1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

158
Η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους 1821-1897 MAXOY YΠEP ΠIΣTEΩΣ KAI ΠATPIΔOΣ H ώρα ήλθεν, ω Άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Eυρώπης πολεμούντες υπέρ των ιδίων Δικαιωμάτων και ελευθερίας αυτών μας επροσκάλουν εις μίμησιν, αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν όλαις δυνάμεσι, να αυξήσωσι την ελευθερίαν, και δι' αυτής πάσαν αυτών την Ευδαιμονίαν. (...) Eίναι καιρός να αποτινάξωμεν τον αφόρητον τούτον Ζυγόν, να ελευθερώσωμεν την Πατρίδα, να κρημνίσωμεν από τα νέφη την ημισέληνον, δια να υψώσωμεν το σημείον, δι ου πάντοτε νικώμεν: λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωμεν την Πατρίδα, και την Ορθόδοξον ημών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών Καταφρόνησιν. Mεταξύ ημών ευγενέστερος είναι, όστις ανδρειοτέρως υπερασπισθή τα δίκαια της Πατρίδος και ωφελιμοτέρως την δουλεύση. Tο έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξη τους Δημογέροντάς του, και εις την ύψιστον ταύτην Βουλήν θέλουσιν υπείκει όλαι μας αι πράξεις. (...) Eις τα όπλα, λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς Mας Προσκαλεί! Aλέξανδρος Yψηλάντης Tην 24ην Φεβρουαρίου 1821 Eις το γενικόν στρατόπεδον του Iασίου

description

ιστορια

Transcript of 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Page 1: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η συγκρότηση του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

MAXOY YΠEP ΠIΣTEΩΣ KAI ΠATPIΔOΣH ώρα ήλθεν, ω Άνδρες Έλληνες! Προ πολλού οι λαοί της Eυρώπης πολεµούντες υπέρ των ιδίων Δικαιωµάτων και ελευθερίας αυτών µας επροσκάλουν εις µίµησιν, αυτοί, καίτοι οπωσούν ελεύθεροι, επροσπάθησαν όλαις δυνάµεσι, να αυξήσωσι την ελευθερίαν, και δι' αυτής πάσαν αυτών την Ευδαιµονίαν. (...) Eίναι καιρός να αποτινάξωµεν τον αφόρητον τούτον Ζυγόν, να ελευθερώσωµεν την Πατρίδα, να κρηµνίσωµεν από τα νέφη την ηµισέληνον, δια να υψώσωµεν το σηµείον, δι ου πάντοτε νικώµεν: λέγω τον Σταυρόν, και ούτω να εκδικήσωµεν την Πατρίδα, και την Ορθόδοξον ηµών Πίστιν από την ασεβή των ασεβών Καταφρόνησιν. Mεταξύ ηµών ευγενέστερος είναι, όστις ανδρειοτέρως υπερασπισθή τα δίκαια της Πατρίδος και ωφελιµοτέρως την δουλεύση. Tο έθνος συναθροιζόµενον θέλει εκλέξη τους Δηµογέροντάς του, και εις την ύψιστον ταύτην Βουλήν θέλουσιν υπείκει όλαι µας αι πράξεις. (...) Eις τα όπλα, λοιπόν, φίλοι, η Πατρίς Mας Προσκαλεί! Aλέξανδρος Yψηλάντης Tην 24ην Φεβρουαρίου 1821 Eις το γενικόν στρατόπεδον του Iασίου

Page 2: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Εισαγωγή: Η Φιλική ΕταιρείαΣτα µέσα Σεπτεµβρίου 1814 στην Oδησσό, τρεις έλληνες έµποροι, δυο Ηπειρώτες και ένας Πάτµιος, αποφάσισαν να προετοιµάσουν το έδαφος για την «εν καιρώ» εκδήλωση επανάστασης των ελληνικών πληθυσµών της Οθωµανικής Aυτοκρατορίας. H απόφαση αυτή οδήγησε πολύ σύντοµα στην ίδρυση της Eταιρείας των Φιλικών ή Φιλικής Eταιρείας. H τελευταία εντάσσεται σε µια ευρύτερη διαδικασία εθνογένεσης και επαναστατικών ζυµώσεων που λαµβάνουν χώρα από τα τέλη του 18ου αιώνα ιδίως µεταξύ των λογίων και των εµπόρων στις ελληνικές παροικίες. Iδρυτές της ήταν ο Nικόλαος Σκουφάς, ο Aθανάσιος Tσακάλωφ και ο Eµµανουήλ Ξάνθος, οι οποίοι στο παρελθόν είχαν µετάσχει σε άλλες µυστικές επαναστατικές εταιρείες καθώς και σε τεκτονικές στοές. H εµπειρία τους αυτή στάθηκε χρήσιµη όσον αφορά την οργάνωση και το συνωµοτικό τρόπο δράσης της Eταιρείας. Έως το 1818, χρονιά κατά την οποία οι τρεις ιδρυτές εγκαθίστανται στην Kωνσταντινούπολη, η Φιλική Eταιρεία υπήρξε ένας ολιγάριθµος οργανισµός µε περίπλοκες διαδικασίες µύησης, συνωµοτικούς κανόνες και πλειάδα µυστικών συµβόλων. Θεωρείται ότι έως την εποχή εκείνη ο αριθµός των µελών που µυήθηκαν δεν ξεπερνούσε τους τριάντα, ενώ ως µέλη επιλέγονταν κατά κύριο λόγο επιφανείς Έλληνες από τη Pωσία και τις παραδουνάβιες ηγεµονίες. Kατά την περίοδο αυτή (1814-18) στον ηγετικό πυρήνα της Eταιρείας, την Aρχή όπως την ονόµαζαν, συµπεριλήφθηκε µεταξύ άλλων και ο Άνθιµος Γαζής, ιερωµένος και λόγιος µε αναγνωρισµένο κύρος.H µετεγκατάσταση της οργάνωσης στην Kωνσταντινούπολη συνέπεσε µε το θάνατο του N. Σκουφά και τη διεύρυνση της ηγετικής οµάδας, στην οποία συµπεριλήφθηκαν µεταξύ άλλων ο µητροπολίτης Iγνάτιος Oυγγροβλαχίας, ο Φαναριώτης Aλέξανδρος Mαυροκορδάτος και ο αρχιµανδρίτης Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Aκόµη περισσότερο, την περίοδο αυτή (1818-20) η Eταιρεία προχωρεί σε οργανωτικές αλλαγές, σε διεύρυνση του κύκλου των µελών της και σε συγκεκριµενοποίηση ενός σχεδίου για την εκδήλωση της επανάστασης. Σε ό,τι αφορά τις οργανωτικές αλλαγές υιοθετείται το λεγόµενο σύστηµα των δώδεκα αποστόλων. Σύµφωνα µε αυτό, δώδεκα ευυπόληπτα µέλη της Eταιρείας στάλθηκαν σε ισάριθµες περιοχές, όπου διαβιούσαν ελληνικοί πληθυσµοί. Στόχος τους ήταν να προσεγγίσουν κοινωνικοπολιτικά και οικονοµικά ισχυρούς τοπικούς παράγοντες. Tην εποχή αυτή γίνονται µέλη της Eταιρείας οι σηµαντικότεροι προύχοντες και ιεράρχες της Πελοποννήσου, καθώς και αρκετοί ρουµελιώτες κλεφταρµατολοί. Παράλληλα, οι τέσσερις βαθµίδες µελών που λειτουργούσαν κάτω από την Aρχή µετατρέπονται σε έξι, ενώ απλοποιείται κατά πολύ το τελετουργικό της µύησης. Tαυτόχρονα, προσεγγίστηκε ο Iωάννης Kαποδίστριας µε σκοπό να αναλάβει την αρχηγία. Μετά την άρνησή του οι Φιλικοί πλησίασαν τον Aλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος δέχτηκε τον Aπρίλιο του 1820.

Κάρτα µέλους της Φιλικής Εταιρείας. Διακρίνονται τα γράµµατα ΗΕΑ και ΗΘΣ, που σηµαίνουν ελευθερία ή θάνατος, καθώς και ο ιερός δεσµός µε τις δεκαέξι στήλες, που είναι το σύµβολο ενότητας της Εταιρείας. Στο κάτω µέρος είναι το κείµενο µε το µυστικό αλφάβητο της Φιλικής Εταιρείας. Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.

Page 3: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Το σχέδιο δράσης της Φιλικής ΕταιρείαςH ανάληψη της ηγεσίας από τον Aλέξανδρο Yψηλάντη συνδέεται µε τη διαµόρφωση σχεδίου για την έναρξη της Επανάστασης. Kατά τη διάρκεια του 1820 το σχέδιο τροποποιήθηκε αρκετές φορές σε µεγάλο βαθµό, γιατί η διεύρυνση της Eταιρείας και η στρατολόγηση εθελοντών είχε δηµιουργήσει υποψίες για τη δράση της και είχαν πραγµατοποιηθεί συλλήψεις ορισµένων µελών. Έτσι, στις αρχές του 1821 επισπεύτηκε η έναρξη της Eπανάστασης, η οποία φαίνεται ότι προβλεπόταν να ξεκινήσει σχεδόν ταυτόχρονα σε τρεις διαφορετικές περιοχές: στις παραδουνάβιες ηγεµονίες, στο Mοριά και στην Kωνσταντινούπολη.Στις αρχές Oκτωβρίου 1820 στην πόλη Iσµαήλιο της ρωσικής επαρχίας της Bεσσαραβίας πραγµατοποιήθηκε συγκέντρωση µελών της Eταιρείας ύστερα από πρωτοβουλία του Aλ. Yψηλάντη. Mεταξύ αυτών που συγκεντρώθηκαν µε σκοπό τον καθορισµό της ηµεροµηνίας εκδήλωσης της επανάστασης και της συγκεκριµενοποίησης του σχεδίου ήταν και οι Eµµανουήλ Ξάνθος, Xρ. Περαιβός και Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας). Σε ό,τι αφορά το χρόνο εκδήλωσης της επανάστασης αποφασίστηκε ότι θα ξεσπούσε στα τέλη Nοεµβρίου µε αρχές Δεκεµβρίου στην Πελοπόννησο, στην οποία θα µετέβαινε ο Aλ. Yψηλάντης µε πλοίο από την Tεργέστη. Λίγες µέρες νωρίτερα θα είχε εκδηλωθεί κίνηµα και στη Mολδοβλαχία. Eπρόκειτο για κίνηση αντιπερισπασµού που προβλεπόταν ωστόσο να ενισχυθεί από τη Pωσία αλλά και από ταυτόχρονο επαναστατικό ξεσηκωµό των Σέρβων. Έτσι, η Eπανάσταση στην Πελοπόννησο θα εκδηλωνόταν σε µια εποχή γενικότερου επαναστατικού ξεσηκωµού σε ολόκληρη την οθωµανοκρατούµενη Βαλκανική χερσόνησο. Στο σχεδιασµό αυτό βοηθούσε και ο πόλεµος µεταξύ του Aλή-πασά και των σουλτανικών στρατευµάτων, ενώ θετικό ενδεχόµενο θα ήταν η πρόκληση ενός ακόµη ρωσοοθωµανικού πολέµου.Ωστόσο, η εκδήλωση της επανάστασης αναβλήθηκε για την άνοιξη του 1821, καθώς τα µηνύµατα από την Πελοπόννησο δεν ήταν ενθαρρυντικά. Kατόπιν αποφασίστηκε να ηγηθεί ο Aλ. Υψηλάντης του κινήµατος στις παραδουνάβιες ηγεµονίες, από όπου θα διέσχιζε τη Bαλκανική χερσόνησο πολεµώντας και θα κατέληγε στην Πελοπόννησο. Προβλεπόταν ακόµη στάση των ελληνικών πληρωµάτων στο ναύσταθµο της Kωνσταντινούπολης, πυρπόληση του οθωµανικού στόλου και σύλληψη του σουλτάνου µέσα στο γενικότερο χάος που θα προκαλούνταν στην πρωτεύουσα της Aυτοκρατορίας. Tελικά, στα µέσα Φεβρουαρίου αποφασίστηκε στο Kίσνοβο της Bεσσαραβίας να περάσει ο Yψηλάντης στη Mολδαβία και να κηρύξει την έναρξη της επανάστασης στις 27 Φεβρουαρίου 1821, ηµέρα που συνέπιπτε µε την Kυριακή της Oρθοδοξίας.Oι παράγοντες που οδήγησαν στην εκδήλωση της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεµονίες είχαν να κάνουν σε µεγάλο βαθµό µε το ειδικό καθεστώς που απολάµβαναν οι γειτονικές στη Pωσία επαρχίες της Oθωµανικής Aυτοκρατορίας. H Mολδαβία και η Bλαχία διοικούνταν από Φαναριώτες που διορίζονταν από το Σουλτάνο και παρότι τυπικά οι περιοχές αυτές ανήκαν στην Aυτοκρατορία, οθωµανικά στρατεύµατα δεν µπορούσαν να εισχωρήσουν σ' αυτές χωρίς τη σύµφωνη γνώµη της Pωσίας. Oι ολιγάριθµες φρουρές δεν ήταν ικανές να υπερασπιστούν την περιοχή, ενώ υπήρχε ελπίδα ότι η Pωσία δε θα επέτρεπε την είσοδο οθωµανικών στρατευµάτων. Eπιπλέον, ηγεµόνας της Mολδαβίας ήταν ο Φιλικός Mιχαήλ Σούτσος που διατηρούσε δύναµη ενόπλων, ενώ επικεφαλής στρατιωτικών σωµάτων στη Bλαχία ήταν οι επίσης Φιλικοί Γεωργάκης Oλύµπιος και Γιάννης Φαρµάκης. Παρότι οι ελληνικοί πληθυσµοί ήταν λιγοστοί, επικεντρωµένοι στις πόλεις και απασχολούµενοι σε διοικητικές θέσεις, ευελπιστούσαν ότι θα µπορούσαν να πάρουν µε το µέρος τους τους ντόπιους πληθυσµούς. Προς αυτή την κατεύθυνση θα λειτουργούσε και η συνεργασία µε τον βλάχο επαναστάτη Bλαδιµιρέσκου,ο οποίος την εποχή εκείνη ηγούνταν ενός κινήµατος φτωχών αγροτικών πληθυσµών.Kανείς από τους υπολογισµούς αυτούς δεν επιβεβαιώθηκε. Οι τοπικοί πληθυσµοί δεν είδαν φιλικά µια κίνηση στην οποία συµµετείχαν οι φαναριώτες ηγεµόνες. H επιφυλακτικότητα του Bλαδιµιρέσκου, που διατηρούσε επαφή και µε τους Οθωµανούς, οδήγησε τους Φιλικούς στη σύλληψη και στην εκτέλεσή του. Tέλος, οι βιαστικές προετοιµασίες και ο ελλιπής εξοπλισµός των σχετικά ολιγάριθµων βαλκάνιων εθελοντών που αποτελούσαν το στρατό του Yψηλάντη δεν ήταν δυνατόν να ισοσταθµιστούν µε τον όποιο ηρωισµό επιδείκνυαν στη διάρκεια των µαχών. Tέλος, η απραξία των Φιλικών στην Kωνσταντινούπολη και ιδίως η καταδίκη του κινήµατος του Yψηλάντη από το ρώσο αυτοκράτορα διέψευσαν και τις τελευταίες ελπίδες για µια θετική κατάληξη του κινήµατος στις παραδουνάβιες ηγεµονίες.

Ο Μιχαήλ Σούτσος (1784-1864). Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυµα Ερευνών, Αθήνα.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792-1828). Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Page 4: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ο Aλέξανδρος Υψηλάντης στη ΜολδοβλαχίαΣτις 22 Φεβρουαρίου 1821 ο Aλέξανδρος Υψηλάντης µε µια µικρή συνοδεία πέντε ατόµων πέρασε τον ποταµό Προύθο, το σύνορο µεταξύ της Pωσίας και των παραδουνάβιων ηγεµονιών (Mολδαβία και Bλαχία) που ανήκαν στην Oθωµανική Aυτοκρατορία. Στο έδαφος της Μολδαβίας τον υποδέχτηκε η φρουρά του ηγεµόνα Mιχαήλ Σούτσου και τον συνόδευσε έως το Iάσιο. Eκεί εξέδωσε στις 24 Φεβρουαρίου την προκήρυξη Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος, η οποία θεωρείται η επίσηµη κήρυξη της Eπανάστασης. Δύο ηµέρες αργότερα πραγµατοποιήθηκε ιεροτελεστία κατά την οποία ευλογήθηκε η επαναστατική σηµαία. Η σηµαία είχε στη µια της όψη το φοίνικα, κεντρικό σύµβολο της Φιλικής Eταιρείας, και τη φράση Eκ της στάκτης µου αναγεννώµαι, ενώ από την άλλη τους ισαποστόλους Kωνσταντίνο και Eλένη, το σταυρό και τη φράση Eν τούτω νίκα. Στη διάρκεια της ολιγοήµερης παραµονής του στο Iάσιο έγιναν και οι πρώτες προπαρασκευές για τη συγκέντρωση χρηµάτων και τη συγκρότηση στρατού από βαλκάνιους εθελοντές που συνέρρεαν εκεί, ενώ εκδόθηκαν και άλλες επιστολές, ανάµεσά τους και εκείνη που απευθυνόταν στο ρώσο αυτοκράτορα.Aπό το Iάσιο ο Yψηλάντης αναχώρησε την 1η Μαρτίου, διέσχισε τη Μολδαβία, πέρασε στη Βλαχία και προς τα τέλη του µήνα βρέθηκε έξω από το Βουκουρέστι, όπου βρίσκονταν ήδη τα ένοπλα σώµατα του Γεωργάκη Ολύµπιου. Οι µικρές οθωµανικές φρουρές δεν ήταν δυνατό να εµποδίσουν την πορεία του. Παρόλα αυτά, τα προβλήµατα είχαν αρχίσει να διαφαίνονται. Oι πολεµικές προετοιµασίες ήταν ανεπαρκείς. O στρατός συγκροτούνταν καθοδόν ανάλογα µε την προσέλευση των εθελοντών, ενώ πολλοί ήταν άοπλοι ή πληµµελώς οπλισµένοι. Oι οµογενείς των περιοχών αυτών φαίνονταν διστακτικοί στην πλειονότητά τους στο να βοηθήσουν ενεργά και ουσιαστικά, ενώ και οι ντόπιοι πληθυσµοί ήταν µάλλον εχθρικοί, σε µεγάλο βαθµό εξαιτίας των αρπαγών και των λεηλασιών που υφίσταντο από τµήµατα του στρατού του Υψηλάντη. Eπιπρόσθετα, είχε διαφανεί ότι δεν υπήρχε ελπίδα επανάστασης των Σέρβων, η επικοινωνία µε τον Αλή-πασά δεν είχε καταστεί δυνατή και µόνο ο Βλαδιµιρέσκου, επικεφαλής αγροτικού κινήµατος στη Bλαχία που επίσης κατευθυνόταν την ίδια εποχή προς το Βουκουρέστι, θα µπορούσε να καταστεί σύµµαχος.Στα τέλη Μαρτίου η προοπτική µιας θετικής κατάληξης αδυνατούσε ακόµη περισσότερο µετά τον αφορισµό του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη και ιδίως µετά την καταδίκη της επανάστασης από τον αυτοκράτορα της Ρωσίας, ο οποίος θα επέτρεπε την είσοδο οθωµανικών στρατευµάτων στις ηγεµονίες. Πράγµατι, πολυάριθµα οθωµανικά στρατεύµατα συγκεντρώθηκαν µέχρι τα τέλη Απριλίου και ήταν έτοιµα να αντιµετωπίσουν το στρατό του Υψηλάντη. Tην ίδια εποχή ο Βλαδιµιρέσκου διατηρούσε επικοινωνία και µε τους Οθωµανούς και ενδιαφερόταν περισσότερο να διαπραγµατευτεί παρά να συγκρουστεί µαζί τους. Στη Mολδαβία πάλι οι τοπικοί άρχοντες (βογιάροι), όταν είδαν ότι πίσω από το κίνηµα του Υψηλάντη δε βρισκόταν η Ρωσία, εκδηλώθηκαν πλέον ανοιχτά εναντίον του και ζήτησαν από τους Οθωµανούς τη συµβολή τους, εξέλιξη που ανάγκασε το Μιχαήλ Σούτσο και πολλούς άλλους οµογενείς να καταφύγουν στη γειτονική Βεσσαραβία.

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης περνά τον Προύθο. Πίνακας του Π. Φον Ες. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.

Page 5: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οι µάχες του Γαλατσίου και του Δραγατσανίου και το τέλος της Επανάστασης στη ΜολδοβλαχίαΈως τα τέλη Απριλίου, οπότε οι οθωµανικές δυνάµεις εισήλθαν στις ηγεµονίες διαβαίνοντας τον Δούναβη, µικρές µόνο αψιµαχίες είχαν πραγµατοποιηθεί ανάµεσα στους επαναστάτες και τις επιφορτισµένες µε αστυνοµικά καθήκοντα ολιγάριθµες οθωµανικές φρουρές. H πρώτη µεγάλης κλίµακας σύγκρουση πραγµατοποιήθηκε στις 30 Απριλίου στην πόλη Γαλάτσι, την οποία υπερασπίζονταν στρατιωτικά σώµατα µε επικεφαλής τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη. Tο Γαλάτσι βρίσκεται πλησίον των συνόρων της Μολδαβίας και της Βλαχίας µε τη Bεσσαραβία (Ρωσία). Εκεί, ύστερα από σκληρές µάχες οι Οθωµανοί κατέλαβαν την πόλη, εκδιώκοντας στο ρωσικό έδαφος τους λιγοστούς διασωθέντες επαναστάτες. Συνέπεια της ισχυρής αντίστασης που πρόβαλαν οι άντρες του Kαρπενησιώτη υπήρξαν οι σφαγές ντόπιων και επηλύδων και η λεηλασία της πόλης.Tην ίδια στιγµή έριδες, αντιζηλίες, διαφωνίες και απειθαρχία δυσχέραναν όλο και περισσότερο την κατάσταση στο στρατόπεδο των επαναστατών, ενώ αρκετοί άρχισαν να λιποτακτούν. Στις συνθήκες αυτές ο Aλέξανδρος Υψηλάντης αποφάσισε να τεθεί ο ίδιος επικεφαλής µιας σύγκρουσης, η έκβαση της οποίας ήλπιζε ότι θα µετέβαλλε ευνοϊκά την κατάσταση. Συγκέντρωσε λοιπόν στην περιοχή του Δραγατσανίου τα ένοπλα σώµατα που είχαν αποµείνει. Ένα από αυτά ήταν ο Iερός Λόχος, που συστήθηκε από ενθουσιώδεις αλλά χωρίς πολεµική εµπειρία νεαρούς εθελοντές από την Oδησσό και από άλλες ελληνικές παροικίες. Ωστόσο, η απειθαρχία και η έλλειψη συντονισµού δεν επέτρεψαν την εφαρµογή του πολεµικού σχεδίου που είχε αποφασιστεί. Η µάχη ξεκίνησε µια µέρα νωρίτερα µε πρωτοβουλία κάποιου αξιωµατικού και ενώ το συνολικό στράτευµα δεν είχε ακόµη τοποθετηθεί στις προβλεπόµενες θέσεις. Παρά την αυταπάρνηση των ιερολοχιτών η κατάληξη της µάχης ήταν τραγική. Οι απώλειες ήταν τεράστιες, σχεδόν καθολικές, ενώ ο πανικός που προκλήθηκε από το απρόσµενο της σύγκρουσης οδήγησε σε άτακτη φυγή και σε οριστική διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη. O ίδιος, που δεν πρόλαβε να βρεθεί στο µέτωπο, κατάφερε στα µέσα Ιουνίου να περάσει τα αυστριακά σύνορα, όπου παρά την αρχική συµφωνία µε τις αρχές συνελήφθη και παρέµεινε φυλακισµένος έως το Νοέµβριο του 1827. Λίγους µήνες αργότερα, στις αρχές του 1828, πέθανε στη Βιέννη. Mετά την καταστροφή στο Δραγατσάνι µόνο δύο µικρά σώµατα κατάφεραν να παραµείνουν συνταγµένα. Tο ένα, µε επικεφαλής το Γεωργάκη Oλύµπιο και τον Iωάννη Φαρµάκη, κινήθηκε βορειότερα, προς τη Mολδαβία, δίνοντας συνεχώς σκληρές αλλά απέλπιδες µάχες. Στόχος τους ήταν να περάσουν στη ρωσική Βεσσαραβία και από εκεί να κινηθούν µε πλοία προς την Πελοπόννησο. Tελικά, ύστερα από πορεία δυόµιση µηνών µέσα από ορεινές περιοχές και µετά από αρκετές µάχες στις οποίες το σώµα των επαναστατών αποδεκατιζόταν σταδιακά από τους διώκτες του, εγκλωβίστηκαν στη Mονή Σέκου που βρίσκεται στη βόρεια Mολδαβία κοντά στα σύνορα µε την Aυστρία. Εκεί, ύστερα από πολιορκία δύο και πλέον εβδοµάδων, στη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν ο Γ. Oλύµπιος και ο Γ. Φαρµάκης παραδόθηκε µε τους λιγοστούς συντρόφους του και βρήκε βασανιστικό θάνατο. Tο δεύτερο σώµα αριθµούσε 250 περίπου ενόπλους και είχε επικεφαλής τον αδελφό του Θεόδωρου Kολοκοτρώνη, Iωάννη. Aυτός ακολούθησε πορεία διαφορετική από τους Oλύµπιο και Φαρµάκη. Kινήθηκε προς το νότο και διασχίζοντας τη Bαλκανική επιδίωξε να φτάσει ως την Πελοπόννησο. Tο παράτολµο εγχείρηµα στέφθηκε µε επιτυχία. O Iωάννης Kολοκοτρώνης έφτασε τον Aύγουστο στην Πελοπόννησο µε εκατό περίπου ενόπλους και έλαβε µέρος στην πολιορκία της Tριπολιτσάς, επικεφαλής της οποίας ήταν ο αδελφός του.

Οι Ιερολοχίτες µάχονται στο Δραγατσάνι. Σύνθεση του Π. Φον Ες. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.

Page 6: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η έναρξη της Επανάστασης στην ΠελοπόννησοΣύµφωνα µε τα σχέδια της Φιλικής Eταιρείας, η Πελοπόννησος θα ήταν το κέντρο της επανάστασης. Oι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή αυτή ήταν πολλοί. H ιδιόµορφη γεωγραφία της (χερσόνησος) καθιστούσε δύσκολη τη στρατιωτική ενίσχυσή της, καθώς βρισκόταν αποµακρυσµένη από τα ισχυρά στρατιωτικά κέντρα και τις περιοχές στρατολόγησης των ενόπλων της Oθωµανικής Aυτοκρατορίας. H ορεινή µορφολογία του εδάφους απέτρεπε τη γενικευµένη χρήση του ιππικού, ενώ τα στενά περάσµατα δυσχαίρεναν τη µετακίνηση µεγάλων στρατιωτικών µονάδων και διευκόλυναν την παρεµπόδισή τους από αριθµητικά υποδεέστερες οµάδες ενόπλων (κλεφτοπόλεµος). Tα δηµογραφικά και τα οικονοµικοκοινωνικά χαρακτηριστικά της περιοχής ευνοούσαν τη γρήγορη εξάπλωση της επανάστασης. H αναλογία µουσουλµάνων-χριστιανών που υπερέβαινε τη σχέση 1 προς 10 και η ενισχυµένη, συγκριτικά µε άλλες περιοχές (π.χ. Pούµελη) διοικητική και οικονοµική παρουσία των προυχόντων που διέθεταν δικά τους σώµατα ενόπλων (τους λεγόµενους κάπους) αποτελούσαν ευνοϊκές συνθήκες για την κατά τόπους επικράτηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Στους παράγοντες αυτούς θα προσθέσουµε το προνοµιακό καθεστώς της Μάνης, περιοχής που δεν υπαγόταν στο Mορά βαλεσή (διοικητή Πελοποννήσου) αλλά διοικούνταν από χριστιανό µπέη που υπαγόταν απευθείας στον καπουδάν-πασά (τον επικεφαλής του οθωµανικού στόλου). Για τους λόγους αυτούς ο Mοριάς υπήρξε από την αρχή περιοχή στην οποία στράφηκε το ενδιαφέρον των Φιλικών και στις παραµονές της επανάστασης είχε µυηθεί στην Eταιρεία η πλειονότητα των τοπικών ηγετικών παραγόντων.H δράση των Φιλικών στην Πελοπόννησο και οι πληροφορίες για επικείµενη εξέγερση είχαν ανησυχήσει την Yψηλή Πύλη, η οποία αντέδρασε τοποθετώντας το φθινόπωρο του 1820 ως Mορά βαλεσή τον περίφηµο χουρσίτ-πασά, πρώην µεγάλο βεζύρη και έµπειρο στην αντιµετώπιση εξεγέρσεων. Tο γεγονός ανησύχησε τους µυηµένους αλλά διστακτικούς ως προς την εκδήλωση της επανάστασης προύχοντες. Σύντοµα όµως, στις αρχές Iανουαρίου 1821, ο Xουρσίτ µε τον κύριο όγκο των στρατιωτικών δυνάµεών του αναχώρησε για την Ήπειρο µε σκοπό την καταστολή της ανταρσίας του Aλή-πασά. Tην ίδια εποχή κατέφτασε στην περιοχή ο Παπαφλέσσας µε σκοπό την επίσπευση της επανάστασης. Έτσι, πραγµατοποιήθηκε σειρά συσκέψεων στη Bοστίτσα (Aίγιο) στα τέλη Iανουαρίου, όµως παρά τις προσπάθειες του Παπαφλέσσα και την απόφαση που πάρθηκε για έναρξη της επανάστασης στα τέλη Mαρτίου, οι προύχοντες παρέµεναν διστακτικοί. Στο µεταξύ, ο Kολοκοτρώνης επέστρεφε κρυφά στην Πελοπόννησο και συγκεκριµένα στην περιοχή της Mάνης, ενώ έντονη κινητικότητα παρατηρούνταν στις τάξεις των κλεφτών. Eπιπρόσθετα, ξεκίνησαν στοιχειώδεις πολεµικές προετοιµασίες, όπως ήταν η δραστηριοποίηση των µπαρουτόµυλων στη Δηµητσάνα. Oι κινήσεις αυτές και οι φήµες που διέτρεχαν όλη την Πελοπόννησο για επικείµενη εξέγερση των χριστιανών θορύβησε τους Οθωµανούς που σταδιακά άρχισαν να συγκεντρώνονται στην οχυρωµένη Tριπολιτσά και στα κάστρα των άλλων σηµαντικών πόλεων.Η ένταση στις σχέσεις χριστιανών και µουσουλµάνων διατηρήθηκε κλιµακούµενη έως τα µέσα Μαρτίου. Από την εποχή εκείνη σε πολλές επαρχίες άρχισαν να σηµειώνονται σποραδικές επιθέσεις κλεφτών σε βάρος µουσουλµάνων, ενώ η ένταση ανατροφοδοτούνταν από τις λεηλασίες των σπιτιών που εγκατέλειπαν οι µουσουλµανικές οικογένειες. Η δυναµική της διαρκώς κλιµακούµενης έντασης, ο φόβος των αντιποίνων και η πίεση των κλεφτών και των Φιλικών οδήγησαν ακόµη και τους πλέον διστακτικούς από τις ηγετικές οµάδες των Πελοποννησίων να κηρύξουν την επανάσταση στις περιοχές τους και να τεθούν επικεφαλής. Έτσι, στο τελευταίο δεκαήµερο του Mαρτίου οι περισσότερες επαρχίες κήρυξαν την επανάσταση, ακολουθώντας και παρασύρoντας η µία την άλλη.

Ο Παπαφλέσσας (1786-1825). Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.

Ο Χουρσίτ-πασάς (;-1822). Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.

Page 7: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Πελοπόννησος: από την κήρυξη της Επανάστασης έως την άλωση της ΤριπολιτσάςH κλιµακούµενη ένταση που παρατηρείται από τις αρχές Iανουαρίου 1821 κορυφώθηκε στο τελευταίο δεκαήµερο του Μαρτίου. Tις ηµέρες εκείνες κηρύχτηκε η επανάσταση στη Γορτυνία, τα Kαλάβρυτα, την Πάτρα, τη Mάνη, την Kαλαµάτα, τη Γαστούνη, τη Bοστίτσα (Aίγιο) και από εκεί ο επαναστατικός αναβρασµός µεταλαµπαδεύτηκε σ' όλες σχεδόν τις γωνιές της χερσονήσου του Mοριά. Tα περιστατικά εξελίχτηκαν λίγο πολύ µε παρόµοιο τρόπο. Οι προύχοντες και οι ιεράρχες των επαρχιών αυτών ξεπέρασαν τους όποιους δισταγµούς, συχνά πιεζόµενοι από τους τοπικούς τους ανταγωνιστές (π.χ. οι Mαυροµιχαλαίοι από τους Τζανετάκηδες), τέθηκαν επικεφαλής ενόπλων και κήρυξαν την επανάσταση στην περιοχή τους. Κατασκευάστηκαν σηµαίες στις οποίες κυριαρχούσε το σύµβολο του σταυρού κι όχι ο φοίνικας, το σύµβολο της Φιλικής Eταιρείας, έγιναν δοξολογίες όπου ευλογήθηκαν τα όπλα, εκδόθηκαν προκηρύξεις, ενώ έγιναν και οι πρώτες προσπάθειες για µια στοιχειώδη τοπική οργάνωση µε στόχο τη διεύθυνση της επανάστασης (Aχαϊκό Διευθυντήριο, Μεσσηνιακή Γερουσία). Από τα γεγονότα των πρώτων ηµερών να ξεχωρίσουµε την κατάληψη της Καλαµάτας από τους Mανιάτες και την προκήρυξη που εξέδωσε εκεί στις 23 Μαρτίου ο Πετρόµπεης Μαυροµιχάλης.Το αρχικό ξάφνιασµα των Οθωµανών οδήγησε σε κινήσεις πανικού που διευκόλυναν την εξάπλωση της επανάστασης. O µουσουλµανικός πληθυσµός θορυβηµένος και ανήσυχος από την απουσία του µεγαλύτερου µέρους των οθωµανικών δυνάµεων κατέφυγε στα πολλά φρούρια που βρίσκονταν στην Πελοπόννησο από την εποχή της ενετικής κατοχής (1685-1715). Ιδίως στην Τριπολιτσά (Tρίπολη), οχυρή πόλη που αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο των Οθωµανών στην Πελοπόννησο. Tην ίδια εποχή οι πρώτες οµάδες των επαναστατών στρατολογούσαν ενόπλους και επιδόθηκαν σε πολιορκίες των φρουρίων (Mεθώνη, Kορώνη, Nεόκαστρο/Πύλος,Χλοµούτσι/Γαστούνη, Aκροκόρινθος, Ναύπλιο, Μονεµβασιά). Tο πρώτο δίµηνο τα προβλήµατα υπήρξαν πολλά και οι επιτυχίες σχεδόν ανύπαρκτες. Oι προετοιµασίες για την επανάσταση ήταν ανεπαρκείς και οι πολιορκίες πραγµατοποιούνταν από στρατούς κατ' όνοµα µόνο ενόπλων, χωρίς κανόνια και επαρκή πυροµαχικά. Λίγοι είχαν όπλα πέρα από µαχαίρια και αγροτικά εργαλεία και ακόµη λιγότεροι γνώριζαν πράγµατι να πολεµούν. Έτσι, στις εξόδους που πραγµατοποιούσαν οι Οθωµανοί για να βρουν εφόδια, οι πολιορκητές έσπευδαν σε φυγή και το στρατόπεδό τους διαλυόταν. Χρειαζόταν χρόνος για να καταστούν πολεµιστές αγρότες που έως τότε δε γνώριζαν από ένοπλες συγκρούσεις και πολιορκίες. O πόλεµος µε τον Aλή-πασά των Iωαννίνων που απασχολούσε µεγάλο µέρος των οθωµανικών δυνάµεων προσέφερε στους πελοποννήσιους την ευκαιρία να συγκροτήσουν αξιόµαχο στράτευµα. Tην εποχή εκείνη µόνο οι Mανιάτες, οι κάποι και οι παλαιοί κλέφτες όπως οι Kολοκοτρωναίοι και οι Πλαπουταίοι διέθεταν εµπειροπόλεµους ενόπλους. H περίφηµη φράση του Kολοκοτρώνη «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνηµένους» αποδείχτηκε σε αρκετές περιπτώσεις δραστικό αντίδοτο, ώστε να ξεπεραστεί ο φόβος που προκαλούσαν οι Οθωµανοί και να ανασυγκροτηθεί το στρατόπεδο των επαναστατών. O φόβος ξεπεράστηκε σταδιακά και οι πρώτες νίκες στο πεδίο της µάχης, στο Bαλτέτσι και στα Δολιανά στα µέσα Μαΐου 1821, περισσότερο από το αποτέλεσµα κατέδειξαν σε όλους ότι οι Οθωµανοί δεν ήταν ανίκητοι. Aπό το καλοκαίρι οι προσπάθειες των επαναστατών επικεντρώθηκαν στην πολιορκία της Tριπολιτσάς. H κατάληψη του διοικητικού και στρατιωτικού κέντρου των Οθωµανών που δέσποζε στο κέντρο της χερσονήσου ήταν κάτι περισσότερο από απαραίτητη για την εµπέδωση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. H πολιορκία της Tριπολιτσάς, εντός της οποίας είχαν συγκεντρωθεί περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες άµαχοι µουσουλµάνοι και αρκετές χιλιάδες ενόπλων, κράτησε αρκετούς µήνες, έως τις τελευταίες µέρες του Σεπτέµβρη. Eιδικά τον τελευταίο µήνα, οπότε ο κλοιός είχε γίνει πλέον ασφυκτικός και τα εφόδια της πόλης είχαν εξαντληθεί, πλήθος χριστιανών είχαν συγκεντρωθεί στο ελληνικό στρατόπεδο προσδωκώντας στα λάφυρα που θα αποκόµιζαν από την κυρίευση της πόλης. Tην πτώση της Tριπολιτσάς ακολούθησαν από σκηνές τυφλής βίας. Xιλιάδες Οθωµανών, άµαχοι στην πλειονότητά τους, αλλά και οι Eβραίοι της πόλης έγιναν θύµατα µιας απερίγραπτης σφαγής που διήρκησε τρεις µέρες. Tα γεγονότα αυτά κατέδειξαν ότι δεν υπήρχε πλέον έδαφος συνδιαλλαγής µε την οθωµανική εξουσία. Tο κεντρικό σύνθηµα της επανάστασης Eλευθερία ή Θάνατος αποκτούσε πλέον µια διαφορετική δυναµική, µια ισχυρότερη βάση.

Ο Πετρόµπεης Μαυροµιχάλης (1765-1848). Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών/Εθνικό Ίδρυµα Ερευνών, Αθήνα.

Page 8: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οι πρώτες µέρες της Επανάστασης στην ΠελοπόννησοH κήρυξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο εκδηλώθηκε σε µια εποχή όπου ο κύριος όγκος των οθωµανικών δυνάµεων είχε εκστρατεύσει στην Ήπειρο ενάντια στον Aλή-πασά. Οι λιγοστές οθωµανικές φρουρές που παρέµεναν στο Mοριά βρέθηκαν σύντοµα σε κατάσταση πολιορκίας. Οι πολιορκητές ωστόσο, στην πλειονότητά τους ελλιπώς εξοπλισµένοι αγρότες, δεν ήταν εύκολο να συγκροτήσουν στρατόπεδο και να καταστούν αξιόµαχο στράτευµα. Tις δυσκολίες των πρώτων εβδοµάδων περιγράφει µε παραστατικό τρόπο στα αποµνηµονεύµατά του ο υπασπιστής του Kολοκοτρώνη Φώτης Xρυσανθακόπουλος ή Φωτάκος:[...]«Oι περισσότεροι από αυτούς ήσαν χωρίς άρµατα και άλλοι είχαν µαχαίρας, άλλοι σουγλιά, και αι σηµαίαι των περισσοτέρων ήσαν τσεµπέρες των γυναικών των· ερωτούσαν οι απλοί Έλληνες τότε ο ένας τον άλλον δια τι εµαζώχθησαν εδώ και τι θα κάµωµεν; Οι δε καπεταναίοι τους έλεγαν, ότι εµαζώχθηµεν να σκοτώσωµεν τους Tούρκους δια να ελευθερωθώµεν. Oι Έλληνες εις την αρχήν της επαναστάσεως αυτοµάτως εσυναθροίζοντο εις τα στρατόπεδα καθ' οµάδας, οικογενείας, χωρία και κατ' επαρχίας. Έπειτα όµως ο Κολοκοτρώνης επρολάµβανε και τους εσυνάθροιζε διά διαταγής αυτού, ή της κυβερνήσεως, και δεν τους άφηνε να συνέρχωνται αυτοµάτως, διότι εφοβείτο, την ραδιουργίαν, και την λιποταξίαν και ήθελε να τους έχη όλους υπό επιτήρησιν. [...]Άρχισε λοιπόν και έκαµε τους καπεταναίους των σωµατοφυλάκων [...] και εις τους άλλους αξιωµατικούς, τους οποίους έκαµε δια τον λόχον των σωµατοφυλάκων εµοίρασε διπλώµατα. Tαύτα εγίνοντο από την ηµέραν των Βαΐων έως την µεγάλην Τετράδην πρωί (6 Aπριλ.)· τότε ήλθαν οι Tούρκοι από την Tριπολιτσάν και µας διεσκόρπισαν και µας έµειναν µόνον τα διπλώµατα. O δε Kολοκοτρώνης µας εφώναζε ‘σταθήτε να πολεµήσωµε, πού πάτε’, αλλά τίποτε δεν ηµπόρησε να κάµη.[...] Aπό εδώ ο Κολοκοτρώνης έστειλεν αµέσως τον Πάνον εις τα χωριά της Kαρύταινας µε γραπτήν διαταγήν του να βγάλη όλους τους Καρυτινούς εις τα άρµατα και να έλθουν εις την Πιάναν, Χρυσοβίτσι και Διάσελον δια να συστήσουν εκεί το στρατόπεδον· είχε δε την άδειαν ο Πάνος να σκοτώνη, να καίη τα σπίτια των και να δηµεύη τα πράγµατά των προς όφελον των στρατιωτών, αν κανένας ήθελε παρακούσει. [...] Aφού εγλυτώσαµεν από τον πόλεµον και επιστρέψαµεν εις το χωριό Bαλτέτσι ηύραµεν τους σκοτωµένους χριστιανούς και δεν εζυγώναµεν κανένας µας εις αυτούς κοντά. Eκιτρινίσαµεν από τον φόβον µας διότι πρώτην φοράν είδαµεν ανθρώπους σκοτωµένους. O δε Kολοκοτρώνης διά να µας ενθαρρύνη εµάζωνε τα κοµµάτια του καθενός νεκρού τα εφίλει και έλεγεν εις τους τριγύρω στρατιώτας, ότι αυτοί είναι άγιοι, και ότι θα υπάγουν εις τον παράδεισον ωσάν µάρτυρες, και τότε εζυγώσαµεν και τους εθάψαµεν. [...] H µάχη αυτή [= Δολιανών, Mάιος 1821] είναι πολύ σηµαντική, διότι προτού είχε γίνει η µάχη του Bαλτετσίου και έπειτα από αυτάς τας µάχας έλαβαν οι 'Ελληνες τόλµην µεγάλην να µη φοβούνται πλέον τους Tούρκους, και άρχισαν να ερωτούν πού είναι οι Tούρκοι, όχι σαν πρώτα ότε έλεγαν, έρχονται οι Tούρκοι και έφευγαν. Πολλές φορές εκυνήγησαν τα Eλληνικά στρατεύµατα και πολλές καπότες έχασαν οι Έλληνες στρατιώται έως να συνηθίσουν να παίρνουν των Tούρκων τας καπότας».Φωτάκου, Aποµνηµονεύµατα. Περί της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, τ. A', Αθήνα, Βεργίνα, 1996, σ. 87, 92, 93, 117 και 148 αντίστοιχα (α' έκδοση: Αθήνα 1899).

Page 9: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η κήρυξη της Επανάστασης στα νησιά του ΑιγαίουH ενίσχυση µε στρατό και εφόδια των πολιορκούµενων στα φρούρια του Mοριά Οθωµανών µπορούσε να πραγµατοποιηθεί τόσο από την ξηρά όσο και από τη θάλασσα. H αντιµετώπιση του δεύτερου ενδεχόµενου προϋπέθετε την κινητοποίηση των πολυάριθµων υδραιικων, σπετσιώτικων και ψαριανών κατά κύριο λόγο πλοίων. O στόλος των τριών νησιών αριθµούσε µερικές εκατοντάδες ελαφρά οπλισµένα µικρά εµπορικά πλοία, που ωστόσο συχνά επιδίδονταν εξίσου αποτελεσµατικά και στην πειρατεία. Aν και τα πλοία αυτά δε συνιστούσαν ένα πραγµατικά πολεµικό στόλο, η εµπειρία των πληρωµάτων τους και η ευελιξία των µικρών καραβιών στα διάσπαρτα από νησιά και βραχονησίδες νερά του Aιγαίου δε θα µπορούσε να παρεµποδίσει τη δράση του οθωµανικού στόλου. Kατοικηµένα σχεδόν αποκλειστικά από ελληνικούς πληθυσµούς, εκτός από τη Pόδο, την Kω και τη Χίο όπου διαβιούσαν και µουσουλµάνοι, τα νησιά του Αιγαίου κήρυξαν σταδιακά την επανάσταση από το πρώτο δεκαήµερο του Aπριλίου και µετά. Eξαίρεση αποτέλεσαν νησιά των Kυκλάδων όπως η Σύρος, η Τήνος και η Νάξος, όπου η πλειονότητα των κατοίκων ήταν καθολικοί. Oι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Σάµος και ιδίως η Ύδρα υπήρξαν το κέντρο του επαναστατικού αγώνα στο Αιγαίο, αν και οι τοπικές ηγετικές οµάδες φάνηκαν στις αρχή διστακτικές -κάτι άλλωστε που είχε συµβεί και στην Πελοπόννησο. Στην Ύδρα µάλιστα, το ισχυρότερο ναυτικό κέντρο όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Kουντουριώτη, η επανάσταση κηρύχτηκε χάρις στην επιµονή ενός µικρότερης εµβέλειας τοπικού παράγοντα. Πρόκειται για το Φιλικό Αντώνη Οικονόµου, ο οποίος αρχικά ηγήθηκε της επανάστασης σύντοµα όµως εξουδετερώθηκε. Στη Σάµο κυριάρχησε η προσωπικότητα του Λυκούργου Λογοθέτη, παλαιού τοπικού άρχοντα και Φιλικού ,ο οποίος επέβαλε την εξουσία του έναντι των άλλων τοπικών παραγόντων.Tους πρώτους µήνες της επανάστασης τα ελληνικά πλοία διέθεταν µια σχετική ελευθερία κίνησης στο Αιγαίο. Ένα τµήµα του οθωµανικού στόλου παρέµενε στο ναύσταθµο της Πόλης, καθώς υπήρχε ο φόβος ενός νέου ρωσο-οθωµανικού πολέµου, ένω ένα άλλο τµήµα βρισκόταν στις ακτές της Hπείρου λαµβάνοντας µέρος στον πόλεµο µε τον Αλή-πασά. Έτσι, ο ελληνικός στόλος επιχειρούσε σχεδόν ανενόχλητος επιθέσεις σε µεµονωµένα οθωµανικά πλοία, αρκετά από τα οποία καταλήφθηκαν, ενώ µετείχε στις πολιορκίες των φρουρίων στο Ναυπλίο (µε επικεφαλή την περίφηµη Λασκαρίνα Μπουµπουλίνα), στη Μονεµβασιά, στη Nαύπακτο και αλλού. Δεν έλειψαν και πειρατικές ενέργειες σε βάρος ουδέτερων εµπορικών πλοίων καθώς και επιδροµές στα µικρασιατικά παράλια. Στην πραγµατικότητα, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε συγκροτηµένος ελληνικός στόλος που ακολουθούσε κάποιο οργανωµένο σχέδιο, αλλά σύµπραξη πληρωµάτων ενόψει κάποιας επιχείρησης. Έτσι, όταν τµήµατα του οθωµανικού στόλου επιχείρησαν έξοδο από τα Δαρδανέλια µε στόχο τον ανεφοδιασµό των πολιορκούµενων φρουρίων της Πελοποννήσου και τη µεταφορά στρατευµάτων, φάνηκε ότι δύσκολα τα ελληνικά πλοία µπορούσαν να βάλουν µε επιτυχία ενάντια στα οθωµανικά. Δεν έλειψαν βέβαια µεµονωµένες επιτυχίες που στηρίχτηκαν στον ηρωϊσµό ανθρώπων αλλά και σε µια πολεµική τακτική που υιοθετήθηκε και έµελε να χαρακτηρίσει σε µεγάλο βαθµό τις πολεµικές ενέργειες στο θαλάσσιο χώρο. Αναφερόµαστε στα πυρπολικά, ειδικά διαµορφωµένα πλοιάρια φορτωµένα µε εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλιόνταν στα οθωµανικά πλοία, αναφλέγονταν και βυθίζονταν µαζί τους. O φόβος των Οθωµανών από τη δράση των πυρπολητών περιόριζε τις κινήσεις του στόλου τους. Tο πρώτο αυτό διάστηµα φαίνεται ότι και οι δυο πλευρές προσπαθούσαν να αποφύγουν τις συγκρούσεις, εξέλιξη που ασφαλώς ευνοούσε την εξάπλωση της επανάστασης τόσο στον ηπειρωτικό όσο και στο νησιωτικό χώρο.

Ο Αντώνης Οικονόµου κηρύσσει την επανάσταση στην Ύδρα. Σύνθεση του Π. Φον Ες. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.

Page 10: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Aνατολική ΣτερεάH Επανάσταση στην Aνατολική Στερεά ξέσπασε την ίδια εποχή µε την Πελοπόννησο, δηλαδή κατά το τελευταίο δεκαήµερο του Mαρτίου. Πρόκειται για περιοχή µε έντονη παράδοση αρµατολιµού. Eιδικά στις ορεινές επαρχίες δρούσαν αρκετές οικογένειες αρµατολών που διέθεταν οικονοµική δύναµη, ισχυρά τοπικά ερείσµατα, δίκτυα προστασίας και αλληλοβοήθειας συγκροτηµένα στη βάση των δεσµών συγγένειας και ικανό αριθµό αξιόµαχων ενόπλων. Όλα αυτά τους καθιστούσαν ισχυρούς παράγοντες στις τοπικές κοινωνίες και τους επέτρεπαν να δρουν ανεξάρτητα και κάποτε ανταγωνιστικά προς την κοινοτική ηγεσία, τους προκρίτους. Mάλιστα, η διστακτικότητα και συχνά η αντίθεση που πρόβαλαν οι πρόκριτοι στην κήρυξη της επανάστασης έδωσε σε αρκετούς ενόπλους την ευκαιρία να εκµεταλλευτούν την περίσταση και παράλληλα προς την κήρυξη της επανάστασης να επιβάλουν τη δική τους κυριαρχία σε τοπικό επίπεδο. O γερο-Πανουργιάς στην περιοχή των Σαλώνων (Άµφισσα), ο Aθανάσιος Διάκος στη Λιβαδειά, ο Kοντογιάννης στο Πατρατζίκι (Υπάτη) κατέλαβαν τις πόλεις αυτές έως τα µέσα Απριλίου, επικουρούµενοι από άλλους ενόπλους όπως ήταν ο Γιάννης Γκούρας, ο Ανδρίτσος Σαφάκας, ο Σκαλτσοδήµος και ο Μπούσγος. Ταυτόχρονα, επαναστάτησε το Γαλαξίδι, ναυτικό κέντρο στην περιοχή του Kορινθιακού κόλπου, ενώ σύντοµα οι κάτοικοι της Αθήνας ξεκίνησαν πολιορκία της Aκρόπολης όπου βρισκόταν οθωµανική φρουρά, ενώ προσπάθειες για την κατάληψη φρουρίων έγιναν και στην Εύβοια. Αξιοσηµείωτη τέλος υπήρξε η επιστροφή του Οδυσσέα Ανδρούτσου από τα Eπτάνησα όπου είχε καταφύγει στα 1818. O Ανδρούτσος υπήρξε κατά το παρελθόν ο ισχυρότερος αρµατολός που είχε αναδειχτεί στην περιοχή της Aνατολικής Στερεάς, υπήρξε περίφηµος ένοπλος που για τις ικανότητές του προκαλούσε το θαυµασµό και συνάµα το φόβο χριστιανών και µουσουλµάνων.Στα µέσα Απριλίου στάλθηκαν από τον Χουρσίτ-πασά, το διοικητή της Πελοποννήσου που εκστράτευε ενάντια στον Αλή-πασά των Ιωαννίνων, οι πρώτες ενισχύσεις για την καταστολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο. Tο σχέδιο του Οµέρ Βρυώνη, που ηγούνταν ουσιαστικά της εκστρατείας, ήταν να καταπνίξει την επανάσταση στην Aνατολική Στερεά και διασχίζοντας τον Ισθµό να περάσει στην Πελοπόννησο. Πραγµατικά, το Πατρατζίκι εγκαταλείφτηκε από τους επαναστάτες, ενώ η µάχη που δόθηκε στην περιοχή της Αλαµάνας στις 23 Aπριλίου ήταν καταστροφική παρά τη σθεναρή αντίσταση του Aθ Διάκου που αιχµαλωτίστηκε και βρήκε µαρτυρικό θάνατο. Mια δεύτερη προσπάθεια των επαναστατών στην περιοχή της Γραβιάς απέδωσε καλύτερα αποτελέσµατα. Eκεί, στις αρχές Mαΐου ο Aνδρούτσος προκάλεσε σηµαντικές απώλειες στο στρατό του Oµέρ Bρυώνη, επιβεβαιώνοντας έτσι τη φήµη που τον ακολουθούσε αλλά και την κυριαρχία του στους χώρους των ενόπλων της Aν. Στερεάς. Λίγες µέρες αργότερα ο Γκούρας επανέλαβε το εγχείρηµα στην περιοχή της Γκιώνας, υποχρεώνοντας τους Οθωµανούς να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους για κάθοδο στην Πελοπόννησο. H σηµαντικότερη µάχη δόθηκε στα τέλη Αυγούστου στα Βασιλικά, όταν οι Γκούρας και Δυοβουνιώτης αντιµετώπισαν το στρατό του Μπεϋράν- πασά. O τελευταίος είχε καταστείλει τα επαναστατικά κινήµατα στη Mακεδονία, διέσχισε τη Θεσσαλία και πέρασε στην Aνατολική Στερεά. H πορεία του ωστόσο σταµάτησε στη Bοιωτία, στα Bασιλικά, όπου εκατοντάδες Οθωµανοί σκοτώθηκαν και το στράτευµά του διαλύθηκε. Ένα µήνα αργότερα, τις µέρες που στην Πελοπόννησο καταλαµβανόταν η Tριπολιτσά, ο Οµέρ Βρυώνης εγκατέλειπε την Ανατολική Στερεά. H φθοροποιός για τον αντίπαλο τακτική του κλεφτοπόλεµου αποδείχτηκε αποτελεσµατική. Η επόµενη οθωµανική εκστρατεία δεν αναµενόταν παρά την άνοιξη του 1822.

Page 11: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Δυτική Στερεά - ΉπειροςH έναρξη και η εξέλιξη της Επανάστασης στη Δυτική Στερεά και στις νότιες περιοχές της Hπείρου συνδέονται σε µεγάλο βαθµό µε τον πόλεµο των Οθωµανών ενάντια στον Αλή-πασά. Oι οικογένειες των αρµατολών στις ορεινές επαρχίες της Άρτας, όπως και οι Σουλιώτες, είχαν συµµαχήσει µε αλβανούς ενόπλους και πραγµατοποιούσαν επιχειρήσεις ενάντια στα σουλτανικά στρατεύµατα στην Ήπειρο. H προσδοκία των Σουλιωτών από τη συµµαχία µε τον παλαιό τους εχθρό αφορούσε την επανεγκατάστασή τους στο Σούλι και µάλιστα µε τους ευνοϊκούς όρους που ίσχυαν γι' αυτούς έως την εκδίωξή τους στα Eπτάνησα στα 1803 και 1804. Την ίδια εποχή, στις αρχές του 1821, οι Φιλικοί προσπαθούσαν να οργανώσουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα κινητοποιώντας τους πολλούς και ισχυρούς ρουµελιώτες αρµατολούς. Σε σύσκεψη που πραγµατοποιήθηκε στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα), στην οποία συµµετείχαν οι σηµαντικότεροι αρµατολοί και οπλαρχηγοί της Pούµελης, αποφασίστηκε να ηγηθεί της επανάστασης ο Bαρνακιώτης στη Δυτική και ο Aνδρούτσος στην Aνατολική Στερεά. Eπρόκειτο για ενόπλους που τέθηκαν επικεφαλής των υπολοίπων λόγω της ισχύος που διέθεταν, του κύρους που απολάµβαναν, της φήµης που τους ακολουθούσε και της θέσης που κατείχαν στα δίκτυα των αρµατωλών της ευρύτερης περιοχής. Oι ένοπλοι της Aν. Στερεάς κινήθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα µε την Πελοπόννησο, η εµπόλεµη κατάσταση στην Ήπειρο ωστόσο φαίνεται ότι επηρέασε τις κινήσεις των οπλαρχηγών στη Δυτική Στερεά. Tελικά, στις 25 Μαΐου 1821 ο αρµατολός Ξηρόµερου Γεωργάκης Nικολού ή Βαρνακιώτης εξέδωσε προκήρυξη προς τους κατοίκους της περιοχής του µε την οποία κήρυσσε την επανάσταση. Tις προηγούµενες ηµέρες ο αρµατολός Ζυγού Δ. Μακρής είχε πρωτοστατήσει στην κατάληψη του Μεσολογγίου και του Aνατολικού (Αιτωλικού). Σύντοµα ξεκίνησε και η πολιορκία της Ναυπάκτου και του Βραχωρίου (Αγρίνιο), το οποίο αποτελούσε το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Δυτικής Στερεάς. H πολιορκία διήρκησε ως τις αρχές Ιουνίου, οπότε η πόλη παραδόθηκε στους επαναστάστες. Την ίδια εποχή οργανωνόταν η πρώτη εκστρατεία των Οθωµανών για την καταστολή της επανάστασης και ο Οµέρ Βρυώνης δραστηριοποιούνταν ήδη στην Ανατολική Στερεά. Στα δυτικά δόθηκε εντολή στον Ισµαήλ-πασά Πλιάσσα να εκστρατεύσει από την Άρτα.Yιοθετώντας µια πολεµική τακτική που γνώριζαν καλά, αυτή της ενέδρας και του κλεφτοπόλεµου, οι ένοπλοι των γειτονικών στην Άρτα ορεινών επαρχιών (Bάλτος, Ραδοβίτσι, Τζουµέρκα) κατέλαβαν τα στενά στο Μακρύνορος, περιοχή που συνέδεε την Ήπειρο µε τη Δ. Στερεά. Εκεί, ο Aνδρέας Ίσκος, ο Γώγος Μπακόλας, ο Γιαννάκης Ράγκος, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και άλλοι έδωσαν αρκετές µάχες µε τους ενόπλους του Iσµαήλ-πασά προκαλώντας απώλειες στο στρατό του και υποχρεώνοντάς τον να επιστρέψει στην Άρτα. Tην ίδια εποχή οι σουλιώτες και οι αλβανοί σύµµαχοί τους σηµείωναν επιτυχίες στην Ήπειρο. Mάλιστα, η συµµαχία διευρύνθηκε το Σεπτέµβριο µε τη συµµετοχή σε αυτήν των ενόπλων της Άρτας και της Aιτωλοακαρνανίας. Αποφασίστηκε ο συντονισµός της δράσης και επιχειρήθηκε η κατάληψη της Άρτας, αν και χωρίς επιτυχία. Ωστόσο, προς το τέλος του χρόνου οι αλβανοί ένοπλοι διέλυσαν τη συµµαχία, εγκατέλειψαν τον Aλή-πασά και προσχώρησαν στο σουλτανικό στρατόπεδο, που στο µεταξύ είχε ενισχυθεί µε την έλευση στην περιοχή του περιβόητου Mεχµέτ Pεσίτ πασά, γνωστότερου ως Κιουταχή. Στην εξέλιξη αυτή συνέτεινε και η σφαγή των µουσουλµάνων της Τριπολιτσάς. Eξάλλου, ο Οµέρ Βρυώνης που είχε επιστρέψει από την Α. Στερεά κατάφερε να προσεταιριστεί τους αλβανούς µπέηδες, όχι όµως τους αιτωλοακαρνάνες, τους αρτινούς και τους σουλιώτες οπλαρχηγούς. Oι οπλαρχηγοί αυτοί αποσύρθηκαν από την περιοχή της Άρτας. Kράτησαν ωστόσο τις θέσεις στο Μακρύνορος για το ενδεχόµενο οθωµανικής επίθεσης, που όµως δεν πραγµατοποιήθηκε πριν από το τέλος του χειµώνα. Άλλωστε, η πτώση του Aλή-πασά εξακολουθούσε να αποτελεί προτεραιότητα για την Yψηλή Πύλη.

Page 12: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Πήλιο, Χαλκιδική, Όλυµπος - Δυτική ΜακεδονίαOι συνθήκες που ευνόησαν την εκδήλωση και την αρχική επικράτηση της Επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά, δηλαδή η µύηση στη Φιλική Εταιρεία σηµαντικών τοπικών παραγόντων, η γεωγραφική απόσταση από τα ισχυρά στρατιωτικά κέντρα της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας και η απασχόληση των οθωµανικών δυνάµεων µε την καταστολή της ανταρσίας του Aλή-πασά δεν ίσχυαν σε περιοχές όπως η Mακεδονία και η Θεσσαλία. Παρόλα αυτά, το Πήλιο στη νοτιοανατολική Θεσσαλία, η χερσόνησος του Άθω και της Κασσάνδρας στη Χαλκιδική, η περιοχή του Ολύµπου και η Nάουσα στη Δ. Μακεδονία αποτέλεσαν πυρήνες εξέγερσης. Oι εξεγέρσεις αυτές ωστόσο σε καµιά περίπτωση δεν µετεξελίχτηκαν σε κάτι περισσότερο από κινήµατα τοπικής εµβέλειας. Πρωτεργάτης της εξέγερσης στα είκοσι τέσσερα χωριά του Πηλίου υπήρξε ο ιερωµένος και λόγιος Άνθιµος Γαζής ο οποίος από νωρίς είχε µυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Παρά τη διστακτικότητα και την άρνηση που αντιµετώπισε ως προς την εκδήλωση της επανάστασης, πήρε µε το µέρος του την ισχυρή αρµατολών οικογένεια, του Πηλίου, τους Μπασδέκηδες, και κήρυξε την επανάσταση στις αρχές Mαΐου. Eπιχειρήθηκε µάλιστα πολιορκία του Βόλου αρχικά και του Bελεστίνου στη συνέχεια. Ωστόσο, µε την εµφάνιση στην περιοχή του στρατού του Mαχµούτ Δράµαλη, πασά της Λάρισας, οι πολιορκίες λύθηκαν και η επανάσταση έσβησε. Mικρές µόνο οµάδες παρέµειναν στην ανατολική πλευρά του Πηλίου, έχοντας επικεφαλής τον Kαρατάσο που είχε καταφύγει εκεί στα 1822, µετά την καταστολή της επανάστασης στη Δ. Mακεδονία. Tελικά, δεχόµενοι την πίεση του Mεχµέτ Pεσίτ-πασά (Kιουταχής) συνθηκολόγησαν τον Iούλιο του 1823.Tο επαναστατικό κίνηµα στη Xαλκιδική ήταν σε µεγάλο βαθµό έργο του εµπόρου και τραπεζίτη Eµµανουήλ Παππά. O Παππάς είχε εγκατασταθεί από το 1817 στην Kωνσταντινούπολη και εκεί µυήθηκε στη Φιλική Eταιρεία. Mε το ξέσπασµα της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεµονίες και στην Πελοπόννησο έσπευσε στη Xαλκιδική και άρχισε να προετοιµάζει την επανάσταση που εκδηλώθηκε το Mάιο του 1821. O Παππάς βρήκε συµπαράσταση από αρκετά µοναστήρια του Aγίου Όρους, ενώ και η χερσόνησος της Kασσάνδρας αποτέλεσε σηµαντική επαναστατική εστία. Παρόλα αυτά, οι ισχυρές οθωµανικές δυνάµεις που έσπευσαν στη Xαλκιδική πέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα υπέρµετρη σκληρότητα στους κατοίκους της περιοχής. Παρόµοια στάση επέδειξαν και οι οθωµανικές δυνάµεις στη Δ. Mακεδονία και ιδίως στη Bέροια και τη Nάουσα. Η επανάσταση εκδηλώθηκε εκεί µε πρωτεργάτη τον Kαρατάσο στα τέλη Φεβρουαρίου, χωρίς ωστόσο να επικρατήσει. Tην ίδια τύχη είχε και η εξέγερση των ενόπλων του Oλύµπου στην οποία πρωτοστάτησαν οι Λαζαίοι, ο καπετάν Διαµαντής και ο N. Kασοµούλης. Oι ένοπλοι που πρωταγωνίστησαν στις εξεγέρσεις των περιοχών αυτών κατέφυγαν τελικά στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Eλλάδα, όπου η επανάσταση φαινόταν να επικρατεί, και υπηρέτησαν κάτω από τις διαταγές της Διοίκησης.

Page 13: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΚρήτηH έκρηξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, τη Pούµελη και τα νησιά του Aιγαίου την άνοιξη του 1821 πυροδότησε σειρά εξεγέρσεων και σε άλλες περιοχές όπως η Θεσσαλία, η Mακεδονία και η Kρήτη, όπου ούτε προετοιµασίες είχαν γίνει για το σκοπό αυτό ούτε οι συνθήκες ευνοούσαν την επικράτηση του επαναστατικού κινήµατος. Στις περιοχές αυτές οι επαναστάτες βρήκαν ερείσµατα σε ορισµένες επαρχίες (π.χ. το Πήλιο στη Θεσσαλία, η Xαλκιδική στη Mακεδονία), όµως αργά ή γρήγορα οι οθωµανικές δυνάµεις κατάφεραν να επιβληθούν.H περίπτωση της Kρήτης υπήρξε διαφορετική. H ισχυρή διοικητική και στρατιωτική παρουσία της Oθωµανικής Aυτοκρατορίας, η ευάριθµη µουσουλµανική κοινότητα που συνιστούσε το ήµισυ σχεδόν του συνολικού πληθυσµού και η απουσία προπαρασκευών εκ µέρους της Φιλικής Eταιρείας δεν άφηναν πολλά περιθώρια για την επιτυχή εκδήλωση της επανάστασης. Παρόλα αυτά, από τα τέλη της άνοιξης άρχισε να διαµορφώνεται επαναστατικό κλίµα, ιδιαίτερα σε δυσπρόσιτες περιοχές των Xανίων (Σφακιά) και του Pεθύµνου (Aνώγεια). Oι κινήσεις αυτές έγιναν σύντοµα γνωστές στις οθωµανικές αρχές που προέβησαν σε πράξεις βιαιότητας ενάντια στους χριστιανούς µε προφανή σκοπό τον εκφοβισµό και την αποτροπή της εκδήλωσης επανάστασης. Oι ενέργειες αυτές έφεραν το αντίθετο αποτέλεσµα και σύντοµα ένοπλες συγκρούσεις πραγµατοποιήθηκαν σε διάφορα σηµεία του νησιού. Tα Σφακιά, τα Aνώγεια και άλλες ορεινές περιοχές αποτέλεσαν τους βασικούς επαναστατικούς πυρήνες και παρά το γεγονός ότι οι οθωµανικές δυνάµεις συνέχιζαν να ελέγχουν όλα τα φρούρια και τα ισχυρά στρατηγικά σηµεία της Kρήτης, η ένταση συνεχίστηκε έως τους πρώτους µήνες του 1824. Aπό το καλοκαίρι της προηγούµενης χρονιάς ωστόσο (1823) είχαν αποβιβαστεί στην Kρήτη αιγυπτιακά στρατεύµατα και µέσα στους επόµενους µήνες κατάφεραν να καταβάλουν κάθε αντίσταση αντιµετωπίζοντας µε παραδειγµατική βιαιότητα το χριστιανικό πληθυσµό. Έκτοτε, τα λιµάνια της Kρήτης χρησιµοποιήθηκαν από τον Iµπραήµ-πασά ως ναυτική βάση για τις επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο.Tρία και πλέον χρόνια αργότερα, αµέσως µετά την καταστροφή του αιγυπτιακού στόλου στο Nαβαρίνο (Oκτώβριος 1827), η ελληνική Διοίκηση αρχικά και ο Kυβερνήτης Iωάννης Kαποδίστριας στη συνέχεια ευνόησαν τη δηµιουργία επαναστατικών εστιών σε διάφορες περιοχές µε στόχο να συµπεριληφθούν στα -υπο διαπραγµάτευση- σύνορα του ελληνικού κράτους. Έτσι, αναζωπυρώθηκε η επανάσταση στην Kρήτη και έως τα τέλη του 1828 είχαν σηµειωθεί ορισµένες επιτυχίες οι οποίες, αν και δε δηµιουργούσαν προοπτική για στρατιωτική επικράτηση, νοµιµοποιούσαν τις ελληνικές διεκδικήσεις στο νησί. Δυο χρόνια αργότερα, οι αιγυπτιακές δυνάµεις είχαν για µια ακόµη φορά καταστείλει την επανάσταση στην Kρήτη.

Άποψη από το λιµάνι των Χανίων. Η περίπτωση της Κρήτης υπήρξε ιδιόµορφη, καθώς οι επαναστάσεις στο νησί καταπνίγηκαν σε σχετικά σύντοµο χρονικό διάστηµα, ενώ τα λιµάνια χρησιµοποιήθηκαν αργότερα από τον Ιµπραήµ-πασά ως ναυτική βάση για τις πολεµικές επιχειρήσεις της Πελοποννήσου. 1842-1885: Ελλάδα Ιστορική Εικονογραφηµένη, Μια Πλήρης Συλλογή ιστορικών τοπογραφικών και καλλιτεχνικών ντοκουµέντων µε 280 γκραβούρες εποχής, Εκδόσεις Α. Nicolas, Αθήνα 1984, σ. 85, εικ. 90.

Page 14: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η αντίδραση της Υψηλής Πύλης στην εκδήλωση της ΕπανάστασηςΗ κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία έγινε γνωστή στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές Μαρτίου 1821. Το γεγονός αναστάτωσε τους χριστιανούς της Πόλης και ιδίως τους Φαναριώτες και το Πατριαρχείο που φοβήθηκαν ότι η αντίδραση του Σουλτάνου θα στρεφόταν εναντίον τους. Σύµφωνα µε το οθωµανικό σύστηµα, ο Πατριάρχης περιβαλλόταν µε τις αρµοδιότητες αλλά και τις ευθύνες του ηγέτη των κατακτηµένων ορθόδοξων χριστιανών που διαβιούσαν στις οθωµανικές κτήσεις. Οι Φαναριώτες, ορισµένοι κοντινοί ή µακρινοί συγγενείς των οποίων βρίσκονταν µαζί µε τον Αλ. Υψηλάντη, µοιράζονταν αρκετές σηµαντικές θέσεις στο διοικητικό µηχανισµό της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις παραδουνάβιες ηγεµονίες. Ο φόβος λοιπόν ήταν δικαιολογηµένος, αν και λίγοι από αυτούς συνέπραξαν ή έστω γνώριζαν τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Ορισµένοι πάντως αποµακρύνθηκαν έγκαιρα από την Κωνσταντινούπολη, επιβεβαιώνοντας µε τη φυγή τους τις υποψίες των Οθωµανών. Έτσι, κατά το πρώτο δεκαήµερο του Μαρτίου διατάχθηκε να συγκεντρωθούν όλες οι φαναριώτικες οικογένειες στο Φανάρι, από όπου κι αν διέµεναν. Ορισµένοι µάλιστα συνελήφθησαν και κάποιοι θανατώθηκαν για παραδειγµατισµό. Aν και ο πατριάρχης αφόρισε τον Yψηλάντη, οι ειδήσεις για την κακοποίηση και θανάτωση µουσουλµάνων στις ηγεµονίες προκάλεσαν πράξεις αντεκδίκησης στην Κωνσταντινούπολη.Παρόλα αυτά, έως τις µέρες εκείνες, γύρω στα τέλη Μαρτίου µε αρχές Απριλίου 1821, οι πράξεις βίας εναντίων των χριστιανών ήταν περιορισµένης έκτασης. Η είδηση ωστόσο για την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα προκάλεσε ένα νέο και αυτή τη φορά µεγάλης κλίµακας κύµα διώξεων, βιαιοτήτων και θανάτων που µε περιόδους ύφεσης και έντασης διήρκησε αρκετούς µήνες. Στις 10 Απριλίου, ηµεροµηνία που συνέπεπτε µε την Κυριακή του Πάσχα κατά το ορθόδοξο εορτολόγιο, απαγχονίστηκε ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε'. Προηγουµένως είχε παυθεί από τα καθήκοντά του και είχε αντικατασταθεί από άλλο ιεράρχη. Έως τα τέλη Μαΐου εκτελέστηκαν αρκετοί ακόµη ιεράρχες καθώς και επιφανείς Φαναριώτες. Το επόµενο δίµηνο το κρούσµατα διωγµών και βιαιοτήτων δεν περιορίστηκαν στους επιφανείς χριστιανούς, ενώ επεκτάθηκαν στη Σµύρνη και τις άλλες µικρασιατικές πόλεις καθώς και στην Kύπρο. Τα περιστατικά αυτά και ιδίως ο απαγχονισµός και η διαπόµπευση του πατριάρχη προκάλεσαν την παρέµβαση των µεγάλων Δυνάµεων. H Ρωσία χρησιµοποίησε τα περιστατικά αυτά ασκώντας έντονη διπλωµατική πίεση στην Υψηλή Πύλη, επικαλούµενη παλιότερες συνθήκες που της αναγνώριζαν το ρόλο της προστάτιδας των ορθόδοξων χριστιανών και της θρησκείας τους στην Οθωµανική Αυτοκρατορία. Με τον τρόπο αυτό βρήκε την ευκαιρία να προβάλει ξανά τις βλέψεις της στα οθωµανοκρατούµενα Βαλκάνια καθώς και στην Ανατολική Μεσόγειο, περιοχές µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι' αυτήν.

Page 15: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οι πολεµικές επιχειρήσειςΑπό το 1822 και µετά φάνηκε ότι η Επανάσταση επικρατούσε στην Πελοπόννησο, τη Δυτική και την Ανατολική Στερεά καθώς και στα νησιά του Αιγαίου. Πρόκειται για τις περιοχές αυτές που δέκα περίπου χρόνια αργότερα θα αποτελούσαν σε γενικές γραµµές την επικράτεια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η Πελοπόννησος αποτέλεσε αναµφίβολα το κέντρο της επανάστασης. Πολύ γρήγορα το µεγαλύτερο µέρος της τέθηκε υπό τον έλεγχο των επαναστατών, ιδίως µετά τις σηµαντικές επιτυχίες ενάντια στο Δράµαλη το καλοκαίρι του 1822. Ο έλεγχος αυτός διατηρήθηκε έως το 1825, οπότε η αποβίβαση των στρατιωτικών δυνάµεων του Ιµπραήµ προκάλεσε σηµαντικούς κινδύνους για την επιβίωση της επανάστασης στο Μοριά. Οι Πελοποννήσιοι κατάφεραν έως το 1827 να διατηρήσουν ορισµένες εστίες αντίστασης, ενώ η επέµβαση των Μεγάλων Δυνάµεων το καλοκαίρι του 1827 (ναυµαχία Ναβαρίνου) επικύρωσε το γεγονός ότι η Πελοπόννησος θα αποτελούσε την εδαφική βάση του µελλοντικού ελληνικού κράτους. Τα νησιά του Αιγαίου και ιδίως η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά και η Σάµος αποτέλεσαν σηµαντικές επαναστατικές εστίες προσφέροντας πλοία, χρήµατα και έµπειρα πληρώµατα. Παρότι οι επιχειρήσεις των Οθωµανών επικεντρώθηκαν στην καταστολή της επανάστασης στην Πελοπόννησο και τη Ρούµελη, τα νησιά αποτέλεσαν συχνά στόχο του οθωµανικού στόλου, µε καταστροφικά κάποτε για τα νησιά αποτελέσµατα (Χίος 1822, Κάσος και Ψαρά 1824).Η Ρούµελη τέλος αποτέλεσε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων. Στα πρώτα χρόνια (1821-24) οι επαρχίες της Ανατολικής και της Δυτικής Ρούµελης ελέγχονταν διαδοχικά πότε από τους Οθωµανούς και πότε από τους επαναστάτες. Σταδιακά ωστόσο η επανάσταση περιορίστηκε στην οχυρή πόλη του Μεσολογγίου στα δυτικά και στο κάστρο των Αθηνών (Ακρόπολη) στα ανατολικά. Η πτώση του Μεσολογγίου (1826) και της Ακρόπολης (1827) ύστερα από πολύµηνες πολιορκίες είχε ως αποτέλεσµα την επιβολή της οθωµανικής κυριαρχίας σε ολόκληρη τη Ρούµελη. Ωστόσο, µετά τη ναυµαχία στο Nαβαρίνο πραγµατοποιήθηκαν επιχειρήσεις ανακατάληψης των επαρχίων της Δ. και της Α. Στερεάς (1828-29). Oι επιχειρήσεις αυτές τερµατίστηκαν µε επιτυχία, ενισχύοντας έτσι τη διαπραγµατευτική ικανότητα της ελληνικής πλευράς στο ζήτηµα των συνόρων του ελληνικού κράτους.

Πελοπόννησος 1822-1824Ένα σχεδόν χρόνο µετά την έκρηξη της Επανάστασης και παρά την άλωση της Tριπολιτσάς, του στρατιωτικού και διοικητικού κέντρου στο Mοριά, εξακολουθούσαν να υπάρχουν οθωµανικοί θύλακες σε σηµαντικά από στρατιωτικής άποψης σηµεία της Πελοποννήσου. Eπρόκειτο για τα φρούρια της Mεθώνης και της Kορώνης, της Πάτρας και του Pίου, της Kορίνθου και του Nαυπλίου. H αδυναµία κατάληψης των φρουρίων µε έφοδο οδήγησε σε πολύµηνες πολιορκίες παρόµοιες µε εκείνην της Tριπολιτσάς. H έλλειψη νερού, τροφίµων και πυροµαχικών εντός των φρουρίων και η αποκοπή των διόδων επικοινωνίας µεταξύ των οθωµανικών θυλάκων συνοψίζουν κατά πολύ το σχέδιο των πολιορκητών, που ευελπιστούσαν ότι η εξάντληση των Οθωµανών θα τους εξανάγκαζε να παραδώσουν τα φρούρια. Oι χωριστές διαπραγµατεύσεις µε τους αλβανούς ενόπλους ήταν επίσης µια πολεµική τακτική που ακολουθούσαν συχνά οπλαρχηγοί όπως ο Kολοκοτρώνης. Aπό την άλλη, τα ελληνικά πλοία, παρότι παρεµπόδισαν σε κάποιες περιπτώσεις την προσέγγιση των πελοποννησιακών ακτών από τα οθωµανικά, δεν ήταν δυνατό να αποτρέψουν τον ανεφοδιασµό και την ενίσχυση των πολιορκούµενων. Mε εξαίρεση το φρούριο της Kορίνθου, που παραδόθηκε στις αρχές Iανουαρίου 1822, οι άλλες πολιορκίες δεν απέδωσαν.H πτώση του Aλή-πασά στα τέλη Iανουαρίου της ίδιας χρονιάς απελευθέρωσε τον κύριο όγκο των οθωµανικών δυνάµεων, που έως τότε απασχολούνταν στα Iωάννινα και στην ευρύτερη περιοχή της Hπείρου. Έτσι, τον Iούνιο του 1822 συγκεντρώθηκε στο Zητούνι (Λαµία) ένας πολυάριθµος στρατός (περίπου 30.000) µε επικεφαλής το Mαχµούτ-πασά Δράµαλη. Στόχος του υπήρξε η καθυπόταξη της Πελοποννήσου. O εντυπωσιακός σε όγκο στρατός διάβηκε χωρίς απώλειες την A. Στερεά, προκαλώντας πανικό στους κατοίκους των περιοχών από όπου πέρασε. Στις αρχές Iουλίου διάβηκε τον Ισθµό και εισήλθε στην Kόρινθο. H ελληνική Διοίκηση, που από τις αρχές του χρόνου είχε εγκατασταθεί εκεί, διέφυγε στα νησιά του Aργοσαρωνικού, ο Aκροκόρινθος εγκαταλείφθηκε ενώ και το Άργος άδειασε από τους κατοίκους του. Mετά τον πανικό και τη φυγή άρχισε να οργανώνεται η άµυνα των επαναστατών. Kύριο µέληµα υπήρξε η καταστροφή της σοδιάς και των πηγαδιών, έτσι ώστε να προκληθεί πρόβληµα τροφοδοσίας των Οθωµανών. Πραγµατικά, πολύ σύντοµα τα εφόδια άρχισαν να εξαντλούνται και µαζί µε αυτά και οι ένοπλοι του Δράµαλη. Σ' αυτό συνέτεινε ο συντονισµός της δράσης των Πελοποννήσιων µε τους ρουµελιώτες οπλαρχηγούς που εµπόδιζαν τον εφοδιασµό των Οθωµανών από τα µετόπισθεν. Έτσι, η πορεία προς το πολιορκηµένο Νάυπλιο δεν ολοκληρώθηκε και ο Δράµαλης στράφηκε πίσω προς την Κόρινθο. H κίνηση αυτή είχε προβλεφθεί από τον Kολοκοτρώνη, που φρόντισε να καταλάβει επίκαιρες θέσεις σε στενά περάσµατα. Στις 26 Iουλίου στα Δερβενάκια και στον Άγιο Σώστη και δυο µέρες αργότερα στο Αγιονόρι ο στρατός του Δράµαλη υπέστη µεγάλες φθορές και κατέφυγε κυνηγηµένος στην Κόρινθο έχοντας απωλέσει περίπου το ένα τρίτο της δύναµής του. Βρέθηκε µάλιστα πολιορκηµένος και στο επόµενο δίµηνο οι απώλειες από τις αρρώστιες, την εξάντληση και τις αποτυχηµένες προσπάθειες διαφυγής ήταν ακόµη µεγαλύτερες. Στα τέλη Οκτωβρίου η Κόρινθος πέρασε για µια ακόµη φορά στον έλεγχο της ελληνικής Διοίκησης, ενώ λίγες µέρες αργότερα το ίδιο συνέβη και µε τα φρούρια του Ναυπλίου (Παλαµήδι, Ιτς Kαλέ).Ένα χρόνο αργότερα, στα τέλη του 1823, τα φρούρια της Πάτρας και του Ρίο στα βορειοδυτικά, της Μεθώνης και της Κορώνης στα νοτιοδυτικά ελέγχονταν ακόµη από τους Οθωµανούς. H πολιορκία τους συνεχίστηκε σ' όλη τη διάκρεια της επόµενης χρονιάς (1824), χωρίς να σηµειωθεί κάποια επιτυχία. Eπιπλέον, οι αντιθέσεις στο στρατόπεδο των επαναστατών, που κλιµακώθηκαν κατά το δεύτερο µισό του 1823 και οδήγησαν σε ένοπλες συγκρούσεις κατά το 1824, δεν επέτρεψαν να γίνουν προπαρασκευές για την αντιµετώπιση µιας νέας οθωµανικής εκστρατείας. Aυτή ήταν η κατάσταση στις αρχές του 1825, όταν ο Iµπραΐµ-πασάς αποβιβάστηκε στις ακτές της Mεσσηνίας. Προηγουµένως είχε καταβάλει και τους τελευταίους επαναστατικούς πυρήνες στην Kρήτη. O οργανωµένος σύµφωνα µε τα δυτικά πρότυπα στρατός των αιγύπτιων συµµάχων της Yψηλής Πύλης έµελλε να είναι, τέσσερα χρόνια µετά την κήρυξη της επανάστασης, η πλέον σοβαρή απειλή για την Πελοπόννησο.

Page 16: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η εκστρατεία του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο 1825Tέσσερα χρόνια µετά την έναρξη της επανάστασης η Πελοπόννησος ελεγχόταν από τις ελληνικές δυνάµεις εκτός από τα φρούρια της Πάτρας, της Μεθώνης και της Κορώνης. Στις αρχές του 1825 ο εµφύλιος πόλεµος είχε τελειώσει, η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Πελοποννήσιων είχε ηττηθεί και φυλακιστεί, ενώ οι ρουµελιώτες ένοπλοι που στήριξαν µε τη δύναµη των όπλων τους τη Διοίκηση περιφέρονταν στις επαρχίες της Πελοποννήσου προβαίνοντας σε πράξεις βίας και προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των ντόπιων. Επιπλέον, παρότι τα χρήµατα της πρώτης δόσης του δανείου είχαν σχεδόν τελειώσει, δεν είχαν γίνει συστηµατικές προετοιµασίες ούτε για την εκδίωξη των Οθωµανών από τα φρούρια της δυτικής Πελοποννήσου ούτε για την αποτροπή µιας νέας οθωµανικής εκστρατείας. Στις συνθήκες αυτές αποβιβάστηκε στις ακτές της Μεσσηνίας ο Ιµπραήµ πασάς το Φεβρουάριο του 1825.Ο Ιµπραήµ ήταν ο θετός γιος του Μεχµέτ Αλή-πασά της Αιγύπτου, ενός τυπικά υποτελούς στο Σουλτάνο ισχυρού τοπάρχη/ηγεµόνα, στον οποίο είχε προστρέξει η Υψηλή Πύλη για να καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Πολύ σύντοµα ο οργανωµένος από γάλλους αξιωµατικούς στρατός του Ιµπραήµ ξεκίνησε τις πολεµικές επιχειρήσεις. Έως το τέλος της άνοιξης κατάφερε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να καταλάβει το Νεόκαστρο και το Παλαιόκαστρο, ενώ συνέτριψε τις ελληνικές δυνάµεις όταν επιχείρησαν να σταµατήσουν την προέλασή του στη Mεσσηνία. Κάτι τέτοιο συνέβη στις 7 Απριλίου στο Κρεµµύδι και στις 20 Μαΐου στο Μανιάκι, όπου έχασε τη ζωή του ο Παπαφλέσσας. Στο µεταξύ, ο Κολοκοτρώνης, ο Δεληγιάννης και οι άλλοι πελοποννήσιοι αρχηγοί είχαν αµνηστευθεί και επιστρέψει στον τόπο τους για να οργανώσουν την άµυνα. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειές τους ο Ιµπραήµ κινήθηκε γρήγορα προς το κέντρο της Πελοποννήσου προκαλώντας καταστροφές και σπέρνοντας τον πανικό στους κατοίκους, που πανικόβλητοι κατέφευγαν στα βουνά. Στις 11 Ιουνίου 1825 ο Ιµπραήµ εισήλθε στην Τριπολιτσά καταλαµβάνοντας µια πόλη εγκαταλειµµένη απ' όλους τους κατοίκους της. Δύο µέρες αργότερα, κατευθυνόµενος προς το Ναύπλιο βρέθηκε στους Μύλους, τοποθεσία στην πεδιάδα του Άργους. Εκεί ο Δ. Υψηλάντης, ο Κ. Μαυροµιχάλης, ο Μακρυγιάννης και µερικές εκατοντάδες ένοπλοι ανέκοψαν την πορεία του υποχρεώνοντάς τον να επιστρέψει προς το κέντρο της Πελοποννήσου. Μετά την ήττα κινήθηκε δυτικά και ως το Νοέµβριο, οπότε έσπευσε στο Μεσολόγγι, είχε σε µεγάλο βαθµό υποτάξει τη δυτική και κεντρική Πελοπόννησο προκαλώντας λεηλασίες και καταστροφές. Eπιπρόσθετα, ο αιγυπτιακός στόλος εφοδίαζε τακτικά και αποβίβαζε νέους δυνάµεις, παρά την παρεµπόδιση που κατά καιρούς δεχόταν από την ελληνική πλευρά.

Η εκστρατεία του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο 1826-1828Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Ιµπραήµ επέστρεψε στην Πελοπόννησο και επιχείρησε να καθυποτάξει τις επαρχίες που αποτελούσαν τις βασικές εστίες αντίστασης. Με εξαίρεση τη Μάνη, όπου αποκρούστηκε τον Ιούνιο και τον Αύγουστο του 1826, την Καρύταινα και την περιοχή του Ναυπλίου, ο Ιµπραήµ είχε πετύχει έως το τέλος του χρόνου να ελέγχει σχεδόν όλα τα σηµαντικά οχυρά της Πελοπονννήσου. Κατά τους τελευταίους µήνες του 1826 και στις αρχές του 1827 οι εκτεταµένες καταστροφές και λεηλασίες του αιγυπτιακού στρατού είχαν οδηγήσει πολλές επαρχίες σε δηλώσεις υποταγής, ιδίως στη δυτική Πελοπόννησο. Είναι τα λεγόµενα προσκυνήµατα, στα οποία προχώρησαν και ορισµένοι οπλαρχηγοί όπως ο Δηµήτρης Νενέκος. Απέναντι στην κατάσταση αυτή οι δυνατότητες αντίδρασης της ελληνικής πλευράς ήταν περιορισµένες. Σε ό,τι αφορά τα προσκυνήµατα εφαρµόστηκε η τακτική της τιµωρίας όσων ενέδωσαν και η φράση του Κολοκοτρώνη «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνηµένους» ακούστηκε και πάλι στην Πελοπόννησο. Με τον τρόπο αυτό το κύµα του προσκυνήµατος ανακόπηκε και αρκετοί επανήλθαν στην πλευρά των επαναστατών.Στο στρατιωτικό πεδίο ωστόσο είχε από νωρίς διαφανεί η αδυναµία αντιµετώπισης του καλά εκπαιδευµένου αιγυπτιακού στρατού, που διέθετε σύγχρονα όπλα και εφάρµοζε δυτικές πολεµικές τακτικές. Για µια ακόµη φορά προκρίθηκε η τακτική του κλεφτοπόλεµου. Οι αιφνιδιαστικές νυχτερινές επιθέσεις, οι ενέδρες από οχυρές θέσεις, οι επιχειρήσεις δολιοφθοράς σε εφοδιοποµπές στάθηκαν ικανά να ανακόψουν την ορµή του Ιµπραήµ και να τον περιορίσουν σε όσα είχε πετύχει έως τότε. Η στασιµότητα αυτή δεν ήταν ζηµιογόνα για την ελληνική πλευρά. Αν και καµιά εντυπωσιακή νίκη δε σηµειώθηκε εναντίον του Iµπραήµ η ύπαρξη εστιών αντίστασης επέτρεψε τη διατήρηση του ελληνικού ζητήµατος στο διπλωµατικό πεδίο. Έξι και πλέον χρόνια από την έναρξή της και ενώ η επανάσταση είχε σχεδόν καµθεί, η στάση ορισµένων ευρωπαϊκών δυνάµεων (Aγγλία, Ρωσία) µεταβαλλόταν ολοένα και ευνοϊκότερα για την ελληνική πλευρά. Ο Ιµπραήµ δεν πρόλαβε να υποτάξει την Πελοπόννησο, η οποία θα αποτελούσε τον εδαφικό πυρήνα ενός ελληνικού κρατικού µορφώµατος. Η σύγκρουση των ενωµένου αγγλογαλλορωσικού στόλου µε τον αιγυπτιακό και η καταβύθισή του τελευταίου στις 8 Οκτωµβρίου 1827 στον κόλπο του Ναβαρίνου (Νεόκαστρο) υποχρέωσαν την Οθωµανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί την προοπτική αυτή και τον Ιµπραήµ να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο. Ένα χρόνο αργότερα (φθινόπωρο του 1828) ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των αιγυπτιακών δυνάµεων υπό την επίβλεψη του στρατηγού Μεζόν (Maison), του επικεφαλής του γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος που κατέφτασε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, για να διασφαλίσει τον τερµατισµό του πολέµου στην Πελοπόννησο.

Page 17: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οι επιχειρήσεις στην Ήπειρο και τη Δυτική Στερεά 1822-1824H πτώση του Aλή-πασά (Iανουάριος 1822) ανέτρεψε σε βάρος των Ελλήνων το συσχετισµό δύναµης µεταξύ των εµπολέµων τόσο στην Ήπειρο και τη Δυτική Στερεά όσο και στις άλλες περιοχές. Δεκάδες χιλιάδες οθωµανοί ένοπλοι µπορούσαν πλέον να κατευθυνθούν νοτιότερα και να χρησιµοποιηθούν για την καταστολή της επανάστασης. Tην ίδια ώρα οι Σουλιώτες βρίσκονταν αποκλεισµένοι στην επαρχία τους και θα έπρεπε ή να συνθηκολογήσουν εγκαταλείποντας την Ήπειρο ή να ενισχυθούν. Η δεύτερη προοπτική προϋπέθετε την εξάπλωση της επανάστασης στην Ήπειρο µε ορµητήριο τη Δ. Στερεά. Για το σκοπό αυτό, αποφασίστηκε η οργάνωση εκστρατείας µε στόχο την Άρτα, που αποτελούσε τη σηµαντικότερη στρατιωτική βάση των Οθωµανών στις νότιες επαρχίες της Ηπείρου. Eκτός από τους αρµατολούς και τους οπλαρχηγούς της ευρύτερης περιοχής (Bαρνακιώτης, Mπακόλας, Ίσκος, Mακρής κ.ά.) στην εκστρατεία συµµετείχε η πλειονότητα των φιλελλήνων που είχαν προσέλθει τους προηγούµενους µήνες στις επαναστατηµένες περιοχές. H εκστρατεία, της οποίας τη γενική διεύθυνση είχε ο Aλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ξεκίνησε στις αρχές Ιουνίου µε την κατάληψη θέσεων και τη συγκρότηση στρατοπέδων πλησίον της οχυρωµένης πόλης. H κρίσιµη µάχη διεξήχθη στην περιοχή Πέτα στις 4 Iουλίου 1822 και υπήρξε καταστροφική για το στρατόπεδο των επαναστατών -ιδίως για τους φιλέλληνες που σχεδόν αποδεκατίστηκαν από το ιππικό των Οθωµανών. Στη συνέχεια, οι Οθωµανοί έφτασαν σχετικά ανεµπόδιστοι στο Mεσολόγγι, αλλά η τρίµηνη πολιορκία που επιχείρησαν (Oκτώβριος 1822-Iανουάριος 1823) δεν είχε επιτυχία.H ήττα στο Πέτα σήµανε το τέλος των επιχειρήσεων στην Ήπειρο και τη συνθηκολόγηση των Σουλιωτών που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Ήπειρο. Σηµατοδότησε ακόµη την ανάδειξη ή, ακριβέστερα, την όξυνση αντιθέσεων στους χώρους των επαναστατών. Χαρακτηριστική είναι η αντιπαράθεση του Aλ. Mαυροκορδάτου µε τον ισχυρότερο αρµατολό, το Γεώργιο Bαρνακιώτη, ο οποίος σύντοµα πέρασε στο στρατόπεδο των Οθωµανών. Aκόµη προκλήθηκαν διχόνοιες µεταξύ των ενόπλων και αναβίωσαν παραδοσιακές αντιπαλότητες, όπως αυτή ανάµεσα στους σουλιώτες και τους άλλους οπλαρχηγούς. Τέλος, δεν έλειψε ο ανταγωνισµός των καπετάνιων για τα αρµατολίκια, όπως συνέβη στην περίπτωση των Aγράφων, που διεκδικούνταν τόσο από τον Καραϊσκάκη όσο και από το Γιαννάκη Ράγκο. Όλα αυτά σήµαιναν πρακτικά την υποχώρηση της επανάστασης. Oι περισσότεροι και σηµαντικότεροι οπλαρχηγοί είχαν αποσυρθεί στις επαρχίες τους, άλλοι συνθηκολόγησαν, ενώ αρκετοί διατηρούσαν επικοινωνία τόσο µε τους Οθωµανούς όσο και µε τους επαναστάτες. Έτσι, γινόταν πλέον σχετικά ανεµπόδιστα η πρόσβαση των Οθωµανών στο Μεσολόγγι, που αποτελούσε το βασικό επαναστατικό πυρήνα σε ολόκληρη τη Δ. Στερεά. Aπό τη µάχη του Πέτα και µετά η στρατηγική των αντιπάλων και, συνακόλουθα, η επικράτηση ή όχι της επανάστασης στη Δ. Στερεά επικεντρώνεται στο Mεσολόγγι. Tο καλοκαίρι του 1823 πραγµατοποιήθηκε η δεύτερη πολιορκία του Mεσολογγίου. Oι πολιορκούµενοι άντεξαν έως τα τέλη Νοεµβρίου, οπότε οι Οθωµανοί αποσύρθηκαν. Πλήγµα ωστόσο υπήρξε ο θάνατος του σπουδαιότερου σουλιώτη αρχηγού, του Μάρκου Μπότσαρη, στη διάρκεια νυχτερινής επίθεσης. Στις αρχές του 1824 η παρουσία του Μπάιρον στο Μεσολόγγι βοήθησε σηµαντικά στη βελτίωση των οχυρωµατικών έργων. Μάλιστα, πολλοί οπλαρχηγοί προσήλθαν ξανά στο στρατόπεδο των επαναστατών. Σ' αυτό συνέτεινε η µη πραγµατοποίηση οθωµανικής εκστρατείας τη χρονιά εκείνη αλλά και οι φήµες για τα χρήµατα του δανείου, που διαχειριζόταν ο άγγλος φιλέλληνας. Συνέτειναν ακόµη οι ευκαιρίες για λαφυραγωγία που πρόσφεραν οι επιχειρήσεις ενάντια στις «προσκυνηµένες» ορεινές επαρχίες της Άρτας το καλοκαίρι του 1824, αλλά και η χρησιµοποίησή τους από τη Διοίκηση στις εµφύλιες συγκρούσεις που διεξάγονταν στην Πελοπόννησο.

Page 18: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η πολιορκία του Μεσολογγίου και το τέλος της Επανάστασης στη Δυτική ΣτερεάΣτα τέλη Μαρτίου 1825, την εποχή δηλαδή που ο Iµπραήµ ξεκινούσε τις επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο, ο Μεχµέτ Ρεσίτ-πασάς (γνωστότερος ως Κιουταχής) κατέλαβε σχετικά εύκολα το Μακρυνόρος, που αποτελούσε το πέρασµα από την Ήπειρο στη Δ. Στερεά, και κατευθύνθηκε χωρίς να συναντήσει δυσκολία στο Mεσολόγγι. Oι υπερασπιστές της πόλης, που αποτελούσε το κέντρο της επανάστασης στη Δ. Στερεά, είχαν ενισχύσει την άµυνα τόσο από την ξηρά όσο και από τη λιµνοθάλασσα. Στο Mεσολόγγι έσπευσαν ακόµη αρκετοί οπλαρχηγοί από τις γειτονικές επαρχίες. H πολιορκία ξεκίνησε στα τέλη Απριλίου 1825, πραγµατοποιήθηκε σε δύο φάσεις και διήρκησε έναν ολόκληρο χρόνο. Έως τον Oκτώβριο οι πολιορκηµένοι είχαν µε επιτυχία αντιπαρέλθει την πίεση και υποχρέωσαν τον Κιουταχή να χαλαρώσει την πολιορκία, η οποία όµως έγινε πολύ σύντοµα (Nοέµβριος 1825) και πάλι ασφυκτική. Tελικά, τη νύχτα της 10ης προς την 11η Aπριλίου 1826 οι καταπονεµένοι από τη δωδεκάµηνη πολιορκία και εξαντληµένοι από την έλλειψη τροφής υπερασπιστές της πόλης πραγµατοποίησαν µια απελπισµένη και συνάµα ηρωική έξοδο.H κατασκευή χαρακωµάτων και υπόγειων στοών (λαγούµια) υπήρξε βασική πολεµική τακτική για τους δυο αντιπάλους. Από την πλευρά των επαναστατών στην κατασκευή υπόγειων στοών διακρίθηκε ο Kώστας Xορµόβας, ο οποίος έκτοτε έµεινε γνωστός ως Λαγουµιτζής. H κινητοποίηση του ελληνικού στόλου µε στόχο την άρση του αποκλεισµού και την ενίσχυση των πολιορκηµένων µε ενόπλους, πυροµαχικά και εφόδια επιχειρήθηκε αρκετές φορές άλλοτε µε επιτυχία και άλλοτε όχι. Στα τέλη Iουλίου 1825 και στα µέσα Iανουαρίου 1826 ο Ανδρέας Μιαούλης πέτυχε να διασπάσει το ναυτικό αποκλεισµό δίνοντας ελπίδα στους πολιορκηµένους. Η αποτυχία ωστόσο το Φεβρουάριο του 1826 έκρινε σε µεγάλο βαθµό την πτώση του Μεσολογγίου. Tέλος, σηµαντική από επιχειρησιακής πλευράς ήταν και η προσπάθεια των πολιορκηµένων να συντονίσουν τη δράση τους µε τον Καραϊσκάκη και άλλους ενόπλους που βρίσκονταν στα νώτα του οθωµανικού στρατού και προέβαιναν σε µικρής κλίµακας επιχειρήσεις. Eπρόκειτο συνήθως για νυχτερινές επιδροµές στο στρατόπεδο των αντιπάλων καθώς και σε εφοδιοποµπές. Tέλος, πραγµατοποιούνταν και έξοδοι από τους προµαχώνες µε στόχο την κατάληψη των πλησιέστερων στο Mεσολόγγι θέσεων των Οθωµανών. Tέτοιες επιχειρήσεις είχαν αναγκάσει το Μεχµέτ Ρεσίτ-πασά να χαλαρώσει την πολιορκία το φθινόπωρο του 1825, γεγονός που επέτρεψε τον εφοδιασµό των πολιορκηµένων και την ανακατασκευή των οχυρωµατικών έργων. Eνισχύθηκε όµως και ο Kιουταχής µε την έλευση του Iµπραήµ.Aπό το Φεβρουάριο του 1826 η κατάσταση για τους πολιορκηµένους γινόταν ολοένα και δυσκολότερη. Σ' αυτό συνέτεινε η παράδοση του γειτονικού Aνατολικού (Aιτωλικού), ο έλεγχος της λιµνοθάλασσας από τον οθωµανικό στόλο και η αποτυχία µιας προσπάθειας για την άρση του θαλάσσιου αποκλεισµού. Oι µάχες γίνονταν συχνά σώµα µε σώµα, ενώ ο κανονιοβολισµός της πόλης ήταν διαρκής. Έτσι, αποφασίστηκε η εγκατάλειψη της πόλης µε νυχτερινή έξοδο που θα πραγµατοποιούνταν την Κυριακή των Βαΐων του 1826. Το σχέδιο προέβλεπε την έξοδο από τρία διαφορετικά σηµεία. Aπό τα τρία σώµατα που σχηµατίστηκαν τα δύο αποτελούνταν από τους ενόπλους µε επικεφαλής τους Νότη Mπότσαρη και Δηµήτρη Μακρή, ενώ στο τρίτο σώµα θα βρίσκονταν οι άµαχοι, τους οποίους θα συνόδευε µικρός αριθµός ενόπλων. Tο σχέδιο ωστόσο είχε γίνει γνωστό στον Iµπραήµ. Tα δύο σώµατα των ενόπλων κατάφεραν πολεµώντας να ανοίξουν διαδρόµους µέσω των εχθρικών σωµάτων και να φτάσουν καταδιωκόµενοι ως την περιοχή του Ζυγού. Aπό εκεί πέρασαν στα Σάλωνα (Άµφισσα) αρχικά και στο Ναύπλιο στη συνέχεια, όπου έτυχαν υποδοχής ηρώων. O µύθος της «φρουράς του Μεσολογγίου» είχε ήδη δηµιουργηθεί. Tο τρίτο σώµα ωστόσο δεν κατάφερε να διαφύγει. Tη στιγµή της εξόδου επικράτησε πανικός, οι περισσότεροι γύρισαν πίσω στην πόλη και χάθηκαν µαζί της. Την πτώση του Mεσολογγίου ακολούθησε η συνθηκολόγηση πολλών ρουµελιωτών οπλαρχηγών. Oι Οθωµανοί έλεγχαν πλέον ολόκληρη τη Στερεά, Δυτική και Aνατολική, εκτός από ένα σηµείο. H Aκρόπολη, το κάστρο της Αθήνας που αποτελούσε το µοναδικό ελεγχόµενο από τους επαναστάτες οχυρό, ήταν ο επόµενος στόχος του Κιουταχή.

Page 19: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Μεσολόγγι: οι τελευταίες ηµέρες πριν από την Έξοδο«Aπό τα µέσα Φεβρουαρίου (1826), άρχισαν πολλαίς φαµελλιαίς να υστερούνται το ψωµί. Mία Mεσολογγίτισσα, Bαρβάρηνα ωνοµάζητο, ήτις περίθαλπεν ασθενήν (και) τον αυτάδελφόν µου Mήτρον, ετελείωσεν την θροφήν της, και µυστικά, (µαζί) µε άλλαις δύο φαµελλιαίς Mεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι, και το έφαγαν. Tαις ηύρα οπού έτρωγαν· ερώτησα πού ηύραν το κρέας, και τρόµαξεν η ψυχή µου όταν άκουσα ότι ήτον γαϊδούρι.Mία συνδροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον µαγείρευσαν. Eµαθητεύθη και τούτο.Hµέραν παρ' ηµέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα, και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, µουλάρια και γαϊδούρια, και ακόµη να τα πωλούν µία λίρα την οκά οι ιδιοκτήται (των) -και πού να προφθάσουν; Tρεις ηµέραις απέρασαν, και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα. Περί τα τέλη Φεβρουαρίου, οι στρατιώται άλλοι είχαν από 2-3 οκ. αλεύρι (έκαστος), και άλλοι καθόλου. Eδιορίσθη µία επιτροπή να παρατηρήση εις όλας τας οικίας, και εις τα κιβώτια ακόµη (των οικογενειών), και (ό,τι αλεύρι ευρεθή) να το συνάξη (διά) να διανεµηθή κατ' άνδρα εις όλους, στρατιώτας και πολίτας, µικρούς και µεγάλους, (ώστε) να σώσωµεν (την τροφήν) όλοι ίσια. Eξετάσασα κατά σειράν όλας τας οικίας, µόλις ηύρεν 600 οκάδες· και έως 600 (άλλες οκ.) οπού είχαν αι (ευρεθείσαι) σάκκιναις, 1200. Tούτο (το αλεύρι) εµοιράσθη µε εν φλιτζιάνι (ως µέτρον). Εµοίρασαν και από εν φλιτζιάνι κουκκιά. Άρχισαν λοιπόν να σµίγουν ετούτο το ολίγον κουκκί και αλεύρι, εις την τέντζερην και να βάνουν (µέσα και) καβούρους στουµπίζοντές τους. O συνεργάτης του Kου Γ. Μεσθενέα τυπογράφου, καθήµενος εις την οικίαν µας, έσφαξεν και έφαγεν µίαν γάταν, και έβαλεν τον ψυχογυιόν του Στορνάρη και εσκότωσαν άλλην µίαν. Τούτος υπέµνησεν (εις) τους άλλους (να πράξουν το ίδιον), και εις ολίγας ηµέραις γάτα δεν έµεινεν. O Αγιοµαυρίτης ιατρός (Π. Στεφανίτσης) εµαγείρευσεν τον σκύλον του µε λάδι, από το οποίον είχαµεν αρκετόν, και επαινούσεν το φαγί του ότι ήτον το πλέον νοστιµώτερον. Oι στρατιώται πλέον αυθαδίασαν, και άρπαζαν οποιονδήποτε σκύλον ή γάταν εύρισκαν εις τον δρόµον. [...] Aρχίσαµεν, περί τας 15 Mαρτίου, ταις πικραλήθραις, χορτάρι της θαλάσσης· το εβράζαµεν πέντε φοραίς έως ότου έβγαινεν η πικράδα, και το ετρώγαµεν µε ξείδι και λάδι ωσάν σαλάτα, (αλλά) και µε ζουµί από καβούρους ανακατωµένον και τούτο. Eδόθησαν και εις τους ποντικούς, πλην ήτον ευτυχής όστις εδύνατο να πιάση έναν. Bατράχους δεν είχαµεν, κατά δυστυχίαν. Aπό την έλλειψην της θροφής αύξαναν αι ασθένειαι, πονόστοµος και αρθρίτις. Eις τοιαύτην κατάστασιν ευρισκόµασθον όταν µας έφθασεν γράµµα των απεσταλµένων (µας εις Nαύπλιον συσταίνον) να βαστάξωµεν 12 ηµέραις, και να φάγωµεν (εν ανάγκη) ένας τον άλλον. [...] Εκείνην την ηµέραν ένας Kραβαρίτης έκοψεν κρέας από το µηρί ενός φονευµένου και το έφαγεν». N. Kασοµούλη, Eνθυµήµατα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Eλλήνων. Aπό τα 1821 µέχρι των 1833, τ. B', επιµ. Γ. Bλαχογιάννης, Aθήνα, 1940, σ. 241-242, 242-243 και 256 αντίστοιχα.

Page 20: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ανατολική Στερεά και Εύβοια 1822-1826H παράδοση της Aκρόπολης από τους Οθωµανούς, οι αλλεπάλληλες αλλά αποτυχηµένες προσπάθειες των επαναστατών για την κατάληψη των φρουρίων της Χαλκίδας και της Kαρύστου στην Eύβοια, ιδίως το 1823-24, η σύγκρουση της κεντρικής Διοίκησης µε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τέλος η αποτυχία των Οθωµανών να καθυποτάξουν τις επαναστατηµένες περιοχές αλλά και των επαναστατών να εµπεδώσουν την κυριαρχία τους στην A. Στερεά δίνουν σε γενικές γραµµές το στίγµα των χρόνων που ακολούθησαν την έκρηξη της επανάστασης.Tο κάστρο της Aθήνας παραδόθηκε από την οθωµανική φρουρά στις 10 Iουνίου 1822 ύστερα από πολύµηνη πολιορκία. H εκστρατεία του Mαχµούτ-πασά Δράµαλη, ο οποίος κατά τα τέλη Ιουνίου προχωρούσε σχεδόν ανενόχλητος προς τη Βοιωτία και την Αττική προκαλώντας καταστροφές και σπέρνοντας τον πανικό στους κατοίκους, δεν οδήγησε σε ανακατάληψη της Ακρόπολης. Oι ειδήσεις που έφταναν για την κάθοδο του Δράµαλη προκάλεσαν τη σφαγή πολλών µουσουλµάνων κατοίκων της Αθήνας, κατά παράβαση των συνθηκών παράδοσης που όριζαν την ασφαλή µεταφορά τους στη Μικρά Ασία. Στη συνέχεια, η πόλη εγκαταλείφθηκε και στην Ακρόπολη έµειναν µερικές εκατοντάδες ενόπλων. Ωστόσο, ο Δράµαλης δεν προχώρησε προς την Αθήνα. Aφού πυρπόλησε τη Θήβα (1 Iουλίου), προτίµησε να σπεύσει στην Πελοπόννησο µε το σύνολο των δυνάµεών του. Έτσι, η Ακρόπολη παρέµεινε υπό τον έλεγχο των επαναστατών. Tο εντυπωσιακό πέρασµα του Δράµαλη το καλοκαίρι του 1822 έπληξε αλλά δεν κατέπνιξε την επανάσταση στην Α. Στερεά. Tα επόµενα χρόνια άλλοι οθωµανοί αξιωµατούχοι εκστράτευσαν στην περιοχή. O Παρνασσός και ο Eλικώνας, η Λοκρίδα και η περιοχή των Σαλώνων (Άµφισσα), της Λιβαδειάς και της Θήβας αποτέλεσαν πεδία σκληρών µαχών και η νίκη άλλοτε έκλινε προς την πλευρά των Οθωµανών και άλλοτε προς εκείνη των Ελλήνων. Tα χρόνια αυτά κανείς από τους δύο εµπολέµους δεν πέτυχε να θέσει υπό πλήρη έλεγχο την περιοχή. Στις συνθήκες αυτές η κατοχή της Ακρόπολης αποκτούσε ολοένα και µεγαλύτερη σπουδαιότητα. Σταδιακά αποτέλεσε τον πυρήνα της επανάστασης και το επίκεντρο των πολεµικών επιχειρήσεων στην Α. Στερεά.Στο κάστρο της Aθήνας διαδραµατίστηκε και ένα από τα σηµαντικά επεισόδια των εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων στη διάρκεια της Eπανάστασης. Πρόκειται για τη δολοφονία του Oδυσσέα Aνδρούτσου στις αρχές Iουνίου 1825. Ο ισχυρότερος ένοπλος των απαρχών της επανάστασης είχε, ιδίως από το 1824 και µετά, τεθεί στο περιθώριο των νέων κοινωνικοπολιτικών σχέσεων εξουσίας που είχαν διαµορφωθεί στους χώρους της κεντρικής διοίκησης. Aκόµη περισσότερο βρέθηκε στο στόχαστρο νεοπαγών πολιτικών παραγόντων και ιδίως του Kωλέττη, ο οποίος έβλεπε στο πρόσωπο του Aνδρούτσου ένα ισχυρό εµπόδιο στην προσπάθειά του να ελέγξει τους ενόπλους της Α. Στερεάς. Mε την εύνοια του Kωλέττη λοιπόν στους χώρους των ενόπλων της περιοχής αναδείχτηκε ο Iωάννης Γκούρας. O Γκούρας υπήρξε πρωτοπαλίκαρο του Aνδρούτσου και ικανός ένοπλος, κάτι που είχε φανεί το καλοκαίρι του 1821 στην πολύ σηµαντική για την Eπανάσταση µάχη των Bασιλικών. Όταν το 1823 ο Aνδρούτσος άφησε την Aκρόπολη διοργανώνοντας επιχειρήσεις κυρίως στην περιοχή της Eύβοιας (πολιορκία Kαρύστου και Xαλκίδας), τοποθέτησε εκεί ως φρούραρχο τον I. Γκούρα. Aυτός αποµακρύνθηκε σταδιακά από τον Aνδρούτσο και συνδέθηκε µε τον I. Kωλέττη και τη λεγόµενη «κυβέρνηση του Kρανιδίου». Bρέθηκε έτσι στην πλευρά των νικητών του εµφυλίου. Συνέβαλε µάλιστα αποφασιστικά στη νίκη αυτή, εισβάλλοντας στην Πελοπόννησο και αντιµετωπίζοντας µε επιτυχία τους ενόπλους του Kολοκοτρώνη και των µοραϊτών προυχόντων το καλοκαίρι του 1824. Mερικούς µήνες αργότερα, στα τέλη του 1824, ήταν ο ίδιος στον οποίο ανατέθηκε η σύλληψη του Aνδρούτσου, κάτι που πέτυχε στις αρχές του 1825. Τη σύλληψη του Aνδρούτσου µε την κατηγορία της προδοσίας ακολούθησε η φυλάκισή του στην Aκρόπολη. Εκεί παρέµεινε µερικούς µήνες, έως τις αρχές Ιουνίου, οπότε δολοφονήθηκε κάτω από συνθήκες που ποτέ δε διαλευκάνθηκαν.

Page 21: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η πολιορκία της Ακρόπολης 1826-1827Με την πτώση του Mεσολογγίου (Απρίλιος 1826) οι Οθωµανοί έλεγχαν το µεγαλύτερο τµήµα της Στερεάς Ελλάδας. Tο µοναδικό οχυρό που κατείχαν οι ελληνικές δυνάµεις ήταν το κάστρο των Αθηνών. Προς τα εκεί στράφηκε ο Μεχµέτ Ρεσίτ-πασάς (Κιουταχής)· τον Αύγουστο του 1826 έφτασε στην Αθήνα και ξεκίνησε την πολιορκία της Ακρόπολης. Mε την παράδοση της φρουράς της Ακρόπολης στις 24 Μαΐου 1827 µειώθηκαν ακόµη περισσότερο οι ελπίδες για επικράτηση της επανάστασης στο πεδίο των µαχών. H Στερεά και το µεγαλύτερο τµήµα της Πελοποννήσου ήταν υπό την κατοχή των δυνάµεων του Kιουταχή και του Iµπραήµ. Ύστερα από έξι χρόνια πολέµου η θετική έκβαση της ελληνικής υπόθεσης θα κρινόταν πλέον στο πεδίο της διπλωµατίας. Οι ελπίδες της ελληνικής πλευράς στράφηκαν στον Ιωάννη Kαποδίστρια, τον οποίο στις αρχές Απριλίου 1827 είχε προσκαλέσει η Γ' Εθνοσυνέλευση να δεχτεί τη θέση του Κυβερνήτη της Ελλάδας.Kατά τη δεκάµηνη πολιορκία της Ακρόπολης οι πολεµικές τακτικές που ακολούθησαν οι δυο αντίµαχοι δε διέφεραν, στις βασικές τους γραµµές, από εκείνες που ακολουθήθηκαν στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Aπό την πλευρά των Οθωµανών επιδιώχθηκε ο στενός αποκλεισµός των πολιορκηµένων που θα τους υποχρέωνε, αργά ή γρήγορα, σε παράδοση. Oι τελευταίοι επιχειρούσαν συχνές νυχτερινές εξόδους στις κοντινές στην Aκρόπολη θέσεις των Οθωµανών, επιχειρήσεις στις οποίες διακρίθηκε µεταξύ άλλων ο Μακρυγιάννης. H κατασκευή υπόγειων στοών (λαγούµια) κάτω από τις εχθρικές θέσεις και η ανατίναξή τους υπήρξε τακτική που στέφθηκε συχνά µε επιτυχία, χάρις κυρίως στη δεξιότητα του Kώστα Xορµόβα (Λαγουµιτζή), ο οποίος είχε παρόµοια δράση και στο Μεσολόγγι. Tο κύριο σώµα των ελληνικών δυνάµεων είχε τοποθετηθεί στα περίχωρα των Αθηνών πίσω από τις γραµµές των Οθωµανών. Στη διάρκεια της δεκάµηνης πολιορκίας στρατόπεδα δηµιουργήθηκαν στο Χαϊδάρι, την Ελευσίνα, το Kερατσίνι και στο Φάληρο. Βασικός στόχος υπήρξε η κατάληψη θέσεων που θα επέτρεπαν σε µικρές οµάδες να διασπάσουν από κάποιο σηµείο την πολιορκία και να ενισχύσουν τους πολιορκηµένους. Kάτι τέτοιο πέτυχε στα τέλη Νοεµβρίου 1826 ο φιλέλληνας αξιωµατικός Φαβιέρος. Tέλος, διεξήχθησαν αρκετές επιχειρήσεις από την πλευρά των επαναστατών αρκετά µακριά από την Αθήνα. Oι επιχειρήσεις αυτές ήταν συχνά κινήσεις αντιπερισπασµού, όπως συνέβη στην Αράχωβα στα τέλη Νοεµβρίου 1826. Άλλες φορές πάλι -όπως συνέβη στις αρχές Δεκεµβρίου στο Τουρκοχώρι (περιοχή Τιθορέας)- οι επιθέσεις στρέφονταν στις εφοδιοποµπές των Οθωµανών. Στις επιχειρήσεις αυτές διακρίθηκε για µια ακόµη φορά ο Καραϊσκάκης, στον οποίο είχε ανατεθεί η αρχηγία των όπλων της Στερεάς Eλλάδας. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου η Διοίκηση είχε αναθέσει στο ρουµελιώτη καπετάνιο να ανασυντάξει το ελληνικό στρατόπεδο στη Ρούµελη. Παρά τις αµφισβητήσεις που δέχτηκε, ο Kαραϊσκάκης κατάφερε γρήγορα να πετύχει την αναγνώριση των άλλων οπλαρχηγών και να επιφέρει, για πρώτη φορά ίσως, συντονισµό ανάµεσά τους. Η συµµετοχή του στις µάχες και οι επιτυχίες που είχε κατά τους τελευταίους µήνες του 1826 ενίσχυσαν τη θέση του, αύξησαν τη φήµη του και δηµιούργησαν προσδοκίες για θετική έκβαση στην πολιορκία της Aκρόπολης. Ωστόσο, η ανάθεση από τη Διοίκηση της αρχηγίας του στρατού και του στόλου στους φιλέλληνες αξιωµατικούς Tσωρτς και Κόχραν προκάλεσε δυσαρέσκεια στους χώρους των ενόπλων. H κατάσταση αυτή έθετε σε δοκιµασία την επιχειρησιακή ικανότητα του ελληνικού στρατοπέδου. H απόφαση του Tσωρτς να σταµατήσουν οι επιχειρήσεις στα µετόπισθεν των Οθωµανών και να πραγµατοποιηθεί κατά µέτωπο επίθεση, ο θάνατος του Καραϊσκάκη την παραµονή της ελληνικής επίθεσης σε µια µικροσυµπλοκή στα Ταµπούρια (Kερατσίνι) και η επιµονή των αρχηγών να διεξαχθεί η µάχη την καθορισµένη ηµέρα λειτούργησαν αρνητικά στην τελική έκβαση της επιχείρησης. H ήττα στη µάχη του Aναλάτου (24 Απριλίου 1827) και η διάλυση του στρατοπέδου που την ακολούθησε οδήγησαν ένα µήνα αργότερα στην παράδοση της φρουράς της Aκρόπολης. Oλόκληρη η Ρούµελη ελεγχόταν πλέον από τους Οθωµανούς.

Page 22: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η δράση του ελληνικού στόλου 1822-1828Aπό τις αρχές της Επανάστασης ήταν φανερό ότι τα µικρά και ελλιπώς εξοπλισµένα ελληνικά πλοία δεν ήταν ικανά να αντιµετωπίσουν µε επιτυχία τα οθωµανικά σε ανοιχτή σύγκρουση. Έτσι, ακολουθήθηκαν άλλες µορφές δράσης που κατέτειναν στη φθορά και την παρεµπόδιση της κίνησης του οθωµανικού στόλου. Kατεξοχήν στόχοι υπήρξαν οι νηοποµπές που µετέφεραν ενισχύσεις και εφόδια στα πολιορκούµενα φρούρια της Πελοποννήσου και της Ρούµελης. Aπό την άλλη, συχνές ήταν και οι προσπάθειες του ελληνικού στόλου να άρει τον αποκλεισµό φρουρίων και να ενισχύσει τους πολιορκούµενους Έλληνες µε εφόδια και ενόπλους. Τέλος, θα έπρεπε να προστατευτούν τα νησιά του Αιγαίου από τη δράση του οθωµανικού στόλου.Στις επιχειρήσεις αυτές η φθορά των πλοίων του αντιπάλου επιτεύχθηκε µε την υιοθέτηση µιας πολεµικής τακτικής που αντιστάθµιζε την υπεροπλία του οθωµανικού στόλου. Πρόκειται για νυχτερινές επιθέσεις µε πυρπολικά, δηλαδή ειδικά διαµορφωµένα µικρά πλοία, φορτωµένα µε εύφλεκτες ύλες και εκρηκτικά, τα οποία προσκολλούνταν στα οθωµανικά προκαλώντας την ανατίναξή τους. Οι παράτολµες αυτές επιθέσεις, που απαιτούσαν επιδέξιους χειρισµούς ώστε να προσκολληθεί το πυρπολικό, αλλά και τύχη ώστε να µη γίνει αντιληπτή η επιχείρηση, απέδωσαν ορισµένες εντυπωσιακές ένεργειες. Πλέον χαρακτηριστική υπήρξε η ανατίναξη της ναυαρχίδας του οθωµανικού στόλου από τον Kανάρη στα ανοιχτά του Τσεσµέ τον Ιούνιο του 1822. Ενέργειες όπως αυτή προκαλούσαν τρόµο στα πληρώµατα των οθωµανικών πλοίων και συχνά οι κινήσεις του οθωµανικού στόλου ήταν διστακτικές από το φόβο της δράσης των πυρπολητών. Δεν έλειψαν βέβαια και αποτυχηµένες ενέργειες όπως συνέβη τον Αύγουστο του 1825 και τον Ιούνιο του 1827 στις πιο φιλόδοξες ίσως επιχειρήσεις του ελληνικού στόλου που αποσκοπούσαν στην πυρπόληση του αιγυπτιακού στόλου στο λιµάνι της Αλεξάνδρειας. Διεξήχθησαν και ορισµένες ναυµαχίες, κάποιες από τις οποίες είχαν θετική κατάληξη για την ελληνική πλευρά, όπως συνέβη στα ανοιχτά της Ύδρας και των Σπετσών τον Οκτώβριο του 1822, στον κόλπο του Γέροντα τον Αύγουστο του 1824 και στον Kάβο Nτόρο το Μάιο του 1825, όπου διακρίθηκαν ο Πιπίνος, ο Mιαούλης και ο Σαχτούρης αντίστοιχα. Παρά τη δράση του Κανάρη και των άλλων πυρπολητών τα πλοία του οθωµανικού στόλου δεν αντιµετώπισαν σοβαρές δυσκολίες στο να φέρουν σε πέρας τις επιχειρήσεις που διεξήγαγαν. Η υπεροπλία των οθωµανικών πλοίων δεν άφηνε βέβαια πολλά περιθώρια δράσης στα ελληνικά. H έλλειψη συντονισµού και ιδίως η περιστασιακή ενασχόληση των ελληνικών πλοίων για πολεµικούς σκοπούς δυσχέρανε ακόµη περισσότερο τη θέση της ελληνικής πλευράς στο θαλάσσιο χώρο. Tο εµπόριο αλλά και η πειρατεία υπήρξαν για τα ελληνικά πλοία εναλλακτικές δραστηριότητες που εξασφάλιζαν τη συντήρηση των πλοίων και τους µισθούς των πληρωµάτων, υπονόµευαν ωστόσο την επιχειρησιακή ικανότητα του ελληνικού στόλου. Eιδικά η πειρατεία προκαλούσε τις διαµαρτυρίες των Mεγάλων Δυνάµεων, οι οποίες ενδιαφέρονταν για την ασφάλεια των θαλάσσιων εµπορικών δρόµων. Έτσι, από τους πρώτους µήνες του 1828 ο Kυβερνήτης Iωάννης Kαποδίστριας επιδίωξε τον περιορισµό της πειρατικής δραστηριότητας, κάτι που επιτεύχθηκε χάρις στις ενέργειες του Aνδρέα Mιαούλη.

Page 23: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η καταστροφή της Χίου, της Κάσου και των ΨαρώνΣτη διάρκεια της Επανάστασης ο οθωµανικός στόλος χρησιµοποιήθηκε κυρίως επικουρικά στις εκστρατείες που διεξάγονταν στην Πελοπόννησο και τη Ρούµελη. Η µεταφορά στρατευµάτων, ο εφοδιασµός των οθωµανικών φρουρίων και ο θαλάσσιος αποκλεισµός των πολιορκούµενων στάθηκαν σε γενικές γραµµές οι επιχειρήσεις στις οποίες προέβαινε. Η επιχειρησιακή αυτή τακτική υποδεικνύει ότι προτεραιότητα για την Οθωµανική Αυτοκρατορία υπήρξε η καταστολή της επανάστασης στη στεριά. Tα νησιά του Αιγαίου δεν υπήρξαν συστηµατικός στόχος. Eξαίρεση αποτέλεσαν οι επιχειρήσεις ενάντια στη Σάµο (1821 και 1824) που αποκρούστηκαν από τις ελληνικές δυνάµεις αλλά και η κατάληψη της Χίου στα 1822 και αργότερα, στα 1824, της Κάσου και των Ψαρών που οδήγησαν σε εκτεταµένες σφαγές, λεηλασίες και καταστροφές στα νησιά αυτά.Παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν από διακεκριµένους Χιώτες όπως ήταν ο Θεόφιλος Καΐρης να κηρυχτεί η επανάσταση και στο νησί τους την άνοιξη του 1821, κάτι τέτοιο δεν κατέστη δυνατό. Την επόµενη χρονιά στράφηκαν στη Σάµο και στο Λυκούργο Λογοθέτη ζητώντας τη βοήθειά του. Πράγµατι, το Μάρτιο του 1822 οργανώθηκε κοινό εκστρατευτικό σώµα που κατέλαβε αιφνιδιαστικά τη Χίο υποχρεώνοντας τις οθωµανικές δυνάµεις που βρίσκονταν στο νησί να κλειστούν στο φρούριο. Την ίδια εποχή ο οθωµανικός στόλος έβγαινε από τα Δαρδανέλια και εγκαινίαζε τις επιχειρήσεις της χρονιάς αυτής µε την προσβολή της Χίου. Στις 30 Μαρτίου χιλιάδες οθωµανοί ένοπλοι αποβιβάστηκαν εύκολα στο νησί, καθώς καµιά ενέργεια προστασίας του δεν είχε γίνει από ελληνικής πλευράς. Mερικά πλοία από τα Ψαρά που βρίσκονταν στην περιοχή παρακολούθησαν από απόσταση τις κινήσεις του οθωµανικού στόλου. Έντροµοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη και κατέφυγαν σε ορεινά σηµεία και µοναστήρια, ενώ οι Σαµιώτες έσπευσαν να επιστρέψουν στο νησί τους. Τις επόµενες ηµέρες έλαβε χώρα µια γενικευµένη επιχείρηση σφαγών, λεηλασιών και καταστροφών. Από τους εκατό περίπου χιλιάδες που υπολογίζεται ότι κατοικούσαν στη Χίο την εποχή εκείνη, το ένα τρίτο σφαγιάστηκε ή αιχµαλωτίστηκε, ενώ παρά πολλοί διέφυγαν µε πλοία στη Σύρο κατά πρώτο λόγο, στα Ψαρά, στην Πελοπόννησο και αλλού. Η βιαιότητα που επέδειξε ο επικεφαλής του οθωµανικού στόλου (καπουδάν πασάς) Καρά Αλή -που λίγες µέρες αργότερα βρήκε το θάνατο, όταν ο Kωνσταντίνος Kανάρης ανατίναξε στα ανοιχτά της Xίου τη ναυαρχίδα του οθωµανικού στόλου- προκάλεσε αποτροπιασµό στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και έδωσε νέα ώθηση στο φιλελληνικό κίνηµα, που είχε ατονήσει µετά τη σφαγή των µουσουλµάνων της Τριπολιτσάς το Σεπτέµβριο του 1821.Δύο και πλέον χρόνια µετά την καταστροφή της Χίου, στα τέλη Μαΐου 1824, ο αιγυπτιακός στόλος αποβίβασε εύκολα στην Κάσο χιλιάδες ενόπλους που τις προηγούµενες ηµέρες είχαν επιτυχώς πλήξει και τους τελευταίους επαναστατικούς πυρήνες στην Κρήτη. Η Κάσος, στην οποία είχαν καταφύγει αρκετοί επαναστάτες Κρητικοί, είχε αφεθεί αβοήθητη. Oι εµφύλιες συγκρούσεις στην Πελοπόννησο είχαν παραλύσει κάθε άλλη δραστηριότητα της ελληνικής Διοίκησης. Παρά την αντίσταση που προέβαλαν οι Κάσιοι δεν κατάφεραν να απωθήσουν τις αιγυπτιακές δυνάµεις, που µέσα σε λίγες µέρες κυρίευσαν το νησί προβαίνοντας σε συστηµατικές σφαγές και λεηλασίες. Ο ελληνικός στόλος που µόλις στα µέσα Ιουνίου αναχώρησε για την Κάσο βρισκόταν εκατοντάδες µίλια µακριά από τα Ψαρά, τα οποία προσέγγισε ο οθωµανικός στόλος στο τελευταίο δεκαήµερο του Iουνίου. H σθεναρή αντίσταση των ντόπιων και των προσφύγων από τη Xίο, τα Mοσχονήσια και τα µικρασιατικά παράλια (υπολογίζονται σε περισσότερους από 20.000) δεν απέτρεψε την απόβαση και κατάληψη του νησιού που είχε την τύχη της Xίου και της Kάσου. Περισσότεροι από τους µισούς κατοίκους και τους πρόσφυγες σκοτώθηκαν ή αιχµαλωτίστηκαν, ενώ ένα µεγάλο κύµα προσφύγων κατευθύνθηκε στις Σπέτσες και σε νησιά των Kυκλάδων.

Page 24: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Επιχειρήσεις για την ανακατάληψη εδαφών 1827-1828H συνθήκη της 6ης Iουλίου 1827, στην οποία κατέληξαν οι τρεις Mεγάλες Δυνάµεις και της οποίας επακόλουθο ήταν η ναυµαχία στο Nαβαρίνο (8 Oκτωβρίου 1827), προέβλεπε την κατάπαυση των εχθροπραξιών και την έναρξη διαπραγµατεύσεων στην προοπτική της συγκρότησης ενός αυτόνοµου ελληνικού κράτους. Σε µεγάλο βαθµό οι διαπραγµατεύσεις θα αφορούσαν τις περιοχές που θα περιλαµβάνονταν στο υπό διαµόρφωση κρατικό µόρφωµα. Aνησυχία ωστόσο προκαλούσε το ποιες περιοχές θα εντάσσονταν εντός των ορίων του ελληνικού κράτους. Tην εποχή εκείνη η επανάσταση είχε υποχωρήσει και ο ζωτικός της χώρος περιοριζόταν ουσιαστικά σε ορισµένες επαρχίες της Πελοποννήσου και στα νησιά του Aργοσαρωνικού. Aποφασίστηκε λοιπόν η διοργάνωση εκστρατειών και η ανακατάληψη εδαφών, έτσι ώστε η αναζωπύρωση της επανάστασης στις περιοχές αυτές να νοµιµοποιούσε τις εδαφικές διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς. Aµέσως µετά την καταβύθιση του αιγυπτιακού στόλου στο Nαβαρίνο οργανώθηκε εκστρατεία στη Χίο, ύστερα από πίεση των χιωτών προσφύγων. H επιχείρηση αυτή, που διήρκησε από τον Oκτώβριο του 1827 έως το Φεβρουάριο του 1828 και στην οποία τέθηκε επικεφαλής ο φιλέλληνας Φαβιέρος, δε στέφθηκε από επιτυχία. Tην ίδια εποχή οργανώθηκε εκστρατεία στην Kρήτη µε καλύτερα αποτελέσµατα. Σε σύντοµο χρονικό διάστηµα δηµιουργήθηκαν επαναστατικοί πυρήνες και οι Οθωµανοί περιορίστηκαν σε µεγάλο βαθµό εντός των φρουρίων. Ωστόσο, η δυσµενής για την Kρήτη διπλωµατική εξέλιξη του ελληνικού ζητήµατος στις αρχές του 1830 (Πρωτόκολλο 3ης Φεβρουαρίου) εκµηδένισε ουσιαστικά την προοπτική της ένταξης της Kρήτης στο ελληνικό κράτος. Άλλωστε, οι αιγυπτιακές δυνάµεις που αποβιβάστηκαν στην Kρήτη το Σεπτέµβριο του 1828 δε δυσκολεύτηκαν να καταπνίξουν κάθε επαναστατική κίνηση στο νησί. Xωρίς επιτυχία κατέληξε και η επιχείρηση στο Tρίκερι, στην είσοδο του Παγασητικού κόλπου το Nοέµβριο του 1827.Διαφορετική ήταν η κατάληξη των εκστρατειών στη Pούµελη. H επιτυχία των επιχειρήσεων προϋπέθετε το συντονισµό της δράσης µε τους αρµατολούς που είχαν συνθηκολογήσει µετά την πτώση του Mεσολογγίου (άνοιξη 1826) και την παράδοση της Aκρόπολης ένα χρόνο αργότερα. Προς την κατεύθυνση αυτή κινήθηκε ο Kαποδίστριας που από τις αρχές του 1828 είχε φτάσει στην Πελοπόννησο. Πράγµατι, οι περισσότεροι οπλαρχηγοί επανήλθαν στο ελληνικό στρατόπεδο συµµετέχοντας στις επιχειρήσεις για την ανακατάληψη των επαρχιών της Ρούµελης και λαµβάνοντας µέρος στις διαπραγµατεύσεις για την παράδοση των πολιορκηµένων στα φρούρια Οθωµανών. Σηµαντικότερη υπήρξε η επανάκαµψη του ισχυρού αρµατολού Ξηρόµερου Γ. Nικολού ή Βαρνακιώτη, ο οποίος συνέβαλε ιδιαίτερα στην παράδοση του Mεσολογγίου, καθώς και του Ανδρέα Ίσκου, αρµατολού στο Βάλτο/Μακρύνορος, σε µια περιοχή ιδιαίτερα σηµαντική για τις επιχειρήσεις του Τσωρτς στον Αµβρακικό. Οι επιχειρήσεις αυτές εντάθηκαν από το Σεπτέµβριο του 1828 και απέδωσαν έως την άνοιξη του 1829 την κατάληψη της Βόνιτσας και του Κραβασαρά (Αµφιλοχία). Έτσι, αποκόπηκαν τα φρούρια της Δ. Στερεάς από τα στρατιωτικά κέντρα στην Ήπειρο και διευκολύνθηκε η παράδοση της Nαυπάκτου, του Αντιρίου, του Μεσολογγίου και του Ανατολικού (Αιτωλικό) την άνοιξη του 1829. Στην Α. Στερεά τέλος δραστηριοποιήθηκε ο Δηµήτριος Υψηλάντης από τα τέλη του 1828 και πέτυχε σύντοµα να ελέγξει τη Βοιωτία, την Παρνασσίδα και τη Λοκρίδα. Η σηµαντικότερη µάχη -που θεωρείται και η τελευταία της Επανάστασης- έγινε στην περιοχή της Πέτρας στις 12 Σεπτεµβρίου και ήταν νικηφόρα για την ελληνική πλευρά. Tέσσερις µέρες αργότερα, στη διάρκεια διαπραγµατεύσεων µε τους οθωµανούς αξιωµατούχους, ο Yψηλάντης πέτυχε την αποχώρησή τους από την Α. Στερεά νοτίως του Ζητουνίου (Λαµία), µε εξαίρεση την Αθήνα και τα φρούρια της Χαλκίδας. Oι εξελίξεις αυτές αποτέλεσαν για την ελληνική πλευρά ισχυρό διαπραγµατευτικό όπλο στις συζητήσεις για τον καθορισµό των συνόρων του ελληνικού κράτους.

Page 25: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Πολιτική ΙστορίαΗ δυναµική της Επανάστασης και το άνοιγµα της ελληνικής κοινωνίας στη νεοτερικότηταH κήρυξη της Επανάστασης, ο πολύχρονος πόλεµος και η ευτυχής του κατάληξη µε την εγκαθίδρυση ανεξάρτητου κράτους εγκαινιάζουν διαδικασίες αλλαγών που εισάγουν την ελληνική κοινωνία στους ρυθµούς της σύγχρονης εποχής, της νεοτερικότητας. Oι αλλαγές αυτές επέρχονται σ' όλους τους τοµείς της κοινωνικής, της πολιτικής και της οικονοµικής ζωής, κατισχύουν δε σταδιακά µε διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικούς χρόνους. Oι αλλαγές αυτές που χαρακτηρίζουν συνολικά την ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα γίνονται εµφανέστερες στα χρόνια της επανάστασης. Από την Α' Εθνοσυνέλευση και το Προσωρινό Πολίτευµα της Eπιδαύρου εγκαινιάζονται διαδικασίες πολιτικής ενοποίησης και οµογενοποίησης στη βάση σύγχρονων θεσµών και µηχανισµών: διαµόρφωση συντάγµατος, διάκριση των εξουσιών και συγκρότηση µηχανισµών κεντρικής διοίκησης.Bέβαια, η λειτουργία των σύγχρονων πολιτικών θεσµών συνοδεύτηκε συχνά από πρακτικές που εγγράφονται σ' ένα διαφορετικό -"παραδοσιακό"- πολιτικό πολιτισµό (τοπικοσυγγενικά δίκτυα, φατρίες). Παρόµοια, τα πρόσωπα που µετείχαν στα πολιτικά πράγµατα προέρχονταν συχνά -αλλά πλέον όχι αποκλειστικά- από τις ηγετικές οµάδες της προεπαναστατικής περιόδου (προύχοντες, ένοπλοι, ιεράρχες). Πρόκειται ωστόσο για κάτι διαφορετικό, κάτι νέο. Πρόκειται για µια κοινωνία που αναγνωρίζει τον εαυτό της και το µέλλον της µε τρόπο άλλο από ό,τι στο παρελθόν και συνακόλουθα επαναστατεί αναζητώντας νέους τρόπους ύπαρξης. Tο άνοιγµα της ελληνικής κοινωνίας στη νεοτερικότητα συνιστά τοµή στο χρόνο και την εµπειρία των ανθρώπων. Oι κοινωνικοί πρωταγωνιστές της επανάστασης διαχειρίστηκαν µε τρόπο ιστορικά πρωτότυπο µια συγκυρία αλλαγών και ρήξεων µε το παρελθόν που οι ίδιοι προκάλεσαν, ακόµη κι αν δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν και πολύ περισσότερο να καθορίσουν τα αποτελέσµατα της δράσης τους. Oι καινοτοµίες που επιφέρει η επανάσταση συνεπάγονται συνολικές αλλαγές που αφορούν τη συγκρότηση του πολιτικού πεδίου και εκφράζονται σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Πρώτον, αλλαγές που αφορούν τους θεσµούς, µέσω των οποίων στοιχειοθετείται το εγχείρηµα της πολιτικής αυτονοµίας του ελληνικού έθνους. Δεύτερον, αλλαγές που έχουν να κάνουν µε τη συγκρότηση των πολιτικών ιεραρχιών, δηλαδή µε την κοινωνική προέλευση και σύσταση του πολιτικού προσωπικού που στελεχώνει και κινεί τους νέους θεσµούς. Tέλος, επέρχονται αλλαγές στις διαδικασίες ανάδειξης των πολιτικών ιεραρχιών.Oι βαθιές αυτές αλλαγές που διαπερνούν την ελληνική κοινωνία συνολικά ανατρέπουν την προεπαναστατική τάξη πραγµάτων (θεσµοί, ιεραρχίες, διαδικασίες) που είχε διαµορφωθεί στο πλαίσιο της οθωµανικής κατάκτησης. Mε άλλα λόγια, ο εκσυγχρονισµός της ελληνικής κοινωνίας έθεσε σε δοκιµασία και δυναµίτισε πολλά από τα θεµέλιά της. Tο γκρέµισµα ενός κόσµου και η οικοδόµηση ενός νέου προκάλεσαν κοινωνικές ανατροπές και παρήγαγαν ανταγωνισµούς που στις συνθήκες του πολυετούς απελευθερωτικού αγώνα πήραν συχνά τη µορφή των συνωµοσιών, των δολοφονιών και των ένοπλων συγκρούσεων. Oι εµφύλιοι πόλεµοι του 1824, οι στάσεις κατά του Kαποδίστρια και η δολοφονία του, όπως και οι νέες ένοπλες συγκρούσεις έως την έλευση του Όθωνα είναι ίσως τα κορυφαία από τα περιστατικά αυτά. Ωστόσο, ακόµη κι αν οι συγκρούσεις αυτές θυµίζουν σε ένα βαθµό κοινωνικοπολιτικές αντιπαλότητες που ανάγονται στο οθωµανικό παρελθόν (σύγκρουση προυχόντων-ενόπλων, Ρουµελιωτών-Πελοποννήσιων), δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη στην εµπέδωση των νέων θεσµών και διαδικασιών. Mέσα από τις συγκρούσεις αυτές κατίσχυσαν οι νέοι θεσµοί, πριµοδοτώντας τη δυναµική της ενοποίησης και του εκσυγχρονισµού του κοινωνικοπολιτικού πεδίου που εγκαινιάζεται µε την επανάσταση.Νεοπαγείς πολιτικοί παράγοντεςΗ Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε σχεδόν ταυτόχρονα στην Πελοπόννησο, την Α. Στερεά, τα νησιά του Αιγαίου και τη Δ. Στερεά, περιοχές που αποτέλεσαν την πρώτη ελληνική επικράτεια. Σε κάθε µια από τις περιοχές αυτές οι τοπικές ηγετικές οµάδες της προεπαναστατικής περιόδου βρέθηκαν επικεφαλής των επαναστατικών κινηµάτων στις επαρχίες τους. Τους µήνες που ακολούθησαν κατέφτασαν στις επαναστατηµένες περιοχές αρκετοί επιφανείς Έλληνες, επικεφαλής εθελοντών και κοµιστές χρηµάτων και εφοδίων, για να µετάσχουν στην επανάσταση· οι περισσότεροι από αυτούς, για να µετάσχουν στην επαναστατική ηγεσία. Ήταν συνήθως άνθρωποι που κατάγονταν από φαναριώτικες οικογένειες, ενώ οι περισσότεροι είχαν σπουδάσει σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα και είχαν αποκτήσει διοικητική και πολιτική εµπειρία. Η συγκρότηση κεντρικής διοίκησης και η επικράτηση των θεσµών και των οργάνων της έναντι των τοπικών κέντρων εξουσίας ευνόησε την ανάδειξη των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι δε διέθεταν ούτε τα τοπικά ερείσµατα, ούτε την παραδοσιακά νοµιµοποιηµένη ηγετική παρουσία των προεπαναστατικών εξουσιαστικών οµάδων. Είχαν αποκτήσει ωστόσο πολιτικές και οργανωτικές δεξιότητες, εξίσου σπάνιες και χρήσιµες σε µια κοινωνία που βρισκόταν σε επανάσταση. Η ανοδική τους πορεία συνδέεται µε την υιοθέτηση δυτικού τύπου, σύγχρονων πολιτικών θεσµών και µε την ενδυνάµωση των µηχανισµών της κεντρικής διοίκησης. Η εµπλοκή τους στα όργανα αυτά βοήθησε ορισµένους να αποκτήσουν σηµαντικά κοινωνικά ερείσµατα και να συγκροτήσουν σταδιακά προσωπικές πολιτικές φατρίες. Ο Κωλέττης και ο Μαυροκορδάτος, πολιτικοί που πρωταγωνίστησαν στην πολιτική ζωή του ελληνικού κράτους το µεγαλύτερο διάστηµα της βασιλείας του Όθωνα, είναι ίσως τα χαρακτηριστικότερα παραδείγµατα νεοφερµένων που "εκµεταλλεύτηκαν" τις δυναµικές απελευθέρωσης του πολιτικού πεδίου που παράγονται στα χρόνια της επανάστασης. Παρόµοια ήταν και η πορεία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ενός πελοποννήσιου οπλαρχηγού που σηµείωσε αρκετές στρατιωτικές επιτυχίες, οι οποίες και αποτέλεσαν το εφαλτήριο της οικονοµικής και κοινωνικοπολιτικής του ανόδου.Mιλώντας γενικά θα λέγαµε ότι στην περίοδο της επανάστασης καθώς και στα πρώτα µετεπαναστατικά χρόνια προκλήθηκαν ριζικές ανατροπές, ιδίως στο επίπεδο των θεσµών, των ιεραρχιών και των πολιτικών συσσωµατώσεων. Aκόµη περισσότερο, η πολιτική σκηνή ενοποιήθηκε µε όρους εθνικής επικράτειας (κεντρική διοίκηση, εθνοσυνελεύσεις) και συνακόλουθα αποδεσµεύτηκε από παραδοσιακούς φραγµούς (κληρονοµικότητα, κοινωνική και θρησκευτική αυθεντία). Έτσι, η κοινωνική κινητικότητα που χαρακτηρίζει κάθε επαναστατική περίοδο οδήγησε και στην ελληνική περίπτωση στη σταδιακή αποδυνάµωση των πραδοσιακών ηγετικών οµάδων και στην ανανέωση των πολιτικών παραγόντων. Η πρωταγωνιστική παρουσία νεοπαγών παραγόντων στα χρόνια της επανάστασης, όπως ήταν ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέττης και ο Κολοκοτρώνης, αποτελεί έκφραση της ρήξης και ταυτόχρονα της ανασύνθεσης/αναδιοργάνωσης που συντελείται στα χρόνια της επανάστασης στο πεδίο της πολιτικής.

Page 26: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οι προεπαναστατικές ηγετικές οµάδες: προεστοί και ιεράρχεςΣτις περιοχές που αποτέλεσαν το βασικό πυρήνα της Επανάστασης οι προεστοί, ο κλήρος και οι άνθρωποι των όπλων υπήρξαν οι ηγετικές οµάδες κατά την προεπαναστατική περίοδο. Οι συνθήκες κοινοτικής αυτοδιοίκησης, λιγότερο ή περισσότερο διευρυµένης ανά περίπτωση, που εξασφάλιζε το οθωµανικό διοικητικό σύστηµα οδήγησε σε περιοχές που πληθυσµιακά υπερτερούσε συντριπτικά το ελληνικό/χριστιανικό στοιχείο στην οικονοµική ευρωστία και την κοινωνικο-πολιτική ανάδειξη της κοινοτικής ηγεσίας. Οι κοινοτικοί άρχοντες διεκπεραίωναν τις οικονοµικές υποχρεώσεις των κοινοτήτων και διαµεσολαβούσαν στην επικοινωνία τους µε την οθωµανική διοίκηση. Οι ισχυρότεροι από αυτούς, οι προεστοί, οι πρόκριτοι, οι προύχοντες ή οι κοτζαµπάσηδες όπως τους αποκαλούσαν, συµµετείχαν σε επαρχιακά διοικητικά όργανα µε συµβουλευτικό χαρακτήρα. Ο ρόλος τους επέτρεπε τη συµµετοχή τους στους φοροδοτικούς µηχανισµούς (υπενοικιάσεις φόρων), δραστηριότητα που τους επέφερε µεγάλα κέρδη. Σε ορισµένες περιπτώσεις όπως στην Πελοπόννησο συµµετείχαν σε συµβουλευτικά όργανα της περιφερειακής διοίκησης (πασαλίκι), αποκτώντας περιουσία (συνήθως γη), κοινωνική επιρροή και πολιτική δύναµη. Τέτοιες ήταν οι οικογένειες Σισίνη από τη Γαστούνη, Λόντου από το Αίγιο, Ζαΐµη και Χαραλάµπη από τα Καλάβρυτα και Δεληγιάννη από την Καρύταινα, οι οποίες βρέθηκαν από τις αρχές της επανάστασης επικεφαλής των περιοχών τους και υπήρξαν πρωταγωνιστές στις πολιτικές διαµάχες και συγκρούσεις ως το 1833.Συµπρωταγωνιστές των µοραϊτών προυχόντων, άλλοτε ως σύµµαχοι κι άλλοτε ως αντίµαχοι, υπήρξαν οι ισχυρές οικογένειες προυχόντων των νησιών του Αργοσαρωνικού και των Κυκλάδων. Τα ειδικά προνόµια και το διευρυµένο σε σχέση µε άλλες περιοχές σύστηµα κοινοτικής αυτοδιοίκησης επέτρεψε στην κοινοτική ηγεσία των νησιών να αποκτήσει κοινωνικοπολιτική δύναµη παρόµοια µε εκείνη των Πελοποννήσιων. Εµπλέκονταν κι αυτοί στους φοροδοτικούς µηχανισµούς, τα κέρδη τους ωστόσο δεν επενδύονταν στη γη αλλά σε πλοία. Η ναυτιλία και το εµπόριο υπήρξαν κατά το 18ο αιώνα επικερδείς δραστηριότητες, ιδίως για νησιά όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες, όπου κυριαρχούσαν οι οικογένειες Κουντουριώτη και Μποτάση αντίστοιχα. Οι ναπολεόντειοι πόλεµοι και ο αποκλεισµός που επέβαλε η Αγγλία στους θαλάσσιους δρόµους της Ανατολικής Μεσογείου αποδείχτηκαν ευνοϊκές συνθήκες για τους νησιώτες προύχοντες και καραβοκυραίους. Τα πλοία τους συµπεριέλαβαν την άρση του ναυτικού αποκλεισµού και την πειρατεία στις συνήθεις ναυτιλιακές και εµπορικές τους δραστηριότητες, οδηγηµένα από τολµηρούς καπετάνιους όπως ο Μιαούλης.Ηγετική ήταν και η παρουσία του ανώτερου κλήρου. Οι κοσµικές εξουσίες µε τις οποίες είχε περιβληθεί ο Πατριάρχης, ο οποίος στο οθωµανικό σύστηµα λειτουργούσε ως ηγέτης των κατακτηµένων ορθόδοξων χριστιανών, έφτανε και στο επίπεδο της επαρχιακής διοίκησης µε τη συµµετοχή αρχιερέων σε επαρχιακά και περιφερειακά συµβουλευτικά όργανα. Αρχιερείς όπως ο Παλαιών Πατρών Γερµανός ή ο Βρεσθένης Θεοδώρητος πρωταγωνίστησαν πολιτικά ιδίως στα δύο τρία πρώτα χρόνια της επανάστασης. Η πολιτική σηµασία του κλήρου ατόνισε σταδιακά, ιδίως µετά την απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουµενικό Πατριαρχείο και την υπαγωγή της στον έλεγχο της κρατικής εξουσίας.

Page 27: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Κλέφτες, αρµατολοί και κάποιΣτις ορεινές περιοχές της Ρούµελης διαµορφώθηκε στη διάρκεια της οθωµανικής κατάκτησης ένα ιδιότυπο σύστηµα τοπικής ασφάλειας. Η προστασία των κοινοτήτων από την παράνοµη δράση ένοπλων οµάδων, των κλεφτών, ανατίθετο από τις τοπικές οθωµανικές αρχές στους αρµατολούς. Επρόκειτο για οµάδες ενόπλων που µισθοδοτούνταν από τις κοινότητες και αποκτούσαν προνόµια (οπλοφορία, απαλλαγή από φόρους), µέσω των οποίων αναδείχτηκαν σε τοπικής εµβέλειας ηγετικές οµάδες. Για να διατηρήσουν τη θέση τους, οι αρµατολοί θα έπρεπε να καταστείλουν τη δράση των κλεφτών. Αν δε συνέβαινε αυτό, ενεργοποιούνταν µηχανισµοί αντικατάστασής τους. Στη θέση της έκπτωτης οµάδας αρµατολών αναδεικνυόταν συνήθως η ισχυρότερη οµάδα των κλεφτών που µε την έκνοµη δράση της (λεηλασίες, καταστροφές, παράνοµη φορολόγηση) είχε αποδείξει την ικανότητά της στη χρήση της βίας. Στη διάρκεια της δράσης της, µια οµάδα ενόπλων περνούσε συχνά από τη νοµιµότητα (αρµατολός, διώκτης) στην παρανοµία (κλέφτης, διωκόµενος). Από το 18ο αιώνα η οικονοµική και κοινωνικοπολιτική δύναµη των οικογενειών των αρµατολών είχε υποσκελίσει εκείνη των προυχόντων στις περισσότερες ορεινές επαρχίες της Ρούµελης. Στις απαρχές της επανάστασης ένοπλοι σαν το Βαρνακιώτη και τον Ανδρούτσο φάνηκε να κυριαρχούν στη Στερεά Ελλάδα, σύντοµα όµως εξουδετερώθηκαν, εξοντώθηκαν ή ελέγχτηκαν από νεοπαγείς πολιτικούς παράγοντες που αναδείχτηκαν στη διάρκεια της επανάστασης (Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Κωλέττης).Ο αρµατολισµός δεν αναπτύχθηκε στην Πελοπόννησο. Εκεί, η αντιµετώπιση των κλεφτών από τις οθωµανικές αρχές και τους προύχοντες υπήρξε αποτελεσµατικότερη. Ισχυρές οικογένειες κλεφτών όπως οι Κολοκοτρωναίοι εκµισθώνονταν κάποτε από τους προύχοντες και λειτουργούσαν ως ιδιωτικός στρατός. Οι κάποι, όπως τους αποκαλούσαν, σε καµιά περίπτωση δεν απέκτησαν προεπαναστατικά την οικονοµική ευµάρεια, την κοινωνικοπολιτική δύναµη και το κύρος των καπετάνιων της Ρούµελης και των άλλων περιοχών, όπου αναπτύχθηκε το σύστηµα του αρµατολισµού (Ήπειρος, Θεσσαλία, Δ. Μακεδονία). Στη διάρκεια της επανάστασης όσοι δεν ακολούθησαν τον Κολοκοτρώνη, στηρίζοντας την ανάδειξή του σε πρωταγωνιστικό πολιτικό παράγοντα, συνέχισαν να βρίσκονται στο πλευρό των προυχόντων.

Page 28: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Τοπικοί οργανισµοί και κεντρική διοίκησηΗ συγκρότηση κεντρικών πολιτικών θεσµών και µάλιστα σύγχρονου, δυτικού τύπου στάθηκε το µεγαλύτερο ίσως διακύβευµα της Επανάστασης, όπως βέβαια και αυτό της πολιτικής ανεξαρτησίας. Η διαµόρφωση κεντρικής πολιτικής σκηνής -η Προσωρινή Διοίκηση ή Διοίκηση όπως συνήθως αναφέρεται- και η συγκέντρωση των πολιτικών διεργασιών σε αυτήν σήµαινε, πρωταρχικά και κύρια, την αποδιοργάνωση των τοπικών και περιφερειακών κέντρων εξουσίας και των πολιτικοδιοικητικών οργανισµών που συστήθηκαν σ' όλες τις επαναστατηµένες περιοχές κατά τους πρώτους µήνες της έναρξης της επανάστασης. Τέτοιοι οργανισµοί λειτούργησαν στην Πελοπόννησο (Αχαϊκό Διευθυντήριο, Μεσσηνιακή Γερουσία ή Σύγκλητος, Καγκελαρία της Αργολίδος κ.ά. που σύντοµα ενοποιήθηκαν σε Πελοποννησιακή Γερουσία), τη Δυτική (Οργανισµός Δυτικής Χέρσου Ελλάδος) και την Α. Στερεά (Νοµική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος-Άρειος Πάγος) και την Κρήτη (Πολίτευµα της Νήσου Κρήτης). Στα νησιά, που προεπαναστατικά απολάµβαναν ένα καθεστώς λιγότερο ή περισσότερο διευρυµένης κοινοτικής αυτοδιοίκησης, ακολουθήθηκαν οι προϋπάρχουσες µορφές κοινοτικής οργάνωσης. Εξαίρεση αποτέλεσε η Σάµος, µε το τοπικό πολίτευµα που εγκαθίδρυσε εκεί ο Λυκούργος Λογοθέτης.Ορισµένα από τα περιφερειακά πολιτικά µορφώµατα που λειτούργησαν στα πρώτα χρόνια της επανάστασης θυµίζουν κοινοτικούς θεσµούς διαµορφωµένους από την εποχή της οθωµανικής κυριαρχίας. Η Πελοποννησιακή Γερουσία για παράδειγµα ανακαλούσε την τακτική συγκέντρωση των σηµαντικότερων µοραϊτών προκρίτων στους ύστερους χρόνους της οθωµανικής κατάκτησης. Στη Ρούµελη πάλι, όπου η ισχυρή προεπαναστατικά παρουσία των αρµατολών στάθηκε φραγµός σε µια ανάλογη θεσµική εξέλιξη των κοινοτικών θεσµών, οι πολιτικοδιοικητικοί οργανισµοί που συστήθηκαν µετά την επανάσταση ήταν έργο Φαναριωτών και άλλων επιφανών ετεροχθόνων. Συστήνοντας και ελέγχοντας τους οργανισµούς αυτούς άνθρωποι σαν τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και το Θεόδωρο Νέγρη επιχείρησαν και σε µεγάλο βαθµό πέτυχαν να στηρίξουν την πολιτική τους παρουσία στους κόλπους των επαναστατών. Παρά τη σύσταση κεντρικών πολιτικών οργάνων από τον πρώτο χρόνο της επανάστασης (Ά Εθνοσυνέλευση: Το Πολίτευµα της Επιδαύρου) οι τοπικοί οργανισµοί δεν καταργήθηκαν ούτε υπάχθηκαν στη Διοίκηση. Αντίθετα, τα αδύναµα όργανα της κεντρικής διοίκησης δεν κατάφεραν να επιβάλουν τη δική τους εξουσία στις διάφορες περιοχές. Οι κεντρικοί πολιτικοί θεσµοί φαίνεται να κατισχύουν µόνο µετά το 1824 κι αφού έχουν προηγηθεί αρκετοί µήνες σφοδρών εµφύλιων συγκρούσεων. Κι ενώ η επανάσταση έφθινε διαρκώς από το 1825 και µετά στα πεδία των µαχών, η κατίσχυση των θεσµών της κεντρικής διοίκησης έναντι των τοπικών κέντρων εξουσίας ήταν αντιστρόφως ανάλογη. Η δολοφονία του Καποδίστρια, κατά τη διακυβέρνηση του οποίου (1828-31) τέθηκαν για πρώτη φορά µε συστηµατικό τρόπο οι βάσεις για τη συγκρότηση ενός σύγχρονου συγκεντρωτικού κράτους, δε στάθηκε ικανή να ανατρέψει τη δυναµική των εξελίξεων. Η διαδικασία ενοποίησης του πολιτικού πεδίου µε βασικό άξονα αναφοράς µια ισχυρή κεντρική εξουσία ολοκληρώθηκε στις πρώτες δεκαετίες της βασιλείας του Όθωνα (1833-62).

Page 29: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η Α΄ και η Β΄ ΕθνοσυνέλευσηΣτις 20 Δεκεµβρίου 1821 ξεκίνησε τις εργασίες της η A' Εθνοσυνέλευση στην Πιάδα (αρχαία Eπίδαυρος). Σε αυτήν παραβρέθηκαν αντιπρόσωποι από τις περισσότερες επαναστατηµένες περιοχές. Σε ό,τι αφορά τη γεωγραφική και κοινωνική προέλευση των «παραστατών», όπως αποκαλούνταν, η συντριπτική πλειονότητά τους αποτελούνταν από µοραΐτες, ρουµελιώτες και νησιώτες πρόκριτους και κληρικούς. Πρόκειται για τις προεπαναστατικές ηγετικές οµάδες στις οποίες προστέθηκαν Φαναριώτες και λόγιοι που είχαν καταφτάσει στις επαναστατηµένες περιοχές κατά τους πρώτους µήνες της επανάστασης. Αντίθετα, ο Δηµήτριος Υψηλάντης και οι επιφανέστεροι ρουµελιώτες και πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί απουσίαζαν. H σηµαντικότερη πράξη της εθνοσυνέλευσης υπήρξε το Προσωρινό Πολίτευµα της Eπιδαύρου, το πρώτο δηλαδή σύνταγµα των επαναστατηµένων Ελλήνων, στο οποίο προτασσόταν η Διακήρυξη της Aνεξαρτησίας. Tο Προσωρινό Πολίτευµα που αποτελεί έργο του Ιταλού B. Γκαλλίνα αποπνέει τις φιλελεύθερες και δηµοκρατικές αρχές των γαλλικών επαναστατικών συνταγµάτων (1793 και 1795), καθώς και του συντάγµατος των H.Π.A. (1787). Aναφορικά µε τη συγκρότηση οργάνων κεντρικής Διοίκησης υιοθετήθηκε ένα πολυκεντρικό µοντέλο µε τη σύσταση δύο σωµάτων ετήσιας διάρκειας (Bουλευτικό, Eκτελεστικό), τα οποία είχαν µη επακριβώς καθορισµένες και µη αυστηρά διαχωρισµένες αρµοδιότητες.H επίσηµη αναγνώριση των τριών τοπικών οργανισµών στην Πελοπόννησο, στη Δυτική και στην Α. Στερεά επέτεινε τη σύγχυση µεταξύ των οργάνων της Διοίκησης, την πολυδιάσπαση του πολιτικού πεδίου και τελικά την αδυναµία κεντρικού ελέγχου των επαναστατηµένων περιοχών που συγκροτούσαν την επικράτεια του εν δυνάµει ελληνικού κράτους. Αξιοσηµείωτη για την Α' Εθνοσυνέλευση είναι η απουσία οιασδήποτε αναφοράς στη Φιλική Eταιρεία. H οργάνωση που είχε προπαρασκευάσει την επανάσταση είχε τεθεί οριστικά στο περιθώριο. Δύο χρόνια µετά την κήρυξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και συγκεκριµένα το Μάρτιο του 1823 ξεκίνησαν στο Άστρος της Κυνουρίας οι εργασίες της Β' Εθνοσυνέλευσης. Στο χρόνο που µεσολάβησε µεταξύ της πρώτης και της Β' Εθνοσυνέλευσης οι στρατιωτικές επιτυχίες συµβάδιζαν µε την όξυνση των πολιτικών αντιπαραθέσεων. H κατάργηση των περιφερειακών τοπικοδιοικητικών οργανισµών προσέδωσε ισχύ στα όργανα της Διοίκησης καθιστώντας τα κατεξοχήν αντικείµενο πολιτικής διαπάλης. Στο περιθώριο των πολιτικών φατριασµών οι «παραστάτες» της εθνοσυνέλευσης προχώρησαν σε µια περιορισµένης έκτασης συνταγµατική αναθεώρηση, µε την οποία επιβεβαιώνονταν οι βασικές αρχές του Προσωρινού Πολιτεύµατος της Eπιδαύρου.

Η διακήρυξη της Α΄ Εθνοσυνέλευσης«Aπόγονοι του σοφού και φιλανθρώπου Έθνους των Eλλήνων, σύγχρονοι των νυν πεφωτισµένων και ευνοµουµένων λαών της Eυρώπης και θεαταί των καλών, τα οποία ούτοι υπό την αδιάρρηκτον των νόµων αιγίδα απολαµβάνουσιν, ήτο αδύνατον πλέον να υποφέρωµεν µέχρις αναλγησίας και ευηθείας την σκληράν του Oθωµανικού Kράτους µάστιγα, ήτις ήδη τέσσαρας περιπου αιώνας επάταξε τας κεφαλάς ηµών και αντί του λόγου την θέλησιν ως νόµον γνωρίσουσα, διώκει και διέταττε τα πάντα δεσποτικώς και αυτογνωµόνως. Mετά µακράν δουλείαν ηναγκάσθηµεν τέλος πάντων να λάβωµεν τα όπλα εις χείρας και να εκδικήσωµεν εαυτούς και την πατρίδα ηµών από µίαν τοιαύτην φρικτήν και ως προς την αρχήν αυτής άδικον τυραννίαν, ήτις ουδεµίαν άλλην είχεν οµοίαν, ή καν δυναµένην οπωσούν µετ' αυτής να παραβληθή δυναστείαν.O κατά των Tούρκων πόλεµος ηµών, µακράν του να στηρίζεται εις αρχάς τινάς δηµαγωγικάς και στασιώδεις ή ιδιωφελείς µέρους τινός του σύµπαντος Eλληνικού Έθνους σκοπούς, είναι πόλεµος εθνικός, πόλεµος ιερός, πόλεµος του οποίου η µόνη αιτία είναι η ανάκτησις των δικαίων της προσωπικής ηµών ελευθερίας, της ιδιοκτησίας και της τιµής, τα οποία ενώ την σήµερον όλοι οι ευνοµούµενοι και γειτονικοί λαοί της Eυρώπης τα χαίρουσιν, από ηµάς µόνον η σκληρά και απαραδειγµάτιστος των Oθωµανών τυραννία επροσπάθησεν µε βίαν να αφαιρέσει και εντός του στήθους ηµών να τα πνίξη. Eίχοµεν ηµείς τάχα ολιγώτερον παρά τα λοιπά έθνη λόγον δια να στερώµεθα εκείνων των δικαίων, ή είµεθα φύσεως κατωτέρας και αχρειεστέρας και να νοµιζώµεθα ανάξιοι αυτών, και καταδικασµένοι εις αιώνιον δουλείαν, να έρπωµεν ως κτήνη και αυτόµατα εις την άλογον θέλησιν ενός απηνούς τυράννου, όστις ληστρικώς και άνευ τινός συνθήκης ήλθεν µακρόθεν να µας καθυποτάξει; Δίκαια, τα οποία η φύσις ενέσπειρε βαθέως εις την καρδίαν των ανθρώπων και τα οποία οι νόµοι, σύµφωνοι µε την φύσιν, καθιέρωσαν, όχι τριών ή τεσσάρων, αλλά και χιλίων και µυρίων αιώνων τυραννία δεν δύναται να εξαλείψη. Kαι αν η βία ή η ισχύς προς τον καιρόν τα καταπλακώση, ταύτα πάλιν, απαλαίωτα και ανεξάλειπτα καθ' εαυτά, η ισχύς ηµπορεί ν' αποκαταστήση και αναδείξη οία και πρότερον και απ' αιώνων ήσαν, δίκαια τέλος πάντων τα οποία δεν επαύσαµεν µε τα όπλα να υπερασπιζώµεθα εντός της Eλλάδος, όπως οι καιροί και αι περιστάσεις επέτρεπον.Aπό τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων ορµώµενοι, και θέλοντες να εξοµοιωθώµεν µε τους λοιπούς συναδέλφους µας, Eυρωπαίους Xριστιανούς, εκινήσαµεν τον πόλεµον κατά των Tούρκων, µάλλον δε τους κατά µέρος πολέµους ενώσαντες, οµοθυµαδόν εκστρατεύσαµεν, αποφασίσαντες ή να επιτύχωµεν τον σκοπόν µας και να διοικηθώµεν µε νόµους δικαίους, ή να χαθώµεν εξ ολοκλήρου, κρίνοντες ανάξιον να ζώµεν πλέον ηµείς οι απόγονοι του περικλεούς εκείνου Έθνους των Eλλήνων υπό δουλείαν τοιαύτην, ιδία µάλλον των αλόγων ζώων, παρά των λογικών όντων. [...]Tαύτα διακυρύττει η Eθνική Συνέλευσις προς το Πανελλήνιον, εν και µόνον προσεπιφέρουσα, ότι αυτής µεν επεραιώθη το έργον και διαλύεται σήµερον. ΄Eργον δε του Eλληνικού λαού και χρέος είναι να φανή ευπειθής και υπήκοος εις τους Nόµους και τους εκτελεστάς Yπουργούς των Nόµων. Έλληνες, είπατε προ ολίγου ότι δεν θέλετε δουλείαν και ο τύραννος χάνεται καθηµέραν από το µέσον σας. Αλλά µόνη η µεταξύ σας οµόνοια και ακριβής υποταγή εις την Διοίκησιν ηµπορεί να στερεώση την ανεξαρτησίαν σας. Eίθε ο κραταίος του Yψίστου βραχίων ν' ανυψώσει και αρχοµένους και άρχοντας, την Eλλάδα ολόκληρον, προς την πάρεδρον αυτού σοφίαν, ώστε ν' αναγνωρίσωσι τα αληθή των αµοιβαία συµφέροντα. Kαι οι µεν δια της προνοίας, οι δε λαοί δια της ευπειθείας, να στερεώσωσι της κοινής ηµών Πατρίδος την πολύευκτον ευτυχίαν. Eίθε, είθε.Eν Eπιδαύρω την 15ην Iανουαρίου. A' της Ανεξαρτησίας. 1822».Tο πλήρες κείµενο της διακήρυξης της Α' Εθνοσυνέλευσης δηµοσιεύεται, µεταξύ άλλων, στο Δ. Κόκκινος, Η ελληνική επανάστασις, τ. Β', Αθήνα, Mέλισσα, 1974, σ. 383-385.

Page 30: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η κλιµάκωση της πολιτικής διαµάχης µετά τη Β΄ ΕθνοσυνέλευσηΗ κατάργηση των τριών περιφερειακών κυβερνήσεων ήταν η σηµαντικότερη απόφαση που λήφθηκε στη διάρκεια των εργασιών της Β' Εθνοσυνέλευσης. Η εξέλιξη αυτή σήµαινε ότι τα όργανα της κεντρικής διοίκησης δε θα επιτελούσαν µόνο τη στοιχειώδη επικοινωνία και το συντονισµό της δράσης µεταξύ των επαναστατηµένων περιοχών, όπως περίπου συνέβαινε έως τότε. Αποκτούσαν πλέον πραγµατική εξουσία. Έτσι, οι διαφορετικές φατρίες και οµάδες συµφερόντων που λειτουργούσαν στους κόλπους της επανάστασης προσπάθησαν να ελέγξουν τα όργανα αυτά . Η Β' Εθνοσυνέλευση βρήκε τους µοραΐτες πρόκριτους (Λόντος, Ζαΐµης, Σισίνης, Δεληγιάννης κ.ά.) να κυριαρχούν στη Διοίκηση. Για να το πετύχουν, αποδυνάµωσαν το Μαυροκορδάτο και εξουδετέρωσαν το Νέγρη και τον Υψηλάντη. Εξάλλου, διευκολύνονταν από τη στάση αναµονής που τηρούσαν οι προύχοντες της Ύδρας και των Σπετσών. Η πολιτική τους ισχύς συµπληρωνόταν από τους φόρους της Πελοποννήσου, τους οποίους έλεγχαν και που αποτελούσαν έως τότε τη σηµαντικότερη πηγή χρηµατοδότησης της επανάστασης.Η εσωτερική διαπάλη ωστόσο δεν είχε τερµατιστεί. Η κατάργηση, την άνοιξη του 1823, του αξιώµατος του αρχιστράτηγου που κατείχε ο Κολοκοτρώνης φανερώνει ότι τα όργανα της Διοίκησης χρησιµοποιούνταν για την αποδυνάµωση των πολιτικών αντιπάλων και την ενδυνάµωση των πολιτικών συµµάχων. Αυτή τη φορά στόχος ήταν ο Κολοκοτρώνης που µετά τις στρατιωτικές επιτυχίες είχε αναδειχτεί σε σηµαντικό πολιτικό παράγοντα. Η ένταση παρέµενε ελεγχόµενη µέχρι το φθινόπωρο. Το Νοέµβριο του 1823 ωστόσο η ένταση κλιµακώθηκε, όταν ο Κολοκοτρώνης και ο Πετρόµπεης Μαυροµιχάλης εξεδίωξαν τους "πολιτικούς" από το Ναύπλιο και επιχείρησαν να σχηµατίσουν δική τους Διοίκηση. Οι µοραΐτες πρόκριτοι κατέφυγαν στο Κρανίδι, ένα παραθαλάσσιο χωριό απέναντι από την Ύδρα, και σχηµάτισαν νέα Διοίκηση συµµαχώντας µε τους νησιώτες προεστούς. Σ' αυτή τη δεύτερη Διοίκηση, που ουσιαστικά ελεγχόταν από τους ισχυρούς οικονοµικούς και πολιτικούς παράγοντες της Ύδρας Γεώργιο και Λάζαρο Κουντουριώτη, συµµετείχαν και οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και Ιωάννης Κωλέττης. Ο πρώτος διατηρούσε σχέσεις µε τον Μπάιρον και το φιλελληνικό Κοµιτάτο του Λονδίνου και πέτυχε να γίνει αυτός αποδέκτης του δανείου. Με τα χρήµατα αυτά ο Κωλέττης ενεργοποίησε τις σχέσεις που διατηρούσε µε τους ρουµελιώτες και ετερόχθονες ενόπλους, που αποτέλεσαν έτσι το στρατό της Διοίκησης του Κρανιδίου. Η εµφύλια σύγκρουση είχε ήδη ξεσπάσει.

Page 31: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οι εµφύλιες συγκρούσεις του 1824Στις µάχες που διεξήχθησαν την άνοιξη του 1824 οι ένοπλοι της Διοίκησης του Κρανιδίου αντιµετώπισαν µε επιτυχία τους ενόπλους του Κολοκοτρώνη και επέβαλλαν την κυριαρχία των νησιωτών και πελοποννήσιων προυχόντων. Η παράδοση του Ναυπλίου στους νικητές, τους λεγόµενους κυβερνητικούς, στα τέλη Μαΐου µε αντάλλαγµα ένα µέρος του δανείου φάνηκε ότι θα ακολουθούνταν από εκτόνωση της έντασης. Δε συνέβη όµως κάτι τέτοιο. Αυτή τη φορά η ένταση προκλήθηκε από τη δυσαρέσκεια στους κόλπους των κυβερνητικών. Η Διοίκηση ελεγχόταν από την οικογένεια Κουντουριώτη, τον Κωλέττη και το Μαυροκορδάτο που διέθεταν χρήµατα, αξιόµαχο στράτευµα και φαινόταν ότι αναγνωριζόταν, έστω και ανεπίσηµα, ως νόµιµη Διοίκηση. Οι µοραΐτες προύχοντες τοποθετούνταν στο περιθώριο. Η αντίδρασή τους ήταν να συµµαχήσουν µε τον Κολοκοτρώνη, το µοναδικό πελοποννήσιο που µπορούσε να κινητοποιήσει και να ελέγξει έναν ικανό αριθµό ενόπλων. Έτσι, σύντοµα η Πελοπόννησος µετατράπηκε ξανά σε πεδίο σφοδρών συγκρούσεων.Τα ρουµελιώτικα στρατεύµατα που εισέβαλαν στο Μοριά νίκησαν εύκολα τους πελοποννήσιους επιβάλλοντας οριστικά την κυριαρχία του Κουντουριώτη και των συµµάχων του. Οι ηττηµένοι φυλακίστηκαν στην Ύδρα (Kολοκοτρώνης, Δεληγιάννης, Σισίνης) ή κατέφυγαν σε άλλες περιοχές (Λόντος, Ζαΐµης), ενώ οι ρουµελιώτες ένοπλοι επιδώθηκαν σε λεηλασίες, αρπαγές και καταστροφές σε αρκετές επαρχίες της Πελοποννήσου.Την ίδια εποχή, στις αρχές του 1825, ο Ιµπραήµ-πασάς επιβιβάστηκε ανενόχλητος στο Μοριά κι από την άνοιξη άρχισε να καταλαµβάνει τη µια επαρχία µετά την άλλη χωρίς να αντιµετωπίζει ιδιαίτερη αντίσταση. Άλλωστε, οι ρουµελιώτες οπλαρχηγοί είχαν επιστρέψει στις δικές τους επαρχίες, καθώς αναµενόταν νέα οθωµανική εκστρατεία και στη Pούµελη. Κάτω από το βάρος των δυσµενών για την επανάσταση εξελίξεων η Διοίκηση υποχρεώθηκε να απελευθερώσει τον Κολοκοτρώνη και τους πελοποννήσιους προύχοντες, καθώς ήταν οι µόνοι που θα µπορούσαν να κινητοποιήσουν τους ντόπιους, ώστε να εµποδιστεί η προέλαση του Ιµπραήµ. Σύντοµα µάλιστα απέκτησαν και πάλι αξιώµατα. Οι παλιές συµµαχίες διασπάστηκαν για µια ακόµη φορά και συγκροτήθηκαν νέες, συχνά από ανθρώπους που είχαν υπάρξει αντίπαλοι στη διάρκεια των εµφύλιων συγκρούσεων.

Page 32: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η Γ΄ και η Δ΄ ΕθνοσυνέλευσηΗ Γ' Εθνοσυνέλευση διεξήχθη σε συνθήκες διαφορετικές από τις δύο προηγούµενες. Οι εµφύλιες συγκρούσεις του 1824 είχαν λήξει, δίχως ωστόσο να δοθεί λύση στις οργανωτικές αδυναµίες της Διοίκησης, ενώ οι διώξεις των ηττηµένων συνεχίζονταν ακόµη και όταν ο Ιµπραήµ είχε ήδη αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο (αρχές 1825). Στις συνθήκες αυτές οι προετοιµασίες για τη διοργάνωση εθνοσυνέλευσης που είχαν ξεκινήσει το Σεπτέµβριο του 1825 δεν προχωρούσαν, ενώ αντίθετα οι αντίπαλες παρατάξεις ανασυγκροτούνταν δηµιουργώντας ξανά κλίµα έντασης. Τελικά η Γ' Εθνοσυνέλευση ξεκίνησε τις εργασίες τις στις 6 Απριλίου 1826 στην Πιάδα, σύντοµα όµως διακόπηκε εξαιτίας της πτώσης του Mεσολογγίου. Στο µεταξύ είχε αποφασιστεί η αίτηση προς την Aγγλία για µεσολάβηση και ο καθορισµός των όρων της διαπραγµάτευσης, ενώ συστήθηκε νέα κυβέρνηση που ονοµάστηκε Διοικητική Επιτροπή. Tο φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς (1826) επιχειρήθηκε να συγκληθεί και πάλι η εθνοσυνέλευση, χωρίς ωστόσο επιτυχία. Aντίθετα µικρής κλίµακας εµφύλιες συγκρούσεις πραγµατοποιήθηκαν στην Kορινθία και την πόλη του Nαυπλίου, ενώ στις αρχές του 1827 οι αντίπαλες φατρίες διοργάνωσαν χωριστές συνελεύσεις στην Aίγινα και στην Ερµιόνη. Tελικά οι συνελεύσεις συνενώθηκαν στην Tροιζήνα στα τέλη Mαρτίου 1827, εκφράζοντας έτσι τη διάθεση των δυο πλευρών να πετύχουν µια κοινή πολιτική συµφωνία. H Γ' Εθνοσυνέλευση ολοκληρώθηκε στις αρχές Mαΐου λαµβάνοντας δύο σηµαντικές αποφάσεις.H πρώτη αφορούσε την ψήφιση νέου συντάγµατος που αυτή τη φορά δε χαρακτηριζόταν «προσωρινό». Εκτός των άλλων µε το Πολιτικό Σύνταγµα της Eλλάδος επανακαθορίζονταν οι όροι διαπραγµάτευσης µε την Οθωµανική Aυτοκρατορία στην κατεύθυνση της διεκδίκησης ανεξαρτησίας και όχι αυτονοµίας. Tέλος, αποφασίστηκε η δηµιουργία µονοµελούς διοικητικού οργάνου που θα προΐστατο της εκτελεστικής εξουσίας. Θεσπίστηκε λοιπόν το αξίωµα του Κυβερνήτη. Για τη θέση αυτή και µε διάρκεια θητείας τα επτά χρόνια επιλέχτηκε ο Iωάννης Kαποδίστριας, ο οποίος τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς (1827) αποδέχτηκε την πρόταση της εθνοσυνέλευσης. Έως την έλευσή του το έργο του θα αναπλήρωνε ειδική Aντικυβερνητική Eπιτροπή, που συστήθηκε για το σκοπό αυτό.Ο Καποδίστριας πέτυχε γρήγορα την αναστολή του Συντάγµατος της Τροιζήνας, το οποίο είχε διαµορφωθεί έτσι ώστε να περιορίζεται η εξουσία και να ελέγχονται οι πράξεις του. Αντί της Βουλής δηµιουργήθηκε ένα νέο όργανο, το Πανελλήνιο, που είχε µόνο συµβουλευτικό χαρακτήρα. Ενάµισυ περίπου χρόνο µετά την έλευση του Καποδίστρια η Δ' Εθνοσυνέλευση (Άργος, 11 Ιουλίου-6 Αυγούστου 1829) επικύρωσε τις εξουσίες που συγκεντρώθηκαν στο πρόσωπο του Κυβερνήτη. Επιπλέον, αντί του Πανελληνίου που καταργήθηκε συστήθηκε η ολιγοµελέστερη Γερουσία, που επίσης δεν είχε αποφασιστικές αρµοδιότητες. Τέλος, τέθηκαν οι βασικές αρχές για µια µελλοντική συνταγµατική αναθεώρηση. Kάτι τέτοιο ωστόσο δεν έγινε ποτέ. Η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης και η δολοφονία του Καποδίστρια κατά τις προετοιµασίες για τη διοργάνωση της E' Εθνοσυνέλευσης οδήγησαν σ' ένα νέο γύρο εµφύλιων συγκρούσεων. Oι δυο αντίµαχοι µάλιστα προχώρησαν στη σύγκλιση ξεχωριστών εθνοσυνελεύσεων, οι πράξεις των οποίων ωστόσο δεν είχαν άλλη σηµασία πέρα από αυτή της στήριξης των δύο πλευρών στη διάρκεια των συγκρούσεων.

Page 33: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η πολιτική του ΚαποδίστριαΌπως φάνηκε από τις πρώτες εβδοµάδες που ακολούθησαν την έλευση του Καποδίστρια, βασικός του στόχος υπήρξε η δηµιουργία ενός ισχυρού κρατικού µηχανισµού. Η διοργάνωση αποτελεσµατικής διοίκησης θα βοηθούσε την ανόρθωση της οικονοµίας που είχε πληγεί από τις µακροχρόνιες πολεµικές επιχειρήσεις. Οι πόροι από τη φορολογία και τα εξωτερικά δάνεια θα τύγχαναν ορθολογικής διαχείρισης και δε θα χρησιµοποιούνταν για τον προσεταιρισµό πολιτικών συµµάχων από τις κάθε φορά πολιτικά κυρίαρχες φατρίες. Παράλληλα, µια συγκεντρωτική και κυρίαρχη εκτελεστική εξουσία θα προωθούσε αποτελεσµατικότερα τις διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς τόσο στο ζήτηµα των συνόρων όσο και της µορφής (ανεξαρτησία αντί αυτονοµίας) του µελλοντικού ελληνικού κράτους.Για να τα πετύχει αυτά ο Καποδίστριας διεκδίκησε και πέτυχε τη συγκέντρωση της εκτελεστικής και της νοµοθετικής εξουσίας στο πρόσωπό του. Παράλληλα αποστασιοποιήθηκε, στην αρχή τουλάχιστον, από τις διάφορες φατρίες, ο πολιτικός ανταγωνισµός των οποίων είχε αποδιοργανώσει τα όργανα και τις λειτουργίες της κεντρικής διοίκησης. Οι αλλαγές που επιχείρησε στην οργάνωση και στη λειτουργία της επαρχιακής διοίκησης ήταν η πρώτη συστηµατική παρέµβαση στην κατέυθυνση της δηµιουργίας ενός σύγχρονου κράτους. Πρωταρχική του µέριµνα υπήρξε η κατάργηση της επαρχιακής αυτονοµίας, από την οποία αντλούσαν την οικονοµική τους δύναµη και την κοινωνικοπολιτική τους ισχύ οι παραδοσιακές αλλά και οι νεοπαγείς εξουσιαστικές οµάδες της ελληνικής κοινωνίας. Ο αριθµός των επαρχιών µειώθηκε, ενώ τα όργανα της επαρχιακής διοίκησης και τα πρόσωπα που τα στελέχωναν υπάχθηκαν στον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας. Τα µέτρα αυτά που περιλαµβάνονται στις αιτίες της ρήξης του Καποδίστρια µε τις ηγετικές οµάδες της ελληνικής κοινωνίας υπήρξαν, τουλάχιστον στις βασικές τους γραµµές, παρόµοια µε εκείνα που υιοθετήθηκαν από την Αντιβασιλεία και τον Όθωνα µερικά χρόνια αργότερα.Απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση σύγχρονου κράτους ήταν η δηµιουργία στρατού ελεγχόµενου από την κεντρική διοίκηση. Η αναδιοργάνωση των άτακτων σωµάτων της επαναστατικής περιόδου σε ηµιτακτικούς σχηµατισµούς προχώρησε παρά τις αντιδράσεις. Αυτές προέρχονταν από τους χώρους των ενόπλων που είχαν δει την οικονοµική και πολιτική ισχύ τους να αυξάνεται στα χρόνια της επανάστασης. Τα ένοπλα σώµατα οργανώθηκαν αρχικά σε Χιλιαρχίες και κατόπιν αναδιοργανώθηκαν σε Ελαφρά Τάγµατα. Και στις δύο φάσεις περιορίστηκε δραστικά (στο 1/4 περίπου) ο αριθµός των ενόπλων και αποστρατεύτηκαν αρκετοί επιφανείς οπλαρχηγοί. Στον τοµέα της οικονοµίας, εµπόδιο στάθηκε η µη χορήγηση εξωτερικού δανείου. Έτσι, η ανασύνταξη της οικονοµίας δεν επιτεύχθηκε, καθώς οι πενιχροί εγχώριοι πόροι δε στάθηκε δυνατό να στηρίξουν το φιλόδοξο πρόγραµµα του Kαποδίστρια. Σηµαντική ωστόσο υπήρξε η καταπολέµηση της πειρατείας, γεγονός που απελευθέρωσε τους θαλάσσιους δρόµους και έκανε δυνατή την επαναδραστηριοποίηση του εµπορίου και της ναυτιλίας.

Page 34: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Τα µέτωπα της καποδιστριακής πολιτικήςΚατά την πενταετία 1823-27 οι διάφορες πολιτικές οµάδες και φατρίες είχαν επιδοθεί σ' έναν ατέρµονο πολιτικό ανταγωνισµό, ο οποίος έπαιρνε κάποτε και τη µορφή της ένοπλης σύγκρουσης. Το κατακερµατισµένο πολιτικό πεδίο και ο συγκυριακός χαρακτήρας των πολιτικών συµµαχιών δεν επέτρεπαν στους εκάστοτε νικητές να επιβάλουν την κυριαρχία τους µε όρους σταθερότητας. Η πολιτική ρευστότητα ευνοούσε τις αλλεπάλληλες ανατροπές των συσχετισµών δύναµης. Εκτός των άλλων η κατάσταση αυτή έπληττε τη διαπραγµατευτική ικανότητα της ελληνικής πλευράς σε µια εποχή (1827) που η Αγγλία και η Ρωσία φαίνονταν να αναζητούν, καθεµιά για τους δικούς της λόγους, µια ευνοϊκή ρύθµιση για τους επαναστατηµένους Έλληνες. Στις συνθήκες αυτές η οµόφωνη επιλογή του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη στη διάρκεια των εργασιών της Γ' Εθνοσυνέλευσης είχε να κάνει µε την εµπειρία του ως διπλωµάτη. Η θητεία του στην κορυφή του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, και µάλιστα σε µια εποχή (1815-22) που η «τέχνη της διπλωµατίας» έφτασε σε υψηλά επίπεδα, φανέρωνε ότι διέθετε τα προσόντα για να διεκπεραιώσει µε επιτυχία τους σύνθετους και λεπτούς διπλωµατικούς χειρισµούς που απαιτούσε η προώθηση των ελληνικών διεκδικήσεων. Οι πολιτικές οµάδες και φατρίες που τον επέλεξαν είχαν ανάγκη από το διπλωµάτη Καποδίστρια. Έτσι, κατά τη διαµόρφωση του συντάγµατος της Τροιζήνας φρόντισαν, ώστε το έργο του Κυβερνήτη να υπόκειται στον έλεγχο της Βουλής, η οποία µε τη σειρά της ελεγχόταν από τους ίδιους.Χρησιµοποιώντας το κύρος και τη φήµη που τον περιέβαλαν και αιφνιδιάζοντας ίσως τις πολιτικές οµάδες και φατρίες, ο Καποδίστριας πέτυχε από τις πρώτες εβδοµάδες την αναστολή του συντάγµατος, την αυτοδιάλυση της Βουλής και τη συγκέντρωση όλης της εξουσίας στο πρόσωπο του Κυβερνήτη. Πέτυχε δηλαδή να περιθωριοποιήσει όλους τους πολιτικούς παράγοντες, τοποθετώντας τους συνήθως σε θέσεις µε συµβουλευτικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, προώθησε ανθρώπους της εµπιστοσύνης του, ορισµένους συγγενείς και πρόσωπα επτανησιακής και µάλιστα κερκυραϊκής καταγωγής. Ωστόσο, η πραγµατική εξουδετέρωση των πολιτικών παραγόντων δε θα πραγµατοποιούνταν, αν δεν πλήττονταν οι αιτίες τις πολιτικής τους ενδυνάµωσης. Στην κατεύθυνση αυτή προχώρησε σε µια ευρεία διοικητική ανασυγκρότηση καταργώντας τα προνόµια και την αυτοδιοίκηση των επαρχιών και θέτοντας τα όργανα της επαρχιακής διοίκησης υπό τον έλεγχο της κεντρικής εξουσίας. Τέθηκαν έτσι οι βάσεις για τη συγκρότηση ενός ισχυρού συγκεντρωτικού κρατικού µηχανισµού, κατά τα πρότυπα των σύγχρονων δυτικών κρατών. Η πολιτική του ωστόσο προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των προεπαναστατικών (µοραΐτες και νησιώτες προύχοντες, οπλαρχηγοί) και των νεοπαγών (Κωλέττης, Μαυροκορδάτος) πολιτικών παραγόντων που σταδιακά συσπειρώθηκαν µε στόχο την ανατροπή της.

Η αντιπολίτευση στον Καποδίστρια και η δολοφονία τουΗ δυσαρέσκεια των πολιτικών παραγόντων από την πολιτική του Καποδίστρια άρχισε να µορφοποιείται σε οργανωµένη αντιπολιτευτική δράση ιδίως µετά τη Δ' Εθνοσυνέλευση (καλοκαίρι 1829). Στην εθνοσυνέλευση αυτή επιβεβαιώθηκαν η αναστολή του συντάγµατος, η κατάργηση της Βουλής και η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στον Κυβερνήτη. Με άλλα λόγια, επιβεβαιώθηκε η περιθωριοποίηση των πολιτικών φατριών που έως τότε κυριαρχούσαν διαδοχικά στην πολιτική ζωή. Παρότι ο Καποδίστριας φάνηκε στην αρχή να τηρεί προς όλους ουδέτερη και δύσπιστη στάση, σταδιακά προσέγγισε τον Κολοκοτρώνη και τη φατρία του, που πλαισίωσαν την ηγετική οµάδα η οποία είχε ήδη συγκροτηθεί από συγγενείς και ανθρώπους της εµπιστοσύνης του Κυβερνήτη. Η προσέγγιση αυτή οδήγησε σταδιακά στη δηµιουργία ενός «καποδιστριακού» ή, αλλιώς «κυβερνητικού» πολιτικού σχηµατισµού, ενόσο οι κατακερµατισµένες οµάδες της αντιπολίτευσης συσπειρώνονταν και συντόνιζαν τη δράση τους. Παρόµοια, αν και αρχικά προσπάθησε να αποτινάξει τη φήµη του ρωσόφιλου, η πρόσδεσή του στη Ρωσία γινόταν ολοένα και ισχυρότερη, ενόσω οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας τηρούσαν ουδέτερη στάση ή προσέγγιζαν την αντιπολίτευση.Η Ύδρα και η Μάνη αποτέλεσαν τα σηµαντικότερα κέντρα της αντιπολίτευσης και από τις αρχές του 1830 η εξουσία του Κυβερνήτη ήταν εκεί µάλλον τυπική. Περιοχές µε προνοµιακό οικονοµικό και διοικητικό καθεστώς τόσο κατά την Οθωµανική περίοδο όσο και στη διάρκεια της επανάστασης αποτέλεσαν πηγή έντασης και στασιαστικών κινηµάτων. Η Μάνη, προπύργιο της οικογένειας Μαυροµιχάλη, βρισκόταν διαρκώς σε κατάσταση αναταραχής από την άνοιξη του 1830. Σηµειώθηκαν αρκετές εξεγέρσεις, µε σηµαντικότερη εκείνη του καλοκαιριού του 1831, οπότε καταλήφθηκε η Καλαµάτα. Το κίνηµά τους ήταν µάλλον «παραδοσιακό», µε την έννοια ότι στόχευε στη διατήρηση των ιδιαίτερων προνοµίων της περιοχής. Παρόµοιες αιτίες θα οδηγήσουν τους Μανιάτες στην πρώτη ένοπλη εξέγερση που σηµειώθηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα (1834). Στην Ύδρα, όπου κυριαρχούσε η οικογένεια Κουντουριώτη, είχαν συγκεντρωθεί οι µοραΐτες και οι νησιώτες πρόκριτοι καθώς και ο Αλ. Μαυροκορδάτος. H αντιπολιτευτική τους κίνηση προσανατολιζόταν, στην αρχή τουλάχιστον, στην ανατροπή της καποδιστριακής πολιτικής µε την περιστολή των εξουσιών του Κυβερνήτη και την υπαγωγή του σε συνταγµατικό έλεγχο. Ακραία εκδήλωση των «συνταγµατικών» υπήρξε η κατάληψη του ναύσταθµου στον Πόρο από το Μιαούλη και η πυρπόληση µέρους του ελληνικού στόλου το καλοκαίρι του 1831. Με τους «συνταγµατικούς» συµπορευόταν και ο Ι. Κωλέττης, στον οποίο αποδίδεται το περιορισµένης έκτασης στρατιωτικό κίνηµα του Τσάµη Καρατάσου στην Α. Στερεά το καλοκαίρι του 1830. Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεµβρίου 1831 στο Νάυπλιο από δυο µέλη της οικογένειας Μαυροµιχάλη επέτεινε την ένταση και κλιµάκωσε την αντιπαράθεση. Οι δύο πλευρές επιδόθηκαν σ' ένα νέο γύρο ένοπλων συγκρούσεων που τερµατίστηκαν τις παραµονές της άφιξης του Όθωνα και των µελών της Αντιβασιλείας τον Ιανουάριο του 1833.

Page 35: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Τα οικονοµικά της Επανάστασης 1821-1827H οργάνωση και ο συντονισµός των πολεµικών επιχειρήσεων επέβαλαν από τις απαρχές της Επανάστασης την ανάγκη συγκρότησης επιµελητείας, ώστε να εξασφαλίζονται όπλα, πολεµοφόδια, τρόφιµα και µισθοί για τους ενόπλους. Αρχικά οι ανάγκες αυτές καλύπτονταν σε επαρχιακό επίπεδο, σύντοµα όµως κινήθηκαν οι διαδικασίες για την οργάνωση των οικονοµικών της κεντρικής Διοίκησης µέσα από τυπικές λειτουργίες (προϋπολογισµός εσόδων-εξόδων, λογιστικό σύστηµα, µηχανισµοί εισπράξεων και διαχείρησης των πόρων κτλ.). Η αρχή έγινε στην Α' Εθνοσυνέλευση (1822), ωστόσο ο κεντρικός έλεγχος των οικονοµικών πόρων και η διαχείρισή τους µε ορθολογικό τρόπο δε φαίνεται να συµβαίνει παρά µόνο κατά την καποδιστριακή περίοδο (1828-31).Τα χρηµατικά ποσά που είχαν συγκεντρωθεί αρχικά από τη Φιλική Εταιρεία, οι σποραδικές εισφορές των φιλελληνικών κοµιτάτων καθώς και χρήµατα που συγκεντρώνονταν στις ελληνικές παροικίες ήταν ασφαλώς σηµαντικά, δεν µπορούσαν ωστόσο να καλύψουν παρά ένα µικρό µέρος των χρηµάτων που χρειάζονταν για τη συνέχιση της επανάστασης. Έτσι, οι οικονοµικές ανάγκες καλύφθηκαν ιδίως µε πόρους από τις επαναστατηµένες περιοχές. Οι εισφορές των προυχοντικών οικογενειών στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου ήταν σηµαντικές. Οι ίδιες οικογένειες που στην Οθωµανική περίοδο ήταν υπεύθυνες για τη συγκέντρωση των φόρων στις περιοχές τους και την επίδοσή τους στις οθωµανικές αρχές και επιπλέον εµπλέκονταν στους µηχανισµούς υπενοικίασης των φόρων αυτών συνέχισαν και στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της επανάστασης τη δραστηριότητά τους αυτή.Έτσι, οικονοµικοί θεσµοί και µηχανισµοί της Οθωµανικής περιόδου διατηρήθηκαν στα χρόνια της επανάστασης, όπως ο φόρος της δεκάτης και το σύστηµα υπενοικίασης των φόρων. Παράλληλα έγινε προσπάθεια για τη συγκέντρωση των τελωνειακών φόρων. Τα έσοδα αυτά, τα οποία προέρχονταν από την Πελοπόννησο κατά πρώτο λόγο και δευτερευόντως από τα νησιά του Αιγαίου, αποτέλεσαν τη βασικότερη πηγή για τη χρηµατοδότηση της επανάστασης, ιδίως µέχρι το 1824. Ωστόσο, οι πόροι από την άµεση και την έµµεση φορολογία ήταν χαµηλοί, αφού ο πόλεµος δεν επέτρεπε ιδιαίτερη ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και του εµπορίου. Ταυτόχρονα, η συγκέντρωση και η επίδοση των φόρων αυτών στηρίζονταν µάλλον στην καλή διάθεση των ενοικιαστών και των υπενοικιαστών παρά στην αποτελεσµατικότητα των µηχανισµών είσπραξης της κεντρικής διοίκησης. Συµπληρωµατικό έσοδο αποτέλεσε και ένα ποσοστό από τα πολεµικά λάφυρα, το µοίρασµα των οποίων αποτέλεσε συχνά αντικείµενο σύγκρουσης µεταξύ των διάφορων αρχηγών.Aπό το 1824 και µετά η σηµαντικότερη εξέλιξη στα οικονοµικά θέµατα υπήρξε η σύναψη δύο εξωτερικών δανείων από χρηµατοπιστωτικούς κύκλους της Aγγλίας. Oι όροι της αποπληρωµής τους ήταν εξαιρετικά αρνητικοί, ενώ παράλληλα υποθηκεύτηκαν τα Eθνικά Kτήµατα, οι οθωµανικές δηλαδή ιδιοκτησίες που πέρασαν στα χέρια των επαναστατών, περιορίζοντας έτσι τη δυνατότητα να αποκατασταθούν οι αγωνιστές και γενικότερα οι ακτήµονες αγρότες. Tο σηµαντικότερο όµως σηµείο αναφορικά µε τα εξωτερικά δάνεια δε συνδέεται τόσο µε τα οικονοµικά θέµατα αλλά µε την εξωτερική πολιτική. Η ανεπίσηµη συγκατάβαση της αγγλικής κυβέρνησης στη χορήγηση των δανείων σήµαινε την εκ των πραγµάτων αναγνώριση της πολιτικής ύπαρξης των Ελλήνων και της δυνατότητάς τους να συγκροτήσουν µελλοντικά κράτος, το οποίο θα µπορούσε να αποπληρώσει τα δάνεια αυτά.

Page 36: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η οικονοµική πολιτική του ΚαποδίστριαΌταν ο Καποδίστριας αποβιβαζόταν στο Ναύπλιο στις αρχές του 1828, έφτανε σε µια ερειπωµένη χώρα. Η Πελοπόννησος, στην αγροτική παραγωγή της οποίας στηρίζονταν σε µεγάλο βαθµό τα δηµόσια έσοδα ήταν σχεδόν κατεστραµµένη από τον επτάχρονο πόλεµο και τις εµφύλιες συγκρούσεις. Ειδικά οι καταστροφές που προξενήθηκαν από τα στρατεύµατα του Ιµπραήµ την περίοδο 1825-28 είχαν αποδιαρθρώσει κάθε παραγωγική βάση. Τα ερείπια των γκρεµισµένων σπιτιών ήταν συνηθισµένο θέαµα στις πόλεις και στα χωριά και η ανάγκη για άµεση ανοικοδόµηση ήταν επιτακτική τώρα που ο πόλεµος είχε τελειώσει, τουλάχιστον για την Πελοπόννησο. Eπιπρόσθετα, τα χρήµατα των εξωτερικών δανείων (1824 και 1825) είχαν σπαταληθεί και το ταµείο της κεντρικής διοίκησης δεν µπορούσε να καλύψει ούτε τις απαραίτητες κρατικές δαπάνες.Αντιµέτωπος µε την κατάσταση αυτή ο Καποδίστριας προσπάθησε από την αρχή να εξασφαλίσει δάνειο από τη γαλλική κυβέρνηση ύψους 60.000.000 φράγκων. Με τα χρήµατα αυτά θα στήριζε την ανασυγκρότηση και τη λειτουργία της κρατικής διοίκησης καθώς και το πρόγραµµα της οικονοµκής ανασυγκρότησης. Το δάνειο ωστόσο δε δόθηκε και έτσι ο Κυβερνήτης αναγκάστηκε να στηριχτεί σε µικρά ποσά που δίνονταν σε µηνιαία βάση από τη Ρωσία και τη Γαλλία µεταξύ του 1828 και του 1830. Με τα χρήµατα αυτά καλύπτονταν η στοιχειώδης λειτουργία του κρατικού µηχανισµού και κυρίως οι µισθοί των δηµόσιων υπαλλήλων και των ενόπλων, απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκρότηση µιας ισχυρής και λειτουργικής κεντρικής διοίκησης. Ταυτόχρονα τέθηκαν για πρώτη φορά οι βάσεις µιας σύγχρονης δηµοσιονοµικής πολιτικής. Στην κατεύθυνση αυτή µπορούµε να αναφέρουµε την κυκλοφορία του πρώτου ελληνικού νοµίσµατος στα 1829, του Φοίνικα, του ξεχασµένου συµβόλου της Φιλικής Εταιρείας. Την ίδια χρονιά δηµιουργήθηκε η Εθνική Χρηµατιστική Τράπεζα, στην οποία θα επενδύονταν µε σχετικά επωφελές επιτόκιο κεφάλαια από το εσωτερικό αλλά και από τους Έλληνες του εξωτερικού. Tο εγχείρηµα δεν πέτυχε εξαιτίας της αντιπολιτευτικής στάσης των εύπορων προυχοντικών οικογενειών προς το καποδιστριακό σύστηµα εξουσίας αλλά και λόγω της έλλειψης εµπιστοσύνης προς το νέο θεσµό. Eπίσης, δόθηκε βάρος στην ανάπτυξη του εµπορίου και της ναυτιλίας, γεγονός στο οποίο συνέβαλε σε µεγάλο βαθµό και η καταπολέµηση της πειρατείας στο Aιγαίο.Βασικός τοµέας όπου εφαρµόστηκε η καποδιστριακή οικονοµική πολιτική υπήρξε η γεωργία. Η αναδιάρθρωση του πρωτογεννούς τοµέα και η σταδιακή επανάκαµψη στα προεπαναστατικά επίπεδα παραγωγής ήταν κάτι περισσότερο από επιτακτική. Για το σκοπό αυτό επιδιώχθηκε η ποιοτική βελτίωση των καλλιεργειών µε την εισαγωγή νέων ειδών (π.χ. πατάτα) και τη χρήση νέων γεωργικών µεθόδων και εργαλείων. Έγιναν ακόµη ορισµένα αρχικά βήµατα στην αγροτική εκπαίδευση µε την ίδρυση του Πρότυπου Αγροτικού Αγροκηπίου στην Τύρινθα. Ωστόσο, το φιλόδοξο πρόγραµµα του Καποδίστρια δεν απέδωσε, σε µεγάλο βαθµό εξαιτίας της έλλειψης των απαραίτητων πόρων για τη στήριξή του. Τέλος, σε ό,τι αφορά στο ζήτηµα της διανοµής των Εθνικών Κτηµάτων δεν υπήρξε καµία εξέλιξη, καθώς αυτά είχαν ήδη υποθηκευτεί ως εγγύηση για τη χορήγηση των εξωτερικών δανείων. Tο ζήτηµα αυτό αποτέλεσε µόνιµο θέµα συζητήσεων και πηγή πολιτικών αντιπαράθεσεων και εντάσεων για αρκετές δεκαετίες µετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, έως την Aγροτική Mεταρρύθµιση του Aλέξανδρου Kουµουνδούρου το 1871.

Page 37: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Διεθνής κατάστασηΗ Ευρώπη µετά τους Ναπολεόντειους ΠολέµουςΓια περισσότερο από δύο δεκαετίες (1792-1815) η Eυρώπη συνταρασσόταν από µια γενικευµένη σύγκρουση. Στον πόλεµο αυτό κατά τον οποίο συγκρούονταν κράτη και συστήµατα (σύµφωνα µε την έκφραση του ιστορικού E.J. Hobsbawm) νικητές υπήρξαν τα λεγόµενα παλαιά καθεστώτα. Στην πλευρά των ηττηµένων βρέθηκαν όχι µόνο η Γαλλία του Nαπολέοντα αλλά πολύ περισσότερο οι δηµοκρατικές ιδέες και τα φιλελεύθερα κινήµατα που εµπνέονταν από την παράδοση του Διαφωτισµού και ιδίως της Γαλλικής Eπανάστασης. Ωστόσο, η νίκη και η Παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων δε σήµανε εξάλειψη των επαναστατικών ιδεών. Tα σπέρµατα της Γαλλικής Επανάστασης είχαν ριζώσει στην ευρωπαϊκή ήπειρο και επαναστατικές ζυµώσεις εξακολουθούσαν να γίνονται µέσα από µυστικές εταιρείες. H ανάγκη για την αντιµετώπισή τους οδήγησε στη διαµόρφωση ενός συστήµατος ασφάλειας και σταθερότητας που προσανατολιζόταν προς ένα διπλό στόχο: Tην αποτροπή ενός νέου πολέµου και παράλληλα κάποιων νέων επαναστάσεων στα πρότυπα της γαλλικής, που πιθανά θα οδηγούσαν στην κατάρευση των παλαιών καθεστώτων.Για την επίτευξη των στόχων αυτών συγκροτήθηκε από το 1815 και µετά η λεγόµενη Iερή, Πενταπλή ή Eυρωπαϊκή Συµµαχία στην οποία µετείχαν οι ισχυρές χώρες της Eυρώπης, οι Mεγάλες Δυνάµεις. H Iερή Συµµαχία υπήρξε για την Aγγλία, τη Ρωσία, την Aυστρία, την Πρωσία και τη Γαλλία το διπλωµατικό πλαίσιο, µέσα στο οποίο ασκούσαν την εξωτερική τους πολιτική προωθώντας αφενός τη σταθερότητα των παλαιών καθεστώτων και αφετέρου τα ιδιαίτερα και αντικρουόµενα οικονοµικά και γεωπολιτικά συµφέροντά τους. Aπαιτούνταν λοιπόν µια ελάχιστη συµφωνία κοινής εξωτερικής πολιτικής ανάµεσα στα κράτη αυτά ως προς την αντιµετώπιση όλων εκείνων των ζητηµάτων που θα µπορούσαν να εξελιχτούν σε απειλή για τη σταθερότητα στην Eυρώπη. Για το σκοπό αυτό οργανώνονταν συχνά συναντήσεις και συνέδρια στα οποία µετείχαν οι ηγεµόνες των κρατών αυτών και πολιτικοί ηγέτες όπως ο πρίγκηπας Mέτερνιχ, καγκελάριος της Αυστρίας και κατεξοχήν θιασώτης της σταθερότητας.H πολιτική σταθερότητα ωστόσο δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί σε µια περίοδο γοργών και ριζικών κοινωνικών και οικονοµικών αλλαγών, στην οποία είχε ήδη εισέλθει η Ευρώπη του 19ου αιώνα. H αναντιστοιχία οικονοµικο-κοινωνικών εξελίξεων και πολιτικών συστηµάτων ήταν η συνθήκη που ενδυνάµωνε την απήχηση µυστικών επαναστατικών εταιρειών. Οι εταιρείες ή αδελφότητες αυτές εµπνέονταν από συστήµατα ιδεών όπως εκείνα του φιλελευθερισµού, του δηµοκρατικού ριζοσπαστισµού και του εθνικισµού και ακολουθούσαν οργανωτικά πρότυπα που παρέπεµπαν σε µορφές συνοµωτικής δράσης που είχαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης αλλά και στις µασονικές στοές. Oι επαναστατικές ζυµώσεις οδήγησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1820 σε µια σειρά εξεγέρσεων και επαναστάσεων που εκδηλώθηκαν στα Βαλκάνια και τον ευρωπαϊκό νότο.Η Ιερή Συµµαχία δεν περιορίστηκε στην καταδίκη των επαναστάσεων αυτών. H Γαλλία κατέπνιξε την Επανάσταση στην Ιβηρική χερσόνησο και η Αυστρία στην Ιταλική. Η Ελληνική Επανάσταση αντίθετα αφέθηκε να αντιµετωπιστεί από την ίδια την Οθωµανική Αυτοκρατορία. Η αντοχή που επέδειξαν οι έλληνες επαναστάτες στα πεδία των µαχών και η σταθεροποίηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο, τη Ρούµελη και τα νησιά του Αιγαίου τουλάχιστον έως το 1825, δοκίµασε τη συνοχή της Ιερής Συµµαχίας. Ακόµη περισσότερο οδήγησε ορισµένες από τις Μεγάλες Δυνάµεις και ιδίως την Αγγλία και τη Ρωσία να αναθεωρήσουν τη στάση τους και να ευνοήσουν την προσπάθεια για τη δηµιουργία ελληνικού κράτους. Έτσι, η Ελληνική Επανάσταση που αποτέλεσε πηγή έµπνευσης και ελπίδας στους χώρους των ευρωπαίων φιλελευθέρων υπήρξε το µοναδικό παράδειγµα επανάστασης µε ευτυχή κατάληξη σε όλη την περίοδο της Παλινόρθωσης (1815-1830).

Page 38: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η ευρωπαϊκή διπλωµατία και το ελληνικό ζήτηµα στο Συνέδριο του ΛάιµπαχΗ είδηση της Ελληνικής Επανάστασης έγινε γνωστή σε µια εποχή που οι Μεγάλες Δυνάµεις ασχολούνταν µε την καταστολή των εξεγέρσεων στην Ιταλική και την Ιβηρική χερσόνησο. H αρνητική αντιµετώπιση των επαναστατικών κινηµάτων συνδέεται µε τη λεγόµενη Aρχή της Nοµιµότητας που είχε κατισχύσει στο διπλωµατικό πεδίο από το 1815, όταν οι νικητές των ναπολεόντειων πολέµων επέβαλαν την Παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Έτσι, η διατήρηση της ειρήνης συνδέθηκε άµεσα µε τη διατήρηση των καθεστώτων, σκοπός για τον οποίο απαιτούνταν η συνεργασία των Μεγάλων Δυνάµεων. Η Pωσία, η Γαλλία, η Αυστρία, η Πρωσία και η Αγγλία, κράτη µε διαφορετικά και συχνά ανταγωνιστικά οικονοµικά και γεωπολιτικά συµφέροντα, θα έπρεπε να κινηθούν από κοινού για την αντιµετώπιση ενός νέου επαναστατικού ξεσηκωµού στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, η προώθηση των ιδιαίτερων συµφερόντων κάθε χώρας δεν έπρεπε να θέτει σε δοκιµασία την πολιτική σταθερότητα στη Γηραιά Ήπειρο. Κάτι τέτοιο προϋπέθετε τη συµφωνία των πέντε ισχυρών κρατών και η συµφωνία αυτή ήταν αποτέλεσµα εξαντλητικών διπλωµατικών διαβουλεύσεων και συνεδρίων. Οι αποφάσεις των συνεδρίων ισορροπούσαν ανάµεσα στους βασικούς άξονες µιας στοιχειώδους κοινής εξωτερικής πολιτικής και στα ιδιαίτερα συµφέροντα των Μεγάλων Δυνάµεων, οι οποίες σε καµιά περίπτωση δεν εγκατέλειπαν την προσπάθεια επικυριαρχίας η µία επί της άλλης.H Οθωµανική Aυτοκρατορία αποτελούσε εστία εντάσεων, ανταγωνισµών και συγκρούσεων που τη µετέτρεπαν σε παράγοντα αποσταθεροποίησης. O άλλοτε κραταιός ανταγωνιστής των ευρωπαϊκών δυνάµεων είχε περιέλθει σε µια διαρκώς εντεινόµενη παρακµή, εξαιτίας της οποίας αποκλήθηκε ο Mεγάλος Aσθενής. Aπό τα τέλη του 18ου αιώνα είχαν διαφανεί οι αποσχιστικές τάσεις που καλλιεργούνταν στους χριστιανικούς πληθυσµούς των ευρωπαϊκών της κτήσεων. Oι τάσεις αυτές ενισχύονταν από την επιθετική πολιτική της Ρωσίας. Η τελευταία προωθούσε την ένταση των σχέσεών της µε την Oθωµανική Aυτοκρατορία, αποβλέποντας στην προσάρτηση περιοχών που θα διευκόλυναν την πρόσβασή της στα λιµάνια και τους θαλάσσιους δρόµους της Aνατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, η πολιτική της Pωσίας στην περιοχή έβρισκε αντίθετες τις άλλες Mεγάλες Δυνάµεις και ιδίως την Aγγλία. Tα κράτη αυτά θεωρούσαν την Oθωµανική Aυτοκρατορία εµπόδιο στη ρωσική επέκταση και συνακόλουθα ευνοούσαν την εδαφική ακεραιότητά της.Η είδηση της Ελληνικής Επανάστασης έγινε γνωστή στις ευρωπαϊκές αυλές στα µέσα Μαρτίου 1821, όταν έφτασε στο Λάιµπαχ (Λουµπιάνα) επιστολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη προς το ρώσο αυτοκράτορα Aλέξανδρο A'. Eκεί βρίσκονταν από τον Ιανουάριο της ίδια χρονιάς οι αυτοκράτορες της Αυστρίας και της Ρωσίας, ο βασιλιάς της Πρωσίας και διπλωµατικές αντιπροσωπείες από την Αγγλία και τη Γαλλία, αναζητώντας τρόπους αντιµετώπισης των επαναστάσεων που είχαν ξεσπάσει στην Ιταλία και την Ισπανία. Η θέση που κατείχε ο Υψηλάντης στο ρωσικό στρατό και οι υποκινούµενες από τη Ρωσία εξεγέρσεις των χριστιανών στη νότια Βαλκανική κατά το παρελθόν έφερναν σε δύσκολη θέση τη Ρωσία έναντι των άλλων Δυνάµεων. Έτσι, η αποδοκιµασία της ελληνικής επανάστασης, η οποία εκφράστηκε µε τη διαγραφή του Υψηλάντη από τον κατάλογο των αξιωµατικών της Ρωσίας και µια επιστολή συνταγµένη από τον Καποδίστρια, σήµαινε πρώτα από όλα την εναρµόνιση της Ρωσίας µε τη συνολικότερη στάση των Μεγάλων Δυνάµεων απέναντι σε κάθε επαναστατικό κίνηµα.

Page 39: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η στάση της Ρωσίας και η µεταστροφή της αγγλικής πολιτικής 1822-1825Η αποδοκιµασία της Ελληνικής Επανάστασης από τη Ρωσία στο συνέδριο του Λάιµπαχ εγγράφεται στην εναρµόνιση της ρωσικής πολιτικής µε την Aρχή της Nοµιµότητας που αποτελούσε από το 1815 το βασικό άξονα της διπλωµατίας των Μεγάλων Δυνάµεων. Σύµφωνα µε αυτή την αρχή, καταδικαζόταν κάθε ενέργεια που αµφισβητούσε τη νοµιµότητα των καθεστώτων ή/και την εδαφική ακεραιότητα των υφιστάµενων κρατών. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα συµφέροντα της Ρωσίας στη νοτιοανατολική Ευρώπη και οι βλέψεις επί των εδαφών της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας ευνοούνταν από την ελληνική επανάσταση. Άλλωστε, η επέµβαση της Ρωσίας στα εσωτερικά της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας είχε κατοχυρωθεί µετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), οπότε η Ρωσία αναγνωρίστηκε ως προστάτιδα των ορθόδοξων χριστιανών που διαβιούσαν στα οθωµανικά εδάφη.Αφορµή για µια νέα επέµβαση της Ρωσίας στάθηκαν η διαπόµπευση και ο απαγχονισµός του πατριάρχη Γρηγορίου Ε' και οι διώξεις κατά των χριστιανών, ιδίως στην Κωνσταντινούπολη και σε πόλεις της Μικράς Ασίας µετά την άνοιξη του 1821. Η ιδιαίτερα αυστηρή διακοίνωση προς την Υψηλή Πύλη στις αρχές Ιουλίου της χρονιάς αυτής και η διακοπή των ρωσοοθωµανικών διπλωµατικών σχέσεων προκάλεσαν ένταση και πολεµικές προετοιµασίες στις δυο χώρες. Η στάση αυτή της Ρωσίας διατηρούσε ανοιχτό στο διπλωµατικό πεδίο το ελληνικό ζήτηµα, αν και η καταδίκη της ελληνικής επανάστασης επιβεβαιώθηκε στο συνέδριο της Βερόνας κατά τους τελευταίους µήνες του 1822. Παρά την αποχώρηση του Καποδίστρια τον Αύγουστο του 1822 από το ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών φαίνεται ότι στους κόλπους της ρωσικής διπλωµατίας άρχισε να κερδίζει έδαφος η προοπτική µιας ρύθµισης για την ελληνική υπόθεση παρόµοιας µε εκείνη που είχε επιτευχθεί στις παραδουνάβιες ηγεµονίες. Το λεγόµενο σχέδιο των τριών τµηµάτων που κατατέθηκε ως πρόταση από τη ρωσική πλευρά τον Ιανουάριο του 1824 κινούνταν προς την κατεύθυνση αυτή. Ήταν η πρώτη πρόταση για τη δηµιουργία αυτόνοµων ελληνικών κρατικών µορφωµάτων, τα οποία θα ήταν φόρου υποτελή στην Οθωµανική Αυτοκρατορία. Για τη Ρωσία τα κράτη αυτά θα αποτελούσαν τη γέφυρα που από τον προηγούµενο αιώνα επιζητούσε στη Μεσόγειο.H αδυναµία της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση και ο φόβος για τη δηµιουργία ενός ελληνικού κράτους που θα λειτουργούσε ως εκφραστής των ρώσικων συµφερόντων στην Ανατολική Μεσόγειο φαίνεται ότι επέδρασαν στην αναθεώρηση της αγγλικής πολιτικής στο ελληνικό ζήτηµα. H αρχική αρνητική στάση της Αγγλίας, η οποία εκφράστηκε ιδιαίτερα από τις αγγλικές αρχές της Ιονίου Πολιτείας, σύντοµα µεταστράφηκε µε τη σταδιακή υιοθέτηση ευνοϊκότερων θέσεων για την ελληνική πλευρά. Στη µεταστροφή της αγγλικής στάσης συνέτεινε και η ανάδειξη του Γ. Κάνιγκ (G. Cannig) στην κορυφή του αγγλικού Υπουργείου Εξωτερικών τον Αύγουστο του 1822. Τα πρώτα σηµάδια της νέας πολιτικής φάνηκαν την άνοιξη του 1823, όταν η Αγγλία αναγνώρισε τους επαναστατηµένους Έλληνες ως εµπόλεµο έθνος. Επιπρόσθετα, φαίνεται ότι κατά τους επόµενους µήνες ενθαρρύνθηκαν ανεπίσηµα χρηµατο-πιστωτικοί κύκλοι στο Λονδίνο να προχωρήσουν στη σύναψη δανείων (1824, 1825) µε την ελληνική Διοίκηση. Τα δάνεια αυτά, για τη σύναψη των οποίων υποθηκεύτηκαν οι εθνικές γαίες, σήµαιναν την έµµεση αναγνώριση ενός εν δυνάµει ελληνικού κράτους, το οποίο µελλοντικά θα αποπλήρωνε τα δάνεια αυτά.Kοντολογίς, η προώθηση των διαφορετικών και συχνά ανταγωνιστικών οικονοµικών και γεωπολιτικών συµφερόντων των δύο ισχυρών κρατών, της Αγγλίας και της Ρωσίας, κατέτειναν σταδιακά σε ευνοϊκές για την ελληνική πλευρά διπλωµατικές κινήσεις. Ιδίως µετά το 1825-1826, οπότε η ελληνική επανάσταση κάµπτεται στο πεδίο των µαχών, οι πρωτοβουλίες των δύο Δυνάµεων, τις οποίες ακολούθησε η Γαλλία όχι όµως η Αυστρία και η Πρωσία, υποχρέωσαν την Οθωµανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί στο τέλος της δεκαετίας του 1820 τη δηµιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Page 40: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Από το σχέδιο των «τριών τµηµάτων» στην Ιουλιανή συνθήκηTον Iανουάριο του 1824 η Pωσία υπέβαλε προς τις Mεγάλες Δυνάµεις και την Oθωµανική Aυτοκρατορία ένα υπόµνηµα για την επίλυση του ελληνικού ζητήµατος. Σύµφωνα µε το υπόµνηµα αυτό, που έµεινε γνωστό ως σχέδιο των τριών τµηµάτων, θα δηµιουργούνταν τρία αυτόνοµα ελληνικά κρατικά µορφώµατα µε καθεστώς ηγεµονιών ή πριγκηπάτων. Tα κρατίδια αυτά θα ήταν φόρου υποτελή στην Oθωµανική Aυτοκρατορία, η οποία θα διατηρούσε ορισµένες φρουρές µε περιορισµένες ωστόσο αρµοδιότητες. Eδαφικά η µια ηγεµονία θα περιλάµβανε τη Θεσσαλία και την A. Στερεά, η δεύτερη την Ήπειρο και τη Δ. Στερεά, ενώ η τρίτη την Πελοπόννησο και την Kρήτη. Tέλος, στο ρωσικό υπόµνηµα γινόταν µνεία για τη διεύρυνση της κοινοτικής αυτοδιοίκησης στα νησιά του Αιγαίου. Η προτεινόµενη ρύθµιση παρέπεµπε στο νοµικό καθεστώς των παραδουνάβιων ηγεµονιών (Mολδαβία και Bλαχία), το οποίο επέτρεπε στη Ρωσία να επεµβαίνει στο εσωτερικό τους προκαλώντας ένταση στις σχέσεις της µε την Oθωµανική Aυτοκρατορία. Έτσι, παρότι οι άλλες Δυνάµεις δεν απέρριψαν το σχέδιο, δε συνέβαλαν για την προώθησή του. Παρόλα αυτά στο ρωσικό υπόµνηµα αναφερόταν για πρώτη φορά η προοπτική δηµιουργίας αυτόνοµων ελληνικών κρατιδίων, ενώ για πρώτη φορά γινόταν λόγος για στρατιωτική επέµβαση των Mεγάλων Δυνάµεων µε σκοπό την επίλυση του ελληνικού ζητήµατος, κάτι που τελικά συνέβη τρισήµισυ χρόνια αργότερα στο Ναβαρίνο.Δύο και πλέον χρόνια µετά την υποβολή του ρωσικού υποµνήµατος, στα µέσα Απριλίου 1826, το ελληνικό ζήτηµα φαινόταν να έχει περιέλθει σε σταµιµότητα στο διπλωµατικό πεδίο. Στο πεδίο των µαχών αντίθετα οι εξελίξεις ανέτρεπαν τα έως τότε δεδοµένα. Ο Iµπραήµ είχε υπό τον έλεγχό του µεγάλο µέρος της Πελοποννήσου, ενώ συνέβαλε καθοριστικά στην πτώση του Μεσολογγίου, γεγονός που σήµανε τον πλήρη έλεγχο της Δ. Στερεάς από τους Οθωµανούς. Παρά τη φαινοµενική διπλωµατική στασιµότητα η Ρωσία και η Αγγλία είχαν αποφασίσει, καθεµιά για τους δικούς της λόγους, να αναλάβουν ενεργότερη δράση. Aποτέλεσµα της στάσης αυτής των δύο χωρών υπήρξε η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης στις 4 Aπριλίου 1826. Σε αυτό επιβεβαιωνόταν η πρόθεση των δύο Δυνάµεων να µεσολαβήσουν µεταξύ της ελληνικής πλευράς και της Oθωµανικής Aυτοκρατορίας στην κατεύθυνση της δηµιουργίας ενός αυτόνοµου ελληνικού κράτους. Tο πρωτόκολλο κοινοποιήθηκε έπειτα από ορισµένους µήνες στη Γαλλία, την Aυστρία και την Πρωσία, οι οποίες καλούνταν να συµµετάσχουν σε συνδιάσκεψη για τη λήψη οριστικών αποφάσεων. Tη διαδικασία αυτή που δοκίµαζε τη συνοχή της Iερής Συµµαχίας αποδέχτηκε µόνο η Γαλλία. Tο καλοκαίρι της επόµενης χρονιάς, και ενώ µετά την πτώση της Aκρόπολης η ελληνική επανάσταση είχε ουσιαστικά περιοριστεί σε ορισµένες επαρχίες της Πελοποννήσου και στα νησιά του Aργοσαρωνικού, η Γαλλία συντάχτηκε µε τη Ρωσία και την Αγγλία δηµιουργώντας ένα νέο συσχετισµό δύναµης στο πεδίο της ευρωπαϊκής διπλωµατίας. Αποτέλεσµα της εξέλιξης αυτής υπήρξε η υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου ή Iουλιανής Συνθήκης στις 6 Ιουλίου 1827. Με τη συνθήκη αυτή, οι όροι της οποίας περιείχαν την ίδια ασάφεια µε εκείνους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, οι τρεις Δυνάµεις αναλάµβαναν την υποχρέωση να χρησιµοποιήσουν ακόµη και στρατιωτική βία, προκειµένου να πιέσουν τους δύο εµπολέµους να προχωρήσουν σε ανακωχή και διαπραγµατεύσεις. Αυτό ήταν το λεγόµενο µυστικό συµπληρωµατικό άρθρο, το οποίο µερικούς µήνες αργότερα, στις αρχές Οκτωµβρίου 1827, νοµιµοποίησε την καταβύθιση του αιγυπτιακού στόλου στο Ναβαρίνο από το στόλο των τριών συµµάχων.

Page 41: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η ναυµαχία στο Ναβαρίνο και οι θετικές για την ελληνική πλευρά επιπτώσεις του ρωσοοθωµανικού πολέµουΜε τη Συνθήκη του Λονδίνου (Iούλιος 1827) η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία καλούσαν τους δύο εµπολέµους να σταµατήσουν τις εχθροπραξίες και να προχωρήσουν σε διαπραγµατεύσεις. Στην πραγµατικότητα οι τρεις Μεγάλες Δυνάµεις είχαν συµφωνήσει, καθεµιά για τους δικούς της λόγους, να κάνουν οτιδήποτε κρινόταν αναγκαίο, ακόµη και πολεµική επιχείρηση, ώστε να υποχρεωθεί η Οθωµανική Αυτοκρατορία να αποδεχτεί τη δηµιουργία ενός αυτόνοµου ελληνικού κράτους. Για την Αγγλία, ένα φιλικά προσκείµενο και οικονοµικά εξαρτηµένο από αυτήν ελληνικό κράτος ήταν η απάντηση στις ρωσικές βλέψεις στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Όσο για τη Γαλλία, ακολουθούσε το θετικό για την ελληνική πλευρά ανταγωνισµό των δύο άλλων χωρών, µάλλον για να µην αποµονωθεί από τις εξελίξεις σε αυτήν την τόσο σηµαντική από οικονοµικής και γεωπολιτικής πλευράς περιοχή.Έτσι, οι στόλοι της Αγγλίας και της Γαλλίας που ήδη είχαν καταφτάσει στο Ιόνιο Πέλαγος ήταν επιφορτισµένοι να αποτρέψουν κάθε θαλάσσια πολεµική ενέργεια, ακόµη και τη µεταφορά ενόπλων, πυροµαχικών και εφοδίων. Οι όροι της Συνθήκης του Λονδίνου, χωρίς το µυστικό άρθρο, επιδώθηκαν στην ελληνική πλευρά στα µέσα Αυγούστου 1827 και κατά τα τέλη του ίδιου µήνα έγιναν αποδεκτοί. Παρόλα αυτά ένα τµήµα του ελληνικού στόλου συνέχιζε να πραγµατοποιεί επιχειρήσεις στον Κορινθιακό. Κατά τα µέσα Σεπτεµβρίου η συνθήκη κοινοποιήθηκε και στον Ιµπραήµ που κράτησε επιφυλακτική στάση αναµένοντας οδηγίες από την Υψηλή Πύλη. Ούτε κι αυτός ωστόσο φάνηκε να συµµορφώνεται µε το κάλεσµα της άµεσης ανακωχής και επιχείρησε στα τέλη του Σεπτεµβρίου να µεταφέρει ενόπλους από το Ναβαρίνο, όπου βρισκόταν ο στόλος του, στην Πάτρα. Οι δικές του ενέργειες δεν αντιµετωπίστηκαν µε την ίδια ανεκτικότητα. Στις 8 Οκτωµβρίου οι στόλοι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας εισήλθαν στον κόλπο του Ναβαρίνου και συγκρούστηκαν µε τον αιγυπτιακό. Μέσα σε τέσσερις ώρες πυκνού κανονιοβολισµού τα λιγότερα αλλά καλύτερα εξοπλισµένα συµµαχικά πλοία (περίπου 30 έναντι 90) κατέστρεψαν σχεδόν ολοκληρωτικά τον αντίπαλο στόλο.Η εξέλιξη αυτή πυροδότησε πολεµικές προετοιµασίες στην Οθωµανική Αυτοκρατορία και τη Ρωσία, προς την οποία στράφηκε η οργή των Οθωµανών. Παρά τις προσπάθειες ιδίως της Αγγλίας να εκτονώσει την ένταση στις σχέσεις των δύο χωρών, ο νέος ρωσο-οθωµανικός πόλεµος κηρύχτηκε τον Απρίλιο του 1828. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου οι τρεις Δυνάµεις συµφώνησαν για την αποστολή γαλλικών στρατευµάτων στην Πελοπόννησο, τα οποία θα επέβλεπαν την ολοκλήρωση της αποχώρησης του Ιµπραήµ. Δεκατρείς µήνες αργότερα, στα µέσα Σεπτεµβρίου 1829 η Οθωµανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει αποδεχόµενη µεταξύ άλλων αξιώσεων της ρωσικής πλευράς την αποδοχή των αποφάσεων της τριπλής συµµαχίας για το ελληνικό ζήτηµα. Επτά χρόνια µετά την έναρξή της η ελληνική επανάσταση έβρισκε µιαν απροδόκητη (µετά την υποχώρησή της στο πεδίο των µαχών κατά το 1825-1827) δικαίωση στο πεδίο της διεθνούς διπλωµατίας. Εκείνο που έµενε πλέον να προσδιοριστεί ήταν ο βαθµός της ανεξαρτησίας και τα σύνορα του ελληνικού κράτους.

Page 42: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Το Πρωτόκολλο της ΑνεξαρτησίαςΈνα και πλέον χρόνο µετά τη ναυµαχία στο Ναβαρίνο κι ενώ η Oθωµανική Aυτοκρατορία είχε εµπλακεί σε ένα νέο πόλεµο µε τη Pωσία, οι τρεις Mεγάλες Δυνάµεις συνέχιζαν να διαβουλεύονται σχετικά µε τους όρους επίλυσης του ελληνικού ζητήµατος. Oι περιοχές που θα περιλαµβάνονταν στο µελλοντικό ελληνικό κράτος και το καθεστώς του (αυτονοµία ή ανεξαρτησία) υπήρξαν τα βασικά ζητήµατα µε τα οποία ασχολήθηκαν. Aποτέλεσµα των διαβουλεύσεων αυτών υπήρξε µια σειρά από πρωτόκολλα που υπογράφτηκαν στο Λονδίνο από τα τέλη του 1828 έως τις αρχές του 1830, οπότε και η Oθωµανική Aυτοκρατορία υποχρεώθηκε κάτω από το βάρος της ήττας της στον πόλεµο µε τη Ρωσία να αποδεχτεί τις αποφάσεις των Mεγάλων Δυνάµεων σχετικά µε τη δηµιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.Aπό το Σεπτέµβριο του 1828 οι πρεσβευτές της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας διασκέπτονταν στον Πόρο µε στόχο να καταλήξουν σε µια πρόταση προς τις κυβερνήσεις τους σχετικά µε τα εδαφικά όρια του ελληνικού κράτους. Στην κοινή τους πρόταση λήφθηκαν υπόψη, σ' ένα βαθµό, οι διεκδικήσεις της ελληνικής πλευράς, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν µε τα υποµνήµατα που τους απέστειλε ο Καποδίστριας στις 11/23 Σεπτεµβρίου και 30 Oκτωβρίου/11 Nοεµβρίου. Eισηγήθηκαν λοιπόν να περιληφθούν στην ελληνική επικράτεια οι περιοχές της Στερεάς Eλλάδας που βρίσκονταν νοτίως της γραµµής που συνέδεε τον Aµβρακικό κόλπο στα δυτικά και τον Παγασητικό στα ανατολικά. Παρά τη γνωµάτευση αυτή κι ενώ η διάσκεψη στον Πόρο δεν είχε ολοκληρωθεί υπογράφτηκε στο Λονδίνο πρωτόκολλο µεταξύ του βρετανού υπουργού Εξωτερικών και των πρεσβευτών των άλλων δύο χωρών. Tο πρωτόκολλο αυτό (4/16 Nοεµβρίου 1828) άφηνε εκτός ελληνικής επικράτειας τη Στερεά Eλλάδα. Στα σύνορα του υπό διαµόρφωση ελληνικού κρατικού µορφώµατος θα περιλαµβάνονταν µόνο η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες. Ωστόσο, µερικούς µήνες αργότερα οι προτάσεις της διάσκεψης των τριών πρεσβευτών στον Πόρο έγιναν αποδεκτές. H συνοριακή γραµµή Αµβρακικού-Παγασητικού υιοθετήθηκε από τις Δυνάµεις στο Πρωτόκολλο της 10/22 Mαρτίου 1829 που υπογράφτηκε στο Λονδίνο· στα σύνορα αυτά δεν περιλήφθηκε και η Kρήτη. Tο Σεπτέµβριο της ίδιας χρονιάς η Oθωµανική Aυτοκρατορία υποχρεώθηκε να αποδεχτεί το πρωτόκολλο αυτό, στο περιθώριο της συνθηκολόγησής της µε τη Pωσία (Συνθήκη Aδριανούπολης).Στις αρχές του επόµενου έτους και συγκεκριµένα στις 22 Iανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830 οι τρεις Mεγάλες Δυνάµεις προχώρησαν στην υπογραφή ενός νέου πρωτοκόλλου, στο Λονδίνο και πάλι, το οποίο έµεινε γνωστό ως το Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας. Eπρόκειτο για την πρώτη επίσηµη διεθνή πράξη που αναγνώριζε την Eλλάδα ως κράτος κυρίαρχο και ανεξάρτητο και όχι φόρου υποτελές στην Oθωµανική Aυτοκρατορία. H σηµαντική αυτή απόφαση συνοδευόταν από τον προσδιορισµό µιας νέας συνοριακής γραµµής. Στα εδάφη του νέου κράτους περιλαµβάνονταν οι περιοχές που βρίσκονταν µεταξύ των ποταµών Aχελώου στα δυτικά και Σπερχειού στα ανατολικά. Mε τον τρόπο αυτό αποφευγόταν η γειτνίαση των δυτικών επαρχιών της Aιτωλοακαρνανίας µε τη Λευκάδα, που, όπως και τα υπόλοιπα Eπτάνησα, βρισκόταν υπό αγγλική κυριαρχία. Aπό την άλλη δίνονταν στο ελληνικό κράτος, πέραν των Kυκλάδων και της Πελοποννήσου, οι Σποράδες και η Eύβοια. Tέλος, στο Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας η Aγγλία, η Γαλλία και η Pωσία συµφωνούσαν στην αναγόρευση του Λεοπόλδου του Σαξ Kόµπουργκ ως ηγεµόνα του ελληνικού κράτους. Kι αυτές οι αποφάσεις ωστόσο έµελλε να µην είναι οριστικές τόσο όσον αφορά τα σύνορα όσο και ως προς το πρόσωπο και τον τίτλο του ηγεµόνα. H τελική ρύθµιση του ελληνικού ζητήµατος θα επέλθει ενάµισυ περίπου χρόνο αργότερα, στα τέλη Αυγούστου του 1832.

Η τελική ρύθµιση του ελληνικού ζητήµατοςMετά την αναγνώριση της Eλλάδας ως κράτους ανεξάρτητου και κυρίαρχου, όπως ορίστηκε µε το λεγόµενο Πρωτόκολλο της Aνεξαρτησίας (22 Iανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830), δυο βασικά ζητήµατα παρέµεναν σε εκκρεµότητα: ο καθορισµός των συνόρων και το πρόσωπο του ηγεµόνα. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ζήτηµα, το οποίο ανέκυψε ξανά µετά την παραίτηση του Λεοπόλδου του Σαξ Kόµπουρκ από τον ελληνικό θρόνο στις 9/21 Mαΐου 1830, οι τρεις Δυνάµεις κατέληξαν στον Όθωνα, δευτερότοκο γιο του Λουδοβίκου A' της Βαυαρίας. Η επίσηµη αναγόρευση του Όθωνα ως βασιλιά της Eλλάδας, ενός κράτους ανεξάρτητου που τέθηκε σε καθεστώς εγγύησης από τις τρεις Δυνάµεις, οριστικοποιήθηκε µε τη Συνθήκη του Λονδίνου της 25ης Aπριλίου/7ης Mαΐου 1832. Tαυτόχρονα, η Aγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία θα εγγυόνταν δάνειο εξήντα εκατοµµυρίων φράγκων. H επιλογή του Όθωνα επικυρώθηκε τυπικά από την ελληνική πλευρά τον Iούλιο του 1832. Ανοιχτό έµενε το θέµα του συντάγµατος στο οποίο αντιτίθεντο ιδίως η Pωσία, η Γαλλία αλλά και ο Λουδοβίκος Α'. Σύνταγµα τελικά δε δόθηκε και το θέµα αυτό έµελλε να αποτελέσει βασικό σηµείο τριβής ανάµεσα στο Παλάτι και τις πολιτικές δυνάµεις, ιδίως την πρώτη δεκαετία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1833-1843).Σε ό,τι αφορά τα σύνορα, ο τελικός διακανονισµός επιτεύχθηκε ύστερα από αρκετές παλινωδίες, µε το Πρωτόκολλο του Λονδίνου τον Αύγουστο του 1832.Στις 9/21 Ιουλίου 1832 οι τρεις εγγυήτριες Δυνάµεις και η Οθωµανική Αυτοκρατορίας είχαν υπογράψει τη Συνθήκη της Kωνσταντινουπόλεως (Καλεντέρ Κιοσκ). Με τη συνθήκη αυτή οριζόταν ότι τα βορειοδυτικά σύνορα του ελληνικού κράτους θα βρίσκονταν στον Αµβρακικό κόλπο. Σε ό,τι αφορά τα βορειοανατολικά σύνορα, δηλαδή την περιοχή που βρίσκεται βόρεια του ποταµού Σπερχειού και στην οποία βρίσκεται η πόλη της Λαµίας, δεν πάρθηκε καµιά απόφαση και το θέµα παραπέµφηκε σε νέα διάσκεψη στο Λονδίνο. Aποτέλεσµα της Διάσκεψης αυτής υπήρξε το Πρωτόκολλο της 18ης/30ης Aυγούστου 1832. Με αυτό επιδικαζόταν στο ελληνικό κράτος η περιοχή της Λαµίας και έτσι τα ελληνο-οθωµανικά σύνορα ορίζονταν µεταξύ των κόλπων του Αµβρακικού και του Παγασητικού. Ταυτόχρονα, επιδικάστηκε το ποσό των σαράντα εκατοµµυρίων γροσίων ως αποζηµίωση προς την Οθωµανική Αυτοκρατορία, ενώ απορρίφθηκε το αίτηµα Σαµιωτών και Κρητικών να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος. Η επακριβής χάραξη των συνόρων ολοκληρώθηκε το Νοέµβριο και έγινε αποδεκτή από την Οθωµανική Αυτοκρατορία στα µέσα Δεκεµβρίου 1832. Ένα περίπου µήνα αργότερα, στα τέλη Ιανουαρίου 1833 ο Όθωνας και η συνοδεία του έφταναν στο λιµάνι του Ναυπλίου, της πρωτεύουσας του πρώτου ελληνικού κράτους.

Page 43: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ο φιλελληνισµόςΑπό τις απαρχές της η Ελληνική Επανάσταση είχε την τύχη να δεχτεί τη βοήθεια ενός δυναµικού ρεύµατος υποστήριξης που αναπτύχθηκε στις σηµαντικότερες πόλεις της Ευρώπης. Ο φιλλεληνισµός, όπως ονοµάστηκε αυτό το ρεύµα, πρόσφερε σηµαντική βοήθεια στην ελληνική υπόθεση. Πρώτον, µε την αποστολή χρηµάτων, εφοδίων και εθελοντών. Δεύτερον, ασκώντας πίεση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ώστε να προχωρήσουν σε µια ευνοϊκή ρύθµιση για τους έλληνες επαναστάτες. Το ρεύµα αυτό παρά την ύφεση που κάποιες χρονιές γνώρισε, έλκυσε το ενδιαφέρον ορισµένων από τις σηµαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. Διανοούµενοι, πανεπιστηµιακοί, άνθρωποι των τεχνών και των γραµµάτων εργάστηκαν εθελοντικά προπαγανδίζοντας υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Επιπλέον, ένας σηµαντικός αριθµός εθελοντών προσήλθε στις επαναστατηµένες περιοχές, για να πολεµήσει για τη δηµιουργία ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Ανάµεσά τους βρέθηκαν γνωστοί στρατιωτικοί της εποχής των Ναπολεόντειων πολέµων, φοιτητές, κυνηγηµένοι επαναστάτες ακόµη και τυχοδιώκτες ή καιροσκόποι, για τους οποίους η ελληνική επανάσταση φάνταζε ως περιπέτεια και µάλιστα επικερδής. Ανεξάρτητα από τους πολλούς λόγους, τους διαφορετικούς τρόπους και τις ασύµβατες κάποτε προσδοκίες που στήριξαν στην ελληνική υπόθεση, όλοι αυτοί συνέβαλαν στο να διατηρηθεί ζωντανό το ενδιαφέρον της ευρωπαϊκής κοινής γνώµης για την ελληνική επανάσταση, ιδίως στα σηµαντικά αστικά κέντρα της Ευρώπης.Η διάδοση που γνώρισε το ενδιαφέρον για την αρχαία Ελλάδα στην Ευρώπη του ύστερου 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα υπήρξε ο ένας από τους δυο βασικούς λόγους ανάπτυξης του φιλελληνισµού. Η ιδέα της δηµιουργίας ελληνικού κράτους στα εδάφη που ήκµασε η ελληνική Αρχαιότητα φάνταζε γοητευτική, ιδίως στα µορφωµένα και οικονοµικά εύρωστα αστικά στρώµατα των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη µετά το τέλος των Ναπολεόντειων πολέµων υπήρξε η δεύτερη πηγή τροφοδότησης του φιλελληνισµού. Η παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων, η πίεση και οι διώξεις που γνώρισαν τα φιλελεύθερα, ριζοσπαστικά και επαναστατικά στοιχεία µετά το 1815 δεν έδινε και πολλά περιθώρια έκφρασης και πολύ περισσότερο προώθησης των πολιτικών και κοινωνικών αιτηµάτων που είχαν τεθεί από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Επιπλέον, οι επαναστατικές κινήσεις καταπνίγονταν γρήγορα η µία µετά την άλλη. Στις συνθήκες αυτές η ελληνική επανάσταση αποτέλεσε πηγή έµπνευσης και προσδοκιών που παρότι έµελλε στο τέλος να διαψευστούν, στάθηκαν ικανές να κινητοποιήσουν αρκετούς για την ευτυχή της κατάληξη.

Ο Friedrich Thiersch και ο γερµανικός φιλελληνισµός«Mόναχο, 25 Iουλίου 1821Kατόπιν εντολής του κύριου Πανταλέοντος Bλαστού, που µου έστειλε από τη Bιέννη δια µιας επιστολής του κυρίου Θεοδώρου Mανούση, σας αποστέλλω ένα λιθογραφικό πιεστήριο καθώς και τις οδηγίες χρήσεως µε την παρατήρηση, ότι όταν εξαντληθεί το τυπογραφικό υλικό, µπορώ να σας προµηθεύσω κι άλλο, και µε την ευχή, να µπορέσει το µηχάνηµα αυτό να βοηθήσει στην τωρινή επίγουσα ανάγκη για τις ανακοινώσεις του απελευθερωτικού πολέµου, που ξεσήκωσε ο λαός σας. Nαι µεν µου εδόθη η εντολή να σας στείλω το µηχάνηµα αυτό µε µια ευκαιρία, που ελπίζω να την έχω προσεχώς, αλλά επειδή δεν ξέρω, αν οι κύριοι, τους οποίους µου εσύστησαν, θα αναχωρήσουν τόσον εγκαίρως, ώστε να προφτάσετε να το στείλετε µε το πλοίο σας, που αναχωρεί στις 10 Αυγούστου, γι' αυτό επροτίµησα να σας το στείλω µε το ταχυδροµείο, κάνοντας τη δήλωση ότι πρόκειται για κάποιο µοντέλο µηχανής. Συγχρόνως σας δηλώνω, ότι θα εχαιρόµουν πάρα πολύ, αν έπαιρνα από σας ή από τους φίλους σας ασφαλείς ειδήσεις για τον ένδοξον αγώνα της Πατρίδος σας. Οι γνωστοί σας θα σας ειπούν, ότι έχω αναλάβει την υπεράσπιση της ελληνικής υποθέσεως στην Γενική Eφηµερίδα (Allgemeine Zeitung) και γι' αυτό µου είναι απαραίτητες πληροφορίες σχετικές µε την επιτυχή διεξαγωγή των πολεµικών επιχειρήσεων. Eπίσης παρακαλώ τους κυρίους Hσαΐα από τη Σµύρνη, ιδιαιτέρως τον Eµµανουήλ Hσαΐαν, που εσπούδασε κοντά µου δύο χρόνια, να ζητεί επ' ονόµατί µου τέτοιες πληροφορίες. Προ παντός επιθυµώ, να λαβαίνω όλες τις προκηρύξεις, τα έγγραφα, τις διαταγές της Προσωρινής Kυβερνήσεως και αν είναι δυνατό µια περιληπτική έκθεση για τις τουρκικές και τις ελληνικές µαχητικές δυνάµεις, για την κατανοµή τους και για τα πολεµικά µέσα, που διαθέτουν.Σχετικώς µε την αποστολή ικανών αξιωµατικών σύµφωνα µε την εντολή που έχω πάρει, σας παρακαλώ να µε ειδοποιήσετε, πότε µετά τις 10 Aυγούστου θα αναχωρήσει πάλι το πλοίο σας για την Πελοπόννησο; O κύριος Mανούσης µου γράφει, ότι οι πατριώτες σας εκεί έχουν ανάγκη από ικανούς αξιωµατικούς του µηχανικού, και σκέπτοµαι κατόπιν εντολής του καθώς και εντολής του κυρίου Bλαστού να σας στείλω µερικούς, αλλά προ παντός θα πρέπει να έχετε έναν ικανό αρχηγό του µηχανικού ή του επιτελείου και έναν τέτοιο µπορείτε να αποκτήσετε στο πρόσωπο του Γάλλου στρατηγού Vaudoncourt, o οποίος τώρα ζει αποτραβηγµένος στην Tαραγκόνα της Ισπανίας. [...] Eπειδή αυτόν τον στρατηγό τον γνωρίζω προσωπικώς, του κάνω αυτή την πρόταση γραπτώς και αν την εγκρίνετε, στείλτε του την εσώκλειστη ανοιχτή επιστολή, αλλά όχι απ' ευθείας στη διεύθυνσή του παρά µέσα στο φάκελλο προς κάποιον εµπορικό οίκο στην Tarragon, γιατί ο Vaudoncourt ανήκει στους εξορίστους, που δεν τους έχει ακόµη ανακαλέσει η Γαλλία και η επιστολή µπορεί να ανοιχτεί και να καταστραφεί. [...]Zήτω η πατρίδα σας, που είναι και για µένα η ωραιότερη Πατρίδα, η Πατρίδα της µορφώσεώς µου και των ιδανικών µου !Thiersch (Θείρσιος)».

H φιλελληνική αρθρογραφία του Thiersch είχε δηµιουργήσει στις καλά οργανωµένες αστυνοµικές υπηρεσίες της Aυστρίας υποψίες για τη δράση του. Ως αποτέλεσµα, η επιστολή αυτή που απευθυνόταν στον έµπορο N. Στράτο στην Tεργέστη, καθώς και άλλες παρόµοιες κατασχέθηκαν κι έτσι το πιεστήριο δεν έφτασε στον προορισµό του. Η εξέλιξη αυτή δε στάθηκε ικανή να αναστείλει τη φιλελληνική δραστηριότητα του Thiersch, που έµεινε γνωστός µεταξύ των Ελλήνων µε το ψευδώνυµο Eιρηναίος Θείρσιος. O ελληνιστής καθηγητής του Πανεπιστηµίου του Mονάχου µαζί µε το συνάδελφό του Krug, καθηγητή φιλοσοφίας στη Λειψία, πρωτοστάτησαν στην ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήµατος στα γερµανικά κρατίδια. O θαυµαστής της ελληνικής Αρχαιότητας Thiersch, όπως φαίνεται και από την τελευταία φράση της παραπάνω επιστολής, συνδέθηκε στενά µε το βασιλικό κύκλο της Bαυαρίας µετά την εκλογή του Όθωνα και επισκέφτηκε την Eλλάδα µετά τη δολοφονία του Kαποδίστρια. Στόχος του ταξιδιού του ήταν να εκθέσει στη βαυαρική αυλή την πολιτική και οικονοµική κατάσταση του υπό συγκρότηση ελληνικού κράτους. Kαρπός της επίσκεψής του (1831-32) υπήρξε το δίτοµο έργο De l' Etat actuel de La Grece et des Moyens d'Arriver a sa Restauration που εκδόθηκε στη Λειψία το 1833. Η επιστολή που παραθέσαµε δηµοσιεύεται στην εισαγωγή της (καθυστερηµένης) ελληνικής έκδοσης H Eλλάδα του Kαποδίστρια. H παρούσα κατάσταση της Eλλάδος (1828-1831) και τα µέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόµησή της, Aθήνα, Tολίδη, σ. 15-16, που επιµελήθηκε ο T. Bουρνάς.

Οι εθελοντέςΜε δυο κυρίως τρόπους εκφράστηκε το ρεύµα του φιλελληνισµού στις ευρωπαϊκές χώρες. Συστήθηκαν κοµιτάτα, επιτροπές προπαγάνδισης και ενίσχυσης της Ελληνικής Επανάστασης, ενώ οργανώθηκαν αρκετές αποστολές εθελοντών, οι οποίοι έσπευσαν να πολεµήσουν στο πλευρό των ελλήνων επαναστατών. Αν και ο αριθµός τους δεν είναι µε ακρίβεια γνωστός, υπολογίζεται ότι περισσότεροι από χίλιοι προσήλθαν στις επαναστατηµένες περιοχές. Από αυτούς περίπου το ένα τρίτο δε γύρισε πίσω. Οι περισσότεροι έφτασαν τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης, ενώ ένα δεύτερο κύµα εθελοντών προκάλεσε η εγκατάσταση και ο θάνατος του λόρδου Μπάιρον στο Μεσολόγγι (1824). Μεταξύ αυτών βρέθηκαν άνθρωποι µε διαφορετικά κοινωνικά, πολιτικά, µορφωτικά και εθνικά χαρακτηριστικά. Στην πλειονότητά τους ωστόσο ήταν παλαίµαχοι στρατιώτες και αξιωµατικοί των Ναπολεόντειων πολέµων που αναζητούσαν δόξα και πλούτο σε περιφερειακές συγκρούσεις είτε γιατί από το 1815 και µετά βρέθηκαν χωρίς απασχόληση είτε γιατί είχαν τεθεί σε δυσµένεια εξαιτίας των πολιτικών τους ιδεών. Ο σκωτσέτζος συνταγµατάρχης Γκόρντον (Τ. Gordon) και ο αξιωµατικός του ναυτικού Άστιγξ (Fr. Hastings) είναι µερικοί από αυτούς. Πολλοί πέθαναν, άλλοι έφυγαν απογοητευµένοι, κάποιοι ξαναγύρισαν. Δεν έλειψαν τέλος εκείνοι που άλλαξαν στρατόπεδο και επέστρεψαν στις επαναστατηµένες περιοχές µε διαφορετικούς σκοπούς αλλά για τους ίδιους λόγους. Πλάι στους επαγγελµατίες του πολέµου βρέθηκαν και άλλοι που τα κίνητρά τους ήταν εντελώς διαφορετικά. Ήταν άνθρωποι που αγωνίζονταν για έναν κόσµο κοινωνικά και πολιτικά δικαιότερο. Aπό ανθρώπους σαν το λόρδο Μπάιρον και τον Στάνχοπ (Stanhope) που συµµερίζονταν τις ιδέες του κοινωνικού φιλόσοφου Τζ. Μπένθαµ (Bentham) έως τον περιβόητο ιταλό καρµπονάρο κόµη Σανταρόζα (Santarosa), όλο το φάσµα των φιλελεύθερων και ριζοσπαστικών ιδεών και των ανατρεπτικών κινηµάτων της καθεστηκυίας στην Ευρώπη τάξης πραγµάτων έδωσε το παρόν του στην ελληνική επανάσταση.Μαθηµένοι να δρουν σε διαφορετικά οργανωµένα ένοπλα σώµατα και να ακολουθούν άλλες πολεµικές τακτικές, οι ευρωπαίοι εθελοντές µάλλον δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά στα πεδία των µαχών. Παρότι δεν τους έλειψε ο ηρωισµός, βρέθηκαν συχνά εκτεθειµένοι, ανίκανοι να αντιδράσουν στους εφορµούντες οθωµανούς ενόπλους. Στη µάχη στο Πέτα τον Ιούλιο του 1822, µια από τις σοβαρότερες ήττες της ελληνικής πλευράς, το σώµα των εθελοντών καθώς και των Επτανήσιων ήταν τα µόνα που είχαν συντριπτικές απώλειες. Υποτιµούσαν τις ικανότητες των ντόπιων ενόπλων, δε γνώριζαν τον κλεφτοπόλεµο κι ούτε επιθυµούσαν να πολεµούν κατ' αυτόν τον τρόπο. Από την άλλη, γνώρισαν τη δυσπιστία και κάποτε την εχθρότητα των ντόπιων ενόπλων, οι οποίοι δεν ήθελαν να καθορίζουν άλλοι το πώς θα πολεµούν ούτε επιθυµούσαν να καρπωθούν ξένοι τη δόξα και τα πλούσια λάφυρα µιας νίκης. Το κλίµα της δυσπιστίας της µιας πλευράς προς την άλλη γίνεται φανερό, συχνά µε δηκτικές παρατηρήσεις, στα αποµνηµονεύµατα που εξέδωσαν αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης, ντόπιοι και ξένοι.

Τα κοµιτάταTο ρεύµα του φιλελληνισµού στις χώρες τις δυτικής Eυρώπης εκφράστηκε µέσα από επιτροπές, τα λεγόµενα κοµιτάτα που ανέλαβαν την προβολή και την ενίσχυση του αγώνα των επαναστατηµένων Ελλήνων. Oι πρώτες κινήσεις εµφανίστηκαν σε γερµανικές πόλεις και σε γερµανόφωνες κυρίως

Page 44: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

περιοχές της Eλβετίας. H πρωτοβουλία προήλθε από ανθρώπους των γραµµάτων, ευαίσθητους συνήθως δέκτες των φιλελεύθερων ιδεών και θαυµαστές της κλασικής ελληνικής Αρχαιότητας. Tον Aύγουστο του 1821 ιδρύθηκε το φιλελληνικό κοµιτάτο της Στουτγκάρδης και ακολούθησε η ίδρυση αντίστοιχων επιτροπών σε αρκετές γερµανικές πόλεις. Tο φθινόπωρο του ίδιου έτους οργανώθηκαν τα κοµιτάτα της Eλβετίας, πρώτα στη Ζυρίχη και κατόπιν στη Λοζάνη και τη Γενεύη. Όλες αυτές οι κινήσεις αποσκοπούσαν αρχικά στην ανθρωπιστική βοήθεια και συµπαράσταση προς τους αµάχους, κυρίως µετά τις ειδήσεις για τις ωµότητες και τις σφαγές των Οθωµανών στην Πόλη, τη Σµύρνη και αργότερα στη Xίο. Πέρα από την ανθρωπιστική βοήθεια, για την οποία κινητοποιήθηκαν και αρκετές χριστιανικές οργανώσεις, κύριο µέληµα των κοµιτάτων υπήρξε και η αποστολή πολεµικών εφοδίων, προπαγανδιστικού υλικού αλλά και η µετάβαση στις επαναστατηµένες περιοχές εµπειροπόλεµων ευρωπαίων εθελοντών. Παράλληλα, δόθηκε βάρος και στη µορφωτική βοήθεια, µε υποτροφίες για σπουδές σε γαλλικά και αγγλικά εκπαιδευτικά ιδρύµατα, αλλά και στην αποστολή εκπαιδευτικού υλικού στις επαναστατηµένες περιοχές.H αριθµητική υπεροχή εθελοντών από τις γερµανόφωνες περιοχές, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, αντανακλά σ' ένα βαθµό τη δυναµική του φιλελληνικού κινήµατος στις περιοχές αυτές. H ενεργότερη δραστηριοποίηση των άγγλων και γάλλων φιλελλήνων παρατηρείται µετά το δεύτερο-τρίτο χρόνο της επανάστασης, ακολουθώντας τη µεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής των κρατών τους. Bέβαια, ο κύκλος του Kοραή στο Παρίσι προσπάθησε αρκετά νωρίς να πάρει φιλελληνικές πρωτοβουλίες. Όµως µόνο µετά το 1823 η δράση αυτή παίρνει ουσιαστικό χαρακτήρα, µε τη συγκέντρωση ενός σηµαντικού ποσού, ενώ παράλληλα ξεκίνησε η λειτουργία της φιλελληνικής επιτροπής της Mασσαλίας. Σηµαντική βοήθεια στην οργάνωση του φιλελληνικού κινήµατος στη Γαλλία και την Eλβετία πρόσφερε ο ελβετός τραπεζίτης Εϋνάρδος, ο οποίος υπήρξε προσωπικός φίλος του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στη δηµιουργία των κοµιτάτων του Παρισιού και της Γενεύης. Eιδικά η Φιλανθρωπικής Eταιρείας υποστήριξης των Eλλήνων στο Παρίσι έγινε το κέντρο συντονισµού των ενεργειών των κοµιτάτων όλης της Eυρώπης. Στην Aγγλία, ιδρύθηκε το 1823 η Φιλελληνική Eπιτροπή του Λονδίνου, µε την οποία βρισκόταν σε επαφή ο πολιτικός φιλόσοφος Mπένθαµ (J. Bentham). H επιτροπή αυτή έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην επαφή των ελλήνων επαναστατών µε επίσηµους βρετανικούς φορείς, κυρίως δε στα θέµατα που αφορούσαν τη χορήγηση των εξωτερικών δανείων.

Page 45: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ο λόρδος Μπάιρον και η Ελληνική ΕπανάστασηΛευθεριά, για λίγο πάψενα χτυπάς µε το σπαθί·τώρα σίµωσε και κλάψεεις του Mπάιρον το κορµί.Διονύσιος Σολωµός, Eις τον Θάνατον του Λορδ Μπάιρον (πρώτη στροφή)Με το ποίηµα αυτό τιµάται ο ποιητής και φιλελεύθερος επαναστάτης λόρδος George Gordon Noel Byron που πέθανε στο Μεσολόγγι. O λόρδος Bύρωνας ή «Mυλόρδος», όπως έµεινε γνωστός µεταξύ των Ελλήνων, βρέθηκε στις επαναστατηµένες περιοχές και συγκεκριµένα στο Mεσολόγγι από το Δεκεµβριο του 1823 έως τις 7 Απριλίου 1824, οπότε πέθανε. O θάνατός του αναγνωρίστηκε από τους επαναστατηµένους Έλληνες ως σηµαντικό πλήγµα για την πορεία της επανάστασης. Σ' αυτό συνέτεινε το κύρος που τον περιέβαλε αλλά και ο ρόλος του ως αντιπροσώπου του φιλελληνικού κοµιτάτου του Λονδίνου σε µια εποχή ιδιαίτερα κρίσιµη για την πορεία της ελληνικής υπόθεσης.O Mπάιρον υπήρξε από τους σηµαντικότερους λυρικούς ποιητές των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα. H αριστοκρατική του καταγωγή δεν τον εµπόδισε να γίνει ένας από τους πλέον δυναµικούς φιλελεύθερους σε µια περίοδο όπου η απολυταρχία εδραιωνόταν ξανά στην ευρωπαϊκή Ήπειρο (Παλινόρθωση). Aπό το 1816 και έως το 1823 εγκαταστάθηκε σε αρκετές ιταλικές πόλεις. Εκεί συνδέθηκε µε κύκλους επαναστατών και ενεργότερα µε το κίνηµα του καρµποναρισµού. H καταστολή των καρµπονάρων στα 1823 τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει την Ιταλική χερσόνησο. Tο ενδιαφέρον του τότε στράφηκε ενεργότερα προς την ελληνική υπόθεση. Tη χρονιά εκείνη η πολιτική αλλαγή στην Aγγλία µε την άνοδο στην εξουσία των φιλελευθέρων του Γ. Κάνιγκ (G. Canning) και η µεταστροφή της αγγλικής στάσης απέναντι στο ελληνικό ζήτηµα ευνόησε την ανάπτυξη του φιλελληνικού κινήµατος και στη χώρα αυτή. Έτσι, την εποχή που ο Mπάιρον φαινόταν να αποφασίζει την κάθοδό του στις επαναστατηµένες περιοχές δέχτηκε πρόσκληση από το φιλελληνικό κοµιτάτο του Λονδίνου να συνεργαστεί µαζί του και λίγο αργότερα να χειριστεί ως εκπρόσωπός του το ζήτηµα της χορήγησης δανείου προς την ελληνική Διοίκηση.Eγκαταλείποντας την Ιταλία κατευθύνθηκε προς τα αγγλοκρατούµενα Eπτάνησα (Κεφαλλονιά). Στο διάστηµα που παρέµεινε εκεί (Iούλιος-Δεκέµβριος 1823) έγινε γνώστης όχι µόνο της πορείας της επανάστασης, η οποία συµπλήρωνε σχεδόν τον τρίτο της χρόνο, αλλά και των πολιτικών αντιπαραθέσεων που εκδηλώνονταν απροκάλυπτα πλέον στο στρατόπεδο των επαναστατών. Mάλιστα, «πολιορκήθηκε» από τις αντίπαλες φατρίες που εκµεταλλευόµενες το κύρος του αλλά και τα χρήµατα του δανείου ευελπιστούσαν να επιβάλουν τη δική τους κυριαρχία στα όργανα της Διοίκησης. Βρισκόµαστε στα τέλη του 1823, εποχή κατά την οποία οι αντίπαλες πλευρές προπαρασκευάζονταν για τις ένοπλες συγκρούσεις που σύντοµα θα ξεσπούσαν. Φεύγοντας από την Κεφαλλονιά δεν πήγε στην Πελοπόννησο, όπως αρχικά είχε σχεδιαστεί, αλλά στο Μεσολόγγι, πόλη σηµαντική για την επανάσταση στη Δ. Στερεά, όπου δραστηριοποιούνταν και πάλι ο Aλ. Μαυροκορδάτος. O Μπάιρον έφτασε στο Μεσολόγγι την παραµονή των Χριστουγέννων (24 Δεκεµβρίου 1823) και έµεινε εκεί ως τις 7 Απριλίου 1824. Στο διάστηµα που παρέµεινε εκεί κύρια µέριµνά του στάθηκε η ενίσχυση των οχυρωµατικών έργων της πόλης και η συγκρότηση σώµατος Πυροβολικού, ενώ ανέλαβε τη µισθοδότηση σουλιώτικων σωµάτων.

Page 46: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

OΘΩN O A΄ EΛEΩ ΘEOY BAΣIΛEYΣ THΣ EΛΛΑΔΟΣ Προς τους ΈλληναςEΛΛHNEΣ!Προσκεκληµένος από την εµπιστοσύνην των ενδόξων και µεγαλοψύχων µεσιτών, δια της κραταιάς βοηθείας των οποίων απεπερατώσατε ενδόξως τον της καταστροφής πόλεµον τον υπέρ το δέον παρεκταθέντα, προσκεκληµένος προσέτι και από την ιδίαν σας ελευθέραν εκλογήν, αναβαίνω εις τον θρόνον της Ελλάδος δια να εκπληρώσω όσας υποχρεώσεις ανέλαβα δεχθείς το προσφερθέν µοι βασιλικόν στέµµα, τόσον προς εσάς, όσον και προς τας µεσιτευούσας µεγάλας Δυνάµεις. (...) Δια µακρού και φονικού πολέµου θυσιάζοντες εκουσίως τα µέγιστα και πολυτιµότατα αγαθά σας, ανεκτήσατε την πολιτικήν σας ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν, τον θεµελιώδη όρον της ευτυχίας και ευηµερίας παντός έθνους (...) Αναβαίνων εις τον θρόνον της Ελλάδος δίδω την πάνδηµον βεβαίωσιν του να προστατεύσω ευσυνειδήτως την θρησκείαν σας, να διατηρώ πιστώς τους νόµους, να διανέµεται η δικαιοσύνη προς ένα έκαστον και να διαφυλάττω ακέραια δια της θείας βοηθείας, εναντίον οποιουδήποτε την ανεξαρτησίαν σας, τας ελευθερίας σας και τα δικαιώµατά σας. (...)Eν Nαυπλίω τη 25 Ιανουαρίου (6 Φεβρ.) 1833Eν ονόµατι του Βασιλέως, η Αντιβασιλεία Ο κόµης APMANΣΠEPΓ, πρόεδρος MAOYEP, EYΔEK(Το διάγγελµα που απηύθυνε ο Όθων την ηµέρα της άφιξης του στο Ναύπλιο. Δηµοσιεύθηκε στο υπ' αριθµόν 1 φύλλο της Εφηµερίδος της Kυβερνήσεως της Ελλάδος στις 16/28 Φεβρουαρίου 1833)

Page 47: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Εσωτερική πολιτικήΓενική εισαγωγή - Ένα σύγχρονο κράτος γεννιέταιH εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους στα 1833 συνιστά τοµή µε το παρελθόν και εµπειρία πρωτόγνωρη όχι µόνο για τους ελληνικούς πληθυσµούς εντός και εκτός του νεοπαγούς βασιλείου αλλά και για το σύνολο των λαών των Bαλκανίων. Ήταν ένα κράτος εθνικό και ως τέτοιο δεν µπορούσε παρά να είναι σύγχρονο. Στο νότιο τµήµα της Βαλκανικής χερσονήσου, εκεί που µόνο η κυριαρχία πολυεθνικών αυτοκρατοριών είχε ως τότε υπάρξει, εγκαθιδρύθηκε για πρώτη φορά ένα εθνικά οµοιογενές κράτος. Ένα κράτος µάλιστα που αντιλαµβανόταν εξαρχής τον εαυτό του ως προοίµιο µιας ευρύτερης εδαφικά κρατικής οντότητας, η οποία θα εκτεινόταν σε ένα µεγάλο τµήµα των ευρωπαϊκών και µικρασιατικών οθωµανικών κτήσεων. Eκεί δηλαδή που υπήρχαν συµπαγείς ελληνικοί πληθυσµοί.Ήταν ταυτόχρονα ένα κράτος σύγχρονο, δηλαδή ευρωπαϊκό, δυτικό -ή τουλάχιστον επιδιωκόταν να γίνει. Kάτι τέτοιο εξαγγελλόταν και στις πολιτικές διακηρύξεις και ιδίως στους καταστατικούς χάρτες των χρόνων της Eπανάστασης. H εγκαθίδρυση εποµένως ενός συγκεντρωτικού µοντέλου διοίκησης και δυτικών θεσµών ήταν µια υπόθεση αναπότρεπτη αλλά και επιτακτική. Στάθηκε ταυτόχρονα ένα δύσκολο εγχείρηµα. H συγκρότηση και εµπέδωση των διοικητικών και κατασταλτικών µηχανισµών του κράτους συνοδεύεται από διαδικασίες βίαιης ενοποίησης και οµογενοποίησης µιας κοινωνίας που παρέµενε παραδοσιακή. Mιας κοινωνίας δηλαδή κατετµηµένης, εκτός των άλλων, σε πολλά τοπικά και σχετικά αυτόνοµα κέντρα εξουσίας. Aυτά τα τοπικά κέντρα εξουσίας έπρεπε να αποδιοργανωθούν, να αποδυναµωθούν και να εκλείψουν, καθώς στο σύγχρονο αστικό κράτος η κεντρική εξουσία είναι η µοναδική νόµιµη πηγή άσκησης πολιτικής.Σε κάθε σύγχρονο κράτος η πολιτική συνιστά το πεδίο συνάντησης και αλληλόδρασης ανάµεσα στην κοινωνία και την πολιτική εξουσία, το κράτος. Στην περίπτωση του ελληνικού κράτους τώρα, η πολιτική αποτέλεσε το πεδίο συνάντησης µιας πολιτικής εξουσίας που προσιδιάζει στα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κράτους και µιας κοινωνίας που παρέµενε έντονα παραδοσιακή. H διαµόρφωση του πεδίου της πολιτικής στη βάση σύγχρονων αρχών λειτουργίας έπληττε τους όρους κοινωνικής αναπαραγωγής των τοπικών ηγετικών οµάδων. Tα πρώτα χρόνια, στη δεκαετία του 1830, η αντίδραση των οµάδων αυτών εκφράστηκε µε παραδοσιακούς τρόπους διαµαρτυρίας και κατά κύριο λόγο µε τοπικού χαρακτήρα εξεγέρσεις. Aπό τις αρχές της δεκαετίας του 1840 ωστόσο το σύνταγµα και οι εκλογές, θεσµοί δηλαδή και διαδικασίες που εγγράφονται στη νεοτερικότητα, αποτέλεσαν τα βασικά αιτήµατα των παραδοσιακών αυτών οµάδων. Στόχος τους δεν ήταν άλλος από τον επαναπροσδιορισµό του πολιτικού πεδίου προς την κατεύθυνση µιας ευνοϊκότερης αναδιάταξης των συσχετισµών δύναµης. Το πέτυχαν µε το κίνηµα του 1843. Tο Σύνταγµα του 1844 και οι πρώτες εκλογές δε δηλώνουν βέβαια τη νίκη του παραδοσιακού έναντι του σύγχρονου· το αντίθετο. Σηµαίνουν την ενσωµάτωση των παραδοσιακών πολιτικών ηγεσιών της ελληνικής κοινωνίας σε ένα σύγχρονο πολιτικό σύστηµα, την αποδοχή των όρων του και την εµπέδωση των θεσµών του. Kατά µια έννοια, το 1843 καθίσταται η κεντρική πολιτική σκηνή, ο κατεξοχήν τόπος εκδήλωσης των κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων. Έκτοτε και για ολόκληρο το 19ο αιώνα, η κατοχύρωση και η διεύρυνση των κοινοβουλευτικών θεσµών, η µορφή του πολιτεύµατος και τα όρια της βασιλικής παρέµβασης στην πολιτική σχεδόν θα µονοπωλήσουν το ενδιαφέρον της εσωτερικής πολιτικής ζωής.

Στις 6 Φεβρουαρίου 1833 η αγγλική φρεγάτα Μαδαγασκάρη αποβίβασε στο λιµάνι του Ναυπλίου, πρωτεύουσας ακόµη του νεοσύστατου βασιλείου, το δεκαεπτάχρονο Όθωνα, τα µέλη της αντιβασιλείας και τη βασιλική συνοδεία. Τα πλήθη κόσµου που συγκεντρώθηκαν κατά την υποδοχή έβλεπαν στο πρόσωπο του νεαρού βασιλιά να ενσαρκώνεται η προοπτική της οριστικής ειρήνευσης µετά το δεκαετή σχεδόν πόλεµο αλλά και τις εσωτερικές διαµάχες και συγκρούσεις. Βέβαια, έως την ενηλικίωση του Όθωνα (1835) τη διακυβέρνηση της χώρας θα αναλάµβαναν τα µέλη της αντιβασιλείας, όπως οριζόταν από τις διεθνείς συµφωνίες. Kατά την πρώτη δεκαετία η εσωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια της αντιβασιλείας αρχικά και του Όθωνα µετέπειτα να µειώσει την ισχύ των παραδοσιακών ηγετικών οµάδων της ελληνικής κοινωνίας που την εποχή εκείνη εκφραζόταν µέσω των τριών πολιτικών σχηµατισµών που έµειναν γνωστοί ως γαλλικό, ρωσικό (Ναπαίοι) και αγγλικό κόµµα. Η πολιτική αυτή, που επιχειρήθηκε µέσω της προώθησης ενός κόµµατος κάθε φορά και της περιθωριοποίησης των υπολοίπων, φανερώνει και τις διαθέσεις του παλατιού απέναντι στις Δυνάµεις, οι οποίες άλλωστε πριµοδοτούσαν τα κόµµατα. Η αντίδραση τώρα των παραδοσιακών ηγετικών στρωµάτων στην περιθωριοποίησή τους εκφράστηκε αρχικά µε τοπικού χαρακτήρα εξεγέρσεις και επικεντρώθηκε στη διεκδίκηση συντάγµατος, κάτι που έγινε πραγµατικότητα µε το κίνηµα της 3ης Σεπτεµβρίου 1843.Οι αυλικές κυβερνήσεις συνιστούν σταθερή όψη της οθωνικής περιόδου, µε εξαιρέσεις την τριετία της κυριαρχίας του Ιωάννη Κωλέττη (1843-47) και το λεγόµενο Yπουργείο Κατοχής (1854-57). H ασφυκτική παρέµβαση του παλατιού στην πολιτική ζωή θα αποτελέσει το σηµείο ρήξης του Όθωνα µε το σύνολο σχεδόν του πολιτικού κόσµου της χώρας. Η κρίση θα κορυφωθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1860 και θα οδηγήσει στην εκθρόνιση του Όθωνα (1862). Νέος βασιλιάς θα είναι ο Γεώργιος A', που θα συνδέσει τη βασιλεία του µε ένα νέο σύνταγµα. Στα µέσα της επόµενης δεκαετίας µάλιστα, κάτω από την πίεση µιας νέας γενιάς πολιτικών που αναδείχθηκαν στη διάρκεια του αντιοθωνικού αγώνα και της µεταπολίτευσης (Aλ. Kουµουνδούρος, X. Τρικούπης), ο Γεώργιος αποδέχθηκε την εισαγωγή της αρχής της δεδηλωµένης, του σχηµατισµού δηλαδή κυβερνήσεων που διαθέτουν εκφρασµένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα κεντρικά διακυβεύµατα στην εσωτερική πολιτική υπήρξαν η ανασυγκρότηση του κρατικού µηχανισµού, ο εκσυγχρονισµός των θεσµών και η αναδιοργάνωση της οικονοµίας. Eίναι η εποχή όπου η εσωτερική πολιτική αλλά και ευρύτερα η ελληνική κοινωνία πολώνεται ανάµεσα σε τρικουπικούς και δηλιγιαννικούς.

Page 48: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η πρώτη πενταετία 1833-1837Το πρώτο κυβερνητικό σχήµα του ελληνικού βασιλείου διορίστηκε τον Απρίλιο του 1833. Σε αυτό συµµετείχαν οι επιφανέστεροι εκπρόσωποι του «αγγλόφιλου» πολιτικού σχηµατισµού (Αλ. Μαυροκορδάτος, Σπ. Τρικούπης κ.ά.) καθώς και ο Ι. Κωλέττης. Το κόµµα των Ναπαίων, που ήταν ταυτισµένο µε την καποδιστριακή περίοδο, δεν εκπροσωπήθηκε και έτσι το καλοκαίρι του 1833 προήλθε από αυτούς η πρώτη αντιπολιτευτική δράση. Αυτή εκφράστηκε µέσω δηµοσιευµάτων στον Τύπο καθώς και µε συλλογή υπογραφών για την εκδίωξη των αντιβασιλέων. Η αντίδραση του παλατιού εκδηλώθηκε µε το διορισµό νέου υπουργικού σχήµατος, µε ενισχυµένη παρουσία του γαλλικού κόµµατος αυτή τη φορά. Tο 1834 σηµαδεύεται από την κρίση στις σχέσεις των µελών της αντιβασιλείας που καταλήγει στη µονοκρατορία του Άρµανσµπεργκ και από τη δίκη και καταδίκη σε θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Η εκπορευόµενη από τον I. Κωλέττη µεθόδευση της δίκης προκάλεσε τις αντιδράσεις των Ναπαίων (εξεγέρσεις στη Μάνη, τη Μεσσηνία και αλλού) αλλά και των φιλικά προσκείµενων στον Aλ. Μαυροκορδάτο. Ενδεικτική της σύγκλισης των µαυροκορδατικών µε τους Ναπαίους την εποχή εκείνη είναι και η σθεναρή άρνηση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη να συναινέσουν στην καταδίκη του Γέρου.Ο I. Κωλέττης, γνώστης των εσωτερικών πολιτικών πραγµάτων και µε ισχυρά ερείσµατα ιδίως στους ρουµελιώτες οπλαρχηγούς, αντιµετώπισε αποτελεσµατικά τις εξεγέρσεις, µεγιστοποιώντας έτσι την πολιτική ισχύ του. Το γεγονός αυτό προκάλεσε σύντοµα ρήξη στις σχέσεις του µε τον Άρµανσµπεργκ, η οποία και οδήγησε στην αποποµπή του από την κυβέρνηση το 1835, χρονιά που ενηλικιώνεται ο Όθωνας. Σε µια προσπάθεια µάλιστα προσεταιρισµού των άλλων δύο κοµµάτων, ο νεαρός βασιλιάς έδωσε χάρη στο Θ. Κολοκοτρώνη, ενώ προωθήθηκαν στην κυβέρνηση πρόσωπα φιλικά προσκείµενα στον Aλ. Μαυροκορδάτο. Τα πρώτα χρόνια της εσωτερικής πολιτικής ζωής σηµαδεύονται ακόµη από τη µεγάλη εξέγερση στην Ακαρνανία το 1836, που υποκινήθηκε από τους οπαδούς του I. Κωλέττη και τους Ναπαίους και αποσκοπούσε στην αποµάκρυνση του Άρµανσµπεργκ. Αυτό θα γίνει πραγµατικότητα ένα χρόνο αργότερα κι αφού έχει προηγηθεί σύγκρουσή του τόσο µε τον Όθωνα όσο και µε την αυλή της Βαυαρίας. Στα 1837 σηµειώνεται ουσιαστικά το τέλος της κυριαρχίας του Άρµανσµπεργκ και ξεκινά η απολυταρχική διακυβέρνηση της χώρας από τον Όθωνα.

Οθωνική απολυταρχία 1838-1843Η αποποµπή του Άρµανσµπεργκ, που τόσο επίµονα είχε ζητηθεί από το σύνολο των πολιτικών σχηµατισµών, δε συνοδεύθηκε από αλλαγή της πολιτικής του παλατιού. Η απολυταρχική διοίκηση, που εγκαινιάστηκε από την αντιβασιλεία και συνεχίστηκε από τον Άρµανσµπεργκ, διατηρείται και την περίοδο αυτή. Διατηρείται επίσης παρόµοια πολιτική απέναντι στα κόµµατα, δηλαδή η πρόσκαιρη πριµοδότηση κάποιου και η περιθωριοποίηση των υπολοίπων. Την περίοδο 1838-43 ευνοήθηκαν διαδοχικά οι Ναπαίοι (που την προηγούµενη πενταετία ήταν ουσιαστικά υπό καθεστώς διωγµού), το αγγλικό και το γαλλικό κόµµα. Ωστόσο, αν και ο Όθωνας επέβαλε την προσωπική του απολυταρχία και κράτησε εκτός εξουσίας τις παραδοσιακές ηγετικές οµάδες της ελληνικής κοινωνίας, στην πραγµατικότητα απέτυχε να τις αποδυναµώσει. Αντίθετα, οι παραδοσιακές αυτές δυνάµεις δραστηριοποιούνται σταδιακά όλο και περισσότερο µέσω των κοµµάτων, σε µια προσπάθεια να επανακάµψουν στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι την περίοδο αυτή η δύναµη των κοµµάτων αυξάνει ολοένα και περισσότερο. Κάποια από αυτά µάλιστα αποκτούν ισχυρά ερείσµατα στον κόσµο της υπαίθρου. Αναφερόµαστε στους Ναπαίους, οι οποίοι µε σύνθηµα την προάσπιση της Ορθοδοξίας πέτυχαν να προσελκύσουν πολλούς οπαδούς, αλλά και στο γαλλικό κόµµα, µε το οποίο διατηρούν σχέσεις οι σηµαντικότεροι ρουµελιώτες οπλαρχηγοί.Ήταν λοιπόν ζήτηµα χρόνου να συγκλίνουν οι µεµονωµένες αντιπολιτευτικές κινήσεις των τριών πολιτικών σχηµατισµών. Από το 1841 το ρωσικό και το αγγλικό κόµµα, που τα προηγούµενα χρόνια είχαν αποτύχει να περιορίσουν τις βασιλικές παρεµβάσεις στο κυβερνητικό έργο, φαίνεται ότι συνέκλιναν προς ενιαία αντιπολιτευτική δράση. Την εξέλιξη αυτή ευνόησε ασφαλώς η προσέγγιση των κυβερνήσεων της Αγγλίας και της Ρωσίας, µετά την κρίση του Ανατολικού Ζητήµατος των χρόνων 1840-41. Εκείνο που έµενε ήταν να συσπειρωθεί µε την αντιπολίτευση και το γαλλικό κόµµα, που ύστερα από πολυετή περιθωριοποίηση (1835-41) βρισκόταν ξανά στην εξουσία, υπό την ηγεσία όµως του Χρηστίδη και όχι του I. Κωλέττη, ο οποίος βρισκόταν από το 1835 στο Παρίσι ως πρεσβευτής. Τελικά, οι εσωτερικές διαφωνίες στο κόµµα αυτό αλλά και η άρση της υποστήριξης στο Χρηστίδη από τη γαλλική πρεσβεία οδήγησαν την πλειονότητα των σηµαντικότερων στελεχών του (I. Κωλέττης, P. Παλαµήδης, Μακρυγιάννης κ.ά.) να προσχωρήσουν στην αντιπολίτευση.

Το Κίνηµα της 3ης ΣεπτεµβρίουΗ παραχώρηση συντάγµατος και η εκδίωξη των Βαυαρών ήταν τα αιτήµατα των πολιτικοκοινωνικών δυνάµεων που συσπειρώθηκαν στην αντιπολίτευση, στην οποία από τις αρχές του 1843 µετείχε η πλειονότητα των σηµαντικότερων πολιτικών προσωπικοτήτων και των τριών κοµµάτων. Και στην περίπτωση αυτή εφαρµόστηκε ο συνωµοτικός τρόπος δράσης, δηλαδή µια µορφή αντιπολίτευσης οικεία στην εσωτερική πολιτική ζωή τόσο στα χρόνια της Επανάστασης και της διακυβέρνησης από τον Καποδίστρια όσο και µετά την εγκαθίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου. Αποτέλεσµα της συνωµοτικής αυτής δράσης υπήρξε το Κίνηµα της 3ης Σεπτεµβρίου 1843, το οποίο επέφερε πολιτειακή αλλαγή στην κατεύθυνση της συνταγµατικής µοναρχίας. Οι πολιτικοί οργανωτές του κινήµατος (Α. Μεταξάς, Αν. Λόντος, Κ. Ζωγράφος, Μ. Σούτσος, Ρ. Παλαµήδης) είχαν από τον Αύγουστο προσεταιριστεί αξιωµατικούς που κατείχαν σηµαντικές θέσεις στο στρατιωτικό µηχανισµό. H συµµετοχή τους συνεπώς κατά την εκδήλωση του κινήµατος κρινόταν απαραίτητη για την επιτυχία του. Oι συνταγµατάρχες Καλλέργης (διοικητής ιππικού Αθηνών), Σκαρβέλης (διοικητής πεζικού Αθηνών) και Σπυροµήλιος (διοικητής Σχολής Ευελπίδων) ήταν εκείνοι που, σύµφωνα µε το σχέδιο, θα στασίαζαν την καθορισµένη ηµεροµηνία, θέτοντας το Παλάτι προ τετελεσµένων γεγονότων. Η αρχική ηµεροµηνία εκδήλωσης του κινήµατος είχε ορισθεί να είναι η 25η Μαρτίου 1844, ώστε να συµπίπτει µε τον εορτασµό της Επανάστασης. Έτσι, θα εµπεδωνόταν και συµβολικά ότι το κίνηµα συνιστούσε συνέχεια και ολοκλήρωση της Επανάστασης. Ωστόσο, η µη τήρηση από όλους αυστηρών συνωµοτικών κανόνων -ο ενθουσιώδης Μακρυγιάννης διέδωσε το µυστικό σε πολλούς- επέσπευσε την εκδήλωση του κινήµατος για τις αρχές Σεπτεµβρίου του 1843. Τελικά, τη νύχτα της 2ας Σεπτεµβρίου και ενώ τα ονόµατα των κινηµατιών είχαν µαθευτεί και µικροσυµπλοκές σηµειώνονταν έξω από το σπίτι του Μακρυγιάννη, ο Δ. Καλέργης δρώντας αυτοβούλως κατευθύνθηκε στους στρατώνες, ξεσήκωσε τους άντρες του και τους οδήγησε έξω από τα ανάκτορα. Την ίδια στιγµή έδωσε εντολή και άνοιξαν οι φυλακές του Μεντρεσέ. Με τον Καλλέργη ενώθηκε και ο λοχαγός του πυροβολικού Σχινάς παρότι είχε εντολή να καταστείλει το κίνηµα. Κάτω από την πίεση αυτή ο Όθωνας δέχθηκε τα αιτήµατα, που προηγουµένως είχαν ήδη λάβει και την τυπική έγκριση του Συµβουλίου της Επικρατείας. Μετά την εξέλιξη αυτή οι στρατιώτες αποχώρησαν τα ξηµερώµατα της 3ης Σεπτεµβρίου από τα ανάκτορα και επέστρεψαν στους στρατώνες, ζητωκραυγάζοντας -σύµφωνα µε τις µαρτυρίες της εποχής- υπέρ του συνταγµατικού πλέον βασιλιά.

Οι πρώτες εκλογέςΣτις 15 Σεπτεµβρίου του 1843 σχηµατίστηκε κυβέρνηση από τους πρωτεργάτες του κινήµατος της 3ης Σεπτεµβρίου. Στις 20 Νοεµβρίου ξεκίνησε τις εργασίες της η Εθνοσυνέλευση, οι οποίες διήρκεσαν έως τις 18 Μαρτίου. Δύο µέρες αργότερα δηµοσιεύθηκε στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως το πρώτο Σύνταγµα του ελληνικού κράτους. Στη συνέχεια προκηρύχθηκαν εκλογές και διορίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Αλ. Μαυροκορδάτο για να τις διεξαγάγει. Σύµφωνα µε την προκήρυξη οι εκλογές θα διαρκούσαν οκτώ ηµέρες, δεν καθοριζόταν όµως αν θα γίνονταν ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια. Έτσι, στις περισσότερες περιοχές η εκλογική διαδικασία διεξήχθη το Μάιο και τον Ιούνιο. Στην Αθήνα ωστόσο καθώς και σε πολλές επαρχίες οι εκλογές έγιναν στα τέλη Ιουλίου και στις αρχές Aυγούστου, εξαιτίας αλλεπάλληλων αναβολών. Σε ορισµένες περιοχές µάλιστα οι εκλογές έγιναν το Σεπτέµβριο.Οι πρώτες αυτές εκλογές, που κράτησαν περισσότερο από τέσσερις µήνες, σηµαδεύτηκαν από εκτεταµένη χρήση βίας, ιδίως από την πλευρά της «γαλλορωσικής» αντιπολίτευσης. Τόσο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου όσο και µεσούσης της εκλογικής διαδικασίας σηµειώθηκαν ταραχές στην Aθήνα και εξεγέρσεις στην ύπαιθρο. Σηµαντικότερη ήταν η εξέγερση στην Ακαρνανία µε υποκινητή το Θεοδωράκη Γρίβα (γόνος οικογένειας αρµατολών, οπλαρχηγός στην Επανάσταση και φιλικά προσκείµενος στον I. Κωλέττη), η οποία εκδηλώθηκε τον Απρίλιο. Ένα µήνα αργότερα ένοπλες συγκρούσεις σηµειώθηκαν στη Μάνη µεταξύ των παραδοσιακά αντιπαρατιθέµενων οικογενειών του Τζανετάκη και των Μαυροµιχαλαίων. Αυτό το αρνητικό για την κυβέρνηση κλίµα οδήγησε τον Aλ. Μαυροκορδάτο σε παραίτηση στις αρχές Αυγούστου και ενώ οι εκλογές δεν είχαν ακόµη ολοκληρωθεί. Στη θέση του Aλ. Μαυροκορδάτου τοποθετήθηκε ο I. Κωλέττης που, καταλαµβάνοντας ταυτόχρονα και το χαρτοφυλάκιο των Εσωτερικών, πέτυχε να µεθοδεύσει υπέρ του τα υπόλοιπα εκλογικά αποτελέσµατα. Ταυτόχρονα, προχώρησε σε εκτεταµένη ακύρωση αποτελεσµάτων σε περιοχές που είχαν εκλεγεί υποψήφιοι προσκείµενοι στον Aλ. Mαυροκορδάτο. Υπολογίζεται ότι µε τον τρόπο αυτό µειώθηκε κατά τα 4/5 η πραγµατική δύναµη των µαυροκορδατικών στη βουλή. Έτσι, χάρις στην εκτεταµένη νοθεία, τη χρήση βίας και την ακύρωση αποτελεσµάτων, ο I. Κωλέττης εξασφάλισε κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη νέα βουλή, θέτοντας τις βάσεις της κυριαρχίας του για την επόµενη τριετία.

Σχόλια για τις πρώτες εκλογέςΟι παρατυπίες στην εκλογική διαδικασία, η άσκηση βίας και η νόθευση των αποτελεσµάτων χαρακτηρίζουν λιγότερο ή περισσότερο έντονα κάθε φορά τις εκλογές κατά το 19ο αιώνα. Από τις πλέον χαρακτηριστικές είναι οι εκλογές του 1844. Η ιδιαιτερότητα των εκλογών αυτών πέρα από το ότι ήταν οι πρώτες έγκειται στο γεγονός ότι η «γαλλορωσική» αντιπολίτευση, υπό την ηγεσία του Ι. Kωλέττη και του Α. Μεταξά, επέδειξε µεγαλύτερη έφεση στη νόθευση των εκλογικών αποτελεσµάτων από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Aλ. Μαυροκορδάτου. Ο Νικόλαος Δραγούµης, διεισδυτικός παρατηρητής των πολιτικών πραγµάτων του νεοσύστατου βασιλείου, σχολιάζει τις πρώτες εκλογές:

Page 49: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

[...] Προέκειτο να κυρωθώσι φιλικαί εκλογαί; Ευθύς και αι δεινόταται παραβιάσεις παρεσιωπώντο ή εχαρακτηρίζοντο επουσιώδεις παρατυπίαι· και η µεν βία, η στάσις αυτή, απεκαλούντο δικαία άµυνα, η δε αδικία, η ακολασία, το ψεύδος, δικαιοσύνη, µετριότης, αλήθεια. Και αυταί αι λέξεις ήλλαξαν σηµασίαν· η µεν παραβίασης των καλπών ωνοµάσθη συστολή των σανίδων, αι δε σαπουνοκασέλαι και τα σακκούλια κάλπαι, η λύµανσις των σφραγίδων τυχαία σύντριψις, οι συµβολαιογράφοι επί της ψηφοφορίας επιτροπαί και οι απόβλητοι του λαού εκλεκτοί αυτού. Προϋτίθετο ακύρωσις εκλογής; η φυλακή του νόµου µετετρέπετο εις ασέβειαν, η διατήρησης της τάξεως εις βιαίαν επίθεσιν η επιείκια, η ειλικρίνεια, η αποχή, εις δόλον, καταφοράν, επέµβασιν. Άλλ' η ασέβεια, η βία, ο δόλος, η καταφορά, η επέµβασις υπερίσχυον µόνον όπου οι εκλεχθέντες ήσαν φίλοι του πεσόντος υπουργείου, όπου δε ήσαν αντίπαλοι, εκεί η ασέβεια, η βία, ο δόλος, η καταφορά, η επέµβασις, συνετρίβοντο κατά των βράχων της ανεξαρτησίας, της ακεραιότητος και της αρετής. Ουδέ ησθάνετο επίσης πανταχού ο λαός της Ελλάδος τα ίδια δικαιώµατα· αλλ' αδιάφθορος και ατρόµητος αυτών υπέρµαχος εν ταις επαρχίαις, ων επεκυρώθησαν αι εκλογαί, έκλινε δουλικώς τον αυχένα όπου απέβησαν υπέρ των οµοφρόνων του πρώην υπουργείου. Ο νόµος νυν µεν έπρεπε να κοιµάται, νυν δε ν' αγρυπνή, ποτέ µεν να ερµηνεύεται κατά γράµµα, ποτέ δε κατ' έννοιαν και άλλοτε να διαστρέφωνται και αι σαφέσταται, αι καθαρώταται, αι ρητόταται διατάξεις.Το παραπάνω απόσπασµα βρίσκεται στο Ν. Δραγούµης, Ιστορικαί Αναµνήσεις, τ. Β', Αθήνα, Ερµής, 1973, σ. 93.

Page 50: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Κυριαρχία Κωλέττη 1844-1847Η πρώτη αιρετή βουλή συγκροτήθηκε σε σώµα τον Iανουάριο του 1845 και ανέδειξε πρωθυπουργό τον Ι. Κωλέττη, ο οποίος σχηµάτισε κυβέρνηση µε τους συµµάχους του από το ρωσικό κόµµα. Η συµµαχία κράτησε λίγους µόλις µήνες, η κυριαρχία του Κωλέττη ωστόσο διατηρήθηκε έως το 1847, οπότε και πέθανε. Βασιζόταν δε στη διαρκή υποστήριξη του παλατιού και των Δυνάµεων -ιδίως της Γαλλίας- αλλά και σε ένα εκτεταµένο δίκτυο ισχυρών τοπικών παραγόντων, στην πλειονότητά τους στρατιωτικών από τη Ρούµελη. Η κυριαρχία αυτή ωστόσο δε στηρίχθηκε µόνο σε εξωθεσµικά ερείσµατα. Θα ήταν λάθος να υποτιµηθεί η ακτινοβολία του σε µερίδα του ελληνικού λαού, που έβλεπε στο πρόσωπό του τον κατεξοχήν θιασώτη της Μεγάλης Ιδέας, όπως και η απαράµιλλη ικανότητά του να διατηρεί ισορροπίες, διαχειριζόµενος εύστοχα τις κρίσεις και αποκλιµακώνοντας έγκαιρα τις εντάσεις. Την περίοδο 1844-47 επιτυγχάνεται για πρώτη φορά κυβερνητική σταθερότητα, που συνοδεύεται ωστόσο από θεσµική στασιµότητα. Aπό άποψη δηµόσιας ασφάλειας παρατηρείται ύφεση της ληστείας, ενώ εκλείπουν οι εξεγέρσεις. Από την άλλη, καµιά πρόοδος δε σηµειώνεται στην παραγωγή νοµοθετικού έργου. Ελάχιστα είναι τα νοµοσχέδια που κατατέθηκαν και σε αυτά είναι εµφανής η βασική µέριµνα διατήρησης ισορροπίας ανάµεσα στους δυτικού τύπου θεσµούς, στη βάση των οποίων συγκροτήθηκε το ελληνικό κράτος, και σε µια κοινωνία έντονα παραδοσιακή. Ενδεικτική είναι η διαχείριση του εκκλησιαστικού ζητήµατος από τον Ι. Κωλέττη, που στάθηκε και αφορµή της ρήξης µε τους Ναπαίους το καλοκαίρι του 1845. Στο σχετικό νοµοσχέδιο επιχειρήθηκε µεν διεύρυνση της αυτονοµίας της Εκκλησίας από τον κρατικό έλεγχο, δεν τέθηκε όµως το καίριο ζήτηµα της εξοµάλυνσης των σχέσεων µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο. Η επιδείνωση της υγείας του I. Κωλέττη στο τέλος του 1846 επανέφερε την ένταση στην πολιτική ζωή της χώρας. Στο γαλλικό κόµµα ξέσπασε πόλεµος για τη διαδοχή του ετοιµαθάνατου αρχηγού, ενώ πολλοί βουλευτές προσχώρησαν στην αντιπολίτευση, που την εποχή αυτή συγκροτούνταν από τους Ναπαίους και τον Aλ. Μαυροκορδάτο. Την ίδια εποχή παρατηρείται ανησυχητική αύξηση της παρουσίας και δράσης οµάδων ληστών ιδιαίτερα στις παραµεθόριες επαρχίες, σηµάδι της ανασφάλειας που επικρατούσε στους χώρους των ενόπλων αλλά και προάγγελος επερχόµενης κρίσης. Απέναντι στην κατάσταση αυτή η αντίδραση του I. Κωλέττη ήταν να διαλύσει τη βουλή (µε την έγκριση βέβαια του βασιλιά) στις 9 Απριλίου και να προκηρύξει εκλογές. Στις εκλογές αυτές που έγιναν το καλοκαίρι ο Κωλέττης βγήκε για µια ακόµη φορά νικητής, πέθανε όµως σύντοµα, στις 31 Αυγούστου 1847.

Αυλικές κυβερνήσεις 1847-1853Οι µεγάλες εξεγέρσεις στρατιωτικών στη Στερεά και την Πελοπόννησο κατά τα έτη 1847-48 και η διαρκώς αυξανόµενη παρουσία και εντεινόµενη δράση οµάδων ληστών, ιδιαίτερα στις παραµεθόριες επαρχίες, συνδέονται ασφαλώς -αν και όχι αιτιακά- µε το «κενό» που δηµιουργήθηκε στην εσωτερική πολιτική σκηνή µε το θάνατο του Ι. Κωλέττη. Υποδεικνύουν δε την αδυναµία των «επιγόνων» του στην άσκηση πολιτικής ισορροπιών ανάµεσα στις παραδοσιακές πολιτικές και στρατιωτικές ηγετικές οµάδες, αναγκαία συνθήκη για να διασφαλιστεί η σταθερότητα στην πολιτική ζωή και η δηµόσια ασφάλεια στις επαρχίες. Έτσι, το Σεπτέµβριο του 1847, λίγες µόνο µέρες µετά το θάνατο του Ι. Κωλέττη, δίνεται εντολή σχηµατισµού κυβέρνησης στον K. Tζαβέλλα. Σύντοµα ωστόσο θα παραιτηθεί (Mάρτιος 1848) και θα σχηµατισθεί νέα κυβέρνηση, αυτή τη φορά υπό το Γ. Κουντουριώτη. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη θα ανασχηµατισθεί τον Iούνιο του ίδιου χρόνου και τελικά θα παραιτηθεί τον Οκτώβριο. Νέα εντολή θα δοθεί στον K. Kανάρη, ο οποίος θα παραµείνει πρωθυπουργός έως το Δεκέµβριο του 1849. Στο διάστηµα αυτό θα υπάρξουν και πάλι αρκετοί ανασχηµατισµοί. Aπό το Δεκέµβριο του 1849 η πρωθυπουργία θα ανατεθεί στον Αντ. Κριεζή, ο οποίος θα διατηρηθεί στη θέση αυτή έως το Μάιο του 1854, καθώς οι εκλογές που διεξήχθησαν το Σεπτέµβριο του 1850 δεν άλλαξαν τους συσχετισµούς µεταξύ των πολιτικών δυνάµεων.Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 1847 και ως τις απαρχές του Κριµαϊκού πολέµου (1854) ο Όθωνας υπονόµευσε µε συστηµατικό τρόπο το ενδεχόµενο σχηµατισµού κυβέρνησης από τον Aλ. Mαυροκορδάτο, την πλέον συγκροτηµένη πολιτική προσωπικότητα την εποχή εκείνη. Ταυτόχρονα, ευνόησε την ανάδειξη πολιτικών που δε θα στέκονταν εµπόδιο στις βασιλικές παρεµβάσεις στο κυβερνητικό έργο. Έτσι, ύστερα από µία τριετία διακριτικής παρουσίας του στην πολιτική ζωή του τόπου (1844-47), ο Όθωνας ανέλαβε και πάλι πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η αλλαγή αυτή στη στάση του Όθωνα βρήκε απήχηση και νοµιµοποίηση σε ευρεία στρώµατα του πληθυσµού, καθώς ο βασιλιάς ενστερνίστηκε και κατάφερε να ενσαρκώσει τις µεγαλοϊδεατικές προσδοκίες της ελληνικής κοινωνίας που την εποχή εκείνη αναδεικνύονται σε πρωταρχικό της µέληµα.

Page 51: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Προς µια αλυτρωτική πολιτικήΑπό το θάνατο του Κωλέττη (1847) και ως το 1854 µετέχουν στις κυβερνήσεις πρόσωπα που πρόσκεινται στο γαλλικό και το ρωσικό κόµµα. Το αγγλικό αντίθετα θα παραµείνει εκτός εξουσίας, εξαιτίας κυρίως της επιµονής της ηγεσίας του (Αλ. Μαυροκορδάτος, Σπ. Τρικούπης) να παύσουν οι βασιλικές παρεµβάσεις στο κυβερνητικό έργο (ζήτηµα που αποτέλεσε σηµείο τριβής στην εσωτερική πολιτική σκηνή έως το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα). Η εύνοια του παλατιού προς το γαλλικό και το ρωσικό κόµµα, ιδίως προς το δεύτερο, συνδέεται ασφαλώς µε την προσέγγιση της Ελλάδας µε την «οµόδοξη» Ρωσία, προσέγγιση που θα κορυφωθεί στη διάρκεια της κρίσης του Κριµαϊκού πολέµου. Δε θα πρέπει ωστόσο να παραβλεφθεί ή υποτιµηθεί η γενικότερη φιλορωσική στάση της ελληνικής κοινωνίας, που την εποχή εκείνη φαίνεται να πιστεύει για πρώτη φορά στη δυνατότητα άµεσης πραγµατοποίησης των οραµάτων της Μεγάλης Ιδέας και συνακόλουθα προετοιµάζεται για την υλοποίηση αλυτρωτικής πολιτικής.Στο πλαίσιο της προπαρασκευής αυτής εγγράφονται η εξοµάλυνση των σχέσων µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο αλλά και η εξάπλωση θρησκόληπτων σωτηριολογικών κινηµάτων, µε χαρακτηριστικότερο εκείνο του µοναχού Παπουλάκου. Η προπαρασκευή αυτή γίνεται εµφανέστερη στην αρθρογραφία των εφηµερίδων και πολύ περισσότερο στις πολυάριθµες µυστικές εταιρείες που ιδρύονται από τα τέλη της δεκαετίας του 1840 και στις οποίες µετέχουν σηµαντικοί κρατικοί αξιωµατούχοι (στρατιωτικοί, υπουργοί). Στις εταιρείες αυτές, οι οποίες παραπέµπουν στο πρότυπο της Φιλικής Εταιρείας και δρουν υπό την ανοχή και ανεπίσηµη στήριξη της κυβέρνησης και του παλατιού, συγκροτείται ο πυρήνας των εθελοντών που στις αρχές του 1854 εισέβαλαν στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία µε κεντρικό σύνθηµα «Ελληνική Αυτοκρατορία ή Θάνατος». Ωστόσο, η έξαρση του αλυτρωτισµού και η σύµπλευση µε τη Ρωσία θα προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των άλλων Δυνάµεων και ιδίως της Αγγλίας. Το αποτέλεσµα δεν ήταν άλλο από µια σειρά αρνητικών για τη χώρα ενεργειών (επεισόδιο Πατσίφικο, αποκλεισµός ελληνικών λιµανιών στα 1850), που θα κορυφωθούν στα 1854 µε τον αποκλεισµό του Πειραιά από τον αγγλογαλλικό στόλο και την κατοχή της Αθήνας, την πτώση της κυβέρνησης Κριεζή και το σχηµατισµό του λεγόµενου Υπουργείου Κατοχής µε πρωθυπουργό τον Aλ. Mαυροκορδάτο.

Το «Υπουργείο Κατοχής»Tο Mάιο του 1854 γαλλικά πολεµικά πλοία αποβίβασαν στον Πειραιά 3.000 στρατιώτες, οι οποίοι και τον κατέλαβαν. Σύντοµα η δύναµη αυτή ενισχύθηκε µε την προσθήκη ενός αγγλικού συντάγµατος πεζικού. Tο καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς η Κατοχή επεκτάθηκε και στην περιοχή της Αθήνας (έως την πεδιάδα των Πατησιών και τις παρυφές της Πεντέλης), που την εποχή εκείνη µαστιζόταν από επιδηµία χολέρας. Το αποτέλεσµα της αγγλογαλλικής Κατοχής ήταν η επιβολή της ουδετερότητας της χώρας κατά τη διάρκεια του Kριµαϊκού πολέµου, η πτώση της κυβέρνησης Κριεζή και ο σχηµατισµός νέας κυβέρνησης, αρεστής στις Δυνάµεις, η οποία έµεινε γνωστή ως Υπουργείο Κατοχής. Πρωθυπουργός τοποθετήθηκε ο Aλ. Μαυροκορδάτος που για το σκοπό αυτό ανακλήθηκε εσπευσµένα από το Παρίσι όπου υπηρετούσε ως πρεσβευτής. Το δεύτερο ισχυρό πρόσωπο της κυβέρνησης ήταν ο Δ. Καλλέργης που τοποθετήθηκε υπουργός Στρατιωτικών.Η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου πέτυχε την επάνοδο στη χώρα των περισσότερων εθελοντών που έλαβαν µέρος στις επαναστάσεις στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, επαναφέροντας στο στράτευµα τους στρατιωτικούς που ηγήθηκαν των επαναστάσεων και αµνηστεύοντας τους ληστές που επάνδρωσαν τα ένοπλα σώµατα. Παραιτήθηκε ωστόσο το Σεπτέµβριο του 1855, εξαιτίας της απρεπούς συµπεριφοράς του Δ. Καλλέργη προς το βασιλικό ζεύγος. Για τον Aλ. Μαυροκορδάτο το επεισόδιο αυτό στάθηκε αφορµή µάλλον για να απεµπλακεί από ένα ρόλο που δεν επιθυµούσε και επιπλέον τον έφερνε σε αντίθεση µε το Παλάτι και την κοινή γνώµη. Πράγµατι, η προκλητική συµπεριφορά των αγγλογαλλικών στρατευµάτων, η έξαρση της ληστείας (µάστιζε πλέον όχι µόνο της παραµεθόριες επαρχίες αλλά και τα περίχωρα της Αθήνας), η επιδηµία της χολέρας, οι διώξεις ενάντια στον αντιπολιτευόµενο Τύπο είχαν ως αποτέλεσµα την αύξηση της δηµοτικότητας του Όθωνα, εξαιτίας κυρίως της σθεναρής του στάσης ενάντια στις κατοχικές δυνάµεις και της αντιπολιτευτικής ουσιαστικά τοποθέτησής του στις ενέργειες της κυβέρνησης. Από το Σεπτέµβριο λοιπόν του 1855 σχηµατίζεται νέα κυβέρνηση υπό το Δηµήτριο Βούλγαρη, η οποία θα διατηρηθεί στη θέση αυτή έως το Νοέµβριο του 1857. Νωρίτερα, και συγκεκριµένα το Φεβρουάριο, αποχώρησαν τα αγγλογαλλικά στρατεύµατα τερµατίζοντας έτσι την περίοδο της Κατοχής.

Αυλικές κυβερνήσεις 1857-1862Το Νοέµβριο του 1857, λίγους µόνο µήνες µετά τον τερµατισµό της αγγλογαλλικής Κατοχής, ο πρωθυπουργός Δ. Βούλγαρης παραιτήθηκε διαµαρτυρόµενος µε τον τρόπο αυτό για τις βασιλικές παρεµβάσεις στο κυβερνητικό έργο. Έκτοτε και έως την εκθρόνιση του Όθωνα (Οκτώβριος 1862) ακολούθησε µια νέα σειρά αυλικών κυβερνήσεων, στη συγκρότηση των οποίων πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραµάτισε ο ίδιος ο βασιλιάς. Έτσι, το Νοέµβριο του 1857 διόρισε πρωθυπουργό τον έως τότε υπασπιστή του Αθ. Μιαούλη. Aυτός διατηρήθηκε έως την έξαρση του αντιοθωνικού αγώνα το Μάιο του 1862, ενώ από τις αρχές της χρονιάς αυτής στα καθήκοντά του τον αναπλήρωνε -λόγω σοβαρής ασθένειας- ο Α. Κουντουριώτης. Ας σηµειωθεί ότι η κυβέρνηση Μιαούλη κέρδισε τις εκλογές που διεξήχθησαν το 1859 και το χειµώνα του 1860-61 χάρις στη βασιλική υποστήριξη και την απροκάλυπτη παρέµβαση του παλατιού στην εκλογική διαδικασία. Τελευταίος πρωθυπουργός της οθωνικής περιόδου υπήρξε ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, υπασπιστής του Όθωνα για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Η κυβέρνηση Κολοκοτρώνη σχηµατίσθηκε το Μάιο του 1862 και διατηρήθηκε έως τον Οκτώβριο, όταν ο Όθωνας, υπό το βάρος των επαναστάσεων που ξέσπασαν στην Αθήνα και σε πολλές επαρχίες, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα.Στα λίγα χρόνια που µεσολάβησαν από την περίοδο της αγγλογαλλικής Κατοχής (1854-57), εποχή κατά την οποία ο Όθωνας υπήρξε δηµοφιλής όσο ποτέ άλλοτε, έως την κατάργηση της βασιλείας του το πρωί της 11ης Oκτωβρίου 1862, η πολιτική ζωή της χώρας γνώρισε µια σηµαντική µεταβολή: το τέλος του παραδοσιακού πολιτικού κόσµου και τη σταδιακή διαµόρφωση µιας νέας γενιάς πολιτικών, η οποία συγκροτήθηκε στο πλαίσιο των πολιτικών ζυµώσεων που έλαβαν χώρα στη διάρκεια του αντιοθωνικού αγώνα (1859-62).

Page 52: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Αντιοθωνικός αγώνας 1859-1862Οι παρεµβάσεις του Όθωνα στην πολιτική ευνόησαν τη συγκρότηση από το 1859 ενός αντιπολιτευτικού ρεύµατος, που το 1862 πήρε το χαρακτήρα αντιοθωνικού κινήµατος. Σε αυτό εντάχθηκε σταδιακά η παλαιά πολιτική ηγεσία (K. Κανάρης, Δ. Βούλγαρης), νέοι πολιτικοί όπως ο Επ. Δεληγιώργης και ο Αλ. Κουµουνδούρος και πληθώρα αξιωµατικών. Οι διαδηλώσεις φοιτητών που αναστάτωσαν την πρωτεύουσα τον Mάιο του 1859 και έµειναν γνωστές ως Τα Σκιαδικά (από τα σκιάδια, τα ψάθινα καπέλα που φορούσαν) θεωρείται απαρχή της τρίχρονης αντιπολιτευτικής δράσης που ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1862 µε τον τερµατισµό της βασιλείας του Όθωνα. Οι εκλογές που διεξήχθησαν το καλοκαίρι του 1859 και το χειµώνα του 1860-61 επέτειναν την πολιτική κρίση εξαιτίας της απροκάλυπτης βασιλικής παρέµβασης υπέρ της κυβέρνησης Aθ. Mιαούλη. Ταυτόχρονα, ο Τύπος αποτέλεσε στη µεγάλη πλειοψηφία του κέντρο αντιπολιτευτικής δράσης, ενώ και οι επετειακές εκδηλώσεις για την 25η Μαρτίου το 1861 στάθηκαν µια καλή ευκαιρία αντιπολιτευτικών εκδηλώσεων σε αρκετές πόλεις. Αναβρασµός επικρατούσε και στις τάξεις του στρατού, όπου πληθώρα αξιωµατικών φυλακίσθηκαν ή εκτοπίστηκαν στο Ναύπλιο µε την κατηγορία της συνωµοσίας.Στις αρχές του 1862 λοιπόν το Ναύπλιο µετατρέπεται σε κέντρο του αντιοθωνικού αγώνα. Oι πολεµικές συγκρούσεις που σηµειώθηκαν από το Φεβρουάριο έως τα τέλη Μαρτίου στα περίχωρα και στην ίδια την πόλη του Ναυπλίου βρήκαν νικητές τους κυβερνητικούς. Σε µια προσπάθεια µάλιστα να κατασιγαστούν τα πνεύµατα, παραχωρήθηκε αµνηστεία, στην οποία όµως δε συµπεριλήφθησαν οι πρωτεργάτες των επαναστατών. Την ίδια στιγµή στην Αθήνα τέθηκε επικεφαλής της αντιπολίτευσης ο Δ. Βούλγαρης (αντί του Κ. Κανάρη), στην Πάτρα πρωτοστατούσε ο Μπενιζέλος Ρούφος και στο Μεσολόγγι ο Επ. Δεληγιώργης. Οι πλέον αποφασιστικές κινήσεις ωστόσο έγιναν από το γηραιό στρατηγό Θ. Γρίβα. Αυτός, αφού συγκέντρωσε χιλιάδες ενόπλων κατέλαβε στις αρχές Οκτωβρίου την Ακαρνανία, εξουδετερώνοντας εύκολα τις κυβερνητικές δυνάµεις και ετοιµαζόταν για πορεία προς την Αθήνα. Εκτός από την περιοχή της Ακαρνανίας στο πρώτο δεκαήµερο του Οκτωβρίου επαναστάτησαν οι σηµαντικότερες πόλεις της Δυτικής Ελλάδας (Αγρίνιο, Μεσολόγγι, Πάτρα, Ναύπακτος) και ακόµη η Κόρινθος και τα Μέγαρα. Τέλος, τη νύκτα της 10ης προς την 11η Οκτωβρίου η επανάσταση εκδηλώθηκε και στην Αθήνα, όπου επικράτησε µε χαρακτηριστική ευκολία. Το πρωί της 11ης Oκτωβρίου οι επαναστάτες διακήρυξαν την κατάργηση της βασιλείας του Όθωνα και τη συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης µε επικεφαλής τους Δ. Βούλγαρη, Κ. Κανάρη και Μπ. Ρούφο. Την εποµένη το βασιλικό ζεύγος επιβιβάστηκε στο βρετανικό ατµόπλοιο Σκύλλα και εγκατέλειψε οριστικά τη χώρα.

Το τέλος της βασιλείας του ΌθωναΤα ξηµερώµατα της 1ης Οκτωβρίου 1862 το βασιλικό ζεύγος και η συνοδεία του αναχώρησαν από τα ανάκτορα, έφτασαν στον Πειραιά και επιβιβάσθηκαν στο πλοίο Αµαλία µε το οποίο θα περιόδευαν στην ελληνική επαρχία. Σε πολλές περιοχές του κράτους οργανώνονταν εξεγέρσεις ενάντια στο πρόσωπο του βασιλιά. Αποφασίστηκε λοιπόν να πραγµατοποιηθεί βασιλική περιοδεία µε στόχο την αποκλιµάκωση της έντασης και την αναστροφή του αρνητικού για τον Όθωνα κλίµατος. Ο απόπλους του Αµαλία ωστόσο καθυστέρησε κατά µία ηµέρα. Όπως σηµειώνει ο Σπ. Μαρκεζίνης στην Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος (τ. 1, σ. 272):"Η αναχώρησις εγένετο την 2/14 Οκτωβρίου ακριβώς, διότι η Αµαλία ήτο προληπτική και εθεώρει κάθε πρώτην του µηνός ως αποφράδα, καθό συµπίπτουσαν µε την 13ην του νέου ηµερολογίου. Κατά σύµπτωσιν εν τούτοις η 2α Οκτωβρίου ήτο ηµέρα Τρίτη, αποφράς επίσης κατά τους Έλληνας!" Όπως αποδείχθηκε, η ηµέρα αυτή ήταν και η τελευταία του Όθωνα και της Αµαλίας στην Αθήνα. Το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου το επαναστατικό κίνηµα εκδηλώθηκε και στην Αθήνα και το πρωί της εποµένης εκδόθηκε ανακοίνωση µε την οποία γνωστοποιούνταν η κατάργηση της βασιλείας του Όθωνα και η ανάληψη της εξουσίας από Προσωρινή Κυβέρνηση:«Τα δεινά της πατρίδος έπαυσαν. Άπασαι αι επαρχίαι και η πρωτεύουσα συνωθείσαι µετά του στρατού έθεσαν τέρµα εις αυτά, ως πιστή δ' απόφασις του Ελληνικού Έθνους ολοκλήρου κηρύττεται και αποφασίζεται: Η Βασιλεία του Όθωνος καταργείται, η αντιβασιλεία της Αµαλίας καταργείται. Προσωρινή κυβέρνησις συνίσταται όπως κυβερνήση το κράτος µέχρι της συγκλήσεως της Εθνικής Συνελεύσεως, συγκειµένη εκ των εξής πολίτων: Δ. Βούλγαρη, Κ. Κανάρη, Β. Ρούφου. Εθνική Συνέλευσις συγκαλείται αµέσως προς σύνταξιν της πολιτείας και εκλογήν ηγεµόνος. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω η Πατρίς!»Το απόγευµα της ίδιας ηµέρας το πλοίο Αµαλία έφτασε έξω από το λιµάνι του Πειραιά και ο Όθωνας ενηµερώθηκε για τις εξελίξεις. Την εποµένη οι έκπτωτοι πλέον βασιλείς αναχώρησαν µε βρετανικό πλοίο για την Ιταλία µε τελικό προορισµό την πατρίδα του Όθωνα, το Μόναχο. Πριν από την οριστική αναχώρησή του ο πρώτος βασιλιάς του ελληνικού κράτους εξέδωσε το ακόλουθο διάγκελµα, το οποίο δηµοσιεύθηκε τις επόµενες ηµέρες σε εφηµερίδες της Κέρκυρας και της Τεργέστης:«Έλληνες! Πεπεισµένος ότι µετά τα τελευταία συµβάντα, άτινα έλαβον χώραν εις διάφορα µέρη του Βασιλείου, και ιδίως εις την πρωτεύουσαν, η περαιτέρω εν Ελλάδι διαµονή µου, κατά την στιγµήν ταύτην, ηδύνατο να φέρη τους κατοίκους αυτής εις ταραχάς αιµατηράς, και δυσκόλως να καταβληθώσιν, αποφάσισα ν' αναχωρήσω του τόπου τούτου, τον οποίο ηγάπησα και εισέτι αγαπώ, και προς την ευηµερίαν του οποίου, από τριακονταετίας σχεδόν ούτε φροντίδων ούτε κόπων εφείσθην· αποφεύγων πάσαν επίδειξιν, είχον προ οφθαλµού µόνον τ' αληθή της Ελλάδος συµφέροντα και πάσαις δυνάµεσι προσεπάθησα να προαγάγω την υλικήν και ηθικήν αυτής ανάπτυξιν, επιστήσας ιδίως την προσοχήν µου εις την αµερόλπτον της δικαιοσύνης απονοµήν. Οσάκις δ' επρόκειτο περί των κατά του προσώπου µου πολιτικών εγκληµάτων έδειξα πάντοτε µεγίστην επιείκειαν και λήθην των πεπραγµένων! Επιστρέφω εις την γην της γεννήσεώς µου, λυπούµαι αναλογιζόµενος τας συµφοράς, υφ' ων επαπειλείται η προσφιλής µοι Ελλάς εκ της νέας πλοκής των πραγµάτων, και παρακαλώ τον εύσπλαχνον Θεόν ν' απονέµη πάντοτε την χάριν του εις τας τύχας της Ελλάδος. Εξεδόθη εκ του λιµένος της Σαλαµίνας τη 12/24 Οκτωβρίου 1862.Όθων».Η προκήρυξη της Προσωρινής Κυβέρνησης και το διάγγελµα του Όθωνα στον ελληνικό λαό δηµοσιεύονται στο Επ. Κυριακίδης, Ιστορία του Σύγχρονου Ελληνισµού. 1832-1892, τ. Β', Αθήνα, εκδ. Ιγγλέση, 1892, σ. 172 και 180 αντίστοιχα.

Page 53: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Μεσοβασιλεία 1862-1863Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα η συσταθείσα Προσωρινή Κυβέρνηση διοργάνωσε εκλογές το Νοέµβριο του 1862. Στη βάση των εκλογικών αποτελεσµάτων συγκλήθηκε στις 10 Δεκεµβρίου η Β' Εθνική Συνέλευση, οι εργασίες της οποίας διήρκεσαν δύο ολόκληρα χρόνια. Τερµατίστηκαν το Νοέµβριο του 1864 µε την ολοκλήρωση του νέου συνταγµατικού χάρτη της χώρας. Εκτός από την ψήφιση του νέου συντάγµατος η Εθνική Συνέλευση χειρίστηκε το ζήτηµα της εκλογής βασιλιά καθώς και την ενσωµάτωση των Επτανήσων στην Ελλάδα, τα οποία παραχωρήθηκαν ως δώρο της Aγγλίας προς το νέο βασιλιά. Οι εξελίξεις αυτές δεν κατασίγασαν τις έριδες και τα πολιτικά πάθη. Αντίθετα, ο πολιτικός κόσµος ήταν διχασµένος σε δύο αντίπαλους πόλους: τους ορεινούς και του πεδινούς, όπως αποκλήθηκαν (κατά το γαλλικό υπόδειγµα) οι προσκείµενοι στον Κ. Κανάρη και το Δ. Βούλγαρη αντίστοιχα. Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις οδήγησαν συχνά σε κυβερνητική κρίση, όπως συνέβη στα λεγόµενα Φεβρουαριανά (1863) που στάθηκαν αφορµή για την κατάργηση της Προσωρινής Κυβέρνησης και την ανάθεση της εξουσίας στην ίδια την Εθνοσυνέλευση. Τον Ιούνιο του 1863 µάλιστα το κέντρο της Αθήνας µετατράπηκε για αρκετές µέρες σε πραγµατικό πεδίο πολέµου, καθώς διεξάγονταν ένοπλες συγκρούσεις ανάµεσα σε οπαδούς των δύο πλευρών. Στις συγκρούσεις αυτές συµµετείχαν µε τη µία ή την άλλη πλευρά στρατιωτικές µονάδες αλλά και οµάδες ληστών. Τα Ιουνιανά, όπως έµειναν γνωστά, έληξαν µε την υπογραφή ανακωχής και τη συγκρότηση νέας Προσωρινής Κυβέρνησης που ειρωνικά της δώθηκε η προσωνυµία Προσωρινή Kυβέρνηση του Oροπεδίου, εξαιτίας της σύνθεσής της από ορεινούς και πεδινούς. Η κυβέρνηση αυτή άσκησε την εκτελεστική εξουσία έως την άφιξη του Γεωργίου στην Ελλάδα.

Πολιτική αστάθεια 1865-1875Από το Μάιο του 1865, όταν διεξήχθησαν οι πρώτες εκλογές µε το νέο σύνταγµα, και έως τις εκλογές του 1875, από τις οποίες αναδείχθηκε η πρώτη κυβέρνηση στο ελληνικό κράτος που διέθετε δεδηλωµένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, µεσολάβησαν πέντε ακόµη εκλογικές αναµετρήσεις: Μάρτιος 1868, Mάιος 1869, Φεβρουάριος 1872, Ιανουάριος 1873 και Ιούνιος 1874. Tη δεκαετία αυτή η διακυβέρνηση της χώρας γνώρισε δεκαοκτώ κυβερνητικά σχήµατα (συµπεριλαµβανοµένων των κυβερνήσεων Aλ. Κουµουνδούρου και X. Τρικούπη που διεξήγαγαν τις εκλογές του 1865 και 1875 αντίστοιχα). Aπό αυτά λίγα µόνο είχαν διάρκεια ζωής µεγαλύτερη από µερικούς µήνες. Η πολιτική αστάθεια λοιπόν αποτέλεσε σταθερό χαρακτηριστικό όλης αυτής της περιόδου. Σε αυτό συνέτειναν οι διαφωνίες ως προς το χειρισµό της νέας επανάστασης στην Κρήτη (1866-69). Ωστόσο, τα βαθύτερα αίτια της πολιτικής αστάθειας βρίσκονται αλλού. Παρά τις βελτιώσεις στη λειτουργία του κοινοβουλευτισµού που εισήχθησαν µε το Σύνταγµα του 1864, οι βασιλικές παρεµβάσεις, ο διορισµός κυβερνήσεων κοινοβουλευτικής µειοψηφίας και η καταχρηστική διάλυση της Βουλής εξακολουθούσαν να αποτελούν σταθερές και επαναλαµβανόµενες όψεις του πολιτικού βίου της χώρας.Tην περίοδο αυτή πρωθυπουργικό ρόλο αναλαµβάνουν πολιτικοί όπως ο Δ. Βούλγαρης, ο Επ. Δεληγιώργης, ο Θρ. Ζαΐµης και ο Αλ. Κουµουνδούρος. O τελευταίος είναι ο βασικός πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή της χώρας έως τις αρχές της δεκαετίας του 1880 και µαζί µε το Χ. Τρικούπη θεωρούνται από τους πρώτους πολιτικούς στο ελληνικό κράτος που ενστερνίζονταν ουσιαστικά τις αρχές του κοινοβουλευτισµού.

Από τον Αλ. Κουµουνδούρο στον Χαρίλαο Τρικούπη 1875-1881H νέα όξυνση του Aνατολικού Zητήµατος θα επηρεάσει τις πολιτικές εξελίξεις και στο εσωτερικό της χώρας. H σύσταση εθνικών εταιρειών ως απάντηση στην εµφάνιση του κινήµατος του πανσλαβισµού, η έκταση της στρατιωτικής προετοιµασίας, οι νέες επαναστάσεις σε Ήπειρο, Θεσσαλία, Mακεδονία και Kρήτη και οι χρονοβόρες διαπραγµατεύσεις σχετικά µε τους όρους (π.χ. σύνορα) προσάρτησης της Θεσσαλίας στο ελληνικό βασίλειο θα αποτελέσουν συχνά αντικείµενο πολιτικής αντιπαράθεσης και διαµάχης σε αυτά τα πρώτα χρόνια κυβερνήσεων κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Tην περίοδο αυτή πρωταγωνιστής στην πολιτική ζωή της χώρας είναι αναµφισβήτητα ο Aλ. Kουµουνδούρος, νικητής των εκλογών του 1875. Έως τις εκλογές του 1881 που σήµαναν και το τέλος της πολιτικής του σταδιοδροµίας, αναδείχθηκε έξι φορές πρωθυπουργός κυβερνώντας συνολικά για περισσότερο από τέσσερα χρόνια. Tην ίδια περίοδο ως βασικός του αντίπαλος αναδεικνύεται ο X. Tρικούπης, ένας δυναµικός πολιτικός που προς το τέλος της δεκαετίας του 1870 συσπειρώνει σταδιακά γύρω από το κόµµα του, το λεγόµενο Nεωτερικό, τις διάσπαρτες αντιπολιτευόµενες τον Aλ. Kουµουνδούρο πολιτικές δυνάµεις. O Χ. Τρικούπης φαίνεται ότι πέρα από την εκτίµηση του Γεωργίου διέθετε και την υποστήριξη των ανερχόµενων κοινωνικών δυνάµεων που δραστηριοποιούνταν στο πεδίο της οικονοµίας και πριµοδοτούσαν την αναδιάρθρωση του πολιτικού πεδίου.Tην περίοδο αυτή λοιπόν τίθενται οι βάσεις για τη διαµόρφωση ενός διπολικού πολιτικού συστήµατος, το οποίο έγινε πραγµατικότητα στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Oρόσηµο των εξελίξεων αυτών στάθηκαν οι εκλογές του 1881. Nικητής αναδείχθηκε ο Χ. Tρικούπης, χάρη στην απρόβλεπτη στάση των βουλευτών της Θεσσαλίας, αντιπρόσωποι της οποίας εµφανίζονταν για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινοβούλιο. Ήταν επίσης η πρώτη φορά που ο Τρικούπης γινόταν πρωθυπουργός δίχως να στηρίζεται στη βασιλική εύνοια αλλά στην εµπιστοσύνη της πλειοψηφίας των νεοεκλεγέντων βουλευτών προς το πρόσωπό του. Ήταν όµως η τελευταία φορά που ο Aλ. Κουµουνδούρος εµφανιζόταν στην πολιτική ζωή της χώρας. Aπογοητευµένος από το εκλογικό αποτέλεσµα αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική. Πέθανε ένα περίπου χρόνο αργότερα, στις 26 Φεβρουαρίου 1883.

Διπολισµός στην πολιτική ζωή 1883-1895Mε τις εκλογές του 1881 δόθηκε στο Χ. Τρικούπη η δυνατότητα να σχηµατίσει για πρώτη φορά κυβέρνηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και να δοκιµάσει την προώθηση του µεταρρυθµιστικού του έργου. Έκτοτε και έως τις εκλογές του 1895 που σήµαναν και το τέλος της πολιτικής του διαδροµής αναδείχθηκε άλλες τρεις φορές πρωθυπουργός, κυβερνώντας συνολικά έξι περίπου χρόνια. Την περίοδο αυτή κύριο µέληµά του στάθηκε η αναδιοργάνωση της οικονοµίας και του διοικητικού µηχανισµού. Θιασώτης του αγγλικού µοντέλου ανάπτυξης, επιδίωκε µε την παρέµβασή του να µειώσει τον κρατικό έλεγχο στην οικονοµία. Υποστήριζε µάλιστα πως µόνο µέσω της οικονοµικής ανόρθωσης θα µπορούσε το ελληνικό βασίλειο να προωθήσει αποτελεσµατικά τις διεκδικήσεις του στα εδάφη της καταρρέουσας Oθωµανικής Aυτοκρατορίας. O Θ. Δηλιγιάννης αντίθετα, γύρω από τον οποίο συσπειρώθηκαν οι αντιπολιτευόµενες τον Tρικούπη δυνάµεις, προπαγάνδιζε ενάντια στην "πλουτοκρατία", υπερθεµάτιζε τον κρατικό έλεγχο στην οικονοµική ζωή και εισηγούνταν ένα διαφορετικό δρόµο ανάπτυξης. Σύµφωνα µε αυτόν, η οικονοµική ανάπτυξη θα ακολουθούσε την επέκταση του ελληνικού κράτους, µέσω της εκµετάλλευσης των περιοχών που θα ενσωµατώνονταν στην Eλλάδα.Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, ο Θ. Δηλιγιάννης επιδείκνυε µεγαλύτερη ικανότητα στο να κερδίζει τις εκλογές από το να παραµένει πρωθυπουργός. Είναι χαρακτηριστικό πως παρά τη συντριπτική του νίκη στις εκλογές του 1885, όταν εξέλεξε 184 βουλευτές έναντι 56 του Χ. Τρικούπη, έµεινε στην εξουσία µόλις για ένα χρόνο. Στο διάστηµα αυτό επέδειξε αβουλία και ανικανότητα κατά την κρίση της Ανατολικής Ρωµυλίας παρά τους πολεµικούς λεονταρισµούς του που έµειναν γνωστοί ως ένοπλος επαιτεία. Όλη αυτή την περίοδο (1882-95) ο ανταγωνισµός των δύο κοµµάτων, του Nεωτερικού του Tρικούπη και του Eθνικού του Δηλιγιάννη, δηµιούργησε πολιτική ένταση που άγγιξε τα όρια του διχασµού. Τα συλλαλητήρια, τα επεισόδια και οι συγκρούσεις των οπαδών τους εντείνονταν κατά τις προεκλογικές περιόδους, αποτελούσαν ωστόσο σταθερή πολιτική πρακτική, ιδίως από το χώρο του Θ. Δηλιγιάννη. Με την ήττα του Χ. Τρικούπη στις εκλογές του Aπριλίου του 1895, την άµεση αναχώρησή του στο Παρίσι και το θάνατό του ένα χρόνο αργότερα φάνηκε να υποχωρεί το αίτηµα του εκσυγχρονισµού της οικονοµίας και της δηµόσιας ζωής που υποστηρίχθηκε και πολεµήθηκε µε πάθος και ένταση όλη την προηγούµενη εικοσαετία. Από την άλλη, η νίκη του Θ. Δηλιγιάννη σηµατοδοτεί τη στροφή της χώρας προς την εφαρµογή µιας επεκτατικής/αλυτρωτικής πολιτικής. H εµφάνιση και γιγάντωση της Εθνικής Eταιρείας και ο καταστροφικός πόλεµος του 1897 µε την Oθωµανική Aυτοκρατορία έδειξαν και τα όρια της πολιτικής αυτής κατά το 19ο αιώνα.

Page 54: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΘεσµοίH συγκρότηση σύγχρονου, δυτικού τύπου κράτους συνοδεύεται από την εγκαθίδρυση πολιτικών θεσµών και ενός νοµικού πλαισίου που προσδιορίζουν τις σχέσεις του κράτους µε τους πολίτες και γενικά τη λειτουργία του δηµόσιου βίου της χώρας. Στο ελληνικό κράτος το έργο αυτό ανατέθηκε στην αντιβασιλεία και το αυστηρό συγκεντρωτικό µοντέλο διοίκησης που εισήγαγε αποκρυσταλλώνεται στην οργάνωση του κρατικού µηχανισµού, στην ανασυγκρότηση του στρατού και στις σχέσεις του κράτους µε την Εκκλησία.H εµπέδωση των νέων θεσµών δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς συνάντησε τις αντιστάσεις των παραδοσιακών ηγετικών οµάδων της ελληνικής κοινωνίας. O κλήρος, οι κοινοτικοί άρχοντες και οι οπλαρχηγοί είχαν κάθε λόγο να δυστροπούν στις εξελίξεις αυτές, οι οποίες έπλητταν τους όρους αναπαραγωγής της κοινωνικοπολιτικής τους δύναµης. Έκφραση της δυστροπίας αυτής υπήρξαν µια σειρά τοπικών εξεγέρσεων, ιδίως στη δεκαετία του 1830. Oι εξεγέρσεις παρά τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα κεφαλαιοποιήθηκαν πολιτικά κάτω από το σύνθηµα της διεκδίκησης συντάγµατος, κάτι που έγινε πραγµατικότητα στα 1843 ύστερα από ένα στρατιωτικό -κατά βάση- κίνηµα. Mε αυτό ήλθαν ξανά στο προσκήνιο οι παλιές ηγετικές οµάδες, δεν επανήλθαν ωστόσο και οι παλιοί όροι αναπαραγωγής της κοινωνικής και πολιτικής τους ισχύος. Έκτοτε ξεκινά ο κοινοβουλευτικός βίος της χώρας. H εγκαθίδρυση των κοινοβουλευτικών θεσµών ολοκληρώθηκε σταδιακά και αποτέλεσε κεντρικό πεδίο αντιπαράθεσης µε το παλάτι τόσο στην περίοδο της βασιλείας του Όθωνα όσο και στα χρόνια του Γεωργίου.

Η οργάνωση της ΔιοίκησηςΣτη διοικητική οργάνωση εφαρµόστηκε ένα συγκεντρωτικό σύστηµα που σε µεγάλο βαθµό θυµίζει εκείνο της καποδιστριακής περιόδου. Βασική επιδίωξη της αντιβασιλείας κατά τη συγκρότηση του κρατικού µηχανισµού γενικά και την οργάνωση της διοίκησης ειδικότερα, στάθηκε η περιθωριοποίηση των τοπικών ηγετικών οµάδων. Για το σκοπό αυτό επιχειρήθηκε η αποδυνάµωση των τοπικών κέντρων εξουσίας και ο έλεγχός τους από το κέντρο. Με διάταγµα που δηµοσιεύθηκε στις 3/15 Απριλίου 1833 στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως του Bασιλείου της Eλλάδος (το πρώτο φύλλο της οποίας κυκλοφόρησε στο Nαύπλιο στις 16/28 Φεβρουαρίου 1833), η διοίκηση οργανώθηκε σε τρία επίπεδα: νοµός, επαρχία, δήµος. Σε ολόκληρο το βασίλειο συστήθηκαν 10 νοµαρχίες, 47 επαρχίες και 280 δήµοι. Τόσο ο νοµάρχης όσο και ο έπαρχος διορίζονταν από την αντιβασιλεία, η οποία µπορούσε να τους µεταθέσει σε άλλη περιοχή ή και να τους αποπέµψει. Μάλιστα, στις θέσεις αυτές αποφεύγονταν η τοποθέτηση ντόπιων, όπως και η διατήρηση κάποιου για µεγάλο διάστηµα στην ίδια περιοχή. Με τον τρόπο αυτό επιχειρούνταν να παρεµποδιστεί η δηµιουργία στην περιφέρεια εξουσιαστικών πυρήνων σχετικά αυτόνοµων από την κεντρική διοίκηση. Τα δε νοµαρχιακά και επαρχιακά συµβούλια, όργανα στα οποία θα µπορούσε να εκφρασθεί πολιτικά η τοπική κοινωνία, δεν απέκτησαν ποτέ πραγµατική ισχύ. Αλλά ακόµη και στη βαθµίδα της τοπικής αυτοδιοίκησης, η εκλογή δηµάρχου ήταν στην πραγµατικότητα διορισµός, εξαιτίας ενός συστήµατος περιορισµένης ψηφοφορίας που ευνοούσε ασφαλώς την ανάδειξη των εκλεκτών του παλατιού.Το συγκεντρωτικό σύστηµα που θεσµοθετήθηκε, και το οποίο κατέτεινε στην αποδυνάµωση -µέσω της υπαγωγής των τοπικών διοικητικών µηχανισµών στην κεντρική εξουσία- όλων εκείνων των τοπικών δυνάµεων που θα µπορούσαν να την αµφισβητήσουν, συµπληρώνεται µε την πολυδιάσπαση της διοικητικής εξουσίας. Στο επίπεδο του νοµού η εξουσία µοιραζόταν σε οκτώ αξιωµατούχους: νοµάρχης, δικαστής (πρωτοδικείου), έφορος, δηµόσιος ταµίας, µητροπολίτης, µοίραρχος χωροφυλακής, επικεφαλής υγειονοµικής υπηρεσίας και επικεφαλής σώµατος µηχανικών. Μέσω της κατανοµής αυτής δηµιουργήθηκε πλειάδα τοπικών αρχών ανά νοµό και έτσι αποτρεπόταν η υπερσυγκέντρωση εξουσιών σε µία και µόνη θέση και επιτρεπόταν ο έλεγχος της µιας τοπικής αρχής από την άλλη. Έτσι, διευκολυνόταν η υπαγωγή τους στην κεντρική εξουσία και ευνοούνταν οι παρεµβάσεις, στην προκειµένη περίπτωση του παλατιού, στα τοπικά ζητήµατα.

Η συγκρότηση τακτικού στρατούΜία από τις πρώτες µέριµνες τις αντιβασιλείας ήταν η συγκρότηση στρατιωτικών µηχανισµών που αρµόζουν σε ένα σύγχρονο, δυτικού τύπου, κράτος. Kάτι παρόµοιο είχε επιχειρηθεί και από τον Kαποδίστρια, ο οποίος προσπάθησε να εντάξει τους άτακτους ενόπλους σε ηµιτακτικούς στρατιωτικούς σχηµατισµούς πιστούς στην κεντρική εξουσία, χωρίς ωστόσο να το πετύχει. Η αποτυχία της προσπάθειας του Καποδίστρια και γενικότερα η εµπλοκή των παραδοσιακών ενόπλων στις πολιτικές αντιπαραθέσεις οδήγησαν την αντιβασιλεία στη συγκρότηση τακτικού στρατού µε συγκεντρωτική δοµή και ελεγχόµενου αποκλειστικά από την κεντρική εξουσία. Για το σκοπό αυτό εκδόθηκαν σχετικά διατάγµατα (25 Φεβρουαρίου/9 Μαρτίου και 2/14 Μαρτίου 1833) που αφορούσαν: α) τη διάλυση και αναδιοργάνωση του σχεδόν ανύπαρκτου τακτικού στρατού β) τη διάλυση των άτακτων σχηµατισµών της επαναστατικής περιόδου γ) τη δηµιουργία δέκα ταγµάτων ακροβολιστών. Ο τακτικός στρατός θα περιλάµβανε πεζικό, ιππικό, πυροβολικό και µηχανικό. Προβλεπόταν η εισαγωγή του οπλισµού, της πολεµικής τακτικής, της ιεραρχίας και των εσωτερικών κανονισµών των ευρωπαϊκών στρατιωτικών συστηµάτων, ακόµη και της οµοιόµορφης στολής (τα λεγόµενα στενά). Το κενό τέλος που δηµιουργούνταν έως την ολοκλήρωση της συγκρότησης τακτικού στρατού θα καλυπτόταν από 3.500 στρατιώτες από τα γερµανικά κρατίδια, όπως προβλεπόταν από την ελληνοβαυαρική συνθήκη της 20ης Οκτωβρίου/1ης Νοεµβρίου 1832. Οι αλλαγές αυτές απέκλειαν ουσιαστικά χιλιάδες ατάκτων από τα στρατιωτικά σώµατα. O αριθµός των ατάκτων είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και, ανάλογα µε τις µαρτυρίες της εποχής, κυµαίνεται από πέντε έως δεκατρείς χιλιάδες. Θεωρητικά, ένα µέρος (2.000) θα µπορούσε να απορροφηθεί στα τάγµατα των ακροβολιστών, όπου διατηρούνταν αρκετά παραδοσιακά στοιχεία (ενδυµασία, τακτική, οπλισµός) µε σκοπό να γίνουν ελκυστικά στους παραδοσιακούς ενόπλους. Ωστόσο, η εισαγωγή των εσωτερικών κανονισµών του τακτικού στρατού, η εξάρτηση από την κεντρική εξουσία και οι χαµηλοί µισθοί είχαν ως αποτέλεσµα να καταταχθούν στους ακροβολιστές µόλις 35 παλαίµαχοι ένοπλοι. Η πολιτική αποκλεισµού σε συνδυασµό µε τη βίαιη διάλυση των ατάκτων από τα βαυαρικά στρατεύµατα δηµιούργησε δυσφορία στους χώρους των ενόπλων. Ένα µεγάλο µέρος από αυτούς πέρασε στις γειτονικές οθωµανικές περιοχές διεκδικώντας τα αρµατολίκια της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Aπό εκείνους που παρέµειναν στην ελληνική επικράτεια πολλοί επιδόθηκαν στη ληστεία. Σε µια προσπάθεια να µειώσει τη διαρκώς αυξανόµενη δυσαρέσκεια των ενόπλων η αντιβασιλεία προχώρησε στην ίδρυση της Χωροφυλακής και, στα επόµενα χρόνια, της Εθνοφυλακής και της Οροφυλακής, στα οποία υιοθετήθηκαν ενδυµασία, οπλισµός και πολεµικές τακτικές που θύµιζαν εκείνες των ενόπλων της προεπαναστατικής περιόδου. Στα σώµατα αυτά που οργανώνονταν µε κατά τόπους στρατολόγηση ενόπλων και τα οποία είχαν ως έργο την καταδίωξη της ληστείας και την καταστολή των τοπικού χαρακτήρα εξεγέρσεων, απορροφήθηκε σταδιακά ένα σηµαντικό κοµµάτι των παλιών αγωνιστών. Στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται και η δηµιουργία ενός κατά βάση τιµητικού σώµατος, της Φάλαγγας, στους καταλόγους της οποίας συµπεριλήφθηκαν µερικές εκατοντάδες παλαίµαχων οπλαρχηγών.

Page 55: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Το εκκλησιαστικό ζήτηµαΣτο πλαίσιο της συγκρότησης κράτους µε βάση τα δυτικά πρότυπα επιχειρήθηκε η αναδιοργάνωση της Εκκλησίας. Η ευθύνη για τη διευθέτηση του εκκλησιαστικού ζητήµατος ανατέθηκε στον Μάουρερ, καθηγητή και µέλος της αντιβασιλείας, ο οποίος στηρίχθηκε στις εισηγήσεις του αρχιµανδρίτη Θεόκλητου Φαρµακίδη. Mε βασιλικό διάταγµα που εκδόθηκε στις 23 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1833 ανακηρύχθηκε η ανεξαρτησία της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Οικουµενικό Πατριαρχείο και δηµοσιεύθηκε ο ιδρυτικός Καταστατικός της Χάρτης. Σύµφωνα µε αυτόν, η Αυτοκέφαλη Εκκλησία του Ελληνικού Βασιλείου διοικείται από την Ιερά Σύνοδο, πενταµελές όργανο στο οποίο µετέχουν κληρικοί εγκεκριµένοι από το βασιλιά. Με νεότερα διατάγµατα που εκδόθηκαν στο τέλος του 1833 και τους πρώτους µήνες του 1834 αποφασίστηκε η κατάργηση των ανδρικών µοναστηριών µε λιγότερους από έξι µοναχούς και το κλείσιµο όλων των γυναικείων (πλην τριών). Τέλος, προβλεπόταν ότι η µοναστηριακή περιουσία θα περιέλθει στο κράτος.Ο αντικανονικός τρόπος µε τον οποίο κηρύχθηκε το Αυτοκέφαλο (δεν ζητήθηκε άδεια από το Πατριαρχείο) οδήγησε σε ρήξη µε το Φανάρι. Το γεγονός αυτό δίχασε την ελληνική κοινωνία, η οποία στη συντριπτική της πλειοψηφία παρέµενε βαθιά θρησκευόµενη και εξακολουθούσε να αντιµετωπίζει τον Πατριάρχη ως κεφαλή του Γένους των Ορθοδόξων. Το κλίµα αυτό χρησιµοποιήθηκε από τους αντιπάλους του Φαρµακίδη, τον Κ. Οικονόµου και τους οπαδούς του που αµφισβητούσαν τη νοµιµότητα του χωρισµού από το Πατριαρχείο. Ωστόσο, τη διαµάχη για το εκκλησιαστικό ζήτηµα εκµεταλλεύθηκαν, για να υπονοµεύσουν το έργο της αντιβασιλείας, εκείνες οι παραδοσιακές ηγετικές οµάδες που είχαν βρεθεί εκτός εξουσίας και έβλεπαν να αποστερούνται από τα τοπικά οικονοµικά και κοινωνικοπολιτικά τους ερείσµατα. Τελικά, ύστερα από εικοσαετή διαµάχη υπερίσχυσε η άποψη του Οικονόµου. Η κυβέρνηση και η Ιερά Σύνοδος υπέβαλαν αίτηση στο Πατριαρχείο για την αναγνώριση του Αυτοκέφαλου και το όλο ζήτηµα διευθετήθηκε µε την έκδοση του Ιερού Τόµου από το Πατριαρχείο τον Αύγουστο του 1850.

Η εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισµού - Το πρώτο Σύνταγµα Παρά τις διαβεβαιώσεις που είχαν δοθεί από τις προστάτιδες Δυνάµεις στη Διακήρυξη της Διασκέψεως του Λονδίνου (14/26 Απριλίου 1832) αλλά και από το Λουδοβίκο Α' της Βαυαρίας στο πλαίσιο της Συνθήκης του Λονδίνου (25 Απριλίου/7 Μαΐου 1832) για την παραχώρηση συντάγµατος και την εγκαθίδρυση του πολιτεύµατος της συνταγµατικής µοναρχίας µε την ενηλικίωση του Όθωνα, τίποτε τέτοιο δε συνέβη. Αντίθετα, η εδραίωση της πολιτικής ισχύος της µοναρχίας επιχειρήθηκε µε την εγκαθίδρυση ενός απολυταρχικού καθεστώτος, όπου η πολιτική εξουσία βρισκόταν συγκεντρωµένη στο πρόσωπο του βασιλιά (της αντιβασιλείας αρχικά). Το σύνταγµα και η εφαρµογή του κοινοβουλευτισµού αποτέλεσαν την αιχµή του αντιπολιτευτικού δόρατος ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1840 αλλά και το όχηµα µέσω του οποίου επιχείρησαν να επανακτήσουν µέρος έστω της πολιτικής τους ισχύος οι παραδοσιακές ηγετικές οµάδες της ελληνικής κοινωνίας. Με το Κίνηµα της 3ης Σεπτεµβρίου 1843, όταν ο Όθωνας υποχρεώθηκε να παραχωρήσει σύνταγµα, σηµατοδοτείται η απαρχή της εγκαθίδρυσης του κοινοβουλευτισµού στο ελληνικό κράτος.Η κατάρτιση του πρώτου Συντάγµατος στάθηκε αντικείµενο επεξεργασίας της Εθνοσυνέλευσης που προέκυψε µετά το Κίνηµα της 3ης Σεπτέµβρη και διήρκησε από τις 8 Νοεµβρίου 1843 έως τις 18 Μαρτίου του 1844. Με τη λήξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης δηµοσιεύθηκε ο συνταγµατικός χάρτης που περιλάµβανε 107 άρθρα. Σύµφωνα µε αυτά, καταργήθηκε η απόλυτη µοναρχία και εγκαθιδρύθηκε το πολίτευµα της συνταγµατικής µοναρχίας. Καθιερώθηκε η αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Συγκεκριµένα προβλεπόταν ότι η νοµοθετική εξουσία θα ασκείται από κοινού από το βασιλιά, την ογδονταµελή αιρετή Βουλή και τη Γερουσία, που αποτελούνταν από εικοσιεπτά ισόβια µέλη διορισµένα από το βασιλιά. H Eκτελεστική εξουσία ήταν στην ευθύνη του βασιλιά και ασκούνταν από τους υπουργούς. Προβλεπόταν επίσης η διενέργεια εκλογών για την ανάδειξη νέας Βουλής και το σχηµατισµό κυβέρνησης, εκλογές που θα διεξάγονταν µε πλειοψηφικό σύστηµα δύο γύρων. Δικαίωµα ψήφου τέλος είχαν οι άντρες άνω των 25 ετών, κατά το πρότυπο των σχετικών άρθρων των συνταγµάτων της επαναστατικής περιόδου. Η διάρκεια της βουλής τέλος ορίστηκε να είναι τα τρία χρόνια.

Το Σύνταγµα του 1864Παρά την πολιτειακή µεταβολή και το σχηµατισµό βουλής µέσω της διενέργειας εκλογών, όπως ορίζονταν µε το Σύνταγµα του 1844, η λειτουργία του Κοινοβουλευτισµού στις δύο επόµενες δεκαετίες µόνο οµαλή δεν µπορεί να χαρακτηρισθεί. Ο Όθωνας εκµεταλλεύτηκε τις διατάξεις του συντάγµατος που όριζαν ότι η εκτελεστική Εξουσία ασκείται από το βασιλιά, µέσω υπουργών τους οποίους διορίζει και παύει κατά βούληση χωρίς την προηγούµενη έγκριση της βουλής. Αποτέλεσµα της πολιτικής αυτής υπήρξαν οι λεγόµενες αυλικές κυβερνήσεις. H απρόσκοπτη λειτουργία του κοινοβουλευτισµού, χωρίς βασιλικές παρεµβάσεις στο σχηµατισµό κυβέρνησης, αποτέλεσαν σηµείο ρήξης στις σχέσεις του παλατιού µε τα κόµµατα, ιδιαίτερα από τα µέσα της δεκαετίας του 1850, οπότε και αναδεικνύεται µια νέα γενιά πολιτικών µε διαφορετική πολιτική παιδεία και συµπεριφορά. Η ρήξη αυτή κορυφώθηκε µε την Επανάσταση του Οκτωβρίου του 1862, η οποία οδήγησε στην έξωση του Όθωνα και στην ενθρόνιση του Γεωργίου Α'. Η αλλαγή αυτή συνοδεύθηκε από νέα πολιτειακή µεταβολή καθώς και από καινούριο σύνταγµα.Το Σύνταγµα του 1864 είναι έργο της Εθνοσυνέλευσης που συγκροτήθηκε µετά την εκθρόνιση του Όθωνα. Ο Γεώργιος αποδέχτηκε το σχέδιο συντάγµατος, αν και λιγοστές µόνο από τις εισηγήσεις του έγιναν δεκτές. Το νέο σύνταγµα, που αποτελείται από 110 άρθρα, είναι δηλαδή εκτενέστερο εκείνου του 1844, δηµοσιεύθηκε στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως στις 17 Νοεµβρίου 1864. Σύµφωνα µε αυτό, εγκαθιδρύεται το πολίτευµα της βασιλευοµένης δηµοκρατίας. Πηγή και φορέας της πολιτικής εξουσίας αναγνωρίζεται αντί του µονάρχη το ελληνικό έθνος. Όπως σηµειώνεται στο άρθρο 21: «Άπασαι αι εξουσίαι πηγάζουν εκ του Έθνους, ενεργούνται δε καθ' ον τρόπον ορίζει το Σύνταγµα».. Σε άλλα άρθρα προβλέπεται ότι η εκτελεστική εξουσία ασκείται από το βασιλιά, ενώ η νοµοθετική εξουσία από το βασιλιά και τη βουλή (το σώµα της γερουσίας δεν επανασυστήνεται). Η βουλή απαρτίζεται από 150 -το ελάχιστο- βουλευτές που αναδεικνύονται µέσω εκλογών και διαρκεί τέσσερα χρόνια. Καθιερώνεται δε η άµεση, καθολική, µυστική ψηφοφορία και ορίζεται σαφώς ότι οι εκλογές θα διοργανώνονται ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια.

Η αρχή της δεδηλωµένηςΜε το Σύνταγµα του 1864 ο βασιλιάς διατηρούσε το δικαίωµα να διορίζει και να παύει κυβερνήσεις και υπουργούς κατά τη δική του βούληση. Οι βασιλικές παρεµβάσεις δηλαδή συνεχίστηκαν κατά την πρώτη δεκαετία του Γεωργίου, µε αποτέλεσµα το σχηµατισµό βραχύβιων κυβερνήσεων που καµιά δε διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το ζήτηµα αυτό, το οποίο ταλάνισε την πολιτική ζωή του τόπου για περισσότερα από σαράντα χρόνια, θα λυθεί οριστικά µε την αποδοχή από το Γεώργιο της αρχής της δεδηλωµένης. Αυτό έγινε στις 11 Αυγούστου 1875 µε το βασιλικό λόγο ενώπιον της νέας βουλής που είχε προκύψει από τις πρόσφατες εκλογές. Την οµιλία φέρεται να έχει συντάξει ο απερχόµενος πρωθυπουργός Χ. Τρικούπης. Είναι αυτός που µε σειρά άρθρων -µεταξύ αυτών και το περίφηµο Τις πταίει- που δηµοσιεύθηκαν το καλοκαίρι του 1874 σε αθηναϊκή εφηµερίδα, συνέβαλε αποφασιστικά στη µεταστροφή της βασιλικής στάσης. H δήλωση αποδοχής της αρχής της δεδηλωµένης αποτέλεσε για το Γεώργιο ηθική και όχι συνταγµατική δέσµευση, η οποία θα προϋπέθετε αναθεώρηση του συντάγµατος. Mε την αποδοχή της αρχής της δεδηλωµένης καθίστανται ανενεργά τα άρθρα 31 («Ο Βασιλεύς διορίζει και παύει τους Υπουργούς αυτού») και 37 («Ο Βασιλεύς...έχει το δικαίωµα να διαλύει την Βουλήν») του Συντάγµατος του 1864. Η εντολή σχηµατισµού κυβέρνησης θα δινόταν, πλέον, σε εκείνον που είχε εξασφαλίσει τη δεδηλωµένη εµπιστοσύνη της πλειοψηφίας των βουλευτών, ενώ και για τη διάλυση της βουλής απαιτούνταν και πάλι η προηγούµενη συγκατάθεση της πλειοψηφίας.Με το σχηµατισµό κυβερνήσεων που αντί της βασιλικής εύνοιας είχαν την εµπιστοσύνη της βουλής δεν έπαυαν ασφαλώς να υπάρχουν προβλήµατα. Η νόθευση των εκλογικών αποτελεσµάτων, οι έξωθεν παρεµβάσεις (π.χ. Παλάτι, Προστάτιδες Δυνάµεις, Στρατός) στο έργο των κυβερνήσεων, η προσωποκεντρική συγκρότηση των κοµµάτων, το λεγόµενο πελατειακό σύστηµα θα εξακολουθούσαν να χαρακτηρίζουν την πολιτική ζωή του τόπου δηµιουργώντας προσκόµµατα και αντινοµίες στην οµαλή κοινοβουλευτική λειτουργία. Ωστόσο, η αποδοχή της αρχής της δεδηλωµένης συνιστά ένα από τα πρώτα αποφασιστικά βήµατα προς την κατεύθυνση της εµπέδωσης των κοινοβουλευτικών θεσµών, κάτι που οριστικά έλαβε χώρα τον 20ό αιώνα.

Τα πρόσωπαH διαµόρφωση του πολιτικού πεδίου στο ελληνικό κράτος και συγκεκριµένα η συγκρότηση πολιτικών δυνάµεων µε σύγχρονους όρους υπήρξε αποτέλεσµα µακράς διαδικασίας που εκκινεί στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 και συνεχίζεται σε ολόκληρο το 19ο αιώνα. Στο διάστηµα αυτό συντελείται η διαµόρφωση των πολιτικών θεσµών και οριοθετείται η λειτουργία του πολιτικού πεδίου µε όρους που παραπέµπουν στον πολιτικό πολιτισµό της Δύσης. H εµπέδωση αυτού του πολιτικού πολιτισµού στο ελληνικό κράτος συνδέεται µε διαδικασίες περιθωριοποίησης των παραδοσιακών πολιτικών συµπεριφορών και συγκέντρωσης των πολιτικών διεργασιών στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. H συγκρότηση των πρώτων κοµµατικών σχηµατισµών που κυριαρχούν στην πολιτική ζωή έως τα µέσα της δεκαετίας του 1850, επιτρέπει την προσαρµογή των παραδοσιακών πολιτικών δυνάµεων στο πλαίσιο και τους περιορισµούς ενός σύγχρονου πολιτικού συστήµατος. Παρόµοια, η συγκρότηση στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα κοµµάτων που προσοµοιάζουν µε αυτά των δυτικών κοινωνιών (το Νεωτερικό τρικουπικό κόµµα και το Εθνικό κόµµα του Δηλιγιάννη) συνδέεται µε την ανάδειξη νέων κοινωνικών στρωµάτων που ευνοούν την ανανέωση της πολιτικής ζωης. Στο περιθώριο τέλος της πολιτικής ζωής κάνουν την εµφάνισή τους, χωρίς ωστόσο να αποκτήσουν σηµαντικό κοινωνικό έρεισµα, κάποιες φωνές δηµοκρατικού ριζοσπαστισµού (επτανήσιοι ριζοσπάστες, η λεγόµενη Νεολαία, η οµάδα των δηµοκρατών βουλευτών), οι οποίες εισάγουν στην εγχώρια πολιτική σκηνή πολιτικές και ιδεολογικές ζυµώσεις που συντελούνται στις χώρες της Δύσης.

Page 56: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η ΑντιβασιλείαΣύµφωνα µε τη Συνθήκη του Λονδίνου της 25ης Aπριλίου/7ης Μαΐου 1832 η διακυβέρνηση της χώρας έως την ενηλικίωση του Όθωνα (Ιούνιος 1835) περιερχόταν σε ειδικά συγκροτηµένο για το σκοπό αυτό όργανο, την αντιβασιλεία. Η επιλογή των τριών αντιβασιλέων, ο καθορισµός των αρµοδιοτήτων τους όπως και του τρόπου λήψεως αποφάσεων ανατέθηκαν στον Λουδοβίκο της Βαυαρίας. Ο τελευταίος, το φθινόπωρο του 1832 διόρισε τον κόµη Άρµανσµπεργκ ως πρόεδρο της αντιβασιλείας και ως µέλη τον κόµη Μάουρερ και το στρατηγό Έυδεκ. Γραµµατέας και αναπληρωµατικό µέλος τοποθετήθηκε ο βαυαρός διπλωµάτης Άµπελ, ενώ αναπληρωµατικό µέλος υπήρξε και ο Γκραίνερ. Όλοι τους υπήρξαν πρόσωπα µε πείρα στην άσκηση εξουσίας. Ο Άρµανσµπεργκ ήταν αρχηγός του συνταγµατικού κόµµατος της Βαυαρίας, γεγονός που του εξασφάλιζε την εύνοια της Αγγλίας, και είχε διατελέσει υπουργός Οικονοµικών έως το 1830. Ο Μάουρερ υπήρξε διαπρεπής νοµοµαθής. Ήταν καθηγητής Δικαίου και διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης. Ο Έυδεκ ήταν γνωστός ως επιφανής φιλέλληνας και είχε προσέλθει στις επαναστατηµένες περιοχές στα 1826 ως απεσταλµένος του Λουδοβίκου. Έλαβε µέρος µάλιστα σε ορισµένες µάχες αλλά και στους εσωτερικούς πολιτικούς ανταγωνισµούς, υποστηρίζοντας τη ρωσόφιλη πλευρά.Οι αρµοδιότητες των µελών της αντιβασιλείας ορίσθηκαν ως εξής: ο Άρµανσµπεργκ είχε τη γενικότερη εποπτεία. Ο Μάουρερ αναλάµβανε τα ζητήµατα Παιδείας, Δικαιοσύνης καθώς και το εκκλησιαστικό ζήτηµα. Ο Έυδεκ είχε την ευθύνη των στρατιωτικών και ναυτικών ζητηµάτων, ενώ στον Άµπελ ανατέθηκαν η εσωτερική διοίκηση και οι εξωτερικές υποθέσεις. Τα οικονοµικά ανατέθηκαν στον Γκραίνερ, ο οποίος θα λειτουργούσε και ως σύνδεσµος ανάµεσα στην αντιβασιλεία και τα υπουργεία. Οι αποφάσεις τέλος θα λαµβάνονταν κατά πλειοψηφία από τα τρία µέλη της αντιβασιλείας, καθώς τα αναπληρωµατικά µέλη είχαν µόνο συµβουλευτική ψήφο. Παρότι ο συλλογικός χαρακτήρας της αντιβασιλείας είχε επιλεγεί µε στόχο να αποφευχθεί η υπερσυγκέντρωση της εξουσίας σε ένα πρόσωπο, τελικά οι φιλοδοξίες, κυρίως του Άρµανσµπεργκ, δηµιούργησαν έριδες και ανταγωνισµούς. Πολύ σύντοµα, στα τέλη Ιουλίου 1834, ο Άρµανσµπεργκ πέτυχε την ανάκληση των Μάουρερ και Έυδεκ και έτσι παρέµεινε ο µαναδικός κυρίαρχος στη διακυβέρνηση του τόπου. Η µονοκρατορία του µάλιστα δε σταµάτησε ούτε µε την ενηλικίωση του Όθωνα (1835) και συνεχίσθηκε ως τον Ιανουάριο του 1837, οπότε και παύθηκε. Έκτοτε ξεκινά ουσιαστικά η απολυταρχική διακυβέρνηση της χώρας από τον Όθωνα.

Τα πρώτα κόµµατα, «αγγλικό», «γαλλικό», «ρωσικό»Τα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης του ελληνικού κράτους παγιώνονται οι πολιτικοί σχηµατισµοί που έµειναν ευρύτερα γνωστοί ως αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό κόµµα ή αλλιώς Ναπαίοι (από το όνοµα κάποιου που λεγόταν Nάπας και υπήρξε ένθερµος και γνωστός υποστηρικτής του Kαποδίστρια). Οι τρεις αυτοί σχηµατισµοί είναι η απόληξη διεργασιών και ζυµώσεων που λαµβάνουν χώρα στη διάρκεια της Επανάστασης, ιδίως την περίοδο του Καποδίστρια, και επιβιώνουν έως τα χρόνια του Κριµαϊκού πολέµου. Σε όλη αυτή την περίοδο εντάσσονται σταδιακά στα κόµµατα οι παραδοσιακές κοινωνικοπολιτικές δυνάµεις της ελληνικής κοινωνίας. Έχοντας ως µέτρο τα δυτικά πρότυπα δεν µπορούµε ασφαλώς να κάνουµε λόγο για κόµµατα αρχών. Πρόκειται µάλλον για συσσωµατώσεις απαρτιζόµενες από τοπικοσυγγενικές οµάδες και φατρίες, οι οποίες συνδέονταν µεταξύ τους µε χαλαρούς δεσµούς και συσπειρώνονταν γύρω από το πρόσωπο ενός αρχηγού ή µιας µικρής ηγετικής οµάδας. Ταυτόχρονα, καθένα από τα κόµµατα αυτά πριµοδοτούνταν από τις τρεις Μεγάλες Δυνάµεις (Aγγλία, Γαλλία και Ρωσία αντίστοιχα), γεγονός που ευθύνεται για τα ονόµατα µε τα οποία έµειναν τελικά γνωστά. Η πολιτική δύναµη ωστόσο των κοµµάτων αυτών δεν εξαρτιόταν τόσο από τις προνοµιακές σχέσεις που διατηρούσαν µε τους εν Ελλάδι εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάµεων. Πολύ περισσότερο είχε να κάνει µε την ικανότητά τους να προσεταιρίζονται οµάδες συµφερόντων, φατρίες και δίκτυα που συγκροτούνταν στη βάση των δεσµών συγγένειας και διέθεταν ισχυρά κοινωνικοπολιτικά ερείσµατα σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Η πρόσδεση των φατριών µε τα κόµµατα επιχειρούνταν µέσω ενός πολύπλοκου συστήµατος ανταλλαγών και αµοιβαίων εξυπηρετήσεων, το οποίο έχει θεµατοποιηθεί ως «σύστηµα πελατείας-προστασίας». Οι σχέσεις αυτές έδιναν τη δυνατότητα στις ηγεσίες των κοµµάτων να πριµοδοτούν και να υποθάλπουν για αντιπολιτευτικούς λόγους την ένταση σε τοπικό επίπεδο (π.χ. εξεγέρσεις, ληστεία), κεφαλαιοποιώντας οφέλη στο πεδίο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Η τακτική αυτή αφορά κυρίως το γαλλικό και το ρωσικό κόµµα. Στο πρώτο συγκεντρώνονταν ένα ευρύ φάσµα κοινωνικοπολιτικών οµάδων (ρουµελιώτες οπλαρχηγοί, ορισµένοι πελοποννήσιοι προεστοί και νησιώτες προύχοντες καθώς και πολλοί ετερόχθονες) που συσπειρώνονταν γύρω από τη χαρισµατική προσωπικότητα του Ι. Κωλέττη. Στους Ναπαίους, οι οποίοι διατηρούσαν προνοµιακή σχέση µε τη ρωσική διπλωµατική αποστολή, ηγετικές φυσιωγνωµίες υπήρξαν ο Θ. Κολοκοτρώνης και ο A. Μεταξάς και η δύναµή τους επεκτείνεται, µε πυρήνα την Πελοπόννησο, σε ολόκληρη την επικράτεια. Σε αντίθεση µε τα λεγόµενα συνταγµατικά κόµµατα, το γαλλικό και το αγγλικό, που αντιπολιτεύτηκαν κατά την πρώτη οθωνική δεκαετία (1833-43) µε βασική τους διεκδίκηση την παραχώρηση συντάγµατος, οι Ναπαίοι έριξαν το βάρος τους στην «προάσπιση της Ορθοδοξίας», γεγονός που τους προσέδωσε µεγαλύτερο λαϊκό έρεισµα. Το αγγλικό κόµµα τέλος στερούνταν τοπικών ερεισµάτων στις επαρχίες και η δύναµή του εντοπίζεται σε ένα στενό κύκλο εγγράµµατων και εξοικειωµένων σε ζητήµατα διοίκησης προσωπικοτήτων, που έθεταν το αίτηµα του θεσµικού εκσυγχρονισµού της δηµόσιας ζωής και συγκεντρώνονταν γύρω από τον Αλ. Mαυροκορδάτο.

Η ΝεολαίαH κρίση του πολιτικού συστήµατος στα τέλη της δεκαετίας του 1850, που εκδηλώθηκε κατά τα έτη 1859-62 και κορυφώθηκε µε την έξωση του Όθωνα, λειτούργησε ως πεδίο ευρύτερων ζυµώσεων, αλλαγών και ανακατατάξεων. O πολιτικός κόσµος συσπειρώθηκε σε δυο µερίδες, την αντιοθωνική αντιπολίτευση από τη µια και τους λιγοστούς υποστηρικτές του Όθωνα από την άλλη. Aυτό ήταν και το οριστικό τέλος των παρηκµασµένων ήδη από την εποχή της αγγλογαλλικής κατοχής (1854-56) παλιών πολιτικών σχηµατισµών. Στο πλαίσιο της ετερόκλητης συµµαχίας που συνιστούσε την αντιπολίτευση έκανε την εµφάνισή της και µια σχετικά συµπαγής οµάδα νέων ανθρώπων, που έµεινε γνωστή ως νεολαία. Σε αυτή πρωτοστατούσαν φοιτητές, οι οποίοι υπεραναπλήρωναν τη µικρής εµβέλειας πολιτική τους επιρροή επιδεικνύοντας δυναµισµό και αποφασιστικότητα. O λόγος τους ήταν φιλελεύθερος κι επανασταστικός, παραπέµποντας συχνά στις ευρωπαϊκές εξεγέρσεις του 1848· αυτές άλλωστε είχαν σταθεί η αφορµή για τις πρώτες εκδηλώσεις πολιτικού χαρακτήρα των νέων που σπούδαζαν στο Πανεπιστήµιο. Φοιτητές ήταν εκείνοι που πρωτοστάτησαν στα λεγόµενα Σκιαδικά στις αρχές Mαΐου 1859. Tότε, το κέντρο της Aθήνας έγινε για µερικές ηµέρες µάρτυρας διαδηλώσεων και βίαιων επεισοδίων. Tα γεγονότα αυτά θεωρούνται η πρώτη δυναµική αντικαθεστωτική εκδήλωση, η απαρχή των γεγονότων που τρία περίπου χρόνια αργότερα κατέληξαν στην έξωση του Όθωνα. Tα Σκιαδικά και γενικότερα η δυναµική αντιοθωνική τοποθέτηση της νεολαίας την έβαλε στο στόχαστρο των διωκτικών και κατασταλτικών µηχανισµών του καθεστώτος και πολλοί ήταν εκείνοι που φυλακίσθηκαν και εξορίσθηκαν. Σε όλη την περίοδο του αντιοθωνικού αγώνα το Πανεπιστήµιο εποτέλεσε ορµητήριο δράσης για τη νεολαία και εκπροσωπήθηκε µε δικούς του πληρεξουσίους στην Eθνοσυνέλευση που ακολούθησε το κίνηµα της 10ης Oκτωβρίου. Aπό το χώρο αυτό που εξέφραζε φιλελεύθερες για την εποχή ιδέες, αλλά δεν κατάφερε να συγκροτηθεί οργανωτικά και συνακόλουθα να εκφρασθεί πολιτικά σε συνθήκες πολιτικής οµαλότητας, αναδείχθηκαν προσωπικότητες όπως ο Oδ. Iάλεµος, ο Aν. Γούδας και ο Eπ. Δεληγιώργης. O τελευταίος υπήρξε ένας από τους πολιτικούς που πρωταγωνίστησαν στις πρώτες δεκαετίες της βασιλείας του Γεωργίου.

Page 57: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΡιζοσπαστισµόςTο Ριζοσπαστικό κόµµα έµεινε γνωστό για την αντίθεσή του στο καθεστώς της αγγλικής Προστασίας στα Επτάνησα και την προώθηση του αιτήµατος της Ένωσης των Επτανήσων µε το ελληνικό κράτος. Eκείνο που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι το αίτηµα της «Ένωσης» πλαισιωνόταν από σκληρή κριτική για την πολιτική κατάσταση στο ελληνικό κράτος. Στο πλαίσιο της κριτικής αυτής προβαλλόταν το ζήτηµα της κοινωνικής µεταρρύθµισης του πολιτικού συστήµατος, στην κατεύθυνση της εφαρµογής δηµοκρατικών αρχών στη διακυβέρνηση και της εγκαθίδρυσης συστήµατος κοινωνικής δικαιοσύνης. Tο Pιζοσπαστικό κόµµα, το οποίο εµφορούνταν από τα δηµοκρατικά ιδεώδη και τις αρχές της Γαλλικής Eπανάστασης, έλκει την καταγωγή του από τα δηµοκρατικά επαναστατικά κινήµατα του 1848. Στενότερες πολιτικές σχέσεις διατηρούνταν µε τους ιταλούς δηµοκρατικούς Γκαριµπάλντι και Ματσίνι προφανώς λόγω της πολιτιστικής και πνευµατικής συνάφειας αιώνων µεταξύ Ιταλών και Επτανήσιων. Kοντολογίς, το κίνηµα του επτανησιακού ριζοσπαστισµού είναι παράγωγο των ευρύτερων πολιτικών ζυµώσεων που λαµβάνουν χώρα στην ευρωπαϊκή ήπειρο στα µέσα του 19ου αιώνα και συνιστά πολιτική έκφραση των ανερχόµενων στα νησιά του Iονίου αστικών στρωµάτων. Tο Ριζοσπαστικό κόµµα δεν είχε συγκεντρωτική οργανωτική δοµή. Ήταν περισσότερο η απόληξη, η κεντρική έκφραση πολιτικών οµίλων και εφηµερίδων. Aναπόφευκτα λοιπόν το κίνηµα του ριζοσπαστισµού στα Επτάνησα εµφανίζει διάφορες τάσεις, λιγότερο ή περισσότερο επαναστατικές, που από το 1859 φαίνεται να µορφοποιούνται στους ενωτιστές και τους αληθείς ή καθαρούς ριζοσπάστες. Oι πρώτοι έθεταν σε προτεραιότητα το ζήτηµα της «Ένωσης» έναντι των κοινωνικοπολιτικών αιτηµάτων, ενώ οι δεύτεροι θεωρούσαν ότι µόνο µέσω της κοινωνικής µεταρρύθµισης θα επέλθει πλήρης εθνική αποκατάσταση. Tις ιδέες τους αυτές τις δοκίµασαν µάλιστα κατά τη διάρκεια του αντιοθωνικού αγώνα (1859-62). Διατηρώντας επαφές µε τους πρωτεργάτες του κινήµατος, επιδίωκαν να προσδώσουν σε αυτό δηµοκρατικό και αντιµοναρχικό χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο αποτελέσµατα. H «Ένωση» των Επτανήσων µε το ελληνικό βασίλειο θα οδηγήσει σε παρακµή το ριζοσπαστικό κίνηµα. Oι ενωτικοί θα αφοµοιωθούν γρήγορα στους µηχανισµούς ενός κράτους που εµφορούνταν από το αίτηµα της «εθνικής αποκατάστασης», προσδίδοντάς του ωστόσο τελείως διαφορετικό κοινωνικοπολιτικό περιεχόµενο. Όσο για το αίτηµα της κοινωνικής αλλαγής που ετίθετο από την πλευρά των αληθών ριζοσπαστών δεν µπόρεσε να αποκτήσει ισχυρές ρίζες σε ένα κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον χαρακτηριστικά διαφορετικό από αυτό των Επτανήσων.

Οι πρώτοι δηµοκρατικοίΣε αντίθεση µε τα Eπτάνησα, όπου οι ριζοσπαστικές δηµοκρατικές αρχές βρήκαν γόνιµο έδαφος ανάπτυξης και έτυχαν ικανοποιητικής απήχησης, στο ελληνικό κράτος δεν υπήρξαν ανάλογες εξελίξεις. Oι ριζοσπάστες ενσωµατώθηκαν πολύ γρήγορα, ιδίως στο κόµµα του Tρικούπη, ενώ εγχώριες φωνές κοινωνικής κριτικής ακούστηκαν µόνο στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, χωρίς ωστόσο να αποκτήσουν την εποχή εκείνη πολιτικά υπολογίσιµα κοινωνικά ερείσµατα. Παρόλα αυτά, στη Bουλή που προέκυψε από τις εκλογές του 1881 κάνει την εµφάνισή της µια ολιγάριθµη αλλά στοιχειωδώς συγκροτηµένη οµάδα δηµοκρατικών βουλευτών. Tην ίδια περίπου εποχή κυκλοφορεί η εφηµερίδα Pαµπαγάς µε εκδότη τον Kλεάνθη Tριανταφύλλου, η οποία εµφορούνταν επίσης από τις δηµοκρατικές αρχές.Tην οµάδα των δηµοκρατικών βουλευτών αποτελούσαν ο T. Φιλήµονας, ο A. Πετσάλης, ο Γ. Mαυροµάρας, ο Γ. Φιλάρετος και ο A. Pηγόπουλος. Hγετική της φυσιογνωµία υπήρξε ο Pόκος Xοϊδάς. Kεφαλλονίτης στην καταγωγή, γεννηµένος ωστόσο στο Nαύπλιο, υπήρξε γιος του ιερολοχίτη και αγωνιστή της Eπανάστασης Δηµήτριου Xοϊδά. Σπούδασε Nοµικά στην Aθήνα και στη συνέχεια στην Iταλία, όπου ήρθε σε επαφή µε τις ριζοσπαστικές και δηµοκρατικές ιδέες που ανατπύχθηκαν στην Eυρώπη στα µέσα του 19ου αιώνα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1850 έλαβε µέρος στο αντι-οθωνικό κίνηµα. Eργάσθηκε αρχικά ως δικηγόρος και στη συνέχεια ως εισαγγελέας, θέση από την οποία παραιτήθηκε το 1874 καταγγέλοντας το σύστηµα απονοµής δικαιοσύνης του ελληνικού κράτους. Tην επόµενη χρονιά εκλέχθηκε ανεξάρτητος βουλευτής Kεφαλλονιάς. Eπανεξελέγη βουλευτής στις εκλογές του 1877, 1881, 1883 και 1885. Έγινε ευρύτερα γνωστός για το δυναµικό αντιµοναρχικό του αγώνα και την προπαγάνδιση του πολιτεύµατος της αβασίλευτης δηµοκρατίας. Oι ιδέες του αυτές προκάλεσαν τη δικαστική δίωξη, καταδίκη και φυλάκισή του το 1889. O θάνατός του το 1890 στη φυλακή έρχεται σε µια εποχή υποχώρησης των ριζοσπαστικών δηµοκρατικών αιτηµάτων από το πολιτικό προσκήνιο. Tο αίτηµα της δηµοκρατικής κοινωνικής µεταρρύθµισης θα τεθεί στο ελληνικό κράτος µε συστηµατικό τρόπο µόνο στις αρχές του 20ου αιώνα, µε την εµφάνιση των Kοινωνιολόγων του Aλ. Παπαναστασίου.

Το Νεωτερικό κόµµα του Χ. ΤρικούπηTα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου η πολιτική ζωή της χώρας δε διέφερε σηµαντικά από την προηγούµενη οθωνική περίοδο. O νέος συνταγµατικός χάρτης του 1864 κινούνταν βέβαια προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισµού του πολιτικού συστήµατος. Oι βασιλικές παρεµβάσεις ωστόσο παρέµεναν αµείωτες και οι αυλικές κυβερνήσεις διαδέχονταν η µία την άλλη. H διάλυση των παλαιών πολιτικών σχηµατισµών εξάλλου δεν οδήγησε στη δηµιουργία σύγχρονων κοµµατικών φορέων συγκροτηµένων στη βάση ρητών και σταθερών αρχών. Έως και τη δεκαετία του 1870 εξακολουθούσαν να κυριαρχούν χαλαροί κοµµατικοί σχηµατισµοί, δίχως αρχές και συγκεκριµένο σχέδιο διακυβέρνησης, που οργανώνονταν γύρω από το πρόσωπο ενός περισσότερο ή λιγότερο χαρισµατικού αρχηγού. H κατάσταση αυτή άρχισε να διαφοροποιείται µε τη δυναµική παρέµβαση του X. Tρικούπη στην πολιτική ζωή της χώρας. Θιασώτης του αγγλικού δικοµµατικού κοινοβουλευτικού συστήµατος δηµιούργησε στα 1873 το Nεωτερικό κόµµα, έχοντας ως πρότυπο τα κόµµατα αρχών της δυτικών κοινωνιών.Tο Nεωτερικό κόµµα εµφορούνταν από τις αρχές του εκσυγχρονισµού, του εξευρωπαϊσµού δηλαδή της πολιτικής, της κοινωνικής και της οικονοµικής ζωής. Συγκεκριµένα, έθετε ως προτεραιότητα την ανάπτυξη της ιδιωτικής σφαίρας και τον συνακόλουθο περιορισµό της κρατικής παρέµβασης στην οικονοµία. Tο πολιτικό αυτό πρόγραµµα υποστηρίχθηκε από τα νεοεµφανιζόµενα στο ελληνικό κράτος αστικά στρώµατα, τους επιχειρηµατικούς κύκλους των Ελλήνων της Διασποράς και δυτικοευρωπαίους επενδυτές που την εποχή εκείνη αναζητούσαν νέα πεδία δραστηριοτήτων εξαιτίας της µεγάλης ύφεσης των ευρωπαϊκών οικονοµιών. Tο πρόγραµµα του Tρικούπη λοιπόν εισήγαγε στο ελληνικό κράτος µε συστηµατικό τρόπο τις ιδέες και τις αρχές του αγγλικού ιδίως φιλελευθερισµού. Tο πρόγραµµα αυτό ωστόσο δεν αρκεί για να αποδώσουµε στο Nεωτερικό κόµµα το χαρακτηρισµό του σύγχρονου κόµµατος. H απουσία τυπικών διαδικασιών και εσωκοµµατικών οργάνων µε αρµοδιότητα το σχεδιασµό πολιτικής και τη λήψη αποφάσεων προσέδιδε και στο κόµµα αυτό χαρακτηριστικά προσωποπαγή και αρχηγοκεντρικά. Συνεπώς, θα ήταν ίσως ακριβέστερο αν χαρακτηρίζαµε το Nεωτερικό κόµµα ως «µεταβατικό». Aυτό σηµαίνει ότι περισσότερο θέτει το αίτηµα του εκσυγχρονισµού των κοµµατικών σχηµατισµών παρά εγκαινιάζει µε την παρουσία και τη δράση του νέους θεσµούς και διαδικασίες.

Page 58: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Το Εθνικό κόµµα του Θ. ΔηλιγιάννηΘιασώτης του αγγλικού δικοµµατικού κοινοβουλευτικού συστήµατος, ο X. Tρικούπης υποστήριζε τη συσπείρωση των πολιτικών δυνάµεων σε δύο κοµµατικούς σχηµατισµούς που θα λειτουργούσαν µεν ανταγωνιστικά όσον αφορά τη διακυβέρνηση της χώρας, συµπληρωµατικά δε ως προς την οικοδόµηση ενός σύγχρονου κοινοβουλευτικού συστήµατος. H νίκη του στις εκλογές του 1881, όταν για πρώτη φορά σχηµάτισε κυβέρνηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, πριµοδότησε ευρύτερες διαδικασίες αναδιάταξης του πολιτικού πεδίου. Iδίως στους χώρους της αντιπολίτευσης που παρέµενε ακέφαλη και κατακερµατισµένη µετά την ήττα του Aλ. Kουµουνδούρου, την αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική και το θάνατό του στο Παρίσι στις αρχές του 1883. Aπό τους τελευταίους µήνες του 1883 λοιπόν η αντιπολίτευση συσπειρώνεται γύρω από το Θ. Δηλιγιάννη και το Eθνικό κόµµα. Tο Eθνικό κόµµα υποστηρίχθηκε από ένα ευρύ κοινωνικό φάσµα που δυσφορούσε για το µεταρρυθµιστικό πρόγραµµα του Χ. Tρικούπη, καθώς πλήττονταν άµεσα από αυτό. H κατεξοχήν κοινωνική βάση του κόµµατος ήταν τα µικροαστικά στρώµατα. Όλοι εκείνοι δηλαδή που συνέδεαν την οικονοµική τους ευηµερία και την κοινωνική τους ανάδειξη µε τον έλεγχο της ιδιωτικής σφαίρας (οικονοµία) από το κράτος, την πολιτική εξουσία. Ο Θ. Δηλιγιάννη αντέτασσε στον αγγλικό φιλελευθερισµό του Tρικούπη µια διαφορετική προοπτική που σε πολλά θυµίζει το γερµανικό αναπτυξιακό υπόδειγµα. Πρόκειται για ένα διαφορετικού τύπου εκσυγχρονισµό, στο πλαίσιο του οποίου απαιτείται ένα ισχυρό κράτος, όχι για να υπηρετεί την οικονοµία αλλά για να θέτει αυτήν στην υπηρεσία του έθνους και της πολιτικά συντεταγµένης έκφρασής του. Tο Eθνικό κόµµα εµφανίζει αδυναµίες στο επίπεδο της εσωκοµµατικής οργάνωσης και λειτουργίας, παρόµοιες µε εκείνες που εντοπίζονται και στο τρικουπικό Nεωτερικό κόµµα. Oι οµοιότητες ωστόσο περιορίζονται εδώ. O δυναµισµός του Θ. Δηλιγιάννη και η επιλογή της άσκησης σκληρής αντιπολίτευσης µε κάθε µέσο εντός και εκτός κοινοβουλίου διέψευσαν τελικά τις προβλέψεις του Τρικούπη για τις αρετές του δικοµµατικού συστήµατος.

Page 59: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Πολιτικός λόγοςΟ σηµαντικότερος παράγοντας διαµόρφωσης του πολιτικού λόγου στο ελληνικό κράτος σε ολόκληρο το 19ο αιώνα ήταν η Mεγάλη Iδέα. Άλλοτε ως κεντρικό σηµείο αναφοράς και άλλοτε ως συνθήκη νοµιµοποίησης της µιας ή της άλλης πολιτικής, η Mεγάλη Iδέα διαπερνούσε το σύνολο των κοινωνικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων. H καταγραφή της εξάλλου στο πολιτικό λεξιλόγιο ανάγεται στα 1844, όταν ο Iωάννης Kωλέττης επικαλέστηκε την ενοποιητικής της διάσταση στο πλαίσιο της διαµάχης µεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων.H εξωελλαδική προοπτική του ελληνικού κράτους λοιπόν καθίσταται βασική παράµετρος όχι µόνο στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής αλλά συνολικά στον πολιτικό βίο της χώρας. Tο δίληµµα ανάµεσα στην άµεση εφαρµογή επεκτατικής πολιτικής ή στην προτεραιότητα της οικονοµικής και διοικητικής ανασυγκρότησης, που θα καταστούσε εφικτή την επέκταση του ελληνικού βασιλείου, τοποθετείται στο κέντρο της πολιτικής διαπάλης µετά την περίοδο του Kριµαϊκού πολέµου και ιδίως στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Eίναι η εποχή που η πολιτική ζωή σηµαδεύεται από την έντονη αντιπαράθεση ανάµεσα στο Xαρίλαο Tρικούπη και το Θεόδωρο Δηλιγιάννη, πολιτικούς που -στο όνοµα πάντοτε της εκπλήρωσης της Μεγάλης Ιδέας- πρέσβευαν τις δύο διαφορετικές προοπτικές για το ελληνικό κράτος.

Page 60: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Αυτόχθονες και ετερόχθονεςΣτο Ναύπλιο, στα 1836, εκδόθηκε το θεατρικό έργο Η Βαβυλωνία του Δ. Χατζηασλάνη ή Βυζάντιου. Το έργο, το οποίο γνώρισε µεγάλη επιτυχία σε όλο το 19ο αιώνα, είναι σατιρική αναπαράσταση της πανσπερµίας ανθρώπων από διαφορετικές περιοχές που συνέρρευσαν στο ελληνικό κράτος. Ηπειρώτες, νησιώτες, Θεσσαλοί, Επτανήσιοι, Κρήτες, ένοπλοι, λόγιοι, Φαναριώτες, άλλοι ως πρόσφυγες από τις περιοχές που δεν επικράτησε η Επανάσταση, άλλοι ως εθελοντές στα ένοπλα σώµατα και άλλοι στη στελέχωση των µηχανισµών της Διοίκησης βρέθηκαν τη δεκαετία του 1820 στις επαναστατηµένες περιοχές. Oι περισσότεροι παρέµειναν σε αυτές και µετά τη δηµιουργία του ελληνικού κράτους. Είναι οι ετερόχθονες ή αλλιώς ξενοµερίτες, τουρκοµερίτες, φραγκολεβαντίνοι, όπως τους αποκαλούσαν οι αυτόχθονες, δηλαδή οι ντόπιοι κάτοικοι των περιοχών που συµπεριλήφθηκαν εντός των ορίων του νεοσύστατου βασιλείου.Καθώς πολλοί από τους ετερόχθονες (π.χ. Φαναριώτες, Επτανήσιοι) ήταν εγγράµµατοι και συνακόλουθα διέθεταν τις γνώσεις και τις δεξιότητες που απαιτούνται για τη στελέχωση του κρατικού µηχανισµού και τη λειτουργία µιας στοιχειώδους γραφειοκρατίας, προτιµήθηκαν για τις θέσεις αυτές από την αντιβασιλεία και τον Όθωνα. Δε θα ήταν υπερβολή να τονίσουµε ότι τη δεκαετία 1833-43 οι νεήλυδες αυτοί κατέλαβαν τις σηµαντικότερες συνήθως θέσεις της πολιτικής, διοικητικής και εκπαιδευτικής ιεραρχίας. Σε αυτό βέβαια δε συνέτειναν µόνο οι γνώσεις και η πείρα τους σε ζητήµατα γραφειοκρατίας. Η πριµοδότηση των ετεροχθόνων συνδέεται άµεσα και µε την πολιτική αποκλεισµού από θέσεις και αξιώµατα που εφάρµοσε η αντιβασιλεία και ο Όθωνας ενάντια στις παραδοσιακές ηγετικές οµάδες των απελευθερωµένων περιοχών, µε στόχο την πολιτική τους αποδυνάµωση. Οι ετερόχθονες από την άλλη, ως µη έχοντες τοπικά πολιτικοκοινωνικά στηρίγµατα, για να παραµείνουν στις θέσεις τους, θα έπρεπε να επιβεβαιώνουν την εύνοια του παλατιού. Έτσι όµως διαµορφώθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες, ώστε η δυσαρέσκεια που εµφανίζεται στις παραδοσιακές πολιτικοκοινωνικές ελίτ και χαρακτηρίζει το αντιπολιτευτικό κλίµα αυτής της περιόδου να βρίσκει συχνά διέξοδο, στρεφόµενη εναντίον των ετεροχθόνων, τους οποίους µια ακραία αυτοχθονική λογική ταυτίζει µε το ξενικόν καθεστώς, τη Βαυαροκρατία, την Καµαρίλα.

Η διαµάχη αυτοχθόνων - ετεροχθόνωνH αντίθεση ανάµεσα στους αυτόχθονες και τους ετερόχθονες χρονολογείται από τα χρόνια της Επανάστασης, ενώ εντείνεται ολοένα και περισσότερο κατά τη δεκαετία 1833-43, γεγονός που συνδέεται µε την κατάληψη θέσεων και αξιωµάτων στο νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο. Η αφορµή για να ξεσπάσει ανοιχτά ως διαµάχη δόθηκε στη διάρκεια των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης του 1844 και συγκεκριµένα στο πλαίσιο της συζήτησης για το 3ο άρθρο του υπό διαµόρφωση συντάγµατος. Το άρθρο αυτό αφορούσε τυπικά τον καθορισµό των ιδιοτήτων του έλληνα πολίτη, η συζήτηση ωστόσο επικεντρώθηκε στα προσόντα του δηµόσιου υπαλλήλου και περιστράφηκε στον προσδιορισµό των χρονικών και γεωγραφικών ορίων του Αγώνα. Με τον τρόπο αυτό επιχειρήθηκε ο αποκλεισµός των ετεροχθόνων που συνέρρευσαν στις επαναστατηµένες περιοχές µετά την εκλογή του Καποδίστρια και συνακόλουθα δε διέθεταν «το προσόν» του αγωνιστή. Αντίθετα, θεωρήθηκε δεδοµένη η συµµετοχή των αυτοχθόνων στην Επανάσταση.Η συζήτηση και το περιβόητο Β' Ψήφισµα της Εθνοσυνέλευσης, µε το οποίο επιτεύχθηκε η εκκαθάριση της κρατικής µηχανής από µερικές δεκάδες ετεροχθόνων, εκείνων που δεν ανταποκρίνονταν στις προδιαγραφές του έλληνα πολίτη, θεωρήθηκε από τους µεταγενέστερους «µαύρη σελίδα» στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Η νίκη ωστόσο του αυτοχθονισµού περιορίστηκε στη σχετική ψηφοφορία. Στην πραγµατικότητα, η εκδοχή της «µικρής Ελλάδας», «το µικροσκοπικόν βασίλειον των αυτοχθονιζόντων» ηττήθηκε στην προοπτική της πολιτικής και γεωγραφικής ενοποίησης του Ελληνισµού, στο πρόταγµα της Μεγάλης Ιδέας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος αυτός γεννιέται για τις ανάγκες της παραπάνω συζήτησης, κατά την περίφηµη αγόρευση ενός προβεβληµένου ετερόχθονα, του Ιωάννη Κωλέττη, στις 14 Ιανουαρίου 1844. Η επιτυχία του ηπειρώτη πολιτικού ήταν ότι στο πλαίσιο µιας κατεξοχήν διχαστικής συζήτησης πέτυχε να ανακαλέσει όλα εκείνα τα ενοποιητικά οραµατικά στοιχεία που συνέδεαν τους ελληνικούς πληθυσµούς εντός και εκτός του ελληνικού κράτους.

Για το ζήτηµα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνωνH διαµάχη αυτοχθόνων και ετεροχθόνων εκδηλώθηκε στη διάρκεια των εργασιών της Eθνοσυνέλευσης του 1844 πυροδοτώντας τις συζητήσεις µε ένταση και πάθος. Στις 14 Ιανουαρίου έλαβε το λόγο ο Ι. Κωλέττης. O ηπειρώτης πολιτικός σε µια οµιλία-σταθµό για την πολιτική ιστορία του ελληνικού κράτους αντιπαρέταξε στη διχαστική αυτοχθονική επιχειρηµατολογία την ενοποιητική για τον Eλληνισµό προοπτική της Mεγάλης Iδέας: [...]«Φρίττω, ενθυµούµενος την ηµέραν εκείνην καθ' ην εδώκαµεν τον υπέρ της ελευθερίας της πατρίδος όρκον, καθ' ην ωρκίσθηµεν τα πάντα, και αυτήν την ζωήν µας να προσφέρωµεν εις τον βωµό της πατρίδος. Πόσον πρέπει να συναισθανθώµεν το βάρος του όρκου τούτου κατά την περίστασιν ταύτην, καθ' ην συνήλθοµεν ίνα συντάξωµεν το σύνταγµα, το ευαγγέλιον τούτο της πολιτικής ηµών υπάρξεως. Διά την γεωγραφικήν αυτής θέσιν η Ελλάς είναι το κέντρο της Ευρώπης. Ισταµένη και έχουσα εκ µεν δεξιών την Ανατολήν, εξ αριστερών δε την Δύσιν προώρισται να φωτίση δια της αναγεννήσεως αυτής την Ανατολήν ως δια της πτώσεως αυτής εφώτισε την Δύσιν. Εν τω πνεύµατι του όρκου τούτου και της µεγάλης ταύτης ιδέας είδον πάντοτε τους πληρεξουσίους του Έθνους να συνέρχωνται διά να αποφασίσωσιν ουχί πλέον περί της τύχης της Ελλάδος, αλλ' όλοκλήρου του Ελληνικού έθνους. Πόσον επεθύµουν να ήσαν παρόντες σήµερον οι Γερµανοί, οι Zαΐµαι, οι Kολοκοτρώναι, οι των άλλοτε εθνικών συνελέυσεων πληρεξούσιοι και αυτοί οι δραξάµενοι τα όπλα έτι επί τω γενικώ τούτω σκοπώ διά να συνοµολογήσωσι µετ' εµού πόσον εµακρύνθηµεν της µεγάλης εκείνης και ευρυτάτης της πατρίδος ιδέας, την οποίαν εις αυτό του Pήγα το τραγούδι είδοµεν κατά πρώτον εκπεφρασµένην. Eν ενί και µόνω τότε πνεύµατι ηνωµένοι, ηδελφωµένοι διά του ιερού εκείνου όρκου, όσοι είχοµεν το επώνυµον Έλληνες εκερδήσαµεν µέρος του όλου σκοπού· νυν δε ενασχολούµεθα εις µαταίας διακρίσεις Eλλήνων και Eλλήνων, χριστιανών και χριστιανών, ηµείς, οίτινες φέροντες εις την µία χείρα την σηµαίαν της θρησκείας, και εις την άλλην την της ελευθερίας εκοπιάσαµεν επί πολυετίαν διά την απελευθέρωσιν όλων εν γένει των οµοδόξων χριστιανών [...]»Η νίκη του αυτοχθονισµού αποτυπώνεται (και περιορίζεται) στο περίφηµο δεύτερο ψήφισµα της Eθνοσυνέλευσης. Σε αυτό καθορίζονται τα χαρακτηριστικά των δηµόσιων υπαλλήλων, µέσω των οποίων επιχειρήθηκε ο αποκλεισµός µέρους των ετεροχθόνων από το δηµόσιο βίο. Tο ψήφισµα που τελικά εγκρίθηκε θεωρείται ένα από τα πλέον ήπια που προτάθηκαν από την πλευρά των αυτοχθόνων. Σε αυτό συνέτεινε ο ετερόχθων Aλ. Μαυροκορδάτος, που ως πρόεδρος της συνεδρίασης επέλεξε να θέσει σε ψηφοφορία το συγκεκριµένο σχέδιο ψηφίσµατος από τα πολλά που είχαν κατατεθεί:Ψήφισµα Β'. Η της 3 Σεπτεµβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων ΣυνέλευσιςΗ Κυβέρνησις οφείλει αµέσως µετά την δηµοσίευσιν του Συντάγµατος να σχηµατίση το προσωπικόν της δηµόσιας υπηρεσίας διορίζουσα εκ των υπαγοµένων εις τας εξής κατηγορίας.α) Τους αυτόχθονας κατοίκους της Ελληνικής Επικρατείας και τους µέχρι τέλους του 1827 αγωνισθέντες εν αυτή, ή ελθόντας και διαµείναντας µέχρι του αυτού έτους· προς δε και τους λαβόντας στρατιωτικώς και αποδεδειγµένως µέρος και εις τας µετά ταύτα, ήτοι µέχρι του 1829 κατά ξηράν και θάλασσαν γενοµένας κατά των εχθρών µάχας.β) Τους µεταναστεύσαντας κατοίκους και τους αγωνιστάς των µερών της Στερεάς και των νήσων, των λαβόντων τα όπλα εις τον υπέρ Ανεξαρτησίας Αγώνα, ελθόντας µέχρι του 1837, και εγκατασταθέντας οικογενειακώς εις ένα των δήµων του Βασιλείου· και τα τέκνα όλων των εις τας ανωτέρω κατηγορίας υπαγοµένων.γ) Τους µη εµπεριλαµβανοµένους εις τους ανωτέρω δύο παραγράφους η κυβέρνησις οφείλει να µη διατηρήση, ουδέ να διορίση εις τας δηµόσιας υπηρεσίας, ειµή τους µεν ελθόντας και εγκατασταθέντας εις την Ελλάδα µετά το τέλος του 1827 µέχρι τέλους του 1832 µετά δύο έτη από της δηµοσιεύσεως του Συντάγµατος· τους δε µετά το τέλος του 1832 µέχρι τέλους του 1837 µετά τρία έτη, και τους µετά το τέλος του 1837 µέχρι τέλους του 1843 µετά τέσσαρα έτη.Δεν υπάγονται εις τας ανωτέρω κατηγορίας γενικώς ο στρατός της ξηράς και της θαλάσσης, οι εκτός του κράτους διοριζόµενοι εις διερµηνευτικάς και προξενικάς θέσεις, τας οποίας ο του αγώνος Έλλην δεν δύναται ν' αναπληρώση, και οι καθηγηταί και διδάσκαλοι των εκπαιδευτικών καταστηµάτων και των ωραίων τεχνών ως προς τας ειδικάς θέσεις των.Β'. Το παρόν ψήφισµα ισχύει ως εάν ήτο καταχωρηµένον αυτολεξεί εις το Σύνταγµα, και η παράβασις αυτού εκ µέρους του υπουργείου θεωρείται ως παράβασις των όρων του Συντάγµατος.Ολόκληρη η οµιλία του Ι. Κωλέττη, όπως και το Β' Ψήφισµα της Εθνοσυνέλευσης δηµοσιεύονται στο Επ. Κυριακίδης, Ιστορία του σύγχρονου ελληνισµού 1832-1892, Aθήνα, εκδ. Ιγγλέση, 1892, σ. 494-500.

Page 61: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η Μεγάλη ΙδέαΗ Μεγάλη Ιδέα πρωτοεµφανίστηκε ως όρος στις 14 Iανουαρίου 1844, µε την οµιλία του Iωάννη Kωλέττη κατά τη διαµάχη αυτοχθόνων-ετεροχθόνων. Έκτοτε και για όλο το 19ο αιώνα θα αποτελέσει την κινητήριο ιδεολογική αναφορά του νεαρού κράτους. Λειτούργησε δε ως πεδίο συνάντησης και ενοποίησης µιας κοινωνίας κατακερµατισµένης, υποκείµενης σε παραδοσιακές διατοπικές και κοινωνικές αντιθέσεις, θέτοντας σε νέα βάση τη συναίσθηση της νεοελληνικής ταυτότητας. Το περιεχόµενο της Μεγάλης Ιδέας, το οποίο θα µπορούσε να συνοψισθεί στη φράση «εθνική ολοκλήρωση», δεν ορίστηκε ποτέ µε αυστηρό και καταληκτικό τρόπο. Οργανώνεται ωστόσο σε αναφορά προς δύο σταθερούς άξονες:α) ένα γενικό πολιτικό πρόταγµα που έθετε ως στόχο την πολιτική και γεωγραφική ενοποίηση των ελληνικών πληθυσµών, έτσι ώστε να συµπεριληφθούν στο πλαίσιο ενός εθνικού κράτους. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία των χρόνων της Μακεδονικής δυναστείας αποτέλεσε το εδαφικό πρότυπο επέκτασης του ελληνικού κράτους, ενώ ο αλυτρωτισµός, δηλαδή η ιδεολογία απελευθέρωσης των αλύτρωτων οµοεθνών, προσέφερε την απαραίτητη νοµιµοποίηση στο πεδίο των διεθνών σχέσεων για την εφαρµογή επεκτατικής πολιτικής. Τέλος, ο «εκπολιτισµός της Ανατολής» που θα επιτευχθεί µέσω του εξελληνισµού της αναφέρεται στο περιεχόµενο της «ιστορικής αποστολής» του ελληνικού έθνους και υποδηλώνει την άµεση σχέση του νεοσύστατου βασιλείου µε την ελληνική Αρχαιότητα.β) ένα επίσης γενικό και συνάµα επιτακτικό αίτηµα εθνικής ενότητας που προβάλλεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση του πολιτικού προτάγµατος. Η ενότητα του Ελληνισµού στο χώρο προϋποθέτει την ενότητά του στο χρόνο, την αδιάσπαστη συνέχειά του ανά τους αιώνες. Στην κατεύθυνση αυτή ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος αποκαθιστά στο έργο του Ιστορία του Ελληνικού Έθνους το Βυζάντιο ως συνδετικό κρίκο ελληνικής Αρχαιότητας και νεότερου Ελληνισµού, σε µια εποχή µάλιστα που τίθεται σε αµφισβήτηση η φυλετική συγγένεια/συνέχεια αρχαίων Ελλήνων και Νεοελλήνων.Η βεβαιότητα πραγµατοποίησης του πολιτικού προτάγµατος της Μεγάλης Ιδέας που διακατέχει την ελληνική κοινωνία ολόκληρο το 19ο αιώνα δε συµβαδίζει µε τις περιορισµένες οικονοµικές και στρατιωτικές δυνατότητες του κράτους ούτε µε την ασφυκτική παρέµβαση των Μεγάλων Δυνάµεων. Τα λεγόµενα Ηπειροθεσσαλικά στις απαρχές του Κριµαϊκού (1854) ήταν η πρώτη από µια σειρά αποτυχηµένων προσπαθειών υλοποίησης της αλυτρωτικής πολιτικής τον αιώνα αυτό. Αυτό ωστόσο δε στάθηκε ικανό να προκαλέσει τριγµούς στα θεµέλια της Μεγάλης Ιδέας. Αντίθετα, συνέχισε να λειτουργεί ως ο κατεξοχήν οµογενοποιητικός παράγοντας στο ελληνικό βασίλειο, ανατροφοδοτούµενος και από τη σταδιακή εµφάνιση των ανταγωνιστικών εθνικισµών των άλλων βαλκανικών λαών στο δεύτερο µισό του 19ου αιώνα.

Page 62: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

«Τις πταίει»Στις 29 Ιουνίου 1874, λίγες µόνο µέρες µετά το πέρας των εκλογών, δηµοσιεύθηκε στην αθηναϊκή εφηµερίδα Καιροί ανυπόγραφο άρθρο που έφερε τον τίτλο «Τίς πταίει;». Ο συγγραφέας του υποστήριζε ότι η πολιτική αστάθεια που χαρακτήριζε το δηµόσιο βίο οφειλόταν στο προνόµιο του στέµµατος αναφορικά µε το διορισµό και την παύση των κυβερνήσεων. Tο προνόµιο αυτό απέρρεε µεν από το Σύνταγµα του 1864, είχε ωστόσο ως αποτέλεσµα το σχηµατισµό αδύναµων κυβερνήσεων µειοψηφίας που στηριζόταν αποκλειστικά και µόνο στη βασιλική εύνοια. Τόνιζε µάλιστα ότι αν δεν «επέλθη θεραπεία», η χώρα θα οδηγούνταν σε επανάσταση. Για να µη συµβεί, πρότεινε τον περιορισµό των βασιλικών προνοµίων µε την εισαγωγή της αρχής της δεδηλωµένης που, όπως υποστήριζε, θα οδηγούσε στην οµαλοποίηση της πολιτικής ζωής µέσω της διαµόρφωσης ενός δικοµµατικού κατά βάση κοινοβουλευτικού συστήµατος: «Όταν όµως αποφασίση (η βασιλεία) ειλικρινώς να δηλώση, ότι µόνον την πλειοψηφίαν καλεί εις την εξουσίαν, ουδεµίαν αµφιβολία ότι εν Ελλάδι, όπως και αλλαχού, δεν θα µείνει επί πολύ έκθετον το επίζηλον τούτο γέρας... Δεν πταίει άρα το πολίτευµα, δεν πταίουν οι αντιπρόσωποι του Έθνους, δεν πταίει το Έθνος, αν η Βουλή είνε κατατετµηµένη εις πολλά κόµµατα και δεν έχει έτοιµην πλειοψηφίαν, όταν ζητηθή... Aλλού έγκειται το κακόν και εκεί πρέπει να ζητηθεί η θεραπεία».Τα φύλλα της εφηµερίδας κατασχέθηκαν και ασκήθηκε δίωξη στον εκδότη της. Τότε φανερώθηκε και ο συντάκτης του άρθρου, επωµιζόµενος έτσι τις ευθύνες του. Δεν ήταν άλλος από το Χαρίλαο Τρικούπη που οδηγήθηκε στον ανακριτή και προφυλακίσθηκε, απαλλάχθηκε ωστόσο λίγες µέρες αργότερα. Ύστερα από ένα χρόνο µάλιστα ο θιασώτης αυτός του κοινοβουλευτισµού δέχθηκε να διοριστεί πρωθυπουργός -αν και τότε δεν ήταν καν βουλευτής- και να διενεργήσει τις εκλογές του 1875. Τις εκλογές τις έχασε, επικράτησε όµως η πολιτική του. Κατά την εναρκτήρια συνεδρίαση της νέας βουλής ο Γεώργιος δεσµεύθηκε για την τήρηση της αρχής της δεδηλωµένης. Λίγες µέρες αργότερα, η εντολή σχηµατισµού κυβέρνησης δόθηκε σε έναν άλλο θιασώτη του κοινοβουλευτισµού, στον Αλ. Κουµουνδούρο, ο οποίος αναδείχθηκε νικητής των εκλογών και διέθετε εκφρασµένη/δεδηλωµένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Η αποδοχή της αρχής της δεδηλωµένηςO Χαρίλαος Τρικούπης δηµοσίευσε το περίφηµο άρθρο του Τίς πταίει; αµέσως µετά τις εκλογές του 1874. Με αυτό ασκούσε κριτική στις λεγόµενες αυλικές κυβερνήσεις, τις οποίες θεωρούσε σύµπτωµα της πολιτικής κρίσης του τόπου, και πρότεινε ως µοναδική οµαλή διέξοδο τον περιορισµό των βασιλικών προνοµίων την καθιέρωση της αρχής της δεδηλωµένης:«Αφ' ότου κατά το 1868 εγκαθιδρύθη η αρχή των κυβερνήσεων της µειοψηφίας, παν νέον βήµα της εξουσίας µαρτυρεί περί του σκοπού, εις ον αυτή αποβλέπει· [...] Ο κ. Bούλγαρης, ο κ. Zαΐµης, ο κ. Δεληγεώργης υπήρξαν όργανα µίας και της αυτής πολιτικής, εκτελεσταί ενός και του αυτού σχεδίου. Ουδείς αυτών εκλήθη εις την εξουσίαν καθ' υπόδειξιν των αντιπροσώπων του Έθνους, ουδείς αυτών εξεπροσώπευσεν εν τη αρχή τας ευχάς του Έθνους· και οι τρεις υπήρξαν πρόεδροι προσωπικής κυβερνήσεως, τουτέστιν υπηρέται µιας και της αυτής θελήσεως ενεργούσης οτέ µεν δια τούτο, οτέ δε δι' εκείνου. Ουδεµίαν ηθικήν ευθύνην φέρει το Έθνος επί τη διαγωγή των προσώπων τούτων. [...] άλλ' η διοικητική καχεξία και τα κατά τας εκλογάς όργια δεν είνε έργον εξουσίας εκπροσωπούσης την πλειοψηφίαν της Βουλής και εποµένως ευθυνούσης δια των πράξεών της το Έθνος· είνε έργον ανθρώπων οφειλόντων την υπουργικήν αυτών ύπαρξιν εις µόνην την απόλυτον χρήσιν της εν τω Συντάγµατι αναγεγραµµένης υπέρ του Στέµµατος προνοµίας του διορισµού και της παύσεως των υπουργών. [...] Η ευθύνη άρα επί τοις συντελουµένοις ανήκει άπασα εις το στοιχείον εις το οποίον δια της διαστροφής των συνταγµατικών ηµών θεσµών συγκεντρώθη ολόκληρος η εξουσία. [...] Ίνα επέλθη θεραπεία, πρέπει να γίνη ειλικρινώς αποδεκτή η θεµελιώδης αρχή της κοινοβουλευτικής κυβερνήσεως, ότι τα υπουργεία λαµβάνονται εκ της πλειοψηφίας της Βουλής».Ένα χρόνο αργότερα ο Γεώργιος, στο λόγο που εκφώνησε κατά την έναρξη των εργασιών της νεοεκλεγείσας Βουλής, αποδέχθηκε την εφαρµογή της αρχής της δεδηλωµένης:«Κύριοι Βουλευταί, Εύελπις παρίσταµαι εν τω Εθνικώ Συνέδριω, όπως εγκαινιάσω νέαν βουλευτικήν περίοδον αίσια τη πατρίδι υπισχνουµένην. Πεποιθότως δ' αποτείνοµαι προς υµάς τους αντιπροσώπους του λαού, όπως συµπράξητε µετ' εµού εις την ευόδωσιν των κοινών δια της παγώσεως των συνταγµατικών του έθνους θεσµών και της αναπτύξεως του κοινοβουλευτικού αυτού βίου. Η Κυβέρνησίς µου απέσχεν ευλαβώς από πάσης επί της ψήφου του λαού επηρείας και ειργάσθη συντόνως εις περιφρούρησιν της ελευθέρας ενασκήσεως των δικαιωµάτων των εκλογέων. Συγχαίρω δε τω έθνει επί διαγωγή κατά τας εκλογάς, αποδεικνύουση αυτό άξιον των ελευθεριών του. Εις την Κυβέρνησίν µου υπολείπεται ήδη η δραστήρια εξακολούθησις και συµπλήρωσις της νοµίµου καταδιώξεως των εκλογικών παραβάσεων. Την δε κορωνίδα εις την γνησίαν αντιπροσώπευσιν του έθνους θέλετε επιθέσει υµείς, εξελέγχοντες δι' εννόµου αυστηρότητος τ' αποτελέσµατα των εκλογών. Όπως πλήρης υπήρξεν ο προς τα δικαιώµατα του λαού περί την εκλογήν των βουλευτών σεβασµός της Κυβερνήσεως µου, ούτως ενδελεχής θέλει είσθαι η παρ' εµού αναγνώρισις των επί του γράµµατος και του πνεύµατος του Συντάγµατος στηριζοµένων προνοµιών των εκλεκτών του έθνους. Αι προνοµίαι αυταί της Βουλής ανταποκρίνονται προς καθήκοντα επιβαλλόµενα εις αυτήν. Απαιτών ως απαραίτητον προσόν των καλουµένων παρ' εµού εις την κυβέρνησιν του τόπου την δεδηλωµένην προς αυτούς εµπιστοσύνην της πλειοψηφίας των αντιπροσώπων του έθνους, απεκδέχοµαι ίνα η Βουλή καθιστά εφικτήν την ύπαρξιν του προσόντος τούτου, ου άνευ αποβαίνει αδύνατος η εναρµόνιος λειτουργία του πολιτεύµατος. Εις την εκπλήρωσιν του καθήκοντος τούτου προσδοκώ ότι θα είναι έτοιµη η Βουλή ευθύς επί τω καταρτισµώ αυτής, όπως δυνηθώ ν' ανεύρω ανυπερθέτως εν τη γνώµη γνησίου κοινοβουλίου οδηγίαν ασφαλή περί τον καταρτισµόν και την πορείαν συνταγµατικής κυβερνήσεως...».Τα αποσπάσµατα από το Τίς πταίει; καθώς και από το βασιλικό λόγο αντλήθηκαν από το Π. Πετρίδης, Πολιτικές δυνάµεις και συνταγµατικοί θεσµοί στη νεώτερη Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, Σάκκουλας, 1984, σ. 64, 65, 67 και 70-71 αντίστοιχα.

Η αντιπολιτευτική τακτική του Θ. ΔηλιγιάννηΗ εκλογική επιτυχία του Χ. Tρικούπη το 1881, η αποχώρηση από τον πολιτικό στίβο του "µεγάλου ηττηµένου" Aλ. Kουµουνδούρου και ο θάνατός του ένα χρόνο αργότερα δηµιούργησαν κενό ηγεσίας στην αντιπολίτευση. Από τα µέσα του 1883 ωστόσο ο Θ. Δηλιγιάννης πέτυχε να συγκροτήσει ένα αντιτρικουπικό πολιτικό µέτωπο, συσπειρώνοντας την πλειονότητα των αντιφρονούντων βουλευτών. Εκµεταλλευόµενος τη δυσαρέσκεια που δηµιουργούσε σε ευρύτερα κοινωνικά στρώµατα ο αντίκτυπος της ευρωπαϊκής χρηµατιστικής κρίσης στην ελληνική οικονοµία αλλά και η κρίση της εγχώριας αγροτικής παραγωγής, η µείωση του εξαγωγικού εµπορίου (ιδίως της σταφίδας) και η αύξηση των φόρων, εγκαινίασε µια δυναµική αντιπολιτευτική τακτική που αποδείχθηκε αποτελεσµατική. Στις εκλογές που διεξήχθησαν τον Απρίλιο του 1885 θριάµβευσε, εκλέγοντας 184 βουλευτές έναντι των µόλις 56 προσκείµενων στο Χ. Τρικούπη.Το σύνθηµα "κάτω οι φόροι", που τότε εµφανίζεται για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ζωή, έγινε η σηµαία του αντιπολιτευτικού αγώνα του Δηλιγιάννη. Η συνθηµατολογία αυτή βρήκε ευρεία κοινωνική αποδοχή, ιδίως στα χαµηλότερα κοινωνικά στρώµατα, νοµιµοποιώντας έτσι τη δυναµική και ακραία αντιπολιτευτική του στάση. Για να αποτρέψει την ψήφιση νέων νόµων προέτρεπε τους βουλευτές του να µιλούν πολλές ώρες από το βήµα της Βουλής συνήθως για άσχετα θέµατα, µε αποτέλεσµα οι κυβερνητικοί βουλευτές να κουράζονται και να αποχωρούν σταδιακά από την αίθουσα των συνεδριάσεων. Κατόπιν υπέβαλλε ενστάσεις απαρτίας. Χαρακτηριστική είναι η αγόρευση αρκάδα βουλευτή για την ετυµολογία και τη σηµασία της λέξης «µπουρµπουλήθρα». Aπό την άνοιξη του 1884 εγκαινίασε την τακτική αποχώρησης από τη Βουλή, διευκολύνοντας έτσι την ψήφιση νόµων που υπολόγιζε ότι θα προκαλούσαν και θα ενέτειναν την αντικυβερνητική δυσαρέσκεια. Μάλιστα, την ώρα που εντός του Κοινοβουλίου ψηφίζονταν, χωρίς ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, νέα φορολογικά και οικονοµικά µέτρα, έξω από αυτό οργανώνονταν από το Θ. Δηλιγιάννη συγκεντρώσεις διαµαρτυρίας. Η τακτική αυτή απέδωσε τη σταδιακή προσχώρηση στην αντιπολίτευση αριθµού βουλευτών που έως τότε στήριζαν το Χ. Τρικούπη. Η καταψήφιση της κυβέρνησης ήταν ζήτηµα χρόνου και η αφορµή δόθηκε το Φεβρουάριο του 1885 µε τη δηµόσια ταπείνωση της χώρας εξαιτίας ενός επεισοδίου µε βρετανό υπήκοο. Το αποτέλεσµα των εκλογών επιβράβευσε τη δυναµική αντιπολιτευτική τακτική του Θ. Δηλιγιάννη και ο ίδιος εδραιώθηκε και λειτούργησε ως πολιτικός εκφραστής της δυσαρέσκειας που προκαλούσαν οι µεταρρυθµίσεις του Τρικούπη στην οικονοµία και το διοικητικό µηχανισµό.

Page 63: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΧώροςH εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους στο νοτιότερο τµήµα της Βαλκανικής χερσονήσου συνοδεύεται από την παραγωγή και κατίσχυση διακρίσεων µεταξύ των κατοίκων του νεοσύστατου βασιλείου και των ελληνικών πληθυσµών που παρέµειναν εντός της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Mε κέντρο αναφοράς το ελληνικό βασίλειο αναδεικνύονται και κατισχύουν στον ευρύτερο Ελληνισµό νέες σηµάνσεις του τύπου Έλληνες και Ελλαδίτες, ελληνικό και ελλαδικό, µέσα Έλληνες και έξω Έλληνες. H «προσωρινότητα» των συνόρων, δηλαδή η προοπτική επέκτασης του ελληνικού βασιλείου εισάγει µε τη σειρά της νέες διαφοροποιήσεις, αυτή τη φορά ανάµεσα στους πληθυσµούς που παρέµεναν εκτός του κράτους. H διάκριση ανάµεσα σε υπόδουλους ή αλύτρωτους αδελφούς από τη µια και σε οµογενείς ή Έλληνες της Διασποράς από την άλλη σκιαγραφεί µε αδρές γραµµές τις διεκδικούµενες περιοχές. Mε τον τρόπο αυτό το ελληνικό κράτος προβάλλει ως εθνικό κέντρο όχι µόνο του ελλαδικού αλλά του µείζονος Ελληνισµού, οι προοπτικές του οποίου συνδέονται έτσι όλο και περισσότερο µε τους στόχους, τις δυνατότητες και τις προτεραιότητες που τίθενται στην Aθήνα.

Τα «προσωρινά» σύνοραΣύµφωνα µε τις συµβάσεις του Λονδίνου και της Κωνσταντινούπολης το καλοκαίρι του 1832, τα όρια του ελληνικού κράτους οριστικοποιήθηκαν στις περιοχές νοτίως της συνοριακής γραµµής Aµβρακικού-Παγασητικού (δηλαδή Στερεά Eλλάδα και Πελοπόννησος), µαζί µε την Eύβοια και τα νησιωτικά συγκροτήµατα των Σποράδων, των Kυκλάδων και του Aργοσαρωνικού. Tα εδάφη αυτά δεν ανταποκρίνονταν στις διεκδικήσεις που προέβαλε ο Kαποδίστριας (µε το υπόµνηµα του 1828) κατά τη διάρκεια των διαπραγµατεύσεων µε τις Mεγάλες Δυνάµεις και την Oθωµανική Aυτοκρατορία. Πολύ περισσότερο δεν ανταποκρινόταν στο όραµα της δηµιουργίας ελληνικού κράτους, στο οποίο θα συµπεριλαµβάνονταν τα «ιστορικά» εδάφη όπου ζούσαν «αλύτρωτοι» ελληνικοί πληθυσµοί.Aπό τις απαρχές λοιπόν της εγκαθίδρυσής του τα όρια του ελληνικού κράτους είχαν χαρακτήρα προσωρινό τόσο για το παλάτι και τους πολιτικούς ηγέτες όσο και για την πλειονότητα των κατοίκων του. O χαρακτήρας αυτός των συνόρων αποκτά νόηµα στο πλαίσιο µιας επεκτατικής αλυτρωτικής πολιτικής, η οποία ωστόσο ήταν αδύνατο να εφαρµοστεί. Oι λόγοι που καθιστούσαν ανεδαφικό ένα τέτοιο εγχείρηµα είχαν να κάνουν µε τις περιορισµένες οικονοµικές και στρατιωτικές δυνατότητες του ελληνικού κράτους. Σε συνδυασµό ασφαλώς µε την καθοριστική εµπλοκή των Mεγάλων Δυνάµεων στο λεγόµενο Aνατολικό Zήτηµα, µέρος του οποίου συνιστούσαν και οι ελληνικές βλέψεις επί των εδαφών της Oθωµανικής Aυτοκρατορίας. H αντινοµία µεταξύ σκοπών και µέσων ή αλλιώς µεταξύ στόχων και δυνατοτήτων διατρέχει την πολιτική ζωή του ελληνικού κράτους ολόκληρο το 19ο αιώνα. Συνιστά δηλαδή δοµικό παράγοντα διαµόρφωσης της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης και θα αποτελέσει µια από τις σταθερές εκδηλώσεις του νεοελληνικού πολιτικού πολιτισµού.

Οι παραµεθόριες επαρχίεςMε την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους µια από τις βασικές µέριµνες της κεντρικής εξουσίας υπήρξε η αποδυνάµωση των παραδοσιακών ηγετικών οµάδων και ο έλεγχος των τοπικών κέντρων εξουσίας. H εισαγωγή νέων θεσµών και η εφαρµογή των νόµων σε όλες τις περιοχές που βρέθηκαν εντός της ελληνικής επικράτειας, παρά και πέρα τις όποιες τοπικές ιδιαιτερότητες, δηµιούργησε συχνά κλίµα έντασης ανάµεσα στο κέντρο και την περιφέρεια. Η ένταση αυτή οδήγησε κάποτε στην εκδήλωση εξεγέρσεων τοπικού χαρακτήρα. Παρά τις δυσκολίες αυτές και χρησιµοποιώντας το όπλο της καταστολής αλλά και το ευεργέτηµα της αµνηστείας, η κεντρική εξουσία επιβλήθηκε ως η µοναδική και αδιαµφισβήτηση πηγή άσκησης πολιτικής στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος.H επιβολή αυτή ωστόσο δε στάθηκε δυνατό να πραγµατοποιηθεί µε τον ίδιο τρόπο και στους ίδιους χρόνους σε όλες τις περιοχές της ελληνικής επικράτειας. Nησίδες δυστροπίας σε αυτήν την ενοποιητική και οµογενοποιητική διαδικασία υπήρξαν -κατά κύριο λόγο- οι επαρχίες που αποτέλεσαν τα βόρεια σύνορα του ελληνικού κράτους. Πρόκειται για περιοχές ορεινές και δύσβατες, όπως ο Bάλτος και τα Άγραφα, όπου η εκδήλωση έκνοµων ένοπλων δραστηριοτήτων (κλεφταρµατολισµός, ληστεία) ήταν ενδηµική. Σε αυτές τις µεθοριακές επαρχίες διαµορφώθηκε µια ζώνη όπου η ικανότητα επιβολής της κεντρικής εξουσίας υποχωρούσε, οι νόµοι ατονούσαν, στην πραγµατικότητα δεν εφαρµόζονταν. Για πέντε σχεδόν δεκαετίες αυτή η µεθοριακή ζώνη λειτούργησε ως ορµητήριο επιδροµών και ως ασφαλές καταφύγιο για οµάδες ληστών. Oι οµάδες αυτές περνούσαν µε χαρακτηριστική ευκολία από τη µια επικράτεια στην άλλη, καθώς απολάµβαναν συχνά την προστασία δικτύων και κυκλωµάτων στα οποία µετείχαν ισχυροί τοπικοί παράγοντες και κρατικοί αξιωµατούχοι (διοικητικοί και στρατιωτικοί) και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Σε περιόδους κρίσης του Aνατολικού Zητήµατος (1854, 1866, 1878) οι περιοχές αυτές χρησιµοποιήθηκαν από κέντρα προώθησης της αλυτρωτικής πολιτικής ως τόποι συγκέντρωσης εθελοντών, ορµητήρια εισβολής και βάσεις ανεφοδιασµού. Mε την προσάρτηση στο ελληνικό κράτος της Θεσσαλίας και τµήµατος της Hπείρου (περιοχή Άρτας) στα 1881, τα σύνορα του ελληνικού κράτους µεταφέρθηκαν βορειότερα. Mαζί µε αυτά µετατοπίστηκε βορειότερα και η µεθοριακή ζώνη, εντός της οποίας υποχωρούσε η ικανότητα επιβολής της κεντρικής εξουσίας, ατονούσε η ισχύς των νόµων και συνακόλουθα δηµιουργούνταν οι συνθήκες για την εκδήλωση των έκνοµων αλλά και των αλυτρωτικών δραστηριοτήτων.

Page 64: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η ελληνική εξωτερική πολιτική τον 19ο αιώναH εξωτερική πολιτική της Eλλάδας κατά το 19ο αιώνα είχε να αντιµετωπίσει µια πολυσύνθετη διεθνή πραγµατικότητα, η οποία άλλαζε µε ρυθµούς και µε τρόπους που η µικρή Eλλάδα δεν ήταν δυνατόν να παρακολουθήσει πάντα. Πολύ περισσότερο δεν µπορούσε να τη διαµορφώσει κατά τις επιθυµίες ή τα συµφέροντά της. Συνήθως αναγκαζόταν να υποκύψει στα σχέδια και τις επιλογές άλλων.Στην ελληνική πολιτική ζωή το 19ο αιώνα η εξωτερική πολιτική αποτελούσε τον κύριο παράγοντα διαµόρφωσης της εσωτερικής πολιτικής. Γιατί η Eλλάδα δεν ξεφεύγει από την κηδεµονία των δυνάµεων, οι οποίες δεν έχαναν την ευκαιρία για να παρεµβαίνουν καθοριστικά στο πολίτευµα, τη διακυβέρνηση και στην πολιτική ζωή της χώρας. Το νέο κράτος περικλείει στο έδαφός του µέρος µόνο των επαναστατηµένων του 1821 και φιλοξενεί πολύ µικρότερο τµήµα των ελληνορθόδοξων πληθυσµών εν γένει. O αλυτρωτισµός αποτελούσε τον κεντρικό πολιτικό άξονα του νέου κράτους και η απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών εκλαµβανόταν ως "φυσική επιταγή" και θρησκευτική υποχρέωση, ενώ τα θέµατα της εξωτερικής πολιτικής κινητοποιούσαν συχνά πολύ κόσµο, ο οποίος δραστηριοποιούνταν υπέρ µιας έστω και ανέφικτης επεκτατικής πολιτικής. Τέλος, η εξωτερική πολιτική ήταν η λυδία λίθος για το θρόνο και τους πολιτικούς· µπορούσε να νοµιµοποιήσει πρόσωπα, θεσµούς, ιδεολογίες και πρακτικές.Aυτό που χαρακτηρίζει την ελληνική εξωτερική πολιτική του 19ου αιώνα είναι η απόσταση µεταξύ του επιθυµητού και του εφικτού. H απόσταση ανάµεσα στο στόχο και την προετοιµασία για την επίτευξή του. H απόσταση ανάµεσα στα όνειρα και στην πραγµατικότητα. Πάνω από όλα η µεγάλη ιδέα που οι ΄Eλληνες έχουν για τον εαυτό τους: H µεγάλη ιδέα της καταγωγής τους, η µεγάλη ιδέα της αποστολής τους, η Mεγάλη Iδέα που χαρακτήρισε την ελληνική εξωτερική πολιτική για τρία τέταρτα ενός πολυκύµαντου αιώνα.Για να παρακολουθήσει κανείς τα γεγονότα που σχετίζονται µε την εξωτερική πολιτική, τις διπλωµατικές κινήσεις, τις συνθήκες και τη στρατιωτική δράση, πρέπει να λαµβάνει υπόψη του πολλές άλλες πλευρές: Tους θεσµούς και το πολιτικό, το διπλωµατικό και το νοµικό πλαίσιο µέσα στο οποίο εντάσσονται. Tα πρόσωπα και τους ρόλους που καλούνται να παίξουν. Tο λόγο που αναπτύσσεται είτε µε τα κείµενα είτε µε τη δηµόσια δράση γενικότερα.

Η Ελλάδα και το Ανατολικό ΖήτηµαTα γεγονότα που σηµαδεύουν την εξωτερική πολιτική της Eλλάδας από το 1833 ως το 1897 εντάσσονται σ' ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο: Τη διάλυση των αυτοκρατοριών και τη δηµιουργία των εθνικών κρατών. Tο ελληνικό κράτος προσπαθεί να µεγαλώσει και να γίνει σηµαντικό, µια προσπάθεια που είχε συνήθως ως αποτέλεσµα την αποτυχία και ενίοτε τον εξευτελισµό και την πικρία. Oι κυριότεροι σταθµοί της πορείας του µέχρι το τέλος του αιώνα συνδέονται µε τις εξελίξεις στο Aνατολικό Zήτηµα. Oι κρίσεις στις σχέσεις της Oθωµανικής Aυτοκρατορίας µε τους γείτονες και τους υπηκόους της ανατροφοδότησαν τη δράση των Eλλήνων και τα αλυτρωτικά τους κινήµατα. Eξαίρεση σ' αυτούς τους σταθµούς αποτελεί η Ένωση των Eπτανήσων µε την Eλλάδα, καθώς σχεδόν δεν είχαν γνωρίσει την οθωµανική κυριαρχία, αλλά είχαν προσδεθεί στην ιστορία των ενδοευρωπαϊκών διαµαχών και της βρετανικής αυτοκρατορίας.Στη διάρκεια της κρίσης των σχέσεων της Πύλης µε τον Mεχµέτ Aλή (1840-41) απαντούν οι πρώτες εξεγέρσεις εναντίον της Πύλης στην Kρήτη και αλλού. Mε τον Kριµαϊκό πόλεµο (1853-56) συνδέονται οι αλυσιδωτές εξεγέρσεις στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Mακεδονία (1854) και η πρώτη ελληνοτουρκική συνθήκη φιλίας στον Kανλιτζά (1855). Mε την κάθοδο των Pώσων ως την Aνδριανούπολη και την επακόλουθη συνθήκη του Bερολίνου (1878), η οποία καθιστούσε ανεξάρτητη ηγεµονία τη Bουλγαρία, συνδέεται η προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό βασίλειο. H διστακτική ελληνική αντίδραση στην προσάρτηση της Aνατολικής Pωµυλίας στη Bουλγαρία οδηγεί στον "Eιρηνοπόλεµο" και τον αποκλεισµό του 1886. O επίλογος γράφεται µε την τελευταία Κρητική επανάσταση στα 1896-97 που οδήγησε στην αυτονόµηση της Kρήτης, ενώ έχει προηγηθεί η όξυνση του Aρµενικού ζητήµατος και έχει ενταθεί η αντιπαράθεση Eλλήνων και Bουλγάρων στη Mακεδονία. Tα όποια κέρδη της ελληνικής διπλωµατίας µέχρι το τέλος του αιώνα θα ξεχαστούν µέσα στην πικρία της συντριβής στον πόλεµο του 1897.

Οι αλυτρωτικές εξεγέρσεις του 1854 στην ηπειρωτική ΕλλάδαΗ επαναστατική αναταραχή στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν έπαψε µε την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Μια διαρκής έκνοµη συµπεριφορά στην ύπαιθρο, η οποία συνδέθηκε µε το φαινόµενο της ληστείας, υπέσκαπτε την όποια νοµιµοφροσύνη των πληθυσµών που διαβιούσαν στις οθωµανικές επαρχίες της ελληνικής χερσονήσου. Ανεξάρτητα από τις αφορµές, οι εξεγέρσεις συνδέονται µε την επιθυµία των ελληνικών πληθυσµών για την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος και αποτελούν εκδηλώσεις του Ανατολικού Ζητήµατος. Η πρώτη σηµαντική εξέγερση ξεκίνησε στην Ήπειρο λίγο πριν από τον Κριµαϊκό πόλεµο, µε τον οποίο τελικά συνδέθηκε. Ύστερα από µια περίοδο οικονοµικής πίεσης και τροµοκρατίας οι κάτοικοι του Ραδοβιτσίου στην Ήπειρο συγκεντρώθηκαν στις 15 Ιανουαρίου 1854 και αποφάσισαν να κηρύξουν ένοπλο αγώνα µέχρι να «(αποδιώξουν) τους τυράννους οσµανλίδας από την γη των πατέρων (τους αποκαθιστώντας) ελευθέραν την πατρίδαν...», όπως αναφέρει η προκήρυξη. Οι πολεµικές επιτυχίες των επαναστατών προκάλεσαν εξεγέρσεις και σε άλλες περιοχές της Ηπείρου. Στη συνέχεια, των εξεγέρσεων ηγήθηκαν έλληνες αξιωµατικοί που διατηρούσαν παραδοσιακά στενές σχέσεις µε την περιοχή, όπως ο υπολοχαγός Σπυρίδων Καραϊσκάκης, ο υποστράτηγος Θεόδωρος Γρίβας και εθελοντές από την Ελλάδα και τα Επτάνησα. Παρά τις αρχικές νίκες τους οι επαναστάτες νικήθηκαν στη Σκουληκαριά το Μάιο του 1854 και η αναταραχή έληξε µε την πυρπόληση χωριών της περιοχής και την εκδίωξη πολλών κατοίκων.Στη Θεσσαλία µε τους εξεγερµένους ντόπιους συντάχθηκε ο υπασπιστής του Όθωνα Χριστόδουλος Χατζηπέτρος από το Φεβρουάριο του 1854, ενώ αργότερα δραστηριοποιήθηκε και ο αξιωµατικός της χωροφυλακής Νικόλαος Φιλάρετος στο Πήλιο. Γύρω από το Χατζηπέτρο συγκεντρώθηκαν πολλοί εθελοντές από την Πελοπόννησο, τη Μακεδονία και την Κρήτη. Ο Χατζηπέτρος κέρδισε πολλές µάχες και έφτασε ως τα Τρίκαλα, προτού, όντας αποκοµµένος από την Ελλάδα και µπροστά σε µεγάλες ενισχύσεις του εχθρού, αναγκαστεί να γυρίσει στη Λιβαδιά στις 29 Ιουνίου 1854. Στη Δ. Μακεδονία έδρασε ο Θεόδωρος Ζιάκας, ο οποίος αναγκάστηκε το Μάιο να αποχωρήσει αφήνοντας την επαρχία των Γρεβενών, όπου επακολούθησε «χαλασµός». Η πιο έντονη δραστηριότητα αναπτύχθηκε τον Απρίλιο του 1854, από τον αναγορευµένο σε αρχιστράτηγο της Μακεδονίας, πρώην υπασπιστή του βασιλιά, Τσάµη Καρατάσο. Ο Καρατάσος αποβιβάστηκε στη Χαλκιδική και εναντίον του στράφηκαν τα πυρά και των Γάλλων, οι οποίοι φοβήθηκαν την είσοδό του στη Θεσσαλονίκη. Ύστερα από µια σύντοµη κατάληψη των Καρυών του Αγίου Όρους, χωρίς εφόδια και επαφή µε το αθηναϊκό κέντρο, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει µαζί µε λίγους συντρόφους του το Όρος, µε ένα γαλλικό πολεµικό. Οι πρόξενοι των Δυνάµεων ανέλαβαν να προστατέψουν τους αµάχους και τους ντόπιους πολεµιστές που τον στήριξαν. Η αποτυχία του Καρατάσου ανάγκασε και τους µακεδόνες οπλαρχηγούς που είχαν ξεσηκωθεί στην περιοχή του Ολύµπου να επιστρέψουν στην Ελλάδα.Απέναντι στις εξεγέρσεις το ελληνικό κράτος στάθηκε σιωπηρά θετικό. Παρά τις παραινέσεις προς τον Όθωνα από τους πρέσβεις της Αγγλίας και της Γαλλίας και από το Ναπολέοντα Γ΄, εκείνος δεν αποκήρυξε ούτε τιµώρησε τους επαναστάτες αξιωµατικούς του. Η Πύλη διέκοψε τις διπλωµατικές σχέσεις µε την Αθήνα (10 Μαρτίου 1854) και στα σύνορα ο στρατός ζούσε έναν πολεµικό πυρετό. Στην Ελλάδα ο λαός κινητοποιούνταν υπέρ του πολέµου και ο βασιλιάς ετοιµαζόταν να αναλάβει κάθε κίνδυνο. Οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας από τις 30 Μαρτίου ανήγγειλαν επίσηµα τον έλεγχο και την κατάσχεση εφοδίων προς τους επαναστάτες. Ύστερα από αυστηρές διακοινώσεις η Αγγλία και η Γαλλία προέβησαν σε ναυτικό αποκλεισµό των ελληνικών λιµανιών και σε στρατιωτική κατάληψη του Πειραιά στις αρχές Μαΐου του 1854. Η κίνηση αυτή ανάγκασε τον Όθωνα να διακηρύξει την ουδετερότητα της Ελλάδας (14 Μαΐου 1854) και να διορίσει µια κυβέρνηση επιθυµητή στις δυνάµεις κατοχής υπό τον Αλέξανδρο Μαυρογορδάτο. Η νέα κυβέρνηση µε αυστηρά µέτρα και πιέσεις κατάφερε την επάνοδο όλων των παραιτηθέντων εξεγερµένων αξιωµατικών. Οι διπλωµατικές σχέσεις µε την Οθωµανική Αυτοκρατορία αποκαταστάθηκαν µε τη συνθήκη του Κανλιτζά το Μάιο του 1855.Η τραγικότερη συνέπεια του αποκλεισµού και της κατοχής που κράτησε ως το Φεβρουάριο του 1857 ήταν ένας τροµερός λoιµός που άφησε πολλούς νεκρούς και ένα πλήθος ορφανά παιδιά.

Page 65: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η συνθήκη του Κανλιτζά και η έναρξη των ελληνοθωµανικών διπλωµατικών σχέσεωνAπό τις 30 Ιανουαρίου 1835 που εκδόθηκε το βασιλικό διάταγµα υπ' αριθµόν 20326 και το οποίο προέβλεπε τη σύναψη συνθήκης µε την Πύλη πέρασαν είκοσι χρόνια µέχρι την πραγµάτωση αυτής της πρόθεσης, αν παραβλέψει κανείς τη συνθήκη Pεσίτ-Zωγράφου του 1840 που δεν επικυρώθηκε ποτέ. H σύναψη µιας συνθήκης για το εµπόριο και τη ναυτιλία αλλά και για τις προξενικές αρχές και για ζητήµατα υπηκοότητας ήταν περισσότερο από αναγκαία, αλλά δεν ήρθε παρά µόνο στο πλαίσιο µιας οµηρίας της Eλλάδας από τις αγγλογαλλικές δυνάµεις, οι οποίες κατέλαβαν την πρωτεύουσά της, µιας Ελλάδας αποµονωµένης διεθνώς και στα πρόθυρα του πολέµου µε την Πύλη.H υπογραφή της συνθήκης ήταν όρος που έθεσε η Πύλη για την επανάληψη των διπλωµατικών σχέσεων που είχαν διακοπεί εξαιτίας της υποστήριξης της Eλλάδας στα αλυτρωτικά κινήµατα στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Xαλκιδική. H συνθήκη υπογράφτηκε στις 27 Mαΐου/8 Iουνίου 1855 στο προάστιο Kανλιτζά της Kωνσταντινούπολης, απ' όπου πήρε το όνοµά της, και επικυρώθηκε στις 9/21 Iουλίου του ίδιου χρόνου. Συµπλήρωµα κατά κάποιο τρόπο της συνθήκης υπήρξε η «Σύµβαση διά την καταδίωξη της ληστείας» που υπογράφτηκε στο ίδιο προάστιο στις 8/20 Aπριλίου του 1856 και προέβλεπε τη συνεργασία των στρατιωτικών και των παραστρατιωτικών µεθοριακών αρχών των δύο κρατών για την εξάλειψη της ληστείας, ενός ενδηµικού φαινοµένου στην ελληνο-οθωµανική µεθόριο.H συνθήκη είχε πολλά θετικά σηµεία για την Eλλάδα, καθώς οι έλληνες υπήκοοι εξοµοιώνονταν σε πολλά σηµεία µε τους υπηκόους των πλέον ευνοουµένων κρατών, ρήτρα που αποτελούσε κοινό τόπο στις διοµολογήσεις µε τις µεγάλες ευρωπαϊκές δυνάµεις. Το πιο σκοτεινό σηµείο στις σχέσεις των δύο χωρών αφορούσε την αναγνώριση από τις οθωµανικές αρχές της ελληνικής υπηκοότητας σε πρώην υπηκόους του σουλτάνου.Σύµφωνα µ' αυτή τη ρύθµιση, οι πρώην υπήκοοι του σουλτάνου που έπαιρναν την ελληνική υπηκοότητα µπορούσαν να δραστηριοποιούνται οικονοµικά στην Οθωµανική Αυτοκρατορία, να συµµετέχουν στις συντεχνίες και να χαίρουν των δηµοσιονοµικών απαλλαγών και διευκολύνσεων που έχαιραν και οι άλλοι έλληνες υπήκοοι.Το άρθρο 23 της συνθήκης απαγόρευε στις ελληνικές προξενικές αρχές στην Αυτοκρατορία να πολιτογραφούν ως Έλληνες και να παρέχουν προστασία σε οθωµανούς υπηκόους. Η οθωµανική πλευρά µε την αποδοχή αυτού του όρου αναγνώριζε έµµεσα ότι µια τέτοια διαδικασία µπορούσε να λάβει χώρα εκτός των ορίων της Αυτοκρατορίας, σύµφωνα µε τους νόµους του ελληνικού βασιλείου.Τα περισσότερα από τα 28 άρθρα της συνθήκης αναφέρονταν σε ζητήµατα δικαιωµάτων των υπηκόων των δύο κρατών, προξενικής εκπροσώπησης και υπηκοότητας. Tα υπόλοιπα αναφέρονταν στην ελευθερία και την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και της ναυτεµπορίας, στην απαγόρευση νηολόγησης και προστασίας σκαφών τρίτων χωρών και στην καταπολέµηση της πειρατείας.Oι ρυθµίσεις της συνθήκης για την ελευθερία της εµπορίας, της κίνησης και της οικονοµικής δραστηριότητας των υπηκόων των δύο κρατών συµφωνήθηκαν στη βάση της αµοιβαιότητας, κάτι που ευνοούσε σαφέστατα την Eλλάδα. Oι έλληνες υπήκοοι στην αυτοκρατορία αριθµούσαν χιλιάδες, όταν οι Οθωµανοί στην Eλλάδα περιορίζονταν κατά κύριο λόγο στους προξενικούς υπαλλήλους. Γι' αυτό και η οθωµανική πλευρά προσπάθησε να εξισορροπήσει τα πράγµατα µε την απαγόρευση συµµετοχής των ελλήνων, όπως και κάθε ξένου, υπηκόων στις συντεχνίες. H εξαίρεση αυτών που ήδη συµµετείχαν σε συντεχνίες συνοδεύτηκε από την, παράδοξη για τα διπλωµατικά δεδοµένα, ρύθµιση να καταβάλουν κανονικά τα προβλεπόµενα και για τους Οθωµανούς τέλη.Tο σηµαντικότερο από διπλωµατικής πλευράς είναι ότι η συνθήκη κατοχύρωνε το δικαίωµα των δύο κρατών να "διαπιστεύωσι παρά τη µία ή τη άλλη Aυλή Πρέσβεις και άλλους διπλωµατικούς υπαλλήλους, και να διωρίζωσι Γενικούς προξένους, Προξένους ... εις τας πόλεις και τους λιµένας ... όπου ήθελε κριθή αναγκαίον παρά των ιδίων αυτών Kυβερνήσεων" (άρθρο 20), αρκεί να µην ήταν υπήκοοι του κράτους στο οποίο αναλάµβαναν υπηρεσία.H συνθήκη του Kανλιτζά έθεσε τις βάσεις για τις οικονοµικές και τις διπλωµατικές σχέσεις των δύο κρατών για ολόκληρο το 19ο αιώνα παρά τα πολλά προβλήµατα της εφαρµογής της σε επιµέρους ζητήµατα. Tα σχετικά µε την υπηκοότητα και τη θέση των Ελλήνων και των Ρωµιών και της διασύνδεσής τους µε τις προξενικές αρχές δε θα λυθούν παρά το 1923, µετά το τέλος της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας και τον ξεριζωµό του ελληνορθόδοξου στοιχείου.

Οι αγώνες των Κρητικών για αυτονοµία και ΈνωσηOι εξεγέρσεις των αλύτρωτων Eλλήνων, πολλές φορές χωρίς ίχνος ελπίδας για την επίτευξη του στόχου της ένωσης µε το ελληνικό κράτος, εµφανίζονται µε συνέπεια σχεδόν κάθε δεκαετία στο πολιτικό προσκήνιο. Oι πιο εντυπωσιακές σε συχνότητα, σε πολεµικές επιτυχίες, σε διπλωµατικά και σε πολιτικά αποτελέσµατα αλλά και σε τραγικά αιµατηρά γεγονότα υπήρξαν οι κρητικές εξεγέρσεις.Κατά την περίοδο 1833-98, η πρώτη αντίδραση ενάντια στην αιγυπτιακή κατοχή ξεκίνησε από µια άοπλη συγκέντρωση ενάντια στη φορολογική πολιτική του Mεχµέτ-Aλί που πραγµατοποιήθηκε στις Mουρνιές της Kυδωνίας στις 20 Σεπτεµβρίου 1833. H συνέλευση απέστειλε αναφορά στις Δυνάµεις µε την οποία ζητούσε την προστασία τους. Tο κίνηµα απέτυχε παντελώς και οι σαράντα ένας πρωταίτιοι απαγχονίστηκαν.Στα 1841, σε µια κρίσιµη καµπή του Aνατολικού Ζητήµατος, ξέσπασαν στις 22 Φεβρουαρίου ταυτόχρονα οι εξεγέρσεις των αδελφών Xαιρέτη και του Bασιλογιώργη µε προκηρύξεις υπέρ της ελευθερίας και υποµνήµατα προς τους βασιλείς των Δυνάµεων. Tην ίδια περίοδο ο λόγιος Eµµανουήλ Bυβιλάκης εκδίδει την πρώτη επαναστατική εφηµερίδα της Kρήτης µε τίτλο Pαδάµανθος.H εξέγερση αυτή κλείνει έναν κύκλο που άνοιξε η Eπανάσταση το 1821.Στο εξής, µετά το 1856, έτος έκδοσης του Χάττ-ι Χουµαγιούν οι εξεγέρσεις θα αφορούν την εφαρµογή των προνοµίων και των κανονισµών που είχε παραχωρήσει η Πύλη. Mε την πρώτη από αυτές, το κίνηµα του Mαυρογένη (Aπρίλιος-Iούνιος 1858) οι Kρητικοί πετυχαίνουν την έκδοση του φιρµανιού της 7ης Ιουλίου 1858, το οποίο επέτρεπε την οπλοφορία και τη σύσταση δηµογεροντιών στις έδρες των τριών διαµερισµάτων.Ύστερα από µια µακρά σιωπή στα 1866 οι Kρητικοί αντιδρούν στις αυθαιρεσίες του γενικού διοικητή µε υποµνήµατα προς το σουλτάνο και τις Δυνάµεις. Παρά τη δυσµενή διεθνή συγκυρία οι Kρητικοί προχωρούν σε ένοπλες εξεγέρσεις. Tους εξεγερµένους ενίσχυσαν οµάδες ελλήνων και ευρωπαίων, γαριβαλδίνων κυρίως, εθελοντών, αξιωµατικοί του Eλληνικού Στρατού που εγκατέλειπαν τις θέσεις τους και ηµισυνωµοτικές ενώσεις και κοµιτάτα υποστήριξης. Oι στρατιωτικές δυνάµεις των εξεγερµένων ήταν σαφώς µικρότερες σε όγκο από τις τουρκοαιγυπτιακές και τους έλειπε ο συντονισµός υπό µια ενιαία διοίκηση, την οποία ούτε ο συνταγµατάρχης Πάνος Kορωναίος κατάφερε να οργανώσει µετά την άφιξή του το Σεπτέµβριο του 1866.Tο Nοέµβριο ο Kωστής Γιαµπουδάκης ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη της µονής Aρκαδίου θάβοντας κάτω από τα ερείπιά της όσους στασιαστές και αµάχους είχαν κλειστεί εκεί µαζί µε τους πολιορκητές τους. Tο γεγονός προκάλεσε συγκίνηση και ισχυρό κύµα υποστήριξης στην Eυρώπη και ανακάλεσε µνήµες από το Kούγκι και το Mεσολόγγι.Tο ευνοϊκό κλίµα αντιστράφηκε σύντοµα υπέρ της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας η οποία κέρδιζε στα πεδία των µαχών. Aποκοµµένοι από την Eλλάδα, υπό τις απειλές της Πύλης για πόλεµο και υπό την πίεση των Δυνάµεων οι ηγέτες της εξέγερσης εξοντώθηκαν, διώχτηκαν ή παραδόθηκαν. Tο 1869 η εξέγερση έχει σβήσει µε µόνο κέρδος τον Oργανικό Nόµο του 1868.Oι καταστρατηγήσεις του «Oργανικού Nόµου» οδήγησαν στη συγκρότηση της Παγκρητίου Eπανασταστικής Συνέλευσης το 1878, αλλά και πάλι το µόνο κέρδος της εξέγερσης ήταν η «Xάρτα της Xαλέπας» (1878), αποτέλεσµα κυρίως του διπλωµατικού παιχνιδιού στο Bερολίνο. Tο 1889 η ατυχής κήρυξη της Ένωσης από το κόµµα των Kαραβανάδων οδήγησε στην ανάκληση του Xάρτη και σε περίοδο τροµοκρατίας κατά των χριστιανών.H τελευταία εξέγερση του αιώνα ξεκίνησε µε πολύ πιο ρεαλιστικούς στόχους. Mε την ίδρυση της Mεταπολιτευτικής Eπιτροπής και την ψήφιση του υποµνήµατος του Mανούσου Kούνδουρου στις 3 Σεπτεµβρίου 1895 που ζητούσε να ανακηρυχτεί η Kρήτη αυτόνοµη πολιτεία φόρου υποτελής στο σουλτάνο. Mε το «Nέο Oργανισµό» του Aυγούστου 1896 η κατάσταση έδειχνε να εκτονώνεται. Όµως η αποστολή ελληνικών ένοπλων δυνάµεων στις αρχές του 1897 αλλάζει το σκηνικό. Στις πολεµικές επιχειρήσεις εµπλέκονται εκτός από την Πύλη και τους Kρητικούς το ελληνικό κράτος και οι Δυνάµεις. O ατυχής πόλεµος στη Θεσσαλία (8 Απριλίου-8 Μαΐου 1897) σήµανε το προσωρινό τέλος των ελληνικών διεκδικήσεων για Ένωση.Tο µαξιµαλιστικό αίτηµα της Ένωσης εγκαταλήφτηκε και οι Kρητικοί αποδέχτηκαν τη λύση της ανακήρυξης του νησιού σε Aυτόνοµη Hγεµονία υπό τον πρίγκηπα Γεώργιο, ο οποίος αποβιβάστηκε ως Ύπατος Aρµοστής στη Σούδα στις 9 Δεκεµβρίου 1898.

Page 66: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η ένωση των Ιόνιων νησιών µε την ΕλλάδαΗ πρώτη επέκταση των συνόρων του ελληνικού κράτους ήρθε σε περισσότερα από τριάντα χρόνια µετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του. Δεν υπήρξε αποτέλεσµα καµιάς από τις αλυτρωτικές εξεγέρσεις του ελληνικού κράτους ούτε συντελέστηκε σε βάρος του µόνου µέχρι το 1878 εχθρού, της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Με τη συνθήκη που υπογράφτηκε στις 17/29 Μαρτίου 1864 ανάµεσα στις τρεις Δυνάµεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Pωσία, και στο ελληνικό βασίλειο τα Επτάνησα πέρασαν οριστικά στην ελληνική κυριαρχία στις 21 Μαΐου.H εξέλιξη αυτή ήρθε ως επιστέγασµα µιας σειράς διαβουλεύσεων και διπλωµατικών διαπραγµατεύσεων, οι οποίες καθόρισαν αρκετά βαριούς όρους για την Eλλάδα που ήταν αποκλεισµένη από τις περισσότερες διπλωµατικές συναντήσεις.H συνθήκη θέσπιζε τη διηνεκή ουδετερότητα της Kέρκυρας, γι' αυτό κατεδαφίστηκε µέρος του οχυρού της πόλης και των Παξών. Tο ελληνικό κράτος αποδέχεται όλες τις υποχρεώσεις προς ξένες κυβερνήσεις, εταιρείες και ιδιώτες, οι οποίες απέρρεαν από συµβάσεις που είχαν συναφθεί µε την Iόνιο Πολιτεία ή µε την Προστάτιδα Δύναµη, τη Μεγάλη Bρετανία. H ρύθµιση αυτή αφορούσε το δηµόσιο χρέος των Iονίων, εµπορικά και ναυτιλιακά προνόµια αλλοδαπών και κυρίως το εκδοτικό δικαίωµα της Iονικής Τράπεζας. Tο ελληνικό κράτος αναλάµβανε επίσης να καταβάλει αποζηµιώσεις και συντάξεις στους άγγλους υπαλλήλους που θα έχαναν τη θέση τους µε την Ένωση. H Oρθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζεται ως επικρατούσα, αλλά κηρύσσεται παράλληλα η θρησκευτική και λατρευτική ελευθερία για όλα τα δόγµατα και διατηρούνται τα προνόµια της Καθολικής Eκκλησίας. H Mεγάλη Bρετανία παραιτείται από την προστασία των Iονίων και µαζί µε τη Γαλλία και τη Pωσία επεκτείνουν τις εγγυήσεις που αφορούσαν την Eλλάδα και στα Iόνια νησιά.Στις 23 Σεπτεµβρίου/5 Oκτωβρίου το IΓ' Iόνιο Kοινοβούλιο υλοποίησε το σκοπό της σύγκλησής του αποφασίζοντας πανηγυρικά την Ένωση µε την Eλλάδα σε «µία και αδιαίρετη πολιτεία υπό το συνταγµατικό σκήπτρο του Γεωργίου Α΄». H εξέλιξη αυτή προκάλεσε κάποια πικρία σε µια µερίδα των Pιζοσπαστών, οι οποίοι είχαν αγωνιστεί για µια ανατρεπτική και επαναστατική Ένωση µε µιαν ανεξάρτητη και δηµοκρατική Eλλάδα.

Η προσάρτηση της Θεσσαλίας και της ΆρταςMετά το τέλος του Pωσο-οθωµανικού πολέµου στα 1877-78 η Eλλάδα παρουσιάστηκε στο συνέδριο του Bερολίνου (13 Ιουνίου-13 Ιουλίου 1878) για να εισπράξει από τις Δυνάµεις τα ανταλλάγµατα για τη φρόνιµη στάση που επέδειξε κατά τη βαλκανική κρίση. Mε µεσολάβηση της Aγγλίας ελληνική αντιπροσωπεία, αποτελούµενη από τον υπουργό των Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη και τον Aλέξανδρο Pίζο Pαγκαβή, παρουσίασε τις ελληνικές θέσεις στην ολοµέλεια του συνεδρίου στις 17/29 Iουλίου. Oι έλληνες αντιπρόσωποι αιτήθηκαν την προσάρτηση της Ήπειρου, της Θεσσαλίας και της Kρήτης.Mε το 13ο πρωτόκολλο το συνέδριο «προσκαλούσε την Yψηλή Πύλη να συµφωνήσει µε την Eλλάδα σε µια [νέα] ρύθµιση των συνόρων στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο». Tο συνέδριο πρότεινε τη γραµµή των ποταµών Kαλαµά-Σαλαµβρία, ρύθµιση που απέδιδε στην Eλλάδα µεγάλο µέρος της Hπείρου και της Θεσσαλίας.Mε το 24 άρθρο οι έξι Δυνάµεις προσφέρονταν σε περίπτωση αδιεξόδου στις διαπραγµατεύσεις των δύο πλευρών να µεσολαβήσουν στα δύο µέρη «για διευκόλυνση».H οθωµανική αντιπροσωπεία στο Bερολίνο αντέδρασε σθεναρά στην προοπτική να παραχωρηθούν εδάφη και τήρησε παρελκυστική πολιτική στις διαπραγµατεύσεις για τον καθορισµό των συνόρων. H τελική ρύθµιση δεν επρόκειτο να επιτευχθεί παρά ύστερα από σκληρές διαπραγµατεύσεις των δύο πλευρών και των Δυνάµεων που διήρκεσαν τρία χρόνια.H ελληνική κυβέρνηση µε διακοίνωσή της προς τις Δυνάµεις στις 8/20 Iανουαρίου 1881 ζητούσε την εφαρµογή των «δικαίων και καταλλήλων αποφάσεών τους, µε τα µέτρα που αυτές έκριναν», για να εδραιωθεί η ειρήνη. Παρά τις φραστικές εµµονές της η ελληνική κυβέρνηση είχε ουσιαστικά αποδεχτεί ενδόµυχα µια αρνητική γι' αυτήν εξέλιξη και υποχωρούσε βήµα βήµα από τα σύνορα που είχε προτείνει η συνθήκη του Bερολίνου.Στις διαπραγµατεύσεις της Kωνσταντινούπολης για την οριστική διευθέτηση του ζητήµατος, που άρχισαν στις 20 Φεβρουαρίου του 1881, η Eλλάδα δε συµµετείχε. Tις ελληνικές θέσεις διαπραγµατεύονταν οι πρέσβεις των έξι Δυνάµεων, οι οποίοι επικοινωνούσαν µε την Aθήνα.Mε την έναρξη του 1883 το ζήτηµα των θεσσαλικών συνόρων είχε διευθετηθεί. Στο ελληνικό κράτος περιήλθε η Θεσσαλία εκτός από την περιοχή της Ελασσόνας και η πόλη της Άρτας µε ελάχιστα ηπειρωτικά εδάφη. Το ζήτηµα των θεσσαλικών συνόρων θα ανακινηθεί ξανά µε την πρόσκαιρη κατάληψη της Θεσσαλίας από τα οθωµανικά στρατεύµατα το 1897.

Page 67: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ο «Ειρηνοπόλεµος» και ο θαλάσσιος αποκλεισµόςMε τη συνθήκη του Bερολίνου στις 13 Iουλίου 1878 η βόρεια Θράκη, η περιοχή µεταξύ της Pοδόπης και του Aίµου µε πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη, αποτέλεσε αυτόνοµη επαρχία. H επαρχία θα διοικούνταν από χριστιανό διοικητή µε πενταετή θητεία διορισµένο από την Πύλη, στη βάση όµως ενός οργανισµού που θα συντασσόταν από διεθνή επιτροπή, η οποία συνήλθε στη Φιλιππούπολη το Σεπτέµβριο του 1878.Oι προσπάθειες του έλληνα υποπρόξενου στη Φιλιππούπολη Aθανάσιου Mατάλα αφορούσαν την κατοχύρωση της ελληνικής γλώσσας ως επίσηµης και την αναγνώριση της προνοµιακής θέσης του ελληνικού πληθυσµού. Παρά τη µακροχρόνια ύπαρξη ελληνικών κοινοτήτων στην περιοχή, η όξυνση της ελληνοβουλγαρικής διαµάχης για το εκκλησιαστικό και η εθνική αφύπνιση των Bουλγάρων ακύρωνε τα οποιαδήποτε θεσµικά κέρδη. Στην πράξη από το πρώτο έτος της διοίκησης της επαρχίας από τον Aλέξανδρο Bογορίδη φάνηκε η διάθεση για υποβάθµιση των δικαιωµάτων της ελληνικής κοινότητας. Άλλωστε ο Σύνδεσµος των τριών Aυτοκρατόρων (Dreikaiserbund) τον Iούνιο του 1881 προσχεδίαζε την παραχώρηση της Ανατολικής Pωµυλίας στους Bουλγάρους, για να αποτρέψει τυχόν επεκτατικές τους βλέψεις σ τη Mακεδονία.Στις 6 Σεπτεµβρίου 1885 η Bουλγαρία ανήγγειλε την προσάρτηση της Aνατολικής Pωµυλίας και κινηµατίες βούλγαροι στρατιωτικοί περιέφεραν χλευαστικά το διοικητή της Γαβριήλ-πασά στους δρόµους της Φιλιππούπολης, πριν από την αποποµπή του. Eνάντια στην προσάρτηση αντέδρασαν οι Σέρβοι και οι Pώσοι, ενώ στην Πύλη διχάστηκαν οι απόψεις σχετικά µε την προοπτική της στρατιωτικής επέµβασης. H ανακατανοµή των κερδών από τη φυλλοροούσα Oθωµανική Αυτοκρατορία παρότρυνε σε νέες απαιτήσεις τους παραπονεµένους από τη µοιρασιά. Στην Eλλάδα ξέσπασαν διαδηλώσεις, όπου οι διαδηλωτές ζητούσαν στρατιωτική δράση στην Kρήτη και στην Ήπειρο. Στις διακηρύξεις τους επικαλούνταν την ανατροπή της ισορροπίας στην Aνατολή και την απειλή για βουλγαρική κάθοδο στη Mακεδονία. Tην αναταραχή και τις προσδοκίες εξήψαν η κήρυξη του πολέµου εναντίον της Bουλγαρίας από τη Σερβία (17 Νοεµβρίου 1885), που όµως υπέστη πανωλεθρία, και η συγκέντρωση οθωµανικού στρατού στα σύνορα της Ανατολικής Pωµυλίας. H κυβέρνηση Δηλιγιάννη ξεκίνησε από τις 12 Σεπτεµβρίου 1885 µια διαδικασία επιστρατεύσεων και πολεµικής προετοιµασίας που διήρκεσε µήνες. Δεν προχωρούσε όµως ούτε σε δράση ούτε σε αποκλιµάκωση περιµένοντας παραχωρήσεις από την Oθωµανική Αυτοκρατορία κάτω από τη διπλωµατική πίεση των Δυνάµεων. Εξαιτίας αυτής της τακτικής η περίοδος 1885-86 ονοµάστηκε «ένοπλος επαιτεία» και «Eιρηνοπόλεµος». Oι Δυνάµεις προχώρησαν στην επίσηµη αναγνώριση της ενσωµάτωσης της Ανατολικής Pωµυλίας στη Bουλγαρία και απαίτησαν από την Eλλάδα µε διακοινώσεις τους (30 Δεκεµβρίου 1885 και 12 Ιανουαρίου 1886) να θεωρήσει το θέµα λήξαν και να σταµατήσει τη στρατιωτική κινητοποίηση. H παρελκυστική πολιτική του Δηλιγιάννη οδήγησε, ύστερα από ένα τελεσίγραφο στις 12 Aπριλίου, στον αποκλεισµό των ελληνικών ακτών για κάθε σκάφος υπό ελληνική σηµαία. Oι εξελίξεις προκάλεσαν την πτώση του Δηλιγιάννη και το σχηµατισµό κυβέρνησης από το Xαρίλαο Tρικούπη στις 9 Mαΐου 1886. Tην ίδια µέρα τµήµατα του Eλληνικού Στρατού πήραν την πρωτοβουλία να γλυτώσουν την ατίµωση της διπλωµατίας µε την εισβολή στο εχθρικό έδαφος. Η παράτολµη αυτή πράξη οδήγησε στη σύλληψη και τη διαπόµπευση 280 ευζώνων από τους Tούρκους. H ανακωχή της 12ης Mαΐου και η διαταγή της αποστράτευσης στις 14 του ίδιου µήνα έκλεισαν άλλο ένα κεφάλαιο αποτυχίας της ελληνικής εξωτερικής και αλυτρωτικής πολιτικής. O ταπεινωτικός αποκλεισµός έληξε µερικές µέρες αργότερα, στις 24 Mαΐου 1886.

Ο «ατυχής» πόλεµος του 1897Tο τέλος του 19ου αιώνα έφερε µαζί του και το τέλος µιας αυταπάτης. H Eλλάδα χρεωκοπηµένη ήδη οικονοµικά χρεωκόπησε επιπλέον πολιτικά και στρατιωτικά µε τον ατυχή πόλεµο του 1897. Mε την έναρξη του 1897 τα πνεύµατα στην Eλλάδα ήταν ήδη πολύ οξυµένα από την κρητική εξέγερση και τις σφαγές από τους Τούρκους.Στην Eυρώπη πολλές πλευρές απαιτούσαν µιαν επέµβαση των Δυνάµεων υπέρ των Kρητικών και στην Eλλάδα η κοινή γνώµη πίεζε για την αποστολή στρατιωτικών δυνάµεων στο νησί. Την περιορισµένη δράση του ελληνικού στόλου συµπλήρωσε η αποστολή στην Κρήτη του υπασπιστή του βασιλιά Tιµολέοντος Bάσσου µε δύναµη 1.500 αντρών. Oι ελληνικές δυνάµεις αποβιβάστηκαν στις 3 Φεβρουαρίου στον όρµο Kολυµπάρι και προσπάθησαν να δηµιουργήσουν ένα τετελεσµένο κατοχής και προσάρτησης του νησιού στο ελληνικό κράτος.Oι Δυνάµεις δεν αποφάσισαν τον αποκλεισµό του Πειραιά ή κάποια δυναµική κίνηση εναντίον της Eλλάδας, όπως ζητούσε η Πύλη και ο Kάιζερ. H αποβίβαση ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάµεων στην Kρήτη δηµιούργησε ένα κλίµα άµεσης σύγκρουσης, αλλά η συµπάθεια της ευρωπαϊκής κοινής γνώµης για την Eλλάδα κλίµα απέτρεπε αυστηρότερη στάση της Aγγλίας και της Γαλλίας. Πιθανόν η κυβέρνηση Δηλιγιάννη περίµενε έναν αποκλεισµό ανάλογο µε του 1886, για να απεµπλακεί από την υπόθεση µε κάποια διπλωµατικά κέρδη για την Kρήτη. H τελεσιγραφική διακοίνωση των Δυνάµεων στις 18 Φεβρουαρίου/2 Mαρτίου οδήγησε στην ανάκληση του ελληνικού στόλου. Oι στόλοι των Δυνάµεων απέκλεισαν το νησί και αποβίβασαν στρατεύµατα κατοχής, επιβάλλοντας τη λύση της αυτονοµίας του νησιού.Στα ελληνοτουρκικά σύνορα όµως η ένταση είχε κλιµακωθεί επικίνδυνα. Aπό τις 15 Mαρτίου ο διάδοχος Kωνσταντίνος αναλάµβανε την αρχιστρατηγία, προκαλώντας ενθουσιασµό και αναζωπυρώνοντας τον αλυτρωτικό αναβρασµό. O λαός, οι διανοούµενοι και οι στρατιωτικοί στη µεγάλη τους πλειονότητα επιθυµούσαν έναν εθνικό πόλεµο, τον οποίον αισιοδοξούσαν ότι θα κερδίσουν µάλλον εύκολα. Mετά την εισβολή των ενόπλων της Eθνικής Eταιρείας στη Mακεδονία, η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να αποσείσει τις ευθύνες από πάνω της. Όµως η Πύλη ανακοίνωσε στις 5 Aπριλίου την απόφασή της να διακόψει τις διπλωµατικές σχέσεις µε την Aθήνα. H Aθήνα σύρθηκε στον πόλεµο, όµως η έκφραση του Δηλιγιάννη στο ενθουσιώδες κοινοβούλιο «έχοµεν καθήκον να τον δεχθώµεν και τον εδέχθηµεν» υποκρύπτει όλη την προκλητική στάση των διεισδύσεων της Eθνικής Eταιρείας και του πολεµικού πυρετού στο Kρητικό. O πόλεµος διεξαγόταν καιρό πριν από την επίσηµη κήρυξή του και την έναρξη των οργανωµένων συνοριακών µαχών, από τις 6 ως τις 11 Aπριλίου.Tα ελληνικά στρατεύµατα απροετοίµαστα και άπειρα από πόλεµο ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν από τις αρχικές τους θέσεις. Oι οθωµανικές δυνάµεις άρχισαν να προωθούνται στα ελληνικά εδάφη. Στις 12 Aπριλίου κατέλαβαν τον Tύρναβο και την εποµένη, ανήµερα του Πάσχα, τη Λάρισα.Oι ελληνικές δυνάµεις υποχώρησαν στα Φάρσαλα, όπου και ανασυντάχτηκαν. Mόνο µια ταξιαρχία υπό τοσυνταγµατάρχη Kωνσταντίνο Σµολένσκη ανασυγκροτήθηκε στο Bελεστίνο, για να διατηρήσει τον έλεγχο του δρόµου και του σιδηροδρόµου προς την πόλη του Bόλου. Oι µάχες στο Bελεστίνο κράτησαν ως τις 24 Aπριλίου αναδεικνύοντας σε ήρωα τον Σµολένσκη. O συνταγµατάρχης του Πυροβολικού απέτρεψε τους άντρες του από την άτακτη φυγή και τη λιποταξία και κράτησε τις θέσεις του για όσο χρόνο χρειάστηκαν οι υπόλοιπες δυνάµεις, για να υποχωρήσουν από τα Φάρσαλα στο Δοµοκό.Oι υπόλοιπες ελληνικές δυνάµεις υπό τον Kωνσταντίνο, αφού πολέµησαν στα Φάρσαλα µια ηµέρα (23 Aπριλίου), υποχώρησαν στην πιο οχυρή θέση του Δοµοκού στις 24 Aπριλίου. Δύο µέρες µετά τα οθωµανικά στρατεύµατα κατέλαβαν το Bόλο.H τελευταία συντεταγµένη µάχη διεξήχθη στο Δοµοκό στις 5 Mαΐου µε τη συµµετοχή και των εθελοντών γαριβαλδίνων του Aµίλκα Kυπριάνη. H ήττα και η καταδίωξη από τους Tούρκους ώθησε τα ελληνικά στρατεύµατα ως τα βόρεια της Λαµίας, όπου τα πρόλαβε η ανακωχή. Tην τύχη του θεσσαλικού µετώπου δεν ακολούθησε το ηπειρωτικό, αφού µετά τις µάχες των Πέντε Πηγαδιών (11-17 Aπριλίου) και του Γκρίµποβου (1-3 Mαΐου) οι άντρες του υποστράτηγου Θρασύµβουλου Mάνου υποχώρησαν ελάχιστα από τα σύνορα του 1881.Στη Θεσσαλία, µέσα σε ένα µήνα ο ελληνικός στρατός είχε χάσει το µεγαλύτερο µέρος των εδαφών, τα οποία είχαν δοθεί µέσω της διπλωµατίας στην Eλλάδα πριν από µια δεκαπενταετία. H ανακωχή που κηρύχτηκε ύστερα από παρέµβαση του τσάρου στις 5 Mαΐου δεν τερµάτισε την κατοχή της Θεσσαλίας από τα οθωµανικά στρατεύµατα, τα οποία αποχώρησαν µόλις το Mάιο του 1898, αφού προέβησαν σε µεγάλες καταστροφές και βιαιότητες.Oι εδαφικές απώλειες ήταν τελικά µικρές. Oι σηµαντικότερες πληγές από τον ατυχή πόλεµο τυράννησαν την περηφάνια και το γόητρο της Eλλάδας. Για όλα αυτά κανένας τελικά δεν ανέλαβε µια καθαρή ευθύνη και η αρχική οργή ενάντια στο θρόνο και το διάδοχο µε τον καιρό απαλύνθηκε. Ίσως και για λόγους «εθνικού φιλότιµου» οι Έλληνες αρκέστηκαν στον αντιγερµανισµό και τη συνωµοτική ερµηνεία της ιστορίας, αποφεύγοντας µέχρι πρόσφατα να εξετάσουν πιο ψύχραιµα αυτό που η κυπριακή Σάλπιξ αποκαλούσε «ευγενή µας τύφλωση».

Page 68: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η επίσηµη οργάνωση της εξωτερικής πολιτικήςTο ελληνικό κράτος δηµιουργήθηκε ύστερα από µια επανάσταση εθνική, όταν η Eυρώπη βρισκόταν συνασπισµένη χάριν µιας "νέας τάξης", η οποία εγκαθιδρύθηκε το 1815 στο Συνέδριο της Βιέννης. Tο βασικό πρόβληµα του επαναστατηµένου έθνους ήταν να αναγνωριστεί ως ανεξάρτητο κράτος. Ωστόσο, το πλέγµα της διεθνούς διπλωµατίας διαµόρφωσε µια ιδιότυπη και ασαφή διεθνή θέση για την Eλλάδα.Tο ελληνικό κράτος υπήρξε για όλο το 19ο αιώνα ένα κράτος δεύτερης κατηγορίας, το οποίο εκ των πραγµάτων (de facto) βρισκόταν υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς προστασίας και εγγυήσεων από µέρους των Δυνάµεων, ένα καθεστώς που µπορεί να αποδοθεί µε τον όρο "κηδεµονία". Nοµικά (de jure) το βασίλειο ήταν ανεξάρτητο και απλά υπάκουε σε κάποιους κανόνες διεθνούς νοµιµότητας και ένταξης στο διπλωµατικό παιχνίδι, φτιαγµένο στα µέτρα της "Eυρωπαϊκής Συµφωνίας", του συµβουλίου των τριών ή των πέντε µεγάλων ευρωπαϊκών Δυνάµεων.Tο ελληνικό κράτος έπρεπε να υπάρξει στο πλαίσιο της πολιτικής νοµιµότητας του διεθνούς κατεστηµένου,το οποίο επέλεξε δυο φορές, το 1832 και το 1863, βασιλιά για την Ελλάδα. Έπρεπε επίσης να οργανώσει κρατικούς θεσµούς εκπροσώπησης (Yπουργείο Eξωτερικών) και να ορίσει διπλωµατικές αντιπροσωπείες στο εξωτερικό. Tο δίκτυο των προξενείων που θα δηµιουργήσει θα αποτελέσει άξονα εθνικής δράσης και θα ενισχύσει την προσπάθεια του ελληνικού κράτους, προκειµένου να καθιερωθεί ως ο µοναδικός εκπρόσωπος των "ελληνικών" πληθυσµών στο διεθνές διπλωµατικό πεδίο.

Η διεθνής θέση της ΕλλάδαςH διπλωµατική θέση της Eλλάδας κατά το 19ο αιώνα σίγουρα δεν υπήρξε αξιοζήλευτη. H εξάρτηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας από τις Mεγάλες Δυνάµεις δεν αποτελεί απλή απόρροια της ανισορροπίας της δύναµης ανάµεσα σε κοσµοκράτειρες και µικρά νεοσύστατα κράτη· ούτε βέβαια µπορεί να εξεταστεί στο στενό πλαίσιο της ηθικής και των εθνικών δικαίων. H διεθνής θέση της χώρας προσδιοριζόταν από τους κανόνες του διεθνούς διπλωµατικού παιχνιδιού και τους συσχετισµούς δυνάµεων.Κατά το 19ο αιώνα, ό,τι χαρακτηρίζει το διεθνές διπλωµατικό πεδίο είναι η άνιση πρόσβαση που µπορούν να έχουν σε αυτό τα κράτη και τα έθνη. Στην κορυφή της πυραµίδας είναι οι τρεις Μεγάλες Δυνάµεις, η Aγγλία, η Γαλλία και η Pωσία, πλαισιωµένες από την Aυστρία και την Πρωσία. Aυτές οι πέντε συνιστούσαν την "Eυρωπαϊκή Συµφωνία", η οποία αποτελούσε την πηγή της νοµιµοποίησης κάθε διπλωµατικής ενέργειας και κρατικής νοµιµότητας στο διεθνή χώρο, κάτι ανάλογο της διάδοχής της Kοινωνίας των Eθνών ή του µεταπολεµικού Oργανισµού Hνωµένων Eθνών. Mε τη διαφορά ότι ακόµη δεν έχουν ακουστεί τα ισονοµιστικά κηρύγµατα του 20ού αιώνα και δεν έχει καθιερωθεί το δίκαιο των εθνοτήτων. H Eυρωπαϊκή Συµφωνία εκπροσωπούσε την έννοµη διεθνή τάξη, στην οποία προσπαθούν ή αναγκάζονται να ενσωµατωθούν σταδιακά τα υπόλοιπα κράτη.Eίναι χαρακτηριστικό ότι από αυτό το σύστηµα απουσιάζουν στην αρχή µεγάλες δυνάµεις όπως η Oθωµανική Αυτοκρατορία, η οποία γίνεται δεκτή µετά τα Kριµαϊκά µε όρους που αποτελούσαν ωµή παρέµβαση στα εσωτερικά της προβλήµατα.H Eλλάδα συµµετείχε στη διεθνή διπλωµατία µέσω αντιπροσώπων των τριών, µερικές φορές των πέντε, Mεγάλων Δυνάµεων. Aπό πλευράς διεθνούς δικαίου, αυτό στηρίζεται στην υποχρέωση εγγύησης ή µεσολάβησης που έχουν αναλάβει οι Δυνάµεις απέναντι στην Eλλάδα, όπως και στην Oθωµανική Aυτοκρατορία, τη Σερβία κ.ο.κ. Πρακτικά αυτό σήµαινε ότι οι Δυνάµεις αποφάσιζαν, νοµιµοποιούσαν τις εξελίξεις στη διεθνή σκηνή και ενίοτε καλούνταν και οι ενδιαφερόµενοι να προχωρήσουν σε µεταξύ τους συµφωνία.Eνδεικτικό για τη διεθνή της θέση είναι το πώς η Eλλάδα συµµετείχε στις κρισιµότερες φάσεις του Aνατολικού Zητήµατος. H ελληνική διπλωµατία δε συµµετείχε στις διαβουλεύσεις του 1841 ούτε στο συνέδριο των Παρισίων του 1856. Στο τελευταίο µάλιστα το ελληνικό ενδιαφέρον ήταν ιδιαίτερα αυξηµένο λόγω των κοσµογονικών αλλαγών στην Oθωµανική Aυτοκρατορία, όπου διέµεναν χιλιάδες έλληνες υπήκοοι και εκατοντάδες χιλιάδες ελληνορθόδοξοι µε ελληνική συνείδηση, αλλά και λόγω των εγγυήσεων που παρασχέθηκαν για την ακεραιότητα του κράτους της Πύλης. Στο συνέδριο του Bερολίνου ο υπουργός Eξωτερικών Θεόδωρος Δηλιγιάννης και ο πρέσβης στο Bερολίνο Aλέξανδρος Pίζος Pαγκαβής µίλησαν στην ολοµέλεια για λιγότερο από µισή ώρα, χωρίς καµιά προηγούµενη ενηµέρωση για τις εξελίξεις του συνεδρίου. Στο συνέδριο ουσιαστικά άλλαξε ο χάρτης της Bαλκανικής και η ελληνική αντιπροσωπεία ποσπάθησε να αναγνωριστεί ως εκφραστής και των αλύτρωτων της Hπειροθεσσαλίας, Mακεδονίας, Θράκης και Kρήτης. Στις ακόλουθες τριετείς διαπραγµατεύσεις για τα εδάφη που θα προσαρτούσε η Eλλάδα οι κυριότερες εξελίξεις και πρωτοβουλίες προέρχονταν από την πλευρά των Δυνάµεων, στων οποίων τα χέρια είχε αφήσει τις τύχες των διαπραγµατεύσεων το ελληνικό κράτος.Άλλωστε το ίδιο είχε συµβεί και µε την Ένωση των Eπτανήσων, η οποία συµφωνήθηκε το 1863 µε το δανό βασιλιά Γουλιέλµο, πατέρα του Γεωργίου A', και επικυρώθηκε µε τη συνθήκη του Λονδίνου (14.11.1863), από την οποία απουσίαζε παρά τις διαµαρτυρίες της η ελληνική πλευρά. Παρά ταύτα, η ελληνική διπλωµατία προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση µε τις άλλες χριστιανικές δυνάµεις της περιοχής: Mε την Iταλία (συµφωνία Tur-Mπότσαρη, 21-07-1862) και µε τη Σερβία (ανενεργή στρατιωτική σύµβαση 16/28-02-1868).H πιο τολµηρή κίνηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η αποστολή το 1882 στην Aίγυπτο δύο πλοίων για την προστασία των ελλήνων υπηκόων. Ήταν ακριβώς µετά τη βίαιη καταστολή του εθνικιστικού, αντιευρωπαϊκού κινήµατος του Aραµπή. O Xαρίλαος Tρικούπης πρότεινε επιπλέον την αποστολή εκστρατευτικού σώµατος 7.000 αντρών. O άγγλος πρεσβευτής στην Πύλη και ο ναύαρχος των αγγλικών δυνάµεων ζήτησαν να ανακληθεί η µοίρα, πράγµα που έγινε στις 30 Αυγούστου 1882. Έτσι τερµατίστηκε η πρώτη και µοναδική για το 19ο αιώνα προσπάθεια της Eλλάδας να παίξει το ρόλο της υπολογίσιµης διεθνούς δύναµης. Ως κέρδος αυτής της επιχείρησης µπορεί να θεωρηθεί µόνο η ευνοϊκή για τους έλληνες υπηκόους εµπορική σύµβαση Eλλάδας-Aιγύπτου το 1883.H Eλλάδα θα παραµείνει de facto και de jure περιθωριακή διπλωµατική παρουσία µε ισχνή στρατιωτική δύναµη για ολόκληρο το 19ο αιώνα. H απόσταση ανάµεσα στα αλυτρωτικά όνειρα και τις προϋποθέσεις για την επιτυχία τους γίνεται ακόµα πιο εµφανής από τη διπλωµατική σκοπιά.

Page 69: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Το Υπουργείο των ΕξωτερικώνAπό τα συντάγµατα της Eπανάστασης προβλεπόταν αρχικά η διαχείριση των εξωτερικών υποθέσεων του νέου κράτους από τον αρχιγραµµατέα της επικράτειας και αργότερα από ιδιαίτερο γραµµατέα. Υπουργείο µε τη σηµερινή έννοια συστήθηκε µε το διάταγµα της 3ης Aπριλίου 1835 περί σχηµατισµού των γραµµατειών [υπουργείων] ως επί του Bασιλικού Oίκου και των Eξωτερικών Γραµµατεία. Mε το Σύνταγµα της 18ης Mαρτίου 1844 µετονοµάζεται σε Yπουργείον επί του Bασιλικού Oίκου και των Eξωτερικών και µε το Z' Ψήφισµα της 4ης Φεβρουαρίου 1863 µετονοµάζεται σε Yπουργείον των Eξωτερικών, ονοµασία που διατηρεί µέχρι και σήµερα.Στην αρµοδιότητα της γραµµατείας ενέπιπταν η ρύθµιση των συµφερόντων και κάθε είδους σχέσης του βασιλείου (του βασιλιά και κάθε υπηκόου) µε άλλα κράτη, οι διαπραγµατεύσεις και η επικοινωνία εν γένει µε τις ξένες κυβερνήσεις και υπηρεσίες και η τήρηση της εθιµοτυπίας. Tέλος, η γραµµατεία αναλάµβανε την υποχρέωση για την οργάνωση, την καθοδήγηση και την εποπτεία της διπλωµατικής εκπροσώπησης της χώρας στο εξωτερικό και των σχετικών υπηρεσιών στην ηµεδαπή. Oι αρµοδιότητες του υπουργείου και η πρωτεύουσα θέση του στην ιεραρχία του υπουργικού συµβουλίου δε δηλώνουν καµιά παντοδυναµία του υπουργού, ο οποίος υφίστατο πολλές πιέσεις και περιορισµούς από θεσµικούς και εξωθεσµικούς παράγοντες. O µονάρχης και το υπουργικό συµβούλιο διατηρούσαν την ευθύνη των χειρισµών των εξωτερικών σχέσεων, τις οποίες διαχειριζόταν άµεσα ο πρωθυπουργός. Aπό το 1835 το Συµβούλιο της Eπικρατείας, όργανο εξολοκλήρου υποταγµένο στο βασιλιά, έπαιζε και αυτό έναν εξελεγκτικό ρόλο. Mετά την πολιτειακή µεταβολή του 1843, το Kοινοβούλιο αναλάµβανε επίσης την κρίσιµη λειτουργία της επικύρωσης διπλωµατικών πράξεων όπως συνθηκών, διπλωµατικών αποστολών κ.ά.Xαρακτηριστική για τον τρόπο που ασκούνταν η εξωτερική πολιτική είναι η περίπτωση της απόρριψης της συνθήκης που υπέγραψε ο Zωγράφος µε την Πύλη το 1840 από το υπουργικό συµβούλιο, το Συµβούλιο της Eπικρατείας αλλά και από την κοινή γνώµη.Παράλληλα, η ελληνική εξωτερική πολιτική επηρεαζόταν και ενίοτε αφηνόταν έρµαιο σε πιέσεις της κοινής γνώµης, ηµισυνωµοτικών εταιρειών και ενώσεων και σε πρωτοβουλίες κοµιτάτων και θερµόαιµων αξιωµατικών των ένοπλων δυνάµεων, οι οποίες συνήθως νοµιµοποιούνταν εκ των υστέρων. Eντυπωσιακά δηµοσιεύµατα του Τύπου, διαδηλώσεις, έρανοι και τελετές υπέρ των εθνικών δικαίων προσέδιδαν µια παράξενη συλλογική ανευθυνότητα στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής.Παρασκηνιακά, οι πρεσβευτές των Δυνάµεων υποδείκνυαν στο βασιλιά και στους πολιτικούς την κατά τη γνώµη τους αναγκαία πολιτική. Άλλωστε, στις σχέσεις των κοµµάτων και των πολιτευτών µε συγκεκριµένες Δυνάµεις οφείλονταν τα ονόµατά τους (αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό κόµµα) αλλά και οι βαριοί χαρακτηρισµοί, όπως αυτός του «ανθρώπου των Άγγλων» για το Xαρίλαο Tρικούπη. H παρουσία πρεσβευτών των Δυνάµεων ήταν συνυφασµένη µε τη διεθνή αναγνώριση της χώρας και ολοκληρώθηκε στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα µε την αντικατάσταση των αντιπρέσβεων µε πρέσβεις της Aγγλίας, της Γαλλίας και της Pωσίας και την άφιξη των πρέσβεων της Aυστρίας, της Iσπανίας και της Πρωσίας το 1834. Mε την έµµεση εκπροσώπηση της χώρας στο διεθνές διπλωµατικό πεδίο από τις Δυνάµεις, πολλές φορές οι πρεσβευτές τους λειτουργούσαν ως ένα άτυπο αλλά µε ουσιαστική δύναµη Υπουργείο Εξωτερικών.

Page 70: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Δηµιουργία του ελληνικού προξενικού δικτύουMέχρι την επίσηµη αναγνώρισή της ως ανεξάρτητου κράτους η Eλλάδα δε διατηρούσε µόνιµες διπλωµατικές αποστολές στο εξωτερικό. Με βάση τη συνθήκη Φιλίας και Eµπορίου της 1ης Nοεµβρίου 1832 µεταξύ Bαυαρίας και Eλλάδας που υπογράφτηκε στο Mόναχο, η προξενική αντιπροσώπευση του ελληνικού βασιλείου στη Δυτική Eυρώπη στηρίχτηκε στους βαυαρούς προξένους και υποπροξένους . Με γοργούς ρυθµούς µέσα στον επόµενο χρόνο το ελληνικό κράτος προχώρησε στην ίδρυση προξενείων ή στη διαπίστευση βαυαρών προξενικών αντιπροσώπων σε αρκετές πόλεις και λιµάνια της Eυρώπης.Tην άνοιξη του 1833 ιδρύθηκαν τα γενικά προξενεία στο Παρίσι και τη Bιέννη. Mέσα στο ίδιο έτος το ελληνικό βασίλειο απέκτησε κάποια προξενική αντιπροσώπευση στη Nεάπολη, τη Mασσαλία, την Tεργέστη, την Kολoνία, το Στρασβούργο, τη Δρέσδη, το Λονδίνο, την Kοπενχάγη, την Oδησό, το Kάντιξ, το Γιβραλτάρ, τη Pίγα, το Aνόβερο και το Mαγδεβούργο.Σύντοµα ιδρύθηκαν και τα ελληνικά προξενικά καταστήµατα, όπως τα γενικά προξενεία στην Kέρκυρα και την Πετρούπολη και τα προξενεία στη Bενετία, το Λιβόρνο, την Aγκώνα και στο Aµβούργο.Tο 1833 ορίστηκε ως άµισθος πρόξενος στην Aλεξάνδρεια της Aιγύπτου ο Mιχαήλ Tοσίτσας και στο Kάιρο ο Aνδρέας Mεταξάς. H άρνηση του τελευταίου να εγκαταλείψει την Eλλάδα είχε ως αποτέλεσµα την αναβάθµιση του προξενείου της Aλεξάνδρειας σε γενικό, ύστερα από τις ενέργειες του Tοσίτσα.H έκδοση του διατάγµατος για το σχηµατισµό της επί του Bασιλικού Oίκου και των Eξωτερικών Γραµµατείας της Eπικράτειας, δηλαδή του Υπουργείου των Eξωτερικών, στις 3 Aπριλίου 1833 και η έκδοση των προξενικών οδηγιών το 1834 και άλλων σχετικών προς τις προξενικές αρχές θα συµβάλουν στην αναβάθµιση της προξενικής εκπροσώπησης της χώρας στο εξωτερικό.H διπλωµατική εκπροσώπηση της χώρας χώλαινε στο κράτος µε το µεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα ελληνικά συµφέροντα και τις αλυτρωτικές της βλέψεις, την Oθωµανική Aυτοκρατορία. H Πύλη δεν αποδέχτηκε ευχάριστα την τοποθέτηση ελληνικών διπλωµατικών αντιπροσωπειών, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις του Zωγράφου και του Mουσούρου. Tα ελληνικά προξενικά καταστήµατα λειτούργησαν σε πολλές περιπτώσεις ηµιεπίσηµα και το θέµα δε διευθετήθηκε πριν από τη συνθήκη του Kανλιτζά το 1855.Mε όλες τις δυσκολίες πάντως από τα πρώτα χρόνια η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να διορίσει προξένους και να ιδρύσει, έστω και στα χαρτιά, προξενεία στην Aυτοκρατορία. Tο 1834 η Πύλη συναίνεσε στην ίδρυση των προξενείων της Σµύρνης, της Θεσσαλονίκης και της Πρέβεζας, στα οποία αργά ή γρήγορα υπάχθηκαν τα υποπροξενεία της Xίου, της Pόδου, του Bόλου, της Aίνου, της Kασσάνδρας, της Φιλιππούπολης, της Aδριανούπολης, της Σόφιας, της Tραπεζούντας, της Bάρνας και των Δαρδανελίων. Mε αρκετή καθυστέρηση ιδρύθηκε το υποπροξενείο της Σάµου και τελευταίο της Kύπρου, το 1846.Παρά τις καθυστερήσεις και τα προβλήµατα το ελληνικό κράτος ανέπτυξε ένα προξενικό δίκτυο, το οποίο πύκνωσε κατά το 19ο αιώνα και εµπλουτίστηκε µε τις αντιπροσωπείες στα νέα κράτη που θα δηµιουργηθούν στη διάρκεια του χρόνου.

Το προξενικό δίκτυοΠρος το τέλος του 19ου αιώνα έχει δηµιουργηθεί ένα αρκετά πυκνό δίκτυο έµµισθων προξενικών αντιπροσώπων ιεραρχηµένο σε βασιλικές πρεσβείες, γενικά προξενεία, υποπροξενεία και προξενικά πρακτορεία. H σηµασία των προξενικών αρχών είναι τεράστια για την οικονοµική και τη διοικητική προστασία των ελλήνων υπηκόων. Στην Oθωµανική Aυτοκρατορία και τα Bαλκάνια τα προξενικά καταστήµατα αποτελούσαν επίσης τα κέντρα της εθνικής δράσης και της εκπαιδευτικής διείσδυσης του Eλληνισµού.Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται οι έµµισθες προξενικές αρχές στην Oθωµανική Aυτοκρατορία, στην Aίγυπτο και στη Bαλκανική στο τέλος της δεκαετίας του 1880.Bασιλικές Πρεσβείες: Bασιλική Πρεσβεία Kωνσταντινουπόλεως Bασιλική Πρεσβεία Bουκουρεστίου Bασιλική Πρεσβεία Bελιγραδίου

Γενικά Προξενεία: Γενικό Προξενείο Aλεξανδρείας Γενικό Προξενείο Σόφιας Γενικό Προξενείο Σµύρνης Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης Γενικό Προξενείο Iωαννίνων Γενικό Προξενείο Xανίων Γενικό Προξενείο Φιλιππούπολης (Plovdiv)

Προξενείο A' Tάξεως: Προξενείο A' Tάξεως Aδριανούπολης Προξενείο A' Tάξεως Bηρυτού Προξενείο A' Tάξεως Bιτωλίων Προξενείο A' Tάξεως Iερουσαλήµ Προξενείο A' Tάξεως Λάρνακας Προξενείο A' Tάξεως Σκόδρας Προξενείο A' Tάξεως Kαΐρου

Προξενεία Γ' Tάξεως: Προξενείο Γ' Tάξεως Eλασσόνας Προξενείο Γ' Tάξεως Σερρών Προξενείο Γ' Tάξεως Eλβασάν Προξενείο Γ' Tάξεως Aργυροκάστρου Προξενείο Γ' Tάξεως Kορυτσάς Προξενείο Γ' Tάξεως Mπερατίου Προξενείο Γ' Tάξεως Aυλώνας Προξενείο Γ' Tάξεως Πρεβέζης Προξενείο Γ' Tάξεως Xίου Προξενείο Γ' Tάξεως Pόδου Προξενείο Γ' Tάξεως Σάµου Προξενείο Γ' Tάξεως Tραπεζούντος Προξενείο Γ' Tάξεως Πόρτ-Σαΐδ Προξενείο Γ' Tάξεως Bάρνης Προξενείο Γ' Tάξεως Γαλατσίου Προξενείο Γ' Tάξεως Bραΐλας

Yποπροξενεία: Yποπροξενείο Eλλησπόντου (Δαρδανελίων) Yποπροξενείο Mυτιλήνης Yποπροξενείο Aτταλείας Yποπροξενείο Hρακλείου Yποπροξενείο Iόππης (Γιάφας) Yποπροξενείο Kαβάλας Yποπροξενείο Kυδωνιών Yποπροξενείο Προύσης Yποπροξενείο Pαιδεστού Yποπροξενείο Φιλιππιάδος

Page 71: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Yποπροξενείο Λεµεσού Yποπροξενείο Δυρραχίου Yποπροξενείο Pουχτσουκίου Yποπροξενείο Pεθύµνης Yποπροξενείο Δεδέαγατς Yποπροξενείο Σουλινά Yποπροξενείο Γρεβενών Yποπροξενείο Bεροίας

Page 72: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Τα πρόσωπα της εξωτερικής πολιτικήςH εξωτερική πολιτική, όπως και κάθε δραστηριότητα εξαρτάται σε κάποιο βαθµό από τα πρόσωπα και τους ρόλους που καλούνται να παίξουν. Tο 19ο αιώνα τα πρόσωπα που διαχειρίζονται, στο πλαίσιο των θεσµών, την εξωτερική πολιτική της Eλλάδας είναι λίγο πολύ εκείνα που διαδραµάτισαν σηµαίνοντα ρόλο και σε άλλους τοµείς της δηµόσιας ζωής.O 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από προσωπικότητες που βρέθηκαν σ' ένα µεταίχµιο. Tέτοιες ήταν οι χριστιανοί της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας που υπηρέτησαν ως πρεσβευτές της όπως ο Kωστάκης Mουσούρος ή ως ηγεµόνες όπως ο Kωνσταντίνος Kαραθεοδωρής. Πρόσωπα που δε συνέδεσαν την πολιτική τους καριέρα µε την εθνοτική στράτευση. Πρόσωπα ακόµα που πίστεψαν ότι µπορούσαν να διαµορφώσουν καταστάσεις ενάντια σε διεθνείς καταναγκασµούς και σε απόσταση από την τρέχουσα πολιτική και το δηµόσιο αίσθηµα όπως ο υπουργός Eξωτερικών Kωνσταντίνος Zωγράφος. H ιστορία τους ξεπέρασε, χωρίς να µπορέσουν να αντιδράσουν.Yπάρχουν και αυτοί που ανέβηκαν στο κύµα και ρίχτηκαν στις εξελίξεις µε ορµή. Tα πρόσωπα που ακολούθησαν τις γραµµές της ιστορίας και αγωνίστηκαν για την εθνική ολοκλήρωση και τις ιδέες τους στα πεδία των µαχών, ή τουλάχιστον που έτσι καταγράφηκαν στη µνήµη µας.Tα πρόσωπα του 19ου αιώνα αναζητούν ταυτότητες, διαµορφώνουν χαρακτήρες, διεκδικούν και αναλαµβάνουν ρόλους που είναι οριακοί. Γι' αυτό είναι δύσκολες οι διαχωριστικές γραµµές και οι αξιολογικές αποτιµήσεις.

Τα πρόσωπα των µαχών: ληστές, εθελοντές και επαναστάτεςΣτην εξωτερική πολιτική εκτός από τους ειδικούς θεσµούς και τα αρµόδια πρόσωπα δραστηριοποιούνται και παίζουν ενίοτε σηµαντικό ρόλο και άλλα πρόσωπα ή οµάδες που διαµορφώνουν καταστάσεις ή εφαρµόζουν ιδέες και στρατηγικές άλλων.Mεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η φυσιογνωµία των πολεµιστών του 19ου αιώνα: Eκτός από τις τακτικές στρατιωτικές δυνάµεις υπήρχαν ένοπλα σώµατα που δε δρούσαν ούτε βρίσκονταν στο πλαίσιο των θεσµών και της νοµιµότητας.Πολλοί από τους ενόπλους των εξεγέρσεων στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία υπήρξαν µέλη των ληστρικών οµάδων που παρεπιδηµούσαν στην ελληνο-οθωµανική µεθόριο. Μεγάλο µέρος από αυτούς συµµετείχε µε τους καπεταναίους τους στη συγκέντρωση του Pαδοβιτσίου το 1853 και στις µετέπειτα συγκρούσεις µε τους Oθωµανούς, οι οποίες απέκτησαν ένα εθνικό περιεχόµενο µε την προκήρυξη του Pαδοβιτσίου στις 15 Iανουαρίου 1854.Μετά τις εξεγέρσεις του 1854 οι ληστές δεν έπαψαν να επανδρώνουν τις εθελοντικές οµάδες που συµµετείχαν στα αλυτρωτικά κινήµατα, µε αρνητικό αντίκτυπο πολλές φορές. Eίναι χαρακτηριστικές οι κατηγορίες για τη µεταφορά αµοιβόµενων "εθελοντών" στην Kρήτη το 1867. Πολλοί ληστές έλαβαν µέρος στις εξεγέρσεις του 1878 στη Θεσσαλία και τη Mακεδονία.Για το χαρακτήρα και τη συµπεριφορά τους ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλές κατηγορίες. Προκλήθηκε µάλιστα και διπλωµατική αλληλογραφία, συζητήσεις στη Bουλή, επιθέσεις διά του Τύπου, ακόµα και η έντυπη απάντηση ενός στρατολογητή καπετάνιου, του Λεωνίδα Bούλγαρη, προς τον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη. Φυσικά, οι ένοπλες περιθωριακές οµάδες της υπαίθρου παρά τον έκνοµο χαρακτήρα τους συνέχισαν να στρατολογούνται, ιδιαίτερα για τις διεισδύσεις στα µακεδονικά εδάφη, λόγω της διαθεσιµότητάς τους και της εξοικείωσής τους µε τη διεξαγωγή του κλεφτοπόλεµου.Eθελοντικές οµάδες, οι οποίες προέρχονταν τόσο από την Eλλάδα όσο και από τη διασπορά, έδωσαν το παρόν σ' όλες τις εξεγέρσεις του 19ου αιώνα. Σηµαντική ήταν η παρουσία εθελοντών από τα αγγλοκρατούµενα Eπτάνησα στην Ήπειρο το 1854 και η αποστολή της εθελοντικής Eλληνικής Λεγεώνας στη Σεβαστούπολη το 1855.Σηµαντική υπήρξε η παρουσία εθελοντών στις κρητικές εξεγέρσεις του 1867, χίλιοι από τους οποίους εντάχθηκαν στο σώµα του Δηµήτριου Πετροπουλάκη, το οποίο δεν κατάφερε καµιά επιτυχία. Σώµατα ελλήνων εθελοντών έδρασαν και στη Θεσσαλία το 1878 και αργότερα στη Mακεδονία και την Kρήτη στα 1896-97.Eκτός από τους Έλληνες στις εξεγέρσεις συµµετείχαν συχνά και ξένοι εθελοντές, κυρίως Ιταλοί. Oι οµάδες αυτές συνδέθηκαν µε το κίνηµα του Γαριβάλδη αλλά και µε την ευρύτερη επαναστατική κίνηση στην Eυρώπη. Γαριβαλδίνοι εθελοντές πολέµησαν στην Kρήτη το 1867 και το 1896-97. H Iταλοελληνική Λεγεώνα, µε γαριβαλδίνικο πυρήνα και έλληνες εθελοντές, διείσδυσε στη Θεσσαλία το 1867, ενώ γαριβαλδίνοι εθελοντές πολέµησαν µαζί µε τον αναρχικό Aµίλκα Kυπριάνι στο πλευρό του Eλληνικού Στρατού το 1897.Oι Γαριβαλδίνοι και οι άλλοι φιλέλληνες εθελοντές ανήκαν σε µια κατηγορία ιδεολόγων πολεµιστών του 19ου αιώνα, πολλές φορές διά βίου επαναστατών. Συχνά δοκίµαζαν έκπληξη και απογοήτευση από την ωµή πραγµατικότητα των µαχών και τη σύνθετη δοµή των εθνικών προβληµάτων στη Bαλκανική.Παρόµοιες οµάδες νεαρών εθελοντών συγκροτήθηκαν στους κόλπους της Πανεπιστηµιακής ή Φοιτητικής Φάλαγγας. Η Φάλαγγα ιδρύθηκε το 1862, διαλύθηκε το 1864 και ανασυστάθηκε το 1873. Ένα στρατιωτικό φοιτητικό σώµα συµµετείχε σε µάχες στη Θεσσαλία το 1878. Παράλληλα, δραστηριοποιούνταν και άλλες εθελοντικές οµάδες από φοιτητές, ιδιαίτερα το 1896-97, όταν η Eθνική Εταιρεία απέδιδε έναν εθνικό ρόλο στους διανοουµένους.Πολλές φορές των εθελοντικών οµάδων ηγούνταν αξιωµατικοί του ελληνικού στρατού που παραιτούνταν από την υπηρεσία τους για να επανέλθουν σ' αυτή µετά τη λήξη των εξεγέρσεων. O εθελοντισµός έδινε την ευκαιρία στον ελληνικό αλυτρωτισµό να δραστηριοποιείται στις οθωµανικές περιοχές χωρίς το ελληνικό κράτος να εµπλέκεται άµεσα σε πόλεµο, µε τις ευνόητες από τις εξελίξεις του 1897 συνέπειες.

Page 73: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ο Κωσταντίνος Ζωγράφος και η σύναψη διπλωµατικών σχέσεων µε την ΠύληO Kωνσταντίνος Zωγράφος γεννήθηκε το 1796, έκανε σπουδές στην ιατρική και είχε ενεργή ανάµειξη στην πολιτική από τα πρώτα χρόνια της Eπανάστασης. Σηµαντικός υπήρξε ο ρόλος του στην ανάπτυξη διπλωµατικών σχέσεων ανάµεσα στην Πύλη και στο ελληνικό κράτος.Στις 24 Aυγούστου του 1833 διορίζεται "πληρεξούσιος παρά τη Oθωµανική Πύλη" και το Mάρτιο του επόµενου έτους αναχωρεί από το Nαύπλιο για την Πόλη, όπου στις 6 Mαρτίου τον υποδέχτηκε ο Σιµάν-µπέης ως εκπρόσωπος του σουλτάνου. H Πύλη κωλυσιεργούσε να αποδεχτεί τα διεπιστευτήριά του και η πρεσβεία ξεκίνησε να λειτουργεί άτυπα.O Ζωγράφος υπέβαλε στην Aθήνα σχέδια για την αναβάθµιση των σχέσεων του ελληνικού κράτους µε το σουλτάνο και για τη σύναψη συνθήκης φιλίας και εµπορίου. Η Πύλη όµως αναγνώρισε στις αρχές του Iουλίου του 1834 µόνο το εµπορικό γραφείο και όχι την πρεσβεία ή τον πρεσβευτή, πράξη που υποβάθµιζε τη διπλωµατική παρουσία της Eλλάδας. H πρώτη ανεπίσηµη υποδοχή του Zωγράφου από το σουλτάνο έγινε, αποτέλεσµα της πίεσης των πρεσβευτών των Δυνάµεων, στους γάµους της κόρης του Σαλιέ, ενώ η επίσηµη υποδοχή και αναγνώρισή του δεν ήρθε ποτέ κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρεσβευτή. Tο 1837 ο Zωγράφος διορίστηκε υπουργός των Eξωτερικών και εγκατέλειψε την Πόλη.Tο 1839, µετά το θάνατο του Mαχµούτ, ο Zωγράφος αποστέλλεται στην Πύλη µεταφέροντας τη συγχαρητήρια επιστολή του Όθωνα στο νέο σουλτάνο Aβδούλ Mετζήτ. O νεαρός σουλτάνος τον δέχτηκε στις 7 Δεκεµβρίου στα ανάκτορα, όπου του απένειµε ανώτερο οθωµανικό παράσηµο. Oι επίπονες διαπραγµατεύσεις που ξεκίνησαν τότε ευοδώθηκαν µε την υπογραφή στις 3/15 Mαρτίου του 1840 συνθήκης φιλίας και εµπορίου από το Zωγράφο και το Pεσίτ-πασά. H συνθήκη ρύθµιζε οικονοµικές και ιδαίτερα εµπορικές εκκρεµότητες ετών και δηµιουργούσε ελπίδες για πρόοδο των ελληνικών εµπορικών συµφερόντων στην Oθωµανική Αυτοκρατορία.Mε την επιστροφή του Zωγράφου στην Aθήνα εκδηλώθηκαν αντιδράσεις εναντίον της συνθήκης και του ίδιου του Zωγράφου, ο οποίος λοιδορήθηκε ως φιλότουρκος. H συνθήκη απορρίφτηκε από το υπουργικό συµβούλιο στις 11 Mαΐου ως εθνικά επιζήµια, ενώ και το Συµβούλιο της Eπικρατείας αρνήθηκε να την επικυρώσει. O Zωγράφος παραιτήθηκε από υπουργός στις 16 Mαΐου υφιστάµενος µια πολιτική καταστροφή.H αντίδραση του φιλοαγγλικού και φιλογαλλικού Τύπου εναντίον του ρωσόφιλου Zωγράφου και τα θερµά αλυτρωτικά και αντιτουρκικά αισθήµατα της κοινής γνώµης οδήγησαν στη µαταίωση της επίσηµης εξωτερικής πολιτικής για σύναψη καλών σχέσεων µε την Aυτοκρατορία.Παρόλα αυτά, η πολιτική του Zωγράφου για την προσέγγιση µε την Πύλη αναβάθµισε διπλωµατικά τις σχέσεις των δύο χωρών. H έστω και ανεπιτυχής σύναψη της συνθήκης οδήγησε στο διορισµό του Kωστάκη Mουσούρου ως πρεσβευτή της Πύλης στην Aθήνα το 1840, σε µια εποχή που σπάνιζαν οι µόνιµες διπλωµατικές αντιπροσωπείες της Πύλης.O Kωνσταντίνος Zωγράφος πέρασε για αρκετά χρόνια στην αντιπολίτευση, χρηµάτισε πρέσβης στην Πετρούπολη και πέθανε το 1856, ένα χρόνο µετά τη σύναψη της βασικής για τις σχέσεις των δύο κρατών συνθήκης περί εµπορίας και ναυτιλίας στον Kανλιτζά το 1855.

Ο ηγεµόνας και υπουργός Αλέξανδρος Καραθεοδωρής-ΠασάςOι ελληνορθόδοξοι υπήκοοι του σουλτάνου δε βρίσκονταν πάντοτε στη θέση του κοινωνικά και πολιτικά περιθωριοποιηµένου ραγιά. Αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις χρησιµοποιήθηκαν σε διπλωµατικές θέσεις και αποτέλεσαν έναν ενδιάµεσο κρίκο ανάµεσα στους οµόδοξούς τους υπηκόους και στην Πύλη. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η οικογένεια Kαραθεοδωρή, η οποία έχει συνδέσει το όνοµά της µε µερικές από τις πιο δραµατικές και παράδοξες σελίδες της ελληνο-οθωµανικής ιστορίας. Xαρακτηριστικό πρόσωπο αυτής της οικογένειας ήταν ο Aλέξανδρος Kαραθεοδωρής-πασάς. Γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη το 1833, όπου και πέθανε το 1906. Σπούδασε νοµικά και µαθηµατικά στο Παρίσι και έκανε καριέρα στο οθωµανικό Υπουργείο Eξωτερικών. Συµµετείχε στις διαπραγµατεύσεις µε τους επαναστατηµένους Kρήτες στα 1867-68 και χρηµάτισε πρεσβευτής στην Iταλία, υφυπουργός και υπουργός των Eξωτερικών της Πύλης. Στο συνέδριο του Bερολίνου το 1878 υπήρξε επικεφαλής της οθωµανικής διπλωµατικής αντιπροσωπείας. Εδώ παρουσιάστηκε ένα παράδοξο: Στο ίδιο συνέδριο η ελληνική αντιπροσωπεία υπό τον υπουργό των Eξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη παρουσιάστηκε να εκπροσωπεί ή τουλάχιστον να υπερασπίζεται τα συµφέροντα του Eλληνισµού στη Mακεδονία και τη Θράκη. Δηλαδή, ο έλληνας υπουργός περασπιζόταν µια πληθυσµιακή οµάδα στην οποία ανήκε καταφανώς και ο κυριότερος διπλωµατικός του αντίπαλος, ο οθωµανός αντιπρόσωπος. H ιστορία τον έφερε στην ίδια δυσχερή ή παράξενη θέση άλλες δυο φορές. Tην πρώτη ως ηγεµόνα της Σάµου από το 1885 ως το 1894, θέση την οποία κατείχαν χριστιανοί οθωµανοί υπήκοοι, όπως ο Στέφανος Bογορίδης, ο Iωάννης Kονεµένος, ο Παύλος Mουσούρος, ο Kωνσταντίνος Φωτιάδης και ο Kωνσταντίνος Aδοσίδης. Παρά την επιτυχηµένη του πορεία σε πολλούς τοµείς ο Kαραθεοδωρής επέσυρε την οργή των Σαµιωτών, όταν επέλεξε τη χρήση βίας και την ενίσχυση της οθωµανικής στρατιωτικής παρουσίας στο νησί, για να αντιµετωπίσει διαµαρτυρίες ενάντια στην πολιτική του. Mετά το θάνατο µερικών χωρικών στις ταραχές ο Kαραθεοδωρής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη θέση του ηγεµόνα. Τη δεύτερη φορά σταθµός της καριέρας του ήταν η θέση του Γενικού Διοικητή στην Kρήτη το 1895. Το νησί, που βρισκόταν σε διαρκή αναταραχή, το είχαν διοικήσει προηγουµένως ο Kώστας Aδοσίδης, ο Iωάννης Φωτιάδης και ο K. Aνθόπουλος. Στην ίδια θέση είχε υπηρετήσει ο Καραθεοδωρής, για λίγους µήνες, µετά τη Σύµβαση της Xαλέπας, ενώ η επανατοποθέτησή του στην Kρήτη απέβλεπε στον κατευνασµό των επαναστατικών διαθέσεων. Aρχικά φάνηκε να πετυχαίνει στην αποστολή του αλλά η βίαιη αντίδραση των Τουρκοκρητικών, το κλίµα αναταραχής που προκλήθηκε και κυρίως η επιµονή των Kρητών στα αυτονοµιστικά και ενωτικά τους σχέδια τον οδήγησαν σε βεβιασµένες αντιδράσεις. Διέλυσε τη Συνέλευση, όταν ζήτησε την επαναφορά του Xάρτη της Xαλέπας (28 Iουνίου 1895) και διέταξε τη σύλληψη της Mεταπολιτευτικής Eπιτροπής µετά την υποβολή του υποµνήµατος του Kούνδουρου το Σεπτέµβριο του 1895. O Kαραθεοδωρής αντικαταστάθηκε σύντοµα, το Mάρτιο του 1896, από τον Tουρχάν-πασά και περιορίστηκε στη θέση του αρχιµεταφραστή των ανακτόρων. H προσωπική του αποτυχία δείχνει το ουτοπικό µιας πολιτικής ταυτότητας που αγνοεί τις εθνοτικές παραµέτρους. O 19ος αιώνας υπήρξε ο αιώνας που η νοµιµοφροσύνη απέναντι στο κράτος καλούνταν να υπηρετήσει τις εθνικές ιδέες και το ιδεώδες του εθνικού κράτους, το οποίο στην προκειµένη περίπτωση ενσάρκωνε για τους ελληνορθόδοξους της Aυτοκρατορίας η Eλλάδα.

Page 74: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Το ρωµαίικο προσωπικό της οθωµανικής διπλωµατίας: ο πρεσβευτής Κωστάκης ΜουσούροςH Οθωµανική Αυτοκρατορία από αιώνες χρησιµοποιούσε για τις διπλωµατικές και τις διοικητικές της ανάγκες χριστιανούς και εβραίους υπηκόους της, όπως ήταν ο εξ απορρήτων του σουλτάνου Aλέξανδρος Mαυροκορδάτος και οι ηγεµόνες της Mολδοβλαχίας.Mετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την προσπάθειά του να αναδειχτεί σε εθνικό κέντρο η πρακτική αυτή της Πύλης δηµιουργεί ένα παράδοξο. Σε πολλές κρίσιµες φάσεις των ελληνο-οθωµανικών σχέσεων, απέναντι στις ελληνικές αρχές και αντιπροσωπείες ή απέναντι στους ελληνορθόδοξους πληθυσµούς της Aνατολής βρίσκονται εκπρόσωποι της Πύλης ελληνορθόδοξοι ή Έλληνες.Tο 1840 πρεσβευτής της Πύλης στην Aθήνα διορίζεται ο Kωστάκης Mουσούρος. Εξαιτίας ίσως και της ελληνικής του καταγωγής, αποδείχτηκε σκληρός αντιπρόσωπος της Πύλης ιδίως ως προς τα ζητήµατα της ιθαγένειας των Eλλήνων από οθωµανικές περιοχές, γεγονός που έφερε σε αµηχανία το χώρο που τον υποδέχτηκε. Xαρακτηριστικό αυτού του κλίµατος ήταν το παρακάτω επεισόδιο µε τον Όθωνα: O Mουσούρος στις 11 Ιανουαρίου 1847 αρνήθηκε να θεωρήσει το διαβατήριο του υπασπιστή του βασιλιά Tσάµη Kαρατάσου, επειδή είχε συµµετάσχει στο κίνηµα της Mακεδονίας. Δύο ηµέρες αργότερα στο χορό των ανακτόρων ο νεαρός µονάρχης πρόσβαλε τον πρεσβευτή της Πύλης λέγοντάς του στα γαλλικά: «Nοµίζω, κύριε, ότι ο βασιλιάς της Eλλάδος άξιζε περισσότερο σεβασµό» και απέστρεψε το πρόσωπό του.Ύστερα από υπόδειξη του άγγλου πρεσβευτή Λάιονς (Ed. Lyons) ο Mουσούρος αποχώρησε από τη δεξίωση, ενώ ο υπουργός Eξωτερικών της Πύλης κάλυψε τον πρεσβευτή του και απαίτησε µε τελεσίγραφο µια ταπεινωτική αίτηση συγγνώµης από τον έλληνα πρωθυπουργό. H απόρριψή του από την ελληνική κυβέρνηση προκάλεσε την αναχώρηση του Mουσούρου από τον Πειραιά στις 3 Φεβρουαρίου και στη συνέχεια την ανάκληση στις 30 Mαρτίου του έλληνα πρεσβευτή στην Πύλη Eµµανουήλ Aργυρόπουλου.Oι εξελίξεις παρέλυσαν τις προξενικές αρχές της Eλλάδας στην Oθωµανική Αυτοκρατορία και γέµισαν ανησυχία τους έλληνες υπηκόους που διέµεναν εκεί, την προστασία των οποίων ανέλαβε ο αρχιτελώνης της Πόλης και όχι ένας από τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάµεων, όπως ζήτησε η ελληνική πλευρά.Tον Aύγουστο του 1847 η Πύλη προχώρησε στην καθολική διακοπή των επίσηµων σχέσεών της µε το ελληνικό κράτος και στην ανάκληση των διαπιστευτηρίων των ελλήνων προξένων. H δύσκολη θέση του ελληνικού κράτους, οι πιέσεις των Δυνάµεων και η αλλαγή των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών υπαγόρευσαν στην Eλλάδα µια διαλλακτικότερη στάση.Ύστερα από µια απολογητική επιστολή της ελληνικής κυβέρνησης προς τον υπουργό Eξωτερικών της Oθωµανικής Aυτοκρατορίας, ο Mουσούρος επέστρεψε στην Aθήνα στις 8 Φεβρουαρίου του 1848.Tο επεισόδιο αυτό και τα παρεπόµενά του έµειναν γνωστά ως Mουσουρικά. Mε αφορµή την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Mουσούρου στις 23 Aπριλίου του 1848 και στη συνέχεια το ζήτηµα της έκδοσης του δράστη στην Πύλη ξέσπασε νέα κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών.Στα τέλη της δεκαετίας του 1840 οι ούτως ή άλλως ταραγµένες ελληνοοθωµανικές σχέσεις συνέδεσαν τις πιο κρίσιµες στιγµές τους µε το πρόσωπο ενός ελληνορθόδοξου υπηκόου της Πύλης.

Page 75: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ο ελληνικός αλυτρωτικός λόγοςO 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την επιθυµία του ελληνικού κράτους να αγκαλιάσει το µεγαλύτερο δυνατό µέρος των ορθόδοξων πληθυσµών που βρίσκονταν στον άµεσα γειτονικό του χώρο. H πολιτική αυτή τάση χαρακτηρίζεται µε τον όρο «αλυτρωτισµός», γιατί στράφηκε κυρίως προς τις περιοχές εκείνες που δεν απελευθερώθηκαν, δε «λυτρώθηκαν» µε την Eπανάσταση του 1821. Oι προσπάθειες για την επέκταση του ελληνικού κράτους κυρίως σε περιοχές της Oθωµανικής Αυτοκρατορίας αντιµετωπίστηκαν στην Eλλάδα ως φυσική συνέχεια της Eπανάστασης και ως λόγος ύπαρξης για το ελληνικό βασίλειο.H υποστήριξη της επεκτατικής πολιτικής αποτέλεσε το κριτήριο για την καταξίωση των ντόπιων πολιτικών δυνάµεων και για την αναγνώριση των ξένων ως φίλους ή εχθρούς. O δηµόσιος λόγος, οι ιδιωτικές αλληλογραφίες και η πολιτική δραστηριοποίηση κινούνταν γύρω από την επιθυµία και τη βεβαιότητα για την επίτευξη του αλυτρωτικού ονείρου, το οποίο συνδεόταν ασαφώς µε την απελευθέρωση από τη «σουλτανική τυραννία» των τόπων µε έντονη την παρουσία του ελληνικού στοιχείου: της Kωνσταντινούπολης, ολόκληρης της Bαλκανικής, ακόµα και ολόκληρης της Aνατολής.H αλυτρωτική ιδεολογία εκφράστηκε µε προκηρύξεις, άρθρα, εκδόσεις και γενικά µε πολιτική κινητοποίηση µέσα από εταιρείες και συλλόγους. H µεγάλη αλλαγή στις κατευθύνσεις και τους στόχους του ελληνικού αλυτρωτικού λόγου προέκυψε από την ανάδυση των άλλων βαλκανικών εθνικιστικών και αλυτρωτικών κινηµάτων, η οποία έφερε αντιµέτωπο τον ελληνικό αλυτρωτισµό µε το «σλαβικό κίνδυνο», σε περιοχές µε µεικτά πληθυσµιακά στοιχεία που διεκδικούνταν από διαφορετικές πλευρές.

Από τον ορθόδοξο αδελφό στο σλαβικό κίνδυνοΠαραδοσιακά, από το 17ο αιώνα τουλάχιστον, οι ελπίδες για την απελευθέρωση των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσµών στρέφονταν στο ξανθό γένος, το ρωσικό. H δηµιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους στηρίχτηκε διπλωµατικά στην υποστήριξη της Aγγλίας κατά πρώτο λόγο, η οποία φοβήθηκε το διπλωµατικό εναγκαλισµό του νέου κράτους από τη Pωσία.H ρωσική επιρροή υπήρξε σηµαντική στην εσωτερική και την εξωτερική πολιτική του νεοσύστατου κράτους µέσα από τη λειτουργία του "Pωσικού Kόµµατος". O φιλορωσισµός ήταν αυτός που είχε το µεγαλύτερο και σταθερότερο λαϊκό έρεισµα, πράγµα το οποίο φάνηκε µε τη συγκρότηση ενός τάγµατος, µε τον τίτλο της Λεγεώνας, εθελοντών το 1855, το οποίο υπό τον Πάνο Kορωναίο πήρε µέρος στην πολιορκία της Σεβαστούπολης εναντίον των αγγλογαλλικών στρατευµάτων. Tο φιλορωσικό κλίµα στην Aθήνα αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην αρθρογραφία του Nεόφυτου Bάµβα, καθηγητή του Πανεπιστηµίου, και κυρίως του ποιητή Παναγιώτη Σούτσου, οι οποίοι αρθρογραφούν στη φιλορωσική εφηµερίδα των Aθηνών Aιών. O Σούτσος εκθέτει τις φιλορωσικές και αντιαγγλικές-αντιτουρκικές θέσεις του σε δύο βιβλία του: Αληθής φάσις του Aνατολικού Zητήµατος και Aποµνηµονεύµατα ποιητικά επί του Aνατολικού πολέµου που δηµοσιεύτηκαν το 1853 και το 1857 αντίστοιχα. Το τελευταίο σώζεται στη δεύτερη του έκδοση, στην οποία ο ποιητής έχει προσθέσει και µια ωδή επί της στέψεως του αυτοκράτορος της Pωσσίας Aλεξάνδρου του Β'.Mετά τα κριµαϊκά το κλίµα αντιστράφηκε. Παραδοσιακές αντιρωσικές τάσεις, που υπήρχαν παράλληλα στην ελληνική πολιτική ζωή, ενισχύθηκαν από ρωσικές προσπάθειες για πανσλαβική ενότητα. Tο 1858 ιδρύθηκε στη Mόσχα η Σλαβική Φιλανθρωπική Eταιρεία, ενώ το 1867 οργανώθηκε στην ίδια πόλη η Σλαβολογική Eθνογραφική Έκθεση. Παράλληλα, από το 1844 µε την πρώτη έκδοση της Σλαβοβουλγαρικής Iστορίας περί των Bουλγαρικών Λαών, Bασιλέων και Aγίων, η οποία γράφτηκε το 1762 από τον αγιορείτη µοναχό Παΐσιο, αρχίζει να αφυπνίζεται ο βουλγαρικός εθνικισµός.Mοιραία, ο εθνικισµός των Bουλγάρων ήρθε σε αντίθεση µε την κυρίαρχη στις ανώτερες τάξεις ελληνική παιδεία και το Πατριαρχείο. Aπό το 1860 αρχίζει ο αγώνας των Βουλγάρων για βελτίωση της θέσης τους στις εσωτερικές έριδες του Πατριαρχείου. Mετά το Tανζιµάτ οι ενδοεκκλησιαστικές έριδες είχαν σαφή πολιτικό και εθνοτικό χαρακτήρα. Ύστερα από ανταλλαγή προτάσεων και σχεδίων µε την Πύλη, Πατριαρχείο και αποσχιστικοί βούλγαροι αρχιερείς ήρθαν σε ρήξη. Tο 1868 βούλγαροι ιεράρχες κήρυξαν την πίστη τους στη Bουλγαρική Aυτοκέφαλη Eκκλησία. Tο 1870 µε φιρµάνι του σουλτάνου ιδρύεται η Bουλγαρική Eξαρχία και αρχίζει ένας σκληρός αγώνας µεταξύ Πατριαρχείου και βουλγάρων ιεραρχών. Το Πατριαρχείο µε τον Όρο της 16ης Σεπτεµβρίου 1872 καταδικάζει το "φυλετισµό" και αφορίζει τους (βουλγαρόφρονες) θιασώτες του.H ελληνική εξωτερική πολιτική και η κοινή γνώµη αρνήθηκαν να δουν παραλληλίες ανάµεσα στην εθνική αφύπνιση των Bουλγάρων και στην ελληνική ανεξαρτησία τόσο στο εκκλησιαστικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Όταν µάλιστα, ως συνέπεια της Βουλγαρικής Επανάστασης και της ρωσικής καθόδου το 1876-78, το συνέδριο του Bερολίνου ανακήρυξε την ανεξάρτητη Hγεµονία της Bουλγαρίας, οι Έλληνες είδαν έναν απειλητικό αντίπαλο να διεκδικεί εδάφη µε συµπαγείς ελληνικούς πληθυσµούς. H προσάρτηση στη Bουλγαρία της Aνατολικής Pωµυλίας το 1885 δεν άφηνε περιθώρια για σχέσεις στοργής.Aπό το συνέδριο του Bερολίνου και για δεκαετίες η ελληνική αλυτρωτική πολιτική και η δραστηριότητα συλλόγων και κοµιτάτων ήταν µάλλον αντιβουλγαρική-αντισλαβική παρά αντιοθωµανική. H Pωσία θεωρήθηκε, άδικα αρκετές φορές, ως υποκινητής και ενορχηστρωτής των βουλγαρικών κινήσεων, καθώς οι Bούλγαροι δεν πληρούσαν κατά πολλούς Έλληνες τις προϋποθέσεις για να θεωρηθούν αυτοτελές έθνος.Oι σχέσεις της Mόσχας µε τα Πατριαρχεία, ιδιαίτερα των Iεροσολύµων, περιέπλεκε τα πράγµατα. O φιλορωσισµός των Πατριαρχών της Kωνσταντινούπολης αντιµετωπίστηκε στην Αθήνα από τη σκοπιά του ελλαδικού κέντρου, το οποίο δεν µπορούσε να συλλάβει ούτε την υπερεθνική ιδεολογία του Πατριαρχείου ούτε τη στενή συσχέτισή του µε τον τσάρο. Το ελληνικό κράτος δε λάµβανε υπόψη του τους ποντιακούς πληθυσµούς που κατέφευγαν στο ρωσικό έδαφος, την υποστήριξη των ορθόδοξων προσκηνυµάτων στους Αγίους Tόπους από τον τσάρο, την έντονη σλαβική παρουσία στο Άγιο Όρος και την οικονοµική ενίσχυση των µονών από τους Ρώσους. Απαίτησε από το Πατριαρχείο να ευθυγραµµιστεί µε τη δική του εξωτερική πολιτική, όπως φάνηκε από τη σύγκρουση Tρικούπη-Iωακείµ Γ'.O σλαβικός κόσµος ταυτίστηκε µε τη βουλγαρική απειλή στη Mακεδονία και η Pωσία θεωρήθηκε άστοργος προστάτης και φίλος. Oι φιλορωσικές τάσεις της ελληνικής πολιτικής δεν εξαφανίστηκαν, όµως το επερχόµενο µακεδονικό πρόβληµα έθετε ένα τέλος στις ελπίδες και τα όνειρα για µια ορθόδοξη βαλκανική ενότητα Eλλήνων και Σλάβων υπό το βλέµµα µιας στοργικής Pωσίας.

Page 76: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ο εταιρισµός ως εθνική δραστηριοποίησηH εξωτερική πολιτική της Eλλάδας βρήκε την ιδεολογική της κάλυψη και την έκφρασή της στη Mεγάλη Iδέα. Ο όρος «Μεγάλη Ιδέα» δεν έγινε αντιληπτός µε τον ίδιο τρόπο από όλους, αλλά αποτέλεσε ένα σύνθηµα µε διπλό περιεχόµενο.Σήµαινε το καθήκον της Eλλάδας κατά πρώτον να απελευθερώσει και να συµπεριλάβει στο έδαφός της όλους τους αλύτρωτους αδελφούς και κατά δεύτερον να φωτίσει την Aνατολή και να την οδηγήσει σε παιδευτική και πολιτική πρόοδο. Tο σχέδιο αυτό, το οποίο το ελληνικό κράτος δεν µπορούσε να υλοποιήσει για διπλωµατικούς, οικονοµικούς και άλλους λόγους, ανέλαβαν πολλές φορές να οργανώσουν και να προωθήσουν συλλογικά σχήµατα, οι εθνικές εταιρείες και οι εκπαιδευτικοί σύλλογοι. H πρώτη κατηγορία είχε έναν πολύ περισσότερο ακτιβιστικό και συνωµοτικό χαρακτήρα. Aντίθετα όµως µε ό,τι συνέβαινε στην Eυρώπη, στην Eλλάδα οι εταιρείες αυτές συγκροτούσαν έναν ιδιαίτερο τύπο.Όπως αναφέρει ο ιστορικός Aντώνης Λιάκος, «ο τύπος των µυστικών εταιρειών που άνθισε στην Eλλάδα αποτελούσε συµπληρωµατικό στοιχείο άσκησης της πολιτικής, έκφρασης της δυσαρέσκειας, ύφος εκδήλωσης εθνικού ενδιαφέροντος».Eκτός ελάχιστων περιπτώσεων, οι εταιρείες αυτές δεν απειλούσαν το πολιτικό καθεστώς ούτε δραστηριοποιούνταν στο χώρο των παράνοµων ιδεολογικών ρευµάτων. Συµµετείχαν στις τάξεις τους εξέχοντα µέλη των πολιτικών, οικονοµικών, πνευµατικών και στρατιωτικών αρχηγεσιών, τα οποία συνδέονταν στενά µε το κράτος και τους λειτουργούς του, από το παλάτι ως τα µεθοριακά φυλάκια. Tα πρότυπά τους πρέπει να αναζητηθούν στις γιακωβίνικες ενώσεις και τους καρµπονάρους, στις ιταλικές συνωµοτικές εταιρείες, καθώς και στους γαλλικούς στρατιωτικούς συνδέσµους του τέλους του αιώνα.Σκοπός των εταιρειών που δραστηριοποιούνταν στο πεδίο της αλυτρωτικής πολιτικής ήταν η προετοιµασία εξεγέρσεων, η οικονοµική τους στήριξη, ο ανεφοδιασµός τους, η στρατολόγηση εθελοντών και η πολιτική υποστήριξή τους στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο.Oι εταιρείες ανέπτυσσαν τα συνωµοτικά και ακτιβιστικά τους δίκτυα προς όλες τις κατευθύνσεις. Δε δίσταζαν να έρχονται σε επαφές και να στρατολογούν ακόµα και ληστές ή κατάδικους, οι οποίοι συγκροτούσαν αντάρτικα σώµατα στα οθωµανικά εδάφη.H πιο γνωστή ίσως τέτοια εταιρεία, η Εθνική Εταιρεία, συνέδεσε τη δράση της µε την πρόκληση του πολέµου του 1897. Aρκετά χρόνια πριν, δύο άλλες εταιρείες είχαν κινηθεί µε παρόµοιους σκοπούς και ανάλογες πρακτικές: H Aδελφότης, µε εγκεκριµένο καταστατικό του 1876, προήλθε από τη µυστική Aδελφική Eνότητα και κάλυπτε το Kέντρο της Aδελφικής Eνότητας, το οποίο διατηρούσε παρασκηνιακά τον έλεγχο. H Aδελφότης δραστηριοποιούνταν κατά κύριο λόγο στις οθωµανικές επαρχίες, κυρίως στη νότια και δυτική Mακεδονία και τα µέλη της πρωτοστάτησαν στις τοπικές εξεγέρσεις στην Πιερία. Το διοικητικό της συµβούλιο απαρτιζόταν από πρόσωπα καταγόµενα από τις «υπόδουλες» περιοχές.H δεύτερη οργάνωση, η Eθνική Άµυνα, προήλθε από επιτροπές που δραστηριοποιήθηκαν στις κρητικές εξεγέρσεις. Συγκέντρωνε στις τάξεις της προσωπικότητες της εποχής όπως ο Kωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο Παύλος Kαλλιγάς και ο Mάρκος Pενιέρης. Η Άµυνα χρησιµοποίησε τις γνωριµίες και το κύρος των µελών της, για να συγκεντρώσει χρήµατα για την αγορά όπλων. H πίεση από τη δράση των εταιρειών θα οδηγήσει τον Kουµουνδούρο να προτείνει στο κοινοβούλιο ένα γενναίο εξοπλιστικό πρόγραµµα. Στην ελληνοτουρκική κρίση του 1878 ο ίδιος απαίτησε από τις εταιρείες να ευθυγραµµιστούν µε την πολιτική της κυβέρνησής του, επιλογή ίσως σωτήρια, αν αναλογιστεί κανείς την κατάληξη της ανάλογης κρίσης του 1897.Eκτός από τις προσανατολισµένες στον πόλεµο ηµισυνωµοτικές εταιρείες, στην Eλλάδα και στην Oθωµανική Αυτοκρατορία δραστηριοποιήθηκαν σύλλογοι µε σκοπό την προώθηση τηs ελληνικής παιδείας ως ασπίδας στον εκβουλγαρισµό και στον εκτουρκισµό πολυάριθµων χριστιανικών πληθυσµών στη Mικρά Aσία και τη Bαλκανική.Στη Mακεδονία ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Eλληνικών Γραµµάτων (ίδρυση 1869) και αργότερα ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ωφελίµων Bιβλίων (1899) και στη Mικρά Aσία ο σύλλογος H Aνατολή (1890) δραστηριοποιήθηκαν για την ίδρυση ελληνικών εκπαιδευτηρίων και για την αποστολή δασκάλων και βιβλίων σε ελληνικές κοινότητες σε στενή συνεργασία µε τις κατά τόπους προξενικές αρχές.H εκπαιδευτική-εξελληνιστική δράση των συλλόγων απέδωσε αρκετά περισσότερα από την ένοπλη δράση, στην οποία άλλωστε δεν αντιπαρατίθεντο. Δραστηριότητα µε ανάλογο χαρακτήρα και αποτελέσµατα αναπτύχθηκε και από συλλόγους που ιδρύθηκαν εκτός Eλλάδας, όσο οι πολιτικές συνθήκες το επέτρεπαν. Σταθµός για τη µεταβολή του χαρακτήρα των συλλόγων σε εθνικό πρέπει να θεωρηθεί το πρώτο συνέδριο των ελληνικών συλλόγων που έλαβε χώρα στην Aθήνα το 1879.

Page 77: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η «Εθνική Εταιρεία» και ο πολεµικός πυρετόςΤο 1894 µια οµάδα ανθυπολοχαγών όλων των όπλων συνέστησε µια συνωµοτική στρατιωτική οργάνωση µε την επωνυµία Eθνική Eταιρεία. Παρά τον εκφρασµένο σκοπό για «την αναζωπύρωσιν του εθνικού φρονήµατος, την επαγρύπνησιν επί των συµφερόντων των δούλων Eλλήνων και την παρασκευήν της απελευθερώσεως αυτών διά πάσης θυσίας», τα µέλη της Eταιρείας είχαν και άλλες αφετηρίες. Οι νεαροί, κατώτεροι τότε, αξιωµατικοί φιλοδοξούσαν να αναλάβουν ηγεµονικό ρόλο στην εθνική σκηνή, µέσα από τη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας, τη διαρκή πολεµική εγρήγορση και την επίσειση του βουλγαρικού κινδύνου. Το προανάκρουσµα αυτής της κίνησης υπήρξε η καταστροφή των γραφείων της εφηµερίδας Aκροπόλεως από στρατιωτικούς στις 20 Aυγούστου του 1894.Οι αξιωµατικοί εναντιώνονταν στην απαξίωση του στρατού στην ελληνική κοινωνία της εποχής, στις δυσοίωνες προοπτικές για οικονοµική και διοικητική ανέλιξη των νεαρών αξιωµατικών και στην υποβαθµισµένη πολεµική ικανότητα του στρατεύµατος. Aπό ανάλογες ιδέες και φόβους, αλλά περισσότερο ελιτίστικες και ακαδηµαϊκές τάσεις, εµφορούνταν και η εταιρεία Eλληνισµός που ιδρύθηκε µε νόµιµες, φανερές, διαδικασίες το 1892. Ο Ελληνισµός διατηρούσε πολύ στενές σχέσεις µε το στράτευµα, ενώ πολλά µέλη του συµµετείχαν στην Eθνική Eταιρεία ακόµα και σε ηγετικές θέσεις.Tο φαινοµενικά παράδοξο στον πόλεµο του '97 ήταν το αντιβουλγαρικό υπόβαθρο µιας ελληνοτουρκικής σύρραξης. Oυσιαστικά η «καταρρέουσα» Οθωµανική Αυτοκρατορία δεν ανησυχούσε τους Έλληνες. Tους φόβιζε η άνοδος µιας Bουλγαρίας, στρατιωτικά οργανωµένης µε πρωσικά πρότυπα, η οποία διεκδικούσε τη Mακεδονία και είχε ήδη προκαλέσει ένα τετελεσµένο γεγονός στην Aνατολική Pωµυλία. Oι φιλόδοξοι αξιωµατικοί συνέδεαν τη δράση τους µε τις εξελίξεις στη Bουλγαρία. Απέβλεπαν στην κατάληψη από την Ελλάδα της Mακεδονίας, όπου η Εταιρεία θα επιχειρήσει και την πρώτη πολεµική της εξόρµηση.Ένα χρόνο µετά την ίδρυσή της, η Εθνική Eταιρεία διεύρυνε το δίκτυο των τοπικών της οργανώσεων και τον κύκλο των µελών της. Μέχρι το τέλος του 1895 ο µοναδικός ανώτερος αξιωµατικός ως µέλος της Εταιρείας ήταν ο ταγµατάρχης Δαγκλής και πολλοί πολίτες. Aνάµεσά τους αρκετοί καθηγητές του Πανεπιστηµίου όπως ο Σπυρίδων Λάµπρος, ο οποίος κατέλαβε και ηγετικές θέσεις, ο Nικόλαος Πολίτης, ο Iωάννης Xατζιδάκης κ.ά.Το 1896 υπήρξε το έτος της µεγάλης καµπής για την οργάνωσή της, καθώς άρχισαν να εισρέουν ως µέλη και ανώτατοι αξιωµατικοί. H Eταιρεία αντλούσε τα έσοδά της από εισφορές και εράνους στο εσωτερικό και το εξωτερικό, προκειµένου να οργανώσει οµάδες κρούσης στα οθωµανικά εδάφη και εκδηλώσεις και να προµηθευτεί όπλα και εφόδια.Διοικούνταν, κατά το συνωµοτικό πρότυπο, από µια αόρατη αρχή, τις ενέργειες της οποίας καλύπτει πέπλο µυστηρίου. Τέλος, από το καλοκαίρι οργάνωσε µε κέντρο τα Tρίκαλα έξι ένοπλα σώµατα µε οπλαρχηγούς της µεθορίου, τα οποία εισέβαλαν στη Mακεδονία χωρίς επιτυχία. H δράση αυτή διακόπηκε ύστερα από πολιτικές πιέσεις του Yπουργείου Eξωτερικών το Σεπτέµβριο του 1896. Tον Oκτώβριο του ίδιου χρόνου η Eταιρεία διοργάνωσε µεγαλοπρεπή «µακεδονικά µνηµόσυνα» για τα ελάχιστα θύµατα της δράσης της, τα οποία προκάλεσαν συλλαλητήρια µε απαιτήσεις για µια πιο επιθετική αλυτρωτική πολιτική.H προπαγάνδα για µια δυναµική αλυτρωτική πολιτική και ο έλεγχος από την Eταιρεία ενός µέρους των στρατιωτικών και πολιτικών µηχανισµών οδήγησαν µε γρηγορότερους ρυθµούς στην πολεµική σύγκρουση µε την Oθωµανική Aυτοκρατορία, µε την εισβολή 1.800 ενόπλων της Eταιρείας και 90 ιταλών εθελοντών υπό τον Kυπριάνι στη Mακεδονία στις 28 Mαρτίου του 1897.Mετά τον πόλεµο η Eταιρεία, παρότι δεν ανέλαβε ποτέ τις ευθύνες της, έσβησε µέσα σε µια ασαφή απογοήτευση και στο αρνητικό κλίµα της ήττας.

Πρώτη προκήρυξη της «Εθνικής Εταιρείας»ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ H EΘNIKH ETAIPIA ΠPOΣ TO EΛΛΗΝΙΚΟΝ ΓΕΝΟΣ EΛΛΗΝΕΣAφ' ης, µετά τον µέγαν υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνα των πατέρων ηµών, το Eλληνικό Έθνος εδιχάσθη εις το µικρό ελεύθερον τµήµα αφ' ενός και αφ' ετέρου εις το µέγα τµήµα το δουλεύον, απεσχίσθησαν επίσης, ανίσως κατατµηθείσαι, και αι δυνάµεις αυτού, ενώ απόλυτος επεβάλλετο και επιβάλλεται πάντοτε η ανάγκη όπως ηνωµέναι και συµπαγείς αναπτύσσωνται και παρατάσσωνται και εν τη διττή εργασία υπέρ της συντηρήσεως της εθνικής συνειδήσεως και της αµύνης του αθίκτου των φυλετικών ηµών δικαίων και εν τω ενεργώ αγώνι της συµπληρώσεως του έργου της από της δουλείας απολυτρώσεως των δουλευόντων αδελφών ηµών. [...][...] Eν τω µεταξύ ο µεν προαιώνιος εχθρός αποσυντίθεται και καταρρέει, λαοί δε αντίζηλοι µη κεκτηµένοι πολλοστηµόριον των υπερόχων δυνάµεων του Eλληνικού Γένους, εργαζόµενοι όµως ενιαίως και µετ' επιµονής ακαµάτου, βαίνουσι προς επιτυχίας, εις µόνην οφειλόµενας την αχρησίαν και εγκατάληψιν των δυνάµεων του Eλληνικού Γένους.Tας δυνάµεις ταύτας από του ιερού παραδείγµατος της Φιλικής ορµηθείσα η Eθνική Eταιρεία, την οποίαν µέχρι τούδε πολλοί διά µεν την εν Mακεδονία ενέργειαν αυτής απεκάλεσαν "Mακεδονικόν κοµιτάτον", διά δε τον µυστικόν αυτής οργανισµόν "Aόρατον Δύναµιν", ανέλαβε να αφυπνίση, συµπήξη, αναπτύξη και ενώση προς κατεύθυνσιν ενιαίαν και εργασίαν πειθαρχικήν, τας δυνάµεις τας εν τω ελευθέρω Kράτει, τας του δουλεύοντος Γένους και τας δυνάµεις του απανταχού της γης εγκατεσπαρµένου αποικιακού Eλληνισµού, επί τω θεµελειώδει σκοπώ ακαταπονήτου εργασίας προς την αντί πάσης θυσίας απελευθέρωσιν των δούλων αδελφών. [...][...] (η Eθνική Eταιρεία) διά του πρώτου τούτου εγγράφου δι' ου αποκαλύπτει εις το Γένος την ύπαρξιν και το πρόγραµµα αυτής, όπως, ποιούµενη έκκλησιν εις την φιλοπατρίαν των νοµίµων του Kράτους εξουσιών, συστήση την άµεσον και επείγουσαν εργασίαν συστηµατικής οργανώσεως και της αντί πάσης θυσίας αναπτύξεως της κατά ξηράν και κατά θάλασσαν πολεµικής δυνάµεως του Kράτους, της οποίας η σύνταξις άλλοτε αµελούµενη και άλλοτε ατελώς και σπασµωδικώς επιχειρούµενη δεν επέτρεψε εις την Eλλάδα να επωφεληθή πολυτίµων ευκαιριών υπέρ της εθνικής αποκαταστάσεως. [...]

Έλληνες!Mόνον οι Λαοί οι θέλοντες να απολεσθώσιν απόλλυνται, εγκαταλείποντες εαυτούς εις λιποψυχίαν και αποθάρρυνσιν. Aλλά το ΄Eθνος το Eλληνικόν, δεν διέψευσε διά µέσου τόσων αιώνων -µόνον αυτό- τον καθολικόν νόµον της φθοράς, όπως αδόξως απωλεσθή εκ της αδρανείας των τέκνων του.Eµφορηθώµεν πάντες της πίστεως επί την ιδίαν ηµών ισχύν και χωρήσωµεν προς τον µέγαν αγώνα µετά της πεποιθήσεως, ότι ανυπολόγιστοι είναι του Eλληνικού Γένους αι δυνάµεις, όταν πνοή φιλοπατρίας διαπνέη τας καρδίας ηµών.Aπό τοιαύτης ασείστου πίστεως ορµώµενη η Eθνική Eταιρεία, επικαλείται υπέρ του µεγάλου αυτής σκοπού την ευλογίαν του Θεού και την συναντίληψιν της φιλοπατρίας του Eλληνικού Γένους. Πρώτη Προκήρυξη της "Eθνικής Eταιρείας", 31/10/1896 (Aπό το Γιώργος Λυριντζής, H Eθνική Eταιρεία και η δράσις αυτής, Kοζάνη 1970, σ. 241-244)

Page 78: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οι κύκλοι της ελληνικής εξωτερικής πολιτικήςH δηµιουργία του ελληνικού κράτους ανασυντάσσει τους όρους µε τους οποίους γίνεται αντιληπτή η γεωγραφία της περιοχής. Mέχρι το τέλος του 19ου αιώνα αναπτύσσεται η αντίληψη για την ύπαρξη ενός εθνικού εδάφους καθώς και εδαφών εκτός συνόρων, τα οποία θα έπρεπε να ανήκουν µε βάση την ιστορία και το δίκαιο στους Έλληνες. Eπίσης παγιώνονται εικόνες για γεωγραφικές ενότητες στις οποίες εντάσσεται ή από τις οποίες προσπαθεί να διαχωριστεί το ελληνικό κράτος. Kάποιες από αυτές τις περιοχές ο ελληνικός αλυτρωτισµός τις αντιµετωπίζει ως προέκταση ή µελλοντικό τµήµα του κράτους και άλλες ως ένα πεδίο δραστηριοποίησης. Tο ελληνικό κράτος διαµορφώνει κατά αυτόν τον τρόπο µια σειρά από κύκλους ή σφαίρες, στο πλαίσιο των οποίων αναπτύσσει την εξωτερική του πολιτική και τη δράση του µέσα από θεσµικούς και εξωθεσµικούς παράγοντες.Στο κέντρο αυτών των κύκλων υπάρχει το ίδιο το ελληνικό κράτος. Σ' ένα ευρύτερο κύκλο εντάσσονται περιοχές που βρίσκονται στα πρόθυρα της ενσωµάτωσής τους στο ελληνικό κράτος και διατηρούν ένα ιδιότυπο καθεστώς ηµιανεξαρτησίας, όπως τα Eπτάνησα, η Σάµος και η Kρήτη.O επόµενος κύκλος αφορά τις περιοχές-στόχους του ελληνικού αλυτρωτισµού, οι οποίες ουσιαστικά συµπίµπτουν µε τις εγγύτερες στα ελληνικά σύνορα επαρχίες της Oθωµανικής Αυτοκρατορίας. Kαι στους δύο κύκλους δραστηριοποιούνται µε µεγαλύτερη ή µικρότερη ένταση, εκτός από τις επίσηµες προξενικές αρχές, πράκτορες, πατριώτες ακτιβιστές, εκπαιδευτικοί σύλλογοι και επαναστατικά κοµιτάτα.Στον επόµενο κύκλο εντάσσονται περιοχές στις οποίες δραστηριοποιούνται Έλληνες και υπάρχουν οργανωµένες ελληνικές παροικίες, χωρίς να υπάρχουν βλέψεις ή προοπτικές για κατίσχυση µιας ελληνικής εξουσίας.Tέλος, αναπτύσσεται ο κύκλος των χωρών µε τις οποίες το ελληνικό κράτος διατηρεί διπλωµατικές και πολιτικές σχέσεις αλλά µε µικρή ή ασήµαντη ελληνική παρουσία και ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Σε αυτούς του κύκλους δραστηριοποιούνται κυρίως φορείς που βρίσκονται κοντά στις επίσηµες προξενικές αρχές.Σε µια εποχή δυναµικών αλλαγών οι κύκλοι αυτοί αλλάζουν στο περιεχόµενο και τη σηµασία τους. Tα Eπτάνησα και η Θεσσαλία εντάσσονται στο ελληνικό κράτος. H Kρήτη αλλάζει συνεχώς καθεστώτα µέχρι την άφιξη εκεί του πρίγκηπα Γεωργίου. H άνοδος του σλαβικού εθνικισµού στα Bαλκάνια ωθεί σε µια ένταση των προσπαθειών για εκπαιδευτική και πολιτική υποστήριξη του Eλληνισµού στη Mακεδονία και τη Θράκη.Tέλος, ο χάρτης των ελληνικών πληθυσµών µεταβάλλεται τόσο στην καθ' ηµάς Aνατολή όσο και στον υπόλοιπο κόσµο, υπαγορεύοντας αναπροσαρµογές στις ελληνικές θέσεις για την αντιµετώπιση των ζητηµάτων των εξωτερικών σχέσεων του ελληνικού κράτους.

Η ελληνική διασπορά και το ελληνικό κράτοςMε την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι αντιλήψεις για ό,τι θα µπορούσε να εννοηθεί ως ευρύτερος Ελληνισµός εκείνης της εποχής αλλάζουν δραµατικά. Tο εθνικό κράτος φιλοδοξεί να παίξει το ρόλο του εθνικού κέντρου, διατηρώντας ζωντανή τη σύνδεση µε τους "αλύτρωτους αδελφούς", τους χριστιανούς της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, και τους Έλληνες της διασποράς. H πολιτική αυτή επιχειρήθηκε µέσα από τη δράση κρατικών θεσµών όπως οι προξενικές αρχές και εκπαιδευτικών µηχανισµών ή µέσα από τη δηµιουργία κανονιστικών προτύπων για την παιδεία, την κοινωνία και την πολιτική. H διαδικασία αυτή ήταν αµφίδροµη µια και η διασπορά αποτελούσε για το νέο κράτος έναν οικονοµικό συµπαραστάτη µέσω δωρεών και κληροδοτηµάτων. O παροικιακός Ελληνισµός αποτελούσε επίσης ένα δίαυλο επικοινωνίας µε άλλες κοινωνίες, όπως αυτές της δυτικής και της κεντρικής Eυρώπης. Tέλος, οι Έλληνες της διασποράς δραστηριοποιούνται πολιτικά και στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους, αναπτύσσοντας έναν ιδιαίτερο πολιτικό λόγο αναφορικά µε τα µεγάλα θέµατα που απασχολούσαν τον Ελληνισµό, πολλές φορές µε επικριτική διάθεση απέναντι στις κυρίαρχες πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές. Kέντρα αυτών των δραστηριοτήτων αποτελούσαν οι αστικές κοινότητες στα µεγάλα λιµάνια και οικονοµικά κέντρα, όπως το Λονδίνο και κυρίως η Tεργέστη. Kατά το 19ο αιώνα η ελληνική διασπορά αλλάζει. Σταδιακά µεταβάλλονται η γεωγραφική εξάπλωση των ελληνικών κοινοτήτων, το οικονοµικό τους επίπεδο, ο χαρακτήρας και η κοινωνική θέση των µελών τους όπως επίσης και η σχέση τους µε τους ντόπιους πληθυσµούς και τις νέες κρατικές οντότητες. H ανάπτυξη εθνικιστικών τάσεων στη νοτιοανατολική Eυρώπη και η αλλαγή των αξόνων της οικονοµίας αναδεικνύει σε ισχυρά κέντρα του παροικιακού Ελληνισµού το Λονδίνο, το Mάντσεστερ, το Λίβερπουλ, τη Mασσαλία και τις πλησιέστερες στην Eλλάδα Tεργέστη και Aλεξάνδρεια. Oι ελληνορθόδοξες κοινότητες της Κεντρικής Ευρώπης και της Bαλκανικής περνούν µια περίοδο παρακµής που προοιωνίζει την εξαφάνισή τους στην επόµενη φάση. Ύστερα από την οικονοµική φθορά και την εχθρότητα του αναπτυσσόµενου ντόπιου κεφαλαίου, υφίστανται εκτός από τους διοικητικούς περιορισµούς και ανοιχτές διώξεις. Xαρακτηριστικά παραδείγµατα οι ελληνικές κοινότητες της Bουλγαρίας, στον Eύξεινο Πόντο και στην ενδοχώρα της Aνατολικής Pωµυλίας. Γύρω από τον Eύξεινο Πόντο αναπτύσσεται στο δεύτερο µισό του 19ου αιώνα µια έντονη κινητικότητα του ελληνικού, κυρίως του ποντιακού, στοιχείου προς τις ρωσικές επαρχίες. Ως συνέπεια των ρωσο-οθωµανικών πολέµων (1853-56 και 1877-78) δεκάδες χιλιάδες Έλληνες µετακινήθηκαν από τον µικρασιατικό Πόντο στον Aντικαύκασο και στα ανατολικά και βόρεια παράλια. H κίνηση αυτή εξισορρόπησε τις αρνητικές επιπτώσεις της ανάπτυξης µιας εγχώριας αστικής τάξης αρνητικά διακείµενης απέναντι στα προνόµια των παλιών εµπορικών ελληνικών παροικιών όπως της Oδησσού. Στο τέλος του αιώνα ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για την ελληνική διασπορά µε τη δισταχτική στην αρχή µετανάστευση εργατικών και απόκληρων στρωµάτων του πληθυσµού στην Aµερική.

Οι «Έλληνες» της Οθωµανικής ΑυτοκρατορίαςKατά το 19ο αιώνα οι ελληνικοί πληθυσµοί της Oθωµανικής Aυτοκρατορίας, χριστιανοί ορθόδοξοι µε δεδηλωµένο ελληνικό φρόνηµα, αυξάνονται σηµαντικά από άποψη δηµογραφική, οικονοµική και εκπαιδευτική. H εξέλιξη αυτή ευνοείται από τις µεταρρυθµίσεις που συντελούνται στην Aυτοκρατορία το 19ο αιώνα, γνωστές µε τον όρο Τανζιµάτ (Tanzimat), οι οποίες καθιερώνουν την οικονοµική ελευθερία (Χάττ-ι Σερίφ 1838) και την ισονοµία όλων των οθωµανών υπηκόοων, ανεξάρτητα από το θρήσκευµα και την εθνότητά τους (Xάτι Xουµαγιούν 1856).Πολλοί από τους Ρωµιούς της Αυτοκρατορίας αποκτούν την ελληνική ή και την ελληνική υπηκοότητα, κάτι που τους δίνει, ιδιαίτερα µετά τη συνθήκη του Kαλιτζά το 1855, προνοµιακή θέση στην οθωµανική οικονοµική ζωή.Tα ζητήµατα της απόκτησης της ελληνικής υπηκοότητας από υπηκόους του σουλτάνου και της νοµικής τους θέση στην Αυτοκρατορία αποτελούν τις πρώτες και χρονίζουσες αιτίες της έντασης στις διπλωµατικές σχέσεις των δύο κρατών. Άλλωστε, η πορεία των ελληνο-οθωµανικών σχέσεων επηρέασε άµεσα τις δραστηριότητες και τη ζωή των ελλήνων υπηκόων και των Ρωµιών οθωµανών υπηκόων που κατοικούσαν στην Aυτοκρατορία.Παρά τις συχνές κρίσεις στις σχέσεις των δύο χωρών το κύµα των µεταναστών από το ελληνικό κράτος προς την Oθωµανική Aυτοκρατορία αυξάνεται, ιδιαίτερα µετά τον Kριµαϊκό πόλεµο. H κίνηση αυτή του πληθυσµού και η ασαφής διάκριση ελλήνων και οθωµανών υπηκόων επηρεάζει το χαρακτήρα των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων, οι οποίες στο δεύτερο µισό του 19ου αιώνα αποτελούν έκφραση του επίσηµου θεσµού του ρωµαίικου µιλέτ, στο οποίο προΐσταται ο Πατριάρχης της Kωνσταντινούπολης.Mοιραία και οι σχέσεις µεταξύ ελληνικού κράτους και Πατριαρχείου φορτίζονται αρνητικά, καθώς ερίζουν για το ποιος θα αποτελέσει την πολιτική έκφραση και την εθνική αρχή των Pωµιών. Tο ελληνικό κράτος προσπάθησε να καθιερωθεί ως εκφραστής και των ελληνορθόδοξων υπηκόων του σουλτάνου στο συνέδριο του Bερολίνου (1878).H δραστηριοποίηση του ελληνικού κράτους και θεσµών όπως ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Eλληνικών Γραµµάτων και ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ωφελίµων Bιβλίων, στη Mακεδονία και στη Mικρά Aσία προκαλούν ανάµικτα συναισθήµατα και ποικίλες αντιδράσεις. Eνισχύεται η Mεγάλη του Γένους Σχολή και προβάλλεται ως το αντίστοιχο του Πανεπιστηµίου Aθηνών και ιδρύεται ο Eλληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Kωνσταντινουπόλεως, ο οποίος µε την πλούσια δράση του εξισορροπεί τη διείσδυση του Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ωφελίµων Bιβλίων στη Mικρά Aσία.Tο Πατριαρχείο διαµαρτύρεται επίσης για τη χρηµατοδότηση κληρικών από το ελληνικό κράτος, αλλά και για τη συχνή παρέµβαση των ελληνικών προξενικών αρχών στα εσωτερικά κοινοτήτων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του. H αντίθεση του Πατριαρχείου µε το ελληνικό κράτος κορυφώθηκε αναφορικά µε δύο ζητήµατα. Tο πρώτο ήταν η αντιµετώπιση της βουλγαρικής απειλής στη Mακεδονία και οι σχέσεις του Πατριαρχείου µε τη Pωσία. H φιλοβουλγαρική πολιτική της Pωσίας δυσχέραινε τη συνέχιση των παραδοσιακών δεσµών µε τους Έλληνες της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, οι δεσµοί αυτοί δεν µπορούσαν να διακοπούν απότοµα, ιδιαίτερα µετά τις εξελίξεις στον Πόντο και τη µετακίνηση πολλών Ποντίων στη Pωσία. Οι λογικές και επιβεβληµένες σχέσεις του Πατριάρχη µε τη Pωσία έρχονταν σε αντίθεση µε τις προσπάθειες του Eλληνισµού για επικράτηση έναντι των Σλάβων στη Mακεδονία, προσπάθειες που ξεκίνησαν από το ίδιο το Πατριαρχείο.Tο δεύτερο ζήτηµα αφορούσε τις διαµάχες ανάµεσα στους Pωµιούς για το θέµα της διατήρησης των προνοµίων του µιλέτ στην Αυτοκρατορία ή την ενσωµάτωσή του στη νέα οθωµανική τάξη. Tο Πατριαρχείο διαφοροποιείται από την ελληνική πολιτική της προσέγγισης µε την Πύλη αναγκάζοντας τις ελληνικές κυβερνήσεις να παρεκκλίνουν από τις δικές τους πολιτικές και τις αγγλικές επιταγές για βελτίωση των σχέσεων µε την Oθωµανική Αυτοκρατορία.Παρά τις δυσκολίες το ελληνικό κράτος ιδιαίτερα µετά το 1890 αναδεικνύεται ως ο εγγυητής των δικαίων του Γένους και ο κατεξοχήν εκπρόσωπος των ελληνορθόδοξων πληθυσµών.

Page 79: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η κρητική ιδιαιτερότηταΗ Κρήτη παρά τις πολεµικές επιτυχίες κατά την Επανάσταση έµεινε τελικά εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους. Παρόλα αυτά δεν αποτέλεσε µια επαρχία κανονικά ενταγµένη στο οθωµανικό κράτος, αλλά γνώρισε ποικίλες διοικητικές και διπλωµατικές ρυθµίσεις, ως συνέπεια της στρατηγικής της θέσης και των συχνών εξεγέρσεων των κατοίκων της.Η υπαγωγή του νησιού στο Μεχµέτ Αλή της Αιγύπτου δεν ικανοποίησε τους Κρητικούς, οι οποίοι µετά το αποτυχηµένο κίνηµα των Μουρνιών ζητούσαν µε εκκλήσεις τους στην Αγγλία το 1838 και το 1839 την ανακήρυξή του σε αγγλικό προτεκτοράτο. Στις 3 Ιουλίου1840 µε τη συνθήκη του Λονδίνου η Κρήτη επιστρέφει στην κυριαρχία του σουλτάνου, µε πρωτεύουσα από το 1851 τα Χανιά. Από το 1856 το νησί µπαίνει στην περίοδο των µεταρρυθµίσεων, ακολουθώντας τη γενικότερη εξέλιξη της Αυτοκρατορίας. Με το φιρµάνι της 7ης Ιουλίου 1858 κατοχυρώνονται κάποιες ευνοϊκές ρυθµίσεις για τους χριστιανούς του νησιού µε σηµαντικότερη την ίδρυση των δηµογεροντιών, όπως και για τους µουσουλµάνους, στις έδρες των τριών διαµερισµάτων: των Χανίων, του Ρεθύµνου και του Ηρακλείου.Ύστερα από την Επανάσταση του 1866, µε την υποστήριξη των Άγγλων, «παραχωρήθηκε» στους Κρητικούς, βάσει του αυτοκρατορικού διατάγµατος της 8ης Ιανουαρίου 1868, ο Οργανικός Νόµος, ο οποίος ίσχυσε, αν και καταστρατηγήθηκε πολλές φορές, ως το 1877. Εκτός από την αξία της αναγνώρισης για το νησί ενός ιδιαίτερου καταστατικού χάρτη, µεγάλη σηµασία είχαν η πρόβλεψη για διορισµό και χριστιανών διοικητικών υπαλλήλων και η ίδρυση µεικτών δικαστηρίων µε τη συµµετοχή χριστιανών και µουσουλµάνων. Στο κεντρικό συµβούλιο θα µετείχαν εκλεγµένοι σύµβουλοι και από τις δύο κοινότητες, ενώ ορίζονταν ως ισότιµες στη διοίκηση η ελληνική και η τουρκική γλώσσα.Το 1878, στο πλαίσιο των ανακατατάξεων στη Βαλκανική, ξέσπασε µια ακόµη επανάσταση και οι διπλωµατικές εξελίξεις οδήγησαν στην αντικατάσταση του «Οργανικού Νόµου» από τη Σύµβαση της Χαλέπας (Οκτώβριος 1878). Η «Σύµβαση» προέβλεπε τη δυνατότητα για διορισµό χριστιανού διοικητή µε πενταετή θητεία. Όριζε τη σύγκληση γενικής συνέλευσης από 49 χριστιανούς και 31 µουσουλµάνους και ίδρυε την Κρητική Χωροφυλακή. Η ελληνική υπερίσχυε ως διοικητική γλώσσα και µόνο ορισµένα έγγραφα και αποφάσεις συντάσσονταν και στην τουρκική. Τέλος, η «Σύµβαση» επέτρεπε τη δηµιουργία φιλολογικών συλλόγων και την έκδοση εφηµερίδων.Η «Σύµβαση» δεν έφερε την ειρήνη στο νησί. Είναι εντυπωσιακό ότι ουσιαστικά αποτελεί εξειδίκευση αρχών που θεωρητικά γίνονταν αποδεκτές µε το Χάττ-ι Χουµαγιούν του 1856. Μπορεί να δει όµως κανείς ότι, όπως και στην περίπτωση της Ανατολικής Ρωµυλίας, η Κρήτη ακολούθησε µια πορεία απόσχισης από την Αυτοκρατορία: Αυτή η πορεία ξεκινά από την κατ' εξαίρεση διοικητική υπαγωγή, περνά στη διοίκηση µε βάση έναν ιδιαίτερο καταστατικό χάρτη ή οργανικό νόµο και καταλήγει στην ίδρυση το 1898 της αυτόνοµης κρητικής ηγεµονίας µε ύπατο αρµοστή τον πρίγκηπα Γεώργιο. Μια αργή και σταδιακή διαδικασία ένωσης µε την Ελλάδα φαινόταν να φτάνει στο τέλος της.

Page 80: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η Ιόνιος Πολιτεία και η διεθνής της θέσηMε τη συνθήκη των Παρισίων της 5ης Nοεµβρίου 1815 τα Eπτάνησα ανακηρύχτηκαν «εν και µόνον ελεύθερον κράτος υπό την άµεσον και αποκλειστικήν προστασίαν της αυτού Mεγαλειότητος του Bασιλέως του Hνωµένου Bασιλείου». H ανακήρυξη και ο διορισµός άγγλου αρµοστή φανερώνουν το καθεστώς του προτεκτοράτου για το «Hνωµένον Kράτος των Iονίων Nήσων».Σηµάδια αυτής της υποτέλειας αποτελούσαν τα αγγλοκρατούµενα οχυρά των Iονίων, η ανάγκη επικύρωσης του Συντάγµατος από µέρους της «Προστάτιδος Δύναµης» και οι µονοδιάστατες πολιτικές σχέσεις του κράτους των Iονίων µε το Eνωµένο Bασίλειο. Στα Eπτάνησα υπήρχαν µεν πρόξενοι άλλων κρατών, ανάµεσα στους οποίους και έλληνες πρόξενοι, αλλά όχι και διπλωµατικοί επιτετραµµένοι, πρέσβεις κ.λπ. Kαι το «Hνωµένον Kράτος» δεν µπορούσε καν να διορίσει τέτοιους αντιπροσώπους σε τρίτα κράτη, αφήνοντας την εξωτερική του πολιτική στα χέρια της Aγγλίας. Eπιπλέον, έπρεπε να συντηρεί το βρετανικό πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό στα νησιά µε µια παχυλή επιχορήγηση στο Bασιλικό Tαµείο.Bεβαίως, το κράτος των Eπτανήσων διατηρούσε τους ιδιαίτερους θεσµούς του όπως το Σύνταγµα, καθώς και τα κρατικά σύµβολα όπως τη σηµαία. H σηµαία αυτή αναγνωριζόταν και ως εµπορική σηµαία, αν και το νοµικό δικαίωµα µπορούσε να καταργηθεί στην πράξη, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια του Kριµαϊκού πολέµου µε τη σύλληψη δύο επτανησιακών εµπορικών πλοίων από αγγλικά, ενώ έπλεαν για εµπορία στο Tαϊγάνι της Aζοφικής. Παρά τη νοµική δικαίωση των Eπτανήσιων, στην πράξη οι θεσµοί λειτουργούσαν όταν ωφελούσαν τον ισχυρότερο.Ωστόσο, το επτανησιακό κράτος είναι το πρώτο «ελληνικό» κράτος που ιδρύεται έστω και υπό την αγγλική κυριαρχία, γνωρίζει κάποιους θεσµούς και αποκτά πολιτική εµπειρία που για χρόνια απουσιάζει αργότερα από το ελληνικό βασίλειο. Το πρώτο Σύνταγµα του 1817 έδινε µεγάλες εξουσίες στον αρµοστή. Παρότι λειτουργούσε Κοινοβούλιο ήταν, ακόµα και στην Αγγλία, εµφανής η ανάγκη για περισσότερο ελεύθερο καθεστώς.Το 1843 εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα µε το αξίωµα του αρµοστή ο John Colborne εγκαινιάζοντας µια περίοδο µεταρρυθµίσεων. Σύµφωνα µε αυτές, επιτράπηκε η λειτουργία πολιτικών λεσχών, η ίδρυση ιδιωτικών τυπογραφείων και η εισαγωγή ελληνικών εφηµερίδων.Aκυρώθηκαν οι περιορισµοί του Τύπου και εµφανίστηκαν από το 1848 οι πρώτες πολιτικές εφηµερίδες: Tο Mέλλον στη Zάκυνθο, η Πατρίς στην Kέρκυρα, O Φιλελεύθερος, η Aναγέννησις και η Ένωσις στην Kεφαλλονιά. Παράλληλα µειώθηκε η εξάρτηση των πολιτικών θεσµών, ιδιαίτερα της γερουσίας, από την εξουσία του αρµοστή. Tο 1848, µέσα στη λαίλαπα των ευρωπαϊκών επαναστάσεων, σηµειώθηκαν στάσεις στην Kεφαλλονιά, οι οποίες καταστάλθηκαν βίαια από το καθεστώς.O Τύπος έπαιξε σηµαντικό ρόλο στην αποκάλυψη των αυθαιρεσιών και των βιαιοτήτων της αγγλικής αστυνοµίας. Στα Eπτάνησα αναπτύχθηκε από νωρίς η πολιτική σκέψη πάνω στα δικαιώµατα του πολίτη και την προστασία του από την εξουσία και γύρω από τις αρχές µιας δηµοκρατικής πολιτείας µε δόγµατα τη λαϊκή κυριαρχία και το τρίπτυχο της Γαλλικής Eπανάστασης: ισότητα, αδελφότητα, ελευθερία.Tο κεντρικό πρόβληµα των Eπτανήσων ήταν η υποτέλεια στο αγγλικό στέµµα. Aπό τη θέση τους απέναντι στο ζήτηµα έπαιρναν τα κόµµατα την ονοµασία τους: Προστασιανοί, Mεταρρυθµιστές και Pιζοσπάστες. Το 9ο Kοινοβούλιο του "Hνωµένου Kράτους", στο οποίο κυριάρχησαν οι Ριζοσπάστες και οι Μεταρρυθµιστές, προχώρησε σε επαναστατικές αποφάσεις. Kαθιέρωσε την 25η Mαρτίου ως εθνική γιορτή, προσπάθησε να κατοχυρώσει νοµοθετικά τις ατοµικές ελευθερίες των πολιτών, καθιέρωσε την ελληνική ως µόνη επίσηµη γλώσσα του κράτους.Tο κόµµα των Pιζοσπαστών δεν έβλεπε τελέσφορη καµιά µεταρρυθµιστική κίνηση, που ούτως ή άλλως µαταιωνόταν από τον αρµοστή και τη γερουσία, παρά πρόβαλε ως µόνη λύση την Ένωση µε την Eλλάδα. Στις 25 Οκτωβρίου1850 ριζοσπάστες βουλευτές πρότειναν ένα ψήφισµα που διακήρυττε τη θέληση του επτανησιακού λαού για την ένωση µε την Eλλάδα και την απαλλαγή από τη βρετανική «προστασία». O αρµοστής διέκοψε τις εργασίες του κοινοβουλίου και στις 10 Δεκεµβρίου κήρυξε τη διάλυσή του. Πολλοί ριζοσπάστες ηγέτες διώχτηκαν ή εξορίστηκαν. Oι επόµενες εκλογές διεξήχθηκαν µέσα σε όργιο βίας και νοθείας.Στο επόµενο κοινοβούλιο ο αρµοστής προσπάθησε να υπαγορεύσει συντηρητικές µεταρρυθµίσεις και περιορισµούς του Τύπου, αλλά απέτυχε. Στα επόµενα χρόνια εντάθηκε η διαµάχη πάνω στο θέµα της προστασίας και της Ένωσης. Mε τον ερχοµό του Γουλιέλµου Έβαρτ Γλάδστον το 1858 δόθηκε η ευκαιρία για πολλές εκδηλώσεις υπέρ της Ένωσης και κατά της αγγλικής προστασίας.Tο ψήφισµα του Kοινοβουλίου στις 15/27 Iανουαρίου από το κοινοβούλιο διακήρυττε τη «µόνη και οµόθυµο θέλησι όλου του Iονίου λαού [για την] ένωσι απάσης της Eπτανήσου µετά του Bασιλείου της Eλλάδος». Oι παραινέσεις του Γλάδστον για «ικετήρια παράσταση» στη βασίλισσα έδωσε την αφορµή για την προβολή ενός ρήγµατος στις τάξεις των ενωτικών ριζοσπαστών. Oι πιο γνήσιοι ιδεολόγοι του κινήµατος αξίωναν µια ένωση στη βάση των αρχών των εθνοτήτων και του σεβασµού της λαϊκής βούλησης και όχι µια ένωση δώρο της βασίλισσας.Tο 12ο κοινοβούλιο ανακήρυξε πρόεδρο και αντιπρόεδρο δυο πρώην εξορίστους, το Zερβό και το Mοµφεράτο, δηλώνοντας έτσι την τιµή στα πρόσωπα των υποστηρικτών της Ένωσης. Tο κοινοβούλιο υποστήριξε σθεναρά την Ένωση που τελικά κήρυξε, κατά παραγγελία του Aρµοστή, το 1863 το 13ο Kοινοβούλιο. H θέση των ριζοσπαστών για άνευ όρων Ένωση µε την Eλλάδα ξεχάστηκε µέσα στη γενική ευφορία για το τελικό αποτέλεσµα.

Page 81: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Περί ελληνικής ιθαγενείας εν ΒουλγαρίαO κ. K. Ραγκαβής, Γενικός Πρόξενος και Πολιτικός Πράκτωρ της Eλλάδος προς τον κ. Tσάγκωφ, Yπουργόν επί των Eξωτερικών.Eν Σόφια τη 9 Iανουαρίου 1885Άπαντες οι Έλληνες υπήκοοι θα έπρεπε να υπαχθώσιν εις δύο µεγάλας κατηγορίας, ήτοι:1) Τους αποκτήσαντες την ελληνικήν ιθαγένειαν προ της κηρύξεως του Ρωσσο-Τουρκικού πολέµου, και2) Τους ισχυριζοµένους ότι απέκτησαν την ιθαγένειαν ταύτην µετά την κήρυξιν του ρηθέντος πολέµου.Όσον αφορά την πρώτην κατηγορίαν, της Ηγεµονίας ούσης νοµίµου διαδόχου των δικαιωµάτων και υποχρεώσεων της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας επί της βουλγαρικής χώρας, η Ηγεµονική Κυβέρνησις ήθελεν εξακολουθήσει αναγνωρίζουσα ως υπηκόους Έλληνας τους ως τοιούτους αναγνωρισθέντας υπό της Υ. Πύλης. Ούχ ήττον επειδή, ως γνωστόν, η υπό της Τουρκίας αναγνώρισις τούτων υπήρξε πάντοτε σιωπηρά µάλλον ή επίσηµος, ορίζεται ότι πάντες οι δυνάµενοι ν' αποδείξωσιν ότι δεν κατέβαλλον κεφαλικόν φόρον (χαράτσι) εις την οθωµανικήν διοίκησιν και ότι αι δικαστικαί αυτών υποθέσεις υπήγοντο εις την δικαιοδοσίαν, ουχί των εγχωρίων, αλλά των προξενικών δικαστηρίων, περιλαµβάνονται εις την κατηγορίαν ταύτην, άτε απολαύοντες πάντων των προνοµίων των ξένων υπηκόων, και όντες κάτοχοι διαβατηρίων σχόντων τας νοµίµους συνεπείας.Εις δε την δευτέραν κατηγορίαν, ήτις περιλαµβάνει το παρελθόν, από της κηρύξεως του πολέµου, και το µέλλον, θα υπήγοντο, αναγνωρισµένοι ως υπήκοοι Έλληνες, µόνον οι κατελθόντες εις Ελλάδα, διαµείναντες εκεί τον υπό του ελληνικού νόµου οριζόµενον χρόνον, και υποβληθέντες εις όλας τας απαιτουµένας άλλας διατυπώσεις, τον όρκον του πολίτου και την εγγραφήν ως πολιτών εν τινί των δήµων του Βασιλείου. [...] Πλην των δύο τούτων µεγάλων κατηγοριών υπάρχουσι δύο µικρότεραι περί ων συµφέρει να συνεννοηθώµεν.Πολυάριθµοι νέοι, ων οι γονείς κατοικούσιν εν τη Ηγεµονία και αναγνωρίζονται ως υπήκοοι Έλληνες, κατέρχονται εις Ελλάδα προς φοίτησιν εν ταις ανωτέραις σχολαίς και κυρίως τω Πανεπιστηµίω των Αθηνών. Οι νέοι ούτοι επωφελούνται συχνάκις της περιστάσεως όπως αντιποιηθώσιν, άµα τη επανόδω των, την ελληνικήν ιθαγένειαν προ της ενηλικιώσεως αυτών. Προθύµως παραδέχοµαι ότι ο ισχυρισµός ούτος ουδόλως δύναται να θεωρηθή νόµιµος. Το της επιλογής δικαίωµα ανήκει µόνοις τοις ενήλιξιν· όθεν η ελληνική αυτών ιθαγένεια δέον ν'αναγνωρισθή µόνον εάν µετά την συµπλήρωσιν του εικοστού πρώτου έτους οι νέοι ούτοι εγγραφώσιν εις δήµον τινα του Βασιλείου και υποβληθώσιν έπειτα εις πάσας τας διατυπώσεις του νόµου, οίαι η αδιάλειπτος διαµονή, η ορκοδοσία κτλ.Αφ' ετέρου νέοι τινές υπηρέτησαν ήδη ως εθελονταί εν τω ελληνικώ στρατώ. Αµφοτέρωθεν δεκτόν εγένετο ότι ο αυτοβούλως αναλαβών υπηρεσίαν εν ξενω στρατώ απόλλυσι την εαυτού ιθαγένειαν. Όθεν οι προσάγοντες πιστοποιητικά βεβαιούντα ότι υπηρέτησαν εν τω ηγεµονικώ στρατώ θέλουσι θεωρείσθαι ως Βούλγαροι υπήκοοι, οι δε αποδεικνύοντες ότι υπηρέτησαν εν τω ελληνικώ στρατώ θέλουσι θεωρείσθαι ως υπήκοοι Έλληνες. [...] Περιττόν να παρατηρήσωµεν ότι τα ανήλικα τέκνα ακολουθούσι τη ιθαγενεία του πατρός µέχρις ενηλικιώσεως αφ' ης αποκτώσι το της επιλογής δικαίωµα. [...](Aπό το: Yπουργείο Eξωτερικών, Συλλογή των µεταξύ Eλλάδος και ξένων κρατών συνθηκών, συµβάσεων και συµφωνιών, Aθήνα 1912, σ. 265-266)

Page 82: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Το ψήφισµα για την Ένωση των Επτανήσων µε την ΕλλάδαΣτις 26 Nοεµβρίου 1850 οι ριζοσπάστες βουλευτές του Θ' Kοινοβουλίου εισήγαγαν προς ψήφιση το παρακάτω ψήφισµα του Iωάννη Tυπάλδου Kαπελέττου Δοττοράτου. H ψήφισή του οδήγησε στη αναστολή των εργασιών του Kοινοβουλίου από τον Aρµοστή. Tο ψήφισµα εκδόθηκε µαζί µε την αγόρευση του Tυπάλδου και κυκλοφόρησε στα Eπτάνησα και στο εξωτερικό.ΨΗΦΙΣΜΑΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝEπειδή η ανεξαρτησία, η κυριαρχία και η εθνικότης εκάστου λαού είναι δικαιώµατα φυσικά και απαράγραπτα·Eπειδή ο λαός της Eπτανήσου, απαρτίζων µέρος αναπόσπαστον της Eλληνικής φυλής, στερείται σήµερον της πραγµατικής απολαυής και εξασκήσεως των τοιούτων δικαιωµάτων·Eπειδή προς τοις άλλοις εξέλειψαν πλέον αι αφορµαί, ένεκα των οποίων ετέθη υπό την Aγγλικήν Προστασίαν, δυνάµει συνθήκης εις την οποίαν ουδεµίαν ποτέ έδωκε συγκατάθεσιν·Eπειδή τέλος µερίς τις της Eλληνικής φυλής, εις την οποίαν ανήκει, δηλαδή η απελευθερωµένη Eλλάς, ανέκτησε τα κυριαρχικά και εθνικά αυτής δικαιώµατα·Δι' όλα ταύτα η πρώτη ελευθέρα Bουλή των αντιπροσώπων της Eπτανήσου διακηρύττει:Ότι η οµόθυµος στερεά και αµετάτρεπτος θέλησις του Eπτανησιακού λαού, είναι η ανάκτησις της ανεξαρτησίας του και η ένωσις αυτού µε το λοιπόν έθνος του, την απελευθερωµένην Eλλάδα.H παρούσα διακήρυξις θέλει διαβιβασθή διά Διαγγέλµατος της Bουλής προς την Προστάτιδα Δύναµιν, όπως διά των αρµοδίων µέσων διακοινώση αυτήν και εις τας λοιπάς της Eυρώπης Δυνάµεις, διά να ενεργήσωσιν οµού προς ταχείαν αυτής πραγµατοποίησιν.Eν τη Bουλή των αντιπροσώπων τη 26 Nοεµβρίου 1850. (Aπό το: Iστορία του Eλληνικού Έθνους, τ. IΓ΄, Aθήνα 1977, σ. 210)

Ο λόγος του εξαναγκασµού: η επίσηµη αλληλογραφία για τον θαλάσσιο αποκλεισµό του 1886Εν Αθήναις, τη 26 Απριλίου/8 Μαΐου 1886Οι αντιπρόσωποι της Γερµανίας, της Αυστρο-Ουγγαρίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ιταλίας και της Ρωσίας Προς τον Κύριον Θ. Π. Δηλιγιάννη.Οι υποφαινόµενοι αντιπρόσωποι της Γερµανίας, Αυστρο-Ουγγαρίας, Μεγάλης Βρετανίας, Ιταλίας και Ρωσίας ενετάλησαν υπό των οικείων Κυβερνήσεων ν'απευθύνωσιν εις την Αθηναϊκήν Κυβέρνησιν την εποµένην ανακοίνωσιν. "Της απαντήσεως της Αθηναϊκής Κυβερνήσεως εις την κοινήν διακοίνωσιν της 14/26 Απριλίου µη ούσης τοιαύτης ώστε να ικανοποιήση τας Δυνάµεις, αι ειρηµέναι Κυβερνήσεις διέταξαν τους Διοικητάς των συνηνωµένων ναυτικών µοιρών των να εγκαταστήσωσιν αποκλεισµόν επί των παραλίων της Ελλάδος κατά παντός πλοίου υπό Ελληνικήν σηµαίαν. Ο αποκλεισµός ούτος θέλει καταστή πραγµατικός από της ηµεροµηνίας της παρούσης δηλώσεως. Θέλει εκταθή από της Μαλέας άκρας µέχρι του ακρωτηρίου Σουνίου, εκείθεν δε µέχρι του αρκτικού συνόρου της Ελλάδος περιλαµβανοµένης της νήσου Ευβοίας, και θέλει περιλάβει ωσαύτως επί της δυτικής ακτής την είσοδον του Κορινθιακού κόλπου. Παν πλοίον υπό σηµαίαν Ελληνικήν αποπειραθησόµενον να εκβιάση τον αποκλεισµόν τούτον θέλει κατακρατηθή".Ο εκβιασµός αλλά και η επιχειρησιακή αποτυχία στο µέτωπο θα οδηγήσει τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας να αποστείλει στους πρεσβευτές στις πρωτεύουσες των Δυνάµεων την απάντηση που επιδίωκαν.Εν Αθήναις, τη 19/31 Μαΐου 1886Ο Κύριος Σ. Δραγούµης Προς τας εν Λονδίνω, Βερολίνω, Βιέννη, Ρώµη και ΠετρουπόλειΒασιλικάς Πρεσβείας.[...] Χιλιάδες στρατιωτών απελύθησαν ήδη· µετά δε τρείς ή τέσσαρας ηµέρας πάντες οι άνδρες, οι ανήκοντες εις τας κατηγορίας, τας αναφεροµένας εν τω της αποστρατεύσεως διατάγµατι, έσονται εν ταις εστίαις αυτών. Εν ταυτώ δε στρατιωτικά σώµατα, καταλείποντα την Άρταν και την Θεσσαλίαν, επανέρχονται εις τους προτέρους σταθµούς ένθεν των παλαιών συνόρων.Αλλά κατέναντι τοιαύτης συµπεριφοράς ικανής να καθησυχάση πάντα ενδιαφερόµενον, µετ' οδύνης αποκαλύπτοµεν ότι η πίεσις ην επάγεται η βιαία των ηµετέρων ακτών περιβολή ουδέ το παράπαν εχαλαρώθη. Του αποκλεισµού η υπηρεσία, αυστηρώς εκτελουµένη, παραλύει τας κινήσεις του τε εµπορίου και της ναυτιλίας της Ελλάδος· πολλαχού δε του Βασιλείου επιλείπουσιν αι τροφαί· και ο αποκλεισµός, αντιπράττων προς τον σκοπόν ον επιδιώκει, δυσχεραίνει την επάνοδον των στρατιωτικών σωµάτων και των απολυοµένων στρατιωτών.Και εκβαίνει µεν των ορίων της ανακοινώσεως ταύτης η εξέτασις των λόγων, οίτινες έπεισαν τας Μεγάλας Δυνάµεις ίνα µετέλθωσι κατά της Ελλάδος εκβιασµόν. Αλλά πρόδηλον ότι, άµα διαλυθέντος του εκ των στρατιωτικών της Ελλάδος παρασκευών κινδύνου, -εύθυς ως η Ελλ. Κυβέρνησις κινούµενη υπό του συµφέροντος της εθνικής πολιτικής, -συµφέροντος συµπίπτοντος κατά την γνώµην αυτής προς το της γενικής ειρήνης συµφέρον, -επεµελήθη να άρη πάσαν αφορµήν φόβου, -η περαιτέρω εξακολούθησις βίας προκαλεσάσης ήδη παρ' ηµών διαµαρτυρίας στερείται εφεξής και αυτών έτι των λόγων ους καθώρισαν αυτή αι Μεγάλαι Δυνάµεις. [...]Σ. Δραγούµης--------------------------------------------------------------------------------(Aπό το: Yπουργείο Eξωτερικών, Διπλωµατικά έγγραφα κατατεθέντα εις την Bουλήν υπό του επί των Eξωτερικών Yπουργού (Aποκλεισµός), Aθήνα 1886, σ. 22-23 και 27-28)

Νουθεσίες και εξαρτήσεις: η αλληλογραφία Κωλέττη - GuizotΟ Ιωάννης Κωλέττης πρεσβευτής της Ελλάδας στο Παρίσι και εκπρόσωπος του γαλλικού κόµµατος αλληλογραφεί µε το γάλλο πολιτικό Guizot λίγο πριν να αναλάβει την πρωθυπουργία της Ελλάδας, το 1844. Ο γάλλος πολιτικός τον νουθετεί αναφορικά µε τη στάση της Ελλάδας στο Ανατολικό Ζήτηµα:[...] «Eίσθε λίαν απασχοληµένος περί του µέλλοντος της Eλληνικής φυλής, και ευλόγως. Γινώσκω δε οποίαν εν τη σκέψη και εν τη πολιτεία υµών κατέχει θέσιν το µέλλον της φυλής ταύτης. Πιστεύω καγώ, όπως υµείς και σχεδόν όσον υµείς, εις το µέλλον τούτο. Aλλά µη πλανάσθε· δεν θα έλθη αυτό αύριον. Eίναι λίαν µακράν; δεν ηξεύρω. Eκείνο όπερ γινώσκω, είναι ότι δεν είναι λίαν εγγύς. Έχετε τούτο ως βέβαιον. H Eυρώπη [...] δε θέλει την προσεχή πτώσιν του οθωµανικού κράτους· η Eυρώπη θα πράξη ό,τι δυνατόν ίνα βραδύνη την πτώσιν ταύτην και τα επακολουθήµατα αυτής· εάν δε τις νοµίση ότι υµείς εργάζησθε ίνα επιτύχητε το πράγµα, όπερ η Eυρώπη θέλη να αναβάλλη, η πολιτική της Eυρώπης θα στραφή εναντίον υµών, και οι κράτιστοι των φίλων υµών ουδέν δυνήσονται να πράξωσιν υπέρ υµών. Δεν θέλω να περιπέσητε ως προς τούτο εις ουδεµίαν πλάνην. H Eυρώπη έχει λάβει απόφασιν σταθεράν και η Eλλάς δεν θα εκβιάση τας χώρας της Eυρώπης. Δεν ζητώ να καταπνίξητε τα εµψυχούντα υµάς αισθήµατα· ζητώ µόνον να µη ενεργώσι τα αισθήµατα ταύτα παρακαίρως· διότι ούτως ούτε τιµήν ούτε όφελος περιποιήσωµεν υµίν. Πιστεύσατε εις εµέ· επιστήσατε την προσοχήν σας εις την εσωτερικήν διοίκησιν της Eλλάδος, ίνα καταστήσητε αυτήν κράτος κυβερνώµενον απλώς εσωτερικώς, αδιαφιλονίκητον εξωτερικώς· τούτο είναι το µόνο σήµερον δυνατόν γενέσθαι και το µόνον αποτελεσµατικόν προς παρασκευήν του µέλλοντος».Η απάντηση του Κωλλέτη είναι καθησυχαστική αλλά και διπλωµατικά αποκαλυπτική.[...] «Είναι αληθές ότι ενόµισα πάντοτε και νοµίζω, έτι νυν ότι τα όρια της Ελλάδος δεν αποτελούνται από του όρους Όθρυος και ότι δεσµός τις ιερός ήνου και ενοί τας εις την Τουρκίαν υποτεταγµένας επαρχίας εις τας επαρχίας εκείνας, αίτινες είχον το ευτύχηµα να κηρυχθώσιν ανεξάρτητοι. Ο προορισµός της Ελλάδος είναι ευρύτερος του διά του πρωτοκόλλου ορισθέντος αυτή. Τοιαύτη είναι η πίστις µου· αλλ' ουδέποτε διενοήθην ότι ο προορισµός ούτος έδει να εκπληρωθή δι' εισβολής εις το οθωµανικόν κράτος ή διά προσηλυτισµού (propagande) ενόπλου. Ελεύσεται ηµέρα, καθ' ήν µόνη η των πραγµάτων δύναµις θα πράξη ό,τι ηµείς δεν δυνάµεθα να πράξωµεν σήµερον άνευ ανατροπής γενικής δυναµένης να παρασύρη και το βασίλειον της Ελλάδος. Ειµί λοιπόν θιασώτης του καθεστώτος. [...] Κηρύττω υµίν, σεβαστέ µοι φίλε, ότι, εφ' όσον θα είµαι πρωθυπουργός, η Τουρκία ουδένα θα έχη φόβον εκ µέρους εµού· παν κίνηµα εχθρικόν εναντίον των γειτονικών συνόρων θεωρώ ήκιστα πολιτικόν και λίαν κινδυνώδες. Τούτο είπον υµίν πολλάκις εν Παρισίοις, τούτο γράφω υµίν εξ Αθηνών». (Aπό το: Iστορία του Eλληνικού Έθνους , τ. IΓ΄, Aθήνα 1977, σ. 123)

Page 83: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Όψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώναH εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους συνοδεύτηκε από µια σειρά ρήξεων που διαπέρασαν συνολικά την ελληνική κοινωνία. Η οικοδόµηση ενός σύγχρονου (δυτικού τύπου) θεσµικού πλαισίου έθετε εκ των πραγµάτων το ζήτηµα του εκσυγχρονισµού της κοινωνίας. Eπρόκειτο για µια κοινωνία κατακερµατισµένη σε πολλά σχετικά αυτόνοµα διοικητικά, οικονοµικά και κοινωνικοπολιτικά κέντρα εξουσίας. H ενοποιητική και συγκεντρωτική λογική που χαρακτηρίζει το σύγχρονο αστικό κράτος απαιτεί την εφαρµογή νόµων και κανόνων κοινών για όλη την επικράτεια. Ωστόσο, η οµογενοποίηση του οικονοµικού, κοινωνικού και πολιτικού πεδίου κάτω από το βάρος ενός αυστηρά συγκεντρωτικού κρατικού µηχανισµού σήµαινε στην ελληνική περίπτωση την αποδιοργάνωση των τοπικών και περιφερειακών κέντρων εξουσίας. H προοπτική αυτή δεν έπληττε µόνο τις τοπικές εξουσιαστικές οµάδες που παραδοσιακά ηγούνταν της ελληνικής κοινωνίας (προύχοντες, οπλαρχηγοί, κληρικοί). Aκόµη περισσότερο έθετε σε δοκιµασία τους βασικούς άξονες της κοινωνικής οργάνωσης (τοπικότητα, συγγένεια, θρησκεία). H κατίσχυση του σύγχρονου θεσµικού πλαισίου που συνόδευσε την πολιτική ανεξαρτησία βρήκε ισχυρές κοινωνικές αντιστάσεις, ιδίως στον αγροτικό χώρο. Η ληστεία και οι τοπικής εµβέλειας ένοπλες εξεγέρσεις όπως και η ανάδειξη ενός λόγου που αναγνώριζε στις αλλαγές την έκπτωση των παραδοσιακών αξιών, συνιστούν διαφορετικές εκδοχές της αντίδρασης ενός σηµαντικού (αριθµητικά και κοινωνικά) τµήµατος της ελληνικής κοινωνίας. Mε άλλα λόγια, η κοινωνική ένταση που επικρατεί στο µεγαλύτερο µέρος του 19ου αιώνα αποτελεί έκφραση της δυστροπίας στις αλλαγές. H δυστροπία αυτή είναι µια από τις βασικές όψεις της ελληνικής κοινωνίας του 19ου αιώνα.Οι κοινωνικές εντάσεις υποδεικνύουν ταυτόχρονα το εύρος και τη σηµασία των αλλαγών, οι οποίες έγιναν ιδιαίτερα αισθητές στα αστικά κέντρα. Aν ο αγροτικός χώρος αποτελούσε πηγή δυστροπίας και αντίστασης σε κάθε νεοτερισµό, οι πόλεις και ιδίως η πρωτεύσουσα, η Aθήνα, αποτέλεσαν σε γενικές γραµµές νησίδες ρήξης µε το παρελθόν. H συγκρότηση του διοικητικού µηχανισµού οδήγησε στη σταδιακή διαµόρφωση µιας νεοφανούς και ταυτόχρονα πολυάριθµης κοινωνικής οµάδας, των δηµόσιων υπαλλήλων. H ανάπτυξη του δευτερογενούς και του τριτογενούς τοµέα παραγωγής και η σταδιακή κατίσχυση της µισθωτής εργασίας διεύρυναν την παρουσία των µεσαίων στρωµάτων, ενώ δηµιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη διαµόρφωση εργατικών στρωµάτων. Oι νέες αυτές κοινωνικές κατηγορίες ενστερνίζονταν καινούριες αξίες (ανάµεσα σε αυτές και την εγγραµµατοσύνη), ενώ οργάνωναν την καθηµερινότητά τους υιοθετώντας διαφορετικά (δυτικότροπα) πρότυπα στην ενδυµασία, την κατοικία, τη διατροφή, την υγιεινή, τη µουσική, τη διασκέδαση και τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Πρόκειται ασφαλώς για µια διαφορετική όψη της ελληνικής κοινωνίας. Kοντολογίς, η ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα βίωσε µια θεµελιακή αντινοµία, που σχηµατικά θα µπορούσε να αποδοθεί ως συνύπαρξη παλιού και νέου, παραδοσιακού και σύγχρονου. H αντινοµία αυτή διαπερνά συνολικά την κοινωνία, την (ανα)διαµορφώνει και συνακόλουθα συνιστά το βασικό χαρακτηριστικό της. Yπό το πρίσµα αυτό, η δυστροπία και οι αντιστάσεις των παραδοσιακών οµάδων και συνολικά του αγροτικού χώρου δε συνιστούν εµµονή στο παλιό αλλά έναν από τους τρόπους προσαρµογής στο καινούριο.

Μια κοινωνία σε καθεστώς µετάβασηςH αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας, καρπός πολυετούς πολέµου, αποτέλεσε κορυφαίο γεγονός για την ελληνική κοινωνία. Πρόκειται για έναν ιστορικό σταθµό που προκάλεσε σειρά ρήξεων µε το παρελθόν. Η ριζική αλλαγή του πολιτικού πλαισίου (εθνικό κράτος), στο οποίο βρέθηκαν οι κάτοικοι του νεοσύστατου βασιλείου, και η πλειάδα των σύγχρονων -δυτικού τύπου- θεσµών, στη βάση των οποίων οργανώθηκε εκ νέου ο δηµόσιος χώρος, εγκαινίασαν διαδικασίες για το µετασχηµατισµό της κοινωνίας και τον επαναπροσδιορισµό των προσανατολισµών της. Ο µετασχηµατισµός των κοινωνικών δοµών στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισµού τους διαπερνά την ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα και τη χαρακτηρίζει: πρόκειται για κοινωνία σε καθεστώς µετάβασης. Πρόκειται για µια κοινωνία που αναδιαµορφώνεται. Αυτό σηµαίνει ότι οι παλαιοί κοινωνικοί αρµοί και κατά κύριο λόγο η αυτονοµία των κοινοτήτων, η τοπικότητα, τα δίκτυα αλληλεγγύης και αµοιβαιότητας που οργανώνονται γύρω από τη συγγένεια δοκιµάζονται και αποδιοργανώνονται από τη λειτουργία των συγκεντρωτικών µηχανισµών του σύγχρονου κράτους.Oι µετασχηµατισµοί αυτοί πυροδότησαν κοινωνικές εντάσεις και εκρήξεις που σηµάδεψαν τις πρώτες δεκαετίες του ελληνικού κράτους. Ως τα µέσα του αιώνα ξέσπασαν δεκάδες τοπικού χαρακτήρα εξεγέρσεις, ενώ συστάθηκαν Eταιρείες κατά το πρότυπο της Φιλικής και εξυφάνθηκαν συνωµοσίες. Κοινή συνισταµένη των κινήσεων αυτών υπήρξε η δυστροπία στις διαδικασίες για τον εκσυγχρονισµό της ελληνικής κοινωνίας από κοινωνικές οµάδες που δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές που επέφερε η συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Από τη δεκαετία του 1850 οι αντιδράσεις αυτού του τύπου υποχωρούν. Η εξέλιξη αυτή φανερώνει τη σταδιακή κατίσχυση των µηχανισµών του σύγχρονου κράτους. Ακόµη περισσότερο υποδεικνύει ότι παρά το εύρος και τους γοργούς ρυθµούς των αλλαγών η ελληνική κοινωνία ανέπτυξε τρόπους προσαρµογής συµβατούς µε τους προσανατολισµούς του εθνικού κράτους. Η καθολική αποδοχή της Μεγάλης Ιδέας, η οποία αποτέλεσε το βασικό συνεκτικό ιστό µιας κοινωνίας υποκείµενης σε κοινωνικές εντάσεις που παρουσιάζονται σε κάθε περίοδο µετάβασης, είναι ενδεικτική της προσαρµοστικότητας αυτής.

Page 84: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Το ζήτηµα της ληστείαςΈνα από τα σηµαντικότερα προβλήµατα σε ολόκληρο το 19ο αιώνα ήταν αυτό της δηµόσιας ασφάλειας, ιδίως στις αγροτικές περιοχές που πλήττονταν από τη δράση ενόπλων, οι οποίοι έµειναν γνωστοί ως ληστές. H ύπαρξη ενόπλων που απειλούν και λεηλατούν αποµακρυσµένα συνήθως χωριά και διαπράττουν απαγωγές µε στόχο την απόσπαση λύτρων δεν ήταν εµπειρία πρωτόγνωρη για την ελληνική κοινωνία. Ιδιαίτερα για τις ορεινές, δυσπρόσιτες και αποµονωµένες περιοχές. Προεπαναστατικά, η παράνοµη δράση ενόπλων, των περίφηµων κλεφτών, δηµιουργούσε συνθήκες ανασφάλειας στους αγροτικούς πληθυσµούς παρά τη µυθοποιητική εξιδανίκευσή τους ιδίως στα χρόνια της Επανάστασης. O αρµατολισµός υπήρξε ένα σύστηµα δηµόσιας ασφάλειας που οργανωνόταν σε τοπικό επίπεδο. Oι αρµατολοί προέρχονταν από τις τάξεις των κλεφτών και τοποθετούνταν ως φύλακες µιας περιοχής λόγω της ικανότητάς τους στη χρήση βίας. Για να γίνει αρµατολός ένας ισχυρός κλέφτης έπρεπε να καταδείξει την ανικανότητα του αρµατολού να προστατεύσει την περιοχή και ταυτόχρονα τη δική του ικανότητα στη χρήση της βίας -κάτι που πετύχαινε απειλώντας, λεηλατώντας και καταστρέφοντας. Σε γενικές γραµµές µέσω αυτού του µηχανισµού εναλλαγής των ενόπλων µιας περιοχής στις θέσεις του διώκτη (αρµατολός) και του διωκόµενου (κλέφτης) επιχειρούνταν ο έλεγχος της παράνοµης ένοπλης δράσης και ο περιορισµός των δυσµενών αποτελεσµάτων της στους αγροτικούς πληθυσµούς.Tο σύστηµα του αρµατολισµού δεν ήταν δυνατό να αποτελέσει τµήµα του θεσµικού πλαισίου που υιοθετήθηκε στο ελληνικό κράτος, καθώς προϋπέθετε το χαλαρό έλεγχο της κεντρικής εξουσίας στις επαρχίες και την ανάληψη της ευθύνης για τη δηµόσια ασφάλεια σε τοπικό επίπεδο. Έτσι, η αντιµετώπιση των ληστών περιήλθε στη δικαιοδοσία του στρατού. Όµως, ο συγκεκριµένος τρόπος οργάνωσής του ενέτεινε µάλλον παρά περιόρισε τα προβλήµατα δηµόσιας ασφάλειας στην ύπαιθρο. H διάλυση των ατάκτων και ο αποκλεισµός τους ουσιαστικά από τα στρατιωτικά σώµατα τροφοδότησαν το πρώτο µεγάλο κύµα ληστών στα µέσα της δεκαετίας του 1830. Tο καλοκαίρι του 1835 οργανώθηκε επιχείρηση καταδίωξης, χωρίς ωστόσο σηµαντικά αποτελέσµατα. H αδυναµία αντιµετώπισης των ληστών από το στρατό, οι εξεγέρσεις και η αναταραχή στις τάξεις των οπλαρχηγών οδήγησαν στη λήψη µιας σειράς πρόσθετων µέτρων. H σύσταση των σωµάτων της Οροφυλακής και της Εθνοφυλακής, στα οποία εντάχθηκε ένα µέρος των παραδοσιακών ενόπλων, περιόρισε κάπως το πρόβληµα, δίχως να το εξαλείψει. Έκτοτε και σε όλο το 19ο αιώνα η παρουσία ληστών στην ύπαιθρο είναι διαρκώς εµφανής, αν και µε περιοδικές διακυµάνσεις. Η πρωθυπουργία I. Kωλέττη (1844-47) θεωρείται περίοδος ύφεσης, πιθανά λόγω των ιδιαίτερων σχέσεων που διατηρούσε τόσο µε καπετάνιους όσο και µε ληστές. Σε εποχές εκδήλωσης αλυτρωτικών κινηµάτων (στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Κρήτη) παρατηρείται µείωση της ληστείας, καθώς οι οµάδες των εθελοντών επανδρώθηκαν σε µεγάλο βαθµό από ληστές. Ωστόσο, η καταστολή των κινηµάτων αυτών από τα οθωµανικά στρατεύµατα και η επιστροφή των εθελοντών τροφοδοτούσε εκ νέου τις ληστρικές οµάδες. Έξαρση παρατηρείται και σε περιόδους εκλογών, πολιτικών αναταραχών (π.χ. 1859-1862) καθώς και µετά την καταστολή των εξεγέρσεων των δεκαετιών 1830 και 1840. Συχνά επιχειρήθηκε συστηµατικότερη καταδίωξη, κάποτε και µε τη συνεργασία των µεθοριακών οθωµανικών αρχών. Tα αποτελέσµατα ωστόσο των επιχειρήσεων αυτών απέδιδαν µόνο προσωρινά. Tα κοινωνικά ερείσµατα των ληστών ήταν τέτοια, ιδίως στις ορεινές κοινότητες και στους νοµάδες κτηνοτρόφους, που δεν επέτρεψαν την αποτελεσµατική αντιµετώπισή τους κατά το 19ο αιώνα. Από την άλλη, η δράση των ληστών έφερε κάποτε το ελληνικό κράτος αντιµέτωπο µε τη διεθνή κατακραυγή. Πλέον χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση της σφαγής ευρωπαίων περιηγητών και διπλωµατών στο Δήλεσι (1870) από την καταδιωκόµενη οµάδα του περιβόητου λήσταρχου Tάκου Aρβανιτάκη.

Έλληνες ληστές που µεταφέρονται αιχµάλωτοι στην Αθήνα. Δηµοσιεύτηκε στα Εικονογραφηµένα Νέα του Λονδίνου το Μάιο του 1870.Nicolas, A., 1842-1885: Ελλάδα Ιστορική Εικονογραφηµένη. Μια πλήρης συλλογή ιστορικών τοπογραφικών και καλλιτεχνικών ντοκουµέντων µε 280 γκραβούρες εποχής, Αθήνα 1984, σ. 103.

Περί ληστείαςΣτα τέλη του 1835 η ληστεία είχε ήδη αναχθεί σε σηµαντικό πρόβληµα δηµόσιας ασφάλειας, ιδίως στη Στερεά Ελλάδα. Την εποχή εκείνη ζητήθηκε από αρκετούς πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες να υποβάλλουν στην αντιβασιλεία εκθέσεις, στις οποίες θα έπρεπε να αναφέρουν τα κατά τη γνώµη τους αίτια της έξαρσης της ληστείας και ακόµη να προτείνουν µέτρα για την αντιµετώπισή της. Ο Αναγνώστης Μοναρχίδης, πολιτικός καταγόµενος από τα Ψαρά, υπέβαλε τη δική του έκθεση στις 22 Δεκεµβρίου 1835. Η έκθεση αυτή, απόσπασµα της οποίας παρατίθεται στη συνέχεια, βρίσκεται µαζί µε άλλες στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Γ.Α.Κ.) στο Φάκελο 176 του Υπουργείου Εσωτερικών. «A/ [...] εσύντεινεν όµως όχι ολίγον και η ιδιοτέλεια διαφόρων καπετανέων, οίτινες επιθυµούντες να απολαµβάνουν τα Αρµατολίκια, κατέφευγον και µετήρχοντο το έργον της ληστείας, ώστε όπου έφερον εις ανάγκην τας Oθωµανικάς Διοικήσεις να τους διορίζουν εις διαφόρους επαρχίας Aρµατολούς. Εκ των τοιούτων έγινεν έξις και αναγενάτο πάντοτε από καιρόν εις καιρόν η ληστεία· άσυλον δε είχον ούτοι να καταφεύγουν, οπόταν ήθελαν ευρεθή στενεµένοι, τας Νήσους Kάλαµον, Iθάκην, και Aγίαν Mαύρα, πριν ότου η Επτάνησος τεθή υπό την προστασίαν της µεγάλης Βρετανίας· µετά ταύτα έπαυσαν καθότι οι καπετανέοι στερηθέντες το άσυλον τούτο ηναγκάσθησαν και επροσκύνησαν εις τον Αλή-Πασάν. Β/ Άµα ηγέρθη η επανάστασις, η ληστεία έπαυσε κατά πάντα, καθότι ούτοι οι αναφερόµενοι ηνωθέντες µε το Έθνος συνηγονίζοντο εις το στάδιον του αγώνος, εις την διάρκειαν του οποίου αν από περιστατικά τινά ηκολούθησε ποτέ ληστεία, ήτο πολλά ασήµαντος και από ποταπούς ανθρώπους, και τούτο σπανίως. [...] Δ/ Μετά την ευτυχή άφιξιν της Α Μεγαλειότητος εις την Ελλάδα και εγκαθιδρίσεως της Υ Αντιβασιλείας, έγινεν η διάλυσις των ατάκτων ελαφρών στρατευµάτων, και τούτο έδωσεν αφορµήν νέων παραπόνων ώστε οπού να αναγενηθή πάλιν το κακόν της ληστείας· πολλοί εξ αυτών των στρατιωτών απελπισθέντες από τον πόρον της ζωής των, ή και πλανηθέντες από ιδιάζοντας χειµερινούς σκοπούς, κατέφυγον µε τον Tαφίλ Πούζην εις τα Τουρκικά µέρη, όπου αποτυγχάνοντες τους σκοπούς των, ηναγκάσθησαν να διαλυθώσι· µολαταύτα απήντησεν εκεί το παλαιόν άθλιον σύστηµα της Τουρκίας, οίον τους Δερβεναγάδες και Αρµατωλούς, µε τους οποίους εστάθη πολλά εύκολον να συµβιβασθούν, ώστε να γυµνώνουν τον λαόν της Ελλάδος περί το καλοκαίρι, και εις καιρόν Χειµώνος επιστρέφοντες εις αυτούς, να µοιράζουν αναµεταξύ των τα αποκτόµενα από τας ληστείας και να προστατεύωνται ανηκόντως».Στη συνέχεια παραθέτουµε απόσπασµα επιστολής οµάδας ληστών που στις αρχές της δεκαετίας του 1860 είχαν απαγάγει κάποιο παιδί από χωριό της Αττικοβοιωτίας, ζητώντας από τον πατέρα του λύτρα. Με την επιστολή αυτή δίνουν οδηγίες για το που και πως θα πρέπει να τους συναντήσει (π.χ. να είναι µόνος, να µην ακολουθείται από χωροφύλακες, να τους συναντήσει κοντά στη µονή του Οσίου Λουκά και να χτυπά ένα κουδούνι ώστε να καταλάβουν ότι είναι αυτός). Το απόσπασµα που παραθέτουµε εδώ δηµοσιεύεται στο Γ. Κολιόπουλος, Ληστές. Η κεντρική Ελλάδα στα µέσα του 19ου αιώνα, Αθήνα, Ερµής, 1979, σ. 282-283. Να σηµειωθεί ότι εκτός από την προσθήκη κοµµάτων, η επιστολή δηµοσιεύεται µε την ορθογραφία και τη σύνταξη του πρωτοτύπου:«Μοναχις ενα προβατο κουδουνου, νατο βροντας να σελαβενοµε εµις, κε ναεχις ενα συνοδια οχι περισοτιρους, διοτι εχαθικις, να προσεχις ναµησηµαθη κανενας κε εβγι καµια παγανα κιτοτι χαθικι το πεδισου, οσου µπορις να προσεχις καλα ναµη σηµαθι κανενας, στοριζουµε ταρνερια τα χοραφια τουσουλουκα, ναερθις ταγκατιφορο, ναερθις βροντουντας το κοδουνι, να σιλαβενοµε εµης, περισσοτερο δεσουγραφο, ταυτα κεµενο ληστης σηδερις γραφο κε χορις κοροφιλακας κεαποτοπεδι σου πολα πολα προσκινιµατα, ηνι καλα εος οραν, κη ση ολους τους σηγκινης µου πολα χεριτισµατα κισηολους περα κεπερα, ογιοςσας λουκας γραφ».

Page 85: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ένοπλοι και τοπικές εξεγέρσεις στις δεκαετίες του 1930 και του 1840Η διάλυση των άτακτων ένοπλων σωµάτων της επαναστατικής περιόδου και η οργάνωση τακτικού στρατού µε όρους που απέκλειαν τη συµµετοχή των παλαιών οπλαρχηγών και των ενόπλων τους προκάλεσαν δυσαρέσκειες σε έναν κοινωνικό χώρο, που, ιδίως στη Στερεά Eλλάδα, αποτελούσε µια από τις ισχυρές τοπικές εξουσιαστικές οµάδες. Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασµό µε την αποδιοργάνωση των τοπικών κέντρων εξουσίας και τη συγκρότηση συγκεντρωτικών διοικητικών µηχανισµών δηµιούργησε πολύ σύντοµα κλίµα έντασης στις επαρχίες. Σε πολλές περιπτώσεις η ένταση αυτή πυροδότησε τοπικού χαρακτήρα εξεγέρσεις, οι οποίες εκδηλώθηκαν από τους πρώτους κιόλας µήνες της έλευσης του Όθωνα. Η Mάνη, η Μεσσηνία και η Αρκαδία αποτέλεσαν το 1834 εστίες εξεγέρσεων. Ειδικά στη Μάνη, οι πολύµηνες συγκρούσεις των ντόπιων µε βαυαρικά στρατεύµατα που στάλθηκαν για να επιβάλουν την τάξη, αν και χωρίς επιτυχία, οδήγησαν την αντιβασιλεία σε µια σειρά παραχωρήσεων, που ως ένα βαθµό θύµιζαν το προνοµιακό καθεστώς που απολάµβανε η επαρχία αυτή την εποχή της οθωµανικής κατάκτησης. Έτσι, οι Μανιάτες απαλλάχτηκαν από υποχρεώσεις όπως την καταβολή φόρου, τη θητεία στον τακτικό στρατό και το γκρέµισµα των πύργων και τη µετατροπή τους σε απλές κατοικίες, ενώ για την επαρχία αυτή δεν ίσχυσε ο νόµος που αφορούσε τη διάλυση των µοναστηριών. Στη Στερεά Ελλάδα, περιοχή µε ισχυρή κλεφταρµατολική παράδοση, η πρώτη σηµαντική εξέγερση σηµειώθηκε στην Αιτωλοακαρνανία στα 1836. Σε αυτήν πρωτοστάτησαν γνωστοί καπετάνιοι τόσο από την πλευρά των εξεγερθέντων όσο και εκείνων που στάλθηκαν για να τους αντιµετωπίσουν. H αποτυχία των βαυαρικών στρατευµάτων στην καταστολή της εξέγερσης της Mάνης και στην καταδίωξη των ληστών της Στερεάς Ελλάδας (1835) οδήγησε την αντιβασιλεία σε µια διαφορετική αντιµετώπιση του προβλήµατος. Παλαίµαχοι οπλαρχηγοί κλήθηκαν να σχηµατίσουν εκ νέου σώµατα ατάκτων, καθώς γνώριζαν τόσο την περιοχή όσο και την πολεµική τακτική των ανταρτών (κλεφτοπόλεµος). Η εξέλιξη αυτή, που παγιώθηκε µε τη σύσταση των σωµάτων της Eθνοφυλακής και της Oροφυλακής, συνιστά «υποχώρηση» της κεντρική εξουσίας προς τις τοπικές ηγετικές οµάδες. Ιδίως προς τους καπετάνιους που διείδαν στη σύσταση και λειτουργία τέτοιων σωµάτων, που οργανώνονταν µε τοπική στρατολόγηση, τη δυνατότητα επανάκτησης της δύναµής τους σε τοπικό επίπεδο. Σηµαντικές εξεγέρσεις σηµειώθηκαν και κατά τη διετία 1847-48. Σε αυτές πρωτοστάτησαν αξιωµατικοί που φαίνεται ότι είχαν πέσει σε δυσµένεια µετά το θάνατο του Ι. Κωλέττη (1847). Iδιαίτερη ένταση είχαν οι συγκρούσεις στην Ανατολική Στερεά την άνοιξη του 1848, οπότε οι αντάρτες πολιόρκησαν την πόλη της Λαµίας, χωρίς όµως επιτυχία. Είναι αξιοσηµείωτο ότι τµήµατα της Οροφυλακής και του στρατού προσχώρησαν στις τάξεις των ανταρτών. Από την άλλη, ορισµένοι από τους αξιωµατικούς που είχαν πρωτοστατήσει στις εξεγέρσεις του προηγούµενου έτους βρέθηκαν αυτή τη φορά στην πλευρά των κυβερνητικών στρατευµάτων, έχοντας στο µεταξύ αµνηστευθεί και επανενταχθεί στα σώµατα όπου υπηρετούσαν κατά το παρελθόν. Η αµνηστία εφαρµόστηκε σε όλες τις εξεγέρσεις και στις περισσότερες των περιπτώσεων λειτούργησε ως µέτρο εκτόνωσης της σύγκρουσης και αποκλιµάκωσης της έντασης στους χώρους των ενόπλων.

Page 86: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η «Φιλορθόδοξος Εταιρεία»Μια από τις σηµαντικότερες αλλά και πλέον σκοτεινές περιπτώσεις συνωµοσιών στα πρώτα χρόνια µετά την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους υπήρξε εκείνη που αποδίδεται στη Φιλορθόδοξο Εταιρεία. H αποκάλυψή της έγινε ύστερα από καταγγελίες ενός συνωµότη, ο οποίος παρέδωσε στις αρχές έγγραφα που ενοχοποιούσαν τον παλαίµαχο οπλαρχηγό Νικήτα Σταµατελόπουλο, γνωστό ως Νικηταρά, και το Γεώργιο Καποδίστρια, µικρότερο αδελφό του Κυβερνήτη. Σύµφωνα µε τις καταγγελίες, στη συνωµοσία εµπλέκονταν τα σηµαντικότερα στελέχη των Ναπαίων (του φιλορωσικού δηλαδή κοµµατικού σχηµατισµού) καθώς και πολλά µέλη της ρωσικής διπλωµατικής αποστολής στην Ελλάδα. Καταγγέλθηκε ακόµη ότι προετοιµάζονταν η σύλληψη του Όθωνα και ο εξαναγκασµός του ή σε προσχώρηση στην Ορθοδοξία ή σε παραίτηση. Σύµφωνα µε τις καταγγελίες, η ενέργεια σε βάρος του Όθωνα θα πραγµατοποιούνταν κατά τη διάρκεια της δοξολογίας για το νέο έτος (1840).Η Φιλορθόδοξος Εταιρεία φαίνεται ότι δηµιουργήθηκε τον Ιούνιο του 1839 και σε αυτήν συµµετείχαν οι σηµαντικότερες προσωπικότητες των Ναπαίων. Γενικότερες επιδιώξεις της υπήρξαν η δηµιουργία απελευθερωτικών κινηµάτων στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία, η ενίσχυση της Ορθοδοξίας (κατάργηση της ρύθµισης για το εκκλησιαστικό ζήτηµα, προσχώρηση του βασιλιά και των µελών της βασιλικής οικογένειας στο ορθόδοξο δόγµα και απαγόρευση των αλλόδοξων θρησκευτικών αποστολών στο ελληνικό κράτος) και η αποκλειστική παρουσία αυτοχθόνων στις πολιτικές, διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις. H οργάνωση της Eταιρείας θύµιζε κατά πολύ το συνωµοτικό τρόπο δράσης των Φιλικών. Τα µέλη γίνονταν δεκτά κατόπιν µύησης και υπήρχαν τρεις βαθµίδες µελών. Ανάλογα µε τη θέση του καθενός διαβαθµίζονταν και οι πληροφορίες που του δίνονταν σχετικά µε τους σκοπούς της Εταιρείας (αλυτρωτισµός, προστασία Ορθοδοξίας, συνοµωσία). Φαίνεται τέλος ότι έως τα τέλη του 1839, οπότε και η ύπαρξη της Φιλορθοδόξου Εταιρείας αποκαλύφθηκε, τα µέλη της δεν είχαν καταλήξει σε κάποιο συγκεκριµένο σχέδιο δράσης. Η αποκάλυψη της συνοµωσίας οδήγησε στη σύλληψη του Νικηταρά και του Γ. Καποδίστρια, τα άλλα µέλη ωστόσο πρόλαβαν και κατέστρεψαν έγγραφα και όποιο άλλο στοιχείο µπορούσε να θεωρηθεί ενοχοποιητικό. Παρά τη στενή παρακολούθηση διακεκριµένων Ναπαίων (Γενναίος Κολοκοτρώνης, Ιωάννης του Γκούρα Mαµούρης, Γεώργιος Γλαράκης) στη δίκη δεν υπήρχαν ενοχοποιητικά στοιχεία όχι για τη συνωµοσία αλλά ούτε καν για τη σύσταση µυστικής εταιρείας. Έτσι, οι κατηγορούµενοι αθωώθηκαν.H σύσταση της Εταιρείας εγγράφεται σε έναν τύπο αντιπολιτευτικής πρακτικής (συνωµοσία) που εµφανίζεται συχνά στην ελληνική πολιτική ζωή, ιδίως κατά το πρώτο µισό του 19ου αιώνα. Ωστόσο, η σηµασία της συγκεκριµένης κίνησης υπερβαίνει το πεδίο της πολιτικής. Συγκεκριµένα, υποδεικνύει τη δυναµική ενός ρεύµατος που εναντιωνόταν στον εκσυγχρονισµό της ελληνικής κοινωνίας προβάλλοντας την ανάγκη προάσπισης των παραδοσιακών αξιών και πρώτιστα της παραδοσιακής θρησκευτικής λατρείας. O λόγος αυτός που ρίζωσε ιδιαίτερα στον αγροτικό χώρο, έγινε ιδιαίτερα εµφανής τόσο στη διαµάχη για το εκκλησιαστικό ζήτηµα όσο και στις εξεγέρσεις που σηµειώθηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες από την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους, ενώ ταυτόχρονα εγκολπώθηκε τη Mεγάλη Iδέα και τον αλυτρωτισµό.

Page 87: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η συγκρότηση του δηµόσιου τοµέα και η διαµόρφωση της δηµοσιοϋπαλληλίαςΜια από τις επιτακτικές ανάγκες που συνόδευσαν την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους υπήρξε η συγκρότηση του κρατικού µηχανισµού. Οι στοιχειώδεις διοικητικές δοµές που διαµορφώθηκαν στα χρόνια της Eπανάστασης και ιδίως στην καποδιστριακή περίοδο ικανοποιούσαν ως ένα βαθµό τις ανάγκες του πολέµου της Aνεξαρτησίας, δεν επαρκούσαν ωστόσο για να εκπληρώσουν όλες εκείνες τις δηµόσιες λειτουργίες που αρµόζουν σε ένα σύγχρονο κράτος (π.χ. εκπαίδευση, διοίκηση, άµυνα, δηµόσια τάξη, δικαιοσύνη). Στην πραγµατικότητα, το έργο της συγκρότησης του δηµόσιου τοµέα επιτελέστηκε εκ του µηδενός. Έπρεπε να καλυφθούν δηµόσιες λειτουργίες, οι οποίες είτε δεν υπήρχαν στο οθωµανικό πλαίσιο είτε καλύπτονταν διαφορετικά, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Tο τελευταίο ωστόσο δεν άρµοζε σε ένα σύγχρονο κράτος. Σύµφωνα µε τις κρατούσες αντιλήψεις κατά το 19ο αιώνα, η οργάνωση του κράτους θα έπρεπε να στηρίζεται στην αρχή του συγκεντρωτισµού. Eπιπρόσθετα, η λειτουργία του απαιτούσε τη συγκρότηση ενός κεντρικού κρατικού µηχανισµού και τη σύσταση γραφειοκρατίας.Tο ελληνικό κράτος συγκροτήθηκε στο πλαίσιο µιας κοινωνίας που οργανωνόταν µε παραδοσιακούς όρους (δεσµοί συγγένειας, τοπικότητα, θρησκεία) και η οποία δεν ήταν σε θέση να καλύψει από µόνη της, χωρίς δηλαδή την κρατική παρέµβαση, λειτουργίες που αρµόζουν στη σφαίρα του ιδιωτικού. Έτσι, ήταν δικαιολογηµένη ως ένα βαθµό η υπερτροφία που παρουσίασε το ελληνικό κράτος στην αρχή της συγκρότησής του, την οποία ωστόσο διατήρησε σε ολόκληρο το 19ο αιώνα. H πολλαπλότητα των ρόλων που κλήθηκε να παίξει το ελληνικό κράτος συνοδεύεται από τη δηµιουργία ενός διογκωµένου γραφειοκρατικού µηχανισµού. Mάλιστα, το κράτος υπήρξε ο µεγαλύτερος εργοδοτικός φορέας. Συνακόλουθα, η δηµοσιοϋπαλληλία αποτέλεσε, αν και νεοεµφανιζόµενη στην ελληνική κοινωνία, µια κοινωνικά σηµαντική κατηγορία πληθυσµού -ιδίως στα αστικά κέντρα. Ένα από τα χαρακτηριστικά των δηµόσιων υπαλλήλων ήταν η εξάρτησή τους από την εκάστοτε κυβέρνηση. Σε ολόκληρο το 19ο αιώνα οι εργαζόµενοι στο δηµόσιο δεν προστατεύονταν από καθεστώς µονιµότητας. Το γεγονός αυτό επέτρεψε να καταστεί αντικείµενο πολιτικής διαπάλης η στελέχωση του κρατικού µηχανισµού. Έτσι, οι κυβερνητικές µεταβολές συνοδεύονταν συχνά από εκτεταµένη αλλαγή του υπαλληλικού προσωπικού. Άλλωστε, η κοινωνική καταξίωση που απολάµβαναν οι δηµόσιοι υπάλληλοι ήταν τέτοια που καθιστούσε τη θέση τους ελκυστική. Στις συνθήκες αυτές η τοποθέτηση στο δηµόσιο έγινε αντικείµενο συναλλαγής, η οποία διεκπεραιωνόταν στο πλαίσιο των σχέσεων πατρωνίας-πελατείας. Ακόµη περισσότερο, ο προσανατολισµός προς το δηµόσιο αναδείχθηκε σε βασική οικογενειακή στρατηγική, κάτι που φαίνεται και από τα υψηλά για αγροτική κοινωνία ποσοστά αρρένων αποφοίτων όλων των βαθµίδων της εκπαίδευσης. Το απολυτήριο ή το πτυχίο διασφάλιζαν την επάρκεια προσόντων των επίδοξων στελεχών της δηµόσιας διοίκησης, όχι όµως και την πρόσληψή τους. Η τελευταία γινόταν δυνατή µε την κινητοποίηση των πελατειακών δικτύων.

Page 88: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οι δεσµοί συγγένειας και η οργάνωση της ελληνικής κοινωνίαςΌπως συνέβαινε σε ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο και στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου έτσι και στην ελληνική κοινωνία οι δεσµοί συγγένειας, όπως και η τοπικότητα, αποτελούσαν τη βάση της κοινωνικής οργάνωσης. Kάθε οικογένεια ήταν ενταγµένη σε ένα τοπικά προσδιορισµένο δίκτυο σχέσεων, το οποίο συγκροτούνταν από πολλές οικογένειες συνδεδεµένες µεταξύ τους στη βάση των δεσµών συγγένειας των αρρένων µελών τους. H διευρυµένη οµάδα συγγενών προσδιόριζε το µεγαλύτερο µέρος των παραγωγικών και κοινωνικοπολιτικών δραστηριοτήτων των µελών της, παρέχοντάς τους οικονοµική και κοινωνική προστασία. Στις συνθήκες αυτές, η οµάδα των συγγενών συνιστούσε το θεµελιακό πεδίο καθορισµού της δηµόσιας παρουσίας κάθε οικογένειας τόσο στις σχέσεις της µε άλλες οµάδες οικογενειών όσο και στις συναλλαγές της µε το κράτος.Έτσι, στην ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα η προώθηση των συµφερόντων κάθε οικογενειακής µονάδας εξαρτώνταν συνήθως από την ενδυνάµωση του τοπικοσυγγενικού δικτύου µε το οποίο ήταν συνδεδεµένη. Για το σκοπό αυτό συστήνονταν κοινωνικές στρατηγικές για τη δηµιουργία συµµαχιών µε άλλες συγγενικά οργανωµένες οµάδες. H αναζήτηση συµµάχων γινόταν µε κριτήριο το κύρος και τη δύναµη που διέθεταν σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. H σύναψη των συµµαχικών αυτών σχέσεων επιχειρούνταν µέσω της δηµιουργίας νέων δεσµών συγγένειας και συγκεκριµένα µε επιγαµίες, κουµπαριές, αδελφοποιήσεις και υιοθεσίες (ψυχοπαίδια). Με τον τρόπο αυτό συγκροτούνταν ευρύτερα δίκτυα αµοιβαίας βοήθειας και προστασίας. Mια οικογένεια συνδεόταν µέσω δεσµών συγγένειας µε τέτοιου τύπου δίκτυα, επιδιώκοντας να επεκτείνει τις προσβάσεις και τα ερείσµατά της από το τοπικό επίπεδο στο επίπεδο της περιφέρειας και τέλος στο κέντρο της οικονοµικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής του νέου κράτους, την Aθήνα.Ο σηµαντικός ρόλος των δεσµών συγγένειας στον κοινωνικό βίο και συνακόλουθα στις δηµόσιες δραστηριότητες επηρέασε σε ένα βαθµό τη διαµόρφωση του δηµόσιου χώρου στο ελληνικό βασίλειο. Eιδικότερα, σε ό,τι αφορά τη συγκρότηση του πολιτικού πεδίου (π.χ. οργάνωση κοµµάτων), οι δεσµοί συγγένειας και τα δίκτυα συµφερόντων λειτούργησαν ως µηχανισµοί προσαρµογής της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας στη λειτουργία των θεσµών του σύγχρονου κράτους. Ακριβέστερα, η προσαρµογή των τοπικοσυγγενικών δικτύων στη λειτουργία του σύγχρονου πολιτικού συστήµατος οδήγησε την ελληνική κοινωνία να εξοικειωθεί µε τη λειτουργία θεσµών (π.χ. κόµµατα) και διαδικασιών (π.χ. εκλογές) που, αν και δεν ανήκαν στο δικό της παραδοσιακό πολιτικό πολιτισµό, υιοθετήθηκαν σχετικά νωρίς στο ελληνικό κράτος.

Οι σχέσεις πατρωνίας - πελατείαςH σύσταση του ελληνικού βασιλείου συνιστά για την ελληνική κοινωνία εµπειρία πρωτόγνωρη, αποτελεί τοµή σε σχέση µε το προεπαναστατικό παρελθόν. Για πρώτη φορά δηµιουργούνταν ελληνικό κράτος µε σαφή εθνικό χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα κράτος που κατά τη συγκρότησή του υιοθετήθηκαν σύγχρονοι (δυτικού τύπου) θεσµοί. H ελληνική κοινωνία ωστόσο εξακολουθούσε να παραµένει παραδοσιακή, δηλαδή οργανωνόταν κατά βάση µε όρους συγγένειας και τοπικότητας. H προσαρµογή της παραδοσιακής κοινωνίας στο σύγχρονο θεσµικό πλαίσιο επηρέασε σε ένα βαθµό τη λειτουργία του κρατικού µηχανισµού. Ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό διαδραµάτισαν οι σχέσεις πατρωνίας-πελατείας.Oι σχέσεις αυτές συστήνουν ένα µηχανισµό αµοιβαίων ανταλλαγών µεταξύ πάτρωνα και πελάτη. Ιδιαίτερα εµφανείς καθίστανται στο πεδίο της πολιτικής. Ωστόσο, δε συγκροτούνται ενόψει των σύγχρονων πολιτικών δραστηριοτήτων στο ελληνικό κράτος ούτε περιορίζονται σε αυτές. Πρόκειται για δίκτυα σχέσεων που εγγράφονται στην παραδοσιακή κοινωνική οργάνωση του βαλκανικού και του ευρύτερου µεσογειακού χώρου. Oργανώνονται δε στη βάση πολυποίκιλων και επάλληλων δεσµών συγγένειας (συγγένεια αίµατος, αγχιστεία, πνευµατική συγγένεια/κουµπαριά, αδελφοποίηση) και διατηρούνται χάρις στην αµοιβαία υποστήριξη που προσφέρεται στο εσωτερικό κάθε δικτύου. H εκβολή τώρα των σχέσεων αυτών στο πολιτικό πεδίο µαρτυρά την προσαρµογή, συµµετοχή και δράση µιας κοινωνίας παραδοσιακής στις σύγχρονες πολιτικές διεργασίες που υιοθετήθηκαν στο ελληνικό κράτος.Oι φατρίες για παράδειγµα, που αποτέλεσαν τις απαρχές και τη βάση συγκρότησης των πρώτων κοµµατικών σχηµατισµών στο ελληνικό κράτος, δεν ήταν παρά τοπικοσυγγενικά δίκτυα. Tα δίκτυα αυτά επιχειρούσαν να προωθήσουν και να διασφαλίσουν τα συµφέροντά τους, αποκτώντας πρόσβαση στην πολιτική εξουσία µέσω των κοµµάτων. Mε την εισαγωγή της εκλογικής διαδικασίας από το 1844 και µάλιστα µε καθολική -σχεδόν- συµµετοχή για τον ανδρικό πληθυσµό, η ψήφος αποτέλεσε "ανταλλάξιµο είδος". H εκλογική υποστήριξη ήταν πλέον απαραίτητη για την επιβεβαίωση της ηγετικής θέσης των ισχυρών κοινωνικοπολιτικά οµάδων κάθε επαρχίας. Οι οµάδες αυτές επιδίωκαν µέσω της εκλογής τους να συµµετάσχουν στους νέους τόπους εξουσίας που οργανώνονταν στο κέντρο (βουλή, κυβέρνηση). Aλλά για να το πετύχουν αυτό θα έπρεπε να υποστηριχθούν κατά τις εκλογές στις περιοχές από όπου κατάγονταν. Στις συνθήκες αυτές τα τοπικοσυγγενικά δίκτυα µε τα οποία συνδέονταν συνιστούσαν τον πυρήνα της εκλογικής τους βάσης. Oι ψηφοφόροι από την άλλη ή ακριβέστερα οι οικογένειες των υποστηρικτών ανέµεναν τα δικά τους οφέλη. Αυτά συνήθως αφορούσαν το διορισµό στις δηµόσιες υπηρεσίες και ευνοϊκές για τους πελάτες ρυθµίσεις (δάνεια, αποζηµιώσεις σε παλαίµαχους αγωνιστές της Επανάστασης, προαγωγές και µεταθέσεις δηµόσιων υπαλλήλων και αξιωµατικών, κατοχύρωση δικαιωµάτων σε καταπατηµένες εκτάσεις, εκµίσθωση δηµόσιων και δηµοτικών φόρων, ενοικιάσεις γης µε ευνοϊκούς όρους κ.ά.).

Page 89: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η διαµόρφωση του εκπαιδευτικού συστήµατοςOι βάσεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήµατος τέθηκαν την πενταετία 1833-37, οπότε διαµορφώθηκε το θεσµικό πλαίσιο του ελληνικού κράτους. Tότε υιοθετήθηκε η συγκεντρωτική δοµή, ο απόλυτος έλεγχος από το υπουργείο και η οµοιοµορφία στα εκπαιδευτικά προγράµµατα, στα οποία δε λαµβάνονταν υπόψη οι ιδιαιτερότητες των περιοχών που συµπεριλήφθηκαν στην ελληνική επικράτεια. Oι τάσεις αυτές είχαν ήδη διαφανεί και στις πρώτες προσπάθειες συγκρότησης εκπαιδευτικού συστήµατος στα χρόνια του κυβερνήτη I. Kαποδίστρια. Κατά την περίοδο της αντιβασιλείας οι κατευθύνσεις αυτές εδραιώθηκαν. Μεταφέρθηκε µάλιστα σχεδόν αυτούσιο το βαυαρικό εκπαιδευτικό σύστηµα. Tο γεγονός αυτό συνδέεται µε την καταγωγή του Όθωνα και των µελών της αντιβασιλείας, ωστόσο το βαυαρικό µοντέλο έχαιρε εκτίµησης στον ευρωπαϊκό χώρο και σηµαντικές πλευρές του είχαν εφαρµοστεί και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη. O κόµης Μάουερ, µέλος της αντιβασιλείας µε αρµοδιότητα στα εκπαιδευτικά ζητήµατα, διαπρεπής νοµοµαθής και φιλέλληνας µε διακεκριµένη δράση στα χρόνια του Αγώνα, θεωρείται ο αρχιτέκτονας των εκπαιδευτικών θεσµών στο ελληνικό κράτος.Tην περίοδο αυτή λοιπόν οργανώθηκε η δηµοτική (1834) και µέση εκπαίδευση (1836) και ιδρύθηκε το Πανεπιστήµιο του Όθωνος (1837), το οποίο την περίοδο της µεσοβασιλείας µετονοµάστηκε σε Eθνικό Πανεπιστήµιο. Kαθορίστηκε η διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήµατος και τέθηκαν οι κατευθυντήριες γραµµές των προγραµµάτων διδασκαλίας. H δοµή του συστήµατος περιλάµβανε επτατάξιο Δηµοτικό σχολείο, τριτάξιο Ελληνικό, τετρατάξιο Γυµνάσιο και Πανεπιστήµιο µε τέσσερις αρχικά σχολές (Nοµική, Θεολογική, Φιλοσοφική και Iατρική). Tο Δηµοτικό σχολείο, η ευθύνη για τη χρηµατοδότηση του οποίου περιερχόταν στους δήµους, παρείχε στους µαθητές στοιχειώδεις γνώσεις και κατά κύριο λόγο ανάγνωση, γραφή και αριθµητική. Aπό την τετάρτη τάξη του Δηµοτικού υπήρχε η δυνατότητα εισαγωγής (µε εξετάσεις) στο Ελληνικό και από εκεί (πάλι µε εξετάσεις) στο Γυµνάσιο, το οποίο λειτουργούσε ουσιαστικά ως προθάλαµος του Πανεπιστηµίου. Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση αρρένων δασκάλων ιδρύθηκε το 1834 το Διδασκαλείο µε αρχική έδρα το Nαύπλιο, σύντοµα όµως µεταφέρθηκε στην Aθήνα. Tο Διδασκαλείο καταργήθηκε το 1864, επανιδρύθηκε ωστόσο το 1878, ενώ νέα Διδασκαλεία δηµιουργήθηκαν στην Tρίπολη και την Kέρκυρα (1880) καθώς και στη Λάρισα (1882). H εκπαίδευση γυναικών εκπαιδευτικών καλύφθηκε µε την ίδρυση το 1837 του Διδασκαλείου της Φιλεκπαιδευτικής Eταιρείας (Αρσάκειο), κυρίως όµως µε ιδιωτικά εκπαιδευτήρια που έµειναν γνωστά ως Παρθεναγωγεία. Tέλος, υποτυπώδης παρέµεινε σε ολόκληρο το 19ο αιώνα η τεχνική και επαγγελµατική εκπαίδευση.

Η λειτουργία των εκπαιδευτικών θεσµών και το ειδικό βάρος της εκπαίδευσηςBασικό χαρακτηριστικό της διοργάνωσης των εκπαιδευτικών θεσµών στην Eλλάδα υπήρξε η ταχεία εξάπλωση του σχολικού δικτύου. Ας προστεθεί η καθιέρωση της υποχρεωτικής φοίτησης στο δηµοτικό και της δωρεάν, σε γενικές γραµµές, φοίτησης σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθµίδες. Έτσι, τα υψηλά ποσοστά µαθητών που παρατηρούνται τόσο σε σχέση µε το συνολικό πληθυσµό της χώρας όσο και σε σύγκριση µε τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη υποδεικνύουν ότι η πρόσβαση στην εκπαίδευση δεν ανακόπτονταν -άµεσα τουλάχιστον- από κοινωνικούς, οικονοµικούς ή άλλους φραγµούς. Aυτό βέβαια ισχύει για τους άρρενες µαθητές καθώς τα κορίτσια στη συντριπτική τους πλειοψηφία δε συνεχίζουν στη δευτεροβάθµια εκπαίδευση. Tο γεγονός αυτό συνδέεται µε τον κοινωνικό καταµερισµό των ρόλων µεταξύ των δύο φύλων και την ειδική σηµασία που αποκτούν οι σπουδές σε µια κοινωνία που η επαγγελµατική αποκατάσταση προσανατολίστηκε σε µεγάλο βαθµό στην απορρόφηση στο δηµόσιο τοµέα. Σε µια χώρα που παρέµενε κατά βάση αγροτική σε ολόκληρο το 19ο αιώνα, το σχολικό απολυτήριο διευκόλυνε την πρόσληψη στο δηµόσιο και συνακόλουθα την ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Στην κατεύθυνση αυτή λειτουργεί και η προτίµηση στις νοµικές σπουδές από την πλειονότητα των φοιτητών του Πανεπιστηµίου.Ωστόσο, τα προβλήµατα στη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήµατος υπήρξαν πολλά. H εγγενής αδυναµία των δήµων να ανταπεξέλθουν στη χρηµατοδότηση των δηµοτικών και η έλλειψη διδακτικού προσωπικού ήταν τα σηµαντικότερα προβλήµατα λειτουργίας στη στοιχειώδη και µέση εκπαίδευση. H έλλειψη προσωπικού επιχειρήθηκε να καλυφθεί, όπως και στην καποδιστριακή περίοδο, µε τη γενικευµένη εφαρµογή της αλληλοδιδακτικής µεθόδου, χωρίς ωστόσο να υπάρξουν ικανοποιητικά αποτελέσµατα. Να σηµειωθεί ακόµη ότι σηµαντικό µέρος των χρηµάτων που απαιτούνταν για την ανάπτυξη των εκπαιδευτικών µηχανισµών καλύφθηκε από τις εισφορές οµογενών. O ενιαίος και συγκεντρωτικός χαρακτήρας των ελληνικών εκπαιδευτικών θεσµών δηµιούργησε προβλήµατα στις περιοχές που σταδιακά ενσωµατώθηκαν στο ελληνικό κράτος και των οποίων οι εκπαιδευτικοί θεσµοί θα έπρεπε να καταργηθούν. Xαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Iονίου Aκαδηµίας στην Kέρκυρα που υπήρξε το πρώτο ελληνικό πανεπιστηµιακό ίδρυµα και έκλεισε το 1864 ύστερα από 4 δεκαετίες λειτουργίας. Προβληµατικός τέλος θα πρέπει να θεωρηθεί και ο µονοδιάστατος προσανατολισµός της εκπαίδευσης στη µελέτη της ελληνικής Αρχαιότητας και στις κλασικές σπουδές. Στα προγράµµατα σπουδών της δευτεροβάθµιας εκπαίδευσης ήταν υπέρµετρα πολλές οι ώρες διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών, καθώς και της ιστορίας της Aρχαίας Ελλάδας. Aυτό έγινε σε βάρος των θετικών επιστηµών αλλά και της ιστορίας των νεότερων και σύγχρονων χρόνων (ελληνικής, ευρωπαϊκής και παγκόσµιας). Eπιπρόσθετα, αγνοήθηκαν οι ανάγκες επαγγελµατικής εκπαίδευσης (τεχνικές, εµπορικές, ναυτικές σπουδές), οι οποίες καλύφθηκαν κατά κύριο λόγο από ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.

Page 90: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ο Ιάκωβος Φίλιππος Φαλµεράγιερ και το ζήτηµα της συνέχειας του ελληνικού έθνουςAπό τα πρώτα της βήµατα η Eπανάσταση του 1821 ευτύχησε να έχει τη συµπαράσταση ενός δυναµικού κινήµατος που αναπτύχθηκε στις σηµαντικότερες ευρωπαϊκές πόλεις. Xάρις στους φιλέλληνες ο αγώνας των Ελλήνων κέντρισε το ενδιαφέρον και τη συµπάθεια των λαών της Eυρώπης, ακόµη και σε εποχές που τα ισχυρότερα ευρωπαϊκά κράτη αντιµετώπιζαν αρνητικά την Επανάσταση και την προοπτική εγκαθίδρυσης ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Η ανάπτυξη που γνώρισε το ρεύµα του φιλελληνισµού συνδέεται σε µεγάλο βαθµό µε το θαυµασµό για την αρχαία Eλλάδα και τον πολιτισµό της κλασικής αρχαιότητας που έγινε σύµβολο για το Διαφωτισµό και ανάχθηκε σε πρότυπο του ευρωπαϊκού πολιτισµού. Στο κλίµα αυτό η δηµιουργία ελληνικού κράτους και µάλιστα στα ίδια ακριβώς εδάφη που άκµασε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισµός ήταν για τους φιλέλληνες κάτι περισσότερο από µια γοητευτική ιδέα, ήταν µια προοπτική ικανή να τους κινητοποιήσει να την υποστηρίξουν.Ωστόσο, παράλληλα µε την ανάπτυξη του φιλελληνισµού στη Δύση εµφανίζονται και απόψεις αµφισβήτησης της αρχαιοελληνική καταγωγής των Νεοελλήνων. Σε αυτές συγκαταλέγεται και το δίτοµο έργο του γερµανού ιστορικού Iάκωβου Φίλιππου Φαλµεράγιερ Iστορία της χερσονήσου του Μορέως κατά το Μεσαίωνα που δηµοσιεύθηκε στη Στουτγάρδη (1830, 1836). Εκείνο που υποστήριζε ο Φαλµεράγιερ στον πρόλογο του πρώτου τόµου ήταν ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισµός είχε παύσει να υπάρχει από τα µέσα της πρώτης χιλιετίας. Yποστήριζε ακόµη ότι οι Νεοέλληνες δεν ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, όπως οι ίδιοι τόνιζαν, αλλά αντίθετα είχαν εκσλαβιστεί και εξαλβανιστεί µε την κάθοδο Σλάβων και Αλβανών στις περιοχές της κλασικής Αρχαιότητας. Η θεωρία του Φαλµεράγιερ προκάλεσε αναστάτωση στο ελληνικό βασίλειο, καθώς έπληττε το κεντρικό στοιχείο γύρω από το οποίο είχε συγκροτηθεί η νεοελληνική εθνική ταυτότητα: αυτό της καταγωγής από την ελληνική Αρχαιότητα. Από τη δεκαετία του 1840, οπότε και το έργο του Φαλµεράγιερ µαθεύτηκε στη Ελλάδα, κυρίως µέσα από τις αντιδράσεις φιλελλήνων ιστορικών, ο Φαλµεράγιερ αναγορεύτηκε σε υπ' αριθµό ένα µισέλληνα, σύµφωνα µε τη φρασεολογία της εποχής. Oι δηµόσιες διαλέξεις και συζητήσεις, τα λιβελογραφήµατα και οι γελοιογραφίες στον Τύπο ήταν οι πρώτες αντιδράσεις στην προσπάθεια ανασκευής των θεωριών του Φαλλµεράιερ, η οποία πήρε το χαρακτήρα «εθνικής σταυροφορίας». Σε αυτήν πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραµάτισαν δύο ιστορικοί, ο Σπ. Ζαµπέλιος και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, που µε το έργο τους επιχείρησαν να καταδείξουν τη συνέχεια του ελληνικού έθνους από την Αρχαιότητα έως την εποχή τους. Kοµβικό σηµείο στάθηκε η ενσωµάτωση του Βυζαντίου στην ελληνική εθνική παράδοση.

Ο Σπυρίδων Ζαµπέλιος και ο «ελληνοχριστιανικός» πολιτισµόςΗ δηµοσίευση της εργασίας του Φαλµεράγιερ έθεσε σε αµφισβήτηση τα θεµέλια της νεοελληνικής ταυτότητας, η οποία συγκροτούνταν σε αναφορά προς την ελληνική Αρχαιότητα. Eκείνο που υποστήριξε ο Φαλµεράγιερ ήταν ότι η ελληνική φυλή είχε εξαφανισθεί εξαιτίας της καθόδου Σλάβων και Αλβανών στα ελληνικά εδάφη (6ος-10ος αιώνας). Έτσι, η ανασκευή της θεωρίας του δεν µπορούσε παρά να κινηθεί στην κατεύθυνση της απόδειξης της συνεχούς παρουσίας του ελληνικού έθνους από την Αρχαιότητα έως και τα µέσα του 19ου αιώνα. Η περίοδος του Βυζαντίου, στην οποία ο Φαλµεράγιερ εντόπιζε το τέλος του ελληνικού πολιτισµού, και συγκεκριµένα η ανάδειξη της ελληνικότητας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξε το βασικό επιχείρηµα εκείνων που ανέλαβαν να αντικρούσουν το γερµανό ιστορικό στο επιστηµονικό επίπεδο. Ένα πρόσθετο εµπόδιο στην προοπτική αυτή αποτέλεσε η απαξίωση του Bυζαντίου από έλληνες λόγιους όπως ο Aδ. Kοραής, που εντάσσονται στο ιδεολογικό και πνευµατικό περιβάλλον του Διαφωτισµού. Στο ρεύµα αυτό θεωρούνταν ότι η περίοδος του Bυζαντίου αντιστοιχούσε στους σκοτεινούς χρόνους της ιστορίας, ό,τι στη Δυτική Ευρώπη είχε αποκληθεί Μεσαίωνας. Ακόµη περισσότερο, στο λόγο των ελλήνων διαφωτιστών η Βυζαντινή Aυτοκρατορία ήταν απλά η συνέχεια της ρωµαϊκής κατάκτησης επί των ελληνικών πληθυσµών.Tην αντίκρουση της θεωρίας του Φαλµεράγιερ ανέλαβε πρώτος να φέρει σε πέρας ο Σπυρίδων Zαµπέλιος (1815-1881). Γεννηµένος στη Λευκάδα, µε σπουδές στην Kέρκυρα (Iόνιος Aκαδηµία) και την Πίζα της Iταλίας ήρθε σε επαφή µε τα δυτικοευρωπαϊκά πνευµατικά και ιδεολογικά ρεύµατα. Κατά κύριο λόγο µε το κίνηµα του Pοµαντισµού, στο πλαίσιο του οποίου επιχειρήθηκε και ο εξωραϊσµός των αντιλήψεων για το Mεσαίωνα. O Σπ. Zαµπέλιος που διαµορφώθηκε ιδεολογικά και πνευµατικά στο κλίµα αυτό έστρεψε το ενδιαφέρον του στο Bυζάντιο και επιχείρησε να καταδείξει την ελληνικότητά του. Kοµβικό σηµείο της πρότασής του συνιστά ο όρος ελληνοχριστιανικός, η συνάντηση δηλαδή του Ελληνισµού µε το χριστιανισµό. Σύµφωνα µε το Ζαµπέλιο η όσµωση των δύο αυτών διαφορετικών παραδόσεων (αρχαίος ελληνικός πολιτισµός, χριστιανισµός) συντελέστηκε στο πλαίσιο της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας, την οποία σταδιακά διαπέρασε και χαρακτήρισε. Mε το έργο του Σπ. Ζαµπέλιου και κατά κύριο λόγο τα Άσµατα Δηµοτικά της Eλλάδος, εκδοθέντα µετά µελέτης ιστορικής περί Mεσαιωνικού Eλληνισµού (1852) και οι Βυζαντιναί Μελέται. Περί πηγών της Nεοελληνικής Eθνότητος από Η ́ άκρι Ι΄ εκατονταετηρίδος µ.χ. (1857) το Βυζάντιο εντάσσεται οργανικά σε µια νέα θεώρηση για την πορεία του ελληνικού έθνους και για την αδιάσπαστη συνέχεια του πολιτισµού του από την Αρχαιότητα έως το 19ο αιώνα. Επιπρόσθετα, ο Ζαµπέλιος εισηγήθηκε ένα τριµερές σχήµα αφήγησης της ιστορίας του ελληνικού έθνους: αρχαίος Ελληνισµός, µεσαιωνικός Ελληνισµός, νέος Ελληνισµός. Στο πλαίσιο της θεώρησης αυτής το Βυζάντιο ανάγεται σε κοιτίδα διαµόρφωσης του ιδιαίτερου χαρακτήρα του νεοελληνικού (ελληνοχριστιανικού) πολιτισµού.

Page 91: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος και η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους»Η ανάδειξη της ελληνικότητας του Βυζαντίου στο έργο του Σπ. Ζαµπέλιου υπήρξε το πρώτο βήµα στην προσπάθεια ανασκευής της θεωρίας του Φαλµεράγιερ. Υποστηρίχθηκε ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισµός δεν είχε σβήσει, αλλά είχε µεταπλαστεί δηµιουργικά κατά τη συνάντησή του µε το χριστιανισµό που συντελέστηκε στο πλαίσιο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με το Ζαµπέλιο λοιπόν τέθηκαν οι βάσεις για τη συγγραφή µιας συνολικής εθνικής ιστορίας, για την αφήγηση του παρελθόντος µέσω της αδιάσπαστης πορείας του ελληνικού έθνους από τα αρχαία χρόνια έως το 19ο αιώνα. Το µεγαλεπίβολο έργο ανέλαβε και ολοκλήρωσε ο Kωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος για το λόγο αυτό θεωρείται ο θεµελιωτής της ελληνικής εθνικής ιστοριογραφίας, που έµεινε γνωστή και ως ελληνικός ιστορισµός.Ο K. Παπαρρηγόπουλος (1815-1891) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, σπούδασε στη Γαλλία και τη Γερµανία και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα στα 1834. Αρχικά εργάστηκε ως υπάλληλος στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στη συνέχεια δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση ενώ στα 1851 εκλέχθηκε καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήµιο. Η συγγραφική του δράση ξεκίνησε στα 1843 µε τη µελέτη Περί της εποικήσεως σλαβικών τινών φυλών εις την Πελοπόννησο. Η ανασκευή των θεωριών του γερµανού ιστορικού υπήρξε ο σκοπός στον οποίο αφιέρωσε την επιστηµονική του δράση. Στο περίφηµο έργο του Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Από των αρχαιοτάτων χρόνων µέχρι των νεοτέρων που δηµοσιεύθηκε σε πέντε τόµους από το 1860 έως το 1874 συλλαµβάνει και συγγράφει µια συνολική εθνική ιστορία. Στο έργο αυτό υιοθετεί την τριµερή περιοδολόγηση που είχε ήδη εισηγηθεί ο Σπ. Ζαµπέλιος (αρχαίος Ελληνισµός, µεσαιωνικός Ελληνισµός, νέος Ελληνισµός) και τη χρησιµοποιεί ως εργαλείο για την αφήγηση της πορείας του ελληνικού έθνους στο διάβα των αιώνων.Τόσο ο K. Παπαρρηγόπουλος όσο και ο Σπ. Ζαµπέλιος έθεσαν τις βάσεις για τη διαµόρφωση της εθνικής ταυτότητας της νεοελληνικής κοινωνίας. Το έργο τους άλλωστε δεν αφορούσε µόνο ένα κλειστό και περιορισµένο κύκλο ειδικών και ακαδηµαϊκών. Απευθύνθηκε στην κοινωνία της εποχής τους µε στόχο την τόνωση της εθνικής της αυτογνωσίας. Άλλωστε τα µαθήµατα του Παπαρρηγόπουλου στο Πανεπιστήµιο, τα οποία και αποτέλεσαν τη µαγιά για τη συγγραφή της µνηµειώδους Ιστορίας του, δηµοσιεύθηκαν συχνά στο περιοδικό Πανδώρα, του οποίου υπήρξε συνεκδότης, καθώς και στον αθηναϊκό Τύπο. Στην ίδια κατεύθυνση λειτούργησε και ο όρος ελληνοχριστιανικός που συνιστά επινόηση για επιστηµονικούς σκοπούς αλλά δεν παραµένει ένα απλό αναλυτικό εργαλείο στα χέρια των ειδικών. Με την εµφάνισή του στα µέσα ακριβώς του 19ου αιώνα ο όρος αυτός καθίσταται ο καµβάς πάνω στο οποίο αναπτύσσεται και διαµορφώνεται η ιδεολογία του ελληνικού κράτους. Στη βάση αυτή οργανώθηκε το περιεχόµενο της παιδείας, ο προσανατολισµός των ιστορικών σπουδών και η µελέτη της παράδοσης (λαογραφία). Επιπρόσθετα, η νεφελώδης έως την εποχή εκείνη Μεγάλη Ιδέα απέκτησε σάρκα και οστά. H Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία είχε αναγορευτεί πλέον σε πολιτισµική µήτρα του µικρού ακόµη ελληνικού κράτους, αποτέλεσε το πρότυπο για την εδαφική του επέκταση.

Page 92: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Εκσυγχρονισµός, παράδοση και Μεγάλη ΙδέαΟ µετασχηµατισµός της ελληνικής κοινωνίας στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισµού της προκάλεσε κοινωνική δυσαρέσκεια, ιδίως σε χώρους και οµάδες που ένιωθαν ότι τοποθετούνταν στο περιθώριο της νέας κοινωνικής πραγµατικότητας που διαµορφωνόταν σε αναφορά προς τη συγκρότηση του κράτους. Η αίσθηση αυτή του αποκλεισµού και της απογοήτευσης γίνεται αντιληπτή στο λόγο των ανθρώπων που µετείχαν στην Επανάσταση του '21. Tα αποµνηµονεύµατα κατά κύριο λόγο αλλά και η δηµόσια επιστολογραφία τους στον Τύπο της εποχής είναι ενδεικτικά του αρνητικού τρόπου µε τον οποίο βίωσαν τις ριζικές κοινωνικές ανακατατάξεις οι λεγόµενοι αγωνιστές. Πρόκειται για µια ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία µε θετικές σηµάνσεις στην ελληνική κοινωνία και παρουσία στο δηµόσιο χώρο κατά τις πρώτες δεκαετίες του ελληνικού κράτους. H δραµατική βίωση των αλλαγών γίνεται ιδιαίτερα εµφανής σε ευρύτερες κοινωνικές οµάδες, ιδίως στον αγροτικό χώρο, που τις προσλαµβάνουν ως προσπάθεια εκτροπής της κοινωνίας από τις παραδοσιακές αξίες της. Ωστόσο, ένας λόγος περί παράδοσης αναδεικνύεται και έχει νόηµα µόνο όταν οι (µη αναστρέψιµες) διαδικασίες εκσυγχρονισµού µιας κοινωνίας έχουν ήδη εκκινήσει. Άλλωστε οι εφηµερίδες και γενικότερα οι εκδόσεις, δηλαδή µέσα που χρησιµοποιήθηκαν για την υπεράσπιση του παραδοσιακού τρόπου ζωής, είναι χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας -όπως και η γενικευµένη εγγραµµατοσύνη που συνιστά κοινωνικό προαπαιτούµενο της εκδοτικής δραστηριότητας. Έτσι, πλάι σε ένα λόγο που προασπίζεται την Oρθοδοξία, τον τοπικισµό και τις κοινωνικές αυθεντίες, αναπτύσσεται και η αντίθετη δυναµική. Ο λόγος αυτός καταγγέλει τα παραδοσιακά προσκόµµατα που εµποδίζουν την ταχύτερη είσοδο της ελληνικής κοινωνίας στους κόλπους του σύγχρονου δυτικού κόσµου. Δύο αντίρροπες δυνάµεις λοιπόν εµφανίζονται στην ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα, δύο τάσεις που -µιλώντας σχηµατικά και γενικευτικά- στρέφονται η µια προς την Aνατολή και η άλλη προς τη Δύση. Ωστόσο, παρά την κοινωνική ένταση ιδίως στις δεκαετίες του 1830 και του 1840 η ελληνική κοινωνία δεν είναι µια διαιρεµένη, διχασµένη κοινωνία. Η Μεγάλη Ιδέα και ο αλυτρωτισµός αποτέλεσαν, ιδίως από τα µέσα του αιώνα και µετά, το συνεκτικό ιστό µια κοινωνίας που συγκλονίζεται καθώς διαπερνάται από βαθιές, ριζικές κοινωνικές ανακατατάξεις. Η Mεγάλη Ιδέα συνιστά το πεδίο συνάντησης και σύνθεσης των αντίρροπων δυνάµεων που αναπτύσσονται στην ελληνική κοινωνία κατά το 19ο αιώνα, καθώς θέτει µια προοπτική, αυτή της εθνικής ολοκλήρωσης, που είναι συνολικά αναγνωρίσιµη κι αποδεκτή.

Page 93: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Τα αποµνηµονεύµατα των αγωνιστών του '21Aπό τα πρώτα µετεπαναστατικά χρόνια ένας σηµαντικός αριθµός ανθρώπων που µετείχαν στον Aγώνα της Aνεξαρτησίας προχώρησαν στη συγγραφή των αποµνηµονευµάτων τους. Στις αφηγήσεις αυτές για την Eπανάσταση, όπου τα πολεµικά συµβάντα εναλλάσονται µε τις εσωτερικές πολιτικές διαιρέσεις, αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις, παρουσιάζεται η συµµετοχή και η στάση των αποµνηµονευµατογράφων. Συνακόλουθα, επιχειρούνται η αξιολόγηση και η ερµηνεία της σηµαντικής αυτής στιγµής της ελληνικής ιστορίας που οδήγησε στο ανεξάρτητο κράτος, προκαλώντας βαθύτατες αλλαγές στην οργάνωση, τη λειτουργία και τους προσανατολισµούς της ελληνικής κοινωνίας. Aποµνηµονεύµατα συνέγραψαν άνθρωποι διαφορετικής προέλευσης, κοινωνικής θέσης και εγγραµµατοσύνης που διαδραµάτισαν στην Eπανάσταση ρόλους σηµαντικούς (προύχοντες, φιλικοί, οπλαρχηγοί, κληρικοί, πολιτικοί παράγοντες και λόγιοι). Kάποιοι αφηγήθηκαν τη µαρτυρία τους σε «γραµµατικούς», καλαµαράδες όπως συχνά τους αποκαλούσαν, οι οποίοι και την κατέγραψαν, καθώς δεν ήταν σε θέση να γράψουν οι ίδιοι. Εξαιρετική είναι η περίπτωση του Μακρυγιάννη που όντας µεσήλικας έµαθε στοιχειωδώς να γράφει, ώστε να συγγράψει µόνος τα αποµνηµονεύµατά του. H πρώτη δηµοσίευση τέτοιας µαρτυρίας πραγµατοποιήθηκε ήδη στα 1836. Έκτοτε, και ιδίως στο δεύτερο µισό του 19ου αιώνα, δηµοσιεύθηκε ένας σηµαντικός αριθµός, τα µισά ωστόσο από τα σαράντα περίπου αποµνηµονεύµατα της Eπανάστασης εκδόθηκαν τον 20ό αιώνα.Έτσι, στις πρώτες δεκαετίες από την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους προέκυψε ένας δηµόσιος διάλογος που αναφερόταν µεν σε ζητήµατα του παρελθόντος, αφορούσε ωστόσο σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Πρόκειται µάλιστα για ένα διάλογο έντονο και κάποτε εµπαθή που έφερε σε αντιπαράθεση προύχοντες µε οπλαρχηγούς, Ρουµελιώτες µε Πελοποννήσιους, αυτόχθονες µε ετερόχθονες... Άνθρωποι µε κύρος και εξουσία προεπαναστατικά, που έλαβαν µέρος στον Aγώνα της Aνεξαρτησίας και συµµετείχαν µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο στις πολιτικές συγκρούσεις που εκδηλώθηκαν µεσούσης της Eπανάστασης, κατέθεταν την προσωπική τους µαρτυρία για το «τι πράγµατι έγινε». Στην πλειονότητά τους οι αποµνηµονευµατογράφοι τέθηκαν µετεπαναστατικά στο περιθώριο των πολιτικοκοινωνικών διεργασιών, ως αποτέλεσµα των νέων θεσµών και δοµών εξουσίας που συγκροτήθηκαν στο ελληνικό κράτος. Η εξέλιξη αυτή τους δηµιούργησε µια αίσθηση πικρίας και απογοήτευσης, η οποία γίνεται ευδιάκριτη και στα αποµνηµονεύµατα. Θεωρούσαν µάλιστα άδικο να βλέπουν άλλους -που δεν προσέφεραν κατά τη γνώµη τους όσα οι ίδιοι- να καταλαµβάνουν σηµαντικές θέσεις. Aυτά τα «κακώς κείµενα» του ελληνικού κράτους καυτηριάζονται στα κείµενά τους είτε πρόκειται για τα αποµνηµονεύµατα είτε για καταγγελτικές επιστολές που συχνά δηµοσιεύονταν στις εφηµερίδες της εποχής. Πρόκειται ίσως για τη µεγαλύτερη αξία των αποµνηµονευµάτων, καθώς επιτρέπουν την κατανόηση του πώς βίωσαν οι άνθρωποι που µετείχαν και πρωταγωνίστησαν στον Aγώνα, τις ριζικές αλλαγές που συνέβησαν στην ελληνική κοινωνία µε την εγκαθίδρυση του ανεξάρτητου κράτους.

Από τα Αποµνηµονεύµατα των Κανέλλου Δεληγιάννη και ΜακρυγιάννηO Καννέλος Δεληγιάννης, γόνος µιας από τις ισχυρότερες οικογένειες προυχόντων της Πελοποννήσου, της επαρχίας Καρύταινας, υπήρξε µαζί µε τον αδελφό του Αναγνώστη πρωτεργάτης της Επανάστασης στην Πελοπόννησο. Στη διάρκεια του Αγώνα πρωταγωνίστησε στις εσωτερικές πολιτικές διαµάχες και συγκρούσεις που εκδηλώθηκαν ιδίως στην Πελοπόννησο. Με την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους ο Κ. Δεληγιάννης και η οικογένειά του τέθηκαν στο περιθώριο των πολιτικών διεργασιών. Επιπρόσθετα, η οικογένειά του, όπως και οι άλλες οικογένειες προυχόντων, έγινε στόχος αρνητικής κριτικής σχετικά µε τη συµµετοχή της στους κοινοτικούς θεσµούς κατά την προεπαναστατική περίοδο, αλλά και για τη στάση της στη διάρκεια της Eπανάστασης. Στις επιθέσεις αυτές επιχείρησε να απαντήσει ο Κ. Δεληγιάννης µε τη συγγραφή των Αποµνηµονευµάτων του, αλλά και µε ένα δεύτερο κείµενο που φέρει τον τίτλο Ανασκευή της ιστορίας του Σπυρίδωνα Τρικούπη. Το παρακάτω απόσπασµα βρίσκεται στο K. Δεληγιάννης, Αποµνηµονεύµατα, τ. Γ΄, στη σειρά Aποµνηµονεύµατα των αγωνιστών του 1821, (εισαγωγή-επιµέλεια Γ. Τσουκαλάς), Αθήνα, 1957, σ. 17«Δεν είχον ούτε την διάθεσιν, ούτε τον σκοπόν δια να γράψω ποτέ τα προηγούµενα της Ελληνικής Επαναστάσεως, όσα προετοίµασαν αυτήν έως το 1821, µήτε ιστοριογράφος να γίνω, δια να µη νοµίσωσιν οι επερχόµεναι γενεαί ότι συνέγραψα είτε υπέρ εµαυτού (κινούµενος από φιλαυτίαν ή φιλοδοξίαν ή από πνεύµα εκδικήσεως) είτε υπέρ των συγγενών και φίλων µου, είτε υπέρ της οικογένειάς µου. Aλλ' επειδή πολλοί συνέγραψαν και συγγράφουν την ιστορίαν της Ελληνικής Επαναστάσεως, άλλοι κατά το δοκούν, άλλοι δια συµφέρον κερδοσκοπίας και άλλοι δια να εξυµνήσει έκαστος τον πατρώνα του και τη φατρία του και να ενταφιάσουν τας εκδουλεύσεις, τας θυσίας και τα ένδοξα κατορθώµατα των αθανάτων προµάχων, αυτουργών και θεµελιωτών αυτής, παρεµόρφωσαν και εκιβδήλωσαν την παρθένον και αγνήν αυτής ιστορίαν µε µυρίας ψευδολογίας. Δια τούτο έκρινα ιερόν χρέος µου (µ' όλην την προβεβηκυίαν ηλικίαν µου) να γράψω όσα γνωρίζω εκ παραδόσεως των προγόνων µου, του πατρός µου και άλλων αρχαίων ανδρών, γεγονότα προ της επαναστάσεως του 1769, και τα µετά την επανάστασιν αυτήν, εις όσα ο ίδιος έλαβον µέρος ενεργητικόν και όσα πραγµατικώς ηκολούθησαν, προς γνώσιν των απογόνων µας».Ο Μακρυγιάννης υπήρξε µικρής εµβέλειας καπετάνιος στη διάρκεια της Επανάστασης. Η φήµη που περιβάλλει το όνοµά του είναι κατά πολύ µεταγενέστερη της εποχής που έζησε. Η «απελέκητη» γραφή του όπως την ονοµάζει ο ίδιος γοήτευσε στις αρχές του αιώνα -οπότε βρέθηκε και εκδόθηκε για πρώτη φορά το χειρόγραφο των αποµνηµονευµάτων του- τους διανοούµενους της λεγόµενης γενιάς του '30. Στο Μακρυγιάννη, όπως και στο λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, ανακάλυψαν την ενσάρκωση των θέσεών τους για την ελληνικότητα. Για το παρακάτω απόσπασµα χρησιµοποιήθηκε η έκδοση: Mακρυγιάννη Aποµνηµονεύµατα, εισαγωγή-σχόλια Σπ. I. Aσδραχά, Aθήνα, Mέλισσα/Kαραβίας, 1957, σ. 546-547.«Aυτά δεν τα λέγω εγώ µοναχός, τα λέγει όλο το κοινό και οι εφηµερίδες. Kι όσα σηµειώνω τα σηµειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγη το δίκιον. Δια κείνο έµαθα γράµµατα εις τα γεράµατα και κάνω αυτό το γράψιµον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω· (...) Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασµένοι για την Ελλάδα -ένα πράµα µόνον µε παρακίνησε κι εµένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχοµεν όλοι µαζί, και σοφοί κι αµαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον µικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαµεν, αναλόγως ο καθείς, έχοµεν να ζήσωµεν εδώ. Tο λοιπόν δουλέψαµεν όλοι µαζί, να την φυλάµεν κι όλοι µαζί και να µην λέγη ούτε ο δυνατός ‘εγώ’, ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς ‘εγώ’; Όταν αγωνιστή µόνος του και φκιάση, ή χαλάση, να λέγη ‘εγώ’· όταν όµως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε ‘εµείς’. Eίµαστε εις το ‘εµείς’ κι όχι εις το ‘εγώ’. Και εις το εξής να µάθωµεν γνώση, αν θέλωµεν να φκιάσωµεν χωριόν, να ζήσωµεν όλοι µαζί».

Page 94: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Κοινωνική διαµαρτυρία και παραδοσιακή θρησκευτική λατρείαΗ εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους και η διαµόρφωση ενός σύγχρονου θεσµικού πλαισίου σηµατοδότησε διαδικασίες µετασχηµατισµού της ελληνικής κοινωνίας. Το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστηµα, η αποδιάρθρωση των τοπικών κέντρων εξουσίας, η διοργάνωση τακτικού στρατού και οι ρυθµίσεις για το εκκλησιαστικό ζήτηµα δεν έπλητταν µόνο, αποδυναµώνοντάς τες, παραδοσιακές κοινωνικές δυνάµεις όπως ήταν οι προύχοντες, οι οπλαρχηγοί και το ιερατείο. Tαυτόχρονα, έθεταν σε δοκιµασία τα θεµέλια µιας κοινωνίας οργανωµένης µε παραδοσιακούς όρους. Η τοπικότητα, οι δεσµοί συγγένειας και η θρησκεία συνιστούσαν βασικούς άξονες διαµόρφωσης συλλογικών ταυτοτήτων και προσδιόριζαν την εικόνα και τις αντιλήψεις που είχαν οι άνθρωποι για τον εαυτό τους και τη σχέση τους µε το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, το θεσµικό έργο της αντιβασιλείας προκάλεσε τη δυσαρέσκεια ευρέων κοινωνικών στρώµατων, ιδίως στον αγροτικό χώρο. Οι άνθρωποι αυτοί βίωναν δραµατικά τις αλλαγές, κατανοώντας τες ως προσπάθεια "δυτικοποίησης" της ελληνικής κοινωνίας, νόθευσης και αποδιάρθρωσης του παραδοσιακού τρόπου ζωής.Ειδικά το εκκλησιαστικό ζήτηµα αποτέλεσε πηγή συνεχών εντάσεων, ιδίως έως τα µέσα του αιώνα. Η δυσαρέσκεια για τις ρυθµίσεις στα θρησκευτικά ζητήµατα (αυτοκέφαλο, διάλυση µοναστηριών, δήµευση µοναστηριακής περιουσίας) τροφοδότησε τις περισσότερες εξεγέρσεις που σηµειώθηκαν στη δεκαετία του 1830 και η κατάργηση των ρυθµίσεων αυτών προβαλλόταν σχεδόν πάντοτε στα κεντρικά αιτήµατα των εξεγερθέντων. Η σηµασία που είχε η θρησκεία και η επιρροή του κλήρου, ιδιαίτερα του κατώτερου, στην ελληνική κοινωνία ήταν τέτοια που το αίτηµα της υπεράσπισης της Ορθοδοξίας αρκούσε για να κινητοποιήσει µαζικά κατοίκους ολόκληρων επαρχιών. H περίπτωση του µοναχού Παπουλάκου που στα 1851-52 περιδιάβαινε στην Πελοπόννησο διακηρύσσοντας στις χιλιάδες πιστών που τον ακολουθούσαν τους κινδύνους στους οποίους είχε περιέλθει η θρησκεία, δηµιούργησε τέτοια κοινωνική αναταραχή, ώστε θορυβηµένη η κεντρική εξουσία οδηγήθηκε στη σύλληψή του. Με άλλα λόγια, η προάσπιση της παραδοσιακής θρησκευτικής λατρείας έδωσε τη δυνατότητα, ιδίως στους αγροτικούς πληθυσµούς, να εκφράσουν την καθολική σχεδόν άρνησή τους στις αλλαγές που συντελούνταν στην οργάνωση της ελληνικής κοινωνίας. Έτσι, η θρησκεία µετατράπηκε σε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης και ο λόγος περί θρησκείας κατέστη ο κατεξοχήν πολιτικός λόγος των πρώτων δεκαετιών του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Παρά τους διωγµούς που γνώρισε το κόµµα των Ναπαίων τη δεκαετία του 1830, πέτυχε να διατηρήσει και µάλιστα να διευρύνει την κοινωνική του βάση διαδηλώνοντας την ανάγκη προάσπισης της Oρθοδοξίας. Η δράση ξένων ιεραποστολών και η ετεροδοξία των αντιβασιλέων και του ίδιου του Όθωνα προβαλλόταν ως αιτίες για τη διοργάνωση συνωµοσιών όπως αυτή της Φιλορθοδόξου Εταιρείας. Με παρόµοια επιχειρήµατα µεθοδεύτηκαν οι αλλεπάλληλες διώξεις του ιερωµένου Θ. Καΐρη ως αιρετικού ή διαβάλλονταν µέσω του φιλικού Tύπου οι αντίπαλοι πολιτικοί σχηµατισµοί ιδίως σε προεκλογικές περιόδους.

Page 95: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η ανάπτυξη και η λειτουργία του ΤύπουΈως τη δεκαετία του 1830, οπότε και άρχισε να αναπτύσσεται το ελληνικό σχολικό δίκτυο και να συγκροτούνται οι εκπαιδευτικοί µηχανισµοί του ελληνικού κράτους, η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων του νεοσύστατου βασιλείου ήταν αναλφάβητοι. Yπολογίζεται ότι µόνο προς το τέλος του αιώνα το ποσοστό αναλφαβητισµού τείνει προς το 50% για τον ανδρικό πληθυσµό, ενώ για τις γυναίκες το ποσοστό υπερβαίνει το 80%. Με τέτοια µεγέθη αναλφαβητισµού σε ολόκληρο το 19ο αιώνα είναι εκ πρώτης όψεως εντυπωσιακό ότι από τη δεκαετία του 1830 και έως το τέλος του αιώνα εκδόθηκαν 1.000 περίπου εφηµερίδες και 200 σχεδόν περιοδικά. Μάλιστα, η πληθώρα των εκδόσεων στο χώρο του Τύπου δεν ανακόπτεται ούτε από τις πολύ χαµηλές κυκλοφορίες ούτε από το ότι πολλές εφηµερίδες είχαν µικρή διάρκεια ζωής.Η εξήγηση του εκδοτικού αυτού πληθωρισµού βρίσκεται στις λειτουργίες που επιτελούσαν και τη σηµασία που αποκτούσαν οι εφηµερίδες στην ελληνική κοινωνία. Από τα πρώτα χρόνια της εγκαθίδρυσης του ελληνικού κράτους και σε ολόκληρο το 19ο αιώνα η θεµατολογία των εφηµερίδων ήταν σαφώς πολιτική. Ακόµη περισσότερο, οι εφηµερίδες συνδέονται µε συγκεκριµένα κόµµατα και συνηθέστερα εξυπηρετούν τις πολιτικές σκοπιµότητες των προσωποπαγών πολιτικών φατριών. Με άλλα λόγια οι εφηµερίδες ασκούν εξαρχής πίεση στην εξουσία, όχι όµως ως εκφραστές ευρύτερων κοινωνικών δυνάµεων αλλά συγκεκριµένων οµάδων συµφερόντων. Προπαγανδίζοντας τις θέσεις των προσώπων που βρίσκονται πίσω από την έκδοσή τους και καταγγέλοντας, συχνά µε υβριστικό και ανοίκειο τρόπο, τους πολιτικούς αντιπάλους, οι εφηµερίδες λειτούργησαν ως το κατεξοχήν µέσο δηµόσιας αντιπαράθεσης. Aπό την κριτική δεν εξαιρέθηκε ούτε το πρόσωπο του βασιλιά, καθώς τόσο ο Όθωνας όσο και ο Γεώργιος έγιναν αποδέκτες καταγγελτικής αρθρογραφίας. Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί το άρθρο "Τίς πταίει;" του µετέπειτα πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη, σύµφωνα µε το οποίο η καχεξία της ελληνικής πολιτικής ζωής οφείλεται στις βασιλικές παρεµβάσεις στην πολιτική ζωή.Η ελευθερία λόγου στον ελληνικό Tύπο, σχεδόν απόλυτη από τις απαρχές της εγκαθίδρυσης του ελληνικού κράτους, δε στηρίζεται σε σχετικές νοµοθετικές ρυθµίσεις. Mάλιστα, στο νόµο που ρύθµιζε τη λειτουργία του Τύπου (1833) δεν επιβεβαιώθηκε η αρχή της ελευθεροτυπίας, η οποία είχε καθιερωθεί στις Εθνοσυνελεύσεις της Επανάστασης. Αντίθετα, δηµιουργήθηκε καθεστώς προληπτικής λογοκρισίας που όµως δεν εφαρµόστηκε. Η χρηµατοδότηση των εφηµερίδων από το δηµόσιο ταµείο είναι ενδεικτική τόσο της διαπλοκής του Τύπου µε τους προσωποπαγείς πολιτικούς σχηµατισµούς όσο και της ουσιαστικής πολιτικής δύναµης που κατείχε η λεγόµενη "τέταρτη εξουσία" από τις απαρχές της εγκαθίδρυσης του ελληνικού κράτους και σε ολόκληρο το 19ο αιώνα.

Page 96: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η εµφάνιση εργατικών στρωµάτωνO ραγδαίος εκχρηµατισµός της οικονοµίας, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα, και η ανάπτυξη του δευτερογενούς τοµέα παραγωγής, παρότι αργή και ασθενική, δηµιούργησαν τις συνθήκες για την εµφάνιση νέων κοινωνικών κατηγοριών που συγκροτούνται σε αναφορά προς τη µισθωτή εργασία. Σύµφωνα µε τις επίσηµες στατιστικές, το 1873 υπήρχαν στην κατηγορία «βιοµηχανία» περίπου 7.500 εργαζόµενοι. Eίκοσι χρόνια αργότερα ο αριθµός αυτός υπερδιπλασιάστηκε (17.000), εξακολουθούσε ωστόσο να αποτελεί ένα µικρό µέρος του συνολικού παραγωγικού πληθυσµού. Μάλιστα, στην κατηγορία αυτή καταγράφονται οι απασχολούµενοι και των βιοµηχανικών και των βιοτεχνικών µονάδων. Επιπρόσθετα, προσµετρούνται τόσο οι µισθωτοί εργάτες όσο και οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων, οι οποίες ήταν κατά βάση οικογενειακές. Ανεξάρτητα πάντως από τις δυσκολίες που αφορούν τον επακριβή αριθµητικό προσδιορισµό τους, από τα µέσα του 19ου αιώνα διαµορφώνεται σταδιακά µια νέα κοινωνική κατηγορία που εµφανίζει ορισµένα από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που προσδιόρισαν τα εργατικά στρώµατα στις χώρες της Δύσης: εξαρτηµένη µισθωτή εργασία, χαµηλές αποδοχές, συγκεκριµένο ωράριο εργασίας, υποβαθµισµένες συνθήκες διαβίωσης κ.ά. Σύντοµα γίνονται και οι πρώτες απόπειρες πολιτικοκοινωνικής έκφρασης αυτής της υπό διαµόρφωση κοινωνικής κατηγορίας. Σε αυτό συνέβαλε η οικονοµική κρίση της δεκαετίας του 1880, η οποία πλήττει σαφώς περισσότερο τους µισθωτούς εργάτες από ότι αλλά κοινωνικά στρώµατα. Συνέβαλλε ωστόσο µε τη δράση της και µια σειρά διανοουµένων, ιδίως στην Aθήνα, την Πελοπόννησο και τα Επτάνησα, οι οποίοι επιχείρησαν να µεταφέρουν τον κοινωνικό προβληµατισµό και τις πρακτικές ιδεολογικοπολιτικών ρευµάτων που αναπτύσσονται στον ευρωπαϊκό χώρο. Έτσι, στα 1885 κυκλοφορεί το σοσιαλιστικό περιοδικό Άρδην µε εκδότη τον Πλάτωνα Δρακούλη, ενώ στα 1890 ο Σταύρος Kαλλέργης εκδίδει την εφηµερίδα Σοσιαλιστής. Tέσσερα χρόνια αργότερα πραγµατοποιούνται εκδηλώσεις για την εργατική Πρωτοµαγιά, οργανωµένες από το Στ. Kαλλέργη και διατυπώνονται αιτήµατα που αφορούν την καθιέρωση της Kυριακής ως αργίας, τη θεσµοθέτηση του οκταώρου και την παροχή συντάξεων στις οικογένειες όσων πέθαιναν σε εργατικά ατυχήµατα. Την ίδια εποχή γίνονται τα πρώτα βήµατα συνδικαλιστικής αυτοοργάνωσης των εργατών, ιδίως στο χώρο των τυπογράφων, ενώ πραγµατοποιούνται οι πρώτες απεργίες: στην Ερµούπολη στα 1879 και στο Λαύριο στα 1883, 1887 και ιδίως η µεγάλη απεργία του 1896.

Page 97: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Γυναίκες και γυναικείος λόγοςΟι αλλαγές που σηµατοδοτήθηκαν µε την εγκαθίδρυση του ανεξάρτητου κράτους δεν αφορούσαν όλες τις όψεις της ελληνικής κοινωνίας µε τους ίδιους τρόπους και στους ίδιους χρόνους. Αλλού οι τοµές ήταν βαθιές και άµεσες, αλλού ο χρόνος των αλλαγών ήταν βραδύτερος, ενώ αλλού οι όποιες διαφοροποιήσεις ήταν σχεδόν ανεπαίσθητες. Στην τελευταία περίπτωση εντάσσεται και η θέση των γυναικών που διαφοροποιείται, ιδίως στα αστικά κέντρα. Πρόκειται για εξέλιξη που συνδέεται σε µεγάλο βαθµό µε τον εκχρηµατισµό της οικονοµίας και τη διαµόρφωση νέων κοινωνικών στρωµάτων στις πόλεις, τα οποία οργανώνονται γύρω από τη µισθωτή εργασία. Από την άλλη, δηµιουργήθηκαν σταδιακά και πάλι στις πόλεις οι συνθήκες για τη διαµόρφωση µιας γυναικείας συνείδησης και, συνακόλουθα, τη βαθµιαία ανάδυση ενός ιδιαίτερου γυναικείου λόγου µετά το δεύτερο µισό του 19ου αιώνα. Ενός λόγου που εγγράφεται στη συνολικότερη ανάπτυξη του κινήµατος για τη χειραφέτηση των γυναικών στις κοινωνίες της Δύσης. Στην ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα και ειδικά στην ύπαιθρο οι γυναίκες εξακολουθούσαν να εργάζονται στον αγροτικό τοµέα. Η συµµετοχή τους στις παραγωγικές δραστηριότητες προσέδιδε στις γυναίκες αυτές ένα θετικό καθορισµό, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι ήρετο η µειονεκτικότητα της θέσης τους. Στα αστικά κέντρα η σταδιακή κατίσχυση της µισθωτής εργασίας απέκοψε τις γυναίκες, ιδίως εκείνες των µεσαίων κοινωνικών στρωµάτων, από την παραγωγική διαδικασία. Πρόκειται για εξέλιξη που εγκλώβισε κυριολεκτικά τις γυναίκες αυτές στο εσωτερικό του σπιτιού και στις οικιακές ενασχολήσεις. Oι τελευταίες δε θεωρούνται παραγωγικές και δεν αποτιµώνται µε χρηµατικούς όρους. Συνακόλουθα, η θέση των γυναικών των ραγδαία αυξανόµενων µεσαίων και αστικών στρωµάτων ουσιαστικά επιδεινώνεται, καθώς οι γυναίκες αυτές στερήθηκαν των όποιων θετικών προσδιορισµών τους προσέδιδε η συµµετοχή στην παραγωγική διαδικασία. Η "ανακάλυψη" της µητρότητας, δηλαδή η θετική σηµασιοδότηση του ρόλου της µητέρας εµφανίζεται την εποχή εκείνη και αφορά τις αποκλεισµένες από κάθε παραγωγική δραστηριότητα γυναίκες των πόλεων. H εκπαίδευση και η φιλανθρωπία στάθηκαν ένα προνοµιακό πεδίο παρέµβασης για τις γυναίκες, ιδίως των ανώτερων κοινωνικών στρωµάτων, εξόδου τους στο δηµόσιο χώρο και προαγωγής της αλληλεγγύης µεταξύ των γυναικών.Η αναζήτηση νέων, θετικά σηµασιοδοτηµένων κοινωνικών ρόλων και η ανάπτυξη ενός λόγου που διεκδίκησε την απάλειψη των δυσµενών διακρίσεων σε βάρος των γυναικών υπήρξε η βασική µέριµνα ενός κύκλου εγγράµµατων γυναικών που εµφανίστηκε στα αστικά κέντρα µετά το δεύτερο µισό του 19ου αιώνα. Δυναµικότερη έκφραση αυτού του ρεύµατος υπήρξε η Εφηµερίς των Κυριών, ένα εβδοµαδιαίο φύλλο µε ιδιαίτερα υψηλή κυκλοφορία που εκδόθηκε από την Καλλιρρόη Παρρέν από το 1887 έως το 1907. Το έντυπο αυτό, που διατηρούσε σχέσεις µε τις γυναικείες κινήσεις στον ευρωπαϊκό χώρο και αντιπροσωπεύτηκε σε σχετικά συνέδρια υπήρξε, ο πρώτος πυρήνας διαµόρφωσης µιας γυναικείας συνείδησης στην ελληνική κοινωνία.

Η γυναικεία εξάρτηση και η «Εφηµερίς των Κυριών»Χαρακτηριστικό δείγµα του ρηξικέλευθου λόγου των συντακτριών της Eφηµερίδος των Κυριών αποτελεί το άρθρο "Oι νόµοι και τα βασίλεια της γυναικός" που δηµοσιεύθηκε στις 23/06/1891. Σε αυτό, τα αίτια της ανδρικής κυριαρχίας εντοπίζονται στην οικονοµική εξάρτηση των γυναικών, αποτέλεσµα του αποκλεισµού τους από την παραγωγική διαδικασία και του περιορισµού τους στο ρόλο της «βασίλισας του οίκου»: «O οίκος, λέγουσι πάντες, είναι το βασίλειον της γυναικός και ουδείς ποτε διενοήθη να τη διαφιλονεικήση τούτο". Παροιµοιώδεις και κενή φράσις παροµοία προς τας ποιητικάς εκείνας, δι' ων η γυνή τιτλοφορείται άγγελος του Θεού, από του οποίου όµως, πρώτης ευκαιρίας δοθείσης, αποσπώσι τας πτέρυγας ή άνθος ωραίον και ευώδες, το οποίον ευχαρίστως αποφυλλίζουσι και ρίπτουσιν εις τον βόρβορον. [...] O οίκος λοιπόν είναι το βασίλειον τούτο. Αλλ', ο οίκος είναι λέξις περιεκτική εν η συλλήβδην περιλαµβάνονται σύζυγοι, τέκνα, υπηρέται, έπιπλα κινητά και ακίνητα. Ερωτώµεν δε: η γυνή βασιλεύει επί του συζύγου εν τω οίκω; Όχι, αφού ο πατήρ έχει απόλυτος αρχηγός αυτού. Βασιλεύει επί των τέκνων; Όχι, αφού ο πατήρ έχει απόλυτον επί της ανατροφής και της τύχης αυτών δικαιοδοσίαν. Βασιλεύει εφ' εαυτής; Όχι, αφού η γυνή οφείλει υπακοήν εις τον άνδρα. Βασιλεύει επί των υπηρετών; Όχι, αφού ο ανήρ δύναται να εκδιώξει ή να προσλάβη εν των οίκω όντινα θεωρεί κατάλληλον. Επί των επίπλων και κτηµάτων; Όχι, αφού κατά τον νόµον ούτε τα προσωπικώς ανήκοντα αυτή δεν δύναται να διαθέση. [...] Η γυνή ανά πάσαν κοινωνικήν τάξιν [...] εξαρτά και αυτήν την καθηµερινήν διατροφήν της από τας διαθέσεις του ανδρός. Ουδέν δ' άλλο υποβιβάζει την ηθικήν της γυναικός υπόστασιν όσον η υλική αυτή υπό του ανδρός εξάρτησις». Tα αποσπάσµατα από το άρθρο παρατίθενται έτσι όπως δηµοσιεύονται στο. Eλ. Βαρίκα, Η εξέγερση των κυριών. Η γένεση µιας φεµινιστικής συνείδησης στην Ελλάδα 1833-1907, Αθήνα, Ίδρυµα Έρευνας και Παιδείας της Εµπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, 1987, σ. 226-227, 228.

Page 98: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Πληθυσµοί και πόλειςH εγκαθίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους λειτούργησε καταλυτικά στη σύνθεση του πληθυσµού της ελληνικής κοινωνίας. Σηµαντική υπήρξε η αποχώρηση του µουσουλµανικού στοιχείου. Έτσι, µε εξαίρεση τη µικρή αριθµητικά κοινότητα καθολικών στις Κυκλάδες (στη Σύρο, τη Νάξο και την Τήνο κατά κύριο λόγο), στην οποία προστέθηκαν οι καθολικοί και οι εβραίοι των Επτανήσων στα 1864, η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων του ελληνικού κράτους ήταν ορθόδοξοι. Aπό τη δεκαετία του 1830 και ως το τέλος του αιώνα η πληθυσµιακή αύξηση και µια προϊούσα αστικοποίηση συνιστούν τις βασικές δηµογραφικές τάσεις στην ελληνική κοινωνία. Tα επίσηµα στοιχεία, τουλάχιστον έως τα µέσα του αιώνα, µόνο ασφαλή δεν µπορούν να χαρακτηριστούν, αποτυπώνουν ωστόσο τις βασικές τάσεις της κίνησης του πληθυσµού. Πρόκειται για ένα πληθυσµό κατεξοχήν αγροτικό. Kατά την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους φαίνεται ότι ο αγροτικός πληθυσµός πλησίαζε το 90%, ποσοστό που στα τέλη του αιώνα κυµαίνεται γύρω στο 70%. Στη διάρκεια του πολέµου της Aνεξαρτησίας µάλιστα αρκετές πόλεις καταστράφηκαν και εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1830 φαίνεται ότι στην Πελοπόννησο µόνο δυο πόλεις υπερέβαιναν τους 5.000 κάτοικους. Ήταν το Άργος και το Ναύπλιο που αποτέλεσαν διοικητικά, στρατιωτικά και πολιτικά κέντρα στη διάρκεια της Eπανάστασης. Σύντοµα η εικόνα αυτή άρχισε να διαφοροποιείται. Aπό τα πρώτα µετεπαναστατικά χρόνια γίνεται εµφανές ένα ρεύµα αστικοποίησης και η τάση αυτή ενισχύθηκε σε ολόκληρο το 19ο αιώνα. Έντονους ρυθµούς αστικοποίησης παρουσίασε η Aθήνα, η οποία διέθετε στα µέσα του αιώνα το 1/3 του συνολικού αστικού πληθυσµού της χώρας, ενώ στο τέλος της δεκαετίας του 1870 κάλυπτε πλέον σχεδόν τα 2/3. H εξέλιξη αυτή συνδέεται µε την ανάπτυξη του διοικητικού µηχανισµού και την υπερσυγκέντρωση δηµόσιων υπηρεσιών στην πρωτεύουσα. Συνακόλουθα, ο πληθυσµός της Αθήνας αποτελούνταν σε µεγάλο βαθµό από τα νέα µεσαία στρώµατα, τα οποία συγκροτήθηκαν διατηρώντας άµεση ή έµµεση σχέση µε το κράτος. Αξιοσηµείωτη αύξηση του αστικού πληθυσµού παρατηρείται σε πόλεις και λιµάνια που λειτούργησαν ως κέντρα εξαγωγικού εµπορίου (Πύργος, Πάτρα, Καλαµάτα και -µετά το 1881- Βόλος). Αντίθετα, παραδοσιακά κέντρα της ηπειρωτικής Eλλάδας (Τρίπολη, Λαµία, Μεσολόγγι) καθώς και νησιωτικά λιµάνια (Ερµούπολη, Ύδρα και -µετά το 1864- Κέρκυρα, Ζάκυνθος, Αργοστόλι) παρουσίασαν χαµηλούς ρυθµούς ανάπτυξης, στασιµότητα και προς το τέλος του αιώνα εµφάνισαν σηµάδια παρακµής.Αξιοσηµείωτη είναι και η αύξηση του συνολικού πληθυσµού, ιδίως στο δεύτερο µισό του αιώνα. Έτσι, ενώ προς το τέλος της δεκαετίας του 1830 οι κάτοικοι του ελληνικού κράτους µόλις υπερέβαιναν τις 750.000, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στις παραµονές του Κριµαϊκού πολέµου, είχαν ξεπεράσει το ένα εκατοµµύριο. Στα 1870, λίγα µόνο χρόνια µετά την Ένωση των Eπτανήσων, ο αριθµός άγγιξε το 1.500.000, ενώ είκοσι χρόνια αργότερα, όταν πλέον είχε προσαρτηθεί η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας, ο συνολικός πληθυσµός του ελληνικού κράτους ήταν σχεδόν 2.200.000. Φαίνεται λοιπόν ότι ο πληθυσµός τριπλασιάστηκε µέσα σε έξι µόλις δεκαετίες. Η αύξηση αυτή οφείλεται ως ένα βαθµό στους κατοίκους των περιοχών που ενσωµατώθηκαν σταδιακά στο ελληνικό κράτος (1864: Eπτάνησα, 1881: Θεσσαλία, περιοχή Άρτας). Σ' αυτήν ωστόσο συνέτειναν η µείωση της παιδικής θνησιµότητας και η αύξηση του µέσου όρου ζωής. Oι εξελίξεις αυτές συνδέονται µε τη βελτίωση των υγειονοµικών συνθηκών που συνόδευσαν τη Βιοµηχανική επανάσταση και έγιναν εµφανείς σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο κατά το 19ο αιώνα.

Page 99: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Αθήνα: η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτουςΣύµφωνα µε το διάταγµα της αντιβασιλείας στις 18/30 Σεπτεµβρίου 1834 οριζόταν ότι «η καθέδρα ηµών µετατίθεται κατά την α΄ Δεκεµβρίου τ.έ. εκ Ναυπλίου εις Αθήνας (...) η πόλις Αθήναι θέλει επονοµάζεσθαι απ' εκείνης της ηµέρας Βασιλική Καθέδρα και Πρωτεύουσα». Η Αθήνα ήταν µια µικρή πόλη περίπου 10.000 κατοίκων. Τα περισσότερα σπίτια ήταν κατεστραµµένα από τον πολυετή πόλεµο, οι δρόµοι ήταν στενοί και βρώµικοι και το σηµαντικότερο δε διέθετε κοντινό λιµάνι όπως θα άρµοζε σε µια πρωτεύουσα -ο Πειραιάς την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν ακατοίκητος. Επιπρόσθετα, ήταν ευάλωτη στρατιωτικά και µάλιστα αρκετά κοντά στα βόρεια σύνορα του κράτους. Δεν ήταν εποµένως πρακτικοί οι λόγοι που επέβαλαν την επιλογή της. Άλλωστε, πολιτικοί και στρατιωτικοί υπερθεµάτιζαν υπέρ της επιλογής άλλων λύσεων και εισηγούνταν, εκκινώντας συχνά από τοπικιστικά ελατήρια, υπέρ πόλεων όπως το Άργος, η Σύρος, η Τρίπολη, η Κόρινθος, τα Μέγαρα, ακόµη κι ο Πειραιάς που έπρεπε να οικοδοµηθεί εξαρχής. Τέλος, όποια από τις πόλεις που περιήλθαν στην επικράτεια του ελληνικού βασιλείου κι αν επιλεγόταν ως πρωτεύουσα, στη συνείδηση του κόσµου η επιλογή αυτή δεν µπορούσε παρά να έχει προσωρινό χαρακτήρα. Για τους ελληνικούς πληθυσµούς τόσο εντός όσο και εκτός του ελληνικού κράτους αληθινή πρωτεύουσα δεν ήταν άλλη από την Πόλη, την Κωνσταντινούπολη, που ήλπιζαν ότι σύντοµα θα περιερχόταν σε ελληνική κυριαρχία αποτελώντας τη Βασιλεύουσα µιας µεγάλης Ελληνικής Αυτοκρατορίας. H επιλογή της Αθήνας ήταν σε µεγάλο βαθµό αποτέλεσµα της επιµονής του Λουδοβίκου Α' της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα και ένθερµου λάτρη της κλασικής Αρχαιότητας. Έτσι, το αρχαίο κλέος της πόλης και η γοητευτική ιδέα της αναγέννησής της υπερίσχυσαν και η Αθήνα κατέστη σύντοµα το διοικητικό, οικονοµικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού βασιλείου. Σε λίγα µόλις χρόνια η όψη της πόλης είχε αλλάξει. O πληθυσµός πολλαπλασιάστηκε από ανθρώπους που έσπευσαν να µετοικήσουν στην πρωτεύουσα, ενώ πλατιοί δρόµοι, µεγαλοπρεπή δηµόσια κτήρια και µεγάλες ιδιωτικές κατοικίες οικοδοµήθηκαν σε σύντοµο χρονικό διάστηµα. Πολύ σύντοµα οικοδοµήθηκε και ο Πειραιάς, προορισµένος να αποτελέσει το επίνειο της πρωτεύουσας. Πρόβληµα δηµιουργήθηκε µε το σχέδιο οικοδόµησης της Αθήνας. Αρχικά ο σχεδιασµός ανατέθηκε στους αρχιτέκτονες Σταµάτη Κλεάνθη και Εδουάρδο Σάουµπερτ, στη συνέχεια στο Λουδοβίκο Κλέντσε και τέλος, στα 1836, στο Φρειδερίκο Γκαίρτνερ. Οι συνεχείς αυτές τροποποιήσεις παγίωσαν ένα καθεστώς ακανόνιστης και συχνά αυθαίρετης ανοικοδόµησης κυρίως στην περιοχή γύρω από την Ακρόπολη. Άλλωστε, το ίδιο το µνηµείο (όπως και αρκετές βυζαντινές εκκλησίες) σώθηκε χάρις στην παρέµβαση του Λουδοβίκου Α', ο οποίος απέτρεψε την ανέγερση των ανακτόρων επάνω στον Ιερό Βράχο.

Wittmer, Άποψη της Αθήνας του 1833 από τον Ιλισσό. Υδατογραφία 0,24x0,39 µ. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη.

Η Αθήνα ως εθνικό κέντροΈως την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους οι ελληνικοί πληθυσµοί εµφανίζονταν γεωγραφικά και πολιτικά διασπαρµένοι. Κατά κύριο λόγο διαβίωναν στο πλαίσιο των ασιατικών και ευρωπαϊκών κτήσεων της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας: στη Mικρά Ασία και τον Πόντο, στις ανθηρές παροικίες στη Βουλγαρία, τη Ρουµανία και την Αίγυπτο, στα νησιά του Aιγαίου, την Kρήτη, την Kύπρο και τέλος στο νότιο τµήµα της Βαλκανικής χερσονήσου, όπου οι ελληνικοί πληθυσµοί υπερτερούσαν αριθµητικά άλλων εθνικών και εθνοτικών οµάδων µε τις οποίες συµβίωναν. Στις περιοχές αυτές θα πρέπει να προστεθούν οι παροικίες στη νότια Ρωσία και τέλος τα Eπτάνησα. Tα νησιά του Iονίου Πελάγους υπήρξαν για αρκετούς αιώνες ενετική κτήση, ενώ από τις αρχές του 19ου αιώνα περιήλθαν στη βρετανική κυριαρχία. H γεωγραφική εξάπλωση και η πολιτική πολυδιάσπαση των ελληνικών πληθυσµών αντισταθµίζονταν χάρις στην ύπαρξη µιας κοινής πολιτισµικής αναφοράς που δεν ήταν άλλη από την Kωνσταντινούπολη, την οικουµενική πρωτεύουσα της Oρθοδοξίας.Aπό τη δεκαετία του 1830 ωστόσο η ύπαρξη του ανεξάρτητου ελληνικού βασιλείου στο νοτιότερο τµήµα της Βαλκανικής χερσονήσου δηµιουργεί µια νέα πραγµατικότητα που αναδιατάσσει τις σχέσεις των ελληνικών πληθυσµών µε το ιστορικό πολιτισµικό κέντρο, την Kωνσταντινούπολη. Η Aθήνα δε διέθετε ούτε απέκτησε κατά το 19ο αιώνα την οικονοµική ευρωστία και την πνευµατική και πολιτιστική ανάπτυξη της Πόλης, της Σµύρνης, της Αλεξάνδρειας, της Θεσσαλονίκης, του Kαΐρου, της Kέρκυρας, πόλεων δηλαδή που διαβιούσαν συµπαγείς ελληνικοί πληθυσµοί. Ωστόσο, η πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους αξίωσε εξαρχής την αναγνώρισή της ως εθνικό κέντρο. Η ρήξη µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο µε αφορµή τη µονοµερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Ελλάδος σηµατοδοτεί την ύπαρξη ενός πολιτικού δυισµού. Η πολιτική πρωτοκαθεδρία της Αθήνας έναντι της Κωνσταντινούπολης εδραιώνεται σταδιακά από τα µέσα του 19ου αιώνα. Οι εξεγέρσεις των ελληνικών πληθυσµών στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και την Κρήτη οργανώνονται και καθοδηγούνται από το ελληνικό κράτος, αποσκοπούν στην Ένωση µε αυτό και εξυπηρετούν το πολιτικό πρόγραµµα της Μεγάλης Ιδέας, της γεωγραφικής δηλαδή επέκτασης του ελληνικού βασιλείου.

Page 100: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η ελληνική οικονοµία 1833-1897Mετά το δεκαετή σχεδόν Πόλεµο της Aνεξαρτησίας και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Kαποδίστρια, η οικονοµία του ελλαδικού χώρου είχε καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά. H αγροτική παραγωγή βρισκόταν σε πολύ χαµηλό σηµείο, ενώ οι εµπορικές συναλλαγές και οι ναυτικές δραστηριότητες είχαν ουσιαστικά σταµατήσει. Mε αυτή την κατάσταση ήρθε αντιµέτωπη η Aντιβασιλεία, όταν ανέλαβε την εξουσία. Oι βασικές της επιλογές τόσο στο θέµα της ιδιοκτησίας της γης όσο και σε αυτό των δηµόσιων οικονοµικών αφορούσαν την προσπάθεια αναγέννησης των οικονοµικών δραστηριοτήτων, τον εξορθολογισµό του δηµοσιονοµικού συστήµατος και γενικότερα την προσπάθεια διαµόρφωσης ενός σύγχρονου δυτικού τύπου κράτους.Tο πρώτο ουσιαστικό κύµα ανάπτυξης έρχεται στις δεκαετίες του 1860 και του 1870. Mετά την κρίση του Kριµαϊκού πολέµου και την ανάδειξη των αδιεξόδων της αλυτρωτικής πολιτικής οι προτεραιότητες στράφηκαν προς την οικονοµική ανάπτυξη της χώρας. Διάφοροι παράγοντες διαµόρφωσαν το ευνοϊκό κλίµα για επενδύσεις ξένων κεφαλαίων στην Eλλάδα. Ένας από τους πιο σηµαντικούς ήταν η διεθνής ύφεση που κλιµακώθηκε µετά το 1873, η οποία οδήγησε στην πτώση των επιτοκίων στο εξωτερικό. Aπό το 1878, µετά τη διευθέτηση των εκκρεµοτήτων του ελληνικού κράτους για τα παλαιότερα εξωτερικά δάνεια και εξαιτίας των υψηλότερων ελληνικών επιτοκίων σε σχέση µε αυτά των ευρωπαϊκών χρηµαταγορών, παρατηρήθηκε µια ροή κεφαλαίων από τις δυτικές χώρες µε τη µορφή εξωτερικών δανείων, τάση η οποία παρατηρήθηκε τότε και σε άλλες χώρες της περιφέρειας. Παράλληλα, η αγροτική µεταρρύθµιση του 1871 αποτέλεσε µία από τις σηµαντικότερες τοµές στο εσωτερικό. Oι µικροί κλήροι που δηµιουργήθηκαν επέτειναν την εφαρµογή συστηµάτων εντατικής καλλιέργειας, µε χαρακτηριστικότερη την περίπτωση της κορινθιακής σταφίδας. H συγκυριακή αύξηση των εξαγωγών της σταφίδας συντέλεσε ακόµη περισσότερο στη θετική πορεία της οικονοµίας. O Aλέξανδρος Kουµουνδούρος σηµάδεψε την περίοδο των δύο αυτών δεκαετιών. Tο έργο του αποτέλεσε αφετηριακό σηµείο για το Xαρίλαο Tρικούπη, την πολιτική προσωπικότητα που δέσποσε στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα. O τελευταίος εφάρµοσε ένα πρόγραµµα επενδύσεων µε σκοπό την κατασκευή σηµαντικών έργων υποδοµής. H χρηµατοδότηση αυτών των έργων στηρίχτηκε σε εξωτερικά δάνεια, τα οποία σε όλη τη δεκαετία του 1880 συνάπτονταν µε χαρακτηριστική ευκολία. Στις αρχές όµως της δεκαετίας του 1890 έγινε σαφές ότι η δανειοληπτική ικανότητα της χώρας είχε εξαντληθεί, εξέλιξη που οδήγησε στην πτώχευση του 1893.Eκείνο που πρέπει να επισηµανθεί είναι πως το τρικουπικό εγχείρηµα είχε ως βασική κατεύθυνση τον εκσυγχρονισµό της ελληνικής οικονοµίας, την ένταξή της δηλαδή στους ρυθµούς οικονοµικής ανάπτυξης του δυτικού κόσµου, υιοθετώντας το φιλελεύθερο οικονοµικό µοντέλο που ακολουθούνταν στην Aγγλία. Tο σχέδιό του άλλωστε δεν επικεντρωνόταν µόνο στα οικονοµικά ζητήµατα, αλλά αφορούσε εξίσου και την αναδιοργάνωση του κράτους και του πολιτικού συστήµατος. Στο πλαίσιο αυτών των στόχων µπορεί να γίνει κατανοητό το τολµηρό άνοιγµα του υπέρµετρου εξωτερικού δανεισµού.

Page 101: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Από την Αντιβασιλεία ως τον Χαρίλαο ΤρικούπηΣτα χρόνια που ακολούθησαν την Eπανάσταση έπρεπε να αντιµετωπιστούν σηµαντικά προβλήµατα που είχαν τη ρίζα τους είτε στα χρόνια του Aγώνα είτε ακόµη και στις προεπαναστατικές κοινωνικοοικονοµικές δοµές. Ένα από τα βασικότερα ήταν το θέµα της κυριότητας αγροτικών εκτάσεων που περιήλθαν στην ελληνική επικράτεια. H αρχική ρύθµιση της δηµόσιας ιδιοκτησίας τους, λόγω της οποίας ονοµάστηκαν Eθνικές Γαίες, κατέστησε το κράτος το µεγαλύτερο "γαιοκτήµονα". Παρά τις εξαγγελίες δεν προωθήθηκε η διανοµή της γης και διατηρήθηκε η ιδιότυπη σχέση µεταξύ κράτους-ιδιοκτήτη και καλλιεργητών. Σε αυτή την εξέλιξη συντέλεσε και το ότι τα εισοδήµατα από τα ενοίκια των Eθνικών Kτηµάτων συνέβαλαν στην κάλυψη των δηµοσιονοµικών αναγκών του κράτους. Aπό την άλλη µια διαδικασία ανοικτής εκποίησής τους θα άνοιγε το δρόµο για τη δηµιουργία µεγάλων ιδιοκτησιών, εξέλιξη που ούτε οι Βαυαροί αλλά ούτε το µετά το 1843 πολιτικό προσωπικό προέκρινε. Oι ίδιοι οι καλλιεργητές τέλος δε συναίνεσαν στα νοµοσχέδια της δεκαετίας του 1830 για σταδιακή διανοµή της δηµόσιας γης µε µακροπρόθεσµη αποπληρωµή, ακριβώς επειδή θεωρούσαν ότι οι εκτάσεις που καλλιεγούσαν τους ανήκαν και δεν όφειλαν κανένα αντίτιµο για την απόκτηση της κυριότητάς τους. Το ζήτηµα αυτό δε βρήκε λύση, γεγονός που λειτούργησε προς όφελος των καλλιεργητών παρά τις επιβαρύνσεις που υπέστησαν στις πρώτες µετεπαναστατικές δεκαετίες, δηλαδή την παρακράτηση του 25% της ακαθάριστης παραγωγής τους από το κράτος µε τη µορφή της φορολογίας της δεκάτης και των ενοικίων και τις αυθαιρεσίες των ενοικιαστών των φόρων. Tελικά, η µακρά χρήση ακόµα και καταπατηµένων γαιών, διαµόρφωσε εκ των πραγµάτων µια κατάσταση η οποία δεν µπορούσε να λυθεί παρά µόνο µε δραστικά µέτρα, όπως έγινε µε την αγροτική µεταρρύθµιση του 1871.H άλλη κληρονοµιά των χρόνων της Eπανάστασης και των διαπραγµατεύσεων της Aνεξαρτησίας και της επιλογής του Όθωνα ήταν το ζήτηµα των εξωτερικών δανείων και της αποπληρωµής τους. O εξωτερικός δανεισµός θεωρούνταν απαραίτητος για την οικονοµική ανάπτυξη. Oι όροι των δανείων ήταν επαχθείς, ενώ παράλληλα το ελληνικό κράτος αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Έτσι δηµιουργήθηκαν αλλεπάλληλες κρίσεις στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, που είχαν βέβαια ως υπόστρωµά τους τα παιχνίδια πολιτικής επιρροής των Mεγάλων Δυνάµεων. H ρύθµιση των εξωτερικών δανείων το 1878 εντάσσεται στο πλαίσιο µιας ευρύτερης ανοδικής φάσης της οικονοµίας και ανοίγει νέες δυνατότητες δανειοδότησης της ελληνικής οικονοµίας που µέχρι τότε ήταν ανέφικτες.Aκολουθεί η προσάρτηση της Θεσσαλίας, µιας περιοχής που θα µπορούσε να µετριάσει το πρόβληµα του εφοδιασµού σε σιτάρι της ελληνικής κοινωνίας. Tο ιδιοκτησιακό καθεστώς των µεγάλων τσιφλικιών, όπως διαµορφώθηκε λίγο πριν από την προσάρτηση και το οποίο προστατεύτηκε συστηµατικά από τις τρικουπικές κυβερνήσεις στα επόµενα χρόνια, απέτρεψε αυτή τη δυνατότητα. Oι µεγαλοϊδιοκτήτες κρατούσαν περιορισµένη την παραγωγή του σιταριού, για να ανεβαίνουν οι τιµές, ενώ οι υψηλοί δασµοί στο εισαγόµενο σιτάρι δεν το καθιστούσαν ανταγωνιστικό στην ελληνική αγορά. Aποτέλεσµα ήταν το ψωµί να παραµένει ακριβό, επιτείνοντας τη δυσαρέσκεια, ιδίως των χαµηλών εισοδηµατικών στρωµάτων. Eπιπρόσθετα, η οικονοµική πολιτική του Tρικούπη µε τους αυξηµένους έµµεσους φόρους και το υψηλό δασµολόγιο στις εισαγωγές ενέτεινε την κρίση, η οποία είχε και δοµικά χαρακτηριστικά όπως η ανορθολογική χρηµατοδότηση των επιχειρήσεων από τις τράπεζες µε αποτέλεσµα τη χρεωκοπία τους. H προοπτική αυτή δεν αποτράπηκε και για το ίδιο το κράτος, αφού ο αριθµός, οι όροι και η χρήση των δηµόσιων εξωτερικών δανείων οδήγησαν στην πτώχευση του 1893.

Page 102: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Eθνικές ΓαίεςEθνικές Γαίες ή Eθνικά Kτήµατα ονοµάστηκαν οι αγροτικές εκτάσεις που ανήκαν σε µουσουλµάνους ιδιώτες, στo οθωµανικό κράτος ή σε µουσουλµανικά θρησκευτικά ιδρύµατα και οι οποίες στη διάρκεια της Eπανάστασης περιήλθαν στη δικαιοδοσία της ελληνικής διοίκησης. Tα κτήµατα αυτά βρίσκονταν κατά κύριο λόγο στην Πελοπόννησο και σε µικρότερο βαθµό στη Στερεά Eλλάδα, την Eύβοια και τα νησιά. Aυτό οφείλεται στο ότι η επικράτηση της Eπανάστασης στην Πελοπόννησο ήταν καθολική και σε µεγάλο βαθµό αδιαµφισβήτητη, τουλάχιστον έως την απόβαση του Iµπραΐµ (1825). Στη Στερεά αντίθετα οι διαρκείς καταλήψεις και ανακαταλήψεις των περιοχών µεταξύ των εµπολέµων επέτρεψαν στους µουσουλµάνους να διατηρήσουν τα δικαιώµατά τους στη γη. Mετά την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας ένα τµήµα των µουσουλµανικών κτηµάτων καταπατήθηκαν, ενώ τα υπόλοιπα πουλήθηκαν ιδίως σε έλληνες µεγαλοϊδιοκτήτες. Έτσι, ευνοήθηκε η διαµόρφωση µεγάλων γαιοκτησιών, ιδίως στην Aνατολική Στερεά και την Eύβοια.Tο ζήτηµα των εθνικών γαιών και συγκεκριµένα η διανοµή τους απασχόλησε την ελληνική κοινωνία σε ολόκληρο το 19ο αιώνα. Στις εθνοσυνελεύσεις της εποχής της Eπανάστασης διατυπώθηκε η πρόθεση για διανοµή των εθνικών γαιών σε εκείνους που πήραν µέρος στον Aγώνα της Aνεξαρτησίας. Mετά την Επανάσταση το ζήτηµα της διανοµής των εθνικών γαιών αποτέλεσε µια από τις σταθερές διεκδικήσεις των παλαίµαχων αγωνιστών, ως ανταµοιβή για τη συµµετοχή τους στην Επανάσταση. Yπήρξε µάλιστα ένα από τα αιτήµατα σε πολλές από τις εξεγέρσεις που σηµειώθηκαν στο δεύτερο µισό της δεκαετίας του 1830. Ωστόσο, το ζήτηµα των εθνικών γαιών παρέµεινε σε εκκρεµότητα έως το 1871, όταν ο Aλέξανδρος Kουµουνδούρος προχώρησε στη διανοµή τους.

Νόµοι για την αγροτική γηH πρώτη από µια σειρά προσπαθειών για την επίλυση του ζητήµατος των Eθνικών Γαιών στην κατεύθυνση της διανοµής τους σε ακτήµονες ήταν ο νόµος περί "Προικοδοτήσεως" του 1835. Mε τη ρύθµιση αυτή επιχειρήθηκε η συγκρότηση ενός στρώµατος ανεξάρτητων µικροϊδιοκτητών, οι οποίοι θα λειτουργούσαν ως κοινωνικό στήριγµα του θρόνου. Kάθε οικογενειακή µονάδα θα λάβαινε ένα γραµµάτιο 2.000 δραχµών µε το οποίο είχε τη δυνατότητα να αγοράσει γη, η έκταση της οποίας ποίκιλε µε βάση τη θέση και τη γονιµότητά της. Το ποσό αυτό έπρεπε να αποπληρωθεί σε 36 έτη, ενώ στο ποσό της αποπληρωµής συµπεριλαµβανόταν και η φορολογική επιβάρυνση της δεκάτης. Δικαίωµα συµµετοχής είχαν όλοι οι κάτοικοι της χώρας -αυτόχθονες και ετερόχθονες- καθώς και οι φιλέλληνες που συµµετείχαν στον πόλεµο της ανεξαρτησίας. H όλη ρύθµιση δεν τελεσφόρησε και οι αιτίες για αυτή την εξέλιξη ήταν πολλές. Mεταξύ αυτών και οι αντιδράσεις των ενοικιαστών φόρων που θα έχαναν ένα µεγάλο µέρος των εισοδήµατων τους αλλά και των ακτηµόνων που επιθυµούσαν τη δωρεάν παραχώρησή τους. Μια δεύτερη απόπειρα επίλυσης του ζητήµατος επιχειρήθηκε µερικά χρόνια αργότερα (1838) µε ειδικό νόµο που αφορούσε αποκλειστικά τους αξιωµατικούς της Φάλαγγας. Σύµφωνα µε το νόµο οι παλιοί οπλαρχηγοί που είχαν ενταχθεί στους καταλόγους της Φάλαγγας µπορούσαν να επιλέξουν κάποια έκταση γης από τα Eθνικά Kτήµατα παραιτούµενοι ταυτόχρονα από το µισθό τους. H ρύθµιση αυτή, εκτός από την επίλυση του ιδιοκτησιακού προβλήµατος και τη µείωση της δυσαρέσκειας των καπετάνιων για τη στρατιωτική πολιτική, απέβλεπε και στον περιορισµό των δηµόσιων δαπανών. Όµως και αυτή η προσπάθεια δεν είχε αξιόλογη συνέχεια. Tέλος, την ίδια εποχή και µε στόχο την πληθυσµιακή αύξηση των αγροτικών περιοχών, προωθήθηκαν ορισµένα µέτρα για τον εποικισµό της υπαίθρου που απευθύνονταν στους οµογενείς από διάφορα µέρη της Oθωµανικής Aυτοκρατορίας. Tα µέτρα αυτά αφορούσαν τόσο την εξαγορά γης µε ευνοϊκούς όρους όσο και τη δασµολογική ελάφρυνση στις εισαγωγές οικοσκευών και ζώων. Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση δεν υπήρξαν σοβαρά αποτελέσµατα, στο βαθµό που οι Έλληνες της διασποράς δεν έδειξαν ενδιαφέρον να εγκατασταθούν στην ελληνική ύπαιθρο.

Page 103: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οικονοµική συγκυρία και κίνηµα της 3ης Σεπτεµβρίου 1843Στις αρχές του 1843 τα οικονοµικά του ελληνικού κράτους ήταν αρκετά δυσµενή. Yπήρχε αδυναµία να καλυφθεί η αποπληρωµή των τοκοχρεολυσίων των παλαιότερων δανείων, βάσει των συµφωνιών του 1832 που ρύθµιζαν την επιλογή του Όθωνα ως βασιλιά, χωρίς τη σύναψη νέου εξωτερικού δανείου. Oι Μεγάλες Δυνάµεις που στήριζαν έως τότε την πολιτική του βασιλιά αρνήθηκαν αυτό το διακανονισµό. Σε µια προσπάθεια αντιµετώπισης του προβλήµατος η κυβέρνηση αποφάσισε να µειώσει τις δηµόσιες δαπάνες (διακοπή λειτουργίας πρεσβειών, αναστολή εργασιών διάφορων έργων, µείωση µισθών, αποµάκρυνση δηµοσίων υπαλλήλων κτλ.). Παρόλα αυτά δεν έγινε εφικτή η συγκέντρωση του ποσού που ήταν απαραίτητο για την αποπληρωµή των χρεών µε καταληκτική ηµεροµηνία την 1η Iουνίου 1843.Ως αποτέλεσµα αυτών των εξελίξεων ήρθε το πρωτόκολλο της 5ης Iουλίου 1843 στη Διάσκεψη του Λονδίνου, το οποίο η Eλλάδα αποδέχτηκε στις 2/14 Σεπτεµβρίου, την παραµονή δηλαδή της εκδήλωσης του στρατιωτικού κινήµατος. Oι όροι του πρωτοκόλλου ήταν επώδυνοι: το ετήσιο ποσό για τους τόκους και την απόσβεση του κεφαλαίου ορίστηκε στα 3.635.922 φράγκα. Για να εξασφαλιστεί η πληρωµή του προσδιορίστηκαν συγκεκριµένοι πόροι (δασµοί, φόροι χαρτοσήµου και ιδιοκτησιών) που θα εξυπηρετούσαν αποκλειστικά την αποπληρωµή του δανείου. Επιπρόσθετα, οι πρεσβευτές της Aγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας αλλά και ξένοι εµπορικοί οίκοι θα επόπτευαν την όλη διαδικασία. Eίναι φανερό ότι η ρύθµιση αυτή κατέλυε ουσιαστικά τον κρατικό έλεγχο στον οικονοµικό τοµέα.Όλα αυτά επιδείνωσαν τη θέση του Όθωνα και συνακόλουθα της κυβέρνησης Χρηστίδη. Tα µέτρα λιτότητας δυσαρέστησαν έντονα τους δηµόσιους υπαλλήλους και κυρίως τους στρατιωτικούς, οι οποίοι διαπίστωναν ότι τα µέτρα λιτότητας αφορούσαν µόνο αυτούς και όχι τους βαυαρούς αξιωµατικούς που υπηρετούσαν στον τακτικό στρατό. H κατάσταση αυτή κλόνιζε ασφαλώς την πίστη του στρατού στο πρόσωπο του βασιλιά και µάλιστα σε µια περίοδο πολιτικής αναταραχής και έντονων παρασκηνιακών κινήσεων. Eπιπρόσθετα, οι όροι του πρωτοκόλλου της 5 Iουλίου θεωρήθηκαν από τον Tύπο και τα κόµµατα ταπεινωτικοί και ενδυνάµωσαν το αίτηµα για κατάργηση της βασιλικής απολυταρχίας και παραχώρηση συντάγµατος.

Page 104: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Επεισόδια Πατσίφικο και Φίνλεϋ. ΠαρκερικάAπό τα τέλη του 1845 η βρετανική κυβέρνηση έκανε κινήσεις που αποσκοπούσαν στην ανάκτηση της επιρροής της στην Eλλάδα. Ένα από τα βασικά µέσα σε αυτή την κατεύθυνση ήταν η ενεργοποίηση των όρων του πρωτοκόλλου του 1843 σχετικά µε τις υποχρεώσεις της Eλλάδας προς τις Μεγάλες Δυνάµεις, που ακόµη δεν είχαν επικυρωθεί από τη Bουλή εξαιτίας της κωλυσιεργίας του πρωθυπουργού Iωάννη Kωλέττη. Tο θέµα τέθηκε και πάλι µε την απειλή επιβολής οικονοµικού ελέγχου, στην περίπτωση που το ελληνικό κράτος δε µεριµνούσε για την υλοποίηση των όρων της συµφωνίας. O Όθωνας και ο Kωλέττης διείδαν τον κίνδυνο και φάνηκαν διατεθειµένοι να δεσµεύσουν το πλεόνασµα του προϋπολογισµού για την εξυπηρέτηση των δανείων. Tαυτόχρονα, απευθύνθηκαν στη Γαλλία και τη Ρωσία, οι οποίες φάνηκαν διατεθειµένες να προσφέρουν βοήθεια. Tο βασικό επιχείρηµα της ελληνικής πλευράς ήταν ότι η αδυναµία του κράτους να ασκήσει στοιχειώδη πολιτική οικονοµικών παροχών (εξαιτίας µιας πιθανής δέσµευσης του συνόλου των πόρων του) θα έθετε σε κίνδυνο την εσωτερική ασφάλεια και την πολιτική σταθερότητα της χώρας. Παρόλα αυτά η Aγγλία εξακολουθούσε να αντιµετωπίζει το θέµα του δανείου ως προνοµιακό πεδίο παρέµβασης στα ελληνικά πράγµατα και η πολιτική αυτή συνεχίστηκε και αργότερα. Oι αφορµές ήταν πολλές. Mια από αυτές ήταν η επαναφορά του θέµατος της κυριαρχίας στις νησίδες Eλαφόνησο (µεταξύ Λακωνίας και Kυθήρων) και Σαπιέντζα (νότια της Mεθώνης). Aλλά το θέµα που κυριάρχησε ήταν αυτό των δικαιωµάτων βρετανών πολιτών στην Eλλάδα. Eπρόκειτο για τα επεισόδια Πατσίφικο και Φίνλεϋ. O Δαβίδ Πατσίφικο ήταν ένας Εβραίος πορτογαλικής καταγωγής µε βρετανική υπηκοότητα που κατοικούσε στην Aθήνα. Tο Πάσχα του 1849, χρονιά που απαγορεύτηκε το έθιµο της καύσης οµοιώµατος του Iούδα, το πλήθος επιτέθηκε και κατέστρεψε το σπίτι του στο πλαίσιο ενός διάχυτου αντισηµιτισµού παραδοσιακού τύπου. O Πατσίφικο ζήτησε ένα πολύ µεγάλο ποσό ως αποζηµίωση και µάλιστα το αίτηµά του δεν υποβλήθηκε στις αρµόδιες ελληνικές αρχές αλλά στη βρετανική πρεσβεία. Tην ίδια εποχή απαλλοτριώθηκε µια έκταση που άνηκε στο βρετανό ιστορικό Tζωρτζ Φίνλεϋ για τη δηµιουργία του Bασιλικού (σήµερα Eθνικού) κήπου. Kαι αυτός µε τη σειρά του ζήτησε αποζηµίωση δυσανάλογα µεγάλη σε σχέση µε το ποσό που πήραν ιδιοκτήτες ανάλογων οικοπέδων στον ίδιο χώρο. Tο αρνητικό κλίµα στις σχέσεις µε την Aγγλία επανατροφοδοτήθηκε από ορισµένα περιστατικά πειρατείας σε βάρος βρετανών υπηκόων (Κεφαλλονιτών) στη θαλάσσια περιοχή µεταξύ Eλλάδας και Iονίου Πολιτείας. Έτσι, τον Iανουάριο του 1850 ο πρεσβευτής της Mεγάλης Bρετανίας Oυάις και ο ναύαρχος Πάρκερ επέδωσαν στις ελληνικές αρχές τελεσίγραφο για την ικανοποίηση των βρετανικών αιτηµάτων µε την καταβολή των σχετικών αποζηµιώσεων. Σε αντίθετη περίπτωση θα διενεργούνταν ναυτικός αποκλεισµός της Eλλάδας από τον αγγλικό πολεµικό στόλο. H αρνητική ελληνική απάντηση σήµανε την έναρξη του αποκλεισµού του Πειραιά, που δηµιούργησε σοβαρά προβλήµατα στις οικονοµικές δραστηριότητες ακόµα και στον εφοδιασµό της πρωτεύουσας σε τρόφιµα. Kυρίως όµως καταρρακώθηκε το κύρος της χώρας, ενώ στο εσωτερικό διαµορφώθηκε ένα ευρύ αντιαγγλικό µέτωπο. O αποκλεισµός σταµάτησε προσωρινά µε την παρέµβαση της Pωσίας και της Γαλλίας, αλλά επαναλήφθηκε και έληξε οριστικά το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Tο θέµα της αποζηµίωσης του Πατσίφικο τέθηκε στις πραγµατικές του διαστάσεις και επιλύθηκε, όχι όµως και το ζήτηµα της κυριαρχίας των δύο µικρών νησιών στη θαλάσσια περιοχή νότια της Πελοποννήσου.

Page 105: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ρύθµιση των δανείωνΟι δεκαετίες του 1860 και του 1870 αποτέλεσαν περιόδους ανάκαµψης της ελληνικής οικονοµίας. Ωστόσο, η αδυναµία δανειοδότησης από το εξωτερικό παρέµενε ένα από τα βασικά οικονοµικά προβλήµατα της περιόδου. Oι εκκρεµότητες σε σχέση µε τα δάνεια του Aγώνα και η αδυναµία του ελληνικού κράτους να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τους ξένους δανειστές, προκάλεσε τον αποκλεισµό του κράτους από τις διεθνείς χρηµαταγορές και αποτέλεσαν σηµεία τριβής στις σχέσεις της Eλλάδας ιδίως µε την Aγγλία. Aποτέλεσµα όλων αυτών ήταν η στροφή του ελληνικού κράτους στον εσωτερικό δανεισµό, που όµως δεν ήταν δυνατό να αποφέρει τα ποσά που ήταν απαραίτητα για την άσκηση αναπτυξιακής πολιτικής.Στο πλαίσιο της ευµετάβλητης συγκυρίας του τέλους της δεκαετίας του 1870 και ενώ σοβούσε µια από τις σοβαρότερες κρίσεις του Aνατολικού Ζητήµατος, το ελληνικό κράτος επέλεξε να τερµατίσει την πρακτική των εσωτερικών δανείων και να επιδιώξει κάποιο συµβιβασµό σχετικά µε την αποπληρωµή των δανείων της Aνεξαρτησίας. Μόνο έτσι θα µπορούσε το ελληνικό κράτος να απευθυνθεί ξανά στις διεθνείς χρηµαταγορές µε στόχο τη σύναψη νέων δανείων. Πράγµατι, τον Iανουάριο του 1879 συνάφθηκε εξωτερικό δάνειο 60 εκατοµµυρίων φράγκων και το 1881 ένα δεύτερο 120 εκατοµµυρίων. H πρακτική του εκτεταµένου δανεισµού θα χαρακτηρίσει έκτοτε τη δηµοσιονοµική πολιτική κυρίως των τρικουπικών κυβερνήσεων και θα συντελέσει σε πολύ µεγάλο βαθµό στην πορεία προς την πτώχευση του 1893.

Page 106: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οικονοµική κρίση 1883-1884Mεταξύ 1883 και 1884 παρουσιάστηκαν έντονα σηµάδια οικονοµικής ύφεσης. Συγκεκριµένα, παρατηρήθηκε µεγάλη αύξηση των πτωχεύσεων σε επιχειρήσεις του δευτερογενούς και του τριτογενούς τοµέα. Oι περισσότερες από αυτές χρωστούσαν στην Eθνική Tράπεζα, η οποία όµως δεν εφάρµοσε πολιτική διακανονισµού των χρεών αυτών. Tα αίτια της κρίσης ήταν πολλά. H εφαρµογή της οικονοµικής πολιτικής του Xαρίλαου Tρικούπη, που εγγραφόταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονοµίας, παρήγαγε άµεσα αρνητικά επακόλουθα σε πολυπληθείς οµάδες της ελληνικής κοινωνίας. Oι υψηλοί δασµοί που επιβλήθηκαν ευνοούσαν βέβαια την ανάπτυξη της βιοµηχανίας, γιγάντωναν ωστόσο το κόστος των εισαγόµενων προϊόντων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν απαραίτητα για την καθηµερινή διαβίωση. Oι νέες ισοτιµίες της δραχµής µε τα ξένα νοµίσµατα και ειδικά το φράγκο, στο πλαίσιο της προσπάθειας ενεργοποίησης της ένταξης της χώρας στη Λατινική Νοµισµατική Ένωση, οδήγησαν σε υποτίµησή του ελληνικού νοµίσµατος κατά 12%. Παράλληλα, η άρση της αναγκαστικής νοµισµατικής κυκλοφορίας το Δεκέµβριο του 1884 δηµιούργησε σοβαρές νοµισµατικές ανακατατάξεις. Aνάµεσα στο 1882 και το 1884 παρατηρήθηκε αύξηση των τιµών κατά 30% περίπου. Aν σκεφθεί κανείς ότι είχε προηγηθεί µια σχετικά µακρόχρονη νοµισµατική σταθερότητα, γίνεται αντιληπτό ότι αυτά τα δεδοµένα δηµιούργησαν έντονη κοινωνική δυσαρέσκεια που σε µεγάλο βαθµό στράφηκε ενάντια στο οικονοµικό πρόγραµµα του Tρικούπη. H οικονοµική ύφεση οδήγησε σε απολύσεις και, συνακόλουθα, σε αύξηση της ανεργίας επιτείνοντας έτσι την κοινωνική δυσαρέσκεια. Σε αρκετές πόλεις, ιδίως σε οικονοµικά ανεπτυγµένα κέντρα όπως η Σύρος, ο Πειραιάς, η Πάτρα και το Λαύριο οι αντιδράσεις των εργαζοµένων πήραν τη µορφή απεργιών στο Λαύριο µάλιστα οι κινητοποιήσεις αυτές διήρκεσαν αρκετά χρόνια. Tην ίδια στιγµή η αύξηση της φορολογίας έπληττε συγκριτικά περισσότερο τα χαµηλά εισοδηµατικά στρώµατα. Στους έµµεσους φόρους που επιβλήθηκαν στην κατανάλωση του καπνού και του φωτιστικού πετρελαίου, δηλαδή σε ήδη µαζικής κατανάλωσης, οφείλεται και το ψευδώνυµο Πετρέλαιος που χρησιµοποιήθηκε για τον Τρικούπη.

ΠτώχευσηH παρατεταµένη επιστράτευση που εφάρµοσε ο Δηλιγιάννης στα µέσα της δεκαετίας του 1880, διαχειριζόµενος µε τον τρόπο αυτό την κρίση της Aνατολικής Pωµυλίας, αύξησε κατακόρυφα το δηµόσιο έλλειµµα. Ως αποτέλεσµα η κατάσταση των δηµόσιων οικονοµικών πήρε διαστάσεις σοβαρού προβλήµατος. O Χαρίλαος Tρικούπης που τον διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία ενέτεινε τις φορολογικές επιβαρύνσεις και προχώρησε στη σύναψη µιας νέας σειράς δανείων τα έτη 1887, 1888 και 1889. Mε τα χρήµατα των νέων δανείων επιδίωξε να αποπληρώσει παλαιότερες οφειλές, να καλύψει τα πάγια έξοδα του κράτους και να προχωρήσει στην υλοποίηση του προγράµµατός του για τα δηµόσια έργα. Όταν ανέλαβε και πάλι την εξουσία το 1892, το πρόβληµα του δηµόσιου ελλείµµατος ήταν ακόµη πιο οξυµένο. Παρά τις επανειληµµένες προσπάθειές του δεν κατάφερε να συνάψει νέο δάνειο µε στοιχειωδώς αποδεκτούς όρους και παραιτήθηκε. Tότε ανέλαβε την εξουσία ο Σ. Σωτηρόπουλος στηριζόµενος στη βασιλική εύνοια και χωρίς τη στήριξη της βουλής. Aξίζει να σηµειωθεί ότι την κυβερνητική µεταβολή στήριξε και ο Aνδρέας Συγγρός, ο οποίος εκπροσωπώντας γαλλικά και οµογενειακά συµφέροντα έκανε ότι µπορούσε στην προηγούµενη φάση για να µη λάβει η Eλλάδα νέο δάνειο και να παγειωθεί η εντύπωση ότι οδεύει για πτώχευση το ελληνικό κράτος. O σκοπός από τότε ήταν η επιβολή διεθνούς ελέγχου, ώστε να εξασφαλιστούν οι απολαβές των δανειστών.H κυβέρνηση Σωτηρόπουλου διαπραγµατεύθηκε τη σύναψη δανείου µε τον αγγλικό οίκο Χάµπρο το οποίο ονοµάστηκε «δάνειο κεφαλαιοποιήσεως» και είχε εξαιρετικά τοκογλυφικούς όρους. Παρά ταύτα το συγκεκριµένο δάνειο έδινε τη δυνατότητα να µετατραπούν τα καθυστερηµένα τοκοχρεολύσια των προηγουµένων δανείων σε τίτλους νέου δανείου. Λίγο αργότερα ο Χαρίλαος Τρίκούπης ανέλαβε και πάλι την εξουσία, ακύρωσε το «δάνειο κεφαλαιοποιήσεως» και προσπάθησε να συνάψει νέο. Mάταια όµως! H δανειοληπτική αξιοπιστία της Ελλάδας είχε πλέον πληγεί ανεπανόρθωτα. Στις 10 Δεκεµβρίου 1893 ο Τρικούπης αναγνώρισε µέσα στην αίθουσα του κοινοβουλίου την πτώχευση του ελληνικού κράτους. Mε νόµο η κυβέρνηση περιόρισε την εξυπηρέτηση των τόκων κατά 30% και ανέστειλε την πληρωµή των τοκοχρεολυσίων. Aυτή η εξέλιξη είχε σηµαντικές συνέπειες στη διεθνή οικονοµική αλλά κυρίως πολιτική θέση της Eλλάδας στο εξωτερικό. Eπίσης, δηµιούργησε αρνητικό κλίµα στο εσωτερικό. H αίσθηση ταπείνωσης που διαχύθηκε στον πληθυσµό για την οικονοµική αδυναµία του κράτους συνέβαλε κατά ένα µέρος στην οργάνωση µυστικών εθνικιστικών εταιρειών και στην προώθηση αλυτρωτικών στόχων. Πολύ γρήγορα η οικονοµική ολίσθηση συµπληρώθηκε από τη στρατιωτική ήττα στον πόλεµο του 1897, η οποία µε τη σειρά της επέτρεψε την ολοκλήρωση του οικονοµικού διασυρµού, µε την επιβολή του Διεθνούς Οικονοµικού Ελέγχου το 1898.

Page 107: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οικονοµία και θεσµικός µετασχηµατισµόςAπό τα πρώτα χρόνια συγκρότησης του ελληνικού κράτους και καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα το αίτηµα του θεσµικού µετασχηµατισµού στο πεδίο της οικονοµίας, σχετίζεται µε το θέµα της υπέρβασης των παραδοσιακών οικονοµικών πρακτικών που ενδηµούσαν στον ελλαδικό χώρο. Στο πεδίο των δηµόσιων οικονοµικών για παράδειγµα, από τις πρώτες διοικήσεις της Eπανάστασης µέχρι και το 1880 διατηρήθηκε το φορολογικό σύστηµα της δεκάτης, κατεξοχήν "δόσιµο" της προκαπιταλιστικής οθωµανικής οικονοµίας. O φόρος αυτός σε συνδυασµό µε το ενοίκιο που όφειλαν οι καλλιεργητές των Eθνικών Γαιών στο κράτος-ιδιοκτήτη συνέθεταν µια επιβάρυνση σχεδόν 25% επί της ακαθάριστης παραγωγής. Παράλληλα είχαν επιβληθεί τα «Διαπύλια Tέλη», που επιβάρυναν την εµπορική διακίνηση αγαθών µεταξύ των επαρχιών του ελληνικού κράτους. Aυτός ο φόρος ενώ επέτρεπε τη χρηµατοδότηση των δήµων, ουσιαστικά αναιρούσε τον ενιαίο χαρακτήρα του ελληνικού οικονοµικού χώρου, δηµιουργώντας αναχώµατα στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς. Tέλος, η αδυναµία του κράτους αλλά και η απροθυµία των πολιτικών να οργανωθούν δηµόσιοι µηχανισµοί για τη συγκέντρωση των φόρων επέτρεψαν την επί µακρόν επιβίωση του θεσµού της ενοικίασης της είσπραξης των οφειλών προς το κράτος (φόρων και ενοικίων). H κατάσταση αυτή επέτρεπε τις αυθαιρεσίες από πλευράς ενοικιαστών και την προσπάθεια για όσο το δυνατό µεγαλύτερη φοροδιαφυγή από πλευράς φορολογουµένων.Tο θεσµικό αυτό πλαίσιο διατηρήθηκε έως το 1871, οπότε µε την αγροτική µεταρρύθµιση δεν υπήρχε πλέον θέµα ενοικίασης των φόρων, ενώ το 1880 καταργήθηκε και η δεκάτη στα σιτηρά, όχι όµως και στην ελαιοπαραγωγή. Στην τοµή αυτή έπαιξαν ρόλο οι εκσυγχρονιστικές αντιλήψεις που διέπνεαν την πολιτική του Tρικούπη, στη λογική των οποίων δεν µπορούσε να γίνει ανεκτή η διατήρηση ενός οθωµανικού φορολογικού θεσµού. O φόρος όµως που αντικατέστησε τη δεκάτη, ο φόρος επί των αροτριώντων κτηνών, ουσιαστικά µεταβίβαζε το φορολογικό βάρος από τους ιδιοκτήτες της γης και κατόχους του αγροτικού προϊόντος στους καλλιεργητές που διέθεταν τα απαραίτητα για την παραγωγή ζώα. H συγκεκριµένη επιλογή είχε ιδιαίτερες επιπτώσεις στην εξέλιξη του θεσσαλικού ζητήµατος. Eκεί οι ιδιοκτήτες πια των εκτάσεων και του προϊόντος ουσιαστικά παρέµεναν αφορολόγητοι, ενώ φορολουγούνταν οι ακτήµονες καλλιεργητές στην κυριότητα των οποίων ανήκαν τα ζώα που χρησιµοποιούνταν για την αγροτική παραγωγή. H στάση των τρικουπικών κυβερνήσεων σε αυτό το θέµα διαπλέκεται µε τη γενικότερη φορολογική πολιτική της τρικουπικής περιόδου, στην οποία κυριαρχούσαν οι έµµεσοι φόροι και όχι οι φόροι επί του εισοδήµατος. Aκόµα εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο προσέλκυσης των οµογενών για επενδύσεις στο ελληνικό κράτος, όπου η µη φορολόγηση των εισοδηµάτων τους ήταν ένα από τα στοιχεία που χρησιµοποιήθηκαν για να τους δελεάσουν.

Page 108: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Τα δηµόσια οικονοµικά 1833-1843Όταν ανέλαβε την ευθύνη της διοίκησης η αντιβασιλεία τα δηµόσια οικονοµικά βρίσκονταν σε κρίσιµη κατάσταση. Δεν υπήρχε σαφής γνώση της έκτασης των Eθνικών Kτηµάτων, ούτε των δηµόσιων εσόδων. Mετά τη δολοφονία του Kαποδίστρια έπαψε να υφίσταται κάθε δηµοσιονοµική λειτουργία, ακόµη και µε τη στοιχειώδη µορφή της προηγούµενης περιόδου. Στην πραγµατικότητα ένα µεγάλο µέρος των Eθνικών Kτηµάτων είχαν πωληθεί παράνοµα ή είχαν καταπατηθεί, το έλλειµµα του προϋπολογισµού ήταν τεράστιο, ενώ παράλληλα οι υποχρεώσεις της χώρας για την αποπληρωµή των εξωτερικών δανείων πίεζαν ακόµα περισσότερο για να βρεθούν λύσεις στο τοµέα των οικονοµικών. Tην περίοδο εκείνη επρόκειτο να εισρεύσει το δάνειο των 60.000.000 φράγκων που εγγυήθηκαν οι Mεγάλες Δυνάµεις στις διαπραγµατεύσεις για την ανεξαρτησία της Eλλάδας. Aπό αυτό βέβαια µόνο ένα µέρος επρόκειτο να φτάσει άµεσα στην Eλλάδα, µε την αφαίρεση µάλιστα των τόκων και των προµηθειών.Aπέναντι σε αυτά τα δεδοµένα η αντιβασιλεία προσπάθησε να κάνει κάποιες επεµβάσεις στην κατεύθυνση του εξορθολογισµού της οικονοµικής κατάστασης. Aυτές αποσκοπούσαν στη µείωση κατά το δυνατόν των δηµόσιων εξόδων, στη δηµιουργία συνθηκών για την αναθέρµανση της γεωργίας και των εµπορικών δραστηριοτήτων και στον έλεγχο των καταχρήσεων των αρµόδιων περί τα οικονοµικά θέµατα δηµόσιων οργάνων. H τελευταία επισήµανση αφορούσε κυρίως τους ιδιώτες, οι οποίοι νοίκιαζαν την είσπραξη των φόρων, πρακτική που εφαρµοζόταν στην Oθωµανική Aυτοκρατορία. Eξαιτίας της αδυναµίας του κράτους να συγκροτήσει µηχανισµούς για την είσπραξη των φόρων, η συγκεκριµένη πρακτική αναπαραγόταν, δηµιουργώντας έτσι µια οµάδα µεσαζόντων µεταξύ φορολογουµένων και κράτους. Tο συγκεκριµένο κοινωνικό στρώµα προσποριζόταν µέσω αυτής της διαµεσολάβησης αξιόλογα ποσά, αυξάνοντας παράλληλα τα οικονοµικά βάρη των αγροτών.H αντιβασιλεία επιδίωξε την αναδιάταξη αυτού του µηχανισµού, στο πλαίσιο της ευρύτερης λογικής της, που αποσκοπούσε στην αποδυνάµωση των παραδοσιακών τοπικών εξουσιαστικών οµάδων. Όπως ήταν λογικό, από αυτά τα δίκτυα προέρχονταν και οι ενοικιαστές των φόρων καθεµιάς επαρχίας, οι οποίοι βεβαίως καθόριζαν και τους υπενοικιαστές για κάθε επιµέρους περιοχή. H αντιβασιλεία καθιέρωσε τη δηµοπράτηση των ενοικιάσεων φόρων για σχετικά µικρές περιοχές, κάνοντας τις δηµοπρατήσεις δηµόσια στις πρωτεύουσες των επαρχιών, επιδιώκοντας αφενός να ανοίξει τον κύκλο των ενοικιαστών και αφετέρου να αποδιαρθρώσει τη σχέση ενοικιαστών-υπενοικιαστών, εις όφελος των φορολογουµένων και των κρατικών εσόδων. H τοµή αυτή δεν είχε σοβαρά αποτελέσµατα στο βαθµό που οι παλιότεροι ενοικιαστές πέτυχαν να ελέγξουν τις ενοικιάσεις φόρων και µε τα νέα δεδοµένα. Mια ακόµα καινοτοµία της αντιβασιλείας σε σχέση µε τα δηµοσιονοµικά υπήρξε η ίδρυση του Eλεγκτικού Συνεδρίου το 1833. Στόχος του ήταν ο έλεγχος της διαχείρησης των οικονοµικών του κράτους. Τέλος, το Eλεγκτικό Συνέδριο λειτουργούσε ως το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο για τα θέµατα των οικονοµικών υπηρεσιών του κράτους.

Page 109: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Εθνική ΤράπεζαΣτα πρώτα χρόνια της ζωής του ελληνικού κράτους δε λειτούργησε κάποιο τραπεζικό ίδρυµα, µε αποτέλεσµα την αδυναµία ελέγχου, διαχείρησης και ενεργοποίησης των κεφαλαίων που ήταν απαραίτητα για την ανάπτυξη της χώρας. Aυτή η κατάσταση είχε ως αποτέλεσµα το σχετικά υψηλό επιτόκιο στις δανειοδοτήσεις µεταξύ ιδιωτών. Για τους λόγους αυτούς κρίθηκε απαραίτητη η ίδρυση τράπεζας στην Aθήνα. Ύστερα από συνεννοήσεις και συµφωνίες µε πιστωτικά ιδρύµατα του εξωτερικού ιδρύθηκε η Eθνική Τράπεζα µε βασιλικό διάταγµα στις 30 Mαρτίου 1841, το οποίο τροποιήθηκε στις 16 Aυγούστου του ίδιου χρόνου. Tον Iανουάριο του 1842 η Eθνική Tράπεζα εγκαινίασε τη λειτουργία της.Mε βάση τους ιδρυτικούς νόµους το µετοχικό κεφάλαιο της Eθνικής Tραπέζης θα έφτανε τα 5.000.000 δραχµές, το οποίο µπορούσε να διατεθεί σε 5.000 µετοχές, αξίας 1.000 δραχµών η καθεµιά. Aπό αυτές το ελληνικό κράτος υποχρεούνταν να αγοράσει τις 1.000. Tελικά το αρχικό κεφάλαιο της Eθνικής Tραπέζης δεν έφτασε παρά τις 1.468.000 δραχµές. Aρχικοί µέτοχοι ήταν το ελληνικό κράτος µε 600, ο τραπεζικός οίκος του Eϋνάρδου µε 300, οι αδελφοί Zωσιµάδες µε 250, ο βασιλιάς Λουδοβίκος Β' µε 200 και ο K. Bράνης µε 150 µετοχές.Πέρα από τις άλλες πιστωτικές λειτουργίες η Eθνική Tράπεζα απέκτησε το δικαίωµα έκδοσης ανώνυµων τραπεζικών γραµµατίων, δηλαδή χαρτονοµισµάτων, τα οποία όµως δε θα ξεπερνούσαν τα 2/5 της αξίας του κεφαλαίου της. Tη διοίκηση της τράπεζας ανέλαβε επιτροπή, η οποία εκλεγόταν από τη γενική συνέλευση των µετόχων. Tο κράτος διόριζε βασιλικό επίτροπο, ο οποίος έλεγχε τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων του ιδρύµατος. Πρώτος διοικητής της ορίστηκε ο Γεώργιος Σταύρου.

Η εξέλιξη του τραπεζικού συστήµατοςH Eθνική Tράπεζα ήταν το πρώτο πιστωτικό ίδρυµα του ελληνικού κράτους και έπαιξε το ρόλο κεντρικής εκδοτικής τράπεζας σε ολόκληρο το 19ο αιώνα. Mε την ένωση των Eπτανήσων εντάχθηκε στο τραπεζικό σύστηµα της χώρας και η Iονική Tράπεζα, η οποία διατήρησε το εκδοτικό δικαίωµα για τις περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν. Παρά τη ρύθµιση αυτή το επτανησιακό νόµισµα κυκλοφορούσε και στην υπόλοιπη Eλλάδα, υπονοµεύοντας κατά κάποιο τρόπο το εκδοτικό προνόµιο της Eθνικής. Λίγα χρόνια αργότερα, κατά την περίοδο 1871-73, ανέκυψε το ζήτηµα της ίδρυσης και τρίτης τράπεζας, µιας τράπεζας επιχειρηµατικής (banque d' affaires), µε σκοπό τη συµµετοχή στη χρηµατοδότηση επιχειρήσεων και µεγάλων έργων. Tην πρωτοβουλία είχαν οµογενείς επιχειρηµατίες από την Oδησσό, µε επικεφαλής τον Eυαγγέλη Bαλτατζή. H Eθνική Tράπεζα αδυνατούσε να αναπτύξει τέτοιου τύπου τραπεζικές δραστηριότητες είτε γιατί δεν είχε επαρκή αποθέµατα κεφαλαίου είτε γιατί η διοίκησή της δεν ήθελε να πάρει το ρίσκο µιας ευρύτερης χρηµατοδότησης. Eπέλεξε ωστόσο να παρακουλουθήσει αυτές την πρωτοβουλίες, ώστε να την ελέγξει ως ένα σηµείο και να προασπίσει τη θέση της στην αγορά.Πολύ γρήγορα οργανώθηκε και δεύτερος όµιλος µε την ίδια επιδίωξη, αυτή τη φορά από κωνσταντινοπολίτες κεφαλαιούχους τους οποίους εκπροσωπούσε ο Aνδρέας Συγγρός. Ήταν η εποχή της έξαρσης του λαυρεωτικού ζητήµατος και το επενδυτικό ενδιαφέρον για την Eλλάδα είχε αυξηθεί. Oι δύο οµάδες κεφαλαιούχων συγκρούστηκαν µεταξύ τους, αλλά γρήγορα επήλθε συµφωνία. Aκολούθησε ρήξη των σχέσεων µε την Eθνική Tράπεζα και η ίδρυση της Γενικής Πιστωτικής Tραπέζης. H προσάρτηση της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας δηµιούργησε ένα νέο πεδίο δραστηριοποίησης των οµογενών µε την αγορά µεγάλων σε έκταση γαιοκτησιών που ανήκαν σε µουσουλµάνους. H δραστηριοποίηση αυτή οδήγησε στην ίδρυση της Tράπεζας Hπειροθεσσαλίας. O τραπεζικός αυτός οργανισµός εξυπηρέτησε τις ανάγκες των κεφαλαιούχων που επένδυσαν στην περιοχή και απέκτησε το εκδοτικό δικαίωµα για τις νέες αυτές επαρχίες.

Page 110: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Αγροτική µεταρρύθµισηTο ζήτηµα της ιδιοκτησίας της γης στο ελληνικό κράτος και της διαχείρησης των Eθνικών Γαιών παρέµεινε ουσιαστικό άλυτο έως την αγροτική µεταρρύθµιση 1871. Συγκεκριµένα, επί πρωθυπουργίας του Aλέξανδρου Kουµουνδούρου και µε τη συνεργασία του υπουργού Οικονοµικών Σωτήριου Σωτηρόπουλου καταρτίστηκε και ψηφίστηκε νόµος για τη διανοµή 2.650.000 στρεµάτων σε 357.217 κλήρους. Έτσι, οι περισσότεροι αγρότες έγιναν ιδιοκτήτες της γης που καλλιεργούσαν. H µεταρρύθµιση αφορούσε τα Eθνικά Kτήµατα και τους καλλιεργητές τους και όχι τις µεγάλες ιδιοκτησίες που υπήρχαν στην περιοχή της Aττικής, της Eύβοιας και της Aνατολικής Στερεάς Eλλάδας. Aυτές είχαν δηµιουργηθεί µετά την καθυστερηµένη αποχώρηση από εκεί των µουσουλµάνων κατοίκων στις αρχές της δεκαετίας του 1830 και την εκποίηση των περιουσιών τους.Oι µικροί ιδιοκτήτες εξειδίκευσαν τις καλλιέργειές τους στις προσοδοφόρες εξαγωγικές καλλιέργειες (σταφίδα, καπνός, βαµβάκι). Oι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων οφέλησαν πολύπλευρα την εθνική οικονοµία, αφού αυξήθηκε το συνάλλαγµα που εισέρεε στη χώρα, όπως επίσης και τα δηµόσια έσοδα από τους δασµούς που επιβάλλονταν στις εξαγωγές. Eπιπρόσθετα, περιορίστηκε η παραγωγή δηµητριακών µε αποτέλεσµα την εισαγωγή µεγάλων ποσοτήτων σιταριού για την κάλυψη των αναγκών του πληθυσµού. Ωστόσο, η εξειδίκευση της παραγωγής σε λίγα µόνο εξαγώγιµα προϊόντα, έκανε την οικονοµία ιδιαίτερα ευάλωτη στις διεθνείς οικονοµικές διακυµάνσεις, όπως συνέβη µε τη σταφιδική κρίση στο τέλος του 19ου αιώνα.

Δηµόσια δάνεια Tα δύο πρώτα εξωτερικά δάνεια συνάφθηκαν στα χρόνια της Επανάστασης και µάλιστα πριν από τη διεθνή αναγνώριση του ελληνικού κράτους. Tο γεγονός αυτό, δηλαδή η περιορισµένη διαπραγµατευτική ικανότητα της ελληνικής πλευράς, συνέβαλε κατά πολύ ώστε οι όροι της αποπληρωµής να είναι ιδιαίτερα δυσµενείς. Mετά την αναγνώριση του ελληνικού κράτους και στο πλαίσιο των ρυθµίσεων που ακολούθησαν την επιλογή του Όθωνα ως βασιλιά οι Μεγάλες Δυνάµεις εγγυήθηκαν την παροχή ενός νέου δανείου, ύψους 60.000.000 φράγκων, τα οποία θα δίνονταν σε τρεις δόσεις των 20 εκατοµµυρίων. Ωστόσο, η εγγύηση ίσχυσε τελικά µόνο για τη πρώτη δόση. H ρύθµιση αυτή σε συνδυασµό µε τους όρους αποπληρωµής των δύο προηγούµενων δανείων δέσµευαν τον κύριο όγκο των δηµόσιων εσόδων για την εξυπηρέτησή τους. Παράλληλα έδιναν το δικαίωµα στις εγγυήτριες δυνάµεις να παρεµβαίνουν στα εσωτερικά του νέου κράτους µε αφορµή την προάσπιση των συµφερόντων των δανειστών-υπηκόων τους. Διαµορφώθηκε έτσι ένα προνοµιακό πεδίο παρέµβασης των Δυνάµεων στο οικονοµικό και κατ' επέκταση στο πολιτικό πεδίο, όπως έγινε στις παραµονές του κινήµατος του 1843 και µερικά χρόνια αργότερα στα λεγόµενα Παρκερικά (1850).Aπό τη στιγµή που το ελληνικό κράτος δεν µπορούσε ουσιαστικά να ανταποκριθεί στις οικονοµικές υποχρεώσεις του στο εξωτερικό, δεν ήταν σε θέση να συνάπτει και εξωτερικά δάνεια. Έτσι, οι δηµοσιονοµικές ανάγκες καλύφθηκαν µε εσωτερικό δανεισµό. H κατάσταση αυτή µεταβλήθηκε το 1878-79, όταν επήλθε συµβιβασµός µε τους ξένους δανειστές, µε αποτέλεσµα να µπορέσει και πάλι το ελληνικό κράτος να συνάψει εξωτερικά δάνεια. Έκτοτε, η οικονοµική πολιτική στηρίχθηκε στο συνεχή κρατικό δανεισµό. Ήταν η εποχή της µεγάλης ύφεσης στη Δύση, όπου τα επιτόκια ήταν πολύ χαµηλά και τα σχετικά µεγάλα επιτόκια που πρόσφερε το ελληνικό δηµόσιο στην προσπάθειά του να προσελκύσει τους κεφαλαιούχους δηµιουργούσαν δυνατότητες ευκαιριακού κέρδους γι' αυτούς. Στα εξωτερικά δάνεια στηρίχθηκε η πολιτική των µεγάλων έργων της τρικουπικής περιόδου (οδοποιία, σιδηρόδροµοι, διάνοιξη διώρυγας Kορίνθου κλπ.). Στο µεγαλύτερο όµως µέρος τους τα ποσά των δανείων κάλυπταν πάγια έξοδα του δηµοσίου. Συγκεκριµένα µε τα χρήµατα αυτά καλύφθηκαν οι αµυντικές δαπάνες που µε την κρίση του Aνατολικού Zητήµατος και ειδικά µε τη στάση της Eλλάδας στο θέµα της Aνατολικής Pωµυλίας γιγαντώθηκαν, και βεβαίως η αποπληρωµή των προηγούµενων δανείων. O υπέρµετρος δανεισµός, οι επαχθείς όροι των δανείων και ο τρόπος µε τον οποίο χρησιµοποιήθηκαν οδήγησαν στην πτώχευση του 1893.

Page 111: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΒιοµηχανίαΠαρά το ότι το ελληνικό κράτος θέσπισε διάταγµα για την Eµψύχωση της εθνικής βιοµηχανίας από το 1837, σε όλο το 19ο αιώνα η ανάπτυξη της βιοµηχανίας βρισκόταν σε πολύ χαµηλό επίπεδο. Aπό τα µέσα της δεκαετίας του 1860 ως και τα µέσα της επόµενης διακρίνεται η πρώτη περίοδος ανάπτυξης του δευτερογενούς τοµέα. Aκολουθεί µια περίοδος στασιµότητας και κάµψης του ρυθµού ανάπτυξης, που ξεπερνιέται µόνο προς το τέλος του αιώνα και τις αρχές του επόµενου. Oι πρώτες αυτές επιχειρήσεις της µεταποίησης αφορούσαν τοµείς χαµηλής εξειδίκευσης, άµεσα συνδεδεµένους µε την αγροτική παραγωγή, όπως η αλευροβιοµηχανία, τα αποστακτήρια, η ελαιουργία, η νηµατουργία, η βυρσοδεψία, η σαπονοποιία, η µεταξουργία κτλ. Πρόκειται όµως για προϊόντα όχι ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας: πρώτης επεξεργασίας αλεύρι και λάδι, χοντρά νήµατα, χοντρά δέρµατα για σόλες. Aυτό είχε ως συνέπεια τα µικρά περιθώρια κέρδους.Στην ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα, περίπου τα δύο τρίτα του πληθυσµού απασχολούνταν στη γεωργία. Στην πρώτη φάση της εξέλιξής της, η βιοµηχανία ήταν σε θέση να απορροφήσει ως ένα βαθµό την αγροτική έξοδο. Aργότερα όµως, όπως φαίνεται από το µεγάλο µεταναστευτικό ρεύµα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, παρουσιάζεται µια σαφής αδυναµία του δευτερογενούς τοµέα να ενσωµατώσει το πληθυσµιακό πλεόνασµα του πρωτογενούς, εξαιτίας και του µεγέθους του αλλά και της παραγωγικής του διάρθρωσης.Παράλληλα, η χρήση νέων τεχνολογικών µέσων δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδοµένη. Bεβαίως το κράτος, ιδίως στην τρικουπική περίοδο, φρόντιζε παρά το γενικότερο πλαίσιο της προστατευτικής δασµολογικής του πολιτικής να εξασφαλίζει την ελεύθερη από δασµούς εισαγωγή πρώτων υλών και µηχανηµάτων για την ελληνική βιοµηχανία. Έτσι, στον Πειραιά και τη Σύρο παρατηρήθηκε η ανάπτυξη µονάδων του µηχανουργικού και ναυπηγικού τοµέα που ξέφευγαν από τις παραδοσιακές χειροτεχνικές πρακτικές και προσέγγιζαν πιο εξελιγµένες τεχνολογίες. Πάντως είναι αξιοσηµείωτο πως ακόµα και σε αυτές τις περιπτώσεις εφαρµοζόταν µια πολλαπλή αξιοποίηση των εγκαταστάσεων. Δηλαδή οι ατµόµυλοι λειτουργούσαν και ως ελαιοτριβεία και θειοτριβεία ή το Πυριτιδοποιείο της Aθήνας, τουλάχιστον στην αρχική φάση της λειτουργίας του, παρήγαγε και µολυβδοσωλήνες αλλά και ανθρακικό µόλυβδο (στουπέτσι). Aυτή η διάχυση των δραστηριοτήτων έχει να κάνει αφενός µε την αδυναµία επιβίωσης των συγκεκριµένων µονάδων ως «καθετοποιηµένων» και εξειδικευµένων σε ένα κλάδο, γιατί προφανώς ο κύκλος εργασιών του δεν αρκούσε για την επιβίωσή τους. Aφετέρου κάλυπτε µια σειρά αναγκών της αγοράς, για την εξυπηρέτηση των οποίων η περιορισµένη ακόµα τεχνολογική υποδοµή επέβαλε την πολλαπλή εκµετάλλευση των λίγων αυτών εργαστηρίων.

Page 112: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Διάταγµα περί συστάσεως δωδεκαµελούς επιτροπής υπό το όνοµα Επιτροπή επί της εµψυχώσεως της εθνικής βιοµηχανίαςTο βασιλικό διάταγµα σχετικά µε την "εµψύχωσιν της εθνικής βιοµηχανίας", το οποίο δηµοσιεύτηκε στην Eφηµερίδα της Kυβερνήσεως του Bασιλείου της Eλλάδος, αρ.φ. 5 (9.2.1837), αναφέρεται στη δηµιουργία επιτροπής που δε θα αναλάµβανε µόνο την ανάπτυξη του τοµέα της βιοµηχανίας αλλά και την ανασυγκρότηση του συνόλου της οικονοµικής δραστηριότητας στο νεοσύστατο κράτος. Πρόκειται για ένα από τα χαρακτηριστικά δείγµατα του οικονοµικών σχεδιασµών που εκπονήθηκαν στη δεκαετία 1833-43 και τα οποία είχαν περιορισµένη εφαρµογή στη µετέπειτα περίοδο.Eπιθυµούντες να ενισχύσωµεν εις το Hµέτερον Bασίλειον την γεωργίαν και την βιοµηχανίαν, να συντελέσωµεν εις την τελειοποίησιν και ποικιλίαν των εντοπίων προϊόντων, εις την αύξησιν του εθνικού πλούτου της Eλλάδος,Aκούσαντες την γνώµην της επί των Eσωτερικών Γραµµατείας, αποφασίζοµεν ως εφεξής.1) Συνίσταται επιτροπή συγκειµένη από δώδεκα µέλη υπό το όνοµα επιτροπή επί της εµψυχώσεως της εθνικής βιοµηχανίας [...]14. Tα αντικείµενα, τα οποία πρέπει ιδιαιτέρως να προσηλώσουν την προσοχήν της επιτροπής, είναι τα ακόλουθα:α) H βελτίωσις εν γένει της γεωργικής και ιδιαιτέρως η χρήσις εντελεστέρων εργαλείων, [...] η σύστασις τεχνιτών λειβαδίων, η είσαξις νέων φυτών, αναγκαίων εις την τροφήν των ανθρώπων και των ζώων, ή χρησίµων εις τα επιτηδεύµατα και τας τέχνας. H καλλιέργεια των γεωµήλων εις διάφορα µέρη της Eλλάδος. H καλλιέργεια της καννάβεως, και του λιναρίου, δια κατασκευήν σχοινίων και πανίων, τόσον αναγκαίων εις το ναυτικόν µας. H διατήρησις των ζώων εις κτηνοστάσια δια την προαγωγήν και χρήσιν της κοπρίας, χρήσιν τόσον πολύτιµον και τόσον σπανίαν εις την Eλλάδα. H κατασκευή αναβρυτικών φρεάτων, η αποξήρανσις και καλλιέργεια ελωδών και χέρσων γαιών, η βελτίωσις των κηπουρικών προϊόντων, προσέτι δε η κατασκευή και βελτίωσις γειτονικών οδών από ιδιώτας και δήµους [...]γ) H κτηνοτροφία εν γένει και ιδιαιτέρως η βελτίωσις των εντοπίων προβάτων, βοών και ίππων, η είσαξις Iσπανικών προβάτων, και η µήξις αυτών µετά των εντοπίων, η διάδοσις της κτηνιατρίας, το πάχευµα των κερασφόρων και εριοφόρων ζώων [...]ε) H βελτίωσις των οίνων.στ) Oµοίως του ελαίου.ζ) Oµοίως των µεταξίων.η) -"- των µαλλίων.θ) -"- της βυρσοδεψίας.ι) -"- της κεραµοποιΐαςκ) H σαπουνοπηγία.λ) H σχοινοπλοκία.µ) H σύστασις σχιστήρων διά σανίδια.ν) H σύστασις υαλουργείων.ξ) H χαρτοποιΐα.ο) H σύστασις χειροτεχνιών διά κατασκευήν σακχάρεως µε κοκκινογούλια.π) H σύστασις χειροτεχνιών διά κλώσιµον βαµβακίων, µεταξίων, µαλλίων και λιναρίων.ρ) H σύστασις χειροτεχνιών διά κατασκευήν σιδηρών, χαλκίνων και άλλων µεταλλικών έργων.σ) H εισαγωγή ή η κατασκευή τελειοποιηµένων γεωργικών εργαλείων, ή και µηχανών αναγκαίων εις τους διαφόρους κλάδους της βιοµηχανίας.τ) H ανεύρεσις των µέσων διά των οποίων δύνανται να εξοδευθώσιν εκτός του κράτους τα εντόπια προϊόντα της γεωργίας και βιοµηχανίας [...] Ψαλιδόπουλος, M. (επιµ.), Kείµενα για την ελληνική βιοµηχανία τον 19ο αιώνα. Φυσική εξέλιξη ή προστασία;, Aθήνα, Πολιτιστικό Tεχνολογικό Ίδρυµα ΕΤΒΑ, 1994, σ. 49-51.

Page 113: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Πρόσωπα και ρόλοι στις οικονοµικές εξελίξεις του 19ου αιώναH πρώτη προσπάθεια ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας και οικονοµίας έγινε στη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Iωάννη Kαποδίστρια. H δολοφονία του και οι αναταραχές που ακολούθησαν ανέστηλαν κάθε εξέλιξη στον οικονοµικό τοµέα. Tη σκυτάλη πήραν στην επόµενη φάση οι αντιβασιλείς και µετά την αποχώρησή τους τα πρόσωπα που κυριάρχησαν στο πολιτικό σύστηµα διακυβέρνησης κατά την περίοδο της απολυταρχίας του Όθωνα. H αντιβασιλεία στην παρέµβασή της στα θέµατα της οικονοµίας στηριζόµενη στο πρόγραµµα του Tιρς απέβλεπε στην ενοποίηση του κατακερµατισµένου χώρου του ελληνικού κράτους, που ήταν βασικός όρος για την ανάπτυξη και την ένταξή του στο διεθνές οικονοµικό σύστηµα. H εισαγωγή νέων τεχνολογικών µεθόδων και µοντέλων οργάνωσης της παραγωγής, που είχαν εφαρµοστεί σε χώρες της Δύσης, εντασσόταν στους βασικούς τους προσανατολισµούς. H εφαρµογή της πολιτικής του εκσυγχρονισµού των οικονοµικών δοµών προϋπέθετε την αποδυνάµωση των παραδοσιακών κοινωνικών ιεραρχιών (elites). Όµως αυτές οι κοινωνικές δυνάµεις κατάφεραν να οργάνωσουν πολύ γρήγορα στρατηγικές επιβίωσής τους. Mε τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που επήλθαν µε το κίνηµα του 1843 επανήλθαν στο πεδίο της πολιτικής, κατάφεραν να ελέγξουν τον κράτικο µηχανισµό και τους διορισµούς σε αυτόν, διαµορφώνοντας ένα σύστηµα πάτρωνιας-πελατείας. Έτσι, αναιρέθηκαν στο µεγαλύτερο µέρος τους οι εκσυγρονιστικές επιλογές της αντιβασιλείας σε κοινωνικοπολιτικό και οικονοµικό επίπεδο.Aπό αυτό το σηµείο και πέρα άρχισε να διαµορφώνεται η τεράστια κρατική υπαλληλία, τα µεσοστρώµατα που συνέδεσαν πολλαπλώς την επιβίωσή τους µε το Δηµόσιο, προάσπιζαν τους υλικούς όρους αναπαραγωγής της κοινωνικής τους θέσης. Eπρόκειτο ακριβώς για τα κοινωνικά εκείνα στρώµατα που αντιτάχθηκαν στις προσπάθειες αλλαγών τόσο του Aλ. Kουµουνδούρου αρχικά όσο και του X. Tρικούπη αργότερα. Oι επιλογές του X. Tρικούπη στον οικονοµικό τοµέα στήριζαν την ιδιωτική οικονοµία, χρησιµοποιώντας το µόνο υπαρκτό µηχανισµό οργανωµένης παρέµβασης στην οικονοµική δραστηριότητα, δηλαδή και πάλι το κράτος. Oι οµογενείς κεφαλαιούχοι κλήθηκαν να δράσουν σε ένα προστατευµένο περιβάλλον, το οποίο διασφάλιζε η πολιτική εξουσία. Oι φορολογικές ρυθµίσεις τούς ευνοούσαν και οι αποφάσεις σε κρίσιµα ζητήµατα λαµβάνονταν µε βάση τις απαιτήσεις τους. Παρόλα αυτά η συµµετοχή τους στην αναπτυξιακή προσπάθεια της τρικουπικής περιόδου συνίστατο κυρίως στην αγορά ελληνικών χρεογράφων στα διεθνή χρηµατιστήρια. Όταν θεώρησαν πως κινδύνευε η αποπληρωµή τους, συντάχτηκαν µε τους ξένους επενδυτές που απαιτούσαν την αναγνώριση της πτώχευσης και την επιβολή οικονοµικού ελέγχου.

Page 114: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ο Αλέξανδρος Κουµουνδούρος, ο Χαρίλαος Τρικούπης και η οικονοµία στον 19ο αιώναΟ Tρικούπης, παλιός υπουργός του Kουµουνδούρου, κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές το 1881 από τον απερχόµενο πρωθυπουργό Aλ. Κουµουνδούρου. Oι εκλογές αυτές µάλιστα σήµαναν και το τέλος της πολιτικής σταδιοδροµίας του τελευταίου. Πέρα όµως από την πολιτική διαµάχη το έργο και των δύο χαρακτηρίζεται τόσο από την προσήλωσή τους στην εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισµού όσο και από την προσπάθεια οικονοµικής ανάπτυξης, µε σηµαντικότατες επιλογές για τη µετέπειτα πορεία της χώρας.O Kουµουνδούρος πριν αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας υπήρξε υπουργός Οικονοµικών στις κυβερνήσεις Bούλγαρη και Mιαούλη µεταξύ 1856 και 1960. Σε εκείνη τη φάση είχε συµµετάσχει ως αρµόδιος υπουργός σε διαπραγµατεύσεις για την αποπληρωµή των εξωτερικών δανείων το 1859. Στα θετικά αποτελέσµατα της πρωθυπουργίας του Kουµουνδούρου περιλαµβάνονται η αγροτική µεταρρύθµιση του 1871 και η ρύθµιση του 1878 σχετικά µε τους όρους αποπληρωµής των εξωτερικών δανείων της περιόδου της Eπανάστασης, η οποία ρύθµιση έδωσε τη δυνατότητα να υπάρξει και πάλι εξωτερικός δανεισµός.O Tρικούπης ήδη από την πρώτη κιόλας πρωθυπουργία του, το 1880, καταργεί το φόρο της δεκάτης στα δηµητριακά και τον αντικαθιστά µε το φόρο επί των αροτριώντων κτηνών. Tο µέτρο είναι ιδιαίτερα σηµαντικό και σε συµβολικό επίπεδο, καθώς καταργεί ένα θεσµό µε οθωµανικό παρελθόν και σηµατοδοτεί το πρόγραµµα εκσυγχρονισµού που ευαγγελίστηκε. Oι επιλογές του στην κατεύθυνση µιας πιο ορθολογικής δηµόσιας διοίκησης, τη δηµιουργία έργων υποδοµής, την προσέλκυση ξένων και οµογενών κεφαλαιούχων είχαν ως υπόστρωµα τον υπέρογκο δανεισµό, ο οποίος και οδήγησε στην πτώχευση του 1893.Tο πρόγραµµα των οικονοµικών αλλαγών που επιδίωξαν ο Kουµουνδούρος και ο Tρικούπης δεν είχε σοβαρές διαφορές. O Kουµουνδούρος όµως αδυνατούσε να πειθαρχήσει τους βουλευτές του κόµµατός του και αυτό δεν του επέτρεψε να εφαρµόσει τα σχέδιά του. Mια σηµαντική διαφορά τους έχει να κάνει µε το πλαίσιο µέσα στο οποίο ενέτασσαν την ανάπτυξη της χώρας. Για τον Tρικούπη η εσωτερική και κυρίως η οικονοµική ανασυγκρότηση έπρεπε να προηγηθεί κάθε κίνησης στην εξωτερική πολιτική. Eίναι γεγονός ότι παρότι έδωσε µεγάλο βάρος στην οργάνωση και στον εξοπλισµό των ενόπλων δυνάµεων στο λόγο του δεν εντοπίζονται µεγαλοϊδεατικές ρητορείες, ενώ δεν ενέπλεξε τη χώρα σε αλυτρωτικές περιπέτειες. Aντίθετα, ο µεσσήνιος πολιτικός είχε εµπλακεί στον κύκλο των κρητικών εξεγέρσεων, ενώ σε όλη του τη διαδροµή στο δηµόσιο βίο έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στα ζητήµατα της εξωτερικής πολιτικής.

Page 115: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οι Έλληνες των παροικιών και η ελληνική οικονοµίαH Aνατολική Mεσόγειος (Oθωµανική Aυτοκρατορία και Aίγυπτος) και η Mαύρη Θάλασσα (Nότια Pωσία και Pουµανία) υπήρξαν οι περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν οικονοµικά οι οµογενείς. Oι περισσότεροι ασχολούνταν µε εµπορικές, ναυτιλιακές και χρηµατιστικές δραστηριότητες, που εκτείνονταν έως τα µεγάλα οικονοµικά κέντρα της Δύσης, όχι όµως και στο ελληνικό κράτος, η καχεκτική οικονοµία του οποίου δεν προσέφερε επαρκείς δυνατότητες κέρδους. Eξάλλου, δεν αντιµετώπιζαν ιδιαίτερα προβλήµατα στις χώρες εγκατάστασής τους είτε γιατί δεν είχαν αναπτυχθεί ακόµη οργανωµένα εθνικιστικά κινήµατα όπως για παράδειγµα στην Oθωµανική Aυτοκρατορία και την Aιγύπτο είτε γιατί σε κάποιες περιπτώσεις όπως αυτή της Pουµανίας αναπτύσσονταν χωρίς να εκδηλώνονται ενάντια στους ξένους κεφαλαιούχους. Έτσι, οι οµογενείς δεν είχαν ουσιαστικά λόγους να εγκαταλείψουν τους τόπους διαµονής τους και να µεταφέρουν ή να επεκτείνουν τις επιχειρηµατικές τους δραστηριότητες στο ελληνικό κράτος.H κατάσταση αυτή αρχίζει και µεταβάλλεται την περίοδο 1871-73, οπότε η ίδρυση νέων τραπεζών στο ελληνικό κράτος προσελκύει το επενδυτικό ενδιαφέρον των οµογενών. H τάση αυτή ενισχύεται µετά το 1879, µε την αποκατάσταση της δανειοληπτικής ικανότητας του ελληνικού κράτους και την οµαλοποίηση των σχέσεων της χώρας µε τις κεφαλαιαγορές της Eυρώπης. Eίναι χαρακτηριστικό πως ένα µέρος των ελληνικών χρεογράφων στα χρηµατιστήρια του εξωτερικού βρισκόταν στα χέρια Ελλήνων του εξωτερικού. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλε και η σταδιακή εισβολή δυτικοευρωπαϊκών κεφαλαίων στις αγορές της Ανατολής, γεγονός που καθιστούσε τον ανταγωνισµό µε αυτά ιδιαίτερα έντονο, αλλά και η πολιτική προσέλκυσης των οµογενών που άσκησε συστηµατικά ο Xαρίλαος Tρικούπης. Στη λογική του µεσολογγίτη πολιτικού τα εξωτερικά δάνεια θα χρηµατοδοτούσαν τα µεγάλα έργα υποδοµής, που θεωρούνταν έναυσµα και βάση νέων παραγωγικών δραστηριοτήτων και επενδύσεων. Aυτές µπορούσαν να τις φέρουν εις πέρας κατά κύριο λόγο Έλληνες των παροικιών. Oι εν λόγω επενδύσεις δεν έγιναν ή έγιναν σε πολύ µικρότερο βαθµό από τον αναµενόµενο. H κυριότερη αδυναµία της τρικουπικής στρατηγικής συνίστατο στο ότι δεν υπολόγισε πως οι οµογενείς κεφαλαιούχοι δεν είχαν ιδιαίτερους λόγους να επενδύσουν σε παραγωγικούς τοµείς στο ελληνικό κράτος. Aντίθετα, επιδίωξαν το µεγαλύτερο δυνατό κέρδος µέσα από τη χρηµατοδότηση των εξωτερικών δανείων και τα χρηµατιστικά παιχνίδια.

Page 116: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Εθνικοί ευεργέτεςO χαρακτηρισµός του Eθνικού Eυεργέτη αποδόθηκε σε ορισµένους έλληνες κεφαλαιούχους, κυρίως οµογενείς, οι οποίοι διέθεσαν µεγάλα ποσά για κοινοφελείς σκοπούς τόσο στο ελληνικό κράτος όσο και σε περιοχές εκτός αυτού, όπου διέµεναν ελληνικοί πληθυσµοί. H παρουσία αυτής της οµάδας των ανθρώπων στα δηµόσια πράγµατα του ελληνικού βασιλείου και οι χορηγίες στις οποίες επιδόθηκαν δεν µπορούν να αποσυνδεθούν από τις οικονοµικές τους στρατηγικές και τις ευκαιρίες πλουτισµού που διανοίγονταν γι' αυτούς στο ελληνικό κράτος. Eίναι χαρακτηριστική η στάση πολλών από αυτούς λίγο πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας, οπότε και έσπευσαν να αγοράσουν τα δικαιώµατα των µουσουλµάνων στη γη -δικαιώµατα που στο ελληνικό κράτος αναγνωρίστηκαν ως ιδιοκτησία. H συµµετοχή τους στα κοινά ως βουλευτές κατά κύριο λόγο αλλά και µε άλλα δηµόσια αξιώµατα και η εκµετάλλευση της θέσης τους ως ευεργέτες συνιστούσαν τα µέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί η περίπτωση του Aνδρέα Συγγρού, ο οποίος από νωρίς είχε πραγµατοποιήσει επενδύσεις στην Eλλάδα αλλά και χορηγίες. Oι τελευταίες ωστόσο δεν είναι δυνατό να συγκαλύψουν τη στάση του κατά την περίοδο πριν από την ανακήρυξη της πτώχευσης από τον Tρικούπη (1893). Tότε, σε συνεργασία µε τον Aντώνιο Bλαστό υπονόµευσε συστηµατικά και για καιρό τις προσπάθειες των ελληνικών κυβερνήσεων να εξασφαλίσουν νέες ρυθµίσεις για τα δάνεια. H στάση του Συγγρού ευνοούσε τα συµφέροντα του γαλλικού οµίλου των δανειστών, στους οποίους βεβαίως συµπεριλαµβάνονταν και πολλοί Έλληνες της διασποράς.Tα παραπάνω ασφαλώς δε µειώνουν και πολύ περισσότερο δεν αµφισβητούν την προσφορά των ευεργετών. Πολλά και σηµαντικά έργα που έγιναν στην Aθήνα κατά το 19ο αιώνα όπως και η ανάπτυξη εκπαιδευτικών θεσµών τόσο στο ελληνικό κράτος όσο και σε περιοχές που βρισκόταν υπό οθωµανική κυριαρχία οφείλονται σε προσφορές µελών της οµογένειας. Oι αδελφοί Zάππα για παράδειγµα που δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στη Pουµανία, µε έναν ευρύ επιχειρηµατικό ορίζοντα στην Ανατολικη Mεσόγειο αλλά και τη Δυτική Eυρώπη, εκτός από τις επενδύσεις τους στα τσιφλίκια της Θεσσαλίας πρόσφεραν σηµαντικά χρηµατικά ποσά για την κατασκευή του Ζαππείου Mεγάρου, τη διεξαγωγή των εµπορικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων «Oλύµπια» το 1859, τη λειτουργία των Zάππειων Παρθεναγωγείων στην Πόλη και την παροχή υποτροφιών για σπουδές νέων. Oι αδελφοί Bαλλιάνοι από τη νότια Pωσία υπήρξαν οι κυριότεροι χορηγοί της Eθνικής Bιβλιοθήκης, ενώ στην οικογένεια Σίνα οφείλεται η ανέγερση του κτηρίου της Ακαδηµίας Αθηνών. Oι Μετσοβίτες Tοσίτσας και Aβέρωφ, µε µεγάλες επιχειρήσεις και πολιτική επιρροή στην Aίγυπτο, εκτός των άλλων ευεργεσιών τους χρηµατοδότησαν µαζί µε το συµπατριώτη τους Στουρνάρη το «Σχολείον των Bιοµηχανικών Tεχνών», το µετέπειτα µετονοµασθέν σε Eθνικό Mετσόβειο Πολυτεχνείο, ακριβώς λόγω της προσφοράς των τριών αυτών οµογενών.

Page 117: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Από το λόγο για την οικονοµική ανάπτυξη στην πολιτική ρητορείαKαθόλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουµε, ο επίσηµος λόγος για την οικονοµία αλλά και οι επισηµάνσεις λογίων της εποχής, ιδίως µέσω του Τύπου, εστιάζονται συστηµατικά γύρω από το ζήτηµα της υπέρβασης της οικονοµικής καχεξίας και της διαµόρφωσης των όρων για την οικονοµική ανάπτυξη. Πράγµατι, από τα χρόνια της αντιβασιλείας µέχρι το τέλος του αιώνα αυτή η επιδίωξη είναι ένα από τα µόνιµα θέµατα συζήτησης, ένας κοινός τόπος γύρω από τον οποίο συγκροτούνται τα πολιτικά προγράµµατα, διαµορφώνονται οι αντιπολιτευτικές τακτικές και γράφονται τα δηµοσιογραφικά άρθρα. Δύο από τους πιο δραστήριους πολιτικούς που συµµετείχαν στον αντιδυναστικό αγώνα, στις εξελίξεις της περιόδου της µεταπολίτευσης του 1862-66 και στα δρώµενα της επόµενης δεκαετίας, ο Eπαµεινώνδας Δεληγιώργης και ο Αλέξανδρος Κουµουνδούρος, διατείνονταν ότι στόχος της πολιτικής τους ήταν η ριζική παρέµβαση στην οικονοµία και η αντιµετώπιση της υπανάπτυξης. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο υπάρχουν σαφή δείγµατα στο έργο του, που δείχνουν την προσπάθεια εφαρµογής µέτρων προς αυτή την κατεύθυνση. Kυριότερα από αυτά ήταν η αγροτική µεταρρύθµιση του 1871, η ρύθµιση των εξωτερικών δανείων το 1878 αλλά και οι συµβάσεις για τα µεγάλα έργα, που όµως στο µεγαλύτερο µέρος τους αναθεωρήθηκαν από το Xαρίλαο Tρικούπη.Στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα βρέθηκαν αντιµέτωπες δύο διαφορετικές εκδοχές οικονοµικής πολιτικής, που εκφράστηκαν στο λόγο των δύο κοµµάτων εξουσίας, του τρικουπικού και του δηλιγιαννικού. O λόγος και των δύο δεν αποµακρύνεται από την επιδίωξη της ανάπτυξης. Παρόλα αυτά είναι σαφές ότι ανάµεσα στο λόγο και την πρακτική του Tρικούπη υπήρχε συνοχή και συνέπεια, όσο και αν τα µέτρα που πήρε σήµαιναν οικονοµικές επιβαρύνσεις για τα λαϊκά στρώµατα ή αν τελικά οι επιλογές του σε σχέση µε τα εξωτερικά δάνεια οδήγησαν σε αδιέξοδο τα δηµόσια οικονοµικά. O λόγος του Δηλιγιάννη από την άλλη εξέφραζε εκείνα τα κοινωνικά στρώµατα που στήριζαν την αναπαραγωγή τους στη συντήρηση των ως τότε δεδοµένων οικονοµικών πρακτικών. H λεκτική αποδοχή από µέρους των δηλιγιαννικών διάφορων αναγκαίων τοµών, δε συµβάδιζε µε τις πράξεις τους. Στα διαστήµατα που ο Θ. Δηλιγιάννης βρέθηκε στην εξουσία προάσπισε τον υπάρχοντα κρατικό γιγαντισµό και καταργούσε κάθε αλλαγή, που είχε επιβάλει νωρίτερα ο X. Tρικούπης. H πολεµική του Δηλιγιάννη απέναντι στην «πλουτοκρατία» και τους «χρυσοκάνθαρους» επιχειρηµατίες, είχε να κάνει µε την υπεράσπιση των συµφερόντων των κρατικοδίαιτων µεσαίων στρωµάτων, που αποτελούσαν την πολιτική του πελατεία. Γενικότερα, ο δηλιγιαννικός λόγος ξεπερνούσε την αδυναµία του να συγκροτήσει πειστικό λόγο σε σχέση µε τη φύση των οικονοµικών µετασχηµατισµών που είχε ανάγκη η ελληνική κοινωνία, καταφεύγοντας σε αλυτρωτικές ρητορίες που τελικά είχαν αντίκτυπο στην οικονοµική κατάσταση της χώρας.

Page 118: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Φρειδερίκος Τιρς: Η οικονοµία της Ελλάδας στη δεκαετία του 1830 και ο λόγος ενός ΒαυαρούO Φρειδερίκος Tιρς ήταν διαπρεπής βαυαρός ελληνιστής φιλόλογος, φιλελεύθερος δηµοκράτης µε σηµαντική δράση καθόλη τη διάρκεια της Eπανάσταστης του 1821. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1820 υποστήριξε την προώθηση µέλους της βαυαρικής βασιλικής αυλής στον ελληνικό θρόνο. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 1830 παρέµεινε επί µακρόν στην Eλλάδα µε σκοπό να προχωρήσει σε ανασκαφές, ενώ παράλληλα µελέτησε την οικονοµική και κοινωνικοπολιτική δοµή της µετεπανασταστικής κοινωνίας. Tα συµπεράσµατά του δηµοσιεύθηκαν στο δίτοµο έργο του H παρούσα κατάσταση της Eλλάδας και τα µέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόµησή της, το οποίο εκδόθηκε στη Λειψία το 1833 στη γαλλική γλώσσα. Tο κείµενο αυτό θεωρήθηκε η βάση για την πολιτική που άσκησε η αντιβασιλεία σε όλους τους τοµείς της διοίκησης.Oι πληροφορίες του Tιρς ήταν εξαιρετικά λεπτοµερείς για το µέγεθος του πληθυσµού και την κατανοµή του στους διάφορους τοµείς των οικονοµικών δραστηριοτήτων. Αναλύονται επίσης θέµατα που αφορούν την κατάσταση του εµπορικού ναυτικού, του εµπορίου, της αγροτικής και της βιοτεχνικής παραγωγής. H πληρότητα της παρουσίασης ήταν τέτοια που το βιβλίο αυτό εξακολουθεί να είναι και σήµερα πολύτιµη πηγή για τη µελέτη της µετεπαναστατικής ελληνικής οικονοµίας. Παράλληλα, περιέχει και αρκετές πληροφορίες για την πολιτική κατάσταση, οι οποίες σε µεγάλο βαθµό καθόρισαν τη στάση των Βαυαρών απέναντι στις ελληνικές πολιτικές φατρίες και τα κόµµατα. Eκείνο που πρέπει να επισηµανθεί είναι ότι οι προσπάθειες της αντιβασιλείας για εκσυγχρονισµό των οικονοµικών και κοινωνικών δοµών της ελληνικής κοινωνίας στηρίζονταν σε µια αναλυτική και εµπεριστατωµένη µελέτη, η οποία λειτούργησε ως βάση του προγράµµατός τους. Στην περίπτωση αυτή βρισκόµαστε µπροστά σε µια από τις ελάχιστες φορές στην ιστορία του ελληνικού κράτους, όπου πολιτικά προγράµµατα και µάλιστα σε ό,τι αφορά την οικονοµία, στηρίζονται σε µια αναλυτική καταγραφή των δεδοµένων της κοινωνικοοικονοµικής κατάστασης.

Page 119: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Η ανορθωτική προσπάθεια του Χαρίλαου ΤρικούπηTο τρικουπικό πολιτικό εγχείρηµα συνιστά τη µεθοδικότερη προσπάθεια εκσυγχρονισµού της ελληνικής κοινωνίας στο 19ο αιώνα προς την κατεύθυνση της εφαρµογής του φιλεύθερου αγγλικού µοντέλου στο πεδίο της πολιτικής και της οικονοµίας. Στο πολιτικό του σχέδιο συµπεριλαµβανόταν και η ενίσχυση νέου τύπου επιχειρηµατικών αστικών στρωµάτων, τα οποία θα ανέπτυσσαν κερδοφόρες οικονοµικές δραστηριότες στην ελεύθερη αγορά. Mε βάση αυτή την επιλογή έγιναν προσπάθειες για να προσελκυστούν Έλληνες των παροικιών, που ήταν φορείς σηµαντικότατων κεφαλαίων και παράλληλα ήταν εξοικειωµένοι µε τις σύγχρονες χρηµατιστικές και επιχειρηµατικές λειτουργίες. Oι ρυθµίσεις για την παγιοποίηση και τη νοµιµοποίηση των µεγάλων ιδιοκτησιών των οµογενών στη Θεσσαλία, όπως διαµορφώθηκαν µετά τη προσάρτηση, είναι χαρακτηριστικές αυτού του κλίµατος. Oι φορολογικές επιβαρύνσεις δεν άγγιξαν αυτούς τους κοινωνικούς χώρους, ενώ αντίθετα έπληξαν τις χαµηλές εισοδηµατικές κατηγορίες. Ως προς αυτό χαρακτηριστική είναι η δήλωση του A. Συγγρού στη Βουλή: «Eγώ κύριοι είµαι ουσιαστικά αφορολόγητος». Eν τέλει, όταν οι οµογενείς κεφαλαιούχοι είχαν εγκαταλήψει το X. Tρικούπη, αναζητώντας τρόπους για να εξασφαλίσουν τα κεφάλαια που είχαν δανείσει στο κράτος, ο γηραιός πια πολιτικός δήλωνε µε πικρία ότι ο αξιώσεις αυτών των ανθρώπων ήταν «ακόρεστες».Mια από τις κεντρικές επιλογές του Tρικούπη για την υλοποίηση του οικονοµικού του προγράµµατος ήταν τα εξωτερικά δάνεια. Θεωρούσε ότι η διαµόρφωση της οικονοµικής υποδοµής ήταν ο βασικότερος όρος για την περαιτέρω οικονοµική ανάπτυξη. H ιδέα αυτή στηριζόταν σε µια γενικότερη τοποθέτησή του απέναντι στις προοπτικές της ελληνικής κοινωνίας. Σύµφωνα µε αυτή η εσωτερική ανασυγκρότηση και η οικονοµική ανάπτυξη θα έπρεπε να προηγηθούν της υλοποίησης του οράµατος της «Mεγάλης Iδέας». Θέτοντας την οικονοµική ανάπτυξη σε προτεραιότητα οδηγήθηκε στη λύση της δανειοδότητησης, έτσι ώστε να βρεθούν οι πόροι χρηµατοδότησης των έργων υποδοµής και της ανασυγκρότησης του στρατού. Στη βάση αυτού του σχεδιασµού η σκληρή φορολογική πολιτική ήταν η µόνη δυνατότητα για την αύξηση του δηµόσιων εσόδων και την αντιµετώπιση του τεράστιου ελλείµµατος. Ωστόσο, η «αναθέρµανση» της οικονοµίας που επιδιώχθηκε µε τα δάνεια και τα µεγάλα έργα δεν κινητοποίησε τελικά τους επενδυτές, ούτε πυροδότησε την ανάπτυξη, αλλά οδήγησε στην πτώχευση. Άλλωστε, οι δυνατότητες προσπορισµού δηµόσιων εσόδων από τη φορολογία είχε όρια, σε αντίθεση µε όσα πίστευε ο Tρικούπης. Eπιπρόσθετα, η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών δεν αρκούσε από µόνη της για την αναδιοργάνωση των ένοπλων δυνάµεων ή τουλάχιστον αυτό έδειξε η αποτυχία του 1897.

Ο Παύλος Καλλιγάς για τη φορολογίαO Παύλος Kαλλιγάς (1814-1896) υπήρξε διαπρεπής νοµικός, καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Aθηνών, βουλευτής, υπουργός και διοικητης της Eθνικής Tραπέζης από το 1890 ως το τέλος της ζωής του. Μέρος του έργου του ήταν η µέριµνά του για τα φορολογικά θέµατα. Tο 1882 παραιτήθηκε από τη θέση του υπουργού Oικονοµικών της κυβέρνησης του Xαρίλαου Tρικούπη, εξαιτίας των αντιδράσεων που προκλήθηκαν όταν επιχείρησε να επιβάλει φόρο στην κατανάλωση του καπνού. Για το ζήτηµα της φορολογίας ο Π. Kαλλιγάς είχε εκφράσει τις απόψεις του, που έρχονταν σε αντίθεση µε το κοινό αίσθηµα, ήδη από τις 27.10.1866, στο άρθρο του "Περί παρασκευής" που δηµοσιεύτηκε στο φύλλο 1029 της εφηµερίδας Παλλιγεννεσία, απόσπασµα του οποίου ακολουθεί:«[...] Γνωρίζω, ότι κατέστη όλως αντιδηµοτική η περί αυξήσεως των φόρων ιδέα, αλλ' αν τούτο είναι τω όντι αληθές, πρέπει να οµολογήσωµεν τότε, ότι η δηµοκοπία παρ' ηµίν είναι του πατριωτισµού επικρατεστέρα.Περίεργον τω όντι πώς απαιτούµεν να συγκαταριθµώµεθα µεταξύ των προοδευτικών εθνών, των εργαζοµένων διά την διανοητικήν αυτών ανάπτυξιν, ενώ αντιστρόφως προς ό,τι ταύτα πράττουν, τείνοµεν καθ' ηµέραν εις ελάττωσιν των φόρων και εις τούτο φιλοτιµούµεθα.Oύτε πολιτισµός, ούτε υλική ή διανοητική ανάπτυξις είναι όµως κατορθωτά άνευ υλικών θυσιών διά φόρων. Ότε µε δείξητε έν µόνον παράδειγµα, ότι οιονδήποτε έθνος εβάδισεν εις τα πρόσω δι' ελαττώσεως φόρων, διά περιστολής των υλικών µέσων, δι' ων γίνεται η πρόοδος, θέλω πιστεύσει και εγώ, ότι απλώς διά πολιτικών συζητήσεων και κοµµατικών αντεγκλήσεων δύναται να προσδοκάται γενναίον τι εν Eλλάδι [...]O περί φόρων όµως γογγυσµός παρ' ηµίν προέρχεται εκ της κακής επιβολής και διανοµής και του ολεθρίου τρόπου της εισπράξεως.Aν σήµερον, ότε αυτοπροαιρέτως γίνονται τοιαύται θυσίαι, δεν δράξη η Kυβέρνησις της ευκαιρίας να εισαγάγη αύξησιν σπουδαίαν φόρων, αµφιβάλλω αν δυνηθή επί µακρόν χρόνον να εύρη τοσούτον προθύµους τους φορολογούµενους, και τότε εφ' όλον το διάστηµα τούτο ας µη γίνεται λόγος περί προόδου και βελτιώσεων και περί µέλλοντος του Έθνους [...] H ώρα είναι κρίσιµος και εις τον βωµόν της Πατρίδος χρεωστεί έκαστος να προσφέρη ολοκαύτωµα όλας τας προλήψεις και την φιλαυτίαν οικονοµολογικών θεωριών και πάσαν άκαιρον φιλοτιµίαν και οίησιν. Kαι φόρων έχοµεν ανάγκην και δανείων και περί παλαιών χρεών πρέπει να σκεπτώµεθα εµβριθώς. Aν δεν ανορθώσωµεν την δηµόσιαν πίστιν, ουδέν δυνάµεθα να ελπίζωµεν εκ της κοινής γνώµης του ευρωπαϊκού κόσµου και ουδαµού θέλοµεν εύρει συνηγόρους του Eλληνισµού.Όστις διώκει τον σκοπόν άνευ των µέσων, είναι αυτόχρηµα φαντασιοκόπος. Ή δεν πρέπει να εµβάλληται το Έθνος εις κινδύνους ή εµβαλλόµενον απαράσκευον ωθείται εις προφανή όλεθρον [...]»Nοταράς, Γ. (επιµ.), Παύλος Kαλλιγάς 1814-1896. Tιµητική έκδοση για την Eκατονταετηρίδα από το θάνατό του, Aθήνα, Iστορικό Aρχείο της Eθνικής Tραπέζης της Eλλάδος, 1996, σ. 31.

Page 120: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης και οι αντιδράσεις στο τρικουπικό πρόγραµµαOι κατευθύνσεις του τρικουπικού πολιτικού προγράµµατος τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την οικονοµική ζωή ακολουθήθηκαν χωρίς να δοθεί σηµασία στις επιπτώσεις στην καθηµερινή ζωή των ανθρώπων και ιδιαίτερα στις ασθενέστερες οικονοµικά οµάδες. Στο χώρο αυτό που πλήττονταν εντονότερα από την πολιτική του Χ. Τρικούπη διαµορφώθηκε κλίµα κοινωνικής δυσαρέσκειας και οργανώθηκαν αντιδράσεις διαµαρτυρίας. Πολιτική έκφραση αυτού του κοινωνικού ρεύµατος υπήρξε ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, που από το 1883 και µετά αναδεικνύεται σε βασικό αντίπαλο του µεσολογγίτη πολιτικού. H πρόταση του Δηλιγιάννη σε σχέση µε τα οικονοµικά θέµατα του κράτους ακολουθεί ένα διαφορετικό πολιτικοοικονοµικό µοντέλο που στηρίζεται στη γερµανική εµπειρία και αποδίδει στο κράτος πρωταγωνιστικό ρόλο όχι µόνο στο πεδίο της πολιτικής αλλά και σε αυτό της οικονοµίας. H πολιτική αυτή πρόταση συνοδεύθηκε από την υιοθέτηση µιας σκληρής καταγγελτικής αντιπολιτευτικής τακτικής µε συνθήµατα όπως «κάτω οι φόροι». Συνακόλουθα, η εναλλακτική οικονοµική πρόταση του Δηλιγιάννη περιοριζόταν στην επίµονη άρνηση των αλλαγών που επέφερε η τρικουπική πολιτική. Eίναι χαρακτηριστικό ότι τα µόνα ουσιαστικά µέτρα που εφάρµοσε ως πρωθυπουργός ήταν η κατάργηση των φορολογικών νοµοσχεδίων της τρικουπικής περιόδου. O πολιτικός λόγος του Δηλιγιάννη εξέφραζε τα κρατικοδίαιτα κοινωνικά στρώµατα της πόλης, τη διευρυµένη δηµοσιοϋπαλληλία που θορυβήθηκε από την υιοθέτηση τυπικών προσόντων για τους δηµόσιους υπαλλήλους, σύµφωνα µε τα νοµοσχέδια που ψηφίστηκαν επί X. Tρικούπη. Eίχε επίσης µεγάλη επιρροή στα παραδοσιακά αγροτικά στρώµατα της υπαίθρου, που απέκτησαν µετά τη Mεταρρύθµιση του 1871 τη νοοτροπία του µικροϊδιοκτήτη και απολάµβαναν προσωρινά τα κέρδη των εξαγωγών της σταφίδας. Σε αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες, τα νέα επιχειρηµατικά στρώµατα, το άνοιγµα σε νεοτερικού τύπου οικονοµικές δραστηριότητες, το χρηµατιστήριο, οι διεθνείς αγορές, οι εγγυήσεις για τα δάνεια των τραπεζών και οι απαλλοτριώσεις, φάνταζαν άγνωστες και τελικά επικίνδυνες. Mέσα από αυτές τι πρακτικές οι «χρυσοκάνθαροι» ή «χαβιαρόχανοι» όπως ονοµάστηκαν οι φορείς τους (προσωνύµια που αποδόθηκαν και στον πολιτικό τους εκπρόσωπο Xαρίλαο Tρικούπη), είχαν τη δυνατότητα υπέρµετρης κερδοσκοπίας εις βάρος των µικροεπενδυτών. Oι αιτιάσεις αυτές δεν ήταν µακριά από την πραγµατικότητα, όπως έδειξαν οι συνέπειες των χρηµατηστηριακών παιχνιδιών στην περίοδο του Λαυρεωτικού. Σε τελική ανάλυση, το «αντιπλουτοκρατικό» πρόγραµµα του Δηλιγιάννη δεν εξέφρασε παρά τους φόβους και τη δυσαρέσκεια όσων υπέστησαν τις συνέπειες του προγράµµατος του Tρικούπη και των αλλαγών που επιδίωκε να επιφέρει στην οικονοµία και γενικότερα στη δηµόσια ζωή της χώρας. Tις αλλαγές αυτές πολέµησε ο Δηλιγιάννης, στο λόγο του οποίου κυριαρχούν τα συνθήµατα ενάντια στην επιβολή νέων φόρων. Tα συνθήµατα αυτά καθώς και η πολεµική του ρητορεία στα θέµατα της εξωτερικής πολιτικής κατέστησαν το Δηλιγιάννη εξαιρετικά δηµοφιλή, αν και ως πρωθυπουργός αποδείχθηκε εξαιρετικά άβουλος στη διαχείριση της κρίσης της Aνατολικής Ρωµυλίας.

Η οικονοµική ενοποίηση του ελληνικού κράτουςH ενοποίηση του ελληνικού χώρου, που ήταν κατακερµατισµένος γεωγραφικά και καταστραµµένος οικονοµικά µετά τον πόλεµο της Aνεξαρτησίας, αποτέλεσε µια αναγκαιότητα φανερή από τα πρώτα µετεπαναστατικά χρόνια. H επιδίωξη αυτή συµβάδιζε µε την όλη πορεία συγκρότησης δυτικού τύπου κράτους και παγίωσης της κυριαρχίας του σε όλη την έκταση της επικράτειάς του. Πράγµατι, η κρατική παρέµβαση έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο σε αυτόν τον τοµέα µε την κατασκευή δρόµων και λιµανιών, την ανάπτυξη του σιδηροδροµικού δικτύου και την ενθάρρυνση της ακτοπλοΐας, κυρίως µε την εισαγωγή των ατµόπλοιων. Tα έργα αυτά ήταν απαραίτητα για να οργανωθεί µια ενιαία εσωτερική αγορά, αφού στη δεκαετία του 1830 το σιτάρι από τη νότια Pωσία κόστιζε στο Nαύπλιο λιγότερο από το σιτάρι της Tρίπολης, ακριβώς γιατί οι οδικές συγκοινωνίες στην Πελοπόννησο ήταν σχεδόν ανύπαρκτες.Mετά τη δηµιουργία του ελληνικού κράτους αναπτύσσονται νέα κέντρα οικονοµικών δραστηριοτήτων. H Σύρος έγινε ένα από τα µεγαλύτερα ναυτιλιακά και εµπορικά κέντρα της Ανατολικής Mεσογείου στα µέσα του 19ου αιώνα. Tο πέρασµα όµως από τα ιστιοφόρα στα ατµόπλοια σήµανε την παρακµή της. Eίναι η εποχή που σηµειώνεται η ανάπτυξη άλλων πόλεων όπως η Πάτρα και ο Πειραιάς. H Πάτρα αποτέλεσε το εξαγωγικό κέντρο της κορινθιακής σταφίδας, του κυριότερου εξαγωγικού προϊόντος της Eλλάδας, ιδιαίτερα στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Bεβαίως η Πάτρα αποτελούσε ήδη από την προεπαναστατική περίοδο ένα από τα σηµαντικότερα εµπορικά κέντρα. H γεωγραφική της θέση ειδικά πριν από την κατασκευή της διώρυγας της Kορίνθου, την καθιστούσε κόµβο επικοινωνίας της χώρας µε τη Δυτική Eυρώπη. H έναρξη λειτουργίας της διώρυγας αποτέλεσε έναν από τους σηµαντικότερους παράγοντες που συντέλεσαν στην περαιτέρω άνοδο των οικονοµικών δραστηριοτήτων του Πειραιά. Eπρόκειτο βέβαια για το επίνειο της πρωτεύουσας και η αστική της ανάπτυξη οφείλεται στην ανάγκη κάλυψης των επικοινωνιακών αναγκών της Aθήνας. Πολύ γρήγορα συγκεντρώνονται στον Πειραιά οι πρώτες επιχειρήσεις του δευτερογενούς τοµέα, συγκροτώντας µια ακµάζουσα βιοµηχανική ζώνη, στα όρια βεβαίως των µεγεθών της ελληνικής βιοµηχανικής ανάπτυξης του 19ου αιώνα. Tέλος, το Λαύριο αποτελεί έναν ιδιότυπο πόλο οικονοµικών λειτουργιών, που οφείλεται στα µεταλλευτικά του κοιτάσµατα, τα οποία άλλωστε είχαν αξιόλογη συµµετοχή στις ελληνικές εξαγωγές.

Page 121: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΣύροςMετά την Eπανάσταση του 1821 τα παραδοσιακά ναυτικά κέντρα όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες και το Γαλαξίδι χάνουν την ηγεµονική τους θέση στον ελλαδικό χώρο. Aντίθετα η Σύρος, η οποία έως τη δεκαετία του 1830 περιοριζόταν στην αλιεία και στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή αυτοκαταναλωτικού κατά βάση χαρακτήρα, µετατρέπεται σταδιακά σε κέντρο διαµετακοµιστικού εµπορίου και ναυτιλίας. O περιορισµένος έλεγχος της σουλτανικής εξουσίας και το ειδικό καθεστώς προνοµίων που απολάµβαναν οι κάτοικοί της, καθολικοί στο θρήσκευµα που τελούσαν υπό την προστασία της Γαλλίας, σε συνδυασµό µε την ουδέτερη στάση τους στη διάρκεια του Aγώνα, κατέστησε το νησί ασφαλές καταφύγιο για πρόσφυγες από τα νησιά του Aρχιπελάγους και τη Mικρά Aσία. Kατά κύριο λόγο επρόκειτο για Χιώτες αλλά και για Αϊβαλιώτες, Σµυρνιούς, Ψαριανούς, Κασιώτες, Κρητικούς και σε µικρότερο βαθµό για κατοίκους του ηπειρωτικού ελλαδικού χώρου. Πολύ γρήγορα οργανώθηκαν εµπορικές επιχειρήσεις στις οποίες πρωτοστάτησαν οι Χιώτες. Aκόµη οργανώθηκαν ναυπηγεία στα οποία πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν οι Ψαριανοί. H πόλη των προσφύγων οικοδοµήθηκε στο λιµάνι του νησιού και ονοµάστηκε Eρµούπολη, θυµίζοντας τον Kερδώο Eρµή.Oι κάτοικοι της Eρµούπολης κατέστησαν τη Σύρο κέντρο των ανταλλαγών µεταξύ Ανατολής και Δύσης, εκµεταλλευόµενοι δικά τους κεφάλαια, δάνεια από Έλληνες της διασποράς και κυρίως την τεχνογνωσία του εµπορίου την οποία διέθεταν από τους τόπους προέλευσής τους. Φορτία σταριού από την Aνατολική Mεσόγειο και βιοµηχανικά προϊόντα από τις χώρες της Δύσης περνούσαν από το λιµάνι της. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα έσοδα του τελωνείου της Σύρου υπερέβαιναν το 70% των συνολικών τελωνειακών εσόδων του ελληνικού κράτους µεταξύ 1851 και 1858. Παράλληλα αναπτύσσεται και η εµπορική ναυτιλία σε συνδυασµό µε την οργάνωση των ναυπηγείων του νησιού. Tα ιστιοφόρα της Σύρου συµµετείχαν σε µεγάλο βαθµό στις µεταφορές των προϊόντων που διακινούσαν οι έµποροι του νησιού. Aς σηµειωθεί επίσης η σηµαντική ανάπτυξη βυρσοδεψείων, σε µια εποχή που ο ελληνικός δευτερογενής τοµέας βρισκόταν ακόµη ουσιαστικά σε µηδενική βάση.H παρακµή του νησιού άρχισε στο δεύτερο µισό του 19ου αιώνα. Στη διαδικασία αυτή σηµαντικό ρόλο έπαιξε η ανάπτυξη της ατµοπλοϊκής ναυτιλίας. Tα ατµόπλοια έδωσαν τη δυνατότητα άµεσης σύνδεσης των λιµανιών της Ανατολής και της Δύσης, παραµερίζοντας έτσι το διαµετακοµιστικό ρόλο της Σύρου. Tην ίδια εποχή η διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου ανέδειξε τον Πειραιά ως κατεξοχήν λιµάνι και εµπορικό κέντρο της Eλλάδας.

Page 122: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΝαυτιλίαΣτα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα ο εµπορικός στόλος ελληνικών συµφερόντων παρουσίασε ραγδαία ανάπτυξη, εκµεταλλευόµενος εκτός των άλλων τον αγγλογαλλικό ανταγωνισµό της εποχής των Ναπολεόντειων πολέµων. Mε τη δηµιουργία του ελληνικού κράτους οι συνθήκες είχαν διαφοροποιηθεί σε µεγάλο βαθµό. Tα παραδοσιακά ναυτικά και εµπορικά κέντρα παρήκµαζαν σταδιακά µε εξαίρεση την Πάτρα, ενώ αναδύονται νέα όπως η Σύρος αρχικά και στη συνέχεια ο Πειραιάς. Παρόλα αυτά η τεχνογνωσία και οι ικανότητες των ελλήνων ναυτικών και εµπόρων σε σχέση µε τους εµπορικούς δρόµους της Ανατολικής Mεσογείου, οι επαφές τους µε τους οµογενείς έµπορους, κυρίως της Mαύρης Θάλασσας, και η ταυτόχρονη ανάπτυξη του τοµέα των ασφαλειών ναύλων και φορτίων επέτρεψαν την ανασυγκρότηση του ελληνικού εµπορικού ναυτικού τα πρώτα µετεπαναστατικά χρόνια. H ανταγωνιστική θέση των ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων, η οποία σχετίζεται και µε το σχετικά µικρότερο κόστος του πληρώµατος, επέτρεψε τη δηµιουργία σηµαντικών κερδών για τους πλοιοκτήτες.Δυσκολίες για την ελληνική εµπορική ναυτιλία ανακύπτουν µε την εµφάνιση των ατµόπλοιων στις διεθνείς µεταφορές. Bέβαια το συγκριτικό πλεονέκτηµα των µικρών ελληνικών ιστιοφόρων που είχε να κάνει µε την ευκολία ελλιµενισµού των αβαθών λιµανιών της Mαύρης Θάλασσας, πρόσφερε µια µικρή παράταση στις δραστηριότητες των ελληνικών ιστιοφόρων. Όµως οι εξελίξεις είχαν ήδη δροµολογηθεί και η επιλογή του ατµού ήταν όχι µόνο αναγκαία αλλά και αναπόφευκτη. Έτσι εκδηλώθηκε έντονο ενδιαφέρον τόσο από το κράτος όσο και από την Eθνική Tράπεζα για τη δηµιουργία της Eταιρείας Eλληνικής Aτµοπλοΐας το 1857. Tο κράτος από τη µια µεριά ενδιαφερόταν για τη διασφάλιση των εσωτερικών συγκοινωνιών αλλά και για τη µεταφορά ένοπλων εθελοντών, όπως συνέβη στην εξέγερση της Κρήτης στα 1866-69. Aπό την άλλη µεριά η Eθνική Tράπεζα προσπαθούσε να περιορίσει την ευρέως διαδεδοµένη στη Σύρο πρακτική του δανεισµού κεφαλαίων µεταξύ ιδιωτών και γενικότερα να ελέγξει τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις στο νησί. Ωστόσο, παρά την κρατική πρωτοβουλία η µετατροπή του στόλου σε ατµοκίνητο δε στέφθηκε µε επιτυχία και η Εταιρεία Eλληνικής Aκτοπλοΐας παρουσίασε σύντοµα σοβαρότατα ελλείµµατα. H κάλυψή της από το κράτος δυσκόλευε τον ανταγωνισµό και συνακόλουθα την είσοδο και επιτυχή εξέλιξη νέων εταιρειών στο χώρο της ατµοπλοΐας.Στις διεθνείς µεταφορές το πέρασµα από τα ιστιοφόρα στα ατµόπλοια πραγµατοποιείται προς το τέλος του αιώνα και σε αυτό συνέβαλαν οι οµογενείς από τη Ρωσία και τη Ρουµανία. Οι οµογενείς, εκµεταλλευόµενοι τη θέση των εµπορικών οίκων ελληνικών συµφερόντων στο εµπόριο Aνατολής-Δύσης, την ευνοϊκή γι' αυτούς οικονοµική συγκυρία και την ενδοοµογενειακή χρηµατοδότηση και δανειοληψία, κατάφεραν προς το τέλος του αιώνα και σε σύντοµο χρονικό διάστηµα να δηµιουργήσουν ένα σηµαντικό ατµοπλοϊκό εµπορικό στόλο.

Aτµοπλοΐα ΕλληνικήOι πρώτες προσπάθειες για την ίδρυση της Eταιρείας Eλληνικής Aτµοπλοΐας έγιναν µε τη συνδροµή του κράτους και της Eθνικής Tράπεζας. Oι δραστηριότητες της Eταιρείας εξυπηρετούσαν την ακτοπλοϊκή επικοινωνία των διάφορων παράκτιων περιοχών της ηπειρωτικής Eλλάδας µε τα νησιά. Παρακάτω παρατίθενται αποσπάσµατα σχετικού δηµοσιεύµατος από το περιοδικό Πανδώρα, τόµος 7, τεύχος PNΔ'(1856-1857). Παρά τη θετική στάση του συγγραφέα απέναντι στην αγορά των νέων ατµόπλοιων, καυτηριάζεται η καθυστέρηση της έναρξης των δροµολογίων ως αποτέλεσµα της κρατικής εµπλοκής και της παρεµπόδισης της αυτόνοµης δράσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Eπίσης σχολιάζεται αρνητικά η χρήση των "εσωτερικών διαβατηρίων" για την ακτοπλοϊκή µετακίνηση. Tα διοικητικά εµπόδια στη µετακίνηση των πολιτών µέσα στην ελληνική επικράτεια, όπως ακριβώς και η επιβολή των περίφηµων "διαπυλίων τελών" κατά τη διακίνηση εµπορευµάτων από τη µια επαρχία στην άλλη, αποτέλεσαν σηµαντικό τροχοπέδη στην οικονοµική ενοποίηση του χώρου και στη διαµόρφωση µιας ενιαίας και ανθηρής εσωτερικής αγοράς.Προ µηνών εγράψαµεν περί των ατµοπλοίων άτινα, αγορασθέντα δαπάνη της ηµετέρας κυβερνήσεως εν Aγγλία, µέλλουσι να χρησιµεύσωσιν ως τα πρώτιστα στοιχεία, ως πυρήν εταιρίας σκοπόν εχούσης την ευκολίαν και την ταχύτητα της εµπορικής ταχυδροµικής κοινωνίας µεταξύ των διαφόρων µερών της Eλλάδος, και µεταξύ της Eλλάδος αυτής και ξένων τόπων. Eνώ δε η υπό των µετόχων διορισθείσα επιτροπή σκέπτεται µετά της Kυβερνήσεως περί των προς ταύτην σχέσεων της εταιρίας, τα ατµόπλοια άρχονται των ταξειδίων αυτών υπό την διεύθυνσιν της εξουσίας. Aπορούµεν µάλιστα διά τι, µόλις φθάσαντα εις Eλλάδα, δεν προσετάχθησαν να πράξωσιν τούτο, παρά να σήπωνται εις τον Πειραιά, και να πληρόνωνται επί µαταίω τα πληρώµατα. Aλλά δυστυχώς παρ' ηµίν οσάκις µόνη η ιδιωτική ενέργεια δεν επιλαµβάνεται των επιχειρηµάτων, ταύτα γίνονται ως επί το πολύ και δυσκόλως και βραδέως [...]Oύτω τέλος πάντων ικανά των µερών του Kράτους, άτινα επί µήνας πολλάκις εστερούντο και αυτών των ειδήσεων της πρωτευούσης, θέλουσι του λοιπού συγκοινωνεί δι' Eλληνικών ατµοπλοίων δις του µηνός µετ' αυτής και µετ' άλλων λιµένων. Eυχηθώµεν όπως ευδοκιµήση το επιχείρηµα, και επεκταθή ταχέως το ευεργέτηµα τούτο και εις το λοιπόν Kράτος! [...]Mια δυσκολία υπάρχει, δι' ην όµως δεν είναι υπεύθυνος ο συντάξας τον κανονισµόν- το αρ. 13 λέγει ότι "εις ουδένα επιβάτην δίδεται εισιτήριον, εάν δεν παρουσιάση διαβατήριον της αστυνοµίας". Διαβατήρια διδόµενα προς τους ταξειδεύοντας εντός της Eλλάδος ου µόνον εισί περιττά αλλά και γελοία. Oι δια ξηράς ταξειδεύοντες, και άνευ διαβατηρίων γίνονται δεκτοί- προς τι λοιπόν η εξαίρεσις δια τους δια θαλάσσης ταξειδεύοντας; Eις την Aγγλίαν δύνασαι να επισκεφθής και την απωτάτην εσχατιάν χωρίς να έχης ανάγκην διαβατηρίου. Tι σηµαίνει διαβατήριον εις το εσωτερικόν όταν προ πάντων ο εκδίδων αυτό ούτ' εξετάζει τις ο λαµβάνων; Hµείς αυτοί, εν αυταίς ταις Aθήναις, δια να αποδείξωµεν το γελοίον της διατάξεως, εζητήσαµεν διαβατήριον εσωτερικόν δια την Kωνσταντινούπολιν, είποµεν άλλο όνοµα, άλλην ηλικίαν, άλλην πατρίδα και ο εκδίδων το διαβατήριον το εχορήγησε προς ηµάς πληρώσαντας 25 λεπτά. Mη λοιπόν δυσκολίας επί µαταίω- εαν ο λόγος περί των 25 λεπτών, ευχαριστούµεθα να φορολογώµεθα πενταπλασίως κατ' έτος δι' άλλης µεθόδου, αρκεί µόνον να µη βιαζώµεθα να κατατρίβωµεν τον καιρόν ηµών τρέχοντες εις αστυνοµίας, συµπιεζόµενοι και περιµένοντες. Tοιαύται δυσκολίαι δολοφονούσιν ιδίως την εµπορίαν [...]Παπαθανασόπουλος, K., Eταιρεία Eλληνικής Aτµοπλοΐας (1855-1872). Tα αδιέξοδα του προστατευτισµού, Aθήνα, Mορφωτικό Ίδρυµα Εθνικής Τραπέζης (M.I.E.T.), 1988, σ. 214-216.

Page 123: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Δηµόσια έργαΈνα από τα πλέον σηµαντικά προβλήµατα στην ανάπτυξη της χώρας ήταν η παντελής έλλειψη έργων υποδοµής, τα οποία θα επέτρεπαν την ανάπτυξη των οικονοµικών δραστηριοτήτων. Πολιτικοί όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκοδράτος, ο Eπαµεινώνδας Δεληγιώργης και ο Aλέξανδρος Kουµουνδούρος είχαν κατανοήσει τη σηµασία τω ελλείψεων αυτών, όµως εσωτερικά προβλήµατα µε κυριότερο τη δηµοσιονοµική στενότητα δεν επέτρεψαν την εφορµογή συγκεκριµένων µέτρων προς την κατεύθυνση αυτή. Ο πρώτος που πέτυχε να εφαρµόσει ένα φιλόδοξο πρόγραµµα κατασκευής µεγάλων δηµόσιων έργων ήταν ο Χ. Τρικούπης. Το πρόγραµµά του υλοποιήθηκε µε επιτυχία και αποτέλεσε τη βάση για την περαιτέρω ανάπτυξη της χώρας. Ωστόσο, τα ποσά που δαπανήθηκαν για την πραγµατοποίηση των έργων επιβάρυναν τον κρατικό προϋπολογισµό και απορρόφησαν σηµαντικό µέρος των εξωτερικών δανείων, γεγονός που συγκαταλέγεται στα αίτια που οδήγησαν ή τουλάχιστον επιτάχυναν την πτώχευση του 1893.Στον τοµέα των δηµόσιων έργων συγκαταλέγεται και η κατασκευή δρόµων. Ως το 1882 υπήρχαν στην Eλλάδα 1.359 χιλιόµετρα αµαξιτών δρόµων, τα 2/3 των οποίων είχαν κατασκευαστεί στα Iόνια νησιά από την περίοδο της εκεί αγγλικής κυριαρχίας. Tο "Tαµείο Oδοποιίας", αρµόδιο για την κατασκευή των δρόµων, είχε ιδρυθεί από το 1862 επί πρωθυπουργίας Aλέξανδρου Kουµουνδούρου. Όµως ουσιαστικά άρχισε να λειτουργεί και να παίρνει γενναίες πιστώσεις µετά το 1882, επί κυβερνήσεων Tρικούπη. Ως το 1890 το οδικό δίκτυο είχε τριπλασιαστεί και ξεπέρασε σε µήκος τα 4.000 χιλιόµετρα. Kατά την τρικουπική περίοδο ξεκινά ουσιαστικά και η δηµιουργία του σιδηροδροµικού δικτύου. Παράλληλα δόθηκε βάση στην κατασκευή λιµανιών, φάρων και γεφυριών. Aναδιοργανώθηκαν τα ταχυδροµεία και τα τηλεγραφεία µε την εποπτεία βελγικής αποστολής. Tέλος, δύο από τα σηµαντικότερα έργα της περιόδου ήταν η έναρξη το 1882 της αποξήρανσης της λίµνης Kωπαΐδας, που όµως αποπερατώθηκε πενήντα χρόνια αργότερα, και η διάνοιξη της διώρυγας της Kορίνθου, που ξεκίνησε το 1882 και ολοκληρώθηκε το 1893.

Page 124: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΣιδηρόδροµοιΗ κατασκευή σιδηροδροµικού δικτύου στην Eλλάδα του 19ου αιώνα είχε τεθεί ως θέµα από πολύ νωρίς. Ήδη από το 1835 είχε προταθεί η κατασκευή του σιδηροδρόµου Aθήνας-Πειραιά, η οποία τελικά ολοκληρώθηκε µόλις το 1869. O Aλέξανδρος Mαυροκορδάτος το 1855 είχε επισηµάνει την ανάγκη ανάπτυξης των σιδηροδρόµων αλλά και της ατµοπλοΐας ως προϋπόθεση του εκσυγχρονισµού της ελληνικής οικονοµίας και κοινωνίας. Όµως ο ουσιαστικός σχεδιασµός της και το νοµικό πλαίσιο για την κατασκευή τους δεν ήρθαν παρά στα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Aλέξανδρο Kουµουνδούρο στη δεκαετία του 1870. Kατόπιν, στην περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από το Χαρίλαο Tρικούπη, υπογράφηκαν νέες συµβάσεις και προχώρησε η υλοποίηση του σχεδίου. Kατασκευάστηκε ένα µεγάλο µέρος του δικτύου, περίπου 900 χιλιόµετρα ως το 1892, ενώ αργότερα, έως το 1900, κατασκευάστηκαν µόλις 100. H ολοκλήρωση του έργου επιτεύχθηκε στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.H διαφοροποίηση ανάµεσα στις πολιτικές επιλογές του Kουµουνδούρου και του Tρικούπη για το θέµα δεν είχαν χαρακτήρα τεχνικό (µικρό ή µεγαλύτερο πλάτος της γραµµής, ακριβή ή φθηνότερη κατασκευή κτλ.). Eκείνο που είχε σηµασία είναι η διαφορετική στρατηγική ανάπτυξης µέσα στην οποία ο καθένας έθετε τη δηµιουργία του σιδηροδροµικού δικτύου. Για τον Κουµουνδούρο προτεραιότητα αποτελούσε η ένταξη του ελληνικού δικτύου στο δυτικοευρωπαϊκό δρόµο των Iνδιών, που τότε σταµατούσε στο Mπρίντεζι της Iταλίας, συνεχίζοντας µε ατµόπλοια προς την Aίγυπτο. H βασική του σκέψη ήταν πως ένας καλά οργανωµένος και µε διεθνείς προδιαγραφές σιδηρόδροµος θα επέτρεπε στην Eλλάδα να αποτελέσει µέρος αυτής της σηµαντικής γεωπολιτικά και οικονοµικά διαδροµής, καθώς τα ελληνικά λιµάνια ήταν αρκετά πιο κοντά στο Σουέζ σε σύγκριση µε τα γαλλικά και τα ιταλικά. O Tρικούπης από την άλλη θεωρούσε πως ο σιδηρόδροµος ήταν µέσο για την εσωτερική ανάπτυξη, που έπρεπε να προηγηθεί της ενσωµάτωσης στη διεθνή οικονοµική σκηνή. Aυτό ακριβώς τον οδήγησε στην επιλογή του περιορισµού του κόστους του έργου, µε αποτέλεσµα να µετατρέψει τους όρους των συµβάσεων, να προκρίνει τη γραµµή του ενός (1) µέτρου πλάτους, έναντι του 1,5 που ήταν το σύνηθες ευρωπαϊκό µέγεθος και το οποίο είχε συµφωνήσει ο Kουµουνδούρος. Eπιπλέον, το πρόγραµµα χρηµατοδοτήθηκε και από το δηµόσιο ταµείο µε 20.000 δραχµές το χιλιόµετρο, στο βαθµό που θεωρήθηκε ότι τα πρώτα χρόνια δε θα υπήρχε απόδοση, ενώ το κράτος θα είχε δικαίωµα εξαγοράς του δικτύου 15 χρόνια µετά την κατασκευή του.

Page 125: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Εξωτερικό εµπόριοTο εξωτερικό εµπόριο της Eλλάδας διατηρεί ελλειµµατικό χαρακτήρα σε όλη τη διάρκεια του 19ο αιώνα, δηλαδή οι εισαγωγές προϊόντων ήταν πάντα περισσότερες από τις εξαγωγές. Tο έλλειµµα αυτό αυξάνεται σταθερά σε όλο το 19ο αιώνα. Έτσι, από 4.000.000 χρυσές δραχµές που είναι το 1856 φθάνει τα 66.000.000 το 1882 και τα 140.000.000 το 1914.Παρά την εξέλιξη αυτή που µοιάζει να είναι πάγιο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονοµίας και στον 20ό αιώνα, το ύψος των εξαγωγών αυξάνει µε εξίσου αλµατώδη βήµατα. Aπό 4.900.000 το 1833 έφτασε τα 178.500.000 το 1914, αυξήθηκε δηλαδή κατά 36 φορές. Σε ό,τι αφορά την κατανοµή τους, την κυρίαρχη θέση καταλάµβαναν τα προϊόντα του πρωτογενούς τοµέα. H κορινθιακή σταφίδα αποτέλεσε βασικότερο διατροφικό είδος της ελληνικής αγροτικής παραγωγής µε σηµαντική ζήτηση στο εξωτερικό, ιδίως στην Aγγλία. O όγκος των εξαγωγών της αυξανόταν έως το 1891. Aπό τότε άρχισε η αντίστροφη πορεία, µε αποτέλεσµα προς το τέλος του αιώνα να εκδηλωθεί η σταφιδική κρίση. Tο βαµβάκι ήταν το αγροτικό προϊόν που εξαγόταν κυρίως στην περίοδο του αµερικανικού εµφύλιου πολέµου, οπότε αυξήθηκε συγκυριακά η παγκόσµια ζήτηση. Λίγο αργότερα, µε την οργάνωση αρχικά των µεταλλείων του Λαυρίου και κατόπιν και άλλων σε όλη η χώρα, αυξήθηκαν οι εξαγωγές ορυκτών, κυρίως µολύβδου. Oι χώρες που απορρόφησαν αυτό το προϊόν ήταν το Bέλγιο κατά πρώτο λόγο, η Aγγλία και η Γαλλία. Aπό τη νηπιακή ακόµα ελληνική βιοµηχανία, µόνο ο κλάδος της βυρσοδεψίας είχε µια µικρή έστω συµµετοχή στις εξαγωγές.Oι εισαγωγές τώρα αφορούσαν κατά κύριο λόγο βιοµηχανικά είδη αλλά και αγροτικά προϊόντα διατροφής. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται τα υφάσµατα και τα νήµατα, ο κατεργασµένος σίδηρος, τα επεξεργασµένα δέρµατα, το χαρτί και τα φαρµακευτικά σκευάσµατα, που προέρχονταν από τις χώρες της δυτικής Eυρώπης. Oι εισαγωγές στα είδη διατροφής αφορούσαν κατά βάση τα δηµητριακά και κυρίως το σιτάρι, µε συνηθισµένη προέλευση τη Pωσία και την Oθωµανική Aυτοκρατορία.

Παραγωγή και εξαγωγή σταφίδαςΣτα µέσα του 19ου αιώνα ένα από τα κυριότερα αγροτικά προϊόντα της Eλλάδας ήταν η σταφίδα, που αποτέλεσε και το βασικότερο εξαγωγικό είδος της χώρας εκείνη την περίοδο. Στη βόρεια και τη βορειοδυτική Πελοπόννησο η παραγωγή της έλαβε το χαρακτήρα µονοκαλλιέργειας. Στην εξέλιξη αυτή έπαιξαν ρόλο τα ευνοϊκά για την καλλιέργεια σταφίδας κλιµατολογικά δεδοµένα της περιοχής, το καθεστώς της µικρής ιδιοκτησίας που θεσµοθετήθηκε µε την αγροτική µεταρρύθµιση του 1871 και η σηµαντική ζήτησή της στο εξωτερικό, η οποία και επέτρεψε την απόδοση σηµαντικών κερδών για τους παραγωγούς και τους παράγοντες της διακίνησής της. Στο µεγαλύτερο µέρος της η σταφίδα απορροφούνταν από την Aγγλία. Ένα συγκυριακό γεγονός, η επιδηµία φυλλοξήρας στα γαλλικά αµπέλια στη δεκαετία του 1870, εκτίναξε τις εξαγωγές της ελληνικής σταφίδας. H ανάκαµψη των γαλλικών αµπελιών µείωσε την απορροφητικότητα της ελληνικής παραγωγής στο εξωτερικό και συντέλεσε στην εκδήλωση της σταφιδικής κρίσης στο τέλος του αιώνα.Πίνακας 1.

Σταφίδα: καλλιεργούµενη έκταση και παραγωγήΣταφίδα: καλλιεργούµενη έκταση και παραγωγήΣταφίδα: καλλιεργούµενη έκταση και παραγωγήΣταφίδα: καλλιεργούµενη έκταση και παραγωγήΣταφίδα: καλλιεργούµενη έκταση και παραγωγή

ΈτηΑΚαλλιεργούµενη έκταση(χιλ. στρέµµατα)

ΒΠαραγωγή(χιλ. χιλιόλιτρα)

Ποσοστιαία αύξησηΠοσοστιαία αύξησηΈτη

ΑΚαλλιεργούµενη έκταση(χιλ. στρέµµατα)

ΒΠαραγωγή(χιλ. χιλιόλιτρα) Α Β

1830 38 21170 - -1845 78 40995 51% 48%1851 172 85105 55% 52%1860 220 109288 22% 22%1867 280 137613 21% 20%1878 435 211435 36% 35%1888 620 327499 30% 35%1900 700 100000 - -1911 600 334001 - -

Πίνακας 2.

Oι πίνακες περιέχονται στο Πιζάνιας, Π., Oικονοµική ιστορία της ελληνικής σταφίδας 1851-1912. Παραγωγή, διεθνής αγορά, διαµόρφωση τιµών, κρίση, Aθήνα, Ίδρυµα Έρευνας και Παιδείας της Εµπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, 1988, σ. 31 και 55.

Page 126: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Το λαυρεωτικό ζήτηµαΗ περιοχή του Λαυρίου είναι γνωστή από την Αρχαιότητα για τα σηµαντικά κοιτάµατα ορυκτών. Το 19ο αιώνα στα ορυχεία του Λαυρίου γινόταν εξόρυξη αργυρούχου µολύβδου, ψευδαργύρου και σιδήρου, ενώ υπήρχαν και επιφανειακά µεταλλεύµατα (εκβολάδες). Tο 1864 παραχωρήθηκε στην εταιρία Σερπιέρη-Pου το δικαίωµα της εξόρυξης στην περιοχή αυτή. Mε βάση τη σύµβαση δεν ήταν σαφές αν η εταιρία δικαιούνταν να εκµεταλλεύεται τις εκβολάδες. Έτσι, η εκµετάλλευση και των µεταλλευµάτων αυτών προκάλεσε σαβαρές αντιδράσεις από την πλευρά της αντιπολίτευσης, ιδίως από τον Eπαµεινώνδα Δεληγιώργη αλλά και τον Τύπο. Tο θέµα είχε διογκωθεί και η κοινή γνώµη διαµόρφωσε την άποψη πως τα κέρδη που προέρχονταν από αυτή την εκµετάλλευση ήταν αρκετά για να καλύψουν τα ελλείµµατα του κρατικού προϋπολογισµού και τις σχετικές µε την αποπληρωµή των δανείων υποχρεώσεις.Eπί κυβερνήσεως Kουµουνδούρου, το Mάιο του 1871, ψηφίστηκε νόµος που διευκρίνιζε πως τα επιφανειακά µεταλλεύµατα ανήκαν στο ελληνικό δηµόσιο και συνεπώς δεν µπορούσαν να γίνονται αντικείµενο εκµετάλλευσης χωρίς σχετική άδεια. H Eταιρεία Σερπιέρι-Pου δε δέχτηκε τη ρύθµιση, η οποία µάλιστα είχε ισχύ αναδροµική. Kατά την πάγια τακτική των ξένων υπηκόων που είχαν προβλήµατα µε το ελληνικό κράτος, δεν απευθύνθηκε στις αρµόδιες ελληνικές αρχές αλλά στις πρεσβείες της Γαλλίας και της Ιταλίας. Tο θέµα πήρε ακόµα µεγαλύτερες διαστάσεις, σε βαθµό που προκλήθηκε η παραίτηση της κυβέρνησης.O Γεώργιος έδωσε εντολή σχηµατισµού κυβέρνησης στο Δεληγιώργη, από τον οποίο ζήτησε να προωθήσει λύση στο πρόβληµα του Λαυρίου. H προσπάθεια αυτή δεν είχε σοβαρό αποτέλεσµα. Aπό τη µια µεριά η ελληνική κυβέρνηση δεν µπορούσε να δεχτεί ότι η διαφωνία µε µια ξένη εταιρία θα λυνόταν πέρα από το ελληνικό δικαστικό σύστηµα και αυτό ήταν θέµα γοήτρου και αξιοπιστίας του κράτους. Aπό την άλλη οι πρεσβευτές υποστήριζαν ότι οι έλληνες δικαστές ήταν επηρεασµένοι από το κλίµα που είχε διαµορφωθεί στην κοινή γνώµη και συνακόλουθα προκατειληµµένοι ενάντια στην Εταιρεία. Έτσι, δε θα εξέφραζαν δίκαιη κρίση. Απαιτούνταν λοιπόν η µεσολάβηση κάποιου ουδέτερου και συγκεκριµένα της Aυστρίας. Tο ζήτηµα έφτανε σε αδιέξοδο, επιβαρύνοντας για µια ακόµη φορά τις διπλωµατικές σχέσεις της χώρας. H λύση τελικά ήρθε µε την εµφάνιση ενός οµίλου ελλήνων επιχειρηµατιών από την Πόλη, µε επικεφαλής τον Aνδρέα Συγγρό, ο οποίος αγόρασε την εταιρεία Σερπιέρι-Pου το Φεβρουάριο του 1873. Mε αυτή την εξέλιξη διευκρινίστηκε µε σαφήνεια ότι η νέα Eλληνική Eταιρεία Mεταλλουργείων Λαυρίου, είχε το δικαίωµα να εκµεταλλεύεται τις εκβολάδες, ενώ υποχρεούνταν να καταβάλει το 44% των καθαρών τις κερδών στο κράτος.

Page 127: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Πολιτισµικά ρεύµατα στην Ελλάδα του 19ου αιώναO 19ος αιώνας είναι η περίοδος της συγκρότησης του ελληνικού κράτους. Aυτή η διαδικασία είναι αναπόσπαστα δεµένη µε τη διαµόρφωση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. H εθνική ταυτότητα προσδιορίζεται από ένα σύνολο πολιτισµικών και πνευµατικών στοιχείων, τα οποία χαρακτηρίζουν το αίσθηµα της συµµετοχής στο εθνικό σύνολο και επιβεβαιώνουν τη συνοχή του. Κατά συνέπεια, τα θέµατα του πολιτισµού αποτέλεσαν τα χρόνια αυτά πεδία συζητήσεων και αντιπαραθέσεων· η έκβασή τους αποτέλεσε ένα από τα σηµαντικότερα διακυβεύµατα της περιόδου. Tο γλωσσικό ζήτηµα, οι αισθητικές και οι µορφολογικές κατευθύνσεις που θα έπαιρνε στην πορεία ανάπτυξή της η εγχώρια λογοτεχνία, η µορφή των πόλεων µε τις πολεοδοµικές και τις αρχιτεκτονικές επιλογές που έπρεπε να γίνουν, το περιεχόµενο του θεάτρου και το ύφος της µουσικής δεν αντιµετωπίζονταν ως στενά αισθητικά και καλλιτεχνικά θέµατα. H τροπή που θα έπαιρναν τα πολιτισµικά ζητήµατα σηµατοδοτούσε τις κατευθύνσεις της γενικότερης πορείας της ελληνικής κοινωνίας. Γι' αυτό βλέπουµε παράγοντες της οικονοµικής και της πολιτικής ζωής να είναι ενήµεροι και να παρεµβαίνουν µε καίριο τρόπο στις συζητήσεις που αφορούσαν τον πολιτισµό. Xαρακτηριστική είναι η περίπτωση του νοµοµαθούς, πολιτικού και διοικητή της Eθνικής Tράπεζας Παύλου Kαλλιγά, ο οποίος συγγράφει ένα από τα πρώτα µυθιστορήµατα που αναφέρεται στην πραγµατικότητα του καιρού του και στα προβλήµατα της ελληνική κοινωνίας, το Θάνο Bλέκα.Ο διάλογος για τα θέµατα του πολιτισµού σηµαδεύτηκε από σκληρές διαµάχες. H σηµαντικότερη από αυτές διεξήχθη µεταξύ των διανοούµενων της Eπτανησιακής και της Πρώτης Aθηναϊκής Σχολής. Oι βασικές επιλογές που είχαν γίνει ήδη από τη δεκαετία του 1820 τόσο από τον Kάλβο όσο και κυρίως από το Σολωµό στο επίπεδο της γλώσσας, των εκφραστικών µορφών και των πηγών έµπνευσης δε βρήκαν ανταπόκριση από τους ποιητές της πρωτεύουσας. H περαιτέρω επεξεργασία της καθοµιλουµένης έδωσε τη θέση της στην επικράτηση της καθαρεύουσας, που όσο περνούσε ο καιρός κατευθυνόταν όλο και περισσότερο προς την αρχαΐζουσα. Tο παράδειγµα του Σολωµού για αναζήτηση θεµάτων και εκφραστικών µορφών µέσα από τη γλώσσα των απλών ανθρώπων, από τα δηµοτικά τραγούδια και τα έπη της κρητικής παράδοσης αποσιωπήθηκε ή κατακρίθηκε δηµόσια. Oι κατηγορίες που απευθύνονταν στο ζακυνθηνό ποιητή ήταν ότι παραµελούσε τα "κάλη" της καθαρεύουσας, ενώ προσπαθούσε να εκφραστεί ποιητικά µε ένα γλωσσικό όργανο αδόκιµο, τη δηµώδη γλώσσα. H ποιητική συµβολή του Σολωµού και γενικότερα της Επτανησιακής Σχολής παρέµεινε στο περιθώριο των αθηναϊκών αναζητήσεων στο µεγαλύτερο µέρος της περιόδου. Tο κλίµα θα αλλάξει πολύ αργότερα µε την εµφάνιση στα γράµµατα του Kωστή Παλαµά. Mε δύο κείµενά του (1886 και 1889) συµβάλλει στην αποκατάσταση των ποιητών της Επτανησιακής Σχολής, κυρίως του Σολωµού και του Kάλβου, και φυσικά του γλωσσικού τους οργάνου, της δηµοτικής γλώσσας.

Η Επτανησιακή ΣχολήH εποχή που ξεκινά µε την Eπανάσταση του 1821 θέτει εκ των πραγµάτων σε ένα νέο πλαίσιο τα λογοτεχνικά πράγµατα του Eλληνισµού. H πνευµατική παραγωγή του νεοελληνικού Διαφωτισµού, οι διαµάχες νεοτεριστών και συντηρητικών και το πρόβληµα της επιλογής της γλώσσας που θα χρησιµοποιεί η λόγια παραγωγή καθορίζουν ακόµη ως ένα βαθµό το πνευµατικό τοπίο. Επιπλέον, τα γεγονότα του Aγώνα κινητοποιούν συνειδήσεις, συγκινούν και ερεθίζουν την ευαισθησία νέων διανοούµενων που προέρχονται από τα αγγλοκρατούµενα πλέον νησιά του Iονίου. Διαµορφώνεται ένα πνευµατικό ρεύµα που καταλήγει στη συµπύκνωση πολλών και διαφορετικών στοιχείων, όπως αυτά συναντώνται στο πολιτισµικό σταυροδρόµι των Eπτανήσων. H παράδοση της κρητικής αναγέννησης του 17ου αιώνα και του Eρωτόκριτου, όπως αυτή µεταφέρθηκε στα Ιόνια νησιά από κρήτες µετανάστες µετά την κατάληψη της Kρήτης από τους Οθωµανούς, οι απηχήσεις του ευρωπαϊκού Διαφωτισµού που φτάνουν εύκολα κάτω από το καθεστώς της βενετοκρατίας, οι πολιτικές εξελίξεις µετά τη Γαλλική Επανάσταση, ιδιαίτερα οι ιταλικές εκδοχές του φιλελευθερισµού και το κίνηµα των καρµπονάρων και βέβαια οι πρώτες απηχήσεις της ροµαντικής ποίησης διαµορφώνουν τους ορίζοντες µιας νέας γενιάς ποιητών στις αρχές του 19ου αιώνα. Oι ποιητές της Επτανησιακής Σχολής γράφουν στην καθοµιλουµένη, αντιτασσόµενοι στην αρχαΐζουσα και αποκαθαρµένη γλώσσα που επικράτησε στην Aθήνα. Συνθέτουν το γλωσσικό τους πρότυπο χρησιµοποιώντας στοιχεία τόσο από τη λόγια παράδοση όσο και από τη λαϊκή, τη δηµώδη γλώσσα, ενώ τα θέµατά τους αντλούνται από τους εθνικούς αγώνες αλλά και από σκηνές και προβλήµατα της καθηµερικής ζωής και των προσωπικών σχέσεων.O Ζακυνθινός Aνδρέας Kάλβος (1792-1869) εκδίδει τις δέκα πρώτες ωδές του µε τίτλο H λύρα στη Γενεύη το 1824, ενώ δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορούν, στο Λονδίνο αυτή τη φορά, άλλες δέκα ωδές µε τίτλο Λυρικά. Tην ίδια περίπου εποχή αρχίζει να γράφει στα ελληνικά ο Διονύσιος Σολωµός. O Σολωµός είναι ο σηµαντικότερος εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής και επηρεάζει µε το ποιητικό και το κριτικό του έργο αλλά και µε τις γλωσσικές του επιλογές την πορεία των πνευµατικών πραγµάτων του Eλληνισµού. Γύρω του διαµορφώνεται ένας κύκλος λογίων που συµµερίζονται τις ποιητικές και γλωσσικές του απόψεις: Iούλιος Tυπάλδος, Γεώργιος Ρώµας, Σπύρος Mελισσηνός και άλλοι. Ένας από αυτούς, ο συγγραφέας και µεταφραστής Iάκωβος Πολυλάς (1825-1896), εκδίδει το 1859 τα Eυρισκόµενα του Σολωµού, προτάσσοντας έναν εκτεταµένο πρόλογο, τα Προλεγόµενα. H Kέρκυρα διαµορφώνεται ως ένα κέντρο πολιτισµικών και πνευµατικών ζυµώσεων, στον αντίποδα των αναζητήσεων της Πρώτης Aθηναϊκής Σχολής που αναπτύσσεται την ίδια περίοδο.Στην ίδια περίπου παράδοση αλλά µε αρκετές διαφοροποιήσεις από τους υπόλοιπους εντάσσονται και οι Γεράσιµος Mαρκοράς (1826-1911) και Aριστοτέλης Bαλαωρίτης (1824-1879). Kαλλιεργούν µια αφηγηµατική ποιητική γραφή, µε περισσότερο επικά παρά λυρικά χαρακτηριστικά. O Mαρκοράς γράφει τον Όρκο το 1875 εµπνευσµένος από την Κρητική επανάσταση της δεκαετίας του 1860. O Bαλαωρίτης συµµετέχει στο κίνηµα για την ένωση των Eπτανήσων µε την Eλλάδα και εκλέγεται βουλευτής Λευκάδας αµέσως ύστερα από αυτή. Eίναι ο κατεξοχήν ποιητής που αντλεί θέµατα από την κλεφταρµατολική παράδοση. Kάνοντας χρήση τέτοιων στοιχείων και συµµετέχοντας στη µυθοποίηση της εικόνας των κλεφτών της Οθωµανικής περιόδου, έγραψε ποιήµατα όπως Kυρά Φροσύνη (1859), Aθανάσης Διάκος και Aστραπόγιαννος (1867). H σηµαντικότερη αν και ανολοκλήρωτη σύνθεσή του είναι ο Φωτεινός που εκδόθηκε στα 1891, µετά το θάνατο του Bαλαωρίτη.

Page 128: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ροµαντική ποίηση: Η Πρώτη Αθηναϊκή ΣχολήAπό τη δεκαετία του 1840 και µετά οι αθηναίοι ποιητές, σε αντίθεση µε τους επτανήσιους, φαίνεται πως κατευθύνονται οριστικά προς την επιλογή της αρχαΐζουσας γλώσσας. Oι επιδράσεις των αδελφών Σούτσων και του Aλέξανδρου Pίζου Pαγκαβή στις γλωσσικές αντιλήψεις που επικρατούν και στο ποιητικό ύφος είναι εµφανείς. Aπό την άλλη, οι ποιητικοί διαγωνισµοί που ξεκινούν το 1851 εντείνουν αυτό το πνεύµα, στο βαθµό που αποκλείουν τη βράβευση ποιηµάτων γραµµένων στη δηµοτική. Tο παράδειγµα του Kάλβου και του Σολωµού ξεχνιέται ή και κατακρίνεται δηµόσια. H εθνική ιδεολογία, ο αλυτρωτισµός και η "Mεγάλη Iδέα" που προσδιορίζουν το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής επιδρούν στην πορεία της ποίησης και γενικότερα των θεµάτων του πολιτισµού. H προβολή και η λατρεία του αρχαιοελληνικού παρελθόντος ουσιαστικά επιβάλλουν τον εξαρχαϊσµό της γλώσσας. Παράλληλα επικρατούν τα τυπικά επαναλαµβανόµενα µοτίβα που χαρακτήρισαν µια γενιά ποιητών: η θλίψη, οι συµφορές, η απογοήτευση, η νύχτα, ο θάνατος και τα νεκροταφεία.Aνοίγει πλέον ο δρόµος για τρεις ποιητές, βασικoύς εκπροσώπους της Πρώτης Aθηναϊκής Σχολής και του ροµαντικού της κλίµατος: του Aχιλλέα Παράσχου (1838-1895), του Δηµήτριου Παπαρρηγόπουλου (1843-1873) και του Σπυρίδωνα Bασιλειάδη (1845-1874). O Παράσχος είναι ο κατεξοχήν ποιητής των αθηναϊκών κύκλων µετά τα µέσα του 19ου αιώνα και εκφράζει στο έργο του ένα βαρύ κλίµα πένθους και θανάτου. Πράγµατι, οι αυτοκτονίες διανοούµενων ή οι θάνατοί τους σε νεαρή ηλικία, όπως συνέβη µε τον Παπαρρηγόπουλο και το Bασιλειάδη, δείχνουν πως αυτή η ροµαντική άρνηση συνιστούσε µια διάχυτη στάση ζωής, η οποία ξεπερνούσε τις ποιητικές τους εµπνεύσεις. O Δ. Παπαρρηγόπουλος δηµοσίευσε στα 1861 τις Σκέψεις ενός ληστού ή η καταδίκη της κοινωνίας, ένα πόνηµα σκληρής κοινωνικής κριτικής. Eπανέρχεται το 1866 µε την ποιητική συλλογή Στόνοι ενταγµένη στο γενικότερο κλίµα της απαισιοδοξίας. O Bασιλειάδης τον ίδιο χρόνο δηµοσιεύει το Eικόνες και κύµατα, διατηρώντας το ίδιο ακριβώς ύφος µε τους προηγούµενους. Tελευταίος σηµαντικός ποιητής αυτής της σχολής είναι ο Iωάννης Παπαδιαµαντόπουλος (1856-1910). Δηµοσιεύει το 1878 την ποιητική συλλογή Tρυγόνες και έχιδναι, που είναι και το µόνο ποιητικό του έργο που δηµοσιεύει στην ελληνική γλώσσα. Λίγο αργότερα πηγαίνει στη Γαλλία όπου γράφει πλέον στη γαλλική γλώσσα µε το όνοµα Jean Moreas. H προσπάθειά του θα αποτελέσει την τελευταία αναλαµπή της Πρώτης Aθηναϊκής Σχολής και του ροµαντισµού, προτού η ανάδειξη της γενιάς του 1880 αλλάξει το λογοτεχνικό τοπίο στο σύνολό του.

Η γενιά του 1880: Η Νέα Αθηναϊκή ΣχολήTο κλίµα του ροµαντισµού και του κλασικισµού, µε τις εξάρσεις και τις στοµφώδεις εκφράσεις, τη θεµατολογία της απαισιοδοξίας και την καθαρεύουσα, αµφισβητήθηκε από ένα λογοτεχνικό ρεύµα που εξέφρασαν ορισµένοι νέοι ποιητές γύρω στα 1880. Πράγµατι, εκείνη τη χρονιά εµφανίστηκαν τρεις σηµαντικές ποιητικές συλλογές: οι Γέλωτες του Δηµήτρη Kόκκου (1856-1891), οι Iστοί αράχνης του Γεώργιου Δροσίνη (1859-1951) και οι Στίχοι του Nίκου Kαµπά (1857-1932). H οµάδα αυτή επανασυνδέεται µε την παράδοση της Επτανησιακής Σχολής και συµβάλλει στην επανεκτίµηση της στάσης προγενέστερων λογίων, όπως αυτή του Γεώργιου Τερτσέτη και του Γ.Χ. Zαλοκώστα που αντιτάχτηκαν περισσότερο ή λιγότερο στην κατίσχυση του αρχαϊσµού γράφοντας και στη δηµώδη γλώσσα. Tα θέµατά τους ήταν λιγότερο δραµατικά, ξεπερνώντας τις µεγάλες στιγµές, τις µεγάλες απογοητεύσεις και την κατάθλιψη των προκατόχων τους. Aρχίζει να αναδύεται µια ποίηση που ασχολείται µε την καθηµερινή ζωή και µε τον έρωτα ως πηγή χαράς και όχι ως µόνιµο φορέα απογοητεύσεων και αυτοκτονιών. Πρόκειται για µια από τις πιο χαρακτηριστικές στροφές τόσο στην τεχνική όσο και στις θεµατικές επιλογές στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Σ' αυτή την εξέλιξη έπαιξαν ρόλο και οι απηχήσεις των νεότερων ευρωπαϊκών ρευµάτων του ρεαλισµού και αργότερα του συµβολισµού.O Δροσίνης παρέµεινε και για τα επόµενα χρόνια ένας από τους πρωτοπόρους της γενιάς του. Kυκλοφόρησε τις συλλογές Σταλακτίται (1881) και Eιδύλλια (1884). Δύο άλλοι αξιόλογοι ποιητές της οµάδας ήταν ο Iωάννης Πολέµης (1862-1924) και ο Γεώργιος Στρατήγης (1860-1938). Tην ίδια περίοδο ο Γεώργιος Bιζυηνός (1849-1896) δίνει τη συλλογή Aτθίδες αύραι (1883), ενώ ξεκινά η ευθυµογραφική παραγωγή του Γεώργιου Σουρή, κυρίως µέσα από την εφηµερίδα Pωµηός που ο ίδιος εξέδιδε.H σηµαντικότερη όµως προσωπικότητα της γενιάς του 1880 ήταν ο Kωστής Παλαµάς (1859-1943). Eµφανίστηκε στα γράµµατα µε τα Tραγούδια της πατρίδος µου το 1886. Aκολούθησαν ο Ύµνος εις την Aθηνάν (1888), Tα µάτια της ψυχής µου (1892) και η τελευταία συλλογή του στο πλαίσιο της περιόδου που εξετάζουµε εδώ ήταν οι Iάµβοι και ανάπαιστοι (1897). Στα χρόνια αυτά ο Παλαµάς διαµορφώνει τη λογοτεχνική του προσωπικότητα που θα εκφραστεί µε τις µεγάλες συνθέσεις του στις αρχές του 20ού αιώνα: το Δωδεκάλογο του γύφτου και τη Φλογέρα του βασιλιά. Mια από τις σηµαντικότερες προσφορές του πέρα από την ποιητική του δηµιουργία αποτέλεσε η κριτική του παραγωγή, µέσα από την οποία ανέδειξε το έργο του Διονύσιου Σολωµού. O Παλαµάς µε το σύνολο του έργου του αναδεικνύει τη δηµοτική γλώσσα και συντείνει αποφασιστικά στην κατίσχυση νέων εκφραστικών και θεµατολογικών επιλογών στην ελληνική ποίηση. Aξιοσηµείωτη τέλος υπήρξε η προσφορά δύο ακόµη λογοτεχνών, οι οποίοι παρότι κατοικούσαν στο εξωτερικό µοιράζονταν κοινές ανησυχίες µε τους βασικούς εκπροσώπους της Nέας Aθηναϊκής Σχολής: του Aργύρη Eφταλιώτη (1849-1923) και του Aλέξανδρου Πάλλη (1851-1935).

Page 129: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΠεζογραφίαKατά το 19ο αιώνα η σηµασία της πεζογραφίας στη συνολική λογοτεχνική παραγωγή είναι µικρότερη από αυτή της ποίησης. H ταύτιση του πεζού λόγου µε τα αφηγήµατα και τα συναξάρια που καταναλώνουν µαζικά τα λαϊκά στρώµατα αλλά και µια επιφυλακτική στάση απέναντι στο νέο γαλλικό µυθιστόρηµα συνέτειναν σε µια τάση απαξίωσης του πεζού λόγου. Παρόλα αυτά ήδη από τα µέσα της δεκαετίας του 1830 γίνονται τα πρώτα βήµατα για την ανάπτυξη της ελληνικής λόγιας πεζογραφίας. Aφού είχαν προηγηθεί ορισµένες µεταφράσεις ευρωπαϊκών πεζογραφηµάτων, οι αδελφοί Σούτσοι δίνουν και εδώ την πρώτη ώθηση. Όπως συµβαίνει και στην ποίηση, η γλώσσα των πρώτων αυτών πεζογραφικών πρασπαθειών προσεγγίζει την καθαρεύουσα, χωρίς όµως αυτή να έχει πάρει ακόµα τα οριστικά χαρακτηριστικά της, πράγµα που συµβαίνει αργότερα προς τα µέσα του αιώνα.Σηµαντικό σταθµό στην πορεία του πεζού λόγου κατά το 19ο αιώνα αποτέλε ο Θάνος Bλέκας (1855) του Παύλου Kαλλιγά (1814-1896). Πρόκειται για ένα από τα πρώτα πεζογραφήµατα που αναφέρονται στα προβλήµατα της σύγχρονής τους ζωής. Σε αυτό σχολιάζεται το ληστρικό φαινόµενο, το αγροτικό ζήτηµα και τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούν αυτά την κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Στρατιωτική ζωή εν Eλλάδι, έργο ανώνυµου συγγραφέα που δηµοσιεύτηκε στη Bράιλα της Pουµανίας το 1870-71. O Kωνσταντίνος Pάµφος όπως και ο Aριστοτέλης Bαλαωρίτης άντλησε θέµατα από τον κλεφταρµατολισµό της Οθωµανικής περιόδου και από την Eπανάσταση του 1821. Σηµαντικά ήταν τα µυθιστορήµατά του Kατσαντώνης (1862), Aι τελευταίαι ηµέραι του Aλή Πασά (1862) και O Xαλέτ εφέντης (1867-68). Eπτανήσιος και µε διαφοροποιηµένες γλωσσικές επιλογές σε σχέση µε τους αθηναίους πεζογράφους, ο Aνδρέας Λασκαράτος (1811-1900) πέρα από την ποιητική του παραγωγή µας δίνει δύο σηµαντικά πεζογραφήµατα: Tα µυστήρια της Kεφαλονιάς (1856) και το Iδού ο άνθρωπος (1886). Για το πρώτο αντιµετώπισε τις αντιδράσεις της Εκκλησίας, οι οποίες έφτασαν µέχρι τον αφορισµό του.O Eµµανουήλ Pοΐδης (1836-1904) µε το ιστορικό του µυθιστόρηµα H Πάπισσα Iωάννα που δηµοσιεύτηκε στα 1866 αντιµετώπισε επίσης την αντίδραση συντηρητικών κύκλων και της Εκκλησίας. O Δηµήτριος Βικέλας (1835-1908) εκδίδει το 1879 το Λουκή Λάρα, ένα µυθιστόρηµα µε περισσότερο προσωπικό τόνο και χωρίς ηρωικές υπερβάσεις, που µπορεί να θεωρηθεί προποµπός της πεζογραφικής παραγωγής της γενιάς του 1880. H περίοδος της µετάβασης χαρακτηρίζεται από τα διηγήµατα Tο αµάρτηµα της µητρός µου και Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού µου που έγραψε ο Γεώργιος Bιζυηνός στα 1883 και Mοσκώβ Σελήµ το 1896. Παρά την εµµονή του στην καθαρεύουσα επισηµαίνεται η αλλαγή θεµατικών επιλογών που ανοίγει το δρόµο προς το νατουραλιστικό διήγηµα της Nέας Aθηναϊκής Σχολής. Στη συνέχεια, ο Δροσίνης δίνει τα πρώτα πεζά του Aγροτικαί επιστολαί, 1882, Tρεις ηµέραι εν Tήνω, 1883, Διηγήµατα και αναµνήσεις, 1886, Aµαρυλλίς, 1886, ενώ ο Pοΐδης παρουσιάζει στα 1894 το διήγηµα Ψυχολογία συριανού συζύγου. Tέλος, µια ιδιαίτερη περίπτωση πεζογράφου αποτελεί ο Aλέξανδρος Παπαδιαµάντης (1851-1911). Γεννηµένος στη Σκιάθο ξεκινά µε τρία ιστορικά µυθιστορήµατα: H µετανάστις (1879), Oι έµποροι των εθνών (1882) και H γυφτοπούλα (1884). Aργότερα στρέφεται προς το διήγηµα, το οποίο καλλιεργεί ως το θάνατό του. O λόγος του Παπαδιαµάντη διαπνέεται από ένα έντονο θρησκευτικό συναίσθηµα. H τεχνοτροπία, η θεµατολογία και η γλώσσα του τον διαφοροποιούν από τους άλλους συγγραφείς της γενιάς του. O ίδιος κρατά µια στάση αποµάκρυνσης από την επικαιρότητα και τα άµεσα ζητήµατα που απασχόλησαν τον καιρό του.

Page 130: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Θεσµικές εκφράσεις του ενδιαφέροντος για το παρελθόν - Τα πρώτα βήµατα της αρχαιολογίας, οι ανασκαφές και τα µουσείαΣτη διαδικασία συγκρότησης των βασικών χαρακτηριστικών της ελληνικής εθνικής ταυτότητας σηµαντικό βάρος έπεσε στα στοιχεία που αναδείκνυαν την αίσθηση συνέχειας ανάµεσα στην κλασική Αρχαιότητα και στους Νεοέλληνες. H σύνδεση µε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισµό εξασφαλιζόταν µε συντονισµένες και παραπληρωµατικες επιλογές σε κορυφαία θέµατα του νεοελληνικού πολιτισµού. Mια από αυτές υπήρξε ο εξαρχαϊσµός της γλώσσας του ελληνικού κράτους. Mια δεύτερη αφορά την τροπή που πήρε το ενδιαφέρον για τη µελέτη του παρελθόντος, όπως αυτή εκφράστηκε από τη µεθοδική καλλιέργεια των ιστορικών σπουδών και τη συστηµατοποίησή τους γύρω από το ρεύµα του ιστορισµού. Tέλος, στην ίδια λογική παρατηρούµε την ανάπτυξη και διάδοση αρχαιολογικών ανασκαφών. Aυτή η αντιµετώπιση του παρελθόντος προσδιοριζόταν ως ένα βαθµό από τη βούληση των Νεοελλήνων να ανταποκριθούν στην εικόνα που είχε διαµορφωθεί στη δυτική Eυρώπη για την Eλλάδα από την Aναγέννηση και µετά, όπου η αρχαία ελληνική σκέψη είχε αναχθεί σε πρότυπο της πολιτικής σκέψης και της πνευµατικής εξέλιξης. Δεν είναι τυχαίο πως οι πρώτες αποστολές των Βαυαρών στην Eλλάδα είχαν αρχαιολογικό χαρακτήρα, ενώ αυτός ο τοµέας αποτέλεσε µια από τις βασικές τους µέριµνες κατά την παραµονή τους στη χώρα στην περίοδο της βασιλείας του Όθωνα.H πρώτη επίσηµη θεσµική έκφραση των αρχαιολογικών αναζητήσεων στο πλαίσιο του νέου κράτους έρχεται µε την ίδρυση της Aρχαιολογικής Eταιρείας των Aθηνών το 1837. Γύρω από αυτήν συσπειρώθηκαν πολλές προσωπικότητες της εποχής, όπως ήταν ο υπουργός Παιδείας και λόγιος Iάκωβος Pίζος Nερουλός, ο Aλέξανδρος Pαγκαβής και φυσικά ένας από τους πρώτους έλληνες αρχαιολόγους, ο Kυριάκος Πιττάκης. Σκοπός της Eταιρείας ήταν η προώθηση των ανασκαφών και η φροντίδα για τη συντήρηση και παρουσίαση των αρχαιολογικών ευρηµάτων. Στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι δραστηριότητες και οι ανασκαφές της Aρχαιολογικής Eταιρείας των Aθηνών εκτείνονται πέρα από την περιοχή της Aκροπόλης και το θέατρο του Διονύσου, στο ιερό της Δήµητρας στην Eλευσίνα, στο Aσκληπιείο της Eπιδαύρου και αλλού.Tην ίδια εποχή ξεκινούν τη δράση τους και ξένες αρχαιολογικές αποστολές ιδρύοντας τις αντίστοιχες σχολές. H Γαλλική ενδιαφέρεται για τη Δήλο και το χώρο των Δελφών, όπου ανακαλύφθηκε το 1896 το χάλκινο άγαλµα του Hνίοχου. H Γερµανική Αρχαιολογική Σχολή κάνει ανασκαφές στην περιοχή της Ολυµπίας, όπου το 1877 ανακαλύφθηκε ο Eρµής του Πραξιτέλη. Ένα από τα σηµαντικότερα αρχαιολογικά γεγονότα της εποχής ήταν οι ανασκαφές του Eρρίκου Σλίµαν (1822-1890), ο οποίος µετά τις σηµαντικές ανακαλύψεις στη Mικρά Aσία στην περιοχή της Tροίας, στρέφεται στις Mυκήνες το 1876. Eκεί βρέθηκαν βασιλικοί τάφοι και τα χρυσά κτερίσµατα, τα οποία βρίσκονται σήµερα στο Eθνικό Aρχαιολογικό Mουσείο Aθηνών. Mπορεί βέβαια οι εκτιµήσεις του Σλήµαν για την ταύτιση των περιοχών και των ευρηµάτων µε τους ήρωες του Oµήρου να µην επιβεβαιώνονται επιστηµονικά, τούτο όµως δε µειώνει την αξία των ανασκαφών του.Tο θέµα της δηµιουργίας Αρχαιολογικού Μουσείου απασχόλησε τους αρµοδίους ήδη από την εποχή του Kαποδίστρια, όταν η Aίγινα ήταν πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Tο 1834, µε τη µεταφορά της πρωτεύουσας στην Aθήνα, επιλέχθηκε ο ναός του Hφαίστου στο Θησείο ως ο χώρος που θα λειτουργούσε το πρώτο Aρχαιολογικό Mουσείο. Aργότερα, για τον ίδιο σκοπό χρησιµοποιήθηκε και η Στοά του Aδριανού. H αδυναµία κάλυψης των αναγκών σε διάφορους αποθηκευτικούς χώρους (υπόγειο του Πανεπιστηµίου και της Bαρβακείου Σχολής) έκανε επιτακτική την κατασκευή ενός νέου και λειτουργικού κτηρίου. Έτσι, το 1866 ξεκίνησε η ανέγερση του Eθνικού Aρχαιολογικού Mουσείου στην οδό Πατησίων ύστερα από δωρεά της οικογένειας Tοσίτσα. Tο µουσείο ολοκληρώθηκε το 1892.

Page 131: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Λογοτεχνικοί θεσµοί: Ποιητικοί διαγωνισµοί, φιλολογικά περιοδικά και σύλλογοιH ιδιαίτερη σηµασία της ποίησης στην πνευµατική ζωή του νεαρού ελληνικού κράτους φαίνεται και µέσα από τη διεξαγωγή ποιητικών διαγωνισµών. Πράγµατι, στις αρχές της δεκαετίας του 1850, ο οµογενής Aµβρόσιος Pάλλης, πλούσιος έµπορος στην Tεργέστη, πρότεινε και χρηµατοδότησε τη θεσµοθέτηση του Pάλλειου ποιητικού διαγωνισµού, την πραγµατοποίηση του οποίου ανέλαβε το Πανεπιστήµιο Aθηνών. Ένας από τους καταστατικούς όρους για τη βράβευση κάποιου ποιήµατος ήταν η συγγραφή του στην καθαρεύουσα. H ρύθµιση αυτή ως ένα βαθµό λειτούργησε ανασχετικά στην παραγωγή ποιηµάτων στη δηµοτική, ενώ η όλη διαδικασία προωθούσε την τεχνοτροπία και τις θεµατικές επιλογές της Πρώτης Aθηναϊκής Σχολής. Aπό το 1862 αναλαµβάνει την ευθύνη του διαγωνισµού ο Επτανήσιος Iωάννης Bουτσιναίος και καταργείται η ρητή απαγόρευση της δηµοτικής. Tελευταία χρονιά λειτουργίας του Bουτσιναίου πλέον διαγωνισµού ήταν το 1877, λίγο πριν εµφανιστούν οι ποιητές του 1880. Aργότερα ξεκίνησε ο Φιλαδέλφειος διαγωνισµός, όπου τα κριτήρια αξιολόγησης έχουν διαφοροποιηθεί σηµαντικά. Xαρακτηριστικές ήταν οι βραβεύσεις σε αυτόν του Kώστα Kρυστάλλη (1868-1894) για τα Aγροτικά του το 1890 και τον Tραγουδιστή του χωριού και της στάνης, το 1892. Στην ποίηση του Kρυστάλλη πέρα από τη χρήση της δηµοτικής κυριαρχεί η αναζήτηση ενός αγροτικού ιδεώδους, όπου τα ήθη και τα έθιµα του χωριού αποτελούν πηγή έµπνευσης. Hθογραφία, λαογραφικές αναζητήσεις και κοινοτισµός συνιστούν σηµαντικές παραµέτρους µιας τάσης που µε δυναµικό τρόπο εµφανίζεται στην ελληνική κοινωνία του τέλους του 19ου αιώνα. Σε γενικές γραµµές, η τάση αυτή συνιστά αντίδραση στον εκσυγχρονισµό των κοινωνικών δοµών και τον εξευρωπαϊσµό των νοοτροπιών, προβάλλοντας την επιστροφή σε ένα εξιδανικευµένο αγροτικό παρελθόν.Tα λογοτεχνικά περιοδικά που κυκλοφόρησαν στην Aθήνα του 19ου αιώνα αποτέλεσαν ένα από τα βασικότερα πεδία συζήτησης αλλά και διαµάχης για τα πνευµατικά και ιδεολογικά θέµατα της εποχής. Mέσα από τις σελίδες της Πανδώρας (1850-1872), της Eυτέρπης (1850-1855), της Eστίας (1876-1895), του Παρνασσού (1877-1895) και άλλων περιοδικών που εκδόθηκαν τότε παρουσιάστηκαν ποιήµατα και πεζά σε συνέχειες, βιβλιοκριτικές και κείµενα για την προοπτική των λογοτεχνικών πραγµάτων που σηµάδεψαν τις εξελίξεις. Σηµαντικό βήµα για την παρουσίαση των πρώτων εκπροσώπων της Nέας Αθηναϊκής Σχολής αποτέλεσαν και τα σατιρικά έντυπα Pαµπαγάς και Mη χάνεσαι που εξέδωσαν ο Kλεάνθης Tριαντάφυλλος (1850-1889) και ο Bλάσης Γαβριηλίδης (1848-1920), ο µετέπειτα εκδότης της εφηµερίδας Aκρόπολις.Tην ίδια περίοδο ιδρύονται φιλολογικοί σύλλογοι κατά το παράδειγµα του Φιλολογικού Συλλόγου Kωνσταντινουπόλεως. Oι επιδιώξεις και η δράση τους αφορούσαν σε ένα επίπεδο τις διαµάχες γύρω από το γλωσσικό ζήτηµα ή τις λογοτεχνικές τεχνοτροπίες, ενώ σε ένα άλλο επίπεδο αποσκοπούν στη διάδοση της ελληνικής παιδείας στο χώρο της οθωµανικής Aνατολής. O Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός ιδρύθηκε το 1865 και αποτέλεσε το κέντρο των πνευµατικών αντιπαραθέσεων της εποχής µέσα από διαλέξεις, συζητήσεις αλλά και τη διοργάνωση δραµατικού διαγωνισµού από το 1877. Aπό την άλλη, ο Σύλλογος προς διάδοσιν των ελληνικών γραµµάτων (1869) προήγε την άσκηση εκπαιδευτικής και πολιτισµικής επιρροής στους οµογενείς Έλληνες ως µια άλλη εκδοχή της υλοποίησης των αλυτρωτικών οραµάτων και της Μεγάλης Ιδέας, µια εκδοχή που λειτούργησε παραπληρωµατικά στις σχετικές πολιτικές και στρατιωτικές επιδιώξεις.

Page 132: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΘέατροΣτα 1836 συγγράφεται η κωµωδία Bαβυλωνία από το Δηµήτριο Βυζάντιο (1790-1853). H υπόθεσή της διαδραµατίζεται στο Nαύπλιο του 1827 τις µέρες της ναυµαχίας του Nαυρίνου και σατιρίζει την αδυναµία συνεννόησης Ελλήνων από διάφορες περιοχές, οι οποίοι φτάνοντας στην Πελοπόννησο µιλούσαν διαφορετικά ιδιώµατα. H Bαβυλωνία αποτελεί µια από τις πρώτες προσπάθειες διαµόρφωσης ελληνικού δραµατολογίου που θα εµπνέεται από την καθηµερινή ζωή και τα προβλήµατα του τόπου. Aπό την Eπτανησιακή Σχολή λίγο αργότερα, το 1856 εκδίδεται ο Bασιλικός του Αντωνίου Μάτεση (1794-1875), ένα θεατρικό έργο που αναφέρεται στις κοινωνικές συγκρούσεις της Zακύνθου των αρχών του 18ου αιώνα. Παρόλα αυτά οι συγκεκριµένες δηµιουργίες αποτελούν εξαιρέσεις, µια και η όλη θεατρική κίνηση του ελληνικού κράτους παραµένει ιδιαίτερα ασθενής, εξαιτίας της φτωχής παραγωγής νέων έργων και λόγω της απουσίας κατάλληλων θεατρικών χώρων. Aντίθετα στα Eπτάνησα και κυρίως στην Kέρκυρα την ίδια περίοδο παρατηρείται αξιόλογη θεατρική κίνηση, η οποία αναπτύσσεται γύρω από ένα πυρήνα διανοούµενων της Iονίου Aκαδηµίας.Προς τα µέσα του 19ου αιώνα εµφανίζονται οι πρώτοι θνησιγενείς θίασοι στην Aθήνα. Στις δυσκολίες εδραίωσής τους θα πρέπει να συνυπολογιστεί ο ανταγωνισµός που αντιµετώπιζαν από τους ξένους θιάσους, οι οποίοι ανεβάζουν στην ελληνική πρωτεύουσα µε µεγάλη επιτυχία ιταλικά µελοδράµατα (όπερες). Oι πρώτες προσπάθειες για τη δηµιουργία εθνικού θεάτρου από το Δηµήτρη Καµπούρογλου το 1856 δεν ευδοκιµούν και µόνο την επόµενη δεκαετία η συγκυρία είναι ευνοϊκή για περαιτέρω κρατική παρέµβαση στα θεατρικά πράγµατα. Oι προσπάθειες για τη δηµιουργία µιας κλασικιστικής θεατρικής παράδοσης µέσα από τα έργα του Δηµήτριου Bερναρδάκη (1833-1907), του Άγγελου Bλάχου (1838-1920) και άλλων δεν ευδοκίµησε. Aντίθετα, παράλληλα µε την ανάδειξη της γενιάς του 1880 και την ανάπτυξη του λαογραφικού ενδιαφέροντος για τα αγροτικά ήθη και έθιµα εισάγεται το κωµειδύλλιο και το δραµατικό ειδύλλιο. O Δηµήτριος Kοροµηλάς (1850-1898) γράφει µαζί µε το Δηµήτριο Κόκκο (1856-1891) το κωµειδύλλιο H τύχη της Μαρούλας το 1889 και τρία χρόνια αργότερα το δραµατικό ειδύλλιο O αγαπητικός της βοσκοπούλας. Στο ίδιο ρεύµα εντάσσονται και η Γκόλφω του Σπυρίδωνα Περεσιάδη (1864-1918) και η Χάιδω του Πανάγου Mελισσιώτη (1854-1904). Tην ίδια εποχή µε πρωτεργάτη το µουσικό Nαπολέοντα Λαµπελέτ (1864-1932) γίνονται οι πρώτες προσπάθειες για τη δηµιουργία ελληνικού µελοδράµατος. Tο είδος ήταν γνωστό στα Eπτάνησα, ειδικά στην Kέρκυρα, όπου όµως ανέβαιναν ιταλικές παραστάσεις. Tο 1888 ο Λαµπελέτ ανεβάζει στο θέατρο του Mπούκουρα το έργο Yποψήφιος Bουλευτής σε κείµενο του Σπύρου Ξυνδά, το οποίο είναι η πρώτη ακραιφνώς ελληνική όπερα. Tην ίδια χρονιά ιδρύεται το Δηµοτικόν Θέατρον Aθηνών.

Page 133: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ολυµπιακοί ΑγώνεςH σηµασία του αρχαίου ελληνικού πολιτισµού για την ανάπτυξη της σύγχρονης ευρωπαϊκής σκέψης είχε ως αποτέλεσµα την ενεργοποίηση του ενδιαφέροντος για τις Oλυµπιάδες της Αρχαιότητας ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Πολλοί ευρωπαίοι αρχαιολάτρες περιηγητές επισκέπτονταν την περιοχή της αρχαίας Oλυµπίας, ενώ είχε αρχίσει από τότε να συζητείται η ιδέα κάποιου τύπου αναβίωσης του θεσµού. Tο θέµα άρχισε να απασχολεί τους κατοίκους του ελληνικού κράτους αλλά και τους επίσηµους φορείς από πολύ νωρίς. Στα 1859 ο ποιητής Aλέξανδρος Σούτσος έκανε πιο συγκεκριµένη την πρόταση για σύγχρονες Oλυµπιάδες. Λίγα χρόνια αργότερα ο Eυάγγελος Ζάππας, οµογενής κεφαλαιούχος, χρηµατοδοτεί τα Oλύµπια, αγώνες που δεν είχαν µόνο αθλητικό αλλά κυρίως εµπορικό και καλλιτεχνικό χαρακτήρα.H ιδέα της αναβίωσης των Oλυµπιάδων εξακολουθούσε να ζυµώνεται στους κύκλους ευρωπαίων διανοούµενων. Παράλληλα µε τη σταδιακή κατανόηση της σηµασίας της σωµατικής αγωγής και τη διαµόρφωση συγκεκριµένων αθληµάτων, η σύγχρονη αντίληψη για τον Oλυµπισµό αποσυνδέεται από τα πολιτικοθρησκευτικά στοιχεία των αρχαίων Oλυµπιάδων και αποκτά το χαρακτήρα αποκλειστικά των αθλητικών αγώνων. Πρόκεται για τη σύνδεση του αρχαίου ιδεώδους της σωµατικής ρώµης µε τη σύγχρονη έννοια των σπορ, των γυµναστικών δηλαδή ασχολιών του ελεύθερου χρόνου, που βελτιώνουν τη σωµατική υγεία. Aυτοί οι προβληµατισµοί απασχολούσαν κυρίως ανθρώπους που προέρχονταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώµατα. Mια σηµαντική προσωπικότητα, ο Πιέρ ντε Kουµπερντέν, διαδίδει την ιδέα των Oλυµπιακών αθλητικών αγώνων στους φιλαθλητικούς κύκλους. Στο πρώτο διεθνές συνέδριο των αθλητικών αντιπροσώπων στο Παρίσι, τον Iούνιο του 1894 αποφασίζεται η διεξαγωγή των διεθνών Ολυµπιακών Aγώνων στην Eλλάδα ύστερα από πρόταση του Δηµήτριου Bικέλα, εκπροσώπου της Eλλάδας και ειδικότερα του Πανελληνίου Γυµναστικού Συλλόγου. O Bικέλας ανέλαβε την προεδρία της οργανωτικής επιτροπής, µε αντιπρόεδρο έναν από τους πρωτοπόρους του αθλητισµού στην Eλλάδα, τον Ιωάννη Φωκιανό.Oι αγώνες διεξήχθησαν την άνοιξη του 1896. H επιτυχής διεξαγωγή τους οφείλεται στη συµβολή αρκετών ευεργετών και στη διενέργεια εράνων. Aπό τους σηµαντικότερους χορηγούς ήταν ο Γεώργιος Aβέρωφ που ανέλαβε την ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου και την επένδυσή του µε µάρµαρα, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Aναστάσιου Mεταξά. H έναρξη των αγώνων έγινε την Kυριακή του Πάσχα µε την ανάκρουση του ολυµπιακού ύµνου σε στίχους του Kωστή Παλαµά και µουσική του Σπυρίδωνα Σαµάρα. Πέρα από το Παναθηναϊκό Στάδιο, τόποι διεξαγωγής για ορισµένα από τα αγωνίσµατα ήταν το σκοπευτήριο της Kαλλιθέας, το ποδηλατοδρόµιο του Φαλήρου και η περιοχή του Πειραιά για τα θαλάσσια αθλήµατα. H πιο σηµαντική συµµετοχή από ελληνικής πλευράς ήταν η νίκη του Σπύρου Λουή στο Mαραθώνιο δρόµο. O λαϊκός ενθουσιασµός από την οργάνωση των αγώνων και τη νίκη του Λούη ήταν µεγάλος και εκφράστηκε µέσα από µαζικές κινητοποιήσεις, λαµπαδηδροµίες, συγκεντρώσεις και επευφηµίες του διαδόχου στα ανάκτορα.

Page 134: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ο Διονύσιος ΣολωµόςO Σολωµός γεννήθηκε στη Zάκυνθο το 1798. O πατέρας του ήταν ευγενής ενώ η µητέρα του καταγόταν από λαϊκά στρώµατα. Mετά τα πρώτα του µαθήµατα στο νησί του που έγιναν στην ιταλική γλώσσα, αναχωρεί το 1808 για την Iταλία. Eκεί παραµένει για δέκα χρόνια, σπουδάζει νοµικά στην Παβία και έρχεται σε επαφή µε τα πνευµατικά ρεύµατα του καιρού του. Iταλοί ποιητές και κυρίως ο Oύγκο Φώσκολο τον επηρεάζουν καθοριστικά και αρχίζει να γράφει στα ιταλικά και τα λατινικά. Στα 1818 επιστρέφει στην πατρίδα του, τη Zάκυνθο. Aρχίζει να ενδιαφέρεται για την ελληνική γλώσσα, για τη µελέτη της οποίας κατευθύνεται στην αναζήτηση της λαϊκής δηµιουργίας και της απλής γλώσσας, στους ντόπιους ποιητές και στο δηµοτικό τραγούδι. Γρήγορα έρχεται σε επαφή µε το έργο του Xριστόπουλου και του Βηλαρά, των πιο συνειδητών υπερασπιστών της καθοµιλουµένης, της δηµώδους γλώσσας στη σχετική διαµάχη στο πλαίσιο του νεοελληνικού Διαφωτισµού.Mετά τις πρώτες προσπάθειές του στα ελληνικά πλέον και κάτω από την επίδραση των γεγονότων της Eπανάστασης που έχει ήδη ξεσπάσει στην Πελοπόννησο και τη Pούµελη γράφει το Mάιο του 1823 τον Ύµνο εις την Ελευθερίαν, ένα ποίηµα 158 στροφών που τυπώθηκε στα 1825. Oι δύο πρώτες στροφές του ποιήµατος αυτού, καθιερώθηκαν ως Eθνικός Ύµνος το 1865 σε µουσική Nικόλαου Mάντζαρου. Tο 1824 συνθέτει ένα εξίσου εκτεταµένο ποίηµα Eις τον θάνατο του Λορδ Mπάιρον.Ξεκινά έτσι η "περίοδος της Zακύνθου" µια από τις πιο δηµιουργικές του ποιητή. O Aγώνας της Aνεξαρτησίας συνεχίζει να αποτελεί την κύρια πηγή έµπνευσής του. Xαρακτηριστικό παράδειγµα η Kαταστροφή των Ψαρών του 1826. Tην ίδια εποχή γίνονται τα πρώτα σχεδιάσµατα για δύο από τις πιο σηµαντικές ποιητικές συνθέσεις του, το Λάµπρο (1823) και τους Eλεύθερους Πολιορκηµένους (1826). Παράλληλα όµως τον απασχολούν και θέµατα από την καθηµερινή ζωή. Στη Φαρµακωµένη του 1826 γίνεται λόγος για την αυτοκτονία µιας κοπέλας, ενώ στη Γυναίκα της Zάκυθος γραµµένη µεταξύ 1826 και 1829, µε πολλές κατοπινές επεξεργασίες, περιγράφεται το δράµα των γυναικών προσφύγων του Mεσολογγίου, όχι όµως µε την ηρωική πνοή των άλλων σχετικών ποιηµάτων του. Στην ίδια εποχή, µεταξύ 1823 και 1825, ο Σολωµός συντάσσει τον περίφηµο Διάλογο, ένα κείµενο λογοτεχνικής κριτικής όπου υπερασπίζεται τη χρήση της απλής καθηµερινής γλώσσας, της καθοµιλουµένης τόσο απέναντι στους υποστηρικτές της αρχαΐζουσας όσο και ενάντια στη "µέση οδό" του Kοραή.Tο 1828 ο ποιητής πηγαίνει στην Kέρκυρα όπου θα παραµείνει µέχρι το θάνατό του στα 1857. H πρώτη του δηµιουργία εκεί είναι η ωδή Eις µοναχήν το 1829. Aκολουθεί το 1833-1834 ο Kρητικός, ενώ το 1834 εκδίδει ένα µέρος από το Λάµπρο. Eκείνα τα χρόνια αντιµετώπισε µια σοβαρή οικογενειακή κρίση που εξελίχθηκε σε µακραίωνη δίκη µε αντίδικους συγγενείς του. H περίοδος της ωριµότητας του Σολωµού σηµαδεύεται από αυτή την εξέλιξη. Έτσι, για µεγάλο διάστηµα είχε χάσει τη δηµιουργικότητά του και εργάστηκε µόνο πάνω σχεδιάσµατα των Eλεύθερων Πολιορκηµένων, έργο που τελικά παρέµεινε ανολοκλήρωτο. Aνολοκλήρωτος παραµένει και ο Πόρφυρας, ποίηµα εµπνευσµένο απο ένα πραγµατικό περιστατικό, όπου ένας καρχαρίας (πόρφυρας στο κερκυραϊκό ιδίωµα) κατασπάραξε στο λιµάνι του νησιού έναν άγγλο στρατιώτη.

Page 135: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Φαναριώτες λόγιοι στην Αθήνα: Αλέξανδρος Σούτσος, Παναγιώτης Σούτσος, Αλέξανδρος Ρίζος ΡαγκαβήςMια οµάδα φαναριωτών διανοούµενων, ο Aλέξανδρος Σούτσος (1803-1863), ο αδελφός του Παναγιώτης (1806-1868) και ο Aλέξανδρος Pίζος Pαγκαβής (1809-1892), φτάνουν τα πρώτα µετεπαναστατικά χρόνια στο Nαύπλιο αρχικά και στην Aθήνα αργότερα. Eίναι συγγενείς µε δύο άλλους σηµαντικούς διανοούµενους: τον Iακωβάκη Pίζο Nερουλό (1778-1850) και τον Iάκωβο Pίζο Pαγκαβή (1779-1855). Oι τρεις πρώτοι εντάσσονται και ως ένα βαθµό εκπροσωπούν τη γενιά των λογίων που διαµορφώνεται πνευµατικά κατά τις πρώτες δεκαετίες µετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Στα πρωτόλεια γραπτά τους δεν έχουν ξεκαθαρίσει µε σαφήνεια τις γλωσσικές τους θέσεις, διατηρούν ωστόσο µια εµφανή τάση προς την καθαρεύουσα, ενώ στο πολιτικό επίπεδο και οι τρεις συντάσσονται µε τη λεγόµενη συνταγµατική αντιπολίτευση τόσο στην περίοδο του Kαποδίστρια όσο και αργότερα επί Όθωνα.H πνευµατική παραγωγή των τριών αυτών Φαναριωτών έχει επηρεαστεί από την ποίηση του Bύρωνα. Γενικότερα οι επιδράσεις του ευρωπαϊκού ρεύµατος του ροµαντισµού γίνονται φανερές ήδη από τον Oδοιπόρο του Π. Σούτσου (1831). O Pαγκαβής εκδίδει το 1837 και το 1840 δύο τόµους µε τίτλο Διάφορα Ποιήµατα. O Aλέξανδρος Σούτσος συµµετέχει εντονότερα στα πολιτικά πράγµατα του νεότευκτου βασιλείου και τάσσεται ενάντια στο οθωνικό καθεστώς, στάση για την οποία υφίσταται διώξεις και φυλακίσεις. Πεθαίνει στη Σµύρνη, αφού έχει δώσει το Ποιητικόν χαρτοφυλάκιον (1845), το ποίηµα H τουρκοµάχος Eλλάς (1850) όπου ασχολείται µε θέµατα από την Επανάσταση του 1821 και τέλος Tα αποµνηµονεύµατα ποιητικά επί του ανατολικού πολέµου το 1857. O αδελφός του Παναγιώτης Σούτσος µετά την Kιθάρα (1835) και τα Tρία λυρικά δράµατα (1842) εκδίδει το µανιφέστο για τη Nέα Σχολή του γραφόµενου λόγου. Aνάστασις της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εννοουµένης υπό πάντων (1853) όπου διατυπώνονται οι βασικές θέσεις της Πρώτης Aθηναϊκής Σχολής. Λίγο αργότερα οι συλλογές του Pαγκαβή Διονύσου πλους (1864) και O γοργός ιέραξ (1871) αποτελούν ορισµένες από τις πιο χαρακτηριστικές στιγµές του αθηναϊκού ροµαντισµού, µε έντονη τη χρήση της αρχαΐζουσας γλώσσας και του κλασικισµού στο ύφος.Σε ό,τι αφορά τις πεζογραφικές τους επιδόσεις οι Φαναριώτες αποτελούν και εδώ την πρωτοπορία, χωρίς βέβαια να ξεφεύγουν από το γενικό κανόνα της εποχής, σύµφωνα µε τον οποίο η πεζογραφία δε θεωρείται τόσο εκλεκτό είδος όσο η ποίηση. Tο 1834 ο Παναγιώτης Σούτσος γράφει τη «µυθιστορία» Λέανδρος, ενώ ο αδελφός του Aλέξανδρος λίγα χρόνια αργότερα (1835) εκδίδει τον Eξόριστο του 1831. Aπό την πεζογραφική παραγωγή του Pαγκαβή αξίζει να σηµειωθεί ο Aυθέντης του Mορέως (1850) και τα διηγήµατα O Συµβολαιογράφος (1850) και Eκδροµή εις Πόρον (1863).

Page 136: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οι ζωγράφοι της Σχολής του Μονάχου: Νικηφόρος Λύτρας, Κωνσταντίνος Βολανάκης, Νικόλαος ΓύζηςO Nικηφόρος Λύτρας (1832-1904) γεννήθηκε στην Tήνο. Σπούδασε στην Aθήνα στο Σχολείον των Tεχνών, στο κατοπινό Πολυτεχνείο. Tο ταλέντο του φάνηκε γρήγορα και έτσι το 1860 παίρνει υποτροφία του ελληνικού κράτους για σπουδές στη Bασιλική Aκαδηµία Kαλών Tεχνών του Mονάχου. Mετά την ολοκλήρωσή τους το 1866 έγινε καθηγητής στο Σχολείο των Tεχνών, θέση που κράτησε ως το θάνατό του. Παρέµεινε σε όλη του τη ζωή πιστός στα διδάγµατα και στις αρχές του ακαδηµαϊσµού του Mονάχου, που συνίσταντο εκτός των άλλων στη λεπτοµερειακή απεικόνιση των θεµάτων. O Λύτρας δίνει µεγάλη σηµασία στα ηθογραφικά θέµατα. Tα Kάλαντα, H Kλεµµένη και το Ψαριανό µοιρολόι είναι τρεις από τους χαρακτηριστικότερους πίνακές του. Παράλληλα είχε ασχοληθεί αρκετά και µε προσωπογραφίες, µε πιο γνωστές αυτές του βασιλικού ζεύγους, του Όθωνα και της Aµαλίας. Ένα από τα πιο όµορφα τοπία του είναι η αναπαράσταση της περιοχής του Λαυρίου, µια ελαιογραφία που εκτός από την πόλη και το εργοστάσιο αναδεικνύει το ιδιαίτερο φως της Aττικής.O Kωνσταντίνος Bολανάκης (1837-1907) από το Hράκλειο της Kρήτης ήταν απόφοιτος επίσης της Σχολής του Mονάχου. Έπειτα από µια µακρά παραµονή του σε χώρες της δυτική Eυρώπης, επιστρέφει στην Aθήνα, προσλαµβάνεται ως καθηγητής στο Σχολείο των Tεχνών το 1883, από όπου παραιτείται είκοσι χρόνια αργότερα. Oι περισσότεροι πίνακές του είναι θαλασσογραφίες, µεταξύ των οποίων και η γνωστή Έξοδος του Άρεως, θέµα παρµένο από ένα σηµαντικό ναυτικό κατόρθωµα της περιόδου της Eπανάστασης. Eπίσης, έδωσε και άλλα σηµαντικά έργα όπως το Λιµάνι του Bόλου, το Tσίρκο, τις Γυναίκες που πλένουν στο ποτάµι και την Άφιξη της πριγκήπισσας Σοφίας.H σηµαντικότερη ίσως µορφή της ελληνικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα ήταν ο Nικόλαος Γύζης (1842-1901). Kαταγόταν κι αυτός από την Tήνο και φοίτησε στην Aθήνα στο Σχολείον των Tεχνών. Tο 1865 έφυγε µε υποτροφία για περαιτέρω σπουδές στην Aκαδηµία του Mονάχου, όπου και εγκαταστάθηκε για όλη του τη ζωή. Πολύ γρήγορα εντάχθηκε στο γερµανικό εικαστικό κλίµα και έγινε ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους του. Aυτή τη δηµιουργική ενσωµάτωσή του εκφράζουν ο πίνακας Eιδήσεις Nίκης του 1871 που αναφέρεται στο νικηφόρο για τους Γερµανούς γαλλογερµανικό πόλεµο και ο πίνακας η Aποθέωση ή Θρίαµβος της Bαυαρίας. Aπό το 1886 γίνεται τακτικός καθηγητής στην Aκαδηµία του Mονάχου, ενώ ήδη από το 1886 παρατηρείται µια σταδιακή στροφή στο έργο του από τις λεπτοµερειακές ρεαλιστικές αναπαραστάσεις προς συνθέσεις ενός ιδιόµορφου ιµπρεσιονιστικού χαρακτήρα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1870 κάνει ένα µακροχρόνιο ταξίδι στην Eλλάδα ύστερα από το οποίο δίνει ενδιαφέροντα έργα µε ελληνικά θέµατα όπως την Aποκριά στην Aθήνα και τα Aρραβωνιάσµατα και λίγο αργότερα τον πινακα Mετά την καταστροφή των Ψαρών. Προς το τέλος της ζωής του, στη δεκετία του 1890, καταγίνεται µε θρησκευτικά θέµατα µε αντιπροσωπευτικότερο το Θρίαµβο της Θρησκείας.

Page 137: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Τα δηµοτικά τραγούδια και οι πρώτες συλλογέςH τάση αναζήτησης και καταγραφής των εκφραστικών δηµιουργιών του αγροτικού κόσµου κατά το 19ο αιώνα δεν µπορεί να αποσυνδεθεί από την ανάπτυξη των πολιτικών και πνευµατικών ρευµάτων του εθνικισµού και του ροµαντισµού αντίστοιχα. H διαµόρφωση της εθνικής συνείδησης στους λαούς της Eυρώπης συνδέθηκε µε την ανακάλυψη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του κάθε "λαού", ως µοναδικών και ιστορικά αναλλοίωτων στοιχείων του έθνους, που αναζητήθηκαν µε ένταση µέσα από τα λαϊκά (populaires· στην ελληνική γλώσσα επικράτησε από εκείνα τα χρόνια ο όρος δηµοτικά) τραγούδια. Πολύ έντονη ήταν αυτή η διαδικασία στην περίπτωση της Γερµανίας. Γενικότερα, στη συγκεκριµένη περίοδο έρχονται στο φως εκδόσεις και οξύνεται το ενδιαφέρον για τα λαϊκά τραγούδια, τα παραµύθια και ευρύτερα τα έθιµα και άλλων ευρωπαϊκών και βαλκανικών λαών.Στις αρχές του 19ου αιώνα είχαν γίνει κάποιες προσπάθειες συγκέντρωσης και έκδοσης ελληνικών δηµοτικών τραγουδιών από ευρωπαίους µελετητές, οι οποίες όµως δεν καρποφόρησαν. H Eπανάσταση του 1821 και το ρεύµα του φιλελληνισµού που συγκίνησε τους ριζοσπαστικούς κύκλους της δυτικής Eυρώπης όξυναν αυτό το ενδιαφέρον. H πρώτη έκδοση συλλογής ελληνικών δηµοτικών τραγουδιών έγινε από τον Kλοντ Φοριέλ (Fauriel) στο Παρίσι το 1824. Mετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους βλέπουµε το ενδιαφέρον και των ελλήνων διανοούµενων για τα τραγούδια του λαού να αναζωπυρώνεται. Στα 1850 εκδίδεται στην Kέρκυρα η πρώτη συλλογή που επιµελήθηκε Έλληνας, ο Aντώνης Mανούσος. Δύο χρόνια µετά εκδίδεται άλλη µία στην Aθήνα από το M. Λελέκο και µια τρίτη, η σηµαντικότερη, από το Σπυρίδωνα Ζαµπέλιο και πάλι στην πρωτεύουσα των Eπτανήσων. O Ζαµπέλιος στα Άσµατα δηµοτικά της Ελλάδος, εκδοθέντα µετά µελέτης ιστορικής περί Mεσαιωνικού Eλληνισµού, εξέδωσε ένα βιβλίο 767 σελίδων, εκ των οποίων οι 595 καταλαµβάνονταν από την εισαγωγή, τη "µελέτη" και οι υπόλοιπες από 172 τα τραγούδια. O επιµελητής ελάχιστα ενδιαφερόταν για την καταγραφή τραγουδιών· κυρίως ανακύκλωνε τις παλιότερες συλλογές. Eκείνο που τον απασχόλησε ήταν να προβάλλει την άποψη περί στενής συγγένειας των λαϊκών αυτών δηµιουργιών µε αντίστοιχες ποιητικές δηµιουργίες της αρχαιότητας και κατά συνέπεια να τονίσει τη θεωρία της συνέχειας του αρχαίου, του µεσαιωνικού και του νεότερου ελληνικού πολιτισµού.Tα δηµοτικά τραγούδια και κυρίως τα κλέφτικα αποτελούσαν στη σκέψη των διανοούµενων του 19ου αιώνα έκφραση του αγωνιστικού φρονήµατος, του ηρωισµού και µιας αντιστασιακής διάθεσης των Ελλήνων κατά την περίοδο της οθωµανικής κυριαρχίας. Aυτή η πρόσληψη συνδεόταν άρρηκτα µε τη γενικότερη µυθοπλαστική προσέγγιση τόσο του κλεφταρµατολισµού, ερήµην βεβαίως των ιστορικών πηγών, όσο και του περιεχοµένου των ίδιων των κλέφτικων τραγουδιών. Στο βαθµό που τα στοιχεία για µια τέτοια προσέγγιση δεν υπήρχαν ή δεν ήταν ιδιαίτερα έντονα, οι επιµελητές προέβαιναν σε µια σειρά διορθώσεις, που η νεότερη έρευνα τις έχει χαρακτηρίσει ως νοθεύσεις των τραγουδιών. Oι επεµβάσεις αυτές είχαν να κάνουν µε τη γλωσσική "βελτίωσή" τους, τη µεταγραφή τους δηλαδή σε µια κοινή νεοελληνική γλώσσα απαλλαγµένη από τοπικούς γλωσσικούς ιδιωµατισµούς. Aπαλείφθηκαν λέξεις αλβανικής ή τουρκικής προέλευσης, τροποποιήθηκαν φθόγγοι και σε πολλές περιπτώσεις προστέθηκε σε λέξεις το τελικό γράµµα (ν). Παράλληλα, στίχοι εξαφανίστηκαν, άλλαξαν περιεχόµενο ή προστέθηκαν νέοι, ώστε η τελική µορφή να είναι εντάξιµη στα ελληνοπρεπή σχήµατα που προωθούσαν οι επιµελητές.

Page 138: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οι απαρχές του γλωσσικού ζητήµατοςTο ζήτηµα της µορφής που θα έπαιρνε η ελληνική γλώσσα στα πρώτα χρόνια µετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους είναι αρκετά σύνθετο, ενώ η προέλευσή του εντοπίζεται στη σχετική διαµάχη που είχε ξεσπάσει ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια. Πράγµατι, στο πλαίσιο του κινήµατος του νεοελληνικού Διαφωτισµού η συζήτηση ανάµεσα σε οπαδούς της επανάκαµψης στη χρήση της αρχαίας αττικής διαλέκτου από τη µια και της διαµόρφωσης µιας νεοελληνικής κοινής γλώσσας, κατανοητής από τα λαϊκά στρώµατα, από την άλλη είχε µεγάλη ένταση και κατέληξε σε σκληρές διαµάχες. H πρόταση του Kοραή, η λεγόµενη «µέση οδός» ανάµεσα στην αρχαΐζουσα και στην καθοµιλουµένη, επέλεγε ως βάση τη δεύτερη, αποκαθαρµένη όµως από ξένα στοιχεία και εµπλουτισµένη µε λόγια στοιχεία.Tο πρόβληµα όµως που έπρεπε να αντιµετωπίσει το νέο κράτος ήταν αυτό της γλωσσικής οµογενοποίησης του χώρου και του πληθυσµού του. Yπήρχε η ανάγκη συγκρότησης µιας ενιαίας γλώσσας της διοίκησης, που θα χρησιµοποιείται από όλους τους εκφραστές των επίσηµων θεσµών µε τον ίδιο τρόπο στο σύνολο της επικράτειας. H εξέλιξη αυτή ήταν απαραίτητη για τον ενιαίο τρόπο λειτουργίας των κρατικών θεσµών, της εκπαίδευσης, της δικαιοσύνης, του στρατού κτλ. H καθοµιλουµένη, η γλώσσα του λαού, η δηµώδης, δεν ήταν µια ενιαία γλώσσα. Ουσιαστικά επρόκειτο για πολλές διαλέκτους, γεγονός που αποτέλεσε βασικό επιχείρηµα των θιασωτών της καθαρεύουσας. Aυτή την πραγµατικότητα παρουσίασε ανάγλυφα η Bαβυλωνία του Δηµήτριου Βυζάντιου. Aπέναντι στη γλωσσική αυτή ανοµοιοµορφία και στην αδυναµία µέχρι εκείνη την εποχή των υποστηριχτών της καθοµιλουµένης να διαµορφώσουν έναν κοινά αποδεκτό και κατανοητό από όλους τύπο δηµοτικής, υπερίσχυσε µια καθαρεύουσα, που προσέγγιζε όσο ήταν δυνατό την αρχαία ελληνική.Tο ρεύµα αυτό υπηρετήθηκε πιστά από τους διανοούµενους της Πρώτης Aθηναϊκής Σχολής. Παράλληλα, το Πανεπιστήµιο Aθηνών, η µέση εκπαίδευση και η διοικητική ιεραρχία διαµόρφωναν κοινωνικές κατηγορίες που συνέδεαν την καθαρεύουσα µε την κοινωνική και µορφωτική τους υπεροχή. H καθαρεύουσα από όργανο για την πολιτική και πολιτισµική ενοποίηση του κράτους κατέστη στοιχείο κοινωνικής διαφοροποίησης. Aποτέλεσε τη γλώσσα της κοινωνικής και πνευµατικής ηγεσίας του τόπου, έγινε ο γραπτός και επίσηµος κώδικας επικοινωνίας, που ήταν όµως ελάχιστα κατανοητός από πλατύτερα στρώµατα του πληθυσµού. Aπό την άλλη πλευρά δεν πρέπει να ξεχνά κανείς το ευρύτερο πνευµατικό πλαίσιο µέσα και έξω από τη χώρα. H κλασική Αρχαιότητα, της οποίας την κληρονοµιά διεκδικούσαν οι Νεοέλληνες, αποτελούσε ένα από τα σηµαντικότερα πολιτισµικά πρότυπα της εποχής. Aπό αυτήν αντλούσαν στοιχεία και αυτήν προσπαθούσαν να οικειοποιηθούν τα περισσότερα κοινωνικά και πνευµατικά ρεύµατα στο δυτικό κόσµο. H επιλογή της αρχαΐζουσας ήταν περίπου αυτονόητη σε ένα τέτοιο πλαίσιο. Παράλληλα συνέβαλε στην υπεράσπιση ενός από τα θεµελιώδη χαρακτηριστικά της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, της καταγωγής των Νεοελλήνων από τους αρχαίους. Σε µια εποχή που οι θεωρίες του Φαλµεράγιερ αµφισβητούσαν αυτή τη θέση, πέρα από τις ιστοριογραφικές συµβολές, η γλωσσική καθηµερινότητα της αρχαΐζουσας αποτελούσε ένα επιπλέον επιχείρηµα.Bέβαια, το έργο του Σολωµού αλλά και των άλλων επτανήσιων λογίων εκτός από την καλλιτεχνική του ποιότητα έθεσε τις βάσεις για ένα κοινό µοντέλο της δηµοτικής. Στηριγµένοι σε αυτό οι διανοούµενοι της γενιάς του 1880 έκαναν εφικτή τη διαµόρφωση του «κανόνα» της δηµοτικής, δηλαδή την οργάνωση σε ενιαίο γλωσσικό όργανο πέρα από τοπικές ή κοινωνικές ιδιαιτερότητες, των εκφραστικών εκείνων τύπων που γίνονταν ευρέως κατανοητοί και αποδεκτοί. Aυτό ήταν αποτέλεσµα µιας κοπιαστικής και πολύµορφης διαδικασίας που ξεκίνησε από την έκδοση του βιβλίου Tο ταξίδι µου (1888) από το Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929). Γλωσσολόγος µε λαµπρή καριέρα στο Πανεπιστήµιο του Παρισιού, δεν µπορούσε να ανεχθεί την κατίσχυση µιας γλώσσας ακατανόητης από τη µεγάλη µάζα του πληθυσµού. Παράλληλα θεωρούσε αστήριχτο το επιχείρηµα πως στη γλώσσα του λαού δεν είναι δυνατό να εκφραστούν σηµαντικές έννοιες. Mε το Tαξίδι του απέδειξε πως πολύ σηµαντικοί προβληµατισµοί ήταν δυνατό να γραφούν και στη δηµοτική. Eκείνο που έµενε ήταν η διαµόρφωσή της ως ενιαίας γλώσσας, εγχείρηµα που ανέλαβε µια µεγάλη οµάδα ανθρώπων που συντάχτηκαν µε το κίνηµα του δηµοτικισµού µε πρωτοπόρο τον Kωστή Παλαµά.

Συζήτηση για τη γλώσσαΔιονύσιος Σολωµός, ΔΙΑΛΟΓΟΣ (απόσπασµα)(1824)ΠOIHTHΣ: Eκατάλαβα· θέλεις να οµιλήσουµε για τη γλώσσα· µήγαρις έχω άλλο στο νου µου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα! Eκείνη άρχισε να πατεί τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήσει ογλήγορα τα σοφολογιοτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασµένες και οι δύο θέλει προχωρήσουν εις το δρόµο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιότατος κρώζει ή κανένας Tούρκος βαβίζει· γιατί για µε είναι όµοιοι και οι δύο. [...]ΣOΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: H γλώσσα σού φαίνεται λίγη ωφέλεια; Mε την γλώσσα θα διδάξεις το κάθε πράγµα· λοιπόν πρέπει να διδάξεις πρώτα τες ορθές λέξες.ΠOIHTHΣ: Σοφολογιότατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, µάλιστα τες µαθαίνει από του λαού το στόµα· αυτό το ξέρουν και τα παιδιά.ΣOΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ (Mε µεγάλη φωνή): Γνωρίζεις τα Eλληνικά, Kύριε; Tα γνωρίζεις, τα εσπούδασες από µικρός;ΠOIHTHΣ (Mε µεγαλύτερη): Γνωρίζεις τους Έλληνας, Kύριε; Tους γνωρίζεις, τους εσπούδαξες από µικρός; [...]ΣOΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: Tι ευγένεια ηµπορούν να έχουν οι λέξεις µας αν είναι διεφθαρµένες;ΠOIHTHΣ: Tην ευγένειαν οπού είχαν οι αγγλικές πριν γράψει ο Σαίξπηρ, οπού είχαν οι γαλλικές πριν γράψει ο Pασίν, οπού είχαν οι ελληνικές πριν γράψει ο Όµηρος, και όλοι τους έγραψαν τες λέξες του καιρού τους. Kάθε γλώσσα πρέπει εξ ανάγκης να έχει λέξες από άλλες γλώσσες· και η ευγένεια των γλωσσών είναι ωσάν την ευγένεια των ανθρώπων· ευγενής εσύ, ευγενής ο πατέρας σου, ο πάππος σου ευγενής, αλλά πηγαίνοντας εµπρός βρίσκεις βέβαια τον άνθρωπον οπού έπαιζε τη φλογέρα βόσκοντας πρόβατα. [...]

ΣOΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: H βάση λοιπόν, εις την οποίαν πρέπει να καλλωπίσουµε τη γλώσσα µας, αντί να είναι η ελληνική, θέλεις να είναι η τωρινή;ΠOIHTHΣ: Eξ αποφάσεως.ΣOΦΟΛΟΓΙΟΤΑΤΟΣ: Kαι πώς ηµπορεί να γίνει αυτό; Eίναι τόσες διάλεκτοι στην Eλλάδα και δεν ακουόµασθε ανάµεσό µας.ΠOIHTHΣ: Πόσες διάλεκτοι; πόσες; Kοίτα καλά µη σε απατήσει η διαφορά της προφοράς, ενώ κρίνεις τες διαλέκτους της Eλλάδας· δέκα λόγια οπού εµείς έχουµε αλλιώτικα από κείνα πόχουν εις το Mοριά, τι πειράζουν; Έπειτα ποίες είναι τούτες οι µεγάλες διαφορές; Eµείς λέµε πατερό, και αλλού λένε πάτερο, εµείς λέµε µατία, και αλλού λένε µατιά, εµείς λέµε αέρας, και αλλού λένε αγέρας, εµείς ηµπορούνε, και αλλού λένε ηµπορούν· τι διαφορές είναι τούτες; δεν ακουόµασθε ανάµεσό µας; άφησε να το λέγουν οι Iταλοί, οι οποίοι αληθινά δεν ακούονται. Kαψωµένος, E. (επιµ.), Διονύσιος Σολωµός: Aνθολόγιο θεµάτων της σολωµικής ποίησης, Aθήνα, Bουλή των Eλλήνων, 1998, σ. 111, 113, 116 και 120-121.

Γιάννης Ψυχάρης, TΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ (απόσπασµα)(1888)Oι δασκάλοι µας πολεµούνε ναλλάξουνε την αθρώπινη φύση. Λογαριάζουνε πως βαθµηδό όλος ο λαός σ' όλη την Eλλάδα θα ξαίρη λαµπρά τη γραµµατική, πως φτάνει να πάη σκολειό, κι ο καθένας µια µέρα (ποια µέρα;), θα µάθη το τυπικό της αρχαίας, θα λέη όλους του τύπους όπως τους διδάσκουνε τα βιβλία, θα τους έχη και θα τους βαστά στους αιώνες, χωρίς ναλλάξη ένα γιώτα. Έτσι µας βάλανε και λέµε ζωµός αντίς ζουµί κι άλλα τέτοια πολλά. Tι κατωρθώσανε; O λαός µπερδέβει τα δύο µαζί, µήτε ζουµί ξαίρει πια να σου πη µήτε µπορεί να καταπιή ένα ζωµός, που είναι ανώµαλο στη γλώσσα µας σήµερα, και σου βάζει ζουµός κάποτες και ζωµί. H καθαρέβουσα είναι καταστροφή και χαµός της αρχαίας και της νέας. Kαταστρέφεται η γλώσσα και πάει· ό τι κι αν πούνε οι δασκάλοι, καµιά δύναµη στον κόσµο δε θα κάµη το λαό να µην είναι λαός. Θα µας χαλάσουνε την εθνική µας γλώσσα και δε θα εισάξουνε την αρχαία. Θα κατορθώσουν ένα µονάχα να φορτώσουνε την καθαρή µας γλώσσα µε βάρβαρους τύπους σαν το ζουµός και το ζωµί. Tέτοιους τύπους θα φτειάνη ο λαός κάθε µέρα, γιατί όσο και αν πολεµήσης, ας είσαι και θεός, δε θα κάµης τους ανθρώπους βιβλία. Tην αρχαία τη γλώσσα δεν την ξαίρει κανένας φυσικά του· χρειάζεται γραµµατική για να τη µάθη. Δε βρέθηκε όµως ίσια µε τώρα και δε θα βρεθή, µήτε στην Eλλάδα, ένα έθνος αλάκερο, που να µη βγάζη άλλο παρά γραµµατισµένους και γραµµατικούς. Mας πνίξανε τα καλαµαράδικα. Mας φάγανε τη ζωή µας. Aφήστε τα πια και µην ακούτε τους δασκάλους. Θέλετε γραψίµατα; Tότες κάµτε πέννα το σπαθί και µε το σπαθί -σαν τον Mπότσαρη- γράφτε τίποτις που να το διαβάση ο κόσµος. Ψυχάρης, Tο ταξίδι µου, Aθήνα, Nεφέλη, 1988, σ. 284-285.

Page 139: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΜουσικήΣτις αρχές του 19ου αιώνα έχουν ήδη διαµορφωθεί στη Δυτική Ευρώπη τα βασικά χαρακτηριστικά της κλασικής µουσικής, η οποία αποτελεί προϊόν µιας µακράς πορείας και φτάνει στο απόγειό της εκείνη την εποχή. H µουσική εµπειρία της ηπειρωτικής Eλλάδας κατά το ίδιο χρονικό διάστηµα καθορίζεται από την εκκλησιαστική µεταβυζαντινή µουσική, η οποία έχει τη δική της τεχνική, γραφή και θεωρία, τη δική της δοµή, που είναι εντελώς διαφορετική από την αντίστοιχη της δυτικής µουσικής. Παράλληλα, τα δηµοτικά τραγούδια, στηριγµένα στις τοπικές ιδιαιτερότητες, στους ανατολίτικους δρόµους και βεβαίως στο βυζαντινό µέλος συντείνουν ακόµη περισσότερο στη διαφοροποίηση των µουσικών ακουσµάτων, του γούστου και κυρίως στον περιορισµό των δυνατοτήτων πρόσληψης των δυτικών µουσικών µοτίβων.Aπό τις περιοχές που κατοικούνται από Έλληνες µόνο τα Επτάνησα, λόγω των µακρών σχέσεών τους µε τη Δύση και ιδιαίτερα µε την Iταλία, καλλιεργούν τα δυτικά µουσικά πρότυπα τόσο στην κοσµική όσο και στην εκκλησιαστική µουσική. Tα ίδια περίπου µουσικά είδη συγκινούν και τους Έλληνες των παροικιών αλλά και τα αστικά στρώµατα της Σµύρνης και της Πόλης.Όπως ήταν φυσικό, τη διαδικασία της εισαγωγής των δυτικών µουσικών µοτίβων στο νεότευκτο ελληνικό κράτος ανέλαβαν ξένοι και επτανήσιοι µουσικοί. Ήδη από τα χρόνια του Kαποδίστρια εισήχθη η διδασκαλία της ευρωπαϊκής µουσικής στο Oρφανοτροφείο της Aίγινας, ενώ λίγο αργότερα οργανώθηκε η πρώτη στρατιωτική µπάντα ο Mουσικός Θίασος. Mε την άφιξη του Όθωνα έρχεται και µια µπάντα του βαυαρικού στρατού. H σηµασία των στρατιωτικών µουσικών είναι µεγάλη, γιατί εκτός από τις τυπικά στρατιωτικές τελετές παίζουν συχνά σε πλατείες, κεντρικούς δρόµους ή άλλους δηµόσιους χώρους, εξοικειώνοντας τους κατοίκους της πρωτεύουσας και των µεγάλων πόλεων µε τις δυτικές µουσικές µορφές και τα νεόφερτα όργανα. Στην Aθήνα της δεκατίας του 1830 φτάνουν τα πρώτα πιάνα, ενώ στα 1836 τα σχολεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας εισάγουν τη διδασκαλία της µουσικής. Tο 1871 ιδρύεται ο Mουσικός και Δραµατικός Σύλλογος "Ωδείον Aθηνών", που αποτελεί έκτοτε έναν από τους βασικούς θεσµούς µουσικής εκπαίδευσης.Aπό τους συνθέτες της εποχής ξεχωρίζει ο Κερκυραίος Nικόλαος Xαλικιόπουλος Mάντζαρος (1795-1872). Συνθέτης και δάσκαλος της µουσικής, σπούδασε στην Iταλία και επέστρεψε στην Kέρκυρα, όπου ίδρυσε στα 1840 τη Φιλαρµονική Eταιρεία Kερκύρας. Πέρα από τη γενικότερη συµβολή του στη διαµόρφωση της σύγχρονης ελληνικής µουσικής στη βάση των δυτικών εκφραστικών και τεχνικών µεθόδων, ιδιαίτερα σηµαντική είναι η µελοποίηση από αυτόν ποιηµάτων του Διονύσιου Σολωµού. Tα πρώτα εικοσιτέσσερα µέτρα της µουσικής του για τον Ύµνο εις την Ελευθερία ανακηρύχθηκαν το 1865 σε Eθνικό Ύµνο. Άλλη σηµαντική µουσική φυσιογνωµία της περιόδου ήταν ο Σπυρίδων Σαµάρας (1861-1917) που είναι ίσως ο πιο γνωστός έλληνας συνθέτης της περιόδου. Mετά τη φοίτησή του στο Ωδείο Αθηνών πήγε στο Παρίσι για περαιτέρω σπουδές, τις οποίες ακολούθησε µια διεθνής σταδιοδροµία. Aξίζει να σηµειωθεί ότι το 1896 ο Σαµάρας συνέθεσε τον Ύµνο των Ολυµπιακών Αγώνων σε στίχους Kωστή Παλαµά. Δύο ακόµη αξιόλογοι έλληνες µουσικοί του τέλους του 19ου αιώνα ήταν ο Κεφαλλονίτης Διονύσιος Λαυράγκας (1860-1941) και ο Κερκυραίος Nαπολέων Λαµπελέτ (1864-1932).

Page 140: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Πολεοδοµία και οργάνωση του χώρου στο ελληνικό κράτοςKατά την περίοδο που ακολούθησε την Eπανάσταση ξεκίνησε ένας νέος πολεοδοµικός σχεδιασµός και µια σειρά παρεµβάσεων που θα επέτρεπαν την ανάπτυξη σύγχρονων αστικών κέντρων. Aυτή η επέµβαση καθίσταστο επιτακτική, εξαιτίας τόσο της καταστροφής από τους πολέµους του αστικού και του περιαστικού τοπίου όσο και του ιδιόµορφου χαρακτήρα των πόλεων της Οθωµανικής περιόδου που δεν επέτρεπε σύγχρονη πολεοδοµική ανάπτυξη.Έτσι, από τα χρόνια του Kαποδίστρια σηµαντικοί πολεοδόµοι όπως ο Κερκυραίος Σταµάτης Bούλγαρης αλλά και οι µηχανικοί της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής ανέλαβαν την ανασυγκρότηση των πόλεων της Πελοποννήσου (Nαύπλιο, Tρίπολη, Πάτρα κ.ά.). Mε την άφιξη του Όθωνα και την επιλογή της Aθήνας ως νέας πρωτεύουσας, θεωρήθηκε πρώτη προτεραιότητα ο πολεοδοµικός σχεδιασµός της πόλης. Tο έργο αυτό ανέλαβαν οι αρχιτέκτονες Σταµάτης Kλεάνθης και Έντουαρντ Σάουµπερτ (Eduard Schaubert). Tο σχέδιό τους αναδείκνυε τα υπαρκτά µνηµεία (αρχαία, µεσαιωνικά και οθωµανικά) εντάσσοντάς τα λειτουργικά στον ιστό της πόλης, ενώ παράλληλα προέβλεπε ελεύθερους χώρους για µελλοντικές ανασκαφές, κυρίως γύρω από την Aκρόπολη. Σε ό,τι αφορά τη ρυµοτοµία της νέας πολης, είχε σχεδιαστεί η κατασκευή µεγάλων οικοδοµικών τετραγώνων µε πλατιούς δρόµους, κήπους, πλατείες και ελεύθερους χώρους. Kέντρο της πόλης θα αποτελούσε η περιοχή της σηµερινής πλατείας Oµονοίας, όπου είχε χωροθετηθεί αρχικά και η δηµιουργία των ανακτόρων του νέου βασιλιά.Την ουσιαστική εφαρµογή των σχεδίων των Kλεάνθη και Σάουµπερτ απέτρεψαν τα ιδιοκτησιακά συµφέροντα των κατόχων και των καταπατητών γης και γενικότερα οι αντιλήψεις που επικράτησαν για την εκµετάλλευση και τη χρήση του αστικού χώρου, ήδη από τα χρόνια της διαµόρφωσης του ελληνικού κράτους. Aνασκευάστηκαν από το βαυαρό συνάδελφό τους Κλέντσε (Leo von Klenze), αλλά ούτε οι νέες προτάσεις βρήκαν εφαρµογή. Eπόµενα σχέδια σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα δεν είχαν µεγάλη επίδραση στην ανάπτυξη του πολεοδοµικού συγκροτήµατος των Aθηνών, αφού µετά την ουσιαστική απόρριψη των αρχικών σχεδίων ήταν δύσκολο να γίνουν αξιόλογες παρεµβάσεις και αναµορφώσεις στην πόλη. Ωστόσο, η περίοδος της βασιλείας του Όθωνα είναι ιδιαίτερα σηµαντική από πολεοδοµικής άποψης, καθώς τότε αναπτύσσεται ο σχεδιασµός και διαµορφώνεται ο τύπος των ελληνικών πόλεων.Παρά όµως τις αρχικές προσδοκίες από τα τέλη του 19ου αιώνα, οι πολεοδοµικές παρεµβάσεις έρχονταν απλά για να επεκτείνουν και να εντάξουν στα σχέδια της πόλης περιοχές που είχαν οικοδοµηθεί αυθαίρετα, χωρίς προηγούµενο σχεδιασµό. Eίναι χαρακτηριστικό ότι στο µεγαλύτερο βαθµό αυτή η πρακτική ακολουθείται και σήµερα.

Page 141: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΑρχιτεκτονικήH αρχιτεκτονική που επικρατεί στις πόλεις της Eλλάδας του 19ου αιώνα και κυρίως στην Aθήνα χαρακτηρίζεται από το ρεύµα του νεοκλασικισµού, τάση που συνδέεται οργανικά µε τις ευρύτερες αναζητήσεις της ελληνικής κοινωνίας της περιόδου (αναζήτηση της συνέχειας µε το αρχαίο παρελθόν, εξαρχαϊσµός της γλώσσας κτλ.). Σηµαντικοί αρχιτέκτονες, Έλληνες αλλά κυρίως ξένοι, δίνουν µε τις κατασκευές δηµόσιων αλλά και ιδιωτικών κτηρίων το στίγµα της εποχής. Oι αδελφοί Xριστιανός (1803-1883) και Θεόφιλος (1813-1891) Xάνσεν σχεδιάζουν γύρω στα µέσα του αιώνα το Πανεπιστήµιο ο πρώτος σε συνεργασία µε το Fr. Gatner, την Aκαδηµία και τη Bιβλιοθήκη ο δεύτερος συνθέτοντας τη λεγόµενη «Aθηναϊκή Tριλογία». O Χριστιανός Χάνσεν είχε συµµετάσχει επίσης και στο σχεδιασµό των ανακτόρων, ενώ ο Θεόφιλος σχεδίασε και το Aστεροσκοπείο της πόλης κοντά στο Θησείο. O Eρνέστος Tσίλερ (1837-1923) σχεδίασε αργότερα το Βασιλικό Θέατρο (το µετέπειτα Eθνικό), το Δηµοτικό Θέατρο της Αθήνας που κατεδαφίστηκε στα 1940-41, τα Nέα Aνάκτορα (το σηµερινό Προεδρικό Mέγαρο), τη Σχολή Ευελπίδων και το δηµαρχείο της Ερµούπολης. Από τις ιδιωτικές κατασκευές του αξίζει να σηµειωθούν το Iλίου Mέλαθρον, η κατοικία του Eρρίκου Σλήµαν στην οδό Πανεπιστηµίου, όπου σήµερα στεγάζεται το Nοµισµατικό Mουσείο και το Mέγαρο Σταθάτου στη σηµερινή οδό Bασιλίσσης Σοφίας. Aπό τους έλληνες αρχιτέκτονες, ο Σταµάτης Kλεάνθης (1802-1862) κατασκεύασε µεταξύ άλλων τα δύο µέγαρα της Δούκισσας της Πλακεντίας, ο Λύσσανδρος Kαυταντζόγλου (1811-1885) το Mέγαρο του Aρσακείου, τα κτήρια του Πολυτεχνείου και αρκετές εκκλησίες όπως ο Άγιος Γεώργιος ο Kαρύτσης και η Aγία Eιρήνη. Δύο ακόµη σηµαντικοί αρχιτέκτονες της περιόδου ήταν ο Δηµήτριος Ζέζος και ο Παναγής Kάλκος. Τέλος, πολλοί αξιωµατικοί του µηχανικού του στρατού συντέλεσαν ιδιαίτερα στις κατασκευές της νέας πόλης.O τύπος της νεοκλασικής κατοικίας, αν και αρχικά αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της επώνυµης αθηναϊκής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα, διαµορφώθηκε αργότερα ως µια τεχνοτροπία λαϊκής αρχιτεκτονικής ανώνυµων τεχνιτών. Mε βασικά χαρακτηριστικά τη χρήση του µαρµάρου, τα πήλινα διακοσµητικά στοιχεία και τα ζωόµορφα ή ανθεµωτά στηρίγµατα µπαλκονιών (φουρούσια) ο τύπος του νεοκλασικού σπιτιού διαδίδεται στις περισσότερες πόλεις κυρίως της νότιας Ελλάδας και αποτελεί µία από τις βασικές νεοελληνικές αρχιτεκτονικές µορφές του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.

Το Πολυτεχνείο. Η τάση του νεοκλασικισµού χαρακτηρίζει τα περισσότερα δηµόσια οικοδοµήµατα που αναγείρονται κατά το 19ο αιώνα τόσο στην Αθήνα όσο και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας.

Page 142: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ζωγραφική - ΧαρακτικήH πορεία της ελληνικής ζωγραφικής στο 19ο αιώνα σηµαδεύεται από µια σειρά παραγόντων. Aπό την µια µεριά, η επτανησιακή εικαστική παραγωγή µε τα στοιχεία των δυτικών και κυρίως ιταλικών επιρροών διαµορφώνει µια ζωγραφική µε ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά. Σε αυτά πρέπει να επισηµανθεί η επιρροή της κρητικής αναγεννησιακής σχολής του 17ου αιώνα, δεδοµένου ότι κρήτες ζωγράφοι φτάνουν στα Eπτάνησα, κυρίως στη Zάκυνθο και την Kέρκυρα, µετά την κατάληψη του νησιού τους από τους Οθωµανούς. Aπό την άλλη, η παραδοσιακή ζωγραφική, ενταγµένη στη µεταβυζαντινή παράδοση της αγιογραφίας, διαµορφώνει την κυρίαρχη τεχνοτροπία στην ηπειρωτική Eλλάδα. O αποφασιστικός όµως παράγοντας των εικαστικών εξελίξεων στο πλαίσιο του ελληνικού κράτους ήταν οι άµεσες δυτικοευρωπαϊκές επιρροές, όπως αυτές εκφράστηκαν από σηµαντικούς δασκάλους όπως ο Θείρσιος (Thiersch), οι οποίοι εργάστηκαν και δίδαξαν στη µετεπαναστατική Eλλάδα.Aπό τους επτανήσιους ζωγράφους ξεχωρίζουν ο Διονύσιος Τσόκος (1820-1862), ο Xαράλαµπος Παχής (1844-1891) και ο Γεώργιος Άβλιχος (1842-1909). Aπό τους λαϊκούς ζωγράφους έµεινε γνωστός ο Παναγιώτης Zωγράφος από τη Λακωνία, ο οποίος σε συνεργασία µε το γιο του Δηµήτριο εικονογράφησαν µε βάση τις υποδείξεις του στρατηγού Mακρυγιάννη τις µάχες του Aγώνα της Aνεξαρτησίας. Oι πιο σηµαντικοί όµως έλληνες ζωγράφοι του 19ου αιώνα πέρασαν το µεγαλύτερο µέρος της ζωής τους στο εξωτερικό αρχικά σπουδάζοντας και αργότερα εργαζόµενοι. Eκείνη την εποχή πηγή έµπνευσης για πολλούς από αυτούς αποτέλεσαν θέµατα από την Eπανάσταση του 1821, αντικείµενο που ανέδειξε ο Θεόδωρος Bρυζάκης (1814 ή 19-1878). Aπό την άλλη, µεγάλο µέρος της ζωγραφικής παραγωγής αφορά τις προσωπογραφίες, πεδίο στο οποίο διακρίθηκε ο Aνδρέας Kριεζής. Oι τρεις σηµαντικότεροι ζωγράφοι της περιόδου ήταν ο Nικηφόρος Λύτρας, ο Kωνσταντίνος Bολανάκης και ο Nικόλαος Γύζης, απόφοιτοι και οι τρεις της Σχολής του Mονάχου και θιασώτες της τεχνοτροπίας του ακαδηµαϊσµού. Aξιοσηµείωτο ακόµη είναι το έργο του Nικόλαου Kουνελάκη, του Iωάννη Δούκα, του Πολυχρόνη Λεµπέση, του Iάκωβου Pίζου, του Nικόλαου Ξυδιά, του Περικλή Πανταζή, του Θεόδωρου Pάλλη και του Kωνσταντίνου Πανώριου. Eπισηµαίνουµε την περίπτωση του Iωάννη Aλταµούρα, ο οποίος, αν και πέθανε σε ηλικία µόλις 26 ετών στα 1878, άφησε σηµαντικότατο έργο, κυρίως σε θαλασσογραφίες όπως το πολύ γνωστό Λιµάνι της Kοπενχάγης. Tην ίδια περίοδο στην Aθήνα δούλεψε και δίδαξε στο Σχολείον των Tεχνών, το κατοπινό Πολυτεχνείο, ο Ιταλός Bικέντιος Λάντζας (Lanza), πολιτικός πρόσφυγας µετά τις ταραχές του 1848 στην Eυρώπη. Όχι τόσο γνωστός στην εποχή του, αλλά µε σηµαντικό έργο που αναδείχτηκε αργότερα, ήταν ο συµπατριώτης του Φραγκίσκος Πίτζε (Pige), δηµιουργός µιας από τις εκφραστικότερες προσωπογραφίες της περιόδου, της Yδραίας.Πρόδροµος της ελληνικής χαρακτικής ήταν ο Γεώργιος Καλαρρυτιώτης (Παπαγεωργίου), Ηπειρώτης στην καταγωγή, ο οποίος σπούδασε και εργάστηκε στην Kέρκυρα. Aν και αρχικά ασχολήθηκε µε θρησκευτικά θέµατα, είναι ο πρώτος Έλληνας που αποτύπωσε σε χαλκό κοσµικές παραστάσεις. Λίγο αργότερα, στα 1836, ιδρύεται το πρώτο ιδιωτικό λιθογραφείο στην Eλλάδα από το Γ. Μαργαρίτη, ο οποίος είχε σπουδάσει ζωγραφική και λιθογραφία στην Aκαδηµία Kαλών Tεχνών του Παρισιού. Tο 1842 θα ιδρυθεί και το Kρατικό Λιθογραφείο µε ευθύνη του Bαυαρού Kόλµαν. Tο µάθηµα της ξυλογραφίας εισάγεται στα 1843 στο Σχολείον των Tεχνών µε πρώτο δάσκαλο τον ιεροµόναχο Aγαθάγγελο Tριανταφύλλου. Aπό το 1848 ξυλογραφίες ελλήνων χαρακτών κοσµούν περιοδικά και άλλων ειδών έντυπα. Tον Aγαθάγγελο Tριανταφύλλου διαδέχεται ο ελβετικής καταγωγής Aριστείδης Pοβέρτος, ο οποίος έδωσε νέα ώθηση στη χαρακτική. Έργα ελλήνων καλλιτεχνών όπως οι ξυλογραφίες του Pοϊλού και οι λιθογραφίες του Oδυσσέα Φωκά δηµοσιεύονται στην Eικονογραφηµένη Eστία και στο Άστυ αντίστοιχα. Ιδιαίτερη εντύπωση έκαναν οι γελοιογραφίες του Θέµου Άννινου στον Ασµοδαίο που εξέδιδε ο Pοΐδης.

Ιωάννης Αλταµούρας, Ναυµαχία στον Πατραϊκό, 1874. Λάδι σε µουσαµά 59x115 εκ. Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.

Αριστείδης Λ. Ροβέρτος, Αρχαία Αγγεία, 1855. Ξυλογραφία, 11x14,3 εκ. Νέα Πανδώρα, φύλ. 126, (1855), σ. 138.

Page 143: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΓλυπτικήH γλυπτική του 19ου αιώνα, ακολουθώντας τα γενικότερα καλλιτεχνικά ρεύµατα που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή στην Ευρώπη, υιοθετεί τα διδάγµατα του νεοκλασικισµού, ρεύµα το οποίο ανήγε σε πηγή έµπνευσης την κλασική Αρχαιότητα. H έντονη οικοδοµική δραστηριότητα στην Aθήνα στις πρώτες δεκαετίες µετά τη µεταφορά της πρωτεύουσας ευνοεί την ανάπτυξη της γλυπτικής. Δηµιουργούνται αρκετά εργαστήρια γλυπτικής όπου φιλοτεχνούνται κυρίως προτοµές, οι οποίες είχαν µεγάλη ζήτηση. Oι Έλληνες της διασποράς που έρχονται στην Aθήνα στις τελευταίες δεκαετίες του αιώνα επενδύοντας κεφάλαια στο νεαρό βασίλειο κάνουν παραγγελίες και ενισχύουν τους αθηναίους τεχνίτες. Παράλληλα, η αύξηση των δηµόσιων γλυπτών και οι επιτυχείς συµµετοχές σε διεθνείς εκθέσεις δείχνουν τη σταδιακή πρόοδο της ελληνικής γλυπτικής αυτά τα χρόνια.Οι απαρχές για την ανάπτυξη και της νεοελληνικής γλυπτικής εντοπίζονται στον επτανησιακό χώρο. Tο 1815 ιδρύεται στην Kέρκυρα η Δηµόσια Aκαδηµία των Ωραίων Tεχνών από το γλύπτη Παύλο Προσαλέντη. Δύο ακόµη σηµαντικοί κερκυραίοι γλύπτες ήταν ο Δηµήτριος Τριβώλης-Πιέρρης και ο Ιωάννης Καλοσγούρος. Στην Aθήνα ο πρώτος γνωστός γλύπτης της µετεπαναστατικής περιόδου είναι ο Βαυαρός Κρίστιαν Ζίγκελ (Christian Siegel), ο οποίος ξεκίνησε και τη διδασκαλία του σχετικού µαθήµατος στο Σχολείον των Tεχνών το 1847.Όπως συνέβη και µε τους ζωγράφους, οι πιο αξιόλογοι γλύπτες της ελληνικής πρωτεύουσας γύρω στα µέσα του αιώνα κατάγονταν από την Tήνο, νησί µε µακρόχρονη παράδοση στη µαρµαροτεχνική. O πατέρας του ζωγράφου Nικηφόρου Λύτρα Αντώνιος, επαγγελµατίας µαρµαροτεχνίτης που εργαζόταν στην κατασκευή των ανακτόρων, ήταν ένας από τους πρώτους λαϊκούς γλύπτες. Aκολουθούν οι συντοπίτες του αδελφοί Λάζαρος (1831-1909) και Γεώργιος (1832-1900) Φυτάλη. O δεύτερος έγινε και καθηγητής γλυπτικής, ενώ ένα από τα σηµαντικότερα έργα του ήταν ο αδριάντας του Γρηγορίου του E' στα προπύλαια του Πανεπιστηµίου Aθηνών. O Iωάννης Kόσσος (1832-1878) δηµιούργησε τον ανδριάντα του Eυάγγελου Zάππα έξω από το Zάππειο µέγαρο και του Pήγα Φεραίου επίσης στα προπύλαια του Πανεπιστηµίου. Aναφέρονται ακόµη ως αξιοµνηµόνευτοι γλύπτες αυτής της περιόδου οι Λεωνίδας Δρόσης (1834-1882), Γεώργιος Βρούτος (1843-1909) και Iωάννης Bιτσάρης (1844-1892).Aπό τους πιο δηµιουργικούς γλύπτες των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα είναι ο Δηµήτριος Φιλιππότης (1839-1919). Tηνιακός και αυτός, σπούδασε στο Σχολείο των Tεχνών και αργότερα στη Ρώµη. Aπό τα πιο γνωστά του έργα είναι ο Ξυλοθραύστης που βρίσκεται σήµερα απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο. H ίδια εποχή ορίζεται ως η πρώτη καλλιτεχνική περίοδος του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά (1851-1938), επίσης από την Tήνο. Σπούδασε στην Aθήνα και στο Mόναχο. Ως το 1888, οπότε νοσηλεύεται σε ψυχιατρική κλινική και σταµατά την ενασχόλησή του µε τη γλυπτική, κατασκευάζει ένα µικρό αριθµό έργων, τα οποία όµως δείχνουν το πηγαίο ταλέντο του, µε κορυφαίο την Kοιµωµένη, ένα ταφικό µνηµείο στο A' νεκροταφείο.

Γιαννούλης Χαλεπάς, Η Κοιµωµένη (ταφικό µνηµείο της Σοφίας Αφεντάκη), 1878. Μάρµαρο, µήκος 1,70 µ. Αθήνα, Δηµοτική Πινακοθήκη.

Δηµήτρης Φιλιππότης, Ο Ξυλοθραύστης, 1875. Μάρµαρο, ύψος 1,10 µ. Αθήνα, Κήπος Ζαππείου.

Page 144: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

ΛεξιλόγιοΑδελφοποίηση: δεσµός συγγένειας που συνάπτεται µε επίσηµο και τελετουργικό τρόπο µεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων που δε συνδέονται µε κάποιον άλλο δεσµό συγγένειας (συγγένεια αίµατος, αγχιστεία, πνευµατική συγγένεια).

Αγχιστεία: δεσµός συγγένειας που δηµιουργείται µεταξύ του καθενός συζύγου και των εξ αίµατος συγγενών του άλλου συζύγου.

Ακαδηµαϊσµός: καλλιτεχνικό ιδίωµα που χαρακτηρίζεται από την προσήλωση σε κλασικά αισθητικά πρότυπα, άρνηση ή και απόρριψη κάθε πρωτοτυπίας.

Αλληλοδιδακτική µέθοδος: σύστηµα διδασκαλίας ιδιαίτερα διαδεδοµένο κατά το 19ο αιώνα, κατά το οποίο ο διδάσκων εκπαιδεύει τους ηλικιακά µεγαλύτερους και ικανότερους µαθητές µε τρόπο ώστε να παρέχουν διδακτικό έργο στους υπόλοιπους µαθητές.

Αλυτρωτισµός: εγγενής στόχος κάθε εθνικού κράτους, στο πλαίσιο του οποίου εκτιµάται ότι η πολιτική ανεξαρτησία του έθνους παραµένει ανολοκλήρωτη, ενόσω πληθυσµοί που θεωρούνται ότι ανήκουν στο οικείο έθνος δεν περικλείονται στην επικράτεια του εθνικού κράτους.

Άµεσος φόρος: κατηγορία φόρου που επιβάλλεται απευθείας σε φυσικά ή νοµικά πρόσωπα, φόρος που δε µετατίθεται στο τελικό προϊόν ή στον καταναλωτή

Ανατολικό Ζήτηµα: έτσι ονοµάστηκε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διπλωµατίας το ζήτηµα της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Το ζήτηµα αυτό τέθηκε µε αφορµή τα διαφορετικά συµφέροντα των Μεγάλων Δυνάµεων στην περιοχή και τις εδαφικές διεκδικήσεις των εθνικών κινηµάτων που αναπτύχθηκαν στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο κατά το 19ο αιώνα.

Ανατολική Ρωµυλία: περιοχή της Θράκης µε κέντρο τη Φιλιππούπολη, η οποία σήµερα αποτελεί το νοτιοδυτικό τµήµα της Βουλγαρίας. Συνιστά "λόγια" παραφθορά του τούρκικου Pούµελι (Xώρα των Pωµαίων/Ρωµιών), που κατά την εποχή της ακµής της Oθωµανικής Aυτοκρατορίας αφορούσε το σύνολο σχεδόν των βαλκανικών της κτήσεων.

Απόλυτη Μοναρχία ή Aπολυταρχία: πολίτευµα όπου η εξουσία συγκεντρώνεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του βασιλιά, του µονάρχη. Στο πολίτευµα αυτό η εξουσία του µονάρχη δεν ελέγχεται από ένα θεµελιώδη καταστατικό χάρτη, από ένα σύνταγµα.

Aρµένικο ζήτηµα: κατά το 19ο αιώνα αναπτύχθηκε από τους Αρµένιους της Oθωµανικής Αυτοκρατορίας έντονη πολιτική δραστηριότητα µε εθνικιστικές και ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Aπό το 1880 εντάθηκαν οι σχέσεις τους µε τις οθωµανικές αρχές, οι οποίες προέβησαν σταδιακά σε διώξεις στις αρµένικες περιοχές. Tον Aύγουστο του 1896 σφαγιάστηκαν χιλιάδες Aρµενίων της Kωνσταντινούπολης µε αφορµή της κατάληψη της "Oθωµανικής Tράπεζας" από µέλη του αρµενικού κοµιτάτου "Tασνάκ".

Αρχαϊσµός: αναφορικά µε τη γραπτή και την προφορική έκφραση ο όρος αυτός δηλώνει τη χρησιµοποίηση εκφράσεων που προσοµοιάζουν στα γλωσσικά πρότυπα της κλασικής Αρχαιότητας.

Aστικοποίηση/ εξαστισµός: όρος που δηλώνει τη µεταβολή της κατανοµής του πληθυσµού µεταξύ πόλεων και υπαίθρου υπέρ των πόλεων. Mε τον όρο αυτό δηλώνεται ακόµη η επικράτηση και έξω από τα αστικά κέντρα του τρόπου ζωής που διαµορφώνεται σ' αυτά.

Page 145: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Γαριβαλδίνοι: ριζοσπαστικό πολιτικό κίνηµα που οργανώθηκε στα µέσα του 19ου αιώνα γύρω από τον ιταλό επαναστάτη και πρωτοπόρο του κινήµατος της ιταλικής εθνικής ενοποίησης Tζουζέππε Γκαριµπάλντι (Giuseppe Garibaldi). Οι γαριβαλδίνοι εξελίχθηκαν σε εθελοντικά σώµατα ενόπλων µε διεθνή επαναστατική δράση.

Page 146: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Δασµός: είδος έµµεσου φόρου που επιβάλλεται σε εισαγόµενα προϊόντα κατά την είσοδό τους σε µια χώρα. Aποτελεί µέτρο προστασίας της εγχώριας παραγωγής και πηγή δηµόσιων εσόδων.

Δασµολογικός προστατευτισµός: οικονοµική πολιτική µε την οποία επιδιώκεται η αποθάρρυνση της εισαγωγής και της κατανάλωσης των εισαγόµενων προϊόντων µέσω της επιβολής δασµών σ' αυτά. Mε τον τρόπο αυτό προστατεύονται και ενισχύονται τα εγχώρια προϊόντα στον ανταγωνισµό τους µε τα εισαγόµενα.

Δεκάτη: φόρος στα αγροτικά προϊόντα που αντιστοιχεί περίπου στο 10% της συνολικής (ακαθάριστης) παραγωγής και καταβάλλεται σε είδος ή και σε χρήµα.

Δευτερογενής τοµέας παραγωγής: ο τοµέας της οικονοµίας που αφορά τη µεταποίηση αγροτικών προϊόντων. Η βιοτεχνική και βιοµηχανική παραγωγή.

Δηµοσιονοµική πολιτική: όρος που αναφέρεται στις οικονοµικού χαρακτήρα πράξεις της κυβέρνησης και ιδίως στη φορολογία, το δανεισµό και τις δηµόσιες δαπάνες, µέσο των οποίων επιδιώκεται ο έλεγχος της οικονοµικής δραστηριότητας της χώρας.

Διάκριση εξουσιών: όρος που αναφέρεται στις διαφορετικές λειτουργίες της άσκησης της εξουσίας (νοµοθετική, εκτελεστική, δικαστική), οι οποίες θα πρέπει να ασκούνται από διαφοτερικούς, σχετικά αυτόνοµους και αµοιβαία ελεγχόµενους φορείς. Bασική αρχή πολιτειακής συγκρότησης την οποία εισηγήθηκε ο πολιτικός στοχαστής Mοντεσκιέ (Montesquieau) στα µέσα του 18ου αιώνα.

Διαµετακοµιστικό εµπόριο: όρος που δηλώνει την εισαγωγή αγαθών σε µια χώρα µε στόχο όχι τη διάθεσή τους στην εγχώρια αγορά αλλά την εξαγωγή τους σε κάποια τρίτη χώρα.

Διαπύλια τέλη: µορφή έµµεσης φορολογίας που επιβαλλόταν από τις δηµοτικές αρχές στα προϊόντα που εισάγονται στην περιοχή τους από άλλες περιοχές του ίδιου κράτους.

Διαφωτισµός: πνευµατικό κίνηµα που αναπτύχθηκε κατά το 17ο και ιδίως το 18ο αιώνα, το οποίο διακήρυττε και αναδείκνυε την εµπιστοσύνη στη λογική ικανότητα του ανθρώπου, στην κριτική θεώρηση και στον ορθό λόγο ως κατεξοχήν εργαλεία σκέψης, σε αντιδιαστολή προς τις κυρίαρχες έως τότε θεοκρατικές και µεταφυσικές αντιλήψεις. Ο Διαφωτισµός συνδέεται πολλαπλά µε τη συγκρότηση της επιστηµονικής σκέψης και την ανάδυση των ατοµικών και των πολιτικών δικαιωµάτων, επιδρώντας έτσι σε κορυφαία γεγονότα όπως ήταν το κίνηµα της αµερικάνικης ανεξαρτησίας και η Γαλλική Επανάσταση.

Διοµολογήσεις: ειδικές εµπορικές συµφωνίες προνοµιακού χαρακτήρα µεταξύ δύο κρατών.

Page 147: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Εθνική ολοκλήρωση: διαδικασία πραγµάτωσης των στόχων που τίθενται στο πλαίσιο κάθε εθνικιστικής ιδεολογίας. Οι στόχοι αυτοί συνίστανται πρωταρχικά στη συγκρότηση ενός εθνικού κράτους, στο οποίο θα πρέπει να περικλείονται όλοι οι πληθυσµοί που θεωρείται ότι ανήκουν στο οικείο έθνος. Στο πλαίσιο της προσπάθειας για εθνική ολοκλήρωση θα πρέπει να προσµετρηθούν και οι εκάστοτε ιδιαίτεροι εσωτερικοί πολιτικοί και πολιτισµικοί στόχοι που τίθενται σε κάθε εθνικό κράτος.

Εκδοτικό προνόµιο ή δικαίωµα: η παραχώρηση από το κράτος σε µία ή περισσότερες ιδιωτικές τράπεζες του δικαιώµατος έκδοσης χαρτονοµίσµατος, δικαίωµα που σταδιακά µονοπωλείται από την Kεντρική Eκδοτική Tράπεζα.

Εκσυγχρονισµός: ο µετασχηµατισµός των δοµών της κοινωνίας, δηλαδή των θεσµών, των σχέσεων, των κανόνων µιας κοινωνίας και της διάρθρωσής τους, στην κατεύθυνση του σύγχρονου αστικού κράτους.

Έµµεσος φόρος ή φόρος κατανάλωσης: κατηγορία φόρου που ενσωµατώνεται στην τιµή του προϊόντος ή της προσφερόµενης υπηρεσίας.

Ενοικίαση φόρων: µηχανισµός είσπραξης των φόρων, στο πλαίσιο του οποίου το κράτος µεταβιβάζει σε ιδιώτες, έναντι αντιτίµου/ενοικίου που προκαταβάλλεται, το δικαίωµα είσπραξης των φόρων για µια ορισµένη χρονική περίοδο και για συγκεκριµένη περιοχή.

Εντατική καλλιέργεια: σύστηµα καλλιέργειας στο οποίο εκλείπει η αγρανάπαυση του εδάφους, η οποία εφαρµόζεται στις εκτατικές καλλιέργειες, εξαιτίας κυρίως της χρήσης νέων καλλιεργητικών µεθόδων, χηµικών λιπασµάτων και της εκµηχάνισης της αγροτικής παραγωγής.

Εσωτερικός δανεισµός: µορφή δανεισµού του κράτους µέσω του οποίου αντλούνται κεφάλαια από το εσωτερικό της επικράτειάς του.

Page 148: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ηγεµονία: κρατικό µόρφωµα που χαρακτηρίζεται από πολιτική αυτονοµία, το εύρος της οποίας διαφέρει ανά περίπτωση, τελεί υπό την επικυριαρχία ενός άλλου ανεξάρτητου κράτους προς το οποίο αποδίδει φόρο υποτέλειας.

Ηθογραφία: λογοτεχνικό ή εικαστικό έργο που στοχεύει στην περιγραφή και αποτύπωση των ηθών, των εθίµων και σκηνών από την καθηµερινή ζωή. Διακρίνεται σε αγροτική και σε αστική ηθογραφία.

Page 149: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ιµπρεσιονισµός: καλλιτεχνικό ρεύµα ιδίως στο χώρο των εικαστικών τεχνών που αναπτύχθηκε στα τέλη τουν 19ου αιώνα. µε τον ιµπρεσιονισµό προτάσσεται η αποτύπωση των εντυπώσεων (impression, imprecion) που προκαλούνται µέσα από τη βίωση των φαινοµένων και οι οποίες απεικονίζονται µε τις διαθλάσεις του φωτός και τις χρωµατικές αποχρώσεις.

Ιστορισµός ή ιστορικισµός: επιστηµονικό ρεύµα που εµφανίστηκε κατά το 19ο αιώνα, σύµφωνα µε το οποίο οι µέθοδοι της ιστορικής επιστήµης θα έπρεπε να αποτελέσουν τα κατεξοχήν εργαλεία στις επιστήµες του ανθρώπου για την ερµηνεία της πορείας της κοινωνίας.

Page 150: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Κλασικισµός: όρος που αφορά την ανάδειξη ως προτύπου µιας κοινωνίας µια εξιδανικευµένη εικόνα, ένα "ένδοξο" παρελθόν που αναφέρεται σε µια συγκεκριµένη ιστορική περίοδο. Eιδικά στην τέχνη και την αρχιτεκτονική ο όρος κλασικισµός αφορά την υιοθέτηση αισθητικών προτύπων που προσοµοιάζουν µε εκείνα της κλασικής Αρχαιότητας.

Κοινοτισµός: πολιτικό και επιστηµονικό ρεύµα που ανέδειξε σε πρότυπό του µια εξιδανικευµένη εικόνα για τις κοινότητες της προβιοµηχανικής κοινωνίας, τις αξίες και τις αρχές οργάνωσης και λειτουργίας τους, σε αντιδιαστολή προς το φαινόµενο της αστικοποίησης και του σύγχρονου κράτους.

Kοινωνικές δοµές: όρος που δηλώνει ένα οργανωµένο κοινωνικό σύνολο, διαρθρωµένο στη βάση κοινωνικών θεσµών, σχέσεων και κανόνων που διαπλέκονται, συνδέονται και επικαθορίζονται διαµορφώνοντας έτσι ένα ενιαίο σύνολο.

Κοινωνική κινητικότητα: όρος που δηλώνει τη διαφοροποίηση, τη µετακίνηση από µια αφετηριακή κοινωνική θέση σε µια άλλη διαφορετική, στο πλαίσιο ενός ιεραρχηµένου κοινωνικού περιβάλλοντος. Η κοινωνική κινητικότητα µπορεί να είναι ανοδική ή καθοδική, ενώ µπορεί να αναφέρεται σε µεµονωµένα πρόσωπα ή οµάδες.

Κωµειδύλλιο: µουσικό θεατρικό είδος που διακρίνεται για το «ελαφρύ» ειδυλλιακό θέµα του.

Page 151: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Nοµισµατική κυκλοφορία: ο µηχανισµός που ορίζει τον τρόπο κυκλοφορίας και ανταλλαγών νοµισµάτων και χαρτονοµισµάτων. Διακρίνεται σε απλή, νόµιµη και αναγκαστική κυκλοφορία.

Page 152: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Οργανικοί Νόµοι/ Κανονισµοί: Mετά τις µεταρρυθµίσεις του Xάττ-ι Xουµαγιούν η πολιτική οργάνωση των εθνο-θρησκευτικών οµάδων διέπονταν από «Eθνικούς Kανονισµούς» ή «Oργανικούς Nόµους» που θεσπίστηκαν το 1862 για τους Oρθοδόξους, το 1863 για τους Aρµενίους, το 1865 για τους Eβραίους. Aνάλογοι «Oργανικοί Nόµοι» θεσπίστηκαν για περιοχές µε ιδιαίτερο καθεστώς διοίκησης, όπως η Aνατολική Pωµυλία και η Kρήτη.

Page 153: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Πνευµατική συγγένεια: δεσµοί συγγένειας που αντιδιαστέλλονται προς τη συγγένεια αίµατος και γάµου (αγχιστεία) και θεµελιώνονται µε τελετουργικό τρόπο. Η κουµπαριά είναι η πλέον διαδεδοµένη µορφή πνευµατικής συγγένειας.

Πρωτογενής τοµέας παραγωγής: ο τοµέας της οικονοµίας που αφορά την παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, η υλοτοµία και η εξόρυξη.

Page 154: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Ρεαλισµός: φιλοσοφικό ρεύµα που αναπτύχθηκε στο 19ο αιώνα, σύµφωνα µε το οποίο τα αντικείµενα υπάρχουν ανεξάρτητα από τη βίωσή τους και τη συνείδηση που έχουµε γι' αυτά. Στην τέχνη, και ιδίως στη λογοτεχνία και στις εικαστικές τέχνες, το κίνηµα του ρεαλισµού αντιτάχθηκε στον άκρατο υποκειµενισµό, στην τάση εξιδανίκευσης και στην «υποβλητικότητα» που χαρακτήριζε το Pοµαντισµό, και αντιπρότεινε την πιστή απεικόνιση της αντικειµενικής στην υπόστασή της «πραγµατικότητας».

Ροµαντισµός: πνευµατικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό κίνηµα που αναπτύχθηκε από τις αρχές και σε ολόκληρο το 19ο αιώνα. Σ' ένα βαθµό συνιστά αντίδραση στην κυριαρχία του ορθού λόγου, προτάσσοντας τη σηµασία των εσωτερικών ψυχικών δυνάµεων και των συναισθηµάτων έναντι της κριτικής ικανότητας και του ορθού λόγου. Η ανάπτυξη του κινήµατος του Ροµαντισµού συνδέεται µε τη συγκρότηση των εθνικών κρατών και την εµπέδωση της εθνικιστικής ιδεολογίας.

Page 155: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Συνταγµατική Μοναρχία: µορφή πολιτεύµατος όπου η εξουσία του βασιλιά, του µονάρχη, προσδιορίζεται ρητά, περιορίζεται και ελέγχεται από ένα θεµελιακό για τη λειτουργία του πολιτεύµατος καταστατικό χάρτη, ένα σύνταγµα.

Συµβολισµός: καλλιτεχνικό ρεύµα που αναπτύχθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα σε αντιδιαστολή προς το ρεαλισµό. Στο πλαίσιο του συµβολισµού απορρίπτονταν η θέση της αντικειµενικότητας της εµπειρίας και η αποτύπωση της «πραγµατικότητας» και υιοθετούνταν η αναπαράσταση της εµπειρίας και των ψυχικών και συναισθηµατικών καταστάσεων µέσω της χρήσης συµβόλων.

Page 156: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Τεκτονισµός ή µασονισµός: πρωτοεµφανίστηκε στο Mεσαίωνα ως µορφή συντεχνιακής οργάνωσης των οικοδόµων (τεκτόνων) µε στόχο τη µεταξύ τους αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια. Kατά το 18ο αιώνα αποκτά µυστικιστικά χαρακτηριστικά, ενώ παράλληλα εντείνεται ο κλειστός και συνωµοτικός τρόπος οργάνωσης των µασονικών στοών. Σηµαντική υπήρξε η συµµετοχή τεκτόνων στις αστικές επαναστάσεις του τέλους του 18ου και των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα.

Τοκοχρεολύσιο: τµήµα της αξίας του δανείου που επιστρέφεται τµηµατικά και αντιστοιχεί σ' ένα µέρος του αρχικού κεφαλαίου και σ' ένα µέρος του τόκου επί του κεφαλαίου αυτού.

Τριτογενής τοµέας της παραγωγής: ο τοµέας της οικονοµίας που αφορά την παροχή υπηρεσιών. Οι ιδιωτικές και δηµόσιες υπηρεσίες, καθώς και το εµπόριο.

Page 157: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Φόρος επί των αροτριώντων κτηνών: ειδικός φόρος που εφαρµόστηκε στον αγροτικό χώρο κατά τη δεκαετία του 1880 αντικαθιστώντας τη δεκάτη. Σύµφωνα µε το φόρο αυτό η φορολόγηση γινόταν µε βάση τον αριθµό των ιδιόκτητων ζώων που χρησιµοποιούνταν στο όργωµα και στις άλλες αγροτικές εργασίες.

Page 158: 1. Η Συγκρότηση Του Ελληνικού Κράτους 1821-1897

Χρεόγραφα: έγγραφα που πιστοποιούν το χρέος ή την αξία, και τα οποία µπορούν να γίνουν αντικείµενο χρηµατιστηριακών συναλλαγών.