ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

24
ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ 76 Θεματική Ενότητα δ: Ανθρωπογενείς επιδράσεις στα Βενθικά Οικοσυστήματα: Εισβολή Εξωτικών ειδών στην Μεσόγειο, Επιπτώσεις Ρύπανσης στις Βενθικές Βιοκοινότητες, Αλληλεπιδράσεις Ιχθυοκαλλιεργειών και Θαλάσσιου Περιβάλλοντος, Επιπτώσεις Αλιευτικών Εργαλείων στα Βενθικά Οικοσυστήματα, Αποκατάσταση και ∆ιαχείριση Ευαίσθητων Βενθικών Οικοσυστημάτων ΕΙΣΒΟΛΗ ΕΞΩΤΙΚΩΝ ή ΑΛΛΟΧΘΟΝΩΝ ΕΙ∆ΩΝ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ Η Μεσόγειος έχει δεχθεί τα τελευταία εκατό χρόνια και ιδίως την τελευταία εικοσαετία την εισβολή μιας σειράς από είδη που εξαπλώνονται σε άλλες θαλάσσιες περιοχές του πλανήτη μας. Οι οργανισμοί αυτοί ανήκουν σε διάφορες ταξινομικές ομάδες των μακροφυτικών οργανισμών (φανερόγαμα και μακροφύκη), ασπονδύλων και ψαριών. Οι οργανισμοί αυτοί αποκαλούνται εξωτικά ή αλλόχθονα είδη (alien species, exotic species, non-indigenous species). Οι κύριες αιτίες εισόδου αλλόχθονων ειδών στην λεκάνη της Μεσογείου είναι κυρίως: Φυσική μετανάστευση μέσω της διώρυγας του Σουέζ (οι οργανισμοί που έχουν εισέλθει με αυτό τον τρόπο στη λεκάνη της Μεσογείου αποκαλούνται Λεσσεψιανοί μετανάστες; η φυσική μετανάστευση μέσω του Σουέζ αποτελεί την σημαντικότερη αιτία εισόδου εξωτικών ειδών στη Μεσόγειο) Ναυτιλία εταφορά με το έρμα των πλοίων ή λόγω προσκόλλησης στα ύφαλα του πλοίου) Σκόπιμη ή τυχαία εισαγωγή Η είσοδος των ειδών αυτών στην λεκάνη της Μεσογείου έχει συμβάλλει - ως ένα βαθμό τουλάχιστον - στην αλλαγή του βιογεωγραφικού της προφίλ και ιδιαίτερα εκείνων των περιοχών που γειτνιάζουν με τη διώρυγα του Σουέζ όπως για παράδειγμα την Λεβαντίνη όπου πλέον ένα ποσοστό κοντά στο 30% των ειδών είναι εξωτικά είδη. Ο ρυθμός εισόδου των αλλόχθονων ειδών στη Μεσόγειο έχει αυξηθεί με δραματικό ρυθμό την τελευταία δεκαετία και ήδη περισσότερα από 300 είδη (σε ένα συνολικό αριθμό 5.500 ειδών) έχουν εγκλιματιστεί στην λεκάνη αυτή. Πολλοί επιστήμονες συσχετίζουν τον αυξανόμενο ρυθμό εισόδου των ειδών αυτών στη Μεσόγειο με τις κλιματικές αλλαγές σε Παγκόσμιο επίπεδο που έχουν συντελεστεί τα τελευταία δέκα κυρίως χρόνια. Η αυξημένη παρουσία των ειδών αυτών στη Μεσόγειο έχει τόσο οικονομική όσο και οικολογική σημασία. Οικονομική σημασία γιατί πολλά από τα είδη αυτά ήδη αλιεύονται ή καλλιεργούνται σε πολλές περιοχές της Μεσογείου αποδίδοντας έτσι σημαντικά οικονομικά οφέλη. Οικολογική σημασία γιατί σε πολλές περιπτώσεις τα είδη αυτά όταν εγκαθίστανται σε μια περιοχή εκτοπίζουν φυσικούς αυτόχθονους πληθυσμούς ειδών γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή των ενδιαιτημάτων και των τροφικών πλεγμάτων που συναντώνται εδώ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το φύκος Caulerpa toxifolia το οποίο διέφυγε στο φυσικό περιβάλλον μέσω των συστημάτων νερού στο Μουσείο του Monaco στη Γαλλία και εξαπλώθηκε σταδιακά σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές της . Μεσογείου καταλαμβάνοντας θώκους που κατείχαν μέχρι τότε άλλοι οργανισμοί (π.χ. το θαλάσσιο φανερόγαμο Posidonia oceanica) και προκαλώντας έτσι

Transcript of ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

Page 1: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

76

Θεµατική Ενότητα δ: Ανθρωπογενείς επιδράσεις στα Βενθικά Οικοσυστήµατα: Εισβολή

Εξωτικών ειδών στην Μεσόγειο, Επιπτώσεις Ρύπανσης στις Βενθικές Βιοκοινότητες,

Αλληλεπιδράσεις Ιχθυοκαλλιεργειών και Θαλάσσιου Περιβάλλοντος, Επιπτώσεις Αλιευτικών

Εργαλείων στα Βενθικά Οικοσυστήµατα, Αποκατάσταση και ∆ιαχείριση Ευαίσθητων Βενθικών

Οικοσυστηµάτων

ΕΙΣΒΟΛΗ ΕΞΩΤΙΚΩΝ ή ΑΛΛΟΧΘΟΝΩΝ ΕΙ∆ΩΝ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ

ΘΑΛΑΣΣΕΣ

Η Μεσόγειος έχει δεχθεί τα τελευταία εκατό χρόνια και ιδίως την τελευταία εικοσαετία την εισβολή

µιας σειράς από είδη που εξαπλώνονται σε άλλες θαλάσσιες περιοχές του πλανήτη µας. Οι

οργανισµοί αυτοί ανήκουν σε διάφορες ταξινοµικές οµάδες των µακροφυτικών οργανισµών

(φανερόγαµα και µακροφύκη), ασπονδύλων και ψαριών. Οι οργανισµοί αυτοί αποκαλούνται εξωτικά ή αλλόχθονα είδη (alien species, exotic species, non-indigenous species). Οι κύριες αιτίες εισόδου

αλλόχθονων ειδών στην λεκάνη της Μεσογείου είναι κυρίως:

Φυσική µετανάστευση µέσω της διώρυγας του Σουέζ (οι οργανισµοί που έχουν εισέλθει µε

αυτό τον τρόπο στη λεκάνη της Μεσογείου αποκαλούνται ‘Λεσσεψιανοί µετανάστες’ ; η

φυσική µετανάστευση µέσω του Σουέζ αποτελεί την σηµαντικότερη αιτία εισόδου εξωτικών

ειδών στη Μεσόγειο)

Ναυτιλία (µεταφορά µε το έρµα των πλοίων ή λόγω προσκόλλησης στα ύφαλα του πλοίου)

Σκόπιµη ή τυχαία εισαγωγή

Η είσοδος των ειδών αυτών στην λεκάνη της Μεσογείου έχει συµβάλλει - ως ένα βαθµό

τουλάχιστον - στην αλλαγή του βιογεωγραφικού της προφίλ και ιδιαίτερα εκείνων των περιοχών που

γειτνιάζουν µε τη διώρυγα του Σουέζ όπως για παράδειγµα την Λεβαντίνη όπου πλέον ένα ποσοστό

κοντά στο 30% των ειδών είναι εξωτικά είδη.

Ο ρυθµός εισόδου των αλλόχθονων ειδών στη Μεσόγειο έχει αυξηθεί µε δραµατικό ρυθµό την

τελευταία δεκαετία και ήδη περισσότερα από 300 είδη (σε ένα συνολικό αριθµό 5.500 ειδών) έχουν

εγκλιµατιστεί στην λεκάνη αυτή. Πολλοί επιστήµονες συσχετίζουν τον αυξανόµενο ρυθµό εισόδου των

ειδών αυτών στη Μεσόγειο µε τις κλιµατικές αλλαγές σε Παγκόσµιο επίπεδο που έχουν συντελεστεί τα

τελευταία δέκα κυρίως χρόνια. Η αυξηµένη παρουσία των ειδών αυτών στη Μεσόγειο έχει τόσο

οικονοµική όσο και οικολογική σηµασία. Οικονοµική σηµασία γιατί πολλά από τα είδη αυτά ήδη

αλιεύονται ή καλλιεργούνται σε πολλές περιοχές της Μεσογείου αποδίδοντας έτσι σηµαντικά

οικονοµικά οφέλη. Οικολογική σηµασία γιατί σε πολλές περιπτώσεις τα είδη αυτά όταν εγκαθίστανται

σε µια περιοχή εκτοπίζουν φυσικούς αυτόχθονους πληθυσµούς ειδών γεγονός που µπορεί να

οδηγήσει σε καταστροφή των ενδιαιτηµάτων και των τροφικών πλεγµάτων που συναντώνται εδώ.

Χαρακτηριστικό παράδειγµα αποτελεί το φύκος Caulerpa toxifolia το οποίο διέφυγε στο φυσικό

περιβάλλον µέσω των συστηµάτων νερού στο Μουσείο του Monaco στη Γαλλία και εξαπλώθηκε

σταδιακά σε διάφορες θαλάσσιες περιοχές της ∆. Μεσογείου καταλαµβάνοντας θώκους που κατείχαν

µέχρι τότε άλλοι οργανισµοί (π.χ. το θαλάσσιο φανερόγαµο Posidonia oceanica) και προκαλώντας έτσι

Page 2: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

77

σηµαντική οικολογική καταστροφή όχι µόνον για την ίδια την Posidonia αλλά κυρίως για τα αποθέµατα

άλλων ειδών που εξαπλώνονται στους λειµώνες της.

Το φαινόµενο της ‘εισβολής’ τέτοιων ειδών στις Ελληνικές θάλασσες καταγράφηκε για πρώτη

φορά από το 1946 όταν επισηµάνθηκε ένας τέτοιος οργανισµός (δίθυρο µαλάκιο Pseudochama

corbieri) στις ακτές του Σαρωνικού. Πρόσφατες κριτικές ανασκοπήσεις της παρουσίας αλλόχθονων

ειδών στις Ελληνικές θάλασσες ανεβάζουν τον αριθµό της κατηγορίας αυτών των ειδών στα 83 (7

φυτοβενθικά είδη, 26 Μαλάκια, 11 ∆εκάποδα Καρκινοειδή, 3 Κωπήποδα Καρκινοειδή, 1Κτενοφόρο, 12

Πολύχαιτοι ∆ακτυλιοσκώληκες, 1 Βρυόζωο, 1 Σωληνοειδές και 21 Ψάρια). Όπως φαίνεται από την

παράθεση των ταξινοµικών οµάδων η πλειοψηφία των ειδών αυτών προέρχεται από οργανισµούς

που εξαπλώνονται στη Βενθική Ενότητα. Από τα είδη αυτά περίπου 70% (58 είδη) µπορούν να

θεωρηθούν πραγµατικοί Λεσσεψιανοί Μετανάστες. Συγκρίνοντας τα µε τα 17 είδη που είχαν

αναφερθεί 100 χρόνια µετά την διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ (1978) η αύξηση ξεπερνά το 300%

µέσα σε µόνον δύο δεκαετίες. Αυτή η διαφορά µπορεί να αποδοθεί εν µέρει στην σηµαντική

ερευνητική δραστηριότητα που πραγµατοποιήθηκε στις Ελληνικές θάλασσες την τελευταία εικοσαετία

και για την οποία έγινε αναφορά παραπάνω στο σχετικό κεφάλαιο. Οπωσδήποτε η κύρια αιτία

εµφάνισης αλλόχθονων ειδών στις Ελληνικές θάλασσες είναι η φυσική µετανάστευση µέσω της

διώρυγας του Σουέζ, γεγονός άλλωστε που καταγράφεται και στη Μεσόγειο γενικότερα, όµως η

απόδοση του αυξηµένου ρυθµού εισόδου των ειδών αυτών και σε ανθρωπογενείς δραστηριότητες

(π.χ. ναυτιλία, σκόπιµη ή τυχαία εισαγωγή τους) είναι απόλυτα δικαιολογηµένη.

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΣΤΑ ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Οι επιστηµονικές µελέτες και τα συµπεράσµατα που έχουν παρουσιασθεί σε µια σειρά από

επιστηµονικά άρθρα σε διεθνή περιοδικά και Συνέδρια τα τελευταία 20 χρόνια καταλήγουν σε µια κοινή

διαπίστωση: ‘Η εκτίµηση της οικολογικής κατάστασης µιας θαλάσσιας περιοχής και ιδιαίτερα του βαθµού ρύπανσης µπορεί να επιτευχθεί µέσα από την µελέτη των βενθικών θαλάσσιων πληθυσµών’. Η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη σηµασία για την θάλασσά µας την Μεσόγειο, όπου τα

βενθικά οικοσυστήµατα παρουσιάζουν µια πολύ µεγάλη ποικιλία και οργάνωση σε βιοκοινότητες που

εξαπλώνονται σε όλες τις οικολογικές ζώνες της λεκάνης αυτής και οι οποίες παρατέθηκαν αναλυτικά

παραπάνω.

Όπως έχει ήδη αναφερθείι 2 βασικές Κατηγορίες Βενθικών Βιοκοινοτήτων συναντώνται στα

θαλάσσια οικοσυστήµατα:

ΒΕΝΘΙΚΕΣ ΒΙΟΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΣΕ ΚΙΝΗΤΟ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑ, όπου οι κυρίαρχοι καθοριστικοί

παράγοντες για την ανάπτυξη συγκεκριµένων βιοκοινοτήτων σε µια θαλάσσια περιοχή είναι:

(α) η φύση του ιζήµατος, (β) ο ρυθµός ιζηµαταπόθεσης, και (γ) η ένταση του υδροδυναµισµού,

παράγοντες που όλοι µπορούν να µεταβληθούν δραστικά από την άµεση ή έµµεση

παρέµβαση του ανθρώπου

ΒΕΝΘΙΚΕΣ ΒΙΟΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΣΕ ΣΚΛΗΡΟ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑ όπου οι κυρίαρχοι καθοριστικοί

παράγοντες για την ανάπτυξη συγκεκριµένων βιοκοινοτήτων σε µια θαλάσσια περιοχή είναι:

(α) η φύση του υποστρώµατος (π.χ.ασβεστολιθικό, πετρώδες), (β) η ένταση του φωτισµού και

Page 3: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

78

(γ) η ένταση του υδροδυναµισµού και ο ρυθµός ιζηµαταπόθεσης, παράγοντες που όλοι

µπορούν να µεταβληθούν δραστικά από άµεση ή έµµεση ανθρώπινη παρέµβαση

Οι βασικές κατηγορίες διατάραξης στα Βενθικά Οικοσυστήµατα (Πίνακας 2) από ανθρωπογενείς

δραστηριότητες στη λεκάνη της Μεσογείου έχουν να κάνουν µε:

1. ΡΥΠΑΝΣΗ: Το Βόρειο τµήµα της ∆υτικής Μεσογείου και η Β. Αδριατική είναι αποδέκτες

περισσότερο από το µισό της συνολικής ποσότητας ρυπαντών πάσης φύσης (αστικά λύµατα,

βιοµηχανικά απόβλητα, τοξικές ενώσεις - PCBs, DDT, φυτοφάρµακα, κλπ.) που εισέρχονται

στη Μεσόγειο. Η βασική αιτία πρέπει να θεωρηθεί η έντονη αστικοποίηση και

βιοµηχανοποίηση στις χερσαίες περιοχές των τµηµάτων αυτών της Μεσογείου. Ένα ακόµη

σοβαρό πρόβληµα στη λεκάνη είναι οι Πετρελαϊκοί Yδρογονάνθρακες που διαχέονται

(average loss 350.000 - 500.000 tn/year) καθώς και τα Πισσώδη σφαιρίδια (tar balls).

2. ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΣΤΗ ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΖΩΝΗ: (α) Ανάπτυξη τεράστιων λιµενικών

εγκαταστάσεων, (β) Κατασκευή προβόλων για αλιευτικά καταφύγια ή ξενοδοχειακές

εγκαταστάσεις, (γ) Καταστροφή αµµοθινών για διαµόρφωση ακτών κολύµβησης

ΠΙΝΑΚΑΣ 2. Πηγές της θαλάσσιας ρύπανσης και το ποσοστό που συνεισφέρει η κάθε µια στο σύνολο της θαλάσσιας

ρύπανσης (aπό Garrison, 1999).

ΠΗΓΗ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΣΥΝΟΛΟΥ

Απορροές και απόβλητα από ξηρά 44

Αεροµεταφερόµενες εκποµπές από ξηρά 33

Πετρελαιοκηλίδες από ναυσιπλοΐα και ατυχήµατα 12

Πόντιση αποβλήτων στη θάλασσα 10

Εξόρυξη ορυκτών, πετρελαίου και φυσικού αερίου 1

Σύνολο 100

Στη συνέχεια παρουσιάζονται οι επιπτώσεις των κυριότερων από τις ανθρωπογενείς

δραστηριότητες πάνω στα Βενθικά Οικοσυστήµατα και στις βιοκοινότητες που συναντώνται σε αυτά.

Page 4: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

79

• ΑΣΤΙΚΑ ΛΥΜΑΤΑ

Η κατανοµή των βενθικών οργανισµών στα κινητά υποστρώµατα της θαλάσσιας περιοχής το

µέτωπο της οποίας δέχεται την επίδραση των αστικών λυµάτων, γίνεται συγκεντρικά γύρω από την

εστιακή πηγή ρύπανσης. 3 Ζώνες µπορούν να διακριθούν (Εικ. 47):

ΖΩΝΗ Ι – ΖΩΝΗ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ: Η Ζώνη αυτή χαρακτηρίζεται από την παντελή

απουσία µακρο- και τις περισσότερες φορές και των µειο-βενθικών οργανισµών. Η ζώνη αυτή

εξαιτίας της έλειψης ζωικών οργανισµών χαρακτηρίζεται και ως ‘αζωική’ ζώνη.

ΖΩΝΗ ΙΙ – ΡΥΠΑΡΗ ΖΩΝΗ: Η Ζώνη αυτή χαρακτηρίζεται από ίζηµα µαύρης συχνά ανοξικής

ιλύος (λάσπης) όπου αναπτύσσονται ορισµένα µόνον είδη Πολυχαίτων ∆ακτυλιοσκωλήκων

που έχουν την δυνατότητα να είναι ανθεκτικοί στη ρύπανση και όσον αφορά την ανάπτυξή

τους είναι r- strategic species. Τα µακροβενθικά αυτά είδη δεν συγκροτούν µια οργανωµένη

Βιοκοινότητα καθώς τα είδη δεν αναπτύσσουν λειτουργικές σχέσεις µεταξύ τους αλλά

πρόκειται για οπορτουνιστικά τις περισσότερες φορές είδη.

ΖΩΝΗ ΙΙΙ – ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΜΕΝΗ ΖΩΝΗ ή ΖΩΝΗ ΚΑΤΩ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ (µεταβατική ζώνη): Στη Ζώνη αυτή εµφανίζονται µεσαίες τιµές ρύπανσης και τα είδη που αναπτύσσονται εδώ

έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: (α) είναι είδη µε ευρύτατη οικολογική διανοµή, (β) είναι είδη

που αναπτύσσονται σε πολύ λεπτόκοκκα ιζήµατα ή λασπόβια είδη και τα οποία ανέχονται την

παρουσία πολύ λεπτόκοκκων µεριδίων ιζήµατος. Οι Βιοκοινότητες που αναπτύσσονται στη

Ζώνη αυτή χαρακτηρίζονται από:

- σχετικά µεγάλη ποικιλότητα ειδών όπου όµως κυριαρχούν πολύχαιτοι (45-55% του

συνολικού αριθµού ειδών); Η ταξινοµική αυτή οµάδα είναι και η πλέον άφθονη (70-80%

του συνολικού αριθµού ατόµων)

- τα χαρακτηριστικά είδη της Βιοκοινότητας που υπο κανονικές συνθήκες θα

αναπτύσσονταν εδώ εµφανίζονται µεν αλλά µε πολύ µικρά ποσοστά αφθονίας (3-10% του

συνολικού αριθµού ατόµων)

Ορισµένα από τα είδη που αναπτύσσονται στη Ζώνη αυτή είναι:

- ∆ίθυρα Μαλάκια Myrtea spinifera, Thyasira flexuosa, Corbula gibba

- Πολύχαιτοι ∆ακτυλιοσκώληκες Nematonereis unicornis, Spio multioculata, Dorvillea

kefersteini, Paralacydonia paradoxa

Page 5: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

80

Εικ. 47. Σχηµατική απεικόνιση των µεταβολών των βενθικών βιοκοινοτήτων και του ιζήµατος σε συνάρτηση

µε τον βαθµό αύξησης οργανικού φορτίου σε µια θαλάσσια περιοχή (από Κούκουρας &

Βουλτσιάδου-Κούκουρα, 1993).

Οι βιοκοινότητες στη περιοχή που έχει δεχτεί την επίδραση των αστικών λυµάτων δεν

παραµένουν στατικές, αλλά παρουσιάζουν µια δυναµική η οποία σε γενικές γραµµές αποτυπώνεται

ως εξής:

- Στη διάρκεια του χειµώνα είδη από την Ζώνη ΙΙΙ (Ζώνη κάτω του φυσικού) µπορούν να

εποικίσουν για πολύ µικρό χρονικό διάστηµα τα εξωτερικά όρια της Ζώνης ΙΙ (Ρυπαρής

Ζώνης)

- Στη διάρκεια του καλοκαιριού είδη από την Ζώνη ΙΙΙ (Ρυπαρή Ζώνη) µπορούν να

επεκταθούν έως τον εσωτερικό πυρήνα της Ζώνης ΙΙ (Ζώνη κάτω του φυσικού)

Η ζώνωση των Βιοκοινοτήτων που περιγράφηκε παραπάνω έχει αποδειχθεί ότι έχει εφαρµογή σε

Παγκόσµιο επίπεδο και συµπερασµατικά τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά κατά χρονική σειρά στη µεταβολή της φυσικής κατάστασης στα Βενθικά Οικοσυστήµατα είναι (Εικ. 48):

- Μείωση του αριθµού των ειδών που υπό κανονικές συνθήκες σχετίζονται µε τον

συγκεκριµένο τύπο κινητού υποστρώµατος - Ζώνη ΙΙΙ

- Στην περίπτωση που η πηγή ρύπανσης διατηρείται σταθερή για µεγάλα χρονικά

διαστήµατα αναπτύσσονται συγκεκριµένα ανθεκτικά είδη τα οποία µπορούν να

χαρακτηριστούν ως ενδείκτες ρύπανσης (pollution indicators) - Ζώνη ΙΙΙ

- Καταστροφή των Βιοκοινοτήτων µε την τυπική τους µορφή; Συγκεκριµένα είδη

εµφανίζονται τα οποία ζουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο - Ζώνη ΙΙ

- Εξαφάνιση του Μακροβένθους - Ζώνη Ι

Page 6: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

81

Εικ. 48. Σχηµατική απεικόνιση των µεταβολών των βιοκοινοτήτων σε ένα παράκτιο οικοσύστηµα σε

συνάρτηση µε την οργανική ρύπανση (από Κούκουρας & Βουλτσιάδου-Κούκουρα, 1993).

• ΠΕΤΡΕΛΑΙΚΟΙ Υ∆ΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ

Οι Υδρογονάνθρακες είναι φυσικά συστατικά του θαλάσσιου περιβάλλοντος καθώς παράγονται

από τους ίδιους τους θαλάσσιους οργανισµούς (π.χ. φυτο- , ζωοπλαγκτόν) και οι φυσικές τιµές

κυµαίνονται µεταξύ 1-10ppb. Σε περιοχές διέλευσης πετρελαιοφόρων πλοίων ή εξέδρες άντλησης

πετρελαίου οι συγκεντρώσεις µπορεί να φτάσουν τα 2.1mg/m2. Οπωσδήποτε οι συγκεντρώσεις είναι

κατά πολύ µεγαλύτερες στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες συµβαίνουν ναυάγια

πετρελαιοφόρων πλοίων (Πίνακας 3), είτε στις κύριες περιοχές διέλευσης των πλοίων αυτών είτε σε

οποιαδήποτε άλλη θαλάσσια περιοχή. Οι επιπτώσεις της εκροής πετρελαίου από ανθρωπογενείς

δραστηριότητες στα θαλάσσια οικοσυστήµατα ποικίλουν ανάλογα µε:

- Την τοποθεσία

- Τις καιρικές συνθήκες

- Την ποσότητα και τύπο του πετρελαίου (οι πτητικοί µικρού ΜΒ είναι πιο τοξικοί, εξαιτίας

της ναρκωτικής και καρκινογενετικής δράσης τους στους ανώτερους οργανισµούς)

Page 7: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

82

Οι επιπτώσεις της εκροής πετρελαίου από ανθρωπογενείς δραστηριότητες στα θαλάσσια

οικοσυστήµατα είναι (Εικ. 49):

- καταστροφικές συνέπειες στην χλωρίδα και πανίδα των παράκτιων οικοσυστηµάτων και

ιδιαίτερααυτές που εξαπλώνονται στο ίζηµα (Βενθικές Βιοκοινότητες)(Εικ. 51)

- δραµατικές επιπτώσεις στα πουλιά (µικρές ποσότητες υδρογονανθράκων στο πτέρωµά

τους → διείσδυση νερού στο σώµα τους → θάνατος)(Εικ. 50)

- Οι επιπτώσεις της χρήσης χηµικών ουσιών για την διάσπαση των πετρελαϊκών

υδρογονανθράκων που διαχέονται στα θαλάσσια οικοσυστήµατα προκαλεί µερικές φορές

µεγαλύτερη καταστροφή στις Βενθικές Βιοκοινότητες από τις ίδιες τις ενώσεις του

πετρελαίου (για τον λόγο αυτό η αντιµετώπιση των πετρελαιοκηλίδων πρέπει να γίνεται µε

µηχανικά µέσα)

Error!

Εικ. 49. Σχηµατική απεικόνιση της εξέλιξης µιας πετρελαιοκηλίδας και των συνεπειών της στα θαλάσσια οικοσυστήµατα (από Κούκουρας & Βουλτσιάδου-Κούκουρα, 1993).

Page 8: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

83

Πίνακας 3. Οι 53 χειρότερες πετρελαιοκηλίδες της ιστορίας (από Garrison, 1999).

a Το πολύ γνωστό ατύχηµα του δεξαµενόπλοιου Exxon Valdez στο Prince William Sound της Αλάσκας το 1989 είναι µόλις 53ο

σε σειρά µεγέθους στην παραπάνω κατάταξη.

Εικ. 50. Θαλασσοπούλι καλυµµένο µε αργό

πετρέλαιο. Τέτοια πουλιά πεθαίνουν αν δεν

καθαριστούν από το πετρέλαιο µε ειδικό

απορρυπαντικό. Πολλά πουλιά πεθαίνουν από

το κρύο ή τα τοξικά αποτελέσµατα ακόµα κι αν

το πετρέλαιο αφαιρεθεί. Τα περισσότερα θα

πεθάνουν εξαιτίας καταστολής του

ανοσοποιητικού συστήµατος τους. Περίπου µισό

εκατοµµύριο θαλασσοπούλια πεθαίνουν κάθε

χρόνο εξαιτίας της ρύπανσης από πετρελαϊκούς

υδρογονάνθρακες (από Garrison, 1999).

Page 9: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

84

Εικ. 51. ∆ιεργασίες µεταβολής των πετρελαϊκών ενώσεων µετά την διαρροή τους στο θαλάσσιο περιβάλλον. Τα

µικρότερα µόρια εξατµίζονται ή διαλύονται στο νερό κάτω από την πετρελαιοκηλίδα. Το ηλιακό φως και

το ατµοσφαιρικό οξυγόνο προκαλούν οξείδωση στην επιφάνεια της. Μέσα σε διάστηµα µερικών ηµερών

η µηχανική δράση του νερού προκαλεί τη συσσωµάτωση του πετρελαίου σε σφαιρίδια πίσσας και ηµι-

στερεά γαλακτώµατα. Τα σφαιρίδια πίσσας και τα γαλακτώµατα του πετρελαίου παραµένουν αναλλοίωτα

για αρκετούς µήνες µετά το σχηµατισµό τους. Κάποια ποσότητα από τα παραπάνω συσσωµατώµατα

καταλήγει στον πυθµένα και ενσωµατώνεται στο ίζηµα. Από εκεί µπορεί να εισέλθει πάλι στη στήλη του

νερού µέσω φαινοµένων διατάραξης του υποστρώµατος (από Garrison, 1999).

• ΘΕΡΜΙΚΗ ΡΥΠΑΝΣΗ

Προκαλείται από εργοστάσια παραγωγής ενέργειας που χρησιµοποιούν ως ψυκτικό µέσο νερό από µια υδάτινη µάζα, στην οποία και το επιστρέφουν, µε αυξηµένη όµως θερµοκρασία

(ιδιαίτερα δραστική σε κλειστούς κόλπους). Η αυξηµένη θερµοκρασία προκαλεί άνοδο του ρυθµού

µεταβολισµού των ζωικών οργανισµών µε αποτέλεσµα να υπάρχει αδυναµία εξασφάλισης από

θαλάσσια οικοσυστήµατα µεγάλων ποσοτήτων τροφής & οξυγόνου και να επέρχεται ο θάνατος.

• ΡΥΠΑΝΣΗ ΑΠΌ ΑΝΟΡΓΑΝΑ ΣΤΕΡΕΑ ΥΛΙΚΑ

Στην κατηγορία αυτών των ρυπαντών περιλαµβάνονται υλικά όπως ο ασβεστόλιθος, ο γύψος καθώς και απορρίµµατα Ορυχείων µε µορφή λεπτής σκόνης. Τα υλικά αυτά αιωρούνται στη

στήλη νερού προκαλώντας έτσι µια επιβράδυνση ρυθµού πρωτογενούς παραγωγής που έχει σαν

αποτέλεσµα να υπάρχει µείωση βιοµάζας των παραγωγών και τέλος µείωση της διαθέσιµης τροφής στις Βενθικές Βιοκοινότητες. Ένα ακόµη πρόβληµα είναι το γεγονός της απόθεσης των υλικών

Page 10: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

85

αυτών στο βυθό που προκαλεί φράξινο βραγχίων των βενθικών οργανισµών και τον επακόλουθο

θάνατό τους.

• ΡΥΠΑΝΣΗ ΑΠΌ ΧΛΩΡΙΩΜΕΝΟΥΣ Υ∆ΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΕΣ

Πρόκειται για ουσίες που χρησιµοποιούνται τόσο στη γεωργία (π.χ. DDT), όσο και στη βιοµηχανία

(π.χ. πολυχλωριωµένα διφαινύλια, PCBs), και οι οποίες είναι τοξικές ουσίες ή και θανατηφόρες σε πολύ µικρές συγκεντρώσεις (30-100ppm). Ένα ακόµη σοβαρό πρόβληµα είναι ότι υπάρχει

αδυναµία εξουδετέρωσης από το φυσικό περιβάλλον καθώς πρόκειται για ουσίες που έχει

κατασκευάσει ο άνθρωπος. Η βιοσυσσώρευση των ουσιών στους θαλάσσιους βενθικούς

οργανισµούς (Εικ. 52) γίνεται µέσω της επιφανείας των βραγχίων ή µε απορρόφηση από το έντερο

τους µέσω της κατανάλωσης τροφής. Οι συγκεντρώσεις των υδρογονανθράκων αυτών στους

οργανισµούς ποικίλει:

- Συγκεντρώσεις 4-50µg/kg → χελιδονόψαρα

- Συγκεντρώσεις 200µg/kg → πλαγκτόν

- Συγκεντρώσεις >1200µg/kg → καρχαρίες

Όπως γίνεται φανερό ορισµένοι οργανισµοί έχουν την ικανότητα να απαλλάσσονται κατά ένα µέρος από τις ουσίες αυτές και άλλοι όχι. Οι υδρογονάνθρακες αυτοί έχουν ανασταλτική επίδραση στη φωτοσυνθετική ικανότητα του φυτοπλαγκτού καθώς και στην αναπαραγωγική δραστηριότητα θαλάσσιων οργανισµών.

Eικ. 52. Η συγκέντρωση του εντοµοκτόνου DDT, που συσσωρεύεται στο λιπώδη ιστό των ζωϊκών οργανισµών,

Page 11: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

86

αυξάνεται µέσω της βιοσυσσώρευσης κατά τη διαδροµή του µέσα από τη τροφική αλυσίδα από 0.000003 ppm

νερό σε 25 ppm σε ψαροφάγα πουλιά όπως είναι οι πελεκάνοι (από Garrison, 1999).

• ΡΥΠΑΝΣΗ ΑΠΌ ΒΑΡΙΑ ΜΕΤΑΛΛΑ (Cu, Pb, Cd, Cr, Hg)

Υψηλές συγκεντρώσεις Βαριών Μετάλλων προκαλούν τοξικές επιδράσεις στους θαλάσσιους

οργανισµούς και στον άνθρωπο (π.χ. ασθένεια Minamata: ενώσεις υδραργύρου → θάνατο σε

πολλούς ανθρώπους, κυρίως ψαράδες και οικογένειες τους). Χαρακτηριστική είναι η βιοσυσσώρευση βαριών µετάλλων στους θαλάσσιους οργανισµούς (π.χ. µύδια, στρείδια), η οποία µπορεί να µην

προκαλεί προβλήµατα στους ίδιους αλλά στους καταναλωτές τους.

• ΡΥΠΑΝΣΗ ΑΠΌ ΡΑ∆ΙΕΝΕΡΓΑ ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ

Ραδιενεργά κατάλοιπα µπορεί να προέλθουν από µια σειρά διαφορετικές δραστηριότητες:

- Εξόρυξη και κατεργασία ραδιενεργών ορυκτών

- Λειτουργία σταθµών Πυρηνικής Ενέργειας

- Χρήση Ραδιενεργών Υλικών στην Ιατρική, Βιοµηχανία & Επιστηµονική Έρευνα

- Χρήση Ατοµικών Όπλων

Η δράση των Ραδιενεργών Υλικών στους θαλάσσιους οργανισµούς είναι άµεση (θάνατος) λόγω της τοξικότητας των υλικών ή να εµφανισθεί µε µεγάλη χρονική υστέρηση (µέσω µεταλάξεων). Μια λιγότερο γνωστή δράση των Ραδιενεργών Υλικών στους θαλάσσιους οργανισµούς είναι αυτή που

σχετίζεται µε την απόρριψη στο παρελθόν τέτοιων υλικών σε Βαθιές Λεκάνες. Σε περιοχές ανοικτά των

ακτών της Β. Αµερικής συλλέχθηκαν σφουγγάρια µε διάµετρο 2m (10 φορές µεγαλύτερης διαµέτρου

από το κανονικό).

ΑΛΛΗΛΕΠΙ∆ΡΑΣΕΙΣ ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΏΝ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (ΒΕΝΘΙΚΑ

ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ)

Η αύξηση της ιχθυοκαλλιεργητικής δραστηριότητας που κατά κύριο λόγο λαµβάνει χώρα στον

παράκτιο χώρο τα τελευταία είκοσι χρόνια µπορεί να χαρακτηριστεί αναµφισβήτητα ραγδαία. Η

ιχθυοκαλλιεργητική αύξηση επέφερε µία νέα πηγή περιβαλλοντικής πίεσης του παράκτιου χώρου

καθώς έχουν καταγραφεί περιοδικά περιστατικά επιβάρυνσης του θαλάσσιου συστήµατος και ιδιαίτερα

της Βενθικής Ενότητας. Σηµαντικό κοµµάτι της επιβάρυνσης αυτής αποτελεί και η οργανική ρύπανση

που επέρχεται λόγω του γεγονότος ότι σηµαντικές ποσότητες οργανικών ουσιών που προέρχονται

κυρίως από τα παραπροϊόντα του µεταβολισµού των ψαριών και τα υπολείµµατα της ασύλληπτης

τροφής καταβυθίζονται στο υποκείµενο ίζηµα και το µετατρέπουν γρήγορα σε ένα ανοξικό και

αφιλόξενο περιβάλλον. Η συσσώρευση του οργανικού φορτίου στο ίζηµα των ιχθυοκαλλιεργειών

αποτελεί έναν µείζοντα φορέα ρύπανσης µε άµεσες συνέπειες στην ποιότητα της υπερκείµενης

στήλης νερού και στην υγεία των εκτρεφοµένων ψαριών. Αναµφισβήτητα λοιπόν, η παρακολούθηση

και ποσοτικοποίηση της οργανικής ρύπανσης των ιζηµάτων και του υπερκείµενου νερού σε περιοχές

µε ιχθυοκαλλιεργητική δραστηριότητα αποτελεί επιτακτική ανάγκη.

Page 12: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

87

Η κατάσταση του ιζήµατος, όσον αφορά την οργανική ρύπανση, µπορεί να αξιολογηθεί µέσω της

διερεύνησης και παρακολούθησης µιας σειράς βιολογικών και γεωχηµικών παραµέτρων. Έτσι

ξεκινώντας µε την περιγραφή των βιολογικών παραµέτρων κρίνεται σκόπιµο να αναφερθεί ότι

γενικότερα χωρίζονται σε δύο µεγάλες κατηγορίες µεθόδων µελέτης:

Την ανάλυση της δοµής του οικοσυστήµατος (structure – oriented methods) όπου

αποµονώνονται και µελετώνται κοµµάτια της δοµής του οικοσυστήµατος, όπως για

παράδειγµα η ποικιλότητα σε επίπεδο ειδών της µακροπανίδας

Την ανάλυση των µηχανισµών των οικοσυστηµάτων (Process-oriented methods)

όπου µελετώνται κάποιες οικοσυστηµικές λειτουργίες, όπως για παράδειγµα το µέγεθος

της µικροβιακής αποικοδόµησης ή η πρωτογενής παραγωγή

Σύµφωνα µε πολλές µελέτες, που πραγµατοποιήθηκαν κυρίως στη διάρκεια της τελευταίας

εικοσαετίας πρωτευόντως στη Βόρεια Θάλασσα και τελευταία και στη Μεσόγειο, η επιβάρυνση των βενθικών οικοσυστηµάτων προκαλεί µείωση τόσο στην βιοποικιλότητα όσο και στην βιοµάζα των βενθικών οργανισµών. Η µείωση αυτή παρουσιάζεται ως βαθµίδα αφθονίας και ποικιλότητας

έχοντας τις µικρότερες τιµές κοντά στους κλωβούς πάχυνσης ενώ σταδιακά οι τιµές αυξάνονται όσο

αποµακρυνόµαστε από αυτούς. Ωστόσο, δεν πρέπει να παρερµηνεύεται η σχέση ποικιλότητας,

αφθονίας και βιοµάζας µια και στα περιβάλλοντα µε κινητό ίζηµα είναι δυνατόν να καταγραφούν σε

µία περιοχή υψηλές τιµές βιοµάζας και ταυτόχρονα µικρή ποικιλότητα. Το γεγονός αυτό καταµαρτυρά

την ευκαιριακή πληθυσµιακή έκρηξη των ανθεκτικών ειδών οργανισµών στην οργανική ρύπανση (π.χ.

Πολύχαιτοι ∆ακτυλιοσκώληκες) εξωθώντας την βιοµάζα σε υψηλές τιµές και ταυτόχρονα µειώνοντας

την ποικιλότητα.

Σε γενικές γραµµές, το συνολικό πρότυπο χωροχρονικής κατανοµής της επιβάρυνσης των ιζηµάτων των ιχθυοκαλλιεργειών σε µια περιοχή µε ανάλογη δραστηριότητα, ακολουθεί το γενικό πρότυπο ρύπανσης προερχοµένης από οργανικό φορτίο ενώ αντίστοιχη είναι και η ζώνωση. Έτσι, διακρίνονται οι παρακάτω ζώνες :

1η Ζώνη: έχει έκταση από 0 έως 5m περιµετρικά από τους κλωβούς. Αποτελεί περιοχή

υψηλής επιβάρυνσης ενώ µπορεί να είναι αζωική ή να κυριαρχείται από ευκαιριακούς

οργανισµούς ανθεκτικούς στην ρύπανση

2η Ζώνη: 5 έως 25 m περιµετρικά από τους κλωβούς και η έκταση της µεταβάλλεται εποχικά.

Περιοχή µέτριας επιβάρυνσης Περισσότεροι οργανισµοί

3η Ζώνη: 25 έως 50 m. Χαµηλή επιβάρυνση και αύξηση της βιοποικιλότητας

4η Ζώνη: 50 έως 200 m. Εποχική και κατά περίπτωση χαµηλή επιβάρυνση. Ανάκαµψη

βιοποικιλότητας στα φυσιολογικά για την περιοχή επίπεδα

Τέλος, σηµειώνεται η εποχική διακύµανση της επιβάρυνσης των συγκεκριµένων ιζηµάτων,

γεγονός που τους προσδίδει µια ξεχωριστή ιδιοσυγκρασία. Πιο συγκεκριµένα η µέγιστη επιβάρυνση

καταγράφεται το καλοκαίρι ενώ περίοδο ανάκαµψης αποτελεί ο χειµώνας που χαρακτηρίζεται από την

µικρότερη επιβάρυνση.

Page 13: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

88

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ ΣΤΑ ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Πρόσφατες έρευνες έχουν δώσει έµφαση στον µεγάλο αντίκτυπο των ρυµουλκούµενων αλιευτικών

εργαλείων του βυθού και στις επιπτώσεις που έχουν αυτά στις Bενθικές Βιοκοινότητες. Η ιδιαίτερη

κοινωνικο-οικονοµική σηµασία της αλιευτικής βιοµηχανίας δεν αφήνει περιθώρια για απαγόρευση της

χρήσης των εργαλείων αυτών. Έτσι, ιδιαίτερη σηµασία αποκτά η έρευνα για την αξιολόγηση των

επιδράσεών τους στο βένθος, µε στόχο την υιοθέτηση ρυθµιστικών µέτρων για την ελαχιστοποίηση

των αρνητικών επιπτώσεων στα βενθικά οικοσυστήµατα. Ερευνητική δραστηριότητα στον

συγκεκριµένο τοµέα της βενθικής οικολογίας έχει πρόσφατα πραγµατοποιηθεί σε πολλές Ευρωπαϊκές

θαλάσσιες περιοχές της Μεσογείου, συµπεριλαµβανοµένων και των ελληνικών θαλασσών. Η

υπάρχουσα µεθοδολογία περιλαµβάνει τη συµπληρωµατική χρήση ενός αριθµού επιστηµονικών

εργαλείων ποιοτικής κυρίως, αλλά και ποσοτικής εκτίµησης, που θα παρουσιαστούν παρακάτω:

Side Scan Sonar: Λειτουργεί βάσει της αρχή διάδοσης του ήχου στο θαλάσσιο περιβάλλον.

Το όργανο χρησιµοποιείται για την οπτική καταγραφή των αποτυπωµάτων που σχηµατίζονται

στα κινητά υποστρώµατα από τη σύρση τράτας.

RoxAnn: Πρόκειται για ένα ηχοβολιστικό που έχει υιοθετηθεί από τους επιστήµονες για µελέτη

των βιοτόπων του πυθµένα και της θαλάσσιας χαρτογράφησης των βενθικών ενδιαιτηµάτων.

∆εδοµένου ότι η µέθοδος είναι βασισµένη στη δυνατότητα του συστήµατος να διακρίνει τους

τύπους πυθµένα της θάλασσας βάσει της σκληρότητας (συνοχή) και της τραχύτητάς τους, έχει

τη δυνατότητα να ανιχνεύσει τη βιογενή και ανθρωπογενή διαταραχή των ιζηµάτων.

Υποθαλάσσιες µέθοδοι βιντεοσκόπησης: (α) Έλκηθρο βυθού µε προσαρτηµένη

υποβρύχια κάµερα. Το συρόµενο έλκηθρο βυθού έχει αποδειχθεί ένα εξαιρετικό εργαλείο για

την ανίχνευση και εκτίµηση των αποτυπωµάτων των εξαρτηµάτων της τράτας στον πυθµένα.

Το µόνο επιχειρησιακό µειονέκτηµα του σε σχέση µε τις ηχοβολιστικές µεθόδους ίσως να είναι

η ευαισθησία στην ορατότητα του και η ταχύτητα συλλογής των δεδοµένων. (β)

Τηλεχειριζόµενο Υποβρύχιο Όχηµα (ROV, Remotely Operated Vehicle). Το RΟV είναι ικανό

να αιωρείται στη στήλη του νερού στην επιθυµητή απόσταση από το βυθό και να σταµατά σε

συγκεκριµένα σηµεία όπου απαιτείται λεπτοµερής καταγραφή. Η χρήση του καθιστά δυνατή

την παρατήρηση in situ στα αποτυπώµατα των συρόµενων εργαλείων, αλλά και τον

προσδιορισµό των τύπων αποτυπωµάτων που οφείλονται σε συγκεκριµένο τµήµα της τράτας

(π.χ. πόρτες, . Από την επισκόπηση µε το RΟV είναι δυνατό να χαρακτηριστεί µια περιοχή

σαν αλιευµένη η µη, είναι όµως δύσκολο να εκτιµηθεί ο βαθµός αλίευσης.

Τράτες βυθού: Η τράτα βυθού, εκτός από αλιευτικό εργαλείο είναι και ένας εξαιρετικός

δειγµατολήπτης, που µπορεί να δώσει µία αντιπροσωπευτική εικόνα της ποιοτικής αλλά και

της ποσοτικής σύνθεσης των βενθικών βιοκοινωνιών. Η δειγµατοληψία µε τράτα βυθού στην

προκειµένη περίπτωση µπορεί να επιτρέψει τη σύγκριση αλιευµένων και µη περιοχών µε

παρόµοια αβιοτικά χαρακτηριστικά. Εκτός από την ευρέως χρησιµοποιούµενη εµπορική

Page 14: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

89

τράτα, χρησιµοποιούνται και παραλλαγές αυτής, καθώς και εξειδικευµένες κατασκευές για

επιστηµονική χρήση, όπως η τράτα τύπου Agassiz (Agassiz Trawl) και η ακτινωτή τράτα

(Beam Trawl).

Τα δεδοµένα που συλλέγονται µε τους παραπάνω δειγµατολήπτες αναλύονται για τον

προσδιορισµό των επιπτώσεων των συρόµενων αλιευτικών εργαλείων στη βενθική ενότητα. Η πλεον

εµπεριστατωµένη ανάλυση λαµβάνει υπόψη την ανάλυση της σύστασης της πανίδας καθώς η

ανάλυση των βενθικών βιοκοινοτήτων έχει δείξει πως προκύπτει µια σχέση µεταξύ της έντασης της

ασκούµενης αλιείας µε τράτα και της σύστασης της βιοκοινωνίας της επιβενθικής µακροπανίδας. Πιο

συγκεκριµενα µε αύξηση της αλιευτικής πίεσης µειώνονται οι σαρκοφάγοι θηρευτές ενώ αυξάνονται οι

αιωρηµατοφάγοι οργανισµοί, καθώς ευνοούνται από τη µηχανική αναµόχλευση του ιζήµατος που

επιφέρει η σύρση του εργαλείου. Η µέθοδος µπορεί να εφαρµοστεί για τον προσδιορισµό της σχέσης

της αλιευτικής πίεσης µε το χρόνο για κάποια περιοχή, µε την προϋπόθεση όµως πως υπάρχουν

σηµεία ελέγχου.Η χρόνια διαταραχή που προκαλείται εξ’ αιτίας της αλιείας έχει αλλάξει την δοµή των

κοινοτήτων των θαλάσσιων λεκανών. Οι πόρτες των τρατών είναι εκείνο το µέρος του αλιευτικού

εργαλείου που προκαλεί τις µεγαλύτερες επιπτώσεις.

ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΠΡΟΣΤΕΥΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ (ΜΡΑs) ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

Πολλά Μεσογειακά οικοσυστήµατα υφίστανται σηµαντικές επιπτώσεις από την ανθρώπινη

δραστηριότητα που λαµβάνει χώρα κυρίως σε παράκτιες περιοχές, αλλά και σε βαθύτερα νερά.

Επιπτώσεις από την ανθρώπινη δραστηριότητα παρατηρούνται και σε τοπικά αποθέµατα

βιοποικιλότητας, τόσο άµεσα (π.χ. εµπορική εκµετάλλευση συγκεκριµένων ειδών) όσο και έµµεσα

(π.χ. υποβάθµιση ή καταστροφή ενδιαιτηµάτων). Χαρακτηριστικές τέτοιες µορφές πίεσης, είναι:

o η δηµογραφική πίεση, τόσο από τα παράκτια αστικά κέντρα όσο και από τη δραµατική

εποχιακή αύξηση του πληθυσµού κατά τους θερινούς µήνες σε παράκτια θέρετρα

o η υπεραλίευση καθώς και η χρήση ζηµιογόνων µεθόδων αλιείας

o η διέλευση εµπορικών πλοίων από κάποιες περιοχές, η οποία ενέχει πάντα τον κίνδυνο

για κάποιο ατύχηµα που µπορεί να οδηγήσει στην διαρροή επικίνδυνων ουσιών προς το

περιβάλλον.

Η διαπίστωση των παραπάνω προβληµάτων και η ανάγκη για αντιµετώπισή τους οδήγησε κατα

την τελευταία εικοσαετία περίπου, στην υιοθέτηση του µέτρου των Θαλάσσιων Προστατευµένων Περιοχών (MPAs, Marine Protected Areas). Ο όρος αναφέρεται σε οριοθετηµένες θαλάσσιες

περιοχές στις οποίες έχει επιβληθεί ένα θεσµοθετηµένο καθεστώς προστασίας. Το καθεστώς αυτό

προστασίας αφορά τόσο το βιοτικό και το αβιοτικό περιβάλλον της περιοχής, όσο και τα ιδιαίτερα

πολιτιστικά και ιστορικά γνωρίσµατά της. Στόχος της δηµιουργίας µιας ΜΡΑ µπορεί να είναι η

προστασία κάποιων αλιευτικών αποθεµάτων, η προστασία «απειλούµενων» ειδών που κινδυνεύουν

µε εξαφάνιση, ή τέλος η προστασία οικοσυστηµάτων τα οποία θεωρούνται αντιπροσωπευτικά της

Μεσογείου και χαρακτηρίζονται ως περιβαλλοντική κληρονοµιά. Εκτός, όµως, από τους

περιβαλλοντικούς στόχους, η δηµιουργία µιας ΜΡΑ στοχεύει παράλληλα και στην διατήρηση της

Page 15: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

90

πολιτιστικής κληρονοµιάς ενός τόπου. Επίσης σκοπεύει στην οικονοµική του ανάπτυξη µέσω

εναλλακτικών πηγών εισοδήµατος που απορρέουν κυρίως από τον οικο-τουρισµό. Τέλος σηµαντικό

στόχο αποτελεί και η προώθηση εκπαιδευτικών και επιστηµονικών σκοπών.

Το πρώτο νοµοθετικό πλαίσιο που αναφέρεται σε θαλάσσιες προστατευµένες περιοχές και αφορά

όλα τα Μεσογειακά κράτη, υιοθετήθηκε στη Γενεύη το 1982 (Geneva Convention). Μετά τη Σύνοδο

κορυφής στο Ρίο το 1992 και µε τα νέα δεδοµένα που προέκυψαν στην προστασία του

περιβάλλοντος, επιτακτική ήταν η ανάγκη για την αναθεώρηση κάποιων βασικών διατάξεων της

Σύµβασης της Γενεύης. Αυτό έγινε πραγµατικότητα το 1995 στη Βαρκελώνη µε την νέα Σύµβαση που

υπογράφηκε στη Βαρκελώνη (Barcelona Convention) και τη δηµιουργία ενός Πρωτοκόλλου γνωστού

ως ‘Protocol concerning Specially Protected Areas and Biological Diversity in the Mediterranean’ ή

‘SPA Protocol’. Το νέο αυτό πρωτόκολλο, δίνει πλέον την δυνατότητα δηµιουργίας διασυνοριακών

MPAs οι οποίες θα διαχειρίζονται από 2 ή περισσότερα κράτη. Από τη Σύµβαση αυτή, προέκυψε

επίσης µια λίστα που περιλαµβάνει όλες τις προστατευµένες Μεσογειακές περιοχές και είναι γνωστή

και ως λίστα SPAMI (Specially Protected Areas of Mediterranean Interest). Ο φορέας ο οποίος είναι

υπεύθυνος για την εφαρµογή του πρωτοκόλλου από όλα τα κράτη και για το συντονισµό του δικτύου

των προστατευµένων περιοχών στη Μεσόγειο, είναι To Κέντρο RAC/SPA (Regional Activity Centre

for Specially Protected Areas).

Οι στόχοι που έχουν τεθεί σε µια MPA εκπληρώνονται µε τη δηµιουργία ζωνών στις οποίες

καθορίζονται οι διάφορες ανθρωπογενείς δραστηριότητες.Οι MPAs µπορούν να περιλαµβάνουν

ζώνες µε διαφορετικά επίπεδα προστασίας. Σε ζώνες µε υψηλό επίπεδο προστασίας, µόνο το

επιστηµονικό προσωπικό µπορεί να έχει πρόσβαση , ενώ σε κάποιες άλλες επιτρέπεται ένας αριθµός

ανθρώπινων δραστηριοτήτων (π.χ. ο τουρισµός), µε την προϋπόθεση όµως ότι αυτές θα σέβονται το

περιβάλλον.

Βασική προϋπόθεση για την αποτελεσµατική λειτουργία µιας ΜΡΑ, αποτελεί η συναίνεση της τοπικής κοινωνίας. Κάτι τέτοιο µπορεί να επιτευχθεί µε συµµετοχή όλων των τοπικών φορέων στο

σχεδιασµό και στην λειτουργία της ΜΡΑ, την επαρκή και συνεχή ενηµέρωση του κοινού για την

περιβαλλοντική αξία της περιοχής και την ενηµέρωση για την οικονοµική ανάπτυξη που µπορεί να

επιφέρει µία MPA σε ένα τόπο.

Συνήθως η επιλογή µιας περιοχής βασίζεται ουσιαστικά σε ένα µόνο κριτήριο: την παρουσία σπάνιων «αγαπητών» ειδών (π.χ. θαλάσσιες χελώνες, φώκιες, κητοειδή κ.ά.) ή στην παρουσία συγκεκριµένων θαλασσινών τοπίων όπως βραχώδη υποστρώµατα και κοραλλιογενείς υφάλους.

Κάτι τέτοιο αποτελεί το µεγαλύτερο κίνητρο για την προσέλευση τουριστών, µιας και ο τουρισµός

αναµένεται να αποτελέσει κύρια πηγή εσόδων για τους κατοίκους. Βέβαια η ανεξέλεγκτη προσέλευση

τουριστών χωρίς κανένα περιορισµό και έλεγχο µπορεί να οδηγήσει στην καταπάτηση και την

καταστροφή των βενθικών κοινωνιών και να επιφέρει εντελώς αντίθετα αποτελέσµατα σε σχέση µε

αυτά που επιδίωκε µια ΜΡΑ. Για αυτό το λόγο είναι απαραίτητη η λήψη κάποιων µέτρων όπως π.χ. η

παρακολούθηση κάποιων µαθηµάτων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης.Η ιστορία των Ευρωπαϊκών

Μεσογειακών ΜPAs είναι σχετικά πρόσφατη. Η πρώτη περιοχή που χαρακτηρίστηκε ως MPA

δηµιουργήθηκε στη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1970, στην Ισπανία στις αρχές του 1980, στην

Ελλάδα στα µέσα του 1980 και στην Ιταλία στις αρχές του 1990.

Page 16: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

91

Μέχρι το 1999 υπήρχαν 34 MPAs, από τις οποίες οι 5 είναι στη Γαλλία, 11 στην Ισπανία, 16 στην

Ιταλία και 2 στην Ελλάδα (Εικ. 53). Υπάρχει επίσης ένας αριθµός ΜPAs σε Μεσογειακές χώρες οι

οποίες δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτές βρίσκονται στην Αδριατική (Κροατία, Σλοβενία

Γιουγκοσλαβία), στην Ανατολική Μεσόγειο (Ισραήλ, Λίβανος, Τουρκία) και στην Βόρεια Αφρική

(Αλγερία, Μαρόκο, Τυνησία). Στην Κύπρο υπάρχει µια µικρή περιοχή που προστατεύει τη χελώνα

Caretta caretta.

Θαλάσσιες προστατευµένες περιοχές στον Ελλαδικό χώρο:

Το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου (Ε.Θ.Π.Ζ.), ιδρύθηκε µε Προεδρικό ∆ιάταγµα το

∆εκέµβριο του 1999. Στα όρια του βρίσκονται οι σηµαντικότερες παραλίες ωοτοκίας της θαλάσσιας

χελώνας Caretta caretta.Σκοπός του είναι η διαφύλαξη της φυσικής κληρονοµιάς και η διατήρηση της

οικολογικής ισορροπίας της θαλάσσιας και παράκτιας έκτασης. Είναι το πρώτο του είδους του στην

Ελλάδα µιας και διοικείται από Φορέα ∆ιαχείρισης. Περιλαµβάνει την θαλάσσια έκταση και τις νησίδες

του Κόλπου του Λαγανά, τις παραλίες ωοτοκίας της θαλάσσιας χελώνας και µία ζώνη γης, που

περιβάλει αυτές, τον υγρότοπο της Λίµνης Κεριού και τις Νήσους Στροφάδες, οι οποίες βρίσκονται 40

περίπου µίλια νότια της Ζακύνθου. Στη θαλάσσια περιοχή του Πάρκου υπάρχουν τρεις ζώνες (Εικ.

54).

Το Θαλάσσιο Πάρκο Βορείων Σποράδων Αλοννήσου (ΕΘΠΑΒΣ), βρίσκεται στον νησιωτικό

χώρο της Κέντρο-Ανατολικής Ελλάδας, στην περιοχή των Β. Σποράδων (Εικ. 55). Βασικός του στόχος

είναι η προστασία της µεσογειακής φώκιας Μοnachus monachus και των ενδιαιτηµάτων της.

Καταλαµβάνει έκταση 2265 Km², Η έκταση αυτή διαχωρίζεται σε δύο ζώνες:

• Ζώνη Α: απαγορεύεται η ναυσιπλοΐα αλλά είναι δυνατή η κολύµβηση, η παρατήρηση βυθού -

ερασιτεχνική φωτογράφηση, ενώ περιορισµοί ισχύουν για το ερασιτεχνικό ψάρεµα

• Ζώνη Β: είναι επισκέψιµη χωρίς ιδιαίτερους περιορισµούς, εκτός από την ελεύθερη

κατασκήνωση στην ύπαιθρο, ενώ επιτρέπεται η ερασιτεχνική αλιεία

Εικ. 53: Κατανοµή των υπαρχόντων MPAs στις ευρωπαϊκές ακτές της Μεσογείου.

Page 17: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

92

Εικ. 54. Το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου (Ε.Θ.Π.Ζ.). ∆ιακρίνονται οι τρεις Ζώνες της θαλάσσιας περιοχής.

Εικ. 55: Το Θαλάσσιο Πάρκο Βορείων Σποράδων Αλοννήσου

Page 18: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

93

ΤΕΧΝΗΤΟΙ ΥΦΑΛΟΙ……..Όταν ο άνθρωπος στηρίζει τη φύση...

Ο όρος ύφαλος στους περισσότερους ανθρώπου φέρνει στο µυαλό µία εικόνα τροπικού

κοραλλιογενούς υφάλου µέσα σε καθάρια καταγάλανα ύδατα, όπου αναπτύσσεται ένα οικοσύστηµα µε

ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ενός συστήµατος δηλαδή κοραλλιών, σπόγγων και εξωτικών ψαριών καθώς

και πολλών άλλων οµάδων ασπονδύλων. Τέτοιου είδους φυσικές θαλάσσιες δοµές µπορεί να

συναντώνται αρκετά συχνά στην τροπική ζώνη, αλλά δεν είναι κοινό φαινόµενο στις θαλάσσιες

περιοχές όλων των υπολοίπων κλιµατολογικών ζωνών όπου για αυτόν τον λόγο κατασκευάζονται

τεχνητοί ύφαλοι.

Ως τεχνητοί ύφαλοι ορίζονται οι ανθρωπογενείς κατασκευές που σκοπό έχουν να δηµιουργήσουν ανάγλυφο κατάλληλο για την ανάπτυξη διαφόρων βιοκοινωνιών σε επίπεδους πυθµένες. Αυτές οι δοµές κατασκευάζονται µόνο σε συγκεκριµένες θέσεις στον πυθµένα, ανάλογα µε

τις συνθήκες που επικρατούν. Είναι δυνατόν να κατασκευαστούν σε περιοχές µε σκληρό υπόστρωµα,

οι οποίες µπορεί να αποτελούν άλλωστε και φυσικό ενδιαίτηµα για σπόγγους, κοράλλια και άλλα

ασπόνδυλα, αλλά τοποθετούνται κυρίως σε περιοχές όπου δεν υπάρχουν φυσικοί ύφαλοι και άλλα κατάλληλα σκληρά υποστρώµατα. Σε µερικές περιπτώσεις µάλιστα όπου προϋπάρχει

φυσικός ύφαλος, κατασκευάζονται επιπλέον και τεχνητοί, έτσι ώστε να αυξηθεί η απαιτούµενη

πολυπλοκότητα για την περαιτέρω ανάπτυξη του συγκεκριµένου οικοσυστήµατος και τη χρήση του ως

ενδιαίτηµα περισσότερων οργανισµών.

Ενώ οι φυσικοί ύφαλοι και σκόπελοι είναι γνωστοί για την υψηλή παραγωγικότητά τους

και είναι εποµένως δηµοφιλείς προορισµοί για πολλούς αλιείς και δύτες, καταλαµβάνουν µόνο ένα

µικρό ποσοστό του θαλάσσιου βυθού. Το συντριπτικό ποσοστό της παγκόσµιας ηπειρωτικής

υφαλοκρηπίδας καλύπτεται από άµµο ή λάσπη, ενώ µόνο ένα ποσοστό 5 - 10% περίπου του βυθού

έχει τη κατάλληλη γεωλογική δοµή για το σχηµατισµό σκοπέλων και υφάλων. Για την δηµιουργία λοιπόν ενδιαιτηµάτων όπου ευνοείται η ανάπτυξη µεγάλου αριθµού οργανισµών, σε περιοχές που δεν διαθέτουν τα απαραίτητα «φυσικά» προσόντα, κατασκευάζονται τεχνητά ενδιαιτήµατα. Στα τεχνητά ενδιαιτήµατα ανήκουν και κατασκευές οι οποίες επιπλέουν και φέρουν

διάφορες δοµές κατά µήκος της στήλης του ύδατος και ονοµάζονται Συσκευές Συνάθροισης Ψαριών (fish aggregating devices - F.A.Ds) και µπορεί να έχουν αγκυροβόλιο ή να είναι παρασυρόµενες

(Εικ. 56).

Εικ. 56 Μια κατασκευή συνάθροισης ψαριών (F.A.D.)

Page 19: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

94

Στα τεχνητά ενδιαιτήµατα ανήκουν επίσης κατασκευές οι οποίες είναι πάντοτε βυθισµένες στο

νερό και αποτελούν τους τεχνητούς υφάλους και µπορούν να κατασκευαστούν από «ευκαιριακά»

υλικά όπως λάστιχα αυτοκινήτων, πλοία, σωλήνες, στρατιωτικά αεροσκάφη, πλατφόρµες άντλησης

πετρελαίου κ.α. Επίσης, κατασκευάζονται και ποντίζονται ειδικές δοµές οι οποίες έχουν συγκεκριµένα

τεχνικά χαρακτηριστικά που αφορούν στη σύσταση των υλικών κατασκευής τους και στην υφή της

επιφάνειας τους, στο σχήµα και στις διαστάσεις τους, στο µέγεθος των επιµέρους χαρακτηριστικών

τους, όπως η διάµετρος του ανοίγµατος και οι διαστάσεις του υφάλου. Οι τεχνητοί ύφαλοι κατασκευάζονται από σταθερά και περιβαλλοντικά ασφαλή υλικά και τοποθετούνται σε αυστηρά επιλεγµένα σηµεία του θαλάσσιου βυθού (Εικ. 57, 58). Από την στιγµή που το υλικό

τοποθετηθεί, η δράση του είναι ίδια µε αυτήν του φυσικού σκληρού υποστρώµατος, µε άµεσο

αποτέλεσµα την αποίκηση του από οργανισµούς που συναντώνται σε αντίστοιχα φυσικά συστήµατα.

Τέλος, ένα σηµαντικό στοιχείο στο σχεδιασµό και την υλοποίηση ενός τέτοιου εγχειρήµατος αποτελεί η διασπορά των υφάλων: Ως ελάχιστη απόσταση µεταξύ δύο υφάλων συνήθως

συνίστανται τα 5 µίλια.

Εικ. 57 Σκηνές από την κατασκευή τεχνητών υφάλων.

Οι λόγοι που άρχισαν να χρησιµοποιούνται οι τεχνητοί ύφαλοι είναι κυρίως οικονοµικοί, για την

προώθηση της ερασιτεχνικής αλιείας, για αύξηση της αισθητικής αξίας του βυθού (καταδύσεις), αλλά κυρίως για «απενοχοποίηση» των βιοµηχανικών και αστικά αποβλήτων µέσω της «φυσικής» ανακύκλωσής τους. Έχει όµως πλέον διαπιστωθεί η πληθώρα των χρήσεων των

τεχνητών αυτών ενδιαιτηµάτων: Τώρα πια προτείνονται και χρησιµοποιούνται για την αύξηση του

αλιευτικού αποθέµατος µιας περιοχής, για την προστασία τον τοπικών βιοκοινωνιών από την

υπερβολική αλιεία καθώς και από την ναυσιπλοΐα, την προστασία της ακτής από τη διάβρωση, αφού

δρουν ως εµπόδια στον κυµατισµό κλπ. Επίσης, µια σηµαντική δυνατότητα που παρέχουν είναι ότι

αποτελούν πεδία ερευνητικής δραστηριότητας, καθώς είναι δυνατή η συνεχής παρακολούθηση

τους, παρέχοντας ταυτόχρονα την δυνατότητα της ανθρώπινη παρέµβασης µέσω της αλλαγής των

τεχνικών χαρακτηριστικών του κάθε υφάλου.

Η στρατηγική ανάπτυξης και ο σχεδιασµός για το µέλλον των τεχνητών υφάλων είναι η διεύρυνση

της χρήσης τους. Μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια για των Ελλαδικό χώρο, αποτελεί το πρόγραµµα

του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης και του Ινστιτούτου Αλιευτικών Ερευνών Καβάλας

(βλέπε σχετικό πλαίσιο).

Page 20: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

95

Εικ. 58. ∆οµές που χρησιµοποιούνται στην κατασκευή τεχνητών ενδιαιτηµάτων.

Page 21: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

96

ΤΕΧΝΗΤΟΣ ΥΦΑΛΟΣ ΣΤΟ ΦΑΝΑΡΙ ΡΟ∆ΟΠΗΣ

Η παράκτια ζώνη της χώρας µας, που υπολογίζεται σε 16.000 χλµ. περίπου, έχει υποστεί µεγάλη οικολογική καταστροφή εξαιτίας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που προκαλούν ρύπανση των θαλάσσιων οικοσυστηµάτων. Η ρύπανση, µαζί µε άλλους παράγοντες όπως είναι η ανεξέλεγκτη αλιεία και η αλλαγή του παγκόσµιου κλίµατος, έχει ως αποτέλεσµα, ανάµεσα στα άλλα, να µειώνεται συνεχώς ο αριθµός των ψαριών. Μια από τις λύσεις που προτείνουν οι επιστήµονες είναι οι τεχνητοί ύφαλοι. Ένας τεράστιος, τσιµεντένιος, τεχνητός ύφαλος ύψους 4 µ. και επιφάνειας περίπου 100 τ.µ. µε εµφάνιση πυραµίδας έχει εγκατασταθεί στον αµµώδη βυθό, τρία µίλια από την ακτή, στο Φανάρι της Ροδόπης. Ο ύφαλος φέρει τρύπες διαφόρων διαµετρηµάτων και τούνελ, µέσα από τα οποία περνούν τα ψάρια. Ο τεχνητός ύφαλος τοποθετήθηκε στο βυθό το 1999 και το κόστος της επταετούς παρακολούθησης του θα ξεπεράσει τα 250.000.000 δραχµές. Εµπνευστές του τεχνητού υφάλου είναι οι επιστήµονες του Ινστιτούτου Αλιευτικών Ερευνών Καβάλας και του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Βιολογίας Κρήτης ενώ χρηµατοδότης είναι η ∆ιεύθυνση Αλιείας του Υπουργείου Γεωργίας. Προβλέπεται µάλιστα η δηµιουργία και άλλων 5 τεχνητών υφάλων

Page 22: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

97

στην Ιερισσό της Χαλκιδικής, στα ανοιχτά της λιµνοθάλασσας του Μεσολογγίου, στις εκβολές του Αλφειού στην Ηλιεία, Στο στενό µεταξύ Κω και Καλύµνου και στον Αµβρακικό Κόλπο, έξω από την Πρέβεζα. Ο στόχος του προγράµαµατος είναι να ξαναγυρίσουν τα ψάρια σε περιοχές µε αµµώδη βυθό, όπου η αναπαραγωγή τους είναι δύσκολη και τα ιχθυοαποθέµατα έχουν µειωθεί σε µεγάλο βαθµό, ενώ κάποια είδη έχουν εξαφανιστεί. Μόνο όµως τα ψάρια µικρού και µεσαίου µεγέθους και τα εύκολα µετακινούµενα βρίσκουν το κατάλληλο υπόστρωµα στον τεχνητό ύφαλο. Ο τεχνητός ύφαλος στο Φανάρι της Ροδόπης, µέσα στα πρώτα δύο χρόνια παρακολούθησης, έχει δώσει κυριολεκτικά ζωή στον αµµώδη βυθό της περιοχής µια που οι πληθυσµοί των ψαριών αυξήθηκαν µέχρι και 800%! Γόπες, καλαµάρια, πέρκες, σουπιές, φαγκριά, χριστόψαρα, που πριν την τοποθέτηση του τεχνητού υφάλου δεν υπήρχαν στην περιοχή, πλέον αφθονούν, παράλληλα µε χιλιάδες οστρακοειδή, νεαρά πολύχρωµα κοράλλια, φύκια και συνολικά 86 διαφορετικά είδη ιχθυοπανίδας. Παρόλα αυτά, οι επιστήµονες είναι επιφυλακτικοί: Περιµένουν την ολοκλήρωση του προγράµµατος για να αποφασίσουν αν οι τεχνητοί ύφαλοι είναι τελικά καλή λύση, ώστε να εγκατασταθούν και οι υπόλοιποι πέντε που έχουν προγραµµατιστεί. Προσαρµογή από το ρεπορτάζ της Μ. Ριτζαλέου, εφηµερίδα «ΕΘΝΟΣ», 10/9/2001.

Page 23: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

98

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ARVANITIDIS, C. (1994). Systematic and Bionomic Study of the Macrobenthic Polychaetes (Annelida,

Polychaeta) of the North Aegean Sea. Ph.D. Thesis, Biology Department, Aristotle University of

Thessaloniki, 512 pp. (in Greek with English summary).

CASTRO P. & HUBER M., 1992. Marine Biology. Mosby Year Book, St.Louis, 574 pp.

DELAMOTTE, M. & E. VARDALA-THEODOROU (1994). Shells from the Greek Seas. The Goulandris

Natural History Museum, Athens, (in Greek), 320 pp.

FISCHER, W., M.L. BAUCHOT & M SCHNEIDER, 1987. Fiches FAO d'intentification des especes

pour les besoins de la peche. Mediterranee et Mer Noire, Zone de peche 37, Vol. 1: Vegetaux

et Invertebres. FAO, Rome, 760pp.

GALIL, B. (2000). A sea under siege - alien species in the Mediterranean. Biol. Inv., 2: 177-186.

GALIL, B. & A. ZENETOS (2002). A sea change - exotics in the Eastern Mediterranean. In:

Leppäkoski, E., Olenin, S. & S. Gollasch (eds), Invasive Aquatic Species Of Europe:

Distributions, Impacts And Management, Kluwer Scientific Publishers

GARRISON, T., 1998. Oceanography (Instructor's Edition) (3rd ed.); Wadsworth, 552pp.

GOWEN R. J & Ν. B. BRADBURY (1987). The ecological impact of Salmonid farming in coastal

waters: A Review. Oceanogr. Mar. Biol..Ann.Rev., 25, 563-575.

GRAY J.,1981. The ecology of marine sediments. Cambridge University Press, Cambridge, 185 pp.

HAEFNER, P.A.JR., 1996 - Exploring Marine Biology - Laboratory and Field Excercises. Heath,

231pp. (and 23pp. append.).

HOLME, N.A. & A.D. MCINTYRE,1984. Methods for the Study of Marine Benthos (2nd ed.). Blackwell

Scientific, 387pp.

KARAKASIS I., TSAPAKIS M. & E. HATZIYANNI (1998). Seasonal variability in sediment profiles

beneath fish farm cages in the Mediterranean. Mar. Ecol. Progr. Ser., vol.162: 243-252.

KARAKASSIS, I., TSAPAKIS, M., HATZIYANNI, E., PAPADOPOULOU, K.-N., AND PLAITI, W., 2000.

Impact of cage farming of fish on the seabed in three Mediterranean coastal areas. ICES Jour.l

Mar. Sci., 57: 1462- 1471.

KARLESKINT, 1998. (Transmasters to accompany) Introduction to Marine Biology; Saunders College

Publishing.

ΚΟΥΚΟΥΡΑΣ Α. & Ε. ΒΟΥΛΤΣΙΑ∆ΟΥ-ΚΟΥΚΟΥΡΑ, 1993. Ασκήσεις Θαλάσσιας Βιολογίας. Εκδόσεις

Art of Text, Θεσσαλονίκη, 118 Σελ.

KOUTSOUBAS, D. (1992). Contribution to the study of the gastropod molluscs of the continental shelf

of the North Aegean Sea. Ph.D. Thesis, Biology Department, Aristotle University of

Thessaloniki, 585 pp. (in Greek with English summary).

LALLI C. & T. PARSONS, 1997. Biological Oceanography: An Introduction. Reed Educational and

Professional Publishing Ltd, Oxford, 314 pp.

LEVINTON, J.S., 1995. Marine Biology: function, biodiversity, ecology

MAZZOLA Α., MIRTO S. & R. DANOVARO (1999). Initial fish farm impacts on Meiofaunal

assemblages in coastal sediments of the Western Mediterranean. Mar. Poll. Bul., 38, No 12, pp.

1126-1133.

Page 24: ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Part IV

ΒΕΝΘΙΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

99

MOJETTA A., 1996. Mediterranean Sea: Guide to the Underwater Life. Swan Hill Press, Shrewsbury,

168 pp.

NYBAKKEN, J.W., 1996. Marine Biology: an Ecological Approach (4th ed.). Benjamin-Cummings,

481pp.

PANCUCCI-PAPADOPOULOU, M.A., ZENETOS, A., SIMBOURA, N. & M. CORSINI (2002). Updating

the Greek marine exotic fauna. Abstracts of the 37th EMBS Conference, Reykavik, August,

2002.

PÉRÈS, J. M. (1967). The Mediterranean benthos. Océanograph. Mar. Biol. Ann. Rev., 5: 449-533.

PINET, P.R., 2000. Invitation to Oceanography (2nd ed.). Jones & Bartlett, 555pp.

POR, F.D. (1978). Lessepsian migration - the influx of Red Sea biota into the Mediterranean Sea by

way of the Suez Canal. viii + 228 p. Springer, Berlin.

POR, F.D. & C. DIMENTMAN (1989). The legacy of Tethys: an aquatic biogeography of the Levant.

Monographiae Biologicae 63, Kluwer Academic Publ., Dordecht, 215 pp.

POR, F.D. (1990). Lessepsian migration. An appraisal and new data. Bull.Inst. Océan., Monaco,

Special No 7: 1-10.

RIEDL R., 1983. Fauna y Flora del Mar Mediterraneo. Ediciones Omega, Barcelona, 860 pp.

SARA, M. (1985). Ecological factors and their biogeographic consequences in the Mediterranean

ecosystems. In: Moraitou-Apostolopoulou M. & V. Kiortsis (eds), Mediterranean Marine

Ecosystems, Plenum Press, New York, 1-17.

SUMICH, J.L., 1996. An Introduction to the Biology of Marine Life (6th ed.). McGraw-Hill, 461pp.

TORTONESE, E. (1985). Distribution and ecology of endemic elements in the Mediterranean fauna

(fishes and echinoderms). In: Moraitou-Apostolopoulou M. & V. Kiortsis (eds), Mediterranean

Marine Ecosystems, Plenum Press, New York, 57-83.

ΦΡΑΝΤΖΗΣ Α., 1999. Μεσόγειος: Υποβρύχια ∆ιαδροµή. Εκδόσεις ΚΟΑΝ, Αθήνα, 198 Σελ.

VAFIDIS, D., KOUKOURAS, A. & E. VOULTSIADOU-KOUKOURA (1994). Octocoral fauna of the

Aegean Sea with a checklist of the Mediterranean species: New information, faunal

comparisons. Ann. Inst. Océanogr., Paris, 70:217-229

ΧΙΝΤΗΡΟΓΛΟΥ Χ., 1993. Θαλάσσιο Περιβάλλον. Εργαστηριακές Ασκήσεις Ζωολογίας Ι, Εκδόσεις

∆ηµοσιευµάτων Α.Π.Θ., σελ.: 211-227. ZENETOS, A. (1996). The Marine Bivalvia (Mollusca) of Greece. FAUNA GRAECIAE: Volume VII.

Hellenic Zoological Society & NCMR (eds), Athens, 1996, 319 pp.

ZENETOS, A., GOFAS S., RUSSO, G. & TEMPLADO, J. (2003). CIESM Atlas of Exotic Species in the

Mediterranean. Vol. 3. Molluscs. CIESM, Monaco (in press).

ZIBROWIUS, H. (1992). Ongoing modifications of the Mediterranean marine fauna and flora by the

establishment of exotic species. Mesogee, 51: 83-107.

.