Το Simson - Δ. Ε. Σολδάτος

1

Click here to load reader

description

Απ' την εφημερίδα "Τύπος Λευκαδίων".

Transcript of Το Simson - Δ. Ε. Σολδάτος

Page 1: Το Simson - Δ. Ε. Σολδάτος

Π Α Ρ Α Σ Κ Ε Υ Η 1 6 I A N O Y A Ρ Ι Ο Υ 2 0 1 5 • Σ Ε Λ Ι Δ Α 5

Dούλευε ο αδερφός μου έξιχιλιόμετρα μακριά απ’ τοσπίτι μας, στο ξενοδοχείο«Γαλήνη», αλλά γαλήνη δενέβρισκε, μιας και «το βάραγε

ποδαράτο», πήγαινε δηλαδή με τα πόδια.Το πρωί, «με την τσίμπλα στο μάτι»,ήταν δύσκολο. Το βράδυ, που «είχαν πέσειτ’ αυτιά του» απ’ την κούραση, ήταν αβά-σταχτο! Βρήκε λοιπόν δυο χαλασμένα πο-δήλατα κι αρχίνησε την συναρμολόγηση:μια ρόδα απ’ αυτό, ένα φτερό απ’ το άλλο,μάτιασε και την αλυσίδα και νάτο ένα πο-δήλατο! Πήρε και μπογιά κι έβαψε τονσκελετό, λάδι απ’ το ροΐ για να ξεσκουριάσειτην κόρνα και ντριν! ντριν! και τσούκου!τσούκου! τσούλαγε το πράγμα! Μια μέραόμως, στην μεγάλη κατηφόρα τ’ Αϊ-Νικόλα,κοντά στην γεώτρηση, έστριψε το τιμόνιαλλά η ρόδα «πάπαλα»: πήγαινε ντουγρούστον γκρεμό! Τότε, ξεκαβάλησε στο ένα πε-τάλι και πήδηξε στο πλάι, αφήνοντας τοποδήλατο να «σαλατιαστεί» στο ρέμα πίσωαπ’ τα πουρνάρια! Κι αυτός όμως δεν «τηνέβγαλε καθαρή»: έγδαρε την πλάτη του,χτύπησε τα γόνατά του, έσκισε τους αγκώνεςτου και τα ρούχα του κρέμονταν από πάνωτου ματωμένα κουρέλια! Από εκείνη τηνμέρα, το έβαλε σκοπό: «Θα πάρω μηχανάκι!Πάει, τελείωσε!».

Να πάρεις μηχανάκι, μια κουβένταείναι! Με τι λεφτά; Με τι δίπλωμα; Απόπού να το πάρεις; Και βέβαια, τι μάρκα,πόσο κυβικά, τι χρώμα; Μιλάμε για τηνΛευκάδα του 1985. Λίγα τα μαγαζιά, ελά-χιστη η πληροφόρηση, το ίντερνετ άγνωστηλέξη. Άρχισε ο καημένος ο Θωμάς να γλυ-κοκοιτάζει τα μηχανάκια των άλλων: «Να,σαν του Μήτσου του Μπαριάνη το Ζούν-ταπ θα πάρω! Όλο σίδερο, με φτερόδυνατό και σκάρα. Αν θέλεις, ολόκληροδεμάτι τριφύλλι κουβαλάς! Τι λέω, δεμάτικλαρί απ’ τον λόγγο! Έχει κι ο Νάσος οΜουζάκης Ζούνταπ, αλλά αυτό είναι κόκ-κινο, του Μήτσου μπλε! Μπλε ή κόκκινο;Και πόσο κάνει; Φτάνουν τα λεφτά;».Ύστερα από λίγες μέρες έρχονταν απογοη-τευμένος: «Ακριβό το Ζούνταπ, δεν βγαίνειπια αυτό το μοντέλο, δεν το φέρνουνστην Λευκάδα!». Κι ύστερα πάλι το γλυ-κοκοίταγμα: «Φλορέτα θα πάρω, σαν τουΝόνιου του Καμαρίλα – αθάνατο πράγμα!».Μετά πάλι απογοήτευση: «Ακριβότερη ηΦλορέτα απ’ το Ζούνταπ! Δεν βγαίνουνπια τέτοιες! Δεν φτάνουν και τα λεφτά!».Τότε ήταν που του πέταξα την ιδέα: «Ναπάρεις παπί!». Μόνο που δεν με σκότωσε:«Παπί! Παπιιιιιιί;! Τι να το κάνω ρε τοπαπί; Πλαστικούρα ολόκληρο! Ψεύτικοπράγμα! Ούτε δεπόζιτο έχει! Εγώ θέλωκάτι να σφίγγω ανάμεσα στα πόδια μου,όχι να πατάω φρένο και σέρνεται ο κώλοςμου στο χώμα! Άσε που είναι πανάκριβο!Να μου λείπει το παπί! Άκου παπί! Όνομαείναι αυτό για μηχανάκι; Θα καβάλαγε ρεο Νάσος παπί; Θα καβάλαγε παπί ο Μή-τσος ο Μπαριάνης; Θα έφτυνε πάνω τουο Νιόνιος ο Καμαρίλας;». Μου έριξε μιααπαξιωτική ματιά και φεύγοντας ψιθύρισεακόμα μια φορά: «Άκου, παπί!».

Το καλοκαίρι όμως ήταν μακρύ, ηδουλειά σκληρή κι ο ποδαρόδρομος ξεπά-τωμα! Η απόφαση έπρεπε να παρθεί. Και

πάρθηκε εν μία νυκτί! Ένα απόγευμαήμουν στην αυλή όταν άκουσα κάτι σανκακάρισμα κι είδα ένα σύννεφο καπνού ναπλησιάζει προς το σπίτι. Σε λίγο, διέκρινατον Θωμά πάνω σ’ ένα κόκκινο μηχανάκι,που έμοιαζε με Ζούνταπ, αλλά δεν ήταν,να παρκάρει στην άκρη του δρόμου και νακατεβαίνει σαν φουσκωμένος κόκορας απ’την περηφάνια: «Αγόρασα Simson», είπε!Σαν να έλεγε: «Πήγα στο φεγγάρι!». Έφεραέναν κύκλο γύρω απ’ το μαραφέτι και τοπεριεργάστηκα. Χμ! Δεν ήταν κι άσκημο!Μόνο εκείνο το σύννεφο που άφηνε πίσω

του με προβλημάτισε. Ο Θωμάς έδινε ρεσιτάλπαρουσίασης: «Είναι απ’ την ανατολικήΓερμανία, στην μισή τιμή απ’ όσο τ’ άλλαμηχανάκια, φτηνά ανταλλακτικά, και δί-χρονο!» Ωπ! Εδώ κόλλησα! «Τι θα πει δί-χρονο», ψέλλισα! Ο Θωμάς πήρε ύφος κα-θηγητή (πρόβα για όταν κάποτε θα γινόν-ταν): «Δίχρονο σημαίνει πως κάνει τηνκαύση της βενζίνης και δίνει ενέργεια σεδύο χρόνους, ενώ τα άλλα την κάνουν σετέσσερις! Πράγμα που σημαίνει, τι;» είπε.«Που σημαίνει, τι;» επανέλαβα απορημένοςεγώ! «Σημαίνει πως είναι πιο γρήγορο, κε-φάλα! Αυτό σημαίνει!» είπε κοροϊδευτικά.«Πιο γρήγορο, ε;» επανέλαβα μηχανικά,ενώ σκεφτόμουν πως κάποτε θα το πάρωκι εγώ και όλοι οι φίλοι μου που είχανπαπιά και το έπαιζαν καμπόσοι θα έτρωγαντην σκόνη μου! Και τα κορίτσια που πεζόδεν με υπολόγιζαν, καβαλάρη και πιογρήγορο απ’ όλους, θα με προσκύναγαν!«Τι περιμένεις;», μ’ επανέφερε στην πραγ-ματικότητα ο αδερφός μου, «έμπα να πάμεκαμιά βόλτα! Πρόσεχε τους μαρσπιέδες!Δεν πιστεύω να έχεις λάσπες στα παπού-τσια;». Καβάλησα και ξεκινήσαμε! Είχεωραία αίσθηση και αναπαυτική σέλα! Πή-γαινε σαν τον άνεμο! Στους Παλιοβορούςσταματήσαμε να πιούμε νερό απ’ την κόκ-κινη βρύση με το λιονταράκι. Ο Θωμάςέσβησε την μηχανή για να μου δείξει πώςπαίρνει μπροστά. Άνοιξε το τσοκ του αέρακαι πάτησε την μανιβέλα: μία, δύο, τρειςφορές – τίποτα! Μόνο ένα «γρρρρ! γρρρρ!»σαν κριτσόνι και μπροστά δεν έπαιρνε!Μ’ έβαλε να το σπρώξω, και με πρώτη τα-χύτητα μέσα άφηνε τον συμπλέκτη κάθετόσο, αλλά… «πάπαλα»: «γρρρρ! γρρρρ!»και μένα να μου «βγαίνει το λάδι» να

σπρώχνω! «Φαίνεται πως έβαλα περισσότερολάδι στην βενζίνη» είπε ο αδερφός μου.«Τιιιι; Λάδιιιι;» ψέλλισα εγώ! «Ναι, ρε, λάδι!Στα δίχρονα βάζεις και μια μεζούρα λάδιστην βενζίνη! Να, ξεβιδώνεις μ’ ένα δίφραγκοτο καπάκι στο πλάι, προσεκτικά για ναμην χάσεις την βίδα, παίρνεις το μικρόμπουκαλάκι που έχω εδώ, ρίχνεις το λάδι,κλείνεις πάλι το μπουκάλι, το σκουπίζειςαν σου «τρέξει» με το πανάκι, το βάζειςστην θέση του, ξαναβιδώνεις το καπάκι, κιαυτό ήταν! Πόσο συχνά θα βάζεις βενζίνηγια να το κάνεις αυτό; Και πόσο δύσκολο

είναι; Άντε, μην είσαι τεμπέλης!». Έμεινα«κόκαλο!». Δηλαδή οι άλλοι θα φουλάρουντα παπιά τους στο άψε σβήσε, με τις γκό-μενες πίσω γαντζωμένες πάνω τους, κι εγώθα κατεβάζω την δικιά μου (όταν την απο-κτήσω, που με τέτοιο μηχανάκι δεν το βλέ-πω!) για να ξεβιδώσω με το δίφραγκο τοκαπάκι να ρίξω λάδι! Και μετά θα μυρίζουντα μαλλιά της απ’ το λάδι που θα βγάζει ηεξάτμιση και θα λερώνεται το άσπρο τηςπουκάμισο και θα γελάνε οι παπάκηδεςμαζί μας! Α, παπα! Αποκλείεται να οδηγήσωαυτό το μαραφέτι!

Όταν πήγε ο αδερφός μου φαντάρος,αυτό το μαραφέτι το οδηγούσα εγώ! Μουέσβηνε κάθε τρεις και λίγο κι όταν έπαιρνεμπροστά με τύλιγε σε σύννεφα καπνού,ίσως για να μην βλέπουν οι άλλοι το χάλιμου κι εγώ να μην βλέπω την σκόνη τους!Γιατί, αν και δίχρονο, δεν ήταν πιο γρή-γορο απ’ τα «πειραγμένα» παπιά των φί-λων μου, με την Άροου εξάτμιση και ταπαραπανίσια κυβικά, με τις γυαλιστερέςνικελωμένες ζάντες και τις δερμάτινεςσέλες, που πάνω τους κάθονταν αναπαυ-τικά οι ωραιότεροι πισινοί της περιφέρειας!Τ’ όνειρο έγινε καπνός! Και το Simsonέγινε απλώς για μένα ένα μεταφορικόμέσο, όταν βέβαια με μετέφερε και δεν τομετέφερα!

Θυμάμαι μια νύχτα, στην ανηφόραμετά το Νιχωρίτικο πηγάδι, «στ’ αργα-στήρια», που έσβησε και δεν έπαιρνεμπροστά με τίποτα! Δούλευα σ’ ένα μαγαζίστο Νυδρί και γύριζα σπίτι «ψόφιος».Ήταν περασμένα μεσάνυχτα! Το νεκροτα-φείο κοντά! Τα καντηλάκια στους τάφουςαναμμένα! Τρέμαν τα ήπατά μου! Πατούσα

την μανιβέλα, άνοιγα το τσοκ, τίποτα! Τοπήγα στα χέρια μέχρι πιο πάνω, το γύρισαστην κατηφόρα, έβαλα πρώτη και άφησατον συμπλέκτη: «γρρρ! γρρρ!» ο γνωστόςήχος σαν κριτσόνι! Κατόπιν ένα «βρρρ!βρρρ!» Ύστερα κάτι σαν βήξιμο: «γκχ!γκχ!». Και μετά «κλάτς! κλατς!» κι έσβηνε!Έκανα πολλές προσπάθειες! Πριν το πε-τάξω πίσω απ’ το πηγάδι και πάρω μια τε-ράστια πέτρα για να το σπάσω! Εκεί όμωςθυμήθηκα τον αδερφό μου, την χαρά τουόταν το αγόρασε, τα λεφτά που ξόδεψε γι’αυτό, και την γλίτωσε το Simson. Μιαάλλη φορά σκουπ’λιάστ’κα (έπεσα δηλαδή)έξω απ’ το πορτόνι της σχωρεμένης τηςθεια-Λένης του Μουζάκη, γιατί είχε βάλειμπουγάδα κι οι σαπουνάδες έτρεχαν στονδρόμο και ξαχούρδ’σα (γλίστρησα κοινώς).Και μιαν άλλη, κοίταζα ενώ οδηγούσα τηνεξάτμιση, που είχε μετατραπεί σε λιγνιτο-ρυχείο, κι έπεσα πάνω στον μεγάλο κυ-πριακό γάιδαρο του Νίκου του Σ’νιόδη,που ήταν φορτωμένος σανό: ευτυχώςέπεσα στα μαλακά, ο γάιδαρος δεν έπαθετίποτα, ο μπαρμπα-Νίκος έκανε απλώςτον σταυρό του, αλλά το μηχανάκι έπεσεστην λιθιά δίπλα στον δρόμο, βούλιαξε τοδεπόζ’το και με κανέναν τρόπο δεν επα-νέρχονταν. Ο αδερφός μου θα έρχοντανμε άδεια την άλλη βδομάδα! Όταν το είδε,έγινε πιο πράσινος απ’ το χακί που φορούσε!Το Simson κλειδώθηκε κι έμεινε στηναποθήκη, μέχρι να σπάσω την κλειδαριάεννοείται…

Αργότερα, όταν ο αδερφός μου απο-λύθηκε, το πήρε μαζί του στην Αθήνα.Κι όταν διορίστηκε στην Ρόδο ως καθηγη-τής, το Simson διέσχισε και το Αιγαίο!Πριν λίγα χρόνια, το χάρισε σ’ έναν Βούλ-γαρο εργάτη και τα ίχνη του χάθηκαν…

Σήμερα, η Ανατολική Γερμανία δενυπάρχει πια. Έπεσε το Τείχος του Βερολίνουκι ενώθηκε με την Δυτική. Η Simsonήταν μια γερμανική εταιρεία που παρήγαγεπυροβόλα όπλα, αυτοκίνητα, ποδήλατακαι μοτοσικλέτες, καθώς και τα μοτοπο-δήλατα. Σύμφωνα με το Τρίτο Ράιχ, τοεργοστάσιο κατασχέθηκε από την εβραϊκήοικογένεια Simson, και μετονομάστηκεπολλές φορές κάτω από την ναζιστική κυ-ριαρχία και αργότερα τον κομμουνιστικόέλεγχο. Το όνομα Simson εισήχθη εκ νέουως εμπορικό σήμα για τα μοτοποδήλαταπου κατασκευάζονταν στο εργοστάσιο τηςπρώην Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας(Λ.Δ.Γ.). Simson μοτοποδήλατα παρήχθη-σαν στο Suhl (Γερμανία) μέχρι το 2002.

Στην Ελλάδα, είναι πλέον συλλεκτικόείδος. Στην Λευκάδα ξέμεινε ένα Simson,το έχει ο Μιχάλης ο Καρτάνος απ’ το Πε-ριγιάλι, στο ίδιο χρώμα με το δικό μας. Τοβλέπω καμιά φορά στο δρόμο να το κυ-κλοφορεί ή αραγμένο έξω απ’ το σπίτι τουκαι με πιάνει η νοσταλγία! Έτσι μου’ρχεται να του το χαλέψω (να το ζητήσωδηλαδή) για καμιά βόλτα, αλλά δεν θέλωνα χαλάσω την αίσθηση την παλιά.

Τελικά, το Simson ήταν καλό μηχανάκι!Αν του έβαζες την σωστή αναλογία σελάδι, όλα πήγαιναν ρολόι! Αλλά εγώ σε τιέβαλα την σωστή αναλογία, για να βάλωκαι σε λάδι;

Τo Simson

005_16-01-2015_typos 14/01/2015 7:46 μ.μ. Page 5