100 Mythoi Tou Aisopou
-
Upload
stamatis-meletiou -
Category
Documents
-
view
603 -
download
7
Transcript of 100 Mythoi Tou Aisopou
100 ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ
ISBN 978-960-93-4986-4
copy Ι Ν Κυριαζής 2013
100 ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ
Έμμετρη απόδοση ΙΝΚυριαζής
ΑΘΗΝΑ 2013
Σωκράτης laquoἐννοήσας ὅτι τὸν ποιητὴν δέοι εἴπερ μέλλοι ποι-ητὴς εἶναι ποιεῖν μύθους ἀλλ᾽ οὐ λόγους καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθο-λογικός διὰ ταῦτα δὴ οὓς προχείρους εἶχον μύθους καὶἠπιστάμην τοὺς Αἰσώπου τούτους ἐποίησα οἷς πρώτοις ἐνέτυ-χονraquo Πλάτων Φαίδων 61b
Αντί προλόγου
Αίσωπος
Πλακουτσομύτης κοιλαράς μαυριδερός βρομιάρης
κουτσός καμπούρης και τραυλός ήταν και ξεδοντιάρης
Μα με μυαλό αστραφτερό ndash και με το λόγο μόνον
έμεινε αυτός ο άσχημος στο διάβα των αιώνων
Με τη σοφία της ζωής και της σκλαβιάς την πείρα
μικρούς μεγάλους δίδαξε νrsquo αλλάξουν χαρακτήρα
Το κάθε ζώο έγινε μάσκα κι ενός προσώπου
ρυτίδα του κάθε γραμμή στους μύθους του Αισώπου
ΙΝΚυριαζης
Τα καλά και τα κακά
Απrsquo τα κακά λεν κάποτε πως τα καλά διωχθήκαν
ως ασθενή στον ουρανό έτσι αυτά ανεβήκαν
Κι ο Δίας τα συμβούλευσε πώς στους θνητούς να πάνε
όχι μπουλούκι όλα μαζί μα χώρια να γυρνάνε
Γιrsquo αυτό κοπάδι τα κακά έρχονται στους ανθρώπους
γιατί είναι εκείνα πιο κοντά μα τrsquo άλλα απrsquo άλλους τόπους
9
Το κουνούπι και το λιοντάρι
Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε
και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε
laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα
νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα
Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου
Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo
Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει
κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει
Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει
μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη
Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους
μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους
10
Ο σκύλος με την κουδούνα
Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει
κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει
Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει
ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει
laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις
γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo
Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους
οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους
11
Η καρυδιά
Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε
θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε
Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω
απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo
12
Το άλογο και ο ιπποκόμος
Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει
μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει
Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι
αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo
Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει
στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει
13
Σκιά γαϊδάρου
Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος
να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος
Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει
τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει
laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι
και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι
Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση
του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει
ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo
ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo
Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει
Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει
laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου
δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo
14
Ο λύκος και το λιοντάρι
Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει
κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει
laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo
laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo
Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία
γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία
15
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
ISBN 978-960-93-4986-4
copy Ι Ν Κυριαζής 2013
100 ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ
Έμμετρη απόδοση ΙΝΚυριαζής
ΑΘΗΝΑ 2013
Σωκράτης laquoἐννοήσας ὅτι τὸν ποιητὴν δέοι εἴπερ μέλλοι ποι-ητὴς εἶναι ποιεῖν μύθους ἀλλ᾽ οὐ λόγους καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθο-λογικός διὰ ταῦτα δὴ οὓς προχείρους εἶχον μύθους καὶἠπιστάμην τοὺς Αἰσώπου τούτους ἐποίησα οἷς πρώτοις ἐνέτυ-χονraquo Πλάτων Φαίδων 61b
Αντί προλόγου
Αίσωπος
Πλακουτσομύτης κοιλαράς μαυριδερός βρομιάρης
κουτσός καμπούρης και τραυλός ήταν και ξεδοντιάρης
Μα με μυαλό αστραφτερό ndash και με το λόγο μόνον
έμεινε αυτός ο άσχημος στο διάβα των αιώνων
Με τη σοφία της ζωής και της σκλαβιάς την πείρα
μικρούς μεγάλους δίδαξε νrsquo αλλάξουν χαρακτήρα
Το κάθε ζώο έγινε μάσκα κι ενός προσώπου
ρυτίδα του κάθε γραμμή στους μύθους του Αισώπου
ΙΝΚυριαζης
Τα καλά και τα κακά
Απrsquo τα κακά λεν κάποτε πως τα καλά διωχθήκαν
ως ασθενή στον ουρανό έτσι αυτά ανεβήκαν
Κι ο Δίας τα συμβούλευσε πώς στους θνητούς να πάνε
όχι μπουλούκι όλα μαζί μα χώρια να γυρνάνε
Γιrsquo αυτό κοπάδι τα κακά έρχονται στους ανθρώπους
γιατί είναι εκείνα πιο κοντά μα τrsquo άλλα απrsquo άλλους τόπους
9
Το κουνούπι και το λιοντάρι
Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε
και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε
laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα
νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα
Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου
Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo
Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει
κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει
Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει
μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη
Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους
μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους
10
Ο σκύλος με την κουδούνα
Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει
κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει
Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει
ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει
laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις
γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo
Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους
οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους
11
Η καρυδιά
Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε
θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε
Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω
απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo
12
Το άλογο και ο ιπποκόμος
Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει
μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει
Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι
αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo
Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει
στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει
13
Σκιά γαϊδάρου
Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος
να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος
Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει
τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει
laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι
και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι
Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση
του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει
ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo
ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo
Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει
Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει
laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου
δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo
14
Ο λύκος και το λιοντάρι
Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει
κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει
laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo
laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo
Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία
γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία
15
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
100 ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ
Έμμετρη απόδοση ΙΝΚυριαζής
ΑΘΗΝΑ 2013
Σωκράτης laquoἐννοήσας ὅτι τὸν ποιητὴν δέοι εἴπερ μέλλοι ποι-ητὴς εἶναι ποιεῖν μύθους ἀλλ᾽ οὐ λόγους καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθο-λογικός διὰ ταῦτα δὴ οὓς προχείρους εἶχον μύθους καὶἠπιστάμην τοὺς Αἰσώπου τούτους ἐποίησα οἷς πρώτοις ἐνέτυ-χονraquo Πλάτων Φαίδων 61b
Αντί προλόγου
Αίσωπος
Πλακουτσομύτης κοιλαράς μαυριδερός βρομιάρης
κουτσός καμπούρης και τραυλός ήταν και ξεδοντιάρης
Μα με μυαλό αστραφτερό ndash και με το λόγο μόνον
έμεινε αυτός ο άσχημος στο διάβα των αιώνων
Με τη σοφία της ζωής και της σκλαβιάς την πείρα
μικρούς μεγάλους δίδαξε νrsquo αλλάξουν χαρακτήρα
Το κάθε ζώο έγινε μάσκα κι ενός προσώπου
ρυτίδα του κάθε γραμμή στους μύθους του Αισώπου
ΙΝΚυριαζης
Τα καλά και τα κακά
Απrsquo τα κακά λεν κάποτε πως τα καλά διωχθήκαν
ως ασθενή στον ουρανό έτσι αυτά ανεβήκαν
Κι ο Δίας τα συμβούλευσε πώς στους θνητούς να πάνε
όχι μπουλούκι όλα μαζί μα χώρια να γυρνάνε
Γιrsquo αυτό κοπάδι τα κακά έρχονται στους ανθρώπους
γιατί είναι εκείνα πιο κοντά μα τrsquo άλλα απrsquo άλλους τόπους
9
Το κουνούπι και το λιοντάρι
Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε
και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε
laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα
νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα
Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου
Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo
Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει
κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει
Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει
μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη
Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους
μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους
10
Ο σκύλος με την κουδούνα
Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει
κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει
Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει
ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει
laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις
γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo
Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους
οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους
11
Η καρυδιά
Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε
θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε
Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω
απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo
12
Το άλογο και ο ιπποκόμος
Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει
μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει
Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι
αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo
Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει
στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει
13
Σκιά γαϊδάρου
Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος
να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος
Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει
τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει
laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι
και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι
Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση
του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει
ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo
ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo
Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει
Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει
laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου
δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo
14
Ο λύκος και το λιοντάρι
Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει
κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει
laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo
laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo
Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία
γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία
15
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Σωκράτης laquoἐννοήσας ὅτι τὸν ποιητὴν δέοι εἴπερ μέλλοι ποι-ητὴς εἶναι ποιεῖν μύθους ἀλλ᾽ οὐ λόγους καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθο-λογικός διὰ ταῦτα δὴ οὓς προχείρους εἶχον μύθους καὶἠπιστάμην τοὺς Αἰσώπου τούτους ἐποίησα οἷς πρώτοις ἐνέτυ-χονraquo Πλάτων Φαίδων 61b
Αντί προλόγου
Αίσωπος
Πλακουτσομύτης κοιλαράς μαυριδερός βρομιάρης
κουτσός καμπούρης και τραυλός ήταν και ξεδοντιάρης
Μα με μυαλό αστραφτερό ndash και με το λόγο μόνον
έμεινε αυτός ο άσχημος στο διάβα των αιώνων
Με τη σοφία της ζωής και της σκλαβιάς την πείρα
μικρούς μεγάλους δίδαξε νrsquo αλλάξουν χαρακτήρα
Το κάθε ζώο έγινε μάσκα κι ενός προσώπου
ρυτίδα του κάθε γραμμή στους μύθους του Αισώπου
ΙΝΚυριαζης
Τα καλά και τα κακά
Απrsquo τα κακά λεν κάποτε πως τα καλά διωχθήκαν
ως ασθενή στον ουρανό έτσι αυτά ανεβήκαν
Κι ο Δίας τα συμβούλευσε πώς στους θνητούς να πάνε
όχι μπουλούκι όλα μαζί μα χώρια να γυρνάνε
Γιrsquo αυτό κοπάδι τα κακά έρχονται στους ανθρώπους
γιατί είναι εκείνα πιο κοντά μα τrsquo άλλα απrsquo άλλους τόπους
9
Το κουνούπι και το λιοντάρι
Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε
και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε
laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα
νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα
Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου
Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo
Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει
κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει
Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει
μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη
Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους
μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους
10
Ο σκύλος με την κουδούνα
Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει
κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει
Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει
ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει
laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις
γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo
Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους
οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους
11
Η καρυδιά
Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε
θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε
Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω
απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo
12
Το άλογο και ο ιπποκόμος
Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει
μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει
Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι
αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo
Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει
στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει
13
Σκιά γαϊδάρου
Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος
να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος
Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει
τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει
laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι
και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι
Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση
του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει
ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo
ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo
Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει
Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει
laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου
δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo
14
Ο λύκος και το λιοντάρι
Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει
κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει
laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo
laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo
Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία
γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία
15
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Αντί προλόγου
Αίσωπος
Πλακουτσομύτης κοιλαράς μαυριδερός βρομιάρης
κουτσός καμπούρης και τραυλός ήταν και ξεδοντιάρης
Μα με μυαλό αστραφτερό ndash και με το λόγο μόνον
έμεινε αυτός ο άσχημος στο διάβα των αιώνων
Με τη σοφία της ζωής και της σκλαβιάς την πείρα
μικρούς μεγάλους δίδαξε νrsquo αλλάξουν χαρακτήρα
Το κάθε ζώο έγινε μάσκα κι ενός προσώπου
ρυτίδα του κάθε γραμμή στους μύθους του Αισώπου
ΙΝΚυριαζης
Τα καλά και τα κακά
Απrsquo τα κακά λεν κάποτε πως τα καλά διωχθήκαν
ως ασθενή στον ουρανό έτσι αυτά ανεβήκαν
Κι ο Δίας τα συμβούλευσε πώς στους θνητούς να πάνε
όχι μπουλούκι όλα μαζί μα χώρια να γυρνάνε
Γιrsquo αυτό κοπάδι τα κακά έρχονται στους ανθρώπους
γιατί είναι εκείνα πιο κοντά μα τrsquo άλλα απrsquo άλλους τόπους
9
Το κουνούπι και το λιοντάρι
Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε
και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε
laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα
νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα
Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου
Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo
Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει
κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει
Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει
μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη
Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους
μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους
10
Ο σκύλος με την κουδούνα
Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει
κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει
Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει
ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει
laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις
γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo
Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους
οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους
11
Η καρυδιά
Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε
θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε
Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω
απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo
12
Το άλογο και ο ιπποκόμος
Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει
μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει
Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι
αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo
Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει
στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει
13
Σκιά γαϊδάρου
Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος
να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος
Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει
τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει
laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι
και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι
Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση
του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει
ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo
ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo
Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει
Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει
laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου
δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo
14
Ο λύκος και το λιοντάρι
Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει
κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει
laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo
laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo
Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία
γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία
15
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Τα καλά και τα κακά
Απrsquo τα κακά λεν κάποτε πως τα καλά διωχθήκαν
ως ασθενή στον ουρανό έτσι αυτά ανεβήκαν
Κι ο Δίας τα συμβούλευσε πώς στους θνητούς να πάνε
όχι μπουλούκι όλα μαζί μα χώρια να γυρνάνε
Γιrsquo αυτό κοπάδι τα κακά έρχονται στους ανθρώπους
γιατί είναι εκείνα πιο κοντά μα τrsquo άλλα απrsquo άλλους τόπους
9
Το κουνούπι και το λιοντάρι
Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε
και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε
laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα
νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα
Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου
Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo
Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει
κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει
Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει
μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη
Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους
μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους
10
Ο σκύλος με την κουδούνα
Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει
κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει
Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει
ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει
laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις
γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo
Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους
οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους
11
Η καρυδιά
Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε
θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε
Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω
απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo
12
Το άλογο και ο ιπποκόμος
Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει
μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει
Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι
αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo
Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει
στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει
13
Σκιά γαϊδάρου
Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος
να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος
Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει
τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει
laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι
και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι
Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση
του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει
ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo
ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo
Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει
Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει
laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου
δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo
14
Ο λύκος και το λιοντάρι
Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει
κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει
laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo
laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo
Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία
γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία
15
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το κουνούπι και το λιοντάρι
Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε
και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε
laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα
νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα
Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου
Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo
Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει
κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει
Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει
μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη
Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους
μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους
10
Ο σκύλος με την κουδούνα
Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει
κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει
Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει
ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει
laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις
γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo
Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους
οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους
11
Η καρυδιά
Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε
θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε
Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω
απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo
12
Το άλογο και ο ιπποκόμος
Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει
μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει
Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι
αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo
Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει
στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει
13
Σκιά γαϊδάρου
Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος
να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος
Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει
τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει
laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι
και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι
Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση
του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει
ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo
ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo
Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει
Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει
laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου
δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo
14
Ο λύκος και το λιοντάρι
Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει
κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει
laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo
laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo
Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία
γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία
15
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο σκύλος με την κουδούνα
Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει
κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει
Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει
ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει
laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις
γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo
Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους
οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους
11
Η καρυδιά
Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε
θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε
Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω
απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo
12
Το άλογο και ο ιπποκόμος
Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει
μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει
Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι
αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo
Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει
στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει
13
Σκιά γαϊδάρου
Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος
να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος
Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει
τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει
laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι
και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι
Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση
του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει
ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo
ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo
Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει
Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει
laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου
δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo
14
Ο λύκος και το λιοντάρι
Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει
κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει
laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo
laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo
Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία
γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία
15
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η καρυδιά
Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε
θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε
Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω
απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo
12
Το άλογο και ο ιπποκόμος
Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει
μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει
Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι
αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo
Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει
στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει
13
Σκιά γαϊδάρου
Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος
να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος
Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει
τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει
laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι
και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι
Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση
του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει
ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo
ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo
Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει
Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει
laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου
δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo
14
Ο λύκος και το λιοντάρι
Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει
κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει
laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo
laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo
Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία
γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία
15
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το άλογο και ο ιπποκόμος
Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει
μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει
Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι
αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo
Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει
στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει
13
Σκιά γαϊδάρου
Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος
να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος
Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει
τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει
laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι
και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι
Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση
του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει
ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo
ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo
Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει
Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει
laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου
δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo
14
Ο λύκος και το λιοντάρι
Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει
κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει
laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo
laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo
Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία
γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία
15
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Σκιά γαϊδάρου
Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος
να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος
Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει
τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει
laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι
και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι
Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση
του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει
ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo
ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo
Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει
Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει
laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου
δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo
14
Ο λύκος και το λιοντάρι
Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει
κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει
laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo
laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo
Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία
γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία
15
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο λύκος και το λιοντάρι
Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει
κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει
laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo
laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo
Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία
γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία
15
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο πατέρας και οι κόρες
Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη
κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη
Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν
κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν
Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει
ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει
Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως
δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος
16
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το έλατο και ο βάτος
Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει
laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει
ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω
και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo
laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν
βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo
Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι
παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι
17
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος
Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα
συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία
Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους
Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους
Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας
σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip
Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει
βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση
laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει
κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει
Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει
να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει
Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει
αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo
Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση
που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει
Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία
που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία
18
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι
Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι
Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip
Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία
μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία
Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει
ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει
Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη
που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip
Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια
Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια
19
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο οδοιπόρος και η οχιά
Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη
και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει
Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει
μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει
Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει
Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει
20
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το φίδι που το πατούσαν
Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν
και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν
laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε
να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo
21
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο βοσκός που έλεγε ψέματα
Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει
φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει
Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια
μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια
Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε
όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε
Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει
Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει
Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip
Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει
22
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το παιδί που πνιγόταν
Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν
κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν
laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo
laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo
Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip
Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου
23
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος
Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο
αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο
Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει
laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo
είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει
Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη
24
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο αστρονόμος
Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος
κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος
Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ
χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι
Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει
μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει
laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο
δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo
Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια
μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια
25
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η αλεπού και τα σταφύλια
Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει
πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει
Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια
πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια
laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει
αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo
Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια
laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo
26
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο σαλπιγκτής
Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν
και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν
laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω
Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo
laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις
τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo
Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη
χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει
27
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η σελήνη και η μητέρα της
Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη
να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει
laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει
σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo
Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει
και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει
28
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το λιοντάρι και η αλεπού
Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip
Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει
Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν
εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν
Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει
και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει
laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν
αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo
Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν
κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν
29
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το λυχνάρι
Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν
και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν
Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει
Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει
laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις
Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo
Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει
γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη
30
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το ελάφι και το αμπέλι
Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε
Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε
Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν
κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν
Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις
Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις
31
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Τα βόδια και ο τροχός
Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο
και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο
laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις
Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo
Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους
Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους
32
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο γεωργός και τα παιδιά του
Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του
να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του
laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε
όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo
Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει
και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει
Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip
Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο
Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις
δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις
33
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η κοιλιά και τα πόδια
Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν
Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip
Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του
Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του
34
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος
Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει
Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει
και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει
ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει
laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο
γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo
Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία
εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία
35
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η αλεπού και το λιοντάρι
Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της
Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της
Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο
Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο
Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια
να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια
36
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα
Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια
να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα
Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες
που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες
Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του
και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του
Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν
βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν
Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα
πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα
37
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά
Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της
Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της
Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash
μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει
Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία
πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία
38
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Τα σαλιγκάρια
Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε
Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε
Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει
κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει
39
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του
Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε
μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash
η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε
τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη
Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα
για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη
κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία
δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι
40
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το λιοντάρι και ο βάτραχος
Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει
κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει
Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει
το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει
Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε
και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε
41
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο κύκνος
Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα
κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα
Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει
μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει
Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου
το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του
Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι
γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει
42
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι
Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει
όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι
laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω
όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo
Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου
αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου
43
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο ναυαγός
Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει
και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει
Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε
και κολυμπούν για να σωθούνε
Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει
στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει
Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει
laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo
Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις
χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις
44
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το καλάμι και η ελιά
Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε
κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε
Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει
μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει
Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου
τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου
45
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο φιλάργυρος
Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο
για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο
Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash
μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει
Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει
μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει
Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει
θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη
Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη
αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει
laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι
Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι
Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν
αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo
Ο πλούτος χάνει κάθε αξία
αν περιπέσει σε αχρησία
46
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Οι χύτρες
Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει
μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει
Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις
γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo
Μακριά το σπίτι του φτωχού
απrsquo το παλάτι του ισχυρού
47
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο γέρος και ο θάνατος
Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε
κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε
Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει
laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει
Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε
δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε
48
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Οι κλέφτες και ο κόκορας
Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν
μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν
Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι
ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι
Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash
πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν
laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις
γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo
Τους καλούς αν τους γλυκάνεις
τους κακούς θα τους πικράνεις
49
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο γιατρός και ο ασθενής
Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία
μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία
Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει
αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει
Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις
Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo
50
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο Ηρακλής και ο πλούτος
Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει
με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει
Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει
κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει
laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους
τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo
51
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο Δίας και η χελώνα
Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει
σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει
Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει
και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει
laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει
Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει
Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε
κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε
52
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο Δίας και το φίδι
Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο
ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο
laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα
γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo
53
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο λύκος κι ο ερωδιός
Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει
Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει
να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι
και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει
Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη
κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει
laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα
του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo
Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις
αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις
54
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το λιοντάρι και ο λαγός
Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο
να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο
Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι
και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη
Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει
και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει
laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω
γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo
Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν
για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν
55
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα
Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει
και για την πόλη πάει
Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει
το άγαλμα προσκυνάει
Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο
ο αφελής νομίζει
Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο
αδιάκοπα γκαρίζει
Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη
πήρε να το χτυπάει
laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo
και ξαναπροχωράει
Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι
ξέρουν αυτοί ποιος είσαι
56
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια
Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του
φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του
Ζηλεύοντας τα ξένα
χάνεις τrsquo αποκτημένα
57
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος
Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει
κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει
Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει
και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει
Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει
και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει
laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε
μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo
Ο πόνος γίνεται διπλός
γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός
58
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο λύκος και το πρόβατο
Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει
παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει
laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo
laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo
Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι
αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι
59
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο λύκος και οι βοσκοί
Λύκος που είδε σε σκηνή
βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί
πηγαίνει σε αυτούς κοντά
και με παράπονο ρωτά
laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε
αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo
Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις
άλλον που κάνει ότι κάνεις
60
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το κατσίκι και ο λύκος
Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο
μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως
Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο
laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo
Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία
το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία
61
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα
Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε
κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε
laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν
Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo
62
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Οι δυο σάκοι
Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε
έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε
Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας
Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip
63
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια
Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει
κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει
laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo
laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo
laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις
από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo
64
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το ελάφι και το λιοντάρι
Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει
μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι
Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο
έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο
laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω
μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo
Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις
σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις
65
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο τοίχος και ο πάσσαλος
Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο
πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο
laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω
γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo
laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω
μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo
66
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Οι χήνες και οι γερανοί
Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι
μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι
Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν
αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν
Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει
τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει
67
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο ήλιος και ο βοριάς
Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει
για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip
Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε
ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε
Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι
τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει
Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία
από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία
68
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η λιονταρίνα και η αλεπού
Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει
που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo
με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος
θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος
69
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Οι οδοιπόροι και η αρκούδα
Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο
αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο
Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει
κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει
Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει
μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει
Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν
κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν
ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo
laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo
70
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Οι οδοιπόροι και το κοράκι
Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι
κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι
Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι
και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ
Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει
γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει
laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει
που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo
71
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Οι εχθροί
Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε
στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε
Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει
που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει
Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει
πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει
Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του
αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του
Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε
αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε
72
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το κουνούπι και ο ταύρος
Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι
Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι
Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει
ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει
laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις
Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo
73
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η οχιά και η αλεπού
Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει
Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει
74
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο ψαράς που έπαιζε μουσική
Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε
και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε
Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει
έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει
Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει
Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει
laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε
καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo
Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε
Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε
75
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η αγριόγατα και ο κόκορας
Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει
Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει
laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo
laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo
laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo
laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo
laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo
Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει
laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις
εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo
Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει
καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει
76
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το κοράκι που αρρώστησε
Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει
αυτά τα λόγια λέει
laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου
για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo
laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει
ώστε να σε γιατρέψειraquo
Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι
δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη
77
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το άλογο και το γαϊδούρι
Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του
Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του
laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις
λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo
Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει
κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει
Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει
τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι
laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω
το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo
Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε
γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε
78
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η καμήλα που χορεύει
Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει
μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει
Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια
δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια
79
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το κοράκι και ο κύκνος
Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι
και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι
Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι
αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι
Ίδια η φύση σου θα μείνει
κι αν η ζωή σου άλλη γίνει
80
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο άνθρωπος και ο κηπουρός
Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει
και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει
laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε
τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo
laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει
ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo
81
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η περιστέρα και η κουρούνα
Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος
κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος
Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση
τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει
laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία
δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία
Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις
με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo
Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία
και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία
82
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το περιστέρι που διψούσε
Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε
ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε
Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει
πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει
Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία
θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία
83
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι
Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει
δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει
Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει
με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει
Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει
τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει
Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει
laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo
Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει
ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη
84
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο βοσκός
Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία
τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία
Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα
παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα
laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip
Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo
Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε
κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε
85
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η χελώνα και ο λαγός
Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα
που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα
Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη
κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη
Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση
γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει
86
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Οι ποταμοί και η θάλασσα
Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν
που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν
laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε
Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo
Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις
Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις
87
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο κάβουρας και η μητέρα του
Του κάβουρα η μητέρα
του είπε κάποια μέρα
laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις
σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo
laquo Βάδισε εσύ στο ίσο
κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo
Απrsquo άλλον μη ζητείτε
αυτά που δεν μπορείτε
88
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα
Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει
Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει
αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει
Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει
laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω
κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo
Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις
πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις
89
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά
Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα
βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη
Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα
πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη
Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση
να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει
Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου
θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου
90
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η κατσίκα και ο βοσκός
Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα
γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα
Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη
ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει
Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει
παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει
laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo
laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo
Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει
ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει
91
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το λιοντάρι και ο γεωργός
Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι
μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει
Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει
του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει
Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη
δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι
92
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο σκύλος με το κρέας
Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε
και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε
Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι
για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι
Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο
αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο
Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash
μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης
93
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η αρκούδα και η αλεπού
Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται
γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται
laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει
laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo
Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash
δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη
94
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο τόννος και το δελφίνι
Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει
ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει
Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει
laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo
Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους
όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους
95
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο λαγός και ο σκύλος
Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε
μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε
Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον
laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo
Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει
laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo
96
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι
Σε γαϊδουριού την πλάτη
φορτώσανε αλάτι
Περνώντας ποταμάκι
γλιστρά το γαϊδουράκι
και το νερό το κρύο
μουσκεύει το φορτίο
Κι όπως το αλάτι λειώνει
το ζώο ξαλαφρώνει
Τόση χαρά μεγάλη
ποτέ δεν ένιωσε άλλη
Περάσανε φεγγάρια
και τώρα με σφουγγάρια
το ζο είναι φορτωμένο
Θυμάται το καημένο
πως κάποτε μια πτώση
στο ρέμα το rsquoχε σώσει
Είπε να δοκιμάσει
μπας και το βάρος χάσει
Γλιστρούνε τα ποδάρια
μουσκεύουν τα σφουγγάρια
μα όπως νερό ρουφάνε
το ζο στον πάτο πάνεhellip
Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν
για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip
97
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το πρόβατο που κούρευαν
Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν
αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν
Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του
έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του
laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω
Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo
Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις
γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις
98
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο πατέρας και το φίδι
Από φιδιού φαρμάκι
σκοτώθηκε παιδάκι
Θρηνούνε οι γονείς του
το τέλος της ζωής του
Βάζει σκοπό ο πατέρας
να εκδικηθεί το τέρας
Τσεκούρι έχει στο χέρι
του στήνει ένα καρτέρι
έξω απrsquo τη φωλιά του
καρτέρι του θανάτου
Μα σαν εκείνο βγήκε
λεπίδα δεν το βρήκε
Το χέρι ξαστοχάει
κομμάτι βράχου σπάει
Και ο πατέρας λέει
στο φίδι που του φταίει
laquo Κακώς ότι εγίνη
ας κάνουμε ειρήνη raquo
Κι εκείνο του σφυράει
μακριά του πριν να πάει
laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip
Κάθε που θα κοιτάζεις
γεμάτο εσύ τον τάφο
σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo
Πληγή που τον πονάει
κανένας δεν ξεχνάει
Στο νου του κάθε αρρώστου
η αρρώστια του εχθρός του
99
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η μύγα
Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη
και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει
Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει
γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει
Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως
αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως
100
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Οι μύγες
Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν
κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν
Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν
τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν
Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία
θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία
101
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Το κοράκι και η αλεπού
Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα
που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα
Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη
και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει
αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει
Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει
Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει
τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει
Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια
που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια
laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις
αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo
102
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο λύκος και η γριά
Ο λύκος γυρνά πεινασμένος
ζητώντας τροφή ο καημένος
Ακούει παιδάκι που κλαίει
και μία γριά να του λέει
laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο
στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo
Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει
ο λύκος κι εκεί περιμένει
Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει
το εγγόνι η γριά καλοπιάνει
laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει
ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo
Κι αυτός όπως φεύγει και πάει
προς τον εαυτό του μιλάει
laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα
τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo
103
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η κολοβή αλεπού
Ήταν που λέτε μια φορά
κάποια αλεπού δίχως ουρά
Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς
περίγελως κάθrsquo αλεπούς
Για να μη νιώθει πια ντροπή
στις άλλες σκέφτηκε να πει
κι αυτές να γίνουν κολοβές
γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές
κι αστεία δείχνουν τα κορμιά
χάνοντας κάθε ομορφιάhellip
Κάποια το ίδιο πονηρή
δίνει απάντηση σκληρή
laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή
που δίνει όποιος σας φθονείhellip
αφού οι ουρές μας αν κοπούν
πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo
104
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Η καλιακούδα και η αλεπού
Μια καλιακούδα που πεινά
προσμένει πότε μια συκιά
σύκα θα κάνει μέλι
Και μια αλεπού την είδε εκεί
να περιμένει ώρα πολλή
σαν έμαθε τι θέλει
έκανε γέλιο τρανταχτό
κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό
να κατεβεί της γνέφει
laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά
και για βοσκή σε σεργιανά
καθόλου όμως δεν τρέφει raquo
105
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο τυφλός
Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει
φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει
Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι
κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι
laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο
πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo
Και την κακία ακόμα
μαντεύεις απrsquo το σώμα
106
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Οι λαγοί και οι βάτραχοι
Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία
σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία
Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash
και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν
laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε
γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo
Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε
όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε
107
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
Ο βάτραχος και ο σκορπιός
Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει
κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει
Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει
και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει
laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo
laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo
108
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ
Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη
που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip
Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει
από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι
Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει
ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει
Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει
μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει
Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν
συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν
Όσα θέλεις πες
κι άκου όσα δε θες
109
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-
ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-
ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ
ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-
ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ
ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013