κοινωνικη πολιτικη.pdf

100
ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ» Μαρία Καραμεσίνη Επίκουρη Καθηγήτρια Αθήνα 2006

description

κοινωνικη πολιτικη κοινωνιολογια

Transcript of κοινωνικη πολιτικη.pdf

Page 1: κοινωνικη πολιτικη.pdf

ΠΑΝΤΕΙΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ»

Μαρία Καραμεσίνη Επίκουρη Καθηγήτρια

Αθήνα 2006

Page 2: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Οι σημειώσεις πανεπιστημιακών παραδόσεων του μαθήματος των Οικονομικών

Θεωριών της Κοινωνικής Πολιτικής στηρίχθηκαν στην εξής βασική βιβλιογραφία:

J. Le Grand, C. Propper and R. Robinson, The Economics of Social Problems,

Macmillan 1992.

N. Barr, The Economics of the Welfare State, Oxford University Press, 1998.

R. Boyer, “Justice sociale et performances économiques: de l’alliance cachée au

conflit ouvert?”, Couverture orange 9135, CEPREMAP, Paris 1991.

A. Gélédan, Histoire des pensées économiques, éd. Sirey, Paris 1988.

I. Gough, The Political Economy of the Welfare State, Macmillan, 1979.

E. Hobsbawm, Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848, New American Library

1962 (ελλ. έκδοση ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992).

I. I. Rubin, Ιστορία οικονομικών θεωριών, Μόσχα και Λένινγκραντ 1929 (ελλ.

έκδοση Κριτική, Αθήνα 1994).

Δ. Καράγιωργας, Δημόσια οικονομική 1: Οι οικονομικές λειτουργίες του κράτους,

Παπαζήσης, 1979.

J. Stiglitz, The Economics of the Public Sector, 1988 (ελληνική έκδοση, Κριτική,

Αθήνα 1992).

Μ. Ψαλιδόπουλος, Οικονομικές θεωρίες και κοινωνική πολιτική, Αίολος, 1997.

Την ευθύνη της σύνταξής τους φέρει αποκλειστικά η διδάσκουσα.

2

Page 3: κοινωνικη πολιτικη.pdf

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

1. Εισαγωγή

1.1 Σκοπός του μαθήματος και βασικά ερωτήματα

1.2 Κοινωνικοί στόχοι και τρόποι κατανομής των κοινωνικών πόρων και διανομής

του εισοδήματος και του πλούτου

2. Πολιτική θεωρία της κρατικής παρέμβασης και κοινωνικό κράτος

2.1 Πολιτικo-φιλοσοφικές θεωρίες για την κοινωνία και κρατική παρέμβαση

2.2 Η στάση των θεωρητικών ρευμάτων απέναντι στο κοινωνικό κράτος 3. Οικονομική θεωρία και κοινωνική πολιτική – σύντομη επισκόπηση 3.1 Κλασική σχολή: η κοινωνική πολιτική είναι άχρηστη και επιζήμια

3.2 Νεοκλασική σχολή: κρατική παρέμβαση όπου αποτυγχάνει η αγορά

3.3 Κεϋνσιανή θεωρία: η κοινωνική πολιτική τονώνει την οικονομική μεγέθυνση

3.4 Μαρξιστική θεωρία και πολιτική οικονομία του κοινωνικού κράτους

4. Νεοκλασική οικονομική θεωρία της ευημερίας

4.1 Αποτελεσματική κατανομή πόρων – ποσότητα παραγωγής ενός προϊόντος

4.2 Η άριστη/αποτελεσματική κατά Παρέτο κατανομή πόρων

4.3 Οι ανεπάρκειες της αγοράς για την επίτευξη αποτελεσματικότητας και

δικαιοσύνης και η θεωρητική δικαιολόγηση της κρατικής παρέμβασης

4.4 Η σχέση μεταξύ αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης

5. Οικονομική θεωρία και κρατική παρέμβαση σε εφαρμοσμένα πεδία

κοινωνικής πολιτικής

5.1 Κοινωνική ασφάλιση

5.2 Εκπαίδευση

5.3 Υγειονομική περίθαλψη

5.4 Κοινωνική μέριμνα

5.5 Στέγαση

3

Page 4: κοινωνικη πολιτικη.pdf

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η συμβατική διάκριση της οικονομικής από την κοινωνική πολιτική γίνεται στη βάση

της αμφιλεγόμενης διάκρισης των οικονομικών από τα κοινωνικά προβλήματα,

δεδομένου ότι στην πραγματικότητα το σύνολο των προβλημάτων μιας κοινωνίας,

συμπεριλαμβανομένων και των οικονομικών, αποτελούν κοινωνικά προβλήματα.

Σύμφωνα με τη συμβατική διάκριση, τα βασικά οικονομικά προβλήματα αναφέρονται

στην οικονομική ανάπτυξη, την ανεργία και τον πληθωρισμό, ενώ τα κοινωνικά

προβλήματα εμφανίζονται σε πεδία όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η στέγαση, η

κοινωνική ασφάλιση και μέριμνα, το περιβάλλον, η διανομή του εισοδήματος κλπ..

Για τις πρακτικές ανάγκες του μαθήματος «Οικονομικές θεωρίες της κοινωνικής

πολιτικής», θα δεχθούμε τη συμβατική διάκριση των οικονομικών από τα κοινωνικά

προβλήματα, θεωρώντας ταυτόχρονα ότι αυτή οριοθετεί και τα πεδία της οικονομικής

και κοινωνικής πολιτικής αντίστοιχα.

1.1 Σκοπός του μαθήματος και βασικά ερωτήματα

Ο σκοπός του μαθήματος είναι να δείξει πώς η(οι) οικονομική(ες) θεωρία(ες)

δικαιολογεί(ούν) την κρατική παρέμβαση στα πεδία της κοινωνικής πολιτικής και

ποιές μορφές μπορεί να πάρει ανάλογα με το πρόβλημα που καλείται να επιλύσει.

Τα κομβικά ερωτήματα που θα μας απασχολήσουν στο μάθημα είναι τα εξής:

1. Ποιοί είναι οι βασικοί κοινωνικοί στόχοι και πώς η οργάνωση της οικονομίας σε

μια κοινωνία συνδέεται με την επίτευξή τους;

2. Ποιά είναι τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της αγοράς ως προς την

επίτευξη των κοινωνικών στόχων στο πλαίσιο των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών;

3. Σε ποιές περιπτώσεις (πότε) πρέπει να παρεμβαίνει το κράτος στην οικονομία και

στα βασικά πεδία της κοινωνικής πολιτικής – εκπαίδευση, υγεία, ασφάλιση,

φροντίδα, στέγαση – βάσει ποιάς λογικής (γιατί) και με ποιά μορφή (πώς);

1.2 Κοινωνικοί στόχοι και εναλλακτικοί τρόποι οικονομικής οργάνωσης

Η ευημερία αποτελεί βασική έννοια της οικονομικής επιστήμης. Τα άτομα αντλούν

ευημερία από την ικανοποίηση των αναγκών τους μέσω της κατανάλωσης προϊόντων

και ελεύθερου χρόνου. Η παραγωγή έχει ως απώτερο σκοπό την κατανάλωση και

γι’αυτό πρέπει να ανταποκρίνεται ποσοτικά και ποιοτικά στις κοινωνικές ανάγκες.

4

Page 5: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Αν ο κεντρικός στόχος μιας οργανωμένης κοινωνίας είναι η μεγιστοποίηση της

κοινωνικής ευημερίας, οριζόμενη ως η μέγιστη δυνατή ευημερία για το μέγιστο

αριθμό ή το σύνολο των ατόμων, τότε η εκπλήρωσή του προϋποθέτει την επίτευξη

δύο άλλων ενδιάμεσων στόχων που είναι η οικονομική αποτελεσματικότητα και η

κοινωνική δικαιοσύνη. Οι τελευταίες αναγνωρίζονται μεν ευρέως ως οι βασικοί

κοινωνικοί στόχοι, αλλά δεν είναι και οι μοναδικοί. Άλλοι στόχοι που μπορεί να

συμβάλλουν στην αύξηση της κοινωνικής ευημερίας είναι η ελευθερία επιλογής του

καταναλωτή, η ελευθερία επιχειρηματικής δράσης, η κοινωνική αλληλεγγύη κ.α.. Η

σχετική βαρύτητα που έχουν οι παραπάνω στόχοι σε μία συγκεκριμένη κοινωνία μία

δεδομένη χρονική στιγμή είναι αποτέλεσμα της ιδεολογικής αντιπαράθεσης και της

σύγκρουσης συμφερόντων, που συντελούνται στο πλαίσιο της πολιτικής διαδικασίας.

Σ’αυτήν την αντιπαράθεση και σύγκρουση αξιοποιούνται αμέσως ή εμμέσως οι

διάφορες φιλοσοφικο-πολιτικές θεωρίες για την κοινωνία, οι οποίες επιλέγουν και

ιεραρχούν τους κοινωνικούς στόχους.

Είναι σημαντικό να αναγνωρίσει κανείς ότι μερικοί από τους στόχους που μόλις

παραθέσαμε μπορεί να συγκρούονται μεταξύ τους. Συχνά η επίτευξη μεγαλύτερης

αποτελεσματικότητας εξασφαλίζεται εις βάρος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Μία

κοινωνία όπου η ελευθερία του επιχειρείν είναι απόλυτη είναι απίθανο να

χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό κοινωνικής αλληλεγγύης. Οταν μία κοινωνία δίνει

ιδιαίτερη βαρύτητα στην ελευθερία επιλογής του καταναλωτή είναι πολύ πιθανόν να

μην είναι δίκαιη. Αυτό σημαίνει, ότι σε οποιαδήποτε απόφαση σχετική με τον

«καλύτερο δυνατό» τρόπο κατανομής των κοινωνικών πόρων και διανομής του

κοινωνικού προϊόντος, ενδέχεται να υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ κοινωνικών

στόχων. Οταν η επιδίωξη ενός στόχου προχωρεί πολύ μακριά, τότε το ενδεχόμενο

επίτευξης κάποιων άλλων απομακρύνεται.

Κάθε κοινωνία οργανώνει την οικονομία της με κάποιο τρόπο ώστε να

επιτυγχάνει ένα μίγμα από τους προαναφερθέντες κοινωνικούς στόχους. Το μίγμα

αυτό επιλέγεται μέσω της πολιτικής διαδικασίας και της ιδεολογικής αντιπαράθεσης.

΄Έχουν υπάρξει ιστορικά διαφορετικοί τρόποι οικονομικής οργάνωσης των

κοινωνιών. Κάθε τρόπος οικονομικής οργάνωσης περιλαμβάνει έναν τρόπο

κατανομής των κοινωνικών πόρων1 μεταξύ εναλλακτικών παραγωγικών χρήσεων,2

1 Αναφερόμαστε στου παραγωγικούς πόρους της κοινωνίας: τη γη (έδαφος, υπέδαφος, πρώτες ύλες), την εργασία και το υλικό κεφάλαιο (ζώα, εργαλεία, μηχανήματα).

5

Page 6: κοινωνικη πολιτικη.pdf

έναν τρόπο παραγωγής του προϊόντος της οικονομίας3 και έναν τρόπο διανομής του

παραχθέντος προϊόντος.4

Η κατανομή των κοινωνικών πόρων συνδέεται με κάποιο τρόπο με τις κοινωνικές

ανάγκες ή/και προτιμήσεις.5 Στον καπιταλισμό, τόσο η διαπίστωση των κοινωνικών

αναγκών και προτιμήσεων όσο και η αντιστοιχούσα σ’αυτές τις ανάγκες/προτιμήσεις

κατανομή πόρων συντελούνται μέσω της ανταλλαγής εμπορευμάτων με χρήμα στην

αγορά. Οι αυξομειώσεις των τιμών υποδηλώνουν την έλλειψη ή υπερ-επάρκεια των

παραγόμενων προϊόντων σε σχέση με τις ανάγκες/προτιμήσεις των καταναλωτών,

ενώ το ύψος των τιμών των προϊόντων και των παραγωγικών πόρων καθορίζει το

κέρδος των επιχειρήσεων υπό τις δεδομένες συνθήκες παραγωγής. Εφόσον η

καπιταλιστική παραγωγή είναι παραγωγή εμπορευμάτων με σκοπό το κέρδος, οι

διαφορετικές προσδοκίες κέρδους ρυθμίζουν το ύψος των επενδύσεων και άρα την

κατανομή της εργασιακής δύναμης, των μέσων παραγωγής και των φυσικών πόρων

που διαθέτει η κοινωνία στους διάφορους κλάδους παραγωγής. Από την άλλη, η

διανομή του προϊόντος ως εισόδημα εξαρτάται από το βαθμό εκμετάλλευσης της

μισθωτής εργασίας από το κεφάλαιο και από την αναλογία μεταξύ των διαφόρων

μερών στα οποία διασπάται η υπεραξία (κέρδος, τόκος, γαιοπρόσοδος, φόροι κλπ.).

Στις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού», η διαπίστωση των κοινωνικών

αναγκών και προτιμήσεων και η αντιστοιχούσα σ’αυτές κατανομή της εργασιακής

δύναμης, των μέσων παραγωγής και των φυσικών πόρων δεν συντελείτο από την

αγορά, αλλά ρυθμιζόταν – αν και όχι αποκλειστικά, ωστόσο σε ευρεία κλίμακα –

συνειδητά από το κράτος μέσω του σχεδίου (πλάνου). Η κυρίαρχη μορφή παραγωγής

ήταν η παραγωγή εμπορευμάτων από κρατικές επιχειρήσεις όχι με σκοπό το κέρδος,

αλλά με σκοπό την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, όπως αυτές ορίζονταν και

ιεραρχούνταν από τους υπεύθυνους του κεντρικού σχεδιασμού.

2 Δηλαδή μεταξύ της παραγωγής διαφορετικών προϊόντων. 3 Ένας τρόπος παραγωγής δεν περιλαμβάνει μόνο τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής (τρόπος συνδυασμού των παραγωγικών πόρων) αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής (ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και του προϊόντος της εργασίας, μορφές εργασίας). 4 Η διαδικασία διανομής μετατρέπει το προϊόν σε εισόδημα (χρηματικό ή σε είδος). Κατ’οικονομία συχνά χρησιμοποιούμε την έννοια διανομή του εισοδήματος αντί της ορθότερης φράσης «διανομή του προϊόντος υπό μορφή εισοδήματος». 5 Οι κοινωνικές ανάγκες δεν είναι σταθερές, αλλά μεταβάλλονται με το ύψος του εισοδήματος, τα καταναλωτικά πρότυπα και τις αξίες μιας κοινωνίας.

6

Page 7: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο,

η ιδιωτική παραγωγή εμπορευμάτων και η κατανομή των κοινωνικών πόρων μέσω

της αγοράς συνυπήρχε για πολλές δεκαετίες με έναν εκτεταμένο δημόσιο τομέα και

την κατανομή κοινωνικών πόρων μέσω του κράτους (δημόσιες δαπάνες). Τα μερίδια

της αγοράς και του κράτους ως προς την κατανομή των συνολικών κοινωνικών

πόρων και την παραγωγή του συνολικού προϊόντος της οικονομίας διέφερε από χώρα

σε χώρα. Οι μεταπολεμικές καπιταλιστικές οικονομίες ονομάστηκαν μικτές, εξαιτίας

της συνύπαρξης αγοράς και κράτους και του διευρυνόμενου ρόλου του τελευταίου.

Την τελευταία εικοσιπενταετία η έκταση του δημόσιου τομέα έχει περιοριστεί, μέσω

ενός προγράμματος «απελευθέρωσης» της οικονομίας από τα «δεσμά» του κράτους.

Το πρόγραμμα αυτό αντανακλά το πολιτικό πρόταγμα του νεοφιλελευθερισμού.

1.3 Σπάνις πόρων, κόστος ευκαιρίας και οικονομική αποτελεσματικότητα

Η οικονομική επιστήμη ασχολείται με το πώς η κοινωνία χρησιμοποιεί τους

περιορισμένους πόρους που διαθέτει για να παράγει αγαθά και υπηρεσίες που

ικανοποιούν τις ανάγκες των μελών της. Ο παραπάνω ορισμός, που εμπεριέχεται στα

περισσότερα εγχειρίδια εισαγωγής στην οικονομική θεωρία, αποκρύπτει μέσω μιας

ανιστορικής γενίκευσης το γεγονός ότι το κύριο σώμα της οικονομικής επιστήμης

έχει ασχοληθεί με την ανάλυση των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών, που

χαρακτηρίζονται αφενός από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τις

άνισες σχέσεις δύναμης μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου, αφετέρου από την

ελεύθερη επιχειρηματική δράση και τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων στην αγορά.

Σύμφωνα με την ορθόδοξη οικονομική ανάλυση, η σπάνις (=ανεπάρκεια,

έλλειψη) πόρων σε σχέση με τις κοινωνικές ανάγκες, αναγκάζει κάθε κοινωνία να

επιλέγει ποιά προϊόντα πρέπει να παραχθούν και σε ποιές ποσότητες. Επιπλέον, η

σπάνις πόρων συνεπάγεται ότι η παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος έχει

κόστος, με τη μορφή άλλων αγαθών και υπηρεσιών που θα μπορούσαν να παραχθούν

στη θέση του με τους ίδιους πόρους που αναλώνονται για την παραγωγή του. Για

παράδειγμα, ο χρόνος εργασίας και οι μηχανές που χρησιμοποιούνται για την

παραγωγή αυτοκινήτων δεν μπορούν να διατεθούν για την κατασκευή σχολείων.

Το κόστος παραγωγής ενός προϊόντος, οριζόμενο ως ισοδύναμο του κόστους των

προϊόντων που θα μπορούσαν να είχαν παραχθεί εναλλακτικά στη θέση του,

αποκαλείται κόστος ευκαιρίας. Κάθε προϊόν έχει ένα κόστος ευκαιρίας μόνο όταν οι

7

Page 8: κοινωνικη πολιτικη.pdf

κοινωνικοί πόροι χρησιμοποιούνται πλήρως. Όταν υπάρχουν αργούσες παραγωγικές

δυνατότητες, δηλαδή υποαπασχολούνται οι παραγωγικοί πόροι (ανεργία ή μη πλήρης

αξιοποίηση του υπάρχοντος αποθέματος μηχανών), τότε η παραγωγή ενός προϊόντος

έχει μηδενικό κόστος ευκαιρίας, διότι δεν στερεί ήδη απασχολούμενους

παραγωγικούς πόρους από την παραγωγή άλλων προϊόντων.

Η σπάνις των πόρων και το κόστος ευκαιρίας επιβάλλουν τη μη σπατάλη των

πόρων, ώστε να μεγιστοποιηθεί το παραγόμενο προϊόν, η κατανάλωση και άρα η

κοινωνική ευημερία. Αυτό επιτυγχάνεται αφενός με την εναρμόνιση της κατανομής

των πόρων μεταξύ παραγωγικών χρήσεων με τις κοινωνικές ανάγκες και προτιμήσεις,

αφετέρου, με την εξοικονόμηση πόρων κατά την παραγωγή των προϊόντων. Έτσι η

κοινωνία αποφεύγει να παράγει άχρηστα προϊόντα που κανείς δεν επιθυμεί να

καταναλώσει ή να παράγει μεν χρήσιμα προϊόντα αλλά με περισσότερους πόρους από

αυτούς που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αν τους συνδύαζε καλύτερα.

Η αποφυγή της σπατάλης των παραγωγικών πόρων της κοινωνίας, μέσω μιας

διαρκούς προσπάθειας εξοικονόμησης και πλήρους αξιοποίησής τους, συνδέεται με

την έννοια της οικονομικής αποτελεσματικότητας. Μια οικονομία είναι

αποτελεσματική όταν δεν σπαταλά τους περιορισμένους πόρους της παράγοντας

άχρηστα προϊόντα και όταν μεγιστοποιεί το παραγόμενο προϊόν εξασφαλίζοντας

την πλήρη χρήση τους και τον άριστο συνδυασμό τους. Επειδή το καπιταλιστικό

σύστημα έχει ως δομικό στοιχείο την ανεργία και περιοδικές φάσεις υπερπαραγωγής

ή υποαπασχόλησης πόρων, πάσχει μόνιμα από οικονομική αναποτελεσματικότητα.

1.4 Δίκαιη διανομή της ευημερίας και κοινωνική δικαιοσύνη

Το να είναι ένα κοινωνικό σύστημα οικονομικά αποτελεσματικό είναι σπουδαίο

επίτευγμα, διότι μεγιστοποιεί τις παραγωγικές και καταναλωτικές δυνατότητες της

κοινωνίας και άρα την κοινωνική ευημερία. Όμως ένα οικονομικά αποτελεσματικό

κοινωνικό σύστημα δεν είναι απαραίτητα δίκαιο, διότι η κοινωνική ευημερία μπορεί

να διανέμεται άνισα μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Ο πλούτος για μερικούς

μπορεί να συνυπάρχει με τη φτώχεια για πολλούς άλλους.

Η κοινωνική δικαιοσύνη είναι εξίσου σημαντικός κοινωνικός στόχος και

αναφέρεται στη δίκαιη διανομή του κοινωνικού προϊόντος ως εισόδημα και στη

δίκαιη κατανομή του πλούτου μεταξύ ατόμων ή κοινωνικών τάξεων. Διότι είναι αυτές

που καθορίζουν ποιών κυρίως οι ανάγκες/προτιμήσεις λαμβάνονται υπόψιν και ποιών

8

Page 9: κοινωνικη πολιτικη.pdf

άλλων ικανοποιούνται σε μικρότερο βαθμό ή και καθόλου. Η κοινωνική δικαιοσύνη

επίσης αναφέρεται στην ισότητα πρόσβασης σε ορισμένα αγαθά, όπως η εκπαίδευση,

η υγεία, η στέγαση, ο δημόσιος χώρος, ο καθαρός αέρας κλπ.

Το περιεχόμενο της έννοιας της κοινωνικής δικαιοσύνης εξαρτάται από τις ηθικές

απόψεις μιάς κοινωνίας για το τί είναι δίκαιο και τί άδικο και από την πολιτική

διαδικασία, μέσω της οποίας η σύγκρουση των διαφορετικών απόψεων και

συμφερόντων καταλήγει σε πολιτικές επιλογές για το κοινωνικά «δέον γενέσθαι».

Ας πάρουμε για παράδειγμα τις δύο ερμηνείες της δικαιοσύνης που συνδέονται με

την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Μία από αυτές είναι αυτή των ελάχιστων ορίων:

κανένας δεν μπορεί να πέσει κάτω από ένα ελάχιστο επίπεδο εισοδήματος ή

κατανάλωσης. Ετσι κάθε οικογένεια πρέπει να ζει σε μία αξιοπρεπή κατοικία έστω

και αν μερικές οικογένειες θα έχουν καλύτερης ποιότητας στέγη από άλλες. Κάθε

άτομο που έχει ανάγκη θα λαμβάνει τουλάχιστον ένα κατώτατο επίπεδο ιατρικής

περίθαλψης, έστω και άν άλλα άτομα λαμβάνουν καλύτερη περίθαλψη. Η άλλη

ερμηνεία είναι η πλήρης ισότητα: καθένας πρέπει να έχει ίση μεταχείριση για ίσες

ανάγκες ιατρικής περίθαλψης ή να λαμβάνει ίση εκπαίδευση ανάλογα με τις

ικανότητές του κλπ.

Υποστηρίζεται ότι οι οικονομολόγοι δεν είναι καλύτερα εφοδιασμένοι από τους

υπόλοιπους πολίτες για να εκφράζουν απόψεις σε θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης και

ως εκ τούτου πρέπει να περιορίζουν το ενδιαφέρον τους στο πώς θα επιτευχθεί ο

δήθεν απαλλαγμένος από αξιολογικές κρίσεις στόχος της αποτελεσματικότητας του

συστήματος, αφήνοντας τα θέματα δικαιοσύνης στην πολιτική διαδικασία. Θα έπρεπε

κάποιος να δυσπιστεί προκαταβολικά απέναντι σε τέτοιους ισχυρισμούς, που

παραπέμπουν σε μία δήθεν «καθαρή» από αξιολογικές κρίσεις γι’αυτό και «ανώτερη»

κοινωνική επιστήμη. Για παράδειγμα, πολλοί από τους οικονομολόγους που

προτείνουν τη βελτίωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας του συστήματος

υπαινίσσονται ότι αυτό είναι ένα ηθικά ουδέτερο τεχνικό ζήτημα, χωρίς να

συνειδητοποιούν ή να αποκαλύπτουν, ότι η εκ των προτέρων αποδοχή εκ μέρους τους

της υπάρχουσας διανομής του εισοδήματος αποτελεί έμμεση αξιολογική επιλογή.

Στην πραγματικότητα, η μόνη διαφορά μεταξύ της αποτελεσματικότητας και της

δικαιοσύνης – ως προς την εξάρτησή τους από αξιολογικές κρίσεις και επιλογές –

9

Page 10: κοινωνικη πολιτικη.pdf

είναι η μεγαλύτερη συναίνεση που υπάρχει μεταξύ οικονομολόγων ως προς το τί

είναι αποτελεσματικότητα σε σχέση με το τί θεωρείται δικαιοσύνη.

Οι μέθοδοι ανάλυσης των οικονομολόγων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την

αξιολόγηση των διαφορετικών τρόπων οικονομικής οργάνωσης ως προς την επίτευξη

τόσο της αποτελεσματικότητας όσο και της ισότητας, καθώς και άλλων στόχων όπως

η προώθηση των καταναλωτικών επιλογών και η κοινωνική αλληλεγγύη. Αν και,

όπως προαναφέραμε, ο προσδιορισμός των κοινωνικών στόχων είναι αποτέλεσμα της

ιδεολογικής και πολιτικής αντιπαράθεσης, η οικονομική επιχειρηματολογία μπορεί να

συμβάλει ουσιαστικά στη διαδικασία αποσαφήνισης των στόχων και των επιλογών.

Γενικά στις καπιταλιστικές κοινωνίες είναι δυνατόν να υπάρχει σχέση αντίστροφης

αναλογίας μεταξύ των στόχων της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της

κοινωνικής δικαιοσύνης. Κι αυτό διότι όταν οι μισθωτοί εργαζόμενοι και άλλες

κοινωνικές τάξεις και στρώματα επιτυγχάνουν αναδιανομή του εισοδήματος προς

όφελός τους, τότε ενδέχεται το ποσοστό κέρδους να πέφτει, με αποτέλεσμα το

κεφάλαιο να μειώνει το ύψος των επενδύσεων και ο ρυθμός αύξησης του προϊόντος

να επιβραδύνεται. Αρα η αποτελεσματικότητα της οικονομίας ενδέχεται να

μειώνεται ως αποτέλεσμα της αναδιανομής του εισοδήματος, αν και η τελευταία

συμβάλλει στην επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε, ότι η κοινωνική ευημερία, που αντλείται από

την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών μέσω της κατανάλωσης, εξαρτάται

από την εναρμόνιση των κοινωνικών προτιμήσεων για κατανάλωση προϊόντων με

την κατανομή των κοινωνικών πόρων στην παραγωγή τους,

από την αποτελεσματική χρήση των πόρων στην παραγωγή προϊόντων,

από τη δίκαιη διανομή του εισοδήματος και τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, που

εξασφαλίζουν ότι η κοινωνική ευημερία διανέμεται δίκαια μεταξύ του συνόλου

των μελών της κοινωνίας.

Η εναρμόνιση των κοινωνικών προτιμήσεων για κατανάλωση προϊόντων με την

κατανομή των κοινωνικών πόρων για την παραγωγή τους και η αποτελεσματική

χρήση των πόρων στην παραγωγή προϊόντων παραπέμπουν ευθέως στον στόχο της

οικονομικής αποτελεσματικότητας, ενώ η δίκαιη διανομή του εισοδήματος και η

δίκαιη κατανομή του πλούτου σ’αυτόν της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι δύο στόχοι

ενδέχεται να συγκρούονται στο πλαίσιο των καπιταλιστικών κοινωνιών.

10

Page 11: κοινωνικη πολιτικη.pdf

2. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ

ΚΡΑΤΟΣ

Τα διάφορα θεωρητικά ρεύματα της οικονομικής επιστήμης αντιλαμβάνονται με

διαφορετικό τρόπο το ρόλο του κράτους στη προώθηση της κοινωνικής ευημερίας. Οι

προτάσεις τους για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει το κράτος είναι άμεσα ή

έμμεσα επηρεασμένες από τις πολιτικές θεωρίες για την κοινωνία και από από τις

βασικές παραδοχές που κάνουν για την οικονομική οργάνωση. Μ’αυτές τις θεωρίες

και τις παραδοχές θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.

2.1 Πολιτικο-φιλοσοφικές θεωρίες για την κοινωνία και κρατική παρέμβαση

Παρακάτω θα εξετάσουμε συνοπτικά διαφορετικές θεωρίες της κοινωνίας ως προς τις

αξίες-στόχους που προκρίνουν και το ρόλο που προβλέπουν για το κράτος. Οι

θεωρίες αυτές περιλαμβάνουν τον φιλελευθερισμό, τον ωφελιμισμό, τις απόψεις του

Ρόουλς για την κοινωνική δικαιοσύνη και το σοσιαλισμό. Εδώ θα αναφερθούμε στις

σύγχρονες εκφάνσεις αυτών των θεωριών.

Φιλελεύθεροι

Για τους φιλελεύθερους, ο πρωταρχικός στόχος της κοινωνίας είναι η ατομική

ελευθερία και ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί η οικονομική της διάσταση είναι

ο ανταγωνισμός στην αγορά και η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.

Οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι, όπως οι Χάγιεκ, Φρήντμαν και Νόζικ, αντλούν από

δύο διαφορετικές φιλοσοφικές παραδόσεις. Οι δύο πρώτοι υπερασπίζονται την αγορά

και την ατομική ιδιοκτησία επειδή αυτές μεγιστοποιούν την κοινωνική ευημερία και

χρησιμοποιούν επιχειρήματα που ανάγονται ιστορικά στους φιλοσόφους Χιούμ6 και

Μπένθαμ7. Αντίθετα, ο δεύτερος υπερασπίζεται την ατομική ιδιοκτησία ως φυσικό

δικαίωμα με ηθικά επιχειρήματα, που ανάγονται ιστορικά στο φιλόσοφο Σπένσερ.8

Ο Νόζικ9 θεωρεί την κρατική παρέμβαση ηθικά λανθασμένη, διότι παραβιάζει το

φυσικό δικαίωμα κατοχής πλούτου. Η φορολογία είναι κλοπή και δουλεία, διότι

αποσπά από τα άτομα εισόδημα που απέκτησαν νόμιμα και τα αναγκάζει να ξοδεύουν

μέρος του χρόνου τους εργαζόμενα για το κράτος. Ο Νόζικ είναι υπέρμαχος του

6 D. Hume, ‘Enquiry Concerning the Principles of Morals’, in Essays and Treatise on Several Subjects, Cadell, London 1770. 7 J. Bentham, An Introduction to the Principles of Morals and Legislation, Payne, London 1789. 8 H. Spencer, The Man versus the State, Appleton, New York 1884. 9 R. Nozick, Anarchy, State and Utopia, Basil Blackwell, Oxford 1974.

11

Page 12: κοινωνικη πολιτικη.pdf

«ελάχιστου κράτους» ή του «κράτους νυχτοφύλακα», που έχει ως μοναδικό ρόλο την

προάσπιση της ασφάλειας των προσώπων και της ιδιοκτησίας.

Και οι Χάγιεκ και Φρήντμαν10 θεωρούν ότι η σπουδαιότερη κοινωνική αξία είναι

η ατομική ελευθερία, αλλά υποστηρίζουν την αγορά και την ιδιωτική οικονομία με το

επίχειρημα ότι αυτό το σύστημα μεγιστοποιεί την κοινωνική ευημερία. Γι’αυτούς η

κρατική παρέμβαση πρέπει να περιορίζεται στην προστασία της ελευθερίας είτε από

εξωτερικούς εχθρούς (άμυνα) είτε από τους συμπολίτες (διατήρηση του νόμου και

της τάξης, εγγύηση των ιδιωτικών συμβολαίων, εξασφάλιση πλήρους ανταγωνισμού

στις αγορές). Επίσης, ενώ για τον Νόζικ το κράτος δεν δικαιούται να έχει κανέναν

αναδιανεμητικό ρόλο, για τους Χάγιεκ και Φρήντμαν μπορεί να αναδιανέμει το

εισόδημα, αλλά σε περιορισμένο βαθμό και μόνο για την αντιμετωπίση της ένδειας.

Ο Χάγιεκ εξάλλου υποστηρίζει ότι η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης στερείται

νοήματος, εφόσον η αγορά αποτελεί απρόσωπο μηχανισμό, που προσιδιάζει σε ένα

οικονομικό παίγνιο με νικητές και ηττημένους, γι’αυτό και η διανομή του προϊόντος

μέσω αυτής δεν μπορεί να είναι ούτε δίκαια ούτε άδικη. Η επιδίωξη της κοινωνικής

δικαιοσύνης είναι επικίνδυνη, διότι το κράτος μπορεί να καταστρέψει την τάξη που

επιβάλλει η αγορά και η οποία είναι ταυτόχρονα αποτελεσματική και η μόνη που

εγγυάται την ατομική ελευθερία. Οταν το κράτος εμποδίζει την απρόσκοπτη

λειτουργία της αγοράς, τότε θέτει σε κίνηση μία διαδικασία που οδηγεί προοδευτικά

στον ολοκληρωτισμό.

Ωφελιμιστές

Το ρεύμα αυτό έλκει την καταγωγή του από τον άγγλο ριζοσπάστη φιλόσοφο

Τζέρεμυ Μπένθαμ (1748-1832), που πρώτος υποστήριξε ότι οι άνθρωποι συνειδητά

επιδιώκουν την ευχαρίστηση και αποφεύγουν τον πόνο, ότι οι ηθικοί κανόνες

οφείλουν να ενθαρρύνουν τη συμπεριφορά που αυξάνει την ευχαρίστηση και μειώνει

τον πόνο και ότι η κρατική παρέμβαση είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της

μέγιστης ευτυχίας για το μέγιστο αριθμό ατόμων. Η κρατική παρέμβαση γι’αυτόν

ταυτιζόταν με τη νομοθεσία, που οφείλει να θεσπίζει ένα σύστημα κινήτρων και

ποινών, που να εξαναγκάζει τα άτομα να προάγουν την ευτυχία του συνόλου.

10 F. Hayek, Law, Legislation and Liberty, ii. The Mirage of Social Justice, Routledge & Kegan Paul, London 1976; M. Friedman, Capitalism and Freedom, University of Chicago Press, Chicago 1962; M. Friedman, Free to Choose, Penguin, London 1980.

12

Page 13: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Οι σύγχρονοι ωφελιμιστές ενστερνίζονται την άποψη του Μπένθαμ για τη ανάγκη

κρατικής παρέμβασης προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η κοινωνική ευημερία, που

αποτελεί τον κύριο γι’αυτούς στόχο, αλλά δεν μιλούν μόνο για τη ανάγκη υιοθέτησης

κατάλληλης νομοθεσίας. Δίνουν έμφαση στον αναδιανεμητικό ρόλο του κράτους.

Υποστηρίζουν, ότι η μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας εξασφαλίζεται

όταν τα αγαθά παράγονται αποτελεσματικά και διανέμονται δίκαια (αν και όχι

απαραίτητα ίσα). Στα αγαθά περιλαμβάνονται όχι μόνο τα υλικά αγαθά και οι

υπηρεσίες, αλλά και τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και η πολιτική δύναμη. Δεδομένου

ότι η οριακή χρησιμότητα φθίνει με την αύξηση του εισοδήματος, η αναδιανομή του

εισοδήματος μέσω του κράτους από αυτούς με υψηλότερα εισοδήματα σ’αυτούς με

χαμηλότερα αυξάνει την κοινωνική ευημερία.

Γενικότερα, ενώ οι σύγχρονοι ωφελιμιστές πιστεύουν ότι ο καπιταλισμός είναι

αποτελεσματικότερος από οποιοδήποτε άλλο σύστημα, παράλληλα θεωρούν ότι

συνεπάγεται υψηλό κόστος με όρους ανισότητας και φτώχειας και ότι το κράτος

μπορεί να μετριάσει αυτό το κόστος, αυξάνοντας παράλληλα την κοινωνική

ευημερία. Επίσης δέχονται τη δημόσια παραγωγή ορισμένων αγαθών, σε περίπτωση

που υπάρχουν ατέλειες και αδυναμίες της αγοράς.

Δύο είναι οι σημαντικότερες κριτικές που έχουν απευθυνθεί στον ωφελιμισμό.

Πρώτον, η μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας δεν προϋποθέτει απαραίτητα τη

βελτίωση της θέσης αυτών με το χαμηλότερο εισόδημα. Μπορεί να επιτευχθεί

αυξάνοντας μόνο την ευημερία των πλουσιότερων, με αποτέλεσμα τη χειροτέρευση

της σχετικής θέσης των φτωχότερων. Δεύτερον, η άριστη διανομή του εισοδήματος

δεν μπορεί να προσδιοριστεί, παρά μόνο εάν η ατομική χρησιμότητα μετρηθεί με

αριθμητικό τρόπο, ώστε να γίνεται σύγκριση μεταξύ ατομικών χρησιμοτήτων. Ετσι

δεν μπορεί να αποδειχθεί εμπειρικά ότι η αναδιανομή εισοδήματος από τους

πλούσιους στους φτωχούς οδηγεί σε αύξηση της κοινωνικής ευημερίας.

Η πρώτη κριτική ασκείται από τους υπέρμαχους της κοινωνικής δικαιοσύνης για

λόγους αρχής, όπως ο φιλόσοφος Ρόουλς, ενώ η δεύτερη από τους φιλελεύθερους.

Η θεωρία του Ρόουλς περί δικαιοσύνης

Για τον Ρόουλς, που είναι φιλόσοφος, η δικαιοσύνη αποτελεί φυσικό δικαίωμα, το

οποίο είναι αναπαλλοτρίωτο και δεν μπορεί να υποχωρήσει μπροστά στην κοινωνική

13

Page 14: κοινωνικη πολιτικη.pdf

ευημερία.11 Γι’αυτό και η κοινωνική δικαιοσύνη πρέπει να αποτελεί τον πρωταρχικό

στόχο των θεσμών. Η δικαιοσύνη είναι επιθυμητή από μόνη της, για ηθικούς λόγους,

αλλά επίσης επειδή οι κοινωνικοί θεσμοί επιβιώνουν μόνον όταν θεωρούνται δίκαιοι.

Ο Ρόουλς υποστηρίζει ότι υπάρχει ένας ορισμός της δικαιοσύνης που είναι

ταυτόχρονα γενικός (για όλους τους πολιτισμούς) και προκύπτει μέσω μιας

διαδικασίας που καθένας μπορεί να συμφωνήσει ότι είναι δίκαιη. Αυτή η διαδικασία

οδηγεί στη διατύπωση αρχών περί δίκαιης διανομής των αγαθών, όπου στα αγαθά

περιλαμβάνονται όχι μόνο τα υλικά αγαθά αλλά επίσης η ελευθερία και οι ευκαιρίες.

Ολα τα αγαθά πρέπει να διανέμονται ίσα, εκτός και αν μία άνιση διανομή τους

ωφελεί αυτά τα άτομα ή τις ομάδας που βρίσκονται στη χειρότερη θέση. Καμία

πολιτική δεν πρέπει να εφαρμόζεται αν δεν ωφελεί και αυτούς που βρίσκονται στη

χειρότερη θέση, αν και όχι απαραίτητα μόνο αυτούς. Ετσι, μία πολιτική που θα

αύξανε την ευημερία των πλουσιότερων χωρίς να μειώνει αυτήν των υπολοίπων, θα

ήταν επιθυμητή για τους ωφελιμιστές και ανεπιθύμητη για τους οπαδούς του Ρόουλς.

Σοσιαλιστικές θεωρίες

Οι βασικοί σοσιαλιστικοί στόχοι είναι η ισότητα, η ελευθερία και η αλληλεγγύη.

Διαφορετικοί συγγραφείς τους αποδίδουν διαφορετική βαρύτητα. Ομως υπάρχει

γενική συμφωνία για τη σημασία της ισότητας και για τη διανομή του εισοδήματος

ανάλογα με τις ανάγκες κάθε ατόμου σε μία ολοκληρωμένη σοσιαλιστική κοινωνία.

Παρά τη συμφωνία τους ως προς τους κοινωνικούς στόχους και τη διάγνωση των

αποτυχιών της αγοράς στο να τους ικανοποιήσει, οι σοσιαλιστές διχάζονται ως προς

τον καλύτερο τρόπο για την επίτευξή τους. Οι σοσιαλδημοκράτες υποστηρίζουν ότι οι

θεσμικές αλλαγές, με προεξάρχοντα τον ολοένα διευρυνόμενο ρόλο του κράτους στην

οικονομική ζωή, έχουν περιορίσει σημαντικά τα κακά του καπιταλισμού και έχουν

καταστήσει δυνατό τον έλεγχο του συστήματος της αγοράς και τη χρησιμοποίησή του

για την επίτευξη σοσιαλιστικών στόχων. Εντέλει αποδέχονται το ρόλο της ατομικής

ιδιοκτησίας και της αγοράς, αν και τροποποιημένο και στις δύο περιπτώσεις από την

κρατική παρέμβαση. Οπως και οι ωφελιμιστές, πιστεύουν ότι οι στόχοι τους θα

επιτευχθούν στο πλαίσιο μιας μικτής οικονομίας.

Αλλοι σοσιαλιστές, όπως οι μαρξιστές, θεωρούν ότι η ατομική ιδιοκτησία των

μέσων παραγωγής και το σύστημα της αγοράς και του κέρδους είναι εγγενώς

11 J. Rawls, A Theory of Justice, Oxford University Press, Oxford 1972.

14

Page 15: κοινωνικη πολιτικη.pdf

αντιφατικά με τους σοσιαλιστικούς στόχους. Ειδικότερα θεωρούν τις καπιταλιστικές

σχέσεις παραγωγής εκμεταλλευτικές και ασύμβατες με την επίτευξη του στόχου της

ισότητας. Γι’αυτό και απορρίπτουν τον καπιταλισμό, ακόμα και με τη μορφή της

μικτής οικονομίας.

2.2 Η στάση των θεωρητικών ρευμάτων απέναντι στο κοινωνικό κράτος

Οι ακραίοι φιλελεύθεροι τύπου Νόζικ αρνούνται κάθε κρατική παρέμβαση πέραν της

ελάχιστης για λόγους ασφάλειας. Γι’αυτό είναι αναφανδόν εχθρικοί προς το

κοινωνικό κράτος, το οποίο θεωρούν ως ένα καταπιεστικό θεσμό, που πνίγει την

ελευθερία και τον ατομικισμό και ενθαρρύνει τη σπατάλη και την

αναποτελεσματικότητα, με το να επιδιώκει τον κίβδηλο και επικίνδυνο στόχο της

κοινωνικής δικαιοσύνης. Αλλοι φιλελεύθεροι, όπως οι Χάγιεκ και Φρήντμαν, είναι

εχθρικοί μόνο απέναντι σ’ένα εκτεταταμένο κοινωνικό κράτος που πραγματοποιεί

ευρεία αναδιανομή του εισοδήματος. Αναγνωρίζουν ότι μία ελεύθερη κοινωνία που

βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τις ανταγωνιστικές

αγορές είναι πιθανόν να διανέμει το εισόδημα άνισα και γι’αυτό είναι πρόθυμοι να

υποστηρίξουν ένα λιτό κοινωνικό κράτος του οποίου πρωταρχικός στόχος είναι η

ανακούφιση από την ένδεια.

Οι ωφελιμιστές, ο Ρόουλς και οι σοσιαλδημοκράτες υποστηρίζουν το κοινωνικό

κράτος ως βασικό εργαλείο καταπολέμησης των ανισοτήτων. Οι σοσιαλδημοκράτες

και ο Ρόουλς το υπερασπίζονται ανεπιφύλακτα, ενώ οι ωφελιμιστές μόνο όταν

συμβάλλει περισσότερο από άλλες εναλλακτικές ρυθμίσεις στην επίτευξη των

κοινωνικών στόχων.

Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70, οι μαρξιστές ήσαν από εχθρικοί έως

συγκαταβατικοί προς το κοινωνικό κράτος. Κάποιοι το θεωρούσαν επιβλαβή για την

εργατική τάξη θεσμό, που απλώς αποτελεί εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και

χρησιμεύει στη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος, ενώ άλλοι υποστηρίζαν

ότι αποτελεί γνήσια βελτίωση των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης και

ταυτόχρονα το τίμημα που πληρώνει για τη μείωση της επαναστατικότητάς της η

αστική τάξη. Από τη δεκαετία του 80 και ύστερα, οι απόπειρες συρρίκνωσης του

κοινωνικού κράτους από νεοφιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες, έστρεψαν το

σύνολο των μαρξιστών στην υπεράσπισή του. Το κοινωνικό κράτος θεωρήθηκε ως

αποκρυστάλλωση των κατακτήσεων της εργατικής τάξης τις προηγούμενες δεκαετίες.

15

Page 16: κοινωνικη πολιτικη.pdf

3. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΣΥΝΤΟΜΗ

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

Οι οικονομικές ιδέες και θεωρίες ούτε γεννώνται ούτε αναπτύσσονται στο κενό.

Υπάρχει διαλεκτική σχέση μεταξύ της ιστορίας των οικονομικών θεωριών, από τη μία

πλευρά, της οικονομικής ιστορίας και της ιστορίας των ταξικών και κοινωνικών

συγκρούσεων, από την άλλη.

Για παράδειγμα, ενώ οι οικονομολόγοι της μερκαντιλιστικής περιόδου (16ος και

17ος αι.) αφιέρωσαν αμέτρητα δοκίμια στην υπεράσπιση των συμφερόντων του

εμπορικού καπιταλισμού, η κλασική σχολή της πολιτικής οικονομίας (1776-1870),

της οποίας ιδρυτής ήταν ο Ανταμ Σμιθ, θεμελίωσε θεωρητικά και στήριξε ιδεολογικά

την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού.

Ο βιομηχανικός καπιταλισμός υπήρξε προϊόν της βιομηχανικής επανάστασης,

της οποίας το ξέσπασμα τοποθετείται για τη Βρετανία στη δεκαετία του 1780, οπότε

και οι σχετικοί στατιστικοί δείκτες ανεβαίνουν σχεδόν κατακόρυφα. Η βιομηχανική

επανάσταση επεξέτεινε και εδραίωσε τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που

στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, στους ελεύθερους - από

προσωπικές εξαρτήσεις και μέσα παραγωγής - παραγωγούς (μισθωτοί εργαζόμενοι)

και στην ελεύθερη - από προστατευτικά εμπόδια - αγορά.12

Από τη βιομηχανική επανάσταση προκύπτει και το κοινωνικό ζήτημα του 19ου

αιώνα, το οποίο συνοψίζεται στις αποκρουστικές συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια

και ορυχεία και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στις πόλεις των εργαζόμενων τάξεων

που δεν διέθεταν μέσα παραγωγής. Αλλη θεμελιώδης αλλαγή της περιόδου ήταν η

εκπληκτική πληθυσμιακή αύξηση, που μάλλον πρέπει να θεωρηθεί ως συνέπεια παρά

ως εξωγενές αίτιο της βιομηχανικής επανάστασης.

Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που σημειώθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία κατά τη

διάρκεια του 19ου αιώνα για την αντιμετώπιση του κοινωνικού ζητήματος

παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, εφόσον η χώρα αυτή υπήρξε το πρώτο

βιομηχανικό εργαστήρι της οικουμένης. Τέτοιες πρωτοβουλίες είναι:

12 Σύμφωνα με τον ιστορικό E. Hobsbawm, ίσως έως τη δεκαετία του 1840 οι ΗΠΑ και ένα μεγάλο μέρος της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης να είχαν περάσει, ή να στέκονταν στο κατώφλι της βιομηχανικής επανάστασης. Ομως, έως το 1850 οι ουσιαστικές βιομηχανικές αλλαγές που είχε υποστεί ο μη αγγλόφωνος κόσμος ήταν ακόμα αρκετά μικρές. Κατά συνέπεια, στη δυτική και κεντρική Ευρώπη η βιομηχανική επανάσταση ολοκληρώνεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

16

Page 17: κοινωνικη πολιτικη.pdf

η νομοθεσία περί εργοστασίων του 1819, που απαγόρευε την εργασία για τα

παιδιά κάτω των 9 ετών και ο νόμος του 1847 για το 10ωρο

η νομιμοποίηση των εργατικών συνδικάτων το 1824,

η αναθεώρηση της νομοθεσίας περί φτωχών το 1834,

οι νόμοι της περιόδου 1844-1875 για τη δημόσια υγεία,

ο νόμος του 1870 για την υποχρεωτική εκπαίδευση,

ο νόμος του 1880 για αποζημίωση από τον εργοδότη σε περίπτωση εργατικού

ατυχήματος,

ο νόμος του 1885 για τη στέγαση των εργαζόμενων τάξεων.

Η ασφάλιση κατά του γήρατος και της ανεργίας καθιερώθηκαν στη Μεγάλη

Βρετανία τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια του

19ου αιώνα, ο άνεργος δεν διακρίνεται ακόμα καθαρά από τον φτωχό, σε μία

κοινωνία γενικευμένης πενίας και εργασιακής ανασφάλειας.

Στη συνέχεια θα εξετάσουμε συνοπτικά αν και πώς οι κύριες οικονομικές θεωρίες

δικαιολογούν την κρατική παρέμβαση στα πεδία της κοινωνικής πολιτικής,

ξεκινώντας από τους κλασικούς, στους οποίους αφιερώνουμε και το μεγαλύτερο

μέρος αυτού του κεφαλαίου. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ εκτεταμένα με τη νεοκλασική

θεωρία της ευημερίας και καθόλου με την μαρξιστική πολιτική οικονομία του

κοινωνικού κράτους, στις οποίες θα αναφερθούμε διεξοδικά στα επόμενα κεφάλαια.

3.1 Κλασική σχολή: η κοινωνική πολιτική είναι άχρηστη και επιζήμια

Οι εκπρόσωποι της κλασικής σχολής ήταν φανατικοί υποστηρικτές και κήρυκες του

οικονομικού φιλελευθερισμού, σύμφωνα με τον οποίο ο κύριος κανόνας οικονομικής

πολιτικής είναι η ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας, που επιτυγχάνεται με

την κατάργηση της κρατικής παρέμβασης. Παρακάτω θα εξετάσουμε πώς έβλεπαν

ειδικότερα την κρατική παρέμβαση σε δύο τομείς «κοινωνικής πολιτικής»13 που

προνομιακά πραγματεύονται: τις παροχές προς τους φτωχούς και τους μισθούς.

Για τον A. Smith, πηγή του πλούτου ενός έθνους είναι η εργασία.14 Η αύξηση του

πλούτου μπορεί να προέλθει είτε από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας,

που είναι αποτέλεσμα του εντεινόμενου καταμερισμού της εργασίας, είτε από την

13 Θέτουμε τον όρο σε εισαγωγικά, διότι αυτός είναι σύγχρονος και άρα εντελώς άγνωστος στους οικονομολόγους της κλασικής σχολής. 14 Το βασικό οικονομικό έργο του Smith είναι η «Ερευνα για τη φύση και τα αίτια του πλούτου των εθνών», που εκδόθηκε το 1776.

17

Page 18: κοινωνικη πολιτικη.pdf

αύξηση του αριθμού των παραγωγικών εργατών, που εξαρτάται από τη συσσώρευση

του κεφαλαίου. Τόσο ρυθμός συσσώρευσης του κεφαλαίου όσο και η εμβάθυνση του

καταμερισμού της εργασίας εξαρτώνται από τη διαρκή μεγέθυνση των αγορών, που

επιτυγχάνεται με την απελευθέρωση του εμπορίου από τα προστατευτικά εμπόδια.

Με τον όρο πλούτο, ο Smith εννοούσε το σύνολο των υλικών προϊόντων ή των

ειδών κατανάλωσης, δεδομένου ότι η κατανάλωση ήταν γι’αυτόν ο τελικός στόχος

και η αιτία της παραγωγής. Επιπλέον αναφερόταν στα «αναγκαία» καταναλωτικά

εμπορεύματα ως αυτά που «τα ήθη μιας κοινωνίας θεωρούν ανεπίτρεπτο για

αξιοπρεπείς ανθρώπους, ακόμα και της κατώτερης εισοδηματικής τάξης, να μη

διαθέτουν». Δεν πρότεινε όμως κάποια μορφή κρατικής παρέμβασης υπέρ των

φτωχών, ώστε αυτοί να εξασφαλίζουν τα «αναγκαία» καταναλωτικά εμπορεύματα,

διότι εμπιστευόταν απόλυτα το σύστημα της ελεύθερης αγοράς ως προς αυτό το θέμα.

Θεωρούσε συγκεκριμένα ότι η αγορά λειτουργούσε ως «αόρατο χέρι», που

εναρμόνιζε τα εγωϊστικά ατομικά συμφέροντα με το συμφέρον της κοινωνίας.

Παράλληλα θεωρούσε ότι η νομοθεσία για τους φτωχούς, που προέβλεπε βοήθεια

σε χρήμα και σε είδος, έπρεπε να καταργηθεί, διότι παρεμπόδιζε τη γεωγραφική

κινητικότητα της εργασίας, εφόσον προσέδενε το φτωχό με την ενορία που

κατοικούσε και η οποία του παρείχε τη βοήθεια.

Ο T. Malthus είναι γνωστός μεταξύ άλλων γιατί πρώτος διατύπωσε το «νόμο του

πληθυσμού» και υποστήριξε την άποψη ότι η βοήθεια προς τους φτωχούς είναι

επιζήμια, διότι επιδεινώνει τη φτώχεια τους.15 Ο νόμος του πληθυσμού λέει ότι το

ύψος του πληθυσμού καθορίζεται από τη διαθέσιμη ποσότητα μέσων διαβίωσης.

Η φτώχεια και η ένδεια προκύπτουν από το γεγονός ότι τα μέσα διαβίωσης

αυξάνονται κατα αριθμητική πρόοδο, λόγω των φθινουσών αποδόσεων της γης, ενώ ο

πληθυσμός κατά γεωμετρική πρόοδο. Οι φτωχοί μπορούν να βελτιώσουν τη μοίρα

τους μόνο όταν απέχουν συνειδητά από τη γρήγορη αύξηση του πληθυσμού τους με

το να παντρεύονται σε μεγαλύτερες ηλικίες και με τη σεξουαλική εγκράτεια. Η ένδεια

οδηγεί εκ των πραγμάτων στη συγκράτηση του ρυθμού αύξησης του πληθυσμού, ενώ

αντίθετα η βοήθεια προς τους φτωχούς τους ενθαρρύνει να κάνουν και άλλα παιδιά

και άρα επιδεινώνει τη φτώχεια. Με βάση αυτό το συμπέρασμα, ο Malthus επετέθη

15 Τις θέσεις του αυτές πρωτοδημοσίευσε ανώνυμα το 1798 και επώνυμα το 1803 στο «Δοκίμιο για την αρχή του πληθυσμού».

18

Page 19: κοινωνικη πολιτικη.pdf

στις αρχές του 19ου αιώνα με δριμύτητα στον ισχύοντα στη Βρετανία «νόμο περί

φτωχών», τασσόμενος υπέρ της τροποποίησής του επί το αυστηρότερο.

Ο D. Ricardo16 χρησιμοποίησε το νόμο του πληθυσμού του Malthus για να

διατυπώσει το «σιδερένιο νόμο των μισθών». Σύμφωνα με τον τελευταίο, οι μισθοί

των εργατών ρυθμίζονται από τις μεταβολές του πληθυσμού και κυμαίνονται γύρω

από το ελάχιστο όριο συντήρησης. Γι’αυτό κάθε προσπάθεια αύξησης των μισθών με

τεχνητά μέσα π.χ. μέσω απεργιών ή εργοστασιακής νομοθεσίας ήταν καταδικασμένη

σε αποτυχία. Ο σιδερένιος νόμος των μισθών συνδέεται επίσης με τους νόμους της

διανομής του εισοδήματος και της φθίνουσας γονιμότητας του εδάφους.

Σύμφωνα με τον Ricardo, η συσσώρευση του κεφαλαίου οδηγεί σε αύξηση του

πληθυσμού, επέκταση των καλλιεργειών στα λιγότερο γόνιμα εδάφη και σε ανύψωση

της τιμής των αγροτικών προϊόντων, λόγω υψηλότερων εξόδων παραγωγής. Η

ανάγκη εξασφάλισης του ελάχιστου ορίου συντήρησης των εργατών προκαλεί

αύξηση των ονομαστικών μισθών προς αντιστάθμιση των υψηλότερων τιμών των

αγροτικών προϊόντων, με συνέπεια τη μείωση των κερδών, μέχρις ότου η οικονομία

περιέλθει σε κατάσταση στασιμότητας. Η στασιμότητα παράγει ανεργία και πτώση

των ονομαστικών μισθών κάτω από το ελάχιστο όριο συντήρησης. Η πτώση αυτή

ωθεί ξανά τα κέρδη προς τα πάνω και έτσι επιταχύνεται η συσσώρευση κεφαλαίου.

Σε περίοδο ταχείας συσσώρευσης, μία νομοθετική παρέμβαση στους μισθούς

μειώνει το ποσοστό κέρδους και άρα επιταχύνει την είσοδο της οικονομίας στη φάση

της στασιμότητας, ενώ σε περίοδο βραδείας συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν αφήνει

το ποσοστό κέρδους να ανέλθει ώστε να εξέλθει η οικονομία από τη στασιμότητα.

Παρόμοια είναι τα επιχειρήματα του Ricardo ενάντια στις παροχές του κράτους

προς τους φτωχούς μέσω φορολογίας. Η τελευταία, όταν πλήττει τις επιχειρήσεις,

περιορίζει το ποσοστό κέρδους και επιβραδύνει τη συσσώρευση του κεφαλαίου, από

την οποία εξαρτάται ο πλούτος ενός έθνους. Ταυτόχρονα, η θέση των φτωχών δεν

βελτιώνεται, διότι οι παροχές, μαζί με το χαμηλό ρυθμό συσσώρευσης του

κεφαλαίου, δημιουργούν σχετικό υπερπληθυσμό, ο οποίος ωθεί τους μισθούς κάτω

από το ελάχιστο όριο συντήρησης των εργατών.

16 Το βασικό του έργο είναι οι «Αρχές της πολιτικής οικονομίας και της φορολογίας», που δημοσιεύτηκαν το 1817.

19

Page 20: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Ο J.S. Mill είναι ο τελευταίος σημαντικός εκπρόσωπος της κλασικής σχολής και

ταυτόχρονα το σύμβολο ενός κινήματος για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, που έπαιξε

σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις της χώρας του το 19ο αιώνα. 17 Ο J.S. Mill συνδύασε

τις αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού με την ανάγκη κρατικής παρέμβασης

στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής στο ρεύμα του «κοινωνικού φιλελευθερισμού».

Υποστήριξε την ανακατανομή του εισοδήματος και του πλούτου με δραστικούς

φόρους επί της γαιοπροσόδου και των κληρονομιών, την ελευθερία οργάνωσης των

εργατικών συνδικάτων, τον περιορισμό των ωρών εργασίας, τη βελτίωση των

συνθηκών διαβιωσής των εργαζομένων, τον έλεγχο της απασχόλησης ανηλίκων, το

καθολικό δικαίωμα ψήφου, την παιδεία για όλους.

Οι προτάσεις του για τις κρατικές παρεμβάσεις στον τομέα της κοινωνικής

πολιτικής είναι αποτέλεσμα της μεταστροφής των απόψεων του, τέσσερα χρόνια πριν

από το θάνατό του, όσον αφορά τη θεωρία περί «αποθέματος μισθών», την οποία

ενστερνιζόταν μέχρι τότε, όπως όλοι οι κλασικοί συγγραφείς.

Σύμφωνα μ’αυτήν, η ζήτηση εργασίας σε μία οικονομία προσδιορίζεται από ένα

απόθεμα κεφαλαίου, που είναι προορισμένο για την κάλυψη των εξόδων διαβίωσης

των εργατών (απόθεμα μισθών). Το ύψος του μισθού εξαρτάται από την αναλογία

στην οποία βρίσκονται τα μέσα διαβίωσης με το εργαζόμενο τμήμα του πληθυσμού

μιας χώρας και προκύπτει από τη διαίρεση του αποθέματος με το συνολικό αριθμό

των εργατών. Οταν αυξάνεται ο πληθυσμός χωρίς να αυξάνεται το κεφάλαιο, οι

μισθοί μειώνονται, ενώ όταν συμβαίνει το αντίστροφο οι μισθοί αυξάνονται. Από την

παραπάνω θεωρία προέκυπτε ότι μόνο από την απόκτηση λιγότερων παιδιών και την

ταχύτερη συσσώρευση επιχειρηματικού κεφαλαίου οι εργάτες μπορούσαν να

αναμένουν βελτίωση των μισθών τους και όχι από τη συνδικαλιστική τους δράση.

Οι επιτυχίες των οικονομικών αγώνων της εργατικής τάξης και το συνδικαλιστικό

κίνημα της δεκαετίας του 1860 κλόνισαν την πίστη στην εγκυρότητα της θεωρίας και

οδήγησαν πολλούς μελετητές, όπως και τον J.S. Mill, στην αποκήρυξή της. Το

πρακτικό αποτέλεσμα της μεταστροφής ήταν ότι τα συνδικάτα νομιμοποιούνταν στο

εξής να διεκδικούν υψηλότερους μισθούς, διότι αυτοί μπορούσαν να αυξηθούν σε

πραγματικούς όρους, χωρίς να προκαλέσουν οικονομική στασιμότητα. Από την άλλη,

17 Το κυριότερο έργο του ήταν οι «Αρχές πολιτικής οικονομίας με μερικές από τις εφαρμογές τους στην κοινωνική φιλοσοφία», που δημοσιεύτηκε το 1848. Ο θάνατός του το 1873 σηματοδοτεί το τέλος της Κλασικής Σχολής.

20

Page 21: κοινωνικη πολιτικη.pdf

ο Μιλ θεωρούσε ότι η αύξηση των μισθών, η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των

εργαζομένων και η παιδεία θα οδηγούσαν σε περιορισμό της γεννητικότητας και άρα

σε βελτίωση της σχέσης του πληθυσμού προς το υφιστάμενο κεφάλαιο στις επόμενες

γενεές, γεγονός που θα επέτρεπε μελλοντική αύξηση των μισθών.

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι, με εξαίρεση τη διαφοροποίηση του J.S.

Mill, οι κλασικοί έχουν κοινή στάση απέναντι στην κρατική παρέμβαση σε θέματα

«κοινωνικής πολιτικής», την οποία συνοπτικά θεωρούν άχρηστη και επιζήμια. Ο

Smith θεωρούσε ότι η ελεύθερη επιχειρηματική δράση θα εξασφαλίσει την κοινωνική

ευημερία σε όλους και άρα κάθε κρατική παρέμβαση, ακόμα και αυτή υπέρ των

φτωχών, παρεμπόδιζε την πορεία προς τη συνολική ευημερία. Οι Malthus και Ricardo

ήσαν ακόμα πιο εχθρικοί απέναντι στην κρατική παρέμβαση υπέρ των φτωχών ή για

τον καθορισμό των μισθών, διότι πίστευαν ότι αυτή δεν ήταν μόνο επιζήμια για την

κοινωνία, αλλά έβλαπτε και τους αποδέκτες της. Η ριζική αναθεώρηση της

νομοθεσίας για τους φτωχούς στη Βρετανία το 1834, που κατάργησε την άμεση

βοήθεια σε χρήμα και σε είδος προς τους φτωχούς και έκανε υποχρεωτική τη διαμονή

τους σε σπίτια εργασίας (workhouses), αντανακλά την επίδραση της κλασικής

οικονομικής σκέψης, όπως εκφράστηκε από αυτούς τους τρεις εκπροσώπους της.

Αντίθετα ο J.S. Mill νομιμοποίησε την «κοινωνική πολιτική», υποστηρίζοντας ότι

η βελτίωση της διαβίωσης του πληθυσμού μέσω της αύξησης των μισθών και της

κρατικής παρέμβασης σε τομείς κοινωνικής πολιτικής είναι εφικτή και επιθυμητή,

εφόσον δεν έχει αναγκαστικά οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες. Ετσι ο J.S.

Mill άνοιξε το δρόμο στο επερχόμενο ρεύμα του κοινωνικού φιλελευθερισμού.

3.2 Νεοκλασική σχολή: κρατική παρέμβαση όπου αποτυγχάνει η αγορά

Η νεοκλασική σχολή έχει δύο ιδρυτικά μέλη, τους W.S. Jevons και L. Walras, οι

οποίοι συνέγραψαν τα βασικά τους έργα στη δεκαετία του 1870. Η τομή που κάνει η

νεοκλασική σχολή σε σχέση με την κλασική σχολή είναι ότι αξιοποιεί τις αρχές του

ωφελιμισμού για τη φύση του ανθρώπου στο πεδίο της οικονομίας. Ο άνθρωπος είναι

ένα ορθολογικό υποκείμενο που αναζητεί το μέγιστο της ικανοποίησης των αναγκών

του, δηλαδή τη μέγιστη ωφελιμότητα, κατευθύνοντας τις πράξεις του στην αύξηση

της ηδονής και στη μείωση του πόνου. Ετσι, για τους νεοκλασικούς, ο καταναλωτής

επιδιώκει το συνδυασμό αγαθών που μεγιστοποιεί τη χρησιμότητα που αντλεί από

την κατανάλωση και ο παραγωγός τη μεγιστοποίηση του κέρδους του, ενώ κάθε

21

Page 22: κοινωνικη πολιτικη.pdf

άτομο επιλέγει το συνδυασμό εργασίας και σχόλης που μεγιστοποιεί την ικανοποίησή

του. Επίσης, ισχυρίζονται ότι η αξία των αγαθών απορρέει από την ικανοποίηση που

παρέχουν και όχι από την εργασία που ενσωματώνουν, όπως θεωρούσαν οι

κλασικοί.18

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο Jevons ήταν φιλελεύθερος και

αντιδρούσε σφοδρότατα στην κοινωνική νομοθεσία που υιοθετείτο στην Αγγλία την

εποχή εκείνη και στην προοδευτική φορολογία εισοδήματος. Μόνο στο τέλος της

ζωής του έγινε πιο μετριοπαθής, υπερασπιζόμενος την κοινωνική κατοικία για τους

φτωχούς, τις ρυθμίσεις για την υγιεινή και την ασφάλεια των χώρων εργασίας, τη

διεύρυνση της δημόσιας εκπαίδευσης, ένα δημόσιο σύστημα υγείας, τον περιορισμό

της εργασίας των ανηλίκων και την προστασία των εργαζόμενων γυναικών. Ομως

παρέμεινε πολέμιος των συνδικάτων. Αντίθετα, ο Walras είχε την άποψη, ότι στις

περιπτώσεις που ο ανταγωνισμός δεν είναι ενδεδειγμένος, το κράτος οφείλει να

παρεμβαίνει (αγαθά δημόσιου συμφέροντος, φυσικά μονοπώλια), ενώ αναζητούσε

μία συνταγή αποτελεσματικής και δίκαιης διανομής του εισοδήματος.

Η οργάνωση σε συστηματική θεωρία, με το όνομα “οικονομική της ευημερίας”,

των απόψεων των νεοκλασικών για τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας και

τους λόγους που δικαιολογούν την κρατική παρέμβαση στην οικονομία οφείλεται

κυρίως στη συμβολή τριών οικονομολόγων: των V. Pareto (άριστη κατανομή πόρων),

A. Pigou (εξωτερικές επιπτώσεις) και P. Samuelson (δημόσια αγαθά). Συνοπτικά

μπορούμε να πούμε ότι οι νεοκλασικοί αποδέχονται και προτείνουν την κρατική

παρέμβαση μόνο στις περιπτώσεις αποτυχίας της αγοράς. Θεωρούν δηλαδή την

κρατική παρέμβαση ως αναγκαστική δεύτερη καλύτερη επιλογή (second best), έναντι

της πρώτης επιλογής που είναι η πλήρως ανταγωνιστική αγορά.

Οι λόγοι που δικαιολογούν για τους νεοκλασικούς την κρατική παρέμβαση

γενικά, ισχύουν και στην περίπτωση της κοινωνικής πολιτικής. Αρα η νεοκλασική

θεωρία της ευημερίας παρέχει έννοιες και επιχειρήματα που θα μας βοηθήσουν να

εξηγήσουμε γιατί και πώς το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει στα διάφορα πεδία της

κοινωνικής πολιτικής. Θα την εξετάσουμε διεξοδικά στο επόμενο κεφάλαιο.

18 Ολοι οι κλασικοί δεν ασπάζονταν την ίδια θεωρία της αξίας. Γι’αυτό το θέμα βλέπε το βιβλίο του I. Rubin, που παραθέτουμε στη βιβλιογραφία στην αρχή των σημειώσεων.

22

Page 23: κοινωνικη πολιτικη.pdf

3.3 Κεϋνσιανή θεωρία: η κοινωνική πολιτική τονώνει την οικονομική μεγέθυνση

Η θεωρία του Κέυνς μας ενδιαφέρει από τη σκοπιά της κοινωνικής πολιτικής για τους

εξής τρεις λόγους. Πρώτον, διότι ανέδειξε ως τα δύο κύρια κακά του καπιταλιστικού

συστήματος το ότι αυτό δεν εξασφαλίζει την πλήρη απασχόληση και ότι η διανομή

του πλούτου και του εισοδήματος είναι αυθαίρετη και άδικη.19 Η υποαπασχόληση

του εργατικού δυναμικού και η ακούσια (μη ηθελημένη) ανεργία που τη συνοδεύει

αποτελούν τη φυσιολογική κατάσταση του συστήματος, το οποίο παρουσιάζει χρόνια

αστάθεια και μόνο κατ’εξαίρεση βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας. Δεύτερον,

διότι υποστήριξε ότι η λύση στο πρόβλημα της ακούσιας ανεργίας δεν είναι η μείωση

των μισθών, αλλά η αύξηση της ενεργού ζήτησης στην οικονομία μέσω επεκτατικής

μακροοικονομικής πολιτικής (αύξηση δημοσίων δαπανών, μείωση επιτοκίων). Αυτό

συμβαίνει επειδή είναι η ζήτηση20 που καθορίζει το ύψος της παραγωγής, από το

οποίο εξαρτάται το ύψος της απασχόλησης.21 Τρίτον, διότι προέβαλλε τη θέση ότι η

αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος των φτωχότερων εισοδηματικών τάξεων

είναι ευνοϊκή για τις επενδύσεις και άρα για τη μεγέθυνση του προϊόντος της

οικονομίας, εφόσον αυξάνει την οριακή ροπή προς κατανάλωση22 και άρα τη ζήτηση.

Τι συνεπάγονται αυτές οι θέσεις για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής; Οτι η

κοινωνική πολιτική δεν είναι επιζήμια για το οικονομικό σύστημα όπως πίστευαν οι

κλασικοί, ούτε δεύτερη καλύτερη επιλογή όπως πίστευαν και πιστεύουν οι

νεοκλασικοί θεωρητικοί της ευημερίας, αλλά λειτουργική για το σύστημα. Η αύξηση

των κοινωνικών δαπανών, ως τμήμα των συνολικών δημόσιων δαπανών, συντελεί

στην άμεση επέκταση της ζήτησης, ενώ η αναδιανομή του εισοδήματος προς όφελος

των φτωχότερων εισοδηματικών τάξεων οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα μέσω της

αύξησης της οριακής ροπής για κατανάλωση. Και όπως μόλις αναφέραμε, η επέκταση

της ζήτησης αυξάνει το ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας και την απασχόληση.

19 Δες την πρώτη παράγραφο του 24ου κεφαλαίου της Γενικής θεωρίας της απασχόλησης του τόκου και του χρήματος, Macmillan 1936, που αποτελεί το κυριότερο έργο του Κέυνς. 20 Η ζήτηση για τον Κέυνς έχει δύο συστατικά στοιχεία την καταναλωτική ζήτηση και την επενδυτική ζήτηση. Αυτό απεικονίζεται στην εξίσωση Y = C + I, όπου Y είναι το εισόδημα, C η κατανάλωση και I οι επενδύσεις. Το εισόδημα ταυτίζεται με τη ζήτηση. 21 Θα μπορούσαμε να αναπαραστήσουμε την αιτιώδη αλληλουχία ως εξής: Ζ→ Π → Α, όπου Ζ είναι η ζήτηση προϊόντων, Π η παραγωγή (προσφορά προϊόντων) και Α η απασχόληση. 22 Η οριακή ροπή για κατανάλωση είναι το τμήμα του εισοδήματος που καταναλώνεται. Το υπόλοιπο τμήμα του εισοδήματος αποταμιεύεται.

23

Page 24: κοινωνικη πολιτικη.pdf

3.4 Μαρξιστική θεωρία και πολιτική οικονομία του κοινωνικού κράτους

[Ακολουθεί συνοπτική παρουσίαση των κεφαλαίων 3 και 4 του βιβλίου του I. Gough,

The Political Economy of the Welfare State, Macmillan 1979].

Το κοινό στοιχείο σε όλες τις μαρξιστικές θεωρίες του κράτους είναι η υποταγή του

κράτους στο συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής και στην κυριάρχη τάξη ή τάξεις

αυτού του τρόπου. Με άλλα λόγια, η οικονομικά κυρίαρχη τάξη είναι επίσης και η

πολιτικά κυρίαρχη ή η άρχουσα τάξη.

Με ποιό τρόπο ο κρατικός μηχανισμός υπηρετεί τα συμφέροντα της οικονομικά

κυρίαρχης τάξης; Το κράτος χρειάζεται ένα βαθμό αυτονομίας από αυτήν την τάξη

προκειμένου να αντιπροσωπεύει με επάρκεια τα συμφέροντά της, από τη στιγμή που

υπάρχουν μερίδες στο εσωτερικό της που έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους επειδή

εκτός από κοινά έχουν και ιδιαίτερα συμφέροντα.

Το κράτος στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής λειτουργεί προς όφελος των

μακροπρόθεσμων συμφερόντων της αστικής τάξης ως σύνολο. Διαθέτει ένα βαθμό

αυτονομίας ως προς αυτήν την τάξη, προκειμένου να μπορεί να εκτελεί ένα

διαμεσολαβητικό και συμφιλιωτικό ρόλο μεταξύ των διαφορετικών μερίδων της και

των ιδιαίτερων συμφερόντων τους. Η σχετική αυτονομία που έχει το κράτος απέναντι

στα άμεσα και βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης και των μερίδων της

επιτρέπει στις εργαζόμενες τάξεις να κερδίζουν μία σειρά από μεταρρυθμίσεις.

Γιατί όμως το κράτος στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής λειτουργεί προς

όφελος της αστικής τάξης; Ο Miliband προβάλλει τους εξής τρεις λόγους.23 Πρώτον,

αυτοί που βρίσκονται στα ανώτατα αξιώματα του κράτους ανήκουν στην αστική

τάξη. Δεύτερον, υπάρχει ανισότητα ταξικής δύναμης μέσα στην καπιταλιστική

κοινωνία υπέρ της αστικής τάξης, η οποία μπορεί να ασκεί μεγαλύτερη πίεση/επιρροή

στον κρατικό μηχανισμό από τις υπόλοιπες τάξεις. Τρίτον, ο καπιταλιστικός τρόπος

παραγωγής επιβάλλει «δομικούς περιορισμούς» στη λειτουργία του κράτους δηλ. του

επιβάλλει να συμμορφώνεται προς τις απαιτήσεις της διαδικασίας συσσώρευσης του

κεφαλαίου. Το κράτος πρέπει να υπηρετεί τις ανάγκες αυτής της διαδικασίας, εφόσον

από το ρυθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου εξαρτώνται η ευρωστία της οικονομίας

και άρα τα δημόσια έσοδα από τη φορολογία, που με τη σειρά τους χρηματοδοτούν

τις δημόσιες δαπάνες. Αρα υπάρχει δομική σχέση μεταξύ κράτους και οικονομίας.

24

Page 25: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Κοινωνική πολιτική

Το κοινωνικό κράτος (ή κράτος ευημερίας) ορίζεται ως η χρήση κρατικής εξουσίας

προκειμένου να μεταβληθούν οι όροι αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης και να

συντηρηθεί ο μη εργαζόμενος πληθυσμός στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Τα βασικά

μέσα που διαθέτει είναι η άμεση παροχή επιδομάτων και υπηρεσιών, η παράλληλη

χρήση του φορολογικού συστήματος και η ρύθμιση των ιδιωτικών δραστηριοτήτων.

Οσον αφορά την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης,

• Το κράτος επηρεάζει το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων για την αγορά

καταναλωτικών αγαθών μέσω της φορολογίας και των συστημάτων κοινωνικής

ασφάλισης, ρυθμίζει τις ποιοτικές προδιαγραφές των προϊόντων, επιδοτεί ή

παρέχει άμεσα κοινωνικές υπηρεσίες είτε δωρεάν είτε σε χαμηλές τιμές. Με

όλους αυτούς τους τρόπους το κράτος ολοένα και περισσότερο ελέγχει το ύψος,

την κατανομή και το πρότυπο κατανάλωσης στις σύγχρονες καπιταλιστικές

κοινωνίες. Αλλά ο ρόλος του κράτους στην αναπαραγωγή της εργασιακής

δύναμης επεκτείνεται και πέραν των ποσοτικών διαστάσεων της αναπαραγωγής.

• Η αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης περιλαμβάνει και ένα ποιοτικό στοιχείο,

εφόσον η εργασία στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες απαιτεί ιδιαίτερες

μορφές κοινωνικοποίησης και συμπεριφοράς, ειδικές ικανότητες και δομές

προσωπικότητας. Από τις κοινωνικές υπηρεσίες, η εκπαίδευση, η κοινωνική

εργασία και τα προγράμματα κατάρτισης χρησιμοποιούνται ειδικά για να

εφοδιάσουν το εργατικό δυναμικό με τα χαρακτηριστικά που απαιτεί η εργασία.

• Τα παιδιά αποτελούν το εργατικό δυναμικό της επόμενης γενιάς και αυτός είναι

ένα λόγος που εξηγεί την επέκταση της κρατικής παρέμβασης σ’αυτόν τον τομέα.

Το κράτος βοηθά στην αναπαραγωγή των γενεών, δηλαδή την ανατροφή και την

κοινωνικοποιηση των παιδιών. Σχεδόν όλες οι κοινωνικές πολιτικές λαμβάνουν

υπόψη την ικανότητα των οικογενειών να αναθρέψουν τα παιδιά. Οχι μόνο η

εκπαιδευτική πολιτική αλλά και η πολιτική υγείας, στέγασης κλπ. περιέχουν

μέτρα που υποβοηθούν τις οικογένειες σ’αυτό τους το ρόλο.

Η συντήρηση του μη εργαζόμενου πληθυσμού αποτελεί το δεύτερο σκέλος του

κοινωνικού κράτους. Ολες οι κοινωνίες περιλαμβάνουν ομάδες ατόμων που είναι

ανίκανα προς εργασία για βιοπορισμό: παιδιά, ηλικιωμένοι, άνεργοι, ασθενείς,

23 Βλέπε R. Miliband, Marxism and Politics, Oxford University Press, 1977.

25

Page 26: κοινωνικη πολιτικη.pdf

ανάπηροι, πνευματικά καθυστερημένοι κλπ. και γι’αυτό όλες αναπτύσσουν

μηχανισμούς μεταβίβασης μέρους του κοινωνικού προϊόντος από τους άμεσους

παραγωγούς σ’αυτές τις ομάδες. Οι οικογενειακές και συγγενικές δομές έχουν παίξει

κομβικό ρόλο σ’αυτή τη μεταβίβαση σ’όλες τις κοινωνίες και συνεχίζουν να τον

παίζουν ακόμα και σήμερα. Αλλά αυτός όλο και περισσότερο υποκαθίσταται ή

ρυθμίζεται από μία ποικιλία κρατικών μέτρων. Αυτός είναι ένας πρωταρχικός τομέας

παρέμβασης του κοινωνικού κράτους σήμερα.

Στην πραγματικότητα το δεύτερο σκέλος του κοινωνικού κράτους δεν μπορεί να

διακριθεί αυστηρά από το πρώτο. Πρώτον, τα παιδιά είναι μία μη παραγωγική ομάδα,

που όμως αποτελεί τον μελλοντικό εργαζόμενο πληθυσμό. Συνεπώς η διαικασία

συντήρησης του μη εργαζόμενου πληθυσμού συγχέεται με αυτήν της αναπαραγωγής

της μελλοντικής εργασιακής δύναμης. Δεύτερον, πολλές άλλες ομάδες του μη

εργαζόμενου πληθυσμού είναι δυνητικά μέρος του εργατικού δυναμικού, όπως οι

ασθενείς εργάσιμης ηλικίας και οι άνεργοι, που αποτελούν μέρος του εφεδρικού

στρατού εργασίας.24

Παρ’όλ’αυτά, οι δύο βασικές λειτουργίες του κοινωνικού κράτους αντιστοιχούν

στις δύο βασικές απαιτήσεις όλων των ανθρώπινων κοινωνιών: την αναπαραγωγή του

εργαζόμενου πληθυσμού και τη συντήρηση του μη εργαζόμενου πληθυσμού. Το

κοινωνικό κράτος αποτελεί θεσμική απάντηση σ’αυτές τις δύο απαιτήσεις μέσα στις

ιδιαίτερες συνθήκες των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Ομως το κοινωνικό

κράτος δεν είναι ο μόνος κοινωνικός θεσμός που παίζει αυτόν το ρόλο. Επειδή το

ρόλο αυτό παίζουν κατά μεγάλο μέρος η οικογένεια και οι ευρύτερες συγγενικές

δομές, είναι ανάγκη να εξεταστούν οι αλληλοδιαπλοκές μεταξύ του καπιταλιστικού

τρόπου παραγωγής, της οικογένειας και του κοινωνικού κράτους.

Στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες η οικογένεια συνδύαζε τις παραγωγικές με τις

καταναλωτικές δραστηριότητες. Η εμφάνιση των καπιταλιστικών κοινωνικών

σχέσεων οδήγησε βαθμιαία σ’έναν πλήρη διαχωρισμό μεταξύ της σφαίρας της

παραγωγής και της σφαίρας της αναπαραγωγής, ανάμεσα στον άνδρα κουβαλητή και

στη γυναίκα νοικοκυρά. Η «σύγχρονη» οικογένεια αναπτύχθηκε τον 19ο αιώνα

μεταξύ των μεσαίων τάξεων, αλλά η σταθερότητά της μεταξύ των κατώτερων

24 Στη μαρξική θεωρία ο εφεδρικός στρατός αποτελεί μία μόνιμη πλεονάζουσα εργασιακή δύναμη που το κεφάλιο μπορεί να αξιοποιήσει ανά πάσα στιγμή και η οποία ασκεί πίεση πάνω στους μισθούς.

26

Page 27: κοινωνικη πολιτικη.pdf

εργαζόμενων τάξεων ήταν πάντα προβληματική. Η πρακτική της κοινωνικής

εργασίας και η δραστηριοποίηση των φιλανθρωπικών οργανώσεων εμφανίστηκαν

εκείνη την εποχή για να αντιμετωπίσουν την «αδυναμία προσαρμογής» της εργατικής

οικογένειας. Από αυτές τις πρακτικές ξεπήδησε στη συνέχεια ένας συνδυασμός

κοινωνικών δράσεων του κράτους που απέβλεπαν στη στήριξη της οικογένειας στο

ρόλο της να αναπαράγει και να συντηρεί τον πληθυσμό.

Ειδικές κρατικές πολιτικές με στόχο τη λειτουργία της οικογένειας και τις σχέσεις

στο εσωτερικό της ακολούθησαν την αρχική φάση κατασκευής μιας κοινωνικής

υποδομής. Η ταχεία συσσώρευση του κεφαλαίου κατά τη μεταπολεμική περίοδο είχε

ως συνέπεια τη βαθμιαία αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό

δυναμικό, οι περισσότερες εκ των οποίων ήσαν παντρεμένες, και τη σύγκρουση

μεταξύ των «δύο ρόλων των γυναικών» - της εργαζόμενης και της μητέρας.

Ταυτόχρονα το ποσοστό των διαζυγίων και χωρισμών ανήλθε σημαντικά, όπως και

αυτό των μονογονεϊκών οικογενειών. Οι μεταπολεμικές εξελίξεις στο πεδίο της

κοινωνικής πολιτικής και της κοινωνικής εργασίας για την οικογένεια αντανακλούν

την προσπάθεια του κράτους να ανταποκριθεί στις ανάγκες που προέκυψαν από τις

απρόβλεπτες αλλαγές στο ρόλο και τη λειτουργία της τελευταίας.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε, ότι το κοινωνικό κράτος εκφράζει μία νέα

σχέση μεταξύ του κράτους και της οικογένειας στη διαδικασία αναπαραγωγής της

εργασιακής δύναμης και συντήρησης του μη εργαζόμενου πληθυσμού, η οποία

διαμορφώνεται προοδευτικά στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες εξέλιξης των

αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών τον 20ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά το τέλος

του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι λειτουργίες του σύγχρονου κράτους και οι δαπάνες του κοινωνικού κράτους

Η άρρητη υπόθεση της όλης συζήτησης για τις λειτουργίες του κράτους είναι ότι η

ανάλυση υποδεικνύει τους προσδιοριστικούς παράγοντες της κρατικής δράσης, που

είναι οι λειτουργικές απαιτήσεις του κεφαλαίου. Σύμφωνα μ’αυτήν την ανάλυση, το

κράτος ανταποκρίνεται σ’αυτές τις απαιτήσεις. Ομως η υπόθεση αυτή είναι

αυθαίρετη και γι’αυτό η λειτουργικές θεωρίες του κράτους έχουν υποστεί κριτική.

Πράγματι, το γεγονός ότι κάποια λειτουργία, όπως π.χ. η αναπαραγωγή της

εργασιακής δύναμης, είναι απαραίτητη για τη συσσώρευση του κεφαλαίου δεν μας

λέει τίποτα για το αν το κράτος καλύπτει ή όχι αυτήν την ανάγκη του κεφαλαίου ή για

27

Page 28: κοινωνικη πολιτικη.pdf

το πώς την καλύπτει. Η διαπίστωση του τί συμβαίνει στην πράξη προϋποθέτει την

μελέτη του τρόπου με τον οποίο οι ανάγκες του κεφαλαίου μεταφράζονται σε

πολιτικές διεκδικήσεις και κρατικές πολιτικές. Ωστόσο, αν και οφείλουμε να

απορρίπτουμε κάθε λειτουργική ερμηνεία του κοινωνικού κράτους, παραμένει

χρήσιμο να οριοθετούμε τις λειτουργίες του κράτους, διότι αυτές μας υποδεικνύουν

τις τάσεις που λειτουργούν στο εσωτερικό του κράτους.

Ο James O’Connor25 διακρίνει δύο βασικές και συχνά αντιφατικές λειτουργίες

που το καπιταλιστικό κράτος προσπαθεί να υπηρετεί: τη συσσώρευση και τη

νομιμοποίηση. Ισχυρίζεται ότι «το κράτος πρέπει να προσπαθεί να διατηρεί ή να

δημιουργεί τις συνθήκες εκείνες που καθιστούν δυνατή την επικερδή συσσώρευση

του κεφαλαίου. Ομως, το κράτος πρέπει επίσης να προσπαθεί να διατηρεί ή να

δημιουργεί τις συνθήκες για κοινωνική αρμονία».

Οι κρατικές δαπάνες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες που αντιστοιχούν στις δύο

παραπάνω λειτουργίες: δαπάνες κοινωνικού κεφαλαίου (συσσώρευση) και δαπάνες

κοινωνικών εξόδων (νομιμοποίηση). Οι δαπάνες κοινωνικού κεφαλαίου με τη σειρά

τους υποδιαιρούνται σε δαπάνες κοινωνικής επένδυσης και σε δαπάνες κοινωνικής

κατανάλωσης. Ετσι συνολικά διακρίνουμε τρεις κατηγορίες κρατικών δαπανών:

i. Κοινωνική επένδυση: προγράμματα και υπηρεσίες που αυξάνουν την

παραγωγικότητα της εργασίας.

ii. Κοινωνική κατανάλωση: προγράμματα και υπηρεσίες που μειώνουν το κόστος

αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης.

iii. Κοινωνικά έξοδα: προγράμματα και υπηρεσίες που απαιτούνται για να

διατηρηθεί η κοινωνική αρμονία.

Οι δαπάνες για κοινωνικό κεφάλαιο (κοινωνική επένδυση και κοινωνική

κατανάλωση) είναι έμμεσα παραγωγικές για το ιδιωτικό κεφάλαιο, διότι αυξάνουν το

ποσοστό κέρδους και το ρυθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου, ενώ τα κοινωνικά

έξοδα αποτελούν μη παραγωγικές δαπάνες, παρ’όλο που είναι απαραίτητες για τα

μακροπρόθεσμα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Ολες σχεδόν οι κρατικές υπηρεσίες εμπλέκονται και στις δύο λειτουργίες και όλες

σχεδόν οι κρατικές δαπάνες είναι εν μέρει κοινωνική επένδυση, εν μέρει κοινωνική

κατανάλωση και εν μέρει κοινωνικά έξοδα.

25 J. O’Connor, The Fiscal Crisis of the State, St James Press, 1973.

28

Page 29: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Οι δραστηριότητες του κοινωνικού κράτους, σύμφωνα με τον O’Connor,

περιλαμβάνουν και αυτές και τις τρεις κατηγορίες δαπανών. Ενα μέρος των δαπανών

για την εκπαίδευση συνιστά κοινωνική επένδυση με το να ανεβάζει την

παραγωγικότητα της εργασίας, ένα άλλο μέρος όχι. Τα προγράμματα της κοινωνικής

ασφάλισης βοηθούν στην αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης (κοινωνική

κατανάλωση), ενώ οι εισοδηματικές μεταβιβάσεις στους φτωχούς βοηθούν στην

ειρήνευση και τον έλεγχο του πλεονάζοντος πληθυσμού (κοινωνικά έξοδα).

Σε τι μας χρησιμεύει η διάκριση των δαπανών σε κοινωνική επένδυση, κοινωνική

κατανάλωση και κοινωνικά έξοδα; Πρώτον μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε την

κοινωνική πολιτική σ’ένα ευρύτερο πλαίσιο κρατικών παρεμβάσεων. Οι κοινωνικές

υπηρεσίες που υποβοηθούν την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης αποτελούν

μέρος ενός μεγαλύτερου φάσματος κρατικών δράσεων, που υπηρετούν την ίδια

λειτουργία π.χ. συγκοινωνίες, ύδρευση και αποχέτευση, στο μέτρο που εξυπηρετούν

τις ανάγκες του εργαζόμενου πληθυσμού και όχι της παραγωγής. Οι κοινωνικές

πολιτικές που βοηθούν στη συντήρηση και τον έλεγχο του μη εργαζόμενου

πληθυσμού είναι μέρος ενός μεγαλύτερου φάσματος κρατικών παρεμβάσεων, που

περιλαμβάνουν τη δικαιοσύνη και την αστυνομία.

Δεύτερον, μας επιτρέπει να αναλύουμε τις συγκρούσεις μεταξύ των λειτουργιών

του κράτους και την εκδήλωσή τους στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής. Για

παράδειγμα, ο προσδιορισμός του ύψους των κοινωνικών εισφορών και των

κοινωνικών επιδομάτων και η κατανομή του βάρους της χρηματοδότησής τους

μεταξύ επιχειρήσεων, εργαζομένων και κρατικού προϋπολογισμού καθορίζονται με

βάση οικονομικές (συσσώρευση) και κοινωνικές (αναπαραγωγή) στοχεύσεις, οι

οποίες μπορεί να εναρμονίζονται ή και να συγκρούονται μεταξύ τους. Αλλο

παράδειγμα: ένα εκπαιδευτικό σύστημα προσανατολισμένο στις παραγωγικές

απαιτήσεις της οικονομίας (συσσώρευση) μπορεί να μην υπηρετεί το στόχο

ενσωμάτωσης και κοινωνικοποίησης των νέων (νομιμοποίηση).

Κατά συνέπεια υπάρχουν ενδημικές συγκρούσεις στο εσωτερικό της κοινωνικής

πολιτικής μεταξύ των τριών στόχων της ενίσχυσης της συσσώρευσης του κεφαλαίου,

της διευκόλυνσης της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης και της νομιμοποίησης

του ευρύτερου κοινωνικού συστήματος.

29

Page 30: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Η ιστορική προέλευση του κοινωνικού κράτους

Οι λειτουργίες που επιτελούν οι κοινωνικές πολιτικές οφείλουν πάντοτε να

διακρίνονται από την ιστορική τους προέλευση. Η ταξική πάλη και οι απαιτήσεις της

συσσώρευσης του κεφαλαίου είναι οι παράγοντες που καθορίζουν την υιοθέτηση και

εφαρμογή κοινωνικών πολιτικών από το κράτος σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές.

Ο ρόλος της πίεσης που ασκείται από τις κυριαρχούμενες τάξεις και άλλες

οργανωμένες ομάδες πίεσης που συνδέονται με τις τελευταίες έχει αναγνωριστεί ως

σημαντικός παράγοντας που εξηγεί την υιοθέτηση μέτρων κοινωνικής πολιτικής.

Παρ’όλ’αυτά, οι τρόποι που η ταξική πίεση γεννά κοινωνικές μεταρρυθμίσεις είναι

πολλοί και ποικίλοι. Στο ένα άκρο του φάσματος, οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να

εισάγονται ως άμεσο αποτέλεσμα μιας μαζικής εξω-κοινοβουλευτικής δράσης. Στο

άλλο άκρο του φάσματος, οι μεταρρυθμίσεις μπορεί να επινοούνται από τους

εκπροσώπους της άρχουσας τάξης στους κόλπους του κράτους, με στόχο να

αναχαιτίσουν την επικίνδυνη επέκταση ενός ανεξάρτητου ταξικού κινήματος και

γι’αυτό μπορεί να συναντήσουν την αντίσταση των κυριαρχούμενων τάξεων.

Στις καπιταλιστικές κοινωνίες η ταξική δομή είναι περισσότερο σύνθετη από αυτό

που υπαινίσσεται η δυϊστική αντίθεση κεφαλαίου – (μισθωτής) εργασίας, δεδομένου

ότι ούτε η αστική ούτε η εργατική τάξη δεν είναι ομοιογενείς και γι’αυτό οι

διαφορετικές μερίδες και τμήματά τους μπορεί να έχουν διαφορετικές διεκδικήσεις.

Οταν αναφερόμαστε στην ταξική πάλη οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι ο κεντρικός

πυρήνας της εργατικής τάξης στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες είναι η

συνδικαλισμένη εργατική τάξη που αποτελείται κυρίως από χειρώνακτες μισθωτούς.

Η ταξική πάλη εκφράζεται εν μέρει μέσω της πολιτικής σφαίρας στις αναπτυγμένες

καπιταλιστικές χώρες μέσα από το κομματικό σύστημα.

Η ταξική πάλη δεν μπορεί να εξηγήσει από μόνη της την ιστορική προέλευση και

την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους. Διότι υπάρχουν επιτακτικές ανάγκες που

γεννώνται από τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου και δεν μπορούν να τις

αναλάβουν οι μεμονωμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, υπάρχουν άφθονα

παραδείγματα όπου οι κοινωνικές πολιτικές εισήχθησαν από το κράτος με στόχο τη

διατήρηση των καπιταλιστικών σχέσεων ενάντια στα συμφέροντα της εργατικής

τάξης ή όπου οι πολιτικές αυτές προσαρμόστηκαν ώστε να εξυπηρετούν τα

συμφέροντα του κεφαλαίου, ενώ στην αρχή ήταν προϊόν των διεκδικήσεων της

30

Page 31: κοινωνικη πολιτικη.pdf

εργατικής τάξης. Επίσης υπάρχουν πολλά ιστορικά παραδείγματα, όπου οξυδερκείς

εκπρόσωποι της αστικής τάξης αντιλαμβάνονται την ανάγκη παρέμβασης του

κράτους για τη διευκόλυνση της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης.

Θα μπορούσαμε λοιπόν συνοψίζοντας να πούμε ότι δύο είναι οι σημαντικοί

παράγοντες που εξηγούν την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους:

• Ο βαθμός ταξικής πάλης και, ειδικότερα, η ένταση και η μορφή του αγώνα της

εργατικής τάξης.

• Η ικανότητα του καπιταλιστικού κράτους να διαμορφώνει και να εφαρμόζει

πολιτικές με στόχο την εξασφάλιση της μακροπρόθεσμης αναπαραγωγής των

καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.

Η σχετική σημασία των δύο προαναφερθέντων παραγόντων ποικίλλει ανάλογα με

τις συγκεκριμένες πολιτικές και τα μέτρα και τις συνθήκες που επικρατούν σε μία

χώρα τη δεδομένη ιστορική στιγμή που αυτές υιοθετούνται.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις όπου η εισαγωγή κοινωνικών

πολιτικών και μέτρων ήταν το αποτέλεσμα συνδυασμένων πιέσεων του κεφαλαίου

και της μισθωτής εργασίας. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί με δύο λανθασμένους

τρόπους. Ο πρώτος αντιπροσωπεύει την εξελικτική άποψη, που θεωρεί ότι το

κοινωνικό κράτος εκφράζει την εναρμόνιση των κοινωνικών συμφερόντων. Ο

δεύτερος αντιπροσωπεύει την άποψη ορισμένων μαρξιστών, που θεωρούν ότι η

ταξική πάλη για μεταρρυθμίσεις στο πεδίο του κοινωνικού κράτους πάντοτε

λειτουργεί σε τελευταία ανάλυση προς όφελος των συμφερόντων του κεφαλαίου.

Η ανάλυση του Gough οδηγεί σε μία εναλλακτική ερμηνεία της «σύμπτωσης

συμφερόντων» μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η απειλή που αντιπροσωπεύει ένα

ισχυρό κίνημα της εργατικής τάξης ωθεί την άρχουσα τάξη να σκεφτεί στρατηγικά

και με όρους κοινωνικής συνοχής και να αναδιαρθρώσει τον κρατικό μηχανισμό

γι’αυτό το σκοπό. Οι χώρες που είχαν την ιστορική εμπειρία ισχυρών και κεντρικών

αμφισβητήσεων της καπιταλιστικής ταξικής εξουσίας είναι και αυτές που ανέπτυξαν

έναν ενοποιημένο κρατικό μηχανισμό για να αντιμετωπίσει αυτήν την πρόκληση.4.

31

Page 32: κοινωνικη πολιτικη.pdf

4. ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ

Η νεοκλασσική οικονομική θεωρία της ευημερίας συνοψίζεται σε δύο θεμελιώδη

θεωρήματα. Πρώτον, σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, οι αγορές οδηγούν στην

άριστη κατανομή των πόρων, δηλαδή σ’αυτήν που εξασφαλίζει τη μέγιστη

αποτελεσματικότητα. Αριστη κατανομή είναι αυτή που έχει την εξής ιδιότητα: δεν

υπάρχει αναδιάταξη πόρων που να βελτιώνει τη θέση κάποιου, χωρίς την ίδια στιγμή

να χειροτερεύει τη θέση κάποιου άλλου. Οι κατανομές πόρων με την παραπάνω

ιδιότητα ονομάζονται αποτελεσματικές κατά Pareto26 ή άριστες κατά Pareto.

Δεύτερον, αν η διανομή εισοδήματος σε μία ανταγωνιστική οικονομία δεν είναι η

επιθυμητή, αυτό δεν οφείλεται στην αγορά αλλά στην αρχική διανομή του πλούτου.

Αρα δεν χρειάζεται το κράτος να υποκαταστήσει ή να διορθώσει το μηχανισμό της

αγοράς. Αρκεί να αναδιανείμει τον πλούτο27 και να αφήσει τα υπόλοιπα στην

ανταγωνιστική αγορά. Αυτό το θεώρημα δίνει τη μείζονα αιτιολόγηση για την

εμπιστοσύνη στο μηχανισμό της αγοράς τόσο ως προς την άριστη κατανομή των

πόρων όσο και ως προς τη δίκαια διανομή του προϊόντος.

Για τους νεοκλασσικούς, η αιτία που η τέλεια ανταγωνιστική αγορά οδηγεί σε μία

άριστη κατά Pareto κατανομή των πόρων βρίσκεται στο σύστημα των τιμών, που

διαμορφώνεται από τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης. Οι τιμές

λειτουργούν ως κίνητρα ή αντικίνητρα, που ωθούν τα άτομα και τις επιχειρήσεις σε

αποφάσεις που ναι μεν αποβλέπουν στη μεγιστοποίηση του δικού τους οφέλους, στο

σύνολό τους όμως κατατείνουν στη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας.

Ωστόσο, όλοι σχεδόν οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι σήμερα – εκτός από τους

ακραίους φιλελεύθερους – έχουν εγκαταλείψει την ιδέα ότι ο πραγματικός

οικονομικός ανταγωνισμός μπορεί να προσεγγίσει τον τέλειο. Αντίθετα επισημαίνουν

τις ατέλειες και αδυναμίες που εμφανίζουν οι αγορές, πολλές εκ των οποίων είναι

εγγενείς. Υπ’αυτές τις συνθήκες, το σύστημα της αγοράς οδηγεί σε σοβαρή απόκλιση

από το στόχο της μεγιστοποίησης της αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής

ευημερίας.28 Η απόκλιση αυτή μπορεί να διορθρωθεί με κρατική παρέμβαση.

26 Ιταλός οικονομολόγος που έζησε μεταξύ 1848 και 1923 και επεξεργάστηκε το παραπάνω κριτήριο αριστοποίησης της κατανομής των πόρων. 27 Πλούτος είναι το συσσωρευμένο εισόδημα. 28 Για παράδειγμα, η αγορά αδυνατεί να εφοδιάζει την κοινωνία με ορισμένα αγαθά συλλογικής κατανάλωσης (εθνική άμυνα, δρόμοι, δημόσια τάξη κλπ.), ενώ για άλλα αγαθά (εκπαίδευση, υγεία,

32

Page 33: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Στην πρώτη παράγραφο αυτού του κεφαλαίου θα δούμε πώς οι νεοκλασικοί

προσδιορίζουν την ποσότητα που πρέπει να παραχθεί ένα προϊόν, ώστε η κοινωνία να

μη σπαταλά τους πόρους της. Στη δεύτερη παράγραφο θα παρουσιάσουμε τις

συνθήκες που πρέπει να ισχύουν για μία άριστη κατανομή των πόρων μεταξύ

διαφορετικών προϊόντων και τα επιχειρήματα των νεοκλασικών για το ότι οι τέλεια

ανταγωνιστικές αγορές εξασφαλίζουν αποτελεσματικότητα ως προς την κατανομή

των πόρων. Στην τρίτη παράγραφο θα εκθέσουμε αναλυτικά τα επιχειρήματά τους για

την ανάγκη κρατικής παρέμβασης σε περίπτωση αδυναμιών και ατελειών της αγοράς.

Στην τελευταία παράγραφο θα δούμε πώς προσεγγίζουν οι διαφορετικές θεωρητικές

σχολές της οικονομικής σκέψης τη σχέση αποτελεσματικότητας-δικαιοσύνης.

4.1 Αποτελεσματική κατανομή πόρων - ποσότητα παραγωγής ενός προϊόντος

Ποιά είναι η ποσότητα στην οποία πρέπει να παραχθεί ένα προϊόν ώστε να θεωρείται

ότι η κοινωνία έχει κατανείμει αποτελεσματικά τους πόρους της; Η νεοκλασσική

θεωρία της ευημερίας απαντά σ’αυτό το ερώτημα εξετάζοντας τον τρόπο με τον

οποίο τόσο το όφελος όσο και το κόστος μεταβάλλονται με τις αυξομειώσεις του

επιπέδου κατανάλωσης και παραγωγής ενός προϊόντος.

Ξεκινώντας από τη λογική παραδοχή ότι τα οφέλη είναι επιθυμητά και τα κόστη

είναι καλό να αποφεύγονται, καταλήγουμε στο ότι η ποσότητα που η κοινωνία πρέπει

λογικά να επιλέξει να παράγει ένα αγαθό είναι αυτή για την οποία το καθαρό

κοινωνικό όφελος - που ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ κοινωνικού οφέλους από την

κατανάλωση και κοινωνικού κόστους από την παραγωγή - είναι το μέγιστο δυνατό.

Οταν το καθαρό κοινωνικό όφελος είναι το μέγιστο δυνατό, τότε το επίπεδο

παραγωγής θεωρείται αποτελεσματικό. Η συνολική κοινωνική αποτελεσματικότητα

στην κατανομή των πόρων επιτυγχάνεται, όταν η ποσότητα στην οποία παράγεται

κάθε προϊόν αντιστοιχεί στο αποτελεσματικό επίπεδο παραγωγής του.

Αν κοιτάξουμε τη συμπεριφορά ενός ατομικού καταναλωτή ενός προϊόντος π.χ.

μαρμελάδας, τότε το πιο πιθανό είναι να παρατηρήσουμε ότι το όφελος που αυτός

αντλεί από την κατανάλωση μαρμελάδας μεταβάλλεται ανάλογα με την ποσότητα

που τρώει. Το συνολικό του όφελος αυξάνεται όσο αυξάνεται η κατανάλωση. Ομως,

το όφελος που αντλείται από κάθε πρόσθετη ποσότητα μαρμελάδας μικραίνει, όσο οι

αμεσότερες ανάγκες του ικανοποιούνται. Κάθε επιπλέον γραμμάριο μαρμελάδας του

συγκοινωνίες κλπ.) δεν εξασφαλίζει τις κοινωνικά επιθυμητές ποσότητες. Επίσης, δεν εγγυάται την

33

Page 34: κοινωνικη πολιτικη.pdf

αποφέρει μικρότερο όφελος από το προηγούμενο. Αν ορίσουμε την τελευταία μονάδα

κατανάλωσης μαρμελάδας σε κάθε επίπεδο κατανάλωσης ως οριακή μονάδα, τότε

μπορούμε γενικά να πούμε ότι το όφελος που αντλείται από την οριακή μονάδα –

δηλαδή το οριακό όφελος – μειώνεται, όσο η ποσότητα μαρμελάδας που

καταναλώνεται αυξάνεται.

Μπορούμε να επεκτείνουμε την ανάλυση πέρα από τον ατομικό καταναλωτή στην

κοινωνία ως σύνολο. Αν ορίσουμε το συνολικό κοινωνικό όφελος ως το άθροισμα

των συνολικών ατομικών οφελών όλων των καταναλωτών μαρμελάδας, μπορούμε να

προσθέσουμε τα ατομικά οφέλη για να καταλήξουμε στο συνολικό κοινωνικό όφελος.

Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να αθροίσουμε τα οριακά ατομικά οφέλη για να βρούμε

το οριακό κοινωνικό όφελος.29 Οι γενικές αρχές της ανάλυσης δεν διαφοροποιούνται

με το πέρασμα από το ατομικό στο κοινωνικό επίπεδο. Οπως και ο ατομικός

καταναλωτής, έτσι η κοινωνία ως σύνολο αντλεί μικρότερο όφελος από κάθε οριακή

μονάδα όσο αυξάνεται το συνολικό επίπεδο κατανάλωσης μαρμελάδας.

Ας έλθουμε τώρα στα κόστη που συνεπάγεται η παραγωγή μαρμελάδας, δηλαδή

στην αξία των πόρων (εργασία, γη, πάγιο κεφάλαιο) που αναλώνονται. Οσον αφορά

την ατομική επιχείρηση, αναμένουμε ότι το κόστος παραγωγής της αυξάνεται καθώς

αυξάνεται το επίπεδο παραγωγής, διότι η επιχείρηση χρειάζεται να απασχολεί

μεγαλύτερη ποσότητα πόρων. Αλλά πώς μεταβάλλεται το κόστος παραγωγής μιας

επιπλέον μονάδας προϊόντος – το οριακό κόστος – όταν το επίπεδο παραγωγής

αυξάνεται; Πολυάριθμες μελέτες οικονομολόγων έχουν δείξει ότι, στο βραχυχρόνιο

διάστημα, ενώ το οριακό κόστος παραγωγής αρχικά μπορεί να μειώνεται, πέρα από

ένα ορισμένο επίπεδο παραγωγής γίνεται όλο και δυσκολότερο να επεκτείνει κανείς

πλήρη απασχόληση των κοινωνικών πόρων ούτε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. 29 Η άθροιση των οφελών προϋποθέτει ενιαία μονάδα μέτρησης και αυτή είναι συνήθως η μονάδα του χρήματος (π.χ. δραχμή). Ομως, αυτή η επιλογή μπορεί να παρουσιάζει προβλήματα όταν τα άτομα δεν δίνουν ίση αξία στη μονάδα του χρήματος. Γενικότερα, έχει αμφισβητηθεί από πολύ παλιά η δυνατότητα διαπροσωπικής σύγκρισης της χρησιμότητας. Εντονη αμφισβήτηση στο εσωτερικό της νεοκλασσικής θεωρίας διατυπώθηκε από τον Παρέτο το 1896-1897. Αυτός θεωρούσε ότι η ένταση της ικανοποίησης είναι υποκειμενικό αίσθημα που δεν μπορεί να προσδιοριστεί αριθμητικά ούτε να αθροιστεί με βάση μία κλίμακα κοινή για όλα τα άτομα. Αυτό οδηγούσε σε αδυναμία προσδιορισμού της συνάρτησης κοινωνικής χρησιμότητας-ευημερίας-οφέλους. Το πρόβλημα προσδιορισμού της κοινωνικής συνάρτησης χρησιμότητας-ευημερίας-οφέλους, που προκύπτει από την αδυναμία άθροισης των ατομικών συναρτήσεων οφέλους έχει αντιμετωπιστεί από την οικονομική θεωρία μέσω της προσφυγής στη διαδικασία δημόσιας επιλογής μέσω της ψήφου και της πολιτικής δραστηριότητας. Ωστόσο τα αποτελέσματα και αυτής της προσπάθειας είναι αμφιλεγόμενα.

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η ανάλυση που παρουσιάζουμε σ’αυτό το σημείο του κειμένου είναι συμβατική και αποσκοπεί στο να κατανοήσουμε τις βασικές έννοιες της νεοκλασσικής οικονομικής θεωρίας της ευημερίας.

34

Page 35: κοινωνικη πολιτικη.pdf

την παραγωγή χωρίς να επιφέρει μεγαλύτερο κόστος ανά μονάδα προϊόντος. Αυτό το

φαινόμενο αποκαλείται «φθίνουσες αποδόσεις κλίμακας» και προκαλείται από

διάφορους παράγοντες, όπως η ανάγκη να καταβληθούν υψηλότεροι μισθοί

προκειμένου να παρακινηθούν οι εργαζόμενοι να κάνουν υπερωρίες ή να προσληφθεί

γρήγορα νέο προσωπικό και η ανάγκη αγοραστούν καινούργια μηχανήματα ή να

τεθεί σε λειτουργία παλαιότερος και γι’αυτό λιγότερο αποδοτικός μηχανικός

εξοπλισμός καθώς αυξάνεται η παραγωγή. Κατά συνέπεια, για ένα μεγάλο εύρος

παραγωγής, μία επιχείρηση αναμένεται να αντιμετωπίζει αυξανόμενο οριακό κόστος.

Τώρα, με τον ίδιο τρόπο που αθροίσαμε τα ατομικά οφέλη των καταναλωτών για

να βρούμε το κοινωνικό όφελος, έτσι μπορούμε να αθροίσουμε τα ατομικά κόστη των

επιχειρήσεων για να βρούμε το συνολικό κόστος παραγωγής της βιομηχανίας

μαρμελάδας. Αν επιπλέον υποθέσουμε ότι όλα τα κόστη παραγωγής μαρμελάδας

φέρονται αποκλειστικά από την αντίστοιχη βιομηχανία, το συνολικό κόστος

παραγωγής της βιομηχανίας μαρμελάδας είναι και το συνολικό κοινωνικό κόστος.

Παρομοίως, τα ατομικά οριακά κόστη παραγωγής μαρμελάδας μπορούν να

αθροιστούν για να δώσουν το κοινωνικό οριακό κόστος για κάθε επίπεδο παραγωγής.

Το κοινωνικά αποτελεσματικό επίπεδο παραγωγής, όπως αναφέραμε παραπάνω,

είναι το σημείο όπου το καθαρό κοινωνικό όφελος, δηλαδή η διαφορά μεταξύ

συνολικού κοινωνικού οφέλους και συνολικού κοινωνικού κόστους, είναι το μέγιστο.

Στο διάγραμμα 1 φαίνεται ότι το σημείο αυτό είναι εκείνο όπου το οριακό

κοινωνικό όφελος ισούται με το οριακό κοινωνικό κόστος. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Διότι όσο το οριακό κοινωνικό όφελος μιας μονάδας προϊόντος είναι μεγαλύτερο από

το οριακό κοινωνικό κόστος, η κοινωνία θα κερδίζει από την παραπάνω παραγωγή,

εφόσον κάθε μονάδα θα προσθέτει περισσότερο στο συνολικό κοινωνικό όφελος

παρά στο συνολικό κοινωνικό κόστος. Η συνολική αποτελεσματικότητα

επιτυγχάνεται όταν όλα τα προϊόντα παράγονται στο αποτελεσματικό επίπεδο

παραγωγής τους και έτσι είναι αδύνατο να αυξηθεί το καθαρό κοινωνικό όφελος από

την ανακατανομή πόρων.

35

Page 36: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Διάγραμμα 1. Οφέλη και κόστη από την κατανάλωση-παραγωγή μαρμελάδας

ΣΚΟ ΣΚΚ

Συνολικό κοινωνικό κόστος και όφελος

ΟΚΚ

ΟΚΟ

Μέγιστο καθαρό κοινωνικό όφελος

Ποσότητα μαρμελάδας

Οριακό κοινωνικό κόστος και οριακό κοινωνικό όφελος (ευρώ)

Ποσότητα μαρμελάδας

ΣΚΚ=συνολικό κοινωνικό κόστος ΣΚΟ=συνολικό κοινωνικό όφελος ΟΚΚ=οριακό κοινωνικό κόστος ΟΚΟ=οριακό κοινωνικό όφελος

36

Page 37: κοινωνικη πολιτικη.pdf

4.2 Η άριστη/αποτελεσματική κατά Pareto κατανομή των πόρων 30

Για την κατά Pareto άριστη κατανομή των πόρων απαιτείται αποτελεσματικότητα:

στη σφαίρα της κατανάλωσης (αποτελεσματικότητα ανταλλαγής)

στη σφαίρα της παραγωγής (αποτελεσματικότητα παραγωγής)

στο σύνολο της οικονομίας (αποτελεσματικότητα της σύνθεσης του προϊόντος).

Αποτελεσματικότητα ανταλλαγής

Η αποτελεσματικότητα ανταλλαγής αναφέρεται στον τρόπο κατανομής μιας δέσμης

αγαθών μεταξύ των ατόμων μιας κοινωνίας. Μία κατανομή των προς κατανάλωση

αγαθών είναι άριστη, σύμφωνα με το κριτήριο του Pareto, αν καμία άλλη δεν θα

μπορούσε να αυξήσει τη συνολική ικανοποίηση ενός ή περισσοτέρων ατόμων χωρίς

να μειώσει την ικανοποίηση κάποιου άλλου. Αναγκαία συνθήκη αριστοποίησης είναι

οι οριακοί λόγοι υποκατάστασης όλων των ατόμων μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αγαθών

να είναι οι ίδιοι, οπότε και επιτυγχάνεται αποτελεσματικότητα ανταλλαγής.

Αν Χ και Ψ είναι δύο οποιαδήποτε αγαθά, τότε τους οριακούς λόγους

υποκατάστασης του Χ με Ψ συμβολίζουμε με MRSχψ (marginal rate of substitution)

και η συνθήκη αριστοποίησης στη σφαίρα της κατανάλωσης γράφεται ως:

MRSΑχψ= MRSΒ

χψ = …= MRSΝχψ,

όπου Α,Β,…Ν τα άτομα της κοινωνίας.

Η λογική ερμηνεία της συνθήκης αριστοποίησης είναι η εξής. Εστω ότι ο οριακός

λόγος υποκατάστασης του Χ με Ψ για τον Α είναι 2 και για τον Β είναι 1, δηλαδή ο Α

θα μπορούσε να θυσιάσει δύο μονάδες από το αγαθό Χ για να αποκτήσει μία

πρόσθετη μονάδα του αγαθού Ψ (Ψ=2Χ), ενώ ο Β θα μπορούσε να θυσιάσει μόνο μία

μονάδα του Χ για τον ίδιο λόγο (Ψ=Χ). Σ’αυτήν την περίπτωση η ανταλλαγή αγαθών

είναι συμφέρουσα και για τα δύο άτομα, διότι αυξάνει την ευημερία τους. Ο Α θα

είναι πρόθυμος να ανταλλάξει μονάδες Χ με μονάδες Ψ, ενώ ο Β το αντίστροφο.

Γιατί αυτό; Διότι αν, για παράδειγμα, ο Α δώσει δύο μονάδες Χ στον Β, μπορεί να

αποκτήσει όχι μόνο μία αλλά δύο μονάδες Ψ κι έτσι να αυξήσει την ευημερία του. Αν

τώρα ο Β δώσει μία μονάδα Ψ στον Α θα αποκτήσει δύο μονάδες Χ αντί για μία κι

έτσι θα αυξήσει την ευημερία του. Η ανακατανομή των ποσοτήτων των δύο αγαθών

30 Για την πληρέστερη κατανόηση του θέματος που πραγματευόμαστε σ’αυτήν την παράγραφο, καλό είναι να συμβουλευτείτε το κεφάλαιο 2 του βιβλίου του Καράγιωργα και το κεφάλαιο 3 του βιβλίου του Stiglitz (δέστε τη βιβλιογραφία στην αρχή των σημειώσεων).

37

Page 38: κοινωνικη πολιτικη.pdf

μεταξύ των Α και Β προκαλεί μείωση του οριακού λόγου υποκατάστασης του Χ με Ψ

για τον Α και αύξησή του για τον Β. Αιτία είναι η μείωση της οριακής χρησιμότητας

του Ψ για τον Α, όσο αυτός αυξάνει την κατανάλωση αυτού του αγαθού αγοράζοντάς

το από τον Β, και η αύξηση της οριακής χρησιμότητας του Ψ για τον Β, όσο αυτός

μειώνει την κατανάλωση του ίδιου αγαθού επειδή το πουλά στον Α. Η ανταλλαγή

αγαθών μεταξύ Α και Β θα συνεχιστεί, μέχρις ότου εξισωθούν οι οριακοί τους λόγοι

υποκατάστασης μεταξύ των δύο αγαθών.

Γιατί, σύμφωνα με τους νεοκλασικούς, οι τελείως ανταγωνιστικές αγορές

εξασφαλίζουν αποτελεσματικότητα ανταλλαγής; Διότι όλα τα άτομα αντιμετωπίζουν

στην αγορά τις ίδιες σχετικές τιμές των αγαθών και υπηρεσιών και, προκειμένου να

μεγιστοποιήσουν το συνολικό τους όφελος (χρησιμότητα, ικανοποίηση, ευημερία)

κάτω από τους εισοδηματικούς τους περιορισμούς, εξισώνουν τους οριακούς λόγους

υποκατάστασης ενός αγαθού με κάποιο άλλο με τις σχετικές τιμές αυτών των

δαγαθών. Αυτό αποδεικνύεται με τη βοήθεια του παρακάτω διαγράμματος.

Διάγραμμα 2. Καθορισμός του καταναλωτικού συνδυασμού αγαθών ενός ατόμου

Ποσότητα Ψ Δ Γ Ο Α Β Ποσότητα Χ

Καμπύλες αδιαφορίας

Εισοδηματικός περιορισμός (Υ)

Στο παραπάνω διάγραμμα απεικονίζεται ο χάρτης των καμπυλών αδιαφορίας ενός

καταναλωτή ως προς διαφορετικούς συνδυασμούς καταναλισκόμενων ποσοτήτων

των αγαθών Χ και Ψ.31 Η ευθεία γραμμή που τέμνει τους δύο άξονες στα σημεία Β

31 Ως καμπύλη αδιαφορίας ορίζουμε το γεωμετρικό τόπο όλων των συνδυασμών καταναλισκόμενων ποσοτήτων δύο αγαθών Χ και Ψ έναντι των οποίων ένας συγκεκριμένος καταναλωτής είναι αδιάφορος, διότι του παρέχουν το ίδιο επίπεδο χρησιμότητας. Μπορούμε να κατασκευάσουμε για κάθε καταναλωτή ένα χάρτη καμπυλών αδιαφορίας, στον οποίο κάθε καμπύλη αντιστοιχεί σε διαφορετικό επίπεδο χρησιμότητας.

38

Page 39: κοινωνικη πολιτικη.pdf

και Δ αποτελεί τη γραμμή εισοδηματικού περιορισμού του ατόμου.32 Με εισόδημα Υ

το άτομο μπορεί να αγοράσει ΟΒ μονάδες του αγαθού Χ, αν αποφασίσει ότι θέλει να

καταναλώνει μόνο το αγαθό Χ, ή ΟΔ μονάδες του αγαθού Ψ, αν αποφασίσει ότι θέλει

να καταναλώνει μόνο το αγαθό Ψ. Στην πραγματικότητα, το άτομο αυτό θα επιλέξει

να καταναλώσει ΟΑ μονάδες Χ και ΟΒ μονάδες Ψ, διότι μ’αυτόν το συνδυασμό

μεγιστοποιείται η ωφέλεια (χρησιμότητα) που αυτό αποκομίζει, δεδομένου του

εισοδηματικού του περιορισμού. Ο συνδυασμός ορίζεται από το σημείο που η ευθεία

εισοδηματικού περιορισμού εφάπτεται στην υψηλότερη καμπύλη αδιαφορίας. Στο

σημείο εκείνο ο οριακός λόγος υποκατάστασης των δύο αγαθών ισούται με την κλίση

της καμπύλης αδιαφορίας. Δηλαδή:

dΨ/dΧ = ΟΔ/ΟΒ

και επειδή ΟΔ=Υ/PΨ και ΟΒ=Υ/PΧ, όπου PΧ και PΨ οι τιμές των Χ και Ψ αντίστοιχα,

⇒dΨ/dΧ = (Υ/PΨ)/(Υ/PΧ) = PΧ/PΨ

Αρα οι μονάδες του Χ, που το άτομο είναι αποφασισμένο να θυσιάσει στο σημείο

ισορροπίας ώστε να αποκτήσει μία πρόσθετη μονάδα Ψ, ισούνται με το λόγο των

σχετικών τιμών PΧ/PΨ. Αφού όλα τα άτομα αντιμετωπίζουν τις ίδιες σχετικές τιμές,

τότε στο σημείο ισορροπίας θα έχουν όλα τον ίδιο οριακό λόγο υποκατάστασης του Χ

με Ψ, αν και οι καταναλωτικοί τους συνδυασμοί θα διαφέρουν ανάλογα με τις

προτιμήσεις τους και το εισόδημα που διαθέτουν.

Αποτελεσματικότητα παραγωγής

Η αποτελεσματικότητα παραγωγής αφορά την κατανομή των υπαρχόντων πόρων,

που χρησιμοποιούνται ως εισροές για την παραγωγή αγαθών, μεταξύ εναλλακτικών

παραγωγικών χρήσεων. Στη σφαίρα της παραγωγής, μία κατάσταση είναι άριστη

σύμφωνα με το κριτήριο του Pareto, αν καμία ανακατανομή των περιορισμένων και

βραχυχρόνια σταθερών πόρων δεν θα μπορούσε να αυξήσει έστω και κατά μία

μονάδα την παραγωγή ενός αγαθού χωρίς να μειώσει την παραγωγή κάποιου άλλου.

Αναγκαία συνθήκη αριστοποίησης είναι ο οριακός λόγος υποκατάστασης μεταξύ

διαφορετικών εισροών να είναι ίδιος για όλα τα προϊόντα.

Σύμφωνα με τους νεοκλασικούς, οι τέλεια ανταγωνιστικές αγορές εξασφαλίζουν

αποτελεσματικότητα στη σφαίρα της παραγωγής. Γιατί συμβαίνει αυτό; Βάσει της

32 Η γραμμή εισοδηματικού περιορισμού είναι ο γεωγραφικός τόπος των συνδυασμών ποσοτήτων των αγαθών Χ και Ψ, των οποίων η αγορά συνεπάγεται για τον καταναλωτή το ίδιο μέγεθος δαπάνης εισοδήματος.

39

Page 40: κοινωνικη πολιτικη.pdf

νεοκλασικής θεωρίας, οι επιχειρήσεις επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους

μέσω της ελαχιστοποίησης του κόστους παραγωγής. Αυτό προϋποθέτει ότι οι εισροές

(γη, εργασία, κεφάλαιο) αμείβονται σύμφωνα με το οριακό τους προϊόν, δηλαδή η

τιμή τους εξισούται με το τελευταίο. Ο οριακός λόγος υποκατάστασης των εισροών

ισούται με το λόγο των τιμών τους. Οταν οι αγορές είναι ανταγωνιστικές όλες οι

επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τις ίδιες τιμές και άρα όλες θα έχουν τον ίδιο οριακό

λόγο υποκατάστασης μεταξύ των εισροών, ανεξαρτήτως του τί προϊόν παράγουν. Θα

αποδείξουμε τα παραπάνω με τη βοήθεια του διαγράμματος 5.

Διάγραμμα 3. Καθορισμός του συνδυασμού εισροών μιας επιχείρησης

Ποσότητα Κ Km Ko Ο Lo Lm Ποσότητα L

Γραμμή ίσου κόστους (C)

Καμπύλες ίσου προϊόντος

Στο διάγραμμα αυτό απεικονίζεται ο χάρτης των καμπυλών ίσου προϊόντος μιας

επιχείρησης, με τη χρήση διαφορετικών συνδυασμών εργασίας και κεφαλαίου.33 Η

ευθεία γραμμή που τέμνει τους δύο άξονες στα σημεία Lm και Km είναι η γραμμή ίσου

κόστους της επιχείρησης, που αντιστοιχεί στο ελάχιστο κόστος παραγωγής.34 Η

εξίσωση κόστους της επιχείρησης γράφεται ως εξής:

C = wL + rK,

όπου C το συνολικό κόστος της επιχείρησης, L η ποσότητα εργασίας (εργατοώρες), Κ

η ποσότητα κεφαλαίου, w το ωρομίσθιο και r η τιμή της μονάδας κεφαλαίου.

33 Ως καμπύλη ίσου προϊόντος ορίζουμε το γεωμετρικό τόπο όλων των δυνατών συνδυασμών ποσοτήτων δύο εισροών, με τους οποίους μία συγκεκριμένη επιχείρηση μπορεί να παράγει μία δεδομένη ποσότητα προϊόντος. Μπορούμε να κατασκευάσουμε για κάθε επιχείρηση ένα χάρτη καμπυλών ίσου προϊόντος, στον οποίο κάθε καμπύλη αντιστοιχεί σε ένα διαφορετικό ύψος παραγωγής. 34 Η γραμμή ίσου κόστους είναι ο γεωμετρικός τόπος των συνδυασμών ποσοτήτων των εισροών K και L, που η αγορά τους συνεπάγεται για την επιχείρηση το ίδιο μέγεθος χρηματικής δαπάνης.

40

Page 41: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Με συνολικό κόστος C, η επιχείρηση μπορεί να αγοράσει Lm μονάδες εργασίας ή

Km μονάδες κεφαλαίου. Ομως θα επιλέξει να αγοράσει Lo μονάδες εργασίας και Ko

μονάδες κεφαλαίου, διότι μ’αυτόν τον συνδυασμό επιτυγχάνει το μέγιστο δυνατό

ύψος παραγωγής με το ελάχιστο κόστος. Ο συνδυασμός αντιστοιχεί στο σημείο που η

γραμμή ίσου - και ταυτόχρονα ελάχιστου - κόστους εφάπτεται στην υψηλότερη

καμπύλη ίσου προϊόντος. Σ’αυτό το σημείο ο οριακός λόγος υποκατάστασης

εργασίας με κεφάλαιο ισούται με την κλίση της καμπύλης ίσου προϊόντος. Δηλαδή:

dK/dL = ΟKm /ΟLm

και επειδή ΟKm=C/r και ΟLm=C/w, τότε

dK/dL = (C/r)/(C/w) = w/r

Αφού όλες οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν στην αγορά το ίδιο ωρομίσθιο και την

ίδια τιμή κεφαλαίου, τότε στο ύψος παραγωγής όπου μεγιστοποιούν τα κέρδη τους θα

έχουν όλες τον ίδιο οριακό λόγο υποκατάστασης κεφαλαίου με εργασία.

Αν στη συνέχεια υποθέσουμε ότι υπάρχει αποτελεσματικότητα παραγωγής στην

οικονομία και ότι απασχολούνται πλήρως οι κοινωνικοί πόροι (γη, εργασία,

κεφάλαιο), τότε μπορούμε σε ένα διάγραμμα, που στον οριζόντιό του άξονα μετράμε

τις ποσότητες ενός αγαθού Χ και στον κάθετο τις ποσότητες ενός αγαθού Ψ, να

σχεδιάσουμε μία καμπύλη, που κάθε σημείο της να δείχνει τη μέγιστη δυνατή

ποσότητα Χ που μπορούμε να παράγουμε, με δεδομένη την ποσότητα παραγωγής του

Ψ και αντιστρόφως. Η καμπύλη αυτή ονομάζεται καμπύλη δυνατοτήτων παραγωγής

και απεικονίζεται στο παρακάτω διάγραμμα.

Διάγραμμα 4. Καμπύλη δυνατοτήτων παραγωγής

Ποσότητα Ψ Ο Ποσότητα Χ

41

Page 42: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Η κλίση της καμπύλης δυνατοτήτων παραγωγής σε κάθε σημείο της ισούται με

τον οριακό λόγο μετασχηματισμού, ο οποίος δείχνει την ελάχιστη δυνατή ποσότητα

που πρέπει να θυσιαστεί από το ένα προϊόν, ώστε να αποδεσμευτούν εισροές για την

παραγωγή μιας πρόσθετης μονάδας του άλλου προϊόντος. Τους οριακούς λόγους

μετασχηματισμού συμβολίζουμε με MRT (marginal rate of transformation).

Στο διάγραμμα 6, η κλίση της καμπύλης δυνατοτήτων παραγωγής στο σημείο Α

απεικονίζεται με τη γραμμή ΜΜ’, που εφάπτεται της καμπύλης στο ίδιο σημείο.

Αποτελεσματικότητα της σύνθεσης του προϊόντος

Για να επιλέξει μία κοινωνία την άριστη σύνθεση Χ και Ψ που θα παραχθεί, οφείλει

να συνυπολογίζει τόσο τις τεχνικές συνθήκες παραγωγής όσο και τις προτιμήσεις των

καταναλωτών. Πιο συγκεκριμένα, η άριστη κατανομή πόρων μεταξύ Χ και Ψ πρέπει

να εξασφαλίζει ταυτόχρονα αποτελεσματικότητα παραγωγής και ανταλλαγής, δηλαδή

ότι καμία ανακατανομή των αγαθών ανάμεσα στους καταναλωτές ή των πόρων

ανάμεσα στους παραγωγούς δεν θα βελτιώνει τη θέση ενός ατόμου, χειροτερεύοντας

αυτήν κάποιου άλλου. Σύμφωνα με τους νεοκλασικούς, η αναγκαία συνθήκη για να

ισχύει αυτό είναι ο οριακός λόγος υποκατάστασης των αγαθών ανά ζεύγη στη σφαίρα

της κατανάλωσης να ισούται με τον οριακό λόγο μετασχηματισμού αυτών των

αγαθών στη σφαίρα της παραγωγής. Δηλαδή:

MRSΑχψ = MRSΒ

χψ = MRTχψ

Η συνθήκη μπορεί να γίνει λογικά κατανοητή με τον εξής συλλογισμό. Αν ο

οριακός λόγος υποκατάστασης του Χ με Ψ είναι για όλα τα άτομα μεγαλύτερος από

τον οριακό λόγο μετασχηματισμού του Χ σε Ψ, τότε η οικονομία θα μπορούσε να

λειτουργεί αποδοτικότερα και η γενική ευημερία να ανέβει αν αυξανόταν η παραγωγή

και κατανάλωση του αγαθού Ψ και μειωνόταν εκείνη του Χ. Κι αυτό διότι η

ικανοποίηση που προκύπτει από τις πρόσθετες μονάδες του Ψ υπερβαίνει τη θυσία σε

μονάδες του Χ που γίνεται για την παραγωγή τους.

Με την αύξηση όμως της παραγωγής του Ψ και τη μείωση εκείνης του Χ, ο

οριακός λόγος μετασχηματισμού του Χ σε Ψ θα τείνει να αυξηθεί. Αντίθετα, με την

αύξηση της κατανάλωσης του Ψ και τη μείωση εκείνης του Χ, ο οριακός λόγος

υποκατάστασης του Χ με Ψ για όλα τα άτομα θα τείνει να μειωθεί. Οι δύο αυτές

παράλληλες τάσεις οδηγούν στην εξίσωση του οριακού λόγου υποκατάστασης με τον

οριακό λόγο μετασχηματισμού. Στο σημείο αυτό η σύνθεση προϊόντος είναι άριστη

42

Page 43: κοινωνικη πολιτικη.pdf

κατά Pareto, διότι στο σημείο αυτό η παραγωγή ευθυγραμμίζεται με τις

καταναλωτικές προτιμήσεις και πραγματοποιείται με τη μέγιστη εξοικονόμηση

πόρων, ενώ καμία ανακατανομή αγαθών και πόρων δεν θα μπορούσε να βελτιώσει τη

θέση κάποιου ατόμου χωρίς να χειροτερεύσει τη θέση κάποιου άλλου.

Ο προσδιορισμός της άριστης σύνθεσης του προϊόντος ισοδυναμεί με την

επίτευξη αποτελεσματικότητας στο σύνολο της οικονομίας. Ετσι, η συνθήκη

αριστοποίησης της σύνθεσης του προϊόντος ταυτίζεται με τη συνθήκη αριστοποίησης

της οικονομίας.

Γιατί, οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι διατείνονται, ότι οι τέλεια ανταγωνιστικές

αγορές αποτελούν το μοναδικό οικονομικό σύστημα που εξασφαλίζει οικονομική

αποτελεσματικότητα; Διότι, σύμφωνα με τις αναλύσεις τους, υπό συνθήκες πλήρους

ανταγωνισμού, οι τιμές που σχηματίζονται στην αγορά για κάθε αγαθό είναι κοινές

τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις. Αρα οι κοινές για όλους

τιμές εξισώνουν τον οριακό λόγο υποκατάστασης των αγαθών μεταξύ καταναλωτών

με τον οριακό λόγο μετασχηματισμού των ίδιων αγαθών μεταξύ παραγωγών. Ετσι

ικανοποιείται η αναγκαία συνθήκη αριστοποίησης της σύνθεσης του προϊόντος και

άρα επιτυγχάνεται η αποτελεσματικότητα στο σύνολο της οικονομίας.

Η αποτελεσματικότητα της σύνθεσης προϊόντος ή της οικονομίας συνολικά

απεικονίζεται από το σημείο εκείνο της καμπύλης δυνατοτήτων παραγωγής, στο

οποίο εφάπτεται η ευθεία που αντιστοιχεί στον οριακό λόγο υποκατάστασης των

αγαθών στη σφαίρα της κατανάλωσης. Διότι στο σημείο εκείνο ο οριακός λόγος

υποκατάστασης των αγαθών στη σφαίρα της κατανάλωσης θα ισούται με τον οριακό

λόγο μετασχηματισμού των ίδιων αγαθών στη σφαίρα της παραγωγής.

4.3 Οι ανεπάρκειες της αγοράς για την επίτευξη αποτελεσματικότητας και

δικαιοσύνης και η θεωρητική δικαιολόγηση της κρατικής παρέμβασης

Τι γίνεται όμως στην περίπτωση που ο πραγματικός οικονομικός ανταγωνισμός δεν

μπορεί να προσεγγίσει τον τέλειο και πολλές από τις ατέλειες και αδυναμίες της

αγοράς είναι εγγενείς; Σ’αυτήν την περίπτωση η νεοκλασική οικονομική θεωρία της

ευημερίας δικαιολογεί την κρατική παρέμβαση ως δεύτερη καλύτερη επιλογή, μετά

από αυτήν του τέλειου ανταγωνισμού, που αποτελεί την πρώτη επιλογή.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η οικονομία είναι αποτελεσματική κατά

Pareto μόνο όταν πληρούνται οι εξής τέσσερεις συνθήκες: τέλειος ανταγωνισμός,

43

Page 44: κοινωνικη πολιτικη.pdf

έλλειψη αποτυχιών της αγοράς, τέλειες αγορές, τέλεια πληροφόρηση. Οταν δεν

ισχύουν τα παραπάνω, η κρατική παρέμβαση μπορεί να βελτιώσει την κατανομή των

πόρων και άρα την αποτελεσματικότητα της οικονομίας.

Η νεοκλασσική οικονομική θεωρία της ευημερίας δέχεται επίσης ότι η κρατική

παρέμβαση μπορεί να δικαιολογηθεί και για λόγους διόρθωσης της άνισης διανομής

του εισοδήματος και του πλούτου και στην περίπτωση των κοινωνικών αγαθών.

Παρακάτω εκθέτουμε αναλυτικά τα επιχειρήματα υπέρ της κρατικής παρέμβασης.

4.3.1 Ατελής ανταγωνισμός

Η επικράτηση τέλειου ανταγωνισμού στην αγορά προϋποθέτει ότι τα άτομα αφενός

δέχονται από την αγορά τις τιμές, αφετέρου έχουν ίση δύναμη. Το να δέχονται τα

άτομα τις τιμές από την αγορά προϋποθέτει ότι υπάρχει ελευθερία εισόδου και εξόδου

από έναν κλάδο, που διαθέτει ένα μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων και καταναλωτών, εκ

των οποίων κανένας δεν μπορεί να επηρεάσει ατομικά ή συλλογικά τις τιμές. Η

ισότητα δύναμης προϋποθέτει ότι οι ατομικές διαφορές (εκτός από τις εισοδηματικές)

δεν συνεπάγονται άνιση πρόσβαση στην εργασία, τα μέσα παραγωγής και την

κατανάλωση και άνιση διαπραγματευτική δύναμη.

Τιμές από την αγορά. Η ραγδαία επικράτηση των μονοπωλίων από το 1880 και

ύστερα σ’όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού ανάγκασε τους

νεοκλασσικούς να αναγνωρίσουν ότι σε πολλούς κλάδους δεν ισχύει ο ανταγωνισμός

μεταξύ μεγάλου αριθμού παραγωγών, εφόσον μία επιχείρηση ή ένας ελάχιστος

αριθμός μεγάλων επιχειρήσεων μοιράζονται μεταξύ τους την αγορά προϊόντος. Γιατί

τα μονοπώλια/ολιγοπώλια θεωρείται ότι οδηγούν σε απώλεια κοινωνικής ευημερίας;

Διότι περιορίζουν την παραγόμενη ποσότητα προκειμένου να πετύχουν υψηλότερη

τιμή για το προϊόν τους. Στην περίπτωση των ολιγοπωλίων αυτό γίνεται κατόπιν

συμφωνίας π.χ. ΟΠΕΚ.35 Ο περιορισμός της παραγόμενης ποσότητας σε σχέση με

την κοινωνικά επιθυμητή, οδηγεί σε μία κατανομή πόρων που δεν αντιστοιχεί στις

καταναλωτικές προτιμήσεις των ατόμων και άρα δεν είναι άριστη κατά Pareto.

Η παρουσία λίγων μόνο επιχειρήσεων δεν συνεπάγεται κατ’ανάγκην ότι οι

επιχειρήσεις δεν λειτουργούν ανταγωνιστικά. Αν υπάρχει μεγάλος αριθμός δυνάμει

εισερχομένων επιχειρήσεων στην αγορά (είτε εγχώριων είτε ξένων), οι υπάρχουσες

35 Πρόκειται για το διεθνές καρτέλ των πετρελαιοπαραγωγών κρατών, που περιορίζει τις παραγόμενες ποσότητες αργού πετρελαίου με σκοπό την ανύψωση της διεθνούς τιμής του μαύρου χρυσού.

44

Page 45: κοινωνικη πολιτικη.pdf

ενδέχεται να μη λειτουργούν μονοπωλιακά. Μόλις οι υπάρχουσες επιχειρήσεις

προσπαθήσουν να αποκομίσουν μονοπωλιακά κέρδη, ο δυνάμει εισερχόμενος μπορεί

να μπει στην αγορά και να κατεβάσει τις τιμές. Επίσης, για να μπορέσουν να

δημιουργηθούν μονοπώλια/ολιγοπώλια, δεν θα πρέπει υπάρχουν στενά υποκατάστατα

του προϊόντος που παράγεται από αυτά. Αλλιώς, οι καταναλωτές θα μπορούν εύκολα

να στραφούν στα φθηνότερα υποκατάστατα, οδηγώντας σε αποτυχία τα σχέδια των

επίδοξων μονοπωλητών.

Μονοπώλια μπορεί να δημιουργηθούν από πολλές αιτίες. Πρώτον, όταν τα έξοδα

μεταφοράς/μετακίνησης36 είναι μεγάλα και η τοπική αγορά περιορισμένη. Δεύτερον,

από το κράτος, όταν αυτό παρέχει αποκλειστικό προνόμιο παραγωγής ή διάθεσης ενός

προϊόντος ή εκμετάλλευσης μιας ευρεσιτεχνίας σε ορισμένες επιχειρήσεις. Τρίτον,

όταν υπάρχουν αύξουσες αποδόσεις κλίμακας. Αυτό συμβαίνει για ορισμένα αγαθά

και υπηρεσίες, που η παραγωγή τους σε άριστο επίπεδο χρειάζεται τεράστιες

ποσότητες παγίου κεφαλαίου (τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρικό ρεύμα, ύδρευση κλπ.).

Σ’αυτήν την περίπτωση, το κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος φθίνει με την

αύξηση της κλίμακας παραγωγής, εφόσον το συνολικό πάγιο κόστος καταμερίζεται

σε ολοένα μεγαλύτερο αριθμό παραγόμενων μονάδων. Αυτό οδηγεί σε μεγάλες

αδιαιρετότητες παραγωγής, διότι οι νέες επιχειρήσεις που παράγουν σε μικρή κλίμακα

θα αντιμετωπίσουν πολύ υψηλότερο κόστος από εκείνες που λειτουργούν ήδη και

παράγουν σε μεγάλη κλίμακα. Ετσι έχουμε τη δημιουργία των φυσικών μονοπωλίων.

Στην περίπτωση των μονοπωλίων, η κρατική παρέμβαση συνήθως παίρνει τη

μορφή ρύθμισης (π.χ. επιβολή μιας τιμής οροφής), επιδότησης της τιμής ή δημόσιας

παραγωγής, ενώ στην περίπτωση των ολιγοπωλίων τη μορφή νομοθεσίας ενάντια στα

τραστ και ελέγχου των συγχωνεύσεων επιχειρήσεων.

Ισότητα δύναμης. Για τους νεοκλασσικούς, η ανισότητα δύναμης προέρχεται από τις

διακρίσεις που υφίστανται ορισμένα άτομα ή ομάδες ατόμων, ενώ οι εισοδηματικές

διαφορές δεν προκαλούν κατά τη γνώμη τους ανισότητα δύναμης γι’αυτό και

νομιμοποιούνται απόλυτα. Οι διακρίσεις αντιμετωπίζονται από το κράτος μέσω

διαφόρων ρυθμίσεων. Η νομοθεσία για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία, όπως

και αυτή ενάντια στις διακρίσεις φυλής και φύλου αποτελούν παραδείγματα κρατικής

παρέμβασης προς την κατεύθυνση της διόρθωσης της ανισότητας δύναμης. Ομως η

36 Μεταφοράς στην περίπτωση των προϊόντων και μετακίνησης (ατόμων) στην περίπτωση των υπηρεσιών.

45

Page 46: κοινωνικη πολιτικη.pdf

εξάλειψη της ανισότητας δύναμης δεν είναι δυνατή μέσω μόνο νομοθετικών

παρεμβάσεων, διότι ορισμένες μορφές της είναι εγγενείς στο καπιταλιστικό σύστημα

(π.χ. μεταξύ μισθωτής εργασίας και κεφαλαίου), ενώ άλλες εδράζονται σε άλλες

θεμελιακές κοινωνικές σχέσεις εξουσίας (φύλου, φυλής κ.α.). Η εξάλειψη του

φαινομένου της ανισότητας δύναμης προϋποθέτει ριζικές κοινωνικές αλλαγές.

4.3.2 Αποτυχίες της αγοράς

Ομως ακόμα και αν υποτεθεί ότι ισχύει η υπόθεση του τέλειου ανταγωνισμού στην

αγορά, η τελευταία ενδέχεται να αποτυγχάνει να κατανείμει τους πόρους με άριστο

τρόπο, ώστε τα παραγόμενα αγαθά και οι παραγόμενες ποσότητες να αντιστοιχούν

στις κοινωνικές προτιμήσεις. Αυτό συμβαίνει σε δύο περιπτώσεις, οι οποίες

δικαιολογούν θεωρητικά την ανάγκη κρατικής παρέμβασης: η πρώτη έχει να κάνει με

τα δημόσια αγαθά, ενώ η δεύτερη με τις εξωτερικές επιπτώσεις της παραγωγής και της

κατανάλωσης των αγοραίων αγαθών.

Δημόσια αγαθά. Τα δημόσια αγαθά είναι αγαθά συλλογικής κατανάλωσης και

διακρίνονται σε καθαρά και μη καθαρά. Τα καθαρά δημόσια αγαθά έχουν δύο

ιδιότητες. Πρώτον, είναι τεχνικά αδύνατος ή υπερβολικά δαπανηρός ο αποκλεισμός

από την κατανάλωσή τους των ατόμων που δεν πληρώνουν τιμή γι’αυτά (αδυναμία

αποκλεισμού του δωρεάν επιβάτη). Δεύτερον, δεν υπάρχει ανταγωνιστικότητα στην

κατανάλωσή τους μεταξύ των ατόμων, εφόσον το οριακό κόστος του επιπρόσθετου

καταναλωτή ισούται με το μηδέν (πλήρης αδιαιρετότητα της κατανάλωσης).

Μη καθαρά είναι τα δημόσια αγαθά για τα οποία ισχύει η πλήρης αδιαιρετότητα

κατανάλωσης, αλλά όχι και η αδυναμία αποκλεισμού του δωρεάν επιβάτη και γι’αυτό

μπορεί να προσφερθούν και από τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό σημαίνει ότι για όλα τα

δημόσια αγαθά ισχύει η αδιαιρετότητα κατανάλωσης, ενώ η αδυναμία αποκλεισμού

από την κατανάλωση μόνο για τα καθαρά δημόσια αγαθά.

Η αδυναμία αποκλεισμού από την κατανάλωση ισχύει για δημόσια αγαθά όπως η

εθνική άμυνα, η δημόσια τάξη, η αντιπλημμυρική προστασία, η δημόσια υγεία, οι

φάροι, η ρύθμιση της οδικής κυκλοφορίας κ.ά., όχι όμως για τους εθνικούς δρόμους,

τις γέφυρες, τα λιμάνια, τα πάρκα, τα αρδευτικά έργα, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση

κ.ά., δημόσια αγαθά που μπορούν να προσφερθούν και από τον ιδιωτικό τομέα με

επιβολή τελών και διοδίων.

46

Page 47: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Η αγορά είτε δεν θα προσφέρει καθόλου ένα δημόσιο αγαθό είτε θα το κάνει

ανεπαρκώς και άρα θα παρουσιαστεί απόκλιση από την άριστη κατά Pareto κατανομή

των πόρων. Γιατί συμβαίνει αυτό; Οταν υπάρχει αδυναμία αποκλεισμού από την

κατανάλωση, τότε οι ιδιώτες επιχειρηματίες δεν έχουν κανένα κίνητρο να αναλάβουν

τον εφοδιασμό της κοινωνίας με αυτά τα αγαθά, εφόσον δεν μπορούν να εισπράξουν

κάποια τιμή γι’αυτά. Η φύση των αγαθών αυτών είναι τέτοια ώστε το όφελός τους να

διαχέεται στο σύνολο των κατοίκων μιας περιοχής ή χώρας και να μην είναι

επιδεκτικό ιδιοποίησης από κανένα. Πρόκειται για τα καθαρά δημόσια αγαθά.

Οσον αφορά τα μη καθαρά δημόσια αγαθά, για τα οποία υπάρχει δυνατότητα

αποκλεισμού από την κατανάλωση, η είσπραξη τιμής είναι τεχνικά δυνατή και

γι’αυτό οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν κίνητρο να τα παράγουν. Ομως αυτό θα έχει

ως συνέπεια τον ανεπαρκή εφοδιασμό της κοινωνίας με αυτά τα αγαθά. Αυτό

συμβαίνει διότι ο ιδιωτικός τομέας παράγει κάθε αγαθό στην ποσότητα εκείνη για την

οποία το οριακό κόστος παραγωγής ισούται με την τιμή του αγαθού. Ομως η

ποσότητα αυτή αποκλείει τα άτομα που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να καταβάλουν

την τιμή αυτή και τα οποία θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν από την κατανάλωση

του αγαθού χωρίς να μειώσουν την ικανοποίηση κανενός και χωρίς πρόσθετο κόστος,

δηλαδή χωρίς να ζημιωθεί κανείς.

Τόσο στη περίπτωση των καθαρών όσο και σε αυτή των μη καθαρών δημόσιων

αγαθών, η κατάλληλη μορφή κρατικής παρέμβασης είναι η δημόσια παραγωγή και

παροχή αυτών αγαθών.

Εξωτερικές επιπτώσεις. Εξωτερικές επιπτώσεις της ιδιωτικής δραστηριότητας

εμφανίζονται, όταν οι πράξεις ενός ατόμου (επιχείρησης ή καταναλωτή) επιβάλλουν

κόστος ή αποφέρουν όφελος σε άλλα άτομα (επιχειρήσεις ή καταναλωτές), χωρίς το

άτομο αυτό να αποζημιώνει τα άλλα άτομα για το κόστος που τους προκάλεσε ή να

εισπράττει από αυτά έσοδο για το όφελος που τους προσκόμισε.

Οι εξωτερικές επιπτώσεις της ιδιωτικής δραστηριότητας δημιουργούν απόκλιση

μεταξύ κοινωνικού και ιδιωτικού κόστους ή οφέλους. Οταν είναι θετικές (εξωτερικές

οικονομίες) το κοινωνικό όφελος υπερβαίνει το ιδιωτικό, ενώ όταν είναι αρνητικές

(εξωτερικές επιβαρύνσεις) το κοινωνικό κόστος υπερβαίνει το ιδιωτικό.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εξωτερικών επιβαρύνσεων είναι η ρύπανση του νερού

και του αέρα που προκαλούν ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες, ενώ ένα

47

Page 48: κοινωνικη πολιτικη.pdf

παράδειγμα εξωτερικής οικονομίας είναι η αύξηση της παραγωγικότητας των

επιχειρήσεων που προέρχεται από τις υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας.

Οταν λοιπόν υπάρχουν εξωτερικές επιπτώσεις της ιδιωτικής επιχειρηματικής ή

καταναλωτικής δραστηριότητας, η αγορά δεν οδηγεί σε αποτελεσματική κατανομή

των πόρων διότι αδυνατεί να ενσωματώσει στις τιμές το κοινωνικό όφελος και το

κοινωνικό κόστος. Επειδή τα άτομα δεν υφίστανται το κόστος των εξωτερικών

επιβαρύνσεων που δημιουργούν με τις δραστηριότητές τους, επιδίδονται σ’αυτές σε

έκταση μεγαλύτερη από την κοινωνικά επιθυμητή. Αντιστρόφως, επειδή τα άτομα δεν

απολαμβάνουν τα πλήρη οφέλη των δραστηριοτήτων που δημιουργούν εξωτερικές

οικονομίες, θα ασχοληθούν λιγότερο μ’αυτές απ’ότι θα ήταν κοινωνικά επιθυμητό.

Η διόρθωση των αποκλίσεων από την άριστη κατανομή των πόρων που

προκαλούν οι εξωτερικές επιπτώσεις της ιδιωτικής επιχειρηματικής ή καταναλωτικής

δραστηριότητας επιδιώκεται μέσω της κρατικής παρέμβασης. Οι μορφές που μπορεί

να πάρει η τελευταία είναι η ρύθμιση, η φορολόγηση και η επιδότηση.

Παραδείγματα ρύθμισης είναι η υποχρέωση χρήσης φίλτρου αέρα και βιολογικού

καθαρισμού λυμάτων και ο έλεγχος της ποιότητας των καυσίμων για τον περιορισμό

της περιβαλλοντικής ρύπανσης, η εκ περιτροπής κυκλοφορία οχημάτων για τον

περιορισμό της κυκλοφοριακής συμφόρησης, οι κανόνες πρόσβασης στα αποθέματα

νερού για αποφυγή φαινομένων ιδιωτικής υπεράντλησης κ.ά.. Οσον αφορά στη

φορολόγηση και την επιδότηση, οι τελευταίες εφαρμόζονται στις αρχικές αγοραίες

τιμές των προϊόντων, ούτως ώστε οι τελικές τιμές αγοράς να οδηγούν σε μείωση της

παραγόμενης ή καταναλισκόμενης ποσότητας, όταν υπάρχουν οικονομικές

επιβαρύνσεις (φορολόγηση), και σε αύξηση της παραγόμενης ή καταναλισκόμενης

ποσότητας, όταν υπάρχουν εξωτερικές οικονομίες (επιδότηση).

Οταν υπάρχει σαφής κατοχύρωση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και μικρός

αριθμός εμπλεκομένων ατόμων, η επίλυση του προβλήματος που γεννούν οι

εξωτερικές επιπτώσεις της ιδιωτικής δραστηριότητας θα μπορούσε να γίνει με

ιδιωτικές διαπραγματεύσεις και συμφωνίες σε θέματα ρύθμισης και καταβολής

αποζημιώσεων. Ομως, τις περισσότερες φορές η κατοχύρωση ατομικών

ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων δεν είναι εφικτή (π.χ. αέρας),37 ή τα άτομα που

εμπλέκονται είναι πολλά (π.χ. κυκλοφοριακή συμφόρηση). Επιπλέον η τήρηση των

48

Page 49: κοινωνικη πολιτικη.pdf

συμφωνηθέντων δεν είναι εύκολη υπόθεση (έλεγχος παραβιάσεων, επιβολή

προστίμων στους παραβάτες) και συχνά συνεπάγεται υψηλό κόστος, που δεν έχουν τη

δυνατότητα να επωμισθούν οι ιδιώτες. Οι παραπάνω δυσκολίες καθιστούν την

κρατική παρέμβαση τον κανόνα στην περίπτωση εξωτερικών επιπτώσεων και την

ιδιωτική διαπραγμάτευση την εξαίρεση που τον επιβεβαιώνει.

4.3.3 Ατελείς αγορές

Οι τέλειες αγορές θα παρείχαν στους καταναλωτές όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες

για τις οποίες οι τελευταίοι θα ήταν διατεθιμένοι να καταβάλουν μία τιμή που να

υπερβαίνει το κόστος παραγωγής τους. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Τα

καθαρά δημόσια αγαθά και υπηρεσίες δεν είναι η μόνη περίπτωση που η αγορά

αποτυγχάνει ολοκληρωτικά στην παροχή τους. Αποτυγχάνει επίσης σε περίπτωση

ορισμένων ασφαλιστικών κινδύνων, δανείων υψηλού κινδύνου και απουσίας

συμπληρωματικών αγορών. Οταν απουσιάζουν οι αγορές, για την παροχή αυτών των

αγαθών και υπηρεσιών χρειάζεται η κρατική παρέμβαση.

Αγορές ασφαλίσεων. Η ιδιωτική αγορά δεν δίνει ασφαλίσεις για σημαντικούς

κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα άτομα (ανεργία, πλημμύρες, κακές σοδειές κλπ.).

Αυτό συμβαίνει όταν η πιθανότητα εμφάνισης του γεγονότος έναντι του οποίου

γίνεται η ασφάλιση είναι πολύ μεγάλη ή υπάρχει αδυναμία εκτίμησής της και όταν οι

ατομικές πιθανότητες εμφάνισης του γεγονότος συνδέονται στενά μεταξύ τους.38 Στις

παραπάνω περιπτώσεις η κρατική παρέμβαση παίρνει τη μορφή δημόσιας παροχής.

Αγορές κεφαλαίων. Παράδειγμα ανυπαρξίας αγοράς είναι και η περίπτωση δανείων

σε σπουδαστές, αγρότες ή μικρές επιχειρήσεις, όπου ο κίνδυνος μη αποπληρωμής των

δανείων είναι υψηλός, με αποτέλεσμα τα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα να μην έχουν

κίνητρο να τα παρέχουν. Η κρατική παρέμβαση σ’αυτήν την περίπτωση παίρνει τη

μορφή είτε κρατικών δανειακών προγραμμάτων είτε επιδότησης των επιτοκίων και

εγγυήσεων για την αποπληρωμή.

Συμπληρωματικές αγορές. Σε πολλές περιπτώσεις, η υλοποίηση μεγάλων

επενδυτικών προγραμμάτων σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες εξαρτάται από την

37 Για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων που θα έπρεπε να καταβάλλουν οι ρυπαίνοντες τον αέρα στους μη ρυπαίνοντες, θα έπρεπε να υπάρχουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί του αέρα. 38 Για παράδειγμα, όσον αφορά την ασφάλιση από τις πλημμύρες, οι ατομικές πιθανότητες εμφάνισης του γεγονότος συνδέονται πλήρως μεταξύ τους. Γι’αυτό οι μαζικές αποζημιώσεις των ασφαλισμένων σε περίπτωση πλημμύρας θα οδηγούσαν σε χρεωκοπία τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.

49

Page 50: κοινωνικη πολιτικη.pdf

ύπαρξη συμπληρωματικών αγορών για ενδιάμεσα προϊόντα που χρησιμοποιούνται ως

εισροές στην παραγωγή (πρώτες ύλες, καύσιμα). Η ανυπαρξία αγορών γι’αυτά τα

προϊόντα δικαιολογεί την κρατική παρέμβαση, που παίρνει τη μορφή συντονισμού

ιδιωτικών επενδυτικών σχεδίων, επενδυτικών κινήτρων ή δημόσιας παροχής των

προϊόντων που λείπουν. Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιείται για τη δικαιολόγηση των

δημόσιων προγραμμάτων πολεοδομικής ανασυγκρότησης, όπου απαιτείται

εκτεταμένος συντονισμός ανάμεσα σε εργοστάσια, εμπόρους, ιδιοκτήτες ακινήτων.

4.3.4 Ατελής πληροφόρηση

Η τέλεια πληροφόρηση αποτελεί μία από τις συνθήκες αποτελεσματικής λειτουργίας

της αγοράς και κατανομής των πόρων και προϋποθέτει ότι οι καταναλωτές και οι

επιχειρήσεις πρέπει να είναι καλά ενημερωμένοι για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και

τις τιμές των προϊόντων. Η πληροφόρηση είναι καλύτερη για μερικά αγαθά (π.χ.

τρόφιμα και ρούχα) και εξαιρετικά ατελής για ορισμένα άλλα (π.χ. υγεία). Το κράτος

παρεμβαίνει για την προστασία του καταναλωτή, όποτε η αγορά παρέχει ανεπαρκή,

παραπλανητική ή καθόλου πληροφόρηση και όταν αδυνατεί να αναπτύξει από μόνη

της θεσμούς πληροφόρησης (π.χ. περιοδικά-εφημερίδες καταναλωτών, επαγγελματίες

εκτιμητές ποιότητας υπηρεσιών). Η κρατική παρέμβαση μπορεί να πάρει τη μορφή

ρυθμίσεων (π.χ. κανόνες υγιεινής παρασκευής, ετικέτες συστατικών και ημερομηνίες

λήξης τροφίμων, υποχρέωση τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών για διαφάνεια ως

προς τους όρους δανεισμού) ή και τη μορφή δημόσιας παροχής πληροφόρησης όταν

τα προβλήματα πληροφόρησης είναι σοβαρά (καμπάνιες και γραφεία ενημέρωσης).

Ο ρόλος του κράτους στη θεραπεία της ατελούς πληροφόρησης υπερβαίνει τα

μέτρα προστασίας του καταναλωτή. Η πληροφορία είναι δημόσιο αγαθό, εφόσον η

παροχή της σ’ένα επιπλέον άτομο δεν μειώνει την ποσότητα πληροφόρησης που

έχουν οι άλλοι. Η αποτελεσματικότητα απαιτεί η πληφοροφία να διαδίδεται δωρεάν

ή, το πολύ-πολύ, η τιμή της να ισούται με το κόστος μετάδοσής της. Η αγορά παρέχει

πληροφορίες σε ανεπαρκείς ποσότητες, όπως συμβαίνει και με τα άλλα δημόσια

αγαθά.

Απαριθμήσαμε παραπάνω τα επιχειρήματα υπέρ της κρατικής παρέμβασης για

λόγους αποτελεσματικότητας και εξετάσαμε τις διαφορετικές μορφές που παίρνει η

παρέμβαση αυτή ανάλογα με τη φύση των προβλημάτων που καλείται να

αντιμετωπίσει. Στη συνέχεια στρεφόμαστε στα επιχειρήματα υπέρ της κρατικής

50

Page 51: κοινωνικη πολιτικη.pdf

παρέμβασης για δύο επιπρόσθετους λόγους: την εξασφάλιση των κοινωνικών αγαθών

και τη διόρθρωση της διανομής του εισοδήματος.

4.3.5 Κοινωνικά αγαθά

Σύμφωνα με τους νεοκλασικούς οικονομολόγους, κοινωνικά αγαθά ονομάζονται

εκείνα τα αγαθά που το κράτος υποχρεώνει τα άτομα να τα καταναλώνουν «για το

δικό τους καλό». 39 Η κρατική παρέμβαση για την εξασφάλιση των κοινωνικών

αγαθών πηγάζει από την ανησυχία ότι το άτομο ενδέχεται να μην δρα προς το δικό

του συμφέρον. Για παράδειγμα, τα άτομα δεν φορούν ζώνες ασφαλείας, μολονότι με

το να τις φορούν αυξάνουν την πιθανότητα επιβίωσης από ένα ατύχημα. Επίσης, αν

και η στοιχειώδης εκπαίδευση είναι απαραίτητος όρος για την κοινωνική

ενσωμάτωση των ατόμων, υπάρχουν κάποιοι γονείς που δεν αισθάνονται

υποχρεωμένοι να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο για διάφορους λόγους. Σε

τέτοιες περιπτώσεις το κράτος παρεμβαίνει καθιστώντας υποχρεωτικό το να φορούν

τα άτομα ζώνες ασφαλείας και να τελειώνουν τα παιδιά τη στοιχειώδη εκπαίδευση.

Η στάση του κράτους απέναντι στα άτομα, όταν τα υποχρεώνει να καταναλώνουν

τα κοινωνικά αγαθά για το δικό τους καλό, ονομάζεται πατερναλισμός. Σε αντίθεση

με την πατερναλιστική στάση, πολλοί οικονομολόγοι και φιλόσοφοι της κοινωνίας

πιστεύουν ότι το κράτος οφείλει να σέβεται τις προτιμήσεις των καταναλωτών. Από

αυτή τη θέση προκύπτει βέβαια μία σειρά από πρακτικά ερωτήματα. Τι θα πρέπει να

συμβαίνει στην περίπτωση της χρήσης ναρκωτικών; Το κράτος θα πρέπει να

απαγορεύει ή να επιτρέπει τη χρήση και υπό ποιές προϋποθέσεις; Πώς εξασφαλίζεται

το κοινωνικό αγαθό της υγείας των πολιτών;

4.3.6 Αναδιανομή του εισοδήματος

Στις ανταγωνιστικές οικονομίες, η διανομή του πλούτου προσδιορίζεται από το θεσμό

της ιδιοκτησίας και τους συναφείς με αυτόν θεσμούς (κληρονομιά, γονική παροχή,

προίκα), ενώ η διανομή του εισοδήματος από την ποσότητα των μέσων παραγωγής

και την ποιότητα του ανθρώπινου κεφαλαίου που διαθέτει κανείς και το βαθμό

εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Αυτός ο τρόπος διανομής του εισοδήματος

και του πλούτου μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές οικονομικές ανισότητες μεταξύ

ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Είναι λοιπόν δυνατό η διανομή του εισοδήματος και

51

Page 52: κοινωνικη πολιτικη.pdf

του πλούτου να μην είναι άριστη με κάποιο κριτήριο ή απλώς κοινωνικά επιθυμητή,

δηλαδή να μην ανταποκρίνεται στην γενικά παραδεκτή αντίληψη για δικαιοσύνη και

ισότητα που ισχύει σε μία χώρα μία δεδομένη ιστορική στιγμή.

Οι νεοκλασσικοί οικονομολόγοι παρατηρούν ότι έργο της αγοράς δεν είναι να

λύσει το πρόβλημα της διανομής, αλλά μόνο να εξασφαλίζει την οικονομική

αποτελεσματικότητα, μέσω της άριστης κατανομής των πόρων. Η διόρθωση του

τρόπου διανομής είναι έργο του κράτους με βάση κάποιο κριτήριο δικαιοσύνης ή

αριστοποίησης. Αλλά πώς καθορίζεται η κοινωνικά «δίκαιη» ή «άριστη» διανομή;

Τα κριτήρια δικαιοσύνης ή αριστοποίησης στη σφαίρα της διανομής είναι πολλά

και έχουν αξιολογικό και υποκειμενικό χαρακτήρα. Μεγάλοι φιλόσοφοι και

κοινωνικοί μεταρρυθμιστές και σημαίνοντες οικονομολόγοι έχουν κατά καιρούς

διατυπώσει διαφορετικά κριτήρια. Στο κεφάλαιο 2 είδαμε πώς τα ρεύματα του

ακραίου φιλελευθερισμού, του ωφελιμισμού, του ροουλσιανισμού και του

σοσιαλισμού προσεγγίζουν την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Ιδιαίτερη θέση στην οικονομική βιβλιογραφία καταλαμβάνουν οι διαφορετικές

προσεγγίσεις της άριστης διανομής του εισοδήματος από τους φιλελεύθερους και

τους ωφελιμιστές, όπως αυτές έχουν εξελιχθεί από τη στιγμή της εμφάνισής των

ρευμάτων αυτών μέχρι σήμερα. Για τους φιλελεύθερους, η διανομή του εισοδήματος

δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στην αρχή της συμβολής του κάθε συντελεστή

παραγωγής στην παραγωγή του προϊόντος, όπως αυτή απεικονίζεται στις τιμές των

συντελεστών παραγωγής που διαμορφώνονται από την αγορά. Αρα, η άριστη κατά

Pareto κατανομή των πόρων αντιστοιχεί και στην άριστη διανομή του εισοδήματος.

Για τους ωφελιμιστές, το κριτήριο της άριστης διανομής του εισοδήματος είναι η

μεγιστοποίησης της κοινωνικής ευημερίας που είναι αποτέλεσμα τόσο της κατανομής

των πόρων όσο και της διανομής του εισοδήματος. Οι αρχικές θεωρητικές αναλύσεις

τους κατέληξαν στο ότι η κοινωνική ευημερία μεγιστοποιείται όταν φθάνουμε σε

απολύτως ίση διανομή του εισοδήματος και του πλούτου ανάμεσα στον πληθυσμό. Το

συμπέρασμα αυτό στηρίζεται μεταξύ άλλων σε δύο βασικές υποθέσεις: (α) ότι η

χρησιμότητα είναι μετρήσιμη, συγκρίσιμη και επομένως μπορεί να αθροίζεται και (β)

ότι η οριακή χρησιμότητα είναι φθίνουσα με την αύξηση του εισοδήματος. Ομως,

39 Η έννοια των κοινωνικών αγαθών στους νεοκλασικούς οικονομολόγους διαφέρει από αυτήν που συνδέει τα κοινωνικά αγαθά με τα κοινωνικά δικαιώματα. Η δεύτερη αυτή έννοια είναι πιο κοντά στην τρέχουσα χρήση του όρου «κοινωνικά αγαθά» στη δημόσια συζήτηση.

52

Page 53: κοινωνικη πολιτικη.pdf

όταν το 1951 ο K.Arrow διατύπωσε το θεώρημα της αδυναμίας άθροισης των

ατομικών χρησιμοτήτων, λόγω της ανομοιότητας των ατομικών προτιμήσεων, οι

παραπάνω υποθέσεις κατέρρευσαν και μαζί μ’αυτές τα πρώτα πορίσματα της

οικονομικής των κοινωνικών επιλογών.

Οι μεταγενέστερες έρευνες για τα κριτήρια και την έκταση της άριστης

αναδιανομής του εισοδήματος περιστράφηκαν κυρίως γύρω από τον προσδιορισμό

είτε μιας άριστης κατά Pareto είτε μιας κοινωνικά επιθυμητής αναδιανομής.

Ως άριστη κατά Pareto αναδιανομή ορίζεται η αναδιανομή που βελτιώνει τη θέση

κάποιων μελών της κοινωνίας χωρίς να χειροτερεύει τη θέση κανενός. Πώς μπορεί

όμως να συμβεί αυτό, όταν η αναδιανομή του εισοδήματος αναγκαστικά προϋποθέτει

τη μεταφορά εισοδήματος από κάποιους, των οποίων το εισόδημα μειώνεται κατά

κάποιο ποσό, σε κάποιους άλλους, των οποίων το εισόδημα αυξάνεται ισόποσα;

Αυτή η λογική αντίφαση επιλύεται αν υποθέσουμε ότι υπάρχει αλληλεξάρτηση

της ευημερίας των διαφόρων ατόμων και ομάδων. Συγκεκριμένα η ευημερία των

πλουσίων εξαρτάται ως ένα βαθμό και από το εισόδημα των φτωχών, γιατί μία

εξαιρετικά άνιση διανομή του εισοδήματος μπορεί να προκαλέσει κοινωνικά

προβλήματα (εγκληματικότητα, ναρκωτικά κλπ.) και πολιτικές αναταραχές, που

επηρεάζουν δυσμενώς την ευημερία των πλουσίων. Οι τελευταίοι είναι λοιπόν

διατεθιμένοι να μεταβιβάσουν οικειοθελώς ένα μέρος του εισοδήματός τους στους

φτωχούς, διότι η βελτίωση της θέσης των τελευταίων προσκομίζει και σ’αυτούς

όφελος. Το αποτέλεσμα είναι να ανεβαίνει το επίπεδο ευημερίας της κοινωνίας χωρίς

να χειροτερεύει η θέση κανενός. Πρόκειται για μία άριστη κατά Pareto αναδιανομή.

Επειδή στην περίπτωση της ιδιωτικής φιλανθρωπίας το πρόβλημα του δωρεάν

επιβάτη οδηγεί αναπόφευκτα σε μία έκταση αναδιανομής μικρότερη από την

κοινωνικά επιθυμητή,40 τα αποτελέσματα είναι καλύτερα όταν την αναδιανομή

αναλαμβάνει το κράτος μέσω της θέσπισης υποχρεωτικής φορολογίας. Η έκταση της

αναδιανομής και η βελτίωση της θέσης των φτωχών μέσω του κρατικού μηχανισμού

θα είναι μεγαλύτερη απ’ότι μέσω της ιδιωτικής φιλανθρωπίας, επειδή όλοι οι

πλούσιοι θα εκδηλώσουν την πραγματική τους διάθεση για το βαθμό βελτίωσης της

40 Κάθε πλούσιος θα έχει το κίνητρο να αποφεύγει τη φιλανθρωπία, αφού θα προσδοκά ότι οι άλλοι με τις αγαθοεργίες τους θα βελτιώνουν τη θέση των φτωχών από την οποία θα ωφελείται και αυτός.

53

Page 54: κοινωνικη πολιτικη.pdf

θέσης των φτωχών, εφόσον ο καθένας θα είναι βέβαιος ότι όχι μόνον αυτός αλλά και

οι άλλοι θα συνεισφέρουν στο κόστος που συνεπάγεται αυτή η βελτίωση.

Το παραπάνω είδος αναδιανομής είναι επιθυμητό σε πλούσιους και φτωχούς, ενώ

οι μεσαίες τάξεις δεν την αντιστρατεύονται, εφόσον εξασφαλίζουν κοινωνικά οφέλη

χωρίς να καταβάλλουν κανένα κόστος γι’αυτήν. Αρα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η

αναδιανομή αυτή είναι καθολικά επιθυμητή και γι’αυτό είναι άριστη κατά Pareto.

Ομως, στην πραγματικότητα, οι αποφάσεις για θέματα κοινωνικής επιλογής όπως

η έκταση της αναδιανομής είναι αποτέλεσμα της πολιτικής διαδικασίας και, στην

περίπτωση των καθεστώτων κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, λαμβάνονται με βάση

την αρχή της πλειοψηφίας. Σύμφωνα με ορισμένους οικονομολόγους, η ψηφοφορία

οδηγεί σε μία κλίμακα ιεράρχησης προτιμήσεων για τη διανομή του εισοδήματος, που

είναι γνωστή ως συνάρτηση κοινωνικής ευημερίας. Βάσει της τελευταίας

προσδιορίζεται η κοινωνικά επιθυμητή αναδιανομή του εισοδήματος, που ορίζεται ως

η αναδιανομή που επιθυμεί η πλειοψηφία των ψηφοφόρων.

Σε περίπτωση που η πλειοψηφία των ψηφοφόρων επιλέξει αναδιανομή σε έκταση

μεγαλύτερη από την άριστη κατά Pareto, τότε οι μεταβιβάσεις εισοδήματος θα

ευνοήσουν τους φτωχούς εις βάρος των πλουσίων. Πώς σταθμίζουμε τα κέρδη αυτών

που επωφελούνται έναντι των απωλειών αυτών που βλάπτονται; Με τη βοήθεια των

κοινωνικών καμπυλών αδιαφορίας και της καμπύλης δυνατοτήτων ωφέλειας.

Ως κοινωνική καμπύλη αδιαφορίας ή καμπύλη ίσου επιπέδου κοινωνικής ευημερίας

ορίζεται ο γεωμετρικός τόπος όλων των συνδυασμών ωφέλειας διαφορετικών ατόμων

ή ομάδων ατόμων που δίνουν το ίδιο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας. Είναι δυνατόν

να κατασκευαστεί ένας χάρτης τέτοιων καμπυλών, που κάθε μία από αυτές θα

αντιστοιχεί σε διαφορετικό επίπεδο κοινωνικής ευημερίας. Οι καμπύλες αυτές

απεικονίζουν τις προτιμήσεις που η κοινωνία εκφράζει μέσω του πολιτικού

μηχανισμού της ψηφοφορίας για τη διανομή της ευημερίας μεταξύ των μελών της.

Από την άλλη, η καμπύλη δυνατοτήτων ωφέλειας δείχνει τη μέγιστη δυνατή

ωφέλεια που μπορεί να απολαύσει ένα άτομο ή ομάδα ατόμων, με δεδομένη την

ωφέλεια που απολαμβάνει ένα άλλο άτομο ή ομάδα ατόμων και υπό την προϋπόθεση

ότι η οικονομία λειτουργεί αποτελεσματικά κατά Pareto. Το συγκεκριμένο σημείο επί

της καμπύλης στο οποίο βρίσκεται μία κοινωνία, της οποίας η οικονομία λειτουργεί

αποτελεσματικά, εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη διανομή του εισοδήματος.

54

Page 55: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Πώς προσδιορίζεται εν τέλει η κοινωνικά επιθυμητή διανομή εισοδήματος; Από

το σημείο επαφής της καμπύλης δυνατοτήτων ωφέλειας με την υψηλότερη δυνατή

καμπύλη κοινωνικής ευημερίας, δηλαδή με αυτήν που εξασφαλίζει το υψηλότερο

δυνατό επίπεδο κοινωνικής ευημερίας. Το σημείο αυτό συνδυάζει την μέγιστη

κοινωνική ευημερία με την οικονομική αποτελεσματικότητα και την κοινωνικά

επιθυμητή διανομή του εισοδήματος. Αντιστοιχεί στο σημείο Α του διαγράμματος 7.

Κάθε άλλη διανομή του εισοδήματος, που αντιστοιχεί στα υπόλοιπα σημεία της

καμπύλης δυνατοτήτων ωφέλειας δεν είναι η κοινωνικά επιθυμητή.

Συνεπώς είναι κοινωνικά επιθυμητή κάθε αναδιανομή του εισοδήματος που

οδηγεί στην κοινωνικά επιθυμητή διανομή του εισοδήματος. Αυτό σημαίνει ότι το

κράτος οφείλει να αναδιανέμει το εισόδημα ακολουθώντας την κατεύθυνση που του

υποδεικνύει η καμπύλη δυνατοτήτων ωφέλειας, μέχρις ότου η διανομή του

εισοδήματος ταυτιστεί με αυτήν που ανιστοιχεί στο σημείο Α.

Διάγραμμα 5. Κοινωνικά επιθυμητή αναδιανομή εισοδήματος

Επίπεδο ωφέλειας (χρησιμότητας) πλουσίων 0 Επίπεδο ωφέλειας (χρησιμότητας) φτωχών Στην πράξη, οι κρατικοί αξιωματούχοι δεν κατασκευάζουν ούτε κοινωνικές

καμπύλες αδιαφορίας ούτε καμπύλες δυνατοτήτων χρησιμότητας. Αυτό που κάνουν

είναι να εντοπίζουν τα αποτελέσματα των κρατικών πολιτικών επί κάποιου μέτρου

εισοδηματικής ανισότητας και επί της αποτελεσματικότητας και να επιλέγουν μεταξύ

εναλλακτικών πολιτικών, ιεραρχώντας τους συνδυασμούς επιπτώσεων.

55

Page 56: κοινωνικη πολιτικη.pdf

4.3 Η σχέση μεταξύ αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης

Η σχέση μεταξύ αποτελεσματικότητας και δικαιοσύνης αποτελεί τον πυρήνα της

δημόσιας συζήτησης για την κρατική πολιτική. Υπάρχει διχογνωμία ως προς τη φύση

της σχέσης (είναι θετική, αρνητική κλπ.;) - και ως προς την έντασή της (για να

μειωθεί η ανισότητα πόση αποτελεσματικότητα πρέπει να θυσιάσουμε ή για να

αυξηθεί η αποτελεσματικότητα πόσο πρέπει να αυξήσουμε την ανισότητα;). Επίσης

υπάρχει διχογνωμία για το αν η αποτελεσματικότητα αποτελεί το κεντρικό ζήτημα

της κοινωνίας και έχει προτεραιότητα ως αξία έναντι της δικαιοσύνης ή αν ισχύει το

αντίστροφο.

Οπως προαναφέραμε, η φιλελεύθερη σκέψη εκθειάζει την αποτελεσματικότητα της

αγοράς και θεωρεί ότι οι αγοραίες τιμές των συντελεστών παραγωγής αντανακλούν

τη συμβολή των τελευταίων στην παραγωγή του προϊόντος της οικονομίας και

αποτελούν δίκαιη αρχή διανομής του εισοδήματος. Η κρατική παρέμβαση στη

διανομή του εισοδήματος δημιουργεί στρεβλώσεις στις τιμές και άρα οικονομική

αναποτελεσματικότητα και αδικίες ως προς τη διανομή. Είναι λοιπόν φανερό ότι

σύμφωνα με τη φιλελεύθερη σκέψη υπάρχει αρνητική σχέση μεταξύ δικαιοσύνης και

αποτελεσματικότητας. Μάλιστα, οι κλασικοί οικονομολόγοι (Smith, Ricardo), που

υπήρξαν οι πρώτοι υπέρμαχοι του οικονομικού φιλελευθερισμού, υποστήριζαν την

ανισοκατανομή του εισοδήματος ως προϋπόθεση της ταχείας συσσώρευσης του

κεφαλαίου και της μεγιστοποίησης του προϊόντος της οικονομίας.

Τα επιχειρήματα των φιλελεύθερων αναφορικά με την αρνητική σχέση μεταξύ

αποτελεσματικότητας και δικαιοσύνης συγκεντρώνονται ως επί το πλείστον στη

στρεβλωτική επίδραση που ασκούν οι φόροι στις σχετικές τιμές των προϊόντων,

στους μισθούς, τα επιτόκια και τα κέρδη.41 Το αποτέλεσμα είναι η αλλοίωση της

κατανομής των πόρων μεταξύ καταναλωτικών αγαθών και η μείωση της προσφοράς

εργασίας,42 της αποταμίευσης και των επενδύσεων. Ολα αυτά έχουν ως συνέπεια τη

μείωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας.

Οι στρεβλώσεις συνδέονται με την προσπάθεια των ατόμων να μειώσουν τη

φορολογική τους υποχρέωση. Κάθε φόρος επί ενός εμπορεύματος (φόρος

41 Τα επιχειρήματα αυτά αναπτύχθηκαν κυρίως από τη σχολή των «οικονομικών της προσφοράς», που υπήρξε ένα από τα δύο βασικά ρεύματα του νεοφιλελευθερισμού – το άλλο ήταν ο μονεταρισμός – και έφθασε στην ακμή του στις αρχές της δεκαετίας του 80.

56

Page 57: κοινωνικη πολιτικη.pdf

κατανάλωσης ή προστιθέμενης αξίας) είναι στρεβλωτικός, διότι κάθε άτομο μπορεί

να μεταβάλει τις φορολογικές του υποχρεώσεις απλά μειώνοντας τις ποσότητες που

αγοράζει από το συγκεκριμένο εμπόρευμα. Κάθε φόρος εισοδήματος είναι επίσης

στρεβλωτικός, διότι ένα άτομο μπορεί να μειώσει τη φορολογική του υποχρέωση

εργαζόμενο ή αποταμιεύοντας λιγότερο (φόρος μισθωτών υπηρεσιών, φόρος επί των

τόκων). Κάθε φόρος επί των επιχειρηματικών κερδών είναι στρεβλωτικός, διότι

μειώνει τις επενδύσεις. Οι στρεβλωτικοί φόροι είναι αναποτελεσματικοί υπό την

έννοια ότι, αν το κράτος μπορούσε να τους αντικαταστήσει μ’έναν εφάπαξ φόρο, θα

μπορούσε να συγκεντρώσει τα ίδια έσοδα αυξάνοντας την ευημερία των ατόμων.

Συμπερασματικά, σύμφωνα με τους φιλελεύθερους, η αναδιανομή του

εισοδήματος μέσω της προοδευτικής φορολογίας πρέπει να αποφεύγεται. Ο μόνος

φόρος που δεν παράγει οικονομική αναποτελεσματικότητα, εφόσον δεν προκαλεί

στρεβλώσεις σε σχέση με την άριστη κατά Pareto κατανομή των πόρων, είναι ο

εφάπαξ κατά κεφαλήν φόρος. Κι αυτό διότι έχει μόνο αποτέλεσμα εισοδήματος και

όχι αποτέλεσμα υποκατάστασης.43

Οι οπαδοί του ωφελιμισμού και των θεωριών της κοινωνικής επιλογής θεωρούν ότι

υπάρχει σχέση ανεξαρτησίας μεταξύ αποτελεσματικότητας και δικαιοσύνης και ότι

οι δημόσιες αρχές μπορούν να επιτύχουν αναδιανεμητικούς στόχους, μέσω

εισοδηματικών μεταβιβάσεων, χωρίς να υποσκάπτουν την αποτελεσματικότητα.

Σύμφωνα μ’αυτήν την αντίληψη, που αποτελεί το θεμέλιο της οικονομικής θεωρίας

της ευημερίας, η κρατική παρέμβαση διασπάται σε δύο χρονικές ακολουθίες. Κατά

πρώτον, χρειάζεται κανείς να προωθήσει εκείνες τις μορφές οργάνωσης που

εξασφαλίζουν την άριστη κατά Pareto κατανομή των πόρων, δηλαδή ένα πλήρες

σύστημα ανταγωνιστικών αγορών ή μία πλήρως σχεδιοποιημένη οικονομία.44 Κατά

δεύτερον, είναι δυνατόν να προχωρήσει κανείς υπό ορισμένους όρους σε

εισοδηματικές μεταβιβάσεις ώστε να επιτύχει την επιθυμητή διανομή εισοδήματος.

42 Η μείωση αυτή μπορεί να επέλθει είτε με την πρόωρη συνταξιοδότηση, είτε με τη μη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό είτε με τη μείωση των ωρών εργασίας. 43 Δηλαδή απλώς μειώνει το εισόδημα χωρίς να αλλοιώνει τις σχετικές τιμές και ως εκ τούτου να προκαλεί ανακατανομή πόρων μέσω του φαινομένου της υποκατάστασης. Υποκατάσταση μπορεί να λαμβάνει χώρα μεταξύ αγαθών (φόροι κατανάλωσης ή προστιθέμενης αξίας), μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης (φόρος επί των τόκων), μεταξύ εργασίας και σχόλης (φόρος μισθωτών υπηρεσιών), μεταξύ κατανάλωσης και επένδυσης (φόρος επί των κερδών). 44 Ο ίδιος ο Παρέτο θεωρούσε τα δύο αυτά συστήματα ως τέλεια υποκατάστατα για την επίτευξη της άριστης κατανομής των πόρων.

57

Page 58: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Σε θετική σχέση μεταξύ αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης

παραπέμπει η κεϋνσιανή θεωρία. Η μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων μέσω της

φορολογίας και των κοινωνικών μεταβιβάσεων αυξάνει την οριακή ροπή για

κατανάλωση, διότι οι χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις αποταμιεύουν ένα πολύ

μικρότερο ποσοστό του εισοδήματός τους απ’ότι οι υψηλότερες εισοδηματικές

τάξεις. Αυτό τροφοδοτεί τη ζήτηση, η οποία με τη σειρά της δίνει ώθηση στην

παραγωγή και τις επενδύσεις και άρα στη μεγέθυνση του προϊόντος της οικονομίας.

Η κοινωνική δικαιοσύνη αποτελεί μοχλό της οικονομικής μεγέθυνσης και άρα της

οικονομικής αποτελεσματικότητας του καπιταλιστικού συστήματος.

Ενα άλλο πρίσμα κάτω από το οποίο θα μπορούσε να εξεταστεί η σχέση της

αποτελεσματικότητας με την κοινωνική δικαιοσύνη είναι η διάκριση στατικής και

δυναμικής αποτελεσματικότητας. Η ανάλυση του Παρέτο αναφέρεται σε μία στατική

αντίληψη για την αποτελεσματικότητα, η οποία διαφέρει από τη δυναμική αντίληψη,

Η τελευταία θεωρεί ότι, ενώ η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των πιο φτωχών

μπορεί να συμβάλει στην μείωση της οικονομικής αποτελεσματικότητας στο παρόν,

μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στο μέλλον. Για παράδειγμα, η αναδιανομή του

εισοδήματος υπέρ των μισθών και εις βάρος των κερδών λειτουργεί ως αντικίνητρο

για τις επενδύσεις και άρα μειώνει την οικονομική αποτελεσματικότητα. Από την

άλλη όμως, η μείωση αυτή είναι δυνατόν να υπερ-αντισταθμιστεί από το μεγαλύτερο

κίνητρο για δουλειά (απόδοση, ποιότητα) που δίνουν στους εργαζόμενους οι

υψηλότεροι μισθοί. Άρα η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των μισθωτών μπορεί

να συμβάλλει στη δυναμική αποτελεσματικότητα του οικονομικού συστήματος.

Ενα ιστορικό παράδειγμα της σχέσης μεταξύ στατικής αναποτελεσματικότητας

και δυναμικής αποτελεσματικότητας προσφέρει η μεταπολεμική εμπειρία των

αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών. Η ταχεία οικονομική τους μεγέθυνση δεν

στηρίχθηκε μόνο στην τεχνολογική αλλαγή και τον εκσυγχρονισμό των παραγωγικών

τους δομών ούτε μόνο στις κεϋνσιανές πολιτικές που εφάρμοσαν, αλλά και στη

μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων μέσω του θεσμού των συλλογικών

διαπραγματεύσεων και της ανάπτυξης του κοινωνικού κράτους. Η πρόοδος στον

τομέα της κοινωνικής δικαιοσύνης συνέβαλε, μέχρι την εμφάνιση της κρίσης στις

αρχές της δεκαετίας του 70, στην τροφοδότηση της παραγωγής από την ταχεία

επέκταση της κατανάλωσης των λαϊκών στρωμάτων και άρα στους υψηλούς ρυθμούς

οικονομικής μεγέθυνσης.

58

Page 59: κοινωνικη πολιτικη.pdf

5. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΕ

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΑ ΠΕΔΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Σ’αυτό το κεφάλαιο θα δείξουμε τον τρόπο με τον οποίο η οικονομική θεωρία

συνεισφέρει στη διαμόρφωση της κοινωνικής πολιτικής μέσα από την ανάλυση

συγκεκριμένων πεδίων άσκησης της τελευταίας, όπως η ασφάλιση, η εκπαίδευση, η

υγεία, η κοινωνική μέριμνα και η στέγαση.

Η οικονομική θεωρία εξετάζει κυρίως αν το σύστημα της αγοράς και η ιδιωτική

οικονομία μπορούν να επιτύχουν τους στόχους της κοινωνικής πολιτικής στα

συγκεκριμένα πεδία εφαρμογής της και αναζητεί τη θεωρητική δικαιολόγηση που

υπαγορεύει την ανάγκη κρατικής παρέμβασης. Επίσης μελετά τους λόγους αποτυχίας

της κρατικής παρέμβασης, όπου και όταν αυτό συμβαίνει, και υποδεικνύει τρόπους

υπέρβασης των αποτυχιών αυτών.

Εμείς εδώ θα ασχοληθούμε κυρίως με τη θεωρητική δικαιολόγηση της κρατικής

παρέμβασης και μόνο περιπτωσιακά θα αναφερθούμε στις αποτυχίες της κρατικής

παρέμβασης, που ωστόσο αποτελούν σήμερα το επίμαχο ζήτημα δημοσίου διαλόγου,

που εγείρει θέματα αναπροσανατολισμού της κοινωνικής πολιτικής προς την

κατεύθυνση της υιοθέτησης των αρχών της αγοραίας αποτελεσματικότητας ως προς

την κατανομή των πόρων και της επέκτασης της ιδιωτικής οικονομίας στην παροχή

ασφάλισης, εκπαίδευσης, υγείας, κοινωνικής μέριμνας, στέγασης κλπ..

5.1 Κοινωνική ασφάλιση45

Στόχος της ασφάλισης είναι η προστασία έναντι του κινδύνου. Η κοινωνική ασφάλιση

έχει σχεδιαστεί για να αντικαθιστά μέρος του απωλεσθέντος εισοδήματος των

ασφαλισμένων λόγω συνταξιοδότησης, αναπηρίας, ασθένειας ή ανεργίας, ενώ

υπάρχουν ασφαλιστικά προγράμματα που παρέχονται από ιδιωτικές ασφαλιστικές

εταιρείες και ανταποκρίνονται στην ίδια ανάγκη.

Υπάρχει όμως μία σημαντική διαφορά μεταξύ κοινωνικής και ιδιωτικής

ασφάλισης. Στην ιδιωτική ασφάλιση υπάρχει στενή σχέση μεταξύ των πληρωμών του

ατόμου, των κινδύνων που αντιμετωπίζει και των ποσών που εισπράττει. Το

ασφάλιστρο π.χ. για ένα ιδιωτικό ασφαλιστικό πρόγραμμα υγείας εξαρτάται από

παράγοντες που επηρεάζουν την κατάσταση υγείας του ατόμου, όπως είναι η ηλικία

59

Page 60: κοινωνικη πολιτικη.pdf

του. Το ποσό που το άτομο εισπράττει π.χ. από ένα ιδιωτικό ασφαλιστικό πρόγραμμα

συνταξιοδότησης είναι αυτό που έχει καταβάλει συν το συσσωρευμένο τόκο, μείον το

κέρδος και τα διοικητικά έξοδα της ασφαλιστικής εταιρείας. Δεν ισχύει το ίδιο στην

κοινωνική ασφάλιση, όπου οι ατομικές εισπράξεις δεν αντιστοιχούν στις ατομικές

πληρωμές, αλλά σε κοινές προκαθορισμένες παροχές, και τα ασφαλιστικά ταμεία δεν

εισπράττουν κέρδος ούτε χρεώνουν διοικητικά έξοδα για τις υπηρεσίες τους.

Θα μπορούσαμε συνοπτικά να πούμε, ότι η ιδιωτική ασφάλιση εξατομικεύει τον

κίνδυνο και εξισορροπεί τις ατομικές εισπράξεις με τις ατομικές πληρωμές βάσει της

αρχής της κεφαλαιοποίησης, ενώ η κοινωνική ασφάλιση υπολογίζει το μέσο

κοινωνικό κίνδυνο και εξισορροπεί τις συνολικές εισπράξεις με τις συνολικές

πληρωμές. Αυτό συνεπάγεται την αναδιανομή του εισοδήματος, αφού τα άτομα που

αντιμετωπίζουν μικρότερο κίνδυνο χρηματοδοτούν εκείνα με τον υψηλότερο κίνδυνο.

Η ζήτηση ασφάλισης

Γιατί πολλά άτομα ασφαλίζονται ακόμα και όταν δεν υποχρεούνται από το νόμο να

το κάνουν ή οι αναμενόμενες εισπράξεις είναι μικρότερες από τα ασφάλιστρα που

πληρώνουν; Η απάντηση είναι ότι αυτά τα άτομα έχουν απώθηση έναντι του κινδύνου

(risk averse). Αυτό σημαίνει ότι η αβεβαιότητα τους προκαλεί μείωση της ευημερίας,

ενώ η βεβαιότητα αποτελεί γι’αυτά αγαθό που έχει θετική οριακή χρησιμότητα.

Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν δύο εναλλακτικές τιμές ως προς το ύψος

εισοδήματος που απολαμβάνει ένα άτομο κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου:

y1, που παρέχει χρησιμότητα U(y1), άμα προκύψει ένα δυσμενές γεγονός και y2, που

παρέχει χρησιμότητα U(y2), άμα προκύψει ένα θετικό γεγονός. Ας υποθέσουμε

επίσης ότι το δυσμενές γεγονός έχει πιθανότητα εμφάνισης p1 ενώ το θετικό p2 . Τότε

το αναμενόμενο εισόδημα και η αναμενόμενη χρησιμότητα του ατόμου είναι:

Αναμενόμενο εισόδημα: E(y) = y = p1y1 + p2y2

Αναμενόμενη χρησιμότητα: E(U) = U = p1U(y1) + p2U(y2)

Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι ένα άτομο που έχει απώθηση έναντι του

κινδύνου μπορεί να απολαύσει τη χρησιμότητα U με δύο διαφορετικούς τρόπους.

45 Η παράγραφος αυτή στηρίζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στο κεφάλαιο 5 του βιβλίου του Barr (1998). Δες βιβλιογραφία στην αρχή των σημειώσεων.

60

Page 61: κοινωνικη πολιτικη.pdf

• Ως αναμενόμενη χρησιμότητα από αβέβαιο ετήσιο εισόδημα ύψους y1 ή y2. Κάθε

χρόνο το άτομο εισπράττει y1 ή y2, ανάλογα με το αν η χρονιά είναι κακή ή καλή

και το αναμενόμενο (ή μέσο) εισόδημά του κατά την περίοδο αναφοράς είναι y.

• Ως αποτέλεσμα ενός σταθερού ετήσιου εισοδήματος y*, καθ’όλη τη διάρκεια της

περιόδου αναφοράς. Οταν ένα άτομο ασφαλίζεται αγοράζει βεβαιότητα.

Ενα ορθολογικό άτομο θα ήταν αδιάφορο μεταξύ ενός αναμενόμενου

εισοδήματος y που θα ήταν προϊόν αβεβαιότητας και ενός χαμηλότερου εισοδήματος

y* με βεβαιότητα. Η αξία της βεβαιότητας είναι κατά συνέπεια:

V = y – y*

και ένα ορθολογικό άτομο θα καταβάλλει μία καθαρή τιμή ασφαλίστρου φ, όσο το

φ < V.

Το καθαρό ασφάλιστρο φ είναι η διαφορά μεταξύ του ακαθάριστου ασφάλιστρου

και των μέσων εισπράξεων, που ισούνται με την αναμενόμενη εισοδηματική απώλεια

E(L) = pL

που ορίζεται ως το μέγεθος της απώλειας επί την πιθανότητα εμφάνισής της. Αρα το

καθαρό ασφάλιστρο είναι

φ = π - pL

όπου π είναι το ακαθάριστο ασφάλιστρο.

Πίνακας 1: Ακαθάριστο και καθαρό ασφάλιστρο και καθαρό εισόδημα

Καλή χρονιά Κακή χρονιά 1. Εισόδημα 1.000 100 2. Ασφάλιστρο 550 550 3. Ασφαλιστικές παροχές - 900 4. Καθαρό εισόδημα (1) – (2) + (3) 450 450 5. Καθαρό ασφάλιστρο (2) – (4) 100 100

Η διαφορά μεταξύ ακαθάριστου και καθαρού ασφαλίστρου φαίνεται στον πίνακα

1, όπου η ασφαλιστική εταιρεία χρεώνει ένα ετήσιο ασφάλιστρο 550 χιλιάδων δρχ.

και αποζημιώνει εισοδηματικές απώλειες ύψους μέχρι 900 χιλιάδες δρχ.. Το

αποτέλεσμα της ασφάλισης είναι η εγγύηση ενός ετήσιου καθαρού εισοδήματος

ύψους 450 χιλιάδων δρχ.. Το καθαρό ασφάλιστρο που καταβάλλει το άτομο είναι 100

χιλιάδες δρχ. και θα συνεχίσει να το καταβάλλει, όσο αυτό το ποσό δεν υπερβαίνει

την αξία που έχει για το συγκεκριμένο άτομο η βεβαιότητα που αγοράζει.

61

Page 62: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Η κοινωνική ασφάλιση ως μηχανισμός από κοινού αντιμετώπισης του κινδύνου

Η διπλή βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η κοινωνική ασφάλιση είναι ο νόμος των

μεγάλων αριθμών και τα οφέλη του εμπορίου. Ο νόμος των μεγάλων αριθμών λέει ότι

τα άτομα μπορεί να αντιμετωπίζουν αβεβαιότητα, αλλά η κοινωνία σχεδόν

βεβαιότητα – για παράδειγμα, δεν ξέρει κανείς αν θα πεθάνει αυτή τη χρονιά, αλλά το

ποσοστό θανάτων για τους άνδρες μεταξύ 40 και 60 ετών είναι γνωστό και σταθερό.

Αυτή η σχετική βεβαιότητα, που απορρέει από το νόμο των μεγάλων αριθμών, δίνει

την ευκαιρία στα άτομα να επωφεληθούν από τα οφέλη της συναλλαγής (εμπορίου),

αν συμφωνήσουν να αντιμετωπίσουν από κοινού τους ατομικούς κινδύνους, με το να

συνεισφέρουν σε ένα κοινό κεφάλαιο.

Ας υποθέσουμε ότι το εισόδημα κάθε ατόμου είναι μία τυχαία μεταβλητή y με

αριθμητικό μέσο μ και διακύμανση var(y), ότι υπάρχουν Ν τέτοια άτομα με

εισοδήματα y1, y2, …, yN, αντίστοιχα. Υποθέτουμε ότι

• όλα τα άτομα έχουν την ίδια κατανομή πιθανοτήτων ως προς το ύψος του

εισοδήματός τους,

• τα y, μ και var(y) κάθε ατόμου είναι ανεξάρτητα από αυτά των υπόλοιπων

ατόμων.

Οταν δεν υπάρχει ασφάλιση, η διακύμανση – δηλαδή ο κίνδυνος – που

αντιμετωπίζει το άτομο i είναι var(yi). Ας υποθέσουμε τώρα ότι όλα τα Ν άτομα

βάζουν το εισόδημά τους σε ένα κοινό κεφάλαιο, με τη συμφωνία ότι κάθε ένα από

αυτά θα εισπράττει ένα εισόδημα

y = 1/N (y1 + y2 + … + yN).

Το κοινό κεφάλαιο είναι μία μορφή ασφάλισης. Η διακύμανση για την κοινωνία

είναι

var(y1 + y2 + … + yN) = N var(y)

αφού όλα τα εισοδήματα είναι μεταξύ τους ανεξάρτητα και έχουν την ίδια

διακύμανση. Αλλά η διακύμανση για κάθε άτομο είναι μικρότερη, δεδομένου ότι

εισπράττει το εισόδημα y και

var(y) = var [ (y1/N) + (y2/N) + … + (yN/N)]

= N var ( y/N)

= var(y)/N → 0, όσο το N → ∞

62

Page 63: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Αυτό που δείχνει η παραπάνω εξίσωση είναι ότι, αν Ν ομοιόμορφα κατανεμημένα

και ανεξάρτητα μεταξύ τους εισοδήματα μπουν σ’ένα κοινό ταμείο και σχηματίσουν

ένα κοινό κεφάλαιο, τότε η διακύμανση του μέσου εισοδήματος (και άρα ο κίνδυνος

για κάθε άτομο) τείνει στο μηδέν όσο το Ν τείνει στο άπειρο. Με το να

συναλλάσσονται μεταξύ τους τα άτομα, δηλ. με τη συνεισφορά στο κοινό κεφάλαιο,

τα άτομα μπορούν να αποκτήσουν βεβαιότητα.

Οι προϋποθέσεις αποτελεσματικής λειτουργίας της ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς

Ποιά είναι η τιμή προσφοράς ασφάλισης στην ιδιωτική αγορά; Το ακαθάριστο

ασφάλιστρο καθορίζεται από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες ως

πi = (1 + α)piL

όπου pi είναι η πιθανότητα εισοδηματικής απώλειας του ατόμου i, piL είναι το ύψος

της αναμενόμενης εισοδηματικής απώλειας και αpiL η επιβάρυνση που προσθέτει η

ασφαλιστική εταιρεία προκειμένου να καλύψει τα διοικητικά της έξοδα (π.χ.

αποστολή εμπειρογνώμονα για να εκτιμήσει τη ζημιά) και ένα κανονικό κέρδος.

Για να μπορεί η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά να καλύψει την κοινωνικά

επιθυμητή ποσότητα ασφάλισης πρέπει να ισχύουν οι παρακάτω προϋποθέσεις.

1. Ανεξαρτησία πιθανοτήτων. Η πιθανότητα επέλευσης του δυσμενούς γεγονότος

για κάθε άτομο πρέπει να είναι ανεξάρτητη από αυτές όλων των άλλων. Αυτή η

συνθήκη πρέπει να ισχύει, διότι η ασφάλιση εξαρτάται από την ύπαρξη ενός

προβλέψιμου αριθμού κερδισμένων και χαμένων κατά τη διάρκεια μιας

δεδομένης περιόδου. Στην ακραία περίπτωση, που οι ατομικές πιθανότητες είναι

απόλυτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, όταν ένα άτομο έχει μία απώλεια, τότε και

όλα τα υπόλοιπα έχουν απώλειες. Η ασφάλιση που στηρίζεται στην

κεφαλαιοποίηση μπορεί να αντιμετωπίσει τους ατομικούς κινδύνους αλλά όχι

τους συλλογικούς ή συστημικούς κινδύνους (π.χ. πόλεμος, μαζική ανεργία).

2. Πιθανότητα μικρότερη της μονάδας. Αν αυτό δεν συμβαίνει (π.χ. ασφάλιση

υγείας για άτομα που πάσχουν από χρόνιες παθήσεις), τότε

π = (1 + α)L > L

και το ασφάλιστρο υπερβαίνει το ύψος της απώλειας. Σ’αυτήν την περίπτωση δεν

θα προσφερθεί ιδιωτική ασφάλιση, διότι δεν θα υπάρχει ζήτηση.

3. Γνωστή ή εκτιμήσιμη πιθανότητα. Αν ο ασφαλιστής δεν γνωρίζει ή δεν μπορεί

να εκτιμήσει την πιθανότητα επέλευσης του γεγονότος, δεν μπορεί να υπολογίσει

63

Page 64: κοινωνικη πολιτικη.pdf

το ασφάλιστρο. Αυτό καθιστά την ιδιωτική ασφάλιση αδύνατη. Στο

μακροπρόθεσμο διάστημα ένας γνωστός κίνδυνος μπορεί να γίνει άγνωστος,

δηλαδή να μετατραπεί σε αβεβαιότητα. Για παράδειγμα, οι ιδιωτικές

ασφαλιστικές εταιρείες δεν μπορούν να προσφέρουν προγράμματα που

εξασφαλίζουν το ύψος των συνταξιοδοτικών παροχών έναντι του μελλοντικού

πληθωρισμού, μεταξύ άλλων διότι δεν μπορούν να εκτιμήσουν την κατανομή

πιθανότητας για τα διαφορετικά μελλοντικά επίπεδα μεταβολής των τιμών.

4. Να μην υπάρχει ασύμμετρη πληροφόρηση. Ασύμμετρη πληροφόρηση υπάρχει

όταν ο ασφαλιστής έχει λιγότερη πληροφόρηση από τον ασφαλιζόμενο και οδηγεί

στο πρόβλημα της δυσμενούς επιλογής και σ’αυτό του ηθικού κινδύνου. Δυσμενής

επιλογή εμφανίζεται όταν οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν μπορούν να ξεχωρίσουν

τα άτομα με διαφορετικούς κινδύνους και ορίζουν το ασφάλιστρο με βάση ένα

μέσο όρο κινδύνου. Αυτό το ασφάλιστρο θεωρείται υψηλό από τα άτομα χαμηλού

κινδύνου, τα οποία δεν έχουν κίνητρο να ασφαλιστούν. Εν τέλει ασφαλίζονται

μόνο τα άτομα υψηλού κινδύνου, γεγονός που αυξάνει εκ νέου το ασφάλιστρο. Ο

ηθικός κίνδυνος εμφανίζεται όταν τα άτομα μπορούν να επηρεάσουν την

πιθανότητα επέλευσης του γεγονότος με τις πράξεις τους (π.χ. εγκυμοσύνη). Ο

ηθικός κίνδυνος αυξάνει όσο πληρέστερη είναι η ασφαλιστική κάλυψη έναντι των

ενδεχόμενων εισοδηματικών απωλειών και όσο χαμηλότερο είναι το ψυχικό

κόστος από την επέλευση του γεγονότος για το οποίο έχει γίνει η ασφάλιση.

5. Η τιμή προσφοράς της ασφάλισης να είναι ίση ή μικρότερη της τιμής ζήτησης.

Αυτό απαιτεί η αξία της βεβαιότητας των ατόμων που έχουν απώθηση προς τον

κίνδυνο να είναι μεγαλύτερη ή ίση με το καθαρό ασφάλιστρο, δηλαδή

V = y – y* ≥ φ.

Και δεδομένου ότι φ = αpL46, τότε η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να προσφερθεί

μόνο όταν

y – y* ≥ αpL

Δηλαδή η ιδιωτική ασφάλιση μπορεί να προσφερθεί σε μία αποδεκτή τιμή μόνο

όταν η απώθηση που έχει το άτομο για τον κίνδυνο είναι επαρκής για να καλύψει

τα διοικητικά έξοδα και το κέρδος των ασφαλιστικών εταιρειών. Το μεγάλο

κόστος συναλλαγής και τα υψηλά κέρδη των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών

64

Page 65: κοινωνικη πολιτικη.pdf

επιδρούν αρνητικά στην τιμή προσφοράς και αποκλείουν από την ασφάλιση

κάποια άτομα που θα την αγόραζαν, αν αυτή προσφερόταν σε χαμηλότερη τιμή.

Οι αποτυχίες της αγοράς, μορφές κρατικής παρέμβασης και κοινωνική ασφάλιση

Από αυτά που μόλις εκθέσαμε προκύπτει ότι η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά δεν

μπορεί να καλύψει τους συλλογικούς ή συστημικούς κινδύνους, δεν μπορεί να

αντιμετωπίσει τις περιπτώσεις βεβαιότητας ή αβεβαιότητας ως προς την επέλευση του

ασφαλιστικού γεγονότος,47 προκαλεί κενά ασφαλιστικής κάλυψης ορισμένων ομάδων

πληθυσμού λόγω φαινομένων δυσμενούς επιλογής και οδηγεί σε σπατάλη πόρων

επειδή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον ηθικό κίνδυνο.

Κάποιες από τις αποτυχίες αυτές, η ιδιωτική αγορά προσπαθεί να τις διορθώσει

από μόνη της. Για παράδειγμα, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του ηθικού

κινδύνου μειώνει το ποσοσοστό κάλυψης της ζημίας, κάνει αυστηρό έλεγχο των

ζημιών και εφαρμόζει συστήματα αντικινήτρων για την πρόκληση του δυσμενούς

γεγονότος από τους ίδιους τους ασφαλισμένους.

Ομως τα διορθωτικά μέτρα που εφαρμόζει η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά

αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τις σημαντικότερες αιτίες αποτυχίας της στο να

καλύψει το σύνολο της κοινωνικά επιθυμητής ποσότητας ασφάλισης. Γι’αυτό η

κρατική παρέμβαση είναι αναγκαία είτε με τη μορφή των άμεσων εισοδηματικών

μεταβιβάσεων που χρηματοδοτούνται από τη φορολογία, σε περίπτωση συλλογικών

και απρόβλεπτων κινδύνων (π.χ. πόλεμος, πλημμύρες, σεισμοί κλπ.), είτε με το να

καθιστά την ασφάλιση υποχρεωτική, προκειμένου να απαλλάξει την κοινωνία από το

κόστος της απρονοησίας αυτών που δεν ασφαλίζονται (π.χ. ασφάλιση για σύνταξη,

ασφάλιση αυτοκινήτου για ατύχημα), είτε με τη μορφή της κοινωνικής ασφάλισης.

Η κοινωνική ασφάλιση παρουσιάζει ομοιότητες και διαφορές με την ιδιωτική

ασφάλιση. Η ομοιότητα συνίσταται στο ότι οι παροχές συνδέονται με το ύψος των

εισφορών και τη διάρκεια καταβολής τους και με την εμφάνιση ενός συγκεκριμένου

γεγονότος, που έχει συνήθως να κάνει με την κατάσταση απασχόλησης. Επιπλέον οι

παροχές αποσκοπούν στην αναπλήρωση των εισοδηματικών απωλειών, όπως και

στην περίπτωση της ιδιωτικής ασφάλισης.

46 Αυτό προκύπτει από τις εξισώσεις φ = π – pL και π = (1 + α) pL, που παραθέσαμε στις προηγούμενες σελίδες. 47 Στην περίπτωση βεβαιότητας η πιθανότητα επέλευσης του γεγονότος είναι ίση με τη μονάδα, ενώ στην περίπτωση αβεβαιότητας είναι άγνωστη ή μη εκτιμήσιμη.

65

Page 66: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Οι διαφορές της κοινωνικής με την ιδιωτική ασφάλιση είναι όμως ουσιώδεις.

Πρώτον, επειδή η κοινωνική ασφάλιση είναι υποχρεωτική, είναι δυνατόν να σπάσει η

σχέση του ασφαλίστρου με τον ατομικό κίνδυνο και περάσουμε στη λύση της από

κοινού αντιμετώπισης των κινδύνων με βάση το νόμο των μεγάλων αριθμών.

Δεύτερον, επειδή η αντιμετώπιση των κινδύνων γίνεται από κοινού και με βάση την

αρχή της αναδιανομής, η κοινωνική ασφάλιση είναι σε θέση να παρέχει προστασία

από συλλογικούς και συστημικούς κινδύνους (π.χ. ανεργία, πληθωρισμός), καθώς και

από άλλους κινδύνους που η ιδιωτική αγορά δεν μπορεί να καλύψει (π.χ. χρόνιες

παθήσεις, εγκυμοσύνη κ.α.). Τρίτον, το υποχρεωτικό της κοινωνικής ασφάλισης

αποκλείει την εμφάνιση κενών κάλυψης λόγω δυσμενούς επιλογής.

5.2 Εκπαίδευση

Η εκπαίδευση αποτελεί ένα μέσο διαμόρφωσης της ποιότητας του μελλοντικού

εργατικού δυναμικού και των ικανοτήτων των νέων ανθρώπων για κοινωνική και

πολιτική συμμετοχή. Επίσης, ενώ είναι βασική προϋπόθεση ανοδικής επαγγελματικής

και κοινωνικής κινητικότητας, αποτελεί ταυτόχρονα μηχανισμό επιλογής και

αποκλεισμού που αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες.

Η εκπαίδευση δεν είναι καθαρό δημόσιο αγαθό εφόσον δεν υπάρχει δυσκολία να

χρεωθεί ένα άτομο για τη χρήση αυτής της υπηρεσίας. Άρα δημόσιοι φορείς παροχής

εκπαίδευσης μπορεί να συνυπάρχουν με ιδιωτικούς. Η κύρια δικαιολόγηση της

δημόσιας παροχής στοιχειώδους και μέσης εκπαίδευσης προέρχεται από την

ανησυχία για τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες ως προς την πρόσβαση που μπορεί

να δημιουργήσει η ιδιωτική χρηματοδότησή της, ενώ ο κύριος λόγος δημόσιας

ενίσχυσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι η ατέλεια των κεφαλαιαγορών.

Σ’όλες τις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες, η παροχή εκπαίδευσης κυριαρχείται

από δημόσιους φορείς και συνδυάζεται με ένα σύστημα κρατικών υποτροφιών σε

φοιτητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ομως, η προτεραιότητα που δόθηκε από την

οικονομική πολιτική στην περικοπή των δημοσίων ελλειμμάτων τις δύο τελευταίες

δεκαετίες και η συνακόλουθη προσπάθεια συγκράτησης των κρατικών δαπανών

εκπαίδευσης, είχαν ως συνέπεια την αναζήτηση άλλων πηγών χρηματοδότησης

(γονείς, φοιτητές, επιχειρήσεις) και τη διεύρυνση του ιδιωτικού τομέα παροχής

εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Και μάλιστα σε μία εποχή που η ανεργία οδηγούσε σε μία

ραγδαία αύξηση της ζήτησης για μετα-υποχρεωτική εκπαίδευση. Οσον αφορά το

66

Page 67: κοινωνικη πολιτικη.pdf

περιεχόμενο της εκπαίδευσης, δόθηκε έμφαση στην αντιστοίχιση της εκπαίδευσης με

τις ανάγκες της παραγωγής, ως πολιτική καταπολέμησης της ανεργίας των νέων.

Στόχοι πολιτικής

Οι στόχοι της εκπαιδευτικής πολιτικής που εξετάζει η οικονομική θεωρία είναι η

αποτελεσματικότητα και η κοινωνική δικαιοσύνη.

Αποτελεσματικότητα

Σ’ένα γενικό επίπεδο η αποτελεσματικότητα επιτυγχάνεται με τον προσδιορισμό της

ποσότητας εκπαίδευσης, δηλαδή του μεγέθους του εκπαιδευτικού συστήματος, που

μεγιστοποιεί το καθαρό κοινωνικό όφελος. Σ’ένα αναλυτικότερο επίπεδο, το

παραπάνω είδος αποτελεσματικότητας ορίζεται ως εξωτερική αποτελεσματικότητα ή

μακρο-αποτελεσματικότητα κατανομής (των πόρων) και αναφέρεται στο συνολικό

ύψος πόρων. Η εξωτερική μικρο-αποτελεσματικότητα αναφέρεται στην κατανομή των

συνολικών πόρων μεταξύ διαφορετικών ειδών και επιπέδων εκπαίδευσης, ώστε να

επιτευχθεί ο άριστος συνδυασμός που αντιστοιχεί στις κοινωνικές προτιμήσεις. Τέλος

η εσωτερική αποτελεσματικότητα ή αποτελεσματικότητα παραγωγής εξαρτάται από

το πόσο αποτελεσματικά λειτουργούν τα σχολεία και οι άλλοι εκπαιδευτικοί θεσμοί.

Αυτό εξαρτάται από το αν επιτυγχάνουν το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα με το

μικρότερο δυνατό κόστος.

Ο προσδιορισμός της ποσότητας εκπαίδευσης που μεγιστοποιεί το καθαρό

κοινωνικό όφελος είναι αδύνατος. Αφενός η μέτρηση του (ακαθάριστου) οφέλους της

εκπαίδευσης συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια:

• Τα αποτελέσματα των τεστ αποτελούν ατελή μέτρα, ακόμα με δικά τους σταθμά.

• Τα οφέλη της εκπαίδευσης δεν είναι μόνο τεχνικά (υψηλότερη παραγωγικότητα,

υψηλότερος ρυθμός ανάπτυξης). Είναι επίσης καταναλωτικά (ευχαρίστηση από

την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία), επενδυτικά (υψηλότερες αμοιβές,

ικανοποίηση από τη δουλειά, απόλαυση του ελεύθερου χρόνου) και εξωτερικά

(κοινές αξίες, κοινωνική συνοχή). Τα περισσότερα από αυτά δεν μπορούν να

μετρηθούν, αλλά αυτό δεν τα κάνει μη πραγματικά.

Αφετέρου η αιτιώδης σχέση μεταξύ εκπαιδευτικού επιπέδου και αυξημένης

ατομικής παραγωγικότητας αμφισβητείται για τη μετα-στοιχειώδη εκπαίδευση από τη

θεωρία της εκπαίδευσης ως «μηχανισμού διαλογής» (sreening hypothesis). Η θεωρία

αυτή υποστηρίζει ότι οι επιχειρήσεις αναζητούν εργαζόμενους με μεγάλες ικανότητες

67

Page 68: κοινωνικη πολιτικη.pdf

αλλά είναι ανίκανες να τους διακρίνουν από αυτούς με μικρές. Η μετα-στοιχειώδης

εκπαίδευση δίνει ένα σήμα ικανότητας στους εργοδότες. Το άτομο έχει κάθε

συμφέρον να το αποκτήσει, αλλά όχι απαραίτητα και η κοινωνία. Επίσης, η σχέση

μεταξύ εκπαίδευσης και ανάπτυξης δεν είναι ξεκάθαρη, δεδομένου ότι η οικονομική

μεγέθυνση εξαρτάται από ένα πλήθος παραγόντων, ένας εκ των οποίων είναι και η

ποιότητα του εργατικού δυναμικού, που διαμορφώνεται κυρίως από το εκπαιδευτικό

σύστημα αλλά όχι μόνο από αυτό.

Κοινωνική δικαιοσύνη

Η ισότητα ευκαιριών στην εκπαίδευση είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα. Αλλά τι

σημαίνει ακριβώς αυτό. Μπορεί να σημαίνει την εγγύηση ενός ελάχιστου επιπέδου

εκπαίδευσης σε όλους ή μπορεί να σημαίνει ισότητα πρόσβασης στην εκπαίδευση για

όλα τα άτομα που έχουν τις ίδιες ικανότητες και προτιμήσεις ανεξαρτήτως

εισοδήματος, φύλου, φυλής, θρησκείας ή εθνικής προέλευσης. Είναι όμως αδύνατον

να επιτευχθεί η ισότητα πρόσβασης στην εκπαίδευση με τους περιορισμένους πόρους

που διατίθενται σήμερα στην εκπαίδευση.

Οι αποτυχίες της αγοράς και η ανάγκη κρατικής παρέμβασης

Η δημόσια συζήτηση για τη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος σ’όλες τις

αναπτυγμένες χώρες τις τελευταίες δεκαετίες έχει φέρει σε αντιπαράθεση τους

υποστηρικτές της αγοράς με αυτούς που θεωρούν ότι η δημόσια παροχή εκπαίδευσης

είναι ο μόνος τρόπος εξασφάλισης κοινωνικής δικαιοσύνης και αντιμετώπισης

ορισμένων αποτυχιών της αγοράς ως προς την αποτελεσματική κατανομή πόρων.

Οι υποστηρικτές της αγοράς ισχυρίζονται ότι η ποσότητα και η ποιότητα της

εκπαίδευσης προσδιορίζονται με καλύτερο τρόπο από την αγορά σε σχέση με το

κράτος. Οι καταναλωτές επιλέγουν ελεύθερα το είδος και την ποσότητα εκπαίδευσης

που επιθυμούν και ο ανταγωνισμός εξασφαλίζει ότι η εκπαίδευση που ζητούν οι

καταναλωτές παρέχεται στο μικρότερο δυνατό κόστος. Αντίθετα, οι υποστηρικτές της

κρατικής παρέμβασης υπογραμμίζουν με έμφαση τις παρενέργειες της αγοράς ως

προς την ισότητα πρόσβασης στην εκπαίδευση και ασκούν κριτική στο επιχείρημα

της ελεύθερης επιλογής.

Οι αποτυχίες της αγοράς που δικαιολογούν την κρατική παρέμβαση για λόγους

αποτελεσματικότητας είναι οι ατέλειες των κεφαλαιαγορών, η ατελής πληροφόρηση,

οι εξωτερικές οικονομίες και το μονοπώλιο στην παροχή εκπαίδευσης. Παρ’όλ’αυτά,

68

Page 69: κοινωνικη πολιτικη.pdf

ο ισχυρότερος λόγος που καθιστά αναγκαία την κρατική παρέμβαση είναι η αποτυχία

της αγοράς να εξασφαλίσει μία κοινωνικά δίκαιη διανομή της εκπαίδευσης.

Ατέλειες των αγορών κεφαλαίου

Μετά το πέρας της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, τα παιδιά και οι οικογένειές τους

έρχονται αντιμέτωπες με το εξής δίλημμα: να συνεχίσουν τα παιδιά το σχολείο ή να

πιάσουν δουλειά; Το δίλημμα αυτό επανέρχεται με την αποφοίτηση από τη

δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά και μετά το πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης,

δεδομένου ότι οι μεταπτυχιακές σπουδές έχουν λάβει σήμερα μεγάλη έκταση.

Η ανάλυση του διλήμματος με οικονομικούς όρους, δηλαδή οι υπολογισμοί που

κάνουν τα άτομα και οι οικογένειες προκειμένου να πάρουν τις αποφάσεις τους,

υπήρξε το αντικείμενο της θεωρίας του ανθρώπινου κεφαλαίου. Η θεωρία αυτή εξηγεί

τη ζήτηση για εκπαίδευση με βάση τα παραγωγικά και τα άλλα οφέλη που

προκύπτουν από την τελευταία. Η εκπαίδευση αυξάνει τη μελλοντική

παραγωγικότητα του ατόμου και άρα μπορεί να θεωρηθεί ως μία μορφή επένδυσης σε

ανθρώπινο κεφάλαιο, ανάλογη με την επένδυση στη βελτίωση του μηχανολογικού

εξοπλισμού. Το άτομο προσδοκά οφέλη είτε με τη μορφή υψηλότερου εισοδήματος

στο μέλλον είτε με αυτή των μη-χρηματικών ωφελειών (μεγαλύτερη ικανοποίηση από

τη δουλειά και ποιοτική απόλαυση του ελεύθερου χρόνου). Στο θεωρητικό υπόδειγμα

μπορούν να ενσωματωθούν και τα οφέλη κατανάλωσης της εκπαίδευσης

(ικανοποίηση από την εκπαίδευση ως διαδικασία), όμως ο βασικός πυρήνας και τα

επιχειρήματά της έχουν στηθεί γύρω από την εκπαίδευση ως ατομική επένδυση.

Οταν λοιπόν τα παιδιά ή/και οι οικογένειές τους αντιμετωπίζουν το δίλλημα να

συνεχίσουν ή όχι τα παιδιά την εκπαίδευση, βρίσκονται στην ουσία μπροστά σε μία

επενδυτική απόφαση. Για να αποφασίσουν αν αξίζει τον κόπο να επενδύσουν σε

περαιτέρω έτη εκπαίδευσης, υπολογίζουν το κόστος και τα οφέλη από την επένδυση.

Αν τα προεξοφλούμενα μελλοντικά οφέλη48 ξεπερνούν το άμεσο και μεσοπρόθεσμο

κόστος των σπουδών, τότε η επένδυση είναι συμφέρουσα. Αν συμβαίνει το αντίθετο,

τότε συμφέρει να πιάσει κανείς δουλειά. Στο κόστος της επένδυσης σε εκπαίδευση

περιλαμβάνονται τα δίδακτρα, όταν αυτά καταβάλλονται από το φοιτητή, το κόστος

σε εκπαιδευτικό υλικό, όπως βιβλία, τα πιθανά έξοδα διαμονής του φοιτητή μακρυά

από το σπίτι. Ομως το σημαντικότερο μέρος του κόστους είναι το διαφυγόν εισόδημα

69

Page 70: κοινωνικη πολιτικη.pdf

από μισθούς κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης. Αυτό αντιπροσωπεύει το κόστος

ευκαιρίας της τελευταίας, γιατί ο φοιτητής θα δούλευε αν δεν σπούδαζε.

Διάγραμμα 6. Επένδυση στην εκπαίδευση Εξέλιξη εισοδήματος πτυχιούχου Οφέλη Γ (εισόδημα) Εξέλιξη εισοδήματος μη πτυχιούχου Β 18 22 25 30 35 40 45 50 55 60 65 Κόστη Α Στο διάγραμμα 8 οι σκιασμένες επιφάνειες Α και Β αντιπροσωπεύουν τα κόστη

μιας τετραετούς φοίτησης. Η επιφάνεια Α αντιστοιχεί το άμεσος κόστος σπουδών,

ενώ η επιφάνεια Β στο διαφυγόν εισόδημα από μισθούς λόγω των σπουδών. Το

διαφυγόν εισόδημα από μισθούς ισούται όχι μόνο με τους μισθούς που θα εισέπραττε

ο φοιτητής κατά τη διάρκεια των σπουδών του αν δούλευε, αλλά και με το

χαμηλότερο εισόδημα από μισθούς που θα εισπράττει κατά τα πρώτα χρόνια

απασχόλησής του σε σχέση με έναν μη πτυχιούχο, που ξεκίνησε την επαγγελματική

του σταδιοδρομία τη στιγμή που ο ίδιος αποφάσιζε να ξεκινήσει τις σπουδές του. Η

επιφάνεια Γ αντιπροσωπεύει το αναμενόμενο εισοδηματικό όφελος της φοίτησης.

Δείχνει ότι, μετά τα 30 και μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το άτομο προσδοκά ως

πτυχιούχος μεγαλύτερο εισόδημα από αυτό του μη πτυχιούχου. Συγκρίνοντας το

μέγεθος του εισοδήματος που αντιστοιχεί στην επιφάνεια Γ με αυτό που αντιστοιχεί

στο άθροισμα των επιφανειών Α και Β, το άτομο εκτιμά την πιθανή απόδοση της

επένδυσης σε εκπαίδευση και κρίνει άν είναι αρκετά συμφέρουσα για να επενδύσει.

Η παραπάνω ανάλυση δεν υπαινίσσεται ότι κάθε φοιτητής κάνει αυτούς τους

υπολογισμούς πριν αποφασίσει να σπουδάσει. Ο σκοπός της ήταν να δείξει τις

48 Στο υπόδειγμα της θεωρίας ανθρώπινου κεφαλαίου τα προσδοκώμενα οφέλη

70

Page 71: κοινωνικη πολιτικη.pdf

οικονομικές διαστάσεις των επιλογών που αφορούν την εκπαίδευση, μερικές από τις

οποίες οπωσδήποτε λαμβάνονται υπόψη από τα παιδιά και τους γονείς τους.

Αν η απόδοση της επένδυσης σε εκπαίδευση είναι υψηλή, τότε θα πρέπει να

περιμένουμε ότι οι φοιτητές θα είναι πρόθυμοι να δανειστούν λεφτά για να

χρηματοδοτήσουν τις σπουδές τους και να αποπληρώσουν το δάνειο από το αυξημένο

τους εισόδημα. Επίσης θα πρέπει να περιμένουμε ότι οι οι τράπεζες και τα άλλα

πιστωτικά ιδρύματα θα αναγνωρίσουν τις αποδόσεις της επένδυσης σε ανθρώπινο

κεφάλαιο και θα παρέχουν δάνεια σ’αυτούς που τους το ζητούν. Στην

πραγματικότητα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι εξαιρετικά επιφυλακτικά στο

να δανείσουν λεφτά σε δανειολήπτες χαμηλού εισοδήματος και χωρίς εγγύηση.

Επιπλέον, πολλοί σπουδαστές, κυρίως από οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων, δεν

είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να εμπλακούν σε τέτοιου είδους μακροχρόνια δέσμευση.

Συνάγεται λοιπόν ότι η ιδιωτική αγορά κεφαλαίων δεν είναι σε θέση να

χρηματοδοτήσει την αποτελεσματική ποσότητα επένδυσης των ατόμων στην

εκπαίδευση και άρα υπάρχει ανάγκη κρατικής παρέμβασης.

Κοινωνικό αγαθό - ατελής πληροφόρηση

Μία βασική υπόθεση στην ορθόδοξη οικονομική θεωρία είναι ότι οι καταναλωτές

γνωρίζουν τα συμφέροντά τους καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο. Ομως, οι

καταναλωτές εκπαίδευσης δεν είναι ώριμοι ενήλικες και οι κηδεμόνες τους μπορεί να

μην ενεργούν πάντοτε προς το συμφέρον των παιδιών είτε διότι τα παραμελούν είτε

διότι έχουν ελλιπή πληροφόρηση είτε διότι ενεργούν με βάση άλλους

υπολογισμούς.49 Επειδή όμως η βασική εκπαίδευση είναι κοινωνικό αγαθό, το κράτος

παρεμβαίνει για να την καταστήσει υποχρεωτική.

Εξωτερικές επιπτώσεις

Η εκπαίδευση δεν έχει θετικές επιπτώσεις μόνο σ’αυτούς που την καταναλώνουν ή

επενδύουν σ’αυτήν άμεσα, αλλά έχει και εξωτερικές επιπτώσεις σε τρίτους. Δύο

κατηγορίες θετικών εξωτερικών επιπτώσεων αναφέρει η σχετική βιβλιογραφία: τα

οφέλη απασχόλησης και τα ευρύτερα κοινωνικά οφέλη. Τα οφέλη της πρώτης

κατηγορίας απολαμβάνουν οι συνάδελφοι στη δουλειά των εκπαιδευθέντων και οι

εργοδότες τους, ενώ τα οφέλη της δεύτερης κατηγορίας η κοινωνία συνολικά.

προεξοφλούνται στην παρούσα τους αξία, σύμφωνα μ’ένα συγκεκριμένο μαθηματικό τύπο.

71

Page 72: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Η εκπαίδευση δεν αυξάνει μόνο την παραγωγικότητα αυτών που εκπαιδεύονται,

αλλά και την παραγωγικότητα των συναδέλφων τους στη δουλειά μέσω της

συνεργασίας. Επίσης καθιστά τους εργαζόμενους ευέλικτους και προσαρμοστικούς

και άρα ικανότερους να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των νέων τεχνολογιών. Τα

οφέλη αυτά τα απολαμβάνουν είτε οι συνάδελφοι μέσω υψηλότερων μισθών είτε οι

εργοδότες μέσω της επικερδέστερης αξιοποίησης της νέας τεχνολογίας. Μερικοί

οικονομολόγοι δεν θεωρούν ότι αυτές οι επιπτώσεις της εκπαίδευσης δημιουργούν

εξωτερικά οφέλη, αλλά ότι αποφέρουν ιδιωτικό όφελος στους κατόχους του

ανθρώπινου κεφαλαίου με το να αντανακλώνται στις αμοιβές τους.

Τα εξωτερικά οφέλη της εκπαίδευσης που απολαμβάνει η κοινωνία απορρέουν

από την καλύτερη επικοινωνία που δημιουργεί η γνώση ανάγνωσης και γραφής και

από τη λειτουργία κοινωνικοποίησης που επιτελεί η εκπαίδευση μέσω της

εμφύτευσης κοινών αξιών, τρόπων συμπεριφοράς και κανόνων συμμετοχής.

Η ανάλυση των θετικών εξωτερικών επιπτώσεων της εκπαίδευσης οδηγεί

ορισμένους οικονομολόγους να δικαιολογούν την ανάγκη κρατικής παρέμβασης στον

τομέα της εκπαίδευσης, με το επιχείρημα ότι η αγορά δεν εξασφαλίζει την κοινωνικά

επιθυμητή ποσότητα εκπαίδευσης, διότι λαμβάνει υπόψη της μόνο το ιδιωτικό και όχι

το κοινωνικό όφελος. Ομως η μέτρηση των εξωτερικών οφελών της εκπαίδευσης

προσκρούει σε αξεπέραστα προβλήματα και άρα ο προσδιορισμός της κοινωνικά

επιθυμητής ποσότητας εκπαίδευσης είναι προς το παρόν αδύνατος.

Ατέλειες του ανταγωνισμού

Στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού συστήματος μπορεί να δημιουργηθούν

μονοπωλιακές καταστάσεις στην παροχή εκπαίδευσης από το γεγονός ότι ορισμένες

γεωγραφικές περιοχές είναι αραιοκατοικημένες και δεν διαθέτουν ένα μέγεθος

πληθυσμού που να μπορεί να συντηρεί περισσότερα από ένα σχολεία. Αν τα σχολεία

αυτά είναι ιδιωτικά, τότε οι ιδιοκτήτες τους μπορούν κάλλιστα να εκμεταλλευτούν τη

μονοπωλιακή τους θέση για να επιβάλουν τιμές υψηλότερες από αυτές που θα

καθορίζονταν από μία τέλεια ανταγωνιστική αγορά. Οι υψηλές τιμές μπορεί να έχουν

σοβαρές αναδιανεμητικές επιπτώσεις και άρα το κράτος οφείλει να παρέμβει.

Κοινωνική δικαιοσύνη

49 Στέλνουν τα παιδιά στη δουλειά για να ανέβει το οικογενειακό εισόδημα, με συνέπεια τη διακοπή του σχολείου.

72

Page 73: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Αν θεωρήσουμε ότι η ισότητα πρόσβασης στην εκπαίδευση αποτελεί το θεμελιώδη

στόχο της κοινωνικής δικαιοσύνης στο πεδίο της εκπαίδευσης, τότε η αγορά αδυνατεί

να οδηγήσει από μόνη της στην επίτευξη του. Κι αυτό διότι η ενιαία τιμή που

διαμορφώνεται από τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης ενδέχεται να είναι

πολύ υψηλή για τα χαμηλά εισοδήματα. Σε ένα κόσμο που υπάρχει εισοδηματική

ανισότητα, η πρόσβαση στην εκπαίδευση θα είναι επίσης άνιση.

Ακόμα και άν υιοθετήσουμε τον πιο περιοριστικό ορισμό της κοινωνικής

δικαιοσύνης – το δικαίωμα καθενός σε μία ελάχιστη ποσότητα εκπαίδευσης –, είναι

απόλυτα βέβαιο ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός οικογενειών δεν θα μπορούσαν να

διαθέσουν τα απαραίτητα χρήματα για την εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση των

παιδιών τους, αν ήταν να την πληρώσουν από την τσέπη τους. Οσον αφορά την

ανώτατη εκπαίδευση, ακόμα και αν το κράτος αναλάβει το άμεσο κόστος σπουδών,

το κόστος ευκαιρίας με όρους διαφυγόντων εισοδημάτων από μισθούς θα έχει

μεγαλύτερες επιπτώσεις στις αποφάσεις των φοιτητών από φτωχότερες οικογένειες

απ’ότι σ’αυτές των φοιτητών από πλουσιότερες.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από τα παραπάνω είναι ότι οι εισοδηματικές

ανισότητες οδηγούν ευθέως σε ανισότητες πρόσβασης στην εκπαίδευση και ότι όσο

μεγαλύτερο είναι το κόστος της εκπαίδευσης που αναλαμβάνουν οι ιδιώτες και όσο

υψηλότερη είναι η τιμή που παρέχονται οι εκπαιδευτικές υπηρεσίες τόσο οξύνονται οι

ανισότητες πρόσβασης.

Οι μορφές κρατικής παρέμβασης

Από τους παραπάνω λόγους που δικαιολογούν θεωρητικά την ανάγκη κρατικής

παρέμβασης αξιολογούμε ως ισχύοντες και ως πιο σημαντικούς την ισότητα

πρόσβασης στην εκπαίδευση και τις ατέλειες στην αγορά κεφαλαίων.

Οι κύριες μορφές κρατικής παρέμβασης στο πεδίο της εκπαίδευσης είναι:

• η δια νόμου επιβολή της υποχρεωτικότητας της βασικής εκπαίδευσης,

• η δημόσια παροχή της εκπαίδευσης εντελώς ή σχεδόν δωρεάν,

• οι κρατικές υποτροφίες σε σπουδαστές/φοιτητές χαμηλών ή μέσων εισοδημάτων,

• η επιδότηση του επιτοκίου των σπουδαστικών δανείων,

• η επιδότηση ιδιωτικών φορέων παροχής εκπαίδευσης,

• οι φοροαπαλλαγές γονέων για ιδιωτικές δαπάνες εκπαίδευσης των παιδιών τους.

73

Page 74: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Από τον παραπάνω κατάλογο παρεμβάσεων, οι τρεις πρώτες συνοψίζουν τη

φιλοσοφία της πολιτικής που ασκήθηκε με μικρές παραλλαγές σε όλες τις

αναπτυγμένες χώρες μέχρι τη δεκαετία του 80. Ο κύριος στόχος της πολιτικής αυτής

ήταν η κοινωνική δικαιοσύνη, ενώ η δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση ήταν το κύριο

εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε για την επίτευξή του. Από τις αρχές της δεκαετίας του

80 και ύστερα, τα αυξανόμενα κρατικά ελλείμματα και η ιδεολογική επικράτηση του

φιλελευθερισμού οδήγησαν στην «ανακάλυψη» του δικαιώματος των καταναλωτών

στην ελεύθερη επιλογή και των αρετών της αγοράς σε σχέση με το κράτος ως προς

την κάλυψη των καταναλωτικών προτιμήσεων. Οι δύο τελευταίες μορφές κρατικής

παρέμβασης του καταλόγου υπακούουν σ’αυτήν την αλλαγή προσανατολισμού της

κρατικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της ιδιωτικής εκπαίδευσης,

ενώ η επιδότηση του επιτοκίου των σπουδαστικών δανείων αποτελεί σε πολλές χώρες

ένα μέσο προοδευτικής υποκατάστασης του θεσμού των κρατικών υποτροφιών, για

λόγους εξοικονόμησης δημοσίων πόρων και περιορισμού των κρατικών ελλειμμάτων.

5.3 Υγειονομική περίθαλψη

Ο κύριος στόχος της πολιτικής υγείας είναι η βελτίωση της υγείας του πληθυσμού, που

επηρεάζεται από (α) το συνολικό βιοτικό επίπεδο, που περιλαμβάνει το επίπεδο

εισοδήματος και τη διανομή του (β) τις προσωπικές επιλογές, για παράδειγμα δίαιτας

(άφθονα φρούτα και λαχανικά) και τρόπου ζωής (σωματική άσκηση, αποφυγή

καπνίσματος κλπ.) (γ) το γενικό εξωτερικό περιβάλλον (π.χ. μόλυνση) (δ) το ατομικό

περιβάλλον εργασίας και κατοικίας (ε) την κληρονομικότητα (π.χ. φυσική και

συναισθηματική δύναμη) (στ) την ποσότητα και ποιότητα της υγειονομικής

περίθαλψης. Αρα μία πολιτική υγείας ασχολείται ή θα πρέπει να ασχολείται με όλους

αυτούς τους παράγοντες και όχι μόνο με την υγειονομική περίθαλψη υπό τη στενή

έννοια. Ωστόσο, όταν μιλάμε για δαπάνες υγείας, εννοούμε τις ιδιωτικές και δημόσιες

δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης (ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής).

Οι συνολικές δαπάνες υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνονται συνεχώς από τη

δεκαετία του 60 μέχρι σήμερα σ’όλες τις βιομηχανικές χώρες, τόσο σε αυτές όπου ο

ρόλος του κράτους στη δημόσια παροχή υπηρεσιών υγείας ήταν μικρός όσο και σε

αυτές που ο ρόλος του κράτους ήταν μεγάλος. Η αύξηση της συμμετοχής των

δαπανών υγείας στο ΑΕΠ αντανακλά αυξήσεις στην κατά κεφαλήν χρήση ιατρικών

υπηρεσιών, αυξήσεις των ιατρικών τιμών μεγαλύτερες από τον πληθωρισμό και

αύξηση του μεριδίου των ηλικιωμένων στο σύνολο του πληθυσμού.

74

Page 75: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Η παραπάνω διαπίστωση οδηγεί στα ερωτήματα: ξοδεύουμε άραγε υπερβολικά

πολύ για την υγεία; Και έπονται άλλα δύο. Αποκομίζουμε όση υγεία μπορούμε

γι’αυτά που ξοδεύουμε; Εχουμε δίκαιο σύστημα παροχής ιατρικών υπηρεσιών;

Στόχοι πολιτικής

Τα ερωτήματα που μόλις παραθέσαμε παραπέμπουν ευθέως στους στόχους της

αποτελεσματικότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που αποτελούν τους κύριους

στόχους της υγειονομικής πολιτικής.

Αποτελεσματικότητα

Ο στόχος της αποτελεσματικότητας έχει να κάνει με την παροχή της άριστης

ποσότητας υγειονομικής περίθαλψης (εξωτερική αποτελεσματικότητα ή

αποτελεσματικότητα κατανομής)50 στο χαμηλότερο δυνατό κόστος (εσωτερική

αποτελεσματικότητα ή αποτελεσματικότητα παραγωγής).51

Διάγραμμα 7. Κοινωνικά κόστη και οφέλη των νοσοκομειακών κλινών

Οριακά 30 κοινωνικά κόστη και οφέλη (εκ.ευρώ) 20 10

0 1 2 3 4 5 6 7 Συνολικός αριθμός κλινών (σε χιλιάδες)

Η άριστη ή αποτελεσματική ποσότητα υγειονομικής περίθαλψης είναι αυτή στην

οποία το οριακό κοινωνικό όφελος ισούται με το οριακό κοινωνικό κόστος. Στο

διάγραμμα 9 απεικονίζεται ο τρόπος προσδιορισμού της άριστης ποσότητας

50 Η εξωτερική αποτελεσματικότητα ή αποτελεσματικότητα κατανομής διακρίνεται σε μάκρο και μίκρο-αποτελεσματικότητα. Η μακροαποτελεσματικότητα αναφέρεται στο συνολικό μέγεθος και ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης, ενώ η μικροαποτελεσματικότητα στην κατανομή των συνολικών πόρων στο εσωτερικό του τομέα υγείας. 51 Η αποτελεσματικότητα παραγωγής έχει να κάνει με το πόσο αποτελεσματικά λειτουργούν οι υγειονομικοί θεσμοί, δηλαδή με το πόσο φθηνά ή ακριβά παράγεται η ίδια ποσότητα υπηρεσιών υγείας μιας ορισμένης ποιότητας (εξοικονόμηση πόρων).

75

Page 76: κοινωνικη πολιτικη.pdf

νοσοκομειακών κλινών. Η άριστη ποσότητα είναι 3.000 κλίνες και αντιστοιχεί στο

σημείο που τέμνονται οι καμπύλες του οριακού κοινωνικού οφέλους και του οριακού

κοινωνικού κόστους των νοσοκομειακών κλινών.

Το παραπάνω διάγραμμα είναι προϊόν θεωρητικής αφαίρεσης και στηρίζεται σε

υποθετικά δεδομένα. Στην πραγματικότητα όμως η εκτίμηση της άριστης ποσότητας

υγειονομικής περίθαλψης είναι προβληματική, αφενός διότι είναι δύσκολη η μέτρηση

του οφέλους, δηλαδή της βελτίωσης της υγείας,52 αφετέρου διότι η αιτιώδης σχέση

μεταξύ της υγειονομικής περίθαλψης (κόστους) και της βελτίωσης της υγείας

(οφέλους) είναι περίπλοκη, εφόσον η υγιειονομική περίθαλψη δεν είναι ο μοναδικός

παράγοντας βελτίωσης της υγείας του πληθυσμού. Τα δύο αυτά προβλήματα

περιορίζουν στο ελάχιστο τη δυνατότητα προσέγγισης της αποτελεσματικότητας

κατανομής μέσω των αναλύσεων κόστους-οφέλους.

Εκτός από την ανάλυση κόστους-οφέλους, υπάρχουν άλλες δύο προσεγγίσεις της

αποτελεσματικότητας που παρακάμπτουν το πρόβλημα μέτρησης του οφέλους της

υγειονομικής περίθαλψης: η ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας και η ανάλυση

κόστους-χρησιμότητας. Η ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας εξετάζει το κόστος

εναλλακτικών μορφών θεραπείας της ίδιας ιατρικής κατάστασης, ενώ η ανάλυση

κόστους-χρησιμότητας δεν εξετάζει τα οφέλη υγείας μιας θεραπείας, αλλά τη

χρησιμότητα που αποφέρει σε σχέση με το κόστος της. Η χρησιμότητα μετράται με

τα επιπλέον έτη ζωής που κερδίζονται, σταθμισμένα με την ποιότητα ζωής.

Κοινωνική δικαιοσύνη

Δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τον καταλληλότερο ορισμό της κοινωνικής

δικαιοσύνης στο πεδίο της υγειονομικής περίθαλψης. Υπάρχουν τρεις ορισμοί ενός

δίκαιου συστήματος υγειονομικής περίθαλψης. Ο πρώτος θεωρεί ότι ένα δίκαιο

σύστημα πρέπει να εξασφαλίζει ένα ελάχιστο επίπεδο θεραπείας για αυτούς που έχουν

ανάγκη. Ο δεύτερος θεωρεί ότι δίκαιο είναι το σύστημα που εξασφαλίζει ίση θεραπεία

για ίση ανάγκη. Τέλος, ο τρίτος ορίζει την κοινωνική δικαιοσύνη με όρους ίσης

πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη. Μία από τις ερμηνείες της ισότητας

πρόσβασης είναι ότι τα κόστη και οι θυσίες που κάνουν τα άτομα για να αποκτήσουν

52 Πολλοί δείκτες και τρόποι μέτρησης της βελτίωσης της υγείας έχουν προταθεί, αλλά κανένας δεν είναι ικανοποιητικός: απώλειες αποδοχών κατά τη διάρκεια της θεραπείας, το ποσό που τα άτομα θα ήταν έτοιμα να πληρώσουν προκειμένου να μειώσουν τον κίνδυνο

76

Page 77: κοινωνικη πολιτικη.pdf

περίθαλψη πρέπει να είναι ίσα. Τα κόστη και οι θυσίες περιλαμβάνουν τα εξέταστρα

και νοσήλεια, το εισόδημα που χάνεται λόγω απουσίας από την εργασία, το κόστος

μετακίνησης από το σπίτι ή τη δουλειά στο φορέα παροχής υγειονομικής περίθαλψης.

Οι αποτυχίες της αγοράς και η ανάγκη κρατικής παρέμβασης

Η κρατική παρέμβαση στο πεδίο της υγειονομικής περίθαλψης δικαιολογείται λόγω

της αποτυχίας της αγοράς να εξασφαλίσει αποτελεσματικότητα και κοινωνική

δικαιοσύνη. Η αποτυχία της αγοράς ως προς την αποτελεσματικότητα οφείλεται στην

ασύμμετρη πληροφόρηση, στα προβλήματα ασφάλισης, στις εξωτερικές επιπτώσεις

της περίθαλψης και στις ατέλειες του ανταγωνισμού.

Ασύμμετρη πληροφόρηση

Ενα βασικό χαρακτηριστικό του τομέα υγειονομικής περίθαλψης είναι ότι υπάρχει

ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ προμηθευτών και καταναλωτών περίθαλψης,

δηλαδή μεταξύ γιατρών και ασθενών, ταύτιση μεταξύ των προμηθευτών περίθαλψης

και των προμηθευτών πληροφόρησης και ατελής πληροφόρηση των καταναλωτών.

Πράγματι οι ασθενείς έχουν ελλιπή πληροφόρηση για την ποσότητα περίθαλψης

που χρειάζονται και την ποιότητα περίθαλψης που απολαμβάνουν. Αλλά ακόμα και

άν ήσαν καλά πληροφορημένοι, υπάρχουν όρια σε αυτό που οι ασθενείς-καταναλωτές

θα μπορούσαν να καταλάβουν. Αυτό σημαίνει ότι η παροχή πληροφόρησης σε τέτοια

κλίμακα που τα άτομα να είναι σε θέση να κάνουν ορθολογικές επιλογές είναι

υπερβολικά δαπανηρή, με συνέπεια η πληροφόρηση για το κατάλληλο είδος και την

κατάλληλη διάρκεια θεραπείας να ανατίθεται στους γιατρούς. Αν λοιπόν οι ασθενείς

δεν γνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ μιας καλής και μιας κακής θεραπείας, τότε είναι

απίθανο να αλλάζουν διαρκώς γιατρό για να επιτύχουν καλύτερη τιμή και ποιότητα

περίθαλψης. Αντίθετα θα προσπαθήσουν να οικοδομήσουν μία μακρόχρονη σχέση με

έναν γιατρό, μία σχέση εμπιστοσύνης.

Η μονοπώληση της γνώσης από τους προμηθευτές περίθαλψης και η ατελής

πληροφόρηση των καταναλωτών περίθαλψης προσδίδει μονοπωλιακή δύναμη στους

προμηθευτές (γιατροί, νοσοκομεία) και έχει ως συνέπεια αφενός την άνοδο των

τιμών, αφετέρου την τεχνητή αύξηση της ζήτησης από τους προμηθευτές.

χειροτέρευσης της υγείας τους, αξιολόγηση διαφόρων καταστάσεων υγείας από τα ίδια τα άτομα με υποβολή ερωτήσεων κ.α..

77

Page 78: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Η κρατική παρέμβαση έχει ως σκοπό είτε την εξουδετέρωση της μονοπωλιακής

δύναμης των γιατρών είτε την πρόληψη των αρνητικών συνεπειών της. Με τη

δημόσια παροχή υγειονομικής περίθαλψης σε μεγάλη κλίμακα (π.χ. εθνικό σύστημα

υγείας), το κράτος γίνεται σχεδόν μονοψωνητής των γιατρών κι έτσι εξουδετερώνει τη

μονοπωλιακή τους δύναμη επί των ασθενών, ενώ με τη ρύθμιση της ποιότητας της

περίθαλψης (επαγγελματικά προσόντα γιατρών και νοσοκόμων, προδιαγραφές

ασφαλείας των φαρμάκων, άδειες λειτουργίες και έλεγχος επενδύσεων των ιδιωτικών

νοσοκομείων) τον έλεγχο των τιμών και τη δημοσίευση καταλόγων τιμών (νοσήλεια,

φάρμακα) προσπαθεί να αποτρέψει την εκμετάλλευση της μονοπωλιακής θέσης από

τους γιατρούς, τα ιδιωτικά νοσοκομεία και τις φαρμακοβιομηχανίες.

Προβλήματα ασφάλισης

Η ζήτηση υγειονομικής περίθαλψης μπορεί να προκύψει απρόβλεπτα. Δεδομένου ότι

τα άτομα δεν γνωρίζουν πόση φροντίδα θα χρειαστούν και πότε, έχουν κάθε

συμφέρον να ασφαλίζονται έναντι του κινδύνου της ασθένειας.

Υπενθυμίζουμε ότι για να μπορεί να η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά να καλύψει

την κοινωνικά επιθυμητή ποσότητα ασφάλισης πρέπει να ισχύουν πέντε συνθήκες:

1. Να είναι ανεξάρτητες οι ατομικές πιθανότητες επέλευσης του δυσμενούς

συμβάντος. Αυτό ισχύει πάντοτε στην ασφάλισης υγείας, εκτός από την

περίπτωση μεγάλων επιδημιών.

2. Η πιθανότητα επέλευσης του δυσμενούς συμβάντος να είναι μικρότερη της

μονάδας. Η ιδιωτική αγορά ασφάλισης αποτυγχάνει να καλύψει τις περιπτώσεις

χρόνιων και κληρονομικών παθήσεων (π.χ. διαβήτης, υπέρταση.)

3. Η πιθανότητα να μπορεί να εκτιμηθεί. Η ιδιωτική ασφάλιση δεν καλύπτει έναντι

του κινδύνου μακροχρόνιας ανικανότητας προς εργασία ή την ιατρική περίθαλψη

των ηλικιωμένων.

4. Να μην υπάρχει ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ εταιρειών και ασφαλισμένων.

Τόσο το πρόβλημα της δυσμενούς επιλογής όσο αυτό του ηθικού κινδύνου

παράγουν κενά κάλυψης στην ασφάλιση υγείας. Η πρωτοβάθμια υγειονομική

περίθαλψη (επισκέψεις στον οικογενειακό γιατρό) και η εγκυμοσύνη αποτελούν

χαρακτηριστικές περιπτώσεις κινδύνων που δεν καλύπτονται από την ιδιωτική

ασφαλιστική αγορά λόγω ηθικού κινδύνου. Επιπλέον, ο ηθικός κίνδυνος που

78

Page 79: κοινωνικη πολιτικη.pdf

προκύπτει λόγω «πληρωμής από το τρίτο μέρος»,53 οδηγεί σε φαινόμενα

υπερσυνταγογράφησης και υπερκατανάλωσης υγειονομικής περίθαλψης.54

5. Τα διοικητικά έξοδα και τα κέρδη να μην είναι πολύ υψηλά. Δεν ισχύει κάτι

ιδιαίτερο για την ασφάλιση υγείας.

Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι οι ειδικές προϋποθέσεις λειτουργίας της

ιδιωτικής αγοράς ασφάλισης οδηγούν σε φαινόμενα υποκατανάλωσης ασφάλισης

υγείας και σε φαινόμενα υπερκατανάλωσης υγειονομικής περίθαλψης.

Το κράτος παρεμβαίνει με δύο τρόπους ως προς την ασφάλιση. Πρώτον, ασκεί

έλεγχο στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες ώστε να καλύπτουν τα άτομα υψηλού

κινδύνου. Δεύτερον, καθιστά την κοινωνική ασφάλιση υποχρεωτική, ώστε να

καλυφθούν οι κίνδυνοι που δεν καλύπτονται από την ιδιωτική ασφάλιση.55

Εξωτερικές επιπτώσεις

Εξωτερικές επιπτώσεις της υγειονομικής περίθαλψης αναφέρονται στην περίπτωση

των μεταδοτικών ασθενειών και της έγνοιας για τους άλλους. Οταν, για παράδειγμα,

κάποιοι εμβολιάζονται ενάντια στη γρίππη, τότε δεν μειώνεται μόνο η δική τους

πιθανότητα να αρρωστήσουν, αλλά και η πιθανότητα να αρρωστήσουν οι γύρω τους.

Η παρέμβαση του κράτους έχει ως σκοπό να δώσει κίνητρο εμβολιασμού στα άτομα

που δεν θα έπαιρναν από μόνα τους την πρωτοβουλία. Γενικότερα όμως, η κρατική

παρέμβαση για τον περιορισμό της επέκτασης μεταδοτικών ασθενειών περιλαμβάνει

υποχρεωτικούς εμβολιασμούς στα σχολεία, ενημερωτικές εκστρατείες, δωρεάν

εξετάσεις και παροχή υπηρεσιών περίθαλψης, επιδότηση φαρμάκων κλπ..

Οι εξωτερικές επιπτώσεις «έγνοιας για τους άλλους» αποτελούν εντελώς

διαφορετικό είδος εξωτερικών οφελών της υγειονομικής περίθαλψης, που πηγάζουν

από την ικανοποίηση που αντλούν πολλά άτομα από την περίθαλψη που παρέχεται

53 Το τρίτο μέρος είναι ο ασφαλιστικός φορέας, που πληρώνει τα έξοδα περίθαλψης. Αφού η πληρωμή γίνεται ούτως ή άλλως από το τρίτο μέρος, τόσο ο ασφαλισμένος όσο και ο προμηθευτής περίθαλψης (γιατρός, νοσοκομείο) έχουν κίνητρο να αυξήσουν το ύψος της παροχής και κατανάλωσης περίθαλψης. 54 Οι ασφαλιστικές εταιρείες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα με διάφορους τρόπους: αυξάνουν δυσανάλογα τα ασφάλιστρα όσο μεγαλώνει το ποσοστό κάλυψης των εξόδων, επιβάλλουν σχήματα συμμετοχής του ασφαλισμένου στην κάλυψη των εξόδων. Ομως κανένας από αυτούς τους μηχανισμούς δεν δίνει οριστική λύση στο πρόβλημα. 55 Εξηγήσαμε στην παράγραφο 5.1 γιατί η κοινωνική ασφάλιση μπορεί να επιτελέσει αυτό το έργο.

79

Page 80: κοινωνικη πολιτικη.pdf

στους ασθενείς. Ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να αποδώσει κανείς αξία σ’αυτά τα

οφέλη και να εκτιμήσει το μέγεθός τους.

Ατέλειες του ανταγωνισμού

Ατέλειες ανταγωνισμού στην ιδιωτική αγορά υγειονομικής περίθαλψης εμφανίζονται

λόγω της μονοπωλιακής δύναμης των γιατρών και των φαρμακευτικών εταιρειών. Η

μονοπωλιακή θέση των γιατρών, όπως είδαμε, απορρέει από την ασύμμετρη

πληροφόρηση, ενώ η μονοπωλιακή θέση των φαρμακευτικών εταιρειών από την

ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς στο συγκεκριμένο κλάδο και στην ανελαστικότητα

της ζήτησης για φάρμακα.

Οι μορφές κρατικής παρέμβασης για την αντιμετώπιση των παρενεργειών του

ατελούς ανταγωνισμού είναι ίδιες με αυτές που χρησιμοποιούνται για την

εξουδετέρωση/άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών της ασύμμετρης πληροφόρησης.

Κοινωνική δικαιοσύνη

Αν η αγορά υγειονομικής περίθαλψης ήταν αποκλειστικά ιδιωτική, όλοι οι άνθρωποι

δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν τη θεραπεία που θα είχαν ανάγκη ή δεν θα ήταν σε

θέση να ασφαλιστούν για ασθένεια. Δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός της αγοράς που

να εγγυάται ότι καθένας μπορεί να απολαύσει ενός ελάχιστου επιπέδου περίθαλψης

ούτε να εξασφαλίζει ίση μεταχείριση για ίση ανάγκη. Αυτοί που έχουν υψηλότερα

εισοδήματα θα αγοράζουν καλύτερη περίθαλψη και περισσότερη ασφάλιση. Τέλος,

ενώ οι δυνάμεις του ανταγωνισμού θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ενιαία τιμή για

κάθε μονάδα υγειονομικής περίθαλψης, αυτή η τιμή θα αντιπροσώπευε μεγαλύτερη

θυσία για τους φτωχούς απ’ότι για τους πλούσιους, εφόσον θα αντιστοιχούσε σε

μεγαλύτερο μερίδιο του εισοδήματός τους. Κατά συνέπεια, η κατανομή των πόρων

μέσω του μηχανισμού της αγοράς θα οδηγούσε σε ανισότητα πρόσβασης στην

υγειονομική περίθαλψη.

Η κρατική παρέμβαση για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης μπορεί να πάρει τη

μορφή επιδότησης των τιμών των ιδιωτικών φορέων παροχής περίθαλψης,

εισοδηματικών μεταβιβάσεων και δημόσιας παροχής περίθαλψης σε σοβαρότερες

περιπτώσεις.

80

Page 81: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Οι μορφές κρατικής παρέμβασης και οι αποτυχίες του κράτους

Μετά την αναλυτική παρουσίαση των μορφών της κρατικής παρέμβασης που κάναμε

παραπάνω, μπορούμε να συνοψίσουμε αυτές τις μορφές της ως εξής

• ρύθμιση ποιοτικών προδιαγραφών και έλεγχος των τιμών,

• δημόσια παροχή υγειονομικής περίθαλψης,

• επιδοτήσεις στις τιμές που χρεώνουν οι ιδιωτικοί φορείς περίθαλψης,

• φοροαπαλλαγές για ιδιωτικές ιατρικές δαπάνες και ιδιωτική ασφάλιση υγείας,

• ενημερωτικές καμπάνιες για τις μεταδοτικές ασθένειες, κίνητρα για εμβολιασμούς

• υποχρέωση συμμετοχής στην κοινωνική ασφάλιση για εξασφάλιση πλήρους

κάλυψης έναντι όλων των κινδύνων.

Αποτυχίες έχουν εμφανιστεί σε πολλές μορφές κρατικής παρέμβασης. Θα

δώσουμε μερικά παραδείγματα. Πρώτον, οι επαγγελματικές οργανώσεις στις οποίες

συχνά ανατίθεται από το κράτος ρυθμιστικός ρόλος για την εξασφάλιση ποιοτικών

προδιαγραφών παροχής υγειονομικής περίθαλψης, εξυπηρετούν περισσότερο τα

συντεχνιακά συμφέροντα των μελών τους παρά το δημόσιο συμφέρον. Δεύτερον, η

έλλειψη ανταγωνισμού σε συστήματα υγειονομικής περίθαλψης όπου επικρατεί η

δημόσια παροχή οδηγεί σε αναποτελεσματικότητα παραγωγής, δηλαδή σε υψηλό

κόστος λειτουργίας των δημόσιων φορέων παροχής υγειονομικής περίθαλψης.

Τρίτον, η επιδότηση των τιμών είναι ένα καλό εργαλείο για να ενισχύσει την

κατανάλωση όταν υπάρχουν εξωτερικά οφέλη και για να επιτύχει στόχους κοινωνικής

δικαιοσύνης (πρόσβαση φτωχών στις υπηρεσίες περίθαλψης). Ομως, όταν το ύψος

των επιδοτήσεων είναι πολύ υψηλό, τότε ωθεί προς την υπερκατανάλωση. Τέταρτον,

όταν υπάρχει δωρεάν παροχή υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, ο αποκλεισμός

από την κατανάλωση δε γίνεται πλέον μέσω του μηχανισμού των τιμών, αλλά μέσω

της ουράς και της λίστας αναμονής. Επειδή όμως η αναμονή έχει μεγαλύτερο κόστος

για κάποιους ανθρώπους και μικρότερο για άλλους, επειδή κάποιοι έχουν γνωριμίες

και κάποιοι άλλοι όχι και επειδή υπάρχουν πάντοτε κάποιοι που τα καταφέρνουν

περισσότερο από τους υπόλοιπους στην παράκαμψη των κανόνων, δεν είναι πάντοτε

αυτοί που έχουν τη μεγαλύτερη και επιτακτικότερη ανάγκη περίθαλψη που

βρίσκονται πρώτη στην ουρά ή τη λίστα αναμονής.

Τα παραδείγμα που μόλις παραθέσαμε δείχνουν ότι η κρατική παρέμβαση δεν

είναι άμοιρη αποτυχιών τόσο ως προς την αποτελεσματική κατανομή των κοινωνικών

81

Page 82: κοινωνικη πολιτικη.pdf

πόρων, όσο και ως προς την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτό δε

σημαίνει αναγκαστικά ότι η λύση στα προβλήματα που προκύπτουν είναι η προσφυγή

στην αγορά. Οπως η αγορά είναι συχνά ικανή να παράγει από μόνη της λύσεις για

διάφορες περιπτώσεις αποτυχίας (π.χ. ατελής πληροφόρηση), έτσι και οι αποτυχίες

του κράτους μπορούν να διορθωθούν με αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, ένας

τρόπος επίλυσης των αποτυχιών τόσο της αγοράς όσο και του κράτους στον τομέα

της κοινωνικής πολιτικής είναι η συνύπαρξη και ο υγιής ανταγωνισμός μεταξύ τους.

5.4 Κοινωνική φροντίδα (μέριμνα)56

Σε κάθε κοινωνία θα υπάρχουν άνθρωποι που δεν θα μπορούν ή θα δυσκολεύονται να

φροντίσουν τον εαυτό τους μόνοι τους και άρα θα χρειάζονται φροντίδα και στήριξη

από άλλους. Τέτοιες ομάδες ανθρώπων είναι τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, οι ανάπηροι,

οι διανοητικά καθυστερημένοι, οι έχοντες προβλήματα ψυχικής υγείας ή μαθησιακές

δυσκολίες, οι αλκοολικοί, οι ναρκομανείς κλπ..

Οι περισσότεροι άνθρωποι που βρίσκονται σ’αυτήν την κατάσταση φροντίζονται

κυρίως από τις οικογένειές τους και περιστασιακά από φίλους ή συγγενείς. Αυτού του

είδους η φροντίδα ονομάζεται συχνά «ανεπίσημη» φροντίδα και παρέχεται στο

συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της από τις γυναίκες συζύγους, μητέρες ή κόρες. Η

«επίσημη» φροντίδα παρέχεται είτε από την αγορά είτε από φιλανθρωπικές και

εθελοντικές οργανώσεις είτε από το κράτος και διακρίνεται σε ιδρυματική

(residential), σε φροντίδα στο σπίτι (domiciliary) και σε ανοιχτή φροντίδα (day care).

Οταν χρησιμοποιούμε τον όρο κοινωνική φροντίδα αναφερόμαστε στην επίσημη.

Τα ερωτήματα που απασχολούν τους οικονομολόγους σε σχέση με την κοινωνική

φροντίδα είναι τα εξής. Ποιό είναι το ύψος φροντίδας που πρέπει να παράγεται

κοινωνικά; Ποιός είναι ο αποτελεσματικότερος και δικαιότερος τρόπος παροχής

αυτής της φροντίδας; Θα πρέπει η φροντίδα να παρέχεται ανεπίσημα από τις

οικογένειες ή να αγοράζεται στην ιδιωτική αγορά; Η παρέμβαση του κράτους θα

πρέπει να έχει τη μορφή στήριξης των φορέων παροχής ανεπίσημης φροντίδας ή της

άμεσης παροχής από δημόσιους φορείς; Ποιός θα πρέπει να είναι ο ρόλος των

φιλανθρωπικών και των εθελοντικών οργανώσεων;

Στόχοι πολιτικής

82

Page 83: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Οι στόχοι πολιτικής στο πεδίο της κοινωνικής φροντίδας είναι η αποτελεσματικότητα,

η κοινωνική δικαιοσύνη και η κοινωνική αλληλεγγύη.

Αποτελεσματικότητα

Οπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενες παραγράφους, όταν οι οικονομολόγοι

ασχολούνται με το ζήτημα της αποτελεσματικότητας ενδιαφέρονται για τις εξής

μορφές αποτελεσματικότητας. Την εξωτερική ή αποτελεσματικότητα κατανομής των

πόρων και την εσωτερική ή αποτελεσματικότητα παραγωγής.

Οσον αφορά την εξωτερική αποτελεσματικότητα, το ερώτημα που τίθεται είναι το

ακόλουθο: ποιό είναι το επίπεδο παραγωγής του αγαθού κοινωνική φροντίδα που

εξασφαλίζει αποτελεσματικότητα στην κατανομή των κοινωνικών πόρων μεταξύ

διαφορετικών αγαθών; Η αποτελεσματικότητα κατανομής μπορεί να οριστεί τόσο στο

μακροοικονομικό όσο και στο μικροοικονομικό επίπεδο. Δηλαδή τόσο στο επίπεδο

της συνολικής κοινωνικής φροντίδας όσο και σ’αυτό των διαφόρων ειδών φροντίδας.

Εχουμε επαναλάβει πολλές φορές μέχρι τώρα ότι το κοινωνικά αποτελεσματικό

επίπεδο παραγωγής ενός αγαθού είναι εκείνο στο οποίο το οριακό κοινωνικό όφελος

εξισούται με το οριακό κοινωνικό κόστος. Για να μπορεί να προσδιοριστεί το επίπεδο

αυτό πρέπει να μπορούμε να μετρήσουμε το κοινωνικό όφελος και το κοινωνικό

κόστος. Ομως, στην περίπτωση του αγαθού κοινωνική φροντίδα η μέτρηση του

κοινωνικού οφέλους συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια. Τα οφέλη από την κοινωνική

φροντίδα είναι δύο ειδών. Πρώτα και κύρια περιλαμβάνουν τη βελτίωση της

ευημερίας του ατόμου που δέχεται τη φροντίδα. Δεύτερον, περιλαμβάνουν επίσης τα

οφέλη των φορέων ανεπίσημης φροντίδας: εξοικονόμηση χρόνου και ενέργειας,

ψυχολογική ανακούφιση από το βάρος που φεύγει. Η αξία και των ειδών οφέλους δεν

είναι εύκολο να μετρηθεί. Αυτοί που δέχονται φροντίδα είναι δύσκολο να εκφράσουν

τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους και γι’αυτό είναι δύσκολο να εκτιμήσει κανείς το

βαθμό στον οποίο αυτές καλύπτονται από τις διάφορες μορφές φροντίδας. Δυσκολίες

προκύπτουν και κατά τη μέτρηση του οφέλους των φορέων ανεπίσημης φροντίδας.

Πώς να μετρήσει κανείς την αξία του χρόνου και της ενέργειας που εξοικονομείται.

Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα από τη στιγμή που κάποιοι φορείς

«ανεπίσημης» φροντίδας απολαμβάνουν ικανοποίηση από το να παρέχουν φροντίδα

56 Οι σημειώσεις αυτής της παραγράφου αποτελούν επιλεκτική παρουσίαση, με προσθήκες και τροποποιήσεις, του αντίστοιχου κεφαλαίου του βιβλίου των Le Grand et al. (1992). Δες τη βιβλιογραφία στην αρχή των σημειώσεων.

83

Page 84: κοινωνικη πολιτικη.pdf

οι ίδιοι στους ανθρώπους που το έχουν ανάγκη, ανεξαρτήτως αν η ευχαρίστηση είναι

πηγαία ή απορρέει από την εκπλήρωση του καθήκοντος. Αφού το κοινωνικό όφελος

είναι εξαιρετικά δύσκολο να μετρηθεί, είναι αδύνατον να προσδιοριστεί και το

επίπεδο αποτελεσματικής παραγωγής του αγαθού κοινωνική φροντίδα.

Οσον αφορά την εσωτερική αποτελεσματικότητα, το ερώτημα που τίθεται είναι

πόσο αποτελεσματικά παράγεται το αγαθό κοινωνική φροντίδα ή, αλλιώς, αν

παράγεται με το χαμηλότερο δυνατό κόστος δηλ. χωρίς να σπαταλώνται κοινωνικοί

πόροι. Και ο προβληματισμός επεκτείνεται στη σύγκριση της αποτελεσματικότητας-

κόστους των διαφορετικών ειδών κοινωνικής φροντίδας και των διαφορετικών

φορέων (ιδιωτικοί, δημόσιοι, εθελοντικοί).

Διάγραμμα 8. Το μοντέλο ισοζυγίου φροντίδας

Οριακό κόστος εναλλακτικών Φροντίδα στο σπίτι ειδών φροντίδας Ιδρυματική φροντίδα Νοσοκομειακή φροντίδα Ο Α Β Επίπεδο εξάρτησης

Στο παραπάνω διάγραμμα απεικονίζεται το επονομαζόμενο μοντέλο του «ισοζυγίου

φροντίδας» στην περίπτωση των ηλικιωμένων. Αναζητείται μέσω αυτού το είδος

φροντίδας που είναι το πιο αποτελεσματικό (φθηνό) από άποψη κόστους για ένα

δεδομένο επίπεδο κοινωνικού οφέλους. Ο οριζόντιος άξονα μετράει το επίπεδο

εξάρτησης των ηλικιωμένων, που όσο μεγαλώνει οδηγεί σε ένα αυξανόμενο οριακό

κοινωνικό κόστος φροντίδας. Ο κάθετος άξονας μετράει τα οριακά κοινωνικά κόστη

των εναλλακτικών ειδών φροντίδας για τους ηλικιωμένους (νοσοκομειακή,

ιδρυματική, στο σπίτι). Τα μετρούμενα κόστη είναι αυτά που είναι απαραίτητα για να

μπορεί ο ηλικιωμένος να λειτουργεί στοιχειωδώς, δηλαδή να εκτελεί ή να βοηθείται

84

Page 85: κοινωνικη πολιτικη.pdf

να εκτελεί τις ενέργειες που είναι απαραίτητες για να ζει. Από το διάγραμμα

προκύπτει ότι για επίπεδα εξάρτησης μεταξύ Ο και Α, το πιο φθηνό είδος φροντίδας

είναι η φροντίδα στο σπίτι. Για επίπεδα μεταξύ Α και Β, το πιο φθηνό είδος είναι η

ιδρυματική φροντίδα, ενώ για επίπεδα εξάρτησης μεγαλύτερα του Β η νοσοκομειακή.

Το μοντέλο ισοζυγίου φροντίδας μπορεί να κατασκευαστεί για όλες τις ομάδες

που χρήζουν φροντίδας.57 Η δυσκολία προσδιορισμού για κάθε είδος φροντίδας των

κοστών που αντιστοιχούν σε ισοδύναμο επίπεδο οφέλους δεν πρέπει να υπο-

εκτιμάται. Ωστόσο, τα εμπόδια δεν είναι ανυπέρβλητα, όπως στην περίπτωση της

μέτρησης του κοινωνικού οφέλους.

Κοινωνική δικαιοσύνη

Διακρίνουμε τρεις ερμηνείες της έννοιας κοινωνική δικαιοσύνη που είναι δόκιμες στο

πεδίο της κοινωνικής φροντίδας: οι ελάχιστες προδιαγραφές, ίση φροντίδα για ίση

ανάγκη, ισότητα πρόσβασης στη φροντίδα. Οι ελάχιστες προδιαγραφές σημαίνουν ότι

κάθε άτομα που χρήζει φροντίδας έχει δικαίωμα σε ένα ελάχιστο επίπεδο φροντίδας.

Οι ελάχιστες προδιαγραφές μπορούν να επεκταθούν και στην ποιότητα της

παρεχόμενης φροντίδας. Η ίση φροντίδα για ίση ανάγκη απαιτεί η φροντίδα να

διανέμεται αποκλειστικά και μόνο με βάση τις ανάγκες, ενώ η ισότητα πρόσβασης στη

φροντίδα σημαίνει ότι κάθε άτομο πρέπει να αντιμετωπίζει το ίδιο κόστος φροντίδας,

όπου το κόστος εκλαμβάνεται με την ευρεία έννοια, που περιλαμβάνει τις θυσίες που

γίνονται και τις ευκαιρίες που χάνονται σε χρόνο, χρήμα, ψυχική ευχαρίστηση κλπ..

Ωστόσο, τίθεται και ένα επιπλέον ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης σε σχέση με

την κατανομή του κόστους της φροντίδας μεταξύ των φορέων ανεπίσημης φροντίδας.

Το κόστος αυτό είναι άνισα κατανεμημένο εις βάρος των γυναικών και ακόμα

περισσότερο εις βάρος των γυναικών των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων και

των περιοχών όπου οι κοινωνικές υποδομές μέριμνας δεν είναι αναπτυγμένες. Οι

κοινωνικοί ρόλοι των φύλων και ο κατά φύλο καταμερισμός της εργασίας στην

οικογένεια «αναθέτουν» στις γυναίκες τη φροντίδα των άλλων και αυτές έχουν τόσο

λιγότερες εναλλακτικές λύσεις (αγοραίες ή δημόσιες υπηρεσίες φροντίδας) όσο

χαμηλότερο είναι το ατομικό και οικογενειακό εισόδημα και όσο διαμένουν σε

περιοχές με έλλειμμα κοινωνικών υποδομών μέριμνας. Το αίτημα λοιπόν κοινωνικής

57 Στην περίπτωση των παιδιών, στον οριζόντιο άξονα θα μετράται η ηλικία και στον κάθετο τα οριακά κόστη των εναλλακτικών μορφών φροντίδας: βρεφονηπιακός σταθμός, baby-sitting, προσωρινή φύλαξη σε σπίτι που εποπτεύεται.

85

Page 86: κοινωνικη πολιτικη.pdf

δικαιοσύνης αφορά και την ίση κατανομή του κόστους της ανεπίσημης φροντίδας

μεταξύ των φύλων, των τάξεων και των κατοίκων διαφορετικών γεωγραφικών

περιοχών.

Κοινωνική αλληλεγγύη

Υπάρχουν δύο αντίθετες απόψεις σχετικά με το περιεχόμενο της κοινωνικής

αλληλεγγύης, που οφείλει να έχει ως στόχο η πολιτική κοινωνικής μέριμνας. Η μία

θεωρεί ότι η αλληλεγγύη πρέπει να οργανώνεται κυρίως στο πλαίσιο της οικογένειας,

που είναι ο βασικός προμηθευτής φροντίδας, ενώ η άλλη ότι το πρόβλημα των

ανθρώπων που χρήζουν φροντίδας είναι κοινωνικό και όχι ιδιωτικό, που οφείλει να το

αντιμετωπίζει η κοινωνία ως σύνολο και όχι απλώς η άμεση οικογένεια. Η πρώτη

άποψη οδηγεί σ’ένα βοηθητικό ρόλο του κράτους απέναντι στην οικογένεια ως προς

το ζήτημα της φροντίδας (φιλελεύθερο μοντέλο), ενώ η δεύτερη σ’ένα οργανωμένο

σύστημα δημόσιων υπηρεσιών φροντίδας (παρεμβατικό μοντέλο). Το παρεμβατικό

μοντέλο είναι απόλυτα συνδεδεμένο με ισχυρές πολιτικές ισότητας ευκαιριών των δύο

φύλων στην αγορά εργασίας, ενώ το φιλελεύθερο μοντέλο αναπαράγει την ανισότητα

εις βάρος των γυναικών και στην οικογένεια και στην αγορά εργασίας. Και τα δύο

μοντέλα όμως συγκλινουν στο ότι η κοινωνία οφείλει να αναλαμβάνει το πλήρες

κόστος της φροντίδας, όταν δεν υπάρχει οικογένεια ή όταν αυτή δεν μπορεί να

ανταπεξέλθει στο βάρος της φροντίδας των ατόμων που έχουν ανάγκη.

Οι αποτυχίες της αγοράς και η ανάγκη κρατικής παρέμβασης

Οι υποστηρικτές της αγοράς θεωρούν ότι υπερέχει της κρατικής παρέμβασης διότι

εξασφαλίζει αποτελεσματικότερη κατανομή πόρων. Το σημαντικότερο επιχείρημά

τους είναι ότι, μέσω του ανταγωνισμού μεταξύ παραγωγών, οι τελευταίοι

αναγκάζονται να λαμβάνουν υπόψη τους τις επιθυμίες των καταναλωτών, διότι

αλλιώς θα αποτύχουν και θα υποχρεωθούν να κλείσουν την επιχείρησή τους.

Γι’αυτούς η κοινωνική φροντίδα είναι όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα των οποίων το

επίπεδο και το κόστος παραγωγής πρέπει να προσδιορίζεται από την αγορά.

Αντίθετη άποψη έχουν αυτοί που θεωρούν ότι η κοινωνική φροντίδα δεν είναι ένα

εμπόρευμα όπως όλα τα άλλα, με αποτέλεσμα η αγορά να μην οδηγεί στην κοινωνικά

επιθυμητή κατανομή των πόρων. Η αποτυχία της αγοράς οφείλεται τόσο σε αιτίες που

οδηγούν σε αναποτελεσματικότητα (εξωτερικά οφέλη, ατελής πληροφόρηση,

86

Page 87: κοινωνικη πολιτικη.pdf

ανορθολογισμός) όσο και στην εγγενή αδυναμία της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα

της κοινωνικής δικαιοσύνης και της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Εξωτερικά οφέλη της φροντίδας

Θετικές εξωτερικές επιπτώσεις της φροντίδας προκύπτουν όταν οι άνθρωποι

νοιάζονται γι’αυτούς που έχουν ανάγκη φροντίδας, ακόμα και αν δεν είναι άμεσα

ενδιαφερόμενοι (συγγενείς, φίλοι). Πολλοί άνθρωποι λυπούνται και συμπονούν τα

άτομα που χρήζουν φροντίδα και δεν την έχουν ή η ποιότητα φροντίδας που τους

παρέχεται είναι πολύ χαμηλή. Κατά συνέπεια, η παροχή φροντίδας δεν ωφελεί μόνο

το άτομο που την απολαμβάνει (εσωτερικό όφελος), αλλά και τους ανθρώπους που

νοιάζονται (εξωτερικό όφελος).

Εαν υπάρχουν εξωτερικά οφέλη, τότε η αγορά τείνει να προμηθεύει τη φροντίδα

σε ανεπαρκείς ποσότητες ως προς το κοινωνικό επιθυμητό, διότι όταν τα άτομα ή/και

οι οικογένειές τους αποφασίζουν να καταναλώσουν κάποια ποσότητα φροντίδας

λαμβάνουν υπόψη τους μόνο το ιδιωτικό όφελος και όχι το κοινωνικό.

Η φιλανθρωπία αναλαμβάνει να καλύψει ένα μέρος αυτού του εξωτερικού

οφέλους της φροντίδας, όμως λόγω του προβλήματος του δωρεάν επιβάτη δεν είναι

σε θέση να καλύψει όλη τη διαφορά μεταξύ ιδιωτικού και κοινωνικού οφέλους. Το

πρόβλημα του δωρεάν επιβάτη συνίσταται στο ότι καθένας μπορεί να μπει σε

πειρασμό να αποφύγει τη φιλανθρωπία, ελπίζοντας ότι κάποιοι άλλοι θα την κάνουν.

Το πρόβλημα του δωρεάν επιβάτη εμφανίζεται συχνά ακόμα και στην περίπτωση των

άμεσων συγγενών που πρέπει να συνεννοηθούν για να αναλάβουν π.χ. το κόστος της

φροντίδας ενός ηλικιωμένου στο σπίτι ή το κόστος του γηροκομείου.

Ατελής πληροφόρηση

Εχουμε επανειλημμένα αναφέρει ότι μία από τις βασικές προϋποθέσεις για

ανταγωνιστική λειτουργία της αγοράς είναι η τέλεια πληροφόρηση για την ποιότητα

του αγαθού που αγοράζεται και τους προμηθευτές που προσφέρουν την καλύτερη

σχέση τιμής/ποιότητας. Επίσης ένας καταναλωτής θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα

να διαμαρτυρηθεί για τη χαμηλή ποιότητα ενός αγαθού που αγοράζει και να επιλέξει

έναν άλλο προμηθευτή.

Ομως σε πολλούς τομείς της κοινωνικής φροντίδας αυτές οι προϋποθέσεις δεν

ικανοποιούνται. Οι ανάπηροι και οι ηλικιωμένοι δεν είναι σε θέση να δοκιμάζουν τις

υπηρεσίες που τους προσφέρονται μέχρι να βρουν την καλύτερη και ακόμα και αν

87

Page 88: κοινωνικη πολιτικη.pdf

μπορούσαν να το κάνουν αυτό θα γινόταν με σημαντικές απώλειες ευημερίας. Αυτό

το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξύ στις περιπτώσεις ιδρυματικής φροντίδας.

Ανορθολογισμός στις αποφάσεις

Ακόμα και αν οι άνθρωποι που χρήζουν φροντίδας ήταν τέλεια πληροφορημένοι για

τις διαθέσιμες επιλογές στην αγορά, μερικοί από αυτούς δεν θα ήταν σε θέση να

λάβουν αποφάσεις με ορθολογικό τρόπο (π.χ. άτομα με διανοητική καθυστέρηση και

μαθησιακές δυσκολίες). Οταν απουσιάζει η κρατική παρέμβαση, τις αποφάσεις

λαμβάνουν για λογαριασμό τους είτε κάποιος κοντινός συγγενής είτε κάποιος φίλος.

Μερικές φορές όμως δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο πρόσωπο, ενώ κάποιες άλλες, οι

κοντινοί συγγενείς και φίλοι ενδέχεται να μην αποφασίσουν το καλύτερο για το

άτομο που χρήζει φροντίδας λόγω συμφερόντων. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η

αγορά δεν οδηγεί από μόνη της στην κοινωνικά επιθυμητή κατανομή πόρων.

Κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνική αλληλεγγύη

Δεν υπάρχει κανείς λόγος να υποθέσει κανείς ότι η αγορά μπορεί να επιτύχει

κοινωνική δικαιοσύνη με οποιαδήποτε από τις διαφορετικές ερμηνείες της έννοιας

αναφέραμε παραπάνω. Τα άτομα με χαμηλά εισοδήματα μπορεί να αδυνατούν να

αγοράσουν κοινωνική φροντίδα για τα ίδια ή τους συγγενείς τους ή να την αγοράσουν

σε επαρκή ποσότητα και ποιότητα με τις ισχύουσες τιμές. Επίσης, ενώ η αγορά που

λειτουργεί ανταγωνιστικά οδηγεί σε μία ενιαία τιμή για όλα τα άτομα για κάθε είδος

φροντίδας, οι θυσίες που συνεπάγεται αυτό το τίμημα είναι μεγαλύτερες για τα άτομα

και τις οικογένειες με τα χαμηλότερα εισοδήματα και αυτό συνεπάγεται ανισότητα

πρόσβασης στη φροντίδα. Ούτε η αγορά μπορεί να διορθώσει την ανισοκατανομή του

βάρους της ανεπίσημης φροντίδας ανάλογα με το φύλο και το εισόδημα.

Παρόμοια επιχειρήματα ισχύουν και για το στόχο της κοινωνικής αλληλεγγύης.

Οταν δεν υπάρχει κρατική παρέμβαση απουσιάζει κάθε εισοδηματική μεταβίβαση και

κοινωνική παροχή προς τα άτομα που χρήζουν φροντίδας και τις οικογένειές τους και

άρα απουσιάζουν εντελώς οι μηχανισμοί κοινωνικής αλληλεγγύης. Η αλληλεγγύη

οργανώνεται αποκλειστικά στους κόλπους της οικογένειας με την εξαιρετικά άνιση

επιβάρυνση που αυτό συνεπάγεται για τις γυναίκες και περισσότερο γι’αυτές των

κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων.

Οι μορφές κρατικής παρέμβασης και οι αποτυχίες του κράτους

Το κράτος παρεμβαίνει στο πεδίο της κοινωνικής φροντίδας με τρεις τρόπους:

88

Page 89: κοινωνικη πολιτικη.pdf

(α) Παρέχει άμεσα φροντίδα - δημόσια γηροκομεία, προγράμματα βοήθειας στο σπίτι,

βρεφονηπιακοί σταθμοί κλπ.- όπως επίσης πληροφόρηση, συμβουλές και στήριξη

μέσω της εργασίας των κοινωνικών λειτουργών.

(β) Επιδοτεί τις υπηρεσίες φροντίδας, χρησιμοποιώντας τα έσοδα από τη φορολογία

για να μειώνει τις τιμές που επιβάλλουν οι προμηθευτές επίσημης φροντίδας (ιδιώτες

και μη) ή για να καταβάλλει επιδόματα σε φορείς ανεπίσημης φροντίδας (π.χ. θετοί

γονείς).

(γ) Ρυμίζει και παρακολουθεί την ποσότητα, την ποιότητα και τις τιμές της

παρεχόμενης επίσημης φροντίδας από τους ιδιωτικούς φορείς, χρησιμοποιώντας

επιθεωρητές, τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ή επισκέψεις κοινωνικών λειτουργών.

Η άμεση δημόσια παροχή φροντίδας θεωρείται ένας τρόπος απάντησης στο

πρόβλημα της ατελούς πληροφόρησης και του ανορθολογισμού, που δημιουργεί

συνθήκες οικονομικής εκμετάλλευσης αυτών που έχουν άγνοια ή αδυνατού να

πάρουν ορθολογικές αποφάσεις από τους ιδιωτικούς φορείς παροχής φροντίδας.

Ωστόσο, η δημόσια παροχή φροντίδας μπορεί να οδηγεί επίσης σε

αναποτελεσματικότητα για διάφορους λόγους με αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα

και το κόστος παραγωγής της φροντίδας. Η γραφειοκρατία συνδέεται συχνά με

φαινόμενα διοικητικού ανορθολογισμού και διαφθοράς, που καταλήγουν στο να

υπάγουν τη λειτουργία των δημόσιων φορέων παροχής επίσημης φροντίδας στα

συμφέροντα του προσωπικού τους και όχι των χρηστών των υπηρεσιών φροντίδας.

Η επιδότηση των προμηθευτών επίσημης φροντίδας δικαιολογείται με βάση τα

εξωτερικά οφέλη της φροντίδας και τους στόχους της κοινωνικής δικαιοσύνης και της

κοινωνικής αλληλεγγύης. Η επιδότηση δημιουργεί κίνητρο για την παραγωγή του

αγαθού κοινωνική φροντίδα σε μεγαλύτερη ποσότητα από αυτήν που θα παρείχε

μόνη της η ιδιωτική αγορά. Επίσης η επιδότηση διευκολύνει την κατανάλωση

υπηρεσιών επίσημης φροντίδας από άτομα και οικογένειες χαμηλών εισοδημάτων και

βοηθάει στη διασπορά του βάρους της φροντίδας στο κοινωνικό σύνολο,

ελαφρύνοντας τις οικογένειες και τους φορείς ανεπίσημης φροντίδας που είναι, όπως

είπαμε ήδη, στη συντριπτική τους πλειοψηφία γυναίκες.

Η κρατική ρύθμιση μπορεί να ειδωθεί ως μία εναλλακτική της άμεσης δημόσιας

παροχής υπηρεσιών φροντίδας μορφή κρατικής παρέμβασης, με στόχο την

αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούν στην αποτελεσματικότητα των

μηχανισμών της αγοράς η ατελής πληροφόρηση και ο ανορθολογισμός. Αντί να

89

Page 90: κοινωνικη πολιτικη.pdf

υποκαθιστά τους ιδιώτες προμηθευτές φροντίδας, το κράτος μπορεί να ελέγξει τους

τελευταίους μέσω ενός αυστηρού συστήματος παρακολούθησης.

Εχει σημασία βεβαίως να σημειώσουμε ότι η αποτελεσματικότητα αυτής της

μορφής κρατικής παρέμβασης εξαρτάται από το πόσο καλά κάνουν τη δουλειά τους

οι επιθεωρητές του δημοσίου και οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι οποίοι συχνά

κατηγορούνται για φαινόμενα συναλλαγής με τους επί κεφαλής των ιδιωτικών

φορέων που καλούνται να ελέγξουν.

Τα προβλήματα αναποτελεσματικότητας που συνδέονται με την κρατική

παρέμβαση οδηγούν στο εξής συμπέρασμα. Προκειμένου να αποφασίσει κανείς αν το

κράτος θα παρέμβει και με ποιά μορφή στη λειτουργία της αγοράς, οφείλει να

συγκρίνει το κόστος της μη παρέμβασης, που προκαλείται από τις αποτυχίες της

αγοράς, με το κόστος της παρέμβασης, που προκαλείται από τις αποτυχίες του

κράτους. Ωστόσο, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός, ότι όλα τα κόστη δεν

μπορούν πάντα να αποτιμηθούν με χρηματικούς όρους και άρα να μετρηθούν.

5.5 Στέγαση

Η στέγαση είναι μία από τις βασικές ανάγκες για τη διατήρηση της ζωής, όπως η

τροφή και η ένδυση. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι χρειάζεται να έχουν ένα

κατάλυμα για να μπρούν να επιβιώσουν. Ομως η κρατική παρέμβαση στον τομέα της

στεγαστικής πολιτικής αποσκοπεί στο να εξασφαλίσει σε κάθε άτομο το αγαθό της

κατοικίας, όχι μόνο ως προϋπόθεση επιβίωσης αλλά και ως κοινωνικό δικαίωμα. Η

στέγαση ως κοινωνικό δικαίωμα οδηγεί στο πέρασμα από την έννοια της επιβίωσης

σ’αυτήν της αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Στόχοι πολιτικής

Οι στόχοι της στεγαστικής πολιτικής είναι η αποτελεσματικότητα και η κοινωνική

δικαιοσύνη. Συνοψίζονται από κοινού στο στόχο της εξασφάλισης μιας αξιοπρεπούς

κατοικίας σε κάθε άτομο και οικογένεια, σε μία τιμή που μπορούν να καταβάλουν.

Αποτελεσματικότητα

Η αποτελεσματικότητα στο πεδίο της στεγαστικής πολιτικής παραπέμπει:

• στην παροχή κατοικίας στην κοινωνικά επιθυμητή ποσότητα και ποιότητα

(μέγεθος και ποιότητα του αποθέματος κατοικιών),

90

Page 91: κοινωνικη πολιτικη.pdf

• στην ουδετερότητα μεταξύ διαφορετικών μορφών κατοχής.58

Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, το έλλειμμα κατοικιών σε σχέση με τον

αριθμό των ατόμων και νοικοκυριών που αναζητούσαν κατάλυμα, ως αποτέλεσμα της

εκβιομηχάνισης, των μεταναστεύσεων και της αστυφιλίας, εθεωρείτο το κύριο

στεγαστικό πρόβλημα και αποτελούσε προτεραιότητα της στεγαστικής πολιτικής. Η

αδυναμία της αγοράς να παρέχει την αποτελεσματική ποσότητα κατοικιών και να

ικανοποιήσει τις ελάχιστες ποιοτικές προδιαγραφές παροχής κατοικίας προκάλεσε

εκτεταμένη κρατική παρέμβαση. Η παρέμβαση αυτή πήρε είτε τη μορφή κινήτρων

προς τον ιδιωτικό κατασκευαστικό τομέα (π.χ. ο θεσμός της αντιπαροχής στην

Ελλάδα) είτε τη μορφή δημόσιας παροχής κατοικιών (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο).

Ουδετερότητα μεταξύ των διαφορετικών μορφών κατοχής κατοικίας υπάρχει όταν

οι αγορές αφήνουν τα άτομα αδιάφορα μεταξύ αγοράς κατοικίας και ενοικίασής της.

Αυτό προϋποθέτει αφενός ότι οι αγορές ιδιόκτητης και ενοικιαζόμενης κατοικίας

λειτουργούν ανταγωνιστικά και ότι η αγορά κεφαλαίων λειτουργεί τέλεια, με την

έννοια ότι τα στεγαστικά δάνεια είναι διαθέσιμα σε όλους αδιακρίτως και οι όροι

δανειοδότησης διαμορφώνονται κάτω από συνθήκες πλήρους ανταγωνισμού. Οταν

ισχύουν αυτές οι προϋποθέσεις, τότε το συνολικό ποσό ενοικίων που καταβάλλονται

για μία ορισμένη διάρκεια κατοχής της κατοικίας ισούται με το επιτόκιο των

στεγαστικών δανείων επί την τιμή αγοράς της κατοικίας.

Κοινωνική δικαιοσύνη

Η κοινωνική δικαιοσύνη ορίζεται με όρους ισότητας ευκαιριών στην αξιοπρεπή

κατοικία. Η έννοια της αξιοπρεπούς κατοικίας παραπέμπει στις ποιοτικές

προδιαγραφές που μία κοινωνία θεωρεί κάποια χρονική περίοδο ως ελάχιστες, για την

ικανοποίηση των στοιχειωδών στεγαστικών αναγκών του πληθυσμού. Σχετίζονται

άμεσα με το μέσο βιοτικό επίπεδο, δηλαδή με τις ιστορικά διαμορφωμένες ανάγκες.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε, ότι η κοινωνική δικαιοσύνη στον τομέα της

στέγη ορίζεται ως η ισότητα πρόσβασης σε κατοικία που τουλάχιστον πληρεί κάποιες

ελάχιστες προδιαγραφές. Η ισότητα πρόσβασης δεν αναφέρεται μόνο στην

κατανάλωση στέγης αλλά και στις διάφορες μορφές κατοχής της και μεταφράζεται ως

ισότητα πρόσβασης σε κατοικία επαρκούς ποιότητας και ως ισότητας πρόσβασης

στην αγορά και την ενοικίαση κατοικίας.

TP

58 Δύο είναι οι μορφές κατοχής: η ιδιοκατοίκηση και η ενοικίαση.

91

Page 92: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Οι αποτυχίες της αγοράς και η ανάγκη κρατικής παρέμβασης

Η αποτυχία της αγοράς να εξασφαλίσει την αποτελεσματική και δίκαιη κατανομή των

κοινωνικών πόρων για το αγαθό κατοικία (παροχή στέγης στην κοινωνικά επιθυμητή

ποσότητα και ποιότητα, ισότητα πρόσβασης σε αξιοπρεπή κατοικία) αποδίδεται από

τη σχετική βιβλιογραφία στην ανελαστικότητα της προσφοράς κατοικίας, την ατελή

πληροφόρηση, τον ατελή ανταγωνισμό, τις εξωτερικές επιπτώσεις της κατανάλωσης

κατοικίας και τις εισοδηματικές ανισότητες. Η αποτυχία της αγοράς δικαιολογεί την

ανάγκη κρατικής παρέμβασης. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τα διαφορετικά αίτια

αποτυχίας της αγοράς και τις μορφές κρατικής παρέμβασης που τους αντιστοιχούν.

Ανελαστικότητα της προσφοράς κατοικίας

Στο βασικό μοντέλο ανταγωνισμού, το σύστημα της αγοράς ανταποκρίνεται σε μία

αύξηση της ζήτησης ενός εμπορεύματος μέσω της αύξησης της τιμής του, κάτι που

ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να παράγουν περισσότερο. Οσο η προσφορά του

εμπορεύματος αυξάνει, τόσο η τιμή του θα μειώνεται προοδευτικά σε σχέση με το

επίπεδο στο οποίο ανήλθε αμέσως μετά την αύξηση της ζήτησης, μέχρις ότου

αποκατασταθεί μία νέα τιμή ισορροπίας. Ομως, σε κάποιες περιστάσεις, υπάρχει πολύ

μικρή δυνατότητα αύξησης της παραγωγής σε απάντηση της αύξησης της ζήτησης.

Σ’αυτές τις περιστάσεις, η επιπλέον ζήτηση θα παραμείνει ανικανοποίητη, ενώ οι

τιμές θα παραμείνουν στο επίπεδο στο οποίο θα ανέλθουν αμέσως μετά την αύξηση

της ζήτησης. Αν ισχύουν τα παραπάνω, τότε λέμε ότι η προσφορά είναι ανελαστική.

Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της ενοικίασης κατοικίας και απεικονίζεται στο

διάγραμμα 11(α), όπου η απότομη κλίση της καμπύλης προσφοράς SS αντιστοιχεί

στη ανελαστικότητά της σε σχέση με τη μεταβολή του ύψους του ενοικίου. Μία

αιφνίδια αύξηση της ζήτησης ενοικιαζόμενης στέγης σε μία περιοχή, που θα

μπορούσε να οφείλεται για παράδειγμα στη εισροή ενός κύματος μεταναστών,

μετατοπίζει την καμπύλη ζήτησης κατοικιών από το DD στο D’D’. Στο νέο σημείο

ισορροπίας το μέσο ενοίκιο έχει αυξηθεί κατά 20% (από 100 σε 120 χιλιάδες δρχ.),

ενώ η προσφορά μόνο κατά 5% (από 1000 σε 1050 κατοικίες). Αντίθετα στο

διάγραμμα 11(β), όπου η καμπύλη προσφοράς είναι πολύ ελαστική ως προς τη

μεταβολή του ύψους του ενοικίου, μία ισόποση αύξηση της ζήτησης μεταφράζεται σε

αύξηση του μέσου ενοικίου κατά 5% και της προσφοράς κατοικιών κατά 10%.

92

Page 93: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Διάγραμμα 9: Προσφορά και ζήτηση ενοικιαζόμενης κατοικίας (α) Υψος S ενοικίου (ευρώ) D’ 120 D’ D 100 D S Ο 1000 1005 Αριθμός κατοικιών (β) Υψος D’ ενοικίου (ευρώ) D S 105 100 S D’ D 0 1000 1100 Αριθμός κατοικιών Η ίδια ανάλυση θα μπορούσε να γίνει αν αντί για την περίπτωση της ενοικίασης

κατοικίας είχαμε αυτήν της αγοράς κατοικίας και η αύξηση της ζήτησης προέρχονταν

από μία αύξηση της παροχής στεγαστικών δανείων από τις τράπεζες και τα ειδικά

πιστωτικά ιδρύματα. Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι, η ανελαστικότητα της

93

Page 94: κοινωνικη πολιτικη.pdf

προσφοράς κατοικιών στο βραχυχρόνιο διάστημα αυξάνει τη μονοπωλιακή δύναμη

των ιδιοκτητών (πωλητών ή ενοικιαστών) στέγης, που επιβάλλουν αύξηση τιμών.

Αυτό οδηγεί σε αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των ιδιοκτητών και εις βάρος των

ενοικιαστών και άρα επιβαρύνει δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα

που έχουν μικρότερη πιθανότητα να είναι κάτοχοι ιδιοκτησίας. Οι μορφές κρατικής

παρέμβασης είναι ο έλεγχος του ύψους των ενοικίων και δημόσια προσφορά στέγης.

Οι σπουδαιότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες της ανελαστικότητας της

προσφοράς κατοικίας είναι η στενότητα γης για οικοδόμηση κατοικιών και η χαμηλή

παραγωγικότητα του τομέα κατασκευής τους. Η στενότητα γης προκύπτει συνήθως

όχι από αντικειμενικά προβλήματα στενότητας χώρου, αλλά από τη βραδύτητα

προσαρμογής των σχεδίων χρήσης γης στην αυξανόμενη ζήτηση γης για κατοικία,

που προέρχεται από την αύξηση του πληθυσμού των πόλεων. Από την άλλη, η

χαμηλή παραγωγικότητα του τομέα κατασκευής κατοικιών οφείλεται στην αδυναμία

επέκτασης της χρήσης τεχνολογιών μαζικής παραγωγής.59 Γι’αυτό φταίει το ότι τα

εργοτάξια είναι συνήθως μικρά και η επένδυση σε ειδικό για την κάθε περίσταση

μηχανολογικό εξοπλισμό είναι μεγάλης έντασης κεφαλαίου και άρα μη συμφέρουσα,

ενώ η παραγωγή προκατασκευασμένων κομματιών στο εργοστάσιο απαιτεί μεγάλη

ακρίβεια, εφόσον οι επιτόπιες προσαρμογές είναι αδύνατες, και το κόστος μεταφοράς

των κομματιών από το εργοστάσιο στο εργοτάξιο είναι μεγάλο.

Ενας παράγοντας που διευκολύνει την άνοδο των ενοικίων και των τιμών αγοράς

είναι ο κατακερματισμός της αγοράς και η περιορισμένη κινητικότητα των

καταναλωτών και αγοραστών κατοικίας. Αυτό αποτρέπει την εκτόνωση της

πλεονάζουσας ζήτησης σε μία περιοχή σε άλλες περιοχές με πλεονάζουσα προσφορά.

Η πρόοδος στον τομέα των μεταφορών αυξάνει την κινητικότητα των καταναλωτών

και αγοραστών κατοικίας και αμβλύνει την πίεση στα ενοίκια και τις τιμές αγοράς

στις περιοχές με πλεονάζουσα ζήτηση.

Ατελής πληροφόρηση

Οι καλώς πληροφορημένοι καταναλωτές είναι βασική προϋπόθεση αποτελεσματικής

λειτουργίας της αγοράς. Αλλιώς μερικοί πωλητές θα μπορούν να επιβάλλουν

υπερβολικές τιμές ώστε να αποκομίζουν υψηλά κέρδη.

59 Οταν λέμε παραγωγή σε μαζική κλίμακα, εννοούμε την παραγωγή τυποποιημένων μερών της κατασκευής είτε στο εργοτάξιο είτε στο εργοστάσιο.

94

Page 95: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Δυστυχώς η ατελής πληροφόρηση είναι εκτεταμένη στην αγορά ιδιόκτητης ή

ενοικιαζόμενης κατοικίας, γεγονός που οφείλεται στο ότι η είσοδος στην αγορά

γίνεται αραιά και σε ακανόνιστα διαστήματα. Το κόστος που συνοδεύει την

αγοραπωλησία ενός σπιτιού ή/και τη μετακόμιση σε μία νέα τοποθεσία είναι αρκετά

υψηλό ώστε να αποτρέπει τα άτομα από το να αλλάζουν σπίτια τόσο συχνά όσο

αλλάζουν καταστήματα τροφίμων. Επίσης σε κάθε τοποθεσία ισχύουν διαφορετικές

τιμές διότι η αγορά δεν είναι ενιαία. Βέβαια, όταν ένα άτομο ή μία οικογένεια

αποφασίζει να μετακομίσει δαπανά κάποιο χρόνο για να συλλέξει πληροφορίες για τις

τιμές και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κατοικίας στην τοποθεσία προορισμού.

Αλλά το κόστος της έρευνας αγοράς σε χρόνο, σε χρήμα και σε κόπο ενδέχεται να

είναι υψηλό, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν κάποιες ιδιαίτερες στεγαστικές απαιτήσεις. Το

πρόβλημα της ατελούς πληροφόρησης τέλος επιτείνεται για τους ενοικιαστές

χαμηλών εισοδημάτων και τους νεοαφιχθέντες σε κάποιο τόπο.

Ωστόσο, η ατελής πληροφόρηση δεν οδηγεί αναγκαστικά στην κρατική

παρέμβαση. Η αγορά είναι σε θέση από μόνη της να επιλύσει το πρόβλημα, κάτι που

φαίνεται από την ανάπτυξη επαγγελμάτων όπως οι πραγματογνώμονες, οι εκτιμητές

και οι κτηματομεσίτες. Ο ρόλος του κράτους περιορίζεται στην ρύθμιση των

ελάχιστων προδιαγραφών για τους πραγματογνώμονες και τους εκτιμητές.

Ατελής ανταγωνισμός

Ατελής ανταγωνισμός εμφανίζεται στην αγορά στέγης σε δύο περιπτώσεις: στην

αγορά ενοικιαζόμενης κατοικίας και στην αγορά κεφαλαίων.

Στην αγορά ενοικιαζόμενης κατοικίας ο ατελής ανταγωνισμός προκύπτει από την

ανισότητα δύναμης μεταξύ ιδιοκτητών και ενοικιαστών. Που οφείλεται αυτή η

ανισότητα; Οταν ένα άτομο μετακομίζει σε μία νέα τοποθεσία αντιμετωπίζει μία

ανταγωνιστική αγορά ενοικιαζόμενης κατοικίας και δέχεται να καταβάλει το ενοίκιο

που διαμορφώνεται σ’αυτήν. Αφού όμως μετακομίσει αρχίζει να επενδύει στη νέα

κατοικία στοιχεία της προσωπικότητάς του, τη διακοσμεί και επιφέρει βελτιώσεις,

μαθαίνει την περιοχή και κάνει γνωριμίες και φιλίες. Ολα αυτά αυξάνουν την αξία

που έχει η συγκεκριμένη κατοικία για το άτομο και μαζί με το κόστος αλλαγής

σπιτιού (έρευνα αγοράς στη νέα τοποθεσία, κόστος μετακόμισης) το οδηγούν στο να

αποδεχθεί αύξηση ενοικίου προκειμένου να παραμείνει στο ίδιο σπίτι. Ο ιδιοκτήτης

μπορεί να εκμεταλλευτεί την κατάσταση αυτή και να επιβάλει υπερβολική αύξηση.

95

Page 96: κοινωνικη πολιτικη.pdf

Η λύση στο πρόβλημα της ανισότητας δύναμης μπορεί να είναι είτε ο έλεγχος του

ύψους των ενοικίων από το κράτος είτε η προσφυγή σε δικαστήρια που έχουν τη

δικαιοδοσία να επιβάλλουν μειώσεις ενοικίου σε περίπτωση εκμετάλλευσης της

μονοπωλιακής του θέσης από τον ιδιοκτήτη.

Στην περίπτωση της αγοράς κεφαλαίων, δηλαδή της στεγαστικής πίστης, ο ατελής

ανταγωνισμός είναι απόρροια του γεγονότος ότι η κατοικία είναι ακριβό εμπόρευμα

σε σχέση με το εισόδημα των περισσοτέρων ατόμων και οικογενειών και γι’αυτό η

αποπληρωμή του δανείου χρειάζεται να εξαπλωθεί σε μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε

οι μηνιαίες δόσεις να είναι αρκετά μικρές για να μπορούν να πληρωθούν από το

μηνιαίο μισθό του αγοραστή της κατοικίας ή το μηνιαίο εισόδημα της οικογένειας. Η

στεγαστική πίστη ήταν μέχρι πρόσφατα αποκλειστικότητα ειδικών πιστωτικών

ιδρυμάτων, των οποίων το χαρακτηριστικό ήταν ότι δανείζονταν βραχυπρόθεσμα και

δάνειζαν μακροπρόθεσμα. Ενώ προσέφεραν δάνεια για τριάντα χρόνια, οι καταθέτες

και οι μέτοχοί τους μπορούσαν να αποσύρουν τα χρήματά τους σε λίγες μέρες,

εβδομάδες ή μήνες. Αυτή η ιδιαιτερότητα καθιστούσε τα ιδρύματα αυτά ιδιαίτερα

επιφυλακτικά και απρόθυμα να αναλαμβάνουν κινδύνους που θα μπορούσαν να

δημιουργήσουν κρίση εμπιστοσύνη στους καταθέτες και μετόχους τους. Ετσι

απέφευγαν να χορηγούν στεγαστικά δάνεια για ορισμένους τύπους ιδιοκτησίας

(κατοικίες σε κτίρια μεγάλης ηλικίας ή σε ορισμένες ζώνες) και σε ορισμένες

κατηγορίες πληθυσμού (άτομα με ασταθές και χαμηλό εισόδημα). Τα τελευταία

χρόνια και οι εμπορικές τράπεζες έχουν δραστηριοποιηθεί στον τομέα της

στεγαστικής πίστης σε συνδυασμό με την απελευθέρωση των επιτοκίων των

στεγαστικών δανείων. Η αγορά έχει γίνει πιο ανταγωνιστική, αλλά τα επιτόκια

ανέβηκαν, με συνέπεια να περιοριστεί ακόμα περισσότερο η πρόσβαση των χαμηλών

και μεσαίων εισοδημάτων στα στεγαστικά δάνεια για αγορά ιδιόκτητης κατοικίας.

Η κρατική παρέμβαση για λόγους ατέλειας του ανταγωνισμού στην αγορά

κεφαλαίων μπορεί να πάρει τη μορφή δημόσιας παροχής στεγαστικών δανείων,

καθώς και αυτές της εγγύησης των δανείων και της επιδότησης του επιτοκίου για

τους δανειολήπτες που έχουν χαμηλά εισοδήματα.

Εξωτερικές επιπτώσεις

Οι εξωτερικές επιπτώσεις της κατανάλωσης κατοικίας είναι πολλών ειδών. Υπάρχουν

εξωτερικές επιπτώσεις ασφάλειας και δημόσιας υγείας, που οφείλονται στον κίνδυνο

96

Page 97: κοινωνικη πολιτικη.pdf

που αντιμετωπίζουν οι γείτονες από μία φωτιά που θα εκδηλωθεί σε μία κατοικία ή

από την ανθυγιεινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Επίσης υπάρχουν εξωτερικές

επιπτώσεις, που έχουν να κάνουν με τα οφέλη και τα κόστη που απολαμβάνουν ή

επωμίζονται οι γείτονες από την εξωτερική εμφάνιση των κτιρίων, την καλλιέργεια

ιδιωτικών κήπων, το θόρυβο και την αντικοινωνική συμπεριφορά των διπλανών τους.

Θα σταθούμε στη συνέχεια στην περίπτωση των εξωτερικών επιβαρύνσεων από

την παραμέληση της συντήρησης και της επισκευής των κατοικιών για να δείξουμε

την κομβική σημασία των εξωτερικών επιπτώσεων στην ανάπτυξη και εξάπλωση των

περιοχών υποβαθμισμένης κατοικίας. Οι ιδιοκτήτες που έχουν ακίνητα σ’αυτές τις

περιοχές δεν θα έχουν κανένα κίνητρο να επενδύσουν στη συντήρηση και επισκευή

τους, επειδή γνωρίζουν ότι η επένδυση που θα κάνουν θα έχει ελάχιστη ή καθόλου

απόδοση, με όρους υψηλότερου ενοικίου. Κι αυτό διότι η κακή κατάσταση της

περιοχής επικρατεί έναντι των βελτιώσεων σε μία μεμονωμένη κατοικία. Η ύπαρξη

ισχυρών εξωτερικών επιβαρύνσεων λόγω της γενικότερης υποβάθμισης αποτρέπει

τους πιθανούς ενοικιαστές που θα ήθελαν και θα ήταν σε θέση να πληρώσουν

ενοίκιο, του οποίου το ύψος θα έκανε αποδοτική την επένδυση στη βελτίωση της

κατάστασης της συγκεκριμένης κατοικίας. Ετσι κάθε ιδιοκτήτης αποφασίζει τελείως

ορθολογικά να μην επενδύει χρήματα στα ακίνητά του και συμβάλλει μαζί με τους

υπόλοιπους στην περαιτέρω υποβάθμιση της περιοχής.

Μόνο η συνεννόηση μεταξύ όλων ή ενός σημαντικού αριθμού ιδιοκτητών για την

ταυτόχρονη βελτίωση των ακινήτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία αισθητή

μείωση των εξωτερικών επιβαρύνσεων, που θα καθιστούσε αποδοτικές τις ιδιωτικές

επενδύσεις στη συντήρηση και επισκευή των κτιρίων. Ομως, η αμοιβαία καχυποψία

και η αβεβαιότητα ως προς την τήρηση των συμφωνηθέντων έχει συνήθως ως

αποτέλεσμα κανένας να μην παίρνει την πρωτοβουλία. Το πρόβλημα αυτό είναι

γνωστό στη θεωρία των παιγνίων ως το δίλημμα του «φυλακισμένου». Επιπλέον, αν

το πρόβλημα της υποβάθμισης συνδέεται επίσης με την έλλειψη κοινωνικών

υποδομών, δημόσιων χώρων αναψυχής και ευκαιριών συλλογικής κατανάλωσης του

ελεύθερου χρόνου, τότε η μείωση των εξωτερικών επιβαρύνσεων δεν μπορεί να

αναληφθεί από τους ιδιώτες και χρειάζεται οπωσδήποτε τη συνέργεια του κράτους.

Το συμπέρασμα που προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση είναι ότι το σύστημα

της αγοράς δεν λαμβάνει υπόψη του για την κατανομή των κοινωνικών πόρων στο

αγαθό στέγη τα εξωτερικά οφέλη και τις επιβαρύνσεις που προέρχονται από την

97

Page 98: κοινωνικη πολιτικη.pdf

κατανάλωση κατοικίας, γι’αυτό και είναι αναγκαία η κρατική παρέμβαση με τη

μορφή σχεδίων ανάπλασης γειτονιών, επιδοτήσεων στους ιδιοκτήτες για βελτίωση των

κατοικιών, ρύθμισης των ωρών κοινής ησυχίας κλπ..

Κοινωνική δικαιοσύνη

Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αναμένει κανείς ότι η αγορά θα επιτύχει το στόχο της

εξασφάλισης μιάς αξιοπρεπούς κατοικίας σε κάθε άτομο και οικογένεια, σε τιμές που

να μπορούν να καταβάλουν. Κι αυτό διότι πάρα πολλές οικογένειες δεν έχουν αρκετή

αγοραστική δύναμη για να αγοράσουν ή ακόμα να νοικιάσουν καλής ποιότητας

στέγη. Αρα δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα πρόσβασης σε μία αξιοπρεπή κατοικία

χωρίς μία κάποια διόρθωση των εισοδηματικών ανισοτήτων.

Το πρόβλημα της κοινωνικής αδικίας επιτείνεται από την ανύψωση των ενοικίων,

των τιμών αγοράς ιδιόκτητης κατοικίας και των επιτοκίων των στεγαστικών δανείων.

Η ανύψωση των τιμών αγοράς ιδιόκτητης κατοικίας οφείλεται κατά κανόνα στην

ανελαστικότητα της προσφοράς κατοικίας στο βραχυχρόνιο διάστημα απέναντι σε

μία εξωγενή αύξηση της ζήτησης, ενώ η ανύψωση των ενοικίων και των επιτοκίων

των στεγαστικών δανείων στην απελευθέρωση των αγορών από τις κρατικές

παρεμβάσεις προκειμένου αυτές να λειτουργούν πιο ανταγωνιστικά.

Η κρατική παρέμβαση για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης μπορεί να πάρει τη

μορφή δημόσιας παροχής στέγης με χαμηλό ενοίκιο, ελέγχου των ενοικίων,

εισοδηματικών μεταβιβάσεων προς τα άτομα και τις οικογένειες με χαμηλό εισόδημα,

επιδότησης του επιτοκίου των στεγαστικών δανείων και εγγύησης για την αποπληρωμή

τους, φοροαπαλλαγών για τα έξοδα ενοικίου και αποπληρωμής των τόκων των

στεγαστικών δανείων.

Οι μορφές κρατικής παρέμβασης και οι αποτυχίες του κράτους

Τις μορφές κρατικής παρέμβασης περιγράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο ως

απάντηση σε κάθε περίπτωση αποτυχίας της αγοράς. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε

σε τρεις μορφές παρέμβασης που έχουν εγείρει αμφισβητήσεις ως προς την

αποτελεσματικότητά τους και άρα αποτελούν μέρος της συζήτησης για τις αποτυχίες

του κράτους στο πεδίο της στεγαστικής πολιτικής.

Η πρώτη μορφή παρέμβασης είναι ο έλεγχος του ύψους των ενοικίων, που

δικαιολογείται ως μέσο καταπολέμησης της μονοπωλιακής δύναμης των ιδιοκτητών

και της κοινωνικής αδικίας που προκαλείται εις βάρος των χαμηλών εισοδημάτων

98

Page 99: κοινωνικη πολιτικη.pdf

από την ανύψωση των ενοικίων, λόγω ανελαστικότητας της προσφοράς κατοικιών. Ο

έλεγχος του ύψους των ενοικίων αποτελεί έμμεση επιδότηση των ενοικιαστών, που

ισούται με τη διαφορά του ενοικίου που διαμορφώνεται με τον κρατικό έλεγχο από το

ενοίκιο που θα διαμορφώνονταν στην αγορά αν δεν υπήρχε αυτός ο έλεγχος. Ο

έλεγχος των ενοικίων αποτελεί μία παράδοξη μορφή επιδότησης, εφόσον η

εισοδηματική μεταβίβαση δεν γίνεται από το κράτος προς τους ενοικιαστές, αλλά από

τους ιδιοκτήτες προς τους τελευταίους. Για να έχει ο έλεγχος αποτελέσματα πρέπει

απαραιτήτως να συνοδεύεται από την εγγύηση ότι ο ενοικιαστής θα παραμείνει στην

κατοικία. Γι’αυτό και συμπληρώνεται πάντοτε με μέτρα που εξασφαλίζουν την

ασφάλεια της μίσθωσης (π.χ. απαγόρευση εξώσεων, παράταση μισθώσεων κλπ.).

Ωστόσο, αν και ο έλεγχος των ενοικίων βραχυπρόθεσμα ελαφρύνει το βάρος που

σηκώνουν κάποιοι ενοικιαστές από τα υψηλά ενοίκια, οι μακροπρόθεσμες συνέπειές

του έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των περισσότερων ενοικιαστών, εφόσον,

με το να καθιστούν την επένδυση σε κατοικίες προς ενοίκιαση λιγότερο αποδοτική,

περιορίζουν την προσφορά τους και μετακυλίουν τα έξοδα συντήρησης και επισκευής

τους στους ενοικιαστές. Επίσης ο έλεγχος έχει αντιφατικά αποτελέσματα από άποψη

κοινωνικής δικαιοσύνης, από τη στιγμή που όλοι οι ενοικιαστές δεν ανήκουν στα

χαμηλά ούτε όλοι οι ιδιοκτήτες στα υψηλά εισοδηματικά στρώματα. Αρα, ενώ οι

παρενέργειες που έχει το μέτρο ως προς την αποτελεσματική κατανομή των πόρων

είναι αναμφισβήτητες, τα οφέλη του από άποψη κοινωνικής δικαιοσύνης είναι

επαμφοτερίζοντα ή και αρνητικά. Οι άμεσες εισοδηματικές μεταβιβάσεις ή οι

φοροαπαλλαγές προς τους ενοικιαστές χαμηλών εισοδημάτων για δαπάνες ενοικίου

αποτελούν καταλληλότερο μέσο για την επίτευξη κοινωνικής δικαιοσύνης.

Η δεύτερη μορφή παρέμβασης είναι η δημόσια παροχή στέγης κεντρικά ή μέσω

των δήμων με χαμηλό ενοίκιο. Οπως προαναφέραμε, η δημόσια παροχή στέγης

προσπαθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αναποτελεσματικότητας που δημιουργεί η

ανελαστικότητα της προσφοράς κατοικίας στο βραχυπρόθεσμο διάστημα, ενώ το

χαμηλό ενοίκιο αποτελεί έμμεση μορφή επιδότησης και αποσκοπεί στην επίτευξη

μεγαλύτερης κοινωνικής δικαιοσύνης.

Δύο αντιρρήσεις έχουν εκφραστεί ως προς την καταλληλότητα αυτής της μορφής

κρατικής παρέμβασης για να αντιμετωπίσει την αναποτελεσματικότητα της αγοράς

και την κοινωνική αδικία που απορρέει από τις εισοδηματικές ανισότητες. Η πρώτη

αντίρρηση λέει ότι, ενώ οι δημόσιες κατοικίες κάλυψαν μεταπολεμικά τις ανάγκες

99

Page 100: κοινωνικη πολιτικη.pdf

ενός ταχέως μεγενθυνόμενου αστικού πληθυσμού και έφεραν μία αισθητή βελτίωση

της ποιότητας διαβίωσης σε σχέση με τις προηγούμενες στεγαστικές συνθήκες, όμως

τις τελευταίες δεκαετίες έχουν πάψει να ανταποκρίνονται στις νέες απαιτήσεις

ποιοτικής κατοικίας που έχουν αναδειχθεί με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου.

Η δεύτερη αντίρρηση έχει να κάνει με τη μορφή επιδότησης που είναι η πλέον

κατάλληλη για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων των εισοδηματικών

ανισοτήτων στην ισότητα ευκαιριών σε μία αξιοπρεπή κατοικία. Οι άμεσες

εισοδηματικές μεταβιβάσεις για δαπάνες ενοικίου προς αυτούς που έχουν χαμηλά

εισοδήματα είναι αποτελεσματικότερο μέσο κοινωνικής δικαιοσύνης από τις γενικές

επιδοτήσεις που απολαμβάνει το σύνολο των ενοικιαστών, λόγω διοικητικού

καθορισμού των ενοικίων σε ύψος χαμηλότερο αυτού που διαμορφώνεται στην αγορά

από τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης ενοικιαζόμενης κατοικίας.

100