Η Αμοργός κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού...

30
1 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 2017 Η Αμοργός κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού: Πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία και ειδώλια ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΤΟ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 3 Η ΧΙΛΙΕΤΙΑ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ

Transcript of Η Αμοργός κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού...

  • 1

    ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 2017

    Η Αμοργός κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού:

    Πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία και ειδώλια

    ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

    ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

    ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

    ΜΑΘΗΜΑ: ΤΟ ΝΗΣΙΩΤΙΚΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ 3Η ΧΙΛΙΕΤΙΑ

    ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΑΝΔΡΕΑΣ Γ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ

  • 2

    ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

    Εισαγωγή………………………………………………………………….Σελ. 3

    Το νησί της Αμοργού……………………………………………….Σελ. 4

    Το χρονικό των ανασκαφών……………………………….……Σελ. 5

    Οι οικισμοί της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού…………..Σελ. 6

    Τα νεκροταφεία της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού…....Σελ. 12

    Τα ειδώλια της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού………...….Σελ. 20

    Συμπεράσματα………………………………………………..……….Σελ. 28

    Κατάλογος εικόνων……...………………………………….………Σελ. 23

    Βιβλιογραφία…………………………………………………….....…Σελ. 30

  • 3

    Εισαγωγή

    Η εργασία με τίτλο «Η Αμοργός κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού: Πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία και ειδώλια», πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του

    μαθήματος «Το νησιωτικό Αιγαίο κατά την 3η χιλιετία».

    Αρχικά θα παρουσιαστεί το γεωγραφικό και ιστορικό πλαίσιο του νησιού. Θα

    γίνει αναφορά στο χρονικό των ανασκαφών από τους αρχαιότερους έως και τους

    νεότερους χρόνους. Στη συνέχεια, θα αναφερθούν συνοπτικά οι οικισμοί του νησιού

    κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και τα κριτήρια επιλογής των θέσεων αυτών.

    Έπειτα, θα γίνει καταγραφή των νεκροταφείων κατά την 3η χιλιετία και μιας

    συγκεκριμένης κατηγορίας ευρημάτων των ταφικών αυτών θέσεων. Η κατηγορία

    αυτή είναι τα κυκλαδικά ειδώλια, τα οποία αποτελούν σημαντικά τεκμήρια για την

    διαδικασία της ταφής και την κτέριση των τάφων κατά την Πρώιμη Εποχή του

    Χαλκού. Επιπρόσθετα, μας προσφέρουν πληθώρα πληροφοριών για την κυκλαδίτικη

    τέχνη και ειδικά για τον τομέα της ειδωλοπλαστικής. Για την εκπόνηση της εργασίας

    μου, στάθηκαν ιδιαίτερα βοηθητικές, οι ανασκαφικές έρευνες του Χρ. Τσούντα των

    νεκροταφείων της Αμοργού το 1894, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο τεύχος της

    Αρχαιολογικής Εφημερίδας του έτους 1898 με τίτλο «Κυκλαδικά I»1. Επίσης, οι

    δημοσιεύσεις της Λ. Μαραγκού, οι οποίες πραγματεύονται την προϊστορική περίοδο

    του νησιού και συγκεκριμένα την 3η χιλιετία, ήταν η κύρια πηγή πληροφόρησής μου.

    Σε διάφορα συγγράμματα της ιδίας, όπως το «Αμοργός Ι – Ἡ Μινώα: Ἡ πόλις, ὁ λιμὴν

    καὶ ἡ μείζων περιφέρεια»2, εμπεριέχονται πληροφορίες για τις οικιστικές και ταφικές

    θέσεις του νησιού κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού καθώς και τα αποτελέσματα

    από τις επιφανειακές και ανασκαφικές έρευνες των τελευταίων ετών.

    Η συγκεκριμένη εργασία έχει ως στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με

    την κατοίκηση και κυρίως, την ταφή στο νησί της Αμοργού κατά την 3η χιλιετία. Τα

    συμπεράσματα αυτά σχετίζονται με την επιλογή του χώρου των νεκροταφείων, τον

    τύπο των ταφών και τα κυκλαδικά ειδώλια. Σχετικά με τα ειδώλια, θα εξετάσουμε τον

    τύπο τους και το υλικό κατασκευής τους, εμβαθύνοντας στον Κυκλαδικό πολιτισμό 1 Χρ. Τσούντας, Κυκλαδικά Ι, ΑΕ, 137-212. 2 Λ. Μαραγκού, Αμοργός Ι - Ἡ Μινώα: Ἡ πόλις, ὁ λιμὴν και η μείζων περιφέρεια, Αθήνα 2002.

  • 4

    και την τέχνη.

    Το νησί της Αμοργού

    Η Αμοργός είναι το ανατολικότερο νησί των Κυκλάδων. Βρίσκεσαι στο μέσον του

    Αιγαίου Πελάγους, σαν γέφυρα των νησιών του ανατολικού Αιγαίου με τα

    μικρασιατικά παράλια. Το όνομα «Αμοργός», επικράτησε από άλλα αρχαιότερα3

    όπως Παγκάλη, Ψυχία, Καρκησία. Στην αρχαιότητα, όπως και σήμερα, είχε τρεις4

    μεγάλες πόλεις: τη Μινώα, την Αρκεσίνη και την Αιγιάλη, της οποίας το όνομα λόγω

    της προφορικής παράδοσης έχει παραφθασθεί σε Γιάλη5.

    Η Μινώα βρίσκεται στο μέσον περίπου νησιού, στο όρος Μουντουλιά, επάνω από

    το λιμάνι των Καταπόλων, το οποίο είναι και το κεντρικό λιμάνι του νησιού. Η

    Αιγιάλη δεσπόζει στο ανατολικότερο άκρο του νησιού, σε φυσικά οχυρό βουνώδη

    λόφο, που ονομαζόταν Παλαιόκαστρον6 ή Παλαιόκαστρο, στην θέση Βίγλα. Η

    Αρκεσίνη τοποθετείται στο νοτιοδυτικό τμήμα, στη θέση Καστρί. Ο αρχαίος Λιμένας

    του νησιού βρίσκεται στην βόρεια ακτή της Αμοργού. Η αρχαιότερη κατοίκηση του

    νησιού με βάση τα οικοδομικά κατάλοιπα και τα κινητά ευρήματα υπολογίζεται στην

    5η χιλιετία και εκτείνεται έως και τους νεότερους χρόνους.

    Τα ευρήματα του 19ου αιώνα μας βοηθούν να κατανοήσουμε την σημασία της

    γεωγραφικής θέσης του νησιού κατά την περίοδο επικράτησης του Κυκλαδικού

    Πολιτισμού, η οποία οφείλεται στα λιμάνια και τους όρμους του, τα οποία ήταν 3 Η υποσημείωση έχει παρθεί από το σύγγραμμα της Λ. Μαραγκού, Αμοργός Ι - Ἡ Μινώα: Ἡ πόλις, ὁ λιμὴν και η μείζων περιφέρεια, Αθήνα 2002, 3 σημ. 2. Στέφανος Βυζάντιος. “Ἐκαλεῖτο δὲ Παγκάλη και Ψυχία″. Για το όνομα Καρκησία, βλ. A. Fick, Vorgiechiechische Ortsnamen (1905) 57-58, 120. 4 Ό.π. 3 σημ. 3. Στέφανος Βυζάντιος. Αμοργός : “…ἔχουσα πόλεις τρεῖς, Ἀρκεσίνην, Μινώαν, Αἰγιάλην″. 5 Λ. Μαραγκού, Αμοργός Ι - Ἡ Μινώα: Ἡ πόλις, ὁ λιμὴν και η μείζων περιφέρεια, Αθήνα 2002, 3, σημ. 6. 6 Η υποσημείωση έχει παρθεί από το σύγγραμμα της Λ. Μαραγκού, Αμοργός Ι - Ἡ Μινώα: Ἡ πόλις, ὁ λιμὴν και η μείζων περιφέρεια, Αθήνα 2002, 4 σημ. 9. Ross II, 1843, 50 και 52 (στο χάρτη αναφέρεται το όνομα Παλαιόκαστρον).

  • 5

    προστατευμένα από τους ανέμους και τους εισβολείς. Επίσης, η σπουδαιότητα του

    νησιού, το οποίο θεωρείται μεγάλο κυκλαδικό κέντρο, μαρτυρείται από την εύρεση

    Αμοργιανής προέλευσης αγαλματίδιων και ειδωλίων7. Το υλικό κατασκευής τους,

    που είναι το παριανό και ναξιακό μάρμαρο, μας προσφέρουν χρήσιμες πληροφορίες

    για τις εμπορικές και κοινωνικές σχέσεις των νησιών του Αιγαίου μεταξύ τους κατά

    την 3η χιλιετία. Τα λείψανα των μαρμάρινων και πήλινων ειδωλίων, που είναι

    ευρήματα επιφανειακών ερευνών εκτίθενται στην Αρχαιολογική Συλλογή Αμοργού.

    Το χρονικό των ανασκαφών

    Η πρώτη έρευνα που έλαβε χώρα στο νησί διεξήχθη το 1837 από τον Λουδοβίκο

    Ρος8, ο οποίος εντόπισε τα ερείπια των τριών αρχαίων πόλεων της Αμοργού και του

    αρχαίου Λιμένα, με τη βοήθεια επιγραφών, τοπικών διηγήσεων και των σωζόμενων

    αρχαιολογικών λειψάνων. Έπειτα, η έρευνα συνεχίστηκε από τη Γαλλική Σχολή

    Αθηνών το 1888, με επικεφαλής τον G. Deschamps9 που έφερε στο φως επιγραφές

    της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, καθώς και σπαράγματα αρχαϊκών

    γλυπτών. Από το 1888 έως το 1981, υπήρξε μεγάλη περίοδος εγκατάλειψης των

    ανεσκαμμένων χώρων με εξαίρεση τις ανασκαφικές έρευνες κυκλαδικών τάφων που

    πραγματοποιήθηκαν από το Χρ. Τσούντα, το 1894, σε όλη την περιφέρεια της

    Αμοργού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την σύληση πολλών αρχαιολογικών χώρων από

    αρχαιοκάπηλους και τη μεταφορά των αρχαίων ερειπίων σε αγροκατοικίες και χωριά

    του νησιού. Η κατάσταση αυτή περιγράφεται σε αναφορές του Αντ. Μηλιαράκη10 το

    1884. Από το 1972, η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Λ. Μαραγκού11

    ξεκινά την καταγραφή των αρχαίων καταλοίπων που είχαν προκύψει από

    7 Για ειδώλια αμοργιανής προέλευσης βλ. Λ. Μαραγκού. Κυκλαδικό ειδώλιο από τη Μινώα Αμοργού, ΑΕ, 159-169 και Λ. Μαραγκού. Φως Κυκλαδικόν: Τιμητικός τόμος στη μνήμη του Νίκου Ζαφειρόπουλου, Μαρμάρινο Κυκλαδικό αγαλμάτιο μουσικού από την Αμοργό, 20-29. 8 Η υποσημείωση έχει παρθεί από το σύγγραμμα της Λ. Μαραγκού, Αμοργός Ι - Ἡ Μινώα: Ἡ πόλις, ὁ λιμὴν και η μείζων περιφέρεια, Αθήνα 2002, 4 σημ. 8. Ross I, 1840, 149 κ.ε. Ross II, 1843, 39 κ.ε. 9 Για Deschamps και Γαλλική Σχολή Αθηνών βλ.http://odysseus.culture.gr/h/3/gh351.jsp?obj_id=2568 , στις 16/05/2017 ήταν προσβάσιμη. 10 Για Αντ. Μηλιαράκη βλ. Περιγραφικὰ ὑπομνήματα τῶν Κυκλάδων Νήσων. Ἀμοργός, Αθήνα 1884. 11 Για επιφανειακές έρευνες και συστηματικές ανασκαφές Λ. Μαραγκού στην Αμοργό, βλ. ΠΑΕ 1981-2001, Ἐκθέσεις γιὰ τὴν ἀνασκαφὴ τοῡ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων στὴν Ἀμοργό ( Λεῡκες - Ἀγ. Εἰρήνη), 1980-1982.

  • 6

    παλαιότερες έρευνες με σκοπό τη διάσωσή τους. Οι συστηματικές, ανασκαφικές και

    επιφανειακές έρευνες στην περιφέρεια της Μινώας άρχισαν το 1981 υπό την αιγίδα

    της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρίας. Από τα ευρήματα, τα οικιστικά και ταφικά

    λείψανα προέκυψε πληθώρα αρχαιολογικών θέσεων που μαρτυρούν κατοίκηση από

    τους προϊστορικούς χρόνους, όπως η 4η χιλιετία, στην Ύστερη Νεολιθική Περίοδο

    έως και τους νεότερους χρόνους, με την πόλη της αρχαίας Μινώας. Στις άλλες δύο

    αρχαίες πόλεις της Αμοργού, την Αρκεσίνη και την Αιγιάλη έχουν γίνει κατά καιρούς

    έρευνες και έχουν εντοπισθεί αρχαία λείψανα όμως απουσιάζει η συστηματική και

    οργανωμένη ανασκαφική δραστηριότητα.

    Οι οικισμοί της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού

    Τα οικιστικά λείψανα που έχουν ανασκαφεί σε διάφορες θέσεις, στο νησί της

    Αμοργού, παρουσιάζουν ομοιογένεια όσον αφορά την επιλογή του τόπου

    εγκατάστασης των πληθυσμών κατά την 3η χιλιετία αλλά και μεταγενέστερα.

    Σπαράγματα οικιστικών εγκαταστάσεων και κατάλοιπα οικισμών έχουν εντοπισθεί σε

    βραχώδη υψώματα, λοφίσκους και άγονες πλαγιές. Επομένως, απαραίτητα κριτήρια

    για την ανέγερση των οικισμών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού ήταν η περίοπτη

    θέα και η εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα, καθώς και η επιλογή φυσικά οχυρωμένων

    ακροπόλεων για οικιστική αλλά και ταφική χρήση12. Ένα επιπρόσθετο κριτήριο για

    την επιλογή μόνιμης εγκατάστασης ήταν η εύρεση μίας προνομιακής θέσης, η οποία

    εκτός της γειτνίασής της με τη θάλασσα για εμπορικές και αλιευτικές

    δραστηριότητες, θα έπρεπε να βρίσκεται σε μικρή απόσταση από εύφορη γη,

    κατάλληλη για γεωργικές και κτηνοτροφικές ασχολίες.

    Από την Πρωτοκυκλαδική Ι περίοδο δε σώζονται κτιριακά λείψανα λόγω των

    φθαρτών υλικών που χρησιμοποιούνταν για την ανέγερση κατοικιών και της

    συγκέντρωσης του πληθυσμού σε μικρές ομάδες που κατοικούσαν σε περιορισμένο

    αριθμό οικιών και όχι σε οργανωμένους οικισμούς. Το γεγονός αυτό είναι εμφανές

    και από την ύπαρξη συστάδων οικογενειακών τάφων αυτής της περιόδου13. Κατά την

    Πρωτοκυκλαδική ΙΙ οι οικίες ήταν ισόγειες και ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Οι 12 Λ. Μαραγκού, Αμοργός Ι - Ἡ Μινώα: Ἡ πόλις, ὁ λιμὴν και η μείζων περιφέρεια, Αθήνα 2002, 10. 13 Χρ. Ντούμας, Πρωτοκυκλαδικός Πολιτισμός. Συλλογή Ν. Π. Γουλανδρή, Αθήνα 2000, 21.

  • 7

    οικιστικές εγκαταστάσεις ήταν προσαρμοσμένες στη φυσική διαμόρφωση του

    εδάφους, συνήθως με κλίση προς τα κάτω και εμπεριείχαν ένα ή δύο δωμάτια στη

    σειρά. Ήταν κατά κανόνα λιθόκτιστες με τετράπλευρη κάτοψη και έχουν είτε

    ευθύγραμμους είτε καμπυλόγραμμους τοίχους. Ανάμεσα στους μικρούς σε μέγεθος

    και πλακοειδείς λίθους συχνά τοποθούνταν συνδετικό υλικό όπως η λάσπη ώστε να

    επιτευχθεί η σταθερότητα του κτιρίου. Κύριο υλικό κατασκευής των κατοικιών ήταν

    ο ασβεστόλιθος ή ο σχιστόλιθος ή και τα δύο. Η στέγη ήταν τις περισσότερες φορές

    επίπεδη και καλυμμένη με δοκάρια, κλαδιά, φύκια και χώμα ή επικλινής και

    σκεπασμένη από χόρτα ή καλαμιές. Σταδιακά η συγκέντρωση του οικισμού αρχίζει

    να οργανώνεται σε κόμες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη

    Πρωτοκυκλαδικών ΙΙ θέσεων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η οχύρωση

    γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι των Πρωτοκυκλαδικών οικισμών. Σπαράγματα

    τεχνητής οχύρωσης συναντούμε μόνο στις πλευρές των υψωμάτων που είναι

    προσπελάσιμες από την ενδοχώρα επειδή το οχυρωματικό τείχος απέβλεπε στην

    προστασία των οικισμών ή των καλλιεργήσιμων εδαφών από τους γείτονες και όχι

    από εξωτερικούς εχθρούς, οι οποίοι θα απειλούσαν την ασφάλεια του νησιού μέσω

    θαλάσσης. Παράκτιες εγκαταστάσεις έως και την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο δεν

    έχουν εντοπισθεί, εκτός των ταφών στις θέσεις Φοινικιές, Κατ’ Ακρωτήρι, Άγιος

    Παύλος. Στην θέση Φοινικιές βρέθηκαν όστρακα Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου,

    θραύσματα οψιανού και σχιστόπλακες ταφών στους χωραφότοιχους αλλά όχι

    κτιριακά κατάλοιπα. Στο Κατ’ Ακρωτήρι εντοπίστηκαν δύο τάφοι και λίγο πιο πάνω

    από αυτούς ρωγμή με ακέραια αγγεία στο εσωτερικό και λάκκος που περιείχε αγγεία,

    όστρεα, οστά ζώων και ανθρώπων. Σύμφωνα με το Χρ. Τσούντα14, οι συγκεκριμένοι

    χώροι ίσως αποτελούσαν περιοχές με μεμονωμένους τάφους και σκόρπιες

    αγροκατοικίες. Αγροκατοικίες και γεωργοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις πιο μόνιμου

    χαρακτήρα συναντάμε στον σημαντικό Πρωτοκυκλαδικό οικισμό των Δωκαθισμάτων

    και σε νέες θέσεις όπως τα Κορνοβίγλια, τα Μάλλια και ο Αμπελιώτης. Τα κινητά

    ευρήματα και η χρήση του αρχαίου οικοδομικού υλικού για την κατασκευή σταύλων

    και χωραφότοιχων αποδεικνύει την παλαιότητα και συνεχή χρήση του χώρου.

    Παρόμοιες εγκαταστάσεις σε θέσεις απομακρυσμένες από τους οικισμούς

    συντέλεσαν στον επανεντοπισμό παλαιών θέσεων όπως ο Κάπρος και το

    Ξυλοκερατίδι και στην αναγνώριση νέων όπως η Σωτήρα, τα Μακαρόνια, ο Φονιάς

    14 Χρ. Τσούντας, Κυκλαδικά Ι, ΑΕ, 10.

  • 8

    και το Νιό Χωριό15. Συνηθέστερα ευρήματα αυτών των θέσεων είναι τα

    Πρωτοκυκλαδικά όστρακα, οι οψιανοί, οι ταφόπλακες και τα λείψανα κτισμάτων.

    Μετά την ακμή της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου, στα πλαίσια της μόνιμης

    εγκατάστασης ξεκινά η σύσταση παραθαλάσσιων οικισμών λόγω του εμπορίου που

    ήταν σε άμεση εξάρτηση από τα λιμάνια και τους όρμους του νησιού. Οι

    περισσότεροι οικισμοί εγκαταλείφθηκαν οριστικά στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του

    Χαλκού ενώ λίγοι γνώρισαν διαχρονική χρήση αφού κατοικούνταν από την

    Πρωτοκυκλαδική περίοδο έως και τους νεότερους χρόνους με ενδιάμεσα διαστήματα

    προσωρινής εγκατάλειψης. Οι μοναδικές πρωτοκυκλαδικές εγκαταστάσεις που

    παραμένουν κατοικήσιμες κατά τους ιστορικούς χρόνους είναι οι πόλεις της Μινώας,

    της Αρκεσίνης και της Αιγιάλης. Η ακριβής μορφή των οικισμών, η διαμόρφωση του

    οικιστικού χώρου και η έκτασή τους αποτελούν άγνωστες πληροφορίες εξαιτίας της

    έλλειψης συστηματικής έρευνας.

    Επιφανειακά κτιριακά λείψανα φυσικά οχυρωμένων ακροπόλεων και κινητά

    ευρήματα έχουν εντοπισθεί στις αρχαίες πόλεις της Αμοργού αλλά και στην ευρύτερη

    περιφέρειά τους. Στην περιοχή της Αιγιάλης υπάρχουν οι θέσεις Βίγλα, Μπιούνας,

    Γραμπάλα, Άγιος Γεώργιος και η οχυρωμένη ακρόπολη της 3ης χιλιετίας Βουνί στη

    θέση «Πύργοι της Γιαννούλας». Στην περιφέρεια της Μινώας δεσπόζουν οι θέσεις

    Άγιοι Ανάργυροι και «Μάντρες του Ρούσσου». Στην τελευταία θέση είναι

    αναγνωρίσιμες οι ρωγμές στο φυσικό βράχο που αναφέρει ο Χρ. Τσούντας16. Από τη

    συγκεκριμένη τοποθεσία ήρθαν στο φως πολυάριθμα κινητά ευρήματα όπως πλήθος

    οστράκων προερχόμενων από μικρά και μεγάλα χρηστικά αγγεία της

    Πρωτοκυκλαδικής Ι και ΙΙ περιόδου και επιφανειακά, αναγνωρίσιμα κτιριακά

    λείψανα. Τα όστρακα ήταν όμοια τυπολογικά με αυτά που εντοπίστηκαν από το Χρ.

    Τσούντα το 1894 και μερικά από αυτά ίσως ανήκουν μαζί με άλλα θραύσματα

    αντικειμένων που εντοπίστηκαν στην περιοχή17. Στην Αρκεσίνη υπάρχει η θέση

    Κάστελλας και ξεχωρίζει αυτή της Μαρκιανής18 ή των Μαρκιανάδων. Η τελευταία

    θέση αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό Πρωτοκυκλαδικό οικισμό λόγω της φυσικής αλλά 15 Λ. Μαραγκού, Κυκλαδικό ειδώλιο από την Μινώα Αμοργού, ΑΕ, 174-175. 16 Χρ. Τσούντας, Κυκλαδικά Ι, ΑΕ, 166-168. 17 Λ. Μαραγκού, Κυκλαδικό ειδώλιο από την Μινώα Αμοργού, ΑΕ, 171-172. 18 Λ. Μαραγκού, Φηγός: Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη. Νέες μαρτυρίες για τον Κυκλαδικό Πολιτισμό στην Αμοργό, Ιωάννινα 1994, 470-472 και βλ. http://aegiali.gr/%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%AE-%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%8D/ , στις 16/05/2017 ήταν προσβάσιμη.

  • 9

    και τεχνητής οχύρωσής του. Βρίσκεται στη νότια ακτή του νησιού, σε λόφο ύψους

    265 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Ανακαλύφθηκε από την Λ. Μαραγκού

    το 1985 κατά τη διάρκεια συστηματικής αναζήτησης και καταγραφής των αρχαίων

    θέσεων του νησιού. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1987 και ολοκληρώθηκαν το 1990.

    Η ανακάλυψη του οικισμού έδωσε το έναυσμα για την διαπανεπιστημιακή

    συνεργασία των Πανεπιστημίων Ιωαννίνων, Αθηνών και Cambridge. Η πρώτη

    κατοίκηση του χώρου ανάγεται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και εκτείνεται έως

    την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο. Η Πρωτοκυκλαδική κατοίκηση διακρίνεται σε

    πέντε φάσεις. Οι φάσεις αυτές είναι σύγχρονες με άλλες πολιτισμικές φάσεις του

    ευρύτερου αιγαιακού χώρου. Η φάση Ι είναι σύγχρονη με την πολιτισμική ομάδα

    Γρόττας-Πηλού και χρονολογείται από το 3200 έως το 3000 π.Χ. (Πρωτοκυκλαδική

    Ι). Κατά τη διάρκεια, αυτής της φάσης δημιουργήθηκε το οχυρωματικό τείχος στη

    βόρεια πλευρά του οικισμού, του οποίου τα θεμέλια ξεκινούν από το φυσικό βράχο.

    Η φάση ΙΙ, η οποία συμπίπτει στη χρονολογία, με την «Ομάδα Κάμπου», διήρκησε από το 3000 έως το 2800 π.Χ. (Πρωτοκυκλαδική Ι/ΙΙ). Κατά την περίοδο αυτή οι

    οικίες ήταν σκόρπια κτισμένες στα ανδηρά του λόφου, πάνω στο επικλινές έδαφος

    σύμφωνα με καμπυλόγραμμη ή ευθύγραμμη κάτοψη. Ήταν ισόγειες και είχαν δύο ή

    τρία δωμάτια. Δε διαθέτουμε στοιχεία αναφορικά με τη στέγη. Υπάρχουν όμως

    μαρτυρίες για μέτρα που είχαν ληφθεί με σκοπό την προστασία των κτιρίων από τη

    διάβρωση λόγω της απότομης κλίσης του εδάφους. Για το λόγο αυτό κτίστηκαν

    μικροί αγωγοί κατά μήκους των εξωτερικών τοίχων για να διοχετεύεται εκεί το νερό

    της βροχής εκτός του οικισμού. Στη συνέχεια, η φάση ΙΙΙ ανάγεται χρονολογικά από

    το 2800 έως το 2450 π.Χ. Σε αυτή την χρονολογική περίοδο τοποθετείται και ο

    προμαχώνας του προγενέστερου οχυρωματικού τείχους. Η τελευταία φάση IV, των

    χρόνων 2450 έως 2200 π.Χ. παρουσιάζει ομοιότητες με την «Ομάδα Καστριού»

    (Πρωτοκυκλαδική ΙΙ/ΙΙΙ). Κατά τις δύο πρώτες φάσεις ο οικισμός περιορίζεται στην

    κορυφή του λόφου ενώ τις δύο τελευταίες, η έκτασή του σημειώνει μεγάλη αύξηση.

    Τα λείψανα των οικιών και των τειχών με τους ημικυκλικούς προμαχώνες, από τους

    οποίους ξεχωρίζουν ο Βόρειος και Βορειοδυτικός, μας πληροφορούν για την τεχνητή

    οχύρωση οικισμών κατά την 3η χιλιετία.

    Στοιχεία που μαρτυρούν την κατοίκηση του χώρου στη Μαρκιανή αλλά και άλλες

    θέσεις της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου, εκτός από τα σπαράγματα των οικιστικών

  • 10

    εγκαταστάσεων, είναι και τα κινητά επιφανειακά ευρήματα. Στη Μαρκιανή βρέθηκε

    κεραμική, η οποία αντιστοιχεί στις τέσσερεις φάσεις που συμπίπτουν με τις περιόδους

    οικιστικής χρήσης του χώρου, και παρουσιάζει πληθώρα σχημάτων. Κατά τη

    διάρκεια της φάσης III, εισάγονται νέα σχήματα αγγείων και σκευών, καθώς και

    εγχάρακτα διακοσμητικά στοιχεία στη διακόσμηση. Αναφορικά με τα άλλα ευρήματα

    του χώρου, εργαλεία από οψιανό, λίθινα αντικείμενα, διάφορα αποτυπώματα βάσεων

    και σωμάτων αγγείων, σφονδύλια, διάτρητα όστρακα, αντικείμενο παραπλήσιο με

    ομοίωμα πλοίου της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού19 και διάφορα μεταλλικά

    αντικείμενα έχουν έρθει στο φως από τις έρευνες που έχουν διεξαχθεί στην περιοχή.

    Μερικές από τις κυκλαδικές θέσεις που ανακαλύφθηκαν από τη Λ. Μαραγκού στην

    περιοχή της Μινώας ήταν οι Λεύκες, η Αγία Θέκλη, η Απάνω Βρύση, η Αγία

    Ειρήνη, ο Άγιος Μάμμας και η Αγία Βαρβάρα, στις περισσότερες από τις οποίες

    βρέθηκαν Πρωτοκυκλαδικά όστρακα και οψιανοί και πιο πρόσφατα η θέση στο

    εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία Καταπόλων. Στην Αρκεσίνη εντοπίσθηκαν οι

    οικιστικές θέσεις Άγιος Ιωάννης, Άγιος Κωνσταντίνος και ο Καρλάς. Επίσης, θέσεις

    μόνιμης εγκατάστασης που χρονολογούνται κατά την 3η χιλιετία ήρθαν στο φως και

    στα όρια Αιγιάλης – Χώρας, στις περιοχές της Θεοσκέσπαστης, του Ασφοντηλίτη και

    της Νικουριάς. Στο νησί της Αμοργού, κάποιο νεότερο οικιστικό δείγμα σε μία

    απόμερη και βουνώδη περιοχή, όπως για παράδειγμα ένα εκκλησάκι, πιθανότατα

    σημαίνει αρχαία θέση και μπορεί να επιβεβαιωθεί από τα κτιριακά λείψανα, την

    ύπαρξη κεραμικής και τάφων.

    Το 1992 έπειτα από περισυλλογή Πρωτοκυκλαδικών οστράκων στο νοτιοδυτικό

    τμήμα του νησιού και πιο συγκεκριμένα στη θέση Κάστελλας ή Καστέλλια, νότια του

    Χωριού στην Αρκεσίνη βρέθηκε αρχαία οχυρωμένη θέση. Η θέση βρίσκεται σε

    υψηλό, βουνώδη λόφο, 270 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας και δεσπόζει

    στην πεδιάδα της Άνω Μεριάς. Έχει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, λόγω του ύψους της

    αλλά και της στρατηγικής της θέσης αφού ελέγχει την βόρεια και νότια ακτή.

    Επομένως, η συγκεκριμένη θέση ήταν μια πρωτοκυκλαδική φυσικά και τεχνητά

    οχυρωμένη ακρόπολη. Στην ακρόπολη είχε αναπτυχθεί οικισμός κατά την 3η χιλιετία,

    του οποίου οι οικίες είχαν νότιο προσανατολισμό και βρίσκονταν στην ανώμαλη, 19 http://aegiali.gr/%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%BA%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%AE-%CE%B1%CE%BC%CE%BF%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%8D/ , στις 16/05/2017 ήταν προσβάσιμη.

  • 11

    άγονη πλευρά του λόφου που ήταν προστατευμένη από τους βόρειους ανέμους.

    Σήμερα, τα σπαράγματα των αρχαίων οικιών που συχνά σώζονται έως 1,76 μέτρα.

    ύψος, βρίσκονται ανάμεσα σε κατεστραμμένους τοίχους και λιθοσωρούς. Οι πιο

    σύγχρονοι χωραφότοιχοι, οι θεμέλιοι λίθοι των στάβλων και του ενός πιο σύγχρονου

    οικιστικού κτίσματος της περιοχής έχουν δημιουργηθεί με τα κτιριακά λείψανα της

    Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Τα ευρήματα του οικισμού είναι όστρακα χρηστικών

    σκευών και αγγείων, τριπτήρες, λίθινα εργαλεία και οψιανοί. Η επικρατέστρερη

    χρονολόγηση εγκατάλειψής του είναι κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙ-ΙΙΙ περίοδο. Η

    άποψη αυτή οφείλεται στη διατήρηση των κτιριακών λειψάνων και των οστράκων, τα

    οποία έχουν σχετικά μεγάλο μέγεθος και μερικές φορές φέρουν έντυπο πλέγμα ή

    φύλλο στη βάση. Στην περιφέρεια της ανεξερεύνητης μέχρι πρόσφατα Αιγιάλης έχουν εντοπισθεί κατά

    τη διάρκεια επιφανειακών ερευνών από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και το CNRS,

    οψιανοί και πρωτοκυκλαδικά όστρακα, στη φυσικά και τεχνητά οχυρωμένη πόλη της

    Βίγλας. Επίσης, έχουν βρεθεί και δύο φυσικά οχυρωμένες ακροπόλεις, στο

    βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, στις θέσεις Μπίουνας20 και Γραμπάλας21. Στην

    πρώτη θέση, η οποία βρίσκεται στην περιοχή βραχώδη βοσκότοπου, έχουν γίνει

    ορατά κτιριακά λείψανα που βρίσκονται στην κορυφή και τα άνδηρα πλαγιάς που

    ανήκει σε ψηλό βουνό. Τα σπαράγματα των οικιών φαίνεται πως ήταν κατά ένα

    μέρος λαξευμένα στον ασβεστόλιθο ενώ στο υπόλοιπο ήταν κτισμένα από λίθους.

    Στην περιοχή εντοπίστηκαν θαλασσινά όστρεα, οστά αιγοειδών, οψιανοί και όστρακα

    αγγείων. Η δεύτερη θέση βρίσκεται στον όρμο, σε άγονο και βραχώδη λόφο που

    δεσπόζει πάνω από την κοιλάδα. Και η συγκεκριμένη περιοχή αποτελεί πλέον

    βοσκότοπο. Η πρώτη επίσκεψη στο χώρο έγινε από τη Λ. Μαραγκού το 1984 όπου

    ήρθαν στο φως πολυάριθμα θραύσματα οψιανού, βότσαλα, όστρακα αγγείων,

    χαρακτηριστικές λαβές Πρωτοκυκλαδικών αγγείων και τμήματα λίθινων εργαλείων.

    Το 1992, η ίδια εντόπισε στους πρόποδες του λόφου και στην κοιλάδα του όρμου,

    στα μπάζα από διάνοιξη βόθρου, πλήθος οστράκων, οψιανών και άλλων

    20 Λ. Μαραγκού, Φηγός: Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη. Νέες μαρτυρίες για τον Κυκλαδικό πολιτισμό στην Αμοργό, Ιωάννινα 1994, 472-473. 21 Ό.π. 472-474.

  • 12

    αντικειμένων που ήταν σύγχρονα με τα ευρήματα της ακρόπολης της Γραμπάλας22.

    Συμπερασματικά, έχοντας αναφέρει όλες τις παραπάνω θέσεις, αξίζει να γίνει

    αναφορά και στη νεότερη ανακάλυψη οικιστικής θέσης που ανήκει στην Πρώιμη

    Εποχή του Χαλκού στο νησί της Αμοργού. Πρόκειται για τη θέση Άγιος Παύλος που

    εντοπίστηκε το 1990 στην ευρύτερη περιοχή της Αιγιάλης.

    Τα νεκροταφεία της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού

    Η πρώτη ανασκαφική έρευνα προϊστορικών νεκροταφείων στην Αμοργό

    πραγματοποιήθηκε το 1894 από τον Χρ. Τσούντα. Τα αποτελέσματα των ανασκαφών

    δημοσιεύτηκαν το 1898, στο ετήσιο τεύχος της Αρχαιολογικής Εφημερίδας. O Χρ.

    Τσούντας εντόπισε στο νησί ένδεκα ταφικές θέσεις23 που χρονολογούνται στην

    Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και είχαν νωρίτερα σημειωθεί από το Γερμανό ιστορικό

    Dümmler. Τα Πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία βρέθηκαν στις θέσεις Αγία Παρασκευή,

    Αρκεσίνη, Φοινικιές, Δωδεκαθίσματα, Νοτινά, Κόκκινα Χώματα, Ξυλοκερατίδι,

    Κάπρος, Βουνί, Κάψαλα και Άγιος Γεώργιος. Εκτός όμως αυτών, έχουν ανασκαφεί

    και μεμονωμένοι τάφοι σε άλλες περιοχές του νησιού.

    Κατά την Πρωτοκυκλαδική Ι περίοδο οι τάφοι είναι κιβωτιόσχημοι. Οι πλευρές και

    το δάπεδό τους ήταν επενδυμένο με πλάκες. Το νεκρό συνόδευαν τα προσωπικά του

    αντικείμενα και όχι εργαλεία και σκεύη που ανήκαν στην κοινότητα. Τα παιδιά

    συνήθως παρέμεναν ακτέριστα. Στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ τα νεκροταφεία γίνονται

    μεγαλύτερα και καθιερώνονται οι διαδοχικές ταφές. Για το λόγο αυτό οι τάφοι

    κλείνουν με ξερολιθιά ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για νέους

    ενταφιασμούς. Οι τάφοι αυτής της περιόδου εμφανίζουν διαφορές όσον αφορά την

    ποιότητα της κατασκευής τους. Άλλοι είναι μεγαλύτερων διαστάσεων και πιο

    ποιοτικά κατασκευασμένοι και άλλοι μικρότεροι και πιο ευτελούς κατασκευής. Ως

    κτερίσματα των νεκρών καθιερώνονται τα προσωπικά αντικείμενα των θανόντων.

    Τέλος, αναφορικά με την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περιόδο δε διαθέτουμε πολλές

    πληροφορίες και πολλές γνωστές θέσεις νεκροταφείων εξαιτίας της σύλησης πολλών

    22 Λ. Μαραγκού, Φηγός: Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη. Νέες μαρτυρίες για τον Κυκλαδικό Πολιτισμό στην Αμοργό, Ιωάννινα 1994, 473-474. 23 Χρ. Τσούντας, Κυκλαδικά Ι, ΑΕ, 138.

  • 13

    ταφών από λαθρανασκαφείς. Οι τάφοι πιθανόν να ήταν θάλαμοι λαξευμένοι σε

    πλαγιές λόφων και προορισμένοι για διαδοχικές ταφές.

    Στην Αμοργό σπανίζουν τα νεκροταφεία που συγκεντρώνουν περισσότερους από

    δέκα τάφους, με εξαίρεση τα νεκροταφεία του Κάπρου, των Δωδεκαθισμάτων και

    των Καψάλων. Αντίθετα οι μεμονωμένοι τάφοι και οι μικρές σε αριθμό συστάδες

    τριών ή τεσσάρων τάφων σε διάφορες θέσεις του νησιού αποτελούν συχνό

    φαινόμενο. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών των τάφων αποτελεί το γεγονός ότι είναι

    σκαμμένοι σε μικρό βάθος από την επιφάνεια της γης. Για αυτό το λόγο έχουν φθαρεί

    είτε λόγω της αγροτικής δραστηριότητας είτε έχουν αποκαλυφθεί τα καλύμματά τους

    από τα ύδατα της βροχής, τα οποία παρασύρουν τα χώματα, που κρατούν τους

    τάφους κρυμμένους κάτω από το έδαφος.

    Αναφορικά με τα είδη των ταφών, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τους απλούς και

    τους διπλούς24. Οι απλοί τάφοι που αποκαλύφθηκαν από τον Χρ. Τσούντα ήταν

    τετράπλευροι που είτε είχαν σχήμα τραπεζίου είτε τριγωνικό είτε είχαν μία ή δύο

    ορθές γωνίες και οι υπόλοιπες ήταν άνισες. Οι τάφοι με καθαυτό ορθογώνιο σχήμα

    σπανίζουν στην 3η χιλιετία. Συνήθως, αποτελούνται από τέσσερις όρθιες πλάκες. Πιο

    σπάνια, μία από τις πλευρές και πιο συγκεκριμένα αυτή που βρίσκεται απέναντι από

    τη μεγαλύτερη είναι κτισμένη από λίθους. Επιπρόσθετα, πλάκες χρησιμοποιούνται

    και ως καλύμματα των ταφών. Πάνω από αυτά τοποθετούνται μικρότερου μεγέθους

    πλάκες και λίθοι. Το δάπεδο τους αποτελείται από μία ή περισσότερες πλάκες, δεν

    καλύπτεται όμως εξ’ ολοκλήρου αφού εκεί κείτονταν ο νεκρός. Όσον αφορά τις

    διαστάσεις του τάφου εμφανίζουν μία σχετική ποικιλία στο μήκος, το πλάτος και το

    βάθος. Το μήκος των απλών, κυκλαδικών ταφών εκτείνεται από το 1 μέτρο έως και

    το 1,20 μέτρα. Οι τάφοι με μήκος μικρότερο των 0,80 μέτρων δηλώνουν την ταφή

    νεότερων ατόμων. Το πλάτος κυμαίνεται μεταξύ 1-0,30 μέτρων, χωρίς αυτός ο

    αριθμός να είναι απόλυτος επειδή υπήρχαν πλατύτεροι και στενότεροι τάφοι. Το

    βάθος ξεκινά από 0,13 μέτρα και φθάνει έως και 0,75 μέτρα. Συμπεραίνοντας λοιπόν,

    οι απλοί τάφοι χρησιμοποιούνται κυρίως για την ταφή ενός νεκρού προσώπου.

    Εξαίρεση αποτελούν μονοί τάφοι που φυλάσσουν τα λείψανα δύο έως πέντε

    24 Χρ. Τσούντας, Κυκλαδικά Ι, ΑΕ, 141-145.

  • 14

    ατόμων25.

    Από την άλλη πλευρά, οι διπλοί τάφοι ήταν οικογενειακοί επειδή στο εσωτερικό τους

    θάπτονταν περισσότεροι από έναν νεκρούς. Οι τάφοι αυτοί, είχαν παρόμοια

    μορφολογία με τους απλούς, με κύρια διαφορά την πλάκα που τοποθετούνταν ως

    πυθμένας του ανώτερου τάφου και κάλυμμα του κατώτερου26. Αυτό, ήταν

    αποτέλεσμα της συνεχούς και βαθμιδωτής διάταξης των ταφών. Οι κύριες διαστάσεις

    των διπλών τάφων, το μήκος, το πλάτος και το βάθος, είναι όμοιες ή μικρότερες των

    απλών. Επίσης, τα κυρίαρχα σχήματα είναι το ορθογώνιο και κυρίως το τραπέζιο.

    Ένα στοιχείο που άλλοτε υπάρχει και άλλοτε λείπει από τους διπλούς

    Πρωτοκυκλαδικούς τάφους, είναι ο σκαμμένος στο βράχο λάκκος, κάτω από τους

    τάφους, στον οποίο και εναπόθεταν λείψανα νεκρών δηλαδή χρησιμοποιούνταν ως

    οστεοφυλάκιο. Οι πλευρές των τάφων είναι όρθιες πλάκες, εκτός από τη μπροστινή, η

    οποία στους μη ορθογώνιους τάφους είναι η μικρότερη και κτισμένη από λίθους είτε

    εξ’ ολοκλήρου είτε έως ένα σημείο. Το κατώτερο μέρος αυτής έως τον πυθμένα του

    ανώτερου τάφου αποτελείται από πλάκα και το μεγαλύτερο μέρος της είναι εξίσου

    κτισμένο. Οι υπόλοιπες τρεις πλάκες αποτελούν και τις υπόλοιπες τρεις πλευρές του

    τάφου. Μία ακόμη προσθήκη πλάκας στο δάπεδο είχε τη χρησιμότητα προσκέφαλου

    για την κεφαλή του θανόντος. Το βάθος των ταφών πλησιάζει συνήθως το 1 μέτρο.

    Αυτό δείχνει ότι από την αρχή οι τάφοι αυτοί πραγματοποιήθηκαν για πολλαπλή

    ταφή. Οι διπλοί τάφοι, αρχικά κτίζονταν ως απλοί τάφοι με μεγαλύτερο όμως βάθος

    από το συνηθισμένο. Με το πέρασμα του χρόνου, η ανάγκη για ταφή περισσότερων

    ατόμων σε ένα τάφο, τους οδηγούσε στην εξής διαδικασία: τα παλαιά οστά

    παραμερίζονταν, εκτός του κρανίου που παρέμενε στην αρχική του θέση, και εκεί που

    παλαιότερα βρίσκονταν δημιουργούνταν στις πλάγιες πλευρές του τάφου δύο

    τοιχώματα. Πάνω σε αυτά τοποθετούνταν η διαχωριστική πλάκα που όριζε το τέλος

    του ενός τάφου και την αρχή του άλλου.

    Εκτός των συνηθισμένων κατηγοριών ταφών, στην Αμοργό ανασκάφηκαν δύο τάφοι

    κυκλικού σχήματος στον Κάπρο και τις Φοινικιές. Ο πρώτος ήταν σκεπασμένος με

    λίθους και διάφορα τμήματα πλακών. Το σχήμα του τάφου, δεν ήταν με βεβαιότητα

    25 Χρ. Τσούντας, Κυκλαδικά Ι, ΑΕ, 143-144. 26 Ό.π. 145.

  • 15

    το αρχικό, καθώς ο τάφος έχει φθαρεί27. Ο δεύτερος είναι φανερό πως είχε εξαρχής

    κυκλική διάταξη. Επίσης, είχε διάμετρο περίπου ενός μέτρου και καλύπτονταν από

    πλάκες. Περιμετρικά από τον τάφο και στην επιφάνεια του εδάφους υπήρχαν όρθιες,

    μικρές πλάκες. Τέλος, στη θέση Δωκάθισμα ανακαλύφθηκε τάφος που έχει υποστεί

    φθορές και είναι κτισμένος με μικρούς λίθους. Το σχήμα του είναι αμφιλεγόμενο, αν

    και επικρατεί η άποψη ότι ήταν τετράπλευρος.

    Στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού ο τρόπος ταφής των νεκρών είναι ο απλός

    ενταφιασμός, ενώ η καύση απουσιάζει. Όσον αφορά την στάση των νεκρών28, τα

    ταφικά λείψανα δεν μας επιτρέπουν την εξαγωγή βέβαιων συμπερασμάτων. Εξαιτίας

    του μικρού μεγέθους των ταφών αποκλείεται το ενδεχόμενο τοποθέτησης των νεκρών

    σε κατάκλιση. Οι νεκροί πιθανότατα βρίσκονταν ξαπλωμένοι στα πλάγια από τη

    δεξιά πλευρά με συνεσταλμένα τα πόδια και τα χέρια τους. Όταν ο νεκρός ήταν

    αναπτυγμένος κάλυπτε περίπου χώρο 1 μέτρου. Εάν ο τάφος ήταν μεγαλύτερος, ο

    νεκρός μπορούσε να τοποθετηθεί σε κατάκλιση με ευκολία. Αντίθετα, όταν ο τάφος

    ήταν μικρότερος του 1 μέτρου και πάλι ο νεκρός μπορούσε να τοποθετηθεί εκτάδην

    σε αυτόν. Η διαδικασία αυτή ήταν πιο περίπλοκη, καθώς προϋπέθετε μια προεργασία.

    Το σώμα του νεκρού τοποθετούνταν με κάμψη στα σκέλη του, αμέσως μετά το

    θάνατο. Έτσι, το σώμα ψύχονταν και έπαιρνε μόνιμα αυτή τη στάση. Μάλιστα, εντός

    αρκετών ταφών βρέθηκαν λίθοι που ενισχύουν την υπόθεση της πίεσης των λειψάνων

    των νεκρών με ποικίλους τρόπους. Επομένως, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι

    κύριες στάσεις των νεκρών ήταν η εκτεταμένη ή τέλεια στάση και η συνεσταλμένη

    στάση. Η στάση των νεκρών εξηγείται και από το τραπεζοειδές σχήμα των τάφων.

    Αναφορικά με τη διεύθυνση του νεκρού29, δεν είναι όμοια και ενιαία για όλους τους

    τάφους ούτε και ακολουθεί κάποιο τυπικό ή έθιμο, καθώς συναντούμε νεκρούς με

    εντελώς διαφορετική κατεύθυνση της κεφαλής τους. Οι τάφοι στην Πρώιμη Εποχή

    του Χαλκού κατασκευάζονταν με βάση την κλίση του εδάφους, το οποίο δεν ήταν

    επίπεδο. Ο τάφος είχε την μεγαλύτερη από τις πλευρές προς την ανωφέρεια και την

    απέναντι αυτής προς την κατωφέρεια. Στα νότια της Αμοργού, το έδαφος

    παρουσιάζει κλίση προς το νότο. Έτσι, ο νεκρός που είναι τοποθετημένος σε πλάγια

    27 Χρ. Τσούντας, Κυκλαδικά Ι, ΑΕ, 145. 28 Ό.π. 146-148. 29 Ό.π. 148-149.

  • 16

    στάση προς τα δεξιά, έχει την κεφαλή του στην δύση και τα πόδια του στην ανατολή.

    Η κατεύθυνση όμως αυτή διαφέρει από το ένα νεκροταφείο στο άλλο. Για

    παράδειγμα, στο νεκροταφείο των Καψάλων το έδαφος έχει κλίση προς την ανατολή.

    Μία γενικότερη παρατήρηση αναφορικά με τα νησιά είναι το γεγονός ότι τις

    περισσότερες φορές το έδαφος έχει κλίση προς τη θάλασσα. Για το λόγο αυτό και η

    κεφαλή των νεκρών συνήθως είναι στραμμένη προς αυτήν30.

    Μετά την εναπόθεση του νεκρού, κτιζόταν η μπροστινή πλευρά του τάφου. Πάνω

    τοποθετούνταν λίθοι και άλλες πλάκες. Πριν ο τάφος σφραγιστεί με την πλάκα

    έριχναν στο νεκρό χώμα για να αποφύγουν την καθίζηση του εδάφους από τα ύδατα

    της βροχής. Αμφισβητείται η ύπαρξη επιτύμβιων στηλών, υπήρχαν όμως, σε κάποιες

    περιπτώσεις, πλάκες πάνω από τάφους. Τα συνηθέστερα κτερίσματα ήταν πήλινα

    αγγεία, λεπίδες οψιανού, μαρμάρινα σκεύη και ειδώλια, χάλκινα όπλα. Όταν τα

    κτερίσματα ενός τάφου περιορίζονταν σε ένα πήλινο ή μαρμάρινο αγγείο, αυτό

    βρίσκονταν δίπλα από την κεφαλή του νεκρού. Σε περιπτώσεις πολυάριθμων

    κτερισμάτων, αυτά τοποθετούνταν δίπλα από την κεφαλή και σε άλλα μέρη του

    τάφου. Σύμφωνα με το Dümmler, σε τάφο της Αμοργού βρέθηκε κρανίο στα

    αριστερά του τάφου31, τα οστά των ποδιών στα δεξιά και στο κέντρο της αριστερής

    πλευράς κτερίσματα. Ο συγκεκριμένος τάφος μας προσφέρει πληθώρα πληροφοριών

    για την στάση των νεκρών και την προσφορά κτερισμάτων κατά την

    Πρωτοκυκλαδική περίοδο.

    Στη δημοσίευση του 1898, o Χρ. Τσούντας αναφέρει τους σημαντικότερους τάφους

    της Αμοργού. Αυτοί βρίσκονται στα νεκροταφεία των Καψάλων, του Σταυρού, των

    Δωδεκαθισμάτων και του Κάπρου. Σχετικά με το νεκροταφείο Καψάλων γίνεται

    αναφορά στους τάφους 5, 9, 10 και 11. Στον τάφο 5, ο οποίος διέθετε πλάκα που

    κάλυπτε με την πίσω πλευρά της το μισό τμήμα του πυθμένα, εσωτερικά υπήρχαν

    ελάχιστα σπαράγματα οστών και στο μέρος που ήταν ακάλυπτο, μαρμάρινο

    γυναικείο ειδώλιο θρυμματισμένο σε τρία κομμάτια. Στον τάφο 9 δεν

    ανακαλύφθηκαν οστά αλλά κτερίσματα σε όλη την περίμετρο του τάφου όπως πήλινα

    αγγεία, χάλκινη λαβίδα, τμήματα λεπίδων οψιανού και κόγχες. Ο τάφος 10 διαφέρει

    από τους προηγούμενους όσον αφορά το μεγάλο πλάτος του. Καλυπτόταν από 30 Χρ. Τσούντας, Κυκλαδικά Ι, ΑΕ, 149. 31 Ό.π. 151 σημ. 3.

  • 17

    μεγάλη πλάκα και θεωρείται ότι περιείχε περισσότερους από έναν νεκρούς. Κάτω από

    το κάλυμμα του βρέθηκαν οστά πάνω σε στρώση από θαλάσσια χαλίκια και αμέσως

    μετά από αυτό το στρώμα υπήρχαν συσσωρευμένα οστά προς το μέσο της πίσω

    πλευράς. Τα κτερίσματα του τάφου ήταν λεπίδα από χάλκινο εγχειρίδιο ή μαχαίρι,

    πήλινο ποτήρι με ίχνη κεραμικού τροχού, μικρά τεμάχια πήλινων αγγείων σε όλη την

    διάμετρο του τάφου. Στον τάφο 11 που είχε πυθμένα στρωμένο κατά το μεγαλύτερο

    μέρος του, δε βρέθηκαν οστά. Ανασκάφηκαν όμως στο άστρωτο μέρος του πυθμένα

    προς την αριστερή πλευρά, λεπίδες οψιανού. Σε δύο μέρη του νεκροταφείου υπήρχαν

    δύο πλάκες από σχιστόλιθο, από τις οποίες η μία στεκόταν όρθια βασιζόμενη στις

    μακριές πλευρές της άλλης. Εκεί ανακαλύφθηκαν και πήλινα κομμάτια που πιθανόν

    προέρχονταν από μεγαλόσωμα, εγχάρακτα αγγεία με λαβές. Πιθανολογείται πως αυτά

    τα αγγεία ήταν τάφοι μικρών παιδιών και οι πλάκες αποτελούσαν τα σήματά τους.

    Στη θέση Σταυρός, ο σημαντικότερος τάφος είναι με τον αριθμό 12, ο οποίος έχει

    ορθογώνιο σχήμα. Μία από τις πλευρές είναι κατεστραμμένη και μέρος του πυθμένα

    είναι καλυμμένο με δύο πλάκες. Στην πίσω πλευρά υπήρχαν οστά που είχαν υποστεί

    φθορά και αριστερά ανακαλύφθηκαν χάλκινη λόγχη και εγχειρίδιο, καθώς και πήλινα

    αγγεία. Όσον αφορά το νεκροταφείο των Δωδεκαθισμάτων, ο Χρ. Τσούντας εστιάζει

    στους τάφους 13 και 14. Στον πρώτο τάφο ανασκάφηκε κεφαλή ειδωλίου. Σε

    ψηλότερο επίπεδο βρέθηκαν λείψανα κεραμικής και ανάμεσά τους δύο ποτήρια με

    έντυπο πλέγμα στον πυθμένα τους. Δίπλα στον τάφο υπήρχαν μαρμάρινο ειδώλιο

    σπασμένο σε πολλά κομμάτια και ο κορμός ενός δεύτερου αγαλματιδίου, τα οποία

    πιθανόν προέρχονταν από τάφο που είχε καταστραφεί.

    Πλησίον της περιοχής που είχε ερευνηθεί πριν τον Χρ. Τσούντα, υπήρχε

    τετράπλευρος τάφος που είχε ήδη ανασκαφεί. Ήταν κατασκευασμένος με τέσσερις

    πλάκες και καλυπτόταν από μία πέμπτη. Στο εσωτερικό δεν βρέθηκαν οστά παρά

    μόνο το κρανίο και τα αντικείμενα που συνόδευαν τον νεκρό. Αυτά ήταν διάδημα,

    περόνη και αγγείο από άργυρο, χάλκινα ψέλια, μαρμάρινο ειδώλιο και αγγείο.

    Επίσης, υπήρχε και αγγείο από πηλό με έντυπο φύλλο στον πυθμένα του. Ο δεύτερος

    τάφος, με τον αριθμό 14 ήταν τετράπλευρος και βρισκόταν κάτω από βράχο. Από

    αυτόν προέρχονται τμήμα αργυρού αγγείου, χάλκινη λόγχη και εγχειρίδιο, δύο

    γυναικεία μαρμάρινα ειδώλια, πήλινα και μαρμάρινα αγγεία. Τέλος, για το

    νεκροταφείο του Κάπρου και πιο συγκεκριμένα για τον τάφο κυκλικής κάτοψης έχει

    γίνει αναφορά προηγουμένως. Μία γενική παρατήρηση για τα πρωτοκυκλαδικά

  • 18

    νεκροταφεία στην Αμοργό αφορά τις διαφορές στην κοινωνική ιεραρχία και

    επομένως στην οικονομική κατάσταση. Τα νεκροταφεία του Κάπρου και των

    Δωδεκαθισμάτων λόγω των κτερισμάτων και των ταφών τους φαίνεται ότι ήταν πολύ

    πιο πλούσια από αυτό των Καψάλων32.

    Ο Χρ. Τσούντας μετά την ανασκαφική έρευνα των κυκλαδικών τάφων που διεξήγαγε

    στην Αμοργό προσπάθησε να εντοπίσει και άλλα λείψανα σύγχρονα των ταφικών

    θέσεων. Στην θέση Δωδεκαθίσματα, στην πλαγιά του λόφου βρισκόταν το

    Πρωτοκυκλαδικό νεκροταφείο. Λίγο πιο κάτω, σε μικρή απόσταση από αυτό όπου το

    έδαφος ήταν πιο ομαλό, βρέθηκε τοίχος με μήκος 3,70 μέτρα που αποτελούνταν από

    ογκόλιθους και δίπλα του, στο έδαφος υπήρχαν μικρότεροι λίθοι και λείψανα

    κεραμικής. Επίσης, από την συγκεκριμένη περιοχή, ήρθαν στο φως σφονδύλια,

    μυλόλιθος, οστά ζώων και πεταλίδες. Όλα αυτά τα στοιχεία μαρτυρούν την

    κατοίκηση του χώρου κατά την 3η χιλιετία παράλληλα με τη χρήση του

    νεκροταφείου. Η περίπτωση οικισμού των Δωδεκαθισμάτων είναι η μοναδική

    μαρτυρία σίγουρης κατοίκησης κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού που προέκυψε

    από τις έρευνες του Χρ. Τσούντα. Υπάρχουν όμως και άλλες θέσεις όπως αυτή στο

    Κάτ’ Ακρωτήρι, βορειοδυτικά της Μινώας και η περιοχή πιο πάνω από το εκκλησάκι

    των Αγίων Αναργύρων, δεξιά από την είσοδο του λιμανιού της Μινώας. Στις θέσεις

    αυτές, όπως έχει ήδη ειπωθεί βρέθηκε κεραμική της Κυκλαδικής περιόδου, η οποία

    ήταν είτε ολικώς είτε άρτια διατηρημένη.

    Η κεραμική που βρέθηκε στις ανασκαφές των νεκροταφείων της Αμοργού

    αποτελείται από αγγεία όχι ιδιαίτερα επιμελημένης κατασκευής. Το κύριο υλικό

    κατασκευής τους ήταν ο ερυθρός πηλός που είχε προηγουμένως αναμειχθεί με λίθους

    και άμμο. Η επιφάνεια των αγγείων ήταν συνήθως αστίλβωτη αλλά και ανώμαλη.

    Εκτός όμως των άτεχνων αγγείων, ανασκάφηκαν και άλλα υψηλής καλλιτεχνικής

    αξίας, που έχουν υποστεί ειδική επεξεργασία, όπτηση και είχε χρησιμοποιηθεί για την

    κατασκευή τους καθαρός πηλός. Στο λάκκο της θέσης που βρίσκεται κοντά στο

    εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, τα αγγεία ήταν όμοια με αυτά που ανασκάφηκαν

    στους τάφους33. Η τεχνική ανάμεσα τους παρουσιάζει διαφορές αφού πρόκειται για

    περίτεχνα αλλά και πιο κακότεχνα αγγεία. Συχνά, στον πυθμένατων αγγείων της 32 Χρ. Τσούντας, Κυκλαδικά Ι, ΑΕ, 178. 33 Λ. Μαραγκού, Κυκλαδικό ειδώλιο από τη Μινώα Αμοργού, ΑΕ, 171.

  • 19

    Πρώιμης Εποχής του Χαλκού συναντούμε και έντυπη διακόσμηση με πλέγμα ή

    φύλλο, η οποία επικρατεί κυρίως σε αγγεία μικρού μεγέθους. Ίχνη από τη χρήση

    κεραμικού τροχού στην Αμοργό μαρτυρείται μόνο από ένα αγγείο που βρέθηκε σε

    τάφο στο νεκροταφείο των Καψάλων. Τέλος, εκτός από τα πήλινα αγγεία

    χρησιμοποιούνται λίθινα και μαρμάρινα αγγεία και σκεύη. Τα λίθινα προορίζονταν

    είτε για ειδική είτε για ταφική χρήση.

    Από τα νεκροταφεία της Αμοργού και πιο συγκεκριμένα τον αριθμό των ταφών

    μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες για την πυκνότητα του πληθυσμού σε κάθε

    οικιστική θέση34. Τα νεκροταφεία μεγάλης έκτασης, για παράδειγμα, μας

    υποδεικνύουν την ύπαρξη πολλών συνοικισμών που αποτελούνταν από οικογένειες

    ενώ τα μικρότερα πιθανότατα ήταν κτήμα μόνο μίας οικογένειας απομονωμένης από

    τις συγκεντρώσεις πληθυσμών. Οι μεμονωμένοι όμως τάφοι, οι οποίοι είναι και

    συχνό φαινόμενο στο νησί της Αμοργού δείχνουν την μετανάστευση πληθυσμών από

    ένα μέρος σε άλλο.

    Η καθηγήτρια του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων, Λ. Μαραγκού, η οποία ανέλαβε την

    επιφανειακή και ανασκαφική έρευνα στην Αμοργό από το 1980 και έπειτα,

    χρησιμοποίησε ως οδηγό της για τον εντοπισμό αρχαίων θέσεων και νεκροταφείων το

    έργο του Αντ. Μηλιαράκη και τις δημοσιεύσεις του Χρ. Τσούντα. Το 1990, κατά τη

    διάνοιξη του χωματόδρομου Αιγιάλης–Χώρας ήρθαν στο φως πολλοί

    Πρωτοκυκλαδικοί τάφοι. Κατά τη διάρκεια επίσκεψης της Λ. Μαραγκού

    αναγνωρίστηκε ανθρώπινο κρανίο σε μία πλευρά του δρόμου. Οι τάφοι είχαν

    καταστραφεί από την ανθρώπινη παρέμβαση και είχαν ανοιχθεί. Οι καλυπτήριες

    πλάκες τους έγιναν κομμάτια, τα οστά και τα όστρακα στέκονταν διάσπαρτα σε όλο

    το δρόμο έχοντας υποστεί σημαντικές φθορές. Στη θέση Άγιος Παύλος35, μετά από

    ανασκαφική έρευνα που διεξήχθη, ανακαλύφθηκαν δύο τάφοι με νεκρούς σε

    συνεσταλμένη στάση. Κτερίσματα δεν υπήρχαν, εκτός από μία λεπίδα οψιανού κάτω

    από το ένα κρανίο και τέσσερα θραύσματα αγγείων Πρωτοκυκλαδικής περιόδου στο

    δεύτερο. Ορατά ήταν και άλλα λείψανα ταφών στην πλαγιά του δρόμου. Η

    συστηματική ανασκαφή στην περιοχή δεν είχε ακόμη ξεκινήσει όταν οι τάφοι που

    34 Χρ. Τσούντας, Κυκλαδικά Ι, ΑΕ, 177-178. 35 Λ. Μαραγκού, Φηγός: Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη. Νέες μαρτυρίες για τον Κυκλαδικό Πολιτισμό στην Αμοργό, Ιωάννινα 1994, 474-478.

  • 20

    είχαν έρθει στο φως, ανοίχτηκαν και συλήθηκαν από αρχαιοκάπηλους. Στα

    εναπομείναντα ανεξερεύνητα χώματα βρέθηκαν όστρακα Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ-ΙΙΙ

    περιόδου και οψιανοί. Το 1993, κατά τη διάρκεια απλής επίσκεψης στο χώρο,

    εντοπίσθηκαν για ακόμα μία φορά από τη Λ. Μαραγκού ανθρώπινα οστά και κρανίο

    που είχαν ξεπλυθεί από τα νερά της βροχής στις πλευρές του δρόμου. Βρέθηκε και

    αγγείο σε σχήμα κρανίου, ανάμεσα στα χέρια νεκρού που βρισκόταν σε

    συνεσταλμένη στάση. Η επίσκεψη μετατράπηκε σε συστηματική έρευνα τριών

    ημερών που έφερε στο φως τρεις τάφους με πολλαπλές ταφές και επιπλέον πέντε

    τάφους. Η συγκεκριμένη ανασκαφή είναι ιδιαίτερης σημασίας36 επειδή για πρώτη

    φορά ανακαλύφθηκε συστάδα Πρωτοκυκλαδικών τάφων στην περιοχή της Αιγιάλης,

    η οποία είναι και σύγχρονη με την φυσικά και τεχνητά οχυρωμένη ακρόπολη του

    Άγιου Παύλου. Η ακρόπολη βρίσκεται στον διπλανό βουνώδη λόφο, ανατολικά από

    την πλαγιά των τάφων. Το τείχος έχει εν μέρει διατηρηθεί όπως και πολλά κτιριακά

    λείψανα και κινητά ευρήματα. Στα κινητά ευρήματα ανήκουν οψιανοί, λίθινα

    εργαλεία και κεραμική.

    Τα ειδώλια της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού

    Η ειδωλοπλαστική της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού δηλώνει τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα του Πρωτοκυκλαδικού Πολιτισμού. Κύριο υλικό κατασκευής των

    ειδωλίων είναι το μάρμαρο. Τα ειδώλια της 3ης χιλιετίας αποτελούν πιο εξελιγμένες

    μορφές της νεολιθικής περιόδου. Απεικονίζουν συνηθέστερα γυμνές γυναικείες

    μορφές και σπανιότερα ανδρικές και διακρίνονται στα σχηματικά και τα

    φυσιοκρατικά ειδώλια. Τα πρώτα είναι απλά ειδώλια, μικρού μεγέθους με πλακοειδές

    σχήμα και αδρό ανθρωπομορφικό περίγραμμα που επικρατούν κατά την πρώιμη

    φάση της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου. Όσον αφορά τα δεύτερα είναι πιο εξελιγμένα,

    έχουν μεγαλύτερο μέγεθος και εμφανίζονται κατά την ακμή της περιόδου. Κύριο

    χαρακτηριστικό τους είναι η φυσιοκρατική απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Σε

    μερικά από αυτά σώζονται είτε ίχνη χρωματισμού είτε ίχνη επισκευής. Οι συνθήκες

    36 Λ. Μαραγκού, Φηγός: Τιμητικός τόμος για τον Καθηγητή Σωτήρη Δάκαρη. Νέες μαρτυρίες για τον Κυκλαδικό Πολιτισμό στην Αμοργό, Ιωάννινα 1994, 475.

  • 21

    ανεύρεσης πολλών ειδωλίων παραμένουν άγνωστες εξαιτίας της αρχαιοκαπηλίας στα

    νησιά μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Όσον αφορά τα ειδώλια που βρέθηκαν έπειτα

    από ανασκαφικές έρευνες στην αρχική τους θέση, τα περισσότερα ήρθαν στο φως

    από τάφους που είχαν χρησιμοποιηθεί ως κτερίσματα και τα υπόλοιπα από οικισμούς.

    Οι δύο παραπάνω κατηγορίες ειδωλίων διακρίνονται σε πολυάριθμους τύπους. Οι

    ονομασίες αυτών προέρχονται είτε από τα τοπωνύμια των θέσεων στις οποίες

    εντοπίσθηκαν είτε από το σχήμα τους. Ο βιολόσχημος τύπος, ο βιολοειδής τύπος και

    οι τύποι Πλαστηρά και Λούρου τοποθετούνται χρονολογικά στην Πρωτοκυκλαδική Ι

    περίοδο. Εξελίξεις αυτών αποτελούν ο τύπος Απειράνθου και Φυλακωπής Ι ή Αγίας

    Ειρήνης, οι οποίοι χρονολογούνται στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ και ΙΙΙ περίοδο. Ο

    μεταγενέστερος και πιο διαδεδομένος είναι ο τύπος «με διπλωμένους βραχίονες» ή

    αλλιώς κανονικός τύπος, ο οποίος τοποθετείται στην Πρωτοκυκλαδική ΙΙ περίοδο και

    αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της. Στον κανονικό τύπο τα ειδώλια έχουν τους

    βραχίονές τους διπλωμένους κάτω από τους μαστούς κατά τη λεγόμενη «κανονική

    διάταξη»37. Πολλές φορές είναι αρκετά δύσκολη η διάκριση του φύλου των μορφών

    εξαιτίας της απουσίας βασικών ανατομικών χαρακτηριστικών. Ο κανονικός τύπος

    γνώρισε πολλές διαφοροποιήσεις. Αυτές συνέβαλαν στην πενταμελή διάκριση του

    κανονικού τύπου σε παραλλαγές των οποίων τα ονόματα προέρχονται από

    νεκροταφεία της Αμοργού, της Νάξου, της Σύρου και της Κρήτης. Με βάση τα

    μορφολογικά τους χαρακτηριστικά τα ειδώλια τοποθετούνται χρονολογικά στις

    παραλλαγές των Καψάλων, του Σπεδού, των Δωκαθισμάτων, της Χαλανδριανής και

    της Κουμάσας. Οι διάφορες αυτές παραλλαγές κάνουν εμφανείς τις ιδιαιτερότητες

    των τοπικών εργαστηρίων και τις προτιμήσεις μεμονωμένων καλλιτεχνών. Η

    συνηθέστερη και μακροβιότερη όλων είναι η παραλλαγή του Σπεδού. Σε αυτή τη

    φάση της τέχνης κάνει την εμφάνισή της και μια μικρή ομάδα ειδωλίων, ειδικών

    μορφών38. Πρόκειται για μορφές που παριστάνονται όρθιες ή καθιστές και φαίνεται

    να εμπλέκονται σε κάποια δραστηριότητα όπως για παράδειγμα ειδώλια μουσικών.

    Τα ειδώλια του τύπου της Χαλανδριανής απηχούν την παρακμή της

    Πρωτοκυκλαδικής τέχνης39. Με το τέλος της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ περιόδου

    εντοπίζεται μείωση, σχεδόν παύση στην παραγωγή ειδωλίων. Τα ειδώλια που 37 Ν. Σταμπολίδης – Π. Σωτηρακοπούλου, Αιγαίου Κύματα: Έργα του Πρωτοκυκλαδικού Πολιτισμού στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης της Αθήνας, (Αθήνα, εκδ. Skira Γενεύη-Μιλάνο, 2007), 44-45. 38 Ό.π. 45-46. 39 Χρ. Ντούμας, Πρωτοκυκλαδικός Πολιτισμός, Συλλογή Ν.Π. Γουλανδρή, Αθήνα 2000, 49.

  • 22

    εμφανίζονται αυτή την περίοδο είναι τα μετακανονικά. Επίσης επικρατεί και μία

    μικρή ομάδα ειδωλίων που αποτελούν τα καλύτερα παραδείγματα αυτής της

    περιόδου. Πρόκειται για οι όρθιες αντρικές μορφές με εξάρτυση πολεμιστή ή

    κυνηγού. Κατά την Πρωτοκυκλαδική ΙΙΙ περίοδο ο τύπος Φυλακωπής Ι ή Αγίας

    Ειρήνης σηματοδοτεί το τέλος της Πρωτοκυκλαδικής τέχνης, η οποία υπήρξε

    αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού. Ο κύριος προβληματισμός έγκειται στο

    ερώτημα αν τα πρωτοκυκλαδικά ειδώλια παριστάνουν θεότητες40 ή εικόνες θνητών41.

    Όλα τα στοιχεία που προκύπτουν από τα ανασκαφικά δεδομένα μας οδηγούν στο

    συμπέρασμα πως τα ειδώλια σχετίζονταν με τη θρησκεία και τις μεταθανάτιες

    δοξασίες των νησιωτών, άποψη που πρώτη φορά διατυπώθηκε από το Χρ. Τσούντα42.

    Στα νεκροταφεία της Αμοργού ανασκάφηκαν Πρωτοκυκλαδικά ειδώλια που

    χρησιμοποιούνταν ως κτερίσματα στους κυκλαδικούς τάφους. Κατά τη διάρκεια των

    ανασκαφών των κυκλαδικών τάφων της Αμοργού από το Χρ. Τσούντα, ήρθαν στο

    φως τέσσερα ειδώλια από τους τάφους 5, 13, 14. Επίσης, βρέθηκαν ακόμη δύο, το

    ένα σπασμένο σε πολλά κομμάτια και από το άλλο, το οποίο προέρχεται από το

    νεκροταφείο των Δωκαθισμάτων, διασώθηκε μόνο ο κορμός. Τα ειδώλια αυτά

    ανήκουν στον κανονικό τύπο σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς του Χρ. Τσούντα

    «τελειότεροι τύποι ἢ τελειότερες μορφές»43. Τα σκέλη των μορφών είναι

    διαχωρισμένα μεταξύ τους και έχουν πλαστικά διαμορφωμένα τα κεφάλια, τα χέρια

    και τα πόδια. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου όπως το στόμα, τα μάτια και τα

    αυτιά δεν έχουν δηλωθεί. Τα χέρια είναι τοποθετημένα πάνω στο στήθος και το

    αριστερό βρίσκεται ψηλότερα από το δεξί. Άλλα ειδώλια, όπως αυτά των τάφων 5 και

    13 παρουσιάζουν άλλα χαρακτηριστικά όπως ωοειδή κεφάλι και πιο

    στρογγυλοποιημένο σώμα. To ειδώλιο που προέρχεται από τον τάφο 14 έχει επίπεδη

    κεφαλή, η οποία προς τα πάνω γίνεται πλατύτερη όπως και ο κορμός στους ώμους

    που προς τα κάτω γίνεται στενότερος. Τα σκέλη των ειδωλίων των τάφων 5 και 13

    είναι διαχωρισμένα μεταξύ τους και ειδικά του τάφου 5 εμφανίζουν ελαφρά κάμψη