1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού...

34
1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο οικονομικό σύστημα . Δεν υπάρχουν πράγματι διατάξεις που να διακηρύσσουν δεσμευτικά και απόλυτα την ελεύθερη οικονομία της αγοράς ή την διευθυνόμενη οικονομία 1. Το Σύνταγμα δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά ενός ορισμένου οικονομικού συστήματος , αλλά αφήνει την απόφαση αυτή στον νομοθέτη , που απολαμβάνει μεγάλη σχετική ελευθερία κινήσεως . Το αντίστροφο θα μετέτρεπε άλλωστε το Σύνταγμα σε οικονομικό πρόγραμμα ενός πολιτικού κόμματος και θα απέκλειε την ομαλή εναλλαγή των οικονομικών προγραμμάτων των διαφόρων κυβερνήσεων . Από αυτή την άποψη το Σύνταγμα είναι οικονομικοπολιτικά ουδέτερο . Η ουδετερότητα αυτή δεν είναι όμως πλήρης . Υπάρχει μέσα σε ορισμένα όρια που ορίζει το ίδιο το Σύνταγμα . Τα όρια αυτά είναι διπλά Από την μια μεριά χαράζονται όρια με την κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και μάλιστα της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας και ιδιοκτησίας και τον αντίστοιχο περιορισμό της κρατικής εξουσίας . Από την άλλη πλευρά τίθενται όρια με την επιβολή θετικών υποχρεώσεων στο κράτος και τους ιδιώτες , καθώς και με τον περιορισμό των δικαιωμάτων των τελευταίων . Έτσι το Σύνταγμα κατοχυρώνει τα δικαιώματα του ανθρώπου « ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου2» . Ειδικότερα , και μάλιστα σε μια διάταξη που δεν μπορεί να αναθεωρηθεί , το Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαίωμα καθενός να συμμετέχει στην οικονομική ζωή της χώρας , εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη3 . Το Σύνταγμα προστατεύει τόσο το δικαίωμα της εργασίας 4ως ελευθερίας της εργασίας και αξιώσεως προς εργασία , όσο και το δικαίωμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας απαγορεύοντας όμως την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την τελευταία σε βάρος του γενικού συμφέροντος . Επιτρέπει μάλιστα την επιβολή νόμιμων περιορισμών της κυριότητας , καθώς και , έναντι αποζημιώσεως , την αναγκαστική απαλλοτρίωση5 και την κρατικοποίηση επιχειρήσεων 6 . Αναγνωρίζει την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία , αλλά δεν επιτρέπει την ανάπτυξη σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή επί βλάβη της εθνικής οικονομίας 7 και επιτρέπει μάλιστα στο κράτος , προς εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και

Transcript of 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού...

Page 1: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος»

Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο οικονομικό σύστημα . Δεν υπάρχουν πράγματι διατάξεις που να διακηρύσσουν δεσμευτικά και απόλυτα την ελεύθερη οικονομία της αγοράς ή την διευθυνόμενη οικονομία 1. Το Σύνταγμα δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά ενός ορισμένου οικονομικού συστήματος , αλλά αφήνει την απόφαση αυτή στον νομοθέτη , που απολαμβάνει μεγάλη σχετική ελευθερία κινήσεως . Το αντίστροφο θα μετέτρεπε άλλωστε το Σύνταγμα σε οικονομικό πρόγραμμα ενός πολιτικού κόμματος και θα απέκλειε την ομαλή εναλλαγή των οικονομικών προγραμμάτων των διαφόρων κυβερνήσεων . Από αυτή την άποψη το Σύνταγμα είναι οικονομικοπολιτικά ουδέτερο . Η ουδετερότητα αυτή δεν είναι όμως πλήρης . Υπάρχει μέσα σε ορισμένα όρια που ορίζει το ίδιο το Σύνταγμα . Τα όρια αυτά είναι διπλά Από την μια μεριά χαράζονται όρια με την κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων και μάλιστα της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας και ιδιοκτησίας και τον αντίστοιχο περιορισμό της κρατικής εξουσίας . Από την άλλη πλευρά τίθενται όρια με την επιβολή θετικών υποχρεώσεων στο κράτος και τους ιδιώτες , καθώς και με τον περιορισμό των δικαιωμάτων των τελευταίων . Έτσι το Σύνταγμα κατοχυρώνει τα δικαιώματα του ανθρώπου « ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου2» . Ειδικότερα , και μάλιστα σε μια διάταξη που δεν μπορεί να αναθεωρηθεί , το Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαίωμα καθενός να συμμετέχει στην οικονομική ζωή της χώρας , εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τα χρηστά ήθη3 . Το Σύνταγμα προστατεύει τόσο το δικαίωμα της εργασίας 4ως ελευθερίας της εργασίας και αξιώσεως προς εργασία , όσο και το δικαίωμα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας απαγορεύοντας όμως την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την τελευταία σε βάρος του γενικού συμφέροντος . Επιτρέπει μάλιστα την επιβολή νόμιμων περιορισμών της κυριότητας , καθώς και , έναντι αποζημιώσεως , την αναγκαστική απαλλοτρίωση5 και την κρατικοποίηση επιχειρήσεων 6 . Αναγνωρίζει την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία , αλλά δεν επιτρέπει την ανάπτυξη σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή επί βλάβη της εθνικής οικονομίας 7 και επιτρέπει μάλιστα στο κράτος , προς εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και προστασίας του γενικού συμφέροντος , να προγραμματίζει και να συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στην χώρα 8. Κατοχυρώνει την συνδικαλιστική ελευθερία και το δικαίωμα της απεργίας , αλλά υποβάλλει το τελευταίο σε έντονους περιορισμούς σε όλους τους βιοτικά σημαντικούς τομείς της οικονομίας9 . Περιορίζει μεν με την αναγνώριση της συλλογικής αυτονομίας την παντοδυναμία του νομοθέτη αλλά , σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων προβλέπει την διαιτησία 1. Τέλος το Σύνταγμα υποχρεώνει μεν το κράτος να αναγνωρίζει και να προστατεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα , αλλά προσανατολίζει την αναγνώριση και προστασία αυτή « στην πραγματοποίηση της κοινωνικής προόδου εν ελευθερία και δικαιοσύνη» και απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος .Όλες αυτές οι διατάξεις – εκείνες του δεύτερου μέρους του Συντάγματος ( « Ατομικά και Κοινωνικά δικαιώματα » ), αλλά και άλλες ευρισκόμενες σε άλλα μέρη του Συντάγματος (π.χ. άρθρο 78 ) – αναγνωρίζουν ελευθερίες του ατόμου και προβλέπουν εξουσίες του κράτους , ορίζουν όρια στις ελευθερίες και εξουσίες αυτές και επιβάλλουν υποχρεώσεις στο κράτος και στα άτομα . Δεν αποτελούν όμως σύστημα . Πρώτον , διότι πρόκειται για πολιτικούς συμβιβασμούς ποικίλης προελεύσεως και ηλικίας , που δεν έχουν συλληφθεί ούτε μπορούν να νοηθούν ως ενιαίο , συνεχόμενο σύστημα . Δεύτερον , διότι πρόκειται για τον καθορισμό του

Page 2: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

minimum της ανθρώπινης ελευθερίας και του maximum της κρατικής εξουσίας , για τον ( αρνητικό ) καθορισμό κυρίως των ορίων και λιγότερο ( θετικά και κυρίως δεσμευτικά ) του σκοπού και του περιεχομένου . Καμία από τις διατάξεις αυτές επομένως δεν προσδιορίζει την οικονομική πολιτική που οφείλει να ακολουθεί το κράτος . Ο νομοθέτης αντιθέτως είναι ελεύθερος να ακολουθεί την οικονομική πολιτική της προτιμήσεώς του , εφόσον δεν υπερβαίνει τα άκρα όρια που θέτει το Σύνταγμα . Ήδη πάντως από αυτή την οριοθετική λειτουργία του Συντάγματος προκύπτει με σαφήνεια ότι τόσο η άκρα ατομοκεντρική όσο και η πλήρως διευθυνόμενη οικονομία βρίσκονται εκτός των ορίων του Συντάγματος .Οι ενδιάμεσες όμως πολυάριθμες λύσεις είναι καταρχήν στην διάθεση του νομοθέτη , εφόσον αυτός σέβεται στον πυρήνα τους την ελεύθερη οικονομική πρωτοβουλία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό αφενός και τους κοινωνικούς περιορισμούς αφετέρου 2. Υπ’ αυτήν την έννοια , το Σύνταγμα μπορεί και πρέπει να χαρακτηριστεί ως οικονομικοπολιτικά ουδέτερο 3 ή , κατά μια άλλη έκφραση « ανοιχτό στο θέμα του συγκεκριμένου οικονομικού Συντάγματος 4» . Η διατύπωση αυτή επικράτησε για πρώτη φορά στην Δυτική Γερμανία 5 ύστερα από διακυμάνσεις που διάρκεσαν ως την δεκαετία του 60’ και απηχούν ακόμη και πιο πρόσφατα . Την εντός ορίων οικονομικοπολιτική ουδετερότητα του Συντάγματος διακήρυξε ρητά το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο σε μια νομολογία που αρμόζει και στο δικό μας συνταγματικό δίκαιο .6 Η προσχώρηση της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επηρέασε την κατά τα ανωτέρω οικονομική ουδετερότητα του Συντάγματος . Αυτό όχι διότι « η Βουλή των Ελλήνων , που αποφάσισε την προσχώρηση της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες , δεν είχε αρμοδιότητα να μεταβάλλει και το Σύνταγμα » , αφού η υπεροχή του κοινοτικού δικαίου απορρέει από την ίδια του την φύση .Το κοινοτικό δίκαιο αφήνει στην εξουσία των κρατών μελών την ρύθμιση του καθεστώτος της ιδιοκτησίας , και αφετέρου προστατεύει ιδιαίτερα τον ελεύθερο ανταγωνισμό 2 , χωρίς να απαγορεύει κοινωνικούς περιορισμούς που δεν περιέχουν δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος κοινοτικών αλλοδαπών ή προϊόντων , εισαγόμενων από άλλα κράτη μέλη της Κοινότητας . Αναμφιβόλως συγκρινόμενο με την πατερναλιστική παράδοση του ελληνικού κράτους , το κοινοτικό δίκαιο δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομία της αγοράς . Παραμένει πάντως μέσα στα όρια που θέτει και το Σύνταγμα στην ελευθερία κινήσεως του νομοθέτη .

2 . Ορισμός « Οικονομικού Συντάγματος » - Ιδεατοδογματική τυπομορφία των οικονομικών συστημάτων

Στην έννοια του Οικονομικού Συντάγματος περιλαμβάνονται αρχές ή γενικού περιεχομένου νομικοί κανόνες , οι οποίοι χαράσσουν όχι μόνο τα όρια στις οικονομικές αποφάσεις της πολιτικής εξουσίας , αλλά επιπλέον καθορίζουν θετικά και ουσιαστικά την ύλη τους . Επομένως με το Οικονομικό Σύνταγμα παρέχονται τα μέτρα , βάσει των οποίων κρίνεται , εάν δεδομένο κοινωνικο-οικονομικό πρόγραμμα , ορισμένης φύσης αποφάσεις των φορέων της πολιτικής εξουσίας ή συγκεκριμένο υφιστάμενο πλέγμα οικονομικών σχέσεων εναρμονίζονται ή όχι προς το Σύνταγμα .Με την εκπνοή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της

Page 3: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

μια σειρά θεμελιώδεις διατάξεις Οικονομικού δικαίου στους περισσότερους Καταστατικούς Χάρτες . Οι διατάξεις αυτές προτείνουν σοβαρότατες και ουσιαστικές επεμβάσεις του νομοθέτη και διαμέσου της νομοθετικής – εξουσιοδότησης στην ιδιωτική οικονομική πολιτική . Οι Καταστατικοί Χάρτες των κοινωνιών που εφαρμόζουν το σύστημα της ιδιωτικής οικονομίας και του ελεύθερου ανταγωνισμού προσανατολίζονται , κατά βάση στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην κρατική δραστηριότητα και την ιδιωτική πρωτοβουλία , σημείο που εναρμονίζεται και διασφαλίζεται η κρατική δράση για να αποβαίνει αποτελεσματική , και να υπάρχει στις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες ένα πλαίσιο επιχειρηματικής πρωτοβουλίας και οικονομικής επιλογής . Έπειτα , το σοσιαλιστικό κοινωνικό – οικονομικό σύστημα κατανοείται ως πολιτική οργάνωση εργασίας , που , κατ’ αποτέλεσμα , σημαίνει ότι όλες οι ουσιαστικές οικονομικές λειτουργίες προσδιορίζονται με πολιτικές αποφάσεις . Η σοσιαλιστική προγραμματισμένη οικονομία υπηρετεί τη διεύθυνση και το σχεδιασμό της εθνικής οικονομίας σύμφωνα με τα αξιώματα της σοσιαλιστικής πολιτικής οικονομίας .Στο μέτρο της αυτοτέλειας της οικονομικής διαδικασίας απέναντι στην πολιτική διαδικασία , δηλαδή , ανάλογα με το ρόλο που διαδραματίζει το κράτος στην οικονομική διαδικασία , διακρίνονται , κατά βάση , τα ακόλουθα οικονομικά συστήματα 1 : α ) Η προγραμματισμένη ή σχεδιασμένη οικονομία ( Plantwirtschaft ) ή συγκεντρωτικά ασκούμενη ή κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία ( Zentralverwalungswirtschaft )2 . Κατά το σύστημα αυτό , όλες οι αποφάσεις που έχουν ουσιώδη οικονομική σημασία , με εξαίρεση τη σφαίρα κατανάλωσης ( Konsumptionssphäre ) , λαμβάνονται από το κράτος , που ως ιδιοκτήτης , ή με άλλο τρόπο , έχοντας εξουσία διάθεσης , διαθέτει , κατ’αποκλειστικότητα , τα μέσα παραγωγής . Το συνολικό κρατικό οικονομικό σχέδιο καθορίζει , με βάση τις πολιτικές επιλογές , την παραγωγή και τη διανομή ανάλογα με τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου , και αντικαθιστά τα ατομικά οικονομικά σχέδια και την ελεύθερη οικονομία ανταλλαγής . β ) Η ελεύθερη οικονομία ( Verkehrwirtschaft ) ή οικονομία της αγοράς ( Marktwirtschaft ) . Σ’αυτό το σύστημα οι αποφάσεις που έχουν οικονομική σημασία και αφορούν την παραγωγή , διανομή , επένδυση και κατανάλωση αποκόπτονται από τον κρατικό μηχανισμό και καταλείπονται στα πλαίσια μιας κρατικής εποπτείας . Οι σχέσεις επιχειρηματία – καταναλωτή διέπονται από νόμους προσφοράς και ζήτησης .Βασικό κριτήριο για τη διάκριση των οικονομικών συστημάτων αποτελεί το είδος και η ένταση της προστασίας της ιδιοκτησίας καθώς και της εν γένει ιδιωτικοοικονομικής της χρησιμοποίησης 3 . Η διαμόρφωση της τυπομορφίας των οικονομικών καθεστώτων επιτυγχάνεται διαμέσου της κανονιστικής αρμοδιότητας και επέμβασης – με την εξουσιαστική έκδοση των κανόνων – των ιδεατοδογματικών τύπων στους πρακτικούς τύπους .

3 . Η πορεία προς το Οικονομικό Σύνταγμα

Η αρχική χρήση του όρου Οικονομικό Σύνταγμα ( Wirtschaftsverfassung ) 4 , ανάγεται στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης ( Weimarer Verfassung ) , του 1919 , και αφορά τα οικονομικά άρθρα , και , ειδικότερα , το νομικό σύστημα των εργατικών και οικονομικών συμβουλίων ( Arbeit und Wirtschaftsräten ) του άρθρου 165 αυτού του Συντάγματος . Συγκεκριμένα , το Σύνταγμα της Βαϊμάρης , αφιέρωνε ιδιαίτερο τμήμα , με τον τίτλο « Ο οικονομικός βίος » ( Das Wirtschaftsleben ) , στ ’άρθρα 151 επ. , που περιλάμβανε μια εντατική ανάμιξη φιλελεύθερων

Page 4: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

κοινωνικομεταρρυθμιστικών και σοσιαλιστικών εγγυήσεων και προγραμμάτων , που ανάγονταν στην οικονομική και εργατική πολιτική , όπως η οικονομική ελευθερία , η ελευθερία του εμπορίου και η επαγγελματική ελευθερία , η ατομική ιδιοκτησία , η ελευθερία των συμβάσεων και η προστασία της εργασίας ( άρθρ. 151 I , 151 II , 152 , 153 , 158 , 164 ) . Στη σύγχρονη γερμανική και αυστριακή , κυρίως νομική φιλολογία διατυπώνεται το ερώτημα αν είναι δυνατό να γίνεται λόγος για Οικονομικό Σύνταγμα .Το ζήτημα στασιάζεται ˙ και έχει καταστεί αντικείμενο μακράς και διηνεκούς έριδας στην νομική επιστήμη αν συγκροτούν ένα ιδιαίτερο Οικονομικό Σύνταγμα , οι διάφορες διατάξεις , που έχουν ουσιώδη σημασία , από την άποψη του Οικονομικού Δικαίου , στη ρύθμιση του νομικού status της οικονομίας .Στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας , γίνεται δεκτό ότι το Οικονομικό Σύνταγμα περιλαμβάνει ένα σύνολο επιλογών για τον τρόπο και την μορφή της οικονομικοκοινωνικής διαδικασίας συντονισμού ( Koordinationsystem ) ˙ με άλλα λόγια , το Οικονομικό Σύνταγμα αναφέρεται στη διευθέτηση του οικονομικού βίου μιας κοινότητας . Ως τυπικό Οικονομικό Σύνταγμα ( formelle Wirtschaftsverfassung ) , ή Οικονομικό Σύνταγμα σε στενή έννοια ( Wirtschaftsverfassung im engeren Sinn ) , νοείται το συνταγματικό καθεστώς του οικονομικού βίου στο οποίο περιλαμβάνεται η δέσμευση της οικονομικής πολιτικής και της οικονομικής Διοίκησης , δηλαδή , υποδηλώνονται οι συνταγματικές διατάξεις που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την οικονομική δραστηριότητα , την οικονομική πολιτική και την οικονομική Διοίκηση . Και έχει υποστηριχτεί 1, ότι το Οικονομικό Συνταγματικό Δίκαιο 2 ( Wirtschaftsverfassungsrecht ) και ότι αντιμετωπίζεται από την οπτική του αντικειμένου που αποβλέπει στις αρχές του δικαίου και στους νομικούς θεσμούς που έχουν βασική σημασία και αποβαίνουν χαρακτηριστικοί για την ισχύουσα ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας .Στο τυπικό Οικονομικό Σύνταγμα ή Οικονομικό Σύνταγμα σε στενή έννοια , αντιπαρατίθεται το ουσιαστικό Οικονομικό Σύνταγμα ( materielle Wirtschaftsverfassung ) , Οικονομικό Σύνταγμα σε ευρεία έννοια ( Wirtschaftsverfassung im weiteren Sinn ) , που νοείται ως το σύστημα των κανόνων οι οποίοι καθορίζουν την οργάνωση και την πορεία της οικονομικής διαδικασίας ( wirtschaftlicher Prozess ) , ανεξάρτητα από την τυπική τους ισχύ , ως συνταγματικών διατάξεων ή διατάξεων νόμου , εφόσον διαβλέπει την οικονομία ως ενότητα κοινωνικής δράσης και ενέργειας .4 . Το αυτοτελές Οικονομικό Σύνταγμα

Υποστηρίζεται ότι υπάρχει αυτοτελές Οικονομικό Σύνταγμα .Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης διατυπώνουν το ακόλουθο σκεπτικό : όπως ο όρος Σύνταγμα ( Verfassung ) αποκτά δύο σημασίες , μια που υποδηλώνει την κατάσταση , την πραγματικότητα , το είναι ( sein ) , και μια που εκδηλώνεται ως σύστημα κανόνων – επιταγών , δηλαδή , ως δέον ( sollen ) , έτσι και ο όρος Οικονομικό Σύνταγμα ενδύεται μορφή Ιανού ˙ αφενός , αντικατοπτρίζει την πραγματική κατάσταση , την οικονομική πραγματικότητα , και , αφετέρου , εμφανίζει τους νομικούς κανόνες της οικονομίας . Το « πολιτικό Σύνταγμα » εξαγγέλλει τις θεμελιακές πολιτικές επιλογές , όπως π.χ. δημοκρατία , φιλελευθερισμός , και δημιουργεί ένα σύστημα , μια συσκευή για τα τρέχοντα πολιτικά μέσα ˙ η Διοίκηση ( Verwaltung ) επωμίζεται το βάρος της υλοποίησης των πολιτικών επιλογών . Παράλληλη εμφανίζεται και η λειτουργία του Οικονομικού Συντάγματος ˙ εμπεριέχει

Page 5: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

τις θεμελιώδεις επιλογές , όπως η ανταγωνιστική ελευθερία , η εγγύηση της ιδιοκτησίας , η ελευθερία της βιομηχανίας και του εμπορίου , και στην οικονομική Διοίκηση ( Wirtschaftsverwaltung ) επαφίεται η υλοποίηση των στόχων με τον έλεγχο και την επίβλεψη των διάφορων μορφών σύμπραξης ( Kartell ) , τον καθορισμό των τιμών των αγαθών , με τις άδειες για την ίδρυση και την εγκατάσταση βιομηχανίας κ.λ.π. Στους υποστηρικτές της αυτοτέλειας του Οικονομικού Συντάγματος ανήκουν οι Gerd Rinck , Heinz – Peter Christen , Walter – Adolf Jöhr 2 , οι οποίοι ανάγουν το Οικονομικό Σύνταγμα σε βάση , σε θεμέλιο ( Grundlage ) του Οικονομικού Δικαίου .Ο Gerd Rinck , διατυπώνει τη γνώμη ότι το Οικονομικό Σύνταγμα εδράζεται στα όρια του καθόλου Συντάγματος , οικοδομεί ένα ανοιχτό και όχι ένα ιδεολογικά κλειστό σύστημα , και αποτελείται από οχτώ αρχές που είναι οι εξής : α) η επαγγελματική ελευθερία , β) η ιδιοκτησία και η κοινωνικοποίηση της ,γ) η ρήτρα του κοινωνικού κράτους ,δ) η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και η ελευθερία των συναλλαγών ,ε) ο σχεδιασμός και η in globo κατεύθυνση της οικονομίας , και ο νόμος περί οικονομικής σταθερότητας ,στ) η αρχή του κράτους δικαίου ,ζ) οι περιορισμοί του ανταγωνισμού , ο έλεγχος των συμπράξεων , ο νόμος κατά των περιορισμών του ανταγωνισμού ,η) οι κανόνες της αγοράς και η οικονομία των επενδύσεων . Η νομοτεχνική διάρθρωση των Συνταγμάτων των σύγχρονων δυτικών χωρών συντελείται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην περιέχουν ρητές διατάξεις , οι οποίες ν ’ αποτελούν ένα ιδιαίτερο αυτοτελές τμήμα για το νομικό καθεστώς και τη διαμόρφωση του οικονομικού βίου ˙ δηλαδή , δεν περιέχουν in concreto βιοτικές ρυθμίσεις , διακηρύξεις και προγραμματισμούς που ν ’ ανάγονται στην οικονομική και εργατική πολιτική ˙ αναμφίβολα , στον Καταστατικό Χάρτη εμπεριέχεται ένα σύνολο διατάξεων που έχουν σημαντική αξία για το Οικονομικό Δίκαιο , και το γεγονός αυτό οδήγησε τη γερμανική και , γενικά , γερμανόφωνη – νομική επιστήμη στη διατύπωση της άποψης για το λεγόμενο « Οικονομικό Σύνταγμα του Θεμελιώδη Νόμου » ( Wirtschaftsverfassung des Grundgesetzes ) 1 .Σύμφωνα με την άποψη αυτή , οι διατάξεις του Συντάγματος , που διέπουν το νομικό καθεστώς της οικονομίας , την οικονομική πολιτική και την οικονομική διαδικασία , αποτελούν τμήμα του Συνταγματός , όπως και οι άλλοι συνταγματικοί κανόνες , δεδομένου ότι αποτελούν κανόνες και θεμελιώδεις αρχές του , που εφαρμόζονται στο πεδίο της οικονομίας ˙ κατά συνέπεια , το περιεχόμενο , η έκταση και τα όρια της εφαρμογής τους καθορίζονται ανάλογα με το περιεχόμενο και την έκταση της εφαρμογής του Συντάγματος .Έτσι , μεταξύ άλλων , οι Peter Badura , Ernst – Rudolf Huber , Ernst – Joachim Mestmäcker , Ludwig Raiser, Hans Heinrich Rupp , Ulrich Scheuner και Carl Schmitt , επισημαίνουν ότι η συνταγματική έννομη τάξη θεωρείται « ενιαία » , αμφισβητούν , έντονα , τη διάσπαση του ενιαίου Συντάγματος και υποστηρίζουν ότι οι συνταγματικές διατάξεις , που διέπουν το νομικό καθεστώς της ιδιοκτησίας και της οικονομικής πολιτικής , δεν συγκροτούν « αυτοτελές » Οικονομικό Σύνταγμα , διότι η ενιαία ισχύουσα θεμελιώδης δικαιοταξία δεν είναι δυνατό να διασπαστεί σε « οικονομικό » και « πολιτικό » Σύνταγμα ( politische Verfassung ή Staatsverfassung ) .

Page 6: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

5 . Η μη ύπαρξη Οικονομικού Συντάγματος

Πάντως , έχει υποστηριχτεί και η άποψη ότι δεν υπάρχει καν όρος « Οικονομικό Σύνταγμα » και contra σε μια ιδιαίτερη έννοια Οικονομικού Συντάγματος στρέφονται , μεταξύ άλλων , οι Horst Ehmke , Walter Schmidt – Rimpler , Rudolf Wiethölter , Hans F. Zacher και Herbert Krüger .Βέβαια , μια τέτοια άποψη δεν είναι δυνατό να υποστηριχτεί , με βασιμότητα , δεδομένου ότι αρκεί μια απλή αναγνωστική επαφή με τον Καταστατικό Χάρτη για να διακριβωθεί η ύπαρξη θεμελιακών κανόνων δικαίου , που αναφέρονται στη ρύθμιση των οικονομικών δικαιωμάτων , υποχρεώσεων και έννομων σχέσεων των πολιτών και του κράτους .Το Οικονομικό Σύνταγμα , ως νομικό μέγεθος , αποτελεί τη συνολική ρύθμιση της οικονομικής ενότητας και επιδιώκει το συμβιβασμό ανάμεσα στην ελεύθερη και την κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία . Στο φίλτρο αυτής της ενότητας διυλίζονται οι συντιθέμενοι ετερογενείς θεσμοί ατομικής και συλλογικής πρωτοβουλίας και εξουσιαστικών επιταγών . Η αρχική γλωσσική χρήση του όρου Οικονομικό Σύνταγμα , που απέβλεπε κατά τρόπο επιθετικό στην αναγκαία θέσπιση κανόνων για την οικονομία , εκ μέρους του κράτους , του Συντάγματος και του Νόμου , όπως απαιτούσε η θεωρία για την οργάνωση της βιομηχανίας κατά το πρότυπο του συνταγματικού κράτους ( konstitutionelle Fabrik ) 2 , δηλαδή , η έκφραση της εναντίωσης προς την υφιστάμενη τάξη , παρήλθε . Η σύγχρονη γλωσσική χρήση , παρακάμπτοντας τις συστηματικές και δογματικές προκαταλήψεις , αντιλαμβάνεται , πλέον , τον όρο Οικονομικό Σύνταγμα υπό μια δικαιοπολιτική προστατευτική έννοια απέναντι στην κρατική εξουσία 1 . Οι ex constotutione αναγνωριζόμενες ελευθερίες και εγγυήσεις υπέρ του συστήματος της ιδιωτικής οικονομίας και του ελεύθερου ανταγωνισμού , της της ιδιωτικοοικονομικής χρήσης της ιδιοκτησίας και της ελευθερίας των συναλλαγών , με την ταυτόχρονη συνύπαρξη της κοινωνικής δέσμευσης όλων των οικονομικών ελευθερίων , ρυθμίζονται ως μια θεσμική ενότητα προς την οποία οφείλει να εναρμονίζεται κάθε οικονομικοπολιτική επέμβαση εκ μέρους του κράτους . Από άποψη κανονιστικού περιεχομένου , η έννοια του Οικονομικού Συντάγματος λαμβάνει πλεοναστικό χαρακτήρα και αποκτά προπαγανδιστική αξία , που εκτείνεται πέρα από την απλή υποδήλωση της ex constitutione εξαγόμενης ρύθμισης της οικονομικής πολιτικής και του νομικού status της οικονομίας .

6 . Το πρόβλημα της ερμηνείας του Οικονομικού Συντάγματος

Η ερμηνεία – καθώς και η εφαρμογή , η οποία αποτελεί έμπρακτη ερμηνεία – του Οικονομικού Συντάγματος εξαρτάται από την άποψη που ασπάζεται κάποιος για το Οικονομικό Σύνταγμα . Έτσι , αν δεχτεί την αυτοτέλεια του Οικονομικού Συντάγματος τότε πρόκειται για ζήτημα ερμηνείας στο Οικονομικό Δίκαιο . 2 Αν , όμως , απορρίψει κανείς την αυτοτέλεια του Οικονομικού Συντάγματος και δέχεται απλά την ύπαρξη « οικονομικών διατάξεων του Συντάγματος » τότε πρόκειται για ζήτημα ερμηνείας στο Συνταγματικό Δίκαιο 3 .

Page 7: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

Στην επιστήμη γίνεται δεκτή η άποψη για μια κατ ’ιδίαν ερμηνεία ( Einzelinterpretation ) 4 των κανόνων του Συντάγματος .Πάντως , πρέπει να επισημανθεί , με ιδιαιτερότητα , ότι οι γνωστές και παραδοσιακές μέθοδοι καθώς και οι τρόποι ερμηνείας του Συντάγματος παρουσιάζονται αλυσιτελείς ˙ έτσι , ανακύπτουν ζητήματα ερμηνευτικής αναμόρφωσης , η οποία θα οδηγήσει στον ερμηνευτικό προσδιορισμό και την αποσαφήνιση της ex constitutione ηθελημένης τάξης όσον αφορά την οικονομική ζωή με την ταυτόχρονη αντιμετώπιση της υφιστάμενης οικονομικής κατάστασης ˙ η παρατήρηση αυτή θεωρείται αναγκαία , και σημαίνει ότι η υφιστάμενη οικονομική πραγματικότητα θα κρίνεται , κάθε φορά , σύμφωνα με τις εκάστοτε οικονομικές σχέσεις και συγκυρίες . Η προβληματική του οικονομικού καθεστώτος συνδέεται μα τη δρώσα διαμόρφωση της οικονομικής τάξης του υφιστάμενου συνόλου των σχέσεων επί των οικονομικών αγαθών , μονάδων και λειτουργιών σε μια οργανωμένη , σε κράτος , κοινωνική ένωση . Ο Νικόλαος Ρόκας 5 , υποστήριξε ότι το ελληνικό Σύνταγμα είναι « οικονομικοπολιτικώς ουδέτερο » , και με την έννοια αυτή δε φαίνεται να είναισυνταγματικά επιτρεπτή τόσο η εισαγωγή ενός συστήματος ολοκληρωτικά διευθυνόμενης οικονομίας , όσο και η υιοθέτηση ενός άκρατου οικονομικού φιλελευθερισμού . Την ίδια άποψη ασπάζονται ο Μιχάλης Σταθόπουλος 1 με τη διασαφήνιση ότι « το Σύνταγμα είναι ανοικτό στο θέμα του συγκεκριμένου οικονομικού συστήματος … δεν επιλέγει ένα από τα δυνατά συστήματα , π.χ. αυτό που επικρατεί κατά την έναρξη της ισχύος του , αλλά αφήνει μέσα σε ορισμένα όρια ευρεία οικονομικοπολιτική διαπλαστική εξουσία στον κοινό νομοθέτη » , και ο Λάμπρος Κοτσίρης 2 , που τονίζει ότι « η συνύπαρξη της ατομιστικής αρχής και της κοινωνικής δέσμευσης του ατομικού δικαιώματος της οικονομικής ελευθερίας δίνει το χαρακτήρα του Συντάγματος ως « οικονομικοπολιτικώς ουδέτερου » , εφόσον , « το Σύνταγμα δεν προκρίνει τη μία ή την άλλη , ούτε δημιουργεί προτεραιότητες ή υστερότητες » , αλλά υπάρχει , « ισοτιμία των δύο αρχών με την έννοια ότι και οι δύο μαζί δημιουργούν ένα αμάλγαμα οικονομικής τάξεως » .Σύμφωνα με την άποψη αυτή , το Σύνταγμα είναι ουδέτερο 3 ˙ δηλαδή , ο νομοθέτης δύναται ν ’ ακολουθεί την οικονομική πολιτική που φαίνεται σ ’ αυτόν ότι ανταποκρίνεται προς τα πράγματα , υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί την εγγύηση των ατομικών δικαιωμάτων και την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου και επισημαίνεται η ελευθερία του νομοθέτη να επιλέγει και να διαμορφώνει την οικονομική πολιτική , ενώ , συγχρόνως , απορρίπτεται η ex ante υιοθέτηση εκ μέρους του Συντάγματος ορισμένου οικονομικοπολιτικού προγράμματος ή μοντέλου 4 .Ο Διονύσιος Καράγιωργας 5 , σημειώνει ότι ‘ το Σύνταγμα φαίνεται να δέχεται μια … οργάνωση της οικονομίας στην οποία βασικοί φορείς της οικονομικής δράσης είναι οι ιδιώτες οι οποίοι με τα μέσα παραγωγής που κατέχουν αποφασίζουν για το τι , πόσο και πως θα παραχθεί μέσω του μηχανισμού της αγοράς …καθιερώνει το σύστημα της ιδιωτικής επιχειρηματικής δράσης στην αγορά …υποθέτει σαν βασικό οργανωτικό πλαίσιο της αγοράς τον τέλειο ανταγωνισμό » .Ο Γεώργιος Λεβέντης 6 και ο Απόστολος Γέροντας 7 , υποστηρίζουν την πλουραλιστική διάρθρωση του ελληνικού οικονομικού συστήματος , με την έννοια της συνύπαρξης του κρατικού προγραμματισμού με τον προγραμματισμό και την οικονομική ενεργοποίηση των ιδιωτών και των άλλων κοινωνικών ομάδων .Ο Αθανάσιος Λιακόπουλος , προσανατολισμένος στην κοινωνικά δεσμευμένη οικονομία της αγοράς , επισημαίνει ότι « από το γενικό ερμηνευτικό προσανατολισμό του Οικονομικού Συντάγματος απορρέουν οι ακόλουθες αρχές : 1. η προστατευτική

Page 8: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

κοινωνική αρχή … 2. η αρχή του ελέγχου της οικονομικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων … 3. η αρχή του συντονισμού και προγραμματισμού της οικονομίας … 4. η αρχή της απαγόρευσης παροχής προνομίων που οδηγούν ή ευνοούν τη μονοπωλιακή ή ολιγοπωλιακή διάρθρωση της οικονομίας » , και διευκρινίζει ότι η εγγύηση μιας κοινωνικά δεσμευμένης οικονομίας της αγοράς είναι κάτι περισσότερο από το απαραβίαστο της οικονομίας της αγοράς στον πυρήνα της … γιατί δεν επιτρέπει οπισθοδρομήσεις σε περίπτωση που ο συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων θα πίεζε προς συντηρητικότερες κατευθύνσεις .Το Σύνταγμα ξεκινώντας από μια κοινωνικά δεσμευμένη οικονομία της αγοράς επιβάλλει την κοινωνικότερη διάπλαση της και απαγορεύει την αποδέσμευση της οικονομικής πολιτικής του κράτους από κοινωνικούς στόχους .Στα πλαίσια αυτά είναι φανερό πως το δίκαιό μας δεν θάλπει την οικονομία της αγοράς στην απόλυτη μορφή της και ως τον άξονα στον οποίο στηρίζεται ο συγκεκριμένος κοινωνικός σχηματισμός 1 Ο Αριστόβουλος Μάνεσης 2και ο Αντώνης Μανιτάκης 3 υποστηρίζουν ότι το Σύνταγμα εγγυάται ένα συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα , το σύστημα της οικονομίας της αγοράς , της εν γένει ελεύθερης οικονομίας ( της οποίας δεν είναι επιτρεπτή η « αναίρεση » , ή πιο περιοριστικά , η « υπέρβαση » ) 4˙ δεν επιτάσσει ορισμένη οικονομική πολιτική , ούτε τάσσεται υπέρ ορισμένης οικονομικής σχολής ή αντίληψης και υπ ’ αυτούς τους όρους χαρακτηρίζεται ως ανοικτό , δηλαδή , ουδέτερο μόνο από άποψη επιλογής ορισμένου συστήματος , το οποίο προϋποτίθεται και κατοχυρώνεται , καταλείποντας , συνεπώς , στο νομοθέτη σημαντικά περιθώρια ρύθμισης και διαμόρφωσης των οικονομικών σχέσεων .Την άποψη ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει την οικονομία της αγοράς με την κατοχύρωση της οικονομικής ελευθερίας και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας υποστηρίζει και ο Άρις Καζάκος . Ο Ιωάννης Ρόκας , αναλύει ότι όσον αφορά το Σύνταγμα και το δικαιικό σύστημα βασίζονται στις αρχές της ελευθερίας των συμβάσεων ( συναλλαγών ) , στην ατομική ιδιοκτησία , τον ελεύθερο ανταγωνισμό και στην αστική ευθύνη του κράτους , τίθεται μια οικονομικοπολιτική κατεύθυνση που δεν μπορεί να τροποποιηθεί χωρίς συνταγματική αλλαγή . Ο Αναστάσιος Τάχος 5 , διατυπώνει την άποψη ότι « το Σύνταγμα προδιαγράφει ένα οικονομικό καθεστώς : α) φιλελεύθερο - αστικό , β) κεφαλαιοκρατικό , γ) ταξικό , δ) επεμβατικό – διευθυνόμενο » . Ο Κωνσταντίνος Φινοκαλιώτης 6 , διατυπώνει τη γνώμη ότι « ο συνταγματικός νομοθέτης αποδέχεται και καθιερώνει , καταρχήν , το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας αναγνωρίζοντας σαν βασικούς φορείς της οικονομικής δράσης τους ιδιώτες . Το Σύνταγμα , δηλαδή , ακολουθώντας τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα , δέχεται σαν βάση του οικονομικού συστήματος τον « μηχανισμό της αγοράς » , αναγνωρίζει όμως και το δικαίωμα του Κράτους μέσω του οικονομικού προγραμματισμού , ad hoc « παρεμβάσεων » , και του ελέγχου της αγοράς , να διορθώνει τις ατέλειες του μηχανισμού των τιμών και του ελεύθερου ανταγωνισμού , έτσι ώστε να επιτυγχάνεται και η οικονομική ευημερία του λαού , αλλά και η μείωση των οικονομικών και κατά συνέπεια κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ των πολιτών » .7. Διατάξεις οικονομικού περιεχομένου στην πορεία των ελληνικών Συνταγμάτων

Κρίνεται σκόπιμο να αναφέρουμε στο σημείο αυτό τις διατάξεις οικονομικού περιεχομένου που έχουν συμπεριλάβει τα ελληνικά Συντάγματα .Έτσι , ήδη , από το σχέδιο Συντάγματος του Ρήγα συναντάμε άρθρα που αφορούν την

Page 9: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

οικονομική πολιτική της χώρας . Συγκεκριμένα στο άρθρο 21 του σχεδίου αναφέρεται « Αι δημόσιαι συνδρομαί και ανταμοιβαί είναι ένα ιερόν χρέος της πατρίδος ˙ το κοινόν χρεωστεί μίαν βοήθειαν εις τους δυστυχείς εγκατοίκους , τόσον εις το να τους προμηθεύση να έχουν τι να εργάζονται , όσον και να δώση τρόπον ζωής εις εκείνους ,όπου δεν ημπορούν πλέον να δουλεύσουν . » . Επίσης στα άρθρα 101 – 106 αναφέρεται η πολιτική που ακολουθεί το νεοσυσταθέν κράτος σχετικά με τα δημόσια δοσίματα , το δημόσιο θησαυρό και τη λήξη των λογαριασμών . Στη συνέχεια στο Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822 στο τμήμα Β’ § ζ’ αναφέρεται ότι « η ιδιοκτησία , τιμή και ασφάλεια εκάστου των Ελλήνων , είναι υπό την προστασία των νόμων . » . Ενώ στην § η’ αναφέρεται ότι οι εισπράξεις πρέπει να διανέμονται δίκαια σε όλες τις τάξεις και κλάσεις των κατοίκων σε όλη την έκταση της Ελληνικής Επικράτειας . Στο τμήμα Δ’ § μα’ανατίθεται η αρμοδιότητα στο Βουλευτικό Σώμα να επεξεργάζεται και να εγκρίνει τον υποθετικό λογαριασμό των προσόδων και εξόδων και να τον υποβάλλει στην επίκριση του Εκτελεστικού σώματος . Ακόμη στην §ξγ’ τονίζεται ότι το Εκτελεστικό σώμα έχει το δικαίωμα να λαμβάνει δάνεια είτε έσωθεν είτε έξωθεν της Επικράτειας και να υποβάλλει σε υποθήκη εθνικά κτήματα , με τη συγκατάθεση όμως και του Βουλευτικού σώματος . Επιπλέον στην § ξδ’ αναφέρεται ότι έχει το Εκτελεστικό σώμα το δικαίωμα της εκποίησης μέρους των εθνικών κτημάτων , αναλόγου με τας χρείας , και αυτό όμως με τη συγκατάθεση του Βουλευτικού σώματος . Ανάλογες διατάξεις με αυτές του Συντάγματος της Επιδαύρου του 1822 συναντάμε και στο Σύνταγμα του Άστρους του 1823 ( Νόμος της Επιδαύρου ) .Έτσι , στο τμήμα Β’ § σ’ και ζ’ γίνεται αναφορά στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και στη διανομή των εισπράξεων . Παρομοίως και στο τμήμα Δ’ § λθ’αναφέρονται οι αρμοδιότητες του Βουλευτικού σώματος σχετικά με τα έσοδα και έξοδα . Στο Σύνταγμα αυτό όμως εισάγονται για πρώτη φορά διατάξεις στο κεφάλαιο Ι’ του τμήματος Ζ’ που αφορούν την άνευ αναβολής εύρεση πόρων για τις χήρες και τα ορφανά των πεσόντων στη μάχη στρατιωτών ( § πσ’ ) ενώ στην § πη’ γίνεται λόγος για την εμψύχωση με δραστήρια μέτρα της Διοίκησης του εμπορίου και της γεωργίας . Ακριβώς οι ίδιες διατάξεις συναντώνται και στο Σύνταγμα της Τροιζήνος του 1827 . Νέες ρυθμίσεις εισάγονται με το « Ηγεμονικό » Σύνταγμα του 1832 . Έτσι , στο άρθρο 28 σημειώνεται ότι « όλοι οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα ν ’αποκτούν μέρος των υλικών και ηθικών αγαθών , όπως κτήματα και χρήματα και παιδεία , και να απολαμβάνουν με ασφάλεια τους καρπούς των πόνων τους . » . Ακόμη , « έχουν χρέος να υπομένουν ανάλογα με τη φυσική και ηθική τους κατάσταση ένα μέρος από τα δημόσια βάρη και τα μέσα που συμβάλλουν στη συντήρηση και υπεράσπιση της Πατρίδος ( Άρθρο 30 ) . Στο άρθρο 31 γίνεται λόγος για τη διανομή των εισπράξεων ομοιοτρόπως και δίκαια σε όλους τους κατοίκους της Επικράτειας . Ενώ στα άρθρα 90 , 91 , 92 , 93 προσδιορίζεται η αρμοδιότητα του Νομοθετικού σώματος ως υπεύθυνου να αποφασίζει για τις εισπράξεις , τα τελωνειακά και τα δάνεια . Το Σύνταγμα του 1844 δεν ήρθε να προσθέσει τίποτα στο προηγούμενο Σύνταγμα όσον αφορά τις διατάξεις οικονομικού περιεχομένου . Αντιθέτως το νεότερο Σύνταγμα του 1864 αναφέρει στο άρθρο 59 « ουδείς φόρος επιβάλλεται ουδ ’ εισπράττεται , εάν προηγουμένως δεν ψηφισθή παρά της Βουλής και κυρωθή υπό του Βασιλέως » .Στο Σύνταγμα του 1911 γίνεται και πάλι αναφορά στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας στο άρθρο 17 .Ενώ στα άρθρα 59 , 60 , 61 καθορίζονται τα σχετικά με τους φόρους , την ψήφιση του επόμενου οικονομικού έτους και τις συντάξεις .Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας αναφέρεται στο Σύνταγμα του 1927 στο άρθρο 19 . Στο άρθρο 29 του

Page 10: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

ίδιου Συντάγματος σημειώνεται ότι « κάθε πρόταση νόμου , υποβαλλόμενη από την κυβέρνηση που συνεπάγεται δαπάνη ή ελάττωση εσόδων του προϋπολογισμού , πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση περί του τρόπου καλύψεως της , υπογεγραμμένη από τον αρμόδιο Υπουργό και των Υπουργό των Οικονομικών » .Περαιτέρω στο άρθρο 34 σημειώνεται ότι ο προϋπολογισμός του κράτους υποβάλλεται πρώτα στη Βουλή .Στα άρθρα 50 , 51 γίνεται αναφορά στην επιβολή των φόρων ενώ στο άρθρο 119 γίνεται για πρώτη φορά λόγος για την αποκατάσταση των ακτημόνων καλλιεργητών , μικρών κτηνοτρόφων ,προσφύγων αγροτών ή αστών . Στο Σχέδιο Συντάγματος του 1948 (άρθρα 23 , 33 , 34 , 35 , 66 ,67 , 143 ) δεν παρατηρείται καμία διαφοροποίηση ως προς το περιεχόμενο των οικονομικών διατάξεων σε σχέση με το Σύνταγμα του 1927 . Το ίδιο συμβαίνει και στο Σύνταγμα του 1952 . Στο Σύνταγμα τώρα του 1968 εισάγονται για πρώτη φορά τα άρθρα 27 και 28 , τα οποία περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο Β’ – κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα και καθήκοντα - . Έτσι , στο άρθρο 27 « το κράτος μεριμνά για την εξασφάλιση απασχολήσεως , καθορίζει τους γενικούς όρους αυτής και επιδιώκει την βελτίωση της οικονομικής θέσεως και την ηθική εξύψωση των εργαζομένων » .Έπειτα στο άρθρο 28 « το κράτος μεριμνά για τη δημιουργία προϋποθέσεων προς ανάπτυξη επί εθνικής και περιφερειακής κλίμακας της οικονομίας , ώστε δι ’ αυτής να παρέχεται ευχέρεια σταθερής βελτίωσης των όρων διαβίωσης του λαού » . Στα άρθρα 82 , 83 , 84 επαναλαμβάνονται οι διατάξεις σχετικά με την επιβολή των φόρων . Στο άρθρο 21 του Συντάγματος του 1973 αναφέρεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας ενώ υπάρχει επίσης κεφάλαιο με την ονομασία « κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα και καθήκοντα » το οποίο περιέχει αυτούσια τα άρθρα που σημειώθηκαν ανωτέρω ( 27 , 28 , 29 ) .Οι διατάξεις οικονομικού περιεχόμενου των Συνταγμάτων 1975/1986/2001 θα αναφερθούν λεπτομερέστερα σε άλλο σημείο της εργασίας .8 . Διατάξεις oικονομικού περιεχομένου στα ξένα Συντάγματα

Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίο να εντοπίσουμε τις διατάξεις οικονομικού περιεχομένου που έχουν τεθεί σε ορισμένα ξένα Συντάγματα ώστε να κατανοήσουμε πως αντιμετωπίζουν το θέμα .Έτσι , στο Θεμελιώδη Νόμο της Βόννης του 1949 στο άρθρο 91 α παρ. 2 γίνεται λόγος για σύμπραξη της Ομοσπονδίας και των Χωρών ώστε να βελτιωθεί η οικονομική δομή της περιφέρειας . Στη συνέχεια το άρθρο 104 α ( Χ . Τα δημόσια Οικονομικά ) αναφέρεται στις δαπάνες της Ομοσπονδίας και των Χωρών και την οικονομική βοήθεια . Στο άρθρο 105 σημειώνεται η νομοθετική αρμοδιότητα για τους τελωνειακούς δασμούς και τα οικονομικά μονοπώλια ενώ στο άρθρο 106 η κατανομή των φορολογικών εσόδων και των προσόδων των οικονομικών μονοπωλίων . Το άρθρο 107 αναφέρεται στην εξισορρόπηση των οικονομικών και το άρθρο 108 στη δημοσιονομική διοίκηση . Στο άρθρο 109 γίνεται λόγος για το διαχωρισμό των προϋπολογισμών της Ομοσπονδίας και των Χωρών και στο άρθρο 110 για τον προϋπολογισμό της Ομοσπονδίας . Ακόμη , στο άρθρο 111 σημειώνεται η πολιτική που ακολουθείται για δαπάνες πριν από την έγκριση του προϋπολογισμού . Το άρθρο 112 αφορά τις υπερβάσεις του προϋπολογισμού και τις έκτακτες δαπάνες και το άρθρο 113 την αύξηση και μείωση των εξόδων . Τέλος , το άρθρο 114 αναφέρεται στον απολογισμό των εσόδων και εξόδων και το άρθρο 115 την παροχή πιστώσεων .Θα πρέπει , επίσης , να σημειώσουμε το άρθρο 9 παρ. 1 του Συντάγματος της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας του 1968 / 1974 : « Η λαϊκή οικονομία της Γ.

Page 11: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

Λ. Δ. βασίζεται στη σοσιαλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής . Εξελίσσεται σύμφωνα με τους οικονομικούς νόμους του σοσιαλισμού στη βάση των σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων και της απαρέγκλιτης πραγματοποίησης της σοσιαλιστικής οικονομικής ολοκλήρωσης » . Και το Πορτογαλικό Σύνταγμα του 1982 προβλέπει το άνοιγμα « του δρόμου για ένα σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα » ( προοίμιο ) και καθιερώνει ορισμένα σοσιαλιστικά στοιχεία στην οικονομική τάξη της χώρας ( άρθρα 80 επ. ) , αν και προστατεύει και την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία και την ιδιωτική ιδιοκτησία ( άρθρα 61 παρ. 1 και 62 παρ. 1 ) . Η πολιτική και οικονομική εξέλιξη ακολούθησε πάντως την φιλελεύθερη οδό . Έτσι , το 1989 αναθεωρήθηκε το άρθρο 83 που διακήρυττε τον αμετάκλητο χαρακτήρα των κρατικοποιήσεων όπου πραγματοποιήθηκε μετά τις 25 Απριλίου 1974 ( ημέρα της ανατροπής της δικτατορίας Σαλαζάρ ) . Το Ισπανικό Σύνταγμα του 1978 στα άρθρα 39 επ. περιλαμβάνει τις κατευθυντήριες αρχές της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής . Περαιτέρω , στο άρθρο 4 του Σοβιετικού Συντάγματος του 1936 σημειώνεται « η οικονομική βάση της ΕΣΣΔ συγκροτείται από το σοσιαλιστικό οικονομικό σύστημα και από τη σοσιαλιστική ιδιοκτησία των οργάνων και μέσων παραγωγής , που θεσπίστηκαν μετά την κατάλυση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος , την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των οργάνων και μέσων παραγωγής , και την εξάλειψη της εκμεταλλεύσεως του ανθρώπου από τον άνθρωπο » . Τέλος , στο άρθρο 8 του Ομοσπονδιακού Ρωσικού Συντάγματος του 1993 αναφέρεται ότι « η Ρωσική Ομοσπονδία εξασφαλίζει την ενότητα του οικονομικού χώρου , την ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών , των υπηρεσιών και των οικονομικών μέσων , την υποστήριξη του ανταγωνισμού και την ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας » .9 . Το Οικονομικό καθεστώς και το Σύνταγμα του 1975 / 1986 / 2001

Το Σύνταγμα του 1975 / 1986 /2001 , όπως κάθε Σύνταγμα , αποτελεί συγκεκριμένη ιδρυτική και διαμορφωτική πράξη , που εμπεριέχει πολιτικο -ιδεολογικές θέσεις στις οποίες προσδίδει μια de constitutione lata ενεργή νομική ισχύ ˙ δεν αποτελεί αξιολογικά ουδέτερη τάξη , αλλά ένα αξιολογικό σύστημα , που καταλαμβάνει ολόκληρη την κοινωνική ζωή ˙ εκφράζει μια συγκεκριμένη οικονομική και κοινωνική αντίληψη , ένα συγκεκριμένο συσχετισμό κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων 1 και , κατά συνέπεια , προστατεύει ορισμένα συμφέροντα , που διαλαμβάνονται στις εγγυήσεις που κατοχυρώνει .Έτσι , η ex constitutione αναγνώριση της ανταγωνιστικής ελευθερίας , της ελευθερίας των συμβάσεων και της ατομικής ιδιοκτησίας αποτυπώνει , ανάγλυφα , το συνταγματικό πλαίσιο πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η οικονομικοπολιτική κατεύθυνση του συνταγματικού νομοθέτη .Με τη συνταγματική νομοθεσία δημιουργήθηκε μια έννομη τάξη , η οποία οφείλει να εξελίσσεται , σύμφωνα και ανάλογα προς τις σύγχρονες ανάγκες , διατηρώντας , όμως , το θεμελιακό της χαρακτήρα , μέσα από την τάση της αυτοπροστασίας των συμφερόντων της « άρχουσας τάξης » , που διαχειρίζεται την πολιτική εξουσία , και του κοινωνικού συνόλου , εφόσον το κράτος , κατευθύνοντας την οικονομική δραστηριότητα , παραμένει ο βασικός συντελεστής της εξέλιξης Το Σύνταγμα του 1975 / 1986 / 2001 εγγυάται την οικονομική ελευθερία 2 ως εγγύηση θεσμού ( Institutsgarantie ) ˙ ταυτόχρονα είναι διάχυτος ο υπονοούμενος αλλά αδιαμφισβήτητος κοινωνικοδικαιοκρατικός προσανατολισμός 3 του , που

Page 12: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

εκκρίει την κοινωνική δέσμευση των ατομικών δικαιωμάτων .

10 . Το μικτό Οικονομικό Σύνταγμα

Η οικονομική ελευθερία και η κοινωνική της δέσμευση συνυπάρχουν και αλληλοεπηρεάζονται σε βαθμό αμοιβαίας εξομοίωσης δημιουργώντας ένα αμάλγαμα οικονομικής τάξης . Κατά τη λήψη αποφάσεων , σχετικά με τη ρύθμιση ορισμένου αντικειμένου , που ανήκουν στην αρμοδιότητα του , καθώς και για τον τρόπο υλοποίησης των αποφάσεων του , ο νομοθέτης διαθέτει ένα ευρύ πλαίσιο ρυθμιστικής εξουσίας : είναι ελεύθερος να ασκεί την οικονομική πολιτική που φαίνεται σ ’ αυτόν ότι ανταποκρίνεται προς τα πράγματα – και ως προς το σημείο αυτό το Σύνταγμα είναι ανοικτό ( offene ) , δηλαδή , ουδέτερο − , αλλά οφείλει να κινείται μέσα στα όρια και τα πλαίσια που χαράσσουν , προδιαγράφουν και κατοχυρώνουν οι δύο πόλοι του μικτού Οικονομικού Συντάγματος ( gemischte Wirtschaftsverfassung ) , η οικονομική ελευθερία ( Wirtschaftsfreiheit ) και η κοινωνική δέσμευση ( soziale Bindung ) ˙ με άλλα λόγια το Σύνταγμα δεν φαίνεται να αφαιρεί από το νομοθέτη την πολιτική ευθύνη για πράξη (ενέργεια ή παράλειψη ) ˙ η πολικότητα ( Polarität ) του οικονομικού καθεστώτος οριοθετεί , περιορίζει αλλά και προσδιορίζει το ευρύ πεδίο της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη τόσο κατά την επιλογή όσο και κατά την τεχνική διαμόρφωση των μέτρων που ρυθμίζουν και κατευθύνουν το status της οικονομίας . Το μικτό Οικονομικό Σύνταγμα διέπουν οι δύο θεμελιώδεις αρχές του εννόμου καθεστώτος : αφενός της ελευθερίας με την οποία κατοχυρώνεται η εξουσία και οι σχέσεις κάθε ατομικής και συλλογικής δράσης , πρωτοβουλίας και εργασίας των προσώπων , και αφετέρου της ισότητας , με την οποία αυτές οι ελευθερίες περιορίζονται και ισορροπούνται : στα πλαίσια του γενικότερου συμφέροντος της κοινωνικής ολότητας , για την οποία , η Δημοκρατία δεν είναι δυνατόν να νοείται ως κατοχύρωση των τυχαίων και δυναμικών αποτελεσμάτων του αγώνα του ανθρώπου για την ικανοποίηση των αναγκών αλλά ως εκείνη η εξουσία η οποία συνθέτει , διαλεκτικά 1 , τη βούληση της ολότητας , τείνει να πραγματοποιήσει την ισότητα των ατόμων και την ισορροπία των συμφερόντων των αναγκών , αφού , βέβαια , όλοι συμβάλλουν , ή , πάντως , έχουν τη δυνατότητα και πρέπει να συμβάλλουν σ ’ αυτή την ικανοποίηση .Αν , λοιπόν , η ελευθερία σημαίνει αποχή , αντίθετα , η ισότητα απαιτεί , αναγκαία παρέμβαση , χωρίς την οποία δε θα υπήρχε και η ελευθερία αφού θα καταλυόταν από την ανεξέλεγκτη δύναμη των « ισχυρώς κρατούντων » . Η σύγχρονη παρεμβατική Δημοκρατία συνειδητοποιεί , διαρκώς αυτή την παρέμβαση και την εκφράζει με τις διάφορες μορφές της οικονομικής της λειτουργίας , και έτσι συμβάλλει , κατ ’εξοχήν στην έξαρση και τη δημιουργό δημοκρατική δράση της αρχής της ισότητας που , στο καθεστώς της κλασικής πολιτικής Δημοκρατίας , είχε παραμεριστεί .Η σχέση , που δημιουργήθηκε , ανάμεσα στις θεμελιώδεις αρχές της Δημοκρατίας , την ελευθερία και την ισότητα , συμβάλλει στον καθορισμό του περιεχομένου του οικονομικού συμφέροντος 2 , το οποίο νοείται όχι κατά την εκάστοτε « αυθαίρετη » αντίληψη του νομοθέτη ή της κυβέρνησης αλλά , προπαντός , ως συγκεκριμένη υλοποίηση της εκάστοτε οικονομικής ισορροπίας και ισότητας .

Page 13: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

Η ( οικονομική και κοινωνική ) Δημοκρατία , ως έννομη δράση , προσλαμβάνει ουσιαστικό περιεχόμενο στα πλαίσια του καθεστώτος της προώθησης της ισότητας και της διασφάλισης της ελευθερίας , της αποχής και της ρύθμισης , της ιδιωτικοοικονομικής και της κρατικοοικονομικής λειτουργίας , της ισορροπίας ανάμεσα στο ατομικό και κοινωνικό συμφέρον .11 . Η οικονομική ελευθερία και το Σύνταγμα

Ήδη υπό το κράτος των παλαιότερων Συνταγμάτων θεωρία και νομολογία δέχονταν , ότι το άρθρο 4 αυτών , κατά το οποίο « η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστος » ( σήμερα άρθρο 5 § 3 του Συντ.1975 / 1986 / 2001 ) , κατοχύρωσε και την οικονομική ελευθερία ( ελευθερία οικονομικής δραστηριότητας ) . Η ευρεία αυτή ερμηνεία της διατάξεως ήταν πραγματικά τολμηρή , μια και η συνέχεια του άρθρου 4 ( « ουδείς καταδιώκεται , συλλαμβάνεται ,φυλακίζεται ή άλλως πως περιορίζεται , ειμή οπόταν και όπως ο νόμος ορίζει » ) αναφερόταν σαφώς στην ελευθερία του προσώπου ˙ επικράτησε όμως πλήρως 1 . Ίσως την άποψη αυτή περισσότερο δικαιολογούσε το γενικότερο πνεύμα του Συντάγματος και ο συνδυασμός άλλων βασικών διατάξεων του . Π.χ. η προστασία της ιδιοκτησίας ( άρθρο 17 ) και μάλιστα και της μεγάλης ( πέρα από εκείνη που χρειάζεται για την ικανοποίηση βασικών αναγκών ) , πρέπει να συνδυασθεί, για λόγους ισότητας ( άρθρο 3 ) όπως την ευνοούν τα αστικά κράτη , και με τη διασφάλιση της , τουλάχιστον θεωρητικής , δυνατότητας αποκτήσεως ιδιοκτησίας . Τούτο οδηγεί στην αναγνώριση τουλάχιστον κάποιας οικονομικής πρωτοβουλίας , που ξεπερνά το βεληνεκές του άρθρου 17 Συντάγματος .Σήμερα , το Σύνταγμα 1975 / 1986 / 2001 κατοχυρώνει στο άρθρο 5 § 1 τη συμμετοχή του ατόμου στην οικονομική ζωή της χώρας . Η σαφέστερη αυτή διατύπωση ( δηλαδή η ρητή αναφορά στην οικονομική ζωή ) , με την επικουρία και των προηγούμενων σκέψεων , δικαιολογεί την άποψη που δέχεται τη συνταγματική προστασία της οικονομικής ελευθερίας . Η ελευθερία πάντως αυτή , σαν ατομικό δικαίωμα , μόνο έμμεσα προκύπτει . Από αυτή την ( έμμεση ) συνταγματική κατοχύρωση της δεν δικαιολογείται να συναχθεί , κατά ακόμη εμμεσότερο τρόπο , και κατοχύρωση ορισμένων , μερικότερων , τρόπων εκδηλώσεως της , π.χ. της ελευθερίας του εμπορίου ή της ελευθερίας της βιομηχανίας κ.λ.π. Ο συνταγματικός νομοθέτης ενδιαφέρεται το πολύ για το αν θα υπάρχει νομική δυνατότητα για κάποια συμμετοχή στην οικονομική ζωή , όχι για το ποιο θα είναι το πεδίο και η μορφή αυτής της δραστηριότητας . Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ,ότι η συνταγματικής τάξεως προστασία της οικονομικής ελευθερίας δεν είναι κάτι το αυτονόητο στα αστικά κράτη . Χαρακτηριστικά , στην Αγγλία , τη χώρα της παντοδυναμίας του κοινοβουλίου , κατά το εκεί βασικά άγραφο Σύνταγμα , αναφέρεται ανάμεσα στα περιγραφόμενα συνταγματικής τάξεως δικαιώματα του πολίτη , ένα μόνο δικαίωμα με οικονομικό περιεχόμενο , αυτό της ιδιοκτησίας , που υπόκειται μάλιστα σε πλείστους περιορισμούς , ακόμη και εθνικοποιήσεις , συχνές μετά το 1945 εκεί . Εξάλλου στη Γαλλία το ισχύον Σύνταγμα του 1958 δεν περιέχει διατάξεις για τα δικαιώματα του ανθρώπου , αλλά παραπέμπει , στο προοίμιο του , στη διακήρυξη του 1789 , όπως αυτή συμπληρώθηκε με το προοίμιο του Συντάγματος του 1946 . Και εκείνη μεν διαπνέεται από το γνωστό πνεύμα της , τούτο δε περιλαμβάνει , σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής , και κοινωνικές διατάξεις ˙ αναφορά όμως στην οικονομική ελευθερία δεν γίνεται . Ειδικά στην επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται νομοθετική μάλλον παρά συνταγματική προστασία , ενόψει της πιστοποιούμενης βαθμιαίας εγκαταλείψεως του

Page 14: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

οικονομικού φιλελευθερισμού , η οποία οδήγησε στο να μη θεωρείται η ελευθερία αυτή στη σημερινή νομική και οικονομική τάξη ως γενική αρχή του δικαίου . Αντίθετα , διάταξη για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας έχει στο κεφάλαιο περί θεμελιωδών δικαιωμάτων το Σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ( άρθρο 2 § 1) . Και εκεί θεωρείται , όπως σε εμάς , ότι με τη διάταξη αυτή κατοχυρώνεται η οικονομική ελευθερία . Και με την αποδοχή της κρατούσας γνώμης για συνταγματική κατοχύρωση της οικονομικής ελευθερίας , η ευχέρεια του νομοθέτη να επιβάλλει περιορισμούς παραμένει ευρύτατη . Στηρίζεται πρώτον στις επιφυλάξεις των διατάξεων που κατοχυρώνουν αυτήν και την ιδιοκτησία και δεύτερον σε άλλες συνταγματικές διατάξεις κοινωνικού περιεχομένου , που είτε έχουν γενική σημασία και εφαρμογή είτε αναφέρονται σε ειδικά , αλλά σημαντικά θέματα . Ίσως οι κρίσιμές για την κοινωνική κατεύθυνση εκφράσεις των γενικών διατάξεων ( όπως « κοινωνική πρόοδος » και « δικαιοσύνη » στην § 2 , « κοινωνική αλληλεγγύη » στην § 4 του άρθρου 25 ) να είναι ρητορικές , στερούμενες συγκεκριμένου περιεχομένου . Και χωρίς αυτές όμως θα αρκούσαν οι λοιπές θεμελιώσεις για μια ευρεία ευχέρεια επεμβάσεως του κοινού νομοθέτη . Πάντως και οι αόριστες εκφράσεις των γενικών διατάξεων είναι για τον ίδιο σκοπό επίσης αξιοποιήσιμες . Γιατί τέτοιες ακριβώς εκφράσεις ενός κανόνα δικαίου προσφέρονται για να προσδοθεί σ ’ αυτόν , ανάλογα με τις κρατούσες κοινωνικοοικονομικές αντιλήψεις και την κοινωνική πραγματικότητα περιεχόμενο σύμφωνο με τις αντιλήψεις αυτές και ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες παραστάσεις του ιστορικού νομοθέτη . Αυτό καθιστά δυνατό αλλά και επιβάλλει ως ένα σημείο η κρατούσα σήμερα αντικειμενική θεωρία για την ερμηνεία των κανόνων δικαίου , ερμηνεία σύμφωνα και προς την ιστορικότητα του δικαίου – την εξέλιξη του νοήματος των κανόνων αυτού με την πάροδο του χρόνου . Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί , ότι η σύμφωνη με τις σημερινές αντιλήψεις ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου μπορεί να δώσει νέο , πιο σύγχρονο περιεχόμενο ακόμη και στα θεμελιώδη γνωρίσματα του δημοκρατικού πολιτεύματος μας , στη λαϊκή κυριαρχία και στην αξία του ανθρώπου ( άρθρα 1 και 2 Συντ. ) , προπαντός δε στη διάταξη για την ισότητα των Ελλήνων πολιτών ( άρθρο 4 §§ 1 και 2 Συντ. ) . Ακόμη μεγαλύτερη σημασία για την έκταση της πιο πάνω ευχέρειας του κοινού νομοθέτη στο πεδίο της οικονομικής δραστηριότητας έχει το γεγονός ότι πολλές από τις κοινωνικές διατάξεις του Συντάγματος αναφέρονται σε περιορισμούς κυρίως εκείνων των ατομικών δικαιωμάτων που έχουν οικονομικό περιεχόμενο , ιδιαίτερα δε στην οικονομική ελευθερία . Δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθεί η οικονομική με τις λοιπές ελευθερίες . Όπως προσφυώς παρατηρούν οι Σβώλος – Βλάχος , ο μεγαλύτερος κρατικός παρεμβατισμός ειδικά σε βάρος της οικονομικής ελευθερίας δικαιολογείται για να μπορεί ο νομοθέτης να επιδιώξει τους οικονομικούς και κοινωνικούς σκοπούς της κρατικής εξουσίας , ήτοι την βελτίωση της θέσεως των ασθενέστερων ομάδων και ατόμων , κατά το αναγνωρισμένο και επιτακτικό για κάθε κράτος και ιδίως για τη Δημοκρατία , καθήκον .Οπωσδήποτε η παρεμβατική ευχέρεια του νομοθέτη έχει ορισμένα όρια . Δεν μπορεί να φτάσει στο σημείο να εξαφανίσει τα ατομικά δικαιώματα .Διπλό φραγμό θέτει σχετικά το Σύνταγμα . Αφενός εγγυάται , ότι ο νομοθέτης δεν θα θίξει τις ατομικές ελευθερίες κατά τον πυρήνα τους . Διασφαλίζονται , δηλαδή , κατά σχετική παραστατική διατύπωση του Βεγλερή , « η ουσία , τα στοιχειώδη συστατικά , ο έσχατος πυρήνας του δικαιώματος , εκείνη η πνοή του χωρίς την οποία δεν υπάρχει και που είναι παράλογο και μάλιστα παραπλανητικό να διακηρύσσεται πανηγυρικά ».Αφετέρου το Σύνταγμα απαιτεί συγκεκριμένες , για τον κοινό νομοθέτη

Page 15: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

δεσμευτικές , εγγυήσεις . Οι ίδιοι φραγμοί θα πρέπει να γίνουν δεκτοί και για τις επεμβάσεις στην οικονομική ελευθερία , εφόσον και αυτής τη συνταγματική κατοχύρωση παραδεχόμαστε . Γι ’ αυτήν την ελευθερία ο πρώτος φραγμός θα σημαίνει , ότι τι Σύνταγμα αποκρούει π.χ. συστήματα πλήρως σοσιαλιστικής οικονομικής πολιτικής , η οποία δεν αφήνει δυνατότητες για ανάπτυξη ιδιωτικής πρωτοβουλίας και επομένως επεμβαίνει στον ίδιο πυρήνα του ατομικού δικαιώματος . Συγκεκριμένες δε εγγυήσεις δεν προβλέπει το Σύνταγμα για την οικονομική ελευθερία , αφού άλλωστε και αυτήν , όπως επανειλημμένα λέχθηκε , μόνο έμμεσα κατοχυρώνει .Υπέρ αυτής , όμως , θα λειτουργούν π.χ. οι εγγυήσεις για την επέμβαση στην ατομική ιδιοκτησία . Εξάλλου , με βάση τις πιο πάνω κοινωνικές διατάξεις του Συντάγματος και το συναγόμενο από αυτές αντικειμενικό , σύμφωνο με τις σημερινές αντιλήψεις , πνεύμα , θα πρέπει να δεχτούμε , ότι το Σύνταγμα υιοθετεί βασικά την αρχή του κοινωνικού κράτους . Βέβαια , η έκταση πραγματώσεως της ιδέας του κοινωνικού κράτους ( με αντίστοιχο περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας ) απόκειται στη διαπλαστική ευχέρεια του κοινού νομοθέτη . Αλλά ένα minimum συνταγματικής εγγυήσεως της πρέπει να συναχθεί από το ότι πολλοί από τους προβλεπόμενους περιορισμούς στην ιδιωτική πρωτοβουλία εννοούνται όχι μόνο σαν επιτρεπόμενοι , αλλά και σαν επιβαλλόμενοι και επομένως συνεπαγόμενοι όχι απλώς δικαίωμα , αλλά και καθήκον της πολιτείας για παρέμβαση . Έτσι , πρέπει να γίνει δεκτό , ότι το Σύνταγμα θέτει και ένα άλλο , προς την αντίθετη κατεύθυνση , όριο : Εγγυάται την ύπαρξη , τουλάχιστον στοιχειωδών περιορισμών της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας για χάρη του κοινωνικού συμφέροντος , αποκρούοντας έτσι συστήματα απεριόριστου φιλελευθερισμού . Ανάμεσα στα δύο αυτά όρια υπάρχει ευρύτατος χώρος , η πλήρωση του οποίου αφήνεται στη διαπλαστική ευχέρεια του νομοθέτη και , μέσα στο πλαίσιο των νομοθετικών αποφάσεων , στην κυβέρνηση που χαράσσει τη γενική πολιτική της χώρας . Το παραπάνω συνταγματικό καθεστώς για την οικονομική ελευθερία δεν αφήνει αμφιβολίες για την ύπαρξη εξουσίας του νομοθέτη να επεμβαίνει καταρχήν , όταν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος , και σε υφιστάμενες διαρκείς συμβάσεις , προβλέποντας νέα ρύθμιση τους για τον εφεξής χρόνο . Σωστά λοιπόν δεν αμφισβητείται η συνταγματικότητα π.χ. της νομοθεσίας για την αναγκαστική παράταση μισθώσεων , των διατάξεων των άρθρων 26 , 28 , 37 , 38 § 2 , 40 § 2 , 42 κ.λ.π. ΕισΝακ , που προβλέπουν αναδρομική ισχύ κανόνων δημόσιας τάξεως του ΑΚ , των αποφάσεων της ΝΕ για διακανονισμό τραπεζικών χρεών , παραγωγικών κλάδων της οικονομίας , όπως ο διακανονισμός χρεών των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων για χάρη της τουριστικής πολιτικής του κράτους , των κανόνων του εργατικού δικαίου , που θεσπίζονται και για τις υφιστάμενες συμβάσεις εργασίας κ.λ.π. Πρόκειται για σοβαρούς , ίσως , περιορισμούς της οικονομικής ελευθερίας , που δεν της αφαιρούν όμως γενικά κάθε ουσιαστική ισχύ , που δεν θίγουν δηλαδή αυτόν τον πυρήνα της .12 . Η συνταγματική κατοχύρωση της ατομικής ιδιοκτησίας

Η κατοχύρωση της ιδιοκτησίας έχει μια ατομική προστατευτική ενέργεια , που αφορά τα συγκεκριμένα δικαιώματα των κατ ’ ιδίαν προσώπων , και μια θεσμική , που αφορά τον νομικό θεσμό της ιδιωτικής ιδιοκτησίας . Ως συνταγματική κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων , η εγγύηση της ιδιοκτησίας , παρέχει προστασία έναντι της ,

Page 16: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

κατά το δοκούν , βλάβης ή αφαίρεσης περιουσιακών δικαιωμάτων . Ως θεσμική εγγύηση , κατοχυρώνει την ύπαρξη κανόνων ιδιωτικού δικαίου , οι οποίοι καθιστούν δυνατή και ρυθμίζουν την διατήρηση , κτήση , εκμετάλλευση και συναλλακτική χρησιμοποίηση ατομικών περιουσιακών δικαιωμάτων , ως βάση για την ιδιωτική διαμόρφωση του βίου και την αυτόνομη ιδιωτική διαμόρφωση οικονομική διαχείριση . Με την εγγύηση της ιδιοκτησίας υποβάλλεται ο νομοθέτης , κατά τη ρύθμιση της κατανομής των αγαθών και κατά τη δημιουργία του νομικού καθεστώτος για τα περιουσιακά δικαιώματα , τη διαμόρφωση τους , την εκμετάλλευση τους και τη διάθεσή τους , σε συνταγματικές δεσμεύσεις . Αυτές οι δεσμεύσεις ανάγονται κυρίως στις θεμελιώδεις αρχές της ισότητας των βαρών των ατόμων και της ιδιωτικής χρησιμότητας της ιδιοκτησίας και της χρησιμοποιήσεως της .Η ιδιοκτησία και η εγγύηση της εκτείνονται , από την άποψη της συνταγματικής πολιτικής λειτουργίας τους , πολύ πέρα από την αναγνώριση μιας , εξ ατομικιστικών αντιλήψεων , επιφυλασσόμενης στο άτομο σφαίρας . Το είδος και η έκταση της προστασίας της ιδιοκτησίας , ως και της εξαρτημένης εκ της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως ιδιωτικοοικονομικής χρησιμοποιήσεως της ιδιοκτησίας , σχηματίζουν , από άποψη οικονομικού συνταγματικού δικαίου , το βασικό κριτήριο για τη διάκριση των οικονομικών συστημάτων . Όταν το Σύνταγμα προστατεύει την ιδιοκτησία , συμβαίνει αυτό όχι μόνο από σεβασμό στον ιδιοκτήτη αλλά διότι κρίνεται ότι αυτή επίσης συνιστά καταρχήν ένα χρήσιμο στοιχείο του κοινωνικού συστήματος . Αντίστοιχα , μπορεί και πρέπει ο νομοθέτης να λαμβάνει υπόψη τη διαφορά των ειδών ιδιοκτησίας – ιδιοκτησία επί επιχειρήσεως , επί ακινήτων , επί καταναλωτικών αγαθών κ.λ.π. – εκάστοτε , αναλόγως της κοινωνικής και πολιτικής τους σημασίας . Η έριδα για το συνταγματικό καθεστώς της ιδιοκτησίας αποτελεί , στα κύρια σημεία της , μια έριδα περί το οικονομικό σύστημα και τη μορφή της πολιτικής εξουσίας . Η ιδιοκτησία προστατεύεται , αφενός διότι πραγματοποιεί την νομική κατανομή των αντικειμένων , τα οποία αποτελούν τη βάση της εξασφαλίσεως της διαβιώσεως του ατόμου και της διαμόρφωσης του βίου του . Αφετέρου , η ιδιοκτησία , στα πλαίσια του οικονομικού συστήματος , κατά το οποίο η παραγωγή και η διανομή των αγαθών ενεργείται , καταρχήν κατά το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας , έχει ως έργο να καθιστά δυνατή την αυτόνομη ιδιωτική απόφαση για τη χρήση και τη διάθεση των μέσων παραγωγής και των εμπορευμάτων , επί της οποίας στηρίζεται η αποκέντρωση της οικονομικής λειτουργίας και η συνδεδεμένη με την κοινωνικώς επιθυμητή ιδιωτική πρωτοβουλία , ατομική κατανομή επιτυχίας και κινδύνου . Βάσει της εντολής προς κοινωνική διαμόρφωση , που απορρέει από την αρχή του κράτους κοινωνικής πρόνοιας , έχει ανατεθεί στο κράτος το καθήκον να κοινωνικοποιεί την αυτόνομη ιδιωτική χρησιμοποίηση της ιδιοκτησίας , ιδιαιτέρως του μετοχικού κεφαλαίου , με το να διατηρεί τη συμβολή της στην ελεύθερη οικονομική διαδικασία , για όσο αυτό είναι αναγκαίο για την πραγματοποίηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και για όσο η ιδιοκτησία δημιουργεί πιθανότητα συγκεντρώσεως κοινωνικώς επιβλαβούς ισχύος και εκμεταλλεύσεως . Η εγγύηση της ιδιοκτησίας , προστατεύει τα περιουσιακά δικαιώματα κατά τις εκάστοτε δυνατότητες χρησιμοποιήσεως αυτών και την προσοδοφόρα ικανότητα τους , όχι όμως σε όλες τις νομικές νοητές δυνατότητες διαθέσεως , ως και κατά την εκάστοτε απόδοση προσόδων . Ο νομοθέτης μπορεί να αντιτάξει στην οικονομική ιδιοκτησία υπέρτερους πολιτικούς , οικονομικούς και κοινωνικούς σκοπούς . Απλές πιθανότητες και δυνατότητες ωφέλειας , οι οποίες μπορούν να είναι το αποτέλεσμα μεταγενέστερου κέρδους ή μελλοντικής δραστηριότητας δεν υφίστανται ακόμη και

Page 17: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

ως ενσωματωμένες έννομες θέσεις , και έτσι βρίσκονται εκτός της εγγυήσεως της ιδιοκτησίας .

13 . Το άρθρο 106 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος

Ο νομοθέτης αφού κατέστησε σαφές με ότι τα δικαιώματα που πηγάζουν από την ιδιοκτησία δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος , προσέδωσε με τις διατάξεις του άρθρου 106 του Συντάγματος λειτουργικό χαρακτήρα στην ιδιωτική πρωτοβουλία εν γένει , απαγορεύοντας ρητά την άσκηση της βλαπτικά για την εθνική οικονομία ( παρ. 2 ) , αναγνωρίζοντας στην κρατική εξουσία το δικαίωμα να προγραμματίζει και να συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα με σκοπό την προστασία του γενικού συμφέροντος ( παρ. 1) και επιτρέποντας ακόμη και την εξαγορά επιχειρήσεων ή την αναγκαστική σε αυτές συμμετοχή του κράτους ή άλλων δημόσιων φορέων , εφόσον αυτές έχουν χαρακτήρα μονοπωλίου ή έχουν ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου ή έχουν ως κύριο σκοπό την παροχή υπηρεσιών προς το κοινωνικό σύνολο . Ειδικότερα , με το άρθρο 106 ο συντακτικός νομοθέτης σκόπευσε ταυτόχρονα δύο στόχους : α) Να καταστήσει , καταρχήν , συνταγματικά επιτρεπτή την « εθνικοποίηση » ιδιωτικών επιχειρήσεων με νόμο . β) Να περιορίσει όμως , συνάμα , αυτή τη δυνατότητα του κοινού νομοθέτη , τόσο κατά αντικείμενο ( στις επιχειρήσεις που έχουν μονοπωλιακό χαρακτήρα ή ζωτική σημασία για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου ή παρέχουν κυρίως υπηρεσίες στο κοινωνικό σύνολο ) , όσο και διαδικαστικά ( παρέχοντας εγγυήσεις στους εν γένει ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων με το ότι θα αποζημιωθούν πλήρως για την ολική ή μερική αναγκαστική απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας τους , αναλόγως προς τα ισχύοντα για τις κλασικές περιπτώσεις απαλλοτρίωσης του άρθρου 17 Συντ.).

Το άρθρο 106 του Συντάγματος εντάσσεται στην ίδια λογική με εκείνη του άρθρου 17 . Στην μέριμνα του για την αντιμετώπιση της χώρας , τόσο στο εσωτερικό , όσο και στο εξωτερικό . Η δυνατότητα που προσφέρει το άρθρο 106 δεν χρησιμοποιήθηκε ως σήμερα προφανώς διότι συνοδεύεται με την υποχρέωση αποζημίωσης . Αντ ’ αυτής προτιμήθηκαν άλλες μέθοδοι , προπάντων εκείνη της αυξήσεως του κεφαλαίου και διαθέσεως των νέων μετοχών στο δημόσιο τομέα με αποτέλεσμα να περιέλθει σε αυτόν ο έλεγχος της επιχειρήσεως . Η συνταγματικότητα της ρύθμισης έγινε μεν δεκτή από τα δικαστήρια , αλλά παρέμεινε το ζήτημα της παραβιάσεως του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου .Η αναγκαστική εξαγορά ή συμμετοχή δεν αποτελεί σύμβαση αγοραπωλησίας αλλά ειδική περίπτωση αναγκαστικής απαλλοτρίωσης , με άλλα λόγια της κρατικοποίησης επιχειρήσεων . Το δίκαιο των συμβάσεων και ιδιαίτερα της αγοραπωλησίας δεν έχει λοιπόν εφαρμογή . Εφαρμοστέες είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο οι διατάξεις του άρθρου 106 παρ. 3-5 και , δεύτερον , του νόμου που θα ρυθμίσει την αναγκαστική εξαγορά και συμμετοχή .Ο νόμος αυτός μπορεί να παρεκκλίνει από το άρθρο 17 , οφείλει όμως , να παραμείνει στα όρια του άρθρου 106 . Οι γενικές αρχές της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης πάντως , όπως προπάντων η σύζευξη της καταβολής αποζημιώσεως και συντελέσεως της απαλλοτρίωσης , πρέπει να θεωρηθούν ότι

Page 18: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

ισχύουν και επί αναγκαστικής εξαγοράς ή συμμετοχής , αφού το άρθρο 106 δεν προβλέπει ρητά παρέκκλιση από αυτές . Όπως και η αναγκαστική απαλλοτρίωση , έτσι και η κρατικοποίηση αποφέρει « στέρηση της ιδιοκτησίας » του ιδιώτη . Τέτοια στέρηση αποτελεί βέβαια κατά κύριο λόγο η συγκεκριμένη αφαίρεση της επιχείρησης από τον δικαιούχο και η μεταβίβαση στον ωφελούμενο . Όπως όμως κατά τα γενικώς γενόμενα δεκτά στην επιστήμη και την νομολογία , η αναγκαστική απαλλοτρίωση μπορεί να διαγνωστεί και από τα αποτελέσματα μιας κρατικής επεμβάσεως ( de facto αναγκαστική απαλλοτρίωση ) , έτσι πρέπει να αναγνωριστεί και η νομική δυνατότητα μιας de facto κρατικοποίησης . Η κρατικοποίηση δεν είναι δηλαδή νοητή μόνο ως απευθείας « αφαίρεση » και « μεταβίβαση » επιχειρήσεως στο κράτος , αλλά και ως κρατική ενέργεια διαφορετικής από την κρατικοποίηση μορφής , που όμως έχει ως αντικειμενικά αποτελέσματα ( ανεξάρτητα από τις τυχόν προθέσεις των συγκεκριμένων οργάνων ) την μονομερή εκ μέρους του κράτους και παρά την βούληση του ιδιώτη δικαιούχου μεταφορά μιας επιχείρησης από τον ιδιωτικό στον δημόσιο τομέα . Αν τέτοιες περιπτώσεις δεν υπαχθούν στο άρθρο 106 παρ. 3-5 , θα ανοιχτούν διάπλατες οι πύλες της καταστρατήγησης και τελικής αποδυνάμωσης της συνταγματικής αυτής διάταξής .Όπως η αναγκαστική απαλλοτρίωση στην κύρια μορφή της , έτσι και η αναγκαστική εξαγορά ή συμμετοχή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει για την ευρεία και συστηματική μεταβίβαση των μέσων παραγωγής από την μετατροπή της κοινωνικοπολιτικής δομής της χώρας μας , όπως την ορίζει στα απώτερα πλαίσια της το Σύνταγμα , προπάντων στις διατάξεις του περί ατομικών δικαιωμάτων . Οι επιχειρήσεις που κρατικοποιήθηκαν εν μέρει ή πλήρως ή ιδρύθηκαν εξαρχής ως δημόσιες μπορούν οποτεδήποτε να επιστραφούν ή μεταφερθούν ( συνήθως με πώληση του συνόλου ή τμήματος των παλαιών ή νέων μετοχών ) στον ιδιωτικό τομέα ( αποκρατικοποίηση ή ιδιωτικοποίηση ). Η ιδιωτικοποίηση αυτή δεν έχει καμία σχέση με την αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ του ιδιώτη ούτε προσκόπτει σε οποιαδήποτε « κεκτημένα δικαιώματα » .Αποτελεί συνταγματικώς θεμιτή αναδιάρθρωση και συρρίκνωση του δημοσίου τομέα και τείνει στην αποκέντρωση της οικονομίας , την ενίσχυση του ανταγωνισμού , την αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας και , όπου δυνατόν , την εν γένει ανάπτυξη των εν λόγω επιχειρήσεων , καθώς και την απαλλαγή των φορολογουμένων από το βάρος της τεχνητής διατηρήσεως στην ζωή των προβληματικών επιχειρήσεων . 14 . Το Οικονομικό Σύνταγμα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Το Οικονομικό Σύνταγμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ( Wirtschaftsverfassung der Europäischen Wirtschaftsgemeischaft) , αποτελεί τμήμα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου . Το Οικονομικό Σύνταγμα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων θεμελιώνεται στην αρχή ότι το οικονομικό σύστημα των εθνικών οικονομιών των κρατών –μελών , καθώς και της Κοινής Αγοράς ( gemeinsamer Markt ) είναι και παραμένει το σύστημα της ιδιωτικής οικονομίας και του ελεύθερου ανταγωνισμού , σε συνδυασμό με τους κανόνες που αποσκοπούν στη ρύθμιση , τον επηρεασμό , τη διάπλαση και την κατεύθυνση της οικονομικής διαδικασίας .Ο Leontin – Jean Constantinesco , υποστηρίζει την άποψη ότι το Οικονομικό Σύνταγμα της ΕΟΚ εδράζεται σε μια ελεγχόμενη οικονομία της αγοράς στην οποία είναι διάχυτος ο έντονος κοινωνικός χαρακτήρας , όπως προκύπτει από τα άρθρα 117-122 της Σ.Ε.Ο.Κ. Παρόμοια θέση παρουσιάζει και ο Peter Badura , ο οποίος φρονεί ότι θέσπιση

Page 19: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

κανόνων που αποσκοπούν στη ρύθμιση , επηρεασμό και κατεύθυνση της οικονομικής διαδικασίας ανάγεται στην εντολή προς κοινωνική διαμόρφωση που απορρέει από την αρχή του κράτους κοινωνικής πρόνοιας ( Wohlfahrstaat ) .Αποστασιοποιημένος από μια τέτοια αντίληψη ο J. H. von Brunn , επισημαίνει ότι το Οικονομικό Σύνταγμα της Ε.Ο.Κ. βασίζεται μόνο στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς , χωρίς δεσμεύσεις .Η Συνθήκη της Ε.Ο.Κ. εδράζεται σε πέντε ελευθερίες :α . ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων ( άρθρα 9 - 37 Σ.Ε.Ο.Κ. ) ,β . ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων ( άρθρο 48 Σ.Ε.Ο.Κ. ) και ελεύθερη εγκατάσταση για τις επιχειρήσεις ( άρθρο 52 Σ.Ε.Ο.Κ. ) με άμεση συνέπεια την εξομοίωση ημεδαπών και αλλοδαπών στα πλαίσια των κρατών – μελών , γ . ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών ( άρθρο 59 Σ.Ε.Ο.Κ. ) , δ . ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων ( άρθρα 67 - 73 Σ.Ε.Ο.Κ.) , ε . ελεύθερη διακίνηση πληρωμών ( άρθρο 106 Σ.Ε.Ο.Κ ) .

15 . Οικονομική οργάνωση κατά το ισχύον Σύνταγμα

Οι βασικές διατάξεις του Συντάγματος που αναφέρονται στην οργάνωση της οικονομίας είναι οι ακόλουθες : α) Η διάταξη του άρθρου 17 § 1 που ορίζει ότι « η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους » . β) Η διάταξη του άρθρου 106 §2 που αναγνωρίζει την ιδιωτική πρωτοβουλία σαν φορέα οικονομικής δράσης . γ) Η διάταξη του άρθρου 106 §§ 3 , 4 , που καθιερώνει την εξαγορά από το κράτος ή την αναγκαστική συμμετοχή του σε επιχειρήσεις που έχουν μονοπωλιακό χαρακτήρα ή που είναι ζωτικής σημασίας για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου . Από το άρθρο 106 , που αναφέρει ρητά την ιδιωτική πρωτοβουλία , σε συνδυασμό με το άρθρο 17 , που κατοχυρώνει την ατομική ιδιοκτησία , βγάζει κανείς το συμπέρασμα ότι το Σύνταγμα φαίνεται να δέχεται μια τέτοια οργάνωση της οικονομίας στην οποία βασικοί φορείς της οικονομικής δράσης είναι οι ιδιώτες , οι οποίοι με τα μέσα παραγωγής που κατέχουν αποφασίζουν για το τι , πόσο και πως θα παραχθεί μέσω του μηχανισμού της αγοράς . Με άλλα λόγια το Σύνταγμα καθιερώνει το σύστημα της ιδιωτικής επιχειρηματικής δράσης στην αγορά . Το ερώτημα , όμως , που μπαίνει εδώ είναι ποια μορφή αγοράς , εννοεί το Σύνταγμα . Για να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα πάνω σ ’ αυτό , θα πρέπει να κοιτάξουμε προσεκτικά τη διάταξη του Συντάγματος που αναφέρεται στην ιδιοκτησία . Το Σύνταγμα αντιλαμβάνεται την ιδιοκτησία σαν ένα νομικό δικαίωμα επί πραγμάτων . Αλλά , τα νομικά χαρακτηριστικά της ιδιοκτησίας είναι τα ίδια σε όλες τις περιπτώσεις . Αν , όμως , εξετάσει κανείς την ιδιοκτησία από οικονομική και όχι από νομική άποψη θα δει ότι διαφέρει από ιδιοκτήτη σε ιδιοκτήτη ανάλογα με το μέγεθος και την μορφή της . Η ιδιοκτησία δεν χαρίζει στον μικροαγρότη , στον μικροβιοτέχνη ή στον εργάτη που κατέχει ένα διαμέρισμα , την ίδια οικονομική δύναμη που δίνει στον βιομήχανο , στον γαιοκτήμονα ή στον μεγάλο κεφαλαιούχο . Το Σύνταγμα δεν αντιμετωπίζει τις διάφορες μορφές και μεγέθη ιδιοκτησίας ανάλογα με την οικονομική δύναμη που δίνει στον ιδιοκτήτη της . Ξεκινώντας από την υπόθεση αυτή , ότι πρόθεση του συνταγματικού νομοθέτη είναι να θέτει διατάξεις που να διασφαλίζουν ισότητα μεταξύ των πολιτών , γεννάται το ερώτημα , γιατί στην προκείμενη περίπτωση δεν προχωρεί σε διαφοροποιημένη αντιμετώπιση της ιδιοκτησίας ; Η μόνη εξήγηση που θα μπορούσε να δοθεί εδώ ,

Page 20: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

είναι ότι το Σύνταγμα υποθέτει σαν βασικό οργανωτικό πλαίσιο της αγοράς , τον τέλειο ανταγωνισμό . Πράγματι , στον τέλειο ανταγωνισμό η ιδιοκτησία δίνει στους παραγωγούς την ίδια ή σχεδόν την ίδια δύναμη . Και αυτό , γιατί στον τέλειο ανταγωνισμό υπάρχει μεγάλος αριθμός παραγωγών , καθένας από τους οποίους έχει την ίδια ή περίπου την ίδια ποσότητα μέσων παραγωγής , που είναι τόσο μικρή για τον καθένα , ώστε να μη δίνει σε κανένα ξεχωριστή οικονομική δύναμη για να κυριαρχεί στην αγορά και να ρυθμίζει όπως θέλει αυτός τους μισθούς ή τις τιμές των αγαθών . Αλλά το πρότυπο του τέλειου ανταγωνισμού πάνω στο οποίο φαίνεται να στηρίζεται το Σύνταγμα δεν έχει καμία σχέση με την σημερινή οικονομική πραγματικότητα .Ας πάρουμε δύο βασικούς τομείς της οικονομίας : Τον αγροτικό και τον βιομηχανικό .Στον αγροτικό τομέα απασχολείται ένα αρκετά μεγάλο μέρος του πληθυσμού . Το 90 % των αγροτών είναι μικροϊδιοκτήτες και , από την πλευρά της παραγωγής και προσφοράς των προϊόντων τους , θα έλεγε κανείς ότι επικρατούν τα χαρακτηριστικά του τέλειου ανταγωνισμού . Η αγροτική μικροϊδιοκτησία δεν δίνει καμία οικονομική δύναμη στον αγρότη . Ο αγρότης απλώς χρησιμοποιεί το κομμάτι γης που διαθέτει για την αξιοποίηση της προσωπικής του δουλειάς . Στις ανταλλακτικές όμως σχέσεις του αγρότη , τόσο στη φάση της προμήθειας των καλλιεργητικών μέσων , μηχανημάτων , λιπασμάτων , σπόρων , φαρμάκων κ.λ.π. , όσο και στη φάση της διάθεσης του αγροτικού προϊόντος , ο τέλειος ανταγωνισμός ή κάποια άλλη μορφή ανταγωνισμού , δεν λειτουργεί .Στον τομέα της βιομηχανίας οι αντιθέσεις είναι το ίδιο έντονες . Στους περισσότερους τομείς , και κυρίως στους τομείς υψηλής τεχνολογίας , τα μέσα παραγωγής συγκεντρώνονται σε λίγα μεγάλα μονοπωλιακά συγκροτήματα , τα οποία ελέγχουν την αγορά , και έχουν αποκτήσει τέτοια οικονομική δύναμη ώστε να αποφασίζουν σχεδόν κυριαρχικά για το τι , πόσο και πως θα παραχθεί . Έτσι , οι κρίσιμες επιλογές για την ανάπτυξη της χώρας , την ποιότητα της οικονομικής ζωής του λαού και την κατανομή του εισοδήματος εξαρτώνται κατά βάση από τις αποφάσεις των μονοπωλιακών επιχειρήσεων και όχι τόσο από τη λαϊκή συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες .Η ανάπτυξη των μονοπωλίων στην χώρα μας άρχισε να γίνεται αισθητή από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 , όταν η πολιτική εξουσία άνοιξε τις πόρτες στο ξένο εκμεταλλευτικό κεφάλαιο στο οποίο παραχώρησε με νόμο συνταγματικής ισχύος προνόμια και εύνοιες . Ο οικονομικό έλεγχος των ξένων μονοπωλίων έφτασε το 80 % με 90 % σε ορισμένους κλάδους υψηλής τεχνολογίας και στο 40 % με 50 % στους υπόλοιπους κλάδους της βιομηχανίας .Υπάρχει βέβαια το άρθρο 106 του Συντάγματος που θέτει σαν σκοπό τον έλεγχο της πολιτείας πάνω σε μονοπωλιακές επιχειρήσεις ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία . Το άρθρο αυτό επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να χρησιμοποιεί δύο μέτρα γι ’ αυτόν τον έλεγχο . Την εξαγορά της επιχείρησης ή την αναγκαστική συμμετοχή του κράτους σ ’ αυτήν .Το Σύνταγμα , λοιπόν , αποκλείει την ύπαρξη ενός οικονομικού φορέα , του κράτους ως αποκλειστικού και μοναδικού οικονομικού φορέα , αποκλείει δηλαδή το σύστημα του οικονομικού συγκεντρωτισμού . Προβλέπει ως οικονομικό σύστημα , το σύστημα της « μικτής οικονομίας » . Ο κρατικός προγραμματισμός και συντονισμός της οικονομίας πραγματοποιούνται σύμφωνα με την συνταγματική επιταγή , για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος . Για την πραγματοποίηση των σκοπών αυτών το κράτος οφείλει να επιδιώκει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας . Οφείλει να

Page 21: 1  · Web view1 . Εισαγωγή στο ζήτημα του « Οικονομικού Συντάγματος» Το Σύνταγμα δεν επιτάσσει ένα ορισμένο

λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου , από την ατμόσφαιρα και τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσματα . Ρητά επιτάσσει ο συντακτικός νομοθέτης την λήψη μέτρων για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή ιδίως της οικονομίας των ορεινών , νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών .

16 . Συμπέρασμα

Προσεγγίζοντας το θέμα του Οικονομικού Συντάγματος από περισσότερες πλευρές προκειμένου να κατανοήσουμε την έννοια του καταλήγουμε στην εύλογη διαπίστωση ότι το Σύνταγμα της Ελλάδος δεν επιβάλλει συγκεκριμένο οικονομικό σύστημα . Ο νομοθέτης έχει ελευθερία κινήσεως αλλά όχι σε όλο το φάσμα . Το ίδιο το Σύνταγμα καθορίζει τα όρια . Από τη μια πλευρά κατοχυρώνει τα ατομικά δικαιώματα και μάλιστα την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία και ιδιοκτησία και τον αντίστοιχο περιορισμό της κρατικής εξουσίας , ενώ από την άλλη τίθενται όρια με την επιβολή υποχρεώσεων στο κράτος και τους ιδιώτες , καθώς και με τον περιορισμό των δικαιωμάτων των τελευταίων .Το σημερινό οικονομικό και κοινωνικό σύστημα είναι μεν κατά το Σύνταγμα επιτρεπτό , αλλά όχι το μόνο δυνατό . Βασίζεται σε μια απόφαση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής του νομοθέτη , που μπορεί να αντικατασταθεί ή τροποποιηθεί . Πάντως , από την οριοθετική λειτουργία του Συντάγματος προκύπτει με σαφήνεια ότι τόσο η άκρατη ατομοκεντρική όσο και η πλήρως διευθυνόμενη οικονομία βρίσκονται εκτός των ορίων του Συντάγματος . Οι πολυάριθμες όμως ενδιάμεσες λύσεις είναι στην διάθεση του νομοθέτη , εφόσον αυτός σέβεται στον πυρήνα τους την ελεύθερη οικονομική πρωτοβουλία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό αφενός και τους κοινωνικούς περιορισμούς αφετέρου . Υπ ’ αυτήν την έννοια το Σύνταγμα είναι οικονομικοπολιτικά ουδέτερο και ανοιχτό σε κάθε οικονομικό σύστημα που θεωρείται καλύτερο .