37 ΜΝΗΜΕΣ / 37 MEMORIES

53
37 ΜΝΗΜΕΣ Το σενάριο της ταινίας του Άγγελου Σπάρταλη. Οριστική γραφή. Παρίσι, 14 Σεπτεμβρίου 2010.

description

Το σενάριο της ταινίας του Άγγελου Σπάρταλη. Οριστική γραφή. Παρίσι, 14 Σεπτεμβρίου 2010.

Transcript of 37 ΜΝΗΜΕΣ / 37 MEMORIES

37 ΜΝΗΜΕΣ

Το σενάριο της ταινίας του Άγγελου Σπάρταλη.Οριστική γραφή. Παρίσι, 14 Σεπτεµβρίου 2010.

Το σενάριο της ταινίας «37 µνήµες» που παρουσιάζεται εδώ στην οριστική του µορφή, υπήρξε θύµα αµέτρητων αλλαγών, διαγραφών, προσθηκών, µετακινήσεων, για να µπορέσει τελικά να µοιάζει µε τη συραµµένη µνήµη ενός ανθρώπου. Κάποτε αυτή η οδυνηρή διαδικασία ολοκληρώθηκε ή έτσι νοµίσαµε τέλος πάντων και πήγαµε επιτέλους για γύρισµα. Μετά και την ολοκλήρωση των γυρισµάτων, όταν βρισκόµασταν πια κοντά στο οριστικό µοντάζ, έγινε φανερό ότι ήταν απαραίτητη η διαγραφή και άλλων µεγάλων τµηµάτων λόγου για να µπορέσει η φουκαριάρα η εικόνα να πάρει κι εκείνη λίγο το πάνω χέρι. Η έκδοση του σεναρίου που ακολουθεί περιέχει και αυτά τα διαγραµµένα κείµενα της τελευταίας στιγµής, είναι δηλαδή ταυτόχρονα το σενάριο πριν αλλά και το σενάριο µετά το µοντάζ.

2

(εισαγωγή)Η µνήµη µου είναι µία τράπουλα που την ανακατεύω όπως µε βολεύει. Και όχι µόνο αυτό, αλλά και κάτι άλλο, πιο ύπουλο. Κόβω τα χαρτιά µε το ψαλίδι στα 2, στα 4 και στα 8 ή και παραπάνω αν χρειαστεί και φτιάχνω από τα κοµµάτια τους καινούρια χαρτιά. Ένα κοµµάτι σκοτεινό ανάµεσα σε φωτεινά ή αντίθετα ή αντίστροφα που δεν είναι καθόλου το ίδιο ή ανάποδα που είναι πάλι κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό. Με αυτούς τους τρόπους κρύβεται η ντροπή, γλυκαίνει το κακό, η ευθύνη µεταφέρεται. Ξεκίνησα πρώτος εγώ αλλά τώρα εσύ, πάτησα εγώ το κουµπί αλλά τώρα εσύ, ήµουν υπαίτιος εγώ αλλά τώρα εσύ… Όπως και να ‘χει, οι συνδυασµοί είναι τόσοι πάρα πολλοί, αµέτρητοι, που ένας τουλάχιστον από αυτούς µου χαρίζει την ευτυχία και τη γαλήνη που τόσο επιδιώκω. Έχω σκηνοθετήσει τη µνήµη µου. Δεν έζησα.

3

(τίτλοι αρχής)

4

(µνήµη #37)Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά. Το ένα µου φωνάζει Si το άλλο µου φωνάζει Ja…

Παιδί, µεγάλωσα στο ορφανοτροφείο, µόνος. Η µάνα µου ήταν εκεί, διευθύντρια. Με ξυπνούσε, µε έπλενε, µε διάβαζε. Οι διάδροµοι ήταν έρηµοι, τα τζάµια σπασµένα. Μετά µας φέρανε και την αδελφή µου. Ο µπαµπάς µου ήταν εκεί, επιστάτης. Μας µιλούσε, µας γελούσε, µας θαύµαζε. Καθηµερινά δεχόµασταν επισκέψεις, γινόµασταν πολλοί, τις Κυριακές βόλτα µε το αυτοκίνητο, µόνο εµείς οι τέσσερις. Και µετά πάλι πίσω. Στο ορφανοτροφείο, στο ερειπωµένο κτήριο στην άκρη της πόλης, µε τη µεγάλη αυλή και µε το σιντριβάνι. Μέσα στο σπίτι µας.

Κοιµήσου αγγελούδι µου, παιδί µου νάνι-νάνι.

Χλωρίνη.

5

(µνήµη #36)Την αδελφή µου την θυµάµαι µόνο µετά που µπήκε στο πανεπιστήµιο. Από εκεί και πίσω την θυµάµαι µόνο µέσα από τις αφηγήσεις των γονιών µας, δεν έχω καµία αυθεντική της εικόνα. Και µεγαλώσαµε µαζί, έτσι τουλάχιστον µου λένε.

Είναι υπέροχα από εδώ πάνω.

Το ένα είναι Γερµανού ναζισταρά, το άλλο είναι Ιταλού φασισταρά και το τρίτο είναι το δικό µας γαµώ το κέρατο µας, γαµώ το βασιλιά.

6

(µνήµη #35)Και έτσι όπως οδηγούσα στο 35ο χιλιόµετρο βλέπω ξαφνικά µία νταλίκα. Πατάω φρένο…

Δε θυµάµαι την κηδεία του παππού µου. Δεν πήγα. Θυµάµαι µόνο τη µάνα µου να κλαίει στο τηλέφωνο. Μετά έπεσε η µπαταρία ή τελείωσαν οι µονάδες ή δεν είχε σήµα και τέλος πάντων, µ’ εκείνα και µε τα’ άλλα ξαναβρεθήκαµε 2 χρόνια αργότερα σ’ ένα γάµο.

7

(µνήµη #34)Με τη φυγόκεντρο δύναµη ξεπερνάω την νταλίκα και θυµάµαι που σκεφτόµουνα: αυτή είναι η τελευταία µου µαλακία. Και βρίσκοµαι ανάποδα.

Καταλαβαίνω τη ζωή µου σαν µία σειρά αποχωρισµών. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, συχνά χωρίς να έρθουν και συχνότερα χωρίς να φύγουν ποτέ.

Και έρχεται και µε χτυπάει εδώ. Και έσπασε και µία κολώνα της Δ.Ε.Η. στη µέση. Η πρώτη µου σκέψη ήταν: «Μαλάκα δεν έχεις τα δόντια σου!». Κάνω έτσι, όλα τα δόντια ήταν στη θέση τους.

{θεατρικό – αρχή)Ο άντρας είναι ξαπλωµένος γυµνός, ωχρός πάνω στο κρεβάτι του χάρτινου χειρουργείου, κάτω από τους εκτυφλωτικούς προβολείς. Μοιάζει νεκρός, τσακισµένος από το ατύχηµα µε τη µηχανή του αλλά όµορφος. Τα µάτια και το στόµα του είναι κλειστά, από το δεξί του χέρι λείπει ένα δάκτυλο. Πάνω του στέκει ένας γιατρός µε στολή χειρούργου και ένα ηµίψηλο καπέλο.

Δίπλα στον άντρα, σε ένα τραπέζι, διάφορα προσωπικά του αντικείµενα και µέλη του σώµατος του. Ρούχα, ένα κράνος σπασµένο στα δύο, το δίπλωµα της µηχανής, ένα δάκτυλο, ένα µάτι και διάσπαρτα δόντια. Ο Γιατρός, αφού εξετάσει από απλή περιέργεια και µε αδιαφορία το δίπλωµα, τοποθετεί µε µία λαβίδα σε διαφορετικές διάφανες σακούλες το µάτι, το δάκτυλο και τέλος ένα-ένα τα δεκάδες δόντια.

ΑΝΤΡΑΣ (V.O.)Να µε θυµάστε. Τώρα θ’ αφήσω την τελευταία µου πνοή.

Ο άντρας εκπνέει απαλά και ο φακός της κάµερας που έχει πλησιάσει κοντά στο στόµα του θολώνει. Ο γιατρός, σκυµµένος πάνω από το κεφάλι του άντρα πετάγεται τροµαγµένος. Το ένα κρύσταλλο των γυαλιών του είναι θολωµένο. Βγάζει τα γυαλιά και φυσά µε το στόµα του και το άλλο κρύσταλλο που µε τη σειρά του θολώνει. Καθαρίζει τρίβοντας µε τη στολή του τα γυαλιά που βγάζουν έναν ανατριχιαστικό ήχο.

ΑΝΤΡΑΣ (V.O.)Αυτό ήταν, τέλος. Αλλά δεν έχω πεθάνει, δηλαδή όχι ακόµα. Στον εγκέφαλο µου έχει αποµείνει µία ελάχιστη ποσότητα οξυγόνου και µε αυτό το τελευταία µου οξυγόνο

σκοπεύω τώρα ακριβώς να θυµηθώ… Να θυµηθώ ολόκληρη τη ζωή µου (γελάει).

Ο Άντρας γελώντας αποκαλύπτει ένα στόµα χωρίς δόντια. Ο γιατρός τροµάζει ξανά και τον καλύπτει βιαστικά από τα πόδια ως το κεφάλι µε ένα πράσινο σεντόνι.

ΑΝΤΡΑΣ (V.O.)Οι µνήµες µίας ολόκληρης ζωής… Και θα τις διηγηθώ και σ’ εσάς, γιατί θέλω να µε θυµάστε.

{θεατρικό – τέλος)8

9

(µνήµη #33)Αυτός είµαι εγώ, δηλαδή ο µικρός εγώ, περίπου 7 µηνών ή κάτι τέτοιο, έτσι µε θυµάµαι ή µάλλον µε φαντάζοµαι, δεν ξέρω, τι σηµασία έχει? Και αυτό το παιχνίδι που παίζω, η µάνα µου το φυλάει ακόµα και καµιά φορά, όταν πάω επίσκεψη στη µάνα µου, το πιάνω και το δαγκώνω ξανά, όπως τότε. Και τότε η ανάµνηση δυναµώνει.

Σιχαίνοµαι το τένις. Θυµάµαι έχω µια γάτα, όχι ότι είναι ιδιοκτησία µου αλλά τριγυρίζει στην αυλή µας και η µάνα µου την ταΐζει και καµιά φορά εγώ την χαϊδεύω. Ο Γιάννης, ένα από τα µεγάλα αγόρια της γειτονιάς, την δένει µια µέρα µε ένα σύρµα σε ένα δέντρο και την χτύπα πολλές φορές µε µια ρακέτα του τένις µέχρι θανάτου, και περισσότερο. Είµαι εκεί αλλά δεν τον σταµατάω. Είναι ψηλότερος και πολύ δυνατότερος. Και γελά σα βλάκας, εγώ κλαίω. Μετά χανόµαστε. Τώρα πια θυµάµαι το Γιάννη σε µία φωτογραφία φυλακισµένου, από αυτές που κρατάς ένα νούµερο και στριφογυρίζεις. Αν και όλα τα κορίτσια τις γειτονιάς αλλά και ο ίδιος ο Γιάννης ορκίζονται ότι δε φυλακίστηκε ποτέ στη ζωή του, εγώ στ’ αλήθεια τον θυµάµαι φυλακισµένο.

Κάθε ουσία φόβουΈχει 100 σκιέςΠου µοιάζουν σαν φόβος κι αυτέςΑλλά δεν είναι.(πιθανόν του W.Shakespeare, από το ηµερολόγιο του Μανώλη, πρώτη σελίδα)

10

(µνήµη #32)Λέω, κούνα τώρα τα χέρια σου γιατί µάλλον έχουν κοπεί αλλά εσύ δεν το νοιώθεις, γιατί είναι γλυκός ο πόνος στην αρχή. Κάνω έτσι, βλέπω λειτουργούν! Λέω σίγουρα δεν έχεις πόδια. Για κούνα τα πόδια.

Το σπίτι της µάνας µου είναι γεµάτο φωτογραφίες πεθαµένων. Ο παππούς, ο θείος, ο ανιψιός. Όταν πεθάνει και η µάνα µου θα γίνει φωτογραφία.

11

(µνήµη #31)Ο οδηγός της νταλίκας µε κοιτούσε καλά-καλά χωρίς να λέει ούτε µία λέξη. Έρχεται η αστυνοµία, λέω «συγνώµη, µπορώ να δω το καθρεφτάκι σας?». Μιλούσα τελείως παράλογα.

{θεατρικό – αρχή}Ο άντρας και η γυναίκα «δεµένοι» σφιχτά πλάτη µε πλάτη περιστρέφονται µπροστά από την κάµερα. Βρίσκονται µέσα στο ίδιο ρούχο, µία κάπα µε κουκούλα που αφήνει µόνο τα πρόσωπα τους να φαίνονται. Στο αχανές χάρτινο διάστηµα που διακρίνεται πίσω τους, πλανήτες και αστέρια περιστρέφονται.

Ο άντρας και η γυναίκα παίρνουν το λόγο διαδοχικά. Τα λόγια πέφτουν ρυθµικά και µε ακρίβεια πάνω στον ήχο του µετρονόµου που ακούγεται από το βάθος.

Η γυναίκα έχει πόνους γέννας.Ο άντρας κλαίει σαν νεογέννητο.

ΓΥΝΑΙΚΑΚοιµήσου αγγελούδι µου.Παιδί µου νάνι-νάνι.

ΑΝΤΡΑΣΜαµά, τι ‘ναι ατό, ατό, ατό γιατί, γιατί, γιατί?

ΓΥΝΑΙΚΑΧλωρίνη, η χλωρίνη θα µε καθαρίσει,

θα πλύνει το µέσα µου.

ΑΝΤΡΑΣΗ πρώτη εικόνα που έχω από τη µάνα µου είναι πεσµένη

στο πάτωµα και δίπλα ένα µπουκάλι χλωρίνη.

ΓΥΝΑΙΚΑΑπόψε βγαίνει ο πατέρας σου, θα περάσει να σε πάρει µε

τη µηχανή{θεατρικό-τέλος}

Έκανα τον θόρυβο των βηµάτων του πατέρα µου. Βαριά βήµατα. Πήγαινε πρώτα ο φόβος, ο ήχος και µετά ο πατέρας µου.

12

(µνήµη #30)Λέω θα έχει κοπεί το αυτί µου και κανείς δε µου το λέει, και κάνω έτσι και βλέπω αίµατα παντού.

Τότε οι χλωρίνες είχανε στο µπουκάλι µία νεκροκεφαλή που σήµαινε «κίνδυνος θάνατος, µην την πιείς» και θυµάµαι αυτή τη νεκροκεφαλή µε τα 2 κόκκαλα.

Υπάρχει ακόµα η Δυτική και η Ανατολική Γερµανία. Στη Δυτική Γερµανία, στο Ντίσελντορφ, απέναντι από το Μαριέν Χοσπιτάλ, οδός Νέτελµπεκ, αριθµός 11, έναν όροφο κάτω από το δικό µας σπίτι θυµάµαι το σπίτι της γριάς Γερµανίδας. Και τη γριά θυµάµαι. Γριά, κουφή, χωρίς δικά της παιδιά. Και θυµάµαι ν’ ανάβει ένα φως όταν χτυπάει το τηλέφωνο γιατί γριά είναι και κουφή και χωρίς δικά της παιδιά και γι΄ αυτό το φως δεν ανάβει ποτέ ή τέλος πάντων ανάβει πολύ σπάνια. Αλλά η γριά το περιµένει το φως µε λαχτάρα και µας κερνά γλυκά και καθόλου δεν την νοιάζει που δεν είµαστε Γερµανοί, Έλληνες είµαστε. Γιατί τώρα πια µόνο το φως τη νοιάζει. Ε! αυτό το φως το συνάντησα να αναβοσβήνει ξανά πολύ αργότερα, σε µία ταινία του Γκοντάρ νοµίζω, αν και το ξέρω πως είναι εντελώς απίθανο να γνώρισε ποτέ ο Γκοντάρ εκείνη τη γριά. Εκτός φυσικά –σκέφτοµαι τώρα– αν ήταν η µάνα του. Και γιατί όχι? Τι σηµασία έχει?

Σ΄ εκείνη την ηλικία περίπου, όταν εγώ ήµουν τεσσάρων η µάνα µου φαντάσου ήταν δεκαοκτώ χρονών.

Μεγαλώσαµε µαζί. Τη µάνα µου δεν την είδα ποτέ σαν µάνα µου και είναι πολύ δύσκολο να…

Haribo macht kinder froh.

Είχε σταµατήσει στο φανάρι και φορούσε και κράνος. Ποτέ δε σταµατούσε στα φανάρια ούτε φορούσε και κράνος ποτέ σχεδόν. Γαµώ την τύχη του. Εγώ ήµουν 100 µέτρα πιο πέρα, στο πεζοδρόµιο. Τον έβλεπα και πέρασε η νταλίκα από µέσα του. Έλεγε συνέχεια ψέµατα, του άρεσε να λέει ότι είναι αστροναύτης και έχει πάει στο διάστηµα ή ότι είναι πιλότος στην πολεµική αεροπορία και έχει βοµβαρδίσει τη Βαγδάτη. Μια φορά ο µαλάκας είχε πει σε µια γκόµενα ότι είναι Λεγεωνάριος! Εννοούσε µάλλον ότι ήταν στη Λεγεώνα των ξένων και το παράξενο είναι ότι η γκόµενα το «έφαγε» και την γάµησε νοµίζω εκείνη τη νύχτα. Σκηνοθετούσε τη µνήµη του σαν κινηµατογραφική ταινία και µετά ζούσε αληθινά µέσα σε αυτήν την ταινία.

13

(µνήµη #29)Μου λένε «αµέσως στο Νοσοκοµείο για ράµµατα!» κι εγώ τους λέω «έχω διπλή θεατρική παράσταση στο Βόλο και θα πάω να παίξω». Και τηλεφωνώ σε έναν φίλο που κάθε φορά που τράκαρα του τηλεφωνούσα και του έλεγα «έλα να µε πάρεις».

Χειµώνας, Νοέµβριος στη Θεσσαλονίκη. Τη Θεσσαλονίκη δεν την θυµάµαι. Θυµάµαι πολύ καθαρά τα ποτά που πίνουµε στη Θεσσαλονίκη αλλά όχι τη Θεσσαλονίκη και όταν τη σκέφτοµαι, σκέφτοµαι ένα χάρτη περισσότερο παρά αληθινούς δρόµους, ξέρεις µε ανθρώπους, αµάξια και φασαρία θέλω να πω, δε σκέφτοµαι καθόλου τέτοια. Είναι µια µνήµη παράδοξη και… αθόρυβη ας πούµε.

Κρήτη και µετά Γερµανία και µετά Αθήνα και µετά Ρόδο και µετά Θεσσαλονίκη και πάλι Κρήτη και πάλι Αθήνα… Μια ζωή πάνω κάτω, δεξιά αριστερά, παντού ή πουθενά.

Άνοιξη, Μάιος Χειµώνας, Νοέµβριος στην Αθήνα. Η Ακρόπολη κατεδαφίζεται θυµάµαι, σκόνη παντού και µετά κενό στο βράχο και οι Αθηναίοι άναυδοι, ένοχοι, βασικοί υπαίτιοι της αναπάντεχης ελευθερίας που τους προσφέρθηκε απλόχερα. Και τώρα, δεν υπάρχει αρχαία και νέα Αθήνα, µόνο Αθήνα και κάτι πρέπει να γίνει γι αυτό. Και τότε ακριβώς ο κινηµατογράφος Μικρόκοσµος εκεί παρακάτω αρχίζει να παίζει Τζον Φόρντ ή Γκοντάρ ή Κούνδουρο -ή ότι θέλει ο Αντρέας τέλος πάντων- και τα εισιτήρια εξαντλούνται για τα επόµενα 2.500 χρόνια. Γιατί δεν υπάρχει πια αρχαία και νέα Αθήνα, το είπαµε αυτό, µόνο Αθήνα.

Καλοκαίρι, Αύγουστος στη Ρόδο. Το τείχος του Μεσαιωνικού κάστρου είναι µία τρυφερή αγκαλιά και µέσα στους στενούς δρόµους της παλιάς πόλης µεθάµε και ερωτευόµαστε. Κανείς δεν υποψιάζεται αυτό που µόνο µία διαδοχή αεροφωτογραφιών θα µπορούσε να αποκαλύψει, ότι δηλαδή το τείχος σφίγγει, η αγκαλιά στενεύει ασφυκτικά γύρω από τα το λαιµό της κυρίας Μπεσσάρα Χάρις, και κάθε λαιµό θέλω να πω.

14

(µνήµη #28)Υπογράφω κάτι χαρτιά ότι θα πληρώσω. Δραχµή δεν είχα, δραχµή! Το γραφείο κηδειών το πλήρωσα τελικά 1 χρόνο µετά.

{θεατρικό – αρχή}Καθισµένος σε µία χάρτινη παραλία, στην άµµο µπροστά στο κύµα, ο άντρας και η κόρη του. Ο άντρας προβάρει σιωπηλός διάφορα χαµόγελα και κατά διαστήµατα πετά βότσαλα στη θάλασσα.

ΑΝΤΡΑΣΕσύ πόσα χαµόγελα έχεις?

ΚΟΡΗΑ! Ωραία, καλά που ρωτάς. Λοιπόν έχουµε και λέµε. Έχω ένα χαµόγελο για να γελάω. Να, αυτό (δείχνει στον Άντρα το χαµόγελο). Μετά έχω ένα χαµόγελο για να λέω «όχι ευχαριστώ». Να, αυτό. Μετά έχω κι ένα άλλο παρόµοιο, αλλά πολύ πιο δύσκολο έτσι(!?) για να λέω «δε µας παρατάς ήσυχους ρε µεγάλε!». Να, αυτό. Α! έχω κι ένα

χαµόγελο –αυτό µ’ αρέσει πάρα πολύ– για να λέω «δεν έχω ξαναφάει ποτέ στη ζωή µου ωραιότερα σοκολατάκια!». Να, αυτό. Και τέλος, έχω ένα µεγάλο χαµόγελο, το καλύτερο

µου και το έχω… για ‘σένα!

Η κόρη δείχνει στον άντρα το καλύτερο χαµόγελο της. Αντιδρά γελώντας κι αυτός αλλά συγκρατηµένα. Η κόρη ξεκινά να αναβοσβήνει κατά διαστήµατα.

ΚΟΡΗΜ’ αγαπάς?

ΑΝΤΡΑΣΌχι πολύ.

ΚΟΡΗΤο ξέρω, αλλά δε µε νοιάζει. Εσύ αγαπούσες τη µάνα µου.

ΑΝΤΡΑΣΗ µάνα σου ήταν γυναικάρα (παύση) και είχε και πολύ ωραιότερα χέρια, τα δικά σου είναι µικρότερα και σκληρότερα (παύση) και δεν ξέρεις και να χαϊδεύεις!

Η κόρη αναβοσβήνει συχνότερα.

ΑΝΤΡΑΣ

15

Και είναι και το άλλο, εγώ έκανα ένα παιδί, ένα! Και έκανα γιο, γιο! Όχι κόρη!

ΚΟΡΗΝαι αλλά εδώ είναι…

ΑΝΤΡΑΣΌνειρο, ξέρω. Εξαφανίζεται ο γιός και γίνεται κόρη, έτσι τσούφ! Γιατί? Κανείς δεν ξέρει, ή µάλλον ξέρεις ποιος ξέρει, αυτό καταραµένο το όνειρο ξέρει. Αχ! Χάρτινα…

ΚΟΡΗ…όλα είναι χάρτινα.

ΑΝΤΡΑΣΚαι τα χέρια.

ΚΟΡΗΤα χέρια περισσότερο απ’ όλα.

ΑΝΤΡΑΣΑυτό το πράγµα, που αναβοσβήνεις,

µε ζαλίζει!

ΚΟΡΗΤο παθαίνω όταν κλαίω(το λέει χαµογελώντας).

ΑΝΤΡΑΣΤώρα κλαίς?

ΚΟΡΗΠολύ.

ΑΝΤΡΑΣΓιατί?

ΚΟΡΗΓιατί δε µ’ αγαπάς.

ΑΝΤΡΑΣΑπό την ηµέρα που γεννήθηκες αναβοσβήνεις.

ΚΟΡΗΉσουν εκεί?

ΑΝΤΡΑΣ16

Ναι, κρυµµένος σε µία γωνία.

ΚΟΡΗΕσύ δεν έκλαιγες?

ΑΝΤΡΑΣΈκλαιγα κι εγώ αλλά δεν αναβόσβηνα!

ΚΟΡΗΕγώ αναβοσβήνω τι να κάνουµε?

ΑΝΤΡΑΣΜια µέρα, έτσι που αναβοσβήνεις, κάτι θα πάει στραβά

και…

Η κόρη εξαφανίζεται για αρκετή ώρα. Ο άντρας τροµάζει και κοιτά γύρω του. Ξαφνικά η κόρη εµφανίζεται και πάλι. Δείχνει µε το δάκτυλο τον τροµαγµένο άντρα και τον κοροϊδεύει µε σπαραχτικά γέλια.

ΚΟΡΗΧα, χα,χα… Στεναχωρήθηκες?

ΑΝΤΡΑΣΝαι, πολύ.

ΚΟΡΗΆρα µ’ αγαπάς!

ΑΝΤΡΑΣΔεν ξέρω, δε νοµίζω.

ΚΟΡΗΕγώ νοµίζω. Μ’ αγαπάς. Ναι σίγουρα, αλλά…Την ηµέρα της γέννας, η µαµά είπε ότι δεν ήρθες.

ΑΝΤΡΑΣΈτσι νόµιζε η µάνα σου, αλλά εγώ ήρθα

και κρύφτηκα σε µία γωνία.

ΚΟΡΗΚαι τα είδες όλα?

ΑΝΤΡΑΣΌλα.

Και τα δόντια είδα και τα αίµατα.

ΚΟΡΗΧάρτινα, τα αίµατα είναι χάρτινα.

17

ΑΝΤΡΑΣΌλα είναι χάρτινα και τα αίµατα χάρτινα,

τα αίµατα περισσότερο απ’ όλα. {θεατρικό – τέλος}

Όταν συναντώ για πρώτη φορά τη γυναίκα µου θυµάµαι έχει 2 κεφάλια και στα χέρια κρατά 2 µωρά. Και είναι η οµορφότερη γυναίκα του κόσµου.

Μου λέει «έλα να σου πω ρε µεγάλε, θα την προσέχεις ρε την µάνα σου και τα αδέλφια σου?». Του λέω τι ερωτήσεις είναι αυτές που µου κάνεις ρε µπαµπά, φυσικά και θα τους προσέχω. Τι µου λες τώρα? Ήταν υγιής δεν ήτανε κατάκοιτος.

18

(µνήµη #27)Τον πατέρα µου ξέρεις, τον είχα σαν παιδί µου από τότε που ήµουν µικρός. Το πρώτο µου παιδί ήταν ο πατέρας µου ο Χρήστος.

Ο πατέρας µου είναι ο καλύτερος πατέρας του κόσµου. Θυµάµαι µικρός να είµαι ερωτευµένος µαζί του. Είναι ένας γοητευτικός διευθυντής ξενοδοχείου µε το κουστούµι του. Τον λατρεύω. Η σχέση µας όµως όπως είναι αναµενόµενο δεν µπορεί να ευδοκιµήσει και έτσι σε λίγα χρόνια κουράζοµαι να τον περιµένω και τον µισώ. Είναι ένας σιχαµένος διευθυντής ξενοδοχείου µε το κουστούµι του. Με αηδιάζει. Μετά από αυτό τον αφήνω ήσυχο για 5-10 χρόνια ίσως και περισσότερο, αυτό δεν το θυµάµαι, στη µνήµη τα χάσµατα µικραίνουν ή µεγαλώνουν κατά βούληση. Είναι ένας οποιοσδήποτε διευθυντής ξενοδοχείου µε το κουστούµι του. Ζει δε ζει στ’ αρχίδια µου. Και µετά από όλα αυτά, εντελώς αναπάντεχα, εκείνος βγάζει το κουστούµι του κι εγώ αλλάζω και τον ερωτεύοµαι ξανά όπως πρώτα. Είναι ένας υπέροχος συνταξιούχος διευθυντής ξενοδοχείου µε την πυτζάµα του. Ο πατέρας µου, ο καλύτερος πατέρας του κόσµου επιµένω σ’ αυτό, µου υπόσχεται τότε ότι δε θα ξαναφορέσει το κουστούµι του παρά µόνο µία τελευταία φορά. Θα ’ναι µια µέρα ζεστή, όλοι θα φοράµε κουστούµια, µόνο εγώ δε θα κλαίω και την στιγµή ακριβώς που θα καταφέρω επιτέλους να τον φιλήσω στο στόµα για πρώτη φορά, ο θείος µου ο παπάς θα κλείσει µε βιασύνη το φέρετρο από ντροπή. Και τότε, οριστικά και αµετάκλητα θα τον έχω αγαπήσει. Ξέχασα να πω ότι ο πατέρας µου γεννήθηκε και µεγάλωσε στο Κάιρο. Και ότι ήταν πρόσκοπος, αρχηγός νοµίζω.

Δεν έχω ξαναφορέσει στη ζωή µου πιο ωραίο φόρεµα!

19

(µνήµη #26)Ο µπαµπάς είχε πει, σε περίπτωση που πεθάνει να ντυθούµε στα άσπρα. Ντύθηκα κι εγώ στα άσπρα και πάµε όλοι στην κηδεία. Ήταν 5 Αυγούστου στα γενέθλια µου.

Η θάλασσα έχει µεγάλο κύµα και µας πνίγει οικογενειακώς. Και βυθιζόµαστε και βγάζουµε ο καθ’ ένας τις δικές του ξεχωριστές φυσαλίδες. Εγώ και ο πατέρας µου µπλε, η αδελφή µου και η µάνα µου µαύρες.

20

(µνήµη #25)Και µε παίρνανε διάφοροι τηλέφωνο και µου λέγανε «χρόνια πολλά, να ζήσεις!» και ήταν η πιο ευτυχισµένη στιγµή µαζί µε την πιο θλιβερή. Με παίρνει και η *** τηλέφωνο και µου λέει…

Από το µπαλκόνι µιλάµε στη βάρκα, συχνά χωρίς να µιλάµε και συχνότερα χωρίς ν’ ακούµε. Με χέρια τηλεβόες, µε µαλλιά κοµµένα κοντά και βαµµένα. Πίσω από την πλάτη µας περπατούν άνθρωποι µε βήµατα παρελάσεως. Στην αρχή λίγοι, µετά περισσότεροι. Ο πατέρας µου, η µάνα σου, οι εραστές µας, άντρες και γυναίκες απ’ όλο τον κόσµο. Και ξαφνικά το φως της βάρκας σβήνει και τότε οι άντρες και οι γυναίκες απ’ όλο τον κόσµο που στο µεταξύ έχουν καταλάβει ολόκληρο το σπίτι αρχίζουν ο ένας µετά τον άλλο να πέφτουν και να κυλιούνται στα πατώµατα και να ξανασηκώνονται. Συχνά χωρίς να πέσουν και συχνότερα χωρίς να σηκωθούν ξανά ποτέ.

21

(µνήµη #24)Την ώρα που ετοιµαζόµουν να πάω στην κηδεία µε παίρνει η *** τηλέφωνο και µου λέει «πρέπει να πάρουµε διαζύγιο!» Της λέω σε παρακαλώ µπορείς να µου τα πεις άλλη ώρα γιατί πέθανε ο πατέρας µου.

Όποια στιγµή θέλεις σηκώνεσαι και φεύγεις. Ένα θεατρικό έργο είναι και ο γάµος. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω.

- Μένουµε µαζί?- Ναι!- Αγάπη µου, να βγάλεις τα σκουπίδια.- Αγάπη µου εγώ τα έβγαλα χτες, σήµερα είναι η σειρά σου.- Κάνεις λάθος.- Όχι, όχι, εσύ κάνεις λάθος.- Τελικά είσαι πολύ φτηνή.- Κι εσύ είσαι ένας κόπανος.- Μαλακισµένη, πουτάνα, τελευταία.- Πούστη, αρχίδι.

{θεατρικό – αρχή}Στο χάρτινο δωµάτιο, στο κρεβάτι ο άντρας και η ερωµένη. Βίαιη ερωτική πράξη µε χαστούκια και φωνές που παύει απότοµα. Αµέσως µετά τρυφερή αγκαλιά. Κάποτε ο άντρας σηκώνεται από το κρεβάτι.

ΕΡΩΜΕΝΗΠου πας?

ΑΝΤΡΑΣΣτη γυναίκα µου.

ΕΡΩΜΕΝΗΧάρτινη… Εγώ θα πάω να γεννήσω το παιδί µας.

ΑΝΤΡΑΣΜα… Εµείς δεν κάναµε παιδί, δηλαδή εγώ έχω ένα παιδί

αλλά είναι µε την…

ΕΡΩΜΕΝΗΕδώ είναι όνειρο. Αλλά τότε γιατί πονάει? (η Ερωµένη

κοιλοπονάει)

ΑΝΤΡΑΣΝα έρθω κι εγώ µαζί, να σου κρατάω το χέρι?

ΕΡΩΜΕΝΗΟ γιατρός είναι αυστηρός, δε θα το επέτρεπε.

ΑΝΤΡΑΣ22

Θα µπορούσα να επιµείνω, να είµαι διακριτικός, σε µία γωνία, ήσυχος, δε θα ενοχλώ.

ΕΡΩΜΕΝΗΔεν είπες ότι θα πας στη γυναίκα σου?

ΑΝΤΡΑΣΝαι, έχεις δίκιο.

Ο Άντρας φεύγει από το δωµάτιο, ακούγεται ο ήχος της πόρτας που κλείνει πίσω του.{θεατρικό – τέλος}

Αγαπώ την αποκρουστικότερη συνήθεια σου: Να τελειώνεις το χαρτί υγείας και να µην το αλλάξεις, τρόπος κακός και ανάρµοστος, αλλά σ’ αγαπώ παρ’ όλα αυτά και µ’ αγαπάς κι εσύ, γιατί οι προηγούµενοι µε δέρνανε -πράγµα πολύ χειρότερο- και µου µιλούσαν άσκηµα µπροστά σε κόσµο. Κι έτσι µέσα από την αγάπη µας, µισώ εµένα, γιατί τους άλλους ποθώ µε πόθο που ξέρω δε θα νοιώσω αγάπη µου για σένα ποτέ.

23

(µνήµη #23)Σε παρακαλώ της λέω µπορείς να έρθεις στην κηδεία, σε έχω ανάγκη. Με παίρνει και η ***** και µου λέει «τον είδα εγώ τον θάνατο στο όνειρο µου». Εκείνη τη στιγµή σιχάθηκα τα ψέµατα. Λέω «τώρα γιατί µου λέει ψέµατα?».

Χειµώνας, Ιανουάριος στη Ρόδο. Εσύ έχεις ένα λόγο που δε µ’ αγαπάς όπως εγώ, σε καταλαβαίνω και ξέρω ότι δεν είναι η πρώτη φορά, το έχεις ξανακάνει, µε κάποιον άλλο, ή και µε περισσότερους. Δεν είναι τυχαίο, ένα καλά οργανωµένο σχέδιο κρύβεται πίσω από την αφελή σου άρνηση να µε δεχτείς σαν αρχηγό και κύριο αγαπητικό σου. Ίσως η µύτη µου, ή τα µάτια µου, ή ο τρόπος που φέροµαι στα ζώα. Ή όλα µαζί, ή τίποτα από αυτά αλλά κάτι άλλο χυδαιότερο. Ο τρόπος που µασούλησα ξηρούς καρπούς, το λάγνο βλέµµα του 17χρονου ανιψιού σου, η τόση εφηβική του κάβλα το τέλειο εκείνο απόγευµα. Τι σηµασία έχει? Σε καταλαβαίνω.

Ήθελε να έρθει και αυτή στην κηδεία. Της λέω «***** δεν µπορείς να έρθεις, θα έρθει η ***. Δεν γίνεται να είσαστε µαζί και οι δύο και να κοιταζόσαστε στην κηδεία του πατέρα µου». Θέλω να το ζήσω εγώ. Πάω τελικά στην κηδεία, ενώ συνεχιζότανε αυτή η ιστορία µε τα τηλέφωνα, ντυµένος στα λευκά…

Όταν ρωτούσα µικρή τον πατέρα µου αν είµαι όµορφη, εκείνος γελούσε και µου έλεγε: «η οµορφιά είναι στα περιττά, όχι στα απαραίτητα.»

24

(µνήµη #22)Πάµε στην κηδεία και τον βάζουνε µέσα στο χώµα και πάνε οι νεκροθάφτες να του πετάξουνε τα χώµατα… αδιάφορα.

Και την γνώρισε. Μετά η µάνα µου αφού βγήκε από το νοσοκοµείο ξαναµπήκε στο αναµορφωτήριο. Την είχανε βάλει στο αναµορφωτήριο επειδή ήταν πολύ µικρή. Είχε φύγει από το νησί της την Κεφαλονιά και είχε έρθει εδώ στα αδέλφια της τα µεγάλα. Μια ωραία µέρα λοιπόν το σκάσανε µε τον πατέρα µου και πήγανε κάπου στου Φιλοπάππου και πηδηχτήκανε.

ΨέµαταΨεύτηςΔεν έζησα έτσιΟύτε αλλιώςΟύτε καθόλουΈχω σκηνοθετήσει τη µνήµη µουΔεν έζησα.

Και αναγκαστήκανε να την δώσουνε στον πατέρα µου γιατί έµεινε έγκυος… σ’ εµένα. Και δε µπορούσε να ρίξει το παιδί… δηλαδή εµένα.

Το βλέπω εγώ, τρελαίνοµαι λέω Στόπ!

Για τη µάνα του έλεγε ότι ήταν καµπαρετζού, πουτάνα, τελευταία, ότι µπορείς να φανταστείς. Ψέµατα, νοικοκυρά ήταν και τον λάτρευε. Τις έγραψε όµως από τα πιο ωραία του ποιήµατα καλά και για πια γυναίκα δεν έγραφε! Δεν είχε καµία διαφορά. Μέσα στο κεφάλι του η µάνα του, η γυναίκα του, οι ερωµένες του, ο γιός του, όλα ήταν ένα, ακόµα κι εγώ, όλοι ήµασταν ένας άνθρωπος στο µυαλό του. Δεν µας ξεχώριζε. Υπήρχε κάτι που µε ερέθιζε, καµιά φορά µιλάγαµε µε καµία γκόµενα που ήταν ας πούµε κάπως κουλτουριάρα, όσο µπορούσε γιατί όλο µε τσόκαρα κάναµε παρέα, και αυτές συγκινούνταν από τα ποιήµατα που έλεγα, από τις αναφορές που είχα στη ζωγραφική και όλες αυτές τις καλλιτεχνικές µαλακίες τέλος πάντων και εκείνος µε ζήλευε! Το ένοιωθα, µε κοιτούσε παράξενα και µε έφτιαχνε αυτό γιατί ήταν πολύ πιο ωραίος από ‘µένα, καµία σχέση! Κι όµως, µε ζήλευε και µου άρεσε αυτό.

25

(µνήµη #21)Αργότερα ανακάλυψα ότι οτιδήποτε ένοιωθα σαν έµβρυο το θυµάµαι.

Γι αυτό εγώ δεν µπορώ να µείνω σε σπίτι πάνω από 2-3 χρόνια. Θέλω να αλλάζω. Μόνο όταν παντρεύτηκα τη *** έµεινα στο ίδιο σπίτι 12-13 χρόνια. Έχω πάντα την τάση να κινούµαι, να φεύγω. Θέλω την ελευθερία µου.

Πολύ έντονη εικόνα επίσης ήταν στην Αίγινα όταν µε είχε πάει η µάνα µου γιατί θα έβγαινε ο πατέρας µου από την φυλακή.

Καταλαβαίνω τη ζωή µου σαν µία σειρά µετακοµίσεων. Μπαίνω σε σπίτια και βγαίνω, συχνά χωρίς να µπω και συχνότερα χωρίς να βγω ποτέ.

26

(µνήµη #20)Οι καλεσµένοι άρχισαν να φεύγουν σιγά-σιγά, εγώ τους έδιωξα. Έδιωξα και τους εργάτες. Λέω «εγώ θα τον σκεπάσω, τον πατέρα µου».

Τύχαινε καµία φορά να διηγείται µία ιστορία που την είχαµε ζήσει µαζί και δεν µπορούσα ούτε καν να αναγνωρίσω το περιστατικό. Μέσα στο κεφάλι του ήταν όλα πολύ µπερδεµένα. Δεν έλεγε ψέµατα για αποκτήσει κάποιο όφελος, εκτός από το να γαµήσει καµία γκόµενα ή κάτι τέτοιο. Του άρεσε να σκηνοθετεί το παρελθόν του, την µνήµη του. Έλεγε ιστορίες για µας και ούτε που το καταλάβαινα ότι ήµουν κι εγώ µέσα, νόµιζα ότι µιλάει για κάποιον άλλο.

27

(µνήµη #19)Είµαι δηµιούργηµα της µάνας µου. Μεγαλώσαµε µαζί. Σπάνια θα µε ακούσει η µάνα µου να µιλάω για εκείνη.

Έχω ένα κήπο και στη µέση έχει µία µηλιάΑυτός έφερε τη σκάλαΑυτός ανέβηκε στη σκάλαΑυτός έκοψε το µήλοΑυτός έφαγε το µήλοΚαι το µικρό το πίρι-πίρι θα το πει στο νοικοκύρη να τους κάνει όλους ντά!

28

(µνήµη #18)Έχω µία κόντρα µαζί της επειδή είναι γυναίκα και αυτό µε κάνει να δυσκολεύοµαι να εκφράσω τα συναισθήµατα µου. Την µάνα µου δεν την είδα ποτέ σαν µάνα.

Ξυπνάω ένα χειµωνιάτικο πρωινό στην αγκαλιά σου ενώ εσύ έχεις φύγει. Σ΄ αυτό το δωµάτιο -και σε κάθε δωµάτιο- τα χέρια των ανθρώπων σχηµατίζουν σχήµατα διαρκείας: Φτερά διαρκείας, καρδιές διαρκείας, αγκαλιές διαρκείας. Και οι αγκαλιές -ιδιαίτερα οι αγκαλιές- µένουν πίσω καλοσχηµατισµένες για ώρες πολλές, ακόµα και όταν τα χέρια έχουν φύγει, ακόµα και όταν οι άνθρωποι έχουν φύγει.

29

(µνήµη #17)Μόνο δίπλα σου κοιµόµουν. Ήταν ο πιο ευτυχισµένος ύπνος που έχω κάνει ποτέ. Μόνο µε την µυρωδιά της µάνας µου έχω κοιµηθεί τέλεια. Όταν µύριζα τη µάνα µου… πότε άλλοτε.

{θεατρικό – αρχή}Στο χάρτινο χειρουργείο η γυναίκα γεννά µε φωνές. Πάνω της στέκει ο γιατρός σαν κολώνα, ασάλευτος. Πάνω στο χειρουργικό κρεβάτι ρέουν αίµατα και ανάµεσα στα αίµατα διάσπαρτα δόντια. Κάποτε, µέσα σε κλάµατα, βγαίνει µέσα από τα πόδια της γυναίκας η κόρη της. Η νεογέννητη κόρη -που είναι ολόιδια η µητέρα της και έχει και την ίδια σωµατική διάπλαση- σηκώνεται και στέκει µε δυσκολία όρθια δίπλα στο χειρουργικό κρεβάτι. Κατά διαστήµατα το σώµα της εµφανίζεται και εξαφανίζεται από τον χώρο σαν να αναβοσβήνει. Η µητέρα της παραµένει ξαπλωµένη, τώρα είναι γαλήνια.

ΚΟΡΗΜαµά?

ΓΥΝΑΙΚΑΝαι µωρό µου.

ΚΟΡΗΜαµά σ’ αγαπάω πολύ.(δεν παίρνει απάντηση)

Θα πεθάνεις?

Ο γιατρός ατάραχος γνέφει «Ναι» και αµέσως γυρνά στην πλήρη ακινησία του.

ΚΟΡΗΤώρα?

(δεν παίρνει απάντηση)Κρίµα.

ΓΥΝΑΙΚΑΝα µε θυµάσαι, κι αυτά που σου ‘µαθα µην τα ξεχάσεις…

ΚΟΡΗΝαι µαµά, µην ανησυχείς, ξέρω: Χάρτινα, όλα είναι χάρτινα και τα αίµατα χάρτινα και όλα είναι χάρτινα.

{θεατρικό – τέλος}

30

(µνήµη #16)Μπούλη-Τζούλη Μπούλη-Τζούλη σ’ αγαπώΜπούλη-Τζούλη είσαι ένα κατρούλι!

Θυµάµαι µε τη µάνα µου να πηγαίνουµε σινεµά, ήταν καλοκαιρινός ο κινηµατογράφος και είχα ένα όνειρο, να πάω µια νύχτα µε ένα µαχαίρι να κόψω το πανί της οθόνης και να µπω µέσα. Λέω: «Εκεί θα γλιτώσω! Εκεί είναι η ζωή η πραγµατική, εκεί είναι το όνειρο. Εκεί εγώ θα ζήσω!».

Εσύ τώρα µ’ έχεις µεθύσει εδώ και κάτι προσπαθείς να αρπάξεις, να εκµαιεύσεις. Τέλος πάντων, δεν πειράζει. Δεν ήταν θάνατος αυτός, του άξιζε κάτι καλύτερο. Ένας θάνατος µε δόξα, σαν τα όνειρα του, σαν τα ψέµατα του γιατί όχι. Θα ήταν καλύτερα να τον πυροβολήσουνε ή να τον ανατινάξουνε ή να σκοτωθεί για µία ιδέα ή για µία γκόµενα ή για το παιδί του αλλά όχι στο δρόµο έτσι σαν το σκύλο. Τι σηµασία έχει?

31

(µνήµη #15)Έτσι όπως οδηγούσα βλέπω ξαφνικά την νταλίκα στο 35ο ή στο 55ο χιλιόµετρο δεν θυµάµαι και σκεφτόµουν : «αυτή είναι η τελευταία µου µαλακία»…

{θεατρικό – αρχή}Η γυναίκα στέκει όρθια στο διάδροµο ντυµένη στα µαύρα. Αργά την πλησιάζει από πίσω η ερωµένη . Η γυναίκα µιλά στην ερωµένη χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, σα να έχει διαισθανθεί ποια είναι.

ΓΥΝΑΙΚΑΤολµάς και εµφανίζεσαι εδώ, τώρα?

ΕΡΩΜΕΝΗΕίναι καλά, θα ζήσει?

ΓΥΝΑΙΚΑΞεκουµπίσου πουτάνα, φίδι.

ΕΡΩΜΕΝΗΝα…

ΓΥΝΑΙΚΑΝα µη! Φύγε.

Η ερωµένη χάνεται στο βάθος του διαδρόµου, από εκεί που ήρθε. Ο γιατρός πλησιάζει τη γυναίκα. Της λέει κάτι στο αυτί και την φιλά στο µάγουλο, σχεδόν πρόστυχα. Αµέσως µετά την χτυπά πολύ δυνατά δύο φορές στην πλάτη. Σκόνη γεµίζει το διάδροµο. Ο γιατρός αποµακρύνεται, τον βλέπουµε να χάνεται στο βάθος του διαδρόµου όπου διακρίνουµε αµυδρά και την ερωµένη που συνεχίζει κι αυτή να αποµακρύνεται. Η γυναίκα λιποθυµά. Η κόρη της γυναίκας ντυµένη στα λευκά έρχεται τρέχοντας, σκύβει και αγκαλιάζει την µητέρα της.

ΚΟΡΗΜαµά?

Η γυναίκα εξακολουθεί να κείτεται αναίσθητη στο πάτωµα. Η κόρη της την χαϊδεύει τρυφερά. Το σώµα της κόρης κατά διαστήµατα εµφανίζεται και εξαφανίζεται από τον χώρο σαν να αναβοσβήνει. Στο βάθος του διαδρόµου ο γιατρός και η ερωµένη εξακολουθούν να αποµακρύνονται. Μάνα, κόρη και ερωµένη είναι ολόιδιες.

{θεατρικό – τέλος}

32

(µνήµη #14)Είναι η ξεκούραση µου η µάνα µου. Παρ’ όλο που µε τυράννησε, για µένα έχει υπάρξει µε διάφορες µορφές: η ερωµένη, η φίλη, το κοριτσάκι που έπρεπε να το σώσω.

Ένα νέο, ισοδύναµα ερωτευµένο ζευγάρι, στην απλοϊκή ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα, συζητά κατά τα φαινόµενα για το φαγητό που θα παραγγελθεί, ενώ στην πραγµατικότητα, µία άκρως απόρρητη συζήτηση πρόκειται να εξελιχθεί. Έτσι, εκείνος λέει: «Δεν µε πειράζει καθόλου, διάλεξε σαλάτα εσύ» και εννοεί: «Δεν έχω ερωτευτεί ποτέ ξανά στη ζωή µου, εσύ?» κι εκείνη λέει: «Εντάξει!» και εννοεί: «Εγώ θα ‘θελα να ‘µαι τώρα µε τον άντρα µου αλλά καλός είσαι κι εσύ» κι εκείνος λέει: «Να πιούµε κρασί» και εννοεί: «Ο άντρας σου να πάει να γαµηθεί» και εκείνη λέει: «Το θέλω πολύ» και εννοεί: «Να πούµε την αλήθεια, είναι καλύτερος από ‘σένα και ευγενικός πολύ. Δε µου δίνει βέβαια τελευταία καθόλου σηµασία αλλά θα µπορούσα κι εγώ να κάνω λίγο υποµονή». Και η συζήτηση αυτή θα συνεχιστεί. Εκείνος λέει: «Θέλω απόψε να µεθύσω µαζί σου µικρή» και εννοεί: «Πουτάνα, καργιόλα, τελευταία, εγώ όµως σου σκίζω τώρα το µουνί!» κι εκείνη λέει: «Φώναξε τώρα το µικρό να παραγγείλουµε» και επιτέλους το εννοεί.

33

(µνήµη #13)Αλλά παθαίνει αποκόλληση.

34

(µνήµη #12){θεατρικό – αρχή}

Τελευταία µέρα του Καλοκαιριού, στο χωριό. Η ερωµένη πλησιάζει, το αυτοκίνητο της σηκώνει σκόνη στο χωµατόδροµο. Έχει βδοµάδες να λάβει νέα από τον άντρα. Το κινητό του δεν απαντά, ούτε στο σπίτι. Πήρε και τη γυναίκα του αλλά της το έκλεισε 3 φορές. Στο πατρικό του σπίτι, εδώ στο χωριό, ελπίζει να βρει µια εξήγηση για την αναπάντεχη εξαφάνιση του. Στέκεται στην πόρτα, είναι διστακτική. Ξέρει ότι ο πατέρας του έχει πεθάνει και ότι η µητέρα του ζει µόνη της εκεί µέσα αλλά µόνο αυτά, δεν την έχει γνωρίσει ποτέ. Μετά από µερικές ανάσες η ερωµένη ανοίγει την πόρτα και µπαίνει µέσα στη χάρτινη αυλή. Βλέπουµε τη µάνα, ακούµε τη φωνή του αφηγητή.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ (V.O.)Το καλοκαίρι πέρασε, το καλοκαίρι πάει. Στην αυλή, στην ησυχία -µία ησυχία ύπουλη γεµάτη κρότους- µία γυναίκα 40 που µοιάζει 50, σκυφτή σε µία γλάστρα βάζει χώµα µε τα χέρια φυτεύοντας 1 λουλούδι, τη στιγµή που µία άγνωστη, όµορφη, σηµαδεµένη από τον πλούτο κοπέλα εισβάλει και τη χαιρετά ευγενικά. Κάποια πληροφορία γυρεύοντας, ας πούµε που είναι η φηµισµένη βρύση του χωριού ή ο δρόµος για τα αρχαία ή το πουλί µε το µακρύ λαιµό και την στιλπνή λαλιά που ευδοκιµεί στα µέρη ή ακόµα ο πρώτος γιος της, ο γλυκός, που πέθανε την άνοιξη, γιατί όχι, πού να ξέρει. Και τότε, η γυναίκα σηκώνεται όρθια κοιτώντας την κοπέλα µε αγάπη, τρυφερά, όταν ξαφνικά γλείφει τα χείλη και βάζει µε µια κίνηση στη θέση τους µια τούφα από µαλλιά, αργά αλλά καθόλου αυτάρεσκα, µάλλον µε µια ντροπή. Κι αυτή ακριβώς η απελπισµένη κίνηση καλλωπισµού της είναι που σηµατοδοτεί κι επίσηµα, µε κρότο -τον πρώτο κρότο από πολλούς που ακολουθούνε- τη λήξη του καλοκαιριού. Εκεί στην φωτεινή αυλή και στον µισό πλανήτη Γη, κι εντός της.

{θεατρικό – τέλος}

35

(µνήµη #11){θεατρικό – αρχή}

Βαθιά µέσα στο χάρτινο δάσος, καθισµένοι στο χορτάρι ο άντρας και η ερωµένη. Η ερωµένη είναι όµοια µε την κόρη και τη γυναίκα του άντρα.

ΕΡΩΜΕΝΗΧάρτινα, όλα είναι χάρτινα.

ΑΝΤΡΑΣΚαι τα δόντια µου?

ΕΡΩΜΕΝΗΤα δόντια σου περισσότερο απ’ όλα.

ΑΝΤΡΑΣΝαι, αλλά θα µπορούσα να σε δαγκώσω και να σου κόψω ένα µεγάλο κοµµάτι κρέας και να τρέχουνε τα αίµατα

ποτάµι!

ΕΡΩΜΕΝΗΚαι τα αίµατα!

ΑΝΤΡΑΣΤι, χάρτινα είναι κι αυτά?!

ΕΡΩΜΕΝΗΤα αίµατα περισσότερο απ’ όλα.

ΑΝΤΡΑΣΘέλω να σ’ αγκαλιάσω γυµνή, και να είσαι ζεστή και απαλή σαν κουβέρτα, όχι οποιαδήποτε κουβέρτα, εκείνη την πορτοκαλί κουβέρτα που µε σκέπαζε η µάνα µου.

ΕΡΩΜΕΝΗΠαντρεµένος?

ΑΝΤΡΑΣΝαι.

ΕΡΩΜΕΝΗΠαιδιά?

ΑΝΤΡΑΣΈνα κορίτσι!

ΕΡΩΜΕΝΗΚαι τα κορίτσια.

36

ΑΝΤΡΑΣΧάρτινα ε?

ΕΡΩΜΕΝΗΠερισσότερο απ’ όλα τα άλλα πράγµατα στον κόσµο, τα

κορίτσια είναι χάρτινα. Δεν το ήξερες?

ΑΝΤΡΑΣΚάτι είχα φανταστεί, για τα αίµατα δηλαδή, αλλά τα

κορίτσια εγώ νόµιζα ότι ήταν αληθινά…

ΕΡΩΜΕΝΗΚανονικά θα έπρεπε να είσαι στο σπίτι σου, µε τη γυναίκα σου και µε την κόρη σου, όχι να τριγυρνάς µαζί µου.

ΑΝΤΡΑΣΘέλω να σ’ αγκαλιάσω.

ΕΡΩΜΕΝΗΚαλά, αφού επιµένεις. Πάµε στο κρεβάτι µου.

{θεατρικό – τέλος}

Χάρτινα, όλα είναι χάρτινα και τα αίµατα χάρτινα και όλα είναι χάρτινα.

Στον βυθό µιας λίµνης αίµατος µε φιάλες οξυγόνου γυµνοί αγκαλιαζόµαστε. Οι φυσαλίδες µας αναδύονται και δεν έχει σηµασία αν έχεις κοµµένο χέρι και δεν έχει σηµασία αν αιµορραγείς. Μέσα στα αίµατα είναι τα αίµατα µέσα στα πόδια µου σε δένω σφικτά, σου δίνω ζωή, και δεν έχει σηµασία αν µ’ αγαπάς.

Δεν ήταν και σίγουρο ότι θα µου σηκωνόταν και από την πρώτη φορά. Έπρεπε να αισθανθώ και λίγο… κάτι…

-Γεια σου πρώτη φορά έρχεσαι εδώ?-Ναι δεν έχω ξανάρθει, ωραία είναι!-Ναι, πολύ ωραία. Εµένα µε λένε Στράτο, εσένα?

Η δεύτερη φορά είναι διαφορετική από την πρώτη. Ένας άγνωστος άνθρωπος φορά κουστούµι εσένα, ένας άγνωστος άνθρωπος φορά κουστούµι εµένα. Και οι δύο άγνωστοι, στο ίδιο δωµάτιο, στο ίδιο κρεβάτι, Με άλλα χάδια αγαπιούνται τα ίδια χέρια, για ώρες πολλές, ένας άγνωστος άνθρωπος σου δείχνει τρυφερές αγκαλιές, ένας άγνωστος άνθρωπος µου δείχνει φιλιά στο στόµα, στα χέρια, στα πόδια, στα πλευρά, στα αίµατα.

- Μένουµε µαζί?

Η δεύτερη φορά είναι διαφορετική από την πρώτη. Τελειώνεις πρώτα εσύ και είναι ωραία και τότε ένας άγνωστος άνθρωπος βγαίνει µέσα από ‘σενα, ένας άγνωστος

37

άνθρωπος βγαίνει µέσα από ‘µένα και κυλιόµασταν κι εµείς και αυτοί και οι τέσσερις στο ίδιο δωµάτιο, στο ίδιο κρεβάτι, τέσσερα ενήλικα θηλαστικά αποδεικνύουµε την αξία του βάρους µας. Σπάνε τα σανίδια, µας καταπίνει το στρώµα, µας µασάει µε κάτι δόντια σίδερα. Το ανθρωποφάγο στρώµα, το ανθρωποφάγο κρεβάτι, το ανθρωποφάγο δωµάτιο, το ανθρωποφάγο σπίτι.

- Αγάπη µου, να βγάλεις τα σκουπίδια.

38

(µνήµη #10)Και λέω, µε αυτό το χέρι που µε πόνεσες, µε αυτό το χέρι θα πονέσεις. Και την πιάνω πολύ ήρεµα και αρχίζω να την χτυπάω και έφευγε το χέρι παφ ένα χαστούκι.

Πρώτη φορά είδα ηλεκτροσόκ στη ζωή µου. Αυτό ήτανε φοβερό γιατί θυµάµαι τότε τα είχα µε την Νορβηγίδα και πήγαινα να κάνω έρωτα µαζί της και έβλεπα το ηλεκτροσόκ στη µούρη µου και µου ‘πεφτε.

39

(µνήµη #9)Τον είχα πάει σπίτι του αν και απαγορευότανε. Κι εγώ ασθενής ήµουνα. Αλλά τον πήρα σκαστά και τον πήγα σους γονείς του να τους δει σε ένα ζαχαροπλαστείο γιατί ήτανε ζαχαροπλάστισσα η µάνα του.

Στο τέλος του κόσµου, σπάνε όλα τα γυαλιά της εξώπορτας του σπιτιού µου και σ’ έναν εκρηκτικό θόρυβο εισβάλλοντας µέσα εσύ µε το ράµφος σου σκαλίζεις το κρανίο µου και είναι όλα υπέροχα. Την τελευταία στιγµή επιτυγχάνεις µια τέλεια γεώτρηση χειρουργικής ακρίβειας και σ’ έναν εκρηκτικό θόρυβο ανθίζουν πίδακας τα εγκεφαλικά µου υγρά και είµαι ωραίος µε την καινούρια κόκκινη περικεφαλαία του λεγεωνάριου. Μετά δε θα υπάρχει µετά, ούτε πριν, ούτε τότε. Σιωπή.

Την είχαµε γνωρίσει πριν από µισή ώρα και µας δίνει δωµάτιο. Φάγαµε φαλάφελ, µ’ άρεσαν πάρα πολύ τα φαλάφελ! Βρισκόµουν στο Ισραήλ και περίµενα να σκάσει και καµία βόµβα…

Εγώ είχα ετοιµάσει µία ταινία για έναν νέο, ωραίο, διάσηµο ηθοποιό που θα πέθαινε νωρίς. Εκείνος θα ήταν ο πρωταγωνιστής. Και γι αυτό γίναµε θέµα και έγινε διάσηµη η ταινία που δεν γυρίστηκε βέβαια ποτέ. Τώρα αυτή η ερώτηση που µου κάνεις, έχω κουραστεί να απαντάω σε χαζές ερωτήσεις, συγνώµη δηλαδή αλλά έτσι είναι. Τι θα πει «αν µου λείπει?» Και ένα σκύλο να είχα και να πέθαινε θα µου έλειπε. Καλά ξέρω τώρα διάφοροι ζωόφιλοι να το θεωρήσουν προσβλητικό αυτό αλλά στ’ αρχίδια µου. Με παίρνει τηλέφωνο το τσόκαρο και µου λέει: «Ψάχνω τον φίλο σου και δεν τον βρίσκω, µε γράφε!». «Πέθανε», της λέω. Μου λέει: «Καταρρίφτηκε το αεροπλάνο του?». «Όχι» της λέω, «ανατινάχτηκε το διαστηµόπλοιο του και σκοτώθηκε µαζί µε άλλους Λεγεωνάριους!». Και της έκλεισα το τηλέφωνο, αλλά µε ξαναπήρε. Μου λείπει τέλος πάντων αφού αυτό θέλεις ν’ ακούσεις.

{θεατρικό – αρχή}Χειµώνας, Χριστούγεννα κάπου στην Ανατολή. Ο άντρας, πιλότος του χάρτινου βοµβαρδιστικού παίρνει εντολή βοµβαρδισµού. Ο στόχος είναι ένα νοσοκοµείο. Ο άντρας εκτελεί. Τον βλέπουµε να µε τις στολές του και ακούµε τη φωνή του.

ΑΝΤΡΑΣ (V.O.)Το γοητευτικό θέαµα του βοµβαρδισµού µιας πόλης ανήκει χωρίς αµφιβολία σ’ εµάς, το πλήρωµα του βοµβαρδιστικού. Είναι η ανταµοιβή του πληρώµατος µαζί µε το έγχρωµο παράσηµο, αντίθετα µε το θέαµα του βοµβαρδισµού που είναι πάντα ασπρόµαυρο. Το γοητευτικό θέαµα του βοµβαρδισµού µιας πόλης είναι ασπρόµαυρο και θορυβώδες. Μυρίζει Πάσχα στους έλληνες και µπάρµπεκιου στους αµερικάνους. Ταυτόχρονα συµβαίνουν τα παρακάτω: Εκείνος, ο στρατηγός που διατάσει νιώθει µία αρχέγονη ηδονή. Εγώ, ο στρατιώτης που εκτελεί, νιώθω µία ανακούφιση. Ο άλλος, ο τραυµατίας που θα πεθάνει δε νιώθει πια. Το γοητευτικό θέαµα του βοµβαρδισµού µιας πόλης ανήκει χωρίς αµφιβολία και στην κινηµατογραφική µας µνήµη. Ο κινηµατογράφος αφαιρεί τη µυρωδιά και προσθέτει τη γοητεία, ο κινηµατογράφος δίνει σε κάθε πόλη την ιδιαίτερη της µουσική υπόκρουση, τη δική της βοµβαρδιστική συµφωνία.

{θεατρικό – τέλος}40

41

Με κοιτούσε ο οδηγός της νταλίκας παράξενα, σκέφτοµαι: «θα µου έχουνε χυθεί τα µυαλά και δε µου το λέει». Λέω: «Όλα καλά!» σα να µη µε αφορούσε το γεγονός ότι τράκαρα, σα να τράκαρε κάποιος άλλος, όχι εγώ. Καλούνε την αστυνοµία, έρχεται η αστυνοµία.

«Τι να του ευχηθώ εκεί που βρίσκεται τώρα?». Μα καλά, τι µαλακία ερώτηση είναι αυτή? Δε µου λες, ψυχαναλυτής είσαι εσύ ή παππάς να πούµε? Που είναι? Πουθενά δεν είναι. Αντίο! Και µετά γιατί να του ευχηθώ? Αν ήτανε εδώ εντάξει αλλά δεν είναι. Φαντάζεσαι να ήταν εδώ? Ξέρεις τι ωραία που περάσαµε όταν κάναµε την τελευταία µας ταινία? Και του έλεγα τότε, θα κάνουµε µία καινούρια ταινία κι ε΄συ θα σκοτώνεσαι! Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η ιδέα! Δεν ήθελε να το κάνει. Του διάβαζα το σενάριο, είχε µία σκηνή που εκείνος ήτανε θαµµένος και ξαφνικά έβγαινε από το χώµα. «Δεν το κάνω», µου λέει. Θα το έκανε, αλλά θα έπρεπε να ζει για να βγει από το χώµα. Μ’ αρέσει το σινεµά, µ’ αρέσει πολύ, γιατί ότι θέλεις λες και ότι θέλεις κάνεις. Για βγάλτον τώρα εσύ από το χώµα. Φαντάζεσαι, να πεταχτεί από το χώµα, όχι σαν ζόµπι, αλλά ωραίος, ψεύτης όπως ήτανε, γοητευτικός! Δεν γίνεται, ε?

42

(µνήµη #8)Ανοίγω την πόρτα γυρίζοντας από το σχολείο. Στο σπίτι επικρατεί µία αναστάτωση. Ο θείος µου ο παπάς κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Ο πατέρας µου προσπαθεί µάταια να προσφέρει µία κάποια βοήθεια λέγοντας λόγια χωρίς νόηµα. Ο παππούς και η γιαγιά ανέκφραστοι, αµίλητοι, ακίνητοι. Κεντρική φιγούρα, ξαπλωµένη στο κρεβάτι, µε σεντόνι ως το λαιµό, µε γάζες σε ολόκληρο το πρόσωπο και στα γαλάζια µάτια, η µάνα µου. Σαν τη Φρίντα και γιατί όχι, η ίδια η Φρίντα. Είναι αδύνατο να διακρίνεις τη διαφορά.

43

(µνήµη #7)-Άτιµε τύραννε ότι θέλεις λες και ότι θέλεις κάνεις-Κι εσύ άτιµη γυναίκα, µήπως ότι θέλεις δε λες και ότι θέλεις δεν κάνεις?-Θύµωσα!

44

(µνήµη #6)Βλέπω ένα άσκηµο πράγµα! Κοιτάω το µωρό και δεν έµοιαζε ούτε σ’ εµένα ούτε στην ***. Σαν εξωγήινος ήτανε.

Θυµάµαι την κόρη µου να κάνει ποδήλατο µε µεγαλύτερη ταχύτητα από ότι είναι ικανή και φυσικά να πέφτει και να κάνει ράµµατα.

Γι αυτό τώρα εµένα µ’ αρέσει να περνάω µε κόκκινο τα φανάρια. Εσύ φοβάσαι µην πεθάνω?

Είχα όµως και µία αίσθηση σα να ερχότανε ένας φίλος από τα παλιά. Κάτι οικείο, κάτι πολύ αγαπηµένο. Πριν λειτουργήσει ακόµα το πατρικό ένστικτο.

Καλοκαίρι, Αύγουστος, στην Κρήτη. Η µικρή µας κόρη έχει 2 λαµπερά γαλάζια µάτια και βλέπει φυσικά τον κόσµο γαλάζιο. Αλλά εµείς την αγαπάµε παρ’ όλα αυτά κι ελπίζουµε µεγαλώνοντας να δει και τα άλλα χρώµατα, δηλαδή το κίτρινο και το κόκκινο, κυρίως το κόκκινο. Γιατί αλλιώς πως θα ξεχωρίζει τα ηλιοτρόπια, πως θα παραβιάζει τα φανάρια?

45

(µνήµη #5)Και µας λέει ο γιατρός ότι έπαθε αποκόλληση. Τι είναι αυτό γιατρέ? Μπορεί να χαθεί το παιδί. Πρέπει να κάνει πολύ ήσυχη ζωή, ήρεµη.

- Είχαµε συµφωνήσει µέχρι τον Ιούλιο του 2012.- Να µη λέµε πολλές κουβέντες, πάµε στον Δικηγόρο να υπογράψουµε να ξεµπερδεύουµε.

Όταν γεννιέται η µεγάλη µας κόρη, ήµαστε στην µαιευτική και γυναικολογική κλινική του νοµαρχιακού νοσοκοµείου Αγίου Νικολάου Κρήτης. Αυτό σηµαίνει ότι στα δωµάτια εκτός από νεαρές ετοιµόγεννες γυναίκες έχει και γριές που θα τους αφαιρέσουν τη µήτρα ή κάτι χειρότερο. Εµάς µας φέρνουν µία τέτοια ακριβώς, στο δίπλα κρεβάτι. Θυµάµαι τη γριά σαν πέτσινο άγαλµα, ανέκφραστη, αµίλητη, ακούνητη. Και θυµάµαι να κλαίω τις νύχτες στα παράθυρα εξαιτίας της, πνιχτά-µην ακουστώ, αλλά ακούγοµαι και όλοι νοµίζουν ότι µου συµβαίνει κάποια παρενέργεια της πατρότητας, από αυτές που σε κάνουν ευσυγκίνητο. Αλλά εγώ κλαίω εξαιτίας της θυµάµαι.

46

(µνήµη #4)- Ήταν τόσο άσκηµο το µωρό που σκεφτόµουν «τώρα πληρώνω τις αµαρτίες τις ζωής µου». - Τι βλακείες λες, έτσι γεννιούνται τα παιδιά!- Ναι το ξέρω, τότε δεν το ήξερα όµως.- Φυσιολογικά γεννήθηκε ή µε καισαρική?- Φυσιολογικά.- Ε, γι αυτό.

Μ’ αφήνουνε στη γιαγιά για να πάνε µόνοι τους βόλτα. Πετάγοµαι κι εγώ στο µπαλκόνι, γαντζώνοµαι απ’ τα κάγκελα και αρχίζω να ουρλιάζω: «Mη φεύγεις µανούλαααα!», ή κάτι τέτοιο, πολλές φορές και οπωσδήποτε σπαραχτικά. Η µάνα µου, αφηγείται συχνά αυτή την ιστορία, φυσικά µε µία κάποια αυταρέσκεια. Αλλά και οι γείτονες βεβαιώνουν το περιστατικό γελώντας µε τρόπο που αποκαλύπτει όλα τα σφραγίσµατα των δοντιών τους. Για να είµαι ειλικρινής, δεν είµαι σίγουρος αν έγινε κάτι τέτοιο ή αν επινοήθηκε από τη γειτονιά πολύ αργότερα. Στην πραγµατικότητα δε θυµάµαι τίποτα, νοµίζω ότι θυµάµαι.

47

(µνήµη #3)- Ένα τίποτα!- Το σχολείο τι είναι?- Τίποτα.- Κι όταν πηγαίνουµε στο σχολείο?- Τίποτα.- Αφού ξυπνάµε και πάµε στο σχολείο.- Το ονειρευόµαστε.

Τη µάνα µου τη θυµάµαι πάντα θλιµµένη. Έχω την εντύπωση ότι επινοεί ένα λόγο να’ ναι θλιµµένη ακόµα και µέσα στις µεγαλύτερες χαρές. Θυµάµαι τη µάνα µου να κλαίει σους γάµους.

48

(µνήµη #2)- Α! Όνειρο είναι?- Ναι.- Και όταν τρώµε τι είναι?- Όνειρο.- Αφού κάτι µασουλάµε.- Όνειρο.- Α! Και στην τράπεζα όταν πηγαίνουµε να βγάλουµε λεφτά, αυτό τι είναι?- Όνειρο το βλέπουµε.- Δεν είναι αλήθεια?- Δεν είναι.- Δηλαδή όλα είναι ένα τίποτα.- Ναι. Εκτός από το παγωτό!- Το παγωτό είναι αλήθεια?- Ναι.- Δηλαδή ζούµε σε ένα κόσµο που το παγωτό κάνει κουµάντο?- Που µόνο το παγωτό υπάρχει!- Απ’ όλα τα πράγµατα στον κόσµο υπάρχει µόνο το παγωτό?- Ναι!- Και τα άλλα τι είναι?- Δεν υπάρχουν.- Είναι ένα τίποτα?- Ναι.- Είναι µία ιδέα?- Ναι.- Ποιος το έλεγε αυτό, ξέρεις?- Ποιος?- Ποιος έλεγε ότι όλα είναι µία ιδέα? Ένας παππούς σου το έλεγε, πως τον λέγανε?- Ο Πλάτωνας!

Σε θυµάµαι πάνω απ’ το φέρετρο, να τρως παγωτό. Γοητευτικά θλιµµένη, όµορφη, µέσα στην οµορφιά σου να καλλωπίζεσαι. Τα µαλλιά… δεµένα πίσω σφικτά, το παλτό… κουµπωµένο ψηλά. Δέχεσαι συλλυπητήρια, γελάς αµήχανα, στο στόµα µε φιλάς για τελευταία φορά, είναι τα χείλη µας το ίδιο ψυχρά, µόνο η δικιά σου καρδιά χτυπά δυνατά… σε θυµάµαι.

Έχω σκηνοθετήσει τη µνήµη µου. Δεν έζησα.

Στη µνήµη του Μανώλη (1973 – 2010)

Όχι, όχι! Αυτό θα πεις του µοντέρ να το διορθώσει. Θα γράψει «οι µνήµες του Μανώλη», όχι «στη µνήµη του Μανώλη». Τώρα, τώρα αµέσως.

Η ευτυχία που επιδιώκεις είναι ένα είδωλοΑκόµα και ένα κτήνος που ροκανίζει την τροφή του νοιώθει ευτυχία σαν εσέναΕπιδίωξε την αµοιβαία τρυφερότηταΚαι τα ξαναλέµε.

49

(πιθανόν του Α.Σολζενίτσιν, από το ηµερολόγιο του Μανώλη, τελευταία σελίδα µε ηµεροµηνία 5 Αυγούστου 2011)

50

(µνήµη #1)(δεν έχει καθόλου λόγια)

51

(έξοδος)Έχω σκηνοθετήσει τη µνήµη µουΨέµαταΨεύτηςΕγώΗ κάµεραΗ κάµερα ξεσκίζει σα βεγγαλικό το δωµάτιοΞηλώνει τους τοίχους, τα πατώµαταΚαι το µετατρέπει σε διαµπερές σκηνικόΚαι το διατρέχει µε βοή και ταχύτηταΚαι όλες οι σκηνές, οι ζωγραφιές, οι αγκαλιέςΤα µολύβια, οι συνουσίεςΟι γοµολάστιχες, τα ουρλιαχτά, τα γέλιαΟι πάντα αποχωρισµοί που συντελέστηκαν µοναδικάΤώρα ξαναγυρίζονταιΗ κάµερα ξεσκίζει σα βεγγαλικό το δωµάτιοΚαι όλες οι επιθυµίεςΑνάγονται σε χρώµαταΚαι όλες οι εξαρτήσειςΑνάγονται σε σχήµαταΚαι µε τη µουσικήΑνάγεται συνολικά το παρελθόνΣε τέχνηΣε ψέµαταΗ κάµερα ξεσκίζει σα βεγγαλικό το δωµάτιοΗθοποιός, σκηνογράφος, µουσικός, ηχολήπτηςΦωτογράφος, εικονολήπτης, σκηνοθέτης, σεναριογράφοςΕγώΨεύτηςΨέµαταΔεν έζησα έτσιΟύτε αλλιώςΟύτε καθόλουΈχω σκηνοθετήσει τη µνήµη µουΗ κάµερα ξεσκίζει σα βεγγαλικό το δωµάτιοΗ κάµερα ξεσκίζει σα βεγγαλικό το δωµάτιοΨέµαταΨεύτηςΕγώΗ κάµεραΤο δωµάτιοΤο ποτάµιΈχω σκηνοθετήσει τη µνήµη µουΔεν έζησα.

52

(τίτλοι τέλους)

53