297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

390
8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ http://slidepdf.com/reader/full/297936707- 1/390

Transcript of 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    1/390

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    2/390

    ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ

    ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

    ΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

    οτού ξεκινήσετε την ανάγνωση αυτής της ιστορίας, αισθάνομαι την ανάγκη να σας πω λίγα λόγια

    συγγραφή της. Ο τίτλος  Μετά την καταιγίδα Οα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί και για τ

    πειρία που είχα κάνοντας αυτό το ταξίδι. Είναι το πρώτο από τα βιβλία μου που γράφτηκε παράλλ

    την ιδιότητά μου ως μητέρας και το μόνο που οι ήρωες του δεν είδαν καθόλου το φως της μέρας

    ρώντας σιγή ιχθύος εκεί κοντά στο χάραμα, με έναν καφέ απαραίτητο συνοδό μου δίπλα στον

    ολογιστή και με μπόλικα όνειρα να με κάνουν να ξεφεύγω από την απαιτητική καθημερινότητα,

    χισα να χτίζω το βιβλίο αυτό παράγραφο παράγραφο, σελίδα σελίδα, μέχρι που, πολλούς μήνες μ

    ξεκίνημά του, έγραψα την τελευταία λέξη.

    Μαρτίνος και η Ρέα, ο Άρης και η Μάγδα έγιναν οι ονειρικοί μου σύντροφοι τις λίγες αυτές ωρες

    ρας που έμενα μόνη. Οι περιπέτειές τους, τα λάθη και τα πάθη τους αποτέλεσαν το προσωπικό μο

    ραμύθι και το διάδρομο απογείωσης τις στιγμές που ήθελα να σκαρφαλώσω στα σύννεφα.

    και έχουν περάσει χρόνια από τότε που έκανα αυτές τις πτήσεις με φτερά το αληθινό μελάνι και

    ρτί, η περιπλάνηση στους μαγευτικούς αιθέρες της συγγραφής μέσω της οθόνης του υπολογιστή

    οκαλείτε αυτούσια τα πρωταρχικά συναισθήματα της γαλήνης και της πλήρωσης.

    έτσι βρέθηκα νοερά στην κοσμοπολίτικη Ύδρα, στα βαθιά νερά του Αιγαίου γύρω από τις Οινούι στην εξωτική Φλόριντα, χάρηκα και θύμωσα μαζί με τους ήρωες της ιστορίας, μοιράστηκα όλα

    συναισθήματα και μετέτρεψα το κάθε ξημέρωμα του εικοσιτετραώρου μου σε ένα μεγάλο όνειρο

    έπλαθα με τα μάτια ανοιχτά και με τα δάχτυλα να τρέχουν πάνω στα πλήκτρα.

    πίζω το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας να γίνει για σας εισιτήριο για εξερευνήσεις παρόμοιες

    ές μου. Και εύχομαι, όταν φτάσετε στην τελευταία του σελίδα, να το τακτοποιήσετε με αγάπη στ

    φι της βιβλιοθήκης σας, σημειώνοντας σε κάποια ακρούλα του μυαλού σας ότι θα θέλατε κάποια

    γμή να το ξεφυλλίσετε ξανά.

    λλοί από σας θα με γνωρίσετε για πρώτη φορά. Κάποιοι άλλοι ήδη με ξέρετε. Ένα πράγμα, ωστό

    είλω να πω για τον εαυτό μου προτού αφεθώ στα χέρια σας: Δε ζω για να γράφω. Ζω γράφοντας.

    ε αγάπη, Ευαγγελία Ευσταθίου

    ΠΡΟΛΟΓΟΣ

    ΤΑΝ Η ΟΓΔΟΗ συνεχόμενη παράσταση που παρακολουθούσε, αλλά αυτή τη φορά δε θα έφευγ

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    3/390

    ν από το πέσιμο τής αυλαίας. Παρέμεινε καρφωμένη θαρρείς στη θέση της, με την εσάρπα τυλιγ

    ρω της, τη μακριά μεταξωτή της φούστα να αγγίζει τα παπούτσια της και τα γαντοφορεμένα της χ

    σφίγγουν νευρικά την ασημένια λαβή του μπαστουνιού της. Το κεφάλι της, σχεδόν άκαμπτο, δεν

    αψε να είναι στραμμένο στη σκηνή, και τα μάτια της δεν ανοιγόκλεισαν ούτε για μια στιγμή όταν

    οποιοί, πιασμένοι χέρι χέρι, υποκλίθηκαν μπροστά στο λιγοστό τους κοινό, που είχε αψηφήσει το

    ουχτερό κρύο του Φλεβάρη προκειμένου να απολαύσει το όχι και τόσο διαφημισμένο αυτό θεατρ

    γο.

    γυναίκα ένιωσε την καρδιά της να χάνει το ρυθμό της όταν το βλέμμα της έσμιξε στον αέρα μ’ εκ

    ς νεαρής κοπέλας που χαμογελούσε με τη λαμπρότητα πρωταγωνίστριας χολιγουντιανής παράστα

    ρά το μικρό και μάλλον ασήμαντο ρόλο της. Την είδε να βγάζει το ψάθινο καπέλο του κοστουμιο

    ς και να αφήνει ένα ποτάμι από κυματιστές καστανές μπούκλες να αγκαλιάσουν τους ώμους της.

    κρό κοριτσάκι έτρεξε ενθουσιασμένο στην άκρη της σκηνής, της πρόσφερε ένα μπουκέτο

    αντάφυλλα, κι εκείνη τα πήρε γεμάτη ευγνωμοσύνη και τα μύρισε με τα μάτια κλειστά, σαν να

    κίμαζε την πιο σπάνια ευωδιά του κόσμου.

    έροχο πλάσμα στ’ αλήθεια! σκέφτηκε η γυναίκα, νιώθοντας τον ανάμεικτο με πικρία θαυμασμό

    σπρώχνει τα δάκρυα στις άκρες των ματιών της τόσο όμοιο και συνάμα τόσο διαφορετικό το πλ

    τό από την κόρη της, η ζωντανή απόδειξη της θεωρίας ότι τα παιδιά δε γεννιούνται αλλά γίνονται

    ιωξε τις σκέψεις της και έβαλε όλες της τις δυνάμεις για να στηριχτεί στο μπαστούνι και να σηκω

    γνώριμός της πια ηλικιωμένος ταξιθέτης τής έκανε νόημα ότι το θέατρο σε λίγο θα έκλεινε, κι εκε

    υ ένευσε με τη σειρά της να την πλησιάσει.

    γαλε ένα χαρτονόμισμα και το έβαλε στο τσεπάκι του σακακιού του.

    έλω να συναντήσω τη δεσποινίδα Γαλανή», του είπε χωρίς περιστροφές. «Πρόλαβε τη, σε

    ρακαλώ, και πες της να με περιμένει όταν θα έχουν φύγει όλοι».

    άντρας δε χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα. Το φιλοδώρημα ήταν πολύ μεγάλο για να αρνηθεί οτιδή

    αυτή την παράξενη γυναίκα. Αφού έκανε μια μικρή υπόκλιση, κινήθηκε γρήγορα προς τα καμαρί

    ν ηθοποιών και χτύπησε ανυπόμονα εκείνο που μοιραζόταν η κοπέλα μαζί με τρεις άλλες.

    οιος;» ακούστηκε μια παιχνιδιάρικη γυναικεία φωνή, και ο ταξιθέτης, επηρεασμένος από το ευχά

    μα, μπήκε μέσα γελώντας.

    εσποινίς Ξένια, ντροπή σας!» μάλωσε την κοπέλα που κατέβαζε επιδεικτικά το φερμουάρ της

    αγεννησιακής στολής της. «Δεν κάνουν τέτοια πράγματα τα καθωσπρέπει κορίτσια μπροστά σε έντρα της’ηλικίας μου!»

    Μα, κύριε Σωκράτη, πού να φανταστούμε ότι θα ήσασταν εσείς;» αμύνθηκε η φίλη της, κοιτώντας

    ώα μέσα από τον καθρέφτη.

    είνη τη στιγμή, μία ακόμη λάμπα, η τρίτη κατά σειρά, από τις τέσσερις που κρέμονταν στο οριζόν

    κάρι κάηκε με έναν ελαφρύ κρότο.

    αμώτο!» ακούστηκε σχεδόν ταυτόχρονα η πνιχτή βρισιά της τρίτης κοπέλας, που πάσχιζε να

    φορτωθεί το βαρύ μακιγιάζ της. «Κάποια μέρα θα πάμε από ηλεκτροπληξία σ’ αυτή την τρώγλη!»

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    4/390

    κύριος Σωκράτης, ο επί σειρά ετών ταξιθέτης και προσφάτως επιστάτης αυτού του μικρού

    νοικιακού θεάτρου που οι φιλόδοξες καλλιτέχνιδες μπροστά του αποκαλούσαν τρώγλη, κούνησε

    πτικά το κεφάλι του και έσκυψε λίγο για να αναζητήσει το βλέμμα της τέταρτης και λιγότερο

    ιλητικής της παρέας.

    σύ μη φύγεις, κορίτσι μου», της είπε δυνατά, για να βεβαιωθεί ότι τα λόγια του θα επισκίαζαν τα

    χανητά και τις φλυαρίες των άλλων κοριτσιών. «Κάποιο πρόσωπο θέλει να σου μιλήσει ιδιαιτέρω

    διά μαγείας, τα χαχανητά και οι φλυαρίες κόπηκαν. Τρία ζευγάρια μάτια και άλλα τόσα αφτιά

    ρισαν σαν προγραμματισμένα ρομπότ προς το μέρος της. Ακόμη και ο κύριος Σωκράτηςφνιδιάστηκε με την αναπάντεχη σιωπή. Ήταν τόσο ασυνήθιστες οι επισκέψεις στα καμαρίνια του

    γκεκριμένου θεάτρου, που η έκπληξή τους ήταν τόσο μεγάλη σαν να τους είχε αναγγείλει την

    σκεψη του πλανητάρχη.

    ρόσωπο; Τι πρόσωπο; Άντρας;» εξακοντίστηκαν οι φωνές των κοριτσιών σχεδόν ταυτόχρονα πρ

    ρος του ταξιθέτη.

    α το μάθετε από τη δεσποινίδα Γαλάνη αύριο, φαντάζομαι», τους απάντησε αυστηρά, αλλά δίχω

    τορθώσει να κρύψει ένα χαμόγελο στην άκρη των χειλιών του. «Προς το παρόν, θα πρέπει ναοχωρήσετε σύντομα από αυτό το χώρο. Δε νομίζω να είναι δύσκολο…» συμπλήρωσε,

    ασηκώνοντας με νόημα τα φρύδια. «Άλλες φορές δε βλέπετε την ώρα».

    α μας πεις;» ρώτησε με έξαψη η Χριστίνα, η μια από τις τρεις ηθοποιούς που τα κουτσομπολιά κ

    ριγκες στις ζωές των άλλων ήταν η αγαπημένη της ενασχόληση.

    υσικά», αποκρίθηκε η κοπέλα, για να ξεφορτωθεί τις υπόλοιπες γρήγορα.

    ν ήταν φίλη με καμιά τους, δεν είχε καν κάτι κοινό μαζί τους και, σε αντίθεση μ’ εκείνες, απεχθαν

    χώνει τη μύτη της στις υποθέσεις των άλλων. Απλώς συνεργαζόταν μαζί τους, και τίποτα παραπν της άρεσε ούτε ο χαρακτήρας τους ούτε οι συνήθειές τους ούτε, κυρίως, τα μέσα που ήταν ικαν

    ησιμοποιήσουν για να πραγματοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους.

    οκρίτριες…, σκέφτηκε καθώς τη χαιρετούσαν εγκάρδια, δέκα λεπτά αργότερα.

    ρίσταναν τις φίλες, την ίδια στιγμή που έβλεπε καθαρά στα μάτια τους το φόβο μήπως ο επισκέπ

    ς ήταν κανένας μεγαλοπαραγωγός που θα την έβγαζε από αυτό το μπουντρούμι.

    φιξε στο χέρι τα κλειδιά του θεάτρου που της είχε παραδώσει ο κύριος Σωκράτης και κοίταξε τοό τα χνότα και τη σκόνη εβδομάδων καθρέφτη μπροστά της. Δεν μπόρεσε να αποτρέψει ένα βαθύ

    αστεναγμό. Καθώς κοιτούσε το άβαφο πια πρόσωπό της, εκείνη η σκέψη, η ίδια πάντα απαίσια σκ

    υ την έκανε να μελαγχολεί, ήρθε να τρυπώσει σαν πεινασμένο τρωκτικό στο μυαλό της:

    σαι μια αποτυχημένη… Να πού σε οδήγησε το ένα και μοναδικό όνειρο που τόλμησες να κυνηγή

    ένα καταγώγιο με την εύφημη ονομασία «Έντεχνον», να παριστάνεις τη σταρ, με τις λάμπες να σ

    νω απ’ το κεφάλι σου και με το στομάχι σου να ουρλιάζει ότι για άλλη μια φορά δεν έχεις ούτε έν

    ρώ για να αγοράσεις μια μπαγιάτικη τυρόπιτα… Άχρηστη! προσπάθησε να την αφυπνίσει για

    λλοστή φορά το είδωλό της. Φόρεσε πάλι το ωραίο σου χαμόγελο και τράβα να πεις στους γονείς

    σο υπέροχα πέρασες απόψε την ώρα που σε χειροκροτούσαν για το εκπληκτικό σου ταλέντο… Κ

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    5/390

    ν ξεχάσεις να τους διαβεβαιώσεις, όπως πάντα, ότι σύντομα η τύχη σου θα αλλάξει, γιατί κάποιοι

    όσεξαν και είναι έτοιμοι να σε κάνουν πρωταγωνίστρια σε ένα δυνατό σίριαλ…

    γκώθηκε δυνατά, για να μην κλάψει. Η επίγνωση της πραγματικότητας ήταν πλέον τόσο βαθιά, π

    τε τον εαυτό της, τον μόνιμα αισιόδοξο και ονειροπόλο, δεν μπορούσε πια να κοροϊδέψει. Ενα κα

    νουν δύο, επιτέλους το είχε καταλάβει. Ηταν σχεδόν κομπάρσος, όχι πρωταγωνίστρια. Ήταν είκο

    νιά χρονών, όχι δεκαοχτώ, για να ελπίζει ακόμα. Και δεν είχε δεκάρα τσακιστή στην τοέ-πη, όχι τ

    μβόλαιο εκατομμυρίων που κάποτε ήταν βέβαιη ότι θα της πρόσφεραν για το μοναδικό ταλέντο τ

    α όνομα του Θεού! Μένεις ακόμα με τους γονείς σου! σκέφτηκε, νιώθοντας την απόγνωση να τηντακλύζει ραγδαία. Δε θα σου το πουν ποτέ, αλλά τους είσαι φόρτωμα. Είσαι κι εσύ ένα από τα πο

    υς αδιέξοδα. Είσαι η αποτυχία προσωποποιημένη!

    τέταρτη λάμπα τρεμόσβησε για λίγο, απειλώντας να βυθίσει το μικρό καμαρίνι στο σκοτάδι. Σκού

    δάκρυ που κύλησε τελικά στο μάγουλό της και άνοιξε το ξεχαρβαλωμένο συρτάρι του μπουντου

    ς για να βγάλει ένα κερί. Δεν ήταν δυνατή πια, δεν ήταν καθόλου δυνατή· ήταν μάλλον αηδιαστικ

    ύναμη, και γι’ αυτό έβγαλε άπληστα ένα τσιγάρο από το πακέτο της, που εδώ και μέρες είχε μείνε

    κτο, και το άναψε με μαζοχιστική ευχαρίστηση.

    ν ήξερε τι είδους πρόσωπο ήταν αυτό που είχε αναγκάσει τον τυπολάτρη κύριο Σωκράτη να κανο

    α πριβέ συνάντηση μαζί της, αλλά σίγουρα θα έχανε και τον ελάχιστο θαυμασμό που ίσως το είχε

    ήσει να την αναζητήσει απόψε. Ήξερε πως έδειχνε απαίσια, με την κακή της διάθεση ζωγραφισμέ

    θαρά στο πρόσωπό της, όπως ήξερε και ότι μάλλον θα μύριζε απαίσια, με τόση υγρασία και καπν

    ουν ποτίσει τις ίνες των ρούχων της.

    φνικά, την κυρίευσε φόβος. Ήταν ολομόναχη στο θέατρο, έτοιμη να συναντήσει έναν άγνωστο

    θρωπο σε ένα χώρο μισοσκότεινο, ανήμπορη να ειδοποιήσει οποιονδήποτε αν της συνέβαινε κάτι

    εδόν πανικόβλητη, έσβησε το τσιγάρο, έριξε τα κλειδιά στην τσάντα της και πετάχτηκε απ’ τη θέ

    ς, ρίχνοντας την καρέκλα της κάτω. Θα το ’βάζε στα πόδια σίγουρα, αδιαφορώντας για την ταυτό

    υ επισκέπτη της, αν το σιγανό, ευγενικό χτύπημα στην πόρτα δεν την ανάγκαζε να μείνει ακίνητη

    κρές σταγόνες ιδρώτα ήρθαν να αναμειχθούν με την υγρασία στα ρούχα της, κι αν δεν είχε πάει σ

    υαλέτα αμέσως μετά την παράσταση, σίγουρα θα δυσκολευόταν τώρα να ελέγξει ακόμη και τις

    ματικές της ανάγκες, σαν νήπιο που μόλις ξύπνησε από κάποιον εφιάλτη.

    ε… περάστε…»

    τε κι αυτή ήξερε πώς κατόρθωσε να βγάλει εκείνη την εξίσου ευγενική με το χτύπημα σιην πόρτα

    νή. Ήταν πλέον πολύ αργά για να κάνει πίσω. Τι κι αν έσφιξε πάνω της την τσάντα όπως ο ιππότην ασπίδα του, η πραγματικότητα δεν άλλαζε. Είχε συμφωνήσει να συναντηθεί ολομόναχη με έναν

    νωστο, ελάχιστα λεπτά προτού σημάνουν μεσάνυχτα, σε έναν ασφυκτικά μικρό χώρο που δεν είχ

    λη διέξοδο από εκείνη την κατειλημμένη πλέον πόρτα.

    ίταξε τη λάμπα σαν να εξαρτιόταν από αυτήν ολόκληρο το μέλλον της, ευχόμενη να κρατούσε το

    οτονικό φως της για ακόμη μία βραδιά, κι αφού έδιωξε βίαια από τη σκέψη της τα συνοφρυωμέν

    όσωπα των αδερφών της, που θα τη σκυλόβριζαν για την ανοησία της, κράτησε την ανάσα της κα

    οιμάστηκε να αντικρίσει τον επισκέπτη της.

    ώτα είδε τις κομψές μύτες των παπουτσιών του και έπειτα εξέπνευσε ανακουφισμένη. Το πρόσω

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    6/390

    πόν ήταν γυναίκα, μια αριστοκρατική γυναίκα κοντά στα εβδομήντα, όπως υπολόγισε πρόχειρα,

    α όψη ταυτόχρονα αυστηρή και καλοσυνάτη, που πάσχιζε να νιώσει άνετα σε ένα χώρο εντελώς

    αίριαστο με εκείνη. Η κοπέλα σκέφτηκε ντροπιασμένη ότι μόνο οι γόβες αυτής της γυναίκας θα

    στιζαν όσο ολόκληρη η δική της γκαρνταρόμπα. Ενστικτωδώς χαμήλωσε το βλέμμα και ετοιμάσ

    απολογηθεί για την ακαταστασία και τη δυσάρεστη μυρωδιά που ανέδιδε το καμαρίνι.

    Μπορούμε να καθίσουμε;» την πρόλαβε η γυναίκα, ακουμπώντας τη φιλικά στον ώμο. «Δυστυχώς

    θριτικά μου δε μου επιτρέπουν να μένω για πολλή ώρα όρθια».

    σφαλώς».

    κωσε από κάτω άρον άρον τη μία και μοναδική καρέκλα με πλάτη, αυτήν που είχε πέσει κάτω,

    ήθησε τη γυναίκα να καθίσει. και η ίδια αρκέστηκε σε ένα από τα σκαμπό. Οι επόμενες σιαγόνες

    ώτα που κύλησαν ως τα ρούχα της προκλήθηκαν αυτή τη φορά από περιέργεια. Εκμεταλλεύτηκε

    όνο που χρειάστηκε η άγνωστη για να παρατηρήσει το χώρο γύρω της και κοίταξε το πρόσωπό τη

    ρισσότερο έντονα απ’ όσο επιτρεπόταν.

    α, θα ήταν πανέμορφη, συμπέρανε γρήγορα.

    ν υπήρχε ίχνος γήρατος σ’ εκείνα τα υπέροχα γαλάζια μάτια, και ο ελλιπής φωτισμός μαλάκωνε τ

    ες ρυτίδες του προσώπου. Μόνο τα γκρίζα μαλλιά, πιασμένα σε ένα αυστηρό σινιόν, πρόδιδαν ό

    όνος τελικά είναι αμείλικτος με όλους. Της φάνηκε παράξενο που η γυναίκα ίσως δεν είχε μπει πο

    ον κόπο να τα βάψει, αλλά δεν της έπεφτε λόγος. Τι σημασία είχαν άλλωστε οι άσπρες τρίχες μπρ

    ο υπέροχο χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της άγνωστης·

    ι, θα πρέπει να ήταν καλλονή, κατέληξε και έμεινε βουβή, να την κοιτάζει με επιφύλαξη.

    ρώτα απ’ όλα. επίτρεψέ μου να σου συστηθώ», της είπε η γυναίκα υστέρα από ένα μικρό

    αστεναγμό, με το ένα χέρι της να τρίβει αμήχανα τη λαβή του μπαστουνιού και με το άλλο να στρπτυχές της μακριάς φούστας της. «Με λένε Σταματία Βερόνη-Κέλερ, αλλά οι λιγοστοί πια φίλοι

    φωνάζουν απλώς Μάτα», συστήθηκε, και το βλέμμα της αγκάλιασε με τρυφερότητα το σφιγμένο

    όσωπο της κοπέλας. «Εσύ είσαι η Ρέα Γαλάνη, κόρη της Άννας και του Στράτου. Έχεις δύο

    γαλύτερους αδερφούς, που σε λατρεύουν, και μένεις σε ένα μικρό σπιτάκι στην Καλλίπολη του

    ιραιά. Ξέρω τα πάντα για σένα, Ρέα», πρόλαβε την ερώτησή της. «Τους έξι τελευταίους μήνες

    ρακολουθώ στενά τη ζωή σου, τόσο προσωπικά όσο και μέσω τρίτου προσώπου, αλλά, προτού σ

    ηγήσω τους λόγους, θέλω να δεις αυτό…»

    γαλε από τη μικρή πλην πανάκριβη τσάντα της μια φωτογραφία, την κοίταξε για λίγο, αναστέναξθιά και την έτεινε προς το μέρος της κοπέλας.

    ως ήταν φυσικό, εκείνη έχασε το χρώμα της. Πρώτα γούρλωσε τα μάτια και έπειτα έφερε τη

    τογραφία κοντά οτη μύτη της αμέτρητες φορές, για να βεβαιωθεί ότι δεν έκανε λάθος. Επιστράτε

    λιστα και τον αναπτήρα της για περισσότερο φως, ώστε να διακρίνει όλες τις λεπτομέρειες, κι ότα

    βαιώθηκε τελείως, ένιωσε το δέρμα της να ανατριχιάζει απ’ άκρη σ’ άκρη και τα μέλη της να

    υδιάζουν από το σοκ. Δε χωρούσε αμφιβολία σ’ αυτό που έβλεπε, και θα εξέφραζε αμέσως την

    πληξή της αν στο μεταξύ δεν είχε χάσει, εκτός από το χρώμα, και τη λαλιά της.

    Μοιάζετε σαν δυο σταγόνες νερό», τη βοήθησε η γυναίκα. «Είστε ολόιδιες, Ρέα. Δε φαίνεται καλά

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    7/390

    τογραφία, αλλά μπορώ να σου εγγυηθώ ότι έχετε ακόμη και το ίδιο χρώμα ματιών, τις ίδιες μικρ

    κίδες γύρω από τη μύτη. Θα μπορούσες να είσαι εσύ σ’ αυτή τη φωτογραφία, έτσι δεν είναι; Αν δ

    ουν βέβαιη ότι δεν έχεις επισκεφθεί ποτέ τον Πύργο του Άιφελ, που φαίνεται από πίσω, θα έπαιρν

    κο ότι βλέπεις τον εαυτό σου».

    Ρέα κράτησε τη φωτογραφία όσο πιο σταθερά μπορούσε, όμως τα χέρια της έτρεμαν, δηλώνοντα

    ήρη ανυπακοή στην εντολή του εγκεφάλου της να ηρεμήσει. Αν ήξερε με βεβαιότητα ότι τριάντα

    όνια πριν είχαν γίνει πειράματα κλωνοποίησης, τώρα θα ορκιζόταν πως έβλεπε τον κλώνο της. Η

    πέλα της φωτογραφίας δεν ήταν μια απλή σωσίας της, όπως τόσοι και τόσοι που υπάρχουν στον

    ανήτη. Οι σωσίες έχουν μικροδιαφορές από τους ανθρώπους με τους οποίους μοιάζουν, που τους

    τρέπουν να ξεχωρίζουν από αυτούς, σε αντίθεση με την κοπέλα της φωτογραφίας, που ήταν

    ριολεκτικά φτυστή η Ρέα.

    γε να ψελλίσει κάτι, αλλά μάταια. Θα πρέπει να κοιτούσε τη φωτογραφία πάνω από πέντε λεπτά,

    ως ακόμα της ήταν αδύνατον να μιλήσει.

    ίναι η κόρη μου…» τη διευκόλυνε η γυναίκα, με τη φωνή της ραγισμένη από τη συγκίνηση. «Είν

    άγδα Κέλερ, το μοναδικό πλάσμα που μου έχει απομείνει σ’ αυτό τον κόσμο και ο μοναδικός λόγ

    τον οποίο πλέον θέλω να ζω…»

    Μάγδα Κέλερ…» επανέλαβε ασθενικά η Ρέα, αρχίζοντας να χωνεύει σιγά σιγά τις πληροφορίες.

    Μάγδα Κέλερ…»

    ο μονάκριβο παιδί μου», επανέλαβε η Σταματία Βερόνη, δακρυσμένη πια. «Το κοριτσάκι μου…»

    Ρέα τής έδωσε πίσω τη φωτογραφία, αν και για κάποιον περίεργο λόγο τής ήταν δύσκολο να την

    οχωριστεί. Ήταν αλλόκοτο, αλλά της φαινόταν πως επέστρεφε ένα κομμάτι του εαυτού της. Άρχι

    ν πονάει το κεφάλι της. Το ένστικτό της της έλεγε ότι από δω και μπρος η ζωή της δε θα ήταν πια

    α. Αυτή η γυναίκα δεν είχε έρθει απλώς για να γνωρίσει τη σωσία της κόρης της, και η Ρέα δεν ήξάλλο να περιμένει.

    αι η Μάγδα μου υποφέρει από πονοκεφάλους όταν ταράζεται», της είπε η Σταματία Βερόνη. «Βέ

    ρα υποφέρει από πολύ περισσότερα. Και ο πόνος της είναι ένας από τους βασικότερους λόγους γ

    υς οποίους αποφάσισα να σε βρω και να σου μιλήσω».

    Ρέα ένιωσε σαν δύτης που ανακάλυψε ξαφνικά ότι του τελείωσε το οξυγόνο. Παρά την παγωνιά π

    κρατούσε στο χώρο τώρα που δε λειτουργούσαν πια τα καλοριφέρ, εκείνη συνέχισε να ιδρώνει. Μ

    οχλητική ιδέα τής καρφώθηκε ξαφνικά στο μυαλό: Ποια ήταν στ’ αλήθεια η κοπέλα της φωτογρααν εντελώς αφύσικη μια τέτοια ομοιότητα. Εκτός κι αν…

    Μάγδα είναι δικό μου παιδί και εσύ της μητέρας σου», την καθησύχασε η γυναίκα, μαντεύοντας

    έψεις της.

    σκόπευε να της πει την αλήθεια ούτε τώρα ούτε ποτέ. Δεν υπήρχε λόγος να αναστατωθούν κι άλλ

    χές εκτός από τη δική της. Της αρκούσε ότι είχε κοντέψει να χάσει τα λογικά της όταν το έμαθε η

    ρικά χρόνια νωρίτερα. Εξάλλου, δε θα άλλαζε τίποτα. Η Μάγδα ήταν το μοναχοπαίδι της, η χαϊδε

    ς κόρη, ο πολύτιμος θησαυρός της. Την είχε μεγαλώσει με όλη την αγάπη που θα μπορούσε να νι

    α μάνα για το παιδί της και δε θα την απαρνιόταν ποτέ, παρά την τρομερή καταστροφή που είχε

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    8/390

    οστεί ο χαρακτήρας της.

    α μπορούσαμε να είμαστε δίδυμες…» κατάφερε να πει η Ρέα, εγκαταλείποντας σιγά σιγά τον

    θητικό ρόλο της στη συζήτηση.

    εν υπάρχει άλλη λογική εξήγηση γι’ αυτή την ομοιότητα. Απ’ την άλλη, αν όντως είμαστε δίδυμε

    ανής κόρη είμαι εγώ; Της μητέρας μου, ή δική σας;»

    ροτού πούμε οτιδήποτε, θέλω να διαβάσεις προσεκτικά αυτό», της είπε η Σταματία Βερόνη, δίνο

    ς ένα διπλωμένο παλιό χαρτί. «Ήρθα προετοιμασμένη για τις ερωτήσεις σου, Ρέα. Τις ίδιες άλλωσωτήσεις θα έκανα κι εγώ αν ήμουν στη θέση σου».

    ίναι απίστευτο!» αναφώνησε η κοπέλα μόλις τελείωσε την ανάγνωση.

    ατούσε το πιστοποιητικό γέννησης της Μόγδας Κέλερ με όλες τις σφραγίδες και τα νόμιμα

    πιστευτήριά του, όπως και με όλες τις πληροφορίες που θα την έπειθαν ότι η κοπέλα δεν ήταν αδ

    ς. Είχαν γεννηθεί και οι δυο στο ίδιο μαιευτήριο, την ίδια χρονιά, αλλά διαφορετικό μήνα, μέρα κ

    α. Ανακουφίστηκε. Δε θα είχε πρόβλημα αν αποκτούσε στα καλά καθούμενα μια αδερφή, και μά

    υμη, αλλά θα είχε τρομερό πρόβλημα αν αμφέβαλλε για τους γονείς της. Και όλα τα πλούτη τουσμου να της έδιναν, εκείνη δε θα άλλαζε με τίποτα τους γονείς της. Είχε τον καλύτερο πατέρα και

    λύτερη μητέρα του σύμπαντος. Όσο για τα αδέρφια της, παρά το ότι ήταν κέρβεροι και δυνάστες

    απούσε περισσότερο από καθετί.

    χω και το χαρτί του μαιευτηρίου για τον τοκετό», τη διαβεβαίωσε η Σταματία Βερόνη, κρύβοντα

    λεια την πρόθεσή της να τελειώσει σύντομα αυτή η κουβέντα. «Έχω ό,τι χρειάζεται, Ρέα, προκειμ

    πας απόψε στην οικογένειά σου δίχως την παραμικρή αμφιβολία ότι είσαι παιδί των γονιών σου.

    λώς δέξου ότι πρόκειται για ένα μικρό θαύμα. Το δέχτηκα κι εγώ όταν ο δικηγόρος μου με

    ηροφόρησε πως υπάρχει μια σωσίας της κόρης μου εδώ στην Ελλάδα».

    δώ στην Ελλάδα;» επανέλαβε απορημένη η Ρέα.

    άντρας μου είναι… ήταν», διόρθωσε θορυβημένη η γυναίκα, «διπλωμάτης. Είχε διατελέσει ακό

    ι πρέσβης σε κάμποσες χώρες, κι έτσι, αμέσως μετά τη γέννηση της κόρης μας, ταυτόχρονα με τη

    ξη της θητείας του στην Ελλάδα, φύγαμε από δω. Επιστρέψαμε για λίγο, δέκα χρόνια πριν… αμέ

    τά το θάνατο του συζύγου μου…»

    φωνή της γυναίκας είχε ραγίσει τόσο πολύ, που η Ρέα έσκυψε προς το μέρος της και άγγιξε τα χέ

    ς πάνω από το μπαστούνι. Την είδε να τινάζεται λίγο, σαν να μην ήταν συνηθισμένη σε οικειότητει έκανε γρήγορα πίσω. Μάλλον δε θα έκλεινε μάτι τούτη τη νύχτα. Και υποψιαζόταν ότι ακόμα δε

    ε ακούσει τίποτα.

    ποφασίσαμε να εγκατασταθούμε στην “Υδρα», συνέχισε η Σταματία Βερόνη μόλις έδιωξε τον κ

    ό το λαιμό της. «Ο Τζον λάτρευε αυτό το νησί. Είχε αγοράσει ένα σπίτι στην κορυφή της πόλης,

    ού εγώ είχα πουλήσει το πατρικό μου στην πρωτεύουσα, σκέφτηκα πως αυτό θα ήταν το ιδανικό

    ρος για τον επαναπατρισμό μας. Μείναμε μόνο δύο χρόνια στην Ύδρα, που ήταν όμως αρκετά για

    μαδέψουν τη ζωή τη δική μου και του παιδιού μου. Μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια έγιναν όλα…»

    υρία Βερόνη…» είπε η Ρέα, νιώθοντας άβολα με την επικείμενη εξομολόγηση της γυναίκας. «Η

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    9/390

    ογένειά μου θα ανησυχεί, και ίσως θα έπρεπε να…»

    ρέπει να με ακούσεις!»

    Σταματία Βερόνη, παρά τους πόνους στα πόδια της, σηκώθηκε από την καρέκλα και άρχισε να

    ματίζει μισοκουτσαίνοντας μέσα στο καμαρίνι. Τελικά στάθηκε απέναντι από τη Ρέα και έκλεισε

    γουλα της κοπέλας ανάμεσα στα γαντοφορεμένα χέρια της.

    ρέπει, χρυσό μου παιδί… Άκουσέ με προσεκτικά κι έπειτα πήγαινε στο σπίτι σου, να σκεφτείς ήρ

    ό αυτά που θα μάθεις σήμερα και από αυτά που θα μου πεις αύριο εξαρτάται η ζωή της μητέρας ζωή της κινδυνεύει, έτσι δεν είναι; Μπορεί να μη ο το είπαν ευθεως τα αδέρφια σου, αλλά το

    οψιάζεσαι. Και υποψιάζεσαι σωστά, Ρέα. Η αγαπημένη σου μητέρα θα πεθάνει αν δεν πάει μέσα

    όμενο χρόνο στο εξωτερικό για επέμβαση. Ο εγκέφαλός της εκφυλίζεται σταδιακά, και στη φάση

    αι τώρα η μητέρα σου θα πρέπει να έχει κενά μνήμης. Έχει κενά, έτσι δεν είναι, γλυκιά μου;»

    δάκρυα στα μάτια του κοριτσιού τη συνέτριψαν, αλλά έπρεπε να συνεχίσει. Ήταν καθήκον της.

    ρεπε κι εκείνη να σώσει το δικό της παιδί, να του δώσει πίσω όσα του είχαν στερήσει τα λάθη τη

    της και τα παράλογα μίση.

    ώς το ξέρετε;» ρώτησε με κόπο η Ρέα.

    πλώς το ξέρω».

    Μας παρακολουθούσες, έτσι; Κάτι μου λέει πως ξέρεις για τη ζωή μου περισσότερα απ’ όσα ξέρω

    δια!» πνίγηκε η ευγένεια της Ρέας κάτω από το κύμα οργής που την κατέκλυσε.

    χεις δίκιο να θυμώνεις που μαθαίνεις την αλήθεια με αυτό τον τρόπο. Όμως, πίστεψέ με, δε θα

    γούσε η μέρα που θα γκρεμίζονταν οι ελπίδες σου. Έπρεπε να σ’ το πω», δικαιολογήθηκε. «Έπρε

    ατί μόνο έτσι θα πάρεις τις αποφάσεις σου, βάζοντας τις σωστές παραμέτρους στη ζυγαριά. Μόνοα…»

    οιες αποφάσεις; Μου ζητάτε να κάνω κάτι για σας, κυρία Βερόνη;» τη ρώτησε ευθέως η κοπέλα.

    έλεις να σου απαντήσω προτού ακούσεις την ιστορία που έχω να σου διηγηθώ;»

    αι, θέλω να μου απαντήσετε», αποκρίθηκε η Ρέα στεγνά.

    ραία, λοιπόν. Θα σου πω. Ναι, σου ζητώ να κάνεις κάτι για μένα, δεσποινίς Γαλάνη. Σου ζητώ να

    ρεις τη θέση της κόρης μου για ένα διάστημα».

    πρόταση δεν εξέπληξε τη Ρέα και τόσο πολύ. Τι άλλο θα μπορούσε να θέλει αυτή η γυναίκα από

    σία της κόρης της;

    ια ποιο λόγο;»

    Μήπως θέλεις τωρα να ακούσεις την ιστορία που έχω να σου πω;»

    ια ποιο λόγο, κυρία Βερόνη;» επέμεινε η Ρέα.

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    10/390

    Μα για να σώσεις τη μητέρα σου, Ρέα», αποκρίθηκε ήρεμα η γυναίκα. «Πάρε τη θέση της κόρης μ

    ρησε τους όρους της συμφωνίας μας, και την επόμενη μέρα η Άννα Γαλάνη θα πάρει την πρώτη π

    τη Βοστόνη. Εκεί δε σας είπαν οι γιατροί ότι πρέπει να πάει; Ναι, σίγουρα αυτό σας είπαν. Και θ

    ει, γλυκιά μου. Κάνε αυτό που πρέπει, και θα είμαστε όλοι χαρούμενοι. Μόνο κάνε αυτό που πρέπ

    αν η σειρά της κοπέλας να σηκωθεί από τη θέση της και να αρχίσει να βηματίζει μέσα στο καμαρ

    δεύτερο τσιγάρο βρέθηκε με μια αστραπιαία κίνηση στο στόμα της προτού γυρίσει να κοιτάξει π

    Σταματία Βερόνη-Κέλερ.

    ρέπει να ειδοποιήσω τους δικούς μου ότι θα αργήσω», είπε με επίπεδη φωνή. «Το κινητό μου είνράβαλο και δεν έχει σήμα εδώ μέσα. Μήπως το δικό σας…;»

    σφαλώς».

    α προηγμένης τεχνολογίας συσκευή βρέθηκε αμέσως στα χέρια της, και η Ρέα ειδοποίησε την

    ογένειά της ότι θα αργούσε, επινοώντας ένα κάρο αληθοφανείς δικαιολογίες. Την πίστεψαν, φυσ

    αν ήθελε, ήταν πράγματι εξαίρετη ηθοποιός.

    έστρεψε το κινητό στην κάτοχό του και τράβηξε άπληστα την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο τίταξε για λίγο το ακαθόριστου σχήματος μικρό σύννεφο καπνού ανάμεσα 

    ο 

    εκείνη και στη

    νομιλήτριά της και έπειτα στύλωσε το γκρίζο βλέμμα της στο πρόσωπο της γυναίκας, για την οπο

    ν είχε αποφασίσει ακόμα αν ήταν καλή νεράιδα ή κακιά μάγισσα.

    ντάξει», είπε λακωνικά. «Νομίζω πως τώρα είμαι έτοιμη να ακούσω την ιστορία σας».

    Σταματία Βερόνη επικρότησε την απόφασή της με ένα χαμόγελο. Μετά απομακρύνθηκε λίγο, έκλ

    μάτια και άρχισε:

    Ήταν δέκα χρόνια πριν… Μάιος… όταν εγώ και η κόρη μου επιβιώσαμε από το χειρότερο καβγά πορεί να κάνει μια μάνα με το παιδί της. Είχε περάσει το δικό μου τότε, αλλά τώρα… δέκα χρόνια

    τά… εύχομαι να μην είχε συμβεί αυτό. Μακάρι να μην είχαμε γυρίσει ποτέ στην Ελλάδα, και

    γκεκριμένα στην “Υδρα…»

    Μάγδα θα πρέπει να ήταν δεκαεννιά χρονών τότε», είπε η Ρέα, δαγκώνοντας το νύχι του δείκτη

    να καταπολεμήσει την επιθυμία της για λίγη ακόμη νικοτίνη.

    αι, δεκαεννιά ήταν. Την εποχή που εσύ δεν είχες καλά καλά κατεβάσει από τους τοίχους του

    ματίου σου τις αφίσες των αγαπημένων σου ηθοποιών, εκείνη πρόλαβε να ερωτευτεί παράφορα έτρα, να παντρευτεί τον αδερφικό του φίλο, να κάνει ένα παιδί και να πάρει διαζύγιο. Μέσα σε δύο

    όνια πρόλαβε να γίνει το αντικείμενο του μίσους δύο αντρών και να… εξοριστεί στον Καναδά, όπ

    νουμε μόνιμα μέχρι σήμερα. Πρόλαβε να αποκτήσει τα πάντα και να τα χάσει μέσα σε μία νύχτα,

    ι αυτά που θα σου πω τώρα είναι η ιστορία της…»

    ο διάβολο η υγιεινή ζωή! σκέφτηκε η Ρέα και έβγαλε ξανά το πακέτο από την τσάντα της, για να

    άψει το τρίτο της τσιγάρο.

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    11/390

    ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

     Καταιγίδα

    ΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ

    σάκι Δοκός, καλοκαίρι 2001

    μέρωνε, 

    και ο άντρας παράτησε για λίγο την ολονυχτία δουλειά του προκειμένου να σκαρφαλώσον αγαπημένο του βράχο και να απολαύσει την ανατολή του ήλιου. Ένας γλάρος τον καλημέρισε

    κριά με ένα τσαχπίνικο κρώξιμο, που τον έκανε να χαμογελάσει. Αυτά τα ύπουλα γεράκια της

    λασσας, όπως συνήθιζε να τα λέει, δεν ήταν καθόλου ηλίθια, όπως πίστευαν οι άνθρωποι της πόλ

    τίθετα, ήταν παμπόνηρα και αεικίνητα, έτοιμα να επινοήσουν τις πιο απίθανες λύσεις στο πρόβλη

    φρόψαρα». Δεινοί βουτηχτές όπως ήταν, μπορούσαν μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να εντοπίσ

    λαχταριστό τους μεζέ και να τον ανασύρουν έξω από την επιφάνεια της θάλασσας, ειδικά αν ο

    ματισμός της ήταν απαλός, όπως σήμερα.

    άντρας χαμογέλασε, στηρίχτηκε στους αγκώνες του και επέτρεψε στον εαυτό του μια μικρή ανάπ

    ό την κοπιαστική δουλειά της νύχτας. Όπως κάθε μέρα, τούτη η ώρα ήταν το μοναδικό κομμάτι

    όνου που απολάμβανε πραγματικά. Ο ήλιος, αυτός ο ζωοφόρος πύρινος γίγαντας του ουρανού, εί

    χίσει να ξεπροβάλλει πίσω από τις κορυφές της ‘Υδρας, απλώνοντας τις πιο μαγευτικές πινελιές π

    ο βαθύ μπλε καμβά του ωκεανού μπροστά του. Μα και οι ήχοι γύρω του δεν πήγαιναν πίσω.

    όσφεραν ως υπόκρουση τα τιτιβίσματα νεοσσών που απαιτούσαν την τροφή τους, το σκάσιμο τω

    μάτων στα απόκρημνα βράχια της ερημικής παραλίας και τα σφυρίγματα του ανέμου, που πότε

    οφάσιζε να είναι γαλήνιος σαν πρωινή αύρα και πότε άγριος σαν καταιγίδα.

    είνη τη στιγμή της μέρας ο Μαρτίνος Λιβέρης ξεχνούσε ποιος ήταν πραγματικά και τι έκανε στο

    αρο παρόν προκείμενου να επιβιώσει και επέτρεπε στον εαυτό του την απόλαυση της ονειροπόληνταζόταν τη μικρή, χιλιοτσακισμένη του ψαρόβαρκα σαν υπερσύγχρονο ερευνητικό σκάφος και

    ο σαν ατρόμητο εξερευνητή των θαλασσών που καταδυόταν στα πιο απρόσιτα υγρά βάθη των

    εανών για να ανασύρει στην επιφάνεια μυθικά ναυάγια και αμύθητους θησαυρούς. Ήταν το ίδιο

    ειρο που είχε πάντα από παιδί, από εφτά χρονών άτριχο παιδαρέλι, τότε που του επέτρεψε για πρώ

    ρά η μάνα του να φύγει λίγο από τη φούστα της και να κάνει ολομόναχος τη βουτιά του, με όπλα

    μπάλαια μάσκα και ένα φθαρμένο αναπνευστήρα.

    όμα θυμόταν την έκσταση που είχε νιώσει όταν έκλεισε στις μικρές παλάμες του λίγη άμμο από

    το της θάλασσας και ανέσυρε στην επιφάνεια το πρώτο του όστρακο. Ακόμα το είχε στην κάμαράείνο το όστρακο. Είχαν περάσει είκοσι δύο χρόνια από τότε, κι όμως τις νύχτες το έβαζε ακόμα στ

    τί του για να ακούσει τους ήχους του βυθού, όπως τον είχε δασκαλέψει ο καπετάνιος.

    ως κάποια μέρα…, σκέφτηκε, αναστενάζοντας βαθιά. ‘Ισως κάποια μέρα καταφέρω να ξεφύγω α

    και να γίνω κι εγώ σαν εκείνον…

    μογέλασε πικρόχολα. Δεν ήταν κακό να ονειρεύεται κανείς, αλλά ήταν πολύ κακό να μην έχει ακ

    τε ένα τόσο δα εφόδιο για να κυνηγήσει το όνειρό του. Κόντευε τριάντα χρονών, και το μόνο που

    ταφέρει ήταν να κουβαλάει τη φήμη 

    του καλύτερου δύτη της περιοχής και του κουβαλητή των

    λύτερων ψαριών για τις κουζίνες των ακριβότερων ξενοδοχείων της “Υδρας. Εντάξει, είχε κι άλλ

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    12/390

    λοπληρωμένα προσόντα εκτός από αυτά. Μπορούσε, για παράδειγμα, να είναι διαθέσιμος όλες τι

    οχές του χρόνου για όποιο μερεμέτι τον χρειάζονταν οι συντοπίτες του αλλά και οι πλούσιοι

    σκέπτες του νησιού· μπορούσε να κουμαντάρει από καΐκι μέχρι θαλαμηγό ανά πάσα στιγμή και μ

    θε καιρό· τέλος, μπορούσε να μπαλώσει κατεστραμμένα δίχτυα σε χρόνο ρεκόρ, απαλλάσσοντας

    οκτήτες τους από κοπιαστική εργασία ωρών που τους στερούσε χρόνο από την ημερήσια εργασία

    η θάλασσα και στις οικογένειές τους.

    α αυτά τα έκανε με το αζημίωτο φυσικά, όμως τα χρήματα έφταναν για να εξασφαλίζει μόνο την

    οπρεπή διαβίωση του ίδιου, της μάνας του και της αδερφής του. Μέχρι πρόσφατα εξασφάλιζε κα

    τό του πατέρα του, αλλά, ευτυχώς για όλους τους, αυτό το πιοτό έγινε τελικά και η ταφόπλακά τ

    ρνούσε μεθυσμένος από κάποιο καπηλειό της Ύδρας, όταν το ξαφνικό καλοκαιρινό μπουρίνι έπια

    ον ύπνο αυτόν και το σαπίμι που αποκαλούσε «ψαρόβαρκά του», γιατί πώς ήταν δυνατόν να παίρ

    ν τίτλο της ψαρόβαρκας ένα κομμάτι ξύλο που δεν είχε εκτελέσει αυτό το καθήκον ποτέ; Από τότ

    υ θυμόταν τον εαυτό του, ο Μαρτίνος δεν είχε δει ποτέ τον πατέρα του να κάνει κάτι άλλο εκτός

    να μπεκροπίνει και να σαπίζει στο ξύλο τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

    νιξε μια βλαστήμια και κίνησε ξανά προς την παραλία, για να αποτελειώσει τη δουλειά του.

    μέρωνε, και σε λίγες ώρες θα κατέφθαναν στα μέρη του τσούρμα από πλούσιους τουρίστες

    αζητώντας απόμερες παραλίες για τις πρόσκαιρες περιπέτειές τους πολύς ήλιος, υπέροχος βυθός γασιτεχνικό ψαροντούφεκο και δεκάδες σκιερές γωνιές πίσω από ψηλούς βράχους για λίγο υπαίθρ

    ξ πριν από την επιστροφή στα κότερα. Είχε συναπαντηθεί κάμποσες φορές με δαύτους ο Μαρτίνο

    εδόν πάντα αποκόμιζε την ίδια εντύπωση: η σύγχρονη κοινωνία ήταν γεμάτη από λεφτάδες

    υτονταήδες και από εύκολες γυναίκες που πουλούσαν ευχαρίστως τα θέλγητρα της νιότης τους γ

    ρικές διανυκτερεύσεις σε κότερα τα οποία οδηγούσαν επί ιιληρωμή συνταξιούχοι καπετάνιοι.

    Μαρτίνος δεν είχε πάρε δώσε με αυτούς, παρά τις συχνές προσπάθειές τους να αποκτήσουν κάπο

    λική σχέση με τον γραφικό ντόπιο που μαντάριζε αμίλητος τα δίχτυα του. Αρκετές φορές διασκέδ

    την τάση τους να του μιλάνε σαν να ήταν καθυστερημένος ή ηλίθιος. Κατά τη γνώμη τους, ο τρόής του σίγουρα θα του είχε πειράξει το μυαλό. Ποιος υγιής νέος άνω των δεκαοχτώ ετών θα μπο

    ζήσει μόνιμα σε ένα νησί πενήντα κατοίκων δίχως να του σαλέψουν τα λογικά; Και ποια όμορφη

    ναίκα θα τον πλησίαζε, αν όχι για να ζήσει μαζί του λίγες στιγμές ελεύθερου, πρωτόγονου έρωτα;

    ήξερε καλά το σινάφι τους. Κι αφού δε σκόπευε να έχει νταραβέρια μαζί τους, δεν είχε κι εκείνος

    σειρά του κανένα λόγο να τους δείξει πόσο ευφυής και πόσο διαβασμένος ήταν.

    κτοποίησε τα δίχτυα του και πήρε το ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι του. Η ώρα

    ντευε οχτώ και, όπως κάθε τέτοια ώρα, κάθε πρωί ανελλιπώς, η μάνα του στριφογύριζε στη μικρή

    λή κουβεντιάζοντας με τα καναρίνια της. Θα πρέπει να είχε καμιά δεκαριά, και το καθένα από αυτ

    ε ένα ταμπελάκι με το όνομά του κολλημένο περίτεχνα στη βάση του κλουβιού του. Τώρα

    υβέντιαζε με τον Αριστείδη, ο οποίος συνέχιζε, κατά τα φαινόμενα, τις αταξίες του, προτιμώντας

    α κάνει» στη μικρή μπανιέρα του αντί να ρίξει, όπως έπρεπε, τη βουτιά του εκεί μέσα.

    Μαρτίνος χαμογέλασε και, αφού πλησίασε αθόρυβα τη μητέρα του, την αγκάλιασε απ’ τη μέση κ

    ς έδωσε ένα ζωηρό φιλί στο μάγουλο.

    χει πολύ θράσος ο Αριστείδης σου», την πείραξε, κοιτώντας με σοβαρότητα το ανύποπτο πτηνό,

    έμενε να ανακουφίζεται επιδεικτικά στην ολοκαίνουρια μπανιέρα του. «Γιατί δεν τον αμολάς, να

    υχάσουμε;»

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    13/390

    ε θα είναι ευτυχισμένος εκεί έξω…» είπε με έναν αναστεναγμό η μάνα του. «Πώς να τα βάλει ένα

    σο δα μικρό πουλάκι με τόσους κινδύνους; Ο κακομοίρης, δεν ξέρει τίποτ’ άλλο εξόν από αυτό τ

    ουβί. Εξάλλου, τραγουδάει πιότερο απ’ όλα. Μια φορά τον άκουσα να τραγουδάει σας τρεις το π

    ξέρεις; Αλλά πού να το ξέρεις! “Οταν δεν είσαι στα νερά, κοιμάσαι σαν αρκούδα. Και σου ’χω πε

    ν κουράζεσαι τόσο, γιε μου…»

    Μου αρέσει η δουλειά».

    ύτηξε μια καρέκλα, έβαλε τη μάνα του να καθίσει και έσυρε κοντά της το μικρό τραπεζάκι για να

    λέψει κάπου το πονεμένο της χέρι, που τώρα τελευταία δεν το κινούσε σχεδόν καθόλου.

    ότε θα κόψεις τα βελονικά και τα πλεξίματα, ρε μάνα;» τη μάλωσε, αλλά με τόση τρυφερότητα, π

    σήλικη γυναίκα βούρκωσε αμέσως. «Ο γιατρός σ’ το είπε ξεκάθαρα: ή τα κόβεις ή μπαίνεις στο

    σοκομείο για μαχαίρι. Δεν έχεις ανάγκη να δουλεύεις, πόσες φορές θα το πούμε; Δε μας λείπει τί

    σι δεν είναι; Και η προίκα της Έλενας είναι σχεδόν έτοιμη. Γεμίζω το βιβλιάριο κάθε μήνα».

    εν είναι τα λεφτά…» απολογήθηκε δακρύζοντας η γυναίκα. «Είναι η συνήθεια πιότερο, παιδί μου

    έπει κάτι να κάνω, δεν μπορώ να κάθομαι. Έτσι είμαι μαθημένη απ’ τα μικράτα μου, το ξέρεις. Ε

    λό για το μυαλό μου. Πώς να περάσει ο χειμώνας σε τούτο το νησί, Μίνο μου; Πώς να γεμίσουν ες τώρα που εσείς λείπετε συνέχεια απ’ το σπίτι; Κάποια στιγμή θα φύγετε τελείως, και τότε…»

    α αργήσει αυτή η ώρα», της δήλωσε ξερά, αρχίζοντας να αντιλαμβάνεται προς τα πού ακριβώς

    τευθυνόταν για μια ακόμη φορά η κουβέντα.

    Μην το λες!» αντέδρασε αμέσως εκείνη. «Είσαι πολύ όμορφος άντρας. Έχουμε περπατήσει μαζί σ

    δρα και έχω δει πώς σε γλυκοκοιτάζουν όλες. Εσύ τις διώχνεις, το ξέρω καλά. Πες μου, πού έφτ

    ι έχεις γίνει τόσο αγριάνθρωπος;»

    ε μιλάμε για μένα τώρα».

    αι, για σένα μιλάμε!» ύψωσε τον τόνο της φωνής της. «Μην τολμάς να μου σηκώνεις βουνά και

    ύβεσαι μέσα στο καβούκι σου. Κοντεύεις τα τριάντα, Μαρτίνο, και είσαι ακόμα ριζωμένος εδώ, σ

    σί που δε θα έχει ποτέ τη χαρά να δει άλλο σπίτι να χτίζεται στη γη του, περιμένοντας τι;… ποιον

    πότε;…»

    πρόσωπό του σφίχτηκε, και τα ωραία του χαρακτηριστικά αλλοιώθηκαν από την οργή, εκείνη τη

    άσταχτη οργή που κουβαλούσε μέσα του τόσα χρόνια.

    τάξει, σκέφτηκε αφού η μάνα του είχε αποφασίσει πως ήρθε η στιγμή να τελειώσει αυτό το κρυφ

    της έκανε τη χάρη: θα έκανε μια κουβέντα μαζί της έξω απ’ τα δόντια.

    “Ελενα;» ρώτησε ήσυχα, καρφώνοντας τα μαύρα μάτια του στο ανήσυχο πρόσωπό της.

    οιμήθηκε σε μια φίλη της στην Ύδρα. Και να ’θελα να της το απαγορεύσω, μπορούσα;» έσπευσε

    αιολογηθεί. «Η αδερφή σου είναι τριάντα τρία πια και, από τότε που έπιασε δουλειά στην τράπεζ

    ρεις πολύ καλά πως το σπίτι τής πέφτει λίγο».

    α τα πω μετά και μ’ αυτήν», ανακοίνωσε, χωρίς να κρύψει τον απειλητικό τόνο της φωνής του. «παρόν, μου αρκεί που ξέρω ότι εσύ κι εγώ είμαστε μόνοι. Αν είναι να ειπωθούν αλήθειες, ας ειπω

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    14/390

    ώ και τώρα, ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εσένα, τα μόνα άμεσα ενδιαφερόμενα μέρη»

    άλλες φορές στο παρελθόν η Κατερίνα Λιβέρη είχε βρεθεί σε παρόμοια θέση, αλλά είχε κατορθώ

    ξεγλιστρήσει προφασιζόμενη κάποια αδιαθεσία, που πάντα έκανε το γιο της να οπισθοχωρεί και

    αβάλλει τις ερωτήσεις του. Τώρα όμως, κοιτώντας και μόνο το πρόσωπό του,’ήξερε πως δε θα υπ

    λη αναβολή. “Ηταν έτοιμη πια να ταπεινωθεί, αν έπρεπε, προκειμένου να δει τα φαντάσματα στη

    υ μοναχογιού της να ξορκίζονται και τα δεσμά του να λύνονται. Δεν ήταν το καναρίνι της αυτό πο

    ρεπε να πετάξει ελεύθερο, αλλά ο Μαρτίνος. “Επρεπε να φύγει οριστικά από αυτό τον τόπο, να βρ

    όμο του και να γίνει ό,τι του άξιζε: δυνατός και ευτυχισμένος.

    έλω όλη την αλήθεια, μάνα», την προειδοποίησε. «Όχι μισόλογα και υπεκφυγές αυτή τη φορά. Δ

    άρχει τίποτα πια που να φοβάσαι».

    ην ξέρεις την αλήθεια», ίου είπε αμυντικά, αλλά αυτή η άμυνα ήταν αποτέλεσμα ενστίκτου

    ρισσότερο παρά επιλογής.

    ταν ο Μαρτίνος θύμωνε, όταν γινόταν σοβαρός και πιεστικός, όπως τώρα, εξαφανιζόταν κάθε

    αότητα από την όψη του και μεταμορφωνόταν σε φουρτουνιασμένο πέλαγος. Αρκούσε μόνο το

    έμμα του, εκείνο το σκοτεινό, ανταριασμένο βλέμμα, για να ζαρώσει μπροστά του ακόμη και ο πομακτικός δαίμονας. Δε θα πρέπει να υπήρχαν πιο μαύρα μάτια από τα δικά του. Ολόμαυρα σαν

    έρωμα κορακιού και επιθετικά σαν ξίφη πολεμιστή. Ώρες ώρες τρόμαζε ακόμη κι εκείνη, η ίδια το

    να, η γυναίκα που κοιλοπονούσε μία μέρα και μία νύχτα ολόκληρη προτού τον φέρει ολομόναχη

    σμο, εκεί, στο ίδιο σπίτι όπου τώρα ήταν θεατής της οργής του και της λύπης του.

    ην ξέρω, ναι… αλλά μισή, όπως την κρυφάκουσα όταν ήμουν παιδί και όχι όπως μου την είπες ε

    ατέρας μου. Ο αληθινός, εννοώ», συμπλήρωσε ειρωνικά, και για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια δ

    γισε στη θέα των υγρών της ματιών και των πυρακτωμένων της μάγουλων.

    ε σου αρκεί;»

    χι, δε μου αρκεί, μητέρα», αποκρίθηκε υπομονετικά, παρόλο που δεν είχε ρανίδα υπομονής πλέο

    ε μου αρκεί να αποκαλώ τον πατέρα μου “καπετάνιο” και τον αδερφό μου “φίλο”. Δε μου αρκεί

    ριμένω κάθε καλοκαίρι τον ερχομό του και να απογοητεύομαι κάθε φθινόπωρο με το φευγιό του.

    λος, αγαπημένη μου μητέρα, για να γίνω και λίγο ωμός, δε μου αρκούν τα ωραία του δώρα, που

    ουρα μου τα κάνει από τύψεις, όταν ξέρω πως δικαιωματικά μού ανήκουν όσα απολαμβάνουν τα

    μιμα παιδιά του. Ξέρω ότι με αγαπάει…» μαλάκωσε προς στιγμήν, «όπως ξέρω και ότι θα μου άπ

    χαρίστως το χέρι αν ζητούσα ποτέ τη βοήθειά του. Όμως έχω κι εγώ την περηφάνια μου. Ξέρει πω

    αι γιος του, αλλά δεν επιδίωξε ποτέ να με βάλει στην οικογένειά του. Ούτε πριν ούτε μετά το θάνυ τομαριού που παντρεύτηκες».

    ι’ αυτό ακριβώς πρέπει να κοιτάξεις τον εαυτό σου», του είπε σχεδόν ικετευτικά. «Θυσίασες τη ζ

    υ περιμένοντας, τη στιγμή που ήταν ξεκάθαρο πως όσα μπορούσε να σου δώσει δε θα ήταν ποτέ

    υ ήθελες».

    ιατί;» ακούστηκε ραγισμένη η φωνή του. «Επειδή ντρεπόταν για μένα, έτσι; Ή μήπως επειδή φοβ

    θα ξεπερνούσα σε ταλέντα τον κανακάρη του;»

    άψε! Ο Άρης είναι φίλος σου. Δεν κάνει να μιλάς έτσι».

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    15/390

    Μιλάω ακριβώς όπως νιώθω. Στο κάτω κάτω, δεν είναι εδώ για να με ακούσει».

    εν ωφελεί, δεν το βλέπεις;» βγήκε η φωνή της ψιθυριστή, αλλά, ακόμη κι έτσι, ήταν πλημμυρισμ

    ό όλα της τα συναισθήματα. «Εγώ έχω να μιλήσω με τον… πατέρα σου», κόμπιασε, «χρόνια, αλλ

    ύ περνάς πολλές ώρες μαζί του τα καλοκαίρια και τον έχεις μάθει πια. Δεν μπορεί να αφοσιωθεί

    οκληρωτικά σε τίποτα πέρα από τη μανία του να κυνηγάει θησαυρούς. Τι μερτικό ζητάς από αυτό

    μίζεις πως ο Άρης νιώθει στ’ αλήθεια γιος του, παρόλο που μεγάλωσε κοντά του; Δυστυχισμένο

    αι κι αυτός ο δόλιος. Κάθε φορά που του μιλάω, βλέπω ένα δυστυχισμένο παιδί».

    υτό δεν αλλάζει τα γεγονότα», είπε, βγάζοντας το πακέτο με τα τσιγάρα του από τη ζώνη του με όθεση να ανάψει ένα, παρόλο που απέφευγε όσο μπορούσε την κακή αυτή συνήθεια.

    ειτα, κοιτώντας την ψυχρά, συνέχισε:

    αι τα γεγονότα λένε πως ήσουν παντρεμένη γυναίκα με παιδί όταν τραβήχτηκες με τον πατέρα το

    καλό της χέρι έπεσε βαρύ στην αριστερή πλευρά του προσώπου του και, παρά το μικρό της

    άστημα, έδειξε πανύψηλη όταν σηκώθηκε και στάθηκε απέναντί του. Τα χείλη της έτρεμαν, και τα

    ομά της μάγουλα γέμισαν δάκρυα.

    Μίνος μετάνιωσε αμέσως μόλις ξεστόμισε αυτές τις κουβέντες, αλλά τώρα πια ήταν αργά για να τ

    ρει πίσω. Δε θυμόταν να είχε μιλήσει ποτέ άλλοτε στη μάνα του με τόση ασέβεια. Πέρα από την

    θολογική αδυναμία που της είχε, τη θαύμαζε για το κουράγιο της να υπομείνει το βάναυσο χαρακ

    υ άντρα της και για την αξιοπρέπεια με την οποία μεγάλωσε εκείνον και την αδερφή του. Τώρα όμ

    αν αργά για να κλείσει ξανά ο ασκός του Αιόλου. Αν έκρινε από την όψη της, οι άνεμοί του έσπερ

    η θύελλες.

    ον ερωτεύτηκα!» φώναξε η Κατερίνα Λιβέρη πνιγμένη από τους λυγμούς. «Ήμουν είκοσι χρονώ

    ντρεμένη με έναν άνθρωπο που μου είχαν φορτώσει οι γονείς μου και που αποδείχτηκε ο χειρότεραννος του κόσμου. Ήμουν μισοπεθαμένη απ’ το ξύλο όταν βούτηξα στη θάλασσα για να τελειώ

    ι είχε αρχίσει εκείνος. Ο Λουκάς έκανε καταδύσεις για να βρει κάποιον από τους θησαυρούς του

    έβγαλε μελανιασμένη απ’ τον πάτο… Δεν του είπα ποτέ την αλήθεια. Όπως πολύ σωστά μου είπ

    α ήδη ένα παιδί. Αφού πέρασε η τρέλα της στιγμής και σώθηκα, αποφάσισα να μείνω με τον άντρ

    υ, όποιος κι αν ήταν, όσο μαύρη κι αν φάνταζε η ζωή μαζί του… Άφησα τον Λουκά να πιστεύει π

    ρευα μόνο λίγες βραδιές περιπέτειας, πως ήμουν άλλη μια επαρχιώτισσα που ήθελε να δοκιμάσει

    ποιες απαγορευμένες χαρές. Συναντηθήκαμε κρυφά κάποιες νύχτες μέσα σε ένα καλοκαίρι, και α

    αν όλο. Εκείνος επέστρεψε στους θησαυρούς του και στην οικογένειά του, κι εγώ… εγώ απόκτησ

    ένα το δικό μου θησαυρό, το γιο μου, το καμάρι μου… Δεν του είπα ποτέ ότι ήσουν παιδί του, αλκατάλαβε. Το επόμενο καλοκαίρι, όταν συναντηθήκαμε ξανά, δεν μπόρεσα να του πω ψέματα. Έ

    μάτια του και το χρώμα των μαλλιών του. Όταν σε κοίταξε για πρώτη φορά, τριών μηνών μωρό

    ουν, τον είδα να κλαίει. Μου πρότεινε αμέσως μια άνετη ζωή μακριά από τον άντρα μου, αλλά

    νήθηκα. Το μόνο που δεν μπόρεσα να του στερήσω ήταν να σε βλέπει τα καλοκαίρια. Ωστόσο, εγ

    οψα κάθε επαφή μαζί του. Μέχρι να σταθείς καλά στα πόδια σου και να σου επιτρέψω να κατεβαί

    νος στην παραλία, σας παρακολουθούσα από απόσταση, από τον ίδιο βράχο απ’ όπου σ’ αρέσει ν

    έπεις τις ανατολές σου τώρα. Δεν έχω τίποτα να καταλογίσω στον Λουκά Στασινό», κατέληξε,

    νοντας μεταβολή για να καταπιαστεί ξανά με τα αγαπημένα της καναρίνια. «Τίποτα απολύτως. Υπ

    σένα πατέρας τόσο όσο του επέτρεψα εγώ να είναι».

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    16/390

    κώθηκε από τη θέση του και την πλησίασε. Χωρίς να πει τίποτα, αγκάλιασε τη λεπτή της μέση κα

    ούμπησε το πιγούνι του στην κορυφή του κεφαλιού της. Άκουσε το βαθύ της αναστεναγμό και τη

    κασε ένα φιλί στο μάγουλο.

    ε θέλω να στενοχωριέσαι», της είπε με ειλικρίνεια. «Ώρες ωρες με πνίγει ο θυμός για τα χρόνια π

    αταλήσαμε κοντά στον Λιβέρη, αλλά μετά μου περνάει. Ξέρεις τώρα πώς είμαι εγώ, ρε μάνα:

    υσκώνω και ξεφουσκώνω γρήγορα, σαν γαλοπούλα που τρέχουν να την πιάσουν».

    πρεπε να μείνω εδώ…» μονολόγησε, σαν να μην τον είχε ακούσει. «Εδώ μεγάλωσα, αυτά τα χώ

    ερα να πατάω, και δεν πήγα σχολειό για να καταλάβω τι γίνεται παραέξω. Ο Λουκάς ήθελε να με ην Αθήνα. Ήθελε να με βάλει σε ένα σπίτι και να βρίσκεται κοντά μου όποτε του περίσσευε χρόν

    πορούσα να το κάνω εγώ αυτό; Πες μου, παιδί μου, μπορούσα; Αν το έκανα, θα ντρεπόμουν να σ

    τάξω στα μάτια. Τουλάχιστον εδώ ήμουν στα μέρη μου και σας προστάτευα από τον Αντώνη με

    οιον τρόπο μπορούσα. Τον άφηνα να ξεσπάει μόνο σ’ εμένα, και τις λίγες φορές που τα ’βάλε μα

    ς κόντεψα να τον σκοτώσω. Πέθανε πιστεύοντας πως είχε μια γυναίκα και δύο παιδιά, Μίνο. Τ’

    ούς;  Δύο παιδιά», τόνισε. «Δε γύρισε ποτέ κανείς να σε πει μπάσταρδο, όπως θα γινόταν σίγουρα

    ευγα από δω και πήγαινα στην Αθήνα».

    κανες το σωστό», την καθησύχασε, πονώντας που την έβλεπε τόσο τσακισμένη.

    μως εσύ πρέπει να φύγεις!» του είπε με αγωνία.

    αν τόσο μικροσκοπική μπροστά του… Ο γιος της με τα χρόνια είχε εξελιχθεί σε σωστό γίγαντα.

    ρνούσε σχεδόν δύο κεφάλια, κι όταν την αγκάλιαζε θα νόμιζε κανείς ότι έκλεινε στα μπράτσα του

    ύκλα.

    ράβα να κυνηγήσεις τα όνειρά σου, ακόμη κι αν χρειαστεί να πέσεις κάπο πολλές φορές για να το

    τύχεις. Βρες μια καλή γυναίκα και κάνε παιδιά. Εσύ θα γίνεις άξιος πατέρας, το ξέρω. Κοντά σου

    αι ευτυχισμένα τα παιδιά σου».

    Μη μου αρχίζεις πάλι τα παντρολογήματα», επιχείρησε να ξεφύγει. «Προηγείται η Έλενα άλλωστε

    ι, μιας που την αναφέραμε, μπορείς να μου πεις πώς της επέτρεψες να την κοπανήσει όλη τη νύχτ

    ν έχεις γνωρίσει αυτή τη φίλη της; Τι σόι κουμάσι είναι; Κάτσε να ρθει, και θα την κανονίσω».

    μητέρα του τον αγνόησε και, αφού τραβήχτηκε λίγο, τον κοίταξε αυστηρά.

    κείνη θα τον βρει το δρόμο της, γυναίκα είναι. Μ’ εσένα όμως τι θα γίνει; Αυτό θέλεις να κάνεις

    όκληρη ζωή; Να πουλάς ψάρια στις ταβέρνες και να φτιάχνεις βρύσες στα σπίτια των πλουσίων;ποτε μου είχες πει ότι θέλεις να γίνεις σαν τον… καπετάνιο. Μπορούν να βρεθούν τα χρήματα, α

    τά σου λείπουν. Κι αν αποφασίσεις να γίνεις σαν αυτόν, εγώ ξέρω ότι θα γίνεις καλύτερος».

    λα με τη σειρά τους», είπε ήρεμα, επειδή δεν ήθελε να την κακοκαρδίσει. «Τράβα τώρα να μου

    άξεις έναν καφέ, και ας αφήσουμε τα λόγια για άλλη ώρα. Δεν τελειώνουν αυτά, σε αντίθεση με

    ίκη Στασινού, που δεν μπορεί να περιμένει».

    Κατερίνα Λιβέρη τον κοίταξε έκπληκτη.

    ίναι εδώ η κόρη του Λουκά;»

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    17/390

    ασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του.

    τσι μου μήνυσε η παραδουλεύτρα της. Τη συνάντησα στην Ύδρα χτες και μου είπε ότι η αφεντικ

    ς έχει μια δουλειά να μου δώσει».

    ρόσεχε», τον προειδοποίησε η μάνα του. «Πρόσεχε πολύ με τούτο το θηλυκό. Είναι ψυχρή και

    ολογίστρια, σαν τη μάνα της. Σε έχει βάλει στο μάτι από χρόνια».

    ρελάθηκες, κυρα-Κατερίνα;» είπε, περνώντας τα τραχιά του δάχτυλα μέσα από τα νοτισμένα από

    μύρα μαλλιά του, και χαμογέλασε. «Αφού είναι αδερφή μου».

    εν είναι», τον πληροφόρησε. «Ο Λουκάς μού είχε εξομολογηθεί ότι η γυναίκα του ήταν έγκυος α

    λον όταν την παντρεύτηκε. Ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να παντρευτεί και την

    ριουσία της μαζί με αυτήν. Αργότερα, βέβαια, μου είπε πως έμαθε να την αγαπάει. Πάντα με τον τ

    υ φυσικά, αλλά την αγάπησε».

    Μάλιστα».

    πληροφορία δεν τον σοκάρισε και πολύ. Ένα πράγμα που είχε μάθει από τις επαφές του με τους

    ούσιους τόσα χρόνια ήταν πως θα έκαναν πολύ περισσότερα από έναν ανεπιθύμητο γάμο στο όνο

    υ χρήματος. Ωστόσο, η μητέρα του άδικα ανησυχούσε. Όσο όμορφη και πονηρή κι αν ήταν η

    σποινίδα Στασινού, εκείνος δεν ενδιαφερόταν. Μόνο ένα θηλυκό είχε ερωτευτεί παράφορα μέχρι

    ρα, και αυτό ήταν η θάλασσα και τα μυστικά της.

    χω δει πώς σε κοιτάζει», επέμεινε η μητέρα του. «Δε σε βλέπει πια σαν τον καλό παιδικό της φίλ

    νει διασκεδαστικά τα καλοκαίρια της. Σε θέλει, γιε μου. Θέλει μαζί σου πολύ περισσότερα από λί

    γνοιαστες στιγμές στην παραλία».

    Μην ανησυχείς, μάνα, και δεν έχω σκοπό να γίνω το παιχνιδάκι κανενός. Τράβα τώρα \ α μου φέρετό τον καφέ και λίγη από την πίτα σου. Θα τα πούμε άλλη ώρα».

    Κατερίνα Λιβέρη κίνησε για το μικρό σπιτάκι της με έναν αναστεναγμό. Πολλά πράγματα είχαν

    λάξει στο χαρακτήρα του γιου της καθώς μεγάλωνε, αλλά τουλάχιστον ένα παρέμενε σταθερό κα

    ρέμενε έτσι ως τα βαθιά του γεράματα: ήταν αγύριστο κεφάλι.

    Μίνος στάθηκε στη δυτική πλευρά της αυλής, εκεί όπου η θέα της θάλασσας δεν κρυβόταν από

    νένα φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο. Εισέπνευσε το μυρωμένο πρωινό βοριά και άφησε το βλέμμα το

    αθεί σε ένα καράβι κάπου στο βάθος του ορίζοντα. Κάποια μέρα ένα τέτοιο θα κουμαντάριζε κι ακίστηκε. Ένα μεγάλο, γερό σκαρί, γεμάτο από τα ακριβότερα μηχανήματα του κόσμου, έτοιμο να

    γώσει τους βυθούς για να βρει τους θησαυρούς του.

    ι, μια μέρα θα γινόταν αυτό. Σίγουρα.

    Μάγδα Κέλερ άπλίοσε νωχελικά τα πόδια της στην απέναντι καρέκλα, άφησε το αεράκι να ανακα

    μακριά καστανά της μαλλιά και σήκωσε όλο χάρη ένα βαρύ ποτήρι με χυμό από φρεσκοστυμμέν

    ούτα εποχής. Το γκρίζο της βλέμμα πλανήθηκε τεμπέλικα στην όμορφη πόλη της Ύδρας, κάτω α

    ύψωμα όπου ήταν χτισμένο το αρχοντικό τους, και έκανε μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας.

    ραίο αλλά λίγο…» φιλοσόφησε, υψώνοντας αλαζονικά τα φρύδια. «Δε συγκρίνεται με το Μονακ

  • 8/18/2019 297936707 ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

    18/390

    Σεν Τροπέ ή τη Βενετία. Σε όλα αυτά τα μέρη έζησα, φιλενάδα, και σε δεκάδες άλλα, εξίσου υπέ

    αυτά που σου ανέφερα, έκανα κατά καιρούς τις διακοπές μου…»

    άλλη κοπέλα, που μέχρι τα τριάντα τρία της δεν είχε ξεμυτίσει από το λιμάνι της Ύδρας, ξεροκατ

    ι γούρλωσε τα μάτια. Έτσι ήταν, λοιπόν, ο κόσμος έξω από το νησί; Τόσο υπέροχος όσο της

    ριέγραφε η φίλη της; Γεμάτος υπέροχες πόλεις, φώτα και νέους που διασκέδαζαν απολαμβάνοντα

    ρτι και τον έρωτα; Αλλο ήταν να τα διαβάζει στα περιοδικά ή να τα βλέπει στην τηλεόραση και άλ

    τα μαθαίνει από κάποια που τα είχε ζήσει. Και η Μάγδα Κέλερ ήταν μόνο δεκαεννιά χρονών. Τις

    ριζε σχεδόν μιάμιση δεκαετία, κι όμως η Έλενα ένιωθε σαν άμαθο πιτσιρίκι του δημοτικού μπρο

    η δασκάλα του. Τη γοήτευαν τα πάντα πάνω στη φίλη της. Ήταν πανέμορφη σαν σειρήνα, �