόσμο της περιφρονημένης μπουρζουαζίας.

5 μαζί δηλαδή με τις οικογένειές τους περί το 1.500.000 άτομα σε συνολικό πληθυσμό 21 εκατομμυρίων (1851).ii

i «Η επέκταση της δουλείας επί Αικατερίνης Β' και Παύλου (1762-1801) επέφερε αύξησή της από 3,8 περίπου εκατομμύρια άντρες σε 10,4 εκατομμύρια το 1811. [Lyashchenko, History of the Russian National Economy, σσ. 273-274.]

ii Οι υπολογισμοί αυτοί είναι μεν αυθαίρετοι αλλά, αν υποθέσουμε ότι κάθε άτομο που μπορούσε να θεωρηθεί μεσαίας τάξης είχε τουλάχιστον έναν υπηρέτη, οι 674.000 γενικές οικιακές βοηθοί το 1851 μας δίνουν μια εικόνα για το μάξιμουμ των αστικών νοικοκυριών, ενώ οι 50.000 μαγείρισσες (ο αριθμός για τις καμαριέρες και τις οικονόμους είναι περίπου ο ίδιος) μας δίνουν το μίνιμουμ.

Ασφαλώς ήταν πολύ μεγαλύτερος ο αριθμός όσων προσπαθούσαν να φτάσουν το επίπεδο της αστικής τάξης και να ακολουθήσουν τον

Page 242: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

τρόπο της ζωής της. Κι αυτοί δεν ήταν όλοι πολύ πλούσιοι· δεν θα πέφταμε έξωi

Η πολιτική δομή του κόσμου είχε κι εκείνη υποστεί σημαντικό μετασχηματισμό ως τη δεκαετία του 1840, αλλ' όχι με τρόπο τόσο ριζικό όσο θα περίμεναν οι αισιόδοξοι (ή απαισιόδοξοι) παρατηρητές του 1800. Η μοναρχία παρέμενε ο πιο συνήθης τρόπος διακυβέρνησης των κρατών, εκτός της αμερικανικής ηπείρου. Ακόμη κι εκεί, μια από τις μεγαλύτερες χώρες (η Βραζιλία) ήταν αυτοκρατορία, και μια άλλη (το Μεξικό) είχε τουλάχιστον πειραματιστεί με τους αυτοκρατορικούς τίτλους υπό τον στρατηγό Iturbide (Αυγουστίνος Α') από το 1822 ως το 1833. Είναι αλήθεια ότι αρκετά ευρωπαϊκά βασίλεια, συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας, ήταν πια συνταγματικές μοναρχίες, αλλά, εκτός της ζώνης των καθεστώτων αυτών στο ανατολικό άκρο του Ατλαντικού, η απόλυτη μοναρχία επικρατούσε παντού. Είναι αλήθεια ότι ως τη δεκαετία του 1840 είχαν δημιουργηθεί αρκετά νέα κράτη που ήταν το προϊόν επαναστάσεων: το Βέλγιο, η Σερβία, η Ελλάδα και κάμποσα λατινοαμερικανικά. Εντούτοις, αν και το Βέλγιο ήταν σημαντική βιομηχανική δύναμη (ομολογουμένως σε μεγάλο βαθμό διότι ακολούθησε τα ίχνη του μεγάλου γείτονα, της Γαλλίας

αν λέγαμε ότι ο αριθμός όσων κέρδιζαν πάνω από 5.000 λίρες το χρόνο ήταν περί τις 4.000, συμπεριλαμβανομένης της αριστοκρατίας. Ο αριθμός αυτός δεν είναι και ασυμβίβαστος με τον αριθμό όσων απασχολούσαν τους 7.579 αμαξάδες που κοσμούσαν τους βρετανικούς δρόμους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η αναλογία των «μεσαίων τάξεων» σε άλλες χώρες δεν ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από αυτή, και μάλιστα ήταν κατά κανόνα μάλλον μικρότερη.

Η εργατική τάξη (με το νέο προλεταριάτο των εργοστασίων, των ορυχείων, των σιδηροδρόμων κτλ.) αυξήθηκε φυσικά με τον ταχύτερο ρυθμό απ' όλους. Εντούτοις, με εξαίρεση τη Βρετανία, αριθμούσε εκατοντάδες χιλιάδες μάλλον και όχι εκατομμύρια. Σε σύγκριση με τον συνολικό πληθυσμό του κόσμου, εξακολουθούσε να είναι αριθμητικά αμελητέα τάξη, και πάντως —με εξαίρεση πάλι τη Βρετανία και μικρούς πυρήνες της αλλού— ανοργάνωτη. Ωστόσο, όπως είδαμε, η πολιτική της σημασία ήταν ήδη τεράστια και απολύτως δυσανάλογη με το μέγεθος ή τα επιτεύγματά της.

ii

Είχαν σημειωθεί ωστόσο μεγάλες αλλαγές. Εξάλλου, από το 1830 περίπου η ανάπτυξή τους είχε επιταχυνθεί αισθητά. Η επανάσταση του 1830 καθιέρωσε μετριοπαθή φιλελεύθερα αστικά συντάγματα — αντιδημοκρατικά αλλά και αντιαριστοκρατικά— στα σπουδαιότερα κράτη της δυτικής Ευρώπης. Ασφαλώς έγιναν συμβιβασμοί, που τους επέβαλλε ο φόβος μαζικής επανάστασης που θα ξεπερνούσε τις προσδοκίες της μετριοπαθούς μεσαίας τάξης. Η τάξη των γαιοκτημόνων υπερεκπροσωπούνταν στην κυβέρνηση, όπως στη Βρετανία, ενώ μεγάλα τμήματα των νέων μεσαίων τάξεων —και ιδίως των πιο δυναμικών βιομηχανικών δυνάμεων— δεν εκπροσωπούνταν, για παράδειγμα, στη Γαλλία. Εντούτοις, αυτοί οι συμβιβασμοί έκαναν την πολιτική ζυγαριά να γείρει αποφασιστικά από την πλευρά των

), το πιο σημαντικό από τα επαναστατικά κράτη ήταν αυτό που ήδη υπήρχε το 1789, οι ΗΠΑ, που διέθεταν δύο τεράστια πλεονεκτήματα: αφενός δεν υπήρχαν ισχυροί γείτονες ή ανταγωνίστριες δυνάμεις που μπορούσαν ή ήθελαν να εμποδίσουν την επέκτασή τους διαμέσου της πελώριας ηπείρου προς τον Ειρηνικό —οι Γάλλοι τους είχαν μάλιστα πουλήσει μια έκταση ίση με τις τότε ΗΠΑ κατά την περίφημη «αγορά της Λουιζιάνας» το 1803— και αφετέρου η οικονομική τους ανάπτυξη ήταν εξαιρετικά ταχύρυθμη. Το πρώτο πλεονέκτημα το διέθετε και η Βραζιλία, η οποία χωρίστηκε ειρηνικά από την Πορτογαλία και γλίτωσε τον κατακερματισμό που υπέστη το μεγαλύτερο μέρος της ισπανικής Αμερικής μετά τους επαναστατικούς πολέμους μιας γενιάς. Αλλά οι πηγές πλούτου της Βραζιλίας παρέμειναν ανεκμετάλλευτες.

i Από τον περίφημο στατιστικολόγο William Farr στο Statistical Journal, 1857, σ. 102.

ii Περί το ένα τρίτο του βελγικού άνθρακα και του χυτοσίδηρου εξαγόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στη Γαλλία.

Page 243: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

μεσαίων τάξεων. Σε όλα τα σημαντικά θέματα οι Βρετανοί βιομήχανοι περνούσαν την άποψή τους μετά το 1832· η κατάργηση των Νόμων περί σιτηρών άξιζε με το παραπάνω την αποχή από τις πιο ακραίες ρεπουμπλικανικές και αντικληρικές προτάσεις των Ωφελιμιστών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, στη δυτική Ευρώπη, ο αστικός φιλελευθερισμός (όχι όμως και ο δημοκρατικός ριζοσπαστισμός) σημείωνε άνοδο. Οι κύριοι αντίπαλοί του —στη Βρετανία οι Συντηρητικοί, και αλλού οι συνασπισμοί που συσπείρωνε κατά κανόνα η Καθολική Εκκλησία— κρατούσαν εν γνώσει τους αμυντική στάση.

Εντούτοις, ακόμη και η ριζοσπαστική δημοκρατία είχε σημειώσει μεγάλες προόδους. Μετά πενήντα χρόνια δισταγμού και εχθρότητας, η πίεση των ακριτών και των αγροτών την είχαν τελικά επιβάλει στις ΗΠΑ με τον πρόεδρο Andrew Jackson (1829-37), την ίδια περίπου εποχή που η ευρωπαϊκή επανάσταση επανακτούσε την ορμή της. Στο τέλος της περιόδου που μας απασχολεί (1847), ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ ριζοσπαστών και καθολικών στην Ελβετία έφερε το σύστημα και στη χώρα αυτή. Αλλά, για την ώρα, πολύ λίγοι μετριοπαθείς αστοί φιλελεύθεροι πίστευαν ότι αυτό το σύστημα διακυβέρνησης, που το υποστήριζαν κυρίως αριστεροί επαναστάτες και, όπως φαινόταν, ταίριαζε το πολύ στους τραχείς μικροπαραγωγούς και τους εμπόρους των ορεινών περιοχών και των λειμώνων, θα γινόταν κάποτε το χαρακτηριστικό πολιτικό πλαίσιο του καπιταλισμού και θα προστατευόταν ως τέτοιο έναντι των επιθέσεων του ίδιου του λαού που το υποστήριζε κατά τη δεκαετία του 1840.

Μόνο στη διεθνή πολιτική είχε συντελεστεί μια, κατά τα φαινόμενα, πλήρης και σχεδόν απόλυτη επανάσταση. Στον κόσμο της δεκαετίας του 1840 κυριαρχούσαν εξ ολοκλήρου οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, πολιτικές και οικονομικές, σε συνδυασμό με τις αναπτυσσόμενες ΗΠΑ. Ο Πόλεμος του Οπίου το 1839-42 είχε αποδείξει ότι η μόνη μη ευρωπαϊκή μεγάλη Δύναμη που είχε διασωθεί, η Κινεζική Αυτοκρατορία, ήταν ανίσχυρη μπροστά στη δυτική στρατιωτική και οικονομική επίθεση. Τίποτε στο εξής δεν φαινόταν να μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μερικών δυτικών κανονιοφόρων ή στρατιωτικών συνταγμάτων, που έφερναν μαζί τους το εμπόριο και τη Βίβλο. Και σ' αυτή τη γενική δυτική κυριαρχία η Βρετανία ήταν προεξάρχουσα, γιατί διέθετε περισσότερες κανονιοφόρους και Βίβλους και περισσότερο εμπόριο από κάθε άλλον. Η βρετανική υπεροχή ήταν τόσο απόλυτη που σχεδόν δεν της χρειαζόταν πολιτικός έλεγχος. Δεν είχαν απομείνει άλλες αποικιοκρατικές δυνάμεις, παρά μόνο όσες επέτρεπε η Βρετανία, και συνεπώς δεν υπήρχαν και ανταγωνιστές. Η γαλλική αυτοκρατορία είχε περιοριστεί σε λίγα σκόρπια νησιά και εμπορικούς σταθμούς, μολονότι προσπαθούσε να ανανήψει στην απέναντι ακτή της Μεσογείου, στην Αλγερία. Οι Ολλανδοί, που επανήλθαν στην Ινδονησία υπό τον έλεγχο του νέου βρετανικού entrepôt της Σιγκαπούρης, δεν απειλούσαν πια με ανταγωνισμό. Οι Ισπανοί διατήρησαν την Κούβα, τις Φιλιππίνες και κάποιες αόριστες διεκδικήσεις στην Αφρική. Οι πορτογαλικές αποικίες είχαν δικαίως ξεχαστεί. Το βρετανικό εμπόριο κυριαρχούσε στην ανεξάρτητη Αργεντινή, τη Βραζιλία και τις νότιες ΗΠΑ, όπως και στην ισπανική αποικία της Κούβας και στις βρετανικές αποικίες στην Ινδία. Οι βρετανικές επενδύσεις είχαν ισχυρή παρουσία στις βόρειες ΗΠΑ, όπως και οπουδήποτε σημειωνόταν οικονομική ανάπτυξη. Ποτέ, μα ποτέ, σ' ολόκληρη την ιστορία του κόσμου, μία και μόνη Δύναμη δεν απέκτησε τέτοια παγκόσμια ηγεμονία όπως η Βρετανία στα μέσα του 19ου αιώνα. Ακόμη και οι μεγαλύτερες αυτοκρατορίες ή ηγεμονίες του παρελθόντος είχαν απλώς περιφερειακό χαρακτήρα —η Κινεζική, η Μωαμεθανική, η Ρωμαϊκή. Ποτέ έκτοτε καμία Δύναμη δεν κατόρθωσε να αποκτήσει ανάλογη ηγεμονία, ούτε άλλωστε είναι πιθανό να γίνει κάτι τέτοιο στο μέλλον, κι αυτό γιατί καμία Δύναμη δεν μπόρεσε έκτοτε να διεκδικήσει το ειδικό καθεστώς που απολάμβανε η Βρετανία ως το «εργαστήρι του κόσμου».

Παρ' όλα αυτά, η μελλοντική παρακμή της Βρετανίας ήταν ήδη προ οφθαλμών. Ευφυείς παρατηρητές στις δεκαετίες του 1830 και 1840, όπως ο de Tocqueville και ο Haxthausen,

Page 244: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

πρόβλεπαν ήδη ότι το μέγεθος και οι ακόμη ανεκμετάλλευτοι πόροι των ΗΠΑ και της Ρωσίας θα τις οδηγούσαν τελικά στο να γίνουν οι δύο γίγαντες του κόσμου· στην Ευρώπη, άλλωστε, η Γερμανία (όπως πρόβλεψε το 1844 ο Engels) σύντομα θα γινόταν ισότιμη ανταγωνίστρια δύναμη. Μόνο η Γαλλία είχε αποφασιστικά αποκλειστεί από τον ανταγωνισμό για διεθνή ηγεμονία, μολονότι το γεγονός αυτό δεν ήταν ακόμη τόσο εμφανές ώστε να καθησυχάσει τους καχύποπτους Βρετανούς και άλλους πολιτικούς.

Με άλλα λόγια, ο κόσμος της δεκαετίας του 1840 δεν εμφάνιζε ισορροπία. Οι δυνάμεις της οικονομικής, τεχνικής και κοινωνικής αλλαγής που απελευθερώθηκαν τα προηγούμενα πενήντα χρόνια, ήταν πρωτοφανείς και ακαταμάχητες ακόμη και στα μάτια του πιο επιπόλαιου παρατηρητή. Από την άλλη μεριά, οι θεσμικές τους συνέπειες ήταν ακόμη περιορισμένες. Ήταν π.χ. αναπόφευκτη η κατάργηση, αργά ή γρήγορα, της δουλείας (εκτός από κάποια κατάλοιπά της σε απομακρυσμένες περιφέρειες που δεν τις είχε αγγίξει η νέα οικονομία). Ήταν επίσης αναπόφευκτο ότι η Βρετανία δεν θα μπορούσε αιωνίως να παραμένει η μόνη εκβιομηχανισμένη χώρα. Ήταν αναπόφευκτο η αριστοκρατία της γης και οι απόλυτες μοναρχίες να αποδυναμωθούν σε όλες τις χώρες όπου αναπτυσσόταν ισχυρή μπουρζουαζία, όποιοι και να 'ταν οι πολιτικοί συμβιβασμοί ή τα πολιτικά σχήματα που θα επινοούσαν για τη διατήρηση της κοινοτικής θέσης, της επιρροής, ακόμη και της πολιτικής ισχύος τους. Ήταν αναπόφευκτο, εξάλλου, η ενστάλαξη πολιτικής συνείδησης στις μάζες και η ενθάρρυνση της μόνιμης πολιτικής δραστηριότητάς τους, που ήταν και το μεγάλο κληροδότημα της Γαλλικής Επανάστασης, να σημαίνει ότι οι μάζες αυτές αργά ή γρήγορα θα έπαιζαν βασικό ρόλο στις πολιτικές διεργασίες. Δεδομένης της εκπληκτικής ταχύτητας με την οποία επερχόταν η κοινωνική αλλαγή από το 1830 και της αναζωπύρωσης του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος, ήταν αναπόφευκτο να μην καθυστερήσουν για πολύ οι αλλαγές, όποια και να 'ταν η συγκεκριμένη θεσμική υφή τους.i

Όλα αυτά θα ήταν ίσως αρκετά για να δώσουν στους ανθρώπους της δεκαετίας του 1840 την αίσθηση των επικείμενων αλλαγών. Δεν θα αρκούσαν όμως για να ερμηνεύσουν αυτό που ευρέως πιστευόταν σ' ολόκληρη την Ευρώπη, ότι δηλαδή επέκειτο κοινωνική επανάσταση. Ήταν χαρακτηριστικό ότι η πίστη αυτή δεν περιοριζόταν στους επαναστάτες που την εξέφραζαν αναλυτικότατα, ούτε στις άρχουσες τάξεις που σε καιρούς κοινωνικών αλλαγών φοβούνται πάντοτε τις φτωχές μάζες. Το πίστευαν κι οι ίδιοι οι φτωχοί· τα εγγράμματα λαϊκά στρώματα εξέφραζαν κιόλας αυτή τους την πίστη. «Όλοι οι καλώς ενημερωμένοι άνθρωποι», έγραφε ο Αμερικανός πρόξενος από το Amsterdam κατά τη διάρκεια της πείνας του 1847, μεταδίδοντας τα αισθήματα των Γερμανών προσφύγων που περνούσαν από την Ολλανδία, «εκφράζουν την πεποίθηση ότι η σημερινή κρίση είναι τόσο βαθιά συνυφασμένη με τα γεγονότα της παρούσας περιόδου που δεν αποτελούν παρά την αρχή αυτής της μεγάλης Επανάστασης, η οποία, όπως πιστεύουν, θα ανατρέψει αργά ή γρήγορα τη σημερινή τάξη των πραγμάτων».6

Ο λόγος ήταν ότι η κρίση σ' ό,τι απέμενε από την παλιά κοινωνία φαινόταν να συμπίπτει με την κρίση στη νέα κοινωνία. Ανατρέχοντας στη δεκαετία του 1840 είναι εύκολο να σκεφτεί κανείς ότι οι σοσιαλιστές που πρόβλεπαν την επικείμενη τελική κρίση του καπιταλισμού ήταν απλοί ονειροπόλοι που συνέχεαν τις ελπίδες τους με τις ρεαλιστικές προοπτικές. Διότι, στην ουσία, αυτό που ακολούθησε δεν ήταν η κατάρρευση του καπιταλισμού αλλά η περίοδος της ταχύτερης και της πιο αδιαφιλονίκητης ανάπτυξης και θριάμβου του. Ωστόσο, στις δεκαετίες του 1830 και του 1840 δεν ήταν καθόλου προφανές ότι η νέα οικονομία μπορούσε και επρόκειτο να ξεπεράσει τις δυσκολίες της, που φαίνονταν να αυξάνουν μαζί με την ικανότητά

i Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι θα επέρχονταν απαραιτήτως όλες οι συγκεκριμένες αλλαγές που πολλοί τις θεωρούσαν τότε αναπόφευκτες, π.χ. ο παγκόσμιος θρίαμβος του ελεύθερου εμπορίου, της ειρήνης, των κυρίαρχων αντιπροσωπευτικών συνελεύσεων, ή η εξαφάνιση των μοναρχών ή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Page 245: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

της να παράγει όλο και μεγαλύτερες ποσότητες αγαθών με όλο και πιο επαναστατικές μεθόδους. Ακόμη και τους θεωρητικούς του συστήματος τους καταδίωκε η προοπτική του «στάσιμου κράτους», η αναχαίτιση της κινητήριας δύναμης που έδινε ώθηση στην οικονομία. Αντίθετα με τους θεωρητικούς του 18ου αιώνα ή της επόμενης περιόδου, έβλεπαν τον κίνδυνο αυτό ως επικείμενο κι όχι απλώς υποθετικό. Οι ίδιοι οι θιασώτες της νέας οικονομίας αμφέβαλλαν για το μέλλον της. Στη Γαλλία, άνθρωποι που επρόκειτο να γίνουν κολοσσοί του μεγάλου κεφαλαίου και της βαριάς βιομηχανίας (οι Σαινσιμονιστές) δεν είχαν ακόμη αποφασίσει στη δεκαετία του 1830 αν ήταν ο σοσιαλισμός ή ο καπιταλισμός ο καλύτερος τρόπος που θα οδηγούσε στο θρίαμβο της βιομηχανικής κοινωνίας. Στις ΗΠΑ, άνθρωποι σαν τον Horace Greeley, που έγιναν αθάνατοι ως προφήτες της ανάπτυξης του ατόμου («Πήγαινε στη Δύση, νεαρέ μου», ήταν η επιγραμματική του φράση), ήταν στη δεκαετία του 1840 οπαδοί του ουτοπικού σοσιαλισμού, θεμελιώνοντας και αναλύοντας τα πλεονεκτήματα των «Φαλάγγων» του Fourier, αυτών των κοινοτήτων τύπου κιμπούτς που τόσο αταίριαστες είναι με ό,τι θεωρείται σήμερα «αμερικανισμός». Ακόμη και οι επιχειρηματίες ήταν σε απόγνωση. Ίσως αναδρομικά να μοιάζει ακατανόητο πως ορισμένοι κουάκεροι επιχειρηματίες όπως ο John Bright και επιτυχημένοι βαμβακοβιομήχανοι του Lancashire, στην πιο δυναμική περίοδο της ανάπτυξής τους, ήταν πρόθυμοι να βυθίσουν τη χώρα τους στο χάος, την πείνα και την αναταραχή με γενικό πολιτικό λοκ άουτ, μόνο και μόνο για να καταργηθεί η διαφοροποίηση των δασμών.7 Ωστόσο, τη φοβερή χρονιά 1841-42, ο συνετός καπιταλιστής δε θα είχε άδικο να θεωρεί ότι η βιομηχανία αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο όχι μόνο δυσχερειών και απωλειών αλλά και γενικής κατάρρευσης, αν δεν αίρονταν αμέσως τα εμπόδια για την περαιτέρω ανάπτυξή της.

Για τον κοινό λαό, το πρόβλημα ήταν ακόμη απλούστερο. Όπως είδαμε, η κατάστασή του στις μεγάλες πόλεις και τις βιομηχανικές περιοχές της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης τον ωθούσε αναπόφευκτα προς την κοινωνική επανάσταση. Το μίσος του για τους πλούσιους και τους ισχυρούς του πικρού αυτού κόσμου στον οποίο ζούσε, καθώς και το όνειρο που έτρεφε για έναν νέο και καλύτερο κόσμο, έδιναν σκοπό στην απελπισία του, μολονότι λίγοι, κυρίως στη Βρετανία και τη Γαλλία, είχαν συνείδηση του σκοπού αυτού. Η οργάνωση και η ευχέρεια για συλλογική δράση του έδιναν δύναμη. Η μεγάλη αφύπνιση της Γαλλικής Επανάστασης τον είχε διδάξει ότι δεν χρειάζεται να υφίσταται τις αδικίες αδιαμαρτύρητα: Πρωτύτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζαν ως θεούς της γης, και ό,τι και αν έκαμναν το έλεγαν καλά καμωμένο. Δια αυτό και είναι δυσκολώτερο να διοικήσης τώρα λαόν.8

Ενώ οι φτωχοί εργαζόμενοι ξεσηκώνονταν, η αυξανόμενη αδυναμία και απαρχαίωση των παλαιών καθεστώτων στη Ευρώπη πολλαπλασίαζαν τις κρίσεις στον κόσμο των πλουσίων και ισχυρών. Από μόνες τους οι κρίσεις αυτές δεν ήταν μεγάλης σπουδαιότητας. Αν είχαν σημειωθεί σε άλλη εποχή, ή σε συστήματα που επέτρεπαν στις διάφορες μερίδες των αρχουσών τάξεων να επιλύουν ειρηνικά τους ανταγωνισμούς τους, δεν θα είχαν οδηγήσει σε

Αυτό ήταν το «φάσμα του κομουνισμού» που στοίχειωνε την Ευρώπη, ο φόβος του «προλεταριάτου», που επηρέαζε όχι μόνο τους εργοστασιάρχες στο Lancashire ή στη βόρεια Γαλλία αλλά και τους δημόσιους υπαλλήλους στην αγροτική Γερμανία, τους ιερείς στη Ρώμη και τους καθηγητές παντού. Και δικαίως. Διότι η επανάσταση που ξέσπασε τους πρώτους μήνες του 1848 δεν ήταν μια κοινωνική επανάσταση υπό την έννοια απλώς και μόνο ότι αφορούσε και κινητοποιούσε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ήταν στην κυριολεξία ο ξεσηκωμός των φτωχών εργαζομένων στις πόλεις —ιδίως στις πρωτεύουσες— της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης. Δική τους, και σχεδόν αποκλειστικά δική τους, ήταν η δύναμη που ανέτρεψε τα παλαιά καθεστώτα, από το Παλέρμο ως τα ρωσικά σύνορα. Όταν η σκόνη κατακάθισε στα ερείπιά τους, έβλεπε κανείς εργάτες —στη Γαλλία μάλιστα σοσιαλιστές εργάτες— να στέκονται πάνω τους και να απαιτούν όχι μόνο ψωμί και δουλειά αλλά ένα νέο κράτος και μια καινούρια κοινωνία.

Page 246: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

επανάσταση, όπως ακριβώς οι μόνιμες μικροδιαφωνίες των φατριών της αυλής της Ρωσίας του 18ου αιώνα δεν οδήγησαν στην πτώση του τσαρισμού. Στη Βρετανία και το Βέλγιο π.χ., πλήθος ήταν οι συγκρούσεις μεταξύ του αγροτικού και του βιομηχανικού κόσμου, καθώς και μεταξύ ομάδων από την κάθε κατηγορία. Ήταν όμως σαφέστατο ότι οι αλλαγές των ετών 1830-32 είχαν αποφασιστικά γείρει την πλάστιγγα υπέρ του βιομηχανικού κόσμου, ότι το πολιτικό στάτους κβο μπορούσε να σταθεροποιηθεί μόνο με κίνδυνο επανάστασης και ότι κάτι τέτοιο έπρεπε να αποτραπεί πάση θυσία.

Κατά συνέπεια, ο σκληρός αγώνας για τους Νόμους περί σιτηρών ανάμεσα στους Βρετανούς οπαδούς του ελεύθερου εμπορίου και της βιομηχανίας αφενός και τους οπαδούς του προστατευτισμού και της αγροτικής μορφής της οικονομίας αφετέρου μπόρεσε να διεξαχθεί και να κερδηθεί (1846) μέσα στον αναβρασμό των Χαρτιστών χωρίς να διακυβευθεί ούτε μια στιγμή η ενότητα όλων των αρχουσών τάξεων έναντι της απειλής που εγκυμονούσε η καθολική ψηφοφορία. Στο Βέλγιο, η νίκη των Φιλελεύθερων έναντι των Καθολικών στις εκλογές του 1847 απέσπασε τους βιομηχάνους από τις τάξεις των δυνάμει επαναστατών, και η προσεκτικά ζυγισμένη εκλογική μεταρρύθμιση του 1848, που διπλασίασε το εκλογικό σώμα,i

Θεωρητικά, η Γαλλία του Λουδοβίκου Φιλίππου θα έπρεπε και αυτή να επιδείξει την πολιτική ευκαμψία της Βρετανίας, του Βελγίου, των Ολλανδών και των Σκανδιναβών. Στην πράξη δεν το έκανε. Κι αυτό γιατί η ανάμνηση της Επανάστασης του 1789 εμπόδιζε τη μεταρρύθμιση, μολονότι ήταν σαφές ότι η άρχουσα τάξη της Γαλλίας —οι τραπεζίτες, οι χρηματιστές και ένας δυο μεγαλοβιομήχανοι— αντιπροσώπευε ένα μόνο τμήμα των συμφερόντων της αστικής τάξης και, επιπλέον, εκείνο του οποίου η οικονομική πολιτική δεν άρεσε στα δυναμικότερα βιομηχανικά στοιχεία καθώς και στα διάφορα κατεστημένα συμφέροντα. Διότι την αντιπολίτευση δεν την αποτελούσε απλώς η δυσαρεστημένη μπουρζουαζία αλλά και η κατώτερη αστική τάξη που έπαιζε έναν πολιτικά αποφασιστικό ρόλο, ιδίως του Παρισιού (που καταψήφισε την κυβέρνηση το 1846 παρά τους περιορισμούς στο εκλογικό δικαίωμα). Η διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος θα μπορούσε λοιπόν να ανοίξει το δρόμο της εξουσίας για τους παρά λίγο Ιακωβίνους, δηλαδή τους ριζοσπάστες που, αν δεν υπήρχε η επίσημη απαγόρευση, θα ήταν αντιμοναρχικοί. Ο πρωθυπουργός του Λουδοβίκου Φιλίππου, ο ιστορικός Guizot (1840-48), προτίμησε να αφήσει τη διεύρυνση της κοινωνικής βάσης του

κατόρθωσε να κατευνάσει τις δυσαρέσκειες ζωτικών τμημάτων της κατώτερης αστικής τάξης. Δεν έγινε εκεί η επανάσταση του 1848, μολονότι, όσον αφορά τις συνθήκες του πληθυσμού, το Βέλγιο (ή μάλλον η Φλάνδρα) ήταν ίσως σε χειρότερη κατάσταση από κάθε άλλη περιοχή της Δυτικής Ευρώπης, εξαιρουμένης της Ιρλανδίας. Αλλά στην απολυταρχική Ευρώπη, το 1815, η ακαμψία των πολιτικών καθεστώτων, που στόχος τους ήταν να αποτρέπουν κάθε αλλαγή φιλελεύθερου ή εθνικού τύπου, δεν άφηνε ούτε καν στους μετριοπαθέστερους αντιπάλους τους άλλη εκλογή: ή στάτους κβο ή επανάσταση. Ίσως οι ίδιοι να μην ήταν έτοιμοι να ξεσηκωθούν αλλά, εκτός κι αν ξεσπούσε αμετάκλητη κοινωνική επανάσταση, δεν θα κέρδιζαν τίποτε παρά μόνο εφόσον κάποιοι άλλοι ξεσηκώνονταν πράγματι. Τα καθεστώτα του 1815 έπρεπε να φύγουν αργά ή γρήγορα. Το ήξεραν και τα ίδια. Η επίγνωση ότι η «ιστορία ήταν εναντίον τους» εξασθένισε τη θέλησή τους να αντισταθούν αλλά και την ικανότητά τους να το κάνουν. Το 1848, το πρώτο ασθενικό φύσημα του επαναστατικού ανέμου —που συχνά δεν ήταν παρά επανάσταση σε άλλη χώρα— τα ανέτρεψε. Αλλά δεν θα έφευγαν χωρίς έστω το φύσημα αυτό. Αντίθετα, οι ήσσονες σχετικά συγκρούσεις στο εσωτερικό των κρατών αυτών —τα προβλήματα των αρχόντων με την πρωσική και την ουγγρική Δίαιτα, η εκλογή «φιλελεύθερου» Πάπα το 1846 (δηλαδή ενός Πάπα που επιθυμούσε να εκσυγχρονίσει κάπως το θεσμό), η δυσαρέσκεια για μια βασιλική ερωμένη στη Βαυαρία κτλ.— μεταβλήθηκαν σε μείζονες πολιτικούς κραδασμούς.

i Οι εκλογείς και πάλι δεν ξεπερνούσαν τις 80.000 επί συνόλου 4.000.000 κατοίκων.

Page 247: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

καθεστώτος στην οικονομική ανάπτυξη, που αυτομάτως θα αύξαινε τον αριθμό των πολιτών με τα απαιτούμενα περιουσιακά στοιχεία για τη συμμετοχή τους στις πολιτικές διεργασίες. Και πράγματι, έτσι έγινε. Το εκλογικό σώμα έφτασε από 166.000 το 1831 σε 241.000 το 1846. Ωστόσο δεν αυξήθηκε επαρκώς. Ο φόβος για ενδεχόμενη δημοκρατία των Ιακωβίνων διατηρούσε άκαμπτη τη γαλλική πολιτική δομή και όλο και πιο τεταμένη την πολιτική κατάσταση. Με τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Βρετανία, μια δημόσια πολιτική εκστρατεία με λόγους «μετά το δείπνον», σαν αυτή που ξεκίνησε η γαλλική αντιπολίτευση το 1847, θα ήταν εντελώς ακίνδυνη. Για τις συνθήκες όμως της Γαλλίας, ήταν το προοίμιο της επανάστασης.

Ο λόγος ήταν ότι κι αυτή, όπως οι άλλες κρίσεις στην πολιτική των ευρωπαϊκών αρχουσών τάξεων, συνέπεσε με κοινωνική καταστροφή: τη μεγάλη ύφεση που έπληττε την Ευρώπη από τα μέσα της δεκαετίας του 1840. Οι εσοδείες, και ιδίως της πατάτας, ήταν κάκιστες. Ολόκληροι πληθυσμοί, όπως στην Ιρλανδία και, σε μικρότερο βαθμό, στη Σιλεσία και τη Φλάνδρα, λιμοκτονούσαν.i

i Στις περιοχές της Φλάνδρας όπου καλλιεργούσαν λινάρι, ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 5% ανάμεσα στο 1846 και το 1848.

Οι τιμές των τροφίμων σημείωναν αύξηση. Η βιομηχανική ύφεση προκαλούσε αύξηση της ανεργίας, και οι μάζες των φτωχών των πόλεων στερούνταν το περιορισμένο τους εισόδημα την ίδια στιγμή που το κόστος ζωής ανέβαινε στα ύψη. Η κατάσταση διέφερε από χώρα σε χώρα κι από περιοχή σε περιοχή και —πράγμα που ήταν ευτύχημα για τα καθεστώτα— οι πληθυσμοί που δοκίμαζαν τη μεγαλύτερη αθλιότητα, όπως στην Ιρλανδία και τη Φλάνδρα, ή μερικοί εργάτες επαρχιακών εργοστασίων, ήταν και οι πιο ανώριμοι από πολιτική άποψη: οι εργάτες π.χ. της βαμβακοβιομηχανίας του βορείου διαμερίσματος της Γαλλίας «έβγαζαν» την απόγνωσή τους πάνω στους εξίσου απεγνωσμένους Βέλγους μετανάστες που συνέρρεαν στη Βόρεια Γαλλία, και όχι πάνω στην κυβέρνηση, ή, έστω, στους εργοδότες. Εξάλλου, στην πιο εκβιομηχανισμένη χώρα, η οξύτατη δυσαρέσκεια είχε ήδη αμβλυνθεί από τη μεγάλη βιομηχανική άνθηση και την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων στα μέσα της δεκαετίας του 1840. Οι χρονιές 1846-48 ήταν άσχημες, αλλ' όχι τόσο άσχημες όσο το 1841-42 και, επιπλέον, ήταν απλώς μια απότομη κάμψη στην ανοδική πορεία προς την οικονομική ευημερία. Αλλά, αν δούμε τη δυτική και την κεντρική Ευρώπη ως σύνολο, η καταστροφή του 1846-48 ήταν γενική, ενώ στις μάζες που δεν ξεπερνούσαν σχεδόν ποτέ το επίπεδο απλής επιβίωσης τα πνεύματα ήταν εξημμένα.

Συνεπώς, η ευρωπαϊκή οικονομική καταστροφή συνέπεσε με την εμφανή διάβρωση των παλαιών καθεστώτων. Αγροτική εξέγερση στη Γαλικία το 1846· εκλογή «φιλελεύθερου» Πάπα την ίδια χρονιά· εμφύλιος πόλεμος μεταξύ ριζοσπαστών και καθολικών στην Ελβετία στα τέλη του 1847, πόλεμος που τον κέρδισαν οι ριζοσπάστες· μια απ' τις μόνιμες αυτονομιστικές εξεγέρσεις της Σικελίας στις αρχές του 1848 στο Παλέρμο: δεν ήταν απλώς φουσκοθαλασσιές, μα προμηνύματα της καταιγίδας. Όλοι το ήξεραν.

Σπάνια οι προβλέψεις για μια επανάσταση ήταν τόσο πολλές και τόσο συγκλίνουσες, μολονότι δεν πετύχαιναν πάντοτε τη συγκεκριμένη χώρα ή την ακριβή ημερομηνία. Μια ολόκληρη ήπειρος περίμενε, έτοιμη πια να διαδώσει τα νέα της επανάστασης σχεδόν αμέσως από πόλη σε πόλη με τον ηλεκτρικό τηλέγραφο. Το 1831 ο Victor Hugo είχε γράψει ότι ήδη άκουγε «τον υπόκωφο ήχο της επανάστασης, βαθιά ακόμη στη γη, να προχωρεί κάτω από κάθε βασίλειο της Ευρώπης μέσα στις υπόγειες στοές, ξεκινώντας από το κεντρικό φρέαρ του ορυχείου, το Παρίσι». Το 1847 ο ήχος ήταν πια δυνατός και κοντινός. Το 1848 σημειώθηκε η έκρηξη.

Page 248: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑi

Τόσο το θέμα όσο και η σχετική φιλολογία έχουν τέτοιο εύρος ώστε ακόμη και μια άκρως επιλεκτική βιβλιογραφία θα καταλάμβανε πολλές σελίδες. Η αναφορά σε όλα τα θέματα που θα μπορούσε να ενδιαφέρουν τον αναγνώστη είναι αδύνατη. Βιβλιογραφικοί οδηγοί για παραπέρα μελέτη πάνω στα περισσότερα θέματα έχουν εκδοθεί από την American Historical Association (A Guide to Historical Literature, κατά καιρούς αναθεωρούμενο) και από ορισμένους καθηγητές στην Οξφόρδη για χρήση των φοιτητών: A select list of works on Europe and Europe overseas 1715-1815, σε επιμέλεια των J. S. Bromley και A. Goodwin (Οξφόρδη 1956), και A select list of books on European history 1815-1914, σε επιμέλεια των Alan Bullock και Α. J. P. Taylor (1957). Ο πρώτος είναι καλύτερος. Όσα βιβλία σημειώνονται παρακάτω με το σημείο * περιέχουν επίσης βιβλιογραφίες τις οποίες συνιστώ.

Υπάρχουν αρκετές σειρές γενικής ιστοριογραφίας που καλύπτουν ολικά ή μερικά την περίοδο που εξετάζουμε. Η πιο αξιοσημείωτη είναι το Peuples et Civilisations, διότι περιλαμβάνει δυο τόμους του Georges Lefebvre, που αποτελούν αριστουργήματα ιστοριογραφίας: το * La Révolution Française (ο τόμος Ι, 1789-93, υπάρχει και σε αγγλική έκδοση του 1962) και το * Napoléon (1953). Το * L'éveil des nationalités 1815-48 (1960) του F. Ponteil έρχεται να αντικαταστήσει ένα παλιότερο βιβλίο του G. Weill με τον ίδιο τίτλο, το οποίο εξακολουθεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον. Η αντίστοιχη αμερικανική σειρά The Rise of Modern Europe είναι κάπως φλύαρη και γεωγραφικά περιορισμένη. Τα σχετικά βιβλία της σειράς είναι: Crane Brinton, * A decade of revolution, 1789-99 (1934), G. Bruun, * Europe and the French Imperium (1938), και F. B. Artz, * Reaction and Revolution 1814-32 (1934). Από βιβλιογραφική σκοπιά, η πιο χρήσιμη από τις σειρές είναι η Clio, η οποία απευθύνεται σε φοιτητές και ενημερώνεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα· επισημαίνω ειδικά τα μέρη που συνοψίζουν κάθε φορά τα τρέχοντα ζητήματα που απασχολούν την ιστοριογραφία. Οι σχετικοί τόμοι είναι: Ε. Préclin και V. L. Tapie, * Le XVIIIe siècle (2 τόμοι), L. Villat, La révolution et l'Empire (2 τόμοι), και το * L'époque contemporaine, τόμ. Ι, 1815-71, των J. Droz, L. Genet και J. Vidalenc.

Παρότι παλιό, το έργο του J. Kulischer, Allgemeine Wirtschaftsgeschichte, τόμ. II, Neuzeit (επανέκδοση του 1954), εξακολουθεί να είναι μια καλή σύνοψη των γεγονότων της οικονομικής ιστορίας, αλλά υπάρχουν επίσης πολυάριθμα αμερικανικά κολεγιακά εγχειρίδια με την ίδια περίπου αξία, όπως π.χ. το Economie History of Europe since 1750 (1937) των W. Bowden, M. Karpovitch και A. P. Usher. To Business Cycles I (1939) του J. Schumpeter παρουσιάζει μεγαλύτερη θεματική ευρύτητα από αυτήν που υπονοεί ο τίτλος του. Από τα έργα γενικής ερμηνείας, σε αντιδιαστολή προς τις ιστορίες, συνιστώ τα ακόλουθα: Μ. Η. Dobb, Studies in the development of capitalism (1946), K. Polanyi, The great transformation (δημοσιευμένο το 1945 στην Αγγλία με τίτλο Origins of our Time), και το παλαιότερο του Werner Sombart, Der moderne Kapitalismus III: Das Wirtschaftsleben im Zeitalter des Hochkapitalismus (1928). Για τον πληθυσμό: Μ. Reinhard, Histoire de la population mondiale de 1700 à 1948 (1949), αλλά ειδικά η σύντομη και έξοχη εισαγωγή The economic history of world population, του C. Cipolla (1962). Για την τεχνολογία, το Α history of technology, IV: the Industrial Revolution 1750-1850 (1958) των Singer, Holmyard, Hall και Williams είναι κοντόφθαλμο αλλά χρήσιμο ως ευρετήριο στοιχείων. Το έργο του W. Η. Armytage, A social history of engineering (1961) είναι καλύτερη εισαγωγή στο θέμα, και το The social history of lighting του W. T. O'Dea (1958) είναι ευχάριστο όσο και μεστό. Βλ. επίσης τα βιβλία για την ιστορία των επιστημών. Για τη γεωργία, το απηρχαιωμένο αλλά χρήσιμο βιβλίο του Η. Sée, * i Υπενθυμίζεται ότι η βιβλιογραφική ενημέρωση σταματά λίγο πριν από την πρώτη (αγγλική) έκδοση του βιβλίου (1962). Σ.τ.Μ.

Page 249: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Esquisse d'une histoire du régime agraire en Europe aux 18e et 19e siècles (1921) δεν έχει ως τώρα ξεπεραστεί από τίποτε προσφορότερο. Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει ικανοποιητική σύνθεση της σύγχρονης έρευνας για τις καλλιέργειες. Για το χρήμα, χρήσιμα είναι: το σύντομο πόνημα του Marc Bloch, Esquisse d'une histoire monétaire de l'Europe (1954), και το The banking systems of Great Britain, France, Germany, and the USA (1945) του Κ. Mackenzie. Ελλείψει ολοκληρωμένου συνθετικού έργου, το R. Ε. Gameron, France and the economic development of Europe 1800-1914 (1961), μια από τις πιο σοβαρές ερευνητικές εργασίες που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία χρόνια, μπορεί να χρησιμεύσει ως εισαγωγή στα προβλήματα της πίστης και των επενδύσεων, μαζί με το ακόμη αξεπέραστο L. Η. Jenks, The migration of British capital to 1875 (1927).

Δεν υπάρχει ικανοποιητικό έργο που να πραγματεύεται συνολικά τη Βιομηχανική Επανάσταση, παρά τις άφθονες νεότερες εργασίες για την οικονομική μεγέθυνση, συχνά χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον για τον ιστορικό. Η καλύτερη συγκριτική επισκόπηση υπάρχει στο ειδικό τεύχος Studi Storici, II, 3-4 (Ρώμη 1961), και στο περισσότερο εξειδικευμένο First international conference of economic history, Stockholm 1960 (Παρίσι-Χάγη 1961). To P. Mantoux, The industrial revolution of the 18th century (1906), παρά την ηλικία του, παραμένει βασικό για τη Βρετανία. Δεν υπάρχει τίποτε εξίσου ικανοποιητικό για την περίοδο μετά το 1800. Το W. Ο. Henderson * Britain and industrial Europe 1750-1870 (1954) περιγράφει τη βρετανική επιρροή, και η μελέτη * «The industrial revolution in the Czech lands» (Historica, II, Πράγα 1960) του J. Purs περιέχει μια πρόσφορη βιβλιογραφία για επτά χώρες. Το W.O. Henderson, * The industrial revolution on the continent: Germany, France, Russia, 1800-1914 (1961) απευθύνεται στον προπτυχιακό φοιτητή. Ανάμεσα στις πραγματείες με γενικότερη οπτική, ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου του Karl Marx παραμένει υπέροχο, σχεδόν σύγχρονο έργο, και το Mechanisation takes command (1948) του S. Giedion, είναι, εκτός των άλλων, ένα μεστό πρωτοποριακό έργο με πλούσια εικονογράφηση πάνω στη μαζική παραγωγή.

To The European nobility in the 18th century (1953), σε επιμέλεια A. Goodwin, είναι συγκριτική μελέτη των αριστοκρατιών. Δεν υπάρχει τίποτε ανάλογο για την αστική τάξη. Ευτυχώς, η καλύτερη απ' όλες τις πηγές, τα έργα των μεγάλων μυθιστοριογράφων, και κυρίως του Balzac, είναι προσιτά σε όλους. Για τις εργαζόμενες τάξεις, το έργο του J. Kuczynski, Geschichte der Lage der Arbeiter unter dem Kapitalismus (Βερολίνο), που θα ολοκληρωθεί σε 38 τόμους, είναι εγκυκλοπαιδικό. Η καλύτερη ανάλυση της εποχής εξακολουθεί να είναι του F. Engels, Condition of the Working Class in England in 1844. Για το υποπρολεταριάτο των πόλεων, το L. Chevalier, Classes laborieuses et classes dangereuses à Paris dans la première moitié du 19e siècle (1958) είναι λαμπρή σύνθεση των οικονομικών και λογοτεχνικών μαρτυριών. Τα Ε. Sereni, Il capitalisme nelle campagne (1946), παρότι περιορίζεται στην Ιταλία και σε περίοδο νεότερη, είναι η πιο χρήσιμη εισαγωγή στη μελέτη της αγροτιάς. Του ίδιου συγγραφέα, η Storia del paesaggio agrario italiano (1961) αναλύει τις αλλαγές που έχει επιφέρει στο φυσικό τοπίο η παραγωγική δραστηριότητα του ανθρώπου και αντλεί στοιχεία από την τέχνη με μεγάλη δημιουργικότητα. O R. Ν. Salaman έγραψε το The history and social influence of the potato (1949), αξιοθαύμαστο έργο για την ιστορική σημασία ενός βασικού είδους διατροφής. Ωστόσο, παρά την πρόσφατη έρευνα, η ιστορία της υλικής ζωής παραμένει ελάχιστα γνωστή, παρότι το The Englishman's food (1939) των J. Drummond και A. Wilbraham είναι πρωτοποριακό έργο. Τα J. Chalmin, L'officier français 1815-1871 (1957), Georges Duveau, L'instituteur (1957) και Asher Tropp, The school teachers (1957) συγκαταλέγονται ανάμεσα στις σπάνιες ιστορίες των επαγγελμάτων. Οι μυθιστοριογράφοι είναι πάντα εκείνοι που δείχνουν σαφώς καλύτερα από όλους τους άλλους τις κοινωνικές αλλαγές του καπιταλισμού· χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη Σκοτία το Annals of the Parish του John Galt.

Η πιο ενδιαφέρουσα ιστορία της επιστήμης είναι το * Science in history (1954) του J. D. Bernai, ενώ το * A history of the sciences (1953) του S. F. Mason πραγματεύεται ικανοποιητικά τις

Page 250: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

φυσικές επιστήμες. Συγκεντρωμένες και ταξινομημένες πληροφορίες περιέχει το * Histoire de la science (Encyclopédie de la Pléiade, 1957) σε επιμέλεια M. Daumas. Το Science and industry in the 19th century (1953) του J. D. Bernai αναλύει ορισμένα παραδείγματα αλληλεπίδρασης ανάμεσα στην επιστήμη και τη βιομηχανία, ενώ το R. Taton «The French Revolution and the progress of science» (περιέχεται στο επιμελημένο από τον S. Lilley, Essays in the social history of science, Κοπεγχάγη 1953) είναι η πιο προσιτή από πολλές μονογραφίες. Το C. C. Gillispie, Genesis and geology (1951) είναι διασκεδαστικό και περιγράφει παραστατικά τις δυσαρμονίες ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία. Για τα θέματα της εκπαίδευσης, τα G. Duveau, ό.π., και Brian Simon, Studies in the history of education 1780-1870 (1960) μας αποζημιώνουν εν μέρει για την έλλειψη μιας καλής σύγχρονης συγκριτικής μελέτης. Για τον Τύπο, υπάρχει το G. Weill, Le journal (1934).

Υπάρχουν πολλές ιστορίες, της οικονομικής σκέψης, αφού το θέμα διδάσκεται ευρύτατα. Του Ε. Roll, A history of economic thought (διάφορες εκδόσεις) είναι καλή εισαγωγή. Το The idea of progress (1920) του J. Β. Bury εξακολουθεί να είναι χρήσιμο. Το The growth of philosophic radicalism (1938) του Ε. Halévy είναι παλιό αλλά ακλόνητο μνημείο. To Reason and revolution: Hegel and the rise of social theory (1941) του Η. Marcuse είναι εξαίρετο, και το A history of socialist thought, I, 1789-1850, του G. D. H. Cole είναι προσεκτική και επιμελημένη επισκόπηση. To The new world of Henri Saint-Simon (1956) του Frank Manuel είναι η πιο πρόσφατη μελέτη αυτής της απροσδιόριστης αλλά σημαντικής φυσιογνωμίας. Το Karl Marx und Friedrich Engels, Leben u. Werk I, 1818-44 του Auguste Cornu (Βερολίνο 1954) φαίνεται να είναι η τελευταία λέξη. To The idea of nationalism (1944) του Hans Kohn είναι χρήσιμο.

Δεν υπάρχει έργο που να καλύπτει σφαιρικά το ζήτημα της θρησκείας· πάντως το Κ. S. Latourette, Christianity in a revolutionary age, I-III (1959-1961) αναφέρεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα W. Cantwell Smith, Islam in modern history (1957) και Η. R. Niebuhr, The social sources of denominationalism (1929) αποτελούν εισαγωγές στις δύο εξαπλούμενες θρησκείες της περιόδου, ενώ το V. Lanternari, * Movimenti religiosi di libertà e di salvezza (1960) είναι εισαγωγή σ' αυτό που ονομάστηκε «αποικιακές αιρέσεις». To S. Dubnow, Weltgeschichte des jüdischen Volkes, VIII και IX (1929) ασχολείται με τους Εβραίους.

Οι καλύτερες εισαγωγές στην ιστορία των τεχνών είναι πιθανότατα οι εξής: Ν. L. Β. Pevsner, Outline of European architecture (εικονογραφημένη έκδοση του 1960), Ε. Η. Gombrich, The story of art (1950), και P. Η. Lang, Music in western civilisation (1942). Ατυχώς δεν υπάρχουν αντίστοιχα έργα για την παγκόσμια λογοτεχνία, παρόλο που το έργο του Arnold Hauser, The social history of art, II (1951) καλύπτει και αυτό το πεδίο. Τα F. Novotny * Painting and sculpture in Europe 1780-1870 (1960) και Η. R. Hitchcock, * Architecture in the 19th and 20th centuries (1958), και τα δύο στην Penguim History of Art, περιέχουν εικόνες και βιβλιογραφίες. Από τις πιο εξειδικευμένες εργασίες, κυρίως για τις εικαστικές τέχνες, θα μπορούσε κανείς να μνημονεύσει: F. D. Klingender, * Art and the industrial revolution (1947) και Goya and the democratic tradition (1948), K. Clark, The gothic revival (1944), P. Francastel, Le style Empire (1944), και τη λαμπρή αλλά ιδιόρρυθμη μελέτη του F. Antal «Reflections on Classicism and Romanticism» (Burlington Magazine, 1935, 1936, 1940, 1941). Για τη μουσική μπορεί κανείς να διαβάσει τα Music in the romantic era (1947) και Schubert (1951) του A. Einstein· για τη λογοτεχνία, τα βαθυστόχαστα έργα του G. Lukacs, Goethe und seine Zeit (1955), The historical novel (1962), και τα κεφάλαια για τον Balzac και τον Stendhal από το Studies in European Realism (1950)· επίσης το εξαίρετο J. Bronowski, William Blake —a man without a mask (έκδ. 1954). Για μερικά ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος μπορεί να συμβουλευτεί κανείς τα ακόλουθα: R. Wellek, A history of modern criticism 1750-1950, I (1955), R. Gonnard, * La légende du bon sauvage (1946), H. T. Parker, The cult of antiquity and the French revolutionaries (1937), P. Trahard, La sensibilité révolutionnaire 1791-4 (1936), Ρ. Jourda, L'exotisme dans la littérature française (1938), και F. Picard, Le romantisme social

Page 251: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

(1944).

Μόνο λίγα θέματα μπορεί κανείς να ξεχωρίσει μέσα από την ιστορία των γεγονότων αυτής της περιόδου. Όσον αφορά τις επαναστάσεις και τα επαναστατικά κινήματα, η βιβλιογραφία είναι πελώρια για το 1789 και πολύ μικρότερη για την περίοδο 1815-48. Τα δυο έργα του G. Lefebvre που προαναφέραμε, και το The coming of the French Revolution (1949) του ίδιου, αποτελούν τον κορμό για την επανάσταση του 1789· το Precis d'histoire de la Révolution Française (1962) του A. Soboul είναι ένα εύληπτο εγχειρίδιο, και το Α. Goodwin, * The French Revolution (1956), μια αγγλική επισκόπηση. Η σχετική φιλολογία είναι τόσο εκτεταμένη ώστε δεν προσφέρεται για σύνοψη. Οι Bromley και Goodwin δίνουν έναν καλό βιβλιογραφικό οδηγό. Στα έργα που ήδη μνημονεύσαμε πρέπει να προσθέσουμε και τα εξής: Α. Soboul, Les sansculottes en l'an II (1960), έργο εγκυκλοπαιδικό, G. Rude, The crowd in the French Revolution (1959) και J. Godechot, La contre-révolution (1961). To C. L. R. James, The black Jacobins (1938) περιγράφει την επανάσταση στην Αϊτή. Για τους εξεγερμένους του 1815-48, το C. Francovich, Idee sociali e organizzazione operaia nella prima metà dell'800 (1959) είναι καλή και σύντομη μελέτη μιας σημαντικής χώρας και μπορεί να χρησιμεύσει ως εισαγωγή. Το Ε. Eisenstein, * Filippo Michèle Buonarroti (1959) μας οδηγεί στον κόσμο των μυστικών εταιρειών. Το Α. Mazour, The first Russian revolution (1937) ασχολείται με τους Δεκεμβριστές, ενώ το R. F. Leslie, Polish politics and the revolution of November 1830 (1956) στην πραγματικότητα ασχολείται με πολύ περισσότερα πράγματα απ' όσα δηλώνει ο τίτλος του. Για τα εργατικά κινήματα δεν υπάρχει γενική μελέτη, αφού το Ε. Dolléans, Histoire du mouvement ouvrier, I (1936) αναφέρεται μόνο στη Γαλλία και τη Βρετανία. Βλ. επίσης Α. Β. Spitzer, The revolutionary theories of Auguste Blanqui (1957), D. O. Evans, Le socialisme romantique (1948) και O. Festy, Le mouvement ouvrier au début de la monarchie de juillet (1908).

Για τα αίτια του 1848, το The opening of an era, 1848 (1948), σε επιμέλεια F. Fejtö, περιέχει δοκίμια, εν πολλοίς εξαιρετικά, για πολλές χώρες· το J. Droz, Les révolutions allemandes de 1848 (1957) είναι ανεκτίμητο, και το Aspects de la crise... 1846-51 (1956), σε επιμέλεια Ε. Labrousse, είναι συλλογή εξονυχιστικών οικονομικών μελετών για τη Γαλλία. Το Chartist studies (1959), σε επιμέλεια Α. Briggs, είναι το πιο ενημερωμένο έργο πάνω σ' αυτό το θέμα. Το Ε. Labrousse, «Comment naissent les révolutions?» (Actes du centenaire de 1848, Παρίσι 1948) επιχειρεί να δώσει γενική απάντηση στο ερώτημα πώς γεννιούνται οι επαναστάσεις για την περίοδο που εξετάζουμε.

Στα θέματα της διεθνούς πολιτικής, το Α. Sorel, L'Europe et la Révolution Française, I (1895) προσφέρει πάντα ένα ικανοποιητικό υπόβαθρο, και το J. Godechot, La Grande Nation, 2 τόμοι (1956), περιγράφει την εξάπλωση της επανάστασης έξω από τη Γαλλία. Οι τόμοι IV και V του * Histoire des Relations Internationales (ο Α. Fugier ερευνά την περίοδο ως το 1815, ο P. Renouvin την περίοδο 1815-71· και οι δύο τόμοι έχουν εκδοθεί το 1954) είναι βιβλία γραμμένα με σαφήνεια και οξυδέρκεια. Για τη διεξαγωγή του πολέμου, το Β. Η. Liddell Hart, The ghost of Napoleon (1933) παραμένει ικανοποιητική εισαγωγή στη στρατηγική του πολέμου ξηράς, και το Ε. Tarlé, Napoleon's invasion of Russia in 1812 (1942) εξίσου ικανοποιητική μελέτη μιας συγκεκριμένης εκστρατείας. Το G. Lefebvre, * Napoléon, περιέχει τη σαφώς καλύτερη συνοπτική περιγραφή του χαρακτήρα των γαλλικών στρατευμάτων, και το Μ. Lewis, A social history of the navy 1789-1815 (1960) είναι πολύ διαφωτιστικό. Όσον αφορά τις οικονομικές επιπτώσεις, το Ε. F. Heckscher, The Continental System (1922) θα πρέπει να συμπληρωθεί από το ογκώδες έργο του F. Crouzet, Le blocus continental et l'économie britannique (1958). Το F. Redlich, De praeda militari: looting and booty 1500-1815 (1955) φωτίζει ενδιαφέροντα παράπλευρα ζητήματα. Το J. Ν. L. Baker, * A history of geographical exploration and discovery (1937) και ο υπέροχος ρωσικός Atlas geograficheskikh otkrytii i issledovanii (1959) δίνουν το φόντο της κατάκτησης του κόσμου από την Ευρώπη. Τα

Page 252: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Κ. Panikkar, Asia and Western dominance (1954) διαφωτιστική θεώρηση του θέματος από ασιατική σκοπιά, G. Scelle, La traite negrière aux Indes de Castille, 2 τόμοι (1906), και Gaston Martin, Histoire de l'esclavage dans les colonies françaises (1948) παραμένουν βασικά για το δουλεμπόριο. Το Ε. Ο. von Lippmann, Geschichte des Zuckers (1929) θα μπορούσε να συμπληρωθεί από το Ν. Deerr, The history of sugar, 2 τόμοι (1949). Το Capitalism and slavery (1944) του Eric Williams είναι έργο γενικής ερμηνείας, παρότι συχνά σχηματικό. Για τον χαρακτηριστικό «ανεπίσημο» αποικισμό της οικουμένης με το εμπόριο και τις κανονιοφόρους, τα Μ. Greenberg, British trade and the opening of China (1949) και Η. S. Ferns, Britain and Argentina in the 19th century (1960) είναι μελέτες συγκεκριμένων περιπτώσεων. Για τις δύο μεγάλες περιοχές υπό άμεση ευρωπαϊκή εκμετάλλευση, το W. F. Wertheim, Indonesian society in transition (Χάγη-Μπαντούνγκ 1959) είναι λαμπρή εισαγωγή (βλ. επίσης J. S. Furnivall, Colonial policy and practice, 1956, που συγκρίνει την Ινδονησία με τη Βιρμανία), ενώ από την εκτεταμένη αλλά εν πολλοίς μέτρια φιλολογία για την Ινδία μπορεί κανείς να επιλέξει τα ακόλουθα: Ε. Thompson και G. T. Garratt, Rise and fulfilment of British rule in India (1934), Eric Stokes, The English utilitarians and India (1959) —εξαιρετικά διαφωτιστικό έργο— και Α. R. Desai, The social background of Indian nationalism (Βομβάη 1948). Δεν υπάρχει ικανοποιητικός απολογισμός για την Αίγυπτο υπό τον Μωχάμετ Άλη, πάντως αξίζει να συμβουλευθεί κανείς το Η. Dodwell, The Founder of Modern Egypt (1931).

To πολύ που μπορώ να κάνω είναι να επισημάνω μια ή δύο ιστορίες μερικών χωρών ή περιοχών, θεμελιώδες για τη Βρετανία παραμένει το Ε. Halévy, History of the English people in the 19th century, και ειδικά η μεγάλη επισκόπηση της Αγγλίας το 1815 στον τόμο Ι· συμπληρωματικά σ' αυτό υπάρχει το Α. Briggs, The age of improvement 1780-1867 (1959). Για τη Γαλλία, ένας κλασικός της κοινωνικής ιστορίας περιγράφει το υπόβαθρο του 18ου αιώνα: P. Sagnac, La formation de la société française moderne, II (1946)· μια καλή νεότερη εισαγωγική ιστορία είναι το France in modern times (1962) του Gordon Wright. Συνιστώ ακόμα τα: F. Ponteil, La monarchie parlementaire 1815-48 (1949) και F. Artz, France under the Bourbon restoration (1931). Για τη Ρωσία το Μ. Florinsky, Russia, II (1953) καλύπτει πλήρως την περίοδο από το 1800 και μετά, και τα Μ. Ν. Pokrovsky, Brief history of Russia, I (1933) και Ρ. Lyashchenko, History of the Russian national economy (1947) την περιέχουν. Το R. Pascal, The growth of modem Germany (1946) είναι συνοπτικό και καλό, και το Κ. S. Pinson, Modern Germany (1954) είναι κι αυτό εισαγωγικό. Χρήσιμη είναι επίσης η ανάγνωση και των: T. S. Hamerow, Restoration, revolution, reaction: economics and politics in Germany 1815-71 (1958), J. Droz, ό.π., και Gordon Craig, The politics of the Prussian army (1955). Για την Ιταλία, το G. Candeloro, Storia dell'Italia moderna, II, 1815-46 (1958) είναι σαφώς το καλύτερο. Για την Ισπανία, το Ρ. Vilar, Histoire d'Espagne (1949) είναι θαυμάσια σύνοψη, και το Historie social de España y America Latina, IV/2 (1959) σε επιμέλεια J. Vicens Vives έχει, ανάμεσα στις άλλες αρετές του, και ωραιότατη εικονογράφηση. Το Α. J. P. Taylor, The Habsburg monarchy (1949) είναι καλή εισαγωγή. Βλ. επίσης Ε. Wangermann, From Joseph II to the Jacobin Trials (1959). Για τα Βαλκάνια, L. S. Stavrianos, The Balkans since 1453 (1953), και το έξοχο Β. Lewis, The emergence of modem Turkey (1961). Για τη Σκανδιναβία, θα βοηθήσει η ανάγνωση του Β. J. Hovde, The Scandinavian countries 1720-1865, 2 τόμοι (1943). Για την Ιρλανδία: Ε. Strauss, Irish nationalism and British democracy (1951) και The great famine, studies in recent Irish history (1957). Για τις Κάτω Χώρες, Η. Pirenne, Histoire de Belgique, V-VI (1926, 1932), R. Demoulin, La révolution de 1830 (1950), και H. R. C. Wright, Free Trade and Protection in the Netherlands 1816-30 (1955).

Τέλος, μερικές επισημάνσεις σε έργα εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα. Το W. Langer, Encyclopedia of World History (1948) και το Ploetz, Hauptdaten der Weltgeschichte (1957) δίνουν τις κυριότερες χρονολογίες, ενώ το αξιοθαύμαστο Annals of European civilisation 1501-1900 (1949) του Alferd Mayer ασχολείται ειδικά με την κουλτούρα, την επιστήμη και τα συναφή. Το Μ. Mulhall, Dictionary of Statistics (1892) παραμένει το καλύτερο απάνθισμα

Page 253: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

αριθμητικών στοιχείων. Από τις ιστορικές εγκυκλοπαίδειες, η νέα Sovietskaya Istoricheskaya Entsiklopediya, σε δώδεκα τόμους, καλύπτει ολόκληρο τον κόσμο· η Encyclopédie de la Pléiade έχει ειδικούς τόμους για την Παγκόσμια Ιστορία (3), την Ιστορία των Λογοτεχνιών (2), την Ιστορική Έρευνα —ιδιαίτερα πολύτιμη— και την Ιστορία της Επιστήμης· αλλά η ύλη είναι οργανωμένη αφηγηματικά και όχι κατά λήμματα. Η Cassell's Encyclopedia of Literature, 2 τόμοι, είναι χρήσιμη, και το Dictionary of Music and Musicians, 9 τόμοι (1954) του Grove, σε επιμέλεια Ε. Blom, παρότι κάπως βρετανοκεντρικό, είναι θεμελιακό έργο. Κορυφαίο έργο είναι ακόμη η Encyclopedia of World Art (ολοκληρώνεται σε 15 τόμους). Η Encyclopedia of the Social Sciences (1931), παρότι έχει αρχίσει να παλιώνει, εξακολουθεί να παραμένει πολύ χρήσιμη. Οι ακόλουθοι άτλαντες, που δεν τους έχω μνημονεύσει ως τώρα, μπορούν να φανούν χρήσιμοι: Atlas Istorii SSSR (1950), J. D. Fage, An atlas of African history (1958), H. W. Hazard και Η. L. Cooke, Atlas of Islamic History (1943), Atlas of American History, σε επιμέλεια J. T. Adams (1957), ο παγκόσμιος Grosser Historischer Weltatlas (1957) του J. Engel και άλλων και, τέλος, ο Atlas of World History (1957) του Rand McNally.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α': Ο ΚΟΣΜΟΣ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ TOT 1780

1 Saint-Just, Œuvres complètes, II, σ. 514.

2 Α. Hovelacque, «La taille dans un canton ligure», Revue Mensuelle de l'École d'Anthropologie, Παρίσι 1896.

3 L. Dal Pane, Storia del lavoro dagli inizi del secolo XVIII al 1815, 1958, σ. 135· R. S. Eckers, «The North-South Differential in Italian Economic Development», Journal of Economic History, XXI, 1961, σ. 290.

4 H. Sée, Esquisse d'une histoire du régime agraire en Europe aux XVIII et XIX siècles, 1921, σ. 184· J. Blum, Lord and Peasant in Russia, 1961, σσ. 455-460.

5 Α. Goodwin (επιμ. έκδ.), The European Nobility in the Eighteenth Century, 1953, σ. 52.

6 L. B. Namier, 1848, The Revolution of the Intellectuals, 1944· J. Vicens Vives, Historia Economica de Espana, 1959.

7 Sten Carlsson, Ståndssamhälle och ståndspersoner 1700-1865, 1949.

8 Pierre Lebrun κ.ά., «La rivoluzione industriale in Belgio», Studi Storici, II, 3-4, 1961, σσ. 564-565.

9 Όπως ο Turgot (Œuvres V, σ. 244): «Ceux qui connaissent la marche du commerce savent aussi que toute entreprise importante, de trafic ou d'industrie, exige le concours de deux espèces d'hommes, d'entrepreneurs... et des ouvriers qui travaillent pour le compte des premiers, moyennant un salaire convenu. Telle est la véritable origine de la distinction entre les entrepreneurs et les maîtres, et les ouvriers ou compagnons, laquelle est fondée sur la nature des choses».

[«Όσοι γνωρίζουν πώς γίνονται οι δουλειές, ξέρουν ότι κάθε σημαντική επιχείρηση, εμπορική ή βιομηχανική, προϋποθέτει τη συμβολή δύο ειδών ανθρώπων, των επιχειρηματιών... και των εργατών που εργάζονται για λογαριασμό των πρώτων, κερδίζοντας έναν συμφωνημένο μισθό. Αυτή είναι η αληθινή προέλευση της διάκρισης ανάμεσα στους επιχειρηματίες και τα αφεντικά από τη μια, και τους εργάτες ή συντεχνίτες από την άλλη, διάκριση που πηγάζει από τη φύση των πραγμάτων.»]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

1 Arthur Young, Tours in England and Wales, έκδοση του London School of Economics, σ. 269.

2 A. de Tocqueville, Journeys to England and Ireland, έκδοση J. P. Mayer, 1958, σσ. 107-108.

3 Anna Bezanson, «The Early Uses of the Term Industrial Revolution», Quarterly Journal of Economics, XXXVI, 1921-1922, σ. 343· G. N. Clark, The Idea of the Industrial Revolution, Γλασκόβη 1953.

4 Βλ. Α. Ε. Musson και Ε. Robinson, «Science and Industry in the late Eighteenth Century», Economic History Review, XIII, 2, Δεκέμβριος 1960, και τη μελέτη του R. Ε. Schofield με τίτλο «The Midland Industrialists and the Lunar

Page 254: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

Society», Isis, 47, Μάρτιος 1956, 48, 1957, Annals of Science, II, Ιούνιος 1956 κτλ.

5 W. G. Hoffmann, The Growth of Industrial Economies, Manchester 1958, σ. 68.

6 A. P. Wadsworth, και J. de L. Mann, The Cotton Trade and Industrial Lancashire, 1931, κεφ. VII.

7 Ο F. Crouzet, Le blocus continental et l'économie britannique, 1958, σ. 63, υποστηρίζει ότι το 1805 έφτανε τα δύο τρίτα.

8 Ρ. Κ. O'Brien, «British Incomes and Property in the early Nineteenth Century», Economic History Review, XII, 2, 1959, σ. 267.

9 Baines, History of the Cotton Manufacture in Great Britain, Λονδίνο 1835, σ. 431.

10 P. Mathias, The Brewing Industry in England, Cambridge 1959.

11 M. Mulhall, Dictionary of Statistics, 1892, σ. 158.

12 Baines, ό.π., σ. 112.

13 Πρβλ. Phyllis Deane, «Estimates of the British National Income», Economic History Review, VIII, IX, Απρίλιος 1956 και Απρίλιος 1957.

14 O'Brien, ό.π., σ. 267.

15 Για την κατάσταση στασιμότητας πρβλ. J. Schumpeter, History of Economic Analysis, 1954, σσ. 570-571. Η θεμελιώδης διατύπωση οφείλεται στον John Stuart Mill (Principles of Political Economy, βιβλίο IV, κεφ. IV): «When a country has long possessed a large production, and a large net income to make saving from, and when, therefore, the means have long existed of making a great annual addition to capital; it is one of the characteristics of such a country, that the rate of profit is habitually within, as it were, a hand's breadth of the minimum, and the country therefore on the very verge of the stationary state. ...The mere continuance of the present annual increase in capital if no circumstances occurred to counter its effect would suffice in a small number of years to reduce the net rate of profit (to the minimum)».

[«Ας πάρουμε μια χώρα η οποία επί μακρόν επιτυγχάνει υψηλή παραγωγή και υψηλό καθαρό εισόδημα, που της επιτρέπει να αποταμιεύει, και επομένως κατέχει προ πολλού τα μέσα να αυξάνει κάθε χρόνο σημαντικά το κεφάλαιό της· ένα από τα χαρακτηριστικά μιας τέτοιας χώρας είναι λοιπόν ότι το ποσοστό κέρδους βρίσκεται πολύ κοντά στο ελάχιστο, και η χώρα επομένως στα πρόθυρα της στασιμότητας... Αν συνεχιστεί αδιατάρακτη η σημερινή κεφαλαιακή αύξηση και δεν υπάρξουν συνθήκες να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις της, αρκούν λίγα χρόνια για να μειωθεί το καθαρό ποσοστό κέρδους (στο ελάχιστο)».] Πάντως, όταν δημοσιεύτηκε το έργο αυτό (1848), είχε ήδη αρχίσει να επενεργεί η αντισταθμιστική δύναμη —το αναπτυξιακό κύμα που συνεπέφερε ο σιδηρόδρομος.

16 Ανάμεσα σ' αυτούς που το αναγνώριζαν, μπορούμε να αναφέρουμε τον ριζοσπάστη John Wade, History of the Middle and Working Classes, τον τραπεζίτη Λόρδο Overstone, Reflections suggested by the perusal of Mr J. Horsley Palmer's pamphlet on the causes and consequences of the pressure on the Money Market, 1837, τον σφοδρό πολέμιο των Νόμων περί σιτηρών J. Wilson, Fluctuations of Currency, Commerce and Manufacture; referable to the Corn Laws, 1840· και στη Γαλλία τον Α. Blanqui (αδελφό του περίφημου επαναστάτη) το 1837, και τον M. Briaune το 1840. Χωρίς αμφιβολία υπήρχαν και άλλοι.

17 Baines, ό.π., σ. 441· Α. Ure και P. L. Simmonds, The Cotton Manufacture of Great Britain (έκδ. 1861), σ. 390 κ.ε.

18 Geo. White, A Treatise on Weaving, Γλασκόβη 1846, σ. 272.

19 M. Blaug, «The Productivity of Capital in the Lancashire Cotton Industry during the Nineteenth Century», Economic History Review, XIII, Απρίλιος 1961.

20 Thomas Ellison, The Cotton Trade of Great Britain, Λονδίνο 1886, σ. 61.

21 Baines, ό.π., σ. 356 κ.ε.

22 Στο ίδιο, σ. 489.

23 Ure και Simmonds, ό.π., τόμ. Ι, σ. 317 κ.ε.

Page 255: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

24 J. Η. Clapham, An Economic History of Modern Britain, 1926, σ. 427 κ.ε. Mulhall, ό.π., σσ. 121, 332· Μ. Robbins, The Railway Age, 1962, σσ. 30-31.

25 Mulhall, ό.π., σσ. 497, 501.

26 L. Η. Jenks, The Migration of British Capital to 1875, Νέα Υόρκη και Λονδίνο, 1927, σ. 126.

27 D. Spring, «The English Landed Estate in the Age of Coal and Iron», Journal of Economic History, XI, 1, 1951.

28 Albert M. Imlah, «British Balance of Payments and Export of Capital, 1816-1913», Economic History Review, V, 1952, 2, σ. 24.

29 John Francis, A History of the English Railway, 1851, II, σ. 136· βλ. επίσης Η. Tuck, The Railway Shareholder's Manual, 71846, Πρόλογος, και T. Tooke, History of Prices, Π, σ. 275, 333-334, για τη διοχέτευση των συσσωρευμένων πλεονασμάτων του Lancashire στους σιδηροδρόμους.

30 Mulhall, ό.π., σ. 14.

31 Annals of Agric, XXXVI, σ. 214.

32 Wilbert Moore, Industrialisation and Labour, Cornell 1951.

33 Blaug, ό.π., σ. 368. Πάντως ο αριθμός των παιδιών κάτω των 13 χρονών μειώθηκε απότομα στη δεκαετία του 1830.

34 Mulhall, ό.π.· Imlah, ό.π., II, 52, σσ. 228-229. Η ακριβής χρονολογία αυτού του υπολογισμού είναι το 1854.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ': Η ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

1 Βλ. R. R. Palmer, The Age of Democratic Revolution, 1959· J. Godechot, La Grande Nation, 1956, τόμ. Ι, κεφ. 1.

2 Β. Lewis, «The Impact of the French Revolution on Turkey», Journal of World History, I, 1953-1954, σ. 105.

3 H. Sée, Esquisse d'une histoire du régime agraire, 1931, σσ. 16-17.

4 A. Soboul, Les campagnes montpelliéraines à la fin de l'Ancien Régime, 1958.

5 A. Goodwin, The French Revolution (έκδ. 1959), σ. 70.

6 D. Greer, The Incidence of the Terror, Harvard 1935.

7 OEuvres complètes de Saint-Just, τόμ. II, σ. 147 (έκδ. C. Vellay), Παρίσι 1908.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ': ΠΟΛΕΜΟΣ

1 Πρβλ. π.χ. W. von Groote, Die Entstehung d. Nationalbewussteins in Nordwestdeutschland 1790-1830, 1952.

2 M. Lewis, A Social History of the Navy, 1793-1815, 1960, σσ. 370,373.

3 Gordon Craig, The Politics of the Prussian Army 1640-1945, 1955, σ. 26.

4 A. Sorel, L'Europe et la révolution Française, Ι (έκδ. 1922), σ. 66.

5 Considérations sur la France, κεφ. IV.

6 Βλ. θ. Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα. Παρατίθεται από L. S. Stavrianos, «Antecedents to Balkan Revolutions», Journal of Modern History, XXIX, 1957, σ. 344.

7 G. Bodart, Losses of Life in Modern Wars, 1916, σ. 133.

8 J. Vicens Vives (επιμ. έκδ.), Historia Social de Espanâ y America, 1956, IV, ii, σ. 15.

9 G. Bruun, Europe and the French Imperium, 1938, σ. 72.

Page 256: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

10 J. Leverrier, La naissance de l'armée nationale, 1789-94, 1939, σ. 139· G. Lefebvre, Napoléon, 1936, σσ. 198, 527· M. Lewis, ό.π., σ. 119· Parliamentary Papers, XVII, 1859, υ. 15.

11 Mulhall, Dictionary of Statistics: «War».

12 Cabinet Cyclopedia, Ι, σσ. 55-56 («Manufactures in Metal»).

13 E. Tarlé, Le blocus continental et le royaume d'Italie, 1928, σσ. 3 -4, 25-31· H. Sée, Histoire économique de la France, II, σ. 52· Mulhall, ό.π.

14 Gayer, Rostow και Schwartz, Growth and Fluctuation of the British Economy 1790-1850, 1953, σσ. 646-649· F. Crouzet, Le blocus continental et l'économie britannique, 1958, σ. 868 κ.ε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε': ΕΙΡΗΝΗ

1 Castlereagh, Correspondence, 3η σειρά, XI, σ. 105.

2 Gentz, Dépêches inédites, Ι, σ. 371.

3 J. Richardson, My Dearest Uncle, Leopold of the Belgians, 1961, σ. 165.

4 R. Cameron, ό.π., σ. 85.

5 F. Ponteil, Lafayette et la Pologne, 1934.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ': ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ

1 Ludwig Boerne, Gesammelte Schriften, III, σσ. 130-131.

2 Memoirs of Prince Metternich, III, σ. 468.

3 Vienna, Verwaltungsarchiv, Polizeihofstelle Η 136/1834, πολλ.

4 Guizot, Of Democracy in Modern Societies, Λονδίνο 1838, σ. 32.

5 Η πιο ευκρινής πραγμάτευση αυτής της γενικής επαναστατικής στρατηγικής περιέχεται στα άρθρα του Μαρξ στη Neue Rheinische Zeitung κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1848.

6 Μ. L. Hansen, The Atlantic Migration, 1945, σ. 147.

7 F. C. Mather, «The Government and the Chartists», στο επιμελημένο από τον Α. Briggs, Chartist Studies, 1959.

8 Πρβλ. Parliamentary Papers, XXXIV, του 1834· απαντήσεις στην ερώτηση 53 (αίτια και επιπτώσεις των αγροτικών ταραχών το 1830 και 1831), π.χ. Lambourn, Speen (Berks), Steeple Claydon (Bucks), Bonington (Glos), Evenley (Northants).

9 R. Dautry, 1848 et la Deuxième République, 1848, σ. 80.

10 St. Kiniewicz, «La Pologne et l'Italie à l'époque du printemps des peuples», La Pologne au Xe Congrès International Historique, 1955, σ. 245.

11 D. Cantimori, στο επιμελημένο από τον F. Fejtö, The Opening of an Era: 1848, 1948, σ. 119.

12 D. Read, Press and People, 1961, σ. 216.

13 Irene Collins, Government and Newspaper Press in France, 1814-81, 1959.

14 Πρβλ. Ε. J. Hobsbawm, Primitive Rebels, 1959, σσ. 171-172· V. Volguine, «Les idées socialistes et communistes dans les sociétés secrètes», Questions d'Histoire, II, 1954, σσ. 10-37· A. B. Spitzer, The Revolutionary Theories of Auguste Blanqui, 1957, σσ. 165-166.

15 G. D. H. Cole και A. W. Filson, British Working Class Movements. Select Documents, 1951, σ. 402.

16 J. Zubrzycki, «Emigration from Poland», Population Studies, VI, 1952-1953, σ. 248.

Page 257: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

17 Ο Ένγκελς στον Μαρξ, 9 Μαρτίου 1847.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ': ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ

1 Hoffmann von Fallersleben, «Der Deutsche Zollverein», στο Unpolitische Lieder.

2 G. Weill, L'enseignement secondaire en France 1802-1920, 1921, σ. 72.

3 Ε. de Laveleye, L'instruction du Peuple, 1872, σ. 278.

4 F. Paulsen, Geschichte des Gelehrten Unterrichts, 1897, II, σ. 703· A. Daumard, «Les élèves de l'École Polytechnique 1815-48», Revue d'Histoire Moderne et Contemporaine, V, 1958· ο συνολικός αριθμός των Γερμανών και των Βέλγων σπουδαστών σ' ένα συνηθισμένο εξάμηνο στις αρχές του 1840 ήταν γύρω στις 14.000· J. Conrad, «Die Frequenzverhältnisse der Universitäten der hauptsächlichen Kulturländer», Jb. f. Nationalök. u. Statistik, LVI, 1895, σ. 376 κ.ε.

5 L. Liard, L'enseignement supérieur en France 1789-1889, 1888, σ. 11 κ.ε.

6 Paulsen, ό.π., II, σσ. 690-691.

7 Handwörterbuch d. Staatswissenschaften (β' έκδοση), άρθρο «Buchhandel».

8 Laveleye, ό.π., σ. 264.

9 W. Wachsmuth, Europäische Sittengeschichte, V, 2, 1839, σσ. 807-808.

10 J. Sigmann, «Les radicaux badois et l'idée nationale allemande en 1848», Études d'Histoire Moderne et Contemporaine, II, 1948, σσ. 213-214.

11 J. Miskolczy, Ungarn und die Habsburger-Monarchie, 1959, σ. 85.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η': Η ΓΗ

1 Haxthausen, Studien... über Russland, 1847, II, σ. 3.

2 J. Billingsley, Survey of the Board of Agriculture for Somerset, 1798, σ. 52.

3 Οι αριθμοί βασίζονται στο «New Domesday Book» του 1871-1873, αλλά δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι δεν απεικονίζουν την κατάσταση του 1848.

4 Handwörterbuch d. Staatswissenschaften, β' έκδοση, άρθρο «Grundbesitz».

5 Th. von der Goltz, Gesch. d. Deutschen Landwirtschaft, 1903, II· Sartorius von Waltershausen, Deutsche Wirtschaftsgeschichte 1815-1914, 1923, σ. 132.

6 Παρατίθεται στο επιμελημένο από τον L. Α. White, The Indian Journals of Lewis Henry Morgan, 1959, σ. 15.

7 C. Issawi, «Egypt since 1800», Journal of Economie History, XXI, 1, 1961, σ. 5.

8 Β. J. Hovde, The Scandinavian Countries 1720-1860, 1943, τόμ. Ι, σ. 279. Για τη μέση αύξηση της συγκομιδής από 6 εκατομμύρια τόνους (1770) σε 10 εκατομμύρια, βλ. Hwb. d. Staatswissenschaften, άρθρο «Bauernbefreiung».

9 Α. Chabert, Essai sur les mouvements des prix et des revenus 1798-1820, 1949, II, σ. 27 κ.ε. F. l'Huillier, Recherches sur l'Alsace napoléonienne, 1945, σ. 470.

10 Π.χ. G. Desert, στο επιμελημένο από τον Ε. Labrousse, Aspects de la crise... 1846-51, 1956, σ. 58.

11 J. Godechot, La Grande Nation, 1956, II, σ. 584.

12 A. Agthe, Ursprung u. Lage d. Landarbeiter in Livland, 1909, σσ. 122-128.

13 F. Lütge, «Auswirkung der Bauernbefreiung», στο Jb. f. Nat. Oek., 157, 1943, σ. 353 κ.ε.

14 Β. Zangheri, Prime ricerche sulla distribuzione délla propriétà fondiaria, 1957.

Page 258: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

15 Ε. Sereni, Il capitalisme nelle campagne, 1948, σσ. 175-176.

16 Dal Pane, Storia del lavoro in Italia dagli inizi del secolo XVIII al 1815, 1958, σ. 119.

17 Β. Zangheri (επιμ. έκδ.), Le campagne emiliane nell'epoca moderna, 1957, σ. 73.

18 J. Vicens Vives (επιμ. έκδ.), Historia Social y Economica de España y America, 1959, IV, ii, σσ. 92, 95.

19 M. Emerit, «L'état intellectuel et moral de l'Algérie en 1830», Revue d'Histoire moderne et contemporaine, I, 1954, σ. 207.

20 Β. Dutt, The Economic History of India under early British Rule (δ' έκδοση, χ.χ.), σ. 88.

21 Β. Dutt, India and the Victorian Age, 1904, σσ. 56-57.

22 Ο Β. S. Cohn, «The initial British impact on India», Journal of Asian Studies, 19, 1959-1960, σσ. 418-431, αναφέρει ότι στην περιοχή του Μπεναρές (Ούτταρ Πραντές), οι αξιωματούχοι χρησιμοποιούσαν τη θέση τους για να αγοράσουν μεγάλες εκτάσεις γης. Προς το τέλος του περασμένου αιώνα, από τους 74 μεγαλογαιοκτήμονες της περιοχής οι 23 όφειλαν τον αρχικό τίτλο ιδιοκτησίας των γαιών τους στις σχέσεις τους με κρατικούς αξιωματούχους (σ. 430).

23 Sulekh Chandra Cupta, «Land Market in the North-Western Provinces (Uttar Pradesh) in the first half of the nineteenth century», Indian Economic Review, IV, 2 Αυγούστου 1958. Βλ. επίσης του ίδιου συγγραφέα την εξίσου διαφωτιστική και πρωτοποριακή μελέτη «Agrarian Background of 1857 Rebellion in the North-Western Provinces», Enquiry, Νέο Δελχί, Φεβρουάριος 1959.

24 R. P. Dutt, India Today, 1940, σσ. 129-130.

25 Κ. Η. Connell, «Land and Population in Ireland», Economic History Review, II, 3, 1950, σσ. 285, 288.

26 S. H. Cousens, «Regional Death Rates in Ireland during the Great Famine», Population Studies, XIV, 1, 1960, σ. 65.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'. ΠΡΟΣ ΕΝΑΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

1 Παρατίθεται σε W. Armytage, A Social History of Engineering, 1961, σ. 126.

2 Παρατίθεται σε R. Picard, Le romantisme social, 1944, μέρος β', κεφ. VI.

3 J. Morley, Life of Richard Cobden (έκδ. 1903), σ. 108.

4 R. Baron Castro, «La población hispano-americana», Journal of World History, V, 1959-1960, σσ. 339-340.

5 J. Blum, «Transportation and Industry in Austria 1815-48», Journal of Modern History, XV, 1943, σ. 27.

6 Mulhall, ό.π., «Post Office».

7 Mulhall, στο ίδιο.

8 P. A. Khromov, Ekonomicheskoe razvitie Rossii ν XIX-XX Vekakh, 1950, Πίνακας 19, σσ. 482-483. Ο όγκος όμως των πωλήσεων αυξήθηκε πολύ ταχύτερα. Πρβλ. επίσης J. Blum, Lord and Peasant in Russia, σ. 287.

9 R. E. Cameron, ό.π., σ. 347.

10 Παρατίθεται στο S. Giedion, Mechanisation Takes Command, 1948, σ. 152.

11 R. Ε. Cameron, ό.π., σ. 115 κ.ε.

12 R. Ε. Cameron, ό.π., σ. 347· W. Hoffmann, The Growth of Industrial Economies, 1958, σ. 71.

13 W. Hoffmann, ό.π., σ. 48· Mulhall, ό.π., σ. 377.

14 J. Purs, «The Industrial Revolution in the Czech Lands», Historica, II, 1960, σσ. 199-200.

15 R. E. Cameron, ό.π., σ. 347· Mulhall, ό.π., 377.

Page 259: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

16 Η. Kisch, «The Textile Industries in Silesia and the Rhineland», Journal of Economic History, XIX, Δεκέμβριος 1959.

17 Ο. Fischel και M. V. Boehn, Die Mode, 1818-1842, Μόναχο 1924, σ. 136.

18 R. E. Cameron, ό.π., σσ. 79, 85.

19 Γι' αυτό το θέμα κλασική είναι η μελέτη του G. Lefebvre, La révolution française et les paysans, 1932, αναδημοσιευμένη στο Études sur la révolution française, 1954.

20 G. Mori, «Osservazioni sul libero-scambismo dei moderati nel Risorgimento», Riv. Storica del Socialisme, III, 1960, σ. 8.

21 C. Issawi, «Egypt since 1800», Journal of Economie History, Μάρτιος 1961, XXI, σ. 1.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι': ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΚΑΝΟΥΣ

1 F. Engels, Condition of the Working Class in England, κεφ. XII.

2 M. Capefigue, Histoire des grandes opérations financières, IV, 1860, σ. 255.

3 Στο ίδιο, σσ. 248-249, 254.

4 A. Beauvilliers, L'art du cuisinier, Παρίσι 1814.

5 A. Briggs, «Middle Class Consciousness in English Politics 1780-1846», Past and Present, 9, Απρίλιος 1956, σ. 68.

6 Donald Read, Press and People 1790-1850, 1961, σ. 26.

7 S. Smiles, Life of George Stephenson (έκδ. 1881), σ. 183.

8 Charles Dickens, Hard Times (Δύσκολοι Καιροί).

9 Léon Faucher, Études sur l'Angleterre, I, 1842, σ. 322.

10 M.J. Lambert-Dansette, Quelques familles du patronat textile de Lille-Armentières, Λίλλη 1954, σ. 659.

11 Oppermann, Geschichte d. Königreichs Hannover παρατίθεται σε T. Klein, 1848, Der Vorkampf, 1914, σ. 71.

12 G. Schilfert, Sieg u. Niederlage d. demokratischen Wahlrechts in d. deutschen Revolution 1848-9, 1952, σσ. 404-405.

13 Mulhall, ό.π., σ. 259.

14 W. R. Sharp, The French Civil Service, Νέα Υόρκη 1931, σσ. 15-16.

15 The Census of Great Britain in 1851, Λονδίνο, Longman, Brown, Green και Longmans, 1854, σ. 57.

16 R. Portal, «La naissance d'une bourgeoisie industrielle en Russie dans la première moitié du XIX siècle», Bulletin de la Société d'Histoire Moderne, 12η σειρά, ΙΙ, 1959.

17 Vienna, Verwaltungsarchiv, Polizeihofstelle, H 136/1834.

18 A. Girault και L. Milliot, Principes de colonisation et de législation coloniale, 1938, σ. 359.

19 Louis Chevalier, Classes laborieuses et classes dangereuses, Παρίσι 1958, III· το β' μέρος πραγματεύεται τη χρήση του όρου «βάρβαροι», τόσο από τους εχθρικά όσο και από τους φιλικά διακείμενους προς τους εργαζόμενους φτωχούς κατά τη δεκαετία του 1840.

20 D. Simon, «Master and Servant», στο επιμελημένο από τον J. Saville, Democracy and the Labour Movement, 1954.

21 P. Jaccard, Histoire Sociale du Travail, 1960, σ. 248.

22 Στο ίδιο, σ. 249.

Page 260: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ': ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ

1 Τα λόγια του υφαντή Hauffe, γεννημένου το 1807, παρατίθενται στο έργο του Alexander Schneer, Über die Noth der Leinen-Arbeiter in Schlesien..., Βερολίνο 1844, σ. 16.

2 Ο θεολόγος P. D. Michele Augusti, Delia libertà ed eguaglianza degli uomini nell'ordine naturale e civile, 1790, παρατίθεται σε A. Cherubini, Dottrine e metodi assistenziali dal 1789 al 1848, Μιλάνο 1958, σ. 17.

3 Ε. J. Hobsbawm, «The Machine Breakers», Past and Present, 1, 1952.

4 «About some Lancashire Lads», στο The Leisure Hour, 1881. Αυτή την παραπομπή την οφείλω στον Α. Jenkin.

5 «Die Schnapspest im ersten Drittel des Jahrhunderts», Handwörterbuch d. Staatswissenschaften (β έκδοση), άρθρο «Trunksucht».

6 L. Chevalier, Classes laborieuses et classes dangereuses, πολλ.

7 J. Β. Rüssel, Public Health Administration in Glasgow, 1903, σ. 3.

8 Ε. Neuss, Entstehung u. Entwicklung d. Klasse d. besitzlosen Lohnarbeiter in Halle, Βερολίνο 1958, σ. 283.

9 J. Kuczynski, Geschichte der Lage der Arbeiter, Βερολίνο 1960, τόμ. 9, σ. 264 κ.ε., τόμ. 8, 1960, σ. 109 κ.ε.

10 R. J. Rath, «The Habsburgs and the Great Depression in Lombardo-Venetia 1814-18», Journal of Modern History, XIII, σ. 311.

11 M. C. Mühlemann, «Les prix des vivres e le mouvement de la population dans le canton de Berne 1782-1881», IV Congrès International d'Hygiène, 1883.

12 F. J. Neumann, «Zur Lehre von d. Lohngesetzen», Jb. f. Nat. Oek., 3η σειρά, IV, 1892, σ. 374 κ.ε.

13 R. Scheer, Entwicklung d. Annaberger Posamentierindustrie in 19. Jahrhundert, Λιψία 1909, σσ. 27-28, 33.

14 Ν. McCord, The Anti-Corn Law League, 1958, σ. 127.

15 «Par contre, il est sûr que la situation alimentaire, à Paris, s'est détériorée peu à peu avec le XIX siècle, sans doute jusqu'au voisinage des années 50 ou 60.» [«Απεναντίας, είναι βέβαιο ότι οι συνθήκες διατροφής στο Παρίσι άρχισαν να χειροτερεύουν σιγά σιγά, από τις αρχές του 19ου αιώνα, και αυτό συνεχίστηκε αναμφίβολα ως τις δεκαετίες του 50 και 60 περίπου»]· R. Philippe, στο Annales, 16, 3, 1961, σ. 567. Ανάλογοι υπολογισμοί για το Λονδίνο υπάρχουν σε Ε. J. Hobsbawm, «The British Standard of Living», Economic History Review, X, 1, 1957. Η συνολική κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος στη Γαλλία φαίνεται ότι παρέμεινε ουσιαστικά σταθερή από το 1812 ως το 1840 (Congrès International d'Hygiène, Paris 1878, 1880, τόμ. Ι, σ. 432).

16 S. Pollard, A History of Labour in Sheffield, 1960, σσ. 62-63.

17 Η. Ashworth στο Journal Stat. Soc., V, 1842, σ. 74· E. Labrousse (επιμ. έκδ.), Aspects de la crise... I846-5I, 1956, σ. 107.

18 Statistical Committee appointed by the Anti-Corn Law Conference... March 1842 (χ.χ.), σ. 45.

19 Παρατίθεται σε Α. Ε. Musson, «The Ideology of Early Co-operation in Lancashire and Cheshire», Transactions of the Lancashire and Cheshire Antiquarian Society, LXVIII, 1958, σ. 120.

20 Στο έργο του Α. Williams, Folksongs of the Upper Thames, 1923, σ. 105, περιέχεται μια παραλλαγή με πολύ εντονότερα στοιχεία ταξικής συνείδησης.

21 Α. Briggs, «The Language of "class" in early nineteenth century England», στο επιμελημένο από τους Α. Briggs και J. Saville, Essays in Labour History, 1960· E. Labrousse, Le mouvement ouvrier et les idées sociales, III (Παραδόσεις στη Σορβόννη), σσ. 168-169· Ε. Coornaert, «La pensée ouvrière et la conscience de classe en France 1830-48», στο Studi in Onore di Gino Luzzato, III, Μιλάνο 1950, σ. 28· G. D. H. Cole, Attempts at General Union, 1953, σ. 161.

22 A. Soboul, Les Sansculottes de Paris en l'an II, 1958, σ. 660.

Page 261: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

23 S. Pollard, ό.π., σσ. 48-49.

24 Th. Mundt, Der dritte Stand in Deutschland und Preussen..., Βερολίνο 1847, σ. 4· παρατίθεται από τον J. Kuczynski, Gesch. d. Lage d. Arbeiter, 9, σ. 169.

25 Karl Biedermann, Vorlesungen über Sozialismus und sociale Fragen, Λιψία 1847· παρατίθεται από τον Kuczynski, ό.π., σ. 71.

26 Μ. Tylecote, The Mechanics' Institutes of Lancashire before 1851, Manchester 1957, VIII.

27 Παρατίθεται στο Revue Historique, CCXXI, 1959, σ. 138.

28 W. E. Adams, Memoirs of a Social Atom, Ι, σσ. 163-165, Λονδίνο 1903.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙB': ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ: ΘΡΗΣΚΕΙΑ

1 Civiltà Cattolica II, 122· παρατίθεται από τον L. Dal Pane, «Il socialismo e la questione sociale nella prima annata délia Civiltà Cattolica», Studi in Onore di Gino Luzzato, Μιλάνο 1950, σ. 144.

2 Haxthausen, Studien über... Russland, 1847, Ι, σ. 388.

3 Πρβλ. το πορτρέτο του Ανδαλουσιάνου ευγενή από τον Antonio Machado στο Poesias Complétas, έκδ. Austral, σσ. 152-154: «Gran pagano, / Se hizo hermano / De una santa cofradia», κτλ.

4 G. Duveau, Les Instituteurs, 1957, σσ. 3-4.

5 J. S. Trimingham, Islam in West Africa, Οξφόρδη 1959, σ. 30.

6 A. Ramos, Las culturas negras en el mundo nuevo, Μεξικό 1943, σ. 277 κ.ε.

7 W. F. Wertheim, Indonesian Society in Transition, 1956, σ. 204.

8 Census of Great Britain 1851: Religious Worship in England and Wales, Λονδίνο 1854.

9 Mulhall, Dictionary of Statistics: «Religion».

10 Mary Merryweather, Experience of Factory Life, Λονδίνο 1862, σ. 18. Η αναφορά είναι στη δεκαετία του 1840.

11 Τ. Rees, History of Protestant Nonconformity in Wales, 1861.

12 Marx-Engels, Werke, Βερολίνο 1956, Ι, σ. 378.

13 Briefwechsel zwischen Fr. Gentz und Adam Müller, ο Gentz στον Müller, 7 Οκτωβρίου 1819.

14 Ο Gentz στον Müller, 19 Απριλίου 1819.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ': ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ: ΘΥΡΑΘΕΝ

1 Archives Parlementaires 1787-1860, VIII, σ. 429. Αυτή ήταν η πρώτη γραφή της παραγράφου 4 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη.

2 Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, 1798, § 4.

3 Ε. Roll, A History of Economic Thought, έκδ. 1948, σ. 155.

4 Œuvres de Condorcet, έκδ. 1804, XVIII, σ. 412 (Ce que les citoyens ont le droit d'attendre de leur représentants — Τι δικαιούνται να περιμένουν οι πολίτες από τους αντιπροσώπους τους). Ο R. R. Palmer, The Age of Democratic Revolution, I, 1959, σσ. 13-20, υποστηρίζει —όχι και τόσο πειστικά— ότι ο φιλελευθερισμός ήταν εμφανώς πιο «δημοκρατικός» από όσο τον παρουσιάζω εδώ.

5 Πρβλ. C. Β. Macpherson, «Edmund Burke», Transactions of the Royal Society of Canada, LIII, τμήμα II, 1959, σσ. 19-26.

6 Παρατίθεται από τον J. L. Talmon, Political Messianism, 1960, σ. 323.

Page 262: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

7 «Rapport sur le mode d'exécution du décret du 8 ventôse, an II», Œuvres Complètes, II, 1908, σ. 248.

8 The Book of the New Moral World, μέρος IV, σ. 54.

9 R. Owen, A New View of Society: or Essays on the Principle of the Formation of the Human Character.

10 Παρατίθεται από τον Talmon, ό.π., σ. 127.

11 Κ. Marx, Preface to the Critique of Political Economy.

12 Letter to the Chevalier de Rivarol, 1η Ιουνίου 1791.

13 Για τη «δήλωση του πολιτικού πιστεύω» του βλ. Eckermann, Gespräche mit Goethe, 4.1.1824.

14 G. Lukacs, Der junge Hegel, n. 409 για τον Kant, πολλ. —ειδικά στο II, 5— για τον Hegel.

15 Lukacs, ό.π., σσ. 411-412.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ': ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ

1 S. Laing, Notes of a Traveller on the Social and Political State of France, Prussia, Switzerland, Italy, and other parts of Europe, 1842, έκδ. 1854, σ. 275.

2 Œuvres Complètes, XIV, σ. 17.

3 H. Ε. Hugo, The Portable Romantic Reader, 1957, σ. 58.

4 «Fragmente Vermischten Inhalts», Novalis, Schriften III, Ιένα 1923, σσ. 45-46.

5 Από το The Philosophy of Fine Art, Λονδίνο 1920, V. Ι., σ. 106 κ.ε.

6 Ε. C. Batho, The Later Wordsworth, 1933, σσ. 227 και 46-47, 197-199.

7 Mario Praz, The Romantic Agony, Οξφόρδη 1933.

8 L. Chevalier, Classes laborieuses et classes dangereuses à Paris dans la première moitié du XIX siècle, Παρίσι 1958.

9 Ricarda Huch, Die Romantik, Ι, σ. 70.

10 V. Hugo, Œuvres Complètes, XV, σ. 2.

11 Œuvres Complètes, IX, Παρίσι 1879, σ. 212.

12 Πρβλ. M. Thibert, Le rôle social de l'art d'après les Saint-Simoniens, Παρίσι, χ.χ.

13 P. Jourda, ό.π., σσ. 55-56.

14 M. Capefigue, Histoire des grandes opérations financières, IV, σσ. 252-253.

15 James Nasmyth, Engineer, An Autobiography, επιμ. έκδ. Samuel Smiles, 1897, σ. 177.

16 Στο ίδιο, σσ. 243, 246, 251.

17 Ε. Halévy, History of the English People in the Nineteenth Century (χαρτόδετη έκδοση), Ι, σ. 509.

18 D. S. Landes, «Vieille Banque et Banque Nouvelle» Revue d'Histoire Moderne et Contemporaine, III, 1956, σ. 205.

19 Πρβλ. τους μακράς διαρκείας δίσκους «Shuttle and Cage» Industrial Folk Ballads (10T 13), Row, Bullies, Row (T7), και The Blackball Line (T8), Λονδίνο.

20 Select Committee on Drunkenness, Parl. Papers, VIII, 1834, Q 571. To 1852, 28 από τα 481 παμπ και 21 από τις 1.298 μπιραρίες στο Manchester, που αντιστοιχούσαν συνολικά στους 303.000 κατοίκους της πόλης, πρόσφεραν μουσική ψυχαγωγία: John T. Baylee, Statistics and Facts in reference to the Lord's Day, Λονδίνο 1852, σ. 20.

Page 263: 43865102 Hobsbawm Age of Revolution Ocr

Digitized by 10uk1s

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IE': ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

1 Παρατίθεται σε S. Solomon, Commune, Αύγουστος 1939, σ. 964.

2 G. C. C. Gillispie, Genesis and Geology, 1951, σ. 116.

3 Παρατίθεται στην Encyclopédie de la Pléiade, Histoire de la Science, 1957, σ. 1465.

4 Essai sur l'éducation intellectuelle avec le projet d'une science nouvelle, Λοζάννη 1787.

5 Πρβλ. Guerlac «Science and National Strength», στο επιμελημένο από τον Ε. Μ. Earle, Modem France, 1951.

6 Παρατίθεται σε S. Mason, A History of the Sciences, 1953, σ. 286.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΣΤ': ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΠΡΟΣ ΤΟ 1848

1 Haxthausen, Studien über... Russland, 1847, Ι, σσ. 156-157.

2 Hansard, 16 Φεβρουαρίου 1842· παρατίθεται σε Robinson και Gallagher, Africa and the Victorians, 1961, σ. 2.

3 R. Β. Morris, Encyclopedia of American History, 1953, σσ. 515, 516.

4 Στο ίδιο, σ. 370.

5 J. Stamp, British Incomes and Property, 1920, σσ. 431, 515.

6 M. L. Hansen, The Atlantic Migration 1607-1860, Harvard 1945, σ. 252.

7 M. McCord, The Anti-Corn Law League 1838-46, Λονδίνο 1958, κεφ. V.

8 Θ. Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, παρατίθεται σε L. S. Stavrianos, «Antecedents to Balkan Revolutions», Journal of Modern History, XXIX, 1957, σ. 344.