ΕΛΕΝΗ Χ ΧΑΤΖΗΜΑΥΡΟΥ∆Η Κλασικής Φιλολογίας · 2013-04-03 ·...

27
ΣΙΡΙΣ 7 (2003-2007) 131-157 ΕΛΕΝΗ Χ. ΧΑΤΖΗΜΑΥΡΟΥ∆Η Φιλόλογος, δρ. Κλασικής Φιλολογίας Η ΜΗ∆ΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙ∆Η ΚΑΙ Η ΦΟΝΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ∆ΙΑΜΑΝΤΗ ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων (Ευρ., Μήδ. 1079) «Καρδιά!… αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπόφαση» (Παπαδιαμ., Φόνισσα σ. 75 1 ) Στην Έξοδο της Μήδειας του Ευριπίδη η πρωταγωνίστρια έχει πλέον ολοκληρώσει το εκδικητικό της σχέδιο με τον φόνο των παι- διών της και αντιμετωπίζει τον απελπισμένο Ιάσονα από το άρμα του Ήλιου. Η ίδια πρόκειται να μεταβεί σε άλλη σφαίρα του μύθου, στην Αθήνα, όπου θα ζήσει για ένα διάστημα πλάι στον Αιγέα, πριν να επιστρέψει οριστικά στην Ανατολή˙ για τα παιδιά καθιερώνεται λατρεία στο ιερό της Ήρας Ακραίας˙ η καταστροφή του Ιάσονα θα βρει την υλική της έκφραση με τον αντι-ηρωικό του θάνατο από ένα θραύσμα της ερειπωμένης πλέον Αργούς. Αιώνες μετά μία άλλη παι- δοκτόνος, η Φραγκογιαννού του Α. Παπαδιαμάντη «εὗρε τὸν θάνα- τον εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἑνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης» (σ. 157) 2 . Ο απο- λογισμός θυμάτων στην περίπτωσή της είναι πλουσιότερος˙ έχει φο- νεύσει, εκτός από την εγγονή της, άλλα τρία κορίτσια, ενώ απέφυγε να βοηθήσει ένα τέταρτο τη στιγμή που αυτό έπεσε στο πηγάδι. 1. Για τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη οι παραπομπές γίνονται στο αναδημοσιευ- μένο κείμενο από τον εκδοτικό οίκο Νεφέλη (Αθήνα 1988). 2. Στην πορεία του κειμένου η υπογράμμιση ανήκει στη συντάκτρια του άρθρου.

Transcript of ΕΛΕΝΗ Χ ΧΑΤΖΗΜΑΥΡΟΥ∆Η Κλασικής Φιλολογίας · 2013-04-03 ·...

  • ΣΙΡΙΣ 7 (2003-2007) 131-157

    ΕΛΕΝΗ Χ. ΧΑΤΖΗΜΑΥΡΟΥ∆Η Φιλόλογος, δρ. Κλασικής Φιλολογίας

    Η ΜΗ∆ΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙ∆Η ΚΑΙ Η ΦΟΝΙΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ∆ΙΑΜΑΝΤΗ

    ΜΙΑ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

    θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων (Ευρ., Μήδ. 1079) «Καρδιά!… αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπόφαση» (Παπαδιαμ., Φόνισσα σ. 751)

    Στην Έξοδο της Μήδειας του Ευριπίδη η πρωταγωνίστρια έχει πλέον ολοκληρώσει το εκδικητικό της σχέδιο με τον φόνο των παι-διών της και αντιμετωπίζει τον απελπισμένο Ιάσονα από το άρμα του Ήλιου. Η ίδια πρόκειται να μεταβεί σε άλλη σφαίρα του μύθου, στην Αθήνα, όπου θα ζήσει για ένα διάστημα πλάι στον Αιγέα, πριν να επιστρέψει οριστικά στην Ανατολή˙ για τα παιδιά καθιερώνεται λατρεία στο ιερό της Ήρας Ακραίας˙ η καταστροφή του Ιάσονα θα βρει την υλική της έκφραση με τον αντι-ηρωικό του θάνατο από ένα θραύσμα της ερειπωμένης πλέον Αργούς. Αιώνες μετά μία άλλη παι-δοκτόνος, η Φραγκογιαννού του Α. Παπαδιαμάντη «εὗρε τὸν θάνα-τον εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἑνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης» (σ. 157)2. Ο απο-λογισμός θυμάτων στην περίπτωσή της είναι πλουσιότερος˙ έχει φο-νεύσει, εκτός από την εγγονή της, άλλα τρία κορίτσια, ενώ απέφυγε να βοηθήσει ένα τέταρτο τη στιγμή που αυτό έπεσε στο πηγάδι.

    1. Για τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη οι παραπομπές γίνονται στο αναδημοσιευ-

    μένο κείμενο από τον εκδοτικό οίκο Νεφέλη (Αθήνα 1988). 2. Στην πορεία του κειμένου η υπογράμμιση ανήκει στη συντάκτρια του άρθρου.

  • Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή 132

    Σύμφωνα με τον Άγρα3 «ο Παπαδιαμάντης, όπως παντού αλλού, έτσι και στη «Φόνισσα», δεν είναι, δεν γίνεται δραματικός. Μήτε Μήδεια ειν’ η Φραγκογιαννού, μήτε η συνείδησή της γίνεται το πεδί-ον όπου να συγκρουσθούν σφοδρά μεταξύ τους η κληρονομική ευ-λάβεια με την προσωπική πείρα, η θρησκευτική αγωγή με την ενδό-μυχη βούληση»4. Ο Ξενόπουλος5 από την άλλη υποστηρίζει ότι «η γριά Φραγκογιαννού (…) είναι καθαυτό τραγική ηρωίς. Το μυθιστό-ρημα του Παπαδιαμάντη είναι τραγωδία μεγαλοπρεπεστάτη». Η παιδοκτονία αποτελεί τον ελάχιστο συνδετικό κρίκο Μήδειας-Φραγκογιαννούς και δημιουργεί προβληματισμό ως προς τα κοινά στοιχεία που μπορεί να οδήγησαν τις δύο ηρωίδες σε ανάλογη δράση στην αρχαία και στη νεότερη εποχή. Επιπλέον, στη Φόνισσα ανι-χνεύονται μοτίβα οικεία από το αρχαίο δράμα6, που μεταβολίζονται όμως σε άλλους ήρωες ή σε διαφοροποιημένες καταστάσεις. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι ο εντοπισμός των σημείων στα οποία οι δύο μορφές, Μήδεια και Φραγκογιαννού, συναντιούνται καθώς και η κατάδειξη των διαφορών τους, προκειμένου να διαφανεί πώς το οικογενειακό δράμα μετατρέπεται σε ψυχογραφικό αφήγημα που ταυτόχρονα προβάλλει ευρύτερα κοινωνικά φαινόμενα.

    Ποια είναι όμως η μυθολογική εκδοχή που πραγματεύεται ο Ευ-ριπίδης στη Μήδεια κατά την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέ-μου; Η πρωταγωνίστρια, οργισμένη με τον σύζυγό της Ιάσονα, που εγκατέλειψε την οικογένειά του, προκειμένου να παντρευτεί την κό-ρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα, και με τον τελευταίο, επειδή την εξόρισε μαζί με τα παιδιά της, αποφασίζει να εκδικηθεί. Το σχέ-διό της καταλήγει σε ολοσχερή και ανελέητη καταστροφή των αντι-πάλων της, που δεν περιορίζεται στη θανάτωσή τους. Η ηρωίδα α-φαιρεί από τους εχθρούς της ό,τι είναι γι’ αυτούς πιο σημαντικό. Ο

    3. Βλ. Τ. Άγρα, «Πώς βλέπομε σήμερα τον Παπαδιαμάντη» (αποσπ.), στο: Γ. Φαρί-

    νου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπιστη-μιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005 [1936], σ. 132.

    4. Βλ. επίσης Κ. Χατζόπουλου, «Παπαδιαμάντης», στο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005 [1912-1913], σ. 97.

    5. Γ. Ξενόπουλου, ό.π., σ. 89. 6. Βλ. την παρατήρηση του Π. Νιρβάνα, «Το έργον του Αλέξανδρου Παπαδιαμά-

    ντη» (αποσπ.), στο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005 [1908], σ. 74: «∆ύο θεότητες θα του απλώσουν τα χέρια στο αντικρινό ακρογιάλι της ζωής: Η Παναγία και η Περσεφόνη».

  • Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 133

    Κρέων παρακολουθεί τον μαρτυρικό θάνατο της κόρης του, ανακα-λώντας τη χαρακτηριστική για τον πόλεμο ηροδότεια ρήση7. Η έμμε-ση ταύτιση από την πλευρά του της διακυβέρνησης με την εξυπηρέ-τηση όχι του κοινού καλού, αλλά ίδιων σκοπών (στ. 329) οδηγεί στον εναγκαλισμό της φλεγόμενης θυγατέρας του και τη συνακόλου-θη αυτοκτονία του, γεγονός που σημαίνει και το τέλος της εξουσίας του (στ. 1204 κ.ε.). Στερείται συνεπώς ό,τι συνιστά γι’ αυτόν τον προσωπικό του κόσμο σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Και ο Ιά-σονας δεν έχει πλέον οικογένεια, αφού χάνει συζύγους –παλαιά και νέα– καθώς και τους απογόνους του8˙ δεν μπορεί να έχει καμιά πρό-σβαση στην εξουσία και του αναλογεί τέλος ένας άδοξος θάνατος: κατά την Έξοδο του δράματος επιβεβαιώνεται πλέον η απώλεια της ηρωικής του ταυτότητας (στ. 1386-1388). Η επιβίωση, με τίμημα την αφαίρεση των ευσήμων και την κατάβασή του από το βάθρο των ηρώων, αποτελεί προφανώς πιο σκληρή τιμωρία από έναν ηρωικό θάνατο9. Είναι προφανές ότι η εκδίκηση της Μήδειας ενσκήπτει δρι-μύτατη στους εχθρούς της.

    Θεωρώντας ότι η αδικία που υφίσταται αντικατοπτρίζει σε μεί-ζονα βαθμό τη δύσκολη θέση της γυναίκας, σε μία από τις συναντή-σεις με τον Χορό των γυναικών της Κορίνθου, η πρωταγωνίστρια κάνει λόγο γενικά για τη μοίρα του γυναικείου φύλου και επιμένει ιδιαίτερα στην εξάρτηση από τους άντρες:

    πάντων δ᾽ ὅσ᾽ ἔστ᾽ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν· ἃς πρῶτα μὲν δεῖ χρημάτων ὑπερβολῆι πόσιν πρίασθαι δεσπότην τε σώματος λαβεῖν· κακοῦ γὰρ τοῦτ᾽ ἔτ᾽ ἄλγιον κακόν. κἀν τῶιδ᾽ ἀγὼν μέγιστος, ἢ κακὸν λαβεῖν ἢ χρηστόν· οὐ γὰρ εὐκλεεῖς ἀπαλλαγαὶ γυναιξὶν οὐδ᾽ οἷόν τ᾽ ἀνήνασθαι πόσιν. ἐς καινὰ δ᾽ ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην δεῖ μάντιν εἶναι, μὴ μαθοῦσαν οἴκοθεν, οἵωι μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτηι.

    7. Βλ. Ιστορ. 1. 87. 17-19 (οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ

    εἰρήνης αἱρέεται· ἐν μὲν γὰρ τῇ οἱ παῖδες τοὺς πατέρας θάπτουσι, ἐν δὲ τῷ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας).

    8. Βλ. στ. 783 κ.ε., 792 κ.ε.,991 κ.ε., 1347 κ.ε. 9. Βλ. P. E. Easterling, «The Infanticide in Euripides’ Medea», στo: J. Mossmann (ε-

    πιμ.), Euripides, Oxford Univ. Press, Easterling 2003 [1977], σ. 194.

  • Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή 134

    κἂν μὲν τάδ᾽ ἡμῖν ἐκπονουμέναισιν εὖ πόσις ξυνοικῆι μὴ βίαι φέρων ζυγόν, ζηλωτὸς αἰών· εἰ δὲ μή, θανεῖν χρεών. ἀνὴρ δ᾽, ὅταν τοῖς ἔνδον ἄχθηται ξυνών, ἔξω μολὼν ἔπαυσε καρδίαν ἄσης [ἢ πρὸς φίλον τιν᾽ ἢ πρὸς ἥλικα τραπείς]· ἡμῖν δ᾽ ἀνάγκη πρὸς μίαν ψυχὴν βλέπειν. λέγουσι δ᾽ ἡμᾶς ὡς ἀκίνδυνον βίον ζῶμεν κατ᾽ οἴκους, οἱ δὲ μάρνανται δορί, κακῶς φρονοῦντες· ὡς τρὶς ἂν παρ᾽ ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ᾽ ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ. (στ. 230-251)

    Αν η μοίρα της γυναίκας είναι το μέσο με το οποίο μπορεί να προσεγγίσει η Μήδεια τον Χορό και να εξασφαλίσει τη συμπαρά-στασή του, για τη Φραγκογιαννού αποτελεί κυρίαρχη έγνοια˙ η τε-λευταία μοιάζει να ξεχωρίζει από τις γυναίκες του αρχαίου Χορού10 αποτελώντας την πρωταγωνίστρια στη Φόνισσα του Παπαδιαμά-ντη11:

    10. Βλ. ιδιαίτερα στη Μήδεια στ. 414 κ.ε. στους οποίους φαίνεται να «στρατεύε-ται» η Χαδούλα.

    11. Για μια συνοπτική ανασκόπηση των ερμηνειών που έχουν δοθεί, βλ. Γ. Φαρί-νου-Μαλαματάρη, «Μικρή εισαγωγή στην πρόσληψη του Παπαδιαμάντη», στο: Γ. Φα-ρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπι-στημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005, σσ. 47-48, 50: «Περί τίνος πρόκειται; Ιδού μερικές από τις απαντήσεις: Πρόκειται για το άχθος της προικοδότησης των νεαρών κοριτσιών, ή ευρύτερα για την προβληματική θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινω-νία του 19ου αιώνα, για τη φθίνουσα κατάσταση της αγροτικής Ελλάδας πριν από την αστικοποίηση (Layoun), για την προβληματική συνείδηση της κόρης απέναντι στη μάνα που φοβάται και μισεί (Ασλανίδης), για την αυτο-αποθέωση του ανθρώπου και εν τέλει την καταστροφή του, όταν βασίζεται στον ορθολογισμό (Ν. ∆. Τριανταφυλλόπουλος […]), για την πεμπτουσία του παπαδιαμαντικού μύθου (της αβύσσου και του θανάτου: Σωνιέ), για τον πειρασμό της ηθογραφίας που πασχίζει, αυτοβασανιζόμενη, να υπερβεί τον εαυτό της (Παπαγιώργης), για τη σύγκρουση μιας γυναίκας, που υπερβαίνει τα φυ-λετικά όρια της κοινωνίας της, με το κοινωνικό της περιβάλλον (Γκασούκα), για το μυ-θιστόρημα ενός προσώπου «που δεν είναι το σύμβολο της εξεγερμένης γυναίκας (μια νεότερη Μήδεια), είναι το σύμβολο του καταπιεσμένου άντρα, που είναι υποχρεωμένος από ένα δυναστευτικό οικογενειακό-κοινωνικό καθεστώς να σηκώσει το βάρος των θηλυκών» (Καργάκος), για ένα «δικαστικό» μυθιστόρημα με θέμα το έγκλημα, στο ο-ποίο όμως η ιδιάζουσα χρήση της ρητορικής μετατρέπει την ηθογραφία σε εξερεύνηση της ψυχής, της ιδεολογίας και της κοινωνίας (M. Peri), για τη διαφοροποίηση του από-λυτου κακού που είναι ακατανόητο και άφατο απέναντι στο αναγνωρίσιμο καθημερινό κακό (Ζουμπουλάκης), για την κατασκευή ενός δαρβινικού κοσμοειδώλου τόσο στο επίπεδο της φύσης, όσο και του κοινωνικού συστήματος καθώς και για την προβολή της

  • Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 135

    «Ἐνθυμεῖτο (ενν. ἡ ∆ελχαρὼ) ὅτι καὶ ἄλλοτε συνέβη, ἡ γραῖα, μεταξὺ γυναικῶν καὶ γραϊδίων τῆς γειτονιᾶς, νὰ ἐκφράσῃ, μετὰ σεί-σματος ἐκφραστικοῦ τῆς κεφαλῆς, εἰς ὥρας καθ’ ἃς ἐγίνετο λόγος περὶ τῆς μεγάλης πληθώρας τῶν νεαρῶν κορασίων, περὶ τῆς σπάνε-ως, περὶ τοῦ ξενιτευμοῦ καὶ τῶν ὑπερμέτρων ἀπαιτήσεων τῶν γαμβρῶν, περὶ τῶν βασάνων ὅσα ὑπέφερε μία χριστιανὴ διὰ νὰ ἀποκαταστήσῃ «τ’ ἀδύνατα μέρη», τουτέστι τὰ θήλεα, νὰ ἐκφράσῃ, λέγω, παραπλήσια αίσθήματα» (σ. 23).

    «Λοιπὸν ἠξεύρει ὅλος ὁ κόσμος τί σημαίνει μία μήτηρ νὰ εἶναι συγχρόνως καὶ πατὴρ διὰ τὰς κόρας της, καὶ νὰ μὴν εἶναι συγχρόνως καὶ πατὴρ διὰ τὰς κόρας της, καὶ νὰ μὴν εἶναι τοὐλάχιστον μήτε χή-ρα. Ὀφείλει ἡ ἰδία καὶ νὰ ὑπανδρεύσῃ καὶ νὰ προικίσῃ καὶ προξενή-τρια καὶ πανδρολόγισσα νὰ γίνῃ. Ὡς ἀνὴρ ὀφείλει νὰ δώσῃ οἰκίαν, ἄμπελον, ἀγρὸν, ἐλαιῶνα, νὰ δανεισθῇ μετρητά, νὰ τρέξῃ εἰς τοῦ συμβολαιογράφου, νὰ ὑποθηκεύσῃ. Ὡς γυνή, πρέπει να κατασκευά-σῃ ἣ νὰ προμηθευθῇ «προῖκα», τουτέστι παράφερνα, ἤτοι σινδόνας, χιτώνια κεντητά, μεταξωτὰς ἐσθῆτας μὲ χρυσοΰφαντα ποδογύρια. Ὡς προξενήτρια πρέπει ν’ ἀνιχνεύσῃ γαμβρόν, νὰ τὸν κυνηγήσῃ, νὰ τὸν ἁλιεύσῃ, νὰ τὸν ζωγρήσῃ. Καὶ ὁποῖον γαμβρόν!» (σ. 4712).

    Πεπεισμένη για την τραγική μοίρα της γυναίκας, η οποία επιβα-ρύνει τους γονείς της μέχρι να παντρευτεί και στη συνέχεια περνά μια δύσκολη ζωή πλάι στον σύζυγό της, η Χαδούλα δεν περιορίζεται στην ευχή να μη γεννιούνται πλέον κορίτσια και στην ικανοποίησή της, όταν κάποια από αυτά πεθαίνουν σε μικρή ηλικία (σ. 49). Η εμ-μονή της την οδηγεί στην ανάληψη δράσης˙ αποφασίζει να πνίξει την εγγονή της και στη συνέχεια πνίγει και άλλα μικρά κορίτσια.

    Είναι όμως αποκλειστικά «κοινωνικά» τα κίνητρα της Χαδού-λας; Τι συμβαίνει με την προσωπική της ιστορία; Η μοίρα της συμ-φωνεί απόλυτα με τη διάγνωσή της για τη «γενικότερη εξέλιξη» των γυναικών ή μπορούν να εντοπιστούν αποκλίσεις στη δική της περί-πτωση; Αναγνωρίζονται σημεία από την άλλη στα οποία οι διαδρο-

    αναντιστοιχίας τους με ηθικές, ανθρωπιστικές ή θρησκευτικές αξίες (Τζ. Πολίτη), για την αμφισβήτηση της ιδέας της προόδου και για την επιστροφή σε μια προκοινωνική συνθήκη που εξεικονίζεται μέσω της φύσεως (Τζιόβας), για τη διαλεκτική μεταξύ ανδρι-κής και γυναικείας φωνής με την τελική υιοθέτηση (εκ μέρους του συγγραφέα) του γυ-ναικείου γένους της αφηγηματικής φωνής (Αθανασόπουλος), κοκ. (…) Οι πολλαπλές αναγνώσεις μάς δείχνουν ότι το παπαδιαμαντικό κείμενο δεν μπορεί να μπει σε κουτά-κια, ίσως διότι είναι ένα κείμενο “οριακό”», βλ. ό.π. για σχετική βιβλιογραφία.

    12. Βλ. επίσης σσ. 71-72.

  • Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή 136

    μές της Μήδειας και της Φραγκογιαννούς συγκλίνουν ή αντιπαρατί-θενται; Προκειμένου να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά, είναι απα-ραίτητο να εξεταστούν παράλληλα οι δύο μορφές ως προς την κατα-γωγή και τη σύνδεση με τη μαγεία, τη σχέση με τον πατρώο οίκο και τον σύζυγό τους, τη στάση τους απέναντι στα παιδιά και τους φό-νους που διαπράττουν, την ανδροπρεπή προσωπικότητά τους καθώς και τη σχέση τους με το θείο.

    α. Καταγωγή – Σύνδεση με τη μαγεία

    Η Μήδεια κατάγεται από την Κολχίδα˙ φτάνει στην Ελλάδα ως ξένη στο πλευρό του Ιάσονα13. Ο τελευταίος προβάλλει ως «δώρο» για την πρώην σύζυγό του την άφιξή της από την «πρωτόγονη» Α-νατολή στην «πολιτισμένη» πατρίδα του: πρῶτον μὲν Ἑλλάδ᾽ ἀντὶ βαρβάρου χθονὸς/ γαῖαν κατοικεῖς καὶ δίκην ἐπίστασαι/ νόμοις τε χρῆσθαι μὴ πρὸς ἰσχύος χάριν·/ πάντες δέ σ᾽ ἤισθοντ᾽ οὖσαν Ἕλληνες σοφὴν/ καὶ δόξαν ἔσχες· εἰ δὲ γῆς ἐπ᾽ ἐσχάτοις/ ὅροισιν ὤικεις, οὐκ ἂν ἦν λόγος σέθεν (στ. 536-541). Η εγγονή του Ήλιου αναγνωρίζει από την πλευρά της το σφάλμα της να ακολουθήσει τον αρχηγό των Αργοναυτών ἀνδρὸς Ἕλληνος λόγοις/ πεισθεῖσ’ (στ. 801-802) και τον κατηγορεί ότι την εγκατέλειψε εξαιτίας της βάρβα-ρης προέλευσής της: βάρβαρον λέχος/ πρὸς γῆρας οὐκ εὔδοξον ἐξέβαινέ σοι (στ. 591-592). Προσδίδει μάλιστα ιδιαίτερη έμφαση στα προβλήματα που αντιμετωπίζει μακριά από την πατρίδα της και την οικογένειά της14. Μπορεί επομένως να θεωρηθεί ότι το έγκλημα της παιδοκτονίας διαπράττεται στα όρια του ελληνικού κόσμου15˙ ω-στόσο, η ειρωνεία είναι διάχυτη, αφού ηθικός αυτουργός είναι ο Ιά-σονας. Το ανοίκειο στοιχείο δεν λείπει και από τη Φόνισσα˙ παραμε-ρίζεται όμως και ανιχνεύεται υπαινικτικά στο όνομα της Χαδούλας, που αποκαλείται «Φράγκισσα, ἢ ἄλλως Φραγκογιαννού» (σ. 7)˙ το γνώρισμα αυτό δεν φαίνεται να διαδραματίζει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην πορεία της υπόθεσης16.

    13. Βλ. στ. 131-132. 14. Βλ. στ. 255-258. 15. Βλ. στ. 1329 κ.ε. 16. Ο Γ. Ξενόπουλος, «Το έργον του Παπαδιαμάντη», στο: Γ. Φαρίνου-

    Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005 [1910-1911], σ. 83, βέβαια κάνει λόγο για «βαθείαν περιφρόνησιν (ενν. του Παπαδιαμάντη) προς ό,τι μας έρχεται από τα ξένα –από το φρα-γκολούλουδο ως την Φραγκοπαναγιάν».

  • Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 137

    Η «βάρβαρη» προέλευση συνδέει τη Μήδεια με τη μαγεία. Ο Ευ-ριπίδης δεν επιθυμεί βέβαια να τονίσει το στοιχείο αυτό˙ κάνει λόγο για στενή επαφή με την Εκάτη17, αλλά καθιστά πιο ορθολογική την πτυχή αυτή της ηρωίδας χαρακτηρίζοντάς τη «σοφή»18. Της επιτρέπει όμως να χρησιμοποιήσει «φάρμακα»19, προκειμένου να πετύχει τη δολοφονία του Κρέοντα και της κόρης του. Η αναγνώριση της σο-φίας της από τον βασιλιά της Κορίνθου20 δεν αποτελεί αρκετά ισχυ-ρό παράγοντα για να αποτραπεί η τιμωρία εις βάρος του, αφού πα-ρά το γεγονός ότι τον οδηγεί στην απόφασή του να την εξορίσει μαζί με τα παιδιά της, δεν τον εμποδίζει να της παραχωρήσει μία ακόμη μέρα παραμονής στην πόλη του, στο διάστημα της οποίας τελείται το εκδικητικό της σχέδιο.

    Στην περίπτωση της Φραγκογιαννούς η γνώση της μαγείας προ-βάλλεται ιδιαίτερα στη μητέρα της, που«ἤξευρε μάγια»21˙ γενικότερα η γριά ∆ελχαρώ χαρακτηρίζεται «κακὴ, βλάσφημος καὶ φθονερά» (σ. 9)˙ αναγνωρίζεται μάλιστα ως «μία ἀπὸ τὰς στρίγλας τῆς ἐποχῆς της» (ό.π.). Σύμφωνα με τις λαϊκές παραδόσεις που καταγράφει ο Ν. Πο-λίτης (1994) προσδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στη βλάβη που μπορούν να επιφέρουν οι στρίγκλες στις γυναίκες και στα παιδιά, ιδιαίτερα τα νεογέννητα22. Παρουσιάζει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η πρωταγωνίστρια αποδεικνύεται τελικά στην πορεία της αφήγησης να πραγματώνει τον χαρακτηρισμό που της αποδίδει η μητέρα της,

    17. Βλ. στ. 395-397 (τὴν δέσποιναν ἣν ἐγὼ σέβω/ μάλιστα πάντων καὶ ξυνεργὸν

    εἱλόμην,/ Ἑκάτην, μυχοῖς ναίουσαν ἑστίας ἐμῆς). 18. Βλ. στ. 408-409, 539-541 και αναλυτικά στους στ. 292-305. 19. Βλ. στ. 384-385, 787-789, 804-806, 1125-1126 και αναλυτική περιγραφή στους

    στ. 1167-1220. Στους στ. 717-718 γίνεται λόγος για τα φάρμακα με τα οποία η Μήδεια θα τερματίσει την ατεκνία του Αιγέα.

    20. Σοφὴ πέφυκας καὶ κακῶν πολλῶν ἴδρις (στ. 285)˙ γυνὴ γὰρ ὀξύθυμος, ὡς δ᾽ αὔτως ἀνήρ,/ ῥάιων φυλάσσειν ἢ σιωπηλὸς σοφή (στ. 319-320).

    21. Βλ. σσ. 9-11 για τις δύο σκηνές κυνηγιού με στόχο τη ∆ελχαρώ. 22. Βλ. Ν. Πολίτη, Παραδόσεις, τόμ. 2, Αθήνα 1994, Α 371 αρ. 822 «οι στρίγκλες

    είναι γριές φτωχές και ελεεινές, που δεν μπορούν να κάμουν καλό σε άνθρωπο, και όλο σε μαγικά είναι παραδομένες. Και κάνουν πράματα που αρέσουν του διαβόλου, σκόνες και αλοιφές και βότανα και άλλα τέτοια. Τους άνδρες δεν τους πολυπειράζουν, αλλά πολύ κακό κάνουνε στις γυναίκες και τα παιδιά, αν τους φέρουνε κανένα εμπόδιο στα μάγια τους˙ και με την ανάσα τους μόνο και το φύσημά τους, μπορούν ή να τα κάνουν παλαβά ή και να τα θανατώσουν. Πηγαίνουν στα μωρά τα νεογέννητα που κλαιν και τους βυζαίνουν το αίμα τους και τ’ αφήνουν σαν ξερά. Αυτά, κι αν δεν πεθάνουν, μινέ-σκουν ελεεινά κι αρρωστιάρικα όλη τους τη ζωή. Γι’ αυτό, προτού να βαφτιστεί το παι-δί, ποτέ δεν τ’ αφήνουν μονάχο (πολλαχού)».

  • Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή 138

    γίνεται δηλαδή «Στριγλίτσα» (σσ. 18, 19): στρέφεται ενάντια στα κορίτσια.

    Στις αναδρομές που παρεμβάλλονται στην αφήγηση αναφέρεται επίσης ότι η Φραγκογιανννού καθίσταται «χάρις εἰς τὴν φύσιν κ’ εἰς τὰ μαθήματα τῆς μητρός της, τὰ ἑκούσια καὶ τὰ ἀκούσια, (…) πολὺ πονηρὴ, ἀναλόγως τῆς ἡλικίας της» (σσ. 17-18), ενώ «μὲ τὴν ἡλικίαν καὶ τὴν πεῖραν τοῦ κόσμου ἐγένετο πολὺ σοφωτέρα» (σ. 21). Επιπλέ-ον επανέρχεται συχνά η πολύ καλή γνώση των βοτάνων που διαθέτει και η χρήση τους για ιαματικούς σκοπούς, ιδιαίτερα για γυναίκες: μνημονεύεται ως «ψευδογιάτρισσα» (σ. 29) και αναφέρεται αναλυτι-κά πως «ἔδιδε βότανα, ἔκαμνε κηραλοιφάς, ἐξετέλει ἐντριβάς, ἐθεράπευε τὴν βασκανίαν, παρεσκεύαζε φάρμακα διὰ τὰς πάσχου-σας, διὰ τὰς χλωρωτικὰς καὶ ἀναιμικὰς κόρας, διὰ τὰς ἐγκύους καὶ τὰς λεχούς, καὶ τὰς ἐκ μητρικῶν ἀλγηδόνων πασχούσας» (ό.π.23). Η Φραγκογιαννού διατυπώνει μάλιστα την ευχή «νὰ εἶχε κανεὶς στερ-φοβότανο (…) ἂς ἦτον καὶ παλληκαροβότανο» (σ. 72)˙ στην περίπτω-ση της Μαρούσας καλείται τελευταία από «τὰς ψευτομαμμές» «ὡς σοφωτέρα ὅλων τῶν ἄλλων» (σ. 103) και επιφέρει την έκτρωση.

    β. Σχέση με πατρώο οίκο

    Ποια είναι όμως η σχέση των δύο ηρωίδων με την οικογένειά τους; Μετά τη γνωριμία της με τον Ιάσονα η σύγκρουση της Μήδειας με τον πατρώο οίκο είναι σφοδρότατη. Η ηρωίδα, προκειμένου να βοηθήσει τον γιο του Αίσονα, προδίδει τον πατέρα της, ενισχύει τους Αργοναύτες στην προσπάθειά τους να φέρουν εις πέρας την απο-στολή τους και δεν διστάζει να σκοτώσει τον αδελφό της –σύμφωνα με τον Ευριπίδη παρέστιον (στ. 1334)– στην προσπάθειά της να πε-τύχει την καθυστέρηση της καταδίωξης από τον Αιήτη και την α-σφαλή απομάκρυνση από την Κολχίδα. Η νεαρή κοπέλα στρέφεται ενάντια στην οικογένεια και στην πατρίδα της, καθώς παρασύρεται από το ερωτικό πάθος και πείθεται από τους όρκους του Ιάσονα24. Η

    23. Βλ. σ. 29 για τον τρόπο που συγκέντρωνε τα βότανα και πώς κατασκεύαζε από

    αυτά «διάφορα μαντζούνια, τὰ ὁποῖα ἐσύσταινεν ὡς ἀλάνθαστα ἰατρικὰ». Βλ. επίσης σσ. 67 (όπου και πάλι προσδίδεται έμφαση σε ένα βότανο, το οποίο «λέγουν ὅτι εἶναι φάρμακον διὰ τὰς λεχοὺς τὰς πυρέσσουσας»), 107, 113-114, 135.

    24. Όπως επισημαίνει ο D. J. Mastronarde, Euripides Medea, Cambridge University Press. 2002, σσ. 9 και 167-168 ad στ. 21-22 o δεσμός της πρωταγωνίστριας με τον Ιάσονα δεν συνιστά απλή συζυγία, αλλά έχει τον χαρακτήρα ένορκης συμφωνίας μεταξύ ηρώ-ων, βλ. ενδεικτικά στ. 161 κ.ε. Πρόκειται για ένα συστατικό του μυθολογικού παρελθό-

  • Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 139

    απόφασή της να εγκαταλείψει με τον τρόπο αυτό την Κολχίδα αντι-μετωπίζεται από τον Χορό ως ένα είδος «μανίας» (ερωτικής): σὺ δ’ ἐκ μὲν οἴκων πατρίων ἔπλευσας/ μαινομέναι κραδίαι, διδύμους ὁρίσασα πόντου/ πέτρας (στ. 431-435). Όταν γκρεμίζει βίαια τη γέ-φυρα που τη συνδέει με την οικογένεια και την πατρίδα της25, δεν υπολογίζει ότι μπορεί κάποια στιγμή να χρειαστεί τη βοήθεια των συγγενών της. Με τον τρόπο αυτό εξαρτάται πλέον αποκλειστικά από τον Ιάσονα. Οι αναφορές στο στάδιο αυτό του μυθολογικού της παρελθόντος είναι συχνές στο ευριπίδειο δράμα, αφού η Μήδεια θυ-μάται συχνά τους οικείους της, αλλά συναισθάνεται ταυτόχρονα την αδυναμία –λόγω της προδοσίας της και του φόνου του αδελφού της– να καταφύγει στη δική τους συνδρομή: ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην/ αἰσχρῶς τὸν ἐμὸν κτείνασα κάσιν (στ. 166-167)˙ ὦ πατρίς, ὥς σου κάρτα νῦν μνείαν ἔχω (στ. 328)26.

    Τι συμβαίνει όμως με τα άλλα μέλη της οικογένειάς της; Ενδια-φέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι, ενώ μνημονεύεται συχνά ο παπ-πούς της από την πλευρά του πατέρα της, ο θεός Ήλιος, απουσιάζει σχεδόν η μητέρα της, που σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση α-ποτελεί ούτως ή άλλως μία μυστηριώδη μορφή27. Η τελευταία μνημο-νεύεται μία μόνο φορά στην πορεία του δράματος, όταν η Μήδεια ομολογεί τη δυσχερέστατη θέση της στον Χορό: οὐ μητέρ᾽, οὐκ

    ντος που –είτε μαρτυρούνταν στην παράδοση είτε αποτελεί εύρημα του Ευριπίδη– υπο-γραμμίζεται στην πορεία του δράματος, βλ. D. Kovaks, «Zeus in Euripides’ Medea», AJP 114 (1993) 51 κ.ε. D. J. Mastronarde, ό.π., σ. 166 ad στ. 17 και P. E. Easterling, ό.π., σ. 190 και ό.π., σημ. 13 (για χωρία). Ωστόσο, είναι απαραίτητο να αποφευχθεί –μέσω της έμφα-σης που προσδίδεται από τους μελετητές στην ένορκη δέσμευση του Ιάσονα– η μείωση του συναισθηματικού δεσμού της πρωταγωνίστριας με τον σύζυγό της και η αναγωγή του στην έκφραση ενός αυστηρού τυπικού υποχρεώσεων. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν αδικαιολόγητη η ένταση του θυμού που αισθάνεται η ηρωίδα.

    25. Βλ. στ. 476 κ.ε., 515 και P. E. Easterling, ό.π., σ. 193. Για τη σημασία της εγκα-τάλειψης της πόλεως, βλ. R. Friedrich, «Medea apolis: Οn Euripides’ dramatization of the crisis of the polis», στο: A. H. Sommerstein & St. Halliwell & J. Henderson & B. Zimmermann (επιμ.), Tragedy, Comedy and the polis. Papers from the Greek Drama Con-ference (Nottingham, 18-20 July 1990), Bari 1993, σσ. 226 κ.ε.

    26. Βλ. επίσης στ. 30-35, 441-443, 502-503, 645-648, 800-802. 27. Βλ. Επιμ. Κρ. απ. 14 Fowler, όπου μνηνονεύονται ποικίλες παραλλαγές σχετικά

    με την ταυτότητά της: ὁ τὰ Ναυπάκτια πεποιηκὼς Εὐρυλύτην αὐτὴν λέγει, ∆ιονύσιος δὲ ὁ Μιλήσιος Ἑκάτην μητέρα Μηδείας καὶ Κίρκης, ὡς προείρηται, Σοφοκλῆς Νέαιραν μίαν τῶν Νηρηΐδων, Ἡσίοδος δὲ Ἰδυῖαν … Ἐπιμενίδης δέ φησι Κορίνθιον τῷ γένει τὸν Αἰήτην, μητέρα δὲ αὐτοῦ Ἐφύραν φησί. ∆ιοφάνης δὲ ἐν τῇ α΄ τῶν Ποντικῶν ἱστοριῶν Ἀντιόπην φησὶν Αἰήτου μητέρα. Στον Απολλ. Ρόδ. μνημονεύεται το όνομα Εἰδυῖα: ἐκ δ᾽ αὐτὴ Εἰδυῖα δάμαρ κίεν Αἰήταο (3. 269).

  • Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή 140

    ἀδελφόν, οὐχὶ συγγενῆ/ μεθορμίσασθαι τῆσδ᾽ ἔχουσα συμφορᾶς (στ. 257-258). Στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα η μνεία της αποδεικνύε-ται πολύ αόριστη˙ όπως ανακαλείται ο αδελφός της ως πρόσωπο που θα μπορούσε –σύμφωνα με τα ευρύτερα κοινωνικά συμφραζόμενα– να προστατεύσει την κοπέλα σε κάποια δύσκολη στιγμή, έτσι και η ανάμνηση της μητέρας της παραπέμπει περισσότερο στον καθιερω-μένο ρόλο της, να περιθάλπει δηλαδή με στοργή την κόρη της, όταν αυτή χρειάζεται φροντίδα. Πέρα από συγκεκριμένα πρόσωπα ο «α-δελφός» και η «μητέρα» στο χωρίο αυτό αντιστοιχούν μάλλον σε αναμενόμενους κοινωνικούς ρόλους, οι οποίοι όμως στην περίπτωση της Μήδειας δεν φαίνεται να εκπληρώνονται. Στην πορεία του δρά-ματος διευκρινίζεται ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να συμβεί αυ-τό στην περίπτωση του Άψυρτου, ενώ παραμένει ομιχλώδες το τοπίο όσον αφορά τη μητέρα της ηρωίδας.

    Αν στην περίπτωση της Μήδειας η μητέρα ήταν και παραμένει απούσα, στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη η προσωπικότητα της μη-τέρας της πρωταγωνίστριας καθώς και η μεταξύ τους σχέση αποβαί-νουν παράγοντες καθοριστικοί για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα της Φραγκογιαννούς. Η γριά ∆ελχαρώ χαρακτηρίζεται εκτός των άλλων «ἰδιοτελὴς γραῖα» (σ. 17), η οποία φαίνεται ιδιαίτερα αποφα-σιστική στον περιορισμό της προίκας που παρέχεται στη Χαδούλα, όταν πρόκειται να παντρευτεί28. Μετά την επιγραμματική αναφορά των περιουσιακών στοιχείων που παραχωρούνται στην πρωταγωνί-στρια (σ. 13) και τη διεξοδικότερη στη συνέχεια απαρίθμηση ακίνη-του και κινητού «πλούτου» (σ. 17) παρουσιάζεται η μητέρα της να μην παραδέχεται την έλλειψη στην προίκα που παρατηρείται από την κουνιάδα της ηρωίδας29, ενώ κλιμακώνεται η συμπεριφορά αυτή με την απαγόρευση –«προσχήματι μὲν διὰ τὴν σεμνότητα» (σ. 18)– στενής συναναστροφής των μελλόνυμφων, για να μην υποκινηθεί ο γαμπρός να απαιτήσει μεγαλύτερη προίκα30. Μάταια προσπαθεί η Χαδούλα να ειδοποιήσει με νεύματα τον γαμπρό και την αδελφή

    28. Βλ. Γ. Βελουδή, «Η Φόνισσα είμαι εγώ», εφημ. Το Βήμα 13-10-2002, σ. 55 σχετι-

    κά με τις «τρομερές κοινωνικές στρεβλώσεις, που επέφερε, από τις αρχές ήδη του 19ου αιώνα, στον τόπο του Παπαδιαμάντη το οικονομικό, καταρχήν, πρόβλημα της προικο-δότησης των θηλυκών παιδιών στις φτωχές αγροτικές οικογένειες». ∆εν είναι άγνωστο φαινόμενο όπως φαίνεται «αι μυστικαί βρεφοκτονίαι των θηλυκών».

    29. «Ἀπήντησεν ὅτι «τὰ ὅσα ἔδωσε, εἶναι καλῶς δοσμένα, καὶ εἶναι ἀρκετά»» (σ. 17).

    30. Βλ. σ. 18.

  • Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 141

    του, προκειμένου να εγείρουν μεγαλύτερες απαιτήσεις˙ η μόνη που αντιλαμβάνεται τις κινήσεις της και τη σταματά είναι η μητέρα της31. ∆εν δίνει όμως συνέχεια, για να μην εμπλακεί στην υπόθεση και ο σύζυγός της, ο οποίος «πιθανῶς θὰ ἐκάμπτετο εἰς τὰς ἱκεσίας καὶ τὰ κλαύματα τῆς μοναχοκόρης, καὶ θὰ ἔδιδε περισσοτέραν προῖκα» (σσ. 19-20). Έτσι όμως παρέχεται η αφορμή για να αποκαλυφθεί η άσχη-μη συμπεριφορά της μάνας απέναντι στην κόρη, αφού μαρτυρείται ως συνήθης τακτική της πρώτης να επιτίθεται με νυχιές, τσιμπιές, δα-γκωματιές στη Χαδούλα32. Η προίκα της τελευταίας φαίνεται να την κυνηγά μέχρι το τέλος της ζωής της: το σημείο που αντικρίζει λίγο πριν πνιγεί είναι «τὸ Μποστάνι, ἡ ἔρημος βορειοδυτικὴ ἀκτή, ὅπου τῆς εἶχον δώσει ὡς προῖκα ἕνα ἀγρόν, ὅταν νεάνιδα τὴν ὑπάν-δρευσαν καὶ τὴν ἐκουκούλωσαν, καὶ τὴν ἔκαμαν νύφην οἱ γονεῖς της» (σ. 157).

    Είναι ενδιαφέρων από την άλλη ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται να μεταβολίζεται στην ιστορία της Φραγκογιαννούς ο φόνος του Άψυρτου από τη Μήδεια. Η Χαδούλα δεν σκοτώνει τον αδελφό της, προκειμένου να επιτευχθεί η ερωτική της ένωση με τον αγαπημένο της. Ο γιος της όμως Μῶρος είναι εξαιρετικά ατίθασος και καταλή-γει, μετά από πολλές περιπέτειες, στη φυλακή, επειδή διέπραξε φόνο στο πλοίο όπου επέβαινε33. Πριν όμως φτάσει εκεί, έχει ήδη τραυμα-τίσει την αδελφή του, «τυφλὸς ἐκ μανίας», επειδή «ἐφαντάσθη ἐν τῷ παραλογισμῷ τῆς μέθης του, ὅτι ἡ ἀδελφή του ἤθελε ν’ ἀνοίξῃ τὴν θύραν καὶ τὸν παραδώσῃ εἰς τοὺς χωροφύλακας» (σ. 40). Η ευριπί-δεια εκδοχή για τον φόνο του Άψυρτου από την αδελφή του αντι-στρέφεται στο σημείο αυτό, αφού ο αδελφός είναι εκείνος που επιτί-θεται στην Αμέρσα, επειδή θεώρησε ότι αυτή επιχειρεί να εμποδίσει την απόδρασή του από τους χωροφύλακες. Καθώς όμως η Φραγκο-γιαννού και οι κόρες της είναι εξοικειωμένες με την ατίθαση συμπε-ριφορά του, η Αμέρσα, παρά τον τρόμο της και τον πόνο που αισθά-

    31. Βλ. σ. 19. 32. Βλ. σ. 20. 33. Βλ. σσ. 35 κ.ε., 52 κ.ε.: «Ὁ Μῶρος ἢ Μοῦρος ἦτο φύσει ὁρμητικὸς καὶ παράφο-

    ρος, ἂν καὶ εἶχε πολὺ δεξιόν, θηλυκὸν νοῦν, ὅπως ἔλεγεν ἡ μάννα του –νοῦν ὁ ὁποῖος ἐγέννα» (σ. 35)˙ σταδιακά περιγράφεται πώς «δὲν ἄφηνε σχεδὸν κανένα ἄνθρωπον ἀπείρακτον» (σ. 36)˙ απειλεί την ίδια τη μητέρα του (σ. 37) και επιτίθεται στην αδελφή του (σσ. 39)˙ επιβιβάζεται σε ένα πλοίο για να διαφύγει της σύλληψης (σ. 55)˙ σκοτώνει όμως στη διάρκεια του ταξιδιού έναν άνθρωπο (σ. 55) και η μητέρα του, όσο κι αν προ-σπαθεί, ακόμη και με τη συνδρομή της συζύγου του θύματος, δεν καταφέρνει να τον αποφυλακίσει (σσ. 55-60).

  • Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή 142

    νεται, δεν του κρατά κακία ούτε τον προδίδει34. Επιπλέον, παρά την κατάρα της μάνας εις βάρος του γιου της35, ο τραυματισμός αυτός δεν επιφέρει την ενδοοικογενειακή σύγκρουση ούτε την αποκήρυξη του άσωτου γιου. Η μητέρα διαψεύδει το επεισόδιο στη γειτονιά και αγωνιά να μάθει αν κατάφερε ο γιος της να δραπετεύσει με κάποιο πλοίο. Ακόμη κι όταν ειδοποιείται για τον φόνο που αυτός διέπραξε, καταβάλλει έντονες προσπάθειες –μάταια βέβαια– να πετύχει την αποφυλάκισή του36.

    γ. Σχέση με σύζυγο

    Αν η σχέση της Μήδειας στο ομώνυμο ευριπίδειο δράμα με τον Ιάσονα βρίσκεται στο τελικό στάδιο, πώς μπορεί να σκιαγραφηθεί η συζυγική ζωή της Χαδούλας; Στην πορεία της Φόνισσας επανέρχεται το μοτίβο της αδυναμίας του μαστρο-Γιάννη: η πρωταγωνίστρια ή-ταν εκτός από σκλάβα «συγχρόνως καὶ κηδεμὼν αὐτοῦ» (σ. 8)˙ ως «τρίτης τάξεως μαραγκός» πληρωνόταν ελάχιστα και, αν δεν παρε-νέβαινε η γυναίκα του, θα έπαιρνε μειωμένη αμοιβή και θα τα ξόδευε όλα στο ποτό37. Προσδίδεται ιδιαίτερη έμφαση επιπλέον στο γεγονός ότι το σπίτι όπου έμεναν αποκτήθηκε χάρη στις –νόμιμες και μη– «οικονομίες» της Φραγκογιαννούς38. Η ίδια αναγκάζεται να κοπιάσει σαν μάνα και πατέρας, για να παντρέψει τη ∆ελχαρώ39. Έχει μάλι-στα απόλυτη συναίσθηση της «υπεροχής» της σε σχέση με τον άντρα της˙ άραγε είναι τυχαίο το γεγονός ότι, με εξαίρεση την εγγονή της, τα άλλα κορίτσια που σκοτώνει έχουν πατέρα κάποιον συνονόματό του;

    Η μορφή του Ιάσονα παρουσιάζεται αντίστοιχα υποδεέστερη σε σχέση με τη Μήδεια˙ στον κόσμο των ηρώων ο αρχηγός των Αργο-ναυτών εμφανίζεται ιδιαίτερα αντιηρωικός: αναφέρεται ότι έφερε σε αίσιο τέλος την αποστολή του στην Κολχίδα χάρη στη βοήθεια που του παρείχε η κόρη του Αιήτη (στ. 476 κ.ε.), ενώ η τελευταία φέρεται

    34. Βλ. σσ. 42-45. 35. «Ὁ Θεὸς κ’ ἡ γῆς νὰ τὸν εὕρῃ! κατηράσθη ἰδοῦσα τὸ αἷμα ἡ μάννα της» (σ. 54). 36. Βλ. σημ. 31. 37. Βλ. σ. 25˙ βλ. επίσης σ. 47 όπου αναφέρεται ότι «ὁ γέρων δὲν διέπρεπεν ἐπὶ

    δραστηριότητι». 38. Βλ. σσ. 24 κ.ε. Το σημαντικότερο τμήμα του αποθέματός της προέρχεται από

    όσα έκλεψε από τον πατέρα της (σσ. 26-27) και από το κομπόδεμα της μητέρας της, η οποία με τη σειρά της είχε αφαιρέσει τα χρήματα αυτά από τον σύζυγό της (σσ. 27 κ.ε.).

    39. Βλ. σσ. 47 κ.ε.

  • Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 143

    να τον στήριξε και ενάντια στον Πελία στην Ιωλκό (στ. 486 κ.ε.). Παρά τη συμβολή της Μήδειας στη ζωή του, ο Ιάσονας δεν διστάζει αργότερα, παραβιάζοντας τους όρκους του, να εγκαταλείψει την οι-κογένειά του στην επιθυμία του να αποκτήσει πρόσβαση στον βασι-λικό οίκο της Κορίνθου. δ. Στάση απέναντι στα παιδιά – φόνοι

    Ανάλογοι όροι δεν συνιστούν προφανώς τις καλύτερες προϋπο-θέσεις για την ανατροφή των παιδιών. Εξαιτίας της διαμάχης με τον πατέρα τους η Μήδεια εμφανίζεται να αντιμετωπίζει από την έναρξη του δράματος εχθρικά τα τέκνα της: στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ᾽ ὁρῶσ᾽ εὐφραίνεται (στ. 36). Για τον λόγο αυτό η Τροφός τα παροτρύνει να κινηθούν προς το βάθος του σπιτιού και να μην πλησιάζουν τη μητέ-ρα τους -ὄμμα νιν ταυρουμένηι (στ. 92)- όσο διατηρείται η οργή της40: τόδ᾽ ἐκεῖνο, φίλοι παῖδες· μήτηρ/ κινεῖ κραδίαν, κινεῖ δὲ χόλον./ σπεύδετε θᾶσσον δώματος εἴσω/ καὶ μὴ πελάσητ᾽ ὄμματος ἐγγὺς/ μηδὲ προσέλθητ᾽, ἀλλὰ φυλάσσεσθ᾽/ ἄγριον ἦθος στυγεράν τε φύσιν/ φρενὸς αὐθαδοῦς./ ἴτε νυν, χωρεῖθ᾽ ὡς τάχος εἴσω./ δῆλον ἀπ᾽ ἀρχῆς ἐξαιρόμενον/ νέφος οἰμωγῆς ὡς τάχ᾽ ἀνάψει/ μείζονι θυμῶι· τί ποτ᾽ ἐργάσεται/ μεγαλόσπλαγχνος δυσκατάπαυστος/ ψυχὴ δηχθεῖσα κακοῖσιν; (στ. 98-110) Με τον τρόπο αυτό προετοιμάζεται ταυτόχρονα το κοινό για την τελική έκβαση της πλοκής. Η ηρωίδα φτάνει μάλιστα στο σημείο να καταραστεί τα παιδιά της: ὦ κατάρατοι/ παῖδες ὄλοισθε στυγερᾶς ματρὸς/ σὺν πατρί, καὶ πᾶς δόμος ἔρροι (στ. 112-114).

    Παρά την προσπάθεια της Τροφού να την αποτρέψει από την εμπλοκή των παιδιών στη διαμάχη με τον πατέρα τους41, η Μήδεια δεν διστάζει να τα χρησιμοποιήσει στο εκδικητικό της σχέδιο ως φο-ρείς των δώρων που καταστρέφουν τον Κρέοντα και την κόρη του42 και στη συνέχεια ως δέκτες της οργής της εναντίον του Ιάσονα, ο ο-ποίος στερείται τους απογόνους του από το φονικό χέρι της μητέρας

    40. Βλ. στ. 89-95. 41. Βλ. στ. 115 κ.ε.: ἰώ μοί μοι, ἰὼ τλήμων./ τί δέ σοι παῖδες πατρὸς ἀμπλακίας/

    μετέχουσι; τί τούσδ᾽ ἔχθεις; οἴμοι,/ τέκνα, μή τι πάθηθ᾽ ὡς ὑπεραλγῶ. 42. Ασφαλώς δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι ο Κρέων καταστρέφεται μέ-

    σω της κόρης του. Πρόκειται για την πάγια τακτική της Μήδειας να εξαρθρώνει τους αντιπάλους της μέσω των παιδιών τους με έναν τρόπο τραγικό, που εγγυάται όμως ταυ-τόχρονα ότι δεν μένουν απόγονοι (τουλάχιστον οι πολύ στενοί συγγενείς) για να εκδι-κηθούν τον φόνο.

  • Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή 144

    τους43. Καθώς μάλιστα τα παιδιά ενοχοποιούνται ως προς τον βασι-λικό οίκο Κορίνθου, ο θάνατός τους πλέον είναι σίγουρος˙ αν δεν τα σκοτώσει η μητέρα τους, θα βρουν σκληρό θάνατο από τους Κορίν-θιους συγγενείς του Κρέοντα: μὰ τοὺς παρ᾽ Ἅιδηι νερτέρους ἀλάστορας,/ οὔτοι ποτ᾽ ἔσται τοῦθ᾽ ὅπως ἐχθροῖς ἐγὼ/ παῖδας παρήσω τοὺς ἐμοὺς καθυβρίσαι./ πάντως σφ᾽ ἀνάγκη κατθανεῖν· ἐπεὶ δὲ χρή,/ ἡμεῖς κτενοῦμεν οἵπερ ἐξεφύσαμεν (στ. 1059-1063). Πρόκειται ενδεχομένως για ένα ακόμη τέχνασμα της μητέρας τους, που θα εμποδίσει, την έσχατη έστω στιγμή, τη μητρική αγάπη να υ-περισχύσει του εκδικητικού της σχεδίου;

    Η ίδια η Μήδεια στη σκληρή πάλη που γίνεται μέσα της ανα-γνωρίζει την κυριαρχία της οργής στα σχέδιά της: Καὶ μανθάνω μὲν οἷα δρᾶν μέλλω κακά,/ θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων,/ ὅσπερ μέγιστος αἴτιος κακῶν βροτοῖς (στ. 1078-1080). Είναι ιδιαίτε-ρα έντονη η στιγμή του αποχαιρετισμού της μητέρας από τα παιδιά της. Ο τρόπος με τον οποίο αγγίζει τα χέρια τους, το πρόσωπο, το μαλακό τους δέρμα, το στόμα, η ευχή που τους δίνει σαν να ξεκινούν για ταξίδι –οι κινήσεις της παραπέμπουν σε μάνα στοργική που φέ-ρεται με τρυφερότητα στα παιδιά της και όχι σε στυγνή δολοφόνο: παῖδας προσειπεῖν βούλομαι δότ᾽, ὦ τέκνα,/ δότ᾽ ἀσπάσασθαι μητρὶ δεξιὰν χέρα./ ὦ φιλτάτη χείρ, φίλτατον δέ μοι στόμα/ καὶ σχῆμα καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων./ εὐδαιμονοῖτον, ἀλλ᾽ ἐκεῖ· τὰ δ᾽ ἐνθάδε/ πατὴρ ἀφείλετ᾽· ὦ γλυκεῖα προσβολή,/ ὦ μαλθακὸς χρὼς πνεῦμά θ᾽ ἥδιστον τέκνων./ χωρεῖτε χωρεῖτ᾽· οὐκέτ᾽ εἰμὶ προσβλέπειν/ οἵα τε †πρὸς ὑμᾶς† ἀλλὰ νικῶμαι κακοῖς (στ. 1069-1077)44. Η τραγικότητα της μορφής της γίνεται αντιληπτή και από την ίδια: τήνδε γε / λαθοῦ βραχεῖαν ἡμέραν παίδων σέθεν / κἄπειτα θρήνει· καὶ γὰρ εἰ κτενεῖς σφ᾽, ὅμως / φίλοι γ᾽ ἔφυσαν· δυστυχὴς δ᾽ ἐγὼ γυνή (στ. 1247-1250).

    Στο μυθιστόρημα της νεότερης εποχής η Χαδούλα δεν απειλεί τη ζωή των δικών της παιδιών˙ αντίθετα προσπαθεί να συμπαρασταθεί στους γιους και τις κόρες της ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά τους. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Μώρου. Ωστόσο, η δύσκολη ζωή που πέρασε πλάι στους γονείς της με μία μητέρα που ουσιαστικά την κατατρέχει ανατρέποντας τον καθιερωμένο ρόλο της καθώς και τα εξίσου δύσκολα χρόνια πλάι στον αδύναμο σύζυγό της που την

    43. Βλ. στ. 780 κ.ε. όπου ανακοινώνεται η τελική μορφή του σχεδίου και στ. 1310 κ.ε. όπου ο Ιάσονας συνειδητοποιεί πλέον την απώλεια των παιδιών του αλλά και γενι-κότερα της δυνατότητάς του να έχει απογόνους.

    44. Βλ. επίσης στ. 899 κ.ε.

  • Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 145

    ανάγκασαν να γίνει μάνα και πατέρας μαζί για τα παιδιά της τής καλλιεργούν την πεποίθηση ότι τα κορίτσια είναι βάρος για τους γο-νείς τους και τα ίδια δυστυχή στη ζωή τους45. Έτσι οδηγείται προς το τέλος της ζωής της («σχεδὸν ἑξηκοντοῦτις», σ. 7) στο έγκλημα θεω-ρώντας ότι ανακουφίζει την κοινωνία από ένα βάρος και τα κορί-τσια από μία δύσκολη ζωή. Προηγούνται ασφαλώς οι σκέψεις της ότι δεν είναι απαραίτητα τόσα κορίτσια και ότι είναι τυχερά όσα χάνο-νται σε μικρή ηλικία46, πριν προχωρήσει στην πρακτική εφαρμογή της «κοσμοθεωρίας» της47.

    Εφόσον τα δικά της κορίτσια είναι πλέον μεγάλα, στρέφεται στη συνονόματη εγγονή της. Το όνομα δεν είναι ασφαλώς τυχαίο, ιδιαίτερα εφόσον η αντίληψη ότι μαρτυρεί τη μοίρα του φερώνυμου προσώπου είναι βαθιά καλλιεργημένη ακόμη και σήμερα48˙ είναι προφανές ότι η ιδέα να ξαναπεράσει η εγγονή της τα δικά της βάσα-να τής είναι ιδιαίτερα επαχθής49. Προσδοκά να επέλθει ο φυσικός θάνατος που θα απαλλάξει γονείς και παιδί από την ταλαιπωρία50,

    45. Βλ. σσ. 8-9: «Εἰς τοὺς λογισμούς της, συγκεφαλαιοῦσα ὅλην τὴν ζωήν της,

    ἔβλεπεν ὅτι ποτὲ δὲν εἶχε κάμει ἄλλο τίποτε εἰμὴ νὰ ὑπηρετῇ τοὺς ἄλλους. Ὅταν ἦτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τοὺς γονεῖς της. Ὅταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου της –καὶ ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ χαρακτῆρός της καὶ τῆς ἀδυναμίας ἐκείνου, ἦτο συγχρόνως καὶ κηδεμὼν αὐτοῦ˙ ὅταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δοῦλα τῶν τέκνων της˙ ὅταν τὰ τέκνα της ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν ἐγγόνων της (…) Εἶχε «παραλογίσει» ἀναπολοῦσα ὅλ’ αὐτὰ τὰ πάθη της εἰς τὸ πεζόν (…) Τῆς εἶχεν ἐπανέλθει ὁ βίος της, ὁ ἀνωφελὴς καὶ μάταιος καὶ βαρύς».

    46. Βλ. τις σκέψεις που κάνει για την εγγονή της στις σσ. 8, 14. 47. Βλ. σσ. 23-24: «τὴν ἤκουσαν νὰ δογματίζῃ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν συμφέρει νὰ

    κάμῃ πολλὰ κορίτσια, καὶ ὅτι τὸ καλύτερον εἶναι νὰ μὴ πανδρεύεται κανείς. Ἡ δὲ συ-νήθης εὐχή της πρὸς τὰ μικρὰ κοράσια ἦτο «νὰ μὴ σώσουν!… Νὰ μὴν πᾶνε παραπάνω!». Καὶ ἄλλοτε προέβη ἐπὶ τοσοῦτον ὥστε νὰ εἴπῃ: Τί νὰ σᾶς πῶ! … Ἔτσι τοῦ ’ρχεται τ’ ἀνθρώπου, τὴν ὥρα ποὺ γεννιῶνται, νὰ τὰ καρυδοπνίγῃ!», βλ. επίσης σσ. 49-51.

    48. Βλ. Μ. Ζ. Κοπιδάκη, «Ελένη: “What’ s in a name?”», στο: Μέγαρο Μουσικής Αθηνών Περίοδος Εξορμήσεως 1992-1993: Κύκλος Ελένη, Αθήνα, σ. 6: «σήμερα (…) δεν διανοούμεθα καν ότι ένα παιδί θα μπορούσε να λάβει το όνομα «Ιούδας» ή (…) προβαί-νουμε σε αποτιμήσεις του τύπου: “όνομα και πράγμα⁇˙ για βιβλιογραφία, βλ. E. Χατζη-μαυρουδή, Ίβυκος Μυθολόγος. Έρις και Έρως, διδ. διατρ., Θεσσαλονίκη 2005, σ. 241 σημ. 1.

    49. Βλ. σ. 24: «Τὸ μικρὸν ἐβαπτίσθη, καὶ ὠνομάσθη Χαδούλα, μὲ τ’ ὄνομα τῆς μάμ-μης του –τὸ ὁποῖον ἔκαμεν ἐκείνην νὰ μορφάζῃ σείουσα τὴν κεφαλήν, καὶ νὰ ψιθυρίζῃ «μὴν τύχῃ καὶ χαθῇ τ’ ὄνομα!»».

    50. Βλ. σ. 22: «Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀπλήστως ἀπὸ ἡμερῶν παραμόνευε νὰ ἴδῃ συ-μπτώματα σπασμῶν εἰς τὸ μικρὸν ἀσθενὲς πλάσμα -ἐπειδὴ τότε ἤξευρεν ὅτι αὐτὸ δὲν θὰ ἐσώζετο- πλὴν εὐτυχῶς τοιοῦτον πρᾶγμα δὲν ἔβλεπε. «Εἶναι γιὰ νὰ βασανίζεται καὶ νὰ μᾶς βασανίζῃ», εἶχεν ὑποψιθυρίσει, χωρὶς κανεὶς νὰ τὴν ἀκούσῃ, μέσα της», βλ. επίσης τη συμπεριφορά της (σ. 23) και την αντίδρασή της στην επίσκεψη της Αμέρσας προκει-

  • Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή 146

    ενώ τονίζεται ιδιαίτερα το «αλλόκοτον» της γριάς το διάστημα αυ-τό51. Ιδιαίτερα στην τελευταία σκηνή είναι χαρακτηριστική η περι-γραφή: τα «βλοσυρὰ ὄμματα» (σ. 51) ανακαλούν το ὄμμα νιν ταυ-ρουμένην/ τοῖσδ’ της Μήδειας (στ. 92-93)˙ γίνεται λόγος για χειρονο-μία απειλητική (σ. 51) που συνοδεύεται από την απαίτηση να «σκά-σει» το μωρό (σ. 52)˙ επαναλαμβάνεται σωρευτικά ότι «ἄρχισε πράγ-ματι «νὰ ψηλώνῃ ὁ νοῦς της»», ότι «εἶχε «παραλογίσει»»52˙ αιτία της πράξης της δεν είναι η οργή και κάποιο εκδικητικό σχέδιο αλλά η παράλογη κοσμοθεωρία της, που την ωθεί να υποκαταστήσει το έρ-γο της φύσης ενισχύοντας την παιδική θνησιμότητα στα κορίτσια53. Έτσι εξηγείται και η αμφίσημη απάντηση που δίνει στην κόρη της μετά τον θάνατο της εγγονής της το επόμενο πρωί: «Ἡσύχασε κι αὐτὸ τώρα πλιά» (σ. 61)54.

    Παρά τις τύψεις που συνοδεύουν το πρώτο της έγκλημα55 η Χα-δούλα παρερμηνεύει τη συνάντηση με τα δύο κορίτσια του Γιάννη του Περιβολά αμέσως μετά το αίτημά της στον Άη Γιάννη τον Κρυφό να της στείλει κάποιο σημάδι ότι η κοσμοθεωρία της είναι σωστή και διευρύνει τους ορίζοντες της εγκληματικής της δράσης εκτός των ο-ρίων της οικογένειάς της: «Τί λευθεριὰ θὰ τῆς ἔκαναν τῆς φτωχιᾶς, τῆς Περιβολοῦς, ἀνίσως ἔπεφταν μὲς στὴ στέρνα κ’ ἐκολυμποῦσαν!» σκέφτεται «σχεδὸν ἀκουσίως» (σ. 73). Και πάλι όμως θεωρεί ότι δεν κάνει κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί με «τρόπο φυσικό»: «τί τ’ ἀφήνει ἐδῶ, κεῖνος ὁ πατέρας τους, μικρὰ κορίτσια (…) Τάχα δὲν μποροῦν νὰ πέσουν καὶ μοναχά τους μέσα;» (σ. 74). Καταλαβαίνει ότι πρέπει να ενεργήσει γρήγορα, για να μην ακουστεί. Η συνέχεια είναι ιδιαίτερα δραματική: «ᾘσθάνθη μέσα της φοβερὰν πάλην. Εἶτα εἶπε, σχεδὸν μεγαλοφώνως: «Καρδιά!… αὐτὸ εἶναι μιὰ ἀπόφαση»» (σ. 75). Θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων (στ. 1079) ήταν η

    μένου να δει πώς είναι το μωρό (σ. 33). Ενδεικτική είναι γενικότερα η στάση απέναντι στις παιδικές αρρώστιες και την παιδική θνησιμότητα, βλ. για παράδειγμα σ. 50.

    51. Χωρίς να θεωρείται ασφαλώς ότι δεν έχει συναίσθηση των πράξεών της. 52. Βλ. για παράδειγμα σσ. 8, 14, 23, 51. 53. Βλ. αναλυτικότερα Τζ. Πολίτη, «∆αρβινικό Κείμενο και η «Φόνισσα»» (α-

    ποσπ.), στο: Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδι-αμάντη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2005.

    54. Στην απόκρυψη του λυγμού της όταν θυμάται το προφητικό όνειρο της Αμέρ-σας (σ. 62) αντιστοιχεί η σκυθρωπή στάση της Μήδειας, όταν σχεδιάζει με τον Ιάσονα τη μεταφορά των δώρων από τα παιδιά στην κόρη του Κρέοντα, προκειμένου να τους παραχωρηθεί άδεια παραμονής στην Κόρινθο (στ. 899 κ.ε.).

    55. Βλ. σσ. 65 κ.ε.

  • Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 147

    τραγικά αντίστοιχη διαπίστωση της Μήδειας που επισφράγισε την εσωτερική της πάλη56.

    Η επιτυχημένη προσπάθεια της Χαδούλας να παρουσιάσει τον φόνο στη συνέχεια ως πνιγμό φυσικό την καθιστά ἰάτρισσαν (σ. 81) και στη συνέχεια παρηγορήτραν (σ. 82). «Ἐδοκίμασεν ὅλα τὰ σπά-νια καὶ ἀπερίγραπτα συναισθήματα τῆς φόνισσας μεταβαλλομένης αἴφνης εἰς ἰάτρισσαν τῶν ἰδίων θυμάτων της» (σ. 81). Στη συνέχεια, όταν η Ξενούλα πέφτει στο πηγάδι, «ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς ἡ Φραγκο-γιαννοὺ ἠθέλησε νὰ φωνάξῃ καὶ νὰ τρέξῃ εἰς βοήθειαν» (σ. 86). Η πρώτη της αντίδραση είναι να σώσει το κορίτσι, παραμένει όμως α-δρανής: «τὴν μὲν κραυγὴν της ἡ ἰδία ἔπνιξεν εἰς τὸν λάρυγγα, πρὶν τὴν ἐκβάλῃ, αἱ δὲ κινήσεις παρέλυσαν καὶ τὸ σῶμά της ἐπάγωσεν» (ό.π.). ∆εν σκοτώνει η ίδια την Ξενούλα, αλλά με τη σιωπή και τη φυγή της καθιστά αναπότρεπτο τον θάνατό της.

    Ενώ όμως την καταδιώκουν οι τύψεις και οι εφιάλτες57, μαζί με την αστυνομία, λίγο πριν από το τέλος σκοτώνει με δύο κινήσεις τη νεογέννητη κόρη του Γιάννη του Λυρίγγου58. Η γιαγιά του μωρού, που είχε αποκοιμηθεί, πρόλαβε μόνο να δει τη Φραγκογιαννού «ν’ ἀποσύρῃ τὴν χεῖρά της καὶ ν’ ἀποχωρῇ, ἀνεγειρομένη ἐπὶ τῶν γονά-των, ὀπίσω εἰς τὴν θέσιν της» (σ. 142). Σαν φάντασμα πλέον απομα-κρύνεται και με χαρακτηριστική ετοιμότητα εξαπατά ακόμη και τον πατέρα του κοριτσιού με το παράλογο επιχείρημα ότι η γυναίκα του, αν και λεχούσα, έχει κι άλλο παιδί στην κοιλιά της59. Η ειρωνεία ασφαλώς έγκειται στο γεγονός ότι όχι απλώς δεν υπάρχει άλλο παι-δί, αλλά ακόμη και αυτό που είχε γεννηθεί κείται πλέον νεκρό.

    Κοντά στα εγκλήματα που διέπραξε η Φόνισσα είναι απαραίτη-το να εξεταστεί και η επίσκεψή της στο καλύβι του Καμπαναχμάκη60, όπου βρίσκεται μόνη της με τα παιδιά και παρόλα αυτά δεν τα σκο-τώνει. Τα χαϊδεύει βέβαια «τόσον δυνατά, ὥστε ᾐσθάνθησαν πόνον, καὶ τὸ ἓν φώναξε: -Μάννα!» (σ. 135). Καθώς μάλιστα το μικρότερο από τα κορίτσια, το ∆αφνώ, αποκοιμήθηκε, «ἡ Γιαννοὺ ἐπιμόνως τὸ ἐχάδευεν ὑπὸ τὸ κατωσάγονον, καὶ πότε ἡ χείρ της ἐγλίστρα πρὸς τὸν τράχηλον, καὶ ἴσως εἶχε κλίσιν νὰ θλίψῃ κάπως δυνατώτερα τὸν

    56. Βλ. ιδιαίτερα στ. 1040 κ.ε.: καρδίαν γὰρ οἴχεται (στ. 1042)˙ χαιρέτω βουλεύμα-

    τα (στ. 1044). 57. Βλ. σσ. 104 κ.ε., 112, 118, 120 κ.ε., 149. 58. Βλ. σσ. 142 κ.ε. 59. Βλ. σσ. 143 κ.ε. 60. Βλ. σσ. 135 κ.ε.

  • Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή 148

    λαιμὸν τοῦ κορασίου» (σ. 137)61. Ωστόσο, η ευχάριστη συζήτηση με το Γιώργη φαίνεται να αναστέλλει τη δράση της, όπως μαρτυρείται και από την ευχή που δίνει και στα τρία παιδιά: «Να ζήσετε!» (σ. 136). Από την άποψη αυτή η αιφνίδια άφιξη του πατέρα τους απο-τελεί μάλλον τον εξωτερικό παράγοντα που ματαιώνει ένα έγκλημα το οποίο πιθανότατα δεν υπήρχε πρόθεση από τη γριά να τελεστεί. ∆εν είναι τυχαία η παρουσία του αγοριού, που φαίνεται να κατευ-νάζει το πάθος της˙ η δράση της στοχεύει αποκλειστικά στα κορί-τσια62.

    Καθώς η Φραγκογιαννού φαίνεται να καθιστά «κοσμοθεωρία» της την τραγική μοίρα της γυναίκας για την οποία γίνεται ήδη λόγος στο ευριπίδειο δράμα και «αποστολή» της την απελευθέρωση γονιών και κοριτσιών από ένα δυσβάσταχτο βάρος, χρησιμοποιεί μέσο δια-φορετικό από την αρχαία πρόδρομό της˙ εκεί που η κόρη του Αιήτη επιλέγει για τα παιδιά της το ξίφος63, η κόρη της ∆ελχαρώς κατα-φεύγει –ακολουθώντας την παράδοση της στρίγκλας– στον πνιγμό. Πρόθεση βέβαια της Μήδειας είναι να παράσχει στα παιδιά της έναν θάνατο ηρωικό πριν από την καθιέρωση της λατρείας τους κατά την Έξοδο, ενώ στην περίπτωση της Φραγκογιαννούς δεν μπορεί να πα-ραγνωριστεί ο εξωτερικός παράγοντας, η επιθυμία της δηλαδή να ενεργήσει όσο γίνεται πιο ήσυχα. Το ίδιο τέλος βέβαια σηματοδοτεί και τη δική της πορεία.

    ε. Ανδροπρεπής στάση

    Στις δύο ηρωίδες αναγνωρίστηκε από τους μελετητές ένα κοινό χαρακτηριστικό: η ανδροπρεπής συμπεριφορά της κόρης του Αιήτη64

    61. Πρόκειται για ενέργειες που ενισχύουν την ένταση και την αγωνία. 62. Μήπως επίσης δεν αποτελεί σύμπτωση η διαφοροποίηση του πατρώνυμου των

    παιδιών; Ο πατέρας τους δεν ονομάζεται «Γιάννης» όπως συμβαίνει αντίθετα με τα ξένα κορίτσια που πνίγει η Χαδούλα και τον άντρα της.

    63. Βλ. στ. 1278. 64. Για την ανδροπρεπή συμπεριφορά της Μήδειας βλ. R. Rehm, «Medea and the

    λόγος of the Heroic», Eranos 87 (1989) 97-115. A. P. Burnett, Revenge in Attic and Later Tragedy, University of California Press. 1998, σ. 206 και D. J. Mastronarde, ό.π., σσ. 14, 20, 27 (όπου αναφέρονται ως παραδείγματα συμπεριφοράς που ταιριάζει σε άνδρες οι ακόλουθες ενέργειες: «έχει ανταλλάξει όρκους ως ίση με τον Ιάσονα, έχει μια σχέση με τον Αιγέα που προσιδιάζει στην ξενίαν, αγωνίζεται για την τιμή, τη φήμη, και την εκδί-κησή της, και χρησιμοποιεί εκφράσεις και εικόνες από σφαίρες που συνδέονται τυπικά με τους άντρες [στρατιωτική, αθλητική, πολιτική]»). Ο τελευταίος επισημαίνει επίσης (ό.π. σ. 164 ad στ. 11) ότι η σχέση της Μήδειας με το λαό της Κορίνθου αποτελεί ένδειξη της αφομοίωσης από την πλευρά της αρσενικών χαρακτηριστικών και προνομίων, πρβλ.

  • Η Μήδεια του Ευριπίδη και η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη 149

    αντιστοιχεί στο «ἦθος ἀνδρικόν» της Χαδούλας, που διακρίνεται μάλιστα και στην εξωτερική της εμφάνιση «μὲ δύο μικρὰς ἄκρας μύ-στακος ἄνω τῶν χειλέων της» (σσ. 7-8)65. Το ίδιο παρατηρείται και για την κόρη της την Αμέρσα: «ἦτο ἄφοβος, κ’ ἐνέπνεε πεποίθησιν, ὡς νὰ ἦτο ἀνήρ» (σ. 34), ενώ στην πορεία της πλοκής χαρακτηρίζεται «ἀνδροκόρη» (σ. 48).

    στ. Σχέση με το θείο

    Ενδιαφέρον παρουσιάζει από την άλλη η σχέση των δύο ηρωί-δων με τη θρησκεία. Η χρήση της μαγείας καθιστά ιδιόμορφη τη σύνδεση της Χαδούλας με την ορθοδοξία. ∆ιατηρεί μία επιφανειακή επικοινωνία με τον πνευματικό της, στον οποίο δεν αποκαλύπτει παρά ασήμαντα όπως φαίνεται πταίσματα, «πολὺ μικρὰ πράγματα (…), ἀκριβῶς ἐκεῖνα μόνον τὰ συνήθη ἁμαρτήματα, ὅσα ἐκεῖνος ἤξευρε προτοῦ νὰ τὰ εἴπῃ αὐτή˙ δηλαδὴ κακολογίαν, θυμούς, γυναι-κείας κατάρας καὶ τὰ τοιαῦτα» (σ. 26)66. ∆ιατηρεί όμως μεγάλες ελ-πίδες για τον γέροντα Ακάκιο, που κατοικούσε στον Άγιο Σώστη, ο οποίος «εἶχε τὸ σπάνιον χάρισμα τῆς διακρίσεως τῶν λογισμῶν» (σ. 150). Θεωρεί ότι θα μπορούσε ο ίδιος να αναγνωρίσει τις αμαρτίες της πριν ακόμη τις ακούσει και να τη βοηθήσει να σωθεί όχι μόνο η ψυχή της αλλά και το σώμα της («εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον, εἰ δυ-νατόν», σ. 151)67.

    Μετά τον φόνο της εγγονής της, «ὅταν ἐμβῆκεν ἡ Μεγάλη Σαρα-κοστή, ἄρχισε νὰ συχνάζῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἔκαμνε πολλὰς καὶ βα-θείας γονυκλισίας, ἐμελέτα νὰ ἐξομολογηθῇ, καὶ ἀνέβαλλεν» (σσ. 65-66), ενώ περιγράφεται πώς τηρεί τη νηστεία. Επισκέφτεται τον

    W. V. Harris, «The rage of women», στο: S. Braund & G. W. Most (επιμ.), Ancient Anger. Perspectives from Homer to Galen, Yale Classical Studies 32, Cambridge University Press 2003, σ. 140: «παρά την «αρσενική» αποφασιστικότητά της η Μήδεια σκιαγραφείται σαν μία αντιπροσωπευτική γυναίκα: πρὸς δὲ καὶ πεφύκαμεν/ γυναῖκες, ἐς μὲν ἔσθλ’ ἀμηχανώταται,/ κακῶν δὲ πάντων τέκτονες σοφώταται» (στ. 407-409). Στο ίδιο άρθρο η ηρωίδα χαρακτηρίζεται «κατά το ήμισυ αρσενική» (“quasi-masculine”, W. V. Harris ό.π., σ. 141).

    65. Βλ. Γ. Βελουδή, ό.π., σ. 55: «όπως ο πλάστης της Παπαδιαμάντης έτσι και η Φραγκογιαννού είναι (και) άντρας –βιολογικά και κοινωνικά».

    66. Βλ. επίσης σ. 72: «ὅσον ἀφορᾷ τὸ στερφοβότανο, ὁ πνευματικὸς τῆς εἶχεν εἰπεῖ πρὸ χρόνων ὅτι εἶναι μεγάλη ἁμαρτία», γεγονός βέβαια που δεν διαδραματίζει ανα-σταλτικό ρόλο για την έκτρωση της Μαρούσας.

    67. Ανατρέχει μάλιστα και σε άλλο αντίστοιχο παράδειγμα κάποιου Αγίου που προστάτευσε το δολοφόνο του αδελφού του (βλ. σ. 151).

  • Ελένη Χ. Χατζημαυρουδή 150

    ναΐσκο του Άη Γιάννη του Κρυφού, του αγίου που επικαλούνταν «ὅλοι ὅσοι εἶχον «κρυφὸν πόνον» ἢ κρυφὴν ἁμαρτίαν» (σ. 69)˙ επι-σημαίνεται ότι «προέκρινε τὸν ναὸν τὸν ἀλειτούργητον, ἀφοῦ καὶ εἰς τὴν ἐνοριακὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐσύχναζεν ὅλην τὴν σαρακοστήν, ἐτόλμα μόνον να εἰσέρχεται μᾶλλον εἰς τὸν νάρθηκα, ὄπισθεν τοῦ ἑνὸς φύλλου τῆς γυναικείας πύλης, τοῦ κλεισμένου μὲ τὸν σύρτην -ὡς νὰ ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ εἶν’ ἑτοίμη πρὸς φυγήν, ἅμα τὴν ἐδίωκέ τις (…) ἐφοβεῖτο τὸν Ἀρχάγγελον, τὸν ἀγριωπόν, ὅστις ἦτο ζωγραφι-σμένος μεγαλωστὶ ἐπὶ τῆς βορείας πύλης τοῦ ναοῦ, μὲ τὴν ρομφαίαν του τὴν φλογίνην εἰς τὴν χεῖρα» (σ. 70)68. Από τον Άη Γιάννη ζητά ένα «σημεῖο» (ό.π.) ότι ο φόνος της εγγονής της αποτελούσε «σωστή ενέργεια»˙ την αλήθεια ασφαλώς την κρύβει μέσα της, αφού «ἐντρέπετο νὰ βλέπῃ τὴν κόρην της, τὴν ∆ελχαρώ, καὶ ἀπέφευγε ν’ ἀντικρύσῃ τὸ βλέμμα της» (σ. 66), ενώ σκέφτεται να κάνει «μιὰ καλὴ πράξη, ἕνα ψυχικό, γιὰ νὰ γαληνιάσ’ ἡ ψυχή (της) κ’ ἡ καρδούλα (της)» (σ. 70). Η κατάσταση περιπλέκεται βέβαια όταν αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να πνίξει τα δύο επόμενα θύματά της και σκέφτεται, «σχεδὸν ἀκουσίως» (σ. 73), ότι έχει μπροστά της το σημάδι που ζή-τησε από τον Άη Γιάννη69˙ μπροστά στην πτώση της Ξενούλας στο πηγάδι αναλογίζεται μάλιστα μήπως η εξέλιξη αυτή προέκυψε ως αποτέλεσμα της προσευχής της «καὶ δὲν ἦτο ἀνάγκη νὰ ἐπιβάλῃ πλέ-ον χεῖρας, ἀλλὰ μόνον ἤρκει νὰ ηὔχετο, καὶ ἡ εὐχή της εἰσηκούετο» (σ. 86). Όταν καταδιώκεται πλέον, ζητά τη συνδρομή της Παναγίας παραδεχόμενη εν μέρει μόνο την αμαρτία της, αφού διατηρεί τη σκέψη ότι ενήργησε με γνώμονα το καλό70.