student.cc.uoc.grΕΦΦ149... · Web viewΗ σύνδεση της αρχαίας γλώσσας...

118
Α Λ Ε Ξ Η Σ Π Ο Λ Ι Τ Η Σ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ ΜΙΚΡΕΣ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΣΥΜΒΟΛΕΣ Ι. Α Π Ο ΤΟ Γ Ε Ν Ο Σ ΣΤΟ Ε Θ Ν Ο Σ ΙΙ. ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΓΛΩΣΣΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο Σ Δ Ι Α Φ Ω Τ Ι Σ Μ Ο Σ του Αλέξη Πολίτη, εαρινό εξάμηνο 2010-2011 ( ΝΕΦΦ 149 )

Transcript of student.cc.uoc.grΕΦΦ149... · Web viewΗ σύνδεση της αρχαίας γλώσσας...

Α Λ Ε Ξ Η Σ Π Ο Λ Ι Τ Η Σ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟ

ΜΙΚΡΕΣ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΣΥΜΒΟΛΕΣ

Ι. Α Π Ο ΤΟ Γ Ε Ν Ο Σ ΣΤΟ Ε Θ Ν Ο Σ

ΙΙ. ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΓΛΩΣΣΑ

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο Σ Δ Ι Α Φ Ω Τ Ι Σ Μ Ο Σ

του Αλέξη Πολίτη, εαρινό εξάμηνο 2010-2011

( ΝΕΦΦ 149 )

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ι. ΑΠΟ ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΣΤΟ ΕΘΝΟΣ

Η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ: 1760-1830 σ. 5-8

ΓΥΡΩ ΑΠΌ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ, ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ: ΚΟΡΑΗΣ ΚΑΙ ΒΟΛΤΑΙΡΟΣ σ. 9-13

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΕΝΔΟΞΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ σ. 14-27

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ. ΜΙΑ ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ σ. 28-38

ΙΙ. ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, ΓΛΩΣΣΑ

ΜΑΤΘΑΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΜΥΡΕΩΝ Ο Γ΄. ΟΠΑΔΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΤΜΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΗΓΕΜΟΝΙΕΣ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 18ΟΥ ΑΙΩΝΑ σ. 41-52

Ο ΡΗΓΑΣ ΚΑΙ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ σ. 53-58

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΑΣΤΩΝ. ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ σ. 59-63

ΓΛΩΣΣΑ, ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ. ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ σ. 64-71

1823, 1824. Ο ΚΟΡΑΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥΡΚΩΝ ΚΑΙ ΕΒΡΑΙΩΝ σ. 72-75

Ι.

Α Π Ο Τ Ο Γ Ε Ν Ο Σ Σ Τ Ο Ε Θ Ν Ο Σ

Η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

1760-1830

Δυσκολευόμαστε πολύ να καταλάβουμε, οι σημερινοί Νεοέλληνες, ότι η αίσθηση της συνέχειας του ελληνικού έθνους, έτσι όπως τη γνωρίσαμε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ή το σχολείο, ήταν ένα νεόπλασμα κατασκευασμένο στα μέσα περίπου του προπερασμένου αιώνα, και ότι η κυρίαρχη, συντριπτικά πλειοψηφούσα άποψη των νεοελλήνων διανοουμένων που οραματίστηκαν και πραγματοποίησαν την Επανάσταση και τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αισθανόταν πολιτισμική και πολιτική συγγένεια μονάχα με τους αρχαίους, και θεωρούσε ολόκληρη τη βυζαντινή περίοδο ως ένα τμήμα της υπόδουλης ιστορίας των Ελλήνων, απλή συνέχεια της ρωμαιοκρατίας.

Πραγματικά, αν κάποιος είχε διανοηθεί να σφυγμομετρήσει τις απόψεις των λογίων κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, θα διαπίστωνε πως οι περισσότεροι θα δήλωναν, όπως και έγραφαν, ότι η ελληνική ανεξαρτησία καταλύθηκε στα 338 π.Χ., με τη μάχη της Χαιρώνειας: ύστερα ήρθαν οι διάφοροι κατακτητές∙ πρώτα οι Μακεδόνες του Φιλίππου και του Αλέξανδρου, έπειτα οι Ρωμαίοι (μαζί και οι Βυζαντινοί), και έσχατοι οι χειρότεροι όλων, οι Τούρκοι. Ο Αγώνας και το εθνικό κράτος στηρίχτηκαν ιδεολογικά στην έννοια της άμεσης διαδοχής της αρχαίας ελληνικής δόξας· όλα τα σύμβολα (σημαίνουσες λέξεις, εμβλήματα, γλώσσα) ακόμα και αυτή η ονομασία των κατοίκων που σήκωσαν τα όπλα προσαρμόστηκαν σ’ αυτήν.

Όλα ετούτα είναι γνωστά· αδιάφορο αν υποβαθμίζονται στη μέση εκπαίδευση και, πολύ περισσότερο, στην ιδεολογική συγκρότηση του μέσου μορφωμένου Νεοέλληνα. Εκκρεμεί ωστόσο το ερώτημα: πότε ακριβώς και πώς ακριβώς διαμορφώθηκε αυτή η αίσθηση της άμεσης διαδοχής των νεοτέρων από τους αρχαίους Έλληνες, και αν εντοπίσουμε κάποια χρονολογικά όρια, με ποια ιδεολογικά κρυσταλλώματα θα πρέπει να τη συσχετίζουμε;

Γιατι ο αρχαιοελληνικός κόσμος, ή σωστότερα η αρχαία ελληνική γλώσσα, ποτέ δεν έλειψε από τη διανοητική συγκρότηση των λογίων στη βαλκανική χερσόνησο, ή αν θέλετε από τον γεωγραφικό χώρο που εμείς αποκαλούμε «η καθ’ ημάς Ανατολή». Κάθε άλλο – μόρφωση σήμαινε, ακριβώς, ελληνομάθεια. Όποιος χριστιανός ήθελε να μάθει γράμματα, δεν μπορούσε παρά να μάθει τα αρχαία ελληνικά, αδιάφορο αν στο σπίτι-του ή στο χωριό-του μιλούσε με τους δικούς-του τα αρβανίτικα, τα βλάχικα ή τα βουλγάρικα. Αν ήθελε να μην μείνει απλός παπάς, παρά να δοκιμάσει την τύχη-του στην εκκλησιαστική ιεραρχία, αν ήθελε να εμπορευτεί και να μάθει να κρατάει κατάστιχα ή λογαριασμούς, αν ήθελε να ξεφύγει από τη σκληρή αγροτική ζωή και να γίνει γραμματικός σε κάποιον ισχυρό άρχοντα, θα μάθαινε τα «ελληνικά», δηλαδή, τα αρχαία.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι αισθανόταν απόγονος του Πλάτωνα ή του Μιλτιάδη. Το δικό-του «εμείς» το συγκροτούσε όχι κάποια ιστορική καταγωγή, παρά η θρησκευτική πίστη. Το «γένος» δεν ήταν το ελληνικό, ήταν το χριστιανικό, και πιο συγκεκριμένα το «ορθόδοξο». «Εμείς» ήμασταν όσοι είχαμε για θρησκευτικό ηγέτη τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, αδιάφορο τι γλώσσα μιλούσαμε, οι «άλλοι» ήταν οι άπιστοι είτε οι αλλόδοξοι: οι μωαμεθανοί, οι καθολικοί, οι αρμένηδες, οι εβραίοι: αν ένας νησιώτης στην Τήνο ή την Σαντορίνη, για παράδειγμα, παντρευόταν μια συγχωριανή-του καθολικού δόγματος, έπαιρνε «ξένη», αν παντρευόταν μια βουλγάρα στη Μακεδονία ή τη Θράκη, ή μια Ρωσίδα στη Μόσχα όπου εμπορευόταν, έπαιρνε «δικιά-μας».

Αυτή η κατάσταση κράτησε αρκετούς αιώνες – περίπου από την επικράτηση του χριστιανισμού, ως το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα. Φυσικά σχηματοποιώ, και φυσικά μπορούμε να εντοπίσουμε, εδώ κι εκεί, ποικίλες διαφοροποιήσεις. Αν όμως θέλουμε να έχουμε μιαν γενική αντίληψη, πιστεύω ότι είμαστε αρκετά κοντά στις πραγματικότητες.

Στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα ένας διαφορετικός τρόπος να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο άρχισε να πιάνει λιγοστές ρίζες και στον ελλαδικό χώρο. Με άλλα λόγια ο Διαφωτισμός, ένα πνευματικό κίνημα που ολοένα και διευρύνονταν στην δυτική και κεντρική Ευρώπη, απλωνόταν και προς την ανατολή, τη χριστιανική, αλλά και –να μην το ξεχνάμε αυτό– τη μουσουλμανική. Την ίδια περίπου εποχή ένα άλλο φαινόμενο, παγκόσμιο, άρχισε να επηρεάζει, σταδιακά, τις κοινωνικές δομές· ήταν η δημογραφική αύξηση, η αύξηση του μέσου όρου ζωής, το μπουμ των γεννήσεων. Τα χωριά μεγαλώνουν, μερικά γίνονται πολιτείες, η καλλιεργήσιμη γη επεκτείνεται, αλλά και πάλι δεν επαρκεί για να θρέψει τους κατοίκους. Αυτό σημαίνει ότι το εμπόριο πολλαπλασιάζεται, και καθώς ίδια φαινόμενα παρατηρούνται σε όλη την Ευρώπη, τα γεωργικά προϊόντα αποκτούν υψηλότερες τιμές. Ένα μέρος των χωρικών γίνονται λοιπόν έμποροι, κι ένα μέρος των εμπόρων μεταφέρεται, σε ολοένα και μεγαλύτερους αριθμούς στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, Αυστρία, Ουγγαρία, νότια Γερμανία. Όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του αιώνα μικρές παροικίες ελληνόφωνων έχουν εγκατασταθεί στη Βιέννη, στη Λιψία, στη Βουδαπέστη, στην Τεργέστη, στο Λιβόρνο, στη Μασσαλία. Λοιπόν, οι επαφές των ελληνικών πληθυσμών με τον ευρωπαϊκό κόσμο πληθαίνουν.

Μέσα στα καινούρια αυτά συμφραζόμενα η αρχαιομάθεια, η αναστροφή με τα κλασικά γράμματα ανασημασιοδοτείται κι αυτή. Δεν χρησιμεύει πια μονάχα για επίδειξη γλωσσομάθειας, μόρφωσης γενικότερα – τώρα προφέρει κάτι πολύ σημαντικό, παραδείγματα βιοτικής. Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, συνέχεια ενός άλλου διανοητικού ρεύματος, της Αναγέννησης, βλέπει στον αρχαίο κόσμο πρότυπα ζωής. Προσοχή όμως· όχι αποκλειστικά στον ελληνικό αρχαίο κόσμο, παρά γενικότερα στον αρχαίο: ο Διαφωτισμός αναζητά να συλλάβει την ουσία της ανθρώπινης υπόστασης, και λοιπόν μελετάει τις αρχαίες κοινωνίες ώστε ν’ ανακαλύψει ορθότερους, λογικότερους τρόπους διακυβέρνησης. Να μην ξεχνάμε ότι και στον ευρωπαϊκό κόσμο τα κοινωνικά δεδομένα αλλάζουν με ταχύτατους ρυθμούς: η αριστοκρατία φθίνει, η βιομηχανική επανάσταση μεταμορφώνει τα πάντα στην Αγγλία πρώτα, σ’ ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη αργότερα. Η νεαρή αστική τάξη νιώθει άξια να ηγηθεί, και θα το πετύχει πρώτα στη μακρινή Αμερική –που βέβαια δεν είναι μια ήπειρος, παρά λιγοστές αποικίες ευρωπαίων στις ανατολικές ακτές– και σε λίγο στη Γαλλία.

Αν αναζητάμε κάποια βιβλία σταθμούς που μαρτυρούν την αλλαγή, το πρώτο που θα συναντήσουμε είναι η αρχαία ιστορία του γάλλου Ρολλίν: Παλαιά Ιστορία των Αιγυπτίων, Καρχηδονίων, Ασσυρίων, Βαβυλωνίων, Μήδων, Περσών, Μακεδόνων και Ελλήνων ... Συντεθείσα μεν εις γαλλική διάλεκτον παρά του κυρίου Ρολλίν, νυν πρώτον δε εις την απλήν ρωμαϊκήν διάλεκτον μεταφρασθείσα, 16 τόμοι, Βενετία 1750. Για να διακινδυνεύει ένας εκδότης να ρίξει στην αγορά ένα βιβλίο με παραπάνω από 9.000 σελίδες, κάτι θα ήξερε. Ίσως όμως να τόλμησε περισσότερο απ’ όσο άντεχε το κοινό: στα 1750 οι συνθήκες δεν είχαν ακόμα ωριμάσει αρκετά, κι αυτό το υποψιαζόμαστε επειδή παρόμοια βιβλία άργησαν να ξαναφανούν. Δεν είναι τώρα η ώρα να παρουσιάσουμε όλα τα βιβλιογραφικά δεδομένα αναλυτικά· ζητάμε απλώς τις γενικές τάσεις να συλλάβουμε.

Η σύνδεση της αρχαίας γλώσσας με έναν πολιτισμό, με κάποιες δηλαδή αξίες, θα ωριμάσει αργά· τα τεκμήρια θα φανούν στην τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα: 1790-1800· για τη νεοελληνική ιστορία η δεκαετία ετούτη είναι ιδιαίτερα κρίσιμη.

Προλογίζοντας το 1794 (ή το 1791) τη μετάφραση μιας «Αριθμητικής», ο Αθανάσιος Ψαλίδας αφού τιμήσει την αρχαία Ελλάδα, θα σημειώσει πως αυτή στάθηκε η σώτειρα των δυτικών: «η Ελλάς ήγειρε εις την Ρώμην Δημοκρατίαν, αυτή λέγω εστάθη αρκετή εις το να δώσει νόμους, εις το να διορθώσει τα βάρβαρα ήθη των Ρωμαίων» … «αυτή λέγω η Ελλάς έφερε την Ευρώπην εις αυτήν την κατάστασιν οπού τώρα είναι, ευεργετήσασα αυτήν και δις και πολλάκις», … «αλλά φευ! αυτή η θαυμαζομένη Ευρώπη» … «δεν ημπόρεσε να την αντευεργετήσει καν το εκατοστημόριον», και τα λοιπά. Με ενδιαφέρει ετούτη η υπερήφανη στάση· η καταγγελία των Ευρωπαίων φανερώνει, πολύ έντονα, πιστεύω, πόσο ποθούσαν ορισμένοι λόγιοι να να ενταχθεί και ο τόπος-τους στην ευρωπαϊκή πορεία.

Τα φαινόμενα πυκνώνουν ολοένα και περισσότερο· 1795 κυκλοφορεί η μετάφραση του περίφημου έργου του Μοντεσκιέ Έρευνα περί προόδου και πτώσεως των Ρωμαίων, και δύο χρόνια αργότερα αρχίζει να τυπώνεται η μετάφραση της Περιήγησης του Νέου Ανάχαρση, από μια ομάδα μεταφραστών στην οποία συμμετέχει και ο Ρήγας. Εντωμεταξύ τα πολιτικά γεγονότα εξελίσσονται με ραγδαίους ρυθμούς· την επόμενη χρονιά οι δημοκρατικές στρατιές του Ναπολέοντα φτάνουν στα Επτάνησα και η Οθωμανική αυτοκρατορία αρχίζει να απειλείται. Ο Ρήγας θανατώνεται, και οι εντάσεις ανάμεσα στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας θα φθάσουν στο κατακόρυφο. Γιατι βέβαια, η εικόνα της νεοελληνικής κοινωνίας που προσπαθούν να στήσουν –και το έχουν πετύχει σε μεγάλο βαθμό– ορισμένοι ιδεοληπτικοί ανιστόρητοι, «όλοι μαζί για το καλό της Ελλάδας» αποτελεί παραμορφωτική παραποίηση. Οι συγκρούσεις υπήρχαν, σφοδρές ενίοτε, και όπως και σε όλον τον κόσμο, η πρόοδος, οι αλλαγές προέκυπταν, ακριβώς, από τις συγκρούσεις.

Η κρίσιμη αλλαγή βρισκόταν, και για τη νεοελληνική κοινωνία, στην εμφάνιση ενός καινούριου ιδεολογικού πλέγματος, στην εθνική συνείδηση. Το «εμείς» άρχισε να το καθορίζει πια όχι η θρησκευτική ενότητα παρά ένα πολύ πιο περίπλοκο πλέγμα, που περιλάμβανε και τη θρησκεία, και τη γλώσσα, και το ιστορικό παρελθόν. Αυτό, όχι μόνο σ’ εμάς, εδώ, στη νότια βαλκανική, παρά και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Και μάλιστα, σε σχέση με τους άλλους βαλκάνιους, οι ελληνόφωνοι χριστιανοί διέθεταν ένα μοναδικό πλεονέκτημα: διέθεταν προγόνους, εννοώ βέβαια προγόνους σπουδαίους, αναγνωρισμένους, και με όνομα, Έλληνες. Αυτή η λέξη, που στην εκκλησιαστική γλώσσα, αλλά και στη λαϊκή, δήλωνε ώς τότε τους ειδωλολάτρες άλλαξε ριζικά σημασία. Ήταν η λέξη που μας έδινε το δικαίωμα να διεκδικούμε μιαν αυτόνομη ύπαρξη, αλλά και ταυτόχρονα ήταν το εργαλείο που θα βοηθούσε εκείνους που προσπαθούσαν να ανατρέψουν τις παλιές ιεραρχίες, επειδή, μην το ξεχνάμε, η αρχαία Ελλάδα στο συμβολικό επίπεδο δήλωνε και τη Δημοκρατία.

Θα μπορούσαμε τώρα να αναφερθούμε στην πυκνή σειρά των ιστορικών, αρχαιολογικών, μυθολογικών βιβλίων που κυκλοφόρησαν ως τα 1821, τεκμήριο τρανό του βάρους που είχε η κλασική Ελλάδα στη δημιουργία του καινούριου αυτού φαινομένου, της εθνικής συνείδησης, να επισημάνουμε όχι πια τις μεμονωμένες εκδόσεις αρχαίων συγγραφέων, παρά τις σειρές, τις προορισμένες για τα σχολεία, του Νεόφυτου Δούκα είτε να αναλύσουμε τί σημαίνει η άλλη εκδοτική σειρά, εξαιρετικά υψηλού φιλολογικού επιπέδου, του Αδαμάντιου Κοραή. Προτιμώ να σταθώ σε δύο διαφορετικά παραδείγματα.

Το πρώτο είναι η ονοματοδοσία: από το 1800 περίπου οι Νεοέλληνες –το σωστό είναι «κάποιοι» Νεοέλληνες– ονομάζουν τα παιδιά-τους με τα ένδοξα, μη χριστιανικά ονόματα. Επαμεινώνδας, Μιλτιάδης, Αριστείδης, Λεωνίδας. Στα 1817 σ’ ένα σχολείο στις Κυδωνίες, προπύργιο του Διαφωτισμού, όλοι οι μαθητές αλλάζουν ονόματα. Αλλά κοντά στα πρόσωπα, και τα πράγματα: οι ναυτικοί ονοματίζουν τα καράβια-τους με αρχαιοελληνικά, επίσης, ονόματα.

Το δεύτερο είναι η αντίδραση της εκκλησίας. Ενώ παλιότερα, ως την τελευταία, ακριβώς, δεκαετία του 18ου αιώνα η εκκλησία δεν αισθανόταν ενοχλημένη από την παρουσία της κλασικής γραμματείας, τώρα, καθώς η διδασκαλία των αρχαίων ξεφεύγει πια από το γλωσσικό επίπεδο και αποκτά διαφορετικό νόημα, ενοχλείται και προσπαθεί να την ελέγξει. Έτσι στη Χριστιανική απολογία που γράφθηκε «αξιώσει» του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄, και τυπώθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1798, προτρέπονται οι εγγράμματοι να μην διαβάζουν συχνά τους αρχαίους συγγραφείς, γιατι συνηθίζουν, και «ύστερον αηδιάζουσιν να πιάσουν εις τας χείρας-των βιβλίον εκκλησιαστικόν, και κατά αλήθειαν είδομεν ότι τούτο εστάθηκε εις πολλούς αίτιον ψύχρας θανασίμου προς τα θεία, τελευταίον δε και απωλείας της εσχάτης, ήγουν αθεΐας παραίτιον». Και τέσσερα χρόνια αργότερα ο Αθανάσιος Πάριος στο έργο-του Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων, οι κατηγορίες για την αρχαία Ελλάδα επεκτείνονται και στα πρόσωπα: «λοιπόν και γυναικομανής, και παιδεραστής, και παράσιτος ο θείος Πλάτων. Τί δε ο περιβόητος εκείνος Σωκράτης, ο ηθικώτατος και ο χρηστοηθέστατος; … τεχνίτην επιτήδειον τον ονόμαζον εις αυτά τα παναίσχιστα παιδικά». Ο κατάλογος των κατηγορούμενων είναι μακρύς, περιλαμβάνει τον Ζήνωνα τον στωικό, τον Διογένη, τον Αριστοτέλη, και καταλήγει: «Λοιπόν και κατά την θρησκείαν τυφλοί, και κατά την πράξιν εξωλέστατοι οι παλαιοί σοφοί των ελλήνων, και κατά την μαρτυρίαν των αρχαιοτάτων θείων πατέρων ημών. Και έπειτα οι παράλογοι ούτοι ζηλωταί δεν αισχύνονται να ταλανίζουν το ημέτερον γένος διατι τους έλειψαν οι σκοτεινοί και ρυπαρόβιοι εκείνοι φιλόσοφοι;». Αυτά για τους ανθρώπους∙ στο στόχαστρο όμως είχαν περιληφθεί και οι θεοί: «Λοιπόν ας στοχασθή καθένας ποίαν συστολήν ηδύναντο να έχουν οι ανθρωποι, όταν οι κλέπται και άρπαγες είχον έφορον τον Ερμήν, οι φονικοί τον Άρην, οι πορνικοί την Αφροδίτην, και άλλοι άλλους, και κοινώς όλοι τον Δία, όστις υπερέβαινε όλους τους θεούς κατά πάντα, και μάλιστα κατά τας πορνείας και μοιχείας, ο πορνικώτατος και μοιχικώτατος». Ας μην απορούμε· δεν λείπουν άλλωστε οι αντίθετες ακραίες συμπεριφορές, που φανερώνουν πως ο ενθουσιασμός για τους αρχαίους δεν είχε όρια: θα σημειώσω μόνο πως στα 1804 ο Στέφανος Οικονόμος, γόνος πρεσβυτικής οικογένειας, προκειμένου να διασχίσει το Αιγαίο κάνει ευχές στον Ποσειδώνα, ενώ την επόμενη δεκαετία, Νοέμβριο του 1816, ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος, μετονομασμένος τώρα σε Μιλτιάδης, τελεί αρχαιότροπες θυσίες στο πατρικό μνήμα.

Πάντως αυτές οι εκδηλώσεις μπορεί να δηλώνουν, και δηλώνουν, ιδεολογικές επιλογές, αλλά θα ήταν σφάλμα να παραβλέψουμε τον σχετικό και περιορισμένο σε λίγους χαρακτήρα: ένας μορφωμένος Ευρωπαίος έβλεπε αλλιώς τα πράγματα· ένα Άγγλος, καλός γνώστης των πραγμάτων, αναφέρει στα 1814: «Παρά τον ενθουσιασμό-τους για τα προϊόντα της αρχαίας τέχνης και ιδιοφυΐας, λιγοστοί είναι οι Έλληνες που μπορούν να κρίνουν σωστά ή να αισθανθούν τα αντικείμενα του θαυμασμού-τους. Γνωρίζουν ατελέστατα τους αρχαίους», και τα λοιπά. Ωστόσο, πιστεύω πως ακριβώς αυτή η χαμηλή εξοικείωση με τα αρχαία υποδείγματα καταδεικνύει σαφέστερα την εθνική υπόσταση που είχαν οι αρχαίοι για τους νεότερους Έλληνες: για έναν Ευρωπαίο το κλασικό ιδεώδες κάλυπτε τις ποικίλες κοινωνικές-του σημασίες πίσω από ένα επεξεργασμένο μαθησιακό σύστημα· για τους Νεοέλληνες προείχαν άλλα, ζωτικότερα ζητήματα. Το ότι συχνά συνεχίζουμε, διακόσια χρόνια μετά, να αγνοούμε την αρχαία παιδεία, και να τη χρησιμοποιούμε ως απλό προκάλυμμα εναντίον των υποτιθέμενων εχθρών-μας, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.

Ή, για να πούμε την αλήθεια, ίσως να μην είναι και τόσο άλλο ζήτημα. Γιατι ακριβώς η ελληνική ανεξαρτησία κερδήθηκε στο όνομα της απόλυτης, άμεσης συγγένειας με τους αρχαίους προγόνους. Η συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους το ίδιο, η συνείδησή-μας το ίδιο. Η Αθήνα χτίστηκε κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης, η γλώσσα-μας προσπάθησε να χτιστεί κάτω από τη σκια των μεγάλων κλασικών – αυτό είναι η καθαρεύουσα. Όποιος πείραζε αυτόν τον ιερό μανδύα έμοιαζε ιερόσυλος, εχθρός της εθνικής-μας υπόστασης. Όμως η ουσία, για να μας παραδοθεί, απαιτεί κριτικό πνεύμα, όχι τυφλή υποταγή. Αυτή τη δύσκολη πορεία δυσκολεύτηκε να την ακολουθήσει η νεοελληνική-μας συνείδηση. Προτίμησε τη σίγουρη θαλπωρή της αρχαίας κληρονομιάς, και το πλήρωσε, και ακριβά, και για χρόνια. Φοβούμαι ότι ακόμα δεν έχουμε απελευθερωθεί από το βάρος-της.

Σύνδεσμος Φιλολόγων Νομού Ρεθύμνης, Αναζητήσεις, 9-10 (2003) 147-151

ΓΥΡΩ ΑΠΌ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ, ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ

ΚΟΡΑΗΣ ΚΑΙ ΒΟΛΤΑΙΡΟΣ

Ναι, άλλη μια φορά, που υποχρεωτικά δεν θα είναι, για κανέναν-μας, η τελευταία. Επειδή το θέμα «γένεση της εθνικής συνείδησης» είναι και κρίσιμο αφ’ εαυτού, και «πίζουλο» όπως θά ’λεγε ο κοινός-μας δάσκαλος, ο Κ. Θ. Δημαράς, δηλαδή αμφιλεγόμενο, και βέβαια πλούσιο σε προβολές στη σημερινή-μας σκέψη, την ιστορική μα και, ιδίως, την πολιτική.

Από πότε λοιπόν κρατάμε τη σημερινή-μας εθνική ταυτότητα; Πότε πρωτοδιαμορφώθηκε, πότε και πώς απόκτησε τα επιμέρους-της χαρακτηριστικά, ποιες αντιδράσεις δημιούργησε; Δηλαδή πώς η διαδοχική κρυστάλλωση της εθνικής ταυτότητας που επιλέξαμε μας οδήγησε, με τη σειρά-της, στο να αποδεχθούμε κάποια στοιχεία ως εθνικά χαρακτηριστικά – και ν’ απορρίψουμε κάποια άλλα;

Ξέρω, βέβαια, κι εγώ, όπως το ξέρουμε κι όλοι, πως για μια μερίδα της νεοελληνικής κοινωνίας τέτοιο ζήτημα δεν υφίσταται: είμαστε Έλληνες εδώ και τρεις ή τέσσερις χιλιάδες χρόνους, άμεσοι απόγονοι του Περικλή και του Επαμεινώνδα, φυσικά και του Μεγάλου Αλεξάνδρου – κι ας μην επέζησε ο δικός-του γιος. Η μερίδα αυτή, που τέρπεται αναλογιζόμενη την τόσο ευγενική καταγωγή, είναι αναμφίβολα η πλειοψηφούσα· ωστόσο δεν σκοπεύω, διόλου, να της αντιπαρατεθώ συζητώντας το θέμα. Στόχος-μου είναι η μειοψηφούσα μερίδα, εκείνοι που γνωρίζουν ότι τα πράγματα αλλάζουν, και μαζί-τους οι πολιτισμοί, λοιπόν και οι ιδεολογικοί δεσμοί που συνέχουν τα σύνολα, που γνωρίζουν ότι η έννοια «εθνική συνείδηση» με όποιους προσδιορισμούς και χαρακτηριστικά την εννοούμε σήμερα, είναι φαινόμενο πρόσφατο για όλον τον κόσμο. Αν άρχισε να παίρνει μορφή στα χρόνια του ύστερου διαφωτισμού, σφυρηλατήθηκε και για τους Γάλλους, και για τους Γερμανούς, και για άλλους κεντρο-ευρωπαίους, με τους πολέμους που ακολούθησαν τη γαλλική επανάσταση, και οδήγησε σε μια πρωτοφανέρωτη, τότε, αντίληψη: στο εθνικό κράτος, δηλαδή μια πολιτική ενότητα με ομοιογενή, κατά το δυνατόν, εθνική συνείδηση. Πιστεύω ότι αν θέλουμε να περιοριστούμε, για λόγους ευκολίας, σε μία μονάχα χαρακτηριστική ένδειξη, αυτή είναι η δημιουργία των εθνικών συμβόλων: τόσο οι σημαίες όσο και οι εθνικοί ύμνοι όλων σχεδόν των σημερινών ευρωπαϊκών κρατών χρονολογούνται στα τέλη του 18ου ή στις αρχές του 19ου αιώνα. Μονάχα η Μεγάλη Βρετανία αποτελεί εξαίρεση, πολύ δηλωτική, ωστόσο: ο ύμνος-της δεν αναφέρεται στο έθνος, παρά στον βασιλιά-της. Έτσι ήταν παλιότερα τα πράγματα: ο κάθε ηγεμόνας έφερε ή τα δικά-του, τα οικογενειακά-του εμβλήματα, ή εκείνα της θρησκείας-του, όχι του πλήθους που ηγεμόνευε.

Ξέρουμε βέβαια επίσης, ότι αυτή η καινούρια διαίρεση σε εθνικά σύνολα και κατ’ επέκταση σε εθνικά κράτη δεν ταίριαξε παντού –ορθότερα θα λέγαμε σχεδόν πουθενά– απόλυτα. Μικρότερα σύνολα εγκλωβίστηκαν σε άλλα, ισχυρότερα, ή διασπάσθηκαν σε περισσότερες ξένες κυριαρχίες βιώνοντας πια την αίσθηση της μειονότητας· αλλού πάλι οι πληθυσμοί μετατοπίστηκαν αναγκαστικά· τέλος –κι αυτό έχει περισσότερη σημασία, καθότι πιο περίπλοκο– αρκετές ομάδες που δεν ανέπτυξαν επαρκώς αυτόνομη εθνική συνείδηση προσκολλήθηκαν αυτοβούλως, ή όχι και τόσο, σε άλλες: οι Αλσατοί και οι Λορραίνοι επέλεξαν, λόγου χάρη, να θεωρούνται Γάλλοι αν και γερμανόφωνοι, οι κάτοικοι της Γενεύης επέλεξαν κάποια στιγμή να ενταχθούν στο ελβετικό έθνος, και οι Κροάτες, οι Σλοβένοι, οι Μποσνάκοι (αυτοί που σήμερα τους λέμε Βόσνιους) δυσκολεύτηκαν πολύ να αποφασίσουν αν αποτελούσαν ένα έθνος μαζί με τους Σέρβους ή διαφορετικό, και ποιο. Όμως δεν κάνουμε τώρα ευρωπαϊκή ούτε παγκόσμια ιστορία – απλώς στοιχειοθετούμε σχηματικά την αρχική-μας πρόταση ότι η ένταξη στο άλφα ή το βήτα εθνικό σύνολο είναι υπόθεση πρόσφατη, ότι η επιλογή βασίστηκε σε κάποιες δεσπόζουσες ιδεολογίες του ύστερου Διαφωτισμού, που ωστόσο πήραν μορφή και χαρακτηριστικά, και ιδίως τρόπους επιβολής στα χρόνια του Ρομαντισμού, και λοιπόν χρωματίστηκαν ανάλογα.

Αυτός ήταν ο πρώτος πρόλογος· μας χρειάζεται ωστόσο κι ένας δεύτερος. Τίτλος-του: ο Κοραής ως μάρτυρας της εποχής. Φυσικά, όπως και κάθε είδους πηγή, έτσι κι η σκέψη του Κοραή απαιτεί επεξεργασία προκειμένου να την προβάλουμε ως γενικότερης αξίας μαρτυρία: από πολύ νέος, χάρη στις διανοητικές-του ικανότητες, χάρη σε μια σειρά από σπάνιες συγκυρίες, όπως λόγου χάρη η παρουσία εκείνου του ολλανδού πάστορα στη Σμύρνη, του Κεύνου (Keun), ο Διαμαντής Κοραής δεν αντιπροσώπευε, όχι τους μέσους όρους, παρά ούτε το επίπεδο της πιο προωθημένης διανόησης. Αποτελούσε την ακραία εξαίρεση – ιδιότυπη εξαίρεση, ωστόσο: η τεράστια ιδεολογική επιβολή-του στα ύστερα χρόνια της μακράς ζωής που ευδόκησε η Θεία πρόνοια να του προσφέρει, εκλαΐκευσε, αν επιτρέπεται η έκφραση, αρκετές από τις σκέψεις-του με τον καιρό. Έτσι μια αναλυτική παρουσίαση, μια πλούσια ιστορική βιογραφία-του, θα μας ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη, από τη μια για να συλλάβουμε στο σύνολό-του αυτό το «μέγα δυναμάρι» του νεότερου ελληνισμού, κι από την άλλη για να διαπιστώσουμε πόσες ιδέες-του μπόρεσαν να γίνουν κοινό κτήμα, πόσες ξεπερνούσαν τη νεοελληνική απορροφητικότητα, πόσες μεταμορφώθηκαν ή παραμορφώθηκαν.

Πόλη εμπορική η Σμύρνη στο τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα, φυσικό ήταν οι κάτοικοί-της να ενδιαφέρονται για τη διεθνή κατάσταση: πόλεμοι, συμμαχίες βασιλιάδων, ειρήνη, ξένοι στόλοι στη Μεσόγειο, όλα αυτά επηρέαζαν το εμπόριο. Και βέβαια ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1768 ώς 1774, με τη ρωσική κατοχή του Αιγαίου, την περίφημη ναυμαχία του Τσεσμέ, τις ελπίδες για μια καταλυτική νίκη της ορθοδοξίας, αλλά και τίς βιαιότητες που τους κόστιζε κάθε χριστιανική νίκη, τους αφορούσε άμεσα. Έτσι, όταν ο Κοραής φεύγει, άνοιξη του 1782 για να σπουδάσει γιατρός στο Μονπελιέ, άντρας ώριμος, τριαντατεσσάρων χρονών πια, η διεθνής επικαιρότητα θα αποτελέσει ένα από τα κεντρικά θέματα της αλληλογραφίας-του με τον στενό-του φίλο, τον Δημήτριο Λώτο, τον Σμυρνιό πρωτοψάλτη. Σ’ αυτή την αλληλογραφία θα βασιστούμε, για την ακρίβεια στα γράμματα του Κοραή, που ο πρωτοψάλτης τα φύλαξε ως κόρην οφθαλμού, και, λίγο σαν τους αρχαιολόγους, που από τα θραύσματα ενός σπονδύλου επιχειρούν να φανταστούν το σύνολο κάποιου οριστικά χαμένου ναού, θα δοκιμάσουμε να φανταστούμε τις τροπές που παίρνει η συνείδηση του «εμείς» στον κόσμο του Κοραή.

Αρχικά λοιπόν, στο πρώτο σωζόμενο γράμμα, ο Κοραής φαίνεται να ειρωνεύεται κάπως τον πρωτοψάλτη για τον φιλο-αγγλισμό του τελευταίου. Ο ίδιος ο Κοραής έχει ολοφάνερα καταγοητευθεί από τη φωτισμένη δεσποτεία του Ιωσήφ Β΄ της Αυστρίας( αρκετά αργότερα, όταν θα έχει ολοκληρώσει πια τις σπουδές, και στο ίδιο γράμμα που αναγγέλλει τη θριαμβευτική υποστήριξη της διατριβής-του, θα εκφραστεί κι αυτός με εξαιρετική θερμότητα για τους Άγγλους: «Διότι μόνη η Αγγλία ηξεύρει να τιμά την αρετήν, μόνη η Αγγλία ηξεύρει να αμείβει την προκοπήν, εις μόνην την Αγγλίαν ευρίσκονται άνθρωποι», θα γράψει, Ιούλιο του 1786 στον πρωτοψάλτη. Στα τέσσερα ενδιάμεσα χρόνια όλες οι διεθνείς ειδήσεις θα αναφέρονται δίχως να φανερώνεται κάποια προτίμηση, και τα μόνα σχόλια θα αφορούν επαίνους σχετικούς με τις τυχόν φιλάνθρωπες δραστηριότητες των ηγεμόνων. Ο Κοραής έχει γερά γαντζωθεί στον αστερισμό της φωτισμένης δεσποτείας. Αλλά και κάτι ακόμα. Στις δεκατρείς ενδιάμεσες επιστολές των τεσσάρων χρόνων, που καλύπτουν σαράντα ολόκληρες τυπωμένες σελίδες, συναντάμε μία και μοναδική αναφορά στο συλλογικό «εμείς»: στις ευρωπαϊκές σπουδές-τους, γράφει, οι «Ρωμαίοι» –αυτόν τον όρο χρησιμοποιεί ακόμα– δεν εμβαθύνουν επαρκώς, επειδή στερούνται τα χρήματα που απαιτούνται. Τίποτε άλλο.

Αντίθετα στην επιστολή που αναφέρεται στη διατριβή, στη θέση, όπως την ονομάζει, οι αρχαίοι Έλληνες ως πρόγονοι έχουν μεγάλο μερτικό – και οι σύγχρονοι προσδιορίζονται με το «Γραικοί». Πρώτ’ απ’ όλα το θέμα της θέσης είναι «ότι πολλά νομιζόμενα των νεωτέρων ευρήματα τα ήξευρεν ο Ιπποκράτης προ δύο χιλιάδων ετών». Κι αμέσως μετά συνεχίζει: «Εδεφένδευσα την τιμήν των προγόνων-μου, ετίμησα το γένος, τους φίλους και τον Πρωτοψάλτην-μου», για ν’ ακολουθήσει αμέσως έπειτα ένας παραλληλισμός με τον Επαμεινώνδα, και κάποιες σελίδες πιο κάτω, αλλά στο ίδιο πάντοτε γράμμα, ο Κοραής περήφανα περιγράφει το εξής επεισόδιο: «Δεν είναι ακόμη μία ώρα, αφού ήλθεν ένας ιατρός εις την κάμεραν. Αφού με εχαιρέτησεν, ‘‘ήλθον, λέγει, δια να ζητήσω την βασίλισσαν των θέσεων’’» δηλαδή τη διατριβή-του. «‘‘Σήμερον το πρωί την ανέγνωσα με μεγάλην ηδονήν και επληροφορήθην ότι οι Γραικοί, αγκαλά και υπό ζυγόν δουλείας, είναι πάντοτε Γραικοί, και δεν εσβέσθη ακόμη εις αυτούς το πνεύμα των προγόνων-των’’». Τέλος, στην ίδια πάντα επιστολή, ο Κοραής αναφέρεται πρώτη φορά θεωρητικά στο ότι η γνώση των αρχαίων ελληνικών, έτσι όμως όπως τα γνώρισε κατά τη διαμονή-του στην Ολλανδία, τον οδήγησε στο «να διορθώσω και την μητρική-μου διάλεκτον εκ μόνης της αναλογίας την οποίαν έχει προς την αυτής μητέρα, την παλαιάν». Ίσως είναι τολμηρό να το διατυπώσουμε απόλυτα, αλλά νά που η υπερηφάνεια της εθνικής καταγωγής και η πορεία προς την «καθαρεύουσα» διατυπώνονται στο ίδιο γράμμα. Και πάντως, το ότι η παρουσία των ξένων, αν δεν είναι η γενεσιουργός αιτία, προσφέρει αναμφίβολα τον καταλύτη των νεοτερικών αυτών τροπών στη συνείδηση του «εμείς» του Κοραή, αυτό νομίζω φαίνεται αρκετά καθαρά.

Ένα περίπου χρόνο αργότερα, Οκτώβρη του 1787, ο Κοραής αναγγέλλει τον καινούριο Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Αφού περιγράψει λεπτομερειακά τις ποικίλες συμμαχίες που συγκροτήθηκαν, καταλήγει, ρωτώντας ρητορικά τον πρωτοψάλτη: «Η λογιότης-σου, με τίνα είσαι; Ουδέτερος βέβαια. Και κάμνεις καλά· φοβερά πράγματα, αδελφέ-μου. Αλλ’ έχε τας ελπίδας-σου εις τον Θεόν». Η ειρήνη είναι το ύψιστο αγαθό για τους απόλεμους πληθυσμούς. Και πέντε μήνες αργότερα, Απρίλη του 1788, πάντα με αφορμή τις συγκρούσεις, που εμποδίζουν τη μετακίνησή-του προς τα πάτρια εδάφη, προσθέτει: «έως ού να ιδώ ποίαν έκβασιν έχει να λάβη αυτός ο πόλεμος, όστις ανήφθη εξ αμαρτιών-μου, θέλει μείνω· ειδεμή, καταβαίνω εις την Ιταλίαν και περνώ εις το Τεργέστιον ή εις καμμίαν από τας ενετικάς νήσους, οίον Κέρκυραν, Ζάκυνθον, όπου δύναμαι να πράττω την ιατρικήν μέχρις ού να κατασταθώσι τα πράγματα. Ο πόλεμος ενδέχεται να είναι μακρότατος. Ο Θεός όμως είναι δυνατός και ευρίσκει τόπους σωτηρίας», κλπ. Στο ίδιο όμως γράμμα, σε υστερόγραφο γραμμένο μια βδομάδα μετά, «Αν μετά τοιαύτα και τοσαύτα ονείδη, τα οποία έλαβον και λαμβάνουσι καθ’ εκάστην οι Ευρωπαίοι από αυτό το υπερήφανον γένος» δηλαδή τους Τούρκους, και το υπερήφανον πρέπει να το διαβάσουμε με την αρνητική σημασία του υπερόπτη, «ζητώσιν ακόμα και προθυμώνται να εμποδίσωσι την πτώσιν-του, πού έμεινεν πλέον η σοφία και η φρόνησίς-των;». Είναι η πρώτη, όσο ξέρω, μαρτυρία μιας φιλορωσικής στάσης· σε έναν μήνα ο Κοραής θα έφευγε για το Παρίσι.

Το μέγεθος, η λάμψη και η σοφία της γαλλικής πρωτεύουσας ήταν αναμενόμενο να τον εκπλήξουν· ό,τι ενδιαφέρει όμως τη συνάφειά-μας είναι η τροπές στη σκέψη-του. «Αυτά φίλε-μου», θα γράψει στον πρωτοψάλτη τον επόμενο Σεπτέμβρη, «προξενούσι μεγάλην έκπληξιν εις καθένα, αλλά δι’ ένα Έλληνα, όστις ηξεύρει ότι προ δύο χιλιάδων ετών οι πρόγονοί-του εις τας Αθήνα είχε φθάσωσιν εις τον αυτόν (και ίσως ανώτερον) βαθμόν της σοφίας, με την έκπληξιν σμίγεται και μελαγχολία· όταν προσεπισυλλογισθή ότι τα τοσαύτα καλά όχι μόνον απέπτησαν την σήμερον από την Ελλάδα, αλλ’ αντεισήχθησαν αντ’ αυτών μυρία κακά, ότι εκεί όπου εβασίλευαν οι σοφώτατοι νόμοι του Σόλωνος (του οποίου, φίλε-μου, το όνομα ήκουσα πολλάκις τους ενταύθα σοφούς να προφέρωσι με ένα είδος λατρείας), δυναστεύει την σήμερον η αμάθεια, η κακία, η βία, το ζορμπαλίκι, η αυθάδεια και η αναισχυντία, ότι αντί των Μιλτιάδων και Θεμιστοκλέων, τους οποίους ακόμη θαυμάζει η Ευρώπη, κυβερνώμεθα οίμοι! από ποίους; Ή από χαμάληδες και ντεβετζήδες ή από βαρβάρους καλογερίσκους, χειρότερους και από αυτούς τους εξωτερικούς τυράννους» … «τότε, φίλε-μου, η μελαγχολία μεταβάλλεται εις αγανάκτησιν και εις απόγνωσιν».

Η σύνδεση με τους προγόνους δεν είναι λοιπόν πια αιτία περηφάνιας μονάχα, οδηγεί και σε προσανατολισμούς κριτικής, αναζήτησης αιτίων· και ως ένα από τα κύρια αίτια εντοπίζονται οι «καλογερίσκοι». Πρώτη φορά που αναφέρεται αρνητικά στους λειτουργούς της θρησκείας· «λύκους εν σχήματι προβάτων» τους αποκαλεί στο σημείο που συνέταμα τον λόγο-του. Κοντά σ’ αυτό, το καίριο, κοντά σ’ αυτή τη συνειδησιακή τροπή που θα ενδυναμώνεται χρόνο με τον χρόνο ώς τα πιο βαθιά γεράματα, πρέπει να επισημάνουμε και πόσο ο ευρωπαϊκός θαυμασμός για τους αρχαίους εντείνει τον δικόν-του.

«Δεν είναι όμως όλοι οι Ευρωπαίοι τοιούτοι», θα συνεχίσει στο ίδιο γράμμα, «έχομεν και πολλούς εχθρούς οι οποίοι αποδίδουσι το σφάλμα της δυστυχίας ταύτης εις ημάς και ίσως δεν έχουσι τόσον άδικον. Έπρεπεν όμως να είναι μετριότεροι εις τας κρίσεις-των» … «Αυτοί, φίλε-μου, όχι μόνον δεν μας δίδουσι χείρα βοηθείας» … «αλλά ζητούσι παντοίους τρόπους δια να εμποδίσωσι και την παρά των άλλων βοήθειαν, κηρύττοντες αναιδώς εις όλην την Ευρώπην ότι ο παρά των δύο Αυτοκρατόρων πόλεμος» του Ιωσήφ και της Αικατερίνης δηλαδή, «είναι άδικος και ότι οι Οθωμανοί είναι ένα χρησιμότατον έθνος», κλπ. Για να συνεχίσει περιγράφοντας τις φιλολογικές διαμάχες, τον Βολταίρο και τον Βολνέ από τη μια πλευρά να υποστηρίζουν το διώξιμο των Οθωμανών, και τον Παύιο (τον ολλανδό Κορνήλιο de Pauw) από την άλλη, που μόλις είχε γράψει το βιβλίο εκείνο όπου υποστήριζε πως «η λήθη των πολιτικών νόμων, η αμάθεια και η δεισιδαιμονία έρριψαν εις το γένος των Γραικών τόσον ισχυράς και τόσον βαθείας ρίζας, τα οποία καμμία δύναμις ανθρωπίνη δεν θέλει δυνηθεί να τας εκριζώσει». Στη σκέψη ετούτη ο Κοραής εξανίσταται. «Ενεκρώθησαν λοιπόν τόσον οι Ρωμαίοι, οπού χρειάζεται θαύμα θείον για να τους αναστήσει; Όχι βέβαια ! Παύσον την τυραννίαν των Τουρκών και την αλαζονικήν φιλαρχίαν των καλογήρων, και εις διάστημα ολίγων χρόνων, χωρίς θαύματος θείου οι Ρωμαίοι θέλει σοφισθώσι ως και οι Ευρωπαίοι» . Μπορούμε να προσέξουμε, βέβαια, πως για τους συμπατριώτες-του χρησιμοποιεί ακόμη τον κοινό τύπο Ρωμαίοι, αλλά αμέσως μετά, στην ίδια φράση θα χρησιμοποιήσει και το Γραικοί και το Έλληνες – σε άνθρωπο που προσέχει τόσο πολύ τη φρασεολογία, οι όροι έχουν περισσότερο βάρος: από εδώ και πέρα το Ρωμαίοι θα χαθεί, το Έλληνες θα κρατήσει μία ηθική χροιά, και το Γραικοί θα καλύπτει τη σημασία του Νεοέλληνες, όπως ξέρουμε.

Στα επόμενα χρόνια, και ενώ ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος μαίνεται, η στάση του Κοραή δεν παρουσιάζει διακυμάνσεις: εύνοια προς τους Ρώσους, καταγγελία όσων ευρωπαίων ηγεμόνων τους πολεμούν, θλίψη αλλά και κριτική για τον ξεπεσμό των απογόνων. Εντωμεταξύ όμως συμβαίνουν τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 1789 στο Παρίσι, αλλά και στη μικρή Σμύρνη οι ταραχές του 1788, που θα φέρουν σε σύγκρουση τον πρωτοψάλτη με τον μητροπολίτη Γρηγόριο. Ξέρουμε πόσο ταχύτερα ωριμάζουν οι συνειδήσεις στις ανώμαλες καταστάσεις· εδώ περιορίζομαι σε μια μονάχα λεπτομέρεια. Μαθαίνοντας τα σχετικά με τον Κατσώνη, ο Κοραής ζητάει από τον φίλο-του να του διευκρινίσει μια φήμη: «Γράψον-με και περί του Λάμπρου όσα νέα μάθεις, και μάλιστα αν είναι αληθές , καθώς εδώ με εβεβαίωσαν, ότι αυτός είχε σταθήν προ του πολέμου καφετζής εις το Λιβόρνον· αν αυτό είναι αληθές, πού έμεινεν πλέον η συκοφαντία του αναισχύντου Παυίου; Αν οι καφετζήδες των Γραικών γίνωνται Θεμιστοκλείς και Μιλτιάδαι, τί δεν δύνανται να πράξωσιν οι πρωτοψάλται;». Την παρομοίωση με τον Μιλτιάδη θα τη γράψει αμέσως και στον γάλλο φίλο-του, τον Βιλουαζόν.

Φτάνουμε τέλος στον πυρήνα του θέματος, στη μακρά επιστολή που ολοκληρώνεται στις 15 Νοεμβρίου1791. Περίφημη επιστολή· είναι εδώ που περιγράφεται η τελική ρήξη του γαλλικού έθνους με τον βασιλιά-του, είναι εδώ που περιγράφεται η μετακομιδή των οστών του Βολταίρου, είναι εδώ, ακόμη, που καταγράφεται για πρώτη φορά η λέξη μυθιστορία. Ο Κοραής λοιπόν, καθώς αφηγείται τα περί ενός πιθανού αγγλορωσικού πολέμου στον πρωτοψάλτη, καταλήγει: «Φοβείσαι, λέγεις, μη σε κατηγορήσω ως φιλόρωσον. Αγάπα τούς Ρώσους όσον θέλεις, εις τούτο δεν εναντιούμαι( τούτον μόνον φοβούμαι, μήπως και η λογιότης-σου κρίνεις και ελπίζεις την ελευθερίαν των Ελλήνων, ως την κρίνει ο κοινός λαός. Οι περισσότεροι από τους Γραικούς την σήμερον προσμένουσιν επιθυμητικώς την ελευθερίαν, όχι δια να σοφισθώσι και να αλλάξουσι τα δουλικά και βάρβαρα ήθη εις χρηστά, όχι δια να έχωσι ποιμένας αληθινούς, μιμητάς των Αποστόλων, αντί των λύκων οι οποίοι τους δυναστεύουσι την σήμερον, αλλά δια να αξιωθώσι να ακούσωσι την λειτουργίαν εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας, δια να υπάγωσι με περισσοτέραν ευκολίαν εις την Παλαιστίνην, ωσάν να μην ήτον η λειτουργία του Αγίου Γεωργίου και της Αγίας Φωτεινής τόσον καλή, όσον και η της Αγίας Σοφίας, ωσάν να εκατοίκει ο Θεός εν χειροποιήτοις, ωσάν να ήρεσεν εις αυτόν άλλη προσκύνησις και λατρεία, παρά την εν πνεύματι και αληθεία, ωσάν τέλος πάντων το αισχρόν και τουρκικόν όνομα του Χατζή, αρμόδιον εις μόνους τους προσκυνητάς του Μωάμεθ, να ήτον αναγκαίον και εις τους προσκυνητάς του Χριστού». Μετέφερα ολόκληρο το χωρίο, προκειμένου να καταφανεί ότι παρά την εντυπωσιακά νεοτερική αντίληψη της εθνικής ελευθερίας, ο νους του Κοραή είναι, από μιαν άποψη, πιο κοντά στα κοινωνικά προβλήματα.

Αλλά χρειάζεται νομίζω να αναφερθούμε κάπως και στην περιγραφή της επίσημης κηδείας του Βολταίρου. Η μετακομιδή έγινε στα μέσα Ιουλίου, ενώ το γράμμα γράφεται τέσσερις περίπου μήνες αργότερα. Ο Κοραής νοίκιαζε ένα σπίτι κοντά στη Βαστίλη( καθώς η πομπή θα περνούσε μπροστά από το παράθυρό-του, είχε καλέσει, με την ευκαιρία, όπως αφηγείται, «πολλούς άλλους σοφούς, Άγγλους και Γάλλους», για να χαζέψουν και να χαρούν την τελετή. Και τότε, μπροστά στο θέαμα των τιμών μιας δημοκρατικής πια κοινωνίας στον μεγάλο νεκρό, ο Κοραής ανατριχιάζει: «Δεν με εξέπληξε, φίλε-μου, μήτε η μεγαλοπρέπεια της κηδείας( μήτε ο χρυσός και ο άργυρος, όστις ηστραποβόλει από όλα τα μέρη, εθάμβωσε τους οφθαλμούς-μου. Αλλ’ όταν είδον τα βιβλία-του φερόμενα εις θρίαμβον και περικυκλωμένα από πλήθος ακαδημιακών, τότε ήθελον να σε έχω πλησίον-μου μάρτυρα και της αγανακτήσεώς-μου και των δακρύων-μου, δακρύων, φίλε-μου, αληθινών, δακρύων απαρηγορήτων, τα οποία μ’ έκαμε να χύσω η ανάμνησις ότι ούτω και οι προπάτορές-μου, οι αμίμητοι Έλληνες, ήξευρον να τιμώσι την σοφίαν». Η συγκίνηση ετούτη, που την πολλαπλασίαζε δίχως άλλο η πικρία ότι στη μικρή-τους συντροφιά ήταν ο μόνος μη ελεύθερος ανάμεσα σε ξένους διανοούμενους, τον ωθούν σε μία συναισθηματική υπερένταση που εκφράζεται μ’ ένα ισχυρότατο ξέσπασμα εγωτισμού: είναι το περίφημο «πολλοί από το γένος-μου, ίσως και εγώ ο ίδιος, ήθελεν είναι την σήμερον ισότιμοι του Βολταίρου».

Αν αναζητούμε να ψηλαφήσουμε τις στιγμές που το συναίσθημα ξεχειλίζει και παρασέρνει τα φράγματα αλλάζοντας τις συνειδήσεις, τις στιγμές που οι θαμπές διαθέσεις μορφοποιούνται σε νοητικές συλλήψεις –τις περιπτώσεις της cristallisation, όπως τις ονομάζει, μιλώντας για την ερωτική εμπειρία, ο Σταντάλ– είμαστε ίσως μπροστά σε μια από αυτές: είτε εκείνην την ώρα, δηλαδή στις 11 Ιουλίου 1791 ακριβώς είτε –εξίσου πιθανό– ενόσω ανασυνθέτει τη σκηνή γράφοντας στο φίλο-του, ο Κοραής νιώθει, πρώτη φορά νομίζω, πρώτος αυτός, Νεοέλληνας, ακριβώς με την έννοια που το εννοούμε και σήμερα.

Δεν ολοκληρώσαμε, βέβαια, το θέμα-μας· ούτε οι μεταλλαγές μιας ατομικής, έστω, συνείδησης, προχωρούν σταθερά. Η κοινωνική αίσθηση του Κοραή θα είναι για πολύν καιρό ισχυρότερη από την εθνική, η κοινωνική ελευθερία, επίσης( να θυμηθούμε πόσο έπαιξε η καρδούλα-του έναν χρόνον αργότερα στην προοπτική να προχωρήσουν οι δημοκρατικοί Γάλλοι, αν οι δυνάμεις των ενωμένων βασιλέων αποδεικνύονταν υπέρτερες, σε μια κατάληψη του στόλου της Τουλών, «κακείθεν να πλεύσωσιν προς την Κύπρον και Κρήτην, και να καταστήσωσιν εις αυτάς τα νήσους γαλλικήν, ή μάλλον ειπείν, γραικογαλλικήν δημοκρατίαν( διότι πιθανόν ήτον όχι μόνον αυτών των νήσων οι Γραικοί, αλλά και αναριθμήτων άλλων ήθελαν προσδράμει δια να απολαύσωσι την αληθινήν των προπατόρων-των ελευθερίαν, ασυγκρίτως διάφορον από την ρωσικήν ελευθερίαν». Να θυμηθούμε ακόμη το «Δεν είναι Γραικοί ή Γάλλοι, αλλ’ έν έθνος, Γραικογάλλοι» του Άσματος πολεμιστηρίου στα 1800. Σταδιακά, και δίχως ποτέ το κοινωνικό να υποβαθμισθεί τελείως, ο Κοραής ή θα διαισθανθεί ότι η εθνική είναι η μόνη κατορθωτή ελευθερία, ή θα παρασυρθεί ανεπαίσθητα από το κλίμα του Ρομαντισμού που φουντώνει. Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία.

Ο Πολίτης, τχ. 60 (Ιαν. 1999) 47-50

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ ΣΤΟΥΣ ΕΝΔΟΞΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ

«Τόλμησον φρονείν» δίδαξε ο Διαφωτισμός τους ανθρώπους – και το τόλμησαν. Η λογική πήρε τη θέση της πίστης, και το παλιό οικοδόμημα της ιεραρχημένης κοινωνίας κατέρρευσε. Η Γαλλική επανάσταση ακύρωσε τα προνόμια των ευγενών και τους εξόρισε∙ σε λίγο όμως τους είδε να εισβάλλουν, συνασπισμένοι με τους ξένους βασιλιάδες, για τα τα πάρουν πίσω. Εμπρός στον κίνδυνο, η Επανάσταση έγινε αποφασιστικότερη∙ στα τέλη του Σεπτέμβρη 1792 κηρύσσεται η Δημοκρατία και τέσσερις μήνες αργότερα ο Λουδοβίκος αποκεφαλίζεται στο κέντρο του Παρισιού. «Ευθύς οπού έπεσε το κεφάλι-του μέσα εις το σακκί, όλο το στράτευμα οπού ήτον πέριξ» … «ομοβοεί εφώναζε ‘‘Ζήτω το έθνος’’, ‘‘Ζήτω η Δημοκρατία’’» – έτσι περιγράφει το γεγονός ένας ενθουσιασμένος Έλληνας αυτόπτης και αυτήκοος.

«Ζήτω το έθνος, ζήτω η Δημοκρατία». Αν η παλιά τάξη δεν ισχύει, τότε η νομιμότητα της εξουσίας δεν μπορεί να πηγάζει παρά από το σύνολο των ισότιμων πολιτών∙ από τα τέλη λοιπόν του 18ου αιώνα μια καινούρια αντίληψη του «εμείς» άρχισε ν’ αποκτά και πολιτικό περιεχόμενο: η αντίληψη του έθνους. Οι ναπολεόντιοι πόλεμοι που ακολούθησαν τη διέδωσαν ταχύτατα σ’ όλη την Ευρώπη∙ η παλιά διάκριση των συνόλων με βάση τον ηγεμόνα ή τη θρησκευτική πίστη ανατράπηκε, και οι αστοί –πιο σωστά οι μορφωμένοι αστοί, όσοι παραδέχονταν τις ιδέες του Διαφωτισμού– άρχισαν να λογαριάζουν τη γλώσσα ως το πρώτιστο ενοποιητικό στοιχείο κάθε εθνικού συνόλου. Αυτό βέβαια σήμαινε ότι τα «έθνη» υπήρχαν από πάντα – ή έστω από πολύ παλιά.

Οι ανατροπές ετούτες σήμαιναν μια διαφορετική θέαση του κόσμου από κάθε άποψη – πάντα βέβαια για το μέρος εκείνο του έθνους που συμπορευόταν με τις καινούριες αντιλήψεις. Οι έλληνες έμποροι, είτε διασκοπισμένοι στην Ευρώπη είτε στα λιγοστά κέντρα της Ανατολής, που είδαν με συμπάθεια και τις ιδέες του Διαφωτισμού και τους απελευθερωτικούς –στην αρχή, τουλάχιστον– πολέμους των Γάλλων, διέκριναν αμέσως πόσο οι νεοτερικές αντιλήψεις για τα εθνικά σύνολα μπορούσαν να βοηθήσουν τους στόχους-τους: αν στη θέση του θρησκευτικού γένους έμπαινε η εθνική ενότητα, τότε οι «Έλληνες» ή οι «Γραικοί» αντί για αιρετικοί και δούλοι του σουλτάνου γίνονταν απόγονοι των ένδοξων αρχαίων. Καθώς υπήρχε μάλιστα το υπόβαθρο της εκπαίδευσης, η πεποίθηση της ελληνικής καταγωγής όλου του έθνους διαδόθηκε γρήγορα –ανεξάρτητα αν συμπεριλάμβανε και τους αλβανόφωνους, τους βλαχόφωνους, τους βουλγαρόφωνους ή τουρκόφωνους πληθυσμούς, αρκεί να ήταν ορθόδοξοι– κι επιτάχυνε αφάνταστα τις πολιτικές αλλαγές στον αρχόμενο 19ο αιώνα.

Τούτα όλα όμως, εννοείται, αφορούν τις συνειδήσεις των λογίων. Για το πώς ένιωθαν το παρελθόν-τους οι αγράμματες κι οι αγροτικές μάζες, οι πληροφορίες που μπορούμε να συγκεντρώσουμε είναι ελάχιστες. Ίσως κιόλας ο μικρός αριθμός-τους να συνιστά καθεαυτός μιαν άξια λόγου μαρτυρία: πιστεύω πως δεν πρόκειται για πληροφορίες που χάθηκαν επειδή δεν αποθησαυρίστηκαν εγκαίρως, παρά για πληροφορίες που δεν υπήρξαν ποτέ. Μ’ άλλα λόγια ο αγροτικός κόσμος δεν περιλαμβάνει στο νοητικό-του σύμπαν παρά μια πολύ θολή και μικρής σημασίας για την εσωτερική συνεκτικότητά-του αντίληψη για το παρελθόν: καθώς βιώνει την έννοια του χρόνου με βάση τον ετήσιο κύκλο της σποράς και του θερισμού, ή τον βιολογικό κύκλο της ζωής, η γραμμική ανάπτυξη του χρόνου, η τόσο σημαντική για τη δική-μας κοσμοαντίληψη, απουσιάζει είτε εμφανίζεται σποραδικά, απλό αντικαθρέφτισμα κάποιων ακουσμάτων που δεν βαραίνουν ιδιαίτερα.

Aνάμεσα στους λογίους και τους αγράμματους υπάρχουν οι εγγράμματοι – σωστότερα, μια ακολουθία, μια κλίμακα, που είναι δύσκολο να τη στρωματογραφήσουμε επακριβώς. Ωστόσο διαθέτομε κάποιες μαρτυρίες που αποτυπώνουν κάπως τις αντιλήψεις ετούτων των ενδιάμεσων στρωμάτων. Ας ξεκινήσουμε από ένα χωρίο του Χόμπχάουζ, ενός ανθρώπου δηλαδή προσεκτικού και οξύνοα. Χρονολογείται το 1809, και γράφεται ως σχόλιο στην έντονη παρουσία της αρχαιότητας στα κείμενα των Θουρίων∙ συνοψίζει εμπειρίες άμεσες, αλλά και γνώσεις βιβλιακές: «Μπορεί η υπόμνηση του Λεωνίδα στους Έλληνες να μοιάζει με κοινοτοπία, αλλά η αλήθεια είναι πως και γι’ αυτόν, και για τους άλλους ήρωες της αρχαιότητας ο πολύς λαός δεν έχει παρά μια εξαιρετικά μπερδεμένη ιδέα, και είναι ελάχιστοι όσοι επεκτείνουν τα ένδοξα χρόνια σε εποχές παλαιότερες από τους Γραικούς αυτοκράτορες. Αυτοί που συνήθως αρέσκονται να ανατρέχουν σε παλαιότερες εποχές, επισημαίνουν την ισχύ και τις αρετές ετούτων των ηγεμόνων, και ξεκινούν την ιστορία-τους με τον Μέγα Κωνσταντίνο, τον Βασιλέα των Ρωμαίων. Οι ελπίδες-τους όλες κατευθύνονται προς την αποκατάσταση του Βυζαντινού βασίλειου, στο πρόσωπο οποιουδήποτε χριστιανού, αλλά ιδιαίτερα χριστιανού της εκκλησίας-τους, και πιστεύω πως δεν θα τους ήταν καθόλου ευπρόσδεκτη η προοπτική εγκαθίδρυσης μιας ανεξάρτητης συμπολιτείας κατά το υπόδειγμα των αρχαίων δημοκρατιών-τους. Τα βλέμματά-τους έχουν στραφεί φυσικά προς την Ρωσία για περισσότερο από μισόν αιώνα, και ο καθένας γνωρίζει πολύ καλά τις δύο απελπισμένες προσπάθειές-τους να δημιουργήσουν μιαν αλλαγή ευνοϊκή για την δύναμη αυτήν στην καρδιά της ευρωπαϊκής Τουρκίας».

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, αρχές του 1824, μια παρόμοια μαρτυρία, πάλι από τον αγγλόφωνο χώρο: ένας αμερικανός αυτή τη φορά, σε γράμμα-του προς άγνωστο παραλήπτη, προσπαθεί να εξηγήσει γιατί δεν είναι φιλέλληνας. Αφού επισημάνει πως οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι περισσότεροι δούλοι, ότι η χώρα υποτάχθηκε για αιώνες σε σειρά κατακτητών και η φυλετική-της ιδιοσυστασία άλλαξε, ότι όλα τα αρχαία αριστουργήματα αποτελούσαν την παραγωγή ενός ελάχιστου πυρήνα ελευθέρων, καταλήγει: «Οι Νεοέλληνες δεν ξέρουν τίποτε περί Θουκυδίδη, Αριστοτέλη, Σόλωνα και τις άλλες διασημότητες των παλαιότερων χρόνων· οι παραδόσεις-τους δεν προχωρούν πέρα από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, και δεν εύχονται να γίνουν δημοκράτες, παρά να αποκτήσουν έναν Αυτοκράτορα ή απόλυτο αφέντη της δικής-τους θρησκείας».

Προτού προχωρήσουμε μας χρειάζεται μια τρίτη μαρτυρία, η μόνη που καλύπτει κάπως τον χώρο των αγραμμάτων πληθυσμών, αντλημένη από σύγχρονο απολύτως του Χόμπχάουζ, τον Στάκελμπεργκ, που πραγματοποιεί ανασκαφές στις Βάσσες. Ο λόγος είναι για τους ποιμένες της περιοχής: «Ζει ακόμη μεταξύ-τους η φήμη των Ελλήνων. Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουν καθετί το ηρωικό και λίγο υπερφυσικό, αλλά είναι μακριά από το να θεωρούν τους εαυτούς-τους κληρονόμους της αίγλης των αρχαίων κατοίκων. Ο απλός βοσκός θεωρεί τους Έλληνες πρόγονους των Φράγκων, τους θεωρεί ξένους, με επίδοση στις τέχνες, που κάποτε ήταν κυρίαρχοι της χώρας, και έτσι μάλιστα εξηγούν τις συχνές επισκέψεις των ξένων περιηγητών και τη σημασία που αποδίδουν σε όλα τα υπολείμματα του αρχαίου πολιτισμού. Αν και σ’ αυτό τον διαψεύδει η αυτοπεποίθηση των άλλων Ελλήνων», των περισσότερο μορφωμένων, δηλαδή . Και το ταίρι-της, από έναν επίσης ανασκαφέα στην Αίγινα, τον Κόκερελ: «Η καλύτερη τάξη των Ελλήνων έχει κάποιο σεβασμό για την ανώτερη μόρφωση των Φράγκων: ένας άνθρωπος, καλόγερος ή παπάς, με ρώτησε αν πίστευα πως ήταν Φράγκοι ή Ρωμιοί οι αρχαίοι, τους οποίους κι αυτοί τιμούν».

Ξέρουμε βέβαια ότι η ταύτιση των Ελλήνων με τους γίγαντες ήταν διαδεδομένη· τυπικός εξηγητικός μύθος, που ερείδεται στην πανανθρώπινη πίστη ενός απολεσθέντος παραδείσου. Ξέρουμε επίσης ότι η λαϊκή ταύτιση «Έλληνας ίσον ειδωλολάτρης», και στην περίπτωσή-μας «άπιστος», Φράγκος, προέρχεται από την εκκλησιαστική παράδοση: «δεν είστενε Έλληνες», έλεγε ο Κοσμάς ο Αιτωλός στους ακροατές-του, «δεν είστενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλά είστενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί». Ωστόσο η σύνδεση των αρχαίων Ελλήνων με τους Φράγκους μπορεί να οφείλεται σε συμπερασματικό συλλογισμό της συγκυρίας (μου είναι άγνωστη από αλλού)∙ μας βοηθάει να συλλάβουμε πόσο θολή και ασταθής ήτανε η αντίληψη για το παρελθόν στους αγροτικούς, ή ποιμενικούς στη περίπτωση ετούτη, πληθυσμούς: τροποποιείται ανάλογα με τα εκάστοτε δεδομένα, συνάπτεται με την παρουσία εκείνου που ερωτά.

Αν τώρα επιχειρήσουμε να συσχετίσουμε τις μαρτυρίες, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι πληθυσμοί που δεν είχαν πρόσβαση στη νεοτερική παιδεία του Διαφωτισμού είχαν μιαν αόριστη αίσθηση του παρελθόντος, που το συνέδεαν με το Βυζάντιο και το διαφοροποιούσαν ολότελα από τον αρχαίο, ειδωλολατρικό κόσμο: είναι ακριβώς η μεσαιωνική αντίληψη, εκείνη που και η Εκκλησία διοχέτευε για αιώνες στο ευρύ ποίμνιο, η αντίληψη που ταυτίζει το «εμείς» με τους Χριστιανούς, ακριβέστερα μονάχα με τους ορθόδοξους, και θεωρεί πως στο «δικό-μας γένος» περιλαμβάνονται όλοι όσοι αναγνωρίζουν ως κορυφή την Παναγία, ή, σε κοσμικότερο επίπεδο, το οικουμενικό Πατριαρχείο. «Εγώ ειμί το γένος», έλεγε στην Κωνσταντινούπολη η Ελένκω Εμφιεντζήδενα, η φιλενάδα του πατριάρχη Ευγένιου, αμέσως μετά τα γεγονότα της Επανάστασης, «δηλούσα ότι αυτή άγει και φέρει τον αρχηγόν του γένους».

Ωστόσο στο επίπεδο της λογιοσύνης, και με διάμεσο, ακριβώς την αρχαία ελληνική γλώσσα, η Εκκλησία δεν είχε καμία δυσκολία, ώς τα τέλη περίπου του 18ου αιώνα, να ταυτίζει ενίοτε το ποίμνιο με τους απογόνους των Ελλήνων· «και ημείς, το μέγα ποτέ και επιφανές των Ελλήνων γένος», έλεγε, από τον άμβωνα του πατριαρχείου στη δεκαετία του 1760, ο Σαμουήλ Χαντζερής· «οι των Ελλήνων άξιοι απόγονοι Ρωμαίοι | άπασα η ομήγυρις, γηραιοί-τε και νέοι | της ανατολικής φημί τέκνα της εκκλησίας» διαβάζουμε στο Προσκυνητάριον της Μονής Μεγίστης Αγίας Λαύρας, γραμμένου στα 1770. Η αντίφαση όμως δεν γινόταν ιδιαίτερα αισθητή, καθώς το ουσιαστικό χαρακτηριστικό του «εμείς» δεν βρισκόταν στο παρελθόν, στην καταγωγή, παρά στο παρόν, στην πίστη. Αυτό θα φανεί καθαρότερα αν περιοριστούμε σε έναν συγγραφέα και σε ένα έργο· το παράδειγμά-μας θα είναι ο Κήπος χαρίτων του Καισάριου Δαπόντε, μια φλύαρη, αλλά πότε-πότε και χαριτωμένη, περιήγηση στον ελληνικό χώρο.

Αντικρίζοντας λοιπόν κάποιες στήλες στην Κωνσταντινούπολη, που ανάγονταν στα χρόνια του Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου, ο Δαπόντες σχολιάζει: «λείψανα της προχθεσινής δικής-μας εξουσίας». Στη Σάμο πάλι, μπροστά σε ένα αρχαίο κάστρο: «ανδρείας της ελληνικής καθρέφτης το καθένα·| τά ’βλεπα και εθαύμαζα, και ελεεινολογούσα | το γένος-μας το τωρινό και εδακρυροούσα», ενώ λίγο παρακάτω, μπροστά σε μιαν αρχαία κολόνα: «θέαμα νά ’ναι θαυμαστό, σάλπιγξ και της ανδρείας | των πάλαι προπατόρων-μας, αλλά και της σοφίας». Κρατώ για την ώρα τη λεπτή αλλά κρίσιμη διάκριση ανάμεσα στους «πάλαι προπάτορας» και την «προχθεσινή εξουσία», και προχωρώ στο τελευταίο παράθεμα. Είμαστε πάλι στη Σάμο, και περιγράφονται τα χωριά-της: «Όλα δε χριστϊανικά, όλα, ελέει θείω | εδώ κανείς δεν κατοικεί, κανείς άλλος περντίο | Εβραίος, Τούρκος, άπαγε, άλλη φυλή καμία,| Αρμένης, Φράγκος, Λούτερος· παντού Ορθοδοξία». Λοιπόν, φυλή και πίστη ταυτίζονται, και το «εμείς» ορίζεται από την ορθοδοξία.

Πρέπει πάντως να έχουμε κατά νου ότι η σύνδεση με τα κλασικά χρόνια καθόλου δεν κυριαρχούσε: όλα τα ιστορικά βιβλία που γράφονταν ή κυκλοφορούσαν στον ελληνικό χώρο ώς και το τρίτο, τουλάχιστον, τέταρτο του 18ου αιώνα –δεν λογαριάζω τη μετάφραση του Ρολλίν, καθώς ανήκει σε διαφορετική συνάφεια– αναφέρονται στο χριστιανικό παρελθόν, αφήνοντας έξω από την οπτική-τους τον αρχαίο ελληνισμό· μια συνέχεια της από κτίσεως κόσμου εβραϊκής μυθολογίας. Για να μείνουμε στο παράδειγμα του Δαπόντε, το ιστορικό-του έργου Βίβλος Βασιλειών, έμμετρο τέκνο κατά τα βασικά-του στοιχεία του Χρονογράφου του ψευδο-Δωρόθεου, αρχίζει με τη γέννηση του Χριστού· η θεοκεντρική νοοτροπία του συγγραφέα και της εποχής διαφαίνεται ακόμα καλύτερα από την, επίσης συμπιλημματική, Γεωγραφική ιστορία, όπου, αφού ολοκληρώσει την περιγραφή της οικουμένης, συνεχίζει με την περιγραφή του «Παραδείσου» και του «Άδη». Και τα Εκκλησιαστικών-τε και πολιτικών βιβλία δώδεκα του Αθανάσιου Κομνηνού-Υψηλάντη από τα χρόνια του Ιουλίου Καίσαρα αρχίζουν – το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα, χειρόγραφα είτε τυπωμένα, ιστορικά έργα που γνωρίζουμε.

Από τα λιγοστά πάλι που μπορούν να συγκεντρωθούν για τις ελληνικές βιβλιοθήκες του 18ου αιώνα, διαπιστώνουμε ότι η σειρά της Βυζαντίδας είναι από τα ελάχιστα ιστορικά βιβλία που απαντώνται συχνά∙ είναι χαρακτηριστικό πως στα 1672 ο πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, ο μαρκήσιος de Nointel χαρίζει στον πατριάρχη μια σειρά της γαλλικής έκδοσης – και μάλιστα πατριάρχης ήταν ο Διονύσιος Δ΄ ο Μουσελίμης, γνωστός βιβλιόφιλος. (Σημειώνω, παρενθετικά και προτρέχοντας, πως 122 χρόνια αργότερα ένας γάλλος πρόξενος κουβαλούσε κιβώτια με τόμους της Εncyclopedie, ως ανάλογα δώρα.) Ενώ στα 1805, όταν ο W. M. Leake βρίσκεται στα Ιωάννινα, αναφέρει για τις βιβλιοθήκες-τους: «Υπάρχει επίσης μια συλλογή βιβλίων στον μητροπολιτικό ναό, αλλά οι Πατέρες και η Βυζαντινή Ιστορία είναι σχεδόν τα μόνα έργα για τα οποία μπορούν να περηφανεύονται οι καλόγεροι». Ξέρουμε ακόμα ότι ο Δημ. Καταρζής συνέστηνε την ανάγνωση της Βυζαντίδος, και ότι θα παραμείνει σε χρήση ώς τα χρόνια της Επανάστασης, τουλάχιστον, αλλά από