Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

79
Πλαίσιο προσέγγισης Στόχος της παρούσας εργασίας δεν είναι μόνο η παρουσίαση των βασικότερων σημείων της Κριτικής Θεωρίας και της φιλοσοφίας του Marcuse αλλά και η ερμηνευτική και κριτική τους προσέγγιση. Η φιλοσοφία αποτελεί μια εννοιοποίηση των πραγματικών, υλικών σχέσεων κάθε εποχής και γι’ αυτό η ανάλυση αυτών των σχέσεων είναι απαραίτητη για τη βαθύτερη κατανόησή της. Κάθε φιλοσοφική και θεωρητική προσπάθεια μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με μια συνολική θεώρηση των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών στις οποίες αναπτύσσεται. Στην εργασία αυτή θα γίνει μια προσπάθεια ερμηνείας και κριτικής των προσεγγίσεων της Κριτικής Θεωρίας από τη σκοπιά των προϋποθέσεων ενός επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και μέσω των κατηγοριών της μαρξιστικής διαλεκτικής οι οποίες επιτρέπουν την κατανόηση τόσο της οικονομικής εξέλιξης πολιτικής όσο και του υποκειμενικού κοινωνικού στοιχείου, των αλλαγών δηλαδή στην τακτική και τη στρατηγική του εργατικού κινήματος και των κομμάτων της εργατικής τάξης. Η ίδρυση και τα πρώτα χρόνια του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι θεωρητικές συζητήσεις στη Γερμανία για το μαρξισμό ήταν έντονες. Μέσα σε αυτό το κλίμα της προσπάθειας εμβάθυνσης της μαρξιστικής θεωρίας γεννήθηκε η ιδέα για τη δημιουργία ενός μόνιμου θεσμού που θα είχε αυτό το ερευνητικό καθήκον. Την ιδέα αυτή ανέλαβε να υλοποιήσει ο Felix Weil ο οποίος, με τη βοήθεια του πατέρα του, χρηματοδότησε τη δημιουργία ενός ερευνητικού θεσμού, το «Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών». Το ερευνητικό αυτό κέντρο αρχικά σχεδιαζόταν να ονομαστεί «Ινστιτούτο για το Μαρξισμό», ονομασία όμως που εγκαταλείφθηκε γρήγορα επειδή θεωρήθηκε προκλητική για τη γερμανική πραγματικότητα 1 . Το «Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών» ιδρύθηκε τελικά το 1923 ως παράρτημα του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, αν και ήταν ανεξάρτητο τόσο οικονομικά όσο και ακαδημαϊκά από αυτό. Ήταν επίσης ανεξάρτητο και κομματικά καθώς δεν συνδεόταν οργανωτικά ή πολιτικά ούτε με το Σοσιαλδημοκρατικό ούτε με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Πρώτος διευθυντής του «Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών» ήταν ο Carl Grünberg (1861-1940), ένας πανεπιστημιακός καθηγητής Νομικών και Πολιτικών Επιστημών που ανήκε στο ρεύμα του Αυστρομαρξισμού 2 . Η προσωπική του προσέγγιση του μαρξισμού, ανάλογη με αυτή των 1 Martin Jay, The Dialectical Imagination. A History of the Frankfurt School and the Institute of Social Research 1923-1950, Heinemann-London, 1973, σελίδα 8 1

description

Μια κριτικη προσεγγιση στην Κριτικη Θεωρια (Σχολή της Φρανκφούρτης) και στη σκέψη του Marcuse

Transcript of Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

Page 1: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

Πλαίσιο προσέγγισης

Στόχος της παρούσας εργασίας δεν είναι μόνο η παρουσίαση των βασικότερων σημείων της Κριτικής Θεωρίας και της φιλοσοφίας του Marcuse αλλά και η ερμηνευτική και κριτική τους προσέγγιση.

Η φιλοσοφία αποτελεί μια εννοιοποίηση των πραγματικών, υλικών σχέσεων κάθε εποχής και γι’ αυτό η ανάλυση αυτών των σχέσεων είναι απαραίτητη για τη βαθύτερη κατανόησή της. Κάθε φιλοσοφική και θεωρητική προσπάθεια μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με μια συνολική θεώρηση των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών στις οποίες αναπτύσσεται. Στην εργασία αυτή θα γίνει μια προσπάθεια ερμηνείας και κριτικής των προσεγγίσεων της Κριτικής Θεωρίας από τη σκοπιά των προϋποθέσεων ενός επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και μέσω των κατηγοριών της μαρξιστικής διαλεκτικής οι οποίες επιτρέπουν την κατανόηση τόσο της οικονομικής εξέλιξης πολιτικής όσο και του υποκειμενικού κοινωνικού στοιχείου, των αλλαγών δηλαδή στην τακτική και τη στρατηγική του εργατικού κινήματος και των κομμάτων της εργατικής τάξης.

Η ίδρυση και τα πρώτα χρόνια του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών

Μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι θεωρητικές συζητήσεις στη Γερμανία για το μαρξισμό ήταν έντονες. Μέσα σε αυτό το κλίμα της προσπάθειας εμβάθυνσης της μαρξιστικής θεωρίας γεννήθηκε η ιδέα για τη δημιουργία ενός μόνιμου θεσμού που θα είχε αυτό το ερευνητικό καθήκον. Την ιδέα αυτή ανέλαβε να υλοποιήσει ο Felix Weil ο οποίος, με τη βοήθεια του πατέρα του, χρηματοδότησε τη δημιουργία ενός ερευνητικού θεσμού, το «Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών». Το ερευνητικό αυτό κέντρο αρχικά σχεδιαζόταν να ονομαστεί «Ινστιτούτο για το Μαρξισμό», ονομασία όμως που εγκαταλείφθηκε γρήγορα επειδή θεωρήθηκε προκλητική για τη γερμανική πραγματικότητα1. Το «Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών» ιδρύθηκε τελικά το 1923 ως παράρτημα του πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης, αν και ήταν ανεξάρτητο τόσο οικονομικά όσο και ακαδημαϊκά από αυτό. Ήταν επίσης ανεξάρτητο και κομματικά καθώς δεν συνδεόταν οργανωτικά ή πολιτικά ούτε με το Σοσιαλδημοκρατικό ούτε με το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Πρώτος διευθυντής του «Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών» ήταν ο Carl Grünberg (1861-1940), ένας πανεπιστημιακός καθηγητής Νομικών και Πολιτικών Επιστημών που ανήκε στο ρεύμα του Αυστρομαρξισμού2. Η προσωπική του προσέγγιση του μαρξισμού, ανάλογη με αυτή των θεωρητικών της Β’ Διεθνούς, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία της έρευνας του Ινστιτούτου, μιας έρευνας που στράφηκε περισσότερο στη μελέτη της οικονομικής δομής της κοινωνίας και λιγότερο σε αυτή του πολιτικού και πολιτιστικού εποικοδομήματος. Ο χαρακτήρας της ήταν περισσότερο ιστορικός και εμπειρικός και λιγότερο προσανατολισμένος στα θεωρητικά ζητήματα, παρά το γεγονός ότι ο Grünberg ενθάρρυνε τη διεπιστημονική ανάλυση της

1 Martin Jay, The Dialectical Imagination. A History of the Frankfurt School and the Institute of Social Research 1923-1950, Heinemann-London, 1973, σελίδα 82 Ο Αυστρομαρξισμός ήταν ένα ρεφορμιστικό ρεύμα που αναπτύχθηκε από τους αυστριακούς σοσιαλδημοκράτες, με κυριότερους εκπροσώπους τον Max Adler (1873-1937) και τον Otto Bauer (1881-1938). Ο πρώτος προσπάθησε να εισάγει καντιανά στοιχεία στη μαρξιστική θεωρία, καταλήγοντας στον ιδεαλισμό αφού υποστήριξε ότι τα υλικά φαινόμενα στην ουσία τους είναι ψυχικά, πνευματικά. Ο Bauer πρωτοστάτησε στην ίδρυση της 2 ½ Διεθνούς και υποστήριξε έναν κοινοβουλευτικό δρόμο προς το σοσιαλισμό. Από «Πρέντραγκ Βρανίτσκι, Ιστορία του Μαρξισμού, τόμος 1, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1976, σελίδες 358-390

1

Page 2: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

πραγματικότητας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το Ινστιτούτο διατηρούσε στενές σχέσεις και συνεργαζόταν με το «Ινστιτούτο Marx-Engels» που είχε την έδρα του στη Μόσχα και διευθυντή του το David Ryazanov. Ο Grünberg εξέδιδε από το 1910 την επιθεώρηση «Αρχείο για την Ιστορία του Σοσιαλισμού και του Εργατικού Κινήματος» η οποία ήταν ευρέως γνωστή ως «Αρχείο του Grünberg». Αυτή η επιθεώρηση θα αποτελούσε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 το μέρος στο οποίο θα εκδίδονταν οι μελέτες του Ινστιτούτου, χωρίς όμως να έχει αποκλειστικά αυτό το σκοπό καθώς φιλοξενούσε συχνά άρθρα και άλλων μαρξιστών. Οι στόχοι του Ινστιτούτου, οι οποίοι τέθηκαν από το διευθυντή του, ήταν η προσπάθεια μιας συνολικής κριτικής της αστικής κοινωνίας μέσω της μαρξιστικής μεθοδολογίας και η προώθηση της κοινωνικής έρευνας. Με αυτόν τον τρόπο ο Grünberg, αλλά και όλα τα μέλη του Ινστιτούτου, ήθελαν να αντισταθούν στο κατεστημένο των γερμανικών πανεπιστημίων το οποίο απλά παρήγαγε καθηγητές και θεωρητικούς έτοιμους να υπηρετήσουν το καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι, «είναι η πρώτη φορά που θεσμός που επαγγέλλεται ανοιχτά το μαρξισμό παίρνει θέση σ’ ένα Πανεπιστήμιο καπιταλιστικής χώρας»3.

Ένα από τα πιο σημαντικά μέλη της περιόδου αυτής ήταν ο Henryk Grossman (1881-1950). O Grossman από το 1905 συμμετείχε σε πολωνικούς σοσιαλιστικούς κύκλους και το 1920 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Πολωνίας. Το 1925 εκδιώχθηκε από τη χώρα και εγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη όπου έγινε μέλος του Ινστιτούτου αλλά όχι και του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, παρά το γεγονός ότι ήταν υποστηρικτής του. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 ήταν ένθερμος υποστηρικτής της σταλινικής Σοβιετικής Ένωσης και το 1949 έγινε πανεπιστημιακός καθηγητής στην Ανατολική Γερμανία. Βασικότερο έργο του ήταν «Ο νόμος της συσσώρευσης και η κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος» (1929) που καταδικάστηκε από την Κομμουνιστική Διεθνή επειδή, όπως υποστήριζαν οι ηγέτες της, κατέληγε στο συμπέρασμα μιας αυτόματης κατάρρευσης του καπιταλισμού. Στο έργο του ο Grossman εξέφρασε την άποψη ότι η καπιταλιστική συσσώρευση είχε συγκεκριμένα όρια που καθορίζονταν «από τη μείωση της ποσότητας της υπεραξίας»4. Πίστευε ότι ο καπιταλισμός δεν θα κατέρρεε αυτόματα και ότι μέσα από οικονομικά μέτρα ή πολεμικές συγκρούσεις μπορούσε να αποκαθιστά την ισορροπία του μέχρι την επόμενη κρίση του. Η εμπλοκή του Grossman στις διεργασίες του Ινστιτούτου μειώθηκε κατά τα επόμενα χρόνια λόγω της διαφορετικής κατεύθυνσης που επέλεξε για αυτό ο επόμενος διευθυντής του, ο Max Horkheimer.

Η διαμόρφωση της Κριτικής Θεωρίας τη δεκαετία του 1930

Το 1929 ο Grünberg εγκατέλειψε τη θέση του ως διευθυντής λόγω προβλημάτων υγείας. Τη θέση του πήρε ο Max Horkheimer (1895-1973) ο οποίος και θα αποτελούσε τη βασική φυσιογνωμία του Ινστιτούτου για τα επόμενα είκοσι περίπου χρόνια. Ο Horkheimer ήταν γιος ενός Εβραίου εργολάβου και προοριζόταν αρχικά να ασχοληθεί με το εμπόριο. Όμως από το 1918 άρχισε να σπουδάζει ψυχολογία και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια του Μονάχου, του Φράιμπουργκ και της Φρανκφούρτης. Στη συνέχεια ο Horkheimer μαζί με το Ινστιτούτο δεν έμειναν για πολύ ακόμα στη Γερμανία. Με την

3 Βασίλης Κάλφας, Διαμόρφωση και εξέλιξη της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φραγκφούρτης, περιοδικό Πολίτης, τεύχος 21, Νοέμβριος 1978, σελίδα 734 Ζαν-Μαρί Βενσάν, Η Σχολή της Φρανκφούρτης και η Κριτική Θεωρία, εκδόσεις Επίκουρος, Αθήνα, 1977, σελίδα 37

2

Page 3: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

κατάληψη της εξουσίας από τους Εθνικοσοσιαλιστές το 1933 το Ινστιτούτο μεταφέρθηκε για ένα χρόνο στη Γενεύη απ’ όπου βοήθησε στη δημιουργία δύο παραρτημάτων του, στο Λονδίνο και το Παρίσι. Το 1935 εγκαταστάθηκε στο πανεπιστήμιο της Columbia στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ. Τα μέλη του συνέχισαν από εκεί το έργο τους, εκδίδοντας κυρίως στα γερμανικά θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να εμποδίσουν την ταύτιση του γερμανικού με το ναζιστικό και να «διατηρήσουν την ανθρωπιστική παράδοση του γερμανικού πολιτισμού»5. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους για τους οποίους η επίδραση της θεωρητικής παραγωγής του Ινστιτούτου ήταν μικρή στη χώρα αυτή.

Με το Horkheimer στη διεύθυνση του Ινστιτούτου, άλλαξε η έμφαση της κοινωνικής έρευνας και της θεωρητικής παραγωγής του. Συμφωνώντας με τον προκάτοχό του, επέμεινε στο ότι για τη βαθύτερη κατανόηση της πραγματικότητας χρειαζόταν ένας συνδυασμός της εμπειρικής έρευνας με τη διεπιστημονική θεωρητική ανάλυση. Όμως το ενδιαφέρον θα έπρεπε να μετατοπιστεί από τη μελέτη της οικονομίας στη μελέτη των πολιτιστικών κοινωνικών φαινομένων. Οι οικονομικές μελέτες θα αποτελούσαν πλέον μειοψηφία στο συνολικό έργο του Ινστιτούτου ενώ έρευνες για τους τρόπους αναπαραγωγής της εξουσίας, την τέχνη και τη φιλοσοφία θα ήταν οι πλειοψηφούσες. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το Ινστιτούτο είχε εκδώσει 76 μελέτες/άρθρα για την εξουσία, 43 για τη φιλοσοφία, 38 για τη λογοτεχνία, τη μουσική και γενικά για την τέχνη, 17 για την προκατάληψη κάθε είδους ενώ οι υπόλοιπες μελέτες/άρθρα της (μεταξύ των οποίων και οικονομικές) ήταν μόλις 226. Αντικαταστάθηκε επίσης και η επιθεώρηση του Grünberg με την Zeitschrift für Sozialforschung (1932-1939) η οποία με τη σειρά της αντικαταστάθηκε από την αγγλόφωνη Studies in Philosophy and Social Science (1939-1941).

Η διαμόρφωση της Κριτικής Θεωρίας κατά τη διάρκεια της εικοσαετίας 1930-1950 συνδέεται κυρίως με τον Horkheimer. Η προσπάθεια του Horkheimer δεν είχε ως σκοπό τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος γνώσης ή ενός συστήματος «αιώνιων αληθειών». Τα μέλη του Ινστιτούτου ήταν αντίθετα στη συστηματοποίηση και σε οποιαδήποτε προσπάθεια διαμόρφωσης μιας «τελικής» φιλοσοφίας. Αυτό που ονομάζεται Κριτική Θεωρία αποτελεί το σύνολο των παρεμβάσεων και των αλλαγών στο μαρξισμό, που έγινε με τη θεωρητική παραγωγή του Ινστιτούτου μέσα από την κριτική άλλων φιλοσοφιών κυρίως της γερμανικής παράδοσης. Η Κριτική Θεωρία άλλωστε ήταν «ένα καθαρά γερμανικό ρεύμα σκέψης. Οι επιδράσεις που είχε από μη γερμανικά ρεύματα σκέψης είναι ελάχιστες»7.

Η Κριτική Θεωρία άντλησε το περιεχόμενό της από την εγελιανή φιλοσοφία και από το πρώιμο έργο του Marx. Η σταλινική φιλοσοφία, η οποία ήταν η επίσημη και ορθόδοξη «σοσιαλιστική» φιλοσοφία, υποβάθμισε τη δράση του υποκειμένου μέσα στην ιστορία, καθώς θεώρησε τα άτομα ως απλούς εκτελεστές μιας σχεδόν φυσικής αναγκαιότητας. Ο σοσιαλισμός ήταν αναπόφευκτος λόγω μιας συνεχούς και γραμμικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η μηχανιστική ερμηνεία του μαρξισμού ώθησε όσους θεωρούσαν τους εαυτούς τους μαρξιστές, αλλά δεν συμφωνούσαν με τη σοβιετική πολιτική, να στραφούν σε άλλα γραπτά του Marx, πέρα από τις οικονομικές του μελέτες, για να θεμελιώσουν τη θεωρία τους. Έτσι, τα μέλη του Ινστιτούτου προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το μαρξισμό βασιζόμενοι στο πρώιμο έργο του Marx και κυρίως στα «Οικονομικά και Φιλοσοφικά χειρόγραφα» που πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1928. Στο έργο του αυτό ο Marx 5 Martin Jay, ό.π. σελίδα 406 Martin Jay, ό.π. σελίδα 3427 Βασίλης Κάλφας, ό.π. σελίδα 75

3

Page 4: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

έκανε το πρώτο βήμα διαχωρισμού της σκέψης του από το Hegel και το νεοεγελιανισμό, θέτοντας τις βάσεις μιας υλιστικής αντίληψης της εργασίας και της ιστορίας. Τα Χειρόγραφα γράφτηκαν τα έτη 1843-44 και ως εκ τούτου το περιεχόμενό τους ήταν ακόμα φορτισμένο με τις κατηγορίες της εγελιανής διαλεκτικής και είχαν στο επίκεντρό τους την αλλοτρίωση του ανθρώπου και όχι τη μελέτη του κεφαλαίου ή των τρόπων παραγωγής.

Αυτή η στροφή σε μια εγελιανή ανάγνωση του μαρξισμού δεν σήμαινε την πλήρη αποδοχή της φιλοσοφίας του Hegel. Η ιδέα ενός συστήματος που εμπεριέχει ολόκληρο το Είναι και η θεωρία της ταυτότητας υποκειμένου-αντικειμένου ήταν οι δύο βασικότερες αιτίες της πολεμικής του Horkheimer προς το Hegel. Τα βασικά μέλη του Ινστιτούτου δεν συμμερίζονταν την αντίληψη του Γερμανού ιδεαλιστή ότι το φιλοσοφικό σύστημά του εμπεριέχει όλη τη δυνατότητα ανθρώπινης γνώσης αλλά ούτε και ότι το μοναρχικό κράτος συμφιλιώνει τις αντίθετες κοινωνικές δυνάμεις, αποτελώντας έτσι την έκφραση του γενικού κοινωνικού συμφέροντος. Για το Horkheimer το υποκείμενο και το αντικείμενο, το άτομο και η κοινωνία δεν μπορούν να ταυτιστούν τουλάχιστον όχι σε μια ταξική κοινωνία. Από την άλλη, προσπαθώντας να αποφύγει έναν απόλυτο δυιστικό διαχωρισμό, υποστήριξε ότι τα δυο αυτά συνδέονται και ότι καθήκον της έρευνας είναι να εντοπίσει και να μελετήσει τα μεσολαβητικά επίπεδα στα οποία εκφράζονται οι τάσεις του κοινωνικού γίγνεσθαι. Αυτή ήταν η αιτία που οι εργασίες του Ινστιτούτου προσανατολίστηκαν περισσότερο στη μελέτη του εποικοδομήματος.

Ο Horkheimer διαχώρισε τη θέση του και από τα συμπεράσματα του Marx καθώς δεν συμμερίστηκε την αντίληψη ότι το πολιτικό και πολιτιστικό εποικοδόμημα αποτελεί μια αντανάκλαση της οικονομικής δομής της κοινωνίας, ίσως και λόγω του μηχανιστικού τρόπου με το οποίο αντιμετώπιζαν αυτό το σχήμα οι θεωρητικοί της Β’ Διεθνούς αλλά και αυτοί της σταλινοποιημένης Γ’ Διεθνούς. Για αυτόν, αλλά και για το σύνολο των μελών του Ινστιτούτου, οι σχέσεις βάσης (οικονομία) και εποικοδομήματος (πολιτική, πολιτισμός) ήταν πολύπλευρες και βρίσκονταν σε μια διαρκή αλληλεπίδραση, χωρίς το ένα να καθορίζει το άλλο. Το ότι στον καπιταλισμό ο οικονομικός παράγοντας έγινε ο κυρίαρχος δεν σήμαινε ότι αυτό ίσχυε στο παρελθόν ή ότι θα ίσχυε για πάντα. Μέσα στο πολιτιστικό εποικοδόμημα εκφράζονται οι αντιφάσεις της κοινωνικής ολότητας και εμπεριέχεται σε αυτό το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων, προοδευτικές και αντιδραστικές8. Δεν αντανακλούνται συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα δηλαδή, όπως θεωρούσαν οι μαρξιστές, και γι’ αυτό τίποτα δεν είναι μόνο ιδεολογικό9. Οι επιδιώξεις της αστικής τάξης για παράδειγμα, δεν εκδηλώνονται σε μια αστική ιδεολογία αλλά διαπερνούν όλο το φάσμα των πολιτιστικών σχέσεων. Ο ίδιος ο Engels άλλωστε εκτιμούσε τη λογοτεχνία του Balzac ο οποίος, παρά το γεγονός ότι είχε αντιδραστικές πολιτικές πεποιθήσεις, κατάφερνε να περιγράφει την πραγματικότητα με όλες τις αντιφάσεις της. Ο Horkheimer στο έργο του «Dämmerung» (1934) εξέφρασε την άποψη ότι ούτε η θρησκεία «θα έπρεπε να κατανοηθεί μόνο σαν ψευδής συνείδηση επειδή διατήρησε την ελπίδα για μια μελλοντική δικαιοσύνη, μια ελπίδα που ο αστικός αθεϊσμός την απέρριψε»10.

Ο Horkheimer διαφοροποιήθηκε από το Marx και στο ζήτημα της έννοιας της εργασίας. Ο Horkheimer δεν δεχόταν τον κεντρικό ρόλο που έδινε ο Marx στην εργασία ως της ενέργειας μέσω της οποίας ο άνθρωπος, δημιουργώντας

8 Martin Jay, ό.π. σελίδες 54-559 Ο Marx χρησιμοποιούσε την έννοια της ιδεολογίας για να ορίσει την ψευδή συνείδηση, τη θεωρία που διαστρεβλώνει την πραγματικότητα με σκοπό να εξαπατήσει την ανθρώπινη συνείδηση.10 Martin Jay, ό.π. σελίδα 56

4

Page 5: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

τα υλικά αντικείμενα, δημιουργεί και τον εαυτό του. Στο έργο «Dämmerung» ανέφερε ότι αυτή η αντιμετώπιση της σπουδαιότητας της έννοιας της εργασίας από τους μαρξιστές τους έκανε φορείς της αστικής προπαγάνδας11. Για αυτόν, σκοπός της κοινωνίας πρέπει να είναι η εξασφάλιση της ανθρώπινης ευτυχίας η οποία μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο μέσα από τη δυνατότητα ελεύθερης ανάπτυξης των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Τη δυνατότητα αυτή την αρνήθηκε το μονοπωλιακό καπιταλιστικό σύστημα το οποίο έθεσε το καθήκον ως ανώτερη ηθική αξία από την ευτυχία. Ο διαχωρισμός αυτός, έχοντας ως αφετηρία τον Kant, κατέληξε με το φασισμό στην απόλυτη ισότητα ανελευθερίας. Το καθήκον και η υποταγή στο σύνολο ήταν ιδεολογικά, καθώς το σύνολο αυτό δεν εξέφραζε τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες. Με αυτό τον τρόπο η τάση της υποβάθμισης του ατόμου και της δυνατότητάς του για ευτυχία, μια τάση που ενυπήρχε στην αστική παράδοση, ολοκληρώθηκε με το φασιστικό κράτος. Έτσι, ο Horkheimer επηρεάστηκε από τους φιλοσόφους της «Φιλοσοφίας της Ζωής» (Lebenphilosophen) και κυρίως από το Nietzsche. Οι φιλόσοφοι αυτοί μπροστά στην ανάπτυξη της πολιτικής και οικονομικής ολότητας προσπάθησαν να διασώσουν το άτομο. Το γεγονός αυτό εκτιμήθηκε πολύ από τα μέλη του Ινστιτούτου αν και άσκησαν κριτική σε αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα. Η κριτική τους αφορούσε τον υπερτονισμό της υποκειμενικότητας και της εσωτερικότητας, ο οποίος έθεσε σε δεύτερη μοίρα την ανθρώπινη δράση, την υποτίμηση του υλικού κοινωνικού υπόβαθρου και την πλήρη απόρριψη του Λόγου που έδωσε τη βάση για την εκμετάλλευση του ρεύματος αυτού από τον ανορθολογισμό της ναζιστικής ιδεολογίας12.

Όσο αφορά το ζήτημα της γνώσης, η Κριτική Θεωρία είχε στον πυρήνα της μια αντίληψη διαφορετική από τη λενινιστική θεωρία της αντανάκλασης η οποία ήταν αποδεκτή από τους περισσότερους μαρξιστές. Ο Horkheimer τόνισε ιδιαίτερα το ενεργητικό στοιχείο στη διαδικασία της γνώσης. Ο άνθρωπος αλληλεπιδρά με αυτό που γνωρίζει και η γνώση του έχει ισχύ μόνο μέσα στις συνθήκες που ζει. Δεν υπάρχουν «καθαρά» γεγονότα ή «καθαρή» πραγματικότητα αλλά και τα δύο εξαρτώνται από την πρόσληψή τους από τους ανθρώπους. Η πραγματικότητα είναι η πραγματικότητα της συγκεκριμένης ανθρώπινης δράσης και η «γνώση είναι πάντα η γνώση συγκεκριμένων ανθρώπων που ζουν σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες»13. Έτσι, ο Horkheimer αρνήθηκε να ανάγει τη γνώση «σε μια οικειοποίηση του πραγματικού από γνωρίζον υποκείμενο, που θα οδηγούσε στην ταυτότητα του υποκειμένου με το αντικείμενο». Η ανθρώπινη σκέψη «πρέπει να πάψει να έχει την αυταπάτη πως μπορεί να συλλάβει την ολότητα του πραγματικού ή πως είναι σύστοιχη ή σύμφωνη με το είναι»14. Για το Horkheimer η αντίληψη αυτή δεν καταλήγει σε έναν απόλυτο σχετικισμό. Κάθε έννοια πρέπει να μελετάται μέσα στις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες αναπτύσσεται και είναι αναγκαίο να εξετάζεται το κατά πόσο πραγματώνεται μέσα σε αυτές. Η Κριτική Θεωρία είχε σκοπό να ανακαλύψει τη σχέση μεταξύ των εννοιών και της υλοποίησής τους μέσα στην κοινωνία. Με βάση την ταυτότητα ή την αναντιστοιχία έννοιας-πραγματικότητας θα κρινόταν το αν ήταν αληθείς ή ψευδείς. Στην αστική εποχή, για παράδειγμα, υπήρχε αντίφαση μεταξύ των προταγμάτων της αστικής τάξης που παρουσιάζονταν ως καθολικά (ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότητα) και της πραγματοποίησής τους. Όταν η αστική τάξη πήρε την εξουσία δεν έφερε μια απόλυτη και καθολική ελευθερία. Η ελευθερία της ήταν προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις και τις επιδιώξεις της καθώς έμενε σε μια

11 Martin Jay, ό.π. σελίδα 5712 Martin Jay, ό.π. σελίδα 5113 David Held, Introduction to Critical Theory, Polity Press, 1980, σελίδα 18114 Ζαν-Μαρί Βενσάν, ό.π. σελίδες 61 και 60

5

Page 6: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

τυπική και νομική αναγνώριση της ανθρώπινης ελευθερίας χωρίς να αγγίζει τις υλικές της ρίζες. Η πρακτική κυριαρχία της αστικής τάξης είχε και αυτή στον πυρήνα της την εκμετάλλευση και ως εκ τούτου αρνήθηκε την ουσία και την καθολικότητα των συνθημάτων της. Η καθολικότητα αυτή ήταν ιδεολογική και κάλυπτε τη συγκεκριμένη ανελευθερία, ανισότητα και αδικία. Ο Horkheimer υποστήριζε ότι με μια τέτοια κριτική «από μέσα» κρίνεται η αλήθεια των εννοιών. Το αληθινό είναι αυτό που δεν καλύπτει τις κοινωνικές αντιφάσεις προς όφελος μιας κυρίαρχης τάξης και η αληθινή ανθρώπινη δράση (praxis στο πρωτότυπο) είναι αυτή προωθεί την κοινωνική αλλαγή στην κατεύθυνση μιας έλλογης κοινωνίας15. Έτσι, βασικό στοιχείο της Κριτικής Θεωρίας και της αντίληψής της για τη αλήθεια είναι η άρνηση. Μέσω της άρνησης άλλων φιλοσοφικών επιχειρημάτων καθίσταται δυνατή η γνώση και μέσω της άρνησης (η οποία χαρακτηρίστηκε «ψυχή» της διαλεκτικής) της ταυτότητας έννοιας-αντικειμένου κατανοείται η πραγματικότητα.

Ο κεντρικός σκοπός της Κριτικής Θεωρίας, αντλώντας από την παράδοση του γερμανικού ανθρωπισμού, ήταν η αποκατάσταση του Λόγου ως Vernunft. Ο κλασικός γερμανικός ιδεαλισμός16 χώριζε τη σκέψη σε Verstand και Vernunft. Το πρώτο επίπεδο (Verstand) αναφερόταν σε μια κατώτερη λειτουργία της σκέψης που αντιλαμβανόταν τη φαινομενικότητα του κόσμου με βάση τις αρχές της ταυτότητας. Το δεύτερο (Vernunft) περιέγραφε την ανώτερη φιλοσοφική διαλεκτική σκέψη που κατανοούσε την ουσία της πραγματικότητας ξεπερνώντας την επιφανειακή και αισθητηριακή αντίληψη της ύπαρξής τους, κατανοώντας τα ως προς τις εσωτερικές τους δυνατότητες. Με τον καρτεσιανό δυισμό ο Λόγος ταυτίστηκε με το πρώτο επίπεδο πράγμα που οδήγησε «στον απόλυτο διαχωρισμό της ουσίας από το φαινόμενο και στην μη κριτική αποδοχή της κατεστημένης πραγματικότητας»17. Σκοπός της Κριτικής Θεωρίας ήταν να αποκαταστήσει τη Vernunft (τη διαλεκτική) και να κατανοήσει τις δυνατότητες που ενυπήρχαν στο κοινωνικό Είναι, δυνατότητες που επέτρεπαν την προσδοκία μιας έλλογης κοινωνίας. Οι δυνατότητες αυτές συνδέονταν με τις δυνάμεις της άρνησης. Αρχικά τα μέλη του Ινστιτούτου δέχονταν τη μαρξιστική παραδοχή ότι το προλεταριάτο είναι εκείνη η αρνητική δύναμη που συνδέεται με το καθήκον της κοινωνικής υλοποίησης του Λόγου. Όμως αυτή η αντίληψη άλλαζε σταδιακά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και έφτασε έως την πλήρη άρνηση της επαναστατικής δυνατότητας από το προλεταριάτο.

Η Κριτική Θεωρία, ενώ αρνήθηκε την κοινωνική και ιδεολογική τάξη πραγμάτων του καπιταλισμού, δεν κατέληξε σε μια θετική περιγραφή της έλλογης, αταξικής κοινωνίας. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην αντίληψή της για τη σχετικότητα της γνώσης. Εφόσον η γνώση καθορίζεται από τις κοινωνικές συνθήκες, η περιγραφή μιας μελλοντικής πολιτικής οργάνωσης που θα διαμορφωθεί μέσα σε εντελώς διαφορετικά ιστορικοκοινωνικά πλαίσια είναι αδύνατη. Από την άλλη, η φύση της έλλογης κοινωνίας δεν ήταν καθορίσιμη επειδή, για την Κριτική Θεωρία, η υλοποίησή της δεν συνδεόταν με κάποια κοινωνική δύναμη. Έτσι, η χειραφέτηση των ανθρώπων δεν ήταν καθήκον της εργατικής τάξης ούτε η Κριτική Θεωρία η έκφραση της συνείδησής της18. Υπήρχε από τη μια η δυνατότητα εγκαθίδρυσης μιας έλλογης κοινωνίας αλλά δεν υπήρχε το προοδευτικό κοινωνικό υποκείμενο για να την πραγματοποιήσει. Οι νέες δυνάμεις της άρνησης δεν καθορίστηκαν θετικά και η προοπτική

15 David Held, ό.π. σελίδα 186, Martin Jay, ό.π. σελίδα 6316 Τα μέλη του Ινστιτούτου επηρεάστηκαν περισσότερο από τη φιλοσοφία του Hegel και από τη διαλεκτική Λογική. Οι αναφορές στον Kant ήταν περισσότερο κριτικές.17 Martin Jay, ό.π. σελίδα 6118 Martin Jay, ό.π. σελίδα 84

6

Page 7: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

ανατροπής της καπιταλιστικής κοινωνίας φαινόταν όλο και λιγότερο εφικτή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια αυξανόμενη απαισιοδοξία των μελών του Ινστιτούτου, τα οποία κατέληξαν να θεωρούν ως μοναδική σωστή και αληθινή πρακτική τη θεωρητική σκέψη και κριτική. Στην πραγματικότητα, παρά το γεγονός ότι η συνειδητή ανθρώπινη δράση είχε σημαντικό ρόλο στην Κριτική Θεωρία, η θεωρία πάντα θεωρούταν ως το πρωταρχικό και το πιο σημαντικό.

Η αντίληψη αυτή ήταν προέκταση της δυσπιστίας του Horkheimer απέναντι στα κόμματα της εργατικής τάξης. Στο «Dämmerung» υποστήριξε ότι το σχίσμα μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών και Κομμουνιστών υπονόμευε την αποτελεσματικότητα της δράσης. Ο διαχωρισμός αυτός ήταν αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα εξέφραζε τα συμφέροντα των εργαζομένων οι οποίοι μπροστά στο φόβο της ανεργίας δεν επιθυμούσαν την πάλη για ριζοσπαστικές αλλαγές. Το Κομμουνιστικό Κόμμα από την άλλη είχε ως κοινωνική του βάση τους άνεργους, δηλαδή αυτούς που ήταν περισσότερο εξαθλιωμένοι και συνεπώς περισσότερο πρόθυμοι για σοσιαλιστική πάλη. Αυτοί όμως δεν είχαν ούτε ταξική συνείδηση αλλά ούτε τη δυνατότητα οργάνωσης19. Η κατάσταση ήταν αδιέξοδη και την έκανε ακόμα χειρότερη το θεωρητικό έργο των δύο τάσεων της Αριστεράς. Η σοσιαλδημοκρατική θεωρία ήταν θετικιστική και πλήρως προσαρμοσμένη στην κυριαρχία της αστικής τάξης ενώ η σταλινική ήταν δογματική και άκαμπτη. Ως εκ τούτου η σχέση του Ινστιτούτου με τα κόμματα της Αριστεράς παρέμενε ουδέτερη. Αυτό δεν σήμαινε βέβαια ότι τα μέλη του δεν είχαν εμπλοκή στην οργανωμένη δράση. Μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος αποτέλεσαν ο Karl Wittfogel (1896-1988), ο οποίος μελέτησε τον αρχαίο ασιατικό τρόπο παραγωγής και ο Franz Borkenau (1900-1957) που ασχολήθηκε με την θεωρητική αντανάκλαση της κυριαρχίας της αστικής τάξης την εποχή της κοινωνικής της επικράτησης, συνδέοντας μάλιστα την αφηρημένη της φιλοσοφία με την αφηρημένη εργασία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο πυρήνας όμως των μελών του Ινστιτούτου και όσοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή του δεν ανήκαν σε κάποιο κόμμα.

Η σκέψη του Marcuse τη δεκαετία του 1930

Ένα από τα πιο σημαντικά μέλη του Ινστιτούτου την εποχή αυτή ήταν ο Herbert Marcuse. Ο Marcuse γεννήθηκε το 1898 από Εβραίους γονείς. Το 1917 έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας και ένα χρόνο αργότερα ήταν μέλος του Σοβιέτ/Συμβουλίου των Στρατιωτών στο Βερολίνο. Το 1919 αποχώρησε από το κόμμα κατηγορώντας το για προδοσία των επαναστατικών σκοπών. Σπούδασε φιλοσοφία στο Βερολίνο και στο Φράιμπουργκ ενώ από το 1923 ως το 1927 ασχολήθηκε με την πώληση και την έκδοση βιβλίων. Από το 1927 ως το 1932 φοίτησε ως βοηθός στο πλευρό του Martin Heidegger από τον οποίο επηρεάστηκε πολύ. Από το 1932 άρχισε να συμμετέχει στις εργασίες του Ινστιτούτου.

Στην περίοδο πριν το Ινστιτούτο η σκέψη του Marcuse ήταν βαθιά επηρεασμένη από αυτή του Heidegger και κυρίως από το έργο του «Είναι και Χρόνος» (1927). Ο Marcuse προσπάθησε την περίοδο αυτή να συμβιβάσει τις χαϊντεγγεριανές με τις μαρξιστικές φιλοσοφικές κατηγορίες, σε μια προσπάθεια διαμόρφωσης μιας διαλεκτικής φαινομενολογίας. Την προσπάθεια αυτή την εγκατέλειψε το 1934, όταν η επαφή του με τις εργασίες του Ινστιτούτου έγινε στενότερη. Στο έργο του «Δοκίμια για μια Φαινομενολογία του Ιστορικού Υλισμού» (1928) υποστήριξε ότι ο Heidegger κατάφερε να

19 David Held, ό.π. σελίδες 48-497

Page 8: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

κατανοήσει από τη μια την οντολογική προτεραιότητα της Ιστορίας και από την άλλη τον ιστορικό κόσμο ως κόσμο των ανθρώπινων σχέσεων. Οδήγησε την αστική φιλοσοφία στο έσχατο σημείο της καθώς αναγνώρισε ως προϋπόθεση της «αυθεντικής ύπαρξης» την ανθρώπινη δράση. Όμως οι κατηγορίες του ήταν αφηρημένες. Η συγκεκριμενοποίησή τους μπορούσε να γίνει μόνο με τη μαρξιστική θεωρία. Ο Marx κατανόησε αυτό που έλειπε από τη ανάλυση του Heidegger: την ταξική διαίρεση της κοινωνίας. Ο Marcuse υποστήριξε ότι η «αυθεντική ύπαρξη» μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο μέσω της απελευθερωτικής δράσης του προλεταριάτου. Η εργατική τάξη, ανατρέποντας τις καπιταλιστικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, μπορεί να δημιουργήσει τις υλικές προϋποθέσεις μιας αυθεντικής ύπαρξης. Όπως όμως η χαϊντεγγεριανή φαινομενολογία έπρεπε να συμπληρωθεί από το μαρξισμό, απαραίτητη ήταν και διαμόρφωση ενός φαινομενολογικού μαρξισμού. Ο μαρξισμός έπρεπε να συμπληρωθεί από τη φαινομενολογία επειδή αυτή «φώτιζε ικανοποιητικά τους πρωτογενείς προσδιορισμούς της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή τους προσδιορισμούς που είναι πρωτερόχρονοι από κάθε αφηρημένη αντικειμενικότητα, υλική ή πνευματική»20. Ο Marcuse, όπως και ο Horkheimer, δεν συμμεριζόταν επίσης τη μαρξιστική αντίληψη για τη σχέση βάσης-εποικοδομήματος. Η μαρξιστική θεωρία έπρεπε να αρνηθεί το ότι το εποικοδόμημα είναι απλά η αντανάκλαση της οικονομικής βάσης και να κατανοήσει τη σχέση τους βαθύτερα.

Τη δεκαετία του 1930 το έργο του Marcuse προσέφερε στην αποσαφήνιση και την εμβάθυνση του περιεχομένου της Κριτικής Θεωρίας. Για τον Marcuse, όπως και για όλα τα μέλη του Ινστιτούτου, η Κριτική Θεωρία διαφέρει από την παραδοσιακή. Στο έργο του «Φιλοσοφία και Κριτική Θεωρία» (1937) τονίζει και αυτός την πρωταρχικότητα της θεωρίας έναντι της δράσης. Η Κριτική Θεωρία δεν έχει σκοπό να δημιουργήσει ένα κλειστό σύστημα αιώνιων αληθειών ούτε να υποβιβάσει τον εαυτό της σε επιστήμη. Σκοπός της είναι να αποκαλύψει τις δυνατότητες που υπάρχουν στο κοινωνικό γίγνεσθαι, να δείξει ότι η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων δεν είναι «φυσική» και να προβάλλει το όραμα μιας έλλογης οργάνωσης της κοινωνίας. Γι’ αυτό και διατηρεί έναν ουτοπικό χαρακτήρα βάσει του οποίου μπορεί να υπερβαίνει τη φαινομενικότητα, προβάλλοντας μια ορθολογική εναλλακτική χωρίς όμως να την περιγράφει καθόλου21.

Από την άλλη βέβαια διαφοροποιήθηκε από τα υπόλοιπα μέλη του Ινστιτούτου και κυρίως από το Horkheimer σε μερικές από τις φιλοσοφικές του κατευθύνσεις. Ο Marcuse επηρεάζεται περισσότερο από τη φιλοσοφία του Hegel και του πρώιμου Marx γι’ αυτό και δίνει μεγαλύτερη σημασία στην έννοια της εργασίας και της αλλοτρίωσης. Αυτήν την περίοδο επίσης δεν ασχολείται καθόλου με την εμπειρική δουλειά του Ινστιτούτου αλλά ούτε μελετάει συστηματικά ψυχολογία όπως θα κάνει στις δεκαετίες του 1950 και 1960.

Κεντρικό σημείο στη φιλοσοφική σκέψη του Marcuse την περίοδο αυτή (και όχι μόνο) αποτελεί το ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ανθρώπινη ευτυχία. Επιδίωξή του είναι να μπορέσει να συμφιλιώσει το Λόγο με την ευτυχία, να διαμορφώσει μια ενότητα Λόγου-ευτυχίας ενάντια στο διαχρονικό τους διαχωρισμό από την ιδεολογία των ταξικών κοινωνιών, που υποτίμησαν την υλική ευτυχία αναγνωρίζοντας σαν «καθαρή» ηδονή μόνο την πνευματικότητα. Η αντίληψη αυτή αναπτύσσεται στα άρθρα «Ο καταφατικός χαρακτήρας της κουλτούρας» (1937) όπου υποστηρίζει ότι με την εδραίωση της αστικής κυριαρχίας η ευτυχία μετατράπηκε σε μια υπόθεση 20 Αγγελική Χριστοδουλίδη-Μαζαράκη, Η φιλοσοφική ιδιοτυπία του Herbert Marcuse, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 1993, σελίδες 40-4121 Martin Jay, ό.π. σελίδες 77-78 και David Held, ό.π. σελίδες 224-27

8

Page 9: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

εσωτερικότητας και περιορίστηκε στον κόσμο της ψυχής και στο «Για τον ηδονισμό» (1938), όπου τονίζει τη διαφορά που υπήρχε μεταξύ αυτών των δύο από την αρχαιότητα μέχρι την αστική εποχή.

Ο Marcuse εισάγει μια νέα έννοια στην κοινωνική του ανάλυση, αυτή της «καταφατικής κουλτούρας». Με την έννοια της καταφατικής κουλτούρας22

εννοεί «την κουλτούρα της αστικής εποχής που οδηγεί, στην πορεία της ίδιας της της ανάπτυξης, στην απόσπαση του κόσμου του πνεύματος και της ψυχής (ως ανεξάρτητου χώρου αξιών) από τον πολιτισμό και την ανύψωσή του πάνω απ’ αυτόν […] την ύπαρξη ενός καθολικά δεσμευτικού, αιώνια καλύτερου και πιο αξιόλογου κόσμου που πρέπει να γίνει δεκτός χωρίς όρους […] κάθε άτομο μπορεί να κάνει πραγματικότητα αυτόν τον κόσμο “από μέσα”, για τον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς να αλλάξει τίποτε στην πραγματική κατάσταση»23. Μετά την επικράτησή της η αστική τάξη προπαγάνδισε την ευτυχία ως κάτι το εσωτερικό, ως κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο στην ψυχή του ανθρώπου. Για την καπιταλιστική ιδεολογία η ψυχή δεν αποτελείται από καταπιεσμένα βιολογικά και φυσιολογικά ένστικτα αλλά είναι μια άυλη εσωτερική οντότητα που αποτελεί την ουσία του ανθρώπου. Είναι μια αφαίρεση όλων των κοινωνικών κατηγοριών και γι’ αυτό δεν επηρεάζεται από τις εξωτερικές συνθήκες αλλά ούτε και τις επηρεάζει. Η ψυχή «έχει μια εφησυχαστική δράση. Επειδή ξεφεύγει από την πραγματοποίηση, υποφέρει απ’ αυτήν ελάχιστα και γι’ αυτό προβάλλει τη μικρότερη αντίσταση απέναντι σ’ αυτήν. Αφού η σημασία και η αξία και η αξία της ψυχής δεν μπαίνουν μέσα στην ιστορική πραγματικότητα, η ψυχή μπορεί να διατηρηθεί ανέπαφη ακόμη και μέσα σε μια κακή πραγματικότητα»24.

Η ανάλυση αυτή εντάσσεται στη συνολική θεώρηση της ιδεολογίας της αστικής τάξης, μια ανάλυση που συμβαδίζει αυτή του Horkheimer. Η αστική τάξη διακήρυξε την καθολική ελευθερία, την καθολική ισότητα και την καθολική ευτυχία όχι ως κοινωνικά αλλά ως αφηρημένα προτάγματα. Όταν ήρθε η ώρα να τα εφαρμόσει στην πράξη φάνηκε ότι για να γίνει κάτι τέτοιο έπρεπε να αλλάξουν οι κοινωνικές σχέσεις εκμετάλλευσης. Αυτό θα σήμαινε ότι θα έχανε την εξουσία και τα κέρδη της, πράγμα που φυσικά δεν μπορούσε να επιτρέψει. Με αυτόν τον τρόπο η καθολικότητα της ευτυχίας «εξαλείφεται την ίδια στιγμή, γιατί η αφηρημένη ισότητα των ανθρώπων πραγματώνεται στην καπιταλιστική παραγωγή ως συγκεκριμένη ανισότητα»25. Εξάλλου «για την αστική τάξη, μετά την άνοδό της στην εξουσία, η αφηρημένη ισότητα αρκούσε για την άνθιση της πραγματικής ατομικής ελευθερίας και της πραγματικής ατομικής ευτυχίας, γιατί η τάξη αυτή διέθετε ήδη τους υλικούς όρους που μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια τέτοια ικανοποίηση»26. Έτσι, μετέφερε την πραγματοποίηση των αιτημάτων που διατύπωσε στην επαναστατική της περίοδο σε ένα μη κοινωνικό, πνευματικό επίπεδο όπου όλοι οι άνθρωποι ανεξάρτητα από τάξη και εισόδημα ήταν ίσοι, ίσοι ως προς την κατοχή ψυχής. Γι’ αυτό το λόγο «η κουλτούρα οφείλει να αναλάβει τη μέριμνα της απαίτησης για ευτυχία των ανθρώπων. Αλλά οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί που βρίσκονται στη βάση της κουλτούρας, της επιτρέπουν να δεχτεί αυτή την απαίτηση μόνο

22 Ο Marcuse κάνει έναν διαχωρισμό μεταξύ κουλτούρας («η περιοχή της ιδεϊκής αναπαραγωγής») και πολιτισμού («η περιοχή της υλικής αναπαραγωγής»). Χέρμπερτ Μαρκούζε, Αρνήσεις. Για τον ηδονισμό. Η πάλη ενάντια στον φιλελευθερισμό στην ολοκληρωτική αντίληψη για το κράτος. Ο καταφατικός χαρακτήρας της κουλτούρας, εκδόσεις ύψιλον, Αθήνα, 1983, σελίδες 65-6623 Χέρμπερτ Μαρκούζε, Αρνήσεις, ό.π. σελίδα 6624 ό.π. σελίδες 83-8425 ό.π. σελίδα 6826 ό.π.

9

Page 10: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

κάτω από μια εσωτερικευμένη και εκλογικευμένη μορφή»27. Η καταφατική κουλτούρα, θέτοντας την εσωτερική ευτυχία ως ανώτερη, αφαίρεσε τη δυνατότητα μιας ευτυχίας στις πραγματικές ζωές των ανθρώπων, νομιμοποιώντας ηθικά τη φτώχεια και την αθλιότητα. Αφού η ευτυχία δεν είναι μέρος της καθημερινότητας, τότε η καθημερινή δυστυχία δεν έχει σημασία. Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι πνευματικό και ως εκ τούτου άσχετο με την υλική ζωή των ανθρώπων.

Για να μπορέσει να διοχετεύσει την ιδεολογία της σε πλατύτερα στρώματα του πληθυσμού, η αστική τάξη χρησιμοποίησε την τέχνη. Η τέχνη έχει έναν πολιτικό σκοπό καθώς προβάλλει μια ευτυχία που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Δημιουργεί δηλαδή μια ψευδαίσθηση ευτυχίας αποκρυσταλλώνοντας μια στιγμή, με την ανάμνηση της οποίας «ησυχάζει» η ψυχή. Η παρουσίαση της πραγματικότητας από την τέχνη δεν είναι ουδέτερη αλλά αντιθέτως εξυπηρετεί τη διατήρηση της κατεστημένης κοινωνίας καθώς βοηθάει στην εσωτερίκευση των αξιών της από τους ανθρώπους. Η πραγματικότητα δηλαδή παρουσιάζεται ως ωραία έτσι ώστε «ο ψευδαισθητικός κόσμος να φανεί οικείος, τωρινός και, γι’ αυτό, πραγματικός […] Στην απόλαυση της τέχνης, ο δέκτης μπορεί να αναπαράγει για πάντα μια τέτοια ευτυχία»28. Έτσι και η ευτυχία έγινε αφηρημένη. Κυρίως μέσα από την τέχνη «η καταφατική κουλτούρα διατηρεί αιώνια την ωραία στιγμή μέσα στην ευτυχία που (η κουλτούρα) προσφέρει. Αποθανατίζει το εφήμερο»29. Ο Marcuse τονίζει τον «ψευδαισθητικό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής ομορφιάς […] η απόλαυση της ευτυχίας επιτρέπεται μόνο κάτω από μια πνευματικοποιημένη, εξιδανικευμένη μορφή»30. Αν η επιθυμία για την ευτυχία δεν περιοριζόταν σε μια εσωτερικότητα αλλά επεκτεινόταν και στην υλική πραγματικότητα, αν νοούνταν δηλαδή ως ελεύθερη απόλαυση υλικών αγαθών, τότε θα αμφισβητούνταν οι συνθήκες που δημιουργούν την πραγματική κοινωνική αθλιότητα. Αν δινόταν μια ηθική αξία στον ηδονισμό οι άνθρωποι θα επιθυμούσαν τις σωματικές απολαύσεις εξίσου. Όμως η αδυναμία υλικής απόλαυσης λόγω των οικονομικών δυσκολιών θα τους έφερνε αντιμέτωπους με τις κοινωνικές συνθήκες που αναπαράγουν τη φτώχεια και τη δυσάρεστη εργασία. Αυτό θα ήταν επικίνδυνο για την κυριαρχία της αστικής τάξης. Αν οι άνθρωποι επιθυμούσαν την ικανοποίηση των σωματικών και υλικών τους επιθυμιών θα συγκρούονταν με τις κοινωνικές συνθήκες οι οποίες δεν τους το επιτρέπουν λόγω της γενικευμένης εξαθλίωσης. Έτσι «η αυξημένη ηδονή θα ήταν άμεσα αυξημένη απελευθέρωση του ατόμου, γιατί θα απαιτούσε ελευθερία στην επιλογή του αντικειμένου, στη γνώση και στην πραγμάτωση των δυνατοτήτων του και ελευθερία χρόνου και τόπου»31. Θα γεννιόταν το επικίνδυνο ερώτημα «αν αυτοί που παράγουν τις αξίες έχουν περισσότερη ηδονή ή πόνο»32. Σκοπός της καταφατικής κουλτούρας είναι η καταστολή αυτών των επιθυμιών, οι οποίες μπορούν να έχουν ανατρεπτικό περιεχόμενο. Τέτοιες επιθυμίες είναι οι σεξουαλικές. Η αστική τάξη δεν θέλει την ελεύθερη έκφραση της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας της και κυρίως της ηθικής της εργασίας αφού «κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να υποφέρει την ένταση που υπάρχει

27 ό.π. σελίδα 7128 ό.π. σελίδα 9129 ό.π. σελίδα 9030 ό.π.31 ό.π. σελίδα 13532 ό.π. σελίδα 131

10

Page 11: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

ανάμεσα στην αξία της εργασίας σαν τέτοιας και την ελευθερία της απόλαυσης»33.

Η κοινωνική λειτουργία της καταφατικής κουλτούρας «στηρίζεται στην αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στη χωρίς ευτυχία εφημερότητα μιας κακής ύπαρξης και στην ανάγκη για ευτυχία έτσι ώστε να γίνει υποφερτή αυτή η ύπαρξη […] μπαίνει στην υπηρεσία του status quo […] αναπαράγει και εξυμνεί, μέσα στην ιδέα της για την προσωπικότητα, την κοινωνική απομόνωση και εξαθλίωση του ατόμου»34. Η τέχνη «κατευνάζει την επιθυμία για εξέγερση επειδή δείχνει το ωραίο ως παρόν»35. Εξωραΐζει την παραίτηση καθώς ωθεί τον άνθρωπο σε μια παθητική αποδοχή της πραγματικότητας, λέγοντάς του ότι το σημαντικό είναι το εσωτερικό, το ψυχικό και όχι το υλικό, το σωματικό. Έτσι, «η ελευθερία της ψυχής χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογηθεί η αθλιότητα, το μαρτύριο και η υποδούλωση του σώματος. Υπηρέτησε την ιδεολογική παράδοση της ύπαρξης στην οικονομία του καπιταλισμού»36. Η καταφατική κουλτούρα κάνει τον άνθρωπο «μαλακό και υποχωρητικό, τον κάνει να υποτάσσεται στα γεγονότα. Γιατί πάνω απ’ όλα, αυτά δεν αξίζουν»37 και του μαθαίνει να «αγωνίζεται για την ολοκλήρωσή του μέσα στις δεδομένες συνθήκες, όσο φτωχές κι αν είναι αυτές»38. Με αυτόν τον τρόπο στρέφεται όχι μόνο ενάντια στις υλικές απολαύσεις αλλά και στο κριτικό πνεύμα. Η ψυχή «δεν κατευθύνεται προς την κριτική γνώση της αλήθειας […] συμφιλιώνει γρήγορα όλες τις “εξωτερικές” αντιθέσεις σε κάποια “εσωτερική” ενότητα» και «χάρη στην ιδιότητά της της καθολικής συναισθηματικής κατανόησης ακυρώνει τη διάκριση ανάμεσα σε αληθινό και ψεύτικο, σε καλό και κακό, σε ορθολογικό και ανορθολογικό»39. Αντιθέτως «η αληθινή θεωρία αναγνωρίζει την αθλιότητα και την έλλειψη ευτυχίας που κυριαρχεί στον υπάρχοντα κόσμο» 40 και αναζητά «τις εφικτές δυνατότητες της οργάνωσης της υλικής πραγματικότητας»41.

Η αστική απελευθέρωση ήταν μια απελευθέρωση με όρια. Τα όρια αυτά ήταν τα όρια της απόλαυσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του γεγονότος είναι η ηθική απαξίωση της πορνείας. Ενώ η εκμίσθωση του σώματος των εργαζομένων «για να δουλέψουν σ’ ένα εργοστάσιο έγινε ηθικό χρέος […] η μίσθωση του σώματος ως μέσου ηδονής ήταν διαφθορά και “πορνεία”»42. Στην εξέλιξη της αστικής κοινωνίας, στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού δηλαδή, η καταφατική κουλτούρα έχασε το μοναδικό προοδευτικό στοιχείο που της είχε απομείνει: την έμφαση στο άτομο. Πλέον, «ο μετασχηματισμός του φιλελεύθερου ιδεαλισμού σε “ηρωικό ρεαλισμό” γίνεται στο εσωτερικό της ίδιας της καταφατικής κουλτούρας: πρόκειται για μια νέα διασφάλιση των παλιών μορφών ύπαρξης. Η βασική λειτουργία της κουλτούρας παραμένει η ίδια. Μόνο ο τρόπος με τον οποίο ασκεί αυτή τη λειτουργία αλλάζει»43. Η κατάσταση αυτή είναι «μια έκφραση της μέγιστης ισχυροποίησης των τάσεων που βρίσκονται από πολύ πιο πριν στη βάση της καταφατικής κουλτούρας»44. Η αλλαγή αυτή συνίσταται στο ότι η αφηρημένη εσωτερική κοινότητα της φιλελεύθερης κουλτούρας «μετατράπηκε

33 ό.π. σελίδα 13334 ό.π. σελίδες 90, 92 και 9435 ό.π. σελίδα 9336 ό.π. σελίδα 8037 ό.π. σελίδα 8538 ό.π. σελίδα 9539 ό.π. σελίδα 8440 ό.π. σελίδα8941 ό.π. σελίδα 8442 ό.π. σελίδα 8743 ό.π. σελίδα 9644 ό.π. σελίδα 101

11

Page 12: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

σε μια εξίσου αφηρημένη εξωτερική κοινότητα. Το άτομο εισάγεται σε μια ψεύτικη συλλογικότητα (φυλή, λαός, γη και αίμα). Αλλά αυτή η εξωτερίκευση έχει την ίδια λειτουργία με την εσωτερίκευση: η παραίτηση και η υποταγή στο status quo γίνονται υποφερτές χάρη στην πραγματική εμφάνιση της ικανοποίησης»45.

Για τον Marcuse προϋπόθεση της ευτυχίας είναι η ελευθερία. Για να μπορέσουν να ζήσουν ευτυχισμένοι οι άνθρωποι θα πρέπει να αναδιοργανώσουν ορθολογικά την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα. Η ευτυχία δεν πρέπει να είναι μόνο πνευματική (όπως υποστήριζαν όλες οι ιδεολογίες των κυρίαρχων τάξεων) αλλά και σωματική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποστηρίζεται μια ηδονιστική τοποθέτηση, παρά το γεγονός ότι ο Marcuse μελετούσε με συμπάθεια τα ηδονιστικά ρεύματα σκέψης. Βασικός λόγος της απόρριψης μιας «καθαρής» ηδονιστικής αντίληψης είναι ότι οι επιθυμίες που έχουν δημιουργηθεί στους ανθρώπους είναι πλαστές, προϊόντα μιας ταξικής κοινωνίας. Έτσι, η ικανοποίησή τους δεν συνιστά ελευθερία «αφού είναι αυτές οι ίδιες ανελεύθερες, η ψεύτικη ευτυχία της εκπλήρωσής τους είναι δυνατή μέσα στην ανελευθερία»46. Ο Marcuse επισημαίνει ότι «εκεί που η κοινωνία χρησιμοποιεί τις αναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις μόνο σε δεσμευμένη μορφή, δεν πλαστογραφούνται μόνο οι μορφές ικανοποίησης αλλά και οι ίδιες οι επιθυμίες»47 αφού «οι άνθρωποι που μεγάλωσαν για να ενσωματωθούν στην ανταγωνιστική διαδικασία της εργασίας, δεν μπορούν να είναι κριτές της δικής τους ευτυχίας. Τους έχουν εμποδίσει να μάθουν το αληθινό τους συμφέρον»48. Η ανακάλυψη της πραγματικής ελευθερίας και ευτυχίας είναι καθήκον του Λόγου. Μόνο μέσα από αυτόν μπορούμε να ανακαλύψουμε το αληθινό συμφέρον των ανθρώπων, τις δυνατότητες της κοινωνίας έτσι ώστε να την κατευθύνουμε προς μια ορθολογική οργάνωσή της. Μόνο μέσα σε αυτές τις κοινωνικές δομές μπορεί να επιτευχθεί μια ολόπλευρη ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Έτσι, «απ’ τη στιγμή που υπάρχει αντιπαράθεση αληθινής και ψεύτικης ηδονής, η ευτυχία υποτάσσεται στο κριτήριο της αλήθειας»49. Για τον Marcuse «η γενική ευτυχία προϋποθέτει τη γνώση του αληθινού συμφέροντος: δηλαδή το να διευθύνεται η κοινωνική διαδικασία μ’ έναν τρόπο που να εναρμονίζει την ελευθερία των ατόμων και τη διατήρηση του όλου πάνω στη βάση δεδομένων αντικειμενικών ιστορικών και φυσικών συνθηκών. Με την ανάπτυξη των κοινωνικών ανταγωνισμών έχει συγκαλυφθεί η σύνδεση της ευτυχίας με τη γνώση»50 και «όταν θα σπάσει κάθε δεσμός με το καταφατικό ιδεώδες, όταν θα γίνει δυνατή η πραγματική απόλαυση μέσα στο πλαίσιο μιας ύπαρξης που χαρακτηρίζεται από τη γνώση χωρίς καμιά εκλογίκευση και χωρίς το παραμικρό πουριτανικό αίσθημα ενοχής, όταν ο αισθησιασμός απελευθερωθεί εντελώς από την ψυχή, τότε θα λάμψει το πρώτο φως μιας νέας κουλτούρας»51. Η αληθινή ευτυχία είναι δυνατή μόνο μέσα στις κοινωνικές συνθήκες που θα έχουν καθοριστεί από το Λόγο52 πράγμα που

45 ό.π. σελίδα 9746 ό.π. σελίδα 13647 ό.π. σελίδα 13648 ό.π. σελίδα 13749 ό.π. σελίδα 12150 ό.π. σελίδα 14151 ό.π. σελίδα 8852 Σε σχέση με το Λόγο ο Marcuse υποστηρίζει: «Μια θεωρία της κοινωνίας είναι ορθολογιστική όταν η πρακτική που επιτυγχάνεται απ’ αυτήν υποτάσσεται στην ιδέα του αυτόνομου Λόγου, δηλαδή στην ανθρώπινη ικανότητα κατανόησης του αληθινού, του καλού και του σωστού μέσω της εννοιολογικής σκέψης […] η ορθολογιστική θεωρία της κοινωνίας είναι ουσιαστικά κριτική». ό.π. σελίδα 30

12

Page 13: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

εξασφαλίζει ότι θα απελευθερώνουν όλες τις ανθρώπινες δυνατότητες, σωματικές και πνευματικές.

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ένα από τα κεντρικότερα σημεία της σκέψης του Marcuse ήταν η έννοια της αλλοτρίωσης της εργασίας. Ο Marcuse έδωσε μεγάλη σημασία στις έννοιες της εργασίας και της αλλοτρίωσής της ως τις βασικές κατηγορίες μιας κατανόησης της ανθρώπινης ουσίας και των δυνατοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης. Στο πιο σημαντικό του έργο «Λόγος και Επανάσταση. Ο Hegel και η γέννηση της κοινωνικής θεωρίας» (1941) προσπαθεί να βρει τους συνδετικούς δεσμούς μεταξύ της σκέψης του Hegel και του Marx. Διατυπώνει την άποψη ότι η εργασία είναι μια διαδικασία αυτοδημιουργίας του ανθρώπου, διαμόρφωσης του περιβάλλοντός του και όχι απλά μια οικονομική κατηγορία. Η απελευθέρωση των δυνατοτήτων του ανθρώπου μπορεί να γίνει μόνο μέσα από μια διαφορετική οργάνωση της εργασίας, μέσα από την πραγματοποίηση της αλήθειας της εργασίας. Ο Marcuse συμφωνεί με το Marx ότι «η εργασία στην αληθινή της μορφή είν’ ένα μέσο για την αυθεντική αυτοεκπλήρωση του ανθρώπου, για την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων του. Η συνειδητή χρησιμοποίηση των φυσικών δυνάμεων θα έπρεπε να συντελείται για την ικανοποίηση και την απόλαυσή του. Στην τρέχουσα μορφή της, όμως, η εργασία σακατεύει όλες τις ανθρώπινες ικανότητες και απαγορεύει την ικανοποίηση»53. Στον καπιταλισμό η εργασία υποβιβάστηκε στο να είναι απλά ένα βιοποριστικό μέσο και όχι σκοπός καθ’ εαυτός, δηλαδή μια ελεύθερη ανάπτυξη των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Μια τέτοια αποαλλοτριωμένη μορφή εργασίας είναι δυνατή μόνο μέσα σε μια έλλογα οργανωμένη κοινωνία. Έτσι «οι πνευματικές και φυσικές του δυνατότητες μπορούν να πραγματοποιηθούν μονάχα εάν όλοι οι άνθρωποι υπάρξουν σαν άνθρωποι, μέσα στον ανεπτυγμένο πλούτο των ανθρώπινων ικανοτήτων τους»54.

Στο έργο αυτό γίνεται επίσης μια προσπάθεια να αποσυνδεθεί η φιλοσοφία του Hegel από μια ακροδεξιά εκμετάλλευσή της (κυρίως η πολιτική του θεωρία) και να αναδειχθούν οι στενοί δεσμοί της σκέψης του Γερμανού φιλοσόφου με το Marx. Ο Marcuse κάνει μια εγελιανή ανάγνωση του Marx επιμένοντας στις ομοιότητες του τελευταίου με το Hegel, ομοιότητες που υπάρχουν τόσο στο πεδίο της οικονομικής ανάλυσης55 όσο και στην ανάλυση της αλλοτρίωσης56. Ο Marcuse θεωρεί το πιο σημαντικό κομμάτι της διαλεκτικής την άρνηση συμφωνώντας έτσι με την κύρια γραμμή του Ινστιτούτου. Μέσα από την άρνηση, μέσα από την έλλογη κριτική της υπάρχουσας κοινωνίας προκύπτει η ανακάλυψη των απραγματοποίητων κοινωνικών δυνατοτήτων. Μέσα από την επαναστατική ανθρώπινη δράση μπορεί να ανατραπεί αυτή η ανορθολογικότητα και να οργανωθεί η κοινωνία έλλογα. Η κοινωνία αυτή (άρνηση της άρνησης) δεν προκύπτει αναπόφευκτα αλλά μόνο μέσα από την επαναστατική ανθρώπινη δράση. Για τον Marcuse αναπόφευκτη είναι μόνο η παρακμή του καπιταλισμού αλλά όχι και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός του.

53 Χέρμπερτ Μαρκούζε, Λόγος και Επανάσταση. Ο Hegel και η γέννηση της κοινωνικής θεωρίας, εκδόσεις ύψιλον, Αθήνα, 1985, σελίδα 26654 Ό.π. σελίδα 26455 «πλησιάζει πράγματι στη μαρξική θεωρία σ’ ό,τι αφορά τον αφηρημένο και καθολικό χαρακτήρα της εργασίας» ό.π. σελίδα 89, «ο Χέγκελ περιγράφει τον τρόπο ενοποίησης που επικρατεί σε μια εμπορευματική κοινωνία, με όρους που προαναγγέλλουν καθαρά την κριτική προσέγγιση του Μαρξ» ό.π. σελίδα 90, «όμοια με το Μαρξ, ο Χέγκελ τονίζει το γεγονός ότι η συμφιλίωση των ιδιωτικών συμφερόντων σ’ αυτή την κοινωνία είναι προϊόν τύχης και όχι ελεύθερης έλλογης απόφασης» ό.π. σελίδα 20156 «περιέγραψε την “αλλοτρίωση” της εργασίας, με όρους που είχε χρησιμοποιήσει ο Χέγκελ, πραγματευόμενος το θέμα του κυρίου και του δούλου» ό.π. σελίδα 122

13

Page 14: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

Η ανάλυση του Ινστιτούτου για το Ναζισμό

Τα μέλη του Ινστιτούτου δεν θα μπορούσαν να μείνουν απαθείς απέναντι στην επικράτηση των Εθνικοσοσιαλιστών στη Γερμανία. Εβραίοι στην καταγωγή και μαρξιστικών πολιτικών φρονημάτων όλοι τους, κυνηγήθηκαν από τους Ναζί και επεχείρησαν να εξηγήσουν την επικράτηση του ολοκληρωτισμού σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Η ανάλυση του Ινστιτούτου είχε δύο πλευρές. Η μια ήταν η προσπάθεια ερμηνείας των οικονομικών αλλαγών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και της σχέσης που είχαν με την άνοδο του ναζισμού.

Η κυρίαρχη θεώρηση του Ινστιτούτου για το Ναζισμό και γενικότερα για τον σύγχρονό τους καπιταλισμό ήταν αυτή του Friedrich Pollock (1894-1970). Ο Pollock υποστήριξε ότι η συγκεντροποίηση κεφαλαίων έφερε πολλές δυσκολίες στην αστική τάξη. Το σύστημα που δημιουργήθηκε ήταν δυσκίνητο και «ο αυξανόμενος πληθωρισμός και η ανεργία, η μη συντονισμένη πολιτική των εθνικών κρατών-αποτέλεσμα της ανομοιογένειας και της δυσαναλογίας των εθνικών και διεθνών οικονομικών συστημάτων»57 οδήγησαν στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία. Αυτή η κρατική παρέμβαση ήταν διαφορετική από τις αντίστοιχες των προηγούμενων χρόνων επειδή καθιέρωσε έναν στενότερο δεσμό μεταξύ μονοπωλίων και κράτους. Η κατάσταση αυτή δεν θεωρήθηκε απλά σαν μια αλλαγή στα πλαίσια του μονοπωλιακού καπιταλισμού αλλά σαν μια νέα και ποιοτική εξέλιξή του που οφειλόταν στην ανάπτυξη των τάσεων που ενυπάρχουν στη φιλελεύθερη καπιταλιστική οικονομία. Η νέα φάση του καπιταλισμού ονομάστηκε «κρατικός καπιταλισμός» (ως διάδοχος του ιδιωτικού καπιταλισμού) επειδή το κράτος απέκτησε τον κυρίαρχο ρόλο στην οικονομία. Η ποιοτική αλλαγή έγινε με την άνοδο στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο εγκαθίδρυσε έναν αυταρχικό κρατικό καπιταλισμό, ο οποίος διαχωρίζεται από το δημοκρατικό κρατικό καπιταλισμό χωρών όπως οι ΗΠΑ. Τα ποιοτικά καινούργια χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού ήταν η αντικατάσταση της ελεύθερης αγοράς από τον κρατικό σχεδιασμό και η υπαγωγή του ατομικού καπιταλιστικού συμφέροντος σε αυτόν, ο έλεγχος των τιμών, ο τεχνολογικός εξορθολογισμός της παραγωγής και η ανάδειξη μιας νέας κυρίαρχης ομάδας η οποία μετέτρεψε τον καπιταλιστή σε εισοδηματία. Το κράτος πλέον δεν ήταν το κράτος της αστικής τάξης αλλά αντιθέτως εξέφραζε τα συμφέροντα αυτής της ομάδας που αποτελούταν από την κρατική και την κομματική γραφειοκρατία αλλά και από τους διευθυντές των μεγάλων επιχειρήσεων58. Έτσι, με την αλλαγή αυτή έγινε δυνατός ο έλεγχος των αντιφάσεων της καπιταλιστικής παραγωγής. Τα όρια της νέας φάσης δεν καθορίζονταν από τις ενδογενείς αντιφάσεις της αστικής οικονομίας αλλά από λιγότερο επικίνδυνους για την ισορροπία του συστήματος παράγοντες όπως τους ανταγωνισμούς μέσα στην ηγετική ομάδα και τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του φυσικού περιβάλλοντος. Με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώθηκε, σύμφωνα με τον Pollock, η κυριαρχία της πολιτικής πάνω στην οικονομία. Η πολιτική πλέον ήταν αυτή που καθόριζε την οικονομία αφού το κράτος σχεδίαζε και έθετε τους κανόνες της οικονομικής παραγωγής και κατανάλωσης. Το παραδοσιακό μαρξιστικό σχήμα που θεωρούσε την πολιτική ως αντανάκλαση της οικονομίας, σύμφωνα με τον Pollock, αποδείχτηκε λανθασμένο.

57 David Held, ό.π. σελίδα 5758 ό.π. σελίδα 59

14

Page 15: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

Με την ανάλυση του Pollock συμφώνησαν οι Horkheimer και Adorno. Και οι δύο υποστήριξαν ότι με το φασισμό, η εξουσία είχε γίνει μια άμεση τρομοκρατία. Οι θεσμοί της φιλελεύθερης εποχής του καπιταλισμού είχαν εξαφανιστεί και ο Ναζισμός ήταν απλά το πιο ακραίο παράδειγμα μιας γενικότερης τάσης του Δυτικού πολιτισμού, συμφωνώντας παράλληλα στο ότι η πολιτική πλέον καθόριζε την οικονομία.

Μια διαφορετική ανάλυση προέκυψε από τρία άλλα μέλη που συνεργάστηκαν με το Ινστιτούτο, τον Franz Neumann, τον Otto Kirchheimer και τον Arkadij Gurland οι οποίοι ήταν μέλη της αριστερής πτέρυγας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Στο έργο «Behemoth: The Structure and Practice of National Socialism 1933-1944» (1944) η ανάλυση του Neumann ήταν διαφορετική από αυτή του Pollock. Ο Neumann συμφώνησε ότι η συγκεντροποίηση κεφαλαίων και η ανάγκη κρατικής παρέμβασης για τον έλεγχο των κινδύνων που αντιμετώπιζε ο καπιταλισμός ήταν οι αιτίες της ανόδου του Εθνικοσοσιαλισμού. Η αλληλεξάρτηση των διάφορων κομματιών της οικονομίας έκανε ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα ευάλωτο ακόμα και στην παραμικρή αλλαγή. Η κρατική παρέμβαση ήταν πολύ σημαντική έτσι ώστε να ελεγχθούν οι αλλαγές (η μαζική ανεργία για παράδειγμα) και έτσι να διατηρηθεί η ισορροπία του status quo. Αυτό ήταν ακόμα περισσότερο αναγκαίο στη Γερμανία επειδή η οικονομία της δεν μπόρεσε να ανοικοδομηθεί μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, αυτό που δεν έκανε η αστική δημοκρατία το έκανε ο ολοκληρωτισμός. Το Ναζιστικό Κόμμα ήταν διπλά λειτουργικό. Από τη μια εξέφραζε τα συμφέροντα των μονοπωλίων και ικανοποιούσε την ανάγκη τους για οικονομική επέκταση, πράγμα που μπορούσε να τους φέρει οικονομική ανάπτυξη και κέρδη. Από την άλλη η πολιτική του εκπλήρωνε την επιθυμία της μικροαστικής τάξης για οικονομική ασφάλεια. Οι μικροαστοί ένοιωθαν οικονομικά πιεσμένοι από τη συνεχή ανάπτυξη των μονοπωλίων και των καρτέλ. Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι είχαν αντικαπιταλιστική συνείδηση καθώς φοβόνταν τις σοσιαλιστικές ιδέες. Περισσότερο ήθελαν μερίδιο στα υπερκέρδη των μονοπωλίων παρά την καταπολέμησή τους. Έτσι επικράτησε ο φασισμός, ο οποίος δημιουργήθηκε σαν μια συμμαχία των μονοπωλίων και της κρατικής, στρατιωτικής και ναζιστικής κομματικής γραφειοκρατίας.

Ο Neumann, ενώ συμφώνησε με αρκετές παρατηρήσεις του Pollock, δεν έκανε το ίδιο με το συμπέρασμά του ότι αυτό είναι ένα νέο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού. Για τον Neumann η αλλαγή αυτή ήταν ποσοτική, στα πλαίσια δηλαδή του μονοπωλιακού συστήματος. Το κράτος ανέλαβε μεγαλύτερο ρόλο αλλά δεν κυριάρχησε πάνω στην οικονομία. Την κατάσταση αυτή την ονόμασε «ολοκληρωτικό μονοπωλιακό καπιταλισμό» ο οποίος ήταν «μια ιδιωτική καπιταλιστική οικονομία, αυστηρά οργανωμένη από το κράτος»59, «μια συνέχεια του μονοπωλιακού καπιταλισμού αλλά με άλλα μέσα»60. Χαρακτήρισε μάλιστα τον όρο κρατικός καπιταλισμός που χρησιμοποίησε ο Pollock ως αντιφατικό καθώς από τη στιγμή που το κράτος είναι κάτοχος των μέσων παραγωγής το σύστημα αυτό καταργεί την ατομική ιδιοκτησία, το θεμέλιο του καπιταλισμού.

Πέρα από την οικονομική ανάλυση του φασισμού, ο Neumann μελέτησε επίσης και τους νομικούς θεσμούς του. Υποστήριξε ότι με τον ολοκληρωτισμό η εξουσία έγινε άμεση, χωρίς τους ενδιάμεσους θεσμούς που χαρακτήριζαν την αστική εποχή. Το ναζιστικό κράτος ήταν ανορθολογικό και είχε την τάση να μετατραπεί σε ένα μη-κράτος, σε μια χαοτική κυριαρχία. Σε αυτήν του την αντίληψη συνέβαλε και το γεγονός ότι οι φασιστικοί νόμοι δεν διατήρησαν την

59 ό.π. σελίδα 5760 Martin Jay, ό.π. σελίδα 165

15

Page 16: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

αστική γενικότητα η οποία, παρά το γεγονός ότι υπήρχε για να κρύβει το ταξικό περιεχόμενο της αστικής νομοθεσίας, εξασφάλιζε μια ελάχιστη ισότητα. Στο φασισμό δεν υπήρχε ούτε αυτό.

Κριτική του Marcuse στον ολοκληρωτισμό

Ένα από τα πρώτα ζητήματα με τα οποία ασχολήθηκε ο Marcuse ήταν το ζήτημα του ολοκληρωτισμού. Στο άρθρο του «Η πάλη ενάντια στον φιλελευθερισμό και στην ολοκληρωτική αντίληψη για το κράτος» (1934) προσπάθησε να δείξει ότι υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ ολοκληρωτισμού και φιλελευθερισμού, εκφράζοντας την άποψη ότι ο ολοκληρωτισμός ήταν μια ανάπτυξη κάποιων τάσεων που ενυπήρχαν στον φιλελευθερισμό. Ο Marcuse θεωρεί ότι ο ολοκληρωτισμός είναι η πολιτική οργάνωση που αντιστοιχεί στη μονοπωλιακή δομή της οικονομίας. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «ο ίδιος ο φιλελευθερισμός γεννάει το ολοκληρωτικό-αυταρχικό κράτος που φαίνεται σαν δική του ολοκλήρωση σ’ ένα πιο προωθημένο στάδιο ανάπτυξης. Το ολοκληρωτικό-αυταρχικό κράτος φέρνει μαζί του την οργάνωση και τη θεωρία της κοινωνίας που αντιστοιχούν στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού»61. Άλλωστε «δεν είναι παράξενο ότι η ιδεολογική ερμηνεία αυτής της κοινωνικής δομής φανερώνει μιας σημαντικής συμφωνίας ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και τον αντιφιλελευθερισμό. Ακριβέστερα, μαζεύτηκαν σημαντικά στοιχεία του φιλελευθερισμού και μετά επανερμηνεύτηκαν όπως το απαιτούσαν οι τροποποιημένες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες»62.

Στη συνέχεια ο Marcuse κάνει μια κριτική στην κριτική των θεωρητικών του ολοκληρωτισμού στις φιλελεύθερες αξίες, δείχνοντας ότι είναι ψευδής. Οι θεωρητικοί του ολοκληρωτικού κράτους έχουν μετατρέψει την αντιπαράθεση με το φιλελευθερισμό σε αντιπαράθεση ιδεών ακριβώς επειδή η οικονομική βάση και των δύο είναι η ίδια, η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η έκφραση των μονοπωλιακών συμφερόντων. Ο Marcuse αναφέρει ότι «μπορούμε να καταλάβουμε γιατί το ολοκληρωτικό-αυταρχικό κράτος μετατρέπει τον αγώνα του ενάντια στο φιλελευθερισμό σ’ έναν αγώνα μεταξύ “κοσμοθεωρήσεων”, γιατί αφήνει κατά μέρος τη βασική κοινωνική δομή του φιλελευθερισμού. Είναι γιατί συμφωνεί κατά βάθος σε μεγάλο βαθμό μ’ αυτή»63. Την ολοκληρωτική θεωρία την ονομάζει ηρωικό-λαϊκό ρεαλισμό που έχει ως πυλώνες του το νατουραλισμό, τον ουνιβερσαλισμό και τον πολιτικό υπαρξισμό.

Στη φιλελεύθερη ιδεολογία υπάρχει η αντίληψη των «φυσικών» κοινωνικών νόμων. Η ελεύθερη δράση των ατόμων μέσα στην κοινωνία και η κατανόηση και η προσαρμογή σε αυτούς τους νόμους, δημιουργεί μια ισορροπία, μια επίλυση των κοινωνικών συγκρούσεων. Για τον Marcuse «ο φιλελευθερισμός πιστεύει ότι, με την προσαρμογή σ’ αυτούς τους “φυσικούς νόμους”, ξεπερνιέται τελικά η σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές ανάγκες, η πάλη ανάμεσα στο γενικό συμφέρον και τα ιδιωτικά συμφέροντα, και η κοινωνική ανισότητα μέσα στην αρμονία του συνόλου, και ότι το σύνολο γίνεται έτσι μια ευλογία για το άτομο»64. Ίδια πίστη στους «φυσικούς νόμους» υπάρχει και στην ολοκληρωτική ιδεολογία. Αυτή δέχεται ότι μέσα από το σύνολο θα υπάρχει εξισορρόπηση των αντιθετικών κοινωνικών δυνάμεων. Γενικά «ο φιλελευθεριστικός νατουραλισμός είναι μέρος ενός ουσιαστικά

61 Χέρμπερτ Μαρκούζε, Αρνήσεις, ό.π. σελίδα 3562 ό.π, σελίδα 2763 ό.π. σελίδα 2664 ό.π. σελίδα 28

16

Page 17: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

ορθολογικού συστήματος σκέψης, ο αντιφιλελευθεριστικός ενός ανορθολογικού συστήματος σκέψης» αλλά «ο φιλελευθεριστικός ορθολογισμός περιέχει ήδη, προσχηματισμένες, εκείνες τις τάσεις που θα αποκτήσουν αργότερα, με το πέρασμα από το βιομηχανικό στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, έναν ανορθολογικό χαρακτήρα»65.

Το ανορθολογικό στοιχείο του φιλελευθερισμού ήταν ότι άφηνε στην τύχη την ανάδειξη του γενικού συμφέροντος. Η υποτιθέμενη αρμονία που θα προέκυπτε από την αλληλεπίδραση των δρώντων οικονομικών υποκειμένων δεν ήταν αποτέλεσμα ορθολογικού σχεδιασμού αλλά μιας αφηρημένης και μεταφυσικής πίστης στη δυνατότητα άμβλυνσης των αντιθετικών κοινωνικών δυνάμεων. Στη φιλελεύθερη κοινωνία ο Λόγος είναι ιδιωτικός και εκφράζει την «ορθολογική πρακτική του μεμονωμένου οικονομικού υποκειμένου66» που είναι ο καπιταλιστής. Έτσι «η εναρμόνιση του γενικού και του ιδιωτικού συμφέροντος θεωρείται ότι προκύπτει από μόνη της χάρη στην αδιατάρακτη πορεία της ιδιωτικής πρακτικής. Από τη φύση της, ξεφεύγει από την κριτική και δεν ανήκει πια στο ορθολογικό σχήμα της πρακτικής»67.

Στον ηρωικό-λαϊκό ρεαλισμό αντίστοιχα, η γενική κοινωνική κατάσταση δεν δικαιολογείται ορθολογικά αλλά με βάση μεταφυσικές έννοιες οι οποίες είναι πρωταρχικές και αιώνιες και συνεπώς δεν χρειάζεται να δικαιολογηθούν. Βασικό χαρακτηριστικό του δηλαδή είναι η απαξίωση του Λόγου και η αντικατάστασή του από ανορθολογικές έννοιες, όπως η «φύση», ο «λαός», το «χώμα» και το «αίμα». Ο Marcuse υποστηρίζει ότι η ολοκληρωτική ιδεολογία, ακριβώς επειδή δεν θεωρεί αναγκαία την έλλογη δικαιολόγησή της, λειτουργικοποιεί το Λόγο, τον μετατρέπει σε εργαλείο των πρωταρχικών εννοιών και κυρίως της «φύσης». Ο Marcuse τονίζει το γεγονός ότι «τα ανορθολογικά δεδομένα […] τοποθετούνται μπροστά από την αυτονομία του Λόγου ως αρχικά (και όχι μόνο πραγματικά) όριά του και ο Λόγος είναι και παραμένει αιτιακά, λειτουργικά ή οργανικά εξαρτημένος από αυτά»68. Ο Λόγος υποτάσσεται στη «φύση», η οποία όμως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί και γίνεται αποδεκτή a priori. Έτσι, κυριαρχεί την κοινωνική ζωή ο ανορθολογισμός. Η «φύση» του ολοκληρωτισμού είναι «η αιώνια ουσία, το αιώνια σταθερό μέσα στη συνεχή ρευστότητα των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, που είναι, σε σχέση μ’ αυτόν, τυχαίες, εφήμερες και “στερούμενες σημασίας”»69. Με αυτόν τον τρόπο υποβαθμίζεται η ιστορία, μια υποβάθμιση που οδηγεί στην «υποτίμηση του χρόνου απέναντι στο χώρο, το ανέβασμα του στατικού πάνω από το δυναμικό και του συντηρητικού πάνω από το επαναστατικό, την απόρριψη καθετί του διαλεκτικού, την εξύμνηση της παράδοσης για την παράδοση»70.

Ο νατουραλισμός, που υπάρχει με μια ορθολογική μορφή στο φιλελευθερισμό, αποτελεί το θεμέλιο λίθο της ολοκληρωτικής θεωρίας. Η βασική φυσική κατηγορία που καθορίζει το κοινωνικό Είναι είναι ο «λαός», νοούμενος ως φυσική και όχι ταξική κατηγορία. Ο λαός, που είναι δεμένος με το χώμα και τους δεσμούς αίματος της φυλής, είναι μια ενότητα που προϋπήρχε της κοινωνικής συγκρότησης και του χωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις. Επομένως είναι το πρωταρχικό δεδομένο και με βάση αυτό πρέπει να

65ό.π. σελίδα 29. Επίσης: «η ιδέα του χαρισματικού, αυταρχικού αρχηγού είναι ήδη προσχηματισμένη μέσα στη φιλελευθερίστικη εξύμνηση του μεγαλοφυούς οικονομικού αρχηγού», ό.π. σελίδα 3466 ό.π. σελίδα 3367 ό.π.68 ό.π. σελίδα 3169 ό.π. σελίδα 3970 ό.π.

17

Page 18: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

καθορίζεται η πολιτική και οικονομική συγκρότηση της χώρας. Είναι το «έθνος» πέρα από τάξεις, κοινωνικές ομάδες και κόμματα. Ακριβώς όμως επειδή δεν αναγνωρίζει την υπαρκτή πραγματικότητα της ταξικής διαίρεσης και των αντιθετικών συμφερόντων, προσπαθεί να τα συνενώσει σε μια ιδεολογική ενότητα. Με αυτό τον τρόπο ο ηρωικός-λαϊκός ρεαλισμός, παρά την ανορθολογικότητά του, έχει τον «ορθολογικό» σκοπό της διατήρησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Με την ιδεολογία του «διαιωνίζονται […] καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις ως “φυσικές” […] η οικονομία θεωρείται ως ένας “ζωντανός οργανισμός” που δεν μπορεί ν’ αλλάξει “μ’ ένα κτύπημα”. Είναι κατασκευασμένος με “πρωτόγονους νόμους” που είναι ριζωμένοι στην ανθρώπινη “φύση”» και προωθεί την «εξιδανίκευση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων σε φυσικά αρχέγονα»71. Η υπεράσπιση της οικονομικής δομής του μονοπωλιακού καπιταλισμού οδηγεί και στη διαμόρφωση ενός αντίστοιχου ηθικού αξιακού κώδικα. Οι ηθικές αξίες του ηρωικού-λαϊκού ρεαλισμού είναι η θυσία, η υπηρεσία και η πειθαρχία, αξίες δηλαδή που καταπνίγουν τα απελευθερωτικά ανθρώπινα ένστικτα και αιτήματα και θέτουν ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξη στη διάθεση των εκμεταλλευτικών καπιταλιστικών μηχανισμών. Η ανοχή της φτώχειας εξυμνείται και «η εκτέλεση του καθήκοντος, η θυσία και η αφιέρωση, τις οποίες ζητά από τον άνθρωπο ο “ηρωικός ρεαλισμός”, μπαίνουν στην υπηρεσία ενός κοινωνικού συστήματος που διαιωνίζει την αθλιότητα και τη δυστυχία των ατόμων»72.

Ένα ακόμα βασικό συστατικό στοιχείο του ηρωικού-λαϊκού ρεαλισμού είναι ο ουνιβερσαλισμός. Ο ουνιβερσαλισμός περιγράφει το ιδεολογικό κοινωνικό σύνολο, την ψευδή κοινωνική ολότητα η οποία υποτίθεται ότι εκφράζει το συλλογικό συμφέρον, το συμφέρον του «λαού». Η ολότητα αυτή «δεν είναι η ενοποίηση που προκαλείται από την κυριαρχία μιας τάξης μέσα στα πλαίσια της ταξικής κοινωνίας, αλλά μια ενότητα που συνενώνει όλες τις τάξεις, που θεωρείται ότι υπερβαίνει την πραγματικότητα της πάλης των τάξεων»73. Σε αυτό το σύνολο πρέπει να υποταχθεί το άτομο, χάνοντας έτσι ακόμα και την περιορισμένη αστική αυτονομία του. Οι βάσεις του ουνιβερσαλισμού δεν είναι θεωρητικές αλλά αντιθέτως βρίσκονται στην ίδια την οικονομική ανάπτυξη74.

Στο πολιτικό επίπεδο, ο ολοκληρωτισμός συνδέεται με τον υπαρξισμό. Η υπαρξιστική φιλοσοφία είχε ως σκοπό να αποκαταστήσει το άτομο ως ιστορικό υποκείμενο. Όμως ακριβώς επειδή δεν εξέτασε τις υλικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο έγινε αφηρημένη, υιοθετώντας μεταφυσικά πολιτικά προτάγματα75. Αυτή τη βάση εκμεταλλεύτηκε ο ηρωικός-λαϊκός ρεαλισμός για να δομήσει την πολιτική του φιλοσοφία. Ο άνθρωπος κατανοήθηκε ως πολιτικό ον, με την έννοια της ενεργοποίησης και πολιτικοποίησης όλης του της ύπαρξης. Έτσι, υποτιμήθηκε ο Λόγος και δόθηκε έμφαση στην πολιτική δράση ως τέτοια. Ο άνθρωπος «δρα, αλλά δεν ξέρει το λόγο για τον οποίο δρα»76. Αυτό που έχει σημασία είναι η δράση καθ’ εαυτή, ανεξάρτητα από τις αιτίες και την κατεύθυνσή της. Το άτομο πρέπει να υπακούει χωρίς να κρίνει ή να γνωρίζει τις αιτίες για τις οποίες πρέπει να το κάνει. Το κράτος καλείται να οργανώσει αυτήν την πολιτικοποίηση και έτσι «γίνεται φορέας των αυθεντικών

71 ό.π. σελίδα 4272 ό.π. σελίδα 4573 ό.π. σελίδα 3774 «στην οικονομική δομή της μονοπωλιακής καπιταλιστικής κοινωνίας, βρίσκονται οι πραγματικές βάσεις του ουνιβερσαλισμού», ό.π.75 ό.π. σελίδα 4876 ό.π. σελίδα 49

18

Page 19: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

δυνατοτήτων της ίδιας της ύπαρξης»77. Η κατάσταση αυτή δεν τεκμηριώνεται έλλογα αλλά μόνο μεταφυσικά: το ολοκληρωτικό-αυταρχικό κράτος είναι σωστό και αληθινό όχι επειδή ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ανθρώπων αλλά επειδή εκπληρώνει τη θεϊκή αποστολή του «λαού». Η ύπαρξή του δεν κρίνεται αλλά δικαιολογείται από την ίδια του την ύπαρξη και μόνο. Η ελευθερία του ατόμου ταυτίζεται με την πολιτική δέσμευση απέναντι σε μια ολότητα ανορθολογική. Για τον Marcuse «η πολιτική ταύτιση της ελευθερίας και της δέσμευσης είναι κάτι παραπάνω από μια φράση μόνο όταν η κοινότητα, με την οποία είναι a priori δεμένο το άτομο, του εγγυάται μια εκπλήρωση της ύπαρξής του σύμφωνη με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ή τουλάχιστον, όταν η κοινότητα μπορεί να κατευθυνθεί προς μια τέτοια δυνατότητα»78. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει στον ολοκληρωτισμό, ο οποίος εξυπηρετεί όχι τα έλλογα συμφέροντα της ανθρωπότητας αλλά τα κέρδη και τη διατήρηση της εκμετάλλευσης των μονοπωλίων.

Οι μελέτες για την Οικογένεια, τον Αυταρχισμό και η συνεισφορά του Marcuse

Η άλλη πτυχή της ανάλυσης του Ινστιτούτου για το Ναζισμό ήταν η μελέτη που διεξήγαγε για τις αλλαγές που έγιναν σε παραδοσιακούς αστικούς θεσμούς με την επικράτηση του ολοκληρωτισμού. Η μελέτη αυτή επικέντρωσε στις ψυχολογικές αλλαγές που έγιναν μέσα στην οικογένεια και τη διαδικασία κοινωνικοποίησης των ανθρώπων.

Αρχικά πρέπει να επισημανθεί ότι ένας από τους λόγους της οικονομικής βοήθειας που έδωσε ο πατέρας του Felix Weil για να δημιουργηθεί το Ινστιτούτο ήταν η ανάγκη μελέτης των κοινωνικών ριζών του αντισημιτισμού, ένα θέμα που το γερμανικό πανεπιστημιακό κατεστημένο απέφευγε να αναλύσει. Κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιήθηκε παρά μόνο στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Το 1936 το Ινστιτούτο δημοσίευσε μια μελέτη 900 σελίδων που είχε τον τίτλο «Μελέτες για τον Αυταρχισμό και την Οικογένεια» (Studien üben Autorität und Familie). Στο έργο αυτό έγινε μια προσπάθεια να αναδειχθούν οι αλλαγές στην οικογένεια στη σύγχρονη εποχή υπό το πρίσμα μιας θεωρητικής και ψυχολογικής ανάλυσης, καθώς η οικογένεια θεωρούταν ένας από τους μεσολαβητικούς θεσμούς μέσω των οποίων το ατομικό και το κοινωνικό συνδέονται. Επικεφαλής αυτής της έρευνας τέθηκαν οι Horkheimer, Fromm και Lowenthal.

Στο πρώτο μέρος της εργασίας ο Horkheimer έθεσε το θεωρητικό της πλαίσιο. Αρχικά υποστήριξε ότι η σχέση βάσης-εποικοδομήματος δεν είναι μονόπλευρη, αλλά αντιθέτως είναι σχέση αλληλεπίδρασης, φέρνοντας ως παράδειγμα διάφορα πολιτιστικά φαινόμενα (το σύστημα των καστών στην Ινδία) τα οποία επιβίωσαν παρά το γεγονός ότι οι υλικές τους αιτίες εξαφανίστηκαν. Στη συνέχεια προσπάθησε να εξηγήσει τις αλλαγές που συνέβησαν στη δομή της οικογένειας κατά τη διάρκεια μετάβασης από το φιλελεύθερο στον αυταρχικό καπιταλισμό. Η ανάλυση αυτή πλησίαζε περισσότερο την αντίληψη του Marx παρά αυτή του Hegel. Για τον πρώτο, στην οικογένεια της αστικής εποχής οι διαπροσωπικές σχέσεις χάνονται και ο θεσμός ακολουθεί τη γενική πορεία της κοινωνικής αλλοτρίωσης. Για τον Hegel αντιθέτως η οικογένεια ήταν ένας θεσμός όπου πάνω του βασιζόταν η ηθική υπόσταση της κοινωνίας.

77 ό.π. σελίδα 5278 ό.π. σελίδα 55

19

Page 20: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

Για τον Horkheimer η οικογένεια της φιλελεύθερης εποχής έπαιζε, ως ένα βαθμό, προστατευτικό ρόλο απέναντι στις κοινωνικές συνθήκες και με αυτόν τον τρόπο διατηρούσε την ελπίδα της αλλαγής. Οι σχέσεις των μελών της, παρά το γεγονός ότι ήταν μέρος του ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου, δεν καθορίζονταν άμεσα από τους νόμους παραγωγής και κατανάλωσης. Υπήρχε δηλαδή ένας βαθμός αυτονομίας της οικογένειας από το κοινωνικό Είναι. Όμως η δομή και ο ρόλος της άρχισαν να αλλάζουν με το πέρασμα από το φιλελεύθερο στο μονοπωλιακό καπιταλισμό. Στη φιλελεύθερη αστική εποχή, ο πατέρας ήταν κυρίαρχος μέσα στην οικογένεια επειδή ήταν αυτός που δούλευε και ως εκ τούτου αυτός που τη συντηρούσε οικονομικά. Όμως με την αυταρχικοποίηση του κράτους και του καπιταλισμού και την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της εργατικής οικογένειας, ο πατέρας έχασε το κύρος και την εξουσία του. Έτσι, δεν μπορούσε να παίξει το ρόλο του μέσα στην οικογένεια με αποτέλεσμα τα άτομα να επηρεάζονται πιο εύκολα από εξωοικογενειακά πρότυπα και η κοινωνικοποίησή τους να γίνεται χωρίς τη μεσολάβηση της οικογένειας, με περισσότερο άμεση επαφή με τους εξουσιαστικούς θεσμούς79.

Η ανάλυση αυτή πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με την εισαγωγή της ψυχολογίας ως βασικού όρου της κοινωνικής ανάλυσης από το Ινστιτούτο. Άλλωστε ένα από τα πιο σημαντικά σημεία που έδειχναν τη διαφοροποίηση από την εποχή Grünberg ήταν η έμφαση του ενδιαφέροντος των μελών του Ινστιτούτου στην ψυχολογία, μέσω της οποίας υποστήριζαν ότι θα μπορούσε να κατανοηθεί βαθύτερα η σχέση κοινωνικού-ατομικού. Ο Horkheimer στην ανάλυσή του για την οικογένεια βασίστηκε στα συμπεράσματα της θεωρίας του Freud και πιο συγκεκριμένα σε αυτή του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος. Σύμφωνα με το Freud, κατά τα πρώτα έτη της ζωής του το αγόρι επιθυμεί ερωτικά το τη μητέρα του80, μια επιθυμία που καταστέλλεται από τον πατέρα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την άρνηση αυτής της επιθυμίας και την ταύτιση του αγοριού με την εξουσία του ομόφυλου πατέρα. Η εσωτερίκευση αυτής της σχέσης είναι απαραίτητη προϋπόθεση της αυτονομίας και του αυτοκαθορισμού του παιδιού. Το αγόρι εσωτερικεύει τον αρχικό φόβο και τον αρνείται, διαμορφώνοντας έτσι ένα αυτόνομο Εγώ.

Με τις αλλαγές, όμως, στην κοινωνική βάση του Οιδιπόδειου Συμπλέγματος η διαδικασία διαμόρφωσης του Εγώ αλλάζει, σύμφωνα με τη ψυχολογική θεώρηση του Horkheimer. Ο πατέρας δεν μπορεί να παίξει το ρόλο ως δάσκαλος ικανοτήτων και μεταδότης εμπειριών επειδή δεν εμπνέει κανέναν σεβασμό και φόβο. Η εξουσία του έχει μειωθεί όπως ακριβώς εξασθένισε και η οικονομική του κατάσταση. Έτσι, το αγόρι κατανοεί νωρίτερα ότι ο πατέρας του είναι πιο αδύναμος από όσο νόμιζε και γι’ αυτό δεν μπορεί να ταυτιστεί μαζί του. Σε αυτό συμβάλλει και η γρηγορότερη οικονομική του ωρίμανση (αφού αναγκάζεται να δουλεύει από πιο μικρός λόγω των οικονομικών δυσκολιών της οικογένειας) και οι πιέσεις που δέχεται από τον κοινωνικό του περίγυρο, οι οποίες είναι εντονότερες και πιο άμεσες. Η πορεία δημιουργίας του αυτόνομου Εγώ διακόπτεται αλλά η αρχική ιδέα της δύναμης και της εξουσίας υπάρχει χωρίς να έχει καταφέρει το αγόρι να την αρνηθεί. Έτσι, αναζητεί την εκπλήρωση αυτού του κενού σε εξωοικογενειακούς, κοινωνικούς θεσμούς. Τέτοιος φορέας εξωοικογενειακής κοινωνικοποίησης είναι η ναζιστική ιδεολογία της δύναμης και του αυταρχισμού. Αυτές οι αλλαγές

79 Martin Jay, ό.π. σελίδες 124-12780 Η φροϋδική θεωρία επικεντρώνεται κυρίως στη βιοψυχολογική ανάπτυξη των αγοριών και όχι των κοριτσιών. David Held, ό.π. σελίδα 129

20

Page 21: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

επηρέασαν και το ρόλο της μητέρας η οποία λόγω της εξάρτησης από το σύζυγό της μετατράπηκε σε μια συντηρητική δύναμη81.

Το δεύτερο μέρος της εργασίας ήταν ευθύνη του Erich Fromm (1900-1980) και το περιεχόμενό του ήταν μια ψυχολογική ανάλυση του αυταρχισμού, εμπλουτισμένη με τα συμπεράσματα της εμπειρικής έρευνας. Το υλικό αυτής της έρευνας προήλθε από μια προηγούμενη ερευνητική προσπάθεια του Ινστιτούτου που παρέμεινε αδημοσίευτη. Όταν ο Horkheimer ανέλαβε τη διεύθυνση του Ινστιτούτου, ανήγγειλε μια έρευνα σχετικά με τη νοοτροπία των Γερμανών εργατών και το κατά πόσο εμφανίζουν αυταρχική συμπεριφορά. Η ανάλυση των απαντήσεων στα ερωτηματολόγια που μοιράστηκαν έδειξε ότι περίπου το 10% επέδειξε αυταρχική νοοτροπία, το 15% υιοθέτησε αντιαυταρχικούς/επαναστατικούς στόχους και το υπόλοιπο 75% είχε μια επαμφοτερίζουσα στάση. Αυτό οδήγησε στο συμπέρασμα ότι οι Γερμανοί εργάτες δεν θα αντιστέκονταν σθεναρά σε μια ακροδεξιά δικτατορία82. Τα συμπεράσματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν και στη μελέτη αυτή. Είναι αλήθεια όμως ότι το εμπειρικό κομμάτι της εργασίας είχε μονάχα βοηθητικό ρόλο επειδή οι ερευνητικές προσπάθειες του Ινστιτούτου βρίσκονταν ακόμα στα πρώτα τους βήματα. Έτσι, τα συμπεράσματά της δεν αποτέλεσαν τον οδηγό θεωρητικών γενικεύσεων αλλά ούτε και το υλικό ελέγχου της θεωρίας.

Στο κομμάτι της θεωρητικής ψυχολογικής ανάλυσης, ο Fromm εξέφρασε την αισιοδοξία του για τη δυνατότητα εγκαθίδρυσης μιας έλλογης κοινωνίας, προϋπόθεση της οποίας ήταν η δράση ανθρώπων με ισχυρό Εγώ. Υποστήριξε ότι ο πυρήνας της αυταρχικής συμπεριφοράς υπήρξε ο σαδομαζοχισμός, νοούμενος ως μη αναπτυγμένη σεξουαλικότητα, πνευματική ταύτιση με τους ομόφυλους κυρίαρχους, ως ψεύτικη απελευθέρωση και ως ανάγκη συμμετοχής στην εξουσία83. Στη συνέχεια εξέτασε τις συμπεριφορές αντίδρασης στον αυταρχισμό διαχωρίζοντας τους ψευτοεπαναστάτες (rebellions), οι οποίοι επιθυμούν την αντικατάσταση μιας ανορθολογικής εξουσίας από μια άλλη εξίσου ανορθολογική, από τους πραγματικούς επαναστάτες (revolutions) που αναζητούν μια αληθινή κοινωνική αλλαγή.

Η συνεισφορά του Fromm στην εργασία ήταν και από τις τελευταίες καθώς η πορεία της ψυχολογικής του θεώρησης ήταν η αιτία της αποχώρησής του από το Ινστιτούτο το 1939. Ο Fromm, όπως και τα βασικά μέλη του Ινστιτούτου, αναγνώρισε τη σημασία της ψυχολογίας για τη βαθύτερη κατανόηση των κοινωνικών μηχανισμών και επηρεάστηκε από τη ψυχολογία του Freud δεχόμενος τις βασικές της γραμμές. Προσπάθησε να συμβιβάσει τις μαρξιστικές και τις φροϋδικές κατηγορίες σε μια αναλυτική κοινωνική ψυχολογία που θα μελετούσε την αλληλεπίδραση των κοινωνικών συνθηκών και των ανθρώπινων ενστίκτων84. Αρχικά είχε ως βάση τη φροϋδική θεωρία για τη λίμπιντο, θεωρώντας τα σεξουαλικά και αυτοσυντηρητικά ένστικτα ως τη βάση της ψυχικής ζωής και δίνοντας μεγάλη σημασία στην παιδική ηλικία του ατόμου ως προς τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Όμως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 η κατεύθυνσή του άλλαξε καθώς άρχισε να ασκεί κριτική στον πυρήνα της φροϋδικής θεωρίας. Η κριτική του αφορούσε κυρίως τη θεωρία του Freud για τα ένστικτα της ζωής και του θανάτου αλλά και για το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα. Για τον Fromm το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα δεν ήταν μια φυσική, μη κοινωνικά προσδιορισμένη βιοψυχολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού, αλλά προϊόν της πατριαρχικής δομής της κοινωνίας. Επηρεασμένος από ανθρωπολόγους που μελέτησαν τις πρωτόγονες

81 David Held, ό.π. σελίδες 126-133 και Martin Jay, ό.π. σελίδες 124-12682 Martin Jay, ό.π. σελίδα 11783 Martin Jay, ό.π. σελίδα 12884 David Held, ό.π. σελίδα 112

21

Page 22: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

μητριαρχικές κοινωνίες85 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σε αυτές επικρατούσαν πραγματικά ανθρώπινα συναισθήματα όπως η αγάπη και η ευτυχία. Γι’ αυτό το λόγο η αξία της μελέτης τους δεν ήταν ιστορική αλλά κοινωνική, καθώς προσέφεραν ένα όραμα διαφορετικό από το κατεστημένο. Με αυτόν τον τρόπο ο Fromm απομακρύνθηκε από τη φροϋδική ορθοδοξία κατηγορώντας τον Freud ως «δέσμιο της αστικής ηθικής και των πατριαρχικών αξιών» και τη ψυχολογία του προσαρμοσμένη στις ανάγκες του συστήματος. Η ψυχολογία του Freud με την αντίληψη για το ασυμφιλίωτο πολιτισμού-ευχαρίστησης υπηρετούσε τους στόχους του καπιταλισμού για δουλειά και αναπαραγωγή, αφαιρώντας οποιαδήποτε δυνατότητα ευτυχίας. Ο ίδιος ο Freud άλλωστε όρισε τη νεύρωση ως αδυναμία υιοθέτησης των αξιών της κατεστημένης κοινωνίας.86 Στο κύριο έργο του μετά από την αποχώρησή του από το Ινστιτούτο («Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία»-1942) ανέπτυξε κάποιες από τις παραπάνω θέσεις του. Υποστήριξε ότι βασική οντολογική κατηγορία της ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ελευθερία. Οι αλλαγές στη σύγχρονή του κοινωνία έκαναν τον άνθρωπο μόνο και φοβισμένο, αφήνοντάς του δύο επιλογές «ελευθερίας». Την πρώτη την ονομάζει «θετική ελευθερία», όρος που περιέγραφε την εγκατάλειψη του αυτόνομου Εγώ για χάρη μιας σαδομαζοχιστικής ταύτισης του ατόμου με κάποιο άλλο Εγώ. Η δεύτερη είναι η τάση προς την καταστροφικότητα87.

Το τρίτο μέρος της εργασίας ήταν ευθύνη του Leo Lowenthal (1900-1993) και αποτελούταν από κάποια άρθρα που μελετούσαν τις οικονομικές και νομικές επιπτώσεις που είχε στην οικογένεια η αυταρχικοποίηση του καπιταλισμού. Η γενική συνεισφορά του Lowenthal στη θεωρητική παραγωγή του Ινστιτούτου αφορούσε τη μελέτη της λογοτεχνίας. Ο Lowenthal ανέλυσε τη γερμανική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, προσπαθώντας να τη συσχετίσει με τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής. Τόνισε ιδιαίτερα την επίδραση του Dostoyevsky στη γερμανική μικροαστική τάξη, μια επίδραση που βοήθησε στην αποδοχή του πόνου, της φτώχειας και της μη δυνατότητας για ευτυχία ως κάτι το φυσικό. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η αντίδραση του Dostoyevsky απέναντι στον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, προωθώντας με το λογοτεχνικό του έργο την απάθεια και την παθητικότητα88.

Ο Marcuse έγραψε και αυτός ένα μέρος στην εργασία αυτή. Σε αυτό ανέλυσε τη σχέση μεταξύ ελευθερίας και αυταρχισμού ανιχνεύοντας την στην ιστορία της αστικής ιδεολογίας. Στην ιστορία αυτή δεν μελετώνται αρκετοί από τους πιο σημαντικούς στοχαστές της αστικής τάξης όπως οι Hobbes, Locke, Hume και Rousseau89. Εκκινώντας από την Αναγέννηση και δίνοντας έμφαση στους Kant και Hegel προσπάθησε να δείξει ότι η έννοια της «αρνητικής ελευθερίας» (εσωτερική ελευθερία ανεξάρτητα από τις υλικές συνθήκες) που ανέπτυξαν αυτοί, οδήγησε στον ανορθολογισμό του ολοκληρωτισμού. Ο ολοκληρωτισμός δεν πηγάζει από μια λογική δικαιολόγηση αλλά από την επίκληση ενός «φυσικού» και φυλετικού δικαίου90.

Οι μελέτες του Ινστιτούτου για το φαινόμενο του αυταρχισμού συνεχίστηκαν και τη δεκαετία του 1940 στις ΗΠΑ. Το 1944 ο Horkheimer έγινε επικεφαλής του Τμήματος Επιστημονικής Έρευνας που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της Αμερικανικής Εβραϊκής Επιτροπής για να μελετήσει τον 85 Ένας από τους οποίους ήταν και ο Lewis Morgan στα συμπεράσματα και τις μελέτες του οποίου βασίστηκε το έργο του Engels «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους» (1884). 86 Martin Jay, ό.π. σελίδες 92-9787 Πρέντραγκ Βρανίτσκι, ό.π, τόμος 2, σελίδες 370-38188 Martin Jay, ό.π. σελίδα 13889 Οι φιλόσοφοι αυτοί απουσιάζουν γενικά από την ανάλυση της αστικής ιδεολογίας από το Ινστιτούτο.90 Martin Jay, ό.π. σελίδες 129-130

22

Page 23: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

αντισημητισμό στις ΗΠΑ. Την ίδια εποχή η Εβραϊκή Εργατική Επιτροπή και τα μέλη του Ινστιτούτου έκαναν μια έρευνα για τις τάσεις αντισημητισμού μέσα στο αμερικανικό εργατικό κίνημα. Το 1944 ολοκληρώθηκε το τετράτομο, 1.300 σελίδων έργο το οποίο λόγω του τεράστιου μεγέθους του δεν δημοσιεύτηκε. Όμως τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν στο επόμενο μεγάλο έργο του Ινστιτούτου, που ονομάστηκε «Μελέτες για την Προκατάληψη» (Studies in Prejustice-1950). Το σημαντικότερο μέρος αυτού του έργου ήταν το κομμάτι που γράφτηκε από τον Adorno και είχε τον τίτλο «Η αυταρχική προσωπικότητα». Στο έργο αυτό δόθηκε σημαντικό βάρος στην επεξεργασία των ερευνητικών μεθόδων. Χρησιμοποιώντας ερωτηματολόγια και συνεντεύξεις, οι επικεφαλής της έρευνας προσπάθησαν να ανιχνεύσουν τις ψυχολογικές τάσεις που αποτελούν το υπόστρωμα της προκατάληψης, παίρνοντας ως δείγμα αμερικάνους, λευκούς άνδρες της μεσαίας τάξης. Η έμφαση στην χρησιμοποίηση ψυχολογικών κατηγοριών για να ερμηνευτεί η προκατάληψη είχε ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της κοινωνικής και φιλοσοφικής ανάλυσης.

Στο κείμενό του ο Adorno κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι με αυταρχική προσωπικότητα είναι άτομα που κατά τη νεότητά τους δεν μπόρεσαν να λύσουν το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα με σωστό τρόπο. Οι επιθυμίες των παιδιών που ζουν σε δεσποτικές οικογένειες καταπιέζονται έντονα. Έτσι, στην προσπάθεια να βρουν ικανοποίηση, στρέφονται σε εξωοικογενειακούς, κοινωνικούς θεσμούς. Η αντίδραση ενάντια στον πατέρα, απαραίτητη για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του παιδιού, καταπιέζεται και μετατρέπεται σε επιθετικότητα η οποία με τη σειρά της μετατρέπεται σε σαδισμό και μαζοχισμό. Η εμπειρική έρευνα έδειξε ότι το αυταρχικό αυτό σύνδρομο παρουσιάστηκε σε άτομα που μεγάλωσαν σε σκληρές και αυστηρές οικογένειες πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την εξιδανίκευση των γονέων και τη δημιουργία ενός αδύναμου Εγώ. Η ατομική αυτή αδυναμία γίνεται υπακοή στην εξωτερική εξουσία. Η διαδικασία αυτή ήταν αποτέλεσμα της διάλυσης της οικογένειας που προήλθε από την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών. Ακόμα και ο προστατευτικός ρόλος της μητέρας υπονομεύτηκε. Η ανάλυση αυτή ήταν σύμφωνη με τον ορισμό της αυταρχικής προσωπικότητας που είχε δώσει ο Horkheimer ως υποταγή στις παραδοσιακές αξίες και την εξουσία, στερεοτυπική σκέψη και μίσος για τους «άλλους»91.

Κριτική προσέγγιση των συμπερασμάτων της Κριτικής Θεωρίας

Το πρώτο σημείο κριτικής απέναντι στο θεωρητικό έργο του Ινστιτούτου αφορά τη αντιμετώπιση της εργατικής τάξης. Η ανάλυση του Horkheimer και του συνόλου των μελών του Ινστιτούτου απέναντι στην εργατική τάξη και τα κόμματά της είχαν ως εργαλείο περισσότερο τη Verstand παρά τη Vernunft, περισσότερο μια επιφανειακή ανάλυση της φαινομενικότητας παρά μια διείσδυση στις βαθύτερες αιτίες της. Ο Horkheimer στα τέλη της δεκαετίας του 1930 είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το προλεταριάτο ούτε θέλει αλλά ούτε και μπορεί να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Η αρνητική του στάση και η συνεπακόλουθη απαισιοδοξία σε σχέση με τη δυνατότητα εγκαθίδρυσης μιας έλλογης κοινωνίας μπορεί να ερμηνευτεί με βάση τις διαδοχικές ήττες του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Μετά την επικράτηση της επανάστασης των μπολσεβίκων στη Ρωσία αντίστοιχες εργατικές επαναστάσεις ξέσπασαν σε πολλά σημεία της Ευρώπης. Τα χρόνια μέχρι το 1923 επαναστατικές προσπάθειες κατάληψης της εξουσίας έγιναν στη Γερμανία, στην Ουγγαρία,

91 David Held, ό.π. σελίδες 139-145 και Martin Jay, ό.π. σελίδα 24023

Page 24: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

στη Φινλανδία και στην Ιταλία, οι οποίες απέτυχαν είτε λόγω της βιασύνης των ηγετών της είτε λόγω της ατολμίας τους. Στην ουσία απέτυχαν επειδή δεν καθοδηγούνταν από ένα ισχυρό και μαζικό επαναστατικό κόμμα. Η πολιτική της σταλινοποιημένης Κομμουνιστικής Διεθνούς καταδίκασε σε ήττα την επανάσταση στην Κίνα (1925-1927) και άνοιξε το δρόμο στην άνοδο του Ναζισμού στη Γερμανία. Η τακτική των Λαϊκών Μετώπων μετέτρεψε την εργατική τάξη στην αριστερή πτέρυγα της «δημοκρατικής» και «προοδευτικής» αστικής τάξης, οδηγώντας τις επαναστάσεις σε Γαλλία και Ισπανία σε αποτυχία.

Η ιστορική αυτή περίοδος απέδειξε, σύμφωνα με τον Horkheimer, ότι το προλεταριάτου δεν ήταν πλέον η δύναμη άρνησης του καπιταλισμού. Όμως αυτό το συμπέρασμα εμπεριέχει δύο λάθη. Το πρώτο αφορά το κριτήριο βάσει του οποίου κρίνεται μια τάξη ως επαναστατική ή όχι. Ο Marx κατανόησε ότι το προλεταριάτο είναι μια επαναστατική τάξη όχι λόγω των νικών ή των ηττών του (άλλωστε το εργατικό κίνημα την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου έκανε τα πρώτα του βήματα) αλλά λόγω της θέσης του στην παραγωγή. Το συμπέρασμα αυτό με τη σειρά του προέκυψε από την κατανόηση και την ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Ο Marx αναλύοντας διαλεκτικά τους βασικούς νόμους λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κατανόησε ότι αυτός κυριαρχείται από μια βασική αντίφαση. Η καπιταλιστική οικονομία κατάφερε να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας και να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας συγκεντρώνοντας τα παραγωγικά μέσα σε μεγάλα εργοστάσια. Με αυτόν τον τρόπο όμως τα κατέστησε στην πραγματικότητα κοινωνικά. Το προϊόν που δημιουργείται δεν ανήκει σε ένα άτομο αλλά κατασκευάζεται με τις προσπάθειες πολλών ανθρώπων. Από την άλλη όμως «τα κοινωνικά αυτά μέσα παραγωγής και τα κοινωνικά προϊόντα τα εχρησιμοποιούσαν και τώρα όπως πριν, δηλαδή σαν ατομικά προϊόντα παραγωγής»92. Ενώ λοιπόν τα παραγωγικά μέσα είναι κοινωνικά, καθώς χρειάζονται πολλοί για να τα λειτουργήσουν, αυτοί που τα κατέχουν και ιδιοποιούνται τα προϊόντα είναι λίγοι, παρά το γεγονός ότι αυτά είναι «αποκλειστικά προϊόντα ξένης εργασίας»93. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στον ατομικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης είναι η κυρίαρχη καπιταλιστική αντίφαση η οποία «εκδηλώνεται σαν ταξική αντίθεση, σαν αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη»94. Η εργατική τάξη παράγει τα προϊόντα και ολόκληρο τον κοινωνικό πλούτο αλλά και τα δύο τα καρπώνεται μια κοινωνική μειοψηφία, η αστική τάξη. Αυτή η αντίφαση δημιουργεί προβλήματα στον καπιταλισμό καθώς «η κεφαλαιοκρατική ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής και η κεφαλαιοκρατική ιδιοποίηση του προϊόντος γίνονται, σε μια ορισμένη βαθμίδα, τροχοπέδη στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα φανερό στις περιοδικές επαναλαμβανόμενες κρίσεις»95. Έτσι «από τη μια μεριά, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αποκαλύπτεται, εξ αιτίας της ανικανότητάς του, ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να διευθύνει αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις, και από την άλλη, αυτές οι παραγωγικές δυνάμεις σπρώχνουν με αυξανόμενη ολοένα ταχύτητα τα γεγονότα προς την άρση της αντίφασης, δηλαδή στην απελευθέρωση αυτών των δυνάμεων από τον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα και στην αναγνώριση του χαρακτήρα τους

92 Φρίντριχ Ένγκελς, Αντι-Ντύριγκ. Ή η ανατροπή της επιστήμης από τον κύριο Οϋγκεν Ντύριγκ, εκδόσεις Αναγνωστίδη, Αθήνα, 1963, σελίδα 399 93 Ό.π.94 Ό.π. σελίδα 40195 Ερνστ Φίσερ, Τι είπε πραγματικά ο Μαρξ, εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα, 1993, σελίδα 175

24

Page 25: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

σαν κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων, όπως και πραγματικά είναι»96. Οι παραγωγικές δυνάμεις «θέλουν» να αναγνωριστεί ότι είναι κοινωνικές. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν η εργατική τάξη πάρει στον έλεγχό της τις παραγωγικές δυνάμεις, μόνο αν αναγνωριστεί και στην πράξη ο κοινωνικός τους χαρακτήρας. Η εργατική τάξη είναι αυτή που μπορεί και πρέπει να το κάνει αυτό επειδή αυτή είναι το αντικείμενο της εκμετάλλευσης. Μέσα στην κοινωνία αυτή είναι το υποκείμενο που η χρησιμοποίησή του παράγει νέα αξία. Η αξία που δημιουργεί η εργατική τάξη είναι περισσότερη από την αξία της εργατικής δύναμης που καταναλώνεται από αυτήν, πράγμα που δημιουργεί μια διαφορά, μια υπεραξία που την καρπώνεται ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής. Έτσι, η εργατική τάξη είναι η δύναμη άρνησης του καπιταλισμού, πράγμα που προκύπτει όχι από τη φιλοσοφία ή την ψυχολογία αλλά από την πολιτική οικονομία.

Το ερώτημα είναι μήπως αυτές οι λειτουργίες του καπιταλισμού έχουν αρθεί ή ελεγχθεί. Οι βασικοί εκπρόσωποι του Ινστιτούτου, όπως αναλύθηκε παραπάνω, έδωσαν καταφατική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η εξέταση αυτής της αντίληψης οδηγεί στην κριτική των συμπερασμάτων για την πρωτοκαθεδρία του κράτους αλλά και την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στο σύστημα της κυριαρχίας.

Η απουσία επιστημονικού, οικονομικού υπόβαθρου στην ανάλυση του Ινστιτούτου για τον καπιταλισμό, οδήγησε τα μέλη του να υποθέσουν ότι στον «κρατικό καπιταλισμό» οι αντιφάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής μπορούν να ελεγχθούν. Το συμπέρασμα αυτό ήταν αποτέλεσμα της φαινομενικής υπεροχής της πολιτικής έναντι της οικονομίας στη δεκαετία του 1930. Αφού πλέον η πολιτική καθόριζε την οικονομία, οι λειτουργίες της τελευταίας ήταν δευτερεύουσες και μπορούσε να τις χειριστεί η πρωτεύουσα πια πολιτική. Όμως κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Η κρατική παρέμβαση των αρχών της δεκαετίας του 1930 δεν αποτέλεσε μια ποιοτική αλλαγή του μονοπωλιακού καπιταλισμού αλλά μια συνέχειά του. Η οικονομική κρίση των ετών 1929-1932 κατέστρεψε μεγάλο μέρος της παραγωγικής δομής της παγκόσμιας οικονομίας και δημιούργησε ένα εκρηκτικό κλίμα από τις στρατιές ανέργων που δημιουργήθηκαν97. Το κράτος δεν υπερέβη την οικονομία αλλά μπήκε στην υπηρεσία της με αμεσότερο και προφανέστερο τρόπο. Η κρατική παρέμβαση είχε ως σκοπό τη διάσωση της αστικής τάξης. Το κράτος δεν έχει αυτόνομη και ανεξάρτητη υπόσταση αλλά, αντιθέτως, είναι το προϊόν των ταξικών αντιθέσεων της κοινωνίας και αποτελεί το εργαλείο εγκαθίδρυσης της πολιτικής εξουσίας της οικονομικά κυρίαρχης τάξης. Οι αλλαγές που μπορούν να συμβούν στον κρατικό τομέα καθορίζονται από το οικονομικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται. Για παράδειγμα η αστική τάξη δεν θα μπορούσε ποτέ να κυβερνήσει με Σοβιέτ ούτε η εργατική τάξη με κοινοβούλιο. Οι πολιτικοί αυτοί θεσμοί εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο οικονομικό περιεχόμενο και πέρα από αυτό δεν έχουν καμιά λειτουργικότητα.

Στον καπιταλισμό της εποχής αυτής η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η τάση συγκέντρωσής της στα χέρια όλο και λιγότερο ατόμων όχι μόνο δεν αποδυναμώθηκε, όπως πίστευε ο Pollock και τα σημαντικότερα μέλη του Ινστιτούτου, αλλά ενισχύθηκε. Το 1922 το πλουσιότερο 1% κατείχε το

96 Φρίντριχ Ένγκελς, ό.π. σελίδα 41097 Στις ΗΠΑ, τη βασική ιμπεριαλιστική δύναμη, ο δείκτης της βιομηχανικής παραγωγής με βάση το 100 (1923-1925) από το 126 το 1929 πέφτει στο 105 το 1930, στο 89 το 1931 και στο 62 το 1932. Οι άνεργοι από τρία εκατομμύρια το 1930, φτάνουν στα έξι το 1931, τα δέκα το 1932 και τα δεκατρία το 1933 ενώ και η παραγωγικότητα μειώνεται στο 23%. Παρόμοιες εξελίξεις υπήρχαν και στις άλλες καπιταλιστικές χώρες. Michel Beaud, Η ιστορία του καπιταλισμού 1500-1981, εκδόσεις Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη, 1987, σελίδα 264

25

Page 26: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

61% των μετοχών σε παγκόσμιο επίπεδο ενώ το 1939 κατείχε το 69%98. Στη Βρετανία το 1935 «οι τρεις μεγαλύτερες επιχειρήσεις κάθε τομέα ελέγχουν αντίστοιχα το 83% των σιδηροδρόμων, το 82% του πετρελαίου, το 71% των ατσαλοσωλήνων, το 71% της ζάχαρης»99 και στις ΗΠΑ το 1930 οι διακόσιες μεγαλύτερες επιχειρήσεις ήλεγχαν τις μισές αξίες που δεν ήταν καταχωρημένες στις τράπεζες. Αλλά ούτε και στη ναζιστική οικονομία το κράτος αντικατέστησε τα μονοπώλια. Χαρακτηριστικό είναι ότι «αυτή η γιγάντια προσπάθεια, αυτή η πολιτική, αυτή η κατευθυνόμενη οικονομία στηρίζεται στα πανίσχυρα βιομηχανικά και τραπεζικά συγκροτήματα του γερμανικού καπιταλισμού και τα ενισχύει […] οι συμμετοχές του κράτους στις τράπεζες, στις επιχειρήσεις σιδηρουργίας, στα ναυπηγεία, παραχωρήθηκαν όλες στα ιδιωτικά συμφέροντα. Παράλληλα αποθαρρύνθηκαν οι δημοτικές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος προς όφελος ιδιωτικών επιχειρήσεων»100. Επίσης τα καρτέλ αυξήθηκαν (από 1.500 το 1923-1924 έγιναν 2.100 το 1930) ενώ από το 1929 μόνο τρεις τράπεζες ήλεγχαν όλο το πιστωτικό σύστημα. Επομένως οι καπιταλιστικές αντιφάσεις δεν εξαφανίστηκαν ούτε μπόρεσαν να ελεγχθούν ακριβώς επειδή δεν είναι ζήτημα βούλησης ή θέλησης ο έλεγχός τους. Οι αντιφάσεις αυτές είναι ενδογενείς στο καπιταλιστικό σύστημα και μπορούν να λυθούν μόνο με τη σοσιαλιστική επανάσταση, μόνο με το πέρασμα της διαχείρισης των παραγωγικών δυνάμεων στην εργατική τάξη κάτω από δημοκρατικό και συλλογικό έλεγχο.

Εφόσον λοιπόν τα βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού συνέχισαν να υπάρχουν τότε, οποιαδήποτε μορφή και να έπαιρνε το καπιταλιστικό σύστημα, από οποιαδήποτε κρατικό οργάνωση και αν συνοδευόταν, θα συνέχιζε να παρουσιάζει τις εσωτερικές λειτουργίες και τα ενδογενή του προβλήματα. Όμως αν ισχύει κάτι τέτοιο δημιουργείται μια «αμετάβλητη αρχή», πράγμα που για τα μέλη του Ινστιτούτου, τα οποία αποστρέφονταν τις αιώνιες αλήθειες, ήταν λανθασμένο. Τα μέλη του Ινστιτούτου δεν ερμήνευσαν διαλεκτικά τη σχέση απόλυτου-σχετικού. Η γενική αντίθεση του μαρξισμού σε απόλυτες και αιώνιες αλήθειες δεν κατανοήθηκε μηχανιστικά. Η υλιστική διαλεκτική δεν αρνείται το απόλυτο αλλά κατανοεί ότι το απόλυτο είναι σχετικό και το σχετικό απόλυτο εντάσσοντας και τις δυο αυτές έννοιες μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Το ότι ο καπιταλισμός για όσα χρόνια υπήρχε και όσα θα υπάρχει κυριαρχείται από αντιφάσεις και ότι η ιδιοκτήτρια αστική τάξη εκμεταλλεύεται προς όφελός της τον πλούτο που παράγει η εργατική τάξη είναι ένα «απόλυτο» γεγονός. Αυτό βέβαια στα ιστορικά πλαίσια ύπαρξης του καπιταλισμού. Στη γενικότερη ιστορική πορεία της κοινωνίας, όμως, είναι σχετικό επειδή ο καπιταλισμός σαν κοινωνικοοικονομικό σύστημα (άρα και οι λειτουργίες του) δεν υπήρχε ανέκαθεν ούτε θα υπάρχει για πάντα. Η αντίληψη αυτή προεκτείνεται και στο ζήτημα της γνώσης. Η θεωρία της αντανάκλασης έχει ως στόχο την επιβεβαίωση της ανθρώπινης δυνατότητας να γνωρίζει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι. Οι έννοιες που σχηματίζονται στα κεφάλια των ανθρώπων είναι αντίγραφα πραγμάτων ή διαδικασιών. Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει το καντιανό «πράγμα καθ’ εαυτό» τότε ολόκληρη η γνώση του για τη φύση και την κοινωνία δεν μπορεί να είναι ορθολογική. Αν δεν υπάρχει η δυνατότητα ελέγχου αντιστοιχίας της πραγματικότητας με την έννοια τότε κάθε ανορθολογικότητα είναι εξίσου νόμιμη με μια έλλογη θεώρηση του κοινωνικού. Είναι διαφορετική η διαπίστωση ότι κάθε γνώση είναι κοινωνικά προσδιορισμένη (πράγμα που είναι σωστό) και διαφορετική η ανακάλυψη αυτού του προσδιορισμού μέσα στις κοινωνικές διεργασίες που 98 Michel Beaud, ό.π. σελίδα 40099 ό.π. σελίδα 275100 ό.π. σελίδα 295

26

Page 27: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

μπορεί να γίνει μόνο μέσω των κατηγοριών μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, με τις οποίες όμως τα μέλη του Ινστιτούτου δεν ασχολήθηκαν σε βάθος.

Το δεύτερο λάθος του Horkheimer αλλά και της κυρίαρχης τάσης μέσα στο Ινστιτούτο101 ήταν η απουσία οποιασδήποτε κατανόησης και ανάλυσης της τακτικής των εργατικών κομμάτων. Ο Horkheimer δυσπιστεί απέναντι και στα Σοσιαλδημοκρατικά και στα Κομμουνιστικά Κόμματα, μια δυσπιστία που δεν φθάνει στη ρίζα των προβλημάτων τους. Θεωρεί ότι «η προλεταριακή αντίθεση, καθώς ενσωματώθηκε στους μεγάλους μηχανισμούς της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινικού κομμουνισμού, έγινε κι αυτή ένα στοιχείο της τάξης, της κοινωνικής αναπαραγωγής»102. Έτσι, δεν κάνει καμιά ιστορική ταξική ανάλυση των επιλογών και της φύσης των κομμάτων αυτών, καμιά κριτική στα λάθη και την τακτική τους και ως εκ τούτου δεν συνδέει τη σκέψη του με την οργανωμένη πάλη.

Η εργατική τάξη για να μπορέσει να καταλάβει την εξουσία πρέπει να μετατραπεί από «τάξη καθ’ εαυτή» σε «τάξη για τον εαυτό της». Για το σκοπό αυτό χρειάζεται ένα επαναστατικό κόμμα, το οποίο θα αποτελείται από τα πιο συνειδητοποιημένα, έμπειρα, δραστήρια και ενεργά κομμάτια της, όχι για να αντικαταστήσει τη δράση της τάξης αλλά για να μπει μπροστά στον αγώνα της και να τον καθοδηγήσει στη νίκη. Τα μέλη του Ινστιτούτου μελέτησαν το προλεταριάτο αφηρημένα και όχι μέσα στα ιστορικά και κοινωνικά πλαίσια που ανέπτυξε τη δράση του. Συνεπώς και η ανθρώπινη δράση (praxis) γίνεται αντιληπτή αφηρημένα, όχι δηλαδή σαν ανθρώπινη δράση μέσα στην κοινωνία αλλά σαν ένα ακοινωνικό και ανιστορικό πρόταγμα αλλαγής, θεώρηση που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τη μοναδική αληθινή praxis αποτελεί η θεωρία. Η εργατική τάξη όμως δεν είναι μια φιλοσοφική κατηγορία αλλά μια ζωντανή δύναμη που αναπτύσσεται μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες και οργανώνεται σε κόμματα και συνδικάτα τα οποία έχουν μια κοινωνική δράση. Αφού λοιπόν η τάξη αυτή είναι η καθοριστική κινητήρια δύναμη της ιστορίας, οι επιλογές των κομμάτων στα οποία συσπειρώνεται και τα οποία εμπιστεύεται πρέπει να αποτελούν το πιο σημαντικό κομμάτι της κοινωνικής ανάλυσης, ακριβώς επειδή οι επιλογές τους και η τακτική τους επηρεάζει την κατεύθυνση της κίνησης της εργατικής τάξης ως τέτοιας.

Η παραπάνω αδιαφορία απέναντι στις κομματικές υποθέσεις της εργατικής τάξης καθορίζεται και από τον αρνητικό χαρακτήρα της φιλοσοφίας του Ινστιτούτου. Τα μέλη του Ινστιτούτου κατανοούν ότι και η Σοσιαλδημοκρατία και ο Σταλινισμός δεν εκφράζουν τα αληθινά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Όμως επειδή δεν συνδέονται με το εργατικό κίνημα, επειδή δεν συμμετέχουν ούτε στους αγώνες, στις μάχες του, ούτε κατανοούν τις ανάγκες του είτε δεν μπορούν να διατυπώσουν θετικές προτάσεις για την αναδιοργάνωσή του είτε οι προτάσεις αυτές είναι φιλοσοφικές. Ο Marcuse συγκεκριμένα, κατά την περίοδο του φαινομενολογικού του μαρξισμού, θεώρησε την «ανανέωση του εργατικού κινήματος σαν μια απόσπαση από τη ρουτίνα, τη ματαιότητα και την παραζάλη της μη αυθεντικής καθημερινής ζωής»103 χωρίς να εξετάσει αφενός το ποιο κόμμα θα κάνει αυτήν την ανανέωση και αφετέρου το πώς θα δράσει αυτό απέναντι στα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της εποχής του. Η στάση αυτή συνδέεται και με τον αρνητικό χαρακτήρα που παίρνει το αίτημα για την έλλογη κοινωνία. Εφόσον τα μέλη του Ινστιτούτου δεν προσδιορίζουν το περιεχόμενό της δεν μπορούν να

101 Ο Marcuse διατηρούσε την ελπίδα για τη δυνατότητα επαναστατικής δράσης του προλεταριάτου μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 το θεωρούσε και αυτός ενσωματωμένο στο σύστημα.102 Ζαν-Μαρί Βενσάν, ό.π. σελίδα 98103 Αγγελική Χριστοδουλίδη-Μαζαράκη, ό.π. σελίδα 42

27

Page 28: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

κάνουν θετικές προτάσεις στο εργατικό κίνημα για την υλοποίησή του. Το γεγονός ότι δεν είχαν προτάσεις για το πώς μπορεί η εργατική τάξη να οργανωθεί και να νικήσει τους οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη ήταν εν γένει ανίκανη για επαναστατική δράση.

Άλλωστε ποτέ τα μέλη του Ινστιτούτου (εκτός από τις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν) δεν συμμετείχαν ενεργά στους αγώνες του εργατικού κινήματος. Ο Horkheimer εκτιμούσε πολύ τη Rosa Luxemburg αλλά δεν συμμετείχε στην γερμανική επανάσταση (1918-19) επειδή, όπως υποστήριζε, δεν υπήρχαν οι αντικειμενικές συνθήκες για μια αλλαγή104. Μια θεωρία δεν μπορεί να κατανοεί το κοινωνικό γίγνεσθαι χωρίς να συμμετέχουν οι εκφραστές της σε αυτό. Η Κριτική Θεωρία είχε ως σκοπό, με την απόσταση που κρατούσαν οι εκπρόσωποί της από τα γεγονότα, να «φωτίσει» καλύτερα τις κοινωνικές διεργασίες. Αντί γι’ αυτό, διαμορφώθηκε με βάση μια «από έξω» εικόνα, αφήνοντας εκτός κριτικής το βασικό λόγο της ήττας του επαναστατικού κινήματος: την αδυναμία των ηγεσιών των κομμάτων του. Εξάλλου τόσο η επιμονή στην άρνηση όσο και η απουσία από τη δράση είναι αντιδιαλεκτικές. Η διαλεκτική αποτελεί ένα θεωρητικό εργαλείο ερμηνείας της κοινωνικής ολότητας και όταν υιοθετείται ένα «μέρος» της (η άρνηση) ή όταν αφήνεται ένα κομμάτι της πραγματικότητας εκτός της κριτικής είναι λειψή.

Για να γίνει κατανοητή η άποψη που εκφράζεται σε σχέση με τις ευθύνες των ηγεσιών των εργατικών κομμάτων θα αναλυθούν οι αιτίες της ήττας της Γερμανικής Επανάστασης του 1918-1919. Η ανάλυση αυτή έχει μια επιπλέον αξία επειδή η ήττα αυτή επηρέασε πολύ την αντίληψη των μελών του Ινστιτούτου και συνείσφερε σημαντικά στην απόρριψη της επαναστατικής δυνατότητας του προλεταριάτου.

Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μια κρίσιμη στιγμή για την πορεία της Αριστεράς. Την εποχή αυτή, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ήταν το μεγαλύτερο εργατικό κόμμα του κόσμου, εκδίδοντας 90 καθημερινές εφημερίδες, έχοντας εκατομμύρια μέλη και υποστηρικτές και παίρνοντας στις εθνικές εκλογές του 1912 34,7%. Ήταν ένα ισχυρό κόμμα με αναφορές στο μαρξισμό και το σοσιαλισμό, και συσπείρωνε μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης. Όμως η ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού δημιούργησε ένα ανώτερο στρώμα μέσα στην εργατική τάξη, τα συμφέροντα του οποίου ήταν περισσότερο δεμένα με τα κέρδη της αστικής τάξης παρά με τους αγώνες του προλεταριάτου. Έτσι το SPD προσαρμόστηκε στο αστικό πολιτικό σύστημα, στις κοινοβουλευτικές μεθόδους πάλης και αφαίρεσε σιγά σιγά το επαναστατικό του πρόταγμα. Η εξέλιξη αυτή έγινε φανερή όταν το SPD ψήφισε τους πολεμικούς προϋπολογισμούς για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στηρίζοντας έτσι την εθνική «του» αστική τάξη.

Η αντίδραση σε αυτή την εξέλιξη στην αρχή ήταν μικρή καθώς λίγα μόνο στελέχη, όπως ο Karl Liebknecht και η Rosa Luxemburg, διαχώρισαν τη θέση τους. Όμως με το πέρασμα των χρόνων το αντιπολεμικό κίνημα μεγάλωνε και αναπτύχθηκε ραγδαία μόνο μετά τη Φεβρουριανή Επανάσταση στη Ρωσία. Η επανάσταση αυτή ήταν σημαντική καθώς το SPD δικαιολογούσε τη συμμετοχή του στον πόλεμο με το επιχείρημα ότι η Γερμανία αντιμετώπιζε μια μοναρχική και αντιδημοκρατική χώρα, πράγμα που πλέον δεν ίσχυε. Τον Απρίλη του 1917 μεγάλες απεργίες ξέσπασαν και δημιουργήθηκαν τα πρώτα Συμβούλια εργατών και στρατιωτών, σε αναλογία με τα ρωσικά Σοβιέτ. Η ριζοσπαστικοποίηση αυτή εκφράστηκε και σε πολιτικό επίπεδο με τη διάσπαση προς τα αριστερά του SPD και τη δημιουργία του USPD (Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας), ένα μείγμα επαναστατών και ρεφορμιστών ηγετών που ήταν

104 Martin Jay, ό.π. σελίδα 1428

Page 29: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

αντίθετοι στον πόλεμο (Kautsky, Bernstein), το οποίο πήρε σχεδόν το ένα τρίτο των μελών του SPD. Οι συνεχιζόμενες απεργίες και οι ήττες του γερμανικού στρατού επίσπευσαν τις επαναστατικές εξελίξεις. Το Νοέμβρη του 1918 η επανάσταση ξέσπασε αυθόρμητα καθώς από τη μια δεν υπήρχε Κομμουνιστικό Κόμμα και από την άλλη το SPD δεν επιθυμούσε την ανατροπή του καπιταλισμού. Αφορμή στάθηκε η άρνηση των ναυτών της βάσης του Κίελου να πολεμήσουν και η σύγκρουση που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα πολλοί ναύτες να σκοτωθούν αλλά και τη δημιουργία, μέσα στις επόμενες μέρες, πολλών Συμβουλίων στις πόλεις και το στρατό. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση η αστική τάξη έδωσε την εξουσία στο SPD το οποίο, έχοντας ισχυρά ερείσματα στην εργατική τάξη, μπορούσε να ελέγξει τις επαναστατημένες μάζες, οι οποίες κατέλαβαν την εξουσία σε μια σειρά από πόλεις. Στις 9 Νοεμβρίου πρωθυπουργός της χώρας ανακηρύσσεται ο Σοσιαλδημοκράτης Ebert σε κυβέρνηση συνεργασίας με το USPD. Από τα μέσα Νοέμβρη είχε ήδη δημιουργηθεί μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας, της αστικής και «νόμιμης» κυβέρνησης από τη μια και την εξουσία των Συμβουλίων από την άλλη. Η εμπειρία της Ρωσικής Επανάστασης έδειξε ότι η κατάσταση δυαδικής εξουσίας δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πολύ και αναγκαστικά μια από τις δυο πρέπει να επικρατήσει. Αυτό οφείλεται στη φύση κάθε εξουσίας καθώς η κοινοβουλευτική κυβέρνηση εκφράζει τα συμφέροντα της αστικής τάξης ενώ η σοβιετικής μορφής οργάνωση των μαζών τα συμφέροντα της εργατικής αλλά και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων. Η συγκυβέρνηση SPD-USPD είχε ένα επαναστατικό προσωπείο, το οποίο όμως ήταν παραπλανητικό, επειδή το εκφυλισμένο και συμβιβασμένο SPD ήθελε τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού και τον έλεγχο των Συμβουλίων έτσι ώστε να τα εξαφανίσει. Στο Συνέδριο των Συμβουλίων που έγινε το Δεκέμβρη το SPD είχε 290 αντιπροσώπους σε σύνολο 442 κι έτσι κατάφερε να εξασφαλίσει την απόρριψη της πρότασης για ανακήρυξη μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας, παίρνοντας απόφαση για εκλογές στις 19 Ιανουαρίου 1919 που θα ανακήρυσσαν μια νέα Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Όμως η ριζοσπαστικοποίηση και οι επαναστατικές διαθέσεις της εργατικής τάξης δεν μπορούσαν να ελεγχθούν. Τότε η καταστολή έγινε ακόμα πιο άγρια πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση της κυβερνητικής συμμαχίας SPD-USPD.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα σε αυτή την κατάσταση ήταν η απουσία ενός επαναστατικού κόμματος που θα έμπαινε μπροστά στη μάχη. Οι Σπαρτακιστές (Luxemburg, Liebknecht), που δημιουργήθηκαν το Νοέμβρη και είχαν αυτόν τον προσανατολισμό, είχαν μικρή επιρροή ενώ ούτε το USPD μπορούσε να παίξει αυτό το ρόλο. Τελικά στα τέλη του 1918 (29 Δεκέμβρη) δημιουργήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD) από τη συνένωση των Σπαρτακιστών και της Αριστεράς της Βρέμης. Όμως η πλειοψηφία της ηγεσίας του νέου κόμματος ήταν πολιτικά ανώριμη και ανυπόμονη με αποτέλεσμα να κινηθεί σε αριστερίστικη κατεύθυνση. Έτσι, το KPD πήρε την απόφαση να μην συμμετέχει στις εκλογές για τη Συντακτική Εθνοσυνέλευση του Ιανουαρίου, μια απόφαση που ήταν ακατανόητη για τα λαϊκά στρώματα τα οποία υποστήριζαν τις εκλογές αυτές καθώς ήταν οι πρώτες δημοκρατικές στη γερμανική ιστορία.

Στις αρχές του επόμενου χρόνου η αστική τάξη εξαπέλυσε νέα επίθεση στους επαναστάτες, με το SPD να ελέγχει τα Συμβούλια και να συγκρατεί τις επαναστατικές τους δράσεις. Στις 4 Ιανουαρίου 1919 το SPD (που κυβερνούσε μόνο του πλέον) απέλυσε το διευθυντή της αστυνομίας του Βερολίνου και μέλος του USPD. Το USPD και το KPD οργάνωσαν μια διαδήλωση για την επόμενη μέρα η επιτυχία της οποίας οδήγησε την πλειοψηφία της ηγεσίας του KPD να νομίσει ότι είχε φτάσει η ώρα της ανατροπής του καπιταλισμού. Την επόμενη μέρα μια ακόμα μεγαλύτερη διαδήλωση δυνάμωσε την αισιοδοξία των

29

Page 30: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

ηγετών του κόμματος. Όμως η προσπάθεια αυτή ήταν πρώιμη γιατί, ενώ οι επαναστάτες θα μπορούσαν να επικρατήσουν στο Βερολίνο, δεν θα είχαν ανάλογη υποστήριξη και στην υπόλοιπη χώρα. Οι κομμουνιστές ήταν ακόμη μειοψηφία στα Συμβούλια και έπρεπε να περιμένουν μέχρι να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των εργατών. Σε ανάλογη περίπτωση στη Ρωσική Επανάσταση οι μπολσεβίκοι έκαναν υπομονή. Τον Ιούλη του 1917 ξέσπασαν μεγάλες διαδηλώσεις, με τον αυθορμητισμό των εργατών να θέτει υπό αμφισβήτηση την αστική νομιμότητα. Το κόμμα των μπολσεβίκων ήταν ακόμα μειοψηφία στα Σοβιέτ105 και μια προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας χωρίς την υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρος της εργατικής τάξης ή μια προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας από τους εργάτες χωρίς τους μπολσεβίκους θα ήταν καταστροφική. Το λάθος αυτό δεν το απέφυγαν οι ηγέτες του KPD. Το SPD χρησιμοποίησε τις διαδηλώσεις αυτές για να επιτεθεί στους εργάτες, με την άγρια καταστολή που ακολούθησε να έχει ως τραγικό αποτέλεσμα τη δολοφονία της Luxemburg και του Liebknecht στις 15 Ιανουαρίου. Η καταστολή αυτή δεν σταμάτησε τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών του Βερολίνου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι στις εκλογές για τη Συντακτική Εθνοσυνέλευση το USPD πήρε το 27,4% των ψήφων στο Βερολίνο ενώ το ποσοστό του παγγερμανικά ήταν 7,6%. Η επανάσταση όμως είχε χαθεί λόγω των λανθασμένων χειρισμών του KPD, της ατολμίας του USPD αλλά και την προδοτική στάση του SPD. Η νίκη της αστικής τάξης επιβεβαιώθηκε με την ανακήρυξη της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» με πρόεδρό της το Σοσιαλδημοκράτη Ebert και συγκυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατικών με μικρότερα αστικά κόμματα. Τους επόμενους μήνες η ανακήρυξη της δημοκρατίας των Συμβουλίων στη Βρέμη κατεστάλη βίαια, όπως συνέβη με το κίνημα των απεργιών που ξέσπασε το Μάρτιο στο Βερολίνο, το Αμβούργο και τη Θουριγγία106.

Η ανάλυση των αιτιών της ήττας της Γερμανικής Επανάστασης έδειξε την τεράστια επαναστατική ορμή που μπορεί να αναπτυχθεί από τη δράση της εργατικής τάξης. Η ορμή αυτή από μόνη της δεν μπορεί να φτάσει μέχρι την κατάκτηση της εξουσίας. Οι εργάτες αυθόρμητα οργανώθηκαν στα Συμβούλια, έκαναν απεργίες, έδωσαν μάχες στα οδοφράγματα, δείχνοντας ότι αποτελούν την τάξη που έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Όμως για να γίνει αυτό χρειάζεται η οργάνωση και ο συντονισμός της από ένα επαναστατικό κόμμα που θα έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη της και θα έχει διαμορφώσει ηγέτες ικανούς να αντιληφθούν τους ταξικούς συσχετισμούς της κάθε στιγμής και να δράσουν ανάλογα. Αυτός ήταν ο παράγοντας που οδήγησε την επανάσταση σε νίκη στη Ρωσία και η απουσία του ήταν ο παράγοντας που οδήγησε σε ήττα τη Γερμανική Επανάσταση.

Το ίδιο λάθος έκαναν ο Horkheimer, αλλά και ο Marcuse, ως προς την ανάλυσή τους για τις αιτίες επικράτησης του Ναζισμού. Η αδυναμία τους να αναλύσουν τα λάθη των κομμάτων της εργατικής τάξης τους οδήγησε σε μια μηχανιστική ερμηνεία του ολοκληρωτισμού ως «φυσικό» αποτέλεσμα του μονοπωλιακού τρόπου παραγωγής. Αυτή η αντίληψη εμπεριέχει το ένα μέρος της αλήθειας. Στη Γερμανία συγκεκριμένα, η ήττα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έφερε αντιμέτωπη τη χώρα με την υποχρέωση καταβολής μεγάλων πολεμικών αποζημιώσεων. Το γερμανικό κεφάλαιο είχε την ανάγκη μιας δυναμικής και γρήγορης ανάπτυξης έτσι ώστε να ισχυροποιήσει τη θέση του στον παγκόσμιο

105 Στο 1ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ οι μπολσεβίκοι είχαν 105 αντιπροσώπους σε σύνολο 822. Μαρκ Φερρό, Από τα Σοβιέτ στο γραφειοκρατικό κομμουνισμό, εκδόσεις Νησίδες, 1999, σελίδα 103106 Από www.socialistworld.net/eng/2008/11/04histoa.html και www.marx.org/subject/germany-1918-23/index.htm

30

Page 31: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και να καλύψει το χρέος που δημιουργήθηκε από το δανεισμό από τα αμερικανικά κεφάλαια. Στην περίοδο «ηρεμίας» της δεκαετίας του 1920, η αστική δημοκρατία και το κοινοβουλευτικό σύστημα παρείχε στη γερμανική αστική τάξη από τη μια τη δυνατότητα οικονομικής ανάπτυξης και από την άλλη, με τη συμμετοχή της Σοσιαλδημοκρατίας στις κυβερνήσεις, τη δυνατότητα κατευνασμού των εργατικών διαμαρτυριών και τη δημιουργία της ψευδαίσθησης μιας φιλολαϊκής εξουσίας. Όμως μετά την κρίση της περιόδου 1929-1932 οι κυβερνήσεις που προέκυψαν δεν ήταν σταθερές και έτσι δεν μπόρεσαν να ικανοποιήσουν τις αυξανόμενες απαιτήσεις των αστών. Με την κρίση αυτή, η γερμανική οικονομία βρέθηκε σε ακόμα πιο δύσκολη κατάσταση και η ανάγκη για επέκταση των αγορών και αύξηση των κερδών του γερμανικού καπιταλισμού έγινε ακόμα πιο μεγάλη. Η αστική δημοκρατία δεν μπορούσε να εξασφαλίσει πια αυτή την ανάγκη καθώς η αστική τάξη χρειαζόταν μια κυβέρνηση που θα ισοπέδωνε την εργατική τάξη και τα δικαιώματά της.

Το κόμμα το οποίο υποστήριξε πολιτικά και οικονομικά ο γερμανικός ιμπεριαλισμός ήταν το Εθνικοσοσιαλιστικό το οποίο αποτέλεσε την καλύτερη λύση για αυτόν. Οι ναζιστές άλλωστε είχαν χρησιμοποιηθεί από την αστική τάξη την περίοδο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως ομάδες κρούσεις ενάντια στο εργατικό κίνημα. Όμως πριν την κρίση ούτε είχαν μεγάλη επιρροή ούτε στηρίχτηκαν από την αστική τάξη, όπως δείχνει και το αποτυχημένο πραξικόπημα του Hitler το Νοέμβρη του 1923. Άλλωστε, στις εκλογές του Μαΐου 1928, ένα χρόνο πριν ξεσπάσει η κρίση δηλαδή, το Ναζιστικό Κόμμα πήρε μόλις το 2,6% των ψήφων ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, οι αστοί δεν χρειάστηκαν τους ναζιστές λόγω της οικονομικής ανάπτυξης που πετύχαινε η κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το 1930 όμως, κερδίζοντας σταδιακά την υποστήριξη των κατεστραμμένων από την κρίση μικροαστών αλλά και της αστικής τάξης, η οποία έβλεπε ότι οι δυνάμεις του κοινοβουλευτισμού δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν τα κέρδη της και φοβόταν μια ενδεχόμενη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών λόγω της κρίσης, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα έλαβε 18,3%. Στις επόμενες τρεις εκλογικές αναμετρήσεις αύξησε ακόμα περισσότερο τα ποσοστά του107 και κατέλαβε την εξουσία το Μάρτη του 1933. Η κατάληψη της εξουσίας από τους ναζιστές ήταν από τη μια αποτέλεσμα της υποστήριξής τους από τη γερμανική αστική τάξη. Από την άλλη όμως, κατέστη δυνατή λόγω της αδυναμίας των εργατικών κομμάτων να οργανώσουν την αντιναζιστική πάλη. Αυτήν την παράμετρο τα μέλη του Ινστιτούτου δεν την υπολόγισαν καθόλου.

Τα κόμματα της Αριστεράς, για διαφορετικούς λόγους το καθένα, δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τη ναζιστική επικράτηση. Το SPD από τη μια, ενώ ήταν το ισχυρότερο γερμανικό κόμμα και είχε πολύ μεγάλη υποστήριξη από τα λαϊκά στρώματα, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 συμμετείχε σε αστικές κυβερνήσεις, υπηρετώντας έτσι τα συμφέροντα του κεφαλαίου και όχι των εργαζομένων. Το KPD από την άλλη, αύξησε πολύ την επιρροή του τη δεκαετία του 1920 αλλά ήταν δέσμιο της διεθνούς σταλινικής πολιτικής. Στα τέλη της δεκαετίας, η Κομμουνιστική Διεθνής υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός βρισκόταν στην τελευταία φάση του και ότι κύριος εχθρός των κομμουνιστών σε όλες τις χώρες ήταν η ρεφορμιστική επιρροή στις μάζες, η οποία ήταν και το τελευταίο εμπόδιο πριν την κατάκτηση της εξουσίας. Το KPD διαχώρισε απόλυτα τη δράση του απέναντι στο «σοσιαλφασιστικό» SPD, μια τακτική που απεδείχθη καταστροφική επειδή εμπόδισε την κοινή πάλη των εργατικών κομμάτων απέναντι στο ναζισμό, διασπώντας έτσι τις δυνάμεις του

107 Ιούλης 1932: 37,3%, Νοέμβρης 1932: 33,1%, Μάρτης 1933: 43,9%31

Page 32: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

προλεταριάτου. Η δυνατότητα νίκης απέναντι στην αυξανόμενη ναζιστική επιρροή υπήρχε. Μέχρι και τις εκλογές του Νοέμβρη του 1932 το SPD και το KPD έπαιρναν μαζί περισσότερες ψήφους από το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα αλλά ποτέ δεν οργάνωσαν και δεν γενίκευσαν την αντίσταση στο ναζισμό. Οι Σοσιαλδημοκράτες, παρά τον έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος, δεν οργάνωσαν παγγερμανικές γενικές απεργίες ακόμα και όταν το 1932 ανετράπη πραξικοπηματικά η Σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση στο κρατίδιο της Πρωσίας. Οι Σοσιαλδημοκράτες δεν ήθελαν να οξύνουν την ταξική πάλη επειδή φοβόνταν ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης των εργατών προς μιας σοσιαλιστική κατεύθυνση, απειλώντας έτσι τον καπιταλισμό, πράγμα που το SPD δεν το ήθελε καθώς ήταν πολιτικά και οργανικά δεμένο με το κεφάλαιο. Από την άλλη, σε όλη τη διάρκεια ανόδου του ναζισμού, το KPD θεωρούσε τους Σοσιαλδημοκράτες ως τους βασικούς του εχθρούς. Έτσι, δεν δίστασε να συμμαχήσει με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα όταν το τελευταίο προκάλεσε δημοψήφισμα ενάντια στη Σοσιαλδημοκρατική πρωσική κυβέρνηση. Τα λάθη αυτά ήταν καθοριστικά για την επικράτηση του ναζισμού.

Ακόμα μια βασική αντίληψη των μελών του Ινστιτούτου ήταν ότι η εργατική τάξη δέχτηκε χωρίς αντίσταση την άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού και η ερμηνεία αυτής της υποτιθέμενης παθητικότητας της εργατικής τάξης έγινε μέσα από την κοινωνιολογική έρευνα και την ψυχολογική ανάλυση. Η ανάλυση αυτή ήταν λανθασμένη και προϊόν της αποξένωσης του Ινστιτούτου από τους αγώνες του προλεταριάτου. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Horkheimer μόλις το Φεβρουάριο του 1933 (ένα μήνα πριν την κατάκτηση της εξουσίας από τους ναζιστές) διέκοψε τα μαθήματα που έκανε για τη Λογική για να μιλήσει για το ζήτημα της ελευθερίας108.

Η αλήθεια είναι διαφορετική από την εικόνα που είχαν σχηματίσει τα μέλη του Ινστιτούτου. Η εργατική τάξη όχι μόνο είχε τη διάθεση να παλέψει ενάντια στο φασισμό αλλά το έκανε κιόλας. Οι ομάδες κρούσεις των εργατών και των δύο κομμάτων συγκρούονταν συχνά με τους φασίστες ενώ οργανώθηκαν πολλές τοπικές γενικές απεργίες. Στις εκλογές του 1932 επίσης, ενώ από τη μια αυξανόταν η επιρροή των Εθνικοσοσιαλιστών στις μικροαστικές μάζες, η εργατική τάξη ριζοσπαστικοποιούταν όλο και περισσότερο με το KPD να παίρνει έξι εκατομμύρια ψήφους και 16,9%. Στις εκλογές του 1933 για τους αντιπροσώπους των επιχειρήσεων το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα πήρε μόλις το 25% των ψήφων και αυτές κυρίως από τα υπαλληλικά στρώματα109. Το 1934, τα μέλη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ήταν μόλις κατά 32% εργάτες ενώ η εργατική τάξη αντιπροσώπευε το 45% του πληθυσμού110. Η ήττα της εργατικής τάξης δεν μπορεί να ερμηνευτεί ψυχολογικά αλλά πολιτικά. Η διάθεση υπήρχε αλλά τα κόμματά που εμπιστευόταν την πρόδωσαν με την παθητική τους στάση. Αυτό που έλειπε ήταν ο συντονισμός όλων αυτών των ενεργειών και η κλιμάκωσή τους.

Η ψυχολογική προσέγγιση δεν ταιριάζει ούτε για την ερμηνεία της στάσης των μικροαστών. Η μικροαστική τάξη από τη φύση της βρίσκεται ανάμεσα στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας και ανάλογα με τις συνθήκες τάσσεται με τη μια ή την άλλη πλευρά. Η ταξική και πολιτική της θέση είναι ενδιάμεση αφού από τη μια, ως ιδιοκτήτρια τάξη φοβάται τις σοσιαλιστικές

108 Martin Jay, ό.π. σελίδα 29109 Βόλφγκανγκ Άμπεντροτ, Κοινωνική ιστορία του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1976, σελίδα 101110 Αντίθετα το 13% των μελών του ήταν δημόσιοι υπάλληλοι (5% πληθυσμού) και το 20% έμποροι και βιοτέχνες (9% πληθυσμού), πράγμα που δείχνει τη μικροαστική ταξική βάση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Michel Beaud, ό.π. σελίδα 294

32

Page 33: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

ιδέες, αλλά από την άλλη πιέζεται από το μεγάλο κεφάλαιο και νιώθει την αδικία του καπιταλισμού. Το ποια μεριά θα πάρει είναι ζήτημα συσχετισμών. Την επαναστατική περίοδο 1918-1923 σημαντικό μέρος των μικροαστών είχε πάρει το μέρος των επαναστατών. Η ρώσικη επανάσταση το 1917 ήταν επιτυχημένη επειδή οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να πάρουν με το μέρος τους τις μικροαστικές αγροτικές μάζες. Την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όμως, η Αριστερά δεν μπόρεσε να δώσει ελπίδα σε αυτά τα στρώματα και να τα πείσει για τις σοσιαλιστικές ιδέες επειδή ούτε η ίδια πίστευε σε αυτές. Το SPD ήταν συνυπεύθυνο για την κρίση και η πολιτική του KPD ήταν εγκλωβισμένη στη σταλινική λογική που δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση έναν διεθνικό επαναστατικό αναβρασμό. Έτσι, οι μικροαστοί υπέκυψαν γρηγορότερα στην «εύκολη» και άμεση αντισημιτική και εθνικιστική προπαγάνδα των ναζιστών111.

Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού

Το πιο σημαντικό έργο για μια συνολική αποτίμηση της Κριτικής Θεωρίας είναι «Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού» που γράφτηκε από τους Horkheimer και Adorno κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά δημοσιεύτηκε το 1947. Σε αυτό το έργο όλες οι τάσεις αναθεώρησης ή και άρνησης των μαρξιστικών κατηγοριών που είχαν διατυπωθεί τη δεκαετία του 1930 ολοκληρώνονται. Με τη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» οι δυο φιλόσοφοι εγκαταλείπουν οριστικά την παράδοση του μαρξισμού καθώς δεν αναλύουν την πραγματικότητα με βάση τις κατηγορίες της υλιστικής διαλεκτικής. Τα κριτικά τους εργαλεία γίνονται μεταφυσικά και βλέπουν την ιστορία ως ένα χρονικό συνεχές που καθορίζεται από τη σχέση ανθρώπου-φύσης. Οι διάφορες κοινωνικές μορφές δεν μελετώνται με βάση τα συγκεκριμένα και ποιοτικά τους χαρακτηριστικά αλλά ως τρόποι ύπαρξης μιας υπεριστορικής οντολογικής κοινωνικής ουσίας, την κυριαρχία ανθρώπου σε φύση και ανθρώπου σε άνθρωπο. Ο καπιταλισμός είναι απλά ένας διαφορετικός τρόπος έκφρασης αυτής της κοινωνικής ουσίας. Έτσι, η κινητήρια δύναμη της ιστορίας δεν είναι η ταξική πάλη, η δράση των ανθρώπων αλλά μια αφηρημένη και ανιστορική σχέση του «ανθρώπου» και της «φύσης». Οι κοινωνίες αναλύονται με βάση αυτή την a priori σχέση, η οποία ανακαλύπτεται στην ιστορία ως αφαίρεση των πολιτικοοικονομικών χαρακτηριστικών των κοινωνιών, και όχι με βάση τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους. Έτσι «η κριτική της πολιτικής οικονομίας δεν είναι πια το ουσιώδες όργανο για την καταπολέμηση της ιδεολογίας. Οφείλει λοιπόν να παραχωρήσει τη θέση της αρχικά στη φιλοσοφία […] και ύστερα στην ψυχολογική και κοινωνιολογική κριτική»112.

Για τους Horkheimer και Adorno όλες οι κοινωνίες του δυτικού πολιτισμού κυριαρχούνται από έναν εργαλειακό Λόγο. Η έννοια του Λόγου είχε πάντα μεγάλη σημασία στην Κριτική Θεωρία. Η πίστη στη δυνατότητα μιας έλλογης κοινωνικής οργάνωσης αλλά και ενός Κριτικού Λόγου που αποκαλύπτει την αλήθεια ήταν έντονη. Τη δεκαετία του 1930, η έννοια του Λόγου ήταν υλιστική στο βαθμό που συνδεόταν με ένα κοινωνικό πρόταγμα αλλά κυρίως ιδεαλιστική καθώς αφενός το πρόταγμα αυτό ήταν αφηρημένο και αφετέρου το περιεχόμενο του Λόγου συνδεόταν λιγότερο με μια υλική ανάλυση της πραγματικότητας και περισσότερο με μια μεταφυσική πίστη στην ύπαρξή του ως δυνατότητας. Στο έργο αυτό όμως ο Λόγος μεταφυσικοποιείται ακόμα περισσότερο και θεωρείται ως η αρχέγονη αιτία της Κυριαρχίας. Πλέον ο εργαλειακός Λόγος δεν είναι η έκφραση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής δομής

111 Τα ιστορικά στοιχεία από www.socialistworld.net/z/bin/kw.cgi/show?id=3048112 Ζαν-Μαρί Βενσάν, ό.π. σελίδα 125

33

Page 34: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

αλλά όλες οι κοινωνικές δομές είναι εκφράσεις του εργαλειακού Λόγου. Ο Κριτικός Λόγος χάνει τη δύναμή του και η πιθανότητα κοινωνικής αλλαγής χάνεται οριστικά.

Στο έργο αυτό γίνεται κριτική στη ιδεολογία του Διαφωτισμού. Με τον όρο Διαφωτισμό οι Horkheimer και Adorno δεν εννοούν μόνο τη φιλοσοφία της αστικής τάξης (αν και από αυτήν εκκινούν την ανάλυσή τους) αλλά ολόκληρη την ιδεολογία του Δυτικού πολιτισμού από την αρχαία Ελλάδα μέχρι και τη σύγχρονή τους εποχή. Βασικό χαρακτηριστικό της ιδεολογίας αυτής είναι η ανάγκη για την κυριαρχία της φύσης. Με τον αστικό Διαφωτισμό οι άνθρωποι αντιμετώπισαν τη φύση απλά σαν ένα εργαλείο που εξυπηρετούσε τους δικούς τους σκοπούς. Η φύση ήταν υλική και κυριαρχούταν από νόμους, τους οποίους ο άνθρωπος μπορούσε να τους γνωρίσει και να τους στρέψει προς δικό του όφελος. Η βασική κατηγορία της φύσης ήταν η χρησιμότητα. Η φύση δηλαδή ήταν χρήσιμη και εκμεταλλεύσιμη.

Η αντίληψη αυτή δεν εμφανίστηκε με τον αστικό Διαφωτισμό. Στοιχεία της, σε εμβρυακή μορφή, εμφανίστηκαν με την προσπάθεια ελέγχου της φύσης μέσω των θυσιών στην αρχαιότητα αλλά και με το Χριστιανισμό όπου «ο Θεός είναι κυρίαρχος του κόσμου και οι άνθρωποι έχουν τη θεϊκή εντολή να κυριαρχήσουν στον κόσμο»113. Έτσι, το βιβλίο της Γενήσεως μας πληροφορεί ότι η κυριαρχία της φύσης είναι κάτι το φυσικό, προϊόν της θεϊκής βούλησης. Η ανάγκη για κυριαρχία της φύσης μάλιστα οφείλεται στην αυτοσυντήρηση και το φόβο, ανάγκες που είναι κοινές και στον αστικό Διαφωτισμό και στο μυθικό στοιχείο της αρχαιότητας. Για τους Horkheimer και Adorno «ο φόβος για το άγνωστο σε ένα περιβάλλον που απειλεί την επιβίωση είναι […] η ρίζα της επιθυμίας για την κυριαρχία της φύσης και η βάση και των αρχαίων και των νεότερων συστημάτων σκέψης»114. Ο μύθος και αστικός Διαφωτισμός συνδέονται καθώς ο ένας εμπεριέχει στοιχεία του άλλου.

Στη εποχή του αστικού Διαφωτισμού η εκμετάλλευση της φύσης έγινε ακόμα εντονότερη με τη μετατροπή των επιστημών σε παραγωγικές δυνάμεις, καθιστώντας την κυριαρχία της αντικείμενο ολόκληρου του οικονομικού συστήματος. Όμως η κυριαρχία της φύσης επεκτείνεται και στον άνθρωπο. Ο καρτεσιανός δυισμός υποστήριξε ότι το σώμα του ανθρώπου υπόκειται στους φυσικούς νόμους. Άρα, εφόσον το ανθρώπινο σώμα είναι φύση, μπορεί να γίνει προϊόν εκμετάλλευσης. Ο ορθολογισμός της εποχής αυτής ήταν εργαλειακός, ένα μέσο για την εκμετάλλευση φύσης και ανθρώπου. Ο εργαλειακός Λόγος δηλαδή είναι ένα «όργανο κυριαρχίας, διεύθυνσης και χειραγώγησης» και «δεν οδηγεί στην αναζήτηση της αλήθειας -την προοπτική μιας νέας οργάνωσης των σχέσεων κοινωνίας-φύσης-, αλλά υπαγορεύει την ταύτιση της αλήθειας με την πραγματικότητα […] δεν έχει πια καμιά αυτονομία σε σχέση με την πορεία της κοινωνίας, το μόνο που κάνει είναι να συνοδοιπορεί και να μεταφράζει τους κανόνες που τη διέπουν»115. Ο Λόγος είναι ο Λόγος της κυριαρχίας.

Οι Horkheimer και Adorno μελέτησαν και την αλλαγή που συντελέσθη στην αστική ιδεολογία, έχοντας ως αφετηρία τον Kant. Ο καντιανός διαχωρισμός μεταξύ ηθικού Λόγου, διατυπωμένος με την τυπικότητα της κατηγορικής προσταγής που δεν επέτρεπε την ουσιαστική αξιολόγηση των ανθρώπινων σκοπών και αναγκών, ολοκληρώθηκε στο έργο του de Sade, που εξέφραζε ολοκληρωτικές ιδέες. Ο de Sade διαχώρισε πλήρως το πνευματικό από το σωματικό, μετατρέποντας το δεύτερο σε ένα εργαλείο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη σεξουαλική εργαλειοποίηση του γυναικείου σώματος. Στο de Sade ο Λόγος ήταν ένα όργανο υπολογισμού ανεξάρτητα από 113 David Held, ό.π. σελίδα 153114 David Held, ό.π. σελίδα 155115 Ζαν-Μαρί Βενσάν, ό.π. σελίδα 119

34

Page 35: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

το τι υπολόγιζε, ένα όργανο της κυριαρχίας. Σημασία είχε η δράση καθ’ αυτή, στην τυπική της μορφή και όχι το περιεχόμενό της. Η εξέλιξη από τη φιλελεύθερη στην ολοκληρωτική εργαλειοποίηση δεν ήταν άρνηση των φιλελεύθερων αξιών αλλά η συνέχειά τους. Η μετατροπή του Διαφωτισμού σε ολοκληρωτισμό οφείλεται σε τάσεις που υπάρχουν ήδη στον πρώτο.

Οι ενδογενείς τάσεις του Διαφωτισμού ολοκληρώθηκαν με τη σύγχρονη επιστήμη και την ιδεολογική της δικαιολόγηση, το Λογικό Θετικισμό. Με το Λογικό Θετικισμό η πλήρως μαθηματικοποιημένη φυσική επιστήμη αποτέλεσε το πρότυπο όλης της γνώσης. Ολόκληρο το οικοδόμημα της γνώσης έχει ως αφετηρία και πηγή την αισθητηριακή εμπειρία και ως εργαλείο του το πείραμα και την παρατήρηση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπάρξει μια κριτική για αξίες και υπερβατικές έννοιες επειδή αυτές δεν μπορούν να ελεγχθούν με επιστημονικούς τρόπους. Για τους θεωρητικούς του Λογικού Θετικισμού εξάλλου, οι γενικεύσεις και οι υπερβατικές έννοιες είναι μόνο ονόματα, αντιπροσωπεύοντας απλώς μια αφαίρεση από το συγκεκριμένο (νομιναλισμός). Για τους Horkheimer και Adorno, παρά τη διακήρυξή του για την ουδετερότητα της επιστήμης, ο Λογικός Θετικισμός είχε έναν συγκεκριμένο και καθόλου ουδέτερο σκοπό: τη διατήρηση και τη δικαιολόγηση της κατεστημένης τάξης πραγμάτων καθώς ήταν προσαρμοσμένος στους στόχους και τις επιδιώξεις της. Το επιστημονικό του πρότυπο ήταν αυτό που μπορούσε να προβλέπει και συνεπώς να προσφέρει στον τεχνολογικό έλεγχο της φύσης. Ο σκοπός του ήταν ο σκοπός της κυριαρχίας, ο Λόγος του ήταν εργαλειακός. Με την ταύτιση των κοινωνικών και των φυσικών επιστημών, μετέτρεψε και την κοινωνία σε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Δεχόμενοι την πραγματικότητα ως πηγή της γνώσης, ταύτισε το αληθινό με το πραγματικό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την παραδοχή ότι η κατεστημένη κοινωνία ήταν «φυσική» και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά. Οποιαδήποτε προσπάθεια περιγραφής μιας διαφορετικής κοινωνίας δεν μπορεί να είναι επιστημονική επειδή δεν βασίζεται σε γεγονότα και στοιχεία και εμπεριέχει μια αξιολόγηση που δεν μπορεί να είναι επιστημονική. Για τους Horkheimer και Adorno «οι επιστήμες το μόνο που κάνουν είναι να πολλαπλασιάζουν τα μέσα κυριαρχίας απάνω στη φύση και στους ανθρώπους δίχως να ανοίγουν νέους ορίζοντες στην οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων» και «η επιστήμη είναι μια μηχανή, που η κίνησή της είναι τυφλή, και που γι’ αυτό το λόγο συνεισφέρει στην αναπαραγωγή της καταπίεσης και της δουλείας. Όντας η πιο τυποποιημένη ενσάρκωση του Λόγου, είναι επίσης ο πιο αποτελεσματικός παράγοντας καταστροφής της υποκειμενικότητας και της αντικειμενικότητας διαμέσου των αντιλήψεων που επιβάλλει για την παρατήρηση και το πείραμα»116.

Οι Horkheimer και Adorno άσκησαν κριτική στο σύστημα του Λογικού Θετικισμού. Αρχικά επισήμαναν ότι δεν υπάρχουν «καθαρά» γεγονότα και δεδομένα. Κάθε παρατήρηση διαμεσολαβείται από τον άνθρωπο, είναι η δική του παρατήρηση. Το ίδιο ισχύει και για τα κοινωνικά δεδομένα. Κάθε κοινωνικό αντικείμενο κατανοείται μόνο μέσα από την ανάλυση των συνθηκών στις οποίες υπάρχει και των σχέσεων που αναπτύσσει. Για μια τέτοια κατανόηση χρειάζεται η ανακάλυψη της ουσίας των φαινομένων, το ξεπέρασμα της άμεσης και εμπειρικής τους πραγματικότητας. Η επιμονή στο δεδομένο και η ταύτιση του με το αληθινό δικαιώνει το κατεστημένο. Για το Λογικό Θετικισμό σημασία έχουν μόνο οι προτάσεις που μπορούν να ελεγχθούν με επιστημονικό τρόπο. Αν μια θεωρία είναι αληθινή εξαρτάται από το αν τα συμπεράσματά της επιβεβαιώνονται από την πραγματικότητα. Οι Horkheimer και Adorno δεν δέχτηκαν την πραγματικότητα ως κριτήριο της θεωρίας τους. Η Κριτική

116 Ζαν-Μαρί Βενσάν, ό.π. σελίδες 121 και 12235

Page 36: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

Θεωρία υπερβαίνει την άμεση πραγματικότητα και προσπαθεί να ανακαλύψει τη δυνατότητα και την πιθανότητα μιας διαφορετικής και εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης. Επαναφέρει στην κοινωνική μελέτη τις κατηγορίες του δυνατού και του πιθανού, αρνούμενη να δεχτεί ότι τα πράγματα πρέπει να είναι όπως είναι.

Στη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» οι Horkheimer και Adorno ασχολήθηκαν επίσης και με το ζήτημα του αντισημιτισμού, μελετώντας το ρόλο των Εβραίων στο δυτικό πολιτισμό. Η ανάλυσή τους ξεκίνησε από την παραδοχή του Marx ότι ο εβραϊσμός δεν είχε μόνο εθνικοθρησκευτικό αλλά κυρίως κοινωνικοοικονομικό περιεχόμενο. Ο αστικός αντισημιτισμός ήταν το μίσος ενός κομματιού της αστικής τάξης απέναντι σε αυτό που αντιπροσώπευαν οι Εβραίοι. Το μίσος αυτό γενικεύτηκε με το φασισμό, όπου η καταστροφή της διαμόρφωσης ενός αυτόνομου Εγώ οδήγησε σε μια καθολική παράνοια που προκάλεσε την προβολή των εσωτερικών φόβων και ανασφαλειών σε άλλους. Ο αντισημιτισμός όμως δεν ήταν προϊόν ούτε του φασισμού ούτε της αστικής εποχής. Οι ρίζες του ανάγονται στην αρχαιότητα λόγω της νομαδικής φύσης των Εβραίων, μια φύση που αμφισβητούσε την κυριαρχική ηθική του Διαφωτισμού, προβάλλοντας έτσι το όραμα μιας ευτυχίας χωρίς τον καταναγκασμό της δουλειάς. Σύμφωνα με τους Horkheimer και Adorno, οι Εβραίοι ήταν αντικείμενο μίσους επειδή ταυτόχρονα ήταν αντικείμενο φθόνου. Από την άλλη όμως, οι Εβραίοι, ταυτίζονταν με τις αξίες του Διαφωτισμού επειδή η χειραφέτησή τους συνδέθηκε στενά με την άνοδο της αστικής κοινωνίας. Στην πραγματικότητα όμως υποστήριξαν ότι η αληθινή τους χειραφέτηση μπορεί να επιτευχτεί μόνο σε μια μη κυριαρχική κοινωνία. Στο τέλος εξέφρασαν την πεποίθηση ότι η ήττα της χιτλερικής Γερμανίας δεν σήμαινε το τέλος του αντισημιτισμού καθώς δεν καταστράφηκαν οι κοινωνικές ρίζες του117.

Το έργο αυτό εκφράζει την βαθιά απαισιοδοξία των συγγραφέων του. Η ιδέα της συμφιλίωσης ανθρώπου-φύσης, ενώ έμμεσα μπορεί να υποτεθεί ότι αποτελεί το στόχο του Κριτικού Λόγου, θεωρείται αδύνατη. Η κυριαρχία του εργαλειακού Λόγου είναι απόλυτη και δεν υπάρχει τρόπος για να ανατραπεί καθώς δεν υπάρχει κάποια κοινωνική δύναμη άρνησης. Την εποχή αυτή άλλωστε «ο καπιταλισμός των μικρών και μεσαίων μονάδων γίνεται κρατικός και τα οικονομικά προβλήματα μετατρέπονται λίγο-λίγο σε τεχνικά θέματα, μια και δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία ή την παραγωγή και τη διανομή, δεν υπάρχουν πια ανεξάρτητοι αστοί μήτε πραγματική εργατική αντίθεση. Οι μεγάλες μαζικές οργανώσεις, κόμματα και συνδικάτα υπακούουν στα καθήκοντα που «φυσιολογικά» τους έχουν ανατεθεί από τον καταμερισμό της γραφειοκρατικής εργασίας»118. Οι κατηγορίες της δυνατότητας και της πιθανότητας παραμένουν εγκλωβισμένες στη θεωρία και δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν.

Στο έργο αυτό συνείσφερε ο Teodor Adorno, ο οποίος έμελε, μαζί με το Marcuse, να είναι οι κύριοι εκπρόσωποι της Κριτικής Θεωρίας μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Adorno έγινε μέλος του Ινστιτούτου μόλις το 1938 αν και συνεργαζόταν με αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, προσφέροντας στον τομέα της αισθητικής ανάλυσης. Στην ανάλυση αυτή επεχείρησε να μελετήσει την κουλτούρα σε σχέση με το πώς ενσωματώνει κοινωνικές αντιφάσεις της εποχής της. Η τέχνη για τον Adorno έπρεπε να εκφράζει, όχι όμως να εξωραΐζει, το κοινωνικό γίγνεσθαι με όλες του τις αντιθέσεις. Διατηρώντας μια διαφορά μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου

117 Martin Jay, ό.π. σελίδες 230-234118 Ζαν-Μαρί Βενσάν, ό.π. σελίδα 98

36

Page 37: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

παίζει ριζοσπαστικό ρόλο καθώς αποκαλύπτει την απόσταση μεταξύ πραγματικότητας και δυνατότητας, προβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο μια εναλλακτική ύπαρξη. Η τέχνη αυτή όμως δεν πρέπει να προσαρμόζεται στο πολιτιστικό επίπεδο της κοινωνίας. Ο Adorno μελέτησε κυρίως τη μουσική και το πώς το περιεχόμενο αλλά και η μορφή της προσαρμόζονται ή όχι στην κατεστημένη πραγματικότητα. Μελέτησε τα έργα κλασικών συνθετών (Schönberg, Stravinsky) αλλά και τη μουσική της τζαζ στην οποία έκανε σκληρή κριτική. Στη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού» μαζί με το Horkheimer, εισήγαγαν τον όρο βιομηχανική κουλτούρα (που ταυτιζόταν με τη μαζική κουλτούρα) για να περιγράψουν την κουλτούρα της σύγχρονής τους εποχής. Η κουλτούρα αυτή έχει ως σκοπό τη διαιώνιση της κυριαρχίας, προβάλλοντας ψεύτικες ανάγκες και ψεύτικη ικανοποίηση, αποδυναμώνοντας την κριτική ικανότητα και ταυτίζοντας το άτομο με τη κοινωνικό status quo.

Η αντίληψη του Adorno για τη θεωρία κινήθηκε στα γενικότερα πλαίσια της Κριτικής Θεωρίας. Στις δεκαετίες μετά τον πόλεμο προσπάθησε με την αρνητική διαλεκτική να αποκαλύψει την ιδεολογική μορφή της πραγματικότητας δίνοντας μεγάλη έμφαση στην έννοια της δυνατότητας. Γράφοντας σε αφορισμούς, έδειξε την ολοκληρωτική του αντίθεση στη φιλοσοφική συστηματοποίηση αφού θεώρησε ότι και η μορφή συγγραφής έπρεπε να συμβαδίζει με το μη συστηματικό περιεχόμενο. Η θεώρησή του για τη γνώση και τη σχέση βάσης-εποικοδομήματος ήταν ίδια με αυτή των υπόλοιπων μελών του Ινστιτούτου. Σε σχέση τα υπόλοιπα μέλη του Ινστιτούτου όμως, ήταν αυτός που πίστευε λιγότερο στην επαναστατική δυνατότητα του προλεταριάτου, εκφράζοντας την αντίθεσή του στην εξέγερση του γαλλικού Μάη.

Η κριτική του Marcuse στη Σοβιετική Ένωση

Ο Marcuse στο έργο του «Ο Σοβιετικός μαρξισμός» (1958) μελετά τη Σοβιετική Ένωση υιοθετώντας και αναπτύσσοντας το εννοιολογικό περιεχόμενο της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού. Τα μέλη του Ινστιτούτου ποτέ δεν έκαναν μια συνολική κριτική στη Σοβιετική Ένωση. Εξάλλου μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο Horkheimer αλλά και τα υπόλοιπα μέλη εγκατέλειψαν τις λίγες ελπίδες που είχαν για το σοβιετικό καθεστώς.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Marcuse γίνεται μέλος των αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών119, όντας επικεφαλής του ευρωπαϊκού τους γραφείου μέχρι το 1950. Στη συνέχεια γίνεται καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Columbia ως το 1954, στο πανεπιστήμιο Brandeis ως το 1965 και στο California του San Diego μέχρι το 1976.

Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Marcuse εγκαταλείπει τις μαρξιστικές κατηγορίες. Έννοιες όπως «καπιταλισμός», «παραγωγικές δυνάμεις/σχέσεις», «τάξεις» δεν χρησιμοποιούνται πλέον και τη θέση τους παίρνουν οι «βιομηχανικός πολιτισμός», «βιομηχανική/καταπιεστική/κατεστημένη κοινωνία», αφαιρώντας με αυτόν τον τρόπο οποιοδήποτε ίχνος ταξικής προσέγγισης της πραγματικότητας. Η κοινωνία θεωρείται σαν ένα σύνολο αφού οι ταξικές διαφορές δεν αποτελούν κίνδυνο για τη διατήρησή της. Έτσι, όλοι συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην υλική και πνευματική αναπαραγωγή της. Βασικό της χαρακτηριστικό είναι η καταπίεση της κυριαρχίας. «Καταπίεση» και «Κυριαρχία» δεν εντάσσονται στις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις της κοινωνίας έτσι ώστε να ερμηνευτούν με βάση αυτές αλλά αποκτούν ένα υπεριστορικό και υπερκοινωνικό περιεχόμενο. Η Καταπίεση είναι μια γενική

119 Την ίδια πορεία ακολούθησαν και πολλά μέλη του Ινστιτούτου που συμμετείχαν στα όργανα της αμερικανικής κυβέρνησης. Βλέπε Martin Jay, ό.π. σελίδες 168-172

37

Page 38: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

κατηγορία καθώς στο περιεχόμενό της δεν εντάσσεται το ποιος και για ποιον λόγο καταπιέζει. Το ίδιο ισχύει και για την Κυριαρχία. Η έλλειψη αυτή οδηγεί στην αδυναμία κατανόησης της ουσίας των κοινωνικών σχηματισμών και επομένως του τρόπου με τον οποίο μπορούν να αλλάξουν. Άλλωστε, στη βιομηχανική κοινωνία εντάσσονται και η καπιταλιστική Δύση και η σταλινική Ανατολή. Η κριτική της κοινωνίας γίνεται με βάση έναν κλάδο της οικονομίας (βιομηχανία) και ως εκ τούτου έχει έναν πολύ στενό ορίζοντα. Οι καπιταλιστικές και σταλινικές κοινωνίες δεν αναλύονται με βάση την πολυπλοκότητα της έκφρασης της ταξικής πάλης και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αλλά με μια επιφανειακή εξέταση του βιομηχανικού τους στοιχείου, το οποίο επικαθορίζει τα πάντα. Η βιομηχανία στην ανάλυση του Marcuse δεν έχει υλικό περιεχόμενο αλλά μεταφυσικό καθώς δεν έχει σημασία το ποιος, με ποιο τρόπο και για ποιο σκοπό την ελέγχει. Σημασία έχει ότι η βιομηχανική παραγωγή, ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα και ποιοτικά της χαρακτηριστικά, δημιουργεί ένα σύστημα κανόνων και ενσωμάτωσης, όμοιο σε Ανατολή και Δύση.

Η κριτική στη Σοβιετική Ένωση εντάσσεται στη γενικότερη κριτική της βιομηχανικής κοινωνίας καθώς υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ο Marcuse αναφέρει συγκεκριμένα ότι «αν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στη δυτική και τη σοβιετική κοινωνία, παράλληλα υπάρχει και ισχυρό ρεύμα αφομοίωσης. Τα δύο συστήματα συμπεριέχουν τα κοινά χαρακτηριστικά του πιο πρόσφατου βιομηχανικού πολιτισμού: η συγκεντροποίηση και η κοπαδοποίηση εκτοπίζουν την αυτόβουλη δράση και την αυτονομία του ατόμου. Ο ανταγωνισμός είναι οργανωμένος και ορθολογικοποιημένος. Οι οικονομικές και πολιτικές γραφειοκρατίες ασκούν συνδυασμένα την εξουσία. Η συμπεριφορά του πληθυσμού ετεροκαθορίζεται απ’ τα “mass media”, τη βιομηχανία των διασκεδάσεων και την εκπαίδευση»120. Και παρακάτω: «η εθνικοποίηση δεν είναι παρά το μέσο μιας αποτελεσματικότερης εξουσίασης καθώς και βιομηχάνισης, το μέσο αύξησης και κατεύθυνσης της παραγωγικότητας της εργασίας στο πλαίσιο των μαζικών κοινωνιών. Απ’ αυτή την άποψη η σοβιετική κοινωνία ακολουθεί τη γενική τάση της βιομηχανικής κοινωνίας στη σύγχρονη τάση»121. Η ομοιότητα αυτή δεν είναι μόνο οικονομική αλλά επεκτείνεται και σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής όπως τη γλώσσα, την ηθική και τη φιλοσοφία. Ο Marcuse υποστηρίζει ότι η γλώσσα στη Σοβιετική Ένωση είναι τυποποιημένη και ιδεολογική καθώς δεν έχει ως σκοπό την ανάδειξη της αλήθειας αλλά την εξυπηρέτηση της πολιτικής προπαγάνδας ενός άδικου καθεστώτος. Είναι όργανο του εργαλειακού Λόγου και όχι της Κριτικής. Έτσι, «ο σοβιετικός μαρξισμός συμμετέχει απ’ αυτήν την άποψη στην παρακμή της γλώσσας και στη μορφή επικοινωνίας που χαρακτηρίζει την εποχή των μαζικών κοινωνιών»122.

Για την ηθική αφιερώνει ολόκληρο το δεύτερο μέρος του έργου αυτού. Η σοβιετική ηθική δεν αποτελεί την άρνηση της καπιταλιστικής ηθικής ούτε την ηθική ενός ολοκληρωμένου και ελεύθερου ανθρώπου. Ο σοβιετικός μαρξισμός παρουσιάζεται σαν η πραγματοποίηση των ανολοκλήρωτων αστικών ανθρωπιστικών αξιών. Έτσι, «η σοβιετική ηθική […] έρχεται να συνενώσει τις ιδέες και τους τομείς της ύπαρξης που εμφανίζονται κερματισμένοι στη δυτική ηθική»123. Ενώ η δυτική/αστική ηθική ξεχώρισε τις εσωτερικές από τις εξωτερικές αξίες, η σοβιετική ηθική παρουσιάζεται ως μια συνένωση ηθικών

120 Χέρμπερτ Μαρκούζε, Ο Σοβιετικός Μαρξισμός. Δοκίμιο Κριτικής Ανάλυσης, εκδόσεις Θ. Καστανιώτη, Αθήνα, χχ, σελίδα 76 121 ό.π. σελίδα 89122 ό.π. σελίδα 83123 ό.π. σελίδα 204

38

Page 39: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

και πρακτικών αξιών. Η ηθική αυτή βασίζει την ανωτερότητά της στην επιστημονική αντικειμενικότητα του υποτιθέμενου σκοπού του σοβιετικού κράτους, την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Έχοντας αυτό ως άλλοθι δικαιολογεί την καταπίεση που ασκεί ως προσωρινή και ως θυσία μιας μελλοντικής απόλυτης ελευθερίας124. Οι ηθικοί σκοποί υποτάσσονται στους πολιτικούς και γι’ αυτό αποκτούν έναν εργαλειακό χαρακτήρα. Για τη σοβιετική φιλοσοφία «το άτομο δρα και σκέφτεται “ηθικά” στο βαθμό που προωθεί, με τις πράξεις και τις σκέψεις του, τους σκοπούς και τις αξίες που ορίστηκαν απ’ την κοινωνία»125. Αφού λοιπόν το σοβιετικό κράτος εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα των ανθρώπων, υπάρχει μια αρμονία μεταξύ ατομικού και κοινωνικού. Η ομοιότητα μεταξύ σοβιετικής και δυτικής ηθικής συμβαίνει επειδή η σοβιετική κοινωνία διανύει το στάδιο της βιομηχανικής της ωρίμανσης και γι’ αυτό ενσωματώνει στην ηθική της τις αξίες της βιομηχανικής ωρίμανσης της Δύσης του 18ου και 19ου αιώνα. Ο Marcuse τονίζει: «οι δυο ηθικές διασταυρώνονται στο χώρο της ιστορικής “συγχρονικότητας” και αντανακλούν την ανάγκη ενσωμάτωσης μεγάλων μαζών “καθυστερημένων” ανθρώπων σ’ ένα καινούργιο κοινωνικό σύστημα, την ανάγκη δημιουργίας εκπαιδευμένης και πειθαρχημένης εργατικής δύναμης, ικανής να επικυρώσει ηθικά τη μόνιμη ρουτίνα της καθημερινής εργασίας, παράγοντας όλο και πιο ορθολογικά ολοένα και περισσότερο αυξανόμενες ποσότητες αγαθών, ενώ η ορθολογική χρησιμοποίηση των αγαθών αυτών προς όφελος των ατομικών αναγκών διαφοροποιείται πάντοτε ανάλογα με τις “περιστάσεις”. Με την έννοια αυτή, η σοβιετική ηθική εκφράζει τις ιστορικές απαιτήσεις της εκβιομηχάνισης»126. Αυτό φαίνεται και από την κοινότητα ηθικών αξιών. Ο Marcuse υποστηρίζει ότι στη σοβιετική ηθική «είναι δύσκολο να βρούμε έστω και μια ηθική ιδέα, έστω κι ένα σύνολο ηθικών ιδεών που να μην υπάρχει και στη δυτική ηθική. Συναίσθηση ευθύνης, αγάπη, πατριωτισμός, ζήλος, τιμιότητα, ζέση για την εργασία, απαγόρευση να προξενηθεί βλάβη στην ευτυχία του πλησίον, φροντίδα για το γενικό συμφέρον, τίποτα δεν υπάρχει στον κατάλογο αυτό αξιών που να μην μπορεί να περιληφθεί στην ηθική της δυτικής παράδοσης»127. Η ηθική δοξάζει την εργασία, την οποία θεωρεί από-αλλοτριωμένη αφού συντελείται στα πλαίσια ενός σοσιαλιστικού κράτους, έτσι ώστε να δικαιολογήσει την εντατικοποίησή της για την ανάπτυξη της παραγωγής. Η εργασία είναι ευχάριστη και αναπτύσσει τις ικανότητες του ανθρώπου. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν ίσχυε αλλά είχε ως σκοπό «την υπαγωγή της ευχαρίστησης στο χρέος […] το μετασχηματισμό του χρέους σε ευχαρίστηση»128. Η ηθική είναι προσαρμοσμένη στους σκοπούς υποδούλωσης του ατόμου και της ταύτισής του με το καταπιεστικό καθεστώς. Ο Marcuse συνοψίζει λέγοντας ότι «η σοσιαλιστική ηθική λοιπόν υποκύπτει μπρος στη βιομηχανική ηθική, ενώ οι διάφορες ιστορικές φάσεις της τελευταίας συμπυκνώνονται σε μια μόνη ολική ενότητα, που συνδυάζει τα στοιχεία ηθικής του καλβινισμού και του πουριτανισμού, της φωτισμένης δεσποτείας και του φιλελευθερισμού, του εθνικισμού, του σωβινισμού και του διεθνισμού, των καπιταλιστικών και των σοσιαλιστικών αξιών»129. Επειδή λοιπόν η Σοβιετική Ένωση εκβιομηχανίζεται με «σοσιαλιστικό» κράτος ενσωματώνει στην ηθική της και τις αξίες της αστικής εκβιομηχάνισης και του σοσιαλισμού

124 «η κατάργηση των παραδοσιακών ελευθεριών παίρνει μια θετική λειτουργία που η σοβιετική ηθική φιλοσοφία ερμηνεύει σαν την προετοιμασία για την γνήσια ελευθερία», ό.π. σελίδα 207125 ό.π. σελίδα 215126 ό.π. σελίδα 242127 ό.π. σελίδα 234128 ό.π. σελίδα 235129 ό.π. σελίδα 245

39

Page 40: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

δημιουργώντας ένα μείγμα που εξυπηρετεί τη δικαιολόγηση και διαιώνιση της καταπίεσης αφού «μέσα στο μείγμα αυτό, τα αντιδραστικά στοιχεία επικρατούν»130.

Αλλαγές έγιναν και στη φιλοσοφία με κυριότερη τη συστηματοποίηση του μαρξισμού και την αφαίρεση από τη διαλεκτική του επαναστατικού της στοιχείου. Ο Marcuse επισημαίνει ότι «ο σοβιετικός μαρξισμός εκμηδένισε τη διαλεκτική με σκοπό να παράσχει την ιδεολογική δικαίωση και προστασία ενός καθεστώτος που, σύμφωνα με τη διαλεκτική λογική, εμφανίζεται σαν στάδιο που μέλλει να ξεπεραστεί από την κίνηση της ιστορίας»131. Η διαλεκτική έγινε τυπική λογική και εμφανίστηκαν οι «μη ανταγωνιστικές αντιθέσεις» για να αποδείξουν ότι οι υπαρκτές αντιθέσεις του σοβιετικού καθεστώτος δεν θα ξεπεραστούν βίαια, με επανάσταση (με την άρνηση της άρνησης) αλλά ομαλά, με κομματικές διαταγές. Η διαλεκτική «έπαψε να είναι κριτικός τρόπος σκέψης και έγινε καθολική “κοσμοαντίληψη” και μέθοδος με αυστηρά καθορισμένους κανόνες και αρχές»132. Ο διαλεκτικός υλισμός είναι ένα σύστημα καθολικής γνώσης και ο ιστορικός υλισμός «γίνεται ιδιαίτερος κλάδος του γενικού επιστημονικοφιλοσοφικού συστήματος του μαρξισμού»133. Η συστηματοποίηση αυτή έγινε λόγω της ιδιαίτερης έμφασης που δόθηκε στο έργο «Διαλεκτική της Φύσης» του Engels. Με την εφαρμογή της διαλεκτικής στη φύση, η διαλεκτική μετατράπηκε στη μοναδική σωστή επιστημονική θεώρηση της πραγματικότητας, σε μια επιστήμη των γενικών νόμων όλου του φάσματος της γνώσης. Ο Marcuse υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο «η ιστορία που, στη μαρξιστική θεωρία, είναι η διάσταση που καθορίζει και κατακυρώνει τη διαλεκτική, στο σοβιετικό μαρξισμό γίνεται ένας ξεχωριστός τομέας όπου κυριαρχούν τόσο ιστορικοί όσο και υπεριστορικού νόμοι»134.

Κριτική κάνει ο Marcuse και στη σοβιετική τέχνη. Η σοβιετική γραφειοκρατία καταπολεμάει την υπερβατικότητα επειδή αυτή εκφράζει τα απραγματοποίητα συμφέροντα των ανθρώπων. Για το καθεστώς η σοβιετική τέχνη πρέπει να έχει «ρεαλιστική» μορφή έτσι ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα να αποτυπώνονται σε αυτή ανατρεπτικές επιθυμίες και επιδιώξεις. Η τέχνη πρέπει να ταυτίζεται με την κοινωνία αφού «απ’ τη στιγμή που η ίδια η πραγματικότητα ενσαρκώνει το ιδανικό […] η τέχνη οφείλει υποχρεωτικά να αντανακλά την πραγματικότητα. Για να διατηρήσει, δηλαδή, την ουσιαστική της λειτουργία, πρέπει να γίνει “ρεαλισμός”»135. Η προοπτική αυτή καταπνίγει το ριζοσπαστικό περιεχόμενο που έχει η τέχνη καθώς αυτή «αν αφεθεί στον εαυτό της, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το νόμο και την τάξη»136.

Η κριτική της πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του έργου. Ο Marcuse κάνει μια συνολική αποτίμηση της σοβιετικής πολιτικής. Η αφετηρία της σκέψης του είναι ότι η εργατική τάξη έχει ενσωματωθεί πλέον στις απαιτήσεις της βιομηχανικής κοινωνίας, μια ενσωμάτωση που είχε ξεκινήσει πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επισημαίνει ότι «η ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού συστήματος έφερε σε φως μια διαφορετική μορφή ξεπεράσματος της ιστορικής αυτής αντιστοιχίας: μια ριζική αλλαγή στις σχέσεις των δύο αντιμαχόμενων τάξεων, εξ αιτίας της οποίας το προλεταριάτο παύει να συμπεριφέρεται σαν επαναστατική τάξη»137. Ο Marcuse

130 ό.π.131 ό.π. σελίδα 135132 ό.π. σελίδα 136133 ό.π. σελίδα 144134 ό.π.135 ό.π. σελίδα 128136 ό.π. σελίδα 129137 ό.π. σελίδα 9-10

40

Page 41: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

υποστήριξε ότι η κατάσταση αυτή αναγνωρίστηκε στην πράξη ήδη από τη στρατηγική του Lenin, όταν αυτός θεώρησε σαν επαναστατικούς παράγοντες την αγροτιά και τις καθυστερημένες χώρες της Ανατολής, κατανοώντας με αυτόν τον τρόπο ότι το δυτικό προλεταριάτο είχε αποδυναμωθεί. Γι’ αυτό και το επαναστατικό υποκείμενο δεν είναι πλέον η εργατική τάξη, η οποία δεν μπορεί να αυτοχειραφετηθεί, αλλά το Κόμμα που πρέπει να μεταφέρει τη συνείδηση σε αυτό «από έξω». Το ίδιο αποδεικνύουν και οι ήττες του προλεταριάτου την περίοδο 1918-1923 «όταν η πλειονότητα του εργατικού κινήματος αντιστάθηκε νικηφόρα στην κομμουνιστική επίθεση συμμαχώντας με την αστική τάξη και το στρατό»138. Και συνεχίζει: «η μόνιμη αδυναμία του επαναστατικού δυναμικού στις προχωρημένες βιομηχανικής χώρες περιόρισε την επανάσταση στη ζώνη όπου το προλεταριάτο δεν είχε ενσωματωθεί με τέτοιο τρόπο στη βιομηχανική κοινωνία»139. Η πολιτική των συνεργασιών των Κομμουνιστικών Κομμάτων τα επόμενα χρόνια αποτέλεσε ακόμα μια απόδειξη της αδυναμίας ανεξάρτητης δράσης των εργατών και της ενσωμάτωσής τους στο «σύστημα»140. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα πλέον έχουν προσαρμόσει τα συνθήματα και αιτήματά τους σ’ ένα αστικοδημοκρατικό πλαίσιο. Ο Marcuse υποστηρίζει ότι μεταξύ των εθνικών Κομμάτων και της Σοβιετικής Ένωσης δεν υπάρχει η «“προλεταριακή αλληλεγγύη”, αλλά η αναδοχή από μέρους του σοβιετικού Κράτους του “αστικοδημοκρατικού” προγράμματος (χαρακτηριστικό δείγμα της αλλαγής που έγινε σχετικά με το ιστορικό “υποκείμενο”)»141.

Η πολιτική αυτή έχει μια συνέχεια, από τον Lenin στον Stalin, μέχρι και την εποχή που γραφόταν το έργο. Για τον Marcuse «ο Λένιν οδηγήθηκε τελικά σε θέσεις που προδιαγράφαν καθαρά τη σταλινική πολιτική»142 και συγκεκριμένα τη θέση για σοσιαλισμό σε μια χώρα. Ο Lenin έθεσε τις βάσεις για μια πολιτική συνύπαρξης με τον καπιταλισμό έως ότου το οικονομικό επίπεδο της Σοβιετικής Ένωσης φτάσει το επίπεδο των αναπτυγμένων δυτικών κρατών. Η αντίληψη αυτή υπήρχε και την εποχή που γραφόταν το βιβλίο, λίγο μετά την άνοδο στην εξουσία του Khrushchev και την «αποσταλινοποίηση» που ακολούθησε. Άλλωστε και ο Lenin και ο Stalin έβαλαν ως προτεραιότητα την παραγωγή και όχι την απελευθέρωση του ανθρώπου143.

Για τη σοβιετική ιδεολογία, ο καπιταλισμός βρίσκεται σε μια μόνιμη γενική κρίση. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις είναι αυτές που κυριαρχούν και είναι πιο σημαντικές από αυτές μεταξύ Ανατολής-Δύσης. Ο Marcuse υποστηρίζει ότι η σοβιετική ανάλυση δεν μπόρεσε να σκεφτεί «τη σφοδρή πιθανότητα ότι ο πρώτος τύπος σύγκρουσης (ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες και τη Σοβιετική Ένωση) θα μπορούσε να “ουδετεροποιήσει” ή να “αναβάλει” τη σύγκρουση στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου»144. Ο στόχος της ειρηνικής συνύπαρξης έχει υιοθετηθεί «όχι γιατί υπάρχει έμφυτη ειρηνοφιλία στους σοβιετικούς ηγέτες, αλλά γιατί μια σύγκρουση θα έδινε διέξοδο στις καπιταλιστικές αντιθέσεις και θα διέκοπτε την “ανάπαυλα” που για το Λένιν αποτελούσε προϋπόθεση για την επιβίωση του σοβιετικού Κράτους»145. Για τους σοβιετικούς ηγέτες υπάρχουν δύο παράλληλες πορείες. Η μια είναι αυτή της χώρας τους. Η Σοβιετική Ένωση μπορεί να προχωρήσει στον

138 ό.π. σελίδα 28139 ό.π.140 ό.π. σελίδα 49141 ό.π. σελίδα 66142 ό.π. σελίδα 36143 ό.π. σελίδες 68-69144 ό.π. σελίδα 41145 ό.π. σελίδα 58

41

Page 42: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

κομμουνισμό ομαλά, με κομματικά διατάγματα μέσα σε συνθήκες συνύπαρξης με τον καπιταλισμό. Η άλλη είναι η πορεία του καπιταλισμού. Ο Marcuse υποστηρίζει ότι για τη σοβιετική γραφειοκρατία «η λύση των εξωτερικών αντιθέσεων θα ωριμάσει χάρη στις εσωτερικές καπιταλιστικές και διακαπιταλιστικές αντιθέσεις απ’ τη μια, που θα ξανακάνουν το προλεταριάτο ιστορικό φορέα της επανάστασης και χάρη στην αυξανόμενη οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη της ΕΣΣΔ απ’ την άλλη»146. Συνεχίζοντας ο Marcuse τονίζει ότι «σύμφωνα με το σοβιετικό μαρξισμό, η “καπιταλιστική περικύκλωση” επιβάλλει τη συνεχή ενίσχυση των πολιτικοστρατιωτικών καταπιεστικών θεσμών κι εμποδίζει την ελεύθερη χρησιμοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων για την ικανοποίηση των ατομικών αναγκών. Η συνεχής όμως αυτή ενίσχυση των σοβιετικών πολιτικοστρατιωτικών θεσμών διαιωνίζει με τη σειρά της την “καπιταλιστική περικύκλωση” […] η διέξοδος αυτή, όπως ελπίζεται, θα διαφανεί με την επανεκδήλωση των “αντιθέσεων που ενυπάρχουν στον καπιταλισμό” και στο “ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο”»147. Η πρόοδος της Σοβιετικής Ένωσης έχει ως σκοπό η χώρα να φτάσει το επίπεδο της οικονομίας της Δύσης. Μόνο τότε θα είναι ικανές οι συνθήκες για τη μεταφορά της επανάστασης διεθνώς. Για το σκοπό αυτό η κυριαρχία της γραφειοκρατίας βασίζεται στην τρομοκρατία. Η γραφειοκρατία χωρίζεται σε διάφορες ομάδες οι οποίες ορισμένες φορές έχουν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα τα οποία όμως υποτάσσονται στο γενικό σκοπό της οικονομικής ανάπτυξης, από τον οποίο άλλωστε εξαρτώνται. Ο Marcuse πιστεύει ότι η γραφειοκρατία «αποτελεί μια ξεχωριστή τάξη που ασκεί την εξουσία πάνω στον υποκείμενο πληθυσμό, χάρη στον έλεγχο του οικονομικού, στρατιωτικού και πολιτικού μηχανισμού, κι η άσκηση της εξουσίας γεννάει μια ολόκληρη σειρά ιδιαίτερων συμφερόντων που επιβάλλονται χάρη σ’ αυτόν. Οφείλουν όμως να συμβιβάζονται με τη γενική πολιτική (και να υποτάσσονται τελικά σ’ αυτή) που δεν μπορεί να τροποποιηθεί από μόνες τις δυνάμεις κανενός απ’ αυτά τα ιδιαίτερα συμφέροντα»148.

Για τον Marcuse η σοβιετική κοινωνία αποτελεί και αυτή μια μορφή της σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας. Σε αυτήν επικρατεί ο εργαλειακός Λόγος, η ορθολογικοποίηση της εκμετάλλευσης της φύσης και του ανθρώπου. Οι προοπτικές που βλέπει για την εξέλιξη της Σοβιετικής Ένωσης χαρακτηρίζονται από απαισιοδοξία αφού αναφέρει ότι «δεν υπάρχει προοπτική, στο προβλεπτό μέλλον, ν’ αντικατασταθεί η διοίκηση των ανθρώπων απ’ τη διοίκηση των πραγμάτων»149. Το πρόβλημα είναι ότι μια γραφειοκρατία, και όχι οι άμεσοι παραγωγοί, ελέγχει τις παραγωγικές δυνάμεις. Η πιθανότερη εξέλιξη όμως που διαβλέπεται είναι μια εξέλιξη μέσα στα πλαίσια του καταπιεστικού καθεστώτος, μια φιλελευθεροποίηση της Σοβιετικής Ένωσης χωρίς να τερματιστεί η κυριαρχία του εργαλειακού Λόγου. Ο Marcuse τονίζει ότι «καμιά προοπτική δεν διαφαίνεται να τερματιστεί η χρησιμοποίηση της τεχνικής προόδου σαν οργάνου κυριαρχίας μέσα σ’ ένα Κράτος που αυτοδιαιωνίζεται […] υπάρχει χώρος για αλλαγές στο εσωτερικό της διοίκησης»150. Αυτές οι αλλαγές θα δημιουργήσουν ένα Κράτος Ευημερίας, ανάλογο με τα κράτη της Δύσης. Τα χαρακτηριστικά αυτού του κράτους θα είναι «συνεχής άνοδος του βιοτικού επιπέδου μέχρις ότου φτάσει σε μια πρακτικά δωρεάν διανομή ουσιαστικών αγαθών και υπηρεσιών, συνεχής επέκταση της μηχανοποίησης της εργασίας, εναλλαξιμότητα των τεχνικών λειτουργιών, λαϊκή παιδεία σε επέκταση […]

146 ό.π. σελίδα 75147 ό.π. σελίδες 94-95148 ό.π. σελίδα 112149 ό.π. σελίδα 185150 ό.π. σελίδα 188

42

Page 43: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

προοδευτική εξομοίωση της εργασίας στην πόλη και στην ύπαιθρο και της πνευματικής και φυσικής εργασίας, κάτω απ’ τον κοινό παρανομαστή της τεχνολογίας […] εκδημοκρατισμό της γραφειοκρατίας και των προνομίων της, στον περιορισμό της απόστασης εξουσιαστών και εξουσιαζόμενων και του μετασχηματισμού του πολιτικού σε τεχνολογικό έλεγχο. Η προσωπική εξουσία θα αντικαθίσταται όλο και περισσότερο απ’ τη συλλογική διοίκηση […] η κοινωνική κινητικότητα στο εσωτερικό του συστήματος θα μεγαλώσει»151. Το αν όμως «το σοβιετικό Κράτος θα εξελιχθεί σε σοσιαλιστική ή κομμουνιστική δημοκρατία, αυτό είναι ένα πρόβλημα που οι τάσεις που διαφαίνονται τώρα δεν μπορούν να θεμελιώσουν αξιόλογες υποθέσεις για τη λύση του»152. Για να γίνει αυτό χρειάζεται αφενός μια αναπτυγμένη οικονομική βάση και αφετέρου μια «διεθνή κατάσταση στην οποία η σύγκρουση ανάμεσα στα δύο κοινωνικά συστήματα δεν θα καθορίζει πια την οικονομία και την πολιτική τους»153. Οι υλικές προϋποθέσεις υπάρχουν154 και πλέον το ζήτημα είναι να δράσουν οι άνθρωποι αφού «η ποιοτική αλλαγή δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί αυτόματα […] είναι αποτέλεσμα συνειδητής προσπάθειας»155.

Ο Marcuse και η Ψυχολογία

Μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές του Ινστιτούτου ήταν η προσπάθειά του να εισάγει την ψυχολογία στην κοινωνική έρευνα. Την περίοδο του 1930, όταν και παρήχθη το πιο σημαντικό έργο του Ινστιτούτου, ο Marcuse δεν είχε μελετήσει το έργο του Freud ούτε την ψυχολογία γενικότερα. Το ενδιαφέρον του για αυτή εκδηλώθηκε τη δεκαετία του 1950 όταν και έγραψε το έργο του «Έρως και Πολιτισμός» (1955).

Μέσω της δικής του ψυχολογικής θεώρησης, ο Marcuse προσπάθησε να συνδέσει τη φροϋδική θεωρία με τη μαρξιστική έννοια της αλλοτρίωσης δίνοντας περισσότερη έμφαση έδωσε στη ψυχολογική της διάσταση. Η αλλοτρίωση για τον Marcuse δεν ήταν μια υλιστική κατηγορία που συνδεόταν με τον τρόπο παραγωγής αλλά μια γενική κατηγορία της Κυριαρχίας. Στο έργο του εκφράζεται μια απαισιοδοξία ως προς τη δυνατότητα αλλαγής αφού η αλλοτρίωση έχει ριζωθεί στον άνθρωπο μέσω των ψυχολογικών μηχανισμών της κυριαρχίας. Η ψυχολογία επίσης δεν αποτελεί μέρος μιας συνολικής ανάλυσης της πραγματικότητας. Το κοινωνικό γίγνεσθαι ερμηνεύεται στη βάση ενός ερευνητικού καταμερισμού, του ατόμου από την ψυχολογία και της κοινωνίας από τη φιλοσοφία. Ο Marcuse καταλήγει τελικά στο συμπέρασμα ότι η βιοψυχολογική ανάπτυξη του ανθρώπου καθορίζει την κατάσταση στην κοινωνία. Σκοπός του επίσης ήταν να αποκρούσει τις επιθέσεις που δέχτηκε ο Freud από τους αναθεωρητές, ένας από τους οποίους ήταν και ο Fromm. O Marcuse θέλησε να τονίσει τα υλιστικά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά της φροϋδικής θεωρίας, χρησιμοποιώντας τα σε μια κριτική της βιομηχανικής κοινωνίας.

Η θεώρηση του Marcuse βασίστηκε στο όψιμο έργο του Freud και κυρίως στη διάκριση που έκανε ο τελευταίος ανάμεσα στις ορμές της ζωής και του θανάτου. Ο Marcuse «έχει την πρόθεση να ερευνήσει τη φιλοσοφία της ψυχανάλυσης, όχι την ίδια τη ψυχανάλυση»156, ασχολείται δηλαδή με τη θεωρητική θεμελίωση του φροϋδισμού και όχι με την κλινική εφαρμογή του. Για

151 ό.π. σελίδα 188152 ό.π. σελίδα 189153 ό.π.154 «δεν εμποδίζουν τη “σοσιαλιστική δημοκρατία”, δηλαδή τον έλεγχο “απ’ τα κάτω” της παραγωγής και της διανομής, η έλλειψη αγαθών και η φτώχεια», ό.π.155 ό.π. σελίδα 190

43

Page 44: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

τον Freud, ο ανθρώπινος οργανισμός καθορίζεται από δύο ορμές οι οποίες δεν είναι ιστορικά καθορισμένες αλλά αρχέγονες, μόνιμες στην ανθρώπινη φύση. Η μια από αυτές είναι η ορμή της Ζωής, που ταυτίζεται με τον αφροδισιασμό, και ονομάζεται Έρως, σκοπός του οποίου είναι «να συνάξει σε όλο και μεγαλύτερες και μονιμότερες ενότητες τη ζωντανή υπόσταση»157. Η άλλη είναι η ορμή του Θανάτου. Το ένστικτο αυτό επιζητά την επιστροφή της ανθρώπινης ύπαρξης σε μια προγενετήσια κατάσταση σιγουριάς όπου δεν θα υπάρχει πόνος. Η ορμή αυτή «επιδιώκει τον εκμηδενισμό της ζωής, την πτώση της στην ανόργανη ύλη»158, επιδιώκει δηλαδή την αρχή της Νιρβάνα. Στη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου, το ένστικτο της Ζωής προσπαθεί να καθυποτάξει το ένστικτο του Θανάτου. Όμως για τον Marcuse οι δυο αυτές ορμές στην ουσία τους δεν είναι αντιθετικές. Και η ορμή της Ζωής και η ορμή του Θανάτου έχουν ως σκοπό μια κατάσταση του ανθρώπινου οργανισμού όπου δεν θα υπάρχουν επίπονες εντάσεις.

Ο Έρως έχει ως στόχο την πλήρωση της ηδονής, μια πλήρωση που δεν μπορεί να επιτευχτεί επειδή εμποδίζεται από μια μη ψυχολογική αρχή, την αρχή της Πραγματικότητας. Ο άνθρωπος «βρίσκεται μέσα σ’ έναν κόσμο που η φτώχεια του και η εχθρότητά του δεν επιτρέπει την άμεση πλήρωση των ορμών της ζωής»159. Η αρχή της Πραγματικότητας είναι βασική όσο αφορά την καταπίεση και την αλλοτρίωση του ανθρώπου. Ο Marcuse συνεχίζει την ανάλυσή του για τον Έρωτα αναφέροντας ότι είναι «αφροδίσια ορμή και η αφροδίσια ορμή είναι στην αρχική της λειτουργία “ηδονοπορισμός από ζώνες του σώματος” […] οι ορμές αδιαφορούν, αν αντικείμενό τους είναι το ίδιο τους το σώμα ή το ξένο. Προπάντων δεν είναι εντοπισμένες σε ορισμένα μέρη, ούτε περιφραγμένες σε ορισμένες λειτουργίες»160. Ο Marcuse βλέπει το σώμα ως μια ενιαία ερωτογόνο ζώνη. Ο άνθρωπος επιζητά την ηδονή με όλο του το Είναι και η εκτόνωση αυτής της ενέργειας δεν μπορεί να γίνει μέσα σε ένα καταπιεστικό καθεστώς. Η αρχή της Πραγματικότητας είναι η αρχή της κυριαρχίας161 του εργαλειακού Λόγου που υποτάσσει όλη την ανθρώπινη ύπαρξη στους στόχους της παραγωγικότητας και της αλλοτριωμένης εργασίας. Η εργασία του ανθρώπου δεν είναι ευχαρίστηση, δεν είναι σκοπός ζωής αλλά μια αναγκαστική, βιοποριστικού περιεχομένου ανάγκη. Οι υλικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί κυριαρχίας καταπιέζουν τις ηδονικές ορμές έτσι ώστε ολόκληρη η ενέργεια του ανθρώπινου σώματος να διοχετευτεί σε «λογικές» και χρήσιμες για το κατεστημένο δράσεις και κυρίως στην αλλοτριωμένη εργασία και στην αλλοτριωμένη ευχαρίστηση, δηλαδή στους υλικούς και πνευματικούς όρους διαιώνισης της καταπίεσης. Αυτή είναι, σύμφωνα με το Freud, η αρχή της εξαΰλωσης στην οποία «η επιθυμία δεν αποβλέπει πια στη σεξουαλικότητα αλλά σε άλλες δραστηριότητες αξιοποιημένες από την κοινωνία»162 έναν σκοπό που χαρακτηρίζει και την καταπιεστική από-εξαΰλωση η οποία είναι μια ψευδής κατάργηση της εξαΰλωσης, μια «“μέσω κατανάλωσης” ολοκλήρωση της σεξουαλικότητας στο σύγχρονο κόσμο (δημοσιότητα, κοινωνικές σχέσεις,

156 Jean Laplanche, Σημειώσεις για τον Marcuse και την Ψυχανάλυση, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 1993, σελίδα 18157 Χέρμπερτ Μαρκούζε, Ψυχανάλυση και Πολιτική, εκδόσεις Ηριδανός, 1976, σελίδα 15158 Ό.π. σελίδα 16159 Ό.π.160 Ό.π. σελίδα 18161 Ο Marcuse ορίζει την κυριαρχία ως εξής: «Κυριαρχία ασκείται παντού, όπου οι σκοποί και οι στόχοι του ατόμου, καθώς και οι τρόποι να τους επιδιώξει και να τους πετύχει, του είναι υπαγορευμένοι εξυπαρχής και σαν εξυπαρχής υπαγορευμένους τους αναλαμβάνει και τους εκτελεί το άτομο», ό.π. σελίδα 8162 Αγγελική Χριστοδουλίδη-Μαζαράκη, ό.π. σελίδα 91

44

Page 45: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

ψυχαγωγία κλπ)»163. Έτσι, «το σώμα ελευθερώνεται, για να ξοδέψει ενέργεια, που αλλιώς θα ήταν απλώς ερωτική ενέργεια-ελευθερώνεται τρόπον τινά από τον ακέραιο Έρωτα, που τον κυρίευε αρχικά, γίνεται πια “ελεύθερο” να κάνει σκοπό της ζωής του την άχαρη εργασία»164. Ακόμα και ο ελεύθερος χρόνος καθορίζεται από την αλλοτριωμένη εργασία, «είναι κατειλημμένος και διαβρωμένος από την εργασία αρνητικά»165. Η αφροδίσια ορμή περιορίζεται στο κοινωνικά αποδεκτό κομμάτι της «γενετήσιας (συνουσιαστικής) αφροδίσιας ορμής και αναπαραγωγής»166. Ο Έρωτας είναι καλός μόνο για αναπαραγωγή και όλες οι άλλες εκφράσεις του «καταπιέζονται και κηρύσσονται “ταμπού” (“άθικτες”) ως διαστροφές»167. Με την ηθική και τη θρησκεία ο άνθρωπος εσωτερικεύει την καταπίεση, την αποδέχεται και την αναπαράγει συνεχώς στην καθημερινότητά του. Μέσω αυτών, η ηδονή του σώματος χάνει κάθε αξία, πράγμα που βοηθάει στην απόρριψή της.

Η καταπίεση των ανθρώπινων ορμών ξεκινάει από την παιδική ηλικία με την καταπίεση της Οιδιπόδειας ορμής. Σύμφωνα με το Freud και τον Marcuse «ο πατέρας, που απαγορεύει στο γυιό την ποθητή μητέρα αντιπροσωπεύει τον Έρωτα, που δαμάζει την παλινδρόμηση της ορμής του Θανάτου, τον καταπιεστικό Έρωτα, επομένως, που περιορίζει το αξίωμα της ηδονής, ως εκεί, που η ηδονή να είναι, όχι απλώς βιώσιμη, αλλά και κοινωνικώς ανεκτή […] η μητέρα είναι ο στόχος του Έρωτα και της ορμής του Θανάτου: πίσω από την αφροδίσια επιθυμία, παραμονεύει η παλινδρόμηση στην προγενετική κατάσταση (στον κόλπο της μητέρας)- η αδιάζευκτη ενότητα του αξιώματος της ηδονής και της Νιρβάνα δώθε και πριν από το αξίωμα της πραγματικότητας κ’ έτσι, χωρίς αμφιτιμία, καθαρός ερωτισμός»168. Έτσι «η απαγόρευση της αιμομιξίας ήταν η ιστορική και δομική πρώτη αιτία για ολόκληρη την αλυσίδα από ταμπού και καταπιέσεις, που χαρακτηρίζουν την πατριαρχική μονογαμική κοινωνία»169. Η καταπίεση της ορμής του Έρωτα μετατρέπεται σε έναν «λογικό» Έρωτα, σε μια «λογική» διοχέτευση της ενέργειας στην εργασία και εσωτερίκευση της πατριαρχίας. Η καταπίεση της ορμής του Θανάτου με την αποστέρηση της μητέρας, μαζί με την αδυναμία του Έρωτα να την ελέγξει, μεταστρέφει την ενέργειά της σε κοινωνικά χρήσιμη μορφή. Γίνεται καταστρεπτική εξωτερική ενέργεια απέναντι στη φύση και τους άλλους ανθρώπους, χρησιμοποιείται ως επιθετικότητα απέναντι στους εχθρούς του καταπιεστικού καθεστώτος.

Η κατάσταση αυτή για το Freud είναι συνώνυμη με τον πολιτισμό. Ο πολιτισμός ταυτίζεται με την κυριαρχία και την καταπίεση των ανθρώπινων ορμών. Ο Marcuse, αν και διαφωνεί θεωρητικά με αυτή τη θέση, δεν είναι αισιόδοξος για την αλλαγή. Αρχικά συμφωνεί ότι η καταπίεση ταυτίζεται με τον μέχρι τώρα πολιτισμό. Τονίζει ότι «η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία δεν κάνει άλλο από το να εξωθεί στα άκρα την αρχή της απόδοσης, η οποία υπάρχει από την αυγή του δυτικού πολιτισμού»170. Για τον Marcuse η αρχή της απόδοσης συνδέεται με την καταπίεση. Ο Marcuse κάνει μια διάκριση μεταξύ της καταπίεσης και της υπερκαταπίεσης. Η πρώτη είναι αναγκαία για την υλική αναπαραγωγή της κοινωνικής οργάνωσης των ανθρώπων ενώ η δεύτερη εκφράζει την καταπίεση που ασκεί η κυριαρχία για τη διαιώνισή της171. Για τον Marcuse το όραμα ενός μη καταπιεστικού πολιτισμού είναι ουτοπικό και είναι 163 Jean Laplanche, ό.π. σελίδα 55164 Χέρμπερτ Μαρκούζε, Ψυχανάλυση και Πολιτική, ό.π. σελίδα 71165 Αγγειλκή Χριστοδουλίδη-Μαζαράκη, ό.π. σελίδα 113166 Χέρμπερτ Μαρκούζε, Ψυχανάλυση και Πολιτική, ό.π. σελίδα 18167 ό.π. σελίδα 19168 ό.π. σελίδα 44169 ό.π. σελίδα 34170 Jean Laplanche, ό.π. σελίδα 33171 Αγγελική Χριστοδουλίδη-Μαζαράκη, ό.π. σελίδα 90

45

Page 46: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

ζωντανό μέσω της φαντασίας. Η φαντασίωση όχι μόνο υπερβαίνει την πραγματικότητα (την οποία η κυρίαρχη θετικιστική σκέψη ταυτίζει με την αλήθεια) αλλά και αποτελεί μια πράξη καταγγελίας και αμφισβήτησης172. Για τις συγκεκριμένες δυνατότητες αλλαγής θα γίνει αναφορά στην ανάλυση του έργου «Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος».

Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος

Το σημαντικότερο έργο του Marcuse είναι «Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος», στο οποίο γίνεται μια συνολική κριτική της βιομηχανικής κοινωνίας. Η μαρκουζιανή κριτική ξεκινάει με τη διαπίστωση ότι έχει εξαφανιστεί οποιαδήποτε κοινωνική αντιπολίτευση. Η εργατική τάξη, η οποία άλλοτε εξέφραζε μια πραγματική δύναμη αντίστασης, έχει πλέον ενσωματωθεί στους στόχους και τις επιδιώξεις της βιομηχανικής κοινωνίας. Οι εργαζόμενοι αποκτούν πιο άνετη ζωή, έχουν πρόσβαση σε περισσότερα καταναλωτικά αγαθά και γι’ αυτό δεν έχουν κανένα συμφέρον να ανατρέψουν το κοινωνικό κατεστημένο173. Με τις αλλαγές στη φύση της εργασίας στη βιομηχανική κοινωνία (λιγότερη φυσική ενέργεια, αυτοματοποίηση, αφομοίωση επαγγελμάτων) αλλάζει και η συνείδηση των εργαζομένων. Με αυτόν τον τρόπο ο εργαζόμενος «δένεται» με το σύστημα, ενσωματώνεται σε αυτό. Για τον Marcuse αυτή δεν είναι απλά μια αλλαγή στη συνείδηση αλλά μια βαθιά διαδικασία αφομοίωσης καθώς «η εξομοίωση των αναγκών και των επιθυμιών, του επιπέδου ζωής, της ψυχαγωγίας και της πολιτικής τοποθέτησης, είναι η συνέπεια της ενσωμάτωσης στην υλική παραγωγική διαδικασία, μέσα στο ίδιο το εργοστάσιο»174. Έτσι «ενσωματώνονται στο σύστημα τα κοινωνικά εκείνα στρώματα που πάνω στη ράχη τους αυτό το σύστημα προοδεύει-δηλαδή οι τάσεις εκείνες που κάποτε ενσάρκωναν την καθολική αντίσταση στο σύστημα»175. Με τον τεχνολογικό εξορθολογισμό της παραγωγής δημιουργείται ένας καινούργιος ολοκληρωτισμός που «δεν είναι μόνο ο τρομοκρατικός πολιτικός ομοιομορφισμός, αλλά και ο μη τρομοκρατικός οικονομικο-τεχνικός ομοιομορφισμός που λειτουργεί με την χειραγώγηση των αναγκών στο όνομα ενός γενικού ψευτοσυμφέροντος»176. Έτσι, «η τεχνολογία επιτρέπει την εγκαθίδρυση καινούργιων, πιο αποτελεσματικών και πιο ευχάριστων, μορφών κοινωνικού ελέγχου και κοινωνικής συνοχής»177. Η κοινωνία δημιουργεί ψεύτικες ανάγκες στις οποίες προσφέρει μια αντίστοιχα ψεύτικη ικανοποίηση. Οι πλαστές αυτές ανάγκες επιβάλλονται στο άτομο και «δικαιολογούν τη ξεθεωτική δουλειά, την επιθετικότητα, την εξαθλίωση, την αδικία»178. Έτσι το σύστημα καταφέρνει να ελέγχει ολοκληρωτικά τις συνειδήσεις των ανθρώπων καταπνίγωντας κάθε υποψία αμφισβήτησης. Η βιομηχανική κοινωνία στο επίπεδο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής, έχει καταφέρει να εξαφανίσει τη δυνατότητα ποιοτικής αλλαγής. Για τον Marcuse «ο τεχνικός έλεγχος έχει γίνει η ενσάρκωση της Λογικής, είναι στην υπηρεσία όλων των ομάδων, όλων των κοινωνικών συμφερόντων-έτσι ώστε κάθε αντίθεση να μοιάζει ακατανόητη και κάθε αντίσταση αδύνατη»179. Η κοινωνική ολότητα έχει εγκαταστήσει μια ανορθολογικότητα την οποία συγκαλύπτει με «λογικά» επιχειρήματα, έχει

172 ό.π. σελίδες 113 και 116173 Herbert Marcuse, Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος, Αθήνα, χχ, σελίδα 49174 ό.π. σελίδα 57175 ό.π. σελίδα 49176 ό.π. σελίδα 35177 ό.π. σελίδα 28178 ό.π. σελίδα 36179 ό.π. σελίδα 40

46

Page 47: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

δημιουργήσει μια πανομοιότυπη, μονοδιάστατη σκέψη. Ο άνθρωπος έχει κατακτηθεί από τη μαζική παραγωγή και έχει χάσει την ικανότητα κοινωνικής κριτικής. Έχει μάθει να σκέφτεται και να δρα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, έναν τρόπο που διατηρεί το status quo. Η κυρίαρχη ιδεολογία, καταργώντας την κριτική ικανότητα του Λόγου και αποδεχόμενη το υπαρκτό ως αληθινό, έχει δυσφημήσει την εικόνα και το όραμα μιας μελλοντικής αλλαγής ως μεταφυσική.

Στο σύστημα αυτό η πολιτική είναι αυτή που καθορίζει την πορεία του. Σύμφωνα με τον Marcuse «πρέπει να προσαρμόσουν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις την οικονομία τους στις επιταγές του Κράτους Ευημερίας. Σύμφωνα με τις επιταγές αυτές, οι κυβερνητικές δαπάνες και παρεμβάσεις πρέπει να αυξηθούν σημαντικά, να επιχειρηθεί σχεδιοποίηση σε εθνική και παγκόσμια κλίμακα, να ενταθεί το πρόγραμμα ξένης βοήθειας, να οργανωθεί καλά η κοινωνική ασφάλιση, να γίνουν δημόσια έργα μεγάλης κλίμακας κι ακόμα και μια μερική εθνικοποίηση»180. Όλα αυτά υπηρετούν «ένα σύστημα διοίκησης των πραγμάτων, που ελέγχει τα τρωτά και διευθετεί τις διαμάχες, χάρη στα ευεγερτικά αποτελέσματα μιας αυξανόμενης παραγωγικότητας και της απειλής ενός πυρηνικού πολέμου»181. Το Κράτος Ευημερίας είναι αυτό που έχει καταφέρει να αμβλύνει τις πολιτικές και οικονομικές διαφορές, υποτάσσοντας σε αυτό τα επιχειρηματικά συμφέροντα αλλά και τους εργάτες.

Η κοινωνία αυτή αποκαλείται μονοδιάστατη επειδή έχει αφαιρέσει την άρνηση και την αμφισβήτηση από όλες τις κοινωνικές εκφάνσεις, επιβάλλοντας έτσι την ομοιομορφία, την αλλοτρίωση, τη θετικότητα και την εργαλειακή ορθολογικότητα. Ο Marcuse, όπως και οι Horheimer και Adorno, άσκησε κριτική στον εργαλειακό Λόγο της κυρίαρχης ιδεολογίας του Λογικού Θετικισμού. Η επιστήμη στη σύγχρονη εποχή είναι μια παραγωγική δύναμη που στοχεύει στην υλική και ιδεολογική νομιμοποίηση της κατεστημένης πραγματικότητας. Φύση και άνθρωπος, φυσική και ανθρώπινη ύλη είναι απλά ένα εργαλειοποιήσιμο σύνολο που προσφέρεται στο κατεστημένο για εκμετάλλευση. Ο Marcuse υποστηρίζει «ότι η επιστήμη, εξ αιτίας της μεθόδου της και των εννοιών της, έκανε το σχέδιο ενός συνόλου όπου η κυριαρχία πάνω στη φύση είναι δεμένη με την κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο κι ότι ευνόησε αυτό το σύνολο»182. Ο Marcuse αντιδρά επίσης και στην αντίληψη για την ουδετερότητα της επιστήμης τονίζοντας ότι «η ουδετερότητα αυτή έχει πραγματικά ένα θετικό χαρακτήρα. Η επιστημονική ορθολογικότητα ευνοεί μια ειδική κοινωνική οργάνωση, γιατί ακριβώς προσχεδιάζει μια απλή μορφή (ή μια απλή ύλη-εδώ οι όροι συναρτώνται) που πρακτικά προσφέρεται για όλους τους σκοπούς»183. Με την μονοδιάστατη επιστήμη αφαιρείται το αρνητικό, το μη ελέγξιμο, το μη ποσοτικοποιήσιμο. Η λειτουργικοποίηση του Λόγου συνδέεται με την επικράτηση της τυπικής έναντι της διαλεκτικής Λογικής. Για τον Marcuse «η παλιά κι η καινούργια τυπική λογική έχουν την ίδια μορφή σκέψης. Μια μορφή απ’ όπου έχει αφαιρεθεί το τόσο έκδηλο στις απαρχές της φιλοσοφίας και της λογικής “αρνητικό”-η εμπειρία της αρνητικής, απατηλής, πλαστής δύναμης της κατεστημένης πραγματικότητας. παραμερίζοντας αυτήν την εμπειρία, η εννοιακή προσπάθεια παύει έτσι να διατηρεί την αντίθεση ανάμεσα στο “είναι” και στο “θα έπρεπε να είναι”. Μ’ αυτό τον τρόπο, η σκέψη γίνεται ακριβής, αντικειμενική κι επιστημονική, αλλά χωρίς πια κρίσεις καταδικαστικές για την κατεστημένη πραγματικότητα»184. Η επιστήμη

180 ό.π. σελίδα 64-65181 ό.π. σελίδα 50182 ό.π. σελίδα 174183 ό.π. σελίδα 166184 ό.π. σελίδα 152

47

Page 48: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

αποτελεί μια στρεβλή και ιδεολογική αντανάκλαση της πραγματικότητας καθώς αφαιρεί ο,τιδήποτε μπορεί να φανεί επικίνδυνο για την κανονικότητα και την ομαλότητα της κοινωνικής ζωής.

Η μονοδιάστατη κοινωνία είναι μονοδιάστατη σε όλες της τις εκδηλώσεις. Ο Marcuse αναλύει ιδιαίτερα τις αλλαγές που έγιναν στη γλώσσα και την τέχνη. Η μονοδιάστατη γλώσσα «κατευθύνεται προς την ταύτιση και την ενοποίηση, εδραιώνει τη συστηματική προβολή της θετικιστικής σκέψης, της θετικιστικής δράσης, τέλος μάχεται συστηματικά τις κριτικές και υπερβατικές έννοιες»185. Η επίσημη γλώσσα είναι ένα σύνολο στο οποίο έχει ενσωματωθεί η άρνηση και η αντίθεση. Οι λέξεις και οι φράσεις παρουσιάζουν μια ψευδή πραγματικότητα και δημιουργούν μια ψεύτικη αρμονία των αντιθέσεων. Η γλώσσα χρησιμοποιείται για τη διατήρηση της κυριαρχίας, εμποδίζοντας την κριτική σκέψη και ταυτίζοντας το αντικείμενο με τη λειτουργία του. Για την μονοδιάστατη γλώσσα και σκέψη οι αφηρημένες έννοιες είναι μεταφυσικές και σημασία έχουν μόνο οι λειτουργίες ενός πράγματος, οι ενέργειες που κάνει. Το πράγμα ταυτίζεται με τη λειτουργία του και εξαφανίζεται η δυνατότητα αλλαγής, δικαιώνοντας έτσι την κατεστημένη του μορφή. Η αντίληψη αυτή επεκτείνεται και στα άτομα. Η κυριαρχία, εκμεταλλευόμενη τα μαζικά μέσα επικοινωνίας, δημιουργεί μια γλώσσα που ταυτίζει το άτομο με αυτήν, «ευνοεί τον αυτό-ταυτισμό των ανθρώπων με τις λειτουργίες που αυτοί οι ίδιοι κι οι άλλοι κάνουν μέσα στην κοινωνία»186. Για τον Marcuse «η γλώσσα αυτή, που ακατάπαυστα επιβάλλει εικόνες, εμποδίζει την ανάπτυξη και την έκφραση των εννοιών. Με την αμεσότητα και την ομοφωνία της, εμποδίζει την εννοιολογική σκέψη. Εμποδίζει τη σκέψη. Γιατί η έννοια δεν ταυτίζει το πράγμα με τη λειτουργία του»187. Συνοψίζοντας ο Marcuse τονίζει τα βασικά χαρακτηριστικά της μονοδιάστατης γλώσσας: «η έννοια περιορίστηκε σε συγκεκριμένες εικόνες. Υπνωτικές και αυτοδικαιολογούμενες φόρμουλες διασπούν την ανάπτυξή της. Ο λόγος απόκτησε ανοσία απέναντι στην αντίθεση. Το πράγμα (ή το πρόσωπο) ταυτίζεται με τη λειτουργία του»188. Και συνεχίζει: «ο λόγος αυτός είναι ένα όργανο συνοχής και υποταγής. Η λειτουργική γλώσσα είναι θεμελιακά αντικριτική και αντιδιαλεκτική. Μέσα σ’ αυτήν ο ορθολογισμός της ενέργειας και ο ορθολογισμός της συμπεριφοράς απορροφούν τα υπερβατικά, αρνητικά, αντιπολιτευτικά στοιχεία του λόγου»189. Σε μια τέτοια μονοδιάστατη γλώσσα αντιστέκεται η λαϊκή γλώσσα η οποία «αμύνεται με προκλητικό και πεισματωμένο χιούμορ ενάντια στον επίσημο και μισοεπίσημο λόγο»190. Στη γλώσσα αυτή «είναι σαν ο άνθρωπος του δρόμου να επιβεβαιώνει τον ανθρωπισμό του στο λόγο του, αντιτάσσοντάς τον στις υπάρχουσες εξουσίες, σαν να εκδηλώνονται, σ’ ένα λεξιλόγιο που λέει τα πράγματα με τα’ όνομά τους, η άρνηση και η εξέγερση που έχουν εξουθενωθεί στο πολιτικό επίπεδο»191.

Στη μονοδιάστατη πραγματικότητα έχει ενσωματωθεί και η τέχνη λόγω της μαζικής παραγωγής της. Στην τέχνη αυτή οι αντιθέσεις συμφιλιώνονται. Η δυτική κουλτούρα της προβιομηχανικής κοινωνίας, παρά το ότι ήταν μια κουλτούρα φεουδαρχική και ρομαντική, εξέφραζε μια «συνειδητή απέχθεια για τον κόσμο των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας, για την τάξη των

185 ό.π. σελίδα 105186 ό.π. σελίδα 111187 ό.π σελίδα 113188 ό.π. σελίδα 115189 ό.π. 190 ό.π. σελίδα 106191 ό.π.

48

Page 49: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

πραγμάτων τη βασισμένη στον υπολογισμό και στο κέρδος»192. Οι χαρακτήρες και η θεματική αυτής της τέχνης ενσωματώθηκαν στο κυρίαρχο μοντέλο ζωής της βιομηχανικής κοινωνίας. Έτσι «ο ρόλος τους, τελείως διαφορετικός, είναι αντίθετος με το ρόλο των πνευματικών τους προγόνων. Δεν είναι πια ενσαρκώσεις ενός διαφορετικού τρόπου ζωής, αλλά μορφές ή ποικιλίες του ίδιου τρόπου ζωής και δεν αρνούνται την κατεστημένη τάξη αλλά την επικυρώνουν»193. Η προβιομηχανική/προτεχνολογική τέχνη ήταν μια τέχνη διπλοδιάστατη και «εκπροσωπούσε πολλά πράγματα για την καθημερινή πραγματικότητα-αντιπολίτευση, στολίδι, διαμαρτυρία, εγκαρτέρηση. Είχε ακόμα την επιφάνεια της ελευθερίας: αρνιόταν την καθιερωμένη συμπεριφορά»194. Όλα αυτά όμως χάθηκαν λόγω της σταδιακής υλικής ικανοποίησης των μαζικών αναγκών και της δημιουργίας μιας μαζικής τέχνης. Με αυτόν τον τρόπο η τέχνη έπαψε να έχει ένα ανατρεπτικό περιεχόμενο, τυποποιήθηκε και συμφιλιώθηκε με την κοινωνία εκφράζοντας τους κατεστημένους σκοπούς. Η τέχνη για τον Marcuse «περιέχει την ορθή λογική της άρνησης. Στις ακραίες θέσεις της, είναι η μεγάλη Άρνηση-η διαμαρτυρία απέναντι σ’ αυτό που είναι»195. Με την καλλιτεχνική αποδέσμευση από την πραγματικότητα γίνεται δυνατή η δημιουργία εικόνων και καταστάσεων που την αρνούνται και προβάλλουν τις καταπιεσμένες επιθυμίες αλλά και τη δυνατότητα ενός εναλλακτικού κόσμου. Η τέχνη αποκαλύπτει την πραγματικότητα, την αδικία και την αθλιότητά της. Στην αρνητική μορφή της τέχνης «ο μύθος καλεί τα γεγονότα με το όνομά τους και η βασιλεία τους καταρρέει. Ο μύθος υπονομεύει την πείρα της καθημερινότητας και δείχνει ότι είναι πλαστή και ευνουχισμένη»196. Αυτή της η λειτουργία έχει εξαφανιστεί μέσα στη βιομηχανική κοινωνία. Η θετική τέχνη κατάφερε να συμφιλιώσει ό,τι ήταν αντίθετο, να δημιουργήσει μια αρμονία αντιφατικών πραγμάτων. Πλέον «η ουσιαστική αυτή απόσταση ανάμεσα στην τέχνη και την καθημερινότητα σιγά-σιγά καταργήθηκε από την πρόοδο της τεχνικής κοινωνίας. Τη μεγάλη Άρνηση την αρνήθηκαν. Η “άλλη διάσταση” απορροφήθηκε απ’ τον κυρίαρχο κόσμο των υποθέσεων»197. Η εξέλιξη αυτή καταργεί την τέχνη καθ’ εαυτή. Ο Marcuse αναφέρει ότι «η τεχνολογική πραγματικότητα καταστρέφει τις παραδοσιακές μορφές, καταστρέφει την ίδια τη δυνατότητα καλλιτεχνικής αποδέσμευσης απ’ το κατεστημένο-δηλαδή τείνει όχι μόνο να εξαφανίσει μερικά “στυλ”, αλλά και την ίδια την ουσία της τέχνης»198. Η αλλαγή αυτή είναι κοινωνική και οφείλεται στα γενικότερα χαρακτηριστικά της βιομηχανικής κοινωνίας και κυρίως στην ικανότητά της να ικανοποιεί τις υλικές ανάγκες των ανθρώπων και να μειώνει την εξαθλίωση και την άρνηση. Οι άνθρωποι στη μονοδιάστατη κοινωνία έχουν μια άνετη ζωή και συνεπώς δεν βρίσκουν κανέναν λόγο για να ανατρέψουν την κυριαρχία. Η τέχνη, που άλλοτε εξέφραζε την αμφισβήτηση, προσαρμόζεται σε αυτή τη νέα κατάσταση και «εξαλείφει τη γνήσια πραγματικότητα των πιο ακριβών εικόνων της υπέρβασης, ενσωματώνοντάς τες στο περιβάλλον της πανταχού παρούσας καθημερινής ζωής»199 χειραγωγώντας και ελέγχοντας τον οποιονδήποτε κίνδυνο συγκρούσεων και αντιπολίτευσης.

192 ό.π. σελίδα 82193 ό.π. σελίδες 82-83194 ό.π. σελίδα 93195 ό.π. σελίδα 86196 ό.π. σελίδα 85197 ό.π. σελίδα 87198 ό.π. σελίδα 86199 ό.π. σελίδα 92

49

Page 50: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

Ο Marcuse βλέπει στη φιλοσοφία μια δυνατότητα αντίστασης. Σύμφωνα με αυτόν «η ανάλυσή μας θα πρέπει να γίνεται όλο και πιο αφηρημένη, όλο και πιο ιδεολογική. Μόνο αν μπούμε στον πιο απομακρυσμένο απ’ το συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο μπορούμε να δείξουμε με σαφήνεια το βαθμό υποδούλωσης της σκέψης στην κοινωνία»200. Ο Marcuse υποστηρίζει ότι μια έννοια ξεπερνά τη φαινομενικότητα και το ενεργειακό, λειτουργικό πεδίο στο οποίο την έχει καταδικάσει η θετικιστική σκέψη. Το περιεχόμενο της έννοιας δεν περιορίζεται σε αυτό που είναι αλλά και στις δυνατότητες που υπάρχουν για να γίνει κάτι άλλο. Έχει ένα υπερβατικό χαρακτήρα που «φανερώνει την περιορισμένη κι απατηλή ακόμη μορφή που δίνεται στα γεγονότα σαν ύλη της καθημερινής πραγματικότητας. Μ’ αυτήν την “έξαρση” του νοήματος εκδηλώνεται η ένταση, η διαφορά, η σύγκρουση ανάμεσα στην έννοια και στο άμεσο γεγονός»201. Ο Marcuse τονίζει ως βασικό πρόβλημα της σύγχρονής του φιλοσοφίας το ζήτημα των καθολικών εννοιών. Η μονοδιάστατη θετικιστική φιλοσοφία αρνήθηκε τις καθολικές έννοιες επειδή δεν μπορούσαν να επιβεβαιωθούν εμπειρικά, επειδή ήταν «μεταφυσικές» δηλαδή. Η φιλοσοφία αυτή έχει έναν «θεραπευτικό» χαρακτήρα, «θεραπεύει» δηλαδή οποιαδήποτε παρέκκλιση από την «κανονική» συμπεριφορά, οποιαδήποτε σκέψη που μπορεί να περιέχει κάτι το αρνητικό. Όλα ξεκαθαρίζονται, όλα γνωρίζονται, όλα γίνονται θετικά. Έτσι, «η θετική φιλοσοφία οικοδομεί έναν κόσμο αυτάρκη, κλειστό και καλά θωρακισμένο απέναντι στην απειλή ταραχοποιών παραγόντων […] υποτιμά ή “μεταφράζει” όσες έννοιες είναι κατάλληλες να συλλάβουν την κατεστημένη πραγματικότητα στην καταπιεστική και ανορθολογικό δομή της, τις έννοιες δηλαδή της αρνητικής σκέψης»202. Η φιλοσοφία, που στην ανορθολογική κοινωνία χρησιμοποιείται για τη δικαιολόγηση της κατεστημένης και καταπιεστικής πολιτικής πραγματικότητας, πρέπει να αποκαλύψει την αλήθεια της καταπίεσης και να προβάλλει τα δικά της προτάγματα, τις δικές της προοπτικές. Ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να επιτελέσει αυτόν τον ιστορικό της στόχο είναι η αποκατάσταση των καθολικών εννοιών. Η αποκατάσταση αυτή είναι απαραίτητη για να εκδηλωθούν οι δυνατότητες για μια διαφορετική πραγματικότητα. Για τη θετική φιλοσοφία το υπαρκτό είναι το αληθινό. Η πραγματικότητα είναι έτσι όπως είναι και δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Ο Marcuse υποστηρίζει ότι η καθολικότητα μπορεί να δείχνει μια τέτοια εναλλακτική γι’ αυτό και καταδικάζεται ως «μεταφυσική» και ουτοπική. Το σύστημα την φοβάται ακριβώς επειδή προβάλλει μια δυνατότητα αλλαγής καθώς «συλλαμβάνει μέσα σε μια και μόνη ιδέα, τις δυνατότητες που πραγματοποιήθηκαν και ταυτόχρονα “μπλοκαρίστηκαν” στην πραγματικότητα»203. Η καθολική έννοια δείχνει ότι αυτό που υπάρχει είναι μόνο το πραγματοποιημένο μέρος των δυνατοτήτων που ενυπάρχουν σε ένα πράγμα ή στην κοινωνία, «εκφράζει τη διαφορά και την ένταση ανάμεσα στη δυνατότητα και στο υπάρχον-την ταυτότητά της μέσα στη διαφορά»204. Συνεχίζοντας ο Marcuse αναφέρει ότι «στην καθολική έννοια δηλώνεται αυτό που είναι και αυτό που δ ε ν είναι η ιδιαίτερη οντότητα. Η ερμηνεία μπορεί να παραμερίσει την κρυμμένη άρνηση, ξαναδιατυπώνοντας τη σημασία σε μια μη αντιφατική πρόταση. Αλλά στη διατύπωση υπάρχει, όσο δεν έχει ξαναδιατυπωθεί ακόμη, μια πραγματική έλλειψη. Οι αφηρημένοι όροι (ελευθερία, ομορφιά) σημαίνουν κάτι περισσότερο απ’ τις ιδιότητες (το

200 ό.π. σελίδα 121201 ό.π. σελίδα 123202 ό.π. σελίδα 189203 ό.π. σελίδα 213204 ό.π. σελίδα 215

50

Page 51: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

όμορφο, το ελεύθερο) που αποδίδονται στα πρόσωπα, τα πράγματα ή τις ιδιαίτερες συνθήκες. Η καθολικότητα ουσίας τείνει να εκφράσει ιδιότητες που ξεπερνούν κάθε ιδιαίτερη εμπειρία, αλλά που παραμένουν στο πνεύμα, όχι με τη μορφή ενός κατασκευάσματος της φαντασίας ούτε με τη μορφή λογικών δυνατοτήτων, αλλά σαν η ουσία, η “ύλη” απ’ την οποία είναι φτιαγμένος ο κόσμος μας»205. Με τις καθολικές και αφηρημένες έννοιες τονίζεται η διαφορά του Είναι με το Δέον, αυτού που υπάρχει με αυτό που μπορούσε να υπάρχει. Στη διαλεκτική σκέψη «οι προτάσεις που ορίζουν την πραγματικότητα δίνουν για αληθινό κάτι που δ ε ν είναι (άμεσα) αληθινό. Μ’ αυτό τον τρόπο έρχονται σ’ αντίθεση μ’ αυτό που είναι και αμφισβητούν την αλήθεια του […] συλλαμβάνει την κριτική ένταση ανάμεσα στο “είναι” και στο “πρέπει”»206. Οι καθολικές έννοιες είναι «ιστορικές και υπεριστορικές. Εννοιοποιούν την ύλη απ’ την οποία έγινε ο κόσμος της εμπειρίας και την εννοιοποιούν επιτρέποντας να διακρίνουμε τις δυνατότητές της που τώρα είναι περιορισμένες, καταργημένες, αρνημένες»207. Οι δυνατότητες αυτές προκύπτουν από την εσωτερική φύση ενός αντικειμένου, από την ελεύθερη αυτοανάπτυξή του και όχι από έναν γενικό νόμο των πιθανοτήτων. Για παράδειγμα, η δυνατότητα αλλαγής της κοινωνίας δεν είναι ίση με τη δυνατότητα να εμφανιστεί την ίδια ώρα σε όλες τις πόρτες ένας άνθρωπος με πράσινο καπέλο208. Για τον Marcuse «η κατεστημένη ορθολογικότητα γίνεται ανορθολογική όταν, στη διάρκεια της ε σ ώ τ ε ρ ή ς της εξέλιξης, οι δυνατότητες του συστήματος ξεπεράσουν τους ίδιους τους θεσμούς του. Η εσωτερική αυτή αντίθεση προέρχεται απ’ τον ιστορικό χαρακτήρα της πραγματικότητας που δίνει στις έννοιες, τις επιφορτισμένες να συλλάβουν την πραγματικότητα αυτή, τον κριτικό τους χαρακτήρα. Αναγνωρίζουν και προκαθορίζουν το ανορθολογικό στην κατεστημένη πραγματικότητα-προβάλλουν την ιστορική άρνηση»209. Η διαδικασία αυτή δεν είναι αυτόματη. Ο Marcuse τονίζει ιδιαίτερα τη σημασία της ανθρώπινης βούλησης και επιλογής στη διαδικασία της αλλαγής. Έτσι «σαν ιστορική διαδικασία, η διαλεκτική διαδικασία επιβάλλει τη συνειδητοποίηση: την αναγνώριση και την κατανόηση των δυνατοτήτων απελευθέρωσης […] η κριτική σκέψη πρέπει να προσπαθήσει να καθορίσει τον ανορθολογικό χαρακτήρα της κατεστημένης πραγματικότητας (πράγμα που γίνεται όλο και πιο φανερό) και να καθορίσει τις τάσεις που σπρώχνουν την ορθολογικότητα αυτή στον αυτομετασχηματισμό της»210.

Στο τέλος του έργου αυτού ο Marcuse μελετάει τις προοπτικές απελευθέρωσης. Η απελευθέρωση αυτή θα μπορούσε να αποδεσμεύσει την επιστήμη από το θετικιστικό πλαίσιο της αλόγιστης εκμετάλλευσης της φύσης και του ανθρώπου. Η τεχνολογική βάση της κοινωνίας «θα έχει κάνει δυνατή την ικανοποίηση των αναγκών και τον περιορισμό της επίμοχθης εργασίας»211. Η ολοκλήρωση της τεχνολογικής προόδου δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις για την υπέρβασή της. Ο άνθρωπος θα μπορεί να ικανοποιεί τις υλικές του ανάγκες (μια διαδικασία που ο Marcuse ονομάζει «ειρήνευση της ύπαρξης») και θα έχει τη δυνατότητα ελεύθερης ανάπτυξης όλων των ικανοτήτων του. Η εργασία θα είναι σκοπός αφού σε αυτή θα έχει ενσωματωθεί το παιχνίδι και η φαντασία. Επίσης «οι ιδέες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ανθρωπιάς βρίσκουν την αλήθεια τους και εφαρμόζονται με καλή πίστη εκεί ακριβώς που

205 ό.π. σελίδα 216206 ό.π. σελίδες 145 και 146207 ό.π. σελίδα 217208 ό.π. σελίδα 218209 ό.π. σελίδα 222210 ό.π. σελίδες 223 και 228211 ό.π. σελίδα 232

51

Page 52: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

θα μπορούσαν πάντα να εφαρμόζονται: στην ικανοποίηση των υλικών αναγκών του ανθρώπου και στην ορθολογική οργάνωση του χώρου της αναγκαιότητας»212. Χαρακτηριστικά μιας τέτοιας κοινωνίας θα είναι ο περιορισμός της υπερανάπτυξης, η απελευθέρωση της ανθρώπινης αφροδίσιας ενέργειας και το δικαίωμα στην ιδιωτική αυτονομία και απομόνωση που επιτρέπουν την ανάπτυξη της σκέψη σε αντίθεση με τους ομαδοποιημένους τρόπους διασκέδασης και κοινωνικοποίησης της μονοδιάστατης κοινωνίας. Η συζήτηση αυτή καταλήγει στην αναζήτηση ενός νέου ιστορικού υποκειμένου αφού η «εργατική τάξη έγινε ένα στήριγμα του Κατεστημένου, η προώθησή της στον έλεγχο δεν θα έκανε τίποτ’ άλλο παρά να παρατείνει με άλλο τρόπο αυτό το Κατεστημένο»213. Η σκέψη του Marcuse, όταν φτάνει σε αυτό το σημείο, δεν μπορεί να δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση. Τα προηγούμενα χρόνια έβλεπε ως λύση στο γεγονός ότι η αλλαγή προϋποθέτει επίγνωση της καταπίεσης, μια προσωρινή και διαπαιδαγωγητική δικτατορία των φιλοσόφων214. Στ έργο του αυτό όμως εκφράζει μια βαθιά απαισιοδοξία για τις προοπτικές ανατροπής της κυριαρχίας αφού η κριτική θεωρία «είναι ανίκανη να αποδείξει ότι υπάρχουν απελευθερωτικές δυνάμεις στο ε σ ω τ ε ρ ι κ ο της κατεστημένης κοινωνίας»215. Στο τέλος μόνο αφήνει να διαφανεί ότι αν υπάρχει κάποια ελπίδα αυτή βρίσκεται στο «υπόστρωμα των παριών και των “outsiders”, των άλλων φυλών, των άλλων χρωμάτων, των εκμεταλλευόμενων και κηνυγημένων τάξεων, των ανέργων κι αυτών που δεν μπορούν να βρουν δουλειά»216. Αυτοί «βρίσκονται έξω από τη δημοκρατική διαδικασία. Η ζωή τους εκφράζει την αμεσώτερη και τη γνησιότερη ανάγκη να μπει τέρμα στις απαράδεκτες συνθήκες και στους απαράδεκτους θεσμούς. Έτσι, η αντίθεσή τους είναι επαναστατική ακόμη κι αν η συνείδησή τους δεν είναι»217.

Κριτική στη μεταπολεμική σκέψη του Marcuse

Η σκέψη του Marcuse μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στρέφεται στην ψυχολογική ερμηνεία του ανθρώπου και της κοινωνίας. Ο Marcuse είναι απαισιόδοξος ως προς τις δυνατότητες της ιστορικές αλλαγής. Θεωρεί ότι για να μπορέσουν οι άνθρωποι να ανατρέψουν τη βιομηχανική κοινωνία πρέπει να αποδεσμευτούν από τις ιδεολογικές κυρίως κατασταλτικές της επιρροές. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει σε μια εκμεταλλευτική και αλλοτριωτική κοινωνία. Έτσι καταλήγει να βάζει ως προϋπόθεση της αλλαγής το ζητούμενο αποτέλεσμά της. Για να μπορέσει να ανατραπεί η κοινωνία χρειάζονται άνθρωποι χειραφετημένοι αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο, για να ξεφύγει ο άνθρωπος από την καταπίεση, χρειάζεται η κοινωνική ανατροπή. Πέφτει έτσι σε έναν φαύλο κύκλο που καταλήγει στην απαισιοδοξία. Το πρώτο σημείο κριτικής αφορά τη θέση της εργατικής τάξης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η υπόθεση του Marcuse είναι ίδια με την αντίληψη που εξέφρασαν οι Horkheimer και Adorno στη «Διαλεκτική του Διαφωτισμού». Το κράτος στον καπιταλισμό έχει καταφέρει να ελέγξει τις καπιταλιστικές αντιφάσεις και να ενσωματώσει την εργατική τάξη στο κατεστημένο.

Η κριτική για την επαναστατικότητα της εργατικής τάξης έγινε παραπάνω. Σε σχέση με την κατάσταση της εργατικής τάξης μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι αλήθεια ότι το βιοτικό της επίπεδο ανέβηκε. Στη

212 ό.π. σελίδα 235213 ό.π. σελίδα 251214 Αγγελική Χριστοδουλίδ-Μαζαράκη, ό.π. σελίδες 48-52215 Herbert Marcuse, Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος, ό.π. σελίδα 253216 ό.π. σελίδα 254217 ό.π.

52

Page 53: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

Γαλλία, για παράδειγμα, το 1954 μόλις το 8% των εργατικών οικογενειών είχε αυτοκίνητο, 0,8% τηλεόραση, 3,3% ψυγείο και 8,5% πλυντήριο ενώ το 1965 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 47%, 45,9%, 56,4% και 44%218. Η αύξηση αυτή ήταν προϊόν της γενικότερης ανάπτυξης του καπιταλισμού που οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγική ανοικοδόμηση μετά τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, στην αποικιοκρατική εκμετάλλευση219 αλλά και στην αύξηση της παραγωγικότητας με εντατικοποίηση της εργασίας. Η εκμετάλλευση της εργασίας δηλαδή όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά εντάθηκε. Μπορεί σε απόλυτους αριθμούς οι μισθοί των εργατών να αυξήθηκαν και να έγινε δυνατή σε αυτούς η πρόσβαση σε περισσότερα αγαθά, αλλά η αύξηση αυτή ήταν αναντίστοιχη στον πλούτο που παρήγαγαν. Τα έτη 1935-1938 το εισόδημα του κεφαλαίου στη γερμανική βιομηχανία αποτελούσε το 32,3% του εισοδήματος των εργατών ενώ τα έτη 1953-1959 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 44,7%220. Αυτό σημαίνει ότι ενώ τα καπιταλιστικά κέρδη αυξάνονταν, δεν αυξανόταν με τον ίδιο ρυθμό και η συμμετοχή των εργαζομένων σε αυτά. Ο Ernest Mandel αναφέρει: «η συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο εθνικό προϊόν των ΗΠΑ μειώθηκε από 78,7% το 1937 σε 72,5% το 1955, ενώ στο μεταξύ το ποσοστό ιδιωτικής συσσώρευσης κεφαλαίου αυξήθηκε από 16,4 σε 21,4% […] Παρόμοια στοιχεία για την Ιαπωνία επιβεβαιώνουν πως επρόκειτο για γενική τάση. Η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκε κει από 60,4% του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος το 1951 σε 54% το 1960 και 51,1% το 1970. Παράλληλα οι δαπάνες για την ιδιωτική αγορά πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκαν απότομα-από 12,1% του ΑΕΠ του 1951 σε 20,3% το 1960 [...] η ακαθάριστη δημιουργία κεφαλαίου εξακολούθησε ν’ αυξάνει και το 1966 ξεπέρασε τα 35% του ΑΕΠ σε σύγκριση με πάνω από 27% το 1951»221. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι στην πραγματικότητα υπήρξε μείωση της συμμετοχής της εργατικής τάξης στον εθνικά παραγόμενο πλούτο. Ο καπιταλισμός καθόλου δεν «θα έχει πάντοτε τη δυνατότητα να διατηρεί κι ακόμη να ανεβάζει το βιοτικό επίπεδο ενός όλο και πιο μεγάλου μέρους του πληθυσμού»222. Το ότι μπόρεσε ο εργαζόμενος να αγοράσει περισσότερα αγαθά δεν αναιρεί το γεγονός της εκμετάλλευσής του, η οποία καθορίζει σε τελική ανάλυση το πραγματικό βιοτικό επίπεδο και την ταξική αντίσταση. Ο καπιταλισμός συνέχισε να παράγει ανισότητες και καθόλου σε αυτόν «η αθλιότητα λιγόστεψε»223. Ο Marx, στο έργο του «Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο» «απάντησε» στο Marcuse λέγοντας ότι «αν κι αυξήθηκαν οι απολαύσεις του εργάτη, έπεσε όμως η κοινωνική ικανοποίηση που του προσφέρουν οι απολαύσεις αυτές, σε σύγκριση με τις ακόμα μεγαλύτερες απολαύσεις του καπιταλιστή, που είναι απρόσιτες στον εργάτη, σε σύγκριση με το βαθμό ανάπτυξης της κοινωνίας γενικά. Οι ανάγκες κι οι απολαύσεις μας πηγάζουν από την κοινωνία, γι’ αυτό και τις μετράμε με την κοινωνία, δεν τις μετράμε με τα αντικείμενα της ικανοποίησής τους. Επειδή η φύση τους είναι κοινωνική, είναι ταυτόχρονα και σχετική»224. Στις ΗΠΑ και τη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1970 το 20% του πληθυσμού βρισκόταν κάτω από τα (επίσημα) όρια της φτώχειας225. Η κρίση της δεκαετίας του 1970 απέδειξε με τη σειρά της ότι, παρά τη φαινομενική ομαλότητα, το

218 Michel Beaud, ό.π. σελίδα 321219 Για παράδειγμα, ενώ στις ΗΠΑ ο μηνιαίος μισθός το 1972 ήταν 500 δολάρια, στο Μεξικό ήταν 157, στη Βραζιλία 87 και στην Ινδία 30. Miche Beaud, ό.π. σελίδα 366 220 Έρνεστ Μαντέλ, Ο Ύστερος Καπιταλισμός. Ο ιμπεριαλισμός στην τελική του φάση, εκδόσεις Gutenberg, χχ, σελίδα 170221 ό.π. σελίδα 163222 Herbert Marcuse, Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος, ό.π. σελίδα 61223 ό.π. σελίδα 92224 Ερνστ Φίσερ, ό.π. σελίδα 170225 Michel Beaud, ό.π. σελίδα 326

53

Page 54: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

καπιταλιστικό σύστημα κυριαρχείται από αντιφάσεις που δεν μπορούν να μπορούν να ελεγχθούν από κανένα κράτος και κανένα μονοπώλιο, εκτός κι αν αυτά αρνηθούν την ίδια τους τη φύση. Χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης ήταν η επιβράδυνση της ανάπτυξης και η ανεργία226.

Σε σχέση με το ζήτημα της ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο σύστημα, ο Marcuse κάνει το λάθος να ταυτίζει την τάξη με τα κόμματά της. Δεν ήταν η εργατική αντίθεση αυτή που ενσωματώθηκε στο καπιταλιστικό σύστημα αλλά οι ηγεσίες των κόμματων της. Τα Κομμουνιστικά και Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα, ενισχυμένα λόγω της νίκης των Σοβιετικών στο πόλεμο από τη μια και την οικονομική ανάπτυξη από την άλλη, δεν είχαν κανέναν λόγω να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Η εργατική τάξη όμως απέδειξε για ακόμα μια ιστορική περίοδο ότι αποτελεί μια δύναμη άρνησης. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 το νεολαιίστικο και αντιπολεμικό κίνημα ενισχύθηκε από τους αγώνες της εργατικής τάξης. Οι εργατικές εξεγέρσεις στην Ανατολική Ευρώπη (Ανατολική Γερμανία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία), ο γαλλικός Μάης του 1968, όπου οι εργάτες έδωσαν μια μάχη που πήρε το χαρακτήρα επανάστασης, με καταλήψεις εργοστασίων, χώρων δουλειάς και μια μαζική γενική απεργία δέκα εκατομμυρίων εργαζομένων, αλλά και οι εργατικοί αγώνες στην Ιταλία τη δεκαετία του 1970, που πήραν έντονα και συγκρουσιακά χαρακτηριστικά, απέδειξαν για ακόμα μια φορά ότι η εργατική τάξη είχε τη διάθεση αλλά και τις αιτίες για να δώσει αγώνες και να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση αντανακλάστηκε και με την ενίσχυση των δυτικών Κομμουνιστικών Κομμάτων τα οποία, λόγω της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης, φάνταζαν ακόμα ως φορείς των σοσιαλιστικών ιδεών227. Η απουσία μαζικών εναλλακτικών κομμάτων με αναφορές στην επανάσταση ήταν η κύρια αιτία για την οποία η εργατική τάξη παρέμενε στις γραμμές των δύο κομμάτων που από καιρό δεν εξέφραζαν τα ιστορικά της συμφέροντα. Το ότι δεν υπήρχε ένα μαζικό επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο ήταν η αιτία που οι μεγάλοι και σκληροί αγώνες του προλεταριάτου δεν κατέληξαν στην ανατροπή του καπιταλισμού. Ο Marcuse, ενώ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια ρήξη μεταξύ θεωρίας και πράξης, δεν προσπάθησε να τις συμφιλιώσει, προτιμώντας την αποκλειστική ενασχόληση με τη θεωρία, μη κατανοώντας ότι οι δυο τους έχουν μια διαλεκτική σχέση και ότι χωρίς τη μια είναι αδύνατη η άλλη. Η θεωρία προκύπτει από την πράξη, γεννιέται από πρακτικές ανάγκες και αποτελεί μια γενίκευση πάνω στην πράξη. Η πράξη από την άλλη δεν είναι «καθαρή» πράξη αλλά καθοδηγείται από τη, διαμορφωμένη από τη πράξη και γεμάτη συμπεράσματα του παρελθόντος, θεωρία. Το δεύτερο σημείο της κριτικής έχει να κάνει με κριτική του Marcuse για τη Σοβιετική Ένωση και θα βασιστεί σε δύο σημεία: στο κατά πόσο η πολιτική του Stalin ήταν συνέχεια της πολιτικής του Lenin, και στις προοπτικές, και συνεπώς στη φύση, του σοβιετικού καθεστώτος.

Η σύγκριση μεταξύ του Lenin και του Stalin πρέπει να γίνει με βάση το χαρακτήρα της Σοβιετικής Ένωσης. Ο Marcuse υποστηρίζει ότι η ρώσικη επανάσταση ήταν μια αστικοδημοκρατική επανάσταση και η αδυναμία ανεξάρτητης δράσης του προλεταριάτου οδήγησε το Lenin να θεωρήσει ως

226 Στις ΗΠΑ η ανάπτυξη έπεσε από το 4,7% του ΑΕΠ (1970-1973) σε 2,4% (1973-1976). Τα αντίστοιχα ποσοστά για Αγγλία, Γερμανία και Ιαπωνία ήταν: 4,3%-0,9%, 3,9%-2%, 11,2%-3,7%. Η ανεργία στις ΗΠΑ αυξήθηκε από 2,8 εκατομμύρια (1968) σε 6,2 (1979), στην Αγγλία από 0,6 σε 1,3, στη Γερμανία από 0,3 σε 0,8 και στην Ιαπωνία από 0,6 σε 1,1. Michel Beaud, ό.π. σελίδα 323 227 Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλία πήρε 25,6% στις βουλευτικές εκλογές του 1963 ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας πήρε 21,8% στις εκλογές του 1962. Βόλφγκανγκ Άμπεντροτ, ό.π. σελίδα 156

54

Page 55: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

σημαντικό επαναστατικό παράγοντα και την αγροτιά. Για το Lenin η «αγροτιά» δεν είναι ένα ενιαίο στρώμα αλλά χωρίζεται και αυτή σε τάξεις (φτωχοί και πλούσιοι αγρότες). Οι αγροτικές μάζες δεν συγκροτούν ένα αυτόνομο επαναστατικό υποκείμενο λόγω της μικροαστικής τους φύσης, η οποία τους ωθεί να στηρίζουν τη μια από τις δυο πλευρές της βασικής καπιταλιστικής αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας. Ο Lenin είχε κατανοήσει ότι η αστική τάξη της Ρωσίας δεν θα μπορούσε να λύσει τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα της χώρας (με βασικά το μοίρασμα γης στους αγρότες και τη σύναψη ειρήνης) λόγω της υποτέλειάς της στον ιμπεριαλισμό και τους στενούς δεσμούς που απέκτησε με το διοικητικό μηχανισμό της μοναρχίας. Η ανάλυση αυτή επιβεβαιώθηκε από την ίδια την πραγματικότητα. Ανάμεσα στο Φλεβάρη και τον Οκτώβρη τα αστικά και μικροαστικά κόμματα, με όποιον συνδυασμό κι αν ανέβηκαν στην εξουσία, δεν κατάφεραν να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Οι αγρότες κατάλαβαν ότι από αυτά δεν μπορούσαν να περιμένουν τίποτα και γι’ αυτό συμμάχησαν με τους εργάτες ενισχύοντας το κόμμα των μπολσεβίκων. Ο Lenin «υποστήριζε ότι η αγροτιά θα έπρεπε να κινητοποιηθεί από τους εργάτες προκειμένου να επιτελέσει τα δημοκρατικά, αντιφεουδαρχικά καθήκοντά της. Από τη στιγμή όμως που οι εργάτες θα αρχίσουν να πιέζουν περαιτέρω προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού, οι ταξικοί ανταγωνισμοί θα αρχίσουν να εκδηλώνεται […] Σε μια χώρα όπου η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού αποτελούνταν από αγρότες ο αγώνας για το σοσιαλισμό θα αναμετριόταν με τη σοβαρή και αποφασιστική εναντίωση των πλουσιότερων στρωμάτων της αγροτιάς»228. Η επανάσταση είχε έναν διαρκή χαρακτήρα, μια άμεση μετατροπή της εκπλήρωσης των αστικοδημοκρατικών καθηκόντων σε σοσιαλιστικά, αυτή ήταν η ουσία της λενινιστικής στρατηγικής και όχι μια υποτιθέμενη αναγόρευση των αγροτών «γενικά» σε επαναστατική τάξη.

Λανθασμένο επίσης ήταν και το επιχείρημα του Marcuse ότι ο Lenin ήταν ο εισηγητής της θεωρίας για το σοσιαλισμό σε μια χώρα και της ανάπαυλας με τον ιμπεριαλισμό για ένα ακαθόριστο χρονικό διάστημα. Για τον βαθύτατα διεθνιστή Lenin η ρώσικη επανάσταση ήταν μόνο το πρώτο βήμα μιας διεθνούς επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού σε μια σειρά από χώρες. Σε αυτό συνηγορούν όλες οι δράσεις και τα κείμενά του αλλά και όλες οι αποφάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Lenin πήρε την πρωτοβουλία για την ίδρυση αυτής της νέας Διεθνούς το 1919, η οποία θα είχε ως σκοπό το διεθνή συντονισμό των επαναστατικών κομμάτων στην πάλη τους για το σοσιαλισμό, ενώ ο Stalin τη διέλυσε το 1943 ως ένδειξη καλής θέλησης στους ιμπεριαλιστές συμμάχους του. Από το 1919 ως το 1922 η Διεθνής έκανε τέσσερα συνέδρια (κάθε χρόνο δηλαδή) όσα έκανε και τα επόμενα είκοσι χρόνια! Στη Συνδιάσκεψη του Απρίλη του 1917 ο Lenin υποστήριζε ότι το προλεταριάτο της Ρωσίας «δεν πρέπει να ξεχνά ότι το κίνημα και η επανάστασή του αποτελούν μόνο μέρος του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος»229. Αλλά και στη συζήτηση για την υπογραφή της Συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ (7ο Συνέδριο Μπολσεβίκων 6-8 Μαρτίου 1918) ανέφερε ότι «αν το μπολσεβίκικο κόμμα πήρε μόνο του όλη την υπόθεση στα χέρια του, την πήρε γιατί ήταν βέβαιο, ότι η επανάσταση ωριμάζει σ’ όλες τις χώρες […] η σωτηρία μας απ’ όλες αυτές τις

228 Τεντ Γκραντ-Άλαν Γουντς, Λένιν και Τρότσκι: τι πραγματικά υποστήριζαν, εκδόσεις Μαρξιστική Φωνή, Αθήνα, χχ, σελίδα 78. Η θεώρηση αυτή του Lenin είναι εκ διαμέτρου αντίθετη με τη σταλινική πολιτική ενίσχυσης των πλούσιων αγροτών στη δεκαετία του 1920, η οποία συμπυκνώθηκε στο σύνθημα του Bukharin «Πλουτίστε!».229 Ν. Λένιν, Ο Λένιν για τη διαρκή επανάσταση (Οι θέσεις του Απρίλη), εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα, 1975, σελίδα 121

55

Page 56: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

δυσκολίες βρίσκεται-το ξαναλέω-στην πανευρωπαϊκή επανάσταση»230. Όταν όμως η επανάσταση χάθηκε στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ο Lenin κατάλαβε ότι χάθηκε μια ιστορική ευκαιρία. Η ανάγκη ενίσχυσης της οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης ήταν επιτακτική καθώς μια ενδεχόμενη κατάρρευση του καθεστώτος θα αποτελούσε μια μεγάλη ήττα για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα. Η «ανάπαυλα» δεν ήταν ειρήνευση με τον ιμπεριαλισμό καθώς «ο Λένιν δεν είχε συνηγορήσει στην ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ παρά σαν κάτι παραπάνω από ένα διάλλειμα για ανάσα, στη διάρκεια του οποίου θα ανασυγκροτούνταν τα διασκορπισμένα στρατεύματα της Ρωσίας, θα δημιουργούνταν ένας Κόκκινος Στρατός, προορισμένος για την άμυνα και την επίθεση, σαν μέσο βοήθειας της επανάστασης στη Δύση: την ίδια ακριβώς στιγμή που επιχειρηματολογούσε υπέρ της σύναψης ειρήνης, ο Λένιν πρόσθετε ότι ήταν “απαραίτητο να προετοιμαστούμε για επαναστατικό πόλεμο”»231. Για το Lenin «η θεμελιακή γραμμή της διεθνούς πολιτικής των Σοβιέτ στηριζόταν στο γεγονός ότι τούτη ή εκείνη η εμπορική, διπλωματική ή στρατιωτική συναλλαγή της σοβιετικής κυβέρνησης με τους ιμπεριαλιστές, αναπόφευκτη από τη φύση των περιστάσεων, με κανέναν τρόπο δεν θα περιόριζε ούτε θα αδυνάτιζε την πάλη του προλεταριάτου της αντίστοιχης καπιταλιστικής χώρας, γιατί σε τελευταία ανάλυση την ίδια την ασφάλεια του εργατικού κράτους μπορούσε να την εγγυηθεί, μόνο η ανάπτυξη της παγκόσμιας επανάστασης»232. Τα εθνικά Κομμουνιστικά Κόμματα συνέχιζαν να παλεύουν για την ενίσχυσή της επιρροής τους έτσι ώστε στα επόμενα επαναστατικά ξεσπάσματα να μπορέσουν να οδηγήσουν το κίνημα στη νίκη. Όμως η σταλινοποίηση των κομμάτων αυτών από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 οδήγησε μια σειρά από τέτοια ξεσπάσματα σε ήττα. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα δεν προώθησαν μια συμμαχία της εργατικής τάξης με τις μικροαστικές μάζες στη βάση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος ούτε προσπάθησαν να καταλάβουν την εξουσία. Αυτό που έκαναν ήταν να δεχτούν να συμμετάσχουν σε (Ισπανία 1936, Ελλάδα 1944, Γαλλία και Ιταλία 1945) ή να υποστηρίξουν (Γαλλία 1936) αστικές κυβερνήσεις στα πλαίσια μιας εθνικής ενότητας και διαταξικής αλληλεγγύης, μια τακτική που ακολούθησαν οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλεπαναστάτες, δηλαδή αυτοί στους οποίους έκανε σκληρή κριτική ο Lenin233! Με αυτόν τον τρόπο οι σταλινικές ηγεσίες έσωσαν πολλές φορές τον καπιταλισμό ενώ υπήρχαν όλες οι δυνατότητες για την ανατροπή του. Η γραφειοκρατία αυτή, για να διαφυλάξει τα προνόμιά της, δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση την πρόκληση ενός διεθνούς επαναστατικού αναβρασμού που θα μπορούσε να ωθήσει και τη ρώσικη εργατική τάξη σε μια πολιτική επανάσταση και κατάληψη του ελέγχου των μέσων παραγωγής. Γι’ αυτό και υποβίβαζε τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε ρόλο «ουράς» των «προοδευτικών» και «δημοκρατικών» κομματιών της αστικής τάξης, μετατρέποντας έτσι το κόμμα του προλεταριάτου στην αριστερή πτέρυγα του αστικού πολιτικού φάσματος. Η ανάπαυλα του Lenin ήταν διεθνιστική και επαναστατική, η ανάπαυλα του σταλινισμού ήταν συντηρητική και εθνικιστική.

Η ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήθελε ένα διεθνές επαναστατικό ξέσπασμα επειδή η Σοβιετική Ένωση του 1930, του 1940 και του 1960 δεν ήταν ίδια με αυτή του 1920. Το καθεστώς που είχε δημιουργηθεί ήταν ένα αντιφατικό

230 Β. Ι. Λένιν, Η επαναστατική φρασεολογία, εκδόσεις Χρόνος, Αθήνα, 1974, σελίδες 86-87 231Τεντ Γκραντ-Άλαν Γουντς, ό.π. σελίδα 105 232 Λέον Τρότσκι, Η προδομένη επανάσταση, εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα, 1984, σελίδα 156 233 Μια από τις «Θέσεις του Απρίλη» ήταν: «καμιά υποστήριξη στην Προσωρινή κυβέρνηση» η οποία ήταν μια κυβέρνηση της Αριστεράς μαζί με τη «δημοκρατική» αστική ρωσική τάξη. Ν. Λένιν, ό.π. σελίδα 4

56

Page 57: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

καθεστώς στο οποίο κυρίαρχη ήταν μια γραφειοκρατία234. Η γραφειοκρατία αυτή «στην αρχή ξεκίνησε σαν το αστικό όργανο του εργατικού κράτους. Εγκαθιδρύοντας και υπερασπίζοντας τα πλεονεκτήματα μιας μειοψηφίας, παίρνει, βέβαια, την αφρόκρεμα για τον εαυτό της […] έτσι από μια κοινωνική αναγκαιότητα έχει αναπτυχθεί ένα όργανο που έχει κατά πολύ ξεπεράσει την κοινωνικά αναγκαία λειτουργία του, και έχει γίνει ένας ανεξάρτητος παράγοντας και, έτσι, πηγή μεγάλου κινδύνου για ολόκληρο τον κοινωνικό οργανισμό»235. Ενώ λοιπόν στην αρχή του σοβιετικού κράτους η γραφειοκρατία βοήθησε στην οικονομική ανάπτυξη στη συνέχεια αποκτούσε όλο και περισσότερη επιβολή πάνω στο προλεταριάτο236. Οι αιτίες για αυτό ήταν «η αποσύνθεση της εργατικής τάξης, η απώλεια πολλών πρωτοπόρων στοιχείων στη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, η εισροή καθυστερημένων στοιχείων από την ύπαιθρο και η πτώση του ηθικού και η εξάντληση των μαζών ήταν η μια πλευρά της εικόνας. Στην άλλη πλευρά, οι δυνάμεις της αντίδρασης, αυτά τα μικροαστικά και αστικά στοιχεία που είχαν χάσει το ηθικό τους και τραβηχτεί με υπόγειο τρόπο από την επιτυχία της επανάστασης στη Ρωσία και διεθνώς, άρχισαν παντού να ανακτούν το θάρρος τους, να προβάλλουν στο προσκήνιο, επωφελούμενα από την κατάσταση για να χωθούν σε κάθε γωνιά και χαραμάδα των διευθυντικών σωμάτων της βιομηχανίας, του κράτους ακόμη και του κόμματος»237. Ο Trotsky τονίζει ότι «η σοβιετική γραφειοκρατία […] μικροαστική στη σύνθεση και το πνεύμα της-είχε καλεστεί για να ρυθμίζει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αγροτιά, ανάμεσα στο εργατικό κράτος και τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό: τέτια είναι η κοινωνική βάση του γραφειοκρατικού κεντρισμού»238. Και συνεχίζει: «υψώνοντας τον εαυτό της πάνω από τις εργαζόμενες μάζες η γραφειοκρατία ρυθμίζει αυτές τις αντιφάσεις. Χρησιμοποιεί αυτή τη λειτουργία για να ενισχύει την ίδια της την κυριαρχία»239. Η γραφειοκρατία δεν ήταν μια ανεξάρτητη τάξη240 αλλά εκμεταλλεύτηκε τις κοινωνικές κατακτήσεις της προλεταριακής επανάστασης για να πλουτίσει η ίδια. Η υλική της βάση ήταν η χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας καθώς αυτή «δικαιολογούσε» τη διατήρησή της πάνω από τις αντιφάσεις έτσι ώστε να τις ρυθμίζει. Ο Trotsky χαρακτηρίζει τη σύνδεση υλικής φτώχειας και γραφειοκρατικοποίησης ως εξής: «όταν υπάρχουν αρκετά αγαθά σε ένα κατάστημα, οι αγοραστές μπορούν να έλθουν όποτε θέλουν. Όταν υπάρχουν λίγα αγαθά, οι αγοραστές αναγκάζονται να κάνουν ουρά. Όταν οι ουρές είναι πολύ μακριές, είναι αναγκαίο να διοριστεί ένας αστυφύλακας για να κρατάει την τάξη. Αυτή είναι η αφετηρία της εξουσίας της σοβιετικής γραφειοκρατίας. Αυτή “ξέρει” ποιος πρέπει να πάρει κάτι και ποιος πρέπει να περιμένει»241. Η

234 Η σοβιετική γραφειοκρατία διέφερε από την αστική επειδή η πρώτη αποτέλεσε την επιβολή πάνω στην κυρίαρχη τάξη (εργατική) ενώ η δεύτερη απλώς το εκτελεστικό όργανο της κυρίαρχης (αστική τάξη). 235 Λέον Τρότσκι, Η προδομένη επανάσταση, ό.π. σελίδα 97236 «ο προοδευτικός ρόλος της σοβιετικής γραφειοκρατίας συμπέφτει με την περίοδο που αφιερώθηκε για την εισαγωγή στη Σοβιετική Ένωση των πιο σημαντικών στοιχείων της καπιταλιστικής τεχνικής», ό.π. σελίδα 223237 Τεντ Γκραντ-Άλαν Γουντς, ό.π. σελίδα 122238 Λεόν Τρότσκι, Η ταξική φύση της Σοβιετικής Ένωσης, εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα, 1986, σελίδα 72239 ό.π. σελίδα 60240 «μια τάξη ορίζεται όχι μόνο από τη συμμετοχή της στη διανομή του εθνικού εισοδήματος, αλλά και από τον ανεξάρτητο ρόλο της στη γενική δομή της οικονομίας και τις ανεξάρτητες ρίζες της στα οικονομικά θεμέλια της κοινωνίας […] η γραφειοκρατία δεν έχει κανένα απ’ όλα αυτά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά […] η γραφειοκρατία είναι άρρηχτα δεμένη με μια κυρίαρχη οικονομικά τάξη, τρέφεραι από τις κοινωνικές ρίζες της, κρατιέται και πέφτει μ’ αυτήν την τάξη». Λεόν Τρότσκι, Η ταξική φύση της Σοβιετικής Ένωσης, ό.π. σελίδα 30241 Λέον Τρότσκι, Η προδομένη επανάσταση, ό.π. σελίδα 96

57

Page 58: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

γραφειοκρατία όμως δεν επιβλήθηκε αυτόματα. Μεγάλες ευθύνες για αυτό είχε και η ηγεσία του Κόμματος η οποία προσάρμοσε την τακτική αλλά και τη στρατηγική του στις ανάγκες και τα συμφέροντα της μικροαστικής γραφειοκρατίας τα οποία ήταν αντίθετα με τα ιστορικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Βέβαια η διαδικασία αυτή βοηθήθηκε από τη διεθνή απομόνωση του σοβιετικού κράτος. Παρόλα αυτά όμως, η επικράτηση των γραφειοκρατών ήλθε μετά από έναν μακρόχρονο αγώνα με τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια της εργατικής τάξης και της νεολαίας που συσπειρώθηκαν γύρω από την Αριστερή Αντιπολίτευση. Τις γραφειοκρατικές αυτές τάσεις προσπάθησε να καταπολεμήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του και ο Lenin, όπως αποκάλυψαν οι επιστολές που έγραψε πριν το θάνατό του και είχαν αποσιωπηθεί για πολλά χρόνια από το σοβιετικό καθεστώς.

Η διαφορετική φύση της Σοβιετικής Ένωσης την εποχή του Lenin από αυτή του Stalin είχε την αντανάκλασή της αλλά και επηρεαζόταν από τη δομή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το κόμμα του Lenin δεν ήταν καθόλου απολυταρχικό. Το ότι ήταν συγκεντρωτικό και πειθαρχημένο πήγαζε από την ανάγκη της ενότητας στη δράση όλων των δυνάμεών του. Όμως πέρα από συγκεντρωτικό ήταν και δημοκρατικό, ίσως το πιο δημοκρατικό κόμμα που έχει δημιουργηθεί ποτέ. Οι διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στις τάσεις του συζητιόνταν ανοιχτά, χωρίς αποκλεισμούς, διαγραφές και εκτελέσεις. Είναι χαρακτηριστικό για τα κυριότερα ζητήματα που προέκυψαν μετά την κατάληψη της εξουσίας (ειρήνη Μπρεστ-Λιτόφσκ, ρόλος συνδικάτων) έγιναν συνέδρια, την ώρα που διεξαγόταν εμφύλιος πόλεμος, και σε αυτά δημιουργήθηκαν αντιπολιτευτικές φράξιες. Στη συζήτηση για την ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ μάλιστα, η αντιπολίτευση των «αριστερών κομμουνιστών» εξέδιδε και δικό της εσωτερικό περιοδικό στο οποίο θέτονταν όλα τα προς συζήτηση ζητήματα. Ο ίδιος ο Lenin άλλωστε βρέθηκε πολλές φορές στη μειοψηφική κομματική τάση (για παράδειγμα πριν τον Απρίλη του 1917) αλλά με την εσωτερική πάλη που διεξήγαγε κατάφερε να πείσει την πλειοψηφία. Το κόμμα του Stalin δεν ήταν τέτοιο. Ήταν και αυτό συγκεντρωτικό αλλά δεν ήταν δημοκρατικό. Δημοκρατία σε ένα κόμμα σημαίνει ενεργητική κριτική και έλεγχος της βάσης στην ηγεσία και δυνατότητα συζήτησης και εντοπισμού λαθών. Αν η γραφειοκρατία επέτρεπε κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να υπέγραφε τη θανατική της καταδίκη αφού μια ελεύθερη συζήτηση για τα λάθη της θα μπορούσε να δώσει ώθηση σε αντιπολιτευτικές ομάδες να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των εργατών και να ανατρέψουν τους εσωτερικούς συσχετισμούς. Αυτός ο κίνδυνος έπρεπε να εξαλειφθεί με κάθε τρόπο, με κυριότερο την τρομοκρατία. Είναι χαρακτηριστικό ότι από «τα 139 τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος που εκλέχτηκαν στο 17ο Συνέδριο πιάστηκαν και εκτελέστηκαν (κυρίως στην περίοδο 1937-1938) οι 98, δηλαδή το 70% […] από τους 1966 αντιπροσώπους στο Συνέδριο με θετική ή συμβουλευτική ψήφο, οι 1108, δηλαδή πολύ περισσότεροι από τους μισούς (56,3%) συνελήφθησαν βάσει κατηγοριών για αντεπαναστατικά εγκλήματα […] οι αντιπρόσωποι στο 17ο Συνέδριο δεν ήταν νεοστρατολογημένοι καριερίστες ή βολεμένοι γραφειοκράτες: το 80% των αντιπροσώπων είχαν μπει στο Μπολσεβίκικο Κόμμα στη διάρκεια της παρανομίας και γενικά πριν την κατοχύρωση της νίκης, δηλαδή πριν το 1920, ενώ το 60% των αντιπροσώπων ήταν εργάτες»242. Στην εποχή του Lenin ο μονοκομματισμός δεν είχε δημιουργηθεί με διατάγματα αλλά ήταν κάτι αναγκαστικό και προσωρινό. Άλλωστε «αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας, το μόνο πολιτικό κόμμα που

242 Λέον Τρότσκι. Η ηθική τους και η ηθική μας, εκδόσεις Παρασκήνιο, Αθήνα, 2000, σελίδα 101

58

Page 59: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

απαγορεύτηκε από τους μπολσεβίκους ήταν οι φασίστες “Εκατονταρχίτες”. Ακόμη και το αστικό κόμμα των Καντέτων δεν τέθηκε εκτός νόμου εξ αρχής. Η ίδια η κυβέρνηση ήταν ένας συνασπισμός μπολσεβίκων και αριστερών σοσιαλεπαναστατών. Αλλά υπό την πίεση του εμφυλίου πολέμου, μια οξεία πόλωση των ταξικών δυνάμεων, στην οποία οι μενσεβίκοι, οι εσέροι και οι “αριστεροί εσέροι” τάχθηκαν με την πλευρά της αντεπανάστασης. Αντίθετα με τις δικές τους προθέσεις οι μπολσεβίκοι αναγκάστηκαν να εισάγουν ένα μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας. Αυτό το μονοπώλιο, το οποίο θεωρήθηκε μια εξαιρετική και προσωρινή συνθήκη, δημιουργούσε τεράστιους κινδύνους σε μια κατάσταση όπου η προλεταριακή πρωτοπορία έμπαινε κάτω από μια αυξανόμενη πίεση εχθρικών δυνάμεων»243.

Η ανάλυση του Marcuse δεν ήταν ταξική και γι’ αυτό δεν μπορούσε να κατανοήσει τον αντιφατικό χαρακτήρα της σοβιετικής κοινωνίας. Εγκλωβισμένος στην αντίληψη για τη συνεχή ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας θεώρησε ότι κάτι ανάλογο (μέσα σε καταπιεστικά πλαίσια βέβαια) θα συνέβαινε και στη Σοβιετική Ένωση. Μερικά χαρακτηριστικά της ανάπτυξης θα ήταν η αύξηση του βιοτικού επιπέδου, η κατάργηση των διαφορών μεταξύ πόλης-υπαίθρου και χειρωνακτικής-πνευματικής εργασίας. Με αυτόν τον τρόπο ο Marcuse αποσυνδέει την καταπίεση με τις υλικές συνθήκες μετατρέποντάς τη σε μια μεταφυσική πραγματικότητα που επηρεάζει μονάχα τον ανθρώπινο ψυχισμό. Αν το βιοτικό επίπεδο ανεβαίνει και αν καθιερωθεί μια δωρεάν παροχή αγαθών, τότε η αναγκαιότητα της καταπίεσης παύει να υφίσταται. Η καταπίεση βασίζεται στην ταξική διαίρεση της κοινωνίας. Για να μοιράζονται τα αγαθά δωρεάν σημαίνει ότι έχει καταργηθεί όχι μόνο η ατομική ιδιοκτησία αλλά έχει αυξηθεί σε ανώτατα επίπεδα η παραγωγικότητα της εργασίας. Αυτό, αφενός δεν μπορεί αν γίνει σε εθνικό επίπεδο και αφετέρου δεν ήταν καθόλου η τάση του σοβιετικού καθεστώτος. Ο Trotsky είχε προβλέψει ότι «η παραπέρα ανεμπόδιστη ανάπτυξη του γραφειοκρατισμού πρέπει να οδηγήσει αναπόφευχτα σε ένα σταμάτημα της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, σε μια φοβερή κοινωνική κρίση και σε μια κατακόρυφη καταστροφή ολόκληρης της κοινωνίας»244. Έχοντας εξηγήσει ότι στη γραφειοκρατία αντανακλώνται οι αστικές τάσεις του καθεστώτος και στα εθνικοποιημένα μέσα παραγωγής οι σοσιαλιστικές, κατανόησε ότι «είτε ο αστικός κανόνας, με τη μια ή την άλλη μορφή, θα απλωθεί και στα μέσα παραγωγής, είτε οι κανόνες διανομής πρέπει να έρθουν σε συμφωνία με το σοσιαλιστικό ιδιοχτησιακό σύστημα»245. Η ιστορία απέδειξε ότι η πρόβλεψη του Trotsky και όχι του Marcuse ήταν η σωστή. Η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος δεν θα μπορούσε να είναι πολιτική χωρίς να είναι και οικονομική. Όμως μια τέτοια φιλελευθεροποίηση θα σήμαινε την επικράτηση των αστικών τάσεων άρα και παρακμή όχι ανάπτυξη της σοβιετικής κοινωνίας, όπως υπέθετε ο Marcuse. Αυτή η τάση είχε διαφανεί ήδη από τη δεκαετία του 1970 όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης της σοβιετικής οικονομίας άρχισαν να πέφτουν μέχρι να φτάσουν σχεδόν στο μηδέν στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Συγκεκριμένα, ενώ το 1970 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της Σοβιετικής Ένωσης ήταν 8,7%, το 1979 έπεσε στο 2,7% και το 1989 στο 1,9%246. Η πτώση των ρυθμών ανάπτυξης φαινόταν και από την αδυναμία εκπλήρωσης των στόχων των πεντάχρονων πλάνων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ενώ ο στόχος για το 1970 στην ηλεκτρική ενέργεια ήταν 900-1000 δις ωριαία κιλοβάτ, η πραγματικότητα έδειξε ότι παρήχθησαν 740,4. Ο στόχος για το ατσάλι ήταν 145 εκατομμύρια τόνοι και η πραγματικότητα 115,9. Ο στόχος για το πετρέλαιο ήταν 390

243 Τεντ Γκραντ-Άλαν Γουντς, ό.π. σελίδα 123244 Λεόν Τρότσκι, Η ταξική φύση της Σοβιετικής Ένωσης, ό.π. σελίδα 34245 Λέον Τρότσκι, Η προδομένη επανάσταση, ό.π. σελίδα 199246 /www.marx.org/history/ussr/government/economics/statistics/growth-rates.htm

59

Page 60: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

εκατομμύρια τόνοι και η πραγματικότητα 352,6. Το ίδιο συνέβη σε όλους τους βιομηχανικούς τομείς αλλά και στην αγροτική οικονομία. Ο στόχος παραγωγής (1970) σιτηρών ήταν 248 εκατομμύρια τόνοι ενώ η πραγματικότητα 186,8. Ο στόχος για τα λαχανικά ήταν 47 και η πραγματικότητα 20,3 και ο στόχος για το κρέας 25 και η πραγματικότητα 12,3247. Το επίπεδο σε σχέση με την πιο αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα έμενε πολύ χαμηλό, λόγω της εκμετάλλευσης ενός μεγάλου ποσοστού του παραγόμενου πλούτου από τη γραφειοκρατία. Το 1972 το σοβιετικό ΑΕΠ ήταν μόλις το 51% του ΑΕΠ των ΗΠΑ. Χαρακτηριστική είναι η κατάσταση στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Ενώ στις ΗΠΑ παράγονταν 2.242 εκατομμύρια τόνοι συνθετικά υφάσματα, στη Σοβιετική Ένωση παράγονταν 238248.

Η απαισιοδοξία για τη δυνατότητα ανατροπής της γραφειοκρατίας αλλά και η αδυναμία του να εξηγήσει τη μορφή του καθεστώτος και τις ήττες των επαναστάσεων τον οδηγεί ακόμα περισσότερο στη μεταφυσική. Στη διάλεξή του στο πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης για τα εκατό χρόνια από το θάνατο του Freud αναρωτιέται: «μήπως πλάι στον ιστορικοκοινωνικό Τερμιντώρ […] υπάρχει επίσης κ’ ένας ψυχικός Τερμιντώρ; Μήπως οι επαναστάσεις δεν νικώνται μόνο από εξωτερικές δυνάμεις. Μήπως δεν αντιστρέφονται και δεν αίρονται μόνο απ’ έξω, αλλ’ επενεργεί μέσα στα ίδια τα άτομα μια δυναμική, που αρνιέται εσωτερικά την απελευθέρωση και την εκπλήρωση και βιάζει τα’ άτομα να υποκύψουν, όχι μόνο στις εξωτερικές δυνάμεις αυτής της άρνησης;»249. Το ερώτημα αυτό βασίζεται στη φροϋδική θεωρία για την κυριαρχία στον πολιτισμό, η οποία έχει ως καθοριστική αιτία την εσωτερίκευση και την αντικατάστασή από μεριάς των παιδιών της εξουσίας του πατέρα τους. Η διαδικασία αυτή, σύμφωνα με το Freud, υπάρχει τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.

Η Κριτική Θεωρία και Marcuse ως μεσοαστική αντίδραση στον καπιταλισμό

Η Κριτική Θεωρία δημιουργήθηκε σε μια εποχή όπου οι ήττες του προλεταριάτου και η σταλινοποίηση των επαναστατικών κομμάτων ήταν γεγονός. Τα σταλινικά Κομμουνιστικά και τα αστικά Σοσιαλδημοκρατικά δεν μπορούσαν να δώσουν προοπτική για μια ανατροπή του καπιταλισμού. Η σκέψη των μελών του Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας καθορίστηκε από αυτήν την εξέλιξη. Τα μέλη του αντί να προσπαθήσουν να συνδέσουν την κριτική τους με πραγματικές και κοινωνικές δυνάμεις, απομονώθηκαν από τους αγώνες του εργατικού κινήματος. Η θεωρία έγινε η μοναδική πρακτική, καταφεύγοντας έτσι σε έναν ελιτισμό και εκφράζοντας μια μεσοαστική αντικαπιταλιστική ριζοσπαστικότητα. Ο ατομικισμός αυτής της κατεύθυνσης δεν θα μπορούσε να βοηθήσει σε καμιά κοινωνική αλλαγή. Έτσι, μετά από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η απαισιοδοξία έγινε κυρίαρχη και η θεωρία μεταφυσικοποιήθηκε. Οι μαρξιστικές κατηγορίες χάθηκαν και τη θέση τους πήρε η αφηρημένη και υπεριστορική Κυριαρχία και σχέση ανθρώπου-φύσης. Από όλους τους θεωρητικούς του Ινστιτούτου, μονάχα η σκέψη του Marcuse συνδέθηκε με αυτό που αποκαλέστηκε «νέα Αριστερά» και κυρίως με ριζοσπαστικούς φοιτητικούς κύκλους. Όμως η φιλοσοφία του Marcuse είχε και αυτή ως πρόβλημα την έλλειψη εμπιστοσύνης στην επαναστατική δυνατότητα της εργατικής τάξης και την απουσία από τη

247 Ζαν Ελλενστέιν, Ιστορία της ΕΣΣΔ, τόμος 2, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1977, σελίδες 355 και 356248 Ό.π. σελίδα 381249 Χέρμπερτ Μαρκούζε, Ψυχανάλυση και Πολιτική, ό.π. σελίδα 77

60

Page 61: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

δράση (praxis). Αφού θεωρία του δεν τροφοδοτείται από την πρακτική καταλήγει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Από την άλλη, θετική συνεισφορά του έργου του Ινστιτούτου και του Marcuse αποτέλεσε η προσπάθεια να δημιουργηθεί μια μαρξιστική ψυχολογία.

61

Page 62: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Πρωτότυπα έργα του Marcuse

Χέρμπερτ Μαρκούζε, Ψυχανάλυση και Πολιτική, εκδόσεις Ηριδανός, 1976

Herbert Marcuse, Ο Μονοδιάστατος άνθρωπος, Αθήνα, χχ Χέρμπερτ Μαρκούζε, Ο Σοβιετικός Μαρξισμός. Δοκίμιο

Κριτικής Ανάλυσης, εκδόσεις Θ. Καστανιώτη, Αθήνα, χχ Χέρμπερτ Μαρκούζε, Αρνήσεις. Για τον ηδονισμό. Η πάλη

ενάντια στον φιλελευθερισμό στην ολοκληρωτική αντίληψη για το κράτος. Ο καταφατικός χαρακτήρας της κουλτούρας, εκδόσεις ύψιλον, Αθήνα, 1983

Χέρμπερτ Μαρκούζε, Λόγος και Επανάσταση. Ο Hegel και η γέννηση της κοινωνικής θεωρίας, εκδόσεις ύψιλον, Αθήνα, 1985

Μελέτες για την Κριτική Θεωρία και το Marcuse

Martin Jay, The Dialectical Imagination. A History of the Frankfurt School and the Institute of Social Research 1923-1950, Heinemann-London, 1973

Ζαν-Μαρί Βενσάν, Η Σχολή της Φρανκφούρτης και η Κριτική Θεωρία, εκδόσεις Επίκουρος, Αθήνα, 1977

David Held, Introduction to Critical Theory, Polity Press, 1980 Αγγελική Χριστοδουλίδη-Μαζαράκη, Η φιλοσοφική ιδιοτυπία

του Herbert Marcuse, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 1993 Jean Laplanche, Σημειώσεις για τον Marcuse και την

Ψυχανάλυση, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα, 1993

Για την κριτική σε Κριτική Θεωρία και Marcuse

Φρίντριχ Ένγκελς, Αντι-Ντύριγκ. Ή η ανατροπή της επιστήμης από τον κύριο Οϋγκεν Ντύριγκ, εκδόσεις Αναγνωστίδη, Αθήνα, 1963

Michel Beaud, Η ιστορία του καπιταλισμού 1500-1981, εκδόσεις Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη, 1987

Πρέντραγκ Βρανίτσκι, Ιστορία του Μαρξισμού, τόμοι 1 και 2, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1976

Βόλφγκανγκ Άμπεντροτ, Κοινωνική ιστορία του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1976

Έρνεστ Μαντέλ, Ο Ύστερος Καπιταλισμός. Ο ιμπεριαλισμός στην τελική του φάση, εκδόσεις Gutenberg, χχ

Τεντ Γκραντ-Άλαν Γουντς, Λένιν και Τρότσκι: τι πραγματικά υποστήριζαν, εκδόσεις Μαρξιστική Φωνή, Αθήνα, χχ,

62

Page 63: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

Ν. Λένιν, Ο Λένιν για τη διαρκή επανάσταση (Οι θέσεις του Απρίλη), εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα, 1975

Β. Ι. Λένιν, Η επαναστατική φρασεολογία, εκδόσεις Χρόνος, Αθήνα, 1974

Λέον Τρότσκι, Η προδομένη επανάσταση, εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα, 1984

Λεόν Τρότσκι, Η ταξική φύση της Σοβιετικής Ένωσης, εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα, 1986

Λέον Τρότσκι. Η ηθική τους και η ηθική μας, εκδόσεις Παρασκήνιο, Αθήνα, 2000

Ζαν Ελλενστέιν, Ιστορία της ΕΣΣΔ, τόμος 2, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1977

Μαρκ Φερρό, Από τα Σοβιέτ στο γραφειοκρατικό κομμουνισμό, εκδόσεις Νησίδες, 1999

Ερνστ Φίσερ, Τι είπε πραγματικά ο Μαρξ, εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα, 1993

Ηλεκτρονικές πηγές

www.socialistworld.net/eng/2008/11/04histoa.html www.marx.org/subject/germany-1918-23/index.htm www.socialistworld.net/z/bin/kw.cgi/show?id=3048 www.marx.org/history/ussr/government/economics/statistics/

growth-rates.htm

Πηγές από έντυπα περιοδικά

Βασίλης Κάλφας, Διαμόρφωση και εξέλιξη της Κριτικής Θεωρίας της Σχολής της Φραγκφούρτης, περιοδικό Πολίτης, τεύχος 21, Νοέμβριος 1978

63

Page 64: Η Κριτική Θεωρία και η σκέψη του Marcuse

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πλαίσιο προσέγγισηςσελίδα 1Η ίδρυση και τα πρώτα χρόνια του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνώνσελίδα 1Η διαμόρφωση της Κριτικής Θεωρίας τη δεκαετία του 1930σελίδα 2Η σκέψη του Marcuse τη δεκαετία του 1930σελίδα 6Η ανάλυση του Ινστιτούτου για το Ναζισμόσελίδα 11Κριτική του Marcuse στον ολοκληρωτισμόσελίδα 13Οι μελέτες για την Οικογένεια, τον Αυταρχισμό και η συνεισφορά του Marcuseσελίδα 15Κριτική προσέγγιση των συμπερασμάτων της Κριτικής Θεωρίαςσελίδα 19Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού

σελίδα 26Η κριτική του Marcuse στη Σοβιετική Ένωσησελίδα 30Ο Marcuse και η Ψυχολογίασελίδα 34Ο Μονοδιάστατος άνθρωποςσελίδα 37Κριτική στη μεταπολεμική σκέψη του Marcuseσελίδα 42Η Κριτική Θεωρία και Marcuse ως μεσοαστική αντίδραση στον καπιταλισμόσελίδα 48Βιβλιογραφία σελίδα 49

64