23 & 1 σταθμοί ebook

118
Μάχη Tζουγανάκη 23&1 σταθμοί

description

23 & 1 γράμματα δίχως καμιά συγγένεια, παρά μόνο τη λογική τους συνέχεια στο Αλφάβητο της Ζωής. 23 & 1 καρδιές αναζητούν την ευτυχή κατάληξη στο ταξίδι που τους ορίζει η μοίρα. 23 & 23 & 1 πρόσωπα ακολουθούν το δίκαιο που ορίζει η καρδιά τους, συνθέτοντας ένα ζωντανό παζλ.

Transcript of 23 & 1 σταθμοί ebook

Page 1: 23 & 1 σταθμοί ebook

Μάχη Tζουγανάκη

23&1 σταθμοί

Page 2: 23 & 1 σταθμοί ebook
Page 3: 23 & 1 σταθμοί ebook
Page 4: 23 & 1 σταθμοί ebook
Page 5: 23 & 1 σταθμοί ebook

5

23&1σταθμοί

Page 6: 23 & 1 σταθμοί ebook

6

Μάχη Τζουγανάκη23 &1 σταθμοί

ISBN: 978-618-81935-0-5© Μάχη ΤζουγανάκηΑθήνα, 2015

επιμέλεια έκδοσης: Δήμος Χλωπτσιούδηςεπιμέλεια εξωφύλλου: Κώστας Θερμογιάννηςe-mail: [email protected]

[Αναφορά προέλευσης ,Μη Εμπορική Χρήση,Παρόμοια Διανομή]

___________________Η συλλογή διηγημάτων “23 & 1 σταθμοί” εκτυπώθηκε σεπεριορισμένο αριθμό αντιτύπων και  διανέμεται  ελεύ-θερα στο διαδίκτυο με άδεια Creative Commons. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση και η αποσπασματική πα-ρουσίαση με την υποχρέωση αναφοράς του ονόματοςτης συγγραφέως. Το έργο διατίθεται μόνο για μη εμπο-ρική χρήση.

Page 7: 23 & 1 σταθμοί ebook

ISBN: 978-618-81935-0-5© Μάχη Τζουγανάκη

Αθήνα 2015

7

23&1σταθμοί

Page 8: 23 & 1 σταθμοί ebook

8

…για όλες εκείνες τις καρδιές πουστήριξαν τούτη την προσπάθεια...

...και κυρίως, στα δύο υπέροχα Ντης ζωής μου…

Page 9: 23 & 1 σταθμοί ebook

9

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΑποστόληςΒασίληςΓιώργος

ΔιαμαντήςΈσμα

ΖωήΗρώ

ΘεμιστοκλήςΙγκόρΚυράΛίνα

ΜανώληςΝιόβη

ΞενοφώνΟρέστης

ΠέτροςΡωξάνη

ΣίφηςΤιμολέωνΥάκινθος

ΦώτηςΧλόη

ΨαριανόςΩκεανός

13172126293338414548545963666974798286919398

105110

Page 10: 23 & 1 σταθμοί ebook

10

Μάχη Τζουγανάκη

Page 11: 23 & 1 σταθμοί ebook

11

Η καρδιά του ανθρώπου είναιένα κουβάρι κάμπιες.Φύσηξε, Χριστέ μου,

να γίνουν πεταλούδες!

Νίκος Καζαντζάκης,“Ο Χριστός ξανασταυρώνεται”

Page 12: 23 & 1 σταθμοί ebook

12

Page 13: 23 & 1 σταθμοί ebook

Αποστόλης

«10 και 5, 15, και αν προσθέσω και το 20 πάμε στο 35 καιμείον 2, 33 και άλλα 8, 41. Σίγουρα 41; Την προηγούμενηφορά ήταν 43; Δε θυμάμαι. Πάμε πάλι από την αρχή» μονο-λογούσε ο Αποστόλης περπατώντας.

«Θα πάρω το λεωφορείο με  το νούμερο 430. Κοίτα ναδεις έχει το 43 σαν το νούμερο που βρήκα πριν. Ή μήπωςδεν το βρήκα πριν; Ήταν πιο πριν! Μοιάζει με εκείνο το σταυ-ρόλεξο. Τι είχε το 43 καθέτως; 43 καθέτως; Υπάρχει 43 κα-θέτως; Πόσο μεγάλο ήταν το σταυρόλεξο; Εφημερίδας ή πε-ριοδικού; Μπα, θα ήταν το 4 και  το 3. Ή το 4 και  το 1. Τολεωφορείο πάντως είναι το 340. Είμαι σίγουρος» συνέχισετις σκέψεις του.

Περπατούσε με πολύ γρήγορο βήμα. Φορούσε ένα καφέπαλτό και ένα μπλε πουλόβερ. Το παντελόνι του ήταν κοτλέ-όπως του αρέσει- και  τα παπούτσια του γυαλιστερά. Στηστάση του λεωφορείου σταμάτησε με απότομο φρενάρισμα,πέφτοντας πάνω σε μια ηλικιωμένη κυρία.

«Πού πάτε, κύριέ μου!!» φωνάζει θυμωμένα η κυρία Ευ-τέρπη, που περίμενε ώρες και ώρες να φανεί το λεωφορείομε τον αριθμό 550, για να πάει στην κόρη της.

«Εσύ πού πας και πέφτεις πάνω μου!» της είπε εκνευρι-σμένος ο Αποστόλης και συνέχισε να περπατάει, αφήνονταςτη στάση πίσω του και  την κυρία Ευτέρπη αναψοκοκκινι-σμένη να μιλάει ακατάπαυστα κουνώντας τα χέρια της.

«Πάμε πάλι, αφαιρώ από το 10 το 7 και έχω το 3 και προ-

13

Page 14: 23 & 1 σταθμοί ebook

σθέτω το 2 και πάμε στο 5, μαζί και άλλα 10 πάμε στο 15 καιτώρα βάζω 2... Όχι, όχι 3 και πάω στο 17... ή στο 18; Τελικά τιέβαλα;» αναρωτιέται πιέζοντας τα χέρια του στις τσέπες τουπαντελονιού του, που ήταν έτοιμες να τρυπήσουν!

Ο Αποστόλης συνέχισε  τις  πράξεις  όπως  του μάθαινετόσο καιρό ο Κώστας. Και με σίγουρο βήμα υψηλής ταχύ-τητας έφτασε στην επόμενη στάση. Αυτή τη φορά κοντο-στάθηκε και κοίταξε το δρόμο. Τότε ένα λεωφορείο σταμά-τησε. Ο οδηγός άνοιξε τις πόρτες και καθώς κατέβαινε ο κό-σμος,  ανέβηκε  και  εκείνος σπρώχνοντάς  τους όλους απόεδώ κι από εκεί. 

Γέλασε με  την επιτυχία του, καλησπέρισε το μηχάνημαγια τα εισιτήρια και κάθισε με φόρα σε μία μονή καρέκλακοιτάζοντας από το παράθυρο. Όταν το λεωφορείο ξεκίνησε,ο Αποστόλης άρχιζε να αχνίζει με την αναπνοή του το τζάμι.Έγραφε συνεχώς νούμερα και  νούμερα κάνοντας  τα απέ-ναντι καθίσματα να τον παρατηρούν όλα. Άλλοι γελούσανκαι άλλοι τον δείχνανε. 

«Νάτο 1. Και ο φίλος μας το 43. Το θυμήθηκα! 43. Και 17.Ναι, 17 σίγουρα. Και το λεωφορείο είναι το 417. Όχι είναι το430. Ή μήπως το 340;» σκεφτόταν κάνοντας μουντζούρεςμε τα χέρια του στο τζάμι εκνευρισμένος.

«Ποιο λεωφορείο είναι αυτό;» είπε απότομα στον μπρο-στινό του, τραβώντας τον από το πουκάμισο.

«Μάζεψε  τα  χέρια σου από πάνω μου,  γέρο!»  του  είπεθυμωμένα ο καλοντυμένος νεαρός.

«Ο Μανώλης μου είσαι;» του είπε και τον έπιασε πάλι απότο πουκάμισο απαλά.

«Γέρο, ξεκόλλα και άσε μου το πουκάμισο!» είπε ο νεαρόςκαι σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν.

«Τον είδες; Μα τον είδες; Τι του έκανα; Ούτε να τον αγγίζωδε θέλει πια. Τότε που τον ξεσκάτιζα καλά ήταν, ε;» είπε δυ-νατά, κοιτάζοντας στον αέρα και χτυπώντας το ένα του χέρι

14

Μάχη Τζουγανάκη

Page 15: 23 & 1 σταθμοί ebook

νευρικά στο γόνατο.Μία κυρία στα πίσω καθίσματα τον κοίταζε επίμονα. Στην

αρχή, ήταν πολύ ενοχλημένη με την άφιξή του και βουτή-χτηκε στην εφημερίδα της χωρίς να σηκώνει βλέφαρο. Μαλίγο αργότερα, έκλεισε απότομα την εφημερίδα και έμεινενα τον κοιτάζει. Λίγες στάσεις μετά, αφότου έκανε μια σύ-ντομη συνομιλία στο τηλέφωνο, αποφάσισε να κάτσει δίπλατου.

«Έτσι είναι. Ξενυχτάγαμε όταν πόναγε η κοιλιά του, ότανανέβαζε πυρετό. Και τώρα “άσε με, γέρο!” Άκου γέρο τον πα-τέρα  του! Πατέρα,  ρε!!! Πατέρα!!!»  είπε  και φώναζε θυμω-μένα.

«Μη στεναχωριέσαι! Έτσι είναι και η κόρη μου!» του είπεστοργικά.

Ο Αποστόλης γύρισε και την κοίταξε με το έντονο γαλάζιοτου βλέμμα που σχεδόν  τη μούδιασε. Δεν  της απάντησε.Γύρισε ξανά μπροστά και σιώπησε, συνεχίζοντας να κάνεισχέδια στο τζάμι.

«Θέλεις να κατεβούμε μαζί στη στάση;» του είπε ακου-μπώντας τον μαλακά στην πλάτη.

Ο Αποστόλης τινάχτηκε μόλις τον ακούμπησε και πήγεπιο μπροστά το σώμα του.

«11 και 2, 13 και ένα 14. Δεν την ξέρω, Κώστα. 14 και 4 εί-ναι 18 και το λεωφορείο είναι το 418. Όχι είναι το 43. Όχιείναι το 430. Πρέπει να είναι το 430! Δεν την ξέρω...» σκε-φτόταν, χτυπώντας νευρικά τα πόδια του στο πάτωμα τουλεωφορείου.

«Πήραμε το  ίδιο λεωφορείο και κατεβαίνουμε στο  ίδιοσημείο για αυτό στο λέω μην τρομάζεις δα, κοτζάμ παλλη-κάρι! Δε με ξέρεις. Είμαι η Ευτέρπη. Πάω να δω την κόρημου και τα εγγόνια μου. Να, κοίτα, τους έφτιαξα και σπανα-κόπιτα.  Σου αρέσει  η σπανακόπιτα;»  του  είπε απαλά καιάνοιξε το τάπερ.

15

23 & 1 σταθμοί

Page 16: 23 & 1 σταθμοί ebook

Ο Αποστόλης  γύρισε  και  πάλι  απότομα προς  τη μεριάτης. Είδε την πίτα μέσα στο ανοιχτό τάπερ και άρπαξε ένακομμάτι. Νευρικά και απότομα άρχισε να τρώει το κομμάτι.Η κυρία Ευτέρπη χαμογέλασε.

«Νόστιμη ε; Η μαμά μου μού την είχε μάθει. Μόνο πουκουράστηκαν τα χέρια μου, βρε Αποστόλη, και δεν ανοίγωκαλά το φύλλο... συμπάθα με αν δεν το βρίσκεις πολύ λεπτό»του είπε με χαμόγελο.

Το λεωφορείο ετοιμαζόταν να σταματήσει. Η κυρία Ευ-τέρπη σηκώθηκε ήρεμα,  τον  έπιασε από  το μπράτσο καιτου είπε:

«Φτάσαμε, Αποστόλη μου. Έλα, σε περιμένει και ο φίλοςσου, ο Κώστας, στη στάση» του είπε τρυφερά.

Ο Αποστόλης σηκώθηκε αργά, την κοίταξε βαθειά σταμάτια και της χαμογέλασε ανακουφισμένος. Κατεβήκαν στηστάση και η κυρία Ευτέρπη τον κρατούσε γερά από το χέριτης. Εκεί περίμενε ένας νεαρός με αγωνία. Σαν είδε τον Απο-στόλη, ήρθε κοντά του, τον έπιασε από το χέρι και του χάι-δεψε την πλάτη.

«Α...  με  το  430 ήρθες,  ε;»  του  είπε  γλυκά και  συνέχισε«Μπράβο Αποστόλη, είδες πόσο καλά τα πας;» 

Ύστερα, έδωσε το χέρι στην κυρία Ευτέρπη, της είπε σι-γανά «σ’ ευχαριστώ» και έφυγαν και οι δύο με ένα αυτοκί-νητο. Η κυρία Ευτέρπη βουρκωμένη κάθισε πάλι στη στάσηπεριμένοντας  το  επόμενο 550.  Ξαναπήρε  την  εφημερίδαστα χέρια της, κοίταξε τη φωτογραφία και ξαναδιάβασε τοκείμενο:

«Amber Alert.  Εξαφανίστηκε ηλικιωμένος  ετών 75 πουπάσχει από alzheimer. Ονομάζεται Αποστόλης Στεργίου καιτην ημέρα που εξαφανίστηκε φορούσε ένα καφέ κοτλέ πα-ντελόνι,  καφέ γυαλιστερά παπούτσια, μπλε πουλόβερ καιένα καφέ παλτό. Η κατάσταση της υγείας του είναι σοβαρή...»

16

Μάχη Τζουγανάκη

Page 17: 23 & 1 σταθμοί ebook

Βασίλης

Τον κυρ Βασίλη τον γνώρισα μια μέρα, πηγαίνοντας βιαστικάγια τη δουλειά. Από εκείνες τις μέρες που κρατάς τον καφέστο  χέρι,  περπατάς σαν παλαβός,  σκουντάς όποιον βρειςμπροστά σου  εκνευρισμένος που  τολμά  να πηγαίνει  πιοαργά από εσένα. Ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς τους χυ-δαίους που τολμάνε να φέρονται έτσι στη ζωή τους. Το ξέρω. 

Παλεύοντας να προσπεράσω το πλήθος για να χωθώ στομετρό του Συντάγματος, εκεί ανάμεσα στους κουλουράδεςκαι τους ζητιάνους, τους αλλοδαπούς και τους αστυνομικούς,ένας λαχειοπώλης εμπόδιζε το δρόμο μου. Προσπαθούσανα περάσω πότε δεξιά και πότε αριστερά του αλλά σα χα-λασμένο ρολόι δε συντονιζόμουν ποτέ με την κίνησή του.Δεν  ξέρω πόσο αστείος φαινόμουν,  αλλά ο  λαχειοπώληςετούτος  έβαλε  τα  γέλια δυνατά. Ο πρωινός ανοιξιάτικοςήλιος γυάλιζε τα άγρια γένια του και τα χαλασμένα του δό-ντια, τα κιτρινισμένα, φαινόντουσαν έτοιμα να ξεπηδήσουνκαι να με κατασπαράξουν, μα το γέλιο του ήταν τόσο αλη-θινό που μπορούσε να κάνει μια και να μας εξαφανίσει όλουςεμάς.

Τόσο δυνατός μου φάνηκε...Θυμάμαι να κοιτάζω το ρολόι μου και να υπολογίζω την

άφιξή μου στη δουλειά, φανταζόμουν εκείνον τον καινούριοπου όλο με προλάβαινε και έφτανε πρώτος, να χασκογελάμε τη σημερινή του νίκη. Με έβλεπα ιδρωμένο να χτυπάωτην τσάντα μου εκνευρισμένα πάνω στο γραφείο, με το μι-

17

Page 18: 23 & 1 σταθμοί ebook

σοχυμένο -από την τρεχάλα μου για να προλάβω- καφέ.Και  όμως,  για  μια  στιγμή,  βλέποντας  εκείνο  το  γέλιο

ένιωσα περίεργα. Αναρωτήθηκα αν  έφτιαξα ποτέ  ετούτητην γκριμάτσα στο στόμα μου. Αν έγινα κι εγώ τόσο τρομα-κτικά χαρούμενος με κάτι τόσο απλό... και μάγκωσα. Μα δενείχα χρόνο για άλλη σκέψη. Έκανα να φύγω κι εκείνος λεςκαι άκουσε την καρδιά μου, με κράτησε από το χέρι σφιχτά.

«Είχα ένα γιο σαν κι  εσένα. Τον έχασα. Έμφραγμα, μου’παν. Τρελοί είστε, τους είπα. Είναι μόνο τριάντα πέντε, έμ-φραγμα παθαίνουν κάτι παππούδες σαν κι εμένα. Φώναζαδακρυσμένος, μην μπορώντας να τους πιστέψω, γιε μου. Δεσε πειράζει που σε λέω γιο μου, ε;» και μην περιμένοντας νααπαντήσω συνέχισε. «Άγχος, μου είπαν. Πολλή δουλειά, μου’παν. Σημεία των καιρών, μου είπαν. Καθόμουν και τους κοί-ταζα σα χάνος, γιε μου. Ναι, ίδιος είσαι, γαμώ το» μου λέειπιάνοντάς με από το σακάκι και ισιώνοντάς μου τη γραβάτα,αγγίζοντάς με απαλά για λίγο στο μάγουλο. 

«Έτσι γυαλισμένος ήταν κι εκείνος. Όμορφος... όμορφοςκαι πετυχημένος, έτσι δεν το λέτε; Έτσι έλεγε και η μακαρί-τισσα η μάνα  του. Τον θαύμαζε. Ο γιος μας, Βασίλη,  είναισπουδαίος μου έλεγε και βούρκωνε. Ναι μακαρίτισσα, γιεμου, πώς να το αντέξει ετούτο το θανατικό μου λες;» είπεκαι σταμάτησε κοιτάζοντας στον ουρανό βγάζοντας ένανβαθύ αναστεναγμό.

Δεν ήξερα τι να κάνω. Από τη μια ήθελα να φύγω, γιατίθα έφτανα τελευταίος πια, από την άλλη τα πόδια μου είχανεμαρμαρώσει. Ένιωθα πως κάποιος με κάρφωσε εκεί στο πε-ζοδρόμιο και πως έπρεπε να τα ακούσω όλα. Κοίταξα κι εγώστον ουρανό μαζί του. Με πιάνει δυνατά από το σακάκι καιμου φωνάζει! Τρόμαξα σα μικρό παιδί.

«Τι θες λοιπόν κι εσύ, γιε μου; Έχασα έναν... να χάσω κιάλλον γιο;» και βουρκώνει. Ο γέρος τρελάθηκε, σκέφτομαικαι παράλληλα είμαι τόσο τρομαγμένος με τα λόγια του που

18

Μάχη Τζουγανάκη

Page 19: 23 & 1 σταθμοί ebook

νιώθω  τον  κρύο  ιδρώτα  να με  λούζει. Τρέμω ολόκληροςεσωτερικά, σα να ανεβαίνει απότομα πυρετός, μα η λογικήκυριαρχεί και ηρεμώ.

«Δεν είναι όλοι έτσι, παππού. Μην ανησυχείς. Κρίμα γιατο γιο σου, κρίμα, αλλά θα πρέπει να σε αφήσω γιατί το έμ-φραγμα θα το πάθω κι εγώ αν χάσω τη δουλειά μου!» τουλέω και πάω να φύγω.

«Δε μου λες» μου φωνάζει και κοκαλώνω και πάλι. «Αυτόπου κάνεις  είναι  αυτό που ήθελες  να  κάνεις  από μικρός;Αυτό που λαχταράς;» με κοίταξε βαθιά στα μάτια.

«Όχι ακριβώς, ψελλίζω, αλλά τα λεφτά είναι καλά, οπότεδε με πειράζει. Δουλειά να έχουμε παππού...» του λέω νιώ-θοντας ηλίθιος που ξεστόμισα τη φράση που λέμε όλοι μαςπλέον.

Με κοιτάζει σα χαμένος. Σκύβει στο σωρό με τα πράγματάτου που ’χε στη γωνία και βγάζει μια κατάμαυρη παμπάλαιαγραφομηχανή. Μένω να τον κοιτάζω χωρίς να ρωτάω. Μεπλησιάζει και μου λέει:

«Ήθελε να γίνει συγγραφέας. Έγραφε ό,τι θες σε τούτοτο διάολο. Τα έχω βρει όλα του τα χαρτιά και τα διαβάζω.Παρ’ την» μου λέει και την πετά πάνω στο πανάκριβο κου-στούμι μου.

«Τι να την κάνω, βρε παππού;» του λέω. «Κράτα την νατον θυμάσαι» τον κοιτάζω με αγάπη.

«Όχι, γιε μου. Απόψε αυτή η γραφομηχανή θα έρθει στοσπίτι σου, μου ’πε, και θα θυμάσαι ότι σου την έδωσε ο γερο-Βασίλης ο τρελός».

Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε  γίνει  καπνός. Έφτασαστη δουλειά, αφήνοντας με ανοιχτό στόμα όλους τους συ-ναδέλφους μου, σαν περπατούσα στο διάδρομο με τη γρα-φομηχανή παραμάσχαλα, ακόμα το θυμάμαι. Για κάποιο πε-ρίεργο λόγο εκείνη τη μέρα δε με ένοιαξε καθόλου η νίκητου καινούριου. Ούτε καν τον είδα. Ούτε και την επόμενη,

19

23 & 1 σταθμοί

Page 20: 23 & 1 σταθμοί ebook

ούτε και την επόμενη...

Πάνε κάτι μήνες που παραιτήθηκα από τη δουλειά. Δενείπα ποτέ στο γερο-Βασίλη ότι είχα κι εγώ ένα σωρό απόπαιδικά  χαρτιά  με  διηγήματα  και  ιστορίες.  Μα  σήμεραέσβησα τα φώτα, άναψα τα κεριά και έχω ραντεβού με τοπεπρωμένο μου. Αυτή η μαύρη καλλονή θα γράψει την ιστο-ρία  του  γερο-Βασίλη από  την αρχή,  έτσι  για  να μου πάειγούρι. Και πού ξέρεις, ίσως εκείνος ο γιος να ζήσει τελικά σεαυτήν την ιστορία...

20

Μάχη Τζουγανάκη

Page 21: 23 & 1 σταθμοί ebook

Γιώργος

Ο Γιώργος, καθισμένος στο γραφείο του, σκυμμένος πάνωαπό  έναν υπολογιστή,  προσπαθεί  να στριμώξει  αριθμούςσε ένα εξελόφυλλο. Το τσιγάρο ανάβει στο τασάκι και η στά-χτη γεμίζει το τραπέζι. Το μισάνοιχτο παράθυρο την ταξι-δεύει στα χαρτιά του, αλλά την αγνοεί. Όπως αγνοεί και οτι-δήποτε συμβαίνει γύρω του. Αναψοκοκκινισμένος προσπα-θεί να καταλάβει γιατί δε βγαίνει σωστά το ποσό της εκτύ-πωσης που του δώσανε από το λογιστήριο. Προσθέτει καιξαναπροσθέτει στο κομπιουτεράκι και πάλι λάθος. Ανοίγεικαινούριο φύλλο εργασίας,  τα  ξαναβάζει  ένα ένα και σαννεότερος Δημήτρης Χορν αναφωνεί τα δικά του αταίριαστανούμερα... ξεφυσώντας!

Η Άννα του έχει τηλεφωνήσει ήδη τέσσερις φορές. Μαδεν το σηκώνει. Ξέρει τι θέλει. «Άλλο λίγο, ρε Άννα» σκέφτε-ται «και θα είμαι σπίτι» για να πάνε σε εκείνο το τραπέζι πουκανόνισε με τους φίλους τους.

«Αμάν, ρε Άννα, της είχε πει το πρωί σαν έδενε τη γραβάτατου, τι πας και κανονίζεις μέσα στις καθημερινές τραπέζιακαι λοιπά; Αφού ξέρεις ότι ποτέ δεν ξέρω πότε θα γυρίσω!Άσε δε που ο Πέτρος με την Ελένη το ξενυχτάνε πάντα καιδε λένε να ξεκολλήσουν από το τραπέζι! Πώς θα ξυπνάμετο πρωί; Και έχει και το ταξίδι του ο Βασιλείου. Κάνε να μηθελήσει  τίποτε άλλο και με  ξεσηκώνει από  τα  χαράματα!,μουρμούραγε μπροστά στον  καθρέφτη βλέποντάς  το  εί-δωλό της να τον κοιτάζει αμίλητη.

21

Page 22: 23 & 1 σταθμοί ebook

Δεν του απάντησε. Πήγε μέσα στην κουζίνα. Δεν πρόλα-βαν να πούνε και τίποτε άλλο. Έφυγε σφαίρα για τη δουλειά.Να φτάσει πιο νωρίς από τους υπόλοιπους να μην τον τρε-λάνουν με τις καλημέρες, τα σπιτικά κέικ και τα πώς πέρασαντο προηγούμενο βράδυ. Ποιο μωρό τους ξενύχτησε, ποιαταινία είδανε ή τι έγινε στη σειρά που βλέπουνε σχεδόν όλοιανελλιπώς! Του είναι τόσο βαρετά όλα αυτά και κυρίως τουπροκαλούν ηχορύπανση και δε μπορεί να συγκεντρωθεί!

Το απόγευμα πέρασε αθόρυβα στο γραφείο του Γιώργου.Τον άφησε ακίνητο στην καρέκλα του. Οι περισσότεροι συ-νάδελφοι είχανε φύγει και εκείνος ακόμα εκεί. Να ετοιμάσειτο σωστό αρχείο. Να το πάρει αύριο στο ταξίδι του ο προ-ϊστάμενός του.

Ευτυχώς η Άννα σταμάτησε  τις κλήσεις.  «Κατάλαβε ότιδε θα έρθω. Φιουυυ» μονολόγησε. Θα τους βρει στο τραπέζι.Εξάλλου εκεί θα είναι μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα ταλαιπω-ρώντας  τους σερβιτόρους!  Γέλασε με  τη σκέψη  του καιάναψε  ένα καινούριο  τσιγάρο. Ξαφνικά  το σκέφτηκε. Τουέλειπε ένα χαρτί. Πώς δεν το είχε σκεφτεί τόση ώρα; Ψάχνειστο γραφείο του, τα ανακατεύει όλα με μανία, αλλά δεν τοβρίσκει.

-  Ελένη, μήπως ξέρεις...,  λέει  γυρίζοντας  το κεφάλι  τουπρος το γραφείο της συναδέλφου του και σταματάει.

Έχει ήδη φύγει. Μιλάει στο κενό. Στον υπολογιστή  τηςστριφογυρνά το screen saver με το μωράκι της αγκαλιά. Βέ-βαια. Η Ελένη όχι μόνο φεύγει νωρίς, αλλά φεύγει και πιονωρίς από εκείνον. Μειωμένο ωράριο. Εμείς λιώνουμε καιεκείνη τρέχει σπιτάκι της για να χουχουλιάζει με το μωρότης. Η Ελένη και όλες οι Ελένες... τον κάνανε τώρα να κάθεταιεδώ μόνος του και να κάνει λογαριασμούς. Ορίστε, έφυγεκαι ο Τάσος. Έχουνε  λέει στο σχολείο μία παράσταση γιατην ανακύκλωση και η κόρη του θα είναι ένα αλουμινένιοκουτί. Ούτε Χριστούγεννα είναι, ούτε 28η Οκτωβρίου, ούτε

22

Μάχη Τζουγανάκη

Page 23: 23 & 1 σταθμοί ebook

τίποτα.- Δε φτάνει  που φεύγει  όλες  εκείνες  τις  ημέρες  για  να

προλάβει  μια σχολική  γιορτή,  έχουμε  και  αυτές  τις  παρα-στάσεις!, μονολογεί.

Ανάβει κι άλλο τσιγάρο, αφήνοντας το προηγούμενο νακαίει στο τασάκι. «Πώς θα βρω το χαρτί;» σκέφτεται. Αρχίζεικαι ψάχνει σε όλα τα συρτάρια της Ελένης.

- Μα αυτό δεν είναι γραφείο πια!, αναφωνεί. Φυλλάδιααπό ένα σωρό εταιρείες για μωρά, εξετάσεις του μωρού, πι-πίλες!

Ναι...  θυμήθηκε,  που  έλεγε στους υπόλοιπους πως πιαδεν έχει τσάντα, μόνο πιπίλες έχει και πράγματα της μπέμπαςτης...  Ε μα πια...  όχι δε θα γίνει  έτσι  εκείνος. Έτσι  γίνονταιεκείνοι που και πριν το μυαλό τους το είχανε πάνω από τοκεφάλι τους. Αυτός διαφέρει. Να... ο μόνος που κάθεται εδώνα βρει μια λύση!

Η ώρα περνά. Ο φύλακας του κτιρίου, τον έχει ήδη ρω-τήσει ευγενικά πάνω από πέντε φορές πότε πιστεύει ότι θαφύγει για να κλειδώσει και να βάλει το συναγερμό.

- Σε λίγο, μωρέ Θανάση, τι σε νοιάζει όλο το βράδυ εδώθα είσαι, του λέει νευριασμένα.

Δεν καταλαβαίνει γιατί τον ενοχλεί να πάει λίγο πιο πέρατο πρόγραμμά του αφού δεν πρόκειται να πάει πουθενά. Τιέχει να κάνει; Όλο σε έναν υπολογιστή είναι. Και στον υπο-λογιστή  τον πέτυχε  χτες,  να  λέει  τραγούδια στο  γιο  του.«Είναι κακόκεφος σήμερα ο γιος μου» του είπε ντροπαλά.Δεν του απάντησε καν και έφυγε για το σπίτι.

Στο τελευταίο συρτάρι στέκεται πια τυχερός. Θριαμβευ-τικά πλέον κάθεται στην καρέκλα του, καταχωρεί και τα νέαποσά και η νέα αναπαράσταση των αριθμών έρχεται σε από-λυτη συμφωνία με  το  λογιστήριο. Τεντώνει  τα  χέρια  τουπρος τα πάνω και ηρεμεί. Για πρώτη φορά, κοιτάζει έξω απότο παράθυρο. Όλα πλέον ολόμαυρα. Βράδιασε. Κοιτάζει το

23

23 & 1 σταθμοί

Page 24: 23 & 1 σταθμοί ebook

ρολόι. Είναι 22:00. Κλείνει υπολογιστές, τακτοποιεί αργά καιπροσεκτικά τα χαρτιά του στα συρτάρια, φοράει το σακάκιτου και φεύγει για το εστιατόριο.

Στο εστιατόριο, μετά από ώρα που έψαχνε για πάρκινγκ,φτάνει κοντά 23:00. Κοιτάζει το κινητό του σαν βγαίνει απότο αυτοκίνητο. «Περίεργο» σκέφτεται που δε βλέπει καμίακλήση ή μήνυμα. Μπαίνει μέσα και τριγυρίζει το βλέμμα τουστα τραπέζια για να τους εντοπίσει.

- Καλησπέρα σας. Να σας βοηθήσω;, του λέει ένας σερ-βιτόρος.

- Ε... ναι... ψάχνω τη γυναίκα μου μαζί με άλλο ένα ζευγάρι,λέει και συνεχίζει να κοιτάζει ένα ένα τα τραπέζια.

- Α... μήπως λέτε για μία γυναίκα που ήταν σε εκείνο τοτραπέζι;, του λέει και δείχνει ένα άδειο μικρό τραπεζάκι στηναίθουσα των μη καπνιστών.

- Ε... όχι όχι, αποκλείεται η γυναίκα μου να διάλεγε τραπέζιεκεί!, γελάει δείχνοντας το πακέτο με τα τσιγάρα του.

- Μμμ... τότε πείτε μου το όνομα της κράτησης για να μι-λήσω με τον υπεύθυνο να μάθουμε, του είπε με ευγένεια.

- Λαζάρου. Άννα Λαζάρου, του λέει δυνατά.Ο σερβιτόρος πηγαίνει στην υποδοχή. Ύστερα από λίγα

λεπτά, ξαναγυρνά κρατώντας ένα φάκελο.- Η γυναίκα σας ήταν τελικά σε εκείνο το τραπέζι, μόνη

της.  Κάθισε περίπου μια ώρα και  ύστερα  έφυγε. Αυτό  τοάφησε για εσάς, είπε και του έδωσε το φάκελο.

Έκπληκτος ο Γιώργος, ανοίγει  το φάκελο βιαστικά. Στοδιπλωμένο χαρτί  χορεύει  λυπημένα  το μήνυμα  της Άνναςμε κραγιόν «Δε θέλω αυτόν τον πατέρα!». Ξετυλίγει το χαρτίκαι βλέπει τις αιματολογικές εξετάσεις της Άννας. Έγκυος,γράφει σε μια μικρή γωνιά. Τα χέρια του τρέμουν. Ο χρόνοςσταματά. Σκέφτεται το μωράκι στο screen saver της Ελένης,το κοριτσάκι του Τάσου ντυμένο τενεκεδάκι, το Θανάση πουτραγούδαγε στο μικρό του γιο. Βουρκώνει. Δεν ξέρει τι τον

24

Μάχη Τζουγανάκη

Page 25: 23 & 1 σταθμοί ebook

έχει πιάσει. Σφίγγει το χέρι του στο σερβιτόρο δυνατά καιφεύγει για το αυτοκίνητο.

Στο ραδιόφωνο παίζει γλυκιά μελωδία. Η Αρβανιτάκη ερ-μηνεύει Ελύτη που αρέσει στην Άννα του. Και τότε το άκουσε,σα να άκουγε για πρώτη φορά το στιχάκι πάντα πάντα θα’ναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει... Πατάει τέρμα το γκάζι κλα-μένος και φωνάζει δυνατά.

- Άννα μου, θα γίνω άλλος!

25

23 & 1 σταθμοί

Page 26: 23 & 1 σταθμοί ebook

Διαμαντής

Ο Διαμαντής με τα μάτια τα γυαλιστερά, τα θαλασσινά, κάνειτα οχτάρια του στο μικρό λιμανάκι.

«Μαμά, μαμάααα» φωνάζουν τα πιτσιρίκια από μακριά,δείχνοντάς τον με τα ακτινοδάχτυλά τους, προσπαθώνταςνα ακολουθήσουν το ρυθμό των ποδιών του, «ο τρελο-Δια-μαντής. Τι πλάκα που έχει!»

Οι μανάδες κουνάνε τα κεφάλια τους μίζερα και συνεχί-ζουν να πίνουν τον καφέ τους και να αργοσχολούν με τιςάλλες φιλενάδες τους. Πού καιρός για να χωρέσει ένας άν-θρωπος ακόμα στο μυαλό τους. “Τρελός” είναι λέγανε, “τυ-χερός, δεν καταλαβαίνει τι γίνεται στη χώρα μας”.

Από πίσω του, ένας σκύλος ερχότανε πάντα πιστός καιαγαπησιάρης.  Κατέβαζε  το  κεφάλι  του  κάτω και  ακολου-θούσε  τη μυρωδιά  του  χνώτου  του αφεντικού  του. Όπουκαι να ήταν τον έβρισκε, ό,τι και να έκανε ήταν εκεί, δίπλατου σα σκιά. 

«Τι θες, μωρέ παλιόσκυλο, και εσύ... Φεύγα, μας κυνηγάνε,θα μας πιάσουν» του φώναζε ο Διαμαντής κι εκείνο κολλη-μένο απάνω του σε κάθε βίαιη κίνηση του Διαμαντή να τονδιώξει. Έβαζε θαρρείς όλη του τη δύναμη για να μείνει ακί-νητο, τέτοια αγάπη του ’χε, όση δεν πήρε από πουθενά.

Πάνε μέρες που ο Διαμαντής γυρνά τους δρόμους πάνταμεθυσμένος. Όπου και να πάει, του δίνουνε να πιει. «Πιες,μωρέ Διαμαντή, να ξεδώσεις», «έλα πιες αυτό το ποτήρι καιάδειασέ μου τη γωνιά έχω και δουλειές», «έλα να τον μεθύ-

26

Page 27: 23 & 1 σταθμοί ebook

σουμε  τον  τρελο-Διαμαντή  να  γελάσουμε».  Κάνανε ηχώετούτες οι φράσεις κάθε μέρα κι εκείνος με το βλέμμα τουτρομαγμένο κατέβαζε το ένα κρασί μετά το άλλο και παρα-μιλούσε...

Τον κοίταζε ο φίλος του, νόμιζε κανείς πως ήθελε να τουπει  να σταματήσει  να πίνει,  να μην  τους ακούει.  Είχε  έναβλέμμα ετούτο το σκυλί που σε αγκάλιαζε. Κλαψούριζε γιανα φύγουνε, κάθε φορά που τον κοροϊδεύανε και τον βάζανενα χορέψει στο δρόμο ή να κρατήσει μεθυσμένος κανάτεςγεμάτες  κρασί στο  κεφάλι  του,  μα ο Διαμαντής  χανότανεμες στο κρασί και ευχαριστούσε πάντα το εγωιστικό κοινότου...

Ετούτη τη μέρα ο Διαμαντής δε σταματά πουθενά, κο-ντοστέκεται μόνο για να πιει ένα ποτήρι και φεύγει. Είναι νααπορεί κανείς πώς στέκεται όρθιος μισή μερίδα άνθρωπος,με μόνο το αλκοόλ στο αίμα του. Ο φίλος του γαβγίζει συνε-χώς, όπως γαβγίζουν τα σκυλιά λίγο πριν το σεισμό, σα ναζητά βοήθεια για το αφεντικό του, αλλά κανείς δε δίνει ση-μασία. Το λιμάνι έχει τον τρελό του, τη γραφική του φιγούρα,σαν  τον Πέτρο  τον πελεκάνο. Φιγουράρει  το όνομά  του,ακόμα και στις στήλες της τοπικής εφημερίδας, από δαιμό-νιους ρεπόρτερ που λατρεύουν να γεμίζουν τις φυλλάδες.

Λίγα βήματα μπροστά, λίγα πλαϊνά, λίγα πίσω... παραπατά,πέφτει καμιά φορά και σηκώνεται πάλι... «Φύγε, μωρέ πα-λιόσκυλο, μου μπερδεύεις τα βήματα και πέφτω!» τον κλω-τσά και το σκυλί κρατά μεγαλύτερη απόσταση και συνεχίζεινα τον ακολουθεί.

Φτάνουν στην άκρη του λιμανιού, κάνοντας παρέα στοφάρο.  Σουρούπωσε και  κοκκίνισαν  τα  κύματα  της άγριαςχειμωνιάτικης θάλασσας από το φως του. Ο Διαμαντής χα-ζεύει το φως πάνω τους, σαν χάδι ερωτικό πάνω σε ατίθασοκορμί. Κανείς δε βλέπει τα δάκρυα στα μάτια του παρά μόνοο φίλος του. Βραδιάζει και στέκει εκεί, παρά το κρύο, συνε-

27

23 & 1 σταθμοί

Page 28: 23 & 1 σταθμοί ebook

χίζοντας να κοιτά τη θάλασσα με μάτια υγρά. Μόνο ένας μι-κρός θόρυβος ακούστηκε, όπως σκάει το κύμα στα βράχια...κι  ύστερα σιωπή. Το  λιμάνι  γέμισε από κλάματα σκυλίσιακαι κοκκίνισε ακόμα πιο πολύ ο φάρος, σα να ντρεπόταν. 

Την επόμενη μέρα, ο κόσμος έτρεχε στις δουλειές του,τα καφενεία γέμισαν, τα παιδιά έπαιζαν από εδώ κι από εκεί.Ο μανάβης φώναζε με το αυτοκίνητό του, οι κυράδες τονακολουθούσαν με τα εμπριμέ φορέματα στα στρουμπουλάτους κορμιά. Κανείς δεν πενθούσε, κανείς δεν έκλαιγε, κανείςδεν έψαχνε τον τρελό του χωριού.

Εκεί  στην άκρη  του  λιμανιού,  παρέα με  τον  λυπημένοφάρο,  ένας σκύλος  γρυλίζει  ακίνητος,  κοιτάζοντας  τη θά-λασσα. Η ουρά του δεν κουνιέται, το σώμα του τρέμει καιτα μάτια, αχ αυτά τα μάτια, μοιάζουν μ’ εκείνα τα γυαλιστεράτα θαλασσινά  και  κλαίνε  χωρίς δάκρυα. Αντίο φωνάζουν,θα μου λείπεις μια ζωή, χαϊδεύει πιστά με το γρύλισμά τουετούτον το θαλασσινό τάφο... 

28

Μάχη Τζουγανάκη

Page 29: 23 & 1 σταθμοί ebook

Έσμα

Στα  χέρια  της  κρατούσε  ένα  χαρτί  από διαφημίσεις. Πρινλίγο μοίραζε τέτοια φυλλάδια, στο απέναντι φανάρι, έναςόμορφος νέος. Την πλησίασε, της γέλασε και της έδωσε ένα.«Έλα,  πάρε  και  εσύ! Ποτέ δεν  ξέρεις!».  Εκείνη άπλωσε  τοχέρι. Μαθημένη σε τούτη την κίνηση. Συνέχεια του κορμιούτης. Το πήρε στα χέρια της και το κοιτούσε. Και ύστερα χά-ζευε τον νέο από μακριά. Το σώμα της ολόκληρο μου μαρ-τυρούσε τα πάντα. 

Μετά από λίγα λεπτά, το έβαλε στην τσέπη της και συνέ-χισε  να περπατά. Φορούσε μία παλιά  κόκκινη φόρμα καισκισμένα αθλητικά. Πάνω από τη φόρμα, φόραγε ένα αταί-ριαστο μωβ πουλόβερ με χάντρες και δαντέλες. Με ένα χακίξεφτισμένο μπουφάν τυλιγμένο πάνω της μήπως και αντέξειτο κρύο, περπάταγε χωρίς να κοιτάζει γύρω της. Έτσι πέρασεκαι το φανάρι με κόκκινο. Αν δεν την είχα παρατηρήσει απόώρα, θα μπορούσα να την είχα χτυπήσει. Της πάτησα τηνκόρνα για να τη σταματήσω, να μη συνεχίσει το δρόμο. Γύ-ρισε και με κοίταξε παγωμένη με ένα καταπράσινο βλέμμα. 

Αυτή είναι η Έσμα. Μία μικρή γυναίκα, με γατίσιο βλέμμα.Πανέμορφη μέσα σε τούτα τα άθλια ρούχα. Την είδε ο πατέ-ρας  της σαν  γεννήθηκε και  χαμογέλασε. Όχι  γιατί  είδε  τοπαιδί του για πρώτη φορά. Ούτε γιατί έζησε τούτο το θαύμα.Αλλά γιατί με τούτη την ομορφιά θα είχε επιτέλους έξτραεισόδημα. Η μάνα της το ήξερε. Σαν είδε το βλέμμα του, κα-τάλαβε τι θα ακολουθήσει. Μαθημένη σε τούτη τη ζωή, δεν

29

Page 30: 23 & 1 σταθμοί ebook

έφερε ποτέ καμιά αντίσταση.Η ζωή της ξεκίνησε στην αγκαλιά της μάνας της και της

θείας της, δίπλα από φούρνους κι έξω από μετρό και στάσειςλεωφορείων. Μέσα στο κρύο και στη βροχή για να συγκινούνακόμα περισσότερο. Άπλωναν το χέρι τους και εκείνη τουςκοίταζε όλους από ψηλά. Πότε να αδιαφορούν, πότε να αφή-νουν κάποιο κέρμα. Ο ήχος του κέρματος την έκανε χαρού-μενη. Άκουγε τους χτύπους στο στήθος της μάνας της καιένιωθε τη δική της ευχαρίστηση. Έτσι μεγάλωσε. Με τα γκλινπάνω σε ποτήρια και δίσκους. Έτσι μεγάλωσε. Με τα βλέμ-ματα όλων από ψηλά, πότε αποδοκιμαστικά, πότε θλιμμένα,πότε ψυχρά. 

Αργότερα, συνέχισε μόνη της. Έξω από μαγαζιά καθότανεκεί με ένα λυπημένο βλέμμα και άπλωνε το χέρι της. Καμιάφορά ερχόντουσαν κάτι γιαγιάδες και της δίνανε να φάει.Άλλοι  την  παίρνανε  στο φούρνο  μαζί  τους  να  διαλέξει.Άπλωνε και εκείνη τα χέρια της πάνω στο ζεστό τζάμι τηςβιτρίνας του φούρνου και κοίταζε λαίμαργα. Δεν ήξερε τινα πρωτοδιαλέξει. Το σταμάτησε όμως κι  αυτό μετά απόλίγο καιρό, σαν άρχισε να έρχεται σπίτι με μισό μεροκάματο.Έβγαζε τη ζώνη ο πατέρας της και τη σημάδευε στην πλάτη.Για να μάθει...

Σαν μεγάλωσε και  ξεβλαστάρωσε,  την  κοιτάζανε όλοισαν ξερολούκουμο. Την αθωότητά της, τη διέλυσε μια μέραο θείος της. «Έτσι πρέπει», της είπε ψιθυριστά, «για να μα-θαίνεις». Της έκλεισε το στόμα με τη βρωμερή παλάμη τουκαι ξεφύσαγε λαχανιασμένος στο αυτί της. Ήθελε να φωνάξειδυνατά, να τον χτυπήσει, να φύγει όσο πιο γρήγορα μπο-ρούσε. Μα σαν την απείλησε ότι θα της πάρει το μεροκάματότης και θα τη στείλει με άδειο το πορτοφόλι της στον πατέρατης, σώπασε και τον άφησε να λεηλατήσει το κορμί της.

Γύρισε σπίτι της με διπλάσια λεφτά. Ο θείος φάνηκε γεν-ναιόδωρος. Με διαλυμένη  την ψυχή  της  είδε  τον πατέρα

30

Μάχη Τζουγανάκη

Page 31: 23 & 1 σταθμοί ebook

της να μετρά χαρούμενος τα λεφτά που έφερε και τη μάνατης να την αγκαλιάζει. Στη χειρότερή της μέρα, οι γονείς τηςχορεύανε από χαρά. «Μπράβο Έσμα, άρχισες να μαθαίνειςτη δουλειά!» της φώναζε ενθουσιασμένος ο πατέρας της.

Κι έτσι έμαθε τη δουλειά. Ο θείος της τη μοίραζε από εδώκι από εκεί. Κι εκείνη σιωπηλή και άψυχη έδινε ό,τι της ζη-τούσαν. Κάθε βράδυ γινόταν η Έσμα, η σκοτεινή γυναίκα μετα γατίσια μάτια, που έκανε να τρέχουν τα σάλια όλων σταμπαρ που τριγυρνούσε. Πληρώναν όσο όσο όλοι τους γιαμία νύχτα μαζί της. Και γέμιζε το πορτοφόλι της, γέμιζε καιτο πορτοφόλι του πατέρα της. Μόνο η μάνα της την κοίταζεθλιμμένη. Έβλεπε το κορμί της σημαδεμένο, την ψυχή τηςνα αδειάζει και εκείνη την άφηνε απροστάτευτη.

Κάθε πρωί τριγυρνούσε στα φανάρια με το χέρι απλω-μένο. Άλλαζε  τα προκλητικά ρούχα  της  νύχτας με παλιό-ρουχα.  Γινόταν η Έσμα  των φαναριών. Με  το  λυπημένοβλέμμα. Που παρακαλά για λίγα κέρματα. Έτσι μου χτύπησεκαι  εμένα πριν  καιρό  το  τζάμι. Το κατέβασα και  την  είδα.Θαμπώθηκαν τα μάτια μου. Εκείνη με κοίταζε αμίλητη. 

«Πώς σε λένε, κοπέλα μου;» της είπα με ενδιαφέρον.«Έσμα» μου είπε καρφώνοντάς με.  «Πεινάω. Δώσε μου

κάτι για να φάω» είπε ψυχρά.Έβγαλα ό,τι είχα στο πορτοφόλι μου και της το έδωσα.

Εκείνη με κοίταξε έκπληκτη κοιτάζοντας τα χρήματα. Ακόμακαι αν πέρναγαν πολύ περισσότερα από  τα  χέρια  της  ταβράδια,  τα πρωινά  γινόταν  εκείνο  το μωρό στην αγκαλιάτης μάνας  του που περίμενε πώς  και  πώς  να ακούσει  τογκλιν από ένα κέρμα. Μου γέλασε και ένιωσα πως με ευχα-ριστούσε εκείνο το μωρό. Την έβλεπα να απλώνει τα χέριακαι να λαχταρά μια αγκαλιά. Ένα ταχτάρισμα. Ένα παιχνίδι.Μία βόλτα στο πάρκο να την κάνω κούνιες. Λαχτάραγε ναπαίξουμε με μία μπάλα,  να πούμε  τραγουδάκια και  να  τημάθω να περπατά. Με έκανε και δάκρυσα τούτο το χαμόγελο.

31

23 & 1 σταθμοί

Page 32: 23 & 1 σταθμοί ebook

Έκλεισα το παράθυρο και έφυγα βουρκωμένος.Και  σήμερα,  ύστερα από καιρό,  έπεσε στο αυτοκίνητό

μου. Με πλησίασε σαν είδε ποιος είμαι και με κοίταξε χαμο-γελαστή. Ύστερα έβγαλε το χαρτί από την τσέπη της. Έσκυψεστο παράθυρο και μου είπε δειλά:

«Τι λέει εδώ;» ρώτησε ψιθυριστά και μου το έδωσε σταχέρια να το διαβάσω.

«Μια διαφήμιση είναι για φροντιστήριο. Πηγαίνουν εκείτα παιδιά για να μάθουν περισσότερα από ό,τι μαθαίνουνστα σχολεία...» της είπα χωρίς να ρωτήσω τίποτα. 

Την είδα ύστερα να κοιτάζει το νέο από μακριά. Και πάλιεμένα. Πάγωσα με το βλέμμα της. Ύστερα, άρχισε να γελάεινευρικά. Πήρε το χαρτί και το έσκισε μπροστά μου. Τρόμαξα.Έκανε σαν  τρελή. Δεν ήξερα αν πρέπει  να βγω για  να  τησταματήσω, να την πάρω αγκαλιά και να της πω πως ποτέδεν είναι αργά. Μα δε μου άφησε περιθώριο...

Σαν έσκισε τα χαρτιά, γύρισε απότομα προς τη λεωφόροκαι πετάχτηκε μπροστά από ένα φορτηγό. Άνοιξα την πόρτατου αυτοκινήτου αναστατωμένος. Ο νέος απέναντι σαν τηνείδε να πέφτει  κάτω,  έτρεξε πάνω της. Την πήρε αγκαλιά.Της μίλαγε. Εκείνη τότε, ματωμένη, με την ψυχή της έτοιμηνα πετάξει, του είπε με όση φωνή της είχε απομείνει:

«Σε μια άλλη ζωή... σε κάποιο άλλο φεγγάρι...» κι ύστεραξεψύχησε.

Έτσι απλά η ζωή της σταμάτησε. Αφήνοντας γεμάτα ταπορτοφόλια των αχόρταγων πελατών της και άδειο το πορ-τοφόλι του θείου και του πατέρα της. Έτσι απλά, σα να ’θελενα αθωωθεί από τη νύχτα κι από τον ίδιο της τον εαυτό...

32

Μάχη Τζουγανάκη

Page 33: 23 & 1 σταθμοί ebook

Ζωή

Σφίγγει τα μάτια να παραμείνουν κλειστά και προσπαθεί νααφήσει μαλακά τα βλέφαρα στο πρόσωπο, με τις κόρες νατρεμοπαίζουν σα να βλέπουν εκείνο το ανέμελο όνειρο πουχάζευε πού και πού η μάνα της σαν κλέφτης στο παιδικότης δωμάτιο. Προσπαθεί  να  τιθασεύσει  τα μάτια  της σαντότε, να νομίζουν όλοι ότι κοιμάται, ότι ονειρεύεται. Ονει-ρεύεται, πόσο αστείο ακούγεται...

«Τι να βλέπει άραγε;» ψιθύριζε στον πατέρα της η μάνατης τότε κι εκείνος της έλεγε παιχνιδιάρικα τραβώντας τηναπό το μπράτσο «Έλα, βρε Καίτη, μην της κλέβεις τη στιγμή...Μεγάλωσε πια... Ας την να χορεύει με εκείνον το Μάκη στονύπνο της. Εκεί, της το επιτρέπω εξάλλου!!» και φεύγανε μεχαχανητά από το δωμάτιο. Έτοιμη ήταν να ανοίξει τα μάτιακαι να τους κοροϊδέψει αλλά της άρεσε τόσο πολύ να συζη-τάνε γλυκά μέσα στο σκοτάδι του δωματίου της, γιατί τηςχάριζαν τα πιο όμορφα και τα πιο ασφαλή όνειρα...

Την έπιαναν και τη μάνα της κι εκείνα τα -πώς τα έλεγε,α, ναι- αηδιαστικά σενάρια για γάμους, παιδιά, εγγόνια κλπκι ήταν στο τσακ να σηκωθεί όρθια στο στρώμα και να τηςπει «Χώνεψέ το, μάνα! Δεν παντρεύομαι λέμε!» αλλά χαλάλιτη νύχτα, χαλάλι εκείνα τα χαχανητά, της το χάριζε το ευαγ-γέλιο...

Και τώρα, προσπαθώντας να διατηρήσει σφιχτά τα μάτια,θέλει τόσο πολύ να μιλήσει για το γάμο της με τον όποιοΜάκη, για το νυφικό που θα βρούνε, όσο υπερπαραγωγή

33

Page 34: 23 & 1 σταθμοί ebook

και να το φαντάζεται! Είναι σίγουρη ότι θα 'ναι τέλειο... Θέλεινα της πει για τότε που ήταν μωρό και δεν ξεκόλλαγε απότη θάλασσα. Αχ ναι, τη θάλασσα, να ’ταν τώρα εκεί, αγκαλιάμε το Μάκη στην πενταήμερη της Ρόδου και να μην του έ-λεγε πότε να χωρίσουνε γιατί θέλει να μείνει λίγο μόνη...

Τα κρατάει κλειστά. Μπορεί τελικά. Η μάνα της πείθεταιπώς  ταξιδεύει  κάπου αλλού και  την ακούει  με φωνή πουτρέμει. Νιώθει να συσπάται ένα στόμα ξερό σε υγρό πρό-σωπο. Δεν ψιθυρίζει για κανένα γάμο. Δε θα ψιθυρίσει γιακανένα γάμο. Η καρδιά της σφίγγεται. «Μη μου κλαις, μάνα»,θέλει να της φωνάξει. «Έτσι κι αλλιώς, δεν τον ήθελα πότε...»Αλλά έλα που τα θέλει όλα τώρα!

«Δηλαδή, γιατρέ, δε μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο;Αν συνεχίσουμε  τις  χημειοθεραπείες άλλο  λίγο; Αν...»  τονρωτά βουρκωμένη.

Ο γιατρός τη διακόπτει. «Κυρία Ασημίνα, δεν έχει νόημαπια... Μόνο να την κουράσουν μπορούν. Καλύτερα να μείνειέτσι μέχρι να...» και τον διακόπτει. Τη νιώθει να κάνει την κί-νηση να σωπάσει μήπως και τους ακούσει και του μιλάει πιοσιγά.

«Δηλαδή πόσο, γιατρέ μου, πόσο...» λέει και απορεί πώςακούει τόσο καλά έναν τόσο σιγανό ψίθυρο.

«Θα ’ναι θαύμα αν αντέξει άλλο ένα μήνα...» της απαντάκι εκείνος στην ίδια ένταση.

Μετά σιωπή. Μόνο  τα σιωπηλά δάκρυα  της μάνας  τηςάκουσε  και  μια πόρτα  να ανοίγει  και  να  κλείνει  απότομα.Έτσι φεύγουν οι  γιατροί. Σαν  τις  ταινίες. Δίνουν ένα μήνακαι φεύγουν. Επόμενος ασθενής. Επόμενη ανακοίνωση. Βλέ-πει τον εαυτό της στη σειρά μαζί με άλλους να περιμένουνενα ακούσουνε το νούμερό τους και μετά να φεύγουνε.

Το τηλέφωνο της μάνας της χτυπά και την τρομάζει. Πα-ραμένει όμως εκείνη η κοιμισμένη, η ανάλαφρη. Η μάνα τηςφεύγει γρήγορα έξω και εκείνη ανοίγει στα κλεφτά τα μάτια

34

Μάχη Τζουγανάκη

Page 35: 23 & 1 σταθμοί ebook

της για να σιγουρέψει ότι είναι μόνη.Στο τσακ προλαβαίνει τα δάκρυά της πριν γεμίσουν το

πρόσωπο. Κοιτάζει από το παράθυρο έξω. Στο απέναντι κτί-ριο είχανε γεννητούρια. Πώς στο διάολο το κανόνισαν τούτοσκέφτεται... να κοιτά το ογκολογικό τμήμα το απέναντι μαι-ευτήριο! Κάποιος αρχιτέκτονας με μαύρο χιούμορ, δεν εξη-γείται αλλιώς. Την πιάνει νευρικό γέλιο, αλλά ευτυχώς το πνί-γει γρήγορα. Αυτή η εναλλαγή στις εκφράσεις της είναι τρο-μακτική. Θέλει να γελάσει και να κλάψει δυνατά. Κοιτάζονταςεκείνα τα μπαλόνια τα μπλε με το κλασικό it’s a boy και τουςγελαστούς επισκέπτες που έσπευσαν να γνωρίσουν την και-νούρια ζωή, το αποφασίζει. Αυτό το βράδυ τελικά. Αυτή ηαπόφαση την ηρεμεί και την παίρνει ο ύπνος. Αυτή τη φοράστα αλήθεια... 

Δεν ήξερε πόση ώρα κοιμόταν, αλλά όταν άνοιξε τα μάτια,έξω ήταν σκοτάδι. Η μητέρα της έχει ακουμπήσει στο πλαϊνότης καρέκλας και κοιμάται με μια ζακέτα μισοτυλιγμένη πά-νω της και τα γυαλιά της αιωρούνται με το κόκκινο σκοινάκιτους στον αέρα. Κάθε φορά που ανασαίνει βαριά εκείνα κά-νουν κούνια. «Α ρε μαμά...» θέλει να της πει... «...πώς σε έκαναέτσι. Μου γέρασες, μου πονάς, μου...» αλλά κρατιέται. Όχιδάκρυα. Όχι συναισθηματισμοί. Τέρμα. Το αποφάσισε.

Το βράδυ  τη  χαιρετάει  γλυκά.  «Μα σίγουρα δε θες  ναμείνω, αγάπη μου;» τη ρωτάει ανήσυχη.

«Όχι, μαμά, θέλω να ξεκουραστώ, εξάλλου, πότε σε χρει-άστηκα μέσα στο βράδυ; Αν θελήσω κάτι, κοίτα... πατάω τοκουμπάκι και έρχονται τόσοι! Μην ανησυχείς. Θα τα πούμετο πρωί» της λέει και μουδιάζει ολόκληρη, αλλά συνεχίζειστον ίδιο τόνο. «Άντε πήγαινε στον μπαμπά να φάτε και κάτι»της λέει σχεδόν μητρικά και της γελάει.

Το πρόσωπό της μάνας της μαλακώνει, τη φιλάει στο μά-γουλο και φοράει  κανονικά  τη  ζακέτα  της προχωρώνταςστην πόρτα. «Μαμά...» της φωνάζει χωρίς να προλάβει να

35

23 & 1 σταθμοί

Page 36: 23 & 1 σταθμοί ebook

σταματήσει τη φωνή της.«Τι ’ναι, Ζωή μου;» γυρίζει γρήγορα.«Τίποτα,  τίποτα,  να προσέχεις»  της  είπε και  της γέλασε

ψεύτικα. 

Ήταν 12 νταν. Κανένας θόρυβος πια. Κανένας ήχος. Μόνοτα μηχανήματα ακουγόντουσαν στη σειρά. Βγάζει απότομαόλα  τα σωληνάκια από πάνω  της,  δαγκώνοντας  τα  χείλιατης από τον πόνο. Σηκώνεται όρθια και προσπαθεί να μηνπέσει κάτω από τη ζαλάδα. Καταφέρνει επιτέλους να ισορ-ροπήσει. Ανοίγει την πόρτα της προσεκτικά και κοιτάζει αντη βλέπει κανείς. Ο διάδρομος είναι άδειος. Η καρδιά τηςχτυπά πολύ γρήγορα. Με μεγάλη ταχύτητα αλλά απαλά βή-ματα, φτάνει στην πόρτα της εξόδου. Την ανοίγει γρήγορακαι βρίσκεται επιτέλους στην σκάλα. Δυο όροφοι χρειάζονταικαι έχει φτάσει στην ταράτσα. Μετά δυο βήματα, άντε λίγαπαραπάνω, και τέλος. Αυτό ήταν. 

Ανεβαίνει τη σκάλα, λαχανιάζοντας. Δεν είχε καταλάβειπόσο αδύναμη ήταν,  μέχρι  που σηκώθηκε όρθια από  τοκρεβάτι. Όταν φτάνει  στην  ταράτσα  είναι  εξουθενωμένη.Τραβάει την πόρτα, αλλά τίποτα. Φαντάζεται ότι είναι απότην αδυναμία της, οπότε συνεχίζει να παλεύει να την ανοίξειμέχρι που συνειδητοποιεί ότι κάτω είναι κλειδωμένη με λου-κέτο. Το λαχάνιασμά της συνοδεύεται από ψίθυρους απο-γοήτευσης. Όμως αμέσως  της  έρχεται  η  ιδέα.  Κατεβαίνειδύο σκάλες κάτω και καλεί το ασανσέρ. Μόλις φτάνει, μπαίνειμέσα και μαγκώνει την πόρτα για να μην μπορεί να το καλέ-σει  κανείς. Ύστερα με δύναμη ανοίγει  τα  τζάμια από  τηνοροφή. Ευτυχώς είναι χαμηλοτάβανο. Σκαρφαλώνει με πολύκόπο στην οροφή του. Βρίσκει τη σκάλα και αρχίζει να τηνανεβαίνει. Και τότε σήκωσε το κεφάλι της ψηλά, για να δειπόσο έχει ακόμα. 

Η κατάμαυρη νύχτα λούζεται από μια τρυφερή πανσέ-

36

Μάχη Τζουγανάκη

Page 37: 23 & 1 σταθμοί ebook

ληνο. Το τρομακτικό σκοτάδι έχει το δικό του φωτάκι για ναμην φοβούνται τα αστέρια, για να μη φοβάται και εκείνη.Στεκόταν εκεί ψηλά, λες και ήθελε να της μιλήσει. Θυμήθηκετη μάνα της, που της το έδειχνε και της έλεγε «Το βλέπεις τοφεγγαράκι; Ήρθε και σε περιμένει να πας για ύπνο να σουφτιάξει ένα όμορφο όνειρο», χασμουριόταν ήρεμα και αφη-νόταν στην αγκαλιά της...

Ήταν τόσο όμορφο... που το σώμα της πάγωσε ολόκληρο.Αρκούσαν  ελάχιστα δευτερόλεπτα  για  να απολαύσει  μιατόσο όμορφη στιγμή... Ξαφνικά το σχέδιό της φάνταζε γε-λοίο. Όσο  γελοία ήταν  και  εκείνη η φρασούλα  «θέλω ναμείνω μόνη μου». 

Όχι, δε θα έχανε ούτε λεπτό από τη ζωή της. Τέλος.

37

23 & 1 σταθμοί

Page 38: 23 & 1 σταθμοί ebook

Ηρώ

Έκλεισε  τα ρολά στο σαλόνι και  τις κουρτίνες. Έσβησε τοφως και  άναψε μονάχα  ένα  χάρτινο φωτιστικό δαπέδου,εκείνο με το κέρινο φως, δώρο γάμου από την καλή της φι-λενάδα. «Για τα σκοτάδια σας, Ηρώ μου» έγραφε λακωνικάστην ευχετήρια κάρτα.

Κλείδωσε την εξώπορτα και έβαλε πάνω το κλειδί. Φόρεσετο αγαπημένο της λινό φόρεμα, εκείνο που είχε βάλει έναζεστό καλοκαίρι σε ένα γαλάζιο νησί. Έλυσε τα μαλλιά τηςκαι  έβαλε ένα κατακόκκινο κραγιόν. Κοίταξε  το πρόσωπότης στο καθρέφτη. Χάιδεψε γλυκά τα μάγουλά της. Χαμογέ-λασε τρυφερά σε εκείνον που είδε μέσα από τον καθρέφτη,να στέκει πίσω της. Της άπλωνε το χέρι για να χορέψουν μα-ζί. Γύρισε απότομα μπροστά του με κίνηση χορευτική, πουέκανε το φουστάνι της να στροβιλιστεί.

Την κοίταζε μαγεμένος. Βάζει το dvd, πατάει το νούμεροκαι έρχεται πάλι κοντά του. Και  εκείνος, θαμπωμένος,  τηνπιάνει με την ιδρωμένη του παλάμη. Γύρω γύρω στο σαλόνισε ένα βαλς ερωτικό οι δυο φιγούρες τριγυρνάνε ανάμεσασε τραπέζια και καρέκλες. Τα φώτα ανάβουν και σαν προ-βολείς τους ακολουθούν σε κάθε τους βήμα. Κάνουν φιγού-ρες απόλυτα συγχρονισμένοι. Ο κόσμος λίγο πιο μακριά σεκάτι ρομαντικά  τραπεζάκια υπό  το φως  των κεριών,  τουςκοιτάζει εντυπωσιασμένος και τους χειροκροτά σε κάθε δύ-σκολη φιγούρα.  Εκείνοι  δεν  τους  κοιτάζουν  καν.  Χαμένοιστον ρυθμό απολαμβάνουν ετούτο το βαλς ενωμένοι. 

38

Page 39: 23 & 1 σταθμοί ebook

- Πόσο όμορφη είσαι, της ψιθυρίζει στο αυτί. Σε αγαπάω,ψυχή μου, της λέει γλυκά και εκείνη τον κοιτάζει στα μάτιαευτυχισμένη. 

- Χόρεψέ με, του φωνάζει, κάνε με στροφές... έλα να πε-τάξουμε...

Γελάει δυνατά, όλα είναι όμορφα λαμπερά, ο κόσμος συ-νεχίζει να χειροκροτά, εκείνος συνεχίζει να της μιλάει γλυκά,εκείνη συνεχίζει να γελάει δυνατά, μέχρι που ένας δυνατόςθόρυβος σταματά απότομα το χορό κι εκείνη ξεγλιστρά τρο-μαγμένη από τα όμορφα χέρια.

Ακούγονται πλέον δυνατές γροθιές στην εξώπορτα, κλεί-νει βιαστικά το στερεοφωνικό, βγάζει γρήγορα το φουστάνιαπό πάνω της και  τυλίγεται με τη φθαρμένη καρό ρόμπατης. Πιάνει  γρήγορα  τα μαλλιά  της σε μια άχαρη κοτσίδακαι πηγαίνει στην πόρτα, βγάζει τα κλειδιά και πριν προλάβεινα ανοίξει, το κλειδί απέξω γυρίζει στην πόρτα.

- Πού είσαι τόση ώρα, χριστιανή μου; Δεν ακούς που σουχτυπάω; Τι τα βάζεις τα κλειδιά πάνω; Θα σε κλέψουν νομί-ζεις; Θα δούνε τη σπάνια ομορφιά σου και θα σε βιάσουν;Άντε ζώο, προχώρα, μου κλείνεις το δρόμο! Πεινάω σα λύ-κος! Ελπίζω μόνο να μαγείρεψες τίποτα καλό, να μην ξοδεύωάδικα τα λεφτά μου σε φαγητά! 

Προχώρησε βιαστικά προς τα μέσα δωμάτια, σπρώχνο-ντάς την να κάνει στην άκρη. Τον κοίταζε να απομακρύνεται,φοβισμένη και βουρκωμένη. Παρακάλαγε να γίνει πάλι εκεί-νος ο όμορφος χορευτής που της έλεγε πως την αγαπάει,μα εκείνος προχώραγε σα θηρίο ανήμερο προς τα μέσα.

Ξαφνικά,  σταμάτησε  να προχωράει  και  γύρισε  και  τηνκοίταξε προσεκτικά στο πρόσωπο. Το σώμα της ταράχτηκε,η καρδιά της χτύπησε, για πρώτη φορά την κοίταζε τόσοέντονα στο πρόσωπο όπως παλιά. Άρχισε να έρχεται κοντάτης. Τρέμει.  «Τελικά  να,  όλα μπορούνε  να αλλάξουν,  σκέ-φτεται. Νάτος ο άντρας που παντρεύτηκα, θα μου ζητήσει

39

23 & 1 σταθμοί

Page 40: 23 & 1 σταθμοί ebook

να ξαναβάλω το τραγούδι. Νάτος! Θεέ μου, πλησιάζει...» Έρ-χεται κοντά της σε απόσταση αναπνοής.

- Τι  κραγιόνια  είναι  αυτά;  Έτσι  τριγυρνάς στο σπίτι;  Γιααυτό αργείς να ανοίξεις τις πόρτες; Κοίτα έναν κλόουν πουθέλει να’ ναι και γυναίκα βλέποντας πρωινάδικα, όταν εγώσκοτώνομαι στη δουλειά για εκείνη! Αχάριστη, της είπε δί-νοντάς της μια δυνατή σπρωξιά προσγειώνοντάς την στοπάτωμα.

Με το ένα χέρι να σκουπίζει τα χείλια της... και το άλλο ταμάτια της... κάθεται στο πάτωμα και τον κοιτάζει να απομα-κρύνεται  ξανά στο δωμάτιό  τους. Πίσω  της  είναι  εκείνος.Την κοιτάζει βουρκωμένος. Της δίνει το χέρι να σηκωθεί, μαεκείνη ντρέπεται να τον κοιτάξει στα μάτια. Κάνει πως δενείναι εκεί. Δεν τον θέλει εκεί πια. Πιάνει το dvd και το σπάειστη μέση, πληγώνοντας τα χέρια της. Μα η μουσική συνεχίζεινα παίζει στο δωμάτιο...

Τώρα μισώ... Τα φθαρμένα βελούδα τα μισά μου κραγιόν,τις σκισμένες σελίδες και το φως των κεριών... Τις θλιμμένεςκοπέλες με τσιγάρο ή ποτό, που πια μόνες χορεύουν... ένα βαλςγια δυο..."

40

Μάχη Τζουγανάκη

Page 41: 23 & 1 σταθμοί ebook

Θεμιστοκλής

Η εγγονή μου,  το Ρηνιώ,  είναι  το πιο  έξυπνο πλάσμα πουέχω γνωρίσει. Σας το λέω να το ξέρετε, αν και δεν είμαι σί-γουρος ότι θα το μάθετε και ποτέ. Θα πρέπει να το τελειώσωτο κείμενο, μα εγώ είμαι μόλις στην αρχή του.

Δεν ξέρω αν σας το είπα, αλλά είμαι συγγραφέας. Ναι,συγγραφέας, μη γελάτε. Από εκείνους που τους βλέπεις κολ-λημένους σε μια γραφομηχανή συνέχεια. Τάκα τάκα τα πλή-κτρα. Και τώρα ετούτος ο διάολος, ο υπολογιστής. Τσίκι τσίκι,παράταιρος ήχος μου φαίνεται με τούτα τα κουμπιά, και όλομπερδεύω τα γράμματα κι ας είναι στην ίδια σειρά! Μα δι-άολε...  αν δεν ακούσεις  εκείνο  το δυνατό ηχηρό  γράμμαπώς θα νιώσεις τη λέξη;

«Παππού, θα το χαλάσεις το laptop» φωνάζει και η Ρηνιώμου. Τι να της πεις. Ας το χαλάσω. Και τι θα γίνει δα; Έτσι κιαλλιώς εκείνη μου το πήρε. «Για να ξαναγράψεις» είπε. Χατίριδε της χάλασα ποτέ. Κι ας έβαλα εκείνη την τελεία πριν χρό-νια. Δεν πάει άλλο, είπα. Στέρεψα. Μάταια χτυπάω τις πόρτεςτου κόσμου. Ανθρωπιά δε βρήκα. Σαν κάηκε το σπίτι με ταγραπτά μου ούτε γείτονας δεν ήρθε να κρατήσει ένα λάστιχο.Όταν καιγόταν, ο καπνός δεν πέρασε από τα ακριβά τουςτζάμια να δεις, γι’ αυτό και δεν καρδιοχτύπησαν μαζί μου.

Συγγραφέας! Έτσι συστηνόμουν. «Θεμιστοκλής Ιατρίδης,συγγραφέας» και έδινα με σοβαρότητα το χέρι. Κι ύστεραμε ρώταγαν για τα βιβλία μου. Κανένα δεν ήξεραν. Παίρνανεύφος μερικές μερικές ότι τα είχανε κάπου διαβάσει ή τα ξέ-

41

Page 42: 23 & 1 σταθμοί ebook

ρανε. «Αα... ώστε εσείς είστε!» αναφωνούσαν με θαυμασμόγια να μην ξεγυμνωθούν. Πλάκα που είχε όμως. Αράδιαζαό,τι τίτλο μπορείτε να φανταστείτε. Ό,τι μου κατέβαινε. Ξαφ-νικά ένιωθα τις βιβλιοθήκες μου γεμάτες από σκονισμέναβιβλία. Κάθε βράδυ αχνίζανε οι  ιστορίες στο δωμάτιο, ξε-τρύπωναν από τα βιβλία και ανακατεύονταν. Τελικά ήμουνσπουδαίος συγγραφέας!

Το Ρηνιώ, σαν ήταν μικρό και το κουβάλαγα σε τούτες τιςκοινωνικές υποχρεώσεις, μου τράβαγε το σακάκι. «Μα παπ-πού... δεν έχεις βιβλία» ψιθύριζε. «Σώπαινε, Ρηνιώ μου. Στοπατάρι τα έχω» της έκανα για να μη ρεζιλευτούμε. Και εκείνηέτρεχε τα απογεύματα και μου ζητούσε σκάλα στο σπίτι ναανεβεί στο πατάρι να διαβάσει  τα βιβλία του παππού τηςτου συγγραφέα!

Όταν μεγάλωσε, κατάλαβε πως ο παππούς της, το μόνοπου έκανε, ήταν να γράφει χαρτιά. Πολλά χαρτιά. Ιστορίεςαπό εδώ κι από εκεί. Χωμένες σε συρτάρια, σε μπαούλα...ακόμα και μία στην κατάψυξη βρήκαμε μαζί. «Βρε παππού,τόσες πεταμένες ιδέες» μου έλεγε σα μεγάλωσε λίγο. «Κα-θόλου πεταμένες» της έλεγα σαν ξεκολλούσα τα χαρτιά απότον πάγο. «Δροσερές και μυρωδάτες» της γέλαγα, μυρίζο-ντας τα χαρτιά που  ’χαν γεμίσει σοκολάτα από τα παγωτάτου καλοκαιριού!

«Δε μου λες, τι είναι τώρα ετούτο;» της είπα παραξενεμέ-νος. «Φωτογραφία, παππού» είπε με χαρά. «Φωτογραφία τολες αυτό;» συνέχισα να απορώ. «Μα διάολε, ένα πουλί πάνωσε ένα κεφάλι και όλο αυτό πετά πάνω από την έρημο Σα-χάρα! Και εκείνο το παραθυράκι με την κοπέλα που το κοιτάπώς βρέθηκε; Άσε δε που η κοπέλα μοιάζει με φυλακισμένη!»Όλα ετούτα της έλεγα και εκείνη γελούσε, σαν μου έδειξεμια φωτογραφία στον υπολογιστή. Λογοτεχνικός διαγωνι-σμός,  μου  είπε.  Συγγραφή κειμένου βασισμένο πάνω σετούτη την εξωπραγματική φωτογραφία! «Για χάρη μου, ρε

42

Μάχη Τζουγανάκη

Page 43: 23 & 1 σταθμοί ebook

παππού! Κάν’ το για χάρη μου» φώναζε με παράπονο.Έτσι  με  έβαλε  τιμωρία στο δωμάτιό μου με  το  laptop.

Μου το ’ βαλε λέει και background για να το βλέπω συνέχεια.Να γράψω ό,τι μου ’ρχεται κοιτάζοντάς το. 1000 λέξεις λέει.«1000 ακριβώς; Ούτε μία παραπάνω;» τη ρώταγα κοροϊδευ-τικά.  Κι  εκείνη  έφευγε  ξεφυσώντας.  Σα  να  το άκουγα  το“ώχου, βρε παππού, παράτα μας!”

Δεν ξέρω πόσες ώρες πέρασαν κοιτάζοντας ετούτη τηφωτογραφία. Κάποια στιγμή με έπιασε και νευρικό γέλιο. Τοτι χαχανητά έριξα με τούτο το πουλί δε λέγεται. Μέχρι καιχάρο το φαντάστηκα. Να κόβει τα κεφάλια των πεθαμένωνκαι να τα σεργιανά στην άμμο των Νεκρών. Κάτι σαν τη Νε-κρά θάλασσα. Μόνο εκείνο το κορίτσι δεν ήθελα να βλέπω.Κάθε που πήγαινα να ταιριάξω τη φωτογραφία, με μια ιστο-ρία με έπιανε τρέμουλο.

Νύστα που λέτε. Σα μαθητούδι κι εγώ, που έγραφα 100φορές το “δε θα ξανακάνω φασαρία στο μάθημα” βαριόμουννα γράφω και να σβήνω. Συγγραφέας να σου πετύχει. Καιτότε την είδα. Να φορά ένα άσπρο νυχτικό με το αρκουδάκιτης στο χέρι και να με ρωτά. «Παππού, πότε θα έρθει η μαμάκαι ο μπαμπάς;» και εγώ να την πιάνω αγκαλιά και να τηςχαϊδεύω  τα μαλλιά  κρατώντας  τα δάκρυά μου και  να  τηςλέω γλυκά «Σε λίγο καρδιά μου, σε λίγο. Πήγαινε να κοιμηθείςκαι θα ’ρθει σε λίγο η μαμά να σου φιλήσει τα μαλλιά, σανθα κοιμάσαι».

Ένα μαύρο κοράκι, τριγύρναγε με την κόρη μου και τονάντρα της πάνω από το σπίτι μας, πάνω από τα σπίτια όλων.Με  αίματα  στο  σώμα.  Έκανα  να  τους  πιάσω  μα  τίποτα.‘Ετρεχα, έτρεχα να τους φτάσω, μέχρι που απομακρύνθηκααπό τα σπίτια, από τη γειτονιά, από παντού. Μόνος, σε μιαέρημο,  τριγυρνούσα  να βρω  την  κόρη μου,  την  κορούλαμου και  να  της φωνάξω να μη μας αφήσει μόνους, μα  τί-ποτα...

43

23 & 1 σταθμοί

Page 44: 23 & 1 σταθμοί ebook

Ένιωθα  να πνίγομαι. Η άμμος  έκαιγε,  άκουγα κοράκιαπαντού, τριγύρναγαν από πάνω μου, με ψυχές στο στόμα,μα πουθενά η ψυχούλα μου. Την έψαχνα παντού. Κούκλαμου κουκλίτσα μου, της φώναζα, έλα να σου δώσω μια α-γκαλιά, μα τίποτα. Τα κοράκια με πλησίαζαν, μα σα να μητους ταίριαζα, κανένα δε με έπιανε από τη ράχη. «Πάρτε με»τους φώναζα. «Ελάτε, διάολοι, επιτέλους! Δε βαστάω άλλο!Θέλω να τη δω!» πότιζα το πρόσωπό μου από δάκρυα καιιδρώτα μα κανένα δεν με άρπαζε...

Και τότε, την είδα ξανά με το άσπρο νυχτικό της. «Παππού,μη με αφήνεις. Μόνο  εσένα  έχω»  είπε  κλαίγοντας με μιααλυσίδα στο χέρι να την τραβά. Τα παράτησα όλα, έσπασατο παραθύρι, βρήκα τη δύναμη και της έβγαλα την αλυσίδα.Σκούπισα το κλαμμένο πρόσωπό της και την αγκάλιασα σφι-χτά. «Θα κάνω τα πάντα για σένα» της είπα.

Η λάμπα που έκαιγε τόση ώρα στο πρόσωπό μου με έκανενα  ξυπνήσω. Έβραζε  το μισό μάγουλό μου και  έσταζε  τομέτωπό μου. Τα μάτια μου ήταν κατακόκκινα, μα σαν τα σή-κωσα και είδα τη φωτογραφία στο laptop, ένιωσα ένα ρίγοςνα με διαπερνά. «Διάολε, πόσο όμορφη φωτογραφία είναιτούτη!» είπα.

44

Μάχη Τζουγανάκη

Page 45: 23 & 1 σταθμοί ebook

Ιγκόρ

Μέσα στην παγωμένη γκαρσονιέρα, τυλιγμένος με μια παλιάκουβέρτα, προσπαθώντας να τιθασεύσει το τρέμουλό του,ένας καστανός σαραντάρης με γαλάζια μάτια, κάνει τις πιοαστείες γκριμάτσες. Γελάει και υποφέρει ταυτόχρονα. Απί-στευτος ηθοποιός. Υποφέρει το σώμα για εκείνον, η καρδιάτου ραγίζει, μα εκείνο το πρόσωπο, λες και τραβήχτηκε απόχίλια μπότοξ που κάνουν εκείνες οι κομψές και ματαιόδοξεςκυρίες, μένει τρομαχτικά χαρούμενο. 

Η  γυναίκα  του  το  ξέρει  εκείνο  το πρόσωπο.  Ξέρει  τηνκάθε του έκφραση, τις ταλαντώσεις που κάνουν οι νέες ρυ-τίδες. Μπορεί  να καταλάβει  τα πάντα από μια νέα άσπρητούφα. Τον κοιτάζει κι εκείνη και παγώνει το βλέμμα της, μακαταφέρνει και γελάει μαζί του. Ανάμεσά τους ένα μικρό κο-ριτσάκι σαν πριγκίπισσα. Κι ας φορά χιλιοχρησιμοποιημέναρούχα, είναι από εκείνες τις ηρωίδες των παραμυθιών πουφοράνε ένα γοβάκι και τα έχουν όλα. Έτσι θέλει να τη βλέπειεκείνος. Έτσι θέλει να βλέπει το μέλλον της. Να το στηρίζεισε εκείνο το τυχερό γοβάκι, σε μια κολοκύθα άμαξα, σε μιανεράιδα νονά, για να ζεσταίνει λιγάκι ετούτο το άχαρο δω-μάτιο.

Αν δεν είχε και τούτο το μικρό το laptop που του ’δωσεένας αγαπησιάρης γείτονας, δε θα έβλεπε πόσο μάκρυναντα μαλλάκια της μικρής του και πόσο αδυνάτισε η Άννα του. 

«Τι  είναι  το  Skype;»  τον ρωτούσε παραξενεμένος πρινλίγο καιρό.

45

Page 46: 23 & 1 σταθμοί ebook

«Βρε Ιγκόρ πόσα δεν ξέρεις. Με αυτό θα μπορείς να βλέ-πεις τη γυναίκα σου και το παιδί σου ό,τι ώρα θέλετε!»

Τον κοίταζε μαγεμένος. Τόσα χιλιόμετρα μακριά, χρόνιατώρα, δεν είχε ποτέ σκεφτεί ότι θα μπορούσε να έχει μια τέ-τοια επικοινωνία με το μωρό του και τη γυναίκα του. Ο Πέ-τρος, ο γείτονας, τα κανόνισε όλα. Του έδωσε δανεικό έναπαλιό laptop που είχε και τον συνέδεσε με το δικό του ασύρ-ματο δίκτυο. Τόσο απλά. Με  ένα μπιμπ...  και  ξαφνικά  έναψηφιακό τηλέφωνο τον έβαζε για λίγο στο σπίτι του, στηναγκαλιά που λαχταρά των γυναικών του.

«Έλα, μπαμπά, κάνε μου και τη μαϊμού» του φώναζε η μι-κρή του κι εκείνος ξέχναγε το κρύο, πέταγε την κουβέρτααπό πάνω του, έβαζε τα χέρια στο κεφάλι και φώναζε σανμικρός πίθηκος. Χαχάνιζε η μικρή του, στον παράδεισο ο Ι-γκόρ.

«Πότε θα  έρθεις,  μπαμπά;» μαγκωνόταν στην  καρδιάετούτο το ερώτημα.

«Σύντομα, μικρή μου, σύντομα» την καθησύχαζε εκείνοςκαι προσπαθούσε να κοροϊδέψει τον εαυτό του.

Έτσι περνάγαν ετούτες οι παγωμένες μέρες, εκείνες πουδεν ανάβει ποτέ η αυτόματη θέρμανση κι ας κάνει ψοφό-κρυο σε  τούτο  το διαμέρισμα. Ένα μικρό  τραπέζι  για  νατρώει ό,τι βρει, δυο αλλαξιές φόρμες για να βάφει όπου κα-ταφέρει να βρει δουλειά και 2-3 φωτογραφίες της οικογέ-νειάς του, είναι το μικρό του καβούκι. Μοιάζει με εκείνα ταφτωχικά παντελόνια, που αν τα γυρίσεις ανάποδα, θα πέσουντίποτα εισιτήρια και κάτι λίγα λεπτά, άντε και κανά περιτύ-λιγμα από καμιά καραμέλα για να γλυκάνει το πόνο.

Πάει καιρός τώρα που κανένα τηλέφωνο δε χτυπά, όσοκι αν ψάχνει. Νέκρα στη “γη της επαγγελίας” έτσι όπως είχεδει την Ελλάδα μια παγωμένη ουκρανική βραδιά στην απελ-πισία της ανεργίας του. Πτυχίο φυσικού και η γυναίκα τουακτινολόγος και οι δυο βρέθηκαν κάποτε στην Ελλάδα, ο

46

Μάχη Τζουγανάκη

Page 47: 23 & 1 σταθμοί ebook

ένας  να βάφει  και  η άλλη  να  καθαρίζει  σπίτια.  Κι  ύστεραήρθε ετούτος ο άγγελος και ο ένας από τους δυο έπρεπε νατο μεγαλώσει. Έτσι, εκείνη γύρισε στην πατρίδα και αυτόςέμεινε εδώ να τους ζει μέχρι να μπορεί να γυρίσει.

Να τους ζει, τόσο ειρωνικό! Δε ζει ούτε αυτός. Εδώ καικαιρό. Κοροϊδεύει τον εαυτό του. Ποιο σπίτι να βαφτεί εδώπια; Εδώ κινδυνεύουν τα σπίτια, για ποια μπογιά να μιλάεικανείς; Εδώ περνάνε μόνο κάτι μπλε, πράσινες και κόκκινεςμπογιές που, όπως και  να  τις ανακατέψεις,  το  ίδιο  χρώμαβγάζουν. Απελπίστηκε. Δεν τραβά άλλο. Το πήρε απόφαση.Θα γυρίσει και εκείνος εκεί. Κάτι θα βρει... Κάτι θα καταφέ-ρει...

Είπε στον  ιδιοκτήτη  του σπιτιού ότι φεύγει.  Χαιρέτησετον Πέτρο, με μια γεμάτη αγκαλιά που δε χωρούσε τα ευχα-ριστώ του. Μάζεψε τις δυο φόρμες και τις φωτογραφίες τουκαι με  την  ελπίδα ακόμα σχηματισμένη στα  κουρασμένακαταγάλανα μάτια του, παίρνει το δρόμο της επιστροφής.Κάτι καλύτερο θα βρει στην πατρίδα. Το λέει συνεχώς. Τοπιστεύει... 

Ο τόπος του, γεμάτος δακρυγόνα, διαδηλώσεις, αίμα καιανομία. Οι φόρμες στο ντουλάπι σκονισμένες και  εδώ. Οιφωνές όλων σε τούτο τον κόσμο λες και έχουνε βουτήξει σεκάποιο μαγικό φίλτρο σιωπής και υποταγής. Κι εκείνος, έναάλλο παγωμένο βράδυ... με το γυάλινο βλέμμα του... θυμάταιεκείνο  το  ελληνικό  τραγούδι που αγάπησε με  το που  τοάκουσε και βουρκώνει:

Σαν το μετανάστη στη δική σου γη, μέρα νύχτα λύνεις δένειςτην πληγή κι όλα γύρω ξένα, κι όλα πετρωμένα και δεν ξημε-ρώνει να ’ρθει η χαραυγή...

47

23 & 1 σταθμοί

Page 48: 23 & 1 σταθμοί ebook

Κυρά

Κάμωνα πως τη γνώριζα την Κυρά της απέναντι μονοκατοι-κίας με το κλειστό φθαρμένο παράθυρο και την ξεραμένηαυλή...

Ήμουν, δεν ήμουν 7  χρονών, όταν πλησίασα εκείνο  τοσπίτι και σκαρφάλωσα από το πεζούλι της αυλής, για να δωμέσα από τη χαραμάδα που άφηναν τα ξύλα στο παντζούρι.Τα υπόλοιπα παιδιά περιμένανε με τα χέρια στο στόμα καιέτοιμα να τρέξουν, αν πάει τίποτα στραβά. Ο μεγαλύτεροςτης παρέας συντόνιζε την ομάδα και σώπαινε τα ανήσυχαπαιδιά, να μην ακουστεί ούτε ανάσα.

Θυμάμαι ακόμα την καρδιά μου να χτυπά, σαν πλησίαζανοι βλεφαρίδες στο μουχλιασμένο ξύλο. Τότε, μέσα στο λι-γοστό φως που άφηνε το παραθύρι, την είδα. Ήταν κοντά20 με  25  χρονών,  μη φανταστείς  ότι  μπορούσα να  λογα-ριάσω τότε ηλικίες, μα οι γειτόνισσες του χωριού, σαν συζη-τάγανε σιγανά με τη μάνα μου και πίνανε τους καφέδες τουςστο σαλόνι, λέγανε συχνά την ιστορία της. Κάθε φορά βρί-σκανε  να πούνε  και  μια  καινούρια  ιστορία  και  θέριευε  τοπαιδικό μυαλό και τα ’λεγα την επόμενη μέρα στους φίλους,με περίσσεια φαντασία στις  λεπτομέρειες  της  κάθε  ιστο-ρίας.

Την  κοίταξα  έτσι  εκείνο  το πρωινό,  κάνοντας όλες  τιςιστορίες που ήξερα να σβήσουνε με μιας. Ήμουν μικρός γιανα καταλάβω, αλλά και  αρκετά μεγάλος,  για  να δω πόσομόνη είναι. Με τα μάτια κολλημένα στο παραθύρι, τη χάζευα

48

Page 49: 23 & 1 σταθμοί ebook

που κρατούσε  έναν  καθρέφτη στα  χέρια  της,  καθισμένηστην άκρη του κρεβατιού της. Βυθισμένη σε ένα τεράστιοκόκκινο φόρεμα, με ξανθά μακριά μαλλιά αχτένιστα, κοίταζετον καθρέφτη συνεχώς. Του μίλαγε, μα δεν άκουγα τι έλεγε.Τη μια γέλαγε και την άλλη σοβάρευε. Μέχρι που τον έφερεκοντά στο στόμα της και τον φίλαγε ασταμάτητα. Ντράπηκασαν είδα το θέαμα και έχασα την ισορροπία μου, χτυπώνταςμε φόρα το χέρι που κρατούσε το περβάζι για να μην πέσωπάνω στο παντζούρι. Κρακ! 

Εκείνη γύρισε φοβισμένη και κοίταξε προς το μέρος μου.Τρόμαξα  τόσο πολύ,  γύρισα  να  ζητήσω βοήθεια από  τοναρχηγό της παρέας, να με κατεβάσει γρήγορα, μα όλοι τουςείχανε εξαφανιστεί με το που έκανα το θόρυβο. Χωρίς να τοπολυσκεφτώ,  έριξα  έναν πήδο και  έπεσα στα  χαλίκια  τηςαυλής και άρχισα να τρέχω. Έτρεχα για πολύ ώρα. Ανώφελοτρέξιμο χωρίς καμιά ουσία. Κανείς δε με ακολουθούσε. Τοξέραμε όλοι ότι δε θα έτρεχε κανείς ξοπίσω μας, ό,τι κι ανκάναμε σε  τούτο  το σπίτι  σαν  έλειπε ο  κυρ Αρτέμης απόαυτό. Λίγα λεπτά αργότερα, λαχανιασμένος και μακριά απότο σπίτι εκείνο, κοντοστάθηκα στα σκαλιά μιας πολυκατοι-κίας και είδα ότι είχα πληγώσει με το ξύλο του παραθυριούτη δεξιά μου παλάμη. 

Αστείο... Γέρασα και το σημάδι στο χέρι ακόμα εκεί είναι.Δεν την ξεχνάω την Κυρά, είχε ένα λαχταρισμένο βλέμμασαν κοίταγε το καθρέφτη της. Τόσο πεινασμένο, τόσο παι-δικό και τόσο γυναικείο. Με ρώταγαν οι φίλοι την επόμενημέρα τι είδα και δεν ξέρω γιατί, αν και μικρός, θεώρησα πωςτο σωστό ήταν να μην πω τίποτα από όσα είδα. Σα να μηνήθελα να δώσω κι άλλη τροφή για ιστορίες.

«Τίποτα δεν είδα» τους έλεγα νευριασμένος. «Πρόλαβανομίζετε;  Κούνησα  το  χέρι  στο παραθύρι  και  κόντεψα ναγκρεμοτσακιστώ και εσείς, βρε δειλοί, με παρατήσατε όλοικαι να τώρα τι έπαθα!» και έδειχνα με ηρωισμό το πληγωμένο

49

23 & 1 σταθμοί

Page 50: 23 & 1 σταθμοί ebook

μου χέρι. Στο κάτω κάτω ήμουν ο μόνος που πλησίασε τόσοκοντά ετούτο το σπίτι...

Από όλες τις ιστορίες που λέγανε τότε οι γειτόνισσες μετη μάνα μου, εκείνη που με έκανε να κρυφτώ πίσω από τηνπόρτα του σαλονιού και  να  την ακούσω και  να  την ξανα-κούσω αρκετές φορές, ήταν η μέρα που γεννήθηκε η Κυρά.Την  ιστορία  την έλεγε η μεγαλύτερη της παρέας, η κυρίαΙσμήνη με το μακρύ κατάμαυρο μαλλί και τη γαμψή μύτη,ίδια με μάγισσα έμοιαζε, που με τρόμαζε σαν με πλησίαζενα μου τσιμπήσει το μάγουλο. Η κυρία  Ισμήνη, Πολίτισσαστην καταγωγή, ήταν από τους πρώτους κατοίκους αυτήςτης γειτονιάς και ήξερε την  ιστορία του κάθε γείτονα πουερχόταν. Τους καλόπιανε με τα γλυκά της τα πολίτικα και μετο ζεστό της λόγο και σύντομα της ξετύλιγαν τις  ιστορίεςτους...

Εκείνη την εποχή στο απέναντι σπίτι είχε μόλις μετακο-μίσει ένα νέο ζευγάρι. Ο Αρτέμης με τη γυναίκα του, τη Ζωή.Η Ζωή ήταν έγκυος στον 8ο μήνα της, άλλος ένας μήνας τηςέμενε για να ηρεμήσει έλεγε στην Ισμήνη, που σύντομα έπινεκαφέ στο σπιτικό τους. Ο Αρτέμης την κανάκευε συνεχώςτη Ζωούλα του, ό,τι ήθελε της το έφερνε, δεν ήθελε να πονάειμε τίποτα. Τις έβλεπε να κουβεντιάζουν και έμενε αφηρη-μένος, σχεδόν βυθισμένος στα μάτια της. «Έρωτας!» φώναζεη κυρα-Ισμήνη στο σαλόνι και σιγοντάραν και οι υπόλοιπεςκαι αναστενάζαν, μαζί με τη μάνα μου με αχ και βαχ η καθε-μιά τους.

Τότε η  κυρα-Ισμήνη σκοτείνιαζε  κι  έλεγε  για  εκείνη  τηγέννα που έφερε στο σπίτι το μωρό σε μια κούνια και τηνΖωή σε ένα φέρετρο. Ο Αρτέμης αμίλητος και ανέκφραστος,έκανε μέρες να πάρει την απόφαση να την κηδέψει. Το κλάματου μωρού ξεσήκωνε τη γειτονιά και η κυρα-Ισμήνη που τολυπόταν, πήγαινε από το σπίτι συχνά να το ταΐσει και να τοαλλάξει. Τίποτα δεν της έλεγε ο Αρτέμης. Κουβέντα. Την κοί-

50

Μάχη Τζουγανάκη

Page 51: 23 & 1 σταθμοί ebook

ταζε να αλλάζει το μωρό, να το κοιμίζει και γύριζε το κεφάλιτου από την άλλη μεριά. «Έτσι μεγάλωσε ετούτο το παιδί»έλεγε η κυρα-Ισμήνη με λυπημένη έκφραση ίδια κάθε φορά,κουνώντας το κεφάλι της. Ξεφυσάγαν και οι υπόλοιπες καιλέγανε «Κρίμα... κρίμα.»

Κανείς δεν την είδε την Κυρά να βγαίνει ποτέ από το σπίτιτης. Μεγάλωνε  κλεισμένη  εκεί  μέσα. Ο πατέρας  της  κάθεαπόγευμα πήγαινε στο  καφενείο  της  γειτονιάς  και  γύριζεπάντα με οχτάρια σπίτι από νταμιτζάνες τσίπουρο. Φωνέςακουγόντουσαν στο σπίτι κάθε που έμπαινε μέσα. Τίποταδεν τ’ άρεσε. Την ήθελε σκλάβα του, όπως ψιθύριζαν κάποιες,άλλες λέγανε πως δεν την ήθελε καν στο σπίτι του και πωςόσο ήταν μικρή είχε προσπαθήσει να την πνίξει αρκετές φο-ρές. Πολλές οι ιστορίες, αρέσκονταν οι γειτόνισσες να λένεκάθε απόγευμα στον καφέ ή μετά την εκκλησία της Κυριακήςσαν βλέπανε τον κυρ Αρτέμη να παίρνει το αντίδωρο. «Οβλάσφημος...» τις θυμάμαι να λένε «θέλει και αντίδωρο!!» 

Μια μέρα του Δεκέμβρη, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, οικαμπάνες της γειτονικής εκκλησίας μας, χτύπησαν πένθιμα.Πέθανε λέει ο κυρ Αρτέμης. Ψίθυροι  ξετύλιξαν σε όλη  τηγειτονιά.  Στην  εκκλησιά  εμφανίστηκαν συγγενείς που δεντους είχε δει κανείς ποτέ στο σπίτι. «Το σπίτι στην οδό Αν-θέων» έλεγε η κυρα-Ισμήνη με γέλιο μάγισσας πάλι, σε κάνεινα θυμάσαι τους ξεχασμένους συγγενείς! Έψαξα να τη βρωστην εκκλησία μα δεν ήταν πουθενά. Δε βγήκε από το σπίτιούτε τότε. Την έψαχνε ο κόσμος μα μάταια, η Κυρά έμεινεκλεισμένη ως είχε μάθει τόσα χρόνια, σα φοβισμένο σπουρ-γίτι που δεν ήξερε πως μπορεί να πετάξει και δεν πάτησεγια χρόνια ούτε καν στο σκαλοπάτι της εξόδου του σπιτιού,ούτε άνοιξε ποτέ το παραθύρι της.

Οι συγγενείς μάλωναν με τους δικηγόρους τους για εκείνοτο σπίτι. Μα όσο υπήρχε εκεί μέσα η κόρη του κυρ Αρτέμη,κανείς δε μπορούσε να του πάρει το σπίτι. Θυμάμαι να γυ-

51

23 & 1 σταθμοί

Page 52: 23 & 1 σταθμοί ebook

ρίζω από  τη δουλειά,  κατάκοπος  και  κουρασμένος  και  ηκυρα-Ισμήνη αγέραστη σαν τότε -επιβεβαιώνοντας την πα-λιότερη παιδική μου φαντασία- μας έλεγε πως συχνά ότανεκείνη  της πήγαινε φαγητό και  της  γέμιζε  το ψυγείο,  μα-ζεύονταν όλοι τριγύρω της και της αρχίζανε τις ερωτήσεις.Είχαν τολμήσει να της πούνε και να μην της ξαναπάει φαγητό,έλεγε νευριασμένη.

Ήταν πρώτη του Απρίλη, θυμάμαι, η άνοιξη είχε γεμίσειμε μυρωδιές τη μικρή γειτονιά. Γύριζα με τα πόδια από τηδουλειά, δεν πήρα καμιά συγκοινωνία, ήθελα να νιώσω λίγολεύτερος, λίγο μικρός, σαν τότε που σκαρφάλωνα στα δέ-ντρα και έτρεχα με τους φίλους μου στις γύρω γειτονιές. Ησκέψη η ανοιξιάτικη, μου έφερε την Κυρά στο νου να χτενίζειτα αχτένιστα μαλλιά της στον καθρέφτη εκείνο και να ράβειένα κόκκινο φόρεμα στα μέτρα της και όχι να φορά εκείνοτο κλεμμένο από την ντουλάπα της μάνας που τρύπωνε συ-χνά ο πατέρας της κι αγκάλιαζε τα ρούχα. Να ντύνεται καινα βάφεται όμορφα και να με συναντά στην απέναντι γωνία,να της δίνω εκείνα τα παθιασμένα φιλιά που έδινε στον κα-θρέφτη της σε μια τέτοια ανοιξιάτικη μέρα...

Σαν πλησίασα στο σπίτι, το όνειρο μου τερμάτισε με από-τομες στριγγλιές. Άγνωστες στριγγλιές κοντά στο σπίτι τηςΚυράς. Στριγγλιές αγωνίας και φόβου που γινόντουσαν όλοκαι πιο έντονες... Έτρεξα γρήγορα απ ’έξω από το σπίτι τηςκαι έμεινα κοκαλωμένος.

Δυο συγγενείς του κυρ Αρτέμη, είχανε σπάσει την πόρτακαι είχανε μπει στο σπίτι με το έτσι θέλω! Το έλεγε καιρό ηκυρα-Ισμήνη ότι ζαχάρωναν το σπίτι να το κάνουν ταβέρνακαι να γέμιζαν την αυλή με τραπέζια και τις τσέπες τους μεπαράδες!

Αρπάξανε την Κυρά με βία και τη σπρώχνανε μέσα στοσπίτι  και  εκείνη  να στριγγλίζει  σα  κατσίκι  που  το πας  γιασφαγή. Κρατιόταν από την κάσα της πόρτας και δεν άφηνε

52

Μάχη Τζουγανάκη

Page 53: 23 & 1 σταθμοί ebook

τα χέρια της.«Έβγα, ανιψιά, να δεις τι ωραία που ’ναι έξω» την κανά-

κευαν δήθεν οι θείοι της. «Έλα να δεις, μυρίζουν τα λουλού-δια, τι κάθεσαι εδώ μέσα!» Έτρεμε σαν το ψάρι σαν την έβγα-λαν  έξω στην αυλή και  έκλεισε  τα μάτια,  κρύβοντας  τοκεφάλι της στον έναν της ώμο.

Τότε η κυρα-Ισμήνη, έχοντας μαζέψει δυο αστυνόμουςαπό λίγο πιο πέρα, εμφανίστηκε μπροστά τους και άρχισενα τους φωνάζει. Σύντομα οι “θείοι” είχανε εξαφανιστεί καιη κυρα-Ισμήνη την είχε στην αγκαλιά της.

Της χάιδευε τα μαλλιά, την αγκάλιαζε, μα εκείνη συνέχιζενα έχει κλειστά τα μάτια της και να κρύβεται πάνω της. Τότε,ένα τιτίβισμα πάνω στην απότιστη ελιά από το πεζούλι πουκαθόντουσαν,  την  έκανε  να σηκώσει  το  κεφάλι.  Σα μωρόπου μόλις άνοιγε  τα μάτια  του,  έτσι  κι  εκείνη,  άνοιξε  γιαπρώτη φορά τα μάτια της προσπαθώντας να συνηθίσει τοφως του ανοιξιάτικου ήλιου.

Γύρισε προς το πουλί που τιτίβιζε στο δέντρο και το χά-ζευε για ώρες και ακίνητος συνέχισα να τη χαζεύω κι εγώ.Δεν έμοιαζε με εκείνη τη γυναίκα που είχα δει. 

Γύρισε στην κυρα-Ισμήνη και της χαμογέλασε, έγειρε τοκεφάλι της στον ώμο της και χαμένη στις ακτίνες του ήλιου...άφησε την τελευταία της πνοή...

53

23 & 1 σταθμοί

Page 54: 23 & 1 σταθμοί ebook

Λίνα

Τακτοποίησε ξανά το τραπέζι. Γύρισε σε όλες τις γωνίες του.Ίση απόσταση από τις δυο μεριές του τοίχου και εκείνο στημέση. Χαρτοπετσέτες στη σωστή θέση του πιάτου, με σχέδιοσυμμετρικά ίδιο σε όλα τα πιάτα. Καλογυάλισε πιρούνια καιμαχαίρια και εξαφάνισε κάθε θαμπάδα από τα φρεσκοπλυ-μένα ποτήρια κρασιού. Γύρισε 3-4 φορές το βάζο μέχρι νααποφασίσει τη θέση που ήθελε και ανακάτεψε τα λουλούδιαμέχρι να πετύχει τον τέλειο συνδυασμό χρωμάτων, την πιοσυμμετρική εναλλαγή.

Τσέκαρε τη λίστα που ’χε καρφιτσωμένη στην πόρτα τουψυγείου. Δεν έλειπε κάτι. Το σπίτι γυάλιζε. Τζάμια πεντακά-θαρα, πάτωμα γυαλισμένο, ξεσκονισμένα δωμάτια, πετσέτεςστο μπάνιο  για  τους  καλεσμένους,  αρωματικά  λουλούδιακαι μια κουζίνα απείραχτη μετά από τόσες ετοιμασίες. Η μυ-ρωδιά του ψητού πότιζε ελαφριά το χώρο, όχι πολλά μυρω-δικά -να μην αλλοιώσει τη μυρωδιά του σπιτιού- όχι οτιδή-ποτε έντονο, λεπτεπίλεπτες γεύσεις, αρώματα απαλά. Έβαλεμουσική, σχεδόν αθόρυβη να παίζει από ένα cd με συμφω-νίες.

Οι καλεσμένοι ήρθανε σχεδόν στην ώρα τους. Τους πε-ριποιήθηκε με πρώτα ποτά και αναψυκτικά. Γελούσε με τομικρό της χαμόγελο, δοκιμασμένο στον καθρέφτη για τηνπιο τέλεια έκφραση και λάμβανε μέρος διακριτικά στις συ-ζητήσεις των καλεσμένων της. Στην κουζίνα όλα τακτοποι-ημένα,  στη σειρά οι  πιατέλες που θα  χρησιμοποιούσε,  οι

54

Page 55: 23 & 1 σταθμοί ebook

λαβίδες, τα κουτάλια, οι σαλατιέρες. Ευγενικά έλεγε σε όλεςτις γυναίκες, που ζητάγανε να βοηθήσουν, ότι δε χρειάζεταικαμία βοήθεια.

Καθίσανε όλοι στο τραπέζι και ένα τέλειο sauvignon blancστη σωστή του θερμοκρασία σερβιρίστηκε στα κρυστάλλιναποτήρια. Ευχές από όλους και χαρούμενοι ήχοι για την απί-θανη γεύση τόσο των ορεκτικών όσο και του κυρίως πιάτου.Κοίταζε  έξυπνα και διακριτικά αν  χρειάζεται  κάποιος κάτικαι ενίοτε θυμόταν να φάει και εκείνη μία μπουκιά. Με κλει-στό το στόμα, όπως είχε μάθει, μικρό άνοιγμα των χειλιώνκαι ελάχιστη δόση φαγητού στο πιρούνι. Σέρβιρε στον άντρατης ό,τι χρειαζόταν επιπλέον και εκείνος την ευχαρίστησεπιάνοντας της τον καρπό με ένα νεύμα. Εκείνη τον κοίταξεμε  ένα δουλεμένο  γλυκό βλέμμα και  ξανακάθισε,  ακου-μπώντας το μαντήλι στα πόδια της.

Η ώρα  του  γλυκού  τους βρήκε στο σαλόνι.  Ένα  γλυκόκρασί σε τέλεια ποτήρια, ακολούθησε τη φρέσκια πανακότα.Το τζάκι ζέσταινε το σαλόνι και η μουσική σιγοντάριζε τιςμικρές σπίθες, οι μόνες μάλλον που άκουγαν τις αχνές με-λωδίες. Η συζήτηση εκτυλισσόταν γύρω από τις δουλειές.

Εκείνη παραδομένη πλέον στην πολυθρόνα της. Δεν είχεκάτι άλλο να κάνει. Τα είχε μαζέψει όλα, είχε βάλει πλυντήριοκαι όλοι κρατάγανε τα ποτήρια του κρασιού και συζήταγανστις αναπαυτικές τους θέσεις. Παγωμένη, ο ρόλος της είχετελειώσει, οι εκφράσεις της όλες πετυχημένες και στην τσέπητης ήδη θαυμασμοί για τη μαγειρική της και την εμφάνισητου τραπεζιού. Για άλλη μια φορά είχε κερδίσει τις εντυπώ-σεις.

Στριφογύρισε λίγο στην πολυθρόνα της. Η συζήτηση ξε-μάκραινε  και  εκείνη  ταξίδευε πίσω,  δεν άκουγε πια  τι  λέ-γανε...

«Να την πάρουμε και αυτή τη πολυθρόνα, εεεε;» του έλεγεχοροπηδώντας  γύρω γύρω από  τη μαύρη πολυθρόνα με

55

23 & 1 σταθμοί

Page 56: 23 & 1 σταθμοί ebook

τις μπλε γραμμές!!«Και βέβαια να την πάρουμε, Λινάκι μου, ό,τι θες...»Με φόρα κάθισε πάνω της και άρχισε να στριφογυρίζει

στην πολυθρόνα σα παιδί...«Κοίτα μεεεε...» φώναζε γελώντας μέσα στο μαγαζί.«Βρε σταμάτα... θα μας διώξουνε» της έλεγε εκείνος δήθεν

σοβαρός, μέχρι που βούτηξε και εκείνος πάνω της και άρχι-σαν να τσουλάνε την πολυθρόνα μαζί που έδειχνε να ζορι-ζόταν με το βάρος και των δύο.

«Ενδιαφέρεστε για την πολυθρόνα;» τους πλησίασε λίγοαυστηρά η πωλήτρια.

Σταματώντας, σαν σκανταλιάρικα μωρά που τους πιάσανεστα πράσα στη μέση της αταξίας τους, εκείνος γυρίζει καιτης λέει σοβαρά.

«Ναι, σαφώς. Είμαστε σίγουροι πλέον, πως θα την προ-σθέσουμε στην παραγγελία μας. Η δοκιμή μας επιβεβαίωσεότι τη χρειαζόμαστε» και σηκώθηκαν και οι δύο δήθεν σο-βαροί, κρυφογελώντας και κανόνισαν τα διαδικαστικά.

Κουνάει βιαστικά το κεφάλι της καθώς επανέρχεται στηνπραγματικότητα. Οι τελευταίοι καλεσμένοι της, είχανε ση-κωθεί και εκείνη δεν είχε πάρει χαμπάρι. Πόσο είχε βυθιστείστις σκέψεις της. Σηκώθηκε απότομα, τους ευχαρίστησε γιατην παρουσία τους και τους αποχαιρέτησε όμορφα και ζε-στά. Το σπίτι είχε και πάλι αδειάσει. Εκείνος σηκώθηκε, πί-νοντας τις  τελευταίες γουλιές από το κρασί  του,  έβαλε τοχέρι του στον ώμο της και της είπε «Μπράβο σου ήταν μιατέλεια βραδιά όπως πάντα» και προχώρησε μέσα να αλλάξεικαι να κοιμηθεί.

Μια τέλεια βραδιά όπως πάντα, ναι. Μάζεψε και  τα τε-λευταία ποτήρια, τα καθάρισε, συμμάζεψε την ελάχιστη ακα-ταστασία του σαλονιού και έβαλε ένα ποτήρι μπράντι γιαεκείνη. Βγήκε στην πισίνα του σπιτιού και κάθισε σε μία απότις ξαπλώστρες. Στο παράθυρο της κρεβατοκάμαράς τους

56

Μάχη Τζουγανάκη

Page 57: 23 & 1 σταθμοί ebook

φαινόταν η μορφή του. Ίδια εικόνα εδώ και χρόνια. Αναμμένοτο πορτατίφ και εκείνος φορώντας τα γυαλιά του διάβαζεκάποιο βιβλίο από την τεράστια βιβλιοθήκη τους. Σε λίγαλεπτά θα το έσβηνε και θα κοιμόταν όπως πάντα. Εκείνη θαγλίστραγε λίγο αργότερα στα σεντόνια και θα κοιμόταν μετα μάτια ανοιχτά...

Σηκώθηκε όρθια και χάζεψε την αντανάκλαση που άφηνεη μορφή της στην πισίνα. Το άσπρο της φόρεμα γυάλιζε καιτης θύμιζε ένα άσπρο νυφικό που κυμάτιζε. Και φωνές καιχαρές και κρεβάτια γεμάτα λουλούδια και γέλια, μαξιλαρο-πόλεμοι και γαργαλητά. 

Σήκωσε το πρόσωπό της προς τα πάνω, το φως έσβησε.Νταν... λες και είχε χρονοδιακόπτη! «Πού πήγαν όλα;» ανα-ρωτήθηκε, «πώς ξεφούσκωσαν...» Το ποτήρι κουνιέται καιμια σταγόνα μπράντι έπεσε στο άσπρο της φόρεμα. Γύρισεαπότομα το κεφάλι της στο λεκέ. Ταράχτηκε, δεν μπορεί τί-ποτε λερωμένο, τίποτε άτακτο και τώρα ένας τεράστιος λε-κές, δύσκολος, δέσποζε στο όμορφο φόρεμά της.

«Θα το πάρετε; σας πηγαίνει πολύ» της είπε ο πωλητής.«Ε... ναι... μμ θα το πάρω» είπε ψυχρά.«Τυχερός ο άντρας σας...» της είπε πλησιάζοντάς την πιο

κοντά.«Ε... ναι...» τον κοίταξε στα μάτια, μην ξέροντας τι να πει.

Εκείνος ντράπηκε για το σχόλιο, βλέποντας τέτοια αντίδρασηκαι απομακρύνθηκε...

Στο ταμείο, πληρώνει με μία από τις χρυσές της κάρτες,οι πωλήτριες της γελάνε ζεστά, την ξέρουνε χρόνια και εκείνηπαίρνει την τσάντα της και απομακρύνεται. Λίγο πριν βγειαπό την πόρτα, φοράει τα γυαλιά ηλίου της και γυρίζει προςτα μέσα. Ο υπάλληλος τη χαζεύει από μακριά και σηκώνειδιακριτικά το χέρι και τη χαιρετάει. Εκείνη σκάει ένα μικρόχαμόγελο και φεύγει απότομα...

Βιαστικά τρέχει για την κουζίνα, για να καθαρίσει το λεκέ,

57

23 & 1 σταθμοί

Page 58: 23 & 1 σταθμοί ebook

αλλά στη μέση της διαδρομής σταματάει. Ξανακοιτάζει τοφουστάνι της, δεν της φαίνεται και τόσο σοβαρό! Το μπράντιφταίει; Δεν ξέρει! Ξαφνικά της φαίνεται  ιδιαιτέρως αστείο.Και γελάει, γελάει πολύ δυνατά, ένας λεκές χαλάει την τελει-ότητα!!

Ξημερώνει το επόμενο πρωί. Εκείνος κατεβαίνει να πιειτον  καφέ  του. Η  κουζίνα δεν  έχει  στρωμένο πρωινό.  Στοτραπέζι έχει ένα φάκελο. Νυσταγμένος τον παίρνει στα χέριατου και τον ανοίγει. Ένα όμορφο φύλλο αλληλογραφίας ξε-προβάλλει με γνωστή γυναικεία μυρωδιά. Διαβάζει...

«Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ άλλες τέλειες βραδιές... Φεύγω».

58

Μάχη Τζουγανάκη

Page 59: 23 & 1 σταθμοί ebook

Μανώλης

Πάνε μέρες που ο παπα-Μανώλης ξημεροβραδιάζεται στοδρόμο έξω από το χωριό, όπου χτίζεται η καινούρια εκκλη-σία. Το έλεγε χρόνια τώρα ο δήμαρχος να φτιάξουνε μία εκ-κλησία μεγάλη έξω από το χωριό, σαν όλους τους άλλους,να λάμπει από μακριά, να έρχεται κόσμος στις λειτουργίες,να γεμίζουν μετά τα καφενεία και οι ταβέρνες. «Δε γίνεται,παπά μου, να λειτουργείς σε τούτο το εκκλησάκι» του 'λεγεσοβαρός σοβαρός. «Δε χωρά κανείς! Και πώς να έρθει κό-σμος από τα άλλα χωριά εδώ πέρα; Δεν έχουμε και καμιάθαυματουργή εικόνα να τον μαζέψουμε». 

«Μα, κύριε Δεληγιάννη, δεν χρειάζεται θαύματα η εκκλη-σία για να μαζέψει τον κόσμο. Πίστη χρειάζεται και αγάπη»έλεγε και ξαναέλεγε ο παπα-Μανώλης μάταια... Με τα πολλάο αιώνιος δήμαρχος του χωριού το κατάφερε. Χώρεσε κάτικονδύλια από εδώ κι από εκεί και πήρε τις εγκρίσεις του γιαένα χωράφι που ανήκε σε ένα μακαρίτη του χωριού που δενάφησε οικογένεια πίσω του. «Θα βάλουμε μια πλακέτα μετο όνομά του να εδώ... δίπλα από την πόρτα της εκκλησίας»έλεγε, δείχνοντας τα σχέδια με έναν αρχιτέκτονα στον παπά,θέλοντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα.

Πάνε μέρες λοιπόν που ο παπα-Μανώλης προσπαθεί ναβάλει μία τάξη στους εργάτες που του βρήκε ο κυρ δήμαρ-χος. Βλέπεις, κάποιο λάθος θα ’γινε στους υπολογισμούς καιτους πληρώνει λιγότερο από όσο θα έπρεπε. Και δουλεύουνώρες  και ώρες.  Και  ιδρώνει  ο παπάς στο πήγαινε-έλα  και

59

Page 60: 23 & 1 σταθμοί ebook

στο κουβάλημα και  περιμένουν οι  λιγοστοί  πιστοί  τη  λει-τουργία του, στο εκκλησάκι του χωριού, του Αϊ-Γιάννη τουΡιγολόγου.

Μέρα με τη μέρα μάθαινε και τους εργάτες περισσότερο.Ο ένας είχε τέσσερα παιδιά και γυναίκα ανάπηρη. Όλα τουτα παιδιά δούλευαν σε οτιδήποτε έβρισκαν, για να βοηθή-σουν στο σπίτι. Ο άλλος είχε τους γονείς του κατάκοιτουςκαι δυο παιδιά να τους προσέχουν όσο δούλευε εκείνος καιη γυναίκα του, για να τα βγάζουν πέρα. Ο άλλος είχε ένα άρ-ρωστο παιδί, κι οι άλλοι δύο ίσα που βγαίνανε με τα χρήματακαι τα δάνεια, που είχανε πάρει για να χτίσουν ένα σπιτικό.Κι ήταν κι ένας εργάτης που έφερνε τον οκτάχρονό του γιομαζί, γιατί δεν είχε πού να τον αφήσει. Εκείνο το αγόρι ήτανπάντα αμίλητο. Καθόταν συνήθως κάτω από ένα δέντρο καικοίταζε το χτίσιμο. Μερικές φορές έπαιρνε ένα ξύλο και σχε-δίαζε στο χώμα με τις ώρες...

Μία από εκείνες τις μέρες, σαν έφυγαν οι εργάτες να ξε-κουραστούν ο παπα-Μανώλης αποκαμωμένος, κάθισε κάτωαπό το δέντρο να πιει λίγο νερό από την πηγή και να πάρειλίγες ανάσες πριν πάει για τον εσπερινό. Σκουπίζοντας ταμουσκεμένα του γένια κοίταξε έκπληκτος το σχέδιο του μι-κρού. Πλησίασε πιο κοντά και χάζευε τις λεπτομέρειες. Ήτανμία πανέμορφη ζωγραφιά που τον έκανε να χάσει και τονεσπερινό αλλά και τον ύπνο του...

Την επόμενη μέρα σαν ήρθε ο παπάς στο χωράφι να πα-ρακολουθήσει  τις εργασίες, δεν έκανε καμιά υπόδειξη. Οιεργάτες που τον είχανε αγαπήσει, κοίταζαν ο ένας τον άλλονμην ξέροντας τι συμβαίνει. Εκείνος κοιτούσε το αγόρι απόμακριά. Που και που συναντιόντουσαν οι ματιές τους και οπαπάς του γέλαγε. Κι εκείνο -ντροπαλό όπως ήταν- κατέβαζετο  κεφάλι  και  συνέχιζε  να  κάνει  σχέδια στο  χώμα. Ότανέφτασε η ώρα του εσπερινού, ο παπάς  τους ευχαρίστησεόλους και έφυγε βιαστικός για το εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη.

60

Μάχη Τζουγανάκη

Page 61: 23 & 1 σταθμοί ebook

Δεν πρόλαβε καν να φτάσει στην εκκλησία, όταν είδε τηνπαπαδιά να τρέχει πανικόβλητη με τα χέρια ψηλά μες στοχωριό και να φωνάζει «θαύμα, θαύμα!!!» Οι χωριανοί τρέχανμαζί της και γελάγανε. 

«Θαύμα,  θαύμα,  παπά μου!»  τον πήρε σχεδόν αγκαλιάσαν τον πλησίασε.

«Τι  ’ναι, Μαρία; Τι έγινε;» τη ρώτησε με σοβαρό ύφος οπαπάς.

«Η  εικόνα,  παπά,  η  εικόνα μάτωσε...  η  εικόνα  του Αϊ-Γιάννη!» έλεγε ανάστατη κάνοντας το σταυρό της.

«Τι;;» φώναξε δυνατά ο παπάς! «Θεέ μου! Αυτό είναι οι-ωνός!!!» είπε με έντονη φωνή ο παπάς σαν είδε όλους τουςχωριανούς γύρω του.  «Ο Άγιος μίλησε! Μάτωσε η καρδιάτου που τον αφήνουμε για να χτίσουμε άλλη εκκλησία! ΟΘεός θα μας εκδικηθεί!! Δήμαρχε, τα ακούς;» του είπε κοιτά-ζοντάς τον με αυστηρό βλέμμα. 

Οι χωριανοί άρχισαν να σταυροκοπιούνται. Ο δήμαρχοςκοκκίνισε. Δεν ήξερε τι θέση να πάρει. Ο παπάς τον πλησίασεκαι τον έπιασε από τον ώμο συμπονετικά. «Μη στεναχωριέ-σαι,  δήμαρχε. Θα σταματήσουμε  τα  έργα.  Και  να...  για  ναμην πάει άδικος ο κόπος των εργατών θα χτίσουμε στη θέσητης ένα σχολείο που μας λείπει! Και τα λεφτά για την εκκλη-σία που περισσεύουν θα τα μοιράσουμε στους εργάτες ναμπορούν να φέρνουν τα παιδιά τους εδώ να τα διδάξουμε!Έτσι ο Θεός θα μας συγχωρέσει και ο Αϊ-Γιάννης -κάνει τοσταυρό του αργά και με κλειστά τα μάτια- θα συνεχίσει ναείναι ο προστάτης  του χωριού...»  του είπε  χτυπώντας  τουτην πλάτη.

Οι χωριανοί άρχισαν να χειροκροτάνε τον παπά και ναγελάνε. «Μπράβο, παπα-Μανώλη, φωνάζαν... Μπράβο, δή-μαρχε!» 

Μην μπορώντας να κάνει αλλιώς ο δήμαρχος έδωσε τιςεντολές  να σταματήσουν  να  χτίζουν  την  εκκλησία  και  να

61

23 & 1 σταθμοί

Page 62: 23 & 1 σταθμοί ebook

βάλουν μπρος το σχολείο...Το βράδυ εκείνο ο παπα-Μανώλης γύρισε χαρούμενος

σπίτι του. Έβγαλε τα ράσα του και έπλυνε το πρόσωπό τουστο μπάνιο νιώθοντας πιο καθαρός από ποτέ. Μονάχα κάτικόκκινες γραμμές στα δάχτυλά του, θέλανε λίγο παραπάνωτρίψιμο για να βγουν μα δεν τον ένοιαζε. Γελούσε και φώτιζετο δωμάτιο.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και ονειρεύτηκε εκείνο το σχο-λείο, όπως το ’χε φτιάξει εκείνος ο μικρός στο χώμα. Και σαθυμήθηκε την γκριμάτσα του δήμαρχου, ξεκαρδίστηκε σταγέλια και αποκοιμήθηκε... 

62

Μάχη Τζουγανάκη

Page 63: 23 & 1 σταθμοί ebook

Νιόβη

Στο δωμάτιο  τριγυρίζει  πάνω-κάτω. Πότε σταματά. Πότεπροχωράει γρήγορα. Πότε κάνει κύκλους. Πότε κρατάει τοτηλέφωνο. Πότε το αφήνει. Σαν κοριτσούδι πρωτοερωτευ-μένο που σκέφτεται τι να πει και τι να μην πει. Σταματάει καικοιτάζει από το παράθυρο τα παιδιά που τρέχουν στο απέ-ναντι πάρκο, τη μαμά που κάνει βόλτα το καρότσι, τα αυτο-κίνητα που κορνάρουν και  τους ανθρώπους που μπαινο-βγαίνουν στην καφετέρια.

Όλα τόσο ίδια και όλα τόσο διαφορετικά. Γελάει. Και μετάκλαίει.  Και  μετά σκουπίζει  τα δάκρυα και  ξαναγελάει. Τοκορμί της τρέμει. Πηγαίνει στο μπάνιο και ξαναγυρνά. Καιξαναπηγαίνει.  Και  κοιτά  τον  καθρέφτη.  Και  στριφογυρνά.Σαν να ετοιμάζεται για το πρώτο ραντεβού. Φτιάχνει τα μαλ-λιά της. Στρώνει την μπλούζα της. Την ξαναστρώνει. Γυρίζειστο πλάι. Προφίλ. Και μετά ανφάς. Και μετά κάνει γκριμάτσεςαστείες. Και μετά γελάει. Και μετά κλαίει.

Αυτή είναι η Νιόβη. Ίσως και να μη τη λένε έτσι. Μα ωραίοακούγεται. Και ήταν πάντα γελαστή. Μα τώρα είναι πράγματιγελαστή. Αστείο ε; Και θλιβερό. Μα πιο πολύ αστείο. Γιατίείναι  αληθινό.  Και  ξαφνικά ο  χρόνος σταμάτησε.  Και  όλαόσα έλεγχε, έχουνε αναποδογυρίσει. Ξαφνικά όλα είναι πιοόμορφα. Τικ  τακ. Αυτή είναι η καρδιά  της Νιόβης. Λάθος,αυτή ήταν η καρδιά της Νιόβης. Σαν 0 και 1, ψηφιακό καιστεγνό. Πότε  ειρωνικό  και  πότε θλιμμένο. Πότε μοναχικόκαι πότε μπερδεμένο. Με  καμμένη  τη motherboard  ξανά

63

Page 64: 23 & 1 σταθμοί ebook

και ξανά. Τικ τακ τικ. Η καρδιά της Νιόβης. Σα να μέθυσε ηκαρδιά και χώρεσε άλλο ένα βήμα. Σαν πεντοζάλι. Σα σού-στα. Σα χορός αντικριστός ίσως. Σα μουσική όμως. Σίγουρασα μουσική.

Η Νιόβη. Μια τυχαία Νιόβη. Εκεί, ανάμεσα σε τόσες γυ-ναίκες. Και ένα τυχαίο σπίτι. Μια τυχαία στιγμή. Μα και μιατόσο μη τυχαία στιγμή. Από όλες τις στιγμές, από όλες τιςώρες, από όλα τα δευτερόλεπτα, αυτά δεν είναι σαν όλα ταάλλα. Το ρολόι της κουζίνας, ταράζει την ησυχία ολόκληρουτου σπιτιού. Μια  γλυκιά αναμονή  έχει  απλώσει  τα δίχτυατης στον αέρα του σπιτιού. Δε μοιάζει με καμιά άλλη ανα-μονή. Δε χωρά κανένα μπουκωμένο συναίσθημα. Μα σανκαλός και  έξυπνος ψαράς,  το  ξέρει πως σε  λίγο καιρό θαπιάσει εκείνο το πολύχρωμο ψάρι.

Γέμισε το σπίτι από νερά θαλασσινά. Η στάθμη ανεβαίνει.Η Νιόβη χαζεύει το νέο της βυθό. Με μάτια ορθάνοιχτα. Σαγοργόνα λικνίζεται στα γνώριμα βράχια των μοναχικών τηςωρών. Και φυτρώνουν φύκια πολύχρωμα. Κοχύλια και μικράχρυσόψαρα,  καβούρια  και  πεταλίδες  τα σκαρφαλώνουν,όπως σκαρφαλώνει κανείς ένα βουνό από μαλακά μαξιλάρια,όπως περπατά κανείς σε ένα χωράφι από χιλιάδες κλέφτες.Με ένα φου μιας ευαίσθητης ανάσας και τρυφερής, τούτοιοι κλέφτες θα μάθουνε σήμερα να κολυμπάνε. Θα κάνουνβουτιές μαζί με τα δελφίνια, θα τα κρατήσουν για ομπρέλεςοι περαστικοί ιππόκαμποι. Η Νιόβη κάνει μπουρμπουλήθρεςμε  το  γέλιο  της. Η Νιόβη κάνει  μπουρμπουλήθρες με  τοκλάμα της.

Μια βαρκούλα τυχερή, καταφέρνει να τρυπώσει από τοπαράθυρο. Ένας ναύτης τη χαιρετά. Με γνώριμο πρόσωπο.Είναι ο ναύτης της. Και ο καπετάνιος. Και ο συνταξιδιώτης.Τα  γλαρόπουλα σχηματίζουν μια  τεράστια  καρδιά,  γύρωαπό  το βαρκάκι.  Και  εκείνος,  σκαρφαλώνει  στα πανιά  καιβάζοντας τα χέρια στο στόμα,  της φωνάζει  «Νιόβηηηηηη

64

Μάχη Τζουγανάκη

Page 65: 23 & 1 σταθμοί ebook

σε αγαπώωωωωωωω» και εκείνη τον χαιρετά από το βράχο,με τον ήλιο να κοκκινίζει τα μαλλιά της.

Τα κύματα ξεπλένουν την καρδιά. Οι αράχνες των ανα-μνήσεων, πήραν όπως όπως τις βαλίτσες τους και το σκάνεαπό όποια χαραμάδα βρουν. Η Νιόβη αναπνέει μέσα στονερό. Στα χέρια της κρατά έναν σταυρό. Με ένα μπλε στημέση. Σαν πετράδι φυλαχτό και σαν ματάκι. Το τρίβει και τοχαϊδεύει. Και εκείνο γυαλίζει ακόμα περισσότερο. Και πλη-σιάζουν γύρω από το χέρι της μικρά αγγελόψαρα. Και ακού-στηκε τότε γέλιο αθώο. Μέσα από το πετράδι σαν μαργαρι-τάρι πολύτιμο κρυμμένο.  Και  η θάλασσα σταμάτησε  τοπαφλασμό. Ο ήλιος έγειρε να ακούσει. Το βαρκάκι έριξε ά-γκυρα εκεί δα και ο ναύτης έκανε μια αθόρυβη βουτιά. ΣταΘεοφάνεια της καρδιάς του βουτά να πιάσει το σταυρό, ναπάρει την ευχή. Κι εκείνη εκεί με τα μαλλιά να χορεύουν τουαπλώνει το χέρι...

Το κουδούνι χτυπά. Στη μέση του σαλονιού η Νιόβη μα-ζεύει  ολόκληρη  τη  θάλασσα στα  χέρια  της. Ανοίγει  τηνπόρτα. Ο Αντρέας την κοιτάζει στα μάτια. Ποτέ δεν τα είδεπιο λαμπερά. Πιο ήρεμα. Του γέλασε και αμίλητη του άνοιξετις χούφτες. Ολόκληρος ο θαλασσινός της παράδεισος, μέσασε μια αθώα τρυφερή γραμμή. Ο Αντρέας την κοιτάζει βουρ-κωμένος. 

«Νεφέλη» του είπε γελώντας, «...θα ’ναι κορίτσι και θα τοπούμε Νεφέλη» είπε με δάκρυα ευτυχίας στα μάτια και έβαλετο τεστ εγκυμοσύνης με την ξεκάθαρη μπλε γραμμή στηνκαρδιά της...

65

23 & 1 σταθμοί

Page 66: 23 & 1 σταθμοί ebook

Ξενοφών

Σε κάποια γειτονιά, σε έναν ξεχασμένο δρόμο, ένα σκισμένοχαρτί, φθαρμένο από τον καιρό και το χρόνο, πέταγε απόπεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο. Γράμματα μικρά και ταλαιπω-ρημένα, πετούσαν ανάμεσα στα μπαλκόνια σκορπίζονταςτο μυστικό.

«Αγαπημένη μου, πάνε έξι χρόνια τώρα.Δεν αντέχω πια. Όλοι μου οι χτύποι, έχουνε γίνει ένα με

σένα. Αδύνατον  να σε  καρτερώ πια.  Έχω  χάσει  τον ύπνομου. Το σώμα μου πονά. Τι άλλο πια να περιμένω; Αδύνατον.Κλείνω τα μάτια και βλέπω αχνή πια τη μορφή σου. Και όλοιμου οι πόθοι φτιάχνουνε το πιο ωραίο είδωλό σου. Έξι χρόνιατώρα, ζω με την ανάμνηση της εικόνας σου, βουτηγμένοςστα πανέμορφα γράμματά σου. Γέρασε πια η φωνή μου. Γέ-ρασα απότομα κι εγώ. Μόνο η πληγωμένη μου καρδιά δενέχει γεράσει. Το χαραγμένο όνομά σου επάνω της, είναι ητροφή μου στο οποιοδήποτε σκάλωμα του χτύπου μου, σανα μου δίνεις ζωή για να αντέξω κι άλλο την απόστασή μας. 

Σου στέλνω ένα από τα τελευταία μου γράμματα. Το ξέρω.Δεν αντέχει άλλο πια το γέρικο σώμα μου την αναμονή. Όλοιοι γύρω μου, με βλέπουν σαν τρελό. Σε κανέναν δε δείχνωτι φυλάω στο σεντούκι  στο  γραφείο.  Κανείς  δε βλέπει  τηφωτογραφία μας εκείνη, σαν ήρθες και σε είδα για πρώτηκαι τελευταία φορά. Δεν έχω πια να ονειρεύομαι κάτι. Δενέχω πια να περιμένω κάτι. Όλα όσα ονειρεύτηκα με εσέναπρωταγωνίστρια, σκηνές από μια ταινία που δε γυρίστηκε

66

Page 67: 23 & 1 σταθμοί ebook

ποτέ  και  εγώ,  ο αποτυχημένος σεναριογράφος  της δικήςμου ζωής.

Ο έρωτάς μου ανίκανος να ξεπεράσει τα εμπόδια. Μένωεδώ. Τρελός στο σχήμα της μορφής, που αφήνει η ανάμνησήσου, τρελός στο άκουσμα της γλυκιάς σου φωνής, που μουείπε  εκείνη  την  τρυφερή καλημέρα. Μένω  εδώ μόνος,  σεένα γραφείο μικρό, χωρίς να μπορώ πια να νικήσω τη μονα-ξιά μου. Τα νύχια μου έχουνε γυρίσει προς τα έξω. Οι γιατροίμιλάνε για θάνατο. Εγώ μιλάω για το θεριό που κρύβω μέσαμου, που βγάζει νύχια για να γαντζώσει την επιθυμία, πουτρέφει τον πόθο μου για αυτό που δε γίναμε ποτέ οι δυομας. Τι να τους πω; Πώς να νιώσουν πώς είναι να χτυπούνόλα τα φυλλοκάρδια μαζί; Σα βιβλίο που ξεφυλλίζεις, κάθεφύλλο της καρδιάς μου, σε κάθε σελίδα, σαν τακτοποιημένηαρίθμηση, γράφει το όνομά σου. Το βιβλίο της καρδιάς μου,άρχισε όταν σε είδα και τελειώνει εδώ, στην απουσία σου. 

Τα γράμματά μου μικραίνουν, το σεντούκι μου δε χωράπια άλλους αναστεναγμούς, δε χωρά πια άλλο έρωτα. Τώραξέρω, πως δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Οι ελπίδες μου γίνανε στά-χτη στη φωτιά που κάποτε άναψε για σένα. Το σώμα μουπενθεί αυτό που δεν έζησε. Αλίμονο, πώς αφήσαμε έξι ολό-κληρα χρόνια χωρίς να βρεθούμε ποτέ; Πώς αφήσαμε τό-σους να αποτελέσουν εμπόδιο σε αυτό που μας όριζε; Πώςσε άφησα να σπαρταράς μόνη σου εκεί μακριά και δεν τσά-κισα με το σπαθί της αγάπης σου, δράκους και πανούργαδιαολεμένα φυτά, για να περάσω όλα τα επικίνδυνα μονο-πάτια -εγώ- σαν πρίγκιπας των δικών σου παραμυθιών καινα σε φιλήσω, να ξυπνήσει η ζωή σου και η δική μου, πουτώρα αργοσβήνει; Ένας γερασμένος πρίγκιπας πια. Δεν είμαιτίποτα πια για σένα παραπάνω από ένα δειλό πρίγκιπα πουδεν κατάφερε ποτέ να πιάσει ένα σπαθί. Που δεν κατάφερεποτέ να καβαλικέψει ένα άσπρο άλογο και να έρθει στα σκα-λιά του κάστρου σου να σε διεκδικήσει. 

67

23 & 1 σταθμοί

Page 68: 23 & 1 σταθμοί ebook

Δειλός... ανίκανος... κοιτάζω ένα παραγεμισμένο σεντούκι.Με σιχαίνομαι σου λέω. Σιχαίνομαι αυτό που έγινα μακριάσου. Σιχαίνομαι  τα ρυτιδιασμένα μου χέρια, που τρέμουν,το μυαλό που ξεχνά, την όψη μου την άρρωστη, τα νεκράδάχτυλά μου που αρπάζουν την πένα για να γράψουν ξανάκαι ξανά...

Αγαπημένη μου, δεν έχω τίποτα πια να περιμένω. Συγ-χώρεσέ με, που φάνηκα τόσο λίγος. Που δεν έσπασα εγωι-σμούς και φόβους για να έρθω κοντά σου, να σε πάρω απόόσους σε εμποδίζανε εκεί, να φτιάξω μαζί σου μια καινούριαζωή. Θα φύγω σε λίγο, το ξέρω, μη μου κλαις. Πες πως δενήμουν τίποτα, πες καλύτερα πως ήμουν ένας φανταστικόςπρίγκιπας και κάψε τα γράμματά μου που φυλάς κάτω απότο κρεβάτι που σε κοιμίζει. Αχ... το κρεβάτι που δε σε χόρ-τασα ποτέ να κοιμάσαι, ποτέ...

Μπορεί και να ’ναι η τελευταία μου πνοή σε αυτές τις λέ-ξεις. Κράτα την. Μόνο αυτήν κράτα. Σα φυλαχτό. Σίγουρα,μια τόσο μεγάλη αγάπη μπορεί να σε φυλάξει από όλα τακακά της γης. Εγώ δεν το έκανα. Ας το κάνει η καρδιά μουγια σένα.

Δικός σου για πάντα,Ξενοφών»

68

Μάχη Τζουγανάκη

Page 69: 23 & 1 σταθμοί ebook

Ορέστης

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ τελειώνει με αυτή τη φωτο-γραφία που κρατώ στα  χέρια μου. Όχι  λάθος. Αρχίζει  μεαυτή τη φωτογραφία» είπε ένας όμορφος και γελαστός νέος,δείχνοντας μια φωτογραφία στον κόσμο γύρω του, αγκαλιάμε μια όμορφη κοπέλα. 

Να σας συστηθώ. Αυτός ο τρυφερός και αγαπησιάρης,γοητευτικός και πανέξυπνος άντρας, όπως φαίνεται καθαράστη φωτογραφία, είμαι εγώ. Ναι, εγώ. Και είμαι ο Ορέστης.Ναι, ο Ορέστης Βουλινός. Άντρας αποφασιστικός, σταθερός,δυνατός, θαρραλέος, που στο περπάτημά του, πέφτουν οιγυναίκες όλες κάτω. Ομορφάντρας λέμε. Η κυρία στη φω-τογραφία είναι η Δανάη. Ορέστης και Δανάη. Λες και τα ονό-ματά μας φτιαχτήκαν για να ’ναι μαζί. Αχ, η Δανάη. Είναι ηΔανάη μου. Χρόνια μαζί. Από παιδιά. Το αγοροκόριτσο τηςγειτονιάς. Παίζαμε μαζί ποδόσφαιρο, πετάγαμε ροχάλες απόμία μάντρα ψηλά στα αυτοκίνητα, ανταλλάζαμε αυτοκόλ-λητα με αυτοκίνητα και κυλιόμασταν σε λάσπες και ό,τι άλλοβρωμερό μπορείτε να φανταστείτε...

Όσο μεγαλώναμε, ήταν φανερό ότι η Δανάη ήταν μεγάληκαψούρα μαζί μου. Εγώ όμως κλασσικός γυναικάς. Τριγύρ-ναγα πότε με τη μία πότε με την άλλη και σκόρπιζα τα απί-στευτα παθιάρικα φιλιά μου. Εκείνη έλιωνε για μένα. Μουτο λέγανε και οι κολλητοί μου, αλλά εγώ τους έλεγα «ρε παι-διά φιλαράκια είμαστε. Τίποτε άλλο» και χαχάνιζα μαζί τουςπονηρά. 

69

Page 70: 23 & 1 σταθμοί ebook

Εντάξει, εντάξει. ΟΚ. Σταματάω. Ναι, ψέματα. Σας λέω ψέ-ματα. Τόση ώρα σας γεμίζω με ένα τσουβάλι ψέματα. Εκτόςαπό το ότι με λένε Ορέστη και εκείνη Δανάη.

Στην πραγματικότητα,  είμαι άτολμος,  καθόλου αποφα-σιστικός και η τελευταία μου σχέση ήταν ένα φιλί που μου’δωσε η συμμαθήτριά μου, Μαρία, που αργότερα έμαθα ότιέπαιζε «θάρρος ή αλήθεια» και το “θάρρος” την ανάγκασενα ακουμπήσει  το σπυριάρικο μάγουλό μου. Άκρως προ-βληματικός από μικρός. Συνήθιζα να περνάω τον καιρό μουκλωτσώντας μια μπάλα από εδώ κι από εκεί και χαζεύονταςαπό το μπαλκόνι τον κόσμο.

Ε, εντάξει, όχι μόνο τον κόσμο. Πάλι ψέματα. Το κορίτσιαπέναντι χάζευα. Εκείνο το κατάξανθο κορίτσι, που έμενεακριβώς στο απέναντι  μπαλκόνι  από  εμένα. Δεν  έβγαινεποτέ έξω, πέρα από το σχολείο της και έπαιζε εκεί στο μπαλ-κόνι με μια τεράστια κούκλα με ροζ φουστάνι. Πότε τη χτέ-νιζε,  πότε  την  έπλενε,  πότε  τη  χάιδευε,  πότε  τη φιλούσε,πότε την έντυνε και φτου κι από την αρχή. Αρχικά την κοί-ταζα από περιέργεια. Αργότερα όμως περίμενα πώς και πώςνα  γυρίσει  από  το  ιδιωτικό σχολείο που  την πήγαιναν οιδικοί  της  για  να  τη  χαζέψω. Ήταν σαν άγγελος.  Έτσι  τηνέβλεπα. Μου θύμιζε εκείνα τα χριστουγεννιάτικα στολίδια,τα γυαλιστερά, που κρεμάγανε τα μαγαζιά. Και ένα ποτήριπαγωμένη λεμονάδα, που χρυσίζει από τον ήλιο το καλοκαίριμου θύμιζε. Ναι, σαν μια δροσερή λεμονάδα μου φαινόταν,μη γελάτε...

Τα χρόνια πέρασαν. Εγώ έγινα ο Ορέστης, ο ηλεκτρολό-γος της γειτονιάς. Εκείνη έγινε η Δανάη, η δασκάλα του σχο-λείου. Δε γνωριστήκαμε ποτέ. Το μόνο που ήξερα, ήταν ότιτην έλεγαν Δανάη. Τίποτε άλλο. Την έβλεπα κάθε πρωί σανέπινα  τον πρωινό  καφέ και  κάπνιζα  το  τσιγάρο μου στομπαλκόνι, να παίρνει έναν βαρύ χαρτοφύλακα, να φοράειένα εμπριμέ φουστάνι, που μοσχομύριζε μέχρι το μπαλκόνι

70

Μάχη Τζουγανάκη

Page 71: 23 & 1 σταθμοί ebook

μου και να κάνει το μελωδικό θόρυβο με τις γόβες της, μέχριτο στενό που έστριβε για το σχολείο και την έχανα. Τη φα-νταζόμουν να διδάσκει, να γελάει στα παιδιά, να τους χαϊ-δεύει τα μαλλάκια, όπως χάιδευε τα μαλλιά της κούκλας της.Τόσο τρυφερά και με αγάπη. Γέλαγα και καρδιοχτύπαγα μετην εικόνα της.

Μια μέρα που γύριζα από τη δουλειά,  την είδα να επι-στρέφει με έναν κουστουμαρισμένο τυπάκο που βάσταγετον  χαρτοφύλακά  της. Όταν φτάσανε στο σπίτι  της,  τηςέδωσε το χαρτοφύλακα, εκείνη του χάρισε ένα ζεστό χαμό-γελο και μπήκε σπίτι της. Η καρδιά μου κόντεψε να σπάσειστα δύο. Και  τότε ο Μάκης, ο κολλητός από τα παλιά καιβοηθός μου στη δουλειά, με σκούντηξε απότομα και μουείπε:  «Φίλε,  αν δεν πλησιάσεις,  ξέχνα  την. Θα  την δεις σελίγο καιρό να σουλατσάρει με δυο κουτσούβελα κρατώνταςπαραμάσχαλα τον τύπο» και μου χαχάνισε. 

Δεν ξέρω τι με πείραξε περισσότερο. Ότι θα έχει έναν τέ-τοιο τύπο δίπλα της, ότι θα  ’ναι  ευτυχισμένη με δυο κου-τσούβελα ή πως ο Μάκης είχε καταλάβει ότι μου άρεσε ηΔανάη. Ότι  και  να  ’ταν πάντως,  αποφάσισα  επιτέλους  νακάνω κάτι! Δεν το λες και το πιο τολμηρό πράγμα που μπορείνα κάνει κανείς, αλλά για μένα τον Ορέστη το φοβητσιάρη,ήταν ό,τι  καλύτερο μπορούσα να  κάνω. Της  έγραψα  έναγράμμα, που της έλεγα πόσο όμορφη τη βρίσκω, πόσο γλυ-κιά δασκάλα θα ’ναι, πόσο λάμπει όταν πηγαίνει στο σχολείοτης,  πόσο  τυχερά  είναι  εκείνα  τα παιδιά  και  πόσο άτυχοςείμαι εγώ, που δεν είμαι καν στη ζωή της. Υπέγραψα “ανώ-νυμος” και το άφησα στο γραμματοκιβώτιό της, λίγες ώρεςπριν γυρίσει από τη δουλειά.

Καρτέρι κανονικό έκανα εκείνη τη μέρα μέχρι να γυρίσει.Κρυμμένος όπως μπορούσα στο δωμάτιό μου, με το πρό-σωπο κολλημένο στο  τζάμι,  που συνεχώς θόλωνα με  τηνανάσα μου και σκούπιζα βιαστικά με το χέρι μου, περίμενα

71

23 & 1 σταθμοί

Page 72: 23 & 1 σταθμοί ebook

να σχολάσει.  Και  έτσι  έγινε.  Ευτυχώς, αυτή  τη φορά ήρθεμόνη  της.  Σταμάτησε στο  γραμματοκιβώτιο,  κίνηση πουήξερα ότι  έκανε  κάθε φορά που  γύριζε,  πήρε  το  γράμμαστα χέρια της και ανέβηκε πάνω. Πέρασε αρκετή ώρα, μέχρινα τη δω να βγαίνει στο μπαλκόνι της με το γράμμα ανοιγ-μένο και  το βλέμμα  της ανήσυχο.  Κοιτούσε  γύρω  της  καικρύφτηκα ακόμα περισσότερο. Έψαχνε  εκείνον  τον ανώ-νυμο. Το σώμα μου όλο έτρεμε. Ήθελα να βγω στο μπαλκόνικαι να της πω «εγώ είμαι, εγώ, Δανάη μου!» αλλά δε μπο-ρούσα με τίποτα.

Πέρασε καιρός, που το ένα έφερε το άλλο και κατέληξανα της γράφω σχεδόν κάθε μέρα. Κάθε φορά της σχολίαζακάτι που έβλεπα στη γειτονιά μας. Και κάθε φορά εκείνη γύ-ριζε  να διαβάσει ό,τι  της  έγραφα. Πότε  της  έλεγα για  τοντσιγκούνη τον τσαγκάρη της γειτονιάς μας, πότε για το μα-γειρείο απέναντι και τις απαίσιες μυρωδιές του δήθεν φρε-σκοψημένου φαγητού,  που κράταγε βδομάδες  ίδιο,  πότεγια μια καινούρια αφίσα στην κολόνα. Εκείνη έβγαινε στομπαλκόνι και το διάβαζε κοιτάζοντας ό,τι  της έλεγα. Πότεγέλαγε, πότε θύμωνε, πότε μελαγχολούσε μαζί μου. Κι εγώαπέναντι, κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα μου, έχονταςκάνει μια τόση δα τρυπούλα για να τη χαζεύω, έτρεμα κάθεφορά ολόκληρος με αυτή την επαφή μας.

Όταν την είδα να γυρίζει πιασμένη χέρι χέρι με εκείνοντον  τύπο με  το  χαρτοφύλακα,  κόντεψα  να πάθω  το  έμ-φραγμα. Εκείνη περπατούσε καμαρωτή. Ποτέ δεν την είχαδει να περπατάει με τέτοια αυτοπεποίθηση. Γέλαγε πιο δυ-νατά από όσο γέλαγε, μίλαγε πολύ πιο δυνατά και άκουσαπεντακάθαρα να του λέει  «Βρε Γιάννη τι πλάκα που έχεις!Και ναι βέβαιααα να πάμε σινεμά το Σάββατο, αμέεεε».

Έγινα πυρ και μανία. Μετά από τόσα γραπτά, τόσες στιγ-μές στο μπαλκόνι εκείνη... με απατούσε! Ναι, με απατούσε!Έτσι το έβλεπα. Τριγύριζα καπνισμένος στο δωμάτιό μου,

72

Μάχη Τζουγανάκη

Page 73: 23 & 1 σταθμοί ebook

σκεπτόμενος τι θα της γράψω αυτή τη φορά. Τελειώσαμε.Έτσι ήθελα να της πω. Τριγύρνα με εκείνον τον λιμοκοντόροτον Γιάννη σου και χαχανίζετε όσο θέλετε. Μα από την άλληέτρεμα σε αυτήν την εικόνα. Με την καρδιά να τρέμει, άφησατο τελευταίο μου γράμμα στο γραμματοκιβώτιο. Έπειτα, γύ-ρισα στο σπίτι μου και βγήκα στο μπαλκόνι. Όχι δεν κρύ-φτηκα από την κουρτίνα.  Ίσα  ίσα, έπιασα τα κάγκελα απότο μπαλκόνι και περίμενα να τη δω να εμφανίζεται. Ήρθεμόνη της και πάλι, ευτυχώς. Δε θα άντεχα να έβλεπα τον ξι-πασμένο φίλο  της μαζί  της. Πήρε  το  γράμμα και  χάθηκεμέσα. Έτρεμα τόσο πολύ από την αγωνία μου που κόντευανα πέσω από το μπαλκόνι. Πέρασε μία ολόκληρη ώρα καιεκείνη άφαντη. Το σώμα μου όλο ασθενούσε από την απο-γοήτευση. Ένιωθα να υγραίνουν τα μάτια μου και το κεφάλιμου σταδιακά σταμάτησε να είναι σε ευθεία με το μπαλκόνιτης,  αλλά  λύγιζε  νικημένο προς  το πεζοδρόμιο.  Έχασα...έλεγα, έχασα...

Και  τότε  την άκουσα.  «Θα περιμένω πολλή ώρα να μεκοιτάξεις;» φώναξε δυνατά. Γύρισα το βλέμμα μου και τηνείδα να κρατάει κι εκείνη τα κάγκελα του δικού της μπαλκο-νιού και να μου γελάει. «Άντε, θα έρθεις να πάμε καμιά βόλτασαν άνθρωποι;» συνέχισε με την ίδια δυνατή φωνή κάνοντάςμας και τους δυο θέαμα κανονικό! Μπήκα με φόρα στο σπίτι,άρπαξα  το μπουφάν μου,  έκλεισα δυνατά  την πόρτα μουκαι για λίγο ήμουν εκείνος ο Ορέστης, ο αποφασιστικός, οτολμηρός. Εκείνη είχε ήδη κατέβει στο δρόμο, την είδα καιδεν την χόρταινα!

Έτρεξα και χώθηκα στην αγκαλιά της. Αν δεν ήταν κι οΜάκης ο πονηρός που παραμόνευε όταν του είχα πει τι τηςέστειλα,  δε θα  είχαμε  κι  ετούτη  τη φωτογραφία  καν. Δενξέρω ποτέ αν βγήκα από ’κει μέσα. Μπα, ακόμα εκεί μέσαείμαι... Στην αγκαλιά της. Η Δανάη μου, σας λέω. Η Δανάημου. Και εγώ ο τολμηρός ο Ορέστης, ο άτολμος! Χα! 

73

23 & 1 σταθμοί

Page 74: 23 & 1 σταθμοί ebook

Πέτρος

Ο μικρός Πέτρος, με το ροδαλό του μάγουλο και τα αφράτατου χέρια, κατεβάζει λαίμαργα το κρουασάν σοκολάτας στηνκουζίνα, κουνώντας ρυθμικά το πόδι του, ακούγοντας μου-σική από το καινούριο του κινητό. Τον κοιτάζω από το απέ-ναντι μπαλκόνι διαβάζοντας την εφημερίδα μου να βασα-νίζει την νταντά του που προσπαθεί να τον ετοιμάσει για τοσχολείο, ενώ παράλληλα το κίτρινο σχολικό κάτω στην πο-λυκατοικία έχει κλείσει το δρόμο και οι κόρνες ακούγονταισε όλη τη γειτονιά.

Σήμερα φορά ένα κόκκινο κασκόλ και καπέλο της ομάδαςτου. Ο πατέρας του, ο κύριος Ιακώβου, μεγαλοεπιχειρημα-τίας, του έχει βγάλει εισιτήρια να πάνε μαζί στον αγώνα τηςομάδας του, μου ’πε η κυρα-Νέλλη, η κυρά που αγκομαχείξοπίσω από το αγόρι που μπαίνει βαριεστημένα στο σχολικό.Γέλασα ειρωνικά όταν μου το ’πε. Και κοίταξα την κορνίζατου μακαρίτη του πατέρα μου. Κι ύστερα στριφογύρισα στονκαρπό μου το ρολόι, που φορούσα πάντα. Τα μάτια μου, σανήμουνα μικρός, κολλάγανε σε εκείνους τους δείκτες, που ό-λο γρήγορα πηγαίναν κι όλο λείπανε από το σπίτι.

Απόγευμα και στο μπαλκόνι τρυπά ο αέρας. Όπως μ’ αρέ-σει το φθινόπωρο. Πίνω τον ελληνικό μου και περιμένω να’ρθει το σχολικό. Συνήθισα να τον καρτερώ να ’ρθει από τοσχολείο του, ούτε που ξέρω το γιατί... Με εκείνη τη φόρμαπου κολλά πάνω στο καλογεμισμένο στομάχι του και το φα-νελάκι  της ομάδας  του που δεν  ξεκολλά από πάνω  του.

74

Page 75: 23 & 1 σταθμοί ebook

Πάντα κρατά και  ένα  καινούριο παιχνίδι,  να δείξει  στουςσυμμαθητές. Σαν βγαίνει από το σχολικό, κάνω χάζι τα πει-νασμένα βλέμματα των υπόλοιπων παιδιών.

Η κυρα-Νέλλη περίμενε ανέκφραστη το σχολικό να ’ρθει.Κούμπωσα μέχρι πάνω το μπουφάν μηχανικά. Σα να πάγωσετούτο το φθινόπωρο. Σαν πάρκαρε απ’ έξω το σχολικό, κα-τέβηκε χαμογελαστός και ζωηρός ο μικρός, βγάζοντας επι-δεικτικά τη γλώσσα σε ένα από τα παιδιά μες στο αμάξι πουκραύγαζε  για  την αντίπαλη ομάδα  του αγώνα.  Κοκάλωσεσαν είδε το γκαράζ άδειο, κοίταξε την νταντά του και σανέφυγε  το σχολικό μακριά,  κατέβασε  τη σάκα  του  και  τηνέσυρε σε όλο το δρόμο και  τα σκαλιά  της πολυκατοικίας,κάνοντάς την να χτυπά από εδώ κι από εκεί. Τα μάτια μουβούρκωσαν και ο καρπός με φαγούριζε σαν στριφογύριζαξανά το ρολόι.

Το δωμάτιό του είναι ακριβώς απέναντι από το τραπέζιτου μπαλκονιού μου. Περιμένω να φανεί. Το γνωρίζω αυτότο βλέμμα και τη σάκα που χτυπά παντού και το πόδι πουκλωτσά τα ακριβά του παιχνίδια. Μπαίνει φωνάζοντας, μαδεν ακούω τι λέει, όσο και να σκύβω, γέρασε πια και η ακοήμου. Σπρώχνει την νταντά που πάει να τον αγκαλιάσει καιτης κλείνει  την πόρτα. Η κυρα-Νέλλη στο διπλανό σαλόνιτριγυρνά πέρα δώθε, κουνώντας τα χέρια της επιθετικά. Ανδεν την ήξερα, θα έλεγα πως τρελάθηκε και βλέπει φαντά-σματα μπροστά της. Ο μικρός χαμηλώνει στο χαλί του καιπλέκει στα χέρια του το κασκόλ του.

Στο διπλανό μπαλκόνι ο γείτονας έβγαλε πάλι το σκύλοκαι ο πιτσιρικάς ο Άρης με τη μικρή μπέμπα, την αδερφήτου, ακολουθούνε ξοπίσω από τον πατέρα τους, σαν κου-τάβια που κουνάνε  την ουρά  τους από  χαρά. Ο μπαμπάςτους κρατά ένα μπουκάλι με σαμπουάν στα χέρια και τα μι-κρά φοράνε ποδιές. Ετοιμάζονται να πλύνουνε τον άτακτοτο σκύλο, που ποτέ δεν κάθεται ήσυχος. Χαχανίζουν με το

75

23 & 1 σταθμοί

Page 76: 23 & 1 σταθμοί ebook

σκυλί όταν το βρέχουν με το λάστιχο. Κοιτάζω τον Πέτροπου ’χει κλείσει τα αυτιά του δυνατά με τις παλάμες του καιδεν ακούω πια ούτε κι εγώ τα χαχανητά και το γάβγισμα τουσκύλου. Σε λίγη ώρα ο Πέτρος με ένα σακούλι γεμάτο σο-κολάτες  κάθεται  στο μπαλκόνι  και  τρώει  τη μία μετά  τηνάλλη. Με τα καφετιά του χείλια και τα δάχτυλα πασαλειμμένακρέμεται από το μπαλκόνι και κοιτάζει δήθεν αδιάφορα τοδιπλανό θέαμα. Κρέμομαι κι εγώ πάνω στα κάγκελα και κοι-τάζω πότε το ένα μπαλκόνι πότε το άλλο.

Το κρύο με έκανε να μπω μέσα στο άδειο μου σπίτι. Μεένα βιβλίο δίπλα στο τζάκι μου, γεμίζω το χρόνο μου, να γε-μίσουν και τούτοι οι αντιπαθητικοί δείκτες. Καμιά φορά νο-μίζω πως ετούτο το ρολόι σταματά στο χέρι μου και το κου-νάω  απότομα  να  ξαναξεκινήσει  και  εκείνο  ταπεινό  καιυπάκουο συνεχίζει τη δουλειά του σωστά. Τικ-τακ. Το δω-μάτιο του Πέτρου ήσυχο, ο μικρός είναι με τις πυτζάμες του.Το γκαράζ ακόμα άδειο. Η νταντά  του σβήνει  το φως καιεκείνος χώνεται στο αυτοκίνητο-κρεβάτι του. 

Ήταν μεσάνυχτα όταν  ξύπνησα απότομα με  το βιβλίοπου διάβαζα πάνω στα πόδια μου και τα γυαλιά μου πεσμέναστο στομάχι μου. Ούτε που κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος.Μαζεύω το βιβλίο και φοράω πάλι τα γυαλιά μου, πλησιά-ζοντας στην μπαλκονόπορτα για να κλείσω τα στόρια. Νό-μιζα πως είδα μια σκιά στο μπαλκόνι του Πέτρου, μα ξανα-κοίταξα  και  δεν  είδα  τίποτα. Τον  σκεφτόμουν  εκεί,  στομελαγχολικό του όνειρο, να προσπαθεί να γεμίσει ένα άδειογκαράζ και  να κουνά ένα κόκκινο κασκόλ με κραυγές καικαπέλα και έσβησα το φως.

Το επόμενο πρωί έπαιρνα το πρωινό στην κουζίνα μου,σαν άκουσα φωνές και κλάματα από την απέναντι πολυκα-τοικία. Τινάχτηκα και έτρεξα στο μπαλκόνι, με την καρδιάμου να χτυπά.

Ο Άρης έκλαιγε με αναφιλητά, με την μπλούζα του ολο-

76

Μάχη Τζουγανάκη

Page 77: 23 & 1 σταθμοί ebook

μάτωτη και ο μπαμπάς του προσπαθούσε να τον παρηγο-ρήσει. Ο σκύλος τους μαχαιρωμένος στο πάτωμα του μπαλ-κονιού, έκανε ποταμό από το αίμα κι έφτανε μέχρι το μπαλ-κόνι  του Πέτρου από  το άνοιγμα  του διαχωριστικού  τωνμπαλκονιών.

Η κυρα-Νέλλη έντρομη είχε κρεμαστεί από το διαχωρι-στικό και έκλαιγε. Φοβόταν για τον άγριο κλέφτη που πήγενα κλέψει  το σπίτι  των  γειτόνων και  ο σκύλος,  ο ήρωας,όπως φώναζε,  τους  έσωσε  χάνοντας  τη  ζωή  του.  «Άτιμοικλέφτες, απάνθρωποι, τι τους έφταιξε το σκυλί ε;» φώναζεεκνευρισμένη.

Τότε  τον  είδα  να βγαίνει  από  την μπαλκονόπορτα  τουδωματίου  του αγουροξυπνημένος  και  ατάραχος. Η  κυρα-Νέλλη τον τράβηξε μακριά σαν τον είδε να κοιτά τα αίματα.«Πήγαινε μέσα, αγόρι μου... Μην κοιτάς, καλό μου» του φώ-ναζε και εκείνος την κοίταξε στα μάτια και υπάκουσε.

Μπήκε μέσα και έκλεισε την τζαμαρία, μα το πρόσωπότου το άφησε κολλημένο στο τζάμι. Τότε, συναντηθήκαν οιματιές μας. Τον κοίταξα στα μάτια και εκείνος δεν ξεκόλλαγεαπό τα δικά μου. Έβαλε τα κλάματα σιωπηλός και έκλαιγακι εγώ.

Ήθελα να απλώσω το χέρι μου, μα ήμουν μακριά του, νατον πάρω μια πατρική αγκαλιά, από τούτες τις νοσταλγικές,μα δεν μπορούσα. Το χέρι μου απλώθηκε στο κενό και τότετο ρολόι μου, που δεν είχα καλοφορέσει σαν έτρεξα να δωτι συμβαίνει, έφυγε από το χέρι μου. Έπεσε με φόρα προςτα κάτω, τον είδα να χτυπά πρώτα στα κάγκελα της εισόδουκαι ύστερα να διαλύεται σε κομμάτια πάνω στα σκαλιά. Χα-μένα δευτερόλεπτα από ατίθασους δείκτες,  σκοτωμέναπλέον στην είσοδο της πολυκατοικίας, εκεί στα σκαλιά πουπερίμενα να ’ρθει κι εγώ ένα αυτοκίνητο σε ένα γκαράζ. Ξα-νασήκωσα το κεφάλι μου να δω το μικρό, μα ο μικρός είχεχαθεί από το τζάμι...

77

23 & 1 σταθμοί

Page 78: 23 & 1 σταθμοί ebook

Κάθισα στην πολυθρόνα μου σακατεμένος. Πήρα το βι-βλίο μου ξανά στα χέρια να ηρεμήσω με τα λόγια του Σω-κράτη... Μα ο διάολος πως το ’φερε απόψε και η ματιά μουέπεσε στη φράση: «Η ζήλεια είναι το έλκος της ψυχής».

78

Μάχη Τζουγανάκη

Page 79: 23 & 1 σταθμοί ebook

Ρωξάνη

Σαν πέθανε η κυρα-Ρωξάνη, το σπίτι άρχιζε να αδειάζει. Κο-σμήματα και αντίκες, μοιράστηκαν στους συγγενείς  και οδικηγόρος  ξεκίνησε  τις  διαδικασίες,  για  να δοθεί  το σπίτιστη μακρινή της ανιψιά ως όριζε στη διαθήκη της. Δεν έκανεοικογένεια η  κυρα-Ρωξάνη. Οικογένειά  της ήταν οι  γάτεςτης αυλής και εκείνος ο γέρικος ο σκύλος, που λίγες βδομά-δες πριν σβήσει η ίδια, ανέβηκε στον ουρανό για να την πε-ριμένει στην πόρτα του Παραδείσου πιστός ως ήταν πάντα.

Πλιάτσικο μεγάλο έγινε στο αρχοντικό της κυρα-Ρωξάνης.Ακόμα και οι γάτες πήρανε τις τροφές τους και τις σέρνανεστο δρόμο. Η ανιψιά έβαλε ανακοίνωση να αδειάσει το σπίτιαπό οτιδήποτε για να το πουλήσει. Δεν έκανε καν το ταξίδιαπό τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να μυρίσει λίγο το σπι-τικό που της δόθηκε. Να δει το κρεβάτι που κοιμόταν η θείατης και ονειρευόταν έναν άντρα γλυκό και παιδιά στην αυλήτης, δεν είδε την κουζίνα που μαγείρευε και άκουγε φωνέςαπό τα πιτσιρίκια της, να της ζητάνε πατάτες τηγανητές καιμακαρόνια. Δεν ήρθε να δει τα λουλούδια της που ξέρανεόλα τα μυστικά της. Ούτε τη σάλα πάνω, που έγραφε για τοφεγγάρι και τα αστέρια και ταξίδευε στο χρόνο προς τα πίσωμπας και τον αλλάξει...

Πλακώσανε όλοι  στο σπίτι. Το  λεηλάτησαν. Ο  ένας  τοέλεγε στον άλλον.  Σε  καρότσες βάζανε ακριβά  χαλιά  καιτραπεζάκια σκαλιστά. Κεντίδια από το δικό της χέρι και κου-βέρτες και σεντόνια παρθένα. Τίποτα δεν άφησαν. Ακόμα

79

Page 80: 23 & 1 σταθμοί ebook

και την ταπετσαρία ξήλωσαν, μπας και βρουν κανένα κρυμ-μένο χρυσαφικό. Για μέρες έβλεπες να μπαίνει ο κόσμος μέ-σα και να σκαλίζει την ξένη  ιδιοκτησία. Πού να το  ’ξερε ηκυρα-Ρωξάνη πως έπρεπε να πεθάνει, για να έχει τόσες επι-σκέψεις!

Πέρασε  καιρός  και  ο  κόσμος σταμάτησε  να  τριγυρνά.Έρημο πια το σπίτι, δεχόταν τις αλλαγές του καιρού απρο-στάτευτο. Θα  'ταν Σάββατο απόγευμα μια  κεχριμπαρένιαώρα. Τα ξερά φθινοπωρινά φύλλα, χρύσιζαν μπροστά στογέρικο αρχοντικό. Δυο παιδικές πατημασιές τα τσαλάκωνανκαι αντηχούσε σε όλο το σπίτι το χρατς χρατς. 

«Άκου άκου,  παππού!» φώναζε  ένα μικρό κορίτσι  χτυ-πώντας τα φύλλα με τις γαλότσες του.

Ο παππούς καθόταν ακίνητος κοιτάζοντας το αρχοντικό.Σαν είδε τα σπασμένα τζάμια, τον ερειπωμένο κήπο και τησκονισμένη πόρτα, κατάλαβε πως ήρθε πολύ αργά. Έβγαλετο καπέλο του και ένωσε τα χέρια του, αφήνοντας τη σιωπήτου να κάνει την προσευχή για το καλό ταξίδι. Ύστερα, πλη-σίασε στην μισάνοιχτη πόρτα και τη χάιδεψε. Πήρε την εγ-γονή του και μπήκανε μέσα. Η μικρή εξερευνούσε το χώροκαι εκείνος, στη μέση του σαλονιού, την έβλεπε να κατεβαίνειαπό τα σκαλιά με μια λαμπερή τουαλέτα. Να τον κοιτάζειχαμογελαστή και δακρυσμένη μαζί.

«Ήρθες, αγάπη μου! Το 'ξερα πως θα 'ρθεις!» του φώναζετρέμοντας  και  άπλωνε  τα  χέρια  της. Άλλο  λίγο  και  θα  ταάπλωνε κι εκείνος, αν δεν άκουγε τη φωνή της εγγονής τουαπό την κουζίνα.

«Παππού... παππού, κοίτα! Τι είναι αυτό;» φώναζε ενθου-σιασμένη κρατώντας στο χέρι της έναν παλιό και σκουρια-σμένο καρυοθραύστη. Εκείνος γέλασε. Καθόντουσαν εκεί,κάτω από  τη μεγάλη καρυδιά  έξω από  την  κουζίνα στακρυφά. Της έδινε τα καρύδια στο στόμα, σπάζοντάς τα με

80

Μάχη Τζουγανάκη

Page 81: 23 & 1 σταθμοί ebook

μια μεγάλη πέτρα και  κιτρίνιζαν  τα  χέρια  του...  Εκεί  κάτωαπό τη μεγάλη καρυδιά, της έταζε αγάπη, έρωτα, γάμο, παι-διά κι εκείνη δε χόρταινε να τον ακούει... Πόσα λόγια...

«Καημένη, Ρωξάνη...» είπε αναστενάζοντας, «το μεγαλύ-τερο πλιάτσικο στο έκανα εγώ...» είπε και έβαλε τα κλάματα.

«Τα πήρανε όλα επιτέλους;» ρώτησε με ανυπομονησία ηανιψιά.

«Ναι, όλα! Λαμπρή η ιδέα σας να το ανακοινώσουμε στοfacebook. Χτες  είδα  να παίρνουν  και  έναν σκουριασμένοκαρυοθραύστη ένας παππούς με την εγγονή του. Απίστευτοτο τι μαζεύει κανείς στο σπίτι του, αν του δίνεται τζάμπα!»είπε γελώντας ο μεσίτης.

«Πράγματι... Ωραία λοιπόν. Προχωράμε σε πώληση» είπεστεγνά η ανιψιά και του έκλεισε το τηλέφωνο.

81

23 & 1 σταθμοί

Page 82: 23 & 1 σταθμοί ebook

Σίφης

Ο καπετάν Σίφης  γυάλιζε  τη μικρή  του φίλη στο  λιμάνι.Έχουνε χρόνια σχέση οι δυο τους. Απίστευτα ταξίδια. Έχουνψαρέψει μαζί, έχουν βρεθεί σε φουρτούνες, έχουν περάσειστεναχώριες μαζί και έχουν κάνει γλέντια με φίλους. Η βάρκαέχει τόσες εικόνες στο μυαλό από το φίλο της. Της έχει πειμυστικά που άλλοι δεν τα κατέχουνε, τον έχει δει να κλαίειμε λυγμούς για την κυρά του, που έχασε πριν κάμποσα χρό-νια, τον έχει δει να θυμώνει και να σπάει ό,τι έχει μπροστάτου, σαν άγριο λιοντάρι, σαν πεινασμένος λύκος. Κι άλλεςφορές, σε θάλασσα γυαλί, τον έχει ακούσει μουδιασμένη νατραγουδά ριζίτικα, που αγγίζανε τα γλαρόπουλα και ερχό-ντουσαν πιο πέρα στο ταξίδι μαζί τους και αγγίζανε βράχους,βουνά, σαν περνάγανε κοντά από το νησί και αγριεύανε ταψάρια. Έχει κάτι η φωνή του, που τον κάνει επιβλητικό τονκαπετάνιο...

Από  τότε που συναντήθηκαν,  βάλανε  και  οι  δυο  τουςμπροστά  την αγάπη τους για  τη θάλασσα και  την κάνανεπαντιέρα στα ταξίδια τους. Η θάλασσα ήταν πάντα οδηγόςστα σχέδιά τους, στα όνειρά τους. Ο καπετάνιος ένιωθε πωςμπορούσε να κουμαντάρει την ίδια τη θάλασσα και ας κιν-δύνεψε μια φορά να χάσει τη ζωή του και να γκρεμοτσακι-στούν σε άγρια βράχια. Δεν το έβαζε κάτω.

Τώρα τον βλέπεις τον περισσότερο καιρό αραγμένο στολιμάνι του Ρεθύμνου με τη βάρκα του λίγο πιο πέρα από τατουριστικά κρουαζιερόπλοια που σιχτιρίζει. «Το χίλιο το δι-

82

Page 83: 23 & 1 σταθμοί ebook

άολό ντους μέσα!» λέει με αγριεμένο ύφος, αλλά κάνει πωςδε δίνει σημασία και συνεχίζει  να  την περιποιείται. Έχασεπλέον τις δυνάμεις του και δεν μπορεί τα μακρινά ταξίδια,κουράζεται. Μόνο μία στο τόσο πίνει μια γερή τσικουδιά,σκουπίζει όπως όπως τα περήφανα γένια του, που γυαλίζουνοι σταγόνες πάνω τους στον ήλιο, και παίρνει απόφαση καιφεύγει προς τα έξω. Τότε η φίλη του βάζει τα καλά της, παίρ-νει κι αυτή δυνάμεις από το πείσμα του γέρου και κάνει τιςκαλύτερες διαδρομές. 

Μια μέρα λοιπόν ήρθανε από ένα περιοδικό να του πά-ρουνε συνέντευξη. Ως γνήσιος Κρητικός δεν τους έδιωξε.Τους κέρασε τσικουδιά και κάθισε μαζί τους να κουβεντιάσει.Τους αγαπά  τους ανθρώπους  και  ας  τριγυρνά μόνος απότότε που ’βαλε το πένθος στη ζωή του.

«Καπετάν Σίφη, πες μου» του λέει η δημοσιογράφος μεδυνατή φωνή, «πες μου, μόνος σου ζεις εδώ μέσα; Δεν μένειςστο σπίτι σου;»

«Μικρή μου, δε με  χωρά  το σπίτι  μου. Πάει  καιρός απ'άνοιγα την πόρτα του σπιτιού και έλαμπα σα μικρό παλλη-καράκι απ’ τη χαρά μου.»

«Και βολεύεσαι εδώ στη βάρκα, καπετάνιε μου;» του λέειδειλά.

«Ξάνοιξε, κοπελιά μου. Επαέ -και της δείχνει με το χέρι-είναι η βάρκα μου, επαέ και το κρεβάτι μου. Παραθύρι δενέχω, γιατί δεν το χρειάζομαι. Έχω τη θέα της θάλασσας όποτεθέλει να γλακά η ματιά μου. Άμα πεινάσω, θα πιάσω κάναψαράκι να φάω, γη θα βουτήξω να πιάσω 2-3 αχινιούς, νατους εφάω με λίγο παξιμάδι. Ίντα άλλο πράμα να γυρεύω;Έχω δυο φίλες μαζί μου συνέχεια. Ετούτηνε τη βάρκα και τηθάλασσα. Δυο γυναίκες στη ζωή μου ίντα άλλο να θέλω σταγεράματα, ε;» και της γελάει. 

Γελά και εκείνη, είναι απλό αυτό που της περιγράφει αλλάόσο μοναχικό και να ακούγεται, δε χωρά άλλη ερώτηση και

83

23 & 1 σταθμοί

Page 84: 23 & 1 σταθμοί ebook

αλλάζει το θέμα.«Καπετάνιε μου, αν σου έλεγα να θυμηθείς πότε κινδύνε-

ψες περισσότερο ποια στιγμή θα θυμόσουν;»  του  λέει  μεενδιαφέρον.

«Αχ, κοπελιά μου... Όντεν είμαστε μικροί κάνουμε κου-ζουλάδες, θαρρούμε πως κατέουμε τα πάντα οι μπουντα-λάδες, μα δε κατέουμε πράμα! Έτσα κι εγώ.  Ίντα νομίζεις,μπορώ να διαφέρω εγώ, μωρέ, από τσ' άλλους; Όη δα! Μιαμέρα λοιπόν, έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου να οργώσωτη φουρτουνιασμένη θάλασσα αψηφώντας τα δελτία και ό-λα. Ενόμιζα πως είμαι πιο δυνατός από εκείνη. Πως μπορώνα τη μερέψω, δεν ξέρω κι εγώ ίντα σκεφτόμουν τότες. Πήρατη δόλια τη βάρκα, που γρύλλιζε από το φόβο τση, και βγήκαστα ανοιχτά. Όμως, όπως κάνουν και οι γυναίκες, έτσα και ηθάλασσα αγρίεψε που ο εγωιστής ήθελα να της δείξω ότιμπορώ να την τιθασεύσω και με χόρεψε όσο δεν πήγαινεάλλο! Κάποια στιγμή έχασα τις δυνάμεις μου, η βάρκα δενάντεχε και τα βράχια ήταν μπροστά μας, το  ’ξερα ότι είχαχάσει, είχα καταλάβει πως έκαμα βλακεία και γονατίζω πάνωστη  βάρκα  μου  και  της  λέω:  "Σγχώρα με, θάλασσά μου,σγχώρα με, έχω γυναίκα εκειά στο λιμάνι που με περιμένει, μηντσι φορέσεις τα μαύρα από την μπουνταλιά μου!" 

Δεν ξέρω ιντά  ’γινε, λιποθύμησα από την αδυναμία καιξύπνησα με τη βάρκα αραγμένη σε ένα κόλπο και αλώβητη.Από τότε δε σου λέω ότι  έγινα και ο καλύτερος, αλλά ναιαπό τότε τη θάλασσα τη σεβόμουν. Έγινα ο νοικοκύρης της.Ο φίλος της. Και θαρρώ πως το κατάλαβε, γιατί ποτέ ξανάδε μου θύμωσε τόσο...»

Η δημοσιογράφος έχει κάτσει σαν μικρό παιδάκι και πα-ρακολουθεί. Μαγεύει η φωνή του γέρου...

«Καπετάνιε μου, του λέει γλυκά. Και αν σε ρωτήσω ποιαήταν ως τώρα η πιο όμορφη στιγμή στη βάρκα ποια θα μου’λεγες;»

84

Μάχη Τζουγανάκη

Page 85: 23 & 1 σταθμοί ebook

«Αχ,  κοπελιά,  ίντα μου  λες  τώρα! Όλες οι  στιγμές στηβάρκα μου όμορφες ήταν. Και οι δύσκολες και οι άσχημεςκαι οι χαρούμενες. Κι άμα σου πει κιανείς ότι ο πόνος ή οθυμός δεν είναι όμορφος, να μην του ξαναμιλήσεις, γιατί θαχάνεις το χρόνο σου μαζί ντου, γιατί δεν κατέει ίντα θα πειομορφιά. Αν όμως μου  ζητάς ποια στιγμή δεν ήθελα  ναφύγει ποτέ τση, ε τότε θα σου πω μια που δεν έφυγε ποτέαπό  το μυαλό μου και  ούτε θα φύγει ώστε  να  κλείσω  ταμάτια μου...

Ήμουνα εδώ, να λίγο πιο πέρα, στο λιμάνι και φώναζατου φίλου μου του Γιώργη από μακριά να μου φέρει ένανκαφέ και λίγο παξιμάδι να κάτσουμε να τα πούμε. Ήμουνχαρούμενος εκείνη τη μέρα, ούτε ήξερα το λόγο! Ετραγου-δούσα στιχάκια από τον Ερωτόκριτο, όντε την είδα από μα-κριά να πορπατεί. Πέρασε από δίπλα μου, με βήμα αργό καιόντεν έφτασε κοντά μου, μου χαμογέλασε και ύστερα απ’την ντροπή τση χαμήλωσε τη κεφαλή τση και έφυγε.

Ενόμιζα πως η  καρδιά μου θα βγει  από  το σώμα μου!Πριν φύγει  μακριά,  εσηκώθηκα πάνω στη βάρκα και  τσηφώναξα:

«Εε... όμορφη κοπελιάαα!! Εσένα εγώ, μωρέ, θα σε κάνωγυναίκα μου!!»  Εκείνη σταμάτησε  το περπάτημα,  γύρισεπίσω τση, με κοίταξε από πάνω ως κάτω και μου ’πε δυνατά:«Τόλμα!» και έφυγε γρήγορα.

Ήξερα τότες ότι είχα να κάνω με μια ξεχωριστή γυναίκα.Κι αυτό έκανα. Ετόλμησα. Και τώρα εδά που σου μιλάω δα-κρυσμένος,  είμαι  ο πιο  ευτυχισμένος  τολμηρός Κρητικόςόλου  του  κόσμου...»  είπε  και  σκούπισε βιαστικά  τα μάτιαντου και σηκώθηκε όρθιος.

«Πράμα άλλο δεν έχουμε να πούμε ε;» της είπε δυνατά.«Όχι...» του είπε δακρυσμένη και η δημοσιογράφος. Σε

ευχαριστώ, καπετάνιε μου... 

85

23 & 1 σταθμοί

Page 86: 23 & 1 σταθμοί ebook

Τιμολέων

Καθισμένος στο πεζούλι της παλιάς ερειπωμένης μονοκα-τοικίας, με σκυμμένο το κεφάλι, ο Τιμολέων, ανάμεσα στιςξεραμένες βοκαμβίλιες και τις λασπωμένες πέτρες του κήπουπαίρνει βαθιές ανάσες. Η φωνή του τρέμει, δεν ξέρει πώς ναξεκινήσει τούτη την ιστορία. Το τηλέφωνό του δε σταματάνα χτυπά, αλλά το αγνοεί. Ένας μαύρος σκύλος γυαλιστερόςκαι επιβλητικός, καθισμένος στα πόδια του, τον κοιτάζει μεκρεμασμένη τη γλώσσα, σα να περιμένει. Και τα δέντρα τρι-γύρω, λυγισμένα από το χτεσινό άνεμο, σα να έσκυψαν μοι-άζουν  για  να ακούσουν καλύτερα. Η σιωπή αναμένει  μιαεξομολόγηση...

«Τα είχα όλα. Τι με κοιτάς; Δε με πιστεύεις; Ναι, τα είχαόλα. Εμένα που με βλέπεις, μου ανοίγανε την πόρτα όπουκαι αν έμπαινα και μου κάναν τεμενάδες. Η εταιρεία SafeLife,έπινε νερό στο όνομά μου. Ο κ. Γεωργίου, ο διευθυντής, μεείχε δεξί του χέρι. “Τιμολέων μου, χωρίς εσένα τίποτα δε θαλειτουργούσε” μου  έλεγε πίνοντας  τις  σαμπάνιες μας στοσπίτι, σε ένα από τα τέλεια οργανωμένα πάρτι της γυναίκαςμου της Ξανθής. Η Ξανθή... η Ξανθή... γεννήθηκε για τούτατα πάρτι βλέπεις. Με  το που μετακομίσαμε στην μονοκα-τοικία στο Κεφαλάρι, αγνώριστη η Ξανθή μου. Να σου τασυνολάκια, να σου οι συναντήσεις για τσάι, για καφέ, να σουο ντεκορατέρ. Και ο Αλέξανδρος, ο  γιος μας,  να πάει στοιδιωτικό  της  γειτονιάς.  Είναι  ανεπίτρεπτο  να πηγαίνει  στοδημόσιο, μου έλεγε. Εντάξει... εντάξει μη μου γαβγίζεις έτσι...

86

Page 87: 23 & 1 σταθμοί ebook

και εμένα μου άρεσαν όλα ετούτα... να δε βλέπεις;» γύρισεκαι έδειξε τη Lexus που είχε χωρέσει όπως όπως στο υπό-γειο.

Ο σκύλος  έριξε μια ματιά στο αυτοκίνητο και  ξαναγά-βγισε. Σα να τον πίεζε για τη συνέχεια, σα να ’θελε να μάθειτην αλήθεια απεγνωσμένα.

«Ναι, τα είχα όλα. Τη μαγείρισσά μου, τα ακριβά εστιατό-ρια, τη σέξι γραμματέα μου, την Άννα... αχ...» είπε και έπιασετο κεφάλι του. «Να μπορούσα να έκανα κάτι να μη βουίζειβρε φιλαράκι! Δεν αντέχω άλλο τόσο βουητό!!» είπε και ση-κώθηκε όρθιος. Ο σκύλος τινάχτηκε κάνοντας κύκλους γύρωτου. Ο Τιμολέων τριγύριζε στον κήπο πατώντας τα ξεραμέναλουλούδια. Το λερωμένο του κουστούμι, τα ατημέλητα μαλ-λιά του, όλα ταίριαζαν σε τούτο το νεκρωμένο τοπίο. Κρα-τήθηκε από τον κορμό μιας γέρικης ελιάς και ο σκύλος ακο-λούθησε ξοπίσω και στάθηκε πάλι στα πόδια του.

«Ήταν Παρασκευή. Θα πηγαίναμε  το ΣαββατοκύριακοΑράχοβα. Τα πρώτα χιόνια βλέπεις. Η Ξανθή είχε ήδη κλείσειτη σουίτα  του αγαπημένου  της  ξενοδοχείου, αφότου  είχεενημερωθεί για τον καιρό λίγες μέρες πριν. Θα συναντού-σαμε και το ζεύγος Παπαδάκη. Ο χειρούργος Παπαδάκης, ομεγαλογιατρός, και η σύζυγός του, ίδια η Ξανθή μου σε λού-σα και αριστοκρατικές κουβέντες. Έφτασα όπως πάντα νωρίςστο γραφείο.

Με ξάφνιασε ο Γεωργίου σαν  τον βρήκα καθισμένο σεμία από  τις  καρέκλες μου. Άρχισε  να μιλάει  και  να μιλάει,έλεγε για την ιστορία της εταιρείας, θυμάμαι να πιάνω τονεαυτό μου να γελάει με τις αναμνήσεις εκείνες, να σκέφτομαιπόσα είχα κάνει για να φτάσω ως εδώ. Και τότε, μου το ξε-φούρνισε. Πάμε για χρεοκοπία λέει. Κάτι συμφωνίες που είχεκάνει, είχανε πατώσει και έμενε ξεκρέμαστος και καταχρε-ωμένος. Κοκκίνισε ολόκληρος. Αν και δε μου φαινόταν ναντρέπεται καθόλου. Κράταγε το κεφάλι του και με ένα ύφος

87

23 & 1 σταθμοί

Page 88: 23 & 1 σταθμοί ebook

θεατρικό και στενάχωρο, με ευχαριστούσε για όλα τα χρόνιακαι με απέλυε! Το ακούς; Με απέλυε!» είπε και άρχισε πάλιτους κύκλους στον κήπο.

Ο σκύλος γάβγιζε ακολουθώντας τον. Κάποια στιγμή τουέπιασε με το στόμα το μπατζάκι και τον σταμάτησε. Η γέρικηελιά τον καλούσε και εκείνος κάθισε στο χώμα. Με ενωμένατα γόνατα, κρατώντας τα γερά, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπομε το μαύρο φίλο του. 

«Έφυγα από το γραφείο χωρίς να του πω τίποτα. Τρόμαξακαι  την καημένη την κυρα-Ελένη,  τη μαγείρισσά μας, σανμε είδε τόσο νωρίς. Αγχώθηκε θυμάμαι γιατί δεν είχε ακόμαετοιμάσει το δείπνο. Την χάιδεψα στην πλάτη και της είπα“μη σε νοιάζει, Ελένη μου. Κανείς δεν πεινά...” και πήγα στοδωμάτιό μου. Χα...» είπε και ξεκαρδίστηκε.

«Να τη δεις πώς με κοιτούσε! Ποτέ δεν της είχα μιλήσει!Να δεις που θα έκανε το σταυρό της μετά. Χαχα!» είπε καιαμέσως πάγωσε το χαμόγελό του και σιώπησε για λίγα λε-πτά.

Ο ήχος από το θρόισμα των φύλλων της ελιάς ήταν τόσοδιαπεραστικός, τρύπωνε στα αυτιά του σα να του φώναζε“μη σταματάς, πες μου”.

«Και ύστερα, έγινα ψεύτης. Ετοιμάσαμε μια βαλίτσα γιατην Αράχοβα.  Βρήκαμε  τους φίλους μας  και  αρχίσαμε  νασυζητάμε για τις δουλειές μας. Τους έλεγα ιστορίες για τουςδύσκολους πελάτες, για τις επιτυχημένες μας κινήσεις μέσαστην  κρίση και  δως  του  κεράσματα. Περάσαμε  τέλεια. ΗΞανθή μου έλαμπε. Κι εγώ έπινα το ένα κρασί μετά το άλλο.Να αντέξω το ψέμα μου. Γυρίσαμε σπίτι και τη Δευτέρα πήρατο χαρτοφύλακά μου, φόρεσα ένα από τα γυαλιστερά μουκουστούμια και πήγα για τη δουλειά. Θυμάμαι να κάνω γύ-ρους τα τετράγωνα μέχρι να αποφασίσω πού να πάω, ώσπουείδα εδώ τη μονοκατοικία ερειπωμένη. Ο κήπος της με κα-λούσε.  Εδώ την άραζα. Άνοιγα και  το  λάπτοπ και  κοίταζα

88

Μάχη Τζουγανάκη

Page 89: 23 & 1 σταθμοί ebook

μια άδεια οθόνη. Ύστερα άρχισαν τα τηλέφωνα. Για το δάνειοτης μονοκατοικίας στο Κεφαλάρι, για το σχολείο του Αλέ-ξανδρου για όλα. Η Ξανθή μου φώναζε ότι δουλεύω ατελεί-ωτες ώρες και ξεχνάω να πληρώσω τους λογαριασμούς. Τινα  της πω.  Για να αντέξω το ψέμα μου, πούλησα το σπίτιστη Μύκονο. Μέχρι να έρθει το καλοκαίρι θα της πω. Έτσιέλεγα...»

«Ήταν Τρίτη, μια Τρίτη του Φλεβάρη, πηγαίνοντας για τη“δουλειά” μου είδα τον Γεωργίου, με τη γραμματέα μου, τηνΆννα, συνοδηγό να γελάνε αγκαλιασμένοι στο αμάξι. Θό-λωσα...»  είπε  και  κοίταξε μια  κάμπια που σερνόταν αργάστον κορμό της ελιάς...

«Ναι, θόλωσα», συνέχισε ήρεμα. «Πήρα το αμάξι και τουςακολούθησα. Μπήκανε στο πάρκινγκ της εταιρείας. Με τοπου  τους  είδα  να βγαίνουν αγκαλιά,  όρμησα με  το αμάξιπατώντας το γκάζι τέρμα και έπεσα πάνω τους. Μόλις κατά-λαβα τι είχα κάνει, έφυγα αμέσως γκαζωμένος και πάλι. Ήταν8.30. Κανείς δεν είχε έρθει ακόμα. Όπως όταν ερχόμουν πρώ-τος για τη δουλειά. Άφησα δύο αναίσθητους ανθρώπους σεένα γκαράζ και ήρθα εδώ. Έκρυψα το αμάξι εκεί στο υπόγειο.Τράκαρα, της είπα της Ξανθής και θα το έχω σε λίγες μέρες.Και συνέχισα να έρχομαι εδώ για τη δουλειά μου» είπε καιάρχισε να τρέμει.

Ο σκύλος γάβγιζε ασταμάτητα. Θαρρείς πως τον καταδί-καζε. Τα φύλλα της ελιάς σφύριζαν. «Δολοφόνε... δολοφό-νε...» Κι εκείνος πιο ανάλαφρος έχοντας πλέον ομολογήσει,έπεσε στο χώμα με αναφιλητά.

«Ο κ. Πέτρου Τιμολέων;» τον ρώτησε ένας αστυνομικόςπου στεκόταν από πάνω του λίγη ώρα μετά.

Ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας, περίμενε έξω από τηνερειπωμένη μονοκατοικία. Δεν του απάντησε καν. Άπλωσετα χέρια του για να του βάλουν τις χειροπέδες και σηκώθηκε.Λίγο πριν μπει  μέσα στο αμάξι,  κοντοστάθηκε. Ο σκύλος

89

23 & 1 σταθμοί

Page 90: 23 & 1 σταθμοί ebook

είχε έρθει κοντά του. Γρύλιζε σα να 'κλαιγε.«Σε ευχαριστώ, φίλε μου... Σ’ ευχαριστώ» είπε δακρυσμέ-

νος και μπήκε μέσα.

90

Μάχη Τζουγανάκη

Page 91: 23 & 1 σταθμοί ebook

Υάκινθος

Κοιτούσε με το φρεσκορυτιδιασμένο του πρόσωπο τον κό-σμο να περπατά γρήγορα. Τα άγρυπνα μάτια  του, από τοβιαστικό του βραδινό ύπνο, ζορίζονταν στον ήλιο. Σαν γατίνεογέννητο τα αφήνει μισόκλειστα, κρατώντας σχεδόν στατυφλά  το  κύπελλο  του  καφέ.  Κυρίες με  γούνες  και  γόβεςηχηρές δεν  τον κοιτάζουν καν που  τις  χαζεύει. Άντρες μεκουστούμια κλειδωμένα στο σώμα τους με το βήμα της πα-ρέλασης. Εν’ δύο. Εν... δύο. 

Πιο πέρα μια μάνα που βιάζεται τραβά το παιδί της με τημεγάλη  του  τσάντα.  Κι  εκείνο μουλαρώνει  στη μέση  τουδρόμου και  κάθεται  καταγής. Ο κόσμος που περνά,  κάνειδεξιά κι αριστερά, μαθημένος στα εμπόδια του δρόμου. Ημάνα παρακαλά  το πεισματάρικο αγόρι,  μα  εκείνο  κλαίειαπό τη νύστα. Σκύβει και το παίρνει αγκαλιά απότομα καιφεύγουν... Ένα μικρό γελάκι σκάλωσε στο μαύρο του πρό-σωπο. "Βρε τον πιτσιρικά... καλά κάνει" λέει ψιθυριστά καιακουμπά το κεφάλι του πίσω στον τοίχο.

Τα βλέφαρά του, σκέπασαν τις καφετιές κόρες. Περπατάστο δρόμο βιαστικός,  με  ένα ποτήρι  του  καφέ στο  χέρι,ακούγοντας δυνατή μουσική με τα τεράστια διάσημα ακου-στικά του που αγόρασε τελευταίως από το καινούριο μαγαζίτης πόλης. Προσπερνά όποιο  εμπόδιο βρει,  χαμογελά μεδύναμη και κυματίζει το γκρι γυαλιστερό του σακάκι. 

Οι γυναίκες τον κρυφοκοιτάζουν στο δρόμο κι εκείνοςσκορπίζει τις ερωτικές του ματιές στις πιο σαγηνευτικές από

91

Page 92: 23 & 1 σταθμοί ebook

δαύτες. Στην είσοδο της δουλειάς ο θυρωρός του κάνει τε-μενάδες και η γραμματέας, όταν φτάνει, ισιώνει τη φούστατης βιαστικά και μαζεύει γρήγορα τα χαρτιά της να τον ενη-μερώσει. Της κλείνει το μάτι και απαντά στο κάθε τηλέφωνοπου χτύπα σαν το διάολο... συνεχώς.

Το ρολόι γυρίζει γρήγορα, οι δείκτες προχωράνε μαγνη-τισμένοι στο χρόνο. Έρχεται η ώρα που σχολά επιτέλους.Σβήνει το φως, κλειδώνει την πόρτα και προχωρά στον άδειοσκοτεινό διάδρομο της δουλειάς του. Ο θυρωρός τον περι-μένει γελαστός με τα χρυσά του γυαλιστερά κουμπιά και τηστολή.

Στο τηλέφωνο κανονίζει βόλτες με ωραίες υπάρξεις καιποτά. Ξεπαρκάρει την Χ5 και φτάνει στο σπίτι του. Το σπίτιπεντακάθαρο και τακτοποιημένο, στο φούρνο ζεστό φαγητόαπό την υπηρεσία του σπιτιού. Μαζεύει τους λογαριασμούςαπό το πάσο της κουζίνας του και τους ανοίγει βιαστικά, κα-θώς περπατά προς το μπάνιο για να ετοιμαστεί για το βράδυ.Λογαριασμοί από πιστωτικές, άχρηστες ενημερώσεις υπο-λοίπων. «Πάνε και χαλάνε τόσο χαρτί» λέει και γελά ειρωνικάκαι τα πετάει όλα στο πάτωμα μαζί με το σακάκι του. 

Στον καθρέφτη έτοιμος ισιώνει το γιακά του καινούριουμεταξωτού πουκάμισού του και βάζει  ζελέ στο μαλλί. Χα-μογελάει στο είδωλό του. Φοράει το παλτό του και το προ-βάρει κάνοντας στροφές στο καθρέφτη. Ξεκαρδίζεται σταγέλια όταν βλέπει ότι από το ένα μανίκι κρέμεται η ετικέταμε την τιμή! Δαγκώνει γρήγορα και πετά το χαρτί των χιλίωνευρώ στο πάτωμα. Έτοιμος!

Στο μπαρ μαζεμένοι άντρες και γυναίκες γυρίζουν όλοι,όταν τον βλέπουν να μπαίνει μέσα. «Υάκινθεεε, ήρθε ο Υά-κινθος... αρχίζουν τα σφηνάκια!» φωνάζουν όλοι με χαρά.Τους χαιρετά αφήνοντας το παλτό στην είσοδο και η υπεύ-θυνη του μαγαζιού του χαμογελά πονηρά. Εκείνος της πιάνειγλυκά το πηγούνι και τη φιλά πεταχτά. Προχωρά στην παρέα

92

Μάχη Τζουγανάκη

Page 93: 23 & 1 σταθμοί ebook

του και κάθεται με φόρα σε ένα από τα σκαμπό του μπαρέχοντας ήδη έτοιμο το ποτό από τον μπάρμαν. Αρχίζει ναλέει ιστορίες για τη δουλειά του, για τα ταξίδια του, θυμάταιόλα τα καλά ανέκδοτα που διάβασε στα e-mails του αυτέςτις μέρες και η παρέα ξεκαρδίζεται και μεθά από τα ποτάπου συνεχώς τους κερνάει, κάνοντας τη γνωστή κίνηση στονμπάρμαν.

Βράδιασε και γυρνά σπίτι μεθυσμένος με ένα ταξί, αγκα-λιά με την πιο όμορφη γυναίκα της παρέας. Βουτάνε στο δι-πλό  του κρεβάτι, μέσα στα σεντόνια από σατέν, πίνονταςάλλη μία σαμπάνια και  ενώνοντας παθιασμένα  τα κορμιάτους. Έτοιμος να κοιμηθεί, γυρίζει στο πλαϊνό κομοδίνο καιαφήνει το ακριβό του ρολόι πάνω, πριν κλείσει τα μάτια του.Μπερδεύει  στο σκοτάδι  τη θέση  του  και  το ρολόι πέφτειστο πάτωμα. Γκλιν... γκλιν γκλιν...

Ξυπνά απότομα, το κύπελλο του καφέ με τα κέρματα έχειγείρει και τα κέρματα κυλούν στο δρόμο... Αφήνει το κουρέλιπου καθότανε  και  τρέχει  με  τα  ξυπόλητα  ταλαιπωρημέναπόδια  του να πιάσει  τα κέρματα. Ένα κέρμα πέφτει πάνωστα καλογυαλισμένα παπούτσια ενός άντρα με ακουστικάστα αυτιά. Τον σπρώχνει βίαια από μπροστά του και περπατάαγέρωχος, με το σακάκι του να κυματίζει...

93

23 & 1 σταθμοί

Page 94: 23 & 1 σταθμοί ebook

Φώτης

«Παππού, θα μου πεις τι συμβαίνει;» τον ρωτούσα ανήσυ-χος.

«Μικρέ μου ηρέμησε! Κοίτα τη θάλασσα πόσο όμορφηείναι!» μου ’λεγε με το βλέμμα του βυθισμένο στα γαλαζο-πράσινα νερά.

Δεν είχε περάσει ούτε μία ώρα από τότε που έπεσε κάτωστο πάτωμα, καθώς περπατούσε. Τον σήκωσα γρήγορα ανή-συχος και εκείνος γελούσε ακατάπαυστα για τη δήθεν απρο-σεξία του. Και ενώ εγώ έλιωνα από την αγωνία, εκείνος κοί-ταζε  τη θάλασσα ήρεμος  και ρουφούσε με μανία με  τοκαλαμάκι του, από ένα τεράστιο ποτήρι γεμισμένο με έναπράσινο υγρό που ψιθύρισε στην τσαχπίνα σερβιτόρα νατου φέρει. Ούτε καν ξέρω αν έπρεπε να το πίνει τούτο τοπράγμα. Μόλις πήρε μια γενναία ρουφηξιά, γύρισε προς τομέρος μου και με τα καταπράσινα μάτια του, φωτισμένα απότον ήλιο μου απάντησε:

«Μικρέ, θα πρέπει να πάρεις τη ζωή πιο χαλαρά!» και μετα λόγια αυτά σηκώθηκε από την ξαπλώστρα και με φόραέπεσε στην πισίνα φορώντας τα κόκκινα γυαλιά του. Αυτόςείναι ο παππούς μου. Σήμερα που έχει τα γενέθλιά του, μεπήρε από το σπίτι χαράματα για να πάμε εκδρομή. Καταλή-ξαμε στη Σαντορίνη με το ιδιωτικό του τζετ, σε ένα από ταξενοδοχεία του, με μαγιό και ποτά στην άκρη μιας πισίναςμε θέα την Καλντέρα.

«Δε θα μείνεις, πατέρα, να κάνουμε τα γενέθλιά σου εδώ;

94

Page 95: 23 & 1 σταθμοί ebook

Σου έφτιαξα και τούρτα» ρώταγε η θεία μου η Ισμήνη, απο-γοητευμένη από τις τόσες ετοιμασίες που είχε κάνει για τοπάρτι του, για να τον ευχαριστήσει. Σαν φεύγαμε αγκαλιά,την είδα να πετάει τις κούτες με τα γλυκά κάτω και να μουρ-μουράει καπνισμένη!

Ο παππούς μου ο Οδυσσέας δεν μπορεί τις φαμφάρες.Έτσι τα ονομάζει όλα αυτά τα πάρτι προς τιμήν του. Προ-σκυνήματα μου ’λεγε, για να ’χουνε μια θέση στην περιουσίαμου. Και τούτα τα σακάκια τα γυαλιστερά και τα παντελόνιακαι  τα σκαρπίνια, που πονάνε  το πόδι,  τα μισεί. Πάντα μεένα πεδιλάκι τριγυρνά ή σπορτέξ. Ο παππούς μου, ο Οδυσ-σέας, ξέχασα να σας πω είναι πλούσιος. Βασικά δεν ξέρει τιέχει. Και δεν τον απασχολεί κιόλας...

Το βράδυ,  τριγυρνώντας στην Οία με  τα  γλυκάκια  τουΜελένιου στο χέρι κι οι δυο μας, περπατάγαμε αμίλητοι ανά-μεσα στον κόσμο. Ήταν τέλος του καλοκαιριού και το νησίέβρισκε λίγο τη φυσική του ζωντάνια. Μου άρεσαν ετούτοιοι περίπατοι με τον παππού μου όπου κι αν βρισκόμασταν.Σεβόταν τη σιωπή τόσο πολύ. Και πολλές φορές μου το έλεγενα μένω σιωπηλός, αν θέλω να αφουγκραστώ τον αόρατοθίασο που κουβαλάω.

Σαν πηγαίναμε για  το  ξενοδοχείο,  τον είδα που κοντο-στάθηκε στο σκοτάδι. Έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη τουκαι γύρισε και με κοίταξε έντονα στα μάτια.

«Σήμερα, μικρέ μου, θα κάνουμε κάτι διαφορετικό!» είπεσυνωμοτικά και με αγκάλιασε.

Φτάσαμε σε ένα κρυμμένο στενό κάπου στο Φηροστε-φάνι και σταματήσαμε μπροστά από μια ξύλινη πόρτα. Σαντην άνοιξε, μύρισε έντονα κλεισούρα, μα συνηθίζοντας τημυρωδιά προχώρησα προς τα μέσα. Μόλις άναψε τα φώτα,έμεινα να χαζεύω το σπίτι. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι από δικέςμας φωτογραφίες και τα ταξίδια που είχαμε κάνει μαζί! Όλεςμας οι διαδρομές κρεμασμένες στους τοίχους του σπιτιού

95

23 & 1 σταθμοί

Page 96: 23 & 1 σταθμοί ebook

αυτού σχηματίζανε μια μικρή ιστορία. Ή μάλλον μια μεγάληιστορία. Του παππού μου και εμένα. Φωτογραφίες από τότεπου με κράταγε ασαράντιστο, φωτογραφίες όταν πήρα τοπρώτο πτυχίο μου. Σε έναν άλλο τοίχο είχε τις  ζωγραφιέςμου. Με πυραύλους, με αεροπλάνα και ημερομηνίες στο κα-θένα. Στα ράφια είχε βάλει ένα γενικό τίτλο σε πινακίδα “οικατασκευές του Φώτη” και είχε ό,τι είχα προσπαθήσει απόμικρός να φτιάξω. Καράβια, αεροπλάνα, αργότερα ένα ρα-διοφωνάκι και πόσα άλλα.

Ξαφνικά ήμουν σε ένα μουσείο της ζωής μου. Ο παππούςμε χάζευε σαν τριγυρνούσα στο σπίτι συγκινημένος. Χρόνιατώρα δημιουργούσε ένα ολοζώντανο άλμπουμ για μένα.

«Παππού... πότε τα έκανες όλα αυτά...» ήταν το μόνο πουμπόρεσα να αρθρώσω μουδιασμένος.

«Φώτη μου, είμαι ο μεγαλύτερός σου θαυμαστής. Η κόρημου θα ’τανε πολύ περήφανη για σένα...» είπε βουρκωμένος...«μια ζωή διαβάζεις, κατακτάς, γεμίζεις πτυχία, διακρίσεις...Και από την άλλη, δεν έπαψες ποτέ να είσαι κοντά μου. Νατρέχεις πίσω από την κάθε μου παλαβομάρα και όσο και νασε  νευρίαζα,  δε  μου  θύμωνες  ποτέ.  Ακόμα  θυμάμαι  τοβλέμμα σου στο νοσοκομείο, όταν σου είπανε ότι χτύπησακάνοντας σκι. Όλοι οι συγγενείς είχανε να κακοσχολιάσουνγια την ανωριμότητά μου στην ηλικία μου και εσύ μου ’φερ-νες φαγητό και σοκολάτες στα κρυφά...» είπε γελώντας. Καιμετά από μια μικρή παύση, συνέχισε.

«Σήμερα στα γενέθλιά μου ήθελα να σου κάνω εγώ αυτήτη φορά δώρο! Και το δώρο μου είναι αυτό. Στο σπίτι αυτό,ξεκίνησα να φτιάχνω τη  ζωή μου. Εδώ γνώρισα τη γιαγιάσου. Εδώ κάναμε τη μάνα σου. Εδώ έβγαλα τα πρώτα μουλεφτά.  Εδώ ονειρεύτηκα μια  καλύτερη  ζωή... Ορίστε!»  μεπλησίασε και μου έδωσε το κλειδί.

«Τι λες τώρα, παππού...» του είπα ξαφνιασμένος.«Θέλω να γίνει και εσένα το ορμητήριό σου. Για τα ταξίδια

96

Μάχη Τζουγανάκη

Page 97: 23 & 1 σταθμοί ebook

σου. Να βρεις όσα σου ταιριάζουν και να τα κυνηγήσεις!»μου ’πε με χαρά και με αγκάλιασε.

Το βράδυ εκείνο δε μπορούσα να κοιμηθώ. Ήθελα απε-γνωσμένα να  ξημερώσει  και  να πάω στο δωμάτιό  του νατον δω. Ένας φόβος με είχε κυριεύσει και δε μέρωνε. Δενπρόλαβε να σηκωθεί ο ήλιος όταν μου χτύπησαν την πόρτα.Θα ’ταν τέσσερις, αν δεν κάνω λάθος. Άνοιξα την πόρτα καιείδα τον θλιμμένο κυρ Αντρέα της ρεσεψιόν, να μου ανα-κοινώνει το θάνατο του παππού μου.

Όλα γίνανε σύντομα. Κηδείες κλπ. Είχε ήδη συμφωνήσειμε δικηγόρους για μια κηδεία σιωπηλή, σχεδόν κρυφή. Τηνπεριουσία του τη δώριζε σε ένα σωρό ιδρύματα. Του στή-σανε και μια προτομή στη Σαντορίνη έξω από το σχολείοτου χωριού του, που με δική του δωρεά, χρόνια πριν, είχεφροντίσει να αναστήσει, βάζοντας καθημερινά πούλμαν ναμαζεύουν τα παιδιά από τα γύρω χωριά.

Θα  ’χε περάσει  κοντά μήνας από  τότε που  έφυγε  καιβρήκα στο  γραφείο μου  εκείνο  το  κλειδί. Αποφάσισα  ναμείνω λίγο εκεί, να ταξιδέψω το μυαλό σε όσα κάναμε μαζί.Άνοιξα την πόρτα, ακούμπησα μια μικρή βαλίτσα στο πά-τωμα και προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Κα-θισμένος ανάμεσα σε τόσες φωτογραφίες, πότε γέλαγα καιπότε βούρκωνα. Τότε  είδα  ένα  κάδρο κρεμασμένο  χωρίςφωτογραφία. Το πλησίασα και είδα έναν φάκελο μέσα. Τονάνοιξα και βρήκα ένα πακέτο από αεροπορικά εισιτήρια καιένα μικρό σημείωμα:

«Για να ταξιδέψεις όλο τον κόσμο, Φωτάκη μου. Κράτατον παππού σου ζωντανό. Ζήσε!»

97

23 & 1 σταθμοί

Page 98: 23 & 1 σταθμοί ebook

Χλόη

Η Χλόη, το μόνο που ήθελε να γίνει στη ζωή της ήταν για-τρός. Από μικρή, έπαιρνε όλες τις κούκλες της και τις εξέταζε.Στα παιχνίδια της έβρισκες πάντα θερμόμετρα, ακουστικά,σύριγγες και μπουκάλια κάθε είδους. Επείγοντα περιστατικάσυνέβαιναν συνεχώς στο δωμάτιό  της. Το αρκουδάκι  τηςπου έπεσε από τη σκάλα, κάτι κοτοπουλάκια που κοπήκανμε μαχαίρι, η κούκλα της, η Άρια, με τον τρομερό πονόκοιλο.Αργότερα, τα προβλήματα γινόντουσαν όλο και πιο σύνθετα.Και η μεγάλη γιατρός, Χλόη Κωνσταντίνου, έτρεχε να τουςσώσει  όλους. Φορούσε  την άσπρη  της ρόμπα,  έβαζε  ταακουστικά να κρέμονται στο λαιμό και έτρεχε κατευθείανστα κρεβάτια των ασθενών της.

Δεκαετίες μετά, φωτογραφιζόταν με το νέο της πολυπό-θητο πτυχίο. Παθολόγος πια και με τη βούλα. Δεν ήθελε ναασχοληθεί με συγκεκριμένες αρρώστιες. Ήθελε να είναι τοπρώτο άτομο που θα δει κάποιος που δεν είναι καλά. Καιέτσι διάλεξε την παθολογία. 

Το αγροτικό της την έστειλε αρκετά μακριά από την Αθή-να, στη Σίφνο. Ήταν καλοκαίρι όταν ξεκίνησε για το νησί.Καλύτερη εποχή δε μπορούσε να βρει. Καλοκαίρι σε κυκλα-δίτικο νησί, εξάσκηση και διακοπές, σκεφτόταν. Σαν έφτασεστο νησί, έψαξε για το κέντρο υγείας στην Απολλωνία. Εκείθα έβρισκε και το νέο της σπίτι. Έκλεισε για αρχή ένα δωμά-τιο σε ένα ξενοδοχείο και αργότερα, μόλις προσαρμοζότανμε την ησυχία της, θα έβρισκε ένα σπίτι να νοικιάσει γνωρί-

98

Page 99: 23 & 1 σταθμοί ebook

ζοντας τους ντόπιους και  τα καλύτερα μέρη να μείνει κα-νείς.

Την πρώτη μέρα που ξύπνησε στο νησί, ήταν τρισευτυχι-σμένη. Το όνειρό  της  είχε  γίνει  πραγματικότητα και  παράτην ανησυχία της για το αν θα καταφέρει να ανταποκριθείσε όλα τα περιστατικά, είχε τόσο πάθος για όλα όσα την πε-ρίμεναν που παραμέριζαν όλες τις ανασφάλειές της. Γιατρός.«Η γιατρός του χωριού» έλεγε ψιθυριστά σαν άνοιγε τα πα-ραθυρόφυλλά του δωματίου της, χαζεύοντας την απέραντηθάλασσα και  ακούγοντας  τους πρώτους πρωινούς ήχουςτου χωριού.

Φτάνοντας  στο  κέντρο  υγείας,  με  την  καινούρια  τηςτσάντα -δώρο της μητέρας της για την καλή αρχή- έφτασεστην παλιά πόρτα του κτιρίου. Μπήκε δειλά και προσπάθησεδιακριτικά να δει σε ποιον πρέπει να απευθυνθεί. Στην εί-σοδο με τις πληροφορίες δε βρήκε κάποιον να κατατοπιστεί.Προχώρησε στους διαδρόμους και κοίταζε τις ταμπέλες μή-πως και τη βοηθήσουν. Στο τέλος του διαδρόμου βρήκε έναγραφείο με γιατρούς. Χτύπησε την πόρτα για να ανακοινώσειτην παρουσία της και ένας γιατρός με δύο νοσοκόμες γύρισε,την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα γύρισε και πάλιστις νοσοκόμες δίνοντάς τους οδηγίες για το νέο περιστατικόπου είχε έρθει. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα έφυγε και εκείνοςαπό το δωμάτιο, σπρώχνοντάς την για να περάσει, αφήνο-ντάς την άλαλη. 

«Δεν  το  λες  και  το  καλύτερο καλωσόρισμα» σκέφτηκεαπό μέσα της. «Ολόκληρη παθολόγος με πτυχία τους ήρθεκαι εκείνοι με έσπρωξαν για να περάσουν αντί να με καλω-σορίσουν!» είπε φανερά απογοητευμένη και κάθισε σε ένααπό τα γραφεία της αίθουσας. Δεν ήξερε καν τι έπρεπε νακάνει. Αν έπρεπε να αναζητήσει κάποιον υπεύθυνο ή να πε-ριμένει κάποιον εδώ. Κάποιος θα έπρεπε να της πει ποιο θαείναι το γραφείο της, ποιο το δωμάτιο που θα υποδέχεται

99

23 & 1 σταθμοί

Page 100: 23 & 1 σταθμοί ebook

τους ασθενείς της, ποιον θα έχει βοηθό, να μάθει τους νο-σοκόμους που θα κάνουν όλη την «άχαρη» δουλειά, όπωςτην ονόμαζε, και τέλος πάντων να τη συστήσουν σε όσουςπρέπει.

Δεν πρόλαβε καλά καλά να καθίσει στη θέση της, όταν ογιατρός που ήταν πριν από  λίγα  λεπτά στο δωμάτιο,  ξα-ναήρθε. Μπήκε με γρήγορο βήμα, έσκυψε πάνω της και μεφωνή που διαπερνούσε και τη μάσκα που φόραγε και έντονοβλέμμα αυστηρό της είπε «είσαι η νέα παθολόγος;».

“Επιτέλους, κατάλαβε το λάθος του και άφησε το περι-στατικό του για να με γνωρίσει!” σκέφτηκε χαρούμενη καισηκώθηκε όρθια.

«Ναι,  εγώ  είμαι.  Χλόη Κωνσταντίνου»  είπε σοβαρή καιάπλωσε το χέρι της.

Ο γιατρός, αγνοώντας την απάντηση και το χέρι της, τηςφώναξε: «έλα μαζί μου τώρα στο χειρουργείο να σε ντύσουνοι  νοσοκόμες.  Έχουμε δύσκολο περιστατικό! Τώρα!»  είπεκαι έφυγε όπως ήρθε.

Η Χλόη έμεινε παγωμένη, με το χέρι της στον αέρα. «Μα,δεν εγώ...» απάντησε στο κενό. Ύστερα έτρεξε να τον προ-λάβει αλλά τον είδε να χάνεται στους διαδρόμους. Η καρδιάτης  έτρεμε,  άφησε  την όμορφη  τσάντα  της στο  γραφείο,έκανε βήματα να ξεκινήσει και ύστερα έκανε πίσω, πιάνονταςτο κεφάλι της σαστισμένη. «Άκου χειρουργείο με το καλη-μέρα σας!» σκεφτόταν πελαγωμένη. Χωρίς να μπορεί να κά-νει κάτι άλλο, βγήκε από το γραφείο τρέμοντας ολόκληρηκαι έψαξε τις ταμπέλες που οδηγούσαν στο χειρουργείο.

Σαν έφτασε εκεί και άνοιξε την πόρτα, το θέαμα που α-ντίκρισε, την ανατρίχιασε. Ποτάμια αίματος στο πάτωμα μετη μυρωδιά του να γεμίζει το χώρο, νοσοκόμες που τρέχανεκαι ο γιατρός που την κάλεσε με τα δυο του χέρια κρατούσεκυριολεκτικά την καρδιά του χτυπημένου νέου. Το χειρουρ-γείο δεν έμοιαζε με τα χειρουργεία της σχολής. Εκεί ήταν

100

Μάχη Τζουγανάκη

Page 101: 23 & 1 σταθμοί ebook

όλα καθαρά και  ήρεμα.  Κανείς  δεν  την  είχε προετοιμάσειγια μια τόσο ωμή σκηνή. Πριν προλάβει να αντιδράσει, μιανοσοκόμα της βάζει την πράσινη ρόμπα και την οδηγεί στηβρύση για να πλύνει τα χέρια της και να φορέσει τα γάντια. 

Εντελώς μηχανικά,  έχοντας χάσει  τη φωνή της,  έφτασεδίπλα από το γιατρό. Εκείνος χωρίς να την κοιτάζει καν, άρ-χισε να της δίνει οδηγίες. Εκείνη εκτελούσε τρέμοντας κά-νοντας τους πάντες γύρω της να την κοιτάζουν περίεργα. 

«Δεσποινίς μου, αν ήρθες εδώ για να κάνεις τα πράγματαχειρότερα,  τότε  λάθος μου που σε  κάλεσα!»  της φώναξεαγριεμένος.

«Εδώ δεν είναι η Σχολή σου και τα επαινετικά σχόλια τωνκαθηγητών σου. Εδώ είναι η πραγματικότητα! Αυτός ο άν-δρας υπέστη σοβαρά τραύματα από εγκληματικό τροχαίο.Είναι χρέος μας να τον σώσουμε!» φώναξε και  το βλέμματου τη διαπέρασε σαν ηλεκτροσόκ.

Μην ξέροντας καν πώς κατάφερε να ηρεμήσει το τρεμά-μενο χέρι της, εκτέλεσε όλες τις οδηγίες του γιατρού. Ευτυ-χώς μετά από ένα δύσκολο μισάωρο, τα πράγματα πηγαί-νανε λίγο καλύτερα. Όταν τελείωσε η επέμβαση, ο γιατρόςευχαρίστησε την ομάδα και έφυγε βιαστικός χωρίς να τηςπει τίποτε. Έμεινε να κοιτάζει το πάτωμα με τα αίματα και τοάδειο κρεβάτι του χειρουργείου. Η ρόμπα της δε θύμιζε κα-θόλου την παιδική της ρόμπα που έκανε καλά τον λαβωμένοτης αρκούδο. Τα χέρια της ήταν τόσο ματωμένα, λες και είχεσφάξει κάποιο ζωντανό, όπως συνήθιζε να βλέπει έτσι ταχέρια της γιαγιάς της στο χωριό σαν έσφαζε τις κότες και τααρνιά για να τα μαγειρέψει να φάνε. 

Το υπόλοιπο της μέρας το έβγαλε κατά βάση στην τουα-λέτα  ξερνώντας. Στο  τέλος μετά από  τόσες  επισκέψεις  τομόνο που έβγαζε ήταν υγρά κάνοντας το στομάχι της να πάλ-λεται. Γύρισε κομματιασμένη στο ξενοδοχείο. Η θέα της καρ-διάς του νέου, η μυρωδιά και οι φωνές του γιατρού είχανε

101

23 & 1 σταθμοί

Page 102: 23 & 1 σταθμοί ebook

στοιχειώσει  το μυαλό  της.  «Όχι,  όχι  αλίμονο! Δε μπορώ!»είπε και έβαλε τα κλάματα. «Ηλίθια! Φαντασμένη!» φώναζεκοιτάζοντάς την στον καθρέφτη του μπάνιου της. 

Τις  επόμενες μέρες, δήλωσε ασθένεια. Πριν καλά καλάαρχίσει να δουλεύει, κλείστηκε στο δωμάτιο, μη θέλονταςνα κάνει τίποτα. Το ξενοδοχείο, που είχε πληροφορηθεί γιατην ασθένεια της νέας παθολόγου, της έφερνε καθημερινάδίσκους με σούπες και πορτοκαλάδες. Εκείνη ευχαριστούσετυλιγμένη σε μια κουβέρτα, ξεροβήχοντας για να γίνει πιοπειστική. 

Ένα μεσημέρι χτύπησε η πόρτα της. Τυλίχτηκε και πάλιμε την κουβέρτα της, πήρε και ένα χαρτομάντιλο στο χέρικαι κατευθύνθηκε στην πόρτα για να παραλάβει το δυνα-μωτικό μεσημεριανό της -όπως νόμιζε- για να “γίνει καλύ-τερα”. Σαν άνοιξε την πόρτα ξεροβήχοντας δυνατά, έμεινεέκπληκτη κοιτάζοντας τον επισκέπτη της.

«Ο βήχας αυτός δεν είναι παραγωγικός, δεσποινίς μου.Ίσα  ίσα  τον βρίσκω πολύ αντιπαραγωγικό!»  είπε  ελαφριάθυμωμένος. «Και τα χαρτομάντιλα καλύτερα να τα ξοδεύ-ουμε όταν είμαστε συναχωμένοι. Πόσα δέντρα θα κόβονταιπια για χάρη μας!» της άρπαξε το χαρτομάντιλο και το πέταξεστα σκουπίδια.

Ύστερα, άνοιξε τα παράθυρα του δωματίου της και κοί-ταξε προς τα έξω.

«Πω πω, ομορφιά που έχει ετούτο το νησί! Τόσα χρόνιαεδώ, ακόμα να το χωνέψω ότι μένω εδώ πέρα. Και όταν έρ-χεται και το καλοκαίρι, έτσι μου έρχεται να πετάξω τη ρόμπακαι να φορέσω μια βερμουδίτσα και ένα άκρως τουριστικόπεδιλάκι και να αράξω σε μια από τις δαντελωτές της παρα-λίες!» είπε ξεφυσώντας.

Δεν τολμούσε να του απαντήσει. Ένιωθε να έχει αναψο-κοκκινίσει  από  ντροπή.  Εξάλλου,  δεν ήξερε  τι  να  του πει.Εδώ και  μέρες προβάρει  την παραίτησή  της. Μα  έχοντάς

102

Μάχη Τζουγανάκη

Page 103: 23 & 1 σταθμοί ebook

τον εδώ μέσα να χαζεύει τη θάλασσα από το δικό της παρά-θυρο, έχει χάσει τα λόγια της.

«Όταν ήρθα  εδώ,  ένα μικρό παιδί  ξεψύχησε στα  χέριαμου. Έκλαιγα για μέρες. Ξερνοβολούσα σαν το γατί παντού!Έβλεπα εφιάλτες. Έπαιρνα τη μάνα μου, τη μακαρίτισσα, καιτης έλεγα ότι θα τα παρατήσω όλα. Και εκείνη με απειλούσε,πως αν  γυρίσω σπίτι,  θα βρω  την πόρτα κλειστή! Νόμιζαπως δεν καταλάβαινε τίποτα. Έτσι, αποφάσισα να το σκάσω,να πάω σε ένα από τα διπλανά νησιά και να βρω μια δουλειάσερβιτόρου ή οποιαδήποτε άλλη και να μείνω εκεί κρυμμέ-νος από όλους!» είπε και σταμάτησε για λίγο.

«Και; Φύγατε;» τον ρώτησε δειλά.Γύρισε και την κοίταξε γελαστός. Σα να την ήθελε ετούτη

την ερώτηση.«Έτοιμος ήμουν. Και θα το έκανα. Μα σαν έβγαινα με τη

βαλίτσα μου, με σταμάτησε η διευθύντρια του κέντρου. Λεςκαι κάποιος της το είχε σφυρίξει ότι θα φύγω. Μου τράβηξετις βαλίτσες από το χέρι κάτω και ύστερα μου έδωσε έναχαστούκι! Δεν αντιστάθηκα. Νόμιζα πως το έδινε για τον μι-κρό που  έχασα. Μα  εκείνη, με  κοίταξε στα μάτια  και μουείπε ότι είμαι ένας δειλός. Πως ενώ έχω τα χέρια που σώζουν,αποφασίζω να στερήσω τη ζωή από ένα σωρό κατοίκουςτου νησιού και να τα λερώσω με τη δειλία μου. Ταράχτηκα.Η καρδιά μου χτύπαγε. Θυμήθηκα όλους τους λόγους γιατους οποίους δήλωνα κάποτε την ιατρική σχολή ως επιλογή.Μάλιστα, ως μόνη επιλογή, δεσποινίς μου!» είπε και την κοί-ταξε γλυκά στα μάτια έχοντας αφαιρέσει την αρχική αυστη-ρότητα.

Ύστερα, της πήρε το χέρι και της έκανε μια δυνατή χει-ραψία.

«Δε συστηθήκαμε πριν από μέρες όταν  εισέβαλα στογραφείο, ε; Λέγομαι Χιονίδης Κώστας. Χειρούργος-παθολό-γος του νησιού. Και εσύ θα πρέπει να είσαι η περίφημη Χλόη,

103

23 & 1 σταθμοί

Page 104: 23 & 1 σταθμοί ebook

με τις εκπληκτικές συστάσεις από τον κοινό μας καθηγητή!Το πόσα μου ανέφερε για σένα δε λέγεται! Αύριο, θα σε πε-ριμένει το νέο σου γραφείο, δεσποινίς μου. Και μια δωρεάνξενάγηση από την αφεντιά μου» της είπε τρυφερά.

Ύστερα, έφυγε από το δωμάτιο. Έμεινε να κοιτά τη θά-λασσα. Μόνο που αυτή τη φορά, τα μάτια της κοιτάζανε καιπάλι με εκείνο το πάθος. Αύριο ξεκίναγε τη δουλειά της. Χω-ρίς γυαλιστερές τσάντες και λοιπά περιτυλίγματα. Απλά μετούτα τα χέρια που θέλουν να σώζουν. Τίποτε άλλο...

104

Μάχη Τζουγανάκη

Page 105: 23 & 1 σταθμοί ebook

Ψαριανός

Ο μπαρμπα-Κωστής, ο Ψαριανός, όπως τον γνώριζαν όλοιοι ντόπιοι, καθόταν στη γωνιά του τραπεζιού και τριγύριζετο βλέμμα του στα γύρω τραπεζάκια. Πάντα του άρεσε ναχαζεύει  τον  κόσμο που  ερχόταν στο μαγαζί  του.  Έστελνεέναν από τους μικρούς του να στρώσουν και ζύγιζε τις κι-νήσεις του καθενός από μακριά. Πώς βοηθούσαν στο στρώ-σιμο ή πώς καθόντουσαν αμέτοχοι. Πώς δίναν σημασία στονμικρό,  αν  του μιλάγανε,  αν  γέλαγαν ή αν μίλαγαν μεταξύτους. Πιο πολύ τον κατσούφιαζε η σιωπή τους. Όταν έβλεπεζευγάρια να κάθονται σιωπηλά, κρατώντας εφημερίδες καιπεριοδικά ή και κινητά τώρα τελευταία, γύριζε το μάτι του.Σα να του λέρωναν τον τόπο ένιωθε...

«Κοίτα τους!» ψιθύριζε στη γλυκιά του γυναίκα... «Πώς θαεκτιμήσουν το ψαράκι μου όταν δεν εκτιμά ο ένας τον άλ-λον;» έλεγε και κούναγε το κεφάλι του στεναχωρημένα.

Μια χειμωνιάτικη μέρα πριν από χρόνια μόλις που σου-ρούπωνε, ο μπαρμπα-Κωστής ετοιμαζόταν να κλείσει το μα-γαζί του. Σαν έβαζε το καπέλο του το καπετανέικο στο κεφάλικαι ετοιμαζόταν να κλειδώσει την πόρτα, άκουσε κάτι δυνατάβήματα λίγα μέτρα πίσω του.

«Καπετάνιε, το ’κλεισες το μαγαζί από τώρα;» του φώναξεένας ψηλός άντρας με ψαρά μαλλιά και χορταστικό χαμό-γελο.

«Έλεγα να το κλείσω σιγά σιγά, χειμώνιασε κι ο κόσμοςμαζεύεται γρήγορα στα σπίτια».

105

Page 106: 23 & 1 σταθμοί ebook

«Κι αν σου πω να ανοίξεις για χάρη μου, για ένα μεζέ α-πλό, να το μοιραστούμε μαζί, που ταξιδεύω από μακριά θατο κάνεις;» του πε με το ίδιο χαμόγελο.

Ο μπαρμπα-Κωστής τον κοίταξε ήρεμα. Δεν είχε κάτι νασκεφτεί. Άνοιξε διάπλατα την πόρτα, άνοιξε τα φώτα και τουέκανε νόημα να περάσει. Μέσα σε λίγα λεπτά μόνο τον είχεπεριποιηθεί. Είχε γεμίσει το τραπέζι με σαλάτες και φρέσκοψωμί της γυναίκας του, έφερε μεζέδες που ’χε από το πρωίκαι μαγειρεμένα φαγητά και μια κανάτα λευκό κρασί δικότου. Καθίσανε στο ίδιο τραπέζι. 

«Από πού έρχεσαι λοιπόν;» τον ρωτά με ενδιαφέρον.«Από όλα τα μέρη, του λέει γελαστά, και πού δεν πάω!

Εμένα που με βλέπεις, έχω αλλάξει πεντακόσιες δουλειές! Τιχασάπης έγινα, τι μανάβης, τι γεωπόνος. Κάποτε έχτισα καισε οικοδομές, μέχρι και ταβερνιάρης σαν και του λόγου σουέγινα, μα δεν πιάναν τα χέρια μου να φτιάχνουν τέτοιες λι-χουδιές!» είπε και βούτηξε μια γενναία μπουκιά από ψωμίσε ένα πιάτο από γίγαντες φούρνου.

«Και; Εδώ στο νησί μου πώς έφτασες;»«Τέρμα, Κωστή, είπα, τέρμα. Mια μέρα βαρέθηκα. Οικο-

γένεια δεν έκανα, μην τα ρωτάς, μάζεψα ό,τι μάζεψα απόόλες τις δουλειές και είπα τώρα θα γνωρίσεις τον κόσμο κιέτσι έφυγα. Γύρισα σε διάφορες χώρες, όμορφες, μαγικές.Είδα ανθρώπους καινούριους, τι γέλιο που έχει να τους μιλάςχωρίς να ξέρεις γρι από τη γλώσσα τους, μια ομορφιά, βρεΚωστή...» είπε και πήρε το ποτήρι με το κρασί και το τσού-γκρισε. φωνάζοντάς του «Η ομορφιά, Κωστή, είναι να μπο-ρείς  να μιλάς με  τον άλλον,  χωρίς  να  χρειάζεται  ούτε μίαλέξη να του πεις!»

Ο μπαρμπα-Κωστής τον κοίταζε με θαυμασμό. Χρόνια ή-θελε  να  ταξιδέψει,  μα  να η  ταβέρνα ήταν  και  ευτυχία  καισκλαβιά μαζί. Δεν  τον ένοιαζε  τόσο πολύ όμως. Έλεγε μεχαρά πως έμενε στο ομορφότερο νησί του κόσμου, πως είχε

106

Μάχη Τζουγανάκη

Page 107: 23 & 1 σταθμοί ebook

τη πιο γλυκιά γυναίκα του κόσμου και το πιο όμορφο τα-βερνάκι  σε  ολόκληρη  την  παραλία.  Αλλά  τα  ’λεγε  τόσοόμορφα ο νέος του φίλος και τον ταξίδευε σε όσα διάβαζεκαι φανταζόταν τα βράδια, που τον έκανε να λαχταρά...

«Και; Μετά από τόσες χώρες και ανθρώπους τι έκανες;»τον ρώτησε με περιέργεια.

«Και... Κωστή, γυρίζοντας από εδώ κι από εκεί, πότε στονέναν  τόπο,  πότε  στον  άλλον,  είπα  πως  δεν  υπάρχει  πιοόμορφη χώρα από τη δικιά μας. Και ας την έχουμε φτυσμένη.Υπάρχουν, μωρέ, πιο δαντελωτές παραλίες από αυτές πουέχει το νησί σου; Υπάρχει πιο νόστιμο λάδι; Πιο γλυκιά αρ-μύρα; Και πες μου... ρώτα το θεό, το Διόνυσο τον ίδιο, βγάζειάλλος τόσο αρωματικό και ταξιδιάρικο κρασί;» είπε και ήπιεαπό το κρασί του.

Ο μπαρμπα-Κωστής  γέλασε,  ένιωθε περήφανος  για  τοκρασί του χρόνια. Το φρόντιζε όσο δεν πήγαινε το αμπέλιτου. Σχεδόν μιλούσε στα σταφύλια του. Ένα ένα τσαμπί τοκοίταζε προσεκτικά και στο μάζεμα και στον τρύγο και σεόλα ο ίδιος παρών. Και το πρώτο το ποτήρι εκείνος το γέμι-ζε, αν του άρεσε έδινε στη γυναίκα του να δοκιμάσει, αν όχιτο  έφτυνε  και  έλεγε αυστηρά  «φέτος δε βγάλαμε  κανένακρασί. Του χρόνου πάλι», δε δεχόταν κάτι λιγότερο. Το αγά-παγε το αμπέλι του.

«Έτσι  λοιπόν,  κατέληξα  να  τριγυρνώ στην  Ελλάδα μας,Κώστα. Πήγα σε διάφορα μέρη. Και είδα ότι ακόμα και ναξέρεις να μιλάς και να επικοινωνείς κανονικά με όλους, πάλιη καρδιά είναι εκείνη που σε σώζει. Ή την έχεις ή δεν τηνέχεις την καρδιά, για να ακουμπάς στο είναι του άλλου. Αλ-λιώς, τράβα στα πανεπιστήμια να μάθεις την ανατομία της,κάτι άλλο δεν μπορείς! Γίνε γιατρός να τη γιατρεύεις, αλλάνα την ακουμπήσεις, μάθε και κινέζικα δε θα το καταφέρεις!Γνώρισα ανθρώπους και ανθρώπους και ακόμα και από τιςμικρές τους κινήσεις καταλάβαινες αν θέλουν να τους μιλή-

107

23 & 1 σταθμοί

Page 108: 23 & 1 σταθμοί ebook

σεις, αν φοβούνται ή αν πονάνε... Τα  ταξίδια με κέρδισαντόσο πολύ που πια δεν έχω τόπο... Καμιά φορά πιάνω καμιάδουλειά  και  κάθομαι παραπάνω σε  ένα  τόπο,  ίσα  ίσα  ναβγάλω τα έξοδα του επόμενου ταξιδιού και έτσι προχωράω.Δεν ξέρω, ίσως να μη μπορώ να μείνω σε ένα τόπο, αφούδεν έχω ένα αχνιστό ψωμί φτιαγμένο από αγαπημένα χέρια»του ’πε και μύρισε το καλάθι με το ψωμί...

Κάτσανε πολύ ώρα, λέγανε ιστορίες και ιστορίες και κά-ποια στιγμή, σηκώθηκε και του ’πε πως πρέπει να φύγει. Ομπαρμπα-Κωστής δεν τον άφησε να πληρώσει τίποτα, ίσαίσα του ’δωσε και δώρο άλλα λίγα χρήματα για τον επόμενότου σταθμό. Του ’πε να γυρίσει το νησί και να ξανάρθει μίααπό αυτές τις μέρες να τον ξαναδεί αν μπορεί. Του άφησεμια γλύκα εκείνη η βραδιά, ο τρόπος που μιλήσανε, τα γλυκάτου λόγια, οι ιστορίες των ταξιδιών. Πώς κατάφερνε και μί-λαγε με όλο τον κόσμο, τον φανταζόταν να κάνει παντομίμα,να προσπαθεί με τα μάτια του να πει όσα δεν μπορούσε τοστόμα του και γέλαγε.

Κοιτάζει  τα  τραπέζια  γύρω γύρω κρατώντας μία  καρτ-ποστάλ.  «Στον αγαπημένο μου βραδινό φίλο,  τον Κωστήτον Ψαριανό, που με φίλεψε μες στη νύχτα και μου μοίρασετην καρδιά του. Έφυγα νωρίτερα και δε μπόρεσα να έρθωνα σε ξαναδώ, μα θα φροντίσω στην επόμενη γύρα να έρθω,να πιούμε εκείνο το κρασί. Να θυμάσαι να κοιτάς μέσα απότους ανθρώπους και όχι απ’ έξω. Να μη γίνεις ποτέ ίδιος μετους άλλους. Σε ευχαριστώ πολύ για όλα, ο φίλος σου».

Άνθρωποι και άνθρωποι καθόντουσαν στα τραπέζια τουσήμερα. Έψαχνε με διακριτική ματιά ό,τι του ζήταγε ο φίλοςτου. Είδε μια κυρία με τον άντρα της να τρώνε συζητώντας.Την είδε να θέλει να απλώνει μία στο τόσο το χέρι της πιοκοντά του, σα να ’θελε να του γυρέψει το χέρι του όπως κά-ναν παλιά στα ταβερνάκια. Ύστερα, είδε έναν κύριο μόνοτου να πίνει τον ελληνικό του μετά από ένα απλό γεύμα. Τον

108

Μάχη Τζουγανάκη

Page 109: 23 & 1 σταθμοί ebook

είδε να χαζεύει τη θάλασσα και τα καΐκια και σα να είδε σταμάτια του πως ήθελε να τα παρατήσει όλα και να γίνει έναςψαράς. Λοξογύρισε  και  έφτασε στο  τραπέζι  ενός  νεαρούζευγαριού, μια κοπέλα απολάμβανε τη θάλασσα και χαμο-γέλαγε, βάζοντας το ένα χέρι της στο πρόσωπο. Ο νεαρόςχωμένος στο κινητό του, δε μίλαγε για ώρες, δε μπορούσενα το καταλάβει όλο αυτό! Κόλλησε λίγο. Σα να ’ψαχνε ναμεταφράσει, η κοπέλα ήθελε σίγουρα μια αγκαλιά... εκείνοςτι στο καλό έκανε με τούτο το διάολο; Ρε, άρπαξέ την, ήθελενα του φωνάξει, να τον πιάσει από το γιακά... άντρας είσαιεσύ, μωρέ..., με αυτό το μηχανάκι; Μα τον είδε λίγο αργότερα,να της δείχνει κάτι στην οθόνη του κινητού και εκείνη ναχαμογελά ακόμα περισσότερο και  να  κουνιέται  ρυθμικά.Πλησίασε λίγο πιο κοντά τους και άκουσε μουσική και γέλασεκαι εκείνος. «Βρε για φαντάσου!» είπε ψιθυριστά...

«Α, ρε φίλε» ψιθύρισε και πήγε μέσα.  Γέμισε  το ποτήριτου με παγωμένο κρασάκι και κάθισε στην πόρτα της εισό-δου, φωνάζοντας.

«Στην υγειά όλων! Να αγαπάτε, μωρέ! Όπως το ορίζει οκαθένας σας! Και να τραβάτε όπου ζητά η καρδιά σας!» καιήπιε μια γενναία γουλιά...

109

23 & 1 σταθμοί

Page 110: 23 & 1 σταθμοί ebook

Ωκεανός

Κρέμασε στον τοίχο και την τελευταία του ζωγραφιά, άκρωςθαλασσινή. Μπλε τραπέζια, καρέκλες ψάθινες, κόσμος πουέτρωγε και ανάμεσά τους ένας γεροδεμένος ψαράς, ο ιδιο-κτήτης της ταβέρνας. Κάπως έτσι είχε φανταστεί τούτη τηνιστορία. Στην πόρτα στεκόταν η μητέρα του και τον χάζευεαμίλητη. Σαν σταμάτησε να κοιτά στον τοίχο του, τον πλη-σίασε ζεστά και του είπε:

«Νομίζω ότι πλέον είναι τόσες πολλές οι όμορφες ζωγρα-φιές σου που δε μπορώ να έχω μία αγαπημένη! Μάλλον πωςθα πρέπει  να μου βρεις  εσύ μία.  Εγώ  τις  θαυμάζω όλες!»αναφώνησε περήφανα.

Ο μικρός γέλασε, σαν ένιωσε τα χέρια της πάνω στουςώμους να τον επιβραβεύουν. Η μαμά του ήταν μια ηρωίδα.Αν έπρεπε να της βρει μια αγαπημένη ζωγραφιά, θα ήτανεκείνη που θα την είχε μέσα. Θα τη ζωγράφιζε σίγουρα μεαγγελικά φτερά και με  γυαλιστερά μάτια διάφανα,  για  ναμπορούν να δείχνουνε το βάθος της καρδιάς της. Και ύστερα,πίσω της, θα έφτιαχνε μια κατάμαυρη και σκοτεινή φιγούραμε ένα ρολόι στο χέρι. Για το χρόνο που της έφαγε από τηζωή της, εκείνος που τα χαρτιά ονόμασαν πατέρα του.

Σταμάτησε να σκέφτεται, δεν ήθελε να θυμάται τίποτα.Έκανε πως έψαχνε ανάμεσα στις ζωγραφιές. Σταμάτησε σεεκείνο το χωριό με τη μικρή εκκλησία και τον όμορφο παπά.Ακίνδυνη ζωγραφιά, σκέφτηκε. Με το θαύμα της ζωής, όπωςτο φτιάχνουμε εμείς. 

110

Page 111: 23 & 1 σταθμοί ebook

«Να, αυτή θα σου αφιέρωνα. Αυτή με το μεγάλο σχολείοκαι  τον παπά που  χαμογελά  ικανοποιημένος,  κρατώνταςαπό τον ώμο το μικρό αρχιτέκτονα» είπε με σιγουριά.

«Α...  ναι,  αγάπη  μου,  αυτή  η  ιστορία  σου  ήταν  τόσοόμορφη. Δίκιο έχεις, αυτή θα διάλεγα και εγώ μου φαίνεται.Αν και σου είπα είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις κάποια. Τόσεςόμορφες ζωγραφιές όλες... τις πόσες φτάσαμε; Ήμασταν 20με αυτήν  εδώ 21...  22...  και  με  την  τελευταία σου 23! Πω,πω... 23 διαφορετικές ζωγραφιές! 23 ιστορίες... Θα μπορού-σες να γράψεις 23 βιβλία για όλους αυτούς!» είπε συγκινη-μένη.

«Λες, μαμά; Ποτέ δεν ξέρεις... Ίσως και να το κάνω!» είπεμε νέο ενθουσιασμό.

«Και εγώ θα είμαι ο μάνατζέρ σου. Αλήθεια, υπάρχει ιδιό-τητα μάνατζερ για συγγραφείς–ζωγράφους; Τέλος πάντωνθα  είμαι  κάτι  σαν  κυβερνητικός  εκπρόσωπος. Θα βγαίνωστα κανάλια και θα μιλάω για το γιο μου και τα απίστευταέργα του. Θα ανακοινώνω τους χώρους που θα κάνεις τιςεκθέσεις σου ή τα βιβλιοπωλεία που θα εμφανίζεσαι, για ναπαρουσιάσεις τα βιβλία σου» είπε γελαστή.

Την κοίταζε θαμπωμένος. Η μάνα του ήταν η πηγή τηςδύναμής του. Εκείνη είδε στις ζωγραφιές του να ξεπροβάλ-λουν ιστορίες. Θυμάται ακόμα που μαζί είχανε δει εκείνο τοσκύλο στο λιμάνι και τον έβαλε να τον ζωγραφίσει. Κι έτσιξαφνικά ήρθε ένα ολόκληρο χωριό εκεί πίσω με τον τρελότου κι ύστερα πήρε όνομα εκείνος ο γραφικός γέρος, ο Δια-μαντής. Άρχισε να της λέει για εκείνον και να τον ζωγραφίζεικαι εκείνη καθόταν δίπλα του με τα μάτια λαμπερά και εν-θουσιασμένα. Γεμάτη από περηφάνια που τον ανέβαζε σταύψη.

Ύστερα σκοτείνιασε το βλέμμα του, σαν θυμήθηκε τονπατέρα του. Θυμήθηκε με πόση βαρβαρότητα του έσκισεεκείνη τη ζωγραφιά με εκείνον τον μικρό που σκότωνε το

111

23 & 1 σταθμοί

Page 112: 23 & 1 σταθμοί ebook

σκύλο  του  γείτονα με  ένα μαχαίρι.  «Ορίστε  τα  χάλια  του!Μεγαλώνουμε ένα δολοφόνο! Και εσύ τον αφήνεις! Και τουλες και μπράβο!» είπε φωνάζοντας στη μάνα του και δίνο-ντάς της ένα δυνατό χαστούκι. «Τι θες να γίνεις, ρε; Ένας δο-λοφόνος; Ρε, αν συνεχίσεις έτσι, θα σε πετάξω από το σπίτι!Ακούς;» είπε και χτύπησε την πόρτα δυνατά, κάνοντας τασκισμένα κομμάτια της ζωγραφιάς του να πετάνε στον αέρα.Μέρες μετά θυμάται τη μάνα του να ξενυχτάει μαζί του α-γκαλιά, για να ξαναφτιάξουνε την ιστορία του Πέτρου απότην αρχή. 

Θυμάται ακόμα και εκείνη τη βραδιά που ήρθε με μαυρι-σμένο  το μάτι  της δίπλα  του  και  κάθισε αμίλητη.  Εκείνοςέβγαλε ένα λευκό χαρτί και της ζωγράφισε την ιστορία τηςΗρώς. Δάκρυσε σαν είδε και άκουσε την ιστορία της και τουέδωσε  ένα φιλί  στο μάγουλο. Τότε ήταν που θύμωσε πιοπολύ. Δεν μπορούσε να αντέξει άλλο ετούτη τη ζωή για τημάνα του και για εκείνον και τούτη την παραίτηση. Την πα-ραίτηση δεν άντεχε περισσότερο. 

Ήταν ένα βράδυ παγωμένο και εκείνος είχε πέσει με ταμούτρα για να φτιάξει εκείνο το όμορφο σπίτι που ετοίμαζεο παππούς Οδυσσέας, έκπληξη για τον εγγονό του το Φώτη.Τον  είχε συνεπάρει  το  ταξίδι  στη Σαντορίνη,  ο  γελαστόςπαππούς, τα εισιτήρια μέσα στην άδεια κορνίζα. Σαν άκουσετην πόρτα κάτω, ταράχτηκε. Ήταν πάλι μεθυσμένος και βί-αιος. Άρχισε να της φωνάζει. Εκείνη του έβαζε να φάει καιαυτός συνέχιζε να τη μειώνει για το άθλιο φαγητό της, γιατη βρώμικη κουζίνα. Αυτό ήταν, δεν μπορούσε άλλο να τοανεχτεί. Πέταξε τις μπογιές του και τα μολύβια του και πήρεφόρα για την κουζίνα. Καπνισμένος και κοκκινισμένος πήρετο πιάτο με το φαΐ του και του το έφερε στο κεφάλι. 

«Αν δε σου αρέσει το φαγητό, να πας πάλι στην ταβέρναπου μπεκροπίνεις να σε ταΐσουν. Δεν είναι δούλος σου κα-νείς, το κατάλαβες; Τη μάνα μου δε θα την ξανακτυπήσεις

112

Μάχη Τζουγανάκη

Page 113: 23 & 1 σταθμοί ebook

με τα βρωμόχερά σου!» του είπε με δυνατή φωνή τρέμονταςολόκληρος.

Η μάνα του τον κοίταζε έντρομη. Πήγε να τον τραβήξειαπό μπροστά από τον άντρα της, να προλάβει το κακό, αλλάο γιος της έμενε ακούνητος σαν πέτρα. Ο άντρας της σηκώ-θηκε από το τραπέζι θεριό ανήμερο και μούγκριζε. Αντί ναπέσει πάνω του να του επιτεθεί, πήγε στο δωμάτιό του. Τότεη μάνα του τού έκανε νόημα να φύγει από το σπίτι ξέρονταςτι θα ακολουθήσει... 

«Όχι, μάνα! Όχι άλλη φυγή! Δε θα είσαι πάντα το θύμαεδώ μέσα! Δεν μπορώ να το ανεχτώ άλλο!» της έλεγε δυνατάγια να τον ακούει.

Νόμιζε πως τον είχε νικήσει. Πως πήγε και κρύφτηκε στοδωμάτιο νικημένος. Πού να νικήσεις όμως ένα τέτοιο γου-ρούνι... Βγήκε ξανά από το δωμάτιο με το κυνηγητικό τουόπλο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το κακό είχε γίνει. Δυοσφαίρες ήταν αρκετές.

Δεν  τον  ξανάδε από  τότε.  «Να σαπίσει  στη φυλακή  τοκτήνος» λέγανε όλοι όσοι τον ξέρανε. Το  ίδιο επιθυμούσεκαι εκείνος.

Τα χρόνια πέρασαν, η ζωή άρχισε επιτέλους να κυλά πιοήρεμα. Η μάνα  του  είχε αρχίσει  να  επανέρχεται μετά απότόσα ψυχοφάρμακα. Πλέον η ζωή της ήταν «φυσιολογική»,οι γιατροί σταμάτησαν και όλα μείνανε πίσω. 

«Τι σκέφτεσαι τόση ώρα, αγάπη μου;» τον ρώτησε γλυκά.«Τίποτα, μάνα, να... λέω να βάλω και μια τελευταία στον

τοίχο. Έναν Ωκεανό. Και να τον γεμίσω με βαρκούλες. Κάθεμια να έχει κι από ένα όνομα. Ο Διαμαντής, ο Αποστόλης, ηΡωξάνη... Θα βάλω και μια βάρκα μικρή που να έχει το όνο-μά σου. Δε γίνεται να μην έχω το μάνατζερ μου σε μια βάρκαέστω, ε;» της είπε πονηρά.

Εκείνη τον κοίταζε βουρκωμένη. Του χάιδεψε την πλάτηκαι ύστερα του είπε τρυφερά:

113

23 & 1 σταθμοί

Page 114: 23 & 1 σταθμοί ebook

«Πολύ ωραία  ιδέα. Η μάνατζερ  είναι  πολύ περήφανη!Όμως ήρθε η ώρα να φάει και κάτι ο ζωγράφος μου, ε; Ναπάρει δυνάμεις!» 

Προχώρησε για την κουζίνα και εκείνος έστριψε τις ρόδεςτου αναπηρικού καροτσιού με τα δυνατά του χέρια, για νακατευθυνθεί προς τα εκεί. Σαν έφτασε στην πόρτα του δω-ματίου του, γύρισε άλλη μία φορά να κοιτάξει τον τοίχο. Στηθέση που περίμενε το νέο του έργο, είδε ξανά εκείνον τονάγγελο και τη μαύρη φιγούρα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα,με μια τεράστια ορμή ο Ωκεανός του έβαλε στη βάρκα τονάγγελο και βούλιαξε με βία τη μαύρη φιγούρα. Στον πάτοτης θάλασσας ένας πεινασμένος καρχαρίας τον κατασπάρα-ζε. Τον εκλιπαρούσε να τον σώσει. Μα εκείνος τον κοίταζεαπλά να πεθαίνει. 

Από  τις  γύρω βάρκες σηκώθηκαν  λευκά πανιά  εορτα-στικά. 24 καρδιές χειροκροτούσαν για την ευτυχή κατάληξη.24 διαφορετικές ιστορίες συνθέταν ένα ολοζώντανο παζλ.Τα θέλω και τα πρέπει. Τα όχι και τα ναι. Το παρελθόν, το πα-ρόν και το μέλλον. 

Διαφορετικές καρδιές σίγουρα. Με καμία συγγένεια. Μαόλες χτυπάγανε δυνατά στο δίκαιο που ορίζει η καρδιά. Μετη συγγένεια  της αγάπης  και  μόνο. Θερμοί  υποστηρικτέςετούτου του κινήματος. Με τα λευκά τους πανιά -εκείνα τηςσυμπαράστασης- υψωμένα.

Ο Ωκεανός της αγάπης χαμογέλασε. Οι 24 καρδιές ταξι-δεύανε πάνω του, γυρεύοντας εκείνο το καλύτερο μέλλον.Χτύπαγαν όλες δυνατά. 

Αποστόλης,  Βασίλης,  Γιώργος, Διαμαντής,  Έσμα,  Ζωή,Ηρώ, Θεμιστοκλής, Ιγκόρ, Κυρά, Λίνα, Μανώλης, Νιόβη, Ξε-νοφών, Ορέστης, Πέτρος, Ρωξάνη, Σίφης, Τιμολέων, Υάκιν-θος, Φώτης, Χλόη, Ψαριανός, βάρκες σε έναν Ωκεανό γεμάτοαπό νέους παλμούς.

Άνθρωποι σαν όλους μας, αποφάσεις που σημαδεύουν,

114

Μάχη Τζουγανάκη

Page 115: 23 & 1 σταθμοί ebook

συνθήκες που καθορίζουν την ιστορία μας, όπως η μοίρα,η καρδιά, η επιθυμία...

«Ας είμαστε ενωμένοι σε τούτο το ταξίδι...» ψιθύρισε τρυ-φερά στους ήρωες του τοίχου του και τους έκλεισε το μάτι.

115

23 & 1 σταθμοί

Page 116: 23 & 1 σταθμοί ebook

116

Μάχη Τζουγανάκη23 &1 σταθμοί

ISBN: 978-618-81935-0-5© Μάχη ΤζουγανάκηΑθήνα, 2015

επιμέλεια έκδοσης: Δήμος Χλωπτσιούδηςεπιμέλεια εξωφύλλου: Κώστας Θερμογιάννηςe-mail: [email protected]

[Αναφορά προέλευσης ,Μη Εμπορική Χρήση,Παρόμοια Διανομή]

___________________Η συλλογή διηγημάτων “23 & 1 σταθμοί” εκτυπώθηκε σεπεριορισμένο αριθμό αντιτύπων και  διανέμεται  ελεύ-θερα στο διαδίκτυο με άδεια Creative Commons. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση και η αποσπασματική πα-ρουσίαση με την υποχρέωση αναφοράς του ονόματοςτης συγγραφέως. Το έργο διατίθεται μόνο για μη εμπο-ρική χρήση.

Page 117: 23 & 1 σταθμοί ebook
Page 118: 23 & 1 σταθμοί ebook

23&1 γράμματα δίχως καμιά συγγένεια, παρά μόνο τη λογικήτους συνέχεια στο Αλφάβητο της Ζωής.

23&1 καρδιές αναζητούν την ευτυχή κατάληξη στο ταξίδι που τουςορίζει η μοίρα.

23&1 πρόσωπα ακολουθούν το δίκαιο που ορίζει η καρδιά τους, συν-θέτοντας ένα ζωντανό παζλ.

Με βαλίτσες από θέλω και πρέπει. Από όχι και ναι. Με εισιτήριααπό το παρελθόν, το παρόν ή και το μέλλον. Διαλέγουν διαφορετικάβαγόνια, αποβιβάζονται σε διαφορετικούς σταθμούς.

Ο προορισμός όμως ένας. Όπως και η Ζωή…