Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

33

description

Θεόδωρος Βαρ. ΤσανακτσίδηςΠορεία προς τη Λύτρωση 1853-1923Ιστορικό Ντοκουμέντο

Transcript of Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Page 1: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption
Page 2: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption
Page 3: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Σημείωμα του ΣυγγραφέαΟι λόγοι για τους οποίους αποφάσισα να γράψω και να φέρω στο φως αυτό το μικρό ιστορικό ντοκουμέντο είναι κυρίως τρεις.- Ο πρώτος εκπληρώνει μια υπόσχεση, που έδωσα στον εαυτό μου όταν ήμουν έφηβος. Είδα και αισθάνθηκα στο πετσί μου τη βαρβαρότητα και τη θηριωδία των Τούρκων.Σε μια δύσκολη στιγμή είπα: «Βοήθα Θεέ μου να καταγραφούν καλά στο μυαλό μου. Ίσως κάποτε χρειασθεί να τα ιστορήσω ή να τα γράψω», και ο Θεός με αξίωσε να την εκπληρώσω.- Ο δεύτερος: Είναι ένα μνημόσυνο για όλους τους Πόντιους (ιερείς – άνδρες – γυναίκες – παιδιά – βρέφη – γονείς – αδέλφια – συγγενείς – δασκάλους) που βιάστηκαν, βασανίστηκαν και σφαγιάστηκαν από τούρκικο χέρι.- Και ο τρίτος. Να γνωρίζουν οι επερχόμενοι ότι ο κίνδυνος της χώρας μας από Ανατολάς προέρχεται από ανθρώπους χωρίς αισθήματα και βούληση (Τούρκοι).

Με την ευκαιρία της έκδοσης ευχαριστώ τον Θεό που με αξίωσε, στα εννενήντα τέσσερα χρόνια μου, να χαρώ τους κόπους μου.Από καρδιάς ευχαριστώ όλους όσους με οποιονδήποτε τρόπο με βοήθησαν στη συλλογή στοιχείων και μαρτυριών, ιδιαίτερα ευχαριστώ τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου που στήριξαν την προσπάθειά μου.Επίσης ευχαριστώ τον κ.Κεμεντζετζίδη Στυλιανό για τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλε για την καλύτερη παρουσίαση του βιβλίου.

Θεόδωρος Β. Τσανακτσίδης

Θεσσαλονίκη 1997

Page 4: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption
Page 5: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΟΥ. Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ.

Για να στήσει και να οργανώσει κανείς μια ομάδα ανθρώπων (ένα χωριό) που έχει κοινή θρησκεία (Χριστιανοί Ορθόδοξοι), κοινή ήθη και έθιμα (Πόντιοι) και κοινή καταγωγή (Ελληνες), μπορεί να είναι αρκετά εύκολο, μια και δεν υπάρχουν βασικές διαφορές. Όταν όμως αναγκάζεσαι να ιδρύσεις ένα τέτοιο χωριό κάτω από την απειλή της τουρκικής θηριωδίας, τότε, δεν είναι και το ευκολότερο.Στο χωριά της Τραπεζούντας, στην περιφέρεια Τζαβισλίκ, ζούσαν οι προπαππούδες μας αρμονικά με τους τούρκους συγχωριανούς τους.Όμως οι απαιτήσεις και η συμπεριφορά των αγάδων ήταν πολλές φορές παράλογες και εξοντωτικές για τους έλληνες, τόσο οικονομικά όσο και ηθικά. Ωστόσο η φτώχεια και η δυστυχία ανάγκαζε τους προγόνους μας να υπομένουν όλες τις ταπεινώσεις, προσδοκώντας ότι κάτι με την πάροδο του χρόνου θα αλλάξει.Η κατάσταση της ανέχειας υποχρέωνε τους άνδρες να ξενιτεύονται και τις γυναίκες να δουλεύουν σκληρά στους αγρούς και τα τσιφλίκια των Αγάδων.Θα πρέπει όλοι να γνωρίζουν ότι οι έλληνες του Πόντου ποτέ δεν ήταν ίσης αξίας άνθρωποι με τους τούρκους. Πάντοτε καταπιεσμένοι και πάντοτε αδικημένοι. Ολες τις δύσκολες εργασίες και τα πιο άγονα χωράφια θα τα είχαν οι έλληνες πόντιοι, οι οποίοι επιπλέον, πλήρωναν και κεφαλικό φόρο από 10-40% στον Αγά.Οι έλληνες και ειδικά οι Πόντιοι μπορούσαν να υπομένουν και να ανέχονται πολλά και να τα ξεπερνούν εύκολα. Την ηθική όμως, παραβίαση και προσβολή από τούρκο ειδικά, δεν τη δεχόταν και ούτε τη συγχωρούσαν. Τουναντίον υπερασπίζονταν μέχρι θανάτου τις ηθικές και πατριωτικές τους αξίες.Αυτές τις αξίες παρεβίασε ο Αγάς της περιφέρειας Τζαβισλίκ και ανάγκασε τις ποντιακές οικογένειες των προπαππούδων μας, να εγκαταλείψουν τα χωριά τους, για να ιδρύσουν (στήσουν) καινούργια, στην περιφέρεια Καρά-Σου Αταπαζάρ –Νικομήδειας του νομού Σκοντάρεως της Κωνσταντινούπολης.Στο σημείο αυτό θέλω να τονίσω πως ό,τι γράφω σ’αυτό το μικρό μου πόνημα, είναι απολύτως αληθινό.Καταγράφω γεγονότα, όπως μου τα διηγήθηκαν οι μεγαλύτεροί μου και όπως εγώ προσωπικά τα έζησα.Αιτία λοιπόν του ξεσηκωμού ήταν η ανάρμοστη συμπεριφορά του Αγά της περιοχής προς τη γυναίκα του Παπά Συμεών. Το ιστορικό έχει ως εξής:Ο προπάππους μου ονομαζόταν Χατζηβαρύτιμος Λαζαρίδης και είχε επτά αδέλφια.Τα τρία ασχολούντο, κατά κύριο επάγγελμα, με την επεξεργασία του ξύλου. Ειχαν στο βουνό νερότορνο και κατασκεύαζαν πινακίδια (τσανάκια), σκαφίδια (σκάφες), ζούματρα (ζυμωτήρια), γαβάνες (ειδικά σκεύη για το βούτυρο) και ό,τι άλλο μπορούσε να κατασκευαστεί από ξύλο.Συνήθως τα είδη που κατασκεύαζαν τα πουλούσαν στα γύρω χωριά, προκειμένου να συντηρούν τις οικογένειές τους και να καλύπτουν τις ανάγκες τους.Μια μέρα, τα δύο αδέλφια πήγαν για το προγραμματισμένο εμπορικό ταξίδι και ο τρίτος κατέβηκε στο χωριό για να δει τι γίνονται οι οικογένειες. Ακουσε όμως ότι

Page 6: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

κάτι φοβερό συνέβη στο σπίτι του παπα-Συμεών, το οποίο πρόσβαλε βάναυσα τα ελληνοχριστιανικά μας ήθη.Ο παπα-Συμεών είχε στην ποιμενεία του (παπαζλίκι) τρία χωριά, τα οποία ήταν υποχρεωμένος να υπηρετεί. Και έτσι τον περισσότερο χρόνο έλειπε από το σπίτι του.Αυτήν την υποχρεωτική απουσία, εκμεταλλεύτηκε πονηρά και δόλια ο Αγάς. Ανενόχλητος και σίγουρος διότι είχε εξουσία, έγινε κυρίαρχος της παπαδιάς.Αυτό το τρομερό νέο μετέφερε στ’αδέλφια του στο βουνό ο αδελφός του προπάππου μου.Οι πόντιοι είναι λαός βαθειά θρησκευόμενος και πιστός. Δεν μπορούν να ανεχθούν προσβολή του θρησκευτικού τους συναισθήματος από κανέναν, πολύ δε περισσότερο από βίαιο τούρκο μωαμεθανό.Ηταν Κυριακή όταν έφθασαν τα αδέλφια στο χωριό. Πήγαν στην εκκλησία και μετά στο σπίτι του παπα-Συμεών, για να συζητήσουν για το σκάνδαλο που διεδόθη στο χωριό.Ο παπάς και η παπαδιά επιβεβαίωσαν τις φήμες και τους εξήγησαν πως: «Ο,τι έγινε, έγινε χωρίς τη θέλησή μας αλλά κάτω από απειλές και για τη ζωή μας ακόμη».Τότε τα αδέλφια ζήτησαν από την παπαδιά να τους ιστορήσει πως ακριβώς έχουν τα πράγματα.Η παπαδιά τους είπε: Μια μέρα ήρθε ο Αγάς έξω από το σπίτι μου και άρχισε να φωνάζει «Καϊση Αφέντη –Καϊση Αφέντη». Βγαίνω λοιπόν έξω στην πόρτα και τον βλέπω. «Τι θέλεις Αγά μου, του λέω, ο παπάς πήγε για παπαζλίκι σ’άλλο χωριό». Τότε αυτός μου λέει «ας τον περιμένουμε καλύτερα για να μην έρχομαι πάλι αύριο, έχω κάτι να του πω». Τότε του είπα «Αγά αφέντη πες σε μένα τι θέλεις». Αρχισε να μου λέει ότι τα κτήματά του μένουν ακαλλιέργητα γιατί δεν μπορούν οι γυναίκες να τα περιποιηθούν όπως πρέπει και συνέστησε να δουλέψουν οι άνδρες στα χωράφια του, για να είναι αφ’ενός μεν κοντά στις οικογένειές τους και αφ’ετέρου να έχει καλύτερη σοδιά διότι κάθε χρόνο ζημιώνει. Οσο λοιπόν συζητούσαν, ήρθε ο παπάς και καλωσόρισε τον Αγά. Αφού είπαν πολλά, έφαγαν και έφυγε. Μετά από την επίσκεψη αυτή ο Αγάς πηγαινοερχόταν στο σπίτι του παπά με το αιτιολογικό ότι είχε να συζητήσει ζητήματα του χωριού. Με τις συχνές λοιπόν επισκέψεις ο Αγάς έγινε κύριος της παπαδιάς. Μόλις το άκουσαν τ’αδέλφια οργίσθηκαν και τους είπαν ότι θα έπρεπε να τους σκοτώσουν. Τους έβαλαν όρους «ή θα σας σκοτώσουμε ή θα κάνετε τυφλά αυτά που θα σας πούμε».Αφού λοιπόν πληροφορήθηκαν ότι ο Αγάς θα επισκεπτόταν ξανά την παπαδιά εκείνη την εβδομάδα συμφώνησαν, αυτοί μεν να μη γυρίσουν στη δουλειά τους στο βουνό και ο παπάς και η παπαδιά να μη μαρτυρήσουν τίποτα. Όταν έρθει, της είπαν, θα τον δεχθείς όπως πάντοτε, χωρίς να υποψιαστεί τίποτα. Και με τη συμφωνία, κατέστρωσαν το σχέδιο εξόντωσης του Αγά. Πήραν ένα σχοινί, το λάδωσαν καλά και το κρέμασαν στη θέση που κρεμούν το ξυλάγκ (ένα ξύλινο δοχείο το οποίο έχει σχήμα αυγού και το οποίο χρησιμεύει για την αποβουτύρωση του γάλακτος).Ο Αγάς φωνάζει έξω από το σπίτι του παπά «Καϊση Αφέντη –Καϊση Αφέντη». Βγήκε η παπαδιά και του απαντά ότι ο παπάς είναι σε άλλο χωριό. Εκείνος όμως, θρασύς όπως ήταν, της λέει «Ζαράζ γιοκ παπαδιά, πήραζ οτουράϊμ», δηλαδή ας κάτσω λίγο να ξεκουραστώ. Το ξεκούρασμα αυτό έφτασε μέχρι το πρωί.Η παπαδιά έπαιξε το ρόλο της πολύ καλά. Του φέρθηκε όπως και πρώτα, χωρίς αυτός να υποψιαστεί τίποτα. Ο Αγάς έβγαλε τα ρούχα του και ξάπλωσε στο κρεβάτι κοντά στο τζάκι. Τα αδέλφια ήταν κρυμμένα μέσα στις αποθήκες του σταριού (στα Γαβράνε). Μόλις ο Αγάς αποκοιμήθηκε, η παπαδιά έδωσε το σύνθημα και τα αδέλφια

Page 7: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

μπήκαν στο σπίτι και κρέμασαν τον Αγά. Μετά από αρκετή ώρα τον ξεκρέμασαν και τον φορτώθηκαν στις πλάτες τους αλλάζοντας καθ’οδόν. Τον μετέφεραν στο δάσος όπου είχαν τις εγκαταστάσεις παραγωγής ξύλινων σκευών (τους τόρνους) και τον πέταξαν στα σκουπίδια.Μόλις που είχε χαράξει και ο ήλιος ακόμη δεν φαινόταν στον ορίζοντα. Μέσα στην απόλυτη ησυχία ακούγονταν μόνον τα γάργαρα νερά του ποταμού και το κελάϊδισμα των πουλιών. Ο ένας αδελφός ξύπνησε και προχώρησε στον τόρνο για να προετοιμάσει τα υλικά για την εργασία. Όμως έκπληκτος βλέπει τον Αγά να προσπαθεί να σηκωθεί. Φωνάζει τα άλλα του αδέλφια «πάσσα-πάσσα νέπε αβούτος ο αφορισμένος έγκεν ψυν» και του απαντά ο αδελφός του «κι λέσα κιόλας ντο στεκς ντος σκοτωσόναντον» (αδελφέ-αδελφέ βρε αυτός ο αφορισμένος (αγάς) ξαναζωντάνεψε. Απάντηση: Το λες κι όλας. Χτύπησε και σκότωστον αμέσως).Τότε με το τσεκούρι που κρατούσε στο χέρι, έχοντας και τη σύμφωνη γνώμη και διαταγή των αδελφών, τον χτύπησε στο κεφάλι και τον άφησε στον τόπο. Θάνατος ακαριαίος. Ανοιξαν ένα λάκο και κει έθαψαν το πτώμα του Αγά. Ελεγαν μάλιστα τα αδέλφια ότι ο Αγάς τους παρακάλεσε και ίσως τους ικέτευσε να μην τον σκοτώσουν, αλλά βέβαια ατό δεν ο απέφυγε. Στο σημείο αυτό θα παρακαλούσα τον αναγνώστη να μεταφέρει τη σκέψη του στην κατάσταση που επικρατούσε εκείνη την εποχή και να αναλογισθεί τους βιασμούς, τις λεηλασίες, τους σκοτωμούς και τους εμπρησμούς που πραγματοποιούσαν οι Τούρκοι εναντίον των Ελλήνων. Και νομίζω ότι αν δεν δικαιώσει, τουλάχιστον θα κατανοήσει αυτήν την πράξη των αδελφών.Ο εξαφανισμός όμως του Αγά θα προκαλούσε ερωτηματικά στους τούρκους και βάσιμες υποψίες ότι έγινε από τους έλληνες. Έπρεπε λοιπόν πάση θυσία και το συντομότερο, τα αδέλφια Χατζηβαρύτιμου, ο παπάς και η παπαδιά να φύγουν από το χωριό Τσαβισλίκ της Τραπεζούντας και να μετοικίσουν σε άλλο χωριό. Έτσι και έγινε. Εγκαταστάθηκαν στα χωριά Σοχπανά-Σόχτερε-Μουζάμανα της περιφέρειας Κιουμονσχανέ (Αργυρούπολης), αλλάζοντας συγχρόνως και το επίθετό τους από Λαζαρίδης σε Τσανακτσόγλου.Η περιοχή της νέας εγκατάστασής είναι τελείως άγονη – ξερότοπος και λιθαρότοπος. Μόνον φρούτα ευδοκιμούν και επί πλέον είναι κάτω από την επίβλεψη αγάδων. Είναι ένας τόπος που δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα στα αδέλφια, ούτε καν στο επάγγελμά τους δεν μπορούν να ασκήσουν (διότι χρειάζονται νερό και δάσος). Αναγκάζονται λοιπόν να ξενιτεύονται για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους. Μπροστά σ’αυτό το αδιέξοδο αποφασίζουν και πάλι να μετοικίσουν.Τα δύο αδέλφια, ο Θόδωρος και ο Νικόλαος έφυγαν για τη Ρωσσία.Οι υπόλοιποι κατέβηκαν στην περιοχή Αλάγερι (ελληνικά Ποντοηράκλεια). Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των παππούδων μας, στην Αργυρούπολη θα πρέπει να έμειναν περισσότερο από επτά χρόνια.Μετά από επτά περίπου χρόνια παραμονής του Ιγνάτιου και του Χαράλαμπου στην περιοχή Καρασού και αφού εξερεύνησαν και εργάστηκαν στα δάση της περιοχής και βεβαιώθηκαν ότι μπορούσαν να ασκήσουν άνετα το επάγγελμά τους και να έχουν κοντά τις οικογένειές τους, κατέβηκαν στο Αλάγερι για να ενημερώσουν τα αδέλφια τους και να τους προτρέψουν να εγκατασταθούν στην Καρασού (Καρασού=Μαύρος ποταμός).Μπροστά σ’αυτήν τη νέα κατάσταση, παρεκάλεσαν τους Τούρκους εμπόρους της περιοχής Αδά-παζάρ, τους οποίους γνώριζαν καλά, διότι τους προμήθευαν εμπορεύματα (τσανάκια-ζούματρα-σκαφίδια-καθίσματα κ.λ.π.) να εισηγηθούν στις αρχές, ώστε να επιτρέψουν στους Τεκνετζίδες (σκαφιδοπαραγωγούς) να δημιουργήσουν χωριά στην περιοχή τους.

Page 8: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Η απάντηση από τις Τουρκικές αρχές ήταν θετική και με ευνοϊκούς όρους. Δεν θα πλήρωναν φόρο για επτά (7) χρόνια.

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ

Οργάνωση και τρόπος ζωής των κατοίκων

Το 1853 αποφασίζουν δέκα μεγάλες οικογένειες να δημιουργήσουν το νέο ποντιακό χωριό το οποίο ονόμασαν Γιασλί-Κατσίτ. Αυτές ήταν:

1) Τσανακτσόγλου Χαράλαμπος ή Χαρελάντ2) Τσανακτσόγλου Θεόδωρος ή Ίσχις (ο παππούς μου)3) Τσανακτσόγλου Χαράλαμπος ή Μαρουλάντ4) Τσανακτσόγλου Ιωάννης ή Ιμαμάντ5) Τσανακτσόγλου Γεώργιος ή Γινατάντ6) Κυρικλόγλου Θεόδωρος 7) Κυρικλόγλου Σάββας8) Παπάζογλου Χαράλαμπος (13 αδέλφια)9) Τοσούνογλου Χατζηκωνσταντής (12 άτομα)10) Χιρόγλου Χατζηβαρύτιμος

Εν τω μεταξύ αρχίζουν να συρρέουν από όλα τα μέρη συγγενείς και εγκαθίστανται στην περιοχή δημιουργώντας νέα χωριά που ο αριθμός τους έφτασε τα δεκατέσσερα (14).Δεκατέσσερα ποντιακά χωριά με πληθυσμό περίπου 5.500 κατοίκους (εργατικούς – υπομονετικούς – ακούραστους – δημιουργικούς – έξυπνους). Μετατρέπουν την περιοχή σε γη της Επαγγελίας. Όποιος έρχεται στην περιοχή μας δημιουργεί δική του οικογένεια και παραμένει.λΔειλά-δειλά αρχίζουν να αποδίδουν τα επαγγέλματα: γεωργία, ζωεμπόριο, μύλος για να αλέθουν τα σιτάρια, παραγωγή των ξύλινων σκευών, τα καναβούρια (κιεντούρ) και τα λινάρια για την κατασκευή υφασμάτων, τσουβαλιών κ.λ.π.Κάθε οικογένεια είχε τα απαραίτητα ζώα και τροφές και σε γενικές γραμμές το επίπεδο διαβίωσης ήταν καλό.Οι σχέσεις μας με τα χωριά των Τούρκων είναι καλές. Θα μπορούσα να πω πολύ καλές και πολύ ανθρώπινες, δεδομένου ότι μας βοήθησαν αρκετά όταν πρωτοεγκατασταθήκαμε προτιμώντας τα προϊόντα μας.Τα δεκατέσσερα Ελληνικά χωριά της περιοχής ήταν:1ο. Γιασλί-Κιατσίτ: Είχε αστυνομία – τηλέφωνο - δύο δημοτικά σχολεία – δύο δασκάλους – εκκλησία του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου – πρόεδρο κοινότητος και εξαρχεία Μητροπόλεως, με παρεκκλήσια του Αγίου Δημητρίουτ και της Παναγίας της Τικμενής.2ο. Τσατάλιβας: Με πρόεδρο και εξαρτημένο από το Γιασλί-Κιατσίτ, είχε εκκλησία (Άγιος Κωνσταντίνος) και σχολείο.3ο. Σούπαταχ: Μεγάλο χωριό. Εκκλησία Απόστολος Παύλος – κοινότητα – ένα σχολείο με δύο δασκάλους.

Page 9: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

4ο. Γουρούμισα: Εκκλησία Άγιος Γεώργιος – κοινότητα.5ο.Αρτίσπελι: Εκκλησία Άγιος Κωνσταντίνος – κοινότητα – σχολείο με ένα δάσκαλο.6ο. Παραλί: Μεγάλο χωριό. Εκκλησίες Άγιος Ιωάννης και Προφήτης Ηλίας, κοινότητα – σχολείο με ένα δάσκαλο.7ο. Άνω Γενιτάγ. 8ο. Κάτω Γενιτάγ: Μία κοινότητα – εκκλησία Άγιος Γεώργιος - σχολείο με ένα δάσκαλο.9ο. Γουρούτε: Εκκλησία Άγιος Γεώργιος και παρεκκλήσι Άγιος Δημήτριος – κοινότητα – σχολείο με ένα δάσκαλο.10ο. Κιριασλί: Εκκλησία Κοίμησης της Θεοτόκου με μεγάλο πανηγύρι το Δεκαπενταύγουστο – κοινότητα – έξαρχο – σχολείο με ένα δάσκαλο και το μαχαλά Αλαπλικιάνι.11ο. Κιαστανεπούαρ: Εκκλησία Άγιος Κωνσταντίνος – κοινότητα – σχολείο με ένα δάσκαλο.12ο. Τσιοπάγιαταγ: Εκκλησία Άγιος Γεώργιος – κοινότητα – σχολείο με ένα δάσκαλο.13ο. Γαίσπασι: Υπαγόταν στο χωριό Κιριασλί.14ο. Γαρά πελίτ: Κοινότητα – εκκλησία – σχολείο με ένα δάσκαλο.

Οι πρώτοι κάτοικοι οι οποίοι ίδρυσαν το χωριό Γιασλί-Κιατσίτ κατέλαβαν μεγάλες εκτάσεις, 100-200 στρέμματα ο καθένας και έτσι μπορούσαν άνετα να δίδουν στα παιδιά τους χωράφια όταν αυτά παντρεύονταν.Όσοι όμως εκ των υστέρων εγκαθίσταντο στο Γιασλί-Κιατσίτ, ήταν αναγκασμένοι να κατοικούν περιφερειακά του κέντρου. Έτσι λοιπόν σιγά-σιγά ιδρύθηκαν καταστήματα και καφενεία και έγινε το Γιασλί-Κιατσίτ το κεφαλοχώρι των δεκατεσσάρων χωριών της περιφέρειας Καρά-Σού.Οι διάσπαρτοι συγγενείς σε άλλα μέρη του Πόντου άρχισαν να καταφθάνουν στην περιφέρειά μας και σε 15-20 χρόνια, σ’όλα τα βουνά της περιοχής κτίστηκαν σπίταια και γέμισαν Έλληνες, τους οποίους οι Τούρκοι ονόμαζαν Τεκνετσίδες.Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο σχηματίζεται με πρόεδρο την Παρθένα Τουρσουνίδου και συμβούλους από άτομα τα οποία πρότεινα τα χωριά.Μετά την Παρθένα Τουρσουνίδου την προεδρία αναλαμβάνει ο παππούς μου Θεόδωρος, ο επονομαζόμενος Ισίχς, ο οποίος κατά κοινή ομολογία ήταν πολύ δραστήριος, έξυπνος, σεβαστός από τους Τούρους, πολύ σοβαρός, αλλά και πάρα πολύ καλός.Παντρεύτηκε τη γιαγιά μου Σοφία η οποία ήταν όμορφη, πολύ καλή και πολύ εργατική.Ο παππούς μου είχε ένα άλογο ράτσας με το οποίο γυρνούσε όλα τα χωριά. Ήταν σωματώδης, ψηλός και φορούσε τσοχάδες (ακριβά ρούχα). Το επάγγελμά του ήταν έμπορος και ζωέμπορος. Έγινε γνωστός σ’όλη την περιφέρεια και εκλέχτηκε νομαρχιακός σύμβουλος της Νομαρχίας Σκουτάρεως από 33 χωριά. Εκπροσώπησε επάξια τα χωριά του και προσπάθησε να δίνει λύσεις στα προβλήματά τους. Κάθε μήνα συμμετείχε στις συνεδριάσεις του Νομαρχιακού Συμβουλίου και καθιερώθηκε ως ο (Ισίχς) Θεόδωρος Τσανακτσόγλου.΄Είχε υπαλλήλους οι οποίοι ασχολούντο με τα ζώα τα οποία διαπραγματευότανε και γραμματέα τον Δεληγεωργιάδη (Τελήγιωρ), τον οποίο έκανε γαμπρό στην κόρη του.Ο παππούς μου πέθανε, σε μικρή σχετικά ηλικία, το 1890 αολι ασθένεια και έτσι δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του. Μετά το θάνατο του παππού μου την προεδρία ανέλαβε ο Χατζηκωστής Καραφυλλίδης.Το κεφαλοχώρι Γιασλί-Κιατσίτ συνεχώς μεγαλώνει, (αριθμός οικογενειών περίπου 120-150) και οργανώνεται με γρήγορους ρυθμούς. Έχει καφενεία, παντοπωλεία, υφασματοπωλεία, πεταλοποιεία, καροποιεία, σιδηρουργεία, εμπορική αγορά,

Page 10: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

κουκούλια, σιτηρά, καλαμπόκια, χαλκουργούς. Είχε από όλα τα ζώα εκτός από γαϊδούρια, διότι ήταν τόσο λασπώδες το έδαφος που ήταν αδύνατη η χρησιμοποίησή τους. Να σημειωθεί ότι είχαμε πολλές βροχές, πολλά νερά, γι αυτό και πολύ γόνιμα εδάφη.Υπήρχαν τρεις αλευρόμυλοι: 1) Ο μύλος των Χαρελάντ (Σάββας – Ηλίας και Βαρύτιμος Τσανακτρίσης, αδέλφια).2) Ο μύλος του παππού μου Κυριάκου Ελευθεριάδη ο οποίος είχε δύο μεγάλες μυλόπετρες.3) Ο μύλος του Παύλου Βοριαζίδη ο οποίος λόγω της τοποθεσίας του δεν είχε πολύ κίνηση.Ο μεγαλέμπορος Μιχάλης Κρεμήτσος από το Αδάπαζαρ ήταν αυτό που έδωσε ζωή και χρήμα στα χωριά της περιοχής μας. Είχε νοικιασμένα από το τούρκικο κράτος όλα τα βουνά και είχε εργάτες οι οποίοι ασχολούντο με την υλοτομία και την κατασκευή όλων των ξύλινων σκευών, ειδικά δε με τις βέρκες (ξύλα για την παραγωγή βαρελιών-καρεκλών-ζουμάτρων κ.λ.π.).Έκανε γενικό εμπόριο, ο τρόπος συμπεριφοράς του και οι συναλλαγές του προς τους τρίτους ήταν άψογες.Όλοι προτιμούσαν να δώσουν τα προϊόντα τους σ’αυτόν και όχι στους Αρμένιους ή τους Τούρκους εμπόρους.Ήταν ο μεγαλύτερος έμπορος της περιοχής, γι αυτό τον επονόμασαν ο Βερκιατσίτ ο Μιχάλης. Ήταν Έλληνας από την Αθήνα. Στο Αδάπαζαρ πήγε σε ηλικία 18 χρονών. Πέθανε γέρος στην Αθήνα και από ότι μάθαμε πολύ φτωχός.Το Γιασλί-Κιατσίτ θα μπορούσα να το παρομοιάσω με έναν επίγειο παράδεισο. Τα εδάφη του ήταν τόσο εύφορα και αποδοτικά που «ένα έσπερνες και εκατό θέριζες».Συγκεκριμένα, όσον αφορά στη γεωργία, υπήρχαν όλα τα γεωργικά προϊόντα, οπωροκηπευτικά, μελισσοκομικά, καθώς και μεγάλη συρροτροφία (μεταξοσκωλοτροφεία).Επίσης στην κτηνοτροφία υπήρχαν όλα τα είδη ζώων και κτηνοτροφικών προϊόντων.Ο παππούς μου Θόδωρος (Ισίχς) πεθαίνει όταν ο πατέρας μου ήταν 13 ετών.Μεγάλωσε και ξαναέκτισε το σπίτι διότι έπρεπε να είναι μεγαλύτερο λόγω της συρροτροφίας (παραγωγή κουκουλιών). Τότε του κόστισε πολύ ακριβά.Στις 8 Νοεμβρίου 1903 παντρεύεται τη μάνα μου Σαία, το γένος Κυριάκου Ελευθεριάδη. Κουμπάρος τους έγινε ο έμπορος Μιχάλης Κρεμήτσος ο λεγόμενος Βερκιατσίτ.Εγώ γεννήθηκα το 1904 και πήρα το όνομα του παππού μου (Θεόδωρος). Τα άλλα αδέλφια μου ήταν: Ο Γιάννης, ο Κωνσταντίνος, ο Γιώργος (Χατζής), η Θεοπίστη, ο Ευστάθιος, η Αθηνά, ο Αλέξανδρος, ο Χρήστος και η Σοφία η οποία γεννήθηκε στην Ελλάδα.Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι ότι μπορεί να θυμηθεί ένα παιδί και μάλιστα πρωτότοκο.Όταν έγινα 5-6 χρονών άρχισα το σχολείο. Μη φανταστεί κανείς ότι είχαμε τις ανέσεις: βιβλία, τετράδια, μολύβια, εποπτικά μέσα διδασκαλίας. Τίποτα από όλα αυτά. Το μόνο που είχαμε ήταν ένα πινακίδιο στο οποίο γράφαμε με γραφίδα και σβύναμε με σάλιο και πανί ή τις περισσότερες φορές με τα δάχτυλα. Μαθαίναμε κατ’ αρχήν το αλφάβητο και αργότερα τον σχηματισμό λέξεων (π.χ. Γου και Α= ΓΑ. Λου και Α= ΛΑ και η λέξη ΓΑΛΑ κ.ο.κ.). Για να μη ξεχνάμε αυτό που διδασκόμασταν στο σχολείο, γράφαμε τις λέξις στο χαρτί, τις κολλούσαμε σε πινακίδια και κατασκευάζαμε σελίδες μόνοι μας.Το χειμώνα σχολείο και το καλοκαίρι χωράφια και ζώα. Ο εκκλησιασμός τις Κυριακές και γιορτές ήταν απαραίτητος.

Page 11: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Θα ήθελα να επισημάνω ότι ενώ δεν είχαμε στις εκκλησίες μας ιερείς μορφωμένους (αλλά αγνούς-αγίους) και πολυτέλειες μέσα στους ναούς, τις γιορτινές μέρες και τις Κυριακές τα πόδια μας μόνα τους μας οδηγούσαν σ’ αυτές. Το θρησκευτικό συναίσθημα και η ανάγκη της ομαδικής προσευχής μας οδηγούσε στους ναούς. Ίσως γιατί έτσι νοιώθαμε σιγουριά και παίρναμε δύναμη από τον Ύψιστο.Το 1911 θυμάμαι, για πρώτη φορά, πήγαιναν και οι χριστιανοί στρατιώτες στον Τούρκικο στρατό και λέγανε «Σιντίκ Καρτάς ολτούκ» (δηλαδή σήμερα γίναμε αδέλφια) και «Παραπάρ γιασατζαίς» (δηλαδή μαζί θα γλεντήσουμε).Το 1913 επέστρεψαν οι Έλληνες στρατιώτες και μας διηγήθηκαν πως πέρασαν στους Βαλκανικούς Πολέμους. Μας έλεγαν ότι πολλοί Έλληνες αυτομόλησαν στον Ελληνικό στρατό.Θυμάμαι ότι τους παρακολουθούσα και άκουγα τις εντυπώσεις τους και τα διαδραματιζόμενα στον πόλεμο με πολλή προσοχή και ενδιαφέρον. Τους θεωρούσα γίγαντες – ήρωες.Το 1914 από τον μικρό δάσκαλο θα πήγαινα στον μεγάλο, δηλ. από την τρίτη τάξη θα πήγαινα στην Τετάρτη και ένοιωθα ότι μεγάλωσα πια, έλεγα μέσα μου «τώρα Θόδωρε θα μάθεις πολλά γράμματα θα μπορείς να γράφεις και να διαβάζεις εύκολα».Άρχισα να συμμετέχω (σαν μεγάλος πλέον) στις γιορτές των Χριστουγέννων και να ψέλνω τα κάλαντα (Χριστούγεννα – Πρωτοχρονιά – Φώτα, «βγαίναμε να θυμίζουμε».Θυμίζαμε σε όλα τα σπίτια του χωριού και σ’ αυτούς που μας έδιναν έστω και μια δεκάρα και σ’ αυτούς που δεν μας έδιναν τίποτε (γιατί υπήρχαν δυστυχώς και τέτοιοι συγχωριανοί – δεν πειράζει, τόσο τους έκοβε τόσο έπρατταν).Το «Άναρχος Θεός» ήταν το κύριο Καλαντικό, αλλά επειδή ήταν μεγάλο σε έκταση προτιμούσαμε το «Χριστός γενέθεν χαρά σον Κόσμο…». Αξίζει όμως να διαβαστεί από τον αναγνώστη και θα παρακαλέσω να προσεχτεί ιδιαίτερα.Μέσα στους στίχους του θα ζήσει το μυστήριο και το μεγαλείο της γέννησης του Θεανθρώπου Χριστού, από την Παναγία Παρθένο.

Άναρχος Θεός

Άναρχος Θεός καταβέβηκενκαι εν τη Παρθένω κατώκησεν.Βασιλεύς των όλων και Κύριοςήλθες τον Αδάμ αναπλάσασθαι.Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε,τάξεις των αγγέλων, ευφραίνεσθε. Δεύτε εν σπηλαίω θεάσασθε,κείμενον εν φάτνη τον Κύριον.Εξ΄ανατολών Μάγοι έρχονται,δώρα προσκομίζουσιν άξια. Ζήτω, προσκυνήσατε Κύριον,Τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον.Ήνεγκεν Αστήρ Μάγους οδηγών,άνω τω σπηλαίω προσέφερεν.Θεός Βασιλεύς επουράνιος,τίκτεται εν φάντη Θεόκτιστος.Ίδεν ο Ηρώδης ως έμαθεν,όλως εξεπλάγη ο δόλιος.Κράζει και βοά προς τους λειτουργούς,

Page 12: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

τους δοξολογούντας τον Κύριον.Λέγετε σοφοί και διδάσκαλοι,άρα, που γεννάται ο Κύριος;Μέγα και φρικτόν το τεράστιον,των ανθρωπίνων εξεθύμησεν.Νύκτα Ιωσήφ χρήμα ήκουσεν,Άγγελος Κυρίου ελάλησεν.Ξένον και παράδοξον άκουσμακαι εις συγκατάβασιν θέαμα.Όμμα αραθύμησε ΔέσποιναΚαι έσωσε τους εγκαταβαίνοντας.Πύλαι οραταί και ανέκραζεν,δούλος τον Δεσπότην εβάπτιζεν.Ρεύμα Ιορδάνου εστρέφετο,κτρόμω κατερχόμενον τον Κύριον.Σήμερον χαρά η ευφρόσυνος,Άγγελος Κυρίου ελάλησεν.Τάγματα Αγγέλων θαυμάζουσι,Πνεύμα κατελθόν εκ του ουρανού.Ύμνον Σοι προσφέρουσιν ευλαβώςτα του Ιορδάνου ορώμενα.Φόβω Ιωάννης Σου άπτεται,φωνή εξελθούσα εξ ουρανών.Χαρά αγιάσαι τα ύδατα,Πνεύμα κατελθόν εις τον ποταμόν.Ψηλαφών Θωμάς προς την Σην πλευράν,πιστεύσας βοών προς τον Κύριον.Ω, ον του Πατρός προαιώνιον,φώτισον τους πάντας πιστεύσαντας.Τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανείων ήταν όπως και σήμερα.Η τελετή της κατάδυσης του Σταυρού γινόταν όπως γίνεται σήμερα στις μικρές κωμοπόλεις και τα χωριά. ΄Οποιος βρίσκει τον Σταυρό τον περιφέρι σ’ όλα τα σπίτια για ευλογία, με τη μόνη διαφορά, σήμερα όσα χρήματα μαζεύονται τα παίρνει αυτός που έβγαλε το Σταυρό. Ενώ στα χωριά μας τα χρήματα και τα είδη δίδονταν στην εκκλησία για το φιλόπτωχο Ταμείο.Στις εκκλησίες μας υπήρχαν, όπως και τώρα, τα εκκλησιαστικά συμβούλια τα οποία όμως εκλέγονταν από τους κατοίκους, δεν διορίζονταν.Συγχρόνων εξέλεγαν και τον έξαρχο, ο οποίος είχε τη δικαιοδοσία έκδοσης άδειας γάμου (συνοικέσιο) και ήταν εκπρόσωπος στη Μητρόπολη της Νικομήδειας.Για πολλά χρόνια τον τίτλο του έξαρχου είχε ο παππούς μου Κυριάκος (Καρυνδίτς) Ελευθεριάδης.Το 1919 έξαρχος αναλαμβάνει ο πατέρας μου Βαρύτιμος. Άνθρωπος πράος – συνετός – δίκαιος – σεβαστός από όλους. Τα καθήκοντα του εξάρχου προσπαθεί να τα επιτελεί όσο το δυνατόν καλύτερα και το πετυχαίνει.Είναι εποχή που πολλοί άνδρες έκλεβαν κορίτσια, με την θέλησή τους ή και χωρίς αυτήν και τελούσαν γάμο παρά τις αντιρρήσεις των γονιών της κοπέλας.Ο έξαρχος, ο οποίος όπως είπαμε, εξέδιδε το συνοικέσιο (άδεια γάμου ή καλύτερα βεβαίωση ότι μπορεί να γίνει γάμος στο ζευγάρι) ήταν μερικές φορές υποχρεωμένος να επισκέπτεται την «ερωτική φωλιά» των απαχθέντων για να διαπιστώσει αν όντως η απαγωγή έγινε με τη θέληση του κοριτσιού και αν είχε «την προς γάμον ηλικίαν».

Page 13: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Σε μια λοιπόν τέτοια περίπτωση θυμάμαι, ένας νέος (ας τον ονομάσουμε Τάσο) έκλεψε ένα κορίτσι (την Κυριακή) και έφυγαν προς άγνωστη – γνωστή κατεύθυνση.Ο πατέρας μου, μαζί με τον παρά-Γιάννη, επισκέφτηκε το ζευγάρι για να ρωτήσει και να πάρει τις απαντήσεις που έπρεπε, προκειμένου να «κόψει το συνοικέσιο». Αφού τους βρήκαν, μεταξύ του κοριτσιού και των επισκεπτών έγινε ο εξής διάλογος.Έξαρχος: Το όνομας ντο εν.Κορίτσι: ΚυριακήΈξαρχος: Νέτζι πόσα χρονών είσαι;Κυριακή: Δέκα οχτώ.Έξαρχος: Εσύ αγαπάς και πέρτσατον; Ή ατός με το ζόρ πέρ σε;Η Κυριακή χωρίς δισταγμό απλώνει τα πόδια της και τα δείχνει στον έξαρχο και ον παπά και τους λέει «ντο θέλετε θαρ εγώ επήρα τον».Ο πατέρας μου τότε είπε: «αφού τόσο εύκολα μας έδειξε τα πόδια της, και τόσο δυνατά μας είπε ότι τον θέλει, είναι φανερό ότι αγαπιούνται». «Έκοψε» λοιπόν αμέσως το συνοικέσιο και έγινε ο γάμος.

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΔΙΩΞΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ – ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗΛΕΗΛΑΣΙΕΣ – ΔΥΣΒΑΣΤΑΚΤΟΙ ΦΟΡΟΙ

Το 1914, μόλις κηρύχθηκε ο Ευρωπαϊκός πόλεμος, η αστυνομία κοινοποίησε διαταγή γενικής επιστράτευσης (σεφεριπίλικ).Όλοι οι άνδρες εκαλούντο στις τάξεις του στρατού, ακόμη και οι πρόεδροι των κοινοτήτων και οι αγροφύλακες.Η αστυνομία ήθελε να τοποθετήσει δικούς της (Έλληνες) προέδρους και αγροφύλακες, αλλά αυτό ήταν αντίθετο με τη θέληση των κατοίκων που εξέφρασαν την αντίθεσή τους με έντονο τρόπο και μάλιστα έφτασαν στο σημείο, στο χωριό μας, να χτυπήσουν τους αστυνομικούς.Οι αστυνομικοί αντέδρασαν άμεσα και αφού συνέλαβαν και έδεσαν τους χωριανούς, μεταξύ των οποίων ήταν και ο πατέρας μου, ετοιμάζονταν να τους παν στο στρατοδικείο (ντιβανιχάρη) στο Ίντζιρλι.Χωρίς να χάσω χρόνο τρέχω στο νουνό μου τον Μιχάλη Κρεμήτσο και τον ιστορίζω ό,τι έγινε στην αστυνομία.Αυτός χωρίς να χάσει καιρό σελώνει το άλογο και κόβοντας δρόμο τους συναντά έξω από το χωριό, έχοντας μαζί του και τον Σεκίρ Αφέντη.Τους σταμάτησε και με λόγια επαινετικά για το πρόσωπο του επικεφαλής, ζητώντας παράλληλα συγγνώμη για την απερισκεψία των αγραμμάτων χωρικών, του εξήγησε, ότι αν καταδικαστούν από το στρατοδικείο, τότε όλοι θα φύγουν στα βουνά και θα «έχεις πρόβλημα στα εσωτερικά των χωριών».Ο Τούρκος αξιωματικός κοντοστάθηκε και αναλογίστηκε ότι ίσως είχε δίκαιο. Ο νουνός μου αμέσως βλέποντας ότι το σκέφτεται, βγάζει και του καταβάλει για τον καθένα τρεις χρυσές λίρες λέγοντας: « Αυτά σαν αποζημίωση για το ξύλο που έδωσαν». Τόση είναι η αξία των Τούρκων προκειμένου να εφαρμόσουν τον νόμο.Μετά από αυτήν τη θετική εξέλιξη επέστρεψαν στο χωριό και μετέβησαν για να παρουσιασθούν στα στρατόπεδα επιστράτευσης. Όλοι οι άνδρες έφυγαν στον στρατό, όπως και ο πατέρας μου.

Page 14: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Λόγω της απουσίας όμως του πατέρα μου, τα οικογενειακά βάρη έπεσαν πάνω μου καθώς ήμουν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας και θα έπρεπε να τον αντικαταστήσω σε όλες σχεδόν τις δουλειές. Έτσι μολονότι ήμουν μόνο 13 χρονών, υποχρεώθηκα για τις ανάγκες της οικογένειας πρόωρα να ανδρωθώ.Χωράφια, ζώα, μπαξέδες, κουβαλήματα, όλα περνούσαν από τα χέρια μου και επιπλέον βοηθούσα και στο παντοπωλείο του θείου μου γιατί ήταν και αυτός επίστρατος. Το 1915 επέστρεψε ο πατέρας μου για να ξαναεπιστρατευθεί το 1916 και το ίδιο συνέβη και το 1917. Σ’αυτήν τη χρονολογία θα ήθελα να σταθώ λίγο για να αναφέρω ένα περιστατικό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.Οι Τούρκοι μας πήραν αγγαρεία προκειμένου να μεταφέρουμε ξύλα από το βουνό στο Αδά-παζάρ, στο σιδηροδρομικό σταθμό.Φορτώσαμε το κάρο με τα βόδια και μέσα από λασπώδη εδάφη και μεγάλη ταλαιπωρία φτάσαμε στον προορισμό μας. Ξεφορτώσαμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Όμως οι Τούρκοι στρατιώτες δεν μας επέτρεψαν να συνεχίσουμε διότι η περιοχή βρισκόταν σε καραντίνα και έπρεπε να εμβολιασθούμε. Το εμβόλιο γινόταν στο στήθος με ένεση. Οι άνδρες δεν είχαν κανένα πρόβλημα, οι γυναίκες όμως δεν ήθελαν να ανοίξουν τα στήθη τους σε κοινή θέα προκειμένου να εμβολιαστούν και μάλιστα μπροστά σε Τούρκους στρατιώτες. Ο εμβολιασμός γινόταν από Γερμανούς γιατρούς. Οι Τούρκοι στρατιώτες άνοιγαν τα στήθη των γυναικών με το ζόρι και οι γιατροί τις εμβολίαζαν.Για τρεις ημέρες, μας είπαν, θα είστε άρρωστοι, αλλά μετά δεν θα έχετε πρόβλημα. Έτσι ακριβώς έγινε. Όσοι από τους χωριανούς δεν πρόλαβαν να εμβολιασθούν, δεν μπόρεσαν να αντέξουν στην αρρώστεια και πέθαναν. Κάθε μέρα είχαμε δύο ή τρεις θανάτους. Ευτυχώς δεν κράτησε πολύ.Οι Τούρκοι εξέδωσαν διαταγή επίταξης ζώων. Κάθε οικογένεια ήταν υποχρεωμένη από τα τρία ζώα να παραδώσει το ένα.Μαζέψαμε με τη μάνα μου όλα του χωριού και τα μεταφέραμε στο χωριό Ταρί-Τσαϊρι. Εκεί σημάδευαν τα ζώα με καυτά σίδερα. Έτσι δεν μπορούσαμε πλέον να κρύψουμε από τους Τούρκους τα σημαδεμένα ζώα. Τα είχαμε αλλά ήταν δικά τους.Επίσης νέα διαταγή ζητούσε το 30% από οτιδήποτε παρήγαγε κανείς. Το κανονικό ήταν 10% (ουσούρ). Αν κάποιος απέκρυβε κάτι και το εύρισκαν, τότε το ποσοστό ανήρχετο στο 60% (ουσούρ) ή και 100%.Η χρονιά εκείνη (1917) ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Οι άνδρες όλοι φευγάτοι από το χωριό (άλλοι στρατιώτες και άλλοι στα βουνά σαν λιποτάκτες από το στρατό) και οι καιρικές συνθήκες άσχημες. Τίποτε από ότι σπείραμε δεν φύτρωσε. Δυστυχία και πείνα πολλή. Όχι μόνο στα χωριά των Ελλήνων αλλά και των Τούρκων.Θυμάμαι ήταν Μάϊος του 1917 και το ψωμί μας τελείωσε. Η μάνα μου μ’ έστειλε στο μύλο του παππού μου για να ζητήσω αλεύρι για ψωμί. Μου είπε, ο παππούς μου, «θα σου δώσω αλλά θα κουβαλήσεις τα δεμάτια ενός χωραφιού». Ήμουν 13 χρονών τότε και με παράπονο παιδιού του απαντώ « δηλαδή αν δεν κουβαλήσω τα δεμάτια δεν θα μας δώσεις αλεύρι, θα μας αφήσεις να πεινάσουμε;»Το καλοσκέφτηκε και μούδωσε. Μόλις ήρθε το θέρος πήρα το κάρο με το βόδι και το βουβάλι και πήγα στο χωράφι και κουβαλώντας τα δεμάτια ξεχρέωσα το χρέος προς τον παππού μου.Εν τω μεταξύ τα τουρκικά αποσπάσματα είχαν εξαπολύσει ένα άγριο κυνηγητό και μεταχειρίζονταν κάθε τρόπο (απειλές – βία) για να εντοπίσουν τους λιποτάκτες.Περικύκλωναν τα σπίτια και απειλούσαν με κάψιμο αν δεν παραδινόταν οι λιποτάκτες. Για τρεις μέρες ζούσαμε έξω από τα σπίτια μας. Πολλοί φοβήθηκαν και παραδόθηκαν.

Page 15: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Θυμάμαι είχαν σκοτώσει έναν Έλληνα οι Τούρκοι και τον έβαλαν επάνω στο κάρο του και τον γύριζαν σ’όλα τα χωριά και φώναζαν «όποιος δεν παραδοθεί θα πάθει τα ίδια».Στην καινούργια βίαιη και υποχρεωτική επιστράτευση ο πατέρας μου πήγε και πάλοι στο κέντρο επιστράτευσης. Για καλή του όμως τύχη ο γιατρός της μονάδος (Πρίγγος) ήταν γαμπρός του κουμπάρου μας Μιχαήλ Κρεμήτσου. Τον γνώρισε και τον ξεχώρισε για τη στρατιωτική αστυνομία (Τσανταρμάς). Τον κράτησε σαν ταχυδρόμο στη μονάδα για εννέα μήνες μέσα στην Κωνσταντινούπολη.Σ’ αυτήν τη δύσκολη περίοδο και με όλες αυτές τις ταλαιπωρίες των γονέων μας, εγώ ήμουν σχεδόν μόνιμος τσομπάνος στα ζώα.Μια μέρα ενώ έβοσκα τα βόδια, ένα ξέφυγε και μπήκε σε τούρκικο χωράφι με τριφύλι. Ο ιδιοκτήτης του με θεώρησε υπεύθυνο και μικρός όπως ήμουν, άρχισε να με δέρνει. Μ΄έβαλε στη φάλαγγα δεν ξέρω για πόση ώρα. Κάποτε κουράστηκε και μ’άφησε.Το τσομπανόπουλο ο Θόδωρος, με πρησμένα πόδια, με αφόρητους πόνους και κουτσα – κούτσα έφτασα στο σπίτι με τα ζώα.Μόλις με αντίκρυσε η γιαγιά μου αμέσως κατάλαβε τι έγινε και με ρώτησε «Νέπε γιάμ ο Κιόρτς εντόκεσε». Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και με δάκρυα στα μάτια την ιστόρησα όσα έπαθα από το βάρβαρο Τούρκο. Ήταν ο πιο μισητός στους Έλληνες. Παρ’όλη την ταλαιπωρία μου εξακολουθούσα να βόσκω τα ζώα.Ήταν Μάϊος του 1918 ώρα περίπου εννέα το πρωϊ. Τη μέρα εκείνη η θεία πρόνοια εμερίμνησε και πήρα μαζί μου τα αδέλφια μου Κώστα και Χατζή. Οδηγήσαμε τα ζώα στο Σογανλίκ και την ώρα που κλείναμε την πόρτα βλέπουμε στον ουρανό μια φοβερή οπτασία: Τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό με κοντάρι και σταυρό. Στα παιδικά μας μάτια η οπτασία αυτή εμφάνιζε μεγάλη ομοιότητα με την απεικόνιση του Χριστού στην εικόνα της Αναλήψεως.Και οι τρεις μας στηλώσαμε τα μάτια μας στην ουρανό και μείναμε άφωνοι για αρκετή ώρα.Όταν το βράδυ γυρίσαμε στο σπίτι, ιστορήσαμε και οι τρεις μαζί το συμβάν στη μάνα μας και τη γιαγιά μας και είμασταν όλοι πολύ χαρούμενοι.Όσαν αφορά τις διεθνείς εξελίξεις, από το καλοκαίρι του 1918 άρχισε να διαδίδεται ότι τελειώνει πια ο πόλεμος και μάλιστα εις βάρος των Τούρκων και των Γερμανών. Σιγά-σιγά αναθαρρεύαμε και αρχίζαμε να πιστεύουμε ότι κάτι καλό θα γίνει.Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου γιορτάσαμε τον Άγιο Δημήτριο, και πανηγυρίσαμε στην εκκλησία του που επείχε ένα χιλιόμετρο από το χωριό μας.Στον περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου μαζεύτηκε πάρα πολύς κόσμος, κατέβηκαν και όσοι ήταν κρυμμένοι στα βουνά. Στο πανηγύρι συμμετείχαν και Τούρκοι οι οποίοι γλεντούσαν μαζί μας. Ήταν το πρώτο ξέσπασμα μετά από τόσα χρόνια φόβου και καταπίεσης.Τα ψητά και τα φαγητά χόρτασαν τους προσκυνητές. Ήταν μια ξεχωριστή μέρα, ήταν η μέρα του Αγίου Δημητρίου.Ωστόσο η κατάσταση δεν άργησε να ξεφύγει από κάθε έλεγχο, καθώς το 1919 διαλύθηκε ο τούρκικος στρατός και καταλύθηκε κάθε έννοια έννομης τάξης.Ο καθένα έπραττε κατά βούληση και ανάλογα με τα συμφέροντά του. Λεηλασίες, αρπαγές και καταστροφές ήταν συνηθισμένα φαινόμενα από όλες τις πλευρές (Τούρκους – Αρμένιους – Έλληνες).Όλες οι εξουσίες πέρασαν στα χέρια των κλεπτών και των ληστών, οι οποίοι δεν δίστασαν να κάψουν και σχολεία. Επικρατούσε γενικά μια κατάσταση αλλοφροσύνης.

Page 16: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά ήρθε μια διμοιρία τούρκικων αποσπασμάτων και ζήτησε προσωπική εργασία, από όλα τα Ελληνικά χωριά, προκειμένου να κατασκευαστούν προχώματα στην παραλία της Ιντζιρλί για να αντιμετωπίσουν την επίθεση των Ρώσσων.Ωστόσο οι Κιρκάσιοι μας ειδοποίησαν να μην συμμετάσχει κανένας στην προσωπική εργασία, διότι οι Τούρκοι την χρησιμοποιούσαν ως πρόσχημα, με σκοπό να συγκεντρώσουν όλους τους άνδρες για να τους σκοτώσουν.Δυστυχώς σε δύο ή τρία χωριά δεν έφτασε εγκαίρως η ειδοποίηση και 113 άνδρες και παιδιά πήγαν στην παραλία για προσωπική εργασία. Τους πυροβόλησαν όλους και οι 110 σκωτώθηκαν. Γλύτωσαν μόνο τρεις, οι οποίοι προσποιήθηκαν τους νεκρούς. Ο ένας εξ αυτών ήταν ο Γεώργιος Πασχαλίδης, ο οποίος ζούσε στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης.Η εκτέλεση των 110 διαδόθηκε στα χωριά σαν αστραπή. Ο πανικός κυρίευσε τους κατοίκους. Με κάθε τρόπο και μέσο διασκορπιστήκαμε στα βουνά.Παραμείναμε κάτω από βροχή και κρύο δύο μέρες. Τις σκηνές αλλοφροσύνης εκείνων των ημερών δεν θα τις ξεχάσω ποτέ.Βρέφη και παιδιά να κλαίνε, γριές και γέροι να βογγούν, όλοι να κρυώνουν και να τρέμουν. Στενοχωριόμασταν που δεν μπορούσαμε να προσφέρουμε καμμιά ανακούφιση.Την τρίτη μέρα κατεβήκαμε στο χωριό να μάθουμε τι γίνεται. Οι Τούρκοι είχαν πανικοβάλει τους κατοίκους (όσους δεν μπόρεσαν να μας ακολουθήσουν στα βουνά), ότι ο Κεμάλ θα περνούσε 4-5 Μαϊου (1919) και θα σκότωνε όλους τους Έλληνες. Μέσα από αυτήν την ατμόσφαιρα φόβου και πανικού πέρασε ο Κεμάλ ανενόχλητος.Οι Κιρκάσιοι είχαν ειδοποιηθεί για τη διαδρομή του Κεμάλ και έστησαν ενέδρα για να τον ληστέψουν. Αυτός όμως την τελευταία στιγμή άλλαξε πορεία (προφανώς ειδοποιήθηκε) και με 5 άνδρες και 6-7 άλογα, φορτωμένα με χρήματα και οπλισμό κατευθύνθηκε προς την Ιντζιρλί με τελικό σκοπό την Άγκυρα. Εκεί ίδρυσε τον Επαναστατικό Στρατό (Κουβέϊ Νιλί) και έγινε αρχηγός του.Μια από εκείνες τις μέρες μαζί με τον πατέρα μου πήγαμε να σπείρουμε καλαμπόκι. Ενώ σπέρναμε, βλέπουμε μακρυά στον ορίζοντα πυκνούς καπνούς, το χωριό Φύντικλι είχε παραδοθεί στις φλόγες. Οι Τούρκοι εμπρηστές είχαν αρχίσει το έργο τους και απέδειξαν τις ικανότητές τους.Η Φύντικλι, χωριό με δύο χιλιάδες περίπου κατοίκους βρισκόταν απέναντι από μας, πέρα από τον Σαγγάριο ποταμό. Ο πατέρας μου, πολύ φιλοσοφημένα, μου λέει: «Θόδωρε εμείς αρχίσαμε αμόν τον Κόχλον, σον ψήσιμο εσέβεν και ετραγώδνεν, χα και τεμέτερον. Η Φύντικλι καίεται και μεις σπείρουμε καλαμπόκ». Λύσαμε τα βόδια και κατεβήκαμε στο χωριό. Ο πατέρας μου μάζεψε τους χωριανούς και τους είπε «δεν πάμε καθόλου καλά, οι Τούρκοι έκαψαν τη Φύντικλι».Τα λόγια του ανησύχησαν τους κατοίκους, όλο το χωριό έμοιαζε σαν ένα καζάνι που βράζει. Τα πάντα έχουν σταματήσει. Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή, τα συναισθήματα ανάκατα. Από τη μια η προετοιμασία για τη μεγαλύτερη γιορτή της Χριστιανοσύνης, την Ανάσταση και από την άλλο ο φόβος επιδρομής των Τούρκων.Όλο το χωριό νήστεψε. Πιστεύαμε ότι μόνο με νηστεία και προσευχή θα μπορούσαμε να γιορτάσουμε το Πάσχα. Μόνον ο Θεός μπορούσε να μας βοηθήσει και να μας προστατέψει.Καλόχαρα αλλά και με φόβο γιορτάσαμε την Ανάσταση χωρίς τους ήχους της καμπάνας, βουβά και με ευλάβεια μεγάλη.Δεν εύχομαι σε κανέναν Χριστιανό να γιορτάσει τη μεγαλύτερη γιορτή της Πίστης του με τέτοιες συνθήκες.

Page 17: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Από την άλλη πλευρά όμως, θα πρέπει να ομολογήσω ότι ο φόβος μας αδέλφωσε όλους. Η Ανάσταση μεγαλούργησε μέσα στις καρδιές μας. Αισθανθήκαμε έντονα μέσα στις ψυχές μας το «αλλήλους περιπτυξώμεθα». Ουδέν κακόν αμιγές καλού.Το καλοκαίρι του 1920 η κατάσταση άρχισε να δυσκολεύει πολύ. Το σχέδιο εξόντωσης της Ελληνισμού τέθηκε πάλι σε εφαρμογή.Οι Τούρκοι κάτοικοι των γύρω χωριών παραπονούντο στον Κεμάλ γράφοντάς του ότι «οι Έλληνες (Ρωμιοί) νύχτα-μέρα, μας κλέβουν, μας τυρρανούν, μας σκοτώνουν και μια μέρα θα μας αναγκάσουν να φύγουμε στα βουνά για να γλυτώσουμε. Σε παρακαλούμε γλύτωσέ μας, προστάτεψέ μας».Ο Κεμάλ ανταποκρίθηκε αμέσως. Στέλνει ένα τάγμα του Κουβέϊτ – Μιλί με αρχηγό τον Ακράπογλου το οποίο περικύκλωσε το χωριό και με δέκα στρατιώτες μπήκε μέσα.Κάλεσε αμέσως τους άρχοντες του χωριού και τους έδωσε προθεσμία 24 ωρών να συγκεντρωθούν 2.500 χρυσές λίρες ει’ άλλως «θα διατάξω σφαγή».Καιρό δεν χάνουν οι δικοί μας, μπαίνουν στους μαχαλάδες και φωνάζουν και παρακαλούν, όπως οι κλητήρες. Μέχρι τα ξημερώματα μάζεψαν 2.200 λίρες. Έμεινε ένα υπόλοιπο 300 λιρών το οποίο δυστυχώς ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί μέσα στον καθορισμένο χρόνο (24 ώρες).Ο Άρτοκλους ο οποίος είχε καλές σχέσεις με έναν Τούρκο έμπορο τον παρεκάλεσε να εγγυηθεί στον Ακράπογλου για τις 300 λίρες.Πράγματι πήγε στον Ακράπογλου και του ζήτησε να μπει εγγυητής. Τότε του απαντά: «Ποιανού περιουσία θέλεις να αγοράσης και θέλεις να μπεις εγγυητής σ’αυτούς; Δεν ξέρεις κιαβουρούν πασί τ’εβλετίν μαλίν βιλετίν» (τα κεφάλια και το βιος των Ελλήνων είναι δικά μας);Τότε ο Τούρκος καταφανώς στενοχωρημένος και ντροπιασμένος μας λέει «Σιντεράν πασινίς Κουρταγαγιανιζίν» δηλαδή: «Κοιτάξτε πως θα γλυτώσετε το κεφάλι σας. Προσπαθείστε να δώσετε τα χρήματα. Εγώ πάντως είμαι έξω από την αμαρτία σας». Η κατάσταση ήταν αδιέξοδη και επικίνδυνη. Αποφάσισαν όσοι μπορούσαν (γυναίκες, παιδιά) να φύγουν στα βουνά και οι άλλοι να προσπαθήσουν να συμπληρώσουν τις 2.500 λίρες για τον Ακράπογλου.Σε μια εβδομάδα όλο το χωριό βγήκε στο βουνό και συγχρόνως βρέθηκαν οι 300 λίρες.Έτσι ο στρατός μπήκε στο Γιασλί Κιατσίτ, το οποίο να σημειωθεί, οι Τούρκοι το είχαν περικυκλωμένο με πολυβόλα και κανόνια και άρχισαν τα γλέντια.Φέραμε Τούρκους, φίλους, από τα γειτονικά χωριά για να μας συμπαρασταθούν και να παρακαλέσουν τους στρατιώτες να είναι ήσυχοι και να μην μας πειράζουν.Η παρουσία και ο λόγος τους δεν μπόρεσαν να πείσουν τον αιμοχαρή Ακράπογλου. Τους απάντησε: «Εγώ έχω εντολή και σύμφωνα με την εντολή θα πράττω».Έτσι αναγκασθήκαμε να ζούμε «συντροφιά» με τους Τούρκους στρατιώτες.Μας ζητούσαν χρήματα και μας απειλούσαν. Ο κάθε στρατιώτης έκαμνε ό,τι ήθελε, έλεγχος δεν υπήρχε ούτε απαγόρευση.Οι άνδρες και οι οικογένειες σιγά-σιγά βγήκαν στα βουνά. Στο χωριό έμειναν μόνο γέροι, γριές και ο πρόεδρος.Ο Ακράπογλου λήστευε και έσφαζε στα ελληνικά χωριά. Χόρταινε τα απάνθρωπα ένστικτά του. Από την οικογένειά μου, στο χωριό παρέμεινε μόνον η γιαγιά μου διότι ήταν μεγάλη και ανήμπορη.Οι Τούρκοι ζητούσαν επιμόνως τα χρήματα της εκκλησίας και απειλούσαν να κάψουν το χωριό.

Page 18: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Μόλις το νέο έφτασε στο βουνό, αποφάσισαν να στείλουν εμένα και τον Γιάννη τον Κοντογούλ στο χωριό για να παραδώσουμε τα χρήματα, τα οποία ήταν κρυμμένα μέσα σ’ένα σακουλάκι και τοποθετημένα επάνω στο ταβάνι του σπιτιού του θείου μου, σκεπασμένα με σκουπίδια.Μόλις φτάσαμε στο σπίτι ο Τούρκος φρουρός μας έπιασε και όταν του είπαμε ότι θα φέρουμε τα χρήματα μας άφησε. Βγάλαμε λοιπόν τα χρήματα και τα παραδώσαμε.Μόλις βγήκαμε όμως από το σπίτι μας περίμενε μια φοβερή έκπληση. Γυρνώντας το βλέμμα μας δεξιά, είδαμε ένα από τα φρικτώτερα θεάματα που μπορούν παιδικά μάτια να αντικρίσουν.Οι Τούρκοι είχαν στη φάλαγγα τον παππού μου τον Κυριάκο και τον ΧατζηΣάββα. Τους χτυπούσαν και τους έπαιρναν όσα χρήματα είχαν (φάλαγγα = κτυπήματα στα πέλματα των ποδιών με ξύλα ή μεταλλικά όργανα με αποτέλεσμα να προκαλούνται οιδήματα – πρήξιμο – και αδυναμία βαδίσματος).Με τον Γιάννη κατατρομαγμένοι ξεφύγαμε από άλλο δρόμο και φτάσαμε στο βουνό, όπου ιστορήσαμε στους γονείς μας αυτά τα φριχτά που πριν από λίγο ζήσαμε στο Γιασλί Κιατσίτ.Μετά από αυτό το γεγονός δεν ξανακατεβήκαμε στο χωριό. Οι αρχηγοί των οικογενειών αποφάσισαν να χωρίσουν τις οικογένειες σε μικρές ομάδες και να σκορπίσουν σε διάφορα μέρη ώστε σε περίπτωση επιδρομής Τούρκων, μερικοί από την οικογένεια να γλυτώσουν.Η οικογένειά μου χωρίστηκε σε δύο μέρη.Η μητέρα μου Σαία, εγώ ο Θόδωρος, η αδελφή μου Ανθή (7 ετών) και ο αδελφός μου ο Στάθης (4 ετών) πήγαμε στο χωριό Αρτούσμπελι, όπου είχαμε συγγενείς και μείναμε κοντά τους. Ο πατέρας μου παρέμεινε στο βουνό μαζί με άλλους συγχωριανούς.Ήταν τέλος Μαϊου όταν πήγα και συνάντησα τον πατέρα μου στο βουνό. Με πληροφόρησε πως ο Ακράπογλου έφυγε από το χωριό και πήγε στο Παραλί, όπου έγινε μάχη και σκοτώθηκαν δύο Τούρκοι. Πήρε αρκετά χρήματα από τους κατοίκους και έφυγε για το Ιντζιρλί, όπου και εγκατέστησε το αρχηγείο του.Ο Ακράπογλου ήταν πανέξυπνος, πάρα πολύ κακός, αιμοβόρος, αιμοσταγής, βάναυσος, ψυχρός δολοφόνος και φοβερός ανθέλληνας, (σφαγέας των Ελλήνων). Διάλεξε το Ιντζιρλί, διότι πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις ασφαλούς διαβίωσης και εύκολης απόδρασης.Είχε ειρηνοδικείο, αστυνομία, πολλές ευκολίες και ήταν παραθαλάσσιο.Στο χωριό μας Γιασλί – Κιατσίτ ο Ακράπογλου άφησε μια ομάδα στρατιωτών σαν σε φυλάκιο.Το χωριό παραλί είχε ένα χρέος προς τον Ακράπογλου το οποίο έπρεπε να πληρώσει. Έστειλε δύο στρατιώτες και δύο χωρικούς για να εισπράξουν το χρέος. Τους χωρικούς τους συνέλαβε μια ομάδα κατοίκων που είχε αποκτήσει όπλα και είχε οργανωθεί σε αντάρτικη ομάδα για την προστασία του χωριού. Ωστόσο επειδή ήταν γνωστοί τους άφησαν. Κατέστρωσαν όμως ένα σχέδιο για να εξοντώσουν με ενέδρα τους Τούρκους.Οι δύο Τούρκοι στρατιώτες συνέλαβαν τους: Γιώργο Φωτιάδη, Παύλο Σαρηγιαννίδη και τον Ουζούνγιωργη.Τον Φωτιάδη και τον Ουζούνγιωργη τους δέσανε, τον Σαρηγιαννίδη δεν τον έδεσαν γιατί ήταν ασπρομάλλης και μεγάλος σε ηλικία.Ενώ τους φύλαγαν, ο Παύλος παρέσυρε τον έναν στρατιώτη και τον οδήγησε στο μπαξέ του, σε απόσταση 50-60 μέτρων με την πρόταση να κόψουν αγγούρια για να δροσιστούν.

Page 19: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Στο μπαξέ ο Παύλος φωνάζει τη γυναίκα του «Νε κούτσι φέρε μας αγγούρια για να δροσιστούμε».Η Παυλίνα έκοψε και χαμογελώντας συγκρατημένα τους τα έδωσε. Ο Παύλος τρώγοντας και μιλώντας με τον Τούρκο κατευθύνθηκε προς την ενέδρα που είχαν στήσει οι χωριανοί μας.Όσο ο Παύλος απασχολούσε τον Τούρκο, ο Φωτιάδης λύθηκε και άρπαξε τον στρατιώτη που τον φύλαγε και τον ακινητοποίησε επάνω στον φράκτη. Φώναξε τον Ουζούνγιωργη ο οποίος τον σκότωσε χωρίς να χρησιμοποιήσει το όπλο. Έτσι δεν ακούστηκε τίποτα και αθόρυβα ο ένας Τούρκος έπεσε νεκρός.Ο Παύλος με το «φίλο του» Τούρκο στρατιώτη συνεχίζουν να βαδίζουν αμέριμνοι προς την ενέδρα.Ο Φώτης, ο ανεψιός του Ουζούνγιωργη μόλις αντίκρυσε τον Τούρκο τον έπιασε σφιχτά και παλεύοντας και φωνάζοντας το θείο του Γιώργο προσπαθούσε να τον ακινητοποιήσει διότι ήταν πελώριος και ο Φώτης μόλις 18 χονών. Ο μικρός έσφιγγε τον Τούρκο τόσο ώστε να μη μπορεί να χρησιμοποιεί το όπλο που είχε στο χέρι του.Στο κάλεσμα έφτασε ο θείος του ο Γιώργος και χτυπώντας τον τον σκότωσε.Την άλλη μέρα ήρθαν στο χωριό πέντε Τούρκοι οπλίτες για πλιάτσικο. Έπεσαν όμως στην ενέδρα, αφοπλίστηκαν και αφέθηκαν ελεύθεροι διότι ήταν από το γειτονικό χωριό. Με το σύστημα της ενέδρας οι χωριανοί μας πήραν επτά πολεμικά όπλα σαν λάφυρα. Τους αιχμαλώτους τους κράτησαν δύο ημέρες, αλλά αλλάζοντας τις φρουρές και παραδίδοντας η μία φρουρά στην άλλη τα ίδια όπλα, οι Τούρκοι νόμιζαν ότι οι Έλληνες ήταν οπλισμένοι με μεγάλο αριθμό όπλων (είχαμε μόνο 12 όπλα).Οι κάτοικοι του Παραλί αγόραζαν όπλα από τον οπλοποιό Δημήτριο Σιδηρόπουλο, ο οποίος τα προμηθευόταν από τους Κιρκάσιους αντί του ποσού των δώδεκα χρυσών λιρών (ένα όπλο και διακόσιες σφαίρες). Η συναλλαγή γινόταν στην τοποθεσία Χιαντάκ.Ο Ακράπογλου δόλιος και φθονερός, φαινομενικά ενδιαφερόταν για μας αλλά ύπουλα έκλεβε και χτυπούσε τους γέρους.Από τα κοντινά μας χωριά, βάλαμε Τούρκους φίλους, για να μας προστατεύσουν από τους ομοθρήσκους τους διότι πολύ μας τυραννούσαν. Ο Ατίκ Μπέης είχε πραγματικά φιλελληνικά αισθήματα, μας προστάτευε και μάλιστα επειδή διέβλεψε ότι κάποια χρονική στιγμή θα φύγουμε, ερευνούσε και ενδιαφέρετο να μάθει σε ποιο σημείο ο Σαγγάριος ποταμός ήταν λιγότερο βαθύς και βατός.Μόλις έμαθε ο Ακράπογλου ότι ο Μπέης ενδιαφερόταν για τους Έλληνες, τον σκότωσε και άρχισε να γίνεται περισσότερο σκληρός.Η σκληρότητα και η πανθρωπιά του Ακράπογλου μας ανάγκασε να διασκορπιστούμε στα βουνά. Οι γέροι και οι γριές (όπως και η γιαγιά μου) παρέμειναν στο χωριό. Οι οικογένειες σκόρπισαν σε δύο και τρία μέρη για να μην είναι όλοι μαζί ώστε σε μια σφαγή, τουλάχιστον κάποιοι από την οικογένεια να ζήσουν. Η δικιά μου οικογένεια χωρίστηκε σε τρεις ομάδες. Η γιαγιά στο χωριό, η μάνα μου με τα δύο μικρά αλλού και ο πατέρας μου, εγώ η Θεοπίστη και ο Χατζής αλλού.Μια μέρα με στέλνει ο πατέρας μου στο μύλο του παππού μου για να πάρω τρόφιμα (διότι η πείνα άρχισε να εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα). Θα ήταν περίπου 10 η ώρα το πρωί όταν ξεκίνησα για το μύλο. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες μέσα από φράχτες αγκαθωτούς και πηδώντας πανύψηλους τοίχους για την ηλικία μου, έφτασα στην αλάνα του μύλου, στο σημείο όπου μαζεύονται τα κάρα και περιμένουν τη σειρά τους για να αλέσουν, αφήνοντας τα παπούτσια μου στο αυλάκι του νερού, βλέπω το θείο μου τον Τόγκα να κάθεται κάτω από την κερασιά φορτωμένος με αλεύρι στη ράχη και γύρω του ο Ηλίας Τσολερίδης, ο Νικόλας Παρτάχ, ο Κώστας της Χαμπίνας, ο Σισμανίδης ο Γιάννης και η Γουλατσίνα. Πήγα κοντά τους. Δεν θα πέρασαν δέκα

Page 20: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

λεπτά και ακούμε ποδοβολητά αλόγων. Ο θείος ο Τόγκας μας καθησυχάζει λέγοντας: «τι δεν κιεν, μη φογούστουνε», τίποτε δεν είναι μη φοβάστε.Ήταν όμως τέσσερις Τούρκοι τσετέδες επάνω στα άλογα. Τα δύο τα άφησαν στη γέφυρα, λίγο πιο κάτω από μας και τα δύο τα έφεραν στο μύλο. Μας περικύκλωσαν με τα όπλα προπεταμένα.Ο ένας από τους τέσσερις τσετέδες προβάλλει και μας λέει «σήμερα θα σκοτώσω Γκιαούρηδες γιατί σκώτωσαν τον πατέρα μου». Με άγρια φωνή διατάζει όλους να βγάλουν τα πορτοφόλια τους και να κατεβάσουν τα σαλβάρια τους. Αυτό και έκαναν. Το θείο μου τον Τόγκα που καθόταν στη ρίζα της κερασιάς του έκοψαν τα σχοινιά που είχε φορτωμένο το αλεύρι και τον ανάγκασαν να κατεβάσει τα παντελόνια του. Ζητούσαν επίμονα όσα χρήματα είχαν. Όταν ήρθε η σειρά της Γιουλατσίνας τους παρεκάλεσε να μη βγάλει τα σαλβάρια της γιατί ήταν γυναίκα και το σεβάστηκαν. Τους πήραν όμως τα ζωνάρια και μ’αυτά έδεσαν τους τέσσερις.Εμένα, την Γιουλατσίνα, το θείο μου Γιάννη και τα παιδιά, μας έδιωξαν και μας είπαν να πάμε να μαζέψουμε τα ζώα από το σιτάρι και να τα πάμε στο χωριό και σε λίγο θα έρθουν και αυτοί.Ο πατέρας μου, επειδή αργούσα να επιστρέψω, φοβήθηκε ότι κάτι κακό έπαθα και ξεκίνησε να με συναντήσει. Μόλις έφτασε στο σημείο που άφησα τα παπούτσια μου, άκουσε χλιμιντρίσματα αλόγων. Αμέσως υποψιάστηκε ότι θα πήγαν Τούρκοι στο μύλο, διότι εμείς δεν είχαμε άλογα. Γύρισε στο βουνό, στο σημείο που καθόμασταν.Οι Τούρκοι ανέβηκαν στα άλογα και οδήγησαν τους τέσσερις δεμένους συγχωριανούς μας προς το μύλο του Βοριαζίδη. Εμείς πήραμε το δρόμο για το σιτάρι (κατ’ εντολή των Τούρκων), αλλά αλλάξαμε πορεία και πήγαμε στον πατέρα μου. Του είπαμε τι συνέβη.Και τότε μου λέει: «εσκότωσαν τα παιδιά οπωσδήποτε». Ο φόβος μας άρχισε να περισσεύει, διότι δεν ελπίζαμε ότι οι Τούρκοι θα έφθαναν μέχρι τους μύλους και ότι τόσο απλά θα σκότωναν τα παλληκάρια. Τα συναισθήματα εκείνης της στιγμής δεν μπορώ να τα περιγράψω. Από τη μια νοιώθω μίσος και θυμό και από την άλλη προβληματίζομαι: ΓΙΑΤΙ;Την άλλη μέρα ο πατέρας μου θεώρησε καλό να φύγουμε και να πάμε εκεί που ήταν η μάνα μου με τα άλλα μου αδέλφια. Καθήσαμε αρκετές μέρες. Βράζαμε πατάτες και ό,τι άλλο βρίσκαμε προκειμένου να δαμάσουμε την πείνα μας.Ο κόσμος πολύς και τα τρόφιμα λίγα, δεν μπορούσαμε να ζήσουμε. Τότε εγώ, η μάνα μου και η γιαγιά, πήγαμε στο χωριό Κοτσατογκάλ και φιλοξενηθήκαμε για 5 μέρες στο φίλος μας Λάζο Αχμέτ.Όμως και πάλι χωρίσαμε από τους άλλους, έπρεπε να είμαστε σκορπισμένοι και σε μικρές ομάδες ατόμων για το φόβο των Τούρκων. Ο πατέρας μου, εγώ και τα αδέλφια μου Χατζής και Θεοπίστη πήγαμε στο βουνό κοντά στο μύλο του παππού μου για να αισθανόμαστε πιο σίγουροι.Εν τω μεταξύ οι συγχωριανοί μας συνεχίζουν την προσπάθεια να οργανωθούν και αγοράζουν συνεχώς όπλα και σφαίρες.Σύμμαχος των Τούρκων δυστυχώς ήταν η πείνα, η οποία μας ανάγκαζε να ριψοκινδυνεύουμε τη ζωή μας.Έτσι λοιπόν ο πατέρας μου μας έστειλε στο χωριό, όπου ήταν η γιαγιά μου, για να φέρουμε ότι τρόφιμα μπορούσαμε.Μας όρισε ένα σημείο συνάντησης ό,τι και αν είχε συμβεί στον καθένα μας.Κάνοντας το σταυρό μας, η Θεοπίστη και γω πήραμε το δρόμο για το χωριό. Με τη βοήθεια του Θεού, που εκείνες τις στιγμές είμασταν βέβαιοι ότι μας την έδινε, φθάσαμε.

Page 21: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Στο σπίτι της γιαγιάς μου κοιμόντουσαν τα παλληκάρια κάποιας ομάδας ένοπλης και υπήρχε σκοπός ο οποίος τους φύλαγε. Όταν φτάσαμε, σκοπός ο Κώστας Βοριαζίδης.Η γιαγιά μου έστρωσε αμέσως τραπέζι και θυμάμαι είχε φασολάκια. Δεν προλάβαμε να πάρουμε μια πηρουνιά και φωνάζει ο σκοπός, φύγετε και κρυφτείτε γιατί ήρθαν οι Τούρκοι. Όλοι από όλα τα σπίτια, γέροι και γριές (διότι μόνον αυτοί υπήρχαν στο χωριό, οι άλλοι όλοι ήταν στα βουνά) έτρεχαν να κρυφτούν. Στο σπίτι ήταν άρρωστος από ελονοσία (ψύχος) ο εξάδελφός μου Διογένης (ο Τσάκαλος).Με πολύ κόπο και αγωνία, μπόρεσα, τον σήκωσα από το κρεββάτι και κρυφτήκαμε στον κήπο (αυλαγού). Οι Τούρκοι μας είδαν και άρχισαν να πυροβολούν. Τι έγινε ο ξάδελφός μου δεν ξέρω. Πήρα την Θεοπίστη και πηδώντας και τρέχοντας σαν λαγοί κρυφτήκαμε μέσα στο σιτάρι, το οποίο ήταν πολύ ψηλό και μας προστάτευε (λες και ήταν η θεία πρόνοια, εγώ τουλάχιστον αυτό πιστεύω διότι το στάρι ποτέ δεν γινόταν τόσο μεγάλο). Προσπαθούσαμε να παραπλανήσουμε τον Τούρκο ο οποίος δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να πυροβολεί. Από τη μια πυροβολούσε και από την άλλη έβριζε χυδαία. Μόλις φτάσαμε «στη Γαρατσάββας το πεγάδ» πήδησα μέσα στο χαντάκι (περίπου ένα μέτρο βάθος, γεμάτο τσουκνίδες και σεούτια).Η αδελφή μου με έχασε, δεν με είδε, και πήρε το δρόμο για τον πατέρα μου πάντο μέσα στο σιτάρι.Εγώ έμεινα ακίνητος μέσα στις τσουκνίδες, δεν μπορούσα να μετακινηθώ διότι ο Τούρκος είχε ήδη ανέβει επάνω στο πηγάδι ερευνώντας με τα μάτια του την περιοχή και βρίζοντας. Καθώς μάλιστα δεν μπορούσε να με βρει φούντωνε το θυμό του περισσότερο και πυροβολούσε άσκοπα.Σε μια στιγμή τον βλέπω μπροστά μου και κοκκαλώνω από το φόβο μου. Προς στιγμή τα χάνω, σταματάει το μυαλό μου. Τότε θυμάμαι τη γιαγιά μου που μου έλεγε «Θόδωρε όταν βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο φώναξε τον Άγιο Δημήτριο ή τον Άγιο Γεώργιο να σε βοηθήσουν, γιατί έχουν άλογα και προφταίνουν».Παρεκάλεσα: «Άγιε Δημήτριε γλύτωσέ με και θα σου δώσω 30 οκάδες κερί». Και να το θαύμα. Εγώ βλέπω τον Τούρκο κατάματα, αυτός έχει το βλέμμα του επάνω μου και δεν με βλέπει. Βρίζει, φωνάζει, ουρλιάζει, πυροβολεί, αλλά αποτέλεσμα μηδέν.Τον Θόδωρο δεν τον βλέπει ούτε θα τον δει. Μεταξύ τους υπάρχει το αδιαπέραστο τείχος. Η χριστιανική Πίστη και ο Άγιος Δημήτριος.Κοντά στο πηγάδι που ήταν το σιτάρι ένα γουρούνι έβοσκε. Ο στρατιώτης από το θυμό του, το σκότωσε και πήρε όσα ζώα υπήρχαν στο δρόμο του και τα οδήγησε έξω από το χωριό.Όταν βεβαιώθηκα ότι ο Τούρκος έφυγε, βγήκα από το χαντάκι και μπήκα στο σιτάρι. Θα πρέπει να παρέμεινα μέσα στις τσουκνίδες περισσότερο από μια ώρα.Πατώντας στις μύτες των ποδιών μου και ανασηκώνοντας το κεφάλι μου προσπαθούσα να ερευνήσω την περιοχή. Βράδιασε, δεν αποφάσισα να φύγω, έμεινα μέσα στο σιτάρι. Τα χαράματα βλέπω μια ανθρώπινη φιγούρα να φθάνει στο πηγάδι. Προσπαθώ να ξεχωρίσω ποιος είναι και ανάλογα να χαρώ ή να λυπηθώ. Διέκρινα έναν άνδρα με στρατιωτικό δίκωχο αυστριακό καπέλο. Τον αναγνώρισα. Ήταν ο Κώστας ο Μουρατίδης.Αμέσως αναθάρρεψα, ξέχασα τους φόβους, σταμάτησαν τα δόντια μου να χτυπούν (που όλο το βράδυ άκουγα τον ήχο τους), δεν αισθανόμουνα τις κοκκινίλες από τις τσουκνίδες και ο ύπνος δεν με απειλούσε πλέον, ξέχασα τους πυροβολισμούς των όπλων που οι Τούρκοι έριχναν πριν από λίγες ώρες στο χωριό. Τον πλησίασα και αφού του διηγήθηκα τι έπαθα, ρώτησα για το χωριό και μου είπε ότι οι Τούρκοι σκότωσαν την Χαμπίνα.Μαζί με τον Μουρατίδη και με μεγάλη προσοχή φθάνουμε στο χωριό και βεβαιωνόμαστε από τις γριές για το σκοτωμό της Χαμπίνας.

Page 22: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Πήγαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου. Μας ετοίμασε φαγητό και ψωμί, φάγαμε και φύγαμε για το βουνό, παίρνοντας ψωμί. Ο πατέρας μου μόλις με αντίκρυσε δάκρυσε, με έσφιξε στην αγκαλιά του και είπα: «Δόξα τω Θεώ, είσαι ζωντανός». Φύγαμε και πήγαμε στα δάση του Γενίταγ. Εδώ μείναμε αρκετό καιρό μέχρι να οπλιστούν όλα τα χωριά.Η οικογένειά μας κατέβηκε στο χωριό Κοτζατογκιάλ και φιλοξενηθήκαμε στο σπίτι του Μεμέτη (ήταν εγγονός παπά), είχε δύο γυναίκες οι οποίες μας φρόντιζαν, από ψωμί και φαγητό περάσαμε πολύ καλά.Από ρουχισμό μόνο ό,τι φορούσαμε είχαμε κι’ αυτά σκισμένα από τις ταλαιπωρίες μας μέσα στα δάση και τις βατσινιές.Στο σπίτι του Μεμέτη δεν μπορέσαμε να μείνουμε περισσότερο από μια εβδομάδα, διότι οι ομόθρησκοί του τον κατήγγειλαν ότι κρύβει στο σπίτι του χριστιανούς ΄Ελληνες.Μας παρεκάλεσε να φύγουμε γιατί κινδυνεύαμε όλοι. Μας υπέδειξε κάποιο σημείο στο βουνό για να μπορεί να μας προμηθεύει κρυφά τρόφιμα.Ήταν κρυφοχριστιανός διότι κάθε Πάσχα, με τον αδελφό του, ερχόταν στην Εκκλησία και έπαιρνε αυγό.Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και με φιλάνθρωπα αισθήματα. Σε καμμιά περίπτωση δεν θα θέλαμε τον ευεργέτη μας να τον φέρουμε σε δύσκολη θέση. Φύγαμε.Βέβαια δεν ακολουθήσαμε τις οδηγίες του Μεμέτη αλλά πήραμε άλλη κατεύθυνση.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΝΤΑΡΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΦΥΓΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΣΤΗ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ –

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ

Κατεβήκαμε στα δικά μας δάση τα λεγόμενα Γιανουλχούκ (καμένα). Κρυφή πηγαίναμε στα χωράφια μας, κοντά στα σπίτια και θερίζαμε λίγο σιτάρι για ψωμί.Το σκηνικό σιγά-σιγά αρχίζει να αλλάζει, ο αριθμός των όπλων μεγαλώνει, περισσότεροι χωριανοί οπλίζονται, ψωμί υπάρχει, το ηθικό μας αναπτερώνεται και φουντώνει η θέληση για αντίσταση στο βάρβαρο αφέντη.Οι Τούρκοι κάνουν επιδρομή στο χωριό και μαζεύουν όλα τα ζώα. Τελευταία παίρνουν τα βόδια μας. Η γιαγιά μου τους παρακαλεί να τα αφήσουν και να πάρουν ότι άλλο θέλουν.Τότε ο ένας από τους Τούρκους, αγριεμένος σήκωσε το όπλο του να τη χτυπήσει, αλλά εκείνη το άρπαξε από τη ξιφολόγχη κόβοντας την παλάμη της 2-3 εκατοστά. Τότε συνέβη κάτι απρόσμενο. Ο δεύτερος Τούρκος μάλωσε το σύντροφό του, της έδεσε το τραύμα με ιώδιο και επίδεσμο και αφού ξεχώρισε τα βόδια μας, τα επέστρεψε στη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου έβγαλε αμέσως από τα πόδια της τις μάλλινες κάλτσες και για ευγνωμοσύνη τις έδωσε στον Τούρκο. Ήταν η τελευταία επιδρομή των Τούρκων στο χωριό μας.Διακόσια όπλα υποστηρίζουν πλέον το χωριό. Σχηματίζεται έτσι αντάρτικη ομάδα που καταλαμβάνει το χωριό Γουρούμισα (Σινάνογλου) και στήνει φυλάκιο στο Σαγγάριο ποταμό στη θέση Καίκι.Καλούν όλους τους οπλαρχηγούς των γύρω χωριών (Ιντζιλή και Γουρούμισα), για να συνεννοηθούν και να καταστρώσουν σχέδια άμυνας και επίθεσης, αλλά

Page 23: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

ουσιαστικότερα για να βρουν τρόπο να περάσουν το Σαγγάριο και να φθάσουν στη Νικομήδεια.Οι καπετάνιοι αποφάσισαν, 5 οπλίτες να επισκεφθούν τον Μητροπολίτη, ο οποίος είχε την έδρα του στη Νικομήδεια για να μεσολαβήσει στους Άγγλους που ήταν στην Άρμασσα (απόσταση 4-5 χιλιομ.), ώστε να μπορέσουμε χωρίς κίνδυνο να φθάσουμε στη Νικομήδεια.Θεωρώ ηθικόν χρέος, σ’αυτό το μικρό μου πόνημα, να αναφέρω τα ονόματα των οπλαρχηγών των χωριών της περιοχής μας. Έτσι….. σαν ένα μνημόσυνο.1) Γεώργιος Ελευθεριάδης τη Κοκκίνονος και Θόδωρος Κιρικλίδης, χωρίο Γιασλι Κιατσίτ.2) Κωνσταντίνος Σισμανίδης (Σάραλης), χωρίο Τσατάλιβας.3) Τεβτίρ ο Γιώργος, χωρίο Σούπαταχ.4) Αντώνιος και Κωνσταντίνος Σαρηγιαννίδης, χωρίο Παραλί.5) Σταύρος Ευθυμιάδης, χωρίον Κίρασλι.6) Δημήτριος Ουρτουλού, χωρίον Γουρούτερε.Η αντιπροσωπεία των πέντε οπλιτών έφθασε στη Νικομήδεια όπου συνάντησε τον Μητροπολίτη και του εξέθεσε όλη την τραγικότητα της κατάστασής μας.Ο Μητροπολίτης τους απάντησε: «λυπάμαι πρόβατά μου αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα, αν μπορέσετε και έρθετε μόνοι σας, τότε να προσπαθήσω όσο μπορώ να σας βοηθήσω».Η αποστολή επέστρεψε και ανακοίνωσε στους οπλαρχηγούς την απάντηση του Μητροπολίτη.Η συνάντηση των οπλαρχηγών δόθηκε στο χωριό Γουρούμισα (Σινάνογλου), η απόφαση έπρεπε να παρθεί γρήγορα, διότι πλησίαζε ο χειμώνας.Φώναξαν φίλους Κιρκάσιους για να τους συμβουλευτούν. Ο Ασσίκ Μπέης (Κιρκάσιος) είπε: «εγώ θα ερευνήσω πιο σημείο του Σαγγάριου είναι ρηχό για να τον περάσετε».Πρέπει να ομολογήσω ότι οι Κιρκάσιοι μας στήριζαν και ηθικά και υλικά. Είχαν κάποια ψυχική ευαισθησία.Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τα πάντα προκειμένου να γνωρίζουν τις κινήσεις των Ελλήνων.Μια μέρα ο σκοπός του φυλακίου, βλέπει έναν Τούρκο νεαρό να περιφέρεται ύπουλα στην περιοχή κρατώντας ένα σακίδιο.Τον κάλεσε να σταματήσει αλλά αυτός δεν υπάκουσε και άρχισε να τρέχει.Πέταξε το σακίδιό του αλλά αυτό δεν των έσωσε από τη σύλληψη. Οι σκοποί του φυλακίου ερεύνησαν το σακίδιο και έκπληκτοι βρήκαν απόρρητα τουρκικά έγγραφα, τα οποία προορίζονταν για τον Κεμάλ και στα οποία αναγράφονταν, ψευδώς, ότι οι Ρωμιοί (Έλληνες) ληστεύουν, καίνε, τυραννούν και σκοτώνουν τους Τούρκους.Μετά την ανεύρεση των εγγράφων και διαπιστώνοντας οι αρχηγοί των χωριών μας, ότι οι Τούρκοι δεν μπορούν να είναι φίλοι μας, αποφάσισαν μετά από πολλές συνεδριάσεις και συζητήσεις και με τη βοήθεια του Θεού, στις 13 Αυγούστου και τα δεκατέσσερα χωριά με συνολικό πληθυσμό περίπου 5.500 άτομα να κατέβουν στην τοποθεσία Κουτσιούκ – Λεμόντερε. Εκεί ήταν το πιο ρηχό μέρος του Σαγγάριου ποταμού, το οποίο απειχε από τη Μαύρη Θάλασσα περίπου μισή ώρα.Μετά την απόφαση της 13ης Αυγούστου 1920 οι οπλαρχηγοί και οι οπλίτες πήγαν στα χωριά τους και προετοίμασαν τους κατοίκους για τη μεγάλη «απόδραση». Η συνάντηση αποφασίστηκε για τις 15 Αυγούστου, ημέρα γιορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Και ω!! του θαύματος, όλοι οι κάτοικοι και των δεκατεσσάρων χωριών συναντηθήκαμε στο Κιουτσιούκ-Λεμόντερε χωρίς απροόπτα, σαν μια οικογένεια.

Page 24: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Ο πατέρας μου μ’έστειλε στο βουνό με το βοϊδόκαρο να μεταφέρω τη μητέρα μου και τ’αδέλφια μου. Έφτασα την Κυριακή 14 Αυγούστου. Τη νύχτα ψήσαμε ψωμιά, πήρα 80 οκάδες περίπου αλεύρι, φορτώσαμε τα λίγα πράγματα που είχαμε και είμασταν έτοιμοι με το χάραμα να ξεκινήσουμε.Βαθειά χαράματα πήγαμε στην εκκλησία, προσευχηθήκαμε, με δάκρυα στα μάτια, ζητήσαμε την προστασία του Θεού και της Παντάνασσας, προσκυνήσαμε, κάναμε το Σταυρό μας και φύγαμε.Στο κάρο ανέβασα τη γιαγιά μου Σοφία και τ’αδέλφια μου Γιώργο, Θεοπίστη, Ανθή και Στάθη.Όταν περάσαμε την πόρτα του σπιτιού μας από το βούρκωμα και το κλάμα δεν πρόσεξα τη τσάντα με τα βιβλία που είχα αφήσει (για να πάρω μαζί μου) επάνω στη σκάλα.Μετά από δύο ώρες πορεία φτάσαμε και μεις στο σημείο συνάντησης (Κιουτσιούκ-Λεμόντερε).Οι πιο ειδικοί κατασκεύασαν μια ξύλινη πλωτή γέφυρα (Σάλι) με διαστάσεις περίπου 6 Χ 4 μέτρα. Επάνω τοποθετούσαν γυναίκες, παιδιά, γέρους, ανάπηρους, αποσκευές και τρόφιμα και τα περνούσαν στην απέναντι όχθη του Σαγγάριου ποταμού, ο οποίος σ’εκείνο το σημείο είχε περίπου 150 μέτρα φάρδος και βάθος λιγότερο από ενάμιση μέτρο.Η διέλευση του ποταμού άρχιζε νωρίς το πρωί, σταματούσε το απόγευμα και ξανάρχιζε την επομένη το πρωί. Η διακοπή της διέλευσης ήταν αναγκαία διότι, όπως ο κόσμος περνούσε τον ποταμό σέρνοντας τα πόδια του στον πυθμένα, αυτός βάθαινε και γινότανε επικίνδυνος. Μέχρι τα ξημερώματα οι προσχώσεις αποκαθιστούσαν το βάθος και έτσι ήταν δυνατή και ασφαλής η διέλευση.Με συμπαραστάτιδα πάντοτε τη Μεγαλόχαρη, 15 και 16 Αυγούστου πέρασε τον ποταμό ο μισός πληθυσμός.Και ενώ όλα πήγαιναν καλά, μας ειδοποίησαν οι Κιρκάσιοι, ότι ο Κεμάλ έστειλε στρατό και κατέλαβε τα φυλάκιά μας. Τότε σοκαρίστηκα, δεν μπορώ να σας περιγράψω το μέγεθος του φόβου μου.Το κανό νέο μεταδόθηκε αστραπιαία και πανικός άρχισε να μας κυριεύει.Προτιμήσαμε να αφήσουμε πολλά ζώα πίσω μας παρά να χαθεί κάποιος Έλληνας από τα φονικά χέρια των Τούρκων.Με πολύ αγωνία και με τη βοήθεια του Θεού, που όλοι μας την είχαμε ανάγκη, περάσαμε τον ποταμό χωρίς να έχουμε καμμιά απώλεια. Όλοι μας σκορπιστήκαμε δεξιά και αριστερά του καρόδρομου, ο οποίος μέσα από το δάσος οδηγούσε στη Φύντικλι και συνέχιζε για την Άρμασσα.Οι οπλίτες και καπετάνιοι με αρχηγό τον καπετάν Βαγγέλη, ο οποίος θα πρέπει να ήταν Φουντουκλής, ακροβολισθήκανε γύρω από τον πληθυσμό.Ο καπετάν Βαγγέλης με τη σάλπιγγα, αφ’ενός μεν έδινε θάρρος στους οπλίτες, αφ’ετέρου δε ρύθμιζε την προσεκτική και ασφαλή πορεία μας προς τη Φύντικλι.Μόλις πλησιάσαμε στο χωριό, κοντά στο Αγίασμα του Αγ.Κωνσταντίνου, μερικά άλογα πέρασαν από μπροστά μας. Αμέσως πέσαμε όλοι κάτω. Αγωνία, τρόμος και φόβος κυρίευσαν τις ψυχές μας. Πέρασαν από το μυαλό μου, σαν κινηματογραφική ταινία, όλα τα κακά που ζήσαμε από τους Τούρκους.Η ψυχική κατάσταση εκείνης της στιγμής δεν μου επιτρέπει να υπολογίσω πόση ώρα μείναμε στο έδαφος.Ακούσαμε κάποια στιγμή τη σάλπιγγα και την είδηση ότι τα άλογα ήταν Κιρκάσιων.Φτάσαμε στη Φύντικλι, όπου αντικρίσαμε ένα φοβερό και καταθλιπτικό θέαμα. Καμένα τα σπίτια, η εκκλησία, το σχολείο, οι δρόμοι8, οι κήποι των σπιτιών, όλα. Όμως το φρικτότερο θέαμα ήταν τα κόκκαλα και οι καμένες σάρκες των ανθρώπων.

Page 25: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Έβλεπες το μέγεθος της θηριωδίας και της σκληρότητας του τούρκικου στρατού. Αυτός ο στρατός δεν είχε ποτέ ανθρώπινα αισθήματα, ούτε καν ζωώδη.Κατασκηνώσαμε στο χωριό και σε λίγο έφτασαν από το βουνό, περίπου εβδομήνα φουντουκλίδες, περισσότερα παιδιά και ένας παπάς, και μας ιστόρισαν τις θηριωδίες των Τούρκων.Επόμενος σταθμός η Άρμασσα. Μόλις είδαμε τους Άγγλους αναθαρέψαμε. Εκείνοι μας πήραν τα όπλα και μας τα επέστρεψαν μετά από πολλά διαβήματα.Στη Νικομήδεια φτάσαμε στις 21 Αυγούστου. Κατασκηνώσαμε στις όχθες του ποταμού μέσα στον κάμπο κοντά στον Φάκτορα – Τσορχανά. Κατασκευάσαμε αντίσκηνα από κιλίμια και ότι άλλο είχε ο καθένας.Μετά από μια δυνατή βροχή τα νερά του ποταμού ξεχείλισαν και σκέπασαν όλο τον καταυλισμό. Τότε αποφασίσαμε να φύγουμε, διότι υπήρχε κίνδυνος για τις ζωές μας.Πήγαμε στον Μητροπολίτη και μας υπέδειξε να κατοικήσουμε μέσα στις εγκαταλελειμένες στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Εμείς και τριακόσιες περίπου οικογένειες πήγαμε στο Τσιφλίκι του Αλή Κεχαγιά. Εδώ πέθανε η γιαγιά μου η Χατζή-Σοφία. Ήταν ο πρώτος θάνατος μετά τον ξερριζωμό των δεκατεσσαάρων χωριών.Από τη Νικομήδεια έφυγαν οι Άγγλοι και ήρθαν Έλληνες με το μοίραρχο Γαργαλίδη. Η ψυχική μας ηρεμία άρχισε να εμφανίζεται σιγά-σιγά. Τουλάχιστον είχαμε ελληνικό στρατό. Ο στρατός με τους δικούς μας οπλίτες ξεκίνησε για το Αδά-παζάρ. Φτάσαμε στη Σάπαντζα σ΄έναν τόπο ο οποίος ήταν πολύ εύφορος και φρουτοπαραγωγικός με κρύα νερά, που κατέβαιναν από το διπλανό βουνό. Εκεί διανυκτερεύσαμε.Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε για το Αδά-Παζάρ. Περπατήσαμε οκτώ περίπου χιλιόμετρα, όταν οι στρατιώτες είδαν Τούρκους. Έδωσαν διαταγή να διασκορπιστούμε και να προχωρήσουμε στην απέναντι πλευρά της λίμνης. Πράγματι φτάσαμε στο Σαρτουγάν, όπου μείναμε δύο βραδιές.Εδώ ήταν και η ονομαστή γέφυρα Μουχάμε-Κιουπρίσι που είχε 9 καμάρες και μάκρος περίπου 100 μέτρα και χρονολογείτο προ Χριστού. Ο στρατός δεν είχε δικαίωμα να φθάσει μέχρι το Αδά-παζάρ και έτσι επιστρέψαμε.Η οικογένειά μου έμεινε στο συνοικισμό (φόρος) της Νικομήδειας.Εδώ υπήρχε ένας φούρναρης, με τον οποίο συμφωνήσαμε να του φέρνουμε ξύλα και αυτός να μας δίνει ψωμί (4 καρβέλια την ημέρα). Είμασταν δύο οικογένειες. Του παππού μου και η δικιά μας. Άτομα 17.Η διαταγή επιστράτευσης, κατέταξε όλο το ανδρικό δυναμικό από 20 έως 35 χρόνων στον ελληνικό στρατό, ο οποίος βρισκόταν στην Προύσα.Μετά από μερικούς μήνες ο ελληνικός στρατός εγκαταλείπει την εμπροσθοφυλακή (εκεί όπου ήταν οι Άγγλοι) και κατεβαίνει στα υψώματα της Νικομήδειας. Μάζεψαν όλον τον κόσμο, για την κατασκευή οχυρωματικών έργων (προχώματα κ.λ.π.). Δούλεψα και΄γω. Το ερώτημα που κυκλοφορούσε μεταξύ μας ήταν: «Άραγε οι Τούρκοι τόσο κοντά μας είναι;». Και πράγματι βρίσκονταν 3-3,5 χιλιόμετρα μακρυά μας.Ήταν Απρίλιος του 1921 και πλησίαζε το Πάσχα. Με την οικογένεια του παππού μου σπείραμε γύρω στα δέκα στρέμματα καλαμπόκι και είμασταν αισιόδοξοι ότι τουλάχιστον θα έχουμε ψωμί.Πάσχα γιορτάσαμε μέσα στον κάμπο στα αντίσκηνα. Δοξάζαμε το Θεό που είμασταν ζωντανοί και μπορέσαμε να γιορτάσουμε την Ανάσταση και παρακαλούσαμε για το καλύτερο.Δυστυχώς, όλο αυτό το κλίμα της προσμονής και της προσωρινής ανακούφισης από την παρουσία του ελληνικού στρατού, επισκιάζετο από τις άνομες πράξεις που έκαναν οι δικοί μας οπλισμένοι στους Τούρκους των διπλανών χωριών.

Page 26: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Στήνοντας καρτέρια, σκοτώνοντας και ληστεύοντας δημιουργούσαν μια ανεπίτρεπτη κατάσταση. Πολλές φορές ο φρούραρχος αναγκαζόταν να τους φυλακίζει για 15-20 μέρες, για να τους συνετίσει.

ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑΣ

ΕΠΙΒΙΒΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΑ ΠΛΟΙΑ

Είχαμε φτάσει στο καλοκαίρι του 1921. Η κατάσταση στο μέτωπο είχε σταθεροποιηθεί καθώς οι δύο αντίπαλοι συγκεντρώναν άνδρες και πολεμικό υλικό και ανασυντάσσονταν για νέες μάχες. Στις 9 Ιουνίου όμως συνέβη ένα γεγονός που έθεσε σε φοβερό κίνδυνο τις ζωές μας. Από παρεξήγηση ο ελληνικός στρατός που κατείχε τη Νικομήδεια και επρόκειτο να αντικατασταθεί από ένα άλλο ελληνικό σύνταγμα, αποχώρησε από την πόλη πριν έλθουν οι αντικαταστάτες του. Το γεγονός αυτό το αντιλήφθηκαν οι Τούρκοι που προωθήθηκαν για να καταλάβουν την πόλη. Την ημέρα λοιπόν εκείνη, μια διμοιρία 30 στρατιωτών και ενός ανθυπολοχαγού ήρθαν στον καταυλισμό μπροστά στο σπίτι μας και ρωτούσαν να μάθουν που βρισκόταν ο στρατός.Πρόθυμος, προσφέρθηκα να τους εξυπηρετήσω διότι την προηγουμένη ημέρα ο αδελφός μου ο Χατζής, μας γνωστοποίησε που ακριβώς βρισκόταν ο στρατός, διότι τον είχαν παρακαλέσει δύο στρατιώτες να τους αγοράσει ούζο και σόλες για παπούτσια. Μπροστά εγώ και πίσω ο ανθυπολοχαγός με τους στρατιώτες του, φτάνουμε στην τοποθεσία όπου είχε στρατοπεδεύσει ο στρατός μας. Όμως το ελληνικό τμήμα είχε ήδη φύγει νύχτα για την Προύσα και τη γέφυρα κατέλαβαν Τούρκοι στρατιώτες. Μόλις μας αντίκρισαν άρχισε η μάχη. Δεκατρείς στρατιώτες μας τραυματίστηκαν, μαζί και ο ανθυπολοχαγός.Βάζοντας φτερά στα πόδια μου φτάνω στο φρουραρχείο και ζητώ επίμονα από τον σκοπό να δω τον φρούραρχο. Επειδή ήμουν μικρός δεν πίστευαν τη μαρτυρία μου. Τελικά επέμενα και ο φρούραρχος έστειλε έναν αγγελιοφόρο, ο οποίος μετά από δέκα λεπτά επιβεβαίωσε ό,τι εγώ πριν από λίγο τους είχα αναφέρει. (Πόσο δυστυχισμένος ένοιωθα διότι ήμουν αναγκασμένος δυσάρεστα νέα να αναγγείλω).Έμεινα στο φρουραρχείο μέχρι το απόγευμα. Ο φρούραρχος κατέστρωσε αμυντικό και επιθετικό σχέδιο ώστε να μην επιτρέψει στους Τούρκους να κατέβουν στην πόλη. Η μάχη άρχισε, οι Τούρκοι προσπαθούν να μπουν στην πόλη, τα παλληκάρια όμως είναι αποφασισμένα να υπερασπίσουν τις οικογένειες και τον άμαχο πληθυσμό και να μην αφήσουν να πέσουν στα χέρια των Τούρκων.Αφήσαμε τα αντίσκηνα και κατεβήκαμε στην πόλη. Όλη τη νύχτα οι Τούρκοι κατατρύπησαν με τις σφαίρες τους τον καταυλισμό μας, αλλά τα φυλάκια δεν μπόρεσαν να τα καταλάβουν.Ο αδελφός μου ο Γιώργος και ο Κοντογούλτς έμειναν μέσα στη μάχη. Το βράδυ, μέσα από ένα αποστραγγιστικό αυλάκι κατέβηκαν στην πόλη.Οι πρώτοι που τραυματίστηκαν ήταν ένας άνδρας και μια γυναίκα (η Τσιμπονίνα).Τη δεύτερη μέρα οι Τούρκοι διπλασίασαν τις δυνάμεις τους. Οι μάχες άρχισαν με αρνητικά για μας αποτελέσματα. Πολλά παιδιά σκοτώθηκαν, αναγκασθήκαμε να οπισθοχωρήσουμε. Φτάσαμε 500 μέτρα έξω από την πόλη.

Εδώ αποφασίζουν οι Έλληνες να γίνουν Θερμοπύλες. Απόφαση αμετάκλητη. «Δεν θα περάσουν οι Τούρκοι όποιο και αν είναι το τίμημα». Μετά από τρεις μέρες

Page 27: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

ενισχύθηκαν με πεζοναύτες από τη Θράκη, οι οποίοι όμως ήταν άπειροι πολέμου και μερικοί σκοτώθηκαν άδικα.Ο άμαχος πληθυσμός συγκεντρώθηκε στη θάλασσα περίπου 20 χιλιάδες. Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγράψω αυτό που έζησα. Ένα πλήθος ανθρώπων που αντιδρούσε ο καθένας ανεξέλεγκτα, χωρίς λογική, χωρίς φρόνηση. Ο φόβος του πολέμου και κατ’επέκταση του θανάτου σε κάνει να νοιώθης και να αντιδράς παράλογα.Ο πανικός, ο καλός σύμβουλος των Τούρκων, μας είχε κυριεύσει. Είμασταν σαν απολωλότα πρόβατα. Οι Τούρκοι έφεραν τέσσερα κανόνια. Ένα στο Μουσχαλούτσι, δύο στο Πορτοκάλ – Τσιφλίκ και ένα στο Αλή-Κεχαγιά.Δεν σταμάτησαν να κανονιοβολούν.Ευτυχώς για μας διότι, αφ’ενός μεν λόγω της αδεξιότητας των Τούρκων χειριστών, και αφ’ετέρου λόγω του μικρού βεληνεκούς των βλημάτων, δεν μπόρεσαν να μας λαβώσουν.Το ελληνικό θωρηκτό «ΚΙΛΚΙΣ» με κυβερνήτη τον ναύαρχο Κακουλίδη (Πόντιο στην καταγωγή) έβλεπε τα διαδραματιζόμενα και τα τούρκικα κανόνια να ρίχνουν εναντίον μας, δεν μπορούσε όμως να αντιδράσει διότι δεν είχε διαταγή αντεπίθεσης. Έστελνε απεγνωσμένα επείγοντα σήματα αναφέροντας την τραγική μας κατάσταση, όμως οι απαντήσεις ήταν να μη κάνει «χρήση πυρός».Στην παραλία υπήρχαν πολλά πλοιάρια, ο κόσμος για να σωθεί έμπαινε στα πλοιάρια χωρίς τάξη. Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Ο καθένας προσπαθούσε να σωθεί. Υπήρξε ξέφρενος πανικός.Εγώ και ο πατέρας μου βρεθήκαμε τυχαία στο ίδιο πλοιάριο και η μητέρα μου με τα μικρά μου αδέλφια έμειναν στη ξηρά.Φτάσαμε κοντά στο θωρηκτό και προσπαθούσαμε να ανεβούμε επάνω. Οι οβίδες από τα τούρκικα κανόνια έπεφταν σαν βροχή γύρω από το θωρηκτό, χωρίς ευτυχώς να μας κτυπούν.Βλέποντας ο ναύαρχος Κακουλίδης ότι θα γίνει μεγάλο κακό και πολύς κόσμος θα χαθεί άδικα, μας κάλεσε όλους όσοι είμασταν στο πλοίο και τον καπετάνιο και μας αναγγέλει ότι: «δεν έχω διαταγή να ρίξω ούτε μια οβίδα, αλλά όταν βλέπω ότι εδώ θα χαθεί άδικα και χωρίς αντίσταση τόσος κόσμος, η ποντιακή ελληνική μου ψυχή δεν μου το επιτρέπει» και φωνάζει όσο πιο δυνατά μπορούσε.Καλύτερα να χαθώ εγώ, ο ναύαρχος Κακουλίδης παρά να χαθούν τόσες ελληνικές ποντιακές ψυχές, γιατί το θέλουν οι Άγγλοι. Όχι, χίλιες φορές όχι». Δίνει διαταγή στον καπετάνιο και το θωρηκτό «Κιλκίς» πλησιάζει τη σκάλα και με μια ομοβροντία τα ευλογημένα και δοξασμένα κανόνια του άστραψαν και βρόντηξαν καταστρέφοντας τα κανόνια των Τούρκων.Μη μπορώντας οι Τούρκοι να αντιδράσουν, οπισθοχώρησαν περίπου 1.500 μέτρα. Μετά από δύο ημέρες άρχισαν να καταφθάνουν πλοία για να παραλάβουν τον άμαχο πληθυσμό.Οι στρατιώτες παίρνουν τα άλογα και τα κατεβάζουν στη θάλασσα. Υπήρχε εκεί αγκυροβολημένο καράβι από τη Μικρά Ασία, που φόρτωνε είδη για το Στρατό. Σ’ αυτό φόρτωσαν και τα άλογα.Μετά από πέντε μέρες αγκυροβόλησαν βαπόρια για την παραλαβή των πληθυσμών.Τα ζώα μας που τα είχαμε βάλει στην Τεσχανά (ένας περιφραγμένος στρατιωτικός χώρος), από την πείνα και τη δίψα έμπαιναν στη θάλασσα και έκραζαν με φωνή παρακλητική. Τα μάτια μου βούρκωναν καθώς άκουγα τις φωνές τους. Πολλά απ’ αυτά μας κράτησαν στη ζωή με το γάλα τους, το κρέας τους, την προσφορά εργασίας τους, τη μεταφορά μας και’γώ τα εγκαταλείπω πεινασμένα και ταλαιπωρημένα με τη

Page 28: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

σιγουριά ότι δεν θα ζήσουν. Όμως ανασκουμπώνομαι και λέω «όχι θόδωρε! Ο πόλεμος και ο ξερριζωμός τα έχουν αυτά». Οι οπλίτες έκαψαν σπίτια, καταστήματα και ότι άλλο υπήρχε από τη θάλασσα μέχρι τις γραμμές του τρένου.Η Νικομήδεια, η όμορφη αυτή πόλη, αποτελεί παρελθόν για μας. Το θέαμα δεν είναι καθόλου ευχάριστο, αποκρουστικό και απάνθρωπο θα μπορούσα να πω. Όμως τι να κάνουμε, έτσι πρόσταξαν οι δυνατοί της γης.Τα συναισθήματα εκείνης της στιγμής, της στιγμής που επιβιβαζόμαστε στα βαπόρια για την Ελλάδα, είναι μπερδεμένα μέσα μου. Βλέπω τις φλόγες να κατακαίνε την πόλη, τα ζώα να κράζουν με λυπημένη φωνή, τον κόσμο να συνωστίζεται για να επιβιβασθεί, άλλοι να πέφτουν στη θάλασσα για να προλάβουν (μία λέξη μόνο, πανζουρλισμός).Ο προορισμός των βαποριών ήταν άγνωστος. Η διαταγή πορείας εδίδετο όταν αυτά απεμακρύνοντο από τη στεριά.Στο βαπόρι είμασταν περίπου τρεις χιλιάδες άτομα. Όλοι πεινασμένοι και ταλαιπωρημένοι.Εδώ αισθάνθηκα ότι το μόνο πράγμα που μπορεί να σε σκοτώσει είναι η πείνα.Είχαμε λίγο καλαμποκίσιο αλεύρι, παρεκάλεσα τον καπετάνιο να μας επιτρέψει να ψήσουμε λίγο ψωμί στο φούρνο του βαποριού. Πριν ακόμη καλά-καλά ψηθεί το βγάλαμε και το φάγαμε. «Ήρθε η ψυχή μας στον τόπο της».

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΑΦΙΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑΣκληρός αγώνας για επιβίωση από πόλη σε πόλη.

Οριστική τακτοποίηση σε χωριό της Κοζάνης

Μετά από ταξίδι τριών ημερών φτάσαμε στο Βόλο, στα άγια χώματα της μητέρας Ελλάδας. Μόλις η σκάλα κατέβηκε, ο πατέρας έτρεξε και αγόρασε ψωμί. Είμαστε χορτασμένοι και ευτυχισμένοι.Ο κόσμος συνεχώς αποβιβάζεται καθώς τα βίντζια (γερανοί) του βαποριού ξεφορτώνουν τις ελάχιστες αποσκευές μας.Στο νου μου για μια ακόμη φορά έρχεται η εικόνα της Νικομήδειας και σαν κινηματογραφική ταινία όλη η πορεία του ξερριζωμού και μια ευχή βγαίνει θερμή μέσα από την ψυχή μου. «Βοήθα Θεέ μου να καταγραφούν καλά στο μυαλό μου, ίσως κάποτε χρειασθή να τα ιστορήσω ή να τα γράψω». Και γι’αυτό τώρα ευχαριστώ από καρδίας τον πανάγαθο Θεό που με βοήθησε να καταγράψω και να αφήσω στους επερχόμενους τις προσωπικές μου αληθινές μαρτυρίες.Ο στρατός και οι υπηρεσίες υποδοχής προσφύγων μας μετέφεραν από την παραλία, στην άκρη του Βόλου στην περιοχή Παλαιά.Κατά συγγενικές ομάδες στήσαμε αντίσκηνα και παραμείναμε περίπου ένα μήνα.Το Ελληνικό κράτος φρόντιζε τη διατροφή μας, είμασταν ευτυχισμένοι.Από το Βόλο μας πήραν και μα πήγα στη Λάρισα. Άλλους εγκατέστησαν στη Γιαννούλη και εμάς στην Αγιά.Στη Γιαννούλη πολλοί αρρώστησαν και αρκετοί πέθαναν. Δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στο κλίμα.Όσοι απέμειναν ήρθαν κοντά μας στην Αγιά, διότι το κλίμα ήταν κάπως καλύτερο.

Page 29: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Σιγά – σιγά γνωριστήκαμε με τους κατοίκους της Αγιάς, δημιουργήσαμε φιλικές σχέσεις, μας έπαιρναν στις δουλειές τους και μας βοηθούσαν όπως μπορούσαν.Εδώ έμαθα να στρίβω ράμμα του τσαγκάρη, να επισκευάζω παπούτσια και να βγάζω δύο ή τρεις δραχμές για τις ανάγκες της οικογένειας.Με τον πατέρα μου και άλλους χωριανούς πήγαμε στον Πλαταμώνα και κόβαμε ξύλα με το κυβικό. Παίρναμε δύο δραχμές μεροκάματο.Τα σπίτια που κατοικούσαμε βρίσκονταν γύρω από τον αυλόγυρο της Εκκλησίας της Παναγίας στη Ρέτσιανι, ήταν διόροφα με χοντρούς τοίχους. Ο κάτω όροφος ήταν γεμάτος κόκκαλα ανθρώπων και στον πάνω ζούσαμε. Είπαμε: η ανάγκη σε κάνει να δέχεσαι τα πάντα χωρίς να τα θέλεις, εκτός από το να αλλάξεις την πίστη σου. Καμμία δύναμη και καμμία κακουχία, ούτε και ο θάνατος, μπορούν να σε αλλαξοπιστήσουνε αν δεν το θέλεις.Τις Κυριακές, μετά την εκκλησία, πηγαίναμε για ξύλα. Φορτωνόμασταν στην πλάτη και τα κατεβάζαμε, για τις ανάγκες της εβδομάδας.Η προσαρμογή μας στο κλίμα της Αγιάς δεν ήταν εύκολη. Πολλοί συγχωριανοί, μεταξύ αυτών και ΄γώ, αρρωστήσαμε, άλλοι πέθαναν, όπως ο θείος ο Γιάννης, ο αδελφός της μητέρας μου.Η διαβίωση μας πλέον στην Αγιά κατέστη αδύνατη και ήταν φανερό πως αν θα μέναμε εκεί, σίγουρα όλοι θα πεθαίναμε.Παρακαλέσαμε τις αρχές να μας αλλάξουν τοποθεσία. Το Νοέμβριο μας μετέφεραν πάλι στο Βόλο.Άλλοι πήγαν στα Λεχώνια και άλλοι στα διπλανά χωριά. Εικοσιτρείς οικογένειες πήγαμε στη Σκιάθο. Μας τακτοποιήσανε άλλους στο σχολείο και άλλους στα σπίτια.Η αλλαγή κλίματος έφερε υγεία και διάθεση για δουλειά. Δουλεύαμε παντού χωρίς διάκριση και γογγυσμό (αμπέλια, ελιές, χωράφια, ο,τιδήποτε). Η πρώτη δική μας δουλειά που κάναμε ήταν η παραγωγή ξυλοκάρβουνου στο βουνό, αυτό όμως το δασαρχείο μας το απαγόρευσε.Δεν πέρασε πολύς καιρός. Η γιαγιά μου Παρθένα, της μάνας μου η μάνα, αρρώστησε βαρειά. Στείλαμε γράμμα στον παππού μου, ο οποίος ήταν στο Βόλο, διότι ζούσε με τη θεία μου Σιμέλα και τα κορίτσια, επειδή ο άνδρας της θείας μου, Γιώργος Πάϊκος, ήταν στρατιώτης στη Μικρά Ασία, όπως ήταν και τα άλλα παιδιά της περιφέρειας Νικομηδείας.Όμως δεν πρόλαβε να έρθει να δει ζωντανή τη γιαγιά μου, αλλά ούτε και την κηδεία της πρόφτασε. Στη Σκιάθο ο παππούς μου ήρθε μια εβδομάδα μετά το θάνατό της.Ήταν γεμάτος ψείρα-ψείρα να δεις και κακό, δεν μπορώ να το περιγράψω, ακόμη και τα μουστάκια του ήταν γεμάτα.Αμέσως η μάνα μου αφού τον έλουσε, έβαλε τα ρούχα του στο βραστό νερό και του έδωσε τα ρούχα του πατέρα μου να φορέσει.Όμως από τη θεία Σιμέλα άρχισαν τα παράπονα διότι ο παππούς μου ήταν η παρηγοριά στο σπίτι τους, αφού έλειπε ο θείος.Ο κόσμος της Σκιάθου άρχισε να μας γνωρίζει και σιγά-σιγά μας έπαιρναν στις δουλειές τους. Περάσαμε αρκετά καλά μια και είχαμε το καθημερινό φαγητό.Ο βασιλεύς Κων/νος και η κυβέρνηση μας έδιναν βοήθημα δύομισι δραχμές το άτομο σαν πρόσφυγες. Ο κόσμος όμως μας θεωρούσε Βενιζελικούς και αυτό ίσως (το βοήθημα) τους στενοχωρούσε.Από την Αγιά Βόλου στη Σκιάθο ήρθα άρρωστος. Ο γιατρός που με παρακολουθούσε συνέστησε να ψήνω για 15 μέρες κρεμμύδια και να τα τρώω σαν σαλάτα. Έτσι και έκανα και πράγματι έγινα καλά.Η πρώτη μου δουλειά ήταν βοηθός σε έναν ράφτη. Νόμιζα ότι πολύ γρήγορα θα μπορούσα και ΄γω να γίνω ράφτης και σε 15 μέρες τον παρεκάλεσα να μου δίνει κάτι,

Page 30: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

διότι είχαμε πολύ ανάγκη και τον ρώτησα πότε θα μπορούσα να μάθω την τέχνη. Και μου λέει: «βρε εγώ εφτά χρόνια έκανα κάλφας για να μάθω ραφτική και εσύ αμέσως θέλεις να πάρεις ψαλίδι για να ράβεις ρούχα;». Του απάντησα και τον παρακάλεσα, αν είναι δυνατόν, σε έξι μήνες να μάθω για να μπορώ να προσφέρω οικονομικά στην οικογένειά μου διότι είμαστε πρόσφυγες.Τότε ο ράφτης γέλασε και είπε: «Αυτό δεν μπορεί να γίνει, ψάξε να βρεις αλλού να δουλέψεις».Πήγα σε έναν υποδηματοποιό, πολύ καλός άνθρωπος. Μου έμαθε την τέχνη του παπουτσιού. Έκανα παπούτσια για όλη την οικογένεια και τα βράδια επιδιόρθωνα της γειτονιάς. Έβγαζα μικροποσά, όμως ήταν ευλογημένα.Επειδή ήμουν πολύ εργατικός και ακούραστος, με γνώρισε με τους λαδέμπορους Μιχάλη και Γιώργο Τσιλικούδη. Ήταν αδέλφια. Άνθρωποι καλοί και αγαθοί. Χριστιανοί με όνομα και χάρη (ας είναι αιωνία η μνήμη τους). Με προσέλαβαν για υπάλληλό τους. Δούλευα και απελάμβανα τους κόπους μου. Η οικογένειά μου περνούσε καλά. Εδώ στο ελαιοτριβείο γνώρισα και την ξεκούραστη ζωή. Δούλευα όλη την ημέρα μέσα στα λάδια και τις ελιές. Έτρωγα απεριόριστα λάδι και ελιά, είχα πολύ καλά αφεντικά, ποτέ δεν ένοιωθα κουρασμένος. Ήμουν 17-18 χρονών, βάρος 64 οκάδες.Ο Θόδωρος έγινε ωραίο και δυνατό παιδί. Δεν μπορώ να υπολογίσω τί δύναμη είχα. Δερμάτινο ασκί, με 80 οκάδες λάδι μπορούσα άνετα να το φορτώνω σε ουγγαρέζικο άλογο.Το Σεπτέμβριο του 1922 έγινε η οπισθοχώρηση από τη Μικρά Ασία. Αποκλείστηκαν τα νησιά και η πείνα άρχισε να εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα. Οι πρόσφυγες αναγκασθήκαμε να φύγουμε από τη Σκιάθο για την Εύβοια, προκειμένου να εργαστούμε για να φέρουμε τρόφιμα στις οικογένειες.Στην Εύβοια είχαμε και τον παππού μου μαζί μας. Δουλεύαμε στο βουνό ξεχερσώνοντας χωράφια και κουβαλώντας ξύλα για τους φούρνους παραγωγής κάρβουνου.Οι άνδρες έπαιρναν πέντε δραχμές και οι γυναίκες τρεις την ημέρα. Μαζέψαμε λίγα χρήματα, αγοράσαμε καλαμπόκι και το πήγαμε στη Σκιάθο στην οικογένειά μας.Το σπίτι που καθόμασταν στην Εύβοια ήταν κοντά στους ψαράδες. Κάθε πρωϊ τους βοηθούσα και μου δίναν τρεις έως τέσσερεις οκάδες ψάρια. Κάθε μέρα τρώγαμε ψάρια.Στην Εύβοια έφτασαν μετά από αρκετό καιρό και τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών μας.Οι κάτοικοι της Εύβοιας μας συμπεριφέρθηκαν πολύ καλά και μας βοήθησαν όπως μπορούσαν.Ήταν η εποχή (1922) που η πολιτική κατάσταση στην χώρα μας ήταν ασταθής. Στο νησί όπως και σ’όλη τη χώρα κάνανε δημοψήφισμα με υπογραφές υπέρ του Βενιζέλου και έτσι ο Βενιζέλος έγινε Πρωθυπουργός. Τότε οι Άγγλοι και οι Γάλλοι μας έστειλαν αλεύρι και τρόφιμα και περάσαμε τη δυσκολία της πείνας.Οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία άρχισαν να έρχονται κατά εκατοντάδες. Άρχισε και η ανταλλαγή των πληθυσμών. Τότε πήραμε καϊκια από τη Σκιάθο και οι 23 οικογένειες φθάσαμε στο Βόλο, όπου μας έβαλαν σε καραντίνα, γιατί είχαμε πολλούς αρρώστους. Εδώ πέθανε η αδελφή μου Ανθή, 8 χρονών.Μετά από δεκατρείς μέρες παραμονής ξεκινήσαμε για τη Θεσσαλονίκη.Μόλις φτάσαμε στο λιμάνι, μας πήγαν στο Καραμπουρνάκι για απολύμανση, διότι εκεί υπήρχαν οι απολυμαντικοί κλίβανοι (το απολυμαντήριο).Γυμνοί και κουρεμένοι, άνδρες και γυναίκες, περάσαμε από τους κλιβάνους απολύμανσης.

Page 31: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Οι ελάχιστες αποσκευές μας απολυμάνθηκαν και αυτές διότι ο κίνδυνος των επιδημιών ήταν μεάλος.Μετά το απολυμαντήριο μας μετέφεραν στο Χαρμάν – Κιοϊ. Δεν θα πέρασαν πέντε μέρες και μας επιστράτευσαν για τα αποσπάσματα.Είμασταν τριάντα Έλληνες, ένα Αρμένης και τριακόσιοι Τούρκοι. Μας πήγαν στο στρατόπεδο την 25η Μαρτίου και καθίσαμε για 22 μέρες.Επειδή οι οικογένειές μας ήταν άστεγες και ζούσαν στην ύπαιθρο, κάναμε διάβημα στον Πάγκαλο γνωστοποιώντας το πρόβλημά μας.Τότε έδωσε διαταγή να απολυθούμε για να φροντίσουμε τις οικογένειές μας.Απολυθήκαμε 28 Μαϊου και αμέσως φύγαμε για την Κοζάνη. Με το τρένο φτάσαμε στο Αμύνταιο και από κει με κάρα στην Κοζάνη και κατασκηνώσαμε στους στρατώνες.Καθίσαμε περίπου 10 μέρες ψάχνοντας για κάποιο «καλό» χωριό για μόνιμη πλέον εγκατάσταση.Οι γονείς μας διάλεξαν το χωριό Ινέοβα που σήμερα ονομάζεται Ακρινή. Βρίσκεται στους πρόποδες του Βερμίου και συνδύαζε όλα όσα ζητούσαμε (Κλίμα καλό – νερό – δάσος – βοσκοτόπια και χωράφια).Με άλογα και μουλάρια τα οποία είχε επιτάξει ο στρατός, φτάσαμε στην Ακρινή 8 με 10 Ιουνίου του 1923 και είμασταν οι πρώτες 23 οικογένειες προσφύγων που εγκατασταθήκαμε.Ο Τούρκος πρόεδρος της κοινότητος μας τακτοποίησε και μας φρόντισε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.Μετά τη συγκομιδή, οι γεωργοί έπρεπε να παραδίδουν το 10% της σοδειάς τους στο κράτος, σαν φόρο.Όμως με την εγκατάσταση των προσφύγων το ποσοστό ανέβηκε στο 40%, εκ των οποίων το 10% ήταν φόρος και το 30% το Ελληνικό κράτος τους το απέδιδε σε χρήμα.Έτσι εμείς οι πρόσφυγες δουλεύαμε στα χωράφια ως υπάλληλοι των Τούρκων γεωργών.Σε κάθε χωριό άνοιξαν αποθήκες συγκέντρωσης σιτηρών, διότι το ποσοστό παράδοσης τετραπλασιάστηκε (40%). Στην Ακρινή αποθηκάριοι ήταν ο πατέρας μου Βαρύτιμος, ο Γιώργος ο Καζαντζίδης και ένας Τούρκος ο Μουλαπαϊράντ, έτσι τον έλεγαν.Κάθε αποθήκη είχε τρεις κλειδαριές και κάθε αποθηκάριος ένα κλειδί. Για να ανοίξουν την αποθήκη έπρεπε να βρίσκονται και οι τρεις.Με διαταγή επίταξης έδωσαν σπόρο, ζώα και χωράφια σε κάθε προσφυγική οικογένεια για να μπορέσει να ξεκινήσει το νοικοκυριό της.Εδώ στην Ακρινή λοιπόν πήραν τέλος οι μετακινήσεις και τα βάσανά μας και εγκατασταθήκαμε οριστικά.Μέχρι τα Χριστούγεννα του 1923 είμαστε 80 οικογένειες. Τον Μάϊο του 1924 έφυγαν οι Τούρκοι από το χωριό με την ανταλλαγή των πληθυσμών και το 1925 είμασταν 150 οικογένειες και είχαμε 149 κλήρους.Σήμερα η Ακρινή είναι ένα πολύ όμορφο χωριό, στους πρόποδες του Βερμίου, με πληθυσμό 1.500 κατοίκους. Έχει πολλούς επιστήμονες σ’όλους τους τομείς, επαγγελματίες πετυχημένους, φιλόπονους γεωργούς και πολλά νέα παιδιά, τα οποία εργάζονται στον ατμοηλεκτρικό σταθμό Αγίου Δημητρίου.Έχει πολιτιστικό και αθλητικό Σύλλογο, οι οποίο φροντίζουν για τη διατήρηση και μετάδοση των Ποντιακών παραδόσεων και εθίμων καθώς επίσης και την ώθηση των νέων προς τον αθλητισμό.

Page 32: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Στο σημείο αυτό παίρνει τέλος η «Πορεία προς τη Λύτρωση» της οικογένειάς μου αλλά και γενικότερα του Ποντιακού ελληνισμού, ο οποίος, αφού ξεριζώθηκε βάναυσα από τις πατρογονικές του εστίες και κυνηγήθηκε άγρια από το βάρβαρο Τούρκο αφέντη, κατόρθωσε χάρη στην εργατικότητα, τη φιλοπατρία αλλά και την πίστη του στο Θεό να στεριώσει και να μεγαλουργήσει στη νέα του πατρίδα.Κλείνοντας ωστόσο αυτή μου την αφήγηση θα ήθελα από τα βάθη της καρδιάς μου να ευχηθώ, κανένας λαός να μην περάσει την τραγωδία που πέρασε ο Ποντικός Ελληνισμός, κανένας λαός να μην αναγκασθεί να βαδίσει τη δική του «Πορεία προς τη Λύτρωση».

ΓΛΩΣΣΑΡΙ1) ουσούρ = φόρος επί της παραγωγής γεωργικών προϊόντων2) κιόρτς = τυφλός - μονόφθαλμος 3) γιαμ = μήπως4) νέπε = βρε παιδί μου5) εντόκεσε = σε χτύπησε6) ντε κουτσι = βρε κορίτσι – βρε γυναίκα7) πεγάδ = πηγάδι

Στην αείμνηστη σύζυγό μου Ειρήνη

Αφιερώνεται στη μνήμη των Ποντίων που χάθηκαν «Στην πορεία προς τη λύτρωση»

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Θεόδωρος Τσανακτσίδης γεννήθηκε στο Γιασλί – Κιατσίτ της Νικομήδειας το έτος 1904.Ο πατέρας του ονομαζόταν Βαρύτιμος και η μητέρα του Σαϊα, το γένος Κυριάκου Ελευθεριάδη.Είναι το πρώτο παιδί ενδεκαμελούς οικογένειας.Παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού σχολείου ως την Πέμπτη τάξη του, χωρίς ωστόσο να το τελειώσει λόγω απουσίας διδασκάλου.Το 1921 με τον ξερριζωμό των Ποντίων έρχεται οικογενειακώς στην Ελλάδα και εγκαθίσταται κατ’ αρχήν στον Βόλο και κατόπι στο νησί Σκιάθος (Βόρειες Σποράδες).Το 1923 γίνεται κάτοικος Ακρινής-Κοζάνης.Το 1925 παντρεύεται την Ειρήνη Κοτσεγερίδου του Σάββα και της Φωτεινής στον Ξηροπόταμο Λαγκαδά.Μέχρι τον Μάρτιο του 1944 ζει στην Ακρινή ασχολούμενος κυρίως με τη γεωργία και επικουρικά με την κατασκευή κοφινών – καλαθιών.Είναι πολύτεκνος (11 παιδιά).Τον Απρίλιο του 1944 μετοικεί στη Θεσσαλονίκη.Τον Ιούλιο του 1981 απεβίωσε η σύζυγός του Ειρήνη και έκτοτε ζει στη Θέρμη Θεσσαλονίκης.

Page 33: Πορεία προς τη Λύτρωση - road to redemption

Τον Φεβρουάριο του 1986 τιμάται από τον Παναγιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονα το Β΄ με το χρυσό μετάλλειο των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.Απεβίωσε 31 Μαρτίου 2001.