ΤΙΒΕΡΙΟΣ-ΕΛΕΥΣΙΝΙΕΣ ΡΟΙΕΣ.pdf

15
Volume LXXXVII Serie III, 9 Tomo I** 2009 ESTRATTO 100anni 1909/1910 - 2009/2010 SCUOLA ARCHEOLOGICA ITALIANA DI A TENE

Transcript of ΤΙΒΕΡΙΟΣ-ΕΛΕΥΣΙΝΙΕΣ ΡΟΙΕΣ.pdf

Volume LXXXVIISerie III, 9Tomo I**2009

ESTRATTO

100anni 1909/1910 - 2009/2010SCUOLA ARCHEOLOGICA ITALIANA DI ATENE

EΛΕΥΣΙΝΙΕΣ ΡΟΙΕΣ.ΠΑΛΙΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ*

Στον τιµητικό τόµο για τα 100 χρόνια ζωής της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών, πουέχει αφήσει ανεξίτηλα τα σηµάδια της ανασκαφικής και γενικότερα της ερευνητικής της δράσηςστη χώρα µας, θα ταίριαζε να συµµετάσχει κανείς µε ένα θέµα σχετικό µε τις περιοχές δράσηςτης. ∆υστυχώς δεν θα ανταποκριθώ σ’ αυτό. Η συµβολή µου θα εστιασθεί στην παράσταση ενόςγνωστού αναθηµατικού µελανόµορφου πίνακα (Eικ. 1), που έχει βρεθεί στις παλιές ανασκαφέςτης Αρχαιολογικής Εταιρείας στην Ελευσίνα, συγκεκριµένα στο µεγάλο ιερό της, και παρουσιά-ζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από εικονογραφική και θρησκειολογική άποψη.

Ένα από τα σύµβολα των µεγάλων ελευσινιακών θεοτήτων και µάλιστα της Κόρης είναι, ωςγνωστόν, το ρόδι1. Όπως παρατηρεί ο C. Κerényi, κανένας άλλος καρπός δεν παίζει τόσο καθο-ριστικό ρόλο στη µοίρα της Περσεφόνης όσο το ρόδι2. Σύµφωνα µε τον Οµηρικό Ύµνο, ΕιςΔημήτραν (στ. 372-374), ο θεός του Κάτω Κόσμου “…’ροιης κόκκον ἔδωκε φαγεῖν μελιηδέαλάθρῃ ἀμφί ἕ νωμήσας, ἵνα μημένοι ἤματα πάντα αὖθι παρ’ αιδοίῃ Δημήτερι κυανοπέπλω”(…της έδωκε κρυφά να φάει γλυκό σπειρί ροδιού τραβώντας την παράµερα, για να µη µείνειαυτή για πάντα κοντά στη σεβαστή ∆ήµητρα τη µαυρόπεπλη), ενώ λίγο πιο κάτω (στ. 411-413) ηίδια η Κόρη διηγείται: “ … αυτάρ ο [Ἀϊδωνεύς] λάθρῃ ἔμβαλέ μοι ‘ροιης κόκκον, μελιηδέ’εδωδήν, ἄκουσαν δεβίῃ με προσηνάγκασσε πάσασθαι” (κι έπειτα αυτός [ο Άδης] κρυφά στοχέρι µούβαλε σπειρί ροδιού, µελίγευστη τροφή, και µ’ εξανάγκασε να το γευθώ µε βία κι άθελάµου)3. Και ως γνωστόν, µε το να γευθεί η Περσεφόνη το σπειρί αυτό του ροδιού στον ΚάτωΚόσµο, έµεινε για πάντα δεµένη µ’ αυτόν4. Το ρόδι είναι ένας καρπός που, λόγω του πλήθους τωνκόκκων που περιέχει, σχετίστηκε από πολύ νωρίς µε την ευγονία των ζώντων και την ευφορία τηςγης, συσχετισµός που επιζεί ακόµη και στις µέρες µας5. Ωστόσο, εξαιτίας του έντονου κόκκινου

ASAtene LXXXVII, serie III, 9, Tomo I **, 2009, 465-478

* Για διάφορες εξυπηρετήσεις πολλές ευχαριστίες οφείλωστις Μ. Πιπιλή και Β. Σαριπανίδη και στους Γ. Καββαδίακαι Γ. Μιλτσακάκη.

1 Το ρόδι, εκτός από την Κόρη και τη ∆ήµητρα και φυσικάτον Άδη, σχετίζεται και µε άλλες θεότητες, όπως π.χ. τηνΉρα, την Αθηνά, την Αφροδίτη, τον ∆ιόνυσο, τις Ώρες, τονΕρµή, τον Τυφώνα, όπως και µε θεότητες της Ανατολής, π.χ.την Αστάρτη, την Άγδιστι και τον Άττι. Βλ. π.χ. COOK 1940,811 και κυρίως 813-818 σηµ. 5, KERÉNYI 1967, 134-135, 137-139, ΟΙΚΟΝOΜΟΥ 1948a, 98-102. Πρβλ. ΖΩΣΗ 2005, 80.

2 ΚERÉNYI 1967, 133. Πρβλ. GRUPPE 1906, 865 σηµ. 2, 1189σηµ. 1, 1358 σηµ. 1, WEHGARTNER 1997, 98 και LIMC Suppl.1 (2009), 416, ‘Persehone’ (Ι. Κrauskopf).

3 ΠΑΠΑ∆ΙΤΣΑΣ - ΛΑ∆ΙΑ 1985, 30-31, 32-35. Βλ. επίσης BONNER

1939, 3-4, ARTHUR 1977, κυρίως 28-29. Για τις αρχαίες πηγέςπου αναφέρονται στο επεισόδιο αυτό, βλ. FRAZER 1967, 39-41σηµ. 4. Για µια βιβλιογραφία σχετική µε τη σηµασία του ροδιούστον Οµηρικό Υµνο, βλ. KURZ 2008, 516 σηµ. 20.

4 Ηταν ιδιαίτερα διαδεδοµένη στον αρχαίο κόσµο η άποψη ότιαν ένας ζωντανός (και φυσικά η ψυχή ενός νεκρού) έτρωγε κάτιστον Κάτω Κόσµο, δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει ξανά στονκόσµο των ζωντανών. Ανάλογες δοξασίες απαντώνται και σε

νεότερες εποχές σε πρωτόγονες κοινωνίες (βλ. σχετικά FRASER

1967, 39-41 σηµ. 4). Σύµφωνα µε τον ΧΑΡΙΤΩΝΙ∆ΟΥ1960, 161(συνέχεια της σηµ. 6 από τη σελ. 160), η σχέση του ροδιού µε τονΆδη, όπως προκύπτει από τον εξαναγκασµό της Κόρης να επι-στρέψει στον Κάτω Κόσµο από τη στιγµή που γεύτηκε εκεί σπει-ρί ροδιού, είναι πιθανόν να µην οφείλεται σε αυτό καθαυτό τονκαρπό αλλά στο ότι η κόρη της ∆ήµητρας γεύθηκε κοινή τροφήµε τον άρχοντα του Κάτω Κόσµου. Υπάρχουν ωστόσο ενδείξειςπου µας επιτρέπουν να υποστηρίξουµε ότι στον αρχαίο ελληνι-κό κόσµο, τουλάχιστον από το δεύτερο µισό του 6ου αι. π.Χ.,υπήρχε η αντίληψη ότι µε το να δωρίζει κάποιος ένα ρόδι σεαγαπηµένο του πρόσωπο, τον “έδενε” µαζί του. Βλ. σχετικάπαρακάτω, 474-475.

5 Έχουµε δηλαδή ένα είδος συµπαθητικής µαγείας. Βλ.ΧΑΡΙΤΩΝΙ∆ΟΥ 1960, 160-161 και σηµ. 6 µε σχετική βιβλιογρα-φία. Πρβλ. OΙΚΟΝOΜΟΥ 1948a, 98-100, ΟΙΚΟΝOΜΟΥ 1948b,92-93, KERÉNYI 1967, 137-138, ARTHUR 1977, 28-29. Για τααρχαία χωρία που αναφέρονται στη γονιµοποιό επίδρασητου µήλου αλλά και του ροδιού στο γάµο, βλ. MCCARTNEY

1925, κυρίως 74 και 78-81. Για διαφορετικές απόψεις, βλ.BÖTTICHER 1856, 471-485.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΙΒΕΡΙΟΣ

466

χρώµατος των σπόρων και του χυµού του, που θυµίζει αίµα6, ο καρπός αυτός συνδέθηκε και µετον κόσµο των νεκρών. Ίσως µάλιστα αυτή η σχέση να ήταν και η επικρατέστερη κατά την αρχαι-ότητα, αν κρίνουµε από τις πολλές γραπτές και εικονογραφικές µαρτυρίες που µιλούν για τη χθό-νια σηµασία της ροδιάς και των καρπών της7.

Ωστόσο το ρόδι κατά καιρούς είχε και άλλες σηµασίες8. Ρόδια π.χ. απαντώνται σε απεικονί-σεις αθλητών ως έπαθλα9, ως δώρα µε ειδική σηµασία10, ως διακοσµητικά στοιχεία ιδιαίτεραπάνω σε αγγεία11. Οπωσδήποτε όµως το ρόδι συνδέεται κυρίως µε τον θάνατο και την ευφορία,δυο έννοιες που αν και αντίθετες µεταξύ τους έχουν στενή σχέση. Χαρακτηριστικά είναι τα όσαγράφει επ’ αυτού του θέµατος ο Γ. Οικονόµος: “Οι χθόνιοι θεοί και οι ήρωες ήσαν οι φορείς τηςγονιµότητος άτε ανήκοντες εις την “πανδώτειραν γαίαν”12.

Τις δυο αυτές σηµασίες πρέπει να έχει το ρόδι και στον ελευσινιακό κύκλο, εποµένως και στις

6 Bλ. σχετικά ΠΑΥΣ. ΙΧ 25 1 και ΑΡΤΕΜ. Ὀνειροκριτικόν I73. O Kλήµης ο Αλεξανδρεύς (Προτρεπτικός ΙΙ 19 3) αναφέ-ρει παράδοση σύµφωνα µε την οποία η ροδιά είχε πρωτο-βλαστήσει από σταγόνες αίµατος του ∆ιονύσου. Στον Φιλό-στρατο (Εικόνες ΙΙ 29 4) τον τάφο των Πολυνείκη και Ετεο-κλή σηµατοδοτούσε µια ροδιά που υποτίθεται πως είχεφυτρώσει από το αίµα τους. Για τη σηµασία του ερυθρούχρώµατος στη λατρεία κατά την αρχαιότητα, βλ.WUNDERLICH 1925 και για µια περαιτέρω βιβλιογραφία, βλ.ΧΑΡΙΤΩΝΙ∆ΟΥ 1958, 136-137 σηµ. 2. Πρβλ. και το γνωστόχωρίο του Αρτεµιδώρου (Ὀνειροκριτικόν Ι 77): “ἔχει γάρτινα τό πορφυρουν χρωμα συμπάθειαν πρός τόν θάνατον”.

7 ΟΙΚΟΝOΜΟΥ 1948a, 98-103, ΚERÉNYI 1967, 133-140,MUTHMANN 1982, 72-93. Η απεικόνιση του ροδιού σε ταφικάµνηµεία και σε ταφικές παραστάσεις είναι γνωστή. Βλ. π.χ.ΟΙΚΟΝOΜΟΥ 1948a, 101, COOK 1940, 815-818, ΖΩΣΗ 2005, 81.Η αναγνώριση ωστόσο του καρπού της ροδιάς, σε ορισµένεςπαραστάσεις, δεν είναι εύκολη. Όπως έχει επισηµανθεί απότην έρευνα, η απεικόνιση του ροδιού συχνά συγχέεται µεαυτή του µήλου και κυρίως του µήκωνος. Βλ. π.χ. ΧΑΡΙΤΩΝΙ-∆ΟΥ 1960, 162-163.

8 Πρβλ. ΗIMMELMANN - WILDSCHÜTZ 1956, 36 και σηµ. 54.

Σχετικά µε την πολυσηµία του ροδιού, χαρακτηριστικά είναικαι τα λόγια του Παυσανία (ΙΙ 17 4) που, αναφερόµενοςστην παρουσία του καρπού αυτού στο χέρι του χρυσελεφά-ντινου αγάλµατος της Ήρας στο Ηραίο του Άργους, λέει:“τά μέν οὖν ες την ροιάν, ἀπορρητότερος γάρ εστιν ολόγος,ἀφείσθω μοι”.

9 Βλ. π.χ. ΚΕΦΑΛΙ∆ΟΥ 1996, 56, 91-92 και σηµ. 58, 185 αριθ.Γ 30. Ο Οικονόµος (ΟΙΚΟΝΟΜΟΣ 1948b, 92-98 και κυρίως 98)πιστεύει ότι το ρόδι στα χέρια αθλητών “είναι σύµβολονεξαιρέτου δυνάµεως, υπαινισσόµενον την δαιµονικήν ισχύντων χθονίων, προς την οποίαν παραβάλλεται η των αθλη-τών…”. Ο Απολλώνιος ο Τυανεύς δικαιολογούσε το ρόδι στοαριστερό χέρι του ανδριάντα του Μίλωνος του Κροτωνιάτηστην Ολυµπία, ισχυριζόµενος ότι ο περίφηµος αυτός αθλητήςήταν ιερέας της Ήρας. Βλ. π.χ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ 1948a, 101-102.Ο Παυσανίας (VI 14 6), δίνει άλλη ερµηνεία για την παρου-σία του ροδιού στον ανδριάντα του Μίλωνος.

10 Βλ. σχετικά παρακάτω, 474-475.11 Bλ. PFUHL 1923, 37, 116-117, 140, 152, 184, 189, 193, 227-

228, 231, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ 1948a, 98.12 ΟΙΚΟΝOΜΟΥ 1948a, 98.

Εικ. 1 - Αττικός µελανόµορφος αναθηµατικός πίνακας. Eλευσίνα, Αρχαιολογικό Μουσείο αριθ. 366(Φωτ. Γερµανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών)

467

παραστάσεις ∆ήµητρας και Κόρης13. Πάντως και εδώ φαίνεται να υπερισχύει η χθόνια σηµασία.Ενδεικτική είναι π.χ. η απαγόρευση να τρώγονται ρόδια σε γιορτές των ελευσινιακών θεοτήτων14.Τη χθόνια σηµασία του ροδιού στον ελευσινιακό κύκλο αποδεικνύει, πάνω από όλα, η στενήσχέση του µε τη βασίλισσα του Κάτω Κόσµου, για την οποία έχουµε ήδη µιλήσει. Απεικονίσειςτης Κόρης, όπου έχουµε και παρουσία ροδιού, είναι γνωστές15. Ωστόσο, κατά απρόσµενο τρόπο,η έρευνα ως σήµερα δεν είχε επισηµάνει καµιά απεικόνιση της θεάς µε ρόδι, όπως άλλωστε καιτης µητέρας της, από το µεγάλο ιερό της Ελευσίνας. Πρόκειται για διαπίστωση που δεν έχει µεί-νει απαρατήρητη από την έρευνα16. ∆υο οµοιώµατα πήλινων ροδιών των γεωµετρικών χρόνων,που έχουν βρεθεί σε τάφους γεωµετρικών χρόνων στην Ελευσίνα17, δεν µπορούν να σχετισθούνµε την ελευσινιακή λατρεία, αφού τέτοια ευρήµατα είναι γνωστά και από άλλα νεκροταφεία τουελληνικού κόσµου της Γεωµετρικής Εποχής18. Απαρατήρητο ωστόσο έχει µείνει ένα άλλο σχετι-

13 Για απεικονίσεις της ∆ήµητρας µε ρόδι, βλ. π.χ. LIMCΙV,1 (1988), 855 αριθ. 87, 858 αριθ. 121, 859 αριθ. 139, αριθ.144, 860 αριθ. 148-149, αριθ.156, 866 αριθ. 258, 874 αριθ.357, ‘Demeter’ (L. Beschi). Πρβλ. LIMC VIII,1 (1997), 960-961 αριθ. 62, ‘Persephone’ (G. Güntner), LIMC Suppl. 1(2009), 165, αριθ. add. 9, ‘Demeter’ (E. A. Zin’ko),ΟΙΚΟΝOΜΟΥ 1948a, 102, KURZ 2008, 515, 516. H άποψη τηςKrauskopf ότι “der Granatapfel nicht zu Demeter passt”,όπως και ορισµένων άλλων ερευνητών (για µια βιβλιογρα-φία βλ. π.χ. KURZ 2008, 516 σηµ. 21) δεν νοµίζω ότι είναισωστή. Για ανάλογες παραστάσεις της Κόρης, βλ. παρακάτωσηµ. 15. Είναι επίσης γνωστά οµοιώµατα ροδιών, από ποικί-λα υλικά, που έχουν βρεθεί σε ιερά ∆ήµητρας. Βλ. π.χ. ΚΟΥ-ΡΟΥ 1987, 107 , 114 σηµ. 76. Υπενθυµίζω ακόµη ότι σε ιερά∆ήµητρας και Κόρης έχουν εντοπισθεί και ίχνη από πραγ-µατικούς καρπούς ροδιάς. Βλ. KURZ 2008, 516-517.

14 ΚERÉNYI 1967, 138. Στα Θεσµοφόρια οι γυναίκες έτρω-γαν ρόδια όχι όµως και τους σπόρους εκείνους του ροδιούπου τύχαινε να πέσουν στο έδαφος. Αυτοί ανήκαν στουςενοίκους του Κάτω Κόσµου. Βλ. DEUBNER 1969, 58.

15 COOK 1940, 815-816 (συνέχεια της σηµ. 5 από τη σελ.813), LIMC Suppl. 1 (2009), 416 αριθ. add. 1, 422 αριθ. add.23, ‘Persephone’ (I. Krauskopf). Πρβλ. MUTHMANN 1982, 72-77, KURZ 2008, 516. Ως Περσεφόνη έχει αναγνωρισθεί, απόορισµένους µελετητές, ένα ειδώλιο καθηµένης µορφής τωναρχών του 7ου αι. π.Χ. από την αθηναϊκή Αγορά, επειδή το

σφαιρικό αντικείµενο που κρατά στο δεξί της χέρι ερµηνεύ-εται ως ρόδι. Βλ. YOUNG 1939, 64-65 (XII 23), εικ. 41. Οιγυναικείες κεφαλές που εικονίζονται σε αττική φιάλη διακο-σµηµένη µε την τεχνική Six’ s από τη Ρόδο (Clara Rhodos IV,πίν. III, µεταξύ σελ. 184-185), έχοντας µπροστά τους έναρόδι, πιθανόν να είναι κεφαλές Περσεφόνης. Περσεφόνηµπορεί να εικονίζει και η γονατιστή, πάνω σε µισό καρπόροδιού, κόρη, ενώ πάνω της ίπταται ένας Έρωτας, σε έναπρώιµο ελληνιστικό πήλινο ειδώλιο στο Άµστερνταµ, AllardPierson Museum αριθ. ΑΡΜΟ3542. Βλ. ΚERÉNYI 1967, 144-145 και εικ. 41. Υπενθυµίζω ότι στην αττική εικονογραφίαέχουµε βεβαιωµένη παρουσία Έρωτα, σε σκηνές αρπαγήςτης Κόρης, ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. Βλ. ΤΙΒΕΡΙΟΣ 2009, 280-281και εικ. 1. Για άλλες πιθανές απεικονίσεις της Κόρης σεσχέση µε ρόδι, βλ. αµέσως παρακάτω.

16 KERÉNYI 1967, 137.17 ΣΚΙAΣ 1898, 83, 101, 105, πίν. 2,5. Πρβλ. ΠΑΠΑΓΓΕΛΗ 2002,

313 (στη µέση). Ένα σπάνιο παραπληρωµατικό µοτίβο, πουαπαντάται στο φόντο του σώµατος του γνωστού πρωτοαττι-κού αµφορέα της Ελευσίνας, που φέρει παράσταση αποκε-φαλισµού της Μέδουσας από τον Περσέα, ο Γ. Μυλωνάςπιστεύει ότι απεικονίζει καρπούς ροδιάς. Βλ. ΜΥΛΩΝAΣ

1957, 35 εικ. 17 αριθ. 5, 36-37.18 Βλ. π.χ. ΚΟΥΡΟΥ 1987, 103-104, 110-111, 116 σηµ. 102-103.

Πρβλ. IMMERWAHR 1989, 397-410 και κυρίως 405-406 καιΖΩΣΗ 2005, 73-77.

ΕΛΕΥΣΙΝΙΕΣ ΡΟΙΕΣ. ΠΑΛΙΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

Εικ. 2 - Χρυσό κόσµηµα σε µορφή ροδιού από την Ελευσίνα. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αριθ. 3635(Φωτ. Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών)

468

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΙΒΕΡΙΟΣ

19 ΚOΚΚΟΥ-ΒΥΡΙ∆Η 1999, 60 (Α 187), 134, 216 αριθ. (Α187),πίν. 58 (Α 187).

20 Βλ. ΚOΚΚΟΥ-ΒΥΡΙ∆Η 1999, 134. Πρβλ. ΖΩΣΗ 2005, 79.21 ΚOΚΚΟΥ-ΒΥΡΙ∆Η 1999, 112 (Α 133 και Α 135), 210-211

αριθ. Α 133 και Α 135, πίν. 17 (Α 133 και Α 135). Πρβλ.ΠΑΠΑΓΓΕΛΗ 2002, 182 (εικ. στη µέση).

22 Βλ. π.χ. LIMC IV,1 (1988), 855 αριθ. 87, ‘Demeter’ (L.Beschi).

23 Για µια συζήτηση µε βιβλιογραφία, βλ. LIMC VIII,1(1997), 959, ‘Persephone’ (G. Güntner). Πρβλ. HINZ 1998,κυρίως 36-39, 39-43.

24 Η λέξη πίναξ χρησιµοποιείται συχνότερα στην αρχαιολο-γική ορολογία για την ονοµασία αυτών των αντικειµένων.Ωστόσο, όταν έχουµε να κάνουµε µε πίνακα µικρών διαστά-σεων, ο επακόλουθος όρος πινάκιον για την ονοµασία τουδηµιουργεί σύγχυση, αφού στην αρχαιολογική ορολογία ηλέξη αυτή αναφέρεται σε σχήµα αγγείου. Στην ελληνική

γλώσσα εναλλακτική λύση, που θα εξουδετέρωνε την παρα-πάνω αδυναµία, θα ήταν η χρήση των νεοελληνικών λέξεωνπλάκα και πλακίδιον. Ακολουθώ ωστόσο τον όρο πίναξεπειδή παραδίδεται από την αρχαία γραµµατεία (βλ. π.χ.παρακάτω σηµ. 43). Για την ορολογία, βλ. BOARDMAN 1954,186-187, BROOKLYN 1985, 93-94. Πρβλ. SCHULZE 2004, 8-9.

25 Στον πίνακα υπάρχει και ο αριθ. ΑΕ 4288 γραµµένος µεµολύβι. Ο πίνακας αποτελείται από επτά όστρακα, ενώ ορι-σµένα ελλείποντα τµήµατά του έχουν συµπληρωθεί µε γύψο.Τέσσερα από τα όστρακα, αυτά που απαρτίζουν το δεξιότµήµα του πίνακα και παρουσιάζουν έντονα ίχνη φωτιάς,πρέπει να βρέθηκαν το 1884, πιθανόν τον Απρίλιο, “κατά ταχώµατα του βωµού”, βλ. ΦΙΛΙΟΣ 1888, 196 και σηµ. 2. Η Κόκ-κου-Βυριδή (ΚOΚΚΟΥ-ΒΥΡΙ∆Η 1999, 233) αναφέρει ως ηµε-ροµηνία ανεύρεσής τους την 16/4/85. Τα υπόλοιπα τρίαόστρακα είναι άγνωστο πού και πότε βρέθηκαν.

κό εύρηµα, παρόλο που έχει βρεθεί στο ελευσινιακό ιερό και πιο συγκεκριµένα στα υπολείµµα-τα της λεγόµενης τελετουργικής πυράς Α. Πρόκειται για ένα χρυσό οµοίωµα ροδιού του 7ου αι.π.Χ. (Eικ. 2), που κρεµόταν “πιθανόν από κάποιο ενώτιο ή περιδέραιο ή επιστήθιο κόσµηµα”19.Αν και τέτοια ευρήµατα είναι γνωστά και από άλλα µέρη του αρχαίου ελληνικού κόσµου20, στησυγκεκριµένη περίπτωση δεν είναι απίθανο το χρυσό αυτό οµοίωµα ροδιού, λόγω του τόπουεύρεσής του, να σχετίζεται σηµασιολογικά µε τις µεγάλες ελευσίνιες θεότητες. Πολύ περισσότε-ρο µάλιστα αφού από το ελευσινιακό ιερό είναι γνωστά ορισµένα πήλινα γυναικεία ειδώλια “βοι-ωτικού τύπου” του τέλους του 7ου ή των αρχών του 6ου αι. π.Χ., που φέρουν περιδέραια διακο-σµηµένα µε παρόµοιους καρπούς ροδιάς21 (Eικ. 3). Η αναγνώριση στα ειδώλια αυτά της Περσε-φόνης είναι πιθανή, όχι όµως και βέβαιη. Υπενθυµίζω πάντως, ότι παρόµοια ειδώλια, που έχουνβρεθεί εκτός Ελευσίνας και φέρουν στην κεφαλή τους ψηλό πόλο, έχουν αναγνωρισθεί ως ∆ήµη-τρα22. Οπωσδήποτε όµως η ταύτιση των αναθηµατικών ειδωλίων που βρίσκονται σε ιερά διαφό-ρων θεοτήτων µε τις συγκεκριµένες αυτές θεότητες, δεν βρίσκει σύµφωνους όλους τους µελετη-τές23.

Από τα τέλη του 19ου αι. είναι γνωστός στην έρευνα ο µικρός αττικός µελανόµορφος πίνα-κας24 του Αρχαιολογικού Μουσείου Ελευσίνας, αριθ. 366 25, που χρονολογείται γύρω στο 540

Εικ. 3 - Πήλινο ειδώλιο από την Ελευσίνα. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο αριθ. 4387(Φωτ. Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Αθηνών)

469

π.Χ.26 (Eικ. 1). Έχει ύψος 0,151µ., µέγ. σωζ. πλάτος 0,133µ.27, ενώ το πάχος του είναι περίπου0,005µ. Πλην της αριστερής πλευράς του που είναι σπασµένη ολότελα, όλες οι άλλες σώζουναρχική επιφάνεια. Στον πίνακα διακρίνονται µεγάλα τµήµατα µιας γυναικείας και µιας ανδρικήςµορφής που κατευθύνονται προς τ’ αριστερά. Πατούν πάνω σε µαύρη γραµµή, ενώ δυο παρόµοι-ες γραµµές πλαισιώνουν όλη τη σύνθεση. Η προπορευόµενη γυναικεία µορφή κινείται, µε µεγά-λο διασκελισµό, φορώντας πέπλο ζωσµένο στη µέση, µε απόπτυγµα. Το ένδυµα αυτό είναι πλού-σια διακοσµηµένο µε ιώδες και λευκό χρώµα και κυρίως µε πυκνή χάραξη. Η µορφή έχει µακριάκόµη, η οποία στο ύψος περίπου του αυτιού συγκρατείται από χρωµατιστή ταινία, ενώ η απόλη-ξή της σχηµατίζει κρωβύλο. Στην κεφαλή της φέρει στεφάνη διακοσµηµένη µε χρωµατιστά δισκά-ρια, στο λαιµό της φορά χαρακτό περιδέραιο, ενώ στο σωζόµενο αριστερό χέρι φέρει βραχιόλιαποδοµένο µε χρώµα.

Η ανδρική µορφή, που µας διασώζεται λιγότερο καλά, φορά χιτώνα και ιµάτιο, πλούσια δια-κοσµηµένα µε λευκό και ιώδες χρώµα. Ο άνδρας έχει µακριά κόµη µε την κυµατοειδή απόληξήτης να πέφτει στην πλάτη του. Με το δεξί κεκαµµένο και προβαλλόµενο χέρι, από το οποίο κρέ-µεται και µια άκρη του ιµατίου του, κρατά σκήπτρο µε “ανθεµωτή” απόληξη.

∆εν υπάρχει αµφιβολία ότι οι εικονιζόµενες στον πίνακα µορφές πρέπει να είναι θεϊκές (ήηρωϊκές), όπως βεβαιώνει η στεφάνη στην κεφαλή της γυναικείας µορφής και κυρίως το σκήπτροπου κρατά η ανδρική µορφή. Ωστόσο ελλείψει διακριτικών γνωρισµάτων πολλοί προτιµούν νααφήνουν τις µορφές αταύτιστες28, ενώ ορισµένοι άλλοι, εξαιτίας του τόπου εύρεσης του πίνακα,αναγνωρίζουν, έστω και µε ερωτηµατικό, ελευσινιακές θεότητες και πιο συγκεκριµένα την Περ-

26 ΑΒV 352 (πάνω), ΦΙΛΙΟΣ 1885, 178 σηµ. 2, Φίλιος 1888,196-198, πίν. 12,2, HOPPIN 1924, 88 – 89, ΚΟΥΡΟΥΝΙΩΤΗΣ

1937, 242, 243 εικ. 15, ΚOΚΚΟΥ-ΒΥΡΙ∆Η 1999, 101-102, 232-233 αριθ. Β 145, πίν. 45 (Β 145), ΠΑΠΑΓΓΕΛΗ 2002, 183, 187(εγχρ. εικ., κάτω δεξιά), SCHULZE 2004, 66 αριθ. 222.

27 Μαζί µε τη συµπλήρωση, το πλάτος φτάνει τα 0,147µ.. Αν

δεν υπήρχαν άλλες εκτός από τις δυο σωζόµενες οπές τουπίνακα (βλ. σχετικά παρακάτω) και αν αυτές βρίσκονταν στοκεντρικό του άξονα, τότε το πλάτος του πίνακα θα έφτανεγύρω στα 0,157µ.

28 Βλ. π.χ. ABV 352 (πάνω).

ΕΛΕΥΣΙΝΙΕΣ ΡΟΙΕΣ. ΠΑΛΙΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

Σχεδ. 1 - Σχεδιαστική λεπτοµέρεια από τον αττικό µελανόµορφο πίνακα της Εικ. 1. (Σχεδιαστική απόδοση Γ. Μιλτσακάκης)

470

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΙΒΕΡΙΟΣ

σεφόνη και τον Πλούτωνα29. Οι ταυτίσεις αυτές έρχονται να επιβεβαιωθούν από µια λεπτοµέρειαπου δεν είχε παρατηρηθεί ως τώρα: η προπορευόµενη γυναικεία µορφή κρατά στο αριστερό χέρικλαδί ροδιάς, όπως µας βεβαιώνει ο αναρτηµένος από το κλαδί καρπός ροδιού, που διακρίνεταιπίσω ακριβώς από τη µέση της30 (Σχ. 1). Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ζωγράφος του πίνακαστο σηµείο αυτό έχει περιορίσει κάπως την κάτω παρυφή του αποπτύγµατος, προκειµένου νακάνει ποιο εµφανές το κλαδί µε τον καρπό αυτόν31. Για τη στενή σχέση της Περσεφόνης µε τορόδι έχουµε ήδη µιλήσει. Είναι απορίας άξιο πως µια τόσο σηµαντική, κυρίως από θρησκειολο-γική άποψη, εικονογραφική λεπτοµέρεια, είχε µείνει απαρατήρητη ως σήµερα από την έρευνα.Ο πίνακας αυτός µας δίνει την πρώτη βεβαιωµένη εικονογραφική µαρτυρία για τη σχέση τηςΠερσεφόνης µε το ρόδι32 από το µεγάλο ελευσινιακό ιερό και πιθανότατα και από όλο τον αρχαίοελληνικό κόσµο.

Στο ελευσινιακό ιερό έχουν βρεθεί αρκετοί πήλινοι αναθηµατικοί πίνακες µε γραπτή διακό-σµηση, οι παλιότεροι από τους οποίους ανήκουν στους υπογεωµετρικούς και πρώιµους αρχαϊ-κούς χρόνους, και οι νεότεροι στον 4ο αι. π.Χ.33. Το είδος αυτό του αναθήµατος, µε βάση τα ωςσήµερα δεδοµένα, κάνει την εµφάνισή του στον 8ο αι. και συνεχίζει να έχει αισθητή παρουσία ωςτον 4ο αι. π.Χ.34 Ωστόσο αναθηµατικοί πίνακες, που κατασκευάζονταν εκτός από πηλό και απόξύλο ή µέταλλα35, υπάρχουν και στους µετέπειτα ελληνιστικούς και ρωµαϊκούς χρόνους36. Στονπίνακά µας διασώζονται δυο οπές σε κάθετη διάταξη. Η πρώτη, κοντά στο πάνω µέρος, βρίσκε-ται πίσω από το κεφάλι της Περσεφόνης, ενώ η άλλη, σωζόµενη κατά το ήµισυ, πίσω από το αρι-στερό της πόδι37. Αυτή ακριβώς η διάταξη των οπών µας βεβαιώνει ότι ο πίνακάς µας δεν προο-ριζόταν για ανάρτηση αλλά για προσήλωση σε µια επιφάνεια38. Για το πού και µε ποιο τρόποαναρτώνταν οι αναθηµατικοί πίνακες, αρχαίες παραστάσεις39 και κάποια ευρήµατα40 είναι αρκε-

29 Βλ. π.χ. ΠΑΠΑΓΓΕΛΗ 2002, 183. Υπενθυµίζω ότι στο ελευ-σινιακό ιερό έχουν βρεθεί πήλινα ειδώλια που εικονίζουνκαθιστό ζεύγος µορφών και ταυτίζονται µε την Περσεφόνηκαι τον Άδη. Βλ. ΚOΚΚΟΥ-ΒΥΡΙ∆Η 1999, 111 σηµ. 298. Η Κόκ-κου-Βυριδή (ΚOΚΚΟΥ-ΒΥΡΙ∆Η 1999, 102 και σηµ. 230) δεναποκλείει τα εικονιζόµενα στον πίνακα πρόσωπα να ταυτί-ζονται, εκτός των άλλων, µε τον ∆ιόνυσο και την Αριάδνη (ήµια Μαινάδα) ή µε τον Νηρέα και µια Νηρηίδα. Πρόκειταιόµως για ατεκµηρίωτες προτάσεις. Η ίδια ερευνήτρια έχειπροτείνει και τον Πλούτωνα µε την Κόρη, θεωρεί ωστόσοπιο πιθανό στον πίνακα να εικονίζεται η σκηνή της αρπαγήςτης Κόρης. Η πρόταση όµως αυτή δεν υποστηρίζεται από τιςσωζόµενες εικονογραφικές λεπτοµέρειες και κυρίως από τοαργό βάδισµα του υποτιθέµενου Πλούτωνα. Στον πίνακάµας βέβαια δεν µπορεί να αποκλειστεί και η περίπτωση οθεός πίσω από την Περσεφόνη να µην είναι ο Άδης-Πλούτωναλλά ένας άλλος Ελευσίνιος ήρωας. Π.χ. στο ιδιαίτεραενδιαφέρον για την ελευσινιακή εικονογραφία λεβητόσχηµοαγγείο στο Malibu, J.Paul Getty Museum αριθ. 89.ΑΕ.73 τουΖ. του Συλέα, πίσω από την Κόρη (ΦΕ]Ρ[Ε]ΦΑΤΑ) βρίσκε-ται ο Καλαµίτης (Κ<Α>ΛΑΜΙΤΕ[Σ), ο επώνυµος ήρωαςµιας σηµαντικής ανοιξιάτικης γιορτής της Ελευσίνας. Τόσο ηµορφή αυτή όσο και η αντίστοιχη στον πίνακά µας, φορούνπαρόµοια ενδυµασία και κρατούν µε το δεξί τους χέρι ανά-λογα σκήπτρα. Βλ. CLINTON 1992, 106, 188 εικ. 44. Επίσηςστον κωδωνόσχηµο κρατήρα του Ζ. της Ωρείθυιας στοΠαλέρµο, Μuseo Nazionale αριθ. 2124 (779), πίσω από τηνΚόρη (ΘΕΡΕΦΑΣΑ) έχουµε τον Ιπποθόωντα (ΗΙΠΠΟ-ΘΟΝ), τον επώνυµο ήρωα της Ιπποθοωντίδας φυλής, στηνοποία ανήκε και η Ελευσίνα. Βλ. ARV² 496,5 και MARCONI

BOVIO 1938, 18-19, πίν. 35-36, 37,1-3.30 Εκτός από το στέλεχος του καρπού, διακρίνεται µε σαφή-

νεια και η στεφάνη µε τα πέταλα που επιστέφει τον καρπό.31 Είναι πιθανόν να είχαµε και άλλους καρπούς ροδιάς στο

υπόλοιπο τµήµα του κλαδιού που συνεχιζόταν µπροστά απότο ένδυµα της Κόρης. Κλαδί ροδιάς µε καρπούς, κρατά µιααπό τις Ώρες στη γνωστή κύλικα του Σωσία στο Βερολίνο.Βλ. PHUHL 1923, (ΙΙΙ), 137 αριθ. 418.

32 Για περαιτέρω επιχειρηµατολογία που ενισχύει την πιθα-νότητα να εικονίζεται στον πίνακα η Περσεφόνη και όχι η∆ήµητρα, βλ. παρακάτω.

33 Για πήλινους πίνακες µε γραπτή διακόσµηση από τηνΕλευσίνα, βλ. ΚOΚΚΟΥ-ΒΥΡΙ∆Η 1999, 61-62, 67, πίν. 45-46,SCHULZE 2004, 65-67. Πρβλ. ΠΑΠΑΓΓΕΛΗ 2002, 182-183, 256και εικ. σελ. 34-35, 180, 186, 187, 257 και παρακάτω σελ. 8και σηµ. 46, 57 και 58. Υπάρχει επίσης η πληροφορία, πουωστόσο δεν µπόρεσα να διασταυρώσω, ότι από την Ελευσί-να προέρχεται και ο µελανόµορφος πίνακας στο Βερολίνο,Staatliche Museen αριθ. 31332. Βλ. ΚΟTTSIEPER 2006, 104-105. Για τους πίνακες των υπογεωµετρικών-πρώιµων αρχαϊ-κών χρόνων από την Ελευσίνα, βλ. Κόκκου-Βυριδή 1999, 56-57, πίν. 9-11 αριθ. Α39-Α69. Πρβλ. ΠΑΠΑΓΓΕΛΗ 2002, 181(εικ.), 182 και HAMPE 1957, 107-108. Για τη χρονολόγησητων πρωιµοτέρων σωζόµενων υστερογεωµετρικών πινάκων,βλ. και KOCH 1996, 13. Αν το πήλινο αντικείµενο που δηµο-σιεύει ο Hampe (HAMPE 1957, 105-109, πίν. 14) είναι αναθη-µατικός πίνακας, πράγµα που το θεωρώ πιθανόν, τότε ηαρχή των αναθηµατικών πινάκων θα πρέπει να αναχθεί στοπρώτο µισό του 8ου αι. π.Χ.

34 Για τους αναθηµατικούς πίνακες µε γραπτή διακόσµηση,βλ. BOARDMAN 1954, 183-201 και κυρίως 186-195, SCHULZE

2004, 8-11. Πρβλ. ΚΟCH 1996, 11-15, ΒROOKLYN 1985, 135-138 και BOARDMAN 1956.

35 Πρβλ. ΛΕΜΠΕΣΗ 1985, 69-77, 78-81.36 Πρβλ. SCHULZE 2004, 7.37 Η δεύτερη αυτή οπή έχει διαφύγει της προσοχής ορισµέ-

νων µελετητών. Βλ. π.χ. SCHULZE 2004, 66 αριθ. 222.38 Για ένα ανάλογο παράδειγµα, βλ. π.χ. GRAEF - LANGLOTZ

1925, 244 αριθ. 2510, πίν. 104 αριθ. 2510.39 Βλ. BOARDMAN 1954, 187-189, SCHULZE 2004, 7.40 Εκτός από την παρουσία µιας και συνηθέστερα δυο οπών

στο πάνω µέρος των πινάκων, που βεβαιώνουν ότι αυτοίαναρτώνταν, ορισµένες φορές διασώζεται και η ίδια ηθηλειά ανάρτησης. Βλ. π.χ. ΛΕΜΠΕΣΗ 1985, πίν. 24 (Β 7), πίν.55 (πάνω αριστερά).

471

τά διαφωτιστικά. Αντίθετα είµαστε λιγότερο πληροφορηµένοι για τους φορείς όπου προσηλώνο-νταν οι πίνακες αυτοί41. Σίγουρα ξύλινες επιφάνειες θα ήταν οι προσφορότερες για την προσή-λωσή τους, πολύ περισσότερο µάλιστα στις περιπτώσεις πήλινων πινάκων, όπως στην περίπτωσήµας. Ξύλινες επιφάνειες και ξύλινα µέρη κτιρίων42, ξύλινες βάσεις αγαλµάτων43, ξύλινες κατα-σκευές, π.χ. κιβώτια, είναι ορισµένες από τις υποψήφιες θέσεις για την προσήλωση αναθηµατι-κών πινάκων44. Υπενθυµίζω ότι ούτε για την ακριβή θέση των πήλινων ταφικών πινάκων45 είµα-στε καλά πληροφορηµένοι, καθώς κανένας τους δεν έχει βρεθεί σε συστηµατικές ανασκαφές.Ορισµένοι από αυτούς ήταν σίγουρα προσηλωµένοι, αφού σώζουν τα καρφιά της προσήλωσης46.Είναι ωστόσο πιθανόν να είχαµε και αναρτηµένους ταφικούς πίνακες αφού, από µεταγενέστερεςτουλάχιστον εποχές, γνωρίζουµε ταφικά ασηµένια ελάσµατα που φέρουν κρίκο ανάρτησης47.Έχουµε βέβαια και ταφικούς, όπως και αναθηµατικούς, πίνακες που δεν φέρουν οπές. Οι τελευ-ταίοι, χωρίς άλλο, θα τοποθετούνταν ελεύθερα πάνω σε επίπεδες επιφάνειες, όπως π.χ. πάνω σεράφια, τράπεζες, βάσεις αγαλµάτων ή ακόµη και σε δάπεδα48.

Μερικές φορές ο αριθµός και η θέση των οπών στους αναθηµατικούς πίνακες δεν έχουνσχέση µε το σχήµα και το µέγεθός τους, ούτε διακρίνονται από συµµετρική διάταξη49. Στις περι-πτώσεις αυτές η θέση και ο αριθµός των οπών έχει να κάνει προφανώς µε την επιφάνεια προσή-λωσης των πινάκων αυτών. Θεωρητικά είναι δυνατόν οι σωζόµενες µορφές του πίνακά µας ναείναι και οι µόνες που υπήρχαν σ’ αυτόν. ∆εν µπορεί ωστόσο να αποκλεισθεί και η πιθανότηταστον πίνακα να υπήρχαν και άλλες µορφές οπότε, πολύ πιθανόν, να είχαµε και άλλες οπές. Γιατην ύπαρξη περισσοτέρων µορφών συνηγορεί ίσως ο έντονος διασκελισµός και η εν γένει κίνη-ση της γυναικείας µορφής, όπως επίσης και το ότι οι µορφές κινούνται από τα δεξιά προς τα αρι-στερά, ενώ συνήθως οι κύριες µορφές µιας σύνθεσης έχουν αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από τααριστερά προς τα δεξιά50. Η παρατήρηση αυτή µας κάνει να θεωρούµε πιθανότερο ότι εδώ οι µησωζόµενες µορφές δεν κινούνταν προς την ίδια κατεύθυνση µε αυτήν των σωζοµένων αλλά προςτην αντίθετη και ότι σηµασιολογικά ήταν και οι σηµαντικότερες. Υπενθυµίζω ότι από το ίδιοελευσινιακό ιερό µας έχουν διασωθεί πίνακες όπου οι εικονιζόµενες ελευσινιακές θεότητες δενέχουν την ίδια κατεύθυνση αλλά βρίσκονται αντικριστά τοποθετηµένες51.

Με βάση τα παραπάνω θεωρώ, ως πιο πιθανό, ο πίνακας, στο ελλείπον τµήµα του, να έφερετη µορφή της ∆ήµητρας µόνη της ή ακολουθούµενη και από µια άλλη επίσης ανδρική µορφή. Ανισχύει η δεύτερη περίπτωση ο περίπου σύγχρονος µε τον πίνακα γνωστός αττικός µελανόµορφοςαµφορέας στο Ρήγιο, Museo Nazionale αριθ. 4001, µας επιτρέπει να κάνουµε ορισµένες σκέψειςγια την ταυτότητα του υποτιθέµενου συνοδού της ∆ήµητρας. Στον αµφορέα αυτόν, που αποδίδε-ται στον “τρόπο” (manner) του Εξηκία, πλησίον της ∆ήµητρας βρίσκεται ο Τριπτόλεµος πουστρέφει την κεφαλή του προς τη θεά52. Ο Τριπτόλεµος είναι λοιπόν πιθανόν να συνόδευε τη

41 Ορισµένοι µεταλλικοί αναθηµατικοί πίνακες µας διασώ-ζουν και τα καρφιά της προσήλωσης. Βλ. ΛΕΜΠΕΣΗ 1985, 71,πίν. 24 (Α 40), 26 (Α 43), 56 (Α 63 α).

42 Ορθογώνιες εγκοπές που παρατηρούνται σε λίθινουςκίονες για την ένθεση προφανώς µεταλλικών ή ξύλινωνορθογώνιων πινάκων ή επιγραφών, όπως π.χ. στο ναό τηςΉρας στην Ολυµπία, βλ. π.χ. HERRMANN 1972, πίν. 28, µαςεπιτρέπουν να υποθέσουµε ότι πήλινοι αναθηµατικοί πίνα-κες θα µπορούσαν να καρφώνονται, σε αντίστοιχες εγκοπές,και σε ξύλινους κίονες.

43 Ο στολισµός του ξοάνου (πιθανόν ξύλινου) µε πίνακες,για τον οποίο γίνεται λόγος στο γνωστό χωρίο από τις Ικέτι-δες του Αισχύλου (στ. 463: “νέοις πίναξιν βρέτεα κοσμησαιτάδε”), πιθανόν να αφορά τον στολισµό της βάσης του.

44 Ακόµη θα µπορούσαν να καρφώνονται και σε κορµούςδένδρων, η παρουσία των οποίων σε πολλά τεµένη είναιβεβαιωµένη.

45 Για τους τελευταίους, βλ. MOMMSEN 1997, 8-10,BROOKLYN 1985.

46 Μια τέτοια περίπτωση έχουµε στον ταφικό πίνακα της Βιέν-νης, Kunsthistorisches Museum αριθ. IV 4398, που µας διασώ-ζει δυο από τα καρφιά µε τα οποία ήταν στερεωµένος. Βλ.

GSCHWANTLER - OBERLEITNER 1974, 40-41 αριθ. 109, πίν. 20.47 Εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πάτρας. Προέρ-

χονται από γυναικεία ταφή που βρέθηκε στη βόρεια νεκρό-πολη της αρχαίας πόλης, στη σηµερινή οδό Αγ. Σοφίας, καιχρονολογείται στα 150-125 π.Χ. Για πιθανές θέσεις τωνταφικών πινάκων στα επιτύµβια µνηµεία, βλ. BROOKLYN

1985, 75-76, 78-85.48 Βoardman 1954, 192, 193.49 Βλ. π.χ. GRAEF - LANGLOTZ 1925, πίν. 102 και 104 αριθ.

2510, SCHULZE 2004, πίν. 10 αριθ. 42.50 Η από αριστερά προς τα δεξιά κίνηση των πρωταγωνι-

στών στα έργα τέχνης φαίνεται ότι ισχύει ως γενικός κανό-νας σε όλες τις περιόδους της τέχνης. Για την κίνηση αυτή σεέργα της νεότερης ευρωπαϊκής τέχνης, βλ. WÖLFFLIN 1928.Για την κίνηση αυτή στην αρχαία ελληνική τέχνη, βλ.LUSCHEY 2002. Για το δεξιά και αριστερά στην αρχαία ελλη-νική φιλοσοφία, βλ. LLOYD 1962.

51 Βλ. π.χ. SHAPIRO 1989, πίν. 35 d.52 ABV 147, 6, 714, PARALIPOMENA 61, BEAZLEY Addenda 41

(147.6). SHAPIRO 1989, 78-80, πίν. 33 α. Το αγγείο στυλιστικάσχετίζεται µε το όψιµο έργο του Εξηκία.

ΕΛΕΥΣΙΝΙΕΣ ΡΟΙΕΣ. ΠΑΛΙΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

472

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΙΒΕΡΙΟΣ

∆ήµητρα και στον πίνακά µας, χωρίς βέβαια να µπορεί να αποκλεισθεί εδώ η παρουσία κάποι-ου άλλου Ελευσίνιου ήρωα. Στο λεβητόσχηµο π.χ. αγγείο του Ζ. του Συλέα, στο οποίο έχουµε ήδηαναφερθεί, πίσω από τη ∆ήµητρα βρίσκεται ο Ιπποθόων (ΗΙΠΠΟΘΟΝ), ενώ στον κρατήρα τουΖ. της Ωρείθυιας που επίσης έχουµε ήδη µνηµονεύσει, ο Κελεός (ΚΕΛΕΟΣ), ο µυθικός βασιλιάςτης Ελευσίνας53. Ανάµεσα στους υποψηφίους για την ταύτιση της υποτιθέµενης αυτής µορφήςστον πίνακά µας µπορεί να είναι και ο ∆ίας. Στην παράσταση π.χ. του αµφορέα στο Ρήγιο, στηνοποία αναφερθήκαµε παραπάνω, τον εικονιζόµενο εδώ Πλουτοδότη (ΠΛΟΥΤΟ∆ΟΤΑΣ), ορι-σµένοι ερευνητές τον ταυτίζουν µε τον ∆ία54. Επίσης δεν µπορεί να αποκλεισθεί και η πιθανότη-τα συνοδός της ∆ήµητρας στον πίνακά µας να ήταν και ο ∆ιόνυσος, αφού ο θεός αυτός είχε στε-νές σχέσεις µε τη ∆ήµητρα. “Πάρεδρον” της θεάς τον αποκαλεί ο Πίνδαρος55, ενώ στενές ήταν οισχέσεις και ανάµεσα στα ιερά δένδρα των δυο αυτών θεοτήτων, ανάµεσα δηλαδή στη ροδιά καιστο αµπέλι56. Πολύ χαρακτηριστική ήταν η απεικόνιση του ∆ιονύσου στη λάρνακα του Κυψέλουστην Ολυµπία. Εδώ ο θεός ήταν ξαπλωµένος µέσα σε µια σπηλιά, ενώ γύρω του υπήρχαν ροδιές,κληµαταριές και µηλιές57.

O “ζωγράφος του πίνακα παρουσιάζει, κατά την άποψή µου, όπως και κατά την άποψη ορι-σµένων παλιών κυρίως ερευνητών, στιλιστικές οµοιότητες µε τον Ζ. της Επιτήδευσης (Affecter)58.Η αυθεντία ωστόσο του Beazley, που αρνήθηκε οποιαδήποτε στιλιστική σχέση του αγγειογράφουαυτού µε τον “ζωγράφο” του πίνακα59, είχε ως συνέπεια κανείς πλέον να µην αναφέρεται στιςοµοιότητες αυτές. Χαρακτηριστικά µοτίβα που απαντώται στον πίνακα, όπως οι σχοινοειδείςαπολήξεις των άκρων των ενδυµάτων και κυρίως του αποπτύγµατος του πέπλου60, η µεγάλη πτυχή

53 Βλ. παραπάνω σηµ. 28. Για τον Ιπποθόωντα, βλ. CLINTON

1992, 106, 189 εικ. 46, για τον Κελεό, βλ. MARCONI BOVIO

1938, 18-19, πίν. 35,1 και 36,4. Θα µπορούσαµε επίσης νασκεφτούµε εκτός των άλλων και τον Εύµολπο, που επίσηςέχει απεικονισθεί στην αττική αγγειογραφία. Βλ. π.χ.CLINTON 1992, 124, 193 εικ. 51. Για ελευσινιακές θεϊκές ήηρωικές ανδρικές µορφές σε περίπου σύγχρονες µε τονπίνακά µας αττικές ελευσινιακές αγγειογραφίες, βλ. π.χ.SHAPIRO 1989, 77 και σηµ. 106, πίν. 35 α (αµφορέας στοWürzburg, Martin von Wagner Museum αριθ. 197)

54 SHAPIRO 1989, 79-80. Πρβλ. Τιβέριος 2009, 284-285. Μιαµορφή στην ελευσινιακή παράσταση του αµφορέα του

Würzburg που αναφέραµε στη σηµ. 53, έχει ταυτισθεί απότον E.Langlotz επίσης µε τον ∆ία (µε ερωτηµατικό). Βλ.SHAPIRO 1989, 77 σηµ. 106.

55 Βλ. π.χ. TIVERIOS 2004, 148 και σηµ. 5 µια σχετική βιβλιο-γραφία.

56 ΚERÉNYI 1967, 130-144 και ιδιαίτερα 134-135.57 ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ V 19 6.58 Βλ. BEAZLEY 1931-32, 22. Πρβλ. PHUHL 1923, 263.59 Βλ. BEAZLEY 1931-32, 22. Πρβλ. MOMMSEN 1975, 3 και

σηµ. 10.60 Βλ. MOMMSEN 1975, πίν. 15 passim και ακόµη 92Α-Β, 123 Α.

Εικ. 4 - Αττικός µελανόµορφος αµφορέας του Ζ. της Επιτήδευσης (Affecter).Tarquinia, Museo Nazionale Tarquiniense αριθ. 625 (MOMMSEN 1975, πίν. 15A)

473

του ιµατίου που πέφτει, από το προβαλλόµενο δεξιό χέρι της κινούµενης προς τ’ αριστερά ανδρι-κής µορφής, µπροστά από το χιτώνα της, καλύπτοντας κατά απρόσµενο τρόπο και τµήµα του61, ηστενή µέση της γυναικείας µορφής που βρίσκεται σε αντίθεση µε το εύρος του αποπτύγµατος τουπέπλου62, η χρήση ιώδους χρώµατος σε µορφή κουκκίδων που καλύπτει µεγάλες επιφάνειες ενδυ-µάτων63, οι στικτοί διακοσµητικοί ρόδακες που σχηµατίζονται από λευκές κουκκίδες64, το λευκόχρώµα στα νύχια των µορφών65, η απόδοση των ιµατίων από µεγάλες εναλλάξ ιώδεις και µαύρεςζώνες66, συνυπάρχουν µε χαρακτηριστικό παρόµοιο τρόπο και σε έργα του Ζ. της Επιτήδευσης(Αffecter)67 ( βλ. π.χ. Eικ. 4).

Κάτω ακριβώς από το διαγραφόµενο, µέσα από τα ενδύµατα, περίγραµµα του αγκώνα τουαριστερού, κεκαµµένου προφανώς, χεριού της ανδρικής µορφής, έχουµε, µε µαύρα γράµµατα καισε κάθετη διάταξη, την επιγραφή : ΕΥΦΙΛΕΤΟ……..Ν. Η επιγραφή αυτή, όπως ήδη έχει προτα-θεί από τον Beazley 68, µπορεί να συµπληρωθεί και µε τα τρία ρήµατα που απαντώνται, συνήθως,σε ανάλογες περιπτώσεις: ΕΓΡΑΨΕ ]Ν, ΕΠΟΙΕΣΕ]Ν, ΑΝΕΘΕΚΕ]Ν69. Αργότερα ο Beazleyάλλαξε κάπως γνώµη και περιορίσθηκε στα ρήµατα EΓΡΑΨΕ]N και ΑΝΕΘΕΚΕ[Ν, θεωρώνταςµάλιστα πιθανότερο το πρώτο70. Στο υπάρχον κενό, ανάµεσα στη λέξη ΕΥΦΙΛΕΤΟ και στο κατα-ληκτήριο Ν, µε βάση την πυκνότητα των σωζόµενων γραµµάτων, χωρούν γύρω στα 10-11 γράµ-

61 Βλ. MOMMSEN 1975, πίν. 26 Α, 39 Α, 74 (κάτω αριστερά),83 Α, 85 (κάτω αριστερά), 127.

62 Βλ. MOMMSEN 1975, πίν. 100, 124 Α.63 Βλ. MOMMSEN 1975, πίν. 15 passim.64 Βλ. MOMMSEN 1975, πίν. 15 passim.65 Βλ. MOMMSEN 1975, πίν. 15 Α, 24 Α.66 Βλ. MOMMSEN 1975, πίν. 36 c.67 Βλ. MOMMSEN 1975, πίν. 15 passim. Επίσης σε έργα του

Ζ. της Επιτήδευσης συναντούµε παρόµοια µε του πίνακααπόδοση της πεπλοφόρου µορφής (βλ. π.χ. MOMMSEN 1975,πίν. 100-101, 106), του κρωβύλου της (βλ. π.χ. MOMMSEN

1975, πίν. 24 Α), της ανδρικής µορφής (βλ. π.χ. MOMMSEN

1975, πίν. 24 Α [η ιµατιοφόρος µορφή στα δεξιά] ), όπως καιτων διακοσµητικών µοτίβων των παρυφών των ενδυµάτωντους (βλ. π.χ. MOMMSEN 1975, πίν. 44 Α, 106). Ακόµη η χρήση

πυκνής χάραξης για τη διακόσµηση του πέπλου της Κόρης,δεν είναι άγνωστη στο έργο του Ζ. της Επιτήδευσης. Βλ. π.χ.MOMMSEN 1975, πίν. 129 (επάνω), [πρόκειται για ένα όστρα-κο στη Νεάπολη, Εθνικό Μουσείο, το οποίο ο Beazley (ABV690, 98 bis) το έχει αποδώσει στον ίδιο τον αγγειογράφο,ενώ η Mommsen (MOMMSEN 1975, 114, κάτω δεξιά) κοντάστο στιλ της ζωγραφικής του] και πίν. 131.

68 Βλ. BEAZLEY 1931-1932, 22.69 Έστω και σπάνια, σε ανάλογες περιπτώσεις, απαντάται

και το ρήµα ΕΚΕΡΑΜΕΥΣΕΝ. Βλ. ΤΙΒΕΡΙΟΣ 1981, 376 καισηµ. 21.

70 ABV 352. Ο Pfuhl (PFUHL 1923, 263) πίστευε ότι ο Ευφί-λητος όχι µόνο ανέθεσε τον πίνακα αυτόν αλλά και τονζωγράφισε.

ΕΛΕΥΣΙΝΙΕΣ ΡΟΙΕΣ. ΠΑΛΙΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

Εικ. 5 - Αττικός µελανόµορφος αµφορέας του Ζ. της Επιτήδευσης (Affecter).London, British Museum αριθ. Β 152 (MOMMSEN 1975, πίν. 83A)

474

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΙΒΕΡΙΟΣ

µατα. Προσωπικά θεωρώ ως πιθανότερο να είχαµε εδώ το ρήµα ΑΝΕΘΕΚΕΝ, µε την προσθήκηκαι της προσωπικής αντωνυµίας: ΕΥΦΙΛΕΤΟ[ΣΜΑΝΕΘΕΚΕ]Ν71. Οπωσδήποτε όµως δεν µπο-ρεί να αποκλεισθεί και µια άλλη δυνατότητα συµπλήρωσης: ΕΥΦΙΛΕΤΟ[ΣΤΟΙΝΘΕΟΙ]Ν72.Ενας Ευφίλητος που απαντάται ως “καλός” σε αττικά αγγεία του τελευταίου τετάρτου του 6ου αι.π.Χ., είναι πολύ δύσκολο να ταυτίζεται µε τον οµώνυµο του πίνακά µας73.

ADDENDUM

ΤΟ ΡΟ∆Ι ΣΤΟ Ζ. ΤΗΣ ΕΠΙΤΗ∆ΕΥΣΗΣ

Ιδιαίτερο σχολιασµό χρήζουν ορισµένες αγγειογραφίες του Ζ. της Επιτήδευσης (Αffecter),στις οποίες απεικονίζεται ρόδι, χωρίς ωστόσο να είναι ευκρινής η σηµασία του74. Σε µια όψη τουαµφορέα του Βρετανικού Μουσείου αριθ. Β 15275 (Εικ. 5) έχουµε σκηνή αναχώρησης πολεµιστή.Ο τελευταίος στρέφει την κεφαλή του προς τα πίσω και αποχαιρετά έναν ιµατιοφόρο και γενει-οφόρο άνδρα (ίσως ο πατέρας του), που του προσφέρει ένα ρόδι76. Στη µια όψη στο λαιµό ενόςάλλου αµφορέα στη Φλωρεντία, Μuseo Archeologico Etrusco αριθ. 3862 (Εικ. 6) ένας “ερώµε-νος” αποµακρύνεται προς τα δεξιά στρέφοντας την κεφαλή του προς τον ιµατιοφόρο και γενειο-

71 Στην Ελευσίνα υπάρχει ένας αναθηµατικός µελανόµορ-φος πίνακας µε την επιγραφή : “ΦΑΛΑΙΚΟΣΑΝΕΘΕΚΕΝ-ΜΕ….”. Βλ. ΚOΚΚΟΥ-ΒΥΡΙ∆Η 1999, 101 σηµ. 225, 102.

72 Για τις επιγραφές στους αναθηµατικούς πίνακες, βλ.SCHULZE 2004, 46-48.

73 Βλ. BEAZLEY 1931-1932, 22. Πρβλ. ROBINSON - FLUCK

1937, 111.74 Η δυσκολερµήνευτη παρουσία του ροδιού στις παραστά-

σεις αυτές οδήγησε µάλιστα ορισµένους µελετητές να υπο-στηρίξουν ότι εδώ δεν εικονίζεται ο καρπός αυτός αλλά έναςαρύβαλλος. Βλ. π.χ. MOORE - von BOTHMER 1976, 7; LULLIES

1972, 42. Η Mommsen (MOMMSEN 1975, 96 αριθ. 48, 97 αριθ.

50 και 52, 102 αριθ. 74, 103 αριθ. 76) αµφιταλαντεύεται ανά-µεσα στις δυο αυτές δυνατότητες. Ωστόσο, µε σωστή επιχει-ρηµατολογία, υποστηρίζει τελικά ότι στις παραστάσεις αυτέςπρέπει να έχουµε ρόδι. Βλ. MOMMSEN 1975, 62 σηµ. 323.Πρβλ. και MOMMSEN 1975, 97 αριθ. 50. Για ρόδι, ανάµεσα σεάλλους, µιλούν ο H. B.Walters (WALTERS 1929, πίν. 25, 3) καιο ΟΙΚΟΝOΜΟΥ 1948b, 100-102.

75 MOMMSEN 1975, 103 αριθ. 76, πίν. 83 Α.76 H παράσταση αυτή είναι η µόνη, όσο ξέρω, που έχει γίνει

προσπάθεια ερµηνείας του απεικονιζόµενου εδώ ροδιού.Βλ. ΟΙΚΟΝOΜΟΥ 1948a, 100-102 (ο οποίος πιστεύει ότισηµαίνει “καλήν Τύχην και καλήν δύναµιν”.

Εικ. 6 - Αττικός µελανόµορφος αµφορέας του Ζ. της Επιτήδευσης (Affecter). Firenze,Museo Archeologico Etrusco αριθ. 3862 (MOMMSEN 1975, πίν. 82 )

475

ΕΛΕΥΣΙΝΙΕΣ ΡΟΙΕΣ. ΠΑΛΙΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ. ADDENDUM

φόρο “εραστή” του, ο οποίος του προσφέρει κι εδώ ένα ρόδι77. Μια ανάλογη σκηνή απαντάταικαι στο λαιµό ενός άλλου αµφορέα στο Kassel, Staatliche Kunstsammlungen αριθ. Τ.679 µε βασι-κή διαφορά ότι το ρόδι εδώ το κρατά όχι ο ίδιος ο εραστής, αλλά κάποιος από την παρέα του78.Τέλος, σε δυο παραστάσεις που εικονίζουν αναχώρηση ιππέα -η µια βρίσκεται στο σώµα αµφο-ρέα στη Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο αριθ. 56.171.1779 και η άλλη στο λαιµό ενός αµφο-ρέα στον Τάραντα, Museo Αrcheologico Nazionale αριθ. 11723480- µια από τις πεζές συνοδούςµορφές κρατά επίσης ένα ρόδι.

Παρά την ανοµοιογένεια των παραπάνω παραστάσεων πιστεύω ότι η σηµασία του απεικονι-ζόµενου σ’ αυτές ροδιού είναι ίδια. Εχουµε ήδη αναφερθεί στο επεισόδιο εκείνο σύµφωνα µε τοοποίο ο άρχοντας του Κάτω Κόσµου, µόλις υποχρεώθηκε από τον ∆ία να αφήσει την Κόρη ναεπανέλθει στον Πάνω Κόσµο, την εξανάγκασε να γευθεί ένα σπειρί ροδιού. Με αυτό τον τρόποτην υποχρέωσε να µείνει για πάντα δεµένη µ’ αυτόν και να επιστρέφει, εσαεί, κάθε χρόνο γιαένα χρονικό διάστηµα κοντά του81. Καθώς λοιπόν σε όλες τις παραπάνω παραστάσεις το πρόσω-πο στο οποίο φαίνεται να προσφέρεται το ρόδι “φεύγει”, µπορούµε να υποστηρίξουµε ότι µε το“δώρο” αυτό ο δωρητής του επιδιώκει να δέσει µαζί του το αγαπητό του πρόσωπο και να το “εξα-ναγκάσει” να ξαναγυρίσει οπωσδήποτε κοντά του82. Και την ίδια σηµασία πιθανόν έχει το ρόδιπου κρατά ένας από τους συµµετέχοντες στην εξόντωση του Μινωταύρου από τον Θησέα, στοναµφορέα του Ζ. της Επιτήδευσης στον Ταράντα, στον οποίο έχουµε ήδη αναφερθεί83. Προφανώςµε τον καρπό αυτόν εξωτερικεύεται και µορφοποιείται η ευχή για την επιστροφή του Θησέα καιτων συντρόφων του στην πατρίδα.

Μιχάλης Τιβέριος

77 MOMMSEN 1975, 102 αριθ. 74, πίν. 82 Α.78 ΜΟMMSEN 1975, 97 αριθ. 52, πίν. 62 Β.79 MOMMSEN 1975, 96 αριθ. 48, πίν. 55 Α.80 MOMMSEN 1975, 97 αριθ. 50, πίν. 58 Α.81 Βλ. σχετικά παραπάνω, 465.82 Ανάλογη σηµασία πρέπει να έχει το ρόδι που προσφέρει

σε παιδί ο νεαρός ιµατιοφόρος νέος στην κύλικα τουΜάκρωνα στο Αmsterdam, Allard Pierson Museum αριθ.

2179: βλ. HEMELRIJK 1988, 64-65, πίν. 35, 2. 4 και 36, 9-10.Και υπάρχουν και άλλες ανάλογες παραστάσεις χωρίς ωστό-σο να διακρίνεται µε σαφήνεια αν το προσφερόµενο δώροείναι ρόδι ή κάτι άλλο, π.χ. ένας άλλος καρπός. Βλ. π.χ.CHASE - PEASE 1942, πίν. 57, 1a.

83 Βλ. ΜΟMMSEN 1975, 97 αριθ. 50, πίν. 58 Β, 59 (κάτωδεξιά).

LE MELEGRANE ELEUSINE. VECCHI RITROVAMENTI E NUOVE INTERPRETAZIONI. Nell’articolo viene riesamina-to un noto quadro votivo a figure nere proveniente da Eleusi, che doveva raffigurare divinità eleusine. Unadi queste, molto probabilmente Kore, tiene nella mano destra un ramo di melograno. Èstrano il fatto che que-sto dettaglio iconografico sia rimasto inosservato fino ad oggi, anche se è ben noto il rapporto della melagra-na con le divinità di Eleusi. Si tratta di una delle più antiche, se non proprio la più antica, raffigurazione accer-tata di Persefone con melagrana in tutto il mondo greco antico. Nell’articolo si parla anche dei significati dellamelagrana e della sua presenza in generale nel grande santuario eleusino. Vengono trattate inoltre questioniinerenti ai quadri fittili votivi e fatte alcune osservazioni iconografiche sul quadro votivo di Eleusi.Quest’ultimo, su cui si legge il nome Euphiletos (forse quello dell’offerente), stilisticamente deve rapportar-si all’Affettato: si tratta di un’opinione, sostenuta nel passato, che però non fu accettata dal Beazley e cheoggi trova d’accordo tutti gli studiosi.

ELEUSINIAN POMEGRANATES. OLD FINDS AND NEW INTERPRETATIONS. The article re-examines a well-knownvotive black-figure pinax from Eleusis, which must depict Eleusinian deities. One of these, most probablyKore, holds in her left hand a pomegranate branch. It is curious that this iconographic detail had hitherto goneunnoticed, even though the relation of the pomegranate to the deities of Eleusis is well known. This is one ofthe earliest, if not the earliest, confirmed depictions of Persephone with a pomegranate in the entire ancientHellenic world. Discussed too are the meanings of the pomegranate and its more general presence in the greatEleusinian sanctuary. Last, issues relating to the votive terracotta pinakes are raised and some iconographicobservation referring to the votive Eleusinian pinax are made. The last, which carries the name Euphiletos(probably of the dedicator), should be related stylistically to the Affecter. This view had been supported byearlier archaeologists but was not accepted by Beazley, with whom all later research has concurred.

476

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΙΒΕΡΙΟΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ABV = J. D. Beazley, Attic Black-figure Vase-painters, Oxford 1956.

ARTHUR M. 1977, ‘Politics and Pomegranates: An Interpretation of the Homeric Hymn toDemeter’, Arethusa 10, 7-47.

ARV2 = J. D. Beazley, Attic Red-figure Vase-painters (2nd ed.), Oxford 1963.

BEAZLEY J. D. 1931-1932, ‘Groups of Mid-Sixth-Century Black-Figure’, BSA 32, 1-22.

BEAZLEY Addenda = L. Burn - R. Glynn, Beazley Addenda. Additional Reference to ABV, ARV2,and Papalipomena, Oxford 1982.

ΒΟARDMAN J. 1954, ‘Painted votive plaques and an early inscription from Aegina’, BSA 49, 183-201.

BOARDMAN J. 1956, ‘Some Attic Fragments: Pot, Plaque, and Dithyramb’, JHS 76, 18-25.

BÖTTICHER C. 1856, Der Baumkultus der Hellenen, Berlin.

ΒΟNNER C. 1939, ‘Hades and the pomegranate seed’, ClR 53, 3-4.

BROOKLYN J. P. 1985, ‘Attic Black-figure Funerary Plaques’, Ann Arbor.

CHASE G. H. - PEASE M. Z. 1942, CVA U.S.A. 8. Fogg Museum and Gallatin Collections,Cambridge (Mass.).

CLINTON K. 1992, Myth and Cult, Stockholm.

COOK A. 1940, Zeus. A study in ancient religion 3/I, Cambridge.

DEUBNER L. 1969, Attische Feste, Darmstadt (ανατύπωση της 2ης έκδ. του 1966).

FRAZER J. G. 1967, Apollodorus. The Library, London.

ΦΙΛΙΟΣ ∆. 1885, ‘Αρχαιολογικά ευρήµατα των εν Ελευσίνι ανασκαφών’, ArchEph 1885, 169-184.

ΦΙΛΙΟΣ ∆. 1888, ‘Θραύσµατα πινακίου και αγγείου εξ Ελευσίνος’, ArchEph 1888, 193-198.

GRAEF B. - LANGLOTZ E. 1925, Die antiken Vasen von der Akropolis zu Athen 1, Berlin.

GRUPPE O. 1906, Griechische Mythologie und Religionsgeschichte, München.

GSCHWANTLER K.- OBERLEITNER W. 1974, Götter, Heroen, Menschen. Antikes Leben im Spiegelder Kunst. Sonderaustellung der Antikensammlung, Wien.

HAMPE R. 1957, ‘Attische Tontafel des 8. Jahrhunderts v. Chr.’, εις K. Schauenburg (Ηrsg.),Charites. Studien zur Altertumswissenschaft, Bonn, 105-109.

HEMELRIJK J. M. 1988, CVA The Netherlands 6. Amsterdam, Allard Pierson Museum 1,Amsterdam.

HERRMANN H.-V. 1972, Olympia Heiligtum und Wettkampfstätte, München.

477

ΕΛΕΥΣΙΝΙΕΣ ΡΟΙΕΣ. ΠΑΛΙΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ

HIMMELMANN-WILDSCHÜTZ N. 1956, Studien zum Ilissos-Relief, München.

ΗINZ V. 1998, Der Kult von Demeter und Kore auf Sizilien und in der Magna Graecia, Wiesbaden.

HOPPIN J. C. 1924, A Handbook of Greek Black-figured Vases, Paris.

IMMERWAHR S. A. 1989, ‘The pomegranate Vase: Its Origins and Continuity’, Hesperia 58, 397-410.

ΚΕΦΑΛΙ∆ΟΥ Ε. 1996, Νικητής, Θεσσαλονίκη.

KERÉNYI C. 1967, Eleusis, Princeton.

KOCH N. 1996, De Picturae Initiis, Μünchen.

ΚOΚΚΟΥ-ΒΥΡΙ∆Η Κ. 1999, Ελευσίς. Πρώιµες πυρές θυσιών στο Τελεστήριο της Ελευσίνος, Αθή-ναι.

KOTTSIEPER V. Ch. 2006, ‘Umflatterte Gottheit’, εις M. Kiderlen - V. M. Strocka (Ηrsg.), DieGötter beschenken. Antike Weihegaben aus der Antikensammlung der Staatlichen Museen zuBerlin, München, 104-105.

KΟΥΡΟΥ Ν. 1987, ‘Ρόα γλυκεία’, εις Ειλαπίνη. Τόµος τιµητικός για τον καθηγητή Νικόλαο Πλά-τωνα, Ηράκλειον, 101-116.

KOΥΡΟΥΝΙΩΤΗΣ Κ. 1937, ‘Ελευσινιακή ∆αδουχία’, ArchEph 1937, 223-253.

KURZ U. 2008, ‘Früchte und Opferkuchen in der Koroplastik des Demeter - undKore/Persephonekultes von Herakleia/Policoro’, εις Ch. Franek et alii (Ηrsg.), Thiasos.Festschrift für Erwin Pochmarski zum 65. Geburtstag, Wien, 513-536.

ΛΕΜΠΕΣΗ Α. 1985, Το ιερό του Ερµή και της Αφροδίτης στη Σύµη Βιάννου 1/Ι. Χάλκινα κρη-τικά τορεύµατα, Αθήνα.

LLOYD G. E. R. 1962, ‘Right and left in Greek Philosophy’, JHS 82, 56-66.

LULLIES R. 1972, CVA Deutschland 35. Kassel, Antikenabteilung der staatlichenKunstsammlungen 1, München.

LUSCHEY H. 2002, Rechts und Links. Untersuchungen über Bewegungsrichtum, Seitenordnung undHöhenordnung als Elemente der antiken Bildsprache, Berlin.

MARCONI BOVIO J. 1938, CVA Italia 14. Palermo, Museo Nazionale 1, Roma.

MCCARTNEY E.S. 1925, ‘How the Apple Became the Token of Love’, TransAPhAssoc 56, 70-81.

MOMMSEN H. 1975, Der Affecter, Μainz.

MOMMSEN H. 1997, Exekias 1. Die Grabtafeln, Mainz.

MOORE M. B. - von BOTHMER D. 1976, CVA U.S.A. 16. New York, The Metropolitan Museum ofArt 4, New York.

MUTHMANN F. 1982, Der Granatapfel, Bern.

MΥΛΩΝAΣ Γ. 1957, Ο πρωτοαττικός αµφορεύς της Ελευσίνος, Αθήναι.

478

ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΙΒΕΡΙΟΣ

OΙΚΟΝOΜΟΥ Γ. 1948a, ‘Η επί της Ακροπόλεως λατρεία της Αθηνάς Νίκης’, ArchEph 1939-1941, 97-110.

ΟΙΚΟΝOΜΟΥ Γ. 1948b, ‘Ο ανδριάς Μίλωνος του Κροτωνιάτου’, ArchEph 1942-1944, 92-102.

ΠΑΠΑΓΓΕΛΗ Κ. 2002, Ελευσίνα. Ο αρχαιολογικός χώρος και το Μουσείo, Αθήνα.

ΠΑΠΑ∆ΙΤΣΑΣ ∆. - ΛΑ∆ΙA Ε. 1985, Οµηρικοί Ύµνοι, Αθήνα.

PARALIPOMENA = J. D. Beazley, Paralipomena. Additions to ‘Attic Black-Figure Vase-Painters’and to ‘Attic Red-Figure Vase-Painters’ (2nd ed.), Oxford 1971.

PFUHL E. 1923, Malerei und Zeichnung der Griechen, München.

ROBINSON D. M. - FLUCK E. J. 1937, A Study of the Greek Love-names, Baltimore.

SCHULZE B. 2004, Die Votivtafeln der archaischen und klassischen Zeit von der Athener Akropolis,(BELLEROPHON 2), Möhnesee.

SHAPIRO H. A. 1989, Art and Cult under the Tyrants in Athens. Mainz.

ΣΚΙAΣ Α. 1898, ‘Πανάρχαια ελευσινιακή νεκρόπολις’, ArchEph 1898, 28-122.

ΤΙΒΕΡΙΟΣ Μ. 1981, ‘Από τα αττικά κεραµικά εργαστήρια ’, ΕΕΦΣΑΠΘ 20, 373-383.

TIVERIOS M. 2004, ‘Artemis, Dionysos und eleusinische Gottheiten’, AM 119, 147-160.

ΤΙΒΕΡΙΟΣ Μ. 2009, ‘Αγγεία-αναθήµατα από το µεγάλο Ελευσινιακό ιερό’, εις J. H. Oakley - O.Palagia (eds.), Athenian Potters and Painters 2, Oxford-Oakville, 280-290.

WALTERS H. B. 1929, CVA Great Britain 5. British Museum 4, London.

WEHGARTNER I. 1997, ‘Die Göttin mit dem Vogelzepter’, εις G. Güntner et alii (Hrsg.), Mythenund Menschen. Griechische Vasenkunst aus einer deutschen Privatsammlung, Mainz, 98-99.

WÖLFFLIN H. 1928, ‘Über das Rechts und Links im Bilde’, εις Festschrift P.Wolters zum 70.Geburtstage, München, 3-14.

WUNDERLICH E. 1925, Die Bedeutung der roten Farbe im Kultus der Griechen und Römer,Giessen.

ΧΑΡΙΤΩΝΙ∆ΟΥ Σ. 1958, ‘Ανασκαφή κλασσικών τάφων παρά την πλατείαν Συντάγµατος’,ArchEph 1958, 1-152.

XΑΡΙΤΩΝΙ∆ΟΥ Σ. 1960, ‘Πήλινη γεωµετρική ροιά’, ArchEph 1960, 155-164.

YOUNG R. S. 1939, Late Geometric Graves and a Seventh Century Well in the Agora, (HesperiaSuppl. 2), Princeton.

ΖΩΣΗ Ε. 2005, ‘Πήλινα οµοιώµατα ροδιών από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο’, το Μου-σείον 3 (2002-2003), 73-82.