11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

33
[15] ΕIΣΑΓΩΓΗ Προκαταρκτικές διευκρινίσεις 1. Αυτό που ονομάζουμε Ιστορία και ιστορική πραγματικότητα, όπως σω‐ στά έχει επισημανθεί, δεν είναι ενικού αλλά μάλλον δυϊκού αριθμού· περι‐ λαμβάνει δύο διαστάσεις: «Η πρώτη είναι η βιωμένη και βιωματική πραγμα‐ τικότητα, η πραγματικότητα της εμπειρίας μας […]. Η δεύτερη είναι η πραγ‐ ματικότητα η μη βιωμένη από τις τωρινές γενιές, αυτή που υπερβαίνει την εμπειρία μας και χάνεται σε μακρινές [ή λιγότερο μακρινές] εποχές – η κα‐ τεξοχήν πραγματικότητα του “ιστορικού”», όπως έχουμε συνηθίσει να την ορίζουμε. 1 Όσοι καταπιάνονται με την Ιστορία, είτε είναι ερευνητές είτε συγγρα‐ φείς είτε απλοί αναγνώστες, ακολουθούν μιαν ανάδρομη πορεία: από το παρόν στο παρελθόν. Για την ακρίβεια, το κινούν αίτιο της ενασχόλησής μας με το χθες απορρέει πάντοτε από τη βαθιά ανάγκη μας, άσχετο αν αυ‐ τή είναι συνειδητή ή ανεπίγνωστη, να δώσουμε απαντήσεις στα διλήμμα‐ τα, τα προβλήματα, τις ανησυχίες που μας θέτει η συγχρονία – και αυτό δεν είναι «παροντισμός», το «άχρονο παρόν». Σημαίνει, απλώς, το αυτόδη‐ λο: ότι αυτό που μας κινεί στο «νεκρό» παρελθόν είναι μια ζωντανή ανά‐ 1 Παραφράζω ελαφρώς τη διατύπωση του Παν. Μουλλά («Οριοθετήσεις και διευκρινίσεις», σ. 42), στον τόμο των πρακτικών Ιστορική πραγματικότητα και νεοελληνική πεζογραφία (1945- 1995), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας ‐ Σχολή Μωραΐτη, 1997 [στο εξής: Ιστορική πραγματικότητα & πεζογραφία]. Η ανάλυση που ακολουθεί αξιοποιεί, ανασυνθέτοντας, στοιχεία και ιδέες σταχυολογημένα από αυτό τον συλλογικό τόμο· συνδιαλέ‐ γεται επίσης με το πρόσφατο δημοσίευμα των ιστορικών Γιώργου Κόκκινου – Παναγιώτη Κιμουρτζή – Μαρίας Ματούση, «Ιστορία και λογοτεχνία: Χάδια, χαστούκια και το Χαστουκόδε- ντρο του Άρη Μαραγκόπουλου», στον τόμο Η Δημόσια Ιστορία στην Ελλάδα. Χρήσεις και κατα- χρήσεις της Ιστορίας, επιμ. Αντρέας Ανδρέου κ.ά., Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2015, 153‐185 [στο εξής το δημοσίευμα θα αναφέρεται ως: Κόκκινος‐Κιμουρτζής‐Ματούση, «Ιστορία και λογοτε‐ χνία...»]. Ενδιαφέροντα στοιχεία για το πώς βλέπουν τα πράγματα οι ιστορικοί παραθέτει ο E. H. Carr, Τι είναι ιστορία; Σκέψεις για τη θεωρία της ιστορίας και τον ρόλο του ιστορικού, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Πατάκης, 2015 (α΄ αγγλ. έκδ. 1961, 2 1987 αναθεωρημένη). Βλ. επίσης Αντώ‐ νης Λιάκος, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;, Πόλις, Αθήνα 2007 και Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία. Οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης, Πόλις, 2 2012 (α΄ έκδ. 2011). Ευχαριστώ τη συνάδελφο ιστορικό Κωνσταντίνα Ζάνου για την υπόδειξη. Όλες οι μελέτες, μετά την πρώτη τους αναφορά στις υποσημειώσεις, δηλώνονται συντομογραφικά με βάση τον τίτλο τους.

Transcript of 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

Page 1: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

[15]

ΕIΣΑΓΩΓΗ Προκαταρκτικές διευκρινίσεις 1. Αυτό που ονομάζουμε Ιστορία και ιστορική πραγματικότητα, όπως σω‐στά έχει επισημανθεί, δεν είναι ενικού αλλά μάλλον δυϊκού αριθμού· περι‐λαμβάνει δύο διαστάσεις: «Η πρώτη είναι η βιωμένη και βιωματική πραγμα‐τικότητα, η πραγματικότητα της εμπειρίας μας […]. Η δεύτερη είναι η πραγ‐ματικότητα η μη βιωμένη από τις τωρινές γενιές, αυτή που υπερβαίνει την εμπειρία μας και χάνεται σε μακρινές [ή λιγότερο μακρινές] εποχές – η κα‐τεξοχήν πραγματικότητα του “ιστορικού”», όπως έχουμε συνηθίσει να την ορίζουμε.1 Όσοι καταπιάνονται με την Ιστορία, είτε είναι ερευνητές είτε συγγρα‐φείς είτε απλοί αναγνώστες, ακολουθούν μιαν ανάδρομη πορεία: από το παρόν στο παρελθόν. Για την ακρίβεια, το κινούν αίτιο της ενασχόλησής μας με το χθες απορρέει πάντοτε από τη βαθιά ανάγκη μας, άσχετο αν αυ‐τή είναι συνειδητή ή ανεπίγνωστη, να δώσουμε απαντήσεις στα διλήμμα‐τα, τα προβλήματα, τις ανησυχίες που μας θέτει η συγχρονία – και αυτό δεν είναι «παροντισμός», το «άχρονο παρόν». Σημαίνει, απλώς, το αυτόδη‐λο: ότι αυτό που μας κινεί στο «νεκρό» παρελθόν είναι μια ζωντανή ανά‐ 1 Παραφράζω ελαφρώς τη διατύπωση του Παν. Μουλλά («Οριοθετήσεις και διευκρινίσεις», σ. 42), στον τόμο των πρακτικών Ιστορική πραγματικότητα και νεοελληνική πεζογραφία (1945-1995), Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας ‐ Σχολή Μωραΐτη, 1997 [στο εξής: Ιστορική πραγματικότητα & πεζογραφία]. Η ανάλυση που ακολουθεί αξιοποιεί, ανασυνθέτοντας, στοιχεία και ιδέες σταχυολογημένα από αυτό τον συλλογικό τόμο· συνδιαλέ‐γεται επίσης με το πρόσφατο δημοσίευμα των ιστορικών Γιώργου Κόκκινου – Παναγιώτη Κιμουρτζή – Μαρίας Ματούση, «Ιστορία και λογοτεχνία: Χάδια, χαστούκια και το Χαστουκόδε-ντρο του Άρη Μαραγκόπουλου», στον τόμο Η Δημόσια Ιστορία στην Ελλάδα. Χρήσεις και κατα-χρήσεις της Ιστορίας, επιμ. Αντρέας Ανδρέου κ.ά., Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2015, 153‐185 [στο εξής το δημοσίευμα θα αναφέρεται ως: Κόκκινος‐Κιμουρτζής‐Ματούση, «Ιστορία και λογοτε‐χνία...»]. Ενδιαφέροντα στοιχεία για το πώς βλέπουν τα πράγματα οι ιστορικοί παραθέτει ο E. H. Carr, Τι είναι ιστορία; Σκέψεις για τη θεωρία της ιστορίας και τον ρόλο του ιστορικού, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Πατάκης, 2015 (α΄ αγγλ. έκδ. 1961, 21987 αναθεωρημένη). Βλ. επίσης Αντώ‐νης Λιάκος, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;, Πόλις, Αθήνα 2007 και Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία. Οι μεταμορφώσεις της ιστορικής συνείδησης, Πόλις, 22012 (α΄ έκδ. 2011). Ευχαριστώ τη συνάδελφο ιστορικό Κωνσταντίνα Ζάνου για την υπόδειξη. Όλες οι μελέτες, μετά την πρώτη τους αναφορά στις υποσημειώσεις, δηλώνονται συντομογραφικά με βάση τον τίτλο τους.

Page 2: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[16]

γκη. Εν ολίγοις: διαβάζουμε (γράφουμε, στοχαζόμαστε) την Ιστορία με τα μάτια, τις ανάγκες, τις ιδέες και, κυρίως, τις απορίες του σήμερα.2 Ανεξαρτήτως της απάντησης που ο καθένας από μας δίνει αναφορικά με τη διαλογική σχέση παρόντος – παρελθόντος («η Ιστορία επαναλαμβάνε‐ται» ή «δεν επαναλαμβάνεται» ή «επαναλαμβάνεται τηρουμένων των ανα‐λογιών [των εκάστοτε κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών συνθηκών]» ή «ζούμε το τέλος της Ιστορίας» κ.ο.κ.), σημασία έχει πως το βασικό ερώτη‐μα παραμένει για όλους μας το ίδιο: τι μπορεί να μας πει το παρελθόν για να κατανοήσουμε ό,τι βιώνουμε σήμερα και, ιδίως, τον εαυτό μας μέσα στο σήμερα; Για να το πω συνθηματικά, το «έτερο» παρελθόν φωτίζει δικά μας ζητήματα ταυτότητας (ιστορικής συνείδησης). 2. Ο όρος «ιστορία» είναι πολυσχιδής. Ιστορία (μπορεί να) σημαίνει: α) ιστο‐ρική πραγματολογία (τεκμήρια, πηγές, αρχεία κ.ο.κ.)· β) ένας τρόπος ορ‐γάνωσης της γνώσης που διέπεται από κανόνες και δεσμεύσεις εγκυρότη‐τας, εν ολίγοις, μια «επιστημονική πειθαρχία» που γράφεται (ιστοριογρα‐φία)· γ) ένας τρόπος ή μάλλον τρόποι νοηματοδότησης του παρελθόντος, τουτέστιν «μορφές ιστορικής συνείδησης», και κατ’ επέκταση, δ) μια συ‐νολικότερη νοηματοδοτική πρακτική που αφορά κάθε κοινωνικό ον: η «αξιοδοτημένη» ανθρώπινη δράση από τη σκοπιά του παρόντος. Το τελευ‐ταίο μάς παραπέμπει στη «δημόσια ιστορία», για την οποία πολύς λόγος γίνεται σήμερα: πρόκειται για «το μεγάλο φάσμα μέσων (μνημεία, μουσεία, τραγούδια, κινηματογραφικές ταινίες, εφημερίδες, φωτογραφίες, μαρτυ‐ρίες, αντικείμενα, οικογενειακά άλμπουμ, τόπους μνήμης, ιστότοπους) που βοηθούν τους ανθρώπους όχι μόνο να θυμούνται αλλά και να νοηματοδο‐τούν τον ιστορικό χρόνο [...] σε δομική αντιστοιχία με τους φόβους, τις αβεβαιότητες, τις εμμονές, τις προσδοκίες και τις ελπίδες τους».3 Μέσα σε 2 Ο Μαρωνίτης δίνει μία ακόμη διάσταση, πάντα με σημείο αφετηρίας το παρόν: «Έχουμε συνηθίσει, μιλώντας για ιστορία, ο νους μας να τρέχει στα παλιά, και εκεί να βλέπουμε την άκρη της ή ακόμη και το τέλος της. Στην πραγματικότητα το πράγμα πάει αντίστροφα: η ιστο‐ρία αρχίζει από το σήμερα και προχωρεί στο αύριο. Αν την συνδέουμε με τα περασμένα, είναι για να βοηθηθούμε από την πείρα των άλλων και να φτιάξουμε τη δική μας μοίρα, την τωρι‐νή και την αυριανή [...]» (Δ. Ν. Μαρωνίτης, Κ.Π. Καβάφης. Μελετήματα, Πατάκης, 2007, 17). Ανάλογα, ο Λιάκος στο Αποκάλυψη, Ουτοπία και Ιστορία υποστηρίζει ότι ενυπάρχει φορά διπλής κατεύθυνσης προς το παρελθόν και προς το μέλλον στην ιστορική / ουτοπική σκέψη. 3 Για τους ορισμούς της ιστορίας, συνθέτω τις αναφορές στο δημοσίευμα των Κόκκινου‐Κιμουρτζή‐Ματούση, «Ιστορία και λογοτεχνία...» (το παράθεμα για τη δημόσια ιστορία στη σ.

Page 3: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[17]

αυτό το φάσμα, ή «πολιτισμικό πρόγραμμα» όπως αποκαλείται, εντάσσε‐ται –από τους ιστορικούς– και η λογοτεχνία, ιδίως εκείνη που είναι «ιστο‐ρική», με την έννοια ότι αντλεί από την Ιστορία δομικά στοιχεία για να στηρίξει τη «μυθοπλασία» της – ή τις «αληθοφάνειές» της. 3. Οι σχέσεις της ιστορίας με τη λογοτεχνία υπήρξαν ανέκαθεν στενές, αν σκεφτούμε ότι παραδοσιακά ο ιστορικός λόγος διοχετευόταν σε φόρμες λογοτεχνικές, είτε έμμετρες (επικά‐ηρωικά αφηγηματικά ποιήματα, «θρή‐νοι», έμμετρα χρονικά) είτε, πιο πρόσφατα, πεζές (φτάνει να θυμηθούμε το ιστορικό μυθιστόρημα, ή docudrama σύμφωνα με τον σύγχρονο ορισμό). Αλλά οι σχέσεις αυτές δεν εξαντλούνται σε ζητήματα φόρμας· αφορούν, κι αυτό είναι που μας ενδιαφέρει κατά μείζονα λόγο, και ζητήματα ουσίας. Εξηγούμαι: δεν νοείται «μνήμη», «ιστορική συνείδηση», χωρίς νοημα‐τοδότηση. Οι άνθρωποι (είτε πρόκειται για επιστήμονες, είτε για συγγρα‐φείς, είτε για απλούς ανθρώπους) έχουμε ανάγκη από έναν μίτο νοήματος σε αυτό το άναρχο και μάταιο πανόραμα της ζωής, για να παραφράσω τον Έλιοτ. Αυτό τον μίτο τον προσφέρει κάθε αφήγηση, όχι μόνο η λογοτεχνική αλλά και η ιστορική. Από αυτή την άποψη, ναι, υπάρχει «δομική αντιστοι‐χία» μεταξύ λογοτεχνίας και ιστορίας (ιστοριογραφίας).4 Το ζήτημα είναι 163). Ένας σύνθετος χαρακτηρισμός της ιστορικής επιστήμης που περιλαμβάνει όλο το φάσμα των ιστοριογραφικών προσεγγίσεων διαχρονικά (αλλά έτσι βέβαια σημαίνει βολικά τα πάντα) εἰναι ο παρακάτω: «η ιστορική επιστήμη έχει εξατομικευτικό, δυνητικά γενικευτικό, συγκριτι‐κό, εικοτολογικό, ενδεικτικό, πιθανολογικό και ενίοτε στατιστικό χαρακτήρα και είναι σε θέση να συγκροτεί ερμηνευτικά μοντέλα με ιδεοτυπικά γνωρίσματα ανακατασκευάζοντας την ιστορική πραγματικότητα»: Γ. Κόκκινος, Από την Ιστορία στις ιστορίες. Προσεγγίσεις στην ιστορία της ιστοριογραφίας, την επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας, Ελληνικά Γράμματα, 21998, 162. Επ’ ευκαιρία σημειώνω πως όταν γράφω την Ιστορία με κεφαλαίο, στο βιβλίο αυτό, χρησιμοποιώ τον όρο περιεκτικά με τις σημασίες που αναφέρονται πιο πάνω (ιστορική πραγματικότητα, ιστορική επιστήμη, ιστοριογραφία). Όταν θέλω να μιλήσω ειδικότερα για την ιστορική αφήγηση χρησιμοποιώ τον όρο ιστοριογραφία. 4 Το θέμα, στο πεδίο των ιστορικών, τέθηκε στο πλαίσιο της νέας διανοητικής ιστορίας και υπό το πρίσμα μιας μετα‐ιστορικής προσέγγισης που θέτει στο επίκεντρο τη δομή, τον τροπισμό και τον κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό των ιστοριογραφικών κειμένων, από τους Domi‐nick LaCapra και Hayden White. Ο πρώτος τόνισε τη δομική συνύφανση της αναφορικής‐τεκμηριωτικής (documentary) με την «ποιητική» (worklike) λειτουργία της γλώσσας στον πυρήνα της ιστορικής γραφής. Ο δεύτερος, αντλώντας εργαλεία και ιδέες από τον χώρο της θεωρίας της λογοτεχνίας, εισηγήθηκε μια «τροπολογική ανάλυση» των ιστοριογραφικών κει‐μένων, σύμφωνα με την οποία κάθε ιστοριογραφική αφήγηση συντίθεται από την επιλογή και τον ιδιαίτερο συνδυασμό ρητορικών τρόπων, τρόπων πλοκής, μορφών επιχειρηματολογίας και

Page 4: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[18]

οι προδιαγραφές αυτής της νοηματοδότησης. Η ιστορία είναι, βέβαια, μια «επιστήμη», η λογοτεχνία είναι μια «τέχνη». Που θα πει ότι η πρώτη, η ιστο‐ρική αφήγηση, θέτει κριτήρια «αντικειμενικότητας» στην περιγραφή που κάνει, η δεύτερη, η λογοτεχνία, υπακούει σε άλλους νόμους, στην αρχή της «υποκειμενικότητας» (εσωτερικότητας). Το να υπαγάγουμε αυτή τη δια‐φορετική προσέγγιση σε αγεφύρωτη διάσταση αξιοπιστίας (η λογοτεχνία έχει υποχρέωση να μην «παραχαράζει» την ιστορία) σημαίνει ότι έχουμε a priori δεχτεί ότι η ιστορία ποτέ δεν παραχαράζεται στην ιστορική αφήγη‐ση, ότι η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία είναι πάντα έγκυρη και αξιόπιστη και, εντέλει, ότι «αντικειμενικότητα» σημαίνει πως η περιγραφή του αντικει‐ ιδεολογικών σχημάτων. Σε ό,τι αφορά τους πρώτους, που μας ενδιαφέρουν αμεσότερα από τη σκοπιά της λογοτεχνίας, βασικοί ρητορικοί τρόποι, κατά τον White, είναι η μεταφορά, η μετω‐νυμία, η συνεκδοχή και η ειρωνεία, ενώ τρόποι πλοκής είναι η «ρομαντική», η «τραγική», η «κωμική» και η «σατιρική». Βλ. Dominick LaCapra, Rethinking Intellectual History: Texts, Con-texts, Language, Ithaca & London, 1987. Hayden White, Metahistory. The Historical Imagination in Nineteenth Century Europe, The John Hopkins U.P., Baltimore & London 1973 και, κυρίως, The Content of the Form. Narrative Discourse and Historical Representation, The John Hopkins U.P., 1985. Στα ελληνικά, ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στον συλλογικό τόμο: Διανοητική Ιστορία. Όψεις μιας σύγχρονης συζήτησης, κείμενα των Roger Chartier, Dominick La Capra, Hayden White, εισαγ. Έφη Γαζή, ΕΜΝΕ Μνήμων, 1996· οι απόψεις του LaCapra κατατίθενται στο κείμενο «Επανεξέταση της διανοητικής ιστορίας και της ανάγνωσης των κειμένων», 67‐131. Από την άλλη, μια κατατοπιστική διαγραμματική παρουσίαση της τροπολογικής ανά‐λυσης του White παρέχει ο Γ. Κόκκινος στο βιβλίο του Από την Ιστορία στις ιστορίες, 275‐288. Σημαντική για την «ιστορική αφηγηματολογία» (το ιστορικό λεξιλόγιο, το ύφος της ιστορι‐κής αφήγησης και τους «θεμελιώδεις μύθους» κάθε κοινωνίας που επιδρούν στον ιστορικό) είναι επίσης η συμβολή του Πολωνού ιστορικού Jerzy/Jeretz Topolski, «The Stucture of Hi‐storical Narratives and the Teaching of History», στον τόμο Learning and Reasoning in Hi- story, επιμ. James F. Voss – Mario Carretero, International Review of History Education, vol. 2, Woburn Press, London 1998, 9‐22· για μια ευσύνοπτη παρουσίασή της στα ελληνικά βλ. στον συλλογικό τόμο Ιστορική κουλτούρα & συνείδηση, με εργασίες των Γιώργου Κόκκινου, Ηλία Αθανασιάδη, Σοφίας Βούρη κ.ά., πρόλογος Γ. Ν. Λεοντσίνης, Νοόγραμμα εκδοτική, 2005, 31‐35. Για μια σύνοψη της σχετικής συζήτησης και των επιπτώσεων που είχε η «γλωσσική στρο‐φή» και η «τροπολογική ανάλυση» στη σύγχρονη ιστοριογραφική σκέψη, του «ριζοσπαστι‐κού μεταμοντερνισμού», βλ. Κόκκινος‐Κιμουρτζής‐Ματούση, «Ιστορία και λογοτεχνία...», 155‐156 (και τις σχετικές σημειώσεις). Από τη δική του σκοπιά, ο νεοελληνιστής Γιάννης Παπαθεοδώρου θεωρεί το ερμηνευτικό μο‐ντέλο του White «χρήσιμο ιδιαίτερα στην ανάλυση λογοτεχνικών κειμένων με εμφανείς ιστο‐ριογραφικές προθέσεις, ή με εμφανή ιστορικά συμφραζόμενα [...] η σύνδεση, δηλαδή, πλοκής, επιχειρηματολογίας και ιδεολογίας, μπορεί να συμβάλει στην ανάδειξη του τρόπου θέασης της κοινωνικής πραγματικότητας που εμπεριέχεται στα έργα αυτά, και να αποκαλύψει τις βαθύτερες εννοιολογήσεις της ιστορίας»: Ρομαντικά πεπρωμένα. Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ως «εθνικός ποιητής», Βιβλιόραμα, 2009, 168, σημ. 79, βλ. και σημ. 80.

Page 5: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[19]

μένου, στην ιστορική επιστήμη, συνεπάγεται αξιολογικά και πλήρη περι‐γραφή. Κοντολογίς, ότι η «ιστορική αλήθεια» είναι υποστασιοποιημένη. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τα βαθιά. Ιστορική και λογοτεχνική οπτική Τι είναι «πραγματικότητα» και, κυρίως, υπάρχει μία πραγματικότητα, και ποιος, πώς, με τι κριτήριο την ορίζει; Στο θεμελιώδες αυτό δυσεπίλυτο ερώ‐τημα, που αιώνες τώρα απασχολεί φιλοσόφους και μη, και που η λύση του αναπόδραστα δεσμεύεται από τις πεπερασμένες αντιληπτικές μας ικανό‐τητες (την «υποκειμενικότητά» μας, για να χρησιμοποιήσω μια κοινόχρη‐στη έκφραση), η επικρατούσα απάντηση σήμερα θυμίζει εκείνο το «ου‐δέν οίδα» του Σωκράτη: ουσιαστικά, δεν ξέρουμε αν υπάρχει ΜΙΑ πραγμα‐τικότητα· εκείνο που ξέρουμε είναι πως υπάρχουν πολλές όψεις, δηλαδή οπτικές, μέσα από τις οποίες θεωρούμε την πραγματικότητα (στην ουσία: «κατασκευάζουμε» πραγματικότητα, με την αναπαραστατική / νοηματο‐δοτική έννοια του όρου). Με άλλα λόγια, η «εγκυρότητα», η «πληρότητα», η «αντικειμενικότη‐τα» κρίνεται πάντα στο εσωτερικό μιας περιγραφής, μιας «πειθαρχίας»,5 γιατί εκεί έξω Αλήθεια, δηλαδή, υποστασιοποιημένη πραγματικότητα δεν (ξέρουμε αν) υπάρχει. Όλο το θέμα, συνεπώς, είναι το πώς μεταβολίζεται, πώς μεταστοιχειώνεται το πραγματικό, εννοώ το γεγονός, σε λογοτεχνική και ιστορική αφήγηση.6 Γενικεύοντας, μπορούμε να πούμε πως υπάρχει ένας «ιστορικός» και ένας «λογοτεχνικός» τρόπος θέασης της πραγματικότητας. Σχηματικά, η 5 Πβ. «το κείμενο τεκμηριώνει το δικό του τρόπο παραγωγής», «κάθε συγκεκριμένη επιτέλε‐ση κρίνεται εκ του αποτελέσματος, δηλαδή από την πληρότητά της»: σταχυολογώ από το δημοσίευμα των Κόκκινου‐Κιμουρτζή‐Ματούση, «Ιστορία και λογοτεχνία...», 155_σημ. 6, 163. Το ίδιο ισχύει και για τις πηγές, το πρωτογενές πραγματολογικό υλικό, εφόσον κι αυτό είναι «εξ ορισμού νοηματοδοτημένο, διαμεσολαβημένο και κειμενοποιημένο» (Κόκκινος, Από την Ιστορία στις ιστορίες, 284). Για το θέμα βλ. πιο αναλυτικά παρακάτω, στην παράγραφο «Δύο Λόγοι». 6 Για τις «κανονιστικές δεσμεύσεις»και τους κανόνες εγκυρότητας που ορίζουν την «ιστορική αλήθεια» στην ιστορική επιστήμη/ιστοριογραφία: τεκμηρίωση, ελεγξιμότητα, θετικιστική εξα‐ντικειμενίκευση του ιστορικού λόγου, ακρίβεια, πολυπρισματική ιστορική ενσυναίσθηση, κριτικός αναστοχασμός της αναπαραστατικής και ερμηνευτικής πράξης [τα δύο τελευταία αφορούν στον μεταμοντερνισμό], βλ. Κόκκινος‐Κιμουρτζής‐Ματούση, «Ιστορία και λογοτε‐χνία...», 157, 162, 164.

Page 6: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[20]

ιστορική θεώρηση –η παραδοσιακή τουλάχιστον–7 μας επιτρέπει να βλέ‐πουμε τα πρόσωπα και τα πράγματα πανοραμικά, σε μακροσκοπική κλί‐μακα, ως μέρη ενός συνόλου, μιας «ιστορικής διαδικασίας» ή «συστήμα‐τος». Η λογοτεχνική θεώρηση, από την άλλη, μας επιτρέπει να βλέπουμε τα πράγματα καλειδοσκοπικά, σε μικροσκοπική κλίμακα, να θεωρούμε δηλαδή την πραγματικότητα ως ένα πεδίο ποικίλων, ετερόκλητων, συχνά αντικρουόμενων λόγων – δράσεων – πεποιθήσεων των ατόμων, από την έκβαση των οποίων καθορίζεται η κίνηση, ο «ρους» της ιστορίας (και με τις δύο έννοιες του όρου: της ιστορίας ως «υπόθεσης» [story] του λογοτε‐χνικού έργου και, συνεκδοχικά, της Ιστορίας με γιώτα κεφαλαίο). Με δυο λόγια: η ιστορική οπτική μάς δίνει το γενικό πλάνο, τον μηχανισμό κίνησης του κοινωνικού γίγνεσθαι στη διαχρονία του, η λογοτεχνική οπτική, από τη σκοπιά της, αναλύει αυτό το πλάνο, αυτόν τον μηχανισμό στα εξ ων συ‐νετέθη, στα συστατικά του μέρη, δηλαδή, που είναι τα άτομα και τα προ‐σωπικά τους βιώματα, αισθήματα, πιστεύω. Πρόκειται, τρόπον τινά, για εκείνο που οι αφηγηματολόγοι ορίζουν αντίστοιχα ως «θέαση με μηδενική εστίαση» και «θέαση με εσωτερική εστίαση». Η ιστορική οπτική είναι, θα λέγαμε, πανοραμική‐μακροσκοπική, η δε λογοτεχνική είναι ατομοκεντρική‐πολυεστιακή. Σίγουρα η περιγραφή αυτή απλοποιεί πολύ πιο σύνθετα φαινόμενα. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε, για παράδειγμα, ότι πολλά από τα αφηγηματικά έργα της λογοτεχνικής παράδοσης –ένας καλός δείκτης είναι το ιστορικό μυθιστόρημα– υιοθετούν τεχνικές αναπαράστασης της πραγματικότητας «καθολικού» ή «ολιστικού» τύπου (παντογνωσία, πανεποπτεία κλπ.) που ανακαλούν, από ορισμένες απόψεις, την κλασική ιστορική ανάλυση «με πα‐νοραμική εποπτεία», ήτοι «με μηδενική εστίαση». Και, αντίστροφα, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι οι σύγχρονες εξελίξεις στο πεδίο της ιστοριογραφίας και της θεωρίας της μετατοπίζουν το κέντρο βάρους από τη (μακρο)Ιστορία στις (μικρο)ιστορίες, ενσωματώνουν δηλαδή την πολλα‐πλότητα και ασυμμετρία των οπτικών γωνιών πριμοδοτώντας τεχνικές ανασύνθεσης της ιστορικής πραγματικότητας «βιωματικού» και «πολυ‐ 7 Αναφέρομαι σε εκείνην που ίσχυε ώς την εποχή των «μεγάλων αφηγήσεων» ή των γενικευτι‐κών εξηγητικών μοντέλων (του θετικιστικού ιστορικισμού, του εγελιανού – μαρξιστικού πα‐ραδείγματος, του μπρωντελιανού και ανάλογα). Για την αναθεωρημένη οπτική της σύγχρονης ιστοριογραφικής σκέψης βλ. στη συνέχεια.

Page 7: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[21]

εστιακού» χαρακτήρα, οι οποίες, από ορισμένες απόψεις, ανακαλούν τον τύπο του μοντέρνου λογοτεχνικού αφηγήματος «με εσωτερική εστίαση». Έτσι όμως κινδυνεύουμε να χάσουμε το νόημα. Κατά τη γνώμη μου, τα παράλληλα αυτά φαινόμενα, για να γίνουν κατανοητά, θα πρέπει να συ‐ναρτηθούν με το γενικότερο πολιτισμικό «παράδειγμα» της εποχής στην οποία ανήκουν8 και, σε τελευταία ανάλυση, δεν αναιρούν την ουσία της διάκρισης. Και δεν την αναιρούν, αφού η διάκριση ανάμεσα σε «πανοραμι‐κή‐ιστορική» και «καλειδοσκοπική‐λογοτεχνική» θεώρηση, όπως την ορί‐σαμε παραπάνω, δεν αφορά σε ειδολογικές όσο μάλλον σε νοητικές κα‐τηγορίες, βάσει των οποίων προσλαμβάνουμε (αναπαριστάνουμε, «κα‐τασκευάζουμε») την πραγματικότητα.9 Ας μη λησμονούμε, εξάλλου, ότι αυτοί οι δύο τρόποι θεώρησης της πραγματικότητας, που συμβατικά απο‐καλούμε εδώ «ιστορική» και «λογοτεχνική» οπτική, εδράζονται σε στερεό‐τυπες δομές της αντίληψής μας (συλλογικό – ατομικό, γενικό – ειδικό, μα‐κρόκοσμος – μικρόκοσμος κ.ο.κ.), οπότε δεν θα ήταν άσκοπο να τις χρησι‐μοποιήσουμε σαν βάση συνεννόησης. Υπό αυτούς τους όρους, η διασταύρωση της ιστορικής και της λογοτε‐χνικής οπτικής, της «ουδέτερης παντογνωσίας»10 με την υποκειμενική θεώρηση, θα μπορούσε να αποβεί χρήσιμη, αν όχι αναγκαία, για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Η χρησιμότητα μιας τέτοιας διασταύρωσης είναι, νομίζω, προφανής: όσο αναντίρρητο είναι ότι τα κοσμο‐ιστορικά γεγονότα επιδρούν και καθορίζουν ατομικές ζωές και 8 Για την ακρίβεια, αποτελούν εκφάνσεις των πολιτισμικών και επιστημολογικών μεταβο‐λών που επέφερε στον Δυτικό κόσμο –και στο κοσμοείδωλό του– η μετάβαση από τον μακρύ αιώνα του Διαφωτισμού στη σύγχρονη μεταπολεμική εποχή· μεταβολές οι οποίες κωδικοποι‐ούνται ως πέρασμα από τη νεωτερικότητα στον (μετα)μοντερνισμό. 9 Εννοώ ότι δεν είναι το είδος που καθορίζει την οπτική αλλά η οπτική που καθορίζει το είδος: είθισται τα λογοτεχνήματα να υιοθετούν την «καλειδοσκοπική» θεώρηση (εξ ου και η δεύτερη ονομασία: «καλειδοσκοπική‐λογοτεχνική»), κάτι που βέβαια δεν αποκλείει να υπάρχουν και ιστοριογραφήματα που να την αξιοποιούν, όπως, από την άλλη, είθισται οι ιστορικές αναλύ‐σεις να υιοθετούν την «πανοραμική» θεώρηση (εξ ου και η διττή ονομασία: «πανοραμική‐ιστορική»), πράγμα που επίσης δεν αποκλείει να υπάρχουν και λογοτεχνικά έργα που να την αξιοποιούν. 10 Με την έννοια ότι «η προοπτική του αφηγητή [εδώ, ιστορικού] είναι μεν απεριόριστη αλλά χωρίς απευθείας παρεμβολές και σχολιασμούς της δράσης». Αντλώ το παράθεμα, και το προσαρμόζω στην εδώ περιγραφή, από το βιβλίο του Βαγγέλη Αθανασόπουλου, Η πολι-τική διάσταση της «μυθικής μεθόδου»: Στράτης Μυριβήλης – Στρατής Τσίρκας, εκδόσεις Καρ‐δαμίτσα, 1992, 160.

Page 8: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[22]

συνειδήσεις, άλλο τόσο αναντίρρητο είναι ότι η βιωμένη ιστορία (ο τρόπος δηλαδή που τα μακροσκοπικά γεγονότα αντανακλούν στην ατομική συνεί‐δηση και φιλτράρονται μέσα απ’ αυτήν) επιδρά με τη σειρά της –δίνοντας το στίγμα, το νόημα κάθε φορά– στην ιστορική εξέλιξη.11 Και μάλλον είναι αυτό που κάνει την Ιστορία να έχει για τον καθένα από μας –τον ερευνητή, τον λογοτέχνη, τον αναγνώστη, τον απλό άνθρωπο– ουσιαστικό αντίκρι‐σμα και άμεσο ενδιαφέρον, μια που, σε τελευταία ανάλυση, η Ιστορία είναι μια υπαρξιακή κατάσταση (μια προσωπική υπόθεση νοηματοδότησης της θέσης μας στον κόσμο), ένα «βίωμα».12 Αυτή η αλληλεπίδραση της «μεγάλης» Ιστορίας με την ανθρώπινη συνείδηση, καλύτερα ακόμη: ο μεταβολισμός του ιστορικού σε βίωμα, θα μπορούσε να αποτυπωθεί σε δύο φράσεις, οι οποίες εξηγούν και τη ζήτη‐ση ιστορίας και τη ζήτηση λογοτεχνίας από το ευρύ κοινό: η Ιστορία κα‐θορίζει τις ζωές μας (γι’ αυτό και μας ενδιαφέρει) – η Λογοτεχνία αποτυ‐πώνει το βίωμα, την «εσωτερική αλήθεια» των γεγονότων (γι’ αυτό και μας συγκινεί).13 Συνάψεις Εντούτοις, η ουσία της σχέσης που συνάπτουν Ιστορία και Λογοτεχνία ως προς τη γνώση –ή την αίσθησή μας– του πραγματικού δεν αποτυπώνεται πλήρως σε μια γραμμική σχέση «αμοιβαίας επίδρασης», όπως την έδειξε η 11 Δίνει το στίγμα, σύμφωνα με την ολογραμματική αρχή: το όλον βρίσκεται μέσα στο μέρος που βρίσκεται μέσα στο όλον· δίνει το νόημα, στον βαθμό που δεν νοείται Ιστορία έξω και πέρα από τη συνείδηση που την βιώνει (την παρατηρεί, την ερμηνεύει). 12 Γενικεύω την παρατήρηση του Νίκου Μπακόλα, σύμφωνα με τον οποίο «η Ιστορία αποκτά ένα πρόσθετο και πιο ουσιαστικό ενδιαφέρον για όλους μας […] όπως δίδεται μέσω της πεζο‐γραφίας, δηλαδή [ως] ιστορία των απλών ανθρώπων» («Τα ξαναγυρίσματα της ιστορίας στην πεζογραφία», στο Ιστορική πραγματικότητα & πεζογραφία, 30). Σήμερα μάλιστα –μπορούμε να προσθέσουμε– η μετατόπιση του ερευνητικού ενδιαφέροντος των ιστορικών από την Ιστορία στις ιστορίες δημιουργεί έναν εμπράγματο τόπο συνάντησης και διαλόγου της ιστοριογραφίας με τη λογοτεχνία, η οποία εξ ορισμού μεταβολίζει τα κοινά σε προσωπικό έντεχνο λόγο και ρίχνει φως στην ατομικότητα, στα προσωπικά βιώματα. 13 Είναι αξιοσημείωτη η σύμπτωση ως προς αυτό λογοτεχνών, ιστορικών και διανοητών, όπως προκύπτει από τα παραθέματα και αποσπάσματα συνεντεύξεων που συμπεριλαμβάνουν στο δημοσίευμά τους οι Κόκκινος‐Κιμουρτζής‐Ματούση, «Ιστορία και λογοτεχνία...»: βλ. τις σημ. 16, 18, (32), 51 (συνεντεύξεις Μαραγκόπουλου, βιογραφία Δούκα, βιβλιοκριτική Γαλανάκη) σε συνδυασμό με τις σημ. 8, 27 (απόψεις Adorno, Morin, Todorov). Πβ. και τις απόψεις που δια‐τυπώνονται στις σ. 164‐169 του άρθρου.

Page 9: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[23]

παραπάνω περιγραφή (όπου τα δύο πεδία φαίνεται να λειτουργούν σαν αμιγή, αυτοτελή σύνολα). Προκύπτει, νομίζω, από μια σχέση οργανικότερη η οποία στηρίζεται σε ό,τι θα ονόμαζα «διαπίδυση», αμοιβαία επένδυση ρεαλισμού. Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι το «ιστορικό πλαίσιο» ή «φόντο» στη Λογοτεχνία –και δεν νοείται λογοτεχνικό έργο χωρίς κοινωνικοϊστορικό πλαίσιο– παρέχει ένα υπόβαθρο ρεαλιστικό στα «πλάσματα της φαντασί‐ας» του καλλιτέχνη, όπως, αντίστροφα, τα «διηγηματικά», τουτέστιν μυ‐θοποιητικά στοιχεία που είναι εγγενή στην ιστορική αφήγηση συμβάλλουν στο ζωντάνεμα της Ιστορίας και των πρωταγωνιστών της. Περιγράφοντας τη λειτουργία αυτή με μεταφορικούς όρους, θα λέγαμε πως το ιστορικό στοιχείο (προσ)γειώνει τη Λογοτεχνία (τη μυθοπλαστική φαντασία) στο έδαφος του αντικειμενικού, του κόσμου των συμβεβηκότων, συμβάλλο‐ντας έτσι στην αλήθεια της (ή στην αληθοφάνειά της)· ανάλογα, το λογο‐τεχνικό στοιχείο (εν)σαρκώνει τη γενική κι αόριστη Ιστορία σε συγκεκρι‐μένες ανθρώπινες ιστορίες «με σάρκα και οστά», την μετατρέπει δηλαδή από νοερή έννοια ή αφηρημένο μηχανισμό σε ατομική περίπτωση, υπαρξι‐ακό βίωμα. Από την άποψη αυτή, η διαπλοκή Ιστορίας – Λογοτεχνίας δεν φαίνε‐ται απλώς θεμιτή αλλά επιβεβλημένη από τα ίδια τα πράγματα, και το αποτέλεσμά της είναι όντως μια πιο σύνθετη, άρα πιο ακριβής –ή, αν προ‐τιμάτε, πιο λεπταίσθητη– εικόνα του «πραγματικού», που θα μπορούσαμε να το ορίσουμε ως το πεδίο εκείνο όπου τέμνεται η καλλιτεχνική αλήθεια με την ιστορική αλήθεια, καλύτερα ακόμη: η αλήθεια της Τέχνης (που είναι κατά φύση ψυχολογική) με την αλήθεια της Ζωής (που είναι κατά φύση πραγματιστική‐ factual). Εφόσον αποδεχτούμε μια τέτοια θεώρηση της Ιστορίας και της Λογο‐τεχνίας –ως δύο οπτικών που διασταυρώνονται, ή ως δύο ανθρωπογνω‐στικών πεδίων που τέμνονται– και αναγνωρίσουμε τον καθοριστικό ρόλο που η σύναψη αυτή διαδραματίζει στη γνώση ή την αίσθησή μας του πραγματικού, είμαστε υποχρεωμένοι, κατ’ επέκταση, να αναθεωρήσουμε την εν γένει αναγνωστική και μεθοδολογική στάση μας απέναντι στα δύο αυτά πεδία λόγου, γνώσης και ιδεών. Να παραδεχτούμε δηλαδή ότι: – δεν διαβάζουμε ιστορία για να καταλάβουμε τη λογοτεχνία, ούτε διαβά‐ζουμε λογοτεχνία για να μάθουμε ιστορία, αλλά διαβάζουμε και τα δύο για να κατανοήσουμε την ανθρώπινη περιπέτεια εν όλω, στη διαχρονία της και στην πολυσύνθετη ουσία της, ανιχνεύοντας, στο διάνυσμα του χρόνου και

Page 10: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[24]

των τόπων και μέσα από το παλίμψηστο των ατομικών ιστοριών που την ενσαρκώνουν κάθε φορά, την «ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρ‐μογών», για να θυμηθούμε τον καίριο στίχο του Καβάφη (στον οποίο θα επανέλθω σε επόμενο κεφάλαιο). Κατά συνέπεια (μεθοδολογική): – δεν προηγείται η ιστορική προσέγγιση και έπεται η λογοτεχνική της «με‐τάπλαση» (ή «μετουσίωση», για να χρησιμοποιήσω έναν πιο εύσχημο όρο). Που θα πει: δεν αντιμετωπίζουμε το ιστορικό κείμενο ως την πρωταρχική, de facto «αυθεντική» αποτύπωση της εκάστοτε κοινωνικοϊστορικής πραγ‐ματικότητας και το λογοτεχνικό έργο ως τη δευτερογενή, κατ’ ανάγκην πλασματική αναπαράσταση αυτής της πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, δεν αντιμετωπίζουμε το ιστορικό αφήγημα ως αδιάψευστο μάρτυρα και αδιαφιλονίκητο θεματοφύλακα της «αλήθειας» (συνυφασμένο με τις αξιώ‐σεις της πληρότητας, εγκυρότητας, αντικειμενικότητας), ενώ το λογοτεχνι‐κό αφήγημα ως δυνάμει ψευδομάρτυρα αυτής της αλήθειας (συνυφασμέ‐νο με τις ιδιότητες του μερικού, του φανταστικού, του υποκειμενικού), ώστε τελικά η μεταξύ τους σχέση να εκπίπτει σε μιαν απλή κατ’ αντιπαρά‐σταση εξέταση του λογοτεχνικού έργου προς το ιστορικό για να δούμε κα‐τά πόσον το πρώτο συγκλίνει ή αποκλίνει από την ιστορική αλήθεια.14 Αντίθετα, ιστορικό και λογοτεχνικό αφήγημα πρέπει να αντιμετωπί‐ζονται εκ παραλλήλου, στην αλληλενέργεια και τη συνέργειά τους, ως κεί‐μενα που διαλέγονται: υπομνηματίζουν το ένα το άλλο, αναφέρονται στην ίδια ιστορική πραγματικότητα αλλά την φωτίζουν διαφορετικά ή λένε γι’ αυτήν κάτι διαφορετικό. Aποτελούν, με δυο λόγια, εναλλακτικές αναπαρα‐στάσεις και ερμηνείες αυτής της πραγματικότητας, παραπληρωματικές ή ολότελα διιστάμενες, οι οποίες, πέρα από την ειδολογική και υφολογική τους ιδιαιτερότητα, έχουν –κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε– τη δική τους ιστορικότητα, αφού παράγονται σε ένα ορισμένο κοινωνικο‐πολιτισμικό 14 Πολύ ενδιαφέρουσα από την άποψη αυτή είναι η τοποθέτηση του Μαραγκόπουλου (πα‐ρατίθεται στο: Κόκκινος‐Κιμουρτζής‐Ματούση, «Ιστορία και λογοτεχνία...», 160, σημ. 15), η οποία θα πρέπει να διαβαστεί συνδυαστικά με το παράθεμα από τον Μπαλζάκ (στο ίδιο, 165). Ο Γάλλος συγγραφέας κινείται στο αναμενόμενο πλαίσιο της λογοτεχνικής αληθοφά‐νειας: το μυθιστόρημα «μέσα στο μεγαλοπρεπές ψέμα του» είναι «αληθινό στις λεπτομέρει‐ες» (αντλεί από τη ζωή). Ο Έλληνας μυθιστοριογράφος, ωστόσο, μεταστρέφει αυτή την παραδοχή, υποστηρίζοντας ότι γράφει (ιστορικό) μυθιστόρημα για να «ανακαλύψ[ει], στο μέτρο του δυνατού, τις μικρές αλήθειες που κρύβονται πίσω από πειστικά ψέματα. [...] Με ενδιαφέρει πάρα πολύ ο αναγνώστης να υποψιάζεται τη δοσμένη ιστορία».

Page 11: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[25]

περιβάλλον και μετέχουν στην ιδεολογική διαπάλη παραγωγής νοημάτων (αξιακών συστημάτων, κοσμοαντιλήψεων και, εντέλει, ταυτοτήτων) μέσα στο περιβάλλον αυτό. Είπα ότι «ιστορικό και λογοτεχνικό αφήγημα αναφέρονται στην ίδια ιστορική πραγματικότητα αλλά την φωτίζουν διαφορετικά ή λένε γι’ αυ‐τήν κάτι διαφορετικό». Η διαφορά, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι σε τελική ανάλυση «πραγματολογική» (επιλογή και δημιουργικό συνδυασμό στοι‐χείων κάνουν και οι ιστορικοί)· και δεν έγκειται τόσο «στην εγγενή δυνα‐τότητα του έργου τέχνης [...] να ασκεί μια νοηματοδοτική πρακτική σε σχέση με τα “βουβά” ιστορικά γεγονότα» –αυτό το κάνει καλύτερα (τεκμη‐ριωμένα) η ακαδημαϊκή ιστοριογραφία–, ούτε στο να «προτρέπει τον αναγνώστη, τον θεατή ή τον ακροατή σε μια “ηθική και πολιτική δέσμευ‐ση”» –αυτό το κάνει καλύτερα η προπαγάνδα– αλλά, κυρίως, στο «να επι‐βεβαιώνει αξίες» χρησιμοποιώντας «τα εργαλεία πρόκλησης συγκίνησης». Εν ολίγοις, πιστεύω πως εκείνο που κάνει τη λογοτεχνία «διαφορετική» ή αναγκαία «συμπληρωματική» ή, καλύτερα ακόμη, οργανικά αναγκαία σε ό,τι αφορά την αναπαράσταση της ιστορικής πραγματικότητας είναι ότι καταγράφει μια ιστορία ευαισθησιών, όχι ξερά μια ιστορία γεγονότων ή εν‐νοιών, ιδωμένη / ειπωμένη με μια κατ’ επίφασιν «ουδέτερη παντογνωσία». Αυτό, φυσικά, δεν απαλλάσσει τη λογοτεχνία από κινδύνους. Προσυπο‐γράφω τον όρο που θέτει ο Τοντορόφ: χωρίς όμως η συγκίνηση αυτή να αποδεσμεύεται από την έννοια της ιστορικής αλήθειας, δηλαδή να στενεύει [ή να διευρύνει αυθαίρετα] τον βιωματικό ορίζοντα της δεδομένης ιστορι‐κής πραγματικότητας, πράγμα που, εάν συμβαίνει, αποτελεί μορφή ιδεο‐λογικής και συναισθηματικής χειραγώγησης.15 15 Σχολιάζω το χωρίο από τον Τοντορόφ όπως παρατίθεται στο δημοσίευμα των Κόκκινου‐Κιμουρτζή‐Ματούση, «Ιστορία και λογοτεχνία...», 167‐168, σημ. 28 (βλ. Tzvetan Todorov, Απέ-ναντι στο ακραίο, εκδόσεις Νησίδες, Σκόπελος 2002, 234, 237). Προς επίρρωση παραπέμπω στο απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Νίκου Δαββέτα Η εβραία νύφη και στον σχολιασμό του από τους συγγραφείς στις σ. 170‐171 του προειρημένου άρθρου. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μετατροπή από την αναφορική‐τεκμηριωτική λειτουργία στην αξιολογική θέση δεν βρίσκεται στη λογοτεχνική περιγραφή των πρώτων φράσεων του κειμένου, που είναι μια fabula nuda, αλλά στις δύο τελευταίες φράσεις: στην «ανιστορική σύμφυρση ετερόκλητων φαινομένων ώστε να υποστηριχθεί πειστικά το επιχείρημα [... ότι] η “παράλογη λογική” του Ολοκαυτώ‐ματος προεξαγγέλλεται κυτταρικά» στο γερμανικό έθνος, όπως σημειώνουν οι συγγραφείς. Αλλά η «πειστικότητα» προκύπτει από τη συναισθηματική ένταση που προκαλεί το ασύνδετο στην αμέσως προηγούμενη «ξερή» περιγραφή της κατάστασης των θυμάτων.

Page 12: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[26]

Δύο Λόγοι Με βάση τα παραπάνω, η πολυσύνθετη σχέση Ιστορίας – Λογοτεχνίας εμπλουτίζεται με μια ακόμη ουσιώδη πτυχή, γίνεται σχέση «διακειμενική», σχέση Λόγων (με τη φουκωική έννοια του όρου), που εγκαθιδρύουν έναν ουσιαστικό, δηλαδή σημαίνοντα διάλογο αναφορικά με την πραγματικό‐τητα, όχι μόνο εκείνη την απώτερη, την οποία ανασυνθέτουν, αλλά και με τη σύγχρονή τους πραγματικότητα, την κοινωνικο‐πολιτισμική.16 Η γοη‐τευτική, ωστόσο, προοπτική που μας ανοίγει η θεώρηση του λόγου της Ιστορίας και του λόγου της Λογοτεχνίας από την άποψη της διακειμενικής τους σχέσης θέτει ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων. Για να δώσω μια ιδέα του βάθους και της έκτασης των ζητημάτων αυτών παραθέτω μια σειρά από ενδεικτικά (και ανοιχτά) ερωτήματα:17 – Ποια η σχέση του «κόσμου των αντικειμένων» (των γεγονότων) με την «αφηγηματική τους αναπαράσταση» σε ένα ιστορικό και σε ένα λογοτε‐χνικό κείμενο αντιστοίχως; Ποια είναι η φύση αυτής της αναπαράστασης: μιμητική ή αναδημιουργική; Και τι συμβαίνει όταν το τεκμήριο, το πρωτο‐γενές υλικό, είναι κι αυτό «εξ ορισμού νοηματοδοτημένο, διαμεσολαβημένο και κειμενοποιημένο»; Τι είδους «αντιστάσεις» προβάλλει στη μεθερμη‐ 16 Βλ. Μισέλ Φουκώ, Η Αρχαιολογία της Γνώσης, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Εξάντας, 1987. Θεμελιακό για τις σχέσεις που συζητάμε είναι και το βιβλίο του Raymond Williams, Κουλτού-ρα και Ιστορία, εισαγωγή – μτφρ. Βενετία Αποστολίδου, Γνώση, 1994 (Culture and Society 1780- 1950, Penguin Books, Harmondsworth, 1963). 17 Πολλά από τα παρακάτω ερωτήματα προέκυψαν από την ανάγνωση της συλλογικής ερ‐γασίας «Αφηγηματικές στρατηγικές στην ιστορική γραφή. Οι προτάσεις των Hayden White, Paul Ricoeur, Jerzy Topolski και τα περιοδικά Past and Present, Annales, Μνήμων και Ιστορι-κά», Μνήμων 15 (1993) 211‐255. Η εργασία αυτή –καρπός της ερευνητικής συνεργασίας μιας ομάδας φοιτητών του ιστορικού τμήματος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών υπό την καθοδή‐γηση του καθηγητή Αντώνη Λιάκου– θεωρώ πως είναι μια δουλειά αιχμής, όχι μόνο γιατί εισάγει τον Έλληνα αναγνώστη κατά τρόπο ουσιαστικό στη διεθνή συζήτηση που διεξάγε‐ται τα τελευταία χρόνια για την «ιστορική αφηγηματολογία» –του πώς διαμεσολαβείται η ιστορική γνώση από τον ιστοριογραφικό λόγο–, αλλά και γιατί συνδυάζει με τρόπο αγαστό την ανάλυση της θεωρίας με την κειμενική ανάλυση. Για την ένταξη της συζήτησης αυτής στο πλαίσιο της «γλωσσολογικής στροφής» των ιστορικών σπουδών, μια σύνοψη των εξελί‐ξεων δίνει ο Γ. Κόκκινος στο κεφάλαιο «Η μετατόπιση από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα ιστοριογραφία» του βιβλίου του Από την Ιστορία στις ιστορίες, ιδίως 255‐262.

Page 13: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[27]

νεία του σε ένα λογοτεχνικό και σε ένα ιστορικό αφήγημα; Και τότε, για τι πρόκειται; μήπως για «διπλή» μίμηση / αναπαράσταση;18 – Ποια η σχέση χρονικότητας (κατεξοχήν ιστορική έννοια) και αφηγη-ματικότητας (κατεξοχήν λογοτεχνική έννοια) σε ένα ιστορικό και σε ένα λογοτεχνικό κείμενο; Πώς διασυνδέεται ο χρόνος της δράσης (του ιστορι‐κού γεγονότος) με τον αφηγηματικό χρόνο και τον βιωμένο ιστορικό χρόνο του παρατηρητή, του συγγραφέα, του αναγνώστη; Τι αποκαλύπτει αυτή η διασύνδεση για τη σχέση διαχρονίας – συγχρονίας και την εν γένει αντίλη‐ψη του ιστορικού χρόνου στη συνείδηση ενός ιστορικού και ενός λογοτέχνη; – Πώς οργανώνεται ο λογοτεχνικός και ο ιστορικός λόγος; Με ποιους ρητορικούς τρόπους και μέσα από ποιες τεχνικές επαλήθευσης διεκδικούν (και επιβάλλουν) την «αλήθεια» τους αμφότεροι; Πώς ορίζονται η «ιστορι‐κή» και η «λογοτεχνική» αλήθεια; Πώς το πραγματικό, το ιστορικό γεγονός πλέκεται στον ιστό του λογοτεχνικού έργου, τι είδους «προσαρμογές» υφίσταται, πώς υπηρετεί τελικά τη λογοτεχνική αλήθεια; Και πώς, από την άλλη μεριά, τα μέσα της λογοτεχνίας χρησιμοποιούνται στην ιστορική αφήγηση για να φωτίσουν εκείνο το βιωματικό υπόστρωμα που τίθεται στο περιθώριο (απωθημένο στις «βαθιές δομές» της Ιστορίας), κι ωστόσο συχνά λέει περισσότερα από οποιαδήποτε μακροϊστορική ανάλυση; – Πώς εντέλει η ιστορική γνώση, ή ενσυναίσθηση, διαμεσολαβείται μέσω της γλώσσας; Τι αποκαλύπτει και τι συγκαλύπτει η δομή, η οργά‐νωση, η ρητορική σκευή για τις θέσεις και προθέσεις του συγγραφέα (ιστο‐ρικού ή λογοτέχνη) ως προς την πραγματικότητα που περιγράφει; Τα ζητήματα αυτά είναι προφανώς αδύνατον να αναλυθούν σε βάθος στο πλαίσιο μιας εισαγωγής. Περιορίζομαι να πω, εν συνόψει, ότι η σχέση του λόγου της Ιστορίας με τον λόγο της Λογοτεχνίας μπορεί να ιδωθεί είτε 18 Για το θέμα της αναπαράστασης βλ. το κλασικό έργο του Erich Auerbach, Μίμησις. Η εικό-να της πραγματικότητας στη Δυτική λογοτεχνία, μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου, Μ.Ι.Ε.Τ., 2005. Για τη «διπλή μίμηση» πβ. την αναφορά στον Πλάτωνα στα συμπεράσματα του βιβλίου. Βλ. επίσης Jean Bessière, «Λογοτεχνία και αναπαράσταση», στον τόμο Θεωρία της λογοτεχνίας. Προβλήματα και προοπτικές, επιμ. M. Angenot, J. Bessière, D. Fokkema, E. Kushner, μτφρ. Τ. Δημητρούλια, Gutenberg, 2010, 491‐517. Για τον εγγενώς διαμεσολαβημένο χαρακτήρα και την «αντίσταση» των πηγών βλ. πρόχειρα Κόκκινος, Από την Ιστορία στις ιστορίες, 284‐285 (η παρατιθέμενη φράση στη σ. 284). Σκέφτομαι ότι οι αντιστάσεις που προβάλλουν οι πηγές στην ερμηνεία τους οφείλονται εν πολλοίς στο ότι αναφέρονται σε μιαν άλλη πραγματικό‐τητα, μιαν άλλη χωροχρονική διάσταση του ιστορικού, έχουν δηλαδή να κάνουν βασικά με το γεγονός ότι το παρελθόν είναι αμετάθετο στο παρόν.

Page 14: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[28]

από τη σκοπιά των Γλωσσικών Σπουδών, οπότε η έμφαση πέφτει στα μορφικά σημαίνοντα, και πιο ειδικά στα αφηγηματολογικά προβλήματα που αναφύονται στην τομή των δύο Λόγων· είτε από τη σκοπιά των Πολιτι‐σμικών Σπουδών, οπότε η έμφαση πέφτει στα κοινωνικοπολιτικά σημαι-νόμενα των δύο Λόγων, ως «τρόπων» –συμβολικών μορφών– αναπαράστα‐σης και ερμηνείας του κόσμου άρρηκτα συναρτημένων με το σύστημα αξιών και αντιλήψεων μιας δεδομένης κοινωνίας – εν ολίγοις, ως «κειμενικά παρά‐γωγα» μιας κοινωνικά και πολιτισμικά πάντα μεσολαβημένης ερμηνείας. Θα άξιζαν δυο λόγια ακόμη για να φωτίσουμε λίγο καλύτερα τις δύο αυτές προσεγγίσεις: – Η έμφαση στα μορφικά σημαίνοντα έχει τη ρίζα της στην ικανότητα της γλώσσας, του λόγου να μεσολαβεί τη γνώση για τον κόσμο ή, για να το διατυπώσουμε σημειολογικά, στην ικανότητα της μορφής (του «σημαίνο‐ντος») να εκφράζει ένα μήνυμα («σημαινόμενο»), και θεμελιώνεται στην παραδοχή ότι η μορφή, και πιο συγκεκριμένα η γλωσσική μορφή, με τη δομή και την οργάνωσή της, επιδρά και καθορίζει το περιεχόμενο όχι λιγό‐τερο απ’ ό,τι το περιεχόμενο καθορίζει τη μορφή και, επιπλέον, ότι μπορεί να “περάσει” το μήνυμά της ακόμη και ανεξάρτητα από τις συνειδητές επι‐διώξεις του πομπού – είναι, εν ολίγοις, αυτονομημένη. Η ακραία απόληξη της έμφασης που δόθηκε στην «αυτονομία» του μορφικού σημαίνοντος βρίσκει μια χαρακτηριστική διατύπωση στην πασίγνωστη φράση του Mc Luhan ότι «το [εκφραστικό] μέσο είναι το μήνυμα». Με άλλα λόγια, η «πραγματικότητα» είναι το νόημα που της αποδίδουμε με τον τρόπο που την περιγράφουμε (την οργανώνουμε). – Η έμφαση στα κοινωνικοπολιτικά σημαινόμενα, από την άλλη, έχει τη ρίζα της στην ικανότητα των γλωσσικών σημείων να λειτουργούν πολύ‐τροπα (πολύσημα), να προσλαμβάνουν δηλαδή ποικίλο σημασιολογικό περιεχόμενο αναλόγως του επικοινωνιακού περιβάλλοντος, και αιτιολογείται από την παραδοχή ότι τα γλωσσικά σημεία ενεργούν δυναμικά στο περι‐βάλλον κάθε ανθρώπινης κοινωνίας (και κοινωνικής ομάδας) ως φορείς αξιών και νοημάτων με αντικειμενικό κύρος και ισχύ για τα μέλη της, δη‐λαδή ως «αντικειμενοποιημένα σύμβολα». Η γλωσσική αυτή λειτουργία –και η δύναμη, η εξουσία που απορρέει απ’ αυτήν– εκφράζεται στην έννοια του «Λόγου» (του Discours, κατά τη θεωρία του Φουκώ). Επιχειρώντας να συνοψίσουμε σε έναν ορισμό την έννοια αυτή, κοιταγμένη στο φως της πολιτισμικής ερμηνευτικής, θα λέγαμε πως «Λόγοι» είναι οι συμβολικές «κειμενικές» μορφές των ενδιαφερόντων, αντιλήψεων, πεποιθήσεων που

Page 15: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[29]

συγκροτούν την κοινωνική πραγματικότητα (που ορίζουν τι είναι «πραγ‐ματικό», «έγκυρο», «αληθές» για τα μέλη μιας κοινωνίας, ενός ορισμένου κοινωνικού συνόλου) και διαμορφώνουν εκείνο το αξιακό και κοσμοθεω‐ρητικό σύστημα, το οποίο προσδιορίζει τη φυσιογνωμία, για την ακρίβεια, παράγει το νόημα του πολιτισμού της.19 Δεδομένου ότι εδώ μας ενδιαφέρει κυρίως ο διάλογος Ιστορίας και Λογοτεχνίας ως «πολιτισμική αγωγή», θα επικεντρώσω την προσοχή μου σ’ αυτό. Ο διάλογος Ιστορίας – Λογοτεχνίας Αναφέρθηκα παραπάνω στην αλλαγή «παραδείγματος» κατά το πέρασμα από τη νεωτερικότητα στον (μετα)μοντερνισμό. Στο λογοτεχνικό πεδίο, με καταλύτη το κίνημα του Ρεαλισμού, η αλλαγή αυτή εκφράστηκε αρκετά χαρακτηριστικά με τη βαθμιαία μετάβαση από το «μονοφωνικό» αφήγημα 19 Για να κατανοήσουμε καλύτερα την προσέγγιση αυτή, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι στο ερμηνευτικό πλαίσιο της πολιτισμικής θεωρίας, ο «πολιτισμός» ορίζεται ως το πεδίο παραγωγής νοήματος, κατασκευής υποκειμενικότητας (δηλαδή ταυτοτήτων: συλλογικών και ατομικών). Στο πλαίσιο αυτό, η κοινωνική διαπάλη δεν διεξάγεται πλέον με όρους «πάλης των τάξεων» αλλά με όρους «κυριαρχίας επί του νοήματος» (πάλη για την εξουσία της γνώσης, της γλώσσας). Το κοινωνικο‐πολιτισμικό γίγνεσθαι, ήτοι ο ιδεολογικοπολιτικός αγώνας για την παραγωγή και, ιδίως, την κυριαρχία επί του νοήματος εκφράζεται –αναπαρίσταται συμβολικά– με Λόγους, «κείμενα» (ο όρος χρησιμοποιείται στις Πολιτισμικές Σπουδές με διευρυμένη σημασία: περιλαμβάνει κάθε είδους και μορφής «κείμενα» –έντυπα, προφορικά, γλωσσικά, εικονικά κλπ.–, τα οποία καλύπτουν κάθε τύπο επικοινωνίας). Οι Λόγοι, τα «κείμενα» συνιστούν, εν ολίγοις, τα «φέροντα συμβολικά οχήματα» (τις μορφές αναπαράστασης και τα μέσα μετάδοσης) των ιδεών, εμπειριών, νοοτροπιών και ιεραρχή‐σεων μιας κοινωνίας, μεταφέροντας λανθανόντως –στο νοηματικό τους υπόστρωμα, ή στο κειμενικό τους «ασυνείδητο», όπως θά ’λεγε ένας ψυχαναλυτής– τους αποκλεισμούς, τις ανισό‐τητες, τις διεκδικήσεις, τους ανταγωνισμούς, που επικρατούν στο εσωτερικό της κοινωνίας, στο πλαίσιο της «πάλης των ιδεών» (της πάλης για την εξουσία του νοήματος). Ως εκ τούτου, βρίσκονται σε συνεχή διάδραση, σε «διακειμενική σχέση», άλλοτε συναγωνιστική και άλλοτε ανταγωνιστική (η σχέση αυτή ορίζεται από την ερμηνευτική των Πολιτισμικών Σπουδών ως «πολιτισμική διακειμενικότητα»). Ο ρόλος τους είναι καθοριστικός, διότι δεν μεσολαβούν απλώς την κατανόησή μας για τον κόσμο (γι’ αυτό που ορίζεται ως «πραγματικότητα» από την κοινωνία), αλλά μας διαμορφώνουν και ως υποκείμενα (μέσα απ’ αυτά αποκτούμε επί‐γνωση της ατομικής και συλλογικής μας «ταυτότητας»: του “ποιοι είμαστε”, “πού ανήκουμε”). Ουσιαστικά, από την έκβαση των κοινωνικών συσχετισμών και ανταγωνισμών –που αντα‐νακλάται στο επίπεδο των συμβολικών μορφών, δηλαδή των «κειμένων» και του «διακειμε‐νικού» διαλόγου τους– αναδεικνύεται ο κυρίαρχος Λόγος μιας κοινωνίας, κατανέμονται οι ταυτότητες, και προκύπτει εν τέλει το δεσπόζον νόημα του πολιτισμού της.

Page 16: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[30]

με παντογνώστη αφηγητή στο «πολυφωνικό» ή «διαλογικό» αφήγημα με εσωτερική εστίαση, που εξελίσσεται μεταξύ 1850 και 1950. Το αργό αυτό όσο και κρίσιμο πέρασμα στο πεδίο της λογοτεχνίας και της θεωρίας της (το οποίο εκδηλώνεται φυσικά και με άλλους τρόπους, που «σπάνε» τον παραδοσιακό κανόνα υπέρ της «διαλογικότητας» και της απρόσκοπτης «ροής της συνείδησης»)20 προαναγγέλλει και συμπορεύεται με αντίστοιχες εξελίξεις στον χώρο των ιστορικών σπουδών· εξελίξεις οι οποίες, υπαγο‐ρευμένες από ενδογενείς «δομικές κρίσεις», οφείλονται εν μέρει, και οπωσ‐δήποτε επιταχύνονται από τις διεπιστημονικές επαφές της ιστορικής επιστήμης με τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, από τη Σχολή των Annales (που ακμάζει μεταξύ 1945‐1970) και εντεύθεν. Εύλογα, οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν έναν «ενδιάμεσο τόπο» συνά‐ντησης και διαλόγου της ιστοριογραφίας με τη λογοτεχνία. Αναφέρομαι, πιο συγκεκριμένα, στη «μικροϊστορία» και κυρίως στη «γλωσσική στρο‐φή» στην ιστοριογραφία, ως αποτέλεσμα της όσμωσης των ιστορικών σπουδών με τη γλωσσολογία και τη θεωρία της λογοτεχνίας, όπως επίσης με τη φιλοσοφία και την κοινωνική ανθρωπολογία (ιδίως από τις δεκαε‐τίες του ’70‐’80 και μετά).21 Ανάλογο φαινόμενο όσμωσης, της λογοτεχνίας από την ιστοριογραφία αυτή τη φορά, αποτελεί η αναβίωση (από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και εξής) του ιστορικού μυθιστορήματος, με τη μορ‐φή του non fiction, docudrama μυθιστορήματος, το οποίο στις μέρες μας έχει λάβει διαστάσεις λογοτεχνικού συρμού. Κατά τις τελευταίες μάλιστα δεκαετίες τέτοια οσμωτικά φαινόμενα έχουν προσλάβει διαστάσεις εντυ‐πωσιακές, διαμορφώνοντας υβριδικά είδη τόσο σε επιστημολογικό επίπεδο (η συζήτηση γύρω από την «ιστορική αφηγηματολογία» είναι ένα τέτοιο, 20 Βλ. αναλυτικά το βιβλίο του Μassimo Peri, Δοκίμια αφηγηματολογίας, επιμ. Σ. Ν. Φιλιππίδης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης [Π.Ε.Κ.], 1994. Η συμβολή του Μπαχτίν στην εδραίωση της «διαλογικότητας» στο πεδίο της λογοτεχνικής θεωρίας υπήρξε καταλυτική. Βλ. ενδεικτικά Μ. Μ. Bakhtin, The Dialogic Imagination: Four Essays, edited by M. Holquist, translated by C. Emerson and M. Holquist, Austin 1981 (η βάση www.biblionet.gr προσφέρει και άλλα έργα του, μεταφρασμένα στα ελληνικά, που αφορούν σε ζητήματα λογοτεχνίας και αισθητικής). 21 Για τη σταδιακή μετάβαση από το μακρο‐ιστορικό στο μικρο‐ιστορικό επίπεδο της ιστο‐ρικής ανάλυσης, καθώς και την «κειμενικότητα της ιστορίας» στο πλαίσιο του Νέου Ιστορι‐κισμού, μια κατατοπιστική εισαγωγή δίνει ο Κόκκινος, Από την Ιστορία στις ιστορίες, 249‐294. Για την «ποιητική της κουλτούρας» (όπως θα ήταν πιο εύστοχο να ορίζεται ο Νέος Ιστορικισμός ως γενικότερο επιστημολογικό ρεύμα στο πλαίσιο της σύγχρονης πολιτισμικής θεωρίας) και τους σημαντικότερους θεωρητικούς εκπροσώπους της βλ. επίσης μια ευσύνο‐πτη παρουσίαση στον Παπαθεοδώρου, Ρομαντικά πεπρωμένα, 95‐98.

Page 17: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[31]

χαρακτηριστικό παράδειγμα) όσο και στο επίπεδο της δημιουργικής γρα‐φής: έναν νέο «πολυτροπικό» λόγο, όπου συνυπάρχουν διαλεκτικά η ιστο‐ριογραφία, η λογοτεχνία, η κριτική, οι μαρτυρίες, οι φωτογραφίες, τα ντο‐κουμέντα, εικαστικά έργα κ.ο.κ.22 Αναμφίβολα τέτοια φαινόμενα, όπως υπαινίχθηκα ήδη, θα πρέπει να συναρτηθούν με το γενικότερο πολιτισμικό και επιστημολογικό παράδειγ‐μα του καιρού μας, το στίγμα του οποίου δίνει –για να το κωδικοποιήσω σε δυο λέξεις– αφενός η «διαπολιτισμικότητα», απόρροια των νέων κοινω‐νικών συνθηκών που επικρατούν στο «παγκόσμιο χωριό», και αφετέρου η «διεπιστημονικότητα», έκφραση των ιδιαίτερα προσφιλών στην εποχή μας επιστημολογικών και ειδολογικών διασταυρώσεων που καταλύουν τα σαφή όρια μεταξύ των διαφόρων πειθαρχιών (disciplines), φιλοδοξώντας να άρουν το «μεγάλο σχίσμα» που ανοίχτηκε ανάμεσα στην ανθρωπιστική και στην επιστημονική παιδεία από τον 17ο αιώνα και μετά, αλλά βέβαια και ανάμεσα στην τέχνη και στην επιστήμη.23 Πριν ωστόσο επιχειρήσουμε γενικευμένες διεπιστημονικές διασυνδέ‐σεις (ειδικά μάλιστα όταν οι διασυνδέσεις αυτές, ελλείψει εμπειρίας και γνώσης, μπορεί να αποδειχθούν απερίσκεπτα σάλτι μορτάλι),24 μας συμ‐φέρει να σκύψουμε ταπεινά στο δικό μας χωράφι και να διερευνήσουμε τη 22 Γνωστό προδρομικό παράδειγμα, αν και όχι το μόνο, αποτελεί η πεζογραφία του W. G. Sebald (βλ. λ.χ. Οι ξεριζωμένοι. Τέσσερα εικονογραφημένα αφηγήματα, μτφρ. Γιάννης Καλι‐φατίδης, εκδόσεις Άγρα, 2006 (α΄ γερμ. έκδ. 1992), και στα καθ’ ημάς το πρωτοποριακό για την εποχή του «μυθιστόρημα» (docudrama) του Θανάση Βαλτινού, Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, Άγρα, 1992. 23 Βλ. τις εισαγωγικές παρατηρήσεις του M. Peri στο βιβλίο του Του πόθου αρρωστημένος. Ποίηση και Ιατρική στον «Ερωτόκριτο», μτφρ. Αφροδίτη Αθανασοπούλου, Π.Ε.Κ., 1999, κυρίως 1‐5, αλλά και τον ενδιαφέροντα προβληματισμό που αναπτύσσεται στο κεφάλαιο «Ιατρική και Λογοτεχνία», ιδιαίτερα στις σ. 129‐147. Εμβληματική, μεταξύ άλλων, είναι η συμβολή του Clifford Geertz, H Ερμηνεία των Πολιτισμών, μτφρ. – επιστημονική θεώρηση Θεόδωρος Παραδέλλης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2003. 24 Μια πλήρης εξέταση των σύγχρονων τάσεων και θεωριών περί ιστοριογραφίας και της συ‐νομιλίας της με τη μυθοπλασία και τις λογοτεχνικές τεχνικές αναπαράστασης του πραγματι‐κού θα όφειλε να λάβει υπόψη, εκτός από τις προαναφερθείσες (LaCapra, White), και μια σειρά από άλλες καίριες συμβολές, φιλοσόφων (π.χ. Adorno) και θεωρητικών τόσο της λογοτεχνίας (π.χ. Todorov) όσο και της «ιστορικής αφηγηματολογίας», όπως αυτές των Jerzy/Jeretz Topol‐ski, Michel de Certeau, Paul Ricoeur, Fredrick Jameson, A. D. Moses, F. R. Ankersmit, Carlo Ginzburg και πολλών άλλων. Είναι προφανές ότι μια τέτοια εξέταση (που συνεπάγεται, για έλεγχο, την εφαρμογή της «τροπολογικής ανάλυσης» παράλληλα σε λογοτεχνικά και ιστοριο‐γραφικά κείμενα) υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της παρούσας μελέτης.

Page 18: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[32]

δυνατότητα διαθεματικών προσεγγίσεων που προσφέρει ο διακειμενικός διάλογος της Λογοτεχνίας με την Ιστορία, σαν δόκιμη άσκηση για την «κριτική πολιτισμική αγωγή». Αλλού προσπάθησα να δείξω, με συγκεκρι‐μένα παραδείγματα, πώς αντιλαμβάνομαι τη δυνατότητα συναρμογής των δύο αυτών ανθρωπογνωστικών πεδίων στην πράξη.25 Πρότεινα δύο δυνα‐τές προσεγγίσεις, τις οποίες συμβατικά ονομάζω «υποστηρικτική‐πραγματολογική» και «διαθεματική‐διαλογική» (οι οποίες φυσικά συν‐δυάζονται· η διάκρισή τους εξυπηρετεί καθαρά την οικονομία της περι‐γραφής). Θα αρκεστώ εδώ σε μια πολύ αδρομερή περιγραφή τους. Η πρώτη προσέγγιση συνδυάζει την Ιστορία με τη Λογοτεχνία με βά‐ση εκείνη τη λειτουργία που αποκάλεσα παραπάνω «αμοιβαία επένδυση ρεαλισμού»· αξιοποιεί δηλαδή το ένα πεδίο για να προσδώσει πραγματο‐λογικό βάρος και αντικειμενική υπόσταση στο άλλο (εξ ου και το όνομά της: υποστηρικτική‐πραγματολογική). Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η Λο‐γοτεχνία δύναται να λειτουργήσει ως «πηγή» της Ιστορίας εξειδικεύοντας τη γενική ιστορική εικόνα μιας εποχής: ένα καλό παράδειγμα σε ό,τι αφο‐ρά την (πάντα επίκαιρη) σχέση κέντρου – περιφέρειας προσφέρει λ.χ. η συγκριτική εξέταση των πτωχοπροδρομικών με τα ποιήματα του ακριτι‐κού κύκλου, ή άλλων δημωδών ποιημάτων· φωτίζοντας τις συνθήκες ζωής στο κέντρο, στη Βασιλεύουσα, και στην ακριτική περιφέρεια αντίστοιχα, θα μπορούσε να κάνει πιο απτή –πιο ψηλαφητή– μέσω της λογοτεχνίας τη γενεσιουργό συνθήκη εκείνης της ιστορικής‐κοινωνικής σύγκρουσης ανά‐μεσα στο διοικητικό κατεστημένο του Παλατιού και στο στρατιωτικό κα‐τεστημένο των «Θεμάτων», που ροκάνισε τα θεμέλια της ίδιας της Αυτο‐κρατορίας. Κι ίσως, θα μπορούσε να ρίξει αναδρομικό φως σε ανάλογες εντάσεις που δυναμιτίζουν τις ισορροπίες μεταξύ Μητροπολιτικού κέ‐ντρου και Περιφερειακών κέντρων εξουσίας στο πλανητικό μας χωριό σή‐μερα, τηρουμένων βέβαια των ιστορικών διαφορών. Αλλά και η Ιστορία, με τη σειρά της, μπορεί να λειτουργήσει «τεκμη‐ριωτικά» ως πηγή πραγματολογικών στοιχείων απολύτως αναγκαίων για να κατανοήσουμε, να λαγαρίσουμε το λογοτεχνικό πανόραμα μιας εποχής: να καταλάβουμε, ας πούμε, τη βαθύτερη αιτία της αντίστιξης ανάμεσα 25 Βλ. το δημοσίευμά μου «Ιστορία και Λογοτεχνία στο σχολείο. Μια διεπιστημονική πρότα‐ση διδασκαλίας για την κριτική αγωγή των μαθητών στον σύγχρονο πολιτισμό», στον τόμο Η διαθεματικότητα στο σύγχρονο σχολείο & η διδασκαλία της Ιστορίας με τη χρήση πηγών, επιμ. Κ. Αγγελάκος – Γ. Κόκκινος, Μεταίχμιο, 2004, κυρίως 110‐118.

Page 19: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[33]

στην αμέριμνη ποίηση των φαναριώτικων κύκλων, παραμονές της Επανά‐στασης, και στην εμπύρετη από τον βρασμό της επικαιρότητας ποίηση των συγχρόνων τους, και ταξικά ομόβαθμων, προσολωμικών ποιητών στα κατεχόμενα από τους Γάλλους δημοκρατικούς Επτάνησα.26 Κοντολογίς, να στοχαστούμε τις στάσεις της διανόησης σε κρίσιμους καιρούς, όπως είναι και οι δικοί μας, καθώς και τις σχέσεις ποιητικής και πολιτικής ηθικής, γραφής και ιδεολογίας. Η δεύτερη προσέγγιση είναι να συν‐αρμόσουμε την Ιστορία και τη Λογοτεχνία με σύνδεσμο ένα θέμα, και να διερευνήσουμε τον διάλογο που συνάπτουν οι Λόγοι τους ως προς το θέμα αυτό (εξ ου και το όνομά της: διαθεματική‐διαλογική). Το θέμα μπορεί να είναι μια ιστορική περίοδος (π.χ. ο «σκοτεινός» Μεσαίωνας, ο αιώνας «των Φώτων»), ένας πόλεμος και ο τοπικός του αντίχτυπος (π.χ. Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος – αλβανικό έπος, ελληνικός Εμφύλιος), μια ιδεολογία (π.χ. εθνικισμός), ή ακόμη και ένα «πο‐λιτισμικό παράδειγμα» (π.χ. Μοντερνισμός). Από την άποψη αυτή, πολλά ενδιαφέροντα συμπεράσματα θα έβγαιναν, ας πούμε, από την παράλληλη ανάγνωση (την ιδεολογική συμπόρευση) της εθνικής ιστορίας και λογοτε‐χνίας κατά τον «μακρύ αιώνα» του ελληνικού Ρομαντισμού και Εθνικισμού –από την Επανάσταση ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή– και ακόμη πε‐ρισσότερα και πιο ενδιαφέροντα θα προέκυπταν από τη διαπίστωση της διάστασης (παραφωνίας) ανάμεσα στον λόγο της επίσημης Ιστορίας – προνομιακό πεδίο των νικητών– και στον λόγο της Λογοτεχνίας –βήμα της καταγγελίας των ηττημένων– στα σκοτεινά χρόνια του Εμφυλίου και σε εκείνα της μακράς ψυχροπολεμικής περιόδου που ακολούθησε.27 Τα πα‐ραδείγματα θα μπορούσαν άνετα να πολλαπλασιαστούν. 26 Σημαντικές είναι και οι αποχρώσεις στο εσωτερικό των κύκλων αυτών: θα είχε ενδιαφέρον, για παράδειγμα, να διαβαστεί ο φλογερός Ύμνος εις την περίφημον Γαλλίαν, τον αρχιστράτηγον Βοναπάρτην και τον στρατηγόν Γεντίλλην του Μαρτελάου αντιστικτικά με τα ποιήματα‐απαντήσεις του Κουτούζη και του Νικολάου Λογοθέτη ή Γούλιαρη, οι οποίοι, παρά τις διαφορές τους, μοιράζονται από κοινού το μένος για τον Ναπολέοντα και αποδομούν σφυροκοπώντας στροφή τη στροφή το εγκώμιο του Μαρτελάου. Τα κείμενα είναι προσιτά στην ανθολογία Η ελληνική ποίηση των εκδόσεων Σοκόλη (νεότερη έκδοση: 2000 [τόμοι Α΄‐Ε΄], 2002 [τόμος ΣΤ΄]). 27 Το ίδιο ισχύει, φυσικά, και εντός της λογοτεχνίας: από τη μια υπάρχει η λογοτεχνία της Αριστεράς και, από την άλλη, η «μαύρη» λογοτεχνία των «Λύκων» και της «Αντιαντίστασης»: βλ. ενδεικτικά Δημήτρης Χατζής, Το πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού. Διαλέξεις και δοκίμια, επιμ. ‐ εισαγ. Βενετία Αποστολίδου, Το Ροδακιό, 2005, 342‐347. Το ίδιο ισχύει και για την αντίθεση στους κόλπους της ίδιας της Αριστεράς: επίσημη κομματική γραμμή, όπως αποτυπώνεται στα Συνέδρια και στην ιστοριογραφία του Κόμματος vs βιωματική εμπειρία συντρόφων, όπως

Page 20: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[34]

Ωστόσο υπάρχουν και άλλοι, πιο σύνθετοι δρόμοι για να ανιχνεύσουμε τον διεπιστημονικό‐διακειμενικό διάλογο της Ιστορίας με τη Λογοτεχνία. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, ότι και η λογοτεχνία έχει «πηγές», πρωτογε‐νείς και δευτερογενείς. Υπόκειται, δηλαδή, κι αυτή στο πρόβλημα της ε‐γκυρότητας, ή καλύτερα, στο ζήτημα της ερμηνείας, της «αντίστασης» των πηγών. Οι δευτερογενείς πηγές στη λογοτεχνική ιστορία είναι οι μάρτυρες, η κριτική, εν ολίγοις, η φιλολογική «ιστοριογραφία» –αν επιτρέπεται ο όρος–, που εμπίπτει στη «θεωρία της πρόσληψης» κατά το κοινώς λεγόμε‐νο στη θεωρία της λογοτεχνίας. Πρόκειται για όλους εκείνους που μιλούν για το έργο και τον δημιουργό, έχοντας φυσικά τις δικές τους ιδεολογικές απόψεις (και προκαταλήψεις). Κι όπως υπάρχουν αντικρουόμενες ιστο‐ριογραφικές αφηγήσεις που μεθερμηνεύουν τις πρωτογενείς πηγές, έτσι υπάρχουν και αντικρουόμενες μαρτυρίες για τον δημιουργό και ασύμμε‐τρες κριτικές προσεγγίσεις που μεθερμηνεύουν το λογοτεχνικό έργο. Ο δημιουργός (οι προθέσεις του, οι θέσεις του) δείχνεται ‐μόνο‐ στο έργο. Το οποίο, ως γνωστόν, «είναι μια πόρτα ανοιχτή» (Γ. Παυλόπουλος, «Τα αντι‐κλείδια»). Επομένως, το μόνο που μας μένει είναι η μορφή. Η οποία, επίσης ως γνωστόν, είναι το νόημα. Πράγμα που μας οδηγεί, αναπόφευκτα, στην τροπολογική θεωρία του White, δηλαδή στις ρητορικές τροπικότητες της αφήγησης. Ο Γουάιτ έδειξε ότι, όπως και η λογοτεχνική, έτσι και η ιστορική αφήγηση έχει «ρομαντι‐κή», «τραγική», «σατιρική», «κωμική» πλοκή. Κι ότι πίσω από αυτή την αποτυπώνεται σε λογοτεχνικά αφηγήματα σαν τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα ή το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου (για να μνημονεύσω δύο οριακά: το ένα προεξαγγέλλει και το άλλο κλείνει την περίοδο του Εμφυλίου), αλλά βέβαια και στο πλήθος εκείνο των λογοτεχνικών έργων που καταγράφουν την προέκταση αυτού του οδυνηρού βιώματος αλλοτρίωσης για τους αριστερούς στις σκληρές συνθήκες της μετεμφυλιακής εποχής. Βλ. ενδεικτικά: Βενετία Αποστολίδου, Τραύμα και μνήμη. Η πεζογραφία των πολιτικών προσφύγων, Πόλις, 2010. Δημήτρης Ραυτόπουλος, Εμφύλιος και Λογοτεχνία, Πατάκης, 2012. Νίκος Δεμερτζής κ.ά. (επιμ.), Εμφύλιος. Πολιτισμικό τραύμα, Αλεξάνδρεια, 2013. Παραπέμπω τον αναγνώστη και στον τόμο Ιστορική πραγματικότητα & πεζογραφία, όπου μεγάλο μέρος των εργασιών είναι αφιερωμένο στη μεταπολεμική πεζογραφία, καθώς και στην εργασία του Γ. Παπαθεοδώρου, «Ο σκληρός Απρίλης του ’44. Μυθοπλασία, ιστορία και μνήμη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρ‐κα», Μνήμων 24 (2002) 269‐296. Από όποια σκοπιά πάντως κι αν το δούμε, οι Λόγοι φαίνεται να κρύβουν στο νοηματικό τους υπόστρωμα, στο κειμενικό τους «ασυνείδητο», το τραύμα του εμφύλιου σπαραγμού και, συ‐νάμα, τους αποκλεισμούς, τις διεκδικήσεις, τους ανταγωνισμούς, τις εξουσιαστικές σχέσεις που επιπολάζουν στο κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο παράγονται.

Page 21: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[35]

πλοκή υπάρχει μια κοσμοθεώρηση, η ιστορική αντίληψη του κάθε συγ‐γραφέα, είτε πρόκειται για τον ιστορικό είτε για τον λογοτέχνη. Και ότι η θεώρηση αυτή εκφράζεται μέσω ρητορικών ή «ποιητικών» τρόπων: τη μεταφορά, τη συνεκδοχή, τη μετωνυμία, την ειρωνεία, αλλά και την παρο‐μοίωση, την αλληγορία, την παρωδία και άλλα. Με αυτό το θέμα θα κλείσω ετούτη την Εισαγωγή. Ζητήματα ορολογίας και μεθόδου Ο κατεξοχήν χώρος μιας διεπιστημονικής – διακειμενικής άσκησης σαν κι αυτή που προτείνω βρίσκεται, αναμφίβολα, στην τομή των δύο πεδίων: σε εκείνη τη μεικτή επιστημολογική‐ειδολογική ζώνη, την οποία, ακολουθώ‐ντας τη Λίζυ Τσιριμώκου, θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως «λογοτεχνικό‐τροπη ιστορία» [από την πλευρά των ιστορικών] ή «ιστορικοφανή λογο‐τεχνία» [από την πλευρά των λογοτεχνών],28 και στην οποία ανήκουν «μεικτά» λογοτεχνικά είδη όπως το ιστορικό μυθιστόρημα και η ιστορική ποίηση, τα οποία ενδιαφέρουν αμεσότερα τον φιλόλογο ερευνητή. Το ιστορικό μυθιστόρημα δεν θα με απασχολήσει στη μελέτη αυτή. Σημειώνω μόνο ότι μπορούμε να διακρίνουμε στη νεότερη λογοτεχνία μας τέσσερις βασικούς σταθμούς συγκριτολογικής έρευνας (χωρίς φυσικά να αποκλείονται και άλλοι, ενδιάμεσοι): α. το εθνορομαντικό ιστορικό μυθι‐στόρημα και τα έμμετρα πατριωτικά δράματα του 19ου αιώνα [η διάκριση ανάμεσα σε «πεζό» μυθιστόρημα και «έμμετρο» δράμα την περίοδο αυτή δεν είναι ιδιαίτερα καθαρή] (Αρ. Βαλαωρίτης, Α. Ρ. Ραγκαβής, Στ. Ξένος, Κ. Ράμφος, Α. Αντωνιάδης, Σπ. Βασιλειάδης, Κλ. Ραγκαβής κ.ά.)· β. το μεσο‐πολεμικό ιστορικό μυθιστόρημα (της λεγόμενης «γενιάς του ’30»: Βενέζης, Μυριβήλης, Θεοτοκάς, Τερζάκης, Πετσάλης‐Διομήδης, Πρεβελάκης, Μπερά‐της κ.ά.)· γ. το πολιτικό‐ιστορικό μυθιστόρημα, είδος‐μαρτυρία με αναφορά στη βιωματική –και τραυματική– ιστορική πραγματικότητα, στο οποίο επι‐δίδονται κυρίως συγγραφείς της Αριστεράς στα δύσκολα χρόνια του Πολέ‐μου, του Εμφυλίου, και σε όλη τη διάρκεια της μετεμφυλιακής‐ψυχροπο‐λεμικής περιόδου ώς τη Μεταπολίτευση (Τσίρκας, Αλεξάνδρου, Κοτζιάς, Φραγκιάς κ.ά.)· τέλος, δ. το σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα, είδος που, 28 Λίζυ Τσιριμώκου, «Αρχίζει ως έπος τελειώνει ως τραγωδία», Athens Review of Books 39 (Απρίλιος 2013) 28‐30: 29. Η βιβλιοκρισία αφορά το βιβλίο του Δημήτρη Ραυτόπουλου Εμφύ-λιος και λογοτεχνία (Πατάκης, 2012).

Page 22: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[36]

όπως είπαμε, κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει κατακλύσει την εκδοτική αγορά και στον τόπο μας, και το οποίο, στις καλύτερες εκφάνσεις του,29 συμπορεύεται, σε επίπεδο τεχνικής, αισθητικής και ιδεολογίας, με τις ριζι‐κές μεταβολές παραδείγματος που ακούν στο όνομα «μεταμοντερνισμός» (Βαλτινός, Γαλανάκη, Δούκα κ.ά.). Επειδή έχει ήδη γίνει αρκετή δουλειά πάνω στην πεζογραφία,30 θα εστιάσω την προσοχή μου στην ποίηση. Σε ό,τι αφορά λοιπόν το δεύτερο μεικτό είδος, την «ιστορική» ποίηση, που αποτελεί το αντικείμενο αυτής εδώ της εργασίας, θεωρώ καταρχήν αναγκαία μια διευκρίνιση αναφορικά με τους όρους που χρησιμοποιώ: – Ιστορική ποίηση: ποιήματα με ιστορική θεματολογία ή ιστορικές ανα‐φορές. Στο ανά χείρας βιβλίο ο όρος αναφέρεται σε ποιήματα όπου η χρή‐ση της ιστορίας δεν είναι «μιμητική» (όπως συμβαίνει λ.χ. στους «αρχαιο‐λάτρες» παρνασσικούς ή σε «στρατευμένους» μεταπολεμικούς ποιητές), αλλά αναπαραστατική, με την έννοια ότι λειτουργεί ως «αντικειμενικό σύ‐στοιχο», ως διάμεσο της εμπειρίας του παρόντος (θα το εξηγήσω καλύτε‐ρα παρακάτω). Δεδομένου ότι πολύ συχνά η «συνομιλία» (αντικειμενική συστοιχία), ειδικά σε ό,τι αφορά την καθ’ ημάς λογοτεχνία, γίνεται με την αρχαιότητα, και δεδομένου ότι το ιστορικό υλικό, ειδικά της αρχαιότητας, διαμεσολαβείται μέσω του λογοτεχνημένου μύθου (π.χ. επική ποίηση, τραγωδία), ο όρος «ιστορική» ποίηση αναπόφευκτα περιλαμβάνει και 29 Το υπογραμμίζω γιατί πολλά «ευπώλητα» ιστορικά μυθιστορήματα της σήμερον είναι παραδοσιακά (βλ. στο τέλος της επόμενης σημείωσης). 30 Η βιβλιογραφία είναι πολύ εκτενής και δεν έχει νόημα να την απαριθμήσω, μια που δεν ασχολούμαι με το θέμα αυτό στο βιβλίο. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να δει ένα πανόραμα της πεζογραφικής εξέλιξης στο βιβλίο του Δημήτρη Τζιόβα, Ο άλλος εαυτός. Ταυ-τότητα και κοινωνία στη νεοελληνική πεζογραφία, Πόλις, 2007, ιδίως 69‐121. Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις κάνει, όπως πάντα, ο Αλέξανδρος Αργυρίου, «Αποδόσεις της ιστορικής εμπει‐ρίας», στον τόμο Ιστορική πραγματικότητα & πεζογραφία, 59‐79. Βλ. επίσης τις συνθετικές εργασίες της Ελισάβετ Κοτζιά, Ιδέες και Αισθητική. Μεσοπολεμικοί και Μεταπολεμικοί πεζο-γράφοι 1930-1974, Πόλις, 2006 και της Αγγέλας Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, Πόλις, 2005. Θα ήθελα μόνο να σημειώσω δύο πράγματα: πρώτον, ότι οι σταθμοί αυτοί δεν πρέπει να θεωρούνται σαν ενιαία σύνολα: η ιστορική πεζογραφία του Θεοτοκά ή του Μπεράτη, για παράδειγμα, είναι διαφορετική από εκείνη του Μυριβήλη ή του Βενέζη. Και, δεύτερον, ότι μεταξύ τους οι σταθμοί αυτοί περιλαμβάνουν έργα που αισθητικά και ιδεολογικά δεν είναι τόσο ασύμβατα όσο η γραμματολογική‐χρονική τους απόσταση τα κάνει να φαίνονται: για παράδειγμα, τα σημερινά «ιστορικά μυθιστορήματα» της Κακούρη ή του Θέμελη (τα ονόματα είναι ενδεικτικά) αναβιώνουν το ιστορικό μυθιστόρημα με όρους εν πολλοίς παραδοσιακούς, εν αντιθέσει, ας πούμε, με τα όντως σύγχρονα ιστορικά μυθιστο‐ρήματα της Γαλανάκη ή της Δούκα.

Page 23: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[37]

μυθολογικά [ακριβέστερα: μυθοποιητικά] στοιχεία. Θα ήταν επομένως σκόπιμο ο αναγνώστης να έχει κατά νου αυτό, όταν στο βιβλίο γίνεται αναφορά στο «αρχαίο» παρελθόν ή σε «αρχαιόθεμα» ποιήματα. Εξάλλου, γι’ αυτό ενίοτε, σε περιπτώσεις καθαρόαιμων ιστορικών ποιημάτων σαν του Καβάφη, χρησιμοποιώ και τον όρο «ιστοριογενής» ποίηση για να τονίσω την καθαυτό ιστορική (ιστοριογραφική) υπόσταση των στοιχείων αυτής της ποίησης. – Ιστορική αντίληψη / αίσθηση: ο αναγνώστης να θεωρήσει τους δύο όρους ως συνώνυμους στο βιβλίο αυτό. Ο δεύτερος (ιστορική αίσθηση) υπογραμμίζει ότι έχουμε να κάνουμε με την ευαισθησία ποιητών και όχι με την κρίση επαγγελματιών ιστορικών. Κάποτε ο όρος «ενσυναίσθηση» βοη‐θά, ως συμπεριλαμβάνων και την αντίληψη και την αίσθηση που συγκρο‐τούν την ιστορική συνείδηση του δημιουργού (ποιητή – ιστοριογράφου). – Μυθιστορική μέθοδος: για τους ποιητές που υπακούουν στη λογική του συνταυτισμού (βλ. παρακάτω). Εναλλακτικοί όροι: μυθικοϊστορική, μυθο‐ιστορική.31 Συχνά ο όρος εναλλάσσεται με τον όρο «μυθική», γράφω δηλαδή μυθική ή μυθιστορική μέθοδος, για να δηλώσω ότι η μέθοδος αυτή δεν προϋποθέτει αποκλειστικά χρήση μυθολογικών στοιχείων, αλλά μπο‐ρεί να περιλαμβάνει και ιστορικά ή ιστορικοφανή στοιχεία (π.χ. ιστορικούς θρύλους, λαϊκές παραδόσεις, στοιχεία από χρονογραφίες κ.ο.κ.)· να αφορά, με δύο λόγια, την Ιστορία αποκρυσταλλωμένη ως «μυθολογημένη ιστορία» (στο λαϊκό φαντασιακό) ή «λογοτεχνημένο μύθο» (στην εγγράμματη λογο‐τεχνική παράδοση). – Ιστορική / ιστοριογραφική ποιητική: χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ιστορική αντίληψη (κοσμοθεωρία) ενός δημιουργού και αντιστοιχεί σε ό,τι οι ιστορικοί αποκαλούν «μορφή ιστορικής συνείδησης ή νοηματοδό‐τησης του παρελθόντος» (ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι ακολουθώ την τυπολογία του J. Rüsen συνδυαστικά με το τροπολογικό μοντέλο του Η. White ώς έναν βαθμό: όπως θα γίνει αντιληπτό, οι κατηγοριοποιήσεις 31 «Συμβολική/μυθικοϊστορική μέθοδος» (Ρίτσου): Γιώργος Κεχαγιόγλου, «Τα “κυπριακά” ποιήματα του Ρίτσου», στον τόμο των πρακτικών Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος, επιμ. Αικατερίνη Μακρυνικόλα – Στρατής Μπουρνάζος, Μουσείο Μπενάκη – εκδόσεις Κέδρος, 2008, 137. «Μυθικοϊστορική» αντικειμενική συστοιχία (Σεφέρη): Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, Κέδρος, 31984 (α΄ έκδ. 1979), 220. «Μυθιστορική» επικαιρότητα του Εικοσιένα, στην ποίηση και στην πεζο‐γραφία του ελληνικού Ρομαντισμού: Γ. Παπαθεοδώρου, Ρομαντικά πεπρωμένα, ό.π., 175.

Page 24: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[38]

των ιστορικών δεν έχουν απόλυτη εφαρμογή στις περιπτώσεις των ποιη‐τών).32 Όταν θέλω να τονίσω την τεχνική, τον τρόπο δηλαδή που οι ποιη‐τές “γράφουν” (αναπαριστούν) την Ιστορία –με άλλα λόγια, τον τρόπο που η ιστορική συνείδηση του δημιουργού αντανακλά και διαμεσολαβείται αφηγηματικά στο ποιητικό έργο– χρησιμοποιώ τον όρο «ιστοριογραφική» ποιητική ή και «ποιητική ιστοριογραφία» (ο δεύτερος μου φαίνεται πιο εύστοχος για τους ποιητές, δεδομένου ότι «ιστοριογραφική ποιητική» έχουν και οι ιστορικοί). – Τέλος, στην περιγραφή μου δεν διακρίνω ανάμεσα σε απώτερο και εγγύ‐τερο ιστορικό παρελθόν (π.χ. Αρχαιότητα – ελληνική Επανάσταση). Θεω‐ρώ ότι η διάκριση αυτή μεθοδολογικά δεν είναι σημαντική. Σημασία έχει ο τρόπος νοηματοδότησης του παρελθόντος, είτε είναι απώτερο είτε εγγύ‐τερο, και του ιστορικού χρόνου εν γένει ως στατικού/ κρυσταλλωμένου ή δυναμικού, από τους ποιητές. Ιστορική / μυθική «μέθοδος» και «αντικειμενική συστοιχία» Περνάω τώρα σε μια μεθοδολογική διάκριση για δύο ζητήματα που δεν είναι ξεκαθαρισμένα στη βιβλιογραφία: τον καθορισμό της ιστορικής και της μυθικής μεθόδου και τη σχέση της με την τεχνική της «αντικειμενικής συστοιχίας» παρελθόντος – παρόντος. Είναι δύσκολο να τοποθετηθώ σε μια συζήτηση που, όσο ξέρω, καλά καλά δεν έχει ακόμη αρχίσει στην εγχώρια κριτική.33 Θα χρειαζόταν μια 32 Η τροπολογική θεωρία του White έχει αναφερθεί σε προηγούμενη σημείωση. Η τυπολογία του Γερμανού ιστορικού Jörn Rüsen παρουσιάζεται διαγραμματικά στο συλλογικό έργο Ιστο-ρική κουλτούρα & συνείδηση, 25‐31 (για εφαρμογές της βλ. εδώ κεφ. 3 και εξής). Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προσέγγιση του Egan, ο οποίος διακρίνει 4 στάδια στην πορεία συγκρό‐τησης ιστορικής σκέψης: το μυθικό, το ρομαντικό, το φιλοσοφικό και το ειρωνικό στάδιο (βλ. στο ίδιο, 32‐33). Τα στάδια, όπως ορίζονται, σκιαγραφούν την εξέλιξη της ιστορικής σκέψης του Καβάφη (βλ. κεφ. 2). 33 Οι πιο εξειδικευμένες εργασίες που έχω υπόψη μου είναι του Νάσου Βαγενά, «Αντικειμενι‐κή συστοιχία και μυθική μέθοδος», Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Στιγμή, 1994, 55‐61 (πβ. και Ο ποιητής και ο χορευτής, 147‐155), και του Τάκη Καγιαλή, «“Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός”: Ο Καβάφης και ο μοντερνισμός», Ποίηση 12 (Φθινό‐πωρο ‐ Χειμώνας 1998) 77‐119, εργασίες τις οποίες εξετάζω στα οικεία κεφάλαια για τον Καβάφη και τον Σεφέρη. Βλ. επίσης, αλλά με επιφύλαξη, την εισαγωγή του Βαγγέλη Αθανα‐σόπουλου στο βιβλίο του Η πολιτική διάσταση της «μυθικής μεθόδου», 18‐24. Κλασικό για τον πρώτο ποιητή‐ιστορητή και το ίχνος του σε μείζονες Νεοέλληνες ποιητές είναι το βιβλίο

Page 25: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[39]

εργασία για τον καθορισμό της ιστορικής και της μυθικής μεθόδου με δείγμα όσο γίνεται πιο ευρύ από τη νεοελληνική (και όχι μόνο την ελληνι‐κή) ποίηση, ώστε να μπορούν να εξαχθούν έγκυρα πορίσματα. Αρκούμαι σε ορισμένες πρωτοβάθμιες σκέψεις για να έχουμε μια βάση συνεννόησης. Ας ειπωθεί εξαρχής ότι ο όρος «μέθοδος» κατά λέξη δηλώνει τρόπο, δηλα‐δή μια τεχνική, αλλά ταυτόχρονα, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, υπο‐δηλώνει και μιαν άποψη, μια θεωρία για τα πράγματα, που αυτή η μέθοδος εφαρμόζει. Θεωρώ συνεπώς ότι η «μέθοδος» μετέχει εξίσου της τεχνικής και της ποιητικής (της κοσμοθεωρίας ενός δημιουργού). Με αυτά τα δεδο‐μένα, νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο να διακρίνουμε, έστω και σχηματικά, δεδομένης της άρρηκτης σχέσης μορφής – περιεχομένου, ανάμεσα στην αντικειμενική συστοιχία ιστορικού τύπου, που είναι ένας τρό‐πος, ανάμεσα σε πολλούς δυνατούς, που έχει ο ποιητής στη διάθεσή του για να κάνει απτή στον αναγνώστη τη συγκίνηση που απορρέει από τις εμπειρίες του διαμέσου ενός «αντικειμενικού σύστοιχου», σύμφωνα με τον ευρύ ορισμό του Έλιοτ στον οποίο ανάγεται η ιδέα (objective correlative).34 Ειδικότερα, αυτού του τύπου η αντικειμενική συστοιχία, όπως εξυπακούεται από το όνομά της, συστοιχεί (αντικειμενοποιεί) το περιεχόμενο της συγκίνησης του ποιητή με μια ορισμένη συμβολική μορφή που στην προκειμένη περίπτωση είναι η ιστορία (ή/και μυθολο‐γία). Ως εκ τούτου, η ιστορική αντικειμενική συστοιχία είναι μια τεχνική, η οποία συνδέεται μεν αλλά δεν ταυτίζεται με…

του David Ricks, Η σκιά του Ομήρου. Δοκίμιο για τη νεοελληνική ποίηση (1821-1940), μτφρ. Αριστέα Παρίση, Ινστιτούτο του βιβλίου ‐ Μ. Καρδαμίτσα, 1993 (α΄ αγγλ. έκδ. 1989). 34 Το μέσο αυτό μπορεί να είναι μια παρομοίωση ή μια μεταφορά, μια εικόνα ή ένας συνδυα‐σμός εικόνων, ένα σύνολο από απτά αντικείμενα, ή ακόμη και μια αλληλουχία περιστατικών, μια σκηνοθεσία καταστάσεων. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια μορφή, που δίνει συ‐γκεκριμένο σχήμα σε εκείνη την εσωτερική κατάσταση που είναι η συγκίνηση· έτσι που, όταν αυτό το διάμεσο δοθεί στον αναγνώστη, η ειδική συγκίνηση που ήθελε να μεταδώσει ο δημιουργός να προκύπτει αμέσως (συνθέτω από τον Βαγενά, «Αντικειμενική συστοιχία και μυθική μέθοδος», ό.π., 57‐58, ο οποίος παρέχει την πιο αναλυτική έκθεση του ορισμού του Έλιοτ, και με παραδείγματα). Το αγγλικό πρωτότυπο στο T. S. Eliot, Selected Essays, London 1972, 145. Ο Σεφέρης θεωρεί την «αντικειμενική συστοιχία» ως «ένα μέσο ακρίβειας», όπως το «πλαίσιο ενός στόχαστρου», το οποίο μέσω της πλοκής και της δράσης φωτίζει τα κίνητρα και την ψυχολογία των χαρακτήρων ενός έργου. Βλ. Γιώργος Σεφέρης, «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ· παράλληλοι», Δοκιμές, τόμος Α΄ (1936‐1947), Ίκαρος, 41981, 347‐348 [στο εξής ο τόμος θα δηλώνεται ως: Δοκιμές, Α΄]. Ο όρος «συμβολική μορφή» που χρησιμοποιώ στο κυρίως κείμενο σημαίνει, λοιπόν, αναπαραστατική μορφή: ένα «πλαίσιο» ή μια «φόρμουλα», κατά τον Έλιοτ / Σεφέρη, απτών πραγμάτων ή γεγονότων που διαμεσολαβεί το συγκινησιακό βίωμα.

Page 26: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[40]

την ιστορική ή μυθική μέθοδο, ακριβέστερα: ποιητική, η οποία ανα‐φέρεται στην ιστορική αίσθηση που έχει ο ποιητής, αφορά δηλαδή πρω‐τίστως την κοσμοθεωρητική του αντίληψη ή, για να το πω πιο απλά, την ιδεολογία του. Η σχέση μεταξύ των δύο δεν είναι 1:1, μια που υπάρχουν πολλοί τρό‐ποι χρήσης της ιστορίας (ή/και της μυθολογίας) για την έκφραση της βιω‐ματικής εμπειρίας και συγκίνησης του ποιητή, αλλά υπάρχουν, ουσιαστι‐κά, δύο βασικές ποιητικές, ήτοι κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις: μια «μυθι‐κή» και μια «ιστορική». Θα επανέλθω σ’ αυτό στη συνέχεια. Μια γενική ματιά στα κείμενα αρκεί για να πιστοποιήσει ότι η χρήση της ιστορίας (ή της μυθολογίας) ως «αντικειμενικού σύστοιχου» που δια‐μεσολαβεί το σύγχρονο βίωμα και αίσθημα του καλλιτέχνη παρουσιάζεται σαν ένα φάσμα με πολλές ενδιάμεσες εκφάνσεις. Αντιπαρέρχομαι τις ορια‐κές εκείνες εκφάνσεις που ακυρώνουν τον διαμεσολαβητικό χαρακτήρα της ιστορικής ή της μυθολογικής αναφοράς, όπως συμβαίνει, λόγου χάρη, στους παρνασσικούς, όπου η αναδρομή στην ιστορική ή μυθική αρχαιότη‐τα μεταπίπτει συχνά σε στείρα αρχαιολατρία, δηλαδή σε μια ποιητική αναβίωση του παρελθόντος αποκομμένη από οποιαδήποτε ζωντανή σχέση με το βιωματικό παρόν,35 ή όπως συμβαίνει, από την άλλη, με τους μετα‐πολεμικούς ποιητές‐«χρονικογράφους» και γενικά με τους «στρατευμέ‐νους» ποιητές, στους οποίους η βιωματική ιστορική εμπειρία επικαιροποι‐είται σε ποίημα τόσο άμεσα και έκδηλα ώστε το αποτέλεσμα να θυμίζει, συχνά, ιστορικό ντοκουμέντο, ένα «ποιητικό χρονογράφημα» της ιστορι‐κής συγκυρίας. 35 Στην περίπτωση αυτών των μεταρομαντικών ποιητών, ιδιαίτερα των παρνασσικών αλλά και ορισμένων συμβολιστών, η χρήση της ιστορικής ή/και μυθολογικής αναφοράς εμπίπτει, κατά τη γνώμη μου, στο γραμματειακό είδος της «μίμησης». Η παρνασσική «μίμηση» έχει τα χαρακτηριστικά που περιγράφει ο Σεφέρης στις Δοκιμές, Α΄, 334: «θέμα για να σμιλέψει ο καλλιτέχνης ένα “ωραίο” ψυχρό και ασύνδετο ανάγλυφο» – ασύνδετο με το ιστορικό παρόν, εννοεί προφανώς ο Σεφέρης, υπονοώντας την αισθητιστική αρχή «η τέχνη για την τέχνη» (πβ. 402‐403). Ο όρος «λογοτεχνική μέθοδος» που προτείνεται από τον Βαγενά (Ο ποιητής και ο χορευτής, 243) για να χαρακτηρίσει τέτοιες εναλλακτικές μορφές αντικειμενικής συ‐στοιχίας «σε αναλογία με τη μυθική και την ιστορική μέθοδο» είναι τόσο ευρύς που καταλή‐γει να μη σημαίνει τίποτα. Αυτό που νομίζω ότι θέλει να υπογραμμίσει ο Βαγενάς είναι ότι οι μορφές αυτές δεν συνιστούν καθαυτό ιστορική αντικειμενική συστοιχία αλλά αφορούν στη λογοτεχνική παράδοση.

Page 27: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[41]

Πέρα από αυτές τις ακραίες περιπτώσεις, η συστοιχία παρόντος – παρελθόντος στο είδος της ιστορικής ποίησης μπορεί να εκφραστεί με διά‐φορους τρόπους μέσα στο ποίημα, άμεσους είτε έμμεσους. Τέτοιοι τρόποι είναι επιγραμματικά (η τυπολογία είναι δική μου): Ο παραβολικός (ή ομοιωματικός), που στηρίζεται στον απτό συσχε‐τισμό παρόντος – παρελθόντος μέσω της σύγκρισης / παρομοίωσης και, εντέλει, στον συνταυτισμό τους (όπως συμβαίνει λ.χ. στο επίγραμμα του Αχιλλέα Παράσχου για το Βαφέ που παραθέτω στο κεφ. 1, και σε πλεί‐στα ακόμη ποιήματα του ελληνικού Ρομαντισμού). Ο αλληγορικός, όπου ο συσχετισμός (η ταύτιση) παρελθόντος – παρό‐ντος δεν είναι ρητός μέσα στο κείμενο αλλά λανθάνων και, πάντως, βά‐σιμος: έμμεσα κριτήρια, περικειμενικά ή εξωκειμενικά, πιστοποιούν ότι το ιστορικό παρελθόν χρησιμοποιείται αλληγορικά για να παραπέμψει και να συμπέσει, εντέλει, με την επικαιρότητα (π.χ. Κρητηίς Αντωνιάδη, Καλλέργαι Σπ. Βασιλειάδη, Φωτεινός Βαλαωρίτη: βλ. κεφ. 1).

Ο συμπεριληπτικός-συμφυρματικός, όπου παρατίθενται «καταλογά‐δην», και με τον τρόπο αυτό συμφύρονται τελικά, πρόσωπα και γεγονό‐τα από διαφορετικές ιστορικές περιόδους και συνθήκες· ένα τέτοιο πα‐ράδειγμα εντοπίζει ο Καγιαλής στον Μπολιβάρ του υπερρεαλιστή Εγ‐γονόπουλου,36 αλλά ανάλογα μπορούμε να ανιχνεύσουμε και σε παλαιό‐τερους «εθνικούς» ποιητές, όπως ο Βαλαωρίτης ή ο Παλαμάς: βλ. λ.χ. την επιτομή της ελληνικής ιστορίας που συνθέτει ο Βαλαωρίτης στο Β΄ Άσμα του Φωτεινού (παρατίθεται στο τέλος του κεφ. 2), ή το ποίημα του Παλαμά «Η Κύπρος πάλι» στο κεφ. 4, όπου αγγλοκρατούμενη Κύ‐προς, ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα και Επανάσταση του ’21 συμπερι‐λαμβάνονται σαν να ήταν ένα (προφανώς δεν είναι το μοναδικό παλα‐μικό παράδειγμα, η αποδελτίωση των Απάντων του θα έκανε τη σοδειά πολύ πιο πλούσια). Ο χρονογραφικός, όπου το ποίημα αποτελεί, κυριολεκτικά, μια «μυθι-στορία»: συναιρεί και «χωνεύει» σε μια ενοποιημένη αίσθηση στοιχεία που ανάγονται στον μύθο (λαϊκές παραδόσεις, ιστορικούς θρύλους) με στοιχεία/ γεγονότα της ιστορίας, όπως συμβαίνει λ.χ. με τα «χρονογρα‐φικά» κυπριακά ποιήματα του Σεφέρη (βλ. κεφ. 3).

36 Βλ. Τ. Καγιαλής, «“Εγώ είμαι ποιητής ιστορικός”: Ο Καβάφης και ο μοντερνισμός», ό.π., 88.

Page 28: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[42]

Τέλος, ο διαλεκτικός-ειρωνικός τρόπος του Καβάφη, για τον οποίο θα γίνει διεξοδικός λόγος παρακάτω (βλ. κυρίως κεφ. 2, αλλά και 3). Δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε ότι, κατά βάθος, όλοι οι παραπάνω τρόποι συστοιχίας παρόντος – παρελθόντος εκβάλλουν σε δύο βασικές κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις: μια «μυθική» και μια «ιστορική». Η πρώτη λειτουργεί με τη λογική του συνταυτισμού, και παγιώνει το ιστορικό πα‐ρελθόν – παρόν (– μέλλον) σε ένα καθολικευτικό και σταθερό οντολογικό σχήμα, που εκφράζει την «ιστορική μοίρα» ενός λαού, το «πεπρωμένο της φυλής». Η δεύτερη αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα της «σκοπιάς», της ιστο‐ρικής στιγμής, και τη σχετικότητα των μαρτυριών/ερμηνειών, ως εκ τού‐του, η σχέση συγχρονίας – διαχρονίας γίνεται αντιληπτή μέσα από μια δια-λεκτική οπτική, που δεν ταυτίζει τις εμπειρίες, αλλά τις συγκρίνει και τις αποτιμά κριτικά. Είναι η περίπτωση του Καβάφη, η εξέταση της ιστορικής ποίησης του οποίου θα μας βοηθήσει, νομίζω, να αντιληφθούμε καθαρότε‐ρα τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών «ιστορι(ογραφι)κών ποιητικών», ιδεολογικών αντιλήψεων. Απομένει να θίξουμε το ακανθώδες ζήτημα της διάκρισης ανάμεσα σε «ιστορική» και «μυθική» μέθοδο, στο οποίο θα επανέλθουμε οριστικά στον Επίλογο (αφού δούμε τα κείμενα): α) Στη βιβλιογραφία επικρατεί η άποψη πως όταν ένας ποιητής χρη‐σιμοποιεί μυθικά στοιχεία στο έργο του, τότε κάνει χρήση της μυθικής με‐θόδου (π.χ. Τζόυς, Έλιοτ), ενώ όταν χρησιμοποιεί ιστορικά στοιχεία κάνει χρήση της ιστορικής μεθόδου (π.χ. Καβάφης, Πάουντ).37 Η αντίληψη αυτή φαίνεται να στηρίζεται σε ένα μπέρδεμα γύρω από τον διώνυμο όρο «μέθο‐δος»: εκλαμβάνεται η ποιητική ως τεχνική (τι στοιχεία χρησιμοποιούνται). Τα πράγματα δεν είναι τόσο γραμμικά όπως θα φανεί από την ανάλυση. Διευκρινίζω ακόμη ότι η χρήση των όρων «μυθική» και «ιστορική μέθοδος» 37 Βλ. ενδεικτικά την τελευταία σημείωση στο άρθρο του Βαγενά, «Αντικειμενική συστοιχία και μυθική μέθοδος», Η ειρωνική γλώσσα, 61: «[...] Για την ακρίβεια, η μέθοδος αυτή θα έπρεπε να ονομαστεί “ιστορική” (όπως η μέθοδος του Πάουντ), αφού η χρήση της ιστορίας και όχι του μύθου κυριαρχεί στην ποίηση του Καβάφη. [...]»· πβ. «Ο Καβάφης της κριτικής και ο Καβάφης του Σεφέρη», στο ίδιο, 252. Το ίδιο θεωρεί και ο Καγιαλής στο άρθρο του παραπάνω. Η αφετηρία αυτής της γραμμικής ερμηνείας θα πρέπει να αναζητηθεί μάλλον στον Έλιοτ (βλ. επόμενη σημείωση).

Page 29: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[43]

δεν υπάρχει πριν τον Μοντερνισμό. Εισηγητής των δύο όρων στη θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας θεωρείται ο Έλιοτ.38 β) Στη βιβλιογραφία είθισται, επίσης, η μέθοδος των λογοτεχνών να θεωρείται εξ ορισμού «μυθική». Δηλαδή η μυθοπλασία να ταυτίζεται με τη μυθολογία. Η πολυσημία, αν όχι η σύγχυση γύρω από το τι είναι «μυθι‐κή» μέθοδος αποτυπώνεται αρκετά έκδηλα λ.χ. στην εισαγωγή του βιβλίου του Βαγγέλη Αθανασόπουλου: μυθική μέθοδος = «αναφορά των χαρακτή‐ρων ή και όλης της ιστορίας σε μυθολογικά παράλληλα», μυθική μέθοδος = «διάταξη των επεισοδίων της ιστορίας σε μια πλοκή», μυθική μέθοδος = «παρουσίαση της πραγματικότητας στη συμβολική –και ως εκ τούτου σημαίνουσα– φύση της».39 Αν τα πράγματα έχουν έτσι, ας αρκεστούμε στις απολύτως βασικές και ασφαλείς διακρίσεις. Είναι σαφές ότι κάθε πραγματικό γεγονός ή τεκμήριο, όταν αξιοποιεί‐ται στην αφήγηση μεταποιείται σε μυθοπλαστικό, εντάσσεται σε μια «πλοκή». Υπ’ αυτή την έννοια, η Ιστορία όταν γίνεται αφήγημα, ή ποίημα, είναι πάντα μυθο‐ποιημένη (και όσο πιο απομακρυσμένη είναι η ιστορική πραγματικότητα τόσο διαμεσολαβείται από αλλεπάλληλους τέτοιους «λογοτεχνημένους μύθους», της γραμματειακής ή και λαϊκής/προφορικής παράδοσης, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η αρχαιότητα). Αντιπαρέρ‐χομαι το γεγονός ότι το ίδιο ισχύει, mutatis mutandis, και στην ιστορική αφήγηση, στην οποία, όπως έδειξε ο LaCapra, υπάρχει δομική συνύφανση της τεκμηριωτικής με την «ποιητική» λειτουργία της γλώσσας (τα ιστορι‐κά έργα έχουν μεν κανόνες εγκυρότητας αλλά υπόκεινται επίσης στην 38 Για τη «μυθική μέθοδο» βλ. το άρθρο του για τον Οδυσσέα του Joyce, «Ulysses, Order and Myth», Dial 75 (Νοέμβριος 1923), προσιτό στην έκδοση: Selected Prose of T. S. Eliot, Edited and with an Introduction by Frank Kermonde, Harcourt, Orlando 1975, 175‐178. Για την «ιστορική μέθοδο» βλ. το άρθρο του «The method of Mr Pound», The Athenaeum (1919), 1065‐1066. Το παράθεμα του Έλιοτ για τη «μυθική μέθοδο», σε μετάφραση Σεφέρη, στις Δοκιμές, Α΄, 340· πβ. Β. Αθανασόπουλος, Η πολιτική διάσταση της «μυθικής μεθόδου», 19‐20, όπου δίνεται η συνέχεια του παραθέματος. Ένα εκτενές απόσπασμα από το αθησαύριστο άρθρο του Έλιοτ για την «ιστορική μέθοδο» παραθέτει ο David Ricks στο τέλος του άρθρου του «Cavafy the poet‐historian», Byzantine and Modern Greek Studies 12 (1988) 169‐183. 39 Β. Αθανασόπουλος, Η πολιτική διάσταση της «μυθικής μεθόδου», 18‐20.

Page 30: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[44]

υποκειμενικότητα πηγών – μαρτύρων, όπως και στη δημιουργική ανασύν‐θεση του ιστορικού‐ερμηνευτή).40 Έρχομαι στο προκείμενο: Μύθος είναι η αρχετυπική έκφραση ενός συλλογικού αισθήματος, μια έκφραση της ανθρώπινης εμπειρίας στην πιο φυσική, πηγαία μορφή της, μια «καθολική εμπειρία». Με άλλα λόγια, μύθος δεν σημαίνει –αναγκαστικά– «παραμύθι». Σημαίνει βασικά αφαίρεση, γενίκευση (ή καθολίκευση) της ανθρώπινης εμπειρίας. «Για τον λόγο αυτό –σημειώνει ο Βαγενάς– ο μύθος στη λογοτεχνία δεν είναι μια άρση της ιστορίας [...], αλλά μπορεί να γίνει ένα μέσο για την καλύτερη διατύπωση των διαρκέστερων στοιχείων της και, ταυτόχρονα, για την καλύτερη έκ‐φραση του αισθήματος της ιστορικής αλλαγής».41 Απ’ αυτή την άποψη, η «μυθική» μέθοδος δεν είναι αναξιόπιστη. Είναι ένας άλλος τρόπος προσέγγισης της ανθρώπινης εμπειρίας, που έχει (ή φι‐λοδοξεί να έχει) κύρος αληθείας με διαχρονική ισχύ, όπως ακριβώς και η ιστορική. Αν υπάρχει μια διαφορά «δομική», αυτή κατά τη γνώμη μου βρί‐σκεται στη θετικιστική προσήλωση στο τεκμήριο, σε ό,τι αφορά την ιστορι‐κή επιστήμη και ιστοριογραφία. Αντιθέτως η μυθολογία, και συνεκδοχικά η μυθοπλαστική πλοκή στη λογοτεχνία συνιστά συμβολική αναπαράσταση μιας δεδομένης εμπειρίας, ή ενός συνόλου εμπειριών. Συμβολική αναπαρά‐σταση θα πει ότι κάτι συστοιχεί με κάτι άλλο, συμβάλλεται, εξ ου και το «σύμβολο». Ο Έλιοτ όρισε το ίδιο πράγμα με τον όρο «αντικειμενική συστοι‐χία», δηλαδή «γείωσε» τον ανιστορικό όρο «σύμβολο» της παράδοσης στο έδαφος του κόσμου των αντικειμένων (αποσείοντας έτσι μια παρεξήγηση για τη σχέση του συμβόλου με την πραγματικότητα, καθιστώντας τη σχέση όχι αφηρημένα “συμβολική” αλλά αναπαραστατική).42 Εξάλλου, το σύμβολο 40 Για την οργανική σχέση του μύθου με την ιστορία στην ιστοριογραφία βλ. το βιβλίο του Joseph Mali, Mythistory. The Making of Modern Historiography, The University of Chicago Press, Chicago & London, 2003, ιδίως 1‐35 (αντλώ την παραπομπή από το βιβλίο του Γ. Πα‐παθεοδώρου, Ρομαντικά πεπρωμένα, 200, σημ. 139). Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για το πώς γίνεται ένα γεγονός «ιστορικό» βλ. στο βιβλίο του E. H. Carr, Τι είναι ιστορία;, ιδίως το πρώτο κεφάλαιο «Ο ιστορικός και τα γεγονότα». 41 Βλ. Ν. Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής, 147‐149, το παράθεμα στη σ. 148. Διεξοδική βιβλιογραφία για τον μύθο στη λογοτεχνία (έως το 1992) παραθέτει ο Β. Αθανασόπουλος, Η πολιτική διάσταση της «μυθικής μεθόδου», 21‐22, σημ. 7. Πβ. στο ίδιο βιβλίο και τις παρα‐γράφους για τον «μυθικό χρόνο» σε αντιδιαστολή με τον ιστορικό χρόνο, με εφαρμογή στις Ακυβέρνητες πολιτείες του Τσίρκα, σ. 234 κ.εξ. 42 Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι με την υποκατάσταση του όρου «συμβολισμός» από τον ομόσημο όρο «αντικειμενική συστοιχία», ο Έλιοτ τέμνει τη λογοτεχνική παράδοση

Page 31: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[45]

μιας «μεταμυθικής εποχής» δεν μπορεί παρά να είναι ιστορικό (ο μύθος στην αρχαιότητα λειτουργεί διαφορετικά).43 Συνοψίζοντας: Η μυθική μέθοδος στη λογοτεχνία, ακριβώς όπως οι «μεγάλες αφηγήσεις» στην ιστοριογραφία, κατατείνει, κατά τη γνώμη μου, όχι στην απο‐ιστορικοποίηση αλλά στην υπερ‐ιστορικότητα: στη διαχρο‐νική διάσταση των γενομένων, ή αλλιώς, στην εσωτερική αλήθεια των γε‐γονότων (πβ. το «πνεύμα» της Ιστορίας κατά τον Έγελο). Ιδωμένη από αυτό το πρίσμα, η μυθική μέθοδος δεν είναι ανιστορική –η διαχρονία είναι διάσταση του ιστορικού χρόνου– αλλά «καθολική», με την έννοια ότι την ενδιαφέρει η αναγωγή του «καθ’ έκαστον» σε μια γενικότερη διάσταση, η οποία όμως είναι πάντα ιστορική, αφορά την ανθρώπινη εμπειρία. Άρα, ο πιο σωστός ίσως όρος για να την προσδιορίσουμε –αποφεύγοντας την παρανόηση «μυθική = ψεύτικη»– είναι μυθιστορική μέθοδος. Τα χαρα‐κτηριστικά της τα περιγράψαμε παραπάνω, υπακούει σε μια ουσιοκρατική λογική που ενοποιεί τις διαστάσεις του ιστορικού χρόνου (συνταυτισμός) – αυτό την κάνει “ανιστορική”. Η ιστορική μέθοδος, από την άλλη, τόσο στη λογοτεχνία όσο και στην ιστοριογραφία, κατατείνει στην κριτική θέαση του κόσμου μέσα από μια σαφώς προσδιορισμένη –γεωγραφικά, χρονικά, παρατηρησιακά– σκοπιά και υπακούει σε ιστορικούς «νόμους»: την αιτιότητα, την πολυπαραγοντι‐κότητα, τη δυναμική ενότητα του ιστορικού χρόνου, όπου η σχέση διαχρο‐ εγκαινιάζοντας μια μοντερνιστική προσέγγιση του ποιητικού συμβόλου που, με βάση τον υποκατάστατο όρο που εισηγείται, συγκλίνει προς τους κανόνες εγκυρότητας της ιστορικής επιστήμης: η αντικειμενική συστοιχία δεν είναι παρά το ποιητικό ομόλογο της ιστοριογρα‐φικής προσήλωσης στο τεκμήριο. 43 Βλ. Ν. Βαγενάς, «Αντικειμενική συστοιχία και μυθική μέθοδος», Η ειρωνική γλώσσα, ιδίως 59‐61. Πβ. Σεφέρης Δοκιμές, Α΄, 382‐383. Ο Βαγενάς σημειώνει: «Η μυθική [διόρθ. αρχαία] συνείδηση στο περιεχόμενο του μύθου, που οι σημερινοί ποιητές τον χρησιμοποιούν σαν ένα είδος συμβόλου, δεν έβλεπε τίποτε το συμβολικό. [...] Αυτό που εμείς ονομάζουμε μύθο [...], στην αρχαία εποχή ήταν μια ζωντανή πραγματικότητα και σαν τέτοια δεν μπορούσε να χρησιμεύσει ως στοιχείο του παρελθόντος και ως σημείο ταύτισης των περασμένων με τα σύγχρονα [...] στους νεότερους ποιητές ο μύθος είναι κυρίως ένα εκφραστικό μέσο, ένα είδος μεταφοράς, που δίνει την αίσθηση ενός καίριου συνταυτισμού του παρόντος με το παρελ‐θόν. [...]» (συνθέτω από τις σ. 60‐61 του άρθρου – στην περιγραφή του ο Βαγενάς παρασύ‐ρεται από την οπτική του Σεφέρη περί συνταυτισμού· το παράθεμα εξετάζεται πιο συστη‐ματικά στον Επίλογο). Εκείνο που έχει σημασία να συγκρατήσουμε εδώ είναι ότι η χρήση του μύθου σε μια μεταμυθική εποχή προϋποθέτει και τις δύο διαστάσεις του ιστορικού χρόνου: παρελθόν – παρόν, άρα είναι εξ ορισμού ιστορικοποιημένη. Αντίθετα, στην αρχαιότητα μύ‐θος και πραγματικότητα λειτουργούν σε μία διάσταση, στο παρόν.

Page 32: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΕ ΔΙΑΛΟΓΟ

[46]

νίας – συγχρονίας νοείται ως συνάρτηση, όχι εξίσωση (κάτι «παγιωμένο»). Υπό το πρίσμα αυτό, η σχέση παρελθόντος – παρόντος (– μέλλοντος) είναι διαρκώς μεταβλητή, αλλάζει, αναλόγως της γωνίας παρατήρησης, των στοι‐χείων που επιλέγονται για να την περιγράψουν και, εντέλει, των ερμηνειών, οι οποίες επίσης έχουν ιστορικότητα (είναι σχετικές). Φαίνεται ότι η μυθική ή μυθιστορική μέθοδος, όπως την ορίσαμε πα‐ραπάνω, είναι η κατεξοχήν μέθοδος που επιλέγουν οι ποιητές, ενώ η ιστο‐ρική είναι πιο σπάνια (η πιο καθαρή περίπτωση είναι μάλλον αυτή του Καβάφη). Αλλά, όπως είπα παραπάνω, χρειαζόμαστε ένα δείγμα όσο γίνε‐ται πιο ευρύ από τη νεότερη ποίηση ώστε να μπορούν να εξαχθούν ολο‐κληρωμένα συμπεράσματα. Καιρός να δούμε αυτά που έχουμε. Το βιβλίο είναι σπονδυλωτό: κάθε κεφάλαιο καλύπτει μια πτυχή του θέματος και συναρθρώνεται με το επόμενο. Στο πρώτο κεφάλαιο ασχο‐λούμαι με τον ρομαντικό ιστορισμό, επιλέγοντας ως μελέτη περίπτωσης τον αντίχτυπο του Κρητικού Αγώνα στην ποίηση του όψιμου ελληνικού Ρομαντισμού. Η πληθώρα των έργων και η έντεχνη χρήση του ιστορικού παρελθόντος εν είδει αντικειμενικού σύστοιχου για την περιγραφή της σύγχρονης κοινωνικοϊστορικής πραγματικότητας αποδεικνύουν πως η ποίηση αυτή δεν συνιστά «φυγή» από την ιστορική πραγματικότητα, αλλά την σχολιάζει με όρους, πλέον, «πτώσης του ιδανικού». Στο δεύτερο κεφά‐λαιο ασχολούμαι διεξοδικά με τον Καβάφη και την ιστορική του μέθοδο, αναδεικνύοντας τις ουσιώδεις διαφορές της από την ποίηση των «Ρωμα‐ντικών» αλλά και ξένων μοντερνιστών. Η μέθοδος αυτή, υποστηρίζω, δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητα από την καβαφική ειρωνεία. Στο τρίτο κε‐φάλαιο συζητώ τον διάλογο του «πολιτικού» Σεφέρη με τον «ιστορικό» Καβάφη, εστιάζοντας στο Ημερολόγιο Καταστρώματος, γ΄. Δείχνω ότι η διαφορετική μέθοδος του καθενός (ιστορική στον Καβάφη / μυθιστορική στον Σεφέρη) είναι, εντέλει, διαφορά κοσμοθεώρησης. Το τέταρτο κεφά‐λαιο είναι αφιερωμένο στο Κυπριακό ζήτημα στη λογοτεχνία και υποδιαι‐ρείται σε τρία υποκεφάλαια: σε αυτά συνεξετάζω κείμενα των Παλαμά, Λιπέρτη, Σικελιανού, Καζαντζάκη, Σεφέρη, δίνοντας έμφαση στην ποιητική ρητορική του «εθνοσυμβολισμού» και στις ιδεολογικές συνάφειες μεταξύ τους. Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο εξετάζει την «αντι‐ιστορία» του Μόντη, όπως αυτή αποτυπώνεται κυρίως στις Στιγμές, στις οποίες η κα‐βαφική ειρωνεία και το σεφερικό τραγικό αίσθημα μεταβολίζονται με μο‐ντικό τρόπο στο μαύρο φως της Εισβολής. Ο τόμος επιστεγάζεται με έναν Επίλογο στον οποίο ξαναπιάνω τα ζητήματα που τέθηκαν στην Εισαγωγή,

Page 33: 11052016FINAL 001-272diorth athanasopoulou book

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[47]

στο φως των παραδειγμάτων που αναλύθηκαν, και καταλήγω σε ορισμένα συμπεράσματα, τα οποία, βέβαια, δεν είναι τελεσίδικα. Προσπάθησα να είμαι συγκεκριμένη αλλά όχι κατηγορηματική, καθώς ούτε το θέμα ούτε η προσέγγιση (μια πρώτη ανίχνευση, στην ποίηση) το επέτρεπαν. Η εμπειρία αυτού του βιβλίου με έπεισε ότι ο ερευνητής ελκύεται όχι τόσο από αυτό που κατανόησε όσο από αυτό που υποψιάζεται ότι αγνοεί. Επαναλαμβά‐νω, τέλος, ότι προσεγγίζω το ζήτημα με τη σκευή του φιλολόγου, και όχι του ιστορικού ή του κοινωνικού επιστήμονα, και ότι επέλεξα συνειδητά να μη παραφορτώσω το κείμενο με γνώμες θεωρητικών για να αποφύγω τον κίνδυνο της υπερθεωρητικολογίας. Με ενδιέφερε περισσότερο η συνομιλία των κειμένων.