ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ...

14
ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑ∆ΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΗ ΕΡΓΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΤΩΝ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ Κ Ε Ρ Κ Υ Ρ Α Ϊ Κ Ο Γ Λ Σ Σ Α Ρ Ι Ι∆ΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ Ραψο μ ανίκης Ν . Ιωάννης Αρχιτέκτων Μηχανικός ΚΕΡΚΥΡΑ ΙΟΥΛΙΟΣ 2006

Transcript of ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ...

Page 1: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑ∆ΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Α Τ Η Σ Π Λ Η Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Α Σ

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΒΟΛΗ ΕΡΓΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

ΤΩΝ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ

Κ Ε Ρ Κ Υ Ρ Α Ϊ Κ Ο Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι Ι∆ΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

ΚΑΙ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ

Ραψοµανίκης Ν . Ιωάννης

Αρχιτέκτων Μηχανικός

ΚΕΡΚΥΡΑ

ΙΟΥΛΙΟΣ 2006

Page 2: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ < ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΛΕΞΗΣ

ΑΓΓ. ΑΓΓΛΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΛΕΞΗΣ ΑΡΧ. ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΛΕΞΗΣ ΕΛ. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΛΕΞΗΣ ΒΕΝ. ΒΕΝΕΤΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΛΕΞΗΣ ΓΑΛ. ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΛΕΞΗΣ ΙΤ. ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΛΕΞΗΣ ΛΑΤ. ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΛΕΞΗΣ ΜΣΝ. ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΛΕΞΗΣ αναγρ. ΑΝΑΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΛΕΞΗΣ βλ. λ. ΒΛΕΠΕ ΛΕΞΗ (ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ) πιθ. ΠΙΘΑΝΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΛΕΞΗΣ ρµ. ΡΗΜΑΤΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ επ. ΕΠΙΡΡΗΜΑ

πρφθ. ΠΑΡΑΦΘΟΡΑ ΛΕΞΗΣ επιπλοπ. ΛΕΞΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΠΛΟΤΕΧΝΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ ξυλουργ. ΛΕΞΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΞΥΛΟΥΡΓΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ

µεταλλουργ. ΛΕΞΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ σιδηρουργ. ΛΕΞΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΣΤΗ ΣΙ∆ΗΡΟΥΡΓΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ χωµατουργ. ΛΕΞΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΗ ΣΤΗ ΧΩΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΟΡΟΛΟΓΙΑ

* ΛΕΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΥΡΕΙΑ ΧΡΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΥΠΟΛΟΙΠΟ ΕΛΛΑ∆ΙΚΟ ΧΩΡΟ

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 2

Page 3: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

Α

αγγιούντα (η) Προσθήκη (<ΒΕΝ. agiunta) αγερίνα (η) Λεπτόκοκκη οικοδοµική άµµος. Την παίρνει ο α(γ)έρας αγκωνή (η) Γωνία δωµατίου ή χώρου αδερφοµοίρι (το) Μερίδιο από την µοιρασιά της γονικής περιουσίας σε αδελφούς αλµπέο (το) Ξυλεία λευκή, πεύκο (<ΒΕΝ. albèo) αλπέδο (το) λευκή ορεινή ξυλεία (<ΙΤ. alpe = ψηλό βουνό) αλτάνα (η) Εξώστης στέγης (<ΒΕΝ. altàna) αλτάρι (το) Αγία Τράπεζα - βωµός (<ΒΕΝ. altàr) αλτσάτο (το) Πρόσθετος όροφος, ή τµήµα ορόφου πάνω στη στέγη (<IT. alzare =

σηκώνω) ανεµούρι (το) Ανεµοδείκτης αντικάµαρα (η) Προθάλαµος (<IT. anticamera) απαλάτι ή παλάτι (το) ∆ιώροφο αρχοντικό, κυρίως της υπαίθρου, ή ο όροφος του αρχοντικού

(<ΛΑΤ. palatium) απαλταρίζω Εκµισθώνω, δίδω σε εργολαβία (<ΒΕΝ. apalto = ανάληψη δηµοσίου έργου) απανωλίθι (το) Ο κάθετος λίθινος τροχός του ελαιοτριβείου, αυτός που πατάει στο κατωλίθι

(βλ.λ.) απαρταµέντο (το) ∆ιαµέρισµα, οριζόντια ιδιοκτησία (<IT. appartamento) απεράτης (ο) Ξύλο που κλείνει εσωτερικά την πόρτα αποκατάρι (το) Στρωτήρας. Το κεραµίδι που στρώνεται από κάτω (λούκι) αποκρέβατο (το) Ο χώρος κάτω απ’ το κρεβάτι αποπανάρι (το) Καλυπτήρας. Το κεραµίδι που στρώνεται πάνω στο αποκατάρι (βλ.λ.), το

καπάκι απότιλας (ο) ή αποτυλιά

Ξερολιθιά

αρµακαδίνα (η) Το ξύλινο ζευκτό της στέγης άρτα µπάντα ∆ιαµπερής, όρος χρησηµοποιούµενος κυρίως στην ξυλουργική (<ΒΕΝ. atra

= άλλη, banda = πλευρά) άρτικας (ο) Νάρθηκας εκκλησίας (πρφθ.) ατσάλι (το)* Χάλυβας (<ΒΕΝ. azzàl) αφοδιά (η) Το προαύλιο, ο ενδιάµεσος χώρος από το σπίτι στον δρόµο

Β βάζο (το) Πήλινος σωλήνας, κυρίως αποχέτευσης (<ΙΤ. vaso) βάσκα (η) Μεγάλη λεκάνη (<ΙΤ. vasca) βατσέλι (το) Νιπτήρας, µικρή λεκάνη (<ΙΤ. vascello) βένα (η)* Ίνα ξύλου, νερά ξύλου (<ΙΤ. vena) βέργα (η)* Μεταλλική ράβδος (<ΛΑΤ. virga) βερνίκι (η)* Στιλβωτικό υλικό επικάλυψης ξύλινης ή µεταλλικής επιφάνειας (<ΙΤ.

vernice) βίδα (η)* Βίδα, καρφί µε σπείρωµα (<ΒΕΝ. vida) βδέλι (το) Μεταλλικός στροφέας των εξωφύλλων παραθύρων, που στηρίζεται στο

θηλυκό - φούµπια (βλ.λ.) που είναι πακτωµένο στη λίθινη έρτα (βλ.λ.) του ανοίγµατος (πιθ. πρφθ. βίδα - βιδέλι)

βολίµι (το) Μολύβι, µόλυβδος (αναγραµ.) βολτατέστα Αντιγώνι. Οριζόντια ένωση µαρµάρινων µελών γείσου ή κιονόκρανου υπό

γωνία (<ΙΤ. voltare = στρέφω, testa = κεφαλή) βόλτα (η) Βήµα βίδας (<ΙΤ. volta) βόλτο (το) Τοξωτή ή ηµικυκλική αψίδα (<ΒΕΝ. volto)

Γ γαδίνι (το) Παλιός νιπτήρας, πορσελάνης ή µεταλλικός εµαγιέ, που ήταν πάνω στο

λαβαµάνο (βλ. λ.) (<IT. catino = λεκάνη) γαλαρία (η) Υπερώο θεάτρου (<ΒΕΝ. galarìa - IT. galleria) γάντσος (ο) άγκιστρο (<ΒΕΝ. ganzo - IT. gancio - ΑΡΧ. γαµψός) γδόνω Επιµηκύνω ελαστικό αντικείµενο γιότσα Ξύλινο επιτοίχιο έπιπλο, κονσόλα (<ΒΕΝ. giozza) γκέτο (το) Σιδερένια θυρίδα φουρνέλου παλιάς κτιστής κουζίνας (<ΒΕΝ. geto) γκέσο (το) Γύψος, κιµωλία (<ΒΕΝ. zesso - IT. gesso) γκέσο ντε πρέζα (το) Καλλιτεχνικός γύψος (<IT. gesso = γύψος, presa = συγκράτηση)

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 3

Page 4: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

γκιράντολα Περιστροφικό σιδερένιο στήριγµα εξωφύλλου παραθύρου (<ΒΕΝ. ziràndola < IT. girante = στροφέας)

γούλος (ο) ή γουλί (το) Στρογγυλή πέτρα, βότσαλο γούσα (η) ∆ιατοµή κορνίζας επίπλου ή γείσου (<IT. guscia = περίβληµα) γραέλα (η) Σιδερένια σχάρα (<ΒΕΝ. graèla) γρέµπα ή γρέµπη (η) Ξερολιθιά, τρόχαλος γρίλια (η) Περσίδα εξωφύλλου παραθύρου (<IT. griglia = σχάρα) γυναικιό (το) Το µέρος του νάρθηκα που προορίζεται για γυναίκες (γυναικείο)

∆ δέστρα (η) Μεταλλικός ή ξύλινος κρίκος, ή εντοιχισµένη διάτρητη πέτρα, για το δέσιµο

των ζώων (< δένω) διπλοκαρφωτά (τα) Εξώφυλλα παραθύρων, σκούρα (βλ. λ.), µε καρφωµένες πλατιές σανίδες

κατακόρυφες εξωτερικά και οριζόντιες εσωτερικά δίχυτη ∆ίρριχτη, στέγη µε δύο κλίσεις δυναµάρι (το) Στήριγµα

Ε έβγαση (η) Έξοδος, θύρα εξόδου εµπασοεκβατήριον (το)

Χώρος εισόδου και εξόδου κατοικίας (αναφέρεται σε παλιά συµβόλαια)

εξωπόλιον ή ξωπόλι (το)

Προάστιο. Η επέκταση της πόλης εκτός των τειχών. Προ της οχύρωσης όλης της πόλης, θεωρείτο ξωπόλι η πόλη έξω απ’ το παλιό Φρούριο

έρτα (η) Τα λίθινα ή κτιστά κι επιχρισµένα πλαίσια των κουφωµάτων (<ΒΕΝ. erta = πεσσός)

Ζ ζµούσο (το) Κόψιµο, φαλτσάρισµα κτιστής ή ξύλινης γωνίας, φαλτσογωνιά

κορνιζώµατος (<ΒΕΝ. smusso = λοξοτοµή, φαλτσάρισµα) Θ

θεµελιόπετρα (η) Θεµέλιος λίθος θεόχτιστος Χτισµένος από τον θεό

Ι ιµπιάντο (το) Εξοπλισµός, εγκατάσταση (κουζίνας κλπ) (<IT. impianto) ινβεντάριο (η) Κτηµατολόγιο (επί Βενετοκρατίας)(<IT. inventario) ινκασάδο (το) ∆ιακοσµητικό σχέδιο σκαµµένο σε υλικό (<IT. incassato) ιντρόιτο (το) Χώρος εισόδου κατοικίας (<IT. introito) ινφεριάδα (η) Κιγκλίδωµα (<IT. inferriata)

Κ καβαλάρης (ο) 1)Το κεντρικό δοκάρι της στέγης, 2) Κεραµίδι καλυπτήρας (<ΛΑΤ.

caballarius = ιππέας) καβίλια (η) Γόµφος, µεταλλικός ή ξύλινος άξονας για συγκράτηση ή περιστροφή (<IT.

caviglia) κάγκελο (το)* Κιγκλίδωµα (<IT. cancello <ΛΑΤ. cancellum) καδρόνι (το)* ∆οκός τετραγωνικής διατοµής (<IT. quadrone < quadro = τετράγωνο) κάζα (η) Σπίτι, κατοικία (<IT. casa) καζάρµα (η) Στρατώνας (<IT. caserma) καδινάτσο (το) ή καδινάτσος (ο)

Μπάρα, σύρτης πόρτας (<ΒΕΝ. caenazzo - IT. catenaccio)

κάλε (το) Οδός (<ΒΕΝ. cale) καλλισκοπείον ή καλοθεατήριον

Βεράντα µε θέα (αναφέρονται σε παλιά συµβόλαια)

καµάρα (η) Αψίδα ηµικυκλική ή τοξωτή (<ΑΡΧ. καµάρα) κάµαρα (η) ∆ωµάτιο (<ΒΕΝ. càmara - IT. camera) κάµαρα ντα τσιβίλ (η) Πολυτελής αίθουσα, σαλόνι (<ΒΕΝ. càmara da civil) κάµαρα ντα ριτσέβερ (η)

Αίθουσα υποδοχής, σαλόνι (<ΒΕΝ. càmara da ricever)

Καµπιέλο (το) Κερκυραϊκή συνοικία (<ΒΕΝ. campièllo = µικρή πλατεία) κάµπο 1) πλατεία, 2) ο ελεύθερος χώρος ανάµεσα από δύο στοιχεία (<IT. campo) καµωτικά (τα) Έξοδα κατασκευής κάναλη (η) Υδρορρόη (<ΒΕΝ. canal) καναλέτο (το) Οχετός, υπόνοµος (<ΒΕΝ. canalèto - IT. canaletto) κάνεβα (η) Αποθήκη κυρίως κρασιού, συνήθως στο υπόγειο (<ΒΕΝ. càneva)

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 4

Page 5: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

κανιζέλα (η) Στενό κλειστό δροµάκι µεταξύ δύο κτηρίων για την απορροή των οµβρίων, τη συλλογή των αποχετευτικών αγωγών και ενίοτε για αερισµό, (<ΒΕΝ. calicèla = στενό δροµάκι)

κανούλι (το) Σωλήνας (<ΒΕΝ. canàl) κανταρέλα ∆οχείο µεταφοράς οικοδοµικών υλικών, κυρίως κονιαµάτων (<ΒΕΝ. càntaro

= δοχείο περιεκτικότητας 150 λιβρών) καντινέλα (η) Σανίδα για να συγκρατεί τα εξώφυλλα ανοικτά (<ΒΕΝ. cantinèla = σανίδα) καντουνάλι (το) Ντουλάπα (<ΒΕΝ. cantonàl = ντουλάπα που τοποθετούσαν σε γωνία του

δωµατίου) καντούνι (το) Στενός δρόµος, σοκάκι (<ΒΕΝ. cantòn) καπάσα (η) Μεγάλο πήλινο πιθάρι (<ΒΕΝ. capazza) καπέλο (το)* 1) Κιονόκρανο, 2) Άνω άκρο καπνοδόχου (<IT. cappello) καπιτέλο (το) Κιονόκρανο (<IT. capitello) καπονάρα (η) Κοτέτσι (<ΒΕΝ. caponàr- caponèra - IT. capponaia) καράβολο (το) Κιγκλίδωµα ή φουρούσι σε σχήµα σπείρας, έλικα ή κοχλία (<ΒΕΝ. caraguòl

= κοχύλι) καργάρω* Φορτώνω, αυξάνω την ασκούµενη δύναµη σε αντικείµενο (<ΒΕΝ. cargàr) καρέτα (η) Μικρή χειράµαξα µεταφορών, καρότσι (<ΒΕΝ. carèta - IT. carretta) καρύ (το) Ξύλο καρυδιάς (επιπλοπ.) κασαφόρτε (το) Χρηµατοκιβώτιο (<IT. cassaforte) κασετί (το) Συρτάρι (<ΒΕΝ. cassetìna) κασονάδα (η) Πόρτα κρεµασµένη σε κάσωµα (<IT. cassa) κασοναδούρα (η) Κάσωµα, κάσα ανοίγµατος (<IT. cassa) κασόνι ή κασούνι Μεγάλο κιβώτιο, µπαούλο (<IT. cassone) καταρρίχωµατα (τα) Συµπληρωµατική τοιχοποιία από τον στρωτήρα έως το σανίδωµα της στέγης κατοικιά (η) Υπαίθριο κτίσµα µε χρήση αποθήκης, καλύβα κατωλάβρι (το) Μεγάλη λίθινη στέρνα όπου ρέει και συσσωρεύεται το λάδι (<ΕΛ. Κάτω +

ΒΕΝ. lavri = χείλη) κατωλίθι (το) Ο οριζόντιος λίθινος τροχός του ελαιοτριβείου, πάνω στον οποίο πατάει το

απανωλίθι (βλ.λ.) κεραµώδη (η) ή κεραµόδος (ο)

Η κάτω σειρά κεραµιδιών της στέγης

κεφαλοκόλονο (το) Κιονόκρανο (<ΕΛ. Κεφάλι, ΙΤ. colonna = κίων) κιαβαριόλι (το) Στόµιο εστίας παλιού κτιστού µαγειρείου κιαπαµά (το) Κουπαστή (<ΒΕΝ. chiapàr = πιάνω , man = χέρι) κλεισουριό (το) Ερηµητήριο, ερηµοκλήσι κλείστρα (η) Η θύρα του φούρνου κλειτσινάρι (το) Χειρολαβή, πόµολο πόρτας κόβολο ή κόγκολο (το) Χοντρός λίθος, βότσαλο, κροκάλα (<ΒΕΝ. cògolo) κοβολάδο ή κογκολάδο (το)

Λιθόστρωτο. ∆ρόµος στρωµένος µε κοβόλους (βλ.λ.)

κοκέτα ή κουκέτα Κρεβάτι συνήθως διπλό (<ΓΑΛ. couchette) κολονέτα (η) ή κολονέτο (το)

Μικρή κολόνα, συνήθως διακοσµητική (<ΒΕΝ.colonèta - IT. colonneta)

κολόρο (το) Χρώµα, βαφή, µπογιά (<ΒΕΝ. colòr) κόµοδα (η) ∆οχείο νυκτός, καθίκι(<ΒΕΝ. còmoda) κολονάδα (η) Κιονοστοιχία (<IT. colonnato) κοµός (ο) Μεγάλο ξύλινο έπιπλο µε συρτάρια (ιµατιοθήκη) (<ΒΕΝ. comò) κολτρίνα ή κοντρίνα (η)

Κουρτίνα, παραπέτασµα (<ΒΕΝ. coltrina)

κονκρί (το) Σκυρόδεµα (<ΓΑΛ. concret) κονσόλα (η) Επιτοίχιο έπιπλο (<ΓΑΛ. console) κοντράδα (η) Συνοικία, δρόµος (<ΒΕΝ, IT. contrada) κόντρακας (ο) Μεγάλη πέτρα κοντρασκάρπα (η) Το απέναντι του οχυρού αναληµµατικό τείχος της τάφρου - αντίκρηµνος

(<ΒΕΝ. contrascarpa) Κοντραφόσα (η) Η εσωτερική ξηρά τάφρος φρουρίου. Στο φρούριο της Κέρκυρας, προφανώς

εκ λάθους, Κοντραφόσα (που έχει δώσει το όνοµά της στην περιοχή) ονοµάζεται η εξωτερική, κυρία – υγρά τάφρος (<ΒΕΝ. contrafossa)

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 5

Page 6: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

κορέντο (το) Εγκάρσια τοµή ξύλου, σόκορο (ξυλουργ.) κορνιζόνι (το) Γείσο στέγης, κορνίζα (<ΒΕΝ.cornisòn - IT. corniccione) κορντόνε (το) 1) Προεξέχον λίθινο περίζωµα στο άνω µέρος των τειχών του φρουρίου, 2)

Λίθινο κράσπεδο πεζοδροµίου (<ΒΕΝ.cordòn - IT. cordone) κορτελάτσα (τα) Λίθινο στηθαίο πάνω σε κρηπίδωµα προκυµαίας (<ΒΕΝ.cortelàzzo - IT.

coltellazzo = πλατύ µαχαίρι) κορτέλο (το) Τούβλα κτισµένα µε την στενή διάσταση σε δροµικό τοίχο (<ΒΕΝ.cortèlo -

IT. coltello = µαχαίρι) κορτίνα ή κουρτίνα (η) Ευθύγραµµο τµήµα τείχους µεταξύ δύο προµαχώνων (<IT. cortina =

προπέτασµα) κούα ντε ρόντινε Αντίθετες τριγωνικές εγκοπές για τη σύνδεση δύο τεµαχίων ξύλου

(ξυλουργ.) (<ΒΕΝ. coa = ουρά, rondine = χελιδόνι) κουβερτέλα (η) Επίστεψη τοίχου ή κτιστού στηθαίου (<ΒΕΝ.covertèla, - IT. coperchiella =

κάλυµµα, καπάκι) κουζίνα (η)* Χώρος µαγειρείου, κουζίνα (<ΒΕΝ. cusina) κουµάντο (το)* Εποπτεία, παρακολούθηση εργασίας (<IT. comando) κουµπάσο ή κοµπάσο(το)

1. ∆ιαβήτης, 2. Μοχλός για την συγκράτηση φεγγίτη σε ανοικτή θέση (<ΒΕΝ. compasso)

κουντούτο (το) Αποχέτευση, αποχωρητήριο (<ΒΕΝ. condòto - IT. condotto = αγωγός) κούρτη (η) Αυλή (<ΒΕΝ. IT. corte) κρεβατίνα (η)* Οριζόντιο ξύλινο ή µεταλλικό πλέγµα για την αναρρίχηση ή συγκράτηση

φυτών (<ΑΡΧ. κραβάτιον) κροζέτα (η) Σιδερογωνιά εξωφύλλου παραθύρου σε σχήµα σταυρού (<ΒΕΝ. crosèta =

µικρός σταυρός) κρούσα (η) Κοµµάτι κορµού δένδρου, που χρησιµοποιούσαν σαν σκαµνί Λ λαβαµάν ή λαβοµάν (το)

Νιπτήρας παλαιού τύπου (<ΒΕΝ. lavaman)

λαβαντίν (το) Νιπτήρας (<ΒΕΝ. lavandìn) λαβέντζο (το) Λεκάνη νιπτήρος παλαιού τύπου, σε σκαµµένη πέτρα (<ΒΕΝ. lavèzo) Λαζαρέτο (το) Λοιµοκαθαρτήριο, όνοµα µικρού νησιού Β∆ της πόλης της Κέρκυρας

(<ΒΕΝ. Lazarèto) λάµα (η)* Μακρόστενο µεταλλικό έλασµα (<ΒΕΝ. lama) λαµαρίνα (η)* Λεπτό µεταλλικό έλασµα (<ΒΕΝ. lamarin) λαουρέντης (ο) Εργάτης, χειρώναξ, οικοδόµος (<ΒΕΝ. laorante - IT. lavorante) λαρνάκι (το) Κτιστό, συνήθως λίθινο, ποτιστήρι ζώων (<ΑΡΧ. λάρνακα) λάστρα (η) 1) Τζάµι παραθύρου, ηλίαστρον, 2) Πλάκα δαπέδου πέτρινη (<ΒΕΝ.,- IT.

lastra = πλάκα) λάτα (η) Τενεκεδένιο δοχείο για τη µεταφορά υγρών (<ΒΕΝ. lata, - IT. latta) λατρίνα ή λετρίνα (η) Αποχωρητήριο (<IT. latrina) λάριζα ή λέριζα (η) Είδος ξυλείας πεύκης (<IT. larice) λιβέλο (το) Αλφάδι (όνοµα από παλαιότερο εργαλείο σε σχήµα Α). Εργαλείο µε

αεροστάθµη για χάραξη οριζοντίου γραµµής (<ΒΕΝ.livèlo, - IT. livello) λιµπρέτο (το) Μισάνοικτα συνήθως εξώφυλλα (<IT. libretto = βιβλιαράκι) Λιστόν (το) ∆ρόµος µε κτήρια µε κιονοστοιχίες στην πλατειά της Σπιανάδας (βλ.λ)

(<ΒΕΝ. listòn = πλατύς και ευθύγραµµος δρόµος) Λιτρουβιό ή λουτρουβιό (το)

Ελαιοτριβείο

λοντάς (ο) Χαµηλό τραπέζι λίτσινο Ξύλο ελιάς λότζα (η) Στοά, λέσχη (<ΒΕΝ. loza - IT. loggia) λούρος (ο) Το κεντρικό δοκάρι της στέγης, ο καβαλάρης λουστραδόρος (ο)* Τεχνίτης που γυαλίζει έπιπλα (<IT. lustrare = γυαλίζω)

Μ µαγαζί (το)* Ισόγειος χώρος µε χρήση αποθήκη ή κατάστηµα(<ΒΕΝ. magazèn)

µαδέρι (το)* Πλατιά σανίδα, µαδέρι (<IT. materia = υλικό γενικά) µάκρος (το) Μήκος µάλτα ή µάρτα (η) Αµµοκονίαµα (<ΒΕΝ. malta ) µανίτσα (η) Χειρολαβή, χερούλι πόρτας, πόµολο

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 6

Page 7: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

µανόπολα (η) Χειρολαβή, χερούλι πόρτας, πόµολο (<IT. manopola) µανουάλος (ο) Χειρόναξ, εργάτης, οικοδόµος (<IT. manuale) µαντόνα (η) Λεπτή πέτρα, σαν πλάκα, που στο κτίσιµο τοποθετείται εξωτερικά και όρθια

(σαν εικόνισµα) (<IT. madona = Παναγία) µαραγκός (ο) Ξυλουργός (<ΒΕΝ. marangòn) µαραγκουνίδια (τα) Πριονίδια, ροκανίδια (τα υπολοίµατα της εργασίας του µαραγκού) µαρκαντικό (το) Εµπορικό κατάστηµα (<ΒΕΝ. mercante ή marcante) µαρκάς (ο) Αγορά. Ο µαρκάς (κλεισή αγορά), που ήταν στο παλιό λιµάνι της Κέρκυρας

βοµβαρδίστηκε στον πόλεµο και αργότερα κατεδαφίστηκε. (<ΒΕΝ. mercà ή marcà)

µάρµαρα (τα) Λίθινα πλαίσια ανοιγµάτων µαρόκα (η) Μεγάλη πέτρα (<IT. marocca) µαρτελίνα (η) Σφυρί λιθοξόου (<IT. martellina) µασίνα (η) Παλιά µαντεµένια κουζίνα που έκαιγε ξύλα (<IT. macchina = µηχανή) µασίτσιο ή µαστίτσο (το)

Γεµάτο, πλήρες, ατόφιο, συµπαγές (ξυλουργ. - µεταλλουργ.) (<ΒΕΝ. massizzo, - IT. massiccio)

µάσκιο-φέµινα Συναρµογή ξύλινων τµηµάτων για κατασκευή κυρίως επίπλων (ξυλουργ.) (<IT. maschio = αρσενικό + femmina = θηλυκό)

µάσκολο ή µάσκουλο (το)

Μεταλλικός στροφέας στήριξης πόρτας ή εξωφύλλου (<ΒΕΝ. màscolo)

µάστορας (το)* Τεχνίτης, οδηγός κατασκευής, µαΐστρωρ (<ΛΑΤ. magister) µατασέρνω Ανατοποθετώ τα κεραµίδια της στέγης µάτσα (η) Βαρύ σφυρί για σπάσιµο πετρών κλπ, βαριοπούλα (<IT. mazza) µατσακάνια (τα) Σπαστές πέτρες µε τη µάτσα (βλ. λ.) µατσακόνι (το)* Χτύπηµα σιδερένιας ή λίθινης επιφάνειας για απόξεση του παλιού χρώµατος µατσόλα (η) Ξύλινο σφυρί, κόπανος (<ΒΕΝ. mazzòla - IT. mazzuola) µεσοχώρισµα (το) Μεσοτοιχία µετζαλούνα (η) Ηµικυκλικός φεγγίτης κυρίως εισόδου (<ΒΕΝ. mezalùna - IT. mezzaluna =

ηµισέληνος) µετζανίνο (το) Ηµιώροφος (<ΙΤ. mezzanino) µίνα (η) Υπόγεια στοά. Ο όρος χρησιµοποιείται κυρίως για τις στοές των οχυρώσεων

(<IT. mina) µόγανο (το) Ξύλο από µαόνι (επιπλοπ.) µοιρασιά (η) ∆ιανοµή περιουσίας µοµπίλια(η) Το σύνολο των επίπλων του σπιτιού(<IT. mobiglie) µονολίθαρο (το) Λίθινος τροχός ελαιοτριβείου µόντες (ο) Ενεχυροδανειστήριο (<IT. Monte di Pieta) µονόχυτη Μονόριχτη, στέγη µε µία κλίση µοροφίντο (το) Ξυλόπηκτος τοίχος, συνήθως επιχρισµένος (<ΙΤ. muro = τοίχος + finto =

ψεύτικος) µόστρα (η Προθήκη καταστήµατος, βιτρίνα (<IT. mostra) µουντζούρι (το) Βενετσιάνικο µέτρο χωρητικότητας και έκτασης (περίπου ένα στρέµµα)

(<IT. misura) µουράγια (τα) Τα τείχη. Ονοµασία της περιοχής που βρίσκεται απέναντι από το νησί του

Βίδου (<IT. muraglia) µουράλο (το) Ξύλινη δοκός που στηρίζεται στον τοίχο (<IT. murale = του τοίχου) µουριόνι ή µοριόνι (το)

Γλυπτή εντοιχισµένη λίθινη κεφαλή. Συνήθως το τοποθετούσαν σαν κλειδί λίθινου τόξου, ή σαν φουρούσι (βλ.λ.) (<ΒΕΝ. murione)

µούρο µαίστρο Φέρων τοίχος (<ΒΕΝ. muro maistro = τοίχος κύριος) µπαγατέλα (η) Μικρή κι ασήµαντη δουλειά (οικοδοµ.) (<ΒΕΝ. bagatèla - IT. bagatella) µπαγκούλι (το) Ξύλινο σκαµνί (<IT. banco) µπαλαούστρο (το) Κιγκλίδωµα, κάγκελο (<IT. balaustro) µπαλούστρο (το) Στηθαίο, κουπαστή κιγκλιδώµατος (<IT. balustro) µπαλκόνι (το)* Εξώστης µπαλκόνι (<ΒΕΝ. balcòn) µπαλκονάδα (η) 1. Βιτρίνα, 2. Σειρά εξωστών 3. Υπερώο θεάτρου (<IT. balconata) µπάντα λάτρα ∆ιαµπερές (ξυλουργ.) (<ΒΕΝ. banda = πλευρά + l’ atra = η άλλη) µπασιά (η) Είσοδος µπαστιόνι (το) Προµαχώνας (<ΒΕΝ. bastiòn) µπατιδούρος (ο) Ρόπτρο. Μεταλλικό αντικείµενο επί της εξώπορτας το οποίο κρούουν οι

επισκέπτες (<IT. battitore = αυτός που κτυπά)

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 7

Page 8: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

µπατούδα (η) Εγκοπή στο πλευρό σανίδας ή κουφώµατος, πατούρα (ξυλουργ.) (<ΒΕΝ. batùa)

µπελβεντέρε (το) Χώρος- δωµάτιο µε ευρεία θέα (<IT. belvedere) µπερτουέλα (η) Μεταλλικός στροφέας, µεντεσές (<ΒΕΝ. bertoèla) µποκέτα (η) Στόµιο οχετού (<ΒΕΝ. bochèta - IT. bocchetta) µποµπάδο ∆ιαποτισµένο µε νερό (<ΒΕΝ. imbombà) µποναγκράτσια (η) Κουρτινόξυλο (<ΒΕΝ. bonagrazia) µπόργος (ο) Προάστιο (<ΒΕΝ., IT. borgo) µπορτσούνι ή µπουρτσούνι (το)

Μεταλλικό έλασµα µε σφαιρικό κεφάλι και οπή, για την παλιά χειροποίητη κλειδαριά (<IT. borchia)

µποσκέτο (το) Άλσος, δασάκι (<IT. boscheto) µποτέγα (η) Κατάστηµα, αποθήκη (<ΒΕΝ. botèga - IT. bottega) µπότζος ή πότζος (ο) Πλατύσκαλο εξώστη ορόφου, όπου καταλήγει η εξωτερική σκάλα (<ΒΕΝ.

pozo) µπούκα (η) Στόµιο σήραγγος, εκβολή ποταµού (<ΒΕΝ. boca - IT. bocca) µπούνια (η) Λαξευµένη τεραγωνισµένη πέτρα που κτίζεται σαν πλαίσιο ανοίγµατος ή

σαν γωνιόλιθος (<ΒΕΝ. bugna) µπούσουλα (η) Ανεµοφράκτης. ∆εύτερη εσωτερική θύρα, κυρίως εκκλησίας (<ΒΕΝ.

bùssola) µπράτσο (το)* Βραχίονας, προέκταση οικοδοµικού στοιχείου (<ΒΕΝ. brazzo - IT. braccio) µπρέκι (το) Υπέρθυρο, ανώφλι (<ΒΕΝ. brechia = άνοιγµα) (<ΜΣΝ. πριέκιον < πρίω =

σφίγκω, συνδέω) µπρόκα (η) Πρόκα, καρφί (<ΒΕΝ. broca) µρού(ν)τζος (ο)* Ορείχαλκος (<IT. bronzo) µπρουτσουλάνα (η) Πορσελάνη, υδραυλικό κονίαµα (<ΒΕΝ. porcelàna - IT. porcellana) µυγδάλι (το) Η λευκή πέτρα Σινιών

Ν νάτολα (η) Ξύλινη κατασκευή µε παράθυρο πάνω από τη στέγη που αντιστοιχεί σε

κατοικήσιµο χώρο της υποστέγης (<ΒΕΝ. nàtole) νάπα (η) Φούσκα. Κτιστό ή µεταλλικό κάλυµµα άνω της εστίας για να οδηγεί τον

καπνό στην καπνοδόχο (<ΒΕΝ. napa) νεγότσιο (το) Κατάστηµα, εµπορικό (<ΙΤ. negozio) νιβέλο (το) βλ.λ. λιβέλο νοφαίτης (ο) βλ.λ. ροφαϊτης ντέζα (η) Αγροτική αποθήκη (βλ.λ. τέζα) ντεπόζιτο (το) 1. ∆οχείο αποθήκευσης υγρών, 2. Κτιστή εσοχή σε ναό για την τοποθέτηση

εικόνας (<ΙΤ. deposito) ντοµενικάλε (το) Πατρική ή αριστοκρατική κατοικία (<ΙΤ. domenicale = αυτό που ανήκει

στον κύριο) ντόµος (ο) Ο καθεδρικός ναός των καθολικών (.<ΙΤ. duomo)

Ξ ξεβδέλωµα (το) Ξεχαρβάλωµα, βγάλσιµο εξωφύλλου από τα βδέλια (βλ.λ.) (ρµ. ξεβδελώνω -

επ. ξεβδελωµένο) ξεχυτή (η) Κεραµοσκεπής εξώστης στηριγµένος σε κολώνες ξέχωρο (το) Υπαίθριος χώρος έξω από τον οικισµό ξυλοπάντουρο (το) 1. Ξύλινος µεσότοιχος, 2. Ξύλινη πόρτα ή εξώφυλλο παραθύρου ξωπόλι (το) βλ.λ. εξωπόλιον

Ο Οβριακή (η) Η εβραϊκή συνοικία στην παλιά πόλη της Κέρκυρας οµοτοιχία (η) Μεσοτοιχία (αναφέρεται σε παλιά συµβόλαια) οµπλιγάδο (το) ∆ωµάτιο προσπελάσιµο µέσω άλλου δωµατίου (.<ΙΤ. obbligato =

υποχρεωµένο) όµπρα (η) Χρώµα καφέ (<ΒΕΝ. umbrica = χρώµα χώµατος) όπερα (η) Έργο, κατασκευή (.<ΙΤ. οpera)

Π παβιόνι (το) Πρόχειρη σκηνή µε ξύλινο σκελετό, περίπτερο (<ΓΑΛ. pavillon) παγκούλι (το) Μικρός πάγκος, σκαµνί (<IT. pancone) παλάδο (το) Κυµατοθραύστης κατασκευασµένος από µεγάλες πέρες (<ΒΕΝ. palada) παλάτι (το) βλ.λ. απαλάτι

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 8

Page 9: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

πάλµο (το) Αντίχειρας, βενετσιάνικο µέτρο µήκους = 2,9 εκ. (12 πάλµοι ισούνται µε 1 πόδι) (<ΒΕΝ. palmo)

πάλος (ο) Πάσαλος, παλούκι (<IT. palo) παραβέντο (το) 1. Ανεµοφράκτης 2. Παραβάν (<IT. paravento) παραπέτο (το) Οχύρωµα, στηθαίο, τοιχίο (<IT. parapetto) παρέ (το) Ξύλινο χώρισµα, τοίχος (<ΓΑΛ. separe) πάρκο (το) Εξέδρα (<IT. palco) παρταµέντο (το) ∆ιαµέρισµα (<ΒΕΝ. partamento = διαµέρισµα ενός δωµατίου) (επίσης βλ.λ.

απαρταµέντο) πασάγιο (το) ∆ιάδροµος σπιτιού (<ΒΕΝ. passagio - IT. passaggio) πασέτο (το) Ξύλινο αναδιπλούµενο µέτρο, υποδεκάµετρο (<ΒΕΝ. passeto) πάσο (το) 1. Βήµα, 2. Βενετσιάνικο µέτρο µήκους = 174 εκ. (1 πάσο διαιρείται σε 5

πόδια) (<ΒΕΝ. passo) πατίνα (η)* Βερνίκι επίπλων, υποδηµάτων (<ΒΕΝ. patina) πατόξυλο (το) Ξύλινο δοκάρι πατώµατος πάτος (ο) Πάτωµα, δάπεδο πέζουλα (η) Ξερολιθιά, τρόχαλος (πεζούλι) περγουλιά (η) Σκιάδα από κολόνες και δοκάρια για αναρρίχηση φυτών (<IT. pergola) πέριαυλο (το) Περίκλειστη αυλή, περίβολος (< περιαύλιο) πέρονας (ο) Μεγάλο χειροποίητο καρφί, περόνη (<IT. perone) πετροκαλαµίτα (η) Αλεξικέραυνο (<ΕΛ. πέτρα + IT. calamita = µαγνήτης) πετροκόφινο (το) Καλάθι για τη µεταφορά πέτρας πέτσα (τα) Ογκόλιθοι κυµατοθραύστη (<IT. pezzo = κοµµάτι) πιάτσα (η) 1) Πλατεία, 2) Το κέντρο της παλιάς πόλης (<IT. piazza) πιατσέτα (η) Μικρή πλατεία, πλάτωµα (<ΒΕΝ. piazzètta) πιέντε (το) Πόδι, µέτρο µήκους = 34,8 εκ. (5 πόδια ισούνται µε 1 πάσο) (<IT. piede) πιόµπο (το) Το νήµα της στάθµης (<IT. piombo = µόλυβδος) πικαπιέρο (ο) Λιθοξόος (<ΒΕΝ. pico = σφυρί λάξευσης + piera = πέτρα) πίλα (η) Μεγάλο λίθινο λαξευµένο εσωτερικά δοχείο για αποθήκευση λαδιού (<ΒΕΝ.

pila) Πίνια (η) Ονοµασία του κεντρικού σηµείου της παλιάς πόλης, από την µεταλλική

κουκουνάρα (σύµβολο αφθονίας) που ήταν κρεµασµένη στην γωνία της οδού Φιλαρµονικής (<IT. pigna)

πίνκο (το) Ειδικό σφυρί λιθοξόου (<IT. pico) πιπιστρέλι (το) Στρωτήρας. Το κεραµίδι που στρώνεται από κάτω (λούκι) (<IT. pipisterello

= νυχτερίδα) πιτέρι (το) Γλάστρα (<ΒΕΝ. pitèr) πιτόρος (ο) Τεχνίτης χρωµατισµών, µπογιατζής, ζωγράφος (<ΒΕΝ. pitòr - IT. pittore) πλακάδα (η) ή πλακάδο (το)

Πλακόστρωτη πλατεία (η πλακάδα τ’ Αγιού)

πλησιαστής (ο) Γείτονας, ο έχων όµορη ακίνητη ιδιοκτησία (αναφέρεται σε παλαιότερα συµβόλαια)

πόµολο (το)* Χειρολαβή επίπλου ή ανοίγµατος (<IT. pomolo) πόντα (η) Αιχµηρό µεταλλικό αντικείµενο για χάραξη σε µεταλλικές επιφάνειες

(<ΒΕΝ. ponta = αιχµή, µύτη) πόντες (ο) 1. Γέφυρα, 2. Μαδέρι (<IT. ponte) ποντεσπίτσιο (το) Αέτωµα (<IT. frontespizio) ποντελάρω Αντιστηρίζω, τοποθετώ υποστήριγµα (<ΒΕΝ. puntelàr) πορταδέλα (η) Μικρή εξοχή που καλύπτει τον αρµό του ανοίγµατος µε το κάσωµα

(ξυλουργ.) πόρτεγο ή πόρτιγο (το) Η κεντρική είσοδος πολυκατοικίας (<ΒΕΝ. pòrtego - IT. portico = προστώο) πορτόνι (το) Μεγάλη πόρτα, πόρτα εισόδου, κυρία είσοδος (<IT. portone) ποστίτσιος Εικονικός, πλαστός, τεχνητός (<IT. posticcio) ποντέλο (το) Ξύλινο κυρίως υποστύλωµα (<ΒΕΝ IT. pontèlo) πρέκι (το)* βλ.λ. µπρέκι πύργος (ο) Τοίχος

Ρ ρειπίζω Ρίχνω, σκορπίζω, χύνω, ερειπώνω (< ερειπώνω) ρεµενάτο (το) Ανακουφιστικό τόξο ανοίγµατος (<ΒΕΝ. remenàto) ρεµεσιέρης (ο) Επιπλοποιός (<ΒΕΝ. remessèr)

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 9

Page 10: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

ρεµέσο (το) Λεπτό φύλλο ξύλο για επένδυση, καπλαµάς (επιπλ.) (<ΒΕΝ. remeso) ρεµπουκάρω Επιχρίω (<ΒΕΝ. rebocàr) ρεµπουκάρισµα (το) Γέµισµα µε επίχρισµα ριµπάλτα (η) Θυρόφυλλο, φύλλο επίπλου, ράµπα σκηνής (<IT. ribalta) ροβίνα ή ρουβίνα (η) Ερείπιο (<IT. rovina) ροβινάτσα ή ρουβινάτσα (η)

Απορρίµµατα, µπάζα (<ΒΕΝ. rovinazzi)

ρόµπα φατούρα (η) Κόστος υλικών και εργατικών (<IT. roba = αντικείµενο, πράγµα + fattura = κατασκευή)

ρονιά (η) Σειρά, αράδα κεραµιδιών ροτόντα (η)* Στρογγυλό τραπέζι (<IT. rotonda) ροφαίτης (ο) Αέτωµα δίκλινης στέγης (πιθ.<ΑΓΓ. roof = στέγη)

Σ σαγιαδόρος (ο) Σύρτης πόρτας (<ΒΕΝ. sagiaòr) σαλβαρόµπα (η) Αποθήκη (<IT. salvare = διατηρώ, φυλάσσω + roba = πράγµα, ρούχα) σαλίτζο (το) Πλατύσκαλο, δάπεδο (<ΒΕΝ. salìzo) σαλταλεόν (το) Ανεµοστήριγµα εξωφύλλων σπαστό (<ΒΕΝ. saltaliòn - IT. saltaleone =

ελατήριο) σαλταρέλο (το) Μάνταλο, σύρτης πόρτας(<ΒΕΝ. saltarèlo) σαλτσάδο ή σαρτσάδο (το)

Κροκαλόστρωτος δρόµος (<ΒΕΝ. salizàda - IT. selciato = λιθόστρωτο)

σαµπέπερο (το) Γυαλόχαρτο (<ΑΓΓ. sandpeper) σγόρνα (η) Υδρορρόη σέγα (η) Πριόνι (<IT. sega) σέκο (α σέκο) Κτίσιµο χωρίς συνδετικό κονίαµα (<IT. secco = ξερός, στεγνός) σεντάλι (το) Κάθισµα αποχωρητηρίου (<IT. sedile = κάθισµα) σεράγιο (το) 1) Περιφραγµένος χώρος µε φράχτη 2) Κλείδα τόξου (<ΒΕΝ. seràgio) σερατούρα (η) Κλειδαριά (<ΒΕΝ. seradùra) σιάδι (το) Οµαλοποιηµένος χώρος, ισιάδι, ίσιωµα σιγανταβόλτε (η) Πριόνι για καµπύλο κόψιµο (<IT. sega da volte) σιένα (η) Καφεκίτρινη απόχρωση (<IT. terra di Siena = καφεκίτρινη βαφική πηλού) σίκλος ή σίσκλος (ο) Κουβάς (<IT. secchio) σκαλινάδα (η) Σειρά από σκαλοπάτια (<ΒΕΝ. scalinàda - IT. scalinata) σκαλνταλέτο ή σκανταλέτο (το)

Μπακιρένιο δοχείο που περιείχε ζεστή στάχτη για να θερµαίνει τα σκεπάσµατα του κρεβατιού (<ΒΕΝ. scaldalèto < scaldàr = θερµαίνοµαι + leto = κρεβάτι)

σκαλνταµπάνιο (το) Θερµοσίφωνας λουτρού µε καύση ξύλων (<ΒΕΝ. scaldàr = θερµαίνοµαι + bagno = λουτρό)

σκαλνταπιέντε (το) Μικρή φορητή µεταλλική θερµάστρα, που περιείχε πυρακτωµένα κάρβουνα, για τα πόδια (<ΒΕΝ. scaldapie < scaldàr = θερµαίνοµαι + pie = πόδι)

σκαλντίν (το) Μικρή θερµάστρα, µαγκάλι (<ΒΕΝ. scaldìn) σκαµπέλο ή σκαµπελέτο (το)

Κοµοδίνο, σκαµνί (<IT. sgabello)

σκάνιο (το) Καρέκλα (<ΒΕΝ. scagno) σκάρπα (η) Αναληµµατικός τοίχος τραπεζοειδούς διατοµής (<IT. scarpa) σκαρπάδος Ο τοίχος µε κλίση για αντιστήριξη σκαρφολίθι (το) Ασβεστόλιθος σκατζιά (η) Ράφι, ερµάριο (<IT. scansia) σκέπαση (η) Η στέγη (< σκεπάζω) σκόντρα (η) Τα κοµµάτια ξύλου που συναρµολογούνται κόντρα µε τα διπλανά (ξυλουργ.)

(<IT. contra = ανίθετα) σκόρτσα (τα) Σχιστά αποκόµµατα ξύλου (ξυλουργ.) (<IT. scorcio = κοµµάτι) σκουάρα ή σκάρα (η) Ορθογώνιασµα, ξύλινων κατασκευών (ξυλουργ.) (<ΑΓΓ. square = κάθετο,

ορθογωνισµένο) σκούρα (τα) Εξώφυλλα πλήρη, χωρίς περσίδες (<ΒΕΝ. scuro - IT. oscuro = σκοτεινό) σκρίνιο (το) Έπιπλο µικρού γραφείου (<IT. scrigno) σλόντζα (η) Κοµµένη γωνία ορθογώνιας άκρης (ξυλουργ.) (<ΒΕΝ. sloza) σµπάρα (η) Σανίδα που χρησιµοποιείται σαν µοχλός ασφάλισης της εξώπορτας

(ξυλουργ.) (<ΙΤ. sbarra) σοβελάδο (το) Αυτό που προεξέχει σε ανάγλυφο (αναγραµ.) (<IT. sollevato =

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 10

Page 11: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

ανασηκωµένο) σορατσέλι (το) Οροφή σε αταβάνωτο χώρο (<ΒΕΝ. sora = άνω + cielo = ουρανός, οροφή) σορτίτα (η) Έξοδος (<ΙΤ. sortita) σοτονάτολα (η) Ο χώρος κάτω από τη νάτολα (βλ. λ.) σοτοπόρτιγο (το) Στοά, πέρασµα κάτω από διαµπερή εσωτερική στοά κτηρίου (<ΒΕΝ.

sotopòrtego) σούδα (η) Αυλάκι, χαντάκι σοτοσκάλα (η) Χώρος οικοδοµής κάτω από την σκάλα που χρησιµοποιείται συνήθως σαν

αποθήκη (<IT. sottoscala) σοφίτα (η) Υποστέγη (<ΒΕΝ. sofita) σοφίτα αµπιτάντε (η) Κατοικήσιµη υποστέγη (<ΒΕΝ. sofita abitante) σπαλέτο (το) ή σπαλέτα (η)

Γείσο ανοίγµατος (<ΒΕΝ. spalèta)

σπανιολέτα (η) Μεταλλικός κατακόρυφος περιστρεφόµενος άξονας µε άγκιστρο για το κλείσιµο του παραθύρου (<IT. spagnoletta)

σπαραβιέρος (ο) Επίπεδη ξύλινη ή µεταλλική πλάκα, για το κονίαµα που χρησιµοποιεί ο τεχνίτης επιχρισµάτων (σοβατζής) (<ΒΕΝ. sparavièr ή spalivièr)

σπατσακαµίνος (ο) Καπνοδοχοκαθαριστής (<IT. spazzacamino) σπέκιο (το) Ταµπλάς πόρτας (ξυλουργ.) (<IT. specchio = καθρέπτης) σπεντζαριόλα (η) Εργαλείο, πλάνη για δηµιουργία ηµικυκλικής αυλάκωσης (ξυλουργ.)

(<ΒΕΝ. spondaròla) σπέουλο ή σπίγκολο (το)

Γωνία ή ακµή πέτρας ή επίπλου (<IT. spigolo = άκρη, γωνία)

σπετσαδούρα (η) Γωνία, γώνιασµα (ξυλουργ.) (<IT. spezzatura = σπάσιµο) Σπιανάδα (η) Η µεγάλη πλατεία της Κέρκυρας, µπροστά από το παλιό φρούριο (<IT.

spianata = ισοπεδωµένη επιφάνεια) σπιτάλι (το) Νοσοκοµείο (<ΒΕΝ. ospeàl - IT. ospedale) σπιτότοπος (ο) Οικόπεδο οικοδοµήσιµο σπλιθάρι (το) Χώρος κατασκευής οπτόπλινθων σπλίθρα (η) Οπτόπλινθος σπιν ντε πέσε Ψαροκόκαλο. Τρόπος συναρµογής δαπέδου µε τούβλα ή ορθογωνισµένες

λιθόπλακες (<ΒΕΝ. spin de pesse) σπόρτο (το) Προεξοχή επίπλου (ξυλουργ.) (<IT. sporto) στάµπιλε Ακίνητο, κατοικία (<IT. stabile) στανγκέτα (η) Μικρή µπάρα πόρτας(<ΒΕΝ. stanghèta) στολέτα (η) Περσίδα (<ΒΕΝ. stolèta) στουκάρω Στοκάρω (<ΒΕΝ. stucàr) - IT. stuccare) στούκος (ο) Ασβεστοκονίαµα, γύψος, στόκος (<ΒΕΝ. stuco) στράτα (η) ∆ρόµος (<IT. strada) στρατόνι (το) Μονοπάτι στρίκες (οι) Λεπτές ξύλινες λωρίδες, πήχες (ξυλουργ.) (<ΒΕΝ. strica) στρούδι (το) Μεταλλικό στήριγµα περιστροφής πχ µεγάλης πόρτας (< στρείδι) συναγώι (το) Η συναγωγή, ο Εβραϊκός ναός συρτάρι (το) Σύρτης εξώπορτας σκήπι (το) Μικρός περιφραγµένος κήπος εντός του οικισµού σώχωρο (το) Ο χώρος έξω από τον οικισµό

Τ τάβλα (η) Σανίδα, τραπέζι (<IT. tavola) ταβλάτσο (το) Ξύλινη εξέδρα (<ΒΕΝ. tavolazzo) ταβουλί (το) Τραπεζάκι (<ΒΕΝ. tavolin) ταγιαπιέρος (ο) Λιθοξόος (<ΒΕΝ. tagiapiero < tagiàr = κόβω + piera = πέτρα) τάγιο (το) Κόψιµο, εγκοπή, σκάµµα (ξυλουργ. - χωµατουργ. κλπ) (<ΒΕΝ. tagio) τάκος (ο) Ξύλινο τεµάχιο για υποστήριξη, σφήνα (<IT. tacco) ταµπούκιο (το) (βλ.λ. τραµπούκιο) τανάγια (η) τανάλια (<ΒΕΝ. tanagia) ταράτσα (η) Εξώστης, µπαλκόνι (<ΙΤ. terrazzo) τελέρι (το) Υαλοστάσιο παραθύρου (ξυλουργ.) (<ΒΕΝ. telèr - IT. telaio = σκελετός,

πλαίσιο) τέζα (η) Υπόστεγο. Υπαίθρια αγροτική αποθήκη µε σκελετό από σύνολο

πλινθόκτιστων υποστυλωµάτων, τοιχοποιία καλαµωτή και δίκλινη στέγη

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 11

Page 12: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

(<ΒΕΝ. teza) τέρµονας (ο) Οριακό σηµείο, σύνορο αγρού (< τέρµων) τερακότα (η) Κεραµιδόχρωµα (<IT. terracotta) τετράχυτη Τετράριχτη, στέγη µε τέσσερις κλίσεις τζαγιέτα (η) Μικρή θήκη στην οποία κλείνει το χερούλι της σπανιολέτας (βλ.λ.) του

παραθύρου τζαρδί ή τζαρδίνι (το) Μικρός κήπος, περιβόλι (<ΒΕΝ. zardìn - giardìn - IT. giardino) τινέλο ή τενέλο (το) Τραπεζαρία (<IT. tinello) τόµπα (η) Κενοτάφιο (<ΙΤ. tomba < ΑΡΧ. τύµβος) τορναδόρος (ο)* Τεχνίτης τόρνου (ξυλουργ. - σιδηρουργ.) τούµπο (το) ή τούµπος (ο)

1. Σωλήνας 2. Γυάλινος σωλήνας λάµπας περτελαίου (<IT. tubo)

τούρη (η) Πύργος (<IT. torre) τουρνελέτο (το) Παραπέτασµα στηριγµένο σε τέσσερις ψηλές κολόνες κρεβατιού (<IT.

attorno al letto = γύρω απ’ το κρεβάτι) τούφος (ο) Πορώδης βράχος - ψαµµίτης (<IT. tufo) τουφόπετρα (η) Λαξευµένος λίθος από τούφο (βλ.λ.) - ψαµµόλιθος τραβέρσα (η) Εγκάρσιο δοκάρι (<IT. traversa) τράβο (το) ∆οκάρι (<ΒΕΝ. travo - IT. trave) τραµπόυκι ή τραµπόυκιο (το)

Καταπακτή στο ταβάνι, για πρόσβαση στην στέγη (<ΒΕΝ. trabuchèlo - IT. trabocchetto)

τράφος (ο) Βαθύ χαντάκι, τάφρος (αναγραµ.) τρετσαδούρο ή τριτσαδούρο (το)

Κουπαστή σκάλας (<IT. attrezzatura = εξάρτηση, εξοπλισµός)

τριβέλι (το) Τρυπάνι, αρίδα (<IT. trivella) τριτσέλα (η) ή τριτσέλι (το)

∆ύο ξύλινα στηρίγµατα µε τρία σκέλη στα οποία τοποθετούνται οι σανίδες κρεβατιού

τρίχυτη Τρίριχτη, στέγη µε τρεις κλίσεις τρόχαλος (ο) Ξερολιθιά (<ΑΡΧ. τροχαλός) τροχήλι (το) Κυκλικό στηθαίο πηγαδιού, τράχηλος τσαφατίνος (ο) Αδέξιος τεχνίτης τσέουλο (το) Βάση επίπλου τσιστέρνα (η) Αποθήκη νερού, δεξαµενή, στέρνα (<ΙΤ. cisterna) τσιταντέλα (η) Ακρόπολη (<ΙΤ. cittadella) τσόκολο (το) Περιθώριο δαπέδου, σοβατεπί (<ΒΕΝ. zòcolo) τσόκος (ο) Ξύλινη ή λίθινη βάση κατασκευής (<ΒΕΝ. zòco) τσόντα (η)* Προσθήκη (<ΒΕΝ. zonta) (επίσης βλ.λ. αγγιούντα)

Υ ύψος (ο) Γύψος

Φ φαβρικό (το) Σιδηρουργείο φάβρος (ο) Σιδηρουργός (<IT. fabbro) φάµπρικα (η) Οικοδοµή, εργοστάσιο, επιχείρηση (<IT. fabbrica) φανέστρα ή φινέστρα (η)

Παράθυρο (<IT. finestra)

φάρτσο (το) Φάλτσο, λοξό (< ΙΤ. falso) φαρτσογωνιά (η) Ξύλινη ή µεταλλική γωνία για χάραξη γωνίας 45ο (ξυλουργ. - σιδηρουργ.) (<

ΙΤ. falso + γωνία) φάσα (η)* Οριζόντια διακοσµητική ταινία οικοδοµής, συνήθως µεταξύ ισογείου και

πρώτου ορόφου (<IT. fascia) φατούρα (η) Χειρονακτική εργασία, κατασκευή (<IT. fattura) φατσάδα (η) Πρόσοψη (<IT. facciata) φεγγίτης (ο) Υαλόφρακτος φωταγωγός πάνω από άνοιγµα, ή στο εσωτερικό σπιτιού, στην

οροφή φιλάνια (η) Κεντρικό δοκάρι στο οποίο ακουµπούν τα εγκάρσια στη σειρά

(ξυλουργ.)(<IT. fila = σειρά) φίντα (η) Ξύλινη κινητή προσθήκη πόρτας ή παραθύρου, συνήθως σε ισόγεια (<IT.

finta = ψεύτικη, πλαστή) φιόρε ή φιόρι (η) Ανθέµιο διακοσµητικό (ξυλουργ. - σιδηρουργ.)(<IT. fiore) φογιέτα (η) Λωρίδες γύρω από τους ταµπλάδες της πόρτας (ξυλουργ.)(< (<ΒΕΝ. fogièta

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 12

Page 13: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

- IT. foglietta = µικρό φύλλο) φοδράδο (το) Καπλαντισµένο εσωτερικά, επενδυµένο (ξυλουργ.)(< ΒΕΝ. fodrà - IT.

foderato) φόρος (ο) Κεντρική πλατεία ή γενικά το σηµείο συγκέντρωσης των κατοίκων του

οικισµού, αγορά (<ΛΑΤ. forum) φόσα (η) Όρυγµα, τάφρος (συνήθως η κύρια τάφρος των οχυρώσεων) (<IT. fossa) φουγίνα (η) Γείσο επίπλου φούγος (ο) Καπνοδόχος, µαγκάλι (<ΒΕΝ. fogo = φωτιά) φούµπια (η) Μεταλλική υποδοχή στήριξης εξωφύλλων που στηρίζεται στις συνήθως

λίθινες παραστάδες µε βολίµι (βλ.λ.) (<ΒΕΝ. fiuba) φουνταδόρος (ο) Ξύλινο υποστήλωµα (<ΒΕΝ. fondaòr) φούντωµα (το) Σανίδωµα στέγης (<IT. fondo = υπόβαθρο) φουρνέλο (το) Εστία παλιού κτιστού µαγειρείου (<IT. fornello) φουρούσι (το) Κιλλίβαντας. Λίθινη, µεταλλική ή ξύλινη προεξοχή, πακτωµένη σε τοίχο,

που υποστηρίζει άλλο στοιχείο (πιθ.<φέρω) φραξίδι (το) Φράκτης, περίφραξη φρεσκάρισµα (το) Επισκευή, ανανέωση κυρίως χρωµατισµών φροχείλι (το) Το στηθαίο του πηγαδιού (< ακρόχειλο) φώλιαση (η) Η θήκη, ο χώρος εισδοχής κλειδιού κλπ

Χ χάβρος (ο) βλ.λ. φάβρος χαµόγειο (το) Υπόγειο ή ισόγειο (µε δάπεδο στο έδαφος) χόντρωµα (το) Πάχος υλικού, πχ σανίδας χτιστοσύνη (η) Το επάγγελµα του κτίστη χώρα (η) Η πόλη της Κέρκυρας

Ω ωγνίστρα (η) Εστία, τζάκι (< γωνία)

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 13

Page 14: ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΤΜΗΜΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣathos.cti.gr/cultureportalweb/upload_files/19_glossari_corfu.pdf · ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΙΤΛΟΣ ΤΟΠΟΣ /

ΧΡΟΝΟΣ ΕΚ∆ΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ

GIUSEPPE BOERIO DIZIONARIO DEL DIALETTO VENEZIANO

VENEZIA 1856 FIRENZE 1993

GIOVANNI CECCHINI EDIT. GIUNTI

∆ΗΜΗΤΡΙΟΥ Β. ∆ΗΜΗΤΡΑΤΟΥ

ΝΕΟΝ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ

ΑΘΗΝΑ 1959 ΠΕΡΓΑΜΗΝΑΙ

ΖΗΣΙΜΟΥ Α. ΤΖΑΡΤΖΑΝΟΥ

ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟ∆ΟΜΙΚΗΣ (ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ)

ΑΘΗΝΑ 1981 ΛΥΧΝΟΣ ΕΠΕ

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΧΥΤΗΡΗΣ

ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΟ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΚΕΡΚΥΡΑ 1992 ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΩΝ ΣΠΟΥ∆ΩΝ

ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ - ΦΥΤΡΑΚΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΑΘΗΝΑ 1993 ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

ΚΟΡΦΙΑΤΙΚΑ ΚΕΡΚΥΡΑ 1994 ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ Σ. ΖΟΥΜΠΟΣ

Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 18Ο ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ 1716 (ΜΕ ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΗΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ)

ΚΕΡΚΥΡΑ 1996 ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ

POLYLEXIKON ΑΘΗΝΑ 1997 ΜΑΤΖΕΝΤΑ ΕΠΕ ΝΙΝΕΤΤΑ ΛΑΣΚΑΡΙ

ΚΕΡΚΥΡΑ - ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ 1204 - 1864

ΑΘΗΝΑ 1998 Ι. ΣΙ∆ΕΡΗΣ

Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

ΑΘΗΝΑ 2002 ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΕ

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Κερκυραϊκό γλωσσάρι ιδιωµατικών αρχιτεκτονικών και τεχνικών όρων και εξοπλισµού/Ι. Ν. Ραψοµανίκης, Κέρκυρα 2006 14