11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε...

156
ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2012-2013 ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ Δημήτριος Ζαρμπούτης Ιωάννης Μαραγούσιας 1 Ρεμπέτικη ιστορία: Περιήγηση στο λαϊκό αστικό τραγούδι των Ελλήνων (Μέσα 19 ου αιώνα – Τέλος 20 ου αιώνα)

Transcript of 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε...

Page 1: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΟΥ

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2012-2013

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ:

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ

Δημήτριος Ζαρμπούτης

Ιωάννης Μαραγούσιας

1

Ρεμπέτικη ιστορία: Περιήγηση στο λαϊκό αστικό τραγούδι των Ελλήνων (Μέσα 19ου αιώνα – Τέλος 20ου αιώνα)

Page 2: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Περιεχόμενα

1. Το ελληνικό αστικό τραγούδι από τον Όθωνα μέχρι σήμερα…… …………………………………………………………………Σελ. 7

2. Το κοινωνικό υπόβαθρο του Ρεμπέτικου ………………….Σελ. 21

3. Τα όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού- Χορευτική κίνηση στο ρεμπέτικο…………………………………………………….Σελ. 35

4. Το ρεμπέτικο πριν το 1922………………………………….Σελ. 47

5. Περίοδος της κυριαρχίας των σμυρναίικων στοιχείων….. Σελ. 59

6. Κλασική περίοδος του ρεμπέτικου……………………….Σελ. 71

7. Η αποδοχή και η διάδοση του ρεμπέτικου………………...Σελ. 89

8. Από το ρεμπέτικο στο λαϊκό ……………………………...Σελ. 105

9. Η αναβίωση του Ρεμπέτικου ……………………………...Σελ. 119

2

Page 3: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

1. Το ελληνικό αστικό τραγούδι από τον Όθωνα μέχρι σήμερα

Γεωγραφικά, τρεις περιοχές κυρίως συντέλεσαν στην διαμόρφωση του αστικού τραγουδιού:

Τα νησιά του Ιουνίου Πελάγους (με το δυτικότροπο τραγούδι, επηρεασμένο από την Ιταλία),

Η περιοχή της Κωνσταντινούπολης και της Προποντίδας, και

Η περιοχή του Αιγαίου Πελάγους, και συγκεκριμένα των εμπορικών κέντρων, της Σμύρνης, της Θεσσαλονίκης, της Σύρου, του Αϊβαλιού, του Πειραιά και

άλλα… Στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, αναπτύχθηκαν διάφορα ήδη δημοφιλούς μουσικής. Άλλα είχαν επιρροές από δυτικά αστικά κέντρα και άλλα (ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή) από ανατολικά.

Το σημαντικότερο είδος μουσικής που αναπτύχτηκε ήταν το «ρεμπέτικο». Tο ρεμπέτικο εξέφραζε τους καημούς ή τις απογοητεύσεις από τις δυσκολίες της ζωής

Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει τα αντιπροσωπευτικότερα δημοφιλή μουσικά ήδη που αναπτύχθηκαν στα Ελληνικά αστικά κέντρα, παράλληλα με το Ρεμπέτικο, καθώς και αυτά που έχουν επιρροές από τα αστικά κέντρα άλλων χωρών. Συνοπτικά οι περίοδοι του ελληνικού τραγουδιού:

1822 και μετά: Δημοτικό και αστικό τραγούδι Ρεμπέτικο

1860: Αθηναϊκή καντάδα

1870-1890: Οπερέτα, κωμειδύλιο και επιθεώρηση

1920: Ελαφρό τραγούδι

1940: Αντιπολεμικό και λαϊκό τραγούδι

1950-1960: Κινηματογράφος και μουσική-Έντεχνο και Νέο Κύμα

1970: Αντιδικτατορικό-πολιτικό τραγούδι και έντεχνο

1980 και εξής: Ποικιλομορφία και επιρροές από τη διεθνή μουσική σκηνή

3

Page 4: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Αθηναϊκό τραγούδι και Αθηναϊκή καντάδα

Η επτανησιακή καντάδα φαίνεται να πέρασε στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά την ένωση το 1863. Διαδόθηκε ταχύτατα και έγινε ιδιαίτερα αγαπητή στα αστικά κέντρα, γεγονός που σηματοδοτεί την γέννηση της Αθηναϊκής καντάδας. Το Αθηναϊκό τραγούδι δημιουργείται και ζει παράλληλα με την Αθηναϊκή καντάδα. Τα δυο είδη φέρουν έντονη την επιρροή του ιταλικού Μπελ κάντο (φωνητική τεχνική της Ιταλίας του 18ου αιώνα) και της επτανησιακής καντάδας. Το Αθηναϊκό τραγούδι αποτελεί ένα είδος καντσονέτας άλλοτε ρομαντικής και άλλοτε εύθυμης που συνοδεύεται από πιάνο ή κιθάρα και εκτελείται σόλο ή ντουέτο, ενώ η καντάδα είναι πολυφωνική και συνοδεύεται από μαντολίνα και κιθάρες. Η εμφάνιση της Αθηναϊκής καντάδας συνδέεται με τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου.

Γελοιογραφία του τέλους του 19ου αι. ενδεικτική της διάθεσης για εξευρωπαϊσμό

Κωμειδύλιο

Το Κωμειδύλιο είναι είδος ελαφρού ελληνικού μουσικού έργου. Δημιουργήθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή και ακολούθησε παράλληλη πορεία με την προσπάθεια που έκανε η πολιτική ζωή να στεριώσει μια βιώσιμη αστική δημοκρατία.Είναι συναισθηματικό θέατρο, αλλά με έντονη κριτική διάθεση, ειλικρίνεια και αυθορμητισμό. Το περιεχόμενό του είναι κυρίως ηθογραφικό. Σατιρίζει την κουτοπονηριά, την καπατσοσύνη, τους σπεκουλαδόρους και τη φτήνια των ηθών. Πρόκειται για γνήσιο λαϊκό θέατρο, που επιτυγχάνει άμεση επικοινωνία ανάμεσα σε σκηνή και κοινό. Οι ρυθμοί εναλλάσσονται και συνυπάρχουν ο χορός, το τραγούδι, το δράμα και η κωμωδία. Η τεχνική του κωμειδυλλίου αποδιώχνει την ψευδαίσθηση και προβάλλει το παιχνίδι. Οι υποθέσεις των κωμειδυλίων εξελίσσονταν στην ύπαιθρο και γοήτευαν τους κατοίκους των πόλεων. Συγγραφείς κωμειδυλίων ήταν ο Δημήτριος Κορομηλάς και ο Σπυρίδωνας Περεσιάδης

Μερικά γνωστά κωμειδύλια που σε διάφορες εκδοχές ανεβάζονται μέχρι και σήμερα είναι:

4

Page 5: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

«Η τύχη της Μαρούλας» (1889) «Ο Μπαρμπα Λινάρδος» (1890), «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας»(1892) «Ο γενικός γραμματεύς» (1892), «Η Λύρα του Γερονικόλα», «Ο Καπετάν Γιακουμής».

Το Φίλημα (Μια βοσκοπούλα αγάπησα)

Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη,και την αγάπησα πολύ, -

ήμουν αλάλητο πουλί,δέκα χρονών αγόρι.-

Μια μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τ’ ανθισμένα,- Μάρω, ένα λόγο θα σου πω,Μάρω, της είπα, σε αγαπώ,

τρελαίνομαι για σένα.-Από τη μέση με άρπαξε, με φίλησε στο στόμα

και μούπε: -για αναστεναγμούς,για της αγάπης τους καϋμούς

είσαι μικρός ακόμα.-Μεγάλωσα και την ζητώ… μ’ άλλον ζητά η καρδιά τηςκαι με ξεχνάει τ’ ορφανό…

εγώ όμως δε λησμονώποτέ το φίλημά της

Είναι ένα τραγούδι βασισμένο σε μελωδία ιταλικής καντάδας του 19 ου

αιώνα. Η ελληνική παραλλαγή του τραγουδιού είναι βασισμένη στο ποίημα του Γεωργίου Ζαλοκώστα «Το Φίλημα» που το εξέδωσε το 1851. Το τραγούδι χρησιμοποιήθηκε στο Κωμειδύλιο του Δημητρίου Κορομηλά «Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» το έτος 1891. Το έτος 1903 τραγουδήθηκε για πρώτη φορά στη Σεφαραδίτικη διάλεκτο (παλιά βιβλική ονομασία της εβραϊκής γλώσσας, για μια διάλεκτο Καστιλλιάνικων ισπανικών με πολλά εβραϊκά στοιχεία) από το ανέβασμα του δραματικού ειδυλλίου του Κορομηλά στη Σμύρνη από εβραϊκό θίασο. Το έτος 1932 ανέβηκε στην Αθήνα η κινηματογραφική εκδοχή του έργου, όπου το κομμάτι ενορχήστρωσε ο Διονύσιος Λαυράγκας και το τραγούδησε ο Δημήτριος Ζάχος.

5

Page 6: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Η Αθηναϊκή Επιθεώρηση

Περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1890, το κωμειδύλιο παράκμαζε. Τότε έκανε την εμφάνισή της η επιθεώρηση, ένα νέο θεατρικό είδος που είχε τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του κωμειδυλλίου.Σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δυο θεατρικά είδη είναι ότι στο κωμειδύλιο ολόκληρη η παράσταση είναι ένα έργο με αρχή, μέση και τέλος, ενώ η επιθεώρηση είναι σπονδυλωτό θέαμα με αυτόνομα θεατρικά σκετς, τα λεγόμενα «νούμερα».Στο νέο αυτό θεατρικό είδος η μουσική είχε μεγαλύτερη βαρύτητα από το κείμενο. Το κοινό θεωρούσε τη μουσική σημαντικότερη κι από την ίδια την παράσταση. Έτσι τα κείμενα παρέμεναν ανέκδοτα, ενώ τα τραγούδια εκδίδονταν σε παρτιτούρες και κυκλοφορούσαν ευρύτατα.

Πολλοί μουσικοί συνέβαλαν στην διαμόρφωση της μουσικής της επιθεώρησης όπως ο Άγγελος Μαρτίνο, ο Αντώνης Βώττης, ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης κ.ά. Ανάμεσά τους ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης, ο οποίος ενώ στα πρώτα βήματα της επιθεώρησης αποδείχθηκε δεξιοτέχνης της αντιγραφής, αργότερα παρόλα αυτά άφησε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια της ελληνικής σκηνής.

Στα πρώτα Παναθήναια (ετήσια επιθεώρηση)

Οπερέτα

Το 1870 το ελληνικό αστικό κοινό ήρθε σε επαφή με το μουσικό-θεατρικό είδος της οπερέτας. Η οπερέτα γίνεται ιδιαίτερα αγαπητή στο κοινό διότι ενισχύει την προσπάθεια προς εξευρωπαϊσμό με διασκέδαση και ευχαρίστηση.

Η περίοδος 1916-1928 είναι η εποχή των μεγάλων θριάμβων της οπερέτας. Το περιεχόμενό της είναι εύθυμο, εύπεπτο, κωμικό με χαρούμενο τέλος και με ευκολοτραγούδιστες μελωδίες.

Το ελληνικό κοινό μέσω της οπερέτας εκπαιδεύτηκε να αποζητά πρωτότυπη μουσική και όχι κακόγουστες αντιγραφές ξένων επιτυχιών.

Οι πρώτες ελληνικές οπερέτες πραγματοποιούν μια αληθινή υπέρβαση αφού εγκαταλείπεται η προφανής και διαφημιζόμενη μουσική πειρατεία της εποχής της

Page 7: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

επιθεώρησης, προς όφελος της δημιουργίας πρωτότυπης ευρωπαϊκής μουσικής γραμμένης από Έλληνες συνθέτες.Πατέρας της ελληνικής οπερέτας θεωρείται ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης, ο οποίος γράφει μουσική εύθυμη και ρομαντική, χωρίς να διστάζει όπου το έκρινε απαραίτητο να περνά μελωδίες με μοτίβα δανεισμένα από την ελληνική ή και την ανατολική μουσική παράδοση.

Εξ ίσου σημαντικός συνθέτης οπερέτας ο Νίκος Χατζηαποστόλου.

Μερικές από τις επιτυχίες του είναι: «Μοντέρνα καμαριέρα» το 1916, «Οι ερωτευμένοι» το 1919, «Οι Απάχηδες των Αθηνών» το 1921, όπου περιέχεται και το πασίγνωστο

τραγούδι «Ρετσίνα μου» που αποτελεί αναφορά στα τραγούδια του κρασιού, «Το κορίτσι της γειτονιάς» το 1922, «Η γυναίκα του δρόμου» το 1924 κ.ά.

Ελαφρό τραγούδι (1920)

Ελαφρό τραγούδι είναι το έντεχνο ελληνικό τραγούδι ευρείας κατανάλωσης που κυριάρχησε στην αστική διασκέδαση και την ψυχαγωγία, από την εποχή του μεσοπολέμου (1920) μέχρι την δεκαετία του 1960. Δυτικότροπο κυρίως, παράγωγο

Page 8: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

της καντάδας, της οπερέτας και της θεατρικής επιθεώρησης. Προσαρμόζεται συνήθως στους ρυθμούς των χωρών όπως το βαλς ή το ταγκό.

Δεν είναι «βαρύ» τραγούδι είτε σε σχέση με την δυτική μουσική έκφραση ή την κλασσική, είτε σε σχέση με το δημοτικό ή το αστικό λαϊκό τραγούδι. Για να γίνει αποδεκτό από τα λαϊκά στρώματα, φλερτάρει με στοιχεία από την λαϊκή ή την δημοτική μουσική. (χωρίς επιτυχία).Το ελαφρό τραγούδι είναι το τραγούδι μιας ετεροχρονισμένης ελληνικής Belle Époque, («Όμορφης Εποχής»).

Σχετικά με το θέμα του είναι συχνές οι αναφορές σε απελπισμένους έρωτες δίχως ανταπόκριση ή στα νιάτα που περνούν δίχως επιστροφή. Ρομαντισμός, νοσταλγία και αστική «ευγένεια» είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της στιχουργικής του.

Η δεκαετία του ’50 χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη κόντρα του λαϊκού και ελαφρού τραγουδιού, το οποίο ταίριαζε απόλυτα με την προσπάθεια της Ελλάδας να γίνει επιτέλους Ευρώπη, μετά τον αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο.

Κύριοι εκφραστές του ελαφρού τραγουδιού ήταν ο Αττίκ και ο Νίκος Γούναρης.

Αττίκ

Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Αττίκ, κατά κόσμο Κλέων Τριανταφύλλου, γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 1885.

Page 9: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Ολοκλήρωσε τη μουσική του παιδεία στο Παρίσι κι εκεί έκανε τα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα. Έπαιξε στα μεγαλύτερα κέντρα του Παρισιού και της Ευρώπης, ενώ έδωσε και συναυλίες σε πολλά μέρη, όπως Αμερική και Ιαπωνία.

Ένα χαρακτηριστικό ταλέντο του Αττίκ, για το οποίο ήταν πασίγνωστος, ήταν το περίφημο διπλό σφύριγμα. Ο Αττίκ συχνά συνόδευε τον εαυτό του στο πιάνο σφυρίζοντας με μοναδική δεξιοτεχνία. Είχε τη μοναδική ικανότητα να κελαηδά σφυρίζοντας σε δύο διαφορετικές νότες ταυτόχρονα, σχηματίζοντας εκπληκτικές διφωνίες.

Η μουσική του Αττίκ ήταν ευρωπαϊκή, οι στίχοι του όμως ήταν Ελληνικότατοι, λυρικοί, μελαγχολικοί και ερωτικοί, συνθέτοντας με χειρουργική ακρίβεια ευαίσθητες συναισθηματικές καταστάσεις και αποκαλύπτοντας το εξαίρετο στιχουργικό του ταλέντο.

Στις 29 Αυγούστου του 1944, ενώ ο Αττίκ βάδιζε στο πεζοδρόμιο, σκόνταψε κατά λάθος σ’ ένα Γερμανό στρατιώτη. Ο Γερμανός έγινε θηρίο ανήμερο κι άρχισε να χτυπάει ανελέητα το μικρόσωμο Αττίκ. Κάθε βράδυ έπαιρνε για να κοιμηθεί μια μικρή δόση ηρεμιστικού. Εκείνο το βράδυ αύξησε τη δόση του και δεν ξύπνησε ποτέ πια.

Ορισμένα από τα πιο γνωστά τραγούδια του είναι τα:

Τα καημένα τα νιάτα (1918) Αν βγουν αλήθεια (1920)

Ζητάτε να σας πω (1930)

Μαραμένα τα γιούλια (1935)

Άδικα πήγαν τα νιάτα μου (1936)

Παπαρούνα (1936)

Της μιας δραχμής τα γιασεμιά (1939).

Γελοιογραφία Αττίκ-Γούναρη στο Ελαφρό τραγούδι

Page 10: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Νίκος Γούναρης

Ο Νίκος Γούναρης, γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου 5 Μαΐου του 1915 και μεσουράνησε τη δεκαετία του 1950 στο ελληνικό πεντάγραμμο. Υπηρέτησε με συνέπεια το λεγόμενο ελαφρό τραγούδι, αυτό που πολλοί Έλληνες αποκαλούν «Ευρωπαϊκό».

Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Τσιτσάνη:

«Όσο υπάρχει Γούναρης δεν μπορεί το λαϊκό να σηκώσει κεφάλι».

Ο Νίκος Γούναρης πρωτοεμφανίστηκε το 1936 και αναδείχθηκε στην Κατοχή, παράλληλα με τη συμμετοχή του στην Αντίσταση. Προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα της απελευθέρωσης και για τις πράξεις του τιμήθηκε με το Αριστείο της Εθνικής Αντίστασης. Πέθανε στις 5 Μαΐου του 1965. Μεγάλες επιτυχίες του υπήρξαν τα τραγούδια: Αυτός ο άλλος, Ένα βράδυ που ‘βρεχε, Σκαλί θα κατεβώ, Άρχισαν τα όργανα,Για τις γυναίκες ζούμε, Η Σουσουράδα, Θυμήσου, Να το πάρεις το κορίτσι

Μη μου παραπονιέσαιΣτίχοι - μουσική Νίκου Γούναρη

Μου τό 'παν πως σε είδανε εκεί που ζεις στα ξέναμου τό 'παν πως σε είδανε να κρυφοκλαίς για μένα

Μη μου παραπονιέσαι μη μου στενοχωριέσαι

Δεν θέλω τα ματάκια σου να βλέπω δακρυσμένακι αν πρέπει να δακρύσουνε θα κλάψω εγώ για σένα

Μη μου παραπονιέσαι μη μου στενοχωριέσαι

Σώνονται οι μέρες σώνονται και σφίξε την καρδιά σουγρήγορα θά 'σαι πλάι μου και εγώ θα 'μαι κοντά σου

Μη μου παραπονιέσαι μη μου στενοχωριέσαι

Page 11: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Αντιπολεμικό-Λαϊκό τραγούδι

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1940-1944) δημιουργήθηκαν τα αντιπολεμικά τραγούδια. Διάσημη αυτήν την εποχή ήταν η τραγουδίστρια αντιπολεμικών τραγουδιών Σοφία Βέμπο.

Σοφία Βέμπο

Η Σοφία Βέμπο γεννήθηκε το 1910 στην Καλλίπολη της Θράκης αλλά μεγάλωσε στον Βόλο. Ξεκίνησε την τραγουδιστική της καριέρα το 1933. Το αληθινό της όνομα ήταν Μπέμπο, και ως Έφη Μπέμπο έγραψε τις πρώτες της σελίδες στην θεατρική και τραγουδιστική μας ιστορία. Η Βέμπο είχε πραγματικά μια εξαιρετική φωνή, που δεν έμοιαζε με καμιά άλλη ως τότε. Δεν ήταν σοπράνο, είχε αντίθετα μια βαθειά φωνή που ξένισε αρχικά και θεωρήθηκε «αντρική».

Η Βέμπο θριαμβεύει στα χρόνια του μεσοπολέμου κυρίως με ταγκό που γράφουν για εκείνη συνθέτες όπως: ο Κώστας Γιαννίδης («Αφήστε με να πιω», «Ζητώ να σε ξεχάσω», «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ο μόνος»), ο Μιχάλης Σουγιούλ («Κάτι με τραβά κοντά σου», «Άσε τον παλιόκοσμο να λέει»), ο Ιωσήφ Ριτσιάρδης («Χειμώνας») αλλά και με εξαιρετικά βαλς του Κώστα Γιαννίδη («Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα», «Κάποιο μυστικό»).

Η βαθειά φωνή της δίνει την έμπνευση για «αμαρτωλά» τραγούδια όπως το «Πριν το κορμί μου το ποτίσει η κοκαΐνη», «το ποτό και η βρωμιά», και ανατολίτικα όπως η «Ζεχρά», αλλά πολύ σύντομα θα πρωτοστατήσει (και θα την ακολουθήσουν και άλλες) στα δημοτικοφανή τραγούδια («Στη Λάρισα βγαίνει ο αυγερινός», «Ο Γιάννος κι η Παγώνα»).

Γνωστά τραγούδια της για τον πόλεμο είναι:

Στης Αλβανίας τα βουνά, Μας χωρίζει ο πόλεμος, Στον πόλεμο βγαίν΄ο Ιταλός, Βάζει ο Ντούτσε την στολή του, Το τραγούδι της Λευτέριας, Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, Πω πω τι

Page 12: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

έπαθε ο Μουσολίνι, Τα παιδιά μας που τ΄ αρπαξαν, Το τραγούδι του Μωριά, Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου κ.α.

Μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο κινηματογράφος, το θέατρο, τα κέντρα διασκέδασης και οι δισκογραφικές εταιρείες σηματοδότησαν μια νέα πορεία για το ελληνικό τραγούδι. Τα γραμμόφωνα έδωσαν τη θέση τους στα πικάπ και οι πλάκες των 78 στροφών έδωσαν τη θέση τους στους δίσκους των 33 στροφών και αργότερα σε αυτούς των 45.

Τη δεκαετία του 1960, μια ομάδα συνθετών έδωσε μια καλλιτεχνική παραγωγή υψηλής αισθητικής, αξιοποιώντας και αναδεικνύοντας στοιχεία της λαϊκής μουσικής μέσα στις συνθέσεις τους.

Έντεχνο

Στο τέλος της δεκαετίας του 1950, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Μίκης Θεοδωράκης κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Κοινό χαρακτηριστικό τους η επιρροή από τη δυτική λόγια μουσική και από τη λαϊκή. Αυτοί εισήγαγαν στο ελληνικό τραγούδι κυρίαρχα θέματα τον έρωτα, τη διασκέδαση και το κρασί. Έτσι έφθασε να τραγουδιέται από τα χείλη των λαϊκών ανθρώπων στις ταβέρνες και τις γειτονιές. Για αυτόν το λόγο δημιουργήθηκε το λεγόμενο «έντεχνο».

Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960, για να διαφοροποιήσει το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού από τα υπόλοιπα.Η νέα αυτή τάση ακολουθήθηκε και από πολλούς άλλους συνθέτες.

Μάνος Χατζιδάκις και Μίκης Θεοδωράκης

Ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Μάνος Λοΐζος και άλλοι σπουδαίοι μουσικοί προσπάθησαν να

Page 13: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

αναδείξουν το «έντεχνο» τραγούδι μελοποιώντας ποίηση κορυφαίων ποιητών (όπως ο Οδ. Ελύτης, ο Γ. Ρίτσος, ο Γ. Σεφέρης, ο Ν. Γκάτσος κ.ά.).

Χαρακτηριστικά τραγούδια Χατζηδάκη-Θεοδωράκη:

«Είμ’ αϊτός χωρίς φτερά» [1961]. Τραγουδά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης Απόσπασμα από την ταινία του Αλέκου Σακελάριου «Λατέρνα φτώχεια και φιλότιμο» (1955) σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι

Μάνος Χατζιδάκις - Μιχάλης Κακογιάννης «Ο μήνας έχει δεκατρείς». Απόσπασμα από την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα» (1955)

Μάνος Χατζιδάκις : «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου». Απόσπασμα από την ταινία «Ραντεβού στην Κέρκυρα» [1960]. Τραγουδά η Νάνα Μούσχουρη

Μάνος Χατζιδάκις - Γιώργος Εμιρζάς «Ιλισός». Απόσπασμα από την ταινία του Νίκου Κούνδουρου «Ο δράκος» (1956)

Μίκης Θεοδωράκης – Δημήτρης Χριστοδούλου «Είναι μεγάλος ο καημός» [1961]. Τραγουδά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Μίκης Θεοδωράκης - Γρηγόρης Μπιθικώτσης, «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ». Απο την ταινία : η Αθήνα τη νύχτα. 1961 Μίκης Θεοδωράκης-Στ. Καζαντζίδης «βράχο βράχο τον καημό μου»

Νέο κύμα

Το Νέο κύμα αποτέλεσε μια απόπειρα ισορροπίας μεταξύ ελαφρού και έντεχνου τραγουδιού. Τα πρώτα χρόνια του 1960 άνθησε το νέο κύμα το οποίο χαρακτηρίστηκε από τρυφερά τραγούδια, αρκετά συχνά στη μορφή της μπαλάντας. Τα τραγούδια αυτά σημείωσαν μεγάλη επιτυχία τη δεκαετία του 1960 αλλά και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 όπου το νέο κύμα παρήκμασε.

Διονύσης Σαββόπουλος

Page 14: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Γιάννης Σπανός

Τα κομμάτια αυτά τραγουδήθηκαν σε συγκεκριμένους μουσικούς χώρους τις μπουάτ. Η λέξη αυτή βγαίνει από τη γαλλική “boîte” που σημαίνει κουτί. Ήταν χώροι με χαμηλό φωτισμό, χαμηλό ήχο δίχως ενισχυτές και χαμηλά καθίσματα, πάγκους, σκαμνάκια ή φλοκάτες και μαξιλάρια στο πάτωμα. Στους τοίχους των χώρων αυτών υπήρχε καλλιτεχνική εικονογράφηση. Ονομάστηκαν έτσι, λοιπόν, επειδή ο χώρος που λειτουργούσαν ήταν τόσο μικρός όσο ένα κουτάκι.Οι τραγουδιστές κάθονταν κοντά ή και ανάμεσα στον κόσμο, συχνά συνόδευαν τη φωνή τους παίζοντας οι ίδιοι κιθάρα και προέτρεπαν τους θαμώνες να τραγουδήσουν μαζί τους σαν μια μεγάλη παρέα. Μερικές φορές ανάμεσα στα τραγούδια διαβάζονταν και ποίηση.Τα τραγούδια του νέου κύματος τραγουδήθηκαν κυρίως από τη νεολαία της εποχής αλλά και από τον Γιάννη Σπανό και τον Διονύση Σαββόπουλο.Χαρακτηρίστηκα τραγούδια τους είναι : «Μαυρομαλλούσσα κοπελιά» 1970 (Σπανός) «Άσπρα καράβια» 1967 (Σπανός) «Η Συννεφούλα» 1966 (Σαββόπουλος) «Μια η άνοιξη» 1966 (Σαββόπουλος).

Αντιδικτατορικό-Πολιτικό τραγούδι

Η άνοδος το 1967 και η πτώση το1974 της στρατιωτικής δικτατορίας οδήγησε στην εμφάνιση ενός νέου ρεύματος στο τραγούδι που ονομάστηκε «πολιτικό τραγούδι». Περιλάμβανε τραγούδια γραμμένα στη λογική και το ύφος του εντέχνου αλλά με έντονα στοιχειά της πολίτικης αμφισβήτησης και της κοινωνικής κριτικής.

Δημιουργήθηκε από μουσικούς και ποιητές ενταγμένους στους κόλπους της ελληνικής αριστεράς και είχε ως κύριους αποδέκτες τον κόσμο που την πλαισίωνε. Εκφράστηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Θάνο Μικρούτσικο, τον Μάνο Λοΐζο, τον Γιάννη Μαρκόπουλο κ.α.

Page 15: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Θάνος Μικρούτσικος Μάνος Λοΐζος Γιάννης Μαρκόπουλος

Η μεγάλη έκρηξη του πολιτικού τραγουδιού έγινε μετά την πτώση της δικτατορίας όπου γήπεδα γέμιζαν ασφυκτικά από κόσμο που τραγουδούσε τραγούδια του είδους αυτού μαζί με τους τραγουδιστές, διακηρύσσοντας με τον τρόπο αυτό την πρόσφατα αποκτημένη ελευθερία του λόγου.

Το πολιτικό τραγούδι παρήκμασε και έπαψε να υπάρχει στις αρχές του 1980.

Στην εργασία συμμετείχαν οι μαθητές:

Ανδρώνη Ελένη

Αντωνίου Ελπίδα

Ρέπα Ευσταθία

Τσιάλτας Αλέξανδρος

2. Το κοινωνικό υπόβαθρο του Ρεμπέτικου

Page 16: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Το κοινωνικό υπόβαθρο πριν το 1922

Το 1829, οκτώ χρόνια μετά την επανάσταση του 1821 δημιουργήθηκε το πρώτο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος που περιλαμβάνει μόνο τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Ωστόσο οι Έλληνες κατοικούν και σε άλλες περιοχές όπως η Μακεδονία τα Δωδεκάνησα και Μ. Ασία. Το 1833-63 κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα αναπτύσσεται η Σύρος και γίνεται κέντρο εμπορικών συναλλαγών. Αργότερα 1870-80 αναπτύσσεται ο Πειραιάς. Η ανάπτυξη του λιμανιού του Πειραιά συμπίπτει με την βιομηχανική επανάσταση στην Ελλάδα, η οποία, ποτέ δεν έφτασε στα επίπεδα της Ευρώπης. Έτσι αρχίζει μια εποχή εμπορίου και αστικοποίησης. Η αλλαγή της οικονομίας, από αγροτική σε αστική, είχε σαν αποτέλεσμα μια μεγάλη εσωτερική μετανάστευση.

Πολλοί απο αυτούς τους μετανάστες, περιθωριοποιημένοι, αγωνίζονταν να βιοποριστούν στις άθλιες συνθήκες των λιμανιών και των αστικών κέντρων, ζώντας στη συχνή εναλλαγή στην εργασία και στην ανεργία, στη νομιμότητα και στην παρανομία.

Δημιουργήθηκαν έτσι μεγάλα αστικά γκέτο γύρω από τις κυριότερες ελληνικές πόλεις στα οποία επικρατούσε κοινωνική αναταραχή. Στον Πειραιά, το λιμάνι της Αθήνας, δεκάδες χιλιάδες άνεργοι κατοικούσαν σ’ αυτά τα γκέτο, με μόνη τους απασχόληση τα μικροεγκλήματα, τις μικροκλοπές και αντίστοιχες ύποπτες ενασχολήσεις.

Στη σκληρή ζωή της πόλης, δημιουργείται μια νέα αστική υποκουλτούρα, με δική της διάλεκτο, κώδικες ντυσίματος και τρόπους ζωής – η κουλτούρα του μάγκα. Τα βράδια συγκεντρώνονταν σε χασισοτεκέδες για ν’ ακούσουν την καινούρια μουσική, η οποία μέχρι την εκπνοή του αιώνα είχε μετατρέψει το μπουζούκι σε σύμβολο της αστικής τους περηφάνιας…

. Μέσα σε αυτήν την αστικοποίηση, αναπτύσσεται το ρεμπέτικο τραγούδι από τους απλούς ανθρώπους των πόλεων (φτωχούς, κοινωνικά αδικημένους και ανθρώπους του περιθωρίου).

Ο Ηλίας Πετρόπουλος στη μελέτη του για τα Ρεμπέτικα Τραγούδια που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1968 χωρίς την άδεια της ελληνικής λογοκρισίας, (γεγονός για το οποίο καταδικάστηκε σε πεντάμηνη φυλάκιση) εξηγεί:

«Η κοιτίδα του ρεμπέτικου ήταν η φυλακή κι ο τεκές του χασίς. Εκεί οι πρώτοι ρεμπέτες έφτιαξαν τα τραγούδια τους. Τραγουδούσαν με σιγανές, βραχνές φωνές, αβίαστα, ο ένας μετά τον άλλον, και κάθε τραγουδιστής πρόσθετε ένα στίχο που συχνά δεν είχε σχέση με τον προηγούμενο, και το τραγούδι συνεχιζόταν για ώρες. Δεν υπήρχε

Page 17: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

ρεφραίν, και η μελωδία ήταν απλή κι εύκολη. Ένας ρεμπέτης συνόδευε τον τραγουδιστή με μπουζούκι ή μπαγλαμά (μια μικρότερη εκδοχή του μπουζουκιού, εύκολο στη μεταφορά, εύκολο να κατασκευαστεί μέσα στη φυλακή κι εύκολο να κρυφτεί από την αστυνομία), κι ίσως κάποιος άλλο, παρακινημένος από τη μουσική, να σηκωνόταν να χορέψει».

Ο Καρκαβίτσας αναφέρει στίχους τραγουδιών από την φυλακή στο Παλαμήδι το 1880!

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης επίσης στο διήγημα «Ο γείτονας με το λαγούτο» (1900) αναφέρεται σε έναν Τουρκομερίτη που ζούσε σε Αθηναϊκή συνοικία και τραγουδούσε μάγκικα τραγούδια

Ήταν η πρώτη φάση του ρεμπέτικου. Η μουσική αυτή εξελίχθηκε κυρίως στα λιμάνια ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη (τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο) και στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα. Μια διαφορετική μορφή αστικού λαϊκού τραγουδιού αναπτύχθηκε στην Πάτρα: τα ταμπαχανιώτικα, από την ομώνυμη συνοικία. (Ο όρος «ταμπαχανιώτικα» έχει τούρκικη προέλευση και σχετίζεται με τους ταμπαχανέδες (τα βυρσοδεψεία) και με τα Ταμπάχανα, τις συνοικίες των βυρσοδεψών (π.χ. τα Ταμπάχανα της Σμύρνης).

Τα τραγούδια λοιπόν που δημιουργούνται στο τέλος του 19ου και στις αρχές τους 20ου

αιώνα είναι τραγούδια των κατώτερων κοινωνικών ομάδων των μεγάλων αστικών κέντρων. (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα κτλ). Πολλά από αυτά διασώθηκαν από τους μετανάστες εκείνης της εποχής προς την Αμερική. Οι Έλληνες

της Αμερικής θα είναι αυτοί που θα ηχογραφήσουν για πρώτη φορά Ελληνικά τραγούδια. Ηχογραφούν Σμυρναίικα, δημοτικά και ρεμπέτικα τραγούδια τα οποία μέχρι τότε υπήρχαν μόνο ως τραγούδια γραμμένα από αγνώστους, μέσα στις φυλακές και στους τεκέδες και είχαν διαδοθεί από στόμα σε στόμα.

Το κοινωνικό υπόβαθρο μετά το 1922

Από το 1912 (απελευθέρωση και προσάρτηση νέων εδαφών) μέχρι το 1922 (Μικρασιατική Καταστροφή), η ηπειρωτική Ελλάδα δέχεται πάνω από 1,5 εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες.

Page 18: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Γελοιογραφία εποχής. Η Ελλάδα και η Τουρκία

διαφωνούν σε ζητήματα ανταλλαγής πληθυσμών

Χαρακτηρισμένη ως η «μεγαλύτερη μετακίνηση

πληθυσμών στην ιστορία» 

Η συγκέντρωση αυτού του προσφυγικού πληθυσμού στο περιθώριο των αστικών κέντρων, κυρίως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ήταν το πιο συνταραχτικό γεγονός που επηρέασε βαθειά το ρεμπέτικο τραγούδι.

Πολλοί Έλληνες πρόσφυγες από τα παράλια της Μικράς Ασίας, ζούσαν μέσα στην αθλιότητα αφού οι περισσότεροι ήταν άνεργοι και αντιμετώπιζαν τον ρατσισμό. Σε μεγάλες εξαθλιωμένες κοινότητες γύρω από τις μεγάλες πόλεις της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Αυτές τις κοινότητες τις χαρακτήριζε η αθλιότητα, η φτώχεια, η εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά

¨Έτσι με το ρεμπέτικο δεν ασχολήθηκαν μόνο οι μάγκες. Οι Μικρασιάτες μουσικοί που συνδέθηκαν αρκετά με τους μάγκες των πόλεων (είχαν και αυτοί για παράδειγμα

Page 19: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

την συνήθεια του καπνίσματος χασίς...), διαδίδουν την λαϊκή μουσική της Σμύρνης και της Πόλης (Σμυρναίικο) και αρχίζει η μίξη των δύο ειδών μουσικής, δηλαδή του Σμυρναίικου και τραγουδιού των ρεμπετών (μουρμούρικο, της φυλακής, του τεκέ, μάγκικο, μποέμικο)

Ανάλογες δημιουργίες με αυτές του ρεμπέτικου παρατηρούνται και στην Αμερική με τη δημιουργία των μπλουζ (blues), στη Βραζιλία με τη σάμπα (samba) και στη Τζαμάικα με τη μουσική ρέγκε (reggae). Ανάλογες είναι και οι διεργασίες που συνετέλεσαν στη δημιουργία των μουσικών αυτών (μετακίνηση πληθυσμών, συγκερασμός της μουσικής του πληθυσμού που μετακινείται με τη μουσική των περιοχών όπου εγκαθίστανται, η έκφραση των δυσκολιών και των απογοητεύσεων εξαιτίας αυτών κ.ά

Τα ρεμπέτικα σαν μουσική φόρμα απαγορεύτηκαν από τη δικτατορία του Μεταξά το 1936. Σημειώνεται πως ένα χρόνο πριν το 1935, τα αμανετζίδικα είχαν απαγορευτεί στη Τουρκία θεωρούμενα ως κατάλοιπο ελληνικό μουσικό είδος.

Οι ρεμπέτες μουσικοί έγιναν στόχος συλλήψεων και κακομεταχειρίσεως από τις αρχές. Στους τεκέδες γίνονταν συχνά επιδρομές, κι αν έπιαναν τον κόσμο να τραγουδά ρεμπέτικα (ή να παίζουν μπουζούκι), τους θεωρούσαν αυτομάτως χασικλήδες και τους έστελναν εξορία.

Ο Νίκος Ζαχαριάδης ,γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, περίγραψε τα ρεμπέτικα σαν τη μουσική «των μαχαιροβγαλτών και της παρακμής».

Οι Ρεμπέτες

Γενικά οι ρεμπέτες ήταν άνθρωποι που είχαν βάσανα και καημούς και απείχαν από τους ρυθμούς της πολιτισμένης κοινωνίας. Οι ρεμπέτες είχαν αναπτύξει το δικό τους

Page 20: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

τρόπο ζωής, την δική τους κοινωνία μέσα στην κοινωνία.. Συγκεκριμένο ντύσιμο (κουτσαβάκηδες), ιδιαίτερη διάλεκτο (αργκό), αισθηματική ζωή πολυτάραχη. Οι πιο πολλοί είχαν τις δουλειές τους και προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα. Η μουσική, βασικό κομμάτι της ζωής τους, ήταν μέσο έκφρασης των συναισθημάτων τους και έτσι μοιράζονταν τα προβλήματα με τους γύρω. Μερικά από αυτά τα προβλήματα, όπως η έλλειψη παιδείας, η φτώχια και το χαμηλό κοινωνικό επίπεδο βρήκαν, πιθανότατα, διέξοδο στο χασίς και τη μουσική.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν άνθρωποι επικίνδυνοι και εγκληματίες απλά οι περισσότεροι συνήθιζαν με τις ενέργειες και τις πράξεις τους (κάπνισμα, χασίς, φασαρίες κτλ) να έρχονται σε αντίθεση με τους νόμους τους κράτους με αποτέλεσμα πολλές φορές να φυλακίζονται. Γι’ αυτό το λόγο πολύς κόσμος υποστηρίζει πως το ρεμπέτικο τραγούδι γεννήθηκε στην φυλακή και στον τεκέ.

Σε τοπική εφημερίδα του Πειραιά (1936) δημοσιεύεται έφοδος ενός αστυνομικού σε «χασικλήδικο»!!!«Ο Φάνης, ο ιδιοκτήτης του καταγωγίου, τρίβει τα μάτια του, χαμογελάει, μας κάνει διάφορες ρεβεράντσες και μας γλυκομιλάει:- Καλώς τα παλικάρια. Πώς αυτό στο τσαρδί μας;Οι άλλοι, οι μαστούρηδες, μορφάζουνε απελπιστικά από ικανοποίηση για την φιλική μας προσέγγιση. Ο ένας μάλιστα απ' αυτούς μας δείχνει δύο σκαμνιά και μας καλεί να κάτσουμε ενώ τραγουδάει τη συνοδεία ενός μπαγλαμά:-Πού θα βρούμε, πού θα βρούμε ναργιλέ για να την πιούμε... Ο αστυνομικός μετά τις φιλικές διαχύσεις ζητάει τον λουλά. Αυτός όμως έχει εξαφανιστεί ως δια μαγείας και όλοι σταυροκοπιούνται, ότι απόψε δεν τον άναψαν. Παρ' όλες τις επιμονές του, εκείνοι αρνούνται πάντοτε. Όταν δε τους ρώτησε: Μα, καλά, βρωμάει χασίσι όλη η χαμοκέλα σας, ο Φάνης με περίφημη επιτήδευση λέγει: «Τι λες, κυρ-Παναγή μου. Λιβάνισα το εικόνισμα μια κι είναι της χάρης της σήμερα, της Αγίας Μαρίνας».

Πολλοί γνωστοί ρεμπέτες πέρασαν από την φυλακή άλλοι για μικροαδικήματα και άλλοι για πιο σοβαρές υποθέσεις. Εκεί με αυτοσχέδια όργανα (συνήθως με μπαγλαμαδάκια γιατί ήταν μικρά και κρύβονταν εύκολα) έγραψαν πολλές μελωδίες και τραγούδησαν

Page 21: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

τον πόνο τους, την αδικία της κοινωνίας και την ζωή τους. Γενικά οι φυλακές αποτέλεσαν βασικό στοιχείο στην θεματολογία του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Ο δεύτερος σημαντικός χώρος ήταν ο τεκές. Οι ρεμπέτες και οι μάγκες των πόλεων είχαν την κακή συνήθεια να καπνίζουν χασίς. Μαζεύονταν στους τεκέδες όπου κάπνιζαν κατά ομάδες χασίς. Παρόλα αυτά δεν έπαψαν να πιστεύουν στα ιδανικά τους. Η αξιοπρέπεια και η τιμή ήταν βασικό μέλημα τους, η αγάπη προς την γυναίκα και την μάνα ήταν ξεχωριστή, η φιλία, η αλληλεγγύη και η αλληλοβοήθεια δείχνει την μεγαλοψυχία τους.

Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά

Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά

εμένα μ’ αγαπούνε

μόλις θα μ’ αντικρίσουνε

θυσία θα γενούνε

Και `γώ φτωχός γεννήθηκα

στον κόσμο έχω γνωρίσει

μέσα απ’ τα φύλλα της καρδιάς

εγώ έχω μαρτυρήσει

Και 'γώ φτωχός γεννήθηκα

στον κόσμο έχω γνωρίσει

μέσα απ' τα φύλλα της καρδιάς

εγώ έχω μαρτυρήσει

Όλοι οι κουτσαβάκηδες

που ζούνε στο κουρμπέτι

κι αυτοί μες στην καρδούλα τους

έχουν μεγάλο ντέρτι

Μάρκος Βαμβακάρης-1937

Ετυμολογία της λέξης Ρεμπέτικο

Ο όρος «ρεμπέτης» ανάγεται στην περίοδο της τουρκοκρατίας και σημαίνει αυτόν που ζει εκτός νόμου, έξω από τους κανόνες ζωής μιας

Page 22: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

κοινωνίας. Η εμφάνιση της λέξης ρεμπέτικο έγινε κάπου μεταξύ 1910-1913 στις ετικέτες δίσκων γραμμοφώνου.

Όπως μας πληροφορεί ο ερευνητής του ρεμπέτικου Πάνος Σαββόπουλος, «ο ένας εκδόθηκε μάλλον το 1912 στην Κωνσταντινούπολη από τη δισκογραφική εταιρεία ORFEON RECORD με αριθμό 10188.Στη μια του πλευρά υπάρχει το τραγούδι «Απονιά», αρχικά επιθεωρησιακό που σημείωσε επιτυχία στη Σμύρνη και έπειτα γραμμοφωνήθηκε. Στην ετικέτα του δίσκου και δίπλα στον τίτλο, μέσα σε παρένθεση, υπάρχει η ένδειξη ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ. Ο άλλος δίσκος ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μάλλον το 1913 από τη γερμανική δισκογραφική εταιρεία FAVORITE RECORD. Στη μια πλευρά του δίσκου υπάρχει το γνωστό τραγούδι Τίκι τίκι τακ άγνωστου δημιουργού με ερμηνευτή τον Γιάγκο Ψαμαθιανό. Κάτω από τον τίτλο υπάρχει η ένδειξη ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ»

Υπάρχουν διάφορες απόψεις για την ετυμολογία της λέξης ρεμπέτικο. Μια εκδοχή είναι ότι ο «ρεμπέτης» προέρχεται από την ιταλική λέξη

«rebelo», που σημαίνει επαναστάτης, Άλλη εκδοχή είναι ότι προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «ρέμβομαι» και το

μεσαιωνικό «ρέμπομαι» που το συναντούμε και στον Ερωτόκριτο του Βιτζέντζου Κορνάρου και σημαίνει γυρίζω, ρεμβάζω, περηφανεύομαι,

Τέλος μια ερμηνεία σύμφωνα με το Σμυρνιό συγγραφέα Σωκράτη Προκοπίου, είναι ότι ο «ρεμπέτης» είναι ο αλήτης, ο άνθρωπος κατώτερης τάξης.

Σύμφωνα με το μελετητή του ρεμπέτικου Ηλία Πετρόπουλο: «ρεμπέτης θα πει: εξεγερμένος, ατίθασος».

Οι Κουτσαβάκηδες και οι μάγκες

Την εποχή του ρεμπέτικου υπήρχαν κουτσαβάκηδες και μάγκες. Οι πρώτοι είναι οι κοινώς παλικαράδες ή ψευτόμαγκες. Η προσωνυμία αυτή προέρχεται από το κουτσά και βαίνω, δηλαδή περπατώ σαν κουτσός. Αποδίδεται επίσης το όνομα Κουτσαβάκηδες, στον Μήτσο Κουτσαβάκη έναν δεκανέα του στρατού επί Όθωνος,

Page 23: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

«Ο Κουτσαβάκης, ιππεύς τώρα του Στρατού, έγινε αρχηγός παρέας αποτελούμενης από τον Διονυσιάδη. τον Μπεκάτσα, τον Αϊβαλιώτη. τον Γκράβιζα και τον Ψαρώνη, που κατέβαιναν κάθε τόσο στην Αγορά και στις συνοικίες κι 'έσπαζαν στο ξύλο τους πρώην. συναδέλφους τους! Η αστυνομία τους υποβοηθούσε ή μάλλον έκανε τα στραβά μάτια. Κατά τα άλλα, ήταν καλοί στρατιώτες, ντυμένοι πάντα καθαρά και κομψά, πειθαρχικότατοι στους ανωτέρους τους κι 'όταν δεν είχαν υπηρεσία, πήγαιναν στις διάφορες μικροταβέρνες, έπιναν τη ρετσίνα τους κι' έλεγαν τα τραγουδάκια τους. Ό Κουτσαβάκης είχε περίφημη φωνή κι 'έπαιζε θαυμάσια κιθάρα. "Οταν τραγουδούσε, σώπαιναν όλοι για ν 'ακούσουν την «κελαϊδίστρα» του. Στις γειτονιές μισάνοιγαν τα «γρυλιά» των παραθύρων κι' οι κοπέλες αναστέναζαν». (Βασίλης Κουτουζής Δημοσιογράφος ερευνητής)

Στο βιβλίο: Λαογραφία της Ελλάδος, Κ. Ρωμαίος, εκδόσεις Γιοβάνη, 1978, διαβάζουμε για τους Κουτσαβάκηδες :

Φορούσαν μαύρο σακάκι, αλλά το φορούσαν μόνο απ’ το αριστερό μανίκι. Είχαν ριγέ χρωματιστό παντελόνι, που ήταν πολύ φαρδύ στα σκέλη, αλλά και πολύ στενό στους αστράγαλους. Στη μέση τους είχαν ζωσμένο ένα πολύ πλατύ και πολύπτυχο ζωνάρι, όπου τοποθετούσαν, τόσο τα όπλα τους (συνήθως κουμπούρες ή φοβερές αμφίστομες κάμες), όσο και τα καπνιστικά τους είδη. Στο κεφάλι φορούσαν μια μαύρη ρεπούμπλικα, με πλατύ όμως πένθος που το αποκαλούσαν «θλίψη» ή «χλίψη». Υπετίθετο, ότι το πένθος αυτό το όφειλαν στον ανύπαρκτο θάνατο κάποιου συγγενούς ή στενού φίλου, που κι εκείνος κατά την έκφραση του Θουκυδίδη «εσιδηροφόρει» σαν αυτούς, που ήταν κι εκείνος «μάγκας βαρύς κι ασήκωτος», που φορούσε αναρριχτό σακάκι, αλλά και είχε πέσει νεκρός κατά την εκτέλεση κάποιας γενναίας πράξης, αλησμόνητο θύμα για στιγμές γεμάτες φιλότιμο.

Σχέδιο του Τάκη Σιδέρη για την αρχική και παράνομη έκδοση των "Ρεμπέτικων τραγουδιών", παρουσιάζει έναν κούτσαβο και το χαρακτηριστικό του βάδισμα (1968)

Page 24: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Αλλά και τα παπούτσια τους ήταν παράδοξα. Ήταν στιβάλια με ψηλό τακούνι, στενά και μυτερά, που έπρεπε να είναι ανορθωμένα μπροστά στην άκρη, σαν ρύγχος.

Κι έπρεπε να είναι πολύ τριζάτα. Τα μαλλιά τους ήταν πλούσια, κατέβαιναν ως τα μάτια, αφημένα με περίτεχνη αμέλεια και ήταν πάντα αλειμμένα με χοιρινό λίπος, που αποτελούσε το κύριο καλλυντικό των τύπων εκείνων. Τα μουστάκια τους ήταν άφθονα, στριμμένα στις άκρες κι ενώνονταν με τις άλλες τρίχες στα μάγουλα, ενώ δεν διατηρούσαν πραγματικά γένια. Οι Κουτσαβάκηδες βάδιζαν λικνιστά, με το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο προς τα δεξιά και κουνώντας τα χέρια τους. Είχαν σχεδόν πάντα, ύφος βλοσυρό. Κάθε τόσο όμως αναστέναζαν, θέλοντας να δείξουν ότι έκρυβαν στην καρδιά τους κάποιο βαρύ «ντέρτι», δηλαδή στενοχώρια. Όταν κάθονταν στα καφενεία, έβγαζαν το ένα παπούτσι (πράγμα εύκολο, γιατί τα στιβάλια ήταν με λάστιχο) και τοποθετούσαν έπειτα το γυμνό πόδι ορθογώνια στο ύψος του γόνατος του άλλου ποδιού. Συνήθως όμως κάρφωναν και την κάμα τους πάνω στο ξύλινο τραπέζι, επίδειξη και σύμβολο εφεδρικού δυναμισμού για άμεση δράση. Αλλοίμονο στον περαστικό διαβάτη που θα τους κοίταζε (κατά την κρίση τους) χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό. Συχνά άπλωναν μπροστά στην καρέκλα τους και πάνω στο έδαφος, την άκρη του μακριού ζωναριού τους. Κι ορμούσαν με φονικές διαθέσεις εναντίον εκείνου που θα τολμούσε να το πατήσει. Απ’ αυτή τη συνήθεια γεννήθηκε και η φράση «Απλώνει το ζωνάρι του για καβγά».

Page 25: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Οι κουτσαβάκηδες εμφανιστήκαν γύρω στο 1870 και έδρασαν περίπου μέχρι το 1892 όποτε ο τότε διευθυντής της αστυνομίας Μπαϊρακτάρης τους κυνήγησε αλύπητα Tους έκοβε το μανίκι, που δεν φορούσαν ποτέ για να χειρίζονται με ευκολία το μαχαίρι, ψαλίδιζε τις μύτες των παπουτσιών αλλά και το μισό μουστάκι. Aυτό ανάγκαζε τους μάγκες κουτσαβάκηδες να εξαφανιστούν από την πιάτσα για μεγάλο διάστημα έως ότου μεγαλώσει το μουστάκι.

Παράλληλα με τους κουτσαβάκηδες εμφανίζονται οι Μόρτες. Πολλοί συγχέουν το «μόρτης» με το «μάγκας». Το όνομα «μόρτυς», όμως, βγαίνει από την Ιταλική λέξη «μόρτο» που σημαίνει θάνατος. Αναφέρεται σε διάφορα περιθωριακά στοιχεία που σχημάτιζαν διάφορες ομάδες, τις ονομαζόμενες «μορταρίες» και ανελάμβαναν να θάβουν τους πεθαμένους. Κι από τότε η λέξη σήμαινε κακοποιό και αλήτη, ενώ στην εποχή μας ακούγεται συχνά, χωρίς να σοκάρει, και σημαίνει έξυπνος, πονηρός!.

Οι μάγκες ήταν κοινωνικός χαρακτήρας της προπολεμικής περιόδου που χαρακτηρίζονταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση και από την ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά.

Πέτρος Κυριακός - Το λεξικό του μάγκα (1932)

- Κεσάτια μωρέ βλάμη κι άμα δεν έχει δουλειά, δεν έχει αλισβερίσι-Τι θα πει αλισβερίσι-Καλαμπαλίκι μωρ αδερφέ-Μας φώτισες-Ε άμα δεν αντίζεσαι τα σέα και τα μέα, γίνου λαγός και πούλευε-Μα τι γλώσσα είναι αυτή-Αυτή αδερφέ μου είναι το ησπεράλντο, το λεξικό του μάγκαΚι από ενθάδε κι εμπρός όλη η Ελλάδα θα ξηγιέται μ αυτό το βιολίΚαι τώρα δώσε βάση για να φωτιστείς, να μη μείνεις στραβός:

Τις κυράδες λέω γοργόνες, και τους φίλους νταβατζήδεςΤα κορίτσα λέω τρυγόνες, τα μαστούρια τσαμπουκαλήδες

Το μηδέν το λέω τρίχες και το δάνειο λέω τράκαΤο εννόησες, λέω, μπήκες και τους τικιτάνγκ Mαρίκες

Ξέρω κι άλλα, αλλά στρι και κόβω ρόδα και σας κάνω τη κορόιδα

Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου

Page 26: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Το παρλάν λέω oμιλώντα, το παλτό ΕπαμεινώνταΛέω τον πλούτο μπερεκέτι και την πιάτσα λέω κουρμπέτι

Το απών το λέω ερήμη, τ ακακαΐδι καρντερίμιΞέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη και πουλεύω σαν σπουργίτι

Τον καπνό τον λέω ντουμάνι, τον γιατρό τον λέω αλμπάνηΤην κουβέντα λέω λίμα, τη στενή την λέω τμήμαΤο σιλάνς το λέω μόκο, τα ψιλά τα λέω μπαγιόκο

Τον καθρέφτη μπανιστήρι, το συνωστισμό κολλητήριΞέρω κι άλλα από τέτοια φίνα, μάτσα και σας κάνω την μπεκάτσα

Τα μεράκια λέω νταλκάδες, τους κουτούς τους λέω χαλβάδεςΤο θυμό τσαμπουκαλίκι, την αναποδιά μανίκιΤη γιορτή καλαμπαλίκι, το κουράγιο ζοριλίκι

Το μαχαίρι λέω λάσο και το τρώω μπουζουριάζωΤώρα πάω μονάχα σκάβω κερκινάδες κι απολάω σαπουνάδες

Τώρα πάω μονάχα σκάβω πατινάδα κι απολάω σαπουνάδα

Το ψωμί το λέω μπανιόκα και τη φτώχια λέω μουρμούραΤην αλλήθωρη σορόκα και τη μπάζα λωβητούρα

Τους αθλητάς λέω μπεμπέδες, τους προσκόπους πιτσιρίκιαΤους δαντήδες κουραμπιέδες και τα γλέντια μερακλίκια

Τώρα στρίβω και τραβάω στη γειτονιά μου, να μην έβρω τον μπελά μου

Η λέξη «μάγκας» έχει την προέλευση της στα ηρωικά ελληνικά χρόνια. Κατά την εποχή του απελευθερωτικού μας Αγώνα οι στρατολογούμενοι από τους οπλαρχηγούς, διαιρούντο σε δυο ενωματίες. Κάθε ενωματία ονομαζόταν «Μάγκα» και ο αρχηγός της «Μάγκατζης». Ήταν τιμή και δόξα, λοιπόν, να είσαι Μάγκας ή να ανήκεις στους Μάγκες. Ξαφνικά, όμως, συνέβησαν τα γεγονότα που έδωσαν κακή σημασία στη λέξη: Στις 7 Δεκεμβρίου 1831, οι πληρεξούσιοι της «εν Αργει Εθνικής Συνελεύσεως», ήρθαν στα χέρια και χωρίστηκαν σε δυο κόμματα. Ο Ιωάννης Κωλέτης, τότε, ακολουθούμενος από πολλούς πληρεξουσίους και οπλαρχηγούς Στερεοελλαδίτες, άρχισε να στρατολογεί οπλοφόρους για να πάει στο Ναύπλιο να καθαιρέσει τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. που, μετά τη δολοφονία του αδελφού του, είχε αναγνωρισθεί από το αντίθετο κόμμα, Κυβερνήτης της Ελλάδος.Ο Κωλέτης στρατολογούσε κάθε άτακτο στοιχείο κι 'έτσι δημιούργησε ένα μπουλούκι από κακοποιούς, που έκαναν τόσες αταξίες και κλεψιές, ώστε οι άλλοι Μάγκες των διαφόρων οπλαρχηγών ονόμασαν - κατ' ευφημισμό - τους Μάγκες του Κωλέτη «Μοσχομάγκες», αντί Βρωμομάγκες.

Page 27: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Μαγκάκια, στον Πειραιά, το 1933 Σχέδιο του Τάκη Σιδέρη για την αρχική και παράνομη έκδοση των "Ρεμπέτικων τραγουδιών". Σύμφωνα με υποδείξεις του Ηλία Πετρόπουλου, παρουσιάζεται ένας μάγκας που παίζει κομπολόι

Το 1914 ένα πολυτάλαντος καλλιτέχνης από τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη, ο Θάνος Ζάχος (ψευδώνυμο του ηθοποιού Ζαχαρία Νοταράκη), εισάγει για πρώτη φορά, στην επιθεώρηση «Σκούπα», τον τύπο του μάγκα, εισπράττοντας μεγάλη αποδοχή και επιτυχία.

Σε κατάσταση «πανικού» μπροστά στη νέα προοπτική της επικράτησης και της αποδοχής των «σκοτεινών» αυτών τύπων, του ρεμπέτη ή του μάγκα, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου δημοσιεύει το 1917 στην εφημερίδα «Εμπρός» διακήρυξη κατά του αμανέ, προτείνοντας, μεταξύ άλλων διώξεων, ακόμη και τη φορολόγηση του κύριου μουσικού οργάνου, που ήταν το σαντούρι.

Η οριστική ανατροπή επισφραγίζεται το 1921 με το ανέβασμα της οπερέτας των Νίκου Χατζηαποστόλου και Ιωάννη Πρινέα «Οι Απάχηδες των Αθηνών». Εκεί η επιτυχία του παλαίμαχου Θάνου Ζάχου και του νεότερου Πέτρου Κυριακού στους αυτοσατιριζόμενους ρόλους του Καρούμπα και του Καρκαλέτσου, τύπων του ρεμπέτικου, παρέτεινε για δύο χρόνια τις παραστάσεις, πράγμα αδιανόητο για την εποχή.

Στο Θέατρο Σκιών, δημοφιλέστερο λαϊκό θέαμα της εποχής, ο διάσημος καραγκιοζοπαίκτης Γιάννης Μώρος εισάγει, το 1905 στον Πειραιά, τη φιγούρα του Σταύρακα, αποτυπώνοντας τους κουτσαβάκηδες, τους μάγκες ή τους μόρτες. Ο Σταυράκος εμφανίζεται ποτέ ως μάγκας και ποτέ ως ψευτοωραίας ανάλογα με το αν ο καλλιτέχνης θέλει να σατιρίσει την συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπου. Με το γιλέκο και το σακάκι να κρέμεται στον ένα ωμό, το κομπολόι, το καβουράκι και το μαχαίρι

Page 28: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

περασμένο στο ζωνάρι του, υπήρξε κάποτε μια ολοζώντανη μορφή που τριγύριζε στους τεκέδες και στα ρεμπέτικα στέκια. Είναι λεβέντης, ευθύς και δεν μασήσει τα λόγια του. Έχει τη δική του ιδιότυπη αντίληψη περί τιμής και ανδρείας. Έχει και αυτός μακρύ χέρι, κάτι που μας δείχνει πως ρέπει τον καβγά και τις αψιμαχίες. Πρόκειται επίσης για ένα φλογερό τύπο όχι με το ρομαντισμό και την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του Σιορ Διόνυσου άλλα με εκείνη του μάγκα, του περιθωριακού, αυτού που αντιστέκεται στον νόμο ή τον παίρνει στα χέρια του.

Page 29: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Αξιοσημείωτος είναι ο λόγος του Μάρκου βαμβακάρη για τους Μάγκες στο βιβλίο ‘Ρεμπέτες και Ρεμπέτικο Τραγούδι:

¨Ο κόσμος σου λέει, μάγκας είναι άνθρωπος να μην τόνε ζυγώνεις. Αλλά σας διαβεβαιώνω ότι ο μάγκας είναι ήσυχος, πολύ ήσυχος άνθρωπος. Δεν πειράζει κανέναν. Άμα είναι παλιάνθρωπος, είναι παλιάνθρωπος. Οι μάγκες είναι σοβαροί. Εγώ ήμουν μάγκας δεν πείραζα άνθρωπο. Για μας να ποινή ότι ο τάδε είναι δερβίσης, ήταν μεγάλο πρίμα. Εμείς εννοούμε καλό παιδί, έξυπνος ήσυχος. Όλες οι δουλείες είναι φρόνιμες είναι καλές, ότι κάνει Δερβισόπαιδο. Αυτή η κουβέντα είναι τουρκική και μάλλον θέλει να πει ότι είναι πάπας ή μάλλον μονάχος. Βλέπεις τι πράγματα είχαμε στο νου μας. Η κουτσαβάκης ή μάγκας ή δερβίσης, όλα είναι ένα. Με τη διάφορα ότι ανώτερος από όλους ήταν ο δερβίσης.

Στην εργασία συμμετείχαν οι μαθητές:

Γενιτσαρόπουλος Δημήτρης

Καγκαράς Αποστόλης

Καρατσίκης Ηρακλής

Τσάκνης Αργύρης

28

Page 30: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

3. Τα όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού- Χορευτική κίνηση στο ρεμπέτικο

Τα όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού Σε αυτό το κομμάτι της εργασίας μας θα σας παρουσιάσουμε τα βασικά όργανα που χρησιμοποιήθηκαν στο ρεμπέτικο. Τα βασικά όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού ήταν το μπουζούκι, η κιθάρα, ο τζουράς, ο μπαγλαμάς, το ακορντεόν και το βιολί. Επίσης στο ρεμπέτικο χρησιμοποιηθήκαν το κοντραμπάσο, το τουμπελέκι, το ντέφι και ως κρουστά τα κουτάλια και τα ζίλια. Στις παλαιότερες ηχογραφήσεις, πιο κοντά στη δημοτική ή στην ανατολική παράδοση, ακούγονται σαντουροβιόλια (σαντούρι και βιολί), κανονάκι και ούτι. Ορισμένες φορές ακούγεται κάτι σαν ήχος γυαλιού. Πρόκειται για τον ήχο που παράγεται από το χτύπημα ενός κομπολογιού σε ένα ποτήρι, γνωστό και ως ποτηροκομπολόγι. Στις παρέες και στις ταβέρνες συνήθιζαν να συνοδεύουν τους μουσικούς με αυτόν τον τρόπο, συνήθεια που πέρασε και σε κάποιες ηχογραφήσεις. Έχει γραφεί ότι στις ταβέρνες του Γυθείου μέχρι τη δεκαετία του 1980 προς ενίσχυση του ήχου ενός μπουζουκιού οι θαμώνες χρησιμοποιούσαν μεταλλικές ή γυάλινες κανάτες που έβαζαν μέσα μαχαιροπήρουνα, τις οποίες και ανακινούσαν ρυθμικά.Στην περιοχή της Σμύρνης κύρια όργανα ήταν το βιολί, το ούτι, το κανονάκι, το σαντούρι και η κιθάρα, ενώ στην περιοχή της Πόλης, γινόταν εναλλαγή του βιολιού με την πολίτικη λύρα. Στις Ελληνικές πόλεις, εμφανίζονται τα όργανα κλειστού χώρου (φυλακής, τεκέ, ταβέρνας), όπως ο ταμπουράς ή αργότερα το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς –με καταφανή την προέλευσή τους από ορισμένα είδη του δημοτικού τραγουδιού.

29

Page 31: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι εκείνη την εποχή είχαν τρεις μονές χορδές ενώ αργότερα έγιναν διπλές. Η κιθάρα ή το ακορντεόν χρησιμοποιούνταν μόνο για συνοδεία. Επίσης εμφανίζονται ο τζουράς (μικρότερο από το μπουζούκι) και το γόνατο (μικρότερο από το μπαγλαμά).

Το μπουζούκι: 

Το μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο. Παίζει την μελώδια στο ρεμπέτικο τραγούδι. Έπαιξε καταλυτικό ρολό στον σχηματισμό της πρώτης ρεμπέτικης κομπανίας η οποία αποτελούνταν από 2 μπουζούκια. Το μπουζούκι ήταν σε χρήση στον ελληνικό χώρο επί αιώνες. Είναι μια παραλλαγή της οικογένειας των ταμπουράδων («bouzouk»: τούρκικη λέξη που σημαίνει σπασμένος). Πιθανότατα όμως η ονομασία του προέρχεται από το «ντουζένι», τρόπο κουρδίσματος του τουρκικού «σαζ».Ανάλογα με τον τρόπο κατασκευής, το μέγεθος, το σχήμα, τον αριθμό χορδών κ.ά. διακρίνουμε το μπουζούκι, τον «τζουρά», τη «μπουζουκομάνα», το «γόνατο» (σκαφτό), το «μπαγλαμά».Το μήκος του μπουζουκιού είναι περίπου 90 εκ. έως ένα μέτρο και ηχεί σαν το λαγούτο.

Το μπουζούκι παίζεται με πένα. Είναι συνήθως τρίχορδο ή τετράχορδο. Το τρίχορδο έχει τρεις διπλές χορδές, ενώ το τετράχορδο έχει μονές ή διπλές τις δύο χαμηλότερες χορδές και διπλές τις δύο ψηλότερες. Ένας σημαντικός παίκτης μπουζουκιού ο ποίος ζούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής είναι ο Ιωάννης Χαλκιάς ή Jack Gregory.

Η ονομασία μπουζούκι, που στα τουρκικά σημαίνει το λάθος όργανο, το σκουπίδι όργανο, την παλιατζούρα, είχε ενσωματωθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο, τουλάχιστον απ’ τις αρχές του 19ο αιώνα. Είναι γνωστό ότι πολλοί στρατιώτες κατά την επανάσταση του 1821 κουβαλούσαν μαζί με τα άρματά τους παρόμοια μουσικά όργανα(ένα άθλιο βιολί ή ένα μαντολίνο). Από δε τον αγωνιστή του ’21 Κασομούλη μαθαίνουμε ότι: «εγώ λαλούσα το μπουζούκι, λεγόμενον, ο Χριστόδουλος τον ταμπουράν, με δύο τέλια, ο Σπύρος Μήλου το φλάουτον, άλλοι άλλα όργανα ευμετακόμιστα, καθώς ριμπάμπια, μπουλγάρια» Και αλλού λέει: «...Ο Γούλας έπαιζεν το σαρκί (δηλαδή ανέλαβε το τραγούδι) ο Τόλιος το ριμπάμπι (περίεργο αράπικο όργανο που παίζεται με δοξάρι, αν κι έχει στην άκρη στρογγυλό κουτί), ο Διαμαντής όλα (πλην έπαιζε το βιολί τότε) κι εγώ το μπουζούκι» ή αλλού «...ο Γιωργούλας Παλαιογιαννάκης λαλούσε πολύ γλυκά τον βαγλαμάν, ο Παπακώστας το βουζούκι κι άλλοι με λιουγκάρια και ικιτέλια ακολουθούντες αυτούς προκαλούσαν την μεγαλυτέραν ηδονήν εις τους Έλληνας). Από αυτά συνάγεται ότι ήδη το μπουζούκι ήταν ένα διαφορετικό όργανο απ’ τον -λεγόμενο- ταμπουρά και ότι η ονομασία μπουζούκι υπάρχει τουλάχιστον πριν από την επανάσταση του ’21. Το μπουζούκι δηλαδή υπήρχε περίπου απ’ το 1600 και ύστερα, στη

30

Page 32: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Μικρασία και τα Βαλκάνια -αν και δεν είχε πρωταγωνιστικό ρόλο- κι άρχισε να γίνεται δημοφιλές απ’ το 1800, κυρίως μεταξύ των Ελλήνων. Τέλος, με την προσθήκη της τέταρτης χορδής, το μπουζούκι χάνει την αυτοτέλεια του

σαν όργανο, χρειάζεται οπωσδήποτε να συνοδευτεί. Χάνει τα ντουζένια του, το ανοιχτό (ντουζενιάρικο) παίξιμο, τους παραδοσιακούς τρόπους κουρδίσματος και παιξίματος, αν και οι σολιστικές του δυνατότητες μεγαλώνουν.

Η κιθάρα:

Η κιθάρα είναι ένα όργανο που από τις αρχές της εμφάνισης τύπωναστικού λαϊκού τραγουδιού μέχρι και σήμερα, συμμετέχει ανελλιπώςστη δισκογραφία αλλά και στο λαϊκό πάλκο, ως σημαντικό μέλος τηςλαϊκής ορχήστρας και ίσως να είναι το όργανο με τις περισσότερεςεμφανίσεις στη δισκογραφία του αστικού λαϊκού τραγουδιού. Περίπου μέχρι το 1960, η συμμέτοχή της κιθάρας στις ηχογραφήσεις του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού αγγίζει το 100%.

Η κιθάρα αναλάμβανε κυρίως το ρυθμικό μέρος στο ρεμπέτικο τραγούδι. Πρωτοεμφανίζεται στο ρεμπέτικο στην Σμύρνη.

Ο μπαγλαμάς:

O μπαγλαμάς είναι μικρογραφία του μπουζουκιού. Ο μπαγλαμάς, έχει μήκος περίπου 40-60 εκ. και τρεις διπλές χορδές. Ο λόγος που ο μπαγλαμάς έχει μικρότερες διαστάσεις είναι ότι έτσι θα μπορούσαν οι παίχτες να τον κρύψουν εύκολα αφού απαγορευόταν επί τουρκοκρατίας και μετέπειτα επί δικτατορίας Μεταξά. Το ακορντεόν : 

Το ακορντεόν είναι πληκτροφόρο μουσικό όργανο, ο ήχος παράγεται με την δόνηση μεταλλικών ελασμάτων. Είναι ένα μουσικό όργανο που, μπορεί να εκτελέσει ολοκληρωμένα ένα μουσικό κομμάτι (Συγχορδίες –ρυθμό-μελωδία).Το ακορντεόν στην Ελλάδα πολλοί το θεωρούν κάπως «παρεξηγημένο», καθώς

31

Page 33: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

έχει συνδυαστεί με τυφλούς, επαίτες κλπ..

Αυτό βέβαια είναι μεγάλο λάθος, αφού το «μεγαλείο» του ακορντεόν και η «μαγεία» του είναι η χαρακτηριστική χροιά των ήχων. Χρωματίζεται συνάμα με την φυσική αυξομείωση της έντασης που κάνει και την διαφορά (τουλάχιστον στα «πρίμα») από τον ηλεκτρονικό αντίστοιχο ήχο των αρμονίων – συνθεσάιζερ

Ένα από τα τραγούδια που παιχτήκαν μόνο με ακορντεόν είναι: ‘’Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά’’

  Πρόδρομος του ακορντεόν, με κουμπιά αντί για πλήκτρα θεωρείται η αρμόνικα.

Το βιολί:

 Το βιoλί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει 4 χορδές διαφορετικού τονικού ύψους (σολ, ρε, λα, μι), που χορδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 44 χρωματικούς φθόγγους. Το βιολί στηρίζεται στον ώμο ενώ με το ένα χέρι ο μουσικός απλώς πιέζει τις χορδές με το να το κρατά καθόλου ενώ με το άλλο κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές. 

 

Το κοντραμπάσο:

Το κοντραμπάσο είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει μήκος περίπου 1,80 μέτρα και έχει τέσσερις χορδές (μι, λα, ρε, σολ). Είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος και με τον πιο βαθύ ήχο από τα μέλη της οικογένειας του βιολιού. Παίζεται με το κάτω μέρος να στηρίζεται στο έδαφος με τη βοήθεια μεταλλικής ράβδου.

32

Page 34: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Τα κουτάλια:

Τα κουτάλια συνήθως φτιάχνονται από σκληρό ξύλο. Ο εκτελεστής είναι συνήθως ο ίδιος ο χορευτής, κρατάει στο κάθε χέρι δυο κουτάλια με το κοίλο μέρος προς τα έξω, έτσι ώστε να χτυπάει το ένα με το άλλο, όταν ανοιγοκλείνουν τα δάχτυλα.

Τα ζίλια: Τα ζίλια είναι μεταλλικά κύμβαλα, σιδερένια ή μπρούντζινα, με τρύπα στη μέση. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν. Έτσι συναντάμε ζίλια με διάμετρο 6-8 εκ. περίπου, σπανιότερα και παραπάνω, τα οποία κρατά ο εκτελεστής, από ένα στο κάθε χέρι.

Το τουμπελέκι:

33

Page 35: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Το τουμπελέκι αποτελείται από έναν πήλινο σκελετό σε σχήμα στάμνας χωρίς λαβή, ανοιχτή στο στόμιο και σκεπασμένη στον πάτο με τεντωμένο δέρμα το οποίο κολλούν ή δένουν στο ηχείο. Το τουμπελέκι συναντιέται σε διάφορα μεγέθη. Η καταγωγή του είναι μικρασιατική, όμως χρησιμοποιείται από παλιά στη Μακεδονία, τη Θράκη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου

Το ντέφι:

Το ντέφι είναι ένας ξύλινος κύλινδρος. Η μία βάση του κυλίνδρου είναι σκεπασμένη με δέρμα. Πολλά ντέφια έχουν γύρω-γύρω στον κυλινδρικό σκελετό, σε ίση απόσταση, ζίλια, μικρά δηλαδή μπρούντζινα διπλά κύμβαλα. Το μέγεθός του ποικίλλει από 20-50 εκ. ή και περισσότερο.

 

Τα ποτηράκια:

Τα ποτηράκια ήταν απλά αυτοσχέδια από ποτηράκια κρασιού συνήθως. Ο παίκτης ή εκτελεστής κρατούσε δύο σε κάθε χέρι με αποτέλεσμα μόλις ανοιγόκλεινε τα δάχτυλα του τα ποτηράκια έβγαζαν ρυθμικά έναν ήχο ο οποίος συνόδευε το τραγούδι το οποίο παιζόταν. INCLUDEPICTURE "http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-C114/169/1173,4307/

images/img4_35.jpg" \* MERGEFORMATINET

Το κομπολόι:

Το κομπολόι είναι κρεμασμένο από κουμπί γιλέκου ή του πουκαμίσου. Το ένα το χέρι το κρατάει τεντωμένο ενώ το άλλο τρίβει ρυθμικά τις χάντρες με το στόμιο ενός μικρού ποτηριού.Το κομπολόι συνόδευε παλιότερα το τραγούδι, ή ακόμη και όργανα όπως τον ταμπουρά, τον μπαγλαμά κ.ά., με ρυθμικούς σχηματισμούς

34

Page 36: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Χορευτική κίνηση στο ρεμπέτικο

Τα στοιχεία που υπάρχουν για τη Χορευτική κίνηση στο ρεμπέτικο προκύπτουν από την υπάρχουσα δισκογραφία.

Στην περίοδο 1900-1930, της «Σμυρναίικης Σχολής», υπάρχει ένα σχετικό «ισομοίρασμα» των χορών και αντίστοιχων ρυθμών των κομματιών της δισκογραφίας ανάμεσα σε όλους τους τότε δημοφιλείς στους Μικρασιατικούς πληθυσμούς αλλά και στην Κων/πολη χορούς, δηλαδή ζεϊμπέκικα διαφόρων ρυθμικών μορφών, χασάπικα, τσιφτετέλια, καρσιλαμάδες, συρτά και άλλα καθώς και τους εκτός ρυθμού αλλά δημοφιλέστατους αμανέδες.

Στην περίοδο 1930-1950 κυριαρχούν τα ζεϊμπέκικα και τα χασάπικα. Χαρακτηριστικά αν δούμε τη συνολική δισκογραφία του Βαμβακάρη στις 78 στροφές, βρίσκουμε περίπου 80 ζεϊμπέκικα και 88 χασάπικα σε σύνολο 174 κομματιών.

Ζεϊμπέκικο

Η λέξη Ζεϊμπέκης συναντάται για πρώτη φορά τον 13ο αιώνα. Αναφέρεται σε Έλληνες Μακεδόνες της Θράκης που μετανάστευσαν στη Μικρασιατική Φρυγία. Η δράση τους απλώνεται από τα Δαρδανέλια ως την αρχαία Δωρίδα με εντονότερη παρουσία στην ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Οι Ζεϊμπέκηδες παρουσίαζαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κοινωνικής συμπεριφοράς, εθιμοτυπίας, ενδυμασίας, παραδόσεων, χορών και τελετουργικών. Το ντύσιμό τους ήταν ιδιαίτερα προσεγμένο, πεντακάθαροι, με λευκό δέρμα,(οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν, οι Έλληνες με το ασημένιο σώμα). Θεμελιώδεις αξίες τους, ηθική, τιμιότητα, γενναιότητα, καπατσοσύνη, αλτρουϊσμός, μπεσαλίκι, φιλανθρωπία. Με τη λέξη Ζεϊμπέκης ακόμα και σήμερα οι Τούρκοι εννοούν το λεβέντη, το παλικάρι. Η λέξη έχει ελληνοφρυγική καταγωγή. Ζεϋ-Μπέκος=Ζεϋ εκ του Ζευς(συμβολίζει το πνεύμα), Βέκος ή Μπέκος κατά τον Ηρόδοτο ο άρτος και συμβολίζει το σώμα. Ο Τουρκικός χορός "Ζεϊμπέκ" (zeybek ή zeybeği) δεν έχει καμία σχέση με το Ελληνικό Ζεϊμπέκικο.

Το Ελληνικό ζεϊμπέκικο προήλθε από το Ρεμπέτικο τραγούδι (1870-1922 στην Μ. Ασία). από μουσικές προσμείξεις Ελληνικής παραδοσιακής και βυζαντινής μουσικής και συνεχίσθηκε στην Ελλάδα, πριν (καφέ αμάν) και μετά, την Μικρασιατική καταστροφή Ο Ζεϊμπέκικος ήταν καθαρά

ανδρικός χορός, αργός και βαρύς που περιελάβανε πολύ συχνά επίδειξη οπλομαχητικής.Με την πάροδο του χρόνου ο ζεϊμπέκικος χορός διαφοροποιήθηκε διατηρώντας όμως τα βασικά

του χαρακτηριστικά και πάνω απ’ όλα διατηρήθηκε ο μοναδικός και τόσο χαρακτηριστικός ρυθμός τα 9/8 που αναλύονται σε 2/8+2/8+2/8+3/8. 

INCLUDEPICTURE "http://t2.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcT8CLLyH_ShKfjzlbPofj9ek6XCNn73_n0_YqQl2ypRiOHz6Bod" \*

MERGEFORMATINET INCLUDEPICTURE "http://t2.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcT8CLLyH_ShKfjzlbPofj9ek6XCNn73_n0_YqQl2ypRiOHz6Bod" \*

MERGEFORMATINET INCLUDEPICTURE "http://t2.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcT8CLLyH_ShKfjzlbPofj9ek6XCNn73_n0_YqQl2ypRiOHz6Bod" \*

MERGEFORMATINET INCLUDEPICTURE "http://t2.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcT8CLLyH_ShKfjzlbPofj9ek6XCNn73_n0_YqQl2ypRiOHz6Bod" \*

MERGEFORMATINET INCLUDEPICTURE "http://t2.gstatic.com/images?

35

Page 37: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

q=tbn:ANd9GcT8CLLyH_ShKfjzlbPofj9ek6XCNn73_n0_YqQl2ypRiOHz6Bod" \*

MERGEFORMATINET • Για τον ζεϊμπέκικο αρκούν τέσσερα τετραγωνικά μέτρα δάπεδο, στερεό και επίπεδο. • Ο ζεϊμπέκικος χορός δεν έχει βήματα. Μόνο φιγούρες• Είναι χορός μοναχικός και χορεύεται μόνο από άνδρες • Ο κάθε ρεμπέτης είχε τις δικές του φιγούρες με τις οποίες εκφραζόταν • Ο κάθε ρεμπέτης χόρευε μόνο ένα συγκεκριμένο τραγούδι και μόνο μια φορά .

Ο καθένας λοιπόν χορεύει τον εντελώς δικό του, ιδιαίτερο, ειδικό, ατομικό ζεϊμπέκικο. Υπάρχουν πεταχτοί ζεϊμπέκικοι κατάλληλοι για νέους. Ένας ζεϊμπέκικος αρκετά γρήγορος χορεύεται περιτρέχοντας, σχεδόν βαδίζοντας τον χώρο του χορού. Οι καθαυτού μάγκες προτιμούν τον γιουρούκικο (βαρύς ζεϊμπέκικος) που τον χορεύουν σέρτικα σχεδόν ακίνητοι. Δεν είναι ο ρυθμός που κάνει να ξεχωρίζουν τα διάφορα είδη ζεϊμπέκικου, αλλά το ύφος. Ο ζεϊμπέκικος χορεύεται σύμφωνα με το σωματικό βάρος και την ηλικία του χορευτή.

INCLUDEPICTURE "http://www.kozanilife.gr/media/k2/items/cache/4bfdeb000f098809492fc571c49169db_XL.jpg"

\* MERGEFORMATINET INCLUDEPICTURE

36

Page 38: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

"http://www.kozanilife.gr/media/k2/items/cache/4bfdeb000f098809492fc571c49169db_XL.jpg"

\* MERGEFORMATINET Ο ζεϊμπέκικος χορεύεται ίσα κι ίσα με χέρια και πόδια, με τα χέρια σε στάση δεήσεως ή ικεσίας. Με ευκολία εναλλάσσονται οι φιγούρες, ο χορευτής σκύβει, ο χορευτής περιστρέφεται στο ένα πόδι, ο χορευτής δήθεν πέφτει, ο χορευτής σηκώνεται, ο χορευτής χάνει το ρυθμό και τον ξαναβρίσκει, ο χορευτής τινάζεται, ο χορευτής χτυπάει με την παλάμη του τις φτέρνες του, ο χορευτής κάνει τον μεθυσμένο. Αποκλείεται ένας μάγκας να χορέψει χωρίς μεράκι ή νηστικός από πιοτό, κι όταν ενώ χορεύει του πέσουν από τις τσέπες πράγματα αποκλείεται να σκύψει για να τα μαζέψει.

«Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτός και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο. Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία».

Από τη διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο τραγούδι που δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης. 

Χασάπικο

Αν ο ζεϊμπέκικος ήταν «σμυρναίικος» χορός, ο χασάπικος ήταν ο «πολίτικος». Ο χορός αυτός ήταν γνωστός από παλαιότερα χρόνια σε αρκετά μέρη του ελληνόφωνου χώρου: Ανατολική και κεντρική Μακεδονία, Θράκη, Μικρασία, νησιά ανατ. Αιγαίου, Δωδεκάνησα και αλλού. Κατ’ εξοχήν επιχωρίαζε όμως στην Κωνσταντινούπολη και την περιοχή της. Οι πρώτες αναφορές αν

37

Page 39: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

και η λέξη «χασάπικος» δεν αναφέρεται πουθενά είναι σε επιστολές της Μαντάμ Σενιέ, γραμμένες στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. (Η Mme Chenier, Ελισάβετ Σάντη Λουμάκη ήταν Κύπρια λόγια - διανοούμενη Ελληνίδα που παντρεύτηκε τον Γάλλο Louis Chenier στην Κων/πολη και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι). Μεταξύ άλλων χορών, η Σενιέ περιγράφει και τον «Αρναούτικο», χορό που χορευόταν στην Κων/πολη τις ημέρες του Πάσχα. Τον εχόρευαν οι «κασσάπ ογλάν», δηλαδή οι χασάπηδες της Πόλης, οι Μακελλάρηδες του Βυζαντίου, των οποίων την καταγωγή προσδιορίζει ως «Έλληνες Μακεδόνες». Δεν περιγράφονται λεπτομερώς τα βήματα και η περιγραφή αναλίσκεται σε παράθεση τελετουργικών κινήσεων στην προσπάθεια σύνδεσης του χορού με την αρχαιότητα, με το στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την αναπαράσταση νικηφόρων μαχών κλπ. Αναφέρει όμως ότι οι χορευτές «στέκονται σε σειρά ο ένας δίπλα στον άλλον και κράτιονται από τα ζωνάρια για να είναι ακόμα πιο σφιχτά δεμένοι. Κάνουν το ίδιο βήμα και φαίνονται σαν να είναι όλοι ένα σώμα». Υπάρχουν δύο πρωτοχορευτές και μία ολιγομελής σειρά μετά από αυτούς, οπλισμένοι με μαχαίρια, ραβδιά και μαστίγια. Η (πολυπληθέστερη) σειρά που έπεται, δεν κρατάει «όπλα». Αν και τα στοιχεία που μας παραθέτει η Μαντάμ Σενιέ είναι ανεπαρκή, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι μάλλον ο χορός που περιγράφεται είναι ο χασάπικος που ξέρουμε ή κάποιος κατευθείαν πρόγονός του και από την Κων/πολη διαδόθηκε στη γειτονική Μακεδονία (ή και αντίστροφα!) καθώς και σε μία σειρά περιοχών όπου υπήρχε στενότερη επαφή με την αυτοκρατορική πρωτεύουσα.

Η ρεμπέτικη μουσική σε ένα μεγάλο ποσοστό αποτελείται από συνθέσεις γρήγορου και αργού χασάπικου, με πιο γνωστή την Φραγκοσυριανή του Μ. Βαμβακάρη. Το Ρεμπέτικο τραγούδι για πολλά χρόνια έκανε το χασάπικο πολύ δημοφιλές σαν άκουσμα, όπως και το Ζεϊμπέκικο. Ήταν αρχικά ανδρικός χορός

Σήμερα ο χασάπικος χορεύεται με τα χέρια πιασμένα από τους ώμους, από δυο-τρία άτομα και τέσσερα άτομα, άντρες και γυναίκες, με βήματα και φιγούρες που απαιτούν συγχρονισμό, πειθαρχία και ακρίβεια, αντίθετα με τον αυτοσχεδιασμού του ζεϊμπέκικου. Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 και ο τρόπος που χορεύεται συνήθως, έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Ενώ ήταν καθαρά παραδοσιακός χορός, με την μεγάλη διάδοση του μπουζουκιού και του μπαγλαμά, άρχισε να χορεύεται και στις πόλεις.Ο βασικός λόγος που δεν χορεύεται τόσο συχνά είναι ο τρόπος που χορεύεται. Χωρίς να είναι δύσκολος, απαιτεί όσοι τον χορεύουν στην ίδια γραμμή, να κάνουν κάθε στιγμή την ίδια κίνηση και στον ίδιο ρυθμό. Ο ρυθμός του δεν είναι σταθερός: κάθε φιγούρα έχει δικό της ρυθμό. Η γραμμή του χασάπικου δεν κινείται κυκλικά, αλλά μπρος, πίσω, δεξιά και αριστερά με μέτωπο προς τους θεατές. Αυτό τον κάνει ιδιαίτερα θεαματικό, αλλά και δύσκολο.

38

Page 40: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Τσιφτετέλι

Το τσιφτετέλι είναι αντικρυστός αυτοσχεδιαζόμενος χορός στα 2/4, διαδεδομένος τόσο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, όσο και στην Ανατολή. Οι μελετητές αναφέρουν ως πιθανότερο τόπο προέλευσής του την αρχαία Ελλάδα, καθώς υποστηρίζουν πώς πρόκειται για τον αρχαιοελληνικό χορό του Αριστοφάνη, κόρδακα. Άλλοι προσπαθούν να τεκμηριώσουν την καταγωγή του στην Κεντρική Ασία. H ετυμολογία του πιθανότατα προέρχεται από τό ότι παιζόταν κάποτε σε διπλή (τσιφτέ) χορδή (τέλι). Δηλαδή, οι παλιοί Έλληνες Μικρασιάτες και γενικά Ανατολίτες μουσικοί, τοποθετούσαν τις 2 ψηλότερες χορδές του βιολιού κοντά-κοντά και τις χόρδιζαν στην ίδια νότα με διαφορά οκτάβας (συνήθως ρε΄-ρε΄΄) ώστε η μελωδία να παίζεται με οκτάβες και να ηχεί ενισχυμένη («Tsifte-Teli»). Η Βυζαντινή μουσική στην κλίμακα του χορού, είναι φανερή.

INCLUDEPICTURE "https://encrypted-tbn3.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcRryF8Bak8p987_SpuMnr6B614F0rGwF3dof_WzXHEnD434JLPP" \

* MERGEFORMATINET INCLUDEPICTURE "https://encrypted-tbn3.gstatic.com/images?

q=tbn:ANd9GcRryF8Bak8p987_SpuMnr6B614F0rGwF3dof_WzXHEnD434JLPP" \* MERGEFORMATINET INCLUDEPICTURE "https://encrypted-

tbn3.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcRryF8Bak8p987_SpuMnr6B614F0rGwF3dof_WzXHEnD434JLPP" \

* MERGEFORMATINET INCLUDEPICTURE "https://encrypted-tbn3.gstatic.com/images?

q=tbn:ANd9GcRryF8Bak8p987_SpuMnr6B614F0rGwF3dof_WzXHEnD434JLPP" \

* MERGEFORMATINET Το τσιφτετέλι διαδόθηκε στην Ελλάδα μετά το 1923. Ήταν χορός των προσφύγων από τη Σμύρνη και οι ρεμπέτες της Αθήνας τον θεωρούσαν θηλυπρεπή. Το ρεμπέτικο τσιφτετέλι, είχε συχνά λυπητερούς στίχους που αντικατόπτριζαν τα πολλά προβλήματα των προσφύγων

38

Page 41: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Το τσιφτετέλι είναι ένας λάγνος χορός, που κινείται ελάχιστα σε βηματισμούς, έτσι το βλέμμα των θεατών επικεντρώνεται στο λίκνισμα των γοφών, στο κούνημα του στήθους, στις κινήσεις των χεριών και της κοιλιάς, στο σπάσιμο της μέσης και γενικά σε όλες οι κινήσεις του σώματος που φανερώνουν αισθησιασμό και αποκαλύπτουν την γυναικεία θηλυκότητα. Στους ρεμπέτικους χορούς, μόνο στο «τσιφτετέλι» χαμογελούν περισσότερο. Όταν χορεύεται από γυναίκα "σόλο", αυτό γίνεται πάνω σε τραπέζι γεμάτο πιάτα (για να μην μπορεί να κάνει βηματισμούς, αλλά μόνο να σείει το στήθος, τη μέση και τους γλουτούς...) ενώ η παρέα συνοδεύει με ρυθμικά παλαμάκια.

Χασαποσέρβικο 

Το χασαποσέρβικο αποτελεί μετασχηματισμένο και διευρυμένο χορευτικό μοτίβο του χασάπικου, που επηρεάστηκε από τις μουσικές επιδράσεις, άλλων λαών της βαλκανικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Οι λαοί αυτοί ταξίδευαν στα μεγάλα αστικά κέντρα και στα λιμάνια της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης για λόγους εμπορικούς ή επαγγελματικούς. Περιπλανώμενοι μουσικοί, πολλοί εξ αυτών ήταν τσιγγάνοι που έπαιζαν στα καφέ-αμάν, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στις αλληλεπιδράσεις της μουσικής, αλλά και του χορού των λαών της περιοχής. Ο τύπος αυτού του γρήγορου χασάπικου μοιάζει δομικά με τον χασάπικο, αποδίδεται με μέτρο 2/4 και πολύ γρήγορη ρυθμική αγωγή 140- 160 χτύπων ανά μέτρο μουσικής.Το βασικό μοτίβο του κατά διαστήματα παρουσιάζεται παραλλαγμένο, αλλά ταυτόχρονα συντονισμένο με μοτίβα που μοιάζουν σε αυτά των χορών των Σέρβων, των Ρουμάνων και των Σλάβων της Ανατολικής Ευρώπης. Ο χασαποσέρβικος είναι χορός σλαβικής προέλευσης. 

Απτάλικος

Μοναχικός (ή αντικρυστός) χορός (είδος ζεϊμπέκικου ή καρσιλαμά). Είναι στα 9/8 και η ονομασία του προέρχεται από την τουρκική λέξη aptal (που σημαίνει: "ζαλισμένος", "αργοκίνητος", "παραπαίων"). Οι κινήσεις του κάθε μεμονωμένου χορευτή είναι ιδιότυπες. Ο Απτάλικος έχει Αραβοπερσική καταγωγή. Είναι πολεμικός χορός και χορεύεται από ένα ή δύο άτομα. Μόνος χορεύει συνήθως μόνο ο άντρας. Όταν χορεύουν άτομα του ίδιου φύλου έχουν μεταξύ τους μικρές αποστάσεις, ενώ άτομα του αντίθετου φύλου έχουν μεγάλες αποστάσεις. Οι κινήσεις γίνονται σε νοερό κύκλο και όταν

39

Page 42: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

χορεύει ο χορευτής, τότε ο συγχορευτής είναι φανταστικός και είναι το κέντρο του νοερού κύκλου. Έχει αργό και γρήγορο μέρος. Το αργό χορεύεται με αργές κινήσεις και βαριά πατήματα. Οι χορευτές έχουν ιδιαίτερη κάμψη του σώματος προς τα εμπρός, κύρτωμα των ώμων προς τα εμπρός, με τα χέρια στο ύψος των ώμων, λυγισμένα στους αγκώνες. Το κεφάλι ακολουθεί το σκύψιμο του σώματος προς τα εμπρός, έτσι ώστε τα μάτια βλέπουν περίπου ένα μέτρο από τα δάχτυλα των ποδιών (αυτό δεν είναι απόλυτο γιατί μπορεί ο χορευτής να έχει ψηλά το σώμα και το κεφάλι κατά τη διάρκεια του χορού). Δεν υπάρχει καμιά απολύτως τυποποίηση στα βήματα του χορού. Ο κάθε χορευτής έχει τις δικές του κινήσεις, τα δικά του βήματα, τις δικές του φιγούρες και χορεύει με όποιο τρόπο θέλει αυτός, αρκεί να μπορεί να εξωτερικεύει τα ψυχικά του συναισθήματα και να εκφράζεται με τις κινήσεις που κάνει.

Στην εργασία συμμετείχαν οι μαθητές:

Γεωργίου ΟδυσσέαςΖαχαρόπουλος Αντώνης

Μαργιώτης ΚώσταςΧόντος Γιάννης

4. Το ρεμπέτικο πριν το 1922

Ορισμένες πηγές και μαρτυρίεςΥπάρχουν ντοκουμέντα που επιβεβαιώνουν ότι το ρεμπέτικο προϋπάρχει της Μικρασιατικής καταστροφής. Οι πιο αυθεντικές πηγές και ντοκουμέντα ταυτόχρονα είναι τα ηχητικά, οι δίσκοι γραμμοφώνου. Τέτοια ηχητικά ντοκουμέντα που αποδεικνύουν την ύπαρξη και δημιουργία ρεμπέτικου τραγουδιού εμφανίζονται πριν το 1922 στη Σμύρνη και την «Πόλη», αλλά και στην Αμερική (ΗΠΑ). Η διατήρηση δίσκων γραμμοφώνου με περιεχόμενο λαϊκά τραγούδια γραμμοφωνημένα στη Σμύρνη και την Πόλη από το 1905 αποδεικνύουν ότι η μουσικοστιχουργική σύνθεση των τραγουδιών προηγείται, ότι είναι τουλάχιστον αυτής της χρονολογικής περιόδου. Αντίστοιχα υπάρχουν δίσκοι γραμμοφωνημένοι στις ΗΠΑ την ίδια εποχή (μάλιστα, ο Διονύσης Μανιάτης, στο βιβλίου του «Η εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου», αναφέρει και μία ηχογράφηση στην αμερικανική δισκογραφική εταιρία Berliner, τη «Σμυρναίικη σερενάτα», την οποία χαρακτηρίζει ως ελαφρό ρεμπέτικο).

Σχετικά με αυτό το «Κέντρο μελέτης και έρευνας του ρεμπέτικου τραγουδιού», στον πρώτο από τους τρεις δίσκους που εκδόθηκαν το 1977, κάνοντας μια προσπάθεια να δώσει συνοπτικά στοιχεία έρευνας σ' αυτό το ζήτημα, αναφέρει:

«Οι έρευνες πάνω στη δισκογραφία των ρεμπέτικων τραγουδιών ως λίγα χρόνια πριν, φτάνανε κοντά στα 1930. Και αυτό οφείλεται στο γεγονός, πως κάπου τότε δημιουργείται για πρώτη φορά εργοστάσιο δίσκων στην Ελλάδα. Λίγο πιο παλιά, από το 1924 περίπου, γράφονται δίσκοι σε κερί και η αναπαραγωγή τους γίνεται στην Ευρώπη, (Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία). Έτσι υπήρξε άλλος ένας λόγος για τον οποίο το κοντινό 1922 δηλαδή η μικρασιατική καταστροφή και η μεταφορά στην κυρίως Ελλάδα των προσφύγων,

40

Page 43: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

φαινόταν να αποτελούσε κάτι σαν αφετηρία για την εμφάνιση των ρεμπέτικων. Βέβαια, το 1922 αποτελεί ορόσημο στην πορεία αυτών των τραγουδιών με την αναγκαστική πια συνάντηση και συμπόρευση των δύο ειδών του ρεμπέτικου, δηλαδή αυτού που και παλιότερα ερχόταν από τη Μικρά Ασία (με χαρακτηριστικά όργανα το βιολί, το κανονάκι, το ούτι) και αυτού που υπήρχε στην Ελλάδα (με κύρια όργανα το μπουζούκι και το μπαγλαμά). Δίσκοι όμως ρεμπέτικων τραγουδιών υπήρχαν και πριν το 1922 και εδώ μπορούμε να διακρίνουμε δύο κατηγορίες. Αυτά που ηχογραφήθηκαν στη Σμύρνη, Πόλη, Θεσσαλονίκη από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μέχρι την καταστροφή και εκείνα που ηχογραφήθηκαν στις ΗΠΑ από την πρώτη γενιά των Ελλήνων μεταναστών, πάλι από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας ή αρχές της δεύτερης, μέχρι τα μέσα της τέταρτης δεκαετίας δηλαδή γύρω στα 1934-35. Στη δεύτερη περίπτωση και οι μετά το 1922 ηχογραφήσεις αναφέρονται κυρίως σε τραγούδια που ανήκουν στα παλιότερα χρόνια, στις αρχές του αιώνα ή μέχρι και τα μέσα ίσως του περασμένου σε τραγούδια, δηλαδή κυρίως παραδοσιακά από την άποψη της αναφοράς τους στη μουσική μνήμη του λαού. Το ότι είναι παραδοσιακά φαίνεται από πολλές μαρτυρίες αλλά και από την παρατήρηση ότι τότε, ιδίως στις αρχές του αιώνα, για να γραφτεί ένα τραγούδι σε δίσκο, έπρεπε να ήταν γνωστό κάτω στον κόσμο, να τραγουδιόταν, και ίσως να ήταν και για τα χρόνια εκείνα παραδοσιακό, όπως π.χ. συνέβαινε με την «Κυρά ντουντού» ή το «Και γιατί δεν μας το λες» και με άλλα πολλά που άλλωστε δεν υπήρχε η δυνατότητα να γραφτούν πιο πριν αφού δεν υπήρχε βιομηχανία δίσκων. Με την πάροδο των χρόνων και την επικράτηση τραγουδιών επώνυμων συνθετών που περνάνε στη δισκογραφία, σταδιακά αλλάζει η κατάσταση και το τραγούδι αντίστροφα τώρα αρχίζει να μεταφέρεται και να γίνεται γνωστό από το δίσκο στον κόσμο, έως ότου επικρατεί κάποτε σχεδόν αποκλειστικά αυτός ο τρόπος».

Μ. Παπαγκίκα -ΚΥΡΑ ΝΤΟΥΝΤΟΥ,

Κυρά Ντουντού, κυρά Ντουντού, Βρέ κυρά Ντουντού, κυρά Ντουντού, κυρά Ντουντού, κυρά Ντουντού, εσύ

μου σήκωσες το νού

Κυρά Ντουντού, κυρά Ντουντού, Βρέ κυρά Ντουντού δεν νρέπεσαι κυρά Ντουντού δεν νρέπεσαι να λές πως

δεν παντρεύεσαι

Κυρά Ντουντού, κυρά Ντουντού, Βρέ κυρά Ντουντού, κυρά Ντουντού, κυρά Ντουντού, κυρά Ντουντού τα

βραχιολάκια σου βροντούν ΄

Όλα μου τα παράτησα, βρέ όλα μου τα παράτησα όλα μου τα παράτησα μαχαίρια και καβγάδες

Και αν αρχίσω απ΄ την αρχή, βρέ και αν αρχίσω απ΄ την αρχή και αν αρχίσω απ΄ την αρχή θα κλάψουνε

μανάδες

Γιώργος Κατσαρός - ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕ ΜΑΣ ΤΟ ΛΕΣ

Της θάλασσας βαστώ κακιά, αμάν, αμάν του παποριού αμάχη

που πήρε την αγάπη μου, αμάν, αμάνκαι τηνε χαίρονται άλλοι

Και γιατί δεν μάς το λες, και γιατί δεν μάς το λεςκαι γιατί δεν μάς το λες, τον πόνο που χεις κι όλο κλαις

Και γιατί δε μ άνοιξες, και γιατί δε μ άνοιξεςκαι γιατί δε μ άνοιξες, παρά το τζάμι σφάλισες

Πανάθεμα την τη στιγμή, κορίτσι μου πανάθεμά την ώρα

όπου σε πρωτογνώρισα, μικρούλα μουσε τούτη δω την χώρα

Και γιατί δεν μάς το λες...

41

Page 44: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Η προφορική παράδοση επίσης και η μεταφορά τραγουδιών μέσω αυτής, από τους λαϊκούς καλλιτέχνες, Μικρασιάτες πρόσφυγες τους Πολίτες και κυρίως τους Σμυρνιούς, μαρτυράει ότι υπήρχαν ρεμπέτικα πριν το 1922. Ερευνώντας πηγές που υπάρχουν, λαϊκά τραγούδια και επώνυμους δημιουργούς, αλλά και μαρτυρίες, μπορούμε να υποθέσουμε ότι εμφανίζονται, από τον 19ο αιώνα ακόμη, σαν λαϊκές δημιουργίες ελληνόφωνων πληθυσμών ή Ελλήνων σε συγκεκριμένους γεωγραφικούς χώρους, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ελληνικό στοιχείο, πληθυσμιακά, δηλαδή κοινωνίες ανθρώπων με κυρίαρχο στοιχείο την ελληνική γλώσσα, υπάρχουν και υπήρχαν σε διάφορα σημεία του πλανήτη, ανεξάρτητα από τις αιτίες ύπαρξής τους σε διάφορους γεωγραφικούς χώρους. Εκτός από την Ελλάδα και τους μετανάστες σε Αμερική, Βόρεια και Νότια και αλλού, υπήρχαν στη Μικρά Ασία, παράλια και ενδότερα, στις παρευξείνιες περιοχές (Τουρκία, Ρωσία, Βουλγαρία, Ρουμανία), στη Συρία, την Αίγυπτο, στα Βαλκάνια και την Κάτω Ιταλία. Ο Μάρκος Δραγούμης, μουσικολόγος μετά από μια μεγάλη έρευνα και μελέτη πάνω στο ρεμπέτικο και στο μικρασιατικό τραγούδι, δίνει από ιστορικής πλευράς την εξής άποψη για τις ρίζες του ρεμπέτικου:

«Οι μουσικές ανταλλαγές που είχαν αρχίσει πριν το 17ο αιώνα, κι ίσως πιο πριν ανάμεσα στον ποικίλο πληθυσμό που αποτελούσε το λαϊκό υπόστρωμα των αστικών κέντρων του Αιγαίου, του Ελλήσποντου, της Προποντίδας και της Μαύρης Θάλασσας συνεχίστηκαν με έντονο ρυθμό ως την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. 

Οι ανταλλαγές αυτές προκάλεσαν τη δημιουργία απειράριθμων μελωδιών, που οι ρίζες τους βρίσκονται κυρίως στη βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική με τους «ήχους» της, στην τούρκικη κλασική μουσική με τα «μακάμια» της που ονομάστηκαν από μας «δρόμοι» - στη δημοτική μουσική της Μυσίας, της Αν. Θράκης, της Βιθυνίας και των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, στα ελληνικά νησιώτικα και αστικά λαϊκά τραγούδια και τέλος στη δημοτική μουσική τω βορείων γειτόνων μας κι ιδιαίτερα των Ρουμάνων. Η μουσική αυτή - ίσως επειδή ήταν κάπως ανομοιογενής - δεν τράβηξε όσο θα 'πρεπε την προσοχή των λαογράφων μας, κι έτσι δεν ευτύχησε να καταγραφεί σε νότες και να δημοσιευθεί σε ειδικές συλλογές, όπως η πιο παλιά δημοτική μουσική μας. Δεν χάθηκε όμως. Ένα μεγάλο μέρος της διαφυλάχτηκε σε μια σειρά από δίσκους 78 στροφών, που γυρίστηκαν στις ΗΠΑ κατά τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του αιώνα μας, με εκτελεστές Έλληνες μετανάστες. Εξετάζοντας το υλικό αυτό βλέπουμε ότι πέρα από την καλλιτεχνική του αξία, έχει και μεγάλη ιστορική σημασία, γιατί αποτελεί την πιο ουσιαστική πηγή που διαθέτουμε για τη μελέτη των καταβολών του ρεμπέτικου τραγουδιού».

Αν μ αγαπάς κι είν όνειρο,

ποτέ να μην ξυπνήσω,

μες τη γλυκιά τη χαραυγή

θέε μου ας ξεψυχίσω.

42

Page 45: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Σμυρνέικο μινόρε (Νέα Υόρκη, 1919)

Οι δυο ξεχωριστές «σχολές» του ρεμπέτικου

Το ρεμπέτικο είναι το ελληνικό αστικό τραγούδι στη απαρχή του. Εξελίχθηκε μέσα από την ελληνική μουσική παράδοση, του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων από τους κατοίκους των ελληνικών πόλεων.

Τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα άρχισαν να σημειώνονται στην Αθήνα στις φυλακές του Μεντεσέ το 1834 τα "μουρμούρικα": Μουρμούρικα αποκαλούνταν τα πρώτα ρεμπέτικα της φυλακής. Είναι τραγούδια που τα έγραφαν στη φυλακή οι κατάδικοι. Αυτά τα τραγούδια διαδίδονταν από φυλακή σε φυλακή και τα σιγομουρμούριζαν οι κρατούμενοι με συνοδεία μικρών αυτοσχέδιων μουσικών οργάνων. Τα μουρμούρικα και τα «σεβνταλήτικα» άρχισαν να βρίσκουν ανάπτυξη στη πλατεία του Ψειρή την ίδια εποχή που οι Βαυαροί προσπαθούσαν να εισάγουν στη τότε αθηναϊκή κοινωνία τις καντρίλιες και την πόλκα.

Τραγούδια έλεγαν και οι κουτσαβάκηδες της εποχής του Δημητρίου Μπαϊραχτάρη (αστυνομικού διευθυντή Αθηνών στην περίοδο 1893-1897), αλλά δεν έχουν διασωθεί. Οι κουτσαβάκηδες του Ψειρή έδρασαν στην περίοδο 1862-1897. Οι πρώτοι κουτσαβάκηδες ήταν Αϊβαλιώτες εγκατεστημένοι στην Σύρο. Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα, αρκετοί Αϊβαλιώτες και συριανοί μάγκες εγκαταστάθηκαν στο Ψειρή.

Στις αρχές του 19ου αιώνα εμφανίζονται στον Πειραιά ως πρωτορεμπέτικα τα λεγόμενα "γιαλάδικα", που πήραν τ΄ όνομά τους από τη συχνά επαναλαμβανόμενη λέξη "γιάλα -γιάλα" ή "αμάν γιάλα" ή "γιαλελέλι".

Αναπτύχθηκε έτσι μια «σχολή» του ρεμπέτικου η λεγόμενη Σχολή του Πειραιά, βασισμένη στο εξελισσόμενο αστικό λιμάνι που εξυπηρετούσε την Αθήνα. Τα όργανα αυτής της σχολής ήταν μπουζούκι και μπαγλαμάς. Τα τραγούδια συνήθως τα τραγουδούσαν άντρες και η μουσική ήταν περισσότερο βασισμένη στο χασάπικο και το ζεϊμπέκικο.

.Ρεμπέτικα αναπτύχθηκαν και στα Ταμπάχανα, μια λαϊκή γειτονιά της Πάτρας

43

Page 46: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Ταμπαχανιώτικο ζεϊμπέκικο Πάτρας - Μπάμπης ΓκολέςΤα "Απ' τα Ταμπάχανα νερό, τα δυο σου στήθια γάλαδως μου κοπέλα μου να πιω να μου περάσει η λαύρα.Στην Πάτρα το 'πια το νερό και δεν μπορώ να γειάνωαρρώστησα πολύ βαριά, για 'σένα θα πεθάνω.Σαν τα κοιτώ τα μάτια σου θαρρώ πως ψιχαλίζουν κι απάνω στο ψιχάλισμα βαρκούλες αρμενίζουν."

Μέχρι το 1920 υπήρχαν δυο ξεχωριστές «σχολές» του ρεμπέτικου. Η μια ήταν η Σχολή του Πειραιά που αναφέραμε παραπάνω και η άλλη ήταν η Σχολή της Σμύρνης –με τραγούδια που ξεχώριζαν για τις ανατολίτικες μελωδίες τους, και τα τραγουδούσαν συχνά γυναίκες, όπως η Ρόζα Εσκενάζυ (απεβίωσε το 1981) και η Ρίτα Αμπατζή (απεβίωσε το 1969). Τους συνόδευε μια μικρή, τούρκικου στυλ, μπάντα που έπαιζε βιολί, σαντούρι και ούτι (λαγούτο). Τα τραγούδια, συνήθως θρηνητικά, ήταν γνωστά σαν αμανέδες, από τις χαρακτηριστικές, τελετουργικές λέξεις του ρεφραίν: αμάν–αμάν, οι οποίες επαναλαμβάνονταν ανάμεσα στους στίχους, συχνά για να δοθεί στον τραγουδιστή χρόνος ώστε ν’ αυτοσχεδιάσει τον επόμενο στίχο.

Αυτό το στυλ συναντάται ακόμα και σήμερα στη μουσική ράι της Αλγερίας. Το μέγεθος του πάθους που χαρακτηρίζει μερικά απ’ αυτά τα σμυρνέικα τραγούδια, είναι στ’ αλήθεια σπαρακτικό.

Στην περίοδο 1900-1930, αυτές οι γυναίκες τραγουδούσαν στην ίδια τη Σμύρνη, στο λιμάνι της πόλης του Βόλου, και στην πρώην οθωμανική και έντονα εβραϊκή πόλη της Θεσσαλονίκης (σταυροδρόμι διαφορετικών πολιτισμών, και μεγάλο εμπορικό λιμάνι που εξυπηρετούσε τη βαλκανική ενδοχώρα. Τραγουδούσαν στα καφέ–αμάν, με την τραγουδίστρια και τη μπάντα να πιάνουν μόνο έναν μικρό χώρο της σκηνής, εκεί όπου πήγαιναν οι ρεμπέτες για να χορέψουν.

Το Καφέ-Αμάν ήταν ένα είδος λαϊκού καφενείου της προπολεμικής Ελλάδας μέσα στο οποίο δύο ή τρείς τραγουδιστές, που λέγονταν αμανετζίδες, αυτοσχεδίαζαν λέγοντας στοίχους, συχνά στη μορφή διαλόγου μεταξύ τους, πάντα σε ελεύθερο ρυθμό και μελωδία. Χαρακτηριστικό ήταν το επαναλαμβανόμενο επιφώνημα (αμάν αμάν) που προσπαθούσαν με αυτό οι τραγουδιστές να κερδίσουν χρόνο για να αυτοσχεδιάσουν καινούριους στοίχους.

Η ΣμύρνηΓια τους Έλληνες, η Σμύρνη ήταν μια μικρή Ελλάδα, και την ένιωθαν σα μέρος της πατρίδας. Ήταν πλούσιο εμπορικό μέρος, μεγάλο λιμάνι και διέθετε εύφορη ενδοχώρα. Επίσης διέθετε μουσική άνθηση που είχε γίνει αντιληπτή από τους ταξιδιώτες ακόμα και τριακόσια χρόνια νωρίτερα. Ο Γάλλος Τζόζεφ Τουρνεφόρτ σχολίαζε το 1702: «Οι ταβέρνες (στη Σμύρνη) είναι ανοιχτές όλη τη μέρα και τη νύχτα. Παίζουν μουσική, τρώνε καλό φαγητό και χορεύουν σε ευρωπαϊκούς, ελληνικούς και τούρκικους ρυθμούς…»

44

Page 47: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Ένας άλλος Γάλλος, ο Μπάρτολντι, παρατηρεί:

«Για τον Έλληνα, κάθε στιγμή της μέρας είναι κατάλληλη για χορό. Οι ταβέρνες στη Σμύρνη και στα υπόλοιπα λιμάνια είναι μονίμως γεμάτες από άντρες που πίνουν, χορεύουν και τραγουδούν. Ακόμα και στα καταστρώματα των πλοίων τους βρίσκουν χώρο για λίγο χορό…»

Και το 1878, ο μουσικολόγος Μπουργκάλτ-Ντιούκουντρεϊ γράφει: «Η Σμύρνη είναι μια μουσική πόλη. Πουθενά αλλού δεν έχω δει τόσα μουσικά όργανα».

Στα κομψά σαλόνια τραγουδούσαν τις ρομάντσες (ισπανικοί ρυθμοί) με τη συνοδεία πιάνου. Ο λαός είχε τα καφέ–αμάν, ή αλλιώς μουσικά καφέ, εκεί όπου σύχναζαν οι νταήδες, όπως περιγράφει κάποιος σμυρνιός ποιητής του οποίου το όνομα δεν έχει διασωθεί ως τις μέρες μας:

«Είμαι νταής κι όταν χορεύω το χασάπικο, το μπάλο, τον καρσιλαμά και το τσιφτετέλι, με το γλυκό βιολί του Γιοβανάκη, όλη η Σμύρνη με καμαρώνει.

Είμαι νταής και το ούζο είναι ο θεός μου… Περνάω καλά, χορεύω πίνω και μεθώ, με τα σαντούρια τα βιολιά και τα ταμπούρλα».

Το ΣΜΥΡΝΕΪΚΟ ΜΙΝΟΡΕ υπήρξε από τους διασημότερους κι ένας από τους πέντε αγαπημένους αμανέδες των Ελλήνων της Σμύρνης (οι άλλοι ήταν ΤΖΙΒΑΕΡΙ, ΤΑΜΠΑΧΑΝΙΩΤΙΚΟΣ, ΜΠΟΥΡΝΟΒΑΛΙΟΣ και ΑΝΤΑΜΑΜΑΝ ή ΓΑΛΑΤΑ). Πρώτος το παρουσίασε στη Σμύρνη και ίσως και δημιουργός του, ο Γιάννης Αλεξίου ή Γιάγκος Βλάχος ή Γιοβανίκας που είχε ζήσει για πολλά χρόνια στο Γαλάτσι της Ρουμανίας. Ο μανές αυτός ηχογραφήθηκε στη Σμύρνη, στην Πόλη, στην Ελλάδα και στην Αμερική σε πολλές εκτελέσεις. Ηχογραφήθηκε και στην Πόλη το Φεβρουάριο του

45

Page 48: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

1911, (δίσκος Favorite 1-55017).

Αυτό που είναι σημαντικό σ’ όλα αυτά είναι πως η μουσική ζωή της Σμύρνης ήταν συγχρόνως για την υψηλή και για την παρακατιανή κοινωνία, ήταν τόσο ιταλόφιλη όσο και τουρκόφιλη, τόσο ανατολίτικη όσο και δυτική.

Γράφει Λάμπρος Λιάβας:

Τα λιμάνια […] υπήρξαν ο χώρος όπου η μακραίωνη μουσική παράδοση του Αιγαίου πέρασε μες απ’ τα φίλτρα της, επιδράσεις ιταλικές, γαλλικές ρουμάνικες, σέρβικες, τούρκικες, περσικές, αρμένικες και γύφτικες! Στα στενά της Σμύρνης έσμιγαν παλιές αιγαιοπελαγίτικες μπαλάντες με ιταλικές κοντσονέτες, γαλλικές μελωδίες του συρμού, ρουμάνικες χόρες με σέρβικους σκοπούς και τούρκικα σαρκιά. Ενώ στα καφέ –αμάν Έλληνες μουσικοί συνόδευαν Αρμένηδες τραγουδιστές και γύφτισες χορεύτριες μπροστά σ’ ένα κοινό που αντιπροσώπευε όλες τις φυλές της Ανατολικής Μεσογείου.

Οι Εστουδιαντίνες

"Εστουδιαντίνες" ήταν μικρά μουσικά σχήματα-ορχήστρες, μεταβαλλόμενης συνήθως

σύνθεσης, που τις αποτελούσαν 3-8 οργανοπαίχτες και 2-3 τραγουδιστές, οι οποίοι μπορεί να

έπαιζαν και κάποιο όργανο. Αρκετές φορές συμμετείχαν και ολιγομελείς χορωδίες, οι οποίες

τόνιζαν περισσότερο το φωνητικό μέρος των τραγουδιών. Εμφανίστηκαν στη Σμύρνη και την

Κωνσταντινούπολη πολύ πριν το 1922 και κυριάρχησαν στις ηχογραφήσεις, στα κέντρα

διασκέδασης και γενικά στην ψυχαγωγία του κόσμου και στα μουσικά δρώμενα του

μικρασιατικού αλλά και του ελληνικού χώρου. Η λέξη "Εστουδιαντίνα" προέρχεται από το λατινικό "Studium"-σπουδή, κόπος, επιμέλεια και τη βρίσκουμε στα ισπανικά, ιταλικά και στα γαλλικά ως etude-σπουδή, μάθηση. Θα μπορούσε να μεταφραστεί ως "μουσικό σπουδαστήριο". Η πρώτη "Εστουδιαντίνα" δημιουργήθηκε στη Σμύρνη το 1898 με το αρχικό όνομα "Πολιτάκια". Δυο νεαροί και ταλαντούχοι μουσικοί, ο Φαναριώτης Βασίλειος Σιδέρης και ο Αθηναίος (αλλά και αυτός κάτοικος της Πόλης) Αριστείδης Περιστέρης αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία για την ίδρυση του πρώτου αυτού οργανωμένου μουσικού σχήματος. Αργότερα ονομάστηκε "Σμυρναιϊκή Εστουδιαντίνα". Η επιτυχία της πρώτης αυτής Εστουδιαντίνας δίνει ώθηση και σε άλλους επίλεκτους μουσικούς της Πόλης και της Σμύρνης να δημιουργήσουν ανάλογες μουσικές ομάδες. Άλλες φημισμένες Εστουδιαντίνες της εποχής είναι: Η

46

Page 49: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Εστουδιαντίνα του Γιοβανίκα, με κύρια όργανα βιολί και σαντούρι, η Ελαφρά Εστουδιαντίνα του Χριστοδουλίδη, η Λαϊκή Εστουδιαντίνα του Ζουναράκη, η Ελληνική Εστουδιαντίνα της Κωνσταντινούπολης, η Αθηναϊκή Εστουδιαντίνα, η Ελληνική Χορωδία της Σμύρνης, η Πανελλήνια Εστουδιαντίνα κ.ά.

Άγνωστη μέχρι στιγμής Σμυρναίικη εστουδιαντίνα. Από το περιοδικό Μηνιαίος Εικονογραφημένος Εθνικός Κήρυξ της Αμερικής, τεύχος Μαρτίου 1919

Τα αστικά τραγούδια της Κρήτης.

Στην Κρήτη αναπτύχτηκε λεγόμενη αστική ή χωραΐτικη Κρητική μουσική. Είναι η μουσική που αναπτύχθηκε στα μεγάλα ημιαστικά κέντρα της Κρήτης[χώρες] όπως το Ρέθυμνο, την Επισκοπή, τα Χανιά κλπ. από "λαϊκούς" κυρίως ανθρώπους. Κάτι ανάλογο δηλαδή με τα ρεμπέτικα του Πειραιά και της Αθήνας. Είναι τραγουδιστική μουσική της παρέας σε αντίθεση με τη γνωστή χορευτική μουσική της ενδοχώρας [σερτά, σούστα, πεντοζάλης σιγανός και πηδηχτός, μαλεβιζιώτης, κοντυλιές κλπ.]. Σημαντικότεροι εκφραστές είναι ο Φουσταλιέρης, ο Σκορδαλός, ο Μπαξεβάνης, ο Μουντάκης κα. Ο Φουσταλιέρης, ιδίως τα τέλη της δεκαετίας του 1930, μετά και τη συνεργασία του με τους ρεμπέτες του Πειραιά (1933-37), αναδείχθηκε στον κυριότερο εκπρόσωπο του αστικού Κρητικού τραγουδιού, τουλάχιστον για το Ρέθυμνο. Τότε ηχογραφήθηκαν, μεταξύ άλλων, ο χαλεπιανός μανές (πιο γνωστό με τον τίτλο Τα βάσανά μου χαίρομαι, ηχογραφημένο στη συνέχεια και από το Θανάση Σκορδαλό με τον τίτλο Ούλοι μου λένε γιάειντα κλαις, και ανάλογους στίχους), Πονεμένη καρδιά (πιο γνωστό με τον τίτλο Σαν είχες άλλο στην καρδιά), Όσο βαρούν τα σίδερα (και από Θ. Σκορδαλό, με άλλους στίχους υπό τον τίτλο Αμανές, αλλά και από το Ν. Ξυλούρη), το Μερακλίδικο πουλί (και από Θ. Σκορδαλό), Όσο σιμώνει ο καιρός (διασκευάστηκε αργότερα από τον Κ. Μουντάκη με τίτλο Οι πέντε μερακλήδες), Στ’ αραχνιασμένο μνήμα μου, Σαν δεις αγάπης δάκρυα κ.λ.π

Ο χανιώτικος σταφιδιανός αποδίδεται στον πλούσιο Χανιώτη Τουρκοκρητικό έμπορο

47

Page 50: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

σταφίδας Μεχμέτ Σταφιδάκη, ο οποίος ήταν δεξιοτέχνης στο μπουλγαρί. Λέγεται μάλιστα πως πέθανε το 1908 σε σχετικά νεαρή ηλικία από φυματίωση, σε βαθειά θλίψη από ερωτική απογοήτευση, τραγουδώντας τον σταφιδιανό. Υπάρχει και η άποψη ότι προϋπήρχε του Σταφιδάκη, αλλά εκείνος τον καθιέρωσε.Ο σταφιδιανός τραγουδιόταν μετά μανίας στο Ρέθεμνος και τα Περβόλια. Οι Φουσταλιέρης και Μπαξεβάνης ηχογράφησαν το σταφιδιανό το 1938 με τον τίτλο Χανιώτικος σταφιδιανός (άλλωστε και στα Χανιά γίνονταν μεγάλες παρέες με αστικά ακούσματα0. Η βασική του μαντινάδα, με την οποία τον ηχογράφησαν οι Φουσταλιέρης και Μπαξεβάνης, ήταν:

Μα ο σταφιδιανός σκοπός παλιώνει μα δε λιώνεικι απού ’χει αγάπη στα κρυφά, αυτός τη φανερώνει.

Η μαντινάδα αυτή υπονοεί ότι το τραγούδι είναι πολύ παλιό, όχι δημιούργημα ενός μουσικού που πέθανε το 1908 και που «οι γονέοι μας τόνε θυμούνται». Άρα, ίσως ο Σταφιδάκης να ήταν απλώς μάστορας στο παίξιμο του σταφιδιανού αλλά όχι δημιουργός του, και το όνομα του σκοπού να είναι απλή σύμπτωση.

Τα τραγούδια αυτά έχουν έντονα Ανατολίτικα και Βυζαντινά στοιχεία. Άλλωστε σαν «Πρωτοερμηνευτές» αυτών των τραγουδιών, αναφέρονται πολλοί Μουσουλμάνοι υπήκοοι που έζησαν στα αστικά κέντρα της Κρήτης από τα μέσα του 19ου αιώνα.

48

Page 51: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Στέλιος Φουσταλιεράκης - Ρέθυμνο 1935

Από τα μέσα λοιπόν του 19ου αιώνα πρωτοπαρουσιάζονται αυτά τα τραγούδια με αρχική ονομασία «μανέδες» ή «αμανέδες».. Στη δισκογραφία, που άρχισε από τη δεκαετία του 1930 και μετά (με εξαίρεση τα ρεμπέτικα που ηχογράφησε από το 1926 ο κορυφαίος λυράρης Χαρίλαος Πιπεράκης, 1892-1981, ο οποίος όμως έδρασε και ηχογράφησε στις Η.Π.Α) χαρακτηρίζονται και ως "τραγούδια της ταβέρνας" και "τραγούδια μερακλίδικα. Τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει να ονομάζονται «ταμπαχανιώτικα». Ο όρος προέρχεται από την τούρκικη λέξη ταμπαχανέδες (=βυρσοδεψία) και υπήρχε ιδίως στη Σμύρνη, όπου η ανάλογη συνοικία ονομαζόταν Ταμπάχανα, ενώ καταγράφεται στη σμυρνέικη μουσική παράδοση ο Ταμπαχανιώτικος μανές, που ηχογραφήθηκε πολλές φορές και από διάφορους καλλιτέχνες. Στην Κρήτη όμως ο όρος δε φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε όταν τα τραγούδια αυτά ήταν στην ακμή τους τότε δηλαδή που οι παρέες των μερακλήδων τα τραγουδούσαν στις ταβέρνες των πόλεων και των κοντινών χωριών ή στις αυλές και τα σπίτια τους.

Ρεμπέτικα τραγούδια πριν το 1922

Ταμπαχανιώτικος μανές – (Φερόμενο το 1870, Κουτσαβάκηδες Παλιάς Αθήνας).

Θα σπασω κουπες 1η ηχογραφηση 1907

ΒΟΥΡΝΟΒΑΛΙΑ, ΣΜΥΡΝΗ 1909, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΣΤΟΥΔΙΑΝΤΙΝΑ

ΣΜΥΡΝΑΙΙΚΟ ΜΙΝΟΡΕ, ΠΟΛΗ 1909, ΖΟΥΝΑΡΑΣ Αμανές. Ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1909. Ερμηνεύει ο Ζουναράς (Πέτρος Ζουναράκης). Ορχήστρα με ακορντεόν και κιθάρα.

Ελενάκι -1912 Σμυρναϊκή Εστουδιαντίνα Στην γραμμοφώνηση το τραγούδι είναι περασμένο στα ονόματα του Ιωάννη Τσανάκα και του Λευτέρη Μελεμενλή οι οποίοι φαίνεται πως συμμετείχαν στην Εστουδιαντίνα. (FAVORIT 1 – 59075)

48

Page 52: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Ελενάκι, Ελενάκι, συ με πότισες φαρμάκιΑμάν ωχ...

Συ μας το 'βαλες Ελένη το μαχαίρι και δεν βγαίνειΤο μαντήλι σου τινάζεις και θαρρώ πως με φωνάζεις

ΜΙΝΟΡΕ ΜΑΝΕΣ, ΣΜΥΡΝΗ 1909, Γ. ΤΣΑΝΑΚΑΣ Πρόκειται μάλλον για την πρώτη εκδοχή του Σμυρναίικου Μινόρε ή Μινόρε μανές ή Μινόρε της αυγής

ΣΜΥΡΝΕΪΚΟ ΜΙΝΟΡΕ, 1919, ΜΑΡΙΚΑ ΠΑΠΑΓΚΙΚΑ Παραλλαγή του Σμυρναίικου Μινόρε στις ΗΠΑ ΤΑΜΠΑΧΑΝΙΩΤΙΚΟ, (μανές). 1916, Κυρία Κούλα Ηχογραφήθηκε στη Ν. Υόρκη, το 1916. Ορχήστρα με βιολί (Αθανάσιος Μακεδόνας) και λαούτο (Ανδρέας Πατρινός).

ΣΟΥΣΤΑ, ΠΟΛΗ 1913, ΓΙΑΓΚΟΣ ΨΑΜΑΘΙΑΝΟΣ Ηχογραφήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1913. Αρμόνικα παίζει ο Γιάγκος Ψαμαθιανός. Άγνωστος παίζει κούμπους (είδος μπάντζο χωρίς τάστα).

ΘΑ ΣΠΑΣΩ ΚΟΥΠΕΣ - ΛΕΥΘΕΡΗΣ ΜΕΝΕΜΕΝΛΗΣ (Το γνωστό Σμυρναίικο τραγούδι στην πρώτη του εκτέλεση από τον κ.Λευθέρη (Λευθέρη Μενεμενλή). Ηχογράφηση του 1907 στην Σμύρνη)

Θα σπάσω κούπες για τα λόγια που 'πεςκαι ποτηράκια για τα πικρά λογάκια

αμάν άμαν, πια μικρό μην κλαιςαμάν άμαν, κι έχεις ό,τι θες

Σπάω τα πιάτα για τα δυο σουμαύρα μάτια

Εψές το βράδυ είδα στ' όνειρό μουπως είχες τα μαλλάκια σου ριγμένα στο λαιμό μου

αμάν άμαν, πια μικρό μην κλαιςαμάν άμαν, κι έχεις ό,τι θες

Σπάω τα πιάτα για τα δυο σουμαύρα μάτια

ΤΙΚΙ ΤΙΚΙ ΤΑΚ, ΠΟΛΗ 1913, ΓΙΑΓΚΟΣ ΨΑΜΑΘΙΑΝΟΣ Τραγούδι της Πόλης και της Σμύρνης. Ηχογραφήθηκε στην Πόλη, μάλλον το 1913. Δίσκος Favorite 7-55014.

Τικ-τικ-τικι-τικι-τακ κάνει η καρδιά μουΣαν σε βλέπω να διαβαίνεις

Τικ-τικ-τικι-τικι-τακ θέλω πουλί μουΝα μαντεύω που πηγαίνεις

θέλω πουλί μου να σε ρωτήσωΦοβούμαι μη σε δυσαρεστήσω

Γιατί όταν σου μιλώΑρχίζει της καρδιάς το

τικ-τικ-τικι-τικι-τακ

49

Page 53: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Τικ-τικ-τικι-τικι-τακ κάνει η καρδιά μουΣαν με γέλιο με κοιτάζεις

Τικ-τικ-τικι-τικι-τακ τρελό πουλί μουΆμα πας να με πειράζεις

Στην εργασία συμμετείχαν οι μαθητές:

Σωκράτης Κλείτσας

Γιάννης Ντόκας

Φάνης Παναγιωτόπουλος

Παναγιώτης Τσιάμης

Πολλοί μελετητές και ιστορικοί χωρίζουν το ρεμπέτικο τραγούδι σε 3 περιόδους. Ο διαχωρισμός αυτός έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση του ρεμπέτικου γιατί κατά κάποιο τρόπο ακολουθεί την ιστορία της Ελλάδας και τα γεγονότα που συνέβησαν τότε. Έτσι το ρεμπέτικο τραγούδι χωρίζεται σε τρεις δεκαετίες : 1922-1932, 1932-1942 και 1942-1952.

50

Page 54: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

5. Περίοδος της κυριαρχίας των σμυρναίικων στοιχείων

(Πρώτη περίοδος του ρεμπέτικου 1922-1932)

Το 1922 είναι η χρονιά της Μικρασιατικής καταστροφής την οποία ακολούθησε η αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λοζάνης. Με την καταστροφή της Σμύρνης και το τεράστιο κύμα προσφυγιάς που κατέκλυσε την Ελλάδα, ήλθε και το αστικό σμυρναίικο τραγούδι ως τραγούδι των βασανισμένων και περιθωριοποιημένων προσφύγων.

Οι μουσικοί που έφτασαν ως πρόσφυγες δεν ήταν ερασιτέχνες, ούτε μουσικοί του δρόμου. Οι μουσικοί, όπως κι οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες, ήταν σε σύγκριση με τους Έλληνες της πατρίδας που τους φιλοξενούσε, εξαιρετικά σοφιστικέ: πολλοί είχαν μεγάλη μόρφωση, ήξεραν να διαβάζουν και να συνθέτουν μουσική, και είχαν οργανωθεί σε συνδικάτα στις πόλεις της Μικράς Ασίας. Θα πρέπει να τους ήταν πολύ δύσκολο να ζουν στο περιθώριο μιας καινούριας κοινωνίας, μέσα στη φτώχια και τον ξεπεσμό. Οι περισσότεροι είχαν χάσει όλο το βιος τους στη βιαστική φυγή τους, και πολλοί από την ενδοχώρα της Ανατολίας ήξεραν να μιλούν μόνο τουρκικά. Στην απόγνωσή τους αναζητούσαν παρηγοριά σε κάποιο οθωμανικό θεσμό: τους τεκέδες και τα χασισοποτεία. Οι Μικρασιάτες δημιουργοί για να μπορέσουν να επιβιώσουν φτιάχνουν μουσικά συγκροτήματα και εμπλουτίζουν το Ελληνικό τραγούδι με αμανέδες, ταξίμια και ανατολίτικα όργανα (σάζι, σαντούρι, ούτι, κανονάκι). Πολλές Σμυρνιές τραγουδίστριες, έχουν μείνει στην ιστορία με τις εξαίσιες φωνές τους για τους αμανέδες που τραγούδησαν (ανατολίτικα ρεμπέτικα).

Τα καφέ-αμάν γίνονται κύριος φορέας αυτής της μουσικής και αρχίζουν οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών (στην Αμερική ήδη από το 1910).Σιγά-σιγά λειτουργούν και ταβέρνες, όπου τραγουδιέται το ρεμπέτικο σμυρναίικο τραγούδι. Σε αυτά τα κέντρα θα ακουστούν τραγούδια για τον πόνο και τα βάσανα της προσφυγιάς, για τον τεκέ και το χασίς, όπου συμπυκνώνεται ο καημός και η νοσταλγία μιας γενιάς που βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με οξύτατα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.

51

Page 55: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Σμύρνη-Πρόσφυγες στο λιμάνι

Αυτή την περίοδο η θεματολογία του ρεμπέτικου περιλαμβάνει κυρίως ερωτικά (όπως σε όλες τις μουσικές) αλλά και μάγκικα τραγούδια (π.χ. τραγούδια της φυλακής, ναρκωτικά). Το σμυρναϊκό ύφος του ρεμπέτικου επιβλήθηκε και στη δισκογραφία. Τα σμυρναίικα τραγούδια ακούγονταν (και από τα γραμμόφωνα) σε καφενεία και στα κέντρα με τις φωνές της Ρόζας Εσκενάζυ, της Μαρίκας Παπαγκίκα του Γιώργου Βιδάλη κ.α.

1930: στην ταβέρνα του Γ. Πανάγου

Ο Βαγγέλης Παπάζογλου μαζί με τους Παναγιώτη Τούντα, Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό) και Σταύρο Παντελίδη είναι οι κυριότεροι συνθέτες που μεταφυτεύουν το μικρασιάτικο δημοτικό και αστικό τραγούδι στη δισκογραφία της κυρίως Ελλάδας στα χρόνια εκείνα της προσφυγιάς. Σπουδαίοι μουσικοί της εποχής ήταν ο Κώστας Καρίπης, ο Κώστας Σκαρβέλης, ο Γιάννης Δραγάτσης, ο Γιώργος Κατσαρός (Θεολογίτης), ο Σπύρος Περιστέρης κ.α.

52

Page 56: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Ρόζα Εσκενάζυ

Η Ρόζα χαρακτηρίστηκε από πολλούς η Βασίλισσα του Ρεμπέτικου. Το πραγματικό της όνομα ήταν Σάρα Σκενάζυ. Ισπανοεβραία, γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1883-1890 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη, στην Κομοτηνή και τελικά στην Αθήνα, όπου η καριέρα της απογειώθηκε. Τραγούδησε σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου όπως Αμερική, Σερβία και Αλβανία.

Ήταν και η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που τραγουδούσε σε πάλκο. Παρότι μέχρι τότε ήταν αδιανόητο να βγει γυναίκα στο τραγούδι., την Ρόζα την έβλεπαν με κάθε σεβασμό και εκτίμηση, και ο κόσμος αλλά και οι μουσικοί.

Σέμσης Δημήτρης-Εσκενάζυ Ρόζα

Τα πρώτα τραγούδια που είπε ήταν Σμυρναϊκά, συνήθως καρσιλαμάδες και ζεϊμπέκικα. Ερμήνευσε επίσης ελληνικά, τουρκικά και αρμενικά τραγούδια. Συνεργάστηκε με κορυφαίες μορφές της εποχής εκείνης όπως τον Παναγιώτη Τούντα τον Νίκο Καρακώστα και τον Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό). Απεβίωσε στις 2 Δεκεμβρίου του 1980.Μερικά από τα προπολεμικά Σμυρναϊκά της Ρόζας ήταν

Τα δικά σου σφάλματα, Δίχως κάλτσες περπατώ, Το γρι-γρι, Ζαφειρένια είν’ τα μάτια σου, Μην ορκίζεσαι βρε ψεύτρα, Ούζο χασίς, Γι’ αυτό φουμάρω κοκαΐνη, Αλανιάρα, Μόρτισσα κ.α.

53

Page 57: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Μαρίκα Παπαγκίκα

Γεννήθηκε στην Κω στις 1 Σεπτεμβρίου το 1890. Είναι ανάμεσα στις πρώτες Ελληνίδες τραγουδίστριες που πρωταγωνίστησαν κατά την εξέλιξη των πρώτων ηχογραφήσεων και της δισκογραφίας.

Σε πολύ μικρή ηλικία, μετακόμισε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η καριέρα της ξεκίνησε εκεί στα νυχτερινά στέκια όπου σύχναζε ο κόσμος της τότε Ελληνικές παροικίας. Εκείνη την εποχή έκανε τις πρώτες ηχογραφήσεις της. Το 1915 μετανάστευσε στην Αμερική. Με το σύζυγο της Κώστα Παπαγκίκα ο οποίος ήταν επαγγελματίας οργανοπαίκτης άνοιξαν δικό τους νυχτερινό κέντρο στην Νέα Υόρκη κατά τα μέσα τις δεκαετίας του 1920. Το έχασαν όμως στην οικονομική κρίση του 1929. Τότε περίπου τελείωσε και η δισκογραφική καριέρα της.

Το ρεπερτόριό της ήταν πλούσιο και περιελάμβανε δημοτικά, ελαφρά λαϊκά και ευρωπαϊκά τραγούδια. Παρόλα αυτά έμεινε περισσότερο γνωστή ως αντιπρόσωπος του Ρεμπέτικου τραγουδιού και ειδικότερα του Σμυρναϊκού ύφος με το οποίο ερμήνευε τα Ρεμπέτικα. Πέθανε σε ηλικία 53 ετών, στις 2 Αυγούστου του 1943 στην Νέα Υόρκη,

Γιώργος Βιδάλης

Γεννήθηκε το στη Σμύρνη 1884. Ανήκει στην πρώτη γενιά των μεγάλων μουσικών και ερμηνευτών της πρωτεύουσας της Ιωνίας και είναι απο τους πρωτοπόρους που δημιούργησαν το μουσικό ύφος στη Σμύρνη, την περίοδο που αναπτύχτηκε και εξελίχτηκε η Σμυρνέικη Εστουδιαντίνα.Ήταν μέλος της εστουδιαντίνας " Τα Πολιτάκια. Έγινε ένας απο τους καλύτερους ερμηνευτές του τραγουδιού, που χαρακτηρίστηκε απο την επαφή με τις δυτικές αρμονίες και ταυτόχρονα απο το άγγιγμα με τους "μουσικούς δρόμους" της Ανατολής. Είναι

54

Page 58: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

εντυπωσιακό το γεγονός, ότι ο Γιώργος Βιδάλης είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος.Με την ίδια ευχέρεια που τραγουδούσε πολυφωνικού ύφους τραγούδια της οπερέτας ή της επιθεώρησης, τραγουδούσε επίσης τα ιδιόρρυθμα ρεμπέτικα της περιόδου της ανώνυμης δημιουργίας, που ήταν βασισμένα στους ήχους της βυζαντινής μουσικής. Ο Γιώργος Βιδάλης, είναι απο τους λίγους που κατέγραψαν τη φωνή του στη δισκογραφία των 78 στροφών πριν το 1922.Ήρθε στην Αθήνα το 1922 και εργάστηκε ως τραγουδιστής στα καλύτερα μουσικά στέκια της εποχής. Στη δισκογραφία, καταγράφονται συνολικά εκατόν είκοσι περίπου τραγούδια του. Απ' αυτά γύρω στα 30 είναι παραδοσιακά ρεμπέτικα ή ρεμπέτικου ύφους της περιόδου της ανώνυμης δημιουργίας, περίπου 15 δημοτικά, 30 ελαφρά επιθεωρησιακά, ή οπερετικά επώνυμων συνθετών, Ελλήνων και ξένων και τα υπόλοιπα ρεμπέτικα γνωστών δημιουργών, όπως του Παναγιώτη Τούντα, του Παναγιώτη Μπαιντιρλή, του Κώστα Καρίπη, του Κώστα Μισαηλίδη, του Γιάννη Δραγάτση,(ή Ογδοντάκη) και άλλων. Έφυγε από τη ζωή στις 2 Ιουλίου 1948.

Βαγγέλης Παπάζογλου ή Αγγούρης

«Άμα τραγουδάς τον πόνο του κόσμου, τραγουδάς και το δικό σου τον καημό. Άμα λες μόνο το δικό σου το ντέρτι δεν είσαι ρεμπέτης...»

Γεννήθηκε στο Ντουρμπαλί της Σμύρνης το 1896. Υπήρξε αυτοδίδακτος μουσικός. Από παιδάκι έπαιζε μαντολίνο και αργότερα

Έμαθε κιθάρα, βιολί και μπάντζο. Συμμετείχε στην περίφημη Εστουδιαντίνα «Τα Πολιτάκια» ως δεύτερο μαντολίνο (με πρώτο τον Σπύρο Περιστέρη και τον Παναγιώτη Τούντα). Εκεί γνωρίστηκε με τους άλλους μεγάλους Σμυρνιούς μουσικούς Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα, τους Ογδοντάκηδες, το Δημήτρη Σέμση ή Σαλονικιό που γύρω στο 1920 ήταν στη Σμύρνη παίζοντας βιολί κ.ά. Αν και αυτοδίδακτος, κατόρθωσε με τη βοήθεια του μαέστρου Σπύρου Περιστέρη να μάθει τη μουσική σημειογραφία. Έτσι πάρα πολλές παρτιτούρες των τραγουδιών του διασώθηκαν μέχρι σήμερα.

Αυτή τη φωτογραφία χρησιμοποιούσε ο Παπάζογλου στα διαφημιστικά του φυλλάδια

Φωτογραφία του 1923: Λίγο μετά την άφιξή του στην Ελλάδα

Ήρθε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα το 1923 μετά την καταστροφή της Σμύρνης. Πολύ γρήγορα, μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, αρχίζει να δουλεύει ως μουσικός. Έχει έντονη παρουσία μέχρι το 1937, με τους σημαντικότερους ερμηνευτές της εποχής: Στελλάκη Περπινιάδη, Γιώργο Κάβουρα, Ρίτα Αμπατζή, Ρόζα Εσκενάζυ, Στράτο Παγιουμτζή, κ.ά.,

55

Page 59: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

οπότε έρχεται σε ρήξη με τη Μεταξική λογοκρισία, αρνούμενος δημόσια να λογοκριθούν τα τραγούδια του από «αμόρφωτους ανθρώπους», με αποτέλεσμα την εξαφάνισή του από τη δισκογραφία. Έτσι από το 1937 και μετά, μόνο ένα τραγούδι από τα δεκάδες που είχε, φωνογραφήθηκε στο όνομά του: «Να μη λες το μυστικό σου» με τον Κώστα Ρούκουνα στα τέλη το 1938. Συνέχισε όμως να παίζει σε κέντρα, γάμους και πανηγύρια ανά την Ελλάδα, αλλά και να γράφει τραγούδια. Πολλά από αυτά τα χάρισε σε άλλους συνθέτες και τραγουδιστές.

Χαρακτηριστική αφήγηση της κυρά-Αγγέλας, γυναίκας του Βαγγέλη Παπάζογλου : «Το Περιστέρη ηρεγούντανε τα μινόρε. Το Στελλάκη τσι μανέδες. Ο Σαλονικιός τα

σμυρνέικα. Ο Τομπούλης ότι νάτανε... Εσύ -μούλεγε- μη μιλάς. Δε σούφαγα τ' αμπελοχώραφά σου. Είναι δικός μου ο μπαξές που τρυγάω…… ……...Αλλά του Βαγγέλη

η αξία δεν ήτανε που ήπαιζε όλα τα όργανα. Η αξία του ήτανε που ήσιαζε ολόκληρα τραγούδια. Με τα λόγια τους και τη μουσική τους.»

Εξάλλου, μεγάλος αριθμός από χειρόγραφες παρτιτούρες με ανέκδοτα τραγούδια του χαθήκανε κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Όταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει και να χορεύουνε οι «φχαριστημένοι και οι μαυραγορίτες», παράτησε την κιθάρα και το τραγούδι, έριξε ένα τσουβάλι στον ώμο και έγινε παλιατζής. Με τον τρόπο αυτό πένθησε την υποδούλωση της Ελλάδας. Η απόφασή του ήταν μοιραία. Η πείνα τον τσάκισε και πέθανε φυματικός την Κυριακή 27 Ιουνίου του 1943.Αν και καλλίφωνος ο Βαγγέλης Παπάζογλου -σύμφωνα με αφήγηση του Στελλάκη Περπινιάδη- δεν τραγούδησε σε δίσκους παρά μόνο ένα τραγούδι: "Τεχνίτης και κατεργάρης" (δίσκος Columbia DG-6119 που όμως δεν έχει εντοπιστεί ακόμη) του Κώστα Σκαρβέλη μαζί με το Στελλάκη. Η φωνή του όμως έχει αποτυπωθεί στο διάλογο με το Στελλάκη που προηγείται του τραγουδιού "Η φωνή του αργιλέ".

Παναγιώτης Τούντας

Ο Παναγιώτης Τούντας, είναι ο διασημότερος συνθέτης της Σμύρναϊκής Σχολής και ανήκει στην ομάδα των Μικρασιατών μουσικών που μετά την καταστροφή του 1922, διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο τραγούδι στην Ελλάδα.

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1886, από ευκατάστατους γονείς. Από παιδί άρχισε να παίζει μαντολίνο και σπούδασε μουσική στην Αίγυπτο. Από το 1915 συμμετείχε στη Σμυρναϊκή

56

Page 60: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Εστουδιαντίνα του Σιδέρη, που έμεινε γνωστή με το όνομα «Τα Πολιτάκια». Μετά την Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Το 1924 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Ελληνικού παραρτήματος της Γερμανικής ODEON. Τον ίδιο χρόνο ηχογραφεί τη «Σμυρνιά» και γίνεται ο πρώτος λαϊκός συνθέτης που το όνομά του αναγράφεται σε ετικέτα δίσκου. Ακολουθώντας το κλίμα της εποχής και εντοπίζοντας το μεγάλο πρόβλημα των ναρκωτικών, που βασάνιζε και τότε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού των πόλεων, έγραψε, χωρίς να έχει ο ίδιος προσωπική εμπειρία, μερικά απο τα πιο ενδιαφέροντα χασικλήδικα, που κυκλοφόρησαν με τεράστια επιτυχία πριν απο την εμφάνιση του Μ. Βαμβακάρη και της Πειραιώτικης κομπανίας.

Ο Παναγιώτης Τούντας ήταν βαθύς γνώστης τόσο της Ευρωπαϊκής όσο και της Ανατολικής μουσικής. Με την ίδια ευχέρεια συνέθετε μακρόσυρτα ανατολίτικα τραγούδια, νησιώτικα, σμυρνέικα, δημώδη, βαρειά ρεμπέτικα και ταυτόχρονα επιθεωρησιακά, ταγκό, οπερέττες και ελαφρά τραγούδια. Έδωσε σπουδαία τραγούδια και σε διαφόρους τραγουδιστές του ρεμπέτικου όπως: Κώστα Ρούκουνα, Στελλάκη Περπινιάδη, Κώστα Νούρο, Ρόζα Εσκενάζυ, Ρίτα Αμπατζή, Κώστας Τσανάκο, Αντώνη Νταλγκά, Ισμήνη Διατσέντου, Γιώργος Βιδάλη, Τίτο Ξηρέλλη, Ζαχαρία Κασιμάτη, Ευάγγελος Σωφρονίου, Δημήτρης Αραπάκη κλπ.. Τα τραγούδια που πέρασε στη δισκογραφία είναι γύρω στα 350 και έχουν ερμηνευτεί από όλους σχεδόν τους προπολεμικούς τραγουδιστές της εποχής. Πέθανε στις 23 Μαΐου του 1942, σε ηλικία 56 ετών. Ενδεικτικά τραγούδια του Παναγιώτη Τούντα:

-H γκαρσόνα (μικρασιάτικο), Νέα Σμυρνιωτοπούλα, Το κουκλί της Κοκκινιάς , Η Δημητρούλα, Κουβέντα με το χάρο, Εγώ θέλω πριγκιπέσσα, Aμάν, Κατερίνα μου, Λιλή η Σκανταλιάρα, Τουρκοπούλα μου, To σοφεράκι, Θα σε κάνω μενεξέ,. Η Βαρβάρα κ.α

Κώστας Καρίπης

Σπουδαίος Κωνσταντινοπολίτης κιθαρίστας, τραγουδιστής και συνθέτης. που ήρθε στην Αθήνα, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στα 1922. Δεν είναι γνωστά ούτε το έτος γέννησης ούτε το έτος θανάτου. Ο Τάσος Σχορέλης στη Ρεμπέτικη Ανθολογία του, αναφέρει ως έτος γέννησης το 1865 και έτος θανάτου το 1944, ενώ ο Παναγιώτης Κουνάδης βασιζόμενος σε αφηγήσεις φίλων και συναδέλφων του αλλά και των αρχείων της Columbia όπου φαίνεται να συμμετέχει σε ηχογραφήσεις μέχρι και το 1951, αναφέρει ότι γεννήθηκε μεταξύ 1890 – 1895 και πέθανε περί το 1952 – αφού τότε χάνονται ξαφνικά τα ίχνη του. Όταν ήρθε στην Ελλάδα εργάστηκε ως κιθαρίστας και τραγουδιστής με διάφορα Σμυρναϊκού ύφους συγκροτήματα, ενώ αργότερα ως κιθαρίστα σε Πειραιώτικου ύφους ρεμπέτικα συγκροτήματα. Δισκογραφικά εμφανίζεται το 1925 τραγουδώντας

57

Page 61: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

παραδοσιακά τραγούδια, αμανέδες και συνθέσεις διαφόρων Μικρασιατών συνθετών. Από το 1928 αρχίζει να εμφανίζεται στη δισκογραφία και ως συνθέτης, ενώ σιγά – σιγά παύει να τραγουδά ο ίδιος και συμμετέχει μόνο ως κιθαρίστας σε πάρα πολλές ηχογραφήσεις άλλων συνθετών. Τραγούδια του έχουν πει οι περισσότεροι γνωστοί τραγουδιστές της εποχής: Ρόζα Εσκενάζυ, Ρίτα Αμπατζή, Στελλάκης Περπινιάδης, Κώστας Ρούκουνας, Στράτος Παγιουμτζής, Γιώργος Κάβουρας, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου κ.ά.

Κώστας Σκαρβέλης

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1880 και από πολύ μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική. Μετά την ενηλικίωσή του, εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Δεν ανήκει στους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής αφού στην Αθήνα εγκαταστάθηκε μεταξύ 1915 και 1920.. Από το 1923 ανέβηκε στο πάλκο ως κιθαρίστας και έπαιξε σε όλα τα γνωστά στέκια που δημιουργήθηκαν από τους μικρασιάτες μουσικούς στην Αθήνα του Μεσοπολέμου. Από το 1930, αναλαμβάνει τη διεύθυνση της ελληνικής Columbia. Καταγράφεται ως ο πρώτος καλλιτεχνικός διευθυντής της δισκογραφίας. Και από τη θέση αυτή γίνεται ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες προεπιλογής των τραγουδιών που θα περνούσαν στη δισκογραφία. Μαζί με τους Δημήτρη Σέμση (Σαλονικιό), Σπύρο Περιστέρη, Παναγιώτη Τούντα και Ιωάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη) συνθέτουν την πεντάδα των μαέστρων καλλιτεχνικών διευθυντών, που διαμόρφωσαν το νεότερο μουσικό ύφος των τραγουδιών των πόλεων στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Ο Κώστας Σκαρβέλης έγραψε εκατοντάδες τραγούδια, εκ των οποίων πάνω από 200 έχουν εντοπιστεί στη δισκογραφία των 78 στροφών. Ξεχωρίζουν:Τράβα ρε μάγκα και αλάνη, Δυο μάγκες με βαρέσανε, Τουρκολιμανιώτισσα, Στα ξένα μ' άφησες, Γιατί να με γελάσεις , Κρυφό τον έχω τον καημό, Δερβισάκι κ.α.

Δημήτριος Σέμσης ή Σαλονικιός

58

Page 62: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Γεννήθηκε το 1883 στη Στρώμνιτσα η οποία την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας ανήκε στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης. Ήταν βιρτουόζος παραδοσιακός βιολιστής. Είναι ο πρώτος οργανοπαίκτης που το όνομά του αναγράφεται στις ετικέτες δίσκων.

Στις αρχές του 1927 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα. Και στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ανέλαβε Διευθυντής Ηχογράφησης στην ΗΜV και στην Columbia. Συμμετείχε σε εκατοντάδες ηχογραφήσεις παραδοσιακών, σμυρναϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών στο διάστημα 1924 - 1931, παρουσίασε γύρω στο 1928 τα πρώτα του τραγούδια και το 1931 ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της His Master's Voice, θέση που κράτησε μέχρι το θάνατό του. Έγραψε πάνω από 100 τραγούδια ρεμπέτικα και δημοτικά τραγούδια, καθώς Πέθανε στην Αθήνα, στις 13 Ιανουαρίου του 1950 σε ηλικία 67 ετών.

Γιάννης Δραγάτσης(Ογδοντάκης)

Ο Γιάννης Δραγάτσης, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1886. Ανήκε σε μεγάλη οικογένεια μουσικών, γνωστή στη Σμύρνη με το ψευδώνυμο « Οι Ογδοντάκηδες». Μαζί με τον Δημήτρη Σέμση θεωρούνται οι καλύτεροι λαϊκοί βιολιστές την εποχή τους. Χαρακτηριστικά αναφέρεται από μουσικούς που συνεργάστηκαν μαζί του πως ήξερε πάνω από εξήντα πέντε «δρόμους». Ο Γιάννης Δραγάτσης ήρθε στην Ελλάδα το 1923 και εργάστηκε ως βιολιστής στις ταβέρνες της εποχής μαζί με άλλους λαϊκούς δημιουργούς. Ανέλαβε ως μαέστρος υπεύθυνος στις εταιρίες δίσκων της εποχής. Υπήρξε για πολλά χρόνια διευθυντής της δισκογραφικής εταιρίας Κολούμπια Συνέθεσε γύρω στα 100 τραγούδια. Το πιο γνωστό είναι ο "Μανώλης χασικλής" με 5 προπολεμικές εκτελέσεις.

Γιώργος Θεολογίτης (Κατσαρός)

Ο Γιώργος Κατσαρός γεννήθηκε στην Αμοργό το 1895. Το «Κατσαρός» είναι παρατσούκλι από πυκνά κατσαρά μαλλιά που είχε ως και στα γεράματα. Το πραγματικό

59

Page 63: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

του επώνυμο είναι Θεολογίτης. Ήταν ένας από τους ελάχιστους σολίστ που μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την συνοδεία άλλων οργάνων. Τραγουδούσε με κιθάρα ρεπερτόριο από ελαφρά, επιθεωρησιακά, ρομάντζες, ξένα αλλά και Ρεμπέτικα. To 1907 μετανάστευσε στην Αμερική όπου έμεινε μέχρι το 1990. Άρχισε να παίζει και αν τραγουδά επαγγελματικά στα 17 του χρόνια.

Στην Ελλάδα έγινε γνωστός μετά την δεκαετία του ’60, με την ευρεία αποδοχή του ρεμπέτικου, όταν διαδόθηκαν οι δυσεύρετοι δίσκοι του των 78 στροφών. Αναγνωρίστηκε ως πατριάρχης του Ρεμπέτικου. Έχει τιμηθεί με το 2ο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Σότοπ της Πολωνίας, το 1965. Με το 3ο βραβείο στο Φεστιβάλ Τραγουδιού της Μάλτας, το 1969 και με το 4ο βραβείο στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, το 1970.

Έχει λάβει μέρος στο Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision του 1974 ως συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας. Διετέλεσε διευθυντής ορχήστρας του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας κατά την περίοδο της Χούντας των Συνταγματαρχών. Ο Γιώργος Κατσαρός απεβίωσε στην Φλώρινα των ΗΠΑ σε βαθιά γεράματα το 1995.

Σταύρος Παντελίδης 

Ο συνθέτης Σταύρος Παντελίδης μπροστά στο κουρείο του στο Βόλο

Συνθέτης και στιχουργός. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το1891 –και πέθανε στην Αθήνα το 1956. Το πραγματικό επώνυμο του Παντελίδη, ήταν Λαδόπουλος ή Γιατζόγλου. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, πήγε αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια στο Βόλο όπου διατήρησε κουρείο μέχρι το 1927. Δεν έπαψε όμως παράλληλα να δουλεύει και ως μουσικός σε ορχήστρες της πόλεως (έπαιζε μαντολίνο, κιθάρα, μπάντζο και μπουζούκι.).

60

Page 64: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Στη δισκογραφία αναμίχθηκε το 1933, ηχογραφώντας πολυάριθμα τραγούδια με τις φωνές αξιόλογων τραγουδιστών. Μεταξύ αυτών, η Ρίτα, η Ρόζα, ο Στελλάκης, ο Κάβουρας, ο Ρούκουνας, η Γεωργακοπούλου, ο Καζαντζίδης. Έγραψε τραγούδια όλων των ειδών. Στη δισκογραφία υπάρχουν πάνω από 80 τραγούδια του.

Σπύρος Περιστέρης

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900. Έπαιζε άριστα όλα τα έγχορδα όργανα με τάστα, πιάνο, ακορντεόν και κόντρα μπάσο. Το 1918 μετά το θάνατο του Σιδερή που ήταν επικεφαλής της Σμυρνέικης Εστουδιαντίνας "Τα Πολιτάκια" διάσημης σ`όλη την Ευρώπη, ανέλαβε αυτός, σε ηλικία 18 ετών, την ευθύνη της.

Η εμφάνισή του στη δισκογραφία αρχίζει το 1934 με μια σειρά ρεμπέτικα τραγούδια, όπως: "Ο ιππότης", "Η μποέμισσα", "Οφ Αμάν", "Τα Μπελεντέρια", "Ο τεκετζής", και το "Ο μάγκας του Βοτανικού", με τον Ζαχαρία Κασιμάτη.

Στην εργασία συμμετείχαν οι μαθητές:

Ανδρώνη Ελένη

Αντωνίου Ελπίδα

Ρέπα Ευσταθία

60

Page 65: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Τσιάλτας Αλέξανδρος

6. Κλασική περίοδος του ρεμπέτικου(Δεύτερη περίοδος του ρεμπέτικου)

Στη δεκαετία 1932-1942 έχουμε την αυθεντικότερη έκφραση του ρεμπέτικου τραγουδιού από τους μάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων και την αντικατάσταση των ανατολίτικων οργάνων με μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα. Την εποχή αυτή η ρεμπέτικη μουσική αποτελεί τρόπο ζωής για τους ανθρώπους του περιθωρίου, της φτώχιας, τους αδικημένους από την κοινωνία, τους ναρκομανείς, τους φυλακισμένους. Το ρεμπέτικο τη δεκαετία αυτή παιζόταν από μουσικές κομπανίες, που αποτελούνταν από 2 ή 3 μπουζούκια, ένα μπαγλαμά, μια κιθάρα και συχνά ένα ακορντεόν. Η λαϊκή ορχήστρα εμπλουτίζεται και χώρος παραγωγής είναι πλέον η ταβέρνα. Αλλάζει επίσης και η διάρκεια των τραγουδιών αφού η διάρκεια τους στο δίσκο των 78 στροφών ήταν μόλις 3 λεπτά οπότε έπρεπε να περιοριστούν τα μακροσκελή ταξίμια.

Αχρονολόγητη φωτογραφία - μάλλον των αρχών της δεκαετίας του '30 - που απεικονίζει μια μεγάλη παρέα σε κάποιο καφενείο. Μεταξύ των άλλων διακρίνονται Ο Μιχάλης Γενίτσαρης (να χτυπάει παλαμάκια), ο Ανέστης Δελιάς με το ανοιχτόχρωμο κουστούμι να παίζει μπουζούκι, αριστερά του (με μπουζούκι επίσης) ο Απόστολος Χατζηχρήστος και πίσω τους, όρθιος ο Γιάννης Παπαϊωάννου, να εκτελεί χρέη σερβιτόρου.(Από το βιβλίο του Ηλία Πετρόπουλου «Ρεμπέτικα τραγούδια»)

61

Page 66: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Τα τραγούδια έχουν ως θέμα τους τον έρωτα, τη θλίψη και τη ρεμπέτικη ζωή. Συνήθως τραγουδούσε μια γυναίκα και μια έπαιζε ντέφι και χόρευε. Από τις σπουδαίες ερμηνεύτριες της εποχής ήταν η Αγγελική Παπάζογλου η Ρόζα Εσκενάζυ και η Ρίτα Αμπατζή Στην περίοδο αυτή κυριάρχησε το πειραιώτικο στυλ µε κυριότερο εκφραστή τον Μάρκο Βαμβακάρη, του οποίου οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών άρχισαν από το 1932 Το καλοκαίρι του 1934, εμφανίζεται η «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Έτσι δημιουργείται η πρώτη κομπανία, με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Αντώνη Δελιά, Μπάτη και Στράτο Παγιουμτζή.

Η ΤΕΤΡΑΣ

Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς! 

Βρισκόμαστε στο 1934 και οι Γ. Μπάτης, Ανέστος Δεληάς, Μάρκος Βαμβακάρης και Στράτος Παγιουμτζής σχηματίζουν την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία και

εμφανίζονται στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, κάπου εκεί στη Δραπετσώνα. Ο Ανέστος ήρθε από τη Σμύρνη, ο Στράτος από το Αϊβαλί, ενώ ο Μάρκος από τη

Σύρο και ο Μπάτης από τα Μέθανα. Το καφενείο είχε δυο πόρτες προς το εσωτερικό δρομάκι και ανάμεσα του υπήρχε ένα χώρισμα που δημιουργούσε δύο μικρούς χώρους. Ο ένας έδινε την όψη κανονικού καφενείου. Στον άλλο, μέσα, υπήρχαν τα σύνεργα του χασίς και από μια μικρή τρύπα ενός ρόζου πέρναγε το

μαρκούτσι του ναργιλέ προς τον χώρο του κανονικού καφενείου, απ' όπου τραβούσαν εκ περιτροπής και στην περίπτωση κινδύνου απλώς το μαρκούτσι

τραβιόταν από μέσα. Και λέγεται πως κάποια φορά ένας αστυφύλακας μπήκε στο καφενεδάκι αιφνιδιαστικά, και το μεν μαρκούτσι τραβήχτηκε από τον παραγιό που ήταν στον διπλανό χώρο και δεν έγινε αντιληπτό, αλλά ο Μπάτης κατελήφθη με το στόμα γεμάτο ντουμάνι, κλειστό όμως. Και στην παρατήρηση του αστυφύλακα γιατί κρατάει το στόμα του κλειστό, ο Μπάτης το άνοιξε βγάζοντας καπνούς ρυθμικά και

κάπως τελετουργικά, συνιστώντας να μην τον απασχολούν γιατί είναι φακίρης!

62

Page 67: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

.

Το 1936 ξεκινάει η δικτατορία του Μεταξά και επιβάλλεται λογοκρισία. Αναγκαστικά η δισκογραφία προσαρμόζεται και οι αναφορές σε ναρκωτικά κ.λ.π εκλείπουν από τις ηχογραφήσεις..

Η πρώτη απαγόρευση κυκλοφορίας και κατάσχεση δίσκων έγινε στο τραγούδι «Βαρβάρα» που κυκλοφόρησε το 1936 στο όνομα του Παναγιώτη Τούντα, για τους στίχους και τη μουσική. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας ένα τραγούδι απαγορεύτηκε. Στον αθηναϊκό Τύπο διαβάζουμε: 

«Η αστυνομική Διεύθυνσις Πειραιώς κατόπιν διαταγής του Υπουργού Εσωτερικών εκοινοποίησεν εγκύκλιον προς όλα τα τμήματα της περιφερείας δια της οποίας απαγορεύεται η χρήσις του δίσκου γραμμοφώνου «Βαρβάρα». Οι άδοντες ή παίζοντες εις γραμμόφωνα το εν λόγω άσμα θα παραπέμπονται εις το Πταισματοδικείον».

Μέσα σε λίγες μόνο μέρες, οι δίσκοι κατασχέθηκαν από τα ράφια των μαγαζιών και σύντομα ο συνθέτης-στιχουργός (Π. Τούντας), ο τραγουδιστής (Στελάκης Περπινιάδης), οι ιδιοκτήτες της δισκογραφικής εταιρίας και 90(!) καταστηματάρχες δισκοπώλες παραπέμφθηκαν σε δικαστήριο (21/12 36).

Οι περιπέτειες της πολύπαθης «Βαρβάρας»

63

Page 68: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Ο σοβαρός και ευγενικός Π. Τούντας δεν μπορούσε καν να φανταστεί ότι γράφοντας ένα χιουμοριστικό τραγούδι με στοιχειώδη σεξουαλικά υπονοούμενα θα προκαλούσε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα στη δισκογραφία και θα γινόταν η αφορμή για την επιβολή της λογοκρισίας από τη δικτατορία του Μεταξά. Οι δίσκοι του καταστράφηκαν, τον έσυραν στο δικαστήριο όπου του επιβλήθηκε βαριά χρηματική ποινή, ενώ όλη η Ελλάδα παρακολουθούσε την Αστυνομία να κυνηγάει τη «δύστυχη Βαρβάρα». Γράφηκαν άρθρα επί άρθρων και σχόλια επί σχολίων που απαιτούσαν να εφαρμοστεί, επιτέλους, λογοκρισία στο τραγούδι.

Αφηγείται ο μάρτυρας-κατηγορούμενος Στελλάκης Περπινιάδης (Π. Κουνάδης, Τα Ρεμπέτικα, εκδ. «ΤΑ ΝΕΑ»:

[…] Άμα έβλεπες τη δίκη θα πέθαινες από τα γέλια. Η Αστυνομία είχε βγει παγανιά και γύριζε. Και καλημέρα, μήπως έχεις τη «Βαρβάρα»; Την έχω, έλεγε αυτός. Φέρ’ την εδώ. Την έπαιρνε λοιπόν, τσακ, πώς λέγεσαι; Καμιά πενηνταριά - εξηνταριά ήταν οι καταστηματάρχαι που τους είχανε μηνύσει. 

[…]Ύστερα ο πρόεδρος φωνάζει εμένα. «Δεν ντράπηκες να τραγουδήσεις αυτό το τραγούδι;» με ρωτάει. «Εκτελώ χρέη που έχω κάνει. Ό, τι μου δώσανε το είπα. Εγώ είμαι εκτελεστής, η δουλειά μου είναι αυτή».

Μετά την απαγόρευση, πάνω στην ίδια μελωδία κυκλοφόρησε «Η Μαρίκα η δασκάλα» που κι αυτή κυνηγήθηκε για να ακολουθήσει το «Μανωλιός και Δημητρούλα» και να ησυχάσουν οι λογοκριτές. 

Το μουσικό αυτό θέμα είναι επηρεασμένο από τον παραδοσιακό σκοπό της Λέσβου «Η θεία μου η Αμερσούδα» και χρησιμοποιήθηκε για τέταρτη φορά στο «Άκου Ντούτσε μου τα νέα», που καταγγέλλει τον Ιταλό δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι για την επίθεση στην Ελλάδα το 1940.

Το ρεμπέτικο το 1940

64

Page 69: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 τελείως αυθόρμητα οι ρεμπέτες της εποχής έγραψαν αρκετά αξιόλογα ρεμπέτικα τραγούδια για τη νίκη που αν και δεν απαγορεύτηκαν επισκιάστηκαν από εκείνα του ελαφρού τραγουδιού. Χαρακτηριστικά τέτοια τραγούδια ήταν:

"Ο Μάρκος φαντάρος" (του Βαμβακάρη), "Τους Κενταύρους δεν φοβάμαι", (του Μπαγιαντέρα), "Στης Πίνδου τα βουνά", (του Μπαγιαντέρα), "Γλυκό νά'ναι το βόλι", (του Μπαγιαντέρα), "Τον πόλεμο μας κήρυξες" (του Καρίπη), "Θα πάρω το τουφέκι μου" (του Κηρομύτη), το σατυρικό "Αν φύγουμε στο πόλεμο μικρό μου Χαρικλάκι" που ίσως να

είναι και προπολεμικό, κ.ά. Στη Γερμανική Κατοχή, τα περισσότερα κέντρα διασκέδασης έκλεισαν με αποτέλεσμα να περιοριστεί η επαγγελματική δραστηριότητα των περισσότερων ρεμπετών.Μέχρι το 1941 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους κλασσικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου:

Μάρκος Βαμβακάρης

Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905 στον συνοικισμό Σκαλί της Άνω Χώρας της Σύρου. Στα 13 του θα βρεθεί λαθρεπιβάτης να ταξιδεύει για τον Πειραιά όπου έκανε διάφορες δουλειές. Το 1924 σε κάποιο τεκέ άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του μπουζούκι. Εντυπωσιάστηκε και μέσα σε ελάχιστους μήνες έγινε ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες στην ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού.

65

Page 70: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

«...άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί…» έγραψε ο Βαμβακάρης στην αυτοβιογραφία του

Έως το 1933 είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος Βαμβακάρης γραμμοφώνησε στην Odeon τον πρώτο δίσκο με μπουζούκι στην Ελλάδα, που από τη μία μεριά είχε το «Καραντουζένι» (Έπρεπε να 'ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας) και από την άλλη μεριά το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο).

Την επόμενη χρονιά δημιούργησε με τρεις φίλους του -τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά- ένα πρωτοποριακό για την εποχή μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Το 1935 ο Μάρκος επισκέφτηκε τη Σύρο για δεύτερη από τις τρεις συνολικά σε όλη τη ζωή του μαζί με το Γιώργο Μπάτη και το Γιώργο Ροβερτάκη. Έπαιξαν μαζί για περίπου δύο μήνες σ' ένα μαγαζί της παραλίας και όταν γύρισε στον Πειραιά έγραψε τη Φραγκοσυριανή, ίσως το πιο γνωστό τραγούδι του.

--Πρωτόπαιξα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζί στην παραλία, μαζεύτηκε όλος ο κόσμος. Κάθε βράδυ γέμιζε ο κόσμος το μαγαζί κι έκατσα περίπου δύο μήνες. Εγώ, όταν έπαιζα και

τραγουδούσα, κοίταζα πάντα κάτω, αδύνατο να κοιτάξω τον κόσμο, τα έχανα. Εκεί όμως που έπαιζα, σηκώνω μια στιγμή το κεφάλι και βλέπω μια ωραία κοπέλα. Τα μάτια της

ήταν μαύρα. Δεν ξανασήκωσα το κεφάλι, μόνο το βράδυ την σκεφτόμουν, την σκεφτόμουν...

Πήρα, λοιπόν, μολύβι κι έγραψα πρόχειρα:Μία φούντωση, μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά

Λες και μου΄χεις κάνει μάγια Φραγκοσυριανή γλυκιά...Ούτε και ξέρω πως την λέγανε ούτε κι εκείνη ξέρει πως γι ' αυτήν μιλάει το τραγούδι. 

66

Page 71: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Όταν γύρισα στον Πειραιά, έγραψα τη Φραγκοσυριανή:

Μία φούντωση, μια φλόγαέχω μέσα στην καρδιά

λες και μάγια μου 'χεις κάνειΦραγκοσυριανή γλυκιά

λες και μάγια μου 'χεις κάνειΦραγκοσυριανή γλυκιά

Θα 'ρθω να σε ανταμώσωκάτω στην ακρογιαλιά

Θα ήθελα να σε χορτάσωόλο χάδια και φιλιά

Θα ήθελα να σε χορτάσωόλο χάδια και φιλιά

Θα σε πάρω να γυρίσωΦοίνικα, Παρακοπή

Γαλησσά και Nτελαγκράτσιακαι ας μου 'ρθει συγκοπή

Γαλησσά και Nτελαγκράτσιακαι ας μου 'ρθει συγκοπή

Στο Πατέλι, στο Nυχώριφίνα στην Αληθινή

και στο Πισκοπιό ρομάντζαγλυκιά μου Φραγκοσυριανήκαι στο Πισκοπιό ρομάντζα

Η περίοδος λίγο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και η πιο παραγωγική. Τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκους και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος. Περιόδευσε στη Θεσσαλονίκη, στο Βόλο, στη Λάρισα, στα Τρίκαλα και σε πολλές ακόμα πόλεις.

Εκτός από τη Φραγκοσυριανή άλλες σπουδαίες επιτυχίες του ήταν:

Αγγελοκαμωμένη μου,  Αλεξανδριανή, Απελπίστηκα,  Άτακτη,  Ήμουνα μάγκας μια φορά,   Μια μικροπαντρεμένη,  Μικρός αρραβωνιάστηκα, Μπουζούκι μου διπλόχορδο , Να πεθάνεις,  Νόστιμο τρελό μικρό μου,  Ο μάγκας του Βοτανικού,   Ο Μάρκος πολυτεχνίτης , Ο Μάρκος υπουργός,  Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά , Όσοι έχουνε πολλά λεφτά,  Τα ματόκλαδά σου λάμπουν,  Τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια κ.α.

Πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972. Ο Μάρκος Βαμβακάρης πέρασε στην ιστορία, ως πατριάρχης του ρεμπέτικου αφήνοντας μια τεράστια παρακαταθήκη

Ανέστης Δελιάς

Γνωστός στο χώρο του ρεμπέτικου με το παρατσούκλι «Αρτέμης». Γεννήθηκε το 1912 στη Σμύρνη. Ήρθε στην Ελλάδα το 1920 κι εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στη Δραπετσώνα. Από μικρός άρχισε να ασχολείται με την κιθάρα, ενώ το μπουζούκι το έπιασε για πρώτη φορά στα χέρια του γύρω στο 1930, με την προτροπή του Μάρκου Βαμβακάρη. Παρουσίασε τα πρώτα τραγούδια του με την «ξακουστή τετράδα του Πειραιώς», τα οποία μπήκαν στη δισκογραφία τα επόμενα χρόνια.

67

Page 72: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Ο Ανέστης Δελιάς δεν ηχογράφησε πολλά τραγούδια, διότι όπως ο Γιώργος Μπάτης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Γιοβάν Τσαούς και άλλοι σταμάτησαν το 1937, όταν ο Μεταξάς επέβαλε λογοκρισία, την οποία δεν μπορούσαν να ανεχτούν. Τα γνωστότερα τραγούδια του:

«Το χαρέμι στο χαμάμ», «Το κουτσαβάκι», «Η Αθηναίισσα», «Το σακάκι», «Ο Νίκος ο τρελάκιας», «Ο πόνος του πρεζάκια», «Δεν είδανε τα μάτια μου», «Όταν μπουκάρω στον τεκέ», «Μάγκες πιάστε στα βουνά», «Τζιτζιφιώτισσα», «Έκανες τη φιγούρα σου» κ.ά.

Το τραγούδι «Ο πόνος του πρεζάκια», ήταν προφητικό για τον ίδιο αφού πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης σε νεαρή ηλικία, περίπου 32 ετών. Έμαθε για την ηρωίνη από τη φιλενάδα του, κάποια γυναίκα από τις κακόφημες συνοικίες των Βούρλων. Παρά τις επίμονες προσπάθειες των φίλων του, δεν κατάφερε να απεμπλακεί. Μάλιστα, το 1938 εξορίστηκε στη Νιό ως τοξικομανής. Έτσι, ένα πρωινό του 1944 τον βρήκαν στο Βαρβάκειο πεθαμένο μέσα σ' ένα καροτσάκι. Στα χέρια κρατούσε το μπουζούκι του που δεν το αποχωριζόταν. Ήταν ο μοναδικός ρεμπέτης που απεβίωσε από ναρκωτικά

Γιώργος Μπάτης

Από τους σημαντικότερους ρεμπέτες της προπολεμικής εποχής, γνωστός και ως Γιώργος Αμπάτης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Τσωρός. Γεννήθηκε το

68

Page 73: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

1885 στα Παλαιά Λουτρά Μεθάνων και σε ηλικία 8 ετών μετακόμισε στον Πειραιά. Στρατεύτηκε το 1908 και υπηρέτησε έως το 1920! Έμαθε μπαγλαμά στις στρατιωτικές φυλακές, όπου τον έκλειναν τακτικά γιατί λιποτακτούσε. Από το 1915 έπαιζε μπαγλαμά και τραγουδούσε στους τεκέδες και τα ταβερνάκια του Πειραιά. Το 1925 άνοιξε το πρώτο του χοροδιδασκαλείο «Κάρμεν» στη Δραπετσώνα και το 1931 ένα καφενείο - τεκέ, το «Ζώρζ Μπατέ», στα Λεμονάδικα του Καραϊσκάκη (Ακτή Τζελέπη), όπου σύχναζαν όλοι οι μάγκες της εποχής .

Έξω από αυτό το καφενείο έχουν τραβηχτεί μερικές από τις ιστορικότερες φωτογραφίες του ρεμπέτικου.. Έκανε και άλλα επαγγέλματα, όπως κομπογιαννίτης (πουλούσε «ελιξίρια» για τα δόντια, για τους κάλους, κ.λπ.), παλαιοπώλης, ενεχυροδανειστής, μικροπωλητής, κ.ά. Το 1934 συμμετείχε στο πρώτο ρεμπέτικο συγκρότημα. Ήταν η «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς», όπως την ονόμασε ο ίδιος. Ηχογράφησε λίγα τραγούδια σε δίσκους γραμμοφώνου. Υπήρξε όμως ένας από τους θεμελιωτές του κλασικού πειραιώτικου ρεμπέτικου τραγουδιού. Οι σημαντικότερες επιτυχίες του:

«Ο τεκές του Μπάτη», «Ο Ωρωπός», «Από κάτω απ' το ραδίκι»,«Βάρκα μου μπογιατισμένη», «Η Παπαδιά», «Ο Θερμαστης»,«Κάτω στην Άγια Μαρίνα»,

«Ατσιγγάνα με φωνάζουν»,«Εφουμέρναμε χασίσι», «Ο γαλατάς», «Η Αλεξάνδρα», «Γιαχνί σοκάκι», «Κάτω στο γιαλό στην άμμο», «Φωνογραφητζήδες»,«Βλέπω

τέσσεροι παρέα», «Στρατώνα», «Καμηλιέρικο», «Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο» («Ζούλα σε μια βάρκα μπήκα»), «Ο Mπουφετζής», «Σού 'χει λάχει», «Μάγκες

καραβοτσακισμένοι», «Το μπαρμπεράκι», «Γυφτοπούλα στο χαμάμ» κ.ά.Ο Γιώργος Μπάτης αγαπούσε τα παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα όργανα. Στο σπίτι του διατηρούσε μια συλλογή από πέντε μπουζούκια, δυο μπαγλαμάδες, ένα μισομπούζουκο, μια κιθάρα και μια ρομβία - λατέρνα. Είχε πολύ έντονη την αίσθηση του χιούμορ και οι πλάκες του άφηναν εποχή. Ντυνόταν πάντοτε στην «πέννα», στο κλασσικό στυλ του «παλιόμαγκα», με μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο, παπιγιόν, σκληρό καπέλο και κρατούσε μπαστουνάκι. Φορούσε στιβάλια μυτερά και ψηλοτάκουνα, χαρακτηριστικά παπούτσια των «Κουτσαβάκηδων». Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τριγύριζε στα γνωστά του στέκια, ταβέρνες και καφενεία του Πειραιά, παίζοντας στις παρέες τραγούδια από το ένδοξο παρελθόν του. Πέθανε στις 10 Μαρτίου 1967 και κηδεύτηκε -σύμφωνα με την επιθυμία του- παρέα με τον αγαπημένο του μπαγλαμά (έργο του Τσακιριάν).

Στράτος Παγιουμτζής

69

Page 74: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1904. Πριν από την Μικρασιατική καταστροφή πήγε στον Πειραιά. Στα μέσα της δεκαετίας του ’20, γνωρίζεται με το Μπάτη, το Βαμβακάρη, το Δελιά, το Μπαγιαντέρα, τον Κηρομύτη και άλλους παλιότερους και αρχίζουν να παίζουν, σε διάφορα στέκια γύρω από το λιμάνι και τη Δραπετσώνα, ενώ το 1934 γίνεται ο βασικός τραγουδιστής της θρυλικής «Τετράδας του Πειραιώς».

Πρωτοεμφανίζεται στη δισκογραφία το 1934 με το τραγούδι «Ζεϊμπεκάνο Σπανιόλο» του Μπάτη. Άλλα τραγούδια που είπε «Οι σφουγγαράδες», «Μάγκες καραβοτσακισμένοι», «Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Τον άντρα σου και μένα» κ.ά... Τον Οκτώβρη του 1971, πήγε στην Αμερική και έκανε περιοδείες. Πέθανε στις 16 Νοεμβρίου 1971 επάνω στο πάλκο, 67 χρονών.

Γιώργος Κάβουρας

Ο Γιώργος Κάβουρας γεννήθηκε στο Καστελόριζο το 1907. Από τα τέλη της δεκαετίας του '20, βρέθηκε στον Πειραιά και εμφανίστηκε σε διάφορα στέκια χωρίς να τραγουδάει επαγγελματικά. Ο Στελλάκης Περπινιάδης, τον έπεισε να γίνει τραγουδιστής. και σύντομα οι συνθέτες της εποχής αναγνωρίσαν τις τεράστιες δυνατότητες της ιδιόμορφης φωνής του. Τραγούδησε , συνθέσεις του Βαγγέλη Παπάζογλου, του Μανώλη Χρυσαφάκη, του Γιάννη Δραγάτση, του Σπ. Περιστέρη, κ.ά. Η πλειοψηφία των τραγουδιών του όμως ήταν του Κώστα ΣκαρβέληΟ Γιώργος Κάβουρας πέθανε στις 20 Φεβρουαρίου του 1943. Το θάνατό του θρήνησε σε ένα από τα ωραιότερα ζεϊμπέκικά του ο Μάρκος Βαμβακάρης:

Πού 'σαι καημένε Κάβουρα,

να γλυκοτραγουδήσεις

70

Page 75: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

να πεις τραγούδια όμορφα

να μας ευχαριστήσεις

Γιοβάν Τσαούς

O Γιοβάν Τσαούς (πραγματικό όνομα: Γιάννης Εϊτζιρίδης ή Ετσειρίδης) γεννήθηκε στην Κασταμονή του Ικονίου της Μικράς Ασίας στα 1893. Υπηρέτησε στον οθωμανικό στρατό ως «τσαούς» (çavuş = λοχίας) από το οποίο και έμεινε το προσωνύμιο. Στην Τουρκία ήταν γνωστός μουσικός και λέγεται ότι έπαιξε ακόμα και στη αυλή του σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β'. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, ο Τσαούς ήρθε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά όπου εργάστηκε ως ράφτης. Η συμβολή του Γιοβάν Τσαούς στη δημιουργία και εξέλιξη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού είναι πολύ μεγάλη διότι άνοιξε νέους δρόμους, μετέδωσε τις γνώσεις του και επηρέασε τους υπόλοιπους μουσικούς, συνθέτες και δημιουργούς της εποχής του

 

«. ....O Γιοβάν Τσαούς ήξερε όλους τους δρόμους. Τους δρόμους όλους τους ξέρουν μόνο αυτοί που παίζουν κανονάκι, γι' αυτό και ο Τσαούς είχε στο μπουζούκι του ταστιέρα από κανονάκι. Όποιος έπιασε αυτό το μπουζούκι για να παίξει το παράτησε αμέσως. Κανείς δεν μπορούσε να παίξει. Μια φορά το πήρε στα χέρια του ο Μάρκος ο Βαμβακάρης αλλά γρήγορα το παράτησε. Αλλά τι να παίξει ο Μάρκος από το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς που ήταν αλλόκοτο;» …....

71

Page 76: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Στελλάκης Περπινιάδης

Οι ηχογραφήσεις του Γιοβάν Τσαούς έγιναν την περίοδο 1935-1937. Ο Τσαούς φέρεται να έχει ηχογραφήσει μόνο 12 δικά του τραγούδια με τις φωνές του Αντώνη Καλυβόπουλου και του Στελλάκη Περπινιάδη.

Ο Αντώνης Καλυβόπουλος έχει χαρακτηριστεί από τον μελετητή του Ρεμπέτικου Πάνο Σαββόπουλο ο ιδανικός ερμηνευτής τού Γιουβάν Τσαούς. Μπήκε ξαφνικά, και από το. ..πουθενά στη δισκογραφία το 1936 και πολύ σύντομα, πάλι ξαφνικά, βγήκε. Κι

όμως, αυτό το λίγο έφτασε για ν' αφήσει το σημάδι του!

Ο Γιοβάν Τσαούς άφησε πίσω του περιορισμένο ηχογραφημένο έργο. Τραγούδια του φέρονται να είναι:«Πέντε μάγκες στο Περαία», «Βλάμισσα»,«Διαμάντω αλανιάρα», «Γιοβάν Τσαούς»,«Γελασμένος», «Παραπονιούνται οι μάγκες», «Κατάδικος», «Μάγκισσα», «Σε μια μικρούλα»,«Η Ελένη η ζωντοχήρα», «Ο πρεζάκιας».

Όπως πολλοί συνθέτες της εποχής (Βαγγέλης Παπάζογλου, Ανέστος Δελιάς, Γιώργος Μπάτης και άλλοι), σταμάτησε να ηχογραφεί το1937 επειδή αρνείτο να δεχτεί να υποβάλλονται τα έργα του σε λογοκρισία την οποία επέβαλε το καθεστώς του Μεταξά. Πέθανε το 1942

Αγγελική Παπάζογλου

Η Αγγελική Παπάζογλου γεννήθηκε στη Σμύρνη, το 1899, και ήταν κόρη του σπουδαίου βιολιστή Δημήτρη Μαρωνίτη ή Χιωτάκη. Έπαιζε σαντούρι και βιολί και ανέβηκε στο πάλκο σε ηλικία 11 ετών, πλάι στον πατέρα της. Το 1922, με το κάψιμο της Σμύρνης, εγκαταστάθηκε στην Κοκκινιά και συνέχισε να τραγουδάει. Το 1924 γνωρίζει το Βαγγέλη Παπάζογλου στα μουσικά στέκια της Αθήνας και παντρεύονται το 1927. Το 1929, έχασε εντελώς την όρασή της από πάθηση που είχε στα μάτια από μικρή. Τα μόνα δείγματα της εκπληκτικής της φωνής είναι έξι τραγούδια του Παπάζογλου, τα οποία γραμμοφώνησε γύρω στο 1934. Η Αγγέλα έφυγε από τη ζωή σαράντα χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1983, στο σπίτι της στην Κοκκινιά.

Ρίτα Αμπαντζή

72

Page 77: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Κορυφαία τραγουδίστρια του δημοτικού, λαϊκού και του Ρεμπέτικου τραγουδιού. Γεννήθηκε το 1914 στη Σμύρνη. Το 1922, μετά την Μικρασιατική καταστροφή μετακόμισε στην Αθήνα. Ξεκίνησε την καριέρα της με ρεμπέτικα στο κέντρο «Πεταλούδα» στο Φάληρο. Αργότερα στράφηκε στο δημοτικό τραγούδι. Συνεργάστηκε με τους σπουδαιότερους συνθέτες της εποχής, όπως τον Παναγιώτη Τούντα, τον Βαγγέλη Παπάζογλου, τον Κώστα Σκαρβέλη κ.α. Στη δισκογραφία μπήκε το 1931. Εκ τότε ηχογράφησε πάνω από 400 Σμυρναϊκά ρεμπέτικα και παραδοσιακά δημοτικά τραγούδια. Ενδεικτικά τραγούδια της:

Το Τσαγκαράκη, Κατεργάρα, Ο τζογαδόρος, Βρε χήρα δεν λυπάσαι., Ο Ασίκης, Με ζουρνάδες με νταούλια , Η χωριατοπούλα, Αν σ’ αγαπώ δεν φταίω εγώ, Αμάν Αννίτσα. Έλα καράβι πάρε με, Να ζήσεις αμαξά μου κ.α. Απεβίωσε στις 17 Ιουνίου το 1969 στο Αιγάλεω.

Σοφία Καριβάλη

Η Σοφία Καριβαλη, ήταν αδερφή της Ρίτας Αμπατζή αλλά άλλαξε το επώνυμό της για να κάνει καριέρα Γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1916 και πέθανε στην Νίκαια στις 25-10 του 1995. Ήταν η πρώτη γυναίκα που ανέβηκε σε πάλκο με μπουζούκια με την "Τετράδα την ξακουστή του Πειραιώς. Ο σύζυγος της όμως την ανάγκασε να σταματήσει το τραγούδι πρόωρα. Ερμήνευσε τραγούδια όπως τα: «Γειτόνισσα», «Με πλάνεψες μποέμισσα», «Πια δεν με γελάς», κ.α. ,ενώ έχει συνοδεύσει τον Μάρκο σε πολλά τραγούδια, όπως τα: «Να γιατί γυρνώ»,  «Ο κουμπάρος ο ψαράς», «Ο Μάρκος πολυτεχνίτης» κ. α.

73

Page 78: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Ο Μάρκος πολυτεχνίτης

Όλες τις τέχνες που `κανα ακούστε που τις λέωτις γράφω και σαν θυμηθώ μου `ρχεται για να κλαίωόλες τις τέχνες που `κανες μα μια δεν έχεις κάνειεμένα που μ’ αγάπησες δε μου `βαλες στεφάνι

Μες στο κλωστήρια μ’ είχανε κι έκανα πακετάκιανήμα και κούκλες φέρνανε σε με τα κοριτσάκιανήμα και κούκλες φέρνανε σε με τα κοριτσάκιακαι μένα δε λογάριαζες που έπινα φαρμάκια

Δε μ’ άρεσε αυτή η δουλειά ζήλευα κάποια άλληκαι ψυχογιός εγένηκα σ’ ένα χοντρομπακάληκαι ψυχογιός εγένηκες σ’ ένα χοντρομπακάληγιατί είχε κόρη έμορφη κι η προίκα της μεγάλη

Τρεις μέρες έκατσα εκεί κι ήθελα για να στρίψωεφημερίδες να πουλώ στους δρόμους να γυρίζωεφημερίδες κι αν πουλάς στους δρόμους κι αν γυρίζειςεπήρες την μπακάλενα κι εμένα φοβερίζεις

Το βράδυ το κασέλι μου το τσάκωνα στα χέριαμόνο που δεν κουβάλησα τ’ Άγιου Γιωργιού ξεφτέριαλούστρος κι αν εγίνηκες αλήτης κι αλανιάρηςπρέπει να το συλλογιστείς εμέ δεν έχεις πάρει

Μιχάλης Γενίτσαρης

Ο Μιχάλης Γενίτσαρης γεννήθηκε στην Aγία Σοφία του Πειραιά το 1917. Ανήκει στην κατηγορία των συνθετών που έπαιξαν αποφασιστικό ρολό στην διαμόρφωση του ρεμπέτικου. Στα δεκαπέντε του έγραψε το πρώτο τραγούδι του, το «εγώ μάγκας φαινόμουνα», το οποίο γραμμοφώνησε στην «Kολούμπια» το 1937. Συνεργάστηκε με κορυφαία ονόματα του ρεμπέτικου, μεταξύ των οποίων οι Mάρκος Bαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Aνέστος Δειλιάς, K. Kαρίπης, Σ. Kυρομύτης κ.ά. H αγάπη του, ωστόσο, για το ρεμπέτικο και το μπουζούκι ήταν για την εποχή του «παράνομη»,

74

Page 79: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

γι' αυτό και διώχθηκε γι' αυτήν. Την περίοδο της Κατοχής γράφει τραγούδια που στηλιτεύουν τους μαυραγορίτες, ενώ, παράλληλα, υμνεί τους τολμηρούς σαλταδόρους. Έφυγε από την ζωή στις 11/5/2005 σε ηλικία 88 ετών

75

Page 80: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Απόστολος Χαντζηχρήστος

Γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1901 & 1904 στο προάστιο Κοκαριαλί της Σμύρνης Το 1922 καταφεύγει στον Πειραιά και για περισσότερο από μια δεκαετία ασχολείται με τη μουσική τελείως ερασιτεχνικά, εργαζόμενος στα Ελληνικά Σωληνουργεία ως ηλεκτροσυγκολητής. Παράλληλα φροντίζει και μαθαίνει άριστα κιθάρα, μπουζούκι και μπαγλαμά. Κάνει τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα, γύρω στα 1935 – 36.. Δούλεψε σε όλα σχεδόν τα γνωστά κέντρα διασκέδασης της εποχής εκείνης. Στου Δερέμπεη, στου Πίκινου τη Μπύρα, στου διαβόητου Κατελάνου, στο «Δάσος» του άγριου Βλάχου, στου Μάριου στην οδό Ίωνος κι αλλού. Ο Απόστολος Χατζηχρήστος ή «Σμυρνιωτάκι» όπως τον αποκαλούσαν oι φίλοι και θαυμαστές αποτελεί κορυφαία προσωπικότητα του ρεμπέτικου και κλασικού λαϊκού τραγουδιού. Φημίζονταν για τις περίτεχνες ερμηνείες του, για το παίξιμό του στο μπουζούκι αλλά και τα κλασικά διαχρονικά διαμάντια που άφησε για παρακαταθήκη:

«Καρδιά παραπονιάρα», «Η άμαξα μες τη βροχή», «Ας μην ξημέρωνε ποτέ», «Καϊξής», «Η πεντάμορφη», «Η μικρή του καμηλιέρη», «Παραπονιάρικό μου», «Ήθελα να ‘μουνα πασάς», «Βαγγελιώ δεν είσαι εντάξει», «Η τραγιάσκα», «Το μαγγαλάκι» κ.α. Πέθανε στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 1959. 

Κώστας Ρούκουνας

76

Page 81: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Φημισμένος τραγουδιστής, εκτελεστής σαντουριού και τραγουδοποιός του ρεμπέτικου τραγουδιού, γνωστός και ως «Σαμαράκη». Γεννήθηκε το 1903 στο Καρλόβασι της Σάμου. Η οικογένειά του ήταν αρκετά φτωχή με αποτέλεσμα να εργαστεί από τα 8 του, αρχικά σε μια καπνοβιομηχανία και αργότερα ως ξυλουργός.Το 1927 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και άρχισε να τραγουδά επαγγελματικά σε γιορτές και κυρίως σε πανηγύρια. Έτσι το 1928 κυκλοφόρησαν οι πρώτοι δίσκοι του, οι οποίοι σημείωσαν τεράστια επιτυχία. Μερικοί από αυτούς είναι «Αράπης», «Μάμας Γιός» κλπ. Γνωστά τραγούδια του είναι: Περί πολιτικής (1934)-Κοντραμπαζτήδες (1935) -Ο Πίκινος (1936) -Η μπόμπα (1945) κ.α.

Στέλιος Περπινιάδης

Είναι γνωστός και ως Στελλάκης. Γεννήθηκε το 1899 στην Τήνο, μεγάλωσε στην Κωσταντινούπολη και το 1923 μετακόμισε στον Πειραιά, όπου ήρθε σε επαφή με Μικρασιάτες ρεμπέτες. Συνεργάστηκε κατά καιρούς σχεδόν με όλους τους μεγάλους συνθέτες. Θεωρείται από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της εικοσαετίας 1930 -1950 ενώ έκανε αρκετά ντουέτα με γνωστές ερμηνεύτριες και ερμηνευτές της εποχής, όπως με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, το Στράτο Παγιουμτζή, τη Μαρίκα Νίνου και τον Δημήτρη Περδικόπουλο αλλά και με τον Γιώργο Κάβουρα. Γιος του ήταν ο επίσης γνωστός λαϊκός τραγουδιστής Βαγγέλης Περπινιάδης.

77

Page 82: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Ο Νίκος Συρίγος ο σαντορινιός, ο Μιχάλης Σκουλούδης (μαντολίνο), ο Γιώργος Πετρίδης (τσίμπαλο), ο τότε διάσημος Κώστας Νούρος (με το περίφημο υποπόδιόν του) κι ο Στελάκης ο Περπινιάδης (τραγούδι-

κιθάρα), σε φωτογραφία του 1928

Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας

Γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Χατζηκυριάκειο, το 1903 και πέθανε στις 18 Νοεμβρίου του 1985. Από 17 ετών επιδόθηκε στο μπουζούκι, με μεγάλη επιτυχία. Έπαιζε επίσης μαντολίνο, κιθάρα και βιολί. Το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας», το πήρε το 1925 όταν διασκεύασε και έπαιξε στο μπουζούκι του κάποια κομμάτια απ' την οπερέτα του Έμεριχ Κάλμαν (Emmerich Kálmán) Η Μπαγιαντέρα μεταξύ των οποίων και το ομότιτλο τραγούδι Η κατοχή χτύπησε και τον Μπαγιαντέρα. Λόγω αβιταμίνωσης τυφλώθηκε το 1941 και μάλιστα πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε. Τα τραγούδια του έγιναν αμέσως γνωστά, και μερικές από τις επιτυχίες του είναι: «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Αποβραδίς ξεκίνησα», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει», « Ξεκινάει μια ψαροπούλα», «Ξαβεργιώτισσα», «Πειραιωτοπούλα», «Παρηγοριά ζητούσα κάθε βράδυ», «Αλάνι με φωνάζουν» και ακόμη: «To μαναβάκι», «Θα κλέψω μια μελαχρινή», «Για μια κουτσουκαριώτισσα», «Μάτια γλυκά και γαλανά», «Γυρνώ σαν νυχτερίδα», «Το τραγούδι της αγάπης», «Μ' έχεις μαγεμένο», «Έλα να

79

Page 83: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

μπερμπαντέψεις», «Του Κυριάκου το γαϊδούρι», «H μικρή από το Πασαλιμάνι», «Η άνοιξις», «Με ξέχασες», «Το πέρασμα», «Η κοτούλα», «Μια τράτα Κουλουριώτικη», «Κι αν χωρίσαμε δε φταίω» κ.α.

Στέλιος Κερομύτης

Ο Στέλιος Κερομύτης γεννήθηκε το 1903 στον Πειραιά. Ήταν γνωστός και ως «αριστοκράτης μπουζουξής», ή ως Μπούμπης Ως λαϊκός καλλιτέχνης συγκέντρωνε όλα τα προτερήματα ενός ολοκληρωμένου δημιουργού. Συνέθετε, έγραφε τους στίχους των τραγουδιών του, έπαιζε μπουζούκι, μπαγλαμά και κιθάρα, ενώ η φωνή του ανήκε στην παραδοσιακή λαϊκή σχολή, Η Columbia τον προόριζε ως το «αντίπαλο δέος» του Βαμβακάρη, που εκείνη την περίοδο συνεργαζόταν με την Odeon.. Ο Στέλιος Κερομύτης συνέθεσε περί τα δεκαπέντε τραγούδια και τραγούδησε περί τα σαράντα. Από τα τραγούδια του ξεχωρίζουν: «Μεσ' του Βάβουλα τη γούβα», «Τι θες με εμέ να μπλέξεις», «Θα πάρω το ντουφέκι μου», «Δυο φίλοι μ' ανταμώσανε», «Η φθισικιά», «Ναζιάρα μ' έχεις μπλέξει», «Ντυμένη σαν αρχόντισσα», «Θ' αφήσω πια την πέννα μου», «Μπαμπέσικα μου τα 'φερες», «Φύγε μόρτη από μένα», «Τα πεύκα της Πεντέλης», «Ο πρωτόμαγκας», «Με τυλίξανε δυο φίνες», «Μη με μαλώνεις», «To λάθος μου αισθάνομαι», «Πάψε να κλαις», κ.ά.

Στην εργασία συμμετείχαν οι μαθητές:

-Γενιτσαρόπουλος Δημήτρης

- Καγκαράς Αποστόλης

-Καρατσίκης Ηρακλής

- Τσάκνης Αργύρης

7. Η αποδοχή και η διάδοση του ρεμπέτικου(Τρίτη περίοδος του ρεμπέτικου 1942-1952)

80

Page 84: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα

διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη

διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην

αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής»

- καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή

μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από

Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε

λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο

τραγούδι. Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο.

Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε

γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα

πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν

τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.

Από τη διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το ρεμπέτικο τραγούδι που δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1949, στο Θέατρο Τέχνης.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής γράφονται ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία όμως δεν περνάνε στη δισκογραφία γιατί τα εργοστάσια παραμένουν κλειστά μέχρι το 1946. Έτσι το πιο πολύ υλικό για την περίοδο αυτή ήταν δυσεύρετο και όχι τόσο γνωστό. Γι’ αυτό ίσως υπήρχε παλιότερα η εντύπωση ότι οι ρεμπέτες αδιαφόρησαν μπρος στον παλλαϊκό ξεσηκωμό και κοίταξαν απλά «να τη βολέψουν». Ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του λέει,

81

Page 85: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

βέβαια, πως ανάμεσα σε χίτες και ελασίτες κρατούσε μια στάση «ζούλα απ' τον ένα, ζούλα κι απ' τον άλλο»· Φαίνεται όμως πως ήταν η εξαίρεση μάλλον παρά ο κανόνας, αφού οι περισσότεροι ρεμπέτες πήραν ενεργό μέρος στην Αντίσταση, κάτι που αντανακλάται και στα τραγούδια τους.

Έχουν γραφτεί πάρα πολλά ρεμπέτικα «της κατοχής»: Για την Αλβανία, για τον Μουσολίνι, για πατριώτες θύματα του Αγώνα, για τη μεγάλη πείνα του σαρανταένα, για το βομβαρδισμό του Πειραιά, για την απελευθέρωση και για τους αντάρτες. Ο Μιχάλης Γενίτσαρης υμνεί τα παλικάρια της Αντίστασης, όπως τον Στέλιο Καρδάρα: «Άδικα τον σκοτώσανε, λες κι ήτανε κατάρα/ γιατί ήταν στην Αντίσταση τον Στέλιο τον Καρδάρα…». Ο θάνατος του Άρη Βελουχιώτη, το 1945 γίνεται τραγούδι από τον Νίκο Μάθεση, τον Μανώλη Χιώτη και τον Γενίτσαρη. Ο Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας) γίνεται ο τυφλός ραψωδός της Αντίστασης: «Πολέμησε αντάρτη μου, ως πολεμάνε όλοι και με τον Άρη αρχηγό, θα ‘ναι γλυκό το βόλι…». Συνέθεσε πολλά τραγούδια για την Αντίσταση, στα οποία αναφέρονται ρητά τα ονόματα ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που τα τραγουδούσε κρυφά κατά τη διάρκεια της Κατοχής και αργότερα.

Ως επακόλουθο της κατοχικής πείνας εμφανιστήκαν οι σαλταδόροι και η δράση τους που λειτουργούσε ως πράξη αντίστασης. « Όπως πήγαιναν τα αυτοκίνητα τα γερμανικά στο δρόμο, φορτωμένα πράγματα, ο ένας ή οι δύο πήδαγαν απάνω και πετάγανε στο δρόμο τα πράγματα. Επειδή λοιπόν σαλτάρανε στ’ αυτοκίνητα τους λέγανε σαλταδόρους». Γλαφυρά περιγράφει τη ζωή του σαλταδόρου ο Μιχάλης Γενίτσαρης στο ομώνυμο τραγούδι: «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα να σου πάρω».

Μετά την κατοχή, είτε μέσα στον Εμφύλιο είτε αμέσως μετά οι ρεμπέτες έδωσαν άφθονα τραγούδια που εκφράζουν παραστατικά το κλίμα της εποχής, τις διώξεις των αντιφρονούντων και την ταξικότητα της κοινωνίας. Πολλά τραγούδια μιλούν για άδικη φυλάκιση, όπως το : «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα («τι έκανε το παλικάρι και το κλείσαν φυλακή») ενώ πολύ πιο ανοιχτά το λέει το «Μες τα μπουντρούμια» του Μπακάλη: «Ένας λεβέντης ξαγρυπνά στο σκοτεινό κελί του μες στα μπουντρούμια τα φριχτά τον ρίξαν οι εχθροί του» ή ακόμα: «Ο μελλοθάνατος ο δόλιος στο κρεβάτι ξαγρυπνώ» (του ίδιου, 1952).

Ο Τσιτσάνης κι ο Μπακάλης επίσης έγραψαν το «Κάποια μάνα αναστενάζει» που έγινε ο ύμνος των εξόριστων της Μακρονήσου. Λόγω της λογοκρισίας που υπήρχε στους στίχους αλλά και τη μουσική ήδη από την εποχή του δικτάτορα Μεταξά, πολλοί συνθέτες αναγκάζονταν να καμουφλάρουν όσα ήθελαν να πουν και να τα ντύνουν με το ένδυμα ερωτικών τραγουδιών

82

Page 86: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» (1947) είναι εμπνευσμένη από το θάνατο ενός αντάρτη, που τον είδε ο Τσιτσάνης ξαπλωμένο πάνω στο χιόνι, στη Θεσσαλονίκη. Συμβολίζει τη διάψευση των ελπίδων ενός ολόκληρου λαού για πρόοδο, δημοκρατία και ελευθερία.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει τις Φάμπρικες, έναν ύμνο της εργατικής τάξης στην Ελλάδα :

«Σφυρίζει η φάμπρικα μόλις χαράξει,Οι εργάτες τρέχουν για τη δουλειά

Για να δουλέψουνε όλη τη μέρα…

Βλέπεις κοπέλες στα υφαντουργείακι άλλες δουλεύουν στα εργαλεία,στα καπνομάγαζα, στα συνεργεία

…Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!»

Η κοινωνική αδικία και οι συνθήκες ζωής εκφράστηκαν από τραγούδια όπως το: «Πάλιωσε το σακάκι μου» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Η φτώχεια» του Απόστολου Χατζηχρήστου και με κορυφαίο το τραγούδι «Της κοινωνίας η διαφορά» του Βασίλη Τσιτσάνη το οποίο απαγορεύτηκε. Αυτά τα τραγούδια εκφράζουν παραστατικά το κλίμα της εποχής.

«Δύο δρόμοι τη χωρίζουνεΤην κοινωνία τούτη

Και φέρνουν μαύρη συμφοράΗ φτώχεια κα τα πλούτη.Της κοινωνίας η διαφοράΦέρνει στον κόσμο μεγάλη

συμφορά.Έχει η ζωή γυρίσματα

Έχει και μονοπάτιαΓκρεμίζουν φτωχοκάλυβαΚαι χτίζονται παλάτια».

83

Page 87: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Το ρεμπέτικο πλέον αρχίζει να καταξιώνεται ως λαϊκή μουσική ευρείας αποδοχής και βγαίνει από το περιθώριο. Κορυφαία προσωπικότητα του ρεμπέτικου αναδεικνύεται αυτή την περίοδο ο Βασίλης Τσιτσάνης. Κυριαρχούν επίσης ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Εμφανίζονται νέοι τραγουδιστές όπως η Σωτηρία Μπέλλου και η Μαρίκα Νίνου. Οι περισσότεροι παλιοί ρεμπέτες μένουν όμως στο περιθώριο. Το ρεμπέτικο τραγούδι έχει κάνει πια τη διαδρομή του: από τον τεκέ και τη φυλακή, στο κουτούκι, στην ταβέρνα, στο μουσικό "κέντρο". Το τραγούδι φεύγει από τη θεματολογία του «μάγκικου» και στρέφεται στον άνθρωπο-εργάτη της πόλης. Έτσι στα μέσα της δεκαετίας του ’50 το ρεμπέτικο έκλεισε τον κύκλο του. Η χρυσή περίοδος του Λαϊκού Τραγουδιού που ακολούθησε αποτέλεσε την κορύφωση μιας πορείας που άρχισε με το Ρεμπέτικο τη δεκαετία του ’20.

Βασίλης Τσιτσάνης

Ο Τσιτσάνης, έβγαλε το λαϊκό τραγούδι από τα όρια του περιθωρίου, όπου το είχαν τάξει τα αντικοινωνικά και ανατολίτικα στοιχεία του, για να το εντάξει στην καινούργια κοινωνική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καθιέρωσε νέο ύφος παιξίματος και τραγουδιού με τον εξευρωπαϊσμό-συγκερασμό των κλιμάκων, αρμονίες με δεύτερες και τρίτες φωνές, εμπλουτισμένη ενορχήστρωση και καινοτομίες στην ποιητική δομή, όπου για πρώτη φορά το λαϊκό τραγούδι απομακρύνθηκε από τις παραδοσιακές φόρμες του δίστιχου επισημοποιώντας το ρόλο του ρεφρέν. (Λάμπρος Λιάβας)

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915 . Συνθέτης, στιχουργός, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και τραγουδιστής, ο Βασίλης Τσιτσάνης υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες του ρεμπέτικου και της λαϊκής μουσικής.. Από μικρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική και έμαθε μαντολίνο και βιολί και μπουζούκι. Το φθινόπωρο του 1936 πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική αλλά

84

Page 88: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

τελικά τον κέρδισε το τραγούδι. Πριν την κατοχή έγραψε τραγούδια όπως τα: «Σ' έναν τεκέ μπουκάρανε» «Αρχόντισσα», «Να γιατί γυρνώ» «Γι' αυτά τα μαύρα μάτια σου», κ.α. Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει το «Ουζερί Τσιτσάνη». Την περίοδο αυτή έγραψε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, τα οποία ηχογραφήθηκαν μετά την λήξη του πολέμου: «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή».

Ο Βασίλης Τσιτσάνης και η Μαρίκα Νίνου στην Ταβέρνα του Χοντρού

Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα. Η εποχή του εμφυλίου αποτελεί άλλη μια πηγή έμπνευσης για τον Τσιτσάνη. Τα τραγούδια του, όμως, λογοκρίνονται και πάλι. Ορισμένα καταφέρνει και τα εκδίδει, επινοώντας διάφορα τεχνάσματα, Στην κατηγορία αυτή θεωρείται πως είναι και το τραγούδι «Μην απελπίζεσαι»

«Μην απελπίζεσαι και δε θ’ αργήσειΚοντά σου να ‘ρθει μια χαραυγήΚαινούρια αγάπη να σου ζητήσει

Κάνε λιγάκι υπομονή

Διώξε τα σύννεφα απ’ την καρδιά σουΚαι μες στο κλάμα μη ξαγρυπνάς

Τι κι αν δεν βρίσκεται στην αγκαλιά σου;Θα’ ρθεί μια μέρα, μην το ξεχνάς.

Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσειΚι ο έρωτάς σας θ’ αναστηθεί.

Καινούρια αγάπη θα ξαναζήσεις,Κάνε λιγάκι υπομονή.»

85

Page 89: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Το τραγούδι κυκλοφόρησε το 1949 με τη φωνή της Σωτηρίας Μπέλλου. Πρόκειται σε πρώτη ανάγνωση για ένα ερωτικό τραγούδι. Σύμφωνα όμως με τον Νέαρχο Γεωργιάδη (Ρεμπέτικο και πολιτική, εκδ. Σύγχρονη Εποχή) ανήκει στην κατηγορία των αλληγορικών τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη.Ως το 1955 φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που δένονται μαζί του, όπως η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν διαχρονικά τραγούδια του:

«Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975),

Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου του 1984

Με πρωτοβουλία της UNESCO, ηχογραφήθηκε ένας διπλός δίσκος του Τσιτσάνη με τίτλο «Χάραμα». Σ' αυτό το δίσκο έπαιζε μια σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, δόθηκε το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross.

Σωτηρία Μπέλλου

Γεννήθηκε στο χωριό κοντά στη Χαλκίδα στις 22 Αυγούστου 1921.

Από μικρή «ζυμώθηκε» με τους εκκλησιαστικούς ήχους και τη βυζαντινή μουσική. Όταν είδε στον κινηματογράφο την ταινία «Η Προσφυγοπούλα» με τη Σοφία Βέμπο αποφάσισε να γίνει τραγουδίστρια. Παρά τις αντιρρήσεις των δικών της αποφασίζει να πάει στην Αθήνα το 1940, που βρισκόταν σε πλήρη ναζιστική κατοχή. Πέρασε όλη την περίοδο του πολέμου και τα χρόνια της Κατοχής κάτω από δύσκολες συνθήκες και κάνοντας διάφορες δουλειές. Ανάμεσα στα άλλα τραγουδούσε για ένα χαρτζιλίκι σε διάφορα ταβερνάκια, με μια κιθάρα.

Μετά την απελευθέρωση υπήρξε ενεργό μέλος του αντάρτικου, και αφού γνώρισε από κοντά την αγριότητα και τις διώξεις του Εμφυλίου, την ανακάλυψε σε μια ταβέρνα των Εξαρχείων ο θεατρικός συγγραφέας Κίμων Καπετανάκης και τη

86

Page 90: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

σύστησε στο φίλο του Βασίλη Τσιτσάνη. Ο βάρδος του ρεμπέτικου ενθουσιάστηκε από τη φωνή της και της πρότεινε να μπουν μαζί στο στούντιο. Η επιτυχία των πρώτων της ηχογραφήσεων με τον αξέχαστο Τσιτσάνη («Συννεφιασμένη Κυριακή», «Τα Καβουράκια», «Όταν πίνεις στην ταβέρνα», «Κάνε λιγάκι υπομονή») την καθιέρωσε ως λαϊκή τραγουδίστρια, ενώ τα χρόνια 1948 - 1955 ήταν περιζήτητη ανάμεσα στους κορυφαίους συνθέτες.

Εκτός από τον Τσιτσάνη, συνεργάστηκε με τους Γιάννη Παπαϊωάννου («Γύρνα στη ζωή την πρώτη», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Άνοιξε, άνοιξε»), Γιώργο Μητσάκη («Ο ναύτης», «Το σβηστό φανάρι»), Απόστολο Καλδάρα («Είπα να σβήσω τα παλιά»), Απόστολο Χατζηχρήστο, Μανώλη Χιώτη κ.ά.

Η Σωτηρία Μπέλλου με το Γιάννη Παπαϊωάννου

Η καριέρα της γνώρισε μια κάμψη στις αρχές της δεκαετίας του '60, όμως από το 1966 κέρδισε ξανά τη θέση της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους έπειτα από συνεργασίες της με σύγχρονους έντεχνους συνθέτες όπως Μούτσης («Το φράγμα»), Σαββόπουλος («Το βαρύ ζεϊμπέκικο»), Ανδριόπουλος («Λαϊκά προάστια»), Κουνάδης («Δεν περισσεύει υπομονή»), Λάγιος («Λαός»), Ανδριόπουλος κ.ά. Παράλληλα, ξανατραγούδησε παλιά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια, από τα οποία την αγάπησε η νέα γενιά και τη στήριξε στις αδιάκοπες εμφανίσεις της στα λαϊκά κέντρα, στις μπουάτ της Πλάκας, καθώς και σε μεγάλες συναυλιες και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Πέθανε στις 27 Αυγούστου 1997.

Γεωργακοπούλου Ιωάννα

87

Page 91: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Γεννήθηκε το 1920. Από οκτώ χρονών συμμετέχει στη χορωδία της ενορίας του Αγίου Παύλου, όπου αργότερα την ανακαλύπτει η τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου «Η ηλικία σου είναι μικρή, αλλά η φωνή σου μεγάλη! Δεν κάνεις όμως για ελαφρά τραγούδια. Θα μπορούσες θαυμάσια να τραγουδήσεις λαϊκά. Εκεί πιστεύω πως θα κάνεις θαύματα», της είχε πει, μόλις την πρωτοάκουσε.Ηχογράφησε το 1938 τα δύο πρώτα της χασάπικα: «Σμυρνιά» και «Χριστίνα».Η ίδια αφηγείται:Στα τέλη του 1938 ηχογραφώ τα τραγούδια του Τούντα «Τα τσόκαρα», «Τσιγγάνα Μανταλένα», «Τομπουρλίκα» με το Στράτο Παγιουμτζή και το Στέλιο Κηρομύτη, και αμέσως μετά ένα τραγούδι που μου έγραψε ο Νίκος Γούναρης, το «Μπρος στον Άγιο Σπυρίδωνα». Την εξαιρετική ποιότητα της φωνής της διέκρινε και ο Βασίλης Τσιτσάνης και της εμπιστεύτηκε πολλά τραγούδια του, με πρώτο το «Οι φιλενάδες».

Τραγούδησε ρεμπέτικα, λαϊκά και λιγοστά νησιώτικα τραγούδια και στις ηχογραφήσεις τη συνόδευε κυρίως ο Στελλάκης Περπινιάδης με τα ιστορικά του σεγκόντα.Αρκετά από τα τραγούδια που ερμήνευσε φέρονται ως δικές της συνθέσεις, όπως ο «Τρελός Τσιγγάνος», «Φυσάει ο μπάτης», «Βράδια στη Χαβάη», «Ποιος καημός τον βασανίζει» κ.ά., αν και οι περισσότεροι ερευνητές του ρεμπέτικου συμφωνούν πως πρόκειται για τραγούδια άλλων συνθετών (του Τσιτσάνη κυρίως), χαρισμένα στην

88

Page 92: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Γεωργακοπούλου. Για την Ιωάννα Γεωργακοπούλου ο Τσιτσάνης έγραψε μερικά από τα ωραιότερά του τραγούδια: «Τι τη θέλεις την τσιγγάνα», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Αργοσβήνεις μόνη», «Αχάριστη», κ.ά. Η συνεργασία τους όμως, διακόπηκε απότομα το χειμώνα του 1949, όταν τη θέση της στο πάλκο του «Τζίμη του Χοντρού» δίπλα στον Τσιτσάνη, παίρνει η Μαρίκα Νίνου. Οι σχέσεις της με τον Τσιτσάνη εντάθηκαν όταν ο Τσιτσάνης έδωσε στο Χατζηδάκι το τραγούδι «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι» η μουσική του οποίου έμοιαζε με τη μελωδία του «Τρελλού τσιγγάνου» για τον οποίο η Γεωργακοπούλου, επέμενε ότι ο είναι δικό της τραγούδι γραμμένο κατά την κατοχή και αναφερόμενο σε υπαρκτό πρόσωπο.Η Ιωάννα Γεωργακοπούλου έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών στις 7 Αυγούστου 2007.

Μαρίκα Νίνου

Οι πηγές για τη χρονολογία και τον τόπο γέννησής της αλληλοσυγκρούονται. Άλλοι τη θέλουν να γεννιέται το 1918 στην Πόλη. Άλλοι στον Καύκασο. Όμως η ανιψιά της, η Γκιούλα Αταμιάν-Ανσεριάν, κόρη του αδελφού της, υποστηρίζει ότι η Μαρίκα Νίνου γεννήθηκε... εν πλω! Ήταν Αρμένικης καταγωγής και το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Αταμιάν. Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου μαζί με τον άντρα της, Νίνο Νικολαΐδη ακροβάτη και ζογκλέρ και τον γιο της αποτελούν ένα καλλιτεχνικό ακροβατικό τρίο, το ''ντούο Νίνο και μισό''! Υιοθέτησε το ''καλλιτεχνικό'' Νίνου, εμπνευσμένο από το όνομα του συζύγου της, και άλλαξε το Ευαγγελία σε Μαρίκα προς τιμήν της μεγάλης Μαρίκας Κοτοπούλη. Η Νίνου δεν σκόπευε να κάνει καριέρα σε... τσίρκο αφού η μεγάλη της αγάπη ήταν το τραγούδι. Έτσι τον Οκτώβριο του 1948, ξεκίνησε το τραγούδι στο κέντρο «Φλώριντα» του Γ. Μελίτια στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας. δίπλα στο Στελλάκη Περπινιάδη. Ακολουθεί η συνεργασία της με το Βασίλη Τσιτσάνη το 1949 στο κέντρο «Τζίμης ο Χονδρός» που υπήρξε καθοριστική στη ζωή και των δύο. Ο Βασίλης Τσιτσάνης στην αυτοβιογραφία του θυμάται: ''Γίναμε ντουέτο και κάθε βράδυ στου Τζίμη γινόταν χαλασμός από τον κόσμο. Η ουρά έφτανε μέχρι τον Άγιο Παντελεήμονα. Κάθε μέρα συζητούσαν για μας τους δυο. Όπου πηγαίναμε, και για έκτακτες εμφανίσεις στα θέατρα, γινόταν το σώσε. Η Μαρίκα στο πάλκο ήταν ασυναγώνιστη, οι κινήσεις της ήταν κάτι το συγκλονιστικό, όταν τραγουδούσε είχε τέτοια εκφραστικότητα και τέτοια μεταδοτικότητα στο κοινό, που νομίζω ότι δεν πρόκειται να γεννηθεί άλλη. Όταν τραγουδούσε, κυριολεκτικά καθήλωνε τον κόσμο στα τραπέζια. Ήταν φοβερή. Τραγουδούσε και δίδασκε κιόλας μαζί με το τραγούδι, όπως ο δάσκαλος που διδάσκει στους μαθητές στα θρανία.''.Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε στο πάλκο και στη δισκογραφία με πλήθος σημαντικών λαϊκών συνθετών, όπως ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο

89

Page 93: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Γιώργος Μητσάκης, ο Απόστολος Καλδάρας κ.α. Η μακροβιότερη, όμως, και πιο παραγωγική συνεργασία της ήταν αυτή με τον Τσιτσάνη. Υπήρξε η μούσα, που τον ενέπνευσε όσο καμιά άλλη. Το ντουέτο Τσιτσάνη - Νίνου κατέχει ιδιαίτερη θέση στην ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Τον Οκτώβριο του 1951 πήγαν μαζί στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το ταξίδι αυτό χώρισαν ξαφνικά και η Μαρίκα πήγε στην Αμερική, όπου τραγούδησε δίπλα στον Κώστα Καπλάνη επί δύο χρόνια. Πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου 1957, σε ηλικία 39 ετών.Η ζωή της Μαρίκας Νίνου ενέπνευσε το σενάριο για την ταινία του Κώστα Φέρρη, Ρεμπέτικο του 1983.

Στέλλα Χασκήλ

Η Στέλλα Χασκίλ, εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε το 1918 στη Θεσσαλονίκη, και ήταν γνωστή ως «Σαλονικιά».Το πραγματικό της όνομα είναι Στέλλα Ιγεχασκέλ ή Γεχασκέλ Γαέγου. Η Χασκίλ υπήρξε από τις πιο χαρακτηριστικές φωνές του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού. Κατά τη γνώμη πολλών ερευνητών, κυρίως από το χώρο του λαϊκού τραγουδιού, η Στέλλα, που έλαμψε τη δεκαετία '40 – '50, υπήρξε η κορυφαία ερμηνεύτρια του μεταπολεμικού ρεμπέτικου.

Η Χασκίλ συνεργάστηκε με τους πιο αξιόλογους λαϊκούς συνθέτες και το 1946 πρωτοεμφανίστηκε και στη δισκογραφία. Η φωνή της Στέλλας Χασίλ αποτυπώθηκε σε πρώτες εκτελέσεις κλασικών τραγουδιών του Β. Τσιτσάνη, του Απόστολου Χατζηχρήστου, του Μανώλη Χιώτη, του Σπύρου Περιστέρη, του Απόστολου Καλδάρα, του Γιώργου Μητσάκη, του Μάρκου Βαμβακάρη, του Μπάμπη Μπακάλη, του Γιώργου Λαύκα, του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Σπύρου Καλφόπουλου, του Γιάννη Τατασόπουλου, του Γιάννη Σταμούλη, κ.α. Τα δυο πρώτα τραγούδι που ερμήνευσε στους δίσκους γραμμοφώνου, «κομμένο και ραμένο» πάνω στην βελούδινη φωνή της, είναι το αισθησιακό ισπανο-ανατολίτικο, οι «Σεβιλιάνες», και το ζεϊμπέκικο «Εδώ πληρώνονται όλα», γραμμένα το 1946 από τον πρωτοεμφανιζόμενο Γιώργο Λαύκα (1924-1972), με στίχους του Ταμβάκη (ψευδώνυμο του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, 1902-1970).

90

Page 94: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Υπήρξε η τραγουδίστρια που είπε και γραμμοφώνησε, σε πρώτη εκτέλεση, πολλά ρεμπέτικα τραγούδια που σήμερα θεωρούνται «κλασικά», όπως τα: «Κάποια μάνα αναστενάζει», το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», «Ακρογιαλιές – Δειλινά», «Για τα μάτια π’ αγαπώ», «Αράπικο λουλούδι», «Η πεντάμορφη», «Μπιρ-Αλλάχ», «Πάλιωσε το σακάκι μου», «Το Κατινάκι ξέχασες», κ.α.

Η Χασκίλ ερμήνευσε σε δίσκους 106 τραγούδια σε πρώτη φωνή και 31 ως δεύτερη φωνή. Κάποια τραγούδια, κυκλοφόρησαν στο όνομα της Στέλλας Χασκίλ, ως δημιουργού, θεωρούνται δώρα ή «προϊόντα συναλλαγής και υποχρεώσεων» των πραγματικών τους δημιουργών, αφού η ίδια δεν ήταν μουσικός.

Γιάννης Παπαιωάννου

Ο Γιάννης Παπαιωάννου γεννήθηκε στη Κίο της Προποντίδας το 1913 της μικρά Ασίας. Στην Ελλάδα ο Γιάννης Παπαϊωάννου έρχεται με τα γεγονότα της Μικρασιατικής καταστροφής

Τότες με την καταστροφή της Μικράς Ασίας το 1922, με τη μάνα μου και τη γιαγιά μου φύγαμε για την Ελλάδα. Κι αυτή τη φρίκη τη θυμάμαι σαν όνειρο. Είναι εικόνες που ποτέ δεν μου έφυγαν από το μυαλό. Ο κόσμος φώναζε βοήθεια και η θάλασσα ήταν γεμάτη αίμα, μπαούλα, ρούχα, και

άλλα.Είμαστε οικονομικά ανεξάρτητοι, είχαμε μεγάλη περιουσία στην Κίο, αλλά όταν φύγαμε, πήραμε μια μαξιλαροθήκη, τις εικόνες, τις φωτογραφίες και κάτι συμβόλαια στα Τούρκικα. Χαλασμός κόσμου, αίμα, δυστυχία, τι να σκεφτείς; Αφήγηση του Γιάννη Παπαιωάννου στον Κώστα Χατζηδουλή (αυτοβιογραφία του που φέρει τον τίτλο «Ντόμπρα και Σταράτα» εκδόσεις

Κάκτος 1982)

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ή μπάρμπα-Γιάννης όπως τον αποκαλούσαν όσοι τον γνώριζαν, ήταν μια πολυδιάστατη μουσική προσωπικότητα στον χώρο του αστικού

91

Page 95: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

λαϊκού τραγουδιού με συνεισφορά σε επίπεδο συνθέτη-στιχουργού και τραγουδιστή-οργανοπαίχτη Το τραγούδι που άλλαξε τη ζωή του ήταν "Το μινόρε του τεκέ" του Γιάννη Χαλκιά. Από εκείνη την ημέρα ο Παπαιωάννου ερωτεύτηκε το μπουζούκι και το υπηρέτησε πιστά μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1953 ξεκίνησε μια περιοδεία στην Αμερική με την οποία έγινε γνωστός στους Έλληνες του εξωτερικού. «Η Φαλιριώτισσα» «Η Ψαροπούλα», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Καπετάν Αντρέα Ζέππο», «Πριν το χάραμα», «Σβήσε το φως να κοιμηθούμε», είναι μερικά μόνο από τα διαχρονικά τραγούδια του που άφησε ως κληρονομιά.

Σκοτώθηκε σε τροχαίο στις 3 Αυγούστου του 1972  

92

Page 96: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Πρόδρομος Τσαουσάκης

Το πραγματικό του όνομα είναι Πρόδρομος Μουτάφογλου. Γεννήθηκε στην Πόλη το 1919 και πέθανε στις 23 Οκτωβρίου 1979. Από το 1947 έως το 1955 καθιερώθηκε σαν μεγάλος Λαϊκός ερμηνευτής με ταγούδια όπως «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Οι Φάμπρικες» του Τσιτσάνη, «Το κορίτσι απόψε θέλει» του Τατασόπουλου, ««Μια Στεναχώρια που έχω απόψε» του Καλδάρα, Ήθελα να νάμουνα πασάς» του Χρυσίνη κ.α.

Από ηχητικό ντοκουμέντο με τη φωνή του, ο Βασίλης Τσιτσάνης, μας αφηγείται: "Έρχομαι τώρα να πω δυο λόγια για τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, για τη βροντερή, ρεμπέτικη φωνή του. Έχει τραγουδήσει πάνω από 150 τραγούδια μου. Γίνανε όλα σχεδόν επιτυχίες. Είναι ο μόνος που δεν αξιοποίησε αυτές τις επιτυχίες και προτίμησε την ησυχία, τον απομονωτισμό..."

Απόστολος Καλδάρας

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 7 Απριλίου 1922. Φοίτησε στην Γεωπονική Σχολή Θεσσαλονίκης, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε τις σπουδές του! Ασχολήθηκε επαγγελματικά με το Ρεμπέτικο από την κατοχή και το 1946 ξεκίνησε της ηχογραφήσεις. Δεν έγραψε

92

Page 97: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

πολλά τραγούδια για τον Εμφύλιο, αυτά που έγραψε όμως είναι πραγματικά αριστουργηματικά!Το τραγούδι το οποίο τον ανέδειξε και τον κατέταξε στους μεγαλύτερους μουσικοσυνθέτες και στιχουργούς του ρεμπέτικου ήταν το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι".

Νύχτωσε χωρίς φεγγάριτο σκοτάδι είναι βαθύκι όμως ένα παλικάρι

δεν μπορεί να κοιμηθεί

Άραγε τι περιμένειαπ’ το βράδυ ως το πρωίστο στενό το παραθύρι

που φωτίζει με κερί

Πόρτα ανοίγει πόρτα κλείνειμε βαρύ αναστεναγμό

ας μπορούσα να μαντέψωτης καρδιάς του τον καημό.

Στο τραγούδι αυτό είχε προβλήματα με τη λογοκρισία. Οι υποχρεωτικές αλλαγές όμως (το κελί έγινε κερί) δε ζημίωσαν ουσιαστικά το τραγούδι.Άλλα γνωστά τραγούδια του Απόστολου Καλδάρα είναι τα: «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι», «Σ’ ένα βράχο φαγωμένο», «Συ μου χάραξες πορεία», «Θα βρω μουρμούρη μπαγλαμά», «Άμα θες να κλάψεις κλάψε», «Στ’ Αποστόλη το κουτούκι», «Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι» κ.α. Είναι ο μόνος κλασικός λαϊκός συνθέτης που έγραψε και έντεχνο λαϊκό τραγούδι, κάνοντας και εκεί επιτυχίες, χωρίς να χάνει τίποτε από το λαϊκό στοιχείο! Ανάμεσα στα τραγούδια αυτά είναι τα: «Όνειρο απατηλό», «Πήρα απ’ τη νιότη χρώματα», «Ένα αστέρι πέφτει πέφτει» κ.τ.λ. Ο Απόστολος Καλδάρας πέθανε στις 8 Απριλίου 1990.

Στην εργασία συμμετείχαν οι μαθητές:

Σωκράτης Κλείτσας

Γιάννης Ντόκας

Φάνης Παναγιωτόπουλος

Παναγιώτης Τσιάμης

93

Page 98: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Από το ρεμπέτικο στο λαϊκόTη δεκαετία του '50 η ελληνική κοινωνία μετασχηματίζεται δραματικά. Η λήξη του εμφύλιου σπαραγμού, βρίσκει την χώρα τσακισμένη οικονομικά, πολιτικά και ηθικά. Μεγάλα εργοστάσια και πολυώροφες οικοδομές, αλλάζουν δραματικά το τοπίο των πόλεων και ιδίως της Αθήνας στην οποία συγκεντρώνονται κάθε λογής εσωτερικοί μετανάστες: Αριστεροί αντάρτες που κρύβουν την αλλοτινή τους εθνική περηφάνια στη απρόσωπη πολυκοσμία της πρωτεύουσας, νεόπτωχοι κατεστραμμένοι από τον πόλεμο μικροαστοί, πάμπλουτοι, σταμπαρισμένοι από την κοινωνική κατακραυγή, μαυραγορίτες κτλ.. Όλοι αυτοί έρχονται να κάνουν μια νέα αρχή, κοντά στα εκατομμύρια της Αθήνας. Άλλοι, οι περισσότεροι, θα πάρουν το δρόμο για "τις φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές"...

Τη δεκαετία αυτή:

• Αλλάζει η μορφή και το περιεχόμενο του ρεμπέτικου. • Αλλάζει και ο κοινωνικός χώρος όπου θα μπορούσε να ευδοκιμήσει. • Βγαίνει οριστικά από τη θεματολογία του το Μάγκικο περιβάλλον και στρέφεται

στο λαϊκό άνθρωπο της μεγαλούπολης.• Το τραγούδι στρέφεται στον λαϊκό άνθρωπο της μεγαλούπολης.• Η λαϊκή ορχήστρα εμπλουτίζεται με όργανα όπως το ακορντεόν και το βιολί,

αλλά, ενίοτε, και το κλαρίνο, το πιάνο και το όρθιο μπάσο.. • Δημιουργούνται «κοσμικά κέντρα» με μεγάλες ορχήστρες σε αντίθεση με τους

μικρούς χώρους όπου ακούγονταν τα ρεμπέτικα την προηγούμενη περίοδο με μικρά σύνολα μουσικών.

• Εμφανίζεται το λαϊκό τραγούδι, και παρατηρείται μια τάση για εμπορευματοποίηση του με τη δημιουργία «σουξέ» και «σταρ».

Στη λαμπρή εικοσαετία ('55-'75) του λαϊκού τραγουδιού τα θέματα που κυριαρχούν είναι ο έρωτας η μετανάστευση και η φτώχια.

94

Page 99: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Σε μουσική και στίχους του Άκη Πάνου ο Μπιθικώτσης τραγουδά:

«Τον έρωτα τον φαρμάκωσε η μιζέρια,κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά.Δεν ήρθανε για μας τα καλοκαίρια

και έγιν’ η ζωή τόσο βαριά

Θα κλείσω τα μάτια, θ’ απλώσω τα χέρια,μακριά από τη φτώχεια, μακριά από τη μιζέρια.

Θα πάρω τη στράτα και γω τη μεγάλη,θα κλείσω τα μάτια, και όπου με βγάλει

Που να βρεθεί ντροπή να με κρατήσειΣτη λάσπη και στην ξύλινη σκεπή

Τη φτώχεια που μας έχει γονατίσει,τη νιώθω μεγαλύτερη ντροπή

Θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει…»

Το τραγούδι αυτό ενόχλησε και απαγορεύτηκε με συνέπεια να ξαναγράψει ο Άκης Πάνου το 1970 στίχους ανώδινους πάνω στην ίδια μουσική και να το ερμηνεύσει αυτή τη φορά η Βίκυ Μοσχολιού:

«Σε πότισα το πιο γλυκό μου δάκρυ, με πότισες τον πιο γλυκό καημό,

σε άγγιξα στου ονείρου μου την άκρη και στράγγιξα τον πρώτο στεναγμό

Θα κλείσω τα μάτια θ’ απλώσεις τα χέρια να βρουν να φωλιάσουν λευκά περιστέρια

Αγάπη μου πρώτη αγάπη μεγάλη θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει

Λαχτάρησα ζωή απ’ τη ζωή σου λαχτάρησες το φως του αυγερινού Στα σύννεφα περπάτησα μαζί σου κι ανοίξανε οι πόρτες τ’ ουρανού

Θα κλείσω τα μάτια θ’ απλώσεις τα χέρια …

Το σημαντικότερο αυτή την περίοδο ήταν η σαφής τάση της κοινωνίας να κόψει οριστικά τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε την χώρα με την Ανατολή και να στραφεί προς τη Δύση, κέντρο πλέον των όποιων εξελίξεων. Έτσι:

Ο Βασίλης Τσιτσάνης εξευρωπαΐζει τις κλίμακες και αλλάζει το κούρδισμα του μπουζουκιού

95

Page 100: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Ο Μπαγιαντέρας (Δημήτρης Γκόγκος) αποστασιοποιείται από το κλασικό ρεμπέτικο μουσικό ύφος.

Αυτός όμως που συμβάλλει καθοριστικά στην διαμόρφωση της καινούργιας φυσιογνωμίας του λαϊκού τραγουδιού είναι ο Μανώλης Χιώτης.

Καθιέρωσε νέους ρυθμούς,

Μετά το 1955 πρόσθεσε στο μπουζούκι τέταρτο ζευγάρι χορδών,

Διάλογος Μ. Χιώτη με οργανοποιό

-Γιατί τα μπουζούκια έχουν μόνο τρείς διπλές χορδές μάστορη;- Έτσι είναι από πολύ παλιά, Μανωλάκη μου.-Εγώ όμως ήρθα εδώ να σου παραγγείλω να μου φτιάξεις ένα μπουζούκι με τέσσερα διπλές χορδές, αλλά να είναι ίδιο με τα άλλα τρίχορδα μπουζούκια που παίζουν οι άλλοι συνάδελφοί μου.-Τρελάθηκες Μανώλη μου; Του κάνει κατάπληκτος ο οργανοποιός. Γίνεται μπουζούκι με οκτώ χορδές; Ποτέ μου δεν ξανάκουσα τέτοιο πράγμα!- Θα ακουστεί τώρα, του κάνει, επιμένοντας ο συνθέτης. Γίνεται λοιπόν ή δεν γίνεται εμείς θα το φτιάξουμε και θα το φτιάξουμε και θα είναι χίλιες φορές καλύτερο από τα τρίχορδα μπουζούκια που έφτιαχνες ως τώρα.

Άλλαξε το κούρδισμά του για να μπορεί να παίζει συγχορδίες, όπως και η κιθάρα, και το έκανε ηλεκτρικό. Οι τραγουδιστές πλέον τραγουδούν και όρθιοι.

Χάραξε μελωδικούς δρόμους που επηρέασαν πάρα πολλούς οργανοπαίκτες και συνθέτες με τις τζαζίστικες και λατινοαμερικάνικες επιρροές του.

Έδωσε άλλη υπόσταση στο μπουζούκι και στην έννοια δεξιοτέχνης

«΄Εβαλε το μπουζούκι στα σαλόνια, στις μεγάλες πίστες και στην υψηλή κοινωνία»..

.

Η εικοσαετία του λαϊκού τραγουδιού

Την εικοσαετία του λαϊκού τραγουδιού φωνές που η κάθε μια αποτελούσε κι έναν μύθο, συνυπήρχαν στο ίδιο star-system: Στέλιος Καζαντζίδης Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Στράτος Διονυσίου, Πάνος Γαβαλάς, Μανώλης Αγγελόπουλος, Καίτη Γκρέυ, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Μαρινέλλα, Μαίρη Λίντα κ.α.

96

Page 101: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Γι’ αυτούς τους τραγουδιστές γράφουν συνθέτες όπως οι Βασίλης Τσιτσάνης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Γιώργος Μητσάκης, Γιώργος Ζαμπέτας, Απόστολος Καλδάρας, Μανώλης Χιώτης, και στιχουργοί όπως οι Χαράλαμπος Βασιλειάδης, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Κώστας Βίρβος, Γιάννης Λελάκης, Πυθαγόρας.

Οι λόγιοι συνθέτες της περιόδου αυτής αναζητούν τον ιδανικό ερμηνευτή ανάμεσα στους λαϊκούς τραγουδιστές, με πρώτους τους Μίκη Θεοδωράκη και Μάνο Χατζηδάκη και προβάλλουν το έργο τους με τις φωνές των Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Μαρινέλλας, Μαίρης Λίντα κ.α.. Και δεν ήταν μόνο οι τραγουδιστές:

Όταν ο Χατζηδάκης έγραφε τη μουσική της παράστασης "Στέλλα", είχε ως ενορχηστρωτή τον Βασίλη Τσιτσάνη και στο "Ποτέ την Κυριακή" (και αλλού) τον Γιώργο Ζαμπέτα.

Αντίστοιχα ο Μίκης Θεοδωράκης, στην "Πολιτεία", και στον "Επιτάφιο" εμπιστεύτηκε την ενορχήστρωση στον Μ. Χιώτη.

Από την άλλη πλευρά, οι συνθέτες αυτοί εισάγουν τον ποιητικό λόγο στο λαϊκό τραγούδι. Οι κορυφαίοι μας ποιητές, Κώστας Βάρναλης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Μιχάλης Κατσαρός, Τάσος Λειβαδίτης στα χείλη των λαϊκών τραγουδιστών έγιναν ονόματα οικεία στον κάθε Έλληνα,. Πολλοί ποιητές έγραψαν ειδικά για να τραγουδηθούν, έγιναν στιχουργοί! Ο Τάσος Λειβαδίτης κι ο Δημήτρης Χριστοδούλου συνεργάστηκαν με τον Γιώργο Ζαμπέτα. Ο Νίκος Γκάτσος εξέδωσε μια ποιητική συλλογή και εκατοντάδες τραγούδια!

Πολλά τραγούδια της περιόδου αυτής αναφέρονται μετανάστευση όπως «το παράπονο του μετανάστη» (Βασίλης Τσιτσάνης), «Το τρένο Γερμανίας-Αθηνών» (Κώστας Βίρβος-Μπάπης Μπακάλης), Στις φάμπρικες της Γερμανίας (Κώστας Βίρβος),

97

Page 102: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

«Το διαβατήριο» (Θεόδωρος Δερβενιώτης-Κώστας Βίρβος ), «Το ψωμί της ξεντιάς» (Παύλος Ζεμανίδης-Γιάννης Βασιλόπουλος) κ.α.Τα περισσότερα απ’ αυτά ερμήνευσε ο Καζαντζίδης ο οποίος για πολλούς υπήρξε αυτό που τα λαϊκά τραγούδια ύμνησαν κατά κύριο λόγο:

Ο φτωχός, πλην τίμιος, πολυτεχνίτης, αφοσιωμένος σε θεσμούς όπως η μάνα και η οικογένεια, που ξέφυγε από την φτώχια με μόνα εφόδια την εντιμότητα, την μπέσα, την αξία του και την βοήθεια του Θεού! Ενσάρκωνε δηλαδή το πρότυπο της λαϊκής μυθολογίας. Τις αξίες αυτές υπηρέτησαν, μέσα από πιο εξεζητημένες λογοτεχνικές εικόνες, ακόμα και οι ποιητές που έγραψαν στίχους.

Κυριότεροι εκπρόσωποι του λαϊκού τραγουδιού ήταν οι: Μανώλης Χιώτης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μπάμπης (Λάμπρος) Μπακάλης, Γιώργος Μητσάκης, Γιώργος Ζαμπέτας, Άκης Πάνου, Στέλιος Καζαντζίδης.

Μ. Χιώτης

Γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου του 1920 Το 1936 ήλθε στην Αθήνα προκειμένου να σπουδάσει βιολί και τον άλλο χρόνο φωνογράφησε και το πρώτο του τραγούδι «Γιατί δεν λες το ναι» (Το χρήμα δεν το λογαριάζω), με εκτελεστή τον Στράτο Παγιουμτζή. Λίγο αργότερα παίζει με τον Μπαγιαντέρα τις κλασικές εκτελέσεις των προπολεμικών επιτυχιών του, «Νυχτερίδα», «Μ' έχεις μαγεμένο», «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη» κ.ά. Κατά τη δεκαετία του '40 γράφει τη μια επιτυχία μετά την άλλη: «Πάλι στις τρεις ήρθες εχθές να κοιμηθείς» (Ντουο Χάρμα), «Θα σου πω το μυστικό μου» (Μ. Νίνου), «Το φτωχομπούζουκο» (Στ. Τζουανάκος) κ.ά.Επειδή έβλεπε ότι με το «κλασικό» μπουζούκι δεν μπορούσε να αποδώσει γρηγορότερες σε ρυθμό μουσικές εκτελέσεις, προχώρησε στη μεγάλη καινοτομία προσθέτοντας άλλη μία χορδή στο όργανο δημιουργώντας έτσι το «τετράχορδο μπουζούκι». Εφαρμόζει ακόμη, τη δεκαετία το 1950, τη χρήση του ενισχυτή σε λαϊκό όργανο. Τέλος γράφει τραγούδια με λατινοαμερικάνικο χαρακτήρα κυρίως του μάμπο. Αρχίζει έτσι η περίοδος του αρχοντορεμπέτικου. Το μπουζούκι έγινε αποδεκτό και από την λεγόμενη υψηλή κοινωνία ενώ ο Χιώτης καθιερώθηκε ως ηγέτης ιδιαίτερης μουσικής σχολής και

98

Page 103: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

τραγουδιού από το κοινό της εποχής του. Ο αθηναϊκός τύπος την περίοδο εκείνη τον αποκαλούσε «οδηγό του μπουζουκιού στα σαλόνια».

Μετά τον πόλεμο δημιούργησε το πρώτο κέντρο διασκέδασης, το «Πίγκαλς», που ήταν και το πρώτο «κοσμικό κέντρο» της Αθήνας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 παρουσίαζε το πρόγραμμά του στο κέντρο «Σπηλιά του Παρασκευά», στη πίστα του οποίου γυρίστηκαν και τα περισσότερα πλάνα των σχετικών κινηματογραφικών του συμμετοχών.

Οι μεγαλύτερές του επιτυχίες αποδόθηκαν από την τραγουδίστρια Μαίρη Λίντα, με την οποία εμφανίσθηκε και στον κινηματογράφο.

Ενορχηστρώσε τον «Επιτάφιο», τους «Λιποτάκτες», την «Πολιτεία» και το «Αρχιπέλαγος» του Μίκη Θεοδωράκη ενώ υπήρξε για καιρό σολίστας του Μάνου Χατζιδάκι. Ήταν ουσιαστικά αυτός που άνοιξε το δρόμο και στους άλλους λαϊκούς μουσικούς να συνεργαστούν με τους λόγιους συνθέτες, με αποτέλεσμα την έκρηξη του λεγόμενου «Έντεχνου».

Ο Χιώτης συνεργάστηκε στενά με τον στιχουργό Χρήστο Κολοκοτρώνη αφήνοντας για παρακαταθήκη πανέμορφα τραγούδια.

Διετέλεσε μαέστρος στην Columbia και μαζί με τον Τσιτσάνη, στις αρχές του ’60, ήταν πρωτεργάτες για να επανεκτελεστεί - και να διασωθεί στις νεότερες γενιές – ένα μεγάλο κομμάτι του παλιότερου ρεπερτορίου από τους μεγάλους ερμηνευτές της εποχής.

Ο Mανώλης Χιώτης είχε συναντηθεί με τον Jimi Hendrix στο Σικάγο. Εκεί ο παγκόσμιας φήμης κιθαρίστας εντυπωσιάστηκε από τη δεξιοτεχνία του Χιώτη και μαγεύτηκε από τον ήχο του μπουζουκιού του.

Πέθανε στις 21 Μαρτίου του 1970

99

Page 104: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Γιώργος Μητσάκης

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, το1921. Ήταν συνθέτης και στιχουργός πολυάριθμων ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών, γνωστός και με το προσωνύμιο "ο δάσκαλος" Το 1935 ήρθε στον Πειραιά.

«Γράφαμε για τον καημό, το γλέντι, το μεράκι του λαϊκού ανθρώπου», έλεγε. «Εδινα την ερώτηση και αμέσως την απάντηση. Τότε παίζαμε εμείς οι ίδιοι τα τραγούδια μας. Τραγουδούσα σόλο, πρίμα, έπαιζα μπουζούκι, κιθάρα ο γέρος Καρίπης, μπαγλαμά ο τυφλός ο Χρυσίνης και εγώ μπροστά στο μικρόφωνο κι ο κόσμος άκουγε. Και όταν κανένας φώναζε, Μητσάκη δάσκαλε παίξε μου ένα "βασανισμένο", του έκανα το χατίρι..."Απόψε άρχισε να ψιλοβρέχει κι ο νους μου πάλι σε σένα τρέχει...". Αυτά τραγουδούσα, τα βάσανα και τις ελπίδες του λαϊκού ανθρώπου. Αυτόν τον κόσμο αντιπροσώπευα στα τραγούδια μου, πέντε χιλιάδες το σύνολο. Εκεί έπιανε το τραγούδι. Τον εφοπλιστή τι να τον συγκινήσει αυτό το είδος; Δε θα το καταλάβει, όσο σπουδαγμένος και να είναι...»

Σπουδαία τραγούδια του ήταν: «Δεν είμαι ο Γιώργος», «Ψιλή βροχούλα», Το σβηστό φανάρι, «Παλαμάκια – Παλαμάκια», «Γυναίκα με δυο άντρες», «Απόψε είναι βαριά», «Να 'χεις χάρη που σε αγαπώ» κ.ά. που ερμηνεύουν -συχνά μαζί με τον Μητσάκη- σπουδαίοι τραγουδιστές, όπως οι Στελλάκης, Παγιουμτζής, Νίνου, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Σωτηρία Μπέλλου, Καίτη Γκρέυ κ.ά.

Μεγάλες επιτυχίες του επίσης ήταν: «Το παιδί που μπήκε τώρα», «Στον Πειραιά συννέφιασε», «Της Λαρίσης το ποτάμι», «Ο μπάρμπα Θωμάς», «Πάρε το δαχτυλίδι μου» κ.ά. με τους Γρηγόρη Μπιθικώτση, Σπύρο Ζαγοραίο, Πόλυ Πάνου, Γιώτα Λύδια, Μανώλη Αγγελόπουλο κ.ά. Τέλος ο Μητσάκης συνέβαλλε με τα τραγούδια του στην καθιέρωση νέων ερμηνευτών, όπως οι: Λίτσα Διαμάντη (Συννεφιές), Γιάννης Καλατζής (Πού 'σαι καημένε Περικλή), Γιώργος Νταλάρας (Στην εποχή του Πάγκαλου), Γιάννης Πάριος (Η θάλασσα του Πειραιά),

Πέθανε στην Αθήνα,17 Νοεμβρίου 1993)

100

Page 105: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Μπάμπης (Λάμπρος) Μπακάλης

Γεννήθηκε το 1920 στα Κανάλια Καρδίτσας. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και εμπορικότερους συνθέτες του λαϊκού μας τραγουδιού. Σε συνεργασία με τον Βασίλη Τσιτσάνη, το 1948, έκανε τον πρώτο του δίσκο: «Κάποια μάνα αναστενάζει» που για καιρό ήταν απαγορευμένος. Επόμενα τραγούδια του ήταν ακόμη τα: «Για στάσου Χάρε να σου μιλήσω» (1949) σε στίχους Κώστα Βίρβου, «Ο μελλοθάνατος» και η «Πικραγκουριά» (το τραγούδησε ο ίδιος). Στα χρυσά χρόνια του λαϊκού τραγουδιού, ο Μπάμπης Μπακάλης έγραψε και άλλες συνθέσεις : «Αγωνία», «Αδικημένη μάνα», «Για να μη μας τυραννάνε», «Δεν έχω βγάλει το σχολείο», «Δεν έχω πλούτη να σου χαρίσω», «Δεν με πόνεσε κανείς», «Με ξυπνάς χαράματα», «Έκαψα την καλύβα μου», «Πληγωμένοι κι οι δυο», «Πριν χαράξει θα φύγω», «Συρματοπλέγματα βαριά», «Τα χείλη σου όσα κι αν πουν», «Στο σκαλί το τελευταίο», «Μεσ' τα γλυκοχαράματα», «Ξύπνα καημένε Περικλή» κ.ά.Έδωσε, επίσης, τραγούδια του σε νέους ερμηνευτές της εποχής του, όπως στον Στέλιο Καζαντζίδη («Θέλω να πεθάνω»), στη Γιώτα Λύδια («Βαδίζει μέσ' στην ερημιά μια μάνα πικραμένη»), στην Καίτη Γκρέυ («Χτύπα καμπάνα θλιβερά τον κόσμο να ξυπνήσεις»), στον Αντώνη Ρεπάνη («Όλος ο κόσμος με μισεί»), στον Στράτο Διονυσίου («Ηλεκτρόφωνο») κ.ά. Τραγούδια του ερμήνευσαν, επίσης, οι Σωτηρία Μπέλλου, Μαρίκα Νίνου, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Βίκυ Μοσχολιού, Πόλυ Πάνου κ.ά. Πέθανε, σε ηλικία 87 ετών, στις 26 Μαρτίου του 2007

Γρηγόρης ΜπιθικώτσηςΓεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου του 1922 στο Περιστέρι.  Πρόκειται για έναν από τους πιο δημοφιλείς Έλληνες λαϊκούς τραγουδιστές του 20ού αιώνα. Το 1947 εκτοπίστηκε μαζί με εκατοντάδες άλλους Έλληνες στη Μακρόνησο, όπου γνωρίστηκε με τον Μίκη Θεοδωράκη.. Εμφανίστηκε στην δισκογραφία το1949 ως συνθέτης με το τραγούδι "Το καντήλι τρεμοσβήνει" σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη. Συνέθεσε πολλά τραγούδια, που έγιναν μεγάλες επιτυχίες, όπως:

101

Page 106: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Μία γυναίκα φεύγει, Αμφιβολίες, Επίσημη Αγαπημένη, Τρελοκόριτσο, Το μεσημέρι καίει το μέτωπό μου, Του Βοτανικού ο μάγκας, Σε τούτο το στενό, Στου Μπελαμή το ουζερί, Ένα όμορφο αμάξι με δυο άλογα κ.ά.,Από τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι είχε το δικό του τρόπο ερμηνείας. Ερμήνευσε τραγούδια σπουδαίων συνθετών όπως:

Του Μίκη Θεοδωράκη: Ένα το χελιδόνι, Στο περιγιάλι το κρυφό, Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ, Βράχο - βράχο, Γωνιά – γωνιά

Του Μάνου Χατζιδάκι: Ειμ' αϊτός χωρίς φτερά, Πάει ο καιρός, Στο Λαύριο γίνεται χορός, Μίλησέ μου,

Επίσης, ερμήνευσε τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Γιώργου Μητσάκη, του Γιάννη Παπαϊωάννου του Άκη Πάνου. Του Σταύρου Ξαρχάκου και του Δήμου Μούτση.

Χαρακτηρίστηκε ο σερ του ελληνικού πενταγράμμου.

Ο χαρακτηρισμός "σερ" που τον συνόδεψε σε ολόκληρη την πορεία του προήλθε από τον Δημήτρη Ψαθά όταν σε ένα χρονογράφημα στη στήλη του στην εφημερίδα "Τα Νέα", με αφορμή το στίχο τραγουδιού "μια βαθιά υπόκλιση, ένα χειροφίλημα", χαρακτήρισε με αυτό τον τρόπο τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Έλληνας μουσικοσυνθέτης, ερμηνευτής και ένας από τους σπουδαιότερους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού. Γεννήθηκε στο Μεταξουργείο, στις 25 Ιανουαρίου του 1925.

Τη δεκαετία του ’50 γράφει τα πρώτα του (ρεμπέτικα) τραγούδια με γνωστούς ερμηνευτές όπως οι:

Πρόδρομος Τσαουσάκης («Σαν σήμερα, σαν σήμερα...»), Στέλιος Καζαντζίδης («Βαθειά στη θάλασσα θα πέσω»), Μανώλης Καναρίδης («Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα»), Πόλυ Πάνου («Να πας να πεις στη μάνα μου») κ.α.

Την επόμενη δεκαετία, ταξιδεύει σε Ευρώπη και Αμερική και συμμετέχει σε περισσότερες από 100 ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου. Ως συνθέτης έκανε καταπληκτικές δημιουργίες που τον κατατάσσουν στις υψηλότερες βαθμίδες του μουσικού στερεώματος

Σύμφωνα και με τη δήλωση του Λευτέρη Παπαδόπουλου:

102

Page 107: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

«Ο Ζαμπέτας ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού. Ως μπουζουξής ήταν ο καλύτερος, από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σώου-μαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!».

Χαρακτηριστική του ήθους του μεγάλου δημιουργού ήταν και η δήλωση του Δημήτρη Μητροπάνου, ο οποίος τον θεωρούσε δεύτερο πατέρα του: «ο Ζαμπέτας είναι ο μόνος άνθρωπος στο τραγούδι ο οποίος με βοήθησε χωρίς να περιμένει κάτι. Με όλους τους υπόλοιπους συνεργάτες μου κάτι πήρα και κάτι έδωσα».

Γ. Ζαμπέτας- Β. Μοσχολιού

Τη δεκαετίας του ’70, ο Ζαμπέτας έκανε στροφή στη σάτιρα υπό μορφή σώου, με τις γνωστές του επιτυχίες «Ο Θανάσης», «Ο πενηντάρης», «Μάλιστα κύριε» κ.λ.π. να δημιουργούν και πάλι αίσθηση στο κοινό.

Μετά το 1990 οι δισκογραφικές εταιρείες και τα Μ.Μ.Ε. «ανακαλύπτουν» τα τραγούδια του, τα οποία κυριαρχούν ξανά, γνωρίζοντας νέα άνθηση, στις προτιμήσεις των ακροατών. Πέθανε στις 10 Μαρτίου του 1992.

103

Page 108: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Σπουδαία τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα ήταν:

Το κουτούκι (1960, Ευτυχία Παπαγιανοπούλου)

Δεν έχει δρόμο να διαβώ (1963, Δημήτρης Χριστοδούλου)

Κι αν θα διαβείς τον ουρανό (1964, Δημήτρης Χριστοδούλου)

Πόρτα κλειστή τα χείλη σου (1964, Δημήτρης Χριστοδούλου)

Τα δειλινά (1964, Δημήτρης Χριστοδούλου)

Ξημερώματα (1965, Δημήτρης Χριστοδούλου)

Με το βοριά (1965, Δημήτρης Χριστοδούλου)

Μεσάνυχτα που θα σε βρω (1965, Δημήτρης Χριστοδούλου)

Σήκω χόρεψε συρτάκι (1965, Αλέκος Σακελλάριος)

Χαμόγελο (1965, Αλέκος Σακελάριος)

Το Φανταράκι (1965, Γ. Φέρρης, στη ταινία "Μερικές το προτιμούν χακί")

Η Κυριακή (1965, Αλέκος Σακελάριος)

Θεσσαλονίκη (1965, Ηλίας Ηλιόπουλος)

Πάρε τον δρόμο τον παλιό (1966, Δημήτρης Χριστοδούλου)

Δημήτρη μου Δημήτρη μου (1966, Αλέκος Σακελάριος)

Σταλιά, σταλιά (1967, Διονύσης Τζεφρώνης)

Ποιος είναι αυτός (1968, Πυθαγόρας)

Έρχομαι έρχομαι (1968, Πυθαγόρας)

Τι να φταίει (1969, Δημήτρης Χριστοδούλου)

Αγωνία (1970, Χαράλαμπος Βασιλειάδης)

Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου (1958, Χαράλαμπος Βασιλειάδης)

Άκης Πάνου

104

Page 109: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Διακεκριμένος λαϊκός συνθέτης και στιχουργός. Γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1933 στην Καλλιθέα και το πλήρες όνομά του ήταν Αθανάσιος - Δημήτριος Πάνου. Το επίπεδο των γραμματικών του γνώσεων περιορίστηκε στην ανάγνωση και τη γραφή. Το πρώτο του τραγούδι στη δισκογραφία ήταν «Το παιδί που απόψε πίνει» (1958), σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη, με τη φωνή της Καίτης Γκρέυ. Πέρασε σχεδόν απαρατήρητο και τα χρόνια που ακολούθησαν δεν χαρακτηρίστηκαν από κάποια ιδιαίτερη δραστηριοποίησή του

Το 1967 ηχογραφήθηκε το τραγούδι του «Θα κλείσω τα μάτια» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Χαρούλα Λαμπράκη. Το τραγούδι κυκλοφόρησε για μόλις 15 ημέρες, αφού λογοκρίθηκε από τη Χούντα. Τρία χρόνια αργότερα, το ίδιο τραγούδι με «πολιτικά ορθούς» στίχους ερμηνεύτηκε από τη Βίκυ Μοσχολιού και σηματοδότησε την αφετηρία για την πιο δημιουργική δεκαετία στην καριέρα του Άκη Πάνου.

Από τότε, οι επιτυχίες είναι αλλεπάλληλες, µε ερμηνευτές τους Στέλιο Καζαντζίδη, Στράτο Διονυσίου, Τόλη Βοσκόπουλο, Γρηγόρη Μπιθικώτση, Βίκυ Μοσχολιού, Μιχάλη Μενιδιάτη, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Μαρινέλλα, Δημήτρη Μητροπάνο, κ.ά.. Σε δίσκους κυκλοφόρησαν περίπου 200 τραγούδια του Άκη Πάνου κυρίως ερωτικά, ενώ πάνω από 800 έμειναν στο συρτάρι του.

Στις μεγάλες επιτυχίες του συγκαταλέγονται: «Η πιο μεγάλη ώρα», «Η ζωή μου όλη», «Δυο πόρτες έχει η ζωή», «Δεν κλαίω για τώρα», «Ρολόι-Κομπολόι», «Νά 'χα το κουράγιο», «Στον σταθμό του Μονάχου», «Αχαριστία», «Tου Κόσμου το περίγελο», «Το θολωμένο μου μυαλό», «Είδα τα μάτια σου κλαμμένα», «Θα κλείσω τα μάτια», «Παράνομη αγάπη», «Ασφαλώς και δεν πρέπει», «Γιατί κακούργα πεθερά», «Και τι δεν κάνω», «Εγώ καλά σου τά 'λεγα», «Ήταν ψεύτικα», «Για κοίτα με στα μάτια», «Χαροκόπου», «Θέλω να τα πω», «Εφτά νομά σ' ένα δωμά», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Τρελός», «Παρόν», «Ήταν όλα ψεύτικα», «Πήρα απ' το χέρι σου νερό», «Δεν θέλω τη συμπόνοια κανενός» κ.ά.

Πέθανε στις 7 Απριλίου 2000.

105

Page 110: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Ανάμεσα στα τραγούδια που έχει γράψει και έχει ηχογραφήσει ο Άκης Πάνου υπάρχουν και 3 τραγούδια που

διακρίνονται για το ιδιαίτερο στιχουργικό τους εύρημα. Είναι τα

λεγόμενα “μισόλογα” τραγούδια, αυτά δηλαδή που κάποιες λέξεις στους στίχους τους απομένουν μισές.

Έτσι σαν υπονοούμενο, σαν υπόσχεση, σαν απειλή ή σαν παιχνίδισμα.

Αυτός που κλε, για να ταϊ, κουτσουβελάκια,

απ΄το Θεό κι από εμέ, συγχωρεμέ.

Αυτός που κλε, για αποταμί, σε μασουράκια,

παλιοκοπρί, αηδιαστί και σιχαμέ.

Αυτός που κλε, γιατί δεν βγαι, με το τιμίως,

είναι αθώ, σου λέει: κλε γιατί πεθαί.

Αυτός που κλε, για να τα κρυ και υπογείως,

όταν ψοφί, κι οι κολασμέ, δεν τόνε θε.

Αυτός που κλε, ένα καρβέ, κι ύστερα τρέχει,

-Κύριε Προ, δεν είναι κλε, σεσημασμέ.

Πεντ’ έξι μη, ένα ψωμί; Δικαίως έχει,

φασκελωμέ, την κοινωνί, τη χαλασμέ.

Στέλιος Καζαντζίδηs

Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής που συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους τραγουδιστές του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού Γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1931 και πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του 2001

Το 1952, έκανε το δισκογραφικό του ξεκίνημα, με το τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα "Για μπάνιο πάω". Την επόμενη χρονιά, το τραγούδι "Δεν θέλω το κακό σου", του Γιάννη Παπαιωάννου, έγινε η πρώτη από τις πολλές επιτυχίες του.

Ο Καζαντζίδης έγινε είδωλο και εκφραστής των προβλημάτων και των παράπονων της λαϊκής τάξης. Στην καριέρα του, ηχογράφησε περισσότερα από 1.500 τραγούδια. μεταξύ άλλων, τις συνθέσεις των:

Page 111: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Μανώλη Χιώτη "Θεσσαλονίκη μου", Απόψε φίλα με"

Βασίλη Τσιτσάνη "Ισως αύριο", "Ασπρο πουκάμισο"

Γιώργου Μητσάκη "Πέφτουν τα φύλλα από τα κλαριά", "Είν' όλα μαύρα’

Μπάμπη Μπακάλη "Θέλω να πεθάνω", "Οταν μεθάει ο άνθρωπος"

Απόστολου Καλδάρα "Απ' τα ψηλά στα χαμηλά", "Στο τραπέζι που τα πίνω"

Χρήστου Κολοκοτρώνη "Υπάρχουν και καλά παιδιά", "Εξω απ' άδικο"

Γιώργου Ζαμπέτα "Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω", "Με το βοριά"

Θεόδωρου Δερβενιώτη "Στις φάμπρικες της ξενητιάς", "Το διαβατήριο"

Μάνου Λοϊζου "Δε θα ξαναγαπήσω"

Σταύρου Ξαρχάκου "Απονη ζωή" 

Χρήστου Νικολόπουλου "Νυχτερίδες κι αράχνες". "Υπάρχω".

Άκη Πάνου "Η ζωή μου όλη", "Το θολωμένο μου μυαλό", "Οι μισοί καλοί", "Αντε να περάσει η μέρα".

Μάνου Χατζηδάκη "Τοπέλαγο είναι βαθύ", "Ο Κυρ Αντώνης"

Μίκη Θεοδωράκη "Βράχο- βράχο τον καημό μου" "Στην Ανατολή"

Για μια δεκαετία ήταν καλλιτεχνικό ζευγάρι με τη Μαρινέλλα και γνώρισαν τεράστια απήχηση με τραγούδια όπως "Η πρώτη σου αγάπη είμαι εγώ""Νίτσα, Ελενίτσα" "Για μας ποτέ μην ξημερώσει" "Ζιγκουάλα" κ.α.

Πολλά σημαντικά κλασικά λαϊκά τραγούδια φέρουν την υπογραφή του ως συνθέτη και στιχουργού:

"Τώρα που φεύγω απ' τη ζωή", σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου,

"Μια παλιά ιστορία", "Στις φάμπρικες της Γερμανίας", σε στίχους Κώστα Βίρβου,

"Και αν γελάω είναι ψέμμα",σε στίχους Ευάγγελου Ατραϊδη κ.α.)

Page 112: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Το 1959 είχε δικαστική διαμάχη με την δισκογραφική εταιρεία COLUMBIA, με αφορμή τις, μεγάλου μεγέθους, πωλήσεις του δίσκου με τα του τραγούδια "Μαντουμπάλα" και "Δυο πόρτες έχει η ζωή". Πωλήσεις ρεκόρ, που την εποχή εκείνη αγγίξανε τις 100.000.. Παρά τις χωρίς προηγούμενο πωλήσεις και ενώ η εταιρεία έβγαζε εκατομμύρια από το συγκεκριμένο δίσκο, ο ίδιος ο τραγουδιστής πήρε λιγότερες από 1000 δραχμές. Αυτό συνέβη γιατί οι τραγουδιστές τότε πληρώνονταν ένα εφάπαξ ποσό για τον κάθε δίσκο και δεν λάμβαναν ποσοστά από τις πωλήσεις. Η προσπάθεια του είχε θετικό αποτέλεσμα.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Καζαντζίδης πήρε τη μεγάλη απόφαση να σταματήσει τις ζωντανές εμφανίσεις σε κέντρα. Αιτία είναι η αποστροφή του για την κατάσταση που επικρατούσε στα νυχτερινά κέντρα. Χαρακτηριστικά η Μαρινέλλα αναφέρει πως μόνο στο μαγαζί που ο Καζαντζίδης δούλευε απαγορευόταν από τον ίδιο, οι τραγουδίστριες να κάθονται στα τραπέζια των εύρωστων οικονομικά πελατών.

Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Λάμπρου Λιάβα:

«Η αποχώρηση του Καζαντζίδη από το πάλκο, στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 (σε μια εποχή όπου μεσουρανούσε και κέρδιζε το μεγαλύτερο μεροκάματο),αποτελεί την πιο δραματική μορφή σιωπηλής διαμαρτυρίας απέναντι σε ένα αμείλικτο σύστημα διαπλοκής από νεόπλουτους θαμώνες, αφεντικά της δισκογραφίας και μπράβους της νύχτας που τα επόμενα χρόνια θα σάρωναν τα πάντα στον χώρο του τραγουδιού και της διασκέδασης για να επιβάλουν τους δικούς τους νόμους, προετοιμάζοντας την εποχή του πολυεθνικού μάρκετινγκ»

Στην εργασία συμμετείχαν οι μαθητές:

Γεωργίου Οδυσσέας,

Ζαχαρόπουλος Αντώνης,

Μαργιώτης Κώστας,

Χόντος Γιάννης.

Page 113: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

9. Η αναβίωση του Ρεμπέτικου

Περίπου μισό αιώνα μετά τη κλασσική περίοδο του ρεμπέτικου, ακούγονται πάλι από σύγχρονους λαϊκούς τραγουδιστές (Αλεξίου, Αρβανιτάκη , Τσαλιγοπούλου, Ανδρεάτος, Νταλάρας, Νέγκα) τα τραγούδια που σημάδεψαν εκείνη εποχή.

Εμφανίζονται πολλές ρεμπέτικες κομπανίες (Οπισθοδρομική Κομπανία, Τα Παιδιά από την Πάτρα, Αθηναϊκή Κομπανία), ερμηνευτές ρεμπέτικων (Αγάθωνας, Γκολές, Τσέρτος, Μαριώ, Ξηντάρης, Τζώρτζης, Ζορμπάς) και νεορεμπέτες που γράφουν σήμερα πάνω στις παλιές φόρμες (Κορακάκης, Λεμπέσης,).

Ταυτόχρονα ιδρύονται κέντρα για την μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού και οι πανεπιστημιακοί λαογράφοι αρχίζουν να το μνημονεύουν.

Γυρίζεται η ταινία «Ρεμπέτικο» του Κ. Φέρρη µε τραγούδια των οποίων η θεµατολογία  και η μουσική  προσομοιάζουν σε αυτά των ρεμπέτικων (μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και στίχους του Νίκου Γκάτσου,), τηλεοπτικές σειρές (Μινόρε της Αυγής),

Γυρίζεται επίσης η τηλεοπτική σειρά του Φώτη Μεσθεναίου, Το Μινόρε της Αυγής (1983-84) και γίνοναι εξαιρετικές εκπομπές στο ραδιόφωνο (όπως οι "Λαϊκοί Βάρδοι" στο Δεύτερο Πρόγραμμα με τον Πάνο Γεραμάνη).

Page 114: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Το ρεμπέτικο καταγράφεται ως έγκυρο μουσικό είδος σε έγκυρα διεθνή εγχειρίδια μουσικολογίας. Ιδρύονται μουσεία, διοργανώνονται συνέδρια, εγκρίνονται μεταπτυχιακές και διδακτορικές διατριβές.

Εκδίδονται βιβλία που αναφέρονται στο ρεμπέτικο τραγούδι, στη ζωή και το έργο των δημιουργών του:

ΑΓΓΕΛΑ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ - ΤΑ ΧΑΪΡΙΑ ΜΑΣ ΕΔΩ 1986- Συγγραφέας: ΒΑΓΓ. ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ - Εκδόσεις: Ταμείον Θράκης

Από το Βυζάντιο στο ρεμπέτικο. Μουσικολογικές περιπλανήσεις  2007 - Συγγραφέας: ΜΑΡΚΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ - Εκδόσεις: Ιόνιο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Μουσικών Σπουδών, Εργαστήριο Ελληνικής Μουσικής. Κέρκυρα

ΜΟΥΣΑ ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΣ. Μελωδική και κοινωνική διαδρομή από το δημοτικό στο "ρεμπέτικο" 2007 - Συγγραφέας: ΗΛΙΑΣ ΒΟΛΙΩΤΗΣ ΚΑΠΕΤΑΝΑΚΗΣ- Εκδόσεις: ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ

Ρεμπέτικη ανθολογία 1992 Συγγραφέας: Τάσος Σχορέλης Εκδότης: Πλέθρον

Σπάνια κείμενα για το ρεμπέτικο: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου(2006) Συγγραφέας: Κώστας Βλησίδης

Τα ρεμπέτικα: Ένα ταξίδι στο λαϊκό αστικό τραγούδι των Ελλήνων 1850... Εκδόσεις: Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη (2010) Συγγραφέας: Παναγιώτης Κουνάδης

ΟΙ ΜΑΓΚΕΣ 1993 - Συγγραφέας: Διονύσης Χιώνης.

Για πολλούς η προσπάθεια αυτή, εξέφραζε και εκφράζει περισσότερο νοσταλγία παρά πραγματική ανάγκη, καθώς τόσο οι συνθήκες όσο και οι άνθρωποι έχουν αλλάξει. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε άρθρο της με τίτλο «Η αναβίωση του ρεμπέτικου», η συγγραφέας της μελέτης: Δρόμος για το ρεμπέτικο, Γκέιλ Χολστ, «οι νέοι μιλούν στα πουλιά, οι παλιοί μιλούσαν στα άστρα».

Με όλες αυτές της προσπάθειες αναβίωσης όμως, τουλάχιστον αναγνωρίζεται αυτό το μουσικό είδος που αρνήθηκε μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας χρόνια ολόκληρα, γιατί η ηθική και ο καθωσπρεπισμός εκείνης της εποχής αναπαυμένα σ' ανώδυνα άσματα το είχε απορρίψει.

Το ελληνικό τραγούδι πλέον παρουσιάζει τεράστια πολυμορφία και ποικιλία, γεγονός που ενισχύεται ακόμα περισσότερο λόγω:

της ιδιωτικής ραδιοτηλεόρασης με την πληθώρα προσφοράς και επιλογών

της -σε πολύ μεγάλο βαθμό- εμπορευματοποίησης

της διακίνησης της μουσικής και από το διαδίκτυο.

Page 115: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Τραγούδια πάντως δεν θα σταματήσουν να γράφονται ποτέ και πάντα θα γυρνάμε στο χτες, ανακαλύπτοντας στίχους και μουσικές ... που θα έρχονται να ενωθούν με το παρών.

Το ποίημα «Δυστυχία σου Ελλάς» του Γεωργίου Σουρή (1853-1919) που γράφτηκε πριν εκατόν είκοσι χρόνια περίπου, ξαναέγινε επίκαιρο στις μέρες μας και μελοποιήθηκε από το Γιάννη Ζουγανέλη:

Ποιος είδε κράτος λιγοστόσ' όλη τη γη μοναδικό,

εκατό να εξοδεύεικαι πενήντα να μαζεύει;

Να τρέφει όλους τους αργούς,νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,

ταμείο δίχως χρήματακαι δόξης τόσα μνήματα;

Νά 'χει κλητήρες για φρουράκαι να σε κλέβουν φανερά,κι ενώ αυτοί σε κλέβουνετον κλέφτη να γυρεύουνε;

Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκανονείρατα, ελπίδες και σκοποί,

οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκανδεν ξέρομε τι λέγεται ντροπή.

Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.

Κι από προσπάππου κι από παππούσυγχρόνως μπούφος και αλεπού.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-να παριστάνει τον ευρωπαίο.

Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χειστο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.

Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης

Και ψωμοτύρι και για καφέτο «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».

Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάςσαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.

Δυστυχία σου, Ελλάς,με τα τέκνα που γεννάς!Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα,

τι γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Στην εργασία συμμετείχαν οι μαθητές

Γιάννης Γκούβας

Κώστας Μαυραγάνης

Άγγελος Μαυρογόνατος

Οδυσσέας Νούλας

Παντελής Τάκης

Page 116: 11lyk-karpen.eyr.sch.gr/projects/2013-Rempetiko.doc · Web viewΌταν στα 1941 μπήκανε οι Γερμανοί στην Αθήνα, μη θέλοντας να παίζει

Πηγές από όπου πάρθηκαν τα στοιχεία:

http://el.wikipedia.org/wiki

Στάθης Δαμιανός: Κοινωνιολογία του Ρεμπέτικου 1976

Περιοδικό ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ,1984

Λαογραφία της Ελλάδος, Κ. Ρωμαίος, εκδόσεις Γιοβάνη, 1978

Ηλίας Πετρόπουλος τα Ρεμπέτικα τραγούδια (1968)

http://www.musicheaven

Περιοδικό «Παράδοση και τέχνη, τεύχος 73, μετ. Α. Ράφτης.

Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις του Ελληνικού λαού

Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ: «Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία», εκδόσεις «Παπαζήση», Αθήνα 1978

http://www.klika.gr/cms/index.php/ar8rografia/ar8ra/189-zeimbeiko-xasapiko-sto-rembetiko-tragoudi.html.

Ψηφιακό Σχολείο

http://wiki.kithara.gr

http://www.pro-dance.gr/dances/popular-greek-dances/history-of-greek-folk-dances/history-of-zeimbekiko-dance

http://www.klika.gr/cms/index.php/ar8rografia/ar8ra/219-katavoles-rembetikou.html

http://anapolisi.blogspot.gr/2013/01/blog-post_24.html

http://rethemnos.gr/ta-astika-tragoudia-stin-kriti/

Γιώργος Παπάζογλου: Ονείρατα της άκαυτης και της καμένης Σμύρνης

http://rebetiko.sealabs.net/wiki/mediawiki/index.

http://www.sansimera.gr/biographies

"Ρεμπέτικη Ιστορία 1- του Κ. Χατζηδουλή, (εκδόσεις Νεφέλη, 1978),

Οι εικόνες πάρθηκαν από την ιστοσελίδα Google