αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

42

Transcript of αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

Page 1: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it
Page 2: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it
Page 3: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

ΑΡΧΑΙΟΚΑΠΗΛΙΑ ΤΕΛΟΣ

TRAFFICKING OF ANTIQUITIES: STOP IT

Page 4: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

ΑΡΧΑΙΟΚΑΠΗΛΙΑ ΤΕΛΟΣ / TRAFFICKING OF ANTIQUITIES: STOP IT

A´ Έκδοση / 1st Edition 2012

Copyright: ΥΠΠΟΤ / Εκδόσεις Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης αρ. 16 / Archaeological Museum of Thessaloniki, Publication no 16 Hellenic Ministry of Culture and Tourism, Archaeological Museum of Thessaloniki, 2012

ISBN: 978-960-9621-06-9

Επιμέλεια - Κείμενα: Πολυξένη Αδάμ-Βελένη / Editor - Texts: Polyxeni Adam-VeleniΜετάφραση / Translation: Debora KazazisΦωτογραφίες: Ορέστης Κουράκης / Photos: Orestis KourakisΕξώφυλλο: Id Creative Λευτέρης Κοντογιάννης / Cover: Id Creative Lefteris KontogiannisXορηγοί: «Σύνδεσμος των Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης» / Sponsors: «Friends of Archaeological Museum of Thessaloniki»

Ἐκδοτική παραγωγή / Editorial productionΓραφικές Τέχνες - Εκδόσεις Μυγδονία / Graphic Arts - Publishing MygdoniaΚαμβουνίων 7, Τ.Κ. 546 21, Θεσσαλονίκη / Kamvounion 7, P.C. 546 21, ThessalonikiΤηλ.: 2310 231 556, Fax: 2310 231 899 / Tel.: 2310 231 556, Fax: 2310 231 899e-mail: [email protected] • www.ekdoseismygdonia.gr

Απαγορεύεται οποιαδήποτε αναπαραγωγή φωτογραφίας ή δημοσίευση αντικειμένου χωρίς την άδεια του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού / Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης

Reproduction of the photos or the publishing of the antiquities is not permitted without the licence of Hellenic Ministry of Culture and Tourism / Archaeological Museum of Thessaloniki

Page 5: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

ΑΡΧΑΙΟΚΑΠΗΛΙΑ ΤΕΛΟΣ

TRAFFICKING OF ANTIQUITIES: STOP IT

Θεσσαλονίκη 2012 Thessaloniki

Page 6: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

6

ΕΠΟΠΤΕΙΑΜαρία Βλαζάκη- Ανδρεαδάκη, Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς YΠΠΟΤΜαρία Λαγογιάννη, Διευθύντρια Μουσείων, Εκθέσεων και Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων YΠΠΟΤΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΠολυξένη Αδάμ-Βελένη, Διευθύντρια Αρχαιολογικού Μουσείου ΘεσσαλονίκηςΣουζάνα Χούλια-Καπελώνη, Διευθύντρια Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών YΠΠΟΤ Ευαγγελία Στεφανή, Προϊσταμένη Τμήματος Μουσειογραφικών Μελετών και Καλλιτεχνικού Σχεδιασμού Εκθέσεων ΑΜΘΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΦΟΡΕΙΣΙΣΤ΄ ΕΠΚΑ – ΙΖ΄ ΕΠΚΑ Πανεπιστημιακή ανασκαφή Βεργίνας Α.Π.Θ.Εφορεία Εναλίων ΑρχαιοτήτωνΚεντρική βιβλιοθήκη Α.Π.Θ. ΕΙΔΙΚΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣΧρυσούλα Παλιαδέλη, Καθηγήτρια Αρχαιολογίας ΑΠΘ, Διευθύντρια Πανεπιστημιακής Ανασκαφής ΒεργίναςΑθανασία Κυριάκου, αρχαιολόγος AΠΘΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣΕλευθερία Ακριβοπούλου, αρχαιολόγος-μουσειολόγος ΑΜΘ

Κατερίνα Μαυρομιχάλη, αρχαιολόγος-μουσειολόγος ΑΜΘΟυρανία Πάλλη, αρχαιολόγος ΑΜΘΜΟΥΣΕΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣΓιώργος Τσεκμές, αρχιτέκτων μηχανικός ΑΜΘΕλπίδα Μαυροβίτου, εργοδηγός-σχεδιάστρια ΑΜΘΣΥΝΤΗΡΗΣΗΑνδρονίκη Καπιζιώνη, Προϊσταμένη Τμήματος Συντήρησης ΑΜΘΣοφία Αθανασιάδου, συντηρήτρια ΑΜΘΔημήτρης Καρολίδης, συντηρητής ΑΜΘΒασιλική Μιχαλοπούλου, συντηρήτρια ΑΜΘΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣΧρήστος Γκατζόλης, Προϊστάμενος Τμήματος Δημοσίων Σχέσεων, Τεκμηρίωσης και Δημοσιευμάτων ΑΜΘΑγνή Αποστολίδου, αρχαιολόγος-μουσειολόγος ΑΜΘΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣΕυμορφία Τσιαμάγκα, μουσειοπαιδαγωγός ΑΜΘΣτυλιανή Μαντικού, αρχαιολόγος-μουσειολόγος ΑΜΘΔημιουργική Ομάδα GamecraftΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΆννα Μπακρατσά, Προϊσταμένη Τμήματος Διοικητικής και Οικονομικής Υποστήριξης ΑΜΘΘωμάς Λιόλιος, Λογιστής ΑΜΘ

ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΏΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΏΝΑβραάμ Παναγιωτίδης - Υπεύθυνος μηχανογράφησης & προγραμματιστής εφαρμογών διαδικτύου ΑΜΘΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣτέλιος Καραμπίκας, αρχιτεχνίτης ΑΜΘΓιώργος Καραμπίκας, τεχνίτης ΑΜΘΣτέφανος Αποστολίδης, ηλεκτρολόγος ΑΜΘΦΏΤΟΓΡΑΦΗΣΗΟρέστης Κουράκης, φωτογράφοςΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣΚατερίνα Μαυρομιχάλη, αρχαιολόγος-μουσειολόγος ΑΜΘΓΡΑΦΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑId Creative Λευτέρης ΚοντογιάννηςΕΚΤΥΠΏΣΕΙΣResolution Κώστας Λιόλιος

Το ντοκυμαντέρ «Οι τυμβωρύχοι των θεών» που προβάλ-λεται στο πλαίσιο της έκθεσης, παραχωρήθηκε ευγενικά από τον δημοσιογράφο Νικόλα Ζηργάνο και είναι αφιερω-μένο στη μνήμη του πρώην διοικητή της Δίωξης Αρχαιοκα-πηλίας, αστυνόμου Γιώργου Γληγόρη.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ

Page 7: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

7

SUPERVISIONMaria Vlazaki-Andreadaki, General Director of Antiqui-ties and Cultural Heritage, Greek Ministry of Culture and TourismMaria Lagogianni, Director of Museums, Exhibitions and Educational Programs, Greek Ministry of Culture and Tour-ismDIRECTION - COORDINATIONPolyxeni Adam-Veleni, Director of the Archaeological Museum of ThessalonikiSusanna Choulia-Capelloni, Director of Documentation and Protection of Cultural Goods, Greek Ministry of Culture and TourismEvangelia Stefani, Head of the Department of Museo-graphic Studies and Artistic Planning of Exhibitions, Archae-ological Museum of ThessalonikiCOLLABORATING INSTITUTIONS16th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities 17th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities University Excavation of Vergina, Aristotle University of ThessalonikiEphorate of Underwater AntiquitiesCentral Library, Aristotle University of ThessalonikiSCIENTIFIC CONSULTANTSChryssoula Paliadeli, Professor of Archaeology, Aristotle University of Thessaloniki, Director of the University Exca-vation of VerginaAthanassia Kyriakou, archaeologist, Aristotle University of Thessaloniki

MUSEOLOGICAL STUDY Eleftheria Akrivopoulou, archaeologist-museologist ΑΜΤhKaterina Mavromichali, archaeologist-museologist ΑΜΤhOurania Palli, archaeologist ΑΜΤhMUSEOGRAFIC STUDYGiorgos Tsekmes, architect engineer ΑΜΤhElpida Mavrovitou, technical assistant-designer ΑΜΤhCONSERVATIONAndroniki Kapizioni, Head of the Department of Conser-vation ΑΜΤhSonia Athanassiadou, conservator ΑΜΤhDimitrios Karolidis, conservator ΑΜΤhVasiliki Michalopoulou, conservator ΑΜΤhPUBLIC RELATIONSChristos Gatzolis, Head of the Department of Public Rela-tions, Documentation and Publications ΑΜΤhAgni Apostolidou, archaeologist-museologist ΑΜΤhEDUCATIONAL PROGRAMS PLANNINGEvmorfia Tsiamanga, museum educator ΑΜΤhStyliani Mantikou, archaeologist- museologist ΑΜΤhGamecraft Creative TeamADMINISTRATION AND FINANCIAL ASSISTANCEAnna Bakratsa, Head of the Department of Administra-tion and Financial Assistance ΑΜΤhThomas Liolios, Accountant ΑΜΤh

INFORMATION SYSTEMS ASSISTANCEAvraam Panagiotidis, computing and web developer ΑΜΤhTECHNICAL ASSISTANCE Stelios Karabikas, chief - technician ΑΜΤhGiorgos Karabikas, technician ΑΜΤhStefanos Apostolidis, electrician ΑΜΤhPHOTOGRAPHYOrestis Kourakis, photographer TRANSLATIONSKaterina Mavromichali, archaeologist-museologist ΑΜΤhGRAPHIC DESIGNLefteris Kontogiannis, Id CreativePRINTINGResolution Costas Liolios

The documentary “The grave robbers of the Gods” pre-sented within the framework of the exhibition was kindly licensed by the journalist Nicholas Zirganos and is dedi-cated to the memory of the police officer George Glygoris, οnetime captain of the unit investigating the illicit trade of antiquities.

ARCHAEOLOGICAL MUSEUM OF THESSALONIKIDIRECTORATE FOR THE DOCUMENTATION AND PROTECTION OF CULTURAL GOODS

Page 8: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

8

Περιεχόμενα

- Νόμιμη συστηματική ή σωστική ανασκαφή.- Η προστασία των μνημείων και των οικοδομικών συνόλων.- Η διεθνής νομοθεσία για την προστασία των μνημείων και των οικο-

δομικών συνόλων.- Η διαρπαγή των ελληνικών αρχαιοτήτων από τους Ρωμαίους.- Η λεηλασία των αρχαιοτήτων κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας.- Τα πρώτα μέτρα προστασίας για την παρεμπόδιση της αρχαιοκαπηλίας.- Η κωδικοποίηση της νομοθεσίας «Περί Αρχαιοτήτων».- Η διεθνής νομοθεσία για την παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών.- Οι διεθνείς οργανισμοί για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών.- Οι παράνομες ανασκαφές: πληγή που αιμορραγεί.- E-buy: ένας καινούργιος κίνδυνος.- Αρχαιοκαπηλία τέλος.- Βιβλιογραφία.

Contents

- Legal systematic or rescue excavation.- The protection of monuments and groups of buildings.- International law of the protection of monuments and groups buildings.- The looting of Greek antiquities by the Romans. - The pillaging of antiquities during the Ottoman period. - Initial protective measures to prevent antiquities trafficking. - The codification of the legislation “Concerning Antiquities”. - International law on the trafficking of antiquities.- International organizations of protection of antiquities. - Illicit excavations: an open wound.- E-buy: a new danger. - Trafficking of antiquities: Stop it.- Bibliography.

Page 9: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

9

Preface

The starting-point for this booklet was provided by the exhibition on the illicit trafficking in antiquities organized in April 2012 by the Ar-chaeological Museum of Thessaloniki (AMTh) and the Directorate for the Documentation and Protection of Cultural Goods (Hellenic Minis-try of Culture and Tourism) in collaboration with the 16th Ephorate of Antiquities (Thessaloniki), the 17th Ephorate of Antiquities (Edessa), the Ephorate of Underwater Antiquities, and the Excavations of Ver-gina by the Aristotle University of Thessaloniki.

Warm thanks are due to all the exhibition’s contributors, firstly to all the collaborating services of the Ministry of Culture and Tourism and Aristote University of Thessaloniki and secondly, to all Archeo-logical Museum of Thessaloniki personnel. All those involved collab-orated very willingly and worked with zeal and enthusiasm to achieve the exhibition’s objective, viz. to provide as much information as pos-sible to as many members of the public as possible concerning the inevitably criminal results of illicit trafficking in antiquities.

The goal of this volume is to sensitize citizens and visitors to Greece concerning the scourge of antiquities smuggling, and to make common cause with all those who believe in the values of Greek cul-ture, whose achievements formed the foundations on which all of modern-day Western culture is based.

Προλογικά

Αφορμή για το παρόν τεύχος έδωσε η έκθεση για την αρχαιοκαπηλία που οργανώθηκε τον Απρίλιο του 2012 από το Αρχαιολογικό Μου-σείο Θεσσαλονίκης και τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (ΥΠΠΟΤ) σε συνεργασία με τη ΙΣΤ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσσαλο-νίκης, τη ΙΖ’ Εφορεία Αρχαιοτήτων Έδεσσας, την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων και την Πανεπιστημιακή Ανασκαφή της Βεργίνας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).

Θερμές ευχαριστίες οφείλονται σε όλους τους συντελεστές της έκθεσης, κατ’ αρχάς σε όλες τις συνεργαζόμενες υπηρεσίες του ΥΠ-ΠΟΤ με το ΑΠΘ και κατά δεύτερο σε όλο το προσωπικό του ΑΜΘ. Όλοι με μεγάλη προθυμία συνεργάστηκαν και δούλεψαν με ζήλο και ζέση για την επιτυχία του στόχου της: να γίνει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και ευρύτερη ενημέρωση στο κοινό των αναπότρεπτα εγκληματικών αποτελεσμάτων της αρχαιοκαπηλικής δράσης.

Στόχος του παρόντος τεύχους είναι να ευαισθητοποιήσει τους πολίτες και τους επισκέπτες της Ελλάδας σχετικά με τη μάστιγα της αρχαιοκαπηλίας και να κάνει κοινωνούς τους προβλήματος όλους όσοι πιστεύουν στις αξίες του ελληνικού πολιτισμού, ο οποίος απο-τέλεσε με τα επιτεύγματά του το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίχτη-κε όλος ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός.

Page 10: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

10

Το κεφάλαιο της προστασίας των αρχαιοτήτων είναι εξαιρετικά ευρύ και πολύπλευρο. Εξ ορισμού έχει δύο σκέλη. Αφορά κατ΄

αρχάς στην προστασία των αρχαιοτήτων οι οποίες προέρχονται από νόμιμες διαδικασίες, όπως είναι η ανεύρεση μνημείων, αρχι-τεκτονικών συνόλων και κινητών ευρημάτων που έχουν βρεθεί με σωστική ή συστηματική ανασκαφική έρευνα ή επιφανειακή έρευνα και οι τρόποι που εφαρμόζονται για την καλύτερη διατήρηση και τη συντήρησή τους. Και κατά δεύτερον, αφορά στην προστασία των «αφανών» ή ορατών αρχαιοτήτων από επιβουλεύσεις τρίτων, δη-λαδή στην προστασία από λαθρανασκαφή και την αρχαιοκαπηλία.

Η νόμιμη συστηματική ή σωστική ανασκαφή

Οι συστηματικές ή σωστικές ανασκαφές στην Ελλάδα διεξάγονται αποκλειστικά από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, από αρ-χαιολόγους των Πανεπιστημίων ημεδαπής και αλλοδαπής και από διαπιστευμένα μέλη των Ξένων Αρχαιολογικών Σχολών στην Ελλά-δα. Οι κανόνες που διέπουν τη συστηματική ή σωστική ανασκαφή καθορίζονται με σειρά διατάξεων και αρχών που αφορούν τόσο στη διαδικασία και στη νομιμότητα της ανασκαφικής έρευνας και οποιασδήποτε έρευνα, όσο και στους τρόπους διεξαγωγής της και τα μέτρα προστασίας των αποκαλυφθέντων αρχαιοτήτων.

Η ανασκαφή είναι μια επώδυνη τομή στο σώμα της ιστορίας. Ούτως η άλλως, ο τρόπος της ανασκαφικής έρευνας δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μεθοδική διαδικασία καταστροφής. Αφαιρούνται με προσοχή οι εναποθέσεις των επιχώσεων και των στρωμάτων, που επικάθισαν με το πέρασμα του χρόνου πάνω σε διάφορα οικοδομή-ματα ή κατάλοιπα χρήσεων, για να αποκαλυφθεί ο ίδιος ο χρόνος. Η ίδια η πράξη της ανασκαφής, συνεπώς, είναι απολύτως αντιφα-τική. Αποτελεί μια αντίστροφη διαδρομή από το τώρα στο χθες με παράλληλη καταστροφή των σημαδιών του εγγύτερου χρόνου. Με άλλα λόγια, απαλείφονται, καταστρέφονται αν προτιμάτε, τα ίχνη του χρόνου για να φωτιστεί ο ίδιος ο χρόνος.

Η ίδια η ανασκαφή, δηλαδή, αποτελεί μια καταστροφή της δι-αδοχής του χρόνου. Έτσι, ο ερευνητής-ανασκαφέας θα πρέπει να είναι πολλαπλά προσεκτικός προκειμένου, αφενός μεν, να κατορ-θώσει να συλλέξει όσον το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες για τον τρόπο που καλύφθηκαν οι αρχαιότητες και αφετέρου μόλις τις αποκαλύψει να φροντίσει για την άμεση προστασία και συντήρη-

σή τους. Όλα αυτά, βέβαια, θα πρέπει να συμβαίνουν σε ιδεατές συνθήκες ανασκαφής και με τέτοιους προϋπολογισμούς ώστε να επαρκούν για οποιασδήποτε μορφής συντήρηση χρειαστεί, για να αντιμετωπιστούν επαρκώς οι φθορές των αποκαλυφθέντων αρχαιο-τήτων, οι οποίες, επιπλέον, εκτίθενται σε νέες περιβαλλοντικές και ατμοσφαιρικές συνθήκες μετά από τη μακρόχρονη παραμονή τους στο έδαφος.

Η διεξαγωγή της ανασκαφής είναι η σοβαρότερη πράξη που κά-νει ο αρχαιολόγος από επιστημονική άποψη. Στο θέμα των ανασκα-φών δεν χωρά η έννοια «περιέργεια», η οποία μπορεί να ικανοποιη-θεί, αλλά δεν θα δώσει τα επιστημονικά αποτελέσματα που πρέπει. Δεν χωρά πολύ περισσότερο η τάση προβολής και διαφήμισης του ίδιου του αρχαιολόγου. Όταν ο αρχαιολόγος πιστέψει ότι με ανα-σκαφές μπορεί να υπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα, τότε παύει να έχει σχέση με την επιστημονική δεοντολογία και καπηλεύ-εται την επιστήμη προς ίδιον συμφέρον.

Η προστασία των μνημείων και των οικοδομικών συνόλων

Οι όροι «αστυακή επανάσταση» και «βιομηχανική πόλη», άρχισαν να κυριαρχούν από το τέλος του 18ου αιώνα και κυρίως κατά τον 19ο και εξής στην ζωή των κατοίκων της γηραιάς Ευρώπης. Ήταν τότε που τα δεδομένα τα οικονομικά άλλαξαν, το ίδιο και ο τρόπος παρα-γωγής προϊόντων και αγαθών. Το φαινόμενο της συρροής σε πόλεις με βιομηχανική ανάπτυξη, με ταυτόχρονη εγκατάλειψη του αγροτι-κού τρόπου ζωής, αποτελεί, ίσως, την αφετηρία ή μάλλον τη γενεσι-ουργό αιτία αφενός της στροφής του ενδιαφέροντος σε παλαιότε-ρες οικοδομικές φάσεις, σε πόλεις με ιστορικό παρελθόν, αφετέρου της καταστροφής πολλών από αυτές με τις νέες κατασκευές. Οι νέοι κάτοικοι των πόλεων, χρειαζόταν καταλύματα μόνιμης διαμονής. Η βιομηχανική επανάσταση επέφερε ριζική αλλαγή στο κοινωνικό και πολεοδομικό τοπίο της Ευρώπης.

Στα αστικά κέντρα δημιουργήθηκε η ανάγκη πολεοδομικής ανα-διαμόρφωσης προκειμένου να δεχθούν τα κύματα των αστέγων οι οποίοι κατέφευγαν εκεί, αφήνοντας πίσω τους την αυθορμησία της υπαίθρου και υιοθετώντας την υποκρισία του αστικού τρόπου ζωής. Στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, και προπαντός στις πρωτεύουσες, όπου υπήρχαν σαφή ίχνη και οικοδομήματα παλαιότερων εποχών η διατήρηση της φυσιογνωμίας κάθε αστικού τόπου αντιμετωπίστηκε

Page 11: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

11

The chapter on the protection of antiquities is exceptionally broad and multi-faceted. By definition, it has two prongs. First, it con-

cerns the protection of antiquities originating from lawful processes such as the discovery of monuments, architectural ensembles, and portable finds as a result of salvage or systematic excavations or sur-face surveys, and the means applied to best preserve and conserve them. Second, it concerns the protection of “invisible” or visible an-tiquities from the contrivances of third parties, that is, concerning the protection of the illegal excavation and the trafficking of antiquities.

Legal systematic or rescue excavation

The first subject is dealt with through a series of regulations and prin-ciples concerning both the process and the lawfulness of excavations and all types of research. Excavators must be fully cognizant that exca-vation itself is governed by the principle of destruction. In successively removing the layers of fill that have been deposited on a monument, or on various portable finds belonging to another era, the order im-posed by time and whatever its passage has left behind is destroyed.

That is, excavation itself comprises a destruction of the succes-sion of time. Thus, the investigator must be all the more mindful, on the one hand to gather as much information as possible about the manner in which the antiquities were covered, and on the other, to provide for their immediate protection and conservation as soon as they are discovered. All this of course occurs under ideal excava-tion conditions, and with budgets large enough for whatever form of conservation is required so that the buildings or objects can tolerate the new conditions to which they are exposed after the passage of centuries in the earth’s embrace.

From a scientific standpoint, conducting an excavation is the most serious work archaeologists do. In excavations, there is no room for the concept of “curiosity”, which may be satisfied but will not yield the scientific results it ought. Far more importantly, there is no room for the tendency towards self-promotion and exaltation by the ar-chaeologist himself. When the latter believe that through excava-tions they can serve their personal interests, they cease to have a connection with the scientific ethics and are exploiting science for personal gain. And of course, their fortune is predetermined: sooner or later they will fall into discredit.

Caring for the protection of antiquities was revealed long before

the Greek state was formed. The wider social classes had a sense of the value of antiquities for their history, and considered them pre-cious heirlooms. The better-educated based their love for the monu-ments on study of the ancients, or on university teachers in Europe, who had discovered their value centuries earlier.

The protection of monuments and building ensembles

The terms “urban revolution” and “industrial city” began to take hold from the late 18th century and even more from the 19th century and onward in the life of residents of Old Europe. It was then that there was a change in economic givens, just as there was in the means of production of products and goods. The phenomenon of the flight to the cities with industrial growth, and the simultaneous abandon-ment of the agrarian life was perhaps the starting-point, or rather the underlying cause for the turn of interest to earlier building stages in cities with historic pasts on the one hand, and on the other of the destruction of many of these through new constructions. The new inhabitants of cities needed lodgings for permanent residence. The industrial revolution brought radical change to both the social and town planning landscape of Europe.

In the urban centers, the need was created to alter town planning in order to receive the waves of homeless who took refuge there, leaving behind the spontaneity of the countryside and adopting the hypocrisy of the urban life style. In Europe’s large cities, above all its capitals, where there were clear traces of earlier eras, this issue initial-

Page 12: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

12

αρχικά με αυθόρμητη ολιγωρία που ελάχιστες φορές άγγιζε τα όρια της συνειδητότητας. Αδιόρατα στην αρχή, περισσότερο επιτακτικά στη συνέχεια άρχισε έτσι ένας διαρκής θετικός ή αρνητικός διάλο-γος της υποκείμενης με την υπερκείμενη πόλη. Εκείνο που γινόταν ολοένα και πιο σαφές ήταν ότι και οι δύο μαζί αποτελούσαν ένα αδι-άσπαστο όλον, ένα ενιαίο σύνολο, κομμάτι του ίδιου σώματος που σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να θυσιαστεί ένα μέλος του σε βά-ρος κάποιου άλλου. Αυτή, βέβαια, η αρχή συνιστά από μόνη της μια πλήρη αντίφαση εφόσον ο συνδυασμός παρελθόντος – παρόντος, για να παραμείνει ως αμετάβλητο τεκμήριο στο μέλλον, αποδεικνύ-εται στην πράξη σχεδόν ουτοπικός. Η συνειδητοποίηση της έννοιας της προστασίας του παλαιού σε συνδυασμό με το καινούργιο επήλ-θε αρκετούς αιώνες μετά, εντατικοποιήθηκε με τις μεταπολεμικές ανακατατάξεις σε πολεοδομική κλίμακα και απέκτησε διεθνές νομι-κό πρόσωπο μόνο κατά τα τελευταία 40 χρόνια.

Στην Ελλάδα όλη αυτή η διαδικασία εφαρμογής των νομικών διατάξεων περί οικιστικών συνόλων άργησε ακόμη περισσότερο. Στην πραγματικότητα ξεκίνησε μετά τη γενική επικράτηση των πο-λεοδομικών διατάξεων περί αντιπαροχής. Τότε, μέσα στη δεκαετία του ΄50, και με καθυστέρηση περίπου δύο αιώνων σε σχέση με τις ευρωπαϊκές πόλεις, αρχίζει να διογκώνεται το φαινόμενο της αστυ-φιλίας και στις μεγάλες ελληνικές πόλεις. Η ελληνική ύπαιθρος στα-διακά εγκαταλείπεται ή αλλάζει χρήση, από αγροτική σε τουριστική, και οι πόλεις γεμίζουν από πληθυσμό που ασφυκτιά σε διαμερί-σματα απρόσωπων πολυκατοικιών, η ζήτηση των οποίων διαρκώς αυξάνεται. Μια τεράστια αλλαγή στην κοινωνική διαστρωμάτωση θα επέλθει στις επόμενες δεκαετίες, αυτές του ΄60 και του ΄70, μια αλλαγή που με την αμέριστη συμπαράσταση της κυβέρνησης των συνταγματαρχών θα παραμείνει για δεκαετίες – ακόμη και μέχρι τις μέρες μας, θα λέγαμε – στην ευδαιμονία της απαιδευσίας της, πα-ραμερίζοντας κάθε έννοια σεβασμού του ιστορικού παρελθόντος σε όφελος του ιδιωτικού συμφέροντος.

Η επέκταση και η ευρεία ανοικοδόμηση των ελληνικών πόλεων που άρχισε στη δεκαετία του ΄50 και κορυφώθηκε στο τελευταίο τέ-ταρτο του αιώνα, ως συνέπεια της αστυφιλίας, είχε σαν αποτέλεσμα τη διάσπαση των ρυθμών τής μέχρι τότε εξέλιξης των οικισμών και των παραδοσιακών συνόλων της και την αναθεώρηση της σχέσης τους με τον περιβάλλοντα χώρο. Η αναθεώρηση αυτή προέκυψε από την πολλαπλάσια κάλυψη για κατοίκηση εκτάσεων γης με αποτέλε-

σμα την αλλαγή της χρήσης γης από αγροτική σε οικιστική, από τα μεγάλα βάθη των γενικών εκσκαφών και τα μεγάλα μεγέθη των νέων κατασκευών, από τις εκάστοτε αυξήσεις των συντελεστών δόμησης που επέφεραν βαθμιαία κατάργηση των ευρυχωριών ανάμεσα στα κτίσματα. Σαν συνέπεια όλων αυτών, ήρθε η κατεδάφιση πολλών αξιόλογων αρχιτεκτονικών κτηρίων και συνόλων που προσδιόριζαν τη φυσιογνωμία ενός τόπου και η αντικατάστασή τους από ουδέτε-ρα κτίσματα πανομοιότυπα παντού εκτός κλίμακας και κλίματος και αδιάφορου τοπικού χρώματος και χαρακτήρα.

Σε ιστορικά κέντρα ή τόπους με αρχαιολογικό ενδιαφέρον στην Ελλάδα, αποτελεί πλέον προϋπόθεση ο έλεγχος των οικοδομικών αδειών και επιβάλλεται η «σωστική» ανασκαφική έρευνα πριν από οποιαδήποτε ανέγερση. Η ονομασία της ανασκαφής αυτής ως «σω-στικής» μόνον κατ΄ ευφημισμόν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, μια και καθόλου δεν πρόκειται για ανασκαφή που θα διασώσει τις αρχαιότητες, αλλά που βάναυσα θα τις διαταράξει από την ηρεμία των αιώνων τους για να ανεγερθεί στη συνέχεια πάνω στην κατα-σκαμμένη επιφάνεια του σώματός τους μια καινούργια οικοδομή, ένα οικιστικό ή βιομηχανικό συγκρότημα ή ένα ακόμη έργο μεγα-λύτερης κλίμακας: εθνική οδός, σιδηροδρομική γραμμή, φράγμα, μετρό ή οποιοδήποτε άλλο δημόσιο έργο.

Ο προσδιορισμός της επιστημονικής υπόστασης των αρχαίων ως κριτήριο διατήρησης και προστασίας τους προϋποθέτει σαφή προσ-διορισμό των στόχων της επιστημονικής έρευνας για κάθε συγκεκρι-μένη πόλη ή τόπο με αρχαιολογικό ενδιαφέρον όπου διεξάγονται ανασκαφές. Στην προκειμένη περίπτωση, η επιστημονική έρευνα δεν είναι γενικώς μια θεωρητική έννοια, αλλά παρουσιάζεται άρ-ρηκτα δεμένη με την πρακτική της αποτελεσματικότητας, δηλαδή το ρεαλιστικό επιδιωκόμενο της, άνευ διαπραγμάτευσης, διατήρησης των αρχαίων στον ακριβή τόπο εύρεσής τους.

Με βάση τους στόχους της επιστημονικής έρευνας μπορούν να καθοριστούν οι δύο βασικές κατηγορίες κριτηρίων αξιολόγησης και διατήρησης των αρχαίων που αποκαλύπτονται στις ανασκαφές: στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται τα κριτήρια αυτά που έχουν σχέση με το ίδιο το αρχαίο, σχετικά με την επιστημονική ωφελιμό-τητά του και την τεκμηρίωση των δεδομένων του. Πρωταρχικό κρι-τήριο στην κατηγορία αυτή είναι η σπουδαιότητα ή η μοναδικότητα του αρχαίου. Συχνά, ως βασικό κριτήριο διατήρησης μπορεί να θε-ωρηθεί και η διδακτικότητα ενός μνημείου ή ενός συνόλου, παρά

Page 13: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

13

ly met with casual negligence which only rarely touched the limits of conscious awareness. At first imperceptibly, then more urgently there began an ongoing positive or negative dialogue between underlying and overlaying city. What became ever clearer was that together the two cities formed an indissoluble whole, a single totality, part of the same body from which no member should be sacrificed at the expense of another. Of course, this principle in and of itself is a complete con-tradiction, since for the combination past-present to remain as un-changing evidence in the future proves nearly utopian in practice. The awareness of the concept of protection of the old in combination with the new arrived several centuries later, and became more intense with the post-War changes in the scale of urban planning. It is only during the past 40 years that it has acquired an international legal face.

In Greece, the entire process of implementing the legal provi-sions concerning residential complexes was even more delayed. In actuality, it began after urban planning provisions regarding antip-arochi became generally prevailed. In the 1950s, and with a delay of about two centuries in relation to European cities, the phenom-enon of flight to the cities began to increase in large Greek cities as well. The Greek countryside was gradually abandoned or changed use from agrarian to touristic, and the cities filled with populations smothering in apartments of faceless blocks of flats, the demand for which is continually increasing. An enormous change in social strati-fication followed during the 1960s and 1970s, a change that with the full support of the Colonels’ government would remain for decades – nearly down to the present – in blissful ignorance, setting aside any concept of respect for the historical past for private gain.

The expansion and widespread rebuilding of Greek cities, which began in the 1950s and reached its height in the final quarter of the 20th century as a consequence of the flight to the cities, ruptured the rhythm of the development of settlements and traditional complexes down to that time and brought about a revision of their relation to their surrounding space. This revision resulted from the multiple cov-erage for habitation of land expanses, resulting in a change of land use from agrarian to residential, from the great holes created by gen-eral excavators, and the large size of the new structures, from con-stant increases in building coefficients, leading to the gradual abol-ishment of ample open spaces between buildings. One of the con-sequences of all the above was the demolition of many noteworthy

architectural buildings and complexes that defined the physiognomy of a place, and their replacement by neutral buildings everywhere identical, out of scale, out of climate, and of indifferent local color.

In historic centers or places of archaeological interest, checks/control of building permits and investigation –a salvage excavation– are presupposed prior to any type of construction. Calling this sort of investigation “salvage” could only be acceptable as a euphemism, since it is nothing like an excavation that could rescue (“salvage”) the antiquities; rather, it rudely disturbs them from their centuries of peace, so that over the excavated surface of their body a new resi-dential or industrial building, or even some larger-scale work – a na-tional highway, railroad, dam or subway – may be built.

The definition of the scientific nature of the antiquities, as a crite-rion for preserving and protecting them, presupposes a clear defini-tion of the objectives of scientific investigation for each city or place of archaeological interest where excavations are being conducted. In this case, scientific investigation is not a general theoretical concept; rather, it presents itself as indissolubly bound with the practice of getting results, i.e. the realistically desired goal of the necessary pres-ervation of antiquities in their find-spots.

On the basis of the goals of scientific investigation, two main cat-egories of criteria for evaluating and preserving antiquities uncov-ered in excavations may be defined. Criteria related to the antiquity itself, its scientific usefulness and its documentation belong to the first category. The first criterion here is the importance or unique-

Page 14: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

14

το γεγονός ότι δεν είναι μοναδικά. Τέλος, για τη σωτηρία του ίδιου του μνημείου αποτελεί απαραίτητη αναγκαιότητα η πλήρης επιστη-μονική τεκμηρίωση, η επιμέτρηση και η μελέτη του μνημείου ή του συνόλου που έχει αποκαλυφθεί κατά τη διάρκεια μιας σωστικής ανασκαφής. Η κατηγορία αυτή των κριτηρίων εμπεριέχει μια μονο-σήμαντη θεώρηση των μνημείων με το δομημένο περιβάλλον ή με το σύγχρονο έργο.

Έτσι, έρχεται μια δεύτερη κατηγορία κριτηρίων που διατυπώνει τη σχέση των μνημείων με τον περιβάλλοντά τους χώρο και με τη εν γένει αντίληψη της φυσιογνωμίας μιας σύγχρονης πόλης. Στη δεύ-τερη αυτή κατηγορία θα πρέπει να μελετηθεί η αλληλλοσύνδεση του αποκαλυφθέντος μνημείου με τη νέα κατασκευή ή διαμόρφω-ση. Στον υπάρχοντα χώρο ή περιβάλλον θα πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα στα υπό κατασκευή κτήρια και τα υπό διατήρη-ση αρχαία που αποκαλύφθηκαν σε σωστικές ανασκαφές. Επιπλέον, τα μνημεία θα πρέπει να διατηρήσουν την ιστορικότητά τους και την αισθητική αυτονομία τους.

Η διατήρηση της ιστορικότητας σημαίνει, κυρίως, τη δυνατό-τητα ταύτισης των αποκαλυπτόμενων αρχαίων με τους ιστορικούς

όρους της ύπαρξής τους. Η ταύτιση αυτή θα πρέπει να ξεπεράσει τα όρια της κλειστής ερευνητικής διαδικασίας που διεξάγεται κατά τις σωστικές ανασκαφές και να νοηθεί ως ερμηνευτική μετάθεση του μνημείου ως στοιχείου του παρελθόντος στη διάσταση του παρόντος μέσα στη αέναη επαλληλία των μετασχηματισμών της σύγχρονης πόλης. Αυτή η ερμηνευτική μετάθεση του μνημείου ως στοιχείου του παρελθόντος στη διάσταση του παρόντος προσδιορί-ζει, επιπλέον, και το κριτήριο της αισθητικής αυτονομίας, με άλλα λόγια, τη δυνατότητα αναγνώρισής του ως αυτοτελούς ένταξής του στο χώρο και όχι σαν αποσπασμένο και απομονωμένο κομμάτι του παρελθόντος.

Η διεθνής νομοθεσία για την προστασία των μνημείων και των οικοδομικών συνόλων

Οι σπουδαιότερες νομοθετικές ρυθμίσεις για την προστασία των αρχαιοτήτων και των οικιστικών συνόλων μετά τον δεύτερο παγκό-σμιο πόλεμο είναι: 1. Η Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Σύμβαση της Χάγης, Δεκέμβριος 1954,

Page 15: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

15

ness of the antiquity. The instructiveness of a monument or group of monuments may frequently be considered as a basic criterion for preservation, despite the fact that it is not unique. And finally, for preserving the monument, there is a need for full scientific docu-mentation, measurement, and a study of the monument/group un-covered during a salvage excavation. This category of criteria con-tains an unambiguous view of monuments with the built environ-ment or the modern work.

Next there is the second category of criteria, which expresses the relation of monuments to their surroundings and to general views concerning a modern city’s physiognomy. In this second category, the interconnection between the monument(s) uncovered and the new construction or configuration must be studied. Within the existing area or environment, a balance must be found between buildings un-der construction and the preserved antiquities uncovered in salvage excavations. Furthermore, the monuments should preserve their his-toricity and aesthetic autonomy.

The preservation of their historicity means primarily the possi-bility of identifying the revealed antiquities with the historic terms

of their existence. This identification should go beyond the bounds of the closed investigative process carried out during the salvage excavation, and be understood as an interpretative transposition of the monument as an element of the past into the present dimen-sion within the unending superimposition of transformations of the modern city. This interpretative transposition of the monument as an element of the past into the dimension of the present further defines the criterion of aesthetic autonomy, in other words, the pos-sibility of recognizing it as a self-contained entity in space, and not as a fragmentary form.

International law of the protection of monuments and groups buildings

The most important post-World War II legislative reforms for the pro-tection of antiquities and residential complexes are the following:1. The European Cultural (Hague) Convention, December 1954, for

the protection of cultural goods in cases of armed conflict.2. The Charter of Venice, May 1964.

Page 16: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

16

για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένο-πλης συρράξεως.

2. Ο Χάρτης της Βενετίας, Μάιος 1964.3. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία της αρχαιολογικής

κληρονομιάς, Λονδίνο, Μάιος 1964.4. Η Σύμβαση για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και

φυσικής κληρονομιάς, Νοέμβριος 1972.5. Ο Ευρωπαϊκός χάρτης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, Στρα-

σβούργο, Δεκέμβριος 1975.6. Η Διακήρυξη του Άμστερνταμ, Οκτώβριος 1975.

7. Σύμβαση για την προστασία της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης, Βέρνη 1979.

8. Η Σύμβαση για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης, Γρανάδα, Οκτώβριος 1985.

9. Το άρθρο 2, εδάφιο 19 του Παραρτήματος ΙΙ της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δελφών του 1985 για τις παραβάσεις που σχετί-ζονται με την πολιτιστική κληρονομιά σημαντικές αρχαιολογικές, ιστορικές ή επιστημονικές θέσεις και δομές είτε θρησκευτικές είτε κοσμικές που έχουν μια σημαντική ιστορική, επιστημονική, καλλιτεχνική ή αρχιτεκτονική αξία.

10. Η Σύμβαση για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, Μάλτα 1992.Σταδιακά, η Ευρώπη συγκρότησε και ολοκλήρωσε την έννοια της

ολοκληρωμένης συντήρησης, η οποία προϋποθέτει την εφαρμογή έξι θεμελιωδών αρχών: 1) Τη διατήρηση της αρχιτεκτονική κληρο-νομιάς σαν ουσιαστικό στόχο του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, 2) Την ευθύνη των φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την ενεργό συμμετοχή των πολιτών, 3) Την προϋπόθεση ότι η ολοκληρωμένη διατήρηση θα λαμβάνει υπόψη της όλους τους κοι-νωνικούς παράγοντες, 4) Η ολοκληρωμένη διατήρηση απαιτεί την αναπροσαρμογή των νομοθετικών και των διοικητικών μέτρων κάθε μέλους- χώρας που έχει συνυπογράψει και συναποδεχθεί τις παρα-πάνω συνθήκες, 5) Η ολοκληρωμένη συντήρηση απαιτεί κατάλληλα μέσα και μέτρα χρηματοδότησης, και 6) Η ολοκληρωμένη συντήρη-ση απαιτεί την προώθηση των μεθόδων τεχνικής και ειδίκευσης για την αναστήλωση και αποκατάσταση.

Έχοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η έννοια της ολοκληρωμένης συντήρησης προϋποθέτει κατ΄ αρχάς ευρύτατες πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές μελέτες, εξονυχιστικές καταγραφές μνημείων, λεπτομερή μητρώα, άρτια γνώση της ιστο-ρίας. Προϋποθέτει, επιπλέον, διεπιστημονική συνεργασία, περι-φερειακή οργάνωση, προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος δηλαδή της αδιάσπαστης ενότητας φυσικού και δομημένου χώρου. Απαιτεί ακόμη σφαιρική πολιτιστική πολιτική δια μέσου της οποίας θα δίνεται νέα κοινωνική διάσταση στην κληρονομιά. Μπορεί και πρέπει να θεωρηθεί μοχλός οικονομικής ανάπτυξης και τομέας απα-σχόλησης. Πάνω από όλα, όμως, προϋποθέτει έναν διαρκή διάλογο μεταξύ Κράτους, Κοινωνίας και Πολιτών προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Σε θεωρητικό επίπεδο, βέβαια, σε

Page 17: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

17

3. The European Convention on the protection of the archaeological heritage, London, May 1964.

4. The Convention for the protection of the world cultural and natu-ral heritage, November 1972.

5. The European Charter of the architectural heritage, Strasbourg, December 1975.

6. The Amsterdam Proclamation, October 1975. 7. The Convention on the conservation of European wildlife and

their natural habitats, Berne 1979.8. The Convention for the protection of the architectural heritage of

Europe, Granada, October 1985. 9. Article 2, paragraph 19 of Annex II to the European Convention

of Delphi (1985) on violations related to the cultural heritage, important archaeological, historical, or scientific sites and struc-tures, whether religious or secular, that have significant histori-cal, scientific, artistic, or architectural value.

10. The Convention on the protection of the archaeological heritage, Malta 1992. Europe has gradually created and completed the concept of total

conservation, which presupposes the implementing of six fundamen-tal principles: 1) the preservation of the architectural heritage as an essential goal for land use and town planning; 2) the responsibility of the various local self-governments, with active citizen participation; 3) the understanding that “total preservation” will take into consider-ation all social factors; 4) total preservation demands the adjustment of legal and administrative measures of each member-country that has co-signed and accepted the above conditions; 5) total conserva-tion requires appropriate means and funding measures, and 6) total conservation requires the advancement of technical and specialist methods for restoration and reconstruction.

Taking into consideration all of the above principles, one realizes that the concept of “total conservation” presupposes, first, very broad city planning and architectural studies, detailed recording of monu-ments, detailed records, and an excellent knowledge of history. Further, it presupposes interdisciplinary collaboration, regional organization, and protection of the cultural environment, viz. the indissoluble unity of natural and built-up space. It also demands a well-rounded cultural policy through which a new social dimension will be given the cultural heritage. It can and must be considered a driver of development and a

sector for employment. But above all, it presupposes an ongoing dia-logue among state, society, and citizenry to achieve the best possible re-sult. At the theoretical level of course, at the level of international trea-ties and agreements, it would seem that everything has been solved.

But what happens when the preservation of an architectural as-semblage, or a Byzantine or ancient building conflicts with private interests or the so-called public benefit projects? What is, or what should be the fortune of the residue of the past? Up to what point should the old be sacrificed to the new, and correspondingly, up to what point must the new yield to the old? In this difficult confron-tation, the qualified archaeologists from each state are called upon to find a balance, working with other specialists –architects, civil engineers, conservators, chemists, and a whole host of specializa-tions which are normally not available for a salvage excavation to be successfully carried out with sufficient documentation. And we may press on even further with this question. What happens with coun-tries that do not belong to the European Union, but which present historical and archaeological interest? What happens with countries like Mexico, India, Egypt, Turkey, Cambodia, and Indonesia, where

Page 18: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

18

επίπεδο διεθνών συνθηκών και συμφωνιών, όλα μοιάζουν να έχουν βρει τη λύση τους.

Τι γίνεται, ωστόσο, όταν η διατήρηση ενός αρχιτεκτονικού συνό-λου, ενός βυζαντινού ή αρχαίου κτηρίου προσκρούουν στο ιδιωτικό συμφέρον ή στα λεγόμενα κοινωφελή έργα; Ποιά είναι ή θα πρέ-πει να είναι η τύχη του κατάλοιπου του παρελθόντος; Μέχρι ποιό σημείο θα πρέπει να θυσιαστεί το παλαιό έναντι του νέου ή και αντιστρόφως: ως ποιο βαθμό πρέπει να υποχωρήσει το νέο έναντι του παλαιού; Τη δύσκολη αυτή αντιπαράθεση καλείται να ισορρο-πήσει ο εντεταλμένος από το κράτος αρχαιολόγος, σε συνεργασία πάντοτε με άλλους ειδικούς αρχιτέκτονες, πολιτικούς μηχανικούς, συντηρητές, χημικούς και μια πλειάδα ακόμη ειδικοτήτων, οι οποίες συνήθως δεν υπάρχουν διαθέσιμες, προκειμένου να διεκπεραιωθεί επιτυχώς και με επάρκεια η τεκμηρίωση μιας σωστικής ανασκαφής.

Και το ερώτημα μπορεί να προχωρήσει ακόμη περισσότερο. Τι γίνεται για χώρες που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά παρουσιάζουν ιστορικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον; Τι συμβαίνει με χώρες όπως το Μεξικό, την Ινδία, την Αίγυπτο, την Τουρκία, την Καμπότζη, την Ινδονησία, όπου, όπως φαίνεται, είτε από χαλαρότη-τα της νομοθεσίας είτε από αδυναμία άσκησης επαρκούς ελέγχου, η καταπάτηση και η διαρπαγή αρχαιολογικών τόπων και θησαυρών παρουσιάζει μια τεράστια έξαρση τις τελευταίες δεκαετίες; Υπάρχει, βέβαια, η UNESCO με σχετικές διατάξεις, τις οποίες συνήθως αδυνα-τεί να επιβάλει, όπως και το ICOMOS, το διεθνές συμβούλιο μνημεί-ων και μουσείων, το οποίο τόσο στον καταστατικό χάρτη του, όσο και με διάφορες διατάξεις έχει προσπαθήσει κατά καιρούς να παρέμβει σε περιπτώσεις καταπάτησης ή αρχαιοκαπηλίας αδυνατεί, όμως, να επιβάλλει οποιαδήποτε άποψη ή να χαράξει πολιτική σε περιπτώσεις όπου η διαδικασία μοιάζει νομότυπη. Φαίνεται ότι τα προβλήματα δεν έχουν ακόμη λυθεί. Για πολλές χώρες δεν έχουν ακόμη τεθεί. Για πολλές χώρες και λαούς της υφηλίου προέχουν, αναμφίβολα, άλλα σπουδαιότερα θέματα, όπως είναι αυτά της επιβίωσης ή της στοιχειώδους εκπαίδευσης. Ώστόσο, και τα θέματα της πολιτιστικής ταυτότητας κάθε λαού, ή της προστασίας των προηγούμενων φάσε-ων χρήσεως ενός τόπου, είναι εξίσου κυριαρχικά και αποτελούν ανα-φαίρετο δικαίωμα κάθε χώρας. Πρωταρχικό και ουσιαστικό βήμα για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι να αποδεχτούμε όλοι ανεξαιρέτως το παραπάνω ως βασική αρχή.

Η διαρπαγή των ελληνικών αρχαιοτήτων από τους Ρωμαίους

Η μέριμνα για την προστασία των αρχαιοτήτων εκδηλώθηκε πολύ πριν από τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Τα ευρύτερα στρώμα-τα του λαού είχαν συναίσθηση της αξίας των αρχαίων για την ιστο-ρία τους και τα θεωρούσαν πολύτιμα κειμήλια. Οι πιο μορφωμένοι βάσιζαν την αγάπη τους για τα μνημεία στη μελέτη των αρχαίων ή σε πανεπιστημιακούς δασκάλους της Ευρώπης, που εδώ και αιώνες είχε ανακαλύψει την αξία τους.

Ο ιδιαίτερος σεβασμός για τα προγονικά έργα ανάγεται σε ακό-μη παλαιότερους χρόνους. Από την εποχή ήδη του περιηγητή Παυ-σανία, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να περιγράψει τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Ιδιαίτερα συντηρητικοί ήταν, επίσης, και σε θέματα αλ-λαγής περιβάλλοντος. Αρκετές φορές, ωστόσο, το ενδιαφέρον τους για τα μνημεία τα έβλαψε, ιδιαίτερα από την εποχή των Ρωμαίων και έπειτα, οι οποίοι έθεσαν ως στόχο τους να μεταφέρουν στην ιτα-λική χερσόνησο όσο περισσότερα λαμπρά έργα τέχνης μπορούσαν από αυτά που κοσμούσαν τα οικοδομήματα των ελληνικών πόλεων.

Σε κείμενο του Στράβωνα διασώζεται ένα πολύ χαρακτηριστι-κό παράδειγμα για την καταστροφή της Κορίνθου: «Πολύβιος δὲ τὰ συμβάντα περὶ τὴν ἅλωσιν ἐν οἴκτου μέρει λέγων προστίθισι καὶ τὴν στρατιωτικὴν ὀλιγωρίαν τὴν περὶ τὰ τῶν τεχνῶν ἔργα καὶ τὰ ἀναθήμα-τα. Φησί γὰρ ἰδεῖν παρὼν ἐρριμμένους πίνακας ἐπ΄ ἐδάφους, πεττεύ-οντας δὲ τοὺς στρατιώτας ἐπὶ τούτων». Πολλά χρόνια αργότερα εμ-φανίζονται στην Κόρινθο οι πρώτοι αρχαιοκάπηλοι, τους οποίους και πάλι περιγράφει ο Στράβων. Η περίοδος της ρωμαιοκρατίας στην Ελ-λάδα είναι γεμάτη περιστατικά συστηματικών διαρπαγών. Μέχρι και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κόσμησε τη νέα του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, με έργα που συγκέντρωσε από όλη την Ελλάδα.

Η λεηλασία των αρχαιοτήτων κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας

Η νεότερη περίοδος συστηματικής αποψίλωσης των έργων τέχνης του ελληνικού χώρου σχετίζεται άμεσα με τη στροφή προς τη με-λέτη του ελληνικού πολιτισμού και κορυφώνεται κατά την περίοδο του ρομαντισμού στην Ευρώπη. Οι πρώτοι περιηγητές αρκούνται να σημειώνουν τις εντυπώσεις τους. Η αναγέννηση δημιούργησε πιο πρακτικά ενδιαφέροντα και έστρεψε τα βλέμματα των διανο-ούμενων της εποχής προς τα αρχαιοελληνικά έργα. Το συλλεκτικό πάθος που γεννήθηκε σε πολλούς ηγεμόνες, πάπες και ευγενείς δεν ικανοποιείται από την εγχώρια αγορά της Ιταλίας και έτσι οργανώ-

Page 19: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

19

it would seem that either due to a leniency in legislation or an in-ability to exercise sufficient control, the violation and plundering of archaeological sites and treasures has been presenting an enormous increase in recent decades?

Of course, there is UNESCO with its relevant provisions it cannot impose, and ICOMOS, the international council for monuments and museums which both in its founding charter as well as in various pro-visions has from time to time tried to intervene in cases of violation or illicit trafficking, but which cannot impose its view or map out pol-icy in cases where procedures appear to be in accord with the letter of the law. For many countries, they have not even been posed. Cer-tainly for many countries and peoples throughout the world, other, more important matters such as those of survival or basic education take precedence. Matters involving the cultural identity of each peo-ple, or the protection of earlier stages of land use, are equally sov-ereign and comprise one of the inalienable rights of every country.

The looting of Greek antiquities by the Romans

An especial respect for the works of one’s forefathers dates back to even earlier times, as early as the age of the traveler Pausanias, who lost no opportunity to describe this sort of expressions. They were also especially conservative regarding matters of a change in environ-ment. Characteristically we may note the sacred law concerning the sanctuary of Apollo Erithaseos, by which sanctions were established for those who harmed the sacred trees of the god. However, on nu-merous occasions, their interest in the monuments harmed them, particularly from Roman times onward, as the Romans made it their goal to transport to the Italian peninsula all the brilliant works of art that adorned Greek cities and their buildings. Strabo (8.6.23) has pre-served for us a very characteristic example about the destruction of Corinth: “Polybius, who speaks in a tone of pity of the events con-nected with the capture of Corinth, goes on to speak of the disregard shown by the army for the works of art and votive offerings; for he says that he was present and saw paintings that had been flung to the ground and saw the soldiers playing dice on these”. Many years later, the first antiquities smugglers appeared in Corinth; they too were described by Strabo. The period of Roman rule in Greece is full of instances of systematic pillaging. Even Constantine the Great adorned his new capital with works he had gathered from all over Greece.

The pillaging of antiquities during the Ottoman period

The modern period of systematic removal of works of art from Greece is directly connected with the turn towards the study of Greek cul-ture and reached its apogee during the Romantic age in Europe. The first travelers were satisfied with noting their impressions. The Re-naissance created more practical interests and turned the gaze of intellectuals of the age towards ancient Greek works. The passion for collecting aroused in many rulers, popes, and noblemen was not con-tent with the local market in Italy, and so systematic missions were organized to plunder manuscripts and art works. Travelers in the 14th and 15th century mention that wealthy merchants – primarily, from Genoa – decorated their mansions with columns and marbles they had brought back from Athens. But the desire to collect art works resulted in the looting of Greek antiquities.

During the period of Ottoman rule, the occupiers exploited Euro-peans’ adulation of all things ancient, and in return for a hefty recom-pense granted foreign diplomats firmans permitting the excavating and collecting of antiquities. And many of the pasas, such as Ali Pasa of Ioannina and his son Veli Pasa in the Peloponnese carried out ex-cavations in places where they campaigned in order to sell or make gifts of their finds to travelers who were fond of antiquities.

Between the 17th and 19th century, the taste for ancient Greek art works would become combined with the movement of Perieget-ismos and the interest expressed at that time in Europe to become acquainted with Greece, which had remained unknown after the fall of the Byzantine Empire. As early as the 17th century, extremely im-portant collections containing works of ancient Greek art were be-

αυθεντικό / genuine

πλαστό / fake

Page 20: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

20

νονται συστηματικές αποστολές για τη διαρπαγή χειρογράφων και έργων τέχνης. Οι περιηγητές του 14ου και 15ου αιώνα αναφέρουν ότι πλούσιοι έμποροι, κυρίως της Γένοβας, στόλιζαν τα αρχοντικά τους με κολόνες και μάρμαρα που έφερναν από την Αθήνα. Η επιθυμία, όμως, για συλλογή έργων τέχνης είχε ως συνέπεια τη σύληση ελλη-νικών αρχαιοτήτων.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας οι κατακτητές εκμεταλλεύτηκαν την αρχαιολατρία των Ευρωπαίων και με πλούσια ανταλλάγματα παραχωρούσαν στους ξένους διπλωμάτες φιρμάνια που επέτρεπαν την ανασκαφή και τη συγκέντρωση αρχαιοτήτων. Πολλοί μάλιστα

από τους πασάδες, όπως ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων και ο γιός του ο Βελή Πασάς της Πελοποννήσου, έκαναν ανασκαφές στα μέρη της επικράτειάς τους για να πουλούν ή να δωρίζουν τα ευρήματά τους στους φιλάρχαιους ταξιδιώτες.

Από τον 17ο αιώνα μέχρι τον 19ο η διάθεση για απόκτηση ελληνι-κών έργων αρχαίας τέχνης θα συνδυαστεί με το κίνημα του «περιη-γητισμού» και με το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε τότε στην Ευρώπη για τη γνωριμία της Ελλάδας, που είχε παραμείνει άγνωστη μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ήδη από τον 17ο αιώνα είχαν δημιουργηθεί στην Ευρώπη σημαντικότατες συλλογές με έργα της αρ-

Page 21: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

21

ing created, including that of Count Arundel, who literally wished to transplant ancient Greece to England. Sculptures, coins, seal stones and inscriptions (including the Parian Chronicle) were among the exhibits in his collection, most of which ended up following various vicissitudes in the Museum of the University of Oxford, today known as the Marmora Arundeliana.

Some of these European travellers, like the French count Choiseul Gouffier and the English lords Elgin and Aberdeen had special envoys in Greece who saw to the collection of antiquities. “Take whatever you can grab from Athens and its environs”, Gouffier, who it may be

noted wrote one of the 18th century’s loveliest travel volumes, urged his envoys. His unscrupulous exhortations were surpassed by those of Lord Elgin, who between 1801 and 1805 systematically removed the sculptural decoration from the monuments of the Acropolis and the greater Athens area. Only twelve years before the liberation of Greece, an archaeological mission uncovered most of the sculptures belonging to the temple of Athena Aphaia (Aegina) and the slabs from the frieze of the temple of Apollo Epikoureios at Bassai (Phiga-leia). The Aphaia sculptures were bought by Prince Ludwig, later King of Bavaria; the sculptures from Phigaleia were bought by a mission

STOP TRAFFICKING

Page 22: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

22

χαίας ελληνικής τέχνης, όπως αυτή του κόμη Arundel ο οποίος θέλη-σε να μεταφυτεύσει στην κυριολεξία την Αρχαία Ελλάδα στην Αγγλία. Γλυπτά, νομίσματα, σφραγιδόλιθοι και επιγραφές, ανάμεσά τους ήταν και το Πάριο χρονικό, ήταν τα εκθέματα αυτής της συλλογής, που τα πιο πολλά κατέληξαν ύστερα από περιπέτειες στο Μουσείο του Πανε-πιστημίου της Οξφόρδης, γνωστά σήμερα σαν Marmora Arundeliana.

Αρκετοί από τους ευρωπαίους περιηγητές, όπως ο Γάλλος κόμης Choiseul Gouffier και οι Άγγλοι λόρδοι Elgin και Aberdeen, είχαν ειδι-κούς απεσταλμένους στην Ελλάδα που φρόντιζαν για τη συγκέντρω-ση αρχαίων. «Πάρτε ό,τι μπορείτε να αρπάξετε από την Αθήνα και την περιοχή της», παρότρυνε ο Gouffier τους απεσταλμένους του, ο οποίος, σημειωτέον, έγραψε ένα από τα ωραιότερα περιηγητικά βιβλία του 18ου αιώνα. Στις αδίστακτες προτροπές του τον ξεπέρα-σε ο λόρδος Elgin, ο οποίος ανάμεσα στα 1801 και 1805 αφαίρεσε συστηματικά τον γλυπτό διάκοσμο των μνημείων της Ακρόπολης και της ευρύτερης περιοχής της Αθήνας. Μόλις δώδεκα χρόνια πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό, μια αρχαι-ολογική αποστολή αποκάλυψε τα περισσότερα από τα γλυπτά του ναού της Αφαίας Αθηνάς και τις πλάκες της ζωφόρου του ναού του Επικουρείου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φυγάλειας. Τα γλυπτά της Αφαίας τα αγόρασε ο πρίγκιπας Λουδοβίκος, ο μετέπειτα βασιλιάς της Βαυαρίας, και αυτά της Φιγάλειας μία αποστολή από το Ηνωμέ-νο Βασίλειο. Τα μνημεία έμειναν για πάντα πληγωμένα.

Στις αρχές του 19ου αιώνα το εμπόριο των αρχαιοτήτων είχε πάρει τρομακτικά μεγάλες διαστάσεις. Κατά τη διάρκεια όλου του 19ου αιώνα διάφορες τέτοιου τύπου αποστολές θα απογυμνώσουν σημαντικές ορατές αρχαιότητες και θα θέσουν τα θεμέλια για πα-ράνομες εξερευνήσεις. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Ο. Μuller έγραψε χαρακτηριστικά ότι τα περισσότερα λείψανα της αρχαίας τέχνης, που η ελληνική γη είχε κρατήσει για αιώνες στα σπλάχνα της, δεν θα πρέπει να αναζητηθούν πια στην Ελλάδα, αλλά στις ευρωπαϊ-κές συλλογές. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ολλανδία, η Γερμανία, η Δα-νία, και η Ιταλία ήταν οι χώρες που αγόρασαν τις περισσότερες και σπουδαιότερες αρχαιότητες από τις συλήσεις αυτές. Πολλοί ευρω-παίοι, επίσης, που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι στην Ελλάδα είχαν μετατρέψει τα σπίτια τους σε μουσεία. Το σπίτι του Fauvel, Γάλλου πρόξενου στην Αθήνα στα χρόνια της τουρκοκρατίας, το σπίτι του Lusieri, απεσταλμένου του λόρδου Elgin στην Αθήνα, η συλλογή του Gropius, ήταν μερικά από τα σπίτια που θα μπορούσαν να γεμίσουν άνετα τις αίθουσες ενός μουσείου. Τον 20ό αιώνα μπαίνουν στο παι-

γνίδι και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Δημιουργούνται, έτσι, εκ του μηδενός περίφημα μουσεία σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως το Μητροπολιτικό, το Γκετύ και της Βοστώνης κ.ά.

Τα πρώτα μέτρα προστασίας για την παρεμπόδιση της αρχαιοκα-πηλίας

Οι Έλληνες δεν μένουν απαθείς σε όλη αυτή τη διαρπαγή. Η ανεξέ-λεγκτη σύληση της προγονικής κληρονομιάς τους εκδηλώθηκε από πολύ νωρίς πριν από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. «Είμαστε απόγονοι των Ελλήνων» έγραφε ο Κοραής «πρέπει να προσπαθήσου-με να ξαναγίνουμε άξιοι αυτού του ονόματος ή να μην το χρησιμο-ποιούμε». Λίγο αργότερα, στα 1807 και πάλι, ο Κοραής οργισμένος από τη σύληση των χειρογράφων της Πάτμου και των άλλων νησιών του Αιγίου από τον Clarke, θα διακηρύξει ότι «μήτε χαρίζομεν, μήτε πωλούμεν πλέον τα προγονικά κτήματα». Δεν θα αρκεστεί, όμως, σε μια απλή διακήρυξη. Θα συντάξει 13 προτάσεις, τα μέτρα των οποί-ων θεωρούσε απαραίτητα για τη διαφύλαξη των μνημείων του λόγου και της τέχνης. Το υπόμνημά του, στο οποίο περιλαμβάνονται γενι-κές αρχές και μέτρα προστασίας για τις αρχαιότητες, το υποβάλλει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Ιερά Σύνοδο. Πολλές από αυτές τις αρχές, όπως για παράδειγμα η λεπτομερής καταγραφή τους σε κατάλογο και η ερμηνεία τους, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι τις μέρες μας. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1813, θα ιδρυθεί στην τουρκο-κρατούμενη Αθήνα η «Φιλόμουσος Εταιρεία». Μία από τις κύριες αρ-μοδιότητές της ήταν η «επιμέλεια των εν Αθήναις και απανταχού της Ελλάδος αρχαιοτήτων» και η ίδρυση μουσείου στο Ερεχθείο.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση, με νόμους, διατάγματα απο-φάσεις κι εγκυκλίους προσπαθούν να προστατέψουν όσο πιο αποτε-λεσματικά τα μνημεία και τις αρχαιότητες γίνεται παρά τις αντίξοες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί από την ένδεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Με τα χρόνια η αρχαιολογική νομοθεσία πολ-λαπλασιάστηκε και απλώθηκε σε πολλούς τομείς που καλύπτουν πλέον όλες σχεδόν τις δραστηριότητες της Αρχαιολογικής Υπηρεσί-ας. Περιλαμβάνει διατάξεις για τη νομοθεσία και την προστασία των αρχαίων, για την οργάνωση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, για το Αρ-χαιολογικό Συμβούλιο για το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, για τη Διεύθυνση Αναστήλωσης, ενώ μία νεοϊδρυθείσα διεύθυνση το 2010, η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών

Page 23: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

23

from United Kingdom. Τhe monuments remained wounded for ever.In the early 19th century, the antiquities trade had acquired alarm-

ingly major proportions. During the entire 19th century, various mis-sions of this type would denude important visible antiquities and lay the foundations for illicit explorations. The German archaeologist O. Muller char-acteristically wrote that most of the re-mains of ancient art that the Greek earth had for centuries kept within its bowels should no longer be sought in Greece, but in European collections. England, France, Holland, Germany, Denmark, and Italy were the countries that bought the most –and the most important– an-tiquities from this looting. Furthermore, many Europeans permanently settled in Greece had converted their houses into museums. The house of Fauvel, the French consul in Athens during the Ot-toman period, the house of Lusieri, the envoy of Lord Elgin in Athens, and the collection of Gropius were some of the houses that could easily fill the galleries of a museum. And in the 20th century, the U.S. entered the game. Thus were famous U.S. museums such as the Met-ropolitan, the Getty, and the MFA in Bos-ton created ex nihilo.

Initial protective measures to prevent antiquities trafficking

The Greeks did not remain indifferent to all this pillage. The uncontrolled looting of the inheritance from their forefathers was manifest to them long before the creation of the Greek state. “We are the descendants of the Greeks, and we must endeavor to once more become worthy of the name, or cease to use it”, wrote Korais. Shortly after this in 1807, Korais, incensed at Clark’s looting of manuscripts from Patmos and other Aegean islands, would

proclaim that “we neither give away nor any longer sell the posses-sions of our forefathers”. Korais, however, was not satisfied with a simple proclamation. He drafted 13 proposals, the measures which he considered necessary for the preserving of monuments of the written

word and art. He submitted his memo-randum, which included general prin-ciples and protective measures for antiquities, to the Ecumenical Patriar-chate and Holy Synod. Many of these principles, e.g. the detailed recording (of antiquities) in a catalogue, and their interpretation, continue to be in effect today. A few years later (1813), the “Philomousos Society” would be established in Turkish-ruled Athens. Among its main responsibilities were the “care of antiquities in Athens and all of Greece”, and the founding of a museum in the Erechtheion.

Immediately following liberation, Greeks attempted through laws, de-crees, decisions and encyclicals to protect their monuments and antiq-uities as effectively as possible de-spite the adverse conditions created by the poverty of the newly-founded Greek state. Over time, archaeologi-cal legislation/laws multiplied and extended into many sectors, now encompassing nearly all the Service’s activities. It includes provisions for

relevant legislation and protection of antiquities, for the organization of the Archaeological Service, the Archaeological Council, the Archaeological Receipts Fund, and the Directorate of Restoration. At the same time, hundreds of ministerial decisions have been issued, either clarifying legal issues that resulted from implementation of the laws and decrees, or enacting regula-tions concerning antiquities and the operation of the Greek Archaeo-logical Service.

Page 24: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

24

ασχολείται αποκλειστικά με την αρχαιοκαπηλία. Παράλληλα, έχουν εκδοθεί εκατοντάδες υπουργικές αποφάσεις οι οποίες ή διασαφηνί-ζουν νομικά θέματα που προκύπτουν από την εφαρμογή των νόμων και των διαταγμάτων ή θεσπίζουν κανονισμούς σχετικούς με τα αρ-χαία και τη λειτουργία της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.

Η κωδικοποίηση της νομοθεσίας «Περί Αρχαιοτήτων»

Τον Φεβρουάριο του 1825 ο Υπουργός Εσωτερικών Γρηγόριος Δι-καίος ή Παπαφλέσσας εκδίδει διάταγμα με το οποίο ορίζει την περι-συλλογή των αρχαιοτήτων και τη φύλαξή τους στα σχολεία. Το 1826 διάταγμα της προσωρινής Διοίκησης προβλέπει μέτρα για την εξα-σφάλιση των μνημείων της Αθήνας, ενώ το 1827 το καταστατικό του νέου ελληνικού κράτους ορίζει ότι «ο Διοικητής χρεωστεί να φρο-ντίζει να μην πωλώνται ή να μην μεταφέρονται εκτός της Επικρά-τειας οι Αρχαιότητες». Ο κυβερνήτης Ι. Καποδίστριας, λίγους μήνες μετά την άφιξή του στην Ελλάδα, απαγορεύει την εξαγωγή αρχαι-οτήτων από την ελληνική επικράτεια και ορίζει να παραχωρούνται κατά προτίμηση «εις την Κυβέρνησιν». Το 1829 ιδρύει στην Αίγινα το πρώτο Μουσείο, «το Εθνικόν Μουσείον Αιγίνης», με διευθυντή τον Κερκυραίο Ανδρέα Μουστοξύδη.

Με την εκλογή του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας αρχίζει μια νέα περίοδος στην αρχαιολογική νομοθεσία και την προστασία των αρχαίων. Μέχρι τότε, δεν υπήρχε μια συγκροτημένη υπηρεσία που να φροντίζει για τα αρχαία και τη μέριμνα την είχαν οι κυβερνητικοί υπάλληλοι, οι αστυνόμοι, οι δάσκαλοι και οι καθηγητές.

Το πρώτο συστηματικό νομικό κείμενο για την προστασία των αρχαίων είναι ο νόμος 10/22 Μαΐου 1834 της Αντιβασιλείας «Περί επιστημονικών και τεχνολογικών συλλογών, περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών». Ο νόμος αυτός αποτελεί την αφετηρία της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρε-σίας. Με αυτό διορίστηκε ο πρώτος Γενικός Έφορος και ο Επόπτης των Επιστημονικών και Τεχνολογικών Συλλογών και Εφόρων για την κάθε συλλογή. Παρά ταύτα, συνεχίστηκε η καταστροφή των βυζα-ντινών και των νεότερων μνημείων, έτσι ώστε η κυβέρνηση ανα-γκάστηκε να εκδώσει το διάταγμα της 1/19 Δεκεμβρίου 1837 «Περί διατηρήσεως των εν Αθήναις λειψάνων του μεσαίωνος» με το οποίο διέταζε «να διατηρώνται αυτά τα λείψανα του μεσαίωνος εις την εκτέλεσιν του νέου σχεδίου της πρωτευούσης, επίσης, δε να φυλάτ-

τωνται τα ανωτέρω, αν και ευρίσκονται μεμιγμένα με ελληνικάς είτε ρωμαϊκάς αρχαιότητας, και να μην κατεδαφίζονται άνευ της οριστι-κής διαταγής μας».

Με το Ν. ΒΧΜΣ (2646) της 24ης Ιουλίου 1899 η Αρχαιολογική Υπη-ρεσία αποκτά νέο νομικό όργανο για την προστασία των αρχαίων. Το βασικότερο στοιχείο του νόμου αυτού είναι το θέμα της κυριότητας των αρχαίων. Για πρώτη φορά, αναφέρεται σε νομικό κείμενο ότι πάντα τα εν Ελλάδι αρχαία, οπουδήποτε κι αν βρίσκονται, σε δημό-σιο ή ιδιωτικό κτήμα, κινητά τε και ακίνητα, από των αρχαιοτάτων χρόνων και εφεξής, είναι ιδιοκτησία του Κράτους. Για να μη δημι-ουργηθεί, όμως, σύγκρουση του Κράτους με τους ιδιώτες για τη στέ-ρηση της ιδιοκτησίας αρχαίων που βρίσκονταν σε ιδιωτικά κτήματα ο νόμος προέβλεπε δικαίωμα αποζημίωσης του ιδιώτη.

Αμέσως μετά από τη δημοσίευση του Ν. ΒΧΜΣ (2646), εκδόθηκε μία εγκύκλιος του τότε Υπουργού Παιδείας, η οποία περιείχε οδη-γίες περί εφαρμογής του παραπάνω νόμου και ήταν διαποτισμένη με πνεύμα ελληνολατρίας και απέχθειας για τους αρχαιοκάπηλους.

Τον πρώτο νόμο περί αρχαιοτήτων του 1899 ακολούθησε η έκ-δοση σειράς βασιλικών κανονιστικών διαταγμάτων «περί δηλώσεως εισαγωγής και εξαγωγής αρχαίων», «περί πωλήσεως και εμπορίας αρχαίων εντός του κράτους» και «περί πωλήσεως και εξαγωγής απο-μιμάτων αρχαίων και αντιτύπων». Επίσης, «περί εκτελέσεως ανα-σκαφών, περί καταγραφής των εν τη κατοχή του Δημοσίου αρχαίων και περί της τους ιδιοκτήτας και ευρέτας παρεχομένης επί τούτοις αποζημιώσεως και αμοιβής, του περί αρχαιολογικής επιτροπής και περί κανονισμού της υπηρεσίας αυτής». Ουσιαστικά, αυτό ήταν το πρώτο αρχαιολογικό συμβούλιο που έβγαζε σεβαστές από όλους αποφάσεις για τις αρχαιότητες.

Με την επανάσταση στο Γουδί και την απομάκρυνση από τη θέση του εφόρου του Παναγιώτη Καββαδία, έγιναν αρκετές αλλαγές στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωσή της εί-χαν τα αλλεπάλληλα πολεμικά γεγονότα, οι βαλκανικοί πόλεμοι, ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος, η μικρασιατική εκστρατεία και η κατα-στροφή. Ανάμεσα στα διατάγματα που εκδόθηκαν στα χρόνια αυτά διακρίνεται αυτό που σχετίζεται με την ίδρυση Αρχαιολογικού Ταμεί-ου, Αρχιτεκτονικό Γραφείο Σχολικών Κτηρίων και Συντηρήσεως Αρ-χαιοτήτων, Αρχαίων Μνημείων και το σημαντικότερο όλων αυτό του 1914 το οποίο ήταν «περί εκδόσεως του αρχαιολογικού δελτίου». Το πρώτο τεύχος εκδίδεται το 1915. Έκτοτε, το Αρχαιολογικό Δελτίο με

Page 25: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

25

The codification of the legislation “Concerning Antiquities”

In February 1825, Foreign Minister Grigoris Dikaios (Papaflessas) is-sued a decree in which he assigned the collection and safekeeping of antiquities to schools. In 1826, a decree of the provisional gov-ernment foresaw measures to safeguard the monuments of Athens, while in 1827, the constitution of the newly-formed Greek state de-termined that “the Governor is charged with the responsibility (for seeing to it) that no Antiquities are sold or transported outside the State”. A few months after his arrival in Greece, Governor I. Kapodis-trias forbade the exporting of antiquities from Greece, and ordered that they be ceded, preferably “to the Government”. In 1829, the first museum, “the National Museum of Aegina” was founded, with the Corfiot Andreas Moustoxydis as its Director.

With the election of Othon as King of Greece, a new period in ar-chaeological legislation and the protection of antiquities began. Until then, there had been no centralized service to care for antiquities, and the task had belonged to civil servants, policemen, and primary and secondary school teachers.

The first systematic legal text on the protection of antiquities is Law 10/22 May 1834 (belonging to the period of the Regency) “concern-ing scientific and technological collections, and concerning the discov-ery and preservation of antiquities and their use”. This law was the starting-point for the Greek Archaeological Service. With it, the first General Ephor and the Overseer of Scientific and Technological Col-lections, as well as Ephors for each collection were appointed. None-theless, the destruction of Byzantine and modern monuments contin-ued, so the government was compelled to issue the decree of 1/19 December 1837 “Concerning the preservation of medieval remains in Athens” which directed “that these medieval ruins be preserved in the execution of the new plan for the capital, and also that the above be protected even if they are mingled with Greek or Roman antiquities, and that they not be demolished except on our final order”.

With Law BXMΣ (2646) of 24 July 1899, the Service acquired a new legal organ to protect antiquities. The most important element of this law is that concerning the ownership of antiquities. For the first time a legal text notes that all antiquities in Greece, wherev-er they are found, whether on public or private property, whether portable or stationary, and dating from remotest antiquity onward,

are the property of the State. However, to avoid creating conflicts between the State and private individuals over the latter being de-prived of the ownership of antiquities found on private lands, the law foresaw the right of compensation (indemnity) for private citizens.

Immediately after the publication of L. BXMΣ (2646), the Ministry of Education published an encyclical containing instructions for the implementation of the above law; the encyclical itself was imbued with the spirit of worship of the Greeks and loathing for illicit smug-glers. “In the name of truth, these persons ought not to be called ‘Greeks’, because with their harming and destroying antiquities, their selling and exporting them illicitly abroad, they are demonstrating nothing more than that they are probably descendents of those bar-barians who destroyed and plundered so many eternal monuments of art here in Greece”.

The first law concerning antiquities (1899) was followed by the publication of a series of royal regulatory provisions “concerning the declaration of the import and export of antiquities”, “concerning the sale and commerce in antiquities domestically”, and “concerning the sale and export of imitations and replicas”, as well as “concerning the conduct of excavations, the recording of the antiquities in Public pos-session, reparations and payment provided to owners and finders, the archaeological committee, and the regulations for this service”. This was essentially the first archaeological council, which issued de-cisions on antiquities.

With the Goudi uprising and the removal of Panagiotis Kavvadias from the position of Ephor, there were a number of changes in the Ar-chaeological Service. The Service’s formation was greatly influenced by successive wars, including the Balkan Wars, World War I, the Asia Mi-nor expedition, and the destruction (Katastrophi). Among the decrees published during this period, one may single out those connected with the founding of the Archaeological Fund, the Architectural Office for School Buildings, the Conservation of Antiquities and Ancient Monu-ments and most important of all, that of 1914 “concerning the publica-tion of the archaeological report”. The first volume came out in 1915; since that time, the Archaiologiko Deltiο, which has been published continuously till 2004, has informed the international scientific com-munity of archaeological activities throughout Greece. Unfortunately, during the last decade, the printing of the volumes is delayed, there-fore our information about ancient sites and artefacts falls behind.

Page 26: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

26

συνεχή έκδοση ενημερώνει το διεθνές επιστημονικό κοινό για τις απανταχού στον ελληνικό χώρο αρχαιολογικές δράσεις. Το Αρχαιο-λογικό Δελτίο έχει εκδοθεί ανελλιπώς μέχρι το 2004. Δυστυχώς η με-γάλη καθυστέρηση που επήλθε τα τελευταία χρόνια στην εκτύπωση των ετήσιων ανασκαφικών αποτελεσμάτων έχει επιφέρει πολλαπλές βλάβες στη γνωστοποίηση αρχαιοτήτων και αρχαιολογικών χώρων.

Τα τελευταία 25 χρόνια, επίσης, από το 1987 μέχρι σήμερα, οι αρχαιολόγοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, του Αριστοτέλειου Πα-νεπιστημίου Θεσσαλονίκης και των Ξένων Αρχαιολογικών Σχολών, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν στη Βόρεια Ελλάδα έχουν θεσπίσει μία ετήσια αρχαιολογική συνάντηση κατά την οποία παρουσιάζο-νται για πρώτη φορά η κατ’ έτος αρχαιολογική και ανασκαφική δρα-στηριότητα στη Μακεδονία και στη Θράκη. Τα πρακτικά της συνά-ντησης αυτής, «Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θρά-κη» εκδίδονται με απόλυτη συνέπεια. Μέχρι τώρα έχουν εκδοθεί 23 τόμοι, οι οποίοι αποκαλύπτουν όλο τον πλούτο του βορειοελλα-δικού χώρου. Ανάλογες προσπάθειες, μιας πρώτης πιο αναλυτικής παρουσίασης των πιο πρόσφατων ανασκαφικών δεδομένων, έγιναν τα τελευταία χρόνια και σε άλλες περιοχές της ελληνικής επικρά-τειας, όπως στην Αττική, στην Πελοπόννησο και στη Θεσσαλία κ.α.

Το 1932 δημοσιεύτηκε το προεδρικό διάταγμα με τον αριθμό 5351 και τον τίτλο «Περί Αρχαιοτήτων». Με αυτό κωδικοποιούνταν όλες οι διατάξεις που ίσχυαν μέχρι τότε. Μέχρι το 1950 το κράτος προστάτευε νομοθετικά μόνο τα έργα της αρχαιότητας και του βυζα-ντίου μέχρι το 1453. Παρά το ότι η αξία των νεότερων έργων τέχνης κυρίως των αρχιτεκτονικών μεγάρων, βιομηχανικών συγκροτημά-των έργων λαϊκής τέχνης ήταν κοινή συνείδηση στους μορφωμέ-νους, δεν είχε ληφθεί κανένα μέτρο προστασίας τους, όπως συνέβη σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, γιατί μέχρι και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες δεν δημιουργούσαν κινδύνους καταστροφών. Ώστόσο, μια και μόνο διάταξη των αρχών της δεκαετίας του ’50, ο νόμος περί αντιπαροχής, υπήρξε αρκετή για να συντελεστεί μια άνευ προηγουμένου καταστροφή μνημείων και συνόλων από το 1950 και εξής, με αποκλειστικό και κύριο γνώμονα το οικονομικό όφελος.

Ο Νόμος 5351/1932 ίσχυε μέχρι τις 28 Ιουνίου του 2002, όποτε και ψηφίστηκε ένας καινούργιος, ο νόμος 3028 «Για την προστα-σία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς». Ένας νέος αρχαιολογικός νόμος προσαρμοσμένος στις ανάγκες που

προέκυψαν στο μεταξύ ήταν επιτακτική ανάγκη εδώ και δεκαετίες. Ο νέος νόμος είναι φανερό ότι προσπαθεί να καλύψει τα κενά του προηγούμενου, ο οποίος προέκυψε από κωδικοποίηση διαφόρων διατάξεων. Ο νέος αρχαιολογικός νόμος περιλαμβάνει διατάξεις που αφορούν στις νέες μεθόδους τεχνολογίας που χρησιμοποιού-νται πλέον στην αρχαιολογική επιστήμη, ενώ είναι σημαντικό το γε-γονός ότι προστατεύει ό,τι μπορεί να θεωρηθεί πολιτιστικό αγαθό, από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, ακόμη και τα άυλα. Ο νέος νόμος, πέρα από τις λεπτομερείς διατάξεις του περί συστηματικών και σωστικών ανασκαφών και περί προστασίας εν γένει των αρχαιο-λογικών χώρων, περιλαμβάνει σε μία σειρά άρθρων, από το 53 έως το 66, όλες τις περιπτώσεις των παράνομων ενεργειών που αφο-ρούν στις αρχαιότητες.

Η διεθνής νομοθεσία για την προστασία των αρχαιοτήτων

Η διεθνής νομοθεσία διέπεται από δύο κύριες Συμβάσεις: Α) το άρθρο 1 της Συμβάσεως της Χάγης του 1954 για την προ-

στασία των πολιτιστικών αγαθών σε περίπτωση ένοπλης συρράξε-ως. Για τους σκοπούς της συμβάσεως αυτής θεωρούνται ως πολι-τιστικά αγαθά ασχέτως προς την προέλευσή τους ή την ιδιοκτησία τους: τα αγαθά, κινητά ή ακίνητα τα οποία παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για την πολιτιστική κληρονομιά των λαών, όπως τα μνη-μεία της αρχιτεκτονικής, της τέχνης ή της ιστορίας, εκκλησιαστικά ή θρησκευτικά ή κοσμικά, οι αρχαιολογικές θέσεις κλπ (ΦΕΚ Α΄/6/8-1-1981).

Β) το άρθρο 1 της Συμβάσεως του Παρισιού του 1970 που αφορά τα ληπτέα μέτρα για την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνο-μης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβιβάσεως πολιτιστικών αγαθών. Για τους σκοπούς της συμβάσεως αυτής θεωρούνται ως πολιτιστικά αγαθά εκείνα τα οποία θρησκευτικά ή κοσμικά καθορίζονται αφενός εκάστου των κρατών ως έχοντα σπουδαιότητα (ΦΕΚ Α΄297/29-12-1980).

Γ) το άρθρο 2 εδάφιο 19 του Παραρτήματος ΙΙ της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δελφών του 1985 για τις παραβάσεις που σχετί-ζονται με την πολιτιστική κληρονομιά (σημαντικές αρχαιολογικές, ιστορικές ή επιστημονικές θέσεις και δομές είτε θρησκευτικές είτε κοσμικές που έχουν μια σημαντική ιστορική, επιστημονική, καλλιτε-χνική ή αρχιτεκτονική αξία).

Page 27: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

27

Also, during the last 25 years (1987-) archaeologists from the Ar-chaeological Service, Aristotle University of Thessaloniki and the for-eign Archaeological Schools active in Northern Greece have institut-ed a yearly archaeological meeting in which the year’s archaeological and excavation activities in Macedonia and Greece are presented for the first time. The proceedings of this meeting, To Archaiologiko Ergo sti Makedonia kai sti Thraki (Archaeological Work in Macedonia and Thrace) are very consistently published; to date, 23 volumes have been published, revealing the full wealth of Northern Greece.

The year 1932 saw the publication of Presidential Decree nr. 5351 entitled “Concerning Antiquities”. It codified all the provisions in ef-fect until that time. Until 1950, the state protected by law only works of antiquity and Byzantium down to 1453. Despite the fact that the value of modern works of art –chiefly, architectural monuments, in-dustrial installations and complexes, and works of folk art– were a matter of common awareness amongst the educated, no measures had been taken to protect them, in contrast to many European states, because the economic and social conditions were not creating dan-gers of destruction. However, a single provision, the law on antiparo-chi, was sufficient for an unprecedented destruction of monuments and groups of monuments from 1950 onwards, governed solely and exclusively by profit.

Law 5351/1932 was in effect until 28 June 2002, when Law 3028, “On the Protection of Antiquities and the Cultural Heritage in Gen-eral”, was passed. A new archaeological law adapted to the needs that have emerged in the meantime had been an imperative need for decades. The new law clearly endeavors to cover the gaps in the pre-vious law, which resulted from the codification of various provisions/regulations. The new law includes provisions concerning new meth-ods involving technology now employed in the science of archaeol-ogy; it is important that it protects whatever can be considered a cultural good, from antiquity to the present and including even the immaterial/incorporeal. In addition to detailed provisions concern-ing systematic and salvage excavations and the protection of archae-ological sites generally, the new law includes a series of articles (53-66) covering all cases of illicit activities which relate to antiquities.

International law of the illegal trafficking of antiquities

International law concerning the protection of antiquities is gov-erned by two main Conventions:

Α) Article 1 of the Hague Convention (1954) on the protection of cultural goods in case of armed conflict. [For the purposes of this Convention, the following are considered “cultural goods”, regard-less of their provenance or ownership: a) goods both portable and stationary which are of major interest for peoples’ cultural heritage, including monuments of architecture, art, or history, ecclesiastical or religious or secular, archaeological sites, etc. (ΦΕΚ Α΄/6/8-1-1981)].

B) Article 1 of the Paris Convention (1970) concerning necessary measures to prohibit and prevent the illicit import, export and trans-fer of cultural goods. [For the purposes of this Convention, “cultural goods” are considered those goods, whether religious or secular, de-fined by each state as having importance. (ΦΕΚ Α΄297/29-12-1980)].

C) Article 2, paragraph 19 of Annex II to the European Convention of Delphi (1985) on violations related to the cultural heritage (im-portant archaeological, historical, or scientific sites and structures, religious or secular, having significant historical, scholarly, artistic, or architectural value).

D) Article 1 of the Recommendation concerning the protection of cultural property endangered by public or private works, and adopt-ed by the UNESCO General Conference in Paris on 19 November 1968. [For the purposes of this Recommendation, the term “cultural wealth” is applied to a) stationary monuments, such as archaeologi-cal, historical, or scientific sites, structures or other characteristic ele-ments of historical, scientific, artistic, or architectural value, whether religious or secular…].

International organizations of protection of antiquities

The International Council of Musems (ICOM) was founded in 1946 following the destruction of World War II, which had wrought hor-rific damage to monuments in Europe. Its main goal, as defined by its founder and first president Chauncey Hamlin, was to make a new be-ginning, a close collaboration to build a world that would open up be-fore us. Efforts to include museums in developing countries brought fruit, and ICOM became an international organization. ICOM, with its purely professional character, could evolve into an organization of an interventionist nature, able to respond in case of crises where monu-ments and works of art or cultural records were at risk. However, this has been shown to be partly utopian. Although it may seem para-doxical, the activity they had developed during fifty years of dealing with the cultural heritage to raise public awareness regarding the im-

Page 28: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

28

Δ) το άρθρο 1 της Συστάσεως που αφορά στην προστασία της πολιτιστικής περιουσίας που τίθεται σε κίνδυνο από δημόσια ή ιδιωτικά έργα και υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνδιάσκεψη της UNESCO στο Παρίσι την 19-11-1968. Για τους σκοπούς της Σύστασης αυτής, ο όρος «πολιτιστική περιουσία» εφαρμόζεται στα α) ακίνητα, όπως αρχαιολογικές και ιστορικές ή επιστημονικές θέσεις, δομές ή άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία ιστορικής, επιστημονικής, καλλιτεχνι-κής ή αρχιτεκτονικής αξίας, είτε θρησκευτικά είτε κοσμικά και β) στα κινητά ευρήματα.

Οι διεθνείς οργανισμοί

Το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων ιδρύθηκε το 1946 αμέσως μετά από τον καταστροφικό Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, που επέφερε τρο-μερές βλάβες σε μνημεία του ευρωπαϊκού χώρου. Κύριος στόχος του ήταν, όπως προσδιόρισε ο ιδρυτής και πρώτος πρόεδρός του Chauncey Hamlin, να ξεκινήσει «…μια καινούργια αρχή, μια στενή συνεργασία για να ξαναχτίσουμε έναν κόσμο που ανοίγεται μπρο-στά μας». Οι προσπάθειες να ενταχθούν και τα μουσεία των υπό ανάπτυξη χωρών καρποφόρησαν και το ICOM έγινε ένα παγκόσμι-ος οργανισμός. Το ICOM, με χαρακτήρα καθαρά επαγγελματικό, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε οργανισμό με χαρακτήρα παρεμβατικό, ικανό να αντιδρά σε περιπτώσεις κρίσης οπότε τα μνημεία και τα έργα τέχνης ή τα τεκμήρια του πολιτισμού κινδυνεύουν. Ώστόσο, αυτό αποδείχτηκε εν μέρει ουτοπικό. Όσο κι αν φανεί παράδοξο, η ενασχόληση και η δράση του ICOM επί πενήντα χρόνια με την πο-λιτισμική κληρονομιά, έχοντας ως κύριο στόχο την ευαισθητοποίη-ση του κοινού ως προς τη σπουδαιότητα των πολιτιστικών αγαθών, αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων ανίσχυρη, αφού δεν κατάφερε να προστατέψει τίποτε από αυτά σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης. Το ελληνικό τμήμα του ICOM ιδρύθηκε το 1983.

Ώς αποτέλεσμα αυτής της διαπίστωσης υπογράφτηκε το 1968 μια σύμβαση στην UNESCO για την εν γένει προστασία της πολιτι-στικής περιουσίας κάθε λαού. Από αυτή τη σύμβαση φαίνεται να προέκυψε στο Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων ένας Ηθικός Κώδικας για την απόκτηση πολιτισμικών αγαθών: πρόθεση ήταν να προστεθεί ένα ψυχικό πλεόνασμα στη διαχείριση των οργανισμών που είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται δυναμικά. Πρόθεση ήταν, επίσης, να τε-θούν δια μέσου και προς όφελος του επαγγέλματος κάποιοι σταθε-ροί κανόνες που επρόκειτο στη συνέχεια να ενταχθούν στον Κώδικα Επαγγελματικής Δεοντολογίας του ICOM, που υιοθετήθηκε το 1986.

Οι κανόνες αυτοί στοχεύουν στο να αναδείξουν το μουσείο σε έναν υποδειγματικό οργανισμό, ώστε να είναι βάσιμα αξιόπιστος ο ρόλος του στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξης, όπως καθορίζεται από το καταστατικό του ICOM. Αυτοί οι κανόνες αφο-ρούν στα εξής: 1) εξασφαλίζεται ότι οποιοδήποτε νέο απόκτημα ενός μουσείου δεν βγήκε παράνομα από τον τρόπο προέλευσής του ή ότι δεν συνδέεται με την καταστροφή ενός αρχαιολογικού χώρου ή κάποιων γεωλογικών ή βιολογικών δειγμάτων, 2) προβλέπεται η

Page 29: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

29

portance of these goods, it did not protect them when some of these communities became involved in armed conflict. The Greek branch of ICOM was founded in 1983.

The 1968 UNESCO Convention appears to have resulted in the International Council of Museums’ Code of Ethics for the Acquisition of Cultural Goods, whose goal was to add psychic redundancy to the management of organizations that had begun to develop actively. There was also an intention to establish, through the profession and to its benefit, constant rules that would then be incorporated into the ICOM Code of Professional Ethics, which was adopted in 1986. These rules’ object is to elevate the museum into an exemplary or-ganization, so that its role in the service of society and development as defined by the charter of ICOM will be legitimately credible. These rules concern the following: on the one hand, there is a safeguard that any new acquisition by a museum did not leave its provenance illegally, and that it was not connected with the destruction of an ar-chaeological site or with geological or biological samples. On the oth-er hand, it foresees the informing of the competent police services in cases of doubt regarding an object’s provenance. These are elemen-tary precautionary measures, but everyone who works in a museum is obliged to apply them systematically. Experts and scholars are not permitted to rely on a non-existent art market ethics, where profit is the only objective.

Until 1970, the trafficking in cultural goods occurred without any control over their provenance and means of acquisition. The expla-nation “from the collection of a famous collector” was considered more than enough to document the provenance of an antiquity or work of art. Within this context, an enormous international commer-cial network was created, based wholly on illicit excavations and traf-ficking in antiquities.

International law began to change radically in 1970, with the UN-ESCO Convention, which attempted to impose barriers on the uncon-trolled trade in looted antiquities. According to the terms of the Con-vention, every commercial exchange involving an antiquity must be accompanied by a special certificate providing proof of its exact prov-enance. That is, museums and private collectors are forbidden from making any purchase of objects of doubtful or unknown provenance.

The message is clear: anyone, whether museum or collector, who receives antiquities with a “dark” / “shady” provenance, is encour-

aging illicit traffickers to continue their excavations and pillaging of archaeological sites and museums.

Nevertheless, the illicit market always finds ways to circumvent limitations, exploiting various legal precedents and the gaps in na-tional legislation. Despite this, recently there has been a radical change of opinion about what is ethical and acceptable in the world of museums and collectors, particularly following the repatriation to Greece and Italy of famous finds that had been stolen and found in the possession of major museums and of collectors.

Page 30: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

30

ενημέρωση των αρμοδίων αστυνομικών υπηρεσιών, στην περίπτω-ση που διατηρούνται αμφιβολίες ως προς την προέλευση του αντι-κειμένου. Πρόκειται για στοιχειώδη προληπτικά μέτρα που, όμως, όλοι όσοι εργάζονται σε μουσεία οφείλουν να εφαρμόζουν συστη-ματικά. Οι ειδήμονες και οι επιστήμονες δεν είναι επιτρεπτό να επα-ναπαύονται σε μια ανύπαρκτη δεοντολογία αγοράς της τέχνης όπου μοναδικός στόχος είναι το κέρδος.

Μέχρι το 1970, η διακίνηση των πολιτιστικών αγαθών γινόταν χωρίς κανέναν έλεγχο για τον τόπο προέλευσης και τον τρόπο από-κτησής τους. Η αιτιολογία «από τη συλλογή διάσημου συλλέκτη» θεωρούνταν υπεραρκετή για να τεκμηριώσει την προέλευση μιας αρχαιότητας ή ενός έργου τέχνης. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε ένα τεράστιο διεθνές εμπορικό δίκτυο βασισμένο εξ ολοκλήρου στις λαθρανασκαφές και στην παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων.

Η διεθνής νομοθεσία άρχισε να αλλάζει ριζικά, το 1970, με τη Σύμβαση της UNESCO, η οποία προσπάθησε να θέσει φραγμούς στο ανεξέλεγκτο εμπόριο λεηλατημένων αρχαιοτήτων. Σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης, κάθε εμπορική συναλλαγή που αφορά σε αρχαιότητα οφείλει να συνοδεύεται από ειδικό πιστοποιητικό που να τεκμηριώνει την ακριβή προέλευσή της. Απαγορεύεται, δηλαδή, στα μουσεία και τους ιδιώτες συλλέκτες οποιαδήποτε αγορά αντι-κειμένων αμφισβητούμενης ή άγνωστης προέλευσης.

Το μήνυμα είναι σαφές, οποιοσδήποτε, μουσείο ή συλλέκτης, αποδέχεται αρχαιότητες «σκοτεινής» προέλευσης, ενθαρρύνει τους αρχαιοκαπήλους να συνεχίζουν τις παράνομες ανασκαφές και τις λεηλασίες αρχαιολογικών χώρων και μουσείων.

Η παράνομη αγορά, ωστόσο, βρίσκει πάντοτε τρόπους να παρα-κάμπτει τους περιορισμούς, αξιοποιώντας τις διαφορετικές νομολο-γίες και τα κενά των εθνικών νομοθεσιών. Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια άρχισε να αλλάζει σε σημαντικό βαθμό η άποψη για το τι είναι ηθικό και τι είναι αποδεκτό αποδεκτό στον κόσμο των μουσείων και των συλλεκτών, ιδιαίτερα, μετά τους επα-ναπατρισμούς στην Ελλάδα και στην Ιταλία διάσημων ευρημάτων που είχαν κλαπεί και βρέθηκαν στην κατοχή μεγάλων μουσείων και συλλεκτών.

Πέρα από τη Σύμβαση της UNESCO για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ώστε να απαγορευθεί και να παρεμποδιστεί η εισαγωγή, η εξαγωγή και η μεταβίβαση παράνομης ιδιοκτησίας πολιτισμικών

αγαθών (1970) που επικυρώθηκε από όλες τις χώρες αγοράς της τέ-χνης, με τελευταία τις Ηνωμένες Πολιτείες το καλοκαίρι του 2011, το 1995 δημιουργήθηκε ένα δεύτερο διεθνές νομικό εργαλείο: Η σύμβαση UNIDROIT.

Η σύμβαση αυτή, με τη σταθερή υποστήριξη του ICOM, έχει ήδη υπογραφτεί από τρεις χώρες της αγοράς της τέχνης, που δεν είχαν επικυρώσει τη Σύμβαση της UNESCO: τη Γαλλία, την Ελβετία και τις Κάτω Χώρες. Επιβάλλει την υποχρέωση της επιστροφής των κλεμμένων αντικειμένων και εισάγει την έννοια της αξιοπιστίας, η οποία επιτρέπει σε ένα συλλέκτη ή κληρονόμο να θεωρηθεί καλής πίστεως, εφόσον δηλώσει την προέλευση ή τον τρόπο απόκτησης της συλλογής. Μια Ευρωπαϊκή Οδηγία για την επαναφορά των πολι-τισμικών αγαθών που απομακρύνθηκαν παράνομα από το έδαφος ενός κράτους- μέλους επαναλαμβάνει, επίσης, την ίδια αρχή. Ανα-φέρεται, επίσης, ως υπόδειγμα η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτει-ών να εφαρμόσουν το διάταγμα που προκύπτει από τη Σύμβαση της UNESCO του 1970: το διάταγμα αυτό προβλέπει ότι κάθε χώρα της οποίας η ατεκμηρίωτη πολιτισμική κληρονομιά λεηλατείται μπορεί να ζητήσει την απαγόρευση της πώλησής της επί του αμερικανικού εδάφους.

Ώστόσο, εξακολουθούν ακόμη να υπάρχουν σοβαρά ζητήμα-τα προστασίας και νομικά κενά. Για παράδειγμα, τα συντάγματα του Βελγίου, της Δανίας, της Ιρλανδίας, του Λουξεμβούργου και της Ολλανδίας φαίνεται ότι αγνοούν τα πολιτιστικά αγαθά και την προστασία τους, για λόγους της ελεύθερης διακίνησης της τέχνης. Αντίθετα, ιδιαίτερη προστατευτική νομοθεσία υπάρχει στην Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Ουσιαστικά, από μία και μόνο ματιά της θέσης της κάθε χώρας στον χάρτη της Ευρώπης αντι-λαμβάνεται κανείς τι συμβαίνει: οι χώρες του νότου που κατά την αρχαιότητα ανέπτυξαν σημαντικούς πολιτισμούς έχουν αυστηρότε-ρους νόμους και σαφείς περιορισμούς, οι χώρες του ευρωπαϊκού βορρά αδιαφορούν καθώς θεωρούν ότι δεν τους αφορά η προστα-σία των αρχαιοτήτων.

Στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοι-νοτήτων ανέπτυξε μια έντονη δραστηριότητα προκειμένου να ολοκληρωθεί στην Ευρώπη το φιλόδοξο σχέδιο της «Ενιαίας αγο-ράς». Ώστόσο, η κατάργηση του τελωνειακού ελέγχου μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών δημιούργησε μια νέα κατάσταση πραγμάτων. Η κοινότητα έπρεπε να προχωρήσει στις απαραίτητες νομοθετικές

Page 31: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

31

Beyond the UNESCO Convention on the necessary measures to forbid and prevent the import, export, and transfer of illegal own-ership of cultural goods (1970), which has been ratified by all the countries in the art market (the U.S. was the last country to ratify the Convention in the summer of 2011), in 1995 a second international instrument was created: the UNIDROIT convention.

This convention, which has the steadfast support of ICOM, has already been signed by three countries in the art market which did not ratify the UNESCO Convention: France, Switzerland, and the Low Countries. It imposes the obligation to return stolen objects, introduces the concept of “make haste hastily” (i.e. expedited procedure), which allows a collector or an heir to a col-lection to be considered “in good faith” if they declare the provenance or means of acquisition of a collec-tion. A European Directive on the return of cultural objects that have been re-moved illegally from the territory of a member-state reiterates this principle. Also noted as exemplary is the decision by the United States to apply the decree emerging from the 1970 UNESCO Conven-tion, which foresees that any country whose priceless cultural herit-age is plundered may request that its sale be forbidden on American territory.

The constitutions of Belgium, Denmark, Ireland, Luxembourg and Holland appear to ignore cultural goods and their protection, for the reasons provided in the sub-chapter that includes a comparative overview of the freedom of art. France, Italy, Spain and Portugal have particularly protective legislation.

In the early 1990s, the European Commission became extreme-ly active in order that the ambitious “Single Market” plan might

be completed in Europe. However, the abolition of customs con-trol among European states created a new situation. The commu-nity should have advanced to the requisite legislation so that some sectors that the Treaty of Rome and the Single European Act (SEA) (1986) had not included in its responsibilities would not comprise national barriers to fulfillment of the internal market. Culture was one of the sectors that had not received any special attention from the leading parties to the Treaty of Rome, whose goals were exclu-sively economic. Thus, in November 1990 the EU Council of Ministers

showed concern for the first time about measures that would need to be taken af-ter the abolition of internal borders in 1992 in order to protect national treasures of historical and archaeo-logical value to member-states. At the same time, the Council of Ministers ex-amined the idea of estab-lishing a system of return to the country of origin of cultural goods that had been illegally exported to other member-states. Eu-rope had to reconcile two concepts that were dia-

metrically opposed to one another in theory: on the one hand, the free movement of goods and favoring of the art market, and on the other the protection of the whole of the European Cultural Heritage, by instituting measures to control this market.

In December 1992, the Council of Europe adopted a common po-sition in the plans submitted by the Commission for the protection of national treasures in the Single Market after 1993. These two pieces of legislation were implemented in tandem from early 1993, without retroactive force. Council Regulation 3911/92 (9 December 1992) concerning the export of cultural goods is a customs-style text that harmonizes the laws on the export of cultural goods to the foreign

Page 32: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

32

ρυθμίσεις ώστε ορισμένοι τομείς, που η Συνθήκη της Ρώμης και η Ενιαία Πράξη (1986) δεν είχε περιλάβει στις αρμοδιότητές τους, να μην αποτελέσουν εθνικούς φραγμούς για την ολοκλήρωση της εσω-τερικής αγοράς.

Ο πολιτισμός ήταν ένας από τους τομείς που δεν είχαν τύχει ιδιαίτερης προσοχής από τους πρωταγωνιστές της συνθήκης της Ρώμης, η οποία είχε αποκλειστικά οικονομικούς στόχους. Έτσι, τον Νοέμβριο του 1990 το Συμβούλιο Υπουργών της Κοινότητας προ-βληματίστηκε για πρώτη φορά σχετικά με τα αναγκαία μέτρα που έπρεπε να ληφθούν μετά την κατάργηση των εσωτερικών συνόρων το 1992, ώστε να προστατευθούν οι εθνικοί θησαυροί ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας των κρατών-μελών. Παράλληλα, το Συμβούλιο των υπουργών εξέτασε την ιδέα καθιερώσεως ενός συστήματος επιστροφής στη χώρα προέλευσης πολιτιστικών αγαθών που είχαν εξαχθεί παράνομα σε άλλα κράτη μέλη. Η Ευρώπη έπρεπε να συμ-βιβάσει δύο εκ διαμέτρου αντίθετες θεωρητικά έννοιες: από τη μια την ελεύθερη διακίνηση των αγαθών και εύνοια της αγοράς έργων τέχνης και από την άλλη την προστασία του συνόλου της Ευρωπαϊ-κής Πολιτιστικής Κληρονομιάς, θεσπίζοντας μέτρα που ελέγχουν την αγορά αυτή.

Τον Δεκέμβριο του 1992 το Συμβούλιο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων υιοθέτησε μια κοινή θέση στα σχέδια που υπέβαλλε η επιτροπή για την προστασία εθνικών θησαυρών στην Ενιαία Αγορά μετά το 1993. Τα δύο αυτά νομοθετικά κείμενα εφαρμόζονται ως «πακέτο» από τις αρχές του 1993 χωρίς αναδρομική ισχύ. Ο Κανονισμός αρ. 3911/92 του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 1992 σχετικά με την εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών είναι ένα κείμενο τελωνιακού χαρακτήρα που εναρμονίζει τους νόμους εξαγωγής των πολιτιστικών αγαθών στα εξωτερικά σύνορα της Κοινότητας, καθιερώνοντας τη διαδικασία χο-ρηγήσεως σχετικής άδειας εξαγωγής των αγαθών αυτών.

Σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από τον κανονισμό διατάξεις, το τελωνείο κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αρνηθεί την εξαγωγή έργων τέχνης άλλου κράτους-μέλους εφόσον αυτά δεν συνοδεύονται από σχετική άδεια εξαγωγής των αρμόδιων πολιτιστικών αρχών. Η διαδικασία αυτή εξασφαλίζει ότι το εν λόγω αντικείμενο δεν μπορεί να εγκαταλείψει το έδαφος της Κοινότητας χωρίς να έχει πρώτα πιστοποιηθεί η νόμιμη προέλευσή του. Μια άλλη Οδηγία της 15ης Μαρτίου 1993 ρυθμίζει θέματα σχετικά με την επιστροφή αγαθών που έχουν παράνομα απομακρυνθεί από

το έδαφος κράτους-μέλους. Αυτή εισάγει ένα εντελώς νέο σύστημα επανακτήσεως των εθνικών θησαυρών που κυκλοφορούν παράνο-μα μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας. Δημιουργείται ένα νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου με διαιτησία ή με δικαστική προ-σφυγή υποχρεούνται οι παραβάτες να επιστρέψουν στη δικαιούχο χώρα το απολεσθέν αρχαίο της. Όλες αυτές οι ρυθμίσεις βέβαια δεν έχουν αναδρομική ισχύ.

Ο προσδιορισμός της έννοιας του «εθνικού θησαυρού» εξακο-λουθεί να αποτελεί σημείο προστριβής μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Επικρατούν δύο τάσεις. Η πρώτη εκφράζει τις νότιες χώρες που κατ΄ εξοχήν έχουν και θεωρούνται τόποι εξαγωγής πολιτιστικών αγαθών. Η δεύτερη χρησιμοποιείται, κυρίως, από χώρες της κεντρι-κής Ευρώπης όπου είναι εγκατεστημένα μεγάλα κέντρα εμπορίου έργων τέχνης και εισάγουν πολιτιστικά αγαθά από όλον τον κόσμο.

Το πρόβλημα, πάντως, της αρχαιοκαπηλίας, παρά την αύξηση των μέτρων και της προσοχής των διεθνών οργανισμών, παραμένει οξύτατο και ταλανίζει χώρες με πλούσιο ιστορικό παρελθόν, Παρά τα ισχύοντα μέτρα πάταξης και την ενίσχυση της προσπάθειας της διεθνούς συνεργασίας στον τομέα της παρεμπόδισης της παράνο-μης κυκλοφορίας έργων τέχνης χαρακτηρισμένων δυνάμει της Συμ-βάσεως της UNESCO ως προστατευόμενα πολιτιστικά αγαθά εξακο-λουθεί να υφίσταται σε απρόβλεπτο βαθμό σε όλες τις χώρες και κυρίως σε αυτές που βρίσκονται σε οικονομική δυσπραγία.

Τα προϊόντα αρχαιοκαπηλίας είχαν πάντοτε, εκτός από τη γοη-τευτική μαγεία που ασκούσαν στους συλλέκτες, και συλλεκτική-χρη-ματική αξία με παραμέτρους ιδεολογικές ή πρακτικές, προπαντός όταν συνοδεύονται από πιστοποιητικό προέλευσης. Την παράνο-μη δράση, άλλωστε, εξυπηρετούν δύο συγκυρίες: α) η κατά κανό-να απόκρυψη του τρόπου απόκτησης από τον πωλητή-διαθέτη, σε συνδυασμό με την κατά περίπτωση σιωπηρή αποδοχή του «εμπορι-κού» προϊόντος εκ μέρους του αγοραστή, απρόθυμου να ελέγξει την νομιμότητα της συναλλαγής βάσει παραστατικών στοιχείων άδειας εξαγωγής και εκτελωνισμού, β) η δυσχέρεια εντοπισμού των κλαπέ-ντων. Η τελευταία οφείλεται ουσιαστικά στη μεθοδευμένη πλέον εξαφάνιση-απόκρυψη των αρχαιοτήτων για ένα χρονικό διάστημα είτε από πλευράς του διαθέτη, ο οποίος αναμένει κατάλληλη ευ-καιρία διακίνησης της παράνομης λείας του, είτε από πλευράς του «έγκυρου» αγοραστή, που θα φροντίσει την αποθήκευση των κλα-πέντων για όσο διάστημα χρειάζεται για να ξεχαστούν.

Page 33: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

33

borders of the Community, establishing the procedure for granting the relevant permit for the exporting of these goods.

According to the provisions foreseen by the regulation, the cus-toms of a member-state of the European Union can refuse to export the art works of another member-state if they are unaccompanied by the relevant export permit provided by the competent cultural authorities. This procedure ensures that the object in question can-not leave EU territory without first having its legitimate provenance certified. Another Directive (15 March 1993) regulates issues con-cerning the return of goods that have been illegally removed from the territory of a member-state. It introduces an entirely new system for the reacquisition of national treasures circulating illicitly among EU member-states. A legal framework was created on the basis of which, either through mediation or by resort to the judicial system, violators are compelled to return the lost antiquity to the country which is its rightful and lawful owner. Of course, none of these regu-lations was retroactive.

Defining the concept “national treasure” continues to be a point of friction among European states. There are two prevailing tenden-cies. The first expresses the southern countries, the preeminent ex-porters of cultural goods. The second is primarily employed by the countries of central Europe, where major centers for the trade in art works are installed, and which import cultural goods from all over the world.

In any case, despite the increase in measures and the attention of international organizations, the problem of the illicit trafficking in an-tiquities remains acute, plaguing countries with a rich cultural past, despite the measures in effect for eradicating it, and support of the effort at international collaboration in the area of obstructing the ille-gal circulation of art works characterized on the basis of the UNESCO Convention as protected cultural goods. The products from illicit traf-ficking, apart from their allure, always had collection value as well, with ideological or practical parameters, above all when they were accompanied by a certificate of provenance. Furthermore, two sets of circumstances served this illegal activity: a) the (regular) conceal-ment of the means of acquisition by the seller/disposer of the object, in combination with the (occasional) silent acceptance of the “com-mercial” product on the part of the buyer, who is unwilling to check

the legality of the exchange on the basis of the descriptive evidence of an export permit and customs clearance, b) the difficult in locat-ing the stolen objects. The latter is essentially due to the planned disappearance-concealment of antiquities for some period, either on the part of the person disposing of them, who awaits the appropriate opportunity to traffic his illicit booty (which normally “wanders” over an enormous geographic area), or on the part of the “authoritative” buyer, who will take care the stolen works are stored away for as long as it takes for them to be forgotten.

Curbing thefts at identified (scientifically or not) sites is excep-tionally difficult, given the density of ancient residential remains in areas that are often far-removed and difficult of access from modern road networks. On more than a few occasions, police patrols have been called upon to secure archaeological zones.

Collaboration by co-competent bodies on this subject dates back a long while, and belongs to the general concern for preserving the cultural heritage, which at both the national and community level was always considered necessary to preserve and protect from every direct harmful intervention, defined by the constitutional legislator as public wealth to be expropriated in perpetuity. The independence of the Ministry of Culture, enacted into law in 1971 (N.Δ. 957/71) by the Ministry of Education and Religions, did not manage to exter-minate the phenomenon of antiquities smuggling. Until that time, many antiquities had been rescued by the institution of acting cura-tors (epimeletes) of antiquities, directors of primary and secondary schools who with fortitude and self-denial struggled to gather scat-tered antiquities into schools in their region. Many of these collec-tions formed the core of museum exhibits on a national scale.

It is true that large-scale pillaging had ended with the departure of foreign occupation forces. However, the plundering of small ar-chaeological collections that had not had time to be secured by bur-ial in their native soil, or by concealment in hospitable homes during the occupation, created the obligation to institute international prac-tices in the search for lost antiquities in the form of publication from 1947 of printed announcements of stolen antiquities by the interna-tional crime-fighting authority INTERPOL. Since then, the procedure for verifying the details of goods belonging to the cultural heritage being traded has been decisively auxiliary to the work of the Greek Archaeological Service. Accompanied by new regions and special re-

Page 34: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

34

Η περιστολή των κλοπών σε χώρους, εντοπισμένους επιστημο-νικά ή μη, είναι εξαιρετικά δύσκολη δεδομένης της πυκνότητας των αρχαίων οικιστικών καταλοίπων σε περιοχές συχνά απομακρυσμέ-νες και δύσκολα προσβάσιμες από τα σύγχρονα οδικά δίκτυα. Δεν είναι λίγες οι φορές που για να διασφαλιστούν οι αρχαιολογικές ζώνες καλούνται να καλύψουν τη φύλαξή τους περιπολίες αστυνο-μικών.

Η συνεργασία συναρμόδιων φορέων στο αντικείμενο είναι πα-λαιά και εντάσσεται στη γενική μέριμνα για τη διάσωση πολιτιστι-κής κληρονομιάς, που σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο θεωρούνταν ανέκαθεν διατηρητέα και προστατευτέα από κάθε άμεση βλαπτική επέμβαση καθορισμένη από το συνταγματικό νομοθέτη ως δημόσια περιουσία απαλλοτριωτέα εις το διηνεκές. Η νομοθετημένη από το 1971 αυτοτέλεια του Υπουργείου Πολιτισμού (Ν. Δ. 957/71) από το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, δεν κατάφερε να αφανίσει το φαινόμενο της αρχαιοκαπηλίας. Μέχρι τότε πολλές από τις αρ-χαιότητες είχαν διασωθεί από τον θεσμό των έκτακτων επιμελητών αρχαιοτήτων, Διευθυντών Δημοτικών και Γυμνασίων, οι οποίοι με σθένος και αυταπάρνηση πάσχισαν για την περισυλλογή διάσπαρ-των αρχαιοτήτων σε σχολεία της περιφέρειας. Πολλές από τις ενό-τητες αυτές αποτέλεσαν τον πυρήνα των μουσειακών εκθεμάτων σε εθνική εμβέλεια.

Είναι αλήθεια, ότι οι μεγάλης κλίμακας διαρπαγές είχαν λήξει με την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων κατοχής κατά τον πρώ-το και δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Όμως, η λεηλασία των μικρών αρχαιολογικών συλλογών που δεν πρόλαβαν να διασφαλιστούν ενταφιαζόμενα στο πάτριο έδαφος ή να αποκρυφτούν σε φιλόξενα σπίτια κατά τη διάρκεια της κατοχής, δημιούργησε την υποχρέωση θέσπισης διεθνών πρακτικών στην αναζήτηση των χαμένων αρχαι-οτήτων με τη μορφή της έκδοσης από το 1947 εντύπων αναγγελιών κλαπέντων αρχαίων έργων εκ μέρους της διεθνούς διωκτικής αρχής ΙΝΤΕΡΠΟΛ. Η διαδικασία εξακρίβωσης στοιχείων των διακινούμενων αγαθών πολιτιστικής κληρονομιάς ασφαλώς αποτελεί σημαντική αρωγή στο έργο της ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Η τελευ-ταία, πλαισιωμένη με νέες περιφέρειες και ειδικές περιφερειακές μονάδες και τις τεχνικές υπηρεσίες του νεοσύστατου τότε Υπουρ-γείου Πολιτισμού και Επιστημών φρόντισε για την έναρξη εφαρμο-γής ειδικών προδιαγραφών αντικλεπτικής προστασίας μνημείων και μουσείων από τη φάση της ανέγερσης κάθε νέου μουσειακού

έργου (θωράκιση κτηριακού κελύφους, περίφραξη, εγκαταστάσεις συστημάτων συναγερμού) μέχρι τον εξοπλισμό και τη στελέχωση, με οδηγό πάντοτε τις πρακτικές οργανισμών όπως είναι η UNESCO και το ICOM.

Με την αναδιάρθρωση των αρμοδιοτήτων των περιφερειακών υπηρεσιών του ΥΠΠΟΤ η προστασία των αρχαιοτήτων έγινε αρκε-τά πιο αποτελεσματική. Συνεισέφερε στον ευχερέστερο έλεγχο, εποπτεία και χαρακτηρισμό των αρχαιολογικών ζωνών και τη συ-στηματικότερη καταγραφή και ευρετηρίαση αρχαιολογικών χώρων και κινητών ευρημάτων. Με την κύρωση της Σύμβαση της UNESCO (Παρίσι 17-11-1970) «Περί ληπτέων μέτρων για την απαγόρευση, παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβα-σης κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών) με τον Ν. 1103/80 τα κρούσματα κλοπών σε οργανωμένους αρχαιολογικούς χώρους μει-ώθηκαν αρκετά, ωστόσο, η αρχαιοκαπηλία είναι ακόμα μία ανοικτή πληγή και θα πρέπει να φροντίσουμε όλοι να κλείσει.

Οι παράνομες ανασκαφές: πληγή που αιμορραγεί

Η αρχαιοκαπηλία έρχεται τρίτη στην κατάταξη των πιο κερδοφόρων μορφών παράνομης δραστηριότητας μετά το εμπόριο όπλων και τη διακίνηση ναρκωτικών. Τεράστια χρηματικά ποσά διακινούνται ετησίως μέσω των παράνομων συναλλαγών αρχαιοτήτων. Αυτός που εμπορεύεται τις αρχαιότητες της πατρίδας του δεν διαφέρει σε τίποτα από τον έμπορο της λευκής σαρκός. Το ένα trafficking αφο-ρά ανθρώπους, το άλλο είναι στυγνό ξεπούλημα της ιστορίας. Ιδι-αίτερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης ή πολιτικής αστάθειας, οι αρχαιότητες αποτελούν έναν από τους ευπαθέστερους στόχους της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η αρχαιοκαπηλία δεν καταστρέφει μόνο τα επιστημονικά δεδομένα και κατ’ επέκταση τη γνώση του παρελ-θόντος. Υπονομεύει το μέλλον ενός τόπου, ακυρώνοντας τη δυνατό-τητα ανάδειξης και αξιοποίησης υπαίθριων αρχαιολογικών χώρων, μουσείων και μνημείων.

Την τελευταία τριετία λόγω και της μεγάλης οικονομικής κρίσης και της ανεργίας παρατηρήθηκε αλματώδης αύξηση της αρχαιοκα-πηλικής δραστηριότητας και της παράνομης διακίνησης πολιτιστι-κών αγαθών. Επιδίδονται σε αυτήν ιδιαίτερα σε τόπους που ακόμη θεωρούνται σε σημαντικό βαθμό ανεξερεύνητοι, όπως είναι η Μα-κεδονία, η Θράκη, η Θεσσαλία και δύσβατες περιοχές της Στερεάς

Page 35: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

35

gional units, and the technical services of the newly-created Ministry of Culture and Sciences, the Service provided for the commencement of the application of special specifications for anti-theft protection of monuments and museums, from the stage of construction of each new museum project (armored building shell, fencing, installation of alarm systems) to its equipping and staffing, always having as guide the practices of organizations such as UNESCO and ICOM.

With presidential decree, which reorganized the responsibilities of the regional services of the Ministry of Culture, the protection of antiquities became more effective. It contributed to easier control, oversight, and characterization of archaeological zones, and the more systematic recording and cataloguing of archaeological sites and portable finds. With the ratification of the UNESCO Convention (Paris, 17 November 1970) “On the means of preventing and prohib-iting the illicit import, export, and transfer of ownership of cultural property” by Law 1103/80, cases of thefts in organized archaeologi-cal sites decreased significantly. But illicit trafficking is ever an open wound and it behooves us all to ensure it is closed.

Illicit excavations: an open wound

The illicit trafficking in antiquities ranks third among the most profit-able forms of illicit activity after arms and narcotics dealing. Enor-mous sums change hands each year through illegal trading in antiq-uities. Particularly in periods of financial crisis or political instability, antiquities are one of the most vulnerable targets of the cultural her-itage. Antiquities smuggling not only destroys scientific evidence and by extension, knowledge of the past; it undermines the future of a place, abrogating the opportunity to enhance and make use of out-door archaeological sites, museums, and monuments.

During the past three years, due to the major financial crisis and unemployment, there has been observed an increase in antiquities smuggling activities and the illicit trade in cultural goods. Despite international conventions, state limitations, and relevant legisla-tion, the illicit trafficking in antiquities continues even today to be an enormous scourge, since by virtue of the major proportions it has as-sumed, it is difficult to control. Illicit excavations and thefts of cultural goods are increasing worldwide. Greece, which is at an especially dif-ficult juncture in its history, is being called upon to protect its cultural heritage and preserve it for future generations.

One characteristic example of extensive destruction is that of the prehistoric culture of the Cyclades. When they first came to light in the 19th century, Cycladic figurines were characterized as “ugly” and “barbaric” in comparison to those of the Classical age. But in the mid-20th century, their simplicity of form and their “whiteness” captivated artists. During the 1960s it became fashionable to collect Cycladic figurines. Many residents of the islands, some out of igno-rance, went searching for such figurines on their property in order to supply rich collectors who were visiting the islands. Furthermore, the severe lines and abstractness which characterize Cycladic art became a harbinger of modern sculpture. It sent their value skyrocketing, and led to the savage plundering of the Cyclades.

The so-called “Treasure of Keros”, an impressive assemblage of hundreds of Cycladic figurines that were illicitly traded, comes from the island of Keros, now uninhabited. Today they are scattered in various private collections and museums from Paris and Karlsruhe to Los Angeles and Canberra. Scholars are no longer able to offer a clear interpretation on the collection of figurines on the island, or to de-scribe precisely the role of Keros in Cycladic prehistory, since exten-sive illicit excavations irretrievably destroyed the scientific evidence.

Of the 1604 known figurines from the Cyclades, only 143 have been uncovered in legitimate archaeological excavations. It is calcu-lated that at least 12,000 graves have been plundered. At the same time, the production and trade in forged figurines has increased so much that doubt is being cast on the authenticity of “famous” figu-rines, even those hosted in major museums.

Other characteristic examples of the identification of illicit traf-ficking activity include: 1) In 1974, there was detected the theft of a red-figure vase with a

scene of Hermes and Ganymede from a storage space inaccessi-ble to the public on the upper floor of the Stoa of Attalus, which is guarded continuously.

2) In 1988, a marble lion’s-head waterspout in the area in front of the Stoa of Attalos was broken off from a circular cornice.

3) In 1992, a marble pedimental stele disappeared from the fenced-off site of the Roman Agora.

4) In 1993, from the Acropolis rock. 5) A marble head from the Museum of Thessaloniki was spotted at

an auction and returned to Greece.

Page 36: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

36

Ελλάδας. Η αρχαιοκαπηλία, παρά τις διεθνείς συμβάσεις και τους κρατικούς περιορισμούς και τη σχετική νομοθεσία, εξακολουθεί να αποτελεί ακόμη στις μέρες μας μία τεράστια μάστιγα, καθώς, λόγω της μεγάλης έκτασης που έχει λάβει, δύσκολα μπορεί να ελεγχθεί. Οι παράνομες ανασκαφές και οι κλοπές πολιτιστικών αγαθών αυξά-νονται παγκοσμίως. Η Ελλάδα, σε μια ιδιαίτερα δύσκολη συγκυρία της ιστορικής της πορείας καλείται να προστατεύσει την πολιτιστική της κληρονομιά και να τη διαφυλάξει για τις επόμενες γενιές.

Ορισμένες φορές συμβάλλουν στην υπόθαλψη της αρχαιοκαπη-λίας και οι κάτοικοι μιας περιοχής από αμορφωσιά ή άγνοια. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιας εκτεταμένης κα-ταστροφής αποτελεί ο προϊστορικός πολιτισμός των Κυκλάδων. Όταν πρωτοήρθαν στο φως τον 19ο αιώνα τα κυκλαδικά ειδώλια χαρακτη-ρίστηκαν «άσχημα» και «βαρβαρικά» σε σύγκριση με τα ειδώλια της κλασικής εποχής. Στα μέσα όμως του 20ου αιώνα, η απλότητα της φόρμας και η «λευκότητά» τους γοήτευσαν τους καλλιτέχνες. Στη δε-καετία του ’60 έγινε μόδα η συλλογή κυκλαδικών ειδωλίων. Πολλοί κάτοικοι των νησιών, ορισμένοι και μέσα στην άγνοιά τους, αναζή-τησαν τέτοια ειδώλια στα κτήματά τους προκειμένου να προμηθεύ-σουν πλούσιους συλλέκτες επισκέπτες των νησιών. Άλλωστε, η λιτή γραμμή και η αφαιρετικότητα που χαρακτηρίζει την κυκλαδική τέχνη έγινε προάγγελος της μοντέρνας γλυπτικής, εκτόξευσε την εμπορική τους αξία και οδήγησε στην άγρια λεηλασία των Κυκλάδων.

Από το ακατοίκητο, σήμερα, νησί της Κέρου προέρχεται ο λεγό-μενος «Θησαυρός της Κέρου», ένα εντυπωσιακό σύνολο εκατοντά-δων κυκλαδικών ειδωλίων που διακινήθηκαν παράνομα. Σήμερα, βρίσκονται διασκορπισμένα σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές και μουσεία από το Παρίσι και την Καλσρούη μέχρι το Λος Άντζελες και την Καμπέρα. Ώς αρχαιοκαπηλικό προϊόν έχουν έρθει από μία κα-τάσχεση κυκλαδικά ειδώλια ακόμη και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Οι επιστήμονες αδυνατούν, πλέον, να δώσουν μια ξεκάθαρη ερμηνεία για τη συγκέντρωση των ειδωλίων στο νησί ή να περιγράψουν με ακρίβεια το ρόλο της Κέρου στην κυκλαδική προϊ-στορία, καθώς οι εκτεταμένες λαθρανασκαφές κατέστρεψαν ανεπα-νόρθωτα τα επιστημονικά δεδομένα.

Από τα 1604 γνωστά ειδώλια από τις Κυκλάδες μόνο τα 143 έχουν αποκαλυφθεί σε αρχαιολογικές ανασκαφές. Υπολογίζεται ότι έχουν λεηλατηθεί τουλάχιστον 12.000 τάφοι. Παράλληλα, η παρα-γωγή και η διακίνηση πλαστών ειδωλίων αυξήθηκε τόσο, ώστε να

αμφισβητείται η γνησιότητα «διάσημων» ειδωλίων που φιλοξενού-νται ακόμη και σε μεγάλα μουσεία.

Άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα εντοπισμού αρχαιοκαπηλι-κής δράσης: 1) Το 1974 εντοπίζεται κλοπή ερυθρόμορφου αγγείου με παρά-

σταση Ερμή και Γανυμήδη από μη προσβάσιμο για το κοινό αποθηκευτικό χώρο ορόφου στη φυλασσόμενη συνεχώς στοά του Αττάλου.

2) Στο χώρο μπροστά από τη στοά του Αττάλου αποσπάται το 1988 από το κυκλικό γείσο μαρμάρινης κρήνης λεοντοκεφαλή-υδρορρόη.

3) Εξαφανίζεται από τον περιφραγμένο χώρο της ρωμαϊκής αγο-ράς μαρμάρινη αετωματική στήλη το 1992.

4) Το 1993 από τον Βράχο της Ακρόπολης. 5) Μαρμάρινο κεφάλι, κλεμμένο από το Μουσείο Θεσσαλονίκης

εντοπίζεται σε δημοπρασία και επαναπατρίζεται. 6) Ο Θησαυρός των Αηδονιών. 7) Αρχαϊκό ανάγλυφο από τη Θάσο. 8) Το χρυσό στεφάνι του Γκετύ. 9) Η αττική κόρη του Γκετύ.10) Ο χάλκινος κρατήρας της συλλογής Shelby White.11) Το χάλκινο άγαλμα του Μ. Αλεξάνδρου.12) Τα χρυσά, αργυρά και χάλκινα κτερίσματα από αρχαϊκούς τά-

φους της Μακεδονίας. Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί με πολλά ακόμα παρα-

δείγματα.Η επικαιρότητα, δυστυχώς, μας έχει ξεπεράσει. Οι θρασύτατες

κλοπές έργων τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη το 2011 και στο Μου-σείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων το 2012 στην Ολυμπία επιβεβαιώνουν με τον πιο επώδυνο τρόπο το μέγεθος, τη σοβαρό-τητα και τις τραγικές διαστάσεις του προβλήματος. Επιπλέον, ο τρό-πος διεξαγωγής των κλοπών, με όπλα υψηλής τεχνολογίας, εισάγει νέες μεθόδους και νέα ήθη, τα οποία θα πρέπει να ενεργοποιήσουν καινούργιες μεθόδους αντιμετώπισης της παρανομίας.

E-buy: ένας καινούργιος κίνδυνος

Στον 21ο αιώνα, μια νέα, «ακμάζουσα» αγορά αρχαιοτήτων είναι το διαδίκτυο. Όλοι έχουν πλέον τη δυνατότητα να αγοράζουν αρχαία

Page 37: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

37

6) The Aidonia Treasure. 7) Archaic relief from Thasos. 8) The golden wreath of Paul Getty Museum. 9) An Attic Kore of Paul Getty Museum.10) The bronze krater in the collection of Shelby White.11) A bronze statue of Alexander the Great.12) The golden, silver and bronze offerings from tombs in Macedonia.

The list could be continued with many more examples. The new methods of stealing museums, as it happened recently in Olympia

and the National Gallery in Athens, with hi-tech guns, has overpassed us and also indicates the seriousness of the problem.

E-buy: A new danger

In the 21rst century the new flourishing market of antiquities trafficking is the internet. Via internet its possible for everybody to buy and shell antiquities at online auctions all over the world as a new way of safe investment. The e-buying of antiquities is very common because it breaks and deviates the law and it is easy to

Page 38: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

38

αντικείμενα από τις on line δημοπρασίες ως μια μορφή ασφαλούς επένδυσης. Η ηλεκτρονική διακίνηση αρχαιοτήτων, πέρα από το γε-γονός της ευκολότερης συγκάλυψης ή διαφυγής της παραβατικότη-τας, οφείλει τη δημοτικότητά της και στο γεγονός ότι προωθεί την πώληση μικρών αντικειμένων, π.χ. νομισμάτων, σε «λογικές» τιμές. Η ελλιπής τήρηση αρχείων πωλήσεων, καθιστά σχεδόν αδύνατο τον έλεγχο των συναλλαγών. Ο τόπος αποστολής των δημοπρατημένων αντικείμενων παραμένει συχνά άγνωστος, ενώ, παράλληλα, η αγο-ρά κατακλύζεται από πλαστά που βαφτίζονται «αυθεντικά». Αναπό-φευκτα, η αρχαιοκαπηλία κερδίζει μια από τις πρώτες θέσεις και στο ηλεκτρονικό έγκλημα.

Παρά τις διεθνείς συμβάσεις και τις εθνικές λιγότερο ή περισ-σότερο επαρκείς νομοθεσίες, η προστασία των αρχαιοτήτων και η δίωξη της αρχαιοκαπηλίας φαίνεται πως βρίσκεται ακόμη στα σπάρ-γανα. Και όσο καταπατούνται διεθνείς συμβάσεις για ένοπλες συρ-ράξεις, με την πρόφαση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιω-μάτων ή με τη χρυσωμένη δικαιολογία ότι διεξάγεται ένας πόλεμος για να επιβληθεί η ειρήνη, τα προβλήματα προστασίας των αρχαιο-τήτων δεν θα λυθούν.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη να διανυθεί για να εκπολιτιστεί πραγματικά το ανθρώπινο γένος. Γιατί θα πρέ-πει να γίνει κοινή συνείδηση όλων των λαών ότι ο πολιτισμός έχει συνέχεια και διαχρονικότητα. Δεν μπορεί να διακόπτεται βίαια. Δεν μπορεί να γίνεται αντικείμενο εμπορίου και χρηματοοικονομικών συναλλαγών. Η ιστορία και το παρελθόν ενός τόπου δεν είναι είδος προς οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Είναι το πολυτιμότερο αγαθό που μας κληροδοτήθηκε και οφείλουμε να το διαφυλάσσουμε και με τη σειρά μας να το κληροδοτούμε ακέραιο στις επόμενες γενιές.

Αρχαιοκαπηλία τέλος

Η αρχαιοκαπηλία συνιστά οργανωμένη εγκληματική πράξη και εί-ναι απαραίτητο να συμβάλουμε όλοι στην παγκόσμια καταδίκη της. Είμαστε όλοι φύλακες της ιστορίας μας και της ιστορίας όλων των

λαών της υφηλίου. Για τον λόγο αυτό πρέπει να αφυπνιστούμε και να δραστηριοποιηθούμε, να αντιδράσουμε και να δράσουμε.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της ενημέρωσης, της δράσης και της προστασίας είναι απαραίτητο να έχουμε υπόψη μας τα ακόλουθα:– Στο πλαίσιο του αλληλοσεβασμού των λαών τα κράτη οφείλουν

να εναρμονίζονται και να εκσυγχρονίζονται συνεχώς σύμφωνα με τις κατευθύνσεις των Διεθνών Συμβάσεων για την παρεμπόδιση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών, αλλά και για την εδραίωση ενός νέου πολιτισμικού ήθους στις διεθνείς σχέσεις. Να εντοπίζουν τα κενά της νομοθεσίας τους, να φροντίζουν να τα συμπληρώνουν και να προβλέπουν, πριν τους παραβάτες, την ενδεχόμενη παρανομία.

– Στο πλαίσιο της υγιούς διάδοσης της πολιτιστικής πληροφόρησης τα μουσεία, η επιστημονική κοινότητα, οι συλλέκτες και οι αρχαιο-πώλες, χρειάζεται να ακολουθούν με συνέπεια, ευσυνειδησία και στο πλαίσιο της νομιμότητας τους διεθνείς κώδικες δεοντολογίας σε ό,τι αφορά στις συνεργασίες, στην αγορά, στον δανεισμό, στη δωρεά, στην έκθεση, στην τεκμηρίωση, απορρίπτοντας αντικείμε-να αμφισβητούμενης προέλευσης.

– Στο πλαίσιο μιας ασφαλούς κοινωνίας όλοι οι πολίτες οφείλουμε να αναφέρουμε κάθε ύποπτη κίνηση παράνομης διακίνησης και να δηλώνουμε άμεσα οποιαδήποτε αποκάλυψη ευρήματος στις αρμόδιες υπηρεσίες.

Θα πρέπει να κατανοήσουμε σαφώς ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, αν εμείς, οι πολίτες δεν αρχίσουμε να προστατεύουμε αυτό που δικαιωματικά μάς ανήκει, το παρελθόν μας. Ο σεβασμός και η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς μας συνιστούν εθνι-κή ευθύνη και παγκόσμια ηθική δέσμευση.

Για τη διάσωση της ιστορίας μας, της συλλογικής και της ατομι-κής μας μνήμης είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. Το ζήτημα της αρχαι-οκαπηλίας μας αφορά όλους. Είναι στο χέρι μας να βάλουμε ένα δυναμικό και οριστικό τέλος σε αυτό το έγκλημα κατά της ανθρωπό-τητας, κατά της ταυτότητάς μας, κατά του εαυτού μας.

Page 39: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

39

promote mostly small ancient artefacts, such as coins and lamps, at very reasonable prices. It is impossible to control this trafficking. The location of the order remains usually unknown. Inevitably, the trafficking of antiquities gains one of the highest places on the list of illegal activities in the internet. On the other hand the e-market is very dangerous for the wishful buyers, because it is full of fake antiquities.

Despite the international agreements, and the series of more or less competent national laws, the protection of antiquities is still at the beginning. The international persecution of antiquities traffick-ing is very inadequate. As long as international agreements for the protection of antiquities during war are broken (claiming that human rights are protected or that the war will finally bring peace), the pro-tection of antiquities will be insufficient.

It seems that the human race has still a long way to cover till the final solution and protection of its cultural heritage. Civilization is diachronic and has continuity. It can not be abruptly interrupted. It can not be an issue of commercial profit or financial transaction. The history and the past of any country can not be a matter of any ne-gotiation. It is the most precious good that has been inherited to us and we are obliged to protect it and, in our turn, to pass it on to our descendants.

Trafficking of antiquities: Stop it

The illicit trafficking in antiquities is an organized criminal act, and it behooves us all to contribute to its worldwide condemnation. All

of us are guardians of our own history and that of all peoples in the world. For this reason, we need to arouse ourselves and take action, to react and to act.

Within this context of become informed, of action, and of protec-tion it is necessary for:

States to bring themselves into alignment and constantly bring themselves up to date with the directions of international conven-tions for the obstruction of the illicit trade in cultural goods, as well as for the establishment of a new cultural ethos in international rela-tions.

Museums, the scientific community, collectors and antiquities dealers must consistently, conscientiously and lawfully follow in-ternational codes of ethics regarding collaborations in purchasing, loaning, donating, exhibiting and documenting, and reject objects of questionable provenance.

As citizens, we ALL have a duty to report every suspicious move-ment involving illegal trafficking, and to declare immediately any dis-covery of a find to the competent services.

Nothing can change if we as citizens do not begin to protect what by rights belongs to us: our past. Respect and preservation of our cul-tural heritage constitute a national responsibility and international ethical commitment.

We all share responsibility for the preservation of our history, our collective and individual memory. The issue of the illicit trafficking in antiquities concerns us all. And it is in our hand to put a forceful end to this crime against humanity, our identity, and ourselves.

Page 40: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it

40

o Ιωάννης Γεννάδιος, Ο λόρδος Έλγιν και οι προ αυτού ανά την Ελλά-δα και τας Αθήνας ιδίως αρχαιολογήσαντες επιδρομείς, Εν Αθήναις 1930 (Βιβλιοθήκη Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ. 25).

o Χρήστος Καρούζος, Ηρωικό και εμπορικό πνεύμα, Το Βήμα, 2 Σε-πτεμβρίου 1948.

o Ευγενία Κεφαλληναίου, Η προστασία των Αρχαιοτήτων στην «Εφη-μερίδα των Αθηνών», Επεισόδιο αρχαιοκαπηλίας, Παρνασσός ΚΑ΄, 3 (1979), σ. 413-425.

o Αγγελική Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα μουσεία, Εκδόσεις Ερμής Αθήνα 1977.

o Ιωάννης Δ. Κοντής, Ένας σημαντικός σταθμός για την προστασία των έργων τέχνης, Νέα Εστία 48 (1950).

o Ιωάννης Δ. Κοντής, Η νομική προστασία των αρχαίων Α΄-Β΄ Καθημε-ρινή, Σάββατο 25, Κυριακή 26 Ιανουαρίου 1975.

o Κυριάκου Κυριαζόπουλου, Προστασία πολιτιστικών αγαθών και θρησκευτική ελευθερία, Θεσσαλονίκη 1993.

o Γεώργιος Μαγκάκης, Η νομική προστασία των αρχαιοτήτων μας, Το Βήμα, Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 1966.

o Γεώργιος Μαγκάκης, Το τέρας της αρχαιοκαπηλίας και πως δεν σκο-τώνεται, Το Βήμα, Κυριακή 20 Απριλίου 1980.

o Πάντος Πάντος, Κωδικοποίηση νομοθεσίας για την πολιτισμική κλη-ρονομιά, κατά θέματα, Α΄ ελληνική νομοθεσία, Αθήνα 2001.

o Βασίλειος Πετράκος, Δοκίμιο για την αρχαιολογική νομοθεσία, Αθή-να 1982 (Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου αρ. 29).

o Αφιέρωμα «Επτά Ημερών» της εφημερίδας Καθημερινής για το θέμα της σύλησης και λεηλασίας των ελληνικών μνημείων πριν από την ίδρυση νεοελληνικού κράτους (επιμέλεια Γ. Τόλια).

o Αφιέρωμα «Επτά Ημερών» της εφημερίδας Καθημερινής για το θέμα της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων, (επιμέλεια Κ. Λιό-ντης).

o Η Προστασία των Πολιτιστικών Αγαθών από την Παράνομή Διακίνη-σή τους και η Διεκδίκησή τους, Πρακτικά Διημερίδας, Νέο Μουσείο Ακρόπολης 24 και 25 Σεπτεμβρίου 2008, Αθήνα 2008.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ/ BIBLIOGRAPHY

Αρχαία αντικείμενα ορφανά, χωρίς ταυτότηταΣταματήστε το έγκλημα!

Orphan artefacts without identityStop the crime!

Page 41: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it
Page 42: αρχαιοκαπηλια τελος trafficking of antiquities: stop it