Β10 TO BHMA M˚ Y˚100˚90˚ Κυριακή 31 Μαρτίου 2019 C50 ... · οικονομίες...

1
επικαιρότητα Κυριακή 31 Μαρτίου 2019 Β10 34 TO BHMA Ε πικρατεί συχνά η αντίλη- ψη, όσον αφορά τον αγρο- τικό τομέα της χώρας, ότι το μοντέλο της μικρής κλί- μακας αποτελεί ανάχωμα και πρέπει να δώσει τη θέση του σε αγροτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους για να έλθει η ανάπτυξη. Σε αυτό συντελεί και η κεντρική θεωρία των οικονομικών για τις οικονομί- ες κλίμακας που γίνονται εφικτές όταν οι επιχειρηματικές μονάδες αποκτήσουν ένα κρίσιμο μέγεθος και μπορούν να μειώσουν το κόστος παραγωγής, αυξάνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων. Ισχύει, όμως, τελικά ότι η πρόο- δος στην ελληνική γεωργία περνά απαραίτητα μέσα από τη μεγέθυνση; Ο Κώστας Καραντινινής, καθηγη- τής Οικονομικών σήμερα στο Πανε- πιστήμιο της Σουηδίας και παλιότερα στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, με μεγάλη και διεθνή επιρροή σε θέματα αγροτικής οικονομίας, είναι σαφής: «Το μοντέλο της μικρής κλίμακας όχι μόνο δεν αποτελεί μειονέκτημα, αλλά με τη σωστή αξιοποίηση μπορεί να είναι στρα- τηγικό πλεονέκτημα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής». Ευκαιρίες και προοπτικές Οι απόψεις του κ. Καραντινινή δεν έχουν επιρροή μόνο στον ακαδη- μαϊκό χώρο, αλλά επεκτείνονται ευρύτερα στη δημόσια σφαίρα. Εχο- ντας βαθιά γνώση της ελληνικής αγροτικής οικονομίας βαλμένης στο διεθνές της πλαίσιο, του ανατέθη- κε από την Task Force η συγγραφή συνολικής μελέτης για τις ευκαιρίες και τις προοπτικές της ελληνικής γεωργίας μέσα στην κρίση. Οπως υποστηρίζει στη μελέτη που συντά- χθηκε το 2014, «τα στοιχεία που έχουμε δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς ότι οι μικρές γεωρ- γικές εκμεταλλεύσεις αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη και στη μεγέθυνση. Αντιθέτως δείχνουν ότι αυτό που μειώνει τα κόστη είναι οι οικονομίες κλίμακας που βρίσκο- νται πριν και μετά το στάδιο της παραγωγής. Επιπλέον, όχι μόνο είναι λάθος ότι αποτελεί μειονέ- κτημα η δομή των μικρών αγρο- τικών μονάδων, αλλά με τη σωστή εκμετάλλευση το μοντέλο των εκ- μεταλλεύσεων μικρής κλίμακας θα ήταν ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Οταν η προέλευση ενός ελαιολά- δου είναι μια πλαγιά στη Μάνη ή ένα οροπέδιο στην Κρήτη, αυτό αποτελεί ένα δυνητικό πλεονέκτη- μα και θα μπορούσε να δώσει την “ετικέτα” που διαφοροποιεί και δίνει υπεραξία στο προϊόν, ειδι- κά για τον σημερινό καταναλωτή που ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τη μοναδικότητα, την προέλευση και την τοπικότητα των τροφίμων». Ανάμεσα στα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, σύμφωνα με τον καθηγητή, για να βρουν τα ελληνικά τρόφιμα τη θέση που τους αξίζει στις διεθνείς αγορές είναι οι στρεβλώσεις αγορών που δεν σχετίζονται με τον ίδιο τον πρωτογενή τομέα και ανεβά- ζουν πολύ το κόστος των προϊόντων. Αυτό που εξηγεί, κατά τον ίδιο, τη διαφορά της τιμής που χαρακτηρίζει συχνά τα ελληνικά σε σχέση με τα προϊόντα άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι «το μήκος της αλυσίδας παρα- γωγής και αυτό όχι από την άποψη της γεωγραφικής απόστασης, αλλά με την έννοια του μεγάλου αριθμού των ενδιαμέσων. Ανάμεσα στην τι- μή του παραγωγού μέχρι τον τελικό καταναλωτή παρεμβάλλονται πολλοί μεσάζοντες. Παράλληλα υπάρχουν σήμερα ολιγοπωλιακές ως μονο- πωλιακές καταστάσεις σε τοπικό επίπεδο που οδηγούν σε αυξήσεις της τιμής πάνω από την αμοιβή του παραγωγού, χωρίς απαραίτητα να ανταποκρίνονται στις υπηρεσίες που προσφέρονται. Πέρα από τις στρε- βλώσεις στις αγορές των προϊόντων, όμως, έχουμε ενδείξεις ότι επικρα- τούν συνθήκες χαμηλού ανταγωνι- σμού και στις αγορές των εισροών, με αποτέλεσμα να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο το τελικό κόστος. Η διασφάλιση της ανταγωνιστικότη- τας, επομένως, δεν εξαρτάται από το μικρό μέγεθος του κλήρου, αλλά από τη διαμόρφωση υγιούς επιχει- ρηματικού κλίματος και την αντιμε- τώπιση των στρεβλώσεων που δεν σχετίζονται με άλλες αγορές και όχι τις αγορές γεωργικών προϊόντων». Στρατηγικό πλεονέκτημα Ειδικά για τον κλάδο του ελαιολά- δου, ο Κώστας Καραντινινής θεωρεί ότι κεντρικό στρατηγικό πλεονέκτημα αποτελούν η διαφοροποίηση και η το- πικότητα, που κάνουν ένα ελαιόλαδο να ξεχωρίζει από ένα άλλο. Αναφερόμενος στην πολυσυζητη- μένη μελέτη της McKinsey που υπο- στηρίζει τη λειτουργία λίγων μεγάλων μονάδων τυποποίησης σε όλη την επι- κράτεια, ο κ. Καραντινινής εκφράζει την αντίθεσή του: «Οι τοπικές, συχνά παραδοσιακές, τεχνικές μπορούν να δώσουν προϊόντα με μοναδικά το- πικά χαρακτηριστικά. Αυτό δεν ση- μαίνει ότι δεν θα πρέπει να αναβαθ- μιστούν σε υψηλότερα τεχνολογικά πρότυπα, αλλά με τρόπους που θα διατηρούν την υψηλή ποιότητα και τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε ποι- κιλίας, εδάφους, ιστορίας και κλη- ρονομιάς, με στρατηγικούς τρόπους που θα αυξάνουν την προστιθέμενη αξία και θα παρέχουν υψηλές αποδό- σεις. Μία (ή δύο) μεγάλες μονάδες μεταποίησης για όλη την επικράτεια που θα επεξεργάζονται το σύνολο της εθνικής παραγωγής ελαιολά- δου, όπως προτείνεται από διάφο- ρους κύκλους, δεν θα το επιτύχουν αυτό. Αντί να προωθήσει μονάδες μεταποίησης μεγάλης κλίμακας, η ελληνική στρατηγική για τη βιομη- χανία του ελαιολάδου θα πρέπει να ενθαρρύνει τη διαφοροποίηση των προϊόντων με βάση τα οργανοληπτι- κά και άλλα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε προϊόντος ξεχωριστά. Ιδιαίτερη σημασία έχει η σύνδε- ση της παραγωγής, της μεταποίη- σης και της προώθησης του ελλη- νικού ελαιολάδου με την προαγωγή της μεσογειακής διατροφής και τον τουριστικό κλάδο, όπου αυτό είναι εφικτό. Για να επιτευχθεί αυτό, δεν απαιτείται οικονομία μεγάλης κλίμα- κας στον πρωτογενή τομέα». Φέτα και παρμιτζιάνο Για τις προοπτικές της φέτας, που απο- τελεί ένα από τα κύρια εξαγωγικά προ- ϊόντα της χώρας μας, ο κ. Καραντινι- νής επισημαίνει ότι το δυναμικό του διάσημου τυριού παραμένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τον ίδιο, «ο ανταγω- νισμός μεταξύ εξαγωγών απειλεί να καταστήσει τη φέτα αδιαφοροποίητο βασικό προϊόν. Οι μικρές παραγωγές που ενισχύουν την ιδιαιτερότητα και συνδέουν το προϊόν με τον ειδικό- τερο τόπο προέλευσης μπορούν να προσδώσουν μεγαλύτερη υπεραξία και να χτίσουν μια ισχυρότερη ταυ- τότητα του προϊόντος. Παράλληλα πρέπει να γίνει συλλογική διαχείριση του προϊόντος με στόχο τη διαφύλαξη της ποιότητας διότι κατά τη γνώμη μου ο λόγος που η τιμή της φέτας δεν είναι ανάλογη του δυναμικού της είναι επειδή η γνησιότητα του προϊόντος δεν διαφυλάσσεται. Υπάρχουν στην Ευρώπη επιτυχημένα παραδείγματα συλλογικής διαχείρισης άλλων τυριών ΠΟΠ που μπορούν να φανούν χρή- σιμα και για τη φέτα, όπως είναι το “μοντέλο γκούντα” στην Ολλανδία, το “μοντέλο παρμιτζιάνο” στην Ιταλία. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι επίσης οι ευκαιρίες που προσφέρει ο τουρι- σμός, που δεν αξιοποιούνται για την προώθηση της φέτας αλλά και των υπόλοιπων γεωργικών προϊόντων. Η Ελλάδα έχει κάθε χρόνο 30 εκατ. επι- σκέπτες, το οποίο, αν το αναγάγεις σε όρους κατανάλωσης, αντιστοιχεί στην ετήσια ζήτηση μιας πόλης όπως η Πάτρα. Αν σκεφτείς επιπλέον ότι όλοι οι τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα είναι και δυνητικά κατα- ναλωτές ελληνικών προϊόντων, θα έπρεπε να αξιοποιήσουμε το γεγονός αυτό για να κάνουμε προώθηση των ελληνικών προϊόντων». «Με τη σωστή αξιοποίηση οι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις μπορεί να είναι στρατηγικό πλεονέκτημα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής» αναφέρει ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Σουηδίας Κώστας Καραντινινής (ένθετη φωτογραφία) Ολιγοπωλιακές συνθήκες φρενάρουν την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας της ΣΟΦΊΑΣ ΣΠΎΡΟΎ B Οι μικρές παραγωγές που ενισχύουν την ιδιαιτερότητα και συνδέουν το προϊόν με τον ειδικότερο τόπο προέλευσης μπορούν να προσδώσουν μεγαλύτερη υπεραξία και να χτίσουν μια ισχυρότερη ταυτότητα του προϊόντος Υποστηρίζε- ται συχνά ότι το ζητούμενο για την ευρω- παϊκή γεωρ- γία του μέλλοντος είναι η καινοτομία. Εχει όμως τις προϋποθέσεις η ελληνική γεωργία για να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογίες και να προσαρμοστεί στις νέες προκλήσεις και να μη μείνει πίσω από τις εξελίξεις; Ο Κώστας Καραντινινής δεν είναι αισιόδοξος: «Στην Ελλάδα υπάρχει ελάχιστη έρευνα συνολικά σε όλους τους επιστημονικούς τομείς και ειδικότερα στη γεωργία το έλλειμμα είναι ακόμη πιο σημαντι- κό, γιατί δεν μπορείς να αντιγράψεις έρευνα άλλων χωρών, καθώς οι περιβαλλοντικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τον γεωργικό κλάδο και τα προβλή- ματα της παραγωγής διαφέρουν από μια γεωγρα- φική ζώνη σε μια άλλη. Επιπλέον, δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα στα ερευ- νητικά κέντρα και στην παραγωγή για να μπορέσει η έρευνα να συμβάλει στην αύξηση της αξίας της γεωργίας. Στα ελληνικά πανεπιστήμια διεξάγεται έρευνα υψηλού επιπέδου αλλά λείπει η μετάδοση της γνώσης και η κατάρτιση του παραγωγού, ώστε να μπορεί να υιοθετήσει την καινοτομία που θα δημιουργήσει προϊόντα με μεγαλύτερη αξία. Αυτό δεν ήταν πάντοτε έτσι και στο παρελθόν ο τομέας των γεωργικών συμβουλών που αναφερόταν στο ΥΠΑΑΤ και εξασφάλιζε την παρουσία του γεωπό- νου στο χωράφι λειτουργούσε πάρα πολύ καλά. Σήμερα όμως ο τομέας της γεωργικών συμβουλών έχει σχεδόν εξαφανιστεί γιατί έχει αποδυναμωθεί ο μηχανισμός του Δημοσίου που διασφάλιζε την παροχή τεχνικών και επιστημονικών συμβουλών προς όλους τους αγρότες. Η απουσία όμως ενός λειτουργικού συστήματος γεωργικών συμβουλών στερεί από το αγροδιατροφικό σύστημα – και ει- δικότερα την πρωτογενή παραγωγή – μια από τις σημαντικότερες εισροές του: τη γνώση και πλη- ροφόρηση που χρειάζεται η σύγχρονη γεωργία». Χωρίς συμβούλους οι αγρότες ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ (EUROKINISSI-ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ)

Transcript of Β10 TO BHMA M˚ Y˚100˚90˚ Κυριακή 31 Μαρτίου 2019 C50 ... · οικονομίες...

Page 1: Β10 TO BHMA M˚ Y˚100˚90˚ Κυριακή 31 Μαρτίου 2019 C50 ... · οικονομίες κλίμακας που βρίσκο-νται πριν και μετά το στάδιο

επικαιρότηταΚυριακή 31 Μαρτίου 2019Β10 34 TO BHMA Y�

M�C

100�90�50

Επικρατεί συχνά η αντίλη-ψη, όσον αφορά τον αγρο-τικό τομέα της χώρας, ότι το μοντέλο της μικρής κλί-μακας αποτελεί ανάχωμα

και πρέπει να δώσει τη θέση του σε αγροτικές επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους για να έλθει η ανάπτυξη. Σε αυτό συντελεί και η κεντρική θεωρία των οικονομικών για τις οικονομί-ες κλίμακας που γίνονται εφικτές όταν οι επιχειρηματικές μονάδες αποκτήσουν ένα κρίσιμο μέγεθος και μπορούν να μειώσουν το κόστος παραγωγής, αυξάνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων.

Ισχύει, όμως, τελικά ότι η πρόο-δος στην ελληνική γεωργία περνά απαραίτητα μέσα από τη μεγέθυνση;

Ο Κώστας Καραντινινής, καθηγη-τής Οικονομικών σήμερα στο Πανε-πιστήμιο της Σουηδίας και παλιότερα στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, με μεγάλη και διεθνή επιρροή σε θέματα αγροτικής οικονομίας, είναι σαφής: «Το μοντέλο της μικρής κλίμακας όχι μόνο δεν αποτελεί μειονέκτημα, αλλά με τη σωστή αξιοποίηση μπορεί να είναι στρα-τηγικό πλεονέκτημα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής».

Ευκαιρίες και προοπτικές Οι απόψεις του κ. Καραντινινή δεν έχουν επιρροή μόνο στον ακαδη-μαϊκό χώρο, αλλά επεκτείνονται ευρύτερα στη δημόσια σφαίρα. Εχο-ντας βαθιά γνώση της ελληνικής αγροτικής οικονομίας βαλμένης στο διεθνές της πλαίσιο, του ανατέθη-κε από την Task Force η συγγραφή συνολικής μελέτης για τις ευκαιρίες και τις προοπτικές της ελληνικής γεωργίας μέσα στην κρίση. Οπως υποστηρίζει στη μελέτη που συντά-χθηκε το 2014, «τα στοιχεία που έχουμε δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς ότι οι μικρές γεωρ-γικές εκμεταλλεύσεις αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη και στη μεγέθυνση. Αντιθέτως δείχνουν ότι αυτό που μειώνει τα κόστη είναι οι οικονομίες κλίμακας που βρίσκο-νται πριν και μετά το στάδιο της παραγωγής. Επιπλέον, όχι μόνο είναι λάθος ότι αποτελεί μειονέ-κτημα η δομή των μικρών αγρο-τικών μονάδων, αλλά με τη σωστή εκμετάλλευση το μοντέλο των εκ-μεταλλεύσεων μικρής κλίμακας θα ήταν ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Οταν η προέλευση ενός ελαιολά-δου είναι μια πλαγιά στη Μάνη ή ένα οροπέδιο στην Κρήτη, αυτό αποτελεί ένα δυνητικό πλεονέκτη-μα και θα μπορούσε να δώσει την “ετικέτα” που διαφοροποιεί και δίνει υπεραξία στο προϊόν, ειδι-κά για τον σημερινό καταναλωτή που ενδιαφέρεται πάρα πολύ για τη μοναδικότητα, την προέλευση και την τοπικότητα των τροφίμων».

Ανάμεσα στα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν, σύμφωνα με τον καθηγητή, για να βρουν τα ελληνικά τρόφιμα τη θέση που τους αξίζει στις διεθνείς αγορές είναι οι στρεβλώσεις αγορών που δεν σχετίζονται με τον ίδιο τον πρωτογενή τομέα και ανεβά-

ζουν πολύ το κόστος των προϊόντων. Αυτό που εξηγεί, κατά τον ίδιο, τη διαφορά της τιμής που χαρακτηρίζει συχνά τα ελληνικά σε σχέση με τα προϊόντα άλλων ευρωπαϊκών χωρών είναι «το μήκος της αλυσίδας παρα-γωγής και αυτό όχι από την άποψη της γεωγραφικής απόστασης, αλλά με την έννοια του μεγάλου αριθμού των ενδιαμέσων. Ανάμεσα στην τι-μή του παραγωγού μέχρι τον τελικό καταναλωτή παρεμβάλλονται πολλοί μεσάζοντες. Παράλληλα υπάρχουν σήμερα ολιγοπωλιακές ως μονο-πωλιακές καταστάσεις σε τοπικό επίπεδο που οδηγούν σε αυξήσεις της τιμής πάνω από την αμοιβή του παραγωγού, χωρίς απαραίτητα να ανταποκρίνονται στις υπηρεσίες που προσφέρονται. Πέρα από τις στρε-βλώσεις στις αγορές των προϊόντων, όμως, έχουμε ενδείξεις ότι επικρα-τούν συνθήκες χαμηλού ανταγωνι-σμού και στις αγορές των εισροών,

με αποτέλεσμα να ανεβαίνει ακόμη περισσότερο το τελικό κόστος. Η διασφάλιση της ανταγωνιστικότη-τας, επομένως, δεν εξαρτάται από το μικρό μέγεθος του κλήρου, αλλά από τη διαμόρφωση υγιούς επιχει-ρηματικού κλίματος και την αντιμε-τώπιση των στρεβλώσεων που δεν σχετίζονται με άλλες αγορές και όχι τις αγορές γεωργικών προϊόντων».

Στρατηγικό πλεονέκτημα Ειδικά για τον κλάδο του ελαιολά-δου, ο Κώστας Καραντινινής θεωρεί ότι κεντρικό στρατηγικό πλεονέκτημα αποτελούν η διαφοροποίηση και η το-πικότητα, που κάνουν ένα ελαιόλαδο να ξεχωρίζει από ένα άλλο.

Αναφερόμενος στην πολυσυζητη-μένη μελέτη της McKinsey που υπο-στηρίζει τη λειτουργία λίγων μεγάλων μονάδων τυποποίησης σε όλη την επι-κράτεια, ο κ. Καραντινινής εκφράζει την αντίθεσή του: «Οι τοπικές, συχνά

παραδοσιακές, τεχνικές μπορούν να δώσουν προϊόντα με μοναδικά το-πικά χαρακτηριστικά. Αυτό δεν ση-μαίνει ότι δεν θα πρέπει να αναβαθ-μιστούν σε υψηλότερα τεχνολογικά πρότυπα, αλλά με τρόπους που θα διατηρούν την υψηλή ποιότητα και τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε ποι-κιλίας, εδάφους, ιστορίας και κλη-ρονομιάς, με στρατηγικούς τρόπους που θα αυξάνουν την προστιθέμενη αξία και θα παρέχουν υψηλές αποδό-σεις. Μία (ή δύο) μεγάλες μονάδες μεταποίησης για όλη την επικράτεια που θα επεξεργάζονται το σύνολο της εθνικής παραγωγής ελαιολά-δου, όπως προτείνεται από διάφο-ρους κύκλους, δεν θα το επιτύχουν αυτό. Αντί να προωθήσει μονάδες μεταποίησης μεγάλης κλίμακας, η ελληνική στρατηγική για τη βιομη-χανία του ελαιολάδου θα πρέπει να ενθαρρύνει τη διαφοροποίηση των προϊόντων με βάση τα οργανοληπτι-κά και άλλα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε προϊόντος ξεχωριστά.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η σύνδε-ση της παραγωγής, της μεταποίη-σης και της προώθησης του ελλη-νικού ελαιολάδου με την προαγωγή της μεσογειακής διατροφής και τον τουριστικό κλάδο, όπου αυτό είναι εφικτό. Για να επιτευχθεί αυτό, δεν απαιτείται οικονομία μεγάλης κλίμα-κας στον πρωτογενή τομέα».

Φέτα και παρμιτζιάνοΓια τις προοπτικές της φέτας, που απο-τελεί ένα από τα κύρια εξαγωγικά προ-ϊόντα της χώρας μας, ο κ. Καραντινι-νής επισημαίνει ότι το δυναμικό του διάσημου τυριού παραμένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητο. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τον ίδιο, «ο ανταγω-νισμός μεταξύ εξαγωγών απειλεί να καταστήσει τη φέτα αδιαφοροποίητο βασικό προϊόν. Οι μικρές παραγωγές που ενισχύουν την ιδιαιτερότητα και συνδέουν το προϊόν με τον ειδικό-τερο τόπο προέλευσης μπορούν να προσδώσουν μεγαλύτερη υπεραξία και να χτίσουν μια ισχυρότερη ταυ-τότητα του προϊόντος. Παράλληλα πρέπει να γίνει συλλογική διαχείριση του προϊόντος με στόχο τη διαφύλαξη της ποιότητας διότι κατά τη γνώμη μου ο λόγος που η τιμή της φέτας δεν είναι ανάλογη του δυναμικού της είναι επειδή η γνησιότητα του προϊόντος δεν διαφυλάσσεται. Υπάρχουν στην Ευρώπη επιτυχημένα παραδείγματα συλλογικής διαχείρισης άλλων τυριών ΠΟΠ που μπορούν να φανούν χρή-σιμα και για τη φέτα, όπως είναι το “μοντέλο γκούντα” στην Ολλανδία, το “μοντέλο παρμιτζιάνο” στην Ιταλία. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι επίσης οι ευκαιρίες που προσφέρει ο τουρι-σμός, που δεν αξιοποιούνται για την προώθηση της φέτας αλλά και των υπόλοιπων γεωργικών προϊόντων. Η Ελλάδα έχει κάθε χρόνο 30 εκατ. επι-σκέπτες, το οποίο, αν το αναγάγεις σε όρους κατανάλωσης, αντιστοιχεί στην ετήσια ζήτηση μιας πόλης όπως η Πάτρα. Αν σκεφτείς επιπλέον ότι όλοι οι τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα είναι και δυνητικά κατα-ναλωτές ελληνικών προϊόντων, θα έπρεπε να αξιοποιήσουμε το γεγονός αυτό για να κάνουμε προώθηση των ελληνικών προϊόντων».

«Με τη σωστή αξιοποίηση οι μικρές γεωργικές εκμεταλλεύσεις μπορεί να είναι στρατηγικό πλεονέκτημα της ελληνικής αγροτικής παραγωγής» αναφέρει ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Σουηδίας Κώστας Καραντινινής (ένθετη φωτογραφία)

Ολιγοπωλιακές συνθήκες φρενάρουν την ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας

της ΣΟΦΊΑΣ ΣΠΎΡΟΎ B

Οι μικρές παραγωγές που ενισχύουν την ιδιαιτερότητα και συνδέουν το προϊόν με τον ειδικότερο τόπο προέλευσης μπορούν να προσδώσουν μεγαλύτερη υπεραξία και να χτίσουν μια ισχυρότερη ταυτότητα του προϊόντος

Υποστηρίζε-ται συχνά ότι το ζητούμενο για την ευρω-παϊκή γεωρ-

γία του μέλλοντος είναι η καινοτομία. Εχει όμως τις προϋποθέσεις η ελληνική γεωργία για να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογίες και να προσαρμοστεί στις νέες προκλήσεις και να μη μείνει πίσω από τις εξελίξεις;

Ο Κώστας Καραντινινής δεν είναι αισιόδοξος: «Στην Ελλάδα υπάρχει ελάχιστη έρευνα συνολικά σε όλους τους επιστημονικούς τομείς και ειδικότερα στη γεωργία το έλλειμμα είναι ακόμη πιο σημαντι-κό, γιατί δεν μπορείς να αντιγράψεις έρευνα άλλων χωρών, καθώς οι περιβαλλοντικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τον γεωργικό κλάδο και τα προβλή-ματα της παραγωγής διαφέρουν από μια γεωγρα-φική ζώνη σε μια άλλη. Επιπλέον, δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα στα ερευ-νητικά κέντρα και στην παραγωγή για να μπορέσει

η έρευνα να συμβάλει στην αύξηση της αξίας της γεωργίας. Στα ελληνικά πανεπιστήμια διεξάγεται έρευνα υψηλού επιπέδου αλλά λείπει η μετάδοση της γνώσης και η κατάρτιση του παραγωγού, ώστε να μπορεί να υιοθετήσει την καινοτομία που θα δημιουργήσει προϊόντα με μεγαλύτερη αξία. Αυτό δεν ήταν πάντοτε έτσι και στο παρελθόν ο τομέας των γεωργικών συμβουλών που αναφερόταν στο ΥΠΑΑΤ και εξασφάλιζε την παρουσία του γεωπό-νου στο χωράφι λειτουργούσε πάρα πολύ καλά. Σήμερα όμως ο τομέας της γεωργικών συμβουλών έχει σχεδόν εξαφανιστεί γιατί έχει αποδυναμωθεί ο μηχανισμός του Δημοσίου που διασφάλιζε την παροχή τεχνικών και επιστημονικών συμβουλών προς όλους τους αγρότες. Η απουσία όμως ενός λειτουργικού συστήματος γεωργικών συμβουλών στερεί από το αγροδιατροφικό σύστημα – και ει-δικότερα την πρωτογενή παραγωγή – μια από τις σημαντικότερες εισροές του: τη γνώση και πλη-ροφόρηση που χρειάζεται η σύγχρονη γεωργία».

Χωρίς συμβούλους οι αγρότες

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

(EU

RO

KIN

ISSI

-ΒΑ

ΣΙΛ

ΗΣ

ΠΑ

ΠΑ

ΔΟ

ΠΟ

ΥΛΟ

Σ)