2. Η ομή ης γρμανικής πρόαη ς και η 1ιρά 2ων όρων 1ις ......

50
1 2. Η δομή της γερμανικής πρότασης και η σειρά των όρων στις περιγραφικές γραμματικές Στόχος του κεφαλαίου είναι η περιγραφική προσέγγιση της προτασικής δομής και της σειράς των όρων βάσει αντιπροσωπευτικών περιγραφικών γραμματικών της γερμανικής γλώσσας. Αρχικά (κεφ. 2.1) παρουσιάζονται βασικές έννοιες που σχετίζονται αφενός με τις ιδιαιτερότητες της γερμανικής γλώσσας ως προς τη σειρά των βασικών όρων στους διάφορους τύπους πρότασης και τα είδη προτάσεων και αφετέρου με τους παράγοντες που επηρεάζουν τη διάταξη των όρων. Στη συνέχεια (κεφ. 2.2) γίνεται διάκριση σε βασικές, ουδέτερες και μη ουδέτερες, χαρακτηρισμένες διατάξεις, ενώ αναπτύσσονται ξεχωριστά τα φαινόμενα της θεματοποίησης, της εστίασης και της εκτόπισης. Τέλος (κεφ. 2.3), γίνεται μια πολύ σύντομη αναφορά σε άλλους παράγοντες που καθορίζουν την τοποθέτηση ενός όρου σε συγκεκριμένη θέση στην πρόταση. Στην παρουσίαση των ανωτέρω επιμέρους ζητημάτων δεν ακολουθείται η μεθοδολογία των γραμματικών που εξετάζονται. Αντίθετα, επιλέγεται συγκεκριμένη μεθοδολογία η οποία οδηγεί στη συστηματοποίηση των περιγραφών κατά τέτοιον τρόπο, ούτως ώστε να συμβάλει τόσο στην εξαγωγή συμπερασμάτων (κεφ. 2.4) όσο και στην αποτίμησή τους (κεφ. 2.5). Όσον αφορά τα παραδείγματα που χρησιμοποιούνται, υιοθετούνται σε γενικές γραμμές τα παραδείγματα των γραμματικών. Ωστόσο, αυτά τροποποιούνται σε ορισμένες περιπτώσεις, ώστε να περιλαμβάνουν τους βασικούς όρους της πρότασης, δηλαδή υποκείμενο (Υ), ρήμα (Ρ), άμεσο και έμμεσο αντικείμενο (ΑΑ, ΕΑ), ενώ παράλληλα παρατίθενται επιπλέον παραδείγματα, όπου κρίνεται απαραίτητο, για την αποσαφήνιση των δομών. Στις γραμματικές της Γερμανικής η προτασική δομή συνεξετάζεται με τη σειρά των όρων, καθώς αποτελούν αλληλένδετα ζητήματα, που αφορούν σε ιδιαιτερότητες της γερμανικής γλώσσας. Μια πρώτη διάσταση των ιδιαιτεροτήτων γίνεται αντιληπτή από την απλή σύνταξη των βασικών όρων. Ο Krifka (2000-1: 21- 22), στηριζόμενος στον Greenberg (1963/6) 1 , κατατάσσει τη Γερμανική σε έναν μεικτό τύπο γλώσσας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Αφενός διότι παρουσιάζει σχετική 1 Ο Greenberg (1963/6) στο άρθρο του “Some universals of grammar with particular reference to the order of meaningful elements” εξετάζει μια σειρά από γλώσσες (30 γλώσσες) και προσπαθεί να διατυπώσει καθολικότητες που τις διέπουν. Σε αυτές συμπεριλαμβάνει και τη σειρά των όρων.

Transcript of 2. Η ομή ης γρμανικής πρόαη ς και η 1ιρά 2ων όρων 1ις ......

1

2. Η δομή της γερμανικής πρότασης και η σειρά των όρων στις

περιγραφικές γραμματικές

Στόχος του κεφαλαίου είναι η περιγραφική προσέγγιση της προτασικής δομής και της

σειράς των όρων βάσει αντιπροσωπευτικών περιγραφικών γραμματικών της

γερμανικής γλώσσας. Αρχικά (κεφ. 2.1) παρουσιάζονται βασικές έννοιες που

σχετίζονται αφενός με τις ιδιαιτερότητες της γερμανικής γλώσσας ως προς τη σειρά

των βασικών όρων στους διάφορους τύπους πρότασης και τα είδη προτάσεων και

αφετέρου με τους παράγοντες που επηρεάζουν τη διάταξη των όρων. Στη συνέχεια

(κεφ. 2.2) γίνεται διάκριση σε βασικές, ουδέτερες και μη ουδέτερες, χαρακτηρισμένες

διατάξεις, ενώ αναπτύσσονται ξεχωριστά τα φαινόμενα της θεματοποίησης, της

εστίασης και της εκτόπισης. Τέλος (κεφ. 2.3), γίνεται μια πολύ σύντομη αναφορά σε

άλλους παράγοντες που καθορίζουν την τοποθέτηση ενός όρου σε συγκεκριμένη

θέση στην πρόταση.

Στην παρουσίαση των ανωτέρω επιμέρους ζητημάτων δεν ακολουθείται η

μεθοδολογία των γραμματικών που εξετάζονται. Αντίθετα, επιλέγεται συγκεκριμένη

μεθοδολογία η οποία οδηγεί στη συστηματοποίηση των περιγραφών κατά τέτοιον

τρόπο, ούτως ώστε να συμβάλει τόσο στην εξαγωγή συμπερασμάτων (κεφ. 2.4) όσο

και στην αποτίμησή τους (κεφ. 2.5).

Όσον αφορά τα παραδείγματα που χρησιμοποιούνται, υιοθετούνται σε γενικές

γραμμές τα παραδείγματα των γραμματικών. Ωστόσο, αυτά τροποποιούνται σε

ορισμένες περιπτώσεις, ώστε να περιλαμβάνουν τους βασικούς όρους της πρότασης,

δηλαδή υποκείμενο (Υ), ρήμα (Ρ), άμεσο και έμμεσο αντικείμενο (ΑΑ, ΕΑ), ενώ

παράλληλα παρατίθενται επιπλέον παραδείγματα, όπου κρίνεται απαραίτητο, για την

αποσαφήνιση των δομών.

Στις γραμματικές της Γερμανικής η προτασική δομή συνεξετάζεται με τη

σειρά των όρων, καθώς αποτελούν αλληλένδετα ζητήματα, που αφορούν σε

ιδιαιτερότητες της γερμανικής γλώσσας. Μια πρώτη διάσταση των ιδιαιτεροτήτων

γίνεται αντιληπτή από την απλή σύνταξη των βασικών όρων. Ο Krifka (2000-1: 21-

22), στηριζόμενος στον Greenberg (1963/6)1, κατατάσσει τη Γερμανική σε έναν

μεικτό τύπο γλώσσας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Αφενός διότι παρουσιάζει σχετική

1 Ο Greenberg (1963/6) στο άρθρο του “Some universals of grammar with particular reference to the

order of meaningful elements” εξετάζει μια σειρά από γλώσσες (30 γλώσσες) και προσπαθεί να

διατυπώσει καθολικότητες που τις διέπουν. Σε αυτές συμπεριλαμβάνει και τη σειρά των όρων.

2

ελευθερία στη σειρά των όρων, έχοντας ως βασική τη σειρά Υ-Ρ-Α (1), ενώ και η

σειρά Α-Ρ-Υ (2) είναι επίσης γραμματική. Αφετέρου διότι η βασική αυτή σειρά δεν

ισχύει στις δευτερεύουσες προτάσεις, οι οποίες εμφανίζουν την υποχρεωτική διάταξη

(Υ-Α-Ρ) (3):

(1) Der Junge besteigt den Berg.

(2) Den Berg besteigt der Junge.

(3) Hans weiß, dass der Junge den Berg besteigt.

Ξεκινώντας από τις ανωτέρω γενικές διαπιστώσεις, οι διάφοροι μελετητές

επιχειρούν να ερμηνεύσουν την ιδιομορφία αυτή της γερμανικής πρότασης.

Ειδικότερα, οι Sommerfeld & Starke (1998: 244-245) αναφέρουν ότι αυτή συνίσταται

στη διάκριση μεταξύ των συστατικών που έχουν τη δυνατότητα να μετακινηθούν και

εκείνων που κατέχουν πάντα μια συγκεκριμένη θέση. Έτσι, αφενός διαμορφώνονται

κανόνες οι οποίοι παρουσιάζουν συστηματικότητα, αφετέρου εμφανίζονται αρχές οι

οποίες επιλέγονται από τον ομιλητή ανάλογα με την εκάστοτε επικοινωνιακή

κατάσταση. Οι παράγοντες που, κατά τη γνώμη τους, επηρεάζουν τη σειρά των όρων

στη γερμανική πρόταση είναι οι εξής:

α) ο τύπος της πρότασης

β) το ρηματικό πλαίσιο

γ) το ρηματικό σθένος (διάκριση μεταξύ υποχρεωτικού και προαιρετικού όρου)

δ) η αξία του συστατικού (συντακτική και σημασιολογική)

ε) ο ρυθμός

στ) η πληροφοριακή αξία.

Οι Helbig & Buscha2 (1993: 564) συστηματοποιούν τους ανωτέρω

παράγοντες και τους συνοψίζουν σε τρεις, οι οποίοι αφορούν σε διαφορετικά

2 Στην εργασία μας συμπεριλαμβάνουμε τη γραμματική των Helbig & Buscha (Deutsche Grammatik),

παρόλο που φέρει τον υπότιτλο «Εγχειρίδιο για το μάθημα με αλλοδαπούς», διότι και οι δύο

συγγραφείς αφενός είναι διακεκριμένοι γερμανοί γλωσσολόγοι, αφετέρου η γραμματική τους δεν

υστερεί σε σχέση με άλλες επιστημονικές γραμματικές, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι

επιστημονικές εργασίες και γραμματικές παραπέμπουν στην εν λόγω γραμματική.

3

γλωσσικά επίπεδα: συντακτικούς, μορφολογικούς και επικοινωνιακούς.3 Οι

συντακτικοί παράγοντες ισχύουν πρωτίστως για το κατηγόρημα-ρήμα και τα μέρη

του (παρεμφατικό και απαρεμφατικό μέρος), ενώ οι μορφολογικοί παράγοντες

αφορούν στους υπόλοιπους όρους, πλην του κατηγορήματος. Βάσει αυτών των δύο

γραμματικών παραγόντων καθορίζεται η βασική / κανονική σειρά των όρων, η οποία

είναι εν μέρει υποχρεωτική και εν μέρει προαιρετική, ενώ οι επικοινωνιακοί

παράγοντες μπορούν να τροποποιήσουν αυτές τις κανονικότητες. Οι Drosdowski,

Müller, Scholze-Stubenrecht & Wermke4 (1995: 784) στη γραμματική τους τονίζουν

επίσης ότι αφετηρία για τον καθορισμό της διάταξης των όρων αποτελεί η σταθερή

θέση του κατηγορήματος και των μερών του.

Συνεπώς, πρέπει πρωτίστως να εξετασθούν οι συντακτικοί παράγοντες,

εφόσον η σειρά των όρων εξαρτάται από τους διαφορετικούς τύπους πρότασης που

είναι στενά συνδεδεμένες με το είδος τους.

2.1 Βασικές έννοιες

Στην ενότητα αυτή θα εξετασθούν αρχικά βασικές έννοιες που αφορούν στους

συντακτικούς παράγοντες σύμφωνα με τους οποίους διακρίνονται οι τύποι της

γερμανικής πρότασης· σε αυτούς ταξινομούνται τα διάφορα προτασικά είδη (κεφ.

2.1.1)5. Στη συνέχεια θα παρουσιασθούν βασικές έννοιες που αφορούν στην

πληροφοριακή-επικοινωνιακή οργάνωση της πρότασης (κεφ. 2.1.2).

2.1.1 Τύποι της γερμανικής πρότασης: ρηματικό πλαίσιο και τοπολογικά πεδία

Βασικό κριτήριο διάκρισης των προτασικών τύπων αποτελεί η σταθερή θέση του

κατηγορήματος, παρεμφατικός και απαρεμφατικός ρηματικός τύπος, οι οποίοι

3 Παρόμοιους παράγοντες που ρυθμίζουν τους κανόνες, οι οποίοι καθορίζουν τη διάταξη των

συστατικών αναφέρει και ο Engel (1991: 303), συμπληρώνοντας επίσης και την έκταση του

συστατικού (βλ. κεφ. 2.3). 4 Στο εξής θα αναφέρονται ως Drosdowski et al.

5 Όλες οι γραμματικές που χρησιμοποιούνται στο παρόν κεφάλαιο για την περιγραφή της πρότασης και

της σειράς των όρων έχουν ως αφετηρία τους ανωτέρω συντακτικούς παράγοντες: Drosdowski,

Müller, Scholze-Stubenrecht & Wermke: Duden Grammatik (1995: 784-785), Eisenberg (1989: 408-

415), Engel (1991: 303-306), Heidolph, Flämig & Motsch: Akademie-Grammatik (1984: 702 κ. εξ.),

Helbig & Buscha (1993: 564-569), Sommerfeldt & Starke (1998: 244 κ. εξ.) και Zifonun, Hoffman &

Strecker (1997: 1498 κ. εξ.).

4

συντελούν στη δημιουργία του ρηματικού πλαισίου (verbaler Rahmen) και των

τοπολογικών πεδίων (topologische Felder) που απορρέουν από αυτό.

2.1.1.1 Οι τύποι της γερμανικής πρότασης και το ρηματικό πλαίσιο

Στη γερμανική γλώσσα διακρίνουμε τους εξής τρεις τύπους πρότασης στους οποίους

το παρεμφατικό ρήμα κατέχει συγκεκριμένη θέση στην πρόταση: την πρώτη θέση

(Ρ1), τη δεύτερη θέση (Ρ2) και την τελευταία θέση (Ρ-τέλος).6 Στους τύπους αυτούς

αντιστοιχούν τα διάφορα προτασικά είδη:

α) 1ος

Τύπος (Ρ2: παρεμφατικό ρήμα στη δεύτερη θέση)

Σύμφωνα με τον πρώτο τύπο (Helbig & Buscha 1993: 565) σχηματίζονται οι

δηλωτικές προτάσεις (4α), οι ερωτήσεις μερικής αγνοίας που εισάγονται με

ερωτηματικό στοιχείο (4β) και οι προτάσεις σε θέση υποκειμένου ή αντικειμένου που

δεν εισάγονται με σύνδεσμο (4γ)7:

(4) α. Peter liest ein Βuch.

β. Was liest er?

γ. Ich denke, er liest das Buch noch.

β) 2ος

Τύπος (Ρ1: παρεμφατικό ρήμα στην πρώτη θέση)

Σύμφωνα με τον δεύτερο τύπο (Helbig & Buscha 1993: 565) σχηματίζονται οι

ερωτήσεις ολικής αγνοίας που δεν εισάγονται με ερωτηματικό στοιχείο (5α), οι

προτάσεις προστακτικής (5β), οι δευτερεύουσες προτάσεις που δεν εισάγονται με

σύνδεσμο (υποθετικές και παραχωρητικές) (5γ) και οι κύριες προτάσεις που έπονται

των δευτερευουσών (5δ)8:

(5) α. Liest er das Buch?

β. Lies das Buch!

6 Στους Drosdowski et al. (1995: 787) συναντούμε τους όρους Kernsatz, Stirnsatz, Spannsatz για τους

τρεις τύπους αντίστοιχα. 7 Οι Drosdowski et al. (1995: 784-785) αναφέρουν επίσης και ερωτήσεις ολικής αγνοίας, καθώς και

επιφωνηματικές προτάσεις και προτάσεις επιθυμίας, ενώ οι Heidolph et al. (1984: 705) συμπληρώνουν

και προτάσεις προστακτικής. 8 Οι Drosdowski et al. (1995: 784-785) αναφέρουν επίσης επιφωνηματικές προτάσεις και προτάσεις

επιθυμίας που εκφράζουν το μη πραγματικό.

5

γ. Habe ich am Wochenende Zeit, lese ich das Buch.

δ. Wenn er Ζeit hat, liest er das Buch.

γ) 3ος

Τύπος (Ρ-τέλος: παρεμφατικό ρήμα στην τελευταία θέση)

Κατά τον τρίτο τύπο (Helbig & Buscha 1993: 565) σχηματίζονται όλες οι

δευτερεύουσες προτάσεις (6)9:

(6) α. Ich weiß, dass er das Buch liest.

β. Ich habe ihn gefragt, wann er das Βuch endlich liest.

Οι ανωτέρω τύποι της γερμανικής πρότασης καθορίζονται με βάση τη θέση

του παρεμφατικού ρήματος. Αναφορικά με τα υπόλοιπα μέρη του κατηγορήματος, οι

Helbig & Buscha (1993: 565-566) διακρίνουν ανάμεσα σε γραμματικό μέρος του

κατηγορήματος (grammatischer Prädikatsteil) και σε λεξικό (lexikalischer

Prädikatsteil). Στο γραμματικό μέρος περιλαμβάνονται οι απαρεμφατικοί τύποι,

απαρέμφατα και μετοχές, ενώ στο λεξικό μέρος περιλαμβάνονται τα προθήματα

(άκλιτα μέρη) των χωριζόμενων ρημάτων (trennbare Verben). Η θέση των

απαρεμφατικών τύπων10

καθορίζεται επίσης σύμφωνα με τους τρεις τύπους πρότασης

και έχει ως αποτέλεσμα μια ακόμη χαρακτηριστική ιδιότητα της γερμανικής

πρότασης, τον σχηματισμό του ρηματικού πλαισίου (verbaler Rahmen)11

.

Συγκεκριμένα, στον πρώτο τύπο οι απαρεμφατικοί τύποι καταλαμβάνουν την

τελευταία θέση της πρότασης (7), στον δεύτερο τύπο καταλαμβάνουν επίσης την

τελευταία θέση (8), ενώ στον τρίτο τύπο τοποθετούνται την προτελευταία θέση της

πρότασης, αμέσως πριν από το παρεμφατικό ρήμα (9).

1ος

Τύπος – Ρ2

(7) α. Peter hat ein Buch gelesen.

β. Peter schreibt einen Text ab.

9 Οι Drosdowski et al. (1995: 784-785) αναφέρουν επίσης επιφωνηματικές προτάσεις και προτάσεις

επιθυμίας που εκφράζουν το μη πραγματικό. 10

Στο εξής και τα δύο είδη κατηγορήματος θα αναφέρονται ως απαρεμφατικοί τύποι. 11

Οι προαναφερθείσες γραμματικές, ανεξάρτητα από την ορολογία που χρησιμοποιούν, κάνουν λόγο

για την ιδιότητα αυτή της γερμανικής πρότασης. Στους Drosdowski et al. (1995: 787 κ. εξ.) και στον

Engel (1991: 304 κ. εξ.) βρίσκουμε τον όρο Satzklammer (προτασική αγκύλη), ενώ οι Sommerfeldt &

Starke (1998: 245) το ονομάζουν prädikativer Rahmen (πλαίσιο κατηγορήματος).

6

2ος

Τύπος – Ρ1

(8) α. Hat Peter ein Buch gelesen?

β. Schreibt Peter einen Text ab?

3ος

Τύπος – Ρ-τέλος

(9) α. ..., dass Peter ein Buch gelesen hat.

β. ..., dass Peter einen Text abschreibt12

.

Το ρηματικό πλαίσιο σχηματίζεται από την υποχρεωτική θέση των μερών του

κατηγορήματος, που είναι μεν διαφορετική, αλλά σταθερή για κάθε τύπο πρότασης.

Αποτελείται από το αριστερό μέρος ή αριστερή προτασική αγκύλη (παρεμφατικό

ρήμα) και από το δεξιό μέρος ή δεξιά προτασική αγκύλη (απαρεμφατικός ρηματικός

τύπος). Σε αυτό εσωκλείονται οι υπόλοιποι όροι της πρότασης που δεν ανήκουν στο

κατηγόρημα13

.

Ωστόσο, όπως φαίνεται από τα ανωτέρω παραδείγματα, είναι αμφίβολη η

ύπαρξη του ρηματικού πλαισίου, τόσο ως προς το αριστερό όσο και ως προς το δεξιό

μέρος του πλαισίου. Συγκεκριμένα, στον τρίτο τύπο πρότασης το παρεμφατικό και

απαρεμφατικό ρήμα κατέχουν από κοινού την τελευταία θέση. Οι Helbig & Buscha

(1993: 566-567) υποστηρίζουν, όμως, ότι ο σύνδεσμος ή η αντωνυμία που εισάγει τη

δευτερεύουσα πρόταση είναι δυνατόν να αναλάβει τον ρόλο του αριστερού μέρους

του πλαισίου.14

Οι Sommerfeldt & Starke (1998: 246) ισχυρίζονται περαιτέρω ότι

υπάρχουν και προτάσεις χωρίς ρηματικό πλαίσιο (έλλειψη δεξιού μέρους) στην

περίπτωση που το κατηγόρημα αποτελείται μόνον από ένα παρεμφατικό ρήμα (βλ.

4α), ενώ οι Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1649) κάνουν λόγο για εικονική

δεξιά προτασική αγκύλη (virtuelle rechte Satzklammer) σε τέτοιες περιπτώσεις.15

12

Στην περίπτωση των χωριζόμενων ρημάτων το πρόθημα εμφανίζεται ενωμένο με το παρεμφατικό

ρήμα στην τελευταία θέση. 13

Για την ανάπτυξη του προβληματισμού σχετικά με το κατηγόρημα και τα στοιχεία που περιλαμβάνει

βλ. Τσόκογλου (1998: 32-44) και (2001). 14

Οι Drosdowski et al. (1995: 788) υποστηρίζουν ότι στην περίπτωση των αναφορικών προτάσεων τα

αντωνυμικά στοιχεία, που εισάγουν τη δευτερεύουσα πρόταση, δεν κατέχουν την αριστερή θέση του

πλαισίου/αγκύλης, η οποία παραμένει κενή, αλλά την αμέσως προηγούμενη θέση του προσθίου

πεδίου: Ich frage mich, welches Buch Ø ich wählen soll. 15

Οι Helbig & Buscha (1993: 567) αναφέρουν για το δεξιό μέρος του ρηματικού πλαισίου ότι, εκτός

από τα απαρέμφατα, τις μετοχές και τα προθήματα των χωριζόμενων ρημάτων, υπάρχουν και άλλα

στοιχεία που μπορούν να καταλάβουν την τελευταία θέση και να κλείσουν το ρηματικό πλαίσιο

ελλείψει απαρεμφατικού τύπου, όπως π.χ. το κατηγορούμενο σε προτάσεις με συνδετικά ρήματα,

υποχρεωτικά τοπικά συμπληρώματα, ονοματικές φράσεις που σχηματίζουν μια ενότητα με το ρήμα

καθώς και η άρνηση. Πρβλ. επίσης Sommerfeldt & Starke (1998: 247).

7

2.1.1.2 Τα τοπολογικά πεδία στην πρόταση

Αποτέλεσμα του σχηματισμού του ρηματικού πλαισίου είναι η δημιουργία των

τοπολογικών πεδίων (topologische Felder)16

. Συγκεκριμένα, ως προς τον 1ο τύπο

πρότασης διαμορφώνονται τα εξής τοπολογικά πεδία:

α) το πρόσθιο πεδίο (Vorfeld)17

, το οποίο βρίσκεται αριστερά του

παρεμφατικού ρήματος,

β) το μεσαίο πεδίο (Mittelfeld), το οποίο αφορά στα στοιχεία που

εμφανίζονται εντός του ρηματικού πλαισίου, δηλαδή ανάμεσα στον παρεμφατικό και

τον απαρεμφατικό ρηματικό τύπο,

γ) το οπίσθιο πεδίο (Nachfeld), το οποίο βρίσκεται δεξιά του απαρεμφατικού

τύπου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τοπολογικά πεδία αποδεικνύονται επίσης

αμφιλεγόμενα, εφόσον δεν πραγματώνονται και στους τρεις τύπους προτάσεων.

Ειδικότερα, το πρόσθιο πεδίο εμφανίζεται μόνον στον πρώτο τύπο πρότασης, ενώ για

τους άλλους δύο τύπους είτε δεν μπορεί να υποστηριχθεί η ύπαρξή του είτε πρέπει να

θεωρηθεί κενό. Το μεσαίο πεδίο αφορά σε όλους τους τύπους, ενώ η κατάληψη του

οπισθίου πεδίου δεν είναι πάντα υποχρεωτική.18

Στη συνέχεια θα γίνει μια γενική αναφορά στα τοπολογικά πεδία και στα

συστατικά που τοποθετούνται σε αυτά, ενώ πιο αναλυτικά στις ιδιότητές τους θα

αναφερθούμε σε επόμενα κεφάλαια.

α) Το πρόσθιο πεδίο

Βασική ιδιότητα του προσθίου πεδίου αποτελεί το γεγονός ότι ένα μόνο συστατικό

μπορεί κάθε φορά να καταλαμβάνει αυτή τη θέση (Eisenberg 1989: 412)19

. Αυτό

μπορεί να είναι οποιοδήποτε συστατικό (10), υποχρεωτικός ή προαιρετικός όρος,

ακόμη και το απαρεμφατικό ρήμα (10ε). Εδώ παραθέτουμε ένα παράδειγμα με

16

Τον όρο αυτόν συναντούμε στον Eisenberg (1989: 408 κ. εξ.), ενώ στους Drosdowski et al. (1995:

787 κ. εξ.) συναντούμε τον όρο Stellungsfelder. Η ιδέα ότι στη γερμανική πρόταση δημιουργούνται τα

τοπολογικά πεδία ανήκει στον Drach (1940), ο οποίος χώρισε τον 1ο τύπο πρότασης σε τρία πεδία

Vorfeld-Mitte-Nachfeld, αποδίδοντας στο παρεμφατικό ρήμα την κεντρική θέση. 17

Προβλέπεται επίσης ένα επιπλέον πεδίο πριν από το πρόσθιο, στο οποίο τοποθετούνται

παρατακτικοί σύνδεσμοι und, aber, denn (βλ. Eisenberg 1989: 410-411), οι οποίοι δεν θα μας

απασχολήσουν. Σχετικά με τη θέση πριν από το πρόσθιο πεδίο, βλ. τις δομές εκτόπισης (κεφ. 2.2.4). 18

Πρβλ. Eisenberg (1989: 398) για σχετική κριτική. 19

Πρβλ. και Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1583) για παρόμοιες παρατηρήσεις αναφορικά με

την κατάληψη του προσθίου πεδίου.

8

παρεμφατικό ρήμα και απαρεμφατικό τύπο, υποκείμενο, άμεσο και έμμεσο

αντικείμενο καθώς και έναν επιρρηματικό χρονικό προσδιορισμό20

:

(10) α. Irene hat ihm den Stern am Morgen gezeigt.

β. Ihm hat Irene den Stern am Morgen gezeigt.

γ. Den Stern hat Irene ihm am Morgen gezeigt.

δ. Am Morgen hat Irene ihm den Stern gezeigt.

ε. Gezeigt hat Irene ihm den Stern am Morgen.

Εντούτοις, δεν αντιπροσωπεύουν όλες οι προτάσεις στο (10) την βασική, ουδέτερη

σειρά ή αλλιώς δεν έχουν την ίδια πληροφοριακή αξία, όπως θα σχολιάσουμε

παρακάτω. Επιπλέον, θα διαπιστώσουμε ότι το πρόσθιο πεδίο μπορεί με ορισμένους

περιορισμούς να καταληφθεί από περισσότερους όρους (Πρβλ. Eisenberg 1989: 412-

413).

Το πρόσθιο πεδίο μπορεί, επίσης, στην περίπτωση που δεν έχουμε ουδέτερη

σειρά, να καταληφθεί από μια δευτερεύουσα πρόταση (11α), της οποίας η θέση είναι

κανονικά στο οπίσθιο πεδίο (11β) (Eisenberg 1989: 413):

(11) α. Ob er mitmacht, haben wir ihn gefragt.

β. Wir haben ihn gefragt, ob er mitmacht.

β) Το οπίσθιο πεδίο

Η δημιουργία του οπισθίου πεδίου είναι άμεσα συνυφασμένη με το ρηματικό πλαίσιο.

Από συντακτικής άποψης, η κατάληψη του οπισθίου πεδίου βασίζεται στην ιδέα ότι η

πρόταση στον 1ο τύπο ουσιαστικά τελειώνει / κλείνει με το ρηματικό πλαίσιο.

Πρόκειται δηλαδή για την τοποθέτηση συστατικών εκτός του ρηματικού πλαισίου,

μετά τον απαρεμφατικό τύπο του ρήματος.

Στις διάφορες γραμματικές που εξετάζονται χρησιμοποιούνται διαφορετικοί

όροι κατά την περιγραφή του. Συγκεκριμένα, στους Drosdowski et al. (1995: 790-

791) συναντούμε τον όρο Αusklammerung (=εξαγκύλωση) κατ’ αντιστοιχία με τον

όρο Satzklammer (προτασική αγκύλη) που υιοθετούν για το ρηματικό πλαίσιο, στους

Helbig & Buscha (1993: 568-569) συναντούμε τον όρο Ausrahmung (=εκπλαισίωση)

20

Το παράδειγμα είναι μια παραλλαγή παραδείγματος από τον (Eisenberg 1989: 410-411).

9

κατ’ αντιστοιχία με τον όρο verbaler Rahmen, στους Sommerfeldt & Starke (1998:

249-251) αναφέρονται οι όροι Ausrahmung και Nachtrag (=συμπλήρωση) με κάποια

διαφοροποίηση μεταξύ τους, ενώ στη γραμματική των Heidolph, Flämig & Motsch21

(1984: 759-764), όπου δεν υποστηρίζεται η ύπαρξη οπισθίου πεδίου στη βασική

σειρά των όρων, τα συστατικά που βρίσκονται μετά τον απαρεμφατικό τύπο

αντιμετωπίζονται ως συστατικά που έχουν υποστεί εκτόπιση (Extraposition) (βλ. κεφ.

2.2.4).22

Ο Eisenberg (1989: 414) σημειώνει ότι η περιγραφή του οπισθίου πεδίου είναι

δύσκολη, διότι συχνά στην ύπαρξή του αποδίδονται επικοινωνιακοί-πραγματολογικοί

λόγοι. Οι Drosdowski et al. (1995: 790-791) ισχυρίζονται ότι η παρουσία συστατικών

στο οπίσθιο πεδίο δεν είναι ποτέ γραμματικά υποχρεωτική, αλλά οφείλεται σε

υφολογικούς λόγους. Οι Helbig & Buscha (1993: 568-569), περιγράφοντας το

οπίσθιο πεδίο, διαφοροποιούν την περίπτωση κατά την οποία η παρουσία συστατικών

οφείλεται σε γραμματικούς-συντακτικούς λόγους (γραμματικοποιημένη περίπτωση)

από εκείνη κατά την οποία η παρουσία τους οφείλεται σε επικοινωνιακούς λόγους

(υφολογική περίπτωση).23

Η γραμματικοποιημένη περίπτωση συνιστά πλέον φυσική σειρά των σχετικών

όρων και αφορά στις δομές σύγκρισης (12), στις δευτερεύουσες προτάσεις (13) και

στις διευρυμένες ή μη απαρεμφατικές προτάσεις (14) (Helbig & Buscha 1993: 568-

569):

(12) Du hast dich benommen wie ein kleines Kind.

(13) Wir sind (deshalb) nicht gefahren, weil das Wetter so schlecht war.

(14) α. Es hat aufgehört zu regnen.

β. Erst nach einer Woche war er imstande, sich allein in der Stadt

zurechtzufinden.

Η δεύτερη περίπτωση, η υφολογική, καθορίζεται από την πρόθεση του

ομιλητή και εξυπηρετεί επικοινωνιακούς σκοπούς. Αφορά κυρίως στις προθετικές

21

Στο εξής θα αναφέρονται ως Heidolph et al. 22

Σε πολλές γραμματικές αναφέρονται οι παραπάνω όροι εναλλακτικά. 23

Οι Eisenberg (1989: 414-417) και Engel (1991: 316-318) δεν παίρνουν θέση επί του θέματος, απλώς

το περιγράφουν.

10

φράσεις και επιλέγεται όταν: α) η έκταση των όρων ανάμεσα στο παρεμφατικό ρήμα

και τον απαρεμφατικό τύπο είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ώστε προκύπτει ο κίνδυνος της

έλλειψης συνοχής (15) και β) ο ομιλητής επιθυμεί να τονίσει / προβάλει έναν όρο

(16) (Helbig & Buscha 1993: 568-569).

(15) Die mikrolinguistische Beschränkung auf grammatische Strukturprinzipien von

Sätzen (und ihren Elementen) wird in zunehmendem Maße ersetzt durch

komplexere Fragestellungen (nicht nur im Sinne einer additiven Erweiterung

der Systemlinguistik, sondern...

(16) Ihr einziger Sohn ist gefallen in diesem furchtbaren Krieg.24

Ορισμένα συστατικά (Drosdowski et al. 1995: 791) δεν είναι δυνατόν (ή πολύ

σπάνια) να καταλάβουν το οπίσθιο πεδίο. Από τα καταγεγραμμένα παραδείγματα

μπορούμε να διαπιστώσουμε γενικά ότι πρόκειται για τα συστατικά που είναι

συμπληρώματα – υποχρεωτικοί όροι (π.χ. υποκείμενο, αντικείμενο και αντωνυμικοί

τύποι) (17)25

:

(17) * α. Ich habe getroffen den Chef. (Drosdowski et al. 1995: 791)

* β. Wir haben nicht gesehen sie.

Ο Engel (1991: 316) επισημαίνει ότι από τα συμπληρώματα (υποχρεωτικοί

όροι) στο οπίσθιο πεδίο μπορούν να τοποθετηθούν, εκτός από τα προτασικά

συμπληρώματα και τις δευτερεύουσες προτάσεις εν γένει, οι προθετικές φράσεις (18),

με ορισμένους όμως περιορισμούς, διότι δεν είναι αποδεκτές όλες οι περιπτώσεις

(19):26

24

Αξίζει να επισημάνουμε ότι παρόμοιο παράδειγμα όπως το (16) παραθέτουν και οι Drosdowski et al.

(1995: 790-791) σημειώνοντας ότι τα συστατικά τοποθετούνται στο οπίσθιο πεδίο, όταν ο ομιλητής

θεωρεί την πληροφορία ασήμαντη ή αντίθετα όταν θέλει να την προβάλει. Ως προς την ιδιότητα αυτή

του οπισθίου πεδίου υπάρχουν, συνεπώς, διαφορετικές απόψεις, η οποίες θα εξετασθούν παρακάτω

(βλ. κεφ. 2.2.4). 25

Πρβλ. σχετικά και Engel (1991: 316-318). Εδώ συμπεριλαμβάνει και την άρνηση. 26

O Engel (1991: 316-318) καταγράφει περιορισμένες περιπτώσεις συμπληρωμάτων που μπορούν να

καταλάβουν το οπίσθιο πεδίο, οι οποίες αναφέρθηκαν ήδη παραπάνω, ενώ αναφέρει και μια σειρά

προαιρετικών συστατικών (κυρίως επιρρηματικών προσδιορισμών) από τα οποία τα περισσότερα είναι

δυνατόν να εμφανισθούν στο οπίσθιο πεδίο. Πάντως δεν παρατηρείται απόλυτη συστηματικότητα στη

δυνατότητα ή μη εμφάνισης συστατικών στο οπίσθιο πεδίο.

11

(18) α. Keiner hat mehr gerechnet mit dieser Entwicklung.

β. Sie waren höchst verwundert über ihr Verhalten.

(19) * Sie wird es noch bringen zur Ministerin.

Αναφορικά με την ανωτέρω παρατήρηση, οι Sommerfeldt & Starke (1998:

249-251) διακρίνουν δύο ανάλογες δυνατότητες εκτόπισης συστατικών, τα οποία

μπορούν να καταλάβουν το οπίσθιο πεδίο. Για τη διάκριση αυτών των δυνατοτήτων

χρησιμοποιούν τους όρους Ausrahmung και Nachtrag (=συμπλήρωση), η διαφορά

των οποίων έγκειται στα εξής:

Στην πρώτη περίπτωση (Ausrahmung) τα συστατικά είναι στην

πραγματικότητα όροι που σχετίζονται με το ρηματικό πλαίσιο, είναι δηλαδή μέρη

αυτού, και το ρηματικό πλαίσιο «συνεχίζει να επιδρά». Οι συγγραφείς εννοούν ότι

υπάρχει συντακτική σύνδεση, εφόσον συμπεριλαμβάνουν στα συστατικά αυτά τις

δευτερεύουσες προτάσεις (13), τις απαρεμφατικές και μετοχικές δομές (14) καθώς

και τις συγκριτικές δομές (12) – υποχρεωτικά δηλαδή συστατικά.

Στη δεύτερη περίπτωση (Nachtrag) συγκαταλέγουν συστατικά τα οποία

λειτουργούν ως πρόσθετες, συμπληρωματικές πληροφορίες, οι οποίες προστίθενται,

αφού έχει ολοκληρωθεί το ρηματικό πλαίσιο – δεν υπάρχει δηλαδή άμεση

συντακτική σχέση (προαιρετικά συστατικά). Από τα παραδείγματα που παραθέτουν

αντιλαμβανόμαστε ότι αναφέρονται στις επεξηγήσεις (20)27

:

(20) Der Schiffsverkehr musste eingestellt werden, zuerst auf der Oder, dann auf der

Havel, schließlich auch auf der Elbe.

Οι Drosdowski et al. (1995: 790-791) αναφέρουν επιπλέον και την περίπτωση της

παράθεσης (Apposition)28

, η οποία μπορεί να τοποθετηθεί στο οπίσθιο πεδίο (21):

(21) ... so wurde eine vierte Volksschicht geschaffen, der sogenannte Pöbel.

Πιο αναλυτικά με την κατάληψη του οπισθίου πεδίου θα ασχοληθούμε στο κεφ.

2.2.4, όπου πραγματευόμαστε το φαινόμενο της εκτόπισης.

27

Πρβλ. Drosdowski et al. (1995: 790-791) για παραθέσεις στο οπίσθιο πεδίο. 28

Με τον όρο αυτόν στη γερμανική γλώσσα νοούνται τόσο η παράθεση όσο και η επεξήγηση.

12

γ) Το μεσαίο πεδίο

Το μεσαίο πεδίο περιλαμβάνει όλους τους υπόλοιπους όρους της πρότασης, όσους

δηλαδή δεν βρίσκονται στο πρόσθιο ή στο οπίσθιο πεδίο. Είναι στην πραγματικότητα

το πεδίο που περιλαμβάνει τους περισσότερους όρους.

Στις γραμματικές29

αφιερώνεται μεγάλη έκταση και γίνεται ιδιαίτερα

διεξοδική αναφορά στο μεσαίο πεδίο, εφόσον όλοι οι όροι μιας πρότασης, τόσο το

υποκείμενο και τα συμπληρώματα του ρήματος (ΑΑ και ΕΑ) όσο και όλοι οι

επιρρηματικοί προσδιορισμοί – πλην ενός συστατικού που καταλαμβάνει το πρόσθιο

πεδίο – εμφανίζονται στο μεσαίο πεδίο. Είναι, συνεπώς, λογικό να χρειάζονται

λεπτομερή καταγραφή τόσο η διάταξη όλων αυτών των όρων όσο και οι κανόνες-

παράγοντες που κάθε φορά την καθορίζουν. Σε αυτούς συγκαταλέγονται συντακτικοί,

μορφολογικοί και επικοινωνιακοί παράγοντες.

Στους συντακτικούς παράγοντες ανήκει βασικά, κατά τους Helbig & Buscha

(1993: 569-570), η συντακτική ρηματική εγγύτητα. Η διάταξη των όρων δεν είναι

κατά κανόνα ελεύθερη, αλλά ακολουθεί μια γενικότερη αρχή, σύμφωνα με την οποία

οι όροι που είναι συνδεδεμένοι με το παρεμφατικό ρήμα σε μια κύρια δηλωτική

πρόταση (1ος

τύπος) βρίσκονται από συντακτικής άποψης σε απομακρυσμένη από

αυτό θέση (22):

(22) Er hat damals nicht den teuren Wagen gekauft.

Ξεκινώντας από το παρεμφατικό ρήμα και συμβολίζοντάς το με το 0, μπορούμε να

παρακολουθήσουμε την εφαρμογή του κανόνα, που έχει ως εξής: 0-4-3-2-1.30

Την αρχή αυτή της ρηματικής εγγύτητας ρυθμίζουν περαιτέρω κανόνες

(Helbig & Buscha 1993: 569-570), οι οποίοι αφορούν: α) στη σχέση των όρων με το

ρήμα ως προς το ρηματικό σθένος και β) στη σχέση των όρων με το ρήμα ως προς το

είδος του κάθε όρου. Συγκεκριμένα, αναφορικά με το σθένος παρατηρούμε ότι

29

Βλ. Drosdowski et al. (1995: 791-796), Eisenberg (1989: 408-415), Engel (1991: 320-328), και

Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1505-1576). 30

Οι Helbig & Buscha, ωστόσο, δεν σημειώνουν εδώ ότι τα στοιχεία που είναι απομακρυσμένα από το

παρεμφατικό ρήμα, το οποίο είναι βοηθητικό, στην πραγματικότητα εξαρτώνται από το απαρεμφατικό

ρήμα που φέρει και το σημασιολογικό περιεχόμενο και στο οποίο είναι συμπληρώματα ή

προσαρτήματα, με διάταξη: βοηθητικό – προσάρτημα – αντικείμενο – απαρεμφατικό ρήμα.

13

συστατικά που είναι υποχρεωτικά εμφανίζονται σε απόσταση από το παρεμφατικό

ρήμα και μετά από προαιρετικά συστατικά (23)31

:

(23) Er besucht in diesem Sommer (επιρρ. προσδ.) keine Freunde (ΑΑ).

Ως προς το είδος των όρων, οι Helbig & Buscha (1993: 570) αναφέρονται στη θέση

του υποκειμένου (Υ), του ΑΑ σε αιτιατική και του ΕΑ σε δοτική. Αυτά ακολουθούν

τη σειρά Υ-ΕΑ-ΑΑ (24):

(24) Heute zeigt die Lehrerin (Υ) den Schülern (ΕΑ) die Dias (ΑΑ).

Αποκλίσεις από αυτούς τους κανόνες οδηγούν σε προτάσεις με έμφαση του

στοιχείου που σύμφωνα με τον κανόνα δεν βρίσκεται στη θέση του (25α) ή με σκοπό

την αντιδιαστολή (25β).

(25) α. Er besucht keine Freunde (ΑΑ) in diesem Sommer.

β. Heute zeigt den Schülern (ΕΑ) die Dias (ΑΑ) die Hortnerin (Υ) (und nicht

die Lehrerin).

Οι μορφολογικοί παράγοντες καθορίζουν τη θέση των μη κατηγορηματικών

τύπων και περιορίζουν περαιτέρω τη σειρά εμφάνισής τους (Helbig & Buscha 1993:

570-572). Στους μορφολογικούς παράγοντες περιλαμβάνονται οι εξής: α) η εκφορά

των όρων μέσω συγκεκριμένων γραμματικών τάξεων (οι αντωνυμίες προηγούνται

των ονοματικών φράσεων), β) η εκφορά των όρων μέσω συγκεκριμένων μορφών (η

καθαρή πτώση προηγείται της προθετικής) και γ) η χρήση του άρθρου στις

ονοματικές φράσεις (οι ονοματικές φράσεις με οριστικό άρθρο προηγούνται εκείνων

με αόριστο ή μηδενικό). Ειδικότερη αναφορά στις περιπτώσεις αυτές θα γίνει

παρακάτω (κεφ. 2.2.1).

Οι ανωτέρω κανόνες ανταποκρίνονται στη φυσική, κανονική σειρά. Είναι

όμως αρκετά χαλαροί και δεν αποτελούν αυστηρούς κανόνες διάταξης. Έτσι, σε

ορισμένες περιπτώσεις επιλέγεται απόκλιση από τους κανόνες. Οι λόγοι που οδηγούν

σε απόκλιση και ρυθμίζουν περαιτέρω τη διάταξη των όρων συνιστούν

31

Το αυθεντικό παράδειγμα των Helbig & Buscha περιλαμβάνει υποχρεωτικό προθετικό επιρρηματικό

προσδιορισμό και προαιρετικό προθετικό επιρρηματικό προσδιορισμό.

14

επικοινωνιακούς παράγοντες, οι οποίοι θα εξετασθούν αμέσως παρακάτω. Στην

επικοινωνία οι ανωτέρω αναφερθέντες συντακτικοί και μορφολογικοί κανόνες είτε

ακολουθούνται είτε τροποποιούνται. Όταν αυτοί ακολουθούνται, τότε προκύπτει η

φυσική, ουδέτερη σειρά των όρων, ενώ όταν τροποποιούνται προκύπτει μη ουδέτερη,

χαρακτηρισμένη σειρά.

2.1.2 Η πληροφοριακή – επικοινωνιακή οργάνωση της πρότασης

Οι επικοινωνιακοί παράγοντες συντελούν στην πληροφοριακή-επικοινωνιακή

οργάνωση της πρότασης, στο πλαίσιο της οποίας σημαντική είναι η διάκριση

ανάμεσα στη φυσική / βασική, ουδέτερη σειρά και στη μη ουδέτερη χαρακτηρισμένη

σειρά. Οι επικοινωνιακοί παράγοντες καθορίζουν την πληροφοριακή αξία των όρων

αναλόγα με τη θέση τους στην πρόταση. Έτσι, γίνεται περαιτέρω διάκριση σε γνωστή

και νέα πληροφορία, καθώς και δόμηση της πρότασης σε θέμα, σχόλιο και εστία.

α) Βασική ουδέτερη και μη ουδέτερη χαρακτηρισμένη διάταξη

Οι Helbig & Buscha (1993: 572-575) κάνουν διάκριση μεταξύ ουδέτερης και

εμφατικής σειράς των όρων και υποστηρίζουν ότι η ουδέτερη διάταξη των όρων είναι

αποτέλεσμα της επικοινωνιακής διάστασης, της πρόθεσης του ομιλητή, η οποία

στηρίζεται σε συγκεκριμένες βασικές λειτουργίες. Οι βασικές αυτές επικοινωνιακές

λειτουργίες διακρίνονται σε γραμματικές κανονικότητες (γραμματικούς κανόνες), οι

οποίες είναι υποχρεωτικές, και σε επικοινωνιακές κανονικότητες, οι οποίες

επιτρέπουν εναλλακτικές δομές που μπορεί να είναι εν μέρει υποχρεωτικές και εν

μέρει προαιρετικές.

Στις γραμματικές κανονικότητες, όπως προαναφέρθηκε, ανήκει η

υποχρεωτική θέση των μερών του κατηγορήματος (παρεμφατικός και απαρεμφατικός

ρηματικός τύπος). Η βασική επικοινωνιακή τους λειτουργία είναι να καθορίζουν τους

τρεις τύπους πρότασης οι οποίοι είναι συνυφασμένοι με τα αντίστοιχα προτασικά

είδη (π.χ. δηλωτική πρόταση, ερωτηματική πρόταση κ.τ.λ.). Οι επικοινωνιακές

κανονικότητες αφορούν στο μη κατηγορηματικό τμήμα της πρότασης και επιτελούν

δύο βασικές λειτουργίες, εξασφαλίζουν: α) την πλοκή της πρότασης

(Satzverflechtung) και β) τη διαφοροποίηση της πληροφοριακής αξίας των όρων.

15

Αναφορικά με τη μη ουδέτερη σειρά, οι Helbig & Buscha (1993: 574)

υποστηρίζουν ότι αυτή προκύπτει από την τροποποίηση της ουδέτερης σειράς και

αποτελεί επιλογή του ομιλητή. Τα γλωσσικά μέσα που χρησιμοποιούνται για την

τροποποίηση της ουδέτερης σειράς και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία είναι η

προβολή / έμφαση (Hervorhebung) – η οποία επιτυγχάνεται μεταξύ άλλων μέσω

πρόταξης – και ο επιτονισμός (Intonation). Μέσω αυτών είναι δυνατόν να αίρονται

γραμματικοί κανόνες.

Αντίστοιχα και οι Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1504-1505), κατά την

περιγραφή της γραμμικής αναπαράστασης της πρότασης, κάνουν λόγο για

χαρακτηρισμένες δομές και μη χαρακτηρισμένες δομές. Διακρίνουν ανάμεσα στην

δομή που καθορίζεται από γραμματικούς παράγοντες και στη δομή που καθορίζεται

από επικοινωνιακούς παράγοντες.

Η γραμματικώς καθορισμένη δομή περιλαμβάνει τις γραμματικές κατηγορίες

στις οποίες ανήκουν τα συστατικά και ρυθμίζεται από γραμματικούς κανόνες οι

οποίοι επιβάλλουν την παρουσία όλων των υποχρεωτικών όρων στη σύνταξη της

πρότασης. Τα στοιχεία αυτά καθορίζουν μια πρόταση ως συντακτικά μη

χαρακτηρισμένη. Στον αντίποδά της βρίσκεται η δομή που είναι οργανωμένη

ανάλογα με την πληροφοριακή αξία των όρων. Σύμφωνα με αυτήν μια μη

χαρακτηρισμένη πρόταση οργανώνεται με την τοποθέτηση των όρων που φέρουν

μικρότερη πληροφοριακή αξία πριν από τους όρους που φέρουν μεγαλύτερη

πληροφοριακή αξία.

Οι μελετητές υποστηρίζουν ότι ως επικοινωνιακά μη χαρακτηρισμένες

θεωρούνται γενικά οι προτάσεις που είναι δομημένες σύμφωνα με γραμματικούς

παράγοντες· συμβαδίζουν δηλαδή οι συντακτικοί και επικοινωνιακοί παράγοντες.

Ωστόσο, κάθε απόκλιση από την γραμματικώς καθορισμένη διάταξη δεν σημαίνει

απαραίτητα και δομή χαρακτηρισμένη επικοινωνιακά, διότι μπορεί να ερμηνευθεί ως

ελεύθερη επιλογή. Δηλαδή, ό,τι είναι δομικά-συντακτικά χαρακτηρισμένο δεν είναι

απαραίτητα και επικοινωνιακά χαρακτηρισμένο. Αυτό συμβαίνει, διότι διάφορες

επικοινωνιακές λειτουργίες (π.χ. έμφαση ή προβολή) δεν αποφέρουν απαραίτητα

γραμματικώς χαρακτηρισμένες διατάξεις, εφόσον μπορούν να δηλωθούν και με άλλα

μέσα, όπως ο επιτονισμός. Από την ανωτέρω διαπίστωση συμπεραίνουμε ότι στη μη

χαρακτηρισμένη δομή ο επιτονισμός είναι ουδέτερος, δηλαδή κανένα στοιχείο δεν

είναι ιδιαίτερα επιτονισμένο.

16

β) Γνωστή και νέα πληροφορία

Με τους επικοινωνιακούς αυτούς παράγοντες είναι συνυφασμένη η οργάνωση του

μηνύματος βάσει της πληροφοριακής αξίας κάθε όρου. Βασικό κριτήριο για τη

ρύθμιση της σειράς των όρων θεωρείται, κατά τους Helbig & Buscha (1993: 574) και

Sommerfeldt & Starke (1998: 254-259), η διάκριση ανάμεσα σε γνωστή και νέα

πληροφορία, δηλαδή ανάμεσα στους όρους που φέρουν τη μικρότερη και τη

μεγαλύτερη πληροφοριακή αξία.

Η οργάνωση της πρότασης ακολουθεί την εξής αρχή: Η γνωστή πληροφορία

ακολουθείται από τους υπόλοιπους όρους με προοδευτικά αυξανόμενη πληροφοριακή

αξία. Έτσι, όροι που φέρουν τη μικρότερη πληροφοριακή αξία (γνωστή πληροφορία)

τοποθετούνται στην αρχή της πρότασης, ακολουθούμενοι από όρους που φέρουν

μεγαλύτερη πληροφοριακή αξία, ενώ στο τέλος της πρότασης τοποθετούνται οι όροι

με τη μεγαλύτερη πληροφοριακή αξία (νέα πληροφορία).32

Κατά τους Heidolph et al. (1984: 726-727), ως γνωστή ορίζεται η πληροφορία

που από τους συνομιλητές είναι αναγνωρίσιμη έναντι άλλων πληροφοριών (π.χ. οι

προσωπικές αντωνυμίες αποτελούν πάντα γνωστές / δεδομένες πληροφορίες), καθώς

επίσης και πληροφορίες που ανήκουν στη γενικότερη γνώση μας για τον κόσμο. Ως

νέα πληροφορία χαρακτηρίζεται μια πληροφορία άγνωστη στον συνομιλητή ή νέα,

διότι εισάγεται για πρώτη φορά στο λόγο.33

Αναφορικά με τη θέση της εκάστοτε πληροφορίας στα τοπολογικά πεδία, οι

Drosdowski et al. (1995: 789) υποστηρίζουν ότι στο πρόσθιο πεδίο τοποθετείται η

γνωστή / δεδομένη πληροφορία. Το στοιχείο αυτό δεν προβάλλεται επιτονικά ούτε

εμφατικά. Αντίθετα, ο πυρήνας της δήλωσης / πληροφορίας τοποθετείται στο μεσαίο

πεδίο και συχνά προς το τέλος της πρότασης. Αξίζει να σημειώσουμε την

παρατήρησή τους ότι το πρόσθιο πεδίο, δηλαδή η αρχή της πρότασης, μπορεί να

καταληφθεί και από μια νέα πληροφορία, η οποία προβάλλεται ιδιαίτερα εμφατικά

και συχνά δηλώνει την αντίθεση / αντιδιαστολή.

γ) Θέμα, σχόλιο και εστία

Οι Heidolph et al. (1984: 727-728) και Sommerfeldt & Starke (1998: 254-259)

συσχετίζουν τις έννοιες γνωστή και νέα πληροφορία με τις έννοιες θέμα και σχόλιο.

Ιδιαίτερη είναι η ενασχόληση με τη δομή θέμα-σχόλιο στη γραμματική των Heidolph

32

Την ίδια άποψη στηρίζει και ο Eisenberg (1989: 424), ο οποίος βασιζόμενος στον Behaghel (1932:

4), υποστηρίζει ότι το σημαντικότερο τίθεται μετά το λιγότερο σημαντικό. 33

Οι Heidolph et al. (1984: 726-727) και Sommerfeldt & Starke (1998: 254-259) κάνουν πιο

εξειδικευμένες διακρίσεις ανάμεσα στην γνωστή-άγνωστη και στη νέα-παλαιά πληροφορία.

17

et al. (1984: 726-728). Κατά την άποψή τους ως θέμα μπορεί να οριστεί μια γνωστή

πληροφορία είτε αυτή είναι νέα είτε παλαιά / δεδομένη. Ως θέμα χαρακτηρίζεται η

αφετηρία της πρότασης, ενώ στο σχόλιο ανήκουν όλες οι νέες πληροφορίες, είτε είναι

γνωστές είτε άγνωστες, εφόσον θεωρούνται νέες αναφορικά με το μήνυμα. Ως σχόλιο

χαρακτηρίζεται το σημείο που φέρει το κέντρο βάρους της πρότασης.

Στη γραμματική τους (Heidolph et al. 1984: 727-728) συναντούμε και μια

επέκταση των όρων αυτών· γίνεται λόγος για το πεδίο του θέματος (Themabereich)

και για το πεδίο του σχολίου (Rhemabereich). Από την περιγραφή αυτών των πεδίων

γίνεται αντιληπτό ότι αφενός στο πεδίο του θέματος ανήκουν πληροφορίες που είναι

γενικά γνωστές ή και νέες πληροφορίες, ενώ ένα στοιχείο που είναι γνωστό και

δεδομένο αποτελεί το θέμα της πρότασης και βρίσκεται στην αρχική θέση της

πρότασης. Αφετέρου στο πεδίο του σχολίου ανήκουν νέες πληροφορίες που είναι είτε

γνωστές είτε άγνωστες, ενώ ένα στοιχείο που είναι άγνωστο και νέο χαρακτηρίζεται

ως Rhema (=εστία)34

και βρίσκεται στο τέλος της πρότασης.

Από την ανωτέρω περιγραφή αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει ένα τμήμα όπου

το θεματικό πεδίο και το πεδίο του σχολίου επικαλύπτονται, υπάρχουν δηλαδή

στοιχεία που είναι δυνατόν να ανήκουν τόσο στο πεδίο του θέματος όσο και στο

πεδίο του σχολίου (26).

(26) Ich habe im Deutschen Theater eine Premiere erlebt.

Στο παράδειγμα (33) παρατηρούμε ότι η προσωπική αντωνυμία «Ich», το υποκείμενο

της πρότασης, είναι φανερά η γνωστή πληροφορία, η οποία ορίζεται ως θέμα της

πρότασης, βρίσκεται στο θεματικό πεδίο και συγκεκριμένα καταλαμβάνει το πρόσθιο

πεδίο. Η ΟΦ «eine Premiere» αποτελεί νέα πληροφορία, βρίσκεται στο πεδίο του

σχολίου, χαρακτηρίζεται ως εστία και τοποθετείται στο τέλος της πρότασης, ακριβώς

πριν από το αριστερό άκρο. Ως συστατικό που μπορεί να ανήκει συγχρόνως και στα

δύο πεδία μπορεί να χαρακτηριστεί η ΠΦ «im Deutschen Theater», η οποία είναι μεν

γνωστή πληροφορία, ανήκει στη γνωστική σφαίρα του συνομιλητή, ενδέχεται όμως

να εισάγεται στο λόγο ως νέα πληροφορία.

Αναφορικά με την κατάληψη των τοπολογικών πεδίων οι Sommerfeldt &

Starke (1998: 256-259) σημειώνουν ότι το πρόσθιο πεδίο στην πρόταση

34

Οι Heidolph et al. (1984: 727-728) δεν χρησιμοποιούν τον όρο Fokus (=εστία) που μαρτυρείται σε

άλλες γραμματικές.

18

καταλαμβάνεται από μια γνωστή πληροφορία, την οποία αναγνωρίζουμε ως θέμα της

πρότασης. Τα στοιχεία που καταλαμβάνουν το μεσαίο πεδίο συνιστούν σχόλιο (νέες

πληροφορίες), ενώ η παρουσία συστατικών στο οπίσθιο πεδίο, στο οποίο

τοποθετούνται τα εκτοπισμένα στοιχεία, γίνεται αντιληπτή ως ένα μέσο έμφασης των

συστατικών αυτών.35

2.2 Βασικές σειρές και θεματοποίηση, εστίαση, εκτόπιση

Στις γραμματικές της γερμανικής γλώσσας δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία σχετικά

με την ύπαρξη βασικής σειράς και τα φαινόμενα που επηρεάζουν τη βασική σειρά,

δημιουργώντας διαφορετικές διατάξεις. Θα περιοριστούμε εδώ στον 1ο τύπο

πρότασης (Ρ2), ο οποίος περιλαμβάνει τις κύριες δηλωτικές προτάσεις, που

θεωρούνται συνηθέστερες στον λόγο και αποτελούν κύριο αντικείμενο μελέτης,

συσχετίζοντας τις διατάξεις με τα φαινόμενα που τις προκαλούν.36

Συστηματοποιώντας τις διάφορες απόψεις, που εκτέθηκαν στο προηγούμενο

κεφάλαιο, διαπιστώνουμε ότι η βασική σειρά των όρων της πρότασης συσχετίζεται με

την ουδέτερη διάταξη, η οποία προκύπτει από την εφαρμογή γραμματικών

(συντακτικών και μορφολογικών) κανόνων, σύμφωνα με τους οποίους σχηματίζονται

γραμματικές προτάσεις. Πέρα από αυτές τις υποχρεωτικές διατάξεις, είναι δυνατή η

μετακίνηση / μετατόπιση ή αναδιάρθρωση συστατικών της πρότασης. Οι διάφορες

διατάξεις που προκύπτουν μπορούν, συνεπώς, να ερμηνευθούν ως αποκλίσεις από τη

βασική διάταξη της πρότασης ή ως ελεύθερες επιλογές και έχουν λειτουργικό-

επικοινωνιακό χαρακτήρα. Κάθε απόκλιση / ελεύθερη επιλογή εξαρτάται από την

πρόθεση του ομιλητή, ο οποίος στοχεύει σε ένα συγκεκριμένο επικοινωνιακό

αποτέλεσμα που επιδρά στον συνομιλητή / ακροατή. Η δυνατότητα αυτή δεν

σημαίνει, ωστόσο, ότι η σειρά των όρων στη γερμανική γλώσσα είναι απολύτως

ελεύθερη. Τα φαινόμενα που προκαλούν την αναδιάρθρωση της πρότασης

συνοψίζονται στα εξής: θεματοποίηση, εστίαση και εκτόπιση.37

35

Οι Sommerfeldt & Starke (1998: 254-259) δεν κάνουν λόγο για εστία. 36

Παρότι οι περισσότερες γραμματικές που εξετάζονται παρουσιάζουν το ζήτημα της προτασικής

δομής και της σειράς των όρων ως προς τα τοπολογικά πεδία, επιλέγουμε εδώ την παρουσίαση των

διατάξεων ως προς τα φαινόμενα που τις προκαλούν, αφενός για μεθοδολογικούς λόγους, αφετέρου

διότι η ύπαρξη τοπολογικών πεδίων, όπως προαναφέρθηκε (κεφ. 2.1.1), είναι αμφισβητούμενη· γίνεται

όμως αναφορά σε αυτά και σχολιασμός κατά περίπτωση.

37

Οι γραμματικές που μελετώνται εδώ δεν πραγματεύονται όλες με σαφήνεια τα εν λόγω φαινόμενα.

Ορισμένες, πιο παραδοσιακές, (Drosdowski et al. (1995: 784 κ. εξ.), Helbig & Buscha (1993: 564 κ.

19

2.2.1 Βασικές σειρές

Στη γραμματική των Drosdowski et al. (1995: 789) διατυπώνεται με σαφήνεια ότι η

βασική σειρά της πρότασης είναι εκείνη στην οποία το υποκείμενο τίθεται στο

πρόσθιο πεδίο (27)38

:

(27) Susanne (Υ) hat gestern ihrem Freund (ΕΑ) ein Geschenk (ΑΑ) gekauft.

Οι Helbig & Buscha (1993: 573-574), οι οποίοι ονομάζουν τη βασική σειρά

ουδέτερη, υποστηρίζουν ότι η προτασική πλοκή (βλ. κεφ. 2.3) είναι μεταξύ άλλων

εκείνη που καθορίζει τις διατάξεις, έτσι ώστε στην αρχή της πρότασης, στο πρόσθιο

πεδίο, να τοποθετούνται στοιχεία που συνδέονται με την προηγούμενη πρόταση. Σε

μια ουδέτερη διάταξη αυτά μπορεί να είναι α) το υποκείμενο (28α), β) ένας

επιρρηματικός προσδιορισμός (28β), γ) το αντικείμενο (28γ) ή δ) ένας δευτερεύων

όρος (28δ).

(28) α. Die Schüler / Sie schreiben ein Diktat.

β. Heute schreiben die Schüler ein Diktat.

γ. Seiner Mutter geht es wieder besser.

δ. Dem Kranken / Ihm tut der Magen weh.

Από ανωτέρω παραδείγματα χαρακτηριστικά είναι τα (28α και β), ενώ τα επόμενα

(28γ και δ), όπως και οι ίδιοι οι μελετητές εξάλλου σχολιάζουν, αποτελούν ιδιαίτερες

δομές, διότι τα ρήματα ανήκουν σε ειδικές κατηγορίες.

Στην ουδέτερη σειρά, σύμφωνα με τους Helbig & Buscha (1993: 577), το

υποκείμενο βρίσκεται είτε στην πρώτη θέση (πρόσθιο πεδίο) είτε στην τρίτη θέση

εξ.)) κάνουν λόγο π.χ. για επιτονισμό, εμφατικές δομές κ.τ.λ., κάποιες πιο σύγχρονες (Sommerfeldt &

Starke (1998: 244 κ. εξ.), Eisenberg (1989: 397 κ. εξ.)) συσχετίζουν τις διατάξεις με την πληροφοριακή

δομή, ενώ άλλες (Engel (1991: 303 κ.εξ.), Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1498 κ. εξ.)) είναι πιο

λεπτομερής κατά την περιγραφή των διατάξεων σύμφωνα με τα τοπολογικά πεδία, αξιοποιώντας την

πληροφοριακή δομή με αναφορά στα εν λόγω φαινόμενα. Εξαίρεση αποτελεί η γραμματική των

Heidolph et al. (1984: 702 κ. εξ.), η οποία στηρίζεται κατά κύριο λόγο στην πληροφοριακή δομή και

τα εν λόγο φαινόμενα. 38

Το παράδειγμα είναι ελαφρώς τροποποιημένο.

20

(μεσαίο πεδίο) και εναλλάσσεται συχνά με προαιρετικούς επιρρηματικούς

προσδιορισμούς, ακόμη και όταν πρόκειται για το αντωνυμικό υποκείμενο (29)39

:

(29) α. Er schreibt heute seinen Eltern einen Brief.

β. Heute schreibt er seinen Eltern einen Brief.

Οι ίδιοι τονίζουν βέβαια ότι η εναλλαγή αυτή είναι συνδεδεμένη με έμφαση,

αφήνοντας ανοικτό το ερώτημα για τη σειρά Επιρ-Ρ-Υ-Α ως βασική. Οι Zifonun,

Hoffman & Strecker (1997: 1584) επισημαίνουν ότι η θέση του υποκειμένου στο

πρόσθιο πεδίο είναι η συνηθέστερη, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι καθορίζει και

τη θέση του στη βασική σειρά.

Αναφορικά με τις προτάσεις που περιλαμβάνουν ΑΑ και ΕΑ στο μεσαίο πεδίο

– με βασική τη θέση του υποκειμένου στο πρόσθιο πεδίο –, υποστηρίζεται ότι η

βασική διάταξη της γερμανικής πρότασης είναι η εξής: Υ-Ρ-ΕΑ-ΑΑ.40

Ωστόσο,

πρέπει να σημειώσουμε ότι η διάταξη ΕΑ-ΑΑ αφορά στις περιπτώσεις στις οποίες τα

αντικείμενα πραγματώνονται ως ΟΦ (30).

(30) Er hat dem Freund das Buch geschenkt.

Όπως αναφέρθηκε στο κεφ. 2.1.1.2, προκαλούνται αλλαγές στη διάταξη αυτή,

όταν και οι δύο όροι πραγματώνονται ως αντωνυμίες ή όταν ένας από τους δύο όρους

πραγματώνεται ως αντωνυμία και ο άλλος ως ΟΦ. Στην πρώτη περίπτωση ισχύει η

σειρά Υ-Ρ-ΑΑ-ΕΑ (31α), ενώ στη δεύτερη ισχύει ότι η αντωνυμία προηγείται της ΟΦ

ανεξάρτητα από την πτώση που φέρει (31β και γ).41

(31) α. Er hat es ihm geschenkt.

β. Er hat es dem Freund geschenkt.

γ. Er hat ihm das Buch geschenkt.

39

Το παράδειγμα είναι ελαφρώς τροποποιημένο. 40

Η διάταξη αυτή ως βασική υποστηρίζεται γενικά στις γραμματικές που μελετώνται. Βλ. Drosdowski

et al. (1995: 792), Engel (1991: 321-323), Heidolph et al. (1984: 703-709), Eisenberg (1989: 418-420)

και τον εκεί σχολιασμό. 41

Σχετικά με τους ανωτέρω κανόνες βλ. Drosdowski et al. (1995: 792-793), Helbig & Buscha (1993:

570-571), Engel (1991: 321-323).

21

Επιπλέον, η διάταξη των αντικειμένων ρυθμίζεται από περαιτέρω κανόνες που

σχετίζονται με την πραγμάτωση του άρθρου στις ΟΦ (οριστικό, αόριστο ή με

μηδενικό άρθρο).42

Δεν θα προβούμε εδώ σε λεπτομερή καταγραφή και δεν θα

υπεισέλθουμε σε όλες τις περιπτώσεις και τους συνδυασμούς, σχετικά με τη διάταξη

των αντικειμένων και στον τρόπο με τον οποίο πραγματώνονται.43

Εντούτοις, μπορούμε να αντιληφθούμε τη διάσταση του ζητήματος, χωρίς

επιμέρους διαφοροποιήσεις, τοποθετώντας επιπροσθέτως το υποκείμενο εντός του

μεσαίου πεδίου και προϋποθέτοντας συγχρόνως ότι το πρόσθιο πεδίο

καταλαμβάνεται από ένα άλλο συστατικό (π.χ. έναν χρονικό προσδιορισμό, όπως

συνηθίζεται). Στην περίπτωση αυτή, αν όλα τα συστατικά είναι ΟΦ, τότε στη βασική,

μη χαρακτηρισμένη διάταξη ακολουθείται η σειρά Ρ-Υονομ-Αδοτ-Ααιτ (32α). Αν

όλοι οι όροι είναι αντωνυμίες τότε ακολουθείται η σειρά Ρ-Υονομ-Ααιτ-Αδοτ (32β),

ενώ όταν μόνον το υποκείμενο είναι ΟΦ και τα αντικείμενα αντωνυμικά, τότε

προηγούνται τα αντωνυμικά συστατικά με τη σειρά Ααιτ-Αδοτ και ακολουθεί το

υποκείμενο-ΟΦ (32γ).44

(32) α. Gestern hat Thomas dem Freund das Buch geschenkt.

β. Gestern hat er es ihm geschenkt.

γ. Gestern hat es ihm Thomas geschenkt.

Ο Engel (1991: 321-323) προσπαθεί να συστηματοποιήσει τους ανωτέρω

κανόνες που ρυθμίζουν τις βασικές διατάξεις των όρων, διατυπώνοντας τον

γενικότερο κανόνα που επιβάλλει τα αντωνυμικά στοιχεία να προηγούνται των ΟΦ

με τη σειρά (υποκ-αιτ-δοτ), και οι ΟΦ με οριστικό άρθρο με τη σειρά (Υποκ-Αδοτ-

Ααιτ) να προηγούνται των ΟΦ με αόριστο άρθρο (ΔΟΤ-ΑΙΤ). Τυποποιώντας τους

ανωτέρω κανόνες ο Engel (1991: 323) οδηγείται στον εξής τύπο (33)45

:

42

Βλ. σχετικά Engel (1991: 321-323), Eisenberg (1989: 417-425) και τον εκεί σχετικό προβληματισμό.

Κυρίως στη γραμματική των Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1512-1518) εισάγονται και άλλα,

σημασιολογικά χαρακτηριστικά των ΟΦ, π.χ. [+/- έμψυχο], τα οποία δεν θα μας απασχολήσουν εδώ. 43

Το φαινόμενο αυτό της Γερμανικής και άλλων γερμανικών γλωσσών αναφέρεται σε σύγχρονες

γλωσσολογικές μελέτες και στη Γενετική Γραμματική ως Scrambling (= ‘σκαρφάλωμα’, μετατόπιση)

και αφορά στη μετακίνηση των διαφόρων όρων εντός της ΡΦ ή της Φράσης Κλίσης, ανάλογα με την

εκάστοτε ανάλυση. Βλ. κεφάλαια 3.4 και 4.4.2 της παρούσας εργασίας. 44

Σχετικά με τους ανωτέρω κανόνες βλ. Drosdowski et al. (1995: 792-793), Engel (1991: 321-323) και

Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1512, 1518). 45

Ο Engel (1991: 323) περιλαμβάνει στην τυποποίηση αυτή και το αντικείμενο σε γενική, το οποίο

ακολουθεί τη δοτική και την αιτιατική.

22

(33) υποκ - αιτ - δοτ - ΥΠΟΚ - Αδοτ - Ααιτ - ΔΟΤ - ΑΙΤ

Υποκ

Αν ακολουθήσει κανείς αυτόν τον τύπο, τότε λαμβάνει όλες τις βασικές διατάξεις που

αφορούν τους εν λόγω όρους, ανάλογα με τον τρόπο που πραγματώνονται (ως

αντωνυμίες, οριστικές ΟΦ ή ΟΦ με αόριστο άρθρο). Οι ανωτέρω κανόνες είναι

δυνατόν εν μέρει να παραβιαστούν, αποδίδοντας χαρακτηρισμένες διατάξεις (βλ. κεφ.

2.2.3).

2.2.2 Θεματοποίηση

Η θέση ενός θεματοποιημένου όρου στην πρόταση είναι η πρώτη θέση, δηλαδή το

πρόσθιο πεδίο. Σύμφωνα με τους Drosdowski et al. (1995: 789) στη θέση αυτή

εμφανίζεται μια γνωστή πληροφορία και ο όρος δεν επιδέχεται επιτονισμό ή έμφαση.

Στη γραμματική τους δεν γίνεται λόγος για θεματοποίηση ή για θέμα, εφόσον όμως

θεωρούν τη σειρά Υ-Ρ-Α ως βασική και από τα σχετικά παραδείγματα που

παραθέτουν, εύκολα μπορούμε να συνάγουμε το συμπέρασμα ότι ως προς τη βασική

σειρά το υποκείμενο είναι εκείνο που βρίσκεται σε θέση θέματος (34)46

:

(34) Susanne hat ihrem Freund ein Buch geschenkt.

Οι Sommerfeldt & Starke (1998: 256) υποστηρίζουν επίσης ότι η θέση του

προσθίου πεδίου είναι προδιαγεγραμμένη για μια γνωστή πληροφορία. Το ποιο

στοιχείο, όμως, θα λειτουργήσει ως θέμα εξαρτάται από το αν η πρόταση βρίσκεται

στην αρχή ενός κειμένου ή μέσα στο κείμενο. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και

οι Heidolph et al. (1984: 728), οι οποίοι τονίζουν ότι η αρχική θέση της πρότασης

αποτελεί ένα κρίσιμο σημείο, διότι, ενώ αποτελεί την αφετηρία της πρότασης, όπου

τοποθετείται το θέμα ως γνωστή πληροφορία, είναι δυνατόν στην αρχή ενός κειμένου

να αποτελεί νέα, άγνωστη πληροφορία, νέο θέμα.

Οι Sommerfeldt & Starke (1998: 256) υποστηρίζουν ότι ως θέμα εμφανίζεται

συνήθως το υποκείμενο της πρότασης. Συχνά όμως το πρόσθιο πεδίο καταλαμβάνεται

από έναν επιρρηματικό προσδιορισμό, γεγονός που οδηγεί στη μετατόπιση του

46

Το παράδειγμα είναι ελαφρώς τροποποιημένο.

23

υποκειμένου στο πεδίο του σχολίου, όπου και προβάλλεται. Ο ισχυρισμός τους αυτός

αποτυπώνεται στο παράδειγμα (35):

(35) Gestern hat Susanne ihrem Freund ein Buch geschenkt.

Στη γραμματική των Heidolph et al. (1984: 728 κ. εξ.) είναι ιδιαίτερη η

ενασχόληση με το θέμα, το θεματικό πεδίο και τη θεματοποίηση. Γίνεται λόγος για

θεματικό πεδίο, το οποίο αφορά στις γνωστές πληροφορίες μιας πρότασης, εκτός και

αν πρόκειται για νέο θέμα. Από τις περιγραφές τους οδηγούμαστε στα ακόλουθα

συμπεράσματα: α) Το πρόσθιο πεδίο δεν καταλαμβάνεται αποκλειστικά από το θέμα

ως γνωστή πληροφορία· μπορεί να καταλαμβάνεται και από μια νέα πληροφορία. β)

Το θέμα (γνωστή πληροφορία) μπορεί να τοποθετείται και στο μεσαίο πεδίο, όταν το

πρόσθιο πεδίο είναι ήδη κατειλημμένο από ένα άλλο συστατικό, συνήθως από έναν

επιρρηματικό προσδιορισμό (36), ακόμη και όταν πρόκειται για το αντωνυμικό

υποκείμενο.

(36) Gestern habe ich meinem Freund ein Buch geschenkt.

Στο παράδειγμα (36) η προσωπική αντωνυμία ανήκει σαφώς στο θεματικό πεδίο,

διότι θεωρείται γνωστή πληροφορία. Στο θεματικό πεδίο όμως μπορεί να ανήκει και

το έμμεσο αντικείμενο, εφόσον θεωρείται γνωστή πληροφορία για τον συνομιλητή

και έχει προαναφερθεί στον λόγο.

Οι Heidolph et al. (1984: 730 κ. εξ.) υποστηρίζουν ότι ο ομιλητής έχει τη

δυνατότητα να επιλέξει ποιο συστατικό θα τοποθετήσει στη θέση του θέματος,

εφόσον πρόκειται για νέες αλλά γνωστές πληροφορίες. Στο παρακάτω παράδειγμα,

αν θεωρηθούν όλες ή οι περισσότερες πληροφορίες γνωστές, τότε ο ομιλητής έχει τη

δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ του (37α), δηλαδή της θεματοποίησης του

υποκειμένου και του (37β), δηλαδή της πρόταξης του επιρρηματικού προσδιορισμού.

(37) α. Herr Meyer hat nach dem Umzug dem Frank die Eisenbahn ins Zimmer

gestellt.

β. Nach dem Umzug hat Herr Meyer dem Frank die Eisenbahn ins Zimmer

gestellt.

24

Η θεματοποίηση του ΕΑ και ΑΑ είναι αδύνατες, όταν το υποκείμενο ανήκει στις

γνωστές πληροφορίες. Συνεπώς, η επιλογή τοποθέτησής του στο πρόσθιο πεδίο (Υ-Ρ-

ΕΑ-ΑΑ) ή στο μεσαίο, ακριβώς μετά το παρεμφατικό ρήμα (Επιρ-Ρ-Υ-ΕΑ-ΑΑ), είναι

υποχρεωτική.

Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις συνάγουμε το συμπέρασμα ότι σε μια

πρόταση που περιλαμβάνει τους όρους (Υ-Ρ-ΕΑ-ΑΑ), είτε αυτοί είναι όλοι γνωστές

πληροφορίες είτε νέες πληροφορίες, είναι υποχρεωτική η θεματοποίηση του

υποκειμένου (38), ενώ η θεματοποίηση του ΕΑ (39α) και ΑΑ (39β) είναι

αντιγραμματική.

(38) Der große Bruder hat dem Frank die Eisenbahn geschenkt.

(39) * α. Dem Frank hat der große Bruder die Eisenbahn geschenkt.

* β. Die Eisenbahn hat der große Bruder Frank geschenkt.

Η θεματοποίηση είτε του ΕΑ είτε του ΑΑ είναι δυνατή, μόνον όταν αυτά

αποτελούν τις μοναδικές γνωστές πληροφορίες και τότε δεν εκφέρονται με έμφαση ή

επιτονισμό (40):

(40) Dem Frank hat ein großer Junge eine Eisenbahn geschenkt.

Το ότι το ΕΑ στη θέση αυτή αποτελεί τη γνωστή πληροφορία σε σχέση με το

υποκείμενο και το ΑΑ, που συνιστούν νέες πληροφορίες, φανερώνει η εκφορά του με

οριστικό άρθρο σε αντίθεση με τα άλλα δύο συστατικά, τα οποία εκφέρονται με

αόριστο άρθρο. Σε διαφορετική περίπτωση τα στοιχεία αυτά καθίστανται εμφατικά

στο πρόσθιο πεδίο και μπορεί να δηλώνουν αντίθεση / αντιδιαστολή (41):

(41) α. Dem Frank hat der große Bruder die Eisenbahn geschenkt.

β. Die Eisenbahn hat der große Bruder Frank geschenkt.

Η δυνατότητα θεματοποίησης του ΑΑ και ΕΑ θα εξετασθεί και παρακάτω σε

συνδυασμό με το φαινόμενο της εκτόπισης (βλ. κεφ. 2.2.4).

2.2.3 Εστίαση

25

Οι Heidolph et al. (1984: 738 κ.εξ.), στη λεπτομερή ενασχόλησή τους με το σχόλιο

και την εστία, κάνουν λόγο και για το πεδίο του σχολίου και υποστηρίζουν ότι όλα τα

συστατικά που θεωρούνται νέες πληροφορίες στην πρόταση αποτελούν μέρος του

σχολίου. Συνεπώς, όλα τα συστατικά που εισάγονται ως νέες πληροφορίες στην

πρόταση, ανεξάρτητα από το αν είναι γνωστά ή όχι ανήκουν στο σχόλιο. Σε μια

πρόταση (42) όλα τα στοιχεία μπορεί να θεωρούνται νέα και να φέρουν την ίδια

πληροφοριακή αξία47

· υπό αυτή την έννοια κανένας όρος δεν αποτελεί εστία της

πρότασης.

(42) Lissy holte am Donnerstag ihrer Mutter einen Strauß.

Σύμφωνα με τους Heidolph et al. (1984: 740 εξ.) και Sommerfeldt & Starke

(1998: 257) η οργάνωση της πρότασης ως επικοινωνιακού μηνύματος στη γερμανική

γλώσσα ακολουθεί την αρχή της προοδευτικά αυξανόμενης πληροφοριακής αξίας

(βλ. κεφ. 2.1.2).48

Συνεπώς, το συστατικό που φέρει τη μεγαλύτερη πληροφοριακή

αξία τοποθετείται στο τέλος (δηλαδή στην τελευταία θέση του μεσαίου πεδίου) και

αποτελεί την εστία49

, χωρίς αυτό συγχρόνως να σημαίνει ότι κάθε όρος που βρίσκεται

στο τέλος είναι εστιακό συστατικό (δέχεται δηλαδή εμφατικό επιτονισμό).

Για τη διάκριση ενός εστιακού όρου είναι σημαντικό να λάβει κανείς υπόψιν

κανόνες που καθορίζουν τη συντακτική και σημασιολογική λειτουργία των όρων,

δηλαδή τη βασική διάταξη των όρων. Το εστιακό συστατικό δηλώνεται εμφανέστερα,

όταν προκαλείται αλλαγή στη σειρά της βασικής διάταξης. Ένας τρόπος εστίασης

ενός συστατικού είναι η πρόταξή του στο πρόσθιο πεδίο.

Οι Sommerfeldt & Starke (1998: 257) υποστηρίζουν ότι, ενώ κανονικά το

πρόσθιο πεδίο είναι προδιαγεγραμμένο για το θέμα της πρότασης, είναι δυνατό αυτό

να καταληφθεί από άλλον όρο, μια νέα πληροφορία, η οποία κανονικά ανήκει στο

πεδίο του σχολίου και αποτελεί την εστία. Ο Engel (1991: 331) ισχυρίζεται ότι η πιο

συχνή θέση του υποκειμένου είναι το πρόσθιο πεδίο και κατά συνέπεια η πρόταξη

άλλων συστατικών και μάλιστα όσων φέρουν πτώση (δηλαδή αντικείμενα) είναι

47

Οι μόνοι όροι που εξαιρούνται είναι τα αντωνυμικά στοιχεία, εφόσον έχουν ήδη προαναφερθεί. 48

Πρβλ. και Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1559) οι οποίοι επισημαίνουν ότι οι νέες /

σημαντικές πληροφορίες έπονται των γνωστών / δεδομένων. 49

Οι Heidolph et al. (1984: 740 κ. εξ.) παραθέτουν πλήθος παραδειγμάτων με υποχρεωτικούς και

προαιρετικούς όρους (προσδιορισμούς), όπου γίνεται εμφανές ότι η εστία της πρότασης βρίσκεται στο

τέλος.

26

αποτέλεσμα έμφασης, εστίασης των συστατικών αυτών. Ακριβώς το ίδιο

υποστηρίζουν και οι Drosdowski et al. (1995: 790), προσθέτοντας ότι αυτό μπορεί να

γίνεται και για λόγους αντίθεσης / αντιδιαστολής. Στα αντίστοιχα παραδείγματά τους

στο (43) βλέπουμε την πρόταξη του ΑΑ (43α και β) και του ΕΑ (43γ), η οποία το

καθιστά εστιακό.

(43) α. Einen Bildband wünsche ich mir.

β. Den Notar will ich sprechen.

γ. Ihm habe ich das nicht gesagt, wohl seinem Bruder.

Οι Helbig & Buscha (1993: 578) αναφέρουν ότι στον 1ο τύπο πρότασης (Ρ2) η

θέση των αντικειμένων είναι στο μεσαίο πεδίο. Η πρόταξη ενός αντικειμένου στο

πρόσθιο πεδίο είναι συνδεδεμένη με έμφαση του προτασσόμενου αντικειμένου. Στα

ακόλουθα παραδείγματα παρατηρούμε τη βασική σειρά (44α), την πρόταξη του

άμεσου αντικειμένου (44β) και την πρόταξη του έμμεσου αντικειμένου (44γ):

(44) α. Der Vater erzählt den Kindern das Märchen. (Υ-Ρ-ΕΑ-ΑΑ)

β. Das Märchen erzählt der Vater den Kindern. (ΑΑ-Ρ-Υ-ΕΑ)

γ. Den Kindern erzält der Vater das Märchen. (ΕΑ-Ρ-Υ-ΑΑ)

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γερμανικής γλώσσας (Drosdowski et al. 1995:

790) αποτελεί η πρόταξη του απαρεμφατικού ρήματος στο πρόσθιο πεδίο, όπου και

τονίζεται ιδιαίτερα εμφατικά50

(45):

(45) Gewonnen (μετοχή) haben wir den Wettbewerb nicht.

Περαιτέρω, είναι δυνατόν να προτάσσονται και άλλοι όροι πέραν του

απαρεμφατικού ρήματος. Στον Eisenberg (1989: 412-413), ο οποίος δεν παίρνει

σαφή αλλά έμμεση θέση σχετικά με το αν υπάρχει βασική σειρά και πότε πρόκειται

για χαρακτηρισμένες διατάξεις, συναντούμε τα ακόλουθα παραδείγματα (46).

Υποθέτοντας ότι η διάταξη στο (46α) είναι βασική, είναι δυνατή η πρόταξη μόνο του

απαρεμφατικού τύπου (μετοχή παρακειμένου) (59β), μόνον των συμπληρωμάτων του

50

Πρβλ. και Engel (1991: 306) ο οποίος δεν κάνει λόγο για εμφατική διάταξη.

27

ρήματος (απαρεμφατικού τύπου), δηλαδή του ΕΑ και ΑΑ (46γ), του απαρεμφατικού

τύπου μαζί με το ΑΑ (46δ), του απαρεμφατικού τύπου μαζί με τα δύο συμπληρώματα

(46ε) και του απαρεμφατικού τύπου μαζί με το ΕΑ (46στ)51

.

(46) α. Irene hat ihm den Stern gezeigt.

β. Gezeigt hat Irene ihm den Stern.

γ. Ihm den Stern hat Irene gezeigt.

δ. Den Stern gezeigt hat Irene ihm.

ε. Ihm den Stern gezeigt hat Irene.

στ. Ihm gezeigt hat Irene den Stern.

Για τα ανωτέρω παραδείγματα θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: α) Η πρόταξη του

απαρεμφατικού ρήματος και των συμπληρωμάτων γίνεται με γνώμονα τη βασική

σειρά με την οποία εμφανίζονται (46α). β) Οι υπόλοιποι όροι μετά το παρεμφατικό

ρήμα στο μεσαίο πεδίο παραμένουν ανέπαφοι, δηλαδή διατηρούν τη βασική σειρά.

Αποκλίσεις από τις τοπολογικές σχέσεις που ανταποκρίνονται στη βασική σειρά

οδηγούν είτε σε χαρακτηρισμένες διατάξεις (46στ) είτε σε αντιγραμματική σειρά

(47)52

:

(47) * Den Stern ihm hat Irene gezeigt.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε (Eisenberg 1989: 413) ότι η πρόταξη

του απαρεμφατικού ρηματικού τύπου μαζί με το υποκείμενο της πρότασης είναι

αδύνατη, είτε πρόκειται για ρήμα με δύο αντικείμενα (48α) είτε για μεταβατικό ρήμα

(48β):

(48) * α. Irene gezeigt hat ihm den Stern.

* β. Eine Baufirma gebaut hat den Anbau.

51

Η πρόταση στο τελευταίο αυτό παράδειγμα θεωρείται από τον Eisenberg (1989: 413)

χαρακτηρισμένη διάταξη. 52

Βλ. Eisenberg (1989: 412-413) για τις σχετικές παρατηρήσεις.

28

Η ανωτέρω αντιγραμματική πρόταξη δεν ισχύει όμως για όλες τις περιπτώσεις, όπως

φαίνεται στα ακόλουθα παραδείγματα σχηματισμού του παρακειμένου με το

βοηθητικό (είμαι) (49α) και της παθητικής φωνής (49β), (Eisenberg 1989: 413).

(49) α. Eine Lösung eingefallen ist mir nicht.

β. Die Blumen gegossen wurden von unserer Nachdarin.

Εκτός από την πρόταξη στο πρόσθιο πεδίο, διαπιστώνουμε περαιτέρω ότι ένα

συστατικό μπορεί να καταστεί εστιακό και εντός του μεσαίου πεδίου, εφόσον

μεταβληθεί η βασική διάταξη των όρων. Αν δεχτούμε ότι η τυποποίηση του Engel

(1991: 323), που αναφέραμε παραπάνω και επαναλαμβάνουμε εδώ (33’), ισχύει για

τις βασικές σειρές, καταλήγουμε στην εξής διαπίστωση σχετικά με τους όρους Υ-ΕΑ-

ΑΑ: Αλλαγές στην εν λόγω διάταξη είναι συνδεδεμένες με επικοινωνιακούς

παράγοντες και με την πρόθεση του ομιλητή κατά την οργάνωση του μηνύματος53

.

(33’) υποκ - αιτ - δοτ - ΥΠΟΚ - Αδοτ - Ααιτ - ΔΟΤ - ΑΙΤ

Υποκ

Ενδεικτικά αναφέρουμε τις εξής περιπτώσεις εστίασης: Αν δεχθούμε τη σειρά

Υ-Ρ-ΕΑ-ΑΑ ως βασική (50α), όπου το ΕΑ προηγείται του ΑΑ, μπορούμε να

υποστηρίξουμε ότι σε αυτήν την εστία αποτελεί το ΑΑ (με ή δίχως έμφαση). Η

μεταβολή της σειράς αυτής, η τοποθέτηση δηλαδή του ΕΑ στο τέλος το καθιστά

εστιακό (64β)54

. Η πρόταξη της ΟΦ σε αιτιατική έναντι της αντωνυμικής δοτικής

καθιστά το ΕΑ εστιακό (64γ) και οδηγεί σε χαρακτηρισμένη δομή.

(50) α. Die Mutter schenkt dem Jungen die Schokolade.

β. Die Mutter schenkt die Schokolade dem Jungen.

γ. Emma leiht das Auto ihm.

53

Ο Engel (1991: 328-340), μάλιστα, αναφέρει ότι ο εν λόγω τύπος σχηματίζει ορθές προτάσεις, ενώ

ως προς τους επικοινωνιακούς παράγοντες που μεταβάλλουν τις δομές αυτές αναφέρει τη

συνεκτικότητα, του κειμένου (κεφ. 2.3), τη θεματοποίηση (κεφ. 2.2.1), την εστίαση (κεφ. 2.2.2), την

εκτόπιση / συμπλήρωση (κεφ. 2.2.3) και την αποσαφήνιση της προτασικής δομής (κεφ. 2.3). Βλ. όμως

και σχετική κριτική του Eisenberg (1989: 418 κ. εξ.) για τη σύγχυση των κριτηρίων που χρησιμοποιεί

ο Engel στις περιγραφές του. 54

Ανάλογο παράδειγμα για εστιασμένο ΕΑ βρίσκουμε και στον Engel (1991: 331).

29

Πρέπει, ωστόσο, να τονίσουμε ότι δεν προκύπτουν πάντα γραμματικές

προτάσεις όταν γίνεται αναδιάταξη / μεταβολή της βασικής σειράς. Ενδεικτικά

αναφέρουμε την παραβίαση της διάταξης των αντωνυμικών τύπων (51α), καθώς και

την πρόταξη της ΟΦ σε δοτική έναντι της αντωνυμικής αιτιατικής (65β), που

οδηγούν σε αντιγραμματικότητα.

(51) * α. Er schreibt ihm es.

* β. Emma leiht dem Studenten es.

Επίσης, είναι δυνατόν και το υποκείμενο της πρότασης να καταστεί εστιακό,

αν τοποθετηθεί στο τέλος του μεσαίου πεδίου, στη θέση της εστίας. Εδώ

παραθέτουμε ένα παράδειγμα με παρουσία ενός επιρρηματικού προσδιορισμού στο

πρόσθιο πεδίο (52)55

:

(52) Gestern hat dem Jungen / ihm die Geschichte der Opa erzählt.

Τέλος, όπως αναφέρει ο Engel (1991: 332), διάφοροι όροι της πρότασης

καθίστανται εμφατικοί ή εστιακοί μέσω επιτονισμού (προσωδίας). Παρατίθεται ένα

παράδειγμα (53), το οποίο δεν αντλήθηκε από κάποια γραμματική, αλλά έχει ελεγχθεί

από φυσικούς ομιλητές της γερμανικής γλώσσας. Στο παράδειγμα αυτό θεωρούμε ότι

η βασική σειρά είναι η Υ-Ρ-ΕΑ-ΑΑ, ενώ τα στοιχεία δέχονται επιτονισμό επί τόπου.

(53) Der Opa hat dem Jungen die Geschichte erzählt.

α. Der Opa hat dem Jungen die Geschichte erzählt.

β. Der Opa hat dem Jungen die Geschichte erzählt.

γ. Der Opa hat dem Jungen die Geschichte erzählt.

δ. Der Opa hat dem Jungen die Geschichte erzählt.

2.2.4 Εκτόπιση

Το φαινόμενο της εκτόπισης είναι άμεσα συνυφασμένο με το ρηματικό πλαίσιο και

τα τοπολογικά πεδία που σχηματίζονται από αυτό. Οι διάφορες γραμματικές

55

Παρόμοιο παράδειγμα βρίσκουμε στη γραμματική των Heidolph et al. (1984: 745).

30

χρησιμοποιούν διαφορετικούς όρους56

, αλλά και περιγράφουν διαφορετικά το

φαινόμενο, διακρίνοντας διαφορετικές κατηγορίες εκτόπισης. Συγκεκριμένα, σε

ορισμένες γραμματικές το φαινόμενο της εκτόπισης περιορίζεται στην κατάληψη του

οπισθίου πεδίου, ενώ άλλες συμπεριλαμβάνουν στην εκτόπιση και τα συστατικά

εκείνα που καταλαμβάνουν μια θέση πριν από το πρόσθιο πεδίο και θεωρούνται

γενικά εξωπροτασικά στοιχεία.

Αρχικά θα παρουσιάσουμε τις περιγραφές που ανήκουν στην πρώτη ομάδα

των γραμματικών και περιορίζονται στην παρουσία συστατικών στο οπίσθιο πεδίο.

Οι Helbig & Buscha (1993: 568-569) αναφέρονται αφενός στην υποχρεωτική

τοποθέτηση συστατικών στο οπίσθιο πεδίο (γραμματικοποιημένη περίπτωση),

αφετέρου στην προαιρετική (υφολογική) (βλ. κεφ. 2.1.1.2). Με τον ίδιο τρόπο

αντιμετωπίζεται το φαινόμενο και στη γραμματική των Drosdowski et al. (1995: 790-

791). Εδώ συγκαταλέγονται κυρίως προθετικές φράσεις ως επιρρηματικοί

προσδιορισμοί (54), ενώ αποκλείονται τόσο το υποκείμενο και το αντικείμενο (55),

όσο και άλλοι υποχρεωτικοί όροι.

(54) Ich möchte nicht verreisen in diesem Sommer.

(55) * α. Ich habe getroffen den Chef.

* β. Den Chef habe getroffen ich.

Οι Sommerfeldt & Starke (1998: 249-251) διαφοροποιούν τα εκτοπισμένα

συστατικά (Ausrahmung) από τις συμπληρώσεις (Nachtrag)57

: Τοποθετούν και τα

δύο είδη στο οπίσθιο πεδίο και υποστηρίζουν ως προς τα μεν εκτοπισμένα στοιχεία

ότι το προτασικό πεδίο εξακολουθεί να επιδρά, δηλαδή το εκτοπισμένο στοιχείο

ανήκει ουσιαστικά στην πρόταση, ως προς τις δε συμπληρώσεις ότι πρόκειται για

νέες εισαγωγές, αφού δηλαδή η πρόταση έχει ολοκληρωθεί (βλ. κεφ. 2.1.1.2).

Αντίθετα, στη δεύτερη ομάδα γραμματικών στις περιγραφές των

εκτοπισμένων στοιχείων συμπεριλαμβάνεται και η περίπτωση των συστατικών που

καταλαμβάνουν μια θέση πριν από το πρόσθιο πεδίο. Οι Heidolph et al. (1984: 759-

764) χρησιμοποιούν τον όρο Extraposition για την εκτόπιση και διακρίνουν τρία είδη:

56

Βλ. κεφ. 2.1.1.2 για την κατάληψη του οπισθίου πεδίου καθώς και για τους διαφορετικούς όρους

σχετικά με την εκτόπιση. 57

Με τον όρο «συμπληρώσεις» νοούνται προαιρετικοί προσδιορισμοί (κυρίως ΠΦ) και επεξηγήσεις,

παραθέσεις (βλ. σχετικά 2.1.1.2).

31

α) την πρόταξη (Voranstellung), β) την παρένθεση (Parenthese)58

και γ) τη

συμπλήρωση (Nachtrag).

Ως πρόταξη ορίζεται η κατάληψη μιας θέσης πριν από το πρόσθιο πεδίο της

πρότασης στην οποία το συστατικό χαρακτηρίζεται ως εξωπροτασικό. Τη θέση αυτή

μπορούν να καταλάβουν διάφορα συστατικά της πρότασης59

· αντιπροσωπευτικό είναι

το ακόλουθο παράδειγμα, στο οποίο το υποκείμενο εμφανίζεται εκτοπισμένο (56):

(56) Mein Bruder, er hatte sicher viel Arbeit.

Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των εκτοπισμένων συστατικών, όπως παρατηρούμε

στο ανωτέρω παράδειγμα (56), αποτελεί το γεγονός ότι στο προτασικό πεδίο

εμφανίζεται ένας αντωνυμικός τύπος ο οποίος συναναφέρεται με το εκτοπισμένο

συστατικό. Επίσης, παρατηρούμε ότι το κόμμα που χωρίζει το εκτοπισμένο

συστατικό από την υπόλοιπη πρόταση είναι ακόμη μια ένδειξη ότι το στοιχείο αυτό

είναι εξωπροτασικό. Θα αναφερθούμε συστηματικά στις δομές αυτές στη συνέχεια.

Ως συμπλήρωση (εκτόπιση προς τα δεξιά) χαρακτηρίζεται (Heidolph et al.

1984: 760-762) το συστατικό που τοποθετείται μετά την ολοκλήρωση της πρότασης.

Η εκτόπιση προς τα δεξιά υπακούει τόσο σε επικοινωνιακές-πραγματολογικές όσο

και σε συντακτικές-δομικές συνθήκες. Διακρίνονται οι ακόλουθες δύο περιπτώσεις.

α) Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για προθετικές φράσεις, ανεξάρτητα από

τη λειτουργία τους στην πρόταση, οι οποίες δεν αποτελούν νέες πληροφορίες, δεν

ανήκουν στο πεδίο του σχολίου, εκφέρονται δίχως επιτονισμό, αλλά προβάλλονται

ιδιαίτερα στο λόγο (57):

(57) α. [Egon wird diesen Werkstoff nicht wieder verwenden.] Er hat schechte

Erfahrungen gemacht mit diesem Material.

β. [Das muss Helga noch bearbeiten.] Wir wollen das aufschreiben für Helga.

Παράλληλα, πρέπει να σημειωθεί για τις εκτοπισμένες ΠΦ ότι η παρουσία ενός

αντωνυμικού στοιχείου, το οποίο συναναφέρεται με το εκτοπισμένο συστατικό, δεν

είναι απαραίτητη (57) και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν είναι επιτρεπτή (58):

58

Η παρένθεση δεν θα μας απασχολήσει εδώ, διότι αφορά στις προσφωνήσεις σε ονομαστική (στη

Γερμανική δεν υπάρχει κλητική πτώση) και σε επιφωνηματικές εκφράσεις. 59

Αναφέρονται επίσης οι μη υποτακτικοί σύνδεσμοι, που δεν εισάγουν δευτερεύουσες προτάσεις (π.χ.

Dennoch, er hätte mich anrufen können), οι οποίοι δεν θα μας απασχολήσουν εδώ.

32

(58) * Ich hab an ihr zu knabbern, an dieser Nuss.

β) Στον αντίποδα των εκτοπισμένων συστατικών που δεν αποτελούν μέρος

του σχολίου βρίσκεται η δεύτερη περίπτωση, στην οποία τα εκτοπισμένα συστατικά

είναι υποχρεωτικά (59α), επειδή λόγω της απουσίας τους η πρόταση είναι συντακτικά

και σημασιολογικά μη αποδεκτή (Heidolph et al. 1984: 762) (59β):

(59) α. Im Leben des Menschen kann der Zufall identisch werden mit Schicksal.

* β. Im Leben des Menschen kann der Zufall identisch werden.

Αναφορικά με την παρουσία αντωνυμικού τύπου στην πρόταση, πρέπει να

σημειώσουμε ότι είναι υποχρεωτική, όταν πρόκειται για το υποκείμενο (60α), το

αντικείμενο σε αιτιατική (60β) ή άλλον όρο που φέρει πτώση, π.χ. δοτική (60γ). Ο

αντωνυμικός τύπος εκφέρεται χωρίς επιτονισμό (Heidolph et al. 1984: 762).

(60) α. Gestern ist er zurückgekommen, der Onkel.

β. Ich muss sie knacken, die Nuss.

γ. Das wollten wir ihr sagen, der Helga.

Από τις περιπτώσεις και τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται στην εν λόγω

γραμματική, τίθενται πολύ εύστοχα τα εξής ερωτήματα (Heidolph et al. 1984: 761),

στα οποία θα αναφερθούμε και στη συνέχεια (βλ. και 2.4): α) αν ένα συστατικό

δύναται ή όχι να εκτοπισθεί, β) αν στη θέση αυτή δέχεται επιτονισμό ή όχι γ) αν στην

πρόταση υπάρχει ένα αντωνυμικό στοιχείο το οποίο συναναφέρεται με το

εκτοπισμένο συστατικό και δ) αν το αντωνυμικό αυτό στοιχείο είναι υποχρεωτικό ή

προαιρετικό.

Ο Eisenberg (1989: 412) αναφέρει, επίσης, ότι ένα εκτοπισμένο στοιχείο

μπορεί να καταλάβει τη θέση πριν από το πρόσθιο πεδίο (Vor-Vorfeld).

Παρατηρώντας τα παραδείγματα που παραθέτει, διαπιστώνουμε ότι όλοι οι όροι που

μπορούν να καταλάβουν το πρόσθιο πεδίο είναι δυνατόν να εκτοπισθούν (61).60

60

Στη γραμματική των Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1579-1580) σε αντίστοιχα παραδείγματα,

όπως αυτά στο (61), τα συστατικά που εμφανίζονται πριν από το πρόσθιο πεδίο χαρακτηρίζονται

33

Ταυτόχρονα επισημαίνει ότι ο αντίστοιχος αντωνυμικός τύπος εμφανίζεται στο

πρόσθιο πεδίο σε όλα τα παραδείγματα, ενώ η εκτόπιση του AA στα αριστερά, η

οποία θα άφηνε τη διάταξη των υπολοίπων όρων ανέπαφη, δηλαδή την αντωνυμία

στην αρχική της θέση, οδηγεί σε μη αποδεκτή πρόταση (62):

(61) α. Die Irene, die hat ihm den Stern gezeigt.

β. Dem Paul, dem hat Irene den Stern gezeigt.

γ. Den Stern, den hat Irene ihm gezeigt.

δ. Heute morgen, da hat Irene ihm den Stern gezeigt.

(62) */? Den Stern, Irene hat ihm den gezeigt.

Σχετικά με την εκτόπιση συστατικών στο οπίσθιο πεδίο, ο Eisenberg (1989:

414-416) αναφέρει ότι σχετίζεται με επικοινωνιακές-πραγματολογικές λειτουργίες

(π.χ. όταν το συστατικό έχει μεγάλη έκταση, έχει ιδιαίτερο σημασιολογικό βάρος ή

ανήκει στο σχόλιο της πρότασης). Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκτόπιση προς τα δεξιά

δεν περιορίζεται μόνον στον 1ο τύπο πρότασης (63α), αλλά αφορά και στον 2

ο τύπο,

π.χ. σε ευθεία ερώτηση (63β) και σε πρόταση στην προστακτική (63γ), και στον 3ο

τύπο, σε δευτερεύουσα πρόταση (63δ) 61

:

(63) α. Irene hat ihm den Stern gezeigt heute morgen.

β. Hat Irene ihm den Stern gezeigt heute morgen?

γ. Zeig ihm den Stern heute morgen!

δ. ..., dass Irene ihm den Stern gezeigt hat heute morgen.

Ο Engel (1991: 309, 331) περιγράφει το φαινόμενο της εκτόπισης ως μια

ιδιαίτερη μορφή εμφατικών δομών. Υποστηρίζει ότι η αρχική θέση όλων των

συστατικών είναι στο μεσαίο πεδίο, από όπου μπορούν να μετακινηθούν είτε στο

πρόσθιο πεδίο είτε στο οπίσθιο πεδίο. Τα πεδία αυτά τα ονομάζει Außenfeld, δηλαδή

πεδία που βρίσκονται εκτός του ρηματικού πλαισίου. Αναφερόμενος στην εκτόπιση,

εκτοπισμένα συστατικά και μάλιστα εξωπροτασικά, αφού στην πρόταση εμφανίζεται ένα αντωνυμικό

στοιχείο με το οποίο συναναφέρονται. 61

Βλ. και Engel (1991: 319 κ.εξ.) για σχετική παρατήρηση ότι το φαινόμενο της εκτόπισης δεν

περιορίζεται μόνο σε προτάσεις του 1ου

τύπου (κύριες προτάσεις) αλλά είναι δυνατή σε όλους τους

τύπους προτάσεων της γερμανικής γλώσσας.

34

χρησιμοποιεί τον όρο Herausstellung, την αντιμετωπίζει ως ένα ιδιαίτερο φαινόμενο

και την περιγράφει αναλυτικά (ό.π. 318-320), παραθέτοντας αρχικά δύο

αντιπροσωπευτικά παραδείγματα (64):

(64) α. Die Gabi, die hat sich ziemlich viel vorgenommen.

β. Ich würde dem nie zustimmen, diesem Vorschlag.

Διακρίνει δύο είδη εκτόπισης, την εκτόπιση (=μετατόπιση) προς τα αριστερά

(Linksversetzung) και την εκτόπιση προς τα δεξιά (Rechtsversetzung), οι οποίες, κατ’

αυτόν, επιτελούν διαφορετική λειτουργία: Η αριστερή εκτόπιση προβάλλει ένα

στοιχείο του θέματος, ενώ η δεξιά εκτόπιση ερμηνεύεται γενικά ως συμπλήρωση.

Ο Engel (1991: 318) επιχειρεί να συστηματοποιήσει τα χαρακτηριστικά των

εκτοπισμένων συστατικών, από τα οποία αξίζει να αναφερθούν τα εξής: α)

Προβάλλονται στο λόγο και είναι πάντοτε προαιρετικά. β) Ανήκουν εμφανώς στην

πρόταση, αν και είναι εξωπροτασικά. γ) Αποτελούν επεξηγήσεις άλλων όρων της

πρότασης, οι οποίοι εμφανίζονται εντός της πρότασης ως αναφορικά στοιχεία. δ)

Όταν πρόκειται για ΟΦ, συμφωνούν κατά κανόνα με το στοιχείο αναφοράς τους σε

πτώση, γένος και αριθμό (με εξαιρέσεις, βλ. παρακάτω). ε) Το στοιχείο αναφοράς

(συνήθως δεικτική αντωνυμία) προβάλλεται.

Ως προς το είδος των όρων που μπορεί να υποστεί εκτόπιση, παρατηρούμε ότι

αφορά σε ένα πλήθος όρων.62

Στη συνέχεια παραθέτουμε σχετικά παραδείγματα

(Engel 1991: 319) αριστερής και δεξιάς εκτόπισης που περιλαμβάνουν τους όρους

που εξετάζουμε, του υποκειμένου (65), του ΑΑ (66) και του ΕΑ (67):

(65) α. Die Nachbarin, die hat ihnen ziemlich viel Ärger gemacht.

β. Die hat ihnen ziemlich viel Ärger gemacht, die Nachbarin.

(66) α. Die Paula, die werden wir nie vergessen.

β. Die werden wir nie vergessen, die Paula.

(67) α. Nur ihr, ihr kann ich das nicht sagen.

62

Συγκεκριμένα, μπορούν να εκτοπισθούν: το υποκείμενο, το ΑΑ, το ΕΑ, το αντικείμενο σε δοτική, το

εμπρόθετο αντικείμενο, το κατηγορούμενο (ΟΦ ή ΕΦ), επιρρηματικοί προσδιορισμοί, προσδιορισμοί /

συμπληρώματα άλλων όρων στην πρόταση, απαρεμφατικοί τύποι σύνθετων ρημάτων καθώς και

απαρεμφατικοί τύποι με τα συμπληρώματά τους (μέρη δηλαδή της ΡΦ).

35

β. Ich kann ihr das nicht sagen, gerade ihr nicht.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στη γερμανική γλώσσα είναι δυνατή η

εκτόπιση του απαρεμφατικού μέρους ενός σύνθετου ρηματικού τύπου (68α) καθώς

και του απαρεμφατικού μέρους μαζί με το συμπλήρωμά του (68β)63

· στο πρόσθιο

πεδίο η δεικτική αντωνυμία τίθεται σε ουδέτερο γένος ενικού αριθμού.

(68) α. Gegessen, das haben wir dort jeden Tag.

β. Pizza gegessen, das haben dort jeden Tag.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, περαιτέρω, οι εξής περιπτώσεις ασυμφωνίας του

εκτοπισμένου συστατικού με το στοιχείο αναφοράς:

α) Στη πρώτη περίπτωση, κατά την οποία το εκτοπισμένο συστατικό είναι άψυχο ή

άυλο (ή και γεγονός / κατάσταση), υπάρχει η τάση το στοιχείο αναφοράς να τίθεται

σε ουδέτερο γένος με συμφωνία σε πτώση (69):

(69) α. Der Garten (αρσ.), das (ουδ.) war ihre größte Freude.

β. Das (ουδ.) war ihre größte Freude, der Garten (αρσ.).

β) Στη δεύτερη είναι δυνατή η ασυμφωνία σε πτώση, κατά την οποία το εκτοπισμένο

συστατικό τίθεται υποχρεωτικά σε ονομαστική πτώση (70):

(70) α. Die Preußen (ονομ.), mit denen (δοτ.) hatte ich nicht mehr gerechnet.64

β. Der Hans (ονομ.), dem (δοτ.) hat man nie etwas geschenkt.

Αναφορικά με την πληροφοριακή αξία των εκτοπισμένων συστατικών

διατυπώνονται γενικά ασαφείς και διαφορετικές απόψεις:

Ως προς την αριστερή εκτόπιση, ο Engel (1991: 331) επισημαίνει ότι

πρόκειται για εμφατικές δομές, στις οποίες τα συστατικά προβάλλονται, και

σημειώνει ότι ουσιαστικά αυτή αφορά στο πεδίο του θέματος, εφόσον το κέντρο

βάρους (η εστία) βρίσκεται σε άλλο σημείο της πρότασης. Με τη θέση του αυτή

63

Αντίστοιχα παραδείγματα βρίσκουμε στον Engel (1991: 320). Στο κεφ. 2.2.2 είχαμε αναφέρει ότι

είναι δυνατή και η θεματοποίησή τους. 64

Το παράδειγμα είναι από τον Engel (1991: 319).

36

συνηγορεί και το γεγονός ότι το στοιχείο με το οποίο συναναφέρεται το εκτοπισμένο

συστατικό βρίσκεται στη θέση του προσθίου πεδίου, που γενικά θεωρείται η κατ’

εξοχήν θέση του θέματος. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι απόψεις του

έρχονται σε κάποια αντίφαση, διότι αποδίδει την ιδιότητα της προβολής τόσο στα

εκτοπισμένα συστατικά όσο και στα στοιχεία αναφοράς (αντωνυμικούς τύπους).

Αντίθετα, οι Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1579-1580) χαρακτηρίζουν

θεματοποιημένα τα συστατικά που εμφανίζονται εκτοπισμένα στα αριστερά.

Ως προς την δεξιά εκτόπιση ο Engel (1991: 331-333, 341) υποστηρίζει ότι

πρόκειται επίσης για συστατικά που προβάλλονται, ενώ για τα συστατικά που

εμφανίζονται στο οπίσθιο πεδίο τα οποία αποκαλεί συμπληρώσεις, ισχυρίζεται ότι

δεν επιδέχονται επιτονισμό. Τοποθετούνται εκεί α) όταν ο ομιλητής κατά τον

σχηματισμό της πρότασης ανακαλύπτει ότι έχει διαφύγει ένα στοιχείο που παραβιάζει

τους κανόνες δόμησης (πρόκειται για ΠΦ-συμπληρώματα) ή β) όταν ο ομιλητής

ανακαλύπτει ότι μια πληροφορία είναι σημαντική και τη συμπληρώνει (πρόκειται

κυρίως για προαιρετικούς προσδιορισμούς).

Για την κατάληψη του οπισθίου πεδίου οι Zifonun, Hoffman & Strecker

(1997: 1668 κ. εξ.) επισημαίνουν ότι τα στοιχεία που αποτελούν μέρος του σχολίου ή

θέμα στην πρόταση δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθούν στο οπίσθιο πεδίο. Σχετικά με

τις συμπληρώσεις (τα συστατικά δηλαδή που δεν έχουν στοιχείο αναφοράς στην

πρόταση) κάνουν διάκριση μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου, υποστηρίζοντας

ότι στον προφορικό λόγο πρόκειται για πληροφορίες που προσθέτει ο ομιλητής,

αφότου έχει ολοκληρώσει την πρόταση ή για στοιχεία που θέλει να προβάλλει, ενώ

στο γραπτό λόγο η θέση αυτή χρησιμοποιείται για πληροφορίες που ο συγγραφέας

είτε θέλει να προβάλλει είτε θεωρεί δευτερεύουσας σημασίας.

Συμπερασματικά διαπιστώνουμε τα εξής για τις δομές εκτόπισης: Αφενός δεν

υπάρχει ομοφωνία ως προς την περιγραφή τους (είδη εκτόπισης) και αφετέρου δεν

παρουσιάζονται με σαφήνεια. Η ασάφεια έγκειται μεταξύ άλλων τόσο στον

χαρακτηρισμό του εκτοπισμένου συστατικού ως θεματοποιημένου ή ως

προβεβλημμένου (εμφατικά) όσο και στον χαρακτηρισμό του αντωνυμικού τύπου ως

εμφατικού ή μη. Από τον έλεγχο των δομών αυτών με φυσικούς ομιλητές της

Γερμανικής, φαίνεται ότι τα συστατικά που εκτοπίζονται στα αριστερά είναι

θεματοποιημένα, ενώ εκείνα που εκτοπίζονται στα δεξιά λειτουργούν ως

συμπληρώσεις (βλ. κεφ. 2.4 για περαιτέρω συμπεράσματα).

37

2.3 Άλλοι παράγοντες καθορισμού της διάταξης των όρων

Στις γραμματικές της γερμανικής γλώσσας παρουσιάζονται ορισμένοι επιπλέον

παράγοντες που επηρεάζουν τη σειρά των όρων στην πρόταση. Συγκεκριμένα, οι

Helbig & Buscha (1993: 573) αναφέρουν την πλοκής της πρότασης

(Satzverflechtung), ο Engel (1991: 333-4 και 341-2) αναφέρει τον παράγοντα της

ευδιάκριτης δομής (Durchschaubarmachung der Satzstruktur), ενώ οι Sommerfeldt &

Starke (1998: 253) και οι Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1584) αναφερόμενοι

στη συντακτική και σημασιολογική αξία των όρων προσθέτουν και την περίπτωση

της αποσαφήνισης αμφίσημων δομών.

α) Η έννοια της προτασικής πλοκής, σύμφωνα με τους Helbig & Buscha

(1993: 573), ορίζει ότι στην αρχή της πρότασης τοποθετούνται όροι οι οποίοι

συνδέονται με την προηγούμενη πρόταση. Πρόκειται συνήθως για το υποκείμενο ή

για διάφορους επιρρηματικούς προσδιορισμούς (κυρίως χρονικούς ή τοπικούς) (71):

(71) Hans hat seine Ferien an der Ostsee verbracht. Dort hat er neue Freunde kennen

gelernt.

Η παρουσία συστατικού στην πρώτη θέση αφορά ουσιαστικά στον 1ο τύπο πρότασης

(Ρ2), αφού στους άλλους δύο τύπους είναι συνδεδεμένη με το είδος της πρότασης και

είναι αυστηρά καθορισμένη.

Οι Helbig & Buscha (1993: 573) επισημαίνουν ότι η οργάνωση της πρότασης

σύμφωνα με τη συνθήκη της προτασικής πλοκής συνάδει με την οργάνωση της

πρότασης σύμφωνα με την πληροφοριακή αξία των όρων, καθώς στοιχεία που έχουν

προαναφερθεί στον λόγο αποτελούν γνωστές πληροφορίες, οπότε εμφανίζονται στην

αρχή της πρότασης όταν επανεισάγονται (ως θέμα). Για τον λόγο αυτό στην αρχή

μιας πρότασης εμφανίζονται συχνά αντωνυμίες που αναφέρονται σε όρους της

προηγούμενης πρότασης. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και οι Drosdowski et al.

(1995: 789), αναφέφοντας ότι τα συστατικά που εμφανίζονται στην αρχή της

πρότασης και συνδέονται με την προηγούμενη δεν τονίζονται ιδιαίτερα ούτε είναι

εμφατικά (72):

(72) Susanne hat ein Geschenk ausgesucht. Das Geschenk ist für ihren Freund. Es ist

federleicht.

38

β) Σχετικά με την απαίτηση να είναι ευδιάκριτη η προτασική δομή, ο Engel

(1991: 333-4 και 341-2) αναφέρει την περίπτωση κατά την οποία είναι δυνατόν να

παραβιάζονται οι κανόνες «ορθής» δόμησης της πρότασης. Παραθέτει το

χαρακτηριστικό παράδειγμα τοποθέτησης μεγάλων σε έκταση φράσεων – συνήθως

ΠΦ – στο οπίσθιο πεδίο, δηλαδή μετά την ολοκλήρωση του ρηματικού πλαισίου

(73β), ενώ η κανονική θέση της φράσης είναι εντός του ρηματικού πλαισίου (73α).

(73) α. Wir nehmen diese Menge nur bei strikter Einhaltung der ausgehandelnden

Bedingungen und zum frühesten Zeitpunkt ab.

β. Wir nehmen diese Menge nur ab bei strikter Einhaltung der ausgehandelnden

Bedingungen und zum frühesten Zeitpunkt.

γ) Αναφορικά με την αποσαφήνιση αμφίσημων δομών οι Sommerfeldt &

Starke (1998: 253) και Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1584) θεωρούν ότι η

θέση ενός συστατικού αποσαφηνίζει τη συντακτική και σημασιολογική του

λειτουργία σε περίπτωση αμφισημίας, ακριβώς επειδή αυτή θεωρείται η συνηθέστερη

(74):

(74) α. Peter ruft Jürgen.

β. Jetzt ruft Peter Jürgen.

γ. Katzen jagen Mäuse.

Στα ανωτέρω παραδείγματα δεν είναι διακριτή η πτώση των ΟΦ – στα (74α και β)

έχουμε κύρια ονόματα και στο (74γ) πληθυντικό αριθμό. Ωστόσο, αντιλαμβανόμαστε

την πρώτη ΟΦ ως υποκείμενο και την δεύτερη ως αντικείμενο. Η θέση βέβαια των

όρων, παρότι δεν αναφέρεται στις γραμματικές, υπονοεί ότι η σειρά Υ-Ρ-Α είναι και

η βασική.65

Τη διαπίστωσή τους αυτή θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε και σε προτάσεις

που περιλαμβάνουν επιπλέον και ΕΑ, όπου η δοτική του ΕΑ προηγείται της

αιτιατικής του ΑΑ (75α), ενώ η ονομαστική του Υ προηγείται και των δύο (75β). Και

65

Στις εν λόγω γραμματικές, ωστόσο, δεν υποστηρίζεται η ύπαρξη βασικής σειράς. Στη μεν

γραμματική των Sommerfeldt & Starke (1998: 253) γίνεται λόγος για συνηθέστερη διάταξη, οι δε

Zifonun, Hoffman & Strecker (1997: 1584) δεν παίρνουν θέση για τη βασική σειρά.

39

στην περίπτωση αυτή μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η σειρά Υ-Ρ-ΕΑ-ΑΑ

υποδηλώνει τη βασική διάταξη.

(75) α. Peter zeigt Jürgen Maria.

β. Jetzt zeigt Peter Jürgen Maria.

Στην πραγματικότητα και οι δύο περιπτώσεις αποσαφήνισης της αμφισημίας – εκτός

από το παράδειγμα (74γ) όπου η αμφισημία αίρεται σημασιολογικά ή

πραγματολογικά – αποτελούν ένδειξη ότι οι εν λόγω σειρές είναι βασικές, διότι δεν

υφίστανται άλλα κριτήρια βάσει των οποίων να αντιλαμβανόμαστε τη διάκριση

μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου (ΑΑ και ΕΑ).

2.4 Συμπεράσματα για την προτασική δομή και τη σειρά των όρων

Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάσαμε τη σειρά όρων της πρότασης σύμφωνα με

περιγραφικές γραμματικές της γερμανικής γλώσσας. Εξετάσαμε κυρίως τις κύριες

δηλωτικές προτάσεις (1ος

τύπος: Ρ2) και περιοριστήκαμε στους βασικούς όρους,

υποκείμενο (Υ), ρήμα (Ρ) (παρεμφατικός και απαρεμφατικός ρηματικός τύπος),

άμεσο (ΑΑ) και έμμεσο (ΕΑ) αντικείμενο. Από την γενικότερη παρουσίαση, τα

σχόλια και τις επιμέρους παρατηρήσεις καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:

1) Η γερμανική γλώσσα εμφανίζει μερική ελευθερία ως προς τη σειρά των

βασικών όρων. Με τον χαρακτηρισμό «μερική» εννοούμε αφενός την αυστηρή θέση

που κατέχουν ο παρεμφατικός και ο απαρεμφατικός ρηματικός τύπος στην πρόταση,

καθώς και την κατάληψη του προσθίου πεδίου από ένα μόνο συστατικό και αφετέρου

τη μεγάλη ελευθερία ως προς τη θέση των υπολοίπων όρων.

Ειδικότερα, ένα πρώτο βασικό χαρακτηριστικό της γερμανικής πρότασης

είναι η διάκριση τριών τύπων πρότασης, οι οποίοι καθορίζονται από τη θέση του

παρεμφατικού ρήματος και στους οποίους αντιστοιχούν τα διάφορα είδη προτάσεων.

Συγκεκριμένα, έχουμε τους εξής τρεις τύπους πρότασης:

α) Στον πρώτο τύπο πρότασης το παρεμφατικό ρήμα καταλαμβάνει τη

δεύτερη θέση (Ρ2). Σε αυτόν αντιστοιχούν κυρίως οι κύριες δηλωτικές προτάσεις και

οι ερωτήσεις μερικής αγνοίας.

40

β) Στον δεύτερο τύπο πρότασης το παρεμφατικό ρήμα καταλαμβάνει την

πρώτη θέση (Ρ1). Σε αυτόν αντιστοιχούν κυρίως οι ερωτήσεις ολικής αγνοίας και οι

προτάσεις προστακτικής.

γ) Στον τρίτο τύπο πρότασης το παρεμφατικό ρήμα καταλαμβάνει την

τελευταία θέση (Ρ-τέλος). Σε αυτόν συγκαταλέγονται οι δευτερεύουσες προτάσεις.

Ένα δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό αφορά στη θέση των απαρεμφατικών

ρηματικών τύπων, οι οποίοι μαζί με το παρεμφατικό ρήμα ορίζουν το ρηματικό

πλαίσιο της πρότασης. Στον 1ο τύπο (Ρ2) το παρεμφατικό ρήμα καταλαμβάνει τη

δεύτερη θέση, ενώ ο απαρεμφατικός τύπος την τελευταία θέση στην πρόταση.

Από την οριοθέτηση του ρηματικού πλαισίου, προκύπτουν να λεγόμενα

τοπολογικά πεδία της πρότασης. Συγκεκριμένα, σχηματίζονται τα εξής τρία πεδία:

α) Το πρόσθιο πεδίο· αντιπροσωπεύει μία και μοναδική θέση πριν από το

παρεμφατικό ρήμα και καταλαμβάνεται από οποιοδήποτε συστατικό (με ορισμένους

περιορισμούς). Η κατάληψή του είναι υποχρεωτική στον 1ο τύπο πρότασης (Ρ2).

β) Το μεσαίο πεδίο· αφορά στα συστατικά που τοποθετούνται μεταξύ του

παρεμφατικού και του απαρεμφατικού ρήματος. Στο πεδίο αυτό εμφανίζονται όλα τα

υπόλοιπα συστατικά πλην αυτού που βρίσκεται το πρόσθιο πεδίο.

γ) Το οπίσθιο πεδίο· θεωρείται εξωπροτασικό, αφορά σε ό,τι εμφανίζεται μετά

το απαρεμφατικό ρήμα, δηλαδή στα εκτοπισμένα συστατικά.

Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι, όπως διαπιστώσαμε από τις

παρατηρήσεις στο κεφάλαιο 2.1.1, τόσο το ρηματικό πλαίσιο όσο και τα τοπολογικά

πεδία αποδεικνύονται αρκετά αμφιλεγόμενα, αφενός διότι δεν εμφανίζονται σε όλες

τις δομές και αφετέρου διότι δεν ανταποκρίνονται σε όλους τους τύπους και τα είδη

των προτάσεων. Εντούτοις, υιοθετήσαμε και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, διότι σε

αυτά βασίζονται οι περιγραφές όλων των γραμματικών.

2) Τα ανωτέρω βασικά χαρακτηριστικά της γερμανικής πρότασης περιορίζουν

σε μεγάλο βαθμό τη διάταξη των όρων, η οποία καθορίζεται από γραμματικούς

κανόνες. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι εξής συντακτικοί κανόνες: α) Η αυστηρά

καθορισμένη θέση του παρεμφατικού και απαρεμφατικού ρήματος στους τρεις

προτασικούς τύπους. β) Ο αριθμός και το είδος των συστατικών που καταλαμβάνουν

τα τοπολογικά πεδία. Εκτός από τους συντακτικούς κανόνες, υπάρχουν και οι

μορφολογικοί κανόνες οι οποίοι περιορίζουν τη σειρά εμφάνισης των όρων εντός του

μεσαίου πεδίου. Αφορούν κυρίως στην πραγμάτωση των όρων ως ΟΦ ή αντωνυμιών,

στην εκφορά του άρθρου (οριστικό, αόριστο μηδενικό) και στην πτώση.

41

Από την εφαρμογή των ανωτέρω κανόνων προκύπτουν διατάξεις οι οποίες

ανταποκρίνονται στη βασική ουδέτερη σειρά. Επιπλέον, ως βασική ορίζεται η σειρά

στην οποία κανένας όρος δεν προβάλλεται εμφατικά ή δεν τονίζεται. Πέρα από τους

γραμματικούς κανόνες υφίστανται και επικοινωνιακοί παράγοντες που ρυθμίζουν

περαιτέρω τη διάταξη των όρων. Στην επικοινωνία οι ανωτέρω γραμματικοί κανόνες

είτε ακολουθούνται είτε τροποποιούνται. Όταν ακολουθούνται, τότε προκύπτει η

βασική, ουδέτερη σειρά, ενώ όταν τροποποιούνται προκύπτει μη ουδέτερη,

χαρακτηρισμένη σειρά, η οποία καθορίζεται από επικοινωνιακούς παράγοντες που

οδηγούν στη διαφοροποίηση της πληροφοριακής αξίας των όρων. Οι τρόποι με τους

οποίους επιτυγχάνεται η εκάστοτε επικοινωνιακή λειτουργία σχετίζονται με:

συντακτικούς παράγοντες (προβολή μέσω πρόταξης ή επίταξης ενός συστατικού),

σημασιολογικούς παράγοντες (έμφαση) και φωνητικούς-προσωδιακούς

(επιτονισμός).

Από την άποψη της πληροφοριακής οργάνωσης της πρότασης αναγκαία είναι

η διάκριση ανάμεσα σε γνωστή και νέα πληροφορία, δηλαδή ανάμεσα στους όρους

που φέρουν τη μικρότερη και τη μεγαλύτερη πληροφοριακή αξία. Η οργάνωση της

πρότασης ακολουθεί την αρχή βάσει της οποίας η γνωστή πληροφορία ακολουθείται

από τις νέες πληροφορίες, με προοδευτικά αυξανόμενη πληροφοριακή αξία. Ως

γνωστή ορίζεται η πληροφορία που από τους συνομιλητές είναι αναγνωρίσιμη έναντι

άλλων πληροφοριών, ενώ ως νέα πληροφορία χαρακτηρίζεται μια πληροφορία

άγνωστη στον συνομιλητή ή νέα, διότι εισάγεται για πρώτη φορά στο λόγο.

Οι ανωτέρω έννοιες συσχετίζονται με τις έννοιες θέμα και σχόλιο. Ως θέμα

μπορεί να οριστεί μια γνωστή πληροφορία είτε αυτή είναι δεδομένη είτε νέα (νέο

θέμα), ενώ στο σχόλιο ανήκουν όλες οι νέες πληροφορίες (γνωστές και άγνωστες

στον συνομιλητή). Ως θέμα χαρακτηρίζεται η αφετηρία της πρότασης, η οποία

ακολουθείται από το σχόλιο, ενώ ένα μέρος του σχολίου, η εστία, φέρει το κέντρο

βάρους της πρότασης, αποτελεί νέα πληροφορία και τοποθετείται στο τέλος.

3) Βάσει της ανωτέρω πληροφοριακής οργάνωσης και των εμπλεκομένων

εννοιών και σε συνάρτηση με τα τοπολογικά πεδία διατυπώνονται στις γραμματικές

οι εξής γενικευτικές απόψεις: Το πρόσθιο πεδίο στην πρόταση καταλαμβάνεται από

μια γνωστή πληροφορία, την οποία αναγνωρίζουμε ως θέμα της πρότασης. Το

συστατικό αυτό δεν προβάλλεται επιτονικά ή εμφατικά. Το μεσαίο πεδίο

καταλαμβάνεται από συστατικά που συνιστούν το σχόλιο της πρότασης, ενώ ένα από

αυτά αποτελεί την εστία. Στο οπίσθιο πεδίο τοποθετούνται τα εκτοπισμένα

42

συστατικά, τα οποία είτε προβάλλονται είτε αποτελούν μη εμφατικά στοιχεία

(συμπληρώσεις).

Από τις ανωτέρω αναφορές ακολουθήσαμε την εξής διάκριση των προτάσεων

και των φαινομένων που επηρεάζουν τη διάταξη των όρων:

α) Βασικές ή ουδέτερες σειρές / προτάσεις, οι οποίες προκύπτουν από την

εφαρμογή των γραμματικών κανόνων.

β) Σειρές στις οποίες ένα συστατικό αποτελεί το θέμα της πρότασης, το οποίο

διακρίνεται από το σχόλιο (θεματοποίηση).

γ) Σειρές στις οποίες ένα συστατικό αποτελεί την εστία, τονίζεται δηλαδή

εμφατικά με επιτονισμό (εστίαση).

δ) Σειρές στις οποίες ένα συστατικό θεωρείται εκτοπισμένο (εκτόπιση).

Διακρίνονται δύο είδη εκτόπισης, η αριστερή και η δεξιά εκτόπιση.

4) Αναφορικά με τη βασική, ουδέτερη σειρά της γερμανικής πρότασης –

βάσει του 1ου

τύπου – παρατηρούμε ότι δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των μελετητών

για την ύπαρξη βασικής σειράς. Από τις περιγραφές, ωστόσο, όσων υποστηρίζουν

την ύπαρξή της και από την γενικότερη τάση που ακολουθείται, μπορούμε να

υποστηρίξουμε ότι κατ’ εξοχήν βασική θεωρείται η σειρά Υ-Ρ-Α, ενώ ως βασική δεν

αποκλείεται και η σειρά Επίρ-Ρ-Υ-Α. Ο χαρακτηρισμός της σειράς Υ-Ρ-Α ως

βασικής προκύπτει εν μέρει από το ότι είναι ουδέτερη επιτονικά και εν μέρει από το

ότι η θέση του υποκειμένου στο πρόσθιο πεδίο είναι συνηθέστερη έναντι άλλων. Η

σειρά Επίρ-Ρ-Υ-Α χαρακτηρίζεται επίσης ως ουδέτερη και διαφέρει από τη σειρά Υ-

Ρ-Α στο ότι το υποκείμενο δεν αποτελεί θέμα της πρότασης.

Λαμβάνοντας υπόψιν αυτή την παρατήρηση, μπορούμε να ισχυριστούμε το

εξής για τη σειρά Επίρ-Ρ-Υ-Α: Εφόσον η κατάληψη του προσθίου πεδίου είναι

υποχρεωτική, αν ο ομιλητής δεν επιθυμεί την ερμηνεία του υποκειμένου ως θέματος

της πρότασης και παράλληλα δεν επιθυμεί τη θεματοποίηση ή εστίαση άλλου

συστατικού (μέσω πρόταξης), τότε η μόνη επιλογή είναι η τοποθέτηση ενός

επιρρηματικού προσδιορισμού (χρονικού ή τοπικού) στο πρόσθιο πεδίο. Το στοιχείο

αυτό είναι άτονο, μη εμφατικό, αν δεν τονισθεί μέσω προσωδίας, και δεν ερμηνεύεται

ως θέμα, αν δεν αποτελεί θέμα συζήτησης. Γι’ αυτόν τον λόγο, εξάλλου, η εν λόγω

δομή ερμηνεύεται και ως ουδέτερη δομή. Συνεπώς, αν κατ’ αυτόν τον τρόπο το

υποκείμενο τοποθετείται στο μέρος του σχολίου, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι

αυτή η σειρά είναι φορέας εξ ολοκλήρου νέας πληροφορίας.

43

Αναφορικά με τη θέση των αντικειμένων στο μεσαίο πεδίο – ή και του

υποκειμένου αν εμφανίζεται σε αυτό – επισημάνθηκε ότι στη βασική σειρά, όταν

πρόκειται για ΟΦ, το ΕΑ προηγείται του ΑΑ με αποτέλεσμα τη σειρά Υ-Ρ-ΕΑ-ΑΑ.

Περαιτέρω διατάξεις ρυθμίζονται κυρίως από μορφολογικούς κανόνες, οι οποίοι

καθορίζουν τη βασική σειρά, ενώ αποκλίσεις από αυτούς προκαλούν αναδιατάξεις

και ως εκ τούτου χαρακτηρισμένες δομές.

5) Οι δομές θεματοποίησης – παρόλο που στις περισσότερες γραμματικές δεν

γίνεται σαφής αναφορά σε αυτές – αφορούν σε προτάσεις στις οποίες ένα συστατικό

αποτελεί σαφώς θέμα της πρότασης. Έτσι, διαπιστώσαμε ότι το υποκείμενο στη σειρά

Υ-Ρ-Α, σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό ότι το πρόσθιο πεδίο καταλαμβάνεται από το

θέμα της πρότασης, ερμηνεύεται ως θέμα.

Εκτός από το υποκείμενο, του οποίου η θέση στο πρόσθιο πεδίο και η

ερμηνεία του ως θέματος είναι η συνηθέστερη, θεματοποίηση μπορούν να υποστούν

και άλλα συστατικά, εφόσον αποτελούν τις μόνες γνωστές πληροφορίες. Τόσο το ΑΑ

όσο και το ΕΑ θεματοποιούνται με την τοποθέτησή τους στο πρόσθιο πεδίο. Η

ερμηνεία τους ως θέματος έναντι των άλλων συστατικών που βρίσκονται στο μεσαίο

πεδίο γίνεται κυρίως βάσει μορφοσυντακτικών παραγόντων (π.χ. θεματοποιημένο

αντωνυμικό αντικείμενο στο πρόσθιο πεδίο έναντι ΟΦ στο μεσαίο πεδίο ή

θεματοποιημένη ΟΦ-αντικείμενο με οριστικό άρθρο έναντι ΟΦ με αόριστο άρθρο).

Κατ’ αυτόν τον τρόπο θεματοποιούνται το ΑΑ (ΑΑ-Ρ-Υ-ΕΑ) και το ΕΑ (ΕΑ-Ρ-Υ-

ΑΑ)· το θεματοποιημένο συστατικό δεν φέρει κανέναν επιτονισμό.

6) Αναφορικά με την εστίαση διαπιστώσαμε ότι το στοιχείο εκείνο του

σχολίου το οποίο αποτελεί νέα πληροφορία είναι η εστία και τοποθετείται στο τέλος

της πρότασης. Η εστίαση ενός συστατικού μπορεί να πραγματοποιηθεί με τους εξής

τρόπους: α) Μέσω προσωδίας, με εστίαση επί τόπου, ένα συστατικό μπορεί να λάβει

εμφατικό επιτονισμό, χωρίς να μεταβληθεί η βασική διάταξη της πρότασης. β) Μέσω

αναδιάταξης των όρων στο μεσαίο πεδίο, παραβιάζοντας τη βασική διάταξη και

τοποθετώντας ένα συστατικό στο τέλος της πρότασης, όπου καθίσταται εστιακό. γ)

Μέσω πρόταξης ενός συστατικού στο πρόσθιο πεδίο ένα συστατικό μπορεί να λάβει

εμφατικό επιτονισμό, γεγονός που προκαλεί μεταβολή της βασικής διάταξης των

όρων.

Συνεπώς, μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής σχετικά με το φαινόμενο της

εστίασης ως προς τις διάφορες διατάξεις:

44

α) Σχετικά με το υποκείμενο της πρότασης, διαπιστώνουμε ότι είναι δυνατόν

να καταστεί εστιακό στη βασική διάταξη Υ-Ρ-Α μέσω προσωδιακού επιτονισμού. Σε

διαφορετική περίπτωση τοποθετείται στο τμήμα του σχολίου και συγκεκριμένα στο

τέλος της πρότασης, όπου ερμηνεύεται ως νέα πληροφορία και προβάλλεται

εμφατικά. Αυτό σημαίνει ότι ένα άλλο συστατικό καταλαμβάνει το πρόσθιο πεδίο. Το

συστατικό αυτό είναι είτε ένας επιρρηματικός προσδιορισμός, οπότε οι όροι έχουν τη

διάταξη Επίρ-Ρ-ΕΑ-ΑΑ-Υ, είτε ένα από τα αντικείμενα τις πρότασης, το οποίο

θεματοποιείται στο πρόσθιο πεδίο, οπότε προκύπτουν οι διατάξεις ΕΑ-Ρ-ΑΑ-Υ και

ΑΑ-Ρ-ΕΑ-Υ.

β) Σχετικά με το αντικείμενο της πρότασης (ΑΑ και ΕΑ) διαπιστώνουμε ότι

το ΑΑ αποτελεί την εστία της πρότασης, καθώς στη βασική σειρά Υ-Ρ-ΕΑ-ΑΑ είναι

το τελευταίο στοιχείο του σχολίου. Άλλος τρόπος εστίασης του αντικειμένου είναι η

πρόταξή του στο πρόσθιο πεδίο, όπου λαμβάνει εμφατικό επιτονισμό, με αποτέλεσμα

τη σειρά ΑΑ-Ρ-Υ-ΕΑ. Ομοίως, εστιάζεται και το ΕΑ με πρόταξη με αποτέλεσμα τη

σειρά ΕΑ-Ρ-Υ-ΑΑ. Απαραίτητη προϋπόθεση κατά την εστίαση ενός εκ των δύο

αντικειμένων είναι η διάταξη των λοιπών συστατικών στο μεσαίο πεδίο να μένει

ανέπαφη. Σε διαφορετική περίπτωση καθίσταται εστιακό το συστατικό που θα

καταλάβει την τελευταία θέση της πρότασης, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση

του υποκειμένου. Κατά τον ίδιο τρόπο η αναδιάταξη στο μεσαίο πεδίο στη σειρά Υ-

Ρ-ΑΑ-ΕΑ ή Επίρ.-Ρ-Υ-ΑΑ-ΕΑ καθιστά το ΕΑ εστιακό συστατικό.

Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις παρατηρούμε ότι για να εστιασθεί ένας όρος

με πρόταξη στο πρόσθιο πεδίο, όπου λαμβάνει εμφατικό επιτονισμό, πρέπει η

διάταξη στο μεσαίο πεδίο να παραμείνει ανέπαφη, ακολουθώντας τους γραμματικούς

κανόνες. Η αναδιάταξη στο μεσαίο πεδίο ή η απόκλιση από τους γραμματικούς

κανόνες εμποδίζει την εστίαση του προτασσόμενου συστατικού, το οποίο

ερμηνεύεται ως θεματοποιημένο. Έτσι, συμπεραίνουμε ότι το πρόσθιο πεδίο, το

οποίο αποτελεί μία και μοναδική θέση, εξυπηρετεί είτε τη θεματοποίηση είτε την

εστίαση. Εφόσον ένας όρος θεματοποιείται, καθίσταται δυνατή η εστίαση ενός άλλου

στο μεσαίο πεδίο ή αλλιώς εφόσον εστιάζεται ένας όρος στο μεσαίο πεδίο καθίσται

αδύνατη η εστίαση κάποιου άλλου στο πρόσθιο πεδίο.

7) Η εκτόπιση συνιστά φαινόμενο κατά το οποίο τα συστατικά περιγράφονται

ως εξωπροτασικά. Είναι το φαινόμενο για το οποίο διατυπώνονται ποικίλες απόψεις,

οι οποίες συχνά δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Η εκτόπιση διακρίνεται γενικά σε

45

αριστερή και δεξιά εκτόπιση. Τα δύο είδη εκτόπισης παρουσιάζουν, ωστόσο, εκτός

από ομοιότητες και αρκετές διαφορές, οι οποίες μπορούν να συνοψισθούν στις εξής:

α) Η αριστερή εκτόπιση αφορά σε συστατικά που εμφανίζονται σε θέση πριν

από το πρόσθιο πεδίο, καταστρατηγώντας υπό αυτήν την έννοια τη δομή Ρ2. Στην

αριστερή εκτόπιση είναι υποχρεωτική η παρουσία ενός αντωνυμικού τύπου (συνήθως

δεικτικής αντωνυμίας) στην πρόταση, ο οποίος συναναφέρεται με το εκτοπισμένο

συστατικό και τοποθετείται συνήθως στο πρόσθιο πεδίο. Όταν το εκτοπισμένο

συστατικό είναι ΟΦ, τότε συμφωνεί με τον αντωνυμικό τύπο σε γένος, αριθμό και

πτώση. Τα συστατικά που υπόκεινται σε αριστερή εκτόπιση ερμηνεύονται ως

θεματοποιημένα, ενώ ο αντωνυμικός τύπος στο πρόσθιο πεδίο λαμβάνει ενδεχομένως

εμφατικό επιτονισμό· υπό αυτήν την έννοια η εκτόπιση εκτόπιση ορίζεται ως μορφή

θεματοποίησης. Επιπλέον, είναι δυνατή μερική ασυμφωνία (πτωτική ή γένους υπό

προϋποθέσεις) μεταξύ εκτοπισμένου συστατικού και αντωνυμικού τύπου.

β) Η δεξιά εκτόπιση είναι συνυφασμένη με την κατάληψη του οπισθίου

πεδίου και διακρίνεται στις εξής υποπεριπτώσεις: ι) Η πρώτη περίπτωση αφορά στα

εκτοπισμένα συστατικά τα οποία αποτελούν υποχρεωτικούς όρους (Υ, ΑΑ και ΕΑ),

οπότε είναι υποχρεωτική η παρουσία στοιχείου αναφοράς (αντωνυμικού τύπου) στην

πρόταση. ιι) Η δεύτερη αφορά σε συστατικά – κυρίως προθετικές φράσεις – που

είναι είτε συμπληρώματα του ρήματος είτε συμπληρώματα άλλων στοιχείων της

πρότασης, όπου η παρουσία του αντωνυμικού τύπου είναι προαιρετική. ιιι) Η τρίτη

περίπτωση αφορά σε συστατικά που είναι προσδιορισμοί-προσαρτήματα και η

παρουσία στοιχείων αναφοράς είναι δυνατή, αλλά δεν συνηθίζεται.

Μολονότι σε ορισμένες γραμματικές υποστηρίζεται ότι το συστατικό που

τοποθετείται στο οπίσθιο πεδίο προβάλλεται ιδιαίτερα, από τις γενικότερες

περιγραφές δεν επιβεβαιώνεται αυτός ο ισχυρισμός ειδικότερα για τους

υποχρεωτικούς όρους. Το συστατικό που εκτοπίζεται προς τα δεξιά λειτουργεί

περισσότερο ως συμπλήρωση ή επεξήγηση, και συνεπώς πρόκειται για μη

επιτονισμένο, μη εμφατικό στοιχείο. Το στοιχείο που μπορεί να τονιστεί είναι ο

αντωνυμικός τύπος στο πρόσθιο πεδίο. Η παρατήρηση αυτή συμβαδίζει με

προηγούμενη διαπίστωση, ότι ένα συστατικό σε κάθε πρόταση μπορεί να δέχεται

εμφατικό επιτονισμό.

Από τις ανωτέρω παρατηρήσεις – ομοιότητες και διαφορές – προκύπτει ότι η

αριστερή και η δεξιά εκτόπιση εξυπηρετούν διαφορετικές λειτουργίες στον λόγο: Η

αριστερή εκτόπιση αφορά σε συστατικά που αποτελούν γνωστές πληροφορίες, οι

46

οποίες εμφανίζονται ως θεματοποιημένα εξωπροτασικά συστατικά. Η δεξιά εκτόπιση

αφορά σε εξωπροτασικά συστατικά που αποτελούν γνωστές πληροφορίες, όταν

πρόκειται για υποχρεωτικούς όρους της πρότασης. Σε αυτό συνηγορεί η υποχρεωτική

εμφάνιση του αντωνυμικού τύπου εντός της πρότασης. Αντίθετα, οι περιπτώσεις των

ΠΦ-συμπληρωμάτων ή των ΠΦ-προσδιορισμών με προαιρετική εμφάνιση

αντωνυμικών τύπων αφορούν κυρίως σε συμπληρώσεις που προστίθενται στο λόγο ή

σε επεξηγήσεις άλλων όρων που βρίσκονται εντός της πρότασης.

8) Τέλος, αναφερθήκαμε και σε άλλους παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τη

διάταξη των όρων της γερμανικής πρότασης και καθορίζουν την τοποθέτηση ενός

όρου σε συγκεκριμένη θέση. Τέτοιοι παράγοντες είναι: α) Η πλοκή της πρότασης, η

οποία συστήνει την τοποθέτηση ενός όρου στην αρχή της πρότασης, ώστε να

επιτευχθεί η σύνδεσή της με την προηγούμενη. β) Η απαίτηση για ευδιάκριτη δομή,

κατά την οποία όροι με μεγάλη έκταση τοποθετούνται στο τέλος της πρότασης. γ) Η

αποφυγή της αμφισημίας που πραγματοποιείται με γνώμονα τη βασική σειρά,

σύμφωνα με την οποία διακρίνεται η συντακτική λειτουργία του Υ, ΑΑ και ΕΑ, όπου

η πτώση δεν είναι εμφανής.

Η διατύπωση των ανωτέρω συμπερασμάτων για τη διάταξη των όρων, όπως

προέκυψαν από την προηγηθείσα αναλυτική περιγραφή, στηρίχθηκε τόσο στους

γραμματικούς κανόνες δόμησης όσο και στην πληροφοριακή δομή της πρότασης,

δηλαδή της επικοινωνιακής λειτουργίας που εξυπηρετεί η κάθε διάταξη κατά την

οργάνωση της πρότασης ως επικοινωνιακού μηνύματος. Συγκεκριμένα, καταλήγουμε

στο εξής γενικό συμπέρασμα: Η γερμανική γλώσσα παρουσιάζει μερική ελευθερία

στη διάταξη των όρων, διότι αυτή αφενός υπόκειται σε συγκεκριμένους

περιορισμούς, αφετέρου εμφανίζει ευελιξία.

Οι περιορισμοί συνίστανται στο ότι υπάρχουν γραμματικοί-συντακτικοί

κανόνες, οι οποίοι καθορίζουν αυστηρά τη θέση ενός όρου στην πρόταση. Οι κανόνες

αυτοί υπαγορεύουν: α) Τη σταθερή θέση του ρήματος (παρεμφατικού και

απαρεμφατικού ρηματικού τύπου) στους τρεις τύπους προτάσεων. β) Τη δυνατότητα

κατάληψης του προσθίου πεδίου από ένα μόνο συστατικό. γ) Παράλληλα,

αναφέρθηκαν και μορφολογικοί κανόνες που καθορίζουν τη θέση των συστατικών

στο μεσαίο πεδίο, καθώς και άλλοι που επιτρέπουν ή εμποδίζουν την τοποθέτησή

τους στο οπίσθιο πεδίο. Η εφαρμογή των κανόνων αυτών οδηγεί αφενός στον

καθορισμό της βασικής διάταξης των συστατικών και αφετέρου στον σχηματισμό

γραμματικών δομών.

47

Η ευελιξία συνίσταται στη δυνατότητα παρουσίας οποιουδήποτε συστατικού

στο πρόσθιο πεδίο, στην ελευθερία διάταξης των συστατικών στο μεσαίο πεδίο,

καθώς και στην προαιρετική κατάληψη του οπισθίου πεδίου. Τα ανωτέρω επιτρέπουν

αποκλίσεις από τη βασική διάταξη και δημιουργία διατάξεων, οι οποίες

ανταποκρίνονται καταλληλότερα σε συγκεκριμένα επικοινωνιακά περιβάλλοντα.

2.5 Κριτικός σχολιασμός – αποτίμηση των συμπερασμάτων των περιγραφικών

γραμματικών

Μετά την σύνοψη των συμπερασμάτων που προέκυψαν από τις περιγραφικές

γραμματικές της γερμανικής γλώσσας κρίνεται σκόπιμο να προβούμε σε μια γενική

αποτίμηση των περιγραφών – χωρίς να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες – και

παράλληλα να θέσουμε τα ζητήματα που θα αποτελέσουν αντικείμενο διερεύνησης

στο πλαίσιο της Γενετικής Γραμματικής.

Πρωτίστως επισημαίνουμε ότι στις περιγραφικές γραμματικές επιχειρείται μια

«ολιστική» περιγραφή του θέματος. Με τον όρο αυτό εννοούμε την περιγραφή κατά

την οποία το φαινόμενο προσεγγίζεται από διάφορες πτυχές, στις οποίες

συγκαταλέγονται τόσο γραμματικοί (συντακτικοί, μορφολογικοί) κανόνες και

σημασιολογικοί παράγοντες όσο και πραγματολογικοί-επικοινωνιακοί παράγοντες

(πληροφοριακή δομή).

Η ανωτέρω προσέγγιση φέρει το πλεονέκτημα μιας κατά το δυνατόν πλήρους

περιγραφής του φαινομένου της σειράς των όρων στην πρόταση, καθώς οι

περιγραφικές γραμματικές αποτελούν σημαντική πηγή άντλησης δεδομένων, σχολίων

και παρατηρήσεων. Μειονεκτεί, ωστόσο, στο ότι οι ανωτέρω παράγοντες συχνά

συγχέονται, καθίστανται δυσδιάκριτοι και παρουσιάζουν ασάφεια ως προς την

περιγραφή. Κυρίως, όμως, οι περιγραφικές γραμματικές μειονεκτούν σημαντικά,

διότι δεν ανταποκρίνονται πλήρως στο κριτήριο περιγραφικής επάρκειας. Παρά την

προσπάθειά τους να δώσουν μια ολοκληρωμένη ερμηνεία για τις ποικίλες διατάξεις

επιτυγχάνουν ουσιαστικά μια μονομερή ή περιορισμένη ερμηνεία: Αφενός

επιχειρείται η ερμηνεία των διαφόρων διατάξεων βάσει της πληροφοριακής δομής

(πληροφοριακή αξία κάθε όρου, διάκριση σε θέμα-σχόλιο-εστία) και των

επικοινωνιακών παραγόντων (π.χ. διάκριση σε ουδέτερες και χαρακτηρισμένες

48

διατάξεις). Αφετέρου χάνεται αυτό το πλεονέκτημα, διότι δεν καθορίζεται επαρκώς η

δομή της πρότασης, βάσει της οποίας ερμηνεύονται οι διάφορες διατάξεις.

Με αφορμή την ανωτέρω παρατήρηση υπογραμμίζουμε τα εξής, που αφορούν

στη δομή της πρότασης και στα ζητημάτων που σχετίζονται άμεσα με τον καθορισμό

της:

1) Οι περιγραφικές γραμματικές βασίζονται στη γραμμική αναπαράσταση της

πρότασης. Η γραμμική αναπαράσταση, εκτός από την αδυναμία κατάτμηση της

πρότασης στα συστατικά της και της συνεπαγόμενης ανάδειξης των σχέσεων

εξάρτησης ανάμεσά τους, φέρει επίσης το μειονέκτημα της ασάφειας του καθορισμού

της προτασικής δομής, νοούμενης ως διαρθρωμένης πρότασης που αποτελείται από

συγκεκριμένες θέσεις τις οποίες καταλαμβάνουν τα συστατικά. Για παράδειγμα

χαρακτηρισμοί όπως αρχή ή τέλος της πρότασης δεν αποδεικνύονται επαρκείς για τον

καθορισμό των θέσεων που υφίστανται σε μια πρόταση.66

Ωστόσο, ιδιαίτερα θετική και διασαφητική είναι η περιγραφή της γερμανικής

πρότασης, την οποία ακολουθούν και οι περισσότερες γραμματικές, βάσει

συντακτικών κανόνων που αφορούν πρωτίστως στο παρεμφατικό ρήμα και στους

απαρεμφατικούς ρηματικούς τύπους. Βάσει αυτών ορίζονται οι τρεις τύποι πρότασης

(Ρ2, Ρ1 και Ρ-τέλος), το ρηματικό πλαίσιο (αποτελούμενο από τον παρεμφατικό και

τον απαρεμφατικό ρηματικό τύπο) και τα τοπολογικά πεδία (πρόσθιο, μεσαίο και

οπίσθιο πεδίο).

Παρά τα ανωτέρω πλεονεκτήματα η συγκεκριμένη περιγραφή παρουσιάζει

προβλήματα, αφενός αναφορικά με τη διάκριση τριών τύπων πρότασης και αφετέρου

διότι το ρηματικό πλαίσιο και τα τοπολογικά πεδία αποδεικνύονται αμφιλεγόμενα

(βλ. κεφ. 2.1.1): α) Σχετικά με τη διάκριση σε τρεις τύπους πρότασης μειονέκτημα

αποτελεί το γεγονός ότι οι τύποι αυτοί δεν συσχετίζονται ή αλλιώς δεν ανάγονται σε

κοινή δομή. β) Το ρηματικό πλαίσιο δεν ορίζεται σαφώς, αν δεν υπάρχει

απαρεμφατικός ρηματικός τύπος στον 1ο και 2

ο τύπο πρότασης (Ρ2 και Ρ1), ενώ στον

3ο τύπο το αριστερό μέρος του πλαισίου οριοθετείται από τον σύνδεσμο (βλ. κεφ.

2.1.1.1). γ) Τα τοπολογικά πεδία, εφόσον προκύπτουν από το ρηματικό πλαίσιο, δεν

πραγματώνονται σε όλους τους τύπους. Περαιτέρω, δεν αποτελούν συντακτικές

κατηγορίες ή δεν ορίζονται ως συγκεκριμένες συντακτικές θέσεις (βλ. κεφ. 2.1.1.2).

66

Η κατάτμηση της πρότασης σε υποκείμενο και κατηγόρημα, που ακολουθείται σε πολλές

γραμματικές αποβαίνει επίσης προβληματική, καθώς ο προσδιορισμός του κατηγορήματος είναι

ασαφής (βλ. Τσόκογλου 1998 και 2001). Εξάλλου, η εν λόγω κατάτμηση δεν κρίνεται χρήσιμη για την

περιγραφή της σειράς των όρων.

49

2) Με τα βασικά προβλήματα που μόλις αναφέρθηκαν συνδέεται και το

ερώτημα της ύπαρξης βασικής σειράς, το οποίο μένει ανοικτό και με το ζήτημα της

μη αναγωγής των τριών τύπων πρότασης (Ρ2, Ρ1 και Ρ-τέλος) σε κοινή δομή. Ένα

επιπλέον πρόβλημα κατά την αναζήτηση της βασικής σειράς – η οποία περιορίζεται

κυρίως στον 1ο τύπο πρότασης (Ρ2) – είναι η ασάφεια ως προς τα κριτήρια που την

καθορίζουν. Όπως προέκυψε από τις περιγραφές, η βασική σειρά συνήθως ταυτίζεται

με την ουδέτερη, μη χαρακτηρισμένη διάταξη, η οποία αντιστοιχεί στη σειρά Υ-Ρ-Α /

Υ-Ρ-ΕΑ-ΑΑ (όπου το υποκείμενο εκλαμβάνεται ως θέμα) ή εναλλακτικά στη σειρά

Επιρ-Ρ-Υ-Α, ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις θεωρούνται χαρακτηρισμένες. Ο

καθορισμός, δηλαδή, της βασικής σειράς, παρόλο που προϋποθέτει την τήρηση όλων

των γραμματικών-συντακτικών κανόνων (βλ. 2.2), γίνεται βάσει της πληροφοριακής

δομής. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι αν η πληροφοριακή δομή και οι

επικοινωνιακοί παράγοντες αποτελούν ασφαλή κριτήρια για τον χαρακτηρισμό της

βασικής σειράς ή αν πρέπει ο καθορισμός της να πραγματοποιηθεί βάσει

συντακτικών κριτηρίων.

3) Άμεσα συνυφασμένο με το ζήτημα της βασικής δομής και τον συσχετισμό

της με την ουδέτερη διάταξη είναι το πρόβλημα σχετικά με τις χαρακτηρισμένες

διατάξεις. Αυτές χαρακτηρίζονται σε κάποιες γραμματικές ως εμφατικές δομές, ενώ

σε άλλες ως αποκλίσεις από τη βασική, ουδέτερη διάταξη, οι οποίες προκύπτουν

μέσω αναδιάρθρωσης / μετατόπισης των συστατικών της πρότασης. Ο σχηματισμός

των χαρακτηρισμένων διατάξεων πραγματοποιείται επίσης βάσει επικοινωνιακών

παραγόντων. Το ερώτημα που γεννάται είναι αν οι δομές αυτές παράγονται με

γνώμονα τη βασική σειρά, αν αποτελούν, δηλαδή, παραγόμενες δομές.

Με αφετηρία τις ανωτέρω συνοπτικές παρατηρήσεις σε σχέση με τα

προβλήματα που προκύπτουν από τις περιγραφικές γραμματικές καθίσταται σαφές το

πεδίο της διερεύνησης στη Γενετική Γραμματική. Το αντικείμενο έρευνας σε μια

Γραμματική, η οποία πληροί το κριτήριο της περιγραφικής επάρκειας – και στοχεύει

στην ερμηνευτική επάρκεια – στρέφεται ως εκ τούτου μεταξύ άλλων στην απάντηση

των εξής κυρίων ερωτημάτων:

α) Ποια είναι η μορφή της προτασικής δομής και πώς είναι διαρθρωμένη; Από

ποιες συντακτικές κατηγορίες-θέσεις αποτελείται και ποια στοιχεία καταλαμβάνουν

αυτές τις θέσεις;

β) Ποια είναι η βασική σειρά των όρων της γερμανικής πρότασης και βάσει

ποιων κριτηρίων καθορίζεται;

50

γ) Πώς σχηματίζονται οι ποικίλες διατάξεις και πώς ερμηνεύονται τα

φαινόμενα της θεματοποίησης, εστίασης και εκτόπισης; Πώς αποτυπώνεται, δηλαδή,

η πληροφοριακή δομή και ποιος είναι ο ρόλος των επικοινωνιακών παραγόντων που

καθορίζουν τη σειρά των όρων και οδηγούν σε ουδέτερες και χαρακτηρισμένες

διατάξεις;

Απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα θα επιχειρήσουμε να δώσουμε στο

πλαίσιο της Γενετικής Γραμματικής. Συγκεκριμένα, στη γενετική σύνταξη, στην

οποία η πρόταση είναι ιεραρχικά δομημένη και αποτελείται από συγκεκριμένες

κατηγορίες (λεξικές και λειτουργικές) θα αναζητηθούν: α) οι συντακτικές θέσεις στις

οποίες αντιστοιχεί το ρηματικό πλαίσιο και β) οι θέσεις στις οποίες αντιστοιχούν τα

τοπολογικά πεδία τα οποία καταλαμβάνονται από τα συστατικά της πρότασης.

Παράλληλα, οι τρεις τύποι της πρότασης θα ερμηνευθούν βάσει της υπόθεσης

σχετικά με μια κοινή-ενιαία προτασική δομή.

Σε συνάφεια με τα ανωτέρω θα αναζητηθεί η βασική σειρά των όρων, η οποία

ερμηνεύεται ως απόρροια της προτασικής δομής, εφόσον αυτή αποτελείται από

αυστηρά καθορισμένες θέσεις οι οποίες καταλαμβάνονται από συγκεκριμένους

όρους. Το κριτήριο, δηλαδή, του καθορισμού της βασικής σειράς είναι συντακτικό.

Περαιτέρω, οι ποικίλες διατάξεις ερμηνεύονται ως παραγόμενες δομές, με

αποτέλεσμα η πρόταση να εμφανίζεται αναδιαρθρωμένη, δηλαδή ορισμένοι όροι να

εμφανίζονται σε διαφορετική θέση από τη βασική. Συνεπώς, θα πρέπει πρωτίστως να

καθοριστούν οι διαθέσιμες ή παραγόμενες θέσεις τις οποίες μπορούν να καταλάβουν

αυτοί οι όροι και να αναζητηθούν: α) οι μηχανισμοί, σύμφωνα με τους οποίους

παράγονται οι διαφορετικές διατάξεις, β) οι λόγοι, οι οποίοι προκαλούν (επιτρέπουν ή

επιβάλλουν) την αναδιάρθρωση και γ) οι περιορισμοί, οι οποίοι απαγορεύουν την

παραγωγή ορισμένων διατάξεων.