306 PK

7
Άρθρο 306 - Έκθεση 1. Όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος με πρόθεση αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος το τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. 2. Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα: α) βαριά βλάβη στην υγεία του, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών˙ β) το θάνατό του, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον έξι ετών. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 306 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος με πρόθεση αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος το τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Από τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο διαφορετικές περιπτώσεις, κατά τις οποίες συντελείται το έγκλημα της έκθεσης , δηλαδή η – ένδικη- περίπτωση, κατά την οποία από υπάρχουσα ασφαλή κατάσταση μετατίθεται κάποιος σε νέα, κατόπιν θετικής ενεργείας του δράστη και συγχρόνως εκτίθεται σε αβοήθητη κατάσταση, η οποία υπάρχει όταν ο παθών δεν μπορεί, χωρίς τη βοήθεια άλλου, ν` αποτρέψει ενδεχόμενο κίνδυνο , που θα απειλούσε τη ζωή ή την υγεία του (κατάσταση όπου υπάρχει πιθανότητα προσβολής της ζωής ή της υγείας – Αγγ. Μπουρόπουλος ό.π σελ 438 και 492 , Αλ. Κατσαντώνης ό.π σελ. 122) , και η άλλη περίπτωση, κατά την οποία αφήνει κάποιος σε αβοήθητη κατάσταση πρόσωπο, το οποίο βρίσκεται υπό την προστασία του ή είναι υποχρεωμένο για την περίθαλψη και διατροφή ή για την

Transcript of 306 PK

Άρθρο 306 - Έκθεση1. Όποιος εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος με πρόθεση αφήνει

αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος το τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών.

2. Αν η πράξη προκάλεσε στον παθόντα:α) βαριά βλάβη στην υγεία του, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών˙β) το θάνατό του, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον έξι ετών.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 306 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος

εκθέτει άλλον και έτσι τον καθιστά αβοήθητο, καθώς και όποιος με

πρόθεση αφήνει αβοήθητο ένα πρόσωπο που το έχει στην

προστασία του ή που έχει υποχρέωση να το διατρέφει και να το

περιθάλπει ή να το μεταφέρει, ή ένα πρόσωπο που ο ίδιος το

τραυμάτισε υπαίτια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι

μηνών. Από τη διάταξη αυτή προβλέπονται δύο διαφορετικές

περιπτώσεις, κατά τις οποίες συντελείται το έγκλημα της

έκθεσης, δηλαδή η –ένδικη- περίπτωση, κατά την οποία από

υπάρχουσα ασφαλή κατάσταση μετατίθεται κάποιος σε νέα,

κατόπιν θετικής ενεργείας του δράστη και συγχρόνως

εκτίθεται σε αβοήθητη κατάσταση, η οποία υπάρχει όταν ο

παθών δεν μπορεί, χωρίς τη βοήθεια άλλου, ν` αποτρέψει

ενδεχόμενο κίνδυνο , που θα απειλούσε τη ζωή ή την

υγεία του (κατάσταση όπου υπάρχει πιθανότητα προσβολής

της ζωής ή της υγείας – Αγγ. Μπουρόπουλος ό.π σελ 438 και

492 , Αλ. Κατσαντώνης ό.π σελ. 122) , και η άλλη περίπτωση,

κατά την οποία αφήνει κάποιος σε αβοήθητη κατάσταση πρόσωπο,

το οποίο βρίσκεται υπό την προστασία του ή είναι υποχρεωμένο για

την περίθαλψη και διατροφή ή για την μεταφορά του, ή πρόσωπο

το οποίο υπαίτιος τραυμάτισε. Στη δεύτερη περίπτωση, σε

αντίθεση με την πρώτη, ο δράστης δεν δημιουργεί με την πράξη

του την αβοήθητη κατάσταση, αφού ο εκτεθειμένος είναι ήδη

αβοήθητος, αλλά παραλείπει να τον βοηθήσει . Αβοήθητος δε ως

στοιχείο και των δυο πιο πάνω εννοιών του εγκλήματος της

έκθεσης θεωρείται ο παθών, όταν περιέρχεται σε κατάσταση

ενδεχόμενου κινδύνου, τόσο για τη ζωή όσο και για την

υγεία του, και είναι ανίκανος ν` απομακρύνει αυτόν

τον κίνδυνο με τις δικές του δυνάμεις ή με την

επίκληση τρίτου προσώπου . Για την κατάφαση δηλαδή του

προκειμένου εγκλήματος δεν αρκεί να επέλθει ο κίνδυνος,

αλλά προαπαιτείται, ως προαναφέρθηκε , και να μην μπορεί

να τον αποτρέψει ο παθών με τις δικές του δυνάμεις.

Περαιτέρω (σύμφωνα με την προϊσχύουσα θέση της

νομολογίας) είναι αδιάφορο αν ο κίνδυνος αυτός πράγματι

επήλθε. Αντίθετα όμως με την τελευταία αυτή θέση

της νομολογίας ως προς το θέμα της πραγμάτωσης ή μη

του σχετικού κινδύνου για την κατάφαση του εγκλήματος

της έκθεσης (βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 467/1991 Υπεράσπιση 1991 σελ.

841, ΑΠ 876/86 Ποιν.Χρον. ΛΣΤ` 806, Πλημ.Αθην. 3654/92

Ποιν.Χρον. MB` σελ. 1118), η θεωρία συμφωνεί ως προς την

ταυτότητα του παραπάνω εγκλήματος ως συγκεκριμένης

διακινδυνεύσεως (βλ. Ανδρουλάκη, Ποιν.Δικ. Ειδ.Μ. σελ. 68,

Μανωλεδάκη, Η διαλεκτική έννοια των εννόμων αγαθών σελ. 91,

Συμεωνίδου, Εγκλήματα κατά της ζωής σελ. 608,

Συμβ.Πλημ.θεσ/νίκης 43/95 και παρατηρήσεις ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ

Υπεράσπιση 1995 σελ. 350-358, Συμβ.Πλημ.Κυπαρ. 33/96

Υπεράσπιση 1997 σελ. 354 και παρατηρήσεις κάτωθι αυτού

ΚΑΪΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ, σελ. 356). Πρακτικό περιεχόμενο αυτής της

παραδοχής αποτελεί όμως το γεγονός ότι για να καταφαθεί το

έγκλημα της έκθεσης θα πρέπει να αποδεικνύεται κάθε φορά

η πραγμάτωση του σχετικού κινδύνου ως

ολοκληρωμένου εμπειρικού μεγέθους, που πρέπει να

προκύπτει από την τυποποιημένη συμπεριφορά.

Συγκεκριμένος κίνδυνος της ζωής ή της υγείας αυτονόητα δεν

είναι ο ενδεχόμενος και δεν μπορεί βέβαια να υπάρχει, αν ο

κίνδυνος αυτός δεν πραγματώθηκε, δηλαδή δεν αποτελεί

ήδη εμπειρικό γεγονός. Κίνδυνος είναι η δημιουργία

όρων υπό τους οποίους αρχίζει μια αυτοδύναμη

διαδικασία που θα οδηγήσει σε βλάβη του έννομου

αγαθού της ζωής ή της υγεί ας, αν δεν ανακοπεί με

οποιονδήποτε τρόπο (Συμεωνίδου-Καστανίδου α 657).

Παρότι όπως προεκτεθηκε , προστατευόμενο έννομο

αγαθό είναι η ζωή και η σωματική ακεραιότητα γενικά , κατά

επιτρεπτή ερμηνευτική συστολή , θα πρέπει να δεχθούμε ότι

έκθεση μπορεί να θεμελιωθεί μόνο , όταν από την αβοήθητη

κατάσταση απειλείται κίνδυνος ζωής ή βαριά σωματική βλάβη

(βλ Μαργαρίτης αρθ. 306 αρ. 7 , σε όμοιο συμπέρασμα και

Ανδρουλάκης ΠοινΔ ΕιδΜ σ. 67 και Felutzis).

Η πράξη είναι τετελεσμένη αφής ο παθών

μετέστη σε κατάσταση αβοήθητη από τη μέχρι τότε

κατάστασή του (Τούσης/Γεωργίου αρθ. 306 αρ. 4) και δεν

απαιτείται και η επέλευση του θανάτου ή της

σωματικής βλάβης (βλ. Μαργαρίτης αρθ. 306 αρ.17 σελ

812). Το έγκλημα της έκθεσης θεωρείται

συντελεσμένο με την πρόκλη ση κινδύνου είτε για το

έννομο αγαθό της ζωής είτε για το έννομο αγαθό της

σωματικής ακεραιότητας, (ΑΠ. 16/ 1967 Ποιν. Χρον. IX' 275,

Πλημ. ΑΟην. 1812/ 1982 Ποιν. Χρον. ΑΒ' 952).

Η πράξη μπορεί να τελεστεί όχι μόνο με υλική πράξη

αλλά και με απάτη (σχετ. Shonke/Schroder , Μαργαρίτης αρθ.

306).

Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι η αντικειμενική

υπόσταση του εγκλήματος της έκθεσης της ένδικης

περίπτωσης (υπό τη στενή έννοια) , το οποίο είναι έγκλημα

συγκεκριμένης διακινδύνευσης και γνήσιο πολύτροπο (υπαλλακτικά

μικτό), εν προκειμένω τελέστηκε με την έκθεσή μου επί

…….. , έτσι ώστε να καταστώ αβοήθητος (έκθεση σε στενή

έννοια).

Περαιτέρω , κατά μια άποψη δεν έχει σημασία αν η

αβοήθητη κατάσταση προέκυψε υπαίτια ή

ανυπαίτια ή αν είναι πρόσκαιρη ή διαρκής (Schonke/Schoder

παρ 221 αρ. 2 Ποινικός Κώδικας Μιχαήλ Μαργαρίτη αρθ. 306 σελ

809).

Κατ άλλη άποψη για την υποκειμενική υπόσταση του

εγκλήματος της έκθεσης απαιτείται να έχει ο δράστης δόλο έστω

και ενδεχόμενο, να αποδέχεται δηλαδή ο δράστης

τον κίνδυνο για τη ζωή (ή τη σωματική

ακεραιότητα) του θύματος και όχι το θάνατο (ή τη

σωματική του βλάβη), διότι, αν συμβαίνει το δεύτερο, τότε δεν

έχουμε το έγκλημα της έκθεσης, αλλά απόπειρα ανθρωποκτονίας

(ή σωματικής βλάβης). Ο δράστης αποδέχεται τον

κίνδυνο για τη ζωή (ή την σωματική ακεραιότητα),

όταν ελπίζει ότι ο θάνατος (ή η σωματική βλάβη)

δεν θα επέλθει. Απαραίτητο συνεπώς υποκειμενικό στοιχείο

και για τις δύο μορφές εκθέσεως είναι ο δόλος, ο οποίος

περιλαμβάνει τη θέληση διακινδυνεύσεως της ζωής του παθόντος,

αρκεί όμως και ενδεχόμενος δόλος, ο και

αποκαλούμενος δόλος αποδοχής του ενδεχομένου

(βλ. Α. Μπουρόπουλου, ό.π., σελ. 494-495, Τ. Φιλιππίδη, ό.π., σελ.

154-155, ΠλημΧαλκιδικής, ό.π.). Ο δόλος συνεπώς της

εκθέσεως κατευθύνεται προς τη διακινδύνευση και

όχι προς την προσβολή της ζωής (ο δόλος του

δράστη στην έκθεση δεν απευθύνεται προς την

προσβολή αλλά προς την απειλή, Αγγ. Μπουρόπουλος

ό.π. σελ. 494), διότι ως ανωτέρω ελέχθη εάν υπάρχει όχι απλά

αποδοχή διακινδυνεύσεως της ζωής του παθόντος αλλά αποδοχή

και του θανάτου του, τότε δεν θα πρόκειται για έκθεση αλλά για

απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση, δηλαδή με ενδεχόμενο

δόλο (βλ. Ν. Ανδρουλάκη, ό.π., σελ. 73-74, όπου τονίζει ότι

είναι δυνατόν να αποδέχεται ο δράστης τη διακινδύνευση

της ζωής όχι δε και τον θάνατο, όταν ελπίζει και όχι όταν

πιστεύει ότι ο θάνατος δεν θα επέλθει).

Ενδεχόμενος δόλος υπάρχει όταν ο δράστης

προβλέπει ότι από την πράξη του (αξιόποινη ή όχι) είναι

δυνατό να παραχθεί το αξιόποινο αποτέλεσμα και παρά

ταύτα δεν απέχει από την ενέργεια του, αποδεχόμενος την

παραγωγή του αποτελέσματος (ΑΠ 1272/2001 ΠοινΧρ ΝΒ`, 509,

ΑΠ 418/1999 ΠοινΧρ Ν`, 41, Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό Δίκαιο - 2004,

311, Π. Toipions, Ο ενδεχόμενος δόλος - θεωρία και πρακτική,

ΠοινΧρ ΝΒ`, 961 επ.).

Η νομολογία μέχρι πρόσφατα υιοθετούσε τη θεωρία της

αποδοχής, δηλ. της κυριαρχίας του βουλητικού στοιχείου και όχι

του γνωσιολογικού. Ήδη, όμως, τα τελευταία χρόνια

παρατηρείται μία στροφή της νομολογίας προς τη θεωρία

της "επιδοκιμασίας" του αποτελέσματος που ακολουθεί η

γερμανική επιστήμη και νομολογία (βλ. ΑΠ 1887/2002 ΠΛογ

2002,2073, ΑΠ 2125/2002 ΠΛογ 2002, 2424, ΑΠ 1304/2003 ΠΛογ

2003,1474 - υπόθεση Ricomex, ΑΠ 500/2003 ΠοινΧρ 2003, 122 -

υπόθεση "Εxpress Samina"). Κατ` αυτή, μια πράξη που τελείται

με ενδεχόμενο δόλο προϋποθέτει ότι ο δράστης διαβλέπει

ως δυνατή και όχι εντελώς απομακρυσμένη την επέλευση

του εγκληματικού αποτελέσματος, περαιτέρω δε ότι την

επιδοκιμάζει ή ότι συμβιβάζεται χάριν του

επιδιωκόμενου σκοπού του με την πλήρωση της οικείας

ειδικής υπόστασης.

Βεβαίως, η απόδειξη της "αποδοχής" ή μη του

αποτελέσματος είναι ιδιαίτερα δυσχερής, αλλά αυτό είναι ένα

εντελώς διαφορετικό ζήτημα. Όπως όλα τα υποκειμενικά

μεγέθη, έτσι και ο ενδεχόμενος δόλος συνάγεται από

αντικειμενικές ενδείξεις (28/2006 ΠΛΗΜΜ ΧΙΟΥ ΠΟΙΝΔ/ΝΗ

2007/543).

Στα πλαίσια αυτά εξετάζεται α) η πιθανότητα

βλάβης εννόμων αγαθών του ίδιου του δράστη, β) η

ύπαρξη οποιουδήποτε κινήτρου, γ) ο τρόπος

τέλεσης της πράξης , δ) η ιδιαίτερη νομική

υποχρέωση του δράστη και ε) άλλα στοιχεία που

συνεκτιμώνται για τη διαπίστωση του δόλου

(σύμφωνα με αυτές τις αντικειμενικές ενδείξεις στην υπόθεση "Εχpress

Samina", έγινε δεκτό σύμφωνα με το βούλευμα του Συμ. Πλημμελειοδικών ότι

δεν συντρέχει περίπτωση ενδεχόμενου δόλου, όταν δεν μπορεί κατ`

αντικειμενική κρίση να καταφαθεί και το βουλητικό στοιχείο της πρόθεσης,

όπως συμβαίνει, όταν δεν προκύπτει κάποιο λογικό κίνητρο του

υπαιτίου προς διάπραξη ενός σοβαρού εκ δόλου εγκλήματος ή όταν ο

δράστης καθίσταται και ο ίδιος εν δυνάμει θύμα ενδεχομένως της

σχετικής εγκληματικής ενέργειας ή παράλειψης όταν δηλαδή

διακινδυνεύεται εν δυνάμει το έννομο αγαθό της ζωής του δράστη,

βούλευμα που όμως αναιρέθηκε, με την αιτιολογία ότι ο κατηγορούμενος

εγκατέλειψε το πλοίο δίχως να προνοήσει να πάρει μαζί του το φορητό ασύρματο

VHF ώστε να ενημερώνει συνεχώς για τη θέση του πλοίου αφήνοντας με τον

τρόπο αυτό αβοήθητους τους άλλους που επέβαιναν στο πλοίο μη

ενεργώντας για την εξουδετέρωση ή τη μη επίταση του κινδύνου που

τους απειλούσε Συμ. ΑΠ. 500/2003).