02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

38
1

description

προιστορικη

Transcript of 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

Page 1: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

1

Page 2: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

2

Η Αρχαιολογία ως επιστήμη Η Αρχαιολογία είναι επιστήμη ανθρωπιστική και ιστορική, είναι κλάδος της Ιστορίας, που ερευνά τη γένεση και την ανάπτυξη του πολιτισμού. Ασχολείται με τη μελέτη των ανθρώπινων κοινωνιών του παρελθόντος, μέσα από τα υλικά κατάλοιπά τους – τα έργα της τέχνης και της τεχνικής. Όπως φαίνεται από τον ορισμό, η έννοια του πολιτισμού εμπλέκεται από την πρώτη στιγμή με την έννοια της Αρχαιολογίας. Για το νόημα και τον ορισμό της λέξης «πολιτισμός» έχουν γραφτεί χιλιάδες σελίδες, σε μια προσπάθεια προσδιορισμού του φαινομένου από πολλές πλευρές και απόψεις: ιστορική και αρχαιολογική, αλλά και φιλοσοφική, κοινωνιολογική, ψυχολογική. Ο πιο απλός, ίσως, ορισμός είναι, ότι πολιτισμός υπάρχει από τη στιγμή που ο άνθρωπος αρχίζει να ενεργεί βάσει μιας ανώτερης πνευματικής λειτουργίας, τέτοιας, που δεν παρατηρείται στα ζώα: κατασκευάζει τα εργαλεία που χρησιμοποιεί, ζει σε σύνθετα οργανωμένες κοινωνίες, επικοινωνεί με τον λόγο, με την τέχνη, με τα σύμβολα –στα οποία εντάσσονται οι εικόνες, αλλά και η γραφή. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στη γενική αναφορά στον πολιτισμό και σε εκφράσεις, όπως «Πολιτισμοί του Αιγαίου» ή «Αιγυπτιακός πολιτισμός» ή «Παλαιολιθικός Πολιτισμός». Σ΄αυτές τις εκφράσεις, η λέξη «πολιτισμός» είναι πιο περιορισμένη. ΄Εχει την έννοια ενός συνόλου εκδηλώσεων, ενός συνόλου εκφράσεων και δημιουργημάτων, που έχουν προκύψει από τη δραστηριότητα μιας συγκεκριμένης ανθρώπινης ομάδας σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Η Αρχαιολογία, λοιπόν, μελετά τα υλικά κατάλοιπα των κοινωνιών του παρελθόντος. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα υλικά αυτά κατάλοιπα είναι τα μόνα στοιχεία που έχει ο αρχαιολόγος στη διάθεσή του, για να κατανοήσει μια κοινωνία του παρελθόντος. Είναι η περίπτωση, κατά την οποία δεν έχουν σωθεί γραπτές πηγές από μία κοινωνία, είτε επειδή δεν διατηρήθηκαν, είτε επειδή η συγκεκριμένη εκείνη κοινωνία, η συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα δεν γνώριζε τη γραφή και δεν έχει αφήσει γραπτά μνημεία. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για «Προϊστορία», για «Προϊστορικές κοινωνίες» και για «Προϊστορική Αρχαιολογία». Ας σημειώσουμε, εδώ, ότι οποιαδήποτε κοινωνία δεν χρησιμοποιεί τον γραπτό λόγο, θεωρούμε ότι βρίσκεται σε προϊστορικό στάδιο. Ακόμη και σήμερα, -αν και σε πολύ περιορισμένο βαθμό- υπάρχουν (ή τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα υπήρχαν στην Αφρική ή στον Αμαζόνιο), κάποιες τέτοιες

Page 3: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

3

ανθρώπινες ομάδες ή φυλές. Τις ζώσες αυτές ομάδες, τους ζωντανούς αυτούς πολιτισμούς, τους μελετά η Εθνολογία και η Κοινωνική Ανθρωπολογία. Οι επιστήμες αυτές επίσης μελετούν κοινωνικές ομάδες, που ζουν μεν στο ευρύτερο πλαίσιο του σύγχρονου, «ομοιόμορφου» πολιτισμού, διατηρούν, όμως, ζώσα την ιδιαιτερότητά τους σε τρόπους ζωής, ήθη, έθιμα, καλλιτεχνική έκφραση και προφορική παράδοση. Οι πληροφορίες από αυτούς τους κλάδους είναι πολλές φορές εξαιρετικά πολύτιμες για την Αρχαιολογία, γιατί είναι ζωντανές και ακέραιες, ενώ τα στοιχεία στην Αρχαιολογία είναι πάντα ελλειπτικά. Όταν έχουν σωθεί γραπτά μνημεία από μια κοινωνία του παρελθόντος και δίνουν κάθε είδους πληροφορίες γι’ αυτήν, τότε θεωρείται ότι η κοινωνία αυτή ανήκει σε ιστορική περίοδο, ότι εντάσσεται στην Ιστορία. Ας σημειώσουμε, ότι μερικές φορές συμβαίνει, ανάμεσα στις δύο εποχές, την Προϊστορική και την Ιστορική, να υπάρχει μία φάση, κατά την οποία υπήρχε μεν χρήση γραφής, αλλά τα γραπτά μνημεία που σώθηκαν δίνουν περιορισμένες μόνο ή πολύ λίγες πληροφορίες. Τότε μιλάμε για «Πρωτοϊστορία». Παράδειγμα, οι πήλινες πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής, που βρέθηκαν στον ελληνικό χώρο, δεν είναι κείμενα ιστορικά ή λογοτεχνικά, αλλά κείμενα οικονομικού περιεχομένου. Παρόλ’ αυτά, προκύπτουν έμμεσα πολλές πληροφορίες όχι μόνο για την οικονομία, αλλά και για τις ποικίλες δραστηριότητες των ανθρώπων, για τις κοινωνικές και πολιτικές δομές και τη θρησκεία κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο, την οποία θεωρούμε, έτσι, ότι ανήκει σε μία Πρωτοϊστορική φάση, παρόλο που εντάσσεται στον Προϊστορικό κόσμο. Ο διαχωρισμός των εποχών, πάντως, δεν γίνεται αποκλειστικά με το κριτήριο της ύπαρξης γραφής. Οι πολιτισμικές αλλαγές, που γίνονται φανερές από τα αρχαιολογικά δεδομένα, αποτελούν βασικό παράγοντα για τη διάκριση των περιόδων. Η Αρχαιολογία ασχολείται, επίσης, με τις ιστορικές περιόδους, αλλά, σε αυτή την περίπτωση, δεν ταυτίζεται με την Ιστορία. Ασχολείται με τις αρχαιολογικές πηγές των ιστορικών χρόνων, ουσιαστικά, με τα υλικά τους κατάλοιπα. Πρόκειται για την Αρχαιολογία των Ιστορικών Χρόνων. Η Αρχαιολογία αποτελεί μέρος μόνο της συγκρότησης της ιστορικής γνώσης γι’ αυτούς τους χρόνους. Κατά τον Buschor, η Αρχαιολογία είναι «το ορατό μέρος της Ιστορίας». Το έργο της ανασύστασης της εικόνας του ιστορικού παρελθόντος βοηθείται πολύ και από άλλες επιστήμες, όπως η φιλολογία, η επιγραφική ή η νομισματική. Βοηθείται, επίσης, και από τη μελέτη της

Page 4: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

4

θρησκείας, της κοινωνίας ή της οικονομίας, μέρος των οποίων περνά μέσα από την Αρχαιολογία ή σχετίζεται με αυτήν. Για παράδειγμα, η ανασκαφή ενός αρχαίου ιερού είναι απαραίτητη, για να προκύψουν στοιχεία για την αρχαία ελληνική θρησκεία, στοιχεία, όμως, που συμπληρώνονται από τις φιλολογικές πηγές, δηλαδή τις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων, αλλά και από επιγραφές ή νομίσματα. Ειδικά για την Ελλάδα, για την Αρχαιολογία των Ιστορικών χρόνων, συνήθως χρησιμοποιούμε συνοπτικά τον όρο «Κλασική Αρχαιολογία», επειδή η περίοδος της μεγάλης άνθησης του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα, η «κλασική» περίοδος, έχει μεγάλο ειδικό βάρος και επισκιάζει τρόπον τινα τις άλλες περιόδους, που επίσης ανήκουν στους ιστορικούς χρόνους, και προηγούνται ή έπονται αυτών, όπως η γεωμετρική, η αρχαϊκή, η ελληνιστική, αλλά και η ρωμαϊκή περίοδος. Η επόμενη περίοδος, της ανόδου και της άνθησης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτελεί αντικείμενο της Βυζαντινής Αρχαιολογίας. Τα χρονολογικά όρια αυτών των εποχών έχουν ως εξής: Η Προϊστορική Εποχή αρχίζει με την εμφάνιση του ανθρώπου σε ένα χώρο. Στον Ελλαδικό χώρο έμμεσες μαρτυρίες για ύπαρξη ανθρώπων (εύρεση εργαλείων) υπάρχουν για πριν από 400.000 -300000 χρόνια. Από τότε μέχρι περίπου το 1050 π.Χ. τοποθετείται η Προϊστορική περίοδος. Αρχικά ο άνθρωπος δεν γνώριζε τη χρήση των μετάλλων και χρησιμοποιούσε την πέτρα για την κατασκευή εργαλείων. Έτσι, η εποχή αυτή έχει ονομασθεί Εποχή του Λίθου και διαιρείται σε τρεις περιόδους. Η Παλαιολιθική Περίοδος έχει διάρκεια πολλών χιλιάδων ετών, από την απώτατη Προϊστορία μέχρι περίπου το 10000 π.Χ. Ακολουθεί η μεταβατική Μεσολιθική Περίοδος, από το 11000/ 10000 μέχρι το 8000/ 7000 π.Χ. Έπεται η Νεολιθική Περίοδος, η οποία τοποθετείται μέχρι περίπου το 3000 π.Χ., ανάλογα με την περιοχή. Σταδιακά άρχισε η χρήση των μετάλλων, παρόλο που συνεχίζεται ευρεία η χρήση λίθινων σκευών και εργαλείων. Καθώς, αρχικά, ο χαλκός είναι το πλέον διαδεδομένο μέταλλο –αφού ο χρυσός και ο άργυρος, χρησιμοποιούνταν μεν, αλλά ήταν πάντα πολύτιμα και δυσεύρετα – η εποχή, που, στον ελλαδικό χώρο, αρχίζει γύρω στο 3000π.Χ., ονομάστηκε από τους μελετητές Εποχή του Χαλκού. Η εποχή αυτή διακρίνεται σε Πρώιμη, Μέση και Ύστερη. Η Μέση και η Ύστερη Εποχή του Χαλκού είναι η εποχή της ανάπτυξης του Μινωικού και του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.

Page 5: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

5

Ο Μυκηναϊκός Κόσμος κατέρρευσε για διάφορους, εσωτερικούς κυρίως λόγους, γύρω στα 1100/ 1050 π.Χ. Το τέλος του σηματοδοτεί και το τέλος της Ελληνικής Προϊστορίας - Πρωτοϊστορίας. Νέα πληθυσμιακά στοιχεία κατακλύζουν τότε τον ελλαδικό χώρο και, συχνά, οι παλαιοί πληθυσμοί αναγκάζονται σε μετακινήσεις. Πρόκειται για εποχή αναστατώσεων και αλλαγών, που ονομάζεται και «Σκοτεινοί χρόνοι». Ο σίδηρος χρησιμοποιείται πλέον για την κατασκευή σκευών, εργαλείων και όπλων, και ο ελληνικός κόσμος μπαίνει στην Εποχή του Σιδήρου. Η αρχιτεκτονική της εποχής αυτής δεν είναι ιδιαίτερα μνημειώδης, όμως, συχνά υπάρχουν μεγάλα αγγεία και έχουν γεωμετρική διακόσμηση, που έχει γίνει με κανόνα και διαβήτη. Έτσι, η εποχή αυτή ονομάστηκε Γεωμετρική Εποχή και καλύπτει τους χρόνους 1050 – 700 π.Χ., δηλαδή από τα μέσα του 11ου μέχρι τον 8ο αιώνα π.Χ. Μεγάλες είναι οι αλλαγές στην οικονομία, την ιδεολογία, τη θρησκεία και τις κοινωνικές δομές. Αυτό είναι κυρίως που στοιχειοθετεί την κατάταξη αυτής της εποχής στους Ιστορικούς χρόνους και όχι τόσο η ύπαρξη γραφής, για την οποία δεν υπάρχουν μαρτυρίες τουλάχιστον στην αρχή της. Κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους, και μέχρι περίπου το 1200 π.Χ. η γραφή για την ελληνική γλώσσα ήταν η Γραμμική Β, που ήταν σύστημα συλλαβογραφικό, δηλαδή κάθε σύμβολο εξέφραζε μία συλλαβή. Γύρω στο 800 π.Χ., δηλαδή κατά την Γεωμετρική περίοδο, οι Έλληνες υιοθετούν το φοινικικό αλφάβητο, προσθέτοντάς του φωνήεντα, τα οποία δεν είχε (ήταν συμφωνική η γραφή) και μεταμορφώνοντάς το ουσιαστικά. Η επόμενη περίοδος είναι η Αρχαϊκή Εποχή, που καλύπτει τον 7ο και τον 6ο π.Χ. αιώνα, περίοδο μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών (αριστοκρατία, τυραννία, αποικισμός προς τα δυτικά). Ο 7ος αιώνας αποτελεί την λεγόμενη Ανατολίζουσα περίοδο, επειδή θέματα από την τέχνη της Ανατολής εισρέουν στην ελληνική τέχνη. Τον 6ο αιώνα δημιουργούνται μεγάλοι ελληνικοί ναοί (όπως το Ηραίο της Ολυμπίας, ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, της Αφαίας Αθηνάς στην Αίγινα), στη γλυπτική αναπτύσσονται οι τύποι της Κόρης και του Κούρου και στην κεραμεική δημιουργείται ο μελανόμορφος ρυθμός. Ακολουθεί η Κλασική Εποχή, που καταλαμβάνει τον 5ο και τον 4ο π.Χ. αιώνες, από το 500 έως το 320 π.Χ. Είναι η εποχή, που δημιουργείται η δημοκρατία στην Αθήνα και επιτυγχάνεται η τεράστια ανάπτυξη της φιλοσοφίας (με τον Σωκράτη και τον

Page 6: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

6

Πλάτωνα), και της τέχνης, με τον Παρθενώνα, αλλά και το Ερέχθειο και τα Προπύλαια στην Αθήνα, με τα γλυπτά έργα του Φειδία, αλλά και έργα όπως ο Ηνίοχος των Δελφών ή οι Καρυάτιδες, ενώ αναπτύσσεται και η ερυθρόμορφη αγγειογραφία. Μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., τοποθετούνται οι Ελληνιστικοί χρόνοι, 3ος – 1ος π.Χ. αιώνες, οπότε δημιουργούνται τα μεγάλα και εύρωστα ελληνιστικά βασίλεια, κυρίως στην Αίγυπτο και την Ιωνία (παράλια Μ.Ασίας), όπου αναπτύσσονται τα γράμματα και οι επιστήμες και η τέχνη διεθνοποιείται. Λαμπροί είναι οι ναοί, αλλά και άλλα αρχιτεκτονήματα της εποχής, καθώς και τα έργα πλαστικής, όπως η Νίκη της Σαμοθράκης ή η Αφροδίτη της Μήλου. Οι Ρωμαίοι εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας, κατακτούν την Ελλάδα και, σταδιακά, ολόκληρη τη Μεσόγειο, δημιουργούν μια τεράστια αυτοκρατορία και επηρεάζονται από την ελληνική τέχνη. Η Ρωμαϊκή περίοδος, τουλάχιστον για την Ανατολική Μεσόγειο, θεωρείται ότι λήγει με την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία κυριάρχησε στην Ανατολή τους επόμενους αιώνες. Η τέχνη της Βυζαντινής περιόδου (330- 1453), υπηρετώντας τη νέα θρησκεία, δημιούργησε νέες, λαμπρές μορφές, τόσο στην αρχιτεκτονική, με τους βυζαντινούς ναούς, όσο και στη ζωγραφική, με την τοιχογράφηση των ναών, αλλά και τις φορητές εικόνες. Αυτή είναι η διαίρεση της Ελληνικής Αρχαιολογίας σε περιόδους. Το περιεχόμενο του συγκεκριμένου μαθήματος είναι η Ελληνική Προϊστορία, που ξεκινά με την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου στον ελληνικό χώρο και λήγει με το τέλος του Μυκηναϊκού κόσμου, γύρω στο 1100/ 1050 π.Χ. Ο αρχαιολόγος, που ασχολείται με την Προϊστορία και δεν έχει στη διάθεσή του γραπτές πηγές, στην προσπάθειά του για κατανόηση, ερμηνεία και ανασύσταση της εικόνας μιας κοινωνίας του παρελθόντος, μελετά τα υλικά της κατάλοιπα, είτε αυτά είναι έργα υψηλής τέχνης, είτε είναι σκουπίδια. Τα μελετά όλα. Μελετά ακίνητα και κινητά ευρήματα: Ακίνητα ευρήματα, που είναι τα μνημεία, όπως : κατοικίες, τάφους, ναούς, δρόμους, τείχη, γέφυρες. Κινητά ευρήματα, όπως: κεραμεική, εργαλεία, όπλα, κοσμήματα, σφραγίδες, αγάλματα και ειδώλια, τοιχογραφίες και ανάγλυφα (που είναι σύμφυτα με τα μνημεία), επιγραφές, λείψανα τροφής, ζωολογικό υλικό, ανθρωπολογικά (σκελετικά) κατάλοιπα.

Page 7: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

7

Μέσα από τη μελέτη των υλικών αυτών καταλοίπων, προσπαθεί να αποκαταστήσει την εικόνα για μια συγκεκριμένη κοινωνία του παρελθόντος, για την οικονομία, τις κοινωνικές και πολιτικές δομές της, τη θρησκεία, την ιδεολογία της. Δηλαδή: η Αρχαιολογία ασχολείται με τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, προσπαθώντας μέσα απ’ αυτά να ανασυνθέσει την πνευματική, κοινωνική και ιδεολογική κατάσταση των ανθρώπων που τα δημιούργησαν σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Σκοπός είναι να δώσει δυναμικές εικόνες ή ερμηνείες για τη λειτουργία των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών συστημάτων. Ουσιαστικά, πρόκειται για μια ανασύνθεση της Ιστορίας – ακόμη και αν πρόκειται για προϊστορικές κοινωνίες. Μια ανασύνθεση, που λαμβάνει υπ’ όψιν της τα εξωτερικά δεδομένα, αλλά δεν σταματά σ’ αυτά ή δεν πρέπει να σταματά σ’ αυτά, αλλά να προχωρεί στο να εξετάσει και την εσωτερική διαδρομή του ανθρώπου, τις πνευματικές και ψυχικές εκείνες διεργασίες, που, ενδεχομένως, ώθησαν τον άνθρωπο, αλλά και την κοινωνία να δημιουργήσει τα συγκεκριμένα έργα τεχνικής και τέχνης. Είναι βέβαιο, πως τα ποικίλα ιστορικά γεγονότα, οι πόλεμοι και η ειρήνη, οι οικονομικές και οι πολιτικές συμμαχίες, οι μεγάλοι κυβερνήτες, οι μεγάλοι καλλιτέχνες ή οι άνθρωποι του πνεύματος σημαδεύουν την πορεία ενός λαού. Όμως, πρωτογενώς, θα λέγαμε, ότι η πορεία μιας κοινωνίας καθορίζεται από το φυσικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο αυτή ζει και δρα, από τις απαντήσεις, που δίνει στις πρακτικές ανάγκες της ζωής, από το χαρακτήρα και τη ζωτικότητά της, και εν τέλει από τις πνευματικές και ψυχικές της δυνάμεις ή και χαρίσματα. Τα γεγονότα αφ’ ενός, δηλαδή η Ιστορία, και το περιβάλλον αφ’ ετέρου προκαλούν το ανθρώπινο πνεύμα. Ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνική ομάδα, ένας λαός, απαντά σ’ αυτές τις προκλήσεις, συνιστά τον πολιτισμό του. Κατά τον C.Renfrew, ο πολιτισμός είναι ένα εργαλείο, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο της Φύσης. Κάθε λαός , κάθε κοινωνική ομάδα αντιδρά με διαφορετικό τρόπο στην πρακτική ανάγκη τού να έχει μια κατοικία, να τραφεί ή να ντυθεί. Κάθε άνθρωπος νοιώθει τις ίδιες ανάγκες, αλλά, ανάλογα με το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει, ανάλογα με την κοινωνία, στην οποία ανήκει, ανάλογα με το πνευματικό του επίπεδο, δημιουργεί διαφορετικές κατοικίες, διαφορετικά σκεύη ή εργαλεία, διαφορετικές τροφές ή ενδυμασίες, διαφορετικά χαρακτηριστικά. Το σύνολο των εκδηλώσεων και των μορφών ζωής, που είναι χαρακτηριστικές για ένα λαό, αποτελεί τον πολιτισμό του.

Page 8: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

8

Αυτές ακριβώς οι διαφορές δείχνουν τον χαρακτήρα ενός λαού και καθορίζουν την πορεία του και την προσφορά του στον Πολιτισμό όλου του Κόσμου. Είναι, βέβαια, παρατηρημένο, πως κάθε λαός έχει την τάση να βλέπει τον εαυτό του καλύτερον από τους άλλους. Και είναι αλήθεια, πως έχουν υπάρξει λαοί και κοινωνίες στο παρελθόν, που με το πνεύμα και τα έργα τους επηρέασαν την πορεία της Ιστορίας και της Ιστορίας του Πνεύματος. Η αλήθεια, όμως, είναι, πως κάθε κοινωνία, ακόμα και η πιο μικρή, έχει κάνει τη δική της προσφορά στον παγκόσμιο πολιτισμό. Η αρχαιολογική επιστήμη σήμερα – η στάση της- είναι να μελετά με τον ίδιο σεβασμό, την ίδια προσοχή και την ίδια μέθοδο κάθε κοινωνία του παρελθόντος, εξετάζοντάς την πάντοτε με βάση τις δύο παραμέτρους, που χωρίς αυτές ουσιαστικά δεν υπάρχει αρχαιολογική επιστήμη: τις παραμέτρους του χώρου και του χρόνου. Για τον αρχαιολόγο κάθε εύρημα, ακόμη και το πιο ελάχιστο, το πιο ευτελές, μπορεί να έχει τεράστια αξία και σημασία, γιατί η ματιά που του ρίχνει δεν είναι η συνηθισμένη. Σήμερα πλέον όλο και περισσότερο, ο αρχαιολόγος, πέρα από τα μνημεία και τα αρχαιολογικά αντικείμενα, δηλαδή τα ευρήματα, μελετά και το φυσικό περιβάλλον, όπως αυτό σχετίζεται και επηρεάζεται από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Το φυσικό περιβάλλον αποτελείται από τον ίδιο το χώρο, το πεδίον, δηλαδή την ίδια τη μορφολογία του χώρου, το έδαφος, τις πηγές νερού. Αποτελείται, επίσης, από τη χλωρίδα, την πανίδα, το κλίμα και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές. Έτσι, πέραν της ίδιας της αρχαιολογικής θέσης, όπου έχουν βρεθεί μνημεία, μελετάται και ο περιβάλλων χώρος: η γεωγραφία, η μορφολογία του εδάφους, η σύσταση του εδάφους, πηγές νερού, χώροι εξόρυξης πρώτων υλών (πέτρας, πηλού, μετάλλων), άλλες πηγές πλούτου, καλλιεργήσιμα εδάφη, δάση, ακτογραμμές, κοίτες ποταμών ή λιμνών – κάθε τι που μπορεί να διαθέτει «κρυμμένες», έμμεσες πληροφορίες για δεδομένα, που επηρέασαν και διαμόρφωσαν μια κοινωνική ομάδα ή που επηρεάστηκαν από αυτήν. Ο άνθρωπος, όταν ζει μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, κατ’ ανάγκην επεμβαίνει σ’ αυτό, κτίζοντας ή καταστρέφοντας, καλλιεργώντας ή εξορύσσοντας. Έτσι δημιουργεί το ανθρωπογενές περιβάλλον, μέσα στο οποίο αναπτύσσεται κάθε πολιτισμός. Ο άνθρωπος επηρεάζεται από το περιβάλλον, αλλά και επιδρά σ’ αυτό, ανάλογα με τη δυναμική του συγκεκριμένου

Page 9: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

9

χώρου, αλλά και τη δυναμική της συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας. Σήμερα, που είναι γνωστό ότι το φυσικό περιβάλλον είναι παράγοντας αποφασιστικός για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη ενός πολιτισμού, ένα από τα βασικά ζητούμενα της αρχαιολογίας είναι η ανασύσταση του παλαιοπεριβάλλοντος, δηλαδή η δυνατότητα να γνωρίζουμε, πώς ακριβώς ήταν ο χώρος γύρω από μία αρχαιολογική θέση σε μία συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας της. Αυτό συμβάλλει κατά τρόπο δραματικό πολλές φορές στην αντίληψή μας για τη συγκεκριμένη θέση και, συνεπώς, στις ερμηνείες και τα συμπεράσματά μας. Η εικόνα ενός χώρου είναι πολύ διαφορετική, αν τα στοιχεία, που το χαρακτηρίζουν σήμερα δεν υπήρχαν τη συγκεκριμένη στιγμή του παρελθόντος, την οποία μελετούμε. Αν, για παράδειγμα, «αφαιρέσουμε» μία πεδιάδα, που έχει δημιουργηθεί από προσχώσεις των τελευταίων αιώνων, τότε πιθανόν να αντιληφθούμε ότι ο οικισμός που μελετούμε ήταν παραθαλάσσιος και, έτσι, να εξηγήσουμε την ακμή του. Αν πάλι «προσθέσουμε» ένα ποτάμι, που τώρα πλέον δεν είναι ορατό, στην άμεση γειτονία μιας αρχαιολογικής θέσης, η οποία σήμερα βρίσκεται σε μια άνυδρη περιοχή, μπορούμε να ερμηνεύσουμε τους λόγους, για τους οποίους επελέγη να κατοικηθεί σε κάποια εποχή του παρελθόντος, όταν το ποτάμι προσέφερε νερό, τροφή και, πιθανώς, και επικοινωνία στους κατοίκους. Εξίσου σημαντικές αλλαγές μπορούν να προκαλέσουν τα τεκτονικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί, αλλά και οι εκρήξεις ηφαιστείων. Γνωστό είναι το παράδειγμα του ηφαιστείου της Θήρας, η έκρηξη του οποίου γύρω στα τέλη της Μέσης Εποχής του Χαλκού καταπόντισε το μισό νησί. Σημαντική επίδραση στο περιβάλλον μπορεί να προκαλέσει η αλλαγή του κλίματος. Για παράδειγμα, η αύξηση της θερμοκρασίας έχει προκαλέσει στις χιλιετίες που πέρασαν λοιώσιμο των πάγων, με αποτέλεσμα την άνοδο της στάθμης της θαλάσσης και, κατά συνέπεια, την καταβύθιση πολλών περιοχών. Η μείωση των βροχών μπορεί να επιφέρει την ερήμωση περιοχών, που άλλοτε άνθιζαν. Η αύξηση των βροχών μπορεί να προξενήσει διάβρωση του εδάφους, κατολισθήσεις, αλλά και προσχώσεις και να «εξαφανίσει» αρχαίες θέσεις. Τα φαινόμενα αυτά, εκτός από τα πρωτογενή αποτελέσματα, επιφέρουν μία σειρά αλλαγών, κυρίως στους τομείς της χλωρίδας, αλλά και της πανίδας. Αυτές, αλυσιδωτά, επιφέρουν αλλαγές στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, στην οικονομία, που σχετίζεται με τις ασχολίες των κατοίκων μιας περιοχής, με την αυτάρκεια ή

Page 10: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

10

όχι της οικονομίας τους και, κατά συνέπεια, με την κινητικότητά τους: το είδος και τη συχνότητα της επικοινωνίας τους με άλλες κοινωνίες, το είδος και το εύρος των ανταλλαγών. Όμως, η μορφή της επικοινωνίας επηρεάζει την ιδεολογία και τις κοινωνικές δομές και, έτσι, μια αλλαγή κλίματος, για παράδειγμα, μπορεί να επηρεάσει το είδος των θρησκευτικών τελετουργιών μιας κοινωνικής ομάδας. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα καταλήξουμε στον «γεωγραφικό ντετερμινισμό», σε μια άποψη, που σχετίζει κάθε εξέλιξη προς το περιβάλλον. Απλώς, πρέπει να γνωρίζουμε ότι το περιβάλλον είναι ένας σημαντικός παράγοντας στη γνωριμία μας με ένα πολιτισμό. Η ανασύσταση του περιβάλλοντος σε μία συγκεκριμένη περίοδο, λοιπόν, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αρχαιολόγο. Για να γίνει, όμως, αυτό δεν αρκούν οι παρατηρήσεις ή η εργασία του αρχαιολόγου. Είναι απαραίτητη η συμβολή ενός πλήθους άλλων επιστημονικών τομέων, όπως η γεωλογία, η γεωμορφολογία, η υδρολογία, η γεωγραφία, η εδαφολογία, η κλιματολογία, η βοτανική, η ζωολογία. Ο σημερινός αρχαιολόγος δεν εργάζεται πλέον μόνος του. Η διεπιστημονική συνεργασία, δηλαδή η συνεργασία του με επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων, θεωρείται απαραίτητη, για την απόκτηση μιας ολοκληρωμένης εικόνας για το παρελθόν. Πέρα από τις ειδικότητες που αναφέραμε, υπάρχουν και μέθοδοι της Φυσικής και της Χημείας, που χρησιμοποιούνται στην Αρχαιολογία, για διευκρίνηση ερωτημάτων, που μόνη της η Αρχαιολογία δεν μπορεί να διαλευκάνει, όπως, για παράδειγμα, ζητήματα χρονολόγησης ευρημάτων ή σύστασης, δηλαδή η περιεκτικότητα σε στοιχεία και ιχνοστοιχεία, αντικειμένων από μέταλλο ή πηλό. Από τέτοιου είδους αναλύσεις προκύπτουν πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα για μια κοινωνία : για το επίπεδο τεχνογνωσίας, αλλά και για το οικονομικό και το πολιτιστικό επίπεδο, για το εμπόριο και για τις σχέσεις της με άλλες κοινωνίες και άλλες περιοχές. Πρόκειται για τον κλάδο της Αρχαιομετρίας, ο οποίος ασκείται από επιστήμονες των θετικών επιστημών, σε συνεργασία με τους αρχαιολόγους. Αλλά και η Πληροφορική δεν μένει αμέτοχη στην Αρχαιολογία. Παρέχει πάρα πολλές δυνατότητες για καταγραφή και αξιοποίηση του αρχαιολογικού υλικού, της αρχαιολογικής πληροφορίας, που είναι και λεκτική και οπτική. Δίνει, επίσης, πολλές δυνατότητες για μια πολύ άρτια παρουσίαση των αποτελεσμάτων. Για παράδειγμα, πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα έχουν προκύψει από την

Page 11: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

11

εφαρμογή στην Αρχαιολογία των GIS – των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών- ακριβώς επειδή έχουν τη δυνατότητα συνδυασμού πολλών και διαφορετικών πληροφοριών, κειμένων, εικόνων και χαρτών. Η Τηλεπισκόπηση, η ανάλυση και ερμηνεία δορυφορικών εικόνων, έχει πλήθος εφαρμογών σήμερα, αλλά εφαρμόζεται και στη μελέτη του παρελθόντος, δίδοντας πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες, εφόσον έχει τη δυνατότητα να εντοπίζει μορφές (γεωλογικούς σχηματισμούς, κοιτάσματα πετρωμάτων, παλαιές κοίτες ποταμών) σε αρκετό βάθος κάτω από την επιφάνεια της γης. Αλλά και η απλή αεροφωτογραφία από αερόστατο ή αεροπλάνο υποβοηθεί το έργο του εντοπισμού αρχαίων, τα οποία δεν φαίνονται στην επιφάνεια του εδάφους, αλλά διαγράφονται στην εικόνα. Αυτό συμβαίνει κυρίως εξαιτίας της υγρασίας του εδάφους, που συχνά είναι μεγαλύτερη κατά μήκος των τοίχων και επηρεάζει τη βλάστηση, οπότε στη λήψη μπορεί να εμφανισθεί ακόμη και ολόκληρη η κάτοψη ενός κτηρίου ή συνόλου κτηρίων. ΄Ολα αυτά δίνουν στην Αρχαιολογία τη δυνατότητα να μη μένει στα στενά πλαίσια της μελέτης των αντικειμένων από μόνη την άποψη της αισθητικής και της ιστορίας της τέχνης, όπως συνέβαινε παλαιότερα, και, μάλιστα, όχι πολλά χρόνια πριν. Μπορεί -και οφείλει- να προσεγγίζει το παρελθόν ολόπλευρα και ζωντανά, αποκομίζοντας γνώσεις όχι μόνο για εκείνο, αλλά και για το παρόν και για το μέλλον. Πάνω σε αυτή την αναφορά για το παρόν και το μέλλον, ας σημειώσουμε τα εξής. Εσείς που αποφασίσατε να σπουδάσετε Αρχαιολογία και που αύριο θα εργαστείτε σ΄αυτόν τόν τομέα ή σε άλλους συναφείς τομείς, πολλές φορές θα βρεθείτε αντιμέτωποι με την αμφισβήτηση των γύρω σας και με ερωτήματα του τύπου: ο κόσμος σήμερα πάει μπροστά, τρέχει με την ταχύτητα του φωτός και οι αρχαιολόγοι ασχολούνται με το παρελθόν, με νεκρά πράγματα. Είναι αλήθεια πως ζούμε σε μια εποχή έντονα υλιστική, με μεγάλη τεχνολογική ανάπτυξη, όπου κάθε στιγμή εμφανίζονται νέα πράγματα. Οι πληροφορίες τρέχουν και τα δεδομένα και οι καταστάσεις μεταβάλλονται με ταχύτατους ρυθμούς. Τόσο ταχείς, που ο άνθρωπος μοιάζει να απορροφάται μέσα σε όλα αυτά, αδυνατώντας πολλές φορές να προσλάβει όλες αυτές τις παραστάσεις, αδυνατώντας να δώσει στον εαυτό του το χρόνο να

Page 12: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

12

κατανοήσει και να εξηγήσει όσα συμβαίνουν γύρω του και επηρεάζουν τη ζωή του. ΄Ετσι, ο σημερινός άνθρωπος, που έχει τα περισσότερα αγαθά από όσα είχε ποτέ στο παρελθόν (όπως φαίνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα) και που έχει και τις περισσότερες γνώσεις, από όσες είχε ποτέ στο παρελθόν, εμφανίζεται να αισθάνεται μετέωρος, χωρίς ερείσματα, κενός, τελικά δυστυχισμένος. Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος, που θέλει η ζωή του να έχει νόημα. Και όταν φτάσει να το αναρωτηθεί αυτό, τότε, δεν χρειάζεται τα υλικά αγαθά, ούτε καν το πλήθος των γνώσεων. Χρειάζεται μια απάντηση φιλοσοφική, όταν μέσα του έχει προκύψει το πρωταρχικό ερώτημα, το αρχικό «τι», «πώς» «γιατί», η πανανθρώπινη, υπαρξιακή αγωνία, η αναζήτηση π ε ρί τ η ς Α ρ χ ής. Εμείς, λοιπόν, κάνουμε λόγο γι’ αυτήν. Κάνουμε Αρχαιο- λογία. Σε όλα του τα βήματα ο άνθρωπος χρησιμοποίησε την εμπειρία του παρελθόντος, στηρίχθηκε σ’ αυτήν για να προχωρήσει παραπέρα. Και σήμερα χρειάζεται να κάνουμε το ίδιο. Χωρίς αυτό, βέβαια, να σημαίνει προσκόλληση, στειρότητα και ακινησία. Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, πρέπει να έχουμε μια ζωντανή, διαλεκτική σχέση με το παρελθόν. Πρέπει να χορέψουμε με τους νεκρούς. Να επικοινωνήσουμε μαζί τους. Να πάρουμε τη σοφία τους και να την μεταπλάσουμε. Να μετατρέψουμε. Να κινηθούμε εσωτερικά, για να δημιουργήσουμε, μέσα από το παρελθόν, κάτι πραγματικά νέο. Στο παρελθόν, που οι κοινωνίες ήταν διαφορετικές, τα υπαρξιακά αυτά ερωτήματα, η αναζήτηση για την Αρχή των πραγμάτων, για την Αρχή του Κόσμου, εύρισκαν απάντηση μέσα από τις ιερές τελετουργίες και μέσα από τα ιερά κείμενα. Εκείνες ήταν οι κοινωνίες της Πίστης. Εκεί, ίσως, δεν χρειαζόταν η Ιστορία για τη γνώση της Αλήθειας. Σταδιακά αναπτύχθηκε ο ανθρώπινος λόγος, η ανθρώπινη νόηση και επεζήτησε να κατατάξει και να εξηγήσει τον γύρω κόσμο. Η κοινωνία έγινε κοινωνία της Γνώσης. Πέρασε από πολλά στάδια, αλλά, μέχρι σήμερα, η τάση των ανθρώπων είναι να αναζητούν τη γνώση περί της Αρχής μέσα από την Έρευνα και την Επιστήμη, είτε αυτό λέγεται Φυσικές Επιστήμες και Φιλοσοφία, είτε λέγεται Ιστορία και Αρχαιολογία. Στους αιώνες που πέρασαν υπήρξε πάντοτε μια μερίδα ανθρώπων (άλλοτε των πιο φωτισμένων, άλλοτε των πιο εύπορων), που είχαν την ευαισθησία να ασχοληθούν με τη διατήρηση της γνώσης του παρελθόντος και με τη μετάδοσή της

Page 13: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

13

στις επόμενες γενιές. Για παράδειγμα, στο Μεσαίωνα, κατά περίεργο τρόπο, οι κληρικοί, οι μοναχοί, ήταν εκείνοι, που, αντιγράφοντας, κατάφεραν να περισώσουν πάμπολλα αρχαία κείμενα. Δηλαδή εκείνοι που είχαν την απάντηση από το δόγμα, ήταν εκείνοι που φρόντισαν για τη διατήρηση της γνώσης και για το πέρασμά της στην Ιστορία. Επίσης, πολλοί ευαίσθητοι άνθρωποι σε όλους τους αιώνες, θέλησαν να κρατήσουν παλιά κειμήλια ή να γίνουν συλλέκτες έργων τέχνης ή, πάλι, περιηγήθηκαν αρχαίους τόπους και έγραψαν γι’ αυτούς, περισώζοντας, έτσι, πολύτιμες πληροφορίες. Όμως, είναι αξιοσημείωτο, το ότι σήμερα οι κοινωνίες περισσότερο από ποτέ ενδιαφέρονται συνολικά για την πολιτιστική κληρονομιά και τα κράτη ξοδεύουν τεράστια ποσά για τη διατήρηση και αξιοποίησή της – και όχι πάντα με την προσδοκία του άμεσου υλικού κέρδους. Αυτό φαίνεται κατ’ αρχήν αντιφατικό για μια κοινωνία, όπου επικρατεί η ύλη, όμως, τελικά, είναι λογικό. Ακριβώς επειδή ο άνθρωπος έχει απομακρυνθεί από το άϋλο, χρειάζεται να βλέπει και να αγγίζει τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος, για να θυμάται τις διαχρονικές αξίες και να μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτές. Έτσι κι αλλιώς, ο άνθρωπος δεν μπορεί να απεμπλακεί από το παρελθόν του. Ούτε και το θέλει. ΄Εχει ανάγκη να αισθάνεται ότι συνεχίζει και επεκτείνει κάτι ευρύτερο από τον ίδιο. Γι’ αυτό, νομίζω, πως η Αρχαιολογία δεν αφορά μόνο τους ειδικούς, αλλά, αντίθετα, αφορά όλους. Όλους όσους αντιλαμβάνονται ότι χρειάζονται μια φιλοσοφική απάντηση και μια ιστορική ταυτότητα για να μπορούν να συνεχίσουν. Το αντικείμενο της Αρχαιολογίας Ποιο είναι το αντικείμενο της Αρχαιολογίας; Τι βρίσκεται μπροστά στον αρχαιολόγο μετά από μία ανασκαφή; Τι άλλο παρά τα ευρήματα. Ο νεκρός πολιτισμός. Η αποσύνθεση. Η αποσπασματικότητα. Η μερικότητα. Και, κυρίως, η σιωπή. Ο αρχαιολόγος, χρειάζεται να υπερβεί αυτή τη σιωπή. Για να το πετύχει, πρέπει να παρατηρήσει προσεκτικά. Να καταγράψει με λεπτομέρεια. Να ταξινομήσει σχολαστικά τα αντικείμενα. Να σπάσει τους κώδικες. Πρέπει, πίσω από τα αντικείμενα, να βρει τις δομές, το νόημα, την κίνηση. Να κάνει τις σωστές ερωτήσεις, για να μάθει μέσα σε ένα χώρο σχέσεων, συσχετισμών.

Page 14: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

14

Κάθε αρχαιολογικό αντικείμενο αποκτά το πραγματικό του νόημα, μόνον όταν εξετασθεί μαζί με τα «συμφραζόμενά» του, αυτό που αποκαλείται context, δηλαδή μέσα στο περιβάλλον, όπου δημιουργήθηκε (στο χώρο), και σε συσχετισμό με τα σύγχρονά του αντικείμενα (τον χρόνο). Στην Αρχαιολογία δεν νοείται αντικείμενο έξω από τη διάσταση του χώρου (του τόπου) και του χρόνου. ΄Ετσι μόνο παίρνει πραγματική υπόσταση το αντικείμενο, και γι’ αυτό έχει σημασία τα μουσεία να γεμίζουν από αντικείμενα που προέρχονται από κανονικές ανασκαφές και όχι από συλήσεις ή τυχαίες ανευρέσεις. Ένα φαινομενικά ευτελές αντικείμενο, που, όμως, προέρχεται από μια σωστή ανασκαφή, μπορεί για τον αρχαιολόγο να έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από ό,τι ένα εντυπωσιακό αντικείμενο ή από ένα αντικείμενο από πολύτιμο υλικό, που, όμως έφτασε στο μουσείο από δράση αρχαιοκαπήλων. Κάθε αντικείμενο πρέπει να προσεγγισθεί πολυδιάστατα, για να υπάρξουν εξηγήσεις και ερμηνείες. Παρόλ’ αυτά, η αρχαιολογική γνώση παραμένει πάντα έμμεση (αφού λείπουν τα γεγονότα) και ελλιπής (γιατί δεν μπορούμε να βρούμε τα πάντα). Για να γίνει εδώ η υπέρβαση και να υπάρξει η ερμηνεία, πρέπει οι ερωτήσεις και οι προβληματισμοί σε κάποιο επίπεδο να γίνουν θεωρίες και μοντέλα έρευνας. Λέγεται, πως στην Αρχαιολογία, πέρα από κάποιες γενικότητες και ομοιότητες σε κάποιο ποσοστό, δεν μπορούν να υπάρξουν Γενικοί Νόμοι, όπως σε άλλες επιστήμες. Επειδή κάθε αρχαιολογικό αντικείμενο είναι μοναδικό. Κάθε ανασκαφή είναι μια καταστροφή για πάντα. Και κάθε πολιτισμός είναι μοναδικός- γεννιέται, διαμορφώνεται και χάνεται κατά μοναδικό τρόπο. Ένας αρχαιολόγος, αναφερόμενος σε θέματα έκθεσης ευρημάτων στα Μουσεία, γράφει πολύ προσφυώς: «Τα υλικά κατάλοιπα μας ζητούν να τα πιστέψουμε. Η περιγραφή του παρελθόντος μας ζητά να μάθουμε. Η τέχνη και οι θησαυροί που εκτίθενται, μας ζητούν να θαυμάσουμε. Και το αποκατεστημένο παρελθόν μας ζητά να κατανοήσουμε» (S. Pearce, Museums, Objects and Collections. A Cultural Study). Αλλά, ποια είναι τα ερωτήματα της Αρχαιολογίας; Ποιες είναι οι ερωτήσεις που πρέπει να κάνει ο αρχαιολόγος, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τα ευρήματά του, προκειμένου να πάρει τις σωστές απαντήσεις; Προκειμένου να κατανοήσει αυτό που έχει απέναντί του, να ερμηνεύσει και να συνθέσει; Συντομευμένα θα λέγαμε ότι είναι τα εξής:

Page 15: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

15

Τι – Που – Πότε – Ποιος – Πώς- Γιατί. Οι λέξεις είναι μικρές, αλλά τα ερωτήματα μεγάλα. Το «Τι» είναι ίσως η πιο περίπλοκη ερώτηση. Τι. Τι είναι αυτό. Τι κάνει αυτό (δηλαδή το αντικείμενο) να είναι αυτό που είναι. Ποια είναι η ταυτότητά του. Ποιες είναι οι ιδιότητές του. Ποια η πρώτη ύλη του. Ποια η σκέψη και η ανάγκη από την οποία προήλθε. Σε ποιο περιβάλλον ανήκει- σε ποιο φυσικό περιβάλλον, σε ποιο οικοσύστημα, σε ποιο πολιτιστικό περιβάλλον. Ποια είναι η μορφή του. Πώς περιγράφεται (Η περιγραφή είναι σημαντική, γιατί προϋποθέτει την ακριβή παρατήρηση) Ποια η τεχνική του. Ποια η λειτουργία του. Ποια η σημασία του. Ποια η ερμηνεία του. Ποιο το νόημά του. Μόνο αν δοθούν επαρκείς και σωστές απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα, μπορούν να κατανοηθούν πραγματικά τα αντικείμενα, όχι μεμονωμένα, αλλά μέσα σε ένα πλαίσιο σχέσεων. Μόνον έτσι μπορούν να ζωντανέψουν τα νεκρά αντικείμενα, μόνον έτσι μπορεί να βρεθεί η κίνηση: αν εντοπισθεί η συνέχεια ή η ασυνέχεια (διακοπή), η παράδοση ή ο νεωτερισμός, οι εφευρέσεις, οι συνθήκες, το περιβάλλον. Πώς γίνεται αυτό; Με συγκρίσεις, ταξινομήσεις και δημιουργία τυπολογίας. Η απάντηση στο «Πού» και στο «Πότε» έχει μεγάλη σημασία, ώστε το αντικείμενο να αποκτήσει ιστορική υπόσταση – γιατί αυτός είναι ο τελικός σκοπός της Αρχαιολογίας. Το «Πού» ορίζεται όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και πολιτιστικά. Δηλαδή και ως συγκεκριμένος τόπος, ως κουκίδα στο χάρτη, αλλά και ως περιβάλλον φυσικό και πολιτιστικό, μέσα στο πλαίσιο του οποίου δημιουργήθηκε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, ένας συγκεκριμένος πολιτισμός. Για την απάντηση στο «Πότε» θα χρησιμοποιηθούν πάλι οι συγκρίσεις, οι ταξινομήσεις και η τυπολογία. Το «Ποιος» έχει να κάνει με το: ποιος λαός, ποια φυλή, ποιο είδος ανθρώπων, ποια τάξη, ποια κοινωνία – ποια είναι είναι η ταυτότητα αυτών που δημιούργησαν ένα αντικείμενο, ένα πολιτισμό, ποιος είναι ο φορέας αυτού του πολιτισμού. Το «Πώς» έχει να κάνει με το πώς γεννιέται ένα αντικείμενο, μια κοινωνία, ένας πολιτισμός. Είναι ο τρόπος. Είναι το πώς λειτουργούν τα δεδομένα, οι προϋποθέσεις, το πλαίσιο. Πώς επισυμβαίνει η γέννηση και η εξέλιξη.

Page 16: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

16

Το «Γιατί» είναι αυτό που ζητά την εξήγηση. Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. Ποια είναι η εξήγηση. Ποια είναι τα αίτια. Τα αρχικά και τα τελικά αίτια. Η αφορμή. Γιατί τότε. Γιατί εκεί. Γιατί έτσι και όχι αλλιώς. Γιατί αυτή η εξέλιξη. Γιατί αυτή η κατάληξη. Αυτά είναι τα ερωτήματα. Για να υπάρξουν, όμως, αυτά, για να υπάρξει Αρχαιολογία, προϋπόθεση είναι να υπάρχει το αντικείμενο της έρευνας, το υλικό – τα μνημεία και τα αντικείμενα. Και αυτά είναι συνήθως κρυμμένα μέσα στη γη. Για να αποκαλυφθούν χρειάζεται η ανασκαφή.Το Α και το Ω της Αρχαιολογίας. Η πηγή, που προσφέρει το υλικό. Όμως, ας σημειώσουμε, ότι ο σκοπός της αρχαιολογικής ανασκαφής, δεν είναι απλώς η ανεύρεση αρχαίων αντικειμένων. Δηλαδή, να αφαιρεθεί το χώμα, για να έρθουν στα χέρια μας τα ευρήματα. Μια επιστημονική ανασκαφή πρέπει να διεξαχθεί, έτσι, ώστε να μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματα, στα οποία αναφερθήκαμε πάρα πάνω. Έχει ειπωθεί, πως κάθε ανασκαφή είναι μία καταστροφή. Είναι σαν ένα βιβλίο, που μόνο μία φορά μπορείς να το διαβάσεις, γιατί είσαι υποχρεωμένος να καταστρέψεις το κάθε φύλλο του, προκειμένου να διαβάσεις το επόμενο. Είσαι υποχρεωμένος να καταστρέψεις ένα στρώμα στην ανασκαφή, αν θέλεις να προχωρήσεις στα βαθύτερα στρώματα, προκειμένου να διερευνήσεις τις παλαιότερες εποχές. Έτσι, καθήκον του αρχαιολόγου είναι να ανασκάπτει αργά και προσεκτικά, κατά στρώματα, παρακολουθώντας κάθε αλλαγή στο χώμα, που μπορεί να σημαίνει αλλαγή χρήσης, αλλαγή πολιτισμικής φάσης, αλλαγή εποχής. Πρέπει να παρατηρεί προσεκτικά και να καταγράφει κάθε λεπτομέρεια, που έχει σχέση με την ακριβή θέση και το βάθος, όπου βρέθηκε ένα αντικείμενο, καθώς και το συσχετισμό του με τα κτήρια και τα άλλα αντικείμενα, που βρίσκονται γύρω του. Όλα αυτά πρέπει να τα καταγράφει στο Ημερολόγιο της Ανασκαφής, το οποίο και θα είναι το βασικό εργαλείο του, όταν θα χρειασθεί να δημοσιεύσει την ανασκαφή του. Πρέπει όχι μόνο να μετρά και να καταγράφει, αλλά και να αποτυπώνει να σχεδιάζει και να φωτογραφίζει κάθε τι που βρίσκει πριν το αφαιρέσει –είτε είναι στρώμα, είτε κτήριο, είτε αντικείμενο. Πρέπει να κάνει κάθε τι, για να μη χαθούν πληροφορίες, και οι περιγραφές και οι καταγραφές να είναι τέτοιες, που να μπορούν να αξιοποιηθούν αργότερα, στη σύνθεση των δεδομένων και την ερμηνεία.

Page 17: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

17

Πρέπει, επίσης, να φροντίζει για τη σωστή διατήρηση και την ασφαλή μεταφορά των ευρημάτων από το χώρο της ανασκαφής στο μουσείο. Πρέπει, ακόμη, να φροντίσει, ώστε να καθαρισθούν, να συγκολληθούν και να συντηρηθούν όσα αντικείμενα έχουν αυτή την ανάγκη, από τους ειδικούς, τους τεχνίτες – συντηρητές. Καθήκον του, επίσης, είναι να φροντίσει για τη συντήρηση των μνημείων, που με την ανασκαφή του έφερε στο φως, κινητοποιώντας τις αρμόδιες υπηρεσίες και άτομα, με τις απαραίτητες διαδικασίες. Αυτή είναι η πρώτη φάση της αρχαιολογικής εργασίας. Ακολουθεί η συνήθως μακρά φάση της μελέτης του υλικού. Καθαρισμός, συγκόλληση και συντήρηση των ευρημάτων. Αρίθμηση και καταγραφή των ευρημάτων στο αρχείο της ανασκαφής (δίνοντας αριθμό ανασκαφής σε όλα) και καταγραφή και στο Ευρετήριο του Μουσείου, όπου αυτά φυλάσσονται (δίνοντας αριθμό Μουσείου, συνήθως στα πιο καλά διατηρημένα αντικείμενα, που έχουν δυνατότητα να εκτεθούν). Ακολουθεί η ταξινόμηση του υλικού. Η περιγραφή και η μέτρηση του κάθε αντικειμένου. Τα στοιχεία αυτά μπορούν να καταγράφονται σε χειρόγραφα δελτία ή σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων. Απαραίτητη είναι η φωτογράφηση των ευρημάτων, που οφείλει να γίνεται κάτω από συνθήκες εργαστηρίου (με ειδικό, τεχνητό φωτισμό και ειδικούς φακούς), ώστε να διακρίνονται λεπτομέρειες, όπως η διακόσμηση του αντικειμένου. Την εργασία αυτή συνήθως αναλαμβάνουν ειδικοί φωτογράφοι. Επίσης απαραίτητη είναι και η σχεδίαση των αντικειμένων. Πρόκειται για ειδικό, αρχαιολογικό σχέδιο, με ακριβείς μετρήσεις, κυρίως από τις τομές των αντικειμένων, όπως των κεραμεικών. Τα σχέδια είναι εκείνα, που βοηθούν στη δημιουργία της τυπολογίας των ευρημάτων, διότι μόνον από αυτά είναι δυνατόν να φανούν όλες οι λεπτομέρειες εκείνες, βάσει των οποίων μπορεί να προσδιοριστούν οι ομοιότητες και οι παραμικρές διαφορές μεταξύ των κομματιών, συνεπώς να προσδιοριστεί και η εξέλιξη των τύπων. Τα σχέδια μπορεί να γίνουν από τον ίδιο τον αρχαιολόγο ή από εξειδικευμένο σχεδιαστή. Ακολουθεί η φάση της μελέτης στη βιβλιοθήκη, που σκοπό έχει την ένταξη του υλικού στο ιστορικό του πλαίσιο και την ερμηνεία του. Γι΄αυτό απαιτείται καλή γνώση της διεθνούς βιβλιογραφίας και συνθετική ικανότητα εκ μέρους του αρχαιολόγου.

Page 18: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

18

Τελικός σκοπός είναι η δημοσίευση. Είναι η παρουσίαση υπό μορφήν επιστημονικού άρθρου ή αυτοτελούς βιβλίου όλων των δεδομένων της ανασκαφής, δηλαδή όλων των πληροφοριών, που προέκυψαν από όλες τις φάσεις της αρχαιολογικής εργασίας. Μια δημοσίευση ανασκαφής πρέπει να περιλαμβάνει: 1)Πληροφορίες που προέκυψαν από το καθαυτό ανασκαφικό έργο, δηλ. περιγραφές των συνθηκών ανεύρεσης των μνημείων και των ευρημάτων, καθώς και του περιβάλλοντος, περιγραφές των μνημείων και των ευρημάτων, φωτογραφίες και σχεδιαστικές αποτυπώσεις των κτηρίων και των στρωμάτων της ανασκαφής. 2) Πληροφορίες που προέκυψαν από τη μελέτη του υλικού (των μνημείων και των ευρημάτων). Μελέτη, που περιλαμβάνει περιγραφές, ταξινομήσεις, γενικές παρατηρήσεις , αλλά και σχέδια και φωτογραφίες των ευρημάτων. 3) Πληροφορίες που προέκυψαν από τη συγκριτική μελέτη της βιβλιογραφίας για άλλες ανασκαφές, για άλλα παρόμοια δεδομένα -παρόμοια μνημεία, παρόμοια αντικείμενα- που προέρχονται (προσοχή) από τον ίδιο ευρύτερο γεωγραφικό ή/και πολιτιστικό χώρο και από την ίδια περίοδο. Πρόκειται για την ένταξη στο χώρο και το χρόνο, στα οποία αναφερθήκαμε πάρα πάνω. Από τις συγκρίσεις και τον συσχετισμό με τα γνωστά, προκύπτουν εξηγήσεις και ερμηνείες, καθώς και η χρονολόγηση κάθε νέου ευρήματος – μνημείου ή αντικειμένου. Από αυτά προκύπτει η ένταξη του συνόλου στο σωστό ιστορικό πλαίσιο. Γιατί όμως πρέπει να γίνει αυτή η ένταξη; Η Χρονολόγηση Ιστορική γνώση και, συνεπώς, και αρχαιολογική γνώση δεν υπάρχουν χωρίς την παράμετρο του χρόνου. Για να κατανοηθεί και να αναλυθεί ένα ιστορικό γεγονός, πρέπει να υπάρχει αναφορά σε όλο το πλαίσιο, μέσα στο οποίο συνέβη, στα γεγονότα που προηγήθηκαν και σε αυτά που ακολούθησαν. Χρειάζεται να γνωρίζουμε το ιστορικό πλαίσιο, τα αίτια και τα αποτελέσματα, για να κατανοήσουμε ένα ιστορικό γεγονός. Αλλά και για ένα έργο τεχνικής ή τέχνης: για να εκτιμηθεί η σημασία του και να κατανοηθεί πλήρως, είναι αναγκαία η γνώση τού τότε παρόντος πλαισίου, το πώς είχε εξελιχθεί η τέχνη μέχρι τότε, δηλαδή τι είχε προηγηθεί της συγκεκριμένης δημιουργίας, καθώς και τι ακολούθησε, υπό την έννοια τού τι άφησε πίσω της η δημιουργία ενός συγκεκριμένου έργου τεχνικής ή τέχνης ή ενός συνόλου έργων, που ανήκαν στην ίδια τεχνοτροπία, στο ίδιο

Page 19: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

19

«ρεύμα», πώς επηρέασαν τις μετέπειτα εξελίξεις στην τεχνική, την τέχνη και τη ζωή γενικότερα. Κατά συνέπεια, για τη μελέτη των υλικών καταλοίπων της Αρχαιότητας, που είναι το αντικείμενο της Αρχαιολογίας, και για την κατανόηση του παρελθόντος, απαραίτητη και βασική προϋπόθεση είναι η χρονολόγηση. Όμως: για να υπάρξει σωστή χρονολόγηση, και για να είναι δυνατή η δημιουργία μιας χρονικής αλληλουχίας, σε ό,τι αφορά γεγονότα ή δημιουργήματα/ αντικείμενα, πρέπει τα αρχαιολογικά δεδομένα να έχουν μελετηθεί, να έχουν καταγραφεί και παρουσιασθεί με συγκεκριμένο τρόπο, με συγκεκριμένη επιστημονική μεθοδολογία. Πολύ σημαντικό ρόλο παίζει ο τρόπος, με τον οποίο έχει γίνει η ανασκαφή, δηλαδή αν έχει γίνει με τη σωστή μέθοδο, αλλά και η μέθοδος που ακολουθείται κατά τη μελέτη. Κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων, κατά τη δημοσίευση μιας ανασκαφής, τα ευρήματα και τα λοιπά δεδομένα της ανασκαφής πρέπει να εμφανίζονται με χρονική σειρά, σε χρονολογική διαδοχή. Μόνο τότε έχουν πραγματικό νόημα, μόνο τότε μπορούν να ερμηνευθούν σωστά και να αποτελέσουν ένα κρίκο, που να έχει νόημα στην ιστορική αλυσίδα. Στην Αρχαιολογία χρησιμοποιούμε δύο είδη χρονολόγησης. Την απόλυτη χρονολόγηση και τη σχετική χρονολόγηση. Απόλυτη χρονολόγηση είναι ο προσδιοριμός της ηλικίας ενός γεγονότος, ενός αντικειμένου ή ενός πολιτισμού σε έ τ η – πόσα έτη π.Χ. ή μ.Χ. συνέβη κάτι ή δημιουργήθηκε κάτι. Για να επιτευχθεί η απόλυτη χρονολόγηση χρησιμοποείται είτε η ιστορική- αρχαιολογική μέθοδος, είτε μέθοδοι των θετικών επιστημών. Με την ιστορική- αρχαιολογική μέθοδο η απόλυτη χρονολόγηση γίνεται με αναφορά σε γνωστά χρονολογημένα γεγονότα ή σε ακριβώς χρονολογημένα ευρήματα ή σε πολιτισμούς με ακριβείς (απόλυτες) χρονολογήσεις. Η απόλυτη χρονολόγηση αφορά κυρίως την Αρχαιολογία των ιστορικών χρόνων, όπου είναι δυνατόν να υπάρξει πολύ ακριβής χρονολογικός προσδιορισμός . Π.χ. αν βρεθεί σε ανασκαφή ένα μνημείο, το οποίο έχει επιγραφή με το όνομα του άρχοντα, επί της διακυβερνήσεως του οποίου κατασκευάστηκε, και για τον οποίο είναι γνωστό από άλλα γραπτά κείμενα το πότε κατείχε την εξουσία σε μια συγκεκριμένη πόλη, τότε είναι δυνατόν να

Page 20: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

20

προσδιορισθεί με ακρίβεια και η χρονολογία του μνημείου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, χρειάζεται να γίνουν συνδυασμοί πολλών και διαφορετικών δεδομένων, για να επιτευχθεί μια τέτοια, ακριβής χρονολόγηση. Για τους ιστορικούς χρόνους, μπορεί να υπάρξει ακριβής χρονολόγηση (έτους), ενώ συνήθης είναι ο προσδιορισμός δεκαετίας. Όσο, όμως, προχωρούμε προς τα πίσω, στην Προϊστορία, τα όρια της απόλυτης χρονολόγησης ευρύνονται, γίνονται αιώνες, ακόμη και χιλιετίες (όταν π.χ. έχουμε να κάνουμε με την Παλαιολιθική εποχή). Και αυτό απόλυτη χρονολόγηση θεωρείται, αλλά τα όρια είναι πολύ μεγάλα. Υπάρχουν, πάντως, κάποιες περιπτώσεις, όπου αντικείμενα κάποιων πολιτισμών χρονολογημένα με ακρίβεια, βοηθούν στη χρονολόγηση άλλων πολιτισμών. Έτσι, σε ό,τι αφορά την Προϊστορική Αρχαιολογία στον Αιγαιακό χώρο: η χρονολόγηση της Μινωικής κεραμεικής, που έγινε από τον Sir Arthur Evans, τον ανασκαφέα της Κνωσού, βοηθήθηκε πολύ από αντικείμενα εισηγμένα στην Κρήτη από την Αίγυπτο, επειδή για τον Αιγυπτιακό πολιτισμό υπάρχουν απόλυτες χρονολογήσεις λόγω της ύπαρξης γραφής από παληά. Σκοπός της αρχαιολογικής έρευνας, είναι να επιτύχει την, κατά το δυνατόν, ακριβέστερη απόλυτη χρονολόγηση. Επειδή, όμως, αυτό δεν είναι πάντα εφικτό με τις αρχαιολογικές μεθόδους, χρησιμοποιούνται επικουρικά μέθοδοι των θετικών επιστημών. Και εκεί, βέβαια, υπάρχουν αποκλίσεις, ανάλογα με την περίπτωση, τη μέθοδο, την παλαιότητα του αντικειμένου κλπ. Οι μέθοδοι των θετικών επιστημών, που χρησιμοποιούνται για τη χρονολόγηση αρχαιολογικών ευρημάτων είναι ραδιενεργές και μη ραδιενεργές και είναι οι εξής: Ο Ραδιοάνθρακας ή άνθρακας 14 (που μπορεί να εφαρμοσθεί μόνο σε οργανικές ύλες), η θερμοφωταύγεια (για τα πήλινα αντικείμενα), το ουράνιο-θόριο και το κάλιο-αργό (για τα πετρώματα) οι τροχιές σχάσης (για ηφαιστειογενή υλικά, όπως ο οψιανός και η ελαφρόπετρα). Οι μη ραδιενεργές είναι: η δενδροχρονολόγηση (από τους ετήσιους δακτυλίους των δένδρων) και ο αρχαιομαγνητισμός (για τον πηλό). Σχετική χρονολόγηση Είναι η τοποθέτηση ενός αντικειμένου (κινητού ευρήματος ή κτιρίου) μέσα στο χρόνο σε σχέση με άλλα αντικείμενα παλαιότερά του και νεότερά του. Με τον προσδιορισμό των χρονολογικών σχέσεων μεταξύ των αντικειμένων, προσδιορίζονται

Page 21: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

21

οι αλληλεπιδράσεις και αλληλοεξαρτήσεις τους, οι νεωτερισμοί, οι εφερεύσεις, ο ρυθμός ανάπτυξης, τελικά η εξέλιξη ενός πολιτισμού. Είναι φανερό, ότι μόνο με τέτοιου είδους προσδιορισμούς είναι δυνατή η κατανόηση και η ερμηνεία ενός ευρήματος, μιας αρχαιολογικής θέσης ή ενός πολιτισμικού φαινομένου. Η σχετική χρονολόγηση επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της αρχαιολογικής στρωματογραφίας και της αρχαιολογικής τυπολογίας. Η Στρωματογραφία Στρωματογραφία είναι η επιστημονική μέθοδος που εφαρμόζεται στη διάρκεια μιας ανασκαφής και αφορά στον τρόπο έρευνας των αρχαιολογικών στρωμάτων. Τι είναι, όμως, τι σημαίνει αρχαιολογικό στρώμα και πώς δημιουργείται. Αρχαιολογικό στρώμα είναι το σύνολο των ερειπίων, που έχει παραμείνει μέσα στο έδαφος από μία ανθρώπινη δραστηριότητα στο παρελθόν. Ένα τέτοιο στρώμα μπορεί να προκύψει π.χ. από την καταστροφή ενός κτηρίου, οπότε έχουν απομείνει πέτρες, πλίθες, χώματα, σοβάδες από το ίδιο το κτήριο, αλλά και όλα τα αντικείμενα, που περιέχονταν στο κτήριο: κεραμεική, εργαλεία, έπιπλα, οστά, κατάλοιπα τροφής και οτιδήποτε άλλο σχετιζόταν με τη χρήση του. Μπορεί, όμως, και να μην υπάρχει κτήριο, αλλά απλή χρήση ενός υπαίθριου χώρου, όπου έχουν παραμείνει ίχνη από εργαλεία, οστά ζώων κλπ. (όπως συμβαίνει σε Παλαιολιθικές θέσεις). Τα αντικείμενα συνήθως ανευρίσκονται στη θέση, όπου βρίσκονταν κατά την τελευταία χρήση του χώρου. Τότε λέμε, ότι βρίσκονται κατά χώραν - in situ. Μερικές φορές έχει επισυμβεί κάποια μετακίνηση, όταν, π.χ. κάποια αντικείμενα, κατά την καταστροφή του κτίσματος έπεσαν από ένα ράφι στο δάπεδο. Αυτοί οι σωροί των ερειπίων συνήθως, με το πέρασμα του χρόνου, καλύπτονται με χώμα, που φέρνει ο άνεμος, και με βλάστηση και, κατά κάποιο τρόπο, σφραγίζονται από αυτό. Σφραγίζονται από αυτό που αποκαλούμε επίχωση. Έτσι δημιουργείται ένα αρχαιολογικό στρώμα. Πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στην ιστορία των πολιτισμών είναι η επανειλημμένη χρήση του ίδιου χώρου, είτε αμέσως μετά από κάποια καταστροφή, με κάποιο καθαρισμό ή ισοπέδωση του χώρου, ή, απλώς, με κάλυψη των ερειπίων, είτε μετά από

Page 22: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

22

παρέλευση κάποιου χρονικού διαστήματος, ακόμη και αιώνων, οπότε τα ερείπια έχουν καλυφθεί με φυσικό τρόπο. Υπάρχουν, βέβαια, και κτήρια, τα οποία είναι ανέκαθεν ορατά, όπως κάποιοι ναοί π.χ., επειδή έτυχε να διατηρηθούν σχεδόν ολόκληρα. Όλα αυτά τα στρώματα μπορεί κανείς να τα διακρίνει κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, παρατηρώντας προσεκτικά τη σύσταση και το χρώμα των χωμάτων, καθώς και το είδος του περιεχομένου τους. Έτσι, μπορεί να γίνει η ανασύσταση της ιστορίας ενός χώρου, μιας θέσης. Η βασική αρχή της στρωματογραφίας είναι, ότι κάθε υπερκείμενο στρώμα είναι νεότερο του υποκειμένου του. Έτσι, καθώς η ανασκαφή ξεκινά πάντοτε από πάνω, ερευνά πρώτα τα νεότερα στρώματα και, προχωρώντας βαθύτερα, προχωρά προς τα παλαιότερα στρώματα, προς παλαιότερες εποχές, μέχρι να φθάσει στο φυσικό έδαφος, το λεγόμενο ‘stereo” ή παρθένο, εκείνο που δεν έχει θιγεί από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Τα στρώματα μιας ανασκαφής δεν είναι ομοιόμορφα και, βέβαια, δεν είναι ομαλά και οριζόντια απαραιτήτως. Έχουν διαφορετικό πάχος και διαφορετική διαμόρφωση και κλίση, ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους και τη δραστηριότητα σε κάθε εποχή και ανάλογα με το βαθμό καταστροφής, οπότε ποικίλλει το ύψος των ερειπίων. Επίσης, υπάρχουν περιπτώσεις, που κάποιο ή κάποια διαδοχικά στρώματα έχουν «διαταραχθεί» (όρος: διαταραγμένο στρώμα) από κάποιες μεταγενέστερες ανθρώπινες επεμβάσεις, όπως π.χ. η εκσκαφή σε βάθος για τη θεμελίωση νεοτέρων κτηρίων ή τάφων. Μπορεί, όμως, να υπάρξει και διαταραχή από φυσικά αίτια, όπως η διάβρωση μιας πλαγιάς ή η διέλευση ενός χειμάρρου. Αυτή είναι η λεγόμενη κάθετη στρωματογραφία, που είναι και μέθοδος της γεωλογίας, όπου είχε αρχικά εφαρμοσθεί. Τα γεωλογικά στρώματα προκύπτουν από τις μεταβολές, που επισυμβαίνουν στην επιφάνεια της γης από διάφορες φυσικές αιτίες: σεισμούς, εκρήξεις ηφαιστείων, κατακρημνίσεις, διάβρωση, αλλαγή της στάθμης της θαλάσσης, κλιματολογικές αλλαγές, με πάγους ή πλημμύρες κλπ. Επειδή τέτοιου είδους αλλαγές συνήθως αφορούν πολύ έως πάρα πολύ μεγάλες χρονικές περιόδους, τα γεωλογικά στρώματα μπορεί να είναι πολύ μεγάλου πάχους. Αντίθετα, τα αρχαιολογικά στρώματα μπορεί να έχουν πάχος μόλις λίγων εκατοστών.

Page 23: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

23

Μερικές φορές συμβαίνει να υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα μέσα σε γεωλογικά στρώματα. Αυτό αφορά κυρίως την παλαιολιθική περίοδο. Εκτός από την κάθετη στρωματογραφία, υπάρχει και η λεγόμενη οριζόντια στρωματογραφία. Ο όρος είναι κάπως καταχρηστικός, γιατί δεν αναφέρεται στη διερεύνηση επάλληλων στρωμάτων. Έχει να κάνει με τη μελέτη της κατανομής στο χώρο αντικειμένων, που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο, στο ίδιο στρώμα. Η γενική αρχή είναι, ότι αντικείμενα που βρίσκονται στο ίδιο στρώμα είναι σύγχρονα. Εντούτοις, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να υπάρχουν χρονολογικές διαφοροποιήσεις στο ίδιο στρώμα. Π.χ. όταν ένα κτήριο είχε μακρόχρονη χρήση ή όταν ένας χώρος χρησιμοποιείται π.χ. ως νεκροταφείο για μεγάλο διάστημα, με συνεχείς επεκτάσεις προς τα πλάγια, οπότε εκεί, παλαιότεροι και νεότεροι τάφοι βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο. Όταν υπάρχει δυνατότητα συνδυασμού κάθετης και οριζόντιας στρωματογραφίας, τότε τα αποτελέσματα είναι πολύ καλύτερα, τόσο για τη χρονολόγηση μιας ανασκαφής, όσο και για τα υπόλοιπα συμπεράσματα. Ώστε: η στρωματογραφία είναι η αρχαιολογική μέθοδος για επίτευξη σχετικής χρονολόγησης, που εφαρμόζεται στην ανασκαφή. Η Τυπολογία Η άλλη αρχαιολογική μέθοδος, που χρησιμοποιείται για την επίτευξη σχετικής χρονολόγησης, είναι η τυπολογία. Η τυπολογία εφαρμόζεται κατά τη μελέτη των ευρημάτων και των κινητών ευρημάτων, αλλά και των κτηρίων. Αν η ανασκαφή από την οποία έχουν προέλθει τα ευρήματα έχει γίνει κατά τον ορθό τρόπο, τότε ο συνδυασμός της τυπολογίας με την ανασκαφική στρωματογραφία, μπορεί να δώσει πολύ καλά αποτελέσματα – χρονολογικά και άλλα. Η τυπολογία βασίζεται στην αρχή ότι τα αντικείμενα κατασκευάζονται, για να ανταποκριθούν σε κάποια ανάγκη της ζωής, είτε αυτή είναι πρακτική ανάγκη, είτε είναι ψυχική και πνευματική ανάγκη. Έτσι δημιουργούνται τα αντικείμενα της τεχνικής (εργαλεία, όπλα, κεραμεικά) ή τα έργα τέχνης. Αντικείμενα που προορίζονται για συγκεκριμένη χρήση έχουν συγκεκριμένη μορφή, ανήκουν σε ένα «τύπο».

Page 24: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

24

Π.χ. ένα σκεύος προοριζόμενο για αποθήκευση αγαθών, θα είναι, κατ’ ανάγκην, μεγάλου μεγέθους, θα είναι ένας πίθος. Ένα όπλο προοριζόμενο για μάχη εκ του συστάδην, θα είναι ελαφρύ και αιχμηρό, όπως ένα ξίφος, ή θα είναι αιχμηρό και βαρύ, όπως ένας πέλεκυς, αν είναι γνωστό π.χ. ότι ο αντίπαλος φορά πανοπλία. Έτσι, μέσα σε ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό περιβάλλον αναπτύσσονται κάποιοι τύποι αντικειμένων. Οι τύποι αυτοί, με την πάροδο του χρόνου, υπόκεινται σε βελτιώσεις και αλλαγές στη μορφή τους, δηλ. εξελίσσονται βαθμιαία. Ο κάθε τύπος αποτελεί εξέλιξη του αμέσως προηγούμενου. Η εξέλιξη είναι μια φυσική διδαδικασία -τίποτα δεν παραμένει ακίνητο στη φύση. Η αλλαγή μπορεί να προκύπτει, είτε από τις ίδιες τις πρακτικές/ χρηστικές ανάγκες, είτε από οικονομικούς λόγους (καθώς το καινούριο αποτελεί πρόκληση για το αγοραστικό κοινό), είτε για λόγους αισθητικούς, είτε για λόγους ανανέωσης στην «καλλιτεχνική έκφραση». Στους πολιτισμούς του παρελθόντος οι νεωτερισμοί, οι αλλαγές στη «μόδα», δεν ήταν τόσο γρήγορες, όσο είναι σήμερα. Έτσι, οι αλλαγές στους τύπους των αντικειμένων είναι σχετικά μικρές από τη μία εποχή στην άλλη. Μέσα από τη μελέτη του υλικού από τα αρχαιολογικά σχέδια, από την παρατήρηση και τις συγκρίσεις, καθώς και μέσα από το συσχετισμό με τη στρωματογραφία, προσδιορίζεται η εξέλιξη των μορφών, δηλαδή η χρονολογική σειρά των τύπων. Αυτή η σειρά των τύπων, όπου φαίνεται ο αρχικός τύπος και η βαθμιαία του εξέλιξη μέσα στο χρόνο, είναι η τυπολογία. Η δημιουργία τυπολογίας ενός είδους αντικειμένων από μία ανασκαφή, μπορεί να αποτελέσει σημαντική βοήθεια για την χρονολόγηση άλλων ευρημάτων της ανασκαφής, για τα οποία μπορεί να μην είναι δυνατόν να υπάρξουν τυπολογικές σειρές και, συνεπώς, μία χρονολόγηση «εκ των έσω». Αυτό συμβαίνει συνήθως, όταν τα αντικείμενα αυτά είναι λίγα. Όμως, αυτό μπορεί να γίνει μόνο για αντικείμενα, τα οποία «συνανήκουν» με τα πρώτα, δηλαδή προέρχονται από τα ίδια στρώματα, άρα προέρχονται από τον ίδιο χρονολογικό ορίζοντα, από το ίδιο context. Η τυπολογία των ευρημάτων μπορεί να βοηθήσει στη σχετική χρονολόγηση τού κτηρίου, από το οποίο προήλθαν, και να διαλευκάνει και τις πιθανές διαφορετικές φάσεις κατασκευής του ή τις φάσεις και υπο-φάσεις/ υποπεριόδους χρήσης του. Με ανάλογο τρόπο «κτίζεται» και η τυπολογία των κτηρίων - οικιών, ναών ή τάφων- η οποία, με τη σειρά της, μπορεί να

Page 25: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

25

βοηθήσει στη δημιουργία τυπολογίας και χρονολογικών προσδιορισμών για τα ευρήματα. Οι τυπολογίες, που δημιουργούνται από μία αρχαιολογική θέση, χρησιμοποιούνται ως συγκριτικό και καθοδηγητικό υλικό για άλλες, αντίστοιχες θέσεις. Έτσι, χρονολογούνται οι θέσεις μιας ευρύτερης περιοχής και προσδιορίζεται η εξέλιξη ενός πολιτισμού – με τον προσδιορισμό των επιμέρους περιόδων και φάσεων από διάφορες θέσεις μιας περιοχής, μέχρι να δημιουργηθεί ολοκληρωμένη εικόνα για το σύνολο του πολιτισμού, μέσα από συνθετική εργασία. Με παρόμοιο τρόπο εντοπίζονται και οι χρονικές παραλληλίες μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών – κυρίως με τη βοήθεια αντικειμένων που έχουν εισαχθεί στο χώρο που μελετούμε από κάποια άλλη περιοχή, από κάποιο άλλο πολιτισμό. Έτσι κτίζεται η γνώση μας για τις σχέσεις μεταξύ των πολιτισμών. Αυτός είναι και ο στόχος της αρχαιολογικής έρευνας. Να αυξάνονται διαρκώς οι τυπολογικές σειρές, να επιβεβαιώνονται και να γίνονται όλο και πιο ακριβείς, προκειμένου να είναι όλο και ακριβέστερες οι χρονολογήσεις και, κατά συνέπεια, η γνώση μας για την ιστορική εξέλιξη ενός πολιτισμού. Σε αυτό το σημείο δημιουργείται κάτι ενδιαφέρον. Από τη στιγμή που υπάρχουν αρκετά ακριβείς χρονολογικοί προσδιορισμοί, λεπτομερειακή γνώση της μορφής των αντικειμένων, της χρήσης τους, του τρόπου κατασκευής τους, που υπάρχει προσδιορισμός των λεπτών «αποχρώσεων» στην εξέλιξη, των νεωτερισμών ή της διατήρησης της παράδοσης, τότε η τυπολογία, που αρχικά φαίνεται σαν «τυπολατρεία», είναι εκείνη που δίνει τη δυνατότητα να ζωντανέψει για μας η εικόνα για το παρελθόν. Μέσα από τη μελέτη των λεπτομερειών και των τύπων, μπορούμε να προσδιορίσουμε δεδομένα της καθημερινής ζωής, ανάγκες, διαδικασίες, ακόμη και γεγονότα. Και, ακόμα, μπορούμε να προσδιορίσουμε την αλλαγή στις τεχνοτροπίες και στην καλλιτεχνική έκφραση, και την εξέλιξη στην τέχνη και στην πνευματική δημιουργία. Στο θέμα της τυπολογίας, πρέπει να αναφερθούμε στη μεγάλη σημασία της κεραμεικής για τη χρονολόγηση. Τα κεραμεικά αντικείμενα, τα σκεύη από πηλό, είναι εκείνα, που, περισσότερο από πολλά άλλα, χρησιμοποιήθηκαν στην καθημερινή ζωή στο παρελθόν. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε, βέβαια, τα σκεύη και τα αντικείμενα από ξύλο, δέρμα, καλάμια, υφάσματα κλπ., για τα οποία δεν γνωρίζουμε πολλά, γιατί, καθώς

Page 26: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

26

ήταν κατασκευασμένα από οργανικά υλικά, έχουν, ως επί το πλείστον, καταστραφεί, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Πρέπει, πχ. να υπάρξουν συνθήκες πολύ μεγάλης ξηρασίας μέσα στο έδαφος, για να διατηρηθεί ένα ύφασμα ή ένα αντικείμενο από δέρμα. Έτσι, για τη χρήση τους, έχουμε έμμεσες μόνο μαρτυρίες, καθώς και τα δεδομένα της εθνολογίας και της λαογραφίας. Ο πηλός, είναι υλικό που βρίσκεται εύκολα στη φύση και, συνεπώς, δεν είναι ιδιαίτερα ακριβό. Επιπλέον, όταν ψηθεί, προσφέρει στεγανότητα και προστασία του περιεχομένου από την υγρασία και τα έντομα. Το κυριότερο είναι, ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη φωτιά για την προετοιμασία της τροφής. Αυτή είναι και η σημαντικότερη χρησιμότητά του και ο λόγος για τον οποίο επεκτάθηκε τόσο η χρήση του σε κοινωνίες, που δεν γνώριζαν τα μέταλλα, αλλά και σε κοινωνίες, όπου τα μέταλλα ήταν οικονομικώς δυσπρόσιτα. Επιπλέον, το πήλινο σκεύος, όταν διακοσμηθεί, μπορεί να είναι ιδιαίτερα «ωραίο», οπότε η παρουσία του προσφέρει και μία αισθητική απόλαυση στον κάτοχό του. Αυτό ακριβώς το «αίτημα» για διακόσμηση του σκεύους, αποτελεί και μία ευκαιρία για καλλιτεχνική έκφραση εκ μέρους του κατασκευαστή. Ο πηλός έχει, βέβαια, το μειονέκτημα να σπάει σχετικά εύκολα, όμως, από την άλλη πλευρά, είναι υλικό που, επηρεάζεται μεν, αλλά δεν καταστρέφεται εύκολα από την υγρασία του εδάφους και την επιρροή των οξειδίων του χώματος. Έτσι, τα κεραμεικά σκεύη διατηρούνται για αιώνες μέσα στο έδαφος. Επιπλέον, ακριβώς επειδή ο πηλός είναι υλικό σχετικά ευτελές, κανείς σύγχρονος ή μεταγενέστερος δεν θα ενδιαφερόταν ιδιαίτερα να τα μετακινήσει από το χώρο τους, π.χ. να τα αφαιρέσει κατά τη σύληση ενός τάφου - ιδιαίτερα τα πιο απλά. Πολύ πιο ευάλωτα στις συλήσεις, αλλά και στις καταστροφές, είναι τα μεταλλικά αντικείμενα, που λόγω υλικού και μόνον, είναι πολύτιμα. Πολλά είναι τα μεταλλικά αντικείμενα –χάλκινα σκεύη και αγάλματα, χρυσά κοσμήματα κ.λπ.-, που εκλάπησαν στη διάρκεια των αιώνων και μεταφέρθηκαν σε άλλες χώρες, αλλά και που πολλά από αυτά τα έλοιωσαν για να εκμεταλλευθούν το ίδιο το μέταλλο. Αντίθετα, ο ψημένος πηλός δεν μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη και, ιδιαίτερα αν το σκεύος έχει σπάσει, είναι πραγματικά άχρηστο. Μέσα στα σπίτια και στους οικισμούς, σε περιόδους, όπου η αντίληψη για τα σκουπίδια ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή, πολλά σπασμένα κεραμεικά απλώς παραμερίζονταν. Έτσι, έχουν σωθεί μεγάλες ποσότητες θραυσμάτων κεραμεικών, που, στην αρχαιολογική ορολογία, αποκαλούνται «όστρακα».

Page 27: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

27

Ακόμη, ακριβώς επειδή η πρώτη ύλη ήταν σχετικά φθηνή και προσιτή,αλλά και επειδή τα κεραμεικά εύκολα σπάνε και αχρηστεύονται, κατ’ ανάγκην γινόταν συχνή ανανέωση. Η «ζήτηση», όπως θα λέγαμε σήμερα, θα αποτελούσε κίνητρο για αυξημένη παραγωγή. Και η παραγωγή αποτελούσε, όπως φαίνεται, κίνητρο για σχετικά συχνή ανανέωση των τύπων στα σχήματα και τη διακόσμηση των αγγείων. Ακριβώς όλοι αυτοί οι παράγοντες καθιστούν τα ευτελή όστρακα υλικό εξαιρετικά πολύτιμο για τον αρχαιολόγο στη χρονολόγηση των στρωμάτων. Ακριβώς λόγω των μεγάλων ποσοτήτων κεραμεικής που έχουν βρεθεί, και λόγω της συχνής ανανέωσης των τύπων, έχουν δημιουργηθεί, και συνεχώς αυξάνονται σε ποσότητα και ακρίβεια, οι τυπολογικές σειρές αγγείων. Αυτές αποτελούν βάση για τη χρονολόγηση μιας ανασκαφής, γενικά, αλλά και των λοιπών αντικειμένων, που έχουν βρεθεί και για τα οποία (κυρίως λόγω μικρής ποσότητος) δεν υπάρχουν τόσο πλήρεις τυπολογικές σειρές, άρα και η χρονολόγησή τους είναι πολύ πιο δυσχερής. Μεθοδολογικά και Δεοντολογικά Το βασικό ζητούμενο για να ασχοληθεί κανείς με την Αρχαιολογία, είναι να αγαπά πολύ το αντικείμενό του για να προχωρήσει, γιατί οι συνθήκες δεν είναι πάντα εύκολες. Πρέπει να αγαπά τα αρχαία. Πρέπει να αγαπά το ύπαιθρο και τη Φύση σε όλες της τις εποχές και σε όλες της τις εκδηλώσεις. Πρέπει να έχει γερά πόδια και αντοχές και να μη διαστάζει μπροστά στην ταλαιπωρία. Η Αρχαιολογία ως κλάδος, και ως μάθημα, έχει κάποιες ιδιαιτερότητες. Είναι μια επιστήμη σύνθετη ως προς τις δεξιότητες που πρέπει να έχει κανείς κατά την άσκησή της. Πρέπει να έχει νου και πρακτικό και θεωρητικό. Ο αρχαιολόγος πρέπει να είναι πρακτικός στην πορεία της δουλειάς: της μελέτης, της επιφανειακής έρευνας και της ανασκαφής, που έχουν πολλές τεχνικές πλευρές, οι οποίες ανακύπτουν κάθε στιγμή και πρέπει να λυθούν άμεσα και πολλές φορές εκ των ενόντων. Πρέπει, λοιπόν, κανείς και να έχει κάποιες τεχνικές γνώσεις, αλλά και μια αντίληψη γύρω από αυτά τα θέματα. Αυτή η αντίληψη γύρω από τεχνικά και πρακτικά θέματα είναι εξαιρετικά χρήσιμη και για την κατανόηση του παρελθόντος, π.χ. για την εξήγηση του γιατί κάποια πράγματα είχαν γίνει με τον

Page 28: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

28

συγκεκριμένο τρόπο στο παρελθόν, ποια ήταν η λειτουργικότητά τους, η χρησιμότητά τους κλπ. Από την άλλη πλευρά, ο αρχαιολόγος πρέπει να έχει καλή θεωρητική κατάρτιση, ώστε να μπορεί να αντιλαμβάνεται και να εντάσσει σωστά τα ευρήματά του. Και αυτό, βέβαια, επιτυγχάνεται με τη μελέτη και τη συνεχή ενημέρωση, μέσα από τη βιβλιογραφία, τα συνέδρια, τις ομιλίες, τις επισκέψεις σε χώρους κ.α. Πρέπει, ακόμη, να έχει γνώση και ευαισθησία απέναντι στην Τέχνη και, γενικότερα, απέναντι στα δημιουργήματα των ανθρώπινων χεριών. Ο αρχαιολόγος πρέπει ακόμη να έχει συνθετικό νου, και δημιουργική φαντασία, ώστε να μπορέσει να συνδυάσει μεταξύ τους πολλά και διαφορετικά δεδομένα, τα οποία, μάλιστα, πολλές φορές είναι πολύ αποσπασματικά. Μόνον έτσι θα μπορέσει να ζωντανέψει το παρελθόν -πρώτα μέσα του και μετά και στους άλλους. Αλλά, είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι το θέμα της φαντασίας θέλει πολύ μεγάλη προσοχή. Το παρελθόν είναι ένας χώρος που προσφέρεται για μυθοπλασία, αφού οι νεκροί δεν μπορούν να έχουν αντίλογο....Μεταξύ των αρχαιολόγων αυτό δεν συμβαίνει συχνά. Όμως, έχουν υπάρξει περιπτώσεις, όπου δημιουργούνται θεωρίες από το τίποτα, εντυπωσιακές πολλές φορές, αλλά έωλες. Ο αρχαιολόγος οφείλει να μένει προσκολλημένος στα συγκεκριμένα δεδομένα που έχει στη διάθεσή του. Και μόνο μέσα από αυτά να κάνει μοντέλα και θεωρίες. Και –κυρίως- για όσο μακρυά τον πάνε αυτά, όχι εκεί που θα ήθελε ο ίδιος να τα πάει. Πρέπει, δηλαδή, να είναι συγκεκριμένος, αυστηρός και μεθοδικός στη χρήση των δεδομένων του. Υπάρχει συγκεκριμένη μεθοδολογία, συγκεκριμένη δεοντολογία, την οποία δεν πρέπει να παραβαίνει. Έτσι, λοιπόν, η φαντασία χρειάζεται, για να δημιουργήσει κανείς εικόνες για το παρελθόν, αλλά όχι μύθους. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της Αρχαιολογίας είναι, ότι, με τις νέες ανακαλύψεις, ανανεώνονται συνεχώς τα δεδομένα, μερικές φορές και ανατρέπονται. Είναι αυτό που συμβαίνει και στις θετικές επιστήμες. Είναι πολύ κινητική επιστήμη. Έχει τη δυνατότητα της έκπληξης και της ανατροπής. Εκεί, νομίζω, είναι και η γοητεία της. Πρέπει, όμως, να πούμε, πως το φαινόμενο των πολύ εντυπωσιακών και ανατρεπτικών ή μοναδικών ευρημάτων δεν είναι καθημερινό.

Page 29: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

29

Πρέπει να είμαστε προσγειωμένοι, γνωρίζοντας, ότι κάθε ανασκαφή έχει να προσφέρει κάτι νέο. Κάτι, που μπορεί να είναι μια νέα κουκίδα στο χάρτη κατανομής των θέσεων μιας εποχής, να είναι ενδιαφέροντα νέα ευρήματα, νέες πληροφορίες, νέες εικόνες και, κάτι που είναι πολύ σημαντικό, να αποσαφηνίσει ερωτήματα και να επιβεβαιώσει ή να αμφισβητήσει απόψεις. Έχει τη δυνατότητα να προσθέσει κομμάτια σε ένα πολύ μεγάλο παζλ, που έχει κενά, και, έτσι, να βοηθήσει στην ολοκλήρωση της εικόνας. Προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να εργάζεται ο αρχαιολόγος. Να έχει σεβασμό και σεμνότητα απέναντι στο αντικείμενό του. Να παρατηρεί σωστά, να καταγράφει μεθοδικά, και, τότε, τα αποτελέσματα θα προκύψουν. Ποτέ οι προσεκτικές παρατηρήσεις δεν πάνε χαμένες. Πάντοτε αποδίδουν. Πέρα του ότι η Αρχαιολογία είναι επιστήμη πρακτική και θεωρητική και πέρα του ότι απαιτεί σεμνότητα και παρατήρηση, όπως όλες οι επιστήμες, έχει και ένα άλλο χαρακτηριστικό. Είναι επιστήμη «οπτική». Απαιτεί την εικόνα για να λειτουργήσει. Για παράδειγμα: δεν είναι δυνατόν να περιγράψει κανείς ένα άγαλμα, αν δεν το έχει δει. Και , πολλώ μάλλον, δεν μπορεί να το αναλύσει, να το κατατάξει, και να μιλήσει γι΄αυτό, αν δεν το έχει καλά παρατηρήσει. Ή δεν είναι δυνατόν να αντιληφθεί κάποιος την πολεοδομική μορφή ενός οικισμού, αν δεν έχει δει την κάτοψή του σε σχέδιο ή αν δεν έχει επισκεφθεί τον ίδιο το χώρο. Ή δεν μπορεί να καταλάβει π.χ. τι σημαίνει Μυκηναϊκή Κεραμεική, αν δεν έχει μπροστά του φωτογραφίες ή σχέδια των αγγείων και, κυρίως, αν δεν τα έχει δει στο Μουσείο. Έτσι, λοιπόν, για να προσεγγίσει κανείς την Αρχαιολογία, χρειάζονται οι επισκέψεις σε μουσεία, οι επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους και ανασκαφές και η μελέτη στη βιβλιοθήκη. Αυτό αφορά και την εποχή των σπουδών. Μόνο στη βιβλιοθήκη, για παράδειγμα, μπορεί κανείς να προσεγγίσει πλήθος βιβλίων και άρθρων, με τις απαραίτητες για τη μελέτη εικόνες, που, λόγω κόστους, δεν περιλαμβάνονται στα γενικά συγγράμματα. Ένα άλλο σημείο, που πρέπει να επισημανθεί από την αρχή, είναι ο τρόπος με τον οποίο μελετούμε και γράφουμε, ακόμη και τις φοιτητικές εργασίες. Μελετούμε με τρόπο συνθετικό και κριτικό και, όταν αναφερόμαστε σε πληροφορίες, γνώμες και θεωρίες άλλου μελετητή, ερευνητή ή ανασκαφέα, υποχρεωτικά παραπέμπουμε στο άρθρο ή το βιβλίο, στο οποίο τις συναντήσαμε, σημειώνοντας το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο του άρθρου ή του βιβλίου, τον

Page 30: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

30

τόπο και τη χρονολογία έκδοσης, καθώς και τη συγκεκριμένη σελίδα. Αυτό απαιτεί ο σεβασμός, που κάθε επιστήμονας οφείλει στο πνευματικό έργο το δικό του και των συναδέλφων του. Η Ιστορία της Αρχαιολογίας Εφόσον, ως αρχαιολόγοι, ασχολούμαστε με την ανασύνθεση της Ιστορίας, έχει ενδιαφέρον να γνωρίζουμε και την Ιστορία της Επιστήμης μας, την Ιστορία της Αρχαιολογίας. Πώς ξεκίνησε, πώς εξελίχθηκε, και πώς έχει σήμερα. Οι αρχαίοι και τα αρχαία Στις ανασκαφές, σε θέσεις ιστορικών, αλλά και προϊστορικών χρόνων, υπάρχουν περιπτώσεις, που ανακαλύπτονται συλλογές ή και μεμονωμένα αντικείμενα, που δεν ανήκουν στο χρονολογικό ορίζοντα του στρώματος, όπου βρέθηκαν. Είναι παλαιότερα και φαίνεται ότι είχαν φυλαχθεί ως κειμήλια, είτε γιατί ήταν πολύτιμα καθεαυτά (π.χ. γιατί ήταν φερμένα από μακριά και ήταν «εξωτικά» αγαθά), είτε γιατί ήταν από πολύτιμα υλικά (χρυσά, χάλκινα, ελεφάντινα, ή από ημιπολύτιμους λίθους, που τότε ήταν πολύτιμοι), είτε γιατί είχαν, προφανώς, κάποια συναισθηματική ή «ιστορική» αξία γι’ αυτούς που τα διαφύλαξαν για γενιές. Από τους αρχαίους συγγραφείς, κυρίως, μας είναι γνωστό, ότι σε ιερά των κλασικών χρόνων συχνά επεδεικνύοντο με υπερηφάνεια αναθήματα, που ανάγονταν σε παλαιότερες περιόδους, πολλές φορές και μυθικές. Πολλοί είναι οι αρχαίοι συγγραφείς, Έλληνες και Ρωμαίοι, που ασχολούνται με το παρελθόν, προσπαθώντας να κάνουν λόγο περί των αρχών του ανθρώπινου γένους και του πολιτισμού. Ο Ησίοδος, στο «Έργα και Ημέραι» μιλάει για μία σειρά από γένη ανθρώπων, ουσιαστικά προσπαθώντας να κάνει την πρώτη διαίρεση της Ιστορίας σε περιόδους. Μάλιστα, αναφερόμενος στις αρχές του ανθρώπινου γένους, είναι, ουσιαστικά ο πρώτος, που δημιουργεί την έννοια της Προϊστορίας. Πρώτο, λέει, είναι το χρυσό γένος των αθάνατων θεών. Δεύτερο το αργυρό γένος ανθρώπων, που τους κατέστρεψε ο Δίας για την αλαζονία τους. Τρίτο, το τρομερό ξύλινο γένος. Και, τέταρτο, το θείο γένος των ηρώων, που, όμως, το κατέστρεψε ο κακός

Page 31: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

31

πόλεμος - η εκστρατεία στην Τροία και η εκστρατεία των Επτά επί Θήβας. Αυτή η τέταρτη εποχή, είναι η ίδια, για την οποία μιλάει και ο Όμηρος. Πρόκειται, όπως αποδείχθηκε μέσα από την αρχαιολογική έρευνα, για τη Μυκηναϊκή περίοδο, που, πράγματι, υπήρξε καθ’ όλα λαμπρή στην πορεία της, αλλά τελείωσε με θανάτους, διχασμό και διάλυση. Η περιγραφή του Ησιόδου για το τέλος της ηρωικής εποχής, αλλά και οι αναφορές του Ομήρου σ’ αυτήν, συμπίπτουν με τα σύγχρονα αρχαιολογικά δεδομένα για το τέλος της Εποχής του Χαλκού στην Ελλάδα, -- ουσιαστικά για το τέλος της Προϊστορικής περιόδου. Κατά τον Ησίοδο, ακολουθεί το «σιδήρεον γένος», που είναι η εποχή του και που την περιγράφει με μελανά χρώματα για τις δυσκολίες της. Για μία ακόμη φορά οι αναφορές του συμπίπτουν με τα αρχαιολογικά δεδομένα. Την Εποχή του Χαλκού πράγματι ακολουθεί η Εποχή του Σιδήρου, που συχνά από τους αρχαιολόγους περιγράφεται ως «σκοτεινή εποχή» ή και ως «μεσαίωνας». Είναι μια εποχή μετακινήσεων πληθυσμών, αλλαγών και κοινωνικών ανακατατάξεων, από την εξέλιξη των οποίων, όμως, προέκυψε η άνθηση των αρχαϊκών και κλασικών χρόνων. Ο Θουκυδίδης (Η 69) αναφέρει πρώτος το ρήμα «αρχαιολογείν». Γράφοντας για τον καθαρμό που έκαναν οι Αθηναίοι στη Δήλο το 424 π.Χ. προσπαθεί να ερμηνεύσει αυτά που έφερε στο φως η σκαπάνη, συντάσσοντας κατά κάποιο τρόπο την αρχαιότερη ανασκαφική έκθεση. Ο Πλάτων, στον «Τίμαιο», αλλά και τον «Κριτία», σε μια προσπάθεια να αναχθεί στην αρχή του πολιτισμού, αναφέρεται στην Ατλαντίδα. Πολύ ενδιαφέρουσα, όμως, είναι η αναφορά του (111α-β), με ακρίβεια, σε γεγονότα του μακρινού παρελθόντος, 9000 χρόνων πριν, όπως λέει, που περιλαμβάνουν περιγραφές για γεωλογικές μεταβολές – κατακλυσμούς, διαβρώσεις εδαφών, αλλαγές στη γεωμορφολογία, που τα θεωρεί παράγοντες, που επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη του πολιτισμού. Αυτά τα στοιχεία τα επιβεβαιώνει η σύγχρονη έρευνα. Ο ιστορικός και γεωγράφος Στράβων (65π.Χ.- 25 μ.Χ.) στα «Γεωγραφικά» του, δίνει πολλές χρήσιμες για τους αρχαιολόγους σήμερα πληροφορίες για τόπους και λαούς της Μεσογείου, και της

Page 32: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

32

Ελλάδος, εισάγοντας στην ιστορία την έννοια και την αξία της εθνολογίας. Εκείνος, όμως, που άφησε τις περισσότερες πληροφορίες για τα μνημεία της Ελλάδος, είναι ο Παυσανίας, περιηγητής του 2ου μ.Χ. αιώνα, που περιηγήθηκε την Ελλάδα, καταγράφοντας και περιγράφοντας αρχαιολογικούς τόπους, μνημεία και έργα τέχνης, που ήταν ακόμη ορατά στην εποχή του ή που η φήμη τους είχε ακόμη παραμείνει ζωντανή στις τοπικές κοινωνίες ή γενικότερα. Πρόκειται για πολύτιμη πηγή πληροφοριών για κάθε αρχαιολόγο. Για τους Ρωμαίους, είναι γνωστό, πόσο πολύ επεζήτησαν να αποκτήσουν ελληνικά έργα τέχνης, τα οποία άρπαζαν από την Ελλάδα και τα μετέφεραν σε πόλεις, βίλλες και ανάκτορα, προκειμένου να τα διακοσμήσουν και να δημιουργήσουν συλλογές. Αλλά και Ρωμαίοι συγγραφείς, αναφέρθηκαν σε αυτά, όπως ο Κικέρων, αλλά και ο Βιτρούβιος στο έργο του περί της αρχιτεκτονικής, De Architectura. Με αυτές τις μετακινήσεις, πολλά ήταν τα ελληνικά έργα που σώθηκαν, πάμπολλλα, όμως, και αυτά που χάθηκαν. Πολλοί ήταν και οι βανδαλισμοί και οι δηώσεις που υπέστησαν τα αρχαία μνημεία από πλήθος λαών, που στη διάρκεια των αιώνων επέδραμαν στην Ελλάδα, αλλά και στην Ιταλία. Τα έργα τέχνης από πολύτιμα υλικά αρπαγήκανε και πολλά μνημεία καταστράφηκαν. Στους Βυζαντινούς χρόνους πολλά ήταν τα αρχαία μνημεία που καταστράφηκαν από την άγνοια και το μένος των πρώτων χριστιανών αλλά και πολλά εκείνα που σώθηκαν, γιατί μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες. Μεγάλο μέρος των Βυζαντινών λογίων ασχολήθηκε σε βάθος με τη μελέτη των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων. Βυζαντινοί μοναχοί ασχολήθηκαν με την αντιγραφή αρχαίων χειρογράφων και χάρη σ’ αυτούς περισώθηκαν πολλά από αυτά μέχρι σήμερα. Ο θεοκρατικός Μεσαίωνας στη Δύση στήριξε την επιστημονική του αναζήτηση στον Αριστοτέλη. Οι Άραβες στην Ανατολή ασχολήθηκαν με τη μελέτη αρχαίων χειρογράφων. Τα μελέτησαν, τα αντέγραψαν, τα μετέφρασαν και τα διέδωσαν στη Δύση. Πολλά είναι τα έργα αρχαίων συγγραφέων που έφτασαν ως εμάς από τις αραβικές μεταφράσεις, ενώ τα πρωτότυπα έχουν χαθεί. Οι Βυζαντινοί λόγιοι που καταφεύγουν στη Δύση μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, φέρνουν μαζί τους βιβλιοθήκες χειρογράφων, αλλά και γνώσεις, που τις διαδίδουν εκεί.

Page 33: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

33

Η Δύση ανακαλύπτει την ελληνική αρχαιότητα και περνά στην Αναγέννηση. Λόγιοι και καλλιτέχνες της Αναγέννησης εμπνέονται από την αρχαιότητα: από τους μύθους, την ιστορία, την αρχιτεκτονική, την τέχνη, δίνοντας, βέβαια, δικές τους ερμηνείες και διαστάσεις. Ο άνθρωπος μπαίνει και πάλι (μετά την ελληνική αρχαιότητα) στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και αναπτύσσεται η έννοια του «ουμανισμού», του ανθρωπισμού. Πολλοί λόγιοι και καλλιτέχνες αρχίζουν να περιηγούνται αρχαία μνημεία, να τα αποτυπώνουν ζωγραφικά, να γράφουν γι’ αυτά. Στα 1764 εκδίδεται στη Γερμανία το πολύ σημαντικό έργο του Johann Joachim Winckelmann (1717-1768), «Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητος» (Geschichte der Kunst des Altertums), ένα έργο- σταθμός, για το οποίο ο Βίνκελμανν θεωρείται ο ιδρυτής της επιστήμης της Αρχαιολογίας. Το 1767 εκδίδει και το έργο «Αρχαία αδημοσίευτα μνημεία» (Monumenti Αntichi Inediti). Με τα έργα του εισάγει την έννοια της κριτικής στη θεώρηση των αρχαίων έργων τέχνης και κάνει την σημαντική διαπίστωση, ότι πολλά από τα έργα τέχνης, που ήταν γνωστά στην εποχή του, ήταν ρωμαϊκής εποχής αντίγραφα αρχαίων ελληνικών έργων. Ο ίδιος δεν διεξάγει ανασκαφές, αλλά επισκέπτεται κάποιες, που διεξάγονταν τότε στην Ιταλία και κάνει –τόσο νωρίς- την εξαιρετικά σημαντική για την αρχαιολογία παρατήρηση, ότι πραγματική αξία έχουν τα ευρήματα που προέρχονται από ανασκαφές, γιατί μόνον έτσι μπορούν να χρονολογηθούν σωστά και να ερμηνευθούν. Ο σύγχρονός του Γερμανός φιλόσοφος Johann Gottfried Herder (1744-1803) ανακαλύπτει και εκθέτει στις πραγματείες του την ανυπέρβλητη ποιητική αξία των Ομηρικών Επών. Ακολουθούν ο Goethe, ο Heyne, ο Humbold, λάτρεις και μελετητές του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και πλήθος άλλοι. Ο Διαφωτισμός σπρώχνει τους ανθρώπους προς την έρευνα τού γύρω κόσμου, την επιστήμη, την αναζήτηση, την ανακάλυψη. Ο 19ος αιώνας σημαδεύεται από την ανακάλυψη των μεγάλων πολιτισμών της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας. Ο Ναπολέων, στην εκστρατεία του στην Αίγυπτο, έχει μαζί του πλήθος επιστημόνων. Εκεί ανακαλύπτουν τον αρχαίο Αιγυπτιακό πολιτισμό. Πολλά έργα τέχνης και μνημεία ολόκληρα μεταφέρονται στο Παρίσι. Η ιερογλυφική γραφή προκαλεί το ενδιαφέρον και σύντομα αποκρυπτογραφείται από τον Champolion (το 1828). Οι Ευρωπαίοι (Botta, Layard, Woolley) στην Ανατολή αρχίζουν ανασκαφές και αποκαλύπτονται οι μεγάλοι πολιτισμοί της Ασσυρίας και της Βαβυλωνίας. Αποκρυπτογραφείται και η

Page 34: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

34

σφηνοειδής γραφή. Οι ορίζοντες για τον αρχαίο κόσμο, για τη γνώση του παρελθόντος, ανοίγουν. Την ίδια περίπου εποχή, από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά αρχίζουν και στην Ευρώπη (Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία) οι ανακαλύψεις λίθινων εργαλείων, ανθρώπινων και ζωικών καταλοίπων, καθώς και βραχογραφιών μέσα σε σπήλαια, λείψανα ενός απώτατου παρελθόντος. Οι παράλληλες έρευνες των γεωλόγων αποκαλύπτουν την μακρά, την παλαιότατη ιστορία της γης έναντι αυτής του ανθρώπου. Η αποκάλυψη παχύτατων γεωλογικών στρωμάτων, συχνά με παρουσία απολιθωμάτων μέσα τους, ήταν φανερό, ότι αντιπροσώπευαν τεράστιες χρονικές περιόδους, στις οποίες δεν είχε ακόμη θέση ο άνθρωπος. Τα γεωλογικά στρώματα διαχωρίζονται ως έννοια από τα αρχαιολογικά και αρχίζει η προσπάθεια για χρονολογικούς προσδιορισμούς. Η ανακάλυψη στρωμάτων με λίθινα εργαλεία, όπου ήταν φανερή η έλλειψη των μετάλλων, αλλά εμφανής η παρουσία σκελετών ζώων που δεν ήταν γνωστά, γιατί είχαν εκλείψει σε πολύ παρωχημένες περιόδους, οδήγησαν τους ερευνητές να αντιληφθούν, ότι τα πράγματα δεν έγιναν ούτε ξαφνικά. ούτε γρήγορα, όπως μέχρι τότε πιστευόταν. Μέχρι τότε, η άποψη που επικρατούσε για την αρχή του Κόσμου και την εμφάνιση του ανθρώπου στη γη ήταν η θεοκρατική. Ο προβληματισμός, που προέκυψε από τα ευρήματα, οδήγησε στην έρευνα και η έρευνα σε προβληματισμό. Τότε ο Άγγλος φυσιοδίφης και βιολόγος ο Darwin, ο Δαρβίνος, εκδίδει το βιβλίο του «Η καταγωγή των ειδών» (The Origin of Species) και προκαλεί πραγματική επανάσταση στην περίοδο 1850-1870 αναπτύσσοντας τη Θεωρία της Εξέλιξης έναντι της θεωρίας της ξαφνικής δημιουργίας. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, κάθε νέο στοιχείο που εμφανίζεται στον πολιτισμό αποτελεί εξέλιξη κάποιου προγενέστερου. Στα 1872 εκδίδει και το βιβλίο «Η Καταγωγή του Ανθρώπου» (The Descend of Man), όπου και εκεί προσπαθεί να αποδείξει τη φυσική γένεση του ανθρώπου. Η πολεμική που του ασκήθηκε ήταν τεράστια, όμως, κάποια χρόνια αργότερα, το 1893, ανακαλύπτεται ο «άνθρωπος της Ιάβας» και εντοπίζονται σ’ αυτόν πρώιμα χαρακτηριστικά και ομοιότητες με τους γορίλλες και τους πιθήκους. Έτσι, ο άνθρωπος γίνεται κομμάτι της φύσης. Εκείνη την εποχή, όμως, από την παρατήρηση ότι υπήρχαν ομοιότητες μεταξύ των ευρημάτων διαφόρων τόπων, κατέληξαν

Page 35: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

35

στη θεωρία ότι κάθε νέο στοιχείο, που εμφανίζεται σε ένα πολιτισμό, έχει μεταδοθεί σ’ αυτόν από κάποιον άλλο. Πρέπει να πούμε, ότι ο αντίκτυπος αυτών των θεωριών διατρέχει τις απόψεις και τη στάση των αρχαιολόγων μέχρι σήμερα, αν και τα νέα ευρήματα έχουν δώσει πολλές νέες πληροφορίες και έχουν οδηγήσει σε θεωρήσεις, που δεν είναι τόσο απόλυτες και είναι περισσότερο συνθετικές. Από όλα αυτά που αναφέραμε, είναι φανερό, ότι η Αρχαιολογία, ως επιστήμη, είναι πολύ νέα, όμως, εξελίσσεται με ταχείς ρυθμούς. Αλλά, για να επιστρέψουμε στα νότια της Ευρώπης και στα καθ’ ημάς: Η κλασική Ελλάδα ασκεί πάντα μια ιδιαίτερη γοητεία στους Ευρωπαίους, όπως τη γνώριζαν κυρίως μέσα από τους αρχαίους συγγραφείς. Οι κοινωνικές και εθνικές επαναστάσεις στην Ευρώπη τον 18ο και 19ο αιώνα ευαισθητοποιούν πολλούς ως προς το εθνικό ζήτημα της Ελλάδος και την φέρνουν στο προσκήνιο. Οι ρομαντικοί και οι αρχαιολάτρες την περιηγούνται, θέλοντας να επισκεφθούν τόπους του μύθου, τόπους της ιστορίας και τόπους ιερούς. Ανακαλύπτουν τα μνημεία, που ακόμη σώζονταν. Γοητεύονται. Γράφουν γι’ αυτά στα περιηγητικά τους κείμενα και τα αποτυπώνουν σε πίνακες και γκραβούρες, για να τα κάνουν γνωστά στη Δύση. Αυτά τα έργα για τους αρχαιολόγους σήμερα είναι συχνά πολύτιμες πηγές για τη μορφή μνημείων, όπως είχαν σωθεί μέχρι τότε (τον 18ο, τον 19ο αιώνα) και που έκτοτε υπέστησαν καταστροφές. Εκτός, όμως, από αυτούς, που είχαν πραγματική αγάπη και θαυμασμό για την ελληνική αρχαιότητα και που δημιούργησαν το κλίμα του Φιλελληνισμού, υπήρξαν και άλλοι, έμποροι και ναυτικοί, αλλά και ευγενείς και διπλωμάτες, που επισκέφθηκαν την Ελλάδα για άλλους λόγους ευτελέστερους και υπήρξαν αίτιοι αρπαγών και καταστροφών. Οι Τούρκοι, βέβαια, δεν είχαν λόγους να αντιδρούν σ’ αυτές τις κινήσεις, αφού συχνά τα οικονομικά οφέλη ήταν γι’ αυτούς σημαντικά – αν και βέβαια, εντελώς δυσανάλογα με την αξία των διαρπαζομένων θησαυρών. Όμως, κυριαρχούσε η άγνοια. Πολλά ήταν τα αρχαία μνημεία που επί Τουρκοκρατίας είχαν μετατραπεί σε τζαμιά ή σε άλλους πολύ λιγότερο ιερούς χώρους, ή που είχαν υποστεί καταστροφές από πολεμικές ενέργειες, ενώ είναι γνωστή η περίπτωση

Page 36: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

36

καταστροφής μαρμάρων από την Ακρόπολη, που τα έλοιωσαν, για να αποκτήσουν ασβέστη για το βάψιμο σπιτιών. Τότε πολλά ελληνικά αρχαία μεταφέρθηκαν στην Εσπερία, για να πλουτίσουν μουσεία και ιδιωτικές συλλογές, να δοθούν ως δώρα σε ισχυρούς, να στολίσουν επαύλεις και ανάκτορα. Από όσους υφάρπασαν ελληνικές αρχαιότητες, θα λέγαμε, ότι ο Λόρδος Έλγιν ήταν ο πιο οργανωμένος και ο πιο αδίστακτος. Ο βάρβαρος τρόπος με τον οποίο πριόνισε και κομμάτιασε τα γλυπτά του Παρθενώνα, για να τα μεταφέρει ευκολότερα στην πατρίδα του, δημιούργησε έντονες αντιδράσεις στην Ευρώπη. Οι Έλληνες, όμως, τότε ως λαός και σε αμάθεια βρίσκονταν και σε αδυναμία να αντιδράσουν. Εκείνοι που αντέδρασαν σε αυτή την κατάσταση με πιο αποφασιστικό τρόπο, ήταν οι Έλληνες λόγιοι της Δύσης, που είχαν αρχίσει να επιστρέφουν στην Ελλάδα. Το 1813 ιδρύθηκε στην Αθήνα η «Εταιρεία των Φιλομούσων», με σκοπό «την διάσωσιν των φθειρομένων και διαρπαζομένων μνημείων της αρχαιότητος». Η Ελληνική Επανάσταση και το κύμα του Φιελελληνισμού φέρνει πολλούς ξένους στην Ελλάδα. Το 1829 έρχεται στην Πελοπόννησο ο Γάλλος στρατηγός Maison, για να βοηθήσει στην απελευθέρωσή της. Τον συνοδεύουν τα μέλη της «Επιστημονικής Αποστολής Πελοποννήσου» (της Expédition Scientifique de Morée). Διεξάγουν έρευνες στην Πελοπόννησο και ανασκαφές στην Ολυμπία. Από την απελευθέρωση της Ελλάδος και μετά αρχίζει, ουσιαστικά, η λειτουργία της Αρχαιολογίας ως επιστήμης στην Ελλάδα. Το 1829 ο Καποδίστριας ιδρύει το πρώτο «Εθνικό Μουσείο» στην Αίγινα. Επί Αντιβασιλείας ιδρύεται η πρώτη υποτυπώδης Αρχαιολογική Υπηρεσία υπό τον Ludwig Ross, ο οποίος, από το 1837, ορίστηκε καθηγητής στο τότε νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στενός συνεργάτης του, από ελληνικής πλευράς, ήταν ο θερμός λάτρης της αρχαιότητας Κυριακός Πιττάκης, ο οποίος εργάστηκε υπεράνθρωπα και προσέφερε πολλά στην Αρχαιολογία στα πρώτα της βήματα στην Ελλάδα. Το 1834 ψηφίζεται νόμος περί αρχαιοτήτων, όπου για πρώτη φορά ορίζεται η έννοια, ότι οι αρχαιότητες είναι «κτήμα εθνικόν όλων των Ελλήνων». Το 1837 ιδρύεται η «Αρχαιολογική Εταιρεία» από έγκριτα μέλη της κοινωνίας, με σκοπό την ανεύρεση, συντήρηση, σπουδή και δημοσίευση αρχαιοτήτων. Τότε εκδίδεται και η «Αρχαιολογική

Page 37: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

37

Εφημερίς», το πρώτο ελληνικό αρχαιολογικό περιοδικό, το οποίο και συνεχίζει μέχρι σήμερα. Το 1899, με Γενικό Έφορο Αρχαιοτήτων τον Παναγή Καββαδία, τον μετέπειτα σπουδαίο πανεπιστημιακό δάσκαλο, εκδίδεται νόμος για την προστασία των αρχαίων. Το 1932 δημοσιεύεται ο Νόμος «Περί Αρχαιοτήτων», ο οποίος ισχύει μέχρι σήμερα. Στον ελληνικό χώρο ένας από τους πρωτοπόρους ερευνητές ήταν ο Γερμανός Ερρίκος Σλήμαν (1822- 1890). Από παιδί, γοητευμένος από την ομορφιά και τη δύναμη των ομηρικών επών, πίστευε μέσα του, πως δεν μπορεί παρά να έχουν κάποιο ιστορικό πυρήνα, κάποια ιστορική αλήθεια. Πλούσιος έμπορος στην ώριμή του ηλικία ήρθε στην Ελλάδα και, με οδηγό τον Όμηρο για την τοπογραφία, και με κινητήρια δύναμη την ιδιοφυία και την πίστη του, έκανε τις πρώτες έρευνες και ανασκαφές σε θέσεις, όπου και η μεταγενέστερη έρευνα απέδειξε, ότι ήταν οι πλέον λαμπρές του Μυκηναϊκού Κόσμου. Έτσι, έθεσε τις βάσεις για την Προϊστορική Αρχαιολογία στην Ελλάδα και, γενικότερα, στον Αιγαιακό χώρο. Ανέσκαψε στις Μυκήνες το 1876, φέρνοντας στο φως τα πολύτιμα ευρήματα του Α΄ Ταφικού Κύκλου και αποδεικνύοντας, πως ήταν ορθός ο χαρακτηρισμός του Ομήρου «Πολύχρυσοι Μυκήναι». Έκανε, ακόμη, ανασκαφές στην Τίρυνθα (1876, 1884-5), στον Ορχομενό (1880-81, 1886), στην Ιθάκη (όπου ο συνεργάτης του αρχιτέκτονας Wilhelm Doerpfeld έκανε έρευνες σε μια προσπάθεια εντοπισμού της Ομηρικής πόλης), στο Μαραθώνα (1883), στην Πύλο (1888), και, βέβαια, στην Τρωάδα (1870-73 , 1878-79, 1882, 1890), αποκαλύπτοντας τους θησαυρούς των διαδοχικών, προϊστορικών της πόλεων. Άφησε πίσω του δέκα τόμους ως δημοσιεύσεις του ανασκαφικού του έργου. Πολλοί είναι οι Έλληνες φιλόλογοι και λόγιοι αρχικώς και αρχαιολόγοι αργότερα, που διεξάγουν ανασκαφές και έρευνες, αλλά και έργα συντήρησης και αναστήλωσης από την αρχή της Αρχαιολογίας στην Ελλάδα, από τον 19ο αιώνα. Πατέρας, θα λέγαμε, της ελληνικής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, ο Χρήστος Τσούντας, με πνεύμα πρωτοποριακό για την εποχή του, διεξήγαγε σπουδαίες ανασκαφές σε προϊστορικά νεκροταφεία των Κυκλάδων (ΑΕ 1898,1899) και σε Νεολιθικές θέσεις στη Θεσσαλία (Αι Προϊστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου, 1908).

Page 38: 02-ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Αφροδίτη Χασιακού (1)

38

Ακολούθησαν ο Γεώργιος Μυλωνάς, με πλούσιο συγγραφικό και ανασκαφικό έργο στις Μυκήνες, στην Ελευσίνα και αλλού, και ο Σπυρίδων Μαρινάτος, με ανασκαφές από την Αττική μέχρι τη Μεσσηνία και από την Κρήτη μέχρι τη Σαντορίνη. Πολλές και οι ξένες αποστολές, που, διαθέτοντας τα απαραίτητα κεφάλαια, ήρθαν στην Ελλάδα από τα τέλη του 19ου αιώνα και άρχισαν ανασκαφές σε σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους, τις οποίες και συνεχίζουν μέχρι σήμερα, κάτω από την επίβλεψη του ελληνικού κράτους. Οι Γάλλοι ανασκάπτουν στους Δελφούς, αλλά και στη Δήλο και στα Μάλια. Οι Γερμανοί στον Κεραμεικό της Αθήνας, στην Τίρυνθα και στην Ολυμπία. Οι Άγγλοι ανασκάπτουν την Κνωσό, με πρώτο σκαπανέα τον εμπνευσμένο Arthur Evans, που έθεσε τις βάσεις της Μινωικής Αρχαιολογίας, αλλά και τις βάσεις για το σύστημα χρονολόγησης της Αιγαιακής Προϊστορίας. Σημαντικό ανασκαφικό έργο στη Φαιστό έκανε ο Doro Levi, με την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή. Στις Μυκήνες ανέσκαψε ο Alan Wace εκ μέρους των Άγγλων. Στην Αργολίδα και στη Μεσσηνία, αλλά και στην Τρωάδα, ο Carl William Blegen εκ μέρους Αμερικανικών Πανεπιστημίων. Τα αποτελέσματα όλων αυτών των ανασκαφών έχουν δημοσιευθεί ως άρθρα σε περιοδικά, ως αυτοτελή έργα, αλλά και σε μεγάλες σειρές δημοσιεύσεων κατά τόπους ή θέματα. Οι περισσότερες από αυτές τις ανασκαφές συνεχίζονται με αντάξιους διαδόχους των παλαιοτέρων αυτών ανασκαφέων και ελπίζουμε να συνεχισθούν και με τους νεότερους.