100 Mythoi Tou Aisopou

112
100 ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Transcript of 100 Mythoi Tou Aisopou

Page 1: 100 Mythoi Tou Aisopou

100 ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

ISBN 978-960-93-4986-4

copy Ι Ν Κυριαζής 2013

100 ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Έμμετρη απόδοση ΙΝΚυριαζής

ΑΘΗΝΑ 2013

Σωκράτης laquoἐννοήσας ὅτι τὸν ποιητὴν δέοι εἴπερ μέλλοι ποι-ητὴς εἶναι ποιεῖν μύθους ἀλλ᾽ οὐ λόγους καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθο-λογικός διὰ ταῦτα δὴ οὓς προχείρους εἶχον μύθους καὶἠπιστάμην τοὺς Αἰσώπου τούτους ἐποίησα οἷς πρώτοις ἐνέτυ-χονraquo Πλάτων Φαίδων 61b

Αντί προλόγου

Αίσωπος

Πλακουτσομύτης κοιλαράς μαυριδερός βρομιάρης

κουτσός καμπούρης και τραυλός ήταν και ξεδοντιάρης

Μα με μυαλό αστραφτερό ndash και με το λόγο μόνον

έμεινε αυτός ο άσχημος στο διάβα των αιώνων

Με τη σοφία της ζωής και της σκλαβιάς την πείρα

μικρούς μεγάλους δίδαξε νrsquo αλλάξουν χαρακτήρα

Το κάθε ζώο έγινε μάσκα κι ενός προσώπου

ρυτίδα του κάθε γραμμή στους μύθους του Αισώπου

ΙΝΚυριαζης

Τα καλά και τα κακά

Απrsquo τα κακά λεν κάποτε πως τα καλά διωχθήκαν

ως ασθενή στον ουρανό έτσι αυτά ανεβήκαν

Κι ο Δίας τα συμβούλευσε πώς στους θνητούς να πάνε

όχι μπουλούκι όλα μαζί μα χώρια να γυρνάνε

Γιrsquo αυτό κοπάδι τα κακά έρχονται στους ανθρώπους

γιατί είναι εκείνα πιο κοντά μα τrsquo άλλα απrsquo άλλους τόπους

9

Το κουνούπι και το λιοντάρι

Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε

και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε

laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα

νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα

Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου

Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo

Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει

κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει

Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει

μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη

Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους

μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους

10

Ο σκύλος με την κουδούνα

Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει

κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει

Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει

ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει

laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις

γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo

Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους

οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους

11

Η καρυδιά

Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε

θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε

Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω

απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo

12

Το άλογο και ο ιπποκόμος

Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει

μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει

Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι

αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo

Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει

στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει

13

Σκιά γαϊδάρου

Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος

να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος

Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει

τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει

laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι

και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι

Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση

του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει

ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo

ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo

Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει

Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει

laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου

δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo

14

Ο λύκος και το λιοντάρι

Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει

κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει

laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo

laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo

Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία

γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία

15

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 2: 100 Mythoi Tou Aisopou

ISBN 978-960-93-4986-4

copy Ι Ν Κυριαζής 2013

100 ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Έμμετρη απόδοση ΙΝΚυριαζής

ΑΘΗΝΑ 2013

Σωκράτης laquoἐννοήσας ὅτι τὸν ποιητὴν δέοι εἴπερ μέλλοι ποι-ητὴς εἶναι ποιεῖν μύθους ἀλλ᾽ οὐ λόγους καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθο-λογικός διὰ ταῦτα δὴ οὓς προχείρους εἶχον μύθους καὶἠπιστάμην τοὺς Αἰσώπου τούτους ἐποίησα οἷς πρώτοις ἐνέτυ-χονraquo Πλάτων Φαίδων 61b

Αντί προλόγου

Αίσωπος

Πλακουτσομύτης κοιλαράς μαυριδερός βρομιάρης

κουτσός καμπούρης και τραυλός ήταν και ξεδοντιάρης

Μα με μυαλό αστραφτερό ndash και με το λόγο μόνον

έμεινε αυτός ο άσχημος στο διάβα των αιώνων

Με τη σοφία της ζωής και της σκλαβιάς την πείρα

μικρούς μεγάλους δίδαξε νrsquo αλλάξουν χαρακτήρα

Το κάθε ζώο έγινε μάσκα κι ενός προσώπου

ρυτίδα του κάθε γραμμή στους μύθους του Αισώπου

ΙΝΚυριαζης

Τα καλά και τα κακά

Απrsquo τα κακά λεν κάποτε πως τα καλά διωχθήκαν

ως ασθενή στον ουρανό έτσι αυτά ανεβήκαν

Κι ο Δίας τα συμβούλευσε πώς στους θνητούς να πάνε

όχι μπουλούκι όλα μαζί μα χώρια να γυρνάνε

Γιrsquo αυτό κοπάδι τα κακά έρχονται στους ανθρώπους

γιατί είναι εκείνα πιο κοντά μα τrsquo άλλα απrsquo άλλους τόπους

9

Το κουνούπι και το λιοντάρι

Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε

και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε

laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα

νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα

Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου

Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo

Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει

κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει

Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει

μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη

Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους

μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους

10

Ο σκύλος με την κουδούνα

Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει

κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει

Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει

ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει

laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις

γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo

Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους

οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους

11

Η καρυδιά

Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε

θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε

Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω

απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo

12

Το άλογο και ο ιπποκόμος

Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει

μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει

Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι

αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo

Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει

στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει

13

Σκιά γαϊδάρου

Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος

να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος

Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει

τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει

laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι

και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι

Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση

του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει

ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo

ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo

Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει

Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει

laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου

δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo

14

Ο λύκος και το λιοντάρι

Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει

κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει

laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo

laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo

Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία

γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία

15

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 3: 100 Mythoi Tou Aisopou

100 ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ

Έμμετρη απόδοση ΙΝΚυριαζής

ΑΘΗΝΑ 2013

Σωκράτης laquoἐννοήσας ὅτι τὸν ποιητὴν δέοι εἴπερ μέλλοι ποι-ητὴς εἶναι ποιεῖν μύθους ἀλλ᾽ οὐ λόγους καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθο-λογικός διὰ ταῦτα δὴ οὓς προχείρους εἶχον μύθους καὶἠπιστάμην τοὺς Αἰσώπου τούτους ἐποίησα οἷς πρώτοις ἐνέτυ-χονraquo Πλάτων Φαίδων 61b

Αντί προλόγου

Αίσωπος

Πλακουτσομύτης κοιλαράς μαυριδερός βρομιάρης

κουτσός καμπούρης και τραυλός ήταν και ξεδοντιάρης

Μα με μυαλό αστραφτερό ndash και με το λόγο μόνον

έμεινε αυτός ο άσχημος στο διάβα των αιώνων

Με τη σοφία της ζωής και της σκλαβιάς την πείρα

μικρούς μεγάλους δίδαξε νrsquo αλλάξουν χαρακτήρα

Το κάθε ζώο έγινε μάσκα κι ενός προσώπου

ρυτίδα του κάθε γραμμή στους μύθους του Αισώπου

ΙΝΚυριαζης

Τα καλά και τα κακά

Απrsquo τα κακά λεν κάποτε πως τα καλά διωχθήκαν

ως ασθενή στον ουρανό έτσι αυτά ανεβήκαν

Κι ο Δίας τα συμβούλευσε πώς στους θνητούς να πάνε

όχι μπουλούκι όλα μαζί μα χώρια να γυρνάνε

Γιrsquo αυτό κοπάδι τα κακά έρχονται στους ανθρώπους

γιατί είναι εκείνα πιο κοντά μα τrsquo άλλα απrsquo άλλους τόπους

9

Το κουνούπι και το λιοντάρι

Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε

και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε

laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα

νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα

Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου

Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo

Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει

κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει

Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει

μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη

Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους

μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους

10

Ο σκύλος με την κουδούνα

Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει

κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει

Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει

ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει

laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις

γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo

Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους

οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους

11

Η καρυδιά

Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε

θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε

Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω

απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo

12

Το άλογο και ο ιπποκόμος

Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει

μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει

Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι

αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo

Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει

στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει

13

Σκιά γαϊδάρου

Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος

να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος

Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει

τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει

laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι

και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι

Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση

του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει

ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo

ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo

Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει

Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει

laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου

δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo

14

Ο λύκος και το λιοντάρι

Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει

κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει

laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo

laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo

Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία

γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία

15

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 4: 100 Mythoi Tou Aisopou

Σωκράτης laquoἐννοήσας ὅτι τὸν ποιητὴν δέοι εἴπερ μέλλοι ποι-ητὴς εἶναι ποιεῖν μύθους ἀλλ᾽ οὐ λόγους καὶ αὐτὸς οὐκ ἦ μυθο-λογικός διὰ ταῦτα δὴ οὓς προχείρους εἶχον μύθους καὶἠπιστάμην τοὺς Αἰσώπου τούτους ἐποίησα οἷς πρώτοις ἐνέτυ-χονraquo Πλάτων Φαίδων 61b

Αντί προλόγου

Αίσωπος

Πλακουτσομύτης κοιλαράς μαυριδερός βρομιάρης

κουτσός καμπούρης και τραυλός ήταν και ξεδοντιάρης

Μα με μυαλό αστραφτερό ndash και με το λόγο μόνον

έμεινε αυτός ο άσχημος στο διάβα των αιώνων

Με τη σοφία της ζωής και της σκλαβιάς την πείρα

μικρούς μεγάλους δίδαξε νrsquo αλλάξουν χαρακτήρα

Το κάθε ζώο έγινε μάσκα κι ενός προσώπου

ρυτίδα του κάθε γραμμή στους μύθους του Αισώπου

ΙΝΚυριαζης

Τα καλά και τα κακά

Απrsquo τα κακά λεν κάποτε πως τα καλά διωχθήκαν

ως ασθενή στον ουρανό έτσι αυτά ανεβήκαν

Κι ο Δίας τα συμβούλευσε πώς στους θνητούς να πάνε

όχι μπουλούκι όλα μαζί μα χώρια να γυρνάνε

Γιrsquo αυτό κοπάδι τα κακά έρχονται στους ανθρώπους

γιατί είναι εκείνα πιο κοντά μα τrsquo άλλα απrsquo άλλους τόπους

9

Το κουνούπι και το λιοντάρι

Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε

και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε

laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα

νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα

Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου

Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo

Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει

κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει

Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει

μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη

Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους

μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους

10

Ο σκύλος με την κουδούνα

Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει

κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει

Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει

ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει

laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις

γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo

Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους

οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους

11

Η καρυδιά

Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε

θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε

Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω

απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo

12

Το άλογο και ο ιπποκόμος

Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει

μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει

Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι

αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo

Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει

στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει

13

Σκιά γαϊδάρου

Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος

να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος

Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει

τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει

laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι

και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι

Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση

του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει

ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo

ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo

Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει

Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει

laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου

δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo

14

Ο λύκος και το λιοντάρι

Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει

κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει

laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo

laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo

Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία

γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία

15

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 5: 100 Mythoi Tou Aisopou

Αντί προλόγου

Αίσωπος

Πλακουτσομύτης κοιλαράς μαυριδερός βρομιάρης

κουτσός καμπούρης και τραυλός ήταν και ξεδοντιάρης

Μα με μυαλό αστραφτερό ndash και με το λόγο μόνον

έμεινε αυτός ο άσχημος στο διάβα των αιώνων

Με τη σοφία της ζωής και της σκλαβιάς την πείρα

μικρούς μεγάλους δίδαξε νrsquo αλλάξουν χαρακτήρα

Το κάθε ζώο έγινε μάσκα κι ενός προσώπου

ρυτίδα του κάθε γραμμή στους μύθους του Αισώπου

ΙΝΚυριαζης

Τα καλά και τα κακά

Απrsquo τα κακά λεν κάποτε πως τα καλά διωχθήκαν

ως ασθενή στον ουρανό έτσι αυτά ανεβήκαν

Κι ο Δίας τα συμβούλευσε πώς στους θνητούς να πάνε

όχι μπουλούκι όλα μαζί μα χώρια να γυρνάνε

Γιrsquo αυτό κοπάδι τα κακά έρχονται στους ανθρώπους

γιατί είναι εκείνα πιο κοντά μα τrsquo άλλα απrsquo άλλους τόπους

9

Το κουνούπι και το λιοντάρι

Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε

και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε

laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα

νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα

Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου

Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo

Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει

κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει

Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει

μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη

Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους

μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους

10

Ο σκύλος με την κουδούνα

Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει

κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει

Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει

ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει

laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις

γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo

Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους

οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους

11

Η καρυδιά

Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε

θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε

Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω

απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo

12

Το άλογο και ο ιπποκόμος

Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει

μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει

Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι

αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo

Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει

στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει

13

Σκιά γαϊδάρου

Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος

να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος

Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει

τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει

laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι

και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι

Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση

του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει

ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo

ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo

Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει

Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει

laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου

δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo

14

Ο λύκος και το λιοντάρι

Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει

κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει

laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo

laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo

Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία

γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία

15

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 6: 100 Mythoi Tou Aisopou

Τα καλά και τα κακά

Απrsquo τα κακά λεν κάποτε πως τα καλά διωχθήκαν

ως ασθενή στον ουρανό έτσι αυτά ανεβήκαν

Κι ο Δίας τα συμβούλευσε πώς στους θνητούς να πάνε

όχι μπουλούκι όλα μαζί μα χώρια να γυρνάνε

Γιrsquo αυτό κοπάδι τα κακά έρχονται στους ανθρώπους

γιατί είναι εκείνα πιο κοντά μα τrsquo άλλα απrsquo άλλους τόπους

9

Το κουνούπι και το λιοντάρι

Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε

και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε

laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα

νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα

Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου

Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo

Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει

κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει

Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει

μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη

Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους

μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους

10

Ο σκύλος με την κουδούνα

Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει

κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει

Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει

ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει

laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις

γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo

Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους

οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους

11

Η καρυδιά

Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε

θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε

Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω

απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo

12

Το άλογο και ο ιπποκόμος

Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει

μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει

Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι

αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo

Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει

στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει

13

Σκιά γαϊδάρου

Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος

να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος

Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει

τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει

laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι

και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι

Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση

του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει

ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo

ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo

Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει

Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει

laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου

δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo

14

Ο λύκος και το λιοντάρι

Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει

κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει

laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo

laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo

Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία

γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία

15

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 7: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το κουνούπι και το λιοντάρι

Σrsquo ένα λιοντάρι ολόγυρα κουνούπι λέει πετούσε

και δίχως φόβο μες στrsquo αφτί αυτό του ψιθυρούσε

laquo Ποτέ δεν ήσουνα εσύ πιο δυνατό από μένα

νύχια και δόντια γυναικών σrsquo άντρες θωρώ μπηγμένα

Γιατί λοιπόν να φοβηθώ άραγε τα δικά σου

Έλα αν τολμάς σε προκαλώ για πόλεμο ετοιμάσου raquo

Από τrsquo αφτί του φεύγοντας τη μύτη του δαγκώνει

κι ο λιόντας με τα νύχια του τη μούρη του ματώνει

Μα τη στιγμή που το έντομο άσμα επινίκιο φτιάχνει

μπλέκει σrsquo αόρατο ιστό που ύφανε μια αράχνη

Αυτός που κάποτε εύκολα νίκησε εχθρούς μεγάλους

μπορεί μια μέρα από μικρούς να χάσει αντιπάλους

10

Ο σκύλος με την κουδούνα

Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει

κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει

Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει

ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει

laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις

γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo

Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους

οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους

11

Η καρυδιά

Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε

θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε

Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω

απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo

12

Το άλογο και ο ιπποκόμος

Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει

μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει

Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι

αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo

Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει

στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει

13

Σκιά γαϊδάρου

Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος

να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος

Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει

τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει

laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι

και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι

Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση

του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει

ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo

ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo

Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει

Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει

laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου

δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo

14

Ο λύκος και το λιοντάρι

Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει

κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει

laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo

laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo

Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία

γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία

15

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 8: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο σκύλος με την κουδούνα

Με ύπουλο τρόπο ένα σκυλί περαστικούς δαγκώνει

κι ένα κουδούνι του κρεμούν που κίνδυνο δηλώνει

Μα εκείνο το κουδούνι του καμαρωτά κουνάει

ώσπου ένα γέρικο σκυλί με θάρρος του μιλάει

laquoΚαθόλου εσύ δε θα rsquoπρεπε γιrsquo αυτό να καμαρώνεις

γιατί με την κουδούνα σου κακία φανερώνειςraquo

Θόρυβο κάνοντας πολύ γύρω απrsquo το άτομό τους

οι αλαζόνες δείχνουνε τον κάκιστο εαυτό τους

11

Η καρυδιά

Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε

θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε

Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω

απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo

12

Το άλογο και ο ιπποκόμος

Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει

μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει

Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι

αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo

Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει

στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει

13

Σκιά γαϊδάρου

Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος

να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος

Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει

τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει

laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι

και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι

Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση

του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει

ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo

ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo

Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει

Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει

laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου

δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo

14

Ο λύκος και το λιοντάρι

Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει

κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει

laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo

laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo

Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία

γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία

15

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 9: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η καρυδιά

Με ξύλα οι περαστικοί μια καρυδιά χτυπάνε

θέλοντας τα καρύδια της να πέσουν να τα φάνε

Κι η καρυδιά μονολογεί laquo Για δείτε τι παθαίνω

απrsquo όσους η άμοιρη εγώ με τον καρπό μου ευφραίνω raquo

12

Το άλογο και ο ιπποκόμος

Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει

μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει

Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι

αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo

Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει

στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει

13

Σκιά γαϊδάρου

Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος

να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος

Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει

τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει

laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι

και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι

Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση

του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει

ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo

ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo

Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει

Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει

laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου

δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo

14

Ο λύκος και το λιοντάρι

Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει

κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει

laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo

laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo

Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία

γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία

15

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 10: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το άλογο και ο ιπποκόμος

Κριθάρι από άλογο ο ιπποκόμος κλέβει

μα το χτενίζει συνεχώς το τρίβει το χαϊδεύει

Κι εκείνο πια δεν άντεξε κι είπε laquo Βρε παλληκάρι

αν θες να είμαι όμορφο μην κλέβεις το κριθάρι raquo

Αν κάποιος κάνει ότι μπορεί για να σε κολακέψει

στο νου του πρώτα πρόσεξε μην έχει να σε κλέψει

13

Σκιά γαϊδάρου

Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος

να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος

Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει

τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει

laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι

και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι

Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση

του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει

ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo

ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo

Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει

Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει

laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου

δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo

14

Ο λύκος και το λιοντάρι

Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει

κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει

laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo

laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo

Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία

γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία

15

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 11: 100 Mythoi Tou Aisopou

Σκιά γαϊδάρου

Τον Δημοσθένη κάποτε μας παραδίδει ο μύθος

να ρητορεύσει εμπόδιζε δια βοής το πλήθος

Τότε κι αυτός τους έταξε σύντομα να μιλήσει

τον κόσμο έτσι κατάφερε κάπως να ηρεμήσει

laquo Μία φορά ένας μικρός νοίκιασε γαϊδουράκι

και με του ζώου το αφεντικό πήγαιναν ταξιδάκι

Ο ήλιος σαν τους έκαψε ψάχναν να βρουν μια λύση

του γάιδαρου η στενή σκιά ποιον πρέπει να δροσίσει

ldquo Για όλο το ζώο πλήρωσα εγώ θα μπω από κάτου rdquo

ldquo Μόνο το ζώο νοίκιασες όχι και τη σκιά του rdquo raquo

Ο Δημοσθένης σώπασε είχε ολοκληρώσει

Κι οι Αθηναίοι του φώναζαν το λόγο να τελειώσει

laquo Για τόσα θέματα καυτά που rsquoχουν μορφή χειμάρρου

δε νοιάζεστε μα μοναχά για μια σκιά γαϊδάρουraquo

14

Ο λύκος και το λιοντάρι

Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει

κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει

laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo

laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo

Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία

γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία

15

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 12: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο λύκος και το λιοντάρι

Λύκος αρπάζει πρόβατο και στη φωλιά το σέρνει

κι ένα λιοντάρι που πεινά ορμά και του το παίρνει

laquo Λιοντάρι μου είναι άδικο ndash κλέβεις κάτι δικό μου raquo

laquo Σάμπως κι εσύ το απέκτησες με χρήση κάποιου νόμουraquo

Δεν πρέπει κι ένας άνθρωπος που rsquoκανε μια αδικία

γιrsquo άλλον που έπραξε όμοια να πει κατηγορία

15

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 13: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο πατέρας και οι κόρες

Πάντρεψε κάποιος κόρες δυο που rsquoχανε πλούσια κάλλη

κεραμοπλάστη πήρε η μια και κηπουρό η άλλη

Η πρώτη ευδία εύχεται οι πλίνθοι να στεγνώσουν

κι η δεύτερη πολλές βροχές φυτά να μεγαλώσουν

Ο δύστυχος πατέρας τους δεν ξέρει τι να κάνει

ευχή για ήλιο ή για βροχή χωρίς μια να πικράνει

Είνrsquo άσκοπο να επιθυμείς δυο αντίθετα συγχρόνως

δε θα πετύχεις τίποτε και θα σου μείνει ο πόνος

16

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 14: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το έλατο και ο βάτος

Στο βάτο κάποτε έλατο με χλεύη είχε μιλήσει

laquo Εσύ κανέναν και ποτέ δεν έχεις ωφελήσει

ενώ εμένα θα με δεις σε στέγες νrsquo ανεβαίνω

και στων ανθρώπων εύκολα τα σπιτικά να μπαίνω raquo

laquo Των πριονιών των τσεκουριών τα τραύματα αν σκεφτόσουν

βάτος και όχι έλατο να ήσουν θα ευχόσουν raquo

Κάλλιο να μείνεις πάμφτωχος κι άφοβα να κοιμάσαι

παρά να γίνεις πλούσιος και όλο μrsquo έγνοιες να rsquoσαι

17

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 15: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο Δίας ο Προμηθέας η Αθηνά ο Μώμος

Ο Δίας με την Αθηνά και με τον Προμηθέα

συναγωνίζονταν σκληρά σrsquo έργα πολύ ωραία

Το Μώμο βάλανε κριτή για τις κατασκευές τους

Καθόλου δεν αργήσανε να δείξουν τις δουλειές τους

Ο Δίας ταύρο έπλασε άνθρωπο ο Προμηθέας

σπίτι η Αθηνά ποιος θα rsquoπαιρνε το έπαθλο της ιδέαςhellip

Κι ο Μώμος που τα έργα τους είχε πολύ φθονήσει

βρήκε κι από ένα ελάττωμα στην καθεμιά του κρίση

laquo Στα κέρατα τους οφθαλμούς να rsquoχει ο ταύρος πρέπει

κι έτσι όταν θέλει να χτυπά το στόχο του να βλέπει

Ο άνθρωπος έξω απrsquo το νου τις σκέψεις να κρεμάει

να ξέρουμε τι σκέφτεται να μη μας ξεγελάει

Το σπίτι θα rsquoτανε καλό γοργούς τροχούς να έχει

αν τύχει γείτονας κακός μακριά πολύ να τρέχει raquo

Κι ο Δίας εξοργίστηκε τόσο μrsquo αυτήν την κρίση

που αμέσως αποφάσισε το Μώμο να εξορίσει

Τίποτε δεν είνrsquo άψογο μας λέει η ιστορία

που να μην επιδέχεται καμιά κατηγορία

18

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 16: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο άνθρωπος που βρήκε ένα χρυσό λιοντάρι

Δειλός τσιγκούνης κάποτε βρήκε χρυσό λιοντάρι

Μrsquo αυτά τα δυο γνωρίσματα ποια απόφαση να πάρειhellip

Να το αγκαλιάσει θα rsquoθελε από φιλαργυρία

μα τον σταμάταγε σrsquo αυτό η τόση του δειλία

Την τύχη για τα πλούτη του να υμνήσει που του δίνει

ή να τη βρίσει αφού χαρά να νιώσει δεν αφήνει

Θεού κατάρα να rsquoναι αυτή ή να rsquoναι θεού χάρη

που λαχταράει το χρυσό μα τρέμει το λιοντάριhellip

Αν δεν μπορείς να τα χαρείς τα πλούτη σου είναι ανούσια

Η μόνη ουσία στη ζωή ψυχή να έχεις πλούσια

19

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 17: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο οδοιπόρος και η οχιά

Διαβάτης είδε μιαν οχιά στο δρόμο παγωμένη

και σκέφτηκε πως του ερπετού λίγη ζωή του μένει

Να τη ζεστάνει θέλοντας στον κόρφο του τη χώνει

μα εκείνη μες στη ζεστασιά ξυπνά και τον δαγκώνει

Μην περιμένεις ο κακός τη φύση του νrsquo αλλάξει

Ακόμη κι αν τον γλύκανες φαρμάκι θα σου στάξει

20

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 18: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το φίδι που το πατούσαν

Φίδι που πάταγαν πολλοί σrsquo ένα βωμό σερνόταν

και του rsquoπε ο Απόλλωνας που του παραπονιόταν

laquo Αν δάγκωνες απrsquo την αρχή αυτόν που σε πατούσε

να σε πατήσει άλλος κανείς μετά δε θα τολμούσε raquo

21

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 19: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο βοσκός που έλεγε ψέματα

Συνήθειο είχε ένας βοσκός κόσμο να ξεγελάει

φωνάζοντας πως έρχεται λύκος τrsquo αρνιά να φάει

Τρομάζαν τότε οι χωρικοί και τρέχαν για βοήθεια

μα πάντα φεύγαν με χαρά που δεν ήταν αλήθεια

Κι όταν ο λύκος πράγματι να κυνηγήσει βγήκε

όσο κι αν φώναζε ο βοσκός βοηθό του ούτrsquo έναν βρήκε

Γιατί νομίσαν όλοι τους πως πάλι ψέμα λέει

Κι αν το κοπάδι του έχασε που ήταν ψεύτης φταίει

Πώς να πιστέψεις άνθρωπο που σε παραμυθιάζειhellip

Γιατί κι αλήθεια όταν πει πάλι με ψέμα μοιάζει

22

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 20: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το παιδί που πνιγόταν

Κάποτε σrsquo έναν ποταμό μικρό παιδί πνιγόταν

κι ένας που πέρναγε από κει την τόλμη του μεμφόταν

laquo Τι το rsquoθελες παιδάκι μου εδώ να κολυμπήσεις raquo

laquo Σώσε με πρώτα κι ύστερα να με κατηγορήσεις raquo

Αυτός που σφάλμα έκανε δε θέλει τη μομφή σουhellip

Αν θέλεις κατηγόρησε μα πρώτα ευσπλαχνίσου

23

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 21: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο δειλός κυνηγός και ο ξυλοκόπος

Λιοντάρι ψάχνει κυνηγός ζητά από ξυλοκόπο

αν κάπου είδε τα χνάρια του να του rsquoδειχνε τον τόπο

Κι ο ξυλοκόπος πρόθυμα το ίδιο το ζώο του δείχνει

laquo Μα το λιοντάρι δε ζητώ να δω μόνον τα ίχνη raquo

είπε χλομός ο κυνηγός που rsquoχε κατατρομάξει

Συχνά στα λόγια ο τολμηρός είναι δειλός στην πράξη

24

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 22: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο αστρονόμος

Να δει τrsquo αστέρια έβγαινε τις νύχτες ο αστρονόμος

κι ο ουρανός τα μάτια του τραβούσε κι όχι ο δρόμος

Γιrsquo αυτό όπως πάνω κοίταζε συνέχεια ένα βράδυ

χωρίς να δει στα χαμηλά έπεσε σε πηγάδι

Κι ο αστρονόμος μέσα εκεί οδύρεται και κλαίει

μα κάποιος που κατάλαβε τι έγινε του λέει

laquo Ε φίλε που τον ουρανό κοιτάζεις σαν το χάνο

δε σrsquo ενδιαφέρουνε αυτά που rsquoναι στη γη επάνωhellipraquo

Στrsquo αλήθεια είναι παράξενο να μελετάς τrsquo αστέρια

μα να μην ξέρεις πού πατάς ή τι κρατάς στα χέρια

25

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 23: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η αλεπού και τα σταφύλια

Κάτω από μια κληματαριά σταφύλια για να φτάσει

πηδούσε αδίκως μια αλεπού που rsquoχε πολύ πεινάσει

Κι αφού απέμεινε άκαρπη κι η τελευταία προσπάθεια

πήρε το δρόμο της γιrsquo αλλού λέγοντας με απάθεια

laquo Τσάμπα τσαμπιά κυνήγησα το χρόνο μου έχω χάσει

αφού οι ρώγες που rsquoθελα δεν έχουν ωριμάσει raquo

Με παροιμία το rsquoπανε οι άνθρωποι καθάρια

laquo Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια raquo

26

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 24: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο σαλπιγκτής

Σε πόλεμο ένα σαλπιγκτή κάποτε αιχμαλωτίσαν

και να τον θανατώσουνε έτοιμοι οι εχθροί του ήσαν

laquo Στρατιώτες πείτε μου γιατί θα πρέπει να πεθάνω

Μόνο τη σάλπιγγα βαστώ πόλεμο εγώ δεν κάνω raquo

laquo Μάθε λοιπόν ότι γιrsquo αυτό πιότερο δε γλιτώνεις

τι κι αν εσύ δεν πολεμάςτους άλλους ξεσηκώνεις raquo

Αυτό η μάχη της ζωής μάς το rsquoμαθε με οδύνη

χειρότερος κι απrsquo το φονιά αυτός που τrsquo όπλο δίνει

27

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 25: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η σελήνη και η μητέρα της

Φουστάνι απrsquo τη μάνα της ζητούσε η Σελήνη

να πέφτει ωραία πάνω της και χάρη να της δίνει

laquo Φουστάνι τέτοιο ποιος μπορεί κόρη μου να σου υφάνει

σε χάση και πανσέληνο το ίδιο να σου κάνειraquo

Έτσι κι ο κάθε άνθρωπος συχνά πολύ αλλάζει

και με τις φάσεις που περνά στο φεγγαράκι μοιάζει

28

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 26: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το λιοντάρι και η αλεπού

Λιοντάρι σε γεράματα πώς την τροφή του πιάνειhellip

Ξαπλώνει σrsquo ένα σπήλαιο το άρρωστο να κάνει

Τα ζώα που ενδιαφέρθηκαν και που κοντά του πήγαν

εύκολη λεία τrsquo άμοιρα για κείνο καταλήγαν

Μόνrsquo η αλεπού αδιάφορη το σπήλαιο προσπερνάει

και το λιοντάρι το γιατί δεν μπαίνει τη ρωτάει

laquo Γιατί ίχνη βλέπω αρκετά από τα ζώα που μπήκαν

αλλά απrsquo αυτά κανένα τους δε δείχνει κι ότι βγήκανraquo

Έτσι κι οι ξύπνιοι άνθρωποι πρέπει το νου τους να έχουν

κι αν θέλουν νrsquo αποφύγουνε κινδύνους να προσέχουν

29

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 27: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το λυχνάρι

Λυχνάρι για τη λάμψη του συνέχεια καυχιόταν

και με το φως το δυνατό του ήλιου συγκρινόταν

Φυσάει αγέρι απαλό και το λυχνάρι σβήνει

Κι αυτός που το ξανάναψε μια συμβουλή του δίνει

laquo Φέγγε λυχνάρι όσο θες μα κάλλιο να σωπάσεις

Τη λάμψη εσύ των αστεριών ποτέ σου δε θα φτάσεις raquo

Από την περηφάνια του κανείς να μη φουσκώνει

γιατί από τη δόξα του θα μείνει λίγη σκόνη

30

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 28: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το ελάφι και το αμπέλι

Ένα ελάφι κυνηγοί με λύσσα κυνηγούνε

Μέσα σε κληματόφυλλα κρύφτηκε μην το βρούνε

Να μασουλάει άρχισε τα φύλλα που το σώσαν

κι ακάλυπτο όπως έμεινε εύκολα το σκοτώσαν

Ποτέ τους ευεργέτες σου να μην τους ζημιώνεις

Για την αχαριστία σου πληρώνεις δε γλιτώνεις

31

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 29: 100 Mythoi Tou Aisopou

Τα βόδια και ο τροχός

Κάποτε βόδια έσερναν μιαν άμαξα με κόπο

και στον τροχό που βόγγαγε του είπανε με τρόπο

laquo Καθόλου δεν αισχύνεσαι έτσι να μας πειράζεις

Εμείς το βάρος έχουμε εσύ γιατί φωνάζειςraquo

Κι ότι τα βόδια είπανε ισχύει και στους ανθρώπους

Άλλοι τα βάρη κουβαλούν κι άλλοι μιλούν για κόπους

32

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 30: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο γεωργός και τα παιδιά του

Ένας γεωργός πεθαίνοντας καλεί τους γιους κοντά του

να μεταδώσει θέλοντας την πείρα απrsquo τη δουλειά του

laquo Παιδιά μου φεύγω απrsquo τη ζωή όμως εσείς μπορείτε

όσα κρυμμένα έχω εγώ στο αμπέλι να τα βρείτε raquo

Κι εκείνοι θεωρήσανε πως θησαυρό είχε θάψει

και πριν θαφτεί ο πατέρας τους είχαν το αμπέλι σκάψει

Τι κι αν κανένα θησαυρό δε βρήκανε θαμμένοhellip

Το αμπέλι έδωσε καρπό έτσι καλά σκαμμένο

Μην περιμένεις εύκολα τίποτε νrsquo αποκτήσεις

δικό σου κάνεις ότι θες μονάχα άμα μοχθήσεις

33

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 31: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η κοιλιά και τα πόδια

Τα πόδια κοκορεύονται πως την κοιλιά στηρίζουν

Μα αν δε γεμίσει αυτή η κοιλιά τα πόδια δε λυγίζουνhellip

Ο λόγος μες στον πόλεμο βρίσκει το αντίστοιχό του

Τι να σου κάνει ένας στρατός χωρίς το στρατηγό του

34

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 32: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο άνθρωπος και ο Σάτυρος

Χειμώνας κι ένας Σάτυρος άνθρωπο φίλο κάνει

Μα όταν τον είδε να φυσά τα χέρια να ζεστάνει

και το φαΐ του το καυτό αυτό για να κρυώσει

ο Σάτυρος τη σχέση τους τότε είπε να τελειώσει

laquo Άνθρωπε ήρθε η στιγμή για να σου πω το αντίο

γιατί απrsquo το ίδιο στόμα εσύ βγάζεις ζεστό και κρύο raquo

Ο μύθος νrsquo αποφεύγουμε μας λέει τη φιλία

εκείνων που η διάθεση τελεί σrsquo αμφιβολία

35

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 33: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η αλεπού και το λιοντάρι

Ποτέ λιοντάρι μια αλεπού δεν είχε δει μπροστά της

Πρώτη φορά σαν το rsquoδε αυτή έχασε τη μιλιά της

Τρόμαξε και τη δεύτερη όμως πολύ πιο λίγο

Την τρίτη το συνήθισε και το rsquoκανε και φίλο

Γιατί συχνά το βλέπουμε πως γίνεται στrsquo αλήθεια

να μαλακώνει αργά-αργά το φόβο η συνήθεια

36

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 34: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο βοσκός και τα αγριοκάτσικα

Μέσα σε σπήλαιο οδηγεί ένας βοσκός τα γίδια

να φυλαχτεί που ξέσπασε μεγάλη καταιγίδα

Άγριες κατσίκες βρίσκει εκεί πιότερες και μεγάλες

που σαν κι αυτές στη στάνη του ποτέ δεν είχε άλλες

Τότε παράτησε ο βοσκός τα ζώα τα δικά του

και τάιζε μόνο ο καψερός τrsquo αγριοκάτσικά του

Τα ζώα απrsquo το κοπάδι του στην πείνα τους ψοφήσαν

βγήκαν και τrsquo άγρια απrsquo τη σπηλιά και στο βουνό σκορπίσαν

Μια σκέψη στο κεφάλι του τον ενοχλεί σαν μύγα

πως όποιος πάει για τα πολλά θα χάσει και τα λίγα

37

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 35: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η κότα που γεννούσε χρυσά αβγά

Από μια κότα αβγά χρυσά παίρνει ο κύριός της

Βρε λες χρυσάφι αρκετό να βρίσκεται εντός της

Αυτήν τη σκέψη κάνοντας την πιάνει και τη σφάζει ndash

μα βρίσκει μόνον έντερα στις άλλες κότες μοιάζει

Και να τι θέλει να μας πει της κότας η θυσία

πως κλούβια αβγά μόνο γεννά του ανθρώπου η απληστία

38

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 36: 100 Mythoi Tou Aisopou

Τα σαλιγκάρια

Τα σαλιγκάρια τσίριζαν στη χύτρα πριν τα φάνε

Την ώρα που τα σπίτια τους καίγονται τραγουδάνε

Υπάρχει μια σωστή στιγμή το καθετί να γίνει

κι αυτός που άκαιρα ενεργεί τρελού εικόνα δίνει

39

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 37: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο μεσόκοπος και οι δυο ερωμένες του

Δυο ερωμένες είχε και το γλένταγε

μεσόκοπος αστός σε μαύρο χάλι ndash

η μια τα είκοσι ούτε που πέρναγε

τα χρόνια της δε μαρτυρούσε η άλλη

Τις άσπρες τρίχες του ξερίζωνε η νέα

για να μην είναι μrsquo έναν γκριζομάλλη

κι όλες τις μαύρες του η γριά ndash μένει μοιραία

δίχως μαλλιά δίχως μυαλό κεφάλι

40

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 38: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το λιοντάρι και ο βάτραχος

Βατράχι ακούει λέοντας σε λίμνη να κοάζει

κι ένα θηρίο φαντάζεται πως έτσι θα φωνάζει

Κι όταν τη λίμνη αργότερα το rsquoδε να παρατάει

το ένα πόδι του άπλωσε και το τσαλαπατάει

Δεν πρέπει να φοβόμαστε κάτι προτού το δούμε

και να μην ταραζόμαστε μονάχα απrsquo όσα ακούμε

41

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 39: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο κύκνος

Πλούσιος τρέφει δυο πτηνά να μην τα φάει η πείνα

κύκνο για το τραγούδι του για φαγητό μια χήνα

Τη νύχτα που αποφάσισε τη χήνα του να σφάξει

μες στο σκοτάδι λάθεψε τον κύκνο είχε αρπάξει

Κι εκείνος άσμα τραγουδά πρόλογο του θανάτου

το λάθος φανερώνοντας έτσι στrsquo αφεντικά του

Το κύκνειο άσμα που rsquoψαλε του rsquoσωσε το κεφάλι

γιατί συχνά το θάνατο η μουσική αναβάλλει

42

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 40: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο ταύρος και οι άγριοι τράγοι

Λιοντάρι ταύρο κυνηγά και σε σπηλιά αυτός μπαίνει

όπου εκεί τον κουτουλούν τράγοι αγριεμένοι

laquo Τα κέρατά σας τα σκληρά raquo ο ταύρος λέει laquo θrsquo αντέξω

όχι από φόβο για εσάς αλλά γιrsquo αυτόν που rsquoναι έξω raquo

Νrsquo αντέχεις όταν σε χτυπούν κάποιοι ασθενέστεροί σου

αν έτσι σώζεσαι απrsquo αυτούς που rsquoναι ισχυρότεροί σου

43

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 41: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο ναυαγός

Με πλοίο Αθηναίος πλούσιος ένα ταξίδι πάει

και ξαφνικά θύελλα ξεσπάει

Το πλοίο ανατρέπεται όλοι τους ναυαγούνε

και κολυμπούν για να σωθούνε

Μα ο πλούσιος δεν κολυμπά κι υπόσχεται να δώσει

στην Αθηνά πολλά αν τον σώσει

Και κάποιος που τον άκουσε μια συμβουλή του δίνει

laquo συν Αθηνά και χείρα κίνει raquo

Μην περιμένεις να σωθείς σε συμφορές σαν πέσεις

χωρίς αγώνα αν τους θεούς απλώς παρακαλέσεις

44

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 42: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το καλάμι και η ελιά

Κάποια ελιά κορόιδευε καλάμι που λυγούσε

κάθε που φύσαγε μα αυτό καθόλου δε μιλούσε

Ξεσπάει αγέρας κι η ελιά που ανθίσταται κρακ σπάει

μα το καλάμι σώζεται που ξέρει να λυγάει

Δεν πρέπει νrsquo αντιστέκεσαι στους ισχυρότερούς σου

τον τρόπο να ελίσσεται πρέπει να βρει ο νους σου

45

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 43: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο φιλάργυρος

Ένας τσιγκούνης άνθρωπος πουλά το βιος του όλο

για να το κρύβει εύκολα χρυσό αγοράζει βώλο

Κι αφού τόπο επέλεξε μεγάλο λάκκο σκάβει ndash

μαζί με την ψυχούλα του εκεί το βώλο θάβει

Για να τον βλέπει συνεχώς κει γύρω βωλοδέρνει

μα κλέφτης που τον πρόσεξε πάει και του τον παίρνει

Και όταν ο φιλάργυρος κατάλαβε πως λείπει

θρηνολογώντας τα μαλλιά τραβούσε απrsquo τη λύπη

Άνθρωπος που τον ρώτησε κι έμαθε τι συνέβη

αφού λιγάκι σκέφτηκε σοφά τον συμβουλεύει

laquo Φίλε μου πάψε να θρηνείς έλεος πια νισάφι

Σαν να μην το rsquoχες ήτανε και που rsquoχες το χρυσάφι

Αντί χρυσό τα χέρια σου πέτρα στο χώμα ας χώσουν

αφού και που rsquoχες το χρυσό σαν πέτρα του φερόσουν raquo

Ο πλούτος χάνει κάθε αξία

αν περιπέσει σε αχρησία

46

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 44: 100 Mythoi Tou Aisopou

Οι χύτρες

Δυο χύτρες διαφορετικές ποτάμι παρασέρνει

μια από πηλό μια από χαλκό κοντά το ρεύμα φέρνει

Κι η πήλινη στη χάλκινη λέει laquo Μην πλησιάσεις

γιατί αν μrsquo αγγίξεις σίγουρα εμένα θα με σπάσεις raquo

Μακριά το σπίτι του φτωχού

απrsquo το παλάτι του ισχυρού

47

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 45: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο γέρος και ο θάνατος

Γέρος τα ξύλα που rsquoκοψε στην πλάτη κουβαλούσε

κι αφού κουράστηκε πολύ το Θάνατο καλούσε

Μα όταν του rsquoρθε ο Θάνατος να μάθει τι ζητάει

laquo ήθελα εσύ να σήκωνες το βάρος raquo του απαντάει

Γιατί όλοι τη ζωούλα μας που τόσο αγαπούμε

δε θέλουμε να χάσουμε έστω κι αν δυστυχούμε

48

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 46: 100 Mythoi Tou Aisopou

Οι κλέφτες και ο κόκορας

Μία φορά κι έναν καιρό κλέφτες σε σπίτι μπήκαν

μα όσο και να έψαξαν τίποτε εκεί δε βρήκαν

Για να μη φύγουν άπραγοι πήραν απrsquo το κοτέτσι

ένα μεγάλο πετεινό κάτι να κλέψουν έτσι

Κι εκείνος τους παρακαλεί να μην τονε πειράξουν ndash

πώς θα ξυπνάει το πρωί το αφεντικό αν τον σφάξουν

laquo Γιrsquo αυτό ακριβώς θα έπρεπε πιότερο να πεθάνεις

γιατί ξυπνώντας τον αυτόν σrsquo εμάς χαλάστρα κάνεις raquo

Τους καλούς αν τους γλυκάνεις

τους κακούς θα τους πικράνεις

49

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 47: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο γιατρός και ο ασθενής

Πριν από χρόνια συγγενείς βρέθηκαν σε κηδεία

μαζί μrsquo αυτούς ένας γιατρός ήταν στη συνοδεία

Όλο έλεγε για το νεκρό πως δε θα rsquoχε πεθάνει

αν είχε κόψει το κρασί και κλύσμα αν είχε κάνει

Και κάποιος του rsquoπε laquo Φίλε μου καιρός να το βουλώσεις

Γιατί όσο ζούσε θα rsquoπρεπε τις συμβουλές να δώσεις raquo

50

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 48: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο Ηρακλής και ο πλούτος

Μαζί με τους θεούς μπορεί ο Ηρακλής να φάει

με σεβασμό όπως έρχονται όλους τους χαιρετάει

Μόνο στον Πλούτο έσκυψε να μην τον αντικρίσει

κι εύλογα ο Δίας ζήτησε αυτό να του εξηγήσει

laquo Γιατί εγώ όσο γύριζα σrsquo όλους τους κάτω τόπους

τον είδα να επισκέπτεται μόνο κακούς ανθρώπους raquo

51

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 49: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο Δίας και η χελώνα

Όταν ο Δίας το γάμο του σκέφτηκε να τελέσει

σrsquo όλα τα ζώα φαγητό είπε να παραθέσει

Μόνο η χελώνα έλειψε που rsquoχε καθυστερήσει

και την αργοπορία της ζητά να του εξηγήσει

laquo Γιατί το σπίτι μου αγαπώ raquo εκείνη του απαντάει

Τότε είπε ο Δίας το σπίτι της μαζί να κουβαλάει

Απrsquo τα παλάτια προτιμούνε

κάποιοι στα σπίτια τους να ζούνε

52

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 50: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο Δίας και το φίδι

Όλα τα ζώα έφεραν στου Δία το γάμο δώρο

ως και το φίδι κράταγε στο στόμα του ένα ρόδο

laquo Απrsquo όλους δώρα δέχομαι μα όχι κι από σένα

γιατί με δηλητήριο θα τα rsquoχεις ποτισμένα raquo

53

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 51: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο λύκος κι ο ερωδιός

Λύκος κατάπιε κόκκαλο κι ένα γιατρό ζητάει

Ερωδιό συνάντησε κι αυτόν παρακαλάει

να χώσει μες στο φάρυγγα όλο του το κεφάλι

και του υπόσχεται αμοιβή το κόκκαλο αν του βγάλει

Πράγματι έτσι κι έγινε του έκανε τη χάρη

κι αφού του το rsquoβγαλε ζητά την αμοιβή να πάρει

laquo Μόλις σrsquo αντάμειψα θαρρώ που βγήκες απrsquo το στόμα

του λύκου κι είσαι ζωντανός ερωδιέ ακόμαraquo

Αν έναν άνθρωπο κακό ποτέ σου ωφελήσεις

αν δε σε βλάψει ανταμοιβή αυτό να θεωρήσεις

54

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 52: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το λιοντάρι και ο λαγός

Λιοντάρι βρίσκοντας λαγό στο δάσος κοιμισμένο

να του ορμήξει σκόπευε γιατί rsquoταν πεινασμένο

Την ώρα εκείνη δίπλα τους περνά ένα ελάφι

και το λιοντάρι προς αυτό με γρηγοράδα εστράφη

Από την καταδίωξη ξυπνά ο λαγός και φεύγει

και το ελάφι τρέχοντας τον κίνδυνο διαφεύγει

laquo Αχ raquo το λιοντάρι σκέφτεται laquo μυαλό πρέπει να βάλω

γιατί άφησα το σίγουρο για κάτι πιο μεγάλο raquo

Έτσι και κάποιοι άνθρωποι όμοιο λάθος κάνουν

για τα πολλά πηγαίνοντας τα λίγα που rsquoχουν χάνουν

55

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 53: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο γάιδαρος που κουβαλούσε ένα άγαλμα

Κάποιος πάνω σε γάιδαρο ένrsquo άγαλμα φορτώνει

και για την πόλη πάει

Καθένας που τους συναντά το βλέμμα χαμηλώνει

το άγαλμα προσκυνάει

Ο γάιδαρος πως προσκυνούν τον ίδιο δίχως άλλο

ο αφελής νομίζει

Σταμάτησε να προχωρά μrsquo εγωισμό μεγάλο

αδιάκοπα γκαρίζει

Ο άνθρωπος κατάλαβε με ρόπαλο στη μούρη

πήρε να το χτυπάει

laquo Δεν πίστευα πως ήσουνα τόσο χαζό γαϊδούρι raquo

και ξαναπροχωράει

Σε όσους σε γνωρίζουνε άλλον μην προσποιείσαι

ξέρουν αυτοί ποιος είσαι

56

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 54: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο γάιδαρος και τα τζιτζίκια

Τζιτζίκια άκουσε γάιδαρος κι ευφράνθηκε η καρδιά του

φθονώντας τα για τη φωνή έχασε τη μιλιά του

Ζηλεύοντας τα ξένα

χάνεις τrsquo αποκτημένα

57

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 55: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο γάιδαρος το κοράκι και ο λύκος

Γάιδαρος που rsquoχει μια πληγή στη ράχη του βοσκάει

κι ένα κοράκι κάθεται πάνω και την τσιμπάει

Τρελαίνεται απrsquo τον πόνο του ο γάιδαρος γκαρίζει

και στον αφέντη του το ζο χαμόγελο χαρίζει

Λύκος που πέρναγε από κει το θέαμα κοιτάζει

και με τα λόγια του αυτά πικρά το σχολιάζει

laquo Δύστυχοι εμείς μας κυνηγούν μόνο που θα μας δούνε

μα ο γάιδαρος πιο δύστυχος γιατί μrsquo αυτόν γελούνε raquo

Ο πόνος γίνεται διπλός

γιrsquo αυτό αν γελά ο διπλανός

58

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 56: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο λύκος και το πρόβατο

Λύκο δαγκώσανε σκυλιά και όπως υποφέρει

παρακαλεί ένα πρόβατο νεράκι να του φέρει

laquo Τροφή θα βρω λίγο αν πιω τη θέση μου λυπήσου raquo

laquo Μα αν όπως λες φέρω νερό θα γίνω εγώ τροφή σουraquo

Κακούργο που υποκρίνεται το θύμα μη λυπάσαι

αλλιώς προτού το αντιληφθείς εσύ θύμα του θα rsquoσαι

59

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 57: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο λύκος και οι βοσκοί

Λύκος που είδε σε σκηνή

βοσκούς να τρώνε κάποιο αρνί

πηγαίνει σε αυτούς κοντά

και με παράπονο ρωτά

laquo Γιατί με κυνηγάτε τότε

αν φάω κι εγώ αυτό που τρώτε raquo

Γιrsquo αυτό στο στόμα σου μην πιάνεις

άλλον που κάνει ότι κάνεις

60

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 58: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το κατσίκι και ο λύκος

Ένα κατσίκι που ήτανε σε βράχο ανεβασμένο

μrsquo ασφάλεια λύκο πείραζε που γύρναγε ασκόπως

Κι εκείνος του απάντησε με ύφος προσβεβλημένο

laquo Να ξέρεις δε με λοιδορείς εσύ αλλά ο τόπος raquo

Αν βρεις τόπο κατάλληλο και μια καλή ευκαιρία

το θράσος σου αυξάνεται και χάνεται η δειλία

61

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 59: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο άνθρωπος που μετρούσε τα κύματα

Κάποιος σε μιαν ακρογιαλιά τα κύματα μετρούσε

κι όταν το μέτρημα έχανε η αλεπού γελούσε

laquo Γιατί λυπάσαι άνθρωπε για όσα πια περάσαν

Ξέχνα τα αυτά και μέτρησε ακόμη όσα δε σπάσαν raquo

62

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 60: 100 Mythoi Tou Aisopou

Οι δυο σάκοι

Δυο σάκους σrsquo όλη τη ζωή μόνοι μας κουβαλούμε

έναν μπροστά έναν πίσω μας με κόπο τους βαστούμε

Ο πίσω σάκος ξέχειλος κακά που rsquoναι δικά μας

Γεμάτος ξένα ο μπροστινός κι αυτά πιάνει η ματιά μαςhellip

63

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 61: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο τζίτζικας και τα μυρμήγκια

Χειμώνας κι ένας τζίτζικας δεν έχει τι να φάει

κι απrsquo τα μυρμήγκια που έχουνε λίγο φαΐ ζητάει

laquo Γιατί δε μάζευες τροφή όλο το καλοκαίρι raquo

laquo Τραγούδαγα δεν έβρισκα χρόνο για χασομέρι raquo

laquo Αφού το θέρος έπαιζες αυλό να μας μαγεύεις

από την πείνα ολόκληρο χειμώνα θα χορεύεις raquo

64

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 62: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το ελάφι και το λιοντάρι

Ελάφι που από κυνηγούς έτρεχε να ξεφύγει

μες στη σπηλιά ενός λιονταριού το rsquoσπρωξε το κυνήγι

Και πριν να κατασπαραχτεί απrsquo το κακό θηρίο

έτσι αποχαιρέτησε το σύντομό του βίο

laquo Απrsquo τους ανθρώπους θέλοντας το άμοιρο να ξεφύγω

μπροστά σrsquo αυτού του αγριμιού τα νύχια καταλήγω raquo

Μικρών κινδύνων άνθρωπε το φόβο αν δεν αντέχεις

σrsquo ακομη μεγαλύτερους μην πέσεις να προσέχεις

65

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 63: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο τοίχος και ο πάσσαλος

Τοίχος που είχε πάσσαλο μέσα του καρφωμένο

πονούσε κι έτσι έλεγε με τόνο απορημένο

laquo Αφού εσένα πάσσαλε καθόλου δεν πειράζω

γιατί βαθιά μου χώθηκες και τώρα έτσι σπαράζω raquo

laquo Δεν είμαι υπεύθυνος εγώ για να λογοδοτήσω

μα αυτός που με σφοδρότητα με χτύπησε από πίσω raquo

66

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 64: 100 Mythoi Tou Aisopou

Οι χήνες και οι γερανοί

Χήνες μαζί με γερανούς έβοσκαν σε λιβάδι

μέχρι που κάποιοι κυνηγοί τα έβαλαν σημάδι

Οι γερανοί ανάλαφροι στον ουρανό ανεβήκαν

αλλά οι χήνες πιο βαριές άργησαν και πιαστήκαν

Όμοια σε πόλης άλωση φεύγει ο φτωχός γλιτώνει

τον πλούσιο πίσω ο πλούτος του κρατά και τον σκλαβώνει

67

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 65: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο ήλιος και ο βοριάς

Κάποτε ο ήλιος κι ο βοριάς είχανε λέει μαλώσει

για ένα θνητό ποιος απrsquo τους δυο μπορεί να ξεγυμνώσειhellip

Πρώτος δοκίμασε ο βοριάς μα όσο κι αν φυσούσε

ο άνθρωπος που κρύωνε τα ρούχα του κρατούσε

Μετά ο ήλιος έλαμψε κι έγινε η γη καμίνι

τον άνθρωπο που ίδρωσε η ζέστη αμέσως γδύνει

Ο ταπεινός πιο εύκολα φτάνει σrsquo επιτυχία

από αυτόν που φούσκωσε η κούφια αλαζονεία

68

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 66: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η λιονταρίνα και η αλεπού

Μια λιονταρίνα η αλεπού ψιλό γαζί είχε πάρει

που ένα παιδί το έτος γεννά laquo Ένα αλλά λιοντάρι raquo

με περηφάνια είπε αυτή γιατί έξω απrsquo το πλήθος

θα βρεις να υπάρχει το καλό στην αρετή στο ήθος

69

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 67: 100 Mythoi Tou Aisopou

Οι οδοιπόροι και η αρκούδα

Δυο φίλοι που βαδίζανε μαζί στον ίδιο δρόμο

αρκούδα συναντήσανε τα χάσαν απrsquo τον τρόμο

Ο ένας σε δέντρο πρόλαβε ψηλά να σκαρφαλώσει

κι ο άλλος για να rsquoναι σαν νεκρός είχε στη γη ξαπλώσει

Σrsquo αυτόν η αρκούδα πάει κοντά και μόνο τον μυρίζει

μα δεν τον πείραξε γιατί νεκρούς λεν δεν αγγίζει

Αφού το ζώο έφυγε χαρήκαν που σωθήκαν

κι όταν στο δρόμο το κοινό μαζί ξαναβρεθήκαν

ο πρώτος λέει στο δεύτερο laquo Τι rsquoπε το ζώο στrsquo αφτί σου raquo

laquo Στον κίνδυνο πως φαίνονται ποιοι φίλοι rsquoναι πιστοί σου raquo

70

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 68: 100 Mythoi Tou Aisopou

Οι οδοιπόροι και το κοράκι

Φίλοι που δρόμο τράβηξαν νύχτα να πράξουν κάτι

κοράκι συναντήσανε που του rsquoχε βγει ένα μάτι

Κάποιος τους είπε πως αυτό είναι κακό σημάδι

και άρα είναι καλύτερα να πάνε άλλο βράδυ

Όμως εν τέλει ο οιωνός αυτούς δε θα φοβίσει

γιατί ένας λόγος αρκετός ήταν για να τους πείσει

laquo Μα είνrsquo ικανός ο κόρακας εμάς να συμβουλέψει

που τη ζημιά στο μάτι του δεν είχε καν προβλέψειhellipraquo

71

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 69: 100 Mythoi Tou Aisopou

Οι εχθροί

Στο ίδιο πλοίο δυο εχθροί έτυχε νrsquo ανεβούνε

στην πρύμνη ο μεν στην πλώρη ο δε στέκουν να μη βρεθούνε

Μα ξάφνου μεσοπέλαγα κακοκαιρία ξεσπάει

που μια βουλιάζει το σκαρί μια πάνω το πετάει

Κι αυτός στην πρύμνη που ήτανε πληροφορία παίρνει

πως αν το πλοίο βυθιστεί η πλώρη πρώτα γέρνει

Διόλου δεν τον λύπησε ο πιθανός χαμός του

αφού θα δει πριν τη ζωή να χάνει ο εχθρός του

Κάποιοι να πάθουνε κακό δείχνουν να προτιμούνε

αν τους εχθρούς τους έτσι δουν κι αυτοί να δυστυχούνε

72

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 70: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το κουνούπι και ο ταύρος

Σε ταύρου κέρατο έκατσε κάποτε ένα κουνούπι

Εκεί καλά θρονιάστηκε δεν το κουνούσε ρούπι

Κι όταν τον ταύρο ρώτησε να φύγει ή να μείνει

ετούτη την απάντηση μrsquo αδιαφορία του δίνει

laquo Ούτε σαν ήρθες σrsquo ένιωσα ούτε κι άμα πετάξεις

Καλό σε μένα δεν μπορείς ούτε κακό να πράξεις raquo

73

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 71: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η οχιά και η αλεπού

Πάνω σrsquo αγκάθια μια οχιά ποτάμι διασχίζει

Σε τέτοιο ναύτη πλεούμενο όπως αυτό του αξίζει

74

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 72: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο ψαράς που έπαιζε μουσική

Ένας ψαράς παίζει αυλό ψάρια να μαγευτούνε

και στη στεριά μονάχα τους έτσι να πεταχτούνε

Όμως με το τραγούδι του όσο κι αν επιμένει

έξω από τη θάλασσα ούτε ένα λέπι βγαίνει

Ρίχνει λοιπόν τα δίχτυα του και τότε ψάρια βγάζει

Κοιτώντας τα να σπαρταρούν αμέσως τους φωνάζει

laquo Όσο έπαιζα με τον αυλό πόσο περίεργα είστε

καθόλου δε χορέψατε μπρος τώρα σπαρταρήστε raquo

Κι οι άνθρωποι κάποιες φορές παράξενα ενεργούνε

Κλαίνε απrsquo τα γέλια ndash κι όταν κλαιν είναι σα να γελούνε

75

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 73: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η αγριόγατα και ο κόκορας

Αίλουρος έναν κόκορα συνέχεια κυνηγάει

Κάποια στιγμή τον έπιασε και θέλει να τον φάει

laquo Τι σου rsquoκανα αγριόγατα και θες να με σκοτώσεις raquo

laquo Χαράματα όλους μας ξυπνάς καιρός να το βουλώσεις raquo

laquo Μα έτσι οι δουλειές στην ώρα τους όλες θα ξεκινήσουν raquo

laquo Ούτε οι αδερφές σου δεν τολμούν πλάτη να σου γυρίσουνraquo

laquo Το κάνω για τον κύρη μου αβγά πολλά να έχει raquo

Τη γάτα η πείνα τρέλανε και άλλο δεν αντέχει

laquo Εάν τα πάντα εσύ μπορείς να δικαιολογήσεις

εμένα θεονήστικη γιrsquo αυτό δε θα μrsquo αφήσεις raquo

Ένας κακός αν το rsquoβαλε στόχο να σε πειράξει

καμιά δική σου πρόφαση το νου του δε θrsquo αλλάξει

76

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 74: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το κοράκι που αρρώστησε

Κοράκι που αρρώστησε στη μάνα του που κλαίει

αυτά τα λόγια λέει

laquo Μητέρα πάψε να θρηνείς και μόνο προσευχήσου

για τrsquo άρρωστο παιδί σου raquo

laquo Μα από βωμό ποιανού θεού κρέας δεν έχεις κλέψει

ώστε να σε γιατρέψειraquo

Εχθρούς πολλούς στο βίο σου αν κάνεις φιλαράκι

δε θά rsquoβρεις σε μια ανάγκη

77

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 75: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το άλογο και το γαϊδούρι

Κάποιος γαϊδούρι κι άλογο είχε στη δούλεψή του

Λέει το γαϊδούρι στο άλογο μrsquo όλη την κούρασή του

laquo Αν μέρος απrsquo το βάρος μου πάρεις και το σηκώσεις

λίγο κοπιάζοντας κι εσύ εμένα θα με σώσεις raquo

Όμως δεν τα κατάφερε το άλογο να πείσει

κι η κόπωση το γάιδαρο έκανε να ψοφήσει

Κι όσα ως τότε ο γάιδαρος στη ράχη του είχε πάρει

τrsquo άλογο τα φορτώνεται μαζί και το γομάρι

laquo Να μάθω που δεν ήθελα λίγο να βοηθήσω

το ζώο και το φορτίο του τώρα θα κουβαλήσω raquo

Και τους φτωχούς οι πλούσιοι πρέπει να βοηθούνε

γιατί κι οι δύο στη ζωή έτσι θα κρατηθούνε

78

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 76: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η καμήλα που χορεύει

Κάποιος καμήλα σε χορό με βία εξαναγκάζει

μα ή χορεύει ή περπατά πάντα άσχημη φαντάζει

Κι αν κάνει ο άσχημος πολλά τσαλίμια

δεν απαλλάσσεται απrsquo την ασχήμια

79

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 77: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το κοράκι και ο κύκνος

Τον κύκνο για το χρώμα του ζηλεύει το κοράκι

και για νrsquo ασπρίσει πλένεται σε κάθε ποταμάκι

Παράτησε έτσι τους βωμούς που έβρισκε φαγάκι

αν κι έχασε βάρος πολύ δεν άσπρισε λιγάκι

Ίδια η φύση σου θα μείνει

κι αν η ζωή σου άλλη γίνει

80

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 78: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο άνθρωπος και ο κηπουρός

Λαχανικά ένας κηπουρός με προσοχή ποτίζει

και τον ρωτά περαστικός που rsquoδε να τα φροντίζει

laquo Γιατί όλα τrsquo άγρια φυτά που δεν τα καλλιεργούνε

τα βλέπω να rsquoναι πιο όμορφα χωρίς νερό νrsquo ανθούνεraquo

laquo Γιατί για κείνα ο θεός σοφά έχει προνοήσει

ενώ όλα τrsquo άλλα προσδοκούν χέρι να τα φροντίσει raquo

81

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 79: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η περιστέρα και η κουρούνα

Μια περιστέρα εκτρέφονταν σε χτίσμα λέει ο μύθος

κι υπερηφανευότανε για των παιδιών το πλήθος

Κουρούνα που απολάμβανε ελεύθερη τη φύση

τον κομπασμό της άκουσε κι είπε να της μιλήσει

laquo Νομίζω φιλενάδα μου πως η πολυτεκνία

δε θα rsquoπρεπε να σου γεννά τόσην αλαζονεία

Γιατί όσο περισσότερα παιδάκια θα γεννήσεις

με λύπες μεγαλύτερες το βίο σου θα γεμίσεις raquo

Δύστυχος όποιος γεννηθεί λένε μες στη δουλεία

και με πολλά παιδιά γεννά πιότερη δυστυχία

82

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 80: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το περιστέρι που διψούσε

Περιστέρι κάποτε που πολύ διψούσε

ένα αγγείο με νερό ζωγραφιάς κοιτούσε

Παίρνοντάς το αληθινό πάνω του ορμάει

πέφτοντας στον πίνακα τα φτερά του σπάει

Κι όσοι άνθρωποι ενεργούν με απερισκεψία

θα πληρώσουν ακριβά μιαν απροσεξία

83

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 81: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο γεωργός ο γάιδαρος και το βόδι

Σrsquo ένα χωράφι γεωργός για όργωμα πηγαίνει

δίπλα στο βόδι στο ζυγό ένα γαϊδούρι δένει

Αν και καθόλου αυτή η δουλειά στο ζώο δεν ταιριάζει

με κόπους και με βάσανα το έργο εις πέρας βγάζει

Και το γαϊδούρι σκέφτηκε το βόδι να ρωτήσει

τα σύνεργα του γεωργού ποιος θα τα κουβαλήσει

Κι εκείνο με απάθεια στο δύστυχο απαντάει

laquo Μα φυσικά όποιος αυτά πάντα τα κουβαλάει raquo

Κάνοντας έκτακτη δουλειά κανείς μην περιμένει

ότι γιrsquo αυτό θrsquo απαλλαγεί απrsquo τη συνηθισμένη

84

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 82: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο βοσκός

Βοσκός μοσχάρι έχασε γιrsquo αυτό έταξε στο Δία

τον κλέφτη αν του φανέρωνε κατσίκι για θυσία

Μα όταν το μοσχαράκι του βρήκε σε λιόντα στόμα

παρακαλούσε το θεό γονατιστός στο χώμα

laquo Θα rsquoχες κατσίκι αν μου rsquoλεγες τον κλέφτη Δία πού νά rsquoβρωhellip

Τώρα αν ξεφύγω απrsquo αυτόν σου υπόσχομαι έναν ταύρο raquo

Κάτι αν χάσουμε κι εμείς ψάχνουμε να το βρούμε

κι όταν το βρούμε να χαθεί θέλουμε μη χαθούμε

85

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 83: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η χελώνα και ο λαγός

Ήτανε κάποτε παιδιά ένας λαγός και μια χελώνα

που επιθυμούσαν διακαώς μαζί να τρέξουν σε αγώνα

Τόση rsquoχε σιγουριά ο λαγός που πριν το τέρμα αποκοιμήθη

κι αργά η χελώνα τρέχοντας νικήτρια αυτή ανακηρύχθη

Να μην επαναπαύεστε σrsquo ότι σας δίνει η φύση

γιατί κάποιος κοπιάζοντας μπορεί να σας νικήσει

86

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 84: 100 Mythoi Tou Aisopou

Οι ποταμοί και η θάλασσα

Τη θάλασσα οι ποταμοί μαζεύτηκαν να κρίνουν

που τα νερά τους τα γλυκά εκεί αλμυρά θα γίνουν

laquo Εμένα ποταμάκια μου κακώς κατηγορείτε

Για να μη γίνετε αλμυρά μέσα μου εσείς μην μπείτε raquo

Παράπονα που rsquoναι άδικα ποτέ σου μην εκφράζεις

Όταν για κάτι εσύ φταις με άλλους μην τα βάζεις

87

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 85: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο κάβουρας και η μητέρα του

Του κάβουρα η μητέρα

του είπε κάποια μέρα

laquo Γιατί λοξά πηγαίνεις

σαν δρόμο γιε μου παίρνεις raquo

laquo Βάδισε εσύ στο ίσο

κι έρχομαι εγώ ξοπίσω raquo

Απrsquo άλλον μη ζητείτε

αυτά που δεν μπορείτε

88

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 86: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο άνθρωπος που υπόσχεται τrsquo αδύνατα

Φτωχός αρρώστησε βαριά κι ήταν για να πεθάνει

Πολλές θυσίες στους θεούς έταξε πως θα κάνει

αν τον θεράπευαν αυτοί να τους ευχαριστήσει

Μα πού θα τα rsquoβρισκε ο φτωχός τόσα να τους χαρίσει

laquo Τι αφελής ερώτηση Σιγά μην αναρρώσω

κι έτσι όσα τάζω στους θεούς σιγά μην τους τα δώσωraquo

Είνrsquo εύκολο να υπόσχεσαι πολλά μόνο αν ξέρεις

πως δε θα χρειαστεί ποτέ αυτά να τα προσφέρεις

89

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 87: 100 Mythoi Tou Aisopou

Αλεπού με φουσκωμένη την κοιλιά

Μια θεονήστικη αλεπού μπήκε σε μια κουφάλα

βελανιδιάς γιατί είδε εκεί τροφή βοσκού αφημένη

Κι αφού καλά ντερλίκωσε να φάει δεν είχε άλλα

πήγε να βγει μα ήταν χοντρή κι έμεινε σφηνωμένη

Κι απrsquo έξω μια άλλη αλεπού της σφύριξε τη λύση

να περιμένει για να βγει αφού αδυνατίσει

Αν δεν πετύχεις μόνος σου απαλλαγή ενός πόνου

θα στην προσφέρει θες δε θες το πέρασμα του χρόνου

90

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 88: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η κατσίκα και ο βοσκός

Απrsquo το κοπάδι ενός βοσκού ξέκοψε μια κατσίκα

γιατί στο μάτι έβαλε μίας συκιάς τα σύκα

Και τις φωνές δεν άκουγε τις άγριες του τσοπάνη

ώσπου αυτός το ζώο του στόχο με πέτρες βάνει

Της έσπασε το κέρατο πήρε ο βοσκός να κλαίει

παρακαλώντας τρέμοντας γονατιστός της λέει

laquo Στο αφεντικό μου μην το πεις γιατί θα μrsquo απολύσει raquo

laquo Κι αν δεν το πω το κέρατο μόνο του θα μιλήσει raquo

Γιατί rsquoναι ανόητος πολύ όποιος ποθεί να κρύψει

ότι η ζωή κάποια στιγμή θα το αποκαλύψει

91

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 89: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το λιοντάρι και ο γεωργός

Κάνει πρόταση γάμου σε μια κόρη λιοντάρι

μα ο μπαμπάς της δε θέλει τέτοιον άντρα να πάρει

Στο κορμί της φοβάται νύχια ndash δόντια μην μπήξει

του ζητεί να τα βγάλει πριν μαζί της να σμίξει

Κι αφού το rsquoκανε αγρίως από εκείνον εδάρη

δίχως νύχια και δόντια δε λογιέται λιοντάρι

92

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 90: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο σκύλος με το κρέας

Βαθύ ποτάμι κάποτε ένα σκυλί περνούσε

και με τα δόντια δυνατά κρέας πολύ κρατούσε

Τη σκιά του είδε στα νερά του γύρισε το μάτι

για του άλλου σκύλου άφησε απrsquo το στόμα το κομμάτι

Κι έτσι αδίκως έχασε και το rsquoνα και το άλλο

αφού ρεσάλτο έκανε μες στο βυθό μεγάλο

Κακό αν πάθεις μη ζητάς να βρεις ποιος είνrsquo ο φταίχτης ndash

μες στον καθρέφτη θα τον δεις αν είσαι πλεονέκτης

93

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 91: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η αρκούδα και η αλεπού

Για την καλή της την καρδιά μια αρκούδα όλο καυχιέται

γιατί δεν τρώει πτώματα φιλάνθρωπη περνιέται

laquo Μα αν ήσουνα φιλάνθρωπη raquo κάποια αλεπού της λέει

laquo νεκρούς μονάχα θα rsquoτρωγες κι όχι όποιον αναπνέει raquo

Αυτούς που είναι υποκριτές ο μύθος κατακρίνει -ndash

δε γίνεται τον ποταμό να υποκριθεί μια κρήνη

94

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 92: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο τόννος και το δελφίνι

Δελφίνι τόννο κυνηγά κι εκεί που τον αρπάζει

ξάφνου ένα κύμα στη στεριά τα δυο τους τα ξεβράζει

Κι όπως ο εχθρός του ξεψυχά ο τόννος τον πειράζει

laquo Αφού μαζί μου θα χαθείς ο χάρος δε με νοιάζει raquo

Είναι αχθοφόροι πρόθυμοι των τελευταίων ωρών τους

όσοι με τους υπεύθυνους φεύγουν των συμφορών τους

95

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 93: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο λαγός και ο σκύλος

Κάποιο λαγό ένα σκυλί με λύσσα κυνηγούσε

μα να το φτάσει αδύνατον ndash και πώς θα το μπορούσε

Κι ένας βοσκός στο σκύλο αυτό είπε πειράζοντάς τον

laquo Μικρός μα γρήγορος λαγός τσάμπα ιδρώνεις άστον raquo

Δικαιολογία ψάχνοντας ο σκύλος του απαντάει

laquo Ίδια δεν τρέχει ο κυνηγός μrsquo αυτόν που κυνηγάειraquo

96

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 94: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο γάϊδαρος που κουβαλά το αλάτι

Σε γαϊδουριού την πλάτη

φορτώσανε αλάτι

Περνώντας ποταμάκι

γλιστρά το γαϊδουράκι

και το νερό το κρύο

μουσκεύει το φορτίο

Κι όπως το αλάτι λειώνει

το ζώο ξαλαφρώνει

Τόση χαρά μεγάλη

ποτέ δεν ένιωσε άλλη

Περάσανε φεγγάρια

και τώρα με σφουγγάρια

το ζο είναι φορτωμένο

Θυμάται το καημένο

πως κάποτε μια πτώση

στο ρέμα το rsquoχε σώσει

Είπε να δοκιμάσει

μπας και το βάρος χάσει

Γλιστρούνε τα ποδάρια

μουσκεύουν τα σφουγγάρια

μα όπως νερό ρουφάνε

το ζο στον πάτο πάνεhellip

Κι οι άνθρωποι ας προσέχουν

για τις εμπνεύσεις που έχουνhellip

97

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 95: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το πρόβατο που κούρευαν

Αδέξια ένα πρόβατο κάποτε το κουρεύαν

αλλού ακούρευτο κι αλλού βαθιά το σημαδεύαν

Αφού έφτασε το ζωντανό στα όρια της αντοχής του

έτσι κοφτά αποφάσισε να πει προς τους κουρείς του

laquo Θέτε από μένα το μαλλί Να κόβετε πιο πάνω

Θέτε το κρέας μου φαΐ Σφάξτε με να πεθάνω raquo

Αν μια δουλειά σου αφορά κι άλλους να την κατέχεις

γιατί εκείνοι υπομονή δε θα rsquoχουν όση έχεις

98

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 96: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο πατέρας και το φίδι

Από φιδιού φαρμάκι

σκοτώθηκε παιδάκι

Θρηνούνε οι γονείς του

το τέλος της ζωής του

Βάζει σκοπό ο πατέρας

να εκδικηθεί το τέρας

Τσεκούρι έχει στο χέρι

του στήνει ένα καρτέρι

έξω απrsquo τη φωλιά του

καρτέρι του θανάτου

Μα σαν εκείνο βγήκε

λεπίδα δεν το βρήκε

Το χέρι ξαστοχάει

κομμάτι βράχου σπάει

Και ο πατέρας λέει

στο φίδι που του φταίει

laquo Κακώς ότι εγίνη

ας κάνουμε ειρήνη raquo

Κι εκείνο του σφυράει

μακριά του πριν να πάει

laquo Ειρήνη πώς μου τάζειςhellip

Κάθε που θα κοιτάζεις

γεμάτο εσύ τον τάφο

σπασμένο εγώ το βράχοhellipraquo

Πληγή που τον πονάει

κανένας δεν ξεχνάει

Στο νου του κάθε αρρώστου

η αρρώστια του εχθρός του

99

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 97: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η μύγα

Μια μύγα κρέας που rsquoβραζε σε χύτρα λιγουρεύτη

και μέσα στο ζουμάκι του δεν άντεξε και πέφτει

Καλά είχε φάει πριν πνιγεί και λούσιμο είχε κάνει

γιrsquo αυτό και δεν την έμελε τόσο που θα πεθάνει

Κι οι άνθρωποι το θάνατο θα δέχονταν ασμένως

αν ότι θέλανε πολύ πράτταν προηγουμένως

100

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 98: 100 Mythoi Tou Aisopou

Οι μύγες

Σε μια αποθήκη κάποτε εργάτες μέλι χύσαν

κι οι μύγες που μαζεύτηκαν ευθύς να τρων αρχίσαν

Μα όπως στο μέλι το πηχτό τα πόδια τους μπηχτήκαν

τέλος γλυκό μα κι άμυαλο για τη ζωή τους βρήκαν

Πρέπει να τιθασεύουμε την κάθε επιθυμία

θανάσιμο αμάρτημα είναι η λαιμαργία

101

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 99: 100 Mythoi Tou Aisopou

Το κοράκι και η αλεπού

Κομμάτι κρέας κρέμονταν σε κορακιού το στόμα

που μια αλεπού το ζήλεψε κοιτώντας το απrsquo το χώμα

Τον κόρακα κολάκεψε για τη μεγαλοσύνη

και βασιλέας των πουλιών μπορούσε είπε να γίνει

αρκεί να είχε και φωνή καλή να τραγουδήσει

Κι ο κόρακας την αλεπού δοκίμασε να πείσει

Κι όπως αφήνει ο καψερός το κρέας του να κράξει

τα καταφέρνει η πονηρή τη λιχουδιά νrsquo αρπάξει

Και πριν να φάει τη λεία της του είπε την αλήθεια

που από βόλι πιότερο του πλήγωσε τα στήθια

laquo Όλα θα τα rsquoχες κόρακα τίποτε να ζηλεύεις

αν αποκτούσες και μυαλό γιrsquo αυτό δε βασιλεύεις raquo

102

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 100: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο λύκος και η γριά

Ο λύκος γυρνά πεινασμένος

ζητώντας τροφή ο καημένος

Ακούει παιδάκι που κλαίει

και μία γριά να του λέει

laquo Κι αν σrsquo έχω εγγόνι ωστόσο

στο λύκο αν κλαις θα σε δώσω raquo

Γιrsquo αλήθεια τα λόγια της παίρνει

ο λύκος κι εκεί περιμένει

Μα κάποτε η νύχτα σαν φτάνει

το εγγόνι η γριά καλοπιάνει

laquo Ο λύκος εάν πλησιάσει

ευθύς τη ζωή του θα χάσει raquo

Κι αυτός όπως φεύγει και πάει

προς τον εαυτό του μιλάει

laquo Σrsquo αυτήν την οικία μεγάλα

τα λόγια μα οι πράξεις λεν άλλα raquo

103

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 101: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η κολοβή αλεπού

Ήταν που λέτε μια φορά

κάποια αλεπού δίχως ουρά

Κι ήταν χωρίς ίχνος αιδούς

περίγελως κάθrsquo αλεπούς

Για να μη νιώθει πια ντροπή

στις άλλες σκέφτηκε να πει

κι αυτές να γίνουν κολοβές

γιατί είνrsquo οι ουρίτσες περιττές

κι αστεία δείχνουν τα κορμιά

χάνοντας κάθε ομορφιάhellip

Κάποια το ίδιο πονηρή

δίνει απάντηση σκληρή

laquo Προσέξτε κάθε συμβουλή

που δίνει όποιος σας φθονείhellip

αφού οι ουρές μας αν κοπούν

πού rsquoναι αυτής δε θα ρωτούνhellipraquo

104

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 102: 100 Mythoi Tou Aisopou

Η καλιακούδα και η αλεπού

Μια καλιακούδα που πεινά

προσμένει πότε μια συκιά

σύκα θα κάνει μέλι

Και μια αλεπού την είδε εκεί

να περιμένει ώρα πολλή

σαν έμαθε τι θέλει

έκανε γέλιο τρανταχτό

κάτω απrsquo το δέντρο το ξερό

να κατεβεί της γνέφει

laquo Η ελπίδα κι αν παραπλανά

και για βοσκή σε σεργιανά

καθόλου όμως δεν τρέφει raquo

105

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 103: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο τυφλός

Τυφλός μπορεί πανεύκολα ζώο νrsquo αναγνωρίσει

φτάνει στα χέρια του να rsquoρθεί για να το ψηλαφίσει

Κάποτε κάποιοι τού rsquoφεραν ένα μικρό λυκάκι

κι απάντησε ευρισκόμενος σrsquo αμφιβολία λιγάκι

laquo Δεν ξέρω αν λύκος ή αλεπού είναι αυτό το ζώο

πάντως κοπάδι πρόβατα μακριά του θα rsquoναι σώο raquo

Και την κακία ακόμα

μαντεύεις απrsquo το σώμα

106

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 104: 100 Mythoi Tou Aisopou

Οι λαγοί και οι βάτραχοι

Λαγοί που άλλο δεν άντεχαν την τόση τους δειλία

σε λίμνη όδευαν να βρουν τέλος μrsquo αυτοκτονία

Βάτραχοι που τους άκουσαν μες στο νερό το σκάσαν ndash

και λέει στους φίλους του λαγός στη λίμνη μόλις φτάσαν

laquo Σταθείτε σύντροφοι καλοί και μην αυτοκτονήστε

γιατί από εκείνους πιο δειλοί δε φαίνεται να είστε raquo

Πολύ συχνά τον πόνο μας κάποιοι παρηγορούνε

όταν τους δούμε από εμάς πιότερο να πονούνε

107

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 105: 100 Mythoi Tou Aisopou

Ο βάτραχος και ο σκορπιός

Ξεκίνησε ένας βάτραχος ποτάμι να περάσει

κι ένα σκορπιό συμφώνησε στην πλάτη νrsquo ανεβάσει

Μα στα μισά της διαδρομής εκείνος τον τσιμπάει

και το φονιά του ο βάτραχος πριν βυθιστούν ρωτάει

laquo Δε σκέφτηκες πως θα πνιγείς μrsquo έναν πνιγμό δικό μου raquo

laquo Μα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς είναι το φυσικό μου raquo

108

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 106: 100 Mythoi Tou Aisopou

ΓΝΩΜΙΚΑ ΑΙΣΩΠΟΥ

Μύγα σε άρμα κάθονταν και θαύμαζε τη σκόνη

που από πίσω νόμιζε η ίδια πως σηκώνειhellip

Αν μου rsquoλεγαν ποιος τη ζωή θα rsquoθελα να μου πάρει

από μια αδύναμη αλεπού θα διάλεγα λιοντάρι

Αυτός που είναι άτυχος δύσκολα θα γλιτώσει

ακόμη κι ένα πρόβατο μπορεί να τον δαγκώσει

Ίσως η μάνα ενός δειλού το γιο της να μην κλάψει

μα ούτε και καμιά χαρά στα μάτια της θα λάμψει

Όσοι μεγάλα πράγματα εύκολα θα σου τάξουν

συχνά δεν είναι ικανοί ούτε μικρά να πράξουν

Όσα θέλεις πες

κι άκου όσα δε θες

109

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 107: 100 Mythoi Tou Aisopou

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ldquo100

ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩ-

ΠΟΥrdquo ΤΟΥ Ι Ν ΚΥ-

ΡΙΑΖΗ ΤΥΠΩΘΗΚΕ

ΣΕ 100 ΑΝΤΙΤΥΠΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΥ-

ΧΝΟΣ ΕΠΕ ΤΟΝ

ΑΠΡΙΛΙΟ ΤΟΥ 2013

Page 108: 100 Mythoi Tou Aisopou