1204 έως σήμεραgym-kymis.eyv.sch.gr/activity/files/Identities in the Greek world.pdf ·...

22
Δ΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010 Πρακτικά Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο ( από το 1204 έως σήμερα) Τόμος Βʹ Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Α. Δημάδης Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών Αθήνα 2011

Transcript of 1204 έως σήμεραgym-kymis.eyv.sch.gr/activity/files/Identities in the Greek world.pdf ·...

  • Δ΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών ΣπουδώνΓρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010

    Π ρ α κ τ ι κ ά

    Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο(από το 1204 έως σήμερα)

    Τόμος Βʹ

    Ε π ι μ έ λ ε ι α :Κωνσταντίνος Α. Δημάδης

    Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών ΣπουδώνΑθήνα 2011

  • Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα)Identities in the Greek world (from 1204 to the present day)

    Τόμος Βʹ

  • Την ευθύ νη της έ κδοσης έ χει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΕΝΣE-mail: [email protected]

    ISBN (vol.) 978-960-99699-4-9ISBN (set) 978-960-99699-0-1

    Σελιδοποί ηση – τυπογραφική φροντί δα:Κωστή ς Ψυχογυιό ς ([email protected])

    Copyright © 2011:Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών (ΕΕΝΣ)European Society of Modern Greek Studieswww.eens.org

  • Δ΄ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών ΣπουδώνΓρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010

    Π ρ α κ τ ι κ ά

    Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο(από το 1204 έως σήμερα)

    Τόμος Βʹ

    Ε π ι μ έ λ ε ι α :Κωνσταντίνος Α. Δημάδης

    Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών ΣπουδώνΑθήνα 2011

  • 4th European Congress of Modern Greek StudiesGranada, 9-12 September 2010

    P r o c e e d i n g s

    Identities in the Greek world(from 1204 to the present day)

    Vol. 2

    Edited by Konstantinos A. Dimadis

    European Society of Modern Greek StudiesAthens 2011

  • Παπαδιαμάντης μυθιστοριογράφος.Η αδύναμη ταυτότητα μιας λογοτεχνικής ιστορικότητας

    Βασίλης ΜάστορηςΟ Kant, στην ένατη θέση του δοκιμίου του «Ιδέα μιας γενικής ιστορίας με πρίσμα κοσμοπολίτικο», υποστηρίζει ότι αν επιχειρήσουμε να διαμορφώ-σουμε μια συνεκτική εικόνα της ιστορίας ως προς τις εγγενείς κατευθύν-σεις με τις οποίες αυτή έχει προδιαγραφεί από τη φύση – ή την πρόνοια – αυτό που θα προκύψει θα είναι ένα μυθιστόρημα.1 Η θέση αυτή αφενός μεν αναδεικνύει την ετερογένεια μεταξύ των δύο κυρίαρχων τρόπων εντός των οποίων η ευρωπαϊκή κοσμοαντίληψη διοχετεύει την ιδιαίτερή της αυτο-συνείδηση, αφετέρου υποδεικνύει ότι η εξομάλυνση των βαθιών αντιθέ-σεων που διχάζουν την ευρωπαϊκή συνείδηση θα προέλθει μέσα από τη συγχώνευση των δύο αυτών αφηγηματικών υποτυπώσεων της νεοτερικής συνθήκης.

    Ο Hegel πάλι θα υποστηρίξει ότι μπορεί πράγματι να εντοπιστεί αυτή η κοινή και προδιαγεγραμμένη καθοδηγητική αρχή της ευρωπαϊκής ιστο-ρίας, η οποία λανθάνει πίσω από τη φαινομενική αναρχία του αίματος, του ιδρώτα και των δακρύων που ποτίζουν τις σελίδες της ευρωπαϊκής ιστο-ρίας, μια αρχή η οποία, μέσω ενός ρητορικής τάξης μηχανισμού, τελεολο-γικά την καθοδηγεί στην απόλυτη ελευθερία.2

    Το μυθιστόρημα βέβαια, εντός του οποίου η ευρωπαϊκή ιστορία θα εξομαλύνει τον βίαιο και άστατο χαρακτήρα της αποκτώντας αφηγημα-τική συνοχή, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και γενέθλιο τύπο στο πρόσωπο του έργου του Θερβάντες. Ο Δον Κιχώτης θέλει να ζήσει σε μια επική εποχή. Κι επειδή η εποχή αυτή δεν υπάρχει πια, με μια απρόβλε-πτη κίνηση που φέρνει το γέλιο στο προσκήνιο δίνει στην αφηγηματική λειτουργία την προτεραιότητα έναντι της πραγματολογικής. Το νεότερο μυθιστόρημα έχει γεννηθεί.

    Υπάρχει, και εν πολλοίς ακριβές ομόλογο της δράσης του Θερβάντες στη νεοελληνική λογοτεχνία, αν και διατηρεί μια τόσο κρίσιμη σειρά διαφο-ροποιητικών χαρακτηριστικών, που το καθιστούν εξαιρετικά διαφωτιστικό 1 Immanuel Kant, Δοκίμια, σ. 39 κ.ε.2 Κάρλ Λέβιτ, Το νόημα της ιστορίας, σσ. 85-95.

    Πρακτικά Δ΄ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών (Γρανάδα, 9-12 Σεπτ. 2010): “Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα)” , Τόμος Β΄ (ISBN 978-960-99699-4-9) © 2011 Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών (www.eens.org)

  • της ελληνικής λογοτεχνικής ιδιαιτερότητας. Κι αυτό είναι το έργο του Βιζυ-ηνού. Και αυτό το έργο εστιάζει στην κατάρρευση του αρχαίου συνεκτικού κόσμου, και σε αυτό η κατάρρευση αντιμετωπίζεται με χιούμορ, υπάρχει όμως και μια ουσιώδης διαφορά που κατά την άποψή μου θα στοιχειώσει την ελληνική ιδιαιτερότητα. Η διαφορά αυτή έγκειται στην απουσία ειρω-νικής αποστασιοποίησης εκ μέρους του αφηγητή. Ο Θερβάντες μόνο στην πρώτη πρώτη γραμμή του έργου του υπαινίσσεται μια μορφή σύγκλισης ανάμεσα στο πρόσωπο του ήρωα και το δικό του πρόσωπο.3 Ο Βιζυηνός δεν θα κατορθώσει ποτέ να απεμπλακεί από τον κίνδυνο που αντιπροσώ-πευε το ίδιο του το έργο και θα γνωρίσει όχι τη μοίρα του Θερβάντες αλλά τη μοίρα του ήρωά του, του Δον Κιχώτη. Και ο Δον Κιχώτης και ο Βιζυηνός θα συνοδεύσουν και θα σφραγίσουν τη μοίρα του κόσμου τους που καταρ-ρέει. Ο Θερβάντες θα δραπετεύσει, εγκαταλείποντας αυτή τη βαριά μοίρα στον ήρωά του. Η ειρωνική αποστασιοποίηση που σώζει το υποκείμενο από τα σαγόνια της ιστορίας θα εισέλθει στην ελληνική λογοτεχνία, παρα-δόξως, από την πόρτα της ποίησης.

    Σε μια ανάλογη συσχέτιση ανάμεσα στην νεότερη ιστορία και το μυθι-στόρημα προβαίνει και ο Μιχαήλ Μπαχτίν στο έργο του Έπος και Μυθι-στόρημα. Κατ’ αυτόν τόσο το μυθιστόρημα όσο και η ιστορία απoτελούν προϊόντα του νεότερου ευρωπαϊκού πνεύματος και η συσχέτισή τους είναι αναπόφευκτη.4 Αναδεικνύει όμως ως ουσιώδες χαρακτηριστικό του μυθι-στορήματος, σε αντιδιαστολή προς το έπος, τον οιονεί μόνιμα ανοικτό, μη παγιοποιήσιμο σε κανόνες χαρακτήρα του μυθιστορήματος.5 Μιας και αναφερθήκαμε όμως παραδειγματικά στο έργο του Βιζυηνού, ας κατα-φύγουμε σ’ αυτό για την άντληση ενός παραδειγματικού μοτίβου. Στο διήγημα «Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου», την τυπικότερη ίσως ανάδειξη της κατάρρευσης του παλιού κόσμου στα μάτια του συγγραφέα, για τη μητέρα του Βιζυηνού και μόνιμη σχεδόν ηρωίδα του, η κοσμική τάξη διέπεται από μια τέτοια ισοστοιχία ή ισομοιρία δυνάμεων που εκδηλώνο-

    3 «Σ’ ένα χωριό της Μάντσας, που δεν θέλω να θυμηθώ το όνομά του, …» Μ. Θερβάντες, Ο Δον Κιχώτης, μετάφραση Κ. Καρθαίου.

    4 «Το μυθιστόρημα … είναι το μόνο που γεννήθηκε και τράφηκε από τη νεότερη εποχή της παγκόσμιας ιστορίας, συγγενεύει επομένως βαθιά μ’ εκείνην …», Μιχαήλ Μπαχτίν, Έπος και Μυθιστόρημα, σσ. 20-21. Πρβλ. επίσης: «Το μυθιστόρημα … είναι το μόνο είδος που γεννήθηκε από αυτόν τον κόσμο και έχει με αυτόν μια απόλυτη συνάφεια.» Έπος και Μυθιστόρημα, σ. 26.

    5 «Το μυθιστόρημα βρίσκεται σε επαφή με τον αυθορμητισμό του ανολοκλήρωτου παρό-ντος. … Ο μυθιστοριογράφος περιστρέφεται γύρω απ’ όσα δεν είναι ακόμα τελειω-μένα.» Μ. Μπαχτίν, Έπος και Μυθιστόρημα, σσ. 62-63. Πρβλ. επίσης: «Γιατί από την ίδια του τη φύση το μυθιστόρημα δεν έχει τον παραμικρό κανόνα. Από την ίδια του τη φύση είναι μη κανονιστικό», Έπος και Μυθιστόρημα, σ. 86.

    94 Βασίλης Μάστορης

  • νται ως εγγενείς δυνατότητες στο εσωτερικό και της έσχατης λεπτομέρειας των ανθρώπινων συμπεριφορών. Η μητέρα λοιπόν του Βιζυηνού δίνει πρωί πρωί ένα πεπόνι σε έναν περαστικό μπροστά από το μποστάνι της, υπολο-γίζοντας ότι η καλή της αυτή πράξη προς έναν ξένο θα βρει ανταπόκριση στο πρόσωπο του γιου της που διαβιεί επίσης ως ξένος στη Γερμανία. Την απόμακρη Βιζύη και την εξίσου απόμακρη και αχανή Γερμανία τις συνδέει μια ακριβής κατανομή ηθικών δυνάμεων που ρυθμίζει την κίνηση και τη μοίρα του κόσμου. Σε έναν τέτοιο κόσμο, που είναι ο κόσμος του έπους, η νεοτερική μυθιστορηματικότητα είναι αδύνατη. Ο ίδιος βέβαια ο γελοιο-γραφικός χαρακτήρας του περιστατικού του πεπονιού, μέσα από τον ειρω-νικό του χαρακτήρα, ανοίγει μια σχισμή στη δυνατότητα του νεοτερικού μυθιστορήματος. Με τη διαφορά όμως ότι αυτός που γελάει δεν είναι ο συγγραφέας ή, μάλλον ο αφηγητής, αλλά ο αδελφός του. Σ’ έναν τέτοιο βέβαια κόσμο απόλυτης, θα τολμούσα να τον ονομάσω οντολογικά ηθικής ρύθμισης, κάθε αλλαγή εκλαμβάνεται ως παρακμή, έκπτωση ή στέρηση ουσίας, κι αν η αλλαγή είναι μη επιθυμητή, εξίσου μη επιθυμητή είναι και η ιστορία.

    Μπορούμε ίσως στο σημείο αυτό να κάνουμε ένα βήμα μακρύτερα από την υποτυπώδη αυτή συσχέτιση ιστορίας και μυθιστορήματος ως προϊόντων της νεοτερικότητας, στο βαθμό που, με διαφορετικό τρόπο το καθένα από τα δυο αυτά πεδία της νεοτερικής εμπειρίας, δεν εκφρά-ζουν απλά τον νεοτερικό κόσμο αλλά τον προάγουν και τον συγκροτούν. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στο μυθιστόρημα αποτυπώνεται η κατάρ-ρευση του συνεκτικού επικού κόσμου οργάνωσης της συνείδησης, αν και με την ίδια την πράξη της αποτύπωσης παρέχεται ως αντίδοτο στο, απογυ-μνωμένο πλέον από συμπαντικούς κανόνες υποκείμενο – αυτή μάλιστα η απογύμνωση αποτελεί και την προϋπόθεση, τον όρο της υποκειμενικότη-τας – η νεοτερική εκδοχή της αριστοτελικής καθάρσεως, το γέλιο. Η διατύ-πωση του Μπαχτίν είναι πολύ ισχυρή. Διατείνεται συγκεκριμένα ότι το μυθιστόρημα μολύνει τις προγενέστερες μορφές λογοτεχνικής αποτύπω-σης, δηλαδή τις πρωτογενείς μορφές κοσμικής συνεκτικότητας που οργα-νώνουν τις επικές δομές της νοημοσύνης. Η συγκεκριμένη βέβαια διατύ-πωση δίνει την εντύπωση ότι το μυθιστόρημα καθιστά – τροποποιητικά – τη νοημοσύνη ανοιχτή στον μελλοντικό προσανατολισμό και διαθέσιμη επομένως στην έννοια της ιστορικής προόδου – ή και της πρόνοιας κατά τον Kant – και προάγει, αν δεν παράγει ουσιωδώς την ιστορική συνείδηση. Ο μελλοντικός προσανατολισμός της νοημοσύνης, και η λογοτεχνική συνείδηση, δηλαδή η αποδιάρθρωση του επικού κόσμου και η ανάδειξη του υποκειμένου ως στερητικής μορφής, βρίσκονται σε σχέση άλληλοτρο-φοδότησης και αλληλοαποτύπωσης.

    95Παπαδιαμάντης μυθιστοριογράφος

  • Η ως τώρα ανάλυσή μας επιτρέπει, πιστεύω, μια απόπειρα προσωρι-νής σύγκρισης ιστορίας και μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημα, στο βαθμό που η κυρίαρχη λειτουργία του έγκειται στην αναπαραγωγή και διεύρυνση του κυρίαρχου τρόπου αντιληπτικότητας, οργανώνει ένα τύπο νοημο-σύνης ανοιχτής αφήγησης, μη οριστικοποιήσιμης, τη στιγμή που η τελι-κότητα της δράσης των φορέων του μυθιστορήματος αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του. Από τη στιγμή που αναγνωρίζουμε, έστω στη θεωρία, ότι ο αφηγητής αποτελεί το οργανωτικό επίκεντρο του μυθιστορήματος, η νοηματοδοτική τελικότητα ή απλά η σκοπιμότητα των πράξεων των προσώπων αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό της ίδιας της δυνατότητας του μυθιστορήματος. Παρόλη όμως την εγγενή του τελικότητα το μυθι-στόρημα εθίζει σε έναν ανοικτό στο μέλλον προσανατολισμό. Αυτό το ονομάζουμε υποκειμενική ανεπάρκεια. Στην ιστορία από την άλλη, αυτό που θεωρητικά κυριαρχεί θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό ως το αντί-στροφο δομικό ισοδύναμο της πρώτης διεργασίας. Ο μηχανισμός της ιστο-ρικής αντιληπτικότητας, όπως κυρίαρχα, ρητορικά, προδιαγράφεται από την εγελειανή φιλοσοφία, συνίσταται στη συμπλοκή μυριάδων βουλήσεων που εκβάλλουν στο ορατό αποτέλεσμα του αίματος, του ιδρώτα και των δακρύων. Επειδή όμως η συμπλοκή των υποκειμενικών βουλήσεων, εκβάλ-λοντας στην αυθαιρεσία, δείχνει να απειλεί την υποκειμενική αντιληπτικό-τητα – το ίδιο δηλαδή το νόημα της ιστορίας ως πορείας αιτιακά και τελεο-λογικά προδιαγεγραμμένης, μιας πορείας δηλαδή προοδευτικά σύμφωνης με τις ανάγκες αλλά και τις προδιαγραφές της νοημοσύνης του υποκειμέ-νου – εγκαθίσταται ένας τελεολογικής φύσης υπερκαθορισμός που εξομα-λύνει την ενδεχόμενη αναρχική φύση της ιστορίας υπέρ της υποκειμενικής αντιληπτικότητας. Το φαινόμενο αυτό το ονομάζουμε υποκειμενική υπερε-πάρκεια. Ιστορία και μυθιστόρημα εμφανίζονται ως οι αντιθετικές όψεις ενός συνεχούς στο οποίο το μερικό υποκείμενο αποτυγχάνει να διευθετή-σει τον κόσμο του, ενώ το αναλογικό εξωτερικό υπερυποκείμενο δεσμεύει αξιωματικά το γίγνεσθαι σε μια μη ενδογενή τελικότητα. Για τον σύγχρονο, το δυτικό κόσμο, η εμπράγματη ιστορικότητα ενεργοποιείται αξιωματικά, ενώ η λογοτεχνική υποκειμενικότητα αποδομείται τελεολογικά. Ο μηχα-νισμός αυτός, του οποίου είναι νομίζω εμφανής η ιστορική προτεραιότητα προέκυψε από τη διάσπαση του επικού στοιχείου.

    Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα με το οποίο πρέπει να ασχοληθούμε αφορά στη σύγχρονη θεωρητική διάζευξη συγγραφέας / αφηγητής. Η θέση την οποία υποστηρίζουμε είναι ότι ο συγγραφέας δεν ελέγχει, ως οργανωτικός υποκειμενικός παρονομαστής, το ίδιο του το έργο. Αυτό σημαίνει ότι στο επίπεδο του συγγραφέα δεν μπορεί να υπάρξει υποκειμενική ολοκλήρωση ούτε ως τάση. Ο συγγραφέας είναι στην ουσία κόμβος εκφοράς του νοήμα-

    96 Βασίλης Μάστορης

  • τος. Κι αν αυτή η διατύπωση μοιάζει μεταφυσική, στο έργο του Μπαχτίν μπορεί να βρει κανείς και την αναγκαία εμπειρική τεκμηρίωση. Ο συγγρα-φέας, κατά τον Μπαχτίν, «έλκεται προς μια σύγκρουση απόψεων, κρίσεων, τονισμών που εισάγονται από τους ήρωες. Μολύνεται από τα σχέδιά τους και τις αντιφατικές τους διαιρέσεις, διαστίζεται από λέξεις, μικρές ή μεγά-λες, από εκφράσεις, ορισμούς και επίθετα, εμποτισμένα από προθέσεις «ξένες», με τις οποίες ο συγγραφέας δεν είναι απόλυτα αλληλέγγυος», έστω και αν «διαμέσου αυτών διαθλά τις δικές του».6 Η αναγκαιότητα αυτής της παρατήρησης έγκειται στο ότι αναδεικνύει την υποκειμενιστική στρέβλωση ή εξομάλυνση και της θεωρίας του μυθιστορήματος, εκτός της ρητορικής στρέβλωσης της ίδιας της θεωρίας της ιστορίας, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Ο Kant ένιωσε δέος μπροστά στην ιδέα να αποκτή-σει η ιστορία προσανατολισμό τέτοιο που να ικανοποιεί τις ηθικές απαιτή-σεις του υποκειμένου. Ο Hegel δεν δίστασε όμως να την εξομαλύνει ηθικά, απειλώντας, τρόπον τινά ρητορικά, με εγκατάλειψη των ιστορικών δομών από το υποκείμενο, αν αυτές δεν προσελάμβαναν εκείνη τη μορφή τελεο-λογικού προσανατολισμού που είναι συμβατός και ανεκτός από μια μορφή υποκειμενικότητας. Τηρουμένων όμως των αναλογιών το ίδιο φαίνεται να απαιτείται και από τη θεωρία της λογοτεχνίας για το μυθιστόρημα, από τη στιγμή που η εμπειρική έρευνα αναδεικνύει ότι το κατεξοχήν μοντέλο και υπόδειγμα υποκειμενικότητας, ο συγγραφέας, δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ρόλου του ως υποκειμένου. Αν ο συγγραφέας μολύνεται από τη διάταξη του πραγματικού, τότε αυτός ο κόσμος, τόσο μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος όσο και έξω από αυτές, αναδεικνύεται ανεξέ-λεγκτος και αναρχικός, και ο ρόλος του μυθιστορήματος ως διαμορφωτι-κής αρχής της υποκειμενικής συνείδησης ναυαγεί. Η λύση φαίνεται πως βρέθηκε στη μετατόπιση στο υποδεέστερο επίπεδο του αφηγητή, όπου η μερικότητα της οπτικής του τον καθιστά γνήσιο υποκείμενο καντιανό, καταλείποντας στο συγγραφέα τον ατελή ρόλο του θείου.

    Στα πλαίσια της ίδιας δομικής διάζευξης υποκειμενικής ανεπάρκειας/ υποκειμενικής υπερεπάρκειας μπορεί να ερμηνευθεί και ο ρόλος του γέλιου.7 Το γέλιο αποτελεί τη νεοτερική, τη μυθιστορηματική θα λέγαμε όψη της κάθαρσης, στο βαθμό ιδιαίτερα που μυθιστόρημα και νεοτερικό-τητα σχεδόν ταυτίζονται. Ο Κούντερα θεωρεί ότι το γέλιο είναι το ίδιο το μυθιστόρημα.8 Ο Bergson, στη μελέτη του για το γέλιο, παρατηρεί ότι

    6 Μιχαήλ Μπαχτίν, Προβλήματα Λογοτεχνίας και Αισθητικής, σ. 177.7 Όπως άλλωστε παρατηρεί και ο Κούντερα, «ο άνθρωπος σκέπτεται, ο θεός γελά», Η

    τέχνη του μυθιστορήματος, σ. 168.8 Οκτάβιο Πάς: «Ούτε ο Όμηρος ούτε ο Βιργήλιος γνώριζαν το χιούμορ. ο Αριόστο μοιά-

    ζει να το προαισθάνεται, αλλά το χιούμορ παίρνει μορφή μόλις με τον Θερβάντες […]

    97Παπαδιαμάντης μυθιστοριογράφος

  • «δεν υπάρχει κωμικό έξω από το κυριολεκτικά ανθρώπινο.»9 Το γέλιο είναι αυτό που διαφοροποιεί το ανθρώπινο ον από το φυσικό του περιβάλλον, δηλαδή από τη φυσική λειτουργικότητα. Οπότε το γέλιο αναδεικνύεται σε δείκτη της εγγενούς ανθρώπινης α–λειτουργικότητας και συγχρόνως μηχανισμός όχι τόσο αποκατάστασης ή θεραπείας, όσο μηχανισμός αποδο-χής αυτής της εγγενούς α–λειτουργικότητας. Ενώ η τραγωδία συντρίβει τον ήρωα προκειμένου να αποκατασταθεί η – επική τελικά – ισορροπία, το γέλιο εκπαιδεύει τον άνθρωπο στη συμβίωση με την αμφισημία του. Κι επειδή το γέλιο εξαλείφει την αναγκαιότητα της τραγικής συντριβής, ο μυθιστορηματικός λόγος, το προϊόν του γέλιου, ακυρώνει και την επική και την τραγική απόστασιοποίηση. Συμφυρόμενο το γέλιο και η οργανω-τική του εκδοχή, το μυθιστόρημα, με την ανθρώπινη συνθήκη ακυρώνει την αναγκαιότητα της έννοιας της μιμήσεως.

    Όσο όμως και αν το γέλιο καθιστά ανεκτή ή και υποφερτή την ιστο-ρική α–λειτουργικότητα, ο μετεωρισμός την ανθρώπινης υπόστασης την οποία συνεπάγεται η γενίκευση της συνθήκης του μπορεί μεν να προσα-νατολίζεται προς ένα μέλλον διαρκώς αναβαλλόμενο, χωρίς όμως και να μπορεί να εξαλείψει τον κίνδυνο της άρσης του μετεωρισμού μέσα σε ένα απώτατο – φυσικό – παρελθόν. Όπως άλλωστε παρατηρεί και ο Μπαχτίν, αναφερόμενος στη Μενίππειο σάτιρα, την οποία προβάλλει ως προπάτορα του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, το άλμα που επιχειρείται εκεί έξω από το ανολοκλήρωτο παρόν στρέφεται μεν προς το μέλλον «και αναζητά εκεί κάποια έγκυρα στηρίγματα, έστω και αν αυτό το μέλλον σχεδιάζεται για την ώρα, σαν μια επιστροφή στη χρυσή εποχή του Σατούρνου, του Κρόνου των Ρωμαίων.»10 Στις πρώτες του απόπειρες το άλμα έξω από το παρόν κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στις βουβές εκείνες απαρχές που προηγούνται του έπους. Το έπος θα αποτελέσει την πρώτη απόπειρα άρθρωσής τους.

    Φτάνουμε λοιπόν, ελπίζω αισίως, στο βασικό κείμενο και στον βασικό συγγραφέα, γύρω από τον οποίο σκοπεύουμε να οικοδομήσουμε την ανάλυσή μας. Προς άρσιν όμως ενδεχομένων παρεξηγήσεων δηλώνουμε ότι η συχνή ως τώρα αναφορά στο έργο του Βιζυηνού οφείλεται στην προσπάθειά μας να διακρίνουμε διαφοροποιητικά χαρακτηριστικά της εν γένει νεοελληνικής κοσμοαντίληψης. Ο Βιζυηνός φαίνεται να θέλει να επιβιβαστεί στο άρμα της ευρωπαϊκής πεζογραφίας, οι διανοητικοί του όμως δεσμοί με τον συνεκτικό – δηλαδή τελικά τον επικό – κόσμο είναι

    Το χιούμορ ... είναι η μεγάλη επινόηση του σύγχρονου πνεύματος». Θεμελιακή ιδέα: το χιούμορ δεν είναι προαιώνια πρακτική του ανθρώπου· είναι μια επινόηση συνδεδεμένη με τη γέννηση του μυθιστορήματος.» Μ. Κούντερα, Οι προδομένες διαθήκες, σ. 13.

    9 Henri Bergson, Το γέλιο, σσ. 10-11.10 Μ. Μπαχτίν, Έπος και Μυθιστόρημα, σ. 61.

    98 Βασίλης Μάστορης

  • πολύ ισχυροί και διαρκώς ματαιώνουν αυτή τη μετεπιβίβαση, εμπλεκόμε-νοι σθεναρά και στις ελάχιστες μικροδομές της παραγωγής του.

    Περνάμε λοιπόν στη μυθιστορηματική, αρχικά τουλάχιστον, παρα-γωγή του άλλου μεγάλου θεμελιωτή, του Παπαδιαμάντη. Από τις τέσσε-ρις πρώτες μυθιστορηματικές του απόπειρες θα απομονώσουμε τη «Γυφτο-πούλα», πιστεύοντας ότι αναδεικνύει κάποια κρίσιμα χαρακτηριστικά. Εδώ οι, υποκειμενικής άλλωστε τάξης, αναστολές του Βιζυηνού εξαφανί-ζονται. Η αποστασιοποίηση του συγγραφέα από το μύθο είναι ευθύγραμμη και ριζική. Ο Βιζυηνός φαίνεται να μπορεί να απομονωθεί ως παθολογική περίπτωση και η μαθητεία του Παπαδιαμάντη στην ευρωπαϊκή μετάφραση δίνει τους πρώτους ελπιδοφόρους καρπούς, μεταφυτεύοντας στον ελλη-νικό χώρο με τρόπο οργανικό τις ρομαντικές, τουλάχιστον, κληρονομιές της δύσης. Έχουμε ήδη αναφερθεί στη θέση του Μπαχτίν, σύμφωνα με την οποία κυρίαρχο γνώρισμα του μυθιστορήματος είναι η απουσία κανό-νων. Η απουσία κανόνων υποδηλώνει την απροσδιοριστία ως θεμελιώδες γνώρισμα του μυθιστορήματος, υποτυπώματος με τη σειρά του της νεοτε-ρικής ανθρώπινης συνθήκης. Η αβεβαιότητα αυτή, ως θεμελιώδης στάση ενός νεοτερικού υποκειμένου περιορισμένου ως προς τη γνωστική του εμβέλεια μπορεί εντός του μυθιστορήματος να εκλάβει τη μορφή συσσώ-ρευσης αντιφατικών θέσεων ή ερμηνειών, η εξομάλυνση των οποίων ανατί-θεται σε έναν μελλοντικό ορίζοντα απείρως αναβαλλόμενο. Κι εδώ ακρι-βώς έγκειται η λειτουργικότητα της ειρωνικής αποστασιοποίησης και του χιούμορ ως μηχανισμού ένταξης του υποκειμένου στον μελλοντικό και ως εκ τούτου αβέβαιο προσανατολισμό του κόσμου του. Μια «υποκειμε-νική» βεβαιότητα, όπως αυτή της μητέρας του Βιζυηνού, ως εκ της ίδιας της της φύσης ως βεβαιότητας, αίρει τη συνοδευτική έννοια του υποκειμέ-νου καθιστώντας την προαναφερθείσα έννοια εσωτερικά αντιφατική και διασπασμένη. Μελετώντας τη «Γυφτοπούλα» δεν μπορεί να διαπιστώσει κανείς ούτε ένα πρόσωπο φερόμενο από μια τέτοιας μορφής βεβαιότητα.11 Ακόμα δε και οι περιπτώσεις συντυχιακών συναντήσεων, που ενδεχομένως να προκαλούσαν την εντύπωση ενός κόσμου συνεκτικού και τελεολογικά προσανατολισμένου, υπονομεύονται από τις, βεβιασμένες κάποτε, επεμ-βάσεις του ίδιου του αφηγητή.12 Υπάρχουν μάλιστα και αρκετές περιπτώ-σεις αυτοπρόσωπης παρέμβασης του υπερφυσικού, το κύρος των οποίων ο

    11 Πλην ίσως της γελοιογραφικής αδελφής Καρμήλης, η βεβαιότητα της οποίας στη θεϊκή τάξη υπονομεύεται από την εξάρτησή της από αποσπάσματα της Βουλγάτας τα οποία ούτε η ίδια εννοούσε. Αναφέρεται στη σ. 566 της έκδοσης των Απάντων του Παπαδια-μάντη από τον Ν.Δ Τριανταφυλλόπουλο. Σε αυτή την έκδοση παραπέμπουμε στο εξής.

    12 «Και έπειτα λέγει ο Ρωμαίος σατυρικός ότι ημείς οι άνθρωποι θεοποιούμεν την τύχην» ibid. σ. 570.

    99Παπαδιαμάντης μυθιστοριογράφος

  • συγγραφέας φροντίζει ενσυνείδητα και συστηματικά να υπονομεύσει, είτε υπάγοντάς τες στον ενδιάμεσο ονειρικό κόσμο, είτε εντάσσοντάς τες στη μερικότητα της γνωστικής δύναμης του υποκειμένου και βυθίζοντάς τες στην αβεβαιότητα και την ακαθοριστία.13

    Ακόμα και το ερωτικό στοιχείο, το έσχατο υπόλειμμα κοσμικής συνο-χής που γίνεται ανεκτό από τη νεοτερικότητα, στη «Γυφτοπούλα» του Παπαδιαμάντη απωθείται και υπονομεύεται.14 Όλα λοιπόν δείχνουν ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα τυπικό δείγμα σύγχρονου μυθιστορήματος, όπου και η ελάχιστη ασφαλιστική εγγραφή της νεοτερικότητας βρίσκεται υπό κατάρρευση, ενώ το προεικονιζόμενο τέλος, ένα τέλος που προκύ-πτει μέσα από τη σύναψη της μυθιστορηματικής φαντασίας και της ιστο-ρικής πραγματικότητας, εξωθείται σε ένα είδος ολοκληρωτικής κατάρ-ρευσης των οιωνδήποτε προσδοκιών που δεν υπερβαίνουν την τρέχουσα καθημερινότητα.

    Πριν όμως προβούμε στην περιγραφή της απίστευτης ανατροπής που συντελείται σε αυτό το έργο, ας αναφερθούμε στα κύρια σημεία του. Είμα-στε στο νησί της Ρόδου κατά τον 15ο αιώνα. Ένας περιπλανώμενος και φουκαράς μισθοφόρος σώζει από πνιγμό ένα μικρό κορίτσι που κάποιος άγνωστος πετάει σ’ έναν καταρράκτη. Δέκα χρόνια αργότερα βρίσκουμε το κορίτσι αυτό – η ταυτοποίησή του είναι υποθετική – σε μια οικογέ-νεια γύφτων στην Πελοπόννησο. Ο Βυζαντινός πλατωνιστής φιλόσο-φος Πλήθων – αυτός ήταν που είχε πετάξει το κορίτσι στη Ρόδο για να μη συλληφθούν από ιππότες που τους καταδίωκαν – που μένει κοντά στην οικογένεια των γύφτων, θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο της Γυφτοπούλας Αϊμάς, αυτό είναι το νέο της όνομα, αυτό το κορίτσι και, μετά μια σειρά από περιπέτειες θα το φέρει πίσω σε ένα άντρο στο οποίο συντηρούσε τη λατρεία των αρχαίων θεοτήτων την οποία πρέσβευε και προωθούσε ως λύση στο διαφαινόμενο τέλος του Βυζαντίου. Σκοπός του ήταν να παντρέ-ψει την Αϊμά με το θετό της αδελφό Μάχτο, ο οποίος την αγαπά με τρόπο μάλλον πρωτόγονο και παιδικό. Ανήμερα της πτώσης όμως της Βασιλεύ-ουσας τα αγάλματα των αρχαίων θεοτήτων που βρίσκονται στο άντρο του Πλήθωνα πέφτουν μετά από ισχυρό σεισμό και συντρίβουν τα σώματα του νεαρού ζεύγους, πριν τελεστούν οι γάμοι.

    Ο καθηγητής Guy Saunier υποστηρίζει ότι κάθε φορά που ο Παπαδια-μάντης αναλαμβάνει να χειριστεί θέματα χριστιανικά, θέματα και θέσεις με τις οποίες άλλωστε συμφωνεί ανεπιφύλακτα, τότε οδηγείται σε αυτό που ο Saunier ονομάζει κακογραφία. Αντίθετα όταν χειρίζεται θέματα, ας

    13 Πρβλ. Το Κεφάλαιον Ε΄ υπό τον τίτλο «Η Μαντεία», σσ. 387-392. 14 «Ουδέποτε μέχρι τούδε είπομεν ότι η Αϊμά ηγάπα ερωτικώς τον Μάχτον … Λυπηρόν

    ότι η φαντασία τινών των αναγνωστών προέδραμε της ημετέρας.» ibid., σσ. 632-633.

    100 Βασίλης Μάστορης

  • τα ονομάσουμε παγανιστικά ή φυσιολατρικά, τότε η γραφίδα του απογει-ώνεται σε γραφή αριστουργηματική.15 Και όχι μόνο η γραφή αλλά και η τακτική του χειρισμού τους. Στο συγκεκριμένο λοιπόν έργο, κάθε φορά που αισθάνεται υποχρεωμένος να προβάλλει την επίσημη θέση της εκκλη-σίας έναντι των απόψεων του Πλήθωνος η γραφή του βυθίζεται στην κοινοτυπία και κάθε αίσθηση του χιούμορ ναυαγεί. Οι στιγμές της αρνητι-κής αποτίμησης του έργου του Πλήθωνος αποτελούν κυριολεκτικά στιγ-μές συγγραφικής κακοφωνίας.16 Η τέχνη αντίθετα του Παπαδιαμάντη κυριολεκτικά απογειώνεται στην υμνητική περιγραφή του αγάλματος της Αφροδίτης.17 Το γεγονός μάλιστα ότι αυτός ο ύμνος προς την Αφροδίτη εμφανίζεται μετά την αδυναμία του Πλήθωνα να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους η Αϊμά δεν εξεδήλωνε την παραμικρή ερωτική επιθυμία για τον ετεροθαλή αδελφό της Μάχτο, ίσως να λειτουργεί ως ρητορική διασαφήνιση αυτής της απουσίας. Ως αιτία απουσίας της ερωτικής επιθυ-μίας υποβάλλεται η απουσία της θεϊκής συμπύκνωσης αυτής της κοσμικής λειτουργίας την οποία επωμίζεται η θεά. Το μυθιστόρημα λειτουργεί ως αποτύπωμα και παιδαγωγός της ανθρώπινης ψυχής, μέσω της διεύρυνσης και επέκτασης όψεων των ψυχικών δομών που εκφράζονται μέσω αυτού. Αν λοιπόν στο μυθιστόρημα εκφράζεται και αποτυπώνεται η κατάρρευση των συνεκτικών δεσμών του κόσμου μας, γιατί ο έσχατος συνεκτικός δεσμός που απομένει στο υποκείμενο, η ερωτική επιθυμία, να παραμείνει αλώβητη; Εδώ η ερωτική επιθυμία συναντά μια πηγαία ερωτική αδιαφο-ρία, μια μορφή ερωτικής ουδετερότητας. Αυτός ο ετεροβαρής γάμος θα ετελείτο ανήμερα της πτώσης της Βασιλεύουσας, μια πτώση που αναδει-κνύεται έτσι ως η συστηματική συνέπεια της διάλυσης της συνοχής του επικού κόσμου. Η ολοκληρωτική κυριαρχία του μυθιστορήματος γκρεμίζει τη Βασιλεύουσα των πόλεων.

    Ένα απόλυτα λειτουργικά λοιπόν συνεπές μυθιστόρημα, αυτό της «Γυφτοπούλας», ένα μυθιστόρημα στο οποίο έχει συστηματικά αποφευ-χθεί κάθε νοηματική δέσμευση και έχει συστατικά υπονομευθεί κάθε

    15 Ο Saunier αφιερώνει ολόκληρο το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του «Εωσφόρος ή Άβυσος. Ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη» σε αυτό το ζήτημα. Χαρακτηριστι-κός τίτλος του κεφαλαίου: «Από την παραλλαγή στην κακογραφία.» σσ. 377-424.

    16 Η «κακοφωνία» αυτή, είναι διάσπαρτη στο έργο, εμπρόθετα και συσσωρευτικά όμως στο λεγόμενο «Κεφάλαιον ιδιόγραφον», σσ. 636-644, όπου, τεχνηέντως ο συγγρα-φέας αποποιείται την απλοϊκή κριτική εναντίον του Πλήθωνος, την οποία και εμφανίζει ως «περιεχόμενο δύο χρονικών» τα οποία «ευτυχώς εγκαίρως επήλθον αυτώ» σ. 636. Και όταν έλθει η στιγμή να τοποθετηθεί ως προς το περιεχόμενο των χρονικών αυτών υιοθετεί την ανεύθυνη οπτική του μέσου αναγνώστη. «Εν τούτοις φρονώ ότι δύναμαι να εκφέρω γνώμην τινά, ως τις των αναγνωστών.» ibid., σ. 642.

    17 «Παρηγορήθητι, ατυχής Θεά, μέχρις ου έλθη ημέρα καθ’ ην πάντες οι λατρευταί σου αναφανδόν εις σε θα θύωσι, και ουδείς θα τολμά πλέον να σε συκοφαντήση.» σ. 651.

    101Παπαδιαμάντης μυθιστοριογράφος

  • δυνατή κοσμική συνοχή, έρχεται σε επαφή με την ιστορική πραγματικό-τητα. Η ολοκληρωτική λοιπόν δομή του μυθιστορήματος ως τύπου νοημα-τικής διάνοιξης προς το μέλλον έρχεται σε επαφή με τον ιστορικό εγκλει-σμό του ίδιου του μέλλοντος. Η επαφή και η συγχώνευση αυτή θα έχει συνέπειες εκρηκτικές, όχι στο αναπόδραστο βέβαια ιστορικό περιστατικό αλλά στη λογοτεχνική, δηλαδή στη συμβολική του αποτύπωση. Η πτώση της Βασιλεύουσας δεν υπήρξε η πτώση ενός προσανατολισμένου προς το μέλλον χριστιανικού κόσμου χτισμένου πάνω στην ελπίδα, αλλά η πτώση του αρχαίου επικού κόσμου. Ο ελληνοχριστιανικός κόσμος, μέσα από την πτώση του, αναδεικνύεται σε ψευδεπίγραφο κέλυφος μιας αμετάβλητης αρχαίας ουσίας. Το τέλος του μυθιστορήματος γίνεται η αρχή του έπους.

    Η ολοκληρωτική διάλυση της κοσμικής συνοχής εν ονόματι της μυθι-στορηματικής συνείδησης μπορεί να επικυρωθεί μόνο μέσα από την επανάκαμψη του επικού κόσμου στο πρόσωπο της αδιέξοδης και αδήριτης ιστορικής πραγματικότητας. Οι γάμοι που προτείνονται ως λύση του μυθι-στορήματος είναι απολύτως ασύμβατοι τόσο σε λογοτεχνικό όσο και σε πραγματολογικό επίπεδο. Εμφανίζονται ως πρόταση απολύτως αθεμελίωτη και ανεδαφική, κάτι που όμως συνάδει λογικά προς ένα κόσμο του οποίου η συνοχή έχει συστηματικά υπονομευθεί σε όλα τα πεδία. Ο κοινωνικός δεσμός έχει υποκατασταθεί από το αντίδοτό του, το χιούμορ. Η πρόταση του γάμου της Γυφτοπούλας με το Μάχτο, το θετό της αδελφό, δεν διαθέ-τει ούτε και προικίζεται καν με τη λογοτεχνική νομιμοποίηση του χιούμορ. Είναι απολύτως ανεδαφική ακόμα και μέσα από το είδος της ρηματικής της διατύπωσης. Αυτό όμως που είναι λογοτεχνικά αντισυμβατικό θα γονιμο-ποιήσει συμβολικά το αδιέξοδο του ιστορικού ορίζοντα. Ο συγγραφέας έχει πολλαπλά υπονομεύσει και συγχρόνως πολλαπλά αναδείξει την κατα-γωγή της Γυφτοπούλας ως της εξαφανισμένης πορφυρογέννητης θυγατέ-ρας του προτελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, του Ιωάννη Παλαιο-λόγου. Άρα η Γυφτοπούλα είναι η νόμιμη διάδοχος του βυζαντινού θρόνου. Ο Μάχτος, ο γιος του γύφτου που βρυχάται, συμβολίζει προφανώς τον μηδενικό βαθμό του νοήματος, άρα την επανεκκίνηση του ελληνισμού επί του προκειμένου. Τα αρχαία αγάλματα γκρεμίζονται ακυρώνοντας επί της ουσίας την επανεκκίνηση αυτή, το στόχο δηλαδή του ίδιου του Πλήθωνα, αναδεικνύοντας συγχρόνως ως κέλυφος τη βυζαντινή χιλιετία. Απένα-ντι στο διπλό αδιέξοδο της λογοτεχνικής επανεκκίνησης και της ιστορι-κής ακύρωσης η μόνη ακτίδα που φωτίζει ρητά το μέλλον είναι η επίκληση στην Αφροδίτη: «Παρηγορήθητι, ατυχής Θεά, μέχρις ου έλθη ημέρα ...» Ας μην ξεχνάμε ότι το μόνο επιζών κατάλοιπο κοσμικής συνεκτικότητας στο δικό μας κόσμο υπήρξε, με το πρόσωπο του συνεκτικού κοσμικού έρωτα, το θεμέλιο της αρχαίας κοσμοαντίληψης. Η Αφροδίτη, σαν την Κλωθώ με

    102 Βασίλης Μάστορης

  • το αδράχτι στο χέρι, εμφανίζεται ως το εναρκτήριο λάκτισμα στην εκδί-πλωση του νοήματος του αρχαίου περιεχομένου.

    Η νεοτερική προσέγγιση της συστηματικής κατεδάφισης κάθε στοι-χείου κοσμικής συνοχής προκειμένου να απελευθερωθεί το παρόν και να διανοιγεί το μέλλον ως στοιχειώδες περιεχόμενο της ιστορικής–λογοτεχνι-κής συνείδησης του ελληνισμού, οδηγεί στην επανάκαμψη του νοήματος ως κυκλικής δομής. Όταν σβήσουν όλα τα στοιχεία συνοχής του παρόντος και το μέλλον ακυρωθεί, μόνο η επανάκαμψη της νοηματικής συμπύκνω-σης του απόλυτου παρελθόντος στο πρόσωπο του θείου αφήνει ανοικτές τις δυνατότητες ενός νοήματος μελλοντικού. Και το κρίσιμο ερώτημα είναι ότι, αν αυτή η ερμηνεία μπορούσε να υποβληθεί τον 15ο αιώνα ως αντα-γωνιστική της θεωρίας ότι ο θεός μας τιμωρεί για τις ανομίες μας, ποιο είναι το νόημα της ολικής της επαναφοράς στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο ελληνισμός επανερχόμενος ξαναπιάνει το νήμα από εκεί όπου το είχε αφήσει, από τη χριστιανική κληρονομιά του Βυζαντίου; Το ερώτημα αυτό το αφήνω απλά να αιωρείται.

    Οι μεγάλοι σύγχρονοι θεωρητικοί του μυθιστορήματος υποστήριξαν ότι «το μυθιστόρημα οφείλει να γίνει για την εποχή του ό,τι ήταν το έπος για τον αρχαίο κόσμο.»18 Η διατύπωση αυτή μάλλον πάσχει ως πλεονα-στική, από την άποψη ότι η λογοτεχνία επιτελεί σε όλες τις εποχές τον ίδιο ρόλο της αφηγηματικής αποτύπωσης της παραστατικότητας. Και αυτή η, συγκριτικού τύπου, αντιμετώπιση πάσχει από την άποψη της υποβάθμι-σης των ασυμβατικοτήτων των δυο ειδών, προϋπόθεση αναγκαία προκει-μένου η σύγκριση – και ενδεχομένως η λειτουργική υποκαταστασιμό-τητα – να καταστεί εφικτή. Έτσι ο Μ. Μπαχτίν οδηγείται στη διαμόρφωση μιας σειράς πολικών αντιθέσεων, επί των οποίων οργανώνεται η σύγκριση έπους και μυθιστορήματος. Η πρώτη αφορά την αντίθεση μεταξύ δυνα-μικά ανοιχτού χαρακτήρα που αφορά το μυθιστόρημα και αποστεωτι-κού στυλιζαρίσματος,19 που αφορά το έπος. Αυτή η αντίθεση βέβαια είναι εξωτερική–μορφολογική και εύλογα τοποθετείται πρώτη. Η δεύτερη όμως αφορά τη διαχείριση του ιστορικού υλικού και τους αντίστοιχους μηχα-νισμούς νοητικής αναπαράστασής του που ιδιάζουν αντίστοιχα στο έπος και στο μυθιστόρημα. Ο ανοιχτός προς το μέλλον ιστορικός ορίζοντας ιδιάζει φυσικά στο δυναμικό τύπο του μυθιστορήματος, ενώ ο γνωσιολο-γικός τύπος αποτύπωσης του παρελθόντος οργανώνει τη μυθιστορημα-στική αναπαράσταση.20 Αντίθετα στην επική αναπαράσταση κυριαρχεί η

    18 Μ. Μπαχτίν, Έπος και μυθιστόρημα, σ. 31. 19 Ibid., σσ. 24, 62, 65.20 «Όταν το μυθιστόρημα ως είδος παίρνει το προβάδισμα η γνωσιολογία γίνεται ο βασι-

    κός κλάδος της φιλοσοφίας.» ibid. σ. 41.

    103Παπαδιαμάντης μυθιστοριογράφος

  • μνήμη και το ιστορικό υλικό αποκτά πάγια και αμετάβλητα χαρακτηριστι-κά.21 Έχω την εντύπωση ότι η παγίδα που καιροφυλακτεί σε κάθε δομική δυαδική συσχέτιση που επιζητά να υπερβεί το ταξινομητικό πεδίο διεκδι-κώντας ουσιαστική ή γνωσιολογική προτεραιότητα, γίνεται εδώ φανερή. Αν ο μυθιστορηματικός τύπος νοημοσύνης προσανατολίζεται προς το μέλλον και προσεγγίζεται γνωσιολογικά – δηλ. προβλεπτικά – ο τύπος του έπους προσανατολίζεται προς ένα κλειστό παρελθόν και προσεγγίζε-ται μνημονικά. Άρα το ιστορικό περιστατικό–περιεχόμενο του έπους είναι στατικό και αποκρυσταλλωμένο, και επομένως ξένο προς κάθε συνείδηση σχετικότητας. Η δυαδική σκέψη όμως αδυνατεί να αντιληφθεί ότι υπάρ-χει μεν ιστορικό υλικό οργανωμένο και διευθετημένο ως υπόστρωμα του μυθιστορήματος, δεν υπάρχει όμως ιστορικό υλικό έξω από το έπος.

    Ο Milman Parry, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει το μηχανισμό των ομηρικών επών, κατέφυγε στους Σέρβους αοιδούς, σε μια περιοχή της Ευρώπης όπου η επική δραστηριότητα ήταν ακόμα ενεργή. Διαπίστωσε λοιπόν ότι στα σερβικά έπη, η κυριότερη μάχη των οποίων είναι η μάχη του Κοσόβου, συμμετέχουν, ιστορικά αδιαφοροποίητα, ήρωες της σερβικής ιστορίας από τον 8ο ως τον 15ο αιώνα.22 Η ιστορική ακρίβεια αφήνει αδιά-φορο το έπος, επομένως το ζήτημα της σχετικότητας ως προς τη σύλληψη του ιστορικού υλικού δεν μπορεί καν να τεθεί. Το παρελθόν δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως αναλλοίωτο, γιατί απλούστατα δεν εμπίπτει στις δικές μας απαιτήσεις περί ιστορικής ακρίβειας. Η σχέση έπους και μυθιστορή-ματος είναι πάντως όντως υπαρκτή, μόνο που είναι σχέση παραγωγική. Τα τρία εκ των υστέρων αναγνωριζόμενα συστατικά του έπους, η λογοτε-χνία, η ιστορία και η θεολογία διασπώνται σε ανεξάρτητους και λειτουρ-γικά ετερογενείς φορείς οργάνωσης της νεοτερικής νοημοσύνης. Και η διάσπαση αυτή δεν είναι διάσπαση λειτουργικά συνυφασμένων χαρακτη-ριστικών, των οποίων μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη λειτουργική συνοχή, αλλά διάσπαση μιας πρωταρχικής ενότητας εσωτερικά αδιαφορο-ποίητης. Αν πρέπει να προβούμε σε μια μορφή σύγκρισης έπους και μυθι-στορήματος, αυτή πρέπει να επικεντρωθεί μάλλον στις εν γένει λειτουργίες της αφηγηματικότητας και όχι, με αφετηρία τις νεοτερικά διαφοροποιημέ-νες λειτουργίες του μυθιστορήματος, της ιστορίας και της θεολογίας. Κι εφόσον το έπος αποτελεί την πρωταρχική μορφή είναι λογικό τα κυρίαρχα λειτουργικά του χαρακτηριστικά να καθορίζουν τις παράγωγες μορφές.

    21 «Στην αρχαία λογοτεχνία η μνήμη και όχι η γνώση είναι η πηγή και η κινητήρια δύναμη της δημιουργικής πνοής. Έτσι ήταν τα πράγματα και δεν πρέπει τίποτε να αλλάξουμε σε αυτά. Η παράδοση του παρελθόντος είναι ιερή. Δεν υπάρχει ακόμα η συνείδηση της σχετικότητας κάθε παρελθόντος», ibid., σ. 40-41.

    22 Αναφέρεται από Ι.Θ. Κακριδής, Προομηρικά, Ομηρικά, Ησιόδεια, σ. 5.

    104 Βασίλης Μάστορης

  • Ο Μπαχτίν έχει παρατηρήσει ότι «το έπος δεν νοιάζεται διόλου για μια τυπική αρχή και μπορεί να είναι ατελές, μπορεί δηλαδή να έχει ένα τέλος που να είναι σχεδόν αυθαίρετο.»23 Αυτή η αδιαφορία ως προς την οργά-νωση του επικού υλικού δεν ερμηνεύεται ούτε βάσει της απολυτότητας ή του κλειστού χαρακτήρα του ιστορικού παρελθόντος που αναδεικνύ-εται στο έπος, κάτι που όπως είδαμε δεν ισχύει, ούτε εξηγείται από την τεχνική αιτιολόγηση στην οποία καταφεύγει ο Μπαχτίν, δείγμα προφανώς αμηχανίας, ότι στην περίπτωση που το έπος επεδίωκε την ολοκλήρωση θα ήταν υποχρεωμένο να αναφερθεί στο σύνολο του εθνικού παρελθόντος. Ο ίδιος βέβαια ο Μπαχτίν κάνει μια παρατήρηση που διανοίγει ερμηνευτικά το χαρακτήρα του έπους, καταφεύγει σε αυτό που αποκαλούμε κυκλική αιτιότητα. «Η δομή του όλου επαναλαμβάνεται σε όλα τα μέρη του, το καθένα από τα οποία είναι τελειωμένο και κυκλικό όπως το όλον.»24 Αυτή όμως η δομή υπονομεύει κάθε απόπειρα συστηματικής προσέγγισης, αφού κάθε ανάλυση ενός μεμονωμένου στοιχείου συναντά ως προαπαιτούμενο το στοιχείο το οποίο σκοπεύει να ερμηνεύσει. Η δόμηση του έπους είναι ομόλογη των κανόνων που διέπουν τον ερμηνευτικό κύκλο.25

    Είπαμε ότι από την πυρηνική σχάση του έπους που συνοδεύεται από το σαρδόνιο γέλιο της ειρωνικής αποστασιοποίησης και της διάλυσής του μέσα στο μυθιστόρημα, αναδύονται τρεις λειτουργικές διαστάσεις, η ιστο-ρία, η λογοτεχνία και η θεολογία. Είναι νομίζω εμφανές ότι η ταξινομητική προτεραιότητα ανήκει στη θεολογία. Το έπος αποτελεί πεδίο εκδίπλωσης του θείου, είναι ουσιαστικά διαποτισμένο από την παρουσία του θείου ως λειτουργικής συμπύκνωσης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Το θείο είναι η πηγή και το τέλος κάθε δραστηριότητας, υπό το σχήμα του λειτουργικού τους νοήματος. Είναι το νόημα των ανθρωπίνων πράξεων και ως τέτοιο θα κληροδοτηθεί, με τη μορφή πλέον του αιτήματος, στις μεταγενέστερες λογοτεχνικές μορφές.26 Πίσω από και μέσα σε κάθε λειτουργική δραστηρι-ότητα του ήρωα εδρεύει το θείο. Όταν ο ήρωας εκτοξεύει το δόρυ του και αυτό βρίσκει το στόχο του, το θείο κατευθύνει τον ήρωα και στην επιλογή του στόχου του και στην καθοδήγηση του ίδιου του χεριού του. Η ανάγκη παρουσίας του θείου ανάγεται σε αυτό που ο Snell προσδιόρισε με την προκλητική του φράση: «… οι ομηρικοί Έλληνες δεν είχαν σώμα …»,27 δεν

    23 Μ. Μπαχτίν, Έπος και Μυθιστόρημα σ. 70.24 Ibid., σ. 71.25 Martin Heidegger, Είναι και Χρόνος, σσ. 254-257. Πρβλ. επίσης Hans George Gadamer,

    Verité et Methode, σσ. 103-115. 26 Το είδος της θείας δραστηριότητας προκύπτει από την ευφυή ανάλυση του Bruno Snell

    στην «Ανακάλυψη του Πνεύματος».27 Bruno Snell, Η Ανακάλυψη του πνεύματος, σ. 27.

    105Παπαδιαμάντης μυθιστοριογράφος

  • ήταν δηλαδή ακόμα σε θέση καν να ελέγξουν λειτουργικά, και επομένως νοηματικά, τις σωματικές τους λειτουργίες. Αυτή είναι ακριβώς η έδρα του θείου που, και θα αναδειχθεί ως τέτοια και βαθμιαία θα υποκατασταθεί από το αναδυόμενο υποκείμενο. Το θείο λοιπόν εμφανίζεται ως η συνε-κτική νοηματική ύλη και του ίδιου του διασπασμένου επικού ήρωα αλλά και του κόσμου του. Είναι γνωστό ότι για την αρχαία σκέψη ο άνθρωπος και ο κόσμος συγκαταλέγονται στο εσωτερικό ενός και κοινού συνεχούς. Αυτές οι δύο λοιπόν λειτουργίες θα μεταβιβαστούν στις μεταγενέστερες μορφές αφήγησης, στο μεν μυθιστόρημα υπό το σχήμα του προσώπου του αφηγητή, ως του ταξινομητικά κυρίαρχου αφηγηματικού κέντρου διαχείρι-σης του νοήματος, στην δε ιστορία ως το απόκρυφο και διαρκώς αναβαλ-λόμενο εσχατολογικό νόημα του κόσμου μας. Η ουσία πάντως ή το θεμέ-λιο του επικού, που αναδεικνύει και το πεδίο δράσης του θείου έγκειται στην εγγενή αποσπασματικότητα του κόσμου, μια αποσπασματικότητα που ατελώς επιδιώκουμε να συστείλουμε διευρύνοντας τα όρια δράσης και νοηματοδοτικής δραστηριότητας του υποκειμένου, και συγχρόνως συστέλλοντας αλλά και συνεκδοχικά εντατικοποιώντας τη δράση του θείου στην απόμακρη σφαίρα των εσχατιών, αφήνοντας έτσι περιθώρια στην πίστη και την ελευθερία.

    Από τη στιγμή που η ουσία του επικού κόσμου εδρεύει στην αποσπα-σματικότητά του, η νοηματική δράση του θείου συστέλλεται εκτατικά και εισχωρεί συνεκτικά στη μικροδομή της καθημερινότητας, υποχωρώντας από τη μακροδομή των έσχατων νοηματοδοτήσεων, πεδίο δράσης της κοσμικής αιωνιότητας, και της επανάληψης. Τη στιγμή λοιπόν που ο εσχα-τολογικός ιστορικός ορίζοντας καταρρέει, η δράση του θείου επανέρχεται ως συνεκτική ύλη ενός κόσμου αποσπασματικού, έσχατη ουσία του οποίου είναι η ίδια η καθημερινότητά του. Η Βασιλεύουσα των πόλεων πέφτει και ο ιστορικός ορίζοντας σκοτεινιάζει. Ως υπό- ή αντί-κατάστατο, θεϊκός και επικός αναδεικνύεται ένας κόσμος που δεν έχει να αναζητήσει νόημα έσχατο έξω από τον εαυτό του, ένας κόσμος που αποκαλύπτεται – με το κυριολεκτικό και θεοφανικό νόημα της λέξης αποκάλυψη, βίαιο δηλαδή και εξωγενές ξέσκισμα του πέπλου ή συντριβή του κελύφους που επικαλύ-πτει την πρωταρχική του ουσία – στον εαυτό του. Ένας κόσμος του οποίου ο Παπαδιαμάντης ανακαλύπτει το μορφικό περίγραμμα στα αποσπασμα-τικά χαρακτηριστικά του διηγήματος. Στη «Γυφτοπούλα» λοιπόν μπορούμε να εντοπίσουμε τους ιδεολογικούς όρους της μετάπτωσης, ή ακόμα και της μεταστροφής, από το μυθιστόρημα στο διήγημα, διήγημα όμως που αναδεικνύεται πλέον ως ο αυθεντικός κληρονόμος του έπους. Ο Λούκατς, στη Θεωρία του μυθιστορήματος υποστηρίζει ότι ο Τολστόι, αναδεικνύο-ντας την κυριαρχία της φύσης, τείνει να μετεπιβιβαστεί από το μυθιστό-

    106 Βασίλης Μάστορης

  • ρημα στο έπος.28 Ο Παπαδιαμάντης όμως οδηγήθηκε – δεν τολμώ να πω επινόησε – υπό τον ίδιο όρο της προτεραιότητας της φύσης, και στους μορφολογικούς όρους της επικής συνθήκης, στους όρους της επανάκαμ-ψης του έπους υπό το σχήμα του διηγήματος.

    28 Georg Lukacs, Η θεωρία του Μυθιστορήματος, σσ. 151 κ.ε.

    107Παπαδιαμάντης μυθιστοριογράφος